Περί Κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων Μετά Την Τροποποιήση Του Κανονισμού 327 - 2021

You might also like

Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 48

1 Περί κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων

με την τροποποίηση του Κανονισμού 327/2021


www.efimerios.gr

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

διατάξεις του. Στον παρόντα Κανονισμό ο όρος «διορισμός»


ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ 5/1978 αναφέρεται σε υπαλλήλους επί σχέσει δημοσίου δικαίου
«Περί Κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων» (μονίμους, μετακλητούς, επί θητεία) και ο όρος «πρόσληψη»
αναφέρεται σε υπαλλήλους επί σχέσει ιδιωτικού δικαίου
(ΦΕΚ Α΄ 48/3.4.1978)
(αορίστου ή ορισμένου χρόνου).

Η ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ
Άρθρο 2 Πρωτοβάθμιο Υπηρεσιακό Συμβούλιο
ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

Έχουσα υπ' όψει: 1. Το πρωτοβάθμιο Υπηρεσιακό Συμβούλιο


α) Τας διατάξεις του άρθρου 42 παρ. 2 του Νόμου Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων είναι πενταμελές συλλογικό
590/1977 «περί Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της όργανο της Εκκλησίας της Ελλάδος αρμόδιο για όλα τα
Ελλάδος». υπηρεσιακά και πειθαρχικά θέματα του προσωπικού που
β) Την υπ' αριθμ. 5/14.6.1977 πράξιν του ΑΥΣΕ υπάγεται στον παρόντα Κανονισμό. Στον παρόντα Κανονισμό
περί γνωμοδοτήσεως επί σχεδίου Κανονισμού περί Κώδικος το ανωτέρω Συμβούλιο όταν ασκεί υπηρεσιακές αρμοδιότητες
Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων. καλείται «Υπηρεσιακό Συμβούλιο» και όταν ασκεί
γ) Τας από 17.8.1977, 19.8.1977, 13.12.1977 και πειθαρχικές αρμοδιότητες καλείται «Πειθαρχικό Συμβούλιο».
8.2.1978 αποφάσεις της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, ψηφίζει: Το Συμβούλιο συνεδριάζει στα γραφεία της Ιεράς Συνόδου ή
Τον υπ' αριθμόν 5/1978 Κανονισμόν «Περί Κώδικος με τηλεδιάσκεψη, πλήρως ή μερικώς, και ευρίσκεται σε
Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων» : απαρτία, παρόντων τουλάχιστον τριών εκ των μελών του. Οι
αποφάσεις του λαμβάνονται κατά πλειονοψηφία. Εν ισοψηφία
ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ 5/1978 υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου. Στις γνωμοδοτήσεις και
Περί Κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων αποφάσεις του Συμβουλίου καταχωρίζεται υποχρεωτικώς και
η γνώμη της μειοψηφίας.
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ 2. Η συγκρότηση του Συμβουλίου ορίζεται ως εξής:
α. Πρόεδρος: ένας Συνοδικός Αρχιερεύς που ορίζεται
Γενικαί Διατάξεις
με απόφαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου στην αρχή κάθε
Συνοδικής Περιόδου με αναπληρωτή του ένα επίσης Συνοδικό
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄ Αρχιερέα επόμενο κατά την τάξη, με θητεία ετήσια, όση είναι
«Άρθρο 1 Πεδίο εφαρμογής και η Συνοδική Περίοδος.
β. Μέλη: τέσσερεις (4) εκκλησιαστικοί υπάλληλοι με
1. Σκοπός του παρόντος Κανονισμού είναι η τους αναπληρωτές τους, εκ των οποίων δύο (2) είναι
καθιέρωση κανόνων διεπόντων την υπηρεσιακή κατάσταση εκκλησιαστικοί υπάλληλοι Ιερών Μητροπόλεων και δύο (2)
των υπαλλήλων των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων υπάλληλοι της Εκκλησίας της Ελλάδος ή της Αποστολικής
δημοσίου δικαίου επί βάσεων ισότητας και δικαιοσύνης, η Διακονίας ή του Διορθοδόξου Κέντρου κατηγορίας ΠΕ με
εξασφάλιση της ορθής επιλογής αυτών, η κατοχύρωση της βαθμό τουλάχιστον Β, που αναπληρώνονται από υπαλλήλους
κατά το συμφέρον των νομικών τούτων προσώπων της κατηγορίας ΠΕ με βαθμό τουλάχιστον Β με διετή θητεία
σταδιοδρομίας τους και η επίτευξη της μεγίστης δυνατής και ορίζονται με πράξη της Δ.Ι.Σ στην αρχή της Συνοδικής
αποδόσεώς τους στην εργασία τους. Περιόδου, μετά την λήξη της διετούς θητείας τους.
2. Στις διατάξεις του παρόντος υπάγονται πάντες οι γ. Γραμματέας του Συμβουλίου ορίζεται από τη
επί σχέσει δημοσίου δικαίου μόνιμοι (τακτικοί), επί θητεία ή Δ.Ι.Σ. οποιοσδήποτε εκκλησιαστικός υπάλληλος με
μετακλητοί και οι επί σχέσει εργασίας ιδιωτικού δικαίου αναπληρωτή υπάλληλο οποιουδήποτε βαθμού.
αορίστου χρόνου και ορισμένου χρόνου υπάλληλοι όλων των 3. Η θητεία των μελών του Συμβουλίου δύναται να
εκκλησιαστικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ανανεώνεται, ενώ παρατείνεται αυτοδικαίως μετά την
ανεξαρτήτως της ιδιότητάς τους ως κληρικών, μοναχών ή ημερομηνία λήξεώς της, εάν έως τότε δεν έχει εκδοθεί
λαϊκών, καθώς και οι ιεροκήρυκες, πάσης κατηγορίας. Δεν απόφαση συγκροτήσεως του Συμβουλίου από την Δ.Ι.Σ και
υπάγονται οι πρεσβύτεροι (προϊστάμενοι ή μη,) ως και οι έως την συγκρότησή του.
διάκονοι των Ιερών Ναών (ενοριακών ή μη), οι ιεροψάλτες, οι 4. Το Συμβούλιο τηρεί διά του γραμματέα του
χορωδοί, οι γραφείς, το βοηθητικό και εργατοτεχνικό πρακτικά για την συνεδρίασή του, που υπογράφονται από τον
προσωπικό (νεωκόροι, καθαρίστριες), που υπηρετούν στους πρόεδρο ή τον αναπληρωτή του και τον γραμματέα.
κάθε είδους Ιερούς Ναούς. 5. Επιφυλασσομένων των διατάξεων πειθαρχικού
3. Επί πάσης αμφισβητουμένης ιδιότητας ή δικαίου, κάθε ατομική πράξη που αφορά στην υπηρεσιακή
προϋπηρεσίας ως εκκλησιαστικού υπαλλήλου αποφαίνεται η κατάσταση εκκλησιαστικού υπαλλήλου και εκδόθηκε μετά
Διαρκής Ιερά Σύνοδος (Δ.Ι.Σ.) μετά από σύμφωνη γνώμη του από γνωμοδότηση ή απόφαση του Υπηρεσιακού Συμβουλίου,
Ανωτάτου Υπηρεσιακού Συμβουλίου της Εκκλησίας της ως και κάθε εκτελεστή απόφαση Υπηρεσιακού Συμβουλίου με
Ελλάδος του άρθρου 3 του παρόντος Κανονισμού. την οποία ρυθμίζεται απ' ευθείας παρόμοιο ζήτημα, υπόκειται
4. Οι αναφορές των διατάξεων του παρόντος σε προσφυγή ενώπιον του Ανωτάτου Υπηρεσιακού
Κανονισμού σε «εκκλησιαστικό υπάλληλο», «υπάλληλο», Συμβουλίου του άρθρου 3 εντός είκοσι (20) ημερών από την
«υπαλληλική σχέση» ή «θέση», «εργασιακή σχέση» επίδοση ή άλλως την λήψη γνώσεως της προσβαλλομένης
περιλαμβάνουν όλες τις κατηγορίες των εργαζομένων του πράξεως ή αποφάσεως, και επιτρέπει τον έλεγχο της πράξεως
πρώτου εδαφίου της παρ. 2 με κάθε έννομη σχέση (δημοσίου ή κατά τον νόμο και την ουσία. Ο ενδιαφερόμενος ενημερώνεται
ιδιωτικού δικαίου) στα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα υποχρεωτικώς για το δικαίωμά του να ασκήσει την ανωτέρω
δημοσίου δικαίου, εκτός εάν πραγματοποιείται ρητώς ενδικοφανή προσφυγή, ειδάλλως το ένδικο βοήθημά του κατά
διάκριση ή εξαίρεση ορισμένης κατηγορίας υπαλλήλων στις
2 Περί κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων
με την τροποποίηση του Κανονισμού 327/2021
www.efimerios.gr

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

της ανωτέρω προσβαλλομένης πράξεως ή αποφάσεως δεν είναι στα οικεία μητρώα, επικρατεί η πρώτη εγγραφή. Βεβαίωση
απαράδεκτο λόγω μη ασκήσεως της ενδικοφανούς προσφυγής. της ηλικίας ή διόρθωση της εγγραφής με οποιονδήποτε άλλον
τρόπο ουδέποτε λαμβάνεται υπ' όψιν.
Άρθρο 3 Ανώτατο Υπηρεσιακό Συμβούλιο Εκκλησίας της δ. Να έχει εκπληρώσει τις στρατιωτικές του
Ελλάδος υποχρεώσεις ή να έχει απαλλαγεί νόμιμα από αυτές και όχι
για λόγο που του στερεί σε διαρκή βάση την σωματική ή
1. Το Ανώτατο Υπηρεσιακό Συμβούλιο της πνευματική ικανότητα ασκήσεως των καθηκόντων του
Εκκλησίας της Ελλάδος (Α.Υ.Σ.Ε.) ασκεί αρμοδιότητες επί εκκλησιαστικού υπαλλήλου. Δεν διορίζονται ούτε
των θεμάτων των παρ. 2 και 4 του άρθρου 42 του ν. 590/1977 προσλαμβάνονται όσοι έχουν αναγνωρισθεί ως αντιρρησίες
(Α΄ 146). Αποτελεί επίσης το δευτεροβάθμιο πειθαρχικό συνειδήσεως ακόμα και εάν έχουν εκπληρώσει, σύμφωνα με
όργανο της Εκκλησίας της Ελλάδος για τους υπαλλήλους που τις ειδικές διατάξεις της στρατολογικής νομοθεσίας, άοπλη
διέπονται από τον παρόντα Κανονισμό. θητεία ή εναλλακτική πολιτική κοινωνική υπηρεσία. Η μη
2. Το Α.Υ.Σ.Ε. συγκροτείται, λειτουργεί και ασκεί εκπλήρωση στρατιωτικών υποχρεώσεων αποτελεί κώλυμα
τις αρμοδιότητές του όπως προβλέπεται στον Κανονισμό της διορισμού, εφ' όσον αυτές δεν έχουν εκπληρωθεί κατά τον
Εκκλησίας της Ελλάδος υπ' αριθ. 3/1977 (Α΄ 273) όπως χρόνο διορισμού του υπαλλήλου.
ισχύει, ενώ επιτρέπεται να συνεδριάζει πλήρως ή μερικώς και ε. Να έχει πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα και να
με τηλεδιάσκεψη. μην τελεί υπό στερητική ή επικουρική δικαστική
συμπαράσταση (πλήρη ή μερική).
στ. Να έχει την σωματική αρτιμέλεια και την υγεία
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ που του επιτρέπει την εκτέλεση των καθηκόντων της
αντίστοιχης θέσεως, στην οποία θα διορισθεί ή προσληφθεί,
Κατάρτιση υπαλληλικής σχέσεως - Κατάταξη υπαλλήλων.
πιστοποιούμενη από τις αρμόδιες υγειονομικές επιτροπές, με
βάση παραπεμπτικό έγγραφο, όπου θα περιγράφονται τα
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α' καθήκοντα της θέσεως κατά τα ειδικότερα κατωτέρω
Διορισμός – Πρόσληψη οριζόμενα.
Τμήμα Α' ζ. Να μην έχει καταδικασθεί από Εκκλησιαστικό
Δικαστήριο οποιασδήποτε ορθόδοξης Εκκλησίας σε
Άρθρο 4 οποιαδήποτε ποινή ή να μην έχει επιβληθεί από την Ιερά
Σύνοδο οποιασδήποτε ορθόδοξης Εκκλησίας οποιοδήποτε
Ουδείς διορίζεται ως μόνιμος, επί θητεία ή επιτίμιο.
μετακλητός εκκλησιαστικός υπάλληλος ή προσλαμβάνεται ως η. Να μην έχει καταδικασθεί για κακούργημα και σε
εκκλησιαστικός υπάλληλος ιδιωτικού δικαίου, εάν δεν οποιαδήποτε ποινή για κλοπή, υπεξαίρεση, απάτη, εκβίαση,
κέκτηται τα κατωτέρω αναφερόμενα τυπικά προσόντα, τα πλαστογραφία, δωροδοκία, απιστία, απιστία δικηγόρου,
οποία πρέπει να συντρέχουν τόσο κατά την λήξη της συκοφαντική δυσφήμιση, καθώς και για οποιοδήποτε έγκλημα
προθεσμίας υποβολής αιτήσεων, όσο και κατά την ημέρα περί την γενετήσια ζωή, προσβολές του δημοκρατικού
διορισμού ή προσλήψεώς του κατά περίπτωση. πολιτεύματος ή της διεθνούς υποστάσεως της χώρας,
εγκλήματα κατά πολιτειακών οργάνων, προσβολές κατά της
πολιτειακής εξουσίας, εγκλήματα κατά της δημόσιας τάξεως,
Άρθρο 5 Προσόντα διορισμού – προσλήψεως επιβουλή της θρησκευτικής ειρήνης, εγκλήματα σχετικά με
την υπηρεσία, κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα. Να μην είναι
υπόδικος που έχει παραπεμφθεί με τελεσίδικο βούλευμα για
1. Προϋποθέσεις διορισμού του μονίμου, επί θητεία
κακούργημα ή για τα ως άνω πλημμελήματα, έστω και αν το
ή μετακλητού εκκλησιαστικού υπαλλήλου είναι:
αδίκημα έχει παραγραφεί. Να μην έχει στερηθεί τα πολιτικά
α. Να είναι Χριστιανός Ορθόδοξος. Να μην έχει
του δικαιώματα ή θέση λόγω καταδίκης ή απαγορευθεί η
επιδείξει λόγω ή έργω έλλειψη σεβασμού προς την Ορθόδοξη
άσκηση επαγγέλματός του σχετικού με την θέση.
Ανατολική Εκκλησία του Χριστού.
θ. Να μην έχει απολυθεί από θέση δημόσιας
β. Να είναι Έλληνας πολίτης. Πολίτες κρατών -
υπηρεσίας ή νομικού προσώπου του Δημοσίου Τομέως ή της
μελών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως ή τρίτων χωρών δύνανται να
Γενικής Κυβερνήσεως ή από εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο
διορισθούν κατόπιν σχετικής αδείας της Διαρκούς Ιεράς
λόγω επιβολής της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσεως
Συνόδου και εφ' όσον η σχετική θέση στην οποία διορίζεται ο
ή λόγω καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας για σπουδαίο
αλλοδαπός πολίτης δεν συνεπάγεται άσκηση δημόσιας
λόγο, οφειλόμενο σε υπαιτιότητα του εργαζομένου. Για την
εξουσίας.
διαπίστωση του ως άνω κωλύματος διορισμού υποβάλλεται
γ. Να έχει συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του
υπεύθυνη δήλωση από τον ενδιαφερόμενο, το αληθές
ως ελάχιστο όριο για τις κατηγορίες ΥΕ και ΔΕ και το 22ο
περιεχόμενο της οποίας ελέγχεται αυτεπαγγέλτως από την
έτος ως ελάχιστο όριο για τις κατηγορίες ΠΕ και ΤΕ. Ειδικές
αρμόδια υπηρεσία διορισμού.
εξαιρέσεις δύνανται να επιτραπούν κατόπιν πράξεως της
ι. Να έχει απασχοληθεί για ένα τουλάχιστον έτος σε
Διαρκούς Ιεράς Συνόδου εκδιδομένης μετά από γνώμη του
οιανδήποτε θέση και με οποιαδήποτε έννομη σχέση σε
Α.Υ.Σ.Ε.. Ανώτατο όριο ηλικίας δύναται να ορίζεται με την
εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο. Η απασχόληση βεβαιώνεται
σχετική προκήρυξη της διαδικασίας πληρώσεως της θέσεως.
από το οικείο εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο και τον
Για την απόδειξη του χρόνου γεννήσεως προσάγεται
αντίστοιχο ασφαλιστικό οργανισμό.
αντίγραφο της ληξιαρχικής πράξεως γεννήσεως. Ως ημέρα
ια. Να έχει πιστοποιηθεί η επάρκεια γνώσεών του
γεννήσεως λαμβάνεται η 1η Ιανουαρίου του έτους γεννήσεως,
περί της δομής, της λειτουργίας και του χαρακτήρα των
καθ' όσον αφορά στο κατώτατο όριο και η 31η Δεκεμβρίου του
εκκλησιαστικών φορέων. Οι προς πιστοποίηση γνώσεις, ο
αυτού έτους, καθ' όσον αφορά στο ανώτατο όριο ηλικίας. Εάν
φορέας πιστοποιήσεως, η διαδικασία, ο τρόπος και τα όργανα
υπάρχουν διαφορετικές εγγραφές για τον χρόνο γεννήσεως
3 Περί κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων
με την τροποποίηση του Κανονισμού 327/2021
www.efimerios.gr

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

αξιολογήσεως ανά κλάδο, και κάθε άλλη συναφής λεπτομέρεια οργανική θέση που έχει συσταθεί με νόμο ή κανονιστική
θα καθορισθεί ειδικότερα με Κανονισμό που εγκρίνεται από πράξη.
την Διαρκή Ιερά Σύνοδο και δημοσιεύεται διά της Εφημερίδας 2. Επιτρέπεται, προκειμένου να καλυφθούν για
της Κυβερνήσεως και του επισήμου Δελτίου της Εκκλησίας ορισμένο χρόνο ανάγκες εκπονήσεως ειδικών επιστημονικών ή
της Ελλάδος «ΕΚΚΛΗΣΙΑ». τεχνικών ή βοηθητικών εργασιών, που κατατείνουν στην
2. Τα ανωτέρω προσόντα ισχύουν και για την εκπόνηση συγκεκριμένου επιστημονικού ή τεχνικού έργου ή
πρόσληψη υπαλλήλου με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου εκτέλεση ορισμένης υπηρεσίας που δεν έχει πάγιο και διαρκή
αορίστου χρόνου ή ορισμένου χρόνου. Για συμβάσεις εργασίας χαρακτήρα, αλλά χρονικά περιορισμένη διάρκεια, ή για να
ορισμένου χρόνου επιτρέπεται η εξαίρεση από τα προσόντα καλυφθούν εποχικές και παροδικές ανάγκες ή απρόβλεπτες
των περιπτώσεων ι και ια, όταν κρίνονται από τον φορέα μη και επείγουσες ανάγκες, η πρόσληψη προσωπικού για
απαραίτητα για το αντικείμενο της εργασίας, και για ορισμένη χρονική περίοδο με σχέση ιδιωτικού δικαίου
συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου με αντικείμενο τεχνικές ορισμένου χρόνου εκτός οργανικών θέσεων.
και βοηθητικές εργασίες επιτρέπεται η εξαίρεση και από τις 3. Η χρονική διάρκεια των διαδοχικών συμβάσεων ή
περιπτώσεις α εδάφιο πρώτο, β, γ, δ της παραγράφου 1. σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου στα
εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου για την
Άρθρο 6 Υγεία κάλυψη είτε οργανικών θέσεων είτε πρόσκαιρων είτε
απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών δεν μπορεί να
1. Υπάλληλοι διορίζονται ή προσλαμβάνονται όσοι υπερβαίνει συνολικά τα τρία (3) έτη και ο αριθμός των
έχουν την υγεία, που τους επιτρέπει την εκτέλεση των ανανεώσεων των διαδοχικών συμβάσεων ή διαδοχικών
καθηκόντων της αντίστοιχης θέσεως. Η έλλειψη σωματικών σχέσεων εργασίας δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τις τρεις (3)
δεξιοτήτων δεν εμποδίζει τον διορισμό ή πρόσληψη, εφ' όσον ο μέσα στο παραπάνω διάστημα, ειδάλλως οι καθ' υπέρβαση
υπάλληλος, με την κατάλληλη και δικαιολογημένη τεχνική των ανωτέρω ορίων σωρευτικώς συμβάσεις είναι άκυρες.
υποστήριξη, μπορεί να ασκήσει τα καθήκοντα της αντίστοιχης Διαδοχικές θεωρούνται, για την εφαρμογή του παρόντος
θέσεως. Ειδικές διατάξεις για τον διορισμό ατόμων με άρθρου, οι αλλεπάλληλες συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας
αναπηρία δεν θίγονται. ορισμένου χρόνου, που καταρτίζονται μεταξύ του ίδιου
2. Η υγεία των υποψήφιων υπαλλήλων να ασκήσουν εργοδότη και ίδιου εργαζομένου, με τους ίδιους ή παρεμφερείς
τα καθήκοντα της αντίστοιχης θέσεως, πιστοποιείται με όρους εργασίας, εφ' όσον μεταξύ τους μεσολαβεί χρονικό
γνωματεύσεις (α) παθολόγου ή γενικού ιατρού και (β) διάστημα μικρότερο των τριών (3) μηνών ή δεν καταρτίζονται
ψυχιάτρου, είτε του Δημοσίου, είτε ιδιωτών, με βάση μετά από επιλογή υποψηφίων δυνάμει διαδικασίας γραπτού
παραπεμπτικό έγγραφο της υπηρεσίας, στο οποίο διαγωνισμού ή μοριοδοτήσεως προσόντων. Σε περίπτωση
περιγράφονται από την υπηρεσία τα καθήκοντα της θέσεως, εκπονήσεως ειδικών επιστημονικών ή τεχνικών ή βοηθητικών
που πρόκειται να καταληφθεί. εργασιών που κατατείνουν στην εκπόνηση συγκεκριμένου
3. Ειδικά για τα άτομα με αναπηρία, που διορίζονται επιστημονικού ή τεχνικού έργου ή εκτέλεση ορισμένης
με γενικές ή ειδικές διατάξεις, η υγεία και η φυσική υπηρεσίας, που δεν έχει πάγιο και διαρκή χαρακτήρα, αλλά
καταλληλότητα πιστοποιούνται, με βάση παραπεμπτικό χρονικά περιορισμένη διάρκεια, ο χρόνος της συμβάσεως
έγγραφο της υπηρεσίας, στο οποίο περιγράφονται από την ορισμένου χρόνου ορίζεται εξ αρχής ως ισόχρονος με τη
υπηρεσία τα καθήκοντα της θέσεως, που πρόκειται να διάρκεια εκπονήσεως του έργου ή της ανατιθέμενης υπηρεσίας
αναλάβει ο υπάλληλος. και στις συμβάσεις του προσωπικού γίνεται σχετικώς ειδική
4. Υπάλληλος, που εμφανίζει κατά την κρίση της αναφορά του έργου ή της πρόσκαιρης υπηρεσίας, την οποία θα
προϊσταμένης του αρχής αδυναμία εκτελέσεως καθηκόντων ή εκτελέσουν. Μόνο σε περίπτωση μη ολοκληρώσεως του έργου
τηρήσεως των εντολών της υπηρεσίας ή συνεργασίας με το ή της υπηρεσίας και εφ' όσον δεν ευθύνεται το εκκλησιαστικό
λοιπό προσωπικό της υπηρεσίας ή την προϊσταμένη του αρχή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου επιτρέπεται η παράταση
ή εμφανίζει απάδουσα σε εκκλησιαστικό υπάλληλο των συμβάσεων ορισμένου χρόνου του προσωπικού, μετά από
συμπεριφορά εντός ή εκτός υπηρεσίας και η προϊσταμένη του ειδική αιτιολογία του οργάνου που αποφασίζει την πρόσληψη.
αρχή πιθανολογεί ότι τα παραπάνω περιστατικά οφείλονται σε 4. Απαγορεύεται η μονιμοποίηση του προσωπικού
σωματική ή ψυχική νόσο, παραπέμπεται σε ιατρική εξέταση ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου των παραπάνω
με έγγραφο της υπηρεσίας, αφού του χορηγηθεί υποχρεωτική παραγράφων ή η μετατροπή των συμβάσεών του σε συμβάσεις
αναρρωτική άδεια από την υπηρεσία για όσο διάστημα ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Οι απαγορεύσεις της
απαιτείται κατά την κρίση της. παρούσας παραγράφου ισχύουν και ως προς τους
5. Σε όλα τα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα απασχολουμένους με σύμβαση έργου ή μισθώσεως έργου.»
δημοσίου δικαίου, που κατά νόμον υποχρεούνται να διαθέτουν
ιατρό εργασίας, συγκροτούνται ιατρικοί φάκελοι υγείας για το *Τα άρθρα 1-13 του Κανονισμού υπ' αριθμ. 5/1978 (Α΄ 48)
προσωπικό τους με ευθύνη του ιατρού εργασίας. Η άρνηση καταργήθηκαν και αντικαταστάθηκαν ως ανωτέρω (νέα άρθρα
προσελεύσεως στον ιατρό εργασίας από υπάλληλο αποτελεί 1-7) με το άρθρο 2 του Κανονισμού υπ’ αριθμ. 327/2021 (Α΄
λόγο οριστικής παύσεως, εάν είναι τακτικός ή μετακλητός ή 57/12.4.2021).
επί θητεία υπάλληλος, ή καταγγελίας της συμβάσεως
εργασίας του, εάν είναι υπάλληλος ιδιωτικού δικαίου.
Τμήμα Β΄
Άρθρον 14 Διαδικασία διορισμού
Άρθρο 7 Προϋποθέσεις διορισμού και προσλήψεως
1. Ουδείς διορίζεται εκκλησιαστικός υπάλληλος αν
1. Δεν επιτρέπεται ο διορισμός μονίμου ή η μη επιτύχη εις διαγωνισμόν ενώπιον Επιτροπής
πρόσληψη εκκλησιαστικού υπαλλήλου με σύμβαση ιδιωτικού συγκροτουμένης υπό της Δ.Ι.Σ. μετά γνώμην του Α.Υ.Σ.Ε. Η
δικαίου αορίστου χρόνου, εάν δεν υφίσταται αντίστοιχη Δ.I.Σ. ωσαύτως μετά γνώμην του Α.Υ.Σ.Ε καθορίζει την
4 Περί κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων
με την τροποποίηση του Κανονισμού 327/2021
www.efimerios.gr

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

εξεταστέαν ύλην. Κατ' εξαίρεσιν δύνανται να διορίζωνται Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, τηρουμένων των εν τη παρ. 2 άρθρου
εκκλησιαστικοί υπάλληλοι δι' επιλογής υπό επιτροπής, 42 Ν. 590/77 οριζομένων.
συγκροτουμένης κατά τα ανωτέρω. β) Διά τον διορισμόν εις θέσεις τεχνικών, δι' ας
2. Εις ειδικάς περιπτώσεις καθ' ας δέον να γίνη απαιτείται απολυτήριον Μέσης Τεχνικής Σχολής ή ειδική
εξέτασις εις ξένας γλώσσας και άλλα ειδικά μαθήματα και δεν εμπειρία ή ειδικότης ή πτυχίον Ανωτέρας ή Ανωτάτης
υπάρχουν υπάλληλοι εκ των ως άνω διά την εξέτασιν αυτών Σχολής.
επιτρέπεται να ορισθούν μέλη της Επιτροπής μέχρι του ενός γ) Διά τον διορισμόν εις θέσεις Κλάδου Υ.Ε.
τρίτου μη μόνιμοι υπάλληλοι ή και ιδιώται. Αι θέσεις αύται πληρούνται δι' αποφάσεως του
3. Ο διαγωνισμός διενεργείται κατόπιν οικείου Μητροπολίτου ή του Προέδρου του Διοικητικού
προκηρύξεως, εκδιδομένης μετά την έγκρισιν της διά τας Συμβουλίου του οικείου εκκλησιαστικού νομικού προσώπου.
προκηρυσσομένας θέσεις σχετικής πιστώσεως υπό του οικείου Προς τούτο δημοσιεύεται κατά τα εν παραγράφω 3 του
εκκλησιαστικού νομικού προσώπου περιλαμβανούσης την άρθρου 14 του παρόντος, αναλόγως εφαρμοζομένου
εξεταστέαν ύλην και πάσαν λεπτομέρειαν διενεργείας του πρόσκλησις προς υποβολήν αιτήσεων υπό των
διαγωνισμού και δημοσιευομένης προ είκοσι ημερών εις την ενδιαφερομένων.
Εφημερίδα της Εκκλησίας «Εκκλησιαστική Αλήθεια» και το δ) Το εργατοτεχνικόν προσωπικόν
Δελτίον «ΕΚΚΛΗΣΙΑ». προσλαμβάνεται δι' αποφάσεως του οικείου Μητροπολίτου ή
4. Η εξεταστική Επιτροπή ελέγχει τα τυπικά του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου του οικείου
προσόντα των υποψηφίων και δι' ειδικώς ητιολογημένης Εκκλησιαστικού Ν.Π.Δ.Δ.
αποφάσεώς της εκδιδομένης εντός πέντε ημερών από της 2. Αι κατά την προηγουμένην παράγραφον
λήξεως της διά της διακηρύξεως οριζομένης προθεσμίας, αποφάσεις, πλην των αποφάσεων προσλήψεως εργατοτεχνικού
αποκλείει τους μη κεκτημένους ταύτα. προσωπικού, δημοσιεύονται διά της Εφημερίδος της
5. Κατά της αποφάσεως της Επιτροπής περί Κυβερνήσεως.
αποκλεισμού του υποψηφίου δι' έλλειψιν τυπικού τινος
προσόντος επιτρέπεται προσφυγή ενώπιον του Ανωτάτου *Η αναφορά του άρθρου 16 παρ. 1 περ. γ σε θέση «Σ.Ε.»
Υπηρεσιακού Συμβουλίου εντός τριών ημερών από της εις τον νοείται ως θέση «ΥΕ» βάσει του άρθρου 9 παρ. 1 του
ενδιαφερόμενον κοινοποιήσεως πλήρους αντιγράφου της Κανονισμού υπ’ αριθμ. 327/2021 (Α΄ 57/12.4.2021).
αποφάσεως ταύτης. Η απόφασις του Συμβουλίου εκδίδεται
μέχρι της προτεραίας του διαγωνισμού, όστις δεν επιτρέπεται
να διενεργηθή πριν ή παρέλθη άπρακτος η ως άνω τριήμερος Άρθρον 17
προθεσμία.
6. Υποψήφιος, μη αποκλεισθείς του διαγωνισμού, 1. Εάν η κατά τας παγίας διατάξεις πλήρωσις
αλλ' αποτυχών εν αυτώ δικαιούται εντός 30 ημερών από της τακτικής θέσεως εκκλησιαστικού υπαλλήλου των Γραφείων
δημοσιεύσεως του πίνακος επιτυχίας διά της Εφημερίδος της της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Ιεράς Αρχιεπισκοπής
Κυβερνήσεως ως και του επισήμου δελτίου της Εκκλησίας Αθηνών και των λοιπών Μητροπόλεων και των
«ΕΚΚΛΗΣΙΑ» να προσφύγη ενώπιον τον Ανωτάτου εκκλησιαστικών ιδρυμάτων δημοσίου δικαίου καθίσταται εκ
Υπηρεσιακού Συμβουλίου μόνον διά παράβασιν νόμου, δεκτής τινος λόγου άκρως δυσχερής, επιτρέπεται η προσωρινή
δε καθισταμένης της προσφυγής ταύτης δικαιούται ούτος εάν ανάθεσις καθηκόντων της θέσεως ταύτης εις πρεσβύτερον ή
συντρέχη περίπτωσις, να υποβληθή εις νέαν εξέτασιν ή να διάκονον, επί τη καταβολή εις αυτόν μηνιαίας αποζημιώσεως,
εξετασθή εις α δεν εξητάσθη μαθήματα ή εάν δεν συντρέχη το ύψος της οποίας καθορίζεται αποφάσει της Δ.I.Σ. υπό
τοιούτος λόγος, να εγγραφή εις την οικείαν σειράν του πίνακος μορφήν προσωρινού επιδόματος προστιθεμένου εις τας
και να καταλάβη την υπάρχουσαν κενήν ή οποτεδήποτε αποδοχάς της κυρίας αυτού απασχολήσεως.
κενωθησομένην θέσιν. Η προσωρινή άσκησις των καθηκόντων παύει άμα
τη πληρώσει της θέσεως κατά τας κειμένας διατάξεις. Ο κατά
την προηγουμένην παράγραφον ασκών προσωρινώς
Άρθρον 15 καθήκοντα εκκλησιαστικού υπαλλήλου κληρικός υπέχει
απάσας τας υποχρεώσεις εκκλησιαστικού υπαλλήλου τας διά
Κατ' εξαίρεσιν επιτρέπεται ο διορισμός άνευ του παρόντος θεσπιζομένας και υπόκειται κατά την διάρκειαν
διαγωνισμού εάν ειδικαί ή εξαιρετικαί συνθήκαι επιβάλλουν της ασκήσεως των καθηκόντων του εις άπαντας τους
την τοιαύτην παρέκκλισιν. Εν τοιαύτη περιπτώσει απαιτείται περιορισμούς των εκκλησιαστικών υπαλλήλων,
ειδική απόφασις της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου εκδιδομένη μετά επιφυλασσομένης της διατάξεως του άρθρου 42 παρ. 6 του Ν.
ειδικώς ητιολογημένην πρότασιν του διοικητικού συμβουλίου 590/77.
του οικείου εκκλησιαστικού νομικού προσώπου και 2. Η κατά την προηγουμένην παράγραφον ανάθεσις
γνωμοδότησιν του Ανωτάτου Υπηρεσιακού Συμβουλίου εν τη καθηκόντων ενεργείται υπό του αρμοδίου προς διορισμόν
οποία περιέχεται και πρότασις περί του τρόπου διενεργείας οργάνου.
του διορισμού.

Άρθρον 18
Άρθρον 16
1. Οι επιτυχόντες εις διενεργηθέντα διαγωνισμόν
1. Διαγωνισμός δεν απαιτείται εις τας εξής κατατάσσονται εις πίνακα κατά την σειράν επιτυχίας των. Ο
περιπτώσεις: πίναξ ούτος ισχύει επί εν έτος από της δημοσιεύσεώς του διά
α) Διά τον διορισμόν εις θέσεις της κατηγορίας των της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και του δελτίου της Δ.I.Σ.
ειδικών θέσεων αι θέσεις αύται πληρούνται δι' αποφάσεως της «ΕΚΚΛΗΣΙΑ» εξ αυτού δε πληρούνται και αι κατά την
5 Περί κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων
με την τροποποίηση του Κανονισμού 327/2021
www.efimerios.gr

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

διάρκειαν της ισχύος αυτού κενούμεναι ή δημιουργούμεναι Άρθρο 22 Διαβεβαίωση - Ανάληψη υπηρεσίας
νέαι θέσεις.
Εάν μεταξύ των επιτυχόντων περιλαμβάνωνται 1. Η διαβεβαίωση του μονίμου ή ιδιωτικού δικαίου
θύματα ή ανάπηροι πολέμου συνταξιοδοτούμενοι ή μη, επί αορίστου χρόνου υπαλλήλου δίνεται ενώπιον του οργάνου που
τετράμηνον πολεμισταί της γραμμής των πρόσω, αγωνισταί έχει εκδώσει την πράξη διορισμού ή του οργάνου που ορίζεται
Εθνικής αντιστάσεως, τέκνα πολυτέκνων, κληρικοί ή τέκνα στο έγγραφο της κοινοποιήσεως. Η διαβεβαίωση έχει ως
κληρικών πτυχιούχοι Θεολογίας ή απόφοιτοι εκκλησιαστικών εξής: «Διαβεβαιώ ότι θα φυλάττω αφοσίωσιν εις την κατ'
σχολών, προς καθορισμόν της σειράς επιτυχίας των ανατολάς Ορθόδοξον του Χριστού Εκκλησίαν και την Ιεράν
προστίθεται εις τον συνολικόν βαθμόν ον έλαβον ούτοι Σύνοδον της Εκκλησίας της Ελλάδος, ως ανωτάτην
ποσοστόν 10/100. διοικητικήν αρχήν της Εκκλησίας, πίστην εις την Ελλάδα και
2. Ο διορισμός των επιτυχόντων ενεργείται υπακοήν εις το Σύνταγμα και τους νόμους της, και ότι θα
υποχρεωτικώς εντός μηνός από της δημοσιεύσεως του πίνακος διαχειρίζωμαι τιμίως και ευσυνειδήτως την ανατεθείσαν μοι
διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως ή της κενώσεως ή υπηρεσίαν ως πιστόν της Εκκλησίας τέκνον και θα εκπληρώ
δημιουργίας της θέσεως, τηρουμένης πάντως της σειράς ευσυνειδήτως τα καθήκοντά μου».
εγγραφής. 2. Η διαβεβαίωση πιστοποιείται με πρωτόκολλο,
που χρονολογείται και υπογράφεται από τον υπάλληλο και το
«Άρθρο 19 Πράξη Διορισμού όργανο ενώπιον του οποίου δόθηκε. Η ανάληψη καθηκόντων
βεβαιώνεται με έκθεση, που υπογράφεται από τον
1. Η πράξη διορισμού εκδίδεται από τον Πρόεδρο προϊστάμενο της οικείας υπηρεσίας και τον υπάλληλο. Η
της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου για υπαλλήλους της Εκκλησίας έκθεση φέρει αριθμό πρωτοκόλλου της χρονολογίας
της Ελλάδος, από τον επιχώριο Μητροπολίτη για υπαλλήλους αναλήψεως καθηκόντων.
Ιερών Μητροπόλεων ή τον Πρόεδρο του συλλογικού οργάνου 3. Αφετηρία υπολογισμού του χρόνου υπηρεσίας των
διοικήσεως του οικείου εκκλησιαστικού νομικού προσώπου υπαλλήλων αποτελεί η χρονολογία δημοσιεύσεως στο Φύλλο
δημοσίου δικαίου σε κάθε άλλη περίπτωση. Περίληψη της της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως της πράξεως διορισμού ή
πράξεως διορισμού δημοσιεύεται στο επίσημο Δελτίο προσλήψεως, με την προϋπόθεση ότι η ανάληψη υπηρεσίας
«ΕΚΚΛΗΣΙΑ» και στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και γίνεται μέσα σε ένα (1) μήνα από την κοινοποίηση της
κοινοποιείται στον διοριζόμενο το αργότερο εντός τριάντα (30) πράξεως διορισμού ή προσλήψεως, άλλως η ημερομηνία
ημερών από την δημοσίευση στην Εφημερίδα της αναλήψεως υπηρεσίας.
Κυβερνήσεως.
2. Η κοινοποίηση στον διοριζόμενο γίνεται με Άρθρο 23 Ανάκληση διορισμού
έγγραφο της οικείας αρχής, στο οποίο αναγράφεται ο αριθμός
του Φύλλου της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως, όπου 1. Η πράξη διορισμού ανακαλείται υποχρεωτικώς,
δημοσιεύθηκε η περίληψη της πράξεως διορισμού και το οποίο εάν ο διοριζόμενος δεν αποδέχθηκε τον διορισμό ρητώς ή
επιδίδεται επί αποδείξει στην κατοικία του είτε στον ίδιο είτε σιωπηρώς ή δεν εκπλήρωσε άλλες νόμιμες πρόσθετες
σε πρόσωπο που συνοικεί με αυτόν. Με το έγγραφο αυτό υποχρεώσεις πριν από την ανάληψη υπηρεσίας.
τάσσεται και εύλογη προθεσμία τριάντα (30) το πολύ ημερών 2. Η πράξη διορισμού, που έγινε κατά παράβαση
για διαβεβαίωση του διοριζομένου και ανάληψη υπηρεσίας. Αν νόμου ή κανονισμού, ανακαλείται εντός πενταετίας από τη
δεν καθορίζεται τέτοια προθεσμία, θεωρείται ότι έχει ταχθεί δημοσίευσή της. Μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής η
προθεσμία τριάντα (30) ημερών. Η προθεσμία αυτή μπορεί να πράξη διορισμού ανακαλείται, εάν αυτός που διορίσθηκε
παραταθεί έως έξι (6) μήνες, μόνο μία φορά, για εξαιρετικούς προκάλεσε δολίως ή υποβοήθησε την παρανομία ή εάν ο
λόγους. διορισμός του έγινε κατά παράβαση των άρθρων 5 και 6 του
3. Αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία της παρόντος Κανονισμού.
παραγράφου 1, η πράξη διορισμού θεωρείται ότι έχει 3. Ο υπάλληλος, του οποίου η πράξη διορισμού
κοινοποιηθεί την τριακοστή ημέρα από την δημοσίευση και ανακλήθηκε κατά την προηγούμενη παράγραφο, υπέχει τις
από την ημέρα αυτή αρχίζει η προθεσμία για την διαβεβαίωση ευθύνες των εκκλησιαστικών υπαλλήλων για τον χρόνο κατά
του διοριζομένου και την ανάληψη υπηρεσίας. τον οποίο άσκησε τα καθήκοντά του και οι πράξεις του είναι
έγκυρες.
Άρθρο 20 Βαθμός εισαγωγής 4. Οι διατάξεις της παραγράφου 2 για την
απαγόρευση ανακλήσεως της πράξης διορισμού μετά την
1. Ο διοριζόμενος ή προσλαμβανόμενος εισέρχεται πάροδο πενταετίας δεν εφαρμόζονται, όταν η πράξη διορισμού
στην υπηρεσία με τον εισαγωγικό βαθμό που προβλέπεται ακυρώνεται δικαστικώς.
στον οικείο κλάδο.
2. Κατ' εξαίρεση, επιτρέπεται ο διορισμός ή Άρθρο 24 Αναδιορισμός
πρόσληψη, σε βαθμό ανώτερο του εισαγωγικού, προσώπων τα
οποία έχουν αυξημένα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, εφ' 1. Ο μόνιμος υπάλληλος, που απολύθηκε λόγω
όσον αυτό προβλέπεται από ειδικές διατάξεις. σωματικής ή πνευματικής ανικανότητας, αναδιορίζεται με
απόφαση του κατά το άρθρο 19 αρμοδίου για τον διορισμό
Άρθρο 21 Έναρξη υπαλληλικής σχέσεως οργάνου μέσα σε μία πενταετία από την απόλυση, εφ' όσον: α)
είχε τουλάχιστον τριετή ευδόκιμη υπηρεσία, β) υπέβαλε
1. Η υπαλληλική σχέση του υπαλλήλου μονίμου ή αίτηση αναδιορισμού μέσα σε αποκλειστική προθεσμία πέντε
ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου καταρτίζεται με τον (5) ετών από την απόλυση, γ) έχει όλα τα τυπικά προσόντα,
διορισμό και την αποδοχή του. εκτός από την ηλικία, που απαιτούνται για την κατάληψη της
2. Η αποδοχή δηλώνεται με την διαβεβαίωση. θέσεως κατά τον χρόνο του αναδιορισμού.
6 Περί κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων
με την τροποποίηση του Κανονισμού 327/2021
www.efimerios.gr

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

2. Ο μόνιμος υπάλληλος δεν αναδιορίζεται, εάν δεν 4. Οι θέσεις της κατηγορίας ΕΘ είναι οι
έχει προηγηθεί γνωμοδότηση της οικείας υγειονομικής προβλεπόμενες από ειδικές διατάξεις.
επιτροπής, με την οποία διαπιστώνεται ότι αποκαταστάθηκε η 5. Η κατάταξη των θέσεων κάθε κατηγορίας σε
σωματική ή πνευματική του ικανότητα, σε βαθμό που του κλάδους, οι ειδικότητες των κλάδων, η κατανομή των θέσεων
επιτρέπει να ασκεί τα καθήκοντά του. Ο υπάλληλος κάθε κλάδου ανά ειδικότητα και τα τυπικά προσόντα
παραπέμπεται στην επιτροπή μέσα σε προθεσμία ενός (1) διορισμού ή προσλήψεως σε θέσεις κάθε κλάδου ή ειδικότητας
μηνός από την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως καθορίζονται με τους οικείους οργανισμούς ή με την
αναδιορισμού. προκήρυξη πληρώσεως αυτών που μπορεί να καθορίζουν
3. Για τον αναδιορισμό εισηγείται προς το κατά το πρόσθετα ειδικά τυπικά προσόντα διορισμού σε θέσεις κάθε
άρθρο 19 αρμόδιο για τον διορισμό όργανο το Υπηρεσιακό κλάδου, καθώς και τίτλους σπουδών ή άλλα έγγραφα με τα
Συμβούλιο, εκτιμώντας τα ουσιαστικά προσόντα του οποία αποδεικνύεται η συνδρομή τους. Εάν οι οργανισμοί δεν
αιτούντος. Ο υπάλληλος αναδιορίζεται με τον βαθμό που προβλέπουν κατανομή των θέσεων ανά ειδικότητα ο αριθμός
έφερε κατά τον χρόνο της απολύσεώς του. Στην περίπτωση των υπαλλήλων που διορίζονται από κάθε ειδικότητα
που δεν υπάρχει κατά τον χρόνο του αναδιορισμού κενή θέση, καθορίζεται με την προκήρυξη για την πλήρωση των θέσεων
συνιστάται προσωποπαγής θέση με την απόφαση του οικείου κλάδου.
αναδιορισμού. Ο αναδιοριζόμενος σε προσωποπαγή θέση
καταλαμβάνει την πρώτη θέση που κενούται στον οικείο Άρθρο 26 Βαθμολογική διάρθρωση θέσεων
κλάδο και βαθμό.
4. Οι διατάξεις που αναφέρονται στον διορισμό 1. Οι θέσεις των κατηγοριών ΠΕ, ΤΕ, ΔΕ και ΥΕ
ισχύουν και για τον αναδιορισμό. κατατάσσονται σε πέντε βαθμούς, κατά φθίνουσα σειρά, ως
ακολούθως: Βαθμός Α΄, Βαθμός Β΄, Βαθμός Γ΄, Βαθμός Δ΄
Άρθρο 25 Διάρθρωση θέσεων σε κατηγορίες , Βαθμός Ε΄, Βαθμός ΣΤ΄.
2. Οι θέσεις των κατηγοριών ΠΕ, ΤΕ και ΔΕ
1. Οι θέσεις του προσωπικού, που υπάγεται στις κατατάσσονται στους βαθμούς Δ΄, Γ΄, Β΄ ϗ Α΄, από τους
διατάξεις του παρόντος, κατατάσσονται στις εξής κατηγορίες: οποίους κατώτερος είναι ο Δ΄ ϗ ανώτερος ο Α΄. Οι θέσεις
α) Κατηγορία Ειδικών Θέσεων (με χαρακτηριστικά της κατηγορίας ΥΕ κατατάσσονται στους βαθμούς ΣΤ΄, Ε΄,
στοιχεία ΕΘ). Δ΄, Γ΄ ϗ Β΄, από τους οποίους κατώτερος είναι ο ΣΤ΄ ϗ
β) Κατηγορία θέσεων Πανεπιστημιακής ανώτερος ο Β΄.
Εκπαιδεύσεως (με χαρακτηριστικά στοιχεία ΠΕ), για τις Εισαγωγικός βαθμός των κατηγοριών ΠΕ, ΤΕ και
οποίες ως τυπικό προσόν διορισμού ορίζεται το πτυχίο ή ΔΕ είναι ο βαθμός Δ΄ ϗ της κατηγορίας ΥΕ ο βαθμός ΣΤ΄.
δίπλωμα τμήματος ή σχολής πανεπιστημιακού τομέως της Για τους κατόχους διδακτορικού διπλώματος συναφούς με τα
ανωτάτης εκπαιδεύσεως της ημεδαπής ή ισότιμο της αντικείμενα, στα οποία είναι δυνατόν κατά τις οργανικές
αλλοδαπής. διατάξεις της υπηρεσίας τους να απασχοληθούν, εισαγωγικός
γ) Κατηγορία θέσεων Τεχνολογικής Εκπαιδεύσεως βαθμός είναι ο Β΄. Για τους κατόχους μεταπτυχιακού τίτλου
(με χαρακτηριστικά στοιχεία ΤΕ), για τις οποίες ως τυπικό σπουδών εισαγωγικός βαθμός είναι ο Γ', στον οποίον
προσόν διορισμού ορίζεται το πτυχίο ή δίπλωμα τμήματος ή κατατάσσονται με διαπιστωτική πράξη.
σχολής τεχνολογικού τομέως της ανωτάτης εκπαιδεύσεως της 3. Οι θέσεις όλων των βαθμών των κατηγοριών ΠΕ,
ημεδαπής ή ισότιμο πτυχίο ή δίπλωμα της ημεδαπής ή ΤΕ, ΔΕ και ΥΕ είναι σε κάθε κατηγορία οργανικώς ενιαίες.
αλλοδαπής. Μεταξύ εκκλησιαστικών υπαλλήλων του ίδιου βαθμού
δ) Κατηγορία θέσεων Δευτεροβάθμιας υπάρχει αρχαιότητα. Οι προϊστάμενοι των Γενικών
Εκπαιδεύσεως (με χαρακτηριστικά στοιχεία ΔΕ), για τις Διευθύνσεων και Διευθύνσεων, ο Αρχιγραμματεύς της Ιεράς
οποίες ως τυπικό προσόν διορισμού ορίζεται απολυτήριος Συνόδου, οι Πρωτοσύγκελλοι και οι Γενικοί Αρχιερατικοί
τίτλος ή πτυχίο σχολής δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως ή Επίτροποι των Ιερών Μητροπόλεων είναι ανώτατοι
άλλου ισότιμου σχολείου. υπάλληλοι.
ε) Κατηγορία θέσεων Υποχρεωτικής Εκπαιδεύσεως 4. Για υπαλλήλους, οι οποίοι μετά τον διορισμό τους
(με χαρακτηριστικά στοιχεία ΥΕ), για τις οποίες ως τυπικό αποκτούν διδακτορικό δίπλωμα ή μεταπτυχιακό τίτλο
προσόν διορισμού ορίζεται απολυτήριος τίτλος υποχρεωτικής σπουδών αναγνωρισμένο, συναφή προς τα συγκεκριμένα
εκπαιδεύσεως ή ισοδύναμης κατώτερης τεχνικής σχολής. καθήκοντα της θέσεώς τους με βάση την περιγραφή της κατά
2. Σε θέσεις της κατηγορίας ΔΕ επιτρέπεται ο τον οργανισμό της υπηρεσίας ή την προκήρυξη διορισμού ή
διορισμός με τα προσόντα της κατηγορίας ΥΕ, εφ' όσον προσλήψεως, ο χρόνος που απαιτείται για την βαθμολογική
υπάρχει και τριετής τουλάχιστον αντίστοιχη εμπειρία. τους εξέλιξη μειώνεται συνολικά κατά έξι (6) και δύο (2) έτη
3. Οι θέσεις της κατηγορίας ΠΕ ή ΤΕ καλύπτονται αντιστοίχως.
επίσης από κατόχους πτυχίων ή τίτλων τριτοβάθμιας ή Ως μεταπτυχιακό και ως διδακτορικό δίπλωμα
μεταδευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως, που έχουν αποκτηθεί σε νοούνται εκείνα που χορηγούνται με αντίστοιχο ιδιαίτερο
χώρες – μέλη της Ε.Ε., στους οποίους έχει χορηγηθεί είτε τίτλο μετά την λήψη του πτυχίου ή διπλώματος
πράξη αναγνωρίσεως επαγγελματικής ισοτιμίας από το Πανεπιστημίου ή Τ.Ε.Ι. Για τα μεταπτυχιακά και τα
συμβούλιο ισοτιμιών του π.δ. 165/2000 είτε απόφαση διδακτορικά διπλώματα εκπαιδευτικών ιδρυμάτων του
αναγνωρίσεως επαγγελματικής εκπαιδεύσεως από την εξωτερικού απαιτείται βεβαίωση ισοτιμίας και αντιστοιχίας
εκάστοτε αρμοδία αρχή. Οι κάτοχοι των παραπάνω τίτλων από την αρμοδία αρχή. Για την συνδρομή ή όχι της
κατατάσσονται σε κατηγορία εκπαιδεύσεως, όπως αυτή προϋποθέσεως της συνάφειας αποφαίνεται το αρμόδιο
προσδιορίζεται κάθε φορά από την σχετική πράξη Υπηρεσιακό Συμβούλιο.
αναγνωρίσεως επαγγελματικής ισοτιμίας ή επαγγελματικής 5. Οι υπάλληλοι που έχουν πριν από τον διορισμό ή
εκπαιδεύσεως. την πρόσληψή τους αποδεδειγμένη προϋπηρεσία σε
εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή σε
7 Περί κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων
με την τροποποίηση του Κανονισμού 327/2021
www.efimerios.gr

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

εκκλησιαστικό σχολείο ή σε φορέα της Γενικής Κυβερνήσεως 1. Ο εκκλησιαστικός υπάλληλος οφείλει εντός
ή του Δημοσίου Τομέως των κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής τριάντα (30) ημερών από την τοποθέτησή του στην υπηρεσία
Ενώσεως (Ε.Ε.) ή σε όργανα και οργανισμούς της Ευρωπαϊκής να δηλώσει εγγράφως στην αρμόδια γενική διεύθυνση ή
Ενώσεως, η οποία έχει διανυθεί με τα ίδια ή αντίστοιχα προϊσταμένη αρχή την οικογενειακή και περιουσιακή του
τυπικά προσόντα της κατηγορίας στην οποία ανήκουν κατά κατάσταση. Τα δεδομένα αυτά πρέπει να επικαιροποιούνται σε
τον χρόνο της ένταξης, δύνανται να την αναγνωρίσουν για την περίπτωση μεταβολής τους και διαφυλάσσονται ως
βαθμολογική και μισθολογική τους ένταξη, μετά την προσωπικά δεδομένα.
μονιμοποίησή τους ή την συνέχιση της απασχολήσεώς τους, Ο εκκλησιαστικός υπάλληλος υποχρεούται να
μέχρι επτά (7) έτη κατ’ ανώτατο όριο, ύστερα από ουσιαστική δηλώνει χωρίς καθυστέρηση κάθε αλλαγή στην οικογενειακή
κρίση του Υπηρεσιακού Συμβουλίου. του κατάσταση, κάθε αλλαγή διευθύνσεως κατοικίας του,
Ως πραγματική εκκλησιαστική υπηρεσία νοείται καθώς και κάθε γεγονός που θα μπορούσε να επηρεάσει την
κάθε υπηρεσία που έχει διανυθεί σε εκκλησιαστικό νομικό υπαλληλική ή εργασιακή του σχέση με την υπηρεσία, ή που θα
πρόσωπο δημοσίου δικαίου, σε εκκλησιαστικό σχολείο, στο μπορούσε να αποτελέσει νομική βάση για οποιοδήποτε
Δημόσιο, σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή σε Ο.Τ.Α., δικαίωμα απέναντι στο εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο. Οι
με σύμβαση ή σχέση εργασίας δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, συνέπειες τέτοιων γεγονότων αρχίζουν μόνο με την ανωτέρω
καθώς και κάθε άλλη υπηρεσία που, με βάση ειδικές αναγγελία που αποδεικνύεται με έγγραφη απόδειξη της
διατάξεις, αναγνωρίζεται ως πραγματική υπηρεσία για υπηρεσίας.
βαθμολογική και μισθολογική εξέλιξη.» 2. Εάν ο εκκλησιαστικός υπάλληλος, από τον τρόπο
διαβιώσεώς του ή λόγω απροσδοκήτου και δυσαναλόγου
κτήσεως κινητών ή ακινήτων σε σχέση με τις αποδοχές και
*Τα άρθρα 19-29 του Κανονισμού υπ' αριθμ. 5/1978 (Α΄ 48) την εν γένει περιουσιακή κατάστασή του, εγείρει υπόνοιες
καταργήθηκαν και αντικαταστάθηκαν ως ανωτέρω (άρθρα 19- περί της προελεύσεως των χρηματικών αυτού πόρων, ή
26) με το άρθρο 2 του Κανονισμού υπ’ αριθμ. 327/2021 (Α΄ κατόπιν σχετικής καταγγελίας, η προϊσταμένη αρχή οφείλει
57/12.4.2021). να επιληφθεί της έρευνας προς εξακρίβωση της πηγής των
περιουσιακών τούτων στοιχείων και ο υπάλληλος οφείλει να
αποδείξει την νόμιμη προέλευσή τους.
3. Σε περίπτωση κατά την οποία ήθελε προκύψουν
«ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ σοβαρές ενδείξεις ότι ο εκκλησιαστικός υπάλληλος απέκτησε
Καθήκοντα – Υποχρεώσεις Εκκλησιαστικού Υπαλλήλου τους πόρους τούτους υπό συνθήκες συνιστώσες πειθαρχικό
αδίκημα, ο αρμόδιος προϊστάμενος ενεργεί προκαταρκτική
Άρθρο 30 Εκκλησιαστικό ήθος εξέταση ή εκκλησιαστική διοικητική εξέταση και, εφ' όσον
διαπιστώσει ότι υπάρχουν πράγματι αποχρώσες ενδείξεις,
ενεργεί τα δέοντα για την ποινική ή πειθαρχική δίωξη του
1. Ο εκκλησιαστικός υπάλληλος οφείλει να είναι
υπαλλήλου.
εκτελεστής του σκοπού και της θελήσεως του εκκλησιαστικού
νομικού προσώπου στο οποίο απασχολείται, συμμετέχει στην
Άρθρο 32 Υπακοή - Νομιμότητα υπηρεσιακών ενεργειών
οικουμενική αποστολή της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας
και επιδεικνύει αφοσίωση στον Καταστατικό Χάρτη της
Εκκλησίας της Ελλάδος. Οφείλει να εκτελεί τα καθήκοντά του 1. Ο εκκλησιαστικός υπάλληλος είναι υπεύθυνος για
με ευσυνειδησία, ακρίβεια, αίσθημα ευθύνης και πνεύμα την εκτέλεση των καθηκόντων του και την νομιμότητα των
πλήρους συνεργασίας. Μαζί με τους λοιπούς εκκλησιαστικούς υπηρεσιακών του ενεργειών.
υπαλλήλους των λοιπών εκκλησιαστικών νομικών προσώπων 2. Ο εκκλησιαστικός υπάλληλος οφείλει να εκτελεί
και υπηρεσιών, αποτελεί μια εργασιακή κοινότητα που οφείλει την εργασία του σύμφωνα με τις εντολές και τις οδηγίες των
να διακρίνεται για την πνευματικότητα και την αυτονομία της προϊσταμένων του. Όταν όμως εκτελεί εντολή, την οποία
σε ένα εκκλησιαστικό περιβάλλον. θεωρεί παράνομη, οφείλει πριν την εκτελέσει να αναφέρει
2. Ο εκκλησιαστικός υπάλληλος οφείλει να διάγει εγγράφως την αντίθετη γνώμη του και να εκτελέσει χωρίς
εντός της υπηρεσίας κατά τρόπο ώστε να καθίσταται υπαίτια καθυστέρηση. Η εντολή δεν προσκτάται νομιμότητα
παράδειγμα ηθικής, σεβασμού και εκτιμήσεως. Ομοίως εκ του ότι ο υπάλληλος οφείλει να υπακούσει σε αυτήν.
οφείλει να φέρεται και εκτός αυτής, σε βαθμό ανάλογο με την 3. Στην περίπτωση κατά την οποία η εντολή είναι
υπηρεσιακή θέση και την φύση της αρμοδιότητάς του στην προδήλως παράνομη ή αντισυνταγματική, ο εκκλησιαστικός
εκκλησιαστική υπηρεσία. υπάλληλος οφείλει να μην την εκτελέσει και να το αναφέρει
3. Ο εκκλησιαστικός υπάλληλος οφείλει να εγγράφως άνευ αναβολής. Όταν σε εντολή, η οποία προδήλως
συμπεριφέρεται ευπρεπώς, ισοτίμως και αξιοπρεπώς προς αντίκειται σε σαφείς και ρητές διατάξεις του Συντάγματος,
πάντες κατά την εκτέλεση των εργασιακών του καθηκόντων. νόμους, ή κανονισμούς, διατυπώνονται επείγοντες λόγοι
4. Ο εκκλησιαστικός υπάλληλος, σε περίπτωση που γενικότερου συμφέροντος ή όταν, κατόπιν αρνήσεως υπακοής
είναι κληρικός ή μοναχός, υποχρεούται να είναι ενδεδυμένος στην πρώτη εντολή, αντικείμενη ως άνω προδήλως σε τέτοιες
με το σχήμα του, σε περίπτωση δε που είναι λαϊκός να είναι διατάξεις, ακολουθήσει δεύτερη γραπτή εντολή εκθέτουσα
ενδεδυμένος αξιοπρεπώς. Ο οφειλόμενος βαθμός αξιοπρεπούς επείγοντες λόγους γενικότερου συμφέροντος, ο υπάλληλος
εμφανίσεως είναι ισότιμος ανεξαρτήτως φύλου και οφείλει να εκτελέσει την εντολή, υποβάλλων έγγραφη αναφορά
υπαλληλικής θέσεως. στην προϊσταμένη του αρχή, όπου συντρέχει περίπτωση. Εάν
εκείνος που διέταξε είναι η Διοικούσα Επιτροπή της Ε.Κ.Υ.Ο.
Άρθρο 31 Περιουσιακή και Οικογενειακή Κατάσταση ή της Ε.Μ.Υ.Ε.Ε. ή ο αρμόδιος προϊστάμενος Γενικής
Διευθύνσεως της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο Μητροπολίτης ή
Μητροπολιτικό Συμβούλιο ή ο Αρχιγραμματεύς της Ιεράς
Συνόδου κατά περίπτωση, η αναφορά υποβάλλεται στην
8 Περί κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων
με την τροποποίηση του Κανονισμού 327/2021
www.efimerios.gr

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Διαρκή Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, ενώ εάν Άρθρο 35 Πολιτική Ουδετερότητα
διέταξε ο αρμόδιος προϊστάμενος Γενικής Διευθύνσεως του
Διορθοδόξου Κέντρου ή της Αποστολικής Διακονίας, η 1. Απαγορεύονται απολύτως στους εκκλησιαστικούς
αναφορά υποβάλλεται στο Διοικητικό Συμβούλιο του οικείου υπαλλήλους οι οποιασδήποτε μορφής δημόσιες εκδηλώσεις
νομικού προσώπου. πολιτικού χαρακτήρα κατά την ενάσκηση των καθηκόντων
4. Αν ο εκκλησιαστικός υπάλληλος έχει αντίθετη τους. Η εκτός υπηρεσίας δράση υπέρ ή κατά πολιτικών
γνώμη για εντελλόμενη ενέργεια, για την οποία είναι κομμάτων δεν πρέπει να παραβιάζει το Σύνταγμα, τα
αναγκαία η προσυπογραφή του, οφείλει να το διατυπώσει δικαιώματα άλλων ή τα χρηστά και εκκλησιαστικά ήθη, ούτε
εγγράφως για να απαλλαγεί από την ευθύνη. Εάν κληθείς να προσβάλλει το κύρος ή την αμεροληψία της εκκλησιαστικής
παραλείπει την προσυπογραφή χωρίς να αναφέρει τον λόγο, υπηρεσίας. Ο εκκλησιαστικός υπάλληλος δεν επιτρέπεται
θεωρείται ότι προσυπέγραψε. κατά την άσκηση των καθηκόντων του να κάνει διακρίσεις σε
5. Οι προϊστάμενοι όλων των βαθμίδων οφείλουν να όφελος ή σε βάρος άλλων υπαλλήλων ή τρίτων εξ αιτίας των
προσυπογράφουν τα έγγραφα που ανήκουν στην αρμοδιότητά πολιτικών τους πεποιθήσεων.
τους. Αν διαφωνούν οφείλουν να διατυπώσουν εγγράφως τις 2. Απαγορεύεται στους εκκλησιαστικούς υπαλλήλους
τυχόν αντιρρήσεις τους. Αν παραλείψουν να προσυπογράψουν η σύσταση ενώσεων με σκοπό την συγκρότηση ή υποστήριξη
το έγγραφο, θεωρείται ότι το προσυπέγραψαν. ορισμένης εκκλησιαστικής παρατάξεως είτε
συμπολιτευομένης είτε αντιπολιτευομένης προς την Ιερά
Άρθρο 33 Εχεμύθεια Σύνοδο της Ιεραρχίας και την Διαρκή Ιερά Σύνοδο ή τους
Αρχιερείς της Εκκλησίας της Ελλάδος.
1. Κάθε εκκλησιαστικός υπάλληλος οφείλει να τηρεί 3. Ο εκκλησιαστικός υπάλληλος υποχρεούται να
αυστηρά εχεμύθεια επί των γεγονότων ή πληροφοριών ή του ενημερώνει την υπηρεσία του για την εγγραφή του ως μέλους
περιεχομένου παντός είδους εγγράφων, των οποίων λαμβάνει ή την παντός ετέρου είδους συμμετοχή του σε πολιτικά
γνώση ένεκα της εκτελέσεως των καθηκόντων του. Δεν μπορεί κόμματα, καθώς και σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου
να αποκαλύπτει σε όποιον τρίτο δεν έχει δικαίωμα ή να και ενώσεις προσώπων οποιασδήποτε μορφής, εκτός όσων
χρησιμοποιεί πληροφορίες σχετικές με αποφάσεις, πράξεις, έχουν αμιγώς ορθόδοξο χριστιανικό χαρακτήρα,
μεθόδους, πρακτικές, οικονομικά στοιχεία, συναλλαγές, φιλανθρωπικό, φιλοκοινωνικό, πολιτιστικό ή επιστημονικό
μελλοντικές προθέσεις και πάσης φύσεως ειδήσεις της σκοπό. Επίσης ο υπάλληλος ενημερώνει την υπηρεσία για την
υπηρεσίας, για τα οποία λαμβάνει γνώση από την άσκηση της συμμετοχή σε ένωση προσώπων ή νομικό πρόσωπο με
αρμοδιότητάς του ή επ’ ευκαιρία αυτής. Με ιδιαίτερη προσοχή πολιτικούς σκοπούς, έστω και εάν συνδυάζονται με άλλους, μη
θα πρέπει να τηρείται το υπηρεσιακό απόρρητο επί των πολιτικούς σκοπούς.
ανωτέρω στοιχείων είτε κατά την διάρκεια είτε μετά την λήξη
της απασχολήσεως του εργαζομένου στην εκκλησιαστική Άρθρο 36 Συμμετοχή σε εταιρείες
υπηρεσία.
2. Κατ’ εξαίρεση και μόνο με προηγούμενη άδεια της 1. Απαγορεύεται ο εκκλησιαστικός υπάλληλος να
ιεραρχικώς αμέσως ανώτερης αρχής, ο εκκλησιαστικός είναι διευθύνων σύμβουλος, πρόεδρος ή μέλος διοικητικού
υπάλληλος μπορεί να προβαίνει σε ατομικές δηλώσεις ή συμβουλίου ή εντεταλμένος σύμβουλος ή διαχειριστής
συνεντεύξεις στον Τύπο σχετικά με άτομα, δραστηριότητες ή οποιασδήποτε εμπορικής εταιρείας ή συνεταιρισμού. Μετά
ενέργειες των εκκλησιαστικών υπηρεσιών, μετά του από απόφαση της προϊσταμένης αρχής του νομικού προσώπου
οφειλομένου σεβασμού και αντικειμενικότητας. Οι επίσημες ή της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου για την Εκκλησία της Ελλάδος
δηλώσεις του οικείου νομικού προσώπου στον έντυπο και ή του Διοικητικού Συμβουλίου του νομικού προσώπου κατά
ηλεκτρονικό τύπο κυκλοφορούν μόνον μετά από έγκριση της περίπτωση ο υπάλληλος δύναται να μετέχει στη διοίκηση
προϊσταμένης αρχής ή μέσω του γραφείου τύπου του. νομικού προσώπου κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Η άδεια
3. Μαρτυρία ή πραγματογνωμοσύνη διδόμενη υπό χορηγείται μετά από αίτηση του υπαλλήλου και γνώμη του
εκκλησιαστικού υπαλλήλου επί θεμάτων της προηγουμένης Υπηρεσιακού Συμβουλίου.
παραγράφου επιτρέπεται μόνον ενώπιον δικαστικής αρχής ή 2. Απαγορεύεται η απόκτηση από εκκλησιαστικό
πειθαρχικού οργάνου, άλλως κατόπιν αδείας του αρμοδίου υπάλληλο, σύζυγό του ή ανήλικα τέκνα τους μετοχών
προϊσταμένου. Σε περίπτωση αμφιβολίας του υπαλλήλου, ανωνύμων ή άλλων εμπορικών εταιρειών που υπάγονται στον
υφίσταται τεκμήριο υπέρ του απορρήτου. ειδικό έλεγχο ή εποπτεία της εκκλησιαστικής υπηρεσίας του.
4. Ο εκκλησιαστικός υπάλληλος οφείλει να διατηρεί Ο υπάλληλος που κατά τον διορισμό ή πρόσληψή του ο ίδιος ή
και να βελτιώνει το επιστημονικό και τεχνικό επίπεδο των σύζυγός του ή ανήλικα τέκνα του κατέχουν μετοχές εταιρειών,
γνώσεών του που σχετίζεται με το αντικείμενο της εργασίας οι οποίες εμπίπτουν στην απαγόρευση του προηγουμένου
του, συνεπικουρούμενος προς τούτο από το οικείο νομικό εδαφίου ή τις αποκτά κατά την διάρκεια της υπηρεσίας του,
πρόσωπο. λόγω κληρονομίας ή κληροδοσίας ή δωρεάς αιτίας θανάτου,
υποχρεούται να υποβάλει σχετική δήλωση στην υπηρεσία του
Άρθρο 34 Αδιάβλητο ενεργειών και εντός ενός έτους να τις μεταβιβάσει, άλλως να ζητήσει την
μετακίνηση του σε άλλη αρχή της υπηρεσίας του ή την
Ο εκκλησιαστικός υπάλληλος δεν δύναται να μετάταξή του σε άλλη υπηρεσιακή μονάδα ή νομικό πρόσωπο
επιληφθεί, είτε ατομικώς είτε μετέχων συλλογικού οργάνου, δημοσίου δικαίου. Η μετακίνηση ή μετάταξη είναι
της επιλύσεως ζητήματος, για το οποίο έχει πρόδηλο υποχρεωτική για την υπηρεσία του και διενεργείται σύμφωνα
συμφέρον αυτός ή συγγενής αυτού εξ αίματος ή αγχιστείας με τις διατάξεις του παρόντος. Κατά το διάστημα που
μέχρι και του τρίτου βαθμού, ή πρόσωπο με το οποίο μεσολαβεί μέχρι την μεταβίβαση των μετοχών ή την
συνδέεται ενεργητικώς με ιδιαίτερες σχέσεις προσωπικής ολοκλήρωση της μετάταξής του, ο υπάλληλος εμπίπτει στο
φιλίας ή προσωπικής αντιπαλότητας. κώλυμα συμφέροντος. Εάν παρέλθει έτος και ο υπάλληλος δεν
δηλώσει στην υπηρεσία την απόκτηση των μετοχών ή δεν τις
9 Περί κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων
με την τροποποίηση του Κανονισμού 327/2021
www.efimerios.gr

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

μεταβιβάσει ή δεν υποβάλει αίτηση μετατάξεως, υπόκειται σε προσώπων ιδιωτικού δικαίου, που ανήκουν στο κράτος ή
πειθαρχική δίωξη. επιχορηγούνται τακτικώς από κρατικούς πόρους κατά
3. Επιτρέπεται η συμμετοχή υπαλλήλων με την ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) τουλάχιστον του ετήσιου
υπηρεσιακή τους ιδιότητα σε συνεταιρισμούς ή στην διοίκηση προϋπολογισμού τους ή το κράτος κατέχει ποσοστό πενήντα
ανωνύμων ή άλλων εταιρειών ή νομικών προσώπων, οι οποίες τοις εκατό (50%) τουλάχιστον του μετοχικού τους κεφαλαίου
ελέγχονται από τα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα, εφ’ όσον και στ) νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, που ανήκουν
δόθηκε άδεια της υπηρεσίας. Ομοίως και σε εταιρείες που στα υπό στοιχεία γ΄ έως στ' νομικά πρόσωπα ή
ελέγχονται από το Δημόσιο, τα λοιπά νομικά πρόσωπα επιχορηγούνται από αυτά τακτικώς, κατά ποσοστό πενήντα
δημοσίου δικαίου, τους Οργανισμούς Τοπικής τοις εκατό (50%) τουλάχιστον του ετήσιου προϋπολογισμού
Αυτοδιοικήσεως, τις δημόσιες επιχειρήσεις, όταν τούτο δεν τους, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις ή κατά τα οικεία
απαγορεύεται από ειδικές διατάξεις και δόθηκε άδεια της καταστατικά ή που τα ανωτέρω νομικά πρόσωπα κατέχουν
υπηρεσίας. ποσοστό πενήντα ένα τοις εκατό (51%) τουλάχιστον του
μετοχικού τους κεφαλαίου.
2. Εκκλησιαστικοί υπάλληλοι δύνανται να κατέχουν
Άρθρο 37 Αλλότρια καθήκοντα συγχρόνως και δεύτερη θέση λέκτορα, επίκουρου καθηγητή ή
καθηγητή σε Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα ή θέση
1. Απαγορεύεται ρητώς στους εκκλησιαστικούς εκπαιδευτικού σε οιανδήποτε Σχολή, κατόπιν αδείας της
υπαλλήλους: α) να απασχολούνται, κατά την διάρκεια του Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, χορηγουμένης μετά γνώμη του
ωραρίου εργασίας, με υποθέσεις άσχετες με το αρμόδιο Ανωτάτου Υπηρεσιακού Συμβουλίου, υπό την προϋπόθεση ότι
γραφείο ή την υπηρεσία τους, β) να απομακρύνονται από την οι πάσης φύσεως αποδοχές ή απολαβές τους εκ της ήσσονος
θέση εργασίας τους χωρίς άδεια της προϊσταμένης αρχής, γ) μισθοδοτουμένης θέσεως δεν δύνανται να είναι κατά μήνα
να εισάγουν αλλότρια, εκτός υπηρεσίας άτομα στον χώρο ανώτερες του συνόλου των αποδοχών της ετέρας θέσεώς τους.
εργασίας τους, δ) να εξάγουν πρωτότυπα έγγραφα, 3. Εκκλησιαστικοί υπάλληλοι δύνανται να κατέχουν
φωτοτυπίες, ψηφιακά αντίγραφα ή άλλο υπηρεσιακό υλικό και συγχρόνως και δεύτερη θέση στα πρόσωπα της παραγράφου 1
να διαχωρίζουν από την υπηρεσία σημειώσεις και ιδιωτικές του παρόντος άρθρου κατόπιν αδείας της προϊσταμένης αρχής
συναντήσεις σχετικά με ζητήματα που αφορούν στο του οικείου νομικού προσώπου, υπό την προϋπόθεση ότι οι εκ
εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο, ε) να χρησιμοποιούν της ήσσονος μισθοδοτουμένης θέσεως πάσης φύσεως αποδοχές
καταχρηστικώς ή παρανόμως τα σήματα, την βάση ή απολαβές αυτών δεν δύνανται να είναι κατά μήνα ανώτερες
δεδομένων, τα επιστολόχαρτα και γενικότερα τα ειδικά της του συνόλου των αποδοχών της ετέρας αυτών θέσεως.
υπηρεσίας αρχεία, στ) να χρησιμοποιούν για ιδιωτικούς
σκοπούς υλικό, λογισμικό, όργανα και εξοπλισμό που ανήκει Άρθρο 39 Ωράριο εργασίας
στην υπηρεσία, ζ) να λαμβάνουν προμήθεια ή αμοιβή από
τρίτους για την εκτέλεση των καθηκόντων τους, η) να 1. Για τον εκκλησιαστικό υπάλληλο πλήρους
επιδιώκουν άμεσα ή έμμεσα ιδιωτικά συμφέροντα κατά την απασχολήσεως, οι εβδομαδιαίες ώρες εργασίας είναι σαράντα
εκτέλεση της εργασίας τους και θ) είτε να ασκούν ιδιωτικά (40), εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά από την
επαγγέλματα είτε να απασχολούνται με συμβάσεις εργασίας ή προϊσταμένη αρχή για ορισμένες υπηρεσίες ή μεμονωμένα
άλλης μορφής, εάν έχουν αντικείμενο ασυμβίβαστο με την άτομα που κάνουν νομίμως χρήση μειωμένου ωραρίου. Η
απασχόλησή τους στην υπηρεσία ή τυγχάνουν επιβλαβή γι’ εργασία παρέχεται πλήρως μέσα στον οριζόμενο ημερησίως
αυτήν. Το ασυμβίβαστο ερευνάται είτε αυτεπαγγέλτως είτε κεκανονισμένο χρόνο και σύμφωνα με τις ανάγκες της
κατόπιν γνωστοποιήσεως από την προϊσταμένη του υπηρεσίας.
υπαλλήλου αρχή. Σε περίπτωση κατά την οποία ο εκκλησιαστικός
2. Η ιδιότητα του εκκλησιαστικού υπαλλήλου είναι υπάλληλος καθυστερεί αδικαιολόγητα και επανειλημμένως
ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του δικηγόρου. Επίσης στην προσέλευσή του στην υπηρεσία του ή αποχωρεί πριν από
απαγορεύεται η κατ’ επάγγελμα άσκηση εμπορίας και η την λήξη του ωραρίου, η προϊσταμένη αυτού αρχή δύναται να
σύσταση συνεταιρισμών με σκοπούς κερδοσκοπικούς ή η προβεί σε ανάλογη παρακράτηση αποδοχών ή σε περίπτωση
συμμετοχή σε αυτούς. επαναλήψεως και σε άσκηση πειθαρχικής διώξεως.
3. Για την επιτρεπτή άσκηση ελευθερίου 2. Η οικεία γενική διεύθυνση ή η προϊσταμένη αρχή
επαγγέλματος ή την απασχόληση με σύμβαση εργασίας ή με δύναται να παραλλάσσει το ωράριο εργασίας της οικείας
άλλου είδους σύμβαση σε έργα εκτός υπηρεσίας απαιτείται η υπηρεσίας. Οι ώρες εργασίας όμως δεν μπορεί να είναι
υποβολή σχετικής αιτήσεως στην υπηρεσία για το αντικείμενο λιγότερες από τρεις (3) ημερησίως.
της απασχολήσεως, το τυχόν ωράριο, τον εργοδότη, η οποία 3. Η παροχή από εκκλησιαστικό υπάλληλο
κρίνεται από την προϊσταμένη αρχή μετά από γνώμη του μειωμένων ωρών εργασίας πρέπει να κοινοποιείται χωρίς
Υπηρεσιακού Συμβουλίου. υπαίτια καθυστέρηση στο αρμόδιο όργανο για την σχετική
μείωση του μισθού.
4. Εφ' όσον έκτακτες και εξαιρετικές υπηρεσιακές
Άρθρο 38 Κατοχή δεύτερης θέσεως ανάγκες το απαιτούν, ο υπάλληλος οφείλει να εργασθεί και
πέρα από τον χρόνο εργασίας ή σε μη εργάσιμες ημέρες. Η
1. Απαγορεύεται ο διορισμός ή πρόσληψη υπερωριακή απασχόληση του υπαλλήλου βεβαιώνεται με
εκκλησιαστικού υπαλλήλου, με οποιαδήποτε σχέση, σε απόφαση του οικείου Μητροπολίτη ή αντιστοίχως του
δεύτερη θέση: α) νομικών προσώπων των άρθρων 1 παρ. 4 και προϊσταμένου Γενικής Διευθύνσεως ή του Αρχιγραμματέως
46 παρ. 3 του ν. 590/1977 (Α΄ 146), β) δημοσίων υπηρεσιών, της Ιεράς Συνόδου κατά περίπτωση, στην οποία αναφέρονται
γ) λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, δ) Ο.Τ.Α., οι ως άνω έκτακτες ανάγκες, το όνομα και ο αριθμός των
συμπεριλαμβανομένων και των ενώσεων αυτών, ε) δημοσίων υπαλλήλων, το χρονικό διάστημα και οι ώρες απασχολήσεώς
επιχειρήσεων και δημοσίων οργανισμών, στ) νομικών του, μη επιτρεπομένης της υπερβάσεως των εκατόν είκοσι
10 Περί κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων
με την τροποποίηση του Κανονισμού 327/2021
www.efimerios.gr

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

(120) ωρών απασχολήσεως ανά εξάμηνο για έκαστο περιουσιακή ευθύνη των εκκλησιαστικών υπολόγων και
υπάλληλο. Στην περίπτωση αυτή καταβάλλεται στον διατακτών έναντι της υπηρεσίας διέπεται από ειδικές γι’
υπάλληλο υπερωριακή αμοιβή, το ποσό της οποίας αυτούς διατάξεις.
καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 43 του 4. Το δικαίωμα του εκκλησιαστικού νομικού
παρόντος. Με την ίδια διαδικασία και προϋποθέσεις προσώπου δημοσίου δικαίου προς αποζημίωση έναντι των
επιτρέπεται η καθιέρωση υπερωριακής εργασίας με αμοιβή υπαλλήλων του αρχίζει στην μεν πρώτη περίπτωση του
κατά τις Κυριακές και εξαιρέσιμες ημέρες ή κατά τις πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου αφ’
νυχτερινές ώρες, προς συμπλήρωση της υποχρεωτικής ης επήλθε η ζημία, κατά δε την δεύτερη περίπτωση της αυτής
εβδομαδιαίας εργασίας είτε καθ' υπέρβαση αυτής, σε παραγράφου από της καταβολής της αποζημιώσεως.
υπαλλήλους που ανήκουν σε υπηρεσίες που λειτουργούν όλες
τις ημέρες του μήνα ή σε δωδεκάωρη ή εικοσιτετράωρη βάση. Άρθρο 41 Εκκλησιαστικοί υπόλογοι
Ειδικά, στην καθ' υπέρβαση εργασία, οι ώρες νυκτερινής,
Κυριακών και εξαιρεσίμων ημερών δεν μπορεί να υπερβούν τις 1. Κάθε εκκλησιαστικός υπάλληλος ή υφ' οιανδήποτε
ενενήντα έξι (96) ώρες κατά περίπτωση κατά το πρώτο σχέση και μορφή συνεργάτης ή ανάδοχος ή εντεταλμένος
εξάμηνο κάθε έτους και άλλες ενενήντα έξι (96) κατά το εισπράττων ή λαμβάνων ή διαχειριζόμενος καθ' οιονδήποτε
δεύτερο. Πέραν της ημέρας της Κυριακής, των επίσημων τρόπο χρήματα, ένσημα, αξίες ή υλικό εκκλησιαστικού
αργιών και εορτών του κράτους, στις εξαιρέσιμες ημέρες νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, καθίσταται
περιλαμβάνονται οι ημέρες θρησκευτικών εορτών βάσει εκκλησιαστικός υπόλογος για τα ληφθέντα από τον ίδιο
αποφάσεως της Δ.Ι.Σ. ή του επιχωρίου Μητροπολίτη κατά χρηματικά ή περιουσιακά στοιχεία ή αξίες ή ένσημα ή υλικό
περίπτωση. και υπόκειται σε λογοδοσία, επιθεώρηση και διαχειριστικό
5. Η γενική διεύθυνση ή η προϊσταμένη αρχή μπορεί έλεγχο ως προς την διαχειριστική του ευθύνη.
να αποφασίσει (εξ αρχής ή μετά τον διορισμό ή πρόσληψη) ότι 2. Επί των κατά την προηγουμένη παράγραφο
εργαζόμενος θα παρέχει υπηρεσίες με καθεστώς μερικής υπολόγων εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις του Κανονισμού
απασχολήσεως ή τηλεργασίας, όπου οι ανάγκες της υπηρεσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος υπ' αριθμ. 210/2010 (Α΄ 135)
δεν δικαιολογούν πλήρη απασχόληση. Η ειδική αυτή μορφή όπως ισχύει, τυχόν δε ανωμαλία κατά την διαχείριση του
απασχολήσεως μπορεί να εγκρίνεται είτε κατόπιν αιτήσεως υπαλλήλου, βεβαιουμένη αρμοδίως, εκτός των άλλων
του υπαλλήλου είτε σε εξαιρετικές περιπτώσεις με ειδικώς συνεπειών, συνεπάγεται υποχρεωτικώς τον πειθαρχικό
αιτιολογημένη απόφαση της υπηρεσίας και μετά από σύμφωνη κολασμό του υπαλλήλου με ποινή τουλάχιστον προστίμου ίσου
γνώμη του Υπηρεσιακού Συμβουλίου. Στην προκειμένη προς τις αποδοχές ενός μηνός.
περίπτωση, εφαρμόζεται η νομοθεσία για τους
εκκλησιαστικούς υπαλλήλους πλήρους απασχολήσεως. Οι ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ
εκκλησιαστικοί υπάλληλοι ειδικής μορφής απασχολήσεως δεν
Δικαιώματα Εκκλησιαστικού Υπαλλήλου
επιτρέπεται να υπερβαίνουν ποσοστό 1/3 του συνόλου των
απασχολούμενων εκκλησιαστικών υπαλλήλων του οικείου
νομικού προσώπου. Στην ειδική μορφή απασχολήσεως, Άρθρο 42 Μονιμότητα
παραδίδεται γραπτή αναφορά της εκτελέσεως των εργασιών,
της διάρκειας και του τρόπου εκτελέσεως αυτών. Δεν 1. Ο εκκλησιαστικός υπάλληλος, ο οποίος διορίζεται
εφαρμόζεται εν προκειμένω η παράγραφος 4 του παρόντος σε οργανική θέση τακτικού (μονίμου) υπαλλήλου, αφ' ότου
άρθρου. Οι αποδοχές γι’ αυτήν την κατηγορία υπαλλήλων διανύσει επιτυχώς διετή δοκιμαστική υπηρεσία, είναι μόνιμος,
καθορίζονται αναλόγως και σε συνάρτηση προς τις αποδοχές εφ' όσον αυτή η θέση υπάρχει. Κατά την διάρκεια της
του λοιπού εκκλησιαστικού προσωπικού πλήρους δοκιμαστικής υπηρεσίας, ο εκκλησιαστικός υπάλληλος
απασχολήσεως. δύναται να απολυθεί μετ’ απόφαση του Υπηρεσιακού
Συμβουλίου για λόγους αναγομένους στην υπηρεσία του.
Άρθρο 40 Αστική ευθύνη 2. Με την συμπλήρωση της διετούς δοκιμαστικής
υπηρεσίας οι εκκλησιαστικοί υπάλληλοι μονιμοποιούνται
1. Ο εκκλησιαστικός υπάλληλος ευθύνεται έναντι αυτοδικαίως, με εξαίρεση τους υπαλλήλους στους οποίους έχει
του εκκλησιαστικού νομικού προσώπου, στο οποίο υπηρετεί ή επιβληθεί πειθαρχική ποινή ή για τους οποίους υφίσταται
εργάζεται: α) για πάσα θετική ζημία την οποία προξένησε σε πειθαρχική εκκρεμότητα ή υπάρχει δυσμενής έκθεση
αυτό εκ δόλου ή βαρείας αμελείας, κατά την εκτέλεση των αξιολογήσεως των ουσιαστικών προσόντων. Στις τελευταίες
καθηκόντων αυτού, ως και β) για τις αποζημιώσεις, στις αυτές περιπτώσεις για την μονιμοποίηση ή μη αποφαίνεται το
οποίες υπεβλήθη το νομικό πρόσωπο έναντι τρίτων ένεκα Υπηρεσιακό Συμβούλιο εντός δύο (2) μηνών από την
παρανόμων πράξεων ή παραλείψεων αυτού κατά την εκτέλεση συμπλήρωση της δοκιμαστικής υπηρεσίας.
των καθηκόντων του, γενομένων επίσης εκ δόλου ή βαρείας 3. Για την αυτοδίκαιη μονιμοποίηση εκδίδεται και
αμελείας. Δεν ευθύνεται ο υπάλληλος έναντι τρίτων για τις εν δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως διαπιστωτική
λόγω πράξεις ή παραλείψεις του, όπως και για τις ενέργειες πράξη του οργάνου που είναι κατά το άρθρο 19 αρμόδιο για
του άρθρου 32 παρ. 3 του παρόντος. τον διορισμό. Με όμοια πράξη απολύεται υποχρεωτικώς ο
2. Το αρμόδιο δικαστήριο δύναται σε περίπτωση κριθείς ως μη μονιμοποιητέος.
αμέλειας, εκτιμώντας τις ειδικές εκάστοτε περιστάσεις, να 4. Κατά της περί μη μονιμοποιήσεως αποφάσεως
καταλογίσει στον υπάλληλο και μέρος μόνον της επελθούσης του Υπηρεσιακού Συμβουλίου, ως και κατά της περί
στο εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ζημίας απολύσεως αποφάσεως κατά την παράγραφο 1 χωρεί
ή της αποζημιώσεως, η οποία κατεβλήθη από αυτό. προσφυγή ενώπιον του Ανωτάτου Υπηρεσιακού Συμβουλίου
3. Εάν πλείονες υπάλληλοι προξένησαν από κοινού της Εκκλησίας της Ελλάδος.
την ζημία στο εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο ευθύνονται εις 5. Ο διοριζόμενος κατά το άρθρο 67 του παρόντος
ολόκληρον κατά τις διατάξεις του αστικού δικαίου. Η δεν διανύει δοκιμαστική υπηρεσία.
11 Περί κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων
με την τροποποίηση του Κανονισμού 327/2021
www.efimerios.gr

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

6. Δεν διανύει ωσαύτως δοκιμαστική υπηρεσία ο αδικαιολόγητης μη παροχής της εργασίας διαπιστώνεται από
έχων διετή ήδη προϋπηρεσία υφ' οιανδήποτε σχέση με το το αρμόδιο όργανο για την εκκαθάριση της μισθοδοσίας και
εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο στο οποίο διορίζεται. δεν αναγνωρίζεται για μισθολογική και βαθμολογική εξέλιξη.
4. Η περικοπή του μισθού ενεργείται με πράξη του
αρμόδιου για την εκκαθάριση και πληρωμή των δαπανών
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β οργάνου, το οποίο οφείλει να ειδοποιήσει ο προϊστάμενος της
Άρθρο 43 Μισθός υπηρεσίας προσωπικού ή της υπηρεσίας ή προϊσταμένη αρχή
του νομικού προσώπου, όπου ανήκει ο υπάλληλος. Κατά της
1. Ο τακτικός εκκλησιαστικός υπάλληλος δικαιούται πράξεως αυτής, η οποία κοινοποιείται με απόδειξη στον
του βασικού μισθού της θέσεως και του βαθμού του, κατά το υπάλληλο, επιτρέπεται προσφυγή στο οικείο Υπηρεσιακό
οριζόμενο εκάστοτε για τους τακτικούς δημοσίους υπαλλήλους Συμβούλιο μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την κοινοποίηση. Η
αντίστοιχης μισθολογικής εξελίξεως μισθολόγιο, καθώς και άσκηση της προσφυγής δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα. Το
των επί του μισθού οριζομένων για τους δημοσίους Υπηρεσιακό Συμβούλιο αποφαίνεται οριστικώς.
υπαλλήλους προσαυξήσεων, οι οποίες παρέχονται κατά την 5. Σε περίπτωση κινήσεως της διαδικασίας
προβλεπομένη για τους δημοσίους υπαλλήλους διαδικασία, απολύσεως του υπαλλήλου λόγω ανίατης ασθένειας,
αναλόγως εφαρμοζόμενη. Η αξίωση του υπαλλήλου για τον καταβάλλεται ο μισθός ενέργειας ή διαθεσιμότητας έως την
μισθό αρχίζει από την ανάληψη υπηρεσίας. Ο βασικός μισθός λύση της υπαλληλικής ή εργασιακής σχέσεως, όχι όμως πέρα
αποδίδεται σε μηνιαία βάση και έχει σκοπό την αξιοπρεπή από έξι (6) μήνες από την λήξη της αναρρωτικής άδειας ή της
διαβίωση του εκκλησιαστικού υπαλλήλου. διαθεσιμότητας.
2. Ο τακτικός εκκλησιαστικός υπάλληλος δικαιούται 6. Προκειμένου περί υπαλλήλου, ο οποίος
επίσης των πάσης φύσεως δώρων, επιδομάτων, υπερωριακών επανέρχεται από την κατάσταση της διαθεσιμότητας ή της
αμοιβών και λοιπών πρόσθετων αποδοχών, τα οποία αργίας στα καθήκοντά του, η αξίωση για πλήρη μισθό αρχίζει
λαμβάνουν οι δημόσιοι τακτικοί υπάλληλοι του αντιστοίχου από την επανάληψη των καθηκόντων του.
κλάδου και βαθμού, υπό τον όρο ότι τα χορηγούμενα 7. Η αξίωση του εκκλησιαστικού υπαλλήλου για
επιδόματα δεν υπερβαίνουν καθ’ ύψος το ποσό του βασικού μισθό παύει με την λύση της υπαλληλικής ή εργασιακής
μισθού μετά των δικαιουμένων προσαυξήσεων. σχέσεως.
3. Οι αποδοχές και οι ειδικοί όροι εργασίας του
προσωπικού με σχέση ιδιωτικού δικαίου καθορίζονται με την Άρθρο 45 Πρόσθετες παροχές
απόφαση προσλήψεως και περιλαμβάνονται στην υπογραφείσα
σύμβαση. 1. Στους εκκλησιαστικούς υπαλλήλους χορηγούνται
4. Για τους εργάτες, τεχνίτες και λοιπό μη ωσαύτως:
υπαλληλικό εκκλησιαστικό προσωπικό ιδιωτικού δικαίου των α) οι αποδεδειγμένως πραγματοποιηθείσες δαπάνες
εκκλησιαστικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ισχύουν για την εντός ή εκτός έδρας και την για υπηρεσιακούς λόγους
οι σχετικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας. μετακίνησή τους και
5. Απαγορεύεται, αποτελούσα πειθαρχικό β) αποζημίωση για την συμμετοχή τους σε πάσης
παράπτωμα, η μη είσπραξη των εν γένει αποδοχών υπό του φύσεως συλλογικά όργανα, εφ' όσον η αποζημίωση
υπαλλήλου. καθορίζεται με δημοσιευμένη κανονιστική απόφαση της
Διαρκούς Ιεράς Συνόδου,
γ) υπερωριακή αμοιβή, στην περίπτωση του άρθρου
Άρθρο 44 Έναρξη, διάρκεια και λήξη του δικαιώματος 39 παρ. 4 του παρόντος,
μισθού δ) ημερήσια αποζημίωση για υπηρεσιακή
μετακίνηση που καθορίζει η Δ.Ι.Σ., όταν καλούνται από τις
ανακριτικές και δικαστικές αρχές να μετακινηθούν εκτός
1. Η επί του μισθού αξίωση του εκκλησιαστικού
έδρας για υπόθεση που σχετίζεται με την υπηρεσία τους,
υπαλλήλου άρχεται:
καθώς και δαπάνες σεμιναρίων με εντολή της υπηρεσίας τους,
α) του διορισθέντος από της αναλήψεως των
δαπάνες μεταθέσεως και λοιπά σχετικά έξοδα κινήσεως, έξοδα
καθηκόντων, προσηκόντως βεβαιουμένης,
μετακινήσεως και έξοδα διανυκτερεύσεως. Το ύψος των
β) του προαχθέντος ή υποβιβασθέντος από της
δαπανών αυτών καθορίζεται αναλόγως με αυτά που ισχύουν
δημοσιεύσεως διά της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως της
για τους δημοσίους υπαλλήλους.
πράξεως προαγωγής ή υποβιβασμού, του δε προαγομένου και
2. Εκκλησιαστικός υπάλληλος καλούμενος σε
συνεπεία της προαγωγής μετακινουμένου η νέα μισθοδοσία
στράτευση από τις Ένοπλες Δυνάμεις τελεί σε νόμιμη άδεια
άρχεται από της αναλήψεως των καθηκόντων της νέας θέσεως,
και λαμβάνει κατά τον χρόνο της στρατεύσεώς του τις
προσηκόντως βεβαιουμένης,
αποδοχές οι οποίες χορηγούνται υπό του Δημοσίου στους
γ) του ανακληθέντος εκ της διαθεσιμότητος ή της
στρατευομένους υπαλλήλους του. Υπάλληλοι ιδιωτικού
αργίας από της εκ νέου αναλήψεως των καθηκόντων,
δικαίου ορισμένου χρόνου λαμβάνουν την ως άνω αμοιβή μέχρι
προσηκόντως βεβαιουμένης.
την λήξη της συμβάσεώς τους και δεν επαναπροσλαμβάνονται
2. Ο μισθός των μεν τακτικών υπαλλήλων και των
πριν την εκπλήρωση των στρατιωτικών τους υποχρεώσεων.
επί θητεία προκαταβάλλεται, των δε λοιπών καταβάλλεται
3. Εκκλησιαστικοί λειτουργοί, οιουδήποτε βαθμού
δεδουλευμένως, στο τέλος εκάστου μηνός.
εξερχόμενοι εκτός έδρας προς εκτέλεση υπηρεσίας ή
3. Δεν οφείλεται μισθός και αυτός περικόπτεται,
εκπλήρωση ανατεθέντων σε αυτούς υπαλληλικών καθηκόντων,
όταν ο υπάλληλος αδικαιολογήτως δεν παρέσχε την εργασία
λαμβάνουν, πέραν των δαπανών μετακινήσεώς τους, ημερησία
του καθόλου ή εν μέρει. Όταν ο υπάλληλος ανυπαιτίως ή εκ
αποζημίωση, το ύψος της οποίας καθορίζει η Διαρκής Ιερά
λόγων ανωτέρας βίας δεν παρέσχε εργασία, η καταβολή
Σύνοδος.
μισθού εξαρτάται από την κρίση της υπηρεσίας. Ο χρόνος
12 Περί κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων
με την τροποποίηση του Κανονισμού 327/2021
www.efimerios.gr

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

4. Οι επί συμβάσει ιδιωτικού δικαίου


Άρθρο 46 Συνθήκες στον χώρο εργασίας εκκλησιαστικοί υπάλληλοι και το εργατοτεχνικό προσωπικό
δικαιούνται κανονικής άδειας συμφώνως προς τις σχετικές
1. Τα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα οφείλουν να διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας και του Αστικού Κώδικα.
εξασφαλίζουν υγιεινές συνθήκες εργασίας και να τηρούν την 5. Σε περίπτωση όλως εκτάκτων και εξαιρετικών
ισχύουσα νομοθεσία σχετικά με την υγιεινή, καθαριότητα και υπηρεσιακών αναγκών διαπιστουμένων μέσω εκθέσεων των
ασφάλεια στους χώρους εργασίας και τους κοινόχρηστους αρμοδίων προϊσταμένων, ο οικείος Μητροπολίτης ή Πρόεδρος
χώρους. του Διοικητικού Συμβουλίου του εκκλησιαστικού νομικού
2. Περαιτέρω, πρέπει να λαμβάνονται τα εκάστοτε προσώπου ή ο αρμόδιος προϊστάμενος Γενικής Διευθύνσεως ή
απαιτούμενα μέτρα για την υγιεινή και ασφάλεια των ο Αρχιγραμματεύς της Ιεράς Συνόδου κατά περίπτωση,
εκκλησιαστικών υπαλλήλων κατά την εκτέλεση της εργασίας δύναται να μην εγκρίνει ή να περιορίζει τις ημέρες της
τους, να τηρούνται οι όροι, οι κανόνες και οι προδιαγραφές κανονικής άδειας, καθώς επίσης και να ανακαλεί εγκαίρως και
ασφαλείας, όπως εκάστοτε ισχύουν, να παρέχεται εκπαίδευση δικαιολογημένως την χορηγηθείσα κανονική άδεια. Η άδεια,
σε θέματα ασφαλείας και να καταβάλλεται κάθε δυνατή που δεν χορηγήθηκε κατ' εφαρμογή του προηγουμένου
προσπάθεια για την εξασφάλιση ή μείωση κάθε κινδύνου από εδαφίου, χορηγείται υποχρεωτικώς εντός του έτους ή του
εγκληματικές πράξεις. επομένου έτους.
3. Τα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα οφείλουν να 6. Μη χορήγηση στον υπάλληλο της κανονικής
εξασφαλίζουν συνθήκες σεβασμού της προσωπικότητας και άδειας, της οποίας δικαιούται κατ’ έτος, καίτοι δεν
της αξιοπρέπειας των υπαλλήλων τους κατά την εκτέλεση των συντρέχουν έκτακτοι και εξαιρετικοί υπηρεσιακοί λόγοι,
καθηκόντων τους και να εφαρμόζουν την αρχή της ίσης ελεγχόμενη και διαπιστούμενη, κατ’ εντολή του αρμοδίου
μεταχειρίσεως. προϊσταμένου Γενικής Διευθύνσεως ή του επιχωρίου
Μητροπολίτη ή του Αρχιγραμματέως της Ιεράς Συνόδου κατά
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ περίπτωση, συνεπάγεται υποχρεωτικώς την πειθαρχική δίωξη
ΑΔΕΙΕΣ και τον καταλογισμό κατά ίσο μέρος του αντιστοίχου της
αποζημιώσεως ποσού του επομένου εδαφίου σε βάρος του μη
χορηγήσαντος την άδεια οργάνου, ως και του εγκρίναντος την
Άρθρο 47 Δικαίωμα κανονικής άδειας
μη χορήγηση προϊσταμένου τούτου. Η αποζημίωση για
εκάστη ημέρα μη χορηγηθείσης αδικαιολογήτως κανονικής
1. Ο εκκλησιαστικός υπάλληλος δικαιούται άδειας ορίζεται ίση προς ποσοστό 1/30 του μηνιαίου βασικού
κανονικής άδειας με αποδοχές μετά από δύο (2) μήνες από την μισθού του υπαλλήλου προσαυξημένο κατά ποσοστό είκοσι
ανάληψη των καθηκόντων του. Η άδεια που δικαιούται να τοις εκατό (20%).
λάβει ο υπάλληλος ορίζεται σε δύο (2) ημέρες για κάθε μήνα
υπηρεσίας και δεν μπορεί να υπερβεί συνολικά τον αριθμό των
ημερών κανονικής άδειας, που δικαιούται με την συμπλήρωση Άρθρο 48 Δικαίωμα ειδικής άδειας
ενός (1) έτους πραγματικής υπηρεσίας.
2. Ο εκκλησιαστικός υπάλληλος, μετά την
1. Ο εκκλησιαστικός υπάλληλος έχει δικαίωμα
συμπλήρωση ενός (1) έτους πραγματικής υπηρεσίας,
άδειας απουσίας με αποδοχές δέκα πέντε (15) εργασίμων
δικαιούται κανονικής άδειας απουσίας με αποδοχές, η
ημερών σε περίπτωση γάμου και πέντε (5) εργασίμων ημερών
διάρκεια της οποίας ορίζεται σε είκοσι (20) εργάσιμες ημέρες
σε περίπτωση θανάτου συζύγου του ή συγγενούς α' βαθμού
αν ακολουθεί εβδομάδα πέντε (5) εργασίμων ημερών και
και τριών (3) εργασίμων ημερών σε περίπτωση θανάτου
είκοσι τέσσερις (24) εργάσιμες ημέρες αν ακολουθεί εβδομάδα
συγγενούς β' βαθμού. Στον πατέρα υπάλληλο χορηγείται άδεια
έξι (6) εργασίμων ημερών. Ο χρόνος της κανονικής άδειας
δύο (2) ημερών σε περίπτωση γεννήσεως τέκνου. Η άδεια
επαυξάνεται κατά μία (1) εργάσιμη ημέρα για κάθε έτος
αυτή χορηγείται και στην περίπτωση υιοθεσίας, εφ' όσον το
απασχολήσεως μέχρι την συμπλήρωση του ανωτάτου ορίου
υιοθετηθέν τέκνο δεν έχει υπερβεί το 2ο έτος της ηλικίας του.
των είκοσι πέντε (25) ή τριάντα (30) εργασίμων ημερών
2. Επίσης ο υπάλληλος δικαιούται, κατόπιν
προκειμένου για πενθήμερη ή εξαήμερη εβδομάδα εργασίας,
αιτήσεως, ειδικής άδειας με αποδοχές διάρκειας μίας (1) έως
αντιστοίχως. Η άδεια χορηγείται αιτήσει του υπαλλήλου.
τριών (3) ημερών, κατά περίπτωση, για την άσκηση του
Είναι δυνατόν το δικαιούμενο εικοσαήμερο να αποφασίζεται
εκλογικού δικαιώματος ή για την συμμετοχή σε δίκη ενώπιον
από την υπηρεσία ότι θα χορηγείται υποχρεωτικώς κατά το
οποιουδήποτε δικαστηρίου ή την εξέτασή του από
χρονικό διάστημα από 15 Μαΐου έως 15 Οκτωβρίου. Σε κάθε
προανακριτική ή ανακριτική αρχή. Στην περίπτωση
περίπτωση, η υπηρεσία, στην οποία ανήκει ο υπάλληλος,
συμμετοχής υπαλλήλου σε δίκη ενώπιον δικαστηρίου ή
χορηγεί υποχρεωτικώς σε αυτόν μέσα στο δεύτερο εξάμηνο
εξετάσεώς του από προανακριτική ή ανακριτική αρχή, ο
κάθε έτους την κανονική άδεια που δικαιούται και αν ακόμα
υπάλληλος υποχρεούται μετά την επιστροφή του στην
δεν την ζητήσει. Ο εντός του έτους χρόνος αδικαιολόγητης
υπηρεσία από την ως άνω άδεια που έλαβε να προσκομίσει
απουσίας του υπαλλήλου εκ των καθηκόντων του αφαιρείται
βεβαίωση συμμετοχής στην δίκη από την αρμόδια γραμματεία
εκ των ημερών της κανονικής άδειας, σε περίπτωση δε
του δικαστηρίου ή εξέτασής του από την προανακριτική ή
αδικαιολόγητης υπερβάσεως του χρόνου άδειας περικόπτονται
ανακριτική αρχή.
αναλόγως οι αποδοχές του υπαλλήλου, επιφυλασσομένων και
3. Ο εκκλησιαστικός υπάλληλος, που πάσχει ή έχει
των περί πειθαρχικής ευθύνης αυτού διατάξεων του παρόντος.
σύζυγο ή τέκνο που πάσχει από νόσημα, το οποίο απαιτεί
3. Οι επί θητεία εκκλησιαστικοί υπάλληλοι
τακτικές μεταγγίσεις αίματος ή χρήζει περιοδικής νοσηλείας,
δικαιούνται της κατά την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου
δικαιούται ειδικής άδειας με αποδοχές έως είκοσι δύο (22)
άδειας, δικαιούνται δε να κάνουν χρήση αυτής οποτεδήποτε
εργάσιμες ημέρες τον χρόνο.
εντός του ημερολογιακού έτους.
4. Η άδεια της προηγούμενης παραγράφου
χορηγείται και σε υπαλλήλους που έχουν τέκνα, που πάσχουν
13 Περί κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων
με την τροποποίηση του Κανονισμού 327/2021
www.efimerios.gr

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

από βαριά νοητική στέρηση ή σύνδρομο Down ή Διάχυτη ελέγχου τηρήσεως του ωραρίου ότι ο εκκλησιαστικός
Αναπτυξιακή Διαταραχή (Δ.Α.Δ.), εφ' όσον αυτά είναι υπάλληλος έχει εργασθεί τουλάχιστον μία (1) ώρα ανά ημέρα
ανήλικα ή ενήλικα που δεν εργάζονται λόγω των παθήσεων πέραν του νόμιμου ωραρίου του, β) ο αμέσως προϊστάμενός
αυτών. Σε περίπτωση που ο υπάλληλος δικαιούται ειδικής του και ο προϊστάμενος της αμέσως υπερκείμενης οργανικής
άδειας για περισσότερα από ένα πάσχοντα πρόσωπα σύμφωνα μονάδας και, εφ' όσον δεν υπάρχει ή δεν υπάρχουν, ο
με τις διατάξεις της παρούσας, η ειδική άδεια με αποδοχές προϊστάμενος της οικείας Διευθύνσεως ή ο οικείος
προσαυξάνεται κατ' ανώτατο όριο σε τριάντα δύο (32) Μητροπολίτης ή ο Αρχιγραμματέας της Ιεράς Συνόδου κατά
εργάσιμες ημέρες τον χρόνο. Σε περίπτωση που για το ίδιο περίπτωση, βεβαιώνει εγγράφως ότι ο υπάλληλος εργάσθηκε
πάσχον πρόσωπο δικαιούχοι της άδειας είναι περισσότεροι του πέραν του νόμιμου ημερήσιου ωραρίου του, για εξαιρετικά
ενός υπάλληλοι, η ειδική άδεια με αποδοχές προσαυξάνεται επείγουσα και ιδιαίτερα σημαντική εργασία που έπρεπε να
κατ' ανώτατο όριο σε τριάντα δύο (32) εργάσιμες ημέρες τον ολοκληρωθεί μέσα σε συγκεκριμένη προθεσμία και γ) ο
χρόνο για το σύνολο των δικαιούχων υπαλλήλων αθροιστικώς. υπάλληλος δεν έχει λάβει υπερωριακή αμοιβή για τον χρόνο
Με δήλωση των συνδικαιούχων υπαλλήλων καθορίζεται ο που εργάσθηκε πέραν του νόμιμου ημερήσιου ωραρίου του.
αριθμός των ημερών που θα λάβει κάθε δικαιούχος υπάλληλος Προκειμένου να χορηγηθεί μία (1) ημέρα υπηρεσιακή άδεια, ο
από το σύνολο των τριάντα δύο (32) εργασίμων ημερών τον υπάλληλος πρέπει να έχει εργασθεί τουλάχιστον μία (1) ώρα
χρόνο που δικαιούνται για το ίδιο πάσχον πρόσωπο ανά ημέρα, πέραν του νόμιμου ωραρίου του και για χρονικό
αθροιστικώς. διάστημα τουλάχιστον ίσο με ποσοστό εβδομήντα πέντε τοις
5. Εκκλησιαστικός υπάλληλος με αναπηρία εκατό (75%) του ισχύοντος γι' αυτόν ημερήσιου ωραρίου στη
ποσοστού πενήντα τοις εκατό (50%) και άνω δικαιούται από διάρκεια ενός (1) μήνα.
την υπηρεσία κάθε ημερολογιακό έτος άδειας με αποδοχές έξι 10. Στις υπαλλήλους στις οποίες εφαρμόζονται
(6) εργασίμων ημερών επιπλέον της κανονικής του άδειας. Σε μέθοδοι ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής του ν.
περίπτωση που ο υπάλληλος δικαιούται της ειδικής άδειας για 3305/2005 (Α' 17), όπως ισχύει, χορηγείται άδεια επτά (7)
περισσότερα από ένα πάσχοντα πρόσωπα, σύμφωνα με τις εργάσιμων ημερών με πλήρεις αποδοχές, ύστερα από
διατάξεις της παρούσας, η ειδική άδεια με αποδοχές βεβαίωση του θεράποντος ιατρού και του διευθυντή μονάδας
προσαυξάνεται κατ' ανώτατο όριο σε δέκα (10) εργάσιμες ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής (Μ.Ι.Υ.Α.).
ημέρες κατ’ έτος. Σε περίπτωση που για το ίδιο πάσχον 11. Χορηγείται μία (1) ημέρα τον χρόνο με αποδοχές
πρόσωπο δικαιούχοι της άδειας είναι περισσότεροι του ενός για ετήσιο ιατρικό έλεγχο. Η άδεια χορηγείται έπειτα από
υπάλληλοι, η ειδική άδεια με αποδοχές προσαυξάνεται κατ' βεβαίωση του θεράποντος ιατρού.
ανώτατο όριο σε δέκα (10) εργάσιμες ημέρες κατ' έτος για το 12. Υπάλληλοι που έχουν σύζυγο ή ανήλικο τέκνο
σύνολο των δικαιούχων υπαλλήλων αθροιστικά. Με δήλωση που πάσχει από κακοήθεις νεοπλασίες, όπως λευχαιμίες,
των συνδικαιούχων υπαλλήλων καθορίζεται ο αριθμός των λεμφώματα και συμπαγείς όγκους, και ακολουθεί θεραπείες
ημερών που θα λάβει κάθε δικαιούχος υπάλληλος από το με χημικούς ή ανοσοτροποποιητικούς παράγοντες ή
σύνολο των δέκα (10) εργάσιμων ημερών κατ’ έτος, που ακτινοθεραπεία δικαιούνται ειδικής άδειας, η οποία καλύπτει
δικαιούνται για το ίδιο πάσχον πρόσωπο αθροιστικά. την ημέρα της θεραπείας και την επόμενη αυτής. Η άδεια
6. Οι άδειες των παραγράφων 4 και 5 χορηγούνται αυτή χορηγείται κατόπιν σχετικής βεβαιώσεως περί
υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται σε αυτές και σε πραγματοποιήσεως της θεραπείας και μετά την εξάντληση
υπαλλήλους που έχουν ορισθεί δικαστικοί συμπαραστάτες και των δικαιούμενων αδειών κατά περίπτωση των παραγράφων 4
τους έχει ανατεθεί δικαστικώς και η επιμέλεια προσώπων, εφ' και 5.
όσον η καθημερινή φροντίδα των προσώπων αυτών δεν
παρέχεται από αρμόδια ιδρύματα και φορείς κοινωνικής Άρθρο 49 Άδεια άνευ αποδοχών
πρόνοιας. Σε περίπτωση που η φροντίδα των προσώπων
αυτών παρέχεται από αρμόδια ιδρύματα και φορείς 1. Επιτρέπεται η χορήγηση στον εκκλησιαστικό
κοινωνικής πρόνοιας, οι υπάλληλοι του προηγούμενου εδαφίου υπάλληλο, μετά από αίτησή του, άδειας χωρίς αποδοχές, εφ'
δικαιούνται, κατά περίπτωση, το ήμισυ των προβλεπομένων όσον οι ανάγκες της υπηρεσίας το επιτρέπουν. Η άδεια αυτή
αδειών των παραγράφων 4 και 5, υπό τις προϋποθέσεις που δεν μπορεί να υπερβεί τις τριάντα (30) εργάσιμες ημέρες εντός
ορίζονται σε αυτές. Η άδεια της παραγράφου 4 χορηγείται του ίδιου ημερολογιακού έτους, η οποία μπορεί να επεκταθεί
στους δικαστικούς συμπαραστάτες και σε περίπτωση που οι κατά δέκα πέντε (15) εργάσιμες ημέρες μετά από σύμφωνη
συμπαραστατούμενοι πάσχουν από ανοϊκή συνδρομή, εφ' όσον γνώμη του Υπηρεσιακού Συμβουλίου. Η άδεια χορηγείται
πληρούνται και οι λοιπές προϋποθέσεις. υποχρεωτικώς στο φυσικό, θετό και ανάδοχο γονέα, όταν
7. Εκκλησιαστικός υπάλληλος, ο οποίος πρόκειται για νοσηλεία ανήλικου τέκνου λόγω ασθένειας ή
ανταποκρίνεται σε πρόσκληση από υπηρεσία αιμοληψίας για ατυχήματος που καθιστά αναγκαία την άμεση παρουσία του.
κάλυψη έκτακτης ανάγκης, καθώς και υπάλληλος, ο οποίος 2. Στους εκκλησιαστικούς υπαλλήλους επιτρέπεται η
μετέχει σε οργανωμένη ομαδική αιμοληψία ή σε διαδικασία χορήγηση συνεχόμενης άδειας χωρίς αποδοχές συνολικής
παροχής αιμοπεταλίων, δικαιούται ειδικής άδειας απουσίας με διάρκειας έως πέντε (5) ετών, ύστερα από αίτησή τους και
πλήρεις αποδοχές δύο (2) ημερών για έξι (6) αιμοληψίες ή γνώμη του Υπηρεσιακού Συμβουλίου, για σοβαρούς
παροχές αιμοπεταλίων τον χρόνο κατ' ανώτατο όριο. ιδιωτικούς λόγους.
8. Ειδικώς για τους υπαλλήλους του άρθρου 42 παρ. 3. Εκκλησιαστικός υπάλληλος, του οποίου σύζυγος
6 του ν. 590/1977 (Α΄ 146) προβλέπεται πρόσθετη άδεια έξι υπηρετεί στο εξωτερικό σε ορθόδοξη Ιερά Μητρόπολη ή άλλο
(6) ημερών για την συμμετοχή τους σε ιερατικά καθήκοντα. εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο, σε υπηρεσία του ελληνικού
9. Εκκλησιαστικός υπάλληλος που εργάζεται πέραν Δημοσίου, νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή άλλου φορέα
του νόμιμου ημερήσιου ωραρίου του, δικαιούται υπηρεσιακής του Δημοσίου Τομέως ή της Γενικής Κυβερνήσεως ή σε
άδειας αναπληρώσεως με αποδοχές, η οποία δεν μπορεί να υπηρεσία ή φορέα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως ή σε διεθνή
υπερβαίνει τις δέκα (10) ημέρες το έτος. Η ανωτέρω άδεια οργανισμό, στον οποίο μετέχει και η Ελλάδα, δικαιούται να
χορηγείται μόνον εφ' όσον: α) προκύπτει από το σύστημα λάβει άδεια χωρίς αποδοχές μέχρι έξι (6) έτη συνεχώς ή
14 Περί κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων
με την τροποποίηση του Κανονισμού 327/2021
www.efimerios.gr

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

τμηματικώς, εφ' όσον έχει συμπληρώσει διετή πραγματική εκπίπτουν από τις αποδοχές που καταβάλλονται κατά την
υπηρεσία. διάρκεια της άδειας μητρότητας, εφ' όσον η ασφάλιση
4. Στον εκκλησιαστικό υπάλληλο που αποδέχεται θεμελιώνεται και σε συνεισφορά του αυτού νομικού προσώπου.
θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή σε διεθνή οργανισμό, στον 6. Η άδεια μητρότητας είναι ιδιότυπη άδεια, δεν
οποίο μετέχει η Ελλάδα, χορηγείται μετά από γνώμη του αποτελεί είδος κανονικής ή αναρρωτικής άδειας και δεν
Υπηρεσιακού Συμβουλίου άδεια χωρίς αποδοχές μέχρι πέντε υπόκειται σε συμψηφισμό.
(5) έτη, η οποία μπορεί να παραταθεί με την ίδια διαδικασία 7. Για τις επί συμβάσει ιδιωτικού δικαίου
για μία ακόμα πενταετία. Αν ο υπάλληλος δεν εμφανισθεί να υπαλλήλους η άδεια κυοφορίας χορηγείται κατά τις διατάξεις
αναλάβει καθήκοντα μέσα σε δύο (2) μήνες από την λήξη της της εργατικής νομοθεσίας που ισχύουν για τις εργαζόμενες
άδειας, θεωρείται ότι παραιτήθηκε αυτοδικαίως από την υπαλλήλους σε επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις του ιδιωτικού
υπηρεσία. τομέως.
5. Ο χρόνος της άδειας χωρίς αποδοχές αποτελεί
χρόνο πραγματικής υπηρεσίας μόνο στις περιπτώσεις της Άρθρο 51 Άδεια για ανατροφή παιδιού
παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου. Στις λοιπές περιπτώσεις
η υπαλληλική ή εργασιακή σχέση κατά την διάρκεια της 1. Όταν πρόκειται για ανατροφή παιδιού ηλικίας
άδειας αυτής τελεί σε αναστολή, εκτός εάν προβλέπεται έως 6 ετών, επιτρέπεται η χορήγηση στον φυσικό ή θετό
διαφορετικά από τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, που γονέα άδειας άνευ αποδοχών διαστήματος έως έξι (6) ετών
καταλαμβάνουν και τους εκκλησιαστικούς υπαλλήλους. συνολικά ή έως οκτώ (8) ετών, εφ' όσον η υιοθεσία δεν έχει
6. Κατά την διάρκεια των ανωτέρω αδειών του ολοκληρωθεί μέχρι την ηλικία των έξι (6) ετών, η οποία
άρθρου αυτού ο υπάλληλος υποχρεούται να καταβάλλει τις χορηγείται με αίτηση του υπαλλήλου, συνεχόμενα ή
νόμιμες κρατήσεις για κύρια και επικουρική ασφάλιση και στα τμηματικά, και χωρίς γνώμη του Υπηρεσιακού Συμβουλίου.
ταμεία πρόνοιας, οι οποίες αντιστοιχούν στον βαθμό ή τον Διάστημα τεσσάρων (4) μηνών της άδειας αυτής χορηγείται
μισθό της υπηρεσίας στην οποία ανήκει οργανικώς. με πλήρεις αποδοχές στην περίπτωση γεννήσεως τρίτου (3ου)
παιδιού και άνω.
Άρθρο 50 Άδεια μητρότητας 2. Ο χρόνος εργασίας του γονέως εκκλησιαστικού
υπαλλήλου μειώνεται κατά δύο (2) ώρες ημερησίως, εφ' όσον
1. Στις υπαλλήλους, οι οποίες κυοφορούν, χορηγείται έχει τέκνα ηλικίας έως δύο (2) ετών και κατά μία (1) ώρα, εφ'
άδεια μητρότητας με πλήρεις αποδοχές υποχρεωτικώς δύο (2) όσον έχει τέκνα ηλικίας από δύο (2) έως τεσσάρων (4) ετών.
μήνες πριν και τρεις (3) μήνες μετά τον τοκετό. Σε περίπτωση Ο γονέας υπάλληλος δικαιούται για το συνεχές διάστημα των
αποκτήσεως τέκνου πέραν του 3ου, η ως άνω άδεια εννέα (9) μηνών άδειας με αποδοχές για ανατροφή παιδιού, εφ'
προσαυξάνεται κάθε φορά κατά δύο (2) μήνες συμμέτρως πριν όσον δεν κάνει χρήση του κατά το προηγούμενο εδάφιο
και μετά τον τοκετό. Η άδεια λόγω κυοφορίας χορηγείται μειωμένου ωραρίου. Το δικαίωμα της παρούσας παραγράφου
ύστερα από βεβαίωση του θεράποντος ιατρού για τον μέχρι την γέννηση και του δεύτερου (2ου) τέκνου χορηγείται
πιθανολογούμενο χρόνο τοκετού. Σε περίπτωση πολύδυμης υποχρεωτικώς σύμφωνα με την επιλογή κατ’ ευχέρεια του
κυήσεως, η άδεια λοχείας αυξάνεται κατά ένα (1) μήνα για γονέως εκκλησιαστικού υπαλλήλου. Υπάλληλος που υιοθετεί ή
κάθε τέκνο πέραν του ενός. αναδέχεται τέκνο ηλικίας έως τεσσάρων (4) ετών, δικαιούται,
2. Όταν ο τοκετός πραγματοποιείται σε χρόνο κατ' εξαίρεση, την χορήγηση του συνόλου της άδειας των
μεταγενέστερο από αυτόν που είχε πιθανολογηθεί αρχικά, η εννέα (9) μηνών που προβλέπεται στην παρούσα, εφ' όσον
άδεια που είχε χορηγηθεί, παρατείνεται μέχρι την πραγματική μετά από την άδεια της παραγράφου 8 και μέχρι το τέκνο να
ημερομηνία του τοκετού, χωρίς αυτή η παράταση να συμπληρώσει την ηλικία των τεσσάρων (4) ετών, αιτηθεί να
συνεπάγεται αντίστοιχη μείωση του χρόνου της άδειας που του χορηγηθεί η συνεχόμενη άδεια έναντι της διευκολύνσεως
χορηγείται μετά τον τοκετό. Όταν ο τοκετός του μειωμένου ωραρίου. Εάν μέχρι την συμπλήρωση των
πραγματοποιηθεί σε χρόνο προγενέστερο από αυτόν που είχε τεσσάρων (4) ετών απομένει διάστημα μικρότερο των εννέα
αρχικά πιθανολογηθεί, το υπόλοιπο της άδειας χορηγείται (9) μηνών, χορηγείται άδεια για το διάστημα που
μετά τον τοκετό, ώστε να εξασφαλισθεί συνολικός χρόνος υπολείπεται. Για τον γονέα που είναι άγαμος ή χήρος ή
άδειας πέντε (5) μηνών. Τυχόν απώλεια του νεογνού, που διαζευγμένος ή έχει αναπηρία ποσοστού εξήντα επτά τοις
επισυμβαίνει μετά την έναρξη της άδειας μητρότητας εκατό (67%) και άνω, το κατά μία ώρα μειωμένο ωράριο του
(κυήσεως και λοχείας), δεν επηρεάζει την συνολική πεντάμηνη πρώτου εδαφίου ή η άδεια της προηγούμενης παραγράφου
διάρκεια αυτής. προσαυξάνονται κατά έξι (6) μήνες ή ένα (1) μήνα
3. Σε κυοφορούσες υπαλλήλους που έχουν ανάγκη αντιστοίχως. Ο νεοδιοριζόμενος εκκλησιαστικός υπάλληλος
ειδικής θεραπείας, μετά την εξάντληση της αναρρωτικής που κατά την τοποθέτησή του έχει τέκνο ηλικίας κάτω των
άδειας με αποδοχές, χορηγείται κανονική άδεια κυοφορίας με τεσσάρων (4) ετών δικαιούται να λάβει συνεχόμενη άδεια
αποδοχές, μετά από βεβαίωση θεράποντος ιατρού και ανατροφής τόσης διάρκειας όσο είναι με βάση το μειωμένο
διευθυντή γυναικολογικής ή μαιευτικής κλινικής ή τμήματος ωράριο αντιστοίχως το άθροισμα των ωρών, οι οποίες
δημόσιου νοσηλευτικού ιδρύματος. απομένουν από την ημερομηνία του διορισμού του μέχρι την
4. Στις υπαλλήλους που υιοθετούν τέκνο, χορηγείται συμπλήρωση του 4ου έτους ηλικίας του τέκνου του, πέραν του
άδεια τριών (3) μηνών με πλήρεις αποδοχές εντός του πρώτου οποίου η συνέχιση της άδειας είναι επιτρεπτή. Ο χρόνος
εξαμήνου μετά την περαίωση της διαδικασίας της υιοθεσίας, εργασίας γονέως υπαλλήλου μειώνεται κατά μία (1) ώρα
εφ' όσον το υιοθετημένο τέκνο είναι ηλικίας έως έξι (6) ετών. ημερησίως για δύο (2) επιπλέον χρόνια, μετά από την
Ένας μήνας από την άδεια αυτή μπορεί να καλύπτει απουσία απόκτηση τέταρτου τέκνου, ανεξαρτήτως της άδειας ή της
της υπαλλήλου κατά το προ της υιοθεσίας διάστημα. διευκολύνσεως που έχει επιλεγεί προηγουμένως. Το ίδιο
5. Επιδόματα λόγω τοκετού, που καταβλήθηκαν δικαίωμα θεμελιώνεται και μετά από την απόκτηση κάθε
στην υπάλληλο του εκκλησιαστικού νομικού προσώπου λόγω τέκνου μετά το τέταρτο. Σε περίπτωση γεννήσεως διδύμων,
υποχρεωτικής ασφαλίσεως σε ασφαλιστικούς οργανισμούς, τριδύμων κ.ο.κ. τέκνων χορηγείται επιπλέον άδεια ανατροφής
15 Περί κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων
με την τροποποίηση του Κανονισμού 327/2021
www.efimerios.gr

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

χρονικής διάρκειας έξι (6) μηνών με αποδοχές για κάθε τέκνο


πέραν του ενός.
3. Αν και οι δύο γονείς είναι εκκλησιαστικοί Άρθρο 52 Παροχή άδειας
υπάλληλοι με κοινή τους δήλωση που κατατίθεται στις
υπηρεσίες τους καθορίζεται ποιος από τους δύο θα κάνει 1. Οι κατά τα άρθρα 47 έως 51 άδειες χορηγούνται
χρήση του μειωμένου ωραρίου ή της άδειας ανατροφής, εκτός εγγράφως και πάντως με αίτηση του εκκλησιαστικού
αν με την ανωτέρω κοινή τους δήλωση καθορίσουν χρονικά υπαλλήλου προς την προϊστάμενη αυτού αρχή, με την
διαστήματα των οποίων ο καθένας θα κάνει χρήση, αλλά επιφύλαξη ειδικότερων διατάξεων του παρόντος. Στην αίτηση
πάντοτε διαδοχικώς και μέσα στα χρονικά όρια της της άδειας ορίζεται ο χρόνος ενάρξεως αυτής.
προηγούμενης παραγράφου. Αν η/ο σύζυγος του/της 2. Με την επιφύλαξη του άρθρου 47 παρ. 2 εδαφ. γ
υπαλλήλου εργάζεται στον δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα, εφ’ όσον του παρόντος, λόγω εξαιρετικής υπηρεσιακής ανάγκης η
δικαιούται ομοίων ολικώς ή μερικώς διευκολύνσεων, ο/η αιτούμενη άδεια, όταν είναι υποχρεωτική η χορήγησή της,
υπάλληλος δικαιούται να κάνει χρήση των διευκολύνσεων της δύναται να αναβληθεί επί δέκα πέντε (15) το πολύ ημέρες.
παραγράφου 2 κατά το μέρος που η/ο σύζυγός του/της δεν Αυτό δεν ισχύει για την άδεια του άρθρου 50 του παρόντος.
κάνει χρήση των δικών της/του δικαιωμάτων ή κατά το μέρος
που αυτά υπολείπονται των διευκολύνσεων της παραγράφου 2. Άρθρο 53 Άδεια αναρρωτική
4. Όταν ο ένας γονέας λάβει την άδεια της
παραγράφου 1 του παρόντος, ο άλλος δεν έχει δικαίωμα να 1. Στον εκκλησιαστικό υπάλληλο, που είναι ασθενής
κάνει χρήση των διευκολύνσεων της παραγράφου 2 του άρθρου ή χρειάζεται να αναρρώσει, χορηγείται αναρρωτική άδεια με
αυτού για το ίδιο διάστημα. Εφ’ όσον η/ο σύζυγος του/της αποδοχές τόσων μηνών όσα είναι τα έτη της υπηρεσίας του,
υπαλλήλου δεν εργάζεται ή δεν ασκεί οποιοδήποτε επάγγελμα, από την οποία αφαιρείται το σύνολο των αναρρωτικών αδειών,
ο/η υπάλληλος δεν δικαιούται να κάνει χρήση των που τυχόν έχει λάβει μέσα στην προηγούμενη πενταετία.
διευκολύνσεων της παραγράφου 1 και 2, εκτός αν λόγω Αναρρωτική άδεια χορηγούμενη χωρίς διακοπή δεν μπορεί να
σοβαρής παθήσεως ή βλάβης υφίσταται ανικανότητα να υπερβεί τους δώδεκα (12) μήνες. Χρόνος υπηρεσίας
αντιμετωπίζει τις ανάγκες ανατροφής του παιδιού, σύμφωνα τουλάχιστον έξι (6) μηνών θεωρείται ως πλήρες έτος.
με βεβαίωση της υγειονομικής επιτροπής στην αρμοδιότητα Υπάλληλος, ο οποίος δεν έχει συμπληρώσει χρόνο υπηρεσίας
της οποίας υπάγεται ο/η υπάλληλος. έξι (6) μηνών, δικαιούται να λάβει τις βραχυχρόνιες
5. Σε περίπτωση διαστάσεως, διαζυγίου, χηρείας ή αναρρωτικές άδειες που προβλέπονται. Μετά την εξάντληση
γεννήσεως τέκνου και εν γένει μονογονεϊκής οικογένειας, την των ανωτέρω αδειών, ο υπάλληλος δικαιούται άδειας άνευ
άδεια της παραγράφου 1 και τις διευκολύνσεις της αποδοχών. Σε περίπτωση ατυχήματος κατά την εκτέλεση και
παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου δικαιούται ο γονέας που εξ αιτίας της υπηρεσίας, ο εκκλησιαστικός υπάλληλος
ασκεί την επιμέλεια. δικαιούται αναρρωτικής άδειας με αποδοχές ανεξαρτήτως
6. Οι εκκλησιαστικές υπηρεσίες υποχρεούνται να χρόνου υπηρεσίας.
διευκολύνουν τους υπαλλήλους που έχουν τέκνα, τα οποία 2. Στην αναρρωτική άδεια συνυπολογίζονται και οι
παρακολουθούν μαθήματα πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας ημέρες απουσίας λόγω ασθενείας που προηγήθηκαν της
εκπαιδεύσεως, για να επισκέπτονται το σχολείο των παιδιών άδειας.
τους, με σκοπό την παρακολούθηση της σχολικής τους 3. Στον υπάλληλο που πάσχει από δυσίατο νόσημα,
επιδόσεως. χορηγείται αναρρωτική άδεια, της οποίας η διάρκεια είναι
7. Εκκλησιαστικοί υπάλληλοι που έχουν ανήλικα διπλάσια από τη διάρκεια των αδειών των προηγούμενων
τέκνα δικαιούνται άδειας με αποδοχές έως τέσσερεις (4) παραγράφων. Για την χορήγηση αυτής της άδειας, απαιτείται
εργάσιμες ημέρες για κάθε ημερολογιακό έτος σε περίπτωση σχετική γνωμάτευση νοσοκομείου ή υγειονομικής επιτροπής.
ασθένειας των τέκνων τους. Για τους υπαλλήλους που είναι 4. Η αναρρωτική άδεια δεν συμψηφίζεται με την
τρίτεκνοι, η ως άνω άδεια ανέρχεται σε επτά (7) εργάσιμες κανονική άδεια.
ημέρες για κάθε ημερολογιακό έτος και για τους υπαλλήλους 5. Δυσίατα νοσήματα είναι όσα καθορίζονται ως
που είναι πολύτεκνοι σε δέκα (10) εργάσιμες ημέρες. Για τους τέτοια για τους δημοσίους υπαλλήλους κατά την κείμενη
εκκλησιαστικούς υπαλλήλους που είναι μονογονείς, η ως άνω νομοθεσία.
άδεια ανέρχεται σε οκτώ (8) εργάσιμες ημέρες για κάθε
ημερολογιακό έτος. Άρθρο 54 Χορήγηση αναρρωτικής άδειας
8. Σε εκκλησιαστικούς υπαλλήλους που υιοθετούν
τέκνο, καθώς και σε υπαλλήλους που γίνονται ανάδοχοι
1. Η αναρρωτική άδεια χορηγείται ανά μήνα με
γονείς, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10 και 11 του
εξαίρεση την περίπτωση των δυσίατων νοσημάτων, όπως
ν. 4538/2018 (Α΄85), όπως ισχύει, πέραν των διευκολύνσεων
αυτά ορίζονται με την απόφαση της παραγράφου 5 του άρθρου
της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, χορηγείται άδεια
53 που χορηγείται ανά εξάμηνο κατ' ανώτατο όριο. Η
τριών (3) μηνών με πλήρεις αποδοχές εντός του πρώτου
αναρρωτική άδεια χορηγείται από τον προϊστάμενο Γενικής
εξαμήνου μετά την περαίωση της διαδικασίας της υιοθεσίας ή
Διευθύνσεως για τους υπαλλήλους που υπάγονται σε αυτή ή
της αναδοχής αντιστοίχως, εφ' όσον το υιοθετημένο ή το
τον Αρχιγραμματέα της Ιεράς Συνόδου ή τον οικείο
αναδεχόμενο τέκνο είναι ηλικίας έως έξι (6) ετών. Ένας μήνας
Μητροπολίτη κατά περίπτωση.
από την άδεια αυτή μπορεί να καλύπτει απουσία του
2. Βραχυχρόνιες αναρρωτικές άδειες χορηγούνται με
υπαλλήλου κατά το προ της υιοθεσίας ή της αναδοχής
γνωμάτευση θεράποντος ιατρού έως οκτώ (8) ημέρες κατ’
διάστημα. Στους γονείς που αποκτούν τέκνο με την διαδικασία
έτος. Δύο (2) εξ αυτών, αλλά όχι συνεχόμενες, δύνανται να
της παρένθετης μητρότητας, κατά το άρθρο 1464 ΑΚ, πέραν
χορηγούνται μόνο με υπεύθυνη δήλωση του υπαλλήλου.
των διευκολύνσεων της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου,
3. Ο εκκλησιαστικός υπάλληλος υποχρεούται να
χορηγείται άδεια τριών (3) μηνών με πλήρεις αποδοχές
δεχθεί έλεγχο ή επίσκεψη από ελεγκτή ιατρό.
αμέσως μετά την γέννηση του τέκνου.
16 Περί κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων
με την τροποποίηση του Κανονισμού 327/2021
www.efimerios.gr

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

4. Η αποστολή ιατρού για έλεγχο υπαλλήλου, που ασθενείας, εξακολουθεί να μην είναι σε θέση να ασκεί τα
κάνει χρήση βραχυχρόνιων αναρρωτικών αδειών κατ’ καθήκοντά του.
επανάληψη, είναι υποχρεωτική για την υπηρεσία και η τυχόν
παράλειψή της συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα του αρμοδίου Άρθρο 56
προϊσταμένου.
5. Ο έλεγχος των κατ’ οίκον ασθενούντων 1. Οι επί θητεία εκκλησιαστικοί υπάλληλοι
ανατίθεται σε ιατρούς που υπηρετούν με οποιαδήποτε σχέση ασθενούντες ή χρήζοντες αναρρώσεως δικαιούνται
εργασίας στο εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο, με ειδικότητα αναρρωτικής άδειας τόσων ημερών όσοι και οι μήνες της επί
Παθολογίας ή γενικής Ιατρικής αν δεν υπάρχει ιατρός θητεία υπηρεσίας στο οικείο εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο.
αντίστοιχης με την ασθένεια ειδικότητας, ή αν δεν υπάρχουν Παρατεινομένης της ασθενείας πέραν των ως άνω χρονικών
τέτοιοι, σε ιατρούς με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ή ορίων, ο υπάλληλος απολύεται κατά το άρθρο 136 του
σύμβαση μισθώσεως έργου ή εντολής αντίστοιχης παρόντος μετά από απόφαση του Υπηρεσιακού Συμβουλίου
ειδικότητας, και ασκείται όταν δοθεί η εντολή από τον εάν, συνεπεία της ως άνω ασθενείας του, εξακολουθεί να μην
προϊστάμενο της αρμόδιας Γενικής Διευθύνσεως ή οικείο είναι σε θέση να ασκεί τα καθήκοντά του.
Μητροπολίτη ή τον Αρχιγραμματέα της Ιεράς Συνόδου κατά 2. Οι επί συμβάσει ιδιωτικού δικαίου
περίπτωση. εκκλησιαστικοί υπάλληλοι και το εργατοτεχνικό προσωπικό
ασθενούντες ή χρήζοντες αναρρώσεως δικαιούνται
Άρθρο 55 Διαδικασία χορήγησης αναρρωτικής άδειας αναρρωτικής άδειας κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα
και της εργατικής νομοθεσίας.
1. Ο εκκλησιαστικός υπάλληλος που κωλύεται να
προσέλθει στην εργασία του λόγω ασθενείας ενημερώνει την Άρθρο 57
υπηρεσία για την αδυναμία αυτή την ίδια ημέρα.
2. Η υπηρεσία χορηγεί την αναρρωτική άδεια 1. Οι εκκλησιαστικοί υπάλληλοι και τα μέλη της
ύστερα από αίτηση του υπαλλήλου. Η αίτηση για αναρρωτική οικογένειάς τους έχουν δικαίωμα σε υγειονομική περίθαλψη
άδεια υποβάλλεται εντός επτά (7) ημερών από την απουσία που περιλαμβάνει νοσοκομειακή, ιατρική και φαρμακευτική
του υπαλλήλου λόγω ασθενείας. Σε περίπτωση περίθαλψη.
αδικαιολόγητης καθυστερήσεως που δεν οφείλεται σε λόγους 2. Η νοσοκομειακή, ιατρική και φαρμακευτική
ανωτέρας βίας, γίνεται ανάλογη περικοπή της αναρρωτικής περίθαλψη παρέχεται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις που
άδειας με ευθύνη του οργάνου που είναι αρμόδιο για την ισχύουν κάθε φορά για τον οικείο φορέα ασφαλίσεως.
έκδοση της αποφάσεως χορηγήσεώς της. Η υπηρεσία σε όλως
ειδικές περιπτώσεις μπορεί να κινεί την διαδικασία Άρθρο 58 Άδεια υπηρεσιακής – επαγγελματικής
χορηγήσεως αναρρωτικής άδειας αυτεπαγγέλτως.
εκπαιδεύσεως
3. Αναρρωτική άδεια πέραν των οκτώ (8) ημερών
κατ' έτος χορηγείται ύστερα από γνωμάτευση της οικείας
υγειονομικής επιτροπής, με εξαίρεση την περίπτωση που η 1. Η άδεια υπηρεσιακής εκπαιδεύσεως δύναται να
άδεια χορηγείται βάσει γνωματεύσεως του διευθυντή κλινικής χορηγηθεί σε όλους τους εκκλησιαστικούς υπαλλήλους που
δημοσίου νοσοκομείου και εφ' όσον πρόκειται για νοσηλεία είναι κάτοχοι πτυχίου ΤΕΙ ή ΑΕΙ της ημεδαπής ή αλλοδαπής
επτά (7) ημερών τουλάχιστον ή κατόπιν χειρουργικής αναγνωρισμένου στην Ελλάδα, ανεξαρτήτως της κατηγορίας ή
επεμβάσεως. του κλάδου στον οποίον ανήκουν.
4. Άδεια διάρκειας πέραν του ενός (1) μηνός για Για την συμμετοχή και φοίτηση του εκκλησιαστικού
ψυχική νόσο δεν χορηγείται αν δεν έχει προηγηθεί νοσηλεία σε υπαλλήλου σε προγράμματα μετεκπαιδεύσεως και
δημόσιο νοσοκομείο. Παράτασή της ή χορήγηση νέας άδειας, προγράμματα ή κύκλους μεταπτυχιακής εκπαιδεύσεως ή
εφ' όσον υπερβαίνει, συνολικώς ή τμηματικώς, τον έναν (1) εκπονήσεως διδακτορικού διπλώματος ημεδαπού δημοσίου
μήνα μέσα στο ίδιο ημερολογιακό έτος χορηγείται ύστερα από πανεπιστημίου ή αναγνωρισμένου της αλλοδαπής, ο
αναλυτική έκθεση θεράποντος ιατρού. υπάλληλος δικαιούται να ζητήσει άδεια υπηρεσιακής
5. Το αρμόδιο για την χορήγηση της αναρρωτικής εκπαιδεύσεως. Άδεια δεν χορηγείται αν ο χρόνος υπηρεσίας
άδειας όργανο είτε χορηγεί ολόκληρη την άδεια που προτείνει του υπαλλήλου που απομένει μετά το πέρας της άδειας είναι
η απαιτούμενη ιατρική γνωμάτευση ή, εάν κρίνει την μικρότερος του τετραπλάσιου της χρονικής διάρκειας της
γνωμάτευση ως αναιτιολόγητη ή μη επαρκή, παραπέμπει τον άδειας. Επίσης η ανωτέρω άδεια δεν χορηγείται αν ο
ενδιαφερόμενο για εξέταση σε άλλο δημόσιο νοσοκομείο. Η υπάλληλος δεν έχει συμπληρώσει την δοκιμαστική υπηρεσία.
αναρρωτική άδεια που προτείνεται από το έτερο δημόσιο 2. Η άδεια υπηρεσιακής εκπαιδεύσεως χορηγείται
νοσοκομείο χορηγείται υποχρεωτικώς. υποχρεωτικώς από τον προϊστάμενο της αρμόδιας Γενικής
6. Η αίτηση εκκλησιαστικού υπαλλήλου για Διευθύνσεως ή οικείο Μητροπολίτη ή τον Αρχιγραμματέα της
παράταση αναρρωτικής άδειας υποβάλλεται το αργότερο μέσα Ιεράς Συνόδου κατά περίπτωση, ύστερα από αίτηση αυτού, εφ'
στο τελευταίο δεκαπενθήμερο του χρόνου της άδειας που του όσον διατυπωθεί σύμφωνη γνώμη του Υπηρεσιακού
έχει χορηγηθεί. Συμβουλίου, το οποίο συνεκτιμά εάν υφίσταται στενή
7. Επί ασθενείας παρατεινομένης πέραν των (απόλυτη) συνάφεια της μετεκπαιδεύσεως ή της
χρονικών ορίων των παρ. 1 του άρθρου 53 και παρ. 4 του μεταπτυχιακής εκπαιδεύσεως με το αντικείμενο της
παρόντος άρθρου περί αναρρωτικών αδειών, ο εκκλησιαστικός υπηρεσίας του, την υπηρεσιακή επίδοση και τις γνώσεις του
υπάλληλος, εάν δεν συντρέχει περίπτωση θέσεως αυτού σε υπαλλήλου. Ειδικά, προκειμένου περί εκπαιδευτικής άδειας
διαθεσιμότητα κατά το άρθρο 83 του παρόντος, απολύεται στο εξωτερικό, απαιτείται πολύ καλή γνώση της γλώσσας της
κατά το άρθρο 136 του παρόντος μετά από απόφαση του χώρας, στην οποία πρόκειται να μεταβεί ο υπάλληλος.
οικείου Υπηρεσιακού Συμβουλίου, εάν, συνεπεία της ως άνω 3. Ομοίως η άδεια χορηγείται υποχρεωτικώς, εάν ο
υπάλληλος έχει λάβει υποτροφία από το Ίδρυμα Κρατικών
17 Περί κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων
με την τροποποίηση του Κανονισμού 327/2021
www.efimerios.gr

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Υποτροφιών ή άλλα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα. υπηρεσία ή για λόγους που ανάγονται στην επίδοση του
Υποτροφία από άλλο νομικό πρόσωπο ημεδαπό, διεθνές ή υπαλλήλου πριν από την πάροδο του χρόνου της λήξεώς της με
αλλοδαπό ή αλλοδαπή κυβέρνηση για μετεκπαίδευση ή πράξη του αρμόδιου για την χορήγηση της οργάνου, η οποία
μεταπτυχιακή εκπαίδευση συνεκτιμάται για την χορήγηση εκδίδεται μετά από σύμφωνη και ειδικώς αιτιολογημένη
της άδειας. Η άρνηση χορηγήσεως της άδειας πρέπει να γνώμη του Υπηρεσιακού Συμβουλίου.
αιτιολογείται ειδικώς. 11. Ομοίως είναι δυνατόν να χορηγείται σε
4. Η άδεια υπηρεσιακής εκπαιδεύσεως δεν μπορεί υπαλλήλους άδεια για λόγους επαγγελματικής εκπαιδεύσεως ή
να υπερβεί το ένα (1) έτος. Σε περίπτωση φοιτήσεως σε λήψεως τίτλου ιατρικής ειδικότητας μετά από σύμφωνη
προγράμματα ή κύκλους μεταπτυχιακών σπουδών διάρκειας γνώμη του Υπηρεσιακού Συμβουλίου. Η άδεια είναι δυνατόν
δύο (2) ετών ή εκπονήσεως διδακτορικής διατριβής, η άδεια να χορηγείται με πλήρεις αποδοχές, εφ' όσον ο υπάλληλος
υπηρεσιακής εκπαιδεύσεως του προηγούμενου εδαφίου μπορεί δηλώνει ότι θα παρέχει υπηρεσίες κατά το διάστημά της σε
να παραταθεί άλλους έξι (6) μήνες ή ένα (1) έτος αντιστοίχως. ωράριο, που καθορίζει η υπηρεσία του.
Καθ' όλη την διάρκεια της υπηρεσίας του υπαλλήλου δεν
μπορεί να χορηγηθεί σε αυτόν άδεια υπηρεσιακής Άρθρο 59 Άδεια για επιμορφωτικούς λόγους και εξετάσεις
εκπαιδεύσεως πέρα των πέντε (5) ετών συνολικώς.
5. Ο εκκλησιαστικός υπάλληλος στον οποίο 1. Άδειες μικρής χρονικής διάρκειας έως δέκα (10)
χορηγείται άδεια υπηρεσιακής εκπαιδεύσεως λαμβάνει τις ημερών χορηγούνται υποχρεωτικώς μετά από αίτησή τους, σε
αποδοχές του. Σε περίπτωση τμηματικής χορηγήσεως της υπαλλήλους που μετέχουν σε διαγωνισμούς για να λάβουν
άδειας για μετεκπαίδευση ή μεταπτυχιακή εκπαίδευση στο υποτροφία ή να εισαχθούν σε σχολή ανωτάτης εκπαιδεύσεως ή
εσωτερικό παρέχονται, για το χρονικό διάστημα της να εισαχθούν ή εξετασθούν στην Εθνική Σχολή Δημόσιας
εκπαιδευτικής άδειας, αποδοχές αυξημένες κατά ποσοστό Διοικήσεως του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοικήσεως και
δέκα πέντε τοις εκατό (15%). Αν η μετεκπαίδευση ή Αυτοδιοικήσεως (Ε.Κ.Δ.Δ.Α.) ή σε Δομές διά βίου
μεταπτυχιακή εκπαίδευση γίνεται σε εκπαιδευτικό ίδρυμα το εκπαιδεύσεως ή για να επιλεγούν για φοίτηση σε κύκλους
οποίο βρίσκεται εκτός της περιοχής του Δήμου που εδρεύει η μεταπτυχιακών σπουδών, σε αντικείμενα που ενδιαφέρουν την
υπηρεσία του υπαλλήλου, μπορεί να ορίζεται προσαύξηση υπηρεσία.
αποδοχών έως και ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) με 2. Όμοιες άδειες μπορεί να χορηγούνται για
απόφαση του Υπηρεσιακού Συμβουλίου. Στους υπαλλήλους συμμετοχή σε συνέδρια, συνδιασκέψεις, σεμινάρια και κάθε
που χορηγείται άδεια για μετεκπαίδευση ή μεταπτυχιακή είδους συναντήσεις επιστημονικού χαρακτήρα, στο εσωτερικό
εκπαίδευση στο εξωτερικό παρέχονται αποδοχές αυξημένες ή το εξωτερικό, εφ' όσον η συμμετοχή κρίνεται συμφέρουσα
στο διπλάσιο. Η προσαύξηση των αποδοχών μειώνεται κατά για την υπηρεσία.
το μέρος που καλύπτεται από υποτροφία ή άλλου είδους 3. Οι άδειες των προηγούμενων παραγράφων
χρηματική αμοιβή ή αποζημίωση που τυχόν χορηγείται στον χορηγούνται από τον προϊστάμενο της αρμόδιας Γενικής
υπάλληλο στο εσωτερικό ή το εξωτερικό. Ο υπάλληλος Διευθύνσεως ή οικείο Μητροπολίτη ή τον Αρχιγραμματέα της
δικαιούται επίσης οδοιπορικών εξόδων μεταβάσεως και Ιεράς Συνόδου κατά περίπτωση, μετά από γνώμη του αμέσου
επιστροφής. προϊσταμένου του υπαλλήλου, με αποδοχές για όλο τον χρόνο
6. Εφ' όσον ο εκκλησιαστικός υπάλληλος έτυχε κατά τον οποίον υπάλληλος μετέχει στον διαγωνισμό ή τις
εκπαιδευτικής άδειας μετ’ αποδοχών απλών, μειωμένων ή λοιπές δραστηριότητες. Στον χρόνο αυτόν προστίθενται οι
προσαυξημένων υποχρεούται, μετά την λήξη αυτής, να ημέρες που είναι αναγκαίες για την μετάβαση και την
προσφέρει τις υπηρεσίες του στο παρ' ω υπηρετεί νομικό επιστροφή του εκκλησιαστικού υπαλλήλου.
πρόσωπο επί χρονικό διάστημα διπλάσιο του χρόνου της 4. Στους εκκλησιαστικούς υπαλλήλους που είναι
άδειας. Σε περίπτωση μη συμμορφώσεως προς την μαθητές, σπουδαστές ή φοιτητές, προπτυχιακοί ή
υποχρέωσή του αυτήν, υποχρεούται να επιστρέψει κάθε μεταπτυχιακοί ή διδακτορικοί, σε σχολεία και ιδρύματα και
χρηματικό ποσό καταβληθέν σε αυτόν κατ' εντολήν της των τριών βαθμίδων εκπαιδεύσεως, χορηγείται άδεια
υπηρεσίας του κατά την διάρκεια της άδειας, κωλύεται δε επί εξετάσεων με αποδοχές από τον προϊστάμενο της αρμόδιας
μία πενταετία ο διορισμός αυτού σε άλλη θέση της Εκκλησίας Γενικής Διευθύνσεως ή οικείο Μητροπολίτη ή τον
της Ελλάδος ή ετέρου εκκλησιαστικού νομικού προσώπου Αρχιγραμματέα της Ιεράς Συνόδου κατά περίπτωση.
δημοσίου δικαίου. Η άδεια εξετάσεων δεν μπορεί να υπερβαίνει τις
7. Ο χρόνος της εκπαιδευτικής άδειας θεωρείται ως είκοσι (20) εργάσιμες ημέρες κάθε έτος και χορηγείται
χρόνος πραγματικής υπηρεσίας. συνεχώς ή τμηματικώς κατά την εξεταστική περίοδο που
8. Για τους λόγους της παρ. 1 του παρόντος άρθρου, ζητεί ο ενδιαφερόμενος. Για κάθε ημέρα εξετάσεων χορηγείται
ο εκκλησιαστικός υπάλληλος δικαιούται να αιτηθεί την άδεια άδεια δύο (2) ημερών μέχρι εξαντλήσεως των ημερών της
του άρθρου 49 παρ. 2 του παρόντος χωρίς γνώμη του προηγούμενης παραγράφου. Ο εκκλησιαστικός υπάλληλος
Υπηρεσιακού Συμβουλίου. Η άδεια αυτή δεν χορηγείται υποχρεούται να προσκομίσει στην υπηρεσία του αντίστοιχη
σωρευτικά με την άδεια των παραγράφων 1 έως 7 του βεβαίωση εξετάσεως έκαστου μαθήματος μετά το πέρας της
παρόντος άρθρου. εξεταστικής περιόδου, άλλως η χορηγούμενη άδεια
9. Ο εκκλησιαστικός υπάλληλος υποχρεούται μετά ανακαλείται αναδρομικώς.
το πέρας της φοιτήσεώς του να καταθέσει στην υπηρεσία του
τον τίτλο που απέκτησε εντός τριμήνου από την ορκωμοσία ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ
του ή άλλως επιτυχούς ολοκληρώσεως των σπουδών. Σε
περίπτωση τυχόν ανεπιτυχούς ολοκληρώσεως επιστρέφεται η Άρθρο 60 Ηθικές αμοιβές - Αναγνώριση υπηρεσιών
τυχόν προσαύξηση των αποδοχών του που κατεβλήθησαν
βάσει της παρ. 5 εδ. β’ του παρόντος άρθρου.
1. Στους εκκλησιαστικούς υπαλλήλους, οι οποίοι
10. Η άδεια υπηρεσιακής εκπαιδεύσεως μπορεί να
προσφέρουν στο οικείο εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο
ανακαλείται για εξαιρετικούς λόγους που αφορούν στην
εξαιρετικές υπηρεσίες ή επιδεικνύουν υπηρεσιακή επίδοση και
18 Περί κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων
με την τροποποίηση του Κανονισμού 327/2021
www.efimerios.gr

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

απόδοση πέραν της εκ των καθηκόντων αυτών επιβαλλομένης, αριθμ. 327/2021 (Α΄ 57/12.4.2021) και αντικαταστάθηκαν
δύναται να τους απονέμονται οι κάτωθι ηθικές αμοιβές: α) από τα ανωτέρω άρθρα 30-61.
Εύφημος μνεία, β) Ευαρέσκεια, γ) Έπαινος και δ) Μετάλλιο
διακεκριμένων πράξεων μετά διπλώματος.
2. Οι ηθικές αμοιβές δύναται να απονέμονται και «ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ
κατά ή μετά την αποχώρηση του υπαλλήλου, εφ' όσον ο Μεταβολές υπηρεσιακής καταστάσεως
υπάλληλος διήνυσε ευδόκιμη εικοσαετή τουλάχιστον
παραμονή στην υπηρεσία του. Άρθρο 62 Ατομικός φάκελος
3. Είναι δυνατόν κατά διακριτική ευχέρεια να
χορηγηθεί, με απόφαση του οικείου Μητροπολίτη ή της
1. Ο ατομικός φάκελος συγκροτείται μετά τον
Διαρκούς Ιεράς Συνόδου ή του οικείου Διοικητικού
διορισμό ή πρόσληψη του εκκλησιαστικού υπαλλήλου και
Συμβουλίου κατά περίπτωση, και μετά από ειδικώς
περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία, τα οποία προσδιορίζουν την
αιτιολογημένη εισήγηση του Πρωτοσυγκέλλου ή της οικείας
ατομική, οικογενειακή, περιουσιακή και υπηρεσιακή του
υπηρεσίας προς τα ανωτέρω όργανα αντιστοίχως, σε
κατάσταση. Ειδικότερα, ο ατομικός φάκελος περιλαμβάνει:
υπάλληλο χρηματικό ποσό σε αναγνώριση της υπηρεσιακής
α) Τα στοιχεία ταυτότητας του υπαλλήλου, τα
επιδόσεως και αποδόσεως πέραν της εκ των καθηκόντων του
στοιχεία συζύγου και των τέκνων του, καθώς και δήλωση της
επιβαλλομένης, εάν αυτή είχε αιτιωδώς συγκεκριμένο και
περιουσιακής του καταστάσεως. Τα στοιχεία αυτά
αποτιμητό οικονομικό αποτέλεσμα, πέραν του ευλόγως
γνωστοποιούνται από τον υπάλληλο με υπεύθυνη δήλωση, που
αναμενόμενου, για την υπηρεσία.
υποβάλλει στην υπηρεσία του κατά τον διορισμό ή πρόσληψή
4. Η εύφημος μνεία, η ευαρέσκεια και ο έπαινος
του. Με τον ίδιο τρόπο δηλώνεται υποχρεωτικώς κάθε
απονέμονται δι’ αποφάσεως της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου μετά
ουσιώδης μεταβολή των στοιχείων αυτών.
από πρόταση του επιχωρίου Μητροπολίτη ή Προέδρου του
β) Τους τίτλους σπουδών ή άλλα τυπικά προσόντα.
Διοικητικού Συμβουλίου ή προϊσταμένου Διευθύνσεως του
γ) Αποφάσεις, έγγραφα ή άλλα στοιχεία που
εκκλησιαστικού νομικού προσώπου στο οποίο υπηρετεί ο
αναφέρονται στις προϋποθέσεις διορισμού - προσλήψεως του
υπάλληλος.
υπαλλήλου, στην υπηρεσιακή γενικά κατάσταση και
5. Το μετάλλιο διακεκριμένων πράξεων απονέμεται
δραστηριότητα του εκκλησιαστικού υπαλλήλου, όπως ιδίως οι
δι’ αποφάσεως της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου ύστερα από
εκθέσεις αξιολογήσεως των ουσιαστικών προσόντων, οι
πρόταση του αρμοδίου κατά την προηγουμένη παράγραφο
πειθαρχικές ποινές, οι άδειες, παρατηρήσεις της υπηρεσίας
οργάνου και σύμφωνη γνώμη του Υπηρεσιακού Συμβουλίου.
και αλληλογραφία σχετική με την απόδοσή του.
6. Οι περί απονομής ηθικής αμοιβής πράξεις
δ) Κάθε άλλο στοιχείο που ο εκκλησιαστικός
δημοσιεύονται διά του περιοδικού «ΕΚΚΛΗΣΙΑ» και
υπάλληλος καταθέτει ο ίδιος στην υπηρεσία του, ζητώντας να
κοινοποιούνται δι’ εγκυκλίου σε όλες τις υπηρεσίες του
συμπεριληφθεί στον ατομικό του φάκελο, εφ' όσον σχετίζεται
νομικού προσώπου, όπου υπηρετεί ο υπάλληλος.
με τα υπηρεσιακά του καθήκοντα και είναι πρόσφορο για την
7. Το σχήμα, οι διαστάσεις, οι επ’ αυτού
αξιολόγησή του.
παραστάσεις κ.λπ. του μεταλλίου διακεκριμένων πράξεων και
2. Κάθε υπάλληλος δικαιούται να λάβει γνώση του
ο τύπος και το περιεχόμενο του διπλώματος, όπως και κάθε εν
ατομικού φακέλου του.
γένει σχετική λεπτομέρεια καθορίζονται με απόφαση της
3. Η αρμόδια υπηρεσία προσωπικού υποχρεούται να
Διαρκούς Ιεράς Συνόδου.
τηρεί, να φυλάσσει και να ενημερώνει τον ατομικό φάκελο του
εκκλησιαστικού υπαλλήλου, σύμφωνα με τις διατάξεις των
προηγουμένων παραγράφων.
Άρθρο 61 Προβάδισμα
4. Ο ατομικός φάκελος του εκκλησιαστικού
υπαλλήλου τίθεται υπ' όψιν του Υπηρεσιακού - Πειθαρχικού
Το προβάδισμα μεταξύ των εκκλησιαστικών Συμβουλίου και του Α.Υ.Σ.Ε., καθώς και κάθε άλλου οργάνου
υπαλλήλων καθορίζεται ως εξής: που είναι αρμόδιο για την διενέργεια υπηρεσιακών κρίσεων,
α) Μεταξύ υπαλλήλων που ανήκουν σε διαφορετικές αξιολογήσεων και την έκδοση πράξεων για το υπηρεσιακό
κατηγορίες προηγούνται οι υπάλληλοι της κατηγορίας ΕΘ και καθεστώς του.»
ακολουθούν κατά σειρά οι υπάλληλοι της κατηγορίας ΠΕ, της
κατηγορίας ΤΕ, της κατηγορίας ΔΕ και τέλος οι υπάλληλοι
της κατηγορίας ΥΕ. * Το άρθρο 62 του Κανονισμού υπ’ αριθμ. 5/1978 (Α΄ 48),
β) Μεταξύ υπαλλήλων που ανήκουν στην ίδια
που είχε καταργηθεί με το άρθρο 2 του Κανονισμού υπ’ αριθμ.
κατηγορία προηγούνται οι υπάλληλοι ανώτερου βαθμού με
βάση την ιεραρχική κλίμακα των βαθμών του άρθρου 26. 29/1985 (Α΄ 126), προστέθηκε εκ νέου ως ανωτέρω με το
γ) Μεταξύ υπαλλήλων του ίδιου κλάδου και βαθμού άρθρο 4 του Κανονισμού υπ’ αριθμ. 327/2021 (Α΄
υπάρχει προβάδισμα επί τη βάσει της αρχαιότητάς τους, 57/12.4.2021).
προβαδιζόντων σε κάθε περίπτωση των κληρικών. Το
προβάδισμα μεταξύ των κληρικών υπαλλήλων της Εκκλησίας
της Ελλάδος καθορίζεται, ανεξαρτήτως του υπηρεσιακού Άρθρον 63
βαθμού ή των πρεσβείων της χειροτονίας, αλλά μόνον
αναλόγως προς την κατεχόμενη θέση με απόφαση του 1. Εις έκαστον εκκλησιαστικόν νομικόν πρόσωπον
Αρχιγραμματέως της Ιεράς Συνόδου.» τηρείται μητρώον των υπαλλήλων εκάστου κλάδου.
2. Εις το μητρώον τούτο και εις ίδιον δι' έκαστον
* Τα άρθρα 30-61 και 64 του Κανονισμού υπ' αριθμ. 5/1978 υπάλληλον φύλλον αναγράφονται η αστική και στρατολογική
(Α΄ 48) καταργήθηκαν με το άρθρο 3 του Κανονισμού υπ’ κατάστασις του υπαλλήλου, τα προσόντα αυτού, τα του
19 Περί κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων
με την τροποποίηση του Κανονισμού 327/2021
www.efimerios.gr

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

διορισμού, αι ηθικαί αμοιβαί, αι πειθαρχικαί ποιναί αυτού και «Τμήμα Δ


πάσα άλλη χρήσιμος ένδειξις. Άρθρον 67 Μετάταξις
3. Ο τύπος του μητρώου θέλει κανονισθή δι'
ιδιαιτέρας αποφάσεως της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου. 1. Επιτρέπεται μετάταξις εκκλησιαστικού
υπαλλήλου εκ τινος εκκλησιαστικού νομικού προσώπου εις
Τμήμα Θ΄ κενήν θέσιν ομοίου ή διαφορετικού κλάδου ετέρου
Άρθρον 65 Μετακίνησις εκκλησιαστικού νομικού προσώπου. Η μετάταξις ενεργείται
τη αιτήσει του υπαλλήλου, εφ' όσον ούτος έχει τα τυπικά και
Απλή μετακίνησις του εκκλησιαστικού υπαλλήλου ουσιαστικά προσόντα δια την κατάληψιν της εις ην
από θέσεως εις θέσιν του αυτού κλάδου της αυτής αρχής μετατάσσεται θέσεως και εφ' όσον η προϊσταμένη του αρχή
κρίνη ότι δεν πρόκειται να διαταραχθή ουσιωδώς η λειτουργία
ενεργείται διά πράξεως του προϊσταμένου της αρχής,
του εξ ου η μετάταξις νομικού προσώπου. Δεν επιτρέπεται
δυναμένου να εξουσιοδοτή τους προϊσταμένους υπηρεσιών διά μετάταξη υπαλλήλου προ συμπληρώσεως δύο (2) ετών από
τας από θέσεως εις θέσιν της αυτής υπηρεσίας μετακινήσεις. του διορισμού του.
2. Η μετάταξις μεταξύ εκκλησιαστικών νομικών
Τμήμα Γ` προσώπων ενεργείται δια πράξεως του Προέδρου της
Άρθρον 66 Απόσπασις Διαρκούς Ιεράς Συνόδου εκδιδομένης μετά σύμφωνον γνώμην
του αρμοδίου υπηρεσιακού συμβουλίου και της προϊσταμένης
1. Λόγω σοβαράς υπηρεσιακής ανάγκης δύναται αρχής αμφοτέρων των νομικών προσώπων και
τακτικός εκκλησιαστικός υπάλληλος να αποσπασθή διά δημοσιευομένης δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως. Εν
χρονικόν διάστημα μέχρις 6 μηνών, δυνάμενον να παραταθή περιπτώσει αρνητικής γνώμης του συμβουλίου ή διαφωνίας
επί εν εισέτι εξάμηνον, εις ομοιόβαθμον ή μη θέσιν του αυτού των προϊσταμένων αρχών επιτρέπεται εις τον ενδιαφερόμενον
ή ετέρου κλάδου, ετέρου εκκλησιαστικού νομικού προσώπου. προσφυγή εντός δέκα (10) ημερών ενώπιον της Δ.Ι.Σ.
Η απόσπασις ενεργείται δι' ητιολογημένης πράξεως του αποφαινομένης μετά γνώμην του Ανωτάτου Υπηρεσιακού
Προέδρου της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου μετά γνώμην του Συμβουλίου (Α.Υ.Σ.Ε.).
Ανωτάτου Υπηρεσιακού Συμβουλίου. Ληγουσών των ως άνω 3.α. Επιτρέπεται η μετάταξις εκκλησιαστικών
προθεσμιών η απόσπασις παύει αυτοδικαίως (άρθρον 144 υπαλλήλων εις οργανικός θέσεις υπηρεσιών του Δημοσίου και
παρ.3 Π.Δ. 611/1977). Ν.Π.Δ.Δ., Ο.Τ.Α. ή κρατικών ή δημοτικών Ν.Π.Ι.Δ. και
2. Ο αποσπώμενος κατά την διάρκειαν της αντιστρόφως.
αποσπάσεως του υπάγεται, επιφυλασσομένης της διατάξεως «β. Στη διαδικασία μετατάξεων φορέων του
της επομένης παραγράφου, ως προς άπαντα τα ζητήματα της Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α. ή κρατικών ή δημοτικών
υπηρεσιακής του εν γένει καταστάσεως εις τα αρμόδια όργανα Ν.Π.Ι.Δ. κατά τις ειδικές ή γενικές διατάξεις της νομοθεσίας
τον παρ' ω η απόσπασις νομικού προσώπου πλην των περί υπαλλήλων των φορέων της Γενικής Κυβερνήσεως και
αποδοχών του βαθμού αυτού αι οποίαι καταβάλλονται αυτώ του Δημοσίου Τομέως, επιτρέπεται να συμμετέχει υπό την
υπό τον εις ο ανήκει οργανικώς νομικού προσώπου. ιδιότητα του υπαλλήλου Ν.Π.Δ.Δ. και το προσωπικό, το
3. Εάν κατά την διάρκειαν της αποσπάσεως οποίο υπάγεται στις διατάξεις του παρόντος Κώδικα».
διενεργηθούν προαγωγαί εις τον οργανικόν βαθμόν και κλάδον Όπου κατά τας ισχύουσας διατάξεις περί της
του εν αποσπάσει τελούντος κρίνεται και ούτος μετά των διαδικασίας μετατάξεως εις τους ανωτέρω φορείς αναφέρεται
λοιπών συναδέλφων του εφ' όσον έχει τα νόμιμα προς τούτο ως αρμόδιον προς γνωμοδότησιν υπηρεσιακόν συμβούλιον του
τυπικά προσόντα, της αποσπάσεως μη επηρεαζούσης, αυτής φορέως προελεύσεως, νοείται δια το υπαγόμενον εις τον
και μόνης, την κρίσιν προς προαγωγήν του ως είρηται παρόντα Κώδικα προσωπικόν το αντίστοιχον Υπηρεσιακόν
υπαλλήλου. Συμβούλιον της Εκκλησίας της Ελλάδος, κατά της τυχόν
4. Άπας ο χρόνος υπηρεσίας ο διανυθείς εν νομίμω αρνητικής γνωμοδοτήσεως του οποίου χωρεί η υπό της
αποσπάσει θεωρείται διά πάσαν συνέπειαν ως χρόνος προηγουμένης παραγράφου προβλεπομένη προσφυγή. Δια την
υπηρεσίας εις την οργανικήν θέσιν. μετάταξιν εις τους ανωτέρω φορείς εκκλησιαστικού
5. Κληρικοί έχοντες την ιδιότητα του τακτικού υπαλλήλου απαιτείται η σύμφωνος γνώμη της προϊσταμένης
εκκλησιαστικού υπαλλήλου δύνανται να αποστέλλωνται προς αρχής του εκκλησιαστικού υπαλλήλου, ακόμη και εάν δεν
εκτέλεσιν ειδικής υπηρεσίας εις ορθοδόξους Ιερούς Ναούς του μνημονεύεται εις τας σχετικές διατάξεις.
Εξωτερικού, εις ιεραποστολικάς περιοχάς ορθοδόξων * Το πρώτο εδάφιο της παρ.3β αντικαταστάθηκε ως
εκκλησιών, εις ιεράς μονάς τού Αγίου Όρους, της άνω με το άρθρο 1 του Κανονισμού της Εκκλησίας της
Αγιοταφικής Αδελφότητος και του Όρους Σινά. Η αποστολή Ελλάδος 315/2020 (ΦΕΚ Α 8/23.1.2020).
αύτη ενεργείται τη αιτήσει του ενδιαφερομένου κληρικού, δι' γ. Η αναγκαστική μεταφορά ή μετάταξις υπαλλήλου
αποφάσεως της Δ.Ι.Σ. μετά γνώμην του αρμοδίου φορέων της Γενικής Κυβερνήσεως ή του Δημοσίου Τομέως
υπηρεσιακού Συμβουλίου του οικείου εκκλησιαστικού νομικού επιτρέπεται και προς εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα
προσώπου και εφ' όσον συγκατατίθεται η οικεία δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου κατά την προβλεπομένην
εκκλησιαστική αρχή εις την οποίαν πρόκειται να αποσταλή ο διαδικασίαν δια την αναγκαστικήν μεταφοράν ή μετάταξιν των
κληρικός, ο οποίος λαμβάνει κατά την διάρκειαν της τοιαύτης υπαλλήλων τούτων εις φορείς της Γενικής Κυβερνήσεως ή του
αποστολής του απάσας τας αποδοχάς της θέσεώς του. Ο Δημοσίου Τομέως, εφ' όσον προηγουμένως ο φορεύς υποδοχής
χρόνος της ως άνω υπηρεσίας του κληρικού θεωρείται διά έχει υποβάλει σχετικόν αίτημα δια την μεταφοράν ή
πάσαν συνέπειαν ως χρόνος υπηρεσίας παρά τω εις ο ανήκει μετάταξιν του υπαλλήλου.
οργανικώ προσώπω. δ. Η υπηρεσία του μετατασσομένου υπαλλήλου εις
το νομικόν πρόσωπον, εκ του οποίου προέρχεται, λογίζεται
δια πάσαν περίπτωσιν ως υπηρεσία διανυθείσα εις το
20 Περί κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων
με την τροποποίηση του Κανονισμού 327/2021
www.efimerios.gr

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

εκκλησιαστικόν νομικόν πρόσωπον, εις το οποίον ούτος συγκαταθέσει του οικείου Μητροπολίτου και αποφάσει του
διορίζεται. Προέδρου της Δ.Ι.Σ..
ε. Εις περίπτωσιν μεταφοράς θέσεως ή μετατάξεως 11. Μετάταξις εκκλησιαστικού υπαλλήλου εις κενήν
εκκλησιαστικού υπαλλήλου εις το Δημόσιον, κρατικόν θέσιν κλάδου ανωτέρας κατηγορίας του αυτού εκκλησιαστικού
Ν.Π.Δ.Δ., και Ο.Τ.Α. ή κρατικόν ή δημοτικόν Ν.Π.Ι.Δ. και νομικού προσώπου επιτρέπεται κατόπιν αιτήσεως του
αντιστρόφως, την απόφασιν μεταφοράς ή μετατάξεως υπαλλήλου και συμφώνου γνώμης του οικείου υπηρεσιακού
συνυπογράφει ο Πρόεδρος της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου. συμβουλίου. Ο μετατασσόμενος οφείλει να κατέχη τον τίτλον
4. Επιτρέπεται η μετάταξις υπαλλήλου μεταξύ των σπουδών, ο οποίος απαιτείται δια την οργανικήν θέσιν του
εκκλησιαστικών νομικών προσώπων και η μετάταξις ή κλάδου, προς τον οποίον μετατάσσεται. Υπάλληλος, ο οποίος
μεταφορά από ή προς τους φορείς του παρόντος άρθρου ακόμη είχε τον απαιτούμενον δια πρόσληψιν ή διορισμόν εις
και χωρίς να υπάρχη κενή οργανική θέσις εις την υπηρεσίαν, ανωτέραν κατηγορίαν τίτλον σπουδών κατά τον χρόνον
τον κλάδον ή τον φορέα εις τον οποίον μεταφέρεται ή υποβολής της αιτήσεως διορισμού του ή τον απέκτησεν
μετατάσσεται ο υπάλληλος, με ταυτόχρονον μεταφοράν της κατόπιν, δεν επιτρέπεται να μεταταχθή εις θέσιν κλάδου
θέσεως, την οποίαν κατέχει, ή δια συστάσεως με την πράξιν ανωτέρας κατηγορίας προ συμπληρώσεως οκταετίας από της
μετατάξεως προσωποπαγούς θέσεως κλάδου ή ειδικότητας προσλήψεως ή του διορισμού του. Η μετάταξις ενεργείται δι'
αντιστοίχου προς τον βασικόν τίτλον σπουδών του υπαλλήλου, αποφάσεως της προϊσταμένης αρχής του εκκλησιαστικού
ιδίας ή ανωτέρας κατηγορίας, εκείνης την οποίαν κατείχε ο νομικού προσώπου, δημοσιευομένης δια της Εφημερίδος της
υπάλληλος εις το φορέα προελεύσεως. Κυβερνήσεως. Κατά της αρνητικής γνωμοδοτήσεως ή της
5. Η παρά τω εξ ου η μετάταξις εκκλησιαστικώ περί μετατάξεως αποφάσεως χωρεί η δια του παρόντος
νομικώ προσώπω διανυθείσα υπηρεσία λογίζεται δια πάσαν προβλεπομένη προσφυγή ενώπιον της Δ.Ι.Σ..
περίπτωσιν ως υπηρεσία διανυθείσα παρά τω εις ο η 12. Ο υπάλληλος μετατάσσεται με τον βαθμόν, τον
μετάταξις εκκλησιαστικώ νομικώ προσώπω. οποίον κατέχει. Αν ο εισαγωγικός βαθμός του κλάδου στον
7. Υπάλληλος του Δημοσίου ή νομικού προσώπου οποίον μετατάσσεται είναι ανώτερος του βαθμού, τον οποίον
δημοσίου δικαίου μη εκκλησιαστικού ή Ο.Τ.Α. ή κρατικού ή κατέχει, μετατάσσεται με τον εισαγωγικό αυτό βαθμό. Ο
δημοτικού Ν.Π.Ι.Δ. δύναται να μεταταχθή εις οργανικήν χρόνος υπηρεσίας που έχει διανυθεί εις τον βαθμόν, με τον
θέσιν εκκλησιαστικού νομικού προσώπου, εφ` όσον κέκτηται οποίον ο υπάλληλος μετατάσσεται, θεωρείται ότι έχει διανυθεί
τα δια την κατάληψιν της θέσεως ταύτης τυπικά και εις το βαθμόν της θέσεως, προς την οποίαν μετατάσσεται, εφ'
ουσιαστικά προσόντα. Η μετάταξις γίνεται κατόπιν συμφώνου όσον έχει διανυθεί με τον τίτλον σπουδών, ο οποίος απαιτείται
γνώμης του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου δια τους δια τον κλάδον τούτον.
εκκλησιαστικούς υπαλλήλους, συναινέσεως της προϊσταμένης 13. Εις περίπτωσιν που υπάρχουν περισσότεροι
αρχής του εκκλησιαστικού νομικού προσώπου και ενεργείται υποψήφιοι προς μετάταξιν, προηγούνται αυτοί, οι οποίοι
δι` αποφάσεως του Προέδρου της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου και κατέχουν τον προβλεπόμενον τίτλον σπουδών και ακολουθούν
του αρμοδίου Υπουργού του φορέως προελεύσεως, οι υποψήφιοι που κατέχουν τίτλον σπουδών, ο οποίος
δημοσιευομένης δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως. προβλέπεται ως επικουρικόν προσόν διορισμού.»
Κατά της τυχόν αρνητικής γνωμοδοτήσεως του
υπηρεσιακού συμβουλίου χωρεί η υπό της ανωτέρω *Το άρθρο 67 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 1 του
παραγράφου προσφυγή ενώπιον της Δ.Ι.Σ.. Η υπηρεσία του εν Κανονισμού 251/2013 (ΦΕΚ Α 52/4.3.2014).
λόγω υπαλλήλου εις τον φορέα, εκ του οποίου προέρχεται
λογίζεται διά πάσαν περίπτωσιν ως υπηρεσία διανυθείσα εις
τον φορέα υποδοχής.
8. Μετάταξις εις κενήν θέσιν ετέρου κλάδου τον «ΤΜΗΜΑ Ε΄
αυτού εκκλησιαστικού νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ - ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΕΣ
επιτρέπεται τη αιτήσει του υπαλλήλου ή και άνευ αιτήσεώς
του δια εξαιρετικάς υπηρεσιακάς ανάγκας μετά γνώμην του
Άρθρο 68 Αξιολόγηση
οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου και εφ' όσον δεν
δημιουργείται ανωμαλία εις την λειτουργίαν της υπηρεσίας. Η
μετάταξις ενεργείται δι' αποφάσεως της προϊσταμένης αρχής Τα ουσιαστικά και τυπικά προσόντα των
του εκκλησιαστικού νομικού προσώπου, δημοσιευομένης δια εκκλησιαστικών υπαλλήλων, μόνιμων και με σχέση ιδιωτικού
της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως. Κατά της γνωμοδοτήσεως δικαίου, μετακλητών και αποσπασμένων, αξιολογούνται βάσει
του συμβουλίου ή της περί μετατάξεως αποφάσεως χωρεί η συστήματος ετήσιας αξιολογήσεως, το οποίο διέπεται από τις
δια του παρόντος προβλεπομένη προσφυγή του υπαλλήλου αρχές της αμεροληψίας, της επαγγελματικής ικανότητας του
ενώπιον της Δ.Ι.Σ.. υπαλλήλου και της αποδοτικότητάς του κατά τον Κανονισμό
9. Επιτρέπεται, κατόπιν αιτήσεως, η αμοιβαία της Εκκλησίας της Ελλάδος υπ' αριθ. 265/2015 (Α΄ 25),
μετάταξις υπαλλήλων εκκλησιαστικών νομικών προσώπων όπως εκάστοτε ισχύει. Ως επαγγελματικά-τεχνικά προσόντα
μεταξύ των ή μεταξύ των ανωτέρω υπαλλήλων και νοούνται οι τίτλοι σπουδών, η γνώση ξένων γλωσσών, η
υπαλλήλων του Δημοσίου, των κρατικών Ν.Π.Δ.Δ. ή Ο.Τ.Α. πιστοποιημένη επιμόρφωση και άλλες ειδικές δραστηριότητες.
ή κρατικών ή δημοτικών Ν.Π.Ι.Δ., υπό την προϋπόθεσιν να Ως εργασιακή - διοικητική εμπειρία νοείται ο χρόνος
ανήκουν εις την αυτήν κατηγορίαν και να κατέχουν τα τυπικά υπηρεσίας, οι ικανότητες - δεξιότητες εντός υπηρεσίας και
προσόντα του κλάδου, εις τον οποίον μετατάσσονται. Η λοιπές ειδικές δραστηριότητες.
ανωτέρω μετάταξις γίνεται κατόπιν γνώμης των οικείων
υπηρεσιακών συμβουλίων, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των
διατάξεων των παραγράφων του παρόντος άρθρου. Άρθρο 69 Προαγωγή
10. Δια τους εις την Ιεράν Σύνοδον μετατασσομένους
κληρικούς υπαλλήλους η μετάταξις τούτων ενεργείται τη
21 Περί κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων
με την τροποποίηση του Κανονισμού 327/2021
www.efimerios.gr

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

1. Οι εκκλησιαστικοί υπάλληλοι προάγονται με προσώπου ή τον Αρχιγραμματέα της Ιεράς Συνόδου κατά
βάση την αξιολόγηση και τον χρόνο υπηρεσίας -παραμονής περίπτωση προς έκδοση της αποφάσεως προαγωγής, ο οποίος
τους στον εκάστοτε οριζόμενο βαθμό. Για την προαγωγή ο με την επιφύλαξη του άρθρου 75, οφείλει εντός ανατρεπτικής
υπάλληλος οφείλει να έχει συμπληρώσει τον απαιτούμενο προθεσμίας δέκα πέντε (15) ημερών από της περιελεύσεως της
χρόνο στον βαθμό που κατέχει, σύμφωνα με την παρ. 3 του εισηγήσεως, να εκδώσει την πράξη προαγωγής δημοσιευόμενη
παρόντος, και να έχει υψηλή βαθμολογία στις εκθέσεις στο επίσημο Δελτίο «ΕΚΚΛΗΣΙΑ». Ο ανωτέρω δύναται να
αξιολογήσεώς του. αρνηθεί την έκδοση της πράξεως προαγωγής για λόγους
2. Οι προαγωγές γίνονται ύστερα από απόφαση του νομιμότητας, οπότε διαβιβάζει την υπόθεση αμελλητί στο
Υπηρεσιακού Συμβουλίου του άρθρου 2 του παρόντος. Το Α.Υ.Σ.Ε., το οποίο και αποφαίνεται οριστικώς και η απόφασή
αρμόδιο Υπηρεσιακό Συμβούλιο κρίνει αυτοτελώς έκαστο του οποίου είναι υποχρεωτική. Εάν η δεκαπενθήμερη
υποψήφιο προς προαγωγή με βάση: α) τις βαθμολογίες προθεσμία παρέλθει άπρακτη, η εισήγηση του Υπηρεσιακού
αξιολογήσεως των τριών (3) προηγούμενων ετών με Συμβουλίου θεωρείται αποδεκτή, επέχει πλέον θέση
απαιτούμενο μέσο όρο 6 και άνω, β) τα τυχόν στοιχεία του αποφάσεως προαγωγής και η δημοσίευσή της στο επίσημο
πειθαρχικού ελέγχου και γ) κάθε εν γένει κατά την κρίση του Δελτίο «ΕΚΚΛΗΣΙΑ» διατάσσεται με απόφαση του
χρήσιμο στοιχείο ή έγγραφο. Μπορεί να μην υπάρξει Α.Υ.Σ.Ε., που διαπιστώνει τις ανωτέρω προϋποθέσεις
αξιολόγηση εκκλησιαστικού υπαλλήλου, κατόπιν πλασματικής αποδοχής, κατόπιν αιτήσεως του
αιτιολογημένης αποφάσεως της προϊσταμένης αρχής αυτού. ενδιαφερομένου υπαλλήλου.
3. Για τον απαιτούμενο χρόνο παραμονής σε κάθε 6. Σε κάθε περίπτωση που ομοιόβαθμοι υπάλληλοι
βαθμό ισχύει ο αντίστοιχος χρόνος προαγωγής από βαθμό σε αξιολογούνται με τον ίδιο ακριβώς βαθμό και αιτούνται
βαθμό που εκάστοτε ορίζεται για τους δημοσίους υπαλλήλους, προαγωγής, ο αξιολογητής υποχρεούται να τους αξιολογήσει
με επιφύλαξη τυχόν ειδικών ρυθμίσεων, που προβλέπονται περαιτέρω και να τους κατατάξει, σε ξεχωριστό έντυπο, κατά
στον παρόντα Κανονισμό. Στον απαιτούμενο χρόνο υπηρεσίας φθίνουσα σειρά αξιολογήσεως.
δεν υπολογίζεται: α) ο χρόνος της διαθεσιμότητας, β) ο χρόνος 7. Σε περίπτωση διαφωνίας του ενδιαφερομένου με
της αργίας που επήλθε είτε εξ αιτίας ποινικής διώξεως που την απόφαση του Υπηρεσιακού Συμβουλίου επιτρέπεται η
κατέληξε σε οποιαδήποτε καταδίκη είτε εξ αιτίας πειθαρχικής άσκηση προσφυγής ενώπιον του Ανωτάτου Υπηρεσιακού
διώξεως που κατέληξε σε πειθαρχική ποινή τουλάχιστον Συμβουλίου, ασκουμένη εντός προθεσμίας δέκα (10) ημερών
προστίμου αποδοχών τριών (3) μηνών, γ) ο χρόνος της από την κοινοποίηση της αποφάσεως.
αδικαιολόγητης αποχής από τα καθήκοντα, δ) ο χρόνος της
προσωρινής παύσεως, ε) ο χρόνος της αδείας άνευ αποδοχών
που δεν αποτελεί χρόνο πραγματικής υπηρεσίας, στ) ο χρόνος Άρθρο 70 Πίνακες προακτέων
αναστολής ασκήσεως καθηκόντων.
4. Η διαδικασία των προαγωγών κινείται από το 1. Εντός του μηνός Ιανουαρίου εκάστου έτους ο
αρμόδιο Υπηρεσιακό Συμβούλιο διά της υποβολής σχετικής Αρχιγραμματεύς της Ιεράς Συνόδου ή ο αρμόδιος
αιτήσεως του εκκλησιαστικού υπαλλήλου, η οποία προϊστάμενος Γενικής Διευθύνσεως του εκκλησιαστικού
διαβιβάζεται διά του οικείου Μητροπολίτου ή του Διοικητικού νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή ο Μητροπολίτης της
Συμβουλίου του εκκλησιαστικού νομικού προσώπου στο οποίο οικείας Ι. Μητροπόλεως συντάσσει ονομαστικούς πίνακες
υπηρετεί ή του Αρχιγραμματέως της Ιεράς Συνόδου κατά προακτέων και μη προακτέων υπαλλήλων κεχωρισμένως κατά
περίπτωση. Σε περίπτωση άπρακτης παρελεύσεως ενός (1) κατηγορίες και κλάδους, περιλαμβάνοντας άπαντες τους κατά
μηνός από την υποβολή, ο υπάλληλος δικαιούται να διαβιβάσει την 31η Δεκεμβρίου του προηγουμένου έτους υπηρετούντες
ο ίδιος την αίτησή του εντός δέκα πέντε (15) ημερών, άλλως υπαλλήλους. Οι πίνακες αυτοί περιέχουν τον συνολικό χρόνο
θεωρείται ως ανακληθείσα. Ο Πρόεδρος του Υπηρεσιακού υπηρεσίας εκάστου, τον πραγματικό και, κεχωρισμένως, τον
Συμβουλίου συγκαλεί το Συμβούλιο σε συνεδρίαση προς λήψη τυχόν πλεονάζοντα χρόνο στον τελευταίο βαθμό, τους τίτλους
αποφάσεως επί του σχετικού αιτήματος, εντός ενός (1) μηνός σπουδών, την ηλικία και κάθε άλλη χρήσιμη ένδειξη.
από την περιέλευση αυτού στην γραμματεία του Υπηρεσιακού 2. Κατά των πινάκων τούτων, ανακοινουμένων
Συμβουλίου. Δεν επιτρέπεται η αναβολή της συνεδριάσεως με υποχρεωτικώς σε έκαστο ενδιαφερόμενο το βραδύτερο μέχρι
την επιφύλαξη λόγων ανωτέρας βίας. Η απόφαση οφείλει να 15 Φεβρουαρίου, επιτρέπεται ένσταση των ενδιαφερομένων,
είναι πλήρως και επαρκώς αιτιολογημένη. Ως προακτέος υποβαλλομένη μέχρι της τελευταίας ημέρας του μηνός
χαρακτηρίζεται ο εκκλησιαστικός υπάλληλος που εμφανίζει το Φεβρουαρίου. Επί των ενστάσεων αποφαίνεται το Υπηρεσιακό
απαραίτητο εκκλησιαστικό ήθος (υπηρεσιακές σχέσεις και Συμβούλιο κατά της αποφάσεως του οποίου χωρεί προσφυγή
συμπεριφορά), την διοικητική ικανότητα - ασκουμένη εντός προθεσμίας δέκα (10) ημερών ενώπιον του
αποτελεσματικότητα, ενδιαφέρον και δημιουργικότητα και Ανωτάτου Υπηρεσιακού Συμβουλίου. Οι πίνακες καθίστανται
την επιστημονική κατάρτιση για την άσκηση των καθηκόντων οριστικοί, εάν παρέλθουν άπρακτες οι προθεσμίες ενστάσεως ή
του ανωτέρου βαθμού. Ειδικώς για την προαγωγή στον Α΄ προσφυγής ή όταν εκδοθούν οι επ' αυτών αποφάσεις του
βαθμό, θα πρέπει ο υπάλληλος να έχει ιδιαίτερα υψηλή Υπηρεσιακού Συμβουλίου ή του Ανωτάτου Υπηρεσιακού
βαθμολογία στην αξιολόγησή του τόσο στα τυπικά προσόντα, Συμβουλίου.
όσο και στην εργασιακή εμπειρία (συνολικά από 7 και πάνω).
Ως μη προακτέος χαρακτηρίζεται ο εκκλησιαστικός Άρθρο 71 Παράλειψη από προαγωγή
υπάλληλος ο οποίος δεν συγκεντρώνει τα προσόντα για την
εκτέλεση των καθηκόντων του ανωτέρου βαθμού.
1. Το Υπηρεσιακό Συμβούλιο παραλείπει την
5. Ο Γραμματεύς του Υπηρεσιακού Συμβουλίου
προαγωγή, αν κατά τον χρόνο αυτής εκκρεμεί ποινική ή
οφείλει, εντός δεκαημέρου από της ημέρας συνεδριάσεως, να
πειθαρχική κατηγορία εις βάρος του υπαλλήλου.
αποστείλει την εισήγηση του Συμβουλίου στον Μητροπολίτη
2. Ο υπάλληλος δικαιούται να κριθεί εκ νέου, όταν η
της οικείας Ιεράς Μητροπόλεως ή τον Πρόεδρο του
κατηγορία αποδειχθεί τελεσίδικα αβάσιμη, οπότε το
Διοικητικού Συμβουλίου του οικείου εκκλησιαστικού νομικού
Υπηρεσιακό Συμβούλιο οφείλει να συνεδριάσει μέσα σε έναν
22 Περί κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων
με την τροποποίηση του Κανονισμού 327/2021
www.efimerios.gr

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

(1) μήνα από την κοινοποίηση στην αρμόδια υπηρεσία της προϊσταμένους των υποκειμένων οργανικών μονάδων ή άλλον
τελεσίδικης απαλλακτικής κρίσεως και αίτηση του υπάλληλο που υπηρετεί στην ίδια οργανική μονάδα.
ενδιαφερομένου. Η ανωτέρω προαγωγή ισχύει αναδρομικώς. 8. Κατά την διαδικασία επιλογής μεταξύ των
υπηρετούντων υπαλλήλων οι προϊστάμενοι των οργανικών
Άρθρο 72 Προϊστάμενοι οργανικών μονάδων μονάδων επιλέγονται και τοποθετούνται, με απόφαση της
οικείας αρχής και μετά από γνώμη του Α.Υ.Σ.Ε., αναλόγως
1. Καθήκοντα προϊσταμένων των οργανικών με τα προσόντα, την εμπειρία και την ειδίκευση που
μονάδων ανατίθενται είτε μέσω διαδικασίας επιλογής μεταξύ διαθέτουν. Το Α.Υ.Σ.Ε. συνεκτιμά επίσης τον συνολικό χρόνο
των εχόντων τα νόμιμα προσόντα εκκλησιαστικών υπαλλήλων υπηρεσίας, τον χρόνο υπηρεσίας σε θέση ευθύνης, την
είτε κατ' απόλυτη εκλογή και δι' αναθέσεως καθηκόντων σε οικογενειακή κατάσταση, την ηλικία.
μετακλητό ή επί θητεία υπάλληλο, όπου επιτρέπεται από τον
οικείο οργανισμό. Αρμόδιο όργανο επιλογής προϊσταμένων
είναι η Διαρκής Ιερά Σύνοδος για την Εκκλησία της Ελλάδος, Άρθρο 73
το Διοικητικό Συμβούλιο για την Αποστολική Διακονία και το
Διορθόδοξο Κέντρο της Εκκλησίας της Ελλάδος και ο οικείος Υπάλληλος κριθείς δύο (2) συναπτές φορές ως μη
Μητροπολίτης για τις Ιερές Μητροπόλεις. προακτέος παραπέμπεται υποχρεωτικώς στο οικείο
2. Σε περίπτωση που η τοποθέτηση προϊσταμένων Υπηρεσιακό Συμβούλιο με το ερώτημα της απολύσεως.
Γενικών Διευθύνσεων, Διευθύνσεων, Τμημάτων και αυτοτελών
Γραφείων ή αντιστοίχου επιπέδου οργανικών μονάδων των Άρθρο 74
εκκλησιαστικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου,
πραγματοποιείται μέσω διαδικασίας επιλογής μεταξύ των ήδη Υπάλληλοι παραλειπόμενοι από τις προαγωγές με
απασχολουμένων και εχόντων τα νόμιμα προσόντα υπαλλήλων την αιτιολογία ότι εκκρεμεί κατ' αυτών ποινική ή πειθαρχική
της εκκλησιαστικής υπηρεσίας, η επιλογή είναι ενιαία κατηγορία, η οποία αποδεικνύεται εκ των υστέρων αβάσιμη,
περιλαμβανομένων των υπαλλήλων με σχέση εργασίας κρίνονται εκ νέου από το Υπηρεσιακό Συμβούλιο εντός μηνός
ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, που πληρούν τις από της περιελεύσεως στην αρμοδία υπηρεσία της τελεσίδικης
προϋποθέσεις του παρόντος άρθρου και ανήκουν στις ίδιες απαλλακτικής κρίσεως επί της κατηγορίας και, κρινόμενοι
κατηγορίες, βαθμούς και ειδικότητες αντίστοιχες των προακτέοι, προάγονται κατά την οικεία σειρά και
κατηγοριών, βαθμών κλάδων μονίμων υπαλλήλων του αναδρομικώς άνευ απολήψεως τυχόν διαφοράς αποδοχών.
εκκλησιαστικού νομικού προσώπου, με αυτές που
προβλέπονται στο άρθρο 26 του παρόντος Κανονισμού. Ως Άρθρο 75
χρόνος υπηρεσίας των υπαλλήλων με σχέση εργασίας
ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου δεν νοείται ο χρόνος που Υπάλληλος κριθείς ως προακτέος από το
έχει ληφθεί υπ' όψιν για μισθολογική ή άλλη εξέλιξη για Υπηρεσιακό Συμβούλιο, καίτοι κατά τον χρόνο της κρίσεως
ειδικούς λόγους, χωρίς να είναι χρόνος πραγματικής εκκρεμούσε κατ' αυτού ποινική ή πειθαρχική κατηγορία,
εκκλησιαστικής υπηρεσίας. δύναται να παραλειφθεί των προαγωγών κατόπιν
3. Ως προϊστάμενοι Γενικών Διευθύνσεων αιτιολογημένης αποφάσεως του εκδίδοντος την πράξη
επιλέγονται με διαδικασία επιλογής μόνιμοι ή ιδιωτικού προαγωγής οργάνου.
δικαίου αορίστου χρόνου υπάλληλοι της κατηγορίας ΠΕ με
βαθμό Α΄ ή Β΄ ϗ δέκα πέντε (15) τουλάχιστον έτη
υπηρεσίας, οι οποίοι έχουν διατελέσει ή είναι προϊστάμενοι Άρθρο 76 Τοποθέτηση σε οργανική θέση
Διευθύνσεως για είκοσι τέσσερις (24) τουλάχιστον μήνες κατά
την ημέρα υποβολής της αιτήσεως υποψηφιότητας. Εάν δεν
1. Ο εκκλησιαστικός υπάλληλος, μετά τον διορισμό
υπάρχουν υποψήφιοι με τα προαναφερόμενα προσόντα,
ή πρόσληψή του, τοποθετείται, με απόφαση του Προέδρου της
επιλέγονται υποψήφιοι με δέκα (10) τουλάχιστον έτη
Δ.Ι.Σ. ή (κατ’ εντολήν του) υπό του Αρχιγραμματέως της
υπηρεσίας, που έχουν διατελέσει ή είναι προϊστάμενοι
Ιεράς Συνόδου ή του οικείου Μητροπολίτη ή του Προέδρου του
Διευθύνσεως κατά την ημέρα υποβολής της αιτήσεως
συλλογικού οργάνου διοικήσεως του εκκλησιαστικού νομικού
υποψηφιότητας.
προσώπου κατά περίπτωση, σε θέση για την κατάληψη της
4. Ως προϊστάμενοι Διευθύνσεων ή αντίστοιχου
οποίας συμμετείχε στην διαδικασία διορισμού ή προσλήψεως
επιπέδου οργανικών μονάδων επιλέγονται με διαδικασία
ή υπέβαλε αίτηση ή αναφέρεται στην απόφαση διορισμού ή
επιλογής οι υπάλληλοι που έχουν ασκήσει καθήκοντα
στην σύμβαση εργασίας του. Σε περίπτωση που ο υπάλληλος
προϊσταμένου Τμήματος με βαθμό Α΄ ή Β΄ ή Γ΄. Εάν δεν
μπορεί να τοποθετηθεί σε περισσότερες θέσεις, συνεκτιμάται
υπάρχουν ή δεν επαρκούν οι υποψήφιοι με τα προαναφερόμενα
για την τοποθέτησή του σε συγκεκριμένη θέση η αίτηση
προσόντα, επιλέγονται υπάλληλοι με βαθμό Α΄ ή Β΄ ή Γ΄.
προτιμήσεως που τυχόν έχει υποβάλει. Γνώμη του
5. Ως προϊστάμενοι Τμημάτων και αυτοτελών
Υπηρεσιακού Συμβουλίου δεν απαιτείται, εάν από την
Γραφείων ή αντιστοίχου επιπέδου οργανικών μονάδων,
διαδικασία διορισμού ή προσλήψεως προκύπτουν η θέση και η
επιλέγονται υπάλληλοι με βαθμό Α΄ ή Β΄ ή Γ΄.
υπηρεσιακή μονάδα στην οποία πρόκειται να διορισθεί ή
6. Οι τοποθετηθέντες προϊστάμενοι υπηρεσιακών
προσληφθεί ο υπάλληλος.
μονάδων διανύουν τριετή θητεία και εξακολουθούν να ασκούν
2. Η τοποθέτηση σε θέσεις της ίδιας αρχής ή
τα καθήκοντά τους επί τρεις (3) μήνες μετά την λήξη της
νομικού προσώπου γίνεται χωρίς γνώμη του Υπηρεσιακού
θητείας τους, εκτός αν έχει γίνει επανεπιλογή και τοποθέτησή
Συμβουλίου.»
τους ως νέου προϊσταμένου.
7. Το αρμόδιο για την τοποθέτηση προϊσταμένων
*Τα άρθρα 68 - 81 του Κανονισμού υπ' αριθμ. 5/1978 (Α΄ 48)
όργανο μπορεί να ορίσει ως αναπληρωτή προϊσταμένου
καταργήθηκαν με το άρθρο 5 του Κανονισμού υπ’ αριθμ.
οργανικής μονάδας, που απουσιάζει ή κωλύεται, έναν από τους
23 Περί κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων
με την τροποποίηση του Κανονισμού 327/2021
www.efimerios.gr

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

327/2021 (Α΄ 57/12.4.2021) και αντικαταστάθηκαν από τα αυτούς ή β) αν εντός του ανωτέρω χρονικού διαστήματος
κατωτέρω άρθρα 68-76. έχουν εκδοθεί ήδη οι τελικοί πίνακες από αρμόδιο όργανο και
μέχρι της δημοσιεύσεως στο ΦΕΚ της πράξεως μετατάξεως -
μεταφοράς του.
«Τμήμα ΣΤ
Διαθεσιμότητα Άρθρο 85 Αποδοχές διαθεσιμότητας
Άρθρο 82 Θέση σε διαθεσιμότητα
1. Ο υπάλληλος κατά την διάρκεια της
1. Ο υπάλληλος τίθεται σε διαθεσιμότητα λόγω διαθεσιμότητας δικαιούται των τριών τετάρτων των
ασθενείας ή καταργήσεως της θέσεώς του, σύμφωνα με τις αποδοχών του.
διατάξεις των επομένων άρθρων. 2. Επιδόματα ασθενείας, που καταβάλλονται σε
2. Με την επιφύλαξη των διατάξεων των επομένων υπαλλήλους εκκλησιαστικών νομικών προσώπων δημοσίου
άρθρων, η πράξη θέσεως του υπαλλήλου σε διαθεσιμότητα και δικαίου κατά την διάρκεια της διαθεσιμότητας, εκπίπτουν από
η πράξη επαναφοράς του στην υπηρεσία, εκδίδονται από τον τις αποδοχές του υπαλλήλου, εφ' όσον η ασφάλισή του
Μητροπολίτη της οικείας Ιεράς Μητροπόλεως ή τον Πρόεδρο θεμελιώνεται και σε συνεισφορά του νομικού προσώπου.
του συλλογικού οργάνου διοικήσεως του οικείου
εκκλησιαστικού νομικού προσώπου ή τον Αρχιγραμματέα της ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ
Ιεράς Συνόδου, μετά από απόφαση του Υπηρεσιακού Αργία – Αναστολή ασκήσεως καθηκόντων
Συμβουλίου.
3. Κατά την διάρκεια της διαθεσιμότητας παύει η Άρθρο 86 Αυτοδίκαιη αργία
άσκηση των καθηκόντων του υπαλλήλου, κύριων ή
παρεπόμενων. Ο χρόνος της διαθεσιμότητας δεν υπολογίζεται 1. Τίθεται αυτοδικαίως σε αργία:
στην βαθμολογική και μισθολογική εξέλιξη του υπαλλήλου. α) ο υπάλληλος ο οποίος στερήθηκε την προσωπική
του ελευθερία, ύστερα από ένταλμα προσωρινής κρατήσεως ή
Άρθρο 83 Διαθεσιμότητα λόγω ασθένειας δικαστική απόφαση, έστω και αν απολύθηκε με εγγύηση,
β) ο υπάλληλος κατά του οποίου εκδόθηκε ένταλμα
1. Ο υπάλληλος τίθεται, αυτεπάγγελτα ή με αίτησή προσωρινής κρατήσεως και στην συνέχεια ήρθη η προσωρινή
του, σε διαθεσιμότητα λόγω ασθενείας, όταν αυτή κράτησή του ή αντικαταστάθηκε με περιοριστικούς όρους,
παρατείνεται πέρα από τον μέγιστο χρόνο αναρρωτικής γ) ο υπάλληλος στον οποίο επιβλήθηκε τελεσιδίκως
αδείας, και είναι ιάσιμη κατά την εκτίμηση της υγειονομικής η ποινή της οριστικής ή προσωρινής παύσεως. Η αργία
επιτροπής. αρχίζει από την κοινοποίηση της πειθαρχικής αποφάσεως και
2. Η διαθεσιμότητα αρχίζει από την λήξη της λήγει την τελευταία ημέρα της προθεσμίας ασκήσεως
αναρρωτικής αδείας και δεν μπορεί να υπερβεί το ένα (1) έτος προσφυγής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ή την
και για τα δυσίατα νοσήματα τα δύο (2) έτη. ημέρα που δημοσιεύθηκε η απόφαση του Συμβουλίου της
3. Κατά το τελευταίο δίμηνο πριν από την λήξη του Επικρατείας, εφ' όσον έχει ασκηθεί προσφυγή,
ανωτάτου ορίου διαθεσιμότητας, η αρμόδια υγειονομική δ) ο υπάλληλος, ο οποίος παραπέμφθηκε
επιτροπή υποχρεούται, ύστερα από ερώτημα της υπηρεσίας, αμετακλήτως ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου για
να γνωμοδοτήσει για την ικανότητα του υπαλλήλου να κακούργημα ή για τα αδικήματα της κλοπής, υπεξαιρέσεως
επανέλθει στα καθήκοντά του. Αν η υγειονομική επιτροπή (κοινής και στην υπηρεσία), απάτης, εκβίασης,
γνωματεύσει αρνητικά, ο υπάλληλος απολύεται πλαστογραφίας, δωροδοκίας, απιστίας περί την υπηρεσία,
υποχρεωτικώς. Ο υπάλληλος μπορεί να παραπεμφθεί προς καθώς και για οποιοδήποτε έγκλημα κατά της γενετήσιας
εξέταση στην αρμόδια υγειονομική επιτροπή, ύστερα από ελευθερίας ή έγκλημα οικονομικής εκμεταλλεύσεως της
αίτησή του ή αυτεπάγγελτα και πριν από τον χρόνο λήξεως γενετήσιας ζωής,
της διαθεσιμότητας. Στην περίπτωση αυτή, αν η επιτροπή ε) ο υπάλληλος στον οποίο επιβλήθηκε οριστικώς η
γνωματεύσει αρνητικά, ο υπάλληλος απολύεται υποχρεωτικώς ποινή της οριστικής ή προσωρινής παύσεως, και
με την λήξη του χρόνου της διαθεσιμότητας. στ) ο υπάλληλος ο οποίος έχει παραπεμφθεί στο
4. Οι διατάξεις των άρθρων 30-38 του παρόντος αρμόδιο πειθαρχικό όργανο για τα παραπτώματα που
Κανονισμού εφαρμόζονται και για τους υπαλλήλους που δύνανται να επισύρουν την πειθαρχική ποινή της οριστικής
τίθενται σε διαθεσιμότητα λόγω ασθενείας. παύσεως (άρθρο 92 παρ. 1 περ. η).
2. Ο υπάλληλος επανέρχεται αυτοδικαίως στα
καθήκοντά του, εάν εκλείψει ο λόγος για τον οποίον έχει τεθεί
Άρθρο 84 Διαθεσιμότητα λόγω καταργήσεως θέσεως σε αργία. Ειδικότερα:
α) υπάλληλος ο οποίος τέθηκε σε αργία στις
1. Σε διαθεσιμότητα τίθεται αυτοδικαίως ο περιπτώσεις α΄ έως δ΄ της παραγράφου 1 ασκεί εκ νέου τα
υπάλληλος του οποίου καταργήθηκε η θέση, εφ' όσον δεν καθήκοντα του αν αθωωθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση
μεταταχθεί. ή ακυρωθεί η οριστική ή προσωρινή παύση,
2. Η διαθεσιμότητα διαρκεί οκτώ (8) μήνες μετά την β) η αργία της περιπτώσεως ε΄ της παραγράφου 1
πάροδο των οποίων ο υπάλληλος απολύεται. Ο υπάλληλος δεν αρχίζει από την κοινοποίηση στον υπάλληλο της
απολύεται στην περίπτωση που εντός του ως άνω χρονικού πρωτοβάθμιας πειθαρχικής αποφάσεως και λήγει με την
διαστήματος: α) έχει εκδοθεί πρόσκληση μετατάξεως και ο έναρξη της εκτελέσεως της πειθαρχικής ποινής της οριστικής
υπάλληλος έχει υποβάλει σχετική αίτηση - υπεύθυνη δήλωση ή προσωρινής παύσεως που του επιβλήθηκε τελεσιδίκως.
για την μετάταξη - μεταφορά του έως την έκδοση των τελικών Επίσης λήγει με την έκδοση αποφάσεως σε δεύτερο βαθμό ή
πινάκων και υπό την προϋπόθεση ότι θα συμπεριληφθεί σε δικαστικής αποφάσεως που είτε απαλλάσσει τον υπάλληλο
24 Περί κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων
με την τροποποίηση του Κανονισμού 327/2021
www.efimerios.gr

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

από την πειθαρχική ευθύνη είτε του επιβάλλει ποινή από την επιβολή της αργίας το Πειθαρχικό Συμβούλιο
διαφορετική από την οριστική ή προσωρινή παύση, συνέρχεται και γνωμοδοτεί για την θέση του υπαλλήλου σε
γ) η αργία της περιπτώσεως στ΄ της παραγράφου 1 αργία μετά από αίτημα της υπηρεσίας. Η αναστολή ασκήσεως
αρχίζει από την κοινοποίηση στον υπάλληλο του των καθηκόντων αίρεται αυτοδικαίως, εάν το Πειθαρχικό
παραπεμπτηρίου εγγράφου και λήγει με την έκδοση Συμβούλιο δεν γνωμοδοτήσει για την θέση σε αργία εντός της
πρωτοβάθμιας πειθαρχικής αποφάσεως που τον απαλλάσσει ή ανωτέρω προθεσμίας.
του επιβάλλει ποινή διαφορετική από την οριστική ή 3. Η πράξη με την οποία ο υπάλληλος τίθεται σε
προσωρινή παύση. Αν του επιβληθεί κάποια από τις ποινές δυνητική αργία ή επαναφέρεται στα καθήκοντά του, εκδίδεται
αυτές η αργία συνεχίζεται και λήγει σύμφωνα με την από τον Μητροπολίτη της οικείας Ιεράς Μητροπόλεως ή τον
προηγούμενη περίπτωση. πρόεδρο του συλλογικού οργάνου διοικήσεως του οικείου
3. Η διαπιστωτική πράξη θέσεως σε αργία εκκλησιαστικού νομικού προσώπου ή τον Αρχιγραμματέα της
εκδίδεται αμελλητί από τον οικείο Μητροπολίτη ή τον Ιεράς Συνόδου, ύστερα από γνώμη του Πειθαρχικού
Πρόεδρο του Δ.Σ. ή άλλου συλλογικού οργάνου διοικήσεως Συμβουλίου. Για την θέση του υπαλλήλου σε αργία απαιτείται
του εκκλησιαστικού νομικού προσώπου ή τον Αρχιγραμματέα προηγούμενη ακρόαση αυτού από το όργανο που επιβάλλει την
της Ιεράς Συνόδου κατά περίπτωση. αργία.
4. Ο υπάλληλος επανέρχεται αυτοδικαίως στα 4. Εντός τρίμηνης αποκλειστικής προθεσμίας από
καθήκοντά του: την πάροδο ενός (1) έτους από την θέση σε αργία, το
α) μετά από τελεσίδικη αθωωτική απόφαση ποινικού Πειθαρχικό Συμβούλιο υποχρεούται να γνωμοδοτήσει, ύστερα
δικαστηρίου, εφ’ όσον προσκομίζεται βεβαίωση του προέδρου από ερώτημα του οργάνου του πρώτου εδαφίου της παρ. 3 για
του οικείου δικαστικού σχηματισμού ή απόσπασμα την συνέχιση ή μη της αργίας, άλλως η αργία αίρεται. Σε κάθε
διατακτικού της αθωωτικής αποφάσεως, περίπτωση, η αργία αίρεται αυτοδικαίως μετά από την
β) είτε αφότου εκτελέσθηκε η πειθαρχική ποινή της πάροδο διετίας από την έκδοση της αποφάσεως θέσεως του
προσωρινής παύσεως που έχει επιβληθεί ή μετά από απόφαση υπαλλήλου σε αργία.
του Α.Υ.Σ.Ε. ή του αρμόδιου δικαστηρίου που απαλλάσσει τον 5. Η αργία αρχίζει από την κοινοποίηση στον
υπάλληλο ή του επιβάλλει ποινή διαφορετική από την υπάλληλο της σχετικής πράξεως. Ο υπάλληλος επανέρχεται
οριστική ή προσωρινή παύση και εφ' όσον προσκομίζεται στα καθήκοντά του από την κοινοποίηση σε αυτόν της
σχετική βεβαίωση του προέδρου του Α.Υ.Σ.Ε. ή του προέδρου διαπιστωτικής πράξεως επαναφοράς του οργάνου του πρώτου
του οικείου δικαστικού σχηματισμού ή απόσπασμα εδαφίου της παρ. 3 μετά από την τελεσιδικία της ποινικής
διατακτικού της δικαστικής αποφάσεως, και αποφάσεως που δεν συνεπάγεται έκπτωση εφ' όσον
γ) μετά από απόφαση του πρωτοβάθμιου προσκομίζεται βεβαίωση του προέδρου του οικείου δικαστικού
Πειθαρχικού Συμβουλίου, με την οποία ο υπάλληλος σχηματισμού ή απόσπασμα διατακτικού της δικαστικής
απαλλάσσεται από την πειθαρχική ευθύνη ή του επιβάλλεται αποφάσεως ή μετά από την έκδοση πειθαρχικής αποφάσεως, η
πειθαρχική ποινή διαφορετική από την οριστική παύση για οποία δεν επιβάλλει την ποινή της προσωρινής παύσεως, εφ'
πειθαρχικό παράπτωμα της περιπτώσεως στ΄ της όσον προσκομίζεται βεβαίωση του προέδρου του Πειθαρχικού
παραγράφου 1 και εφ' όσον προσκομίζεται σχετική βεβαίωση Συμβουλίου ή του Α.Υ.Σ.Ε. ή αυτοδικαίως από την
του προέδρου του πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου. συμπλήρωση της διετίας κατά την προηγούμενη παράγραφο.
5. Ο υπάλληλος επανέρχεται στην υπηρεσία του από
την κοινοποίηση σε αυτόν της διαπιστωτικής πράξεως Άρθρο 88 Συνέπειες αργίας
επανόδου στα καθήκοντά του από το όργανο της παραγράφου
3, που διαπιστώνει τις προϋποθέσεις της προηγούμενης 1. Ο υπάλληλος ο οποίος τελεί σε κατάσταση αργίας
παραγράφου. απέχει από την άσκηση των κύριων και παρεπόμενων
καθηκόντων του.
Άρθρο 87 Δυνητική θέση σε αργία - Αναστολή ασκήσεως 2. Στον υπάλληλο που τελεί σε κατάσταση αργίας ή
καθηκόντων αναστολής ασκήσεως καθηκόντων καταβάλλεται το ήμισυ των
αποδοχών του. Το υπόλοιπο ή μέρος αυτού μπορεί να
1. Αν συντρέχουν λόγοι συμφέροντος της υπηρεσίας, αποδοθεί σε αυτόν, μετά από ειδικά αιτιολογημένη απόφαση
μπορεί να τίθεται σε αργία ο υπάλληλος, κατά του οποίου: του Πειθαρχικού Συμβουλίου, εφ' όσον απαλλαγεί με
α) έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για αδίκημα, το οποίο τελεσίδικη δικαστική απόφαση ή τιμωρηθεί με πειθαρχική
μπορεί να επισύρει την έκπτωση από την υπηρεσία. ποινή κατώτερη από την οριστική παύση. Εάν ο υπάλληλος
β) έχει ασκηθεί πειθαρχική δίωξη για παράπτωμα, απαλλαγεί από κάθε πειθαρχική ευθύνη ή αποδειχθεί αβάσιμη
το οποίο μπορεί να επισύρει την ποινή της προσωρινής η υπόνοια για έκνομη διαχείριση, επιστρέφεται το μέρος των
παύσεως ή αποδοχών που παρακρατήθηκε. Ειδικά στην περίπτωση
γ) υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις για έκνομη αναστολής ασκήσεως καθηκόντων, το μέρος των αποδοχών
διαχείριση, οι οποίες στηρίζονται σε έκθεση της προϊσταμένης που παρακρατήθηκε κατά την διάρκεια αυτής επιστρέφεται σε
αρχής ή αρμοδίου Επιθεωρητή ή εντεταλμένου από την περίπτωση που ο υπάλληλος δεν τεθεί σε αυτοδίκαιη αργία
προϊσταμένη αρχή ελεγκτή. Σε περιπτώσεις κατεπείγοντος ή κατά το άρθρο 86 ή δυνητική αργία σύμφωνα με το άρθρο 87.
επιτακτικού συμφέροντος της υπηρεσίας δύναται να ανατεθούν 3. Ο υπάλληλος, στον οποίο επιβλήθηκε πειθαρχική
άλλα καθήκοντα στον διαχειριστή υπάλληλο έως την έκδοση ποινή οριστικής παύσεως για το παράπτωμα της
της πράξεως αργίας. αδικαιολόγητης αποχής από την εκτέλεση των καθηκόντων
2. Σε επείγουσες περιπτώσεις επιτακτικού του, δεν δικαιούται αποδοχών αργίας.
συμφέροντος της υπηρεσίας και πριν γνωμοδοτήσει το 4. Οι διατάξεις των άρθρων 30 - 38 του παρόντος
Πειθαρχικό Συμβούλιο, μπορεί να επιβληθεί στον υπάλληλο Κανονισμού εφαρμόζονται και κατά την διάρκεια της αργίας.
από το όργανο της παραγράφου 1 το μέτρο της αναστολής
ασκήσεως των καθηκόντων του. Μέσα σε τριάντα (30) ημέρες
25 Περί κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων
με την τροποποίηση του Κανονισμού 327/2021
www.efimerios.gr

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

ζ) η παραβίαση της αρχής της ισότητας, των ίσων


ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ ευκαιριών και της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών
Πειθαρχικό Δίκαιο σε θέματα εργασίας και απασχολήσεως και η προσβολή της
τιμής ή απειλής κατά τρίτου λόγω της καταγωγής ή
υπηκοότητας, φύλου, γλώσσας, σωματικής ή ψυχικής
ΤΜΗΜΑ Α
ασθένειας ή του γενετήσιου προσανατολισμού του,
Πειθαρχικά παραπτώματα και ποινές η) η παραβίαση της υποχρεώσεως εχεμύθειας,
σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 33 του παρόντος και
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α των απορρήτων της υπηρεσίας,
Πειθαρχικά παραπτώματα και βασικές αρχές θ) η επαναλαμβανόμενη απείθεια,
ι) η αδικαιολόγητη αποχή από την εκτέλεση των
Άρθρο 89 καθηκόντων,
ια) η παραβίαση των υποχρεώσεων του άρθρου 30
Το πειθαρχικό παράπτωμα συντελείται με υπαίτια του παρόντος, καθώς και η αδικαιολόγητη προτίμηση
πράξη ή παράλειψη του εκκλησιαστικού υπαλλήλου που νεώτερων υποθέσεων με παραμέληση παλαιότερων,
μπορεί να του καταλογισθεί. ιβ) η άρνηση παροχής πληροφορήσεως σε πολίτες
και τις αρχές,
Άρθρο 90 Απαρίθμηση πειθαρχικών παραπτωμάτων ιγ) η προδήλως αδικαιολόγητη μη εξυπηρέτηση
τρίτων και η υπαίτια μη έγκαιρη διεκπεραίωση των
1. Πειθαρχικά παραπτώματα είναι: υποθέσεών τους, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις,
α) πράξεις με τις οποίες εκδηλώνεται άρνηση ιδ) η χρησιμοποίηση της υπαλληλικής ιδιότητας ή
αναγνωρίσεως του Συντάγματος ή του Καταστατικού Χάρτη πληροφοριών που κατέχει ο υπάλληλος λόγω της υπηρεσίας ή
της Εκκλησίας της Ελλάδος ή έλλειψη αφοσιώσεως στην της θέσεώς του, για εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων ή
Πατρίδα και την Δημοκρατία, προσβολή του πολιτεύματος, αλλότριων επαγγελματικών συμφερόντων του ίδιου ή τρίτων
επιβουλή της θρησκευτικής ειρήνης κατά την έννοια του προσώπων,
Ποινικού Κώδικα, έλλειψη σεβασμού προς την Ανατολική ιε) η αδικαιολόγητη άρνηση προσελεύσεως για
Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού, τους Αρχιερείς και την ιατρική εξέταση,
Ιερά Σύνοδο ή επιβουλή της ενότητας της Ανατολικής ιστ) η άμεση ή μέσω τρίτου προσώπου και για
Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού, λογαριασμό του συμμετοχή σε δημοπρασία την οποία
β) κάθε παράβαση υπαλληλικού καθήκοντος που διενεργεί επιτροπή, μέλος της οποίας είναι ο υπάλληλος ή
προσδιορίζεται από τις υποχρεώσεις που επιβάλλουν στον όταν η εισήγηση της επιτροπής εγκρίνεται από όργανο, στο
υπάλληλο οι κείμενες διατάξεις περιλαμβανομένου του οποίο μετέχει ή εισηγείται ο υπάλληλος,
παρόντος Κανονισμού, οι εγκύκλιοι του Κράτους, εντολές και ιζ) η κακόβουλη άσκηση κριτικής των πράξεων της
οδηγίες της προϊσταμένης αρχής του υπαλλήλου, τα εγκύκλια προϊσταμένης αρχής που γίνεται δημοσίως, γραπτώς ή
σημειώματα και οι εγκύκλιοι της Ιεράς Συνόδου ή του οικείου προφορικώς, με σκόπιμη χρήση εν γνώσει εκδήλως ανακριβών
Ιεράρχη. στοιχείων ή με χαρακτηριστικά απρεπείς εκφράσεις,
Το υπαλληλικό καθήκον σε καμία περίπτωση δεν ιη) η άρνηση συμπράξεως, συνεργασίας, χορηγήσεως
επιβάλλει στον υπάλληλο πράξη ή παράλειψη που να στοιχείων ή εγγράφων κατά την διεξαγωγή έρευνας,
αντίκειται προς τις διατάξεις του Συντάγματος και των νόμων επιθεωρήσεως ή ελέγχου από εκκλησιαστικές ή διοικητικές
υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 32 του παρόντος, αρχές,
γ) εγκλήματα σχετικά με την υπηρεσία κατά την ιθ) η αδικαιολόγητη μη έγκαιρη σύνταξη ή η
έννοια του Ποινικού Κώδικα, σύνταξη μεροληπτικής εκθέσεως αξιολογήσεως ή η σύνταξη
δ) τα αδικήματα κατά της δημόσιας τάξεως, κατά εκθέσεως με κρίσεις ή χαρακτηρισμούς που δεν εξειδικεύονται
της περιουσίας της υπηρεσίας, τα σχετικά με τα υπομνήματα με αναφορά συγκεκριμένων στοιχείων,
της υπηρεσίας και με την κατάχρηση της υπαλληλικής κ) η άρνηση ή παρέλκυση εκτελέσεως υπηρεσίας,
ιδιότητας κατά την έννοια του Ποινικού Κώδικα, όπως ιδίως η κα) η χρησιμοποίηση τρίτων προσώπων για την
παράβαση καθήκοντος κατά τον Ποινικό Κώδικα ή άλλους απόκτηση υπηρεσιακής εύνοιας ή την πρόκληση ή ματαίωση
ειδικούς ποινικούς νόμους, καθώς και η εν γένει απόκτηση εντολής της υπηρεσίας,
οικονομικού οφέλους ή ανταλλάγματος προς όφελος του ιδίου κβ) η σύναψη στενών κοινωνικών σχέσεων με
του υπαλλήλου ή τρίτου προσώπου, κατά την άσκηση των πρόσωπα, με αφορμή τον χειρισμό θεμάτων αρμοδιότητας του
καθηκόντων του ή εξ αφορμής αυτών, υπαλλήλου, από την αντιμετώπιση των οποίων εξαρτώνται
ε) η αναξιοπρεπής ή ανάρμοστη ή ανάξια για ουσιώδη συμφέροντα των προσώπων αυτών,
υπάλληλο συμπεριφορά ή η έλλειψη εκκλησιαστικού κγ) η φθορά λόγω σκοπίμως ακατάλληλης χρήσεως,
φρονήματος εντός ή εκτός υπηρεσίας. Ιδιάζουσα περίπτωση η εγκατάλειψη ή η παράνομη χρήση πράγματος το οποίο
παρόμοιας συμπεριφοράς αποτελούν τα εγκλήματα κατά της ανήκει στην υπηρεσία,
ζωής, διακινδυνεύσεως της ζωής, κατά της σωματικής κδ) η παράλειψη από τα πειθαρχικά όργανα διώξεως
ακεραιότητας, προσωπικής ελευθερίας, κατά της γενετήσιας και τιμωρίας πειθαρχικού παραπτώματος, με την επιφύλαξη
ελευθερίας, τα σχετικά με την οικογένεια, ασχέτως εάν των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 93 του
ασκήθηκε γι' αυτά ποινική δίωξη. Δεν συνιστά ανάρμοστη παρόντος,
συμπεριφορά ή αναξιοπρεπή ή ανάξια για υπάλληλο διαγωγή κε) η άσκηση εργασίας ή έργου με αμοιβή χωρίς
άνευ ετέρου η άσκηση συνδικαλιστικής, πολιτικής ή προηγούμενη άδεια της υπηρεσίας,
κοινωνικής δράσεως ή η συμμετοχή τους σε εκλογές κστ) η απλή απείθεια,
αναδείξεως μελών της Βουλής, Ευρωβουλής ή Ο.Τ.Α. κζ) η μη τήρηση του ωραρίου από τον υπάλληλο και
στ) η παραβίαση της αρχής της αμεροληψίας, η παράλειψη του προϊσταμένου να ελέγχει την τήρησή του,
26 Περί κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων
με την τροποποίηση του Κανονισμού 327/2021
www.efimerios.gr

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

κη) η αμέλεια ή ατελής εκπλήρωση του υπηρεσιακού στ) ο υποβιβασμός έως δύο (2) βαθμούς,
καθήκοντος, ζ) η προσωρινή παύση από τρεις (3) έως είκοσι
κθ) η αδικαιολόγητη άρνηση συνεργασίας με τις τέσσερεις (24) μήνες με πλήρη στέρηση των αποδοχών και
λοιπές εκκλησιαστικές και δημόσιες αρχές και η μη εφαρμογή η) η ποινή της οριστικής παύσεως, η οποία μπορεί
των διατάξεων περί απλουστεύσεως των διαδικασιών και να επιβληθεί μόνο για τα ακόλουθα παραπτώματα: των
καταπολεμήσεως της γραφειοκρατίας, παραβάσεων του άρθρου 90 παρ. 1 περ. α-β του παρόντος, τα
λ) τα ειδικά πειθαρχικά παραπτώματα που αδικήματα κατά της δημοσίας τάξεως, κατά της περιουσίας
προβλέπονται στα άρθρα 36 παρ. 2, 113 παρ. 2 και στο τρίτο της υπηρεσίας, τα σχετικά με τα υπομνήματα της υπηρεσίας
εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 127 του παρόντος και με την κατάχρηση της υπαλληλικής ιδιότητας κατά την
Κανονισμού, έννοια του Ποινικού Κώδικα, όπως ιδίως η παράβαση
λα) η κατάθεση, η χρήση, η συμπερίληψη και η καθήκοντος κατά τον Ποινικό Κώδικα ή άλλους ειδικούς
διατήρηση στον ατομικό υπηρεσιακό φάκελο υπαλλήλου, ποινικούς νόμους, καθώς και η εν γένει απόκτηση οικονομικού
πλαστού, νοθευμένου ή παραποιημένου πιστοποιητικού ή οφέλους ή ανταλλάγματος προς όφελος του ιδίου του
τίτλου ή βεβαιώσεως ή άλλου εγγράφου. υπαλλήλου ή τρίτου προσώπου, κατά την άσκηση των
2. Διατάξεις που ορίζουν ειδικά πειθαρχικά καθηκόντων του ή εξ αφορμής αυτών, της αποκτήσεως
παραπτώματα διατηρούνται σε ισχύ. οικονομικού οφέλους ή ανταλλάγματος προς όφελος του ιδίου
του υπαλλήλου ή τρίτου προσώπου κατά την άσκηση των
καθηκόντων του ή εξ αφορμής αυτών, της επαναλαμβανόμενης
Άρθρο 91 Εφαρμογή αρχών και κανόνων του ποινικού απείθειας, της χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπούς ή ανάξιας για
δικαίου υπάλληλο διαγωγής ή ελλείψεως εκκλησιαστικού φρονήματος
εντός ή εκτός υπηρεσίας, η παραβίαση της υποχρεώσεως
1. Αρχές και κανόνες του ποινικού δικαίου και της εχεμύθειας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 33 του
ποινικής δικονομίας εφαρμόζονται αναλόγως και στο παρόντος και των απορρήτων της υπηρεσίας, της
πειθαρχικό δίκαιο, εφ' όσον δεν αντίκεινται στις ρυθμίσεις του αδικαιολόγητης αποχής από την εκτέλεση των υπηρεσιακών
παρόντος Κανονισμού και συνάδουν με την φύση και τον καθηκόντων πάνω από είκοσι δύο (22) εργάσιμες ημέρες
σκοπό της πειθαρχικής διαδικασίας. συνεχώς ή πάνω από συνολικά τριάντα (30) εργάσιμες ημέρες
2. Εφαρμόζονται ιδίως οι αρχές και οι κανόνες που σε διάστημα ενός (1) έτους ή πάνω από πενήντα (50) εντός
αφορούν: μίας διετίας, της σοβαρής απείθειας, της άμεσης ή μέσω
α) στους λόγους αποκλεισμού της υπαιτιότητας και τρίτου προσώπου και για λογαριασμό του συμμετοχής σε
της ικανότητας προς καταλογισμό, δημοπρασία την οποία διενεργεί επιτροπή, μέλος της οποίας
β) στις ελαφρυντικές ή επιβαρυντικές περιστάσεις είναι ο υπάλληλος ή όταν η εισήγηση της επιτροπής
για την επιμέτρηση της πειθαρχικής ποινής, εγκρίνεται από όργανο, στο οποίο μετέχει ή εισηγείται ο
γ) στην έμπρακτη μετάνοια, υπάλληλος, της εμμονής σε άρνηση προσελεύσεως για εξέταση
δ) στο δικαίωμα σιγής του πειθαρχικώς διωκομένου, από υγειονομική επιτροπή, η άσκηση εργασίας ή έργου με
ε) στην πραγματική και νομική πλάνη, αμοιβή χωρίς προηγούμενη άδεια της υπηρεσίας. Επίσης, η
στ)σ το τεκμήριο της αθωότητας του πειθαρχικώς ποινή της οριστικής παύσεως μπορεί να επιβληθεί στον
διωκομένου, υπάλληλο για οποιοδήποτε παράπτωμα αν κατά την
ζ) στην προστασία των δικαιολογημένων προηγούμενη της διαπράξεώς του διετία τού είχαν επιβληθεί
συμφερόντων του πειθαρχικώς διωκομένου ή της υπηρεσίας τρεις (3) τουλάχιστον πειθαρχικές ποινές ανώτερες του
για την διατύπωση δυσμενών κρίσεων και εκφράσεων ή την προστίμου αποδοχών ενός (1) μηνός ή κατά το προηγούμενο
διενέργεια εκδηλώσεων εκ μέρους του εν λόγω υπαλλήλου, εφ’ της διαπράξεώς του έτος είχε τιμωρηθεί για το ίδιο
όσον δεν στοιχειοθετείται το πειθαρχικό παράπτωμα της παράπτωμα με ποινή ανώτερη του προστίμου αποδοχών ενός
αναξιοπρεπούς ή ανάρμοστης ή ανάξιας για υπάλληλο (1) μηνός.
συμπεριφοράς. Στους εργαζομένους με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού
δικαίου αορίστου χρόνου ή ορισμένου χρόνου επιβάλλονται οι
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β ποινές των ανωτέρω περιπτώσεων α΄ έως ζ΄. Σε περίπτωση
τελέσεως παραπτώματος που δικαιολογεί την οριστική παύση
Πειθαρχικές ποινές
κατά την ανωτέρω περίπτωση η΄ ακολουθείται διαδικασία
καταγγελίας της συμβάσεως από την υπηρεσία για σπουδαίο
Άρθρο 92 Πειθαρχικές ποινές λόγο μετά από γνώμη του Υπηρεσιακού Συμβουλίου, το οποίο
απευθύνει ειδική πρόσκληση με περιγραφή του παραπτώματος
1. Οι πειθαρχικές ποινές που επιβάλλονται στους στον εργαζόμενο να εκφέρει εγγράφως τις απόψεις του, χωρίς
υπαλλήλους είναι: να αποκλείεται η παράστασή του κατά την κρίση του
α) η έγγραφη επίπληξη, Συμβουλίου.
β) το πρόστιμο έως τις αποδοχές δώδεκα (12) 2. Για την επιβολή οποιασδήποτε πειθαρχικής
μηνών, ποινής σε υπάλληλο συνεκτιμώνται οι ιδιαίτερες συνθήκες
γ) η στέρηση του δικαιώματος για προαγωγή από τελέσεως του παραπτώματος, η εν γένει προσωπικότητα του
ένα (1) έως πέντε (5) έτη, υπαλλήλου, καθώς και η υπηρεσιακή του εικόνα, όπως
δ) η στέρηση του δικαιώματος συμμετοχής σε προκύπτει από τον ατομικό φάκελο, το προσωπικό του
διαδικασία επιλογής προϊσταμένου οργανικής μονάδας μητρώο και τηρείται η αρχή της αναλογικότητας.
οποιουδήποτε επιπέδου από ένα (1) έως πέντε (5) έτη, 3. Όταν επιβάλλονται οι πειθαρχικές ποινές των
ε) η αφαίρεση της ασκήσεως των καθηκόντων περιπτώσεων γ΄ έως ζ΄ της παραγράφου 1 ϗ συντρέχουν
προϊσταμένου οργανικής μονάδας οποιουδήποτε επιπέδου για επιβαρυντικές περιστάσεις, το Πειθαρχικό Συμβούλιο μπορεί
την θητεία ή το υπόλοιπό της, να επιβάλει επιπλέον διοικητική κύρωση από 3.000 έως
27 Περί κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων
με την τροποποίηση του Κανονισμού 327/2021
www.efimerios.gr

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

30.000 ευρώ. Όταν επιβάλλεται η πειθαρχική ποινή της 91. Η υποτροπή αποτελεί ιδιαιτέρως επιβαρυντική περίπτωση
οριστικής παύσεως για πειθαρχικά παραπτώματα που για την επιμέτρηση της ποινής.
σχετίζονται με οικονομικό αντικείμενο, το Πειθαρχικό
Συμβούλιο μπορεί να επιβάλει επιπλέον διοικητική κύρωση Άρθρο 95 Παραγραφή πειθαρχικών παραπτωμάτων
από 10.000 έως 100.000 ευρώ.
4. α) Για τα παραπτώματα των περιπτώσεων α΄, β΄, 1. Τα πειθαρχικά παραπτώματα παραγράφονται
γ΄, δ΄, θ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 90 δεν μπορεί να μετά πέντε (5) έτη από την ημέρα που διαπράχθηκαν. Τα
επιβληθεί ποινή κατώτερη του υποβιβασμού. πειθαρχικά παραπτώματα που επισύρουν οριστική παύση
β) Για το παράπτωμα της περιπτώσεως ι΄ της παραγράφονται μετά επτά (7) έτη. Κατ' εξαίρεση για το
παραγράφου 1 του άρθρου 90 δεν μπορεί να επιβληθεί ποινή πειθαρχικό παράπτωμα της περιπτώσεως δ΄ της παραγράφου
κατώτερη της προσωρινής παύσεως, εφ' όσον η αδικαιολόγητη 1 του άρθρου 90, η παραγραφή αρχίζει από την ημερομηνία
αποχή από την εκτέλεση των υπηρεσιακών καθηκόντων που ο αρμόδιος πειθαρχικώς προϊστάμενος έλαβε γνώση της
υπερβαίνει τις είκοσι δύο (22) εργάσιμες ημέρες συνεχώς ή τις τελέσεως της πράξεως.
τριάντα (30) εργάσιμες ημέρες σε διάστημα ενός (1) έτους. 2. Πειθαρχικό παράπτωμα, το οποίο αποτελεί και
γ) Για τα παραπτώματα των περιπτώσεων ε΄, ιδ΄, ποινικό αδίκημα, δεν παραγράφεται πριν παραγραφεί το
ιε΄, ιστ΄, ιη΄, ιθ΄, κα΄, κβ΄, κδ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου ποινικό αδίκημα. Για τα παραπτώματα αυτά οι πράξεις της
90 δεν μπορεί να επιβληθεί ποινή κατώτερη του προστίμου. ποινικής διαδικασίας διακόπτουν την παραγραφή του
δ) Για τα λοιπά παραπτώματα μπορεί να επιβληθεί πειθαρχικού παραπτώματος.
οποιαδήποτε πειθαρχική ποινή με εξαίρεση την οριστική 3. Η άσκηση διώξεως, η κλήση σε απολογία, η
παύση, με την επιφύλαξη του τελευταίου εδαφίου της παραπομπή στο Πειθαρχικό Συμβούλιο διακόπτουν την
περιπτώσεως η΄ της παραγράφου 1. παραγραφή. Στις περιπτώσεις αυτές ο συνολικός χρόνος
διακοπής της παραγραφής έως την έκδοση της πρωτοβάθμιας
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ πειθαρχικής αποφάσεως δεν μπορεί να υπερβεί τα επτά (7)
Δίωξη πειθαρχικών παραπτωμάτων έτη και προκειμένου για τα παραπτώματα που επισύρουν
οριστική παύση τα δέκα (10) έτη. Με την λήξη του χρόνου
Άρθρο 93 Δίωξη πειθαρχικών παραπτωμάτων διακοπής εκκινεί εκ νέου ο χρόνος παραγραφής της
παραγράφου 1.
1. Η δίωξη και η τιμωρία πειθαρχικών 4. Η παραγραφή του πειθαρχικού παραπτώματος
παραπτωμάτων αποτελεί καθήκον των πειθαρχικών οργάνων. διακόπτεται επίσης από την τέλεση νέου πειθαρχικού
2. Κατ' εξαίρεση για παραπτώματα που θα επέσυραν παραπτώματος, το οποίο αποσκοπεί στην απόκρυψη ή την
την ποινή της έγγραφης επιπλήξεως, η δίωξη απόκειται στην παρεμπόδιση της πειθαρχικής διώξεως του πρώτου. Στην
διακριτική εξουσία των πειθαρχικών οργάνων, τα οποία περίπτωση αυτή το πρώτο παράπτωμα παραγράφεται, όταν
λαμβάνουν υπ' όψιν αφ' ενός το συμφέρον της υπηρεσίας και παραγραφεί το δεύτερο, εφ' όσον η παραγραφή του δευτέρου
αφ' ετέρου τις συνθήκες διαπράξεώς τους και την υπηρεσιακή συντελείται σε χρόνο μεταγενέστερο της παραγραφής του
γενικώς διαγωγή του υπαλλήλου. Αν το πειθαρχικό όργανο πρώτου.
αποφασίσει να μην ασκήσει δίωξη, υποχρεούται να 5. Δεν παραγράφεται το πειθαρχικό παράπτωμα για
ενημερώσει, με αιτιολογημένη έκθεσή του, τον αμέσως το οποίο εκδόθηκε πειθαρχική απόφαση, που επιβάλλει
ανώτερο πειθαρχικώς προϊστάμενο. Αντίγραφο της εκθέσεως πειθαρχική ποινή σε πρώτο βαθμό.
χορηγείται στον υπάλληλο και τίθεται στο προσωπικό του
μητρώο. Το αντίγραφο αυτό δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για
δυσμενή κρίση του υπαλλήλου. Άρθρο 96 Λήξη πειθαρχικής ευθύνης
3. Δεν επιτρέπεται δεύτερη δίωξη για το ίδιο
πειθαρχικό παράπτωμα. 1. Ο υπάλληλος, ο οποίος απώλεσε την υπαλληλική
4. Η βαθμολογική ή η μισθολογική εξέλιξη ή ιδιότητα με οποιονδήποτε τρόπο δεν διώκεται πειθαρχικώς, η
ανανέωση ή μη θητείας του υπαλλήλου ή ο αναδιορισμός ή μη πειθαρχική όμως διαδικασία η οποία τυχόν έχει αρχίσει,
του μετακλητού υπαλλήλου δεν αίρει το πειθαρχικώς συνεχίζεται και μετά την λύση της υπαλληλικής ή εργασιακής
κολάσιμο παραπτώματος που διαπράχθηκε πριν από την σχέσεως, με εξαίρεση την περίπτωση του θανάτου.
εξέλιξη αυτή. 2. Όταν συντρέχει η περίπτωση της προηγούμενης
5. Πράξεις που έχουν τελεσθεί από υπάλληλο κατά παραγράφου, το Πειθαρχικό Συμβούλιο μπορεί να επιβάλει
την διάρκεια προγενέστερης υπηρεσίας του σε εκκλησιαστική οποιαδήποτε από τις προβλεπόμενες πειθαρχικές ποινές. Σε
υπηρεσία τιμωρούνται πειθαρχικώς, εάν δεν έχει παρέλθει ο περίπτωση που η επιβλητέα πειθαρχική ποινή είναι ανώτερη
χρόνος παραγραφής τους. του προστίμου, το Πειθαρχικό Συμβούλιο την μετατρέπει
αναλόγως με την βαρύτητα του παραπτώματος σε ποινή
Άρθρο 94 Σχέση πειθαρχικού παραπτώματος και ποινής προστίμου αποδοχών έως δώδεκα (12) μηνών, με δυνατότητα
επιβολής και διοικητικής κυρώσεως σύμφωνα με τα
1. Σε περίπτωση που ο υπάλληλος διέπραξε προβλεπόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου 92.
περισσότερα πειθαρχικά παραπτώματα επιβάλλεται, κατά
συγχώνευση, μία συνολική ποινή, κατά την επιμέτρηση της Άρθρο 97 Σχέση της πειθαρχικής διαδικασίας με την ποινική
οποίας λαμβάνεται υπ' όψιν από το πειθαρχικό όργανο η δίκη
βαρύτητα όλων των πειθαρχικών παραπτωμάτων.
2. Κατά την επιμέτρηση των πειθαρχικών ποινών 1. Η πειθαρχική διαδικασία είναι αυτοτελής και
λαμβάνονται υπ' όψιν οι αρχές και οι κανόνες των ανεξάρτητη από την ποινική ή άλλη δίκη.
περιπτώσεων β΄, γ΄, ε΄ ϗ ζ της παραγράφου 2 του άρθρου
28 Περί κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων
με την τροποποίηση του Κανονισμού 327/2021
www.efimerios.gr

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

2. Η ποινική δίκη δεν αναστέλλει την πειθαρχική α) οι πειθαρχικώς προϊστάμενοί τους,


διαδικασία. Το πειθαρχικό όργανο όμως μπορεί με απόφασή β) τα Διοικητικά Συμβούλια ή άλλα συλλογικά
του, η οποία είναι ελευθέρως ανακλητή, να διατάξει, για όργανα διοικήσεως των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων
εξαιρετικούς λόγους, την αναστολή της πειθαρχικής δημοσίου δικαίου,
διαδικασίας, η οποία δεν πρέπει να υπερβαίνει το ένα (1) έτος. γ) το Πειθαρχικό Συμβούλιο της Εκκλησίας της
Αναστολή δεν επιτρέπεται σε περίπτωση που το πειθαρχικό Ελλάδος του άρθρου 2,
παράπτωμα προκάλεσε δημόσιο σκάνδαλο ή θίγει σοβαρά το ε) το Ανώτατο Υπηρεσιακό Συμβούλιο της
κύρος της υπηρεσίας. Εκκλησίας της Ελλάδος (Α.Υ.Σ.Ε.) του άρθρου 3,
3. Το πειθαρχικό όργανο δεσμεύεται από την κρίση στ) το Διοικητικό Εφετείο και
που περιέχεται σε αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου ζ) το Συμβούλιο της Επικρατείας.
ή σε αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα, μόνο ως προς την
ύπαρξη ή την ανυπαρξία πραγματικών περιστατικών που
στοιχειοθετούν την αντικειμενική υπόσταση πειθαρχικού Άρθρο 100 Πειθαρχικώς προϊστάμενοι
παραπτώματος.
4. Αν μετά την έκδοση πειθαρχικής αποφάσεως με Πειθαρχικώς προϊστάμενοι των υπαλλήλων των
την οποία απαλλάσσεται ο υπάλληλος ή επιβάλλεται ποινή εκκλησιαστικών νομικών προσώπων που ανήκουν στην
κατώτερη από την οριστική παύση, εκδοθεί αμετάκλητη αρμοδιότητά τους είναι:
καταδικαστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, με την οποία Α. ο Αρχιγραμματεύς της Ιεράς Συνόδου για όλους
διαπιστώνονται πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την τους υπαλλήλους της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο οποίος είναι ο
αντικειμενική υπόσταση παραπτώματος της περιπτώσεως η΄ κατά σειρά ανώτερος όλων των προϊσταμένων της
της παραγράφου 1 του άρθρου 90 του παρόντος, η πειθαρχική περιπτώσεως Γ.
διαδικασία επαναλαμβάνεται με την διαδικασία του άρθρου Β. Στις Ιερές Μητροπόλεις κατά σειρά: α) ο
126. Επίσης επαναλαμβάνεται η πειθαρχική διαδικασία, αν Μητροπολίτης, β) ο Πρωτοσύγκελλος ή ο Γενικός
μετά την έκδοση καταδικαστικής πειθαρχικής αποφάσεως, Αρχιερατικός Επίτροπος ως αναπληρωτής του, για τους
που επιβάλλει οποιαδήποτε ποινή, εκδοθεί αμετάκλητη υπαλλήλους των Ιερών Μητροπόλεων, και είναι οι κατά σειρά
αθωωτική ποινική απόφαση ή αμετάκλητο απαλλακτικό ανώτεροι των προϊσταμένων της κατωτέρω περιπτώσεως Γ.
βούλευμα για την πράξη ή την παράλειψη, για την οποία Γ. Για όσα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα
τιμωρήθηκε πειθαρχικώς ο υπάλληλος. δημοσίου δικαίου διαθέτουν οργανικές μονάδες κατά τον
5. Η επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας οργανισμό τους επίσης πειθαρχικοί προϊστάμενοι είναι κατά
επιτρέπεται και όταν έχει εκδοθεί καταδικαστική πειθαρχική σειρά:
απόφαση, χωρίς να έχει λάβει υπ' όψιν καταδικαστική ποινική α) ο προϊστάμενος Γενικής Διευθύνσεως του
απόφαση που προηγήθηκε. εκκλησιαστικού νομικού προσώπου, στην οποία υπάγεται ο
6. Ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών ανακοινώνει αμέσως υπάλληλος,
στην προϊσταμένη αρχή του υπαλλήλου κάθε ποινική δίωξη β) ο προϊστάμενος Διευθύνσεως του εκκλησιαστικού
που ασκείται κατ' αυτού. Ο Γραμματέας του Δικαστηρίου ή νομικού προσώπου, στην οποία υπάγεται ο υπάλληλος.
του δικαστικού συμβουλίου ανακοινώνει αμέσως στην ίδια
αρχή τα παραπεμπτικά ή απαλλακτικά βουλεύματα σε κάθε Άρθρο 101 Αρμοδιότητα πειθαρχικώς προϊσταμένων
βαθμό δικαιοδοσίας, καθώς και τις εκδιδόμενες σε κάθε βαθμό
δικαιοδοσίας καταδικαστικές ή αθωωτικές αποφάσεις κατά 1. Όλοι οι πειθαρχικώς προϊστάμενοι δύνανται να
του υπαλλήλου. Σε περίπτωση εγκλεισμού σε σωφρονιστικό επιβάλουν την ποινή της έγγραφης επιπλήξεως. Την ποινή του
κατάστημα, ο διευθυντής φυλακών γνωστοποιεί τούτο, χωρίς προστίμου δύνανται να επιβάλουν οι εξής με τις κατωτέρω
καθυστέρηση, στην προϊσταμένη αρχή του υπαλλήλου. Με την διακρίσεις:
επιφύλαξη των καταδικαστικών αποφάσεων όπου η άσκηση α) ο Αρχιγραμματεύς της Ιεράς Συνόδου και ο
της πειθαρχικής διώξεως είναι υποχρεωτική, τα αρμόδια οικείος Μητροπολίτης έως και τις αποδοχές δύο (2) μηνών για
πειθαρχικά όργανα οφείλουν εντός είκοσι (20) ημερών μετά τους υπαλλήλους της Εκκλησίας της Ελλάδος και των Ιερών
την ως άνω ενημέρωσή τους να αποφαίνονται αιτιολογημένα Μητροπόλεων αντιστοίχως,
για την άσκηση ή μη πειθαρχικής διώξεως σε βάρος του β) ο Πρωτοσύγκελλος ή ο Γενικός Αρχιερατικός
υπαλλήλου. Επίτροπος ως αναπληρωτής του Πρωτοσυγκέλλου, ο αρμόδιος
προϊστάμενος Γενικής Διευθύνσεως έως και τις αποδοχές ενός
Άρθρο 98 Αυτοτέλεια κολασίμου του πειθαρχικού (1) μηνός για τους υπαλλήλους της Εκκλησίας της Ελλάδος,
παραπτώματος των Ιερών Μητροπόλεων, των λοιπών εκκλησιαστικών
νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου κατά περίπτωση,
Σε περίπτωση αποκαταστάσεως, απονομής χάριτος γ) ο προϊστάμενος Διευθύνσεως έως και το ένα τρίτο
ή άρσεως με οποιονδήποτε άλλον τρόπο του κολασίμου ή των μηνιαίων αποδοχών για ένα μήνα για τους υπαλλήλους
μεταβολής των συνεπειών της ποινικής καταδίκης, δεν αίρεται της Εκκλησίας της Ελλάδος, των Ιερών Μητροπόλεων, των
το πειθαρχικώς κολάσιμο της πράξεως. λοιπών εκκλησιαστικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου
κατά περίπτωση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ Όλες οι ανωτέρω ποινές υπόκεινται σε έφεση
Πειθαρχικά όργανα ενώπιον του Α.Υ.Σ.Ε.
2. Η αρμοδιότητα των πειθαρχικώς προϊσταμένων
Άρθρο 99 Πειθαρχικά όργανα είναι αμεταβίβαστη, εκτός εάν από διάταξη νόμου ή
κανονισμού προβλέπεται διαφορετικά.
3. Αρμόδιος πειθαρχικώς προϊστάμενος είναι εκείνος
Πειθαρχική εξουσία στους υπαλλήλους ασκούν:
στον οποίο υπάγεται οργανικώς ο υπάλληλος κατά τον χρόνο
29 Περί κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων
με την τροποποίηση του Κανονισμού 327/2021
www.efimerios.gr

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

τελέσεως του παραπτώματος. Αν ο υπάλληλος υπηρετεί σε πειθαρχικού οργάνου, να κρίνονται ενιαίως, εφ' όσον
άλλη υπηρεσία από αυτήν της οργανικής του θέσεως, αρμόδιος σχετίζονται με καθήκοντα υπηρεσιών του ίδιου
πειθαρχικώς προϊστάμενος είναι ο προϊστάμενος της εκκλησιαστικού νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου.
υπηρεσίας στην οποία υπηρετεί ο υπάλληλος κατά τον χρόνο 2. Περισσότεροι υπάλληλοι που διώκονται για το
τελέσεως του πειθαρχικού παραπτώματος, εφ' όσον το ίδιο ή για συναφή πειθαρχικά παραπτώματα, είναι δυνατόν να
πειθαρχικό παράπτωμα σχετίζεται με την άσκηση κρίνονται ενιαίως, εφ' όσον συντρέχει η προϋπόθεση της
καθηκόντων του στην υπηρεσία αυτή. προηγουμένης παραγράφου.
4. Οι πειθαρχικώς προϊστάμενοι, ο Μητροπολίτης 3. Αν στις περιπτώσεις των παραγράφων 1 και 2 του
για την Ιερά Μητρόπολή του, το Δ.Σ. για την Αποστολική παρόντος άρθρου τα πειθαρχικά όργανα που είναι αρμόδια να
Διακονία ή το Διορθόδοξο Κέντρο της Εκκλησίας της Ελλάδος επιληφθούν είναι διαφορετικά, αρμόδιο για την κρίση όργανο
και τα συλλογικά όργανα διοικήσεως των λοιπών νομικών είναι:
προσώπων δημοσίου δικαίου, η Διαρκής Ιερά Σύνοδος για τους α) μεταξύ περισσοτέρων πειθαρχικώς προϊσταμένων
υπαλλήλους της Εκκλησίας της Ελλάδος, επιλαμβάνονται ο ιεραρχικώς ανώτερος, και σε περίπτωση προϊσταμένων του
αυτεπαγγέλτως. αυτού ιεραρχικού επιπέδου, εκείνος που έχει επιληφθεί
5. Αν έχουν επιληφθεί αρμοδίως περισσότεροι πρώτος,
πειθαρχικώς προϊστάμενοι, η πειθαρχική διαδικασία β) μεταξύ πειθαρχικώς προϊσταμένου, διοικητικού
συνεχίζεται μόνο από εκείνον που κάλεσε πρώτος σε απολογία συμβουλίου ή άλλου συλλογικού οργάνου διοικήσεως των
τον υπάλληλο. Ο ανώτερος πειθαρχικώς προϊστάμενος ή το νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και Πειθαρχικού
Διοικητικό Συμβούλιο του νομικού προσώπου ή η Διαρκής Συμβουλίου, το τελευταίο.
Ιερά Σύνοδος κατά περίπτωση έχουν οπωσδήποτε γ) μεταξύ του Πειθαρχικού Συμβουλίου και
αρμοδιότητα να ζητήσουν την παραπομπή σε αυτούς της Πειθαρχικού Συμβουλίου ή διοικητικού συμβουλίου ή άλλου
πειθαρχικής υποθέσεως, εφ' όσον δεν έχει εκδοθεί οριστική συλλογικού οργάνου διοικήσεως, το Πειθαρχικό Συμβούλιο.
πειθαρχική απόφαση.
6. Αν έχει επιληφθεί ο πειθαρχικώς προϊστάμενος
και κρίνει ότι το παράπτωμα επισύρει ποινή της αρμοδιότητας ΤΜΗΜΑ Β
του ανωτέρου του πειθαρχικώς προϊσταμένου μέχρι και τον Πειθαρχική διαδικασία
Μητροπολίτη, την Ιερά Σύνοδο ή το Διοικητικό Συμβούλιο
του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου κατά περίπτωση, ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α
παραπέμπει την υπόθεση σε οποιονδήποτε εξ αυτών, οι οποίοι
Άσκηση πειθαρχικής διώξεως
αν κρίνουν ότι η προσήκουσα ποινή είναι ανώτερη και της
δικής τους αρμοδιότητας παραπέμπουν το θέμα στο
Πειθαρχικό Συμβούλιο. Άρθρο 105 Άσκηση πειθαρχικής διώξεως

Άρθρο 102 Αρμοδιότητα διοικητικών συμβουλίων 1. Η πειθαρχική δίωξη αρχίζει είτε με την κλήση
νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου του υπαλλήλου σε απολογία από το μονομελές πειθαρχικό
όργανο είτε με την παραπομπή του στο Πειθαρχικό
Συμβούλιο. Η πειθαρχική διαδικασία ολοκληρώνεται το
Τα διοικητικά συμβούλια και λοιπά συλλογικά
αργότερο εντός δύο (2) μηνών από την κλήση σε απολογία είτε
όργανα διοικήσεως ως προς τους υπαλλήλους των
με την έκδοση πειθαρχικής αποφάσεως μονομελούς οργάνου
εκκλησιαστικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου
είτε με παραπομπή ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου. Σε
δύνανται να επιβάλουν τις ποινές της έγγραφης επιπλήξεως
περίπτωση παραπομπής ενώπιον του Πειθαρχικού
και του προστίμου έως και τις αποδοχές τριών (3) μηνών, που
Συμβουλίου, η πειθαρχική διαδικασία ολοκληρώνεται εντός
υπόκεινται σε έφεση ενώπιον του Α.Υ.Σ.Ε.
δύο (2) μηνών από την παραπομπή, εκτός αν απαιτείται η
διεξαγωγή ανακρίσεως οπότε ολοκληρώνεται εντός τεσσάρων
Άρθρο 103 Αρμοδιότητα Πειθαρχικού Συμβουλίου
(4) μηνών.
2. Η υπαίτια παράβαση των διατάξεων των δύο
1. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο δύναται να επιβάλει τελευταίων εδαφίων της προηγουμένης παραγράφου αποτελεί
οποιαδήποτε πειθαρχική ποινή. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο πειθαρχικό παράπτωμα. Το παράπτωμα αυτό, για τα μη
κρίνει σε πρώτο βαθμό ύστερα από παραπομπή της υποθέσεως Αρχιερατικά μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου, εκδικάζεται
σε αυτό. μετά από παραπομπή ενώπιον του Α.Υ.Σ.Ε..
2. Το Α.Υ.Σ.Ε. αποφαίνεται σε δεύτερο βαθμό
ύστερα από έφεση κατά αποφάσεων του Πειθαρχικού
Συμβουλίου ή των διοικητικών συμβουλίων και συλλογικών Άρθρο 106 Παραπομπή στο Πειθαρχικό Συμβούλιο
οργάνων διοικήσεως των Ν.Π.Δ.Δ. και σε πρώτο βαθμό για
την εκδίκαση του παραπτώματος της παραγράφου 2 του
1. Αν ο πειθαρχικώς προϊστάμενος κρίνει ότι το
άρθρου 105 του παρόντος. Το Α.Υ.Σ.Ε. είναι το αρμόδιο
πειθαρχικό παράπτωμα τιμωρείται με ποινή της
πειθαρχικό όργανο των ανωτάτων υπαλλήλων των
αρμοδιότητας του Πειθαρχικού Συμβουλίου, παραπέμπει απ'
εκκλησιαστικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, το
ευθείας την υπόθεση στο Πειθαρχικό Συμβούλιο. Για τους
οποίο κρίνει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό.
υπαλλήλους νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου που έχουν
διοικητικό συμβούλιο ή άλλο συλλογικό όργανο διοικήσεως η
Άρθρο 104 Ενιαία κρίση πειθαρχικών παραπτωμάτων
πειθαρχική υπόθεση παραπέμπεται για τον ίδιο λόγο στο
Πειθαρχικό Συμβούλιο από το διοικητικό συμβούλιο ή άλλο
1. Περισσότερα του ενός πειθαρχικά παραπτώματα συλλογικό όργανο διοικήσεως του νομικού προσώπου. Η
του ίδιου υπαλλήλου είναι δυνατόν, κατά την κρίση του
30 Περί κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων
με την τροποποίηση του Κανονισμού 327/2021
www.efimerios.gr

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

παραπομπή είναι υποχρεωτική όταν υπάρχει αιτιολογημένη την εξέταση με αιτιολογημένη έκθεσή του. Στην περίπτωση
εισήγηση αρμόδιας υπηρεσίας. αυτή δεν αποκλείεται η ενέργεια προκαταρκτικής εξετάσεως
2. Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος όταν λάβει γνώση από ανώτερο πειθαρχικώς προϊστάμενο. Αν, αντιθέτως, αυτός
πειθαρχικού παραπτώματος που τελέσθηκε από υπάλληλο που ενεργεί ή διατάσσει προκαταρκτική εξέταση κρίνει ότι
εκκλησιαστικού νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, δύναται έχει διαπραχθεί πειθαρχικό παράπτωμα, το οποίο τιμωρείται
να παραπέμπει την υπόθεση ενώπιον του οικείου Πειθαρχικού με ποινή της αρμοδιότητάς του, καλεί τον υπάλληλο σε
Συμβουλίου για την άσκηση του πειθαρχικού ελέγχου. απολογία, σύμφωνα με το άρθρο 117 του παρόντος. Αν κρίνει,
3. Δεν επιτρέπεται παραπομπή στο Πειθαρχικό είτε πριν από την κλήση του υπαλλήλου σε απολογία είτε μετά
Συμβούλιο μετά την έκδοση οριστικής αποφάσεως για το ίδιο την απολογία του, ότι δικαιολογείται η επιβολή βαρύτερης
παράπτωμα από οποιοδήποτε πειθαρχικό όργανο. ποινής, ενεργεί σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παράγραφο 6
του άρθρου 101 του παρόντος. Αν, τέλος, κρίνει ότι το
Άρθρο 107 Διαδικασία και συνέπειες παραπομπής πειθαρχικό παράπτωμα χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση,
διατάσσει την ενέργεια ένορκης διοικητικής εξετάσεως.
1. Στο έγγραφο, με το οποίο η υπόθεση 4. Κατά την προκαταρκτική εξέταση που ενεργείται
παραπέμπεται στο Πειθαρχικό Συμβούλιο σύμφωνα με το για υποθέσεις δύναται να αποφασίζεται από τον ενεργούντα ή
άρθρο 106 του παρόντος, πρέπει να προσδιορίζονται διατάσσοντα αυτήν η προστασία της ανωνυμίας των
επακριβώς κατά τόπο και χρόνο τα πραγματικά περιστατικά υπαλλήλων, οι οποίοι, χωρίς να εμπλέκονται καθ' οιονδήποτε
που συνιστούν το πειθαρχικό παράπτωμα και ο διωκόμενος τρόπο στην τέλεση των ως άνω πράξεων ή να αποβλέπουν σε
υπάλληλος. ίδιον όφελος, συμβάλλουν με τις πληροφορίες που παρέχουν
2. Το παραπεμπτήριο έγγραφο κοινοποιείται στον στην αποκάλυψη και δίωξή τους. Η προστασία αυτή γίνεται
διωκόμενο υπάλληλο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου με παροχή αντιγράφου του εγγράφου της καταθέσεως αυτών
121 και αποστέλλεται με τον φάκελο της υποθέσεως στο που συνέβαλαν στην αποκάλυψη από τον ενεργούντα την
Πειθαρχικό Συμβούλιο. Αν κατά την διαδικασία ανακύψουν προκαταρκτική εξέταση, στον ύποπτο τελέσεως πειθαρχικού
ευθύνες και για άλλους υπαλλήλους που δεν περιλαμβάνονται αδικήματος, με απάλειψη των στοιχείων ταυτότητας και
στο παραπεμπτήριο έγγραφο, το Συμβούλιο τους καλεί κατοικίας τους. Μετά το πέρας της προκαταρκτικής
σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο έγγραφο αυτό σε απολογία εξετάσεως η ανωνυμία του υπαλλήλου εξακολουθεί να
και συνεχίζει την περαιτέρω διαδικασία, χωρίς να είναι προστατεύεται.
απαραίτητη η ιδιαίτερη κοινοποίηση του παραπεμπτηρίου
εγγράφου. Στην περίπτωση αυτή μπορεί να αποφασίζει την Άρθρο 109 Εκκλησιαστική Διοικητική Εξέταση (Ε.Δ.Ε.)
συνεκδίκαση των παραπτωμάτων αυτών με τα παραπτώματα
των περιλαμβανομένων στο παραπεμπτήριο. 1. Η εκκλησιαστική διοικητική εξέταση (Ε.Δ.Ε.)
3. Η έκδοση του παραπεμπτηρίου εγγράφου ενεργείται, ενόρκως κατά τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας,
καταργεί την εκκρεμή πειθαρχική διαδικασία ενώπιον άλλου κάθε φορά που η υπηρεσία έχει σοβαρές υπόνοιες ή σαφείς
πειθαρχικού οργάνου. ενδείξεις για την διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος. Η
4. Το παραπεμπτήριο έγγραφο δεν ανακαλείται. εξέταση αυτή αποσκοπεί στην συλλογή στοιχείων για την
διαπίστωση της τελέσεως πειθαρχικού παραπτώματος και τον
προσδιορισμό των προσώπων που τυχόν ευθύνονται, καθώς
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β και στην διερεύνηση των συνθηκών κάτω από τις οποίες αυτό
Προκαταρκτική έρευνα –ΕΔΕ –Πειθαρχική ανάκριση έχει τελεσθεί. Η εκκλησιαστική διοικητική εξέταση δεν
συνιστά έναρξη πειθαρχικής διώξεως.
Άρθρο 108 Προκαταρκτική εξέταση 2. Η εκκλησιαστική διοικητική εξέταση διατάσσεται
από οποιονδήποτε πειθαρχικώς προϊστάμενο και ενεργείται
από υπάλληλο μόνιμο ή μετακλητό ή αορίστου χρόνου ή επί
1. Προκαταρκτική εξέταση είναι η άτυπη συλλογή
θητεία του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου. Η ενέργεια
και καταγραφή στοιχείων για να διαπιστωθεί η τέλεση
της εκκλησιαστικής διοικητικής εξετάσεως μπορεί να
πειθαρχικού παραπτώματος και οι συνθήκες τελέσεώς του.
ανατίθεται και σε υπάλληλο άλλου εκκλησιαστικού νομικού
2. Προκαταρκτική εξέταση μπορεί να ενεργήσει ή να
προσώπου, μετά από έγκρισή του. Η εκκλησιαστική
διατάξει κάθε πειθαρχικώς προϊστάμενος του υπαλλήλου ή το
διοικητική εξέταση περατώνεται εντός δύο (2) μηνών από την
Διοικητικό Συμβούλιο ή άλλο συλλογικό όργανο διοικήσεως
ημερομηνία που κοινοποιήθηκε στον υπάλληλο η απόφαση
του εκκλησιαστικού νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου. Η
αναθέσεως διεξαγωγής της. Ο υπάλληλος, ο οποίος διεξάγει
προκαταρκτική εξέταση περατώνεται εντός μηνός από την
την εκκλησιαστική διοικητική εξέταση, μπορεί να ζητήσει, με
ημερομηνία κατά την οποία ο πειθαρχικώς προϊστάμενος ή το
αιτιολογημένη αίτησή του, παράταση της προθεσμίας αυτής
Διοικητικό Συμβούλιο ή άλλο συλλογικό όργανο διοικήσεως
έως ένα (1) μήνα. Αν ο υπάλληλος, στον οποίο αποδίδεται η
του εκκλησιαστικού νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου
διάπραξη του πειθαρχικού παραπτώματος, είναι προϊστάμενος
έλαβε γνώση των περιστατικών, που πιθανόν συνιστούν
οργανικής μονάδας οποιουδήποτε επιπέδου, η εντολή για
πειθαρχικό παράπτωμα ή, αν η προκαταρκτική εξέταση
διενέργεια εκκλησιαστικής διοικητικής εξετάσεως ανατίθεται
διεξάγεται από υπάλληλο ύστερα από εντολή του πειθαρχικώς
σε προϊστάμενο τουλάχιστον ίδιου επιπέδου οργανικής
προϊσταμένου ή του Διοικητικού Συμβουλίου ή άλλου
μονάδας.
συλλογικού οργάνου διοικήσεως του εκκλησιαστικού νομικού
3. Κατά την εξέταση του υπαλλήλου, στον οποίο
προσώπου δημοσίου δικαίου, από την ημερομηνία που
αποδίδεται η διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος,
κοινοποιήθηκε στον υπάλληλο η απόφαση της αναθέσεώς της.
εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 113
3. Αν αυτός που ενεργεί ή διατάσσει προκαταρκτική
παράγραφος 3 και 115 του παρόντος.
εξέταση κρίνει, με βάση τα στοιχεία που έχουν συγκεντρωθεί,
4. Η εκκλησιαστική διοικητική εξέταση
ότι δεν συντρέχει περίπτωση πειθαρχικής διώξεως, περατώνει
ολοκληρώνεται με την υποβολή αιτιολογημένης εκθέσεως του
31 Περί κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων
με την τροποποίηση του Κανονισμού 327/2021
www.efimerios.gr

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

υπαλλήλου που την ενεργεί. Η έκθεση αυτή υποβάλλεται, με 4. Όποιος διεξάγει ανάκριση δικαιούται να
όλα τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν, στον πειθαρχικώς ενεργήσει ανακριτικές πράξεις και εκτός της έδρας του.
προϊστάμενο ο οποίος διέταξε την διενέργεια της εξετάσεως. Επίσης, δικαιούται να ζητήσει την ενέργεια ανακριτικών
Εφ' όσον με την έκθεση διαπιστώνεται η διάπραξη πράξεων και εκτός της έδρας του από οποιαδήποτε
πειθαρχικού παραπτώματος από συγκεκριμένο υπάλληλο, ο εκκλησιαστική ή διοικητική αρχή.
πειθαρχικώς προϊστάμενος ασκεί την πειθαρχική δίωξη εντός 5. Η πειθαρχική ανάκριση είναι μυστική.
τριών (3) μηνών από την υποβολή της εκθέσεως. 6. Η πειθαρχική ανάκριση περατώνεται εντός μηνός
5. Διατάξεις που προβλέπουν την διενέργεια ένορκων από την ημερομηνία κοινοποιήσεως της σχετικής αποφάσεως
διοικητικών εξετάσεων οποιασδήποτε μορφής από ειδικά του Πειθαρχικού Συμβουλίου στον υπάλληλο που θα την
όργανα δεν θίγονται. διενεργήσει, ο οποίος μπορεί να ζητήσει με αιτιολογημένη
6. Οι διατάξεις των παραγράφων 5, 7 και 8 του αίτησή του παράταση της προθεσμίας αυτής. Η παράταση
άρθρου 110, καθώς και οι διατάξεις των άρθρων 112 και 114 αυτή δεν υπερβαίνει τον ένα (1) μήνα.
του παρόντος, εφαρμόζονται αναλόγως. 7. Η πειθαρχική ανάκριση μπορεί να επεκταθεί στην
έρευνα και άλλων παραπτωμάτων του ίδιου υπαλλήλου, εφ'
Άρθρο 110 Πειθαρχική ανάκριση όσον προκύπτουν επαρκή στοιχεία.
8. Καθήκοντα γραμματέα εκτελεί υπάλληλος ο
1. Πειθαρχική ανάκριση διεξάγεται υποχρεωτικώς οποίος ορίζεται από τον ενεργούντα ή διατάσσοντα την
κατά την διαδικασία ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου. ανάκριση.
Κατ' εξαίρεση δεν είναι υποχρεωτική η ανάκριση στις
ακόλουθες περιπτώσεις: Άρθρο 111 Ανακριτικές πράξεις
α) όταν τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν
την αντικειμενική υπόσταση του πειθαρχικού παραπτώματος 1. Ανακριτικές πράξεις είναι:
προκύπτουν από τον φάκελο κατά τρόπο αναμφισβήτητο, α) η αυτοψία,
β) όταν ο υπάλληλος ομολογεί με την απολογία του β) η εξέταση μαρτύρων,
κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση ότι διέπραξε το γ) η πραγματογνωμοσύνη,
πειθαρχικό παράπτωμα, δ) η εξέταση του διωκομένου.
γ) όταν ο υπάλληλος συλλαμβάνεται επ' αυτοφώρω 2. Δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο
κατά την διάπραξη ποινικού αδικήματος που αποτελεί ανακριτικής πράξεως θέμα που κατά τον νόμο καλύπτεται από
συγχρόνως και πειθαρχικό παράπτωμα, το απόρρητο της υπηρεσίας, εκτός αν συμφωνεί η αρμόδια
δ) όταν έχει προηγηθεί ανάκριση ή προανάκριση υπηρεσία.
συμφώνως πρός τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής 3. Για την ανακριτική πράξη συντάσσεται έκθεση
Δικονομίας για ποινικό αδίκημα που αποτελεί και πειθαρχικό που υπογράφεται από όσους συνέπραξαν. Αν κάποιος από τους
παράπτωμα, μάρτυρες είναι αναλφάβητος ή αρνείται να υπογράψει ή
ε) όταν έχει διενεργηθεί, πριν την έκδοση του βρίσκεται σε φυσική αδυναμία να υπογράψει, γίνεται σχετική
παραπεμπτηρίου εγγράφου, Ε.Δ.Ε. ή άλλη εκκλησιαστική μνεία στην έκθεση.
εξέταση, κατά την οποία διαπιστώθηκε διάπραξη πειθαρχικού
παραπτώματος από συγκεκριμένο υπάλληλο. Το ίδιο ισχύει Άρθρο 112 Αυτοψία
όταν η διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος προκύπτει από
έκθεση δικαστικού οργάνου ή άλλου ελεγκτικού οργάνου. 1. Με την επιφύλαξη όσων ορίζονται στο δεύτερο
2. Η πειθαρχική ανάκριση διεξάγεται από υπάλληλο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 110 του παρόντος, η
τουλάχιστον ομοιόβαθμο του διωκομένου, που μπορεί να είναι αυτοψία διενεργείται αυτοπροσώπως από εκείνον που διεξάγει
και μέλος του Πειθαρχικού Συμβουλίου. Αν σε εκκλησιαστικό την πειθαρχική ανάκριση με την παρουσία γραμματέα.
νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου δεν υπάρχει επαρκής 2. Η αυτοψία διοικητικών εγγράφων ή εγγράφων
αριθμός υπαλλήλων, που να πληροί την ανωτέρω προϋπόθεση, ιδιωτικών, που έχουν κατατεθεί σε δημόσια ή εκκλησιαστική
η διεξαγωγή της πειθαρχικής ανακρίσεως ανατίθεται σε αρχή, διενεργείται στον χώρο όπου φυλάσσονται.
υπάλληλο άλλου εκκλησιαστικού νομικού προσώπου με 3. Έγγραφα που κατέχονται από ιδιώτη
έγκριση της προϊσταμένης αρχής του. παραδίδονται στον ανακριτή και επιστρέφονται υποχρεωτικώς
3. Δεν ενεργούν πειθαρχική ανάκριση: α) τα μετά το τέλος της πειθαρχικής διαδικασίας. Ο ανακριτής,
πρόσωπα στα οποία αποδίδεται το πειθαρχικό παράπτωμα, β) ύστερα από αίτηση του ιδιώτη, υποχρεούται να χορηγεί
οι πειθαρχικώς προϊστάμενοι που έχουν εκδώσει την ατελώς απόδειξη παραλαβής και επίσημο αντίγραφο των
πειθαρχική απόφαση, η οποία κρίνεται κατ' έφεση, γ) τα εγγράφων που παραλήφθηκαν. Κατ' εξαίρεση, η αυτοψία
πρόσωπα που έχουν ενεργήσει εκκλησιαστική διοικητική ιδιωτικών εγγράφων, τα οποία είναι απολύτως αναγκαία για
εξέταση και δ) τα πρόσωπα που έχουν ασκήσει την την διεκπεραίωση τρέχουσας υποθέσεως του κατόχου τους ή
πειθαρχική δίωξη. Ο εγκαλούμενος μπορεί να ζητήσει με άλλου προσώπου, διενεργείται από τον ανακριτή στον τόπο
έγγραφη αίτηση μέσα σε τρεις (3) ημέρες από την κλήση του όπου βρίσκονται.
για εξέταση την εξαίρεση εκείνου που διεξάγει την ανάκριση. 4. Αυτοψία μη εγγράφων επικοινωνιών διενεργείται
Στην αίτηση πρέπει να εκτίθενται κατά τρόπο σαφή και μετά από εκτύπωσή τους, εφ' όσον είναι δυνατή, και το έντυπο
συγκεκριμένο οι λόγοι της εξαιρέσεως και να αναφέρονται τα της εκτυπώσεως βεβαιώνεται υπογραφόμενο και
στοιχεία στα οποία θεμελιώνονται οι προβαλλόμενοι χρονολογούμενο από τον ανακριτή.
ισχυρισμοί. Για την αίτηση εξαιρέσεως αποφασίζει το
Πειθαρχικό Συμβούλιο χωρίς την συμμετοχή εκείνου του
οποίου ζητείται η εξαίρεση, που αναπληρώνεται νομίμως. Αν
η αίτηση γίνει δεκτή, οι ανακριτικές πράξεις που στο μεταξύ Άρθρο 113 Μάρτυρες
ενεργήθηκαν είναι άκυρες και επαναλαμβάνονται εξαρχής.
32 Περί κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων
με την τροποποίηση του Κανονισμού 327/2021
www.efimerios.gr

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

1. Οι μάρτυρες εξετάζονται ενόρκως, σύμφωνα με 1. Πειθαρχική ποινή δεν επιβάλλεται, εάν ο


τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. υπάλληλος δεν κληθεί προηγουμένως σε απολογία. Η εξέταση
2. Η μη εμφάνιση ή η άρνηση καταθέσεως του του διωκομένου κατά το στάδιο της εκκλησιαστικής
μάρτυρα χωρίς εύλογη αιτία αποτελεί πειθαρχικό διοικητικής εξετάσεως ή της πειθαρχικής ανακρίσεως δεν
παράπτωμα, αν είναι υπάλληλος. Εύλογη αιτία θεωρείται και αναπληρώνει την κλήση σε απολογία.
η συγγένεια του διωκομένου με τον μάρτυρα σε ευθεία γραμμή 2. Στην κλήση σε απολογία καθορίζεται σαφώς το
ή έως και τον δεύτερο βαθμό σε πλάγια γραμμή. αποδιδόμενο πειθαρχικό παράπτωμα και τάσσεται εύλογη
3. Ο διωκόμενος δικαιούται κατά την διάρκεια της προθεσμία για απολογία. Η προθεσμία αυτή δεν μπορεί να
πειθαρχικής ανακρίσεως και της εκκλησιαστικής διοικητικής είναι βραχύτερη από πέντε (5) ημέρες είτε καλείται σε
εξετάσεως και μέχρι το τέλος της εξετάσεώς του να ζητήσει απολογία από τον πειθαρχικώς προϊστάμενο είτε καλείται από
εγγράφως την εξέταση μαρτύρων. Ο ανακριτής υποχρεούται το Διοικητικό Συμβούλιο ή άλλο συλλογικό όργανο διοικήσεως
να εξετάσει πέντε (5) τουλάχιστον από τους προτεινόμενους ή Πειθαρχικό Συμβούλιο. Η προθεσμία για απολογία μπορεί
μάρτυρες. να παραταθεί μία μόνο φορά και έως το τριπλάσιο της αρχικής
4. Αν η εκκλησιαστική διοικητική εξέταση δεν προθεσμίας, μετά από αιτιολογημένη έγγραφη αίτηση του
στρεφόταν κατά συγκεκριμένου προσώπου, το Πειθαρχικό διωκομένου. Εκπρόθεσμη απολογία λαμβάνεται
Συμβούλιο υποχρεούται να διενεργήσει συμπληρωματική υποχρεωτικώς υπ' όψιν, εφ' όσον υποβάλλεται πριν από την
ανάκριση, προκειμένου να παρασχεθεί η δυνατότητα στον έκδοση της αποφάσεως. Η παράλειψη της κλήσεως σε
διωκόμενο να εξετασθεί ανωμοτί ή να προτείνει την εξέταση απολογία καλύπτεται από την υποβολή έγγραφης απολογίας
μαρτύρων, εκτός εάν αυτός δηλώσει ενώπιον του Συμβουλίου με πρωτοβουλία του διωκομένου.
ότι δεν επιθυμεί να εξετασθεί ανωμοτί ή να προτείνει την 3. Όταν μετά την κλήση του διωκομένου σε
εξέταση μαρτύρων. απολογία ακολουθεί παραπομπή σύμφωνα με την παράγραφο
6 του άρθρου 101 του παρόντος σε ανώτερο πειθαρχικώς
Άρθρο 114 Πραγματογνώμονες προϊστάμενο ή στο Πειθαρχικό Συμβούλιο ή στα όργανα του
άρθρου 102 του παρόντος, δεν απαιτείται νέα κλήση σε
Ως πραγματογνώμονες ορίζονται ιδιώτες ή απολογία.
εκκλησιαστικοί ή δημόσιοι υπάλληλοι ή υπάλληλοι νομικών 4. Μετά την κλήση σε απολογία, η υπόθεση
προσώπων δημοσίου δικαίου και Ο.Τ.Α., καθώς και περατούται με την έκδοση αποφάσεως.
αξιωματικοί των ενόπλων δυνάμεων, των σωμάτων ασφαλείας
και του λιμενικού σώματος. Οι πραγματογνώμονες, πριν από Άρθρο 118 Απολογία
την διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης, ορκίζονται
σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. 1. Η απολογία υποβάλλεται πάντοτε εγγράφως.
Ενώπιον του διοικητικού συμβουλίου ή άλλου συλλογικού
Άρθρο 115 Εξέταση διωκομένου οργάνου διοικήσεως ή του Πειθαρχικού Συμβουλίου είναι
δυνατό να επιτραπεί στον διωκόμενο και η προφορική
Κατά την πειθαρχική ανάκριση καλείται συμπληρωματική απολογία. Επιτρέπεται η μαγνητοφώνηση
οπωσδήποτε για εξέταση ο διωκόμενος υπάλληλος τελευταίος. της διαδικασίας απολογίας κατόπιν ενημερώσεως του
Ο υπάλληλος εξετάζεται ανωμοτί και μπορεί να παρίσταται διωκομένου.
μετά δικηγόρου. Η μη προσέλευση του διωκομένου ή η 2. Η απολογία παραδίδεται με απόδειξη στο όργανο,
άρνησή του να εξετασθεί, δεν εμποδίζει την πρόοδο της το οποίο καλεί σε απολογία. Μπορεί όμως και να αποσταλεί
ανακρίσεως. Σε περίπτωση συμπληρώσεως της ανακρίσεως ο ταχυδρομικώς με συστημένη επιστολή ή ηλεκτρονικό
διωκόμενος καλείται εκ νέου για εξέταση, εάν προέκυψαν νέα ταχυδρομείο. Στην περίπτωση του προηγουμένου εδαφίου το
στοιχεία. εμπρόθεσμο της υποβολής της κρίνεται από τον χρόνο της
ταχυδρομήσεως.
3. Πριν από την απολογία ο διωκόμενος έχει
Άρθρο 116 Ενέργειες μετά την ανάκριση δικαίωμα να ζητήσει να λάβει γνώση και αντίγραφα, με
δαπάνες του, του φακέλου της πειθαρχικής υποθέσεως. Το
1. Ο πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου, όταν γεγονός ότι έλαβε γνώση αποδεικνύεται με πράξη, η οποία
λάβει το παραπεμπτήριο έγγραφο, ορίζει ως εισηγητή της υπογράφεται από τον υπάλληλο, ο οποίος τηρεί τον φάκελο,
πειθαρχικής υποθέσεως ένα από τα μέλη του συμβουλίου, στο και τον διωκόμενο ή μόνο από τον πρώτο, αν ο δεύτερος
οποίο και παραδίδεται ο φάκελος. αρνηθεί να υπογράψει. Αν ο διωκόμενος υπάλληλος δεν
2. Ο πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου, όταν υπηρετεί στην έδρα του οργάνου που τον καλεί σε απολογία,
διαβιβασθεί σε αυτόν το πόρισμα της πειθαρχικής ανακρίσεως του χορηγείται σχετική άδεια.
ή, σε περίπτωση μη διενέργειας ανακρίσεως κατά το άρθρο 4. Με την απολογία του ο υπάλληλος έχει δικαίωμα
110 παράγραφος 1 του παρόντος, όταν κρίνει ότι η υπόθεση να ζητήσει εύλογη προθεσμία για να υποβάλει έγγραφα
είναι ώριμη για συζήτηση, την εισάγει στο Πειθαρχικό στοιχεία. Η παροχή της προθεσμίας και η διάρκειά της
Συμβούλιο για να αποφασίσει την κλήση σε απολογία του εναπόκεινται στην κρίση του οργάνου, το οποίο τον καλεί σε
διωκομένου υπαλλήλου ή την απαλλαγή του χωρίς αυτήν. απολογία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ
Απολογία Διαδικασία ενώπιον Πειθαρχικού Συμβουλίου

Άρθρο 117 Κλήση σε Απολογία


33 Περί κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων
με την τροποποίηση του Κανονισμού 327/2021
www.efimerios.gr

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Άρθρο 119 Προσδιορισμός ημέρας συνεδριάσεως - Συμβούλιο ο ανακριτής ή αυτός που συμμετείχε στο
Παράσταση διωκομένου Πειθαρχικό Συμβούλιο κατά την πρώτη κρίση.

1. Μετά την υποβολή της απολογίας ή την


παρέλευση της προθεσμίας υποβολής της, ο πρόεδρος του ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε
Πειθαρχικού Συμβουλίου προσδιορίζει με πράξη του την Γενικές διαδικαστικές διατάξεις
ημέρα κατά την οποία θα συζητηθεί η υπόθεση. Η ημέρα, η
ώρα και ο τόπος της συνεδριάσεως κοινοποιούνται κατά το Άρθρο 121 Κοινοποιήσεις στον διωκόμενο
άρθρο 121 στον διωκόμενο πριν από πέντε (5) τουλάχιστον
πλήρεις ημέρες. Η κλήση σε απολογία και κάθε πρόσκληση ή
2. Ο διωκόμενος υπάλληλος έχει δικαίωμα να ειδοποίηση του υπαλλήλου επιδίδονται με δικαστικό
παραστεί είτε αυτοπροσώπως είτε διά ή μετά πληρεξουσίου επιμελητή ή άλλο εκκλησιαστικό ή δημόσιο όργανο στον ίδιο
δικηγόρου ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου και των προσωπικά ή στην κατοικία που έχει δηλώσει στην υπηρεσία
διοικητικών συμβουλίων ή άλλων συλλογικών οργάνων του, σε πρόσωπο με το οποίο συνοικεί ή στον Ιερό Ναό, όπου
διοικήσεως των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων δημοσίου διακονεί, ή στην Ιερά Μονή όπου εγκαταβιοί, εάν πρόκειται
δικαίου και αποχωρεί πριν από την έναρξη συζητήσεως, την για κληρικό ή μοναχό αντιστοίχως ή στην κατάστημα της
ψηφοφορία και λήψη αποφάσεως. Η μη προσέλευση του υπηρεσίας, που εργάζεται. Για την επίδοση αυτή συντάσσεται
διωκομένου δεν εμποδίζει την πρόοδο της διαδικασίας. αποδεικτικό. Εάν δεν καταστεί δυνατή η επίδοση λόγω
3. Αν το Πειθαρχικό Συμβούλιο κρίνει ανεπαρκή τα απουσίας του υπαλλήλου ή των συνοίκων του, συντάσσεται
αποδεικτικά στοιχεία, αναβάλλει την κρίση της υποθέσεως και σχετική έκθεση, το έγγραφο τοιχοκολλάται στον τόπο της
διατάσσει συμπληρωματική ανάκριση. επιδόσεως και συντάσσεται έκθεση που υπογράφεται από έναν
4. Η υπηρεσία του διωκομένου υποχρεούται να του μάρτυρα. Σε περίπτωση αγνώστου διαμονής του υπαλλήλου το
χορηγεί ανάλογη άδεια για να προσέλθει ενώπιον πειθαρχικού έγγραφο τοιχοκολλάται στο κατάστημα της υπηρεσίας του
οργάνου κατά την κρίση της υποθέσεώς του. υπαλλήλου και συντάσσεται έκθεση που υπογράφεται από έναν
5. Πρακτικά τηρούνται κατά τις συνεδριάσεις των μάρτυρα. Σε περίπτωση αρνήσεως παραλαβής, το έγγραφο
διοικητικών συμβουλίων ή άλλων συλλογικών οργάνων τοιχοκολλάται στον τόπο της επιδόσεως και αυτός που
διοικήσεως των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων δημοσίου διενεργεί την επίδοση συντάσσει πράξη, στην οποία
δικαίου, όταν ενεργούν ως πειθαρχικά όργανα, από υπάλληλό βεβαιώνεται η άρνηση από τον ίδιο και υπογράφεται και από
τους που ορίζεται ως γραμματέας και υπογράφονται από τον έναν μάρτυρα.
πρόεδρό τους ή τον αναπληρωτή του και τον γραμματέα.

Άρθρο 122 Εκτίμηση αποδείξεων


Άρθρο 120 Κωλύματα και εξαίρεση μελών Πειθαρχικού
Συμβουλίου 1. Το πειθαρχικό όργανο εκτιμά ελευθέρως τις
αποδείξεις. Για να μορφώσει την κρίση του, μπορεί να λάβει
1. Μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου, που δεν υπ' όψιν του και αποδεικτικά στοιχεία που δεν προκύπτουν
δικαιούνται να διεξάγουν ανάκριση σύμφωνα με την από την πειθαρχική διαδικασία, αλλά από άλλη νόμιμη
παράγραφο 3 του άρθρου 110 του παρόντος ή έχουν διαδικασία, εφ' όσον έλαβε γνώση τους ο διωκόμενος.
διενεργήσει πειθαρχική ανάκριση στην κρινόμενη υπόθεση, 2. Συναφή πειθαρχικά παραπτώματα, τα οποία
κωλύονται να μετάσχουν στην σύνθεσή του κατά την κρίση διαπιστώνονται κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, δύνανται
της υποθέσεως αυτής. να αποτελέσουν αντικείμενο της ίδιας πειθαρχικής κρίσεως,
2. Ο διωκόμενος μπορεί με έγγραφη αίτησή του να ακόμα και εάν δεν περιλαμβάνονται στο έγγραφο ασκήσεως
ζητήσει την εξαίρεση μελών του Πειθαρχικού Συμβουλίου, με διώξεως ή στο παραπεμπτήριο έγγραφο, μόνον εφ' όσον ο
την προϋπόθεση ότι με τα υπόλοιπα μέλη, τακτικά και διωκόμενος κληθεί σε απολογία και γι' αυτά.
αναπληρωματικά, υπάρχει απαρτία. Η αίτηση αυτή, που 3. Η κρίση πρέπει να στηρίζεται σε αποδεδειγμένα
υποβάλλεται δύο (2) τουλάχιστον ημέρες πριν από την πραγματικά γεγονότα και να είναι ειδικώς αιτιολογημένη.
συζήτηση της υποθέσεως, πρέπει να περιέχει κατά τρόπο
σαφή και συγκεκριμένο τους λόγους της εξαιρέσεως και να
συνοδεύεται από τα στοιχεία με τα οποία αυτοί Άρθρο 123 Πειθαρχική απόφαση
αποδεικνύονται. Για την αίτηση εξαιρέσεως το Πειθαρχικό
Συμβούλιο αποφασίζει αιτιολογημένα με συμμετοχή των 1. Η πειθαρχική απόφαση διατυπώνεται εγγράφως.
νομίμων αναπληρωτών των μελών των οποίων ζητείται η 2. Στην απόφαση μνημονεύονται:
εξαίρεση. Τα μέλη που εξαιρούνται αντικαθίστανται από τα α) ο τόπος και ο χρόνος εκδόσεώς της,
αναπληρωματικά τους. Αν εξαιρεθεί το τακτικό και το β) το ονοματεπώνυμο, η ιδιότητα και ο βαθμός
αναπληρωματικό του μέλος, το Συμβούλιο συνεδριάζει με τα πειθαρχικού οργάνου ή των μελών του διοικητικού συμβουλίου
υπόλοιπα μέλη του, εφ' όσον έχει απαρτία. Η εξαίρεση ή του Πειθαρχικού Συμβουλίου,
αναπληρωματικού μέλους μπορεί να ζητηθεί και την ημέρα γ) το ονοματεπώνυμο, η ιδιότητα και ο βαθμός του
της συνεδριάσεως. Στην περίπτωση αυτή το Συμβούλιο κρινομένου,
αποφασίζει αμέσως επί της αιτήσεως εξαιρέσεως με τα δ) τα πραγματικά περιστατικά και στοιχεία που
υπόλοιπα μέλη του. συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του
3. Στην περίπτωση της παραγράφου 4 του άρθρου 97 πειθαρχικού παραπτώματος, προσδιορισμένα κατά τόπο και
του παρόντος αποκλείεται να μετάσχει στο Πειθαρχικό χρόνο,
ε) η υποβολή ή όχι απολογίας,
34 Περί κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων
με την τροποποίηση του Κανονισμού 327/2021
www.efimerios.gr

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

στ) η αιτιολογία της αποφάσεως, πειθαρχικής αποφάσεως και της εφέσεως υπέρ της διοικήσεως
ζ) η γνώμη των μελών του συλλογικού οργάνου που ή από την πλήρη γνώση αυτών.
μειοψήφησαν και 5. Το Α.Υ.Σ.Ε., όταν κρίνει μετά από έφεση του
η) η απαλλαγή του κρινομένου ή η ποινή που του υπαλλήλου ή υπέρ του, δεν δύναται να χειροτερεύσει την θέση
επιβάλλεται. του. Όταν κρίνει έφεση υπέρ της διοικήσεως, δεν δύναται να
Αν η πειθαρχική απόφαση περί της ενοχής του επιβάλει ελαφρύτερη ποινή από αυτήν που επιβλήθηκε. Όταν
διωκομένου λαμβάνεται κατά πλειοψηφία, όλα τα μέλη του ασκούνται εφέσεις τόσο από τον υπάλληλο, όσο και υπέρ της
διοικητικού συμβουλίου ή Πειθαρχικού Συμβουλίου ψηφίζουν διοικήσεως, το Α.Υ.Σ.Ε. τις κρίνει από κοινού και δεν
για την επιβλητέα ποινή. Λευκή ψήφος ή αποχή από την δεσμεύεται ως προς την ποινή που θα επιβάλει.
ψηφοφορία δεν επιτρέπεται. Η παράλειψη των στοιχείων που 6. Η προθεσμία για την άσκηση εφέσεως και η
αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄, β΄ ϗ γ΄ εκτός του άσκησή της αναστέλλουν την εκτέλεση της πειθαρχικής
ονοματεπώνυμου, δεν συνεπάγεται ακυρότητα της αποφάσεως. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο μπορεί να αποφασίζει
αποφάσεως, εφ' όσον αυτά προκύπτουν από τον φάκελο της την άμεση εκτέλεση της πειθαρχικής αποφάσεως, αν
υποθέσεως. συντρέχουν λόγοι συμφέροντος της υπηρεσίας, εκτός εάν με
3. Η πειθαρχική απόφαση υπογράφεται από το αυτήν έχει επιβληθεί η πειθαρχική ποινή της οριστικής
όργανο που την εκδίδει. Όταν αυτή εκδίδεται από συλλογικό παύσεως ή του υποβιβασμού.
όργανο, υπογράφεται από τον πρόεδρο και τον γραμματέα. 7. Η έφεση κατά των αποφάσεων των πειθαρχικώς
4. Η πειθαρχική απόφαση κοινοποιείται σε προϊσταμένων κατατίθεται, με ποινή απαραδέκτου στο
αντίγραφο με την φροντίδα της υπηρεσίας στον υπάλληλο και Α.Υ.Σ.Ε., αυτοπροσώπως ή με συστημένη αλληλογραφία,
γνωστοποιείται στα όργανα που δικαιούνται να ασκήσουν συντασσόμενης εκθέσεως καταθέσεως που υπογράφεται από
έφεση. Η κοινοποίηση της αποφάσεως στον υπάλληλο τον Γραμματέα του Πειθαρχικού Συμβουλίου και τον
ενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 121 του εκκαλούντα ή τον πληρεξούσιό του σε περίπτωση
παρόντος. Στον υπάλληλο γνωστοποιείται επίσης η τυχόν αυτοπρόσωπης καταθέσεως. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο
δυνατότητα ασκήσεως εφέσεως, κατά περίπτωση, ενώπιον του διαβιβάζει την έφεση αμελλητί στο Α.Υ.Σ.Ε. με τον πλήρη
Α.Υ.Σ.Ε. και η σχετική προθεσμία ασκήσεώς της. φάκελο της πειθαρχικής υποθέσεως. Στις περιπτώσεις
5. Η οριστική πειθαρχική απόφαση, η οποία κρίνει αποστολής της εφέσεως με συστημένη αλληλογραφία, ως
την ενοχή ή και την ποινή, δεν ανακαλείται. ημερομηνία καταθέσεως λογίζεται η ημερομηνία καταθέσεως
της συστημένης αλληλογραφίας στο ταχυδρομικό κατάστημα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ
Έφεση – Επανάληψη πειθαρχικής διαδικασίας Άρθρο 125 Προσφυγή

Άρθρο 124 Έφεση 1. Δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του Συμβουλίου


της Επικρατείας έχουν οι μόνιμοι υπάλληλοι κατά των
1. Οι πειθαρχικές αποφάσεις των πειθαρχικώς αποφάσεων του Α.Υ.Σ.Ε. που επιβάλλουν τις πειθαρχικές
προϊσταμένων και των συλλογικών οργάνων του παρόντος, ποινές του υποβιβασμού ή της οριστικής παύσεως.
υπόκεινται σε έφεση ενώπιον του Α.Υ.Σ.Ε.. Ο ενδιαφερόμενος 2. Δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού
ενημερώνεται υποχρεωτικώς και εγγράφως για το δικαίωμά Εφετείου έχουν οι μόνιμοι υπάλληλοι κατά όλων των
του να ασκήσει την ανωτέρω έφεση (ενδικοφανή προσφυγή), πειθαρχικών αποφάσεων που επιβάλλουν ποινές κατώτερες
ειδάλλως το ένδικο βοήθημά του δεν είναι απαράδεκτο λόγω του υποβιβασμού.
μη ασκήσεως της εφέσεως. 3. Η προθεσμία για την άσκηση της ανωτέρω
2. Οι αποφάσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου προσφυγής αρχίζει από την κοινοποίηση ή την πλήρη γνώση
υπόκεινται σε έφεση ενώπιον του Α.Υ.Σ.Ε., από τον υπάλληλο της αποφάσεως. Η προθεσμία και η άσκηση της προσφυγής
που τιμωρήθηκε ή από τον πειθαρχικώς προϊστάμενό του ή ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του αρμοδίου
τον οικείο Μητροπολίτη ή τον Πρόεδρο του Διοικητικού Διοικητικού Εφετείου διέπονται από τις κείμενες διατάξεις
Συμβουλίου ή άλλου συλλογικού οργάνου διοικήσεως του περί των δικαστηρίων αυτών με την επιφύλαξη της επομένης
οικείου νομικού προσώπου ή τον Αρχιγραμματέα της Ιεράς παραγράφου.
Συνόδου κατά περίπτωση. 4. Μόνη η προθεσμία για την άσκηση της
3. Ειδικότερα έφεση ενώπιον του Α.Υ.Σ.Ε. προσφυγής και η άσκησή της δεν αναστέλλουν την εκτέλεση
δικαιούνται να ασκήσουν: της πειθαρχικής αποφάσεως, με εξαίρεση τις πειθαρχικές
α) ο υπάλληλος που τιμωρήθηκε και αποφάσεις που επιβάλλουν την ποινή της οριστικής παύσεως ή
β) υπέρ της διοικήσεως ή υπέρ του υπαλλήλου, κάθε του υποβιβασμού.
πειθαρχικώς προϊστάμενος, οι Μητροπολίτες, οι Πρόεδροι
των συλλογικών οργάνων του άρθρου 102 και ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε
Αρχιγραμματεύς της Ιεράς Συνόδου.
4. Η έφεση ασκείται μέσα σε προθεσμία είκοσι (20) Άρθρο 126 Επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας
ημερών από την κοινοποίηση της αποφάσεως ή την πλήρη
γνώση αυτής από τον υπάλληλο ή από την περιέλευσή της στα 1. Την επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας,
όργανα που δικαιούνται να ασκήσουν έφεση. Η προθεσμία σύμφωνα με τις παραγράφους 4 και 5 του άρθρου 97 του
αυτή παρατείνεται κατά είκοσι (20) ημέρες για εκείνους που παρόντος, επιτρέπεται να ζητήσουν:
διαμένουν στο εξωτερικό. α) τα όργανα των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου
Ειδικά στην περίπτωση επιβολής ποινής προστίμου 106 του παρόντος, όταν έχει εκδοθεί καταδικαστική ποινική
αποδοχών, όταν ασκείται έφεση υπέρ της διοικήσεως, η απόφαση και
προθεσμία για την άσκηση εφέσεως εκ μέρους του υπαλλήλου
αρχίζει από την κοινοποίηση σε αυτόν αντιγράφων της
35 Περί κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων
με την τροποποίηση του Κανονισμού 327/2021
www.efimerios.gr

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

β) ο υπάλληλος, όταν έχει εκδοθεί αθωωτική ποινική


απόφαση εντός αποκλειστικής προθεσμίας ενός (1) έτους από
την δημοσίευσή της. Άρθρο 128 Διαγραφή πειθαρχικών ποινών
2. Η αίτηση για την επανάληψη της πειθαρχικής
διαδικασίας απευθύνεται στο αρμόδιο Πειθαρχικό Συμβούλιο
1. Διαγράφονται αυτοδικαίως η ποινή της
ή στο Α.Υ.Σ.Ε. κατά περίπτωση.
επιπλήξεως μετά τρία (3) έτη, του προστίμου μετά οκτώ (8)
3. Αν έχει εκδοθεί καταδικαστική ποινική απόφαση,
έτη και οι λοιπές ποινές, εκτός από τις ποινές της οριστικής
κατά την επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας μπορεί να
και προσωρινής παύσεως και του υποβιβασμού, μετά δέκα
επιβληθεί πειθαρχική ποινή ανώτερη από αυτήν που είχε
(10) έτη, εφ' όσον κατά το αντίστοιχο χρονικό διάστημα ο
επιβληθεί. Αν έχει εκδοθεί αθωωτική ποινική απόφαση,
υπάλληλος δεν τιμωρήθηκε με άλλη ποινή. Ο χρόνος της
μπορεί να επιβληθεί ελαφρύτερη ποινή ή να απαλλαγεί ο
διαγραφής υπολογίζεται από την εκτέλεση της πειθαρχικής
υπάλληλος. Αν ο υπάλληλος είχε τιμωρηθεί με οριστική ή
ποινής.
προσωρινή παύση ή υποβιβασμό, το Πειθαρχικό Συμβούλιο ή
2. Ο πειθαρχικός φάκελος ποινής που διαγράφεται,
το Α.Υ.Σ.Ε. μπορεί μετά την επανάληψη της πειθαρχικής
αφαιρείται από το προσωπικό μητρώο και τον ατομικό φάκελο
διαδικασίας και την έκδοση αποφάσεως του Πειθαρχικού
του υπαλλήλου, τίθεται στο αρχείο της υπηρεσίας και δεν
Συμβουλίου ή του Α.Υ.Σ.Ε. να αποφασίσει και την
επιτρέπεται εφεξής να αποτελεί στοιχείο κρίσεώς του.
βαθμολογική ή μισθολογική του αποκατάσταση.

Άρθρο 129 Δαπάνες πειθαρχικής διαδικασίας


ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ
Εκτέλεση αποφάσεως - Διαγραφή ποινών - Δαπάνες
1. Η πειθαρχική διαδικασία διεξάγεται ατελώς.
2. Όταν διατάσσεται πραγματογνωμοσύνη, οι
Άρθρο 127 Εκτέλεση αποφάσεως αμοιβές των πραγματογνωμόνων εκκαθαρίζονται από το
πειθαρχικό όργανο και καταβάλλονται από το οικείο
1. Η τελεσίδικη πειθαρχική απόφαση εκτελείται εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου.
υποχρεωτικώς. Η εκτέλεση γίνεται από την οικεία υπηρεσία ή
το εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. ΜΕΡΟΣ ΣΤ
Παράλειψη εκτελέσεως της ποινής αποτελεί πειθαρχικό Λύση υπαλληλικής σχέσεως
παράπτωμα.
2. Σε περίπτωση απορρίψεως προσφυγής κατά
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α
αποφάσεως που επιβάλλει την ποινή της οριστικής παύσεως, η
λύση της υπαλληλικής σχέσεως επέρχεται αυτοδικαίως από Λύση υπαλληλικής σχέσεως
την δημοσίευση της αποφάσεως του Συμβουλίου της
Επικρατείας. Άρθρο 130 Λόγοι λύσεως
3. Κατά τον χρόνο της προσωρινής παύσεως ο
υπάλληλος απέχει από κάθε υπηρεσία. Ο χρόνος της Η υπαλληλική σχέση λύεται με τον θάνατο, την
προσωρινής παύσεως δεν θεωρείται χρόνος πραγματικής αποδοχή της παραιτήσεως, την έκπτωση και την απόλυση του
υπηρεσίας. υπαλλήλου.
4. Όποιος τιμωρείται με υποβιβασμό δεν κρίνεται
για προαγωγή ούτε συμμετέχει στην διαδικασία επιλογής ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β
προϊσταμένων, πριν παρέλθει από την ημερομηνία εκτελέσεως Παραίτηση
της πειθαρχικής αποφάσεως χρονικό διάστημα ίσο με τον
χρόνο που απαιτείται για προαγωγή. Άρθρο 131 Παραίτηση
5. Η πειθαρχική απόφαση, η οποία επιβάλλει
πρόστιμο ως ποινή ή χρηματικό ποσό ως διοικητική κύρωση, 1. Η παραίτηση αποτελεί δικαίωμα του υπαλλήλου
εκτελείται από τον προϊστάμενο της υπηρεσίας που εντέλλεται και υποβάλλεται εγγράφως. Αίρεση, όρος ή προθεσμία στην
την πληρωμή των αποδοχών του υπαλλήλου. Αν λυθεί η αίτηση παραιτήσεως θεωρούνται ότι δεν έχουν γραφεί.
υπαλληλική σχέση, το πρόστιμο και το ποσό της διοικητικής 2. Η παραίτηση θεωρείται ότι δεν έχει υποβληθεί αν
κυρώσεως εισπράττεται σύμφωνα με τις διατάξεις για την κατά τον χρόνο της υποβολής της εκκρεμεί ποινική δίωξη για
διοικητική εκτέλεση και είσπραξη εσόδων. Για την καταβολή αδίκημα που κωλύει τον διορισμό ή πρόσληψη ή επισύρει
βαρύνεται αποκλειστικά ο υπάλληλος που τιμωρήθηκε και όχι οριστική παύση ή εκκρεμεί πειθαρχική δίωξη για παράπτωμα
οι κληρονόμοι του. Το πρόστιμο υπολογίζεται στις αποδοχές που μπορεί να επισύρει την ποινή της οριστικής παύσεως ή αν
που λαμβάνει ο υπάλληλος κατά τον χρόνο εκδόσεως της η ποινική ή πειθαρχική δίωξη ασκηθεί μέσα σε δύο (2) μήνες
πρωτοβάθμιας πειθαρχικής αποφάσεως. Όταν αυτό ορίζεται από την υποβολή της αιτήσεως παραιτήσεως και πριν από την
έως το ένα πέμπτο (1/5) των αποδοχών του, παρακρατείται αποδοχή της.
εφ' άπαξ από τις αποδοχές του πρώτου μήνα μετά την 3. Ο υπάλληλος, που έχει τις υποχρεώσεις του
τελεσιδικία της αποφάσεως. Όταν είναι μεγαλύτερο, άρθρου 58, δεν έχει δικαίωμα να παραιτηθεί πριν λήξει ο
παρακρατείται τμηματικώς κατά μήνα. Η μηνιαία χρόνος που ορίζεται στην διάταξη αυτήν.
παρακράτηση καθορίζεται με την πειθαρχική απόφαση και δεν 4. Ο υπάλληλος μέσα σε αποκλειστική προθεσμία
επιτρέπεται να είναι ανώτερη από το ένα πέμπτο (1/5) των ενός (1) μήνα από την υποβολή της αιτήσεως παραιτήσεως
αποδοχών του υπαλλήλου. μπορεί να την ανακαλέσει εγγράφως, εφ' όσον αυτή δεν έχει
6. Σε περίπτωση που ο διωκόμενος υπάλληλος γίνει αποδεκτή σύμφωνα με την επόμενη παράγραφο.
αθωωθεί αμετάκλητα, περίληψη της αποφάσεως αναρτάται
στο διαδίκτυο ή δημοσιοποιείται με κάθε πρόσφορο τρόπο.
36 Περί κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων
με την τροποποίηση του Κανονισμού 327/2021
www.efimerios.gr

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

5. Η αίτηση παραιτήσεως του μονίμου ή του συνιστάται με την απόφαση επαναφοράς και καταλαμβάνει
μετακλητού ή επί θητεία υπαλλήλου γίνεται αποδεκτή με την πρώτη θέση που θα κενωθεί, οπότε καταργείται
πράξη που εκδίδεται από το αρμόδιο όργανο και δημοσιεύεται αυτοδικαίως η προσωποπαγής θέση.
σε περίληψη στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η υπηρεσία
δεν μπορεί να κάνει αποδεκτή την αίτηση παραιτήσεως πριν Άρθρο 134 Έκπτωση λόγω απώλειας ιθαγένειας
από την πάροδο δέκα πέντε (15) ημερών από την υποβολή της.
Αν μέσα σε δέκα πέντε (15) ημέρες από την πάροδο δέκα Ο υπάλληλος εκπίπτει αυτοδικαίως της υπηρεσίας
πέντε (15) ημερών από την υποβολή της αιτήσεως από την ημερομηνία που απώλεσε την ελληνική ιθαγένεια ή
παραιτήσεως ο υπάλληλος επανέλθει με δεύτερη αίτηση, την ιθαγένεια κράτους - μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Για
εμμένοντας στην παραίτησή του, αυτή γίνεται αυτοδικαίως την έκπτωση εκδίδεται διαπιστωτική πράξη, περίληψη της
αποδεκτή και λύεται η υπαλληλική σχέση από την ημέρα οποίας δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
υποβολής της δεύτερης αιτήσεως σε κάθε περίπτωση. Η
αίτηση παραιτήσεως θεωρείται ότι έχει γίνει αποδεκτή και ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ
λύεται αυτοδικαίως η υπαλληλική σχέση, αν παρέλθει Απόλυση
άπρακτη προθεσμία δύο (2) μηνών από την υποβολή της. Για
την λύση της υπαλληλικής σχέσεως εκδίδεται διαπιστωτική
Άρθρο 135 Λόγοι απολύσεως
πράξη, περίληψη της οποίας δημοσιεύεται στην Εφημερίδα
της Κυβερνήσεως.
6. Στην περίπτωση ασκήσεως πειθαρχικής διώξεως Ο υπάλληλος απολύεται μόνο για τους επόμενους
μετά την υποβολή αιτήσεως παραιτήσεως, εφ' όσον η λόγους:
πειθαρχική υπόθεση δεν εκδικασθεί σε πρώτο βαθμό εντός έξι α) επιβολή της πειθαρχικής ποινής της οριστικής
(6) μηνών, ο υπάλληλος δικαιούται να υποβάλει νέα αίτηση παύσεως,
παραιτήσεως κατά τους όρους της παραγράφου 5. β) σωματική ή πνευματική ανικανότητα,
7. Οι διατάξεις του αστικού και εργατικού δικαίου γ) κατάργηση της θέσεως στην οποία υπηρετεί,
διέπουν την παραίτηση του εκκλησιαστικού υπαλλήλου με δ) συμπλήρωση ορίου ηλικίας,
σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου. ε) μη προαγωγή λόγω ακαταλληλότητας για δύο (2)
συνεχόμενες φορές.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ
Έκπτωση
Άρθρο 136 Απόλυση για σωματική ή πνευματική
ανικανότητα
Άρθρο 132 Αυτοδίκαιη έκπτωση λόγω ποινικής καταδίκης
1. Ο υπάλληλος απολύεται ύστερα από απόφαση του
1. Ο υπάλληλος εκπίπτει αυτοδικαίως της
Υπηρεσιακού Συμβουλίου, αν διαπιστωθεί σωματική ή
υπηρεσίας, εφ' όσον με αμετάκλητη δικαστική απόφαση:
πνευματική ανικανότητα, σύμφωνα με τον παρόντα
α) καταδικασθεί σε ποινή τουλάχιστον πρόσκαιρης
Κανονισμό. Δεν απολύεται ο υπάλληλος αν η ανικανότητά του
καθείρξεως ή σε οποιαδήποτε ποινή για αδίκημα από τα
επιτρέπει την άσκηση άλλων καθηκόντων και υφίσταται
αναφερόμενα στην περ. η΄ της παρ. 1 του άρθρου 5 ή που
σχετική οργανική θέση ή εργασιακή ανάγκη.
επισύρει οριστική παύση ή σε οποιαδήποτε ποινή για
2. Ο μόνιμος υπάλληλος που απολύεται σύμφωνα με
λιποταξία,
την παρ. 1 του παρόντος άρθρου αναδιορίζεται σύμφωνα με το
β) του επιβληθεί στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων,
άρθρο 24 του παρόντος Κανονισμού.
γ) καταδικασθεί σε οποιαδήποτε ποινή για
οποιοδήποτε έγκλημα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή για
οποιοδήποτε έγκλημα οικονομικής εκμεταλλεύσεως της
Άρθρο 137 Απόλυση λόγω καταργήσεως θέσεως
γενετήσιας ζωής.
2. Η έκπτωση επέρχεται από την ημερομηνία
δημοσιεύσεως της αμετάκλητης καταδικαστικής αποφάσεως. 1. Ο υπάλληλος απολύεται, αν καταργηθεί η θέση
Για την έκπτωση εκδίδεται διαπιστωτική πράξη, περίληψη στην οποία υπηρετεί.
της οποίας δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. 2. Αν καταργηθούν ορισμένες μόνο θέσεις του ίδιου
κλάδου, απολύονται οι υπάλληλοι, οι οποίοι συγκεντρώνουν τα
λιγότερα ουσιαστικά προσόντα, ύστερα από απόφαση του
Άρθρο 133 Επαναφορά στην υπηρεσία μετά από έκπτωση Υπηρεσιακού Συμβουλίου. Κατά της αποφάσεως αυτής
επιτρέπεται προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας.
3. Τα ανωτέρω ισχύουν και σε περίπτωση
1. Υπάλληλος που εξέπεσε, σύμφωνα με τις
καταργήσεως θέσεων μετά από συγχώνευση κλάδων ή
διατάξεις του άρθρου 132 του παρόντος, επανέρχεται στην
υπηρεσιών.
υπηρεσία από την οποία εξέπεσε, μετά από έκδοση προεδρικού
4. Οι κατά τις ανωτέρω διατάξεις προς απόλυση
διατάγματος κατά το άρθρο 47 παρ. 1 του Συντάγματος, το
υπάλληλοι δικαιούνται, με αίτησή τους, να μεταταγούν σε
οποίο αίρει τις συνέπειες της ποινής.
κενή οργανική θέση άλλης εκκλησιαστικής αρχής ή δημόσιας
2. Η επαναφορά γίνεται σε κενή οργανική θέση με
υπηρεσίας ή κάθε είδους Ν.Π.Δ.Δ. ή Ο.Τ.Α. κατά τον
απόφαση του οικείου εκκλησιαστικού νομικού προσώπου
παρόντα Κανονισμό.
δημοσίου δικαίου με απόφαση του Μητροπολίτη, ή του
5. Ο υπάλληλος δικαιούται να επαναδιορισθεί, αν
Διοικητικού Συμβουλίου ή άλλου συλλογικού οργάνου
επανασυσταθεί η ίδια ή όμοια θέση μέσα σε ένα (1) έτος από
διοικήσεως ή της Δ.Ι.Σ. κατά περίπτωση. Αν δεν υπάρχει
την απόλυσή του.
κενή θέση, επαναφέρεται σε προσωποπαγή θέση που
37 Περί κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων
με την τροποποίηση του Κανονισμού 327/2021
www.efimerios.gr

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Άρθρο 138 Αυτοδίκαιη απόλυση λόγω ορίου ηλικίας 2. Η σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου
χρόνου λύεται αυτοδικαίως με την πάροδο του συμφωνημένου
1. Ο υπάλληλος απολύεται αυτοδικαίως από την χρόνου διάρκειάς της είτε νωρίτερα για σπουδαίο λόγο.»
υπηρεσία με την συμπλήρωση του εξηκοστού εβδόμου (67ου)
έτους της ηλικίας του.
2. Ο υπάλληλος με αίτησή του, που υποβάλλεται έξι * Τα άρθρα 82 - 145 του Κανονισμού υπ' αριθμ. 5/1978 (Α΄
(6) μήνες πριν την συμπλήρωση του ορίου της παραγράφου 1, 48) καταργήθηκαν με το άρθρο 6 του Κανονισμού υπ’ αριθμ.
δύναται να ζητήσει να παραμείνει στην υπηρεσία για ορισμένο 327/2021 (Α΄ 57/12.4.2021) και αντικαταστάθηκαν από τα
χρόνο, και η αίτηση κρίνεται κατά την διακριτική ευχέρεια και ανωτέρω άρθρα 82-140.
τις υπηρεσιακές ανάγκες του φορέως και δύναται να γίνει
δεκτή, εν όλω ή εν μέρει, μετά από γνώμη του Υπηρεσιακού
Συμβουλίου. ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟΝ
3. Ως ημέρα γεννήσεως, για την εφαρμογή των Υπάλληλοι επί θητεία
προηγουμένων παραγράφων, θεωρείται η 31η Δεκεμβρίου του
έτους γεννήσεως. Άρθρον 146
4. Ως πραγματική υπηρεσία θεωρείται κάθε
υπηρεσία που έχει παρασχεθεί στο Δημόσιο, εκκλησιαστικό ή Αι θέσεις της κατηγορίας των ειδικών θέσεων, εφ'
κρατικό νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή Ο.Τ.Α. με
όσον δεν ορίζεται άλλως εις τινα των κειμένων διατάξεων,
σχέση εργασίας δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή που
αναγνωρίζεται ως πραγματική υπηρεσία με βάση ειδικές πληρούνται επί τριετεί θητεία δυναμένη να ανανεούται.
διατάξεις. Ο χρόνος στρατεύσεως πριν από την έναρξη της
υπαλληλικής ή εργασιακής σχέσεως δεν θεωρείται χρόνος Άρθρον 147
πραγματικής υπηρεσίας.
1. Οι επί θητεία εκκλησιαστικοί υπάλληλοι είναι
τακτικοί κατά την διάρκειαν της θητείας των.
Άρθρο 139 Πράξη λύσεως της υπαλληλικής σχέσεως 2. Επί των επί θητεία υπαλλήλων εφαρμόζονται:
α) Πάσαι αι διατάξεις του παρόντος, αι οποίαι
1. Η υπαλληλική σχέση για τους λόγους του άρθρου αναφέρονται εις τούτους είτε ρητώς, είτε κατά παραπομπήν
135 λύεται με απόφαση του Πρόεδρου της Ιεράς Συνόδου ή εξ ετέρας διατάξεως.
του Μητροπολίτη ή του Προέδρου του Διοικητικού β) Αι διατάξεις των άρθρων 6-13, 21-25, 30-41, 43-
Συμβουλίου ή άλλου συλλογικού οργάνου διοικήσεως των 45, 47-48, 55, 57, 59, 61, 63, 82 παρ 1 περιπτ. β` και παρ 2, 3,
νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου κατά περίπτωση, 84, 85 παρ 2, 86-90, 91, 130 παρ 1, 131-137, 139-141, 142
περίληψη της οποίας δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της παρ 1-3, 143-145.
Κυβερνήσεως.
2. Εκτός από τις περιπτώσεις αυτοδίκαιης λύσεως, η
υπαλληλική σχέση λύεται με την κοινοποίηση της αποφάσεως «ΜΕΡΟΣ ΕΝΑΤΟ
λύσεως στον ενδιαφερόμενο. Αν η απόφαση αυτή δεν Μετακλητοί Υπάλληλοι
κοινοποιηθεί μέσα σε είκοσι (20) ημέρες από τη δημοσίευσή
της, η υπαλληλική σχέση λύεται αυτοδικαίως από την πάροδο Άρθρο 148
του εικοσαημέρου.
1. Οι υπάλληλοι που διορίζονται σε θέσεις
Άρθρον 140 Λύση συμβάσεως προσωπικού ιδιωτικού δικαίου μετακλητών υπαλλήλων (μετακλητοί υπάλληλοι) εκτελούν για
αόριστο χρόνο την ανατιθέμενη σε αυτούς υπηρεσία και
1. Η σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου απολύονται οποτεδήποτε άνευ αποζημιώσεως από το αρμόδιο
χρόνου εργαζομένου λύεται: για διορισμό όργανο.
α) για τους λόγους για τους οποίους λύεται η 2. Κληρικοί διοριζόμενοι καθ’ οιονδήποτε τρόπο σε
υπαλληλική σχέση των μονίμων υπαλλήλων κατά τον παρόντα οποιεσδήποτε θέσεις εκκλησιαστικών υπαλλήλων θεωρούνται
Κανονισμό με την επιφύλαξη του τελευταίου εδαφίου της πάντοτε ως μετακλητοί υπάλληλοι, εφ’ όσον είναι διορισμένοι
παραγράφου 1 του άρθρου 92 του παρόντος Κανονισμού, σε θέση εφημερίου ή διακόνου ενοριακού ναού ή ιεροκήρυκα,
β) λόγω καταγγελίας από την υπηρεσία για εκτός εάν πρόκειται για θέσεις επί θητεία, οπότε θεωρούνται
υπαλλήλους που δεν κατέχουν οργανική θέση ή λόγω επί θητεία υπάλληλοι.
καταγγελίας από τον εργαζόμενο. Στην περίπτωση 3. Για τον διορισμό κληρικών ή μοναχών
απολύσεως λόγω καταργήσεως θέσεως ή καταγγελίας από την εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος απαιτουμένης
υπηρεσία ή λόγω συμπληρώσεως του ορίου ηλικίας ισχύουν οι επιπροσθέτως άδειας του επιχωρίου Μητροπολίτη. Διορισμός
προϋποθέσεις κύρους και η αποζημίωση που προβλέπεται από άνευ της ανωτέρω άδειας είναι άκυρος.
τις διατάξεις αστικού και εργατικού δικαίου που διέπουν τους 4. Οι κατά την παρ. 1 του παρόντος μετακλητοί
εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα. Ως καταγγελία από τον υπάλληλοι υπέχουν όλες τις υποχρεώσεις του τακτικού
εργαζόμενο (οικειοθελής αποχώρηση) θεωρείται και η υπαλλήλου και απολαύουν των ίδιων δικαιωμάτων πλην του
αδικαιολόγητη αποχή από τα καθήκοντά του για τριάντα (30) δικαιώματος της μονιμότητας, δυνάμενοι να απολυθούν διά
συναπτές ημέρες, οπότε εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις πράξεως του αρμοδίου προς διορισμό οργάνου για
του αστικού και εργατικού δικαίου για τους εργαζόμενους του οποιονδήποτε λόγο.
ιδιωτικού τομέα. Στην περίπτωση λύσεως, εκτός της 5. Απαιτείται για την απόλυση μετακλητού
περιπτώσεως καταγγελίας από τον εργαζόμενο, εφαρμόζεται υπαλλήλου εισήγηση του υπηρεσιακού συμβουλίου σε όσες
το άρθρο 135 του παρόντος.
38 Περί κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων
με την τροποποίηση του Κανονισμού 327/2021
www.efimerios.gr

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

περιπτώσεις επιτρέπεται να απολυθεί και ο τακτικός 1. Αρμόδιες να αποφαίνονται για θέματα υγείας των
υπάλληλος. μονίμων, μετακλητών ή επί θητεία εκκλησιαστικών
6. Η απόλυση κληρικού μετακλητού υπαλλήλου είναι υπαλλήλων είναι οι υγειονομικές επιτροπές που διακρίνονται
υποχρεωτική εάν προηγηθεί πράξη του οικείου Μητροπολίτη, σε: α) πρωτοβάθμιες, β) δευτεροβάθμιες.
με την οποία είτε ανακαλείται η άδειά του ή εισήγησή του για 2. Η Εκκλησία της Ελλάδος και τα λοιπά
τον διορισμό του είτε εντέλλεται να επιστρέψει στην Μονή εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου δύνανται με
της μετανοίας τους ή να απασχολείται αποκλειστικώς στην απόφαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, που εκδίδεται μετά από
θέση εφημερίου ή διακόνου ή ιεροκήρυκα ή εάν κληθεί να εισήγηση του Αρχιγραμματέως ή μετά από εισήγηση του
ασκήσει καθήκοντα, η άσκηση των οποίων καθιστά αδύνατη Μητροπολιτικού Συμβουλίου ή Διοικητικού Συμβουλίου ή
την παράλληλη άσκηση των υπαλληλικών του καθηκόντων. άλλου συλλογικού οργάνου διοικήσεώς τους κατά περίπτωση,
7. Οι αποδοχές του μετακλητού υπαλλήλου να προβαίνουν στην σύσταση και στην συγκρότηση
διέπονται από τις διατάξεις για τις αποδοχές των τακτικών πρωτοβαθμίων ή δευτεροβαθμίων υγειονομικών επιτροπών με
υπαλλήλων. Σε περίπτωση κατοχής άλλης θέσεως και αρμοδιότητα τοπική (για ένα ή και για περισσότερα
μισθοδοσίας από αυτήν, οι αποδοχές του μετακλητού εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα της ίδιας περιφέρειας ή
υπαλλήλου καθορίζονται από την Διαρκή Ιερά Σύνοδο ή με περιφερειακής ενότητας) ή ανά εκκλησιαστικό νομικό
απόφαση του επιχωρίου Μητροπολίτη της οικείας πρόσωπο ή ομάδες εκκλησιαστικών νομικών προσώπων,
Μητροπόλεως ή του συλλογικού οργάνου διοικήσεως για τα ορίζοντας την έδρα τους, την θητεία τους και την χωρική τους
λοιπά Ν.Π.Δ.Δ. σε ποσό που δεν υπερβαίνει το ποσοστό αρμοδιότητα. Επιτρέπεται να συσταθεί και να συγκροτηθεί
τριάντα τοις εκατό (30%) των αποδοχών εκ της ετέρας Δευτεροβάθμια Υγειονομική Επιτροπή με αρμοδιότητα όλη
θέσεως.» την περιοχή δικαιοδοσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Με
απόφαση της Δ.Ι.Σ. ορίζεται ο γραμματέας των υγειονομικών
επιτροπών, η αποζημίωση των μελών τους και του
*Το άρθρο 148 του Κανονισμού υπ’ αριθμ. 5/1978 (Α΄ 48) γραμματέως τους, το υπόχρεω νομικό πρόσωπο για την
αντικαταστάθηκε ως ανωτέρω με το άρθρο 7 του Κανονισμού καταβολή της, ο τρόπος λειτουργίας τους, ο αριθμός και η
υπ’ αριθμ. 327/2021 (Α΄ 57/12.4.2021). ειδικότητα των μελών τους.
3.Οι υπάλληλοι με σχέση ιδιωτικού δικαίου, ως προς
Άρθρο 149 την αρμοδιότητα και τρόπο πιστοποιήσεως της υγείας ή
ασθένειας ή αναπηρίας τους, διέπονται από τις ισχύουσες
διατάξεις για τους υπαλλήλους του ιδιωτικού τομέως.
*Το άρθρο 149 καταργήθηκε και (μαζί με το άρθρο 148) του
Άρθρο 152Β Πρωτοβάθμιες και δευτεροβάθμιες
Κανονισμού υπ’ αριθμ. 5/1978 (Α΄ 48) αντικαταστάθηκε από
υγειονομικές επιτροπές
το άρθρο 148 ως ανωτέρω με το άρθρο 7 του Κανονισμού υπ’
αριθμ. 327/2021 (Α΄ 57/12.4.2021). 1. Οι πρωτοβάθμιες υγειονομικές επιτροπές είναι
τριμελείς και είναι αρμόδιες να γνωματεύουν, ύστερα από
ερώτημα της υπηρεσίας: α) για την χορήγηση αναρρωτικών
Άρθρο 150 αδειών, β) για την πιστοποίηση της υγείας των υποψηφίων
για διορισμό, γ) για τον χαρακτηρισμό νοσημάτων που
χρήζουν νοσηλείας προκειμένης της χορηγήσεως άδειας έως
* Το άρθρο 150 του Κανονισμού υπ’ αριθμ. 5/1978 (Α΄ 48) είκοσι δύο (22) εργάσιμων ημερών τον χρόνο, σύμφωνα με τις
αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Κανονισμού υπ’ αριθμ. διατάξεις του παρόντος και δ) για κάθε άλλο θέμα υγείας του
156/2002 (Α΄ 338/31.12.2002). υπαλλήλου, το οποίο έχει σχέση με τα υπηρεσιακά του
καθήκοντα και κρίνει η υπηρεσία ότι απαιτείται ιατρική
Άρθρο 151 γνωμάτευση, ε) για την πιστοποίηση της υγείας και της
φυσικής καταλληλότητας των υποψηφίων για διορισμό
ατόμων με αναπηρία.
* Το άρθρο 151 (οργανικές θέσεις του Οργανισμού
2. Οι δευτεροβάθμιες υγειονομικές επιτροπές
Διοικήσεως Εκκλησιαστικής Περιουσίας - Ο.Δ.Ε.Π.) του αποτελούνται από πέντε (5) μέλη και συγκροτούνται από
Κανονισμού υπ’ αριθμ. 5/1978 (Α΄ 48) έπαυσε να ισχύει μετά ιατρούς, που υπηρετούν ή εδρεύουν στην ίδια Υγειονομική
την κατάργηση του Ο.Δ.Ε.Π. από το άρθρο 3 της σύμβασης Περιφέρεια.
Εκκλησίας της Ελλάδος και Ελληνικού Δημοσίου της Οι δευτεροβάθμιες υγειονομικές επιτροπές είναι
11ης.10.1988 (κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. αρμόδιες: α) για την κρίση ενστάσεων κατ’ αποφάσεων των
1811/1988, Α΄ 231/13.10.1988) πρωτοβαθμίων επιτροπών, β) για την απόλυση από την
υπηρεσία λόγω ασθενείας και γ) για την κρίση της
αποκαταστάσεως της υγείας όσων αναδιορίζονται κατά το
άρθρο 24 του παρόντος.
Άρθρο 152
Στις δευτεροβάθμιες επιτροπές δεν μπορεί να
μετέχει μέλος που μετείχε στην πρωτοβάθμια επιτροπή, κατά
«ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β της οποίας στρέφεται η ένσταση.
Υγειονομικές Επιτροπές 3. Οι αρνητικές αποφάσεις των υγειονομικών
επιτροπών κοινοποιούνται απ' ευθείας στον ενδιαφερόμενο και
Άρθρο 152Α Είδη υγειονομικών επιτροπών στην υπηρεσία του.»
39 Περί κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων
με την τροποποίηση του Κανονισμού 327/2021
www.efimerios.gr

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

*Τα ανωτέρω άρθρα 152Α και 152Β προστέθηκαν στον υπαλλήλους υπαγομένους εις τας διατάξεις του Ν.Δ.
Κανονισμό υπ’ αριθμ. 5/1978 (Α΄ 48) με το άρθρο 8 του 169/Ι969, δι' ας τυχόν υφίστανται τυπικαί ελλείψεις
Κανονισμού υπ’ αριθμ. 327/2021 (Α΄ 57/12.4.2021). θεωρούνται καλώς γενόμεναι.
3. Μέχρι της δημοσιεύσεως των υπό της
παραγράφου 2 του άρθρου 40 του Ν. 590/1977
* Το άρθρο 153 του Κανονισμού υπ’ αριθμ. 5/1978 (Α΄ 48) προβλεπομένων Προεδρικών Διαταγμάτων δια τας θέσεις της
καταργήθηκε με το άρθρο 9 παρ. 2 του Κανονισμού υπ’ αριθμ. Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος ισχύουν
327/2021 (Α΄ 57/12.4.2021). αι κείμεναι διατάξεις.
4. Μέχρι της δημοσιεύσεως των υπό της παραγρ 3
του άρθρου 41 του Ν. 590/1977 αποφάσεων της ΔΙΣ
ισχύουν δια το Διορθόδοξον Κέντρον της Εκκλησίας της
Άρθρον 154 Ελλάδος αι κείμεναι διατάξεις.
5. Πάσα διάταξις γενική ή ειδική αντικειμένη εις
τας διατάξεις του παρόντος ή ρυθμίζουσα ζήτημα
1. Οι κατά την έναρξιν ισχύος του παρόντος
ρυθμιζόμενον υπ' αυτού καταργείται.
υπηρετούντες επί σχέσει Ιδιωτικού δικαίου πάσης φύσεως
υπάλληλοι και εργατοτεχνίται δύνανται να ενταχθούν υπό τας
προϋποθέσεις του Ν.Δ. 169/1969 εις κενάς οργανικάς θέσεις
Άρθρον 156
του παρ’ ω υπηρετούσι νομικού προσώπου, εν ελλείψει δε
τοιούτων θέσεων συνιστώνται δια του παρόντος ισάριθμοι
προσωριναί θέσεις καταργούμεναι άμα τη καθ’ οιανδήποτε Η ισχύς του παρόντος άρχεται από της δημοσιεύσεως αυτού
νομίμω τρόπω κενώσει των. δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.
2. Η ένταξις ενεργείται δι' αποφάσεως του οικείου
Ιεράρχου ή Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου του οικείου __________________________
νομικού προσώπου εκδιδομένης μετά προηγουμένην
σύμφωνον γνώμην του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου και
εις θέσιν, κλάδον και βαθμόν αναλόγως προς τα ουσιαστικά
και τυπικά προσόντα αυτών. Η περί εντάξεως πράξις Άρθρο 10 Κανονισμού υπ' αριθμ. 327/2021 (Α΄
δημοσιεύεται δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως. 57/12.4.2021) :
3. Τακτικαί θέσεις εκκλησιαστικών υπαλλήλων
ούσαι, κατά την έναρξιν ισχύος του παρόντος, θέσεις ενιαίων 1. Κάθε διάταξη κανονισμού που είναι αντίθετη με
βαθμών μη προβλεπομένων ως ενιαίων υπό του άρθρου 28 του τον παρόντα Κανονισμό ή ρυθμίζει θέματα που διέπονται από
παρόντος, καθίστανται από της ισχύος του παρόντος αυτόν καταργείται.
οργανικαί δι' αποφάσεως του Ανωτάτου Υπηρεσιακού 2. Οι κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος
Συμβουλίου αποκαθιστώσης εντός των πλαισίων της ως άνω Κανονισμού προϊστάμενοι οργανικών μονάδων εξακολουθούν
διατάξεως την βαθμολογικήν κλίμακα άνευ όμως να ασκούν τα καθήκοντά τους μέχρι την ολοκλήρωση της
υποβιβασμού των, εις τας θέσεις ταύτας υπηρετούντων τυχόν διαδικασίας αξιολογήσεως και επιλογής προϊσταμένων.
υπαλλήλων. 3. Εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος
4. Εις πάσαν περίπτωσιν εντάξεως κατά τας Κανονισμού έννομες υπαλληλικές και εργασιακές σχέσεις,
διατάξεις του παρόντος άρθρου ή ετέρου άρθρου του παρόντος υποθέσεις υπαλληλικές ή πειθαρχικές, διέπονται, συνεχίζονται
Κώδικος έχει ανάλογον εφαρμογήν η διάταξις του δευτέρου και ολοκληρώνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος.
εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 24 του Ν. 434/1976. Χρόνος αδικαιολόγητης αποχής υπαλλήλου από τα καθήκοντα
5. Επί οιουδήποτε ζητήματος η ρύθμισις του οποίου προ της ενάρξεως ισχύος του παρόντος διέπεται από τις
δεν προβλέπεται υπό του παρόντος εφαρμόζονται αναλόγως αι διατάξεις του παρόντος.
αντίστοιχοι διατάξεις του Π.Δ. 611/1977 «περί 4. Τα μέλη των υφισταμένων κατά την έναρξη
κωδικοποιήσεως εις ενιαίον κείμενον υπό τον τίτλον ισχύος του παρόντος Κανονισμού υπηρεσιακών συμβουλίων
"υπαλληλικός κώδιξ" των ισχυουσών διατάξεων των (πρωτοβαθμίου και Α.Υ.Σ.Ε.) εξακολουθούν να ασκούν τα
αναφερομένων εις την κατάστασιν των υπαλλήλων του καθήκοντά τους και τα όργανα αυτά εξακολουθούν να
Δημοσίου και των ΝΠΔΔ» όστις επί πλέον εν αμφιβολία και λειτουργούν μέχρι την ανασυγκρότησή τους με απόφαση της
κατισχύει (άρθρ. 42 Ν. 590 1977). Δ.Ι.Σ.
5. Οι υπάλληλοι, που υπηρετούν κατά την έναρξη
της ισχύος του παρόντος, κατατάσσονται από 1.1.2021
ΤΕΛΙΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ αυτοδικαίως στους βαθμούς της κατηγορίας που υπηρετούν,
Άρθρον 155 σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Κανονισμού και με
βάση τον συνολικό χρόνο πραγματικής υπηρεσίας, που έχει
1. Από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος αναγνωρισθεί για την βαθμολογική ή την μισθολογική τους
καταργείται ο υπ' αριθ. 9/1970 Κανονισμός «περί εξέλιξη. Πλεονάζων χρόνος θεωρείται ότι διανύθηκε στον
καταστάσεως του προσωπικού της Εκκλησίας της Ελλάδος» βαθμό κατάταξης. Για την κατάταξη σύμφωνα με την
(Φ 106/13.5.1970 τ. Α΄) ως ούτος ετροποποιήθη και παράγραφο δεν υπολογίζονται: α) ο χρόνος της αργίας είτε εξ
συνεπληρώθη μεταγενεστέρως πλην των άρθρων αυτού 73, ως αιτίας ποινικής διώξεως που κατέληξε σε οποιαδήποτε
τούτο μεταγενεστέρως ετροποποιήθη, 178α, 181α, 183-186, καταδίκη είτε εξ αιτίας πειθαρχικής διώξεως που κατέληξε σε
187 παρ 1-2, 189. πειθαρχική ποινή τουλάχιστον προστίμου αποδοχών τριών (3)
2. Πράξεις εκκλησιαστικών Ν.Π.Δ.Δ. εκδοθείσαι μηνών, β) ο χρόνος της αδικαιολόγητης αποχής από τα
μέχρι της δημοσιεύσεως του παρόντος και τακτοποιούσαι καθήκοντα, γ) ο χρόνος της προσωρινής παύσεως, δ) ο χρόνος
40 Περί κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων
με την τροποποίηση του Κανονισμού 327/2021
www.efimerios.gr

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

της άδειας άνευ αποδοχών που δεν αποτελεί χρόνο


πραγματικής υπηρεσίας, ε) ο χρόνος της αναστολής ασκήσεως
καθηκόντων, εφ' όσον στην συνέχεια ο υπάλληλος τέθηκε σε
αργία, στ) το χρονικό διάστημα κατά το οποίο στερήθηκε ο
υπάλληλος το δικαίωμα για προαγωγή, ζ) χρονικό διάστημα
ίσο προς το μισό του απαιτούμενου προς προαγωγή χρόνου σε
περίπτωση επιβολής της πειθαρχικής ποινής του
υποβιβασμού. Για την κατάταξη σύμφωνα με την
προηγούμενη παράγραφο, στον συνολικό χρόνο πραγματικής
υπηρεσίας δεν υπολογίζεται το μισό του πέραν της δεκαετίας
χρόνου που διανύθηκε με τυπικό προσόν κατώτερης
κατηγορίας.
6. Υπάλληλοι, οι οποίοι υπηρετούν σε κατηγορία
χωρίς να κατέχουν το απαιτούμενο τυπικό προσόν,
κατατάσσονται στους βαθμούς της κατηγορίας που υπηρετούν,
με προσθήκη ενός (1) έτους στον χρόνο που απαιτείται για
προαγωγή στον επόμενο βαθμό με εξαίρεση τον εισαγωγικό
βαθμό.
7. Για την κατάταξη που προβλέπεται από τις
διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων του παρόντος
άρθρου εκδίδονται διαπιστωτικές πράξεις από τον
Αρχιγραμματεα της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου για υπαλλήλους
της Εκκλησίας της Ελλάδος, από τον επιχώριο Μητροπολίτη
για υπαλλήλους Ιερών Μητροπόλεων ή τον Πρόεδρο του
συλλογικού οργάνου διοικήσεως του οικείου εκκλησιαστικού
νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, που δεν δημοσιεύονται
στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
8. Μέχρι την σύσταση και συγκρότηση υγειονομικών
επιτροπών κατά τον παρόντα Κανονισμό, οι μόνιμοι,
μετακλητοί και επί θητεία υπάλληλοι υπάγονται στις
υγειονομικές επιτροπές για τους δημόσιους υπαλλήλους κατά
τον ν. 3528/2007 (Α΄ 26), όπως εκάστοτε ισχύει. Ο παρών
Κανονισμός δεν επηρεάζει τις αρμοδιότητες των υγειονομικών
επιτροπών του Κέντρου Πιστοποιήσεως Αναπηρίας
(ΚΕ.Π.Α.), όπως εκάστοτε ισχύουν.
9. Όπου στον παρόντα Κανονισμό γίνεται αναφορά σε
αποφασιστικές αρμοδιότητες της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου για
την Εκκλησία της Ελλάδος, του Διοικητικού Συμβουλίου για
την Αποστολική Διακονία και το Διορθόδοξο Κέντρο της
Εκκλησίας της Ελλάδος ή του οικείου Μητροπολίτη για τις
Ιερές Μητροπόλεις, νοείται αντιστοίχως ως αρμόδιο και το
συλλογικό όργανο διοικήσεως σε κάθε άλλη περίπτωση
εκκλησιαστικού νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, το
προσωπικό του οποίου υπάγεται στον παρόντα Κανονισμό.
41 Περί κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων
με την τροποποίηση του Κανονισμού 327/2021
www.efimerios.gr

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Αρχιγραμματέα · 15, 16, 17, 21, 23, 24, 34


Α Αρχιγραμματεύς · 6, 7, 12, 21, 28, 34
Αρχιγραμματέως · 9, 12, 18, 21, 22, 38
Α.Υ.Σ.Ε. · 2, 3, 18, 19, 21, 22, 24, 28, 29, 34, 35, 39 Αρχιερείς · 8, 25
άδεια · 3, 8, 9, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 17, 25, 26, 32, 33 ασθένειας · 11, 13, 15, 23, 25, 38
Άδεια · 13, 14, 15, 16, 17 άσκηση κριτικής · 25
αδικαιολόγητη αποχή · 25, 27, 37 Αστική ευθύνη · 10
αδίκημα · 2, 7, 24, 27, 31, 35, 36 ασφαλιστικό οργανισμό · 2
αθωωτική ποινική απόφαση · 28, 35 ατομικός φάκελος · 18
αιμοληψία · 13 αυτοδίκαιη αργία · 24
ακαταλληλότητας · 36 αυτοψία · 31
αμέλεια · 26 αφαίρεση της ασκήσεως των καθηκόντων προϊσταμένου · 26
αμελείας · 10
Αναγνώριση υπηρεσιών · 17
ανακριτής · 31, 32, 33 Β
Ανακριτικές πράξεις · 31
ανακριτική πράξη · 31 βαθμό · 1, 5, 6, 7, 14, 20, 21, 22, 23, 27, 28, 29, 32, 36, 39, 40
Ανάληψη υπηρεσίας · 5 βαθμός · 6, 7, 20, 33
αναξιοπρεπής ή ανάρμοστη ή ανάξια για υπάλληλο συμπεριφορά · Βαθμός · 5
25 βοηθητικό και εργατοτεχνικό προσωπικό · 1
αναπηρία · 3, 13, 14, 38 βούλευμα · 2, 28
αναπηρίας · 38
Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού · 25
αναφορά · 3, 4, 7, 10, 25, 40
Γ
ανικανότητα · 15, 36
γενετήσια ζωή · 2
Ανώτατο Υπηρεσιακό Συμβούλιο · 2, 28
γενετήσιας ελευθερίας · 23, 25, 36
Ανωτάτου Υπηρεσιακού Συμβουλίου · 4
γενετήσιας ζωής · 23, 36
ανωτέρας βίας · 11, 16, 21
γενική διεύθυνση · 7, 9, 10
αορίστου χρόνου · 1, 3, 5, 22, 26, 30, 37
Γενικής Κυβερνήσεως · 2, 7, 13, 19
απαρτία · 1, 33
Γενικός Αρχιερατικός Επίτροπος · 28
απασχόληση · 2, 9, 10
γέννηση · 14, 15
απάτη · 2
γνωμάτευση · 15, 16, 38
απάτης · 23
γνωμοδότηση · 1, 6
απιστία · 2
Γραμματέας · 1, 28
απιστία δικηγόρου · 2
γραφείς · 1
απιστίας · 23
αποδείξεις · 33
αποζημίωση · 10, 11, 12, 17, 37, 38 Δ
απόκτηση οικονομικού οφέλους · 25, 26
απολογία · 27, 29, 30, 31, 32, 33 Δ.Ι.Σ. · 1, 10, 11, 19, 20, 22, 36, 38, 39
απόλυση · 5, 35, 36, 37, 38 Δευτεροβάθμια Υγειονομική Επιτροπή · 38
απόσπασις · 19 Δευτεροβάθμιας Εκπαιδεύσεως · 6
απόσπασμα διατακτικού · 24 δευτεροβάθμιες υγειονομικές επιτροπές · 38
Αποστολική Διακονία · 22, 29, 40 Δημοκρατία · 25
Αποστολικής Διακονίας · 1, 8, 39 δημόσιες επιχειρήσεις · 9
απόφαση · 1, 5, 6, 8, 9, 10, 11, 15, 16, 17, 18, 21, 22, 23, 24, 27, δημοσιεύσεως · 4, 5, 11, 23, 36, 39
28, 29, 30, 31, 33, 34, 35, 36, 37, 38, 39 Δημόσιο · 7, 9, 37
αποχή από την ψηφοφορία · 34
Δημοσίου Τομέως · 2, 7, 13, 19
αποχώρηση του υπαλλήλου · 18
δημοσίους υπαλλήλους · 11, 15, 21
απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες · 3
διαβεβαίωση · 5
αργία · 23, 24
διαγωγή · 25, 27
άρνηση συνεργασίας · 26
διαγωνισμόν · 3, 4
αρχαιότητα · 6
διαγωνισμός · 4
αρχή της αναλογικότητας · 26
διαθεσιμότητα · 16, 23
42 Περί κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων
με την τροποποίηση του Κανονισμού 327/2021
www.efimerios.gr

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

διαθεσιμότητας · 11, 21, 23 εμπειρία · 4, 6, 20, 21, 22


διάκονοι · 1 ενδικοφανή προσφυγή · 1, 34
διακόνου · 37, 38 Ένοπλες Δυνάμεις · 11
Διαρκή Ιερά Σύνοδο · 8 ενστάσεως · 21
Διαρκής Ιερά Σύνοδος · 1, 11, 22, 29, 30 εντολές · 7, 25
Διαρκούς Ιεράς Συνόδου · 1, 2, 4, 5, 8, 9, 11, 18, 19, 20, 38, 40 εντολή · 7, 11, 12, 16, 30
διαχείριση · 10, 24 εντολής · 16, 25
διδακτορικό · 6 εξαιρέσεως · 31, 33
δικαιοπρακτική ικανότητα · 2 εξαίρεση · 1, 3, 5, 8, 10, 14, 15, 16, 27, 31, 33, 34, 40
διοικητικά συμβούλια · 29 εξέταση μαρτύρων · 31, 32
Διοικητικά Συμβούλια · 28 εξέταση του διωκομένου · 31, 32
Διοικητικό Συμβούλιο · 8, 22, 29, 30, 32 έπαινος · 18
Διοικητικού Συμβουλίου · 8, 12, 18, 21, 30, 34, 36, 37, 38, 40 Έπαινος · 18
Διορθόδοξο Κέντρο · 22, 29, 40 επάρκεια γνώσεών · 2
Διορθοδόξου Κέντρου · 1, 8 επί θητεία · 37
διορισμό · 3, 5, 6, 8, 10, 18, 22, 35, 37, 38 επιβουλή της ενότητας της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του
διορισμός · 1, 3, 4, 5, 6, 9, 17 Χριστού · 25
διορισμός μονίμου · 3 επιβουλή της θρησκευτικής ειρήνης · 2, 25
διωκόμενος · 30, 32, 33, 35 επίδοση · 1, 16, 17, 33
δοκιμαστική υπηρεσία · 10, 11, 16 Επιθεωρητή · 24
δόλου · 10 επιμόρφωση · 20
δωροδοκία · 2 επίπληξη · 26
δωροδοκίας · 23 εποχικές και παροδικές ανάγκες · 3
εργάτες · 11
εργατικής νομοθεσίας · 11, 12, 14, 16
Ε εργατοτεχνικό προσωπικό · 12, 16
εργατοτεχνικόν προσωπικόν · 4
έγγραφο ασκήσεως διώξεως · 33 έτος · 2, 4, 8, 12, 13, 15, 16, 17, 23, 26, 28, 36
έγκλημα · 2, 23, 36 ευαρέσκεια · 18
εγκλήματα · 2, 25 Ευαρέσκεια · 18
εγκλήματα κατά πολιτειακών οργάνων · 2 εύφημος μνεία · 18
εγκλήματα κατά της δημόσιας τάξεως · 2 έφεση · 28, 29, 31, 34
εγκλήματα σχετικά με την υπηρεσία · 2, 25 Εφημερίδα της Κυβερνήσεως · 5, 10, 36, 37, 40
εγκύκλιοι · 25 Εφημερίδας της Κυβερνήσεως · 3, 5, 11
ειδικότητα · 6, 16, 38 Εφημερίδος της Κυβερνήσεως · 4, 5, 19, 20, 39
ειδικότητας · 6, 16, 17, 20 εφημερίου · 37, 38
ειδικών επιστημονικών ή τεχνικών ή βοηθητικών εργασιών · 3 Εχεμύθεια · 8
εισήγηση · 18, 21, 25, 26, 30, 37, 38
εκβίαση · 2
εκβίασης · 23 Η
έκθεση θεράποντος ιατρού · 16
ΕΚΚΛΗΣΙΑ · 3, 4, 5, 18, 21 Ηθικές αμοιβές · 17
Εκκλησία της Ελλάδος · 8, 22, 38, 40 ημέρα της συνεδριάσεως · 33
Εκκλησίας της Ελλάδος · 1, 2, 3, 5, 7, 8, 10, 17, 18, 19, 20, 22, 25,
28, 29, 38, 39, 40
εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα · 1, 3, 9, 12, 17, 19, 28, 38 Θ
εκκλησιαστική διοικητική εξέταση · 7, 30, 31, 32
Εκκλησιαστικό Δικαστήριο · 2 θέση · 1, 2, 3, 4, 6, 7, 9, 10, 14, 16, 17, 18, 21, 22, 23, 24, 34, 36,
εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο · 2, 3, 6, 7, 9, 10, 11, 13, 16, 17, 37, 38
31, 35, 38 θητεία · 1, 2, 3, 11, 12, 16, 22, 26, 30, 36, 37, 38, 40
εκκλησιαστικό υπάλληλο · 1, 3, 8, 9, 13, 14, 15 θητείας · 1, 22, 27, 37
Εκκλησιαστικοί λειτουργοί · 11
εκπόνηση συγκεκριμένου επιστημονικού ή τεχνικού έργου · 3
Ι
έκπτωση · 24, 35, 36
εκτέλεση ορισμένης υπηρεσίας · 3
ιατρική εξέταση · 3, 25
έλλειψη εκκλησιαστικού φρονήματος · 25
ιατρικό έλεγχο · 13
43 Περί κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων
με την τροποποίηση του Κανονισμού 327/2021
www.efimerios.gr

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

ιατρό εργασίας · 3 μόνιμος · 2, 5, 6, 10, 36


Ιερά Σύνοδο · 2, 3, 8, 25, 29, 38
Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας · 8
Ιεράρχη · 25 Ν
ιεραρχική κλίμακα · 18
ιεροκήρυκα · 37, 38 ν. 590/1977 · 2, 9, 13
ιεροκήρυκες · 1 Ν.Π.Δ.Δ. · 4, 19, 20, 29, 36, 38
ιεροψάλτες · 1 νεωκόροι · 1
ικανότητα · 2, 6, 21, 23 νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου · 9
νοσηλεία · 13, 16
νοσηλείας · 12, 38
Κ νόσημα · 12, 15
νόσο · 3, 16
καθαρίστριες · 1 νοσοκομείο · 16
καθήκοντα · 2, 3, 4, 6, 9, 13, 14, 18, 21, 22, 23, 24, 29, 38, 39
κανονιστική πράξη · 3
καταδικαστική ποινική απόφαση · 28 Ο
κλάδου · 6, 11, 16, 18, 19, 20, 36
κληρικό · 33 οδηγίες · 7, 25
κληρικός · 4, 7, 19 οργανικές μονάδες · 28
κλοπή · 2 οργανική θέση · 22
κλοπής · 23 οργανική μονάδα · 22
κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα · 2 οργανικής μονάδας · 13, 22, 26, 30
Κώδικα Ποινικής Δικονομίας · 30, 31, 32 Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοικήσεως · 9
όργανο επιλογής προϊσταμένων · 22
Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία του Χριστού · 2
Μ ορισμένου χρόνου · 1, 3, 11, 26, 37
οριστική παύση · 24, 26, 27, 28, 35, 36
μαγνητοφώνηση · 32 οριστικής παύσεως · 2, 3, 23, 24, 26, 27, 34, 35, 36
μάρτυρα · 32, 33
μετακίνησις · 19
Μετακίνησις · 19 Π
Μετακλητοί · 37
μετακλητός · 2, 3 Πανεπιστημιακής Εκπαιδεύσεως · 6
μετακλητού · 2, 27, 36, 37, 38 παράβαση καθήκοντος · 25, 26
Μετάλλιο διακεκριμένων πράξεων · 18 παράβαση υπαλληλικού καθήκοντος · 25
μεταπτυχιακό · 6 παράλειψη · 25, 28, 32, 34
μεταπτυχιακού · 6 Παράλειψη εκτελέσεως της ποινής · 35
μετάταξη · 8, 19, 23 παράλειψη της κλήσεως σε απολογία · 32
μετάταξις · 19, 20 παραπεμπτήριο έγγραφο · 30, 32, 33
Μετάταξις · 19, 20 παραπεμπτικό έγγραφο · 2, 3
μεταφορά · 19, 20, 23 παράπτωμα · 11, 16, 24, 25, 26, 27, 28, 29, 30, 31, 32, 35
Μητροπόλεις · 22, 28, 40 παραπτώματα · 25
Μητροπολίτη · 5, 9, 12, 15, 16, 17, 18, 21, 22, 23, 24, 29, 34, 36, Πατρίδα · 25
37, 38, 40 πειθαρχική δίωξη · 7, 9, 12, 24, 29, 31, 35
Μητροπολίτης · 7, 12, 13, 21, 22, 28, 29 πειθαρχικό όργανο · 2, 23, 27, 28, 29, 30, 33, 35
Μητροπολιτικό Συμβούλιο · 7 Πειθαρχικό Συμβούλιο · 29
μισθοδοσία · 11 Πειθαρχικού Συμβουλίου · 29, 32, 33
μισθοδοσίας · 11, 38 πλαστογραφία · 2
μισθολόγιο · 11 πλαστογραφίας · 23
μισθός · 11 ποινική δίκη · 27
μισθού αξίωση · 11 πραγματογνωμοσύνη · 8, 31, 35
μοναχό · 33 προαγωγή · 21
μοναχός · 7 προακτέος · 21, 22
μόνιμοι · 4 προβάδισμα · 18
μόνιμοι υπάλληλοι · 34 προθεσμία · 4, 5, 6, 13, 21, 32, 34, 35, 36
μονιμοποίηση · 3, 10 προθεσμίας · 2, 4, 5, 21, 23, 24, 30, 31, 32, 33, 35
44 Περί κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων
με την τροποποίηση του Κανονισμού 327/2021
www.efimerios.gr

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

προϊσταμένη · 3, 7, 9, 10, 11, 19, 24, 28 τελεσιδικία · 24, 35


προϊσταμένης · 3, 8, 9, 19, 20, 21, 24, 25, 31 τεχνικές και βοηθητικές εργασίες · 3
προϊστάμενο της αρμόδιας Γενικής Διευθύνσεως · 16, 17 τεχνίτες · 11
προϊστάμενοι Γενικών Διευθύνσεων · 22 Τεχνολογικής Εκπαιδεύσεως · 6
προϊστάμενοι Διευθύνσεων · 22 τηλεδιάσκεψη · 1, 2
προϊστάμενοι Διευθύνσεως · 22 τίτλους σπουδών · 6, 18
προϊστάμενοι Τμημάτων · 22 Τοποθέτηση · 22
προϊστάμενοι υπηρεσιακών μονάδων · 22 τοποθέτηση προϊσταμένων · 22
προϊστάμενος Γενικής Διευθύνσεως · 7, 12, 21, 28 τοποθέτηση σε θέσεις · 22
προϊστάμενος Διευθύνσεως · 28 τυπικά προσόντα · 2, 5, 6, 7, 18, 20, 21
Προκαταρκτική εξέταση · 30 τυπικό προσόν · 6, 40
προκήρυξη · 2, 6
προσαύξηση των αποδοχών · 17
προσβολές κατά της πολιτειακής εξουσίας · 2 Υ
προσβολή του πολιτεύματος · 25
πρόσληψη · 1, 3, 5, 9, 10, 18, 35 υγεία · 2, 3
πρόσληψη εκκλησιαστικού υπαλλήλου · 3, 9 υγειονομικές επιτροπές · 2, 38, 40
προσόντα · 3, 4, 5, 6, 18, 19, 20, 21, 22, 36, 39 Υγειονομικές Επιτροπές · 38
πρόστιμο · 26, 35 υγειονομική επιτροπή · 23, 26
προσφυγή · 4, 19, 20 υγειονομικής επιτροπής · 6, 15, 16, 23
προσφυγής · 1, 2, 4, 11, 21, 23, 34, 35 υιοθεσίας · 12, 14, 15
προσωπικού ιδιωτικού δικαίου · 37 υπαίτια · 7, 9, 25, 29
προσωρινή παύση · 23, 24, 26, 35 υπαιτιότητα · 2
προσωρινής παύσεως · 21, 23, 24, 27, 35, 39 υπαιτιότητας · 26
πρωτοβάθμιες υγειονομικές επιτροπές · 38 υπαλληλική σχέση · 1, 5, 35, 36, 37
Πρωτοσύγκελλος · 28 υπαλληλικής ή εργασιακής σχέσεως · 11, 27, 37
Πρωτοσυγκέλλου · 18, 28 υπαλληλικό καθήκον · 25
υπάλληλοι · 1, 4, 6, 9, 10, 11, 12, 13, 15, 16, 18, 21, 22, 29, 32,
36, 37, 38, 39, 40
Σ Υπάλληλοι · 37
υπάλληλος · 1, 2, 3, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 17, 18,
σπουδαίο λόγο · 2, 26, 37 19, 20, 21, 22, 23, 24, 25, 26, 27, 28, 30, 31, 32, 33, 34, 35,
στράτευση · 11 36, 37, 38, 40
σύζυγος · 13, 15 υπάλληλος ιδιωτικού δικαίου · 2, 3
συκοφαντική δυσφήμιση · 2 υπεξαιρέσεως · 23
συλλογικά όργανα διοικήσεως · 28, 29 υπεξαίρεση · 2
συλλογικό όργανο διοικήσεως · 29, 30, 32, 40 υπερωριακή αμοιβή · 10, 11, 13
συλλογικού οργάνου διοικήσεως · 5, 22, 23, 24, 29, 30, 32, 34, 36, υπηρεσία · 2, 3, 5, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 16, 17, 18, 19, 20,
37, 38, 40 22, 23, 24, 25, 26, 27, 29, 30, 31, 33, 35, 36, 37, 38
συμβάσεις · 3, 9 υπηρεσιακή μονάδα · 8, 22
συμβάσεις εργασίας · 3, 9 Υπηρεσιακό Συμβούλιο · 1, 2, 6, 10, 11, 21, 22
σύμβαση εργασίας · 3, 9, 16, 22, 26, 37 υπηρεσιακόν συμβούλιον · 19
σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου · 3, 16, 26, 37 Υπηρεσιακού Συμβουλίου · 1, 4, 7, 8, 9, 10, 13, 14, 16, 17, 18, 19,
σύμβαση έργου · 3 21, 22, 23, 26, 36, 37, 39
συμβούλιο ισοτιμιών · 6 υπηρεσίας · 2, 3, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 17, 18,
Συμβούλιο της Επικρατείας · 28, 36 19, 20, 21, 22, 23, 24, 25, 26, 27, 28, 29, 30, 31, 33, 34, 35,
Συμβουλίου της Επικρατείας · 23, 34, 35 36, 37, 38, 39
συμπεριφορά · 3, 21 υποβιβασμός · 26
συμπληρωματική ανάκριση · 32, 33 υπόδικος · 2
σχήμα · 7, 18 Υποχρεωτικής Εκπαιδεύσεως · 6

Τ Φ

τακτικός · 3, 11, 19, 38 φάκελοι υγείας · 3


τέκνο · 12, 13, 14, 15 φορείς κοινωνικής πρόνοιας · 13
τέκνου · 12, 13, 14, 15
45 Περί κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων
με την τροποποίηση του Κανονισμού 327/2021
www.efimerios.gr

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Χ Ω

χορωδοί · 1 ωράριο · 9, 14, 17


Χριστιανός Ορθόδοξος · 2 Ωράριο · 9
χρόνο υπηρεσίας · 15, 22 ωραρίου · 9, 13, 14, 15, 25
χρόνος υπηρεσίας · 19 ώρες εργασίας · 9

ψήφος · 1, 34
ΆΡΘΡΟ 20 ΒΑΘΜΟΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ ............................ 5

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ 5/1978 ................................................. 1 ΆΡΘΡΟ 21 ΈΝΑΡΞΗ ΥΠΑΛΛΗΛΙΚΗΣ ΣΧΕΣΕΩΣ .... 5

«ΠΕΡΙ ΚΩΔΙΚΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ» ΆΡΘΡΟ 22 ΔΙΑΒΕΒΑΙΩΣΗ - ΑΝΑΛΗΨΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ


...................................................................................... 1 ...................................................................................... 5

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ......................................................... 1 ΆΡΘΡΟ 23 ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΔΙΟΡΙΣΜΟΥ ........................ 5

ΓΕΝΙΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ.................................................... 1 ΆΡΘΡΟ 24 ΑΝΑΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ...................................... 5

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄ .......................................................... 1 ΆΡΘΡΟ 25 ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΣΕ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ 6

«ΆΡΘΡΟ 1 ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ................................ 1 ΆΡΘΡΟ 26 ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΚΗ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ 6

ΆΡΘΡΟ 2 ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΟ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΟ «ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ ............................................................ 7


ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ................................................................ 1 ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ – ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ
ΆΡΘΡΟ 3 ΑΝΩΤΑΤΟ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥ .............................................................. 7
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ...................................... 2 ΆΡΘΡΟ 30 ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟ ΗΘΟΣ ........................ 7
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ ........................................................ 2 ΆΡΘΡΟ 31 ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ
ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΥΠΑΛΛΗΛΙΚΗΣ ΣΧΕΣΕΩΣ - ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ............................................................... 7
ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ. ....................................... 2 ΆΡΘΡΟ 32 ΥΠΑΚΟΗ - ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α' .............................................................. 2 ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ ..................................... 7

ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ – ΠΡΟΣΛΗΨΗ......................................... 2 ΆΡΘΡΟ 33 ΕΧΕΜΥΘΕΙΑ .............................................. 8

ΤΜΗΜΑ Α' .................................................................... 2 ΆΡΘΡΟ 34 ΑΔΙΑΒΛΗΤΟ ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ ........................ 8

ΆΡΘΡΟ 4 ....................................................................... 2 ΆΡΘΡΟ 35 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΥΔΕΤΕΡΟΤΗΤΑ .................. 8

ΆΡΘΡΟ 5 ΠΡΟΣΟΝΤΑ ΔΙΟΡΙΣΜΟΥ – ΠΡΟΣΛΗΨΕΩΣ ΆΡΘΡΟ 36 ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΕ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ ................. 8


...................................................................................... 2 ΆΡΘΡΟ 37 ΑΛΛΟΤΡΙΑ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ...................... 9
ΆΡΘΡΟ 6 ΥΓΕΙΑ .......................................................... 3 ΆΡΘΡΟ 38 ΚΑΤΟΧΗ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΘΕΣΕΩΣ .............. 9
ΆΡΘΡΟ 7 ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΔΙΟΡΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΆΡΘΡΟ 39 ΩΡΑΡΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ .................................. 9
ΠΡΟΣΛΗΨΕΩΣ ............................................................ 3
ΆΡΘΡΟ 40 ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ .................................. 10
ΤΜΗΜΑ Β΄ ................................................................... 3
ΆΡΘΡΟ 41 ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΙ ΥΠΟΛΟΓΟΙ............. 10
ΆΡΘΡΟΝ 14 ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΔΙΟΡΙΣΜΟΥ ...................... 3
ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ ..................................................... 10
ΆΡΘΡΟΝ 15 ................................................................. 4
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥ . 10
ΆΡΘΡΟΝ 16 .................................................................. 4
ΆΡΘΡΟ 42 ΜΟΝΙΜΟΤΗΤΑ ...................................... 10
ΆΡΘΡΟΝ 17 .................................................................. 4
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β ............................................................. 11
ΆΡΘΡΟΝ 18 .................................................................. 4
ΆΡΘΡΟ 43 ΜΙΣΘΟΣ ................................................. 11
«ΆΡΘΡΟ 19 ΠΡΑΞΗ ΔΙΟΡΙΣΜΟΥ ............................... 5
46 Περί κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων
με την τροποποίηση του Κανονισμού 327/2021
www.efimerios.gr

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

ΆΡΘΡΟ 44 ΈΝΑΡΞΗ, ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΚΑΙ ΛΗΞΗ ΤΟΥ ΆΡΘΡΟ 68 ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ....................................... 20


ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΜΙΣΘΟΥ .......................................... 11
ΆΡΘΡΟ 69 ΠΡΟΑΓΩΓΗ .......................................... 20
ΆΡΘΡΟ 45 ΠΡΟΣΘΕΤΕΣ ΠΑΡΟΧΕΣ......................... 11
ΆΡΘΡΟ 70 ΠΙΝΑΚΕΣ ΠΡΟΑΚΤΕΩΝ ...................... 21
ΆΡΘΡΟ 46 ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΣΤΟΝ ΧΩΡΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ .. 12
ΆΡΘΡΟ 71 ΠΑΡΑΛΕΙΨΗ ΑΠΟ ΠΡΟΑΓΩΓΗ ........... 21
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ ............................................................. 12
ΆΡΘΡΟ 72 ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΙ ΟΡΓΑΝΙΚΩΝ
ΑΔΕΙΕΣ........................................................................ 12 ΜΟΝΑΔΩΝ ................................................................ 22

ΆΡΘΡΟ 47 ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΚΑΝΟΝΙΚΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ........ 12 ΆΡΘΡΟ 73 ................................................................... 22

ΆΡΘΡΟ 48 ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΕΙΔΙΚΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ................ 12 ΆΡΘΡΟ 74 ................................................................... 22

ΆΡΘΡΟ 49 ΆΔΕΙΑ ΑΝΕΥ ΑΠΟΔΟΧΩΝ .................... 13 ΆΡΘΡΟ 75 ................................................................... 22

ΆΡΘΡΟ 50 ΆΔΕΙΑ ΜΗΤΡΟΤΗΤΑΣ .......................... 14 ΆΡΘΡΟ 76 ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΣΕ ΟΡΓΑΝΙΚΗ ΘΕΣΗ 22

ΆΡΘΡΟ 51 ΆΔΕΙΑ ΓΙΑ ΑΝΑΤΡΟΦΗ ΠΑΙΔΙΟΥ ....... 14 «ΤΜΗΜΑ ΣΤ............................................................... 23

ΆΡΘΡΟ 52 ΠΑΡΟΧΗ ΑΔΕΙΑΣ .................................. 15 ΔΙΑΘΕΣΙΜΟΤΗΤΑ ΆΡΘΡΟ 82 ΘΕΣΗ ΣΕ


ΔΙΑΘΕΣΙΜΟΤΗΤΑ ..................................................... 23
ΆΡΘΡΟ 53 ΆΔΕΙΑ ΑΝΑΡΡΩΤΙΚΗ ............................ 15
ΆΡΘΡΟ 83 ΔΙΑΘΕΣΙΜΟΤΗΤΑ ΛΟΓΩ ΑΣΘΕΝΕΙΑΣ 23
ΆΡΘΡΟ 54 ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΝΑΡΡΩΤΙΚΗΣ ΑΔΕΙΑΣ .. 15
ΆΡΘΡΟ 84 ΔΙΑΘΕΣΙΜΟΤΗΤΑ ΛΟΓΩ
ΆΡΘΡΟ 55 ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ
ΚΑΤΑΡΓΗΣΕΩΣ ΘΕΣΕΩΣ.......................................... 23
ΑΝΑΡΡΩΤΙΚΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ............................................ 16
ΆΡΘΡΟ 85 ΑΠΟΔΟΧΕΣ ΔΙΑΘΕΣΙΜΟΤΗΤΑΣ ......... 23
ΆΡΘΡΟ 56 ................................................................... 16
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ ........................................................... 23
ΆΡΘΡΟ 57 ................................................................... 16
ΑΡΓΙΑ – ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΑΣΚΗΣΕΩΣ ΚΑΘΗΚΟΝΤΩΝ
ΆΡΘΡΟ 58 ΆΔΕΙΑ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΗΣ –
.................................................................................... 23
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΕΩΣ ...................... 16
ΆΡΘΡΟ 86 ΑΥΤΟΔΙΚΑΙΗ ΑΡΓΙΑ ............................. 23
ΆΡΘΡΟ 59 ΆΔΕΙΑ ΓΙΑ ΕΠΙΜΟΡΦΩΤΙΚΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ
ΚΑΙ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ......................................................... 17 ΆΡΘΡΟ 87 ΔΥΝΗΤΙΚΗ ΘΕΣΗ ΣΕ ΑΡΓΙΑ -
ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΑΣΚΗΣΕΩΣ ΚΑΘΗΚΟΝΤΩΝ ............. 24
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ ............................................................. 17
ΆΡΘΡΟ 88 ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΑΡΓΙΑΣ ............................. 24
ΆΡΘΡΟ 60 ΗΘΙΚΕΣ ΑΜΟΙΒΕΣ - ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ
ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ .............................................................. 17 ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ ............................................................ 25

ΆΡΘΡΟ 61 ΠΡΟΒΑΔΙΣΜΑ ....................................... 18 ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ............................................... 25

«ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ ..................................................... 18 ΤΜΗΜΑ Α .................................................................. 25

ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΣ ...... 18 ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΑ ΠΑΡΑΠΤΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΕΣ......... 25

ΆΡΘΡΟ 62 ΑΤΟΜΙΚΟΣ ΦΑΚΕΛΟΣ ......................... 18 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α ............................................................. 25

ΆΡΘΡΟΝ 63 ................................................................ 18 ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΑ ΠΑΡΑΠΤΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ


.................................................................................... 25
ΤΜΗΜΑ Θ΄ ................................................................ 19
ΆΡΘΡΟ 89 ................................................................... 25
ΆΡΘΡΟΝ 65 ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΙΣ .................................... 19
ΆΡΘΡΟ 90 ΑΠΑΡΙΘΜΗΣΗ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΩΝ
ΤΜΗΜΑ Γ` .................................................................. 19 ΠΑΡΑΠΤΩΜΑΤΩΝ .................................................... 25
ΆΡΘΡΟΝ 66 ΑΠΟΣΠΑΣΙΣ....................................... 19 ΆΡΘΡΟ 91 ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΑΡΧΩΝ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΩΝ
«ΤΜΗΜΑ Δ ................................................................. 19 ΤΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ........................................ 26

ΆΡΘΡΟΝ 67 ΜΕΤΑΤΑΞΙΣ ....................................... 19 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β ............................................................. 26

«ΤΜΗΜΑ Ε΄................................................................ 20 ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΕΣ ΠΟΙΝΕΣ ............................................ 26

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ - ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΕΣ .... 20 ΆΡΘΡΟ 92 ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΕΣ ΠΟΙΝΕΣ ....................... 26


47 Περί κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων
με την τροποποίηση του Κανονισμού 327/2021
www.efimerios.gr

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ ............................................................. 27 ΆΡΘΡΟ 110 ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗ ΑΝΑΚΡΙΣΗ .................. 31

ΔΙΩΞΗ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΩΝ ΠΑΡΑΠΤΩΜΑΤΩΝ ............ 27 ΆΡΘΡΟ 111 ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ..................... 31


ΆΡΘΡΟ 93 ΔΙΩΞΗ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΩΝ ΆΡΘΡΟ 112 ΑΥΤΟΨΙΑ ............................................. 31
ΠΑΡΑΠΤΩΜΑΤΩΝ .................................................... 27
ΆΡΘΡΟ 113 ΜΑΡΤΥΡΕΣ ........................................... 31
ΆΡΘΡΟ 94 ΣΧΕΣΗ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΥ
ΆΡΘΡΟ 114 ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΝΕΣ .................... 32
ΠΑΡΑΠΤΩΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΠΟΙΝΗΣ ............................. 27
ΆΡΘΡΟ 95 ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΩΝ ΆΡΘΡΟ 115 ΕΞΕΤΑΣΗ ΔΙΩΚΟΜΕΝΟΥ.................. 32
ΠΑΡΑΠΤΩΜΑΤΩΝ .................................................... 27 ΆΡΘΡΟ 116 ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΝΑΚΡΙΣΗ . 32
ΆΡΘΡΟ 96 ΛΗΞΗ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ....... 27 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ ............................................................. 32
ΆΡΘΡΟ 97 ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗΣ ΑΠΟΛΟΓΙΑ ................................................................ 32
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ .................. 27
ΆΡΘΡΟ 117 ΚΛΗΣΗ ΣΕ ΑΠΟΛΟΓΙΑ ...................... 32
ΆΡΘΡΟ 98 ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΑ ΚΟΛΑΣΙΜΟΥ ΤΟΥ
ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΥ ΠΑΡΑΠΤΩΜΑΤΟΣ .......................... 28 ΆΡΘΡΟ 118 ΑΠΟΛΟΓΙΑ ......................................... 32

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ ............................................................. 28 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ ............................................................. 32


ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΥ
ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ ............................................. 28
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ........................................................... 32
ΆΡΘΡΟ 99 ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ ........................ 28
ΆΡΘΡΟ 119 ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΗΜΕΡΑΣ
ΆΡΘΡΟ 100 ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΩΣ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΙ ....... 28 ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕΩΣ - ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΔΙΩΚΟΜΕΝΟΥ .... 33
ΆΡΘΡΟ 101 ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΩΣ ΆΡΘΡΟ 120 ΚΩΛΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΜΕΛΩΝ
ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΩΝ ...................................................... 28 ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ................................. 33
ΆΡΘΡΟ 102 ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε ............................................................. 33
ΣΥΜΒΟΥΛΙΩΝ ........................................................... 29
ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ .................... 33
ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ..... 29
ΆΡΘΡΟ 121 ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΔΙΩΚΟΜΕΝΟ
ΆΡΘΡΟ 103 ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΥ .................................................................................... 33
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ........................................................... 29
ΆΡΘΡΟ 122 ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΑΠΟΔΕΙΞΕΩΝ ................. 33
ΆΡΘΡΟ 104 ΕΝΙΑΙΑ ΚΡΙΣΗ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΩΝ
ΠΑΡΑΠΤΩΜΑΤΩΝ .................................................... 29 ΆΡΘΡΟ 123 ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ .................. 33

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ ........................................................... 34
ΤΜΗΜΑ Β ................................................................... 29
ΈΦΕΣΗ – ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗΣ
ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ....................................... 29
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ............................................................. 34
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α ............................................................. 29
ΆΡΘΡΟ 124 ΈΦΕΣΗ ................................................. 34
ΆΣΚΗΣΗ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗΣ ΔΙΩΞΕΩΣ ......................... 29
ΆΡΘΡΟ 125 ΠΡΟΣΦΥΓΗ .......................................... 34
ΆΡΘΡΟ 105 ΆΣΚΗΣΗ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗΣ ΔΙΩΞΕΩΣ .. 29
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε ............................................................. 34
ΆΡΘΡΟ 106 ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ ΣΤΟ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ
ΆΡΘΡΟ 126 ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗΣ
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ .............................................................. 29
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ............................................................. 34
ΆΡΘΡΟ 107 ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΑΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ ............................................................. 35
ΠΑΡΑΠΟΜΠΗΣ ......................................................... 30
ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ - ΔΙΑΓΡΑΦΗ ΠΟΙΝΩΝ -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β ............................................................. 30
ΔΑΠΑΝΕΣ .................................................................. 35
ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ –ΕΔΕ –ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗ
ΆΡΘΡΟ 127 ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ................. 35
ΑΝΑΚΡΙΣΗ ................................................................. 30
ΆΡΘΡΟ 128 ΔΙΑΓΡΑΦΗ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΩΝ ΠΟΙΝΩΝ 35
ΆΡΘΡΟ 108 ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ ............ 30
ΆΡΘΡΟ 109 ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΆΡΘΡΟ 129 ΔΑΠΑΝΕΣ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ............................................................. 35
ΕΞΕΤΑΣΗ (Ε.Δ.Ε.) ...................................................... 30
48 Περί κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων
με την τροποποίηση του Κανονισμού 327/2021
www.efimerios.gr

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

ΜΕΡΟΣ ΣΤ .................................................................. 35 ΆΡΘΡΟ 152 ................................................................. 38

ΛΥΣΗ ΥΠΑΛΛΗΛΙΚΗΣ ΣΧΕΣΕΩΣ............................ 35 «ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β............................................................ 38

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α ............................................................. 35 ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΤΡΟΠΕΣ .................................. 38

ΛΥΣΗ ΥΠΑΛΛΗΛΙΚΗΣ ΣΧΕΣΕΩΣ............................ 35 ΆΡΘΡΟ 152Α ΕΙΔΗ ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΤΡΟΠΩΝ


.................................................................................... 38
ΆΡΘΡΟ 130 ΛΟΓΟΙ ΛΥΣΕΩΣ .................................. 35
ΆΡΘΡΟ 152Β ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΕΣ ΚΑΙ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β ............................................................. 35
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΕΣ ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΤΡΟΠΕΣ 38
ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ .............................................................. 35
ΆΡΘΡΟΝ 154 .............................................................. 39
ΆΡΘΡΟ 131 ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ......................................... 35
ΤΕΛΙΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ................................................. 39
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ ............................................................. 36
ΆΡΘΡΟΝ 155 .............................................................. 39
ΈΚΠΤΩΣΗ ................................................................. 36
ΆΡΘΡΟΝ 156 .............................................................. 39
ΆΡΘΡΟ 132 ΑΥΤΟΔΙΚΑΙΗ ΕΚΠΤΩΣΗ ΛΟΓΩ
ΆΡΘΡΟ 10 ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΥΠ' ΑΡΙΘΜ. 327/2021 .... 39
ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΚΑΤΑΔΙΚΗΣ ........................................... 36
ΆΡΘΡΟ 133 ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΜΕΤΑ
ΑΠΟ ΕΚΠΤΩΣΗ ......................................................... 36
ΆΡΘΡΟ 134 ΈΚΠΤΩΣΗ ΛΟΓΩ ΑΠΩΛΕΙΑΣ
ΙΘΑΓΕΝΕΙΑΣ .............................................................. 36

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ ............................................................. 36

ΑΠΟΛΥΣΗ ................................................................. 36

ΆΡΘΡΟ 135 ΛΟΓΟΙ ΑΠΟΛΥΣΕΩΣ .......................... 36


ΆΡΘΡΟ 136 ΑΠΟΛΥΣΗ ΓΙΑ ΣΩΜΑΤΙΚΗ Η
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΝΙΚΑΝΟΤΗΤΑ .............................. 36
ΆΡΘΡΟ 137 ΑΠΟΛΥΣΗ ΛΟΓΩ ΚΑΤΑΡΓΗΣΕΩΣ
ΘΕΣΕΩΣ...................................................................... 36
ΆΡΘΡΟ 138 ΑΥΤΟΔΙΚΑΙΗ ΑΠΟΛΥΣΗ ΛΟΓΩ ΟΡΙΟΥ
ΗΛΙΚΙΑΣ ..................................................................... 37
ΆΡΘΡΟ 139 ΠΡΑΞΗ ΛΥΣΕΩΣ ΤΗΣ ΥΠΑΛΛΗΛΙΚΗΣ
ΣΧΕΣΕΩΣ .................................................................... 37
ΆΡΘΡΟΝ 140 ΛΥΣΗ ΣΥΜΒΑΣΕΩΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ
ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ................................................. 37

ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟΝ ...................................................... 37

ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ ΕΠΙ ΘΗΤΕΙΑ ....................................... 37

ΆΡΘΡΟΝ 146 .............................................................. 37

ΆΡΘΡΟΝ 147 .............................................................. 37

«ΜΕΡΟΣ ΕΝΑΤΟ ........................................................ 37

ΜΕΤΑΚΛΗΤΟΙ ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ ................................... 37

ΆΡΘΡΟ 148 ................................................................. 37

ΆΡΘΡΟ 149 ................................................................. 38

ΆΡΘΡΟ 150 ................................................................. 38

ΆΡΘΡΟ 151 ................................................................. 38

You might also like