εργασια

You might also like

Download as docx, pdf, or txt
Download as docx, pdf, or txt
You are on page 1of 12

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΣΧΟΛΗ : ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ

ΤΜΗΜΑ:

ΕΠΙΣΤΤΗΜΩΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

ΕΡΓΑΣΙΑ 1

Αγλαΐα Βουνοτρυπίδου

ΑΜΕ: 11073

25/03/21

ΚΥΡΙΔΗΣ ΑΡΓΥΡΙΟΣ
Περιεχόμενα

Εισαγωγή

Κεφ. 1ο Ο B. Bernstein και η θεωρία της γλωσσικής ανεπάρκειας

1.1. Ο περιορισμένος και επεξεργασμένος κώδικας του Bernstein ως εκφράσεις


γλωσσικής ανισότητας

Κεφ. 2ο Η μορφή των Κωδίκων

2.1. Βασικά και Δομικά χαρακτηριστικά των Κωδικών

2.2. Κοινωνικοποίηση μέσω κωδικού

Κεφ. 3ο Γλωσσική ανεπάρκεια

3.1. Θεωρία της γλωσσικής ανεπάρκειας

Κεφ. 4ο Κριτική στο έργο του

4.1. Κριτική του Labov, και άλλων

Επίλογος

Βιβλιογραφία
Εισαγωγή

Στην συγκεκριμένη εργασία θα μιλήσουμε για τη θεωρία της γλωσσικής ανεπάρκειας


(κοινωνιογλωσσολογία )του B. Bernstein (1924-2000). Ο Άγγλος κοινωνιολόγος έγινε
γνωστός από το έργο του πάνω στην κοινωνική εκπαίδευση. Η κυριά ασχολία ήταν η
κοινωνική οργάνωση και η σχέση μετάξι των τροπών επικοινωνίας των διαφόρων
κοινωνικών τάξεων. Ποιο συγκεκριμένα θα αναφέρουμε την θεωρία της γλωσσικής
ανεπάρκειας, την μορφή μέσα στις κοινωνικές δομές, όπως και την κριτική στο έργο
του.

Κεφ. 1ο Ο B. Bernstein και η θεωρία της γλωσσικής ανεπάρκειας

1.2. Ο περιορισμένος και επεξεργασμένος κώδικας του Bernstein ως εκφράσεις


γλωσσικής ανισότητας

Κατά το τέλος της δεκαετίας του ’50 ένας Άγγλος καθηγητής της κοινωνιολογίας της
εκπαίδευσης, ο Basil Bernstein, εκφράζει για πρώτη φορά την υπόθεση σχετικά µε την
υπόσταση των πιο πολυσυζητημένων γλωσσικών παραλλαγών, του ορισμένου και του
επεξεργασμένου κώδικα1.

O Bernstein εξακριβώνει ότι η συστηματική σχολική αστοχία των μαθητών-παιδιών


της εργατικής τάξης συμβαίνει, όπως κρίνει, στη γλωσσική διαφορά τους. Εικάζει
λοιπόν ότι αυτό γίνεται επειδή μεταχειρίζονται έναν καθορισμένα μικρό γλωσσικό
κώδικα και µόνο αυτόν, ενώ τα παιδιά άλλων ανωτέρων τάξεων όπως της αστικής
τάξης, της μεσαίας και της ανώτερης έχουν προσπέλαση όχι µόνο σε αυτόν τον κώδικα,
αν επιθυμούν, αλλά και σε έναν πιο «ανεπτυγμένο», πιο «καλλιεργημένο», τον
επεξεργασμένο λεξικό κώδικα. Η εκπαίδευση είναι βασισμένη στον καλλιεργημένο
κώδικα και αυτό οδηγεί απαρέγκλιτα τα παιδιά της κατώτερης τάξης 2 σε μεγάλη
αποτυχία στο σχολείο. Οι κοινωνικές δομές καθορίζουν ολοκληρωτικά συγκεκριμένες
γλωσσικές διαγωγές για τον Bernstein οπού αυτές διαδοχικά αναπαράγουν κυκλικά τις
ίδιες κοινωνικές δομές.

Έχοντας πολύ λίγα παραδείγματα να δώσει ο Bernstein λόγου «περιορισμένου» και


«επεξεργασμένου» κώδικα, για να µμπορέσει κανείς να ελέγξει εμπειρικά το αν είναι
αληθείς η τοποθέτηση του, δίνει στους δύο κώδικες μερικά γλωσσικά γνωρίσματα που,
για τον ίδιο, εξηγούν τη σχολική αστοχία των παιδιών της κατώτερης τάξης. Στην

1
Restricted vs elaborated code
2
Εργατικής τάξης και κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων
πρώτη εκδοχή της περιγραφής των κωδίκων του δημιούργησε και τις μείζονες
παρερμηνείες, καθώς θεώρησε ότι οι διαφορές τους βρίσκονται στη δομή3 τους.

Μετά από ένα μεγάλο διάστημα αναγκάστηκε να παραλλάξει τον αρχικό ισχυρισμό
του και να ονομάσει τους κώδικες κοινωνιογλωσσικούς. Με αυτόν τον τρόπο δεχτικέ
πως οι διαφορές τους είναι διαφορές προς τη χρήση τους. Να αποσαφηνίσουμε σε αυτό
το σημείο πως οι κώδικες του Bernstein δεν σχετίζονται καθόλου µε τους
κοινωνιολέκτους. Η σχέση των κωδίκων αυτών µε τις ποικιλίες που δεν ήταν το
πρότυπο ποικίλών ή τις κοινωνιολέκτους είναι πολύ διφορούμενο ζήτημα και έχει
πλάσει αρκετές παρανοήσεις.

Κεφ. 2ο Η μορφή των Κωδίκων

2.1. Βασικά και Δομικά χαρακτηριστικά των Κωδικών

Βασικά χαρακτηριστικά

Ο Περιορισμένος κώδικας4: Αρχικά αναφέρει τη συµµμετοχή σε μια ομάδα, µε


κοινός προσανατολισμό. Αναφέρει πως δεσμεύεται από το εξωγλωσσικό περιβάλλον,
προαπαιτεί δηλαδή πληροφορίες που δεν μπορούμε να της έχουμε ξεκάθαρα. Έτσι
γίνεται προβλέψιμος σε σχέση με τα λεξιλογικά και συντακτικά στοιχεία του, καθώς ο
ομιλών έχει μικρό φάσμα στις εναλλακτικές επιλογές του. Επιπλέων είναι ανεξάρτητο
από το εξωγλωσσικό περιβάλλον καθώς δηλώνει ξεκάθαρα τις ποικίλες πληροφορίες
του. Κατ' ακολουθίαν, γίνετε πολύ λιγότερο αναμενόμενος, καθώς ο ομιλητής έχει στην
διάθεση του μεγαλύτερο φάσα γλωσσικών τύπων και δομών ως δεύτερες επιλογές.

Δομικά χαρακτηριστικά5

Ο Περιορισμένος κώδικας: Αρχικά αναφέρετε σε σύντομές, γραμματικά λιτές,


τακτικώς ημιτελείς προτάσεις, µε άπορη συντακτική δομή, που υπογραμμίζει ιδίως την
ενεργητική φωνή και η σύνταξη γίνεται σε πρώτο πρόσωπο. Παρατηρείτε η
επαναλαμβανόμενη και απλή χρήση συνδέσμων όπως: το γιατί, το και, το τότε και το
έτσι. Υπάρχει έντονη απουσία η μικρή χρίση δευτερευουσών προτάσεων, καθώς και
αδυναμία τήρησης του τυπικού υποκείμενου στον λόγο. Τέλος παρατηρείτε
περιορισμένη και άκαμπτη χρήση επιρρημάτων, επιθέτων κ.ο.κ.

Ο Επεξεργασμένος κώδικας: Αρχικά αναφέρετε στην ακριβή σύνταξη και τη


γραμματική σειρά που ρυθμίζουν αυτά που λέγονται, καθώς διακρίνεται πυκνή

3
Trudgill 1974, σελ. 133
4
Restricted code
5
Λεξιλογικά και συντακτικά
μεταχείριση της τριτοπρόσωπης σύνταξης. Οι εύλογες παραλλάξεις και η ερμηνεία της
έμφασης γίνονται διαμέσου ενός γραμματικά περίπλοκου σχηματισμού των προτάσεων
και ιδίως μέσα από την πυκνή χρήση συνδέσμων. Η πυκνή χρήση προθέσεων που
εκφράζουν λογικές σχέσεις, όπως και προθέσεων οπού εκφράζουν συσχετισμό στον
χρόνο και στον χώρο. Υπάρχει πυκνή χρήση των µη προσωπικών αντωνυμιών.
Διακριτική είναι η διαλογή από μια αλληλουχία επιρρημάτων, επιθέτων, κ.ο.κ.

Παραδείγματα:

Οι παρακάτω διηγήσεις της απαράλλαχτης εξιστόρησης µε βάση πέντε ακόλουθες


εικόνες απαρτίζουνε τυπικό παράδειγμα μεταχείρισης των δύο κωδίκων από παιδιά
ηλικίας πέντε ετών της κατώτερης- εργατικής και της μέσης αστικής τάξης ομόλογα6.

Περιορισμένος κώδικας: They’re playing football / and he kicks it and it goes through
there / it breaks the window and they’re looking at it...

Μετάφραση: «Παίζουν ποδόσφαιρο / και αυτός την κλωτσά και περνάει µμέσα από ’κει/
σπάει το παράθυρο και το κοιτάζουν...»

Επεξεργασμένος κώδικας: Three boys are playing football and one boy kicks the ball /
and it goes through the window / the ball breaks the window / and the boys are looking
at it...

Μετάφραση: «Τρία αγόρια παίζουν ποδόσφαιρο και ένα αγόρι κλωτσά τη µπάλα / και
περνάει μέσα από το παράθυρο / η µπάλα σπάει το παράθυρο / και τα αγόρια το
κοιτάζουν...»

2.2. Κοινωνικοποίηση μέσω κωδικού.

Στη θεμελίωση των δύο κωδίκων η θέση της οικογένειας είναι καθοριστικός κατά τον
Bernstein. Κατ’ αυτόν οι δύο κώδικες προέρχονται, από τη αλλιώτικη κοινωνικοποίηση
που δέχεται κάθε παιδί στο περιβάλλον που μεγαλώνει με διαφορετικά ψυχολογικά και
κοινωνικά μέσα7,8. Αυταρχική αγωγή υφίσταται, ένα παιδί σε μια οικογένειες όπου οι
σχέσεις και οι αποφάσεις των ατόμων καθορίζονται µε κριτήριο τους ρόλους τους 9, ο
Bernstein ουσιαστικά πίστευε πως τα άτομα της εργατικής τάξης, διαμορφώνουν ένα
παιδί µε φτωχές, βραχείες και μη εύκαμπτες γλωσσικές εκφράσεις. Υπερέχουν οι απλές
6
Μπασλής 1988, σελ. 40-41
7
Η χρίση του όρο κοινωνικοποίηση εξηγεί την διαδικασία μάθησης κανόνων κοινωνικής
συμπεριφοράς, κατά τα οποία επηρεάζονται τα παιδιά στα αρχικά χρόνια της ζωής τους. Αυτά
καθορίζονται από τα πρόσωπα µε το αρμόζοντα κύρος και αφετέρου από τους θεσμούς γύρο του όπως:
το σχολείο, τους συνομήλικους, την οικογένεια και μεταγενέστερα το εργασιακό περιβάλω .Σταδιακά µε
τη διαδικασία της επιβράβευσης και της τιμωρίας, ‘‘η βιολογική ύπαρξη μετατρέπεται σε συγκεκριμένη
πολιτιστική ύπαρξη’’
8
Dittmar 1976, σελ. 8, 15-16
9
Positional ή status oriented
εντολές, χωρίς ορθή σκέψη των απαιτήσεων. Τα γλωσσικά ερεθίσματα, κατ'
ακολουθίαν, χαρακτηρίζονται από τον Bernstein σαν ένα σύστημα μεγάλης
προβλεψιµότητα κλειστού τύπου, το οποίο υπολογίζει σε μεγάλο βαθμό στο
εξωγλωσσικό περιβάλλον του. Αντίστροφα, ο Bernstein πιστεύει πως σε οικογενειακές
σχέσεις όπου οι αποφάσεις των ατόμων της στηρίζονται στην προσωπικότητα των
μελών10, της μεσοαστικής τάξης11 , η αγωγή τους βασίζεται στη λογική εξήγηση των
ενεργειών µε συνεχή διαπραγμάτευση των διαφόρων ζητημάτων. Ο Bernstein συνεπώς
εικάζει ότι τα γλωσσικά ερεθίσματα του παιδιού ποικίλουν και ο κώδικας που
αποκτάται διευρύνεται συνεχώς και τον καθιστά µη προβλέψιμο, καθώς στηρίζεται σε
σαφή εκφρασμένα στοιχεία και δεν βασίζετε από το εξωγλωσσικό περιβάλλον12.

Μετέπειτα, στο σχολικό περιβάλλον, η διαγωγή των δασκάλων θα έχει τάση να


επιβραβεύει τα παιδιά που μεταχειρίζονται τον επεξεργασμένο κώδικα και ασυνείδητα
να τιμωρούν όσα κάνουν χρήση τον περιορισμένο κώδικα.

Κεφ. 3ο Γλωσσική ανεπάρκεια

3.1. Θεωρία της γλωσσικής ανεπάρκειας13

Η κακή χρήση των όρων των κωδίκων µε χαρακτηρισμούς όπως «φτωχό»,


«άκαμπτο» κλπ. εξυπηρέτησε εκείνη την εποχή στην Β. Αμερική τη θεμελίωση και την
ερμηνεία θεωριών σχετικά με τους μαθητές μειονοτήτων ή έγχρωμης προέλευσης με
πρόσχημα τη ανεπάρκεια και υστέρηση αυτών των ομάδων.

Η κύρια τοποθέτηση της θεωρίας αυτής αναφέρεται στα παιδιά των µη ευνοημένων
στρωμάτων και το οικογενειακό και κοινωνικό περίγυρο τους που εμφανίζει
πολιτισμική υστέρηση, όπως άτομα της εργατικής τάξης, μειονότητες και εγχρώμων
ατόμων. Ο πολιτισμός και το κοινωνικό υπόβαθρο των στρωμάτων αυτών
χαρακτηρίστηκαν «χαμηλής» αξίας και, για αυτό το λόγο, υποτιμήσαν το γλωσσικό
τους πλαίσιο: ελάχιστα ερεθίσματα, «χαμηλής» ποιότητας. Βάση αυτών των στοιχείων
τα παιδιά που περιστοιχίζονται από αυτόν τον τύπο περιβάλλον θεωρήθηκε ότι
επιδεικνύουν επιπροσθέτως και γλωσσική υστέρηση, η οποία τα αποτρέπει συστηματικά
να συμβαδίσουν στο σχολικό περιβάλλον µε τα παιδιά της αστικής τάξης 14. Ο Ντάλας15
εξηγεί πως: «Κατά τη θεωρία αυτή, η πολιτιστική υστέρηση των εργατικών και των
έγχρωμων οικογενειών γεννά περιορισμένους γλωσσικούς κώδικες, οι οποίοι είναι

10
Person – oriented
11
Ο Bernstein έχει κριτήριο για τις ταξικές διαβαθμίσεις την κοινωνικοοικονομική κατάσταση της
οικογένειας όπως και το σχετικό επίπεδο της εκπαίδευσης των ατόμων της.
12
Ηudson 1980, σελ.227
13
Deficit theory ή verbal deprivation hypothesis
14
Ευνοημένων στρωμάτων
15
Ντάλας 1989, σελ. 561
κατώτεροι από τους ανεπτυγμένους γλωσσικούς κώδικες της αστικής τάξης. Επειδή το
σχολείο είναι θεμελιωμένο στον ανεπτυγμένο κώδικα, είναι φυσικό ότι τα παιδιά που
μιλούν έναν περιορισμένο κώδικα θα υστερήσουν και στις σπουδές τους».

Μεγάλο αντίκτυπο στον προγραμματισμό της εκπαίδευσης είχε η συνάρτηση των


θεωριών του Bernstein, και την θεωρία της γλωσσικής ανεπάρκειας. Την διάρκεια
1967-70 στην Β. Αμερική σπαταλήθηκαν 10 δισ.$ για τη χρηματοδότηση
προγραμμάτων αντιστάθμισης16, για την χορήγηση γλωσσικής βοήθειας στις διάφορες
μειονότητες και τα έγχρωμα παιδιά της προσχολικής ηλικίας. Με αυτήν την πολιτική
κίνηση η ευθύνη της η ανεπάρκεια του σχολείου να φιλοξενεί διαφορετικές
πολιτισμικές ομάδες με διαφορετικό υπόβαθρο γλωσσικά μεταβιβαστικέ στα παιδιά και
τις οικογένειες τους, καθώς το κυρίαρχο υπόβαθρο καθόριζε και πίστευε πως είναι
«ανεπαρκείς» και έχω ανάγκη από γλωσσική «βοήθεια».

Παρόμοια προγράμματα υιοθετήθηκαν και σε άλλες χώρες που είχαν μειονοτικούς


πληθυσμούς, μερικές από αυτές η ∆. Γερμανία, η Αυστραλία κ.ο.κ.

Το γεγονός αναπόφευκτα δεν σημείωσε την αναμενόμενη επιτυχία και είχε τις
ακόλουθες συνέπειες:

 Μερικοί υπερασπιστές της θεωρίας της ανεπάρκειας όπως ο Α. Jensen, για να


αιτιολογήσουνε την φανερή αστοχία των προγραμμάτων και τη καταδαπάνηση
χρημάτων και ενέργειας, αναγκαστικά στράφηκαν στην υποστήριξη πως υπάρχει
γενετική ανεπάρκεια στους έγχρωμους πληθυσμούς. Η ανεπάρκεια στη γλώσσα
προεικάζει για αυτούς πολιτιστική, αλλά και νοητική ανεπάρκεια: ο περιορισμένος
κώδικας αποτελεί τόσο γλωσσικά αλλά και γνωστικά κατώτερος και έχει φυσικό
επακόλουθο να εκτιμάται ακατάλληλα και με έλλειψή για τους σχολικούς σκοπούς.
Αναφέρει ο Ντάλας «η θεωρία αναπτύχθηκε στο χώρο της ψυχολογίας χωρίς
κοινωνιολογική τεκμηρίωση και ερήμην των διαμετρικά αντιθέτων πορισμάτων της
γλωσσολογίας»17.
 Στον αντίποδα ο Bernstein αναγκάστηκε να ξεχωρίσει τη στάση του ως προς τα
αντισταθμιστικά προγράμματα, αλλά και να επιληφθεί των ευθυνών του ως προς τις
παρανοήσεις που δημιούργησαν οι απόψεις του, έτσι επαναδιατύπωσε τις θεωρίες
του και επεξεργάστηκε τα χαρακτηριστικά και τη φύση των κωδίκων του.
Παρατήρησε στις ύστερες διατυπώσεις του για τις υποθέσεις του πως η αντίθεση
ανάδεσα στην εργατική και τη μεσοαστική τάξη βρίσκονταν στον περιβάλλοντα
χώρο όπου μεταχειρίζονται τον έναν ή τον άλλο κώδικα. Τον επεξεργασμένο κώδικα

16
Compensatory programs
17
Ντάλας 1989, σελ. 561
μπορούν να τον χρησιμοποιήσουν και κάνουν χρίση αυτού και τα παιδιά της
εργατικής τάξης, μόνο που η χρίση γίνετε σε λιγότερους περιβάλλον χώρους. Οι δύο
κώδικες του Bernstein δεν αποκλείουν ο ένας τον άλλο, τελικά σημάδια για το
διαφορετικό είδος ποικιλίας που πιθανό να χρησιμοποιηθεί σε κάθε περίσταση18.

Κεφ. 4ο Κριτική στο έργο του

4.1. Κριτική του Labov, και άλλων

Η ανατροπή στα εμπειρικές έρευνες και δεδομένα έρχεται την ίδια περίπου εποχή
από τον William Labov µε τη μελέτη του19, διορθώνοντας την λανθασμένη εντύπωση σε
σχετικά με έγχρωμων πληθυσμών και την πολιτιστική και γλωσσική «φτώχεια» του.
Φανερώνει ότι το περιβάλλον της ανάπτυξης τους είναι άφθονο σε ερεθίσματα.
Εκφράζεται από γλωσσική ευφράδεια, ετοιμότητα, μεσότητα και λογική
επιχειρηματολογία.

Οι μελέτες του αναφέρονται σε ομάδες που διαφαίνεται η επιδίωξη γλωσσικής


δημιουργικότητας ενώ παράλληλα έχουν υψηλές ικανότητες σε διάφορες γλωσσικές
δραστηριότητες, που δεν σχετίζονται µε τη σχολική επίδοση αυτά είναι: τα ανέκδοτα, η
διήγηση ιστοριών, και η ανταλλαγή τελετουργικών ύβρεων 20. Παράλληλα έχουν την
ικανότητα να χρησιμοποιούνε άπιαστα την πολύπλοκη επιχειρηματολογία και την
αφηρημένη σκέψη, όχι όμως στην επικείμενη από το σχολείο «επίσημή», πρότυπη
γλώσσα.

Αντιστρόφως κατά τον Labov αρκετές φορές το πρότυπο λόγου που προβάλλεται
στο σχολείο, έχοντας περίπλοκη σύνταξη, στόμφο και τους πλεονασμούς του πασχίζει
απλώς, να κρύψει την απουσία του νοήματος.

Έτσι προκύπτει το συμπέρασμα από την αναπροσαρμογή των απόψεων στις οποίες
εμφανίζονται οι υποστηρικτές της θεωρίας της γλωσσικής ανεπάρκειας είναι πως η
ευθύνη για τη μεθοδική αποτυχία στο σχολείο των παιδιών στο μειονοτήτων, έγχρωμων
κ.λπ. οικογενειών τη αποφέρει το ίδιο το σχολείο και όχι τα παιδιά ή το περιβάλλον
αυτών.

Αναφορικά με τους δύο κώδικες, τον περιορισμένο και τον επεξεργασμένο,


καταφέρνομε να συγκεφαλαιώσουμε τις κατακρίσεις που υπέστη το ζήτημα του
Bernstein έναντι µε την ύπαρξή τους στα εξής σημεία:

18
Αρχάκης & Κονδύλης 2011, σελ. 120-168
19
The logic of nonstandard English (1970)
20
Ritual insults
1. ∆εν διατελούν καθαρά όρια διάκρισης ανάμεσα στους δύο κώδικες, καθώς μένει
ασαφής και η επαλήθευση πολλών χαρακτηριστικών τους.
2. Η ονομασία περιορισμένος - επεξεργασμένος καθώς και η περιγραφή τους έγινε µε
συγκριτικό τρόπο με τη γλώσσα του χρησιμοποιούσαν στο σχολείο και αυτή ήταν
της μεσοαστικής τάξης. Έχοντας τα γνωρίσματα του καθορισμένου κώδικα
συνάγονται και ερμηνεύονται µε δεδομένο μια κλίμακα αξιών του επεξεργασμένου
κώδικα από την οποία αυτά απουσιάζουνε. Με αυτόν τον τρόπο εμπεριέχει δηλαδή
στην ονομασία και περιγραφή τους η ευμενής αξιολόγηση του ενός έναντι του
άλλου.
3. Η γλωσσολογία δεν αποδέχεται γλωσσικά κριτήριά που να διαχωρίζουν τις ποικιλίες
σε «ανώτερες» και «κατώτερες», ενώ ο Bernstein τις αποδέχεται ρητώς, τουλάχιστον
στην αρχική εκδοχή της θεωρίας του, ότι η μορφή της γλώσσας που μεταχειρίζεται η
μεσαία τάξη είναι «ανώτερη» σε σχέση της εργατικής στο θέμα της σαφήνειας τους,
την ορθότητα στη γραμματική καθώς και την δεξιότητα λογικής ανάλυσης,
ανεπηρέαστα από τον δείκτη ευφυίας του καθορισμένου ατόμου που τη
μεταχειρίζεται. Ο μελετημένος κώδικας όμως, ανεξάρτητα πως με κανένα τρόπο δεν
µπορεία να αποτελέσει «ανώτερος», δεν έχει µόνο προσόντα. Είναι δυνατόν να
εκδηλώνεται και από αοριστολογία, κοινοτοπία, γενικολογία, στόμφο και διαφορά
αρνητικά στοιχεία.
4. Η συγκέντρωση των στοιχείων έγινε μετά την αρχική διατύπωση της υπόθεσης και
σε περιβάλλοντα χώρο που τα παιδιά της εργατικής τάξης αμύνονταν, αυτό ήταν το
σχολείο, όπου δεν ήταν δυνατόν να δείξουν τις ικανότητες και την ποικιλία στη
γλώσσα τους που τους χαρακτηρίζει.
5. ∆εν τίθεται θέμα, τουλάχιστον στις πρώτες διατυπώσεις, για την παθητική
δεξιότητα στον επεξεργασμένο κώδικα και την εξέλιξή της.

Με ιδιαίτερα κριτική στάση διερεύνησε ο Ditmar (1976) τη θεωρητική κριτική


επέμβαση του Bernstein στις εκτενείς αναλύσεις. Ο Ditmar ασχολήθηκε κυρίως με την
εμπειρική της εφαρμογή όπως και τα αντισταθμιστικά προγράμματα, ιδιαιτέρως όπως τα
αντιλήφθηκαν οι οπαδοί της θεωρίας- υπόθεσης της ανεπάρκειας, πιστεύει21 πως ο
Bernstein ονοματίζει τους συντελεστές που εμποδίζουν την ολόκληρη μεταχείριση του
πολιτισμικού δυναμικού των µη ευνοημένων τάξεων και υποδεικνύει διορθωτικές
μετατροπές, δίχως να θίξει ή να αντιτεθεί στην κύρια κοινωνική και οικονομική δομή 22.
Κατ' ακολουθίαν, αυτό προσδιορίζει και τα άκρα της παρέμβασής του: ο λόγος της
αστοχία των αντισταθμιστικών προγραμμάτων οφείλεται στις αλληλοαναιρέσεις της
κοινωνίας που «κινητοποιεί τα πολιτισμικά αποθέματα των παραγωγικών δυνάμεων,
21
Ditmar N. 1976, σελ.85
22
Πιθανός λόγος για την μεγάλη απήχηση των απόψεων του.
αλλά πρέπει συγχρόνως να εμποδίσει την πραγματοποίηση της αληθινής ισότητας
ευκαιριών» 23.

Επίλογος

Η μεγάλη αυτή υπόθεση για τους αμφισβητούμενους κώδικες, κλείνει, όμως


παραμένει σημαντική η συνεισφορά του Bernstein καθώς υπήρξε από τους αρχικούς
ερευνητές του θέματος και χάραξε τον δρόμο στην έρευνα και τη συζήτηση των
κοινωνικών αιτίων της γλωσσικής και, κατ' επέκταση, συνολικής σχολικής αποτυχίας.

Δεν μπορούμε να αρνηθούμε πως αυτοί οι προβληματισμοί στην εποχή τους ή στο
τώρα δεν επηρεάζουν την κοινωνία ή έχουν βελτιωθεί. Υπάρχουν πόλοι εκπαιδευτικοί
και γονείς που θα ασπαζόντουσαν την υπόθεση του Bernstein γιατί πολύ απλά κυρίως η
δημοσιά εκπαίδευση παραμένει διαμορφούμενη κυρίως για την ‘ελίτ’. Μέχρι να
αγαλλιάσουμε το διαφορετικό και να αξιολογήσουμε τα πολύτιμα διαφορετικά
πολιτισμικά και λεξιλογικά στοιχεία που έχει να μας προσφέρει θα είμαστε ριζωμένοι
να κρίνουμε με θεωρίες και να ζούμε με πρότυπα των λίγων.

Ως επίλογος αυτής της εργασίας προς το γλωσσολογικό σκέλος παραθέτω το


συμπέρασμά του Labov:

«Η σχολική αποτυχία οφείλεται από τη µία πλευρά στο ότι το σχολικό σύστημα είτε
αγνοεί τελείως είτε παραμελεί το ζήτημα της κοινωνιογλωσσικής πολυμορφίας-
πολυγλωσσίας των παιδιών και, από την άλλη, στη γλωσσική προκατάληψη εναντίον των
ποικιλιών των µη ευνοημένων στρωμάτων. Οπωσδήποτε δεν οφείλεται σε κάποια έμφυτη
ανεπάρκεια των γλωσσικών ποικιλιών τους».

23
Ditmar N. 1976, σελ. 87
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 BERNSTEIN Β. (επιµ.) 1973: Class, Codes and Control, vol.2: Empirical


Studies. London: Routledge & Kegan Paul.
 BERNSTEIN Β. 1971: Class, Codes and Control, vol.1: Theoretical Studies
towards a Sociology of Language. London: Routledge & Kegan Paul.
 DITTMAR N. 1976: Sociolinguistics: A critical survey of theory and
application. Μετάφρ. P. Sand, P. A. M. Seuren, K. Whiteley. London: E. Arnold
(µε σχολιασµένη βιβλιογραφία).
 HUDSON R.A. 1980: Sociolinguistics. Cambridge Textbooks in Linguistics,
Cambridge: Cambridge University Press.
 LABOV W. 1970: “The logic of Nonstandard English”. Στο ALATIS J.A.
(επιµ.) Report of the 20th Αnnual Round Table Meeting on Linguistics and
Language 10 Μ. Κακριδή-Φερράρι, Bernstein Studies. Monograph Series on
Languages and Linguistics 22. Washington, DC,
 MONTGOMERRY Μ. 1986: An Introduction to Language and Society.
London & New York: Routledge.
 TRUDGILL P. 1974: Sociolinguistics: An Introduction. Harmondsworth:
Penguin.
 ΑΡΧΑΚΗΣ Α. & Μ. ΚΟΝ∆ΥΛΗ 2011: Εισαγωγή σε ζητήµατα
κοινωνιογλωσσολογίας. Τρίτη αναθεωρηµένη έκδοση. Αθήνα: Νήσος.
 ΜΠΑΣΛΗΣ Ι.Ν. 1988: Κοινωνική-γλωσσική διαφοροποίηση και σχολική
επίδοση. Αθήνα: Εκδ. Νέας Παιδείας.
 ΝΤΑΛΤΑΣ Π. 1989: «Περιορισµένος και ανεπτυγµένος κώδικας, προφορικός
και γραπτός λόγος, και η θεωρία της γλωσσικής υστέρησης». Μελέτες για την
Ελληνική Γλώσσα, Πρακτικά της 9ης ετήσιας συνάντησης του Τοµέα
Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστηµίου
Θεσσαλονίκης, 18-20 Απριλίου 1988. Θεσσαλονίκη: Εκδ. Κυριακίδη, 559- 579.
 ΦΡΑΓΚΟΥ∆ΑΚΗ Α. 1985: Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης (Θεωρίες για την
κοινωνική ανισότητα στο σχολείο). Αθήνα: Εκδ. Παπαζήση.
 ΦΡΑΓΚΟΥ∆ΑΚΗ Α. 1987: Γλώσσα και Ιδεολογία. Κοινωνιολογική
προσέγγιση της ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Οδυσσέας.
12

You might also like