2. Αναγνωριση και Παραγνωριση

You might also like

Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 8

Η παρούσα εργασία αφορά στην αναγνώριση/παραγνώριση του προσώπου.

Εξετάζεται επίσης η ερμηνευτική του Λακάν αναφορικά με το θέμα του τυφλού και
του παραλυτικού, το οποίο εμφανίζεται ιδιαίτερα έντονα στην εικονοποιία του
δεκάτου πέμπτου αιώνα και αναμφίβολα όχι χωρίς λόγο, όπως έλεγε ο Λακάν. Ο
τυφλός αφέντης ο οποίος λειτουργεί ως το είδωλο του εγώ δηλαδή, του παραλυτικού
δούλου.
Θα περιοριστώ να συγκεφαλαιώσω μόνο ότι απο την βιβλιογραφία που μελέτησα
σύμφωνα με τον Λακάν το πρόσωπο αναδύεται μέσα από την “εμβάπτισή” του στο
συμβολικό πεδίο κατά την διάρκεια του σταδίου του καθρέφτη ενώ για τον Αλτουσέρ
μέσα απο την έγκλιση του υποκειμένου μέσα απο τους ιδεολογικούς μηχανισμούς
του κράτους.
Με αφετηρία αυτές τις θέσεις προβληματίστηκα ως προς τον τρόπο με τον οποίο το
υποκείμενο γίνεται υποκείμενο. Συνειδητοποίησα ότι ο φόβος μας απέναντι στο
άγνωστο (στην προκειμένη περίπτωση απέναντι στο παιδί που δεν έχει αναδυθεί ως
υποκείμενο ακόμη, άρα ως κάτι ριζικά Έτερο) μας κάνει να προσδιορίσουμε αυτή τη
νέα ύπαρξη με τρόπο τέτοιο που θα γίνει κατανοητή σε εμάς. Τελικά το “εγώ”
αναδύεται ώστε να αποκτήσει υπόσταση το υποκείμενο ή το βιάζουμε για να
αναδυθεί ως τέτοιο για να πάρει μια οικεία μορφή η ζωντανή βιολογική μονάδα που
έχουμε μπροστά μας.
Για τον Αλτουσέρ για να εξασφαλιστεί η αναπαραγωγή των σχέσεων αναπαραγωγής
η κυρίαρχη τάξη μέσα απο κατασταλτικούς μηχανισμούς και τους ιδεολογικούς
μηχανισμούς του κράτους διαμορφώνει υποκείμενα τέτοια ώστε να ανταποκρίνονται
στις ανάγκες της κυρίαρχης τάξης ενώ για τον Λακάν μέσα απο το συμβολικό το
παιδί αναπληρώνει μια έλλειψη. Το ερώτημα είναι τι θα ήταν το παιδί χωρίς την
διαμεσολάβηση της κυρίαρχης τάξης που εγκαλεί το υποκείμενο ή του ενήλικα που
το εισαγάγει στο συμβολικό πεδίο.
Μιλάμε για “το” παιδί, δηλαδή πριν αποκτήσει μια ψυχολογική υπόσταση και την
ανάγκη μας να το ορίσουμε ως υποκείμενο. Γιατί υπάρχει αυτή η ανάγκη απο τους
ενήλικες (ή την κυρίαρχη τάξη) πέραν της προσπάθειας να του καλύψουμε (ατελώς)
το έλλειμμα (ή να “στρατολογηθεί” απο την κυρίαρχη τάξη) και πως διαμορφώνει,
πως καθορίζει το πεπρωμένο του?

“Το” παιδί. Είναι ουδέτερο. Στους Άρρητους Λόγους στο βιβλίο για την θεογονία του
Ησίοδου θα βρούμε την ετοιμολογία της λέξεως “ουδέτερο”, το οποίο προέρχεται
απο τις λέξεις “ουδέν” “έτερον”. Το ουδέτερο λοιπόν, το βρέφος μέχρι να αποκτήσει
νόημα το φύλο του είναι ουδέτερο, δεν έχει έτερο. Είναι δηλαδή μια μονάδα χωρίς
φύλο ή μάλλον καλύτερα και με τα δύο φύλα. Το παιδί μέχρι να αποκτήσει όνομα (ο
“τάδε” η “τάδε”) είναι “το” παιδί, ουδέτερο, ουδέν έτερον.
Εδώ θυμόμαστε τον Αριστοφάνη στο Συμπόσιο ο οποίος μίλησε για το Ανδρόγυνο:
“Και πρώτον πρέπει να μάθετε την ανθρωπίνην φύσιν και τα παθήματα αυτής. Διότι
η φύσις ημών εις τον παλαιόν καιρόν δεν ήτον οποία η τορινή, αλλά όλως διόλου
διάφορος. Και πρώτον τα γένη των ανθρώπων ήσαν τρία, δεν ήσαν όπως τόρα δύο,
αρσενικόν και θηλυκόν, αλλ' υπήρχεν ακόμη και τρίτον γένος, αποτελούμενον από τα
δύο πρώτα, του οποίου μόνον το όνομα διεσώθη, αυτό δε εξηφανίσθη. Υπήρχε
δηλαδή και ένα είδος αρσενικοθήλυκον, ανδρόγυνον (12) καλούμενον, ως
συγκείμενον εξ ανδρός και γυναικός, εκ του οποίου σήμερον δεν διεσώθη παρά
μόνον το όνομα, λεγόμενον ως ύβρις”. Αυτή την “ύβρι” την συναντάμε στην
υπόσχεση που δόθηκε στον Αδάμ αλλά και σε άλλους μύθους. Γιατί ύβρις?
Σύμφωnαα με τον Evola ο ερμαφρόδιτος δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια κατάσταση,
“μια πνευματική συνθήκη των απαρχών” με τους όρους μια οντολογίας, η κατάσταση
ενός “απολύτου είναι (ούτε διαιρεμένου ούτε δυαδικού), μιας ολοκληρωμένης
οντότητας ή καθαρής ενότητας η οποία είναι αυτή καθεαυτή η κατάσταση της
αθανασίας”. Ο χωρισμός του σε δύο μας παραπέμπει στην Πτώση, στον διχασμένο
εαυτό, στην δυαδική κατάσταση ενός όντος που “δεν έχει ζωή αφ' εαυτού του αλλά
μέσω ενός άλλου όντος, δεν είναι μια αυθεντική κατάσταση του Είναι”. Αναρωτιέμαι
εάν ο λόγος που χωρίζει, ο λόγος που μας εισαγάγει στο Συμβολικό είναι ο ίδιος ο
Δίας ο οποίος σκίζει τον ερμαφρόδιτο στα δύο. Τελικά το στάδιο του καθρέφτη μας
διαχωρίζει, δεν ενοποιεί το Εγώ αλλά μας εισαγάγει στην δυαδικότητα. Η επιθυμία
είναι πάντοτε επιθυμία για κάτι απών, στην προκειμένη περίπτωση απών είναι το
άλλο φύλλο, το έτερον, παύουμε να είμαστε ουδέ(ν)έτεροι. Όταν ο Ήφαιστος τους
ρωτάει εάν θέλουν να συγχωνευθούν βλέπουμε ξεκάθαρα την έλλειψη και την
επιθυμία: “Εάν λοιπόν αυτά τους έλεγεν ο Ήφαιστος, είνε βέβαιον ότι ούτε ο ένας
ούτε ο άλλος ήθελεν αρνηθή ή φανή ότι θέλει άλλο τίποτε, αλλά θα ενόμιζεν ότι
ακούει εκείνο ακριβώς που προ πολλού επεθύμει, συγχωνευθείς δηλαδή και
ενωθείςμε τον αγαπώμενον να γείνη ένα με αυτόν. Και αίτιον τούτου είνε ότι τοιαύτη
ήτον η αρχική φύσις ημών όταν ήμεθα ολόκληροι. Εις τον πόθον δε αυτόν και την
επιδίωξιν του όλου εδόθη το όνομα έρως”. Έρως. Εδώ είναι ενδιαφέρων να
θυμηθούμε την ετοιμολογία που έδωσε ένας πιστός τον μεσαίωνα στην λέξη Amore.
Το μόριο “α” σημαίνει “χωρίς” και το “mor” σημαίνει “θάνατος”, δηλαδή “χωρίς
θάνατο” ή “αιώνια ζωή”. Ο έρωτας για την μητέρα είναι η ανάγκη να επιστρέψουμε
στις απαρχές μας, στην ενότητα και την αθανασία.
Η έλλειψη πληρότητας, ολοκλήρωσης (ολοκλήρωση εδώ υποδηλώνει ενότητα με την
μητέρα) είναι το γεγονός ότι τώρα πια (μετά την ονομασία του παιδιού) δεν είναι
ουδέτερον, έχει πάντοτε ανάγκη τον Άλλον για να ορίζει την επιθυμία του. Σύμφωνα
με τον Lacanα είμαστε εξορισμένοι δια παντός απο το Πραγματικό, «το βασίλειο της
κουλτούρας» υπερτίθεται «αυτού της φύσης» (73): « ο κόσμος των λέξεων [...]
δημιουργεί τον κόσμο των πραγμάτων». Η φράση του Ηρακλείτου “ ‛Η φύσις
κρύπτεσθαι φιλεῖ “ παίρνει νόημα εάν αποδώσουμε στην “φύση” τον ρόλο του
Πραγματικού του Λακάν (θα επιστρέψω σε αυτό αργότερα). Σχεδόν 200 χρόνια πριν ο
Schiller τον επιβεβαιώνει. Στα "Γράμματα για την αισθητική αγωγή του ανθρώπου",
γράφει:

"Όπως γνωρίζουμε, ο Λόγος αποκαλύπτεται στον άνθρωπο


μέσω της ασίγαστης τάσης του να γνωρίσει το Απόλυτο (αυτό
δηλαδή που αυτοθεμελιώνεται μόνο του και είναι αυτοαναγκαίο
του εαυτού του), και επειδή ο άνθρωπος δεν μπορεί να
ικανοποιήσει την ανάγκη αυτή απόλυτα σε καμία κατάσταση της
φυσικής ύπαρξης, αυτή τον αναγκάζει να εγκαταλείπει ολότελα
την ακραιφνή φυσική ύπαρξη και να προσπαθήσει να αναχθεί
από την περιχαρακωμένη "πραγματικότητα στις Ιδέες"'.
Η φράση του Ηρακλείτου “ ‛Η φύσις κρύπτεσθαι φιλεῖ “ παίρνει νόημα εάν
αποδόσουμε στην “φύση” τον ρόλο του Πραγματικού του Λακάν.
Η συνειδητοποίηση ότι ως έμφυλα όντα πάντοτε παρουσιάζουμε μια έλλειψη
(πάντοτε θα χρειαζόμαστε το άλλο φύλο, το έτερον για να γονιμοποιήσουμε ή να
γονιμοποιηθούμε ώστε ψευδαισθησιακά να κατακτήσουμε την αθανασία μέσα απο
τον καρπό της συνουσίας) υποδηλώνει την επιθυμία μας που είναι ατέρμονη
[επιθυμία για το απόλυτο, την εξάλειψη του ετέρου ή την ενσωμάτωσή του]

Γιατί ο ενήλικας δημιουργεί τις συνθήκες χωρισμού του παιδιού απο το απόλυτο? Ο
ενήλικας έχει την ανάγκη την αναγνώριση του παιδιού για να αισθανθεί ότι είναι
όμοιοι, ταυτίζεται με το παιδί. Μια μεταφυσική επιβεβαίωση εαυτού.
Η Διοτίμα μας εξηγεί γιατί αυτή η ανάγκη της μητέρας και του πατέρα για την
εισαγωγή του παιδιού στον κόσμο, στο συμβολικό, στον διαχωρισμό.
“Διότι η γέννησις αποτελεί το αειγενές και αθάνατον εις την θνητήν αυτού φύσιν. Ο
πόθος δε του αγαθού αναγκαίως συνυπάρχει μετά του πόθου της αθανασίας, όπως
συνάγεται εξ όσων είπαμεν, αφού έρως είνε η επιθυμία του έχειν το αγαθόν διά
παντός. Εκ τούτου έπεται κατ' ανάγκην ότι ο Έρως είνε και της αθανασίας έρως”.
“Ποίον νομίζεις, ω Σώκρατες, ότι είνε το αίτιον του έρωτος τούτου και της
επιθυμίας;”
“η θνητή φύσις ζητεί κατά το δυνατόν την διαιώνισιν και την αθανασίαν. Σούτο δε
μόνον διά της γεννήσεως είνε δυνατόν να το επιτύχη, καθόσον δι' αυτής καταλείπει
άλλο νέον αντί του παλαιού”.
Σύμφωνα όμως με τον Πλωτίνο, ο Έρως που γεννιέται απο την ένωση του Πόρου και
της Πενίας είναι η επιθυμία που γεννιέται στην κατώτερη περιοχή που την
χαρακτηρίζει η έλλειψη λογικότητας (η μέθη του Πόρου) και της αιώνιας έλλειψης,
επειδή έχει γεννηθεί εδώ κάτω, σε αυτόν το κόσμο απο την ένωση του εαυτού του με
μία αντανάκλαση, ένα “φάντασμα” του αληθινού εαυτού. Αυτή είναι η τραγικότητα
της ανθρώπινης ύπαρξης και είναι ίσως γι΄ αυτό που οι εραστές αμφισβητούν την
άγνωστη ύπαρξη που έφεραν στον κόσμο. Η ανάγκη τους (μάταια) να επιβεβαιωθούν
τους ωθεί να κυριαρχήσουν επί του Πραγματικού και να εξαναγκάσουν το παιδί-
Φύση να αποκαλυφθεί, ο εξαναγκασμός όμως αυτός είναι που διαμορφώνει το παιδί.
Πρώτα πρώτα το απροσπέλαστο μυστήριο της ύπαρξης του βρέφους μορφοποιείται
με την ονοματοθεσία. Ο Βολταίρος εκφράζει καθαρά αυτή την αγωνία:

Το σύμπαν με ταράζει και δεν μπορώ να φανταστώ


Ότι αυτό το ρολόι υπάρχει, χωρίς ωρολογοποιό.

Οι γονείς δεν είναι πια θεματοφύλακες στην απρόσκοπτη εξέλιξη του παιδιού αλλά
προσαρμόζουν την φύση του στις ανάγκες τους γίνονται ποιητές, κατέχουν τον
δημιουργικό λόγο σαν τον Σειληνό, που σύμφωνα με τον Βιργίλιο δεν περιέγραψε
απλά το Σύμπαν, αλλά το έφερε στην ύπαρξη, κατά κάποιον τρόπο το
αναδημιούργησε με το τραγούδι του. Η παραγνώριση εδώ αφορά στους ίδιους τους
γονείς, παραγνωρίζουν το παιδί τους για να αναγνωρίσουν τον εαυτό τους μέσα απο
αυτό. Δεν αντέχουν την ετερότητά του, το άγνωστο ον που έχουν μπροστά τους. Ο
Νοβάλις το περιγράφει στην αποκάλυψη της Ίσιδας: « Κάποιος το κατόρθωσε –
ανασήκωσε το πέπλο της θεάς της Σάις. Αλλά τί είδε; Είδε – Ώ του θαύματος – τον
εαυτό του». Για τον Ζαν-Πωλ Σαρτρ βλέπω σημαίνει διακορεύω: «Τα πέπλα τής
φύσεως αποσπώνται, ανασύρονται· κάθε έρευνα ενέχει το στοιχείο μιας
απογύμνωσης η οποία έρχεται στο φως παραμερίζοντας τα εμπόδια που την
κάλυπταν, όπως ο Ακταίων παραμερίζει τα κλαδιά για να βλέπει καλύτερα τη
λουόμενη Άρτεμη. Εξ άλλου η γνώση είναι όπως το κυνήγι. Ο Βάκων την αποκαλεί
κυνήγι του Πάνα. Ο επιστήμων είναι ο κυνηγός που συλλαμβάνει μια γυμνή λευκή
μορφή και την βιάζει με το βλέμμα του». Η φύση βιάζεται απο το επιστημονικό
βλέμμα όπως βιάζεται η ίδια η ανθρώπινη ύπαρξη απο την προσπάθεια των γονέων
να “εξανθρωπίσουν” το βρέφος. Τελικά ο μόνος ασφαλής οδηγός είναι ο τυφλός,
αυτός που δεν παραβιάζει την φύση δεν την παραγνωρίζει. Ο τυφλός που οδηγεί τον
παράλυτο εδώ παίρνει μια τελείως διαφορετική ερμηνεία. Είναι αυτός που πράγματι
μπορεί να τον οδηγήσει με ασφάλεια διότι η έλλειψη όρασης δεν του αφήνει
περιθώρια να περιγράψει, να εξετάσει, να βιάσει με το βλέμμα του την “φύση”. Δεν
τον φοβίζει το άγνωστο (ίσως γιατί δεν το βλέπει ή δεν θέλει να το δει), ούτε του
προκαλεί πανικό “η σιωπηλή δριμύτητα της φύσης” (ακόμη και όταν αυτή παίρνει
την μορφή ενός βρέφους). Το μυστήριο τον τυφλώνει αλλά δεν τον τρομάζει. Για τον
Γκαίτε Ολοκληρωμένος άνθρωπος είναι αυτός που έχει το θάρρος να αναλάβει την
τρομαχτική, ανεξιχνίαστη, αινιγματική πλευρά του κόσμου και της ύπαρξης, χωρίς
να προσπαθεί να αποφύγει την αγωνία και το ρίγος που συνοδεύουν το μυστήριο. Ο
Gabriel Marcel το απέδωσε υπέροχα όταν είπε ότι το μυστήριο ενέχει μια βαθειά
αγωνία γιατί το μυστήριο δεν είναι απλώς ένα πρόβλημα, είναι κάτι που μας
καταπατά, μας εγκλωβίζει μέσα του. Ο τυφλός παρ όλη την αγωνία του δεν φοβάται
να οδηγήσει τον παραλυτικό στο πουθενά, είναι τυφλός πως θα μπορούσε να τον
οδηγήσει οπουδήποτε. Σε αντίθετη περίπτωση όπως αναφέρει και ο Pierre Hadot “ ο
αποδεχόμενος ότι η Φύση κρύβεται πίσω από ένα πέπλο κινδυνεύει να
αιχμαλωτιστεί από την ιδέα αυτού που πιθανόν κρύβεται πίσω από το πέπλο, και
κυρίως να απολιθωθεί ο ίδιος, να μην είναι πλέον σε θέση να διακρίνει την εξέλιξη
τής εν κινήσει Φύσεως. «Σεβάσου το μυστήριο» σημαίνει αποδέξου τη Φύση όπως
είναι, χωρίς να τη βιάζεις με πειραματισμούς, που αλλοιώνουν τον φυσικό ρυθμό
λειτουργίας της και την οδηγούν σε τεχνητές και παρά φύση καταστάσεις”.

Εάν αποδεχθούμε την εξέλιξη με αυτή τη νεο-ρομαντική διάθεση ίσως να


μπορούσαμε να την επεκτείνουμε και στην προσέγγιση του παιχνιδιού. Να το
αναγνωρίσουμε ως ένα κοαν που δεν αναζητά εξήγηση αλλά είναι ένα βίωμα.
Θα πρέπει να διαχωρίσουμε το παιδί και το παιχνίδι του με αυτόν που ερμηνεύει
αυτό το παιχνίδι. Το παιχνίδι δεν ερμηνεύεται ή και εάν ερμηνεύεται είναι πάνω απο
τις δυνατότητές μας. Θα πρέπει να εστιάσουμε στο θεραπευτή που ερμηνεύει και όχι
στο παιδί που παίζει για να κατανοήσουμε το παιχνίδι. Το παιχνίδι είναι μια
υπερλεκτική εμπειρία, δεν περιγράφεται με λόγια, το βάρος πέφτει στον αναλυτή να
δώσει νόημα σύμφωνα με τις αρχές και παραδοχές της “τεχνικής” που υπηρετεί.
Ερμηνεύοντας αποχωριζόμαστε απο το πραγματικό παιχνίδι και ταυτίζουμε την
πραγματικότητα με τις θεωρητικές μας κατασκευές. Θεωρούμε ότι το παιδί μέσα απο
το παιχνίδι επικοινωνεί μαζί μας μέσα απο σύμβολα και μοιάζει σαν η
πραγματικότητα (του) να βρίσκεται (καλυμμένη) εντός του παιχνιδιού και ξεχνάμε
ότι το παιχνίδι (του) βρίσκεται μέσα στην πραγματικότητα. Το παιχνίδι ΔΕΝ
αντιπροσωπεύει την πραγματικότητα αλλά η πραγματικότητα εμπεριέχει το παιχνίδι.

Ξεκινάμε με την παραδοχή ενός “γίγνεσθαι” μέσα στο οποίο πραγματώνεται η


ανθρώπινη ύπαρξη. Με βάση αυτή τη παραδοχή οτιδήποτε σταθεροποιείται,
νομιμοποιείται (ακόμη και εάν αυτό είναι μα επιτυχής ολοκλήρωση μιας
κατάστασης) θα πρέπει να θεωρείται αποτυχία (θάνατος, μη ον?). Το πρότυπο της
μόνιμης βελτίωσης ή της σταθερής προόδου, εάν ξεπεραστεί, τότε θα δοθεί στην
ανθρώπινη εξέλιξη και στην δράση (στην περίπτωση μας στο παιχνίδι), μια
διαφορετική ερμηνεία από την έως τώρα θέση ότι υπάρχει μια κίνηση από την
ανωριμότητα στην ωριμότητα (Piaget), από την έλλειψη κατανόησης στην
κατανόηση, από την φαντασία στην πραγματικότητα (Winαnαicot) κλπ. Θεραπευτικά η
εναλλακτική αυτή θεώρηση συνίσταται στο να αποβάλουμε την ανάγκη της
βελτίωσης μέσα από την σταθερή επιλογή του “καλού” ή του “λειτουργικού” και να
κατανοήσουμε την εξελικτική πορεία (της ίδιας της ύπαρξης αλλά και της
θεραπευτικής διαδικασίας) ως μια τάση, όχι διαρκούς αυτοξεπέρασης ή λύσεως των
προβλημάτων, αλλά ως ανάγκη να τεθούν νέα, υπό την έννοια να διατηρήσουμε
πάντοτε την “διανοικτότητά” μας σύμφωνα με τον Heidegger, μια αέναα κυκλική
κίνηση κατά τα πρότυπα του Ηρακλείτου.
Θα μπορούσαμε επομένως να δούμε το παιχνίδι ως έναν μύθο όπου “ο κάθε μύθος
ωθείται από την επίμονη ανάγκη να λυθεί ένα παράδοξο που δεν μπορεί να λυθεί”
(Levi Strauss). Μία προσπάθεια κατανόησης του Κόσμου και του ιδίου Είναι χωρίς
το παιδί να περιορίζεται απο την υιοθέτηση μιας οικειότητας ενός ήδη ερμηνευμένου
κόσμου, χωρίς τον φόβο της διαμονής στο “Μηδέν του Κόσμου”.
“Το παιδί δεν παίζει για να λύσει απορίες αλλά για να δημιουργήσει νέες”. (δεν
γνωρίζω το όνομα αυτού που έκανε αυτή τη δήλωση).
Το κοάν επιχειρεί να μας οδηγήσει στο “σατόρι, στην κατάλυση του δυισμού μεταξύ
υποκειμένου και αντικειμένου, συμμετέχοντα και κόσμου που τον περιβάλλει. Δεν
επιχειρεί να ερμηνεύσει, να λύσει απορίες, αλλά να βιωθεί η πραγματικότητα όπως
είναι, μέσα στην ανοικειότητά της εξαιτίας της έλλειψης επαρκούς νοηματοδότησης,
να βιωθεί το “γυμνό Είναι”.

Κοάν: “Το σούρουπο ο κόκορας αναγγέλλει την αυγή


Και τα μεσάνυχτα τον λαμπρό ήλιο”

Εδώ ο δυισμός έχει πάψει να υφίσταται. Υπάρχει μια συνεχής εναλλαγή των
αντιθέτων όπου κανένα δεν κυριαρχεί ώστε να προκληθεί μια στρεβλή εικόνα της
σύνολης πραγματικότητας. Η νύχτα δεν υπάρχει αυτή καθ΄ αυτήν αλλά είναι μία
κατάσταση, ένας “τρόπος” της ημέρας, κατά την οποία ο ήλιος βρίσκεται στην άλλη
πλευρά της γης. Εδώ δεν υπάρχει η αιώνια διαμάχη μεταξύ του Όντος και του μη-
Όντος. Κατά συνέπεια ο κόκορας μπορεί να αναγγέλλει το σούρουπο την αυγή και τα
μεσάνυχτα τον λαμπρό ήλιο. Λέμε “πέρασε μια μέρα” ή “δύο μέρες” κλπ. και όχι
“πέρασαν μια μέρα και μια νύχτα” ή “δύο μέρες και δύο νύχτες”. Η λέξη “ημέρα”
έχει ενικό αριθμό παρόλο που αποτελείται απο όλους τους “τρόπους” της ημέρας
(πρωί, μεσημέρι, απόγευμα, βράδυ κλπ.). Αποτελεί μια ολότητα. Πολλές απο τις
ζωγραφιές των παιδιών περιέχουν για παράδειγμα ψάρια να πετάνε, αεροπλάνα ή
πουλιά στο νερό κλπ, όπως το ίδιο συμβαίνει και στα παιχνίδια τους.

Τώρα, το να δημιουργήσει το παιδί νέες απορίες μέσα στο παιχνίδι, δεν σημαίνει να
θέσει νέα προβλήματα αλλά μάλλον να παραιτηθεί από την ανάγκη να δώσει
απαντήσεις στα ήδη υπάρχοντα και να συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι συνεχώς θα
βρίσκεται αντιμέτωπο με νέα ανερμήνευτα (εξαιτίας της παραδοξότητας του κόσμου,
που στην πραγματικότητα δεν είναι παραδοξότητα αλλά εμείς την εκλαμβάνουμε
κατ' αυτόν τον τρόπο) δεδομένα που θα πρέπει να ενσωματώσει στην ύπαρξή του.
Για παράδειγμα θα μπορούσε να αντιτείνει κάποιος ότι στην ψυχοθεραπεία
επιχειρείται να ξεπεραστούν οι λειτουργικές δυσκολίες του αναλυόμενου επομένως
το γεγονός ότι προσπαθούμε πάντα με τις ενέργειές μας να ξεπεράσουμε ένα εμπόδιο
ή να δώσουμε τέλος σε κάτι που μας έχει τεθεί ως πρόβλημα είναι σωστό. Στην
πραγματικότητα όμως αυτό που κάνουμε είναι να θέσουμε ένα νέο δεδομένο προς
επίλυση, (που τελικά δεν θα δοθεί ούτε εδώ λύση απλώς θα τεθούν νέα
“προβλήματα”). Δηλαδή μέσα από την αλλαγή μας σε επίπεδο νοηματοδότησης και
επίλυσης των νευρωτικών μας συμπτωμάτων δεν κάνουμε τίποτε άλλο από το να
θέσουμε μια νέα απορία η οποία σχετίζεται με την ερώτηση “Τώρα που είμαι
λειτουργικότερος με ποιον τρόπο μπορώ να κάνω αυτό ή το άλλο? Πως μπορώ να
συσχετιστώ εκ νέου με τους άλλους? Με ποιον τρόπο μπορώ να ζήσω την ζωή μου
τώρα που τα συμπτώματα δεν κυριαρχούν?” κλπ. Αυτό μας οδηγεί σε νέα ζητήματα
που προκύπτουν από την απάντηση μέσω της δράσης του υποκειμένου σε αυτή την
ερώτηση όπως “Τώρα που έφτασα σε αυτό το επίπεδο πως προχωράω στο επόμενο?”
και ούτω καθεξής. Το πέπλο της Ίσιδας δεν παραμερίζεται ποτέ.

Κάποτε ένα μοναχός ρώτησε τον Μουτσου: “Κάθε μέρα ντυνόμαστε και τρώμε, πως
θα καταφέρουμε να ξεφύγουμε από την υποχρέωση να φοράμε ρούχα και να τρώμε
φαγητά?”
Τώρα, εδώ φαίνεται πως αυτό που ρωτάει ο μοναχός είναι πως θα απαλλαγούμε από
τα δεδομένα της ύπαρξης που μας περιορίζουν από τις δυνατότητές μας εξαιτίας των
φυσικών νόμων στους οποίους υπόκειμεθα. Η νευρική ανορεξία είναι ένας τρόπος να
λυθεί αυτός ο γρίφος εφόσον μας δίνει την ψευδαίσθηση της εξουσίας επάνω στις
φυσικές ανάγκες του σώματος, με τραγικά όμως αποτελέσματα. Μήπως λοιπόν το να
μην δίνουμε απαντήσεις σε τέτοια υπαρξιακά δεδομένα, μήπως το να παραμείνουμε
τυφλοί είναι η “λύση” για να οδηγηθεί ο παραλυτικός με ασφάλεια?
Ο Μουτσου απάντησε λακωνικά και άμεσα: “Με το να ντυθούμε και να φάμε”. “Μα
δεν καταλαβαίνω”, παραπονέθηκε ο μοναχός, “Τότε φόρα τα ρούχα σου και φάε το
φαγητό σου” απάντησε ο Μουτσου.

Ο Δημήτρης έχει κλείσει τα 5 του χρόνια και είναι μοναχοπαίδι. Δεν έχω δει το παιδί
ούτε τους γονείς του. Μια φίλη δασκάλα ήθελε την γνώμη μου για να ξέρει πως να
τον χειριστεί μέσα στην τάξη. Η ίδια μου εκμυστηρεύτηκε ότι μιλώντας με την
μητέρα ένοιωσε την αγωνία της για το πώς θα τον συγκροτήσει. Είναι πολύ αγχώδης
και του κάνει πολύ εύκολα παρατηρήσεις παρά τον ενθαρρύνει. Πιο εύκολα βλέπει
και παρατηρεί την δυσλειτουργική συμπεριφορά του παιδιού παρά τις προσπάθειές
του να ενταχθεί αρμονικά σε ένα κοινωνικό σύνολο. Σύμφωνα με την δασκάλα του
στην τάξη προκαλεί με την ζωηρή συμπεριφορά του, σε αντίθεση με τη δυαδική
σχέση που ανταποκρίνεται καλύτερα και πιο συγκροτημένα. Μου έστειλε επίσης μια
ζωγραφιά του Δημήτρη ελλείψει άλλων πληροφοριών.

Πράγματι η ζωγραφιά του δείχνει ένα ανώριμο συναισθηματικά παιδί. Αφήνοντας


κατά μέρος τις συνέπειες που υπάρχουν στο γεγονός ότι είναι μοναχοπαίδι θα
προσεγγίσω αυτο το περιστατικό με βάση τα όσα γράψαμε για την εργασία μου
εχθές.
Αυτό που παρατηρέιται στην ζωγραφιά του παιδιού – εκτός απο την νευρολογική ή
ψυχική ακαταστασία – είναι η απουσία του κενού...
Παρατηρείται ένα συνονθύλευμα απο χρώματα και σχήματα. Δεν υπάρχει κανένα
κενό ανάμεσα στα μέρη των αντικειμένων και τα πρόσωπα που αναπαριστά. Δεν
φαίνεται να υπάρχει χώορς για το παιδί ώστε να νοηματοδοτήσει τον κόσμο του.
Ο χώρος, το κενό, είναι ένας χώρος δηνιτικοποίησης σύμφωνα με τον Pierre Levy,
και τον αντιπαραθέτει όχι απο το πραγματικό αλλά απο το εν ενεργεία υπαρκτό.
Τώρα... έχουμε μια μαμά που αποκλείει ακριβώς αυτή τη δυνατότητα στο παιδί. Το
κυνηγάει συνεχώς απο πίσω και του κάνει παρατηρήσεις. Δηλαδή του δίνει λύσεις.
Το παιδί χρειάζεται να συν-θέσει το ίδιο τον εαυτό του αλλά δεν είναι εφικτο διότι η
συμβολική κυκλοφορία, η εικόνα του δεν μένει ανοιχτή σε ερμηνείες. Το κενό που
χρειάζεται το παιδί εκφράζει την δημιουργική ποιητική ενέργεια, είναι άνοιγμα
υπαρκτικής ετερότητας. Με αυτόν το τρόπο θα συμμετέχει στην πραγματικότητά του
ως ποιητικό αίτιο.
Το παιδί ασφυτκιά και πρέπει να αναζητήσει μια διέξοδο απο την αναγνώριση που
του δίνει η μητέρα. Εξάλλου στην ζωγραφιά η οικογένεια παίζει κρυφτό. Ένας
τρόπος για να δηλώσει το παιδί μέσα στην εικόνα την αδυναμία των γονέων να του
παραχωρήσουν χώρο για να μεταθέσει και να μεταβιβάσει ρόλους, χαρακτήρες και
καταστάσεις όπως είπατε. Παίζουν κρυφτό, έχουν κλειστά τα μάτια τους για τον
Δημήτρη, όπως ο τυφλός με τον παραλυτικό...

You might also like