Professional Documents
Culture Documents
National Socialism and Greece
National Socialism and Greece
National Socialism and Greece
διασπείρεται πανταχόθεν ένα κλίμα αποστροφής προς την ιδέα του εθνικοσοσιαλισμού.
Και μολονότι ανάλογη μομφή είναι αναμενόμενη όταν προέρχεται από συστημικά κέντρα
εξουσίας, ενδεχομένως εγείρει ερωτήματα και οπωσδήποτε γεννά τη σύγχυση όταν
διατυπώνεται από φορείς του λεγόμενου «εθνικιστικού χώρου», καθώς στη συνείδηση
πολλών εθνικιστών οι δύο «ιδεολογίες», δηλαδή η εθνικιστική και η
εθνικοσοσιαλιστική, μοιάζουν ομοούσιες, αν όχι ταυτόσημες. Το παρόν άρθρο έχει ως
σκοπό να εξετάσει τη συνηθέστερη κατηγορία που εκπέμπεται κατά του
εθνικοσοσιαλισμού από τους ως άνω φορείς, δηλαδή την κατηγορία περί
«γερμανικότητας» της ιδεολογίας αυτής και περί «ελληνικότητας» της ιδεολογίας που
προβάλλεται ως αντίποδας, δηλαδή του «ελληνικού εθνικισμού». Ώστε κάθε αναγνώστης
να διαμορφώσει σαφή εικόνα της κατάστασης και να επιλέξει εν πλήρει επιγνώσει την
ιδέα που τον εκφράζει και για την οποία είναι προορισμένος.
Ασφαλώς, οφείλουμε να ανατρέξουμε στις ρίζες, στην αρχαία Ελλάδα και μάλιστα στην
εποχή της ακμής, καθώς σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη φάση και αν ανατρέξουμε, η
ελληνική σκέψη έχει υποστεί αλλοίωση από ξένες επιρροές, γεγονός που οφείλεται σε
ποικίλους λόγους, η ανάπτυξη των οποίων ξεφεύγει από τον σκοπό του παρόντος άρθρου.
Σαφώς θα περίμενε κανείς σε μία τέτοια μνεία του ελληνικού ιδεώδους να εξαίρεται ως
ύψιστη αρετή η πολεμική ανδρεία. Είναι άλλωστε σύνηθες στη γραμματεία των
εθνικιστών ή των «νεοεθνικιστών» να προβάλλεται το πρότυπο του Σπαρτιάτη στις
Θερμοπύλες ή του γενναίου Σαλαμινομάχου. Οπωσδήποτε το πολεμικό μένος ήταν μία
βασική ιδιότητα που απαιτείτο να διακατέχει τον Έλληνα των αρχαίων χρόνων, όμως
όταν θελήσουμε να εξετάσουμε τα χαρακτηριστικά της Σ κ έ ψ η ς των Ελλήνων
οφείλουμε να αναφερθούμε σε φιλοσοφικές έννοιες και ερωτήματα όπως:
Τι σχέση είχε η ύλη με το πνεύμα στη σκέψη των Ελλήνων; Επρόκειτο για έννοιες
αλληλένδετες ή διακριτές; Πώς αντιλαμβάνονταν οι Έλληνες την έννοια του «είναι»;
Πώς αντιλαμβάνονταν την έννοια του «γίγνεσθαι» ή ακόμα και του «φαίνεσθαι» σε σχέση
με το «είναι»; Ακόμα περισσότερο, πώς αντιλαμβάνονταν την έννοια του «σκέπτεσθαι»
ως προς το «είναι», το «γίγνεσθαι» και το «φαίνεσθαι»; Τι σήμαινε ακριβώς για τους
Έλληνες η λέξη «φύσις»; Πώς αντιλαμβάνονταν τον Λόγο; Τι σημασία είχε στη σκέψη των
Ελλήνων η έννοια του χώρου; Πώς αντιλαμβάνονταν την έννοια του χρόνου και του
ιστορικού γίγνεσθαι; Ένα από τα βασικότερα κριτήρια ελληνικότητας μιας ιδεολογίας,
επί παραδείγματι, θα έπρεπε να αποτελεί το κατά πόσον δέχεται την κυκλική ή
σπειροειδή εξέλιξη του χρόνου ή, στον αντίποδα, τη γραμμική, που συνεπάγεται τη
δημιουργία «εκ του μηδενός» και το «τέλος της Ιστορίας». Τι σπουδαιότητα είχε η
έννοια του «αίματος» στην αρχαία Ελλάδα; Πώς συνδεόταν το αίμα με τη γη; Τι σημασία
απέδιδαν στην πόλη; Τι σημασία απέδιδαν στον πολιτισμό; Πώς αντιλαμβάνονταν την
έννοια της Τέχνης, για παράδειγμα σε σχέση με το «είναι» και με την έννοια της
«αλήθειας» ή σε σχέση με το κοινωνικό σύνολο; Μπορεί λόγου χάρη να θεωρείται
«ελληνική» η αντίληψη περί «τέχνης για την τέχνη»; Πώς αντιλαμβάνονταν οι Έλληνες
την «επιστήμη»; Πώς εκδηλωνόταν η ουσία της θρησκευτικότητας των Ελλήνων; Ποια
σχέση απέδιδαν μεταξύ του θείου και της ύλης και κατά πόσον δέχονταν την απεικόνιση
ή, στον αντίποδα, το ανεικονικό του θείου;
Κατ’ αρχάς, πρέπει να διευκρινίσουμε ότι δεν υπάρχει κανείς πλήρης και συνεπής
ορισμός του τι εστί «ελληνικός εθνικισμός» και οι οπαδοί του περιορίζονται σε
αναπαραγωγή φράσεων ή στιγμιοτύπων από τη ζωή ανθρώπων που θεωρούνται ή μπορούν να
θεωρηθούν τηρουμένων των αναλογιών ως εθνικιστές. Ακόμα και η απευθείας αναγωγή στο
κατά Ηρόδοτο έθνος (ως το όμαιμον, ομότροπον, ομόθρησκον και ομόγλωσσον) δεν
συνιστά «εθνικισμό» καθεαυτήν, καθώς λείπει οποιαδήποτε αναφορά στην πολιτική
υπόσταση και έκφραση αυτού του έθνους, συχνά μάλιστα ακόμα και ο ορισμός του
Ηροδότου φαίνεται να μην ανταποκρίνεται στην έννοια του έθνους όπως την
αντιλαμβάνονται οι λεγόμενοι «νεοεθνικιστές», καθώς προαπαιτεί φυλετική ομοιογένεια
(ενώ στον «νεοεθνικισμό» συχνά βλέπουμε αλλόφυλους, λόγου χάρη Αιγυπτίους ή
μιγάδες, να θεωρούνται όχι μόνον Έλληνες αλλά και εθνικιστές), ενώ αμφιλεγόμενο
είναι επίσης το κατά πόσον ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα του «νεοεθνικισμού»
το «ομόθρησκον» (κατά πόσον για παράδειγμα μπορούν να θεωρούνται εξίσου Έλληνες,
πολίτες που ασπάζονται διαφορετικά δόγματα ή είναι άθεοι ή αγνωστικιστές), χωρίς να
υπάρχει έστω ιδεολογική ομοφωνία αναφορικά με το τι ακριβώς συνιστά το «ομότροπον»
των Ελλήνων.
Είναι εμφανές ότι η «ομπρέλα» του εθνικισμού είναι τόσο ευρεία, που μπορεί να
καλύπτει αρχές εκ διαμέτρου αντίθετες, όπως τον φυλετισμό και τον αντι-φυλετισμό ή
τον φιλελευθερισμό. Σε κάθε περίπτωση όμως, ο εθνικισμός όπως γίνεται αντιληπτός
σήμερα από σχεδόν όλους τους θιασώτες του, αποτελεί πνευματικό αποκύημα σαφώς ξένων
διανοιών και δη ο «εθνικισμός» με τη σημασία που έχει επικρατήσει σχεδόν εξ
ολοκλήρου στις μέρες μας, δηλαδή ο απαλλαγμένος από αναφορές στο αίμα και τη
φυλετική ομοιογένεια του «εθνικού συνόλου», ο οποίος αποτελεί δημιούργημα του
Ερνέστ Ρενάν, ενός Γάλλου διανοητή κατ’ ολίγον μεταγενέστερου της Γαλλικής
Επανάστασης, ο οποίος ανέλαβε να προσδώσει συνδετικό ιστό στο νεοπαγές γαλλικό
«έθνος» που, κατά πλήρη αντιδιαστολή προς την ελληνική σκέψη, γεννήθηκε εκ του
μηδενός, συνενώνοντας ετερόκλητες εθνοτικές ομάδες.
Είναι διάχυτη η εντύπωση ακόμα και στις πιο αδρές σκιαγραφήσεις του
εθνικοσοσιαλισμού πως υπήρξε πολιτική ομοιότητα με την αρχαία Σπάρτη, όσον αφορά
στη φυλετική βάση επί της οποίας οργανώθηκε το εθνικοσοσιαλιστικό γερμανικό κράτος
καθώς και όσον αφορά στον θεσμό των «ομοίων», όπως και στο καθεστώς κοινωνικής
δικαιοσύνης που σε γενικές γραμμές είναι αναντίρρητα αποδεκτό ότι εφαρμόστηκε ή
επρόκειτο βάσει προγράμματος να εφαρμοστεί. Πρέπει να διευκρινιστεί στο σημείο αυτό
πως δεν αναφερόμαστε σε κάποιες σκέψεις κάποιου εθνικοσοσιαλιστή που δημοσίως ή σε
ιδιωτικά του έγγραφα εξέφραζε την επιθυμία για ένα τέτοιο καθεστώς, απεναντίας
αναφερόμαστε στο επίσημο πολιτικό πρόγραμμα που το κυβερνόν κόμμα τότε διακήρυξε
και εφάρμοσε στην πράξη. Βλέπουμε λοιπόν πως ο γερμανικός εθνικισμός του τρίτου
γερμανικού ράιχ θεμελιώθηκε σε αυστηρή φυλετική βάση, σε νόμους αίματος, ο δε
κοινωνισμός του, απέχοντας στην ίδια την ουσία του πόρρω από τον σοσιαλισμό που
διείπε τα μετέπειτα λεγόμενα «κράτη του υπαρκτού σοσιαλισμού», στηριζόταν πολύ
περισσότερο στο μοντέλο κοινωνικής δικαιοσύνης της αρχαίας Σπάρτης.
Πέραν όμως των εξωτερικών ομοιοτήτων με την αρχαία Ελλάδα, η πνευματική θεμελίωση
του «γερμανικού» εθνικοσοσιαλισμού προσιδιάζει στην ελληνική σκέψη. Ως ύψιστη αρετή
στον εθνικοσοσιαλισμό θεωρείτο η πολεμική ανδρεία, η αριστεία που εκλαμβανόταν ως
εξαίρετη σωματική επίδοση προς τον σκοπό της υπεράσπισης της πολιτείας, σε
συνδυασμό με ανάπτυξη του πνεύματος κατά το πρότυπο της αρχαίας ελληνικής τάξης των
αρίστων, παράδειγμα ληφθέν επίσης από την αρχαία Ελλάδα, όπου κατά τη μετάβαση από
την οργάνωση των τοπικών βασιλείων στην οργάνωση της πολιτείας κατά το πρότυπο της
πόλεως – κράτους, κάθε πολίτης διαπαιδαγωγείτο κατά τον ίδιο τρόπο που παλαιότερα
διαπαιδαγωγούνταν οι αριστοκράτες.
Επαφίεται και πάλι στον αναγνώστη να ελέγξει, με αντικειμενικότητα και νηφάλιο νου,
κατά πόσον η εθνικοσοσιαλιστική κοσμοθεωρία, ακόμα και στη γερμανική έκφανσή της,
ταυτίστηκε ή αντιδιεστάλη προς τα ελληνικά χαρακτηριστικά της σκέψης που θέσαμε
παραπάνω ως κριτήρια ελληνικότητας. Για παράδειγμα, πώς αντιλαμβάνονταν οι Γερμανοί
εθνικοσοσιαλιστές την εξέλιξη του χρόνου, τι σημασία απέδιδαν στο αίμα και στη
σύνδεσή του με τη γη, πώς αντιλαμβάνονταν το «είναι» σε σχέση με το «γίγνεσθαι»,
πώς αντιλαμβάνονταν την τέχνη σε σχέση με την κοινωνία, κατά πόσον η σχέση του
πολίτη προς την πολιτεία ακολούθησε την οδό της ατομικότητας ή της υπηρεσίας προς
το σύνολο, ή πώς αντιλαμβάνονταν το θείο.
Ένα επιχείρημα που συχνά μετέρχονται οι νεοεθνικιστές κατά του εθνικοσοσιαλισμού
είναι πως κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, στη χώρα μας επισυνέβησαν
«εγκλήματα πολέμου» και ως εκ τούτου η ελληνική ταυτότητα και η εθνικοσοσιαλιστική
ιδεολογία είναι ασυμβίβαστες.
Ξεφεύγει από τους σκοπούς του παρόντος άρθρου μία ανάλυση του τι ακριβώς συνέβη
κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τόσο στη χώρα μας όσο και στη διεθνή σκηνή,
αρκεί πάντως να αναφέρουμε τελείως επιγραμματικά πως οι αληθινοί υπαίτιοι του
πολέμου εν γένει και της εμπλοκής της χώρας μας στον πόλεμο αυτόν ειδικότερα,
πρέπει να αναζητηθούν μεταξύ των λεγόμενων «Συμμάχων». Ό,τι επακολούθησε μετά την
εμπλοκή μας στον πόλεμο κατ’ εντολή των Βρετανών, πρέπει να πιστωθεί στους
αληθινούς υπαιτίους, καθώς κάθε πόλεμος από γενέσεως της ανθρωπότητας, δίκαιος ή
άδικος, χωρίς κανένα ιστορικό παράδειγμα εξαίρεσης, συνεπάγεται διάπραξη σκληρών
πράξεων, τέτοιων που σήμερα χαρακτηρίζονται ως «εγκλήματα πολέμου».
Άλλωστε, εφόσον στο μικροσκόπιο της εξέτασής μας βρίσκεται και η ιδεολογία του
εθνικισμού εν γένει («δείγμα» του οποίου είναι και ο ελληνικός εθνικισμός), θα
πρέπει κατ’ αναλογία να αναρωτηθούμε ή να καταμετρήσουμε πόσοι Έλληνες έχουν
σκοτωθεί εν ονόματι εθνικιστικών ιδεολογιών, παραδείγματος χάρη από Τούρκους
εθνικιστές κατά τη σφαγή της Σμύρνης, από Βούλγαρους εθνικιστές κατά τις δεκαετίες
των ταραχών στη Μακεδονία ή από Άγγλους και Γάλλους εθνικιστές κατά τους
πολυάριθμους αποκλεισμούς και τις ωμές επεμβάσεις που έχουν διενεργήσει οι δύο
αυτές δυνάμεις εις βάρος της πατρίδας μας τους τελευταίους δύο (και όχι μόνον)
αιώνες.
Κλείνοντας το άρθρο αυτό, δεν γίνεται να μην αναρωτηθούμε για τα αίτια της επίθεσης
που εξαπολύεται, με ολοένα εντεινόμενο ρυθμό, κατά του εθνικοσοσιαλισμού από τους
φορείς του λεγόμενου «εθνικιστικού χώρου». Σε πρώτο επίπεδο, οπωσδήποτε πρέπει να
δεχτούμε πως υπάρχουν πολλοί άνθρωποι, με καλή ή όχι και τόσο καλή προαίρεση, που
δεν έχουν στέρεο υπόβαθρο γνώσεων και ως εκ τούτου επηρεάζονται εύκολα από τις
ρητορείες που μπορεί να φτάσουν στα αφτιά τους, χωρίς να είναι οι ίδιοι σε θέση να
αξιολογήσουν το περιεχόμενό τους.
Σε δεύτερο επίπεδο, πρέπει επίσης να δεχτούμε πως υπάρχουν άνθρωποι που φοβούνται
τυχόν ποινικές διώξεις, βλέποντας ένα γενικότερο, διεθνές κλίμα είτε απαγόρευσης
της εθνικοσοσιαλιστικής δημόσιας ρητορικής, είτε αντιμετώπισής της δυσμενώς. Οι
άνθρωποι αυτοί, ιδίως μετά το κύμα φυλακίσεων που χτύπησε προσφάτως τον ελληνικό
«εθνικιστικό χώρο», προσπαθούν να αποσείσουν πάση θυσία από πάνω τους κάθε πιθανή
συσχέτισή τους με ακραίες ιδέες, σε μια προσπάθεια να πείσουν το σύστημα να τους
χαριστεί και να τους φερθεί με αβρότητα. Επιλέγουν, επομένως, την «εναλλακτική» του
ανώδυνου «ελληνικού εθνικισμού», που, εν αντιθέσει προς τον εθνικοσοσιαλισμό που
διέπεται από την έννοια του χρέους, δεν τους ζητά κανένα αντάλλαγμα και μπορεί
κάλλιστα να ισοδυναμεί με ένα ασφαλές χόμπι, εξαντλούμενος σε ανώδυνες, άγονες και
συχνότατα ανούσιες συζητήσεις για περασμένα μεγαλεία, σε μνημόσυνα ηττοπάθειας και
στην υποκατάσταση μίας καφενειακού τύπου κοινωνικοποίησης.
Σε ένα τρίτο επίπεδο, όμως, πρέπει να δεχτούμε πως η όλη ρητορική περί ενός κατά
βάση μη ελληνικού «ελληνικού εθνικισμού» σε αντιδιαστολή προς τον «κακό
εθνικοσοσιαλισμό», ενός εθνικισμού απαλλαγμένου από τις έννοιες του φυλετισμού και
του συνεπαγόμενου αντισημιτισμού, στα παρασκήνια της πολιτικής ζωής κατά πάσα
πιθανότητα υπαγορεύεται από ξένα κέντρα εξουσίας και διοχετεύεται ως κατευθυντήρια
οδός της ρητορικής ολόκληρου του «εθνικόφρονος» πολιτικού φάσματος στις διάφορες
δυτικές χώρες. Ένας τέτοιος, «κοσέρ» εθνικισμός, μπορεί να υπαγορεύεται μόνο από
συγκεκριμένους εντολείς και ως εκ τούτου μόνο προς αυτών το συμφέρον μπορεί να
λειτουργεί. Ας σκεφτεί κάθε αναγνώστης γιατί τα τελευταία 75 χρόνια, ολόκληρο το
πολιτικό φάσμα από την άκρα αριστερά ως την άκρα δεξιά, σε κάθε δυτική χώρα, μόνο
εναντίον ενός εχθρού συνασπίζεται – και ας σκεφτεί, κατά την κικερώνεια
συλλογιστική, π ο ι ο ς ω φ ε λ ε ί τ α ι.
Καθώς όμως α-λήθεια σημαίνει το να ανασύρεις κάτι από τη λήθη, να το φέρεις στο φως
και να του προσδώσεις έτσι την πραγματική του υπόσταση, νομοτελειακά η Αλήθεια, σε
κάθε έκφανσή της, θα συντρίψει τα ψεύδη που την καλύπτουν, γκρεμίζοντας τις
ψευδαισθήσεις όσων δεν αντέχουν τον πόνο που προκαλεί στα μάτια το εκτυφλωτικό της
φως. Τότε, θα κριθεί το δίκαιο κάθε θέσης, ιδέας ή ιδεολογίας. Κριτής θα είναι η
Ιστορία και το Πεπρωμένο και καθένας μας θα πρέπει να απολογηθεί για τις πράξεις
και τις παραλείψεις του. Όλβιος όστις αποδειχτεί ότι έκανε το χρέος που πρόσταζε το
αίμα του!