Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 28

ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΥΠΡΙΩΝ

ΜΑΡΩ Ν ΙΤ Ω Ν

Έρευνα - Συγγραφή: Σιάρπελ Τζουτζούκης


Επιμέλεια: Αλέξανδρος-Μιχαήλ Χατζηλύρας
Εισαγωγή
Αυτή η ιστορική αναδρομή θα καλύψει τις διάφορες μεταναστεύσεις και
μετακινήσεις των Κυπρίων Μαρωνιτών από τα εδάφη της Μεγάλης Συρίας και
ιδιαίτερα του σημερινού Λιβάνου προς την Κύπρο από τις αρχές του 8ου αιώνα μ.Χ.
καθώς και τις γνωστές φάσεις της ιστορίας τους, όπως αυτές παρατίθενται σε
διαθέσιμα ιστορικά ντοκουμέντα, μέχρι και τη σημερινή δύσκολη φάση που θέτει σε
άμεσο κίνδυνο αυτή καθαυτή την επιβίωση τους ως ξεχωριστή κοινότητα.

Η πρώτη ιστορικά καταγραμμένη έξοδος Μαρωνιτών προς την Κύπρο έλαβε χώρα
κατά τον 7ο και 8ο αιώνα μ.Χ., με την φυγή Μαρωνιτών από τις πεδιάδες τις
Μεγάλης Συρίας προς τα όρη του Λιβάνου. Η δεύτερη έξοδος έγινε με αφορμή την
καταστροφή του Μοναστηριού του Αγίου Μάρωνα στις όχθες του ποταμού Ορόντη
προς το τέλος του 10ου αιώνα. Η τρίτη μαζική μετανάστευση Μαρωνιτών προς το
νησί τοποθετείται στις αρχές της κυριαρχίας των Λουζινιανών στην Κύπρο προς το
τέλος του 12ου αιώνα. Η τέταρτη μεταφορά Μαρωνιτών είχε τεθεί σε πολύ σοβαρό
κίνδυνο λόγω της ήττας των Σταυροφόρων στην Τρίπολη του σημερινού Λιβάνου
προς το τέλος του 13ου αιώνα.

Η ιστορική αυτή αναδρομή, με χρήση ιστορικών ντοκουμέντων, θα ασχοληθεί


αναλυτικά με όλα τα σημαντικά ιστορικά στάδια της ιστορίας των Κυπρίων
Μαρωνιτών από τους Βυζαντινούς, τους Λουζινιανούς, τους Ενετούς, τους
Οθωμανούς, τους Βρετανούς, μέχρι και την σημερινή εποχή της προσφυγιάς και της
διασποράς, ακολουθώντας την όλη πορεία της κοινότητας από την ακμή στην
παρακμή και τον άμεσα πια διαφαινόμενο κίνδυνο - αν συνεχίσουμε να
παραμένουμε απαθείς - της ολοκληρωτικής αφομοίωσης της θρησκευτικής αυτής
σήμερα ομάδας, πού κάποτε αποτελούσε τη δεύτερη σε μέγεθος κοινότητα στην
Κύπρο, με το κυρίαρχο ελληνοκυπριακό χριστιανικό στοιχείο. Ένας πανάρχαιος
πολιτισμός, που ρίζωσε αιώνες πριν σε αυτά τα χώματα, κινδυνεύει πλέον σοβαρά
να μπει στα χρονοντούλαπα της Ιστορίας.

Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, η πρώτη αποστολική ιεραποστολή στη νήσο Κύπρο
έλαβε χώρα γύρω στα 44 μ.Χ. από τους Αποστόλους Παύλο και Βαρνάβα, ο
δεύτερος εκ των οποίων ήταν Κύπριος (Πράξεις των Αποστόλων 4:36, 11:19-20,
12:5-12, 13:4). Ως γνωστό, ο Απόστολος Βαρνάβας μαρτύρησε στην Κύπρο, όπου
και βρίσκεται και ο τάφος του1.

Στην Κύπρο ανθούσε ο Χριστιανισμός μέχρι και το 632, όταν άρχισαν οι αραβικές
επιδρομές, με την εισβολή στο νησί του Χαλίφη Αμπού Μπακρ, που την ακολούθησε
στη συνέχεια και άλλη εισβολή από το Χαλίφη Μωαβιά το 647. Τον 9ο αιώνα τα
στρατεύματα του Χαλίφη Χαρούν Αλ Ρασίντ λεηλάτησαν το νησί, διαπράττοντας
ακατονόμαστα έκτροπα και βανδαλισμούς και καταστρέφοντας εκκλησίες και
μοναστήρια2. Ωστόσο, το 965 με την επαναφορά της βυζαντινής διοίκησης στο νησί,
ο Χριστιανισμός άνθησε και πάλι στο νησί. Παρόλα αυτά οι Βυζαντινοί, αντίθετα με
την ιστορία που μας έμαθαν στο σχολείο και που εκθειάζει μόνο τις αρετές τους,
εξέθεσαν ολόκληρο τον κυπριακό πληθυσμό σε ανείπωτες κακουχίες3, κυρίως μέσω
1
Palmieri 1905: col. 2425.
2
Ibid. 1905: col. 2432, McGuire 1967: 568.
3
Ibid. 1905: col. 2434, ibid. 1967: 568.
της κακής διοίκησής τους, προετοιμάζοντας με αυτό τον τρόπο το δρόμο για τη
λατινική κατοχή, την οποία αρκετοί Κύπριοι δέχθηκαν σαν λύτρωση.

Ο σταυροφόρος Βασιλιάς της Αγγλίας, Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος, καθοδόν προς


τους Αγίους Τόπους, κατέλαβε το νησί το 1191 από το Βυζαντινό διοικητή Ισαάκιο
Κομνηνό, εξαιτίας της απρεπούς συμπεριφοράς του τελευταίου. Ο Ριχάρδος την
πούλησε στους Ναΐτες Ιππότες, οι οποίοι όμως με τη σειρά τους την μεταπούλησαν
στο Ριχάρδο, και έτσι το 1192 το νησί πουλήθηκε στον Guy de Lusignan, τιτουλάριο
Βασιλιά της Ιερουσαλήμ.

Η Λατινοκρατία διήρκεσε σχεδόν τέσσερις αιώνες, με τους Λουζινιανούς (1192-1489)


και τους Ενετούς (1489-1571). Αυτή η περίοδος χαρακτηρίστηκε από βία και ένταση
μεταξύ των Ορθοδόξων και των Λατίνων του νησιού, καθώς και από εσωτερικές
διαμάχες, κατάχρηση εξουσίας και τη διαφθορά που χαρακτήριζαν το δυτικό
φεουδαρχικό σύστημα, που υιοθέτησαν οι κατακτητές4. Η Κύπρος καταλήφθηκε από
τους Οθωμανούς μεταξύ 1570-1571, και μέχρι και το έτος 1878 – όταν περιήλθε υπό
τον έλεγχο των Βρετανών - η ιστορία της διήλθε μια περίοδο που την
χαρακτηρίζουν αδιάκοπες εσωτερικές μάχες επικράτησης, καταπίεσης και διωγμών
και βαριών φορολογιών του κατακτητή και της κυρίαρχης Ορθόδοξης Εκκλησίας5.

Η Βρετανία παίρνει την Κύπρο αρχικά με ενοίκιο, ως αντάλλαγμα για τη βοήθεια


που προσέφερε στην Τουρκία στον πόλεμό της κατά της Ρωσσίας. Στη συνέχεια
όμως, μετά από τη στάση που τήρησε η Τουρκία κατά τη διάρκεια του Α’
Παγκοσμίου Πολέμου - όπου συμμάχησε με τους Γερμανούς -, η Βρετανία καθιστά
την Κύπρο αποικία του Στέμματος, και παραμένει ως αποικιοκρατική πλέον δύναμη
μέχρι και το πέρας του απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ, όταν με τις Συνθήκες
Ζυρίχης-Λονδίνου, ανακηρύσσεται Ανεξάρτητο Κράτος στις 16 Αυγούστου 1960. Η
Αγγλοκρατία χαρακτηρίζεται από ταραχές και βία και προσπάθειες αποτίναξης του
αποικιοκρατικού ζυγού, και ένταση μεταξύ των δύο μεγαλύτερων κοινοτήτων της
Κύπρου, των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων.

Οι Μαρωνίτες ομόφωνα αποφασίζουν κατά το σχετικό δημοψήφισμα του 1960 να


ενταχθούν πολιτικά στην ελληνοκυπριακή κοινότητα. Την ίδια απόφαση πήραν και
οι δύο άλλες θρησκευτικές ομάδες, η μεγαλύτερη των Αρμενίων και η μικρότερη
των Λατίνων, αφού συνταγματικά στο νησί αναγνωρίζονταν δύο μόνο κοινότητες: η
ελληνοκυπριακή και η τουρκοκυπριακή, οι οποίες διαμοιράστηκαν τη διοίκηση της
νεοσύστατης Κυπριακής Δημοκρατίας με πρώτο Πρόεδρο τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο
Γ’ και με Αντιπρόεδρο το Δρα Φαζίλ Κουτσίουκ.

Ο συνεταιρισμός αυτός όμως δεν διάρκεσε για πολύ, αφού στα τέλη του 1963 - με
αφορμή τις 13 συνταγματικές αλλαγές που εισηγήθηκε ο Πρόεδρος Μακάριος -
ξεσπούν οι διακοινοτικές ταραχές, που οδήγησαν σε συγκρούσεις και
βομβαρδισμούς από την τουρκική αεροπορία και τερματίστηκαν μετά από
παρέμβαση της Σοβιετικής Ένωσης, αφού ήδη η τουρκοκυπριακή κοινότητα είχε
αποχωρήσει από το συνεταιρισμό του 1960.

4
Ibid. 1905: cols. 2433-2442, 2461-2462; ibid. 1967: 568-569.
5
Ibid. 1905: cols. 2442-2443; ibid. 1898: 14-18.
Ακολουθεί μια περίοδος έντασης, με το Μακάριο να απομακρύνεται από τον στόχο
της Ένωσης - που ήταν και ο πρωταρχικός σκοπός του αγώνα της ΕΟΚΑ - για χάρη
μιας ανεξάρτητης Κύπρου. Αυτό τον φέρνει σε σύγκρουση με την στρατιωτική
ηγεσία της Ελλάδας, που ανήλθε στην εξουσία το 1967 μετά από πραξικόπημα.

Η στρατιωτική χούντα κορυφώνει την ένταση στην Κύπρο με τη δημιουργία


παρακρατικών τρομοκρατικών οργανώσεων, όπως την ΕΟΚΑ Β’, η οποία και
συμμετείχε στο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου του 1974, που αποτέλεσε την αφορμή
για την επέμβαση των τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων. Με πρόφαση την προστασία
της τουρκοκυπριακής κοινότητας, και υπό την επωνυμία «Αττίλας», η επιχείρηση
αυτή θέτει με σχετική ευκολία - λόγω έλλειψης σημαντικής αντίστασης εκ μέρους
της Εθνικής Φρουράς - υπό στρατιωτική κατοχή το 34,85% του Κυπριακού εδάφους,
ξεσπιτώνοντας 200.000 κατοίκους του βόρειου τμήματος του νησιού. Κατά τη β’
φάση της τουρκικής εισβολής, και τα τέσσερα μαρωνίτικα χωριά καταλαμβάνονται
από τον αλλόθρησκο κατακτητή, προκαλώντας την ολοκληρωτική σχεδόν
προσφυγοποίηση του μαρωνιτικού πληθυσμού. Στον Κορμακίτη, και σε μικρότερο
βαθμό στην Καρπάσια και τον Ασώματο, παραμένει μικρός αριθμός εγκλωβισμένων
κατοίκων, που δυστυχώς μειώνεται και γηράσκει κάθε χρόνο.

Κεφάλαιο Πρώτο:
Οι Μεταναστεύσεις των Μαρωνιτών στην Κύπρο
Οι Μαρωνίτες, όπως είδαμε και στο εισαγωγικό κεφάλαιο, έφθασαν στην Κύπρο
από τα μέρη της Μεγάλης Συρίας και της Αντιόχειας σε τέσσερις μεγάλες
μεταναστεύσεις, που χρονολογούνται ανάμεσα στον 7ο και το 13ο αιώνα. Σύμφωνα
με την παράδοση, το πρώτο κύμα Μαρωνιτών κατέφθασε στην Κύπρο ταυτόχρονα
με την μετανάστευση των Μαρωνιτών στα μέρη του σημερινού Λιβάνου το έτος 686
και συνεχίστηκε μέχρι τις αρχές του 8ου αιώνα6. Αυτή η πρώτη έξοδος προκλήθηκε
κυρίως από την ισλαμική κατάκτηση της περιοχής και τις ταραχές που προέκυψαν
μεταξύ των Ιακωβιτών Χριστιανών και των Βυζαντινών από τη μια και των
Μαρωνιτών από την άλλη, που προκάλεσαν στους τελευταίους αρκετές απώλειες7.

Το δεύτερο μεγάλο κύμα προς το νησί ακολούθησε την καταστροφή του


Μοναστηριού του Αγίου Μάρωνα στις όχθες του ποταμού Ορόντη στην Απάμεια της
Συρίας το 938 μ.Χ., που είχε ως αποτέλεσμα και τη μεταφορά της Πατριαρχικής
Έδρας στα όρη του Λιβάνου8. Δυστυχώς δεν υπάρχουν περισσότερες ιστορικές
αναφορές ή ντοκουμέντα για τις δύο πρώτες μεταναστεύσεις Μαρωνιτών στο νησί.

Η τρίτη μεγάλη μετανάστευση Μαρωνιτών προς την Κύπρο ακολουθεί την αγορά της
νήσου από τους Λουζινιανούς προς το τέλος του δωδέκατου αιώνα9, ενώ η τέταρτη
και τελευταία, για την οποία έχουμε ιστορικά στοιχεία ακολουθεί την ήττα των
Σταυροφόρων στην Τρίπολη του σημερινού Λιβάνου και τους Αγίους Τόπους10.

6
Ibid. 1898: 5.
7
Dib 1971: 51-52.
8
Ibid. 1971: 52-53; Assamarani 1979: 17.
9
Ibid. 1898: 6.
10
Ibid. 1971: 65, 77.
Συριακό χειρόγραφο Vat. Syr. 118 f° 262 r της Βιβλιοθήκης του
Βατικανού. Leroy, J. Les Manuscrits Syriaques À peintures Conservés
dans les Bibliothèques D'Europe et d'Orient, (Paris, 1964)

Ιστορικά ντοκουμέντα πιστοποιούν το γεγονός


ότι η μαρωνιτική κοινότητα της Κύπρου ήταν
ενεργή και πριν το 1192. Το χειρόγραφο στα
αριστερά, που είναι γραμμένο στα Συριακά και
χρονολογείται γύρω στο 12ο αιώνα, θεωρείται
το αρχαιότερο που έχει ανευρεθεί μέχρι σήμερα
και μεταφράζεται ως ακολούθως:

«Εγώ, ο ταπεινός Συμεών, μοναχός κατ’ όνομα,


έγραψα αυτές τις γραμμές σε αυτό το βιβλίο,
ενώπιον του Ευλογημένου Πατρός Πέτρου,
Πατριάρχη των Μαρωνιτών, ο οποίος διαμένει
στο Μοναστήρι της Παναγίας του Μαϊφούκ, στην
κοιλάδα Ελίτζε της γης του Πατρούν όταν με
εξουσιοδότησε να προεδρεύσω του Μοναστηριού του Αγίου Ιωάννη του Κουτσοβέντη
στη Νήσο Κύπρο κατά την εποχή των μοναχών που διέμεναν στο Μοναστήρι του
Αγίου Ιωάννη. Τα ονόματα τους είναι τα ακόλουθα: Δαυίδ, μοναχός· Μωυσής,
ιερέας· Ιωσήφ, μοναχός και μάγειρας· Γεώργιος, μοναχός και Δανιήλ, μοναχός.
Αυτοί είναι ιερείς και υπηρετούν τον Κύριο. Το έτος 1432 κατά τους Έλληνες
[=1121/1122 μ.Χ.], τη 12η Ιουνίου. Η Δόξα εις τον Κύριο. Αμήν.» (Leroy 1964: 235).

Δύο από τα συγγράμματα της Λαυρέντιου Βιβλιοθήκης Plat. I, 56 f° 7 v. Canon IV and Florence Laur.- Plat. I, 56 f° 8 r.
Canon V. Leroy, J. Les Manuscrits Syriaques À peintures Conservés dans les Bibliothèques
D'Europe et d'Orient, (Paris, 1964)
Τρία άλλα συγγράμματα επιβεβαιώνουν την πιο πάνω αναφορά του μοναχού
Συμεών. Τα δύο από αυτά παρατίθενται πιο πάνω και βρίσκονται στα συριακά
συγγράμματα της Λαυρέντιου Βιβλιοθήκης της Φλωρεντίας, γνωστά ως τα
«Ευαγγέλια Ραμπούλα» (1586 μ.Χ.), και ένα είναι καταγραμμένο ως Συριακό
Σύγγραμμα Vat. Syr. 118 f° 261 v της Βιβλιοθήκης του Βατικανού. Η μετάφραση των
τριών αυτών συγγραμμάτων έχει ως εξής:

Λαυρέντιος Βιβλιοθήκη Φλωρεντίας - Plat. I, 56 f° 7 v. Canon IV:

«Την 8η μέρα του Σεπτεμβρίου του έτους 1465 κατά τους Έλληνες [=1153/1154
μ.Χ.], επί Πέτρου, Πατριάρχη των Μαρωνιτών, προκαθήμενου της Έδρας της
Αντιόχειας στο Μοναστήρι της Παναγίας του Μαϊφούκ στην Κοιλάδα του Ελίτζε, ήρθε
σε εμένα ο νεαρός μοναχός Ησαΐας του Μοναστηριού της Κοσχαϊά, και τον διόρισα
Ηγούμενο των Μοναχών του Μοναστηριού του Αγίου Ιωάννη του Κουτσοβέντη στη
νήσο Κύπρο. (Αυτό έγινε) σύμφωνα με το γράμμα που γράφτηκε από τα χέρια των
μοναχών (αυτού του Μοναστηριού) που μου είχε φέρει. (Οι Μοναχοί) είναι ο
Μοναχός Συμεών, ο Μοναχός Αββακούκ, και ο Μοναχός Μιχαήλ, Δόξα στον Κύριο,
Αμήν» (Dib 1971: 152; Leroy 1964: 146).

Λαυρέντιος Βιβλιοθήκη Φλωρεντίας .- Plat. I, 56 f° 8 r. Canon V:

«Το 1550 κατά τους Έλληνες [=1238/1239 μ.Χ.), ήρθε σε εμένα τον Πέτρο,
Πατριάρχη των Μαρωνιτών, που προεδρεύω της Έδρας της Αντιόχειας, το όνομα
του οποίου είναι Ιωάννης από το χωριό Τζατζ και κατοικεί στο ευλογημένο
Μοναστήρι της Παναγίας του Μαϊφούκ, ο αδελφός μου από το Μοναστήρι του
Κουτσοβέντη, το όνομα του οποίου είναι ιερέας Ματθαίος, που είναι ευσεβής και
αγνός (δηλαδή μοναχός). Έλαβε από μένα 300 εκατοντάδες δηνάρια και το Μύρον
(το Άγιο Χρίσμα) για το Μοναστήρι. Πήρε επίσης ένα βιβλίο του Μωσαϊκού Νόμου
στα Αραβικά, το Βιβλίο των Νόμων και το Βιβλίο της Πίστεως. Δόξα στο Θεό, Αμήν»
(Assamarani 1979: 20; Leroy 1964: 146)

Βιβλιοθήκη Βατικανού, Bibl. Apost. Syr. 118 f° 261 v.:

«Τη 10η μέρα του ευλογημένου (μήνα) Αυγούστου του έτους 1452 κατά τους Έλληνες
[=1140/1141 μ.Χ.], ήλθαν σε εμένα, τον Πέτρο Πατριάρχη των Μαρωνιτών,
προκαθήμενου του Θρόνου της Αντιόχειας, στο όνομα του Ιακώβ από το χωριό του
Ραμάτ στην περιφέρεια Πατρούν, ο υιός μου (στοργικά, όχι κυριολεκτικά), ο
μοναχός Δανιήλ από το Μοναστήρι του Καρτούν. Λόγω της ασημαντότητάς μου, του
παραχώρησα την εξουσία από το Θεό να είναι ο Ηγούμενος και διοικητής του
Μοναστηριού του Αγίου Ιωάννη Κουτσοβέντη στη νήσο Κύπρο» (Dib 1971: 151-152;
Leroy 1964: 235, n. 2; Hill 1972: 305, n.1).

Τα πιο πάνω συγγράμματα επιβεβαιώνουν ότι οι Μαρωνίτες ήσαν ενεργή κοινότητα


στην Κύπρο πριν τα τέλη του 12ου αιώνα. Πιστοποιούν, επίσης, ότι αυτές οι
μοναστικές κοινότητες ποιμαίνονταν πνευματικά και εκκλησιαστικά από δικούς τους
Μαρωνίτες ιερείς, οι οποίοι ήσαν σε κοινωνία με την πίστη των αδελφών τους στο
σημερινό Λίβανο και τη σημερινή Συρία, και ότι τόσο οι μοναχοί όσο και οι ιερείς
βρίσκονταν υπό την εξουσία του Πατριάρχη των Μαρωνιτών, ο οποίος διέμενε στο
Λίβανο. Ας σημειωθεί εδώ ότι δεν θα μπορούσε να λειτουργεί Μοναστήρι στο νησί
εκτός και αν υπήρχε ποίμνιο για να υπηρετηθεί.
Κεφάλαιο ∆εύτερο:
Η περίοδος των Λουζινιανών (1192-1489)
Κατά την διάρκεια της βασιλείας του, ο Γκυ ντε Λουζινιάν ανακοίνωσε ότι οι
ιππότες, οι πολεμιστές, οι ευγενείς, οι αστοί και άλλοι που επιθυμούσαν να
κατέχουν φέουδα ή γη ήταν ευπρόσδεκτοι στην Κύπρο11. Ως αποτέλεσμα αυτής της
ανοικτής πρόσκλησης, αρκετά μέλη χριστιανικών κοινοτήτων μετανάστευσαν στην
Κύπρο, ανάμεσα στους οποίους Αρμένιοι, Κόπτες, Μαρωνίτες και Φράγκοι.

Ο Γκυ παραχώρησε σε αυτές τις κοινότητες αρκετή γη στη Λευκωσία και αλλού,
όπου ανήγειραν σπίτια και εκκλησίες12. Οι Μαρωνίτες «δεν αναμείχθηκαν με τους
άλλους κατοίκους του νησιού, αλλά προτίμησαν τα υψόμετρα στα βουνά του
Πενταδακτύλου βόρεια της Λευκωσίας, τα οποία και τους υπενθύμιζαν τα πατρικά
βραχώδη εδάφη τα οποία εγκατέλειψαν για να έρθουν στην Κύπρο. Έτσι κατάφεραν
να διατηρήσουν την κουλτούρα και να προφυλάξουν τις απλές οικογενειακές τους
παραδόσεις. Ενθαρρυμένη και ενισχυμένη από τους Λουζινιανούς βασιλείς της
Κύπρου η αποικία τους ευημερούσε και σε ποιότητα ζωής και σε πληθυσμό, που σε
αυτή την περίοδο πλησίασε τα 72 χωριά»13.

Οι Μαρωνίτες μετανάστες αυτή την περίοδο αποτελούσαν τη δεύτερη μεγαλύτερη


κοινότητα της Κύπρου, μετά τους Ορθόδοξους, και απέκτησαν πολλά προνόμια από
τους βασιλείς της14. Αυτά τα προνόμια οφείλονταν και στο γεγονός ότι οι Μαρωνίτες
ήταν Καθολικοί, είχαν ένα εντυπωσιακό παρελθόν όσον αφορά την εξυπηρέτηση
των σταυροφόρων από την πρώτη κιόλας σταυροφορία, και αυτοί μπορούσαν να
τους εμπιστευτούν και πάλι σε ώρα ανάγκης15.

Δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία διαθέσιμα για τον αριθμό των Κυπρίων Μαρωνιτών
κατά τη Φραγκοκρατία. Αυτό που γνωρίζουμε από τις διαθέσιμες πηγές είναι ότι το
1224 μ.Χ., κατά την διάρκεια της βασιλείας του Ερρίκου Α’ του Λουζινιανού, οι
Μαρωνίτες ευρίσκονταν διασπαρμένοι σε 62 χωριά. Γνωρίζουμε, επίσης, από τις
ίδιες πηγές πως παραχώρησαν στο Βασιλέα της Γαλλίας, Λουδοβίκο Η’, ένα
απόσπασμα 5.000 ανδρών για την εκστρατεία του στην Δαμιέττα της Αιγύπτου το
1250 μ.Χ.16.

Ο συνολικός πληθυσμός των Μαρωνιτών αυτή την περίοδο δεν είναι γνωστός.
Μερικοί τον ανεβάζουν στo εξωπραγματικό νούμερο των 800.000, ενώ άλλοι
αναφέρουν το πιο λογικό 180.00017, αλλά και αυτός ο αριθμός φαίνεται να είναι
απίθανος18. Παρόλα αυτά, είναι πιθανόν εφόσον ήταν η μεγαλύτερη κοινότητα μετά
την Ορθόδοξη, ο πληθυσμός των Κυπρίων Μαρωνιτών θα πρέπει να ήταν σημαντικά
μεγάλος (ίσως 80.000;), αφού μπορούσε να προμηθεύσει με ευκολία 5.000 άνδρες
για την εκστρατεία της Αιγύπτου. Μια μέση οικογένεια το Μεσαίωνα αποτελείτο από

11
Ibid. 1898: 7.
12
Ibid. 1905: col. 2462; ibid. 1898: 7.
13
Ibid. 1971: 65.
14
Ibid. 1905: col. 2462; ibid. 1898: 7; ibid. 1971:65.
15
Ibid. 1898: 7.
16
Ibid. 1898: 7-8; Hill 1972: 143.
17
Ibid. 1905: col. 2462.
18
Ibid. 1905: col. 2462.
πέντε μέλη, και μια μέση κοινότητα από 300 άτομα. Αν, όπως αναφέρουν διάφορες
πηγές, τα μαρωνίτικα χωριά αριθμούσαν περίπου 60-72, έχουμε ένα πληθυσμό της
τάξης τουλάχιστον των 18.000 με 22.000 ατόμων. Πάντως, πολλές χριστιανικές
κοινότητες επέλεξαν την Κύπρο για καταφύγιο τους, ιδιαίτερα μετά την πτώση των
Αγίων Τόπων στα χέρια των Οθωμανών19.

Όσον αφορά τους Μαρωνίτες, ο ρυθμός μετανάστευσης τους στην Κύπρο αυξανόταν
ή ελαττωνόταν όχι μόνο σύμφωνα με το κοινωνικοπολιτικό κλίμα στις χώρες
καταγωγής τους, αλλά επίσης και βάσει του αντίστοιχου κλίματος στην Κύπρο. Οι
λόγοι πίσω από την μετανάστευση των Μαρωνιτών στην Κύπρο ήσαν διάφοροι. Σε
κάποιες χρονικές περιόδους μετανάστευαν λόγω των διωγμών που υφίσταντο,
όπως για παράδειγμα κατά την διάρκεια του 1293 και των σφαγών της Δαμασκού20
ή λόγω της προσπάθειας των Μαμελούκων Τούρκων να υποδουλώσουν τους
Μαρωνίτες μεταξύ 1292-1307, ιδιαίτερα αυτούς που κατοικούσαν στην επαρχία
Κεσρουάν στο σημερινό Βόρειο Λίβανο21 ή ακόμα και λόγω των διώξεων και της
τυραννίας των Οθωμανών κατά την περίοδο 1571-187822.

Κατά την περίοδο της δυναστείας των Λουζινιανών, η Μαρωνιτική Επισκοπική Έδρα
της Κύπρου περιλάμβανε μόνο τη νήσο Κύπρο, ο δε Μαρωνίτης Επίσκοπος διέμενε
στο νησί μέχρι το τέλος του 16ου αιώνα, όταν η Κύπρος έπεσε στα χέρια των
Οθωμανών. Λίγο μετά την κατάληψη της Κύπρου το 1571, ο Επίσκοπος κατοικούσε
στο σημερινό Λίβανο (τότε ήταν ακόμα Συρία) και επισκεπτόταν το νησί σε σπάνιες
περιπτώσεις και πάντα ως απεσταλμένος του Πατριάρχη23.

Προς τα τέλη της Φραγκοκρατίας, οι βασιλείς της Κύπρου υιοθέτησαν το δυτικό


φεουδαρχικό σύστημα και επέβαλλαν αβάσταχτους φόρους. Η χειρότερη από όλες
τις διακυβερνήσεις ήταν αυτή του Ιακώβου Β’ (Jacques II le Bâtard): ο δεσποτισμός
του προκάλεσε μια σημαντική μείωση στον πληθυσμό του νησιού. Επιπρόσθετα με
αυτή την κακή διακυβέρνηση, είχαμε και διάφορες επιδημίες που αποδεκάτισαν τον
κόσμο αλλά και τις συνεχιζόμενες βάρβαρες επιδρομές Μουσουλμάνων της
Αιγύπτου που λεηλάτησαν το νησί μεταξύ του 15ου και 16ου αιώνα24, οι οποίες
προκάλεσαν περαιτέρω μείωση του πληθυσμού25.

Κεφάλαιο Τρίτο:
Η Ενετοκρατία και ο μαρασμός (1489-1571)
Η περίοδος της διακυβέρνησης των [Β]Ενετών από το 1489 μέχρι και την κατάκτηση
του νησιού από τους Οθωμανούς το 1570-1571ήταν πολύ στυγνή και σκληρή πάνω
στους κατοίκους. Αλλά η μεγάλη συμφορά που έπεσε πάνω στους Μαρωνίτες και
εξασθένησε σημαντικά την παρουσία τους στο νησί προκλήθηκε όχι μόνο από την
διεφθαρμένη διοίκηση των Βενετών διοικητών της Κύπρου, αλλά και από τη

19
Ibid. 1979: 22; ibid. 1971: 65.
20
Ibid. 1979: 22.
21
Awaad 1950: 33-36.
22
Ibid. 1979: 23, ibid. 1971: 177.
23
Daleel 1980: 106-107; ibid. 1972: 381-382.
24
Ibid. 1898: 13.
25
Ibid. 1898: 13; ibid. 1967: 568.
μεταχείριση της οποίας τύχαιναν στα χέρια των σύνοικων ορθόδοξων και λατινικών
εκκλησιαστικών αρχών26.

Κατ’ ακρίβεια, η μεταχείριση των Μαρωνιτών στα χέρια μερικών από τους Λατίνους
μονάρχες και το λατινικό κλήρο ήταν απρόβλεπτη. Κάποτε ήταν προστατευτικοί,
ενώ άλλες φορές προσπάθησαν να τους αναγκάσουν να ασπασθούν το λατινικό
δόγμα27 και σε άλλες περιόδους ήσαν καταπιεστικοί και τυραννικοί. Όταν αυτή η
συμπεριφορά δεν υποφερόταν άλλο, η κατάσταση ωθούσε τον Πατριάρχη των
Μαρωνιτών να επεμβαίνει, όπως έγινε για παράδειγμα το 1514 όταν Πατριάρχης
Σιμούν Αλ Χαντίθ έγραψε από την έδρα του στην Καννουμπίν προς τον Πάπα Λέοντα
Ι’, πληροφορώντας τον ότι ο Λατίνος Επίσκοπος της Λευκωσίας κατάσχεσε το
μαρωνιτικό ναό του Αγίου Ιωάννη στη Λευκωσία και την περιουσία του, και ζήτησε
την επέμβασή του υπέρ των Μαρωνιτών28.

Επιπλέον, οι Μαρωνίτες - που υπάγονταν κάτω από την εκκλησιαστική φροντίδα


της Λατινικής Εκκλησίας - υπέφεραν τις επιπτώσεις της ηθικής διαφθοράς των
Λατίνων κληρικών. Σύμφωνα με το Fabri, που επισκέφτηκε την Κύπρο το 1485, οι
Λατίνοι κληρικοί ήταν πολύ φιλόδοξοι, άπληστοι και διεφθαρμένοι29.

Οι Ορθόδοξοι, οι οποίοι υπόφεραν τα πάνδεινα στα χέρια του Ρωμαιοκαθολικού


(Λατινικού) κλήρου, και οι οποίοι είχαν δογματικές διαφορές με τους Μαρωνίτες –
που βρίσκονταν σε κοινωνία με τη Ρώμη - επίσης καταδίωκαν τους Μαρωνίτες.
Αυτοί οι καταδιωγμοί ανάγκασαν τον Μαρωνίτη Πατριάρχη Αλ Χαντίθ το 1518 να
γράψει αυτή την φορά στον πρίγκηπα Αλβέρτο στην Ιταλία, για να εκφράσει το
παράπονο του για τα δεινά που προκαλούσαν οι Ορθόδοξοι στους Μαρωνίτες,
καθώς και για να διαμαρτυρηθεί για την κατάληψη του Μοναστηριού του Αγίου
Ιωάννη Κουτσοβέντη από αυτούς. Παρομοίως, το 1564 ο Μαρωνίτης Πατριάρχης
Μούσα Άκκαρι έγραψε στον Πάπα Πίο Δ’ ζητώντας από την αυτού Αγιότητα να
επαινέσει τους Μαρωνίτες στους Βενετούς, διότι οι Ορθόδοξοι τους περιόριζαν και
τους προπηλάκιζαν30.

Πρέπει να σημειωθεί ότι κατά την διάρκεια της Φραγκοκρατίας στην Κύπρο, η
ιεραρχία της Ορθόδοξης Εκκλησίας υπαγόταν στη Λατινική Εκκλησία, και
καταπιεζόταν σε τέτοιο βαθμό που οι επισκοπικές τους έδρες από 14 μειώθηκαν
στις 4, οι Ορθόδοξοι Επίσκοποι υποχρεούνταν να λάβουν όρκο υποταγής στους
Λατίνους Ιεράρχες και όλα τα σχολεία τους έκλεισαν, ως αποτέλεσμα των
προσπαθειών της Λατινικής Εκκλησίας να προσηλυτίσει τους Ορθόδοξους στον
καθολικισμό με κάθε μέσο, θεμιτό και αθέμιτο, ακόμα και με την χρήση βίας.
Πολλοί Ορθόδοξοι εγκατέλειψαν το νησί και όσοι έμειναν δεν αντέδρασαν καθόλου
για να αμυνθούν κατά των Οθωμανών, αλλά αντίθετα καλωσόρισαν με ανοικτές
αγκάλες την κατάκτηση του νησιού από τους Οθωμανούς το 1570-157131.

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου της κυπριακής ιστορίας, οι Μαρωνίτες


υπέφεραν πολλές κακουχίες, ταλαιπωρίες και φυσικές καταστροφές, αλλά και

26
Ibid. 1905: col. 2462.
27
Ibid. 1972: 1077.
28
Ibid. 1979: 26-29.
29
Ibid. 1905: col. 2462.
30
Ibid. 1979: 26-29.
31
Ibid, 1967: 568-569; ibid. 1905: cols. 2435-2436.
καταστροφές που προκλήθηκαν από το σύνοικο ορθόδοξο στοιχείο. Αυτό φαίνεται
και από το γεγονός ότι μεταξύ του 1224 και της κατάκτησης της Κύπρου από τους
Οθωμανούς, ο αριθμός των χωριών τους ελαττώθηκε από 60 σε 3332. Οι λόγοι πίσω
από αυτή τη φθορά της μαρωνιτικής παρουσίας στην Κύπρο είναι διάφοροι: η
απληστία και καταπίεση εκ μέρους της Λατινικής Εκκλησίας, η εκστρατεία των
Φραγκισκανών για εκλατινισμό των Μαρωνιτών και η κατάσχεση των μαρωνιτικών
εκκλησιών από αυτούς, οι καταδιωγμοί από τους Ορθόδοξους και η κατάσχεση των
μαρωνίτικων μοναστηριών από αυτούς, η τυραννία και η βαρβαρότητα των
μουσουλμάνων επιδρομέων και μετέπειτα κατακτητών, καθώς επίσης και οι συχνές
και επαναλαμβανόμενες φυσικές καταστροφές και επιδημίες33.

Καθ’ όλη την περίοδο της Λατινοκρατίας, οι Μαρωνίτες παρέμειναν υπό την
ποιμενική καθοδήγηση των δικών τους Επισκόπων. Είναι καταγραμμένο ότι ο
πρώτος Μαρωνίτης Επίσκοπος της Κύπρου ήταν ο Επίσκοπος Ανανίας (Hananias), ο
οποίος κατέφθασε στο νησί το 1316 μ.Χ., κατά τη δυναστεία των Λουζινιανών34.
Τον διαδέχθηκε ο Επίσκοπος Γρηγόριος (Girgis), ο οποίος παρακολούθησε το
περιφερειακό Επισκοπικό Συμβούλιο που διεξάχθηκε στην Κύπρο το 1340 μ.Χ.35. Οι
επόμενοι στη σειρά Μαρωνίτες Επίσκοποι της Κύπρου ήταν ο Ιωάννης (Youhanna) το
1357 μ.Χ., ο Επίσκοπος Ιακώβ (Jacob Al-Matrity) το 1385 μ.Χ., και ο Επίσκοπος
Ηλίας (1431-1445), το όνομα του οποίου περιλαμβάνεται στα πρακτικά των
εργασιών του Συμβουλίου της Φλωρεντίας, ο Επίσκοπος Ιωσήφ (Youssef) το 1506, ο
Επίσκοπος Μάρωνας (Maroun) το 1506, ο Επίσκοπος Κυπριανός (Gebrayel) το 1505-
1516, ο Επίσκοπος Αντώνιος το 1523, ο Επίσκοπος Γρηγόριος (Girgis al Hadthy) το
1528, ο Επίσκοπος Ηλίας (Elie Al Hadthy) το 1530, ο Επίσκοπος Φραγκίσκος
(Francis) το 1562-1566 και ο Επίσκοπος Ιούλιους (Julios) το 156736.

Κεφάλαιο Τέταρτο:
Οι Μαρωνίτες και οι Οθωμανοί (1571-1878)
Θεωρούμενοι από τους Οθωμανούς - όπως και οι άλλοι Χριστιανοί - σαν άπιστοι, οι
Μαρωνίτες κατά την περίοδο αυτή αποκαλούνταν επίσης και Συριανοί (Suryani)37 .
Η Οθωμανική κυριαρχία της Κύπρου επέφερε και την καταστροφή και
αποδιοργάνωση της μαρωνιτικής παροικίας στην Κύπρο. Καθώς τα χωριά τους
αντιμετώπιζαν συνεχή μείωση πληθυσμού από θανάτους, τη σκλαβιά και τη
μετανάστευση, οι Μαρωνίτες σχεδόν αφανίστηκαν· λόγω των καταδιώξεων και της
βαριάς φορολογίας, οι Επίσκοποί τους έπαυσαν να διαμένουν πια στην Κύπρο.

Ενώ οι Ορθόδοξοι παρέμειναν αδρανείς και αμέτοχοι κατά την οθωμανική επίθεση
και κατάληψη της Κύπρου το 1570-1571, οι Μαρωνίτες αμύνθηκαν και πολέμησαν
παρά το πλευρό των Λατίνων, και είδαν την εισβολή της νήσου να επιφέρει την
καταστροφή στα σπίτια και στους καταυλισμούς τους. Μόλις οι Οθωμανοί πήραν τον
έλεγχο του νησιού από τους Ενετούς, οι πρώτοι θυμήθηκαν τη συμμαχία των
Μαρωνιτών με τους Λατίνους. Παρομοίως, και οι Ορθόδοξοι θυμήθηκαν την

32
Ibid. 1905: col. 2462.
33
Ibid. 1898: 12-13; ibid. 1979: 25-29, 47.
34
Gemayel 1992: 191; ibid. 1980: 107.
35
Ibid. 1992: 191; ibid. 1950: 37.
36
Ibid. 1980: 107-108; ibid. 1950: 38.
37
Jennings 1993: 132, 148-149.
καταπίεση στην οποία υπόκειντο από τους Καθολικούς, και καθώς οι περισσότεροι
Καθολικοί που παρέμειναν στο νησί ήσαν Μαρωνίτες, αυτοί ήταν που υπέφεραν τα
αντίποινα στο τέλος. Οι Οθωμανοί και οι Ορθόδοξοι μαζί προκάλεσαν τη χειρότερη
μεταχείριση πάνω σε αυτή την «άτυχη κοινότητα»38.

Το 1572 οι Μαρωνίτες είχαν 33 χωριά, και ο Επίσκοπός τους διέμενε στο Μοναστήρι
του Δαλιού39. Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας είχαν εξαφανισθεί από το χάρτη
της Κύπρου 14 μαρωνίτικα χωριά. Μέχρι 1596, 25 χρόνια μετά την Οθωμανική
κατάκτηση της Κύπρου, ο συνολικός αριθμός των μαρωνίτικων χωριών μειώθηκε
στα 1940. Αμέσως μετά την κατάκτηση του νησιού, οι Οθωμανοί άρχισαν να
επιβάλλουν συνεχώς αυξανόμενους φόρους στους Μαρωνίτες, κατηγορώντας τους
για προδοσία, λεηλατώντας τις σοδειές τους, απαγάγοντας τις γυναίκες τους και
οδηγώντας τα παιδιά τους στη σκλαβιά41. Πολλοί Μαρωνίτες σκοτώθηκαν,
αμυνόμενοι κατά τη διάρκεια της οθωμανικής εισβολής, και πολλοί άλλοι
σφαγιάστηκαν ή πιάστηκαν αιχμάλωτοι και οδηγήθηκαν στη σκλαβιά μόλις οι
Οθωμανοί κατέκτησαν το νησί, ενώ πάρα πολλοί άλλοι διασπάρθηκαν σε όλη την
Κύπρο για να διαφύγουν τους διωγμούς. Για όσους παρέμειναν στα χωριά τους, η
κατάσταση τους γινόταν συνεχώς μίζερη και αξιολύπητη42.

Ως αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης, πολλοί επέστρεψαν στις περιοχές του


Λιβάνου απ’ όπου είχαν μεταναστεύσει στην Κύπρο, ενώ άλλοι ακολούθησαν τους
Ενετούς στη Μάλτα43. Όσοι παρέμειναν στην Κύπρο «παραδόθηκαν στην καταπίεση
τόσο των κατακτητών όσο και την εξίσου καταπιεστική μεταχείριση των Ελλήνων»44.
Αυτή η σκληρή και απάνθρωπη μεταχείριση ήταν και ο κύριος λόγος που ανάγκασε
το διορισμένο μαρωνίτικο κλήρο της Κύπρου να εγκαταλείψει το νησί και να
χρησιμοποιεί το Λίβανο για μόνιμη διαμονή. Αυτές οι ακρότητες ήταν και ο κύριος
λόγος για τη δραματική μείωση στον πληθυσμό της μαρωνιτικής κοινότητας της
Κύπρου. Ως επακόλουθο αυτού, μειώθηκε ο αριθμός των Μαρωνιτών και των
χωριών στα οποία κατοικούσαν. Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, οι Επίσκοποι
που υπηρέτησαν την κοινότητα των Μαρωνιτών ήσαν ο Επίσκοπος Ιωσήφ (Youssef)
(+1588) και ο Επίσκοπος Ιωάννης (Youhanna) (1588-1596)45.

Κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας, οι Ορθόδοξοι της Κύπρου - οι οποίοι


απέκτησαν εν τω μεταξύ κάποια προνόμια - άρχισαν την αντεκδίκηση τους εναντίον
των Καθολικών, και καθώς οι Μαρωνίτες ήταν οι μόνοι Καθολικοί που παρέμειναν
στο νησί, αν εξαιρέσουμε ένα μικρό αριθμό Λατίνων, δέχθηκαν τη μήνη τους και
πλήρωσαν το μίσος των Ορθοδόξων εναντίον των Καθολικών, λόγω της
κακομεταχείρισης των Ορθοδόξων στα χέρια των Βενετών και της Λατινικής
Εκκλησίας46. Η εκδίκηση αυτή άρχισε με κατάσχεση των μαρωνιτικών εκκλησιών
και κορυφώθηκε με την ψευδή φυσικά κατηγορία και καταγγελία στο Σουλτάνο ότι
οι Μαρωνίτες εργάζονταν για την επαναφορά των Βενετών στο νησί, και ότι

38
Ibid. 1905: col. 2462; ibid. 1898: 14-14.
39
Ibid. 1905: col. 2462.
40
Ibid. 1905: col. 2462, ibid. 1971: 177.
41
Ibid. 1898: 20.
42
Ibid. 1898: 14-15.
43
Ibid. 1971: 177.
44
Ibid. 1971: 177.
45
Ibid. 1980: 108.
46
Ibid. 1905: col. 2464.
συνωμοτούσαν κατά των Οθωμανών. Ως αποτέλεσμα αυτών των καταγγελιών και
διαβολών, η οργή των Οθωμανών ξέσπασε πάνω στους δύστυχους Μαρωνίτες που
απέμειναν στην Κύπρο μετά από σφαγές, εξορίες, φυλακίσεις και αιχμαλωσίες.
Εξανάγκασαν δε πάρα πολλούς να ασπασθούν την Ορθοδοξία και να υπακούν τους
Ορθόδοξους ιεράρχες. Αυτοί οι διωγμοί εξανάγκασαν επίσης πάρα πολλούς
Χριστιανούς, και ειδικά Μαρωνίτες, να ασπασθούν τον Ισλαμισμό, σαν ένα τρόπο
επιβίωσης και διαφυγής47.

Μέχρι το 1636 η κατάσταση κατάντησε τόσο ανυπόφορη που οδήγησε τους


δύστυχους αυτούς Χριστιανούς σε μαζικούς προσηλυτισμούς στον Ισλαμισμό. «Λόγω
του ότι δεν μπορούσαν όλοι να αντέξουν την καταπίεση αυτής της κατάστασης, όσοι
δεν μπορούσαν αντισταθούν άλλο ασπάσθηκαν τον ισλαμισμό και έγιναν
κρυπτοχριστιανοί και ήσαν επί το πλείστον Αρμένιοι, Μαρωνίτες και Αλβανοί που
κατοικούσαν στη βόρεια οροσειρά και κατά μήκος της βόρειας παραλιακής γραμμής,
και συγκεκριμένα στην Τηλλυρία, την Καμπυλή, την Αγία Μαρίνα Σκυλλούρας, το
Πλατάνι και τον Κορνόκηπο»48.

Οι Μαρωνίτες που ασπάσθηκαν τον Ισλαμισμό κατοικούσαν κυρίως στην περιοχή


της Λουρουτζίνας και αποκαλούνταν λινομπάμπακοι – μια σύνθετη λέξη από το λινό
και το μπαμπάκι49. Οι Μαρωνίτες όμως που ασπάσθηκαν τον Ισλαμισμό, σε μια
κίνηση απελπισίας, δεν αρνήθηκαν ολοκληρωτικά τη χριστιανική τους πίστη:
διατήρησαν μερικές χριστιανικές συνήθειες, ελπίζοντας να απαρνηθούν το
Μωαμεθανισμό σε κάποιες καλύτερες μέρες που θα έφευγαν οι Οθωμανοί. Αυτό
έγινε, σύμφωνα με τον αείμνηστο Χωρεπίσκοπο Μαρωνιτών, κο Ιωάννη Φοραδάρη,
γύρω στο 1950 όταν οι κάτοικοι της Λουρουτζίνας ζήτησαν να γίνουν ξανά
αποδεκτοί από την Μαρωνιτική Εκκλησία, η οποία ήταν περιχαρής για να τους
δεχθεί, αλλά αντέδρασε η Ορθόδοξη Εκκλησία που φοβούνταν ενδυνάμωση της
Καθολικής (και Μαρωνιτικής) Εκκλησίας και αναβίωση της καταπίεσης από τους
Καθολικούς. Με διαβήματα στους Βρετανούς κατόρθωσαν να ματαιώσουν αυτή την
επιθυμία περίπου 1.500 ανθρώπων!

Οι λινομπάμπακοι βάπτιζαν και ανάτρεφαν τα παιδιά τους σύμφωνα με τις


χριστιανικές τους παραδόσεις, αλλά ταυτόχρονα για το θεαθήναι διενεργούσαν και
περιτομή (σουννέτι) σύμφωνα με τις ισλαμικές παραδόσεις. Στα παιδιά τους έδιναν
δύο ονόματα, ένα χριστιανικό και ένα μουσουλμανικό50. Ο Φραγκισκανός πατέρας
από τους Αγίους Τόπους, Célestin de Nunzio de Casalnuovo, εργάστηκε για πάνω
από 33 χρόνια για να μπορέσουν να επιστρέψουν οι λινομπάμπακοι ξανά στη
χριστιανική πίστη. Κάποιες κοινότητες ανταποκρίθηκαν και του ζήτησαν να
εγκαθιδρύσει σχολεία στα χωριά τους. Κατόρθωσε να ιδρύσει δύο σχολεία, αλλά η
Ορθόδοξη ιεραρχία συνέχισε να διεγείρει τους Μουσουλμάνους εξτρεμιστές, οι
οποίοι και άρχισαν να επιτίθενται κατά των λινομπαμπάκων και των γεωργικών
τους σοδειών. Οι λινομπάμπακοι, φοβούμενοι για την ίδια τους τη ζωή, απέσυραν
τις θρησκευτικές τους επιδιώξεις και η όλη προσπάθεια επαναφοράς τους στο
Χριστιανισμό, και δη στη Μαρωνιτική Εκκλησία, τελικώς ναυάγησε51.

47
Ibid. 1898: 11, 21; ibid. 1905: col. 2468.
48
Ibid. 1993: 367.
49
Ibid. 1905: col. 2468.
50
Hackett 1901: 553, ibid. 1905: cols. 2464, 2468.
51
Ibid. 1905: 2468.
Ο ειδικός απεσταλμένος του Πάπα Κλήμη Ζ’, αιδεσιμότατος Ιερώνυμος Νταντίνι
(Jérôme Dandini), έχει επισκεφτεί το νησί κατά την διάρκεια της παπικής του
αποστολής στους Μαρωνίτες του Λιβάνου. Ο Νταντίνι αναφέρει ότι οι Κύπριοι
Μαρωνίτες ήσαν όλοι υπό την εξουσία του Μαρωνίτη Πατριάρχη, η έδρα του οποίου
ήταν στο Λίβανο. Αναφέρει επίσης πως υπήρχε εποχή όπου υπήρχε ένας ιερέας για
κάθε ενορία και κάποτε υπήρχαν μέχρι και οκτώ ιερείς στο χωριό Μετόχι. Ονόμασε
μάλιστα τα 19 μαρωνίτικα χωριά που απέμεναν στην Κύπρο το 1596 και ήταν τα
εξής: Μετόχι, Φλούδι, Αγία Μαρίνα, Ασώματος, Καμπυλή, Καρπάσια,
Κορμακίτης, Τριμιθιά, Καζάφανι, Βουνό, Κορνόκηπος, Γέρι, Κυθρέα,
Κεφαλόβρυσος, Χρυσίδα, Αττάλι, Κλεπίνη, Επισκοπειό και Γαστριά (Metoschi,
Fludi, Santa Marina, Asomatos, Gambili, Karpasia, Kormakitis, Trimitia,
Casapisani, Vono, Cibo, Ieri, Crusicida, Cesalauriso, Sotto Kruscida, Attalu,
Cleipirio, Piscopia, Gastria). Όταν όμως επισκέφτηκε ξανά την Κύπρο το 1596,
διαπίστωσε ότι δεν είχαν απομείνει αρκετοί Μαρωνίτες κληρικοί και ότι πολλοί
Μαρωνίτες είχαν είτε διαφύγει σε άλλες χώρες ή αποστάτησαν και ότι υπήρχαν
μόνο 10 ενορίες, οι σημαντικότερες των οποίων ήταν η Αγία Μαρίνα, ο Κορμακίτης
και ο Ασώματος. Βρήκε τους Μαρωνίτες σε μια αξιοθρήνητη κατάσταση52.

Αντιλαμβανόμενος τη φτώχεια των Μαρωνιτών και την έλλειψη ιερέων που θα


εξυπηρετούσαν τις ενορίες τους, αλλά και την τραγική εικόνα που αυτές οι ενορίες
παρουσίαζαν, ο Νταντίνι εισηγήθηκε όπως ο Πατριάρχης Μαρωνιτών αποστείλει
έναν Επίσκοπο στην Κύπρο για να υπηρετήσει το ποίμνιο των Κυπρίων Μαρωνιτών.
Το 1598 ο αιδεσιμότατος Μωυσής Αναΐσι (Moïse Anaisi) της Akura διορίζεται
Επίσκοπος Μαρωνιτών Κύπρου και παραμένει στο νησί μέχρι το 1614. Τον
διαδέχεται ο επίσκοπος Γεώργιος Μάρων αλ Χιντνάνι (Girgis Maroun al Hidnani)
(1614-1634), που ήταν όμως επισκέπτης και διέμενε στον Λίβανο, ο Επίσκοπος
Ηλίας αλ Χιντνάνι (Elias al Hidnani), ο οποίος επισκέφτηκε το νησί μετά από
παράκληση του Μαρωνίτη Πατριάρχη το 1652, και ο Επίσκοπος Σέργιος αλ Τζάμρι
αλ Χιντάνι (Sarkis al Jamri al Hidnani) (1662-1668), ο οποίος διέμενε στη
Λευκωσία53. Ο Επίσκοπος Στέφανος Ντουάιχι (Estephan Dwaihi), ο οποίος
διορίστηκε Επίσκοπος Κύπρου το 1668, ενθρονίζεται Πατριάρχης το 1670 και
αμέσως διορίζει νέο Επίσκοπο τον πατέρα Λουκά τον Καρπασιώτη, Κύπριο την
καταγωγή (1671-1673). Ο Επίσκοπος Λουκάς ήταν και ο τελευταίος Επίσκοπος των
Μαρωνιτών Κύπρου που διέμενε στην Κύπρο54.

Μετά το θάνατο του Επισκόπου Λουκά, οι Μαρωνίτες Επίσκοποι της Κύπρου δεν
διέμεναν πλέον στην Κύπρο55. Εντούτοις, οι Μαρωνίτες Επίσκοποι διορισμένοι να
εκπροσωπούν την επισκοπική έδρα της Κύπρου συνέχιζαν να επισκέπτονται τη
μικρή μαρωνιτική κοινότητα της Κύπρου κατά διαστήματα. Ο Επίσκοπος Πέτρος
Ντούμιτ Μαχλούφ (1674) επισκέφθηκε το νησί τρεις φορές κατά την περίοδο που
διετέλεσε Επίσκοπος, ενώ ο Επίσκοπος Ιωσήφ (1687) ήταν ο τελευταίος Επίσκοπος
που επισκέφθηκε το νησί το 168256. Είναι καταγραμμένο στα φραγκισκανικά αρχεία
στη Λευκωσία ότι «Τα μαρωνίτικα χωριά διοικούνταν από Λατίνους ιερείς από το
1690 μέχρι και το 1759, που υποδεικνύει ότι οι Μαρωνίτες δεν είχαν δικούς τους
ιερείς. Επικρατεί η άποψη πως οι Μαρωνίτες υπάγονταν στους Ορθόδοξους
52
Dandini 1656: 23.
53
Ibid. 1980: 108.
54
Ibid. 1980: 108-109.
55
Ibid. 1905: col. 2463; ibid. 1898: 15-18.
56
Ibid. 1980: 109.
επισκόπους μέχρι το 1840, οπόταν λόγω κυρίως των προσπαθειών του Γάλλου
πρόξενου επανήλθαν υπό τον έλεγχο του Μαρωνίτη Πατριάρχη στο Λίβανο»57.

Οι Μαρωνίτες της Κύπρου θα έπρεπε να αναμένουν μέχρι το έτος 1848 πριν τους
επισκεφθεί και πάλι ο επίσκοπος τους, 166 χρόνια μετά την τελευταία τέτοια
επίσκεψη. Είχαν εγκαταλειφθεί και παρέμεναν χωρίς καμιά πνευματική
καθοδήγηση. Συγκεκριμένα, χωριά όπως η Κυθρέα και ο Άγιος Ρωμανός (το
σημερινό Βουνό) είχαν εξισλαμισθεί. Στα υπόλοιπα χωριά, καταδιώκονταν και
σφαγιάζονταν από τους Ορθόδοξους, στους οποίους δόθηκε σχεδόν απόλυτη
εξουσία επί αυτών58.

Ένα πολύ σημαντικό γεγονός έλαβε χώρα το 1735, όταν ο Γενικός Ηγούμενος
Mekhayel Iskander al Ihdny του Τάγματος των Λιβάνιων Μοναχών πήρε την
απόφαση να αποστείλει δύο μοναχούς – τον πατέρα Πέτρο αλ Μουσάουερ (Boutros
al Mousawer) και τον πάτέρα Μακάριο αλ Ασκούτυ (Makarios al 'Ashkouty) – στην
Κύπρο, με σκοπό να ιδρύσουν ένα σχολείο για τα παιδιά της μαρωνιτικής
Κοινότητας στο νησί και να καθοδηγήσουν πνευματικά τους πιστούς της
Εκκλησίας59. Το σχολείο άνοιξε το 1736 και ένα μοναστήρι κτίστηκε στο χωριό
Μετόχι στη μνήμη του Προφήτη Ηλία60. Το μοναστήρι αυτό καταστράφηκε
ολοσχερώς το 1974 καταστράφηκε ολοσχερώς61.

Η Σύνοδος του Όρους του Λιβάνου που


πραγματοποιήθηκε το 1736 μείωσε τον
αριθμό των επισκοπικών εδρών των
Μαρωνιτών, αλλά διατήρησε την
Επισκοπή της Κύπρου ως μία από τις
εναπομείνασες οκτώ. Η δικαιοδοσία
αυτής της έδρας δεν ήταν και τόσο
ξεκάθαρη, παρόλα αυτά περιελάμβανε
τη νήσο Κύπρο, μαζί με αρκετά χωριά
και κωμοπόλεις στην Κεσρουάν, το
Μάτεν και τη Βηρυτό στο Λίβανο62. Για
λόγους ασφαλείας, ο Επίσκοπος
Κύπρου παρέμεινε στο Λίβανο, και ως
εκ τούτου του είχε παραχωρηθεί και
δικαιοδοσία πάνω σε πολλά χωριά του
Λιβάνου, επιπρόσθετα της εξουσίας του
στα μαρωνιτικά χωριά της Κύπρου63.
Αριστερά φαίνεται η επιστολή διορισμού
του Επισκόπου Σαλουάν (Salwan) το
1892, η οποία μαζί με άλλες παρόμοιες
επιστολές διορισμών, επιβεβαίωσε τα
πιο πάνω γεγονότα.

57
Ibid. 1972: 382.
58
Ibid. 1898: 18, ibid. 1905: 2463.
59
Ibid. 1979: 95.
60
Ibid. 1979: 95-97.
61
Ibid. 1979: 97-99.
62
Ibid. 1992: 188.
63
Ibid. 1992: 189.
H επιστολή αυτή γράφει στα Αραβικά: «… έχουμε προάξει το τέκνο μας τον ιερέα
Νιματουλλάχ Αμπί Σαλουάν (Nimatullah Abi Salwan) … στην ιερή βαθμίδα του
Επισκόπου και τον αναγάγαμε σε Επίσκοπο της πόλης Λευκωσίας στη νήσο Κύπρο
και την Εκκλησίας του Αγίου Σαλίτα (Mar Shalita) στο Κόρνε Σεχουάν [Kornet
Shehwan] του Λιβάνου, που θα είναι η Έδρα του, και τον ανακηρύξαμε νόμιμο
ποιμένα αυτής της επισκοπικής έδρας στις 12 Ιουνίου 1892 … και του έχουμε
παραδώσει τη διοίκηση των της εν λόγω επισκοπικής έδρας πνευματικών και
κοσμικών υποθέσεων …» (Υπογραμμένη από την Αυτού Αγιότητα τον Πατριάρχη
Ιωάννη αλ Χάκ (Yohanna el-Hage) και 7 άλλους επισκόπους)64. Από το 1988, όταν η
έδρα και ο τόπος διαμονής της Επισκοπής επέστρεψαν στην Κύπρο, η δικαιοδοσία
της Μαρωνιτικής Επισκοπής Κύπρου περιορίστηκε αποκλειστικά και πάλιν επί της
νήσου Κύπρου65.

Κάτω από τον οθωμανικό ζυγό, και ειδικά από το 1750 και μετά, η Μαρωνιτική
Εκκλησία της Κύπρου βρισκόταν υπό τη δικαιοδοσία της Ορθόδοξης Εκκλησίας της
Κύπρου: «όλες οι μαρωνίτικες εκκλησίες στα χωριά υπόκεινται στη δικαιοδοσία των
Ελληνορθόδοξων Επισκόπων των επισκοπικών εδρών στις οποίες ευρίσκονταν
γεωγραφικά σύμφωνα με τις εντολές του Σουλτάνου αυτοί οι Επίσκοποι είχαν και
την εξουσία για να εκδίδουν στους Μαρωνίτες και χαρτιά ελευθερίας για γάμους και
εξέδιδαν και τα διαζύγια …»66. «Οι Ορθόδοξοι Επίσκοποι διατήρησαν τον έλεγχο και
κατάτρεχαν τους Μαρωνίτες», ακόμα και μέχρι την αιματοχυσία: ο Αρχιεπίσκοπος
Χρύσανθος και ο Δραγομάνος Χατζηγεωργάκης Κορνέσιος άφησαν πίσω τους ένα
πολύ άσχημο όνομα67.

Μόνο μετά το 1840 ο Μαρωνίτης Πατριάρχης πέτυχε να λάβει από το Σουλτάνο ένα
φιρμάνι που απομάκρυνε τους Μαρωνίτες από τη δικαιοδοσία των Ορθόδοξων
Επισκόπων, επαναφέροντας τους υπό τη δικαιοδοσία του Μαρωνίτη Επισκόπου
Κύπρου. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα των προσπαθειών του Ηλία Εφέντη Χάβα (Elias
Efendi Hava), εκπροσώπου του Μαρωνίτη Πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη, και
των ακούραστων προσπαθειών του κυρίου Τορεάτ, του Γάλλου πρόξενου στην
Κύπρο68. Αυτή η απόφαση διευκόλυνε τις επισκέψεις των Μαρωνιτών Επισκόπων
στο ποίμνιο τους στην Κύπρο και μπορεί και να «οδήγησε και στην αύξηση των
πιστών που δήλωναν Μαρωνίτες»69.

Το 1848, ο Μονσινιόρος Ζάζα (Geagea) έκαμε την πρώτη του ποιμενική επίσκεψη
στο νησί. Στη συνέχεια επισκέφθηκε και πάλι το ποίμνιό του στην Κύπρο το 1867, το
1878 και το 1879. Ο διάδοχός του, Ιωσήφ Ζόγκμπι (Joseph Zogbi), επισκέφθηκε την
Κύπρο δύο φορές. Το 1883 ο νέος Επίσκοπος, Μονσινιόρος Νεμτάλλαχ Σαλουάν
(Nemtallah Salwan), επισκέφθηκε το ποίμνιο της νήσου ένα χρόνο μετά την
ενθρόνισή του.

Κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής κυριαρχίας, οι Μαρωνίτες της Κύπρου


προσπάθησαν μέσω διπλωματικών καναλιών να ελαττώσουν την καταπίεση που
δέχονταν. Για παράδειγμα, το 1845 ο Μαρωνίτης Πατριάρχης έγραψε στο Σουλτάνο

64
Ibid. 1992: 189.
65
Ibid. 1992: 191.
66
Ibid. 1972: 382.
67
Ibid. 1972: 382.
68
Ibid. 1898: 22-23; ibid. 1972: 382.
69
Ibid. 1972: 383.
ζητώντας του όπως οι Μαρωνίτες της Κύπρου απαλλαχθούν από την καταπίεση του
Ορθόδοξου κλήρου, να τους επιτραπεί να δημιουργήσουν αυτόνομη Εκκλησία και
να τοποθετηθούν υπό την εξουσία του Μαρωνίτη Επισκόπου της Κύπρου70.
Παλαιότερα, το 1686, μια ομάδα Κυπρίων Μαρωνιτών επισκέφθηκε το Γάλλο
πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη με τα εξής 4 αιτήματα:

• Την πληρωμή φόρων μόνον από τους 150 κατοίκους που επέμειναν στα χωριά, αλλά όχι από
όλους όσους δεν ζούσαν πια σε αυτά.
• Την εξαίρεση των Επισκόπων και των ιερέων από το φόρο ακίνητης περιουσίας και άλλες
φορολογίες.
• Τον τερματισμό της ηγεμονίας των Ορθόδοξων Επισκόπων επί των μαρωνιτικών εκκλησιών.
• Την ελευθερία να τελούν τη Θεία Λειτουργία κατά το μαρωνίτικο αντί το βυζαντινό
τελετουργικό71.

Ο Γάλλος Πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη, κος Gerardine, κατάφερε τον Ιούλιο


του 1686 να εξασφαλίσει τέσσερα (4) ευνοϊκά για τους Κύπριους Μαρωνίτες
φιρμάνια από τον Σουλτάνο72. Αυτά τα φιρμάνια, όμως, είχαν προσωρινή επίδραση,
διότι οι Ορθόδοξοι σύντομα επανήλθαν στις παλιές τους μεθόδους, καταδιώκοντας
τους Μαρωνίτες και κατάσχοντας τις εκκλησιαστικές τους περιουσίες73.

Το 1756 Μαρωνίτες Επίσκοποι παρουσίασαν στο Γάλλο Πρέσβη στην


Κωνσταντινούπολη μιαν αναφορά που περιέγραφε την κατάσχεση από Ορθόδοξο
Επίσκοπο δύο μαρωνίτικων εκκλησιών (Παναγίας του Καφριάτ και Αγίου Αντωνίου
του Ναχέρ). Η αναφορά αυτή, υπογραμμένη από 6 Μαρωνίτες Επίσκοπους, ζητούσε
την έκδοση φιρμανιού που να διέτασσε όπως αυτές οι δύο εκκλησίες επιστραφούν
στους Μαρωνίτες74. Μετά από αυτή την αναφορά γράφτηκαν πολλές άλλες, και
διευθετήθηκε επείγουσα κάθοδος στη Κύπρο του πατριαρχικού απεσταλμένου
πατέρα Youssef Maroun Duwaihi, αλλά καμιά από τις δύο αυτές εκκλησίες των
Μαρωνιτών δεν έγινε κατορθωτό να επιστραφεί στους νόμιμους ιδιοκτήτες της75.

Κεφάλαιο Πέμπτο:
Η Κυπριακή Μαρωνιτική Αραβική (ΚΜΑ)
Οι μαρωνίτικες κοινότητες του Λιβάνου και της Συρίας, όπως και οι Κόπτες της
Αιγύπτου και οι Ασσύριοι Χριστιανοί του Ιράκ, είναι γνωστές για τη μακραίωνη
ιστορία τους και τις εκτεταμένες παραδόσεις τους. Ενώ οι περισσότεροι μελετητές
των μαρωνιτικών υποθέσεων επικεντρώθηκαν πάνω σε ειδικά θέματα της
μαρωνιτικής κληρονομιάς (λειτουργική, θεολογία, μουσική, μεταφράσεις
φιλολογικών κειμένων κτλ), συχνά δεν είναι γνωστό ότι η μαρωνίτικη κοινότητα
της Κύπρου αποδείχθηκε να είναι μια ενδιαφέρουσα υποσημείωση στη μελέτη της
αραβικής γλωσσολογίας. Για αιώνες, μια αραβόφωνη μαρωνίτικη κοινότητα στο
νησί της Κύπρου έχει σιωπηλά επιβιώσει διαμέσου των αιώνων, μέχρι πρόσφατα ως
επί το πλείστον άγνωστη στον έξω κόσμο. Μια μελέτη της ομιλουμένης διαλέκτου

70
Ibid. 1905: col. 2463.
71
Ibid. 1979: 41-47.
72
Ibid. 1979: 42-43.
73
Ibid. 1979: 44.
74
Bkerke, Vol. II, p. 366-367; ibid. 1979: 44-45.
75
Bkerke, Drawer of Patriarch Youssef Estephan # 164; ibid. 1979: 46.
του Κορμακίτη προστίθεται στην πλούσια μαρωνίτικη παράδοση, προσφέροντας
σημαντικά οφέλη στον τομέα της μελέτης της αραβικής γλωσσολογίας.

Λόγω της μικρής γεωγραφικής της εμβέλειας και της τοποθέτησής της έξω από την
κύρια ροή των πολιτικών ρευμάτων, η μαρωνίτικη κοινότητα της Κύπρου παρέμενε
μέχρι πρόσφατα σχετικά άγνωστη και αφανής, ακόμα και ανάμεσα στους
μεγαλύτερους μαρωνιτικούς κύκλους σε άλλες χώρες. Εντούτοις, αυτή η μικρή
κοινότητα έχει κάτι πολύ σημαντικό να προσφέρει στους ανά τον κόσμο
γλωσσολόγους και ιστορικούς, ιδιαίτερα σε όσους ασχολούνται με την Αραβολογία.
Όπως θα δούμε, η ομιλία της Κυπριακής Μαρωνιτικής Αραβικής μπορεί να είναι
απομεινάρι των μεσαιωνικών διαλέκτων που ομιλούνταν στην περιοχή της Συρίας
και του Ιράκ. Εκτός από το γλωσσολογικό της ενδιαφέρον, προσθέτει και μία
ενδιαφέρουσα υποσημείωση στη μελέτη της ιστορίας των Μαρωνιτών του Λιβάνου
και της Συρίας.

Όπως είδαμε στα προηγούμενα κεφάλαια αυτής της ιστορικής αναδρομής των
Μαρωνιτών της Κύπρου, οι ιστορικοί πιστεύουν ότι υπήρξαν τέσσερις κύριες
μεταναστεύσεις Μαρωνιτών προς την Κύπρο. Η πρώτη μετανάστευση
πραγματοποιήθηκε τον 8ο αιώνα, η δεύτερη το 10ο αιώνα, η τρίτη στις αρχές του
12ου αιώνα και η τέταρτη προς το τέλος του 13ου αιώνα. Οι Μαρωνίτες ήταν
πολυάριθμοι και κατοικούσαν σε μέχρι και 72 χωριά στην Κύπρο, αλλά όπως είδαμε
υπήρξαν θύματα τόσο μεγάλης καταπίεσης και καταδίωξης από τους Ενετούς και
τους Οθωμανούς, που τελικά μειώθηκαν στους περίπου 5.500 που είναι σήμερα, σε
τέσσερα μόνο χωριά, και αυτά υπό κατοχή. Σήμερα όλοι σχεδόν οι Μαρωνίτες της
Κύπρου είναι πρόσφυγες λόγω της τουρκικής εισβολής του 1974, και η
συνεχιζόμενη κατοχή τους στερεί το δικαίωμα επιστροφής στα χωριά τους, τις
περιουσίες τους και τις πατρογονικές τους εστίες76.

Αυτός ο βίαιος ξεριζωμός έλαβε επίσης χώρα και στον Κορμακίτη, όπου η κυπριακή
αραβική διάλεκτος ήταν η μητρική γλώσσα των κατοίκων. Ως αποτέλεσμα της
προσφυγιάς και της διασποράς των φυσικών ομιλητών της Κυπριακής Μαρωνιτικής
Αραβικής, ελλοχεύει πλέον σοβαρά ο κίνδυνος αυτή η σπάνια διάλεκτος να
εξαφανιστεί. Με τη συνεργασία του γλωσσολόγου καθηγητή Alexander Borg, έχει
ήδη δημιουργηθεί αλφαβητάριο της διαλέκτου στη βάση του μαλτέζικου, και έχει
ήδη αρχίσει η κατάρτιση λεπτομερούς λεξικού, που χρειάζεται ακόμα πολύ εργασία
μέχρι την αποπεράτωσή του.

Σε πολλές περιοχές της γης η Αραβική είναι μειονοτική γλώσσα. Ο Versteegh77


καταγράφει τα Μαλτέζικα, την Κυπριακή Μαρωνιτική Αραβική, την Ανατολίτικη
Αραβική, τα Ουζμπεκικά και Αφγανικά Αραβικά, τα Αραβικά της Κεντρικής Αφρικής
και τις αραβικές διαλέκτους στη Νότια Αμερική και τη Δυτική Ευρώπη ως
μειονοτικές διαλέκτους της Αραβικής. Μια από αυτές τις αραβόφωνες μειονότητες
είναι η μαρωνιτική κοινότητα του Κορμακίτη στην Κύπρο: στη βορειοδυτική περιοχή
της νήσου, υπήρχε μια μαρωνιτική κοινότητα από την εποχή των μεταναστεύσεων
μεγάλων αριθμών Χριστιανών από τα μέρη του Λιβάνου και της Συρίας μεταξύ του
8ου και του 13ου αιώνα78.

76
Hourani 1988.
77
Versteegh 1997: 211-225.
78
Hourani 1988.
Η διάλεκτος τώρα περιορίζεται αποκλειστικά στο χωριό του Κορμακίτη, από τον
οποίο κατάγονται περίπου 2.000 άτομα. Η μακρά απομόνωση της διαλέκτου από τα
κύρια ρεύματα του αραβικού κόσμου προκάλεσε μια ξεχωριστή ανάπτυξη της
διαλέκτου ολωσδιόλου ανεξάρτητης, σε τέτοιο βαθμό που είναι πρακτικά
ακατανόητη σε ομιλητές της κυρίως Αραβικής79. Η Κυπριακή Μαρωνιτική Αραβική
μέχρι πρόσφατα δεν γραφόταν επίσημα. Επειδή η Ελληνική παραμένει η γλώσσα
της εκπαίδευσης, η ΚΜΑ περιορίζεται σε οικογενειακή και θρησκευτική χρήση. Ο
περιορισμός της ΚΜΑ σε ένα κλειστό κοινωνικό κύκλο και το αλλοιωμένο της
λεξιλόγιο αποτελούν δυστυχώς μέρος των τελευταίων σταδίων ενός γλωσσολογικού
θανάτου.

Όταν η Τουρκία έστελνε στρατεύματα στην Κύπρο το 1974, η μαρωνίτικη κοινότητα


αριθμούσε περίπου 5.000 κατοίκους στο βορειοδυτικό τμήμα του νησιού, οι οποίοι
στη συνέχεια διασπάρθηκαν σε όλο το νησί. Αυτός ο βίαιος ξεριζωμός του
πληθυσμού και η επανεγκατάστασή του σε ένα δραστικά πολύ διαφορετικό
κοινωνικό περιβάλλον, προκάλεσαν ανεπανόρθωτο πλήγμα στην προσπάθεια
επιβίωσης της ΚΜΑ. Ο γλωσσολόγος Alexander Borg έκρουσε τον κώδωνα του
κινδύνου και προσπάθησε μέσα από την πρωτοποριακή του μελέτη της διαλέκτου
μεταξύ 1979-1982, κυρίως με πρόσφυγες ομιλητές της γλώσσας που δεν ζούσαν
πλέον στο φυσικό τους περιβάλλον (αφού ο Κορμακίτης ήταν απρόσιτος τα χρόνια
εκείνα), να παράξει μια αξιόλογη μελέτη της ΚΜΑ, την οποία και συνέχισε
πρόσφατα (μέχρι το 2007), όταν πρωτοστάτησε στη δημιουργία λεξιλογίου της ΚΜΑ.

Ο Borg, φυσικός ομιλητής της Μαλτέζικης, μιας γλώσσας που βασίζεται στην
Αραβική, και όντας και αυτή απομακρυσμένη από τον κυρίως αραβικό κορμό, ήταν
πιθανότατα ο καταλληλότερος να αναλάβει μια τέτοια μελέτη. Η εργασία της
Μαρίας Τσιαπέρα, η οποία συμπληρώθηκε το 1969, έχει το πλεονέκτημα ότι
συμπληρώθηκε πριν τον κοινωνικό ξεριζωμό που επέφερε η Τουρκική εισβολή του
1974. Παρόλο που δεν ήταν τόσο εξαντλητική όσο η μελέτη του Borg, αυτή η
εργασία έχει πολλά πλεονεκτήματα καθότι η εξαίρετη επίδοση της Τσιαπέρα τόσο
στην Ελληνική όσο και στην καθαρή Αραβική της επέτρεψαν να προσεγγίσει την
καρδιά της ΚΜΑ τον Κορμακίτη πριν την διασπορά των κατοίκων του, την οποία
επέφερε η εισβολή του 1974.

Σύμφωνα με τη διερευνητική μελέτη που διεξήχθη μέχρι σήμερα επί της ΚΜΑ, η
διάλεκτος διαθέτει αρκετά χαρακτηριστικά που τη διαφοροποιούν από τη συριακή
διάλεκτο καθώς και από την μεσοποταμιακή (ιρακινή) διάλεκτο. Περιέχει και παρά
πολλά στοιχεία που προέρχονται από την Αραμαϊκή, που σύμφωνα με την Αγία
Γραφή ήταν η γλώσσα την οποία μιλούσε ο Ιησούς Χριστός. Η Αραμαϊκή ομιλείται
ακόμα σε μικρό αριθμό χωριών στο Λίβανο και στη Συρία.

Σε μια ύστατη προσπάθεια να διασωθεί η διάλεκτος αυτή, δημιουργήθηκε το


πολιτιστικό σωματείο με την επωνυμία «Χκι Φι Σάννα» (Μιλάτε τη Γλώσσα μας),
που σε συνεργασία με επιφανείς γλωσσολόγους όπως τον Αλεξάντερ Μποργκ και τα
οργανωμένα σύνολα και ηλεκτρονικά και έντυπα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης της
μαρωνιτικής κοινότητας της Κύπρου και των Εκπρόσωπο των Μαρωνιτών,
αγωνίστηκε και πέτυχε να συμπεριληφθεί η Κυπριακή Μαρωνιτική Αραβική στις υπό

79
Tsiapera 1969: at 1.
άμεσο κίνδυνο εξαφάνισης γλώσσες. Έχουν ήδη γίνει προγράμματα με τη
συνεργασία της κυπριακής κυβέρνησης, και ειδικά των Υπουργείων Παιδείας &
Πολιτισμού και Εσωτερικών προς αυτή την κατεύθυνση, καθώς και προς τη διάδοση
της διαλέκτου.

Κεφάλαιο Έκτο:
Το Μοναστήρι του Προφήτη Ηλία
Η ίδρυση της Ιεράς Μονής του Προφήτη Ηλία ξεκίνησε το 1735 με την άφιξη στην
Κύπρο δύο Μοναχών του Μαρωνιτικού Μοναχικού Τάγματος του Λιβάνου. Οι δύο
μοναχοί, ο πατήρ Πέτρος Ζωγράφος (Κύπριος) και ο πατήρ Μακάριος Ασκούτης
(Λιβάνιος), έφθασαν στην Κύπρο με ελάχιστα εφόδια και με στόχο να ανοίξουν
σχολείο και να κτίσουν μοναστήρι. Οι δύο μοναχοί βρήκαν μια διαλυμένη
μαρωνιτική κοινότητα με 150 άτομα μόνο …

Εγκαταστάθηκαν στο μαρωνίτικο χωριό Μετόχι, μεταξύ Ασωμάτου και Αγίας


Μαρίνας, όπου τους παραχωρήθηκε μια παλιά εκκλησία του Προφήτη Ηλία. Σε λίγο
χρονικό διάστημα επιδιόρθωσαν την εκκλησία και ξεκίνησαν την ανέγερση της
Ιεράς Μονής, ενώ στο μεταξύ κατέφθασαν και άλλοι μοναχοί για βοήθεια. Το
θεάρεστο έργο τους ξεκίνησε με στόχο τη διάσωση της κοινότητας. Κατάφεραν να
κτίσουν το μοναστήρι και να δημιουργήσουν σχολείο όπου θα φοιτούσαν
μαρωνιτόπαιδα από όλα τα τότε μαρωνίτικα χωριά. Για 239 χρόνια (1735 – 1974) η
Ιερά Μονή του Προφήτη Ηλία ήταν το κυριότερο πνευματικό κέντρο των Μαρωνιτών
ολόκληρης της Κύπρου. Οι μοναχοί μοιράστηκαν το ψωμί τους με όλους τους
Μαρωνίτες της Κύπρου, μικρούς, μεγάλους, πλούσιους και φτωχούς. Για τις
ανάγκες της μοναχικής κοινότητας, το 1943- 1945 η Μονή επεκτάθηκε με τη
δημιουργία νέου κτιρίου, γνωστού ως «Πάνω Μοναστήρι» (φωτογραφία πιο κάτω).
Δυστυχώς, όμως, με την τουρκική εισβολή του 1974, το μοναστήρι βομβαρδίστηκε
και καταστράφηκε ολοσχερώς, ενώ οι μοναχοί προσφυγοποιήθηκαν. Έτσι, ένα
πνευματικό κέντρο με ιστορία 239 χρόνων καταστράφηκε. Το κέντρο το οποίο
διέσωσε και διαφύλαξε τους Μαρωνίτες στις δύσκολες εποχές της Τουρκοκρατίας
από βέβαιο αφανισμό σβήνει, διαγράφεται, καταστρέφεται. Οι Μαρωνίτες μοναχοί,
πρόσφυγες μεταξύ προσφύγων, αγωνίστηκαν και αγωνίζονται να προσφέρουν κάθε
δυνατή διακονία στην κοινότητά τους μέσα από αντίξοες συνθήκες,
ανταποκρινόμενοι στις ανάγκες της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Μαρωνιτών Κύπρου στο
δύσκολο έργο που διεξάγει.

Το Μετόχι της Ιεράς Μονής του Προφήτη Ηλία

Χρόνια πολλά πέρασαν από το 1974 και οι Μαρωνίτες μοναχοί, πρόσφυγες πια,
χωρίς κατάλληλη στέγη και χωρίς κανένα οικονομικό πόρο, κατέβαλλαν
υπεράνθρωπες προσπάθειες για να προσφέρουν αλλά και για να επιβιώσουν, αφού
χωρίς μοναστήρι απειλείτο άμεσα ο ίδιος ο μοναχικός τους βίος με αφανισμό. Το
Νοέμβριο του 1986, ο πατήρ Ιωσήφ Γ. Λακκοτρύπης-Μιχαηλίδης διορίστηκε
Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Προφήτη Ηλία. Μπροστά στη δραματική αυτή εικόνα
του προσφυγοποιημένου μοναχικού βίου, ο νέος ηγούμενος αντέδρασε άμεσα.

Ανέλαβε πρωτοβουλία και μετά από τις απαραίτητες επαφές θεωρήθηκε επιτακτικό
καθήκον η ανέγερση ενός μετοχίου της Μονής στις ελεύθερες περιοχές. Για το
σκοπό αυτό αποτάθηκε με επιστολή του στην Κυπριακή Δημοκρατία το 1987 όπως
παραχωρήσει στη Μονή τεμάχιο χαλίτικης γης. Η κυβέρνηση ανταποκρίθηκε, και το
1991 ευγενώς παραχώρησε τεμάχιο κρατικής γης παρά τον Κοτσιάτη. Στις 15 Μαΐου
1992, αφού εκπονήθηκαν τα αρχιτεκτονικά σχέδια, άρχισε το έργο της ανέγερσης.

Το 1993 ο πατήρ Ιωσήφ μετατίθεται στο Λίβανο με νέα καθήκοντα και το έργο της
ανέγερσης σταματά λόγω οικονομικών δυσχερειών. Περί το τέλος του 2003 το
Γενικό Ηγουμενείο των Μοναχών και η Αρχιεπισκοπή Μαρωνιτών Κύπρου
αποφάσισαν όπως το μετόχι αποπερατωθεί και λειτουργήσει. To Λιβανέζικο Τάγμα
Μαρωνιτών Μοναχών ανέλαβε το μεγαλύτερο μέρος των δαπανών και οι εργασίες
της αποπεράτωσης ξανάρχισαν. Τον Οκτώβρη του 2004 ο Πατήρ Ιωσήφ
επαναδιορίσθηκε ηγούμενος της Ιεράς Μονής Προφήτη Ηλία με εντολή, μεταξύ
άλλων, για την αποπεράτωση του έργου. Προς τα τέλη του 2005/αρχές του 2006 η
κυβέρνηση ευγενώς εισέφερε για την αποπεράτωση το ποσό των £94.500.

Με την ανέγερση του Μετοχίου, επιτυγχάνονται τα ακόλουθα‫׃‬

• Επαναδραστηριοποίηση της Μονής και αποτροπή του ορατού κινδύνου που απειλεί τον
μαρωνίτικο μοναχικό βίο στη Κύπρο.
• Συνέχιση της ιστορίας και της προσφοράς για τη συμπλήρωση της θρησκευτικής υποδομής
της μαρωντικής κοινότητας
• Δημιουργία ενός χώρου θρησκευτικών - πνευματικών αποθεμάτων, απαραίτητων για μια
μικρή κοινωνία σε κρίσιμους καιρούς.
• Εξασφάλιση ενός ζωντανού χριστιανικού κυττάρου που μαρτυρεί και συνδράμει για την
αποκατάσταση της Βασιλείας του Θεού πάνω στη γη.
• Ένα μνημείο αφιερωμένο στους χιλιάδες Μαρωνίτες προγόνους μας που έζησαν σ’ αυτό το
τόπο και στις δεκάδες αφοσιωμένων μοναχών, ως ελάχιστη ένδειξη ευγνωμοσύνης για την
ανεκτίμητη προσφορά τους.
Το κτίσιμο του Μετοχίου ολοκληρώθηκε μεταξύ 2006-2007, και φαίνεται πιο κάτω:

Κεφάλαιο Έβδομο:
Τα χρόνια της τελικής δοκιμασίας
Τα χρόνια που ακολούθησαν την Ανεξαρτησία της Κύπρου από το βρετανικό
αποικιακό ζυγό είδαν την μαρωνιτική κοινότητα να εντάσσεται πολιτικά, με
δημοψήφισμα μαζί με τις άλλες δύο θρησκευτικές ομάδες (των Αρμενίων και των
Λατίνων), στην ελληνοκυπριακή κοινότητα. Είδαν μέλη της, όπως τους Ιωσήφ
Γιαμάκη από τον Κορμακίτη και τον Αβραάμ Αντωνίου από τον Ασώματο να
εισέρχονται ως Βουλευτές στη Βουλή των Αντιπροσώπων, και πιο πρόσφατα – μετά
την εκλογή του κου Δημήτρη Χριστόφια στο ύπατο αξίωμα του Προέδρου της
Κυπριακής Δημοκρατίας - την εκλογή ως Βουλευτή ακόμη ενός επιφανούς μέλους
της μαρωνιτικής κοινότητας, του Κλαύδιου Μαυρόχαννα από τον Κορμακίτη.

Είδαν μέλη της, όπως τον αξέχαστο Τελέσφορο Νακούζη, να αφήνει κληρονομία
στην πατρίδα του Κύπρο το σύστημα Κοινωνικών Ασφαλίσεων και Κοινωνικής
Πρόνοιας, που είναι το καμάρι της χώρας μας και παράδειγμα προς μίμηση από όλα
τα αναπτυγμένα κράτη του κόσμου. Είδαν ανθρώπους μεγάλου ηθικού και
πνευματικού αναστήματος να δραστηριοποιούνται και να προσφέρουν στο σύνολο
όπως τον πατέρα Αντούν Τερζή και τον κοινοτάρχη του Κορμακίτη, Αντώνη Διάκου,
τα δύσκολα χρόνια πριν, κατά και μετά την τουρκική εισβολή του 1974, που
κράτησαν το κεφαλοχώρι των Μαρωνιτών, σώζοντας έτσι τη μαρωνιτική κοινότητα
που χωρίς τους τόπους της θα χαθεί και θα αφανισθεί. Παρέμειναν και οι δύο στο
κατεχόμενο χωριό μέχρι το θάνατό τους και εμψύχωναν με την παρουσία τους τούς
εγκλωβισμένους, οι οποίοι με τέτοιο τρόπο μέχρι σήμερα συνεχίζουν να υφίστανται.

Είδαν αυτά τα χρόνια και γνώρισαν την ηγετική μορφή του αείμνηστου Γενικού
Βικάριου και Χωρεπισκόπου, κου Ιωάννη Φοραδάρη, στενού συνεργάτη του
Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’, ο οποίος παρομοίως και παρά τις συμβουλές ισχυρών
ξένων φίλων του να απομακρυνθεί, παρέμεινε βράχος αμετακίνητος στην Πύλη
Πάφου και κράτησε την Παναγία των Χαρίτων λίγα μέτρα νότια από τις τουρκικές
θέσεις. Από τα πρώτα χρόνια της Κυπριακής Δημοκρατίας, οι θρησκευτικές ομάδες
εκλέγουν Εκπροσώπους τους στη Βουλή, οι οποίοι παρευρίσκονται σε όλες τις
συνεδριάσεις πλην όμως δεν έχουν δικαίωμα ψήφου, παρά μόνο εκφέρουν τις
απόψεις τους και τα σχόλια τους σε θέματα που αφορούν πολιτιστικές,
εκπαιδευτικές και θρησκευτικές υποθέσεις της κοινότητάς τους.

Πρώτος Εκπρόσωπος των Μαρωνιτών στην Κυπριακή Βουλή εκλέγεται ο Ιωάννης


Μαυρίδης από τον Κορμακίτη, ο οποίος και εξελέγη στο αξίωμα αυτό σε
παγκοινοτικές εκλογές για τέσσερις συνολικά πενταετείς θητείες. Εκπρόσωποι
Μαρωνιτών διετέλεσαν επίσης και οι Νίνος Χατζηρούσος (1981-1986) και Ιωάννης
Πογιατζής (1991-1996), και οι δύο από τον Κορμακίτη. Ο σημερινός Εκπρόσωπος
Μαρωνιτών, κος Αντώνης Χατζηρούσος από τον Κορμακίτη, υπηρετεί την τρίτη
συνεχή πενταετή του θητεία, αρχής γενομένης με τις εκλογές του 1996.

Ιωάννης Μαυρίδης
Πρώτος Εκπρόσωπος των Μαρωνιτών στη
Βουλή των Αντιπροσώπων

Οι σχέσεις των Μαρωνιτών και ιδιαίτερα των πολιτικών και των θρησκευτικών
αρχηγών τους στα χρόνια που ακολούθησαν την Ανεξαρτησία με την
ελληνοκυπριακή πολιτική ηγεσία και την κυπριακή κυβέρνηση ήταν πάντα
αδελφικές και σχέσεις συνεργασίας όπως φαίνεται από τις επιλεγμένες
φωτογραφίες που ακολουθούν.
Ο Ιωάννης Μαυρίδης, πρώτος Εκπρόσωπος
Μαρωνιτών, με το Γλαύκο Κληρίδη, Πρόεδρο
της Κυπριακής Δημοκρατίας από 1993-2003

Ο Πρώτος Πρόεδρος της


Κυπριακής Δημοκρατίας (1960-
1977), Αρχιεπίσκοπος Μακάριος
Γ’, μαζί με την θρησκευτική και
πολιτική ηγεσία της μαρωνιτικής
κοινότητας. Διακρίνονται ο
Γενικός Βικάριος Ιωάννης
Φοραδάρης, ο Εκπρόσωπος
Ιωάννης Μαυρίδης και ο Νίνος
Γιαμάκης

Ο Πρώτος Πρόεδρος της


Κυπριακής Δημοκρατίας,
Αρχιεπίσκοπος Μακάριος,
επισκέφθηκε λίγο μετά την
ανάληψη των καθηκόντων
του τον Κορμακίτη και
τα άλλα μαρωνίτικα χωριά.
Διακρίνονται ο πρώην
Κοινοτάρχης Κορμακίτη
Αντώνης Διάκος. Το
Μακαριότατο υποδέχθηκε ο
τότε Κοινοτάρχης
Χατζηαντώνης
Γιαμάκης, ο Ιωάννης
Μαυρίδης, ο πάτερ Γαβριήλ
Νικολάου και ο πάτερ
Πούλος.
Επίσκεψη του Ιωάννη Μαυρίδη
και του Χωρεπισκόπου Ιωάννη
Φοραδάρη στον Πατριάρχη των
Μαρωνιτών στο Λίβανο

Επίσκεψη αντιπροσωπείας
Μαρωνιτών, υπό το
Χωρεπίσκοπο Φοραδάρη
και τον Εκπρόσωπο
Μαυρίδη, στον
Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ’.

Ο αείμνηστος Χωρεπίσκοπος Ιωάννης


Φοραδάρης συγχαίρει τον πρόεδρο
Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ’ και τον
Αντιπρόεδρο Δρ Φαζίλ Κουτσιούκ επ’
ευκαιρίας της 2ης επετείου της
Ανεξαρτησίας της Κύπρου
Τα χρόνια που ακολούθησαν την εισβολή της Κύπρου το 1974 από την Τουρκία
ήσαν χρόνια δοκιμασίας για τη μικρή μαρωνίτικη κοινότητα της Κύπρου, που διήλθε
διαμέσου των αιώνων από χίλια μύρια κύματα, διώξεις και καταστροφές, για να
φτάσει σήμερα στον 21ο αιώνα, με την πατρίδα της μέλος της Ενωμένης Ευρώπης,
να πολεμά για αυτήν την ίδια την ύπαρξη της όσο ποτέ άλλοτε.

Η διασπορά σε όλα τα μήκη και πλάτη της Κύπρου, αλλά και στο εξωτερικό, των
κατοίκων των τεσσάρων εναπομείναντων χωριών, Κορμακίτη, Ασώματου, Αγίας
Μαρίνας Σκυλλούρας και Καρπάσιας - που όλα βρίσκονται στο κατεχόμενο τμήμα
του νησιού - ξερίζωσε τους Μαρωνίτες, με όλη τη σημασία που έχει η έκφραση, από
τους τόπους τους, και τους εξέθεσε σε κίνδυνο του αφανισμού και της αφομοίωσης.
Η έξαρση των μεικτών γάμων που παρατηρήθηκε στα χρόνια της προσφυγιάς με
μη-Μαρωνίτες, και κυρίως με την όμορη Ορθόδοξη κοινότητα, είναι ένα σημάδι των
καιρών που ζουν σήμερα οι Μαρωνίτες της Κύπρου.

Όπως φάνηκε και στο προηγούμενο κεφάλαιο, η αραβική διάλεκτος - που


περιορίστηκε μέσα από τους αιώνες στον Κορμακίτη - σήμερα κινδυνεύει να
εξαφανισθεί εντελώς σε μερικές δεκαετίες. Η νέοι ολοένα και απομακρύνονται από
την Εκκλησία, και η έλλειψη Κυπρίων Μαρωνιτών ιερέων είναι εμφανής. Ως
αποτέλεσμα, το κενό αυτό αναπληρώνεται από Λιβάνιους ιερείς, οι οποίοι όσο
καλές προθέσεις και αν έχουν, δεν κατανοούν πλήρως την κοινότητά μας.

Η μαρωνίτικη κοινότητα της Κύπρου, μια μικρή κοινωνία σκληροτράχηλων


ανθρώπων η οποία ξεπέρασε τόσους και τόσους σκόπελους και καταιγίδες από τον
8ο αιώνα μέχρι σήμερα και παρόλα αυτά κατάφερε να επιβιώσει, κινδυνεύει πια
σήμερα στον 21ο αιώνα, περισσότερο παρά ποτέ άλλοτε, να αφομοιωθεί και να
εξαφανισθεί, εκτός και αν γίνουν επειγόντως ενέργειες. Ενέργειες όχι μόνον από
την Κυπριακή Κυβέρνηση και την Ενωμένη Ευρώπη, που πολλά μπορούν να κάνουν
προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά πολύ περισσότερο από τους ίδιους τους Κύπριους
Μαρωνίτες, τέτοιες που θα αποτρέψουν την κοινωνική, θρησκευτική και πολιτιστική
εξάλειψή τους μέσα στην ίδια την πατρίδα τους την Κύπρο, όπου έζησαν και
θάφτηκαν οι πρόγονοι τους για δεκατρείς ολόκληρους αιώνες.
Στο χάρτη
φαίνονται τα 4
Μαρωνίτικα
χωριά με μωβ
χρώμα, ενώ τα
χωριά και οι
πόλεις όπου
μαρτυρείται
παλαιότερη
παρουσία
Μαρωνιτών
σημειώνονται
με σκούρο
γαλάζιο
χρώμα.

Η Μονή του
Προφήτη
Ηλία, το
μετόχι της και
το εκκλησάκι
του Αγίου
Γεωργίου του
Κόρνου είναι
σημειωμένα με
μπλε γοτθικά
γράμματα, ενώ
ο αρ. 24
(κοντά στην
Καμπυλή)
υποδεικνύει
την Παναγία
του Μαρκί.

Με γκρίζο
σημειώνεται η
«Πράσινη
Γραμμή», ενώ
με πράσινο
σημειώνεται η
Νεκρή Ζώνη.

Χαρτογράφηση:

Αλέξανδρος-
Μιχαήλ
Χατζηλύρας
Βιβλιογραφία:

• Assamarani, Ph. Al Mawarinat fi Jazirat Koubros, (Beirut 1979).


• Borg, A. Cypriot Arabic: A Historical and Comparative Investigation into the Phonology and
Morphology of the Arabic Vernacular Spoken by the Maronites of Kormakiti Village in the
Kyrenia District of North-Western Cyprus, Stuttgart: Deutsche Morgenlandische
Gesellschaft, 1985.
• Cirilli, J. Les Maronites de Chypre, (Cyprus 1898)
• Cowan, D. An Introduction to Modern Literary Arabic, Cambridge: Cambridge University
Press, 1995.
• Cowell, M. A Reference Grammar of Syrian Arabic, Washington: Georgetown University
Press, 1964.
• Crisis on Cyprus, Washington: The American Hellenic Institute, 1975
• Daleel Abrashiat Kobros al Marouniat fi Lubnan wa al Jazirat (Directory of the Maronite
Diocese of Cyprus in Lebanon and the Island), (Antelias 1980)
• Dandini, J. Missione Apostolica al Patriarca e Maroniti el Monte Libane, e sua
Pellegrinazione a Gierusalemme, (Cesena 1656)
• Dib, P. History of the Maronite Church, Translated by Seely Beggiani, (Detroit 1971)
• Duwaihi, I. Tarikh al Azminat, Ed. B. Fahd, Publisher Lahd Khater, (Beirut n.d.)
• Edward Bowron in «Τhe Eastern Churches quarterly» in 1937.
• Emilianidès, A. Histoire de Chypre, (Paris 1962)
• Gemayel, B. The Diocese of Cyprus, Al-Manarat, Year 33, No 1 (Beirut 1992)
• Gennings, R. The Christians and Muslims in Ottoman Cyprus and the Mediterranean World
1571-1640, (New York and London 1993)
• Hackett, A. History of the Orthodox Church of Cyprus, (London 1901)
• Hill, G. A History of Cyprus, Vol. 1-4, (Cambridge 1972)
• Hourani, G. A Reading in the History of the Maronites of Cyprus, Journal of Maronite
Studies [http://ww.mari.org/jms] (July 1997).
• Leroy, J. Les Manuscrits Syriaques A peintures Conservés dans les Bibliothèques D'Europe
et d'Orient, (Paris, 1964)
• Mc Guire, M. Cyprus, New Catholic Encyclopaedia, vol. IV, (Washington D.C. 1967)
• Palmieri, A. Chypre, Dictionnaire de Théologie Catholique, Tome II, (Paris 1905)
• Ryding, K. Formal Spoken Arabic: Basic Course, Washington: Georgetown University Press,
1990.
• Tsiapera, M. A Descriptive Analysis of Cypriot Maronite Arabic, The Hague: Mouton & Co.,
N.V., 1969.
• Vanezis, P. Cyprus, the Unfinished Agony, London: Abelard-Schuman Ltd., 1977.
• Versteegh, K. The Arabic Language, New York: Columbia University Press, 1997.
Το μαρμάρινο άγαλμα του
θαυματουργού Αγίου
Σιάρπελ, στον Κορμακίτη.
Το άγαλμα, ύψους 1.78 m,
κατασκευάστηκε στο Λίβανο
και είναι δώρο του
Εκπροσώπου Μαρωνιτών,
κου Αντώνη Χατζηρούσου,
προς την οικογένεια του
Ιωάννη Ηλιά Παπά, γιου του
Κοινοτάρχη.

Ο αγιασμός του τελέστηκε


τον Αύγουστο του 2008 από
τον πατήρ Ιωσήφ Σκέντερ,
στην οικία της οικογένειας.

You might also like