Professional Documents
Culture Documents
Προσφυγικά - Idruma Meizonos Ellinismou
Προσφυγικά - Idruma Meizonos Ellinismou
Ασία
συνθήκες το Σεπτέμβριο του 1922 ολοκληρώθηκε το 1924/1925 υπό την εποπτεία 2. Φορείς, θεσμοί και
της Kοινωνίας των Eθνών (ΚΤΕ). Το γεγονός ουσιαστικά αποτέλεσε την κορύφωση μέτρα για την
στην εισροή Ελλήνων προσφύγων διαφορετικών προελεύσεων στη χώρα, που είχε αποκατάσταση των
προσφύγων
αρχίσει ήδη από το 1910 για να επιταχυνθεί αμέσως μετά τον Α' Παγκόσμιο
πόλεμο. Η ρωσική επανάσταση του 1917 είχε ως αποτέλεσμα την άφιξη μεγάλου 3. Τυπολογία
προσφυγικών κατοικιών
αριθμού Ελλήνων από τη νότια Ρωσία κατά το 1917/1918, ενώ ακολούθησε η
(1923-1930)
ανταλλαγή των πληθυσμών με τη Βουλγαρία ως αποτέλεσμα της συνθήκης του
4. Επιρροή του ελληνικού
Neuilly (1919). H «σύμβασις περί ανταλλαγής ελληνικών και τουρκικών
μοντερνισμού στη στέγαση
πληθυσμών» (με εξαίρεση τους μουσουλμάνους της Δυτικής Θράκης και τους
των προσφύγων
εγκατεστημένους ως το 1918 ελληνορθόδοξους της Kωνσταντινούπολης)
5. Κοινωνική κατοικία και
υπογράφεται στη Λωζάνη το 1923.
στέγαση των προσφύγων
Tρομακτική είναι η άνοδος του πληθυσμού ιδιαίτερα σε Aθήνα και Πειραιά, όπου
εγκαθίσταται περίπου το μισό (48%) του αστικού προσφυγικού πληθυσμού. Το
πρόβλημα της στέγασης των προσφύγων είναι τόσο επιτακτικό που δεν απομένει
καθόλου ελεύθερος χώρος στην πόλη: σχολεία, εκκλησίες, αποθήκες, θέατρα
κατακλύζονται από κόσμο ο οποίος σε δεύτερη φάση σε μεγάλο βαθμό θα
αυτοστεγαστεί με κάθε μέσο στις παρυφές της πόλης.
Η Αθήνα του 1922 μόλις που ξεπερνά τις 200.000 κατοίκους και παρουσιάζει ήδη
έλλειμμα σε κατοικίες: αντιστοιχεί ένα σπίτι σε 10 κατοίκους. 4 Tο οικοδομικό της
αποθεματικό περιλαμβάνει φροντισμένα μικροαστικά διώροφα και τριώροφα με
κήπους και υπόγειο, αρκετά –συχνά επώνυμα–,εκλεκτικιστικά κτήρια με μπαρόκ
λεπτομέρειες, αλλά και ένα μεγάλο ποσοστό εξαθλιωμένων σπιτιών που
χρονολογούνται από την εποχή της οθωμανικής κυριαρχίας και στεγάζουν τα
κατώτερα κοινωνικά στρώματα.
Μια έκθεση του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας για την κατάσταση των
εργατικών στρωμάτων στην Αθήνα το 1920, που αναφέρεται σε περίπου 2.000
οικογένειες, φωτογραφίζει το πρόβλημα της εργατικής στέγης και τη χαρακτηρίζει
ως: «θλιβερή, [...] άθλια, [...] μόνιμη πηγή λαϊκής δυστυχίας». Οι κατοικίες
περιγράφονται ως «υπόγειες τρώγλες, [...] υγρές, [...] που αποπνέουν φοβερές
οσμές». 5 Τυπικά η κατοικία-δωμάτιο δεν ξεπερνά τα 13 τ.μ. στα οποία
περιλαμβάνεται και χώρος κουζίνας, ενώ 31 στις 1.000 κατοικίες δεν έχουν κανένα
άνοιγμα φωτισμού ή αερισμού και πέντε ως δέκα οικογένειες χρησιμοποιούν τον
ίδιο χώρο υγιεινής.6
Λίγο καλύτερες είναι οι συνθήκες όσον αφορά τουλάχιστον τον αερισμό και τον
ηλιασμό, χάρη στο στοιχείο της αυλής στις καινούργιες –αν και πρόχειρα
κατασκευασμένες– κατοικίες στην περιφέρεια της πόλης, τις οποίες έχτισαν
εσωτερικοί μετανάστες που συνέρρεαν στην Αθήνα μετά τους Βαλκανικούς
πολέμους (1912-1913). 8
Στον Πειραιά βιομηχανικές μονάδες έχουν αναπτυχθεί στα ΒΔ του λιμανιού και
κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής. Μετά την έλευση των προσφύγων θα
φτάσουν ως τη Νέα Ιωνία. Στη Δραπετσώνα, στη δυτική άκρη του λιμανιού, είχαν
εγκατασταθεί από τις αρχές του αιώνα, όταν ακόμη η περιοχή ήταν ακατοίκητη,
τρεις μεγάλες επιχειρήσεις: το Ναυπηγείο Βασιλειάδη αρχικά, το 1907 η
τσιμεντοβιομηχανία Ζαβογιάννη-Ζαμάνου (η μετέπειτα ΑΓΕΤ του Α.
Χατζηκυριάκου) και το 1909 η Ανώνυμη Εταιρεία Χημικών και Λιπασμάτων του
Κανελλόπουλου. Το 1913 μάλιστα η εταιρεία των λιπασμάτων έχτισε εκεί και
εργατικές κατοικίες πρoκειμένου να στεγαστούν οι εργαζόμενοι της εταιρείας. Η
εγκατάσταση των προσφύγων δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την επέκταση
και ανάπτυξη της βιομηχανικής ζώνης προς το δυτικό άξονα της πόλης. 9
Από την αρχή είναι ξεκάθαρο ότι το μέτρο της επίταξης δε θα μπορέσει να
καλύψει παρά ένα πολύ μικρό μέρος της ανάγκης για στέγαση, γι’ αυτό
αποφασίζεται να ανατεθεί η κατασκευή καταλυμάτων στο ΤΠΠ. Το Ταμείο
επιχορηγείται από το κράτος υπό μορφή δανείου που θα εξοφλήσει από τα δικά
του έσοδα. Το καταστατικό του προβλέπει τη διαχείριση ποσών που προέρχονται
κυρίως από εράνους, δωρεές και κληροδοτήματα. Συνολικά το ΤΠΠ αναλαμβάνει
το έργο της αστικής αποκατάστασης, ενώ το υπουργείο Γεωργίας ασχολείται με
την αποκατάσταση των αγροτών προσφύγων.
Στο μεταξύ συνεχίζοντας την παράδοση που είχε εισαγάγει το ΤΠΠ, η ΕΑΠ από το
1924 ξεκινά ένα σύστημα εκμίσθωσης των κατοικιών, το οποίο ένα χρόνο αργότερα
θα επεκταθεί και σε πωλήσεις. 21 Η προώθηση των αποζημιώσεων με τη
μεσολάβηση της Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος (ΕΤΕ), έστω και με ατελή και
αποσπασματικό τρόπο,22 ανακουφίζει τους πρόσφυγες. Η ΕΑΠ επίσης που
προβληματίζεται καθώς οι πρόσφυγες αντιδρούν με το να μην πληρώνουν το
ενοίκιο ή τις μηνιαίες δόσεις των κατοικιών τους, 23 και με τις κατοικίες της να
μένουν απώλητες ή να καταλαμβάνονται,24 θεωρεί πως το μεγαλύτερο μέρος των
αποζημιώσεων θα χρησιμοποιηθεί για την εξόφληση των κατοικιών, κάτι που
ωστόσο δε συμβαίνει πάντα. Η υπογραφή της Σύμβασης της Άγκυρας από τον
Βενιζέλο το 1930, που εγκαινιάζει τη φιλία και την ουδετερότητα μεταξύ Ελλάδας
και Τουρκίας, σηματοδοτεί επίσημα την αποποίηση των εγκαταλελειμμένων
περιουσιών των προσφύγων χάριν της ελληνοτουρκικής προσέγγισης. 25 Ωστόσο,
παρά τις ρυθμίσεις –ή και συχνά εξαιτίας τους, λόγω της γραφειοκρατίας–, η
οικονομική σχέση που έχει αναπτυχθεί ανάμεσα στον οργανισμό και τους
πρόσφυγες θα εξελιχθεί σε μείζον πρόβλημα ανάμεσα στους πρόσφυγες και το
κράτος, το οποίο παραμένει ακόμη και σήμερα. 26
Από την απογραφή που διενεργεί το τμήμα αστικής αποκατάστασης της ΕΑΠ το
πρώτο εξάμηνο του 192727 προκύπτει πως οι περίπου μισοί αστοί πρόσφυγες
(περίπου 75.000 οικογένειες) είναι συγκεντρωμένοι στην πρωτεύουσα· από αυτούς
το 37% (περίπου 28.000 οικογένειες) αυτοστεγάζεται, ενώ από τους υπόλοιπους,
περίπου το 33% στεγάζεται σε κατοικίες που χτίστηκαν από το Ταμείο, την ΕΑΠ28
και το υπουργείο Πρόνοιας, ενώ ένα σεβαστό 27% (20.000 οικογένειες) στεγάζεται
σε οικισμούς που έκτισαν οι πρόσφυγες μόνοι τους, δηλ. στις παραγκουπόλεις.
Ως το 1930 η ΕΑΠ έχει ανεγείρει πάνω από 10.000 κατοικίες στην ευρύτερη περιοχή
της πρωτεύουσας, δαπανώντας μόλις το 20% των διαθέσιμων πόρων, ωστόσο με τη
διάλυσή της θεωρείται ότι λείπουν ακόμη περίπου 30.000 για να ολοκληρωθεί το
πρόγραμμα της αστικής αποκατάστασης.29
Ένα άλλο μέτρο που πιθανότατα ψηφίζεται για να διευκολύνει το έργο της ΕΑΠ, η
οποία, όπως ήδη αναφέρθηκε, αντιμετωπίζει προβλήματα με την πώληση των
διαμερισμάτων της, είναι το νομοθετικό διάταγμα «Περί της κατ’ ορόφους ή
διαμερίσματα ιδιοκτησίας» της 19.3.1927, που με τροποποιήσεις θα
μετασχηματιστεί στο νόμο 3471 / 4.1.1929 «Περί της ιδιοκτησίας κατά ορόφους» και
θα εισαγάγει το θεσμό της οριζόντιας ιδιοκτησίας αντί της ιδιοκτησίας κατά
οικόπεδο, ανοίγοντας έτσι το δρόμο στην ανέγερση πολυκατοικιών.37
Συμπερασματικά μπορεί κανείς να παρατηρήσει πως κάτω από την πίεση των
περιστάσεων μπήκαν τα θεμέλια για τους σημαντικότερους πολεοδομικούς
νόμους, διαιωνίστηκε ωστόσο μια επικίνδυνη τακτική: με το πρόσχημα της
ιδιαιτερότητας της κοινωνικής ομάδας των προσφύγων, νομιμοποιήθηκε η
καταστρατήγηση των νομοθεσιών από το ίδιο το κράτος-νομοθέτη-εκσυγχρονιστή.
Αντίθετα, η ΕΑΠ χρησιμοποίησε την εμπειρία του ΤΠΠ για να περάσει γρήγορα σε
εφαρμογή «στερεότερων» προτύπων. Ο Morgenthau αναφέρει χαρακτηριστικά πως
η Επιτροπή χρησιμοποίησε ως επικεφαλής το νεαρό μηχανικό Σγούτα που ήδη είχε
εργαστεί για το Ταμείο.42 Με προσωπικό μόνο 15 ατόμων οργανώθηκε το έργο
κατασκευής των οικισμών σε τέσσερα τμήματα (αρχιτεκτονικός και στατικός
σχεδιασμός, νομικά θέματα, επιθεώρηση και λογιστικά), ενώ απασχολήθηκαν
πρόσφυγες σε ποσοστό 90%.
Ήδη πριν από την ανάληψη δράσης εκ μέρους της ΕΑΠ είχαν κατασκευαστεί με
πρωτοβουλία των ίδιων των προσφύγων απλές κατοικίες από πλίθρες με άχυρο
και λάσπη που ξεραίνονταν στον ήλιο. Αυτός ο τρόπος κατασκευής αντιστοιχούσε
στις περιορισμένες δυνατότητες των γυναικόπαιδων που απασχολήθηκαν στην
οικοδόμηση. Παρόμοιες κατοικίες κατασκεύασε και η ΕΑΠ στην πρώτη φάση των
εργασιών της, αλλά μετά τη σύναψη συμβάσεων για την εισαγωγή ξυλείας από το
εξωτερικό στράφηκε προς τις σταθερές ξύλινες κατασκευές. 43 Ωστόσο η ανάγκη
για τακτική συντήρηση αυτού του τύπου κατοικίας έκανε τις ξύλινες κατασκευές
να θεωρούνται ασύμφορες και η Επιτροπή κατέληξε ύστερα από πειράματα με
διάφορα υλικά στο βέλτιστο τύπο που, αν και κάπως υψηλότερου κόστους,
συνδύαζε τη μονιμότητα με τη φθηνή συντήρηση, δηλ. σπίτια φτιαγμένα από
εγχώρια πέτρα, με επένδυση από σοβά και καλυμμένα στη στέγη με εγχώρια
κεραμίδια.
Παρά την έμφαση στην επανάληψη και τυποποίηση που χαρακτηρίζει τις
κατοικίες της ΕΑΠ, θα χρησιμοποιηθούν συνολικά περισσότεροι από 100 τύποι
μέχρι το 1930.48 Ο Παπαϊωάννου αναφέρει μεταξύ των επικρατέστερων
κατηγοριών (εκτός από τα δίδυμα σπίτια) τις εξής:
Η διαφορά ωστόσο είναι οριακή, όπως φαίνεται από τα κείμενα της ΕΑΠ:
«Υπάρχουν μερικές από αυτές τις χτισμένες εκτάσεις, όπου το σύνολο των
κατασκευών παρουσιάζει μάλλον την εικόνα ενός τεράστιου στρατώνα
παραπηγμάτων παρά εικόνα κανονικού οικισμού. Βλέπει κανείς κατοικίες
καμωμένες από λάσπη ή από σανίδες, που καμιά φορά δεν έχουν πάνω από
τέσσερα ή πέντε μέτρα επιφάνεια. Υπάρχουν στέγες καλυμμένες από
υπολείμματα τενεκέδων ή από το λεγόμενο πισσόχαρτο, απ’ όπου περνάει άνετα η
βροχή, και κάτω από αυτές τις συνθήκες συχνά τρία, τέσσερα, καμιά φορά και
πέντε ή έξι άτομα στοιβάζονται πάνω στο πατημένο χώμα για να περάσουν τη
νύχτα. Υπάρχουν γειτονιές όπου ελικοειδείς διάδρομοι κυκλοφορίας των πεζών
διακόπτονται από μολυσμένους δύσοσμους σίφωνες, ανοιχτούς, όπου
απορρίμματα λιμνάζουν και σήπονται». 60
Το καλοκαίρι του 1933 γίνεται στην Αθήνα, μετά τη ματαίωση της διεξαγωγής του
στη Μόσχα, το 4ο συνέδριο CIAM 70 με θέμα τη λειτουργική πόλη και
Στη μία από τις δύο επιστημονικές ελληνικές ανακοινώσεις του συνεδρίου, του Σ.
Παπαδάκη, μέλους του ελληνικού τμήματος των CIAM, με πρόταση για το
συνοικισμό της Νέας Αλεξάνδρειας,71 γίνεται αναφορά στην τρωγλοποίηση
κεντρικών περιοχών της πόλης. 72 Στον αντίποδα της θεωρητικής προσέγγισης του
Παπαδάκη ο Κυπριανός Μπίρης πειραματίζεται το 1931 με το σχεδιασμό και την
ανέγερση της πρώτης «συστηματικής» πενταώροφης πολυκατοικίας στην Αθήνα
στην οδό Μπουμπουλίνας, «η οποία απέβλεψε εις την εξυπηρέτησιν της αστικής
τάξεως» και όχι «της ευπορωτέρας και οπωσδήποτε ανωτέρας τάξεως
ενοικιαστών».73 Ο Μπίρης κατά δική του ομολογία δε στόχευε πρωτίστως στην
επιχειρηματική επιτυχία και κάνει σαφές στο άρθρο πως θεωρεί την πολυκατοικία
ως τη «μόνην πλέον λύσιν του προβλήματος της στέγης εν Αθήναις», ιδίως για
«δημοσίους υπαλλήλους, αξιωματικούς και αστούς πρόσφυγες», με μέριμνα του
κράτους πάντα, ώστε να αποφευχθεί τόσο η κερδοσκοπία όσο και η προσβλητική
για την αισθητική της πόλης εικόνα που συνιστούν οι προσφυγικοί συνοικισμοί,
χαρακτηριστικά επί των λεωφόρων Κηφισίας και Συγγρού.74 Στο ίδιο άρθρο
αναφέρεται αντιστικτικά και μετά πολλών επαίνων η πρωτοβουλία του Δήμου
Αθηναίων να ανεγείρει «πολυκατοικίας διά την απορωτέραν τάξιν της
πρωτευούσης» επί της λεωφ. Αλεξάνδρας. 75
Καθώς με τον καιρό η πόλη εξαπλώθηκε και τους ξεπέρασε, τα συγκροτήματα των
προσφυγικών συνοικισμών, «γερνώντας άσχημα» χωρίς καμία συντήρηση,
χωνεύτηκαν από την οικοδομημένη συνεχή μητροπολιτική περιοχή χωρίς να
πάψουν ωστόσο να συνιστούν ανεξάρτητα στοιχεία. Η R. Hirschon στην
ανθρωπολογική μελέτη της για την Κοκκινιά αναφέρει πως τουλάχιστον ως τις
αρχές της δεκαετίας του ’70 η ζωή της «γειτονιάς», όχι μόνο στην Κοκκινιά αλλά
και σε άλλους προσφυγικούς συνοικισμούς, καθόριζε την καθημερινότητα και
συνιστούσε σημαντικό παράγοντα κοινωνικής οργάνωσης, την ίδια εποχή που
στην υπόλοιπη Αθήνα σιγά σιγά χανόταν σιγά σιγά. 93
Όταν στη δεκαετία του ’50 θα συντελεστεί η έκρηξη της ανοικοδόμησης οι νέες
συνθήκες δε θα επιτρέψουν τη σύνδεση με τον προπολεμικό μοντερνισμό. Κατά
τον Κονταράτο η μοντέρνα αρχιτεκτονική του ’50 είναι «μάλλον μετριοπαθέστερη»
από εκείνη του ’30. 98 Η άνοιξη, που επέτρεψε στην ελληνική αρχιτεκτονική να
συμπορευθεί με τη διεθνή πρωτοπορία, κράτησε πολύ λίγο...99
Και ενώ η ανάγκη για στέγαση των προσφύγων παραμένει επιτακτική, η ΕΑΠ ως
και το 1930 συνεχίζει την κατασκευή των μονώροφων ή διώροφων κατοικιών της
χωρίς κανένα απολύτως δίλημμα σχετικά με την επιλογή κατασκευής
πολυώροφων συγκροτημάτων. 101 Ανάλογη άποψη είχε επικρατήσει και κατά τον
επανασχεδιασμό της Θεσσαλονίκης μετά την πυρκαγιά του 1917, όταν
προτιμήθηκε η λύση η πιο κοντινή στην «ιδανική» περίπτωση της μονοκατοικίας
κατά το αγγλικό ή βελγικό πρότυπο, με δύο η τέσσερεις κατοικίες ανά κτίσμα.102
Ήδη από το 1927, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, υπήρχε η νομοθετική κάλυψη όσον
αφορά το καθεστώς των κατοικιών-διαμερισμάτων, για οικοδομές σε
προσφυγικούς συνοικισμούς αρχικά και δύο χρόνια αργότερα και για τις
υπόλοιπες. Επισημάνθηκε επίσης η θετική στάση αρχιτεκτόνων και πολεοδόμων
προς τα πολυώροφα κτήρια με το σκεπτικό πως η υψηλή δόμηση σε κεντρικές
περιοχές θα αποτελούσε το ισχυρότερο αντίδοτο στην άναρχη επέκταση της
πρωτεύουσας βάζοντας τέλος στις «διαλυτικές της εννοίας της πόλεως» τάσεις
καθώς και στην «παραγκοποίησιν του εσωτερικού της».104 Ομοφωνία επίσης
φαίνεται να υπάρχει και ως προς την αναγκαιότητα της κρατικής παρέμβασης
ώστε να αποφευχθούν η εμπορευματοποίηση και η κερδοσκοπία. 105
Την ίδια στιγμή όμως το κράτος για να τονώσει την απασχόληση χορηγούσε
αθρόα άδειες εξασκήσεως επαγγέλματος σε τεχνίτες, εργοδηγούς και εργολάβους,
αλλά και σε «πρόσωπα τελείως άσχετα προς τας οικοδομικάς τέχνας [...] οι οποίοι
χάριν εντυπώσεως ετιτλοφορήθησαν εμπειροτέχναι». Οι εμπειροτέχνες είχαν το
δικαίωμα να χτίζουν κτήρια ως και δύο ορόφων, «κατά τον ευτελέστερον τρόπον»,
σύμφωνα με τον Μπίρη.109 Μόνο σε περιπτώσεις όπου γινόταν χρήση οπλισμένου
σκυροδέματος σε πατώματα και στέγες, απαιτούνταν κατά την έκδοση της
οικοδομικής άδειας στατικοί υπολογισμοί υπογεγραμμένοι από διπλωματούχο
αρχιτέκτονα ή μηχανικό.
Γίνεται φανερό από τα παραπάνω πως το κράτος δεν είναι σε θέση να εφαρμόσει
με συνέπεια μια συνολική –πόσο μάλλον φιλόδοξη– κοινωνική πολιτική στο
ζήτημα της στέγασης γενικότερα. 112 Η γενική ασυδοσία που επικράτησε όσον
αφορά τις παρεκκλίσεις από τον νόμο «Περί σχεδίων πόλεων» του 1923 επιτρέπει
σε τελική ανάλυση σε κάθε ενδιαφερόμενο την ανάληψη οικοδομικών
δραστηριοτήτων σχετικών με την κατασκευή κατοικίας και απευθύνεται σε
Βέβαια ανάμεσα στα παραδείγματα ξεχωρίζουν και εκείνα που βρίσκονται στον
αντίποδα της προχειρότητας, διαμορφώνοντας την ελληνική απόδοση των
«κηπουπόλεων»:115 οι οικισμοί του Ψυχικού σε σχέδια του Α. Νικολούδη το 1923
από την εταιρεία ΚΕΚΡΩΨ, της Εκάλης το 1924 σε σχέδια του Σ. Αγαπητού και της
Φιλοθέης το 1933 από την εταιρεία ΤΕΚΤΩΝ, όπου μηχανισμό κοινωνικού
διαχωρισμού αποτελούσε ο ίδιος ο οικοδομικός κανονισμός που εγκρίθηκε. 116 Με
αυτόν τον τρόπο όχι μόνο δεν επεκτείνεται η κρατική πολιτική για την κοινωνική
κατοικία από τους πρόσφυγες στα γηγενή μειονεκτικά στρώματα αλλά σιγά σιγά
περνά στη δικαιοδοσία της ελεύθερης αγοράς που διέπει την αστική κατοικία.
1. Σύμφωνα με την απογραφή του 1928, που δεν περιλαμβάνει όσους πέθαναν τα πρώτα χρόνια ή
μετανάστευσαν, ο αριθμός των προσφύγων στην Ελλάδα φτάνει το 1.221.849: Pentzopoulos, D., The
Balkan Εxchange of Μinorities and its Ιmpact upon Greece (Παρίσι 1962), σελ. 98-99, σημ. 14.
2. To 1930 αντικαθίσταται από τη “Near East Foundation” την οποία απηχεί η ονομασία της ομάδας
μπάσκετ της Καισαριανής. Αλλες οργανώσεις είναι η “American Women’s Hospitals”, οι αγγλικές
“Save the Children’s Founds” και “Imperial War Relief Foundation” καθώς και οι γαλλικές “Union de
Secours aux enfants” και “Secours Français aux victimes du Proche-Orient”.
3. Καραμούζη, Α., «Kαταγραφή και χαρτογράφηση των προσφυγικών οικισμών στον ελληνικό χώρο
από το 1821 έως και σήμερα», στο Ο ξεριζωμός και η άλλη πατρίδα-Οι προσφυγουπόλεις σην Ελλάδα,
Πρακτικά συνεδρίου, Αθήνα 11-12/4/1997 (Αθήνα 1999), σελ. 40-42, πίν. 3, 4, 5.
4. Pentzopoulos, D., The Balkan Εxchange of Μinorities and its Ιmpact upon Greece (Παρίσι 1962), σελ. 113.
5. Γκιζελή, Β., Κοινωνικοί μετασχηματισμοί και προέλευση της κοινωνικής κατοικίας στην Ελλάδα (1920-
1930) (Αθήνα 1984), σελ. 90-91.
6. Γκιζελή, B., Κοινωνικοί μετασχηματισμοί και προέλευση της κοινωνικής κατοικίας στην Ελλάδα (1920-
1930) (Αθήνα 1984), σελ. 107-108.
7. Λεοντίδου, Λ., Πόλεις της σιωπής. Εργατικός εποικισμός της Αθήνας και του Πειραιά 1909-1940
(Αθήνα 1989), σελ. 137-138.
8. Έχουν προηγηθεί το Προάστιο (1840), κοντά στη σημερινή οδό Ακαδημίας, και τα Αναφιώτικα της
Πλάκας (1860), που αποτελούν και τα πρώτα παραδείγματα λαϊκής αυθαίρετης δόμησης. Γενικά πριν
από το 1922 οι νέες οικιστικές επεκτάσεις αφορούν αστικούς συνοικισμούς όπως το Κολωνάκι και τη
Νεάπολη που εντάσσονται στο σχέδιο πόλης το 1860. Λεοντίδου, Λ., Πόλεις της σιωπής. Εργατικός
εποικισμός της Αθήνας και του Πειραιά 1909-1940 (Αθήνα 1989), σελ. 124.
9. Παπαστεφανάκη, Λ., «Όψεις της εργατικής εγκατάστασης στον Πειραιά στη δεκαετία του 1930.
Φύλο, αγορά εργασίας, σχέσεις παραγωγής», στο Η πόλη στους νεότερους χρόνους. Μεσογειακές και
Βαλκανικές όψεις (19ος-20ος αι.), Πρακτικά συνεδρίου, Αθήνα 27-30/11/1997 (Αθήνα 2000), σελ. 480.
10. Από τον απολογισμό της θητείας του βιομήχανου Ε. Χαριλάου, πρόεδρου του ΤΑΠ, 31/10/1923.
Morgenthau, H., Η Αποστολή μου στην Αθήνα. Το έπος της εγκατάστασης (Αθήνα 1994), σελ. 131.
11. Η Καισαριανή συνδέεται με το υδρευτικό δίκτυο της πρωτεύουσας αν και το νερό δεν επαρκεί,
ωστόσο η Κοκκινιά έχει μεγάλο πρόβλημα νερού. Γκιζελή, Β., Κοινωνικοί μετασχηματισμοί και
προέλευση της κοινωνικής κατοικίας στην Ελλάδα (1920-1930) (Αθήνα 1984), σελ. 202. Αντίθετα η Νέα
Ιωνία χάρη στην επάρκεια νερού θα εξελιχθεί σε κέντρο ταπητουργίας και μεταξουργίας.
12. Γκιζελή, Β., Κοινωνικοί μετασχηματισμοί και προέλευση της κοινωνικής κατοικίας στην Ελλάδα
(1920-1930) (Αθήνα 1984), σελ. 136.
13. Καραμούζη, Α., «Kαταγραφή και χαρτογράφηση των προσφυγικών οικισμών στον ελληνικό χώρο
από το 1821 έως και σήμερα», στο Ο ξεριζωμός και η άλλη πατρίδα-Οι προσφυγουπόλεις σην Ελλάδα,
Πρακτικά συνεδρίου, Αθήνα 11-12/4/1997 (Αθήνα 1999), σελ. 36, πίν. 2.
14. Συνολικά χορηγούνται δύο δάνεια, το πρώτο (προσφυγικό) το 1924 και το δεύτερο
(σταθεροποιητικό) το 1928. Pentzopoulos, D., The Balkan Εxchange of Μinorities and its Ιmpact upon Greece
(Παρίσι 1962), σελ. 87.
15. Την προεδρία αναλαμβάνει άτομο που υπάγεται στη δικαιοδοσία των ΗΠΑ, με πρώτο πρόεδρο τον
H. Morgenthau, ένα μέλος διορίζεται από την ΚΤΕ και δύο μέλη από την ελληνική κυβέρνηση με
σύμφωνη γνώμη της ΚΤΕ.
16. Η αστική εγκατάσταση θεωρούνταν προβληματική σε σχέση με την αγροτική και αυτό γιατί λόγω
των δεσμευτικών διατάξεων του καταστατικού της ΕΑΠ δεν ήταν δυνατόν να διατεθούν πόροι σε μη
παραγωγικές δραστηριότητες οι οποίες εξάλλου εμπεριείχαν υψηλό βαθμό ρίσκου. «[...] οι αστοί
πρόσφυγες έπρεπε να ανταγωνιστούν τον υπάρχοντα αστικό πληθυσμό της Ελλαδας». Macartney, C.,
Refugees-The Work of the League (Λονδίνο 1930), σελ. 107. Η παραπομπή από Pentzopoulos, D., The Balkan
Εxchange of Μinorities and its Ιmpact upon Greece (Παρίσι 1962), σελ. 112, σημ. 71.
17. Καραμούζη, Α., «Kαταγραφή και χαρτογράφηση των προσφυγικών οικισμών στον ελληνικό χώρο
από το 1821 έως και σήμερα», στο Ο ξεριζωμός και η άλλη πατρίδα-Οι προσφυγουπόλεις σην Ελλάδα,
πρακτικά συμποσίου που έγινε στην Αθήνα στις 11&12/4/1997 (Αθήνα 1999), σελ. 25.
18. Στον οικισμό της Καισαριανής. Παπαϊωάννου, Ι., Η κατοικία στην Ελλάδα. Κρατική δραστηριότης
(Αθήνα 1975), σελ. 16.
19. Πολύζος, Ι., Processus d’urbanisation en Grèce 1920-1940, Διδακτορική διατριβή κατατεθειμένη στο
Πανεπιστήμιο της Τουλούζ, 1978, σελ. 395. Η παραπομπή από: Λεοντίδου, Λ., Πόλεις της σιωπής.
Εργατικός εποικισμός της Αθήνας και του Πειραιά 1909-1940 (Αθήνα 1989), σελ. 232.
20. Βασιλείου, Ι., Η λαϊκή κατοικία (Αθήνα 1944), πίν. 118, σελ. 74.
21. Γκιζελή, Β., Κοινωνικοί μετασχηματισμοί και προέλευση της κοινωνικής κατοικίας στην Ελλάδα
(1920-1930) (Αθήνα 1984), σελ. 136, 218.
22. Εκδίδονται ομολογιακοί τίτλοι με την εγγύηση του κράτους και κάλυψη τα ακίνητα των
ανταλλάξιμων, ώστε να δοθεί προκαταβολικά έστω και μέρος της αποζημίωσης έναντι του συνόλου
του ποσού.
23. «Στους αστικούς συνοικισμούς που οικοδόμησε το κράτος, οι πρόσφυγες στεγάζονται μέχρι τώρα
δωρεάν. Αυτό τους έκανε να συνηθίσουν στην ιδέα ότι δεν υποχρεώνονται να πληρώσουν ούτε νοίκι
ούτε την αξία της κατοικίας τους. Στα μάτια τους, μια τέτοια απαίτηση δε θα δικαιολογούνταν παρά
μόνο αν το κράτος τους απέδιδε την αποζημίωση που τους χρωστούσε για τις περιουσίες που είχαν
εγκαταλείψει στις πατρίδες τους. Η Επιτροπή, αντίθετα, ζητά ενοίκια ή πωλεί τα κτήρια που
παραχωρεί στους πρόσφυγες. Παρ’ όλες τις ευκολίες πληρωμής που τους προσφέρει, εκείνοι
επιχειρούν συχνά να απαλλαγούν από την υποχρέωση αυτή και δεν ανταποκρίνονται πάντα με
μεγάλη διάθεση». Société des Nations, L’Etablissement des Refugiés en Grèce (Γενεύη 1926), σελ. 168. Η
παραπομπή από: Γκιζελή, Β., Κοινωνικοί μετασχηματισμοί και προέλευση της κοινωνικής κατοικίας
στην Ελλάδα (1920-1930) (Αθήνα 1984), σελ. 230.
24. Αναφέρονται καταλήψεις κατοικιών της ΕΑΠ στη Νέα Ιωνία, την Καισαριανή και το Βύρωνα. Οι
κατοικίες της Καισαριανής, παρά την επέμβαση της κυβέρνησης έπειτα από διάβημα της ΕΑΠ δεν
εκκενώθηκαν. Eddy C., Greece and the Greek refugees (Λονδίνο 1931), σελ. 129. Η παραπομπή από
Λεοντίδου, Λ., Πόλεις της σιωπής. Εργατικός εποικισμός της Αθήνας και του Πειραιά 1909-1940 (Αθήνα
1989), σελ. 234.
25. Σύμφωνα με τις διατάξεις της Σύμβασης, η κινητή και ακίνητη περιουσία που εγκαταλείφθηκε
από μουσουλμάνους και Έλληνες ανταλλάξιμους σε Ελλάδα και Τουρκία μεταφερόταν στην απόλυτη
κυριότητα της ελληνικής και τουρκικής κυβέρνησης αντίστοιχα. Η Ελλάδα συμφώνησε να πληρώσει
και τη διαφορά στο συμψηφισμό ελληνικών και τουρκικών περιουσιών, κάτι που θεωρήθηκε άδικο
αφού οι περιουσίες των χριστιανών στη Μικρά Ασία θεωρούνταν γενικά μεγαλύτερης αξίας από τις
μουσουλμανικές στην Ελλάδα. Pentzopoulos, D., The Balkan Εxchange of Μinorities and its Ιmpact upon
Greece (Παρίσι 1962), σελ. 117-118.
26. Ως το 1955 παραπάνω από τη μισή μουσουλμανική περιουσία παρέμενε στα χέρια του κράτους
που τη διαχειριζόταν και κρατούσε τα έσοδα. Οι πρόσφυγες θεωρώντας αναποτελεσματική τη
διαχείριση απαιτούσαν τη σύσταση αυτόνομης οργάνωσης διαχείρισης στην οποία θα
εκπροσωπούνταν και σκοπό της θα είχε τη βαθμιαία ρευστοποίηση ώστε να ολοκληρωθεί το
προσφυγικό στεγαστικό πρόγραμμα. Στο μεταξύ το πρόβλημα των χρεών, και συνακόλουθα των
τίτλων ιδιοκτησίας, παρέμενε. Ενώ μετά την απελευθέρωση και με το νόμο αρ. 18/1944, όλα τα χρέη
είχαν παραγραφεί, το υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας απαιτούσε την καταβολή ποσού για την
παραχώρηση τίτλων ιδιοκτησίας. Pentzopoulos, D., The Balkan Εxchange of Μinorities and its Ιmpact upon
Greece (Παρίσι 1962), σελ. 233. Σήμερα, καθώς τα υποβαθμισμένα προσφυγικά σύνολα σε καίρια σημεία
της πρωτεύουσας κινδυνεύουν άμεσα από κατεδάφιση, σύλλογοι προσφύγων και αρχιτεκτόνων,
μεταξύ άλλων, απαιτούν τη διατήρησή τους ως «δοχείων» ζωής και μνήμης, με χρήματα που θα
προέλθουν από την οριστική ρύθμιση των προσφυγικών χρεών (Νόμος 1736/1987). Βλ. για παράδειγμα
το «Συνοπτικό ιστορικό της ανταλλάξιμης περιουσίας των προσφύγων και της πορείας διαχείρισής
της (1923-2001)» που διατέθηκε ως φωτοτυπημένο υλικό στην ημερίδα που διοργάνωσαν στο ΕΜΠ στις
3/12/2001 η Πανελλήνια Ομοσπονδία Προσφύγων 1922 και η Συντονιστική Επιτροπή για τη διάσωση
των προσφυγικών κατοικιών.
27. Γκιζελή, Β., Κοινωνικοί μετασχηματισμοί και προέλευση της κοινωνικής κατοικίας στην Ελλάδα
(1920-1930) (Αθήνα 1984), πίν. 22, σελ. 225.
28. Γκιζελή, Β., Κοινωνικοί μετασχηματισμοί και προέλευση της κοινωνικής κατοικίας στην Ελλάδα
(1920-1930) (Αθήνα 1984), πίν. 22, σελ. 225.
29. Pentzopoulos, D., The Balkan Εxchange of Μinorities and its Ιmpact upon Greece (Παρίσι 1962), σελ. 114.
30. Μπίρης, Κωνσταντίνος, Αι Αθήναι από του 19ου εις τον 20ον αιώνα (Αθήνα 1966), σελ. 298. Κάτω
ωστόσο από πιέσεις ιδιοκτητών των οικοπέδων στο κέντρο της πόλης στη συνέχεια θεσμοθετήθηκαν
εξαιρέσεις. Μαρμαράς, Μ., Η αστική πολυκατοικία της μεσοπολεμικής Αθήνας, Η αρχή της εντατικής
εκμετάλλευσης του αστικού εδάφους (Αθήνα 1991), σελ. 40-67.
31. Το 1926 αναφέρεται «σοδειά» 130 νόμων και 525 νομοθετικών διαταγμάτων, ενώ ο μέσος όρος για
την περίοδο 1913-1922 ήταν μόλις 320 νομοθετήματα το χρόνο. Γκιζελή, Β., Κοινωνικοί μετασχηματισμοί
και προέλευση της κοινωνικής κατοικίας στην Ελλάδα (1920-1930) (Αθήνα 1984), σελ. 265.
32. Καλιτσουνάκις, Δ., «Ελλάς (οικισμός - αστυφιλία)», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, 10 (Αθήνα
1934), σελ. 412.
33. Εξάλλου, πολύ πιο πριν από τη δημοσίευση του νόμου το κράτος είχε άρει την απαγόρευση της
εκτός σχεδίου οικοδόμησης ειδικά για τις κατασκευές του ΤΠΠ και της ΕΑΠ. Γκιζελή, Β., Κοινωνικοί
μετασχηματισμοί και προέλευση της κοινωνικής κατοικίας στην Ελλάδα (1920-1930) (Αθήνα 1984), σελ.
207.
34. Στο δικτυακό τόπο του ΥΠΕΧΩΔΕ, Κωδικοποίηση βασικής πολεοδομικής νομοθεσίας, Μέρος ΙΙΙ:
Γενικοί κανόνες δόμησης, Απαλλοτριώσεις ακινήτων για πολεοδομικούς σκοπούς, Άρθρο 288 (βλ.
δικτυογραφία). Σύμφωνα με το Γ. Μαυρογορδάτο, η επαναστατική απόφαση του καθεστώτος
Πλαστήρα της αναστολής σχετικής συνταγματικής διάταξης, ήδη από τον Φεβρουάριο του 1923,
προκειμένου να γίνουν απαλλοτριώσεις χωρίς προηγούμενη πλήρη αποζημίωση, συνιστά την «πιο
ριζική προσβολή του θεσμού της ιδιοκτησίας στη νεοελληνική ιστορία» και καταγγέλθηκε φυσικά από
τον Αντιβενιζελισμό ως «δήμευση». Μαυρογορδάτος, Γ., «Tο ανεπανάληπτο επίτευγμα», Δελτίο
Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών 8 (Αθήνα 1992), σελ. 12.
35. Γκιζελή, Β., Κοινωνικοί μετασχηματισμοί και προέλευση της κοινωνικής κατοικίας στην Ελλάδα
(1920-1930) (Αθήνα 1984), σελ. 268· Λεοντίδου, Λ., Πόλεις της σιωπής. Εργατικός εποικισμός της Αθήνας
και του Πειραιά 1909-1940 (Αθήνα 1989), σελ. 203.
36. Τσαγρής Β., «Aρχιτεκτονική και πολεοδομική εξέλιξις εν Ελλάδι κατά τον πρώτον αιώνα της
ελευθερίας της», Τεχνικά Χρονικά, 1/10/1939, σελ. 472.
37. Περισσότερα για την πολυκατοικία στο Μαρμαράς, Μ., Η αστική πολυκατοικία της μεσοπολεμικής
Αθήνας, Η αρχή της εντατικής εκμετάλλευσης του αστικού εδάφους (Αθήνα 1991).
38. Καλιτσουνάκις, Δ., «Ελλάς (οικισμός - αστυφιλία)», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 10
(Αθήνα 1934). Ο Βασιλείου αναφέρει και νόμο του 1937 για την Εργατική Εστία, που θα της έδινε το
δικαίωμα να «χτίζει κατάλληλα χτίρια και εργατικούς συνοικισμούς», χωρίς ωστόσο να προχωρήσει
πέρα από τη δημοσίευσή του. Βασιλείου, Ι., Η λαϊκή κατοικία (Αθήνα 1944), σελ. 68.
39. Η ΕΑΠ μπορεί να χαρακτηριστεί «πολεοδόμος» του συγκροτήματος της πρωτεύουσας στο
διάστημα 1923-25 και η τάση της για διάσπαρτη οικιστική ανάπτυξη καθοριστική. Λεοντίδου, Λ.,
Πόλεις της σιωπής. Εργατικός εποικισμός της Αθήνας και του Πειραιά 1909-1940 (Αθήνα 1989), σελ. 209.
40. Στην ομιλία του για τα 100 χρόνια από την ίδρυση του ΕΜΠ, ο Τσαγρής κάνει μια γλαφυρή
αναδρομή στις «άγριες» μέρες πριν και αμέσως μετά τη δημοσίευση του ΓΟΚ, όταν ο καθένας έχτιζε
κυριολεκτικά ό,τι ήθελε, κατά την εφαρμογή του σχεδίου πόλεως έλειπαν ολόκληρα (οικοδομικά)
τετράγωνα, ενώ οι συντάκτες του κανονισμού απειλούνταν με θάνατο! Τσαγρής, B., «Aρχιτεκτονική
και πολεοδομική εξέλιξις εν Ελλάδι κατά τον πρώτον αιώνα της ελευθερίας της», Τεχνικά Χρονικά,
1/10/1939, σελ. 472-473.
41. Μερικές είχαν μόνο σκελετό από ξύλο και καλύπτονταν από λαμαρίνες. Morgenthau, H., Η
Αποστολή μου στην Αθήνα. Το έπος της εγκατάστασης (Αθήνα 1994), σελ. 338.
42. Morgenthau, H., Η Αποστολή μου στην Αθήνα. Το έπος της εγκατάστασης (Αθήνα 1994), σελ. 337.
43. Morgenthau, H., Η Αποστολή μου στην Αθήνα. Το έπος της εγκατάστασης (Αθήνα 1994), σελ. 338-
339.
44. Morgenthau, H., Η Αποστολή μου στην Αθήνα. Το έπος της εγκατάστασης (Αθήνα 1994), σελ. 339-
340.
45. Morgenthau, H., Η Αποστολή μου στην Αθήνα. Το έπος της εγκατάστασης (Αθήνα 1994), σελ. 339-
340.
46. Παπαϊωάννου, Ι., Η κατοικία στην Ελλάδα. Κρατική δραστηριότης (Αθήνα 1975), σελ. 15.
47. Γκιζελή, Β., Κοινωνικοί μετασχηματισμοί και προέλευση της κοινωνικής κατοικίας στην Ελλάδα
(1920-1930) (Αθήνα 1984), σελ. 200.
48. Σχετικά με την προέλευση της τυπολογίας ο Δ. Φιλιππίδης κάνει το εξής σχόλιο: «[οι κατασκευές
της ΕΑΠ] για πρότυπο θα πρέπει να είχαν τις τυποποιημένες εργατικές κατοικίες που προσέφεραν
διάφορες ξένες εκδόσεις». Φιλιππίδης, Δ., Νεοελληνική αρχιτεκτονική (Αθήνα 1984), σελ. 181.
49. Παπαϊωάννου, Ι., Η κατοικία στην Ελλάδα. Κρατική δραστηριότης (Αθήνα 1975), σελ. 14-16.
50. Πρόκειται για ξύλινα οικήματα μερικής προκατασκευής που χρηματοδοτήθηκαν από τις
οικονομικές «επανορθώσεις» που έκανε η Γερμανία μετά τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο.
51. Μπίρης, Κωνσταντίνος, Αι Αθήναι από του 19ου εις τον 20ον αιώνα (Αθήνα 1966), σελ. 304·
Σακελλαρόπουλος, Θ., Οικονομία, κοινωνία, κράτος στην Ελλάδα του μεσοπολέμου (Αθήνα 1991), σελ.
88-89.
52. Morgenthau, H., Η Αποστολή μου στην Αθήνα. Το έπος της εγκατάστασης (Αθήνα 1994), σελ. 341-
342.
53. Γκιζελή, Β., Κοινωνικοί μετασχηματισμοί και προέλευση της κοινωνικής κατοικίας στην Ελλάδα
(1920-1930) (Αθήνα 1984), σελ. 205. Στην περίοδο 1924-1930 η σύναψη συμβάσεων με ξένες εταιρείες
(Ούλεν, Πάινερ και Τράξιον, Ζίμενς και Χάλσκε), συχνά με δυσβάστακτους όρους για τη χώρα, θα
επιχειρήσει να αντιμετωπίσει τα προβλήματα ύδρευσης και αποχέτευσης, εξηλεκτρισμού,
συγκοινωνιών, επικοινωνιών. Στο διάστημα 1926-1929 θα ολοκληρωθεί και η κατασκευή του
φράγματος της λίμνης του Μαραθώνα. Μπίρης, Κωνσταντίνος, Αι Αθήναι από του 19ου εις τον 20ον
αιώνα (Αθήνα 1966), σελ. 301-304.
54. Η περιοχή απαλλοτρίωσης –περίπου 1.300x1.300 τ.μ.– ορίζεται από τις λεωφόρους Συγγρού,
Αιγαίου, Δαρδανελίων και Σοφούλη. Ανανιάδης, Β., «Αναφορές στην πολεοδομική και αρχιτεκτονική
εξέλιξη της Ν. Σμύρνης», στο Χατζατουριάν, Β., Νέα Σμύρνη. Διαδρομές του φακού στην αρχιτεκτονική
της εξέλιξη (Αθήνα 1999), σελ. 23.
55. Η Νέα Σμύρνη συμπεριλήφθηκε έπειτα από πιέσεις στο Σχέδιο που πήρε το όνομά του από τον
πολεοδόμο Π. Καλλιγά, και έτσι δεν αντιμετώπισε τα προβλήματα των εκτός σχεδίου περιοχών. Το
Σχέδιο ήταν σε ισχύ ως το 1926 όταν οι έντονες αντιδράσεις ιδιοκτητών –λόγω των πολλών
απαλλοτριώσεων που προέβλεπε και οι οποίες δεν πληρώνονταν από το κράτος πάντα και έγκαιρα–
καταργήθηκε επί Παγκάλου. Στη Νέα Σμύρνη πρόλαβε να εφαρμοστεί με μικρές τροποποιήσεις.
56. Ανανιάδης, Β., «Αναφορές στην πολεοδομική και αρχιτεκτονική εξέλιξη της Ν. Σμύρνης», στο
Χατζατουριάν, Β., Νέα Σμύρνη. Διαδρομές του φακού στην αρχιτεκτονική της εξέλιξη (Αθήνα 1999),
σελ. 25.
57. «[...] ακριβώς σήμερα, 52 χρόνια μετά την άφιξη του κύριου όγκου των προσφύγων από τη Μικρά
Ασία, οι τελευταίες τρώγλες εκκαθαρίζονται από το κράτος και αντικαθίστανται από μεγάλες
πολυόροφες πολυκατοικίες». Παπαϊωάννου, Ι., Η κατοικία στην Ελλάδα. Κρατική δραστηριότης
(Αθήνα 1975), σελ. 20. Ως τις αρχές του 1978 περίπου 3.000 οικογένειες αστών προσφύγων δεν είχαν
ακόμη αποκατασταθεί ενώ είχαν το δικαίωμα. Mavrogordatos, G., Stillborn Republic. Social Coalitions and
Party Strategies in Greece, 1922-1936 (Berkeley 1983), σελ. 188, σημ. 12.
59. Παπαϊωάννου, Ι., Η κατοικία στην Ελλάδα. Κρατική δραστηριότης (Αθήνα 1975), σελ. 20.
60. Refugee Settlement Committee [ΕΑΠ], Quatorzième Rapport Trimestriel, 31/3/1927, σελ. 22. Η
παραπομπή από Γκιζελή, Β., Κοινωνικοί μετασχηματισμοί και προέλευση της κοινωνικής κατοικίας στην
Ελλάδα (1920-1930) (Αθήνα 1984), σελ. 226.
61. Mavrogordatos, G., Stillborn Republic. Social Coalitions and Party Strategies in Greece, 1922-1936
(Μπέρκλεϊ 1983), σελ. 188.
62. Ήδη από το 1887 λειτουργεί η σχολή πολιτικών μηχανικών. Ανάμεσα στους πρώτους 12
αποφοίτους της αρχιτεκτονικής σχολής (1921) είναι οι Ι. Βασιλείου, Κ. Μπίρης και Ν. Μητσάκης.
Γιακουμακάτος, Α., Η αρχιτεκτονική και η κριτική (Αθήνα 2001), σελ. 396.
63. Περισσότερα για την ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης στο Καραδήμου-Γερολύμπου, Α., Η
ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης μετά την πυρκαγιά του 1917 (Θεσσαλονίκη 1985-86).
64. Μπίρης, Κωνσταντίνος, Αι Αθήναι από του 19ου εις τον 20ον αιώνα (Αθήνα 1966), σελ. 283.
65. «Έκθεσις επιτροπής εκπονήσεως του νέου σχεδίου Αθηνών», 1924. Στην επιτροπή επίσης
συμμετείχαν οι Κ. Κιτσίκης, Α. Δημητρακόπουλος και Β. Τσαγρής. Δαμάλα, Α. – Ζάμπα, Μ. –
Κορομβλή, Ε., «H αστική πολυκατοικία στην Αθήνα, 1920-40», Αρχιτεκτονικά Θέματα, 12/1978, σελ.
125, σημ. 5.
66. Το θεμελιώδες για την παρουσίαση και τη διάδοση της μοντέρνας αρχιτεκτονικής βιβλίο του Vers
une architecture εκδόθηκε το 1923.
67. Kονταράτος, Σ., «Από τη γενιά του ’30 στη “γενιά” του ’50. Συνέχειες και ασυνέχειες στον
ελληνικό αρχιτεκτονικό μοντερνισμό», Θέματα Χώρου + Τεχνών, 29/1998, σελ. 32.
68. Το προβάδισμα της πολεοδομικής πάνω στην αρχιτεκτονική σύνθεση, τη βιομηχανοποίηση της
οικοδομικής παραγωγής (μέσω της προκατασκευής και του βιομηχανικού σχεδίου), τη βελτιστοποίηση
της οικοδομήσιμης γης για την επίλυση του προβλήματος της κατοικίας, τη μεθόδευση του
αρχιτεκτονικού σχεδιασμού με βάση τις αντικειμενικές ανάγκες που καθορίζουν τη μορφή και τέλος
τη συνείδηση ότι το κτισμένο περιβάλλον παίζει έναν ρόλο κατεξοχήν πολιτικό. Για την υιοθέτηση του
όρου «ρασιοναλισμός» αντί του όρου «μοντέρνο κίνημα» βλ. Γιακουμακάτος, Α., «Ο ευρωπαϊκός
ρασιοναλισμός και η Ελλάδα του μεσοπολέμου. Μια συγκριτική θεώρηση της αυτόχθονης σύν-χρονης
αρχιτεκτονικής παραγωγής», Αρχιτεκτονικά Θέματα, 16/1982, σελ 75-92. Κατά το Γιακουμακάτο ο όρος
«μοντερνισμός» θεωρείται αδόκιμος και προτιμότεροι οι όροι «μοντέρνο κίνημα» ή «νεωτερικότητα».
69. Επί υπουργού Παιδείας Γ. Παπανδρέου τέθηκαν οι κοινές μορφολογικές και λειτουργικές αρχές
και κατασκευάστηκαν περισσότερα από 3.000 νέα σχολικά κτήρια σε όλη την Ελλάδα.
70. Congrès Internationaux d’Architecture Moderne (Διεθνή Συνέδρια της Νέας Αρχιτεκτονικής). Ο
σκοπός τους «συνοψίζεται εις τα εξής τέσσερα σημεία: 1. Διατύπωσις του προβλήματος της συγχρόνου
αρχιτεκτονικής, 2. Αποτύπωσις της νεωτέρας αρχιτεκτονικής ιδέας, 3. Διείσδυσις της ιδέας ταύτης
εντός των τεχνικών, οικονομικών και κοινωνικών κύκλων, 4. Άγρυπνος παρακολούθησις προς
πραγμάτωσιν αυτής. Ο σκοπός ούτος εθεσπίσθη εις την διακήρυξιν του Sarraz [1ο CIAM] της 28
Ιουνίου 1928, υπό των αρχιτεκτόνων των αντιπροσωπευόντων τας εθνικάς ομάδας νεωτεριστών
αρχιτεκτόνων». Van Eesteren, «O σκοπός των συνεδρίων», Τεχνικά Χρονικά, 15/10-15/11/1933, σελ. 1006.
71. Παπαδάκης, Σ., «O συνοικισμός “Νέας Αλεξανδρείας” και η εδαφική οικονομία των Αθηνών»,
Τεχνικά Χρονικά, 1/4/1933, σελ. 361-364. Η πρόταση αντιπαρατίθεται με το σε εξέλιξη σχεδιασμό της
«κηπούπολης» της Φιλοθέης από το συνεταιρισμό των υπαλλήλων της Εθνικής Τράπεζας (Ανώνυμη
Οικοδομική Εταιρεία ΤΕΚΤΩΝ).
72. «[...] ευρέθημεν εις την δυσάρεστον θέσιν να διαπιστώσουμε εντός της περιφερείας των Αθηνών
την ύπαρξιν τρωγλών των οποίων το έτος της ανεγέρσεως δεν είναι 1450 ή 1600 αλλά 1922».
Παπαδάκης, Σ., «O συνοικισμός “Νέας Αλεξανδρείας” και η εδαφική οικονομία των Αθηνών», Τεχνικά
Χρονικά, 1/4/1933, σελ. 361, σημ. 1.
73. Μπίρης, Κυπριανός, «Η αστική πολυκατοικία», Τεχνικά Χρονικά, 1/6/1932, σελ. 568.
74. Μπίρης, Κυπριανός, «Η αστική πολυκατοικία», Τεχνικά Χρονικά, 1/6/1932, σελ. 569.
75. «Επί σχεδίου του Διευθυντού των Τεχνικών Υπηρεσιών του Δήμου κ. Τσαγκρή [sic]». Μπίρης Κυπ.,
«Η αστική πολυκατοικία», Τεχνικά Χρονικά, 1/6/1932, σελ. 565-566. Προφανώς πρόκειται για το Β.
Τσαγρή για τον οποίο ο Κωνσταντίνος Μπίρης μας πληροφορεί πως ήταν πολιτικός μηχανικός και
μετά το 1920 εργάσθηκε για ένα διάστημα σε αρχιτεκτονικό γραφείο στη Βιέννη. Από ’κεί
επηρεασμένος από το «Αρ Νουβώ» επέστρεψε στην Αθήνα όπου και έχτισε πληθώρα κτηρίων («στύλ
Τσαγρή»). Μπίρης Κων., Αι Αθήναι από του 19ου εις τον 20ον αιώνα (Αθήνα 1966), σελ. 289-290. Ωστόσο
στη μονογραφία του για τον Τσαγρή ο Χολέβας δεν αναφέρει συμμετοχή του σε αντίστοιχο έργο
[Χολέβας, Ν., Ο αρχιτέκτων Βασίλης Γ. Τσαγρής (1882-1941) (Αθήνα 1987)]. Για μια αναλυτική
σύγκριση των προτάσεων Παπαδάκη και Μπίρη βλ. Παπαλεξόπουλος, Δ., «Τεχνικός και σχεδιασμός
του χώρου: πρωτοπορία ή εκσυγχρονισμός. Με αφορμή δύο προτάσεις για την κατοικία των μεσαίων
στρωμάτων», στο Μαυρογορδάτος, Γ. – Χατζηιωσήφ, Χ. (επιμ.), Βενιζελισμός & Αστικός
Εκσυγχρονισμός (Ηράκλειο 1988), σελ. 133-138.
76. Μπέρσης, Γ., «Ελληνική Τεχνική Κίνησις. Εκτελεσθείσαι εργασίαι κατά τα οικον. έτη 1934-36 παρά
της τεχν. υπηρεσίας του Υπουργείου Κρατικής Υγιεινής και Αντιλήψεως», Τεχνικά Χρονικά, 1/7/1936,
σελ. 607-614.
77. Βλάχου, Γ. – Γιαννίτσαρη, Γ. – Χατζηκώστα, Ε., «Η στέγαση των προσφύγων στην Αθήνα και τον
Πειραιά στην περίοδο 1920-1940. Προσφυγικές πολυκατοικίες», Αρχιτεκτονικά Θέματα, 12/1978, σελ.
124, σημ. 17.
78. Είναι ο μελετητής ενός δημοτικού σχολείου στη Λαμία. Καραντινός, Π. (επιμ.), Τα νέα σχολικά
κτίρια (Αθήνα 1938), σελ. 207-208.
79. Βλάχου, Γ. – Γιαννίτσαρη, Ε. – Χατζηκώστα, Ε., «Η στέγαση των προσφύγων στην Αθήνα και τον
Πειραιά στην περίοδο 1920-1940. Προσφυγικές πολυκατοικίες», Αρχιτεκτονικά Θέματα, 12/1978, σελ.
120-22.
81. Καραμούζη, Α., «Kαταγραφή και χαρτογράφηση των προσφυγικών οικισμών στον ελληνικό χώρο
από το 1821 έως και σήμερα», στο Ο ξεριζωμός και η άλλη πατρίδα-Οι προσφυγουπόλεις σην Ελλάδα,
πρακτικά συμποσίου που έγινε στην Αθήνα στις 11&12/4/1997 (Αθήνα 1999), σελ. 40-41, πίν. 4.
82. Κουβελιώτου, Γ. – Παπαθεοδώρου, Μ., «Σημεία μοντερνισμού στην οργανωμένη δόμηση», στο Η
προστασία των κτηρίων του προπολεμικού μοντερνισμού στην Αθήνα, Πρακτικά ημερίδας, Αθήνα στις
16/10/1998 (Αθήνα 2000), σελ. 50· Χολέβας, Ν., Ο αρχιτέκτων Άγγελος Ι. Σιάγας (1899-1987) (Αθήνα
1992), σελ. 62.
83. Μπέρσης, Γ., «Ελληνική Τεχνική Κίνησις. Εκτελεσθείσαι εργασίαι κατά τα οικον. έτη 1934-36 παρά
της τεχν. υπηρεσίας του Υπουργείου Κρατικής Υγιεινής και Αντιλήψεως», Τεχνικά Χρονικά, 1/7/1936,
σελ. 614.
84. Βλάχου, Γ. – Γιαννίτσαρη, Γ. – Χατζηκώστα, Ε., «Η στέγαση των προσφύγων στην Αθήνα και τον
Πειραιά στην περίοδο 1920-1940. Προσφυγικές πολυκατοικίες», Αρχιτεκτονικά Θέματα, 12/1978, σελ.
118-120.
85. Μαρμαράς, Ε., «Aθήνα 1910-1940. Πολεοδομικές και αρχιτεκτονικές επισημάνσεις», στο
Αρχιτεκτονική και Πολεοδομία. Από την αρχαιότητα έως σήμερα. Η περίπτωση της Αθήνας, Πρακτικά
συνεδρίου, Αθήνα 15-18/2/1996 (Αθήνα 1997), σελ. 275.
86. Βλάχου, Γ. – Γιαννίτσαρη, Γ. – Χατζηκώστα, Ε., «Η στέγαση των προσφύγων στην Αθήνα και τον
Πειραιά στην περίοδο 1920-1940. Προσφυγικές πολυκατοικίες», Αρχιτεκτονικά Θέματα, 12/1978, σελ.
119.
87. Φιλιππίδης, Δ., Νεοελληνική αρχιτεκτονική (Αθήνα 1984), σελ. 225. Παρουσιάζει ενδιαφέρον το ότι
ο Λάσκαρις, που σχεδίασε μερικά από τα πιο αυστηρά ωφελιμιστικά παραδείγματα συγκροτημάτων,
εξελίχτηκε σε «προπομπό της νεο-λαϊκής αρχιτεκτονικής». Στο ίδιο, σελ. 203.
88. Κατά τον Γιακουμακάτο πάντως, απλώς «φέρουν την επίδραση του Bauhaus […] χωρίς όμως
προσπάθεια μορφολογικής και τυπολογικής ανανέωσης». Γιακουμακάτος, Α., Η αρχιτεκτονική και η
κριτική (Αθήνα 2001), σελ. 86.
89. Βλάχου, Γ. – Γιαννίτσαρη, Γ. – Χατζηκώστα, Ε., «Η στέγαση των προσφύγων στην Αθήνα και τον
Πειραιά στην περίοδο 1920-1940. Προσφυγικές πολυκατοικίες», Αρχιτεκτονικά Θέματα, 12/1978, σελ.
123-124.
90. «Και μόνο για τον ήλιο και τον αέρα τους θα τις ζηλεύουν ίσως αρκετοί από αυτούς που μένουν σε
ορισμένες ιδιωτικές πολυκατοικίες με περισσότερη πολυτέλεια, αλλά με παράθυρα σε φωταγωγούς
σαν πηγάδια». Βασιλείου, Ι., Η λαϊκή κατοικία (Αθήνα 1944), σελ. 82-83.
92. Η οικειοποίηση αυτού του κομματιού του δημόσιου χώρου από τις γυναίκες πρόσφυγες θα
συναντήσει αντίσταση από τη ντόπια κοινωνία και οι ίδιες θα θεωρηθούν ανήθικες. Λεοντίδου, Λ.,
Πόλεις της σιωπής. Εργατικός εποικισμός της Αθήνας και του Πειραιά 1909-1940 (Αθήνα 1989), σελ. 245.
93. Hirschon, Ρ., Heirs of the Greek Catastrophe: The Social Life of Asia Minor Refugees in Piraeus (Oxford 1989,
)σελ. 166-168.
94. Κουβελιώτου, Γ. – Παπαθεοδώρου, Μ., «Σημεία μοντερνισμού στην οργανωμένη δόμηση», στο Η
προστασία των κτηρίων του προπολεμικού μοντερνισμού στην Αθήνα, Πρακτικά ημερίδας, Αθήνα στις
16/10/1998 (Αθήνα 2000), σελ. 50.
95. Χολέβας, Ν., «Προλεγόμενα» στο Χατζατουριάν, Β., Νέα Σμύρνη. Διαδρομές του φακού στην
αρχιτεκτονική της εξέλιξη, σελ. 17, 183, φωτ. 327.
96. Εξαιρέσεις αποτελούν οι Δεσποτόπουλος και Βαλεντής που ασχολήθηκαν με δημόσια έργα
(νοσοκομεία και κτήρια για το υπουργείο Αεροπορίας). Γιακουμακάτος, Α., Η αρχιτεκτονική και η
98. Κονταράτος, Σ., «Από τη γενιά του ’30 στη “γενιά” του ’50. Συνέχειες και ασυνέχειες στον
ελληνικό αρχιτεκτονικό μοντερνισμό», Θέματα Χώρου + Τεχνών, 29/1998, σελ. 35.
99. Στις 10/4/02 ο Σύλλογος Αρχιτεκτόνων απέστειλε έγγραφο στο ΥΠΕΧΩΔΕ για το συγκρότημα
προσφυγικών κατοικιών στη λεωφ. Αλεξάνδρας «και την ανάγκη διατήρησης της αντιπροσωπευτικής
αρχιτεκτονικής της εποχής του μοντέρνου κινήματος». Aρχιτέκτονες, περιοδικό του ΣΑΔΑΣ-ΠΑΕ,
τεύχος 33, περίοδος Β', Μάϊος/Ιούνιος 2002, σελ. 139.
100. Περιγραφή της κυρίαρχης τάσης ως προς την ιδιοκτησία δίνει ο Α. Δημητρακόπουλος: «Δεν
υπάρχει προσπάθεια προς εξασφάλισιν στέγης, αλλά προς απόκτησιν ιδιοκτησίας και μάλιστα
ιδιοκτησίας αυτοτελούς καθ’ όλον τον οικοδομήσιμον χώρον, αποκρουομένης απολύτως της
συνιδιοκτησίας υφ’ οιανδήποτε μορφήν», Δημητρακόπουλος, Α., «H περισυλλογή των Αθηνών και η
αναγκαστική οικοδόμησις», Εργασία 30 (2/8/30), σελ. 20.
101. «Κάθε πρόσφυγας επιθυμεί τη δική του κατοικία. Δεν έγινε καμία προσπάθεια να χτιστούν
πολύωροφες κατοικίες για να στεγάσουν περισσότερες οικογένειες». Eddy, C.B., Greece and the Greek
Refugees, Λονδίνο 1931), σελ. 163. Από Λεοντίδου, Λ., Πόλεις της σιωπής. Εργατικός εποικισμός της
Αθήνας και του Πειραιά 1909-1940 (Αθήνα 1989), σελ. 234.
102. Κιτσίκης, Κ., H κτιριολογική άποψις του νέου σχεδίου της Θεσσαλονίκης (Αθήνα 1919), σελ. 22, 28,
σημ. 1. Ο Κιτσίκης θεωρούσε τις πολυκατοικίες –«στρατώνες επί ενοικίω»– ως «αναπόφευκτον κακόν»
και «μέσον προς καταπολέμησιν της εξαπλώσεώς [τους] και εις εξωτερικάς ζώνας όπου δεν
δικαιολογείται η ύπαρξίς [τους]» τον περιορισμό των απαγορευτικών διατάξεων που αφορούν την
οικοδόμηση σε μικρά οικόπεδα. Μια ακόμη χαμένη ευκαιρία «να δημιουργηθή ένα πρότυπο», θα
αποτελέσει η ανακατασκευή της Κορίνθου μετά το σεισμό του 1928, όταν θα διατηρηθεί το παλιό
σχέδιο του 1858. Βασιλείου, Ι., Η λαϊκή κατοικία (Αθήνα 1944), σελ. 92-93.
103. Στους αριθμούς αυτούς δεν συμπεριλαμβάνονται «οι αυθαίρετοι και οι προσφυγικοί οικίσκοι οι
διαφυγόντες την στατιστικήν» καθώς και «αι οικοδομαί αι ανεγερθείσαι υπό Αθηναίων εις τα
προάστεια προς μόνιμον εγκατάστασιν, αι οποίαι κατά το πλείστον είναι μικρομονοκατοικίαι».
Δημητρακόπουλος, Δημητρακόπουλος, Α., «H περισυλλογή των Αθηνών και η αναγκαστική
οικοδόμησις», Εργασία 30 (2/8/30), σελ. 18. Περισσότερα σχετικά με τον καθορισμό του μέγιστου ύψους
οικοδομών στο Μαρμαράς, Μ., Η αστική πολυκατοικία της μεσοπολεμικής Αθήνας, Η αρχή της
εντατικής εκμετάλλευσης του αστικού εδάφους (Αθήνα 1991), σελ. 40-76.
104. Δημητρακόπουλος, Α., «H περισυλλογή των Αθηνών και η αναγκαστική οικοδόμησις», Εργασία
29 (26/7/30), σελ. 19 και Εργασία 30 (2/8/30), σελ. 21.
105. Η παλαιότερη αναφορά στο άρθρο του Κριεζή, Ε., «Eπί του προβλήματος της πολυκατοικίας»,
Αρχιμήδης, 11, 4/1912, σελ. 123-127. Είναι πάντως χαρακτηριστικό πως από το 1920 και μετά πρώτη θα
ενδιαφερθεί για την πολυκατοικία η εύπορη αστική τάξη, γηγενής ή των παροικιών, που λίγο μετά
την απελευθέρωση είχε χτίσει τα μέγαρά της στην Αθήνα. Λεοντίδου, Λ., Πόλεις της σιωπής.
Εργατικός εποικισμός της Αθήνας και του Πειραιά 1909-1940 (Αθήνα 1989) , σελ. 69.
106. Παπαδάκης, Σ., «Το ιστορικό των συνεδρίων της νέας αρχιτεκτονικής», Τεχνικά Χρονικά, 15/10-
15/11/1933, σελ. 996-998.
107. Η ψήφιση του νόμου για την οριζόντια ιδιοκτησία το 1929, καθώς και οι πρώτες πράξεις
εφαρμογών του συστήματος της αντιπαροχής (1932), είχαν ήδη ανοίξει το δρόμο για τη σταδιακά
αυξανόμενη ανέγερση, που ωστόσο απευθυνόταν σε ανώτερα στρώματα. Μαρμαράς, Μ., Η αστική
πολυκατοικία της μεσοπολεμικής Αθήνας, Η αρχή της εντατικής εκμετάλλευσης του αστικού εδάφους
(Αθήνα 1991), σελ. 164-166.
108. Σαντορίνης, Π., «H σύγχρονος εξέλιξις του beton-arme και αι δι’ αυτής παρεχόμεναι εις τον
αρχιτέκτονα δυνατότητες», Τεχνικά Χρονικά, 15/10-15/11/1933, σελ. 1042.
109. Μπίρης, Κωνσταντίνος, Αι Αθήναι από του 19ου εις τον 20ον αιώνα Αθήνα 1966), σελ. 293-294.
110. Δημητρακόπουλος, Α., «H περισυλλογή των Αθηνών και η αναγκαστική οικοδόμησις», Εργασία
29 (26/7/30), σελ. 18-19.
111. Δημητρακόπουλος, Α., «H περισυλλογή των Αθηνών και η αναγκαστική οικοδόμησις», Εργασία
29 (26/7/30), σελ. 19.
112. Ο Παπαϊωάννου προεκτείνοντας τον προβληματισμό είναι κατηγορηματικός και σε ό,τι αφορά
τη δυνατότητα του κράτους ως το τέλος της δεκαετίας του ’60: «[...] τα μεγάλης κλίμακος έκτακτα
προγράμματα κατοικίας [που αφορούν πρόσφυγες, σεισμοπαθείς, άστεγους πολέμων κτλ.]
απομυζούσαν τον οπωσδήποτε ασθενικό προϋπολογισμό του Κράτους, σε τέτοιο βαθμό, που κάθε
«κανονικό πρόγραμμα κατοικίας» θα ήταν απολύτως εκτός πραγματικότητος». Παπαϊωάννου, Ι., Η
κατοικία στην Ελλάδα. Κρατική δραστηριότης (Αθήνα 1975), σελ. 11.
113. Αναφέρεται το παράδειγμα της εταιρείας ΤΕΚΤΩΝ η οποία το 1927 πήρε κρατικό δάνειο 100
εκατ. δρχ. Γκιζελή, Β., Κοινωνικοί μετασχηματισμοί και προέλευση της κοινωνικής κατοικίας στην
Ελλάδα (1920-1930) (Αθήνα 1984), σελ. 275, σημ. 24.
114. Γκιζελή, Β., Κοινωνικοί μετασχηματισμοί και προέλευση της κοινωνικής κατοικίας στην Ελλάδα
(1920-1930) (Αθήνα 1984), σελ. 276.
115. Η ελληνική εκδοχή τους περιλαμβάνει αποκλειστικά κατοικία ενώ το πρωτότυπο του Howard
συνδυάζει την κατοικία με την παραγωγική δραστηριότητα. Λεοντίδου, Λ., Πόλεις της σιωπής.
Εργατικός εποικισμός της Αθήνας και του Πειραιά 1909-1940 (Αθήνα 1989), σελ. 222, σημ. 19. Η ιδέα της
κηπούπολης (cite-jardin) εμφανίζεται στο βιβλίο του Ε. Howard Tomorrow: A Peaceful Path to Real Reform
(1898), σαν αντίθεση στη «υπερτροφική επέκταση των Μητροπόλεων και προτείνει οικισμούς-
δορυφόρους για 30.000 κατοίκους περίπου, αυτόνομους από οικονομική και λειτουργική άποψη». Zevi,
B., Η μοντέρνα γλώσσα της αρχιτεκτονικής (Αθήνα 1986), σελ. 278. Η πρώτη κηπούπολη, το Letchworth,
ιδρύεται στην Αγγλία το 1903 σε σχέδια των B. Parker και R. Unwin.
116. Καθόριζε λεπτομερώς όλα τα ζητήματα αρχιτεκτονικής και αισθητικής των κτηρίων και των
κήπων παρέχοντας το δικαίωμα στις αρχές να απορρίπτουν κτήρια που δεν ανταποκρίνονταν στην
«κοινή αισθητική». Λεοντίδου, Λ., Πόλεις της σιωπής. Εργατικός εποικισμός της Αθήνας και του Πειραιά
1909-1940 (Αθήνα 1989), σελ. 223.