Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 22

Demetrios D.

Triantaphyllopoulos
Μεταξὺ Βασιλεύουσας, Φράγκων καὶ
Γαληνοτάτης. Ἕνας Κωνσταντινουπολίτης
ζωγράφος στὴν Κύπρο
1 Ἡ προβληματική
Ἡ Κύπρος, πατρίδα τοῦ τιμωμένου, στάθηκε χῶρος πολιτιστικὰ ἐνδιάμεσος. Ἡ χρι-
στιανικὴ τέχνη της εἶναι ἰσχυρὴ ἀπόδειξη. Ἀπὸ τὰ ἐμβληματικότερα ἀλλὰ καὶ προ-
βληματικὰ μνημεῖα συνιστᾶ τὸ σύνθετο συγκρότημα τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου
τοῦ Λαμπαδιστοῦ στὸν Καλοπαναγιώτη.1 Ὁ νάρθηκας, ποὺ ἀντιστοιχεῖ στὸν κεντρικὸ
καὶ τὸν νότιο ναό (εἰκ. 1), τοιχογραφημένος στὶς τρεῖς πλευρές, παραμένει ἀνερεύνη-
τος ὡς πρὸς τὰ εἰκονολογικὰ καὶ πολιτιστικὰ συμφραζόμενά του.

2 Ὁ ζωγραφικὸς διάκοσμος τοῦ νάρθηκα


Κατὰ τὰ ἕως σήμερα δεδομένα ὁ νάρθηκας εἶναι μεταγενέστερος ἀπὸ τοὺς δύο ναοὺς
καὶ ἔχει ὑποτεθεῖ ὅτι ἀρχικὰ ἦταν καμαροσκεπής· ἀργότερα καταστράφηκε, ὁ δυτι-
κὸς τοῖχος ἀνακατασκευάσθηκε καὶ ἐνισχύθηκε ἐξωτερικὰ μὲ δύο ἀντηρίδες, ἔμεινε
ἀκόσμητος καὶ ὁ χῶρος καλύφθηκε μὲ ξυλοστέγη κάτω ἀπὸ ἐντυπωσιακὴ πλακοσκε-
πή. Στὰ βόρεια συνορεύει μὲ τὸν ἐπίσης μεταγενέστερο νάρθηκα τοῦ λεγόμενου “Λα-
τινικοῦ Παρεκκλησίου”,2 στὸ βόρειο πέρας τοῦ συγκροτήματος. Μὲ τὸν νότιο, ἀρχι-
κὸ ναὸ ἐπικοινωνεῖ μέσῳ δύο ἀνοιγμάτων – ἡμικυκλικοῦ πρὸς Ν. καὶ τετραγώνου
πρὸς Β.–, ἐνῶ τὸ τελευταῖο τμῆμα του πρὸς Β., κατά δύο βαθμίδες ψηλότερο, συνδέ-
εται ἐλεύθερα μὲ τὸν μεσαῖο ναό, ὅπου τοποθετεῖται ὁ τάφος τοῦ ἁγίου Ἰωάννου3
(εἰκ. 1). Ὁ νάρθηκας ἕως τὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰ.4 ἐχρησιμοποιεῖτο γιὰ ἐγκοιμήσεις
ἀσθενῶν,5 ποὺ ἐπεκαλοῦντο τὴ βοήθεια τοῦ ἁγίου.

1 Γιὰ τὴν τέχνη τῆς μονῆς: Στυλιανοῦ καὶ Στυλιανοῦ 1996, 1265 ἑξ., 1310 ἑξ., 1321–1324 (νάρθηκας)·
Stylianou and Stylianou 19972[3], 292–320· Ηλιάδης 2008· Παπαγεωργίου 2007. – Θερμὲς εὐχαριστίες
στὸν φίλο Δρα κ. Ἰωάννη Ἠλιάδη γιὰ τὴ φωτογράφιση.
2 Γιὰ τὴ λανθασμένη χρήση τοῦ ὅρου βλ. Hλιάδης 2008.
3 Γιὰ τὸν Λαμπαδιστὴ βλ. Κάκκουρας 2007.
4 Στυλιανοῦ καὶ Στυλιανοῦ 1996, 1322· Stylianou and Stylianou 19972[3], 306· Κάκκουρας 2007, 258.
5 Γιὰ τὶς ἐγκοιμήσεις στὴν προχριστιανικὴ ἐποχή: “Inkubation”, Der Neue Pauly 5: 1006–1007· “In-
cubation”, ἐν Hornblower and Spawforth 19963, 753–754. Ἐπιβίωση στὸν χριστιανισμό: “Incuba-
tion”, ODB 2: 992· Λουκάτος 19924, 261.

https://doi.org/10.1515/9783110718492-019
382 Demetrios D. Triantaphyllopoulos

Εἰκ. 1: Κύπρος, Μονὴ Καλοπαναγιώτη: Κάτοψη. Πηγή: διαδίκτυο.

Οἱ τρεῖς τοῖχοι τοῦ νάρθηκα κοσμοῦνται μὲ τοιχογραφίες, τμήματα τῶν ὁποίων


ἔχουν ἐκπέσει κατὰ μέρη, μὲ τὸ ἀκόλουθο πρόγραμμα:
Νότιος τοῖχος: Ἐπιγραφὴ ἐπάνω ἀπὸ τὴν πόρτα στὴ νοτιοδυτικὴ γωνία, κατε-
στραμμένη σὲ μεγάλο τμῆμα της, μᾶς πληροφορεῖ πὼς ὁ ἀνώνυμος ζωγράφος, ποὺ
διακόσμησε τὸ νάρθηκα ἄγνωστο πότε ἀκριβῶς, προερχόταν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινού-
πολη (εἰκ. 2· 3):6

† Ε [- – - – -]Η Α διὰ χειρὸς ἐμοῦ ἁμαρτ<ω>λοῦ κ(αὶ) ἀνα-


[ξίου – - – - -] [Κωνσ]τ̣α̣ντ̣ <̣ ι>νουπόλεως κ(αὶ) ἀνεστο[ρήθη]
[- – - – - – - – - – - – - – -]ἐμοὶ διὰ τ……… ἀνε[- – - – - – - – - -]

Ἀπόγραφο βάσει φωτογραφίας. Ἔψιλον καὶ σίγμα μηνοειδῆ. Συμπιλήματα, τονικὰ


σημάδια καὶ πνεύματα σὲ ὁρισμένες λέξεις. Διάστημα μεταξὺ τῶν λέξεων.
Στίχ. 1: Η̣ Α παραλείπονται ἀπὸ Παπαγεωργίου. Συμπιλήματα ΟΥ στὴ λέξη ἐμοῦ
καὶ ΑΜ, ΑΡ στὴ λέξη ἁμαρτωλοῦ· τονικὰ σημάδια καὶ πνεύματα, ὅπως
δηλώνονται στὸ ἀπόγραφο· συντομογραφία Κ΄ τοῦ συμπλεκτικοῦ συνδέ-
σμου καί· [δ]ιά, συμπλήρωση Τριανταφυλλόπουλος.

6 Ἀκολουθεῖται ἡ ἀνάγνωση τοῦ Παπαγεωργίου 1974, 197. Ἡ ἀποκατάσταση τῶν Στυλιανοῦ καὶ Στυ-
λιανοῦ (1996) εἶναι σὲ μεγάλο βαθμὸ ὑποθετική. Σήμερα ἡ ἐπιγραφὴ ἔχει φθαρεῖ περισσότερο. Τὴ
σύζυγό μου Ἄννα Παναγιώτου-Τριανταφυλλοπούλου, Καθηγήτρια Γλωσσολογίας Πανεπιστημίου
Κύπρου, εὐχαριστῶ γιὰ τὴ βοήθειά της.
Μεταξὺ Βασιλεύουσας, Φράγκων καὶ Γαληνοτάτης 383

Εἰκ. 2: Γενικὴ ἄποψη τοῦ νάρθηκα ἀπὸ Β. Πηγή: Ἀρχεῖο Ἰ. Ἀ. Ἠλιάδη.

Εἰκ. 3: Ἐπιγραφὴ νότιας θύρας νάρθηκα. Πηγή: Ἀρχεῖο Ἰ. Ἀ. Ἠλιάδη.


384 Demetrios D. Triantaphyllopoulos

Στίχ. 1–2: ἀνα[ξίου;] Τριανταφυλλόπουλος.


Στίχ. 2: Συμπιλήματα ΟΥ στὴ λέξη [Κωνσ]τ̣α̣ντ̣ ι̣ >νουπόλεως καὶ ΑΝ, ΤΟ στὴ λέξη
ἀνεστο[ρήθη]· [Κωνσ]τ̣α̣ντ̣ <̣ ι>νουπόλεως συμπλήρωση Τριανταφυλλόπου-
λος· συντομογραφία Κ΄ τοῦ συμπλεκτικοῦ συνδέσμου κί· ἀνεσφ … Παπα-
γεωργίου, ἀνεστο[ρήθη] Τριανταφυλλόπουλος, κατ’ ἐπίδραση τῶν ρημά-
των μὲ ἐσωτερικὴ συλλαβικὴ αὔξηση –ε-.
Στίχ. 3: [ἀμή(ν);] Παπαγεωργίου, ἀνε[- – ] Τριανταφυλλόπουλος.

Δεξιὰ τῆς πόρτας κατεστραμμένη, ἀταύτιστη μορφή· ἀριστερά της δύο φθαρμένα διά-
χωρα μὲ τιμωρίες ἁμαρτωλῶν, ὡς συνέχεια τῆς Δευτέρας Παρουσίας στὸν ἀνατολικὸ
τοῖχο.7 Ἐπάνω ἀπὸ τὴν ἐπιγραφή, δεξιότερα, σώζεται τὸ κάτω τμῆμα παράστασης τοῦ
προφήτη Δανιὴλ στὸν λάκκο τῶν λεόντων·8 ἀριστερά της, ἀρχίζοντας ἐπάνω ἀπὸ τὴν
ἐπιγραφή, ἁπλώνεται ἐντυπωσιακὴ παράσταση τῶν Τριῶν Παίδων ἐν καμίνῳ9 (εἰκ. 4).
Ἀνατολικὸς τοῖχος: Ἀπὸ ἀριστερὰ παρουσιάζονται οἱ σκηνές (εἰκ. 5): στὴν ἄνω
σειρά, Χριστὸς μὲ τὴ Σαμαρείτιδα,10 θεραπεῖες παραλυτικοῦ τῆς Προβατικῆς κολυμ-
βήθρας (εἰκ. 6), ὑδρωπικοῦ (εἰκ. 5), τυφλοῦ κολυμβήθρας Σιλωάμ (εἰκ. 5).11 Στὴ με-
σαία σειρά, ἡ Μαγδαληνὴ πληροφορεῖ τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰωάννη γιὰ τὸ ἄφαντο
σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ οἱ δύο Μαθητὲς πηγαίνουν στὸ κενὸ μνημεῖο (εἰκ. 7), Μαγδα-
ληνὴ στὸ μνῆμα ἀκροᾶται τὸ Ἀνέστη ὁ Κύριος ἀπὸ τοὺς δύο ἀγγέλους, Μή μου
ἅπτου, Ψηλάφηση Θωμᾶ (εἰκ. 5), θαυμαστὴ ἁλιεία στὴν Τιβεριάδα (εἰκ. 5), Χριστὸς
ἐρωτᾶ ἐνώπιον τῶν Μαθητῶν τὸν Πέτρο καὶ τριπλὴ ὁμολογία τοῦ τελευταίου (εἰκ. 5,
8).12 Ἐπάνω ἀπό τό τοξωτό ἄνοιγμα, σέ κόγχη, ὁ ἅγιος Ἡρακλείδιος,13 ὑπεράνω του
τό Ἅγιο Μανδήλιο.14 Τὴν κάτω ζώνη κοσμοῦν ὁ στρατιωτικὸς ἅγ. Νικήτας, ὁ ἅγ.

7 Πρβλ. Παπαγεωργίου 2007, 37.


8 Παπαγεωργίου 2007, 38–39· γιὰ τὴ σχετικὴ εἰκονογραφία: “Daniel”, RbK I: 1113 ἑξ.· LChI 1:
στ. 469–473· ODB 1: 583–584.
9 Γιὰ τὴν εἰκονογραφία βλ. κεφ. 3.
10 Εἰκονογραφία: Millet (1916) 1960, 36–38, 602–604· Schiller 19813, 168–169· “Samariterin am Ja-
kobsbrunnen”, LChI 4: στ. 26–30.
11 Εἰκονογραφικὰ θαυμάτων Χριστοῦ: Schiller 19813, 171–194· Underwood 1975, 245–301· “Wunder
Christi”, LChI 4: στ. 542–549· “Miracles of Christ”, ODB 2: 1379.
12 Γιὰ τὰ εἰκονογραφικὰ τῶν γεγονότων μετὰ τὴν Ἀνάσταση ἕως τὴν Ἀνάληψη Millet (1916) 1960,
517–554· “Erscheinungen des Auferstandenen”, RbK 2: στ. 371–388· “Erscheinungen Christi”, LChI
1, στ. 665–674· Schiller 19813, ὅ.π.· 19862, 88 ἑξ.· “Appearances of Christ after the Passion”, ODB 1:
142–143· Ζάρρας 2011.
13 Εἰκονογραφία τοῦ Κυπρίου ἁγίου: Παπαγεωργίου 1975, συχνάκις· Stylianou and Stylianou
19972[3], συχνάκις· Στυλιανοῦ καὶ Στυλιανοῦ 1996, συχνάκις· Μακάριος Γ΄, Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου
19972, 27–28 καὶ πίν. 22· Ἰωακείμ, Ἀρχιμανδρίτης, 2017, 383–389, εἰκ. 19, κλπ.
14 Παπαγεωργίου 2007, εἰκ. 41. Εἰκονογραφία: “Sudarium”, LChI 4: στ. 223–224· Belting 1990, συ-
χνάκις· “Μandylion”, ODB 2: 1282–1283· Morello and Wolf 2000· Γιαρένης 2014–2015. Ἀντιλατινικὴ
χρήση τοῦ θέματος: Γκιολὲς 2004, 275 ἑξ. Χρήση του στὴν Κύπρο ἀπὸ τὸν 12ο αἰώνα: Παπαγεωργίου
1975, σποραδικά· 1990, 221 ἑξ.
Μεταξὺ Βασιλεύουσας, Φράγκων καὶ Γαληνοτάτης 385

Εἰκ. 4: Νότιος τοῖχος νάρθηκα: Οἱ τρεῖς παῖδες ἐν καμίνῳ. Πηγή: Ἀρχεῖο Ἰ. Ἀ. Ἠλιάδη.

Χριστόφορος φέρων ἐπ’ ὤμου τὸν Χριστό,15 οἱ ἅγιοι Κωνσταντῖνος καὶ Ἑλένη ἑκατέ-
ρωθεν τοῦ Τιμίου Σταυροῦ (εἰκ. 9) μὲ ἐντυπωσιακή, καταστόλιστη αὐτοκρατορικὴ
περιβολὴ – ἔμμεση ὑπόμνηση τῆς Βασιλεύουσας, τόπου καταγωγῆς τοῦ ζωγρά-
φου; –, τέλος οἱ στρατιωτικοὶ ἅγιοι Μερκούριος καὶ Ἀρτέμιος.16
Τὸ νότιο τμῆμα τοῦ ἀνατολικοῦ τοίχου καταλαμβάνει ἐκτεταμένη σύνθεση τῆς
Δευτέρας Παρουσίας17 (εἰκ. 10), ποὺ εἴδαμε νὰ περατώνεται στὸ γειτνιάζον τμῆμα τοῦ
νότιου τοίχου. Χαρακτηριστικὴ ἐδῶ εἶναι ἡ ἀπεικόνιση τῶν δεομένων δωρητῶν σὲ
διάχωρο δεξιά τῆς σύνθεσης (εἰκ. 11): δύο νεαροὶ ἱερωμένοι μὲ παπαλήθρα καὶ ἄμφια

15 Ὑστεροβυζαντινὰ καὶ μεταβυζαντινὰ παραδείγματα αὐτῆς τῆς παραλλαγῆς τοῦ ἁγίου: Triantaphyl-
lopulos 1985, Α΄: 171–173· ἔκτοτε ἔχουν ἐπισημανθεῖ ἀπὸ ἄλλους μελετητὲς καὶ ἄλλα παραδείγματα.
16 Ἀξιοσημείωτη ἡ ἐπιλογὴ ἐκείνων τῶν στρατιωτικῶν ἁγίων – Νικήτα, Ἀρτεμίου, ἐν μέρει καὶ
Χριστοφόρου –, ποὺ φυσιογνωμικὰ πλησιάζουν πρὸς τὴ μορφὴ τοῦ Χριστοῦ, τονισμένη ἐδῶ μὲ τὸ
Ἅγιο Μανδήλιο. Τῶν περισσοτέρων τὰ μάτια ἔχουν ἐξορυχθεῖ. Γιὰ τοὺς στρατιωτικοὺς ἁγίους γενικὰ
Walter 2003.
17 Συνοπτικὰ Τριανταφυλλόπουλος 2012a, 25–42· Προκοπίου και Τριανταφυλλόπουλος 2017. Γιὰ
τὴν ἐδῶ παράσταση πρβλ. καὶ de Chôlet 1984.
386 Demetrios D. Triantaphyllopoulos

Εἰκ. 5: Μερικὴ ἄποψη ἀνατολικοῦ τοίχου νάρθηκα (Πηγή: Ἀρχεῖο Ἰ. Ἀ. Ἠλιάδη).

Εἰκ. 6: Ἀνατ. τοῖχος: Θεραπεία παραλύτου Προβατικῆς πύλης. (Πηγή: Ἀρχεῖο Ἰ. Ἀ. Ἠλιάδη).
Μεταξὺ Βασιλεύουσας, Φράγκων καὶ Γαληνοτάτης 387

Εἰκ. 7: Ἀνατ. τοῖχος: Πέτρος καὶ Ἰωάννης στὸν κενὸ τάφο· ἡ Μαγδαληνὴ φέρει τὸ μήνυμα στοὺς
Ἀποστόλους. (Πηγή: Ἀρχεῖο Ἰ. Ἀ. Ἠλιάδη).

Εἰκ. 8: Ἀνατ. τοῖχος: Τριπλὴ ὁμολογία Ἀποστόλου Πέτρου. (Πηγή: Ἀρχεῖο Ἰ. Ἀ. Ἠλιάδη).
388 Demetrios D. Triantaphyllopoulos

Eἰκ. 9: Ἀνατ. τοῖχος: Ἅγιοι Ἰσαπόστολοι Κωνστα- Eἰκ. 10: Ἀνατ. τοῖχος: Μερικὴ ἄποψη Δευτέρας
ντῖνος καὶ Ἑλένη. (Πηγή: Ἀρχεῖο Ἰ. Ἀ. Ἠλιάδη). Παρουσίας. (Πηγή: Ἀρχεῖο Ἰ. Ἀ. Ἠλιάδη).

Εἰκ. 11: Ἀνατ. τοῖχος: Δευτέρα Παρουσία: Οἱ ἀφιερωτὲς τοῦ νάρθηκα. (Πηγή: Ἀρχεῖο Ἰ. Ἀ. Ἠλιάδη).
Μεταξὺ Βασιλεύουσας, Φράγκων καὶ Γαληνοτάτης 389

Ὀρθοδόξων ἀκολουθοῦνται ἀπὸ τὸν πατέρα τους ποὺ φέρει σκουρόχρωμο μανδύα καὶ
στὸ κεφάλι χαρακτηριστικὴ καλύπτρα (coiffe)·18 ἡ σύζυγος κλείνει τὸ οἰκογενειακὸ
πορτραῖτο, φέροντας μοναστικό, μαῦρο μανδύα καὶ δυτικὴ καλύπτρα κεφαλῆς καὶ λαι-
μοῦ. Ἡ συνοδευτικὴ τετράστιχη μεγαλογράμματη ἐπιγραφὴ μᾶς πληροφορεῖ:19

+ ΔΕΙΣΙΣ ΤΟΥ ΔΟΥΛΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΜΙΧΑΗΛ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ ΚΑΙ ΔΕΜΕΣΤΗΚΟΥ / ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΗ-
ΚΙΣ ΑΥΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΗΝΒΙΟΥ ΑΥΤΟΥ Κ(ΑΙ) ΤΟΝ ΤΕΚΝΟΝ ΑΥΤΟΥ/ ΗΕΡΕΩΝ ΚΑΙ
ΕΥΔΟΜΑΔΑΡΙΟΝ ΤΗΣ ΑΥΤΟΥ ΚΑΘΟΛΗΚΙΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ/ ΚΑΙ (ΟΙ) ΑΝΑΓΙΝΟΣΚΟΝΤΕΣ ΜΝΗΜΟ-
ΝΕΒΕΤΕ ΑΥΤΟΥΣ ΔΙΑ ΤΟΝ Κ(ΥΡΙΟ)Ν ΑΜΗΝ.

Στὶς πλευρὲς τῆς τοξωτῆς θύρας πρὸς τὸν κυρίως ναὸ ἀπεικονίσθηκαν βόρεια μὲν ὁ
ἅγ. Ἀλέξιος ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ,20 νότια δὲ ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ διὰ Χριστὸν σαλός
(εἰκ. 12).21 Οἱ μορφὲς ἔχουν ἐκτελεσθεῖ σὲ ὕφος ὅμοιο μὲ τὶς προηγούμενες σκηνές.22
Βόρειος τοῖχος: Ἀπὸ ἀριστερὰ πρὸς τὰ δεξιὰ ἀπεικονίζονται: Ἄνω ζώνη, Γάμος
ἐν Κανᾷ·23 μεσαία ζώνη: Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, Μυροφόρες πρὸ
τοῦ κενοῦ Τάφου, Μαγδαληνὴ ἀναγγέλλουσα στοὺς Μαθητὲς τὴν Ἀνάσταση·24
κάτω, ὁ ἅγ. Ὀνούφριος(;).25
Ὅλες οἱ καινοδιαθηκικὲς σκηνὲς συνοδεύονται ἀπὸ ἐκτενεῖς, ὀρθογραφημένες
ἐπιγραφὲς μὲ βάση τὶς ἀντίστοιχες εὐαγγελικὲς περικοπές.

18 Ἀπαντᾶται συχνά στὴν Κύπρο καὶ σὲ ἄλλα λατινοκρατούμενα μέρη· κυπριακά παραδείγματα:
Stylianou and Stylianou 19972[3], εἰκ. 31, 40, 74, 144, 256· Παπαγεωργίου 1991, εἰκ. 100, 139, κλπ.
19 Στυλιανοῦ καὶ Στυλιανοῦ 1996, 1321–1322, ἀπ’ ὅπου ἡ ἐξίτηλη ἐπιγραφή.
20 Εἰκονογραφία: “Αlexius von Edessa, Man Gottes”, LChI 5: στ. 90–95· “Αlexios Homo Dei”, ODB 1:
66–67.
21 Ἐντοπίσαμε πέντε ὁμώνυμους ἁγίους διὰ Χριστὸν σαλούς, ὅλους στὴ Ρωσία· οἱ τρεῖς φέρονται ὡς
ἀγνώστου χρονολογίας, ἕνας ἔζησε τὸν 17ο/18ο αἰ. Μὲ τὰ ἐδῶ δεδομένα συμφωνεῖ ὁ τοῦ 15ου αἰ.
(+ 1494, ἁγιοποίηση 1647): βλ. “Johannes (Ivan) von Ustjug (Jurodivyi)”, LChI 7, στ. 190· Ivanov 2006,
σποραδικά, ἰδίως 268–269. Ἡ σπανιότατη ἀπεικόνισή του, μάλιστα ἐδῶ πρὸ τῆς ἁγιοποίησής του, ἂν
ἡ ταύτιση εἶναι ἀσφαλής, πιθανὸν ὀφείλεται στὴν ὁμοιότητα βίου μὲ τοῦ ἐδῶ τιμώμενου Λαμπαδι-
στοῦ, ὅπως ἔχει ἐπισημανθεῖ ὁμοιότητα μὲ τὸν ἐπίσης ἀπεικονισθέντα Ἀλέξιο καὶ μὲ τὸν Ἰωάννη τὸν
Καυσοκαλυβίτη (Κάκκουρας 2007, 194–200). Μία ἔνδειξη γιὰ ρωσικὴ ἐπίδραση ἀνιχνεύεται καὶ στὸν
βολβοειδὴ τροῦλλο σὲ τοιχογραφία Βαϊοφόρου τῆς γ΄φάσης ζωγραφικῆς τοῦ κυρίως ναοῦ (Παπαγεωρ-
γίου 2007, 36, εἰκ. 25). Διατηροῦμε πάντως ἀμφιβολίες γιὰ τὴν προτεινόμενη ἐδῶ ταύτιση.
22 Ὁ Παπαγεωργίου 2007, 39 καὶ εἰκ. 38, βλέπει ὁμοιότητα μὲ τὴ γ΄ φάση ζωγραφικῆς τοῦ κυρίως
ναοῦ καὶ χρονολογεῖ περὶ τὸ 1500, ἀλλὰ καὶ πάλι δὲν διασφαλίζεται ταύτιση τοῦ Ἰωάννου.
23 Γιὰ τὰ θαύματα τοῦ Χριστοῦ βλ. ὑποσ. 11. Ἡ ἐκτὸς Πεντηκοσταρίου παράσταση τοῦ Γάμου τῆς
Κανᾶ συνδέεται προφανῶς μὲ τὸ μεταβληθὲν ὕδωρ σὲ οἶνο ὡς εὐχαριστιακὴ νύξη καὶ συμφωνεῖ μὲ
τὸ γενικὸ ἰωάννειο εὐαγγελικὸ περιεχόμενο τοῦ νάρθηκα.
24 Συμπληρώνεται ἔτσι ὁ κύκλος τῶν μεταναστάσιμων γεγονότων, βλ. ὑποσ. 12.
25 Παπαγεωργίου 2007, 39. Εἰκονογραφία: “Onuphrius der Große”, LchI 8, στ. 84–88· “Onouph-
rios”, ODB 3: 1527. Ὁ Παπαγεωργίου χρονολογεῖ τὸν βόρειο τοῖχο στὸν 16ο αἰ.· δεδομένου ὅτι δύο
σκηνὲς (Πορευθέντες καὶ Μαγδαληνὴ στοὺς Ἀποστόλους) ἐπαναλαμβάνουν συνθετικὰ σχήματα τῶν
σκηνῶν τοῦ ἀνατολικοῦ τοίχου καὶ δεδομένης τῆς αὐτῆς τεχνοτροπίας, πιθανότερη εἶναι κοινὴ χρο-
νολόγηση τῶν τριῶν διακοσμημένων τοίχων. Ὅλων αὐτῶν τῶν τοιχογραφιῶν ἔχουν ἀποπλυθεῖ σὲ
σημαντικὸ βαθμὸ τὰ χρώματα, δυσχεραίνοντας τὴ χρονολόγηση.
390 Demetrios D. Triantaphyllopoulos

Εἰκ. 12: Ἀνατ. τοῖχος, νότια εἴσοδος πρὸς ναό: Ἅγ.


Ἰωάννης ὁ διὰ Χριστὸν σαλός. (Πηγή: Ἀρχεῖο Ἰ. Ἀ. Ἠλιάδη).

3 Ὁ νάρθηκας ὡς refrigerium
Χῶρος θεραπευτικῶν ἐγκοιμήσεων ὁ νάρθηκας, γιατὶ διακοσμήθηκε μ’ ἕνα τέτοιο
πρόγραμμα; Ἔχουν ἤδη σημειωθεῖ ἀπὸ μελετητὲς οἱ δύο βασικοὶ ἄξονες.26 Ἀπὸ τὴ
μία ὁ θεραπευτικὸς μὲ τὶς θαυματουργικὲς ἰάσεις, ποὺ ἐπιλέγονται ἀπὸ αὐτὲς ποὺ
προϋποθέτουν τὴ χρήση (ἁγιαστικοῦ) ὕδατος, ὅπως ἐκεῖνες ποὺ ἐκτυλίσσονται στὶς
Κυριακὲς τοῦ Πεντηκοσταρίου· τὴν ἁλυσίδα τοῦ ζῶντος ὕδατος ἐνισχύει ἡ σκηνὴ μὲ
τὴ Σαμαρείτιδα, ἀπὸ τὸν ἴδιο κύκλο, ὅπως καὶ ὁ Γάμος ἐν Κανᾷ.27 Οἱ θαυματουργικὲς
ἰάσεις ἐξυπακούουν μία ἀναγέννηση, βάπτιση τοῦ ἰωμένου δι’ ὕδατος καὶ πνεύματος.
Πράγματι, γίνεται μνεία στὶς σχετικὲς εὐαγγελικὲς περικοπὲς γιὰ κολυμβήθρα καὶ

26 Παπαγεωργίου 2007, ὅ.π.· Στυλιανοῦ καὶ Στυλιανοῦ 1996· Emmanuel 1999, 248.
27 Πρβλ. Πεντηκοστάριον 19843, 70 ἑξ. (Κυριακὴ τοῦ Παραλύτου), 102 ἑξ. (Κυριακὴ τῆς Σαμαρείτι-
δος), 128 ἑξ. (Κυριακὴ τοῦ Τυφλοῦ)· στὸν κύκλο δὲν ἐμπίπτει ἡ ἴαση τοῦ ὑδρωπικοῦ (Λουκ. 14, 1–
14), ἀλλὰ εἶναι φανερὴ ἡ σχέση μὲ τὸ ὕδωρ. Οἱ τρεῖς πρῶτες σκηνὲς βασίζονται στὸ κατὰ Ἰωάννην
εὐαγγέλιο, ποὺ ἡ ἀνάγνωσή του ἀρχίζει ἀπὸ τὴν Κυριακὴ τοῦ Πάσχα καὶ διήκει καθ’ ὅλη τὴν περίοδο
τοῦ Πεντηκοσταρίου· ἰωάννεια εἶναι καὶ ἡ διήγηση γιὰ τὸ θαῦμα τῆς Κανᾶ (Ἰωάν. 2, 1–11).
Μεταξὺ Βασιλεύουσας, Φράγκων καὶ Γαληνοτάτης 391

ἀναγέννηση· ἡ ἴδια, ἄλλωστε, ἡ Πεντηκοστὴ ἀποτελοῦσε τὴν τρίτη μεγάλη ἑορτὴ


κατὰ τὴν ὁποία ἐβαπτίζοντο οἱ κατηχούμενοι.28 Ὁ δεύτερος ἄξονας εἶναι ἐκεῖνος τῶν
ἀναστάσιμων σκηνῶν, ποὺ ἐδῶ ἀντιστοιχοῦν στὰ πέντε τελευταῖα, ἰωάννεια ἑωθινὰ
εὐαγγέλια.29 Ὁ νεκρικὸς χαρακτήρας τῶν ναρθήκων γενικὰ τονίζεται ἀπὸ σκηνές,
ποὺ διατρανώνουν τὴν πίστη τῶν κεκοιμημένων στὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν.30 Ἐδῶ
ὁ ζωγράφος συνδυάζει νεκραναστάσιμη μὲ θαυματουργικὴ-θεραπευτικὴ εἰκονογρα-
φία, μὲ κοινὸ ὑπόβαθρο τὴν πίστη: μέσῳ αὐτῆς ἐπιτυγχάνεται ἡ θαυματουργικὴ
ἴαση,31 ἡ λύτρωση ἀπὸ τὸν θάνατο μέσῳ τῆς Ἀναστάσεως.
Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ζωγράφος ἐπιλέγει παραστάσεις τοῦ Πεντηκοσταρίου (εἰκ. 5,
6), ὅπου μὲ ἔμφαση δηλώνεται ἡ ἰαματικὴ-ἐξαγιαστικὴ-βαπτισματικὴ δύναμη τοῦ
ὕδατος,32 ὁδηγεῖ σ᾽ ἕνα ἄλλο φαινόμενο στὴν κυπριακή εἰκονογραφία. Πρόκειται γιὰ
τὴν ἀπόδοση τῶν ἀντιστοίχων “Κυριακῶν ὕδατος” τοῦ Πεντηκοσταρίου στὴ μνη-
μειακὴ ζωγραφική τῆς Βενετοκρατίας (16ος αἰ.)33 ἢ μεμονωμένων σκηνῶν σὲ φορη-

28 Πρβλ. Θ. Λειτουργία τῆς ἡμέρας, ὅπου ἀντὶ Τρισαγίου ψάλλεται τὸ Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθη-
τε· τὸ αὐτὸ ἐπαναλαμβάνεται καὶ τὴ Δευτέρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος/“Κατακλυσμοῦ”: Παπαγιάννης
2006, 691, 692. Γιὰ τὴ θεραπεία ὡς βάπτισμα πρβλ. καὶ τὸ συναξάριο τῆς Κυριακῆς τοῦ Τυφλοῦ
(Πεντηκοστάριον 19843, 137). Πρβλ. ἐπίσης γιὰ τὴ σχέση Πεντηκοστῆς καὶ βαπτίσματος Φίλιας 2006,
Α΄: 332, 413 ἑξ., 433, 455. Τὸν Πανοσιολογιώτατο Ἀρχιμανδρίτη Δρα Γρηγόριο Ἰωαννίδη, καθηγητὴ
Θεολογικῆς Σχολῆς Ἐκκλησίας Κύπρου, εὐχαριστῶ θερμὰ γιὰ ὁρισμένες διευκρινίσεις.
29 Ἑωθινὸ εὐαγγέλιο ζ΄: Ἰωάν. 20, 1–10· η΄: 20, 11–18· θ΄: 20, 19–31· ι΄: 21, 1–14· ια΄: 14–25. Πρβλ.
Stylianou and Stylianou 19972[3], 307 ἑξ. Δὲν ἐντάσσεται ἐδῶ ἡ σκηνὴ τοῦ Πορευθέντες ἀπὸ τὸ α΄
ἑωθινό: Ματθ. 28, 16–20, εἶναι ὅμως ἐνδεικτικὸ ὅτι καὶ στὴν περικοπὴ αὐτὴ ὁ Χριστὸς παροτρύνει
τοὺς Ἀποστόλους στὸ βάπτισμα τῶν ἐθνικῶν, ὅπως συνέβη τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς (Πράξεις
Ἀποστόλων 2, 37–41).
30 Γιὰ τὸν ποικίλο λειτουργικὸ χαρακτήρα τῶν ναρθήκων καὶ τὸ εἰκονογραφικό τους πρόγραμμα
βλ. “Narthex”, ODB 2: 1438–1439· “Narthex”, RbK 6: στ. 872–879.
31 Σχεδὸν σὲ κάθε θαυματουργικὴ ἐπέμβαση τοῦ Χριστοῦ προηγεῖται, κατὰ τὶς εὐαγγελικὲς περικο-
πές, ὁμολογία πίστης τοῦ πάσχοντος ἢ τῶν οἰκείων του.
32 Ἡ Πεντηκοστὴ ἦταν ἡ τρίτη μεγάλη ἑορτὴ γιὰ τὸ βάπτισμα τῶν νεοφωτίστων μετὰ τὰ Φῶτα
καὶ τὸ Μέγα Σάββατο, ὅπως βεβαιώνει τὸ Τυπικὸν τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας: Mateos 1963, II: 136–138·
πρβλ. “Πεντηκοστή”, Θρησκευτικὴ καὶ Ἠθικὴ Ἐγκυκλοπαιδεία 10: στ. 288, 290· “Ἑορτές”, Μεγάλη
Ορθόδοξη ΧριστιανικήΕγκυκλοπαίδεια 7: 197.
33 Σὲ ἀρκετὰ κυπριακὰ μνημεῖα τῆς ἐποχῆς παρουσιάζονται, συχνὰ μὲ ἐκπλήσσουσα ὁμοιότητα, οἱ
παραστάσεις τοῦ Παραλύτου, τοῦ Τυφλοῦ καὶ τῆς Σαμαρείτιδας, π.χ. Ἅγ. Γεώργιος Ἐπισκοπῆς Λεμε-
σοῦ, τέλη 15ου αἰ. (Σαμαρείτιδα καὶ θαυμαστὴ ἁλιεία)· Ἅγιος Μάμας Λουβαρᾶ, 1495· Ἁγία Χριστίνα
Ἀσκᾶ, 1518· Παναγία στὸ Κούρδαλι, πρώιμος 16ος αἰ.: Στυλιανοῦ καὶ Στυλιανοῦ 1996· Stylianou and
Stylianou 19972[3]· Hλιάδης 2008, a.l. Παρόμοιες catenae θαυμάτων Κυριακῶν τοῦ Πεντηκοσταρίου
ἤδη στὴ βυζαντινὴ ἐποχή, λ.χ. στὶς τοιχογραφίες τῆς Μονῆς Πάτμου (τέλη 12ου αἰ.): Ὀρλάνδος 1970,
143–149, πίν. 8–9, 32–34· Μουρίκη 1987–1988, 231 ἑξ., εἰκ. 36–38, ἤ στὴν Ὁδηγήτρια τοῦ Μυστρᾶ
(14ος αἰ.): Ἐτζέογλου 2013, 79 ἑξ., 102 ἑξ., 149 ἑξ. Στὴν Πάτμο πάλι, ἴσως ὄχι τυχαῖα (πρβλ. τὸ ἐκεῖ
δρώμενο τοῦ Νιπτῆρος), διασώθηκε καὶ ἀμφίγραπτο τρίπτυχο (περ. 1580–1600) τοῦ Γεωργίου Κλό-
ντζα μὲ τέσσερις σκηνὲς τοῦ Πεντηκοσταρίου: Χατζηδάκης 1977, 107–108 ἀρ. 62, πίν. 117. Παραπλή-
σια περίπτωση θαυμάτων σὲ δύο ἀμφιπρόσωπες εἰκόνες τοῦ 16ου αἰ.: Εἰκόνες Μονῆς Παντοκράτο-
ρος 1998, 123 καὶ εἰκ. 63–66 (ὁ μελετητὴς δὲν ἀντελήφθη τὸ νόημα καὶ παρενόησε τὴν παράσταση
τῆς Μεσοπεντηκοστῆς). Γιὰ τὸ Πεντηκοστάριο στὴν τέχνη πρβλ. Βιταλιώτης 2003.
392 Demetrios D. Triantaphyllopoulos

τὲς εἰκόνες.34 Τὸ γεγονὸς συνδέεται προφανῶς μὲ τὴν ἰδιαίτερη ἔμφαση στὸν ἑορτα-
σμὸ τοῦ τριημέρου τῆς Πεντηκοστῆς, ἰδιαίτερα τὴ Δευτέρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,
ὅταν οἱ κάτοικοι σπεύδουν ὁμαδικὰ στὴ θάλασσα, στὸν Ἅη-Γιαλό, γιὰ νὰ ἑορτάσουν
τὸν Κατακλυσμὸ μὲ ὁμαδικὲς ἐκδηλώσεις.35
Προκύπτει ὅτι ὁ ἐν λόγῳ νάρθηκας διασώζει στὴν Κύπρο τὴν παλαιότερη σειρά
σκηνῶν Πεντηκοσταρίου· ἡ καταγωγή τοῦ προγράμματος αὐτοῦ προφανῶς εἶναι
ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη. Ἂν ἀνάλογα παλαιὸ εἶναι καὶ τὸ ἔθιμο τοῦ Κατακλυσμοῦ
δὲν γνωρίζουμε, ἀλλὰ θὰ μποροῦσε νὰ θεωρηθεῖ εὔλογο.
Ἀνάλογη παρατήρηση μποροῦμε νὰ κάνουμε γιὰ τὶς ἀναστάσιμες σκηνὲς ἀπὸ τὰ
ἰωάννεια ἑωθινὰ εὐαγγέλια (εἰκ. 5, 7, 8). Γενικότερα, παρατηρεῖται ὅτι γύρω στὰ
μέσα τοῦ 15ου αἰ. ἢ λίγο ἀργότερα εἰσάγεται αὐτὴ ἡ εἰκονογραφία στὴ μνημειακὴ
ζωγραφικὴ στὴν Κύπρο.36 Θὰ μποροῦσε νὰ ὑποτεθεῖ ὅτι καὶ αὐτὴ εἰσάγεται ἀπὸ τὸν
κωνσταντινουπολίτη ζωγράφο, ἐὰν ἦταν ἀκριβῶς γνωστὸ τὸ ἔτος ἔλευσής του στὴν
Κύπρο καὶ ἂν ὅλα τὰ μνημεῖα ἦσαν ἀκριβέστερα χρονολογημένα· ὅπως καὶ ἂν ἔχει
τὸ πράγμα, παλαιότερα παραδείγματα δὲν εἶναι γνωστά. Ἄλλωστε, στὰ μέσα τοῦ
15ου αἰ. (1442–1458) ζεῖ στὴν Κύπρο ἡ Ἑλένη Παλαιολογίνα ἀπὸ τὸν Μυστρᾶ, σύζυ-
γος τοῦ Ἰωάννου Β΄ Λουζινιάν,37 ἀφήνοντας εὐδιάκριτο ἀποτύπωμα καὶ στὴν τέχνη
τοῦ νησιοῦ ἀπὸ τὴν παράδοση τοῦ Μυστρᾶ, ἀδελφῆς πόλης μὲ τὴ Βασιλεύουσα.38
Μία τρίτη διαπίστωση εἶναι ὅτι ὁ ζωγράφος στὴν ἐπιλογὴ τῶν σκηνῶν ἔχει πρὸ
ὀφθαλμῶν εὐαγγελιστάριο μὲ τὰ ἑωθινὰ εὐαγγγέλια, ὅπως πιστοποιοῦν οἱ ὀρθογρα-
φημένες ἐπιγραφές.
Ἀπὸ τὶς λοιπὲς παραστάσεις στὸν ἀνατολικὸ τοῖχο ἀξιομνημόνευτη εἶναι ἡ ἐκτε-
νὴς σύνθεση τῆς Δευτέρας Παρουσίας (εἰκ. 10), τόσο γιὰ τὶς μορφὲς στοὺς ὁμίλους
τοῦ Παραδείσου καὶ τῶν τιμωριῶν τῆς Κόλασης, ὅπου οἱ ἐνδυματολογικὲς διαφορὲς

34 Λ.χ. εἰκόνα τοῦ ἀρχιμανδρίτη Φιλοθέου τῆς ζωγραφικῆς σχολῆς τῆς μονῆς Ἁγ. Ἡρακλειδίου,
ἔτους 1783, στὸν ναὸ Ἁγίων Κυπριανοῦ καὶ Ἰουστίνης στὸ Μένικο: Ἱερὰ Μητρόπολις Μόρφου 2000,
370–371, ἀρ. 62.
35 Περὶ Κατακλυσμοῦ: Χατζηϊωάννου (1962) 1990· Παπαχαραλάμπους 1965, 191–192· Paraskévopou-
lou 1978, 68–78· Kyrris 1985· “Κατακλυσμός”, Mεγάλη Κυπριακὴ Ἐγκυκλοπαίδεια 6: 339–341, κ.ἄ. Ὡς
παράλληλο τοῦ κυπριακοῦ Κατακλυσμοῦ πρβλ. τὸ πανελλήνιο ἔθιμο τῶν “σαράντα κυμάτων” κατὰ
τὴν Ἀνάληψη· βλ. γιὰ Ἀνάληψη καὶ Πεντηκοστὴ σὲ σχέση μὲ τὸ ζῶν ὕδωρ στὴ λαϊκὴ λατρεία Λουκά-
τος 19924, 264–265· ἐπίσης τὴ σπάνια σκηνὴ τῶν “σαράντα κυμάτων” σὲ εἰκόνα τοῦ 1660 τοῦ Γεωρ-
γίου Σκορδίλη: Βαραλής 1989–1990.
36 Παραδείγματα: Λετύμπου, Ἅγιοι Κήρυκος καὶ Ἰουλίττα (μέσα 15ου αἰ.)· Ἔμπα, Παναγία Χρυσελε-
οῦσα (ἀρχὲς 16ου αἰ.)· Παλαιχώρι, Χρυσοπαντάνασσα (α΄ ἥμισυ 16ου αἰ.)· Πόλις Χρυσοχοῦς, Ἅγ. Ἀν-
δρόνικος (16ος αἰ.)· Ἀσκάς, Πρόδρομος, β΄ φάση ζωγραφικῆς (1560): βλ. Στυλιανοῦ καὶ Στυλιανοῦ
1996· Stylianou and Stylianou 19972[3]· Hλιάδης 2008, a.l. Πιθανὸν τοῦτο νὰ εἶναι συμπτωματικό
(argumentum e silentio), ὅπως φανερώνει τὸ ἐπιστύλιο στὸν Καλοπαναγιώτη (14ος αἰ.) μὲ τὶς πέντε
σκηνὲς ἑωθινῶν (Παπαγεωργίου 1991, 88–89, εἰκ. 55α).
37 Παπαδόπουλλος 1995, 177 ἑξ.
38 Πρβλ. Emmanuel 1999, 250. Ἐνδιαφέρον θὰ εἶχε ἐνδελεχὴς σύγκριση τῶν ὑστεροβυζαντινῶν
εἰκονογραφικῶν προγραμμάτων τῆς Κύπρου μὲ ἐκεῖνα τοῦ Μυστρᾶ.
Μεταξὺ Βασιλεύουσας, Φράγκων καὶ Γαληνοτάτης 393

ἐπιτρέπουν θρησκευτικὲς καὶ φυλετικὲς διαφοροποιήσεις,39 ὅσο καὶ γιὰ τὶς προσω-
πογραφίες τῶν τεσσάρων μελῶν τῆς οἰκογένειας τῶν δωρητῶν.
Ἡ συνοδευτικὴ ἐπιγραφὴ τῶν τελευταίων αὐτῶν (κεφ. 2· εἰκ. 11) ἐγείρει ἑρμηνευ-
τικὰ ζητήματα. Ἐνῶ παλαιότερα ἔβλεπαν ἐδῶ μία οἰκογένεια μὲ Ρωμαιοκαθολικοὺς
ἱερωμένους, στοὺς ὁποίους θὰ εἶχε περιέλθει ἡ μονή,40 νεώτεροι πιστεύουν ὅτι πρό-
κειται γιά Ὀρθοδόξους: ὁ ὅρος “Καθολικὴ Ἐκκλησία” ἐκλαμβάνεται ὡς τὸ καθολικὸ
τῆς μονῆς ἢ ἡ κύρια ἐκκλησία τοῦ πλησιόχωρου χωριοῦ Καλοπαναγιώτης.41 Σημειώ-
νουμε ἐπιπλέον ὅτι ἡ παπαλήθρα, χαρακτηριστικὸ παλαιόθεν τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λου-
κᾶ, δὲν μπορεῖ ν’ ἀποτελεῖ ἀσφαλές, ἀποκλειστικὸ κριτήριο γιὰ τὴ διάκριση Ὀρθοδό-
ξων-Ρωμαιοκαθολικῶν.42 Ἡ ἔρευνα ἔχει ἀποδείξει ἀφετέρου ὡς ἐπισφαλὴ τὴν
παλαιότερη θεωρία, ὅτι τὸ συνορεῦον μὲ τὸν νάρθηκα, κακῶς ἀποκαλούμενο “Λατινι-
κὸ Παρεκκλήσιο”, μαρτυρεῖ ἀποκλειστικὴ χρήση τοῦ μνημείου ἀπὸ Ρωμαιοκαθολι-
κούς.43 Ἀπὸ τὴν ἄλλη, δὲν θὰ μποροῦσε ν’ ἀποκλειστεῖ ἡ παρουσία ἑτεροδόξων, ποὺ
ἔρχονται νὰ ἐκλιπαρήσουν γιὰ βοήθεια ἢ ἴαση τὸν Λαμπαδιστή – σημειωτέον ὅτι καὶ
αὐτὸς παρουσιάζεται συνήθως μὲ παπαλήθρα!44 Μπορεῖ ν’ ἀποδεχθεῖ κανεὶς ὡς φυσιο-
λογικὴ τέτοιου εἴδους “συνύπαρξη” χωρὶς νὰ προσφεύγει στὰ ἰδεολογήματα τῆς μετα-
νεωτερικῆς πολυπολιτισμικότητας γιὰ ἀδιατάρακτη, εἰρηνικὴ συνύπαρξη Ὀρθοδόξων
και ἑτεροδόξων.45 Ἡ παρουσία ἑτεροδόξων, ὅπως τὴ βλέπουμε καὶ στὶς ὑπόλοιπες
λεπτομέρειες τῆς ὅλης σκηνῆς, δὲν ἀναιρεῖ τὸν ὀρθόδοξο χαρακτήρα τοῦ διακόσμου.
Τὸν θεατὴ τοῦ νάρθηκα ἐντυπωσιάζει ἡ σκηνὴ τῶν Τριῶν Παίδων ἐν καμίνῳ
(εἰκ. 2, 4), τόσο μὲ τὸ μέγεθός της – καταλαμβάνει σχεδὸν τὸ ἥμισυ τοῦ νότιου τοί-
χου –, ὅσο καὶ μὲ τὴν ἐνάργειά της. Αὐτὸ καθαυτὸ τὸ θέμα δὲν εἶναι νέο, ἤδη ἀπὸ
τὴν πρωτοχριστιανικὴ ἐποχὴ τῶν κατακομβῶν ἐμφανίζεται μὲ τὴν πολύσημη σημα-
σία του.46 Ἰδιαίτερα συχνὴ εἶναι ἡ παρουσία του στὸν χῶρο τοῦ Ἱ. Βήματος σ’ εὐχαρι-
στιακὸ περιβάλλον· στὸν χῶρο τοῦ ἐδῶ νάρθηκα ἐντάσσεται στὴν ἀναστάσιμη ἀτμό-
σφαιρα, τὴν κατανίκηση τοῦ θανάτου.47

39 Πρβλ. ἀντίστοιχα στὸ “Λατινικὸ Παρεκκλήσιο”: Ηλιάδης 2008, σποραδικά, ἰδιαίτερα Α΄: 150 ἑξ.,
154 ἑξ., 156 ἑξ.
40 Stylianou and Stylianou 19972[3], 307· Στυλιανοῦ καὶ Στυλιανοῦ 1996, 1322. Σημειωτέον ὅτι καὶ
οἱ ἴδιοι διερωτῶνται, γιατὶ νὰ κληθεῖ ζωγράφος ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ τὴ διακόσμηση ἑνός
μὴ ὀρθόδοξου, ὑποτίθεται, εἰκονογραφικοῦ προγράμματος.
41 Παπαγεωργίου 2007, 37 ἑξ.
42 Πρβλ. Δημητροκάλλης 1986, 331 , 378 , 772 · Emmanuel 1999, 25057.
43 Ἠλιάδης 2008.
44 Βλέπε λ.χ. Ἱερὰ Μητρόπολις Μόρφου 2000, ἀρ. 92· Mitsani 2010· Ηλιάδης 2017, εἰκ. 58, 59, κλπ.
45 Τριανταφυλλόπουλος 2016· πρβλ. ὁ ἴδιος, 2012b.
46 Γενικὰ γιὰ τὸ θέμα “Juden Drei”, RbK 3: 668–676· “Three Hebrews”, ODB 3: 2081. Τὰ γνωστὰ
κυπριακὰ παραδείγματα δὲν χρονολογοῦνται πρὶν τὰ μέσα τοῦ 15ου αἰ. (Κούκλια, “Παλαιὰ Ἐγκλεί-
στρα”, terminus post 1428· Χούλου, Παντάνασσα, β΄ ἥμισυ 15ου αἰ· Παλαιχώρι, Σωτήρ, 16ος αἰ· Σω-
τήρα, Ἅγ. Μάμας, 16ος αἰ.· Γαλαταριά, Ἅγ. Νικόλαος [στὸ Ἱ. Βῆμα], 16ος αἰ.: βλ. Στυλιανοῦ καὶ Στυ-
λιανοῦ 1996· Stylianou and Stylianou 19972[3]· Ηλιάδης 2008, a.l. Ἐνδέχεται καὶ ἐδῶ ἡ παράσταση
στὸν νάρθηκά μας νὰ ἔπαιξε ρόλο ὑποδείγματος.
47 Πρβλ. τὴν ἀναφορὰ τῆς περικοπῆς καὶ τὴν ψαλμώδηση τῆς Ὠδῆς τῶν Τριῶν Παίδων στὸν ἑσπε-
ρινὸ τοῦ Μεγάλου Σαββάτου: Τριῴδιον κατανυκτικὸν 1960, 440–442.
394 Demetrios D. Triantaphyllopoulos

Παραδόξως, οἱ μελετητὲς δὲν ἔχουν ἐπισημάνει τὸν ἰδιάζοντα ἐδῶ τονισμὸ τοῦ
θέματος, μάλιστα σὲ ἄμεση συνάφεια μὲ τὴ διπλανή του κτιτορικὴ ἐπιγραφή, ποὺ
ἀναφέρεται στὴν προέλευση τοῦ ζωγράφου. Ὅπως εἶναι γνωστό, ἡ παρούσα σκηνὴ
εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ μαρτυρούμενα παραδείγματα λειτουργικοῦ δρωμένου στὴ Βασι-
λεύουσα, τὴ Θεσσαλονίκη, τὴ Ρωσία κατὰ τοὺς ὄψιμους ὑστεροβυζαντινοὺς χρό-
νους48 – μάλιστα στὴ Ρωσία διασώθηκε καὶ μία «κάμινος».49 Θεωροῦμε εὔλογο ὅτι
ὁ ζωγράφος διασώζει ἐδῶ τὴν ἀνάμνηση τοῦ δρωμένου, ἄν ὄχι καὶ μία βυζαντινὴ
“κάμινο”.50 Ἡ σημασία τῆς παράστασης αὐξάνεται, ἂν ἀναλογισθοῦμε ὅτι μόνη ἡ
Κύπρος ἀπ’ ὅλον τὸν ὀρθόδοξο κόσμο διασώζει ἀπὸ τὴ μεσαιωνικὴ περίοδο τὰ λε-
γόμενα “Κυπριακὰ Πάθη”,51 ἕνα πλῆρες θεατρικὸ Μυστήριο κατὰ τὰ ἀνάλογα δυτι-

48 Velimirović 1962· πρβλ. “Τhree Hebrews”, ὅ.π.· Kαλοκύρης 2003, 29. Στὶς σχετικὲς μαρτυρίες
ἀσκεῖ ὑπερκριτικὴ ὁ Ποῦχνερ (2000 καὶ σὲ πολλὰ ἄλλα γραπτά του –πρβλ. <https://el.wikipedia.org/
wiki/Βάλτερ_Πούχνερ#Έργα> [τελευταία πρόσβαση: 19 Φεβρουαρίου 2018]), ὅπου ἀντιμετωπίζει ἀρ-
νητικὰ τὸ ἐνδεχόμενο ὕπαρξης θρησκευτικοῦ θεάτρου/«μυστηρίου» στὸ Βυζάντιο· ὁμοίως ὁ Βιβιλά-
κης (2003· 2004). Λιγότερο ἀπόλυτη, σχεδὸν καταφατικὴ εἶναι ἡ Mullett (2010, 227–229). Ἀναπαρά-
σταση εἶχε παρουσιάσει ὁ ἀείμνηστος Ἄρχων Πρωτοψάλτης τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατιαρχείου
Λυκοῦργος Ἀγγελόπουλος σὲ συνεργασία μὲ τὸν ἀείμνηστο μουσικοσυνθέτη Μιχάλη Ἀδάμη στὴν
Ἁγία Εἰρήνη Ἀθηνῶν (πρβλ. συνοπτικὴ παρουσίαση τὸ ἔτος 2010: <https://www.youtube.com/
watch?v=B6Cwx5URc7Y> [τελευταία πρόσβαση: 19 Φεβρουαρίου 2018). Κατὰ τόν Ἀδάμη, ἡ ἀρχὴ αὐ-
τοῦ τοῦ λειτουργικοῦ δράματος στὸ Βυζάντιο ἀνάγεται στὸν 11ο/12ο αἰώνα, δηλαδὴ ὅταν ἡ Κύπρος
ἔχει ἐπανενταχθεῖ ὀργανικὰ στὴν αὐτοκρατορία.
49 Velimirović 1962, ὅ.π. Σὲ παρόμοιο κλίμα βλ. εἰκόνα τοῦ 15ου αἰ. τῆς Σχολῆς Novgorod: McKenzie
1988, ἀρ. 41. Ἀπὸ τὴν ἴδια παράδοση ἐμπνεύστηκε τὴ σχετικὴ σκηνὴ ὁ Σεργκέϊ Ἀϊζενστάϊν στὸ φίλμ
Ἰβὰν ὁ Τρομερός (1945–46).
50 Ἄλλες ἀξιοσημείωτες παραστάσεις καμίνου: α) Τοιχογραφία στὸν ΝΔ πεσσὸ τῆς στοᾶς στὴ Μονὴ
Βλατάδων Θεσ/νίκης, 1360–1380: Μαυροπούλου-Τσιούμη 19982, 34, εἰκ. 24. Ὑπενθυμίζεται, ὅτι τὸν
ἑπόμενο αἰώνα ὁ ἅγ. Συμεὼν Θεσσαλονίκης σχολιάζει ἀρνητικὰ τὶς παραστάσεις τοῦ δρωμένου αὐ-
τοῦ. β) Τοιχογραφία Καθολικοῦ Μ. Βατοπεδίου, 1312, ἡ μόνη ἀπὸ τὴν Π. Διαθήκη: Ἱερὰ Μεγίστη
Μονὴ Βατοπαιδίου 1996, Α΄: 251–252, εἰκ. 215 (Εὐθ. Τσιγαρίδας). γ) Εἰκόνα 15ου/16ου αἰ. ἰδιωτικῆς
συλλογῆς: Έκθεση Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας 1984, 31–32 ἀρ. 18: τοποθετεῖται σὲ ἐργα-
στήριο τῆς ἠπειρωτικῆς Ἑλλάδας, ἐνδεχομένως, ὑποθέτουμε, τῆς ἴδιας τῆς Θεσσαλονίκης, ὅπου
συγκλίνουν οἱ μαρτυρίες γιὰ θεατρικὸ δρώμενο τὸν 15ο αἰ. δ) Τοιχογραφία ἀρχῶν 16ου αἰ. στὸν ναὸ
Μεταμορφώσεως Σωτῆρος Παλαιχωρίου Κύπρου: Ηλιάδης 2009, εἰκ. 14. ε) Συχνὴ σὲ μεταβυζαντινὲς
εἰκόνες τέμπλων στὴ Σίφνο: Ἀλιπράντης 1979, σποραδικά. Πιθανότατα στὸ Αἰγαῖο πρόκειται γιὰ με-
ταγενέστερη ἐπίδραση τοῦ ὁμώνυμου θεατρικοῦ ἔργου τοῦ Ὀρθοδόξου Χίου κληρικοῦ Γρηγορίου
Κονταράτου, 17ος/18ος αἰ., ἢ γιὰ ἀντίστοιχα, ἀταύτιστα μέχρι σήμερα θεατρικὰ ἔργα τῶν Ἰησουϊτῶν
ποὺ ἐπαίζοντο γιὰ προπαγανδιστικοὺς λόγους στὰ λατινοκρατούμενα νησιά· γιὰ τὸν Κονταράτο βλ.
Μανούσακας καὶ Ποῦχνερ 2000, 35–36, 42–43, κείμενο στὶς σσ. 203–251.
51 Τὸ μοναδικὸ χειρόγραφο ποὺ διασώζει τὸ κείμενό τους (Vat. Pal. gr. 367) ἀνάγεται στὸν 14ο αἰ.:
Constantinides καὶ Browning 1993, 153 (ἀρ. 31)· Beihammer 2007, 44. Tὸ κείμενο καὶ τὰ συναφῆ
προβλήματα στὸν Ποῦχνερ 2004 (πρβλ. ἀντίστοιχα: Puchner and Conomis 2006). Ἐδῶ καὶ σὲ ἄλλες
παρεμφερεῖς ἐργασίες του ὁ Ποῦχνερ διατυπώνει τὴν ἄποψη, ὅτι ἴσως τὸ κείμενο τῶν Παθῶν αὐτῶν
εἶναι ἐπηρεασμένο ἀπὸ τὶς σύγχρονές του τοιχογραφίες, χωρὶς συγκεκριμένα παραδείγματα. Κατὰ
τὴ γνώμη μας, τοῦτο προσκρούει στὰ μέχρι σήμερα γνωστά, ὅτι δηλαδὴ στὸ Βυζάντιο ἡ σχέση εἶναι
ἀντίστροφη, ἤτοι ἡ τέχνη ἐμπνέεται ἀπὸ κείμενα, ὅταν δὲν πρόκειται γιὰ Ἐκφράσεις! Οἱ σωζόμενες
παραστάσεις Παθῶν ἀπὸ τὴ μεσοβυζαντινὴ καὶ τὴν πρώιμη φραγκοκρατούμενη Κύπρο δὲν φαίνεται
Μεταξὺ Βασιλεύουσας, Φράγκων καὶ Γαληνοτάτης 395

κά,52 ὅπως καὶ ἄλλα θρησκευτικολαϊκὰ δρώμενα.53 Πιθανὸν δὲν εἶναι συμπτωματι-
κό, ὅτι στὴν Κύπρο ἐπίσης μαρτυρεῖται στὴ λαϊκὴ λατρεία προσκύνημα στὰ “Ἅγια
Παιθκιά”-Τρεῖς Παῖδες.54 Μεταφύτευσε, ἆραγε, ὁ ἄγνωστος Κωνσταντινουπολίτης
ζωγράφος μὲ τὴν ἐντυπωσιακή του σύνθεση μία οἱονεὶ θεατρικὴ πράξη ἀπὸ τὴ
Βασιλεύουσα στὸ νησί;
Ὁ νάρθηκας τῆς Μονῆς τοῦ Λαμπαδιστῆ μὲ τὸ σοφὰ ἐπιλεγμένο εἰκονογραφικὸ
πρόγραμμά του ἀποβλέπει στὴν ψυχοσωματικὴ ὑποβοήθηση τῶν ἐγκοιμωμένων
ἀσθενῶν μὲ πλῆθος εἰκόνων, ποὺ διεγείρουν τὴν πίστη στὴ θαυματουργικὴ-ἰαματικὴ
δύναμη τοῦ ἁγίου· ταυτόχρονα διασώζουν πολύτιμες πληροφορίες γιὰ εἰκονογραφι-
κὰ προγράμματα καὶ θρησκευτικὰ δρώμενα τῶν τελευταίων χρόνων τῆς βυζαντινῆς
Βασιλεύουσας.

4 Γηγενεῖς καὶ φερέοικοι στὴν Κύπρο


Ἕνας ἀνώνυμος, ἔπηλυς ζωγράφος ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπως δηλώνεται
στὴν ἐπιγραφή, ἔρχεται ἄγνωστο πότε ἀκριβῶς καὶ ζωγραφίζει τὸν κύριο νάρθηκα
στὴ μονὴ τοῦ Καλοπαναγιώτη. Γιὰ τὸ ἀχρονολόγητο σύνολο ἔχει ἐπικρατήσει ἡ κά-
πως μετέωρη ἄποψη, ὅτι ζωγραφήθηκε λίγο μετὰ τὴν Ἅλωση τοῦ 1453,55 ἀκριβέστε-
ρα μεταξὺ τῆς Ἅλωσης καὶ τοῦ 1474, ὅταν ὁ ἐκ Μαραθάσης Μηνᾶς τοιχογραφεῖ τὸν
ναὸ τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαὴλ στὸν Πεδουλά.56 Ὡστόσο ἡ ἔλλειψη μνημείων παρό-
μοιου ὕφους μὲ τὸν νάρθηκά μας καθιστᾶ δυσχερὴ τὴ χρονολόγηση.
Ὁ νάρθηκας ἀρχιτεκτονικὰ ἕπεται τῶν δύο ναῶν ποὺ καλύπτει καὶ ἡ τοιχογρά-
φησή του πρέπει νὰ χρονολογηθεῖ μὲ βάση καὶ τὶς τοιχογραφίες τοῦ κυρίως καθολι-
κοῦ ἢ νοτιότερου ναοῦ, τοῦ Ἁγίου Ἡρακλειδίου, μὲ τὸν ὁποῖο συνδέεται μέσῳ τοῦ
τοξωτοῦ ἀνοίγματος. Ἔτσι μετατίθεται τὸ πρόβλημα στὴν ἀκριβέστερη χρονολόγηση
τῆς γ΄ φάσης (ἴσως ἐπιζωγράφησης;) τῶν τοιχογραφιῶν τοῦ καθολικοῦ, γιὰ τὴν

νὰ συνηγοροῦν στὴν ἄποψή του, ἀλλ’ ἀπαιτεῖται λεπτομερέστερη ἐξέταση. Ἀναπαράσταση τῶν Κυ-
πριακῶν Παθῶν παρουσιάστηκε τὸ 2001 ἀπὸ τὸ «Ἀμφι-θέατρο» τοῦ Σπύρου Ἀ. Εὐαγγελάτου.
52 Γιὰ τὸ ζήτημα ὕπαρξης ἤ μὴ θεάτρου στὸ Βυζάντιο πρβλ. ὑποσ. 48.
53 Ἀναφέρονται συγκεκριμένα: α) Εἰσόδια Θεοτόκου, συντεθειμένα στὰ γαλλικὰ στὸ νησὶ ἀπὸ τὸν
περιώνυμο Philippe de Mezières, 14ος αἰ. (Puchner and Conomis 2006, ὅ.π.). β) Δρώμενο Λαζάρου στὸ
Κίτιο/Λάρνακα (Ποῦχνερ 2015b, 139 ἑξ.). γ) Δίκη τοῦ Ἰούδα στὴν Περιστερώνα (Ποῦχνερ 2015a, 221 ἑξ.).
54 Στὴν κατεχόμενη Σύγκραση Ἀμμοχώστου ὑπάρχει μονόκλιτο καμαροσκεπὲς ναΰδριο μὲ ὑπόγειο
ἁγίασμα τῶν Τριῶν Παίδων (μνήμη στὶς 17 Δεκ.): Christodoulou and Konstantinidis 1987, 1: 1198, 1633.
Ὁ Jeffery (1918) 1983, 241, παρερμηνεύει τὸ τοπωνύμιο. Γιὰ τὸ τοπωνύμιο πρβλ. Χατζησάββας 1991,
97, μὲ χάρτη τῆς περιοχῆς· Λυσάνδρου 1991, 28. Πληροφορίες παρέσχε καὶ ὁ φοιτητὴς τοῦ Πανεπ.
Κύπρου κ. Τιμόθεος Ζήνωνος, τὸν ὁποῖο εὐχαριστῶ. Σχέσεις τῆς Σύγκρασης μὲ τὴν Κωνσταντινούπο-
λη: Τριανταφυλλόπουλος (ὑπὸ ἐκτύπωση).
55 Πρβλ. μελέτες ὑποσ. 1 καὶ Emmanuel 1999, 249.
56 Ναὸς στὸν Πεδουλά: Στυλιανοῦ καὶ Στυλιανοῦ 1996, 1325–1328· Stylianou and Stylianou 19972[3],
331–343· Περδίκης 2015.
396 Demetrios D. Triantaphyllopoulos

ὁποία δὲν ὑπάρχει ὁμοφωνία: ἔχει τοποθετηθεῖ γύρω στὰ 1400,57 στὰ μέσα τοῦ
15ου αἰ. ἤ/καὶ μετὰ τὸ 1453,58 στὸ γ΄ τέταρτο τοῦ 15ου αἰ.,59 τέλος γύρω στὸ 1500.60
Ἂν εὐσταθοῦν οἱ ὑποθέσεις μας σχετικὰ μὲ τὴ μεταφορὰ κωνσταντινουπολίτικων
προγραμμάτων στὸν νάρθηκα (ἑωθινά[;], Πεντηκοστάριο, Τρεῖς Παῖδες), ἴσως μία
μετακίνηση πρὸς τὰ μέσα τοῦ αἰώνα, ἀκόμη καὶ πρὶν τὴν Ἅλωση, νὰ εἶναι πλησιέστε-
ρη πρὸς τὰ πράγματα, συνεπῶς ἡ γ΄ φάση τοῦ καθολικοῦ νὰ τοποθετηθεῖ ἐπίσης
ἐκεῖ γύρω ἤ στὸ α΄ ἥμισυ τοῦ 15ου αἰ. Γίνονται ἔτσι πιὸ κατανοητά, ὡς χρονικὰ
πλησιέστερα, τὰ δάνεια στὸν νάρθηκα ἀπὸ τὴ Μονὴ τῆς Χώρας στὴ Βασιλεύουσα
(1316–1321).61 Τέλος, οἱ παραστάσεις στὸν βόρειο τοῖχο τοῦ νάρθηκα ἔχουν θεωρηθεῖ
μεταγενέστερες, τοῦ 16ου αἰ.62
Ἡ προσωπικότητα τοῦ ζωγράφου παραμένει στὸ ἡμίφως. Τὸ “λαϊκὸ” ὕφος, μα-
κριὰ ἀπὸ τὸ κλασικίζον τῆς Κωνσταντινούπολης, φανερώνει τὴν ποικιλία καὶ ἀνάμει-
ξη τῶν τεχνοτροπιῶν στὴν πρωτεύουσα τῆς αὐτοκρατορίας.63 Ἡ παιδεία του φαίνε-
ται περιορισμένη, ἂν κρίνουμε ἀπὸ τὶς πολλὲς ἀνορθογραφίες στὶς συνοδευτικὲς
ἐπιγραφές, ὅταν δὲν ἀντιγράφει ἀπὸ τὰ ἱερὰ κείμενα, ὅπως εἴδαμε στὶς χριστολογι-
κὲς σκηνές. Ἐνδέχεται ν’ ἀκολούθησε τὸ κύμα τῶν προσφύγων μετὰ τὴν Ἅλωση,64
ὅπως συνέβη καὶ στὰ ἄλλα λατινοκρατούμενα μέρη, δίχως ὅμως ν’ ἀποκλείεται ἡ
παρουσία του ἐδῶ ἤδη πρὶν τὴν Ἅλωση.

5 Λατρεία, παιδεία καὶ πολιτισμός. Ἡ Κύπρος ὡς


ἐνδιάμεσος χῶρος
Ὅπως σὲ ὅλα τὰ ὀρθόδοξα μέρη ποὺ ὑποχρεώθηκαν νὰ συμβιώσουν γιὰ μεγάλο διά-
στημα μὲ ἀλλογενεῖς ἑτερόδοξους, ἀναπτύχθηκε καὶ στὴν Κύπρο ἕνας ἀμφιθαλὴς

57 Stylianou and Stylianou 19972[3], 298 ἑξ. Ἀντιρρήσεις γιὰ τόσο πρώιμη χρονολόγηση έξέφρασαν
oἱ Γαρίδης 2007, 58–60· Georgitsoyanni 1992, 139· Τριανταφυλλόπουλος 2001, 623.
58 Παπαγεωργίου 1974, 197· Στυλιανοῦ καὶ Στυλιανοῦ 1996, 1321 ἑξ.· Emmanuel 1999, 249.
59 Γκιολὲς 2003, 180.
60 Τριανταφυλλόπουλος 2001, 623.
61 Stylianou and Stylianou 19972[3], 309, 310. Τὸν 14ο αἰ. ἀναφέρεται παρουσία Κύπριου ζωγράφου
στὴν Κωνσταντινούπολη (Παπαγεωργίου 1996, 92). Ἡ Weyl Carr 2005, κεφ. XI, 344 ἑξ., μιλάει ἀόρι-
στα γιὰ ἰταλικὲς ἐπιδράσεις.
62 Παπαγεωργίου 2007, 39· Ηλιάδης 2008, 93· κατὰ τὴν ἄποψή μας, πρέπει νὰ εἶναι σύγχρονες μὲ
τὶς ὑπόλοιπες τοῦ νάρθηκα, βλ. ὑποσ. 25.
63 Γιὰ τὴ βυζαντινὴ ζωγραφικὴ τοῦ 15ου αἰ. βλ. Lazarev 1967, 353 ἑξ.· Rice 1968· Velmans 1977·
Cahiers balkaniques 1987, 1990. Γιὰ τὴν πρώιμη μετὰ τὴν Ἅλωση περίοδο καὶ τὴν παραγωγὴ θρη-
σκευτικῆς τέχνης στὴν Κων/πολη διδακτικὴ εἶναι ἡ ἐπιστημονικὴ ἀντιδικία μεταξὺ Δημητρίου Πάλ-
λα καὶ Μανόλη Χατζηδάκη σὲ σειρὰ δημοσιευμάτων· βλ. συνοπτικὰ Triantaphyllopulos 1985, 63–65,
καὶ 2014, 766–767. Tὸ ὑλικὸ αὐξάνεται σὺν τῷ χρόνῳ καὶ ἀπαιτεῖται ἀναψηλάφηση τῆς συζήτησης.
64 Βλ. σχετικὰ Κωνσταντινίδης 19972· πληροφορίες ἀπὸ τὰ γενουατικὰ ἀρχεῖα: Balletto 1992. Πρβλ.
Παπαγεωργίου 1991, 107.
Μεταξὺ Βασιλεύουσας, Φράγκων καὶ Γαληνοτάτης 397

πολιτισμὸς μὲ ἱκανὴ ὄσμωση (acculturation).65 Ἡ πίστη καὶ ἡ λατρεία τῶν Ὀρθοδό-


ξων παρέμειναν ἀρραγεῖς, ὄχι δίχως σημάδια ἀλληλεπίδρασης μὲ τούς ἑτερόδοξους
κατακτητές. Ἡ σύγχρονη ἔρευνα Ὀρθοδόξων μελετητῶν δείχνει τὸ μέγεθος τῆς ἐπί-
δρασης, ἀναγνωρίζει ὅμως ὡς σταθερὸ τὸ ὀρθόδοξο ὑπόβαθρό της καὶ κυρίαρχη τὴν
ἑλληνικὴ ταυτότητα.66 Ἡ παιδεία, κλάδος ποὺ τόσο διεφώτισαν οἱ ἐπίμοχθες καὶ
πολύχρονες ἔρευνες τοῦ τιμωμένου,67 στὸ μεικτὸ αὐτὸ περιβάλλον ὑφίσταται ἐπίσης
μεταβολές.68
Ἡ μονὴ τοῦ Λαμπαδιστοῦ εἶναι ἕνας καλὸς μέσος ὅρος γιὰ τὴν ἀμφιθαλότητα
ποὺ προκάλεσε ἡ συμβίωση. Ἤδη ὁ ζωγράφος τῆς γ΄ φάσης τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγ. Ἡρα-
κλειδίου, κοντὰ στὰ μέσα τοῦ 15ου αἰ., ἀρκετὰ συχνὰ προστρέχει στὴ δυτικὴ παράδο-
ση ἢ σὲ ἔργα ἀπὸ τὴ Συρία69 ἀλλὰ μὲ ὀρθόδοξο πνεῦμα. Πιθανὸν λίγα χρόνια ἀργότε-
ρα ὁ ζωγράφος τοῦ νάρθηκα, προερχόμενος ἀπὸ περιβάλλον ὅπου ἡ προσέγγιση
πρὸς τὴ Δύση ἀποτελοῦσε πολιτικὴ μέρους τοῦ πληθυσμοῦ,70 παρὰ τὴν ἁπλοϊκότητα
τοῦ ὕφους του στὶς περισσότερες παραστάσεις διαθέτει ἐπαρκὴ θεολογικὴ κατανόη-
ση καὶ μεταφέρει στὸ νησὶ ρεύματα καὶ πρακτικὲς τῆς Κωνσταντινούπολης.
Πολὺ αἰσθητότερη γίνεται ἡ συνύπαρξη ἰταλίζοντος ὕφους καὶ ὀρθόδοξου περιε-
χομένου στὸ “Λατινικὸ Παρεκκλήσιο”, ποὺ διακοσμήθηκε γύρω στὸ 1500. Χρησίμευε
ὡς χῶρος πρόσβασης τῶν χριστιανῶν, Ὀρθοδόξων ἢ Ρωμαιοκαθολικῶν, στὸν τάφο
τοῦ θαυματουργοῦ ἁγίου.71 Θὰ ἔλεγε κανεὶς ὅτι ἐδῶ συνοψίζονται τὰ ὅρια σύγκρα-
σης τῶν δύο κόσμων, ἑλληνορθόδοξου καὶ λατινοκαθολικοῦ.

***

Μὲ τὸν τιμώμενο μοιραστήκαμε χαρὲς καὶ ἀξίες καὶ πόθους στὴ διασταυρούμενη
σταδιοδρομία μας σὲ δύο ἄκρες τοῦ Ἑλληνισμοῦ, στὴν Ἤπειρο καὶ στὴ γενέτειρά
του Κύπρο.

Εἴθε νὰ χαροῦμε,
σύντομα,
ἐλεύθερη πατρίδα,
φίλε καλέ!

65 Παπαδόπουλλος 1995, 661· Asdracha 1994· Τριανταφυλλόπουλος 2010, 40–51.


66 Παπαδόπουλλος 1995 και 1996, σποραδικά· Ἐγγλεζάκης 1996, συχνάκις· Kyrris 1993· Παπαδό-
πουλλος 1984· Παπαδάκης καὶ Meyendorff 2003, 312 ἑξ., 320, 324· Πάρδος 2014· Τριανταφυλλόπου-
λος 2016, 379–381. Σύγχρονη σύνοψη γιὰ τὴν ἐποχὴ προσφέρει στὴ διατριβή του ὁ Kyriacou 2018.
67 Βλ. τὴν ἐργογραφία του στὸν παρόντα τόμο.
68 Παπαδόπουλλος 1996, 863 ἑξ.· Constantinides and Browning 1993, 3–18· A. Μαραγκού, Γ. Γεωρ-
γής κ.ἄ. 2007, 309–311· Grivaud 2009.
69 Βλ. βιβλιογραφία στὴν ὑποσ. 1.
70 Πάλλας 1965· 1987· Τριανταφυλλόπουλος 2000.
71 Ηλιάδης 2008.
398 Demetrios D. Triantaphyllopoulos

Ἐπισημείωση: Εἶχαν περατωθεῖ τὰ προτελευταῖα τυπογραφικὰ δοκίμια, ὅταν ἐκυκλοφόρησε (Μάρ-


τιος 2019) καὶ ἦλθε εἰς γνῶσιν μου τὸ ἄρθρο τοῦ φίλου καὶ συμπατριώτη συναδέλφου Νικόλαου
Γκιολέ, «Το εικονογραφικό πρόγραμμα του νάρθηκα του Καθολικού της μονής του Αγίου Ιωάννου
του Λαμπαδιστή στον Καλοπαναγιώτη», Κυπριακαὶ Σπουδαὶ ΟΗ΄-ΟΘ΄-1 (2016–2017) (= Ζείδωρος Ὑε-
τός. Τιμητικὸς τόμος στὸν Καθηγητὴ Δημήτριο Δ. Τριανταφυλλόπουλο ἐπὶ τῇ ἑβδομηκονταπενταετη-
ρίδι του), 183–205. Παρὰ τὴ διαφορετική ὀπτική, χαίρομαι ποὺ σὲ βασικὰ ζητήματα συνέπεσαν οἱ
ἀπόψεις μας.

Βιβλιογραφία
Ἀλιπράντης, Θεολόγος. 1979. Θησαυροὶ τῆς Σίφνου. Εἰκόνες τῶν ναῶν καὶ τῶν μονῶν. Ἀθήνα.
Asdracha, Catherine. 1994. «Cypriot Culture during the Lusignan Period: Acculturation and ways
of resistance». Σύμμεικτα 9A: 81–93.
Balletto, Laura. 1992. “L’isola di Cipro nell’anno della caduta di Constantinopoli”. Anuario de
estudios medievales 22: 205–231.
Beihammer, Αlexander. 2007. Griechische Briefe und Urkunden aus dem Zypern der
Kreuzfahrerzeit. Die Formularsammlung eines königlichen Sekretärs im Vaticanus Palatinus
Graecus 367 [Zyprisches Forschungszentrum. Quellen und Studien zur Geschichte Zyperns,
LVII]. Nicosia.
Belting, Hans. 1990. Bild und Kult: Eine Geschichte des Bildes vor dem Zeitalter der Kunst.
München: C. H. Beck.
Cahiers balkaniques. 1987. La peinture byzantine au XV e siècle, no 11.
Cahiers balkaniques. 1990. La peinture au XV e siècle dans les Balkans, no. 15.
Χατζηδάκης, Μανόλης. 1977. Εἰκόνες τῆς Πάτμου. Ἀθήνα: Ἐθνικὴ Τράπεζα τῆς Ἐλλάδος.
Χατζηϊωάννου, Κυριάκος. (1962) 1990. “Αἱ ἑορταὶ τοῦ Κατακλυσμοῦ ἐν Κύπρῳ καὶ ἡ καταγωγή
των”. Λαογραφία 20: 3–10 [Ἀνατύπωση εἰς Τὰ ἐν διασπορᾷ, Α΄: 165–171. Λευκωσία].
Χατζησάββας, Σοφοκλής. 1991. Καταβολές. Ἡ ἀρχαιολογικὴ ἐπισκόπηση 20 κατεχομένων σήμερα
χωριῶν τῆς Ἐπαρχίας Ἀμμοχώστου. Λευκωσία.
Christodoulou, Menelaos and Konstantinos Konstantinidis. 1987. A complete gazetteer of Cyprus,
vol. 1. Nicosia: Cyprus Permanent Committee for the Standardization of Geographical Names.
Constantinides, Costas N. and Robert Browning. 1993. Dated Greek manuscripts from Cyprus to
the year 1570 [DOS, 30 & Texts and Studies of the History of Cyprus, 18]. Washington, D.C./
Nicosia: Dumbarton Oaks Research Library and Collection/Cyprus Research Centre.
Κωνσταντινίδης, Κώστας Ν. 19972. “Πρόσφυγες ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη στὴν Κύπρο μετὰ τὴν
Ἅλωση”. Εἰς Ἡ Ἅλωση τῆς Πόλης, ἐπιμέλεια Εὐάγγελος Χρυσός, 135–141. Ἀθήνα.
de Chôlet, D. 1984. “Fresques du Jugement dernier dans l’église de Saint-Héraclide au monastère
de Saint-Jean Lampadistis à Chypre”. Cahiers Balkaniques 6: 107–115.
Δημητροκάλλης, Γεώργιος. 1986. Ὁ Ἅγιος Νικόλαος Ἱστιαίας Εὐβοίας. Ἀθήνα.
Ἐγγλεζάκης, Βενέδικτος [Παῦλος], Ἀρχιμ. 1996. Εἴκοσι μελέται διὰ τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Κύπρου (4ος
ἕως 20ὸς αἰών). Ἀθῆναι: Ἵδρυμα Α. Γ. Λεβέντη καὶ Μορφωτικὸν Ἵδρυμα Ἐθνικῆς Τραπέζης.
Εἰκόνες Μονῆς Παντοκράτορος. 1998. Ἅγιον Ὄρος.
Έκθεση για τα εκατό χρόνια της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας (1884–1984), Κατάλογος.
1984. Αθήνα: Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο Αθηνών.
Ηλιάδης, Ιωάννης. 2008. Η κυπροαναγεννησιακή ζωγραφική: Το Λατινικό Παρεκκλήσιο της Μονής
του Αγίου Ιωάννου του Λαμπαδιστοὺ στον Καλοπαναγιώτη και τα παρεμφερή μνημεία, 2 τόμοι
(ἀνέκδοτη διδακτορικὴ διατριβή). Λευκωσία: Πανεπιστήμιο Κύπρου.
Ηλιάδης, Ιωάννης. 2009. Ναός Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Παλαιχωρίου. Λευκωσία.
Ηλιάδης, Ιωάννης, (ἐκδ.). 2017. Κυπριακῷ τῷ τρόπῳ. Η ζωγραφική του 13ου αιώνα στην Κύπρο.
Ανάμεσα σε δύο κόσμους [δίγλωσσος κατάλογος ἔκθεσης] (Βυζαντινό Μουσείο Ιδρύματος
Μεταξὺ Βασιλεύουσας, Φράγκων καὶ Γαληνοτάτης 399

Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄, Λευκωσία 19. 1. 2017–31. 7. 2017). Λευκωσία: Ίδρυμα


Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄ & Κυπριακός Οργανισμός Τουρισμού.
Emmanuel, Melita. 1999. “Monumental Painting in Cyprus during the Last Phase of the Lusignan
Dynasty (1374–1489)”. Εἰς Medieval Cyprus: Studies in Art, Architecture and History in
Memory of Doula Mouriki, ἐπιμέλεια Nancy Patterson Ševčenko and Christopher Moss, 241–
262. Princeton, NJ: Princeton University Press.
Ἐτζέογλου, Ροδονίκη. 2013. Ὁ Ναὸς τῆς Ὁδηγητρίας τοῦ Βροντοχίου στὸν Μυστρᾶ: Οἱ τοιχογραφίες
τοῦ νάρθηκα καὶ ἡ λειτουργικὴ χρήση τοῦ χώρου, Ἀθῆναι: Ἀκαδημία Ἀθηνῶν.
Φίλιας, Γεώργιος. 2006. Λειτουργική, Α΄. Ἀθήνα: Γρηγόρης.
Γαρίδης, Mίλτος. 2007. Μεταβυζαντινή ζωγραφική (1450–1600). Η εντοίχια ζωγραφικὴ μετά την
πτώση του Βυζαντίου στον ορθόδοξο κόσμο και στις χώρες υπό ξένη κυριαρχία, μετάφρ.
Αγγελική Γαρίδη. Αθήνα.
Georgitsoyanni, Evangelia. 1992. Les peintures murales du Vieux Catholicon du monastère de la
Transfiguration aux Météores (1483) [Université Nationale et Capodistriaque d’Athènes /
Bibliothèque Sophie N. Saripolos, 92]. Athènes.
Γιαρένης, Ἠλίας. 2014–2015. “Οι βασιλείς, ο στρατηγός και η εξουσία. Στα ίχνη της πολιτικής
σημασίας των αφηγήσεων για την διασφάλιση του Αγίου Μανδηλίου”. Δωδώνη (Ιστορία και
Αρχαιολογία), 43–44: 97–140.
Γκιολές, Νικόλαος. 2003. Ἡ χριστιανικὴ τέχνη στὴν Κύπρο. Λευκωσία: Μουσεῖο Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου.
Γκιολές, Νικόλαος. 2004. “Εἰκονογραφικὰ θέματα στὴ βυζαντινὴ τέχνη, ἐμπνευσμένα ἀπὸ τὴν
ἀντιπαράθεση καὶ τὰ σχίσματα τῶν δύο Ἐκκλησιῶν”. Eἰς Θωράκιον. Μνήμη Παύλου Λαζαρίδη,
263–284. Ἀθήνα: Ταμεῖον Ἀρχαιολογικών Πόρων καὶ Ἀπαλλοτριώσεων.
Grivaud, Gilles. 2009. Entrelacs chiprois: essai sur les lettres et la vie intellectuelle dans le
Royaume de Chypre, 1191–1570. Nicosie.
Hornblower, Simon and Antony Spawforth, ἐκδ. 19963. The Oxford Classical Dictionary. Oxford/
New York: Oxford University Press.
Ἱερὰ Μεγίστη Μονὴ Βατοπαιδίου. Παράδοση – Ἱστορία – Τέχνη, τόμ. Α΄. 1996. Ἅγιον Ὄρος: Ἱ.
Μεγίστη Μονὴ Βατοπαιδίου.
Ἱερὰ Μητρόπολις Μόρφου. 2000 χρόνια Τέχνης καὶ Ἁγιότητος. 2000. Λευκωσία: Πολιτιστικὸ Ἵδρυμα
Τράπεζας Κύπρου / Ἱ. Μητρόπολις Μόρφου.
Ἰωακείμ, Φώτιος, Ἀρχιμανδρίτης. 2017. Οἱ ἅγιοι Μάρτυρες καὶ Ὁμολογητές τῆς Ἐκκλησίας τῆς
Κύπρου κατὰ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες (1ος–5ος αἰ.). Θεσσαλονίκη.
Ivanov, Sergey. 2006. Holy Fools in Byzantium and Beyond. Translated by Simon Franklin. [Oxford
Studies in Byzantium]. Oxford: Oxford University Press.
Jeffery, George, (1918) 1983. A Description of the Historic Monuments of Cyprus. Nicosia/London:
Zeno Publishers.
Κάκκουρας, Γεώργιος. 2007. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Λαμπαδιστής. Λευκωσία: Κέντρο Μελετῶν Ἱερᾶς
Μονῆς Κύκκου.
Kyriacou, Chrysovalantis. 2018. Orthodox Cyprus under the Latins, 1191–1571: Society, Spirituality,
and Identities [Byzantium: A European Empire and Its Legacy]. Lanham, Maryland/London:
Lexington Books.
Kyrris, Costas P. 1985. “Das Fest des Kataklysmos auf Zypern”. Εἰς Griechenland – Byzanz –
Europa: Ein Studienband, ἐπιμέλεια Joachim Hermann, Helga Köpstein und Reimar Müller,
171–185. Berlin: Akademie-Verlag.
Kyrris, Costas P. 1993. “Greek Cypriot Identity, Byzantium and the Latins, 1192–1489”. BF 19:
229–248.
Καλοκύρης, Κωνσταντῖνος. 2003. Τὰ θεαματικὰ δρώμενα τοῦ τελετουργικοῦ τῆς Μεγάλης
Ἑβδομάδας. Θεσσαλονίκη.
Lazarev, Viktor. 1967. Storia della pittura bizantina. Torino: Einaudi.
Λουκάτος, Δημήτριος. 19924. Εἰσαγωγὴ στὴν Ἑλληνικὴ Λαογραφία. Ἀθήνα: Μορφωτικὸ Ἵδρυμα
Ἐθνικῆς Τραπέζης.
400 Demetrios D. Triantaphyllopoulos

Λυσάνδρου, Ζήνα. 1991. “Ἁγίασμα τῶν τριῶν Ἁγίων Παίδων”. Ὀρθόδοξη μαρτυρία 33 (Λευκωσία,
Μάρτιος), 28.
Μακάριος Γ΄, Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου. 19972. Κύπρος ἡ ἁγία νῆσος. Λευκωσία.
Μανούσακας, Μανοῦσος καὶ Βάλτερ Ποῦχνερ. 2000. Ἀνέκδοτα στιχουργήματα τοῦ θρησκευτικοῦ
θεάτρου τοῦ ΙΖ΄ αἰώνα. Ἀθήνα: Ἀκαδημία Ἀθηνῶν.
Μαραγκού, Άννα και Γιώργος Γεωργής κ.ά. 2007. Κύπρος. Από την Αρχαιότητα έως σήμερα. Αθήνα:
Κότινος.
Mateos, Juan A. 1963. Le Typicon de la Grande Église, I–II [Orientalia Christiana Analecta, 165–
166]. Roma: Pontificio Istituto Orientale.
Μαυροπούλου-Τσιούμη, Χρυσάνθη. 19982. Μονὴ Βλατάδων. Ὁδηγός. Θεσσαλονίκη.
McKenzie, Allan Dean. 1988. Sacred images and the millennium. Christianity and Russia
(A. D. 988–1988): an exhibition of Russian icons, University of Oregon Museum of Art, Eugene,
Oregon, March 20–April 24, 1988. Berkeley, CA: BIBAL Press.
Millet, Gabriel. (1916) 1960. Recherches sur l’iconographie de l’Evangile aux XIVe, XVe et
XVIe siècles d’après les monuments de Mistra, de la Macédoine et du Mont-Athos. Paris:
Editions E. De Boccard.
Mitsani, Angeliki. 2010. “A Thirteenth-Century Vita-Icon of Saint John Lampadistis in Cyprus”. Εἰς
Griechische Ikonen, byzantinische und nachbyzantinische Zeit. Symposium in Marburg vom
26.–29. 6. 2000, ἐπιμέλεια Eugenia Gerousi, Guntram Koch and Antje Fehrmann, 175–190.
Athen: Ministerium für Kultur und Tourismus, Kasse für Archäologische Mittel.
Morello, Giovanni and Gerhard Wolf, eds. 2000. Il Volto di Cristo (Roma, 9. 12. 2000–16. 4. 2001)
[Cataloghi di mostre. Arte]. Milano: Mondadori Electa.
Μουρίκη, Ντούλα. 1987–1988. “Οἱ τοιχογραφίες τοῦ παρεκκλησίου τῆς Μονῆς τοῦ Ἰωάννου τοῦ
Θεολόγου στὴν Πάτμο”. ΔXAE, περ. Δ’, 14: 205–266.
Mullett, Μargaret. 2010. “No Drama, No Poetry, No Fiction, No Readership, No Literature”. Εἰς A
Companion to Byzantium [Blackwell Companions to the Ancient World], ἐπιμέλεια Liz James,
227–238. Chichester: Wiley-Blackwell.
Ὀρλάνδος, Ἀναστάσιος. 1970. Ἡ ἀρχιτεκτονικὴ καὶ αἱ βυζαντιναὶ τοιχογραφίαι τῆς Μονῆς τοῦ
Θεολόγου Πάτμου. Ἀθῆναι: Ἀκαδημία Ἀθηνῶν.
Πάλλας, Δημήτριος Ι. 1965. “Αἱ αἰσθητικαὶ ἰδέαι τῶν Βυζαντινῶν πρὸ τῆς Ἁλώσεως (1453)”. ΕΕΒΣ
34: 313–331 [Ἀνατύπωση εἰς Πάλλας, Δημήτριος Ι. 1987–1988. Συναγωγὴ μελετῶν Βυζαντινῆς
Ἀρχαιολογίας (Τέχνη – Λατρεία – Κοινωνία), τόμοι 2, 464–482. Ἀθήνα: Σύλλογος Ἑλλήνων
Ἀρχαιολόγων].
Πάλλας, Δημήτριος Ι. 1987. “Εὐρώπη καὶ Βυζάντιο”. Εἰς Βυζάντιο καὶ Εὐρώπη. Α΄ Διεθνὴς
Βυζαντινολογικὴ Συνάντηση (Δελφοὶ 1985), 9–61. Ἀθῆναι. [Ἀνατύπωση εἰς Πάλλας, Δημήτριος
Ι. 1987–1988. Συναγωγὴ μελετῶν Βυζαντινῆς Ἀρχαιολογίας (Τέχνη – Λατρεία – Κοινωνία),
τόμοι 2, 667–719. Ἀθήνα: Σύλλογος Ἑλλήνων Ἀρχαιολόγων].
Παπαχαραλάμπους, Γεώργιος. 1965. Κυπριακὰ ἤθη καὶ ἔθιμα [Δημοσιεύματα Ἑταιρείας Κυπριακῶν
Σπουδῶν, 3]. Λευκωσία.
Παπαδάκης, Ἀριστείδης καὶ John Meyendorff. 2003. Ἡ χριστιανικὴ Ἀνατολὴ καὶ ἡ ἄνοδος τοῦ
παπισμοῦ. Ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τὸ 1071 ἕως τὸ 1453. Mετάφρ. Στέφανος Εὐθυμιάδης. Ἀθήνα:
Μορφωτικὸ Ἵδρυμα Ἐθνικῆς Τραπέζης.
Παπαδόπουλλος, Θεόδωρος. 1984. “Κυπριακὰ νόμιμα”. Μελέται καὶ ὑπομνήματα 1 (Λευκωσία): 1–32.
Παπαδόπουλλος, Θεόδωρος, ἐκδ. 1995. Ἱστορία τῆς Κύπρου, τόμ. Δ΄, Μεσαιωνικὸν βασίλειον,
Ἑνετοκρατία, μέρ. Α΄. Λευκωσία: Ἵδρυμα Ἀρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄.
Παπαδόπουλλος, Θεόδωρος, ἐκδ. 1996. Ἱστορία τῆς Κύπρου, τόμ. Ε΄, Μεσαιωνικὸν βασίλειον,
Ἑνετοκρατία, μέρ. Β΄. Λευκωσία: Ἵδρυμα Ἀρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄.
Παπαγεωργίου, Ἀθανάσιος. 1974. “Κύπριοι ζωγράφοι τοῦ 15ου καὶ 16ου αἰώνα”. Report of the
Department of Antiquities of Cyprus: 193–209.
Μεταξὺ Βασιλεύουσας, Φράγκων καὶ Γαληνοτάτης 401

Παπαγεωργίου, Ἀθανάσιος. 1975. “Οἱ ξυλόστεγοι ναοὶ τῆς Κύπρου”. Εἰς Ἀναμνηστικὸς τόμος ἐπὶ τῇ
50ετηρίδι τοῦ περιοδικοῦ «’Απόστολος Βαρνάβας», 361–555. Λευκωσία [καὶ ἀνάτυπο μὲ
ἰδιαίτερη σελιδαρίθμηση].
Παπαγεωργίου, Ἀθανάσιος. 1990. “Η Εκκλησία του Αρχαγγέλου, Κάτω Λεύκαρα”. Report of the
Department of Antiquities of Cyprus: 189–230.
Παπαγεωργίου, Ἀθανάσιος. 1991. Εικόνες της Κύπρου. Λευκωσία: Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου.
Παπαγεωργίου, Ἀθανάσιος. 1996. Iερά Μητρόπολις Πάφου. Iστορία και τέχνη. Λευκωσία.
Παπαγεωργίου, Ἀθανάσιος. 2007. Η Μονή του Αγίου Ιωάννου του Λαμπαδιστού στον Καλοπαναγιώτη,
Οδηγός. Λευκωσία: Πολιτιστικὸ Ἵδρυμα Τράπεζας Κύπρου / Ἱ. Μητρόπολις Μόρφου.
Παπαγιάννης, Κωνσταντῖνος, Πρωτοπρεσβύτερος. 2006. Σύστημα Τυπικοῦ. Ἀθῆναι: Ἀποστολικὴ
Διακονία.
Paraskévopoulou, Μaria. 1978. Recherches sur les traditions des fêtes religieuses populaires de
Chypre. Nicosie.
Πάρδος, Ἀντώνης. 2014. “Τὸ ἰδεολογικὸ καὶ πολιτισμικὸ κρηπίδωμα τῆς Κυπριακῆς Ἀντίστασης
(12ος–16ος αἰ.)”. Νέος Λόγιος Ἑρμῆς 9: 105–134.
Πεντηκοστάριον χαρμόσυνον. 19843. Ἀθῆναι: Ἀποστολικὴ Διακονία.
Περδίκης, Στυλιανός. 2015. Ο Ναός του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στον Πεδουλά, Οδηγός. Λευκωσία:
Πολιτιστικὸ Ἵδρυμα Τράπεζας Κύπρου.
Ποῦχνερ/Puchner, Βάλτερ/Walter. 2000. “Νέο σενάριο βυζαντινῶν Παθῶν τοῦ Χριστοῦ;”. Νέα
Ἑστία, τεῦχ. 1726: 253–284.
Ποῦχνερ/Puchner, Βάλτερ/Walter. 2004. Ἡ Κύπρος τῶν σταυροφόρων καὶ τὸ θρησκευτικὸ θέατρο
τὸν μεσαίωνα. Λευκωσία: Κέντρο Μελετῶν Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου.
Ποῦχνερ/Puchner, Βάλτερ/Walter and Nicolaos Conomis. 2006. The Crusader kingdom of
Cyprus – A theatre province of Medieval Europe? Including a critical edition of the Cyprus
Passion Cycle and the ‘Repraesentatio figurata’ of the Presentation of the Virgin in the
Temple. Athens: Academy of Athens.
Ποῦχνερ/Puchner, Βάλτερ/Walter. 2015a. Ὁ Ἰούδας στὴν ὀρθόδοξη παράδοση καὶ τὸν λαϊκὸ
πολιτισμὸ τῆς Βαλκανικῆς. Ἀθήνα.
Ποῦχνερ/Puchner, Βάλτερ/Walter. 2015b. Ὁ Λάζαρος στὴν ὀρθόδοξη παράδοση καὶ τὸν λαϊκὸ
πολιτισμὸ τῆς Βαλκανικῆς. Ἀθήνα.
Προκοπίου, Ελένη και Δημήτριος Τριανταφυλλόπουλος. 2017. “Aπό τo Eντεύθεν στο Επέκεινα.
Εσχατολογικές αντιλήψεις και παραστάσεις στη χριστιανική τέχνη”. Eἰς Η ζωὴ μετά θάνατον.
Μία πολιτισμική προσέγγιση της ανάμνησης των τεθνεώτων μέσα από την τέχνη και τις ταφικές
παραδόσεις στην Κύπρο και στη Δανία από την Αρχαιότητα έως τις ημέρες μας, [δίγλωσσος]
κατάλογος έκθεσης (Πάφος 4.–31. 7. 2017), επιμέλεια Χαράλαμπος Γ. Χοτζάκογλου και
Ιωάννης Α. Ηλιάδης, 111–127. Λευκωσία: Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών.
Rice, David T. 1968. Byzantine painting: the last phase. London: Weidenfeld & Nicolson.
Schiller, Gertrud. 19813. Ikonographie der christlichen Kunst, Bd. 1: Inkarnation, Kindheit, Taufe,
Versuchung, Verklärung, Wirken und Wunder Christi. Gütersloh: G. Mohn.
Schiller, Gertrud. 19862. Ikonographie der christlichen Kunst, Bd. 3: Die Auferstehung und
Erhöhung Christi. Gütersloh: G. Mohn.
Στυλιανοῦ, Ἀνδρέας καὶ Ἰουδήθ Στυλιανοῦ. 1996. “Ἡ βυζαντινὴ τέχνη κατὰ τὴν περίοδο τῆς
Φραγκοκρατίας (1191–1570)”. Εἰς Παπαδόπουλλος 1996, 1229–1407.
Stylianou, Andreas and Judith Stylianou. 19972[3]. The painted churches of Cyprus, treasures of
Byzantine Art. Nicosia: A. G. Leventis Foundation.
Triantaphyllopulos, Demetrios. 1985. Die nachbyzantinische Wandmalerei auf Kerkyra und den
anderen Ionischen Inseln. Untersuchungen zur Konfrontation zwischen ostkirchlicher und
abendländischer Kunst (15.–18. Jahrhundert), 2 τόμοι. [Miscellanea Byzantina Monacensia,
30 A–B]. München: Institut für Byzantinistik und Neugriechische Philologie.
Τριανταφυλλόπουλος, Δημήτριος. 2000. “Tὸ Bυζάντιο συναντάει τὴ Δύση: Ἡ ζωγραφικὴ τῆς
Ὁδηγήτριας στὴν Ἀπόλπενα Λευκάδας στὰ μέσα τοῦ 15ου αἰῶνα”. Eἰς Zωγραφικῆς ἐγκώμιον.
402 Demetrios D. Triantaphyllopoulos

Tοιχογραφίες ἀπὸ τὸ Kαθολικὸ τῆς Mονῆς Ὁδηγήτριας στὴν Ἀπόλπενα Λευκάδας. Kατάλογος
ἔκθεσης «Tὸ ἔκθεμα τοῦ μηνός» (20. 12. 2000–28. 2. 2001), 42–56. Ἀθήνα: Bυζαντινὸ καὶ
Xριστιανικὸ Mουσεῖο Ἀθηνῶν.
Τριανταφυλλόπουλος, Δημήτριος. 2001. “Ἡ τέχνη στὴν Kύπρο ἀπὸ τὴν Ἅλωση τῆς
Kωνσταντινουπόλεως (1453) ἕως τὴν ἔναρξη τῆς Tουρκοκρατίας (1571): Bυζαντινή/μεσαιωνική
ἢ μεταβυζαντινή;”. Πρακτικὰ Γ΄ Διεθνοῦς Kυπρολογικοῦ Συνεδρίου (Λευκωσία 1996), B΄, 621–
650. Λευκωσία: Ἑταιρεία Κυπριακῶν Σπουδῶν.
Τριανταφυλλόπουλος, Δημήτριος. 2010. “Συνάντηση Ορθόδοξης και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας
στην Κύπρο. Η εκκλησιαστική τέχνη ως μαρτυρία”. Εἰς Κύπρος και Ιταλία στην εποχή του
Βυζαντίου. Ιστορικές και καλλιτεχνικές μαρτυρίες της Λατινοκρατίας στην Κύπρο (1191–1571).
Λευκωσία: Βυζαντινό Μουσείο Ιδρύματος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄, 1. 6.–30. 11. 2010
[δίγλωσσος κατάλογος ἔκθεσης], ἐπιμέλεια Ιωάννης Ηλιάδης, 40–51. Λευκωσία: Ίδρυμα
Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄, Κυπριακός Οργανισμός Τουρισμού και Ιταλική Πρεσβεία.
Τριανταφυλλόπουλος, Δημήτριος. 2012α. “Σωτηρία καὶ τιμωρία: Ἡ εἰκαστικὴ πλευρὰ τῆς Δευτέρας
Παρουσίας”. Σύναξη, τεῦχ. 121 (Ἰανουάριος–Μάρτιος): 25–42.
Τριανταφυλλόπουλος, Δημήτριος. 2012β. “Ζητήματα ἑρμηνείας τῆς ζωγραφικῆς στὴ Μεταμόρφωση
στὸ Πυργὶ Αὐλωναρίου. Ὄψεις τῆς λατινοκρατούμενης Εὔβοιας”. ΔΧΑΕ, περ. Δ΄, 33: 141–154.
Τριανταφυλλόπουλος, Δημήτριος. 2014. “Παλεύοντας γιὰ τὴν οὐσία. Περὶ βυζαντινῆς καὶ
μεταβυζαντινῆς τέχνης στὴ σύγχρονη Ἑλλάδα”. Εἰς Aureus. Volume dedicated to Professor
Evangelos K. Chrysos, ἐπιμέλεια Taxiarchis G. Kolias καὶ † Konstantinos G. Pitsakis, 761–776.
Athens: National Hellenic Research Foundation/Section of Byzantine Research.
Τριανταφυλλόπουλος, Δημήτριος. 2016. “Χριστιανικὰ μνημεῖα τῆς Κύπρου: Ἀπὸ τὸν 20ὸ στὸν
21ο αἰώνα. Διαπιστώσεις – ἀνοιχτὰ πεδία – προοπτικές”. Νέα Ἑστία, τόμ. 179, τεῦχ. 1871
(Χριστούγεννα) [Αφιέρωμα στην Κύπρο]: 367–384.
Τριανταφυλλόπουλος, Δημήτριος. Ὑπὸ ἐκτύπωση. “Ἔξωθεν στρατιωτικοὶ ἅγιοι στὴν Κύπρο. Ἡ
περίπτωση τοῦ ἁγίου Προκοπίου”. Πρακτικὰ Δ΄ Διεθνοῦς Συνεδρίου Κυπριακῆς Ἀγιολογίας
(Φεβρουάριος 2018).
Τριῴδιον κατανυκτικόν. 1960. Ἀθῆναι: Ἀποστολικὴ Διακονία.
Underwood, Paul, ed. 1975. The Kariye Djami, vol. 4: Studies in the Art of the Kariye Djami and Its
Intellectual Background. London: Routledge & Kegan Paul.
Βαραλής, Ιωάννης. 1989–1990. “Εικόνα με ιδιότυπη παράσταση Ανάληψης”. ΔΧΑΕ, περ. Δ΄, 15:
161–176.
Velimirović, Miloš. 1962. “Liturgical Drama in Byzantium and Russia”. DOP 16: 349–385.
Velmans, Tania. 1977. La peinture murale byzantine à la fin du Moyen Âge [Bibliothèque des
Cahiers Archéologiques, XI]. Paris: Klincksieck.
Βιβιλάκης, Ἰωσήφ. 2003. Θεατρικὴ ἀναπαράσταση στὸ Βυζάντιο καὶ στὴ Δύση. Ἀθήνα: Ἵδρυμα
Γουλανδρῆ-Χόρν.
Βιβιλάκης, Ἰωσήφ. 2004. Γιὰ τὸ Ἱερὸ καὶ τὸ Δράμα. Θεατρολογικές προσεγγίσεις. Ἀθήνα.
Βιταλιώτης, Ἰωάννης. 2003. “Ἱστορικὸς καὶ λειτουργικὸς χρόνος στὸ εἰκονογραφικὸ πρόγραμμα τοῦ
βυζαντινοῦ καὶ μεταβυζαντινοῦ ναοῦ. Ἡ περίπτωση τριῶν θεμάτων ἀπὸ τὸ κατὰ Ἰωάννην
Εὐαγγέλιο”, Κληρονομία 35, 9–50.
Walter, Christopher. 2003. Τhe Warrior Saints in Byzantine Art and Tradition. Aldershot: Ashgate.
Weyl Carr, Αnnemarie. 2005. Cyprus and the Devotional Arts of Byzantium in the Era of the
Crusades [Variorum Collected Series]. Aldershot: Ashgate.
Ζάρρας, Νεκτάριος. 2011. Ὁ εἰκονογραφικὸς κύκλος τῶν Ἑωθινῶν στὴν παλαιολόγεια μνημειακὴ
ζωγραφικὴ τῶν Βαλκανίων [Βυζαντινὰ Κείμενα καὶ Μελέτες, 57]. Θεσσαλονίκη: Κέντρο
Βυζαντινῶν Ἐρευνῶν.

You might also like