în iarba duşmănoasă şi-n ţărână adulmecă-n ţârâşul greu, pe-o rană, miresmele ce se-nălţau din lut şi, nemaivrând ostatic să rămână sub zarea strivitoare ca un scut, se răsucea s-o urce, renăscut şi se-agaţă de fulgere c-o mână, acea cumplita smulgere din smoală cu palma-ntoarsă ca o cupă goală fu primul dans în care se zbătu, elan de floare palidă, involtă, vibrat pe scări de sunete spre bolta pe care-n mers îl aminteşti doar tu.
Μόνο εσύ
Όταν ο άνθρωπος κατέρρευσε, στην αρχή,
στο εχθρικό γρασίδι και στη σκόνη μυρίζει στο βαρύ ερπυσμό, σε μια πληγή, την μπόχα/ δυσωδία που αναδύονται από τον πηλό/το χώμα και θέλοντας να μην είναι πια όμηρος κάτω από τον συντριπτικό ορίζοντα σαν ασπίδα, γύρισε για να το αναρριχηθεί, ξαναγεννημένος κρέμεται/και προσκολλάται στον κεραυνό με το ένα χέρι, αυτό το τρομερό βήμα του γηπέδου με την παλάμη του γύρισε σαν άδειο φλιτζάνι ήταν ο πρώτος χορός με τον οποίο αγωνίστηκε, χλωμό στεφάνι λουλουδιών, τυλιγμένο, δονήθηκε στις σκάλες ήχων στο θησαυροφυλάκιο που θυμάσαι μόνο στο δρόμο.