Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 14

ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ

ΣΧΟΛΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ


ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ Α’: ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ, ΧΩΡΟΣ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Α΄ ΕΞΑΜΗΝΟ ΣΠΟΥΔΩΝ 2011/12


ΜΑΘΗΜΑ: ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΣΤΟΝ 20ό ΑΙΩΝΑ
ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΜΠΑΛΤΑΣ ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ

ΦΟΙΤΗΤΡΙΑ: ΔΑΝΑΗ ΔΑΜΙΑΝΟΓΛΟΥ

ΘΕΜΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ:

1. Σύμφωνα με πολλούς μελετητές του έργου του, κύριος, αν όχι αποκλειστικός, στόχος του
προγράμματος του Φρέγκε υπήρξε η προσπάθεια θεμελίωσης της Αριθμητικής. Πού θέλησε
να στηριχθεί αυτή η θεμελίωση; Πώς ένας φαινομενικά τόσο στενός στόχος μπόρεσε να οδηγήσει
σε μια νέα φιλοσοφική προσέγγιση στη γλώσσα συνολικά; Και πώς αυτή η προσέγγιση στη γλώσσα
μπόρεσε να διανοίξει μια ολόκληρη φιλοσοφική παράδοση, τη λεγόμενη ‘αναλυτική’;
Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά αυτής της παράδοσης;

2. Aνάμεσα στα άλλα, ασκήθηκε κριτική στον Λογικό Εμπειρισμό μέσω της κριτικής στην
επαγωγή, μέσω της λεγόμενης θέσης «Ντυέμ-Κουάιν» και μέσω της θέσης ότι η παρατήρηση
είναι εμποτισμένη με θεωρία. Πως η προσέγγιση του Κουν ενσωματώνει όλες αυτές τις κριτικές
στο δικό της πλαίσιο ;
1. O Φρέγκε επιχείρησε να θεμελιώσει την αριθμητική μέσω της αναγωγής των βασικών της
εννοιών και προτάσεων σε αδιαμφισβήτητες προτάσεις της λογικής/σκέψης με τη χρήση ορισμών
και σαφών λογικών κανόνων συναγωγής (πρόγραμμα του λογικισμού). Η αριθμητική αποτελούσε
για εκείνον ένα σύστημα a priori αληθειών, και, ουσιαστικά, το πρόγραμμά του συνίσταται στην
απόδειξη της αναλυτικότητάς1 της, μέσω της μεταγραφής της σε μια γλώσσα, «η αναλυτικότητα
της οποίας είναι κατοχυρωμένη».2 Για το σκοπό αυτό, στράφηκε αρχικά στην περιοχή της γλωσσικής
ανάλυσης των προτάσεων της αριθμητικής και «κατασκεύασε το λογικό-αναλυτικό μηχανισμό που
θα του επέτρεπε να αναπτύξει ένα πρόγραμμα θεμελίωσης των φυσικών αριθμών»3 καθώς,
«προαπαιτούμενο ήταν μια πλούσια και ακριβής λογική στο πλαίσιο της οποίας θα μπορούσαν
να συναχθούν οι βασικοί νόμοι της αριθμητικής».4 Στον πρόλογο του πρώτου έργου του, της
Εννοιογραφίας (Begriffsschrift, 1879), όπου αναπτύσσει το λογικό του σύστημα, ξεκαθαρίζει
πως δε βλέπει τη νέα αυτή λογική ως αυτοσκοπό: «Σκοπεύω αρχικά να την εφαρμόσω στη
συγκεκριμένη επιστήμη [αριθμητική], επιδιώκοντας να παρουσιάσω μια λεπτομερέστερη ανάλυση
των εννοιών της και να προσφέρω στερεότερα θεμέλια στα θεωρήματά της».5
Ζητούμενο της Εννοιογραφίας «είναι να εξασφαλίσει τον αντικειμενικό6/διυποκειμενικό
χαρακτήρα της επιστημονικής γνώσης, μέσω της ανάδειξης του εννοιολογικού περιεχομένου7
μιας δήλωσης, με επάρκεια και σαφήνεια».8 Ο Φρέγκε στρέφει την προσοχή του στη γλώσσα,
γιατί το εγχείρημα της ανάδειξης του αντικειμενικού, εννοιολογικού περιεχομένου των προτάσεων,
δεν μπορεί να περιοριστεί στην περιοχή της αριθμητικής. Η εξασφάλιση αυτή διαπλέκει, τελικά,
διαφοροποιημένες μεταξύ τους ανθρώπινες πρακτικές (όπως λ.χ. γλώσσα, λογική, μαθηματικά).9
Πρώτη διαπίστωση είναι πως η καθημερινή γλώσσα είναι ακατάλληλη για τον σκοπό του,
καθώς, παριστά με τρόπο ατελή το εννοιολογικό περιεχόμενο μιας δήλωσης.

«Εάν οι προτάσεις της καθημερινής γλώσσας χαρακτηρίζονται από σύγχυση και ασάφεια,
και εάν το συμβολικό σύστημα της λογικής αποφεύγει αυτές τις αδυναμίες, τότε απλώς

1 «Αναλυτική είναι η αλήθεια που µπορεί να συναχθεί αποκλειστικά από λογικούς νόµους και ορισµούς.»
(Frege, Τα Θεµέλια της Αριθµητικής (1884), επιµ. µτφρ. Ρουσόπουλος Γ., Νεφέλη 2009, σελ. 4).
«Αυτό σηµαίνει ότι η έννοια της αναλυτικότητας προϋποθέτει την έννοια της λογικής αλήθειας» και κατ΄αυτό
τον τρόπο, µια πρόταση είναι αναλυτική, εάν κάποιος µπορεί να την αποδείξει «χρησιµοποιώντας αλήθειες
καθολικής λογικής φύσης, δίχως να χρησιµοποιήσει αλήθειες που ανήκουν στη φύση κάποιας ειδικής
επιστήµης». (Hans Sluga, Φρέγκε, Πανεπιστηµιακές Εκδόσεις Κρήτης 2009, σελ. 241).
2 Sluga, σελ 36.
3 Ρουσόπουλος. Γνωσιολογία, Gutenberg 2009, σελ. 66.
4 Sluga, σελ. 233.
5 Frege, Begriffsschrift, Πρόλογος, σελ 8., στο van Heijenoort (ed.), A source book: From Frege to Goedel,

Harvard UP 1967, 1-81. (µτφρ. από Ρουσόπουλος, Γνωσ., σελ. 221).


6 «[…] εννοώ την αντικειµενικότητα ως ανεξαρτησία από τις εντυπώσεις, την εποπτεία και τη φαντασία µας,

και ως ανεξαρτησία από κάθε κατασκευή νοητικών εικόνων που προκύπτουν από αναµνήσεις προηγούµενων
εντυπώσεων – αλλά όχι ως ανεξαρτησία από το λόγο.» (Frege, Θεµ.της Αριθµ., σελ. 106)
7 “[…] what alone mattered to me [is] the conceptual content.” (Begriffsschrift, Πρόλογος, σελ. 6)
8 Ρουσόπουλος, Γνωσ., σελ. 14
9 Ρουσόπουλος, Αναλυτική της Παράστασης, Ελληνικά Γράµµατα, 1998, σελ. 269.

1
πρέπει να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα που εγείρει η γλώσσα ως μηχανισμός
δημιουργίας συμβολικών παραστάσεων, μέσω της λογικής».10

Επιπλέον, καθώς η καθημερινή γλώσσα είναι «μολυσμένη» από ψυχολογικές έννοιες και υποκειμενικές
παραστάσεις, δεν παρέχει την απαιτούμενη ακρίβεια και καθαρότητα. 11
Σκοπός του Φρέγκε είναι να «παραγάγει ενιαία το όλον»12 και με τον ελάχιστο αριθμό μορφών
[«λίγα σημεία επαρκούν»], «να διατυπωθούν όλα όσα μπορούν να ειπωθούν στην καθημερινή
γλώσσα».13 Μόνο έτσι η λογική θα μπορούσε να γίνει χρήσιμη για τη θεμελίωση της αριθμητικής.
Η παραδοσιακή αριστοτελική λογική ανάλυση, όμως, αποδεικνύεται τεχνικά ανεπαρκής για τους
σκοπούς του διότι η διαπλοκή και η συνθετότητα των σχέσεων των συλλογισμών που εδράζονται
σε αλυσιδωτές σχέσεις λογικών συλλογισμών (όπως, για παράδειγμα, η μαθηματική επαγωγή)
υπερβαίνουν και παραβιάζουν την αριστοτελική ανάλυση της δομής των προτάσεων σε
«υποκείμενο-κατηγόρημα».14
Ο Φρέγκε, λοιπόν, προχωρά στην επινόηση μιας εντελώς νέας λογικής συμβολικής γλώσσας,
αξιωματικής μορφής, «διαμορφωμένης στα πρότυπα της τυπικής γλώσσας της αριθμητικής»,15
η καινοτομία της οποίας έγκειται «στη νέα μέθοδο αναπαράστασης της λογικής δομής των σύνθετων
προτάσεων»,16 τη συναρτησιακή ανάλυση. Έτσι, αντίθετα με την παραδοσιακή ανάλυση της κρίσης
σε υποκείμενο και κατηγόρημα, ο Φρέγκε εκλαμβάνοντας τη δηλωτική πρόταση ως μονάδα
ανάλυσης, την αναλύει σε όρισμα και κατηγορηματική συνάρτηση (κατηγόρημα) και αναπτύσσει
έναν προτασιακό λογισμό. Στη συνέχεια, με τη βοήθεια ποσοδεικτών («όλοι», «ένας», «κανένας»,
«τουλάχιστον ένας» κ.λ.π.) αναπτύσσει έναν αληθο-συναρτησιακό προτασιακό λογισμό.17
Η συναρτησιακή ανάλυση των κρίσεων επιτρέπει μια «ενιαία πραγμάτευση της ποικιλίας των
προτασιακών μορφών», ενοποιώντας όλες τις γραμματικές προτάσεις υπό την ίδια λογική ανάλυση,
ως διαφορετικές μορφές συναρτήσεων: «θέτοντας άλλες τιμές, καλύπτουμε όλες τις περιπτώσεις».18

10 Ρουσόπουλος, Γνωσ., σελ. 16.


11 «Για να εµποδίσω την παρέµβαση οποιουδήποτε εποπτικού στοιχείου χρειάστηκε να καταβάλω κάθε δυνατή
προσπάθεια ώστε η αλυσίδα των συλλογισµών να µην έχει καθόλου χάσµατα. Στην προσπάθειά µου να
συµµορφωθώ µε µια τέτοια απαίτηση µε τον πιο αυστηρό τρόπο διαπίστωσα ότι η ανεπάρκεια της γλώσσας
ήταν ένα εµπόδιο. Ο βασικός σκοπός της, εποµένως, είναι να µας βοηθήσει να καθορίσουµε µε τον πλέον
αξιόπιστο τρόπο, την εγκυρότητα µιας αλυσίδας συµπερασµών και να µας επισηµάνει κάθε προκείµενη που
επιχειρεί να παρεισφρήσει απαρατήρητη.»
(Frege, Begriffsschrift, Πρόλογος, σελ. 5-6. µτφρ. από Ρουσόπουλος, Γνωσ., σελ 14-15).
12 Sluga, σελ. 195.
13 Στο ίδιο, σελ. 193.
14 «[...] θα συνιστούσε παραβίαση [violence] εάν κάποιος έκανε διάκριση µεταξύ υποκειµένου και

κατηγορήµατος [στην τυπική γλώσσα των µαθηµατικών].» (Begriffsschrift, §3, σελ. 12. µτφρ. δική µου.)
15 Frege, στο ίδιο, Πρόλογος, σελ. 6.
16 Sluga, σελ. 41
17 Ρουσόπουλος, Γνωσ. σελ. 15 και 70.
18 Sluga, σελ. 42.

2
Επιπλέον, ο Φρέγκε, αντίθετα με την επαγωγική πρόοδο της παραδοσιακής λογικής από το απλό
στο σύνθετο (από τις έννοιες στις κρίσεις και από τις κρίσεις στους συμπερασμούς), εκλαμβάνει ως
αφετηρία της λογικής ανάλυσης την πρόταση (βεβαίωση, κρίση) και όχι τα μεμονωμένα μέλη της.19
Σύμφωνα με αυτή τη λεγόμενη αρχή του πλαισίου, δεν υφίστανται μεμονωμένα νοήματα έξω από
βεβαιώσεις: «Ο μόνος τρόπος να φτάσει κανείς σε έννοιες είναι κατατέμνοντας τις κρίσεις, μέσω της
ανάλυσης. Οι έννοιες δεν δίνονται ξεχωριστά και η κρίση δεν συντίθεται από δοσμένα από τα πριν
συστατικά» καθώς το περιεχόμενο μιας πρότασης προηγείται λογικά στην αντικειμενικότητά του,
έναντι του νοήματος των μεμονωμένων όρων. Με αυτό τον τρόπο, «απορρίπτει την άποψη ότι το
σκέπτεσθαι είναι μια αθροιστική διαδικασία».20
Μέσω της νέας λογικής, είναι δυνατόν, σύμφωνα με τον Φρέγκε, να αναδειχτεί η κρυμμένη
δομή της πραγματικότητας και να προβληθεί η δομή της καθαρής σκέψης μέσω των (δηλωτικών)
προτάσεων, κατ’ αναλογία του τρόπου με τον οποίο το μικροσκόπιο μάς επιτρέπει να βλέπουμε
‘πίσω’ και ‘κάτω’ από τα φαινόμενα.21
Η σημειογραφία του Φρέγκε συνθέτει, τελικά, ένα ευρύτερο πρόγραμμα φιλοσοφικού
χαρακτήρα. 22 Ενώ σχεδιάστηκε με σκοπό τη λογική ανάλυση των αριθμητικών τύπων,
καθώς η αριθμητική για εκείνον ήταν μια γλώσσα της οποίας οι προτάσεις περιέχουν έννοιες,
(έχουν ένα περιεχόμενο), ανέλαβε «να προσφέρει ένα μέσο για τον καθορισμό του αντικειμενικού,
εννοιολογικού περιεχομένου μιας οποιασδήποτε δήλωσης».23
Έχοντας κατασκευάσει τη λογική του γλώσσα, ο Φρέγκε προχωρά στον ορισμό των φυσικών
αριθμών24 (Θεμέλια της Αριθμητικής, 1884), εγχείρημα που, ουσιαστικά, έχει «χαρακτήρα
επέκτασης/σύζευξης της μαθηματικής πρακτικής με μη μαθηματικές, έως τότε, πρακτικές
(λογική)» 25: «οι αριθμοί πρέπει να οριστούν στη γλώσσα της φρεγκεανής λογικής».26 Η λογική για τον
Φρέγκε έχει όλα τα χαρακτηριστικά (γενικότητα, τυπικότητα, βεβαιότητα) της γλώσσας εκείνης στην
οποία θα μπορούσε να μεταγραφεί η αριθμητική, αποκαλύπτοντας την αναλυτικότητά της, καθώς,

19 Στο ίδιο, σελ 196.


20 Στο ίδιο, σελ. 215
21 «Ο καλύτερος τρόπος για να δείξω τη σχέση της εννοιογραφίας µου µε την καθηµερινή γλώσσα είναι να τη

συγκρίνω µε την σχέση που έχει το µικροσκόπιο µε το µάτι.» (Frege, Begriffsschrift, Πρόλογος, σελ. 6,
µτφρ. από Ρουσ. Γνωσ. σελ. 15).
22 «Αν ένα από τα εγχειρήµατα της φιλοσοφίας είναι να καταλύσει την κυριαρχία των λέξεων πάνω στο

ανθρώπινο πνεύµα, φέρνοντας στο φως τις παρανοήσεις που συχνά και σχεδόν αναπόφευκτα εµφανίζονται στη
χρήση της γλώσσας στις σχέσεις µεταξύ των εννοιών, και να ελευθερώσει την σκέψη από τα στοιχεία που
φορτώνεται από τα µέσα έκφρασης της καθηµερινής γλώσσας – τέτοια που είναι-, τότε η εννοιογραφία µου,
αναπτυσσόµενη πιο πέρα για αυτούς τους σκοπούς, µπορεί να γίνει εργαλείο πολύ χρήσιµο για το φιλόσοφο.»
(Frege, στο ίδιο, Πρόλογος, σελ. 7. µτφρ. από Ρουσ. Γνωσ., σελ 14)
23 Sluga, σελ. 174.
24 "Στην έρευνα που ακολουθεί τήρησα τρεις θεµελιώδης αρχές: να διαχωρίζω πάντοτε σαφώς το ψυχολογικό

από το λογικό, το υποκειµενικό από το αντικειµενικό, να ζητώ το νόηµα της λέξης στο πλάισιο της πρότασης,
όχι σε αποµόνωση, να διακρίνω πάντοτε την έννοια από το αντικείµενο." (Frege, Θεµ. Αριθµ., σελ. 71)
25 Ρουσόπουλος, Γνωσ., σελ. 65.
26 Sluga, σελ. 46.

3
φιλοσοφικός στόχος του είναι «να κατοχυρωθεί, πέρα από κάθε αμφιβολία, η θέση ότι οι αριθμητικές
αλήθειες είναι a priori»27 και ότι αυτή «η a priori γνώση έχει ρόλο θεμελίου για την εμπειρική
γνώση».28 Το πρόγραμμα υπαγωγής της αριθμητικής στη λογική έχει ακριβώς αυτό τον στόχο και,
έτσι, εναντιώνεται στην καντιανή σύλληψη των αριθμητικών προτάσεων ως συνθετικών a priori.
Μελετώντας την έννοια του αριθμού και έχοντας απορρίψει τη θεώρησή του ως σωρού
πραγμάτων ή ιδιότητα συνόλων, ο Φρέγκε δέχεται ότι μια αριθμητική δήλωση είναι βεβαίωση για
μια έννοια και, ταυτόχρονα, μια αντικειμενική βεβαίωση για την έννοια αυτή.29 Για να μην θεωρηθούν
οι αριθμητικοί όροι ψυχολογικά αντικείμενα (ψυχολογισμός) ή απλώς σύμβολα κενά περιεχομένου
(φορμαλισμός), ο Φρέγκε τους εξετάζει αυστηρά εντός της αριθμητικής (δηλωτικής) πρότασης που
αυτοί εμφανίζονται, ενώ, παράλληλα, εισάγει τη διάκριση30 έννοιας - αντικειμένου.31 Η απόσπασή τους
από το πλαίσιο αυτό θα κατέστρεφε την αντικειμενικότητα της αριθμητικής η «οποία συγκροτεί ένα
σύστημα μέσα στο οποίο ένας αριθμητικός όρος έχει το νόημά του».32 Η αντικειμενικότητα, λοιπόν,
του αριθμού διαπιστώνεται με την αντικειμενικότητα της αριθμητικής. Συνεπώς, εάν στον αριθμό
αντιστοιχεί ένα αντικείμενο (ονοματίζει κάτι) αυτό πρέπει να είναι ένα λογικό αντικείμενο33 το οποίο
δεν δίνεται στην εποπτεία, αλλά το νόημά του καθορίζεται πλήρως εντός του πλαισίου που αυτό
εμφανίζεται.
Έχοντας εισάγει τις λογικά πρότερες του αριθμού, έννοιες του ισαριθμήσιμου34 [καθώς η
απαρίθμηση εγκαθιδρύει μια αντιστοιχία μεταξύ εννοιών] και της ταυτότητας35 [ως την εκ νέου
αναγνώρισή μας ενός αριθμού ως του ίδιου] καταλήγει πως το αναζητούμενο λογικό αντικείμενο
το οποίο αντιστοιχεί στην έννοια του αριθμού είναι η «έκταση» μιας έννοιας (κατηγορήματος):
«ο αριθμός μιας έννοιας F είναι η έκταση της έννοιας ‘ισάριθμος προς την έννοια F'». Με βάση
αυτό τον ορισμό ορίζει τους επιμέρους αριθμούς, ξεκινώντας από το μηδέν, την έννοια του επόμενου
και τη γενική έννοια του φυσικού αριθμού. 36

27 Στο ίδιο, σελ. 229.


28 Στο ίδιο, σελ. 233.
29 Στο ίδιο, σελ. 46.
30 Η διάκριση αυτή αποτελεί ειδική περίπτωση της διάκρισης ‘κατηγορηµατική συνάρτηση-όρισµα’, την οποία

είχε ήδη εισάγει στην Εννοιογραφία. (Ρουσόπουλος, Γνωσ., σελ. 66).


31 Ο Φρέγκε θεωρεί την έννοια του αντικειµένου µια τυπική [formal] έννοια, αρνείται όµως τον ισχυρισµό οτι η

αισθητικότητα είναι αναγκαία για τη γνώση του, γιατί για εκείνον, το πρότυπο αντικείµενο είναι το περιεχόµενο
µιας κρίσης, δηλαδή το διανόηµα [gedanke]. (Sluga, σελ. 264). Τα διανοήµατα όµως δεν βρίσκονται στον
χώρο και στο χρόνο και, εποµένως, δεν δίνονται στις αισθήσεις γιατί είναι διυποκειµενικά, αντικειµενικά και µη
ενεργεία πραγµατικά [actual] (στο ίδιο, σελ. 235-236).
32 στο ίδιο, σελ. 47.
33 Κατ’ αντιπαράθεση προς αντικείµενα που δίνονται στην αισθητικότητα, τα λογικά αντικείµενα δεν είναι

δυνατόν να εξαρτώνται από αιτιακούς νόµους ούτε µπορούν να είναι χωροχρονικά. (στο ίδιο, σελ. 232)
34 «Όταν λέµε ότι τα αντικείµενα που υπάγονται σε µια έννοια F µπορούν να αντιστοιχηθούν ένα-προς-ένα µε

τα αντικείµενα που υπάγονται σε µια έννοια G, λέµε ότι οι δύο έννοιες είναι ισαριθµήσιµες.»
35 «Ο αριθµός που ανήκει στην έννοια F είναι ταυτόσηµος µε τον αριθµό που ανήκει στην έννοια G.»
36 «Εφόσον κανένα αντικείµενο δεν υπάγεται στην έννοια ‘δεν ταυτίζεται µε τον εαυτό του’ ορίζω το µηδέν

ως εξής: 0 είναι ο αριθµός που ταιριάζει στην έννοια ‘δεν ταυτίζεται µε τον εαυτό του.» (Frege, Θεµ. Αριθµ.
#74, σελ. 154).
4
Η σημασία του προγράμματος θεμελίωσης της αριθμητικής, πέρα από τον στενά μαθηματικό
χαρακτήρα της, βρίσκεται στον τρόπο με τον οποίο ο Φρέγκε χρησιμοποίησε τη λογικο-γλωσσική
προσέγγιση που ανέπτυξε στη έργο του, μετατοπίζοντας την έμφαση στην αναγνώριση των λογικών
μέσων που επιτρέπουν να αιτιολογηθεί λογικά η αλήθεια μιας πρότασης, από το επίπεδο των
ψυχολογικών διεργασιών του υποκειμένου.37 Η ενοποίηση όλων των ποικίλων γραμματικών
προτάσεων υπο την ίδια λογική, ως διαφορετικές μορφές συναρτήσεων, ουσιαστικά επέτρεψε μια
ριζικά διαφορετική ανάλυση των προτάσεων της φιλοσοφικής αλλά και της καθημερινής γλώσσας.
Επιπλέον, στο ύστερο έργο του, ο Φρέγκε εισάγει τη σημασιολογική ανάλυση στη φιλοσοφία της
γλώσσας, με τη διάκριση αναφοράς-νοήματος του εννοιολογικού περιεχομένου και προτείνει την
άποψη ότι «τα ζητήματα του νοήματος και της κατανόησης της γλώσσας προηγούνται λογικά των
γνωσιοθεωρητικών ζητημάτων. Με αυτόν τον τρόπο, το αίτημα θεμελίωσης της γνώσης
μετατοπίζεται στην περιοχή της σημασιολογίας, σταθεροποιώντας τη «γλωσσική στροφή»
που είχε ήδη αρχίσει με την έμφαση στη λογική και τη γλώσσα στα τέλη του 19ου αιώνα».38
Οι σημασιολογικές μελέτες του, Για το Νόημα και την Αναφορά (1892), Συνάρτηση και Έννοια
(1891), Για την Έννοια και το Αντικείμενο (1892), σε συνδυασμό με τις μελέτες του Russell Αρχές των
Μαθηματικών (1903), των Russell και Whitehead Principia Mathematica (τρεις τόμοι, 1910-13),
επηρέασαν με εμφανή τρόπο την έρευνα των θεμελίων των μαθηματικών και της λογικής και τη
διαμόρφωση της φιλοσοφίας της γλώσσας,39 διαμορφώνοντας έναν ευρύτερο φιλοσοφικό ορίζοντα
μέσα στον οποίο καλλιεργήθηκαν και οι αντιλήψεις των μελών του Κύκλου της Βιέννης.40 Επίσης, ο
Wittgenstein, το έργο του οποίου επηρέασε βαθιά την αναλυτική φιλοσοφία, αναφέρεται ρητά στον
πρόλογο του Tractatus (1921) στα έργα των Φρέγκε και Russell, ως τις δύο πηγές της φιλοσοφικής
του σκέψης. Για τον Wittgenstein, η φιλοσοφία είναι θεραπευτική δραστηριότητα και ειδικά κριτική
της γλώσσας: «Όλη η φιλοσοφία είναι 'κριτική της γλώσσας'» (Tractatus, 4.0031), έργο της είναι,
« η λογική διασάφηση των σκέψεων και των προτάσεων»41 (Tractatus, 4.112).
Ο Φρέγκε μπορεί να θεωρηθεί ο πρώτος φιλόσοφος της αναλυτικής παράδοσης. Σύμφωνα με
τον Michael Dummett, μόνο με τον Φρέγκε καθιερώθηκε το πραγματικό [proper] αντικείμενο της

«Αν τώρα ορίσουµε ότι ‘1 είναι ο αριθµός που ταιριάζει στην έννοια «ταυτίζεται µε το 0», µπορούµε κατόπιν να
διατυπώσουµε τα προηγούµενα συµπαράσµατα ως ακολούθως: ο αριθµός 1 ακολουθεί στη σειρά των φυσικών
αριθµών αµέσως µετά το 0.» (Στο ίδιο, #77, σελ. 157).
37 Ρουσόπουλος, Γνωσ., σελ 67.
38 Ρουσόπουλος, Η Φιλοσοφία της Επιστήµης, Liberal Books 2011, σελ. 75-76.
39 Ειδικότερα, η µέθοδος της λογικής ανάλυσης/κατασκευής του Russell έλκει την καταγωγή της, µεταξύ

άλλων, από το πρόγραµµα της θεµελίωσης των φυσικών αριθµών του Φρέγκε. Ο Russell υποστήριξε ότι η
µέθοδος των επιστηµών, εφόσον προηγουµένως προσαρµοστεί στις ανάγκες της φιλοσοφίας, µπορεί να
βοηθήσει στην ‘αναγέννησή’ της: «Η µέθοδος που µπορεί να χρησιµοποιηθεί στη φιλοσοφία έχει ήδη αναπτυχθεί
και επιτυχώς δοκιµαστεί στην περιοχή της νέας λογικής και µπορεί να ονοµασθεί µέθοδος της λογικής ή της
φιλοσοφικής ανάλυσης» (Russell B., Mysticism and Logic σελ. 120, στο Ρουσόπουλος, Γνωσ. σελ. 191).
40 Ρουσόπουλος, Αναλ. Παρ., σελ 76-77.
41 Wittgenstein, L., Λογικο-φιλοσοφική Πραγµατεία (1921), Παπαζήσης 1978

5
φιλοσοφίας: «πρώτον, ο στόχος της φιλοσοφίας είναι η ανάλυση της δομής της σκέψης [thought],
δεύτερον, η μελέτη της σκέψης θα πρέπει να διακρίνεται αυστηρά από τη μελέτη των ψυχολογικών
διεργασιών του σκέπτεσθαι [thinking], και τρίτον, ο μόνος κατάλληλος τρόπος ανάλυσης της σκέψης
είναι η ανάλυση της γλώσσας».42 O Dummet υποστηρίζει πως η αποδοχή αυτών των τριών
αξιωμάτων είναι κοινή σε ολόκληρη την αναλυτική σχολή.43
Ο Hans Sluga θεωρεί και αυτός πως «χαρακτηριστική αρχή αυτής της σχολής είναι ότι η
φιλοσοφία της γλώσσας αποτελεί το θεμέλιο όλης της υπόλοιπης φιλοσοφίας» και πως για τους
αναλυτικούς φιλόσοφους, «η δομική, τυπική, λογική διερέυνηση της γλώσσας»44 είναι θεμελιώδης.
«Γενικά, μπορούμε να πούμε», συνεχίζει, «πως η αναλυτική φιλοσοφία εναντιώθηκε στον ριζικό
εμπειρισμό, στον ψυχολογισμό, στον ιστορικισμό, στον υποκειμενισμό και τη μεταφυσική.
Αντιτασσόμενη σε αυτές τις τάσεις, ασχολήθηκε με λογικά, τυπικά ή a priori ερωτήματα»,45
χαρακτηριζόμενη συχνά ως συστηματική ή "επιστημονική φιλοσοφία" καθώς επιχείρησε να
οικοδομήσει μια στενή συνεργασία με το έργο των επιστημών, των μαθηματικών και της φυσικής.46

42 Dummett, M., Truth and Other Enigmas, Harvard UP 1978, σελ. 458 (µτφρ. δική µου)
43 Αυτή η άποψη του Dummett έχει αποτελέσει αντικείµενο κριτικής. Βλ. για παράδειγµα: Glock, Hans-Johann
(ed.). The Rise of Analytic Philosophy, Oxford: Blackwell Publishers 1997.
44 Sluga, σελ. 64.
45 Στο ίδιο, σελ. 369.
46 Ρουσόπουλος, Φιλ. Επιστ. σελ. 55-71.

6
Βιβλιογραφία

Dummet, M., Truth and Other Enigmas, Harvard UP, 1978.

Frege, G., Begriffsschrift, a formula language, modeled upon that of arithmetic for pure thought (1879)
στο Heijenoort, van Jean (ed.), From Frege to Gödel: A Source Book in Mathematical Logic 1879–1931,
Harvard UP, 1967.

Frege, G., Τα Θεμέλια της Αριθμητικής (1884), Αθήνα: Νεφέλη, 2009.

Glock, Hans-Johann (ed.). The Rise of Analytic Philosophy, Oxford: Blackwell Publishers 1997.

Ρουσόπουλος, Γ., Αναλυτική της Παράστασης. Η Γνωσιοθεωρία του Κύκλου της Βιέννης,
Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 1998

Ρουσόπουλος, Γ., Γνωσιολογία. Φιλοσοφία και επιστήμη υπό το καθεστώς της παράστασης,
Αθήνα: Gutenberg, 2009.

Ρουσόπουλος, Γ., Η Φιλοσοφία της Επιστήμης. Αθήνα: Liberal Books, 2011.

Russell, B., Mysticism and Logic, Routledge, 1918.

Sluga, H., Φρέγκε, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2009.

Wittgenstein, L., Λογικο-φιλοσοφική Πραγματεία (1921), Παπαζήσης 1978.

Σημειώσεις του μαθήματος: Επιστήμες και Φιλοσοφία στον 20ο αιώνα, Διδάσκων: Μπαλτάς Α.,
Θεοδώρου, Σταματέλος (επιμ.)., «Τα επιτεύγματα του Φρέγκε και οι απαρχές της αναλυτικής
φιλοσοφικής παράδοσης» και Πατηνιώτης, «Λογικός Θετικισμός».

7
2. Οι παρακάτω κριτικές καταφέρονται ενάντια σε θεμελιώδεις θέσεις και παραδοχές του
προγράμματος του λογικού εμπειρισμού. To λογικο-εμπειριστικό οικοδόμημα, όμως, διατηρεί την
αξιοπιστία του, έως το έτος καμπής, το 1962, οπότε και δημοσιεύεται η Δομή των Επιστημονικών
Επαναστάσεων του T.S. Kuhn που θεωρείται το «μανιφέστο» ενός νέου επιστημολογικού ρέυματος.47
Συνοπτικά, οι κριτικές αυτές, έχουν ως εξής:

Κριτική της επαγωγής:


Ο Popper επαναλαμβάνει την κριτική του Hume ότι η λογική θεμελίωση του επαγωγικού
συλλογισμού είναι αδύνατη καθώς κανένα πεπερασμένο πλήθος ενικών αποφάνσεων δεν οδηγεί
λογικά στη διατύπωση μιας καθολικής απόφανσης, αρνείται όμως την ψυχολογική λύση του.
Επιπλέον, η οριστική επαλήθευση μιας θεωρίας είναι εξίσου αδύνατη διότι υπάρχει πάντα η
πιθανότητα όσα τεστ και αν περάσει με επιτυχία, να αποτύχει στο επόμενο. Ο Popper ισχυρίζεται
ότι λύνει αυτό το πρόβλημα με την εισαγωγή του κριτηρίου της διαψευσιμότητας.
Θεση Ντυέμ-Κουάιν:
Η θέση αυτή ουσιαστικά καταφέρεται εναντίον της δυνατότητας ελέγχου (επαλήθευσης/
διάψευσης) μιας μεμονωμένης πρότασης, καθώς ο Κουάιν θεωρεί ότι η απόφανση για την αλήθεια
ή το ψεύδος μια πρότασης δεν είναι ποτέ μεμονωμένη και εντοπισμένη, αλλά απορρέει από ένα
συνολικό σύστημα πεποιθήσεων και θεωριών. Καθώς σε ένα πείραμα δεν υπάρχει λογικά αναγκαίος
τρόπος να μας πει τι αστόχησε (η υπόθεση που ελέγχουμε ή οι απαραίτητες σε ένα πείραμα,
βοηθητικές υποθέσεις), δεν είναι δυνατόν να εντοπιστεί ποια από τις προκείμενες είναι ψευδής:
«Καμία υπόθεση που είναι στοιχείο μιας ευρύτερης θεωρίας δεν μπορεί να απομονωθεί
επαρκώς από ένα σύνολο επικουρικών παραδοχών, ώστε να καταστεί μεμονωμένα
διαψέυσιμη από την εμπειρία. Όταν, δηλαδή, διαψεύδουμε μια υπόθεση, ουσιαστικά
δείχνουμε την ασυμβατότητά της με το θεωρητικό πλαίσιο (γενικό ή απομονωμένο) μέσα στο
οποίο η συγκεκριμένη υπόθεση ελέγχεται. Αυτό δεν μπορεί ποτέ να μας αποκλείσει το γεγονός
ότι μπορεί να είναι λάθος το θεωρητικό πλαίσιο48 μέσα στο οποίο εντάσσουμε την υπόθεσή
μας, και όχι η ίδια η υπόθεση».
Επιπλέον, είναι πάντα δυνατόν να επινοήσουμε ένα σύνολο επικουρικών υποθέσεων που μπορούν
να διασώσουν μια οποιαδήποτε υπόθεση που φαινομενικά αντιφάσκει με τα εμπειρικά δεδομένα,
πραγματοποιώντας δραστικές αναπροσαρμογές κάπου αλλού στο σύστημα.

47
Βλ. T.S. Kuhn (1962 [2008]), Η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων, Αθήνα: Σύγχρονα Θέματα, σελ.19
48Ως ενταγµένα σε ένα θεωρητικό πλαίσιο, εννοούνται και τα ίδια τα επιστηµονικά και τεχνικά εργαλεία που
χρησιµοποιούµε για να ελέγξουµε µια φαινοµενικά µεµονωµένη υπόθεση. (Βλ. σηµειώσεις µαθήµατος, "Quine",
σελ. 16).
1
Κριτική στη διάκριση θεωρητικών και παρατηρησιακών όρων
Ο N.R. Hanson,49 μεταξύ άλλων, καταδεικνύει το αδύνατο του διαχωρισμού ανάμεσα σε
παρατηρησιακούς και θεωρητικούς όρους. Σύμφωνα με αυτή την κριτική, κάθε παρατήρηση
προϋποθέτει ένα θεωρητικό πλαίσιο και, ως εκ τούτου, οι λεγόμενοι παρατηρησιακοί όροι είναι
πάντα εμποτισμένοι με τη θεωρία [theory laden]. Οι παρατηρησιακές αποφάνσεις είναι πάντοτε
διατυπωμένες στη γλώσσα κάποιας θεωρίας και η ακρίβειά τους εξαρτάται από την ακρίβεια του
αντίστοιχου θεωρητικού ή ενοοιολογικού πλαισίου. Σαφώς διατυπωμένες θεωρίες αποτελούν
προαπαιτούμενο για ακριβείς παρατηρησιακές αποφάνσεις. Με αυτή την έννοια, οι θεωρίες
προηγούνται των παρατηρήσεων, αντίθετα με την εδραιωμένη αντίληψη των λογικο-εμπειριστών.
Η "θέση Ντυέμ-Κουάιν" δεν αποδέχεται, επίσης, την ύπαρξη καθαρών παρατηρησιακών
δεδομένων, ικανών να διαψεύσουν μια μεμονωμένη υπόθεση.

Η διερεύνηση της σχέσης μεταξύ της «θέση Ντυέμ-Κουάιν» και της θεώρησης του Κουν,
μας επιτρέπει να ξεκινήσουμε από την έννοια του Παραδείγματος, η οποία είναι βασική
στην κουνιανή θεώρηση της επιστήμης.
Η θέση «θέση Ντυέμ-Κουάιν» είναι απόρροια του ολισμού του Κουάιν και, συνεπώς,
αντιτίθεται στα δογμάτα του λογικού εμπειρισμού: τον αναγωγισμό (reductionism), τον ατομισμό,
και την δυνατότητα ελέγχου μιας μεμονωμένης πρότασης. Για τον Κουάιν, κάθε σημείο της
εμπειρίας, αντιμετωπίζεται πάντα από ένα συνολικό σύστημα πεποιθήσεων και θεωριών, το οποίο
δεν επιτρέπει την αντιστοίχιση γλώσσας-εμπειρίας σε επίπεδο ατομικής πρότασης. Μονάδα
εμπειρικής σημασίας είναι ολόκληρη η επιστήμη.
Σύμφωνα με τον Κουν, «οι επιστημονικές γνώσεις κάθε εποχής αρθρώνονται σε ένα αυτόνομο
σύστημα, με τη δική του αξία και λειτουργικότητα»50 και εισάγει την έννοια του Παραδείγματος
[paradigm] για να περιγράψει αυτό «το σύνολο των πεποιθήσεων, των αναγνωρισμένων αξιών και
των τεχνικών που ασπάζονται τα μέλη μιας δεδομένης ομάδας επιστημόνων».51 Ο Κουν συνεπώς,
προτείνει και εκείνος μια ολιστική προσέγγιση στο μέτρο που «επιμένει ότι κάθε Παράδειγμα
περιλαμβάνει πολύ περισσότερα πράγματα από όσα είναι δυνατόν να διατυπωθούν ρητά, υπό
μορφή ρητών κανόνων και κατευθυντήριων αξόνων».52 Το Παράδειγμα δεν ταυτίζεται με μία
επιστημονική θεωρία. «Εχει μια πολύ σφαιρικότερη διάσταση που περιλαμβάνει νόμους, θεωρίες,

49
N.R. Hanson, (1958 [2002]), Πρότυπα Ανακάλυψης, Π.Ε.Κ., Ηράκλειο.
50
Kuhn, εισαγωγή, σελ. 25.
51
Στο ίδιο, σελ. 26.
52
Chalmers, σελ. 145.
2
εφαρμογές και πειραματισμό» και αποτελείται «από ένα ισχυρό πλέγμα εννοιολογικών, θεωρητικών,
πειραματικών και μεθοδολογικών παραδοχών» ακόμα και «σχεδόν μεταφυσικών».53
Στα πλαίσια ενός αποδεκτού Παραδείγματος, την περίοδο κατά την οποία αναπτύσσεται
η λεγόμενη φυσιολογική επιστήμη, ο Κουν μιλά για μια ολοκληρωτική στράτευση των επιστημόνων
σε αυτό. Οι επιστήμονες δραστηριοποιούνται στην επίλυση γρίφων με σκοπό «τη συνεχή επέκταση
του φάσματος και της ακρίβειας της επιστημονικής γνώσης»54 δεσμευμένοι σε κανόνες που «το ίδιο
το Παράδειγμα προσδιορίζει».55 Το σημαντικο σημείο εδώ, είναι πως κατά την περίοδο αυτή,
η εγκυρότητα του Παραδείγματος δεν αμφισβητείται: «Όσο καιρό ο ερευνητής δεσμεύεται στη
φυσιολογική επιστήμη, ασχολείται με την επίλυση γρίφων και όχι με τον έλεγχο του Παραδείγματος.
Κατά τη διάρκεια μιας συγκεκριμένης επίλυσης γρίφου, μπορεί βέβαια να δοκιμάσει ορισμένες
εναλλακτικές προσεγγίσεις και να απορρίψει αυτές που δεν καταφέρνουν να δώσουν το
επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Και τότε όμως δεν ελέγχει το ίδιο το Παράδειγμα».56 Αυτό σημαίνει πως
το Παράδειγμα παρέχει τις βοηθητικές υποθέσεις πάνω στις οποίες στηρίζεται η επίλυση γρίφων.
Μπορούμε να παραβάλουμε αυτή τη θεώρηση με τη Θέση Duhem-Quine, όπου υποστηρίζεται οτι
ο έλεγχος των μεμονωμένων υποθέσεων γίνεται πάντα ως προς βοηθητικές υποθέσεις ή, κατά Κουν,
βάσει παραδείγματος: οι δοκιμαστικές απόπειρες στη φυσιολογική επιστήμη συνιστούν «δοκιμές
των κινήσεων και όχι δοκιμές των κανόνων του παιχνιδιού».57
Όταν κάποια στιγμή αναγνωρίζεται ότι «η φύση έχει, σε κάποιο σημείο, παραβιάσει τις
προσδοκίες του Παραδείγματος που καθοδηγεί τη φυσιολογική επιστήμη»58 ο Κουν μιλά για μια
ανωμαλία, η αφομοίωση της οποίας «απαιτεί κάτι παραπάνω από μια επιπλέον προσθήκη» στην
Παραδειγματική θεωρία, «ώστε το μη ομαλό να γίνει αναμενόμενο».59 Η επίγνωση της ανωμαλίας
αυτής πυροδοτεί μια «περισσότερο ή λιγότερο εκτεταμένη εξερεύνηση της περιοχής όπου
εμφανίστηκε»60 και «στοιχειοθετεί ένα νέο γεγονός» το οποίο μπορεί να οδηγήσει, βαθμιαία, στην
αναγνώριση μιας καινοτομίας «ταυτόχρονα στο επίπεδο των παρατηρήσεων και των εννοιών»61
καθώς και σε μια «επακόλουθη αλλαγή των κατηγοριών και των μεθόδων του Παραδείγματος –
αλλαγή που γίνεται αποδεκτή συχνά με μεγάλη δυσκολία».62 Μπορεί όμως να επινοηθούν

53
Κουν, σελ 26.
54
Στο ίδιο, σελ. 121.
55
Στο ίδιο, σελ. 109.
56
Στο ίδιο, σελ. 225.
57 Στο ίδιο, σελ. 225.
58
Στο ίδιο, σελ. 122.
59
Στο ίδιο, σελ. 122.
60
Στο ίδιο, σελ. 122.
61
Στο ίδιο, σελ. 133.
62 Οπωσδήποτε όμως, «οι ανωμαλίες, που θα οδηγήσουν στην αλλαγή του Παραδείγματος» δηλαδή στην

εγκατάλειψή του ως πλαισίου αναφοράς και καθοδήγησης, «θα πρέπει να φτάσουν μέχρι τον πυρήνα της
υπάρχουσας γνώσης». (βλ. στο ίδιο, σελ.136).
3
«αναδιαρθρώσεις και ad hoc τροποποιήσεις63 της θεωρίας τους, προκειμένου να εξαφανίσουν κάθε
εμφανή σύγκρουση».
Η συσσώρευση των ανωμαλιών, ιδιαίτερα εκείνων που θεωρούνται πως θίγουν τα θεμέλια του
υπάρχοντος Παραδείγματος, οδηγεί στην κατάσταση κρίσης (ιδιόρρυθμη επιστήμη) και μόνο τότε,
έχουμε έλεγχο του ίδιου του Παραδείγματος. Ο έλεγχος όμως αυτός δεν ταυτίζεται ποτέ με την απλή
σύγκριση ενός μεμονωμένου Παραδείγματος με τη φύση, -όπως στη διαδικασία επίλυσης γρίφων.64
Για τον Κουν «όλες οι κρίσεις ξεκινούν από την εξασθένηση ενός Παραδείγματος και την επακόλουθη
χαλάρωση των κανόνων της φυσιολογικής επιστήμης»65 και κλείνουν είτε με την επίτευξη
χειραγώγησης του προβλήματος είτε με μετάθεση της λύσης του στο μέλλον ή «με την εμφάνιση
ενός νέου υποψήφιου Παραδείγματος και τη μάχη που ακολουθεί για την αποδοχή του».66
Μπορούμε συνεπώς να μιλούμε για έλεγχο, «μόνο όταν η επίγνωση της κρίσης προκαλέσει
τη γένεση ενός εναλλακτικού υποψήφιου παραδείγματος».67
Έτσι, μια θεωρία δεν διαψεύδεται από την εμπειρία/παρατήρηση, αλλά απλώς εγκαταλείπεται
όταν υπάρχει ένα μεγάλος αριθμός προβλημάτων, και όταν είναι διαθέσιμος ένας άλλος τρόπος
να ειδωθεί ο κόσμος.68 Οπως άλλωστε ισχυρίζεται ο Κουν, «τα παραδείγματα δεν επιδέχονται καμία
διόρθωση από τη φυσιολογική επιστήμη», καθώς η περίοδος αυτή, «τελικά οδηγεί μόνο στην
αναγνώριση των ανωμαλιών και σε κρίσεις. Και αυτές τερματίζονται όχι με συζητήσεις και ερμηνείες
αλλά με ένα σχετικά απότομο συμβάν χωρίς εσωτερική δομή, σαν μια εναλλαγή gestalt69».70
Στο σημείο αυτό, έχει ήδη διαφανεί πως αντίθετα με την επαγωγιστική θεώρηση περί προόδου
της επιστήμης, ο Κουν δεν θεωρεί τη μετάβαση από ένα Παράδειγμα σε ένα άλλο ως αποτέλεσμα
μιας συσσωρευτικής διαδικασίας επέκτασης του παλιού και ενσωμάτωσης σε αυτό του
προηγούμενου. Η επαγωγιστική αντίληψη, άλλωστε, υποστηρίζει πως «η επιστημονική γνώση
αναπτύσσεται γραμμικά, στο μέτρο που ολοένα και περισσότερες και πιο ποικίλες παρατηρήσεις
πραγματοποιούνται, επιτρέποντας το σχηματισμό νέων εννοιών, την επεξεργασία σε βάθος των

63
Ο Κουν παραθέτει την περίπτωση του πτολεμαϊκού συστήματος: «Όταν συναντούσαν μια επιμέρους
ασυμφωνία, οι επιστήμονες ήταν πάντοτε σε θέση να την εξαφανίσουν, επιφέροντας μια ορισμένη
τροποποίηση στο πτολεμαϊκό σύστημα των σύνθετων κύκλων [compounded circles]». (βλ. στο ίδιο, σελ. 140)
Μπορούμε να παραβάλουμε εδώ τη θέση του Κουάιν για τη δυνατότητα ad hoc προσαρμογών σε κάποιο
σημείο στο σύστημα, προκειμένου να διασωθεί μια υπόθεση που αντιφάσκει με τα εμπειρικά δεδομένα.
64 Στο ίδιο, σελ. 225.
65
Στο ίδιο, σελ 158.
66
Στο ίδιο, σελ. 159.
67
Στο ίδιο, σελ. 225.
68 Πρβλ. "θέση Ντυέμ-Κουάιν" όπου οΙ παρατηρήσεις δεν επαληθεύουν ούτε διαψεύδουν μεμονωμένες

υποθέσεις, αλλά ολόκληρες θεωρίες.


69
Η ψυχολογία gestalt προσεγγίζει την αντιληπτική ικανότητα ως ολιστική και δυναμική διαδικασία, όπου το
ανθρώπινο μάτι (εγκέφαλος) συλλαμβάνει την παράσταση ως όλον, πρωτού προχωρήσει στη σύλληψη των
μερών. Επιπλέον, το όλον θεωρείται ότι ξεπερνά το άθροισμα των μερών του.
70
Κουν, σελ. 201.
4
παλιών και την αλληλοδιαπλοκή τους στα πλαίσια νέων νόμων».71 Μια τέτοια αντίληψη περί
επιστήμης ενέχει τις παραδοχές ότι η παρατήρηση (όντας αντικειμενική και διυποκειμενική) είναι
η βάση πάνω στην οποία μπορεί να οικοδομηθεί με ασφάλεια η επιστημονική γνώση, καθώς και
τη δυνατότητα οριστικής επαληθευσιμότητας μιας μεμονωμένης υπόθεσης-πρότασης (πορεία προς
την αλήθεια). Όπως αναφέρθηκε όμως προηγουμένως, η βάση της θεώρησης αυτής, ο επαγωγικός
συλλογισμός, έχει καταδειχθεί διαδικασία μη λογική, ήδη από τον Χιουμ και μετέπειτα από τον
Πόππερ. Σύμφωνα λοιπόν με τον Κουν, η αντικατάσταση ενός Παραδείγματος από ένα άλλο συνιστά
μια ρήξη, μια ασυνέχεια, και την ολοκλήρωση μιας επιστημονικής επανάστασης: «Πρόκειται μάλλον
για μια ανακατασκευή του πεδίου από νέα θεμέλια, μια ανακατασκευή που τροποποιεί ορισμένες
από τις πιο στοιχειώδεις θεωρητικές γενικεύσεις του πεδίου, όπως και πολλές από τις μεθόδους
και τις εφαρμογές του Παραδείγματος».72 Επιπλέον, αντίθετα με τους επαγωγιστές, ο Κουν δεν
συμμερίζεται την άποψη ότι η επιστήμη «οδηγεί σταθερά προς κάποιο σκοπό, εξαρχής καθορισμένο
από τη φύση»73 και αντιπαραθέτει τη δική του «εξελικτική εικόνα της επιστήμης».74
Όπως έχει ήδη γίνει σαφές, ο Κουν αναγνωρίζει τον καθοριστικό ρόλο του Παραδείγματος
στην καθοδήγηση της αναζήτησης και της ερμηνείας παρατηρήσιμων φαινομένων και, συνεπώς,
η εξάρτηση της παρατήρησης από τη θεωρία είναι θεμελιώδης στη Δομή. Επιπλέον, «δεν είναι
δυνατό να αποδώσουμε όσα συμβαίνουν στη διάρκεια μιας επιστημονικής επανάστασης σε μια
επανερμηνεία μεμονωμένων και σταθερών δεδομένων. Πρώτα απ΄όλα η σταθερότητα των
δεδομένων δεν είναι σαφής»,75 καθώς, «το ίδιο το Παράδειγμα ορίζει εκείνους τους εργαστηριακούς
χειρισμούς που είναι πιο κατάλληλοι για τη σύνδεση ενός Παραδείγματος με την άμεση εμπειρία˙
και η εμπειρία αυτή, καθορίζεται ως ένα βαθμό από το Παράδειγμα». Όπως αναφέρει και ο ίδιος,
«όσο για την καθαρή παρατηρησιακή γλώσσα, ίσως κάποτε να επινοηθεί» και επικαλείται πειράματα
της ψυχολογίας που αποδεικνύουν οτι «δύο άνθρωποι με τις ίδιες οπτικές εντυπώσεις στον
αμφιβληστροειδή, μπορούν να βλέπουν διαφορετικά πράγματα».76
Ο επιστήμονας, λοιπόν, στη θεώρηση του Κουν, βλέπει τον κόσμο μέσα από το Παράδειγμα
στο οποίο εργάζεται. Η υιοθέτηση ενός νέου Παραδείγματος τον κάνει να βλέπει ένα ίδιο με πριν
σύνολο αντικειμένων, εντελώς διαφορετικά. Ο ριζικά διαφορετικός τρόπος θέασης του κόσμου
μεταξύ οπαδών αντίθετων παραδειγμάτων, οδηγεί τον Κουν στην εισαγωγή της έννοιας της
ασυμμετρίας (incommensurability - έλλειψη κοινού μέτρου]. Εάν δεν υπάρχουν «καθαρά»
παρατηρησιακά δεδομένα (ανεξάρτητα από τη θεωρία), δεν υπάρχει και ουδέτερη παρατηρησιακή

71
Chalmers, σελ. 156.
72
Κουν, σελ.159.
73
Στο ίδιο, σελ 254.
74 Στο ίδιο, σελ. 242-257
75 Στο ίδιο, σελ 200.
76 Στο ίδιο, σελ. 205.

5
γλώσσα. Οι λογικοί εμπειριστές, θεωρούσαν πως η σύγκριση μεταξύ θεωριών επιτυγχάνεται
με τη μετάφραση των όρων της μίας στους όρους της άλλης, μέσω ενός ουδέτερου γλωσσικού
ή εννοιολογικού συστήματος. Σύμφωνα με τη θέση περί ασυμμετρίας, όμως, αυτή η γλώσσα δεν
υπάρχει και «οι οπαδοί αντίθετων Παραδειγμάτων δεν καταφέρνουν να αποκαταστήσουν πλήρη
επικοινωνία μεταξύ τους»77 αν δεν προηγηθεί «μια εμπειρία μεταστροφής για τη μία ή την άλλη
ομάδα», μεταστροφή που ο Κουν ονομάζει «Παραδειγματική αλλαγή».78 Η εξάρτηση του 'βλέπειν'
από το Παράδειγμα είναι τόσο καθοριστική, ώστε, σύμφωνα με τον Κουν, επιστήμονες που
ασπάζονται διαφορετικά Παραδείγματα, μιλούν διαφορετική γλώσσα (ασυμμετρία εννοιών),
τα κριτήριά τους και οι ορισμοί που δίνουν για την επιστήμη δεν ταυτίζονται (ασυμμετρία
κριτηρίων)79 και ασκούν το έργο τους σε διαφορετικούς κόσμους (ασυμμετρία αντιληπτικής
ικανότητας).80

Βιβλιογραφία

Kuhn, T.S., H Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων, Αθήνα: Σύγχρονα Θέματα, 2008.

Chalmers, A.F.,Τι Είναι Αυτό που το Λέμε Επιστήμη;, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2010.

Σημειώσεις του μαθήματος Επιστήμες και Φιλοσοφία στον 20ό αιώνα, Διδάσκων: Μπαλτάς Α.
Δαμιανός, Π., «Ο Quine και η εκ των έσω αμφισβήτηση του Λογικού Εμπειρισμού»
Σκουρλά, Λ., «Η ιστορικιστική στροφή και τα παράγωγά της»
Στεργιόπουλος, Κ., «Karl R. Popper»
Πατηνιώτης, Μ., «Λογικός Θετικισμός»

77
Κουν, σελ. 229.
78
Στο ίδιο, σελ. 231.
79 Η μετάβαση από ένα Παράδειγμα σε ένα άλλο, έχει ως συνέπεια την απώλεια όχι μόνο ενός έγκυρου

ερωτήματος αλλά και μιας ολοκληρωμένης απάντησης. Η απώλεια αυτή, όμως, δεν είναι κατ' ανάγκη οριστική.
(στο ίδιο, σελ. 229)
80 Στο ίδιο, σελ. 229-231.

You might also like