Professional Documents
Culture Documents
Λίγη δυστυχία ακόμη, παρακαλώ
Λίγη δυστυχία ακόμη, παρακαλώ
Τρία ελληνικά βιβλία για το AIDS μυρίζουν μούχλα. Ευτυχώς ένα τέταρτο
ανοίγει τα παράθυρα.
Αντίο AIDS!
Μαρία Παπαγιαννίδου-Σεν Πιερ, Οξύ
Αυξήθηκαν και φέτος οι νέες διαγνώσεις HIV στη χώρα μας, αλλά οι αριθμοί δεν
λένε όλη την ιστορία. Διότι το AIDS δεν είναι μια σκέτη αρρώστια – καμία αρρώστια
δεν είναι μόνο αρρώστια. Οι νόσοι διαδραματίζουν κοινωνικό ρόλο και
χρησιμοποιούνται για την επίτευξη πολλών σκοπών. Οι νόσοι δεν υπάρχουν
«αντικειμενικά» αλλά αποκτούν το περιεχόμενό τους –και τη βαρύτητα ή ελαφρότητα
τους– από το πώς τις αντιλαμβανόμαστε, ενίοτε μάλιστα άσχετα από την
αντικειμενική, πραγματική, ιατρική επικινδυνότητά τους. Στο παρόν άρθρο θα
εξετάσω τρεις θεάσεις του AIDS στον ελληνικό ψυχισμό, μέσα από τρία βιβλία που
πραγματεύονται την οροθετικότητα. Βασικά εργαλεία μου θα είναι ένα τέταρτο
βιβλίο, το Νόσος ως μεταφορά, το AIDS και οι μεταφορές του της Σούζαν Σόνταγκ,
καθώς και τη δική μου εμπειρία ως ψυχοθεραπευτή και εθελοντή στον χώρο του
HIV/AIDS από το 1991.
Τις κοινωνικές λειτουργίες και προεκτάσεις της νόσου εξετάζει ενδελεχώς η Σούζαν
Σόνταγκ στο ρηξικέλευθο βιβλίο της Η νόσος ως μεταφορά, που γράφτηκε το 1991 με
αφορμή τον δικό της καρκίνο, σε μια προσπάθεια να πείσει τους ανθρώπους να δουν
τον καρκίνο ως «αυτό που πραγματικά είναι, ως νόσο – μια πολύ σοβαρή νόσο αλλά
μόνο μια νόσο. Όχι κατάρα, όχι τιμωρία, όχι αδιέξοδο. Ότι δεν έχει κάποιο "νόημα"».
Σε 188 σελίδες εξετάζει με κριτικό βλέμμα τους ρόλους που επιτελεί η νόσος, τόσο
σε ατομικό όσο και συλλογικό επίπεδο ανάλογα με το πώς εννοιολογείται, αλλά και
ως πολιτικό εργαλείο καταπίεσης ή χειραγώγησης των λαών. Διότι δεν είναι όλες οι
αρρώστιες ίδιες. Η σπουδαιότητά τους στον συλλογικό ψυχισμό δεν εξαρτάται
αποκλειστικά, ούτε καν κυρίως, από το πόσο επικίνδυνες ή θανατηφόρες είναι αλλά
από το μυστήριο που τις περιβάλλει και τον ρόλο που αυτός ο προσδοκώμενος
κίνδυνος καλείται να επιτελέσει στην κοινωνία. «Το ότι είναι θανατηφόρες δεν αρκεί
από μόνο του για να προκαλέσει τον τρόμο», επισημαίνει η Σόνταγκ. Για παράδειγμα,
«ο καρκίνος προκαλεί περισσότερο φόβο από την καρδιοπάθεια, μολονότι κάποιος
που είχε στεφανιαίο επεισόδιο είναι πιθανότερο να πεθάνει κατά τα αμέσως επόμενα
χρόνια, παρά κάποιος που έχει καρκίνο. Μια καρδιακή προσβολή είναι ένα γεγονός
αλλά δεν δίνει σε κάποιον καινούργια ταυτότητα, μετατρέποντας τον πάσχοντα σ’
έναν απ’ "αυτούς"». Το ποιοι είναι οι «αυτοί» αλλάζει, αλλά πάντα εξυπηρετεί
κοινωνικές ανάγκες και σκοπιμότητες.
Η φυματίωση, λόγου χάρη, ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα ρομαντικοποιήθηκε,
σχεδόν εξιδανικεύτηκε, αφού θεωρούταν «αρρώστια των ανώτερων και ευγενών
τμημάτων της ανθρώπινης ύπαρξης» (αδερφοί Γκονκούρ), κάτι που «κάνει τον
άρρωστο σεξουαλικά ελκυστικό», «περισσότερο σύνθετο ψυχολογικά», «ένδειξη
ευγένειας, λεπτότητας, ευαισθησίας». «Ο Σοπέν ήταν φθισικός σε μια εποχή που η
καλή υγεία δεν ήταν σικ», έγραφε ο Καμίγ Σαιν-Σανς το 1913. Ακόμα και ο θάνατος
από φυματίωση εξιδανικεύτηκε και θεωρήθηκε ωραίος και ευγενής, παρότι στην
πραγματικότητα συχνά ήταν οδυνηρός και μαρτυρικός.
«Στον 20ο αιώνα η ομάδα των μεταφορών και των διαθέσεων που συνδεόταν
προηγουμένως με τη φυματίωση διχάζεται και διαμοιράζεται σε δύο νόσους», γράφει
η Σόνταγκ, προσκομίζοντας πολλά παραδείγματα προς επίρρωση των επιχειρημάτων
της. «Ορισμένα χαρακτηριστικά της φυματίωσης πηγαίνουν στην παραφροσύνη: οι
ακρότητες ενός πνεύματος που παραείναι ευαίσθητο για να αντέξει την αηδία του
χυδαίου, καθημερινού κόσμού.» Κατά τη ρομαντική αντίληψη η νόσος παροξύνει τη
συνείδηση. «Το τωρινό όχημα του αιώνιου μύθου για την αυτοϋπέρβαση δεν είναι πια
η φυματίωση αλλά η παραφροσύνη, που οδηγεί τη συνείδηση σε μια κατάσταση
παροξυσμικής φώτισης».
Επειδή ακριβώς ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε μια νόσο δεν έχει αποκλειστικά
σχέση με τα μετρήσιμα ιατρικά δεδομένα, παρότι η ιατρική πραγματικότητα του
AIDS έχει αλλάξει άρδην μέσα σε μια δεκαετία και από σχεδόν πάντα θανατηφόρο
έχει μετατραπεί σε μια αντιμετωπίσιμη χρόνια νόσο με ποιότητα ζωής και
προσδόκιμο ζωής καλύτερο από τον διαβήτη ή τη νεφροπάθεια, ο τρόπος που
εξακολουθούμε να εννοιολογούμε το AIDS δεν έχει αλλάξει σχεδόν καθόλου.
Παραμένει η μεγάλη «μάστιγα», μια κατάρα, μια τιμωρία για προσωπικές
«αμαρτίες», ή έστω για ηθικά «στραβοπατήματα», αν η λέξη «αμαρτία» μας πέφτει
πολύ βαριά ή ξένη για το αξιακό σύστημά μας.
Ζήτω οι προκαταλήψεις!
Από αυτό το ισχυρό στερεότυπο δεν ξεφεύγει το πρώτο σοβαρό ελληνικό βιβλίο που
μιλάει για την οροθετικότητα από την πλευρά μιας οροθετικής. Το Και βέβαια δε σας
αφορά (2007) καταπολεμά την άγνοια και σπέρνει τον τρόμο. Ελάχιστα έχουν γραφεί
από έλληνες οροθετικούς για το HIV. Το AIDS στη χώρα μας παραμένει απρόσωπο,
αφού σχεδόν κανείς οροθετικός δεν έχει μιλήσει δημοσίως. Ως εκ τούτου αυτοί που
βγαίνουν να μιλήσουν γι’ αυτό δίνουν πρόσωπο σε μια απρόσωπη έννοια. Και
δυστυχώς το πρόσωπο που δημιουργείται από το συγκεκριμένο βιβλίο, όπως και από
τα άλλα δύο που εξετάζω, είναι καθ’ όλα άσχετο με την πραγματικότητα όπως τη
βιώνουν οι περισσότεροι οροθετικοί σήμερα.
Το Και βέβαια δε σας αφορά είναι ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο γραμμένο στο πρώτο
πρόσωπο, στο οποίο η συγγραφέας αφηγείται την περιπέτειά της ως οροθετικής, από
τη στιγμή που το έμαθε με άσχημο τρόπο όταν νόσησε ο νεογέννητος γιος της.
Στόχος του βιβλίου, όπως δηλώνει η Αθηναίου, είναι να ευαισθητοποιήσει τους
ετεροφυλόφιλους και κυρίως τις γυναίκες γύρω από τον κίνδυνο μετάδοσης, καθώς οι
περισσότεροι πιστεύουν ότι το AIDS δεν τους αφορά. Ένας δεύτερος στόχος της είναι
να καταπολεμήσει τον στιγματισμό και τις προκαταλήψεις που έχει η κοινωνία γύρω
από το HIV και τους οροθετικούς.
Οι στόχοι της είναι αναμφισβήτητα καίριοι και σημαντικότατοι και ως ένα βαθμό τον
πρώτο τον πετυχαίνει. Η ίδια είναι μια ευυπόληπτη γυναίκα της καλής κοινωνίας,
σπουδαγμένη, πετυχημένη, μακριά από τα στερεότυπα που έχει ο κόσμος για τους
«περιθωριακούς» οροθετικούς. Είναι «καταξιωμένη», όπως αυτοπροσδιορίζεται
κάπως παράξενα στον υπότιτλο και φροντίζει να τονίσει ξανά και ξανά σε όλο το
βιβλίο. Το να κολλήσει εκείνη HIV –και μάλιστα από τον μόνιμο και μοναδικό της
ερωτικό σύντροφο– χτυπάει καμπανάκι για πολλές γυναίκες.
Τον δεύτερο στόχο, αυτόν της καταπολέμησης των προκαταλήψεων, δυστυχώς όχι
μόνο δεν τον πετυχαίνει αλλά αντιθέτως, τον αντιστρατεύεται. Το βιβλίο βουλιάζει σε
βάλτους μελοδράματος και αυτοοικτιρμού. «Είχα εθιστεί στον πόνο που είχα μάθει
από μικρή», εκμυστηρεύεται κάπου η συγγραφέας σε μια σπάνια στιγμή
συνειδητότητας. Αν εξαιρέσουμε την ατυχία να μολυνθεί με HIV αυτή, ο άντρας της
και το μωρό τους, όλες τις άλλες δυστυχίες της ζωής της μοιάζει να τις προκάλεσε
από μόνη της. Το να είσαι οροθετικός δεν είναι καταδίκη σε μοναξιά και κοινωνική
απομόνωση, όπως διακηρύσσει σε 142 σελίδες κειμένου. Αλλά αν μοναξιά και
απομόνωση περιμένεις, αυτό θα βρεις. «Την κόλαση και τον παράδεισο τον
δημιουργούμε εμείς οι ίδιοι, ανάλογα με τον τρόπο που εκλαμβάνουμε όσα
αρνιόμαστε ή αποδεχόμαστε», δηλώνει πολύ σωστά και η ίδια στη σελ. 132.
Είναι κρίμα, λοιπόν, που η Αθηναίου περνάει ένα μήνυμα «κόλασης» για όσους
έχουν HIV με αφορισμούς όπως: «άχθος του νοσήματος», «ελάχιστα ζευγάρια έχουν
απομείνει μαζί», «η οροθετικότητα διαβρώνει τα αισθήματα πιο έντονα και από τον
χρόνο», «οι περισσότεροι προτίμησαν τη μοναξιά από τη συνεχή αναζήτηση και τη
συνακόλουθη απόρριψη από τους υγιείς συντρόφους τους»... Δεν αμφισβητώ ότι
ενδέχεται αυτή να είναι η δική της πραγματικότητα, αλλά το γεγονός ότι την
παρουσιάζει σαν γενική αλήθεια εμπεδώνει ακριβώς το στερεότυπο του
δυστυχισμένου, κακομοίρη, φτυσμένου από τη μοίρα και την κοινωνία οροθετικού.
Από το 1991 και εξής έχω γνωρίσει εκατοντάδες οροθετικούς, στην Ελλάδα και το
εξωτερικό. Δεν είναι λίγοι αυτοί που θεωρούν τον εαυτό τους θύμα, άτυχο ή
καταραμένο, που αντιλαμβάνονται το AIDS σαν καταδίκη ή τιμωρία για τις επιλογές
τους και τον τρόπο ζωής τους. Πολύ περισσότεροι όμως είναι αυτοί βλέπουν το AIDS
σαν καμπανάκι για να πάρουν στα χέρια τη ζωή τους και να ζήσουν πιο
ολοκληρωμένα, πιο ενεργά, ακόμη και την περίοδο πριν από το 1996, όταν AIDS
σχεδόν πάντα σήμαινε θάνατο.
Το AIDS δεν οδηγεί καν απαρέγκλιτα στην κοινωνική απομόνωση. Γνωρίζω πάρα
πολλούς οροθετικούς, εδώ, στην Ελλάδα, όχι σε κάποια «προχωρημένη» Σουηδία,
που ζουν πλήρως ενταγμένοι ως οροθετικοί, με οικογένεια, φίλους, καριέρα,
δραστήρια ερωτική ζωή. Μάλιστα οι περισσότεροι οροθετικοί που γνωρίζω, γκέι και
στρέιτ, έχουν μόνιμη ερωτική σχέση με μη οροθετικούς. Αναμφισβήτητα υπάρχει
στιγματισμός και κοινωνική απόρριψη, για όλους τους λόγους που αναλύει διεξοδικά
η Σόνταγκ στο βιβλίο της. Το AIDS έχει εκτοπίσει τον καρκίνο ως ο μεγάλος
συλλογικός μπαμπούλας μας, και καμία «λογική», «ιατρική» εξήγησή του δεν
καταφέρνει να κάμψει την παράνοια που κυριαρχεί γι’ αυτό. «Οι μολυσματικές
ασθένειες που αποδίδονται σε σεξουαλικό σφάλμα πάντοτε προκαλούν φόβους για
εύκολη μετάδοση και παράξενες φαντασιώσεις για τη μετάδοσή τους μέσω μη
αφροδίσιων τρόπων στους δημόσιους χώρους», εξηγεί η Σόνταγκ, παραθέτοντας
γλαφυρά παραδείγματα από τη σύφιλη. «Το να κολλήσει κανείς την αρρώστια μέσω
μιας σεξουαλικής πρακτικής θεωρείται ότι είναι σε μεγάλο βαθμό εκούσιο και γι’
αυτό αξίζει να κατηγορηθεί».
Το Και βέβαια δε σας αφορά είναι ένα πολύ παράδοξο βιβλίο. Ενώ από τη μία η
συγγραφέας εμφανίζεται αγωνίστρια, άνθρωπος που δεν το βάζει κάτω και δεν
δέχεται την ηττοπάθεια, από την άλλη καθ’ όλο το βιβλίο περνάει ένα μήνυμα
μοναξιάς, απομόνωσης, δυστυχίας και άφατου πόνου. Η «αυτοβιογραφία μιας
καταξιωμένης οροθετικής» διαιωνίζει και τονώνει τις προκαταλήψεις αντί να τις
σπάει. Τελειώνοντάς το, δεν ξέρεις αν πρέπει να της πεις μπράβο για το θάρρος της ή
να την προτρέψεις να ξυπνήσει και να δει πώς αντιμετωπίζουν άλλοι φορείς την
οροθετικότητά τους, χωρίς τόνους αυτολύπησης και μελοδράματος. Το Και βέβαια δε
σας αφορά δεν διαβάζεται εύκολα. Η χρονική αλληλουχία των γεγονότων είναι ο
μοναδικός συνδετικός κρίκος σε μια κατά τα άλλα χαοτική αφήγηση με στακάτο
προτάσεις και καμία λογοτεχνική αξίωση. Αν στόχος της συγγραφέα ήταν «να
μειωθεί η άγνοια και ο τρόμος», όπως δηλώνει το βιβλίο, σίγουρα συμβάλλει
αξιέπαινα στη μείωση της άγνοιας. Εξίσου σίγουρα υποδαυλίζει τον τρόμο.
Μαθήματα αυτοκαταστροφής
Ο Αφανισμός του Νίκου, του Αύγουστου Κορτώ (2008) ήδη από την πρώτη κιόλας
παράγραφο εμπεδώνει όλα τα αρνητικά στερεότυπα για το AIDS: «[ο ήρωας] θα
μαρτυρήσει όσο κι ο κάθε μελλοθάνατος, αν όχι περισσότερο. Ξέρει πως θ’
αρρωστήσει μ’ αρρώστιες τερατώδεις· το κορμί του θα το καταβροχθίσει πλήθος
καρκίνων, λεγεώνα·». Εν έτει 2008 αυτή η αντίληψη του AIDS είναι επιεικώς άσχετη
με την πραγματικότητα όταν μιλάμε για τον δυτικό κόσμο, κάτι που σίγουρα γνωρίζει
ο συγγραφέας. Γιατί λοιπόν επιλέγει να χρησιμοποιήσει το AIDS τόσο
εξωπραγματικά; Ο λόγος δεν αφορά το AIDS καθαυτό όσο μια πολύ φοβερότερη
αρρώστια που αντιμετωπίζει ο ήρωάς του: τη βία και το μίσος που έχει εσωτερικεύσει
επειδή είναι ομοφυλόφιλος.
Ο ήρωας του Κορτώ είναι άρρωστος πολύ πριν κολλήσει τον ιό του AIDS. Εξάλλου
ακόμη και ο τρόπος που κολλάει είναι ιατρικά εξωπραγματικός: τριάντα
δευτερόλεπτα κολπικής επαφής χωρίς προφυλακτικό με μια πόρνη μπορεί να σου
μεταδώσουν πολλές αρρώστιες, HIV όμως δύσκολα. Ο Νίκος του μυθιστορήματος
είναι άρρωστος κοινωνικά και ψυχικά επειδή δεν μπορεί να αποδεχτεί με καμία
δύναμη ότι ένας ομοφυλόφιλος μπορεί να έχει καλό τέλος. Είναι καταδικασμένος στη
μοναξιά, την αγαμία, την περιφρόνηση, την αρρώστια ... (συμπληρώστε όποια άλλα
δεινά και κατάρες σας έρχονται στον νου) απλά και μόνο επειδή ερωτεύεται άντρες.
Πρέπει να πάθει AIDS. Είναι η ιδανική τιμωρία για αυτό που είναι. Και φυσικά αφού
το πάθει πρέπει να υποφέρει.
Ξουτ κακό!
Ξεχνάμε επίσης ότι τον ρόλο που παίζουν σήμερα οι ομοφυλόφιλοι ως «ομάδα
υψηλού κινδύνου», ως αποδιοπομπαίοι τράγοι της κοινωνίας, τον έχουν παίξει πολλές
άλλες πληθυσμιακές ομάδες στην ανθρώπινη ιστορία, με αφορμή άλλες αρρώστιες. Η
νόσος είναι μια εύκολη διέξοδο της κοινωνίας για να αποδίδει ευθύνες, να ξορκίζει το
κακό, «να ψέγει, να τιμωρεί και να λογοκρίνει διαμέσου της εικονοποιίας της νόσου»,
όπως παρατηρεί η Σόνταγκ. Είναι σαν η υγεία να αποτελεί απόδειξη αρετής και η
νόσος απόδειξη διαφθοράς. Και φυσικά ο εχθρός είναι πάντα άλλος. Η σύφιλη, λόγου
χάρη, στην Αγγλία ήταν η γαλλική ευλογιά, για τους Παρισινούς ήταν η morbus
Germanicus, η αρρώστια της Νεάπολης για τους Φλωρεντινούς, η κινέζικη αρρώστια
για τους Ιάπωνες. «Αυτό έγκειται», εξηγεί η Σόνταγκ, «στην έννοια ακριβώς του
κακού, που ταυτίζεται αρχαϊκά με τους εκτός ημών, με τους ξένους». Ένα πρόσωπο
που μολύνει είναι πάντοτε κακό. Ισχύει επίσης και το αντίθετο: ένα πρόσωπο που
κρίνεται κακό θεωρείται πηγή μόλυνσης, δυνητικά τουλάχιστον. Και ο Νίκος είναι
κακός απλά και μόνο επειδή είναι γκέι. Φέρει το κακό και τη δυστυχία αξιωματικά·
τα δικαιούται και το αξίζει. Ο ήρωας του Αφανισμού έχει τόσες ευκαιρίες να αγγίξει
την ευτυχία ή έστω μια εφικτή παραλλαγή της και τις κλωτσά όλες στα μούτρα, σε
βαθμό που ως αναγνώστης καταλήγεις να εύχεσαι να πεθάνει μια ώρα αρχύτερα και
να βάλει τέλος στην αυτοδημιούργητη ταλαιπωρία του.
Τα πρώτα χρόνια της επιδημίας του AIDS, όταν ήταν σχεδόν πάντα θανατηφόρο, το
AIDS έκανε κάτι παραπάνω από να απειλεί τη ζωή μας· απειλούσε την πίστη μας
στην παντοδυναμία μας, την οποία (βαυκαλιζόμασταν ότι) είχαμε κερδίσει χάρη στα
επιτεύγματα της ιατρικής. Ειδικά εκείνα τα χρόνια, εμφανίστηκαν πολλές εξηγήσεις
και θεωρίες συνωμοσίας για την προέλευσή του, που όλες όμως είχαν κοινό
παρανομαστή την απεγνωσμένη προσπάθεια του ανθρώπου να ξορκίσει ένα κακό που
δεν μπορούσε να αντιμετωπιστεί αλλιώς.
Το Αντίο AIDS! είναι σαγηνευτικό ακριβώς επειδή δίνει εύκολες λύσεις εκεί που δεν
υπάρχουν. Ναι μεν πλέον τα ιατρικά επιτεύγματα έχουν καταστήσει την
οροθετικότητα χρόνιο νόσημα, αλλά οι αγωγές είναι τοξικές και ενίοτε προκαλούν
άλλα σοβαρά προβλήματα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ανημπόριας, μια θεωρία
συνωμοσίας που ακυρώνει εντελώς το πρόβλημα και δίνει ελπίδα είναι ευνόητο ότι
θέλγει, όπως θέλγουν και οι κατά καιρούς θαυματουργές θεραπείες, στην Κούβα, την
Αρμενία, το Καματερό κ.ο.κ. Στον πρόλογό της η Παπαγιαννίδου αναφέρει ότι
κατηγορείται ως παράνομη και επικίνδυνη. Είναι πράγματι επικίνδυνη, όχι όμως για
το «ιατρικό και φαρμακευτικό κατεστημένο», αλλά για τους οροθετικούς που
αποζητούν εναγωνίως ένα θαύμα.