Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 102

το

πείραμα
του
ουράνιου
τόξου

Της Δάφνης Χρήστου

What is admirable about the fantastic is that there is no longer anything fantastic:
there is only the real

— André Breton

1
Μέρος Πρώτο

Fade in: Μικρόκοσμος


Σου έχει τύχει ποτέ να νιώθεις ότι δεν είσαι εσύ, αλλά ένας άλλος εαυτός έξω από
σένα, που παρακολουθεί, αλλά δε συμμετέχει στη ζωή; Όχι ακριβώς σαν να μη ζεις,
αλλά σαν απλώς να παρατηρείς. Σαν να αφουγκράζεσαι την κίνηση του βυθού μέσα
από ένα τεράστιο κοχύλι, από μια απόσταση ασφαλείας δηλαδή, που δεν απαιτεί ποτέ
ολοκληρωτική συμμετοχή, εκατό τοις εκατό δόσιμο. Αυτόν τον ρόλο προτιμούσα.
Του παρατηρητή. Χρόνια ολόκληρα κατέγραφα λες και είχα ενσωματωμένη στον
εγκέφαλό μου μια κάμερα τελευταίας τεχνολογίας κάνοντας αδιάκοπα ένα
υποσυνείδητο save as στην οθόνη του μυαλού. Αποθήκευση ως; Ως τι; Έδινα
αμέτρητες ονομασίες στα αρχεία του μυαλού, άσχετες μεταξύ τους, που θα πρέπει να
αναδύονταν από τίποτα σκαμμένες βαθιά πτυχές του υποσυνείδητου, αλλά ποιος
γνωρίζει αλήθεια το υποσυνείδητο; Σαν ένας μεταφυσικός ψυχαναλυτής, που είχε
καταφέρει πρώτο και καλύτερο να ψυχαναλύσει τον ίδιο του τον εαυτό, να λύσει το
κουβάρι της ζωής και να την πάρει πάλι από την αρχή, σίγουρος ότι αυτή τη φορά θα
τα καταφέρει καλύτερα, έδινα στα αρχεία του μυαλού τίτλους που προέκυπταν από το
πουθενά, αν υποθέσει κανείς ότι, ακόμα κι αν γλίτωνε από τις όποιες εγγραφές με ένα
εντυπωσιακό delete, την ίδια εκείνη στιγμή δε θα έρχονταν να συσσωρευτούν αμέσως
νέες, αμέτρητες, που λες και περίμεναν στη γωνία και με το που μυρίστηκαν την
ευκαιρία έτρεξαν να καταλάβουν εκείνες την άφατη ευδαιμονία που σου χάρισε για
λίγες μόλις στιγμές το άδειο σου κεφάλι.

Οι εικόνες εναλλάσσονται η μια την άλλη στο λεωφορείο, στο μετρό, στον δρόμο,
στο σπίτι. Παντού καταγράφω. Παρατηρώ, αλλά δε συμμετέχω. Στο μυαλό μου ένα
εκατομμύριο σκέψεις αναδύονται, καταργούνται, αντικαθίστανται από άλλες. Ένα
τεράστιο αρχείο με αποθηκευμένα υποαρχεία με ονομασίες βλακώδεις, όπως
«μπλιαξ», και άλλες περισσότερο κατατοπιστικές, αλλά εξίσου αφηρημένες ή
πληκτρολογημένες βιαστικά, όπως «είδηση» «αμαρτία» «θυμωμένο σύννεφο»,
«εικόνα», «politicallycorrect»,«καρέκλα1», «καρέκλα2», «καρέκλα3», «σου έχει
τύχει να1», «σο έχει τύχει να 2», «σου έχε τύχει να 3,4,5» κ.ο.κ., και όλα αυτά τα
αρχεία ενώνονται σε ένα ατελείωτο κουβάρι, του οποίου την άκρη σίγουρα δεν
πρόκειται ποτέ να βρω. Δεν πρόκειται άλλωστε καν για εκούσια αποθήκευση, το
μυαλό παίρνει πρωτοβουλίες.

****

Έμενα σε μια πολυκατοικία στη συμβολή των οδών Παρελθόντος και Μέλλοντος.
Ήταν μια παλιά, ξεχασμένη και πολύ γκρίζα πολυκατοικία στο κέντρο της Αθήνας,
από αυτές που σε άλλες εποχές θα πρέπει να είχαν ζήσει κάποια σύντομη περίοδο

2
δόξας, λεπτομέρεια την οποία δεν παρέλειπαν οι ένοικοι του τρίτου ορόφου να
επαναλαμβάνουν κάθε φορά που τους δινόταν η ευκαιρία. Κάθε φορά που γινόταν η
παραμικρή αναφορά στον όρο «πολυκατοικία» δηλαδή. Και «φωτιά πήρε μια
πολυκατοικία στη Σταδίου» να έλεγε δηλαδή κάποιος, αυτοί θα έλεγαν «ναι, ήταν κι
αυτή μια από τις παλιές, αρχοντικές πολυκατοικίες της Αθήνας σαν τη δική μας»,
έτσι, χωρίς καν πριν να ρωτήσουν αν υπήρξαν νεκροί ή τραυματίες.

Στον τρίτο λοιπόν όροφο αυτής της πολυκατοικίας, μιας οποιασδήποτε


πολυκατοικίας, πείτε τη άλλοτε κι αρχοντική, ακριβώς πάνω από φοιτητές και
εργένηδες του πρώτου και του δεύτερου, έμεναν ο κύριος Ευπατρίδης, η κυρία
Προκάτ και η κυρία Χρυσαυγή, το πανίσχυρο τρίτο Στούτζες, αλλιώς γνωστό και ως
«πατρίς-θρησκεία-οικογένεια», στο οποίο σκεφτόμουν μερικές φορές να πετάξω
μολότωφ. Από λέξεις.

Στον κύριο Ευπατρίδη, εκείνον που κοιμόταν με τις εικόνες των αγίων πάνω απ’ το
προσκέφαλο, αλλά μόνο ο Θεός ο ίδιος γνώριζε σε τι βόρβορο είχε ριχτεί για να
καταφέρει να εξασφαλίσει τη λατρευτή του θεσούλα στην Υπηρεσία Έργων
Εκσυγχρονισμού, αυτόν που έβγαζε λόγους κάθε λογής για την πατρίδα, την
οικογένεια και την ηθική, θα του έλεγα μια μέρα όλο στόμφο πως μοναδική μου
φιλοδοξία είναι να παρθώ με όλο τον αντρικό πληθυσμό (και τους εξωγήινους) και να
διακηρύξω το δικαίωμα στη γαλλική partouse και τα διονυσιακά όργια.

Στην κυρία Προκάτ, που ανάθεμα κι αν ήξερε πόσες λίστες είχε καταρτίσει για να
βρει επιτέλους ένα γαμπρό με μόρια, και που στο εξής σύχναζε σε όλα τα κοινωνικά
τεϊοποτεία αναλώνοντας τον χρόνο της σε συζητήσεις γύρω από τις πανάκριβές της
γόβες και το τελευταίο ταξίδι που είχε κάνει στη Ζβινανία για ψώνια, θα της έλεγα με
περισσή σπουδή πως όνειρό μου είναι να ζω σε μια πιρόγα και να ψαρεύω και να
τρέφομαι από χρωματιστά σκουλήκια του βυθού, ένα πολύ σπάνιο, αλήθεια, είδος,
τόσο πλούσιο όμως σε πρωτεΐνες, που θα μπορούσε να μου εξασφαλίσει με μια δόση
–ένα σκουλήκι δηλαδή μόλις 3 εκ.‒ την επιβίωση για μια ολόκληρη εβδομάδα.

Και σε εκείνη τη θεούσα της πολυκατοικίας, την κυρία Χρυσαυγή, θα της ψιθύριζα
στο αυτί πως το όνειρό μου είναι να ανακαλύψω κάποια στιγμή όλες τις πιθανές
μορφές οικόσιτης κατσαρίδας και να καλλιεργήσω τις ιδανικές συνθήκες
περιβάλλοντος προκειμένου η διαβίωση ολόκληρων κατσαριδο-ορδών να καταστεί
δυνατή εντός του διαμερίσματός μου. Θα ήταν ένα μοναδικό πείραμα, που ήμουν
σίγουρη ότι θα εξασφάλιζε τη βιωσιμότητα σε εκατομμύρια παρόμοια βλαττοειδή,
που μέχρι σήμερα πήγαιναν άκλαφτα μες στους υπόνομους του κόσμου.

Και τι δεν είχε κάνει για να ξορκίσει το κακό και τις κατσαρίδες από το σπίτι της η
κυρία Χρυσαυγή. Παντού θυμιατά και εικονίσματα, ενώ το κοριτσάκι της το ’χε
φορτωμένο σαν την Παναγιά της Τήνου. Αν τύχαινε δε και κανείς τολμούσε να
παινέψει το πόσο χαριτωμένο ήταν, ακολουθούσε απανωτό σταύρωμα και τρεις
φορές φτύσιμο και ξαναφτύσιμο, για να ξορκιστεί πάραυτα το κακό.

3
Γιατί η κυρία Χρυσαυγή, από τη στιγμή που υποψιαζόταν το κακό, άρχιζε με το
μυαλό της να πλάθει παράξενα σενάρια, αλλά το βασικότερο ήταν ότι οι κακοί το
πρώτο που έκαναν ήταν να σφυρίξουν με τα δύο δάχτυλα στις κατσαρίδες δίνοντας το
παρασύνθημα, ώστε τουλάχιστον καμιά δωδεκαριά από δαύτες, όλες της πρώτης
γραμμής του πεζικού, να λάβουν θέση μάχης. Στην επίθεση των κατσαρίδων η κυρία
Χρυσαυγή πρότασσε το στήθος της ηρωικά περνώντας όλες τις επιφάνειες με
ενισχυμένες δόσεις πανίσχυρων απολυμαντικών και, όταν μετά από τέτοια μάχη
διαπίστωνε ότι καμιά τολμούσε να επιζήσει σπινάροντας με την αυθάδεια του νικητή
στο παρκέ της σαλονοτραπεζαρίας, την έπιανε αμόκ και άρχιζε να τσιρίζει: «Πού πας,
χρυσή μου; Δε βλέπεις ότι σφουγγάρισα;».

Για την κυρία Χρυσαυγή όλοι οι επισκέπτες, καλοδεχούμενοι και μη, έπρεπε να
βγάζουν τουλάχιστον τα παπούτσια τους στην είσοδο και δεν υπήρχε καμία
περίπτωση να της εξηγήσεις ότι οι κατσαρίδες δε φορούσαν παπούτσια. Και η ζωή
περνούσε και η κυρία Χρυσαυγή καθάριζε ολημερίς και ολονυχτίς για να ξορκίσει
τον φόβο της στις κατσαρίδες, αλλά χωρίς να μαγειρεύει ποτέ, για να μη λερωθεί ο
νεροχύτης της, και όταν πατούσε, πάντα με ειδικές αντιμικροβιακές παντούφλες,
πάνω στα χαλιά, μετά επαναλάμβανε πάλι την ίδια διαδρομή με άλλες, που ήταν
ανθεκτικές στα μικρόβια των προηγούμενων. Και πραγματικά ευχόταν την ώρα και
τη στιγμή που θα μπορούσε να εφαρμόσει στην ανοιχτή της λεκάνη δύο φτερά και με
αυτά να πετάει από τραπεζάκι σε καναπέ και από καναπέ σε καθρέφτες και φωτιστικά
με το ξεσκονόπανο στο χέρι κι ένα δυνατό καθαριστικό στο άλλο.

Οι κακές γλώσσες έλεγαν ότι μια παρόμοια πλύση, με απολυμαντικό, είχε προηγηθεί
και της ερωτικής επαφής, της οποίας προϊόν ήταν το χαριτωμένο κοριτσάκι της, του
οποίου ο πατήρ για την ώρα αγνοούνταν, παντελώς. Λένε ότι είχε υποστεί κάτι σαν
ευνουχισμό, ένα βαρύ έγκαυμα που τον εξανάγκασε να απολέσει πάραυτα τα ακριβά
του μέρη κι έκτοτε, μόνος και λειψάρχιδος, έχει ανακαλύψει λέει τα αστρικά ταξίδια
και το ταντρικό σεξ που, εδώ που τα λέμε, στην περίπτωσή του θα πρέπει να του είχε
ταιριάξει γάντι.

Κάθε φορά που έβγαινα από την απομόνωση του παρατηρητή και σεργιάνιζα στις
παλαβομάρες αυτού του κόσμου, έπεφτα συχνά πάνω σε έναν κύριο Ευπατρίδη, μια
κυρία Προκάτ ή μια κυρία Χρυσαυγή. Έδειχνα ως καλός παλιάτσος πολύ ενδιαφέρον
να συζητώ μαζί τους, συχνά μάλιστα τους επαινούσα για το σφρίγος και τη δύναμη με
την οποία, ήταν σαφές, είχαν στη ζωή τους χαράξει διαδρομή, την ώρα που
αυτοοικτιρόμουν για τη δική μου παντελή έλλειψη προσανατολισμού, που για να μην
τη διέκριναν οι ειδήμονες των ονείρων προφανώς και δε θα διέθετα.

Την ίδια στιγμή και ενώ αναλωνόμουν σε ίσως και ανούσιους χαριεντισμούς, που μου
εξασφάλιζαν όμως την απαραίτητη κοινωνική συναναστροφή που είχα ανάγκη
προκειμένου να ξεγελώ την ολότελα ασκητική μου τάση, μέσα μου ένιωθα μια
απέραντη πλήξη και παρακαλούσα να κοντοζυγώσει η στιγμή της απόδρασης σε
κάποια όαση ασφαλείας. Την είχα όμως πάντα ανάγκη αυτή τη διάψευση, αυτή την

4
επίφαση κοινωνικοποίησης από την οποία απουσίαζε, ήταν φανερό, οποιοδήποτε
στοιχείο πραγματικής επικοινωνίας.

Μια μοβ κυρία σκουντά κατά λάθος στο λεωφορείο μια κυρία κίτρινη. «Με
συγχωρείτε», της λέει σε άπταιστα ελληνικά φανερά τρομοκρατημένη. Η
κίτρινη την κοιτάζει όλο αποστροφή και στριμώχνει το χέρι και την τσάντα
της ακριβώς μπροστά από την καρδιά της. Κλικ. Αποθήκευση ως «poke».

5
Μετά από τρία χρόνια ανεργίας, είχα επιτέλους βρει μια δουλειά σε μια εταιρεία
Παροχής Ειδησεογραφικού Υλικού, τη μία από τις δύο δηλαδή που είχαν μείνει στον
κόσμο, και που έφερε τον άκρως κωμικό τίτλο Η Αλήθεια, επιλογή μάλλον
υποδεέστερη της περισσότερο σοβαρής Η Αξιοπιστία, που είχε ωστόσο προλάβει να
κατοχυρώσει πρώτος ο ανταγωνιστής, η δεύτερη δηλαδή μεγάλη υπηρεσία παροχής
ειδησεογραφικού υλικού.

Από τη στιγμή που οι εφημερίδες που κυκλοφορούσαν σε χαρτί είχαν αρχίσει να


καταργούνται, οι πιο ισχυροί επιχειρηματίες στην παροχή ειδησεογραφικού υλικού
είχαν καταλάβει ότι στην πραγματικότητα τα βασικά ρεύματα ήταν δύο και έτσι είχαν
αποφασίσει ότι η καθεμία θα εξέφραζε στο εξής έναν συγκεκριμένο χώρο.
Υπήρχαν βέβαια και οι ακραία συντηρητικοί, στους οποίους ανήκαν, ας πούμε, τα
μέλη της παράταξης Χρυσά Αυγά, αλλά και οι υποψιασμένοι, στους οποίους ανήκε
ένα 30% της χώρας, το οποίο δεν ανήκε πουθενά και κάποιοι τους αποκαλούσαν
απλώς «υποψιασμένους», έναν χαρακτηρισμό που με δεδομένη τη σημασία που
απέδιδε κανείς στη λέξη «υποψία» μπορούσε να λάβει πολλές ερμηνευτικές, ας
πούμε, προεκτάσεις. Με τον καιρό, κανείς δεν ξέρει πώς, κατέληξαν συνώνυμα του
«καχύποπτος».

Οι προοδευτικοί διάβαζαν την Αλήθεια, οι συντηρητικοί διάβαζαν την Αξιοπιστία, που


έκλεινε το μάτι με τα δημοσιεύματά της προς τον χώρο των ακραίων συντηρητικών,
οι δε υποψιασμένοι διάβαζαν μία τη μία και μία την άλλη μπας και βγάλουν άκρη,
ενώ κάποιοι από αυτούς δε διάβαζαν καθόλου, καταφανώς αηδιασμένοι από τις
ιδεοληψίες των μεν και των δε.

Τα Χρυσά Αυγά πάλι δεν εμπιστεύονταν ούτε την Αλήθεια ούτε την Αξιοπιστία, παρά
μόνο τις δικές τους, σπιτικές ειδήσεις που παρασκεύαζαν οι γυναίκες της οργάνωσης.
Από βιβλία δεν είχαν ιδέα κι οι λίγοι από αυτούς που διάβαζαν επέλεγαν
αποκλειστικά τους αρχαίους Έλληνες κλασικούς, το περιεχόμενο των οποίων
ουδέποτε καταλάβαιναν, γιατί δεν είναι η φιλοσοφία να πεις και το πρώτο βιβλίο να
διαβάσει κανείς ̶ χρειάζεται να προηγηθούν πολλά άλλα βιβλία για να αρχίζεις λίγο
να αντιλαμβάνεσαι τι κρύβεται πίσω από τις λέξεις.

Οι προοδευτικοί είχαν από την άλλη σχεδόν μονοπωλήσει τον χώρο των γραμμάτων.
Οι λέξεις τους υποστήριζαν επίσης τον αδύναμο, τον δημόσιο χαρακτήρα των
υπηρεσιών, τον πολιτισμό, την ελευθερία μέσα από έναν τρόπο ζωής ενεργούς
αμφισβήτησης και διεκδικήσεων. Ιδιαίτερα στο θέμα των γραμμάτων και του
πολιτισμού, θα τολμούσε κανείς να πει ότι ήταν εκεί που οι προοδευτικοί έκαναν
πραγματικά τη διαφορά, καθώς με κάποιο τρόπο αβανταδόρικο για τον δικό τους
χώρο, όποιος επικαλείται την πρόοδο έτσι κι αλλιώς θα πρέπει να είναι διαβασμένος.

Πολλοί προοδευτικοί ήξεραν την καλύτερη ιστορία, γνώριζαν τους ποιητές και τους
σημαντικότερους λογοτέχνες, τους μουσικούς, και μπορούσαν να συζητήσουν για
πολλά και ενδιαφέροντα θέματα με έναν τρόπο πραγματικά αξιοζήλευτο. Θα
τολμούσε κυριολεκτικά να πει κανείς ότι ο κόσμος των ιδεών τούς ανήκε. Από την
άλλη, αν παρ’ ελπίδα ένας ειδησεογράφος ρωτούσε, για παράδειγμα, έναν συγγραφέα
σε ποιον ιδεολογικό (έτσι τους έλεγαν) χώρο ανήκει, εκείνος θα έσπευδε να
απαντήσει μεμιάς «μα, στον προοδευτικό», ή αν ήταν περισσότερο υποψιασμένος θα
απαντούσε κάπως έτσι: «αν ανήκα κάπου, θα ανήκα σίγουρα στους προοδευτικούς».

6
Κατά κάποιο τρόπο είχε κάπως καθιερωθεί ο πολιτισμός και ο πολιτισμένος να
ταυτίζονται με τον χώρο των προοδευτικών. Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί για
τον χώρο των προοδευτικών ότι ήταν μακράν ο πλέον συμπαθής, μόνο και μόνο
εξαιτίας της προσήλωσης που επεδείκνυε, σε ένα επίπεδο θεωρητικό, σε ιδέες όπως η
ισότητα, η δικαιοσύνη και η δημοκρατία, και πραγματικά για τη μακράν προτιμότερη
από τις δύο εκδοχές, αν το ερώτημα ήταν ποιον από τους δυο θα διάλεγες. Γιατί όμως
άραγε να έπρεπε να διαλέξεις έναν από τους δύο; Η ίδια η διατύπωση του
ερωτήματος καταργούσε μονομιάς όλα όσα οι προοδευτικοί ευαγγελίζονταν.
Βρισκόμασταν ήδη στην εποχή που ένας άνθρωπος μπορούσε με το κλικ του
υπολογιστή του να συνομιλήσει (από εκείνον εξαρτιόταν το επίπεδο της συνομιλίας)
με τον πλέον απομακρυσμένο Σάμι, τον ακρίτα των πάγων που ζούσε στην άκρη του
Βορρά, ή να κάνει διακοπές στο Διάστημα, αν πραγματικά έβρισκε ενδιαφέροντες
τους πειραματισμούς με τη βαρύτητα. Γιατί λοιπόν ένας τέτοιος κόσμος, που
μπορούσε να αιωρείται στο κενό, και να βλέπει από απόσταση τον ίδιο του τον εαυτό,
δεν μπορούσε άραγε να αντιληφθεί ότι το ζητούμενο κάθε προόδου είναι η σύνθεση
και όχι η απόσχιση; Μπορεί από φόβο, και πάντως σίγουρα όχι ιδεολογικό.

Στην εντελώς αντίπερα όχθη, οι λέξεις των συντηρητικών αναφέρονταν στην


ελεύθερη πρωτοβουλία όσον αφορά τον κόσμο των επιχειρήσεων, την ελεύθερη
οικονομία, το μικρό και ευέλικτο δημόσιο κράτος.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο υποστήριζαν τις σειρές, την οικογένεια, τη θρησκεία. Να για
παράδειγμα, τις προάλλες, είχαν πραγματοποιήσει, στο πλαίσιο εορτασμών της
ίδρυσης της οργάνωσής τους, μια πορεία στην Πανεπιστημίου όπου χιλιάδες μέλη της
παράταξής τους είχαν μπει σε απόλυτη στοίχιση και, με το που ακούστηκε το
σφύριγμα από τον αρχηγό των συντηρητικών, άρχισαν όλοι να περπατάνε με
βηματισμό στρατιωτικό, ένα θέαμα που κατέληγε πραγματικά αστείο, γιατί πολλοί
δεν είχαν καμία έμφυτη ροπή προς τον ρυθμό, με αποτέλεσμα η παραμικρή απόπειρα
να συγχρονιστούν με τους υπόλοιπους να καταντά πραγματική παρωδία. Έν δυο,
φώναζε ο αρχηγός, και αυτοί οι κακόμοιροι βρίσκονταν περίπου κάπου στο δύο δύο
ένα, με το δεξί χέρι σε πρόταση όσο το δεξί πόδι έβγαινε μπροστά, κι ύστερα
αναπήδηση επί τόπου και ξανά δεξί βήμα και δεξί χέρι μπροστά, την ώρα που όλοι οι
άλλοι βρίσκονταν στο αριστερό βήμα μπρος δεξί χέρι πίσω.

Μετά ακολουθούσε, στο ιδεολογικό κάδρο, η προσήλωση, αυτή ήταν ακριβώς η λέξη
που χρησιμοποιούσαν, στις αξίες της θρησκείας και της οικογένειας, με τον δεύτερο
ιδεολογικό πόλο να τον διεκδικεί μερίδα των προοδευτικών και των μελών των
Χρυσών Αυγών επίσης ‒ οι υποψιασμένοι δεν έμπαιναν στον κόπο ποτέ να
εξηγήσουν τα αυτονόητα.
Πολλοί συντηρητικοί είχαν για παράδειγμα πάνω από το προσκεφάλι τους εικόνες
αγίων, στον λαιμό τους εικόνες αγίων, στις δουλειές τους εικόνες αγίων, στα
αυτοκίνητα τους εικόνες αγίων και δεν υπήρχε πραγματικά τίποτε κακό σε αυτό, αν
και ο δικός μου ο Θεός θα γελούσε με όλα αυτά τα καραγκιοζιλίκια, και θα
προτιμούσε να μην είμαι πονηρή και υστερόβουλη και βελζεβούλα από το να τον
καλοπιάνω έτσι, λες κι ήταν κανένας αφελής.

Φυσικά, δεν μπορούσε κανείς να πει σε κάποιον πώς να λατρεύει τον θεό του, αλλά
όλη αυτή η εμμονή με τις εικόνες, δεν ξέρω, μου θύμιζε το ξεσκονόπανο της κυρίας
Χρυσαυγής, που έπρεπε να το περνά από κάθε επιφάνεια τέσσερις φορές τη μέρα για
να πειστεί ότι ήταν όσο καθαρή έπρεπε, μια διαδικασία πραγματικά τόσο
εξουθενωτική, που θα πρέπει στο τέλος να ακύρωνε την όλη διαδικασία.

7
Πολλοί προοδευτικοί πάλι, αν ήθελαν να σταυροκοπηθούν, τσέκαραν δυο και τρεις
φορές τον δρόμο, μην τυχόν και ερχόταν κανένας προοδευτικός, γιατί γι’ αυτούς η
πίστη στον Θεό ήταν ισοδύναμη με ενός είδους αναγνώριση αδυναμίας, την οποία αν
και παρ’ ελπίδα παραδέχονταν αυτό έπρεπε να γίνεται ιδιωτικά και σε χώρο χωρίς
κάμερες ασφαλείας, ώστε να ήταν σίγουροι ότι οι συνομιλίες δεν καταγράφονταν.
Η αφελής τους αυτή προσέγγιση στη δύναμη μαρτυρούσε ώρες ώρες μια έλλειψη
ευαισθησίας, γιατί, πέρα από τις περιπτώσεις που η έμφαση στη θρησκεία μπορεί να
εξυπηρετούσε εμφανώς μια επιτήδευση, αδυνατούσαν να αντιληφθούν και το δέος
που μπορεί να αισθανθεί ένας άνθρωπος που κάνει τον σταυρό του όταν βλέπει
μπροστά του να ανοίγεται το Αιγαίο ή όταν νιώθει απόγνωση και δεν έχει κανέναν να
του πει «Όλα θα πάνε καλά», καμία οργάνωση προοδευτικών και συντηρητικών, ας
πούμε, να του δώσει μία λύση.

Την οικογένεια, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, την επικαλούνταν όλοι,


προοδευτικοί και συντηρητικοί. Έμοιαζε λογικό. Το να ερωτεύονται, να αγαπιούνται
δύο άνθρωποι βαθιά και να στηρίζουν ο ένας τον άλλο στα εύκολα και στα δύσκολα,
και να αποκτούν ένα, δύο, τρία, τέσσερα παιδιά, ήταν πραγματικά άξιο θαυμασμού
και διαφήμισης. Αλλά η εποχή είχε μια τάση να προεκτείνει ξαφνικά το σώμα έξω
από το σώμα, τα χέρια να τεντώνονται ακατάσχετα, οι πατούσες να θυμίζουν
δεινόσαυρου και το μυαλό να πετάγεται έξω από το κεφάλι. Ξαφνικά, η οικογένεια
γινόταν άλλοθι και συχνά χτιζόταν πάνω της η πιο ύπουλη προπαγάνδα.

Μπορούσε τότε κανείς να αμαρτήσει για την οικογένειά του, να κλέψει, να χτυπήσει,
να κακοποιήσει και να εκμεταλλευτεί συνανθρώπους του, και όλα αυτά ένα
ακροατήριο μυημένο στη λέξη «οικογένεια» δεν τα έβλεπε καθόλου από ένα σημείο
κι έπειτα καν ως επιλήψιμα. Σε έναν πόλεμο, σε όποιον πόλεμο διεξαγόταν πλέον στο
επίπεδο των εντυπώσεων, θα κέρδιζε η πλευρά που θα πρόβαλε τον κλαμένο
οικογενειάρχη που είχε χάσει το παιδί του στη μάχη, ένα χτύπημα κυριολεκτικά κάτω
απ’ τη ζώνη, που καθιστούσε τελικά άοπλο στο επίπεδο των εντυπώσεων όποιον
γονιό είχε αποφασίσει πως η αγάπη προς το παιδί ή στον όποιο θεό του δεν είχε
κανένα λόγο να διατυμπανίζεται.

Σκάνδαλα διαφθοράς ξεσπούσαν το ένα μετά το άλλο και οι ένοχοι δικαιώνονταν


αίφνης στην κοινή γνώμη όταν δήλωναν ότι είχαν κάνει ό,τι είχαν κάνει για τα παιδιά
τους. Προοδευτικοί, συντηρητικοί και Χρυσά Αυγά κέρδιζαν μικρο- ή μεγαλο-
εξυπηρετήσεις, δημόσιου ή ιδιωτικού χαρακτήρα, όλες για το μέλλον των παιδιών
τους, ένα μέλλον που υποθήκευε συχνά τη ζωή χιλιάδων άλλων παιδιών, μια συνθήκη
που σε καμία περίπτωση δε θα χαρακτήριζε κανενός είδους άδολη και ανιδιοτελή
αγάπη.

Τέλος, ήταν κι οι χρωματιστοί, που ήταν πλέον πάρα πολλοί στην Αθήνα. Οι
προοδευτικοί έλεγαν ότι τους συμπονούσαν, γιατί αγαπούσαν την πολυχρωμία. Οι
συντηρητικοί έλεγαν φυσικά κι αυτοί το ίδιο, αλλά και ότι η χώρα έπρεπε να
χρωματίζεται με μέτρο, σαν να έβαφες έναν τοίχο και να έλεγες στον μπογιατζή
«σώνει με το χρώμα, Γιώργο» έτσι απλά, από ένα ένστικο οικονομίας δηλαδή και
χωρίς κανένα ενδιαφέρον για την αισθητική. Το όλο ζήτημα δεν είχε προφανώς και
τόση σημασία, αφού αμφότεροι είχαν βυθίσει τους χρωματιστούς, και μαζί και τους
λευκούς που ζούσαν γύρω τους, στη μονοχρωμία, γιατί δεν το λες και ουράνιο τόξο
να αυξάνεις τον αριθμό των χρωμάτων που τρώνε από τα σκουπίδια.

8
Ήταν όμως ένας κόσμος γκρίζος, που όσο συνειδητοποιούσε ότι για να πάρει λόγο
χρώμα δεν απαιτούνταν απλώς νερομπογιές, ξέβραζε συνέχεια αποστήματα. Χρόνια
ολόκληρα κανένας δεν περνούσε τη διαχωριστική γραμμή που είχαν τραβήξει με
μολύβι στο θρανίο δύο μαθήτριες μια φορά που είχαν μαλώσει. Τα χρόνια
περνούσαν, η γραμμή σβήστηκε σε κάποια σημεία από τις φορές που άλλοι μαθητές
έσερναν τα φούτερ τους νυσταλέα στα θρανία ελπίζοντας ότι θα χτυπούσε σύντομα
το κουδούνι για διάλειμμα. Μια διακεκομμένη ευθεία έγραφε χρόνια τώρα τις
ιστορίες των ανθρώπων κι οι ίδιοι έμοιαζαν μ’ ένα μπαλόνι σε σχήμα δελφινιού, που
δε διέγραψε ποτέ του διαδρομή ελευθερίας, παρά απόμεινε να σιγοξεφουσκώνει στα
χέρια μιας μικρής που κάποια στιγμή μάζεψε το χρησιμοποιημένο αλουμινόχαρτο και
το πέταξε στον πλησιέστερο κάδο απορριμμάτων.
Δεν υπήρχε καλύτερο σημείο για έναν παρατηρητή από μια εταιρεία παραγωγής
ειδησεογραφικού υλικού, ίσως η πιο τρελή, η πιο ανακόλουθη και συνάμα η πιο
ενδιαφέρουσα εταιρεία του κόσμου, που από τον τίτλο της και μόνο εύκολα
διαπίστωνες σε τι περιπέτειες μπορούσε να σε μπλέξει. Στην πραγματικότητα,
επρόκειτο για ένα πολύ κλειστό κύκλωμα ανθρώπων, που λειτουργούσε με
συγκεκριμένους κώδικες και με μια ιδιότυπη αλληλεγγύη, και που θεωρούσε κατά
κάποιον τρόπο εαυτόν αρμόδιο να αποφανθεί για τα δίκαια του κόσμου.

Προφανώς, η ίδια κλειστή φύση του επαγγέλματος ακύρωνε κάθε έννοια


δικαιοσύνης, έτσι ήταν όμως η θαυμαστή εταιρεία των ειδήσεων, μια επιτυχής και
άλλοτε στρεβλή αντανάκλαση του κόσμου, ένας μεγεθυντικός κι ένας
παραμορφωτικός καθρέφτης του.

Καθημερινά κατέγραφα ιστορίες κυρίως από το εξωτερικό και αφορούσαν από την
πιο απίθανη καταγραφή… ούρησης από «ένοικο» της διπλανής τουαλέτας σε
καφετέρια της Καλιφόρνια, μέχρι λοιμούς, σεισμούς, καταποντισμούς, γεννήσεις
χρωματιστών κουταβιών, που οι επιστήμονες αδυνατούσαν να καταλάβουν πώς στην
ευχή μπορεί να έγινε αυτό, και βέβαια πολέμους, εμφανείς και σιωπηλούς. Διακόσιοι
περίπου άνθρωποι διαφορετικών ηλικιών, που μιλούσαν όλες τις γλώσσες του
κόσμου, για έξι ώρες βρίσκονταν καθημερινά καθηλωμένοι σε μια τετράγωνη οθόνη,
που ακόμα λεγόταν «υπολογιστής» και κατέγραφαν αυτό που ακόμα ονομαζόταν
«είδηση» από όλα τα σημεία του κόσμου.

Η δουλειά απαιτούσε ταχύτητα. Μέσα σε έξι ώρες έπρεπε να έχεις τις καλύτερες, τις
πιο πρωτότυπες, τις πιο ευφάνταστες ειδήσεις, και ο μόνος τρόπος να το καταφέρεις
ήταν ο δύσκολος, όχι δηλαδή η μετάφραση, αλλά να διασταυρώσεις, να διαβάσεις το
ίδιο κι αλλού, κι ύστερα να τολμήσεις μια ελεύθερη σύνθεση που με την κατάλληλη
επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος θα κατέληγε σε ένα συμπαθητικό κείμενο, ένα
μέσα στα δισεκατομμύρια που ανέβαιναν καθημερινά στο Διαδίκτυο. Τα χρήματα
ελάχιστα, οι παγίδες κρυμμένες.

Σημείο εκκίνησης σε έναν τέτοιο κόσμο για κάθε λογής συμπέρασμα ήταν το «σε
αμφισβητώ», αλλά δεν επρόκειτο για μια αμφισβήτηση γόνιμη, αλλά μια που
κυκλοφορούσε σε ανάκατες εκδοχές.

9
Έτσι όμως ήταν η εποχή. Γεμάτη εντυπώσεις. Κι εγώ ήμουν ένας απλός
παρατηρητής.

Κι αυτές είναι οι εντυπώσεις μου τις εννιά μέρες και νύχτες που
προηγήθηκαν του Κατακλυσμού, όπως τις έζησα ως ειδησεογράφος στην
Αλήθεια. Άλλες δημοσιεύτηκαν εν είδει ρεπορτάζ κι άλλες παρέμειναν
στο ημερολόγιό μου. Ίσως και στη μνήμη μου. Με μια λέξη...

10
1η μέρα

Ήταν μια ζεστή ανοιξιάτικη μέρα. Ο ήλιος νέκρωνε με μια απατηλή γλύκα όλα τα
κύτταρα του εγκεφάλου και ο κόσμος είχε ξαμοληθεί στους δρόμους με μια μανία και
μια ορμή λες και ο χειμώνας τον κρατούσε φυλακισμένο σ’ ένα κάστρο ψηλό,
ζωσμένο από πελώρια αγριόχορτα, που ήταν αδύνατο να τα πλησιάσεις, γιατί με το
που τα άγγιζες, πετούσες φλύκταινες σ’ όλο σου το σώμα. Κι ύστερα ήταν κι εκείνη η
φήμη για κάτι παράξενα φίδια, φίδια πουά, φίδια τιγρέ, φίδια τιρκουάζ, που έρχονταν
λέει κατευθείαν από τον βυθό της θάλασσας και προκαλούσαν τρόμο και πανικό
ακόμα και διά της ανυπαρξίας τους. Κι αυτό γιατί στην πραγματικότητα κανένας δεν
τα είχε δει. Και φυσικά κανείς δεν μπορούσε να απαντήσει πώς είχαν φτάσει από τον
βυθό στο κέντρο της Αθήνας.

Επρόκειτο για μια φήμη, φτιαγμένη μάλιστα με τόση προχειρότητα, που απορούσε
κανείς πώς είχε καταφέρει να ταμπουρώσει όλον αυτόν τον κόσμο μέσα στα σπίτια
του. Ήταν όμως οι εποχές που οι φήμες απλώνονταν σαν ένα αθώο πέταγμα
περιστεριού, που φρόντιζε να τις μεταφέρει σε όλους τους ενδιάμεσους σταθμούς της
καθημερινής του διαδρομής.

Πολλοί πίστευαν ότι αυτό οφειλόταν στην ίδια την εποχή, στα μέσα που διέθετε, που
μπορούσαν να εξασφαλίσουν μια εντυπωσιακή ταχύτητα αποστολής ακόμα και στις
περιπτώσεις που αυτό δεν ήταν καθόλου αναγκαίο, με αποτέλεσμα να καταργείται
δηλαδή ο απαιτούμενος χρόνος επώασης, που χρειάζεται για κάθε είδους εξαγωγή
λογικού συμπεράσματος.

Άλλοι πάλι πίστευαν ότι παράξενες συνωμοσίες εξυφαίνονταν ανάμεσα σε όλες τις
συνομοταξίες των περιστεριών που είχαν μετατραπεί σε παράξενους αγγελιοφόρους
μιας επικείμενης καταστροφής, της οποίας την άφιξη όλοι κάπως υποψιάζονταν, αλλά
ουδείς δεν είχε στοιχεία για να αποδείξει ότι υφίσταται, αλλά και για να καταφέρει να
την αποφύγει.

Η ενοχή των περιστεριών είχε ξεκινήσει από κάποιες, θα έλεγε κανείς, ασήμαντες
αφορμές. Τους καταλόγιζαν για παράδειγμα επιθετική συμπεριφορά στον τρόπο που
πετούσαν στην Ομόνοια. Υπήρχαν πολίτες που εξομολογούνταν στο λεωφορείο στον
διπλανό τους μόλις και λίγο καταλάβαιναν ότι μιλούσαν την ίδια γλώσσα, του φόβου,
ότι σμήνη περιστεριών πραγματοποιούσαν καθημερινά επιθέσεις εκεί στο σημείο που
είναι το φανάρι στη Γλάδστωνος. Η προμελετημένη, όπως υποστήριζαν, επίθεση των
περιστεριών συνέβαινε πάντα την ώρα που ο ανυποψίαστος πεζός είχε καταφέρει να
διασχίσει τη διάβαση –ο Θεός να την κάνει!– των πεζών και, με το που έφτανε στο
απέναντι πεζοδρόμιο, άρχιζε ένας ανελέητος εκφοβισμός. Ζβοουουουμ, το ένα
περιστέρι από δω, έσκυβε ο περαστικός για να ξεφύγει, αλλά τότε ζβουουμ το άλλο
περιστέρι από εκεί, και τότε έτρεχε να στριμωχτεί στη γωνιά του δρόμου με την
καρδιά του να χτυπά σαν τρελή αδύναμη πραγματικά να εξηγήσει τι στην ευχή
μπορεί να ζητούσαν τα περιστέρια από τον ίδιο.

11
Από στόμα σε στόμα, από λεωφορείο σε λεωφορείο, από μετρό σε μετρό η φήμη είχε
μετατραπεί σε είδηση και ο τρόμος της μυστηριώδους επέλασης μιας εωσφόρας
φάρας περιστεριών είχε αρχίσει να διαδίδεται με την ταχύτητα του φωτός. Το αθώο
πέταγμα είχε γίνει παράξενο, στη συνέχεια είχε βαφτιστεί συνωμοσία, μετά είχε γίνει
επέλαση, και κάποιοι τελευταία έκαναν λόγο και για εκβιασμό, έλεγαν δηλαδή ότι
είχαν ακούσει από κάποιους, που είχε τύχει να ακούσουν κάτι τέτοιο όταν τυχαία
άκουσαν κάποιους να συνομιλούν για κάτι που συζητούσαν κάποιοι άλλοι που είχαν
ακούσει πάλι από κάποιους που συνομιλούσαν τυχαία στο μετρό, ότι τα περιστέρια
στρίμωχναν στις γωνίες πλέον όχι μόνο του συγκεκριμένου δρόμου, αλλά και πολλών
άλλων δρόμων, ανυποψίαστους πολίτες ζητώντας το πορτοφόλι τους, διαφορετικά θα
τους τσιμπολογούσαν με το ράμφος τη μύτη κι εκεί να δούμε υπεροχή του
ανθρώπινου είδους.

Κάποιες μάλιστα κυρίες, από εκείνες που φορούσαν καλτσόν χοντρά μες στο
κατακαλόκαιρο και που άφηναν φυσικό το μούσι του προσώπου, ισχυρίζονταν πως τα
ίδια τα περιστέρια είχαν αποπειραθεί –Θου, Κύριε!‒ να τις βιάσουν.

Τι σόι εκ-βιασμός ήταν αυτός ανάμεσα σε δύο όντα που αν μη τι άλλο διέθεταν
εξωφρενικά ασύμβατο σωματότυπο και μιλούσαν μια τελείως διαφορετική γλώσσα
κανείς δεν είχε καταλάβει, αλλά δεν θα πρέπει να είχε και τόση σημασία τελικά. Ο
εκβιασμός πάντως υφίστατο, και δεν θα προξενούσε πραγματικά καμία έκπληξη αν
κάποια στιγμή άνοιγε καμιά Σχολή Διδασκαλίας της Καθομιλουμένης των
Περιστεριών, στην οποία το πιθανότερο είναι να έσπευδαν χιλιάδες, αλλά όχι για να
τη χρησιμοποιήσουν στρατηγικά, για να συνδιαλεχθούν δηλαδή με τον υποτιθέμενο
εχθρό, αλλά και πάλι φοβικά, κορνιζάροντας το πτυχίο «Άριστης γνώσης της
περιστερικής» στον τοίχο και σφαλίζοντας ακόμα περισσότερο πόρτες και παράθυρα
έχοντας παραδοθεί απόλυτα στην αδιαμφισβήτητη υπεροχή του αντιπάλου.

Σε μια τέτοια παθητική στάση ζωής, θα απορούσε κανείς τι το ’θελαν το δίπλωμα.


Φαίνεται ότι για κάποιον εντελώς ανεξήγητο λόγο η παράδοση, αν συνοδευόταν από
κάποιους τίτλους σπουδών, με κάποιο τρόπο καλλιεργούσε μια ψευδαίσθηση
υπεροχής, μια παντελώς κίβδηλη ιδέα δύναμης, ένα «ναι μεν, αλλά», αν και ήταν
πασιφανές ότι επρόκειτο για μια άνευ όρων παράδοση.

Κλικ. Αποθήκευση ως «fakenews».

12
1η νύχτα

Στο Σύνταγμα, στην πλατεία, είχε μαζευτεί μια ανθρώπινη αγέλη με ξαναμμένα
πρόσωπα. Κυρίες με μπιγκουτί, νέοι με χαραγμένα κεφάλια και μπλούζες με έναν
μουστακαλή με βήμα στρατιωτικό ξεφώνιζαν κάτι αλλόκοτα συνθήματα. Μαζί τους,
άνθρωποι πιο μεγάλης ηλικίας (κάπου πήρε το μάτι μου και την κυρία Χρυσαυγή) και
νέες κοπέλες που λάτρευαν τις σειρές, την τάξη, αυτό που οι ίδιες αποκαλούσαν
πειθαρχία, πατρίδα, οικογένεια.

Η οργάνωση Χρυσά Αυγά είχε προκύψει μέσα στο χάος των καιρών. Στην αρχή ήταν
ένα τσούρμο ανθρώπων που έβγαινε στους δρόμους πετώντας ληγμένα αυγά έξω από
τα σπίτια των πολιτικών. Όχι οποιαδήποτε αυγά. Αυγά πελώρια, από κάτι πουλιά που
έρχονταν λέει από το εξωτερικό και τα οποία εκτρέφονταν σε ακριτικά σημεία της
χώρας και όταν αυτά γεννούσαν έρχονταν οι αποστολές στα κεντρικά,
τακτοποιημένες σε κάτι πελώριες χάρτινες αυγοθήκες, έμπαιναν στα ψυγεία της
οργάνωσης για μια δυο μέρες και στη συνέχεια μεταφέρονταν στον τόπο που είχε
αποφασιστεί το χτύπημα.

Τα Χρυσά Αυγά, πέραν της καλλιέργειας αυγών, διατηρούσαν επίσης ένα εργαστήριο
με αυθεντικά, έλεγαν, ελληνικά DNA, που και αυτό ήταν παράρτημα μιας
παγκόσμιας οργάνωσης που είχε, ας πούμε, αναλάβει να συλλέγει σε χρωματιστά
βαζάκια με χρωμοφόρμιο σπέρμα από τους αυθεντικούς άρρενες της κάθε φυλής.

Δίμετροι κτηνοτρόφοι-απόγονοι των Κουρητών, περήφανοι αυτόχθονες από την


αρχαία Ολυμπία, Πελασγοί από την Ήπειρο, έσπευδαν να καταθέσουν τον
σπερματικό τους οβολό που εφεξής θα διατηρούνταν εγκλωβισμένος σε διάφανα
μπουκαλάκια ελπίζοντας κάποια στιγμή να του δοθεί η ευκαιρία να φανεί σε κάτι
χρήσιμος σε αυτό τον μάταιο κόσμο.

Κατά περιόδους τα ΧΑ διοργάνωναν παραστάσεις μίσους, έτσι τις αποκαλούσαν,


όπου μαζευόταν κόσμος πολύς και απογοητευμένος για χίλιους δυο λόγους και όλοι
μαζί επιδίδονταν σε μια πράξη που αποφάσιζαν κατά περίπτωση. Οι «παραστάσεις
Χα-Φτου» ήταν από τις πιο γνωστές: κατά τη διάρκειά τους μαζεύονταν πολλοί
άνθρωποι μαζί και έφτυναν κάποιον από τη «λίστα προδοσίας». Στην αρχή έφτυναν
κάποιον από τους πολλούς χρωματιστούς που ζούσαν τελευταία στην Αθήνα. Με τον
καιρό όμως οι παραστάσεις της οργάνωσης είχαν αρχίσει να τρέφουν για τα καλά τα
πιο άγρια, τα πιο πρωτόγονα ένστικτα του ανθρώπου. Κι από κει που πετούσαν αυγά
πολυτελείας στους πολιτικούς, είχαν αρχίσει να στρατολογούν πολλά μέλη, τα οποία
δεν περιορίζονταν μόνο σε φτυσιές, μπουνιές και σφαλιάρες, αλλά είχαν αρχίσει να
εξελίσσονται σε κανονική δολοφονική μηχανή.

Ικανοί λέει και έμπειροι ρεπόρτερ είχαν εισβάλει στα άδυτα της οργάνωσης και είχαν
δει με τα ίδια τους τα μάτια ότι σε κάτι καταχωνιασμένα και κατασκονισμένα
καταγώγια η οργάνωση διατηρούσε ερπύστριες κανονικές και κανόνια, και δεν
έβλεπαν την ώρα και τη στιγμή που θα τα χρησιμοποιούσαν σε κάποια πιο σύγχρονη
εκδοχή της μάχης του Μαραθώνα. Η επίκληση του ένδοξου παρελθόντος αλλά και οι

13
συχνές αναφορές στην πατρίδα και τη θρησκεία έκαναν την οργάνωσή τους θελκτική
και σε μια κατηγορία ανθρώπων φοβικών, κατά βάση, όχι απαραίτητα αιμοβόρων, να,
σαν την κυρία Χρυσαυγή ένα πράγμα, που κάποια στιγμή το παραδέχτηκε ότι είχε
γραφτεί μέλος γιατί της είχαν υποσχεθεί εικοσιτετράωρη φύλαξη στα
χελωνονιντζάκια της.

Η παράξενη αυτή οπισθοδρόμηση συνέβαινε και αλλού, η ανθρωποφοβία


επεκτεινόταν σαν μολυσματικός ιός σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, τουλάχιστον
τα αναπτυγμένα, που θεωρητικά τα είχαν λύσει αυτά τα ζητήματα εδώ και χρόνια. Σε
κάθε σημείο του πλανήτη, η ρητορική που έσπερνε το φόβο και τον πανικό έβρισκε
διαφορετικό υπέδαφος για να αναπτυχθεί, πάντα όμως η βασική κεντρική ιδέα ήταν η
περιχαράκωση, το κλείσιμο. Η εποχή του Διαδικτύου είχε επιπλέον ρίξει ξαφνικά
πολύ, άπλετο φως ελευθερίας, οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να το διαχειριστούν, τους
τύφλωνε στα μάτια, κι αυτό γιατί επρόκειτο για ελευθερία αλλιώτικη που κανενός
είδους οικονομική απ-ελευθέρωση δεν εγγυόταν. Για μια ελευθερία που ξεπερνούσε
τις ανθρώπινες αντοχές. Που έτρεχε με την ταχύτητα των ηλεκτρομαγνητικών
κυμάτων και καταργούσε καθημερινά εκατομμύρια θέσεις εργασίας, δημιουργώντας
άλλες, σαφώς λιγότερες. Συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες ένιωθαν ότι αδυνατούσαν
να ακολουθήσουν, και η αδυναμία τους να εξελιχθούν, να μεταπλαστούν οι ίδιοι σε
κάτι άλλο, να δουν την ελευθερία ως μια αφορμή για την εξέλιξη, τους δημιουργούσε
μια εντελώς αντίθετη αντίδραση, γίνονταν σιγά σιγά οι σοβαρότεροι πολέμιοι της
ίδιας της ελευθερίας.

Πιο δίπλα, στην Ακρόπολη επίδειξη μόδας. Αγόρια ντυμένα κορίτσια, κορίτσια
ντυμένα αγόρια, ένα πελώριο κοριτσάκι με περισσή χαρά που μπορεί επιτέλους να
εργαστεί ως... μοντέλο.

Πο πίσω, αθόρυβα, άλλοι απλώς πειράζουν τις λέξεις...

Κλικ. Αποθήκευση ως «Salò».

14
--------------------------------------------------------------------------

Στον πεζόδρομο της Ερμού ένας αστυνομικός ετοιμάζεται να δώσει κλήση σε οδηγό
ταξί που πήγε να κατεβάσει γιαγιά σε σημείο όπου απαγορεύεται η στάθμευση. Η
γιαγιά πετάγεται αλαφιασμένη κι αρχίζει να φωνάζει: «Έτσι και τον γράψεις, αύριο
έφυγες για Έβρο».

Κλικ. Αποθήκευση ως. Όνομα αρχείου «βύσμα».

15
2η μέρα

Σήμερα ένας έμπειρος ειδησεογράφος έβαλε πρώτη πρώτη στην ηλεκτρονική σελίδα
της Αλήθειας την ιστορία με την επέλαση των περιστεριών στη Γλάδστωνος, για να
τραβήξει... likes, γεγονός που προκάλεσε την οργή εκατοντάδων υποψιασμένων
πολιτών που μας έβριζαν κανονικά που είχαμε κάνει τη φημολογία είδηση. Η ζημιά
όμως είχε γίνει. Χιλιάδες άλλοι, που επίσης διάβασαν την ίδια ιστορία, και που
έβλεπαν με απίστευτη καχυποψία τους υποψιασμένους, με το που διάβασαν τα
εκατοντάδες σχόλια πείστηκαν περισσότερο ότι επρόκειτο για είδηση πραγματική –με
μια λογική ο εχθρός του εχθρού μου φίλος– και ότι επρόκειτο πράγματι για μια
πραγματική επέλαση περιστεριών. Και όχι μόνο αυτό, έλεγαν, αλλά για να το γράφει
η Αλήθεια, που ήταν γνωστό πως έβλεπε με συμπάθεια τους υποψιασμένους, πολλοί
από τους οποίους προέρχονταν και από τον χώρο των προοδευτικών, φαντάσου πόσο
χειρότερα ήταν τα πράγματα δηλαδή και οι κρετίνοι της Αλήθειας δεν τολμούσαν να
το αποκαλύψουν.

Ύστερα από λίγες ώρες, η Αλήθεια επανέλαβε το φιάσκο όταν επιχείρησε να ανεβάσει
στο Διαδίκτυο το ρεπορτάζ για μια παράσταση μίσους των Χρυσών Αυγών με θύμα
έναν πορτοκαλί άνθρωπο, προσπαθώντας να αστειευτεί στον τίτλο με την επίθεση
των περιστεριών. Αλλά τα έκανε ακόμα χειρότερα...

Ο τίτλος της Αλήθειας για την παράσταση μίσους ήταν «Χρυσά Αυγά: Νέα επίθεση
των περιστεριών» και η προσπάθεια θύμιζε όλες εκείνες ανθρώπων που, ενώ είναι
εμφανές ότι δεν διαθέτουν κανενός είδους χιούμορ, συνεχίζουν να λένε ανέκδοτα
ακάθεκτοι, τα οποία τελικά βρίσκουν την ποθητή ανταπόκριση μόνο όταν οι ίδιοι
βρίσκονται σε θέση εξουσίας και οι από κάτω τους γελούν για να μη χάσουν τη
δουλειά τους. Ο τίτλος δεν κατάφερνε τίποτα περισσότερο από το να υπενθυμίσει το
φιάσκο, που θα ήταν καλύτερα να είχε ξεχαστεί κάπου στο Διαδίκτυο. Δεν υπήρχε
κανένα αστείο, η επίθεση των Χρυσών Αυγών ήταν πραγματική, η ιστορία δεν είχε
καμία σχέση με την επέλαση των περιστεριών, και υπήρχε μάλιστα ένας πορτοκαλί
άνθρωπος που είχε τελικά καταλήξει στο νοσοκομείο. Η προσπάθεια να αστειευτεί
κανείς με μια τέτοια είδηση συνεπαγόταν αυτόματα υποβάθμιση της σοβαρότητάς
της, για να μην πω και κανονική και κατ’ επανάληψη δυσφήμιση των περιστεριών.
Γιατί, αν δηλαδή πραγματικά αυτές οι σχολές περιστερικής είχαν λειτουργήσει και
μπορούσε δηλαδή ανάμεσα στους πρώτους αποφοίτους, που αναγκαστικά θα
εκτελούσαν χρέη διερμηνείας ελλείψει άλλων, περισσότερο επαγγελματιών, και τους
επικεφαλής των περιστεριών να καταστεί εφικτός ένας όποιος διάλογος, θα
αναθεωρούσαμε πολλές από τις υποτιθέμενες αλήθειες που σεργιάνιζαν με όλη την
έπαρση της πλουμιστής τους ουράς στις δύο εταιρείες παροχής ειδησεογραφικού
υλικού στον κόσμο.

Η Αξιοπιστία, για το ίδιο γεγονός, και χαϊδεύοντας τα αυτιά των συντηρητικών


αναγνωστών της, επέλεξε τον τίτλο «Παράσταση Χα-Φτου εναντίον ξένου».

16
Στον τίτλο της Αξιοπιστίας, η λέξη που λειτουργούσε ως ενός είδους πολεμική
μηχανή, που εξακόντιζε τάχα μου αθώες, χρωματιστές μάρκες στον αντίπαλο, ήταν η
λέξη «ξένος» που είχε έξυπνα ενσωματωθεί στο τέλος, για να κερδίζει σκόπιμα τις
τελευταίες εντυπώσεις.

ξένος -η -ο [ksénos] : 1.που δεν είναι δικός μου, που δεν μου ανήκει: 2α. που δεν
είναι πολίτης της χώρας στην οποία βρίσκεται: β. που κατάγεται ή που προέρχεται
από άλλη χώρα: 3α. που δεν μου είναι οικείος, που μου είναι άγνωστος ή που δεν έχει
σχέση μ’ εμένα: α1. για κπ. που δεν τον γνωρίζω, που μου είναι άγνωστος: α2. που
είναι άσχετος, που δεν έχει σχέση με κτ. ή με κπ.: β. που δεν ανήκει στην κοινωνική
ομάδα, στην οικογένεια κτλ. για την οποία γίνεται λόγος.

ξένιος, α, ον και ξένος, ον (ξένος): ο σχετιζόμενος με φιλοξενούμενο ή φιλοξενία·


ο φιλόξενος // σπαν.: ξένος // τά ξένια (δῶρα) = δώρα προσφερόμενα από τον
οικοδεσπότη στον φιλοξενούμενο, ξένιός τινι = ο συνδεόμενος με κάποιον με
δεσμούς φιλοξενίας, ξένιος Ζεύς = ο Δίας ως προστάτης των ξένων.

Στο μεταξύ, και όση ώρα ξεφύλλιζα τα λεξικά, ο πορτοκαλί άνθρωπος παρέμενε
ξένος. Κι από εκεί μπορούσαν να αρχίσουν οι παρερμηνείες. Επρόκειτο άραγε για
έναν παράνομο μετανάστη, έναν δηλαδή illegal alien, όπως θα τον μετέφραζαν
αγγλικές και αμερικάνικες εταιρείες παροχής ειδησεογραφικού υλικού, ή μήπως για
τον legal alien στον οποίο αναφερόταν ο Sting (I’m an alien / I’m a legal alien in
New York City στο τραγούδι Englishman in New York City), το οποίο οι ελληνικές
εταιρείες παροχής ειδησεογραφικού υλικού θα απέδιδαν ως «νόμιμος εξωγήινος».
Και αν υποθέσουμε ότι ήταν legal (= νόμιμος στα αγγλικά), μήπως τελικά ο Manu
Ciao στο τραγούδι του «Clandestino» (=παράνομος στα ισπανικά) αναφερόταν σε
κάποιους είδους μυστηριώδη επέλαση των εξωγήινων που επίκειται, κάτι δηλαδή
ανάλογο με εκείνη των περιστεριών; Ή μήπως επρόκειτο για έναν travailleur étranger,
δηλαδή έναν immigrant worker (= μετανάστη) σύμφωνα με το ηλεκτρονικό λεξικό
http://dictionary.reverso.net/french-english/%C3%A9tranger;
Μπορεί πάλι όλοι αυτοί οι πορτοκαλί άνθρωποι να ήταν από εκείνες τις αιθέριες
ανδρόγυνες υπάρξεις που κυκλοφορούσαν στις Γκραν Βίες του κόσμου, ντυμένοι με
πούλιες και πολύχρωμα πλουμιστά φτερά κι ισορροπώντας πάνω σε κάτι πελώρια
παπούτσια αλμοδοβαρικά, που θύμιζαν αρχαίους ελληνικούς κοθόρνους. Κι ίσως
μάλιστα σε εκείνους να αναφέρονταν το τραγούδι του Φρανκ Σινάτρα, για τους
ξένους (strangers) της νύχτας, μιας και αυτοί ζούσαν μόνο τις νύχτες και η χαρά που
ένιωθαν την ώρα αυτή με το πρώτο φως της μέρας τούς ήταν κιόλας ξένη.
Ή μήπως οι πορτοκαλί άνθρωποι ήταν απλώς outros, κάποιοι άλλοι, όπως θα έλεγε ο
Πεσόα, κάποιοι από μας, αλλότριοι στους ξένους;
Δεν χρειαζόταν μάλλον να εξηγήσει στο αναγνωστικό της κοινό η Αξιοπιστία σε
ποιους απ’ όλους τους ξένους αναφέρονταν. Η λέξη θα έμενε εκεί, και με τη γοητεία
της μεταφοράς της, καταδικασμένη να κεντρίσει τις όποιες ερμηνείες. Κι έτσι όπως
στροβιλίζονταν οι λέξεις, με την ταχύτητα του Διαδικτύου, δεν θα ήταν καθόλου
παράξενο μια παράσταση «Χα-Φτου» να κατέληγε τελικά να βαφτιστεί και ως
«Ξένιος Δίας».
Γιατί για όσους πραγματικά αντιλαμβάνονται τη δύναμη των λέξεων, οι λέξεις είναι
πόλεμος, φορτώνονται σε έναν καταπέλτη κι εξακοντίζονται στον ουρανό. Εκεί
γίνονται θυμωμένο σύννεφο και πολλά τέτοια μαζί στο τέλος ξερνούν μια τοξική
βροχή πάνω από ένα ηλιόλουστο Ναγκασάκι.
Κλικ. Αποθήκευση ως «θυμωμένοσύννεφο».

17
2η νύχτα

«Με καλέσατε;»
«Παρακαλώ, πέρασε».
Ο επικεφαλής των ειδήσεων στην εταιρεία παροχής ειδησεογραφικού υλικού ήταν
ένας άνθρωπος που λάτρευε την εξουσία διά της μανιώδους, πραγματικά φανατικής
απόρριψής της. Ήταν ο άνθρωπος που θα μπορούσε να δίνει ολόκληρες διαλέξεις για
τα δίκαια των εργαζομένων και τα εργασιακά δικαιώματα και έτσι όπως τον άκουγες
να μιλάει καταλάβαινες το μεγαλύτερό του βάσανο• δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με
τη θέση του διευθυντή. Τη στιγμή δηλαδή που πέταγε την ιδεολογική του σκούφια
για να απλωθεί φαρδύς πλατύς σε ένα τεράστιο γραφείο, που η οποιαδήποτε συνετή
ματιά θα διαπίστωνε εύκολα πως θα μπορούσε να στεγάσει τουλάχιστον άλλους δέκα
νοματαίους, την ίδια στιγμή αδυνατούσε να διαχειριστεί όλη αυτή την αμηχανία που
του προκαλούσε η θέση την οποία ιδεολογικά αποκήρυσσε.

Ο κύριος Πολίτικαλης Κορέκτ ήταν ένας συμπαθής κατά τα άλλα άνθρωπος και οι
συνειδησιακές του αυτές αναζητήσεις τον έκαναν στα μάτια μου κάπως χαριτωμένο.
Γιατί ο κύριος Πολίτικαλης Κορέκτ, μάχιμος προοδευτικός κάποτε ο ίδιος που
καταγόταν από τη χώρα των κοκκίνων, ενσάρκωνε τελικά το πρόβλημα όλων των
ιδεολογιών, τις όποιες δηλαδή αναταράξεις κατά τη σύγκρουσή τους με την
πραγματικότητα. Κάθε πρωί που ξύπναγε, κοιτούσε τον εαυτό του στον καθρέφτη και
επαναλάμβανε το εξής μάντρα: «Για να αλλάξεις το σύστημα, πρέπει να είσαι μέσα
στο σύστημα». Κι ύστερα χτένιζε τις λιγοστές του τρίχες που τις έκανε χωρίστρα, δύο
από δω, μία από κει, δύο από κει, μία από δω. Ήξερε ωστόσο καλά, ή τουλάχιστον
υποψιαζόταν, ότι πάρα πολλά από αυτά που υποστήριζε δεν θα μπορούσαν να έχουν
ποτέ εφαρμογή στην πραγματικότητα και είμαι σίγουρη ότι αυτή η συνειδητοποίηση
τού δημιουργούσε συνεχώς αμηχανία. Ήξερε δηλαδή τις αντιφάσεις στις οποίες
έπεφτε ο ίδιος, αλλά παριστάνοντας περίπου ότι δεν συμβαίνει τίποτα, με τον τρόπο
που κανείς δηλαδή προσπαθεί να συγκαλύψει και όχι να φέρει στο φως την
πραγματική αιτία του προβλήματος, συνέχιζε στη γραμμή της δικής του αλήθειας,
γνωρίζοντας πως πολλές φορές υπηρετούσε ένα ψέμα. Ήταν βέβαια κι αυτή η
σιγουριά του ότι γνωρίζει σε ποιους απευθύνεται (το target group, όπως θα έλεγαν οι
μαρκετίστες), ένα ολοένα περισσότερο φθίνον δηλαδή αναγνωστικό κοινό.

Κατά τα άλλα, ο κύριος Πολίτικαλης Κορέκτ, με όλα τα ενοχικά αντανακλαστικά που


μπορούσαν ωστόσο να τον προτρέπουν από τις εξόφθαλμες κακοτοπιές, ήταν ένας
άνθρωπος που πήγαινε με το ρεύμα, που υπέγραφε τα κείμενά του παρεμβάλλοντας
ανάμεσα στο αρχικό του ονόματος και το επώνυμό του το όνομα πατρός ‒γιατί μια
έρευνα είχε λέει αποδείξει ότι μια τέτοια επιλογή προσέδιδε κύρος στα γραφόμενα‒,
και τα συνόδευε με μία φωτό του εαυτού του τουλάχιστον είκοσι χρόνια πριν, σε μια
μακράν καλύτερη εκδοχή.

«Θα ήθελα να σε ρωτήσω για την παράσταση μίσους, για το κομμάτι που έγραψες».
«Μάλιστα».
«Δεν νομίζεις πως το γράφεις κάπως από την πλευρά των συντηρητικών;»
«Δεν νομίζω».
«Ξέρεις, εμείς είμαστε μια εταιρεία του προοδευτικού χώρου».
«Είμαστε;»

18
«Και αυτό σημαίνει ότι οι αναγνώστες μας είναι του προοδευτικού χώρου. Οι
αναγνώστες μας θα ήθελαν μια διαφορετική προσέγγιση στο συγκεκριμένο άρθρο».
«Και πώς εσείς μπορείτε να γνωρίζετε τι πραγματικά θέλουν να διαβάσουν οι
αναγνώστες μας και ποιοι είναι αυτοί;»
«Είμαστε όλα τα χρόνια μια εταιρεία που κινείται σε αυτόν τον χώρο. Το λένε τα
γκάλοπ».
«Μια εταιρεία με πορεία καθοδική, αν μου επιτρέπετε, και με το
τριάντα τοις εκατό του κόσμου να μην ανήκει καν σε αυτούς που αποκαλείτε
προοδευτικούς ή συντηρητικούς».
«Και;»
«Και ο κόσμος αλλάζει και οφείλουμε να καταγράφουμε τον κόσμο με τις αλλαγές
του».
«Είμαστε υποχρεωμένοι να γράφουμε για το κοινό μας».
«Είμαστε υποχρεώνουμε να διαμορφώνουμε ένα απαιτητικό κοινό, που θα θέλει την
αλήθεια».
«Ποια αλήθεια;»
«Όσο το δυνατόν περισσότερες. Κι ας αποφασίσει το κοινό ποια θα κρατήσει».
«Δεν φτάνουν οι σελίδες».

Κλικ. Αποθήκευση ως «politicallycorect».

19
3η μέρα

Ήμουν έξω από ένα νεοκλασικό κτίριο στην οδό Σωκράτους. Ήταν φρεσκοβαμμένο,
μερικά λουλούδια στριμώχνονταν στο μοναδικό μπαλκόνι του. Πέντε μέτρα πιο κάτω
θυμωμένοι οδηγοί έδειχναν την παλάμη τους σε ανυποψίαστους πεζούς που είχαν το
θράσος να περάσουν από διάβαση πεζών χωρίς να κοιτάξουν αν έρχεται αυτοκίνητο,
ενώ ένα άλλο αυτοκίνητο είχε διπλοπαρκάρει σε στενό δρόμο με αποτέλεσμα το
λεωφορείο που ακολουθούσε, αμέσως μετά, να έχει κολλήσει και οι οδηγοί πίσω από
αυτό να πατάνε εξαγριωμένοι τις κόρνες των αυτοκινήτων τους σε μια ουράνια
μελωδία.

Την πρώτη φορά που ανασήκωσα το μπρούτζινο χερούλι και το άφησα να


ακουμπήσει απαλά την πολυκαιρισμένη πόρτα, δε μου απάντησε κανείς. Συνέχισα,
κάνοντας μια δεύτερη προσπάθεια, αλλά αυτή τη φορά πιέζοντας στην κάθοδο με
ελαφρώς μεγαλύτερη δύναμη, και ένιωσα κάπως σαν να συμμετείχα υποσυνείδητα σε
μια ιεροτελεστία που δεν την είχα όμως επιλέξει, που μου την επέβαλλε το ίδιο το
κτίριο και ίσως και η μικροσκοπική επιγραφή που μόλις διέκρινα –τέτοια η
αυθυποβολή των λέξεων‒, τόσο διακριτική, που νόμιζες ότι αναδυόταν από το καφέ
φόντο της πόρτας περίπου όπως ένας αγουροξυπνημένος χρειάζεται λίγο χρόνο, μια
δεύτερη προσπάθεια εστίασης για να ξεκαθαρίσει την εικόνα.

Έτριψα τα μάτια μου για να δω πιο καθαρά και τότε άρχισαν να ξεπετάγονται ένα ένα
τα γράμματα από το ξήλωμα της πόρτας σαν εκείνα τα παιδικά βιβλία που μιλάνε για
ελέφαντες και μόλις γυρίζεις σελίδα πετάγεται ένας τέτοιος, χάρτινος, για να κάνει
ακόμα πιο πιστευτή την παρουσία του, γιατί κάθε ειλικρινής προσέγγιση της αλήθειας
θα καθιστούσε περιττή ακόμα και αυτή τη διαδικασία της όρασης. «Κέντρο
Πνευματικών Αναζητήσεων» έγραφε.

Την ώρα που επιχειρούσα να ανεβοκατεβάσω μια ακόμα φορά το χερούλι της πόρτας,
ένας νεαρός γυμνός άνδρας άνοιξε με ένα χαρούμενο «καλώς ήρθατε». Ένα παρόμοιο
θέαμα είχα δει πριν από λίγα χρόνια σε ένα κατάστημα ρούχων σε μία χώρα των
λευκών: γυμνά νεαρά αγόρια και κορίτσια κυκλοφορούσαν αμέριμνα ανάμεσα στους
υποψήφιους πελάτες διαφημίζοντας, με τις τέλειες αναλογίες τους, ποιος ξέρει άραγε
τι.

Ο γυμνός άνδρας με οδήγησε σε μια μεγάλη υποφωτισμένη αίθουσα όπου διέκρινα


άνδρες και γυναίκες, πολλούς με παιδιά στην αγκαλιά τους, που κάθονταν στις
καρέκλες που είχαν στηθεί μπροστά από μια πρόχειρα στημένη εξέδρα όπου υπήρχε
μια ακόμα καρέκλα. Έδειχναν κουρασμένοι και ρακένδυτοι, κι έτσι όπως έπεφτε
πάνω τους το λιγοστό φως, οι φιγούρες τους έπαιρναν μια διάσταση σχεδόν ονειρική.

Πλησίασα και βρήκα μια άδεια θέση στις πίσω σειρές. Στην αίθουσα το πολύ φως
έμοιαζε να είναι απαγορευμένο, τρύπωνε μόνο από τα σημεία στα οποία ενώνονταν
ατελώς οι τραβηγμένες σκούρες κουρτίνες που κάλυπταν τα παράθυρα. Μόνο από
ένα παράθυρο στρογγυλό σαν φινιστρίνι πλοίου, που βρισκόταν διαγώνια πίσω από

20
την πρόχειρη εξέδρα, διαχεόταν απλόχερα μια δέσμη φωτός που κατέληγε ακριβώς
στο σημείο της καρέκλας.

Δεν μιλούσε κανείς σε αυτόν τον κόσμο. Ούτε καν τα μικρά παιδιά, που λες και είχαν
υποστεί κάποιο συμπαντικό pause κι είχαν μείνει κι εκείνα με ένα χαμόγελο που το
πάγωσε ο χρόνος. Όλοι περίμεναν την άφιξη του πνευματικού καθοδηγητή. Κάποια
στιγμή άκουσα ξυπόλυτα βήματα στο ξύλινο πάτωμα και από το πίσω τμήμα του
ορθογωνίου της αίθουσας είδα να προβάλει η φιγούρα ενός εξίσου γυμνού και
καλογυμνασμένου άνδρα ο οποίος, αφού διέσχισε βουβά και σιωπηλά την αίθουσα με
έναν βηματισμό που θύμιζε χορό αρχαίας τραγωδίας, ανέβηκε στην εξέδρα και
ύστερα βούλιαξε στην καρέκλα αφήνοντας τα δυο του χέρια στα δερμάτινα μπράτσα
της.

Τα πρώτα τρία λεπτά ομολογώ πως μου ήταν παντελώς δύσκολο να μην εστιάσω στο
επίμαχο σημείο με τον ίδιο τρόπο που σε μια παραλία μη γυμνιστών δύο τρεις άνδρες
βγάζουν το μαγιό τους. Το μάτι σου πέφτει ένα δυο λεπτά στο διαφορετικό και στο
τρίτο λεπτό, που το θέαμα αρχίζει και γίνεται οικείο, επιστρέφεις το βλέμμα σου στη
θάλασσα, που εξακολουθεί να παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Δεν υπάρχει
βασικά τίποτα πονηρό στη γύμνια, κι αν κάτι είναι πράγματι πονηρό είναι κανείς να
ντρέπεται απ’ αυτή. Αν μάλιστα η ανθρώπινη κοινωνία έφτανε κάποια στιγμή στην
απόλυτη αφαίρεση, έχοντας δηλαδή απεκδυθεί πλήρως περιττές σεμνοτυφίες, που
ουδεμία σεμνότητα πρόδιδαν επί της ουσίας, θα κυκλοφορούσαμε όλοι γυμνοί,
απαλλαγμένοι από κάθε έννοια επιτήδευσης, σαν αρχαία ελληνικά αγάλματα. Επειδή
όμως δεν είχαμε ακόμη φτάσει σε αυτό το επίπεδο απενοχοποιημένης ωριμότητας, η
θέα της γυμνής σάρκας φάνταζε σε κάποιους προκλητική. Είχε μάλιστα σε τέτοιο
βαθμό φτάσει αυτή η νοσηρή σεμνοτυφία, που υπήρχαν άνθρωποι που, αν τύχαινε για
παράδειγμα να βρεθούν σε κανένα μουσείο Τέχνης κι έβλεπαν ένα γυμνό άγαλμα του
Ροντέν, έκαναν τον σταυρό τους κι έφτυναν τρεις φορές στον κόρφο τους, τόσο δεν
άντεχαν τη δική τους γύμνια.

Ως αποτέλεσμα, η εξύμνηση της ομορφιάς καταντούσε συχνά μια στρέβλωση, γιατί


δεν είχε καθόλου να κάνει με την αγαλλίαση, τον θαυμασμό και την ομορφιά εκείνη
που προσπαθούσαν να μεταφέρουν τα κλασικά αγάλματα, στην προσπάθειά τους να
επικοινωνήσουν με τον Θεό. Θα τολμούσε μάλιστα κανείς να πει ότι το να
σταυροκοπιέται κανείς μπροστά από τον γυμνό Σάτυρο του Χαλεπά που παίζει με τον
έρωτα, ήταν το ίδιο νοσηρό με το να παίρνει ένα σφυρί και να τον κάνει όλο
κομμάτια, τόσο ολέθριο ήταν για τον κόσμο να μην μπορεί να αντιληφθεί την
ομορφιά των αγαλμάτων.

Σε όλη αυτή τη δαιμονοποίηση του γυμνού συνέβαλλαν πολλές φορές και οι


ειδησεογράφοι, και μαζί με αυτούς και οι διαφημιστές οι οποίοι, στην προσπάθειά
τους να πουλήσουν και να εντυπωσιάσουν, έδιναν πολλές φορές διαστάσεις τόσο
εξωπραγματικές στο γυμνό, που μια θεατρική παράσταση κατέληγε τελικά να
συγκεντρώνει κόσμο γιατί ο ηθοποιός εμφανιζόταν γυμνός (ένα αποτέλεσμα που στο
τέλος ακύρωνε το ίδιο το πολιτιστικό προϊόν), ή μια έκθεση φωτογραφίας με γυμνά

21
σώματα κατέληγε να προωθείται ως ανατρεπτική, μια επιλογή που και πάλι βαθμιαία
παρέλυε το αισθητικό κριτήριο, σε βαθμό που τελικά να βαφτίζεται πρωτοπορία η
κάθε καλλιτεχνική απόπειρα που έμοιαζε με καθαρή και αυταπόδεικτη
οπισθοδρόμηση.

Τελικά, όπως κάθε δαιμονοποίηση, το μόνο που κατάφερνε ήταν οι δαίμονες, και
λένε πως κάτι τέτοιοι κυκλοφορούσαν τα βράδια στους δρόμους και παρείχαν τις
υπηρεσίες τους σε ανθρώπους που δεν μπορούσαν να συμβιβαστούν με τη γύμνια
τους. Εκεί τους υπέβαλλαν τότε σε μια παράξενη τελετουργία. Γυναίκες ή άνδρες,
ανάλογα με την περίπτωση, που είχαν την όψη, λέει, του δαίμονα, τους υπχρέωναν
στομαρτύριο της γύμνιας. Τους έβαζαν δηλαδή να στέκονται όρθιοι και γυμνοί
μπροστά από έναν καθρέφτη μέχρι να αποδεχτούν ότι αυτό που έβλεπαν τους άρεσε
πραγματικά. Δεν μπορούσαν όλοι να βοηθηθούν, αλλά κάποιοι, αυτοί που
κατέφευγαν στους δαίμονες με τις πιο αγνές προθέσεις, έβρισκαν πράγματι σωτηρία.

Καθώς είχα μπροστά μου το γυμνό σώμα του πνευματικού καθοδηγητή να κάθεται
στην καρέκλα με τα δερμάτινα μπράτσα εκατομμύρια σκέψεις κατέκλυζαν πάλι το
μυαλό μου και πλέον δεν χωρούσε καμία αμφιβολία ότι θα πρέπει να ήμουν τελικά
ανεπίδεκτη της όποιας πνευματικής διαδικασίας την οποία ενστερνίζονταν ολόψυχα
τόσοι άνθρωποι τριγύρω μου. Σε τέτοιο μάλιστα σημείο πνευματικής άρνησης θα
πρέπει να βρισκόμουν, που ενώ τριγύρω όλοι είχαν γουρλώσει τα μάτια τους έτοιμοι
να δεχθούν ολόψυχα τα λόγια του πνευματικού καθοδηγητή, εγώ σκεφτόμουν ποιον
στην ευχή λόγο θα είχε αλήθεια αυτή η Εύα για να θέλει να γλιτώσει από ένα τέτοιο
θέαμα και να βλέπει στο εξής τον Αδάμ φόρα πατρίδα καθημερινά με κουστουμάκι.
Και το σκεφτόμουν αυτό γιατί, ακόμα και στο πιο αστείο παράπτωμα, η δικαιοσύνη
αναζητούσε πάντα ένα κίνητρο. Μπορεί να έκανα και λάθος, αλλά πιστεύω καμία
Εύα δεν θα ριψοκινδύνευε ένα παρόμοιο θέαμα για ένα μήλο. Ακριβώς εκείνη τη
στιγμή με έπιασε μια νύστα τρομερή και λίγα λεπτά μόλις μετά βρέθηκα να κοιμάμαι
στις πίσω σειρές της αίθουσας ενός κινηματογράφου.

Η ταινία αφορούσε μια δικαστική πλάνη, που είχε ξεκινήσει ύστερα από μια
καταγγελία για συκοφαντική δυσφήμιση την οποία, μετά ακριβώς από το διάλειμμα
που ξύπνησα θέλοντας και μη γιατί άνοιξαν τα φώτα, διαπίστωσα ότι είχα κάνει εγώ.
Τώρα πώς γινόταν να παρακολουθώ και να παίζω στην ταινία, ανάθεμα κι αν ξέρω,
πάντως αυτό που έχω να καταθέσω με απόλυτη σιγουριά είναι ότι μου φαινόταν
απίστευτα διασκεδαστική η όλη εναλλαγή ρόλων.

«Η ενοχοποίηση της Εύας, κύριοι δικαστές, είναι άδικη και απαιτώ να


αποκαταστήστε την εις βάρος πλάνη της μες τους αιώνες» βροντοφώναξα σε ένα
δικαστήριο άδειο με έναν μοναδικό δικαστή.

Τίποτα, καμία απάντηση. Άι σιχτίρ, τις έκοψαν κι αυτές τις επιδοτήσεις, άντε να βρω
τώρα ηθοποιούς με τέτοιο προϋπολογισμό. Θα κάνω και τον δικαστή, θα κάνω και τον
μηνυτή, θα κάνω και τον Αδάμ, θα κάνω και την Εύα, στο τέλος θα συγυρίσω και τον
κινηματογράφο.

22
«Μπα, κι εσύ πού το ξέρεις;» απάντησε ο δικαστής που τον υποδυόμουν κι αυτόν
εγώ. Είχα βάλει μια περούκα με άσπρα μαλλιά, φόρεσα και γυαλιά πρεσβυωπίας,
καθόλου μαγικιάζ, έμοιζα και λίγο άνδρας.

«Μου το είπε ένα περιστέρι» απάντησε ο κανονικός ας πούμε εαυτός μου.

«Και τι σου είπε δηλαδή;»

«Ότι η Εύα δεν εγκατέλειψε ποτέ τον Παράδεισο για κάποιο μήλο. Τα μήλα τα
σιχαινόταν. Ο Αδάμ της τα ’φερνε σε κάτι καλαμένια καφάσια κάθε μέρα και τότε
μόνο, και για να μην τον κακοκαρδίσει, έκανε πως έτρωγε κανένα, αλλά με το που
τον έβλεπε να απομακρύνεται και τελικά να χάνεται πίσω από τα δέντρα του δάσους,
εκείνη γυρνούσε και τα ’φτυνε στο χώμα. Τόση αηδία τής προκαλούσαν. Ο Αδάμ
πάλι ξετρελαινόταν για τα μήλα. Το μόνο πρόβλημά του ήταν ότι κάποια ήταν ψηλά
στο δέντρο και δεν μπορούσε να τα κόψει και έπρεπε ως εκ τούτου να σκεφτεί ένα
τρόπο να φτιάξει μια σκάλα για να φτάνει ακόμα πιο ψηλά, κάτι που βαριόταν
φρικτά. Και την έφτιαξε τη σκάλα. Επειδή λάτρευε τα μήλα ο ίδιος. Κι ενώ ήξερε ότι
στην Εύα δεν άρεσαν καθόλου, αυτός εκεί, επέμενε να της τα προσφέρει, και θα
νόμιζε κανείς ότι επρόκειτο για μια πραγματικά ευγενική χειρονομία».

«Γιατί, δεν ήταν;»

«Όχι βέβαια. Η Εύα πάλι δεν καταλάβαινε καθόλου γιατί έπρεπε σώνει και καλά να
τους αρέσουν τα ίδια πράγματα. Της Εύας, για παράδειγμα, της άρεσαν τα κεράσια. Ο
Αδάμ όμως δεν μάζευε ποτέ κεράσια, γιατί δεν άρεσαν σε εκείνον. Τα περισσότερα
κεράσια του Παράδεισου η Εύα τα είχε μαζέψει μόνο της, με τη βοήθεια των
πουλιών. Αυτό κάπως όλο την είχε βάλει σε υποψίες την Εύα για το τι είναι τελικά
αγάπη, και γιατί δηλαδή αγάπη θα πρέπει να είναι να τρώει τα μήλα που άρεσαν στον
Αδάμ».

«Αν προσπαθούσε πάντως να του πάει κι εκείνη μια μέρα μήλα, ίσως να τον
καλόπιανε» είπε όλο προσποιητό νάζι ο δικαστής.

«Η Εύα, κύριε δικαστά, ήθελε να κάνει μόνο ό,τι νιώθει, ήθελε να είναι αληθινή».

«Ωραία, και πώς αποδεικνύει αυτό τη μη ενοχή της;» ρώτησε βαριεστημένα ο


δικαστής.

«Μα τα σιχαινόταν τα μήλα, τι λέμε τόση ώρα. Και επίσης δεν υπήρχε καμία
περίπτωση να του δώσει ένα ούτε για δείγμα, γιατί η εμμονή του να την κάνει να
αγαπήσει κάτι που άρεσε σε εκείνον την είχε κάνει να τα σιχαθεί και μάλιστα τόσο,
που αν μπορούσε να μην τα βλέπει, τόσο το καλύτερο, όχι να του τα προσφέρει
κιόλας. Δεν γίνονται με το ζόρι αυτά τα πράγματα, κύριε δικαστά. Είναι όμως κι άλλα
πολλά. Όταν ο Αδάμ τελείωσε την πιο ωραία σκάλα, εκείνη τον αγκάλιασε και του
έδωσε ένα γλυκό φιλί. Γιατί όμως όταν εκείνη έβγαινε πρώτη στο τρέξιμο εκείνος
κατσούφιαζε κι έπαιρνε μια όψη σαν αυτή που ο Θεός έλεγε πως είναι του Διαβόλου;

23
»Και την ίδια αυτή όψη την έπαιρνε και όταν η Εύα μιλούσε με τα πουλιά, την τίγρη,
τον ελέφαντα, γιατί η Εύα ήξερε πάντα να δίνει τις καλύτερες συμβουλές και να
βρίσκει τις κατάλληλες λέξεις κάθε φορά που κάποιο ζώο του Παραδείσου πήγαινε
να τη συμβουλευτεί. Στον Αδάμ όμως αυτό δεν άρεσε καθόλου και ενώ δεν έλεγε
τίποτα, γιατί έθαβε μέσα του τις λέξεις, έπαιρνε πάντα αυτή τη μοχθηρή όψη κι η Εύα
ένιωθε ότι προσπαθούσε να την κάνει να νιώσει ενοχές, για ποιο πράγμα όμως, ποτέ
της δεν κατάλαβε.

»Για να το λήξουμε το θέμα, η Εύα δεν ήθελε να ανακαλύψει μόνη της κανέναν
κόσμο, αλλά ο Αδάμ δεν ήθελε να κάνει κανένα ταξίδι, ήθελε να μείνει εκεί, να είναι
όλη μέρα στον Παράδεισο, να σκαρφαλώνει καμιά φορά –με σκάλα‒ στα δέντρα και
να βλέπει την Εύα να τρώει τα μήλα που άρεσαν σε εκείνον, μια πράξη που με
μαθηματική ακρίβεια θα τον έκανε κάποια μέρα να τη σιχαθεί εντελώς. Κι αν ακόμα
αποφάσιζε να ξενιτευτεί, θα ήταν σίγουρα ίσα που να παινεύει στα πέρατα του
κόσμου τις χαρές του Παραδείσου μουξοκλαίγοντας για τα μήλα που πουθενά δεν
έβρισκε όμοιά του, τόσο κόκκινα και τόσο κριτσανιστά, χωρίς αγκάθια. Ο Αδάμ ήταν
από εκείνους τους τύπους που όταν ταξιδεύουν στο εξωτερικό το κάνουν μόνο και
μόνο για να συνειδητοποιήσουν ξαφνικά (καθόλου ξαφνικά, πάντα αυτό πίστευαν)
πόσο πολύ αγαπούσαν τον μοναδικό, ξεχωριστό, φανταστικό τους τόπο, που σε όλα
πια υπερείχε. Ένας τέτοιος άνθρωπος σαν τον Αδάμ ανακάλυπτε τη νοσταλγία στα
πιο απίθανα σημεία, και μπορούσε να πάρει όρκο ότι τα μήλα του Παράδεισου είναι
καλύτερα από κείνα της Κόλασης μόνο και μόνο επειδή στον Παράδεισο δεν είχαν
αγκάθια, και βάφτιζε Κόλαση τα αγκάθια που δεν είχαν τα μήλα πουθενά στον κόσμο
δηλαδή. Με έναν τέτοιο λοιπόν Αδάμ, που θα πήγαινε ταξίδι με παγοθραυστικό στην
Ανταρκτική, για να ανακαλύψει το ελληνικό εστιατόριο που φτιάχνει Greek musaka,
το ταξίδι δεν έμελλε παρά να προμηνύει ένα και μόνο πράγμα: αφόρητη πλήξη. Μια
μέρα λοιπόν που η Εύα λιαζόταν κάτω από το πυκνό φύλλωμα μιας κερασιάς, το
αποφάσισε· θα έφευγε. Μόνη της.

»Ο Αδάμ, όταν συνειδητοποίησε ότι είχε φύγει, βγήκε από τον Παράδεισο όχι για να
κάνει το ίδιο, αλλά για να την προφτάσει. Δεν πήγε πολύ μακριά, γιατί οι δυνάμεις
του δεν άντεχαν, και θυμωμένος που αυτό το καλογυμνασμένο θηλυκό τον είχε
αφήσει πίσω της, άρχισε να λέει ένα σωρό ανοησίες, ότι τάχα μου του είχε προσφέρει
η Εύα ένα απαγορευμένο μήλο και γι’ αυτό είχαν βγει από τον Παράδεισο, μια
στρεβλωμένη αναμφισβήτητα εκδοχή μιας δικής του επιθυμίας (πόσο θα ήθελε να
του πάει κι εκείνη μια φορά μήλα!). Ύστερα, βρήκε το πρώτο θηλυκό που έμοιαζε
στην Εύα έξω από τον Παράδεισο, που είχε δηλαδή ανάμεσα στα δυο της πόδια ένα
περιεχόμενο διαφορετικό από το δικό του, την τράβηξε στη σπηλιά και της είπε: “Με,
Τάρζαν, you, Τζέιν”. Εκείνη ένευσε συγκαταβατικά και είπε μέσα της “Νο, me,
Τζέιν, you, Τάρζαν”. Κι έκαναν μετά πολλά παιδιά, και τα παιδιά τους, και τα παιδιά
των παιδιών τους άλλα, και όλα μισούσαν την Εύα. Κι ο χαζο-Αδάμ έκτοτε ζει κάπου
ανάμεσα σε Παράδεισο και Κόλαση, γιατί πλέον έχει άσπρα μαλλιά και μεγάλη
κοιλιά που δεν χωράει ούτε από δω ούτε από κει, και ακούει συνέχεια στο ipod του

24
ένα λυπητερό ιταλικό τραγούδι που λέει “Γιατί δεν είσαι μήλο;”. Και λέω λυπητερό,
γιατί για μένα λύπη είναι να επιθυμείς το ανέφικτο».

«Γι’ αυτό λοιπόν έφυγε η Εύα;»

«Γι’ αυτό δεν έδωσε κανένα απαγορευμένο μήλο στον Αδάμ».

«Και μετά; Τι έγινε μετά;» ρώτησε ο δικαστής με φανερό πια ενδιαφέρον, λες και
ξαφνικά είχε αρχίσει να συνειδητοποιεί τον σύνθετο χαρακτήρα της επιστήμης που
υπηρετούσε.

«Δεν γνωρίζω, όμως άκουσα ότι εκεί που ταξίδευε και αποκτούσε γνώσεις και έκανε
όνειρο αυτό που πάντα ήθελε, να διευρύνει συνεχώς τους πνευματικούς της ορίζοντες
με στόχο την κατάκτηση της υψηλής τέχνης της αγάπης, κάποια στιγμή έμαθε για τη
φήμη που είχε κυκλοφορήσει εναντίον της κάποιος Αδάμ. Αδάμ, who; αναρωτήθηκε.
Δεν θυμόταν ούτε καν το όνομά του, η ζωή της είχε αποκτήσει τόσες ενδιαφέρουσες
εικόνες, που ο Παράδεισος ήταν πλέον για κείνη πολύ μακριά, τον είχε
αντικαταστήσει από άλλους, καλύτερους και πιο ενδιαφέροντες Παραδείσους».

«Δηλαδή φήμη το αμάρτημα της Εύας;»


«Σαν την επέλαση των περιστεριών».

«Κι ο Αδάμ και η Εύα; Φήμη κι αυτοί;»

«Διαφήμιση, πες το καλύτερα (είχαμε πλέον εξοικειωθεί με τον άλλο μου ρόλο, είχαμε
καταργήσει τους πληθυντικούς ευγενείας). Η πρώτη διαφήμιση που έσπειρε τους
πρώτους σπόρους της τελειότητας, μιλάμε για το απόλυτο ίματζ μέικινγκ. Στην
πραγματικότητα, για αιώνες ολόκληρους ο Αδάμ γεννούσε το σκοτάδι και η Εύα
έτικτε το φως. Και κάθε φορά που ο άνθρωπος επιχειρούσε ένα βήμα στο μέλλον, οι
πιο πρωτόγονοι φόβοι έρχονταν στην επιφάνεια για να τον επαναφέρουν στην άτυχη
εκείνη στιγμή του Παραδείσου που ο Αδάμ φοβήθηκε την Εύα. Κι όλ’ αυτά, από μια
δικαστική πλάνη».

====

Ένιωσα κάτι σαν ελαφρύ σκούντημα από ένα παιδάκι δίπλα μου που τόλμησε να
χασμουρηθεί τεντώνοντας τα χέρια του. Ο γυμνός πνευματικός καθοδηγητής μιλούσε
αργά και νωχελικά στο ντυμένο ακροατήριο. Μιλούσε για τον σύγχρονο κόσμο, που
έχει απομακρυνθεί από τη φύση, για την αποξένωση που ο τεχνολογικός πολιτισμός
έχει επιφέρει στον άνθρωπο, για τις παγίδες της αποξένωσης που κρύβει η
τεχνολογία, και θύμιζε όλες αυτές τις κοινοτοπίες που επιστράτευαν στις εκθέσεις
τους μικροί μαθητές στο σχολείο προκειμένου να ικανοποιήσουν έναν δάσκαλο που
τις λάτρευε και να βγουν επιτέλους έξω στον ήλιο για να παίξουν. Το κοινό
παρακολουθούσε πραγματικά αποσβολωμένο την αφήγηση λες και δεν είχαν υπάρξει
ποτέ όλοι αυτοί παιδιά, ποτέ παιδιά που αμφισβήτησαν δασκάλους που λάτρευαν τις
κοινοτοπίες, ποτέ παιδιά που έπαιξαν ξένοιαστα στον ήλιο.

25
Η προσήλωσή τους έμοιαζε η συνέχεια μιας μύησης στην οποία είχαν εξασκηθεί από
όταν άρχισαν να αντιλαμβάνονται τον κόσμο, όταν η ανυπακοή στο πρώτο πρέπει
των μεγάλων τιμωρήθηκε παραδειγματικά και έκτοτε πείστηκαν ότι κάθε είδους
αμφισβήτηση ισοδυναμεί με τιμωρία.

Μπροστά σε όλο αυτό το συνεπαρμένο πλήθος, που κρεμόταν κυριολεκτικά από τα


χείλη του, ο πνευματικός καθοδηγητής σηκώθηκε όρθιος και πατώντας γερά στα δυο
του πόδια, σαν να επρόκειτο για κάποιου είδους αναπαράσταση της ιστορικής
στιγμής κατά την οποία ο χιμπαντζής εξελίχθηκε σε άνθρωπο, άρχισε να διηγείται:

«Πριν από λίγο καιρό είχα ταξιδέψει με τους συντρόφους μου στη μακρινή Ζβινανία.
Η Ζβινανία όπως γνωρίζετε είναι ένα πολύ φτωχό μέρος του κόσμου όπου όμως οι
άνθρωποι είναι πολύ ευτυχισμένοι. Ζούνε σε παράγκες, αυτοσχέδιες, τις οποίες
φτιάχνουν οι ίδιοι και διατρέφονται κυριολεκτικά με ό,τι φέρει η μέρα. Έτσι,
απαλλαγμένοι ακόμα και από τις βασικές ανθρώπινες απολαύσεις, της τροφής και της
στέγασης, πολλοί από αυτούς ήρθαν με χαρά στη γιορτή που διοργάνωσε προς τιμή
μας η εκεί οργάνωση πνευματικών καθοδηγητών. Ήταν τόσο ατόφια και αυθεντική η
χαρά τους να μας συναντήσουν, που πολλοί μας έφερναν ως δώρο πολύχρωμα
μεταξωτά υφάσματα και κοσμήματα, και στο τέλος αρχίσαμε όλοι να χορεύουμε ενώ
μας έραιναν με λουλούδια συμμετέχοντας στη χαρούμενη γιορτή».

Το μάτι του πνευματικού καθοδηγητή μού φάνηκε πως άστραψε στις λέξεις «μετάξι»
και «κοσμήματα», μπορεί όμως να ήταν και η ιδέα μου, γιατί το λίγο φως που
έμπαινε από τις χαραμάδες στα παράθυρα αλλοίωνε τα χρώματα, τις λέξεις. Στο
μεταξύ, εκείνος συνέχιζε την ιστορία του. Οι λέξεις έβγαιναν από το στόμα του χωρίς
την παραμικρή προσπάθεια επιτήδευσης, χωρίς δηλαδή καν μια προσπάθεια να
εξωραΐσει τις προφανείς αντιφάσεις, πώς δηλαδή οι φτωχοί της Ζβινανίας έφερναν
κοσμήματα και μετάξι στους πνευματικούς καθοδηγητές. Μέσα στο υπνωτιστικό
ημίφως της αίθουσας το ενήλικο κοινό έδειχνε γοητευμένο (τα παιδιά είχαν όλα από
ώρα αποκοιμηθεί) και πάω στοίχημα ότι και «είστε θεόχαζοι όλοι σας» να ’λεγε ο
γυμνός πνευματικός καθοδηγητής στο ντυμένο ακροατήριό του, εκείνοι θα έσκυβαν
το κεφάλι σε μια προσομοίωση ταπεινότητας και θα τον ευχαριστούσαν για την
απέραντη ειλικρίνειά του, της οποίας αποκλειστικοί κοινωνοί γίνονταν τώρα οι ίδιοι.

Η ομιλία του συνεχίστηκε το ίδιο υπνωτιστικά και τώρα ο πνευματικός καθοδηγητής


είχε περάσει στους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσε κανείς να κατακτήσει την
πνευματικότητα στη ζωή του. Πνευματικότητα… Τη διατύπωνε με τόση ευκολία
αυτή τη λέξη, που ο Πλάτωνας θα έπρεπε να μοιάζει κυριολεκτικά αφελής που είχε
τόσα χρόνια απασχολήσει τον κόσμο ολόκληρο με κάτι τελικά που ήταν τόσο απλό
όσο και ένας οδηγός αυτοβοήθειας. Ο πνευματικός καθοδηγητής συνιστούσε στο
κοινό του αποστέρηση κάθε είδους υλικών απολαύσεων, μια απαίτηση που
ακουγόταν περίπου ως βάλσαμο γιατί βρισκόμασταν και σε μια εποχή που ένα
μεγάλο μέρος του κόσμου δυσκολευόταν πλέον να ικανοποιήσει βασικές ανάγκες,
όπως η στέγη και η τροφή, τις οποίες ο πνευματικός καθοδηγητής βάφτιζε στο εξής
«απολαύσεις». Συνιστούσε ακόμα στα μέλη της οργάνωσής του ένα είδος

26
προσωπικού αυτομαστιγώματος, μια διαρκή δηλαδή προσπάθεια αυτοταπείνωσης
που μετά από αμέτρητες επαναλήψεις ως αποκλειστικό στόχο θα είχε να φτάσει ο
ασκούμενος σε τέτοιο σημείο, που να νιώθει ευτυχής με τα ανύπαρκτα και ευγνώμων
για τα αυτονόητα.

Στο ίδιο πάντα τελετουργικό των ασκήσεων, στις οποίες έπρεπε να επιδίδεται
καθημερινά όποιος επιθυμούσε πραγματικά να κατακτήσει την πολυπόθητη
πνευματικότητα, εντασσόταν ο λεγόμενος «καταναγκαστικός εθελοντισμός».
Επιχειρηματολογώντας για τουλάχιστον είκοσι λεπτά της ώρας, ο πνευματικός
καθοδηγητής αντανακλούσε διά της γυμνής του σάρκας στο ντυμένο ποίμνιό του τη
σημασία της προσφοράς στον συνάνθρωπο, μια πραγματικά σημαντική αξία, φτάνει
κανείς να την επέλεγε συνειδητά, και όχι ως ενός είδους εξαγορά της όποιας
πνευματικότητας, μια λεπτομέρεια που δεν τη λες και ασήμαντη, γιατί το ίδιο αυτό το
κριτήριο της προσωπικής επιλογής είναι που καθορίζει τον βαθμό της υποδούλωσης ή
της ελευθερίας.

Θα πρότεινε άραγε ποτέ ακόμα κι ο θεοσεβής και συντηρητικός Δίων μια τέτοια
συναλλαγή, φορτωμένη όλο το βάρος του προπατορικού αμαρτήματος, που ήθελε
δούλο και όχι απόγονο του θεού τον κάθε άνθρωπο; Θα πρότεινε την καλοσύνη ως
εξαγορά μιας θέσης στον Παράδεισο; Και πόση αλήθεια πνευματικότητα έκρυβε η
κρυφή νομιμοποίηση που παρείχε στην ουσία ο πνευματικός καθοδηγητής σε όλους
αυτούς τους ανθρώπους που, ήταν προφανές, ζούσαν στερημένοι από τις απολαύσεις,
τις οποίες ο ίδιος αποκήρυσσε, όχι από επιλογή, αλλά από έλλειψη επιλογών. Στην
περίπτωση αυτή η αναφορά και μόνο του όρου της πνευματικότητας δεν συνιστούσε
παρά απλή ειρωνεία, γιατί δεν επρόκειτο για ανθρώπους με εξουσία και δύναμη και
πλούτο, τους οποίους ο πνευματικός καθοδηγητής παρότρυνε να υιοθετήσουν έναν
άλλο, τον εντελώς διαφορετικό τρόπο ζωής, για να ανακαλύψουν την ισορροπία,
διαδικασία που θα είχε σαφώς περισσότερο ενδιαφέρον και ιδίως αν δεν συνοδευόταν
από ενοχικές και φοβικές παλινδρομήσεις. Εδώ επρόκειτο για ανθρώπους που η
άρνηση της εξουσίας, του πλούτου και της δύναμης δεν ήταν προϊόν επιλογής, και το
πιθανότερο είναι πως όλοι αυτοί οι άνθρωποι θα πρέπει να επιθυμούσαν βαθιά αυτό
που πολεμούσαν. Ήταν μια παγίδα όλο αυτό. Ύπουλη σαν την κολακεία, ικανή να
προσφέρει κάποιες φορές μια ψευδαίσθηση δύναμης και σωτηρίας, την ώρα που
φύτευε βαθιά μες στην ψυχή τα πιο μεγάλα τραύματα.

Έτσι ήταν όμως η εποχή. Με βιαστικά copy paste.

Γύρισα να εντοπίσω ακριβώς πού ήταν η πόρτα και όταν βεβαιώθηκα ότι δεν υπήρχε
ο παραμικρός κίνδυνος λοξοδρόμησης, σηκώθηκα και άρχισα να οπισθοχωρώ
διαγράφοντας βήματα μαλακά πάνω στο πάτωμα.

27
Το φως έξω ήταν εκτυφλωτικό. Αν υπήρχε ένας λόγος για τον οποίο δεν θα
εγκατέλειπα ποτέ αυτή την πόλη ήταν το φως της. Το φως εδώ δεν ήταν ένα
οποιοδήποτε φως. Ήταν ένα φως άπλετο, που αντιστεκόταν στα γκρι κτίρια.

Ήταν μεσημέρι πια και ένας μοβ γεράκος, που πρέπει να καταγόταν από τη χώρα των
μοβ ανθρώπων, έπαιζε στο ακορντεόν μια μελωδία. Οι νότες έβγαιναν με
διαλείμματα, κάπως διακεκομμένες, σαν πρωινό φως που φιλτράρεται από την
κουρτίνα, κι η μελωδία ήταν ευχάριστα νοσταλγική, ανακαλούσε εικόνες δηλαδή από
το παρελθόν, αλλά σε εκτόξευε μετά ευχάριστα στο μέλλον, σε άλλες, που δεν είχες
ακόμη ζήσει, αλλά που ήταν να έρθουν και ήταν ακόμα καλύτερες. Γιατί αυτό
ακριβώς κάνει ο ήλιος. Παίρνει μια συννεφιασμένη ψυχή από το χέρι, της δίνει
χρώμα, και της ψιθυρίζει «τα καλύτερα έρχονται». Το φως μεταμόρφωνε την πόλη
και τους ανθρώπους της. Μια μέρα σαν εκείνη, με τόσο φως, αν κανείς περνούσε
δίπλα από τον ναό-μινιατούρα του Αγίου Δημητρίου στην Πλάκα, και ανέβαινε μέσα
από τα Αναφιώτικα, μέχρι να έχει όλη την Αθήνα μπροστά του, τα τσιμεντένια κτίρια
της πόλης δεν θα ήταν τσιμεντένια, θα στραφτάλιζαν στο φως, όπως η θάλασσα στον
ήλιο, και η μέρα δεν θα ήταν μπετόν αρμέ, θα ήταν μια χαρούμενη μέρα. Μια τέτοια
μέρα, οι ιδιοτροπίες της κυρίας Χρυσαυγής φάνταζαν απλά χαριτωμένες, και η
μεγαλομανία της κυρίας Προκάτ ηχούσε σαν τις ευχάριστες νότες από κάποιο
ακορντεόν. Μια τέτοια μέρα ̶ που είχε ξεκινήσει με μια γενναία δέσμη φωτός που
τρύπωσε δίπλα από την τέντα, πέρασε τα κάγκελα και σχημάτισε πέφτοντας
πλαγιαστά ένα φωτεινό στεφάνι μπροστά στην μπαλκονόπορτα ‒ συνειδητοποιούσε
κανείς έτσι, απλά, ότι η πνευματικότητα είναι σαν εκείνο τον στίχο του Σεφέρη
‒«Είπες εδώ και χρόνια: Κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός»‒, και η αγιοσύνη το φως
το ίδιο.

Κλικ. Αποθήκευση ως «φως».

28
«Θα ήθελα ένα κιλό πρόοδο και μισό συντήρηση».

«Για τι φίλτρο;»

«Χάρτινο».

«Ορίστε».

«Τι σας οφείλω;»

«1 ευρώ».

Κλικ. Αποθήκευση ως «ραφείοιδεών».

----------------------------------------------------------------------

29
3η νύχτα

Στη Σταδίου, εκεί όπου άλλοτε ήταν ένα παλιό ραφτάδικο από τα παλιά, με τα
υφάσματα, είχε ανοίξει ένα ραφείο ιδεών. Οι ράφτες ιδεών ήταν τελευταία μόδα. Ο
ράφτης των ιδεών έκανε ακριβώς ό,τι κι ένας απλός ράφτης δηλαδή: μόνταρε,
κόνταινε, μάκραινε, στένευε και φάρδαινε ιδέες. Θα πρέπει να είχα παρατηρήσει
τουλάχιστον πέντε τέτοια μαγαζιά τον τελευταίο μήνα, τα δύο από αυτά στο κέντρο,
το ένα μάλιστα σε μια στοά που άλλοτε στέγαζε το πιο ενεργό και πιο δραστήριο
κομμάτι της πόλης, εκείνο των εμπόρων. Η παρουσία ενός τέτοιου καταστήματος σε
μια τέτοια στοά, που τα κτίριά της αργοπέθαιναν στην παρακμή, είχε μια αξία
τουλάχιστον συμβολική, έφερε έναν αέρα ανάπτυξης, σύμφωνα τουλάχιστον με τα
όσα διατείνονταν οι καινούργιοι έμποροι, των ιδεών.

Είχε σκοτεινιάσει, προφανώς σε λίγο θα έκλειναν. Έσπρωξα τη γυάλινη πόρτα και


στάθηκα μπροστά από έναν πάγκο ο οποίος, προς μεγάλη μου κατάπληξη, ήταν
γεμάτος από βιβλία, εξειδικευμένα περιοδικά, και μια οθόνη υπολογιστή.

Τα βιβλία ήταν ριγμένα πρόχειρα πάνω στον πάγκο σαν τόπια ύφασμα, και αντί για
ξύλινο μέτρο, κάπου πήρε το μάτι μου μια γυάλινη κλεψύδρα. Άλλα, ακόμα
περισσότερα βιβλία βρίσκονταν στα ράφια πίσω από τον πάγκο, όπου έμοιαζαν να
είναι άναρχα τοποθετημένα, αλλά με μια λογική που προφανώς θα πρέπει να ήταν
λειτουργική στον καταστηματάρχη, γιατί πότε πότε ξυστά δίπλα από τις ντάνες,
κάθετα ανάμεσα στα βιβλία ή κολλημένα πάνω στα ξύλινα διαχωριστικά διέκρινες
λευκά αυτοκόλλητα ή διάφορες ενδείξεις από πλαστικό σε διάφορα χρώματα που
πάνω έγραφαν «δικαιοσύνη», «πρόοδος», «συντήρηση», «δημοκρατία», «ισότητα»,
«ελευθερία», «αξιοκρατία», «αλληλεγγύη». Κάπου στο πλάι, να κρέμεται από ένα
καρφί, διέκρινα επίσης μια μεταλλική αλυσιδίτσα, που πάνω της είχαν περαστεί
πολύχρωμες πλαστικές λουρίδες που αν λίγο τις άνοιγες, να σαν κάπως σαν
βεντάλια, έγραφαν πάνω «πώς πώς να παραστήσω τον έξυπνο», «πώς να παραστήσω
τον ερωτευμένο», «πώς να παραστήσω τον ειδησεογράφο», «πώς να παραστήσω τον
συνετό», «πώς να παραστήσω τον καλλιτέχνη», «πώς να παραστήσω τον ευφυή»,
«πώς να παραστήσω τον ευαίσθητο», «πώς να παραστήσω τον προοδευτικό» κ.ο.κ.

Τα βιβλία πάνω και πίσω από τον πάγκο, στα ράφια του καταστήματος, έμοιαζαν
πολλές φορές ταβλιασμένα ανά πέντε, ύστερα ολόκληρες σκονισμένες στοίβες
διακόπτονταν από ντάνες των οχτώ, μετά πέντε όρθια βιβλία χρησίμευαν ως
βιβλιοστάτες σε καμιά δεκαριά άλλα που βρίσκονταν αριστερά και δεξιά, και πιο
κάτω, σε άλλα ράφια, βιβλία ανοιγμένα, άλλα αφημένα με τη ράχη τους στον τοίχο,
με αποτέλεσμα να διακρίνονται οι σελιδοδείχτες τους οποίους κάποιος είχε
τοποθετήσει σε συγκεκριμένα σημεία, και πιο κάτω άλλα πάλι βιβλία, χαρτόδετα,
δερματόδετα, άλλα με πλαστικοποιημένο εξώφυλλο, γιατί ήταν προφανώς πολύ παλιά
και κάποιος είχε φροντίσει να τα προστατεύει από τη σκόνη. Η αταξία που πρυτάνευε
σε όλα αυτά τα ράφια δεν θύμιζε καθόλου το φροντισμένο περιβάλλον της Εθνικής
Βιβλιοθήκης, ούτε κι εκείνα τα τακτοποιημένα στην εντέλεια βιβλία που έβλεπε

30
κανείς στις βιβλιοθήκες κάποιων σπιτιών που πρόδιδαν εμφανώς ότι δεν είχαν
διαβαστεί ποτέ και εξυπηρετούσαν λόγους καθαρά διακοσμητικούς.

Αυτά εδώ τα βιβλία ήταν άτακτα, ήταν κουρασμένα, ήταν ζωντανά. Θύμιζαν το
εργαστήριο ενός καλλιτέχνη, ίσως ενός γλύπτη, που τα εργαλεία του δεν ήταν ποτέ σε
κάποια συγκεκριμένη θέση, αλλά τα άφηνε κάθε φορά αλλού, αλλά όχι με την
παραίτηση του αφηρημένου, αλλά λες και τοποθετούσε τα στρατιωτάκια του σε μια
διάταξη με κάποιο τρόπο στρατηγική, έτσι ώστε να έρχονται σε μια αρμονία
μυστηριακή με το χωμάτινο κεφάλι πάνω στον πάγκο που για την ώρα ήταν γεμάτο
μαύρους πόντους, λες και πάνω του να είχαν ζωγραφίσει τελείες όλοι οι συγγραφείς
του κόσμου. Και κάθε φορά που χρειαζόταν κάτι από τα εργαλεία του, ο γλύπτης, λες
και ενεργοποιούνταν ένας υποσυνείδητος ανιχνευτής, μπορούσε να εντοπίζει ανά
πάσα στιγμή σμίλες, και πηλό και μολύβια και κοφτάκια και γύψο κρυμμένα πολλές
φορές στα πιο απίθανα σημεία την ώρα που παρατηρούσε σκεφτικός το ανέκφραστο
κεφάλι στο οποίο έκοβε και έραβε τον πηλό μέχρι που να του πει κάτι, μια λέξη, έστω
και μέσα από την απέραντη σιωπή του.

Κάπου ανάκατα πάνω στον πάγκο διακρίνονταν και πολλά περιοδικά, εξειδικευμένα
(μόνο αυτά είχαν απομείνει εδώ και χρόνια) για την πολιτική, τις τέχνες, την
τεχνολογία, ακόμα και τις καταδύσεις και το ψάρεμα. Ανοιχτή πάνω στον πάγκο,
ακριβώς μπροστά από τον ράφτη, ήταν και μια οθόνη υπολογιστή.

«Kύριε Γκωτιέ, καλησπέρα σας».

«Καλησπέρα. Σε τι θα μπορούσα να σας εξυπηρετήσω;»

«Ναι, μια ερώτηση θα ήθελα να κάνω. Ξέρετε μένω δίπλα και απλά
αναρωτιόμουν…»

«Καλά, καλά, ρωτήστε ό,τι θέλετε», απάντησε βιαστικά ο ράφτης σε μια προσπάθεια
να καταργήσει τους περιττούς προλόγους. «Μετά την τρίτη ερώτηση χρεώνουμε»
συνέχισε, μάλλον αστειευόμενος.

«Ωραία, τότε, θα περιοριστώ στις δύο».

«Ακούω την πρώτη».

«Τι ακριβώς ράβετε;»

«Ιδέες. Φέρνουμε τις ιδέες στα μέτρα του πελάτη, με αποτέλεσμα να μην εκτεθεί και
να πετύχει διάφορους στόχους του».

«Με προκαλείτε να κάνω πολλές ερωτήσεις, και δυστυχώς έχω μόνο μία ακόμα».

«Έχεις και δύο τζόκερ, προσφορά από το κατάστημα», απάντησε ο ράφτης γελώντας
ενώ δύο λακάκια σχηματίστηκαν δίπλα στα όρια του στόματος. Δεν ήταν μεγάλος σε
ηλικία, κάπου ανάμεσα σε 35 και 45, και από το χαμόγελό του τον έκανες άνετα και
είκοσι, γιατί ήταν κάπως κατεργάρικο και με μια αυτοπεποίθηση σαν αυτή που

31
συναντά κανείς σε αυτές τις ηλικίες. «Καλά, κάνε όσες θες. Και να μιλάμε στον
ενικό» συνέχισε.

«Ωραία, ευχαριστώ. Τι λόγο θα είχε κανείς να μοντάρει ας πούμε μια ιδέα;»

«Είπαμε να κάνουμε ένα σκόντο, αλλά να μου κάνεις σοβαρές ερωτήσεις, κοπελιά.
Απ’ τον πλανήτη Άρη προσγειώθηκες; Έχεις δει κανέναν τριγύρω να είναι συνεπής
σε μια ιδέα;»

«Αυτό που λες είναι σχετικό. Ιδέα μπορεί να είναι πολλά για έναν άνθρωπο: ο
πλούτος, η επιτυχία, η δόξα, η δύναμη, η εξουσία…»

«Βάλε τελεία και δες τα καρτελάκια στα ράφια. Για άλλες ιδέες σου μιλώ. Αν ήξερες
από φιλοσοφία, θα καταλάβαινες τη διαφορά».

«Εσύ; Ξέρεις;»

«Όλα τα ξέρω εγώ», απάντησε πάλι γελώντας ο ράφτης.

«Και ποιοι είναι κυρίως οι πελάτες σου;»

«Πλεροφορίες δεν δίνουμε, μαντάμ».

«Δεν θέλω ονόματα. Απλά να μου περιγράψεις μια αποστολή που πρέπει ας πούμε να
φέρεις εις πέρας».

«Κάτσε να σκεφτώ καμιά καλή περίπτωση. Βασικά, κοίτα, είναι οι πάντες. Αν όπως
σου είπα δεν ήσουν από τον πλανήτη Άρη, θα καταλάβαινες το γιατί. Και είναι οι
πάντες, γιατί το προϊόν που πουλάμε είναι δελεαστικό σε όλους και πάντα επίκαιρο.
Όλοι θέλουν ένα σοβά ιδεολογικού μεγαλείου, και συγγνώμη για την έκφραση, αλλά
νομίζω πως θα συνεννοηθούμε. Όλοι θέλουν να παραστήσουν κάτι διαφορετικό από
αυτό που είναι. Και ξέρεις, όλα αυτά τα χρόνια το τετράγωνο κουτί έχει κάνει καλή
δουλειά. Έχει δημιουργήσει ένα κοινό το οποίο ας πούμε είναι εύπιστο, μπορείς
δηλαδή εκεί να δουλέψεις καλά, γιατί ξέρεις, είναι και η ταχύτητα, και το Διαδίκτυο,
και το τετράγωνο κουτί, και ποιος να ψάξει, και όλοι βαριούνται, και ποιος να
διαβάσει, και ποιος να διασταυρώσει. Έρχονται όλοι εδώ και παίρνουν μια ιδεολογία
έτοιμη, κομμένη και ραμμένη στα μέτρα τους, για να τη χρησιμοποιήσουν όπου
θέλουν. Έτσι κι αλλιώς, δεν υπάρχει περίπτωση κανείς να τους κατηγορήσει γι’ αυτό,
κι αν υποθέσουμε ότι αυτό θα μπορούσε να συμβεί, θα ήταν από ένα κοινό στο οποίο
εν πάση περιπτώσει εμείς δεν απευθυνόμαστε, και το οποίο είναι μακράν μικρότερο
για την ώρα».

«Δεν νιώθεις άσχημα γι’ αυτό;»

«Για ποιο;»

« Που πουλάς στον κόσμο ένα ψέμα;» συνέχισα εξακολουθώντας να παριστάνω την
ανυποψίαστη.

32
«Α, εσύ είσαι αλήθεια περίπτωση. Λοιπόν, θα σου απαντήσω. Όσο και αν σου
φαίνεται παράξενο, ναι, νιώθω, αλλά έξω από το δικό μου μαγαζί υπάρχει επιγραφή
“Ραφείο Ιδεών”. Δεν κοροϊδεύω κανέναν, δεν είμαι πολιτικός, που παριστάνω τον
προστάτη του λαού, δεν είμαι ο μπούφος που με διόρισε η κομματική οργάνωση και
προσπαθώ σαν τη σκουληκαντέρα να αναρριχηθώ από το τίποτε αναπαράγοντας το
ίδιο τίποτα στη συνέχεια στους αιώνες, δεν είμαι καν εγώ ο εκπρόσωπος ενός θεού με
καταθέσεις στην τράπεζα».

«Δηλαδή θες να πεις ότι έρχονται και θρησκευτικοί εκπρόσωποι;»

«Όλοι έρχονται στον Θεό».

«Εσύ είσαι αυτός;»

«Εγώ είμαι ό,τι βλέπουν οι άλλοι σε μένα».

«Τα έχεις διαβάσει όλ’ αυτά τα βιβλία;»

«Έχω διαβάσει ό,τι χρειάζομαι. Τα άλλα τα ’χω ζήσει».

«Και πώς δηλαδή το καταφέρνεις αυτό;»

«Αν κάτι δεν μ’ ενδιαφέρει, το αφήνω ανοιχτό. Να βλέπεις», είπε κι έδειξε κάποια
βιβλία που ήταν μισοανοιγμένα πάνω στα ράφια. «Του δίνω μια δεύτερη ευκαιρία,
δεν το παρατάω. Τρίτη όμως δεν έχει».

«Δεν είναι πολλά όλα αυτά τα βιβλία για να τα έχει διαβάσει κανείς;»

«Είναι ελάχιστα σε σχέση με αυτά που υπάρχουν».

«Με τόσα βιβλία θα μπορούσες να γίνεις σοφός», είπα γελώντας

«Αυτό ακριβώς έγινα. Έχω διαβάσει τόσο ώστε να μπορώ κατευθείαν να φτάνω στην
αφαίρεση».

«Μα να έχεις κατακτήσει την αφαίρεση και να τη θέτεις στην υπηρεσία της
εξαπάτησης;» ρώτησα πάλι μισοαστεία μισοσοβαρά.

«Πάλι τα ίδια; Η απάτη είναι σχετική, sugar. Και το ότι με βλέπεις είναι προϊόν
οφθαλμαπάτης. Κι αν βάλεις μπροστά από έναν καθρέφτη πέντε ανθρώπους, ο
καθένας θα βλέπει κάτι τελείως διαφορετικό και θα χρειαστεί ένα μέτρο για να
πειστεί ο καθένας ότι είναι κοντύτερος από τον άλλο παρόλο που ισχυρίζονται πως
έχουν όλοι το ίδιο μπόι. Εγώ πάντως πιστεύω ότι είμαι ένας τίμιος απατεώνας».

«Και τα περιοδικά; Τον υπολογιστή; Τι τα θες;»

«Συμπληρωματικά βοηθήματα, dear», είπε κι έκλεισε όλο νόημα το μάτι.

«Και είναι το Διαδίκτυο αξιόπιστη πηγή;»

33
«Λοιπόν, για να σου απαντήσω, για όποιον ξέρει να διαβάζει το καλύτερο στα βιβλία,
είναι. Θέλει διασταυρώσεις, συνθετικό μυαλό και παρατηρητικότητα, θα έλεγα απλά
ότι είναι μια πηγή υψηλών απαιτήσεων, όχι για όλους».

«Προσπαθώ να καταλάβω αν είσαι κυνικός ή ρεαλιστής».

«Το πρόβλημά σου είναι ότι θα έβρισκες πληκτικά και τα δύο».

«Έχεις πλάκα».

«Σε μένα θα έρθεις, να το θυμηθείς».

«Μπορεί. Άλλωστε δίπλα είμαι».

«Όποτε θέλεις, sugar. Όλα τα μαντάρουμε στο ραφείο ιδεών».

«Ευχαριστώ για την ενημέρωση. Θα το έχω υπόψη μου».

Βγαίνοντας από το ραφείο, ακριβώς δίπλα από την πόρτα, πρόσεξα ένα καλάθι. Είχε
μέσα λέξεις. Άπλυτες. Μεγάλες και δυσκολοπρόφερτες. Και πάνω ένα κομμάτι από
χαρτόκουτο έγραφε «ό,τι πάρεις, 1 ευρώ».

Κλικ. Αποθήκευση ως «ευρώ».

34
4η μέρα

Πλησιάζω σε μια υπόγεια διάβαση στη Συγγρού. Δύο περιστέρια έχουν καθίσει στο
σημείο εκείνο του δρόμου στη Συγγρού που βρίσκεται στα όρια των διερχόμενων
αυτοκινήτων. Πρώτα φτερουγίζει ζβουμ και κάθεται λίγο πιο πίσω από τη λευκή
γραμμή το πρώτο, μετά από μερικά δευτερόλεπτα ζβουουμ το δεύτερο. Θα πρέπει να
έχουν δώσει κάποιους είδους ραντεβού για παιχνίδι, γιατί από τη στιγμή που πατάνε
γερά τα δυο τους πόδια στη γη αρχίζουν τους πειραματισμούς με τον αέρα, στοιχείο
που στη δική τους γλώσσα θα πρέπει να έχει αξία συνώνυμη με τη φωτιά και όταν, ας
πούμε, μια μαμά περιστερίνα θέλει να προστατέψει τα μικρά της, θα πρέπει
ανεμοσυρμούς και ανεμοστρόβιλους να έχει κατά νου, και όχι πυρκαγιές, πνιγμούς,
θανάτους. Εκεί στον αέρα τα πράγματα θα πρέπει να είναι πιο απλά. Κι οι κίνδυνοι θα
πρέπει να περιορίζονται ακριβώς σε αυτή την ελευθερία του πετάγματος, που ήθελε
κι αυτή ένα μέτρο, γιατί πότε πότε κάτι ριψοκίνδυνα περιστέρια έκαναν μπάντζι
τζάμπινγκ σε ανεμοστρόβιλους ή πάνω από διερχόμενα αυτοκίνητα και πολλά από
αυτά είχαν χάσει άδικα τη ζωή τους.

Περνάει το πρώτο αυτοκίνητο ζβουουμ ανασηκώνεται λίγο το περιστέρι, κι ύστερα


έρχεται πιο κοντά του και το δεύτερο που είχε σταθεί λίγο πιο πίσω και όταν περνά το
επόμενο αυτοκίνητο ζβουμ σηκώνονται και τα δύο για λίγο στον αέρα και
ξανακάθονται στην άσφαλτο. Τους αρέσει πολύ αυτό το παιχνίδι και το
επαναλαμβάνουν πολλές φορές και μπορεί κιόλας και να γελάνε σαν παιδιά γιατί έχει
ένα σκέρτσο η κίνησή τους. Στέκονται εκεί, στην άκρη του δρόμου, και δεν
καταβάλλουν καμία δύναμη, η δύναμη του αέρα προκαλεί το πέταγμά τους κι όσο να
πεις αυτό είναι κάπως συγκλονιστικό, γιατί θυμίζει άλλα πετάγματα, που τα
περιστέρια δεν μπορούν να ζήσουν στον κόσμο του αέρα και των περιστεριών, κι έτσι
αυτό το παιχνίδι είναι η μοναδική τους ευκαιρία να μπουν για λίγο στη θέση των
ανθρώπων, που μπορεί να μην πετάνε, αλλά μπορούν να βρεθούν σε μια παραλία και
μία να αποφεύγουν και μία να πηγαίνουν καταπάνω σε κάτι θεόρατα κύματα κι από
τόσοι δα να αποκτούν ξαφνικά τεράστιο μπόι. Άλλα δυο τρία ζβουουμ κι ύστερα
ισορρόπησαν πάνω σε ένα καλώδιο τηλεόρασης. Και σκέφτονταν:

Φτερά έχουμε. Πόδια έχουμε. Θα μπορούσαμε άραγε και να κολυμπήσουμε;

Κλικ. Αποθήκευση ως «κολύμπι».

35
4η νύχτα

Είχα αργήσει για τη βραδινή μου βάρδια. Έπρεπε να βρίσκομαι ήδη στην εταιρεία
παροχής ειδησεογραφικού υλικού. Όταν έφτιαχνε όμως ο καιρός, προθυμοποιούμουν
τάχα μου να κάνω ένα σωρό εξωτερικές δουλειές φτάνει να γλιτώσω τη φυλακή του
υπολογιστή. Λίγο προτού φτάσω σταμάτησα στον δρόμο και πήρα ένα παγωτό
φιστίκι από ένα παγωτατζίδικο που είχε μια οικογένεια πρασίνων.

Δεν ξέρω τι είχε μέσα αυτό το παγωτό, αλλά με το που έφτασε στον ουρανίσκο μου,
νόμισα ότι είχα εξακοντιστεί σε μια παραλία με φοίνικες και κολυμπούσα σε κάτι
γαλαζοπράσινα δροσερά νερά χωρίς καρχαρίες και με κάτι ασημένια ψαράκια που
τσιμπολογούσαν και λίγο από μένα. Είμαι ακόμη στην αιώρα, έχω βγει από τη
θάλασσα και απολαμβάνω φιλτραρισμένες τις αχτίδες του ήλιου από τα κλαδιά ενός
κοκοφοίνικα, κι εκείνη την ώρα για κακή μου τύχη διακρίνω από μακριά το πελώριο
κτίριο με τους καθρέφτες, το κτίριο της Αλήθειας, μια ιδιοφυή αρχιτεκτονική
σύλληψη το δίχως άλλο.

Άρχισα να με διακρίνω, δηλαδή κι εμένα και τον δρόμο και τη βέσπα που με
προσπέρασε και το αυτοκίνητο που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση και το
φανάρι στη γωνία. Να, τώρα είχα σταματήσει απέναντί του, έλεγξα τον δρόμο και
πέρασα απρόθυμα ̶ τίποτα δεν ξέφευγε από τον καθρέφτη της Αλήθειας. Το δεξί
κομμάτι της γυάλινης επιφάνειας ήταν καλυμμένο με μπλε ύφασμα που θύμιζε
λινάτσα κι έτσι όπως έπεφτε πάνω του ο ήλιος που έδυε και το απαλό αεράκι που
φυσούσε ανάδευε τα διάφορα σημεία, θα ορκιζόμουν πως είδα κύματα, ιπτάμενα
κύματα που υψώνονταν προκλητικά μπροστά μου και με καλούσαν σαν Σειρήνες να
πάω καλύτερα για καμιά βουτιά, γιατί το κεφάλι μου χρειαζόταν επειγόντως
αποσυμπίεση.

Επέλεξα τις σκάλες. Το κτίριο ήταν άδειο. Είπα μια δυο καλησπέρες σε όσους
φαίνονταν πρόθυμοι να τις ανταποδώσουν, και κάθισα στον υπολογιστή. Προτού
αρχίσω να γράφω, έριξα μια πρόχειρη ματιά στο πρωτοσέλιδο της Αξιοπιστίας, η
οποία ιδίως στην καλοκαιρινή της έκδοση συνήθιζε να προτάσσει ειδήσεις
ανάλαφρες, αν υποθέσουμε ότι οι ειδήσεις έχουν βάρος. Το βασικό θέμα ήταν ότι
κάποιος είχε φωτογραφήσει το γκόλουμ σε ένα βουνό των Άλπεων, εκείνο από τον
Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, που γινόταν αγγελικό και διαβολικό συνάμα ανάλογα και
μερικές φορές έτριβε το γυαλιστερό του δαχτυλίδι σαν να ήταν κανένα τζίνι
καλοπιάνοντάς το με χαζογλύκες και «My precious», και «My precious» για να του
ζητήσει, καταπώς είθισται, στη συνέχεια τις πιο απίθανες χάρες.

Αυτό λοιπόν το γκόλουμ, που από την πρώτη φορά που είχα δει τη ταινία μού είχε
θυμίσει κάποιους ανθρώπους τριγύρω, το είχε απαθανατίσει ένας Γάλλος ορειβάτης
σε ένα ρυάκι που είχε σκύψει το δόλιο να πιει λίγο νερό. Ο λόγος που ο ορειβάτης
τραβούσε φωτογραφίες τα γκόλουμ και δεν είχε πάρει τα βουνά, όπως ήταν και η
αποστολή του, ήταν ότι κάποιος του είχε κλέψει τις ορειβατικές του μπότες και όση
ώρα περίμενε το ελικόπτερο να τον μεταφέρει στον πολιτισμό όπου θα αγόραζε ένα

36
ζευγάρι καινούργιες, είπε να τραβήξει έστω και ξυπόλυτος κάνα δυο αναμνηστικές
φωτογραφίες. Και προφανώς, είχε πέσει στην περίπτωση.

Όπως συνέβαινε σε αυτές τις περιπτώσεις ειδήσεων «μυστηριακού» ας πούμε


περιεχομένου, πολλοί αναγνώστες άρχισαν να γράφουν σχόλια. Άλλοι έβριζαν τις
εταιρείες ειδήσεων συλλήβδην, που είχαν καταντήσει πλέον τετράγωνο κουτί, δηλαδή
αυτό που λεγόταν ακόμα «τηλεόραση». Υπήρχαν κάποιοι που τρόμαξαν πραγματικά.
Κάποιοι θεοσεβείς έλεγαν πως ερχόταν η Δεύτερη Παρουσία και έπρεπε να
μετανοήσουμε, κάποιοι άλλοι, ονειροπαρμένοι φυσιοδίφες, που διάβαζαν πολύ τις
ιστορίες με τα ξωτικά και τις νεράιδες, που ήταν στην παράδοση κάποιων βόρειων
λαών, έλεγαν πως αυτό δεν ήταν κάτι περίεργο, λες και οι ίδιοι τα είχαν δει ποτέ με
τα μάτια τους να βγαίνουν από τις σελίδες των βιβλίων και να κατευθύνονται στα
δάση.

Κάποιοι άλλοι έγραφαν χαχαχαχα, χοχοχοχοχ, lolololooo, jejejeje και jijijiji, που στη
γλώσσα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ισοδυναμούσε με το γέλιο της αληθινής
ζωής, μια μεταφορά εδώ που τα λέμε πολύ πιο τρομακτική από το γκόλουμ το ίδιο,
γιατί άντε εσύ τώρα να καταλάβεις τι είδους γέλιο ήταν το jojojo ή το lol lol lol. Ήταν
πηγαίο; Ήταν αυθόρμητο; Ήταν ειρωνικό; Ήταν προειδοποιητικό; Ήταν απειλητικό;
Τα πάντα λέει ένα αληθινό χαμόγελο, και τίποτα ένα λωλό lol lol.

Κάποιος άλλος έλεγε ότι είχε δει ένα καλικάντζαρο μια φορά που είχε πάει στο
Πικέρμι, και μια άλλη κυρία ότι είχε δει στον Όλυμπο κάτι που έμοιαζε με γκόλουμ.
Μ' αυτά και μ’ αυτά ένιωθα πάντως ήδη καλύτερα που έβλεπα θαλάσσια κύματα να
κρέμονται από τον ουρανό.

Κατέβηκα λίγο πιο κάτω με το ποντίκι του υπολογιστή και βρήκα μια καλοκαιρινή
δίαιτα που βασιζόταν στην κατανάλωση αποκλειστικά και μόνο μοβ τροφών. Την
ακολουθούσε λέει μια διασημότητα της τηλεόρασης και έπρεπε όλοι στο εξής να
αρχίσουμε να τρώμε αφειδώς μοβ ντομάτες, μοβ πατάτες, μοβ μελιτζάνες, μοβ
βατόμουρα, μοβ δαμάσκηνα και μοβ σταφύλια. Οι πατάτες και οι ντομάτες είχαν επί
τούτου παρασκευαστεί στο εργαστήριο καθώς δεν είχε φτιάξει ακόμα η φύση αυτό το
χρώμα στις ντομάτες.

Οι αναγνώστριες του εντύπου, που φαίνεται θα πρόσεχαν όλες τη σιλουέτα τους,


έκαναν πολλές ερωτήσεις για τα πόσα κιλά μπορούσαν να χάσουν σε μια βδομάδα
και πόσες μοβ μερίδες έπρεπες να καταναλώνουν καθημερινά, αλλά φυσικά δεν
έπαιρναν ποτέ απάντηση, γιατί αυτή η φαεινή ιδέα, που εξυπηρετούσε υποτίθεται τη
δημοκρατικότητα του μέσου και έδινε τον λόγο στους αναγνώστες του, απέκλειε
εντελώς από τον αντίλογο τους συντάκτες, οι οποίες, έτσι κι αλλιώς, αν έπρεπε να
απαντούν σε όλα όσα τους έγραφαν, θα έπρεπε να έχουν κι αυτοί τροποποιηθεί
γενετικά σαν τις ντομάτες και να ζουν σαράντα ώρες τη μέρα, είκοσι μέρες τη
βδομάδα, εκατόν είκοσι μέρες τον μήνα, και χίλιες πεντακόσιες σαράντα τρεις το
χρόνο, ναι, με έναν πρόχειρο υπολογισμό νομίζω κάπου τόσο θα χρειάζονταν.

37
Έτσι, οι αναγνώστριες έμειναν να μιλάνε η μία με την άλλη και η μία έλεγε ότι είχε
ακούσει ότι δεν χάνεις πολλά κιλά με αυτή τη δίαιτα, η άλλη έλεγε επίσης πως είχε
ακούσει από μια άλλη που είχε ακούσει από μια φίλη της που είχε ακούσει μια
παρουσιάστρια στην τηλεόραση ότι έπρεπε να τρως πέντε μοβ λαχανικά και πέντε
μοβ φρούτα αν ήθελες να δεις αποτέλεσμα, μια τρίτη απαντούσε στην προηγούμενη
ότι είναι αλλεργική στις μελιτζάνες και αν ήξερε καμία με ποιο τρόπο
παρεμπιπτόντως μπορούσε να φτιάξει μουσακά χωρίς αυτές, μια τέταρτη έμπαινε
στην παρέα και της έλεγε να ακολουθήσει ομοιοπαθητική για την αλλεργία και μετά
να φτιάχνει τον μουσακά όπως του πρέπει, με πλούσιες στρώσεις δηλαδή από
μελιτζάνες, πατάτες, κιμά και μπεσαμέλ, κι εγώ είμαι σίγουρη ότι κι ένα πιάτο ιμάμ
να μου ’φερνε κανείς μπροστά μου αυτή την ώρα, και πάλι βάρκες θα ’βλεπα, στο
λιμάνι της Αγίας Άννας, στην Αμοργό. Να με περιμένουν να επιβιβαστώ για να
σαλπάρω.

Στο μεταξύ, ο ήλιος έχει αρχίσει να στέλνει μαλακές τις αχτίδες της ανατολής του.
Ένα ακόμα κλικ. «Ηθοποιός σε διαφημιστικό γύρισμα τελικά το γκόλουμ στις
Άλπεις» ο τίτλος της πρωινής είδησης στην πρώτη σελίδα της Αξιοπιστίας, που
ερχόταν να ανατρέψει, την άλλη, την απογευματινή. Ήταν όμως ήδη αργά για όσους
είχαν διαβάσει την απογευματινή και όχι την πρωινή

είδηση. Εκείνη θα παρέμενε ες αεί στο Διαδίκτυο, θα μπορούσε κανείς να την


αναπαράγει ανά πάσα στιγμή και θα κινούνταν στους αιώνες δημιουργώντας φόβους
αναδρομικούς.

Κλικ. Αποθήκευση ως «είδηση».

38
5η μέρα

Οι αχτίδες του ήλιου τρύπωναν ακόμα κι από τα κατεβασμένα στόρια και με


σφυροκοπούσαν αλύπητα. Φαντάστηκα ότι ήμουν στην Αμοργό και έκανα βουτιές
στον Άγιο Παύλο. Παράλληλα διάβαζα για μια επίθεση σε μια χώρα των κίτρινων
από μια ομάδα πολιτών την οποία τα διεθνή μέσα ενημέρωσης τη χαρακτήριζαν ως
«τρομοκρατική».

Τι φαινόταν ότι είχε συμβεί: Σε μια χώρα των κίτρινων πριν από κάποιους μήνες είχε
ανατραπεί ο δημοκρατικά εκλεγμένος πρόεδρός της και οι φοιτητές διαδήλωναν
καθημερινά στους δρόμους γιατί ο άνθρωπος που ήθελε να αναλάβει τα ηνία της
χώρας ήταν ένας στρατιωτικός, που στη συνέχεια εξελέγη και αυτός δημοκρατικά.
Από την ημέρα της εκλογής του οι δικαστικές αρχές της χώρας δίκαζαν η μια μετά
την άλλη όσους ευθύνονταν για τον θάνατο πολιτών και αστυνομικών κατά τις
διαδηλώσεις όλων όσων αμφισβητούσαν το καινούργιο πρόεδρο. Η είδηση από μόνη
της ήταν μια αντίφαση. Δύο δημοκρατικά εκλεγμένοι πρόεδροι και άφθονο αίμα…
κάτι δεν πήγαινε καλά και δεν έπρεπε να είναι κανείς αστροφυσικός για να το
καταλάβει. Από κει και πέρα λοιπόν άρχιζε το μοντάρισμα της είδησης.

Οι προοδευτικοί έγραφαν κατά του στρατηγού, αλλά όχι όλοι. Οι προοδευτικοί των
χωρών που είχαν συμφέροντα στην περιοχή κρατούσαν αποστάσεις και οι πιο έντιμοι
απέφευγαν διακριτικά να χρησιμοποιήσουν τον όρο «δημοκρατία». Οι συντηρητικοί
των χωρών που δεν είχαν συμφέροντα στην περιοχή είχαν συχνά την ίδια άποψη με
τους προοδευτικούς των χωρών που δεν είχαν συμφέροντα στην περιοχή, και
χαρακτήριζαν εμμέσως δικτάτορα τον στρατηγό. Οι συντηρητικοί των χωρών που
είχαν συμφέροντα στην περιοχή έσπευδαν να συγχαρούν τον δημοκρατικά εκλεγμένο
πρόεδρο. Ήταν σαφές ότι ο καθένας αντιλαμβανόταν με το δικό του τρόπο τον όρο
«δημοκρατία», μια λέξη επίσης με δεύτερο συνθετικό το κράτος και πρώτο το
ευγενέστερο του τρόμου δήμος, που σήμαινε τον λαό. Η δημοκρατία κοβόταν και
ραβόταν κατά περίπτωση και μπορούσε κανείς, για παράδειγμα, να ενδιαφέρεται για
τη δημοκρατία σε μια άλλη χώρα, αλλά στο εσωτερικό της δικής του χώρας να
συμπεριφέρεται ως δικτάτορας.

Και αυτό δεν ξένιζε κανέναν, γιατί με τον ίδιο τρόπο μπορούσε κανείς να φροντίζει
τα λουλούδια της αυλής του, να χαίρεται να τα βλέπει να μεγαλώνουν, και να θεωρεί
φίλους και συντρόφους του όσους έκαναν το ίδιο, μπορούσε να μένει εντελώς
ασυγκίνητος αν ξαφνικά όλα τα λουλούδια γύρω του μαραίνονταν ξαφνικά και
χάνονταν για πάντα. Φτάνει να ήταν αυτός ο μόνος, νικητής των λουλουδιών, λες και
η μόνη περίπτωση να απολαύσεις την πιο μικρή δόση ευτυχίας να απαιτούσε τη
δυστυχία των άλλων για να βιωθεί όπως της άξιζε.

Ήταν οι ίδιοι άνθρωποι που λάτρευαν τα παιδιά τους, κι όταν συναντούσαν τίποτα
παιδιά των φαναριών, που πήγαιναν να τους πουλήσουν χαρτομάντιλα, έφτυναν
κρυφά στον κόρφο τους, για να ξορκίσουν το κακό. Ύστερα, η σύντροφός τους,
απευθύνοντάς τους ένα βλέμμα όλο γλύκα και κατανόηση, εξακόντιζε ένα «μα δεν

39
έχουν καθόλου τρόπους αυτά τα παιδιά» κι ύστερα πήγαιναν στο σπίτι τους,
κλείδωναν δυο και τρεις φορές την πόρτα, για να μην τους κλέψουν τίποτε
αλητόπαιδα, φιλούσαν τα δικά τους παιδιά, έκαναν τον σταυρό τους και ξάπλωναν να
κοιμηθούν. Έρωτα δεν έκαναν. Με τον καιρό, τα κορμιά τους είχαν καταντήσει ξένα.
Και σε κάθε δημόσια εκδήλωση στοργής έφριτταν από αηδία, σαν τους βεδουίνους.

Το να παρακολουθεί κανείς τις ειδήσεις σε έναν τέτοιο κόσμο έμοιαζε συχνά με ένα
ποδοσφαιρικό ντέρμπι: δύο ομάδες, έναν νικητής, ένας χαμένος. Κι όταν οι ομάδες
που κέρδιζαν στα πρωταθλήματα ποδοσφαίρου επέστρεφαν σε χώρες με
εξαθλιωμένους και ρακένδυτους πολίτες, οι εταιρείες παροχής ειδησεογραφικού
υλικού έδιναν για τίτλο στην είδηση «Επέστρεψαν οι ήρωες». Ήταν όμως η εποχή
που οι λέξεις είχαν χάσει το νόημά τους και ήρωας μπορούσε κάλλιστα να αναδειχθεί
ο νικητής σε έναν τηλεοπτικό αγώνα για την παρασκευή της καλύτερης μπεσαμέλ.
Γιατί, όσο να πεις, το να φτιάξει κανείς μια μπεσαμέλ που να μη σβολιάζει, να μην
είναι νερουλή και να είναι πυκνή και βελούδινη ώστε να γείρει μετά ανάλαφρη πάνω
στις μελιτζάνες, ήταν μια πράξη ηρωισμού. Έτσι ήταν η εποχή. Γεννούσε ήρωες από
τη συγκυρία.

Κλικ. Αποθήκευση ως «ήρωας».

40
Σε ένα νοσοκομείο άδεια κρεβάτια φιλοξενούν περιστέρια με σπασμένα φτερά.
Κάποια τα έχουν τυλίξει με σελοφάν γιατί μεταφέρουν έναν επικίνδυνο ιό. Πλησιάζει
ένας γιατρός με μαύρα ράσα.

«Λυπάμαι πολύ. Φοβάμαι ότι είναι η μητρική» λέει όλο περισυλλογή στο πρώτο στη
σειρά. Τελικά, ήθελε απλά φύσημα το πληκτρολόγιο.

Κλικ. Αποθήκευση ως «τρομοκρατία».

------------------------------------------------------------------------------------

Στο ραδιόφωνο παίζει το τελευταίο χιτάκι.

Τον ώ ο σου ου πιά ω /

Γ α τί εί\ αι ροπλά ο...

Οι νεαροί και οι νεαρές παραληρούν. Κι ας μασάει ο καλλιτέχνης τις λέξεις του,


μασώντας τραγουδούν κι αυτοί. Δεν θα έπαιρνα καν όρκο ότι τραγουδάει στα
ελληνικά. Ακούγεται σαν αχταρμάς μαστουρωμένης ασυναρτησίας. Θέλει λέει η
γλώσσα του να γίνει παγκόσμια, θέλει, λέει, να διδάσκεται στα σχολεία.

Κλικ. Αποθήκευση ως «χωρίςχρώμα».

--------------------------------------------------------------------------------

41
5η νύχτα

Η Εύα βαριόταν. Πάτησε το πλήκτρο του ορθογώνιου κουτιού που ακόμα λεγόταν
τηλεόραση και έβαλε ένα κανάλι για να δει ειδήσεις. Μπλα, μπλα, μπλα, παράθυρα με
ακατάσχετη φλυαρία, έβλεπες τριάντα λεπτά, για να καταλήξεις μόνος σου στην
είδηση που θα μπορούσε κάλλιστα να καλύψει κάποιο λεπτό του τηλεοπτικού
χρόνου, ο οποίος θα πρέπει να αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα να καλυφθεί, με
αποτέλεσμα οι υπεύθυνοι των ειδήσεων να κρύβουν την είδηση μέσα στην
ακατάσχετη φλυαρία στην οποία επιδιδόταν ο εκάστοτε εκφωνητής μαζί με άλλους
προσκεκλημένους που εμφανίζονταν σε παράθυρα σαν αυτά που ζωγράφιζες μικρός
όταν σχεδίαζες σπίτια με τοίχους διάφανυς, γιατί μπορούσες να δεις απέξω ακόμα και
τις λάμπες που κρέμονταν από το ταβάνι.

Σε αυτά λοιπόν τα παράθυρα όλοι μιλούσαν για ιδέες, για δικαιοσύνη, για
δημοκρατία, για ρατσισμό, για ξένους, και της ήταν τόσο ξένοι όλοι αυτοί, που
έκλεισε καλά και τα δυο της αυτιά και τους άφησε έτσι να μιλάνε στο αθόρυβο όλους
αυτούς τους φωνακλάδες, που η μόνη, πραγματική τους επιδίωξη, ήταν να φύγουν
από το μικρο- και να γίνουν μεγαλο-. Έκλεισε το κουτί της τηλεόρασης και άνοιξε το
κουτί του υπολογιστή. Έριξε μια ματιά στο κάτω μέρος της οθόνης. Έδειχνε 14:00.

Μπήκε στο google και πληκτρολόγησε έτσι, κουτουρού, την πρώτη λέξη που
έγραψαν τα δάχτυλά της αποκομμένα από τη σκέψη. Gadgasgsausas. Αναρωτήθηκε
πώς θα φαινόταν αυτή η λέξη στους υπερρεαλιστές. Αποκάλυπτε άραγε τα ίδια η
αυτόματη γραφή στον υπολογιστή όσο και σε ένα φύλλο χαρτί, ή σε μια
γραφομηχανή; Πήρε ένα μολύβι και δοκίμασε να κάνει το ίδιο στο χαρτί. Στο χαρτί
τής βγήκαν κάτι ασυνάρτητες γραμμές.

Προσπαθούσε να μη σκέφτεται, αλλά χιλιάδες σκέψεις την κατέκλυζαν με το που


τολμούσε και να σκεφτεί τη λέξη σκέψη. Προσπαθούσε να γράψει κάτι στο χαρτί σε
μια προσπάθεια επίπονου διαλογισμού, που δεν φαινόταν να αποδίδει αποτελέσματα.
Στο χαρτί τής ήταν αδύνατο να γράψει μια λέξη σαν το Gadgasgsausas για
παράδειγμα. Είχε αυτό άραγε κάποια αξία; Μήπως τελικά οι υπερρεαλιστές αυτής της
εποχής θα ανακάλυπταν ότι το υποσυνείδητο αποκαλυπτόταν πιο εύκολα μέσα από
την περισσότερο αυτοματοποιημένη γραφή στον υπολογιστή;

Και αν μια μέρα κάποιος ξεκινούσε να γράφει ξδσηδσηδσξδ και δκσμλδς,ψ’΄δ


πατώντας τυχαία πλήκτρα, θα αντανακλούσε κι αυτό μια πλευρά του υποσυνείδητου;

Η ταχύτητα με την οποία μπορούσε κανείς να γράψει στον υπολογιστή αποτύπωνε


άραγε καλύτερα τις πτυχές του ή μήπως τις έπνιγε εντελώς σε μια στυγνή και άχαρη
αυτοματοποίηση; Δοκίμασε μια ακόμα φορά. Στο χαρτί έγραψε: «ξεκίνησε άνοιξη/
ήρθε/από τότε/ καμιά ανησυχία». Δοκίμασε έπειτα στον υπολογιστή. Εντελώς το
αντίθετο. Στον υπολογιστή δεν μπορούσε να γράψει αυθόρμητα παρά μόνο
γράμματα, τελείες, αριθμούς. Τελικά, κάπως συντονίστηκε. Έγραψε: «Πόσος χρόνος
/απομένει/ για να φτάσουμε/ αλήθεια/ ζητώ». Δεν ήταν αυθόρμητο. Όλο και κάπως το
είχε σκεφτεί.

42
Είναι μια πολύ δύσκολη άσκηση να αδειάσει κανείς το μυαλό από τις σκέψεις, και
στην ουσία δεν απαλλάσσεται ποτέ από αυτές, γράφει και αποθηκεύει διαρκώς αρχεία
στις γωνιές του υποσυνείδητου, ατομικές και συλλογικές εγγραφές για αρχέτυπα,
μύθους, φόβους, όλα εκεί θαμμένα μέχρι τη στιγμή που κάτι αναπηδούσε ανάμεσα
στα τακτοποιημένα ουσιαστικά, ρήματα κι επιρρήματα, σαν αυτό που ονόμαζες
φανταστικό αλλά ήταν ο κόσμος σου, και ξαφνικά φάνταζες παράταιρος στο ίδιο σου
το σώμα, τα χέρια σου τεντώνονταν ακατάσχετα, οι πατούσες σου θύμιζαν
δεινόσαυρου κι ήσουν όλος παράλογος σαν μια ψεύτικη βροχή που έπεσε πάνω σε
μια πέτρινη πόλη όχι πολύ μακριά από τη Βροσελιάνδη.

Στο βάθος βάθος δεν υπήρχε τίποτα παράλογο σε αυτό τον παράλογο κόσμο και ήταν
αυτό το καλύτερο επιχείρημα για να αρχίσεις να τον κατανοείς.

Η Εύα αναρωτήθηκε επίσης πόσο πιο γρήγορα σκεφτόταν άραγε άνθρωπος την
εποχή του Διαδικτύου. Κι αν όλοι αυτοί που είχαν γρήγορες σκέψεις
χρησιμοποιούσαν το Διαδίκτυο, πόσες πιθανότητες είχε η ταχύτητα του μέσου να της
φτάσει από άκρη σε άκρη σε μερικά μόνο κλάσματα του δευτερολέπτου, μια
δυνατότητα συναρπαστική και τρομακτική συνάμα; Γιατί αυτό θα ισοδυναμούσε με
μια συναισθηματική πανώλη, έναν ταχέως μεταδιδόμενο ιό ευτυχίας ή δυστυχίας
ανάλογα με το υποσυνείδητο του κάθε χρήστη. Ξανακοίταξε τον υπολογιστή, στο
κάτω δεξί μέρος της οθόνης: 14:02. Είχαν περάσει μόλις δύο δευτερόλεπτα. Να
πάρει, θα έπαιρνε όρκο πως είχαν περάσει ώρες. Δεν είχε να πάει κάπου. Δεν
βιαζόταν. Όλος ο χρόνος ήταν με το μέρος της. Γιατί βιαζόταν; 14:04, 14:05, 14:06, ο
χρόνος περνούσε βασανιστικά. Σηκώθηκε. Έπλυνε ένα μήλο. Το δάγκωσε με το ένα
χέρι και με το άλλο έσυρε τον κέρσορα σε ένα ζωγραφιστό αντίγραφό του στον
υπολογιστή. Μετά από μερικά κλικ μπήκε στη σελίδα του Facebook.

Έκανε log in. Μιλούσε καμιά φορά με φίλους της που ζούσαν σε άλλες χώρες και
που είχε καιρό να δει. Μερικές φορές ήταν σαν να τους συναντούσε στην Ακρόπολη
και να πήγαιναν για καφέ στο μουσείο, τόσο πραγματικά καταλυτικό είναι να
καταργεί κανείς τους περιορισμούς που δημιουργεί η απόσταση στην επικοινωνία.
Δεν ήταν κανείς online. Πήγε στη σελίδα της Tate Modern. Ήταν Πέμπτη και στον
«τοίχο» του μουσείου είχε τεθεί, όπως κάθε εβδομάδα εκείνο τον καιρό, το λεγόμενο
«Ερώτημα της Πέμπτης», όπου δηλαδή οι υπεύθυνοι των δημοσίων σχέσεων
αναρτούσαν μία φράση ή ένα έργο τέχνης, και ζητούσαν από τους διαδικτυακούς
φίλους του μουσείου να κάνουν κάποιο σχόλιο.

Το ερώτημα ήταν και αυτή την εβδομάδα αφιερωμένο στην ποπ αρτ. Είχε προηγηθεί
το έργο του Ρίτσαρντ Χάμιλτον «Τι ακριβώς κάνεις τα σημερινά σπίτια τόσο
διαφορετικά, τόσο ελκυστικά», ένα εξαιρετικά αστείο έργο (επρόκειτο για κολάζ
στην ουσία από εικόνες περιοδικών) που, αν και είχε γίνει το 1956, της θύμιζε πάρα
πολύ ό,τι είχε προηγηθεί σε πολλές χώρες της Ευρώπης πριν από την οικονομική
κρίση. Καλοβερνικωμένες εικόνες που έβγαιναν από τη διαφήμιση και
συμπαρέσυραν εκατομμύρια ανθρώπους με χρονοκαθυστέρηση στο «αμερικανικό
όνειρο» του ’50. Αυτή η Πέμπτη ήταν αφιερωμένη στον Άντι Γουόρχολ και στη

43
διάσημη φράση του «Στο μέλλον ο καθένας θα είναι παγκοσμίως διάσημος για
δεκαπέντε λεπτά», που αποδιδόταν βασικά στον Άντι Γουόρχολ, αλλά ο φωτογράφος
Νατ Φίνκελσταϊν είχε ισχυριστεί ότι την είχε διατυπώσει ο ίδιος κατά τη διάρκεια
μιας φωτογράφησης του Γουόρχολ, όταν δηλαδή ο Άντι Γουόρχολ πρέπει να είχε πει
κάτι του στιλ «κοίτα μωρέ να δεις όλοι πώς θέλουν να γίνουν διάσημοι» και ο
φωτογράφος τού απάντησε «Ναι, για δεκαπέντε λεπτά, όμως, Άντι» και μετά ο Άντι
είπε ότι το ’πε ολόκληρο μόνος του.

Άλλοι είπαν ότι επρόκειτο για μια προσαρμογή μιας θεωρίας του Μάρσαλ
Μακλούαν, αλλά όλοι αυτοί πλέον δεν υπήρχαν εδώ και πάρα πολλά χρόνια στη ζωή
και ήταν εξαιρετικά δύσκολο κανείς να βγάλει άκρη. Με αυτά τα δεδομένα μπορούσε
ο καθένας να ισχυριστεί ότι το είπε, και να είναι και απόλυτα σύμφωνος με το κλίμα
της ποπ αρτ, η οποία άλλωστε, αν είχε κάποια συνεισφορά σε αυτό τον κόσμο, είναι
ότι αποτέλεσε μια παρωδία του καταναλωτικού ανθρώπου, που έμοιαζε με ένα κολάζ
από σκόρπιες φράσεις copy paste που τις είχε μοντάρει κατά περίπτωση, για τη
δημιουργία εντυπώσεων.

Η Tate Modern επανέφερε τη φράση σε μια εποχή που προφανώς είχε ξεπεράσει κατά
πολύ τη φαντασία του Άντι Γουόρχολ, του Νατ Φίλκενσταϊν ή του Μάρσαλ
Μακλούαν και ζητούσε τη γνώμη του διαδικτυακού της κοινού σε μια εποχή που στο
Facebook ήταν πλέον διάσημοι όλοι και για όσο ήθελαν.

«Η διασημότητα έχει μια αξία όταν θέλεις να πουλήσεις κάτι, παντελώς καμία όταν
θέλεις να εμπνεύσεις κάποιον» έγραψε κάτω από τη φωτογραφία που ακολουθούσε
αμέσως μετά, στα σχόλια, η Εύα. Σε κλάσματα του δευτερολέπτου, κάποιος Πίτερ
Άντριους της έστειλε αίτημα φιλίας.

Αποδοχή μωρέ, τι είχε να χάσει;

Κλικ. Αποθήκευση ως «facebook».

44
6η μέρα

Προσπέρασα βιαστικά τις δύο κυρίες στην είσοδο της πολυκατοικίας σχεδόν
τρέχοντας.

«Καλημέρα, κυρα-Χρυσαυγή».

«Καλημέρα και σε σας, κυρία Προκάτ» απάντησε η κυρία Χρυσαυγή που


αποστερημένη από επίθετα μεγαλοπρεπείας έσπρωχνε με την πλάτη της την πόρτα
της εισόδου για να μπορέσουν να περάσουν οι τσάντες που κρατούσε από το σούπερ
μάρκετ και τα τέσσερα χελωνάκια που τα είχε βγάλει για τον καθιερωμένο πρωινό
περίπατο.

Κανείς δεν είχε καταλάβει για ποιο λόγο φώναζε η μία την άλλη κυρία και το μεγάλο
και η άλλη την άλλη κυρα- και το μικρό, η κυρία Προκάτ πάντως ήταν από τους
ανθρώπους που είχε μάθει να επιβάλει τους πληθυντικούς μεγαλοπρεπείας έτσι κι
αλλιώς.

Η κυρία Χρυσαυγή από την άλλη ήταν τόσο απορροφημένη από τους φόβους της,
που ποσώς την απασχολούσε το αν η κυρία Προκάτ την έλεγε κυρα- και το μικρό ή
κυρία και το μεγάλο. Μπορεί βέβαια η κυρία Προκάτ αυτό να το αντιλαμβανόταν ως
μια προσωρινή νίκη, ως μια μικρή υπεροχή, αλλά στην πραγματικότητα η κυρία
Χρυσαυγή είχε περάσει σε άλλο επίπεδο και θεωρούσε πραγματικά περιττό
οποιοδήποτε ζήτημα μεγέθους σε έναν κόσμο που ανά πάσα στιγμή επρόκειτο να
καταστραφεί.

«Πού τα πας;» ρώτησε η κυρία Προκάτ.

«Τα είχα βγάλει βόλτα, να πάρουν λίγο αέρα».

«Και τη μικρή;»

«Την άφησα στη μάνα μου».

«Καλά είσαι;»

«Τι καλά. Μ’ αυτά πού γίνονται».

«Ποια δηλαδή;»

«Μα δεν ακούτε εσείς; Δεν ζείτε σε αυτό τον κόσμο;» τσίριξε η κυρία Χρυσαυγή λες
και της είχαν πατήσει το χαλί. «Δεν ακούτε τι γίνετε με τα περιστέρια;» συνέχισε
καταφέροντας μια σημαντική νίκη επί του αντιπάλου στον τομέα της ενημέρωσης,
έναν τομέα που είχε παντελώς χεσμένο δηλαδή ο αντίπαλος.

«Δηλαδή;» απάντησε η κυρία Προκάτ βαριεστημένα αποκλείοντας με τον τρόπο της


το παραμικρό ενδεχόμενο να είχε να της πει κάτι ενδιαφέρον η κυρία Χρυσαυγή.

45
«Επιτίθενται σε ανθρώπους, έχουν τρελαθεί σας λέω», συνέχισε η κυρία Χρυσαυγή
που ό,τι ήξερε για την τρέλα ήταν όλο κι όλο από το Διαδίκτυο.

«Σιγά μωρέ, Χρυσαυγή. Μην τα ακούς αυτά. Φήμες είναι».

«Φήμες; Φήμες κι ότι…» (η κυρία Χρυσαυγή κοκκίνισε και έσκυψε να ψιθυρίσει


κάτι στο αυτί της κυρίας Προκάτ, μάλλον της έλεγε για τις απόπειρες βιασμού από τα
περιστέρια στη Γλάδστωνος).

«Εσένα, μαρή; Τι να σου βρουν;» έκανε όλο απαξίωση η κυρία Προκάτ που έτσι κι
αλλιώς δεν θεωρούσε καμία γυναίκα χωρίς νύχια από ελεφαντόδοντο και μπικουτί
από μουστάκια καμήλας να έχει την παραμικρή πιθανότητα να προκαλέσει ερωτικό
πόθο.

Η κυρία Χρυσαυγή χαμήλωσε το βλέμμα και συνέχισε να περπατά μέχρι που έφτασε
στο κεφαλόσκαλο. Ανέβασε πρώτα τα ψώνια και μετά περίμενε τρεις ώρες μέχρι να
ανέβουν τα σκαλιά ένα ένα όλα τα χελωνάκια της. Αυτά αγκομαχούσαν,
κουτρουβαλιάζονταν στο προηγούμενο σκαλοπάτι, έβγαζαν το κεφάλι ξανά από το
καβούκι (δεν λες που υπήρχε κι αυτό) για να προσανατολιστούν και ξανά τα ίδια, η
ζωή τραβάει την ανηφόρα.

Η κυρία Χρυσαυγή αγαπούσε πολύ τα χελωνάκια της. Τους είχε περάσει από ένα
χρωματιστό κολάρο και τα έβγαζε βόλτα στη Συγγρού, να αναμετρηθούν με τα
αυτοκίνητα. Τα τάιζε με μπιμπερό και τα χάιδευε στο κεφάλι, και δεν ήταν φυσικά να
απορεί κανείς που εκείνα τον περισσότερο καιρό είχαν πλέον αποφασίσει να τον
περνάνε στο καβούκι τους από το να τους τραβάνε τα μαλλιά κάτι εξωφρενικοί
άνθρωποι. Τότε, η κυρία Χρυσαυγή τα πλησίαζε λες και ήταν η Γκλεν Γκλόουζ στα
101 σκυλιά της Δαλματίας και χτυπώντας το γυάλινο ενυδρείο που μέχρι πρότινος
φιλοξενούσε κάτι χρυσόψαρα τους φώναζε: «Τιιιιι κάνουν τα μικρά μου;». Κι έμοιαζε
η φωνή της να κρύβει ένα μαχαίρι που ήταν έτοιμο να τα σφάξει τάκα τάκα, γιατί τι
άλλο είναι η σφαγή από την κατάργηση της φύσης.

Όταν μετά από ώρες κυρία Χρυσαυγή και χελωνάκια έφτασαν επιτέλους στο
ασανσέρ της πολυκατοικίας, συνάντησαν τον κύριο Ευπατρίδη που έβγαινε σαν
σίφουνας, γιατί είχε αργήσει στη δουλειά του.

«Καλημέρα, Χρυσαυγή».

«Καλημέρα και σε σας, κύριε Ευπατρίδη. Για πού πρωινός πρωινός;»

«Στη δουλειά και έχω αργήσει» απάντησε με βιάση θα τολμούσε κανείς να πει
σουρεαλιστική.

«Τι κάνουν τα χελωνάκια σου; Η μικρή;» ρώτησε με αυτήν ακριβώς τη σειρά την
κυρία Χρυσαυγή ο κύριος Ευπατρίδης.

«Η μικρή στη μάνα μου, τα χελωνάκια μια χαρά, ολοένα και καλύτερα», απάντησε η
κυρία Χρυσαυγή που είχε πειστεί ότι κάποια μέρα τα χελωνάκια της θα πέρναγαν

46
στην ιστορία ως τα χελωνάκια που ανάθρεψε η κυρία Χρυσαυγή, καταρρίπτοντας
χρόνους ρεκόρ ως οι μεγαλύτεροι μαραθωνοδρόμοι της Συγγρού. Τα χελωνάκια πάλι,
κάθε μέρα πήγαιναν όλο και πιο αργά, κι αυτό γιατί το βάρος των προσδοκιών της
κυρίας Χρυσαυγής τα είχε κυριολεκτικά παραλύσει. Και εδώ και κάτι μήνες
κατάστρωναν σχέδιο απόδρασης. Αυτή δεν ήταν αγάπη, ήταν συναλλαγή. Σε
φροντίζω, αλλά πρέπει να βγεις πρωταθλητής. Σιγά την αγάπη δηλαδή…

Κλικ. Αποθήκευση ως «Χρυσαυγή».

47
6η νύχτα

Μετρό. Στάση Συγγρού-Φιξ. Στις αποβάθρες. Μια νεαρή καλόγρια κάθεται στις
μοντέρνες μεταλλικές καρέκλες σε γκρι με κόκκινο τελείωμα. Το σώμα της ελαφρά
γερμένο προς τα μπρος, σχηματίζει μια μικρή καμπούρα, και είναι όλη καλυμμένη
από μαύρα τόπια ύφασμα. Φορά κάλτσες χοντρές, και σήμερα έχει καύσωνα. Τα
παπούτσια της μοιάζουν με εκείνα τα ανδρικά σχεδόν που φορούσε η γιαγιά μου, που
όταν έφυγε ο παππούς βυθίστηκε σε αιώνιο πένθος και απαρνήθηκε κάθε ίχνος
θηλυκότητας ως τη μεγαλύτερη προσβολή στον νεκρό αγαπημένο. Προσπαθεί να
κρυφτεί πίσω από το ύφασμα, να καταργήσει τον χρόνο ή μάλλον να τον τρέξει
μπροστά, αλλά οι κινήσεις της την προδίδουν. Ρίχνει κλεφτές ματιές στα παπούτσια
των νεαρών κοριτσιών που περνούν. Την είδα. Είναι χαριτωμένη, γιατί το κάνει με
έναν τρόπο που ένα σκανταλιάρικο παιδί παίρνει κι άλλο ένα παγωτό απ’ το ψυγείο,
γυρίζει, ελέγχει διακριτικά το πεδίο μην τυχόν και το βλέπει η μαμά του, κι ύστερα
βουρ, με μια λαίμαργη ματιά, για ένα ακόμα παγωτό. Μακριά από το σταθμό του
μετρό, σε έναν άλλο κόσμο, γεμάτο από νεαρές καλόγριες που δείχνουν ηλικιωμένες
μπορεί η νεαρή αυτή καλόγρια να φάνταζε σε αρμονία με το Σύμπαν, αλλά εδώ, στον
σταθμό του μετρό στη Συγγρού Φιξ, η μικρή αυτή καλόγρια μοιάζει με αρμονική
παραφωνία. Κι έτσι όπως ρίχνει ματιές όλο ενοχή στα διερχόμενα παπούτσια που
διαγράφουν βήματα πάνω στη διαχωριστική κόκκινη γραμμή, αναρωτιέται κανείς
γιατί να μην μπορεί να αγιάσει με τα λάθος παπούτσια.

Κλικ. Αποθήκευση ως «καρέκλα1».

48
7η μέρα

«Τα JUMBO δεν ξεχνώωωω / Όσα κι αν shopping έκανααα / Πολλές σακούλες


κράτησααααα/ Μα εκείνη δεν αρνήθηκααα» τραγουδούσε ο κύριος Ευπατρίδης, του
τρίτου ορόφου, που βρισκόταν ήδη στο γραφείο του στην τεράστια Υπηρεσία Έργων
Εκσυγχρονισμού και ξεσκόνιζε την καρέκλα του με έναν πλαστικό βραχίονα που
κατέληγε σε κάτι πολύχρωμα, πλουμιστά φτερά. «Τα JUMBO δεν ξεχνώωωω /
Γλυκιά Jumboσακούλα μουουου/ Πολλές σακούλες κράτησααααα/Μα εσύ είσαι η
ψυχούλα μουυυυ». Η κακή η μοίρα με είχε ρίξει πρωί πρωί στην ανάγκη του, καθώς
χρειαζόμουν επειγόντως ένα έγγραφο από την υπηρεσία του και να \με έξω από τη
γυάλινη τζαμαρία του γραφείου να τον παρατηρώ. Και νομίζω, τι νομίζω σίγουρη
είμαι, ότι ούτε που με πήρε είδηση.

Συνέχισε να ξεσκονίζει την καρέκλα του με ευλάβεια σχεδόν θρησκευτική,


επιμένοντας στα σημεία που το δέρμα δίπλωνε σε ζόρικες πτυχώσεις, μια συνθήκη
που εκτίνασσε στα ύψη τον βαθμό δυσκολίας του ξεσκονιστή. «Είμαστε παντού! Σε
κάθε γωνιά αυτού του κόσμου! Όπου υπάρχουν Έλληνες!» φώναξε κάποια στιγμή
ηρωικά και ακριβώς τη στιγμή που το φτερό είχε καταφέρει να αποσπάσει τη μάκα
από ένα κουμπί που είχε τα μαύρα του τα χάλια, προφανώς λόγω της υψομετρικής
διαφοράς που προσπαθούσε μάταια να καλύψει με τη σκόνη.

Εδώ και κάτι μήνες, οι κυρίες που συνήθως αναλάμβαναν το δύσκολο έργο του
ξεσκονίσματος μιας άδειας και μονίμως σκονισμένης καρέκλας της επιχείρησης,
είχαν απολυθεί κι έτσι ο κύριος Ευπατρίδης είχε επιτέλους βρει ένα αντικείμενο
εργασίας. Οι εποχές είχαν κάπως αλλάξει, οι καλοθελητές που θα έβρισκαν να του
καταλογίσουν ότι δεν πηγαίνει ποτέ στη δουλειά του ήταν πολλοί, η ανεργία ήταν στα
ύψη και είχε αγριέψει τους ανθρώπους, η αδικία, που κατά κάποιο τρόπο πάντα
υπήρχε, τώρα φώτιζε σαν επιγραφή νέον στο σκοτάδι, και οι φήμες για απολύσεις
ανταγωνίζονταν εκείνες για την επέλαση των περιστεριών.

Έτσι, ο κύριος Ευπατρίδης για δύο τουλάχιστον ώρες καθημερινά είχε αποφασίσει
στο εξής να βρίσκεται στο γραφείο του, μια πολύ σημαντική παραχώρηση από
μέρους του σε μια κατάσταση που ο ίδιος αντιλαμβανόταν περίπου ως
καταστρατήγηση του θεμελιώδους εργασιακού δικαιώματος της αεργίας. Γιατί τον
κύριο Ευπατρίδη, που ποτέ μέχρι τότε δεν ήταν υποχρεωμένος να παραβρίσκεται
στην υπηρεσία του, ξαφνικά η κρίση τον εξανάγκαζε σε μια υποχρεωτική παρουσία
που δεν εξυπηρετούσε παρά μόνο τους τύπους, αφού έτσι κι αλλιώς τη δουλειά που
έβγαζε πριν, την έβγαζε και τώρα. Καμία δηλαδή δουλειά. Έτσι, αποφασίζοντας ότι
έπρεπε να δείξει τελικά και ο ίδιος ότι συμμορφώνεται κάπως στα καινούργια
εργασιακά δεδομένα που είχαν διαμορφωθεί, προσπαθούσε να βρίσκει καθημερινά
τρόπους να απασχοληθεί για να περάσουν αυτές οι δύο ώρες.

Μία από τις βασικότερες εργασίες ήταν το ξεσκόνισμα της καρέκλας του. Ήταν μια
εργασία που έπαιρνε κάποια ώρα. Από την οικονομική κρίση βέβαια και μετά
συνέβαινε το εξής παράδοξο: ενώ είχαν αίφνης αυξηθεί οι πρόθυμοι να καταγγείλουν

49
πως δεν καθόταν καθόλου στην καρέκλα του, είχαν απίστευτα πολλαπλασιαστεί οι
πρόθυμοι να του ξεσκονίζουν την καρέκλα όταν εκείνος βρισκόταν στο γραφείο του,
γεγονός που τον έφερνε σε φοβερή αμηχανία, γιατί και δεν ήθελε και να τους
αποπάρει, αλλά και έπρεπε να επινοήσει αυτόματα άλλον τρόπο να ξοδεύει τον χρόνο
του.

Και τον βρήκε. Ανέλαβε τον συντονισμό ενός μεγάλου project που θα περνούσε στον
υπολογιστή όλες τις υπογραφές που αντάλλασσαν καθημερινά χιλιάδες άνθρωποι που
κάθονταν στις καρέκλες της υπηρεσίας. Έτσι, και οικονομία θα έκαναν στις
μετακινήσεις (οι εταιρείες εκσυγχρονισμού πλήρωναν ακόμη τότε οδοιπορικά σε
όποιον μετακινούνταν από το ένα γραφείο στο άλλο για υπογραφές) και εκείνος θα
πέρναγε στην ιστορία ως ο μέγας εκσυγχρονιστής.

Το μεγαλοφυές του έργο μετέφερε στην οθόνη εκατομμύρια τζίφρες με μια λογική
εφάμιλλη με την προηγούμενη (έξω απ’ το κουτί), όπου πλέον ο κάθε πολίτης, για να
πάρει ένα πιστοποιητικό, έπρεπε να πάρει την έγκριση από δεκάδες κουτάκια που τα
άνοιγε και τα έκλεινε στον υπολογιστή με την ίδια απορία που ανεβοκατέβαζε χαρτιά
στους ορόφους της εφορίας και με δραματικές επιπλέον συνέπειες για τη σιλουέτα
του. Όταν κάποια στιγμή το έργο των διαδικτυακών υπογραφών παραδόθηκε στην
εταιρεία, ο κύριος Ευπατρίδης βούλιαξε στην καρέκλα του, όλος υπερηφάνεια και
ικανοποίηση.

Μα αυτή δεν ήταν μια οποιαδήποτε καρέκλα. Ήταν μια καρέκλα από μαύρο
αυθεντικό δέρμα, ψηλή, πάνω από το καθιστό του μπόι, και με μαξιλαράκι στο
τελείωμα, για να μην κουράζει το μονάκριβό του κεφάλι από την περισυλλογή. Τα
μπράτσα της ήταν από ατσάλι και στο κάτω μέρος έφερε μηχανισμό που μπορούσε να
πηγαίνει πίσω μπρος την πλάτη –συνήθως επέλεγε το «άκρα πίσω», για να μπορεί να
απλώνει και τα πόδια του πάνω στο γραφείο– και ήταν επίσης μαγική και
περιστρεφόμενη, γιατί μπορούσε να πραγματοποιεί με αυτήν μία εντυπωσιακή
περιστροφή γύρω από τον εαυτό του και παράλληλα να του δίνει την εντύπωση ότι
όλος ο κόσμος περιστρεφόταν γύρω από τον ίδιο.

Πόσοι δεν είχαν ονειρευτεί μια τέτοια καρέκλα… Ποιος Ρωμαίος και ποια Ιουλιέτα.
Αν ο Σαίξπηρ ζούσε τη σημερινή εποχή, για μια τέτοια καρέκλα θα έβαζε τους
Μοντέγους και τους Καπουλέτους να μαλώνουν, μια τέτοια καρέκλα θα αποκαλούσε
«ολόφωτε, άγγελέ μου» ο Ρωμαίος, μια τέτοια καρέκλα θα φώναζε «Ρωμαίο» η
Ιουλιέτα. Πόσοι δεν την είχαν ποθήσει. Πόσοι δεν είχαν περάσει έξω από τη βιτρίνα
του καταστήματος που την πωλούσε κάνοντας όνειρα πως μια μέρα θα είναι κι
εκείνοι πάνω σε μια τέτοια καρέκλα. Να περιστρέφονται γύρω από τον εαυτό τους
και να είναι σαν όλοι να περιστρέφονται γύρω από εκείνους. Πόσοι γονείς δεν είχαν
καθίσει σε άλλες, καρέκλες ψάθινες, πλαστικές, ή από καραβόπανο περιμένοντας να
συναντήσουν πολιτικούς για να εξασφαλίσουν στα παιδιά τους μια τέτοια καρέκλα.
Πόσοι άνθρωποι ταλαντούχοι και πραγματικά ξεχωριστοί δεν είχαν τσαλαπατηθεί
από μια τέτοια καρέκλα.

50
Όχι, αυτή δεν ήταν μια οποιαδήποτε καρέκλα. Ήταν ένα φαλλικό σύμβολο, σαν τα
αυτοκίνητα με τις μεγάλες μούρες, ήταν ένα φεμινιστικό απωθημένο, ήταν μια
καρέκλα αναπαυτική σαν όλες τις ψευδαισθήσεις και για τον κύριο Ευπατρίδη ήταν
πολλά ακόμα: Ήταν ο ορισμός της πατρίδας, ο ορισμός της φιλίας ‒όλοι οι φίλοι του
είχαν τέτοιες καρέκλες‒, ο ορισμός της δικής του ισότητας και της δικής του
δικαιοσύνης. Ήταν το ύψος που δεν απέκτησε, η παιδεία που δεν είχε, οι τρόποι που
δεν έμαθε, τα σπυράκια που έκρυβε στην εφηβεία, η πελώρια κοιλιά που δεν μάζεψε,
οι ώρες που δεν εργάστηκε, το άγχος που δεν τον άγγιξε, το εξοχικό που απέκτησε, η
γυναίκα που τον αγάπησε, τα παιδιά του που τα μεγάλωσε για να καθίσουν μια μέρα
κι αυτά σε τέτοιες καρέκλες. Ήταν το σεξ που έκανε στα κλεφτά (όταν κάτι
πολύχρωμα και πλουμιστά φτερά σφήνωναν στα στριφώματα της καρέκλας). Ήταν
μια καρέκλα που του ανήκε ακριβώς γιατί δεν την κατέκτησε ποτέ, απλά του
χαρίστηκε.

Η καρέκλα του ενέπνεε τρόμο κι ήταν επίσης ο αρχηγός μιας ολόκληρης στρατιάς
καρεκλών, κι έτσι, άδεια και μονίμως σκονισμένη, έδινε το γενικό πρόσταγμα σε όλες
τις άλλες καρέκλες που βρίσκονταν στην υπηρεσία αλλά και εκτός αυτής και
χιλιάδες, εκατομμύρια σκονισμένες καρέκλες υποτάσσονταν ευλαβικά στο μεγαλείο
της μεγάλης Άδειας Καρέκλας. Γιατί ήταν η εποχή που είχαν οι λέξεις χάσει τη
σημασία τους και υπερεκτιμηθεί ως εκ τούτου οι σιωπές. Οι άδειες καρέκλες είχαν ως
εκ τούτου, και από σύμπτωση και μόνο, υποστεί μια αναβάθμιση, όπως για
παράδειγμα όταν κανείς πατούσε το πλήκτρο για το αθόρυβο και νόμιζε πως για λίγο
γλίτωνε από τις περιττές τις λέξεις.

Η Άδεια Καρέκλα του κυρίου Ευπατρίδη είχε γίνει ένας σιωπηλός άνθρωπος, σε μια
εποχή που πρόστρεχε κανείς στη σιωπή για να διασώσει την ακοή του και
αδιαφορούσε δηλαδή επί της ουσίας για το αν αυτή η σιωπή είχε κάτι περισσότερο να
πει από την αφωνία. Έτσι όμως ήταν οι εποχές. Φαντάζονταν φωνές, έτσι, από την
αφωνία.

Έφυγα. Άλλη φορά...

Κλικ. Αποθήκευση ως «καρέκλα 1».

51
7η νύχτα

Oh Venus was born out of sea foam, Oh Venus was born out of brine, But a goddess
today if she is grade A, Is assembled upon the assembly line, τραγουδούσε μες τα
άγρια χαράματα από τον πάνω όροφο η κυρία Προκάτ, η σύζυγος του κυρίου
Ευπατρίδη, του τρίτου ορόφου, που όχι ότι πολυκαταλάβαινε τα λόγια, αλλά το
τραγούδι ήταν για κάποιο λόγο το καινούργιο hit της Ζβινανίας και όφειλε να το ξέρει
απέξω κι ανακατωτά. Η κυρία με την Προκατασκευασμένη Καρδιά ήταν αυτό που
λέμε μανούλα στις συναλλαγές. Έφηβη ακόμα, είχε ήδη ξεχωρίσει από τον στενό
κύκλο των συνομηλίκων με την αναλυτικότητα στο πνεύμα και τη μαθηματική σκέψη
με την οποία βοηθούσε τις φιλενάδες της να καταρτίσουν τις λίστες με τους
μελλοντικούς υποψήφιους γαμπρούς.

Ήταν τότε η εποχή που λένε ότι ξυπνούν τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα, και καμιά
δεκαριά φίλες μαζεύονταν καθημερινά στο σπίτι της δεσποινίδος
Προκατασκευασμένης και συνέτασσαν λίστες με τους καλύτερους γαμπρούς. Μπορεί
να ακούγεται κάπως σαν ανόητη διαδικασία, αλλά δεν ήταν καθόλου έτσι, γιατί η
κατάρτιση αυτών των λιστών απαιτούσε μυαλό ξυράφι και δυνατά μαθηματικά. Στην
αρχή τοποθετούνταν το όνομα μιας φίλης από την παρέα, και στη συνέχεια
ακολουθούσαν τα βασικά της χαρακτηριστικά που βαθμολογούνταν αναλόγως ‒ η
ομορφιά, για παράδειγμα, έπαιρνε πάντα τα περισσότερα μόρια‒ και μετά
ακολουθούσαν η περιουσιακή κατάσταση των γονέων και η πιθανότητα επιτυχίας στο
πανεπιστήμιο και φυσικά το επίπεδο της σχολής, γιατί δεν ήταν ας πούμε το ίδιο
πράγμα οι σχολές που περνούσες με δεκαέξι και δεκαεφτά με τις σχολές που ήθελαν
δεκαεννιά. Από την ανάλυση αυτών των στοιχείων προέκυπτε ένας μέσος όρος για
την καθεμιά.

Στη συνέχεια, και σε άλλες λίστες δίπλα ακριβώς, τοποθετούνταν όλα τα ονόματα
συνομηλίκων ή λίγο μεγαλύτερων αγοριών που βαθμολογούνταν αντίστοιχα, αλλά με
διαφορετική σειρά (εκεί η περιουσιακή κατάσταση έρχονταν πρώτη σε μοριοδότηση,
και ακολουθούσε η κατηγορία «επάγγελμα προσοδοφόρο» ανεξαρτήτως σπουδών και
τελευταία και καταϊδρωμένη ερχόταν η εμφάνιση). Η δεσποινίς Προκατασκευασμένη
και οι φίλες της ήταν πολύ περήφανες για την ιεραρχία, η οποία θεωρούσαν ότι
εξασφάλιζε τις καλύτερες δυνατές συναλλαγές, αφού σε κάθε φίλη, που συγκέντρωνε
ας πούμε συνολικά δέκα βαθμούς, της αντιστοιχούσε ένας άνδρας που συγκέντρωνε
τουλάχιστον σαράντα συνολικά βαθμούς, έτσι πήγαινε. Πολλές από αυτές τις φίλες
πλαισίωσαν στη συνέχεια το ξεφουσκωμένο κίνημα του φεμινισμού, έμαθαν να
καπνίζουν και να οδηγούν γρήγορα αυτοκίνητα, και πολλές ακόμα άρχισαν ακόμα και
να εργάζονται, μια λέξη («εργασία») που θεωρούσαν απαραιτήτως συνώνυμη με την
ελευθερία.

Με την ίδια πάντα επιτυχία που κατάφερε να καλοπαντρέψει τις φίλες της, η
δεσποινίς Προκατασκευασμένη Καρδιά κατάφερε κάποια στιγμή να γνωρίσει τον
κύριο Ευπατρίδη και να φτιάξουν οι δυο τους μια όμορφη οικογένεια. Έκτοτε, η
κυρία, πλέον, Προκάτ συνέχισε τις επιδόσεις της στις συναλλαγές. Μιλούσε πάντα
για κάτι που αγόρασε, πάντα για κάτι που της ανήκε, πάντα για τα ταξίδια που έκανε

52
με τον κύριο Ευπατρίδη, την ακριβή τσάντα που της είχε χαρίσει, το τελευταίο
μανικιούρ με μπίλιες από ελεφαντόδοντο, τα μπικουτί τελευταίας τεχνολογίας που
είχε αγοράσει αποκλειστικά από το εξωτερικό.

Περιέγραφε τη ζωή της σαν ανεξέλεγκτη ροή από συνεχείς νίκες και θεωρούσε μέσα
της ανάξιους και παρακατιανούς όσους δεν είχαν ακολουθήσει το δικό της
παράδειγμα. Με τον κύριο Ευπατρίδη, αν και όπως ισχυρίζονταν και οι δύο
αστειευόμενοι, τους χώριζε ένα ιδεολογικό χάσμα –συντηρητικός εκείνος,
προοδευτική εκείνη‒ τους ένωνε μεγάλη, πελώρια αγάπη για τις καρέκλες, μια
προτίμηση που μοιραία είχε εξαιρέσει από μια κάπως αξιοπρεπή θέση άλλα
αντικείμενα, όπως για παράδειγμα το κρεβάτι τους. Το κρεβάτι για την κυρία Προκάτ
ήταν ο χειρότερος εφιάλτης της. Ήταν κάτι σαν μετωπική σύγκρουση με έναν κόσμο
με τον οποίο δεν ήθελε να αναμετρηθεί.

Τις πρώτες, καλές στιγμές του έρωτα τους με τον κύριο Ευπατρίδη στο κρεβάτι τους
έκαναν όνειρα, για τις καρέκλες που ήθελαν να αγοράσουν, το μέγεθος, το χρώμα, το
υλικό (θα ήταν φυσικά όλες δερμάτινες) ‒συχνά τα αναπολούσε όλ’ αυτά με
νοσταλγία ‒, αλλά από τη στιγμή που είχαν αποκτήσει έναν ικανοποιητικό βαθμό
καρεκλών, το κρεβάτι τους, αποστερημένο από το όνειρο μιας καρέκλας, δεν είχε
τίποτα πια να προσφέρει.

Με τον καιρό όλη αυτή η συναισθηματική αποξένωση που δημιουργούσε η έλλειψη


ενός κοινού οράματος (εν προκειμένω, της καρέκλας) κάπως είχε αρχίσει να
προβληματίζει την κυρία Προκάτ, κι αυτό δεν ήταν κάτι που το παραδεχόταν η ίδια
(οι συναισθηματικές βουτιές δεν ήταν ποτέ του δικού της επιπέδου), ήταν κάτι που
έβγαινε ξαφνικά από το πουθενά, στην εξωφρενική ηρεμία μια ασυννέφιαστης μέρας,
και γινόταν οργή που ξεσπούσε πάνω στις καρέκλες.

Τι τραβούσαν οι δόλιες. Τις έβαζε από δω, τις έβαζε από κει, τις έπαιρνε από κει, τις
έβαζε από δω, τις ξανάβαζε από κει, όχι, όχι, καλύτερα να τις έβγαζε τελείως, ή
μήπως να τις έβαζε από κει, μπα, καλύτερα από δω, μπα, όχι, όχι, όχι, καλύτερα να
τους έκοβε τα πόδια, ναι, ναι, καλύτερα να τις άφηνε χωρίς πόδια, ήταν μια
καινούργια τάση στη διακόσμηση από την Ιαπωνία, ναι, φοβερό, αυτό θα έκανε, θα
έκοβε τα πόδια από όλες τις καρέκλες και θα κάθονταν όλοι οκλαδόν πάνω στη βάση
τους να τρώνε. Ναι, αλλά το τραπέζι; Θα το έκοβε κι αυτό. Θα άφηνε μόνο το
ορθογώνιο παραλληλόγραμμο στο πάτωμα και πάνω θα έβαζε τα πιάτα και τα
πιρούνια και την ψωμιέρα και τη σαλατιέρα. Μα, τι νόημα είχε όλο αυτό; Έτσι κι
αλλιώς έτρωγε πάντα μόνη της. Ε, λοιπόν όχι, Θα έκοβε τα πόδια από όλες τις
καρέκλες μία μία εκτός από τη δική της, ή μάλλον όχι, θα τις έκαιγε καλύτερα όλες,
ναι, θα τους έβαζε φωτιά και θα τις έκαιγε.

Και έτσι όπως θα έβλεπε τις πορτοκαλί και κόκκινες φλόγες να ακυρώνουν σε
δευτερόλεπτα τις καρέκλες μιας ζωής, θα νόμιζε πως είχε κατακτήσει μόλις ένα
χιλιοστό αληθινής ελευθερίας.

Κλικ. Αποθήκευση ως «καρέκλα 2».

53
8η μέρα

Πίτερ: Καλημέρα από το Λονδίνο.

Εύα: Καλημέρα από την Αθήνα.

Π: Εδώ, σύννεφα.

Ε: Εδώ, ήλιος.

Π: Πώς είναι τα πράγματα εκεί;

Ε: Πολύ άσχημα. Όλες οι Κασσάνδρες προμηνύουν τα χειρότερα.

Π: Μην ανησυχείς, δεν θα αφήσει η Ευρώπη την Ελλάδα να χρεοκοπήσει.

Ε: Μα έχουμε χρεοκοπήσει ήδη.

Π: Δεν άκουσα τίποτα στις ειδήσεις.

Ε: Δεν τα λένε όλα οι ειδήσεις.

Π: Μα, όχι, η Ελλάδα έχει πολιτισμό.

Ε: Τα έχει, αλλά τα προσπεράσαμε. Τους κλασικούς τους αφήσαμε στην τύχη


ομοφοβικών ομάδων που τους ξεπατίκωναν κατά βούληση εκμεταλλευόμενοι την
απόλυτη άγνοιά μας. Έφτασαν να τους αναφέρουν (τον Επίκουρο συγκεκριμένα) κάτι
γερόντια όλο σάλια και φόβο που περνούν την ώρα τους ασκώντας το δικαίωμα του
άρχοντα σε κοριτσόπουλα που παριστάνουν τις νεκρές για να ικανοποιούν τα
νεκροφιλικά τους γούστα. Ύστερα, τους πήραν τα Χρυσά Αυγά, που κατάφεραν το
μεγαλύτερο πλήγμα εις βάρος τους. Γιατί τότε πολλοί σταμάτησαν να διαβάζουν ό,τι
διάβαζαν τα μέλη μιας οργάνωσης που έφτυνε και σφαλιάριζε τον κόσμο.

Π: Υπάρχει κι εδώ ξέρεις μια αντίστοιχη οργάνωση σαν τα Χρυσά Αυγά.

Ε: Ναι, το ξέρω. Παντού υπάρχουν. Όλος ο κόσμος είναι ένα καρμπόν.

Π: Από τι;

Ε: Από αρχέτυπα, ιστορίες, κυρίως νικητών, αλλά και φόβους, μεσαιωνικούς,


κατοχικούς, εμφυλιακούς, ανάλογα με την περίπτωση, μπαίνουν όλοι στο μπλέντερ
του Διαδικτύου και αναπαράγονται.

Π: Μόνο φόβους αναπαράγει το Διαδίκτυο;

Ε: Όχι, φυσικά. Βασικά ό,τι βλέπει αρχικά, και μετά το εκτινάσσει στη νιοστή σαν
ένας ιός που εξαπλώνεται σιγά σιγά σε όλο το σώμα. Δεν είναι απαραίτητο να είναι
μετάσταση. Μπορεί να είναι και επανάσταση.

54
Π: Επανάσταση;

Ε: Ναι, μια επανάσταση παγκόσμια, για το περιβάλλον, για την υγεία, για την
εκπαίδευση…

Π: Είναι λες αυτό πιθανό;

Ε: Δεν ξέρω. Κι εγώ αναρωτιέμαι. Ο άνθρωπος είναι για πολλά ικανός, γιατί να
μπορεί κι αυτό δηλαδή.

Π: Ποιο δηλαδή; Να διαγράψει όλες τις μνήμες;

Ε: Να διδαχτεί απ’ αυτές.

Π: Πιστεύεις αλήθεια ότι μπορεί να γίνει ποτέ μια τέτοια επανάσταση;

Ε: Δεν ξέρω, αλλά για μένα έτσι κι αλλιώς η επανάσταση πάνω απ’ όλα είναι μια
υπόθεση προσωπική. Παλεύω ακόμα με τον εαυτό μου κι έχω απλά την υποψία ότι,
αν όλοι κάναμε το ίδιο, όλο και κάτι καλύτερο θα προέκυπτε.

Π: Πολύ εγωιστικό ακούγεται.

Ε: Μπορεί, αλλά τουλάχιστον είναι προτιμότερο από τα εκατομμύρια των ανθρώπων


που σφάζονται στο όνομα μιας ξένης αλήθειας.

Π: Ή στο όνομα ενός θεού.

Ε: Θεού αποκλείεται. Κανένας θεός δεν θέλει ανθρώπους να σκοτώνονται.

Π: Κι εσύ πού το ξέρεις;

Εύα έγραψε: Το ξέρω. Μιλάμε στο Facebook.

(ελπίζω να κατάλαβε ότι κάνω πλάκα, σκέφτηκε η Εύα)

Ο Πίτερ Άντριους έγραψε: Εσύ κι ο Θεός;

Η Εύα έγραψε: Βασικά οι δυο μας, αλλά καμιά φορά παρεμβαίνουν κι άλλοι στο chat.

Ο Πίτερ Άντριους: Και τι σου λέει δηλαδή ο Θεός;

Η Εύα έγραψε: Βασικά δεν μου το ’πε, το κατάλαβα.

Ο Πίτερ Άντριους έγραψε: Τι κατάλαβες δηλαδή;

Ε: Τι σημαίνει αούγκενμπλικ.

Κλικ. Αποθήκευση ως «Augenblick».

55
8η νύχτα

Ο κύριος Διανoουμενίδης παρουσίαζε την ποιητική του συλλογή στα Εξάρχεια, σε


ένα παραδοσιακό καφενείο. Η τελευταία του δουλειά ήταν αφιερωμένη στη μέρα της
γυναίκας, μια μέρα που την είχαν επινοήσει κάποια στιγμή οι μαρκετίστες και τη
μόδα είχαν πειθήνια ακολουθήσει πολλοί καλλιτέχνες και δημιουργοί, καθώς ήταν
μια καλή ευκαιρία και για εκείνους να πουλήσουν τα προϊόντα τους. Μπήκα στον
υποφωτισμένο χώρο με ευλάβεια σχεδόν κατανυκτική, τέτοια ήταν η ατμόσφαιρα που
επικρατούσε, και κάθισα σε ένα από τα πίσω καθίσματα γιατί έπρεπε να γράψω στη
συνέχεια για την παρουσίαση στην εταιρεία ειδησεογραφικού υλικού. Τον κύριο
Διανοουμενίδη δεν τον γνώριζα, αν και ήταν γνωστός (σχήμα οξύμωρο), ούτε είχα
διαβάσει κάποια ποιητική του συλλογή.

Ο κύριος Διανoουμενίδης είχε πελώρια κοιλίτσα (σχήμα οξύμωρο) και άσπρα γένια,
που πρόδιδαν την μάλλον προχωρημένη ηλικία του και που πάντως καλλιεργούσαν
μια εντύπωση σοφίας, και λέω εντύπωση γιατί, αν η σοφία ερχόταν με τα χρόνια, δεν
θα έλεγαν τόσο σοφά πράγματα τα μικρά παιδιά. Κατά τα άλλα κινούνταν στον χώρο
με σβελτάδα εφηβική και συνομιλούσε με όρεξη και μπρίο με όλους τους
προσκεκλημένους της εκδήλωσης, ιδίως τις θηλυκές παρουσίες που είχαν καταφτάσει
για να ακούσουν την παρουσίαση. Κάποια στιγμή, ο κύριος Διανοουμενίδης κάθισε
στην καρέκλα του, πίσω από ένα τραπέζι καφενείου στο οποίο είχαν τοποθετηθεί με
έναν τρόπο επιμελώς ατημέλητο μερικά αντίτυπα της τελευταίας του ποιητικής
συλλογής και κάποια από τις προηγούμενες, και άρχισε να παρουσιάζει το έργο του.

«Το βιβλίο μου είναι αφιερωμένο στις γυναίκες. Τις γυναίκες-μητέρες, τις γυναίκες-
αδελφές, τις γυναίκες-συζύγους», είπε, «αλλά και τις γυναίκες συναδέλφους,
ποιήτριες και συγγραφείς, αλλά και στις όμορφες γυναίκες» συμπλήρωσε κι έτσι
όπως παρέτασσε τις θεματικές κατηγορίες απορούσε ειλικρινά κανείς τι χώριζε όλες
αυτές τις γυναίκες που ο κύριος Διανοουμενίδης είχε αποφασίσει να τις χωρίσει με
κόμματα και εναντιωματικούς συνδέσμους.

Συνέχισε για λίγη ώρα ακόμα τον λόγο του, αναφερόμενος στη μητέρα του, την
υπέρτατη γυναικεία φιγούρα της ζωής του, και στη συνέχεια ανακοίνωσε ότι θα
διαβάσει δυο-τρεις στίχους για το κοινό:

Μάνα, λέξη ιερή, μάνα κρώζει το πουλί

Μάνα νιος και μάνα γέρος

Μάνα λεν σε κάθε μέρος

Το γυναικείο πλήθος παρακολουθούσε εκστατικό και στο τέλος της παρουσίασης μια
όμορφη κοπέλα, από αυτές που νόμιζε κανείς ότι θα πρέπει να ήταν κάποιου είδους

56
νεράιδα που είχε ξεφύγει απ’ το δάσος με τα ξωτικά, μια κοπέλα ποίηση από μόνη
της δηλαδή, τον πλησίασε και του ζήτησε να υπογράψει το βιβλίο της.

«Με χαρά, ωραιοτάτη», απάντησε ο κύριος Διανοουμενίδης.

«Ξέρετε, κύριε Διανουμενίδη, γράφω κι εγώ ποίηση» είπε δειλά το όμορφο κορίτσι.

«Είστε πολύ όμορφη, δεσποινίς μου, για να έχετε ταλέντο» της απάντησε ο κύριος
Διανοουμενίδης και αμέσως μετά της έδωσε μια κάρτα με τα προσωπικά του
τηλέφωνα. «Τηλεφωνήστε μου, όμως, θα ήθελα πολύ να πιούμε ένα ποτάκι».

Ο κύριος Διανοουμενίδης δεν είχε καμία πελώρια κοιλίτσα (σχήμα καθόλου


οξύμωρο).

Ο κύριος Διανοουμενίδης, κακά τα ψέματα, είχε μια πελώρια κοιλιά, που ξεχείλιζε
όλη αυθάδεια από το λοιπό του σώμα. Και η όψη του δεν ήταν καθόλου ήρεμη, ήταν
διαβολική.

Ήταν ένας γερο-μπιζμπίκης, απ’ το σώμα του έτρεχαν σάλια και τον φαντάστηκα
γυμνό σε μία παραλία. Ανατρίχιασα στη στιγμή. Ήταν ο ίδιος ένας στραβοπατημένος
βάτραχος από γρήγορο σπορ αυτοκίνητο στη Συγγρού, μια μπάλα που είχε πάνω στο
σώμα της πελώρια σπυριά γεμάτα πύον σαν πληγές και μια ουρά με δηλητήριο με την
οποία μετάγγιζε ασχήμια σε όποιον τον πλησίαζε, μια ασχήμια αφύσικη, σαν και τον
ίδιο.

Κλικ. Αποθήκευση ως «Μπλιαξ».

57
Στην πλατεία Συντάγματος καμιά εικοσαριά άτομα κάνουν διαδήλωση. Μουσική
υπόκρουση 1: Νέο Κύμα (όχι New Wave, πιο παλιά, της Χωματά) 2. Ξυλούρης.

Από τα μεγάφωνα ακούγεται «Φύσα αεράκι, φύσα με / μη χαμηλώνεις ίσαμε /να δω


στην Κρήτη μια κορφή /που ΄χω μανούλα κι αδερφή»

– άσχετο, ο καιρός νεφελώδης. Έχει κι υγρασία.

Ακριβώς απέναντι, ένας εικοσάχρονος κοιμάται στον δρόμο. Δίπλα ένας λαχειοπώλης
φωνάζει «αύριο κληρώνει» ‒ άσχετο. Να θυμηθώ να πάρω τα ρούχα απ’ το
καθαριστήριο.

Κλικ. Αποθήκευση ως «New Order».

58
9η μέρα

Στην οδό Λαγουμιζτή, στο νούμερο 4, έμενε ένας άστεγος (σχήμα οξύμωρο). Καθόταν
συνήθως πάνω από ένα σωρό από σκουπίδια κι όταν βαριόταν έβγαζε τη μοναδική
καρέκλα του στον δρόμο και παρακολουθούσε τα αυτοκίνητα. Στον λόφο με τα
σκουπίδια που είχε για σπίτι του υπήρχαν κεραίες τηλεόρασης, πάνινες παιδικές
κούκλες που θα πρέπει να τις είχε ξεμαλλιάσει κάποιο παιδάκι γιατί του είχαν πάει
καμιά εκατοστή φορά τις ίδιες, τενεκεδένια κουτιά από αναψυκτικό, συσκευασίες από
καθαριστικά πατώματος, προσώπου, και άλλα καθαριστικά για πλακάκια, λεκάνες
τουαλέτας, πατίνια, σκάφη αναψυχής, δόντια, γραφεία, μοκέτες, μολύβια.

Ο ένοικος του σωρού των υπολειμμάτων πάσης φύσεων καθαριστικών πρέπει να


λεγόταν Ψιτ, γιατί έτσι τον φώναξε μια μέρα ένας τύπος που ήθελε να παρκάρει το
αυτοκίνητό του και του φώναξε «ε, ψιτ, πάρ’ την καρέκλα σου από δω» γιατί ήταν
από κείνες τι ώρες όπου ο κύριος Ψιτ έβγαζε την καρέκλα του στον δρόμο για να
παρατηρεί την κίνηση. Ο κύριος Ψιτ φορούσε ρούχα όλο τρύπες, λιωμένα, και με την
προκλητική του απλυσιά έκανε τη δική του επανάσταση σε έναν κόσμο που είχε
εξελίξει στα όρια της διαστροφής την έννοια της όποιας καθαρότητας. Διάβαζε
παλιές εφημερίδες (δεν υπήρχαν πια) τις οποίες κρατούσε πάντα ανάποδα και έδειχνε
απόλυτα ήρεμος. Δεν πείραζε ποτέ κανέναν.

Ήταν ο πιο φιλήσυχος άνθρωπος της γειτονιάς. Όταν καμιά φορά ανέβαινε στο
λεωφορείο, οι άνθρωποι έκαναν «πιφ, αηδία» κι έπιαναν τη μύτη τους, γιατί μια
αποφορά ούρων, ιδρώτα και μούχλας έφερνε ένα άρωμα ασυνήθιστο στις
εκλεπτυσμένες μύτες των ανθρώπων.

Οι άνθρωποι σαν τον κύριο Ψιτ πλήθαιναν τα χρόνια της κρίσης, και έβλεπες
πολλούς στο Μοναστηράκι, στην Πλατεία Θεάτρου, στην Πανεπιστημίου, στις
υπόγειες διαβάσεις. Άλλοι άνθρωποι περνούσαν συχνά βιαστικά δίπλα τους, και
κάποιοι τους άφηναν χρήματα ή φαγητό. Ο άστεγος στην υπόγεια διάβαση της
Συγγρού τούς ευχαριστούσε μέσα από τα διάφορα καρτελάκια που είχε παρατάξει σε
αυτοσχέδιες βάσεις γύρω του και τα οποία έλεγαν «σας ευχαριστώ πολύ για τη
γενναιοδωρία», και οι περαστικοί κάπως ένιωθαν καλά με αυτόν τον συγκεκριμένο
άστεγο που είχε βαφτίσει γενναιοδωρία το αυτονόητο, γιατί για να τους ευχαριστεί,
σιγουρεύονταν κι οι ίδιοι ότι ήταν γενναιόδωροι και ότι ήταν επιπλέον επιλογή του να
μένει στον δρόμο, γιατί όταν οι άνθρωποι φτάνουν να ευχαριστούν για τα αυτονόητα,
οι άλλοι πάντα βαφτίζουν τα αυτονόητα γενναιοδωρία, παραχώρηση, ακόμα και
αλληλεγγύη, συναδελφική, ανθρώπινη ή άλλη.

Όταν πάλι έκανε κρύο πολύ, και κάποιες φορές έριχνε και χιόνι, κυκλοφορούσαν στο
Διαδίκτυο διάφορα άλλα καρτελάκια με ένα τηλεφωνικό νούμερο που μπορούσε
κανείς να το καλέσει και κατευθείαν θα έφθανε στο σημείο του άστεγου που
κινδύνευε να κρυοπαγήσει ο υπάλληλος κάποιας δημοτικής υπηρεσίας να του
προσφέρει τα αναγκαία και να τον μεταφέρει σε έναν χώρο ζεστό. Επρόκειτο για ένα
νούμερο που με τη σειρά του αντιστοιχούσε σε ένα τηλέφωνο που σπάνια το σήκωνε

59
κανείς και έπρεπε δηλαδή, αν κανείς ήταν άστεγος και επρόκειτο να πεθάνει, να
διαλέξει πολύ συγκεκριμένες ώρες να το κάνει αν ήθελε να μη μεταφερθεί πάραυτα
στον άλλον κόσμο.

Από την πλευρά τους, οι υπεύθυνοι των δημοτικών συμβουλίων ένιωθαν ήσυχη τη
συνείδησή τους, γιατί είχαν διαμορφώσει ειδικούς χώρους ζεστούς για τους αστέγους,
απλά εκείνοι έλεγαν, οι άστεγοι δηλαδή, δεν τους καταδέχονταν. Οι ομάδες
συμβούλων ψυχικής υγιεινής έκαναν συχνά λόγο για το ότι πάρα πολλοί από τους
ανθρώπους που βρίσκονταν στον δρόμο χρειάζονταν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη,
ανθρώπους που να τους αγαπάνε και περιβάλλον πολιτισμένο για να επιστρέψουν σε
αυτό που αποκαλούμε πολιτισμό. Οι αρχές κώφευαν. Το υπουργείο υγείας επίσης.
Ένα γραφειοκρατικό τέρας αλλά και διάφορες σχολές στην ψυχιατρική εμπόδιζαν την
εξεύρεση μιας λύσης.

Δεν ήταν βέβαια μόνο στη δική μας χώρα οι άστεγοι. Οι άστεγοι ήταν παντού,
υπήρχαν ολόκληρες χώρες μόνο από αστέγους, χώρες που οι άνθρωποι έμεναν σε
παράγκες και όταν η φύση αποφάσιζε να εκδικηθεί το ανθρώπινο είδος για τις τόσες
αυθαιρεσίες του, που είχαν θέσει πολλές φορές την ίδια στο χείλος της καταστροφής,
αυτοί κυρίως πλήττονταν, γιατί έτσι είναι η φύση, όταν την πνίγει το δίκιο ξεσπά
πολλές φορές και σε αθώους.

Σε κάποιες χώρες ετοίμαζαν ήδη νομοσχέδια για επιβολή προστίμων σε όσους έβαζαν
την ψάθα τους να κοιμηθούν σε δημόσιο χώρο, που περιλάμβαναν ποινές φυλάκισης
και πρόστιμα 530 ευρώ και δεν θα έκανε σε κανέναν εντύπωση αν δεν τους
φορολογούσαν κάποια στιγμή και για ακίνητα που είχαν στην κατοχή τους: μία ψάθα,
έναν καθρέφτη, ένα μπουρί, μερικές στάχτες, σκουπίδια, καρέκλα, ραδιοφωνάκι, όλα
φυσικά με διαφορετικό συντελεστή, ανάλογα με το βάρος τους.

Σε άλλες πάλι χώρες νεαροί αρχιτέκτονες πρότειναν ως λύση τροχήλατα ορθογώνια


κουτιά ίδια με φέρετρα, στα οποία θα διέμεναν οι άστεγοι, για να μη μολύνουν τον
περιβάλλοντα χώρο. Οι άνθρωποι θεωρούσαν παράξενο έναν άστεγο που ήθελε να
κοιμάται σε ένα λάκκο που είχε ανοίξει στη γη, αλλά απόλυτα φυσιολογικό να του
προτείνουν αν’ αυτού, εν είδει μάλιστα κάποιου είδους πρωτοπορίας, ένα φέρετρο με
ρόδες. Κάποιες πάλι αμερικάνικες ταινίες, από αυτές που πάντα κατέληγαν σε έναν
νικητή, παρουσίαζαν την εναγώνια προσπάθεια ενός μαύρου άνδρα, που είχε μείνει
άνεργος και ά-στεγος, να ξεφύγει από τις ουρές και τα συσσίτια των αστέγων και να
γίνει κι αυτός σαν τα διερχόμενα σπορ αυτοκίνητα που περνούσαν προκλητικά
σπινάροντας δίπλα από τις ουρές με τα συσσίτια.

Σήμερα, με ένα συνεργείο ειδησεογράφων πλησιάσαμε τον κύριο Ψιτ για να του
τραβήξουμε μια σειρά φωτογραφίες για το Διαδίκτυο. Η εντολή ήταν να τον
παρουσιάσουμε κάπως ως τον πιο βρόμικο άνθρωπο κάτι, αλλά αυτό το κάτι τους
διέφευγε για την ώρα. Ήξεραν οι ειδησεογράφοι που συμμετείχαν στο ρεπορτάζ ότι
τον τίτλο του πιο βρόμικου ανθρώπου στον κόσμο τον κατείχαν άλλοι, και
συγκεκριμένα ο Ιρανός Χάτζι, που τον είχε πάρει τελευταία από τον προκάτοχό του,

60
Καϊλάς. Ο Χάτζι ήταν ένας ογδοντάχρονος που ζούσε κάπου στο Ιράν και είχε εξήντα
έξι χρόνια να πλυθεί. Τρεφόταν από χαλασμένο κρέας και κάπνιζε τη στάχτη από μια
αυτοσχέδια υπερτροφική πίπα, που είχε φτιάξει από μπουρί αυτοκινήτου. Έπινε πέντε
λίτρα νερό από ένα βρόμικο μπετόνι που είχε παλιά πετρέλαιο και τα βράδια
κοιμόταν σε έναν λάκκο που είχε ανοίξει στη γη, γιατί ήθελε να νιώθει γειωμένος και
σε επαφή με την πραγματική ζωή.

Κουβέρτες δεν είχε. Όταν έκανε κρύο φορούσε ένα πολεμικό κράνος για να
προστατεύει μόνο το κεφάλι του. Τα πρωινά κοιτούσε τον εαυτό του στον καθρέφτη
για να δει αν όλα πήγαιναν καλά. Και πήγαιναν. Οι κάτοικοι του χωριού έλεγαν πως
στα νιάτα του είχε περάσει πολλές στενοχώριες και όταν του πήγαιναν καθαρό νερό
και φρέσκο φαγητό δεν ήθελε ούτε που να τα δει.

Οι άνθρωποι τον είχαν φωτογραφίσει κι εκείνον και του είχαν δώσει τον τίτλο «ο πιο
βρόμικος άνθρωπος του κόσμου». Σχολίαζαν μάλιστα ότι είχε πάρει δίκαια τον τίτλο
από τον προκάτοχό του, τον εξηνταεξάχρονο Καϊλάς, που ζούσε στην Ινδία και που
είχε μόνο τριάντα εφτά χρόνια να πλυθεί, από τη μέρα δηλαδή που παντρεύτηκε.
Ένας ιερέας τού είχε πει ότι το να μην πλένεται και να μην κόβει τα μαλλιά του ήταν
ο μόνος τρόπος να αποκτήσει αρσενικό παιδί και έτσι ο Καϊλάς ακολούθησε τη
συμβουλή του. Σε όλο αυτό το διάστημα είχε αποκτήσει εφτά κόρες και ούτε έναν
γιο. Δεν το έβαζε όμως κάτω. Στα εξήντα έξι του χρόνια και με τη γυναίκα του να
έχει φτάσει τα εξήντα, ακόμα έλπιζε. Και όταν οι κόρες του και η γυναίκα του έβαζαν
τις φωνές μπας και πλυθεί σε κανένα ποτάμι, εκείνος απαντούσε πως πλενόταν
καπνίζοντας φύλλα μαριχουάνας και κάνοντας προσευχές στον θεό Σίβα γιατί ήταν
σίγουρος ότι κάποια στιγμή θα του χάριζε το πολυπόθητο αρσενικό.

Η Ευρώπη είχε πάλι το δικό της «πιο βρόμικο άνθρωπο» και οι ειδησεογράφοι τον
είχαν φωτογραφήσει κι αυτόν με τον τίτλο «ο πιο βρόμικος άνθρωπος της Ευρώπης»
Ήταν ο Λούντβικ, ένας Τσέχος ο οποίος, από τη μέρα που είχε χάσει τη δουλειά του,
είχε, εξαιτίας μιας ψυχολογικής, έλεγαν, διαταραχής ανάγκη να ζει πάντα κοντά σε
στάχτες. Έκαιγε τα πάντα κι ύστερα κάθονταν πάνω στις στάχτες να νιώσει ζεστασιά.
Ζούσε μόνος, κι οι αρχές της χώρας τού έδιναν ένα επίδομα εκατό ευρώ για να μπορεί
να τρώει, αλλά επειδή θα το έκανε στάχτη κι αυτό, είχαν συνάψει ειδικές συμφωνίες
με εστιατόρια ώστε να είναι σίγουροι ότι θα έτρωγε κανονικό φαγητό.

Επομένως, έτσι όπως είχαν ήδη κατακτηθεί οι δύο βασικοί τίτλοι, του πιο βρόμικου
ανθρώπου στον κόσμο και του πιο βρόμικου ανθρώπου στην Ευρώπη, το επιτελείο
φωτογράφων και ειδησεογράφων που είχαμε αναλάβει να κάνουμε είδηση τον κύριο
Ψιτ αποφασίσαμε να του δώσουμε τον τίτλο του «πιο βρόμικου ανθρώπου του
Ευρωπαϊκού Νότου». Επρόκειτο για έναν συγκριτικό βαθμό, στην ουσία, που είχε
προκύψει εντελώς αυθαίρετα, καθώς καμία απολύτως σύγκριση δεν είχε προηγηθεί,
απλά ο τίτλος ακολουθούσε μια λογική εντυπωσιασμού από αυτές που συνηθίζονταν
πολλές φορές στους τίτλους των ειδήσεων. Ο φωτογράφος ζήτησε από τον κύριο Ψιτ
να καθίσει πάνω στο λόφο με τα σκουπίδια και μετά στην καρέκλα που καθόταν
συνήθως για να παρατηρεί την κίνηση. Ο κύριος Ψιτ έκανε πρόθυμα ό,τι του είπε,

61
αλλά ήταν φανερό ότι δεν έδειχνε κανέναν ενθουσιασμό για το όλο πανηγύρι. Όταν
επιτέλους τράβηξε και την τελευταία πόζα, με τον κύριο Ψιτ να διαβάζει ανάποδα μια
παλιά εφημερίδα, οι ειδησεογράφοι γέλασαν, με τον τρόπο που γελούν οι άνθρωποι
όταν κοιτάζονται στον καθρέφτη και νομίζουν πως βλέπουν κάποιον άλλον.

Ύστερα, το συνεργείο έφυγε και ο κύριος Ψιτ έμεινε να χαζεύει, σχεδόν


ενθουσιασμένος, ένα γρήγορο αυτοκίνητο που χλιμίντριζε σαν άλογο και που είχε
μόλις περάσει από μπροστά του.

Κλικ. Αποθήκευση ως «καρέκλα 3».

62
9η νύχτα

«63χρονη παντρεύτηκε αγόρι 8 ετών». Είχε συμβεί σε κάποια χώρα των μαύρων,
αλλά αυτό δεν είχε καμία απολύτως σημασία. Όταν ένας τίτλος ανέβαινε στο
Διαδίκτυο δισεκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο τον έκαναν κτήμα και
ιδιοκτησία τους αγνοώντας συχνά το αυτονόητο, ότι ήμαστε όλοι μέλη ενός μεγάλου
κόσμου, με τα επιμέρους κομμάτια του, τους επιμέρους κόσμους δηλαδή, αλλά
έπρεπε να είναι ο κάθε κόσμος ένα και μαζί για να έχει ολόκληρος ο κόσμος ένα
νόημα, γιατί καμία σύνθεση δεν έχει ενδιαφέρον αν δεν προκύπτει από ισότιμα αλλά
και διαφορετικά μεταξύ τους μέρη. Δεν πας να γίνεις μέρος ενός κόσμου ως
κατακτητής, ούτε ως υπόδουλος. Δεν πας να ερμηνεύσεις έναν κόσμο με τον κόσμο
σου. Δεν είσαι το επίκεντρο του κόσμου.

Καθώς δεν υπήρχε τρόπος να διαπιστωθεί κατά πόσο ο κάθε διαδικτυακός επισκέπτης
της σελίδας έμπαινε στον κόπο να διαβάσει όλο το κείμενο ή αρκούνταν μόνο στην
εντύπωση ενός τίτλου, ένας καλός τρόπος για να το εξακριβώσει κανείς ήταν η
ανάγνωση των σχολίων που συχνά ακολουθούσαν την όποια ανάρτηση. Από τους
εκατό σχολιαστές της συγκεκριμένης είδησης, είχε βρεθεί μόνος ένας, που ανάμεσα
σε έναν αλλοπαρμένο πλήθος που ούρλιαζε διαδικτυακά (άφθονα πλεονάζοντα
αποσιωπητικά, πέντε αντί για τρεις τελείες, μια πραγματική μάχη από τελείες δηλαδή,
πολλά θαυμαστικά, ακατάσχετα ερωτηματικά… ) και φώναζε για τα δικαιώματα του
καημένου του οχτάχρονου, συνέστησε στους υπόλοιπους να διαβάσουν όλη την
είδηση, γιατί δεν επρόκειτο καν για πραγματικό γάμο, αλλά για μέρος μιας τελετής σε
μια χώρα με διαφορετικά ήθη, όπου τα έθιμα των ανθρώπων απαιτούσαν από ένα
οχτάχρονο αγόρι να παντρευτεί τη γυναίκα που είχε ερωτευτεί ο παππούς του, αν
ήθελε να γλιτώσει όλη την οικογένεια από την κατάρα που αφήνει πίσω του ένας
ανεκπλήρωτος έρωτας. Έτσι κι έγινε.

Ο οχτάχρονος οδηγήθηκε στην εκκλησία, αντάλλαξε μερικά φιλιά στο μάγουλο με το


απωθημένο του παππού του κι η ροή της ιστορίας αποκαταστάθηκε, ή έτσι
τουλάχιστον πίστευαν οι άνθρωποι σε εκείνη την απομακρυσμένη γωνιά του χάρτη
(δεν υπάρχει στην ουσία τέτοια, η Γη είναι σφαιρική), και δεν ήξερε κανείς αν είχαν
δίκιο ή άδικο, γιατί αυτό το ταξίδι στον κόσμο των νεκρών ήταν από αυτά που
συνήθως ποτέ δεν γύριζες, για να αφηγηθείς τις εντυπώσεις, και ένα ταξίδι φοβερό,
που διάφορες χώρες του κόσμου, διάφοροι νικητές και δυνατοί, σήκωναν πόλεις από
μπετόν και οχύρωναν τους φόβους τους μέσα σε κάστρα όλο σίδερο και κοίταγαν όλο
ειρωνεία τις φυλές αυτές των ανθρώπων που ζούσαν από την καλλιέργεια της γης και
έλεγαν πως βρίσκονται σε επικοινωνία με τον κόσμο των πνευμάτων.

Την ώρα που ο οχτάχρονος είχε επιστρέψει στις αλάνες και έπαιζε ποδόσφαιρο με
τους φίλους του και η εξηντατριάχρονη μαγείρευε για τα πέντε της παιδιά τα οποία,
στα χαρτιά, θα είχαν από δω και πέρα κι έναν συνομήλικο πατέρα, χιλιάδες,
εκατομμύρια άνθρωποι συνέχιζαν να τη βρίζουν στο Διαδίκτυο, άνθρωποι

63
αποσπασματικοί, άνθρωποι- συνάψεις, άνθρωποι-πληροφορίες, άνθρωποι-
καταναλωτές, που αποθήκευαν καθημερινά δισεκατομμύρια εικόνες με τις λεζάντες
τους στον σκληρό δίσκο του μυαλού τους, κι όλες αυτές τις εικόνες έπρεπε κάποια
στιγμή να βρουν επειγόντως ένα τρόπο να τις συνδέσουν αν δεν ήθελαν να
καταντήσουν ένα μάτσο εικόνες από διαμελισμένα πτώματα και συσκευασίες για την
καλύτερη μπεσαμέλ αποθηκευμένες πρόχειρα στον ίδιο φάκελο ‒με όνομα αρχείου
«εικόνες»‒ χωρίς σειρά, χωρίς προτεραιότητα.

Κλικ. Αποθήκευση ως «εικόνα».

64
Νετρίνα – Ο Κατακλυσμός

Η κυρία Προκάτ πλησίασε σκυφτή και εναπόθεσε πάνω στον ιερή ζυγαριά που ήταν
στον πάγκο δέκα νύχια από ελεφαντόδοντο και μια αποσπώμενη μασέλα, επίσης από
το ίδιο υλικό.

«Θα πρέπει να δείχνατε πολύ αστραφτερή με τέτοια δόντια» της είπε ο


καταστηματάρχης.

Εκείνη κούνησε το κεφάλι όλο νοσταλγία και τον ρώτησε πόσο πιάνουν.

«Μπα, όχι πολλά, μη φανταστείς» της απάντησε εκείνος σε περιφρονητικό ενικό.

«Δηλαδή, πόσα» συνέχισε εκείνη με ύφος άρρωστου που κάνει γρήγορους


υπολογισμούς για να δει αν του βγαίνει για τη δόση του.

«Τριάντα ευρά».

«Τόσο λίγα; Μου είχαν στοιχίσει μια περιουσία κάποτε».

«Μόνη σου το είπες. Κάποτε» συνέχισε στον ίδιο ενικό ο καταστηματάρχης.

«Ας είναι» του απάντησε.

Ύστερα πήρε δύο χαρτονομίσματα των δέκα ευρώ, τα φυλλομέτρησε με αγωνία,


μάζεψε από τον πάγκο ένα ένα δέκα κέρματα που όλα μαζί έκαναν άλλα δέκα ευρώ,
τα παράχωσε κι αυτά βιαστικά στην τσέπη του παντελονιού της ρίχνοντας από
συνήθεια μια ματιά και πίσω της.

«Σε καλή μεριά» φώξαξε σέρνοντας το τελευταίο φωνήεν ο καταστηματάρχης.

Εκείνη έκανε μεταστροφή. Βγήκε από το κατάστημα κλείνοντας με δύναμη πίσω της
την πόρτα. Έβγαλε ένα μικρό πάκο από χαρτονομίσματα κι άρχισε να μονολογεί:
«Εκατόν είκοσι πέντε σκέψεις συν δέκα σκέψεις, εκατόν τριάντα πέντε σκέψεις. Θα
μου φτάσουν για ένα μπότοξ;».

Λίγο αργότερα, η Εύα πυροβόλησε τον Πίτερ. Με ένα όπλο με οχτώ γράμματα, ένα
μείγμα από μπαρούτι και δυναμίτη, τέσσερα γράμματα και άλλα τέσσερα δηλαδή,
που κι απομονωμένα μπορούσαν μια χαρά να πλήξουν τον στόχο, ενωμένα; Ένα
Ραφάλε τελευταίας τεχνολογίας. Δηλαδή για τον Πίτερ, γιατί εκείνη μερικές φορές
ακόμα και τις πιο πολεμικές λέξεις τις πέταγε σαν να κρατούσε το όπλο του
Κοκομπίλ, που πέταγε πολύ θυμωμένα ζάρια, μια δική της, κάπως τροποποιημένη,
εκδοχή. H Εύα εκείνη τη συγκεκριμένη μέρα είχε πιει μια ισχυρή δόση από το
καρδαμωτικό χαμομήλι του αγαπημένου της ήρωα, με αποτέλεσμα ο Πίτερ να πέσει
κάτω ξερός. Σέκος. Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Μπορούσε η Εύα να πυροβολεί; Η
Εύα; Που φρόντιζε τα λουλούδια όλου του κόσμου; Που ήξερε απέξω κι ανακατωτά
όλους τους πίνακες ζωγραφικής με όλα τα κρυφά μηνύματα; Η Εύα που καταλάβαινε
την ποίηση, που δεν πλατσούριζε ποτέ στα ρηχά, παρά βουτούσε στα πιο βαθιά τους

65
νοήματα, και επέστρεφε στην επιφάνεια μόνο όταν είχε ανάγκη να πάρει πάλι μια
βαθιά αναπνοή για να ξαναβουτήξει; Η Εύα που ήθελε να κολλήσει τα δύο μέρη του
κόσμου με την πιο γερή κόλλα UHU, θα μπορούσε η Εύα να πυροβολήσει; Να Τον
πυροβολήσει; Ο Πίτερ έμεινε στο έδαφος κάμποσες ώρες, λες και η σφαίρα να είχε
αδειάσει μεμιάς όλα τα σωθικά που ήταν σε επικοινωνία με το συναίσθημα.

Έτσι ένιωθε. Ύστερα σηκώθηκε, ένωσε τον δείκτη και τον αντίχειρα του δεξιού του
χεριού σε μια προσομοίωση κύκλου, ίσα που να φάρει φόρα ο δείκτης δηλαδή, κι
ύστερα τον τέντωσε με ορμή και επανέλαβε τρεις τέσσερις φορές ακόμη την ίδια
διαδικασία εξακοντίζοντας με περιφρόνηση ένα ένα κάτι τελευταία γράμματα που
κρέμονταν ακόμα απ’ το παλτό του. Δεν απάντησε ποτέ στα πυρά της. Η φιλία τους
χάθηκε. Έγινε ένα πελώριο αστέρι που κάποια στιγμή έμεινε από καύσιμα, κι ύστερα
τα κομμάτια του έγιναν πρόσφυγες στο Σύμπαν, κι αυτά με την πιο δυνατή κράση
έφτασαν να θαφτούν στη γη, σπόροι σοφίας, που για την ώρα παρέμεναν
αναξιοποίητοι.

Στη στιγμή, άρχισε να βρέχει. Κάποιοι είπαν ότι έβρεχε διαφθορά.

Ένας ουρανός, με μπόλικο θυμό σαν το φόντο του Λαοκόοντα, άρχιζε να ρίχνει
τόνους βροχής μπας και ξεπλυθεί λίγο η αιθαλομίχλη, αλλά πού. Πολλοί άνθρωποι
πετάγονταν τότε τρομαγμένοι από τα σπίτια τους, πολλοί ακόμα και με τα βρακιά, η
κυρία Χρυσαυγή κλειδαμπάρωσε στο μπάνιο τα χελωνάκια και τη μικρή της κόρη, η
κυρία Προκάτ και ο κύριος Ευπατρίδης αγκαλιάστηκαν για πρώτη φορά μετά από
χρόνια και διάφορες κυρίες από τα Χρυσά Αυγά, τους προοδευτικούς και τους
συντηρητικούς έκαναν λόγο για Κατακλυσμό. Όλοι κοιτούσαν απορημένοι
πραγματικά που ο ουρανός έβρεχε αυτή την παρέξενη κατάντια και προσπαθούσαν να
περισώσουν άτσαλα και όπως όπως τα λιγοστά τους υπάρχοντα, γιατί λιγοστά είναι
όλα τα υπάρχοντα αν τα συγκρίνεις με κάποια άλλα.

Μέχρι εκείνη τη μέρα κανένας δεν είχε ακούσει τίποτα γι’ αυτή κι όταν κατέφθαναν
να κάνουν ρεπορτάζ οι ειδησεογράφοι, όλοι συμφωνούσαν κλείνοντας προηγουμένως
ο ένας το μάτι στον άλλο, κι ύστερα ανταλλάσσοντας ματιές με τους ίδιους τους
ειδησεογράφους σαν να έπαιζαν κάποιου είδους σπασμένο τηλέφωνο με τα μάτια, ότι
δεν ήξεραν τίποτα και ότι, να, έτσι ξαφνικά, μια στιγμή έστρεψαν το βλέμμα τους
στον ουρανό και είδαν πολλά, μαύρα θυμωμένα σύννεφα. Αμέσως μετά, έλεγαν,
άρχισε να βρέχει. Διαφθορά.

Κι οι ειδησεογράφοι τούς πίστεψαν γιατί κι εκείνοι δεν ήξεραν και δεν είχαν ακούσει
τίποτα όλα αυτά τα χρόνια κι αυτό παρά το ότι ήταν να φανταστεί κανείς στην καρδιά
των γεγονότων. Και ύστερα έκαναν κι εκείνοι το ίδιο. Κοίταγαν κι αυτοί απορημένοι
τον ουρανό και πολλοί σταυροκοπιόνταν για το κακό που είχε βρει τον κόσμο.

Εκείνη τη μέρα, μετά ακριβώς από τη νεροποντή, άρχισαν λέει να βγαίνουν στο
κέντρο της Αθήνας κάτι φίδια πελώρια σαν κι αυτά που έπνιγαν τον Λαοκόοντα.
Ήταν φίδια πουά, φίδια τιγρέ, φίδια τιρκουάζ και έρχονταν κατευθείαν από τον βυθό
της θάλασσας, τα έστελνε ο Ποσειδώνας, και θα μας κατασπάρασσαν μια μέρα

66
κανονικά, δεν υπήρχε σωτηρία, και μπορεί και να παραδινόμαστε κιόλας ηδονικά
έτσι όπως θα μας κύκλωναν σε μια κουλούρα και θα μας έβαζαν στο κέντρο
προτάσσοντας το κεφάλι τους όλο επιθυμία.

Στο μεταξύ, κι ενόσω όλοι σταυροκοπιόνταν και απηύθυναν το βλέμμα τους στον
ουρανό όλο απορία και αγανάκτηση, από τον τρίτο όροφο κάπου μιας γκρίζας, πάλαι
ποτέ αρχοντικής, πολυκατοικίας στο κέντρο ακούγονταν, να σαν κάπως σαν μουσική
υπόκρουση, τέσσερα χελωνάκια να τραγουδούν απελπισμένα: «Καλύτερα μιας ώρας
ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή».

67
Augenblick

Νιώθω μια κούραση... Σαν να τελειώνει ένας κόσμος. Στους δρόμους μυρίζει μια
φωτιά που δεν άναψε. Στο περίπτερο ένας μεσήλικος άνδρας αγοράζει πέντε
σοκοφρέτες, για βραδινό (τέσσερις στην αρχή, του περίσσεψαν κάτι ψιλά, ο
περιπτεράς έκανε σκόντο, του έκανε δώρο τη μικρή διαφορά που τον χώριζε από την
πέμπτη). Στις οθόνες στις αποβάθρες των τρένων προβάλλει ένα μοβ ηλιοβασίλεμα,
από τη Σαντορίνη.

Έξι λεπτά αρκούν για να χαζέψω λίγο ακόμα ένα ηλιοβασίλεμα σε μια οθόνη τοίχου.
Το παρατηρώ λίγο καλύτερα. Προσπαθώ να καταλάβω γιατί οι άνθρωποι βρίσκουν
τόσο ρομαντική τη δύση. Μια πιθανή εξήγηση πρέπει να είναι ότι συμβαίνει σε
βολική ώρα – κανένας δεν φωτογραφίζεται στην ανατολή, για παράδειγμα, πού να
ξυπνήσεις. Έχοντας δει και τις δύο διαδρομές του ήλιου στο συγκεκριμένο νησί, έχω
να καταθέσω στο ανύπαρκτο ακροατήριό μου ότι η ανατολή του ήλιου είναι μακράν
καλύτερη. Δεν χρειάζεται καν φωτογραφία. Η δύση είναι νοσταλγική. Είναι σαν την
τελευταία τελεία που βάζει ένας συγγραφέας στο βιβλίο του. Έχει κάτι από θάνατο.
Είναι ύμνος στο παρελθόν κι εγώ το παρελθόν, σαν την εποχή, το άφηνα συνέχεια
πίσω μου, αλλά όλο το έβρισκα μπροστά μου. Κάποια μέρα θα το έβαζα σε ένα
πιθάρι και θα το σφράγιζα, και θα καθόμουν μετά κι εγώ πάνω με όλο μου το βάρος
και από κει θα ατένιζα τα αστέρια στον ουρανό. Ήταν τόσο πολλά. Και τόσο
διαφορετικά. Και το φως τους διακριτικό, όπως θα έπρεπε να είναι το φως όλων των
νικητών που θα έπρεπε να γράφουν την ανθρώπινη ιστορία.

Σιγά σιγά τα αστέρια άρχισαν να με υπνωτίζουν σαν ένα εκκρεμές που έκοβε
αδιόρατες βόλτες στο Σύμπαν, μία από δω μία από κει, και κάποια στιγμή
φαντάστηκα ότι ζω σε έναν κόσμο χωρίς λέξεις. Οι άνθρωποι τις είχαν λέει εξελίξει
τόσο πολύ, που κάποιοι είπαν ότι έπρεπε να τις καταργήσουν εντελώς κι αυτό για
χάρη μιας συμπαντικής ισορροπίας που έπρεπε να εξυπηρετηθεί. Καμία προσπάθεια
των ανθρώπων να διαχειριστούν τις λέξεις με επιτυχία όλα τα προηγούμενα χρόνια
δεν είχε άλλωστε στεφθεί από επιτυχία.

Οι άνθρωποι περνούσαν χρόνια ολόκληρα στα γυμναστήρια ασκώντας την ευλυγισία


και τη χάρη και πάνω που είχαν εξελιχθεί σε κομανέτσι των λέξεων, τσουπ, έφτανε
μια λάθος στιγμή για να εξακοντίσουν στην ανθρωπότητα τις πιο ακατάλληλες λέξεις
που μαζεύονταν όλες μαζί στον ουρανό κι έφτιαχναν θυμωμένα σύννεφα. Κάποιοι
άνθρωποι τότε, και όταν δηλαδή συνειδητοποίησαν τη δύναμη των λέξεων στους
άλλους ανθρώπους, άρχισαν να τις χρησιμοποιούν για να τους βγάλουν από τη μέση,
οι λέξεις τους έγιναν όπλα φονικά και με αυτές πυροβολούσαν τον κόσμο.

Άλλοι πάλι, ανίκανοι να διαχειριστούν τις παρεμβολές του υποσυνείδητου, που


οδηγούσαν τις λέξεις σε εντελώς λανθασμένες διαδρομές, θλίβονταν πολύ και
βούλιαζαν στη σιωπή. Για χρόνια πολλά και αιώνες περισσότερους οι άνθρωποι
χωρίζονταν σε πολυλογάδες και σιωπηλούς, οι μεν προσπαθούσαν να εξαφανίσουν
τους δε, αλλά αρκούσε μια λέξη για να τους επαναφέρει πάλι εμπρός τους.

68
Κουρασμένος από τον αιώνιο διχασμό ο κόσμος έφτασε κάποια στιγμή που οι
ποταμοί είχαν ξεχειλίσει, τα ποτάμια είχαν γεμίσει νεκρά ψάρια, το νερό δηλητήρια, ο
αέρας μύριζε μπαρούτι και τότε… το Σύμπαν ανοιγόκλεισε για μια στιγμή τα μάτια κι
έγινε ο κόσμος μια στιγμή. Και για λίγο, σώπασε.

Τα αυτοκίνητα έμειναν ακινητοποιημένα, οι κόρνες σίγησαν, οι τηλεοράσεις έμειναν


άφωνες με το στόμα του παρουσιαστή ανοιχτό και δεν ανησυχούσε κανείς αν μπει
καμιά μύγα, γιατί οι μύγες στάθηκαν κι αυτές κάπου στον αέρα, ακίνητες. Καμιά
δεκαριά από κατσαρίδες έγειραν αποκοιμισμένες πάνω σε ένα μπουκάλι καθαριστικό
που είχαν βαλθεί να το αναποδογυρίσουν πάνω στη μοκέτα, ένα περιστέρι με
σπασμένο φτερό έγειρε απαλά πάνω στο άλλο κι εκεί απόμεινε, τρία χελωνάκια με
όψη σιχτιρισμένη –την έλεγες και μακάβρια, γιατί επιτέλους θα συντονίζονταν κάπως
με τη φυσική τους ταχύτητα‒ είχαν απομείνει με τα μάτια ορθάνοιχτα να κοιτάζουν
ένα σπορ αυτοκίνητο που είχε μείνει κι αυτό εκεί, παγωμένο, σαν πίνακας
ζωγραφικής αφιερωμένος στην ταχύτητα.

Κύριοι Ψιτ και Πολίτικαλοι Κορέκτ, κυρίες Προκάτ και Ευπατρίδηδες, προοδευτικοί
και συντηρητικοί, υποψιασμένοι, Χρυσά Αυγά. ραφεία ιδεών και ανθρώπων
απόμειναν για λίγο δέσμιοι μιας απέραντης σιωπής.

Ύστερα ακούστηκε ένα μπαμ σαν ένα δισεκατομμύρια λέξεις – δημοκρατία,


ισονομία, δικαιοσύνη, μπλιαξ, θυμωμένο, σύννεφο, εικόνα, καρέκλα, ψιτ, augenblick,
sugar, mela, perche…– μαζί να είχαν πυροβολήσει τον πλανήτη. Αποκεφαλισμένες
συλλαβές, γράμματα ζωγραφιστά και άλλα καλλιγραφικά, ξεχασμένες περισπωμένες,
διαμελισμένες οξείες, συνεσταλμένα σιρκονφλέξ, απορημένα ούμλαουτ,
εξακοντίστηκαν στα πιο απομακρυσμένα μέρη της γης.

Εκατομμύρια υπολογιστές, κινητά και τάμπλετς έδειξαν για λίγο κύματα στην οθόνη
κι ύστερα… ο κόσμος πάτησε restart κι η ιστορία άρχισε να γράφεται πάλι από την
αρχή. Με άλλους πρωταγωνιστές και άλλες λέξεις.

69
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

Fade out: Κόσμος

70
E la nave va

Στην Ακρόπολη, στη Μακρυγιάννη, άνθρωποι ανεβαίνουν, κατεβαίνουν, κάθονται


στο πεζούλι έξω από το μουσείο, στα τραπεζάκια από τις καφετέριες, και κάνουν πως
είναι καλοκαίρι. Ένας μουσικός παίζει μια μελωδία ξεχασμένη από τον χρόνο κι ένας
τουρίστας χορεύει την ντάμα του στον δρόμο. Ο Πίτερ είχε αργήσει λίγο και η Εύα
έκανε πως ισορροπεί σε μια διακεκομμένη γραμμή που είχαν σχεδιάσει κάτι παιδιά με
κιμωλία. Κάποια στιγμή τον είδε. Προχώρησε προς το μέρος του κι εκείνος προς το
δικό της. Συναντήθηκαν για πρώτη φορά στον κύκλο που διέγραφαν μέχρι πριν από
λίγο τις φιγούρες τους δύο πλανόδιοι χορευτές.

71
1ος χρόνος

«Επόμενη στάση “Σύνταγμα”» ακούστηκε από τα μεγάφωνα του μετρό, αλλά το


σύστημα βιαζόταν, ήμαστε στην πραγματικότητα ένα σταθμό πριν, στην Ακρόπολη.
Όσοι μπερδεύτηκαν, μπερδεύτηκαν. Όσοι ήξεραν τη διαδρομή από πριν, βγήκαν
κερδισμένοι στον επιθυμητό προορισμό. Έτσι ήταν το σύστημα. Όχι για όλους.
Περιμένω τις πόρτες να ανοίξουν. Μια βιαστική κυρία με σπρώχνει. Θέλει να έχει τη
χαρά να είναι η πρώτη που θα πατήσει τη διαχωριστική γραμμή που χωρίζει τους
συρμούς από τον διάδρομο στην αποβάθρα με φόντο το αντίγραφο της ζωφόρου του
Παρθενώνα.

Δεξιά μου, στον μεταλλικό σκελετό που χωρίζει τον μικρό χώρο αναμονής από τα
καθίσματα, προσέχω μια διαφήμιση στο ύψος του ματιού. Ένας νεαρός καθαρός,
κουστουμαρισμένος, χαμογελαστός, γεμάτος αυτοπεποίθηση περιμένει ένα
λεωφορείο των μέσων μαζικής μεταφοράς που διακρίνεται σε φλούο κάπου στο
βάθος.

Βγαίνω, για την ακρίβεια παρασύρομαι από το βιαστικό πλήθος, στις αποβάθρες.
Κυλιόμενες σκάλες αριστερά και δεξιά. Εκατό άτομα συνωστίζονται στη δεξιά
σκάλα. Η αριστερή, άδεια. Η δεξιά είναι πιο κοντά, με το που στρίβεις από τις
αποβάθρες μπροστά σου. Το πλήθος αφήνεται στο υπνωτιστικό λίκνισμα της
κυλιόμενης κλίμακας. Κι εγώ μαζί τους. Στην πρώτη κορυφή, μικρό ψυχαγωγικό
διάλειμμα: στην προθήκη, λείψανα της αρχαίας οδού I. Λίγη ακόμα υποβασταζόμενη
αναρρίχηση και στις προθήκες του επόμενου ορόφου πινάκια, σκυφίδια, κύλικες,
κάνθαροι, λείψανα-και-αποδείξεις από ένα αρχαίο φαγοπότι που συντελέστηκε
παρουσία πολλών συνδαιτυμόνων.

Πλησιάζουμε στο φως: στον επόμενο όροφο το γραφείο του υπευθύνου του σταθμού,
τα εκδοτήρια, οι αυτόματοι πωλητές εισιτηρίων, τα επικυρωτικά μηχανήματα, ένα
μηχάνημα συναλλαγών της Εθνικής Τράπεζας και αντίγραφα από γλυπτά του
ανατολικού αετώματος του Παρθενώνα. Λίγο ακόμα και φτάνουμε στο Έβερεστ.
Ακρόπολη• σύμβολο τού πόσα ο άνθρωπος μπορεί.

Έχει βραδιάσει και κάνει λίγο κρύο πια. Παλιά έκανα συχνά αυτή τη διαδρομή.
Αφότου ξεκίνησα τη δουλειά στην εταιρεία ειδησεογραφικού υλικού, σταμάτησα. Ο
Σιγκ μού είχε χαρίσει μια πυξίδα τότε, για να μου ευχηθεί «καλή αρχή». Την
κοιτούσα όλα τα χρόνια. Ήταν σταθερά προσανατολισμένη στη Δύση. Δέκα χρόνια
και ο κόσμος συνέχιζε να καταναλώνει ειδήσεις, συνέχιζε να γκρινιάζει για την
ανεργία, να περιμένει ως μάννα εξ ουρανού την πολυπόθητη ανάπτυξη, μια λέξη της
οποίας το περιεχόμενο επί της ουσίας αδυνατούσε και να προσδιορίσει.

Τίποτα. Τα ραφεία ιδεών εξακολουθούσαν να αποτελούν την καλύτερη μπίζνα της


εποχής. Στα ειδησεογραφικά πρακτορεία ο κόσμος βαριόταν. Εγώ βαριόμουν. Στην
αρχή με ενοχλούσαν οι πλεονασμοί, οι εναντιωματικοί σύνδεσμοι που έμπαιναν
καταχρηστικά και δημιουργούσαν παρανοήσεις, τα οξύμωρα. Η ταχύτητα της
δουλειάς, του Διαδικτύου, της καθημερινότητας από ένα σημείο και μετά με είχε

72
υπνωτίσει. Ήμουν ένα εκκρεμές κι εγώ που πήγαινε μία από δω μία από κει, σε μια
προσπάθεια να συγχρονιστώ άτσαλα με έναν ξαφνικά θαρρείς απέραντο κόσμο.

Η Αλήθεια και η Αξιοπιστία, τροφοδοτώντας χρόνια τώρα με ειδήσεις «προοδευτικές»


και «συντηρητικές», είχαν διατηρήσει ένα αντίστοιχο ολοένα και μικρότερο
αναγνωστικό κοινό, που αρκούσε για να βγάζει την κυβέρνηση, μια συνεργασία και
των δύο. Δέκα χρόνια τώρα κοιτούσα κάθε μέρα το καθρεφτάκι που ήταν κάτω από
την πυξίδα του Σινγκ. Το κοιτούσα και έλεγα το μάντρα: «Για να αλλάξεις το
σύστημα, πρέπει να είσαι μέσα στο σύστημα». Κι ύστερα έκανα χωρίστρα τα μαλλιά
μου, μια τέλεια, αλφαδιασμένη χωρίστρα, που ξεκινούσε από την προέκταση της
μύτης και κατέληγε στην κορυφή, στο ακριβές μέσο του κεφαλιού.

Δεν είχα πλουτίσει από τη δουλειά μου: είχα ένα νοικιασμένο σπίτι, δύο δωμάτια, ένα
μικρό μπαλκόνι, δύο κατσαρόλες, πέντε πιάτα, έξι μαχαιροπίρουνα, ένα σκύλο, ένα
ποδήλατο, μία κατσαρίδα. Μου αρκούσαν. «Λόγω εντιμότητας» έλεγαν κάποιοι,
αλλά η σύνδεση της ύλης με την τιμιότητα πολλές φορές είναι υπεραπλούστευση σε
έναν κόσμο που καλώς ή κακώς ορίζεται από τις συναλλαγές. Δεν ήταν όμως αυτό
που με απασχολούσε, ήταν η ευθεία που είχε πάρει η ζωή μου. Δεν με ικανοποιούσε
πια ο ρόλος του παρατηρητή.

Μετά από χρόνια παρατήρησης, οι παρατηρητές όλου του κόσμου βούλιαζαν κι αυτοί
στις δικές τους καρέκλες, τις οποίες τους άρεσε να καλούν πνευματικές. Οι
πνευματικές καρέκλες δεν ήταν σαν τις μουσικές, που όταν τελείωνε το τραγούδι
καθόταν όποιος προλάβαινε κι ο όρθιος ήταν ο χαμένος. Στις πνευματικές καρέκλες
έλεγαν όλοι κάτι φράσεις όλο δύσκολα νοήματα και στο παιχνίδι έχανε όποιος
δυσκολευόταν να προσφέρει μια λέξη όλο σύμφωνα. Τελείως διαφορετικό παιχνίδι
δηλαδή. Πολύ πολύπλοκο.

Υποψιάζομαι ότι δεν ήταν όλοι οι παρατηρητές το ίδιο, αλλά όπως και να το κάνεις,
ένας κόσμος που ονειρεύεσαι για τον εαυτό σου (αυτόν που προσπαθείς να
διαφυλάξεις ίσως από το καβούκι του παρατηρητή) δεν υστερεί σε τίποτα σε
ματαιοδοξία από έναν κόσμο συμμετοχικής επίφασης. Ίσως γι’ αυτό ο κόσμος να
συνέχιζε χρόνια ίδιος κι απαράλλαχτος, χωρίς αλλαγές επί της ουσίας. Γιατί οι
επιμέρους κόσμοι δεν μπορούσαν με τίποτα να συναντηθούν.

Οι μόνοι που είχαν αλλάξει στο μεταξύ κάπως συνήθειες ήταν οι ένοικοι της
πολυκατοικίας. Του κυρίου Ευπατρίδη τού την είχε σβουρίσει κάποια στιγμή από τις
πολλές υπογραφές, κι εκεί που βούλιαζε μια μέρα στην καρέκλα, σηκώθηκε, τα
βρόντηξε όλα, και μετακόμισε αρχικά στην Κίνα. Σύμφωνα με κάποιες πρώτες
πληροφορίες που είχαν διαρρεύσει στη γειτονιά, εκεί μάθαινε κουνγκ φου σε μια
σχολή που την είχαν κάτι καλόγεροι σαολίν. Από κει μετακόμισε στο Θιβέτ, όπου με
ασκήσεις ζεν τρόχιζε τα βίαια ένστικτα που ανακάλυπτε στις πολεμικές τέχνες.

73
Η κυρία Προκάτ, που θύμιζε κάποια στιγμή φαγιούμ από τα απανωτά μπότοξ, είχε
ερωτευτεί έναν πλανόδιο μουσικό και ταξίδευαν έκτοτε οι δυο τους σε διάφορα
σημεία του κόσμου. Κοιμόνταν σε πάρκα, σε κουπαστές πλοίων, σε βαγόνια τρένων,
σταματούσαν, εκείνος έπαιζε μουσική, εκείνη τακτοποιούσε το αναλόγιο, και
συνέχιζαν. Τα χελωνάκια της κυρίας Χρυσαυγής το ’χαν σκάσει μια μέρα από το
παράθυρο του μπάνιου και κατάφεραν να φτάσουν σε ένα χωράφι στη λίμνη του
Μαραθώνα. Όταν έφτασαν, εξουθενωμένα από το τόσο περιττό περπάτημα, γύρισαν
το καβούκι τους στο χώμα και έμειναν ανάσκελα για κάνα δυο μέρες, μέχρι να
επαναφέρουν τον οργανισμό στη σωστή κυκλοφορία. Έκτοτε απολάμβαναν τη
γοητεία της βραδύτητας συνεχίζοντας τη ζωή τους με κανονικούς, χελωνίσιους
ρυθμούς. Η κυρία Χρυσαυγή είχε εγκαταλείψει τα Χρυσά Αυγά, είχε ανοίξει μια
εταιρεία καθαρισμών με την κόρη της και είχαν γίνει ζάμπλουτες. Τα Χρυσά Αυγά
είχαν αποκτήσει παραρτήματα σε όλο τον κόσμο. Οι υποψιασμένοι αυξάνονταν, αλλά
δεν έβγαζαν κυβέρνηση.

74
2ος χρόνος

Τους πρώτους έξι μήνες ο Σιγκ δεν κάνει τίποτα. Την καλημέρα τη λέει μισή και η
καλησπέρα κι η καληνύχτα τείνουν να εκλείψουν από το καθημερινό του λεξιλόγιο.
Το πρωί νιώθει το σώμα του βαρύ σαν ένα κομμάτι μάρμαρο, που θέλει πολλή
δουλειά για να μπορεί να στέκεται αρτιμελές στις γκαλερί του κόσμου.

Φαγητό δεν τρώει. Έχει βρει κάτι παστίλιες που έχουν όλες τις πρωτεΐνες και τα
ιχνοστοιχεία που πρέπει να περιλαμβάνει μια ισορροπημένη διατροφή κι έτσι ξεγελά
την ισορροπία του. Όταν βρέχει, γίνεται ένα με τη βροχή, έτοιμος να μπει στη γη να
την ποτίσει. Όταν έχει λιακάδα, κλείνει τα παντζούρια και κάθεται με τα χέρια
σταυρωμένα στο κρεβάτι ανάσκελα χαζεύοντας αδιάφορα το ταβάνι. Έξι ολόκληρους
μήνες. Τον έβδομο ξυπνά, ανοίγει τα παράθυρο στον ήλιο, μυρίζει το πρώτο
τριαντάφυλλο που ανθίζει στη γλάστρα του γείτονα, κι ύστερα αρχίζει να
καταστρώνει το μεγάλο σχέδιο.

Να τος. Είναι έτοιμος. Φροντίζει τώρα να κρατά το μυαλό του απασχολημένο, για να
μην κάνει άσχημες σκέψεις. Και για να μην πέσει ξανά σε γελωτοφοβία (=ασθένεια
που παθαίνουν οι άνθρωποι όταν φοβούνται να γελάσουν, γιατί είναι σίγουροι ότι, αν
το κάνουν, κάτι κακό θα τους συμβεί). Κανένας δεν ξέρει την πραγματική αιτία αυτής
της σπάνιας νόσου. Υπάρχει όμως μια υποψία ότι έχει γεννηθεί ως αντίδοτο στη
γελωτομανία (=ασθένεια που γελάς συνέχεια ανεξαρτήτως αιτίας και αφορμής). Όλο
αυτό το ακατάσχετο γέλιο, λένε κάποιοι επιστήμονες, έχει απομακρύνει τους
ανθρώπους από τη φυσική σύσπαση των μυών που συνήθως προκύπτει κάτω από
συνθήκες ευγένειας ή καλού χιούμορ. Μαρτυρίες ασθενών πάλι λένε πως ούτε που το
κατάλαβαν κι οι ίδιοι πώς κόλλησαν. Απλά κάνουν ό,τι βλέπουν στις διαφημίσεις,
που κι εκεί γελάνε όλοι. Ο Σίγκμουντ (ή Φρόιντ, όπως είναι τα δύο παρατσούκλια
του) τα ξέρει καλά όλα αυτά. Τα έχει σπουδάσει. Και μέσα του γελά με ηρεμία κάθε
φορά που τον ειρωνεύονται: «Τι σπούδασες λέει; Διαδικτυακή ψυχανάλυση; Καλά,
άμα βρεις εσύ δουλειά σφύρα μου».

Ο Σίγκμουντ δεν παρεξηγεί τους ανθρώπους. Ξέρει ότι πολλοί είναι για δέσιμο και
ότι σύντομα δυστυχώς θα γίνει περιζήτητος. Αλλά δεν είναι αυτά πράγματα να τα
συζητά με τον καθένα. Αφήνει τον χρόνο να κάνει μόνος του όλη τη δουλειά και για
την ώρα είναι απασχολημένος στο να ξοδεύει τον χρόνο του. Κάθε εργασία την
τραβάει από τα μαλλιά: πηγαίνει να πάρει ψωμί, πιάνει κουβέντα με τον φούρναρη,
ύστερα με τη γυναίκα του, ύστερα με την υπάλληλο. Στον δρόμο για την επιστροφή
ακολουθεί πάντα μια διαφορετική διαδρομή, για να χάνεται στα στενά τάχα μου
τυχαία και να προσπαθεί στη συνέχεια να βρει τον μίτο της Αριάδνης που τον έχει
ξετυλίξει ο ίδιος απ’ το κουβάρι δηλαδή. Συγκοινωνίες δεν παίρνει ποτέ. Πέρα του
ότι κάνει οικονομία, είναι και ενός είδους άσκηση, και πρέπει να έχει το μυαλό και το
σώμα του σε φόρμα για να μπορεί να αφοσιώνεται τα βράδια στο «μεγάλο σχέδιο».
Μια διαδρομή πέντε λεπτών με το μετρό την κάνει σαράντα με τα πόδια. Περπατά

75
αργά και πότε πότε διακόπτει την πορεία του απολαμβάνοντας βαθιές εισπνοές και
εκπνοές από τη μύτη, ιδίως όταν ο καιρός είναι βροχερός και η μυρωδιά της γης
ποτίζει τον αέρα. Για τις περιπτώσεις που κάτι τον ταράσσει στον δρόμο, ένας κύριος
Ψιτ, ή ένας οδηγός που δείχνει την παλάμη του σε διερχόμενο σε διάβαση πεζών,
φυλάει πάντα την καλύτερη αναπνοή, την ουτζάγι, μια γεμάτη σε τέσσερις χρόνους
εισπνοή από τη μύτη, τόσο που να γεμίσουν αέρα οι πνεύμονες, και μια εξίσου
χρονοβόρα εκπνοή από τη μύτη, με τον αέρα να περνάει προηγουμένως από την
τραχεία παράγοντας έναν ήχο ίδιο με κύμα ωκεανού – ευγνωμονεί τα μαθήματα
γιόγκας κάθε φορά που παίρνει μια τέτοια αναπνοή. Μπροστά από την Ακρόπολη
κάνει τον σταυρό του. Οι άλλοι κουνάν το κεφάλι τους. Τον περνάνε για τρελό. Ας
λένε ̶ τι ξέρουν οι τρελοί;

76
3ος χρόνος

Ο Σίγκμουντ έχει επιστρέψει από τον καθιερωμένο περίπατο, έχει πάρει τις
απαραίτητες ουτζάγι και έχει καθίσει για άλλη μια φορά στην οθόνη του υπολογιστή.
Έτοιμος να αντιμετωπίσει τον κόσμο.

Μήνυμα. Από την Εύα. Κωδικός «Οράνιο Τόξο» έλεγε. Ύστερα το προώθησε σε
Ζοάο, Ζαχίρ, Μεντίε, Χου Τσι, Πέδρο, Ζουν Κου, Εμίλιο, Πέτρο, Μ. Εστέβεζ, Εμίλιο
Παθ βον, Β. Οστρογκόφ, Χόρχε Οτούλ.

Κι ύστερα scroll down.

«Για να δούμε, τι έχουμε σήμερα;» μονολογεί λες και απευθύνεται σε έναν αόρατο
ασθενή. Μπαίνει στη σελίδα του Facebook, και αρχίζει να διαβάζει δημοσιεύματα
ξένων διαδικτυακών ειδησεογραφικών δικτύων. Αχά! Σε μια χώρα των λευκών (που
λεγόταν Πορτογαλία) ο υπουργός Οικονομίας είχε ένα γλωσσικό ολίσθημα, ένα
lapsus linguae, όπως θα το ονόμαζε ο συνονόματός του, Σίγκμουντ Φρόιντ. Ο
δυστυχής, είχε εκ παραδρομής χαρακτηρίσει τους ανέργους κόιζο, δηλαδή πούτσα,
μια λέξη που απ’ όποια ερμηνευτική πλευρά και να την έπιανες, δεν έσωνε με τίποτε
το αβυσσαλέο υποσυνείδητο του Πορτογάλου υπουργού. Γιατί η λέξη σήμαινε
αφενός το ανδρικό μόριο ή στην καλύτερη περίπτωση κάτι σαν χαμένα κορμιά. Ο
Σιγκ, που στο μεταξύ έχει πατήσει κλικ στον τίτλο για να διαβάσει ολόκληρη την
είδηση, πατά ctrl alt, κάνει επιλογή σε όλο το κείμενο, δεξί κλικ, κι ύστερα
αποθήκευση ως «lapsus linguae 2». Ύστερα, ανοίγει έναν φάκελο που έχει τον τίτλο
«για τον ράφτη» γραμμένο με greeklish ‒ «gia ton rafti»‒ και ανοίγει ένα αρχείο που
βρίσκεται εκεί με το όνομα «lapsus linguae 1». Στο αρχείο αυτό έχει αποθηκεύσει και
τη φράση ενός άλλοτε υπουργού Οικονομικών από τη χώρα του, του οποίου το
υποσυνείδητο σε μια εσπευσμένη προσπάθεια να… συγκαλέσει μια σύσκεψη, την
είχε, προς κακή του τύχη, συγκαλύψει.

Δεδομένης της τροπής που είχε πάρει η οικονομική κατάσταση ιδιαίτερα στις χώρες
του ευρωπαϊκού Νότου, ο Σιγκ έβρισκε κάτι τέτοιες παραδρομές της γλώσσας
πραγματικά μαργαριτάρια για την επιστήμη της διαδικτυακής ψυχανάλυσης, την
οποία υπηρετούσε. Τώρα κάνει minimize στο αρχείο lapsus linguae 1, ξανανοίγει το
lapsus linguae 2, κάνει copy paste όλο το κείμενο του δεύτερου αρχείου και ύστερα
επικόλληση στο lapsus linguae 1. «Είστε σίγουροι ότι θέλετε να αποθηκεύσετε τις
αλλαγές σας στο lapsus linguae 2;»τον ρωτά ο υπολογιστής. «Ναι» απαντά ο Σιγκ,
και στη συνέχεια στέλνει το αρχείο στον κάδο απορριμμάτων. Μετονομάζει το
Lapsus Linguae 1, σε Laspus Linguae σκέτο και το αφήνει εκεί στον φάκελο που
ετοιμάζει για τον ράφτη.

«Τελικά, τον Νότο μόνο ένας Φρόιντ θα τον σώσει» καταλήγει γελώντας.

Βγαίνει από το Facebook, βγαίνει από το Διαδίκτυο, κλείνει τον υπολογιστή. Αρκετά
για σήμερα.

77
Δύο απολαυστικές ουτζάγι. Φέρνει στο μυαλό του τα κύματα του ωκεανού να σκάνε
στη Λας Καντέρας. Ύστερα βγάζει βόλτα τον σκύλο του.

78
4ος χρόνος

Στο Instagram έχει ανέβει ένας μουσακάς. Αυτοπροσώπως. Η αλήθεια είναι πως δεν
επρόκειτο καθόλου γ’ αυτούς που εμφανίζονταν αναρτημένοι σε πλαστικοποιημένα
διαφημιστικά καρτόνια με τον τίτλο «Greek musaka» σε τουριστικές περιοχές,
αυτούς με τη χυμένη μπεσαμέλ αριστερά και δεξιά, την εντελώς ανίκανη δηλαδή να
συγκρατήσει τον εαυτό της στα όρια ενός κομματιού που είχε μόλις αποσπαστεί από
το ταψί. Ο μουσακάς που έχει μόλις ανεβεί στο Instagram είναι από αυτούς που έχουν
τακτοποιημένες με γεωμετρική ακρίβεια τις στρώσεις από μελιτζάνες και πατάτες,
και μια πλούσια μπεσαμέλ πειθαρχημένη ακριβώς στα όρια του κομματιού που έχει
επιλεγεί για τη φωτογράφηση. Υποθέτω πως όλη αυτή η πειθαρχία είναι τελικά που
επέφερε ένα σημαντικό αριθμό likes, γιατί οτιδήποτε τακτοποιημένο ασκεί μια
παράξενη γοητεία στους ανθρώπους όταν βρίσκονται στο χάος. Αλλά είναι και κάτι
άλλο: Ο διαδικτυακός μουσακάς δεν θα χαλάσει ποτέ, δεν θα δεις ποτέ τη σήψη των
ημερών να δημιουργεί αποικίες από μύκητες. Θα είναι πάντα εκεί, για να διατηρεί
ολόφρεσκες τις εντυπώσεις.

Στο Facebook τα φώτα του τελευταίου δεκάλεπτου έχει συγκεντρώσει ένα σχόλιο για
τον θάνατο ενός λαϊκού τραγουδοποιού. Ο κάτοχος ενός λογαριασμού έχει αναγγείλει
στον «τοίχο» του το γεγονός σαν τηλεοπτικός εκφωνητής, με έναν τρόπο δηλαδή
κάπως τρομακτικό, εκτός κι αν οι άνθρωποι έχουν φτάσει πλέον στο επίπεδο να
συνομιλούν μεταξύ τους με αποσπάσματα ειδησεογραφικών δελτίων και να λένε
δηλαδή «τεράστια συγκίνηση για τον χαμό του μεγάλου τραγουδοποιού» στην
καφετέρια όπου είναι με τους φίλους τους όπου κι εκείνοι προφανώς απαντούν «Τα
θερμά του συλλυπητήρια απηύθυνε ο πρωθυπουργός στην οικογένεια του
εκλιπόντος».

Στο Twitter ένας συντηρητικός, που πιστεύει ότι δεν είναι συντηρητικός,
κονταροχτυπιέται με έναν προοδευτικό που αντιπαθεί συλλήβδην τους
συντηρητικούς. Δεν πρόκειται για κανενός είδους διάλογο, παράλληλοι μονόλογοι.

Στο KoDoMoRoNo, ένας χρήστης στη χώρα των κίτρινων έχει ανεβάσει ένα βίντεο
που παρουσιάζει τον ίδιο βουτηγμένο στο περιεχόμενο ενός βόθρου να προσπαθεί να
ανασύρει από τον βόρβορο το πανάκριβο κινητό του. Το βίντεο έχει και happy end. Η
προσπάθεια στέφεται από επιτυχία. Ένα άλλοτε αστραφτερό τηλέφωνο ανασύρεται
με δυσκολία και ο κάτοχός του ποζάρει όλος περηφάνια με τον ανασυρθέντα
θησαυρό ανά χείρας.

Στο OtoMoRoNa μια γυναίκα από τη χώρα των μαύρων έχει ανεβάσει ένα βίντεο από
μια βροχερή πολιτεία. Είναι μια πολιτεία στη χώρα των λευκών όπου οι άνθρωποι
από την πολλή βροχή κλειδαμπαρώνονται στον κόσμο, γιατί μερικές φορές η βροχή
κρατά τόσο πολύ και έχει τέτοια δύναμη, που μπορεί να ρίξει κάτω ακόμα και τους
ίδιους, να τους ξεπλύνει κανονικά δηλαδή. Όσοι μένουν έξω στη βροχή για να την
αντιμετωπίσουν, μπορούν μετά από τη δυνατή νεροποντή να δουν τα χρώματα πιο

79
καθαρά από ποτέ, έτσι όπως δεν θα τα έβγαζε καμία Χρυσαυγή και κανένα πλυντήριο
ρούχων. Οι περισσότεροι όμως δεν έχουν υπομονή, δεν αντέχουν να δουν το ουράνιο
τόξο, κι έτσι δεν το έχουν δει ποτέ τους, μόνο κλείνονται στα σπίτια τους, να
προστατευτούν από τη βροχή. Βρέχει δυνατά στην οθόνη του υπολογιστή. Η γυναίκα
από τη χώρα των μαύρων σιγοντάρει τον ήχο της βροχής με κάτι λέξεις όλο «σ».
Είναι το διαδικτυακό της ξόρκι – μόνο στο Διαδίκτυο εναποθέτει πλέον τις ελπίδες
της να βρέξει.

*********

Ο Σίγμουντ ανασήκωσε τους ώμους όλο απόγνωση. Πριν από την τόση έκθεση στο
Διαδίκτυο, οι άνθρωποι, όταν ήθελαν να κόψουν ένα μήλο, έπαιρναν ένα μαχαίρι,
ξεφλούδιζαν προσεκτικά ή απλώς έπλεναν καλά την εξωτερική σκληρή φλούδα και
ύστερα έκοβαν ό, τι είχε απομείνει σε μικρότερες φέτες, για να το τακτοποιήσουν στη
συνέχεια στο στόμα τους. Μετά τα social media, πολλά μήλα έμεναν ξεχασμένα στη
φρουτιέρα, γιατί ο κόσμος ξεκινούσε με όλες τις καλές προθέσεις να τα κόψει, αλλά
κατέληγε να καθρεφτίζει το είδωλό του στη λεπίδα του μαχαιριού. Εκεί,
προσπαθούσε να διορθώσει ατέλειες, αλλά και να υποστεί μεταμφιέσεις, αν το
αποτέλεσμα δεν τον ικανοποιούσε.

Στην πραγματικότητα, ήταν η ίδια διαδικασία που επαναλαμβανόταν καθημερινά στη


ζωή. Τα social media δεν ήταν κανενός είδος εικονική πραγματικότητα. Αντίθετα,
ήταν μια πραγματικότητα εξίσου αληθινή, όσο κι αυτή που παραδεχόμαστε επίσημα
ας πούμε ως τέτοια. Μια πραγματικότητα απλώς υπερ-μεγεθυμένη, καθώς πλέον
ενσωμάτωνε με ένα κλικ, ή ίσως ούτε καν αυτό, τις πραγματικότητες δεκάδων,
εκατοντάδων, χιλιάδων, εκατομμυρίων άλλων ανθρώπων, που ούτε που μπορούσε
κανείς να φανταστεί πόσο διαφορετικές ήταν από τη δική του.

Συνωστισμένες όλες αυτές οι πραγματικότητες μαζί, θύμιζαν κινητά μέρη από


φιγούρες στα θέατρα σκιών, που μετακινούνταν κάπως άγαρμπα σε μια προσπάθεια
λύτρωσης από τα δεσμά μιας μόνιμα σταθερής βάσης. Πολλές τέτοιες φιγούρες μαζί
σύχναζαν ολημερίς και ολονυχτίς σε Facebook, Twiter, Instagram, OtoΝoMoRa και
KoDoMoRoNo με τον αέρα ενός πρωταγωνιστή σε μια παράσταση Καραγκιόζη. Οι
πολιτικοί είχαν χάσει τον ύπνο τους. Αλλά δεν είχαν χάσει μόνο αυτόν, αλλά και τη
γνωστή δεξαμενή ψήφων, που είχαν για χρόνια, και που περιλάμβανε μικρο- και
μεγαλο-εξυπηρετήσεις, διορισμούς.

Πλέον οι δουλειές ήταν τόσο λίγες, που και να βόλευαν κάποιους ψηφοφόρους,
κανένα όφελος δεν είχαν οι ίδιοι, γιατί όσοι δεν είχαν βολευτεί ήταν περισσότεροι και
η οργή του κόσμου επικίνδυνη. Έτσι, πολλοί υποψήφιοι πολιτικοί περνούσαν την
ώρα τους με ιδιοφυή κινητά και τάμπλετς ανά χείρας και έκαναν όλη μέρα like σε
μουσακάδες, παστουρμά, χωριάτικες σαλάτες, σεφταλιές, κατσικάκια στη γάστρα,
τσιπούρες φρικασέ, φωτογραφίες με τον Κοκό και την Κική στα βοτσαλάκια, κι
ύστερα πάνω στην άμμο όπου είχαν γράψει με το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού «αιώνια

80
δική/ός σου». Στη συνέχεια, σειρά είχαν φράσεις συγγραφέων, ποιητών
αστροφυσικών, και του Δαλάι Λάμα, με τον οποίο η Δύση ένιωθε μια παράξενη
συγγένεια τελευταία. Ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης, ο Σωκράτης, ο Καρτέσιος, η
Βιρτζίνια Γουλφ, ο Στίβεν Χώκινγκ, ο Αϊνστάιν είχαν κατεβεί από τις βιβλιοθήκες με
τα τακτοποιημένα βιβλία και κυκλοφορούσαν στο Διαδίκτυο σε συσκευασία τσέπης
μαριονέτες cogito ergo sum, γνώθι σαυτόν, «κατά τη γνώμη μου, δεν υπάρχει Θεός»,
Άνθρωπος ζώον (φύσει) πολιτικόν, «Ο ασθενής επανέλαβε τη λέξη “πόλεμος”
ερωτηματικά. Προσαρτούσε έννοιες με συμβολική σημασία στις λέξεις» Α μη οίδα
ουδέ οίομαι ειδέναι…Τσιτάτα κάθε λογής, αυτοσχέδια, αλλά κυρίως κοπιαρισμένα,
κατέκλυζαν καθημερινά τους «τοίχους» δισεκατομμυρίων χρηστών και απορούσε
ειλικρινά κανείς αν όλοι αυτοί οι άνθρωποι θαύμαζαν τόσο τη γνώση, την ειρήνη, τις
τέχνες και τον πολιτισμό, γιατί ο κόσμος ώρες ώρες θύμιζε τόσο ένα μαύρο χάλι.

Άλλοι πάλι διαπίστωναν όλο θυμό ότι κάποιος είχε ανοίξει ένα λογαριασμό για λόγου
τους χωρίς καν να τους ρωτήσει. Ιδιαίτερα θυμωμένος ήταν ο Φερνάντο Πεσόα. Μα
υπήρχε περίπτωση να έχει λογαριασμό με το κανονικό του όνομα; Άντε, το πολύ, αν
καταδεχόταν να ανοίξει, να διατηρούσε διαφορετικούς λογαριασμούς, ως Άλβαρο ντε
Κάμπος ή Μπερνάρντο Σοάρες και πάντως όχι με ένα κραυγαλέο εξαρχής Φερνάντο
Πεσόα στη μαρκίζα με την ένδειξη like δίπλα, για να την πατάς λες και πετούσες
λελουδικό σε πίστα από σκυλάδικο. Στους ποιητές, στους φιλοσόφους αυτός ο
κόσμος κατέφευγε όχι για να τους ακούσει, αλλά για να τους δανειστεί από μια
βιβλιοθήκη φράσεων αποσπασμένων βίαια από το γλωσσικό τους περιβάλλον.

Πολιτικοί στις χώρες των λευκών κορδώνονταν πως ήξεραν απέξω κι ανακατωτά τον
«Επιτάφιο» του Θουκυδίδη και στις χώρες των μαύρων ότι καθοδηγούνταν από το
όραμα της Χάνα Άρεντ, αλλά η ιστορία εξακολουθούσε να γράφεται χωρίς τις
περισσότερες φορές κανένας φιλόσοφος ή ποιητής πραγματικός να ασχολείται με την
πολιτική, μια έλλειψη που διαγραφόταν ζοφερή για το μέλλον αυτού του κόσμου. Κι
αυτό γιατί μόνο οι ποιητές γνώριζαν ότι ένα βιβλίο μπορεί να γραφεί χωρίς καθόλου
λέξεις και μόνο οι σοφοί ότι η δίψα για εξουσία ήταν εντελώς διαφορετική από την
επιθυμία για εξέλιξη.

Ο Σίγκμουντ χαμογέλασε και έκλεισε με ήρεμες κινήσεις τον υπολογιστή


απολαμβάνοντας δυο-τρεις αργόσυρτες ουτζάγι.

81
5ος χρόνος

Ανατολή

Άτακτα τακτοποιημένες παράγκες σε μια χώρα των μοβ είναι όλες


συνδεδεμένες με το Διαδίκτυο. Μπορεί να μην έχουν αποχετευτικό, αλλά
μπορούν να μαθαίνουν από το ίντερνετ πότε ένας σεισμός συμβαίνει στη
Ζβινανία και να υπολογίσουν βασιζόμενοι στην εμπειρία πότε ένα πελώριο
κύμα θα φτάσει και στις ακτές της δικής τους χώρας. Οι περισσότεροι δεν
δουλεύουν. Δεν υπάρχουν δουλειές. Είναι όλη μέρα στο Διαδίκτυο και κάνουν
chat με άλλους νέους από άλλες χώρες των λευκών, των μαύρων, των
κίτρινων, των κόκκινων, των πράσινων, των πορτοκαλί και των μοβ. Είναι η
γενιά του chat.

Δύση

Σε μια χώρα των λευκών μια πολυάσχολη εργαζόμενη ανοίγει το στρώμα της
γιόγκα, που φέρει στο πίσω μέρος αποσπώμενο φορητό υπολογιστή, αφήνει το
μηχάνημα στην είσοδο της αίθουσας και συνεχίζει με το στρώμα. Το μάθημα
ξεκινά. Η εργαζόμενη παίρνει βαθιά εισπνοή και φαντάζεται ότι βρίσκεται
στη χώρα των μοβ και κάνει την άσκηση του λωτού σε ένα απέραντο
χρυσαφένιο λιβάδι. Προσπαθεί να φέρει στο μυαλό της την τελευταία φορά
που είχε βρεθεί στη φύση, αλλά εκείνο δυσκολεύεται, εγκλωβίζεται στο
μπετόν. Τρίτη, τέταρτη προσπάθεια να το καθαρίσει από λίστες, υποχρεώσεις,
ανειλημμένες και μη, τίποτα. Απανωτές ουτζάγι. Κάπως καλύτερα. Στο τέλος
σαβάσανα, η στάση του νεκρού.

Βορράς+Νότος

Μια γυναίκα έχει ανεβάσει πυρετό. Παραπονιέται στον άνδρα της ότι νομίζει
ότι θα πεθάνει. Την έχει τσιμπήσει, λέει, ένα άνεργο κουνούπι.

82
6ος χρόνος

Το Πείραμα του Ουράνιου Τόξου

Μια νεαρή κοπέλα άνοιξε την πόρτα και με οδήγησε σε ένα μεγάλο δωμάτιο με μια
βιβλιοθήκη στον τοίχο απέναντι ακριβώς από το παράθυρο. Δίπλα και πάνω στα
ράφια που ήταν γεμάτα από βιβλία ήταν επίσης αφημένα αμέτρητα cd και πολλοί
δίσκοι από βινύλιο, ένα υλικό που χρησιμοποιούνταν παλιά στη δισκογραφία,
καλυμμένοι με χοντρό χαρτονένιο εξώφυλλο. Στο μέσο του στενόμακρου δωματίου
βρισκόταν ένα γραφείο, το οποίο είχε μάλλον υποστεί μια αλλαγή χρήσης και για την
ώρα φιλοξενούσε κάτι που έμοιαζε με κριτική επιτροπή.

Η όλη εικόνα θύμιζε διαγωνισμούς ταλέντων σε τηλεοπτικά ριάλιτι. Οι τρεις


άνθρωποι που βρίσκονταν πίσω από το γραφείο καθισμένοι στις καρέκλες τους ήταν
ένα κορίτσι και δύο αγόρια, η Σινγκ Χου, ο Νίκος και ο Ζοάο, όπως άκουσε κάποιους
να τους φωνάζουν. Έδειχναν έτοιμοι να πατήσουν κάποιο κουμπάκι που σε λίγο θα
άρχισε να στριφογυρίζει πανικόβλητο βγάζοντας ένα πορτοκαλί φως και συνάμα έναν
εκνευριστικό ήχο υποδεικνύοντας, με τον πλέον πειστικό τρόπο, στον κάθε
Κακοφωνίξ, που ήθελε να κάνει καριέρα στο πεντάγραμμο, να πάει σπίτι του. Δεν
ήταν όμως καθόλου έτσι. Τα τρία παιδιά, ένας μοβ, μια κίτρινη κι ένας λευκός, που
καθόταν πίσω από τις καρέκλες, μιλούσαν γελώντας στα ελληνικά και μετέδιδαν μια
απίστευτη θετική ενέργεια.

Στο διπλανό δωμάτιο ήταν μαζεμένα άλλα είκοσι άτομα και περίμεναν τη σειρά
τους. Γελούσαν κι αυτοί μεταξύ τους, αστειεύονταν και μερικοί έδειχναν να κρύβουν
και μια μικρή αμηχανία. Μερικούς τους αναγνώρισα ήδη. Η Εύα και ο Πίτερ
απουσίαζαν, αυτοί απλώς είχαν σκεφτεί το όλο «σχέδιο», και είχαν κάνει και κάποιες
πρώτες επαφές, για να δούνε αν τελικά η προσπάθεια θα μπορούσε να στεφθεί από
επιτυχία.

Εξήγησα στην κοπέλα στην υποδοχή (Ερμιόνη την έλεγαν) ότι με έστελνε ο Σιγκ και
περίμενα σε ένα άλλο δωμάτιο, να αρχίσει η ακρόαση. Εγώ απλά θα παρατηρούσα.

«Μπορείτε να έρθετε» είπε κάποια στιγμή η Σουν Χι σε σπαστά ελληνικά.

Καμιά εικοσαριά άτομα έσπρωχναν ο ένας τον άλλο μέχρι που σφήνωσαν στην πόρτα
του δωματίου και χρειάστηκε η ευγενική παρέμβαση της Ερμιόνης, για να
αποκατασταθεί η ροή της κυκλοφορίας. Κάποια στιγμή επιτέλους στάθηκαν όλοι
μπροστά από τα τρία παιδιά, που ήταν πλέον όρθια, για να καλωσορίσουν τους
επισκέπτες τους. Στη συνέχεια, κάθισαν όλοι σε πτυσσόμενες καρέκλες που στο
μεταξύ είχαν ανοιχτεί και είχαν καλύψει όλο το δωμάτιο.

Πρώτος άρχισε να μιλά ο Νίκος.

«Νομίζω ότι λίγο πολύ όλοι ξέρετε για το Ουράνιο Τόξο, αφού είστε όλοι άνθρωποι
που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο το ανακαλύψατε κάποια στιγμή την ώρα που
σερφάρατε στο Διαδίκτυο. Η αλήθεια είναι όμως πως δεν πρόκειται για κάτι που

83
θέλαμε να διατηρήσουμε κρυφό. Η μυστικοπάθεια δεν μας χαρακτηρίζει και δεν
ενδιαφέρει καθόλου τους σκοπούς αυτού του, ας το πούμε, πειράματος. Κι αν για
κάποιο λόγο δεν προσπαθήσαμε να το γνωστοποιήσουμε, είναι γιατί απλά η
δημοσιότητα σε αυτή τη φάση θα λειτουργήσει αποτρεπτικά για το ίδιο.

»Γνωρίζουμε επίσης πως δεν είναι ο καλύτερος τρόπος, αλλά εκτιμούμε ότι τα
αποτελέσματα, αν τελικά επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις μας, θα είναι τόσο σημαντικά
για την πορεία αυτού του κόσμου, που πιστεύουμε ότι πολλοί τότε θα αναγνωρίσουν
ότι άξιζε τον κόπο να επιλέξουμε να κινηθούμε κάπως, ας πούμε, διακριτικά μέχρι
τότε. Γνωρίζουμε επίσης ότι πολλοί από σας που βρίσκονται σήμερα εδώ, και έχουν
έρθει και άλλοι και θα έρθουν και ακόμα περισσότεροι τις επόμενες μέρες. Είναι
άνθρωποι που κατέχουν τη δύναμη των λέξεων και πιθανόν κάποιοι θα θελήσουν τα
τις χρησιμοποιήσουν εναντίον μας, ειδικά σε περίπτωση που τελικά κρίνουμε ότι δεν
μπορούν να ενταχθούν στις ομάδες εργασίας μας.

»Ξέρουμε ότι αυτό θα γίνει, όπως επίσης ότι και το ότι θα γίνει δεν θα επηρεάσει σε
τίποτα την πορεία της έρευνάς μας. Αν οι άνθρωποι πίστευαν στις λέξεις, το πείραμά
μας, όπως ίσως θα αντιλαμβάνεστε, θα ήταν εντελώς περιττό. Ως εκ τούτου, η
παραμικρή απόπειρα κάποιων από σας να σταθούν εμπόδιο στο σχέδιο που
ετοιμάζουμε, θα στεφθεί από παταγώδη αποτυχία.

»Οι ευφυείς άνθρωποι στην εποχή μας είναι καχύποπτοι, και οι εύπιστοι διατηρούν
την όποια πίστη μέχρι να ανέβει η επόμενη είδηση στο Διαδίκτυο. Και όλοι μα όλοι
δεν θα το ψάξουν. Σπάνια κάποιος θα μπει στον κόπο να διασταυρώσει μια είδηση με
όσο μένος και αν την αναπαράγετε. Αυτός άλλωστε είναι ο λόγος που αναλάβαμε τη
διεξαγωγή αυτού του πειράματος. Προσπαθούμε με τα τωρινά εργαλεία αυτού του
κόσμου, να τον οδηγήσουμε σε έναν καλύτερο κόσμο. Κυρίες μου, κύριοι, είμαστε
έτοιμοι να ξεκινήσουμε. Περισσότερες λεπτομέρειες θα ανακοινωθούν σε όσους
τελικά ενταχθούν στις ομάδες εργασίας».

Πρώτος πλησίασε το γραφείο-έδρανο της κριτικής επιτροπής ένας προοδευτικός.


«Γκια ποιο λόγκο τέλεις να συμμετεκείς;» τον ρώτησε ο Ζοάου. «Αγαπητοί
σύντροφοι, μαζευτήκαμε σήμερα όλοι εδώ γιατί η παγκοσμιοποίηση χτυπά αλύπητα
τις εργατικές τάξεις των εργαζομένων. «Όπως γράφει ο αγαπητός Μαρξ» είπε και
άρχισε να μοιράζει φωτοτυπίες από το Κεφάλαιο. «Μπιιιιιπ» δεν ακούστηκε αλλά
έτσι μου φάνηκε. «Λυπάμαι, κάποια άλλη φορά. Όταν θα υπάρχουν εργαζόμενοι».
Σαν να πήρε το αυτί μου, το βιονικό –γιατί το άλλο δεν λειτουργούσε καλά με
αποτέλεσμα όλες οι αρμοδιότητες να έχουν μεταφερθεί εσπευσμένα στο ικανότερο–
ότι έλεγαν ότι δεν τους έκανε, λέει, γιατί τους θύμιζε παπαγάλο.

Πώς τους ήρθε, ένας Θεός ήξερε. Οι παπαγάλοι μια λέξη έλεγαν συνήθως, και την
επαναλάμβαναν διαρκώς. Εμείς είχαμε έναν κάποτε στην πολυκατοικία που φώναζε
«καφέ, καφέ, καφέ», μέχρι που ξυπνούσε όλη τη γειτονιά από τα χαράματα που
αποφάσιζε αυτός να τεντώσει τα φτερά του. Μία, δύο, τρεις, του καλύπταμε με ένα
σεντόνι το κλουβί και τα αποκαλυπτήρια ορίστηκαν έκτοτε καθημερινά να

84
επαναλαμβάνονται σε μια λογική για τους ανθρώπους ώρα. Τότε μπορούσε πλέον να
απολαύσει και μια μικρή τονωτική τζούρα καφεΐνης και να συνεχίσει με το
καθημερινό πληκτικό μενού σπόροι-φρούτα-και-λαχανικά.

Ήταν πολύ αυστηρή η κριτική επιτροπή. Καμία σχέση με τα ριάλιτι. Τα νέα παιδιά
ήταν σαν λεπίδα μαχαιριού, έλεγαν μια φράση και έκοβαν στα δύο διαδρομές ζωής.
Με ευγένεια. Με το γάντι.

Πλησίασαν ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. «Εγώ είμαι ποιητής» είπε το αγόρι «φροντίζω
για την οικονομία των λέξεων». «Κι εγώ είμαι ζωγράφος, ζωγραφίζω αγγέλους
λευκούς, μαύρους, πράσινους, μοβ, και σε όλα τα χρώματα εν πάση περιπτώσει» είπε
το κορίτσι. «Περνάτε» τους απάντησε ο Νίκος. Πλησίασε ένας γιατρός. Είπε: «Ξέρω
έναν τρόπο που θα κάνω καλά εκατομμύρια ανθρώπους». Τον πήραν. Πλησίασε ένας
ειδησεογράφος. Είπε: «Θα δώσω στους κατοίκους της πόλης ένα μέσο που θα λέει τα
νέα με ειλικρίνεια, ανεπηρέαστος από προσωπικά συμφέροντα. Θα τους υπερασπιστώ
ως ανθρώπους και ως ...» προτού ολοκληρώσει τη φράση, τα παιδιά τον διέκοψαν.
«Πολίτες. Μια άλλη φορά. Ευχαριστούμε πολύ, κύριε Τσαρλς Φόστερ Κέιν» τον
διέκοψε ο Νίκος.

Πλησίασε ένας που είπε: «Δεν ξέρω τα όριά μου, αλλά θέλω να βοηθήσω». Τον
πήραν. Πλησίασε ένας δικαστικός. Είπε: «Εγώ ξέρω από δικαιοσύνη». Τον έκοψαν.
Άκουσα μάλιστα, κι αυτή τη φορά το βιονικό μου αυτί είχε κάνει εξαιρετική δουλειά,
ότι θα προτιμούσαν μια απάντηση περισσότερο ρεαλιστική, του τύπου, «εγώ θα
προσπαθήσω να εφαρμόσω τη δικαιοσύνη». Πλησίασε ένας μοβ. Είπε: «Εγώ θέλω να
πάρω τη γη από τους κίτρινους, γιατί καταπιέζουν τους ανθρώπους στην πατρίδα
μου». «Κι ύστερα;» τον ρώτησαν. «Ο κόσμος θα διοικείται από μοβ και οι κίτρινοι θα
μας υπηρετούν». Τον έκοψαν.

Πλησίασε μια λευκή γυναίκα με νύχια από ελεφαντόδοντο. Δεν τη ρώτησαν καν.
Την έκοψαν αμέσως. Έτσι. Χωρίς ούτε μια δικαιολογία. Πλησίασε μια μαύρη
γυναίκα. Είπε: «Κάνω μια έρευνα για τους σπόρους και τη γεωργική παραγωγή που,
αν πάει καλά, θα λύσει το πρόβλημα του υποσιτισμού». Την πήραν. Πλησίασε ένας
υπάλληλος του δημοσίου. Είπε: «Δεν μου αρέσει που λένε οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν
εργάζονται. Εργάζομαι δεκαπέντε χρόνια, είμαι ευσυνείδητος και θέλω κι εγώ να
βοηθήσω». Τον πήραν.

Πλησίασε καμαρωτός ο κύριος Διανοουμενίδης. Του είπαν να κάνει μεταβολή όταν


πλησίαζε και «ίσως κάποια άλλη στιγμή». Η Σουν Χι έκανε ένα μορφασμό όλο αηδία,
μου φάνηκε. Πλησίασε ένας που δεν είπε τίποτα. Στάθηκε μπροστά στην
προσομοίωση πάγκου της κριτικής επιτροπής και περίμενε να τον ρωτήσουν. Και τον
ρώτησαν. «Εσείς; Τι επαγγέλλεστε;». «Πολιτικός», απάντησε (στην πραγματικότητα,
ήταν υποψήφιος για τις επόμενες βουλευτικές, αλλά βιαζόταν να δηλώσει ιδιότητα).
Τον έκοψαν.

85
Πλησίασε ένας οδηγός ταξί. «Δεν μου λες, ρε κοπελιά» είπε στην Σιν Χου. «Μου
λύνεις μια απορία: Δεν φτάνει ο πλούτος όλης της γης να ζούνε παντού οι άνθρωποι
με αξιοπρέπεια;» Ρομαντικός, τον πήραν.

Πλησίασε ο κύριος Πολίτικαλης Κορέκτ. «Ξέρετε, εγώ, πάντα ήμουν ανατρεπτικός,


αγαπούσα τις αλλαγές» είπε. Τα παιδιά γέλασαν. «Λυπόμαστε, σε κάποια επόμενη
αλλαγή, ίσως» του είπαν. Πλησίασε ένας αστροφυσικός, γνωστός, που τον είχε
εξορίσει η επιστημονική κοινότητα, γιατί εξακολουθούσε να επιμένει ότι η γη γυρίζει
γύρω από τον ήλιο – όλοι οι επιστήμονες είχαν αρχίσει πάλι να βαυκαλίζονται ότι
όοοοχι, ο Ήλιος γυρίζει γύρω από τη Γη και να τα βάζουν με τους μακαρίτες τον
Γαλιλαίο και τον Κοπέρνικο, που από τον άλλο κόσμο δεν μπορούσαν και να
απολογηθούν. Τον πήραν. Εν πάση περιπτώσει, ο κόσμος πάντα ήθελε τους
επιστήμονες να είναι ανατρεπτικοί.

Πλησίασε ένας γεωργός. «Εγώ αγαπώ τη φύση» είπε. Τον πήραν. Πλησίασε μια
λευκή με μια φανουρόπιτα. «Τι είν’ αυτό» ρώτησαν τα παιδιά. «Την έφτιαξα για να
εμφανιστεί η επανάσταση» έκανε όλο προσποιητό νάζι. Την έκοψαν. Τη φανουρόπιτα
την κράτησαν. «Ε, δεν βαριέστε, όλο και κάτι θα εμφανιστεί» τους είπε. Τα παιδιά
την ευχαρίστησαν.

Πλησίασε ένας κληρικός. «Να σταματήσουμε την υποταγή στην εξουσία και στο
δόγμα και να γνωρίσουμε τον κόσμο» είπε». Τον πήραν. Αν μη τι άλλο, το κήρυγμά
του ήταν διαφορετικό.

«Λυπόμαστε πολύ που ντεν μπορούμε αυτή τη στικμή να απορροφήσουμε όλους εσάς
στις ομάδες εργκασίας. Καρήκαμε πολύ σας γκνωρίσαμε όλους» είπε ο Ζοάου.

«Παρακαλούμε τωρά να μεινετέ εντό οσοι ειστέ για τις ομαδές» πρόσθεσε η Σουν Χι.

Οι επιτυχόντες κάθισαν στις καρέκλες. Η Ερμιόνη μάζεψε όσες περίσσευαν.

«Χαίρομαι πολύ που θα είσαστε μαζί μας» ξεκίνησε ο Νίκος. «Λίγο πολύ τις βασικές
αρχές τις γνωρίζετε. Όλα ξεκίνησαν από ένα πείραμα που πραγματοποιήθηκε πριν
από χρόνια στο Facebook. Τι ήταν αυτό: Στην ουσία, χωρίς την άδεια των χρηστών, η
εταιρεία “πείραξε” τα κείμενα που εμφανίζονταν στη ροή των ειδήσεων σε κάθε
χρήστη. Σκοπός του πειράματος, όπως εξήγησαν οι επιστήμονες δύο πανεπιστημίων
που συμμετείχαν σε αυτό, ήταν να διαπιστωθεί αν τελικά μπορεί το Facebook, και
ενδεχομένως και κάθε σύγχρονο μέσο κοινωνικής δικτύωσης, να επηρεάσει την
ψυχολογία των χρηστών. Το πείραμα απέδειξε πως μπορούσε. Τι απέδειξε δηλαδή.
Ότι αν κάποιος αναρτούσε, για παράδειγμα, συνέχεια αρνητικές ειδήσεις, η δική του
αρνητική ψυχολογία επηρέαζε αυτόματα σαν ένας συναισθηματικός ιός όλους τους
‘φίλους’ με τους οποίους μοιράζονταν τις αναρτήσεις του.

»Υπήρξαν βέβαια πολλές ενστάσεις σε σχέση με το πείραμα (πώς δηλαδή μπορεί το


Facebook, αξιολογώντας μόνο λέξεις, να κατηγοριοποιεί ορθά μια είδηση που
ξεκινούσε για παράδειγμα με τη φράση “Shit, this was damn good”. Τι ήταν τώρα
αυτή η είδηση. Αρνητική ή θετική για ένα μηχάνημα που χρωμάτιζε μηχανικά τις

86
λέξεις. Και αν πάλι έγραφε κάποιος για παράδειγμα τη λέξη “αρλεκίνος”, τι θα
καταλάβαινε το Facebook. Τι μπορούσε να καταλάβει από ένα χαμόγελο από
χρώματα; Το όλο πείραμα, όπως ήταν αναμενόμενο, δημιούργησε και ενστάσεις
ηθικού περιεχομένου. Πολλοί κατηγόρησαν το μέσο κοινωνικής δικτύωσης ότι
χρησιμοποιούσε τους χρήστες, χωρίς την άδειά τους, για να κατευθύνει, ίσως, τη
γνώμη τους.

»Το πείραμα στην πραγματικότητα χρησιμοποιούσε τις λέξεις με έναν τρόπο


παρόμοιο με αυτόν των ειδησεογραφικών πρακτορείων κι είναι πραγματικά άξιο
απορίας γιατί οι άνθρωποι τα ’βαλαν τόσο με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Όπως
και να ’χει πάντως, φίλοι μου, από τις λέξεις φαίνεται πως δεν θα γλιτώσουμε ποτέ,
αυτό στο οποίο όμως θέλουμε να ελπίζουμε είναι ότι τουλάχιστον κάποια στιγμή θα
αποκτήσουν αρκετές από αυτές την αρχική τους σημασία, που χάθηκε μέσα στο
πέρασμα των αιώνων.

»Σε αυτό άλλωστε αποσκοπεί με τη σειρά του το δικό μας πείραμα. Πολλοί που
θέλησαν να μπουν στις ομάδες εργασίας, είπαν πως ήθελαν να πάρουν μέρος στην
‘επανάσταση”. Εμείς δεν έχουμε δώσει καμία ονομασία σε αυτό που προσπαθούμε να
κάνουμε, δεν είναι αυτό το ζητούμενο. Θα θέλαμε ένα κόσμο με καλύτερες
ισορροπίες, αυτό είναι όλο. Το μέτρο, που έχει χαθεί. Αυτό είναι εφικτό. Όλα τα άλλα
έχουν αποτύχει. Και οι καλύτερες ισορροπίες μπορούν να προκύψουν από ανθρώπους
συγκροτημένους, ευαίσθητους, ανήσυχους, που αμφισβητούν, που έχουν διανύσει
προσωπικές διαδρομές για να φτάσουν στην αφαίρεση. Αυτό μόνο μας ενδιαφέρει.

»Σκεφτήκαμε λοιπόν ότι, αν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπορούν να δώσουν το


παρασύνθημα και όλος ο κόσμος να μπορεί να βυθίζεται αυτόματα στη χαρά ή στη
θλίψη, γιατί να μην μπορεί να ισορροπήσει και ανάμεσα σε αυτά τα δύο, που είναι
και το φυσιολογικό. Θέλουμε έναν κόσμο που θα μπορεί να γελά και να κλαίει στις
ανάλογες περιστάσεις, όχι ψεύτικα χαμόγελα, όχι κροκοδείλια δάκρυα. Έναν κόσμο
που θα συνθέτει και θα προχωρά μπροστά.

»Όλοι σας διατηρείτε ιστότοπους και blog στο Διαδίκτυο. Αυτός είναι άλλωστε ο
λόγος που σας ζητήσαμε να συμμετέχετε. Από εσάς το μόνο που θέλουμε είναι να μη
μεταδίδετε αρνητικές ειδήσεις. Θα το πω διαφορετικά. Θέλουμε να αναδεικνύετε
αυτούς που θεωρείτε καλύτερους. Αυτή είναι η αποστολή σας. Από δω και πέρα θα
βλέπετε εσείς τα βιογραφικά του κόσμου και θα αποφασίζετε για την πορεία του».

«Και τι χρειάζεται να κάνουμε γι’ αυτό;» ρώτησε ο υπάλληλος του Δημοσίου.

«Όταν βλέπετε κάτι καλό, να το κάνετε ιστορία και να το προωθείτε στους Ποιητές.
Οι Ποιητές είναι πολύ σημαντικοί σε αυτή τη φάση, γι’ αυτό παρακαλώ, θερμά, τον
επιτυχόντα σε αυτή τη φάση» είπε και κοίταξε τον νεαρό ποιητή, «να μας συστήσει
σε όσους περισσότερους καλούς ποιητές γνωρίζει. Ο λόγος είναι ότι οι ειδήσεις, οι
καλές ειδήσεις και ιστορίες τις οποίες θα ανεβάζουμε σε όλο το Διαδίκτυο με τη
βοήθεια των συνεργατών μας σε όλο τον κόσμο, θα γράφονται στην αρχή με όσο το
δυνατόν λιγότερες λέξεις, τις ελάχιστες δυνατές, τα μηνύματα θα πρέπει να είναι

87
συμπυκνωμένα, οι λέξεις επιλεγμένες με ακρίβεια σαν ένα είδος αγωγής που θα
συνταγογραφείται σ’ έναν φλύαρο κόσμο».

«Και γιατί αυτό;» τον διέκοψε ο οδηγός ταξί.

«Γιατί έχουμε παρατηρήσει ότι οι άνθρωποι δεν διαβάζουν τα μακροσκελή κείμενα,


εκτός κι αν είναι εξαιρετικά ενδιαφέρονται και καλογραμμένα, και πάλι όμως θα
προτιμούσαν και αυτά να τα έβρισκαν σε μια συνοπτικότερη, ας πούμε, εκδοχή.
Επιπλέον, θα γράφουν τις ειδήσεις οι Ποιητές, γιατί υπάρχει ανάγκη ο κόσμος να
ανακτήσει μια χαμένη αθωότητα, που μόνο οι λέξεις των ποιητών είναι ικανές να το
καταφέρουν.

»Για τον ίδιο λόγο, δεν θα ανεβάζουμε φωτογραφίες, στην αρχή τουλάχιστον, παρά
μέχρι να έχουμε τα πρώτα δείγμα ότι οι φωτογραφίες μπορούν να επιτελούν ξανά την
αρχική τους λειτουργία, να συγκινούν δηλαδή και να ευαισθητοποιούν τον κόσμο. Οι
εικόνες (εκτός από των καλλιτεχνών, που καταφέρνουν το αντίθετο, να συγκινούν
δηλαδή) για την ώρα διαφθείρουν. Έχουν γίνει βορά ενός βουλιμικού κόσμου που
διψά για ολοένα και περισσότερες, με νεκρούς, διαμελισμένα πτώματα παιδιών,
μεγάλων, αρρώστους, επιδημίες, πολέμους, νικητές, χαμένους, κι άλλες εικόνες, πιο
πολύ αίμα, το “αίμα να ρέει άφθονο, παρακαλώ” σαν κρασί που κυλά στις φλέβες και
ετοιμάζεται να σε μεθύσει με μια γλυκιά ανοσία.

»Ο κόσμος θέλει εικόνες, κι άλλες εικόνες, τόσες που πλέον δεν μπορούν να τον
“φτιάξουν”, με αποτέλεσμα να θέλει ολοένα και μεγαλύτερες και πιο ισχυρές δόσεις,
βγαίνει στην Ομόνοια και παρακαλά τρέμοντας “παρακαλώ, μερικές εικόνες,
παρακαλώ”. Οι εικόνες σοκάρουν ίσως λίγο στην αρχή και μετά αδρανοποιούν, το
μυαλό μπαίνει στον αυτόματο πιλότο και πάει, καταβροχθίζει αβέρτα διαμελισμένα
πτώματα, καλοφιλτραρισμένες φανταχτερές κοπέλες από το Instagram, συσσίτια
πεινασμένων και άστεγους με ποπ κορν και δύο μπουκάλια κόκα κόλα στο καπάκι.

»Η αλήθεια είναι μια πολύ παράξενη υπόθεση και στις φωτογραφίες, σαν ευχή και
κατάρα μαζί. “Ένα γεγονός γίνεται πιο αληθινό αν το καταγράψει η κάμερα, αλλά
μετά από μια υπερβολική έκθεση στις εικόνες, λειτουργεί εντελώς αντίστροφα, χάνει
όλη του την αλήθεια”».

«Κι αυτό αρκεί; Να διαλέγουμε δηλαδή απλά αυτούς που θεωρούμε καλύτερους και
ικανότερους;» ρώτησε κάποιος.

«Σου φαίνεται απλό; Χαίρομαι, γιατί εγώ νομίζω πως είναι πολύ δύσκολο» απάντησε
ο Νίκος. «Να το δούμε λοιπόν στην πράξη. Εσείς, πάντως, για την ώρα θα προωθείτε
τις ιστορίες σας στους Ποιητές κι εκείνοι μετά θα τις προωθούν στους μεταφραστές
και οι μεταφραστές θα στέλνουν την τελική ιστορία στους συνεργάτες μας σε όλο τον
κόσμο. Εσείς, αντίστοιχα, θα λαμβάνετε ο καθένας καθημερινά άλλες πέντε “θετικές”
ειδήσεις από εκείνους μεταφρασμένες στα ελληνικά, για να τις ανεβάζετε κι αυτές
επίσης στις δικές σας σελίδες στο Διαδίκτυο.

88
»Η διαμοίραση αυτή θα έχει τον κωδικό “χιονοστιβάδα”. Αυτό θα βάζετε ως κωδικό
όταν αποστέλλετε τις δικές σας ιστορίες στους συνεργάτες σας στο εξωτερικό».

«Ναι, αλλά δεν υπάρχει ο κίνδυνος, με αυτό τον τρόπο, οι άνθρωποι να γίνουν πολύ
αισιόδοξοι, θέλω να πω αν τους τροφοδοτούμε με θετικές ειδήσεις συνέχεια;».

«Μέχρι στιγμής η αναλογία είναι 70-30 υπέρ των αρνητικών. Μην ανησυχείτε.
Έχουμε περιθώριο. Όσο εμείς θα ανεβάζουμε τις θετικές ειδήσεις, οι αρνητικές
άλλωστε θα εξακολουθήσουν να ανεβαίνουν επίσης, απλά θα έχουν σιγά σιγά
μικρότερη ισχύ, γιατί θα ανατραπεί η μέχρι τώρα υπέρ τους αναλογία».

«Και γιατί το πείραμα ονομάζεται Ουράνιο Τόξο;» ρώτησε ο γιατρός.

«Αυτό, παιδιά, νομίζω ότι αν όλα πάνε καλά κάποια στιγμή θα το καταλάβετε μόνοι
σας. Για την ώρα είναι μια ονομασία απλά, μια πλάνη μες στις τόσες».

Η δική μου αποστολή ξεκινούσε από το ραφείο ιδεών του Γκωτιέ και μετά. Εγώ
έπαιρνα δηλαδή, όπως και οι υπόλοιποι, τα αποτελέσματα των Σιγκ-Γκωτιέ, μια
σύνθετη μαθηματική ανάλυση που στο τέλος κατέληγε να αναδεικνύει τάσεις,
προτιμήσεις και κάποιες παραμέτρους που λέγονταν «ρυθμιστές» της κοινής γνώμης
και έπρεπε να συμβάλω στην ισορροπία. Όλα αυτά θα μου φαίνονταν αστεία, μάταια
πριν από λίγο καιρό, αλλά ξαφνικά δεν ξέρω πώς από μια επίσκεψη σε εκείνο το σπίτι
είχα μπλεχτεί κι εγώ σε αυτό το παγκόσμιο γαϊτανάκι με τον πολύχρωμο κωδικό. Ο
κόσμος που μέχρι πριν μου φαινόταν ένας σωρός από παραφουσκωμένες
τσιχλόφουσκες που έτσι και της έσκαγες θα σου έμενε αμανάτι μπόλικος αέρας
κοπανιστός, ξαφνικά είχε αποκτήσει χρώμα.

Το κλίμα ήταν φιλικό, η όλη δουλειά γινόταν στο Διαδίκτυο, πολλοί συνεργάτες ήταν
απολαυστικά ευφυείς και εξαιρετικά χαμηλών τόνων, αλλά και υπήρχε κάτι άλλο, μια
δύναμη που ένωνε μέρα με τη μέρα εκατομμύρια ανθρώπους.

Η δική μου, μικρή συμβολή στην ισορροπία αυτού του κόσμου ήταν να σκαρώνω
τρίπλες, όταν η ροή των ειδήσεων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έπαιρνε
επικίνδυνη στροφή προς τον φόβο, τη μισαλλοδοξία και την άρνηση. Όλοι στο
Ουράνιο Τόξο ξέραμε ότι ένας φοβισμένος άνθρωπος είναι ένας νεκρός άνθρωπος.
Έβρισκα τότε, μαζί με τους συνεργάτες μου σε άλλα μέρη της γης, ειδήσεις
αισιόδοξες, τις πιο αισιόδοξες, μια υποσχόμενη θεραπεία για την ασθένεια-μάστιγα
που έπληττε τη χώρα των μαύρων, μια συγκέντρωση παλιών συμμαθητών που είχε
ανέβει στο Διαδίκτυο, μια βροχή από πεφταστέρια που έλουζαν τον ουρανό, μια
ιστορία από μια χώρα των κίτρινων με μια ηλικιωμένη που περνούσε απέναντι έναν
τραυματισμένο σκύλο. Ο κανόνας ήταν να μην επιστρατεύεται ο εντυπωσιασμός. Οι
ειδήσεις για πολέμους, λιμούς και καταποντισμούς ήταν τόσο πολλές και τόσο
καταιγιστικές, που έπρεπε να επιστρατεύουμε αναγκαστικά όμως κάποιες φορές τη
φαντασία, να αναδεικνύουμε σε είδηση κάτι που δεν ήταν ψεύτικο, αλλά που δεν θα

89
έμπαινε ποτέ στον κόπο ίσως να απασχολήσει τη σοβαρή ειδησεογραφία. Δεν είχαμε
άλλη επιλογή. Έπρεπε να αποκατασταθεί ταχύτατα η ισορροπία.

Προσπαθούσαμε να καταργήσουμε τα σύνορα της ευαισθησίας για να βάλουμε τις


βάσεις μιας παγκόσμιας δημοκρατίας, τα θεμέλια της οποίας ροκάνιζαν εδώ και
χρόνια η άρνηση και ο εντυπωσιασμός. Φιλόδοξο; Μπορεί, αλλά τουλάχιστον αυτή
ήταν μια φιλοδοξία για την οποία άξιζε να αγωνιστεί κανείς.

Ήταν μια δουλειά πολύ δύσκολη, που την είχαν τολμήσει μέχρι στιγμής, συχνά με
μεγάλη επιτυχία, μεγάλοι μουσικοί, συγγραφείς, ποιητές, ζωγράφοι, επιστήμονες,
γιατροί, μαραγκοί, ξυλουργοί, αγρότες, δάσκαλοι, φωτισμένοι ειδησεογράφοι,
καταστηματάρχες, ψαράδες, έμποροι, εκδότες και πολλοί άλλοι, όλοι σε έναν όμως
πάντα περιορισμένο, αλλά πολύ σημαντικό κύκλο. Το στοίχημα ήταν αυτή τη φορά
μεγαλύτερο. Έπρεπε να βγει στην επιφάνεια όλο το καλό υλικό του κόσμου, που ήταν
παραμερισμένο.

Στην πραγματικότητα, κανένας δεν ήξερε πού θα οδηγούσε όλο αυτό. Άνθρωποι,
νέοι, στην ψυχή, συγκέντρωσαν τον θυμό, την οργή, αλλά κυρίως το παράπονό τους
για ό,τι ένιωθαν να γίνεται κανόνας και το οποίο έβρισκαν ότι καθόλου δεν τους
εκπροσωπούσε, και αποφάσισαν να βγουν και να πουν τη δική τους εκδοχή του
κόσμου, στο Διαδίκτυο. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι ήταν η επανάσταση των
συνεσταλμένων ρομαντικών, που δεν τραβούσαν φωτογραφίες ηλιοβασιλέματα
σωρό, δεν τσίριζαν «ουάου, αυτό είναι τόσο ρομαντικό», δεν κατανάλωναν αφειδώς
ροζ ιστορίες, αλλά έβλεπαν συχνά στον ύπνο τους το ίδιο όνειρο: έναν μικρό μοβ
άνδρα που, αφού του έταξαν μια καλύτερη ζωή, τον είχαν ρίξει σε μια αρένα με άγρια
θηρία. Λιοντάρια και ύαινες ξέσκιζαν πόντο πόντο το σώμα του μικρού μοβ άνδρα
και από τις κερκίδες προοδευτικοί, συντηρητικοί και Χρυσά Αυγά φώναζαν
συνθήματα «αφήστε τον κάτω», «να ξεκουμπιστεί» «μας έφερε την αρρώστια». Τα
συνθήματα συνεχίζονταν, αλλά κανείς δεν έπεφτε στην αρένα να σώσει τον μικρό
μοβ άνδρα από τα αρπακτικά, κανείς δεν έλεγε στους φύλακες να συγκρατήσουν τα
λιοντάρια, παρά μόνο φώναζαν.

Τα αρπακτικά συνέχιζαν απτόητα να υπακούν τη φύση τους, και στο τέλος έμειναν
μόνο να ακούγονται ασυνάρτητα σύμφωνα και φωνήεντα, που είχαν αποκοπεί από τις
λέξεις, και ένα υγρό βλέμμα, του μικρού μοβ άνδρα, που ήταν το μόνο το οποίο
άφησαν απείραχτο οι ύαινες. Από σεβασμό. Στον αδύνατο.

Κι ύστερα όλοι αυτοί οι δεν-το-βροντοφωνάζω ρομαντικοί πετάγονταν κάθιδροι και


όταν κάπως συνέρχονταν από τον εφιάλτη αντάλλασσαν μηνύματα στο chat με
φίλους τους που ζούσαν στη χώρα των μοβ και τους ρωτούσαν αν ήταν καλά και αν
τους είχε συμβεί κανένα κακό, σε περίπτωση που το όνειρο ήταν σημαδιακό. Φάνηκε
πως ήταν.

90
Δεν είχε περάσει πολύς καιρό αφότου είχα μπει στην οργάνωση και η υποψία ότι ένας
θανατηφόρος ιός αποδεκάτιζε τους μοβ ανθρώπους άρχισε να κατακλύζει το
Διαδίκτυο. Μια συμμαχία λευκών και κίτρινων πίστευαν ότι απειλούνται, και σε μια
κίνηση απόλυτου εντυπωσιασμού, ανακοίνωσαν ότι είχαν αποφασίσει να βάλουν όλη
τη μοβ χώρα (στην πραγματικότητα ήταν πολλές χώρες μαζί) σε μια πελώρια
μπουρμπουλήθρα την οποία θα σφράγιζαν από πάνω με ένα πώμα από φελλό. Ήταν
σίγουροι ότι με αυτό τον τρόπο θα προστατεύονταν τουλάχιστον οι άνθρωποι των
υπόλοιπων χρωμάτων από αυτόν τον θανατηφόρο ιό που έπληττε τους μοβ.

Ο ιός όμως αποδείχτηκε πιο έξυπνος και το ’σκασε απ’ την μπουρμπουλήθρα κι
ολόκληρος πλέον ο κόσμος απειλούνταν από το καταστροφικό της περιεχόμενο.
Χιλιάδες εκατομμύρια ερωτήσεις κατέκλυζαν καθημερινά το Διαδίκτυο από
κόκκινους, λευκούς, κίτρινους, πορτοκαλί, πράσινους, μαύρους ανθρώπους που
ρωτούσαν αν κολλιέται με την καλημέρα. Κάποιος τους απάντησε «ναι» και όλος ο
πλανήτης σταμάτησε να καλημερίζεται.

Οι άνθρωποι ξυπνούσαν το πρωί, έπιναν τον καφέ τους βιαστικά και όταν έβγαιναν
στον δρόμο απέφευγαν να πέσουν πάνω σε συνανθρώπους τους. Έκαναν πως δεν
τους έβλεπαν, κοιτούσαν τάχα μου το μήνυμα που ερχόταν πάντα την κατάλληλη ώρα
στο κινητό τους, διόρθωναν το χτένισμα των μαλλιών τους στη βιτρίνα του
καταστήματος που ήταν πάντα στην αντίθετη πλευρά, ή παρίσταναν τους
προσηλωμένους στο έδαφος. Για χειραψίες και φιλιά ούτε λόγος. Τα φιλιά είχαν
κοπεί με το που ανέβηκε η είδηση στο Διαδίκτυο. Ειδικά τα παθιασμένα. Αυτά με τα
πολλά σάλια ήταν λέει πολύ επικίνδυνα.

Ταυτόχρονα σχεδόν κηρύχτηκε εμπάργκο σε όλες τις μοβ τροφές, και φυσικά τις μοβ
δίαιτες, και κατηγορήθηκε για «προδοσία» μια διασημότητα της τηλεόρασης που για
μήνες παραμύθιαζε τον κόσμο ότι όφειλε τη σιλουέτα της στην κατανάλωση
αποκλειστικά μοβ τροφών. Αλήθεια και Αξιοπιστία έγραφαν καθημερινά ότι η απειλή
πλησιάζει, και τροποποιούσαν τον τίτλο ανάλογα με το υποκατάστημα της εταιρείας
σε κάθε χώρα. Είχε βγει δηλαδή ένας γενικός υπέρτιτλος «Η απειλή του ιού των μοβ
έφτασε στην…» και στις τρεις τελείες συμπλήρωναν τα κατά τόπους παραρτήματα
των δύο μεγάλων ειδησεογραφικών πρακτορείων του κόσμου τη χώρα στην οποία
είχαν την έδρα τους – δεν υπήρχε λόγος να γράφουν ξανά τον τίτλο από την αρχή, η
απειλή ήταν καθολική και η παραμικρή οικονομία χρόνου που απαιτούνταν για την
πληκτρολόγηση πέντε έξι γραμμάτων στη σειρά έπρεπε κι αυτή να επιτευχθεί πάση
θυσία.

Πολλοί άνθρωποι άρχισαν τότε να βλέπουν με καχυποψία τους μοβ ανθρώπους και η
Αλήθεια στη συνέχεια φιλοξενούσε βαθυστόχαστα άρθρα για τον «ρατσισμό κατά
των μοβ ανθρώπων» που τον καλλιεργούσαν πάντα, καταπώς έγραφαν, οι
συντηρητικοί. Ακολούθησε η διακοπή της κυκλοφορίας των αυτοκινήτων σε
ορισμένα πολυσύχναστα σημεία του πλανήτη και από ένα σημείο κι έπειτα ο κόσμος
ήταν όλος καθηλωμένος στην οθόνη του υπολογιστή και παρακολουθούσε τη ροή
των ειδήσεων ρωτώντας κάθε λίγο την οθόνη όλο αγωνία «θα ζήσω, γιατρέ μου;».

91
«Θα ζήσεις, θα ζήσεις φυσικά» μονολόγησε ο Σιγκ που απολάμβανε μια ακόμα
ουτζάγι αναπνοή. Κι άλλη μία. Κι άλλη μία. Ένιωθε ήδη καλύτερα. Ύστερα έπιασε
κάπου στο σωρό από το χαρτομάνι και τα βιβλία του Φρόιντ το κινητό, και σχημάτισε
το νούμερο του τηλεφώνου μου.

«Πώς πάει;»

«Πώς να πάει, δεν σταύρωσα ούτε μια είδηση της προκοπής. Έχουν πάθει παροξυσμό
όλοι με τον ιό».

«Πρέπει να βρεις κάτι».

«Κάνω και τίποτ’ άλλο; Πού να την ανατρέψεις αυτή την κατάσταση; Και το πιο
αστείο ξέρεις είναι ότι διάβασα για παράδειγμα άρθρα ειδησεογράφων της Αλήθειας
και της Αξιοπιστίας, που λένε ότι δεν χρειάζεται πανικός, αλλά με πληροφορούν τα
παιδιά που το έψαξαν ότι δεν τους διαβάζει κανένας αυτούς».

«Ναι, ο φόβος είναι διεγερτικός».

«Ο φόβος προκαλεί καταστολή, όχι διέγερση νομίζω. Στη γειτονιά που παίζαμε
παιδιά υπήρχε ένα κορίτσι που μας είχε πείσει σώνει και καλά ότι είμαστε οι μυστικοί
εφτά και ότι απειλούμαστε από διάφορους “υπόπτους” κι εμείς τα χαϊβάνια
παρακολουθούσαμε καθημερινά ανυποψίαστους πολίτες, σημειώναμε τα νούμερα
από τις πινακίδες των αυτοκινήτων τους, καταγράφαμε την ώρα που πάρκαραν και
ξεπάρκαραν στο δρόμο κι όλα αυτά έτσι, στα μουλωχτά, με την εντύπωση ότι
υπηρετούμε ένα μεγάλο σχέδιο όσο κρυβόμαστε πίσω από παρκαρισμένα
αυτοκίνητα».

«Ναι, αλλά εσείς ήσαστε παιδιά».

«Ο φόβος δρα το ίδιο υπνωτιστικά και στους μεγάλους. Δημιουργεί την εντύπωση
μιας απειλής από την οποία, αν γλιτώσεις, θα έχεις μόλις καταφέρει μια σημαντική
νίκη, μια νίκη που ώρες ώρες έχεις απελπιστικά ανάγκη. Σου φαίνεται αστείο, το
συζητάς με τους ομοίους σου –την απειλή που παρ’ ολίγο να κατέφθανε‒ και αντλείς
μια προσωρινή ικανοποίηση που τελικά διέφυγες έναν κίνδυνο που ουδέποτε υπήρξε.
Επαινείς μάλιστα το ένστικτό σου που σε προστάτευσε από το να φας ένα μήλο με
αγκάθια, και προσπερνάς, έτσι, με την εντύπωση μιας επαπειλούμενης πανωλεθρίας,
το προφανές, ότι τα μήλα δεν είχαν ποτέ αγκάθια. Σιγά σιγά ο φόβος νεκρώνει ένα
ένα όλα τα κύτταρα της σκέψης, της αντίδρασης».

«Εν πάση περιπτώσει κοίτα να δεις τι θα κάνεις, γιατί έχουμε θέμα με το


συγκεκριμένο φόβο, και σοβαρό». «Οκ».

92
Σπάζαμε το κεφάλι μας ώρες ολόκληρες μαζί με τους Ζοάο, Ζαχίρ, Μεντίε, Χου Τσι,
Πέτρο, Ζον Κου, Μ. Εστέβεζ, Εμίλιο Παθ βον Φίερ, Β. Οστρογκόφ, Χόρχε Οτούλ να
δούμε τι ειδήσεις θα ανεβάζαμε. Προσπαθούσα να ανασύρω jpg με εικόνες που ήταν
ακόμα φρεοσκοαποθηκευμένες στον προθάλαμο του μυαλού με τη μορφή μιας
πρώτης εντύπωσης προτού καταχωνιαστούν μπορεί και για πάντα στα άδυτα του
σκληρού εγκεφαλικού δίσκου.

Έψαξα αρχεία από τις δημοσιεύσεις μου στην Αλήθεια όλα τα τελευταία χρόνια, για
να πάρω καμιά ιδέα για πιθανές κατηγορίες που θα δοκίμαζα στη συνέχεια να ψάξω
χρησιμοποιώντας λέξεις-κλειδιά. Μετωπική σύγκρουση με καθρέφτη. Οι θετικές
ειδήσεις μετά βίας ξεπερνούσαν ένα πέντε τοις εκατό της συνολικής παραγωγής. Της
«δικής μου» παραγωγής.

Ξαναδιάβαζα ξανά τους τίτλους των δημοσιευμάτων κι αναρωτιόμουν πώς το είχα


κάνει αυτό αλλά και πώς είχα επιζήσει τελικά από τόσες φυσικές καταστροφές,
λιμούς, καταποντισμούς, διαφθορά, φασισμό, βία, εγκληματικότητα. Στην
πραγματικότητα, όλα αυτά συνέβαιναν στον κόσμο, όμως συνέβαιναν κι άλλα.
Προοδευτικοί συντηρητικότεροι από τους συντηρητικούς, συντηρητικοί
προοδευτικότεροι από τους προοδευτικούς, δάσκαλοι-πρότυπα, γιατροί που δεν
χρηματίζονταν, αστυνομικοί που προσπαθούσαν να βοηθήσουν άστεγους και
μετανάστες, συντηρητικοί συντηρητικότεροι από τα Χρυσά Αυγά, κληρικοί που
βοηθούσαν με τον τρόπο τους τον κόσμο, ειδησεογράφοι που έδιναν μάχες με τις
λέξεις και τις ιδέες… Δεν ήταν όλα άσπρο ή μαύρο, ήταν πολλά χρώματα μαζί. Η
απαξιωτική ισοπέδωση, που εξυπηρετούσε για χρόνια ολόκληρα τους ίδιους, είχε
κάνει τον κύκλο της. Σειρά είχε ως κριτήριο αξιολόγησης το στοιχείο της επιλογής.
Ποιο δρόμο θα διάλεγε ο καθένας αν ένα κριτσανιστό ζουμερό και χωρίς κανένα
αγκάθι μήλο προσφερόταν εμπρός του; Όλη αυτή η αναγωγή σε χαμένους
παραδείσους κατά βάθος μας εξυπηρετούσε όλους.

Ο άνθρωπος είχε φτιάξει πολλές τον Παράδεισο κι ύστερα τον γκρέμιζε με τα ίδια
του τα χέρια. Καμία Εύα δεν έφταιξε γι’ αυτό. Κανένας μοβ, κανένας κίτρινος
άνθρωπος. Μόνο η χαρισματική ανθρώπινη φύση που επινοούσε διαρκώς εμφύλιους
σπαραγμούς, γιατί της έλειπε το μέτρο, η κοινή λογική και η δυνατότητα να
παραδειγματιστεί από τα λάθη της. Στο μεταξύ, ο πραγματικός πόλεμος μαινόταν
αλλού.

Παραμέναμε όλοι σε συνεχή επικοινωνία στο δίκτυο. Τελικά, ο Ζαχίρ, από μια χώρα
των μαύρων, είπε ότι έπρεπε να επιστρατεύσουμε το χιούμορ. Προσοχή! Μόνο σε ό,τι
ήμαστε σίγουροι ότι καλλιεργούσε έναν ανυπόστατο φόβο – αντίθετα δεν
αστειευόμαστε με τα πραγματικά σοβαρά, μια ισορροπία που θεωρητικά θα έπρεπε
να αποτελεί τη βάση μιας μεταμοντέρνας εκδοχής της ειδησεογραφίας. Ανταλλάξαμε
όλοι μηνύματα και τελικά συμφωνήσαμε ότι το χιούμορ ήταν μια καλή ιδέα.
Χρησιμοποιήσαμε τους καλύτερους που είχαμε, έκαναν βινιέτες (αυτές
επιτρέπονταν), που έδειχναν ένα πώμα με πόδια να το έχει σκάσει από την
μπουρμπουλήθρα και να έχει πάρει στο κατόπι ορδές από κόκκινους, κίτρινους, μοβ,

93
λευκούς, πράσινους ανθρώπους σαν το λουκάνικο του Κοκομπίλ. Πάνω ακριβώς από
το πώμα-δρομέα μια λεζάντα παρακαλούσε με γράμματα σπλάτερ: «Έλα, έλα, πάρε
με αγκαλιά». Το ανεβάσαμε σε όλες τις γλώσσες (στα ισπανικά το κάναμε «Abraza
me», στα αγγλικά «Hug me now», στα ιταλικά «abbraciami amore mio» κ.ο.κ.),
είδαμε ότι είχε αποτέλεσμα ειδικά στους νέους, αλλά και στους υποψιασμένους όλου
του πλανήτη.

Ύστερα κάναμε ένα δεύτερο. Φτιάξαμε μια κυρία με νύχια από ελεφαντόδοντο και με
καπέλο στο κεφάλι (ίδια η εικόνα του Χάμιλτον) να λέει στον γραμμωμένο και
βερνικωμένο σύζυγό της φέρνοντας όλο προσποιητό νάζι το χέρι με τα νύχια από
ελεφαντόδοντο στο στόμα «Ο, μα αυτό θα φτάσει και στα δικά μας τα παιδιά» την
ώρα που το χέρι του βερνικωμένου προσπαθούσε μάταια να συνεφέρει μια ολότελα
αποτυχημένη στύση. Το δεύτερο απορρίφθηκε από τη «λογοκρισία». Εντάξει, το
είχαμε παρακάνει ίσως, αλλά έχει όρια το χιούμορ; Δεν πρέπει να έχει κι αν έχει τα
βάζει μόνο το κοινό. Και τη στιγμή που θα το κάνει κάποιος άλλος, πέρα από το
κοινό, η ιστορία αυτόματα θα γυρίσει σε μια μαύρη σελίδα. Όταν όμως το χιούμορ
περιέχει και είδηση; Ναι, μάλλον το είχαμε παρακάνει.

Ο Σίγκμουντ από την αρχή είχε τις ενστάσεις του. Πίστευε ότι οι πειραγμένες
ειδήσεις μας ελάχιστα απείχαν από τον καταιγισμό άλλων, που καλλιεργούσαν τον
φόβο και τον πανικό, ότι ίσως να υποτιμούσαν τη σοβαρότητα της είδησης. Έγιναν
πολλές συναντήσεις, ακούστηκαν διάφορες απόψεις, αλλά επικράτησε εκείνη που
έλεγε πως ναι, υπήρχε σκοπιμότητα, αλλά ό,τι ανέβαινε ήταν αληθινό. Δεν
επινοούσαμε ιστορίες, δεν τις βγάζαμε από το μυαλό μας, τις ζωγραφίζαμε απλώς με
άλλα χρώματα και βομβαρδίζαμε με γέλιο έναν κόσμο απονευρωμένο για να
επαναφέρουμε την ισορροπία του, τη συναισθηματική, την οποία είχε απολέσει εδώ
και χρόνια.

Όταν αποχωρίζεσαι από έναν κόσμο που πίστεψες, δεν τραγουδάς χωρίς εσένα είμαι
μισόοοος του Μητροπάνου μέρα νύχτα, βάζεις στη διαπασών το Gasoline του
Μπάουι, ακούς ακόμα και τη Μικρή Ντιλάιλα του Τέρη Χρυσού για να πιαστείς από
κάπου, να κάνεις επανεκκίνηση. Προτιμάς κάτι που δεν σου φαίνεται οικείο, λέξεις
πιο ξένες, πιο απόμακρες, για τον όποιο λόγο, για να ξεχάσεις τις δικές σου, που
στριφογυρίζουν στο κεφάλι και παρατείνουν το πένθος σου.

Από έναν κόσμο που λες ότι σε πρόδωσε δεν βγαίνεις ποτέ μισός, βγαίνεις σούπερ
ενισχυμένος, power, turbo και σπινάρεις με τη χάρη του πραγματικού νικητή στο
παρκέ της σαλονοτραπεζαρίας. Όσο πιο πολλές οι προδοσίες, τόσο μεγαλύτερη η
δύναμη, τόσο που να χρειαστεί κόφτης στην ταχύτητα για να μη γίνεις αυτά που
κορόιδευες.

Το χιούμορ λειτουργεί σαν καταλύτης, σαν ένεση αδρεναλίνης, καμιά φορά και σαν
ένα δυνατό ηλεκτροσόκ σε έναν σμπαραλιασμένο κόσμο που έχει αποσχιστεί βίαια
και που προσπαθεί να μάθει ξανά τα πρώτα του βήματα – χρειάζεται αν μη τι άλλο
λίγη καλή διάθεση για να βρει τον βηματισμό του.

94
Ο μελοδραματισμός αντίθετα είναι μια συγκινησιακή πατέντα που μακροχρόνια
φθείρει όλα τα γνήσια κύτταρα του συναισθήματος. Γι’ αυτό και στον
μελοδραματισμό πετούσαμε μάρκες από καυστικό χιούμορ. Κανείς δεν ήξερε πού θα
οδηγούσε όλο αυτό.

Ένας εκδότης βιβλίων το αποκάλεσε «συνωμοσία του καλού». Μπορεί και να ήταν.
Στο μεταξύ, απολαμβάναμε πολύ όταν ένα αληθινό, αυθόρμητο χαμόγελο σάρωνε
σαν τα πιόνια του ντόμινο όλες τις χώρες, όλες τις φυλές και έριχνε τους πολίτες
κάτω στο χώμα από τα γέλια.

95
Feedback

Είχαν περάσει εφτά χρόνια από τη μέρα που είχε ξεκινήσει το πείραμα του Ουράνιου
Τόξου. Τα πρώτα δείγματα ήταν άκρως ενθαρρυντικά. Όλο το επιτελείο των μαύρων,
κόκκινων, κίτρινων, λευκών, μοβ, πορτοκαλί και πράσινων ανθρώπων οδηγούσαν
καθημερινά δισεκατομμύρια ειδήσεις σαν οδηγοί της Φόρμουλα Ένα. Απέφευγαν
τελευταία στιγμή τις κακοτοπιές, ανέβαζαν και κατέβαζαν ταχύτητα ανάλογα με την
περίσταση.

Όλες οι αποφάσεις παίρνονταν σε κλάσματα δευτερολέπτου, απαιτούνταν γρήγορη


αντίληψη, πολύ γρήγορη, περισσότερο κι από τους αγώνες ταχύτητας. Μια
στραβοτιμονιά αρκούσε για να βυθίσει τον κόσμο στο σκοτάδι. Σιγά σιγά άνθρωποι
άρχισαν να ανοίγουν τα παράθυρα στο φως.

Ήμαστε έτοιμοι να περάσουμε στη δεύτερη φάση. Πλέον θα τολμούσαμε να


ανεβάσουμε την πρώτη φωτογραφία από έναν πόλεμο, οικονομικό ή άλλο. Αυτό ήταν
το μεγάλο μας στοίχημα. Είχαμε επενδύσει πολλά σε αυτή τη στιγμή. Μια ακόμα
επανεκκίνηση του κόσμου. Αποφασίσαμε να το γιορτάσουμε. Η τελευταία πράξη θα
λάμβανε χώρα στη Ζβινανία. Είχαμε τους λόγους μας.

CUT

96
Από μακριά διακρίνονται κάτι παράξενοι άνθρωποι που έχουν αρχίσει κιόλας να
καταφθάνουν στη Ζβινανία. Φθάνουν με ποδήλατα και δεν έχει κανείς τους
φωτογραφική μηχανή. Οι επιχειρηματίες κάνουν τον σταυρό τους – είναι σίγουροι
ότι πρόκειται για κάποιο τελευταίο trend. Ένας μοβ άνδρας αφήνει το ποδήλατο
δίπλα στη θάλασσα και ετοιμάζεται για μια βουτιά – η Ζβινανία έχει μία εποχή, μόνο
το καλοκαίρι. Ο υπεύθυνος για τις ξαπλώστρες τον πλησιάζει και του λέει πως είναι
réservé, κι επιπλέον ότι ακόμα κι αν θέλει να πληρώσει, δεν μπορεί να κάνει τίποτα,
γιατί περιμένει, λέει, ένα κρουαζιερόπλοιο που έχει κρατήσει με ένα τηλέφωνο τη
θάλασσα, οπότε ούτε νηνεμία, ούτε κύματα, ούτε αφροί μέχρι νεωτέρας οδηγίας, του
κρουαζιερόπλοιου. Ο μοβ άνδρας χαμογελά, παίρνει το ποδήλατό του και βρίσκει μια
άλλη παραλία με μια θάλασσα, που για την ώρα πάει κι έρχεται κανονικά. Στην
επιστροφή για την πόλη, βρίσκει μια γυναίκα από τη χώρα των μαύρων, της διηγείται
το περιστατικό με τις ξαπλώστρες, και εκείνη του λέει γελώντας ότι έχει αποφασίσει
να δώσει ένα μικρό μάθημα στον επιχειρηματία που κράτησε τη θάλασσα. Ύστερα,
κατεβαίνει από το ποδήλατό της και αρχίζει να μουρμουρίζει κάτι σαν ξόρκι, κάτι
σαν συνεχόμενο «σςςςς» που θυμίζει τον ήχο της βροχής.

Στο λεπτό στον ουρανό της Ζβινανίας μαζεύονται πολλά θυμωμένα σύννεφα,
ακούγονται μπουμπουνητά, μια αστραπή φωτίζει μια άδεια παραλία με ξαπλώστρες
(το κρουαζιερόπλοιο δεν έφτασε ποτέ) και τότε δεκάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες,
δεκάδες χιλιάδες, εκατομμύρια, δεκάδες εκατομμύρια, εκατοντάδες εκατομμύρια,
δισεκατομμύρια, δεκάδες δισεκατομμύρια, εκατοντάδες δισεκατομμύρια, μπορεί και
ένα τρισεκατομμύριο καρέκλες αρχίζουν να πέφτουν στη Γη.

Μεταλλικές πλάτες, καθίσματα από αφρολέξ με επικάλυψη κόκκινο βελούδο, πόδια


ξύλινα, μεταλλικά, από αλουμίνιο πέφτουν με ορμή από αριστερά προς τα δεξιά
ενώνοντας την ιστορία δημιουργώντας άπειρες διαγώνιες που διαπερνούν τη Γη και
καταλήγουν στον βυθό της θάλασσας. Τα διαμελισμένα πόδια τους άρχισαν και
πιτσιλάνε κιόλας τους ανθρώπους.

Οι άνθρωποι επιστρέφουν τρέχοντας στα ξενοδοχεία και ξαναβγαίνουν με ομπρέλες


αλεξικάρεκλες. Οι παράγκες των φτωχών κατοίκων της Ζβινανίας παραδίδονται κι
αυτές στο έλεος της καταιγίδας, οι ύαινες τρέχουν να κρυφτούν απελευθερώνοντας τα
μέχρι πριν από λίγο θύματά τους.

Καρφιά, υφάσματα, ρόδες, κάγκελα, ψάθες, καραβόπανα, δερματίνες, τρέσες,


καρφωτικά που πετάνε σιλικόνη, ξυλόγλυπτα με δικέφαλους αετούς, καρέκλες
κουζίνας, θαλάσσης και γραφείου ή και τα δυο μαζί, πτυσσόμενες και φορητές, και
μία του σκηνοθέτη, επέβαλαν τη δική τους καθαριότητα.

Σε μια στιγμή φάνηκε να ξεκόβει, αλλά ακολούθησε δεύτερη, ακόμα πιο ισχυρή
καταιγίδα. Έβρεχε με περισσότερη ακόμα ορμή φράσεις –cogito ergo sum, γνώθι
σαυτόν «κατά τη γνώμη μου, δεν υπάρχει Θεός», Άνθρωπος ζώον (φύσει) πολιτικόν
«Ο ασθενής επανέλαβε τη λέξη “πόλεμος” ερωτηματικά. Προσαρτούσε έννοιες με
συμβολική σημασία στις λέξεις», Α μη οίδα ουδέ οίομαι ειδέναι– κι άλλες, πολλές,

97
αμέτρητες φράσεις που έπεφταν η μια πίσω από την άλλη και ταρακουνούσαν τα
κεφάλια των ανυποψίαστων παραθεριστών υποχρεώνοντάς τα να δουν σε όλα τα
σημεία του ορίζοντα. Κάποια στιγμή η βροχή κόπασε. Στον μοναδικό λόφο της
Ζβινανίας άνθρωποι κόκκινοι, πορτοκαλί, μοβ, λευκοί, κίτρινοι, πράσινοι, μαύροι,
που είχαν κατασκηνώσει πρόχειρα, πλέον έχουν βγει από τις σκηνές, που τις είχε
κάνει ένα με το χώμα η βροχή και λειτουργούσαν εδώ και ώρα ως αδιάβροχα και
μόνο.

Σε ένα πελώριο video wall ακριβώς πάνω στο λόφο πρόβαλε ένα πλαίσιο με τρέσα
αμέτρητα πράσινα, κόκκινα, μοβ, λευκά, μαύρα, κίτρινα και πορτοκαλί λαμπιόνια
κολλημένα με ένα καρφωτικό που πέταγε την καλύτερη σιλικόνη το ένα δίπλα στο
άλλο.

Κι ύστερα άρχισε να προβάλλεται ένα video. Ένας κύριος Ψιτ από μια χώρα των
μαύρων περπατά στον δρόμο ξυπόλυτος. Είναι ντυμένος με κουρέλια και κουτσαίνει
όσο τα πόδια του διανύουν τους δρόμους της πόλης. Κάποια στιγμή δίπλα του περνά
ένα αυτοκίνητο με πελώρια μούρη. Παρκάρει απέναντί του. Ο κίτρινος άνδρας που το
οδηγεί μπαίνει στο πολυκατάστημα, στην είσοδο του οποίου έχει αφήσει το
αυτοκίνητό του, αφήνοντας τον μικρό του γιο να περιμένει μέχρι εκείνος να
ολοκληρώσει τα ψώνια του. Το μικρό κίτρινο αγόρι παρατηρεί τον ηλικιωμένο μαύρο
άνδρα. Ο κίτρινος μπαμπάς επιστρέφει, βάζει μπρος, πατάει γκάζι και το αυτοκίνητο
σπινάρει μπροστά από τον ξυπόλυτο μαύρο ηλικιωμένο άνδρα. Το κίτρινο αγόρι
φτάνει στο σπίτι, σπάει τον κουμπαρά του και με τα λιγοστά χρήματα πηγαίνει στο
πλησιέστερο κατάστημα υποδημάτων και αγοράζει ένα ολοκαίνουργιο ζευγάρι
παπούτσια. Ύστερα παίρνει το ποδήλατό του, φορτώνει τα παπούτσια στη σχάρα και
ξεκινά να συναντήσει τον μαύρο ηλικιωμένο και ξυπόλυτο άνδρα, που είναι τώρα
κάτω από μια κερασιά δίπλα από το ποτάμι. Το μικρό κίτρινο αγόρι τού δίνει τα
καινούργια παπούτσια, ο ξυπόλυτος μαύρος και ηλικιωμένος άνδρας χαμογελά. Μετά
από λίγο το αυτοκίνητο με την πελώρια μούρη, που οδηγεί ο κίτρινος μπαμπάς του
κίτρινου αγοριού, καταφθάνει στο ίδιο σημείο. Ο κίτρινος μεγάλος άνδρας δείχνει
θυμωμένος, αλλά τελικά το κίτρινο αγόρι πηγαίνει προς το μέρος του και ο κίτρινος
άνδρας το αγκαλιάζει με μια απροσδιόριστα συγκρατημένη ικανοποίηση. Ο κίτρινος
άνδρας με τον κίτρινο γιο του μπαίνουν στη συνέχεια στο αυτοκίνητο, ο κίτρινος
άνδρας πατά γκάζι και σπινάρει μπροστά από τον μαύρο άνδρα που είχε μόλις
φορέσει τα καινούργια του παπούτσια όλος συγκίνηση. Τίτλοι τέλους. Η οθόνη
δείχνει μαύρο. Τα πολύχρωμα λαμπιόνια αναβοσβήνουν ακόμα με γκλαμουριά
κινηματογραφική.

Πριν από έξι χρόνια, προτού ξεκινήσει το πείραμα του Ουράνιου Τόξου, πολλοί
άνθρωποι έκλαιγαν όταν έβλεπαν αυτό το βίντεο, συγκινούνταν πολύ με την εικόνα
του μικρού, κίτρινου άνδρα που έσπασε τον κουμπαρά του για να αγοράσει ένα
ζευγάρι παπούτσια σε έναν ξυπόλυτο μαύρο και ηλικιωμένο άνδρα. Έκλαιγαν για
κάνα πεντάλεπτο με αναφιλητά και ύστερα άλλαζαν κανάλι, λες και το μυαλό είχε
ενσωματωμένο τηλεκοντρόλ, και περνούσαν στα νέα για τον καιρό «καλές για την

98
εποχή θερμοκρασίες με αραιές νεφώσεις προβλέπει η Εθνική Μετεωρολογική
Υπηρεσία για αύριο…»

Πλέον, μετά από έξι χρόνια φωτογραφικής αποτοξίνωσης, μια απέραντη σιωπή
επικρατούσε στη Ζβινανία. Δεν μιλούσε κανείς. Δεν ακούστηκαν ούτε κλάματα ούτε
σπαραξικάρδιες ατάκες. Οι άνθρωποι μόνο απόμειναν σκεφτικοί και συγκράτησαν
ένα δάκρυ. Μετά κοίταξαν ο ένας τον άλλο με ένα συνωμοτικό νεύμα κι αμέσως
χιλιάδες, εκατοντάδες, εκατομμύρια, δισεκατομμύρια θυμωμένοι ευγενικοί
πολεμιστές έδωσαν το παρασύνθημα –«χιονοστιβάδα» – κι ένα πελώριο ουράνιο τόξο
πρόβαλε στον ουρανό.

Χιλιάδες μπαλόνια πέταξαν για να συναντήσουν εφτά χρώματα. Εφτά περιστέρια


πέταξαν σε ένα πεντάγραμμο. Ένα παιδί είπε με ενθουσιασμό «Τι όμορφο που είναι
αυτό το ουράνιο τόξο. Έχει τόσα χρώματα που μπορείς να το συνδυάσεις με τα
πάντα».

Κι ένα άλλο πάτησε shift, άνω κάτω τελεία και αριστερή παρένθεση στο κινητό του,
κοίταξε τη μαμά του, και είπε: «Μα αφού έχει τόσα χρώματα, γιατί είναι
μελαγχολικό;». Καθώς δεν είχε πάρει κανείς μαζί του φωτογραφική μηχανή, δεν
υπήρξε ποτέ απόδειξη γι’ αυτό το Ουράνιο Τόξο. Κι ύστερα… η ιστορία άρχισε να
γράφεται με όλες τις διακεκομμένες γραμμές τη μια πίσω απ’ την άλλη. Χωρίς κενά,
χωρίς απόσταση. Έν δυο, έν δυο…

99
THE END

«Προσοχή, παρακαλώ! Ανακοινώνεται η άφιξη των αερογραμμών Applepie της


πτήσης 354 από τη Ζβινανία με προορισμό την Αθήνα» ακούστηκε από τα μεγάφωνα
στις διεθνείς πτήσεις του Ελευθέριος Βενιζέλος. Στην αίθουσα αναμονής πρόβαλε
ένας άνδρας με μια πελώρια κοιλιά που αναγκάστηκε να τη στριμώξει λίγο στην
πόρτα και να πάρει μια βαθιά εισπνοή ρουφώντας με δύναμη το εσωτερικό της ώστε
να μπορέσει στη συνέχεια να ξεχυθεί στις πόρτες σαλούν σαν ένας αποφασιστικός
πιστολέρο. Οι δεύτερες πόρτες, λες και υποκλίθηκαν στο μεγαλείο της, άνοιξαν
μονομιάς και εκείνος πέρασε βιαστικά αναζητώντας με τη ματιά του ένα εύκαιρο
ταξί.

Ήταν πολλά. Και όλα άδεια. Πήρε το πρώτο.

«Πού πάμε;» ρώτησε ο οδηγός.

«Μίλωνος, Μίλωνος 64» απάντησε ο άνδρας.

«Δεν ξέρω πού είναι, αλλά, να ’ναι καλά το GPS» καθησύχασε ο οδηγός με
ενθουσιασμό τον πελάτη του.

«Οκ, δεν ανησυχώ τότε» απάντησε ο άνδρας με την πελώρια κοιλιά.

Ο οδηγός πάτησε το ταξίμετρο να γράφει και άρχισε να διανύει χιλιόμετρα


ψάχνοντας παράλληλα το δρόμο που έπρεπε να πάει τον πελάτη του.

«Πώς το γράφετε, αν επιτρέπετε;» ρώτησε κάποια στιγμή ο άνδρας με την πελώρια


κοιλιά.

«Ποιο πράγμα;» έκανε ο οδηγός.

«Τη Μίλωνος» επέμεινε ο άνδρας.

«Με ήτα και όμικρον, όπως το μήλο», απάντησε ο οδηγός.

«Μήλο; Όχι, όχι, ε όχι και μήλο» έκανε αφιονισμένος ο άνδρας . «Με γιώτα, ωμέγα,
όμικρον». Μήλο, μήλο, μα, πώς του ’ρθε, μονολόγησε με ύφος δέκα καρδιναλίων.

Ο οδηγός είχε καλή ακοή, έπιανε στο φτερό τους μονολόγους.

«Γιατί, δεν σας αρέσουν τα μήλα, κύριε;» έκανε σε μια ίσως και αποτυχημένη
προσπάθεια να αλλάξει την μπάλα.

«Ούτε που να τα δω δεν θέλω» απάντησε έξαλλος ο ένας ακόμα περίεργος τελικά
πελάτης σε ταξί. «Τα σιχαίνομαι. Μια φορά μόνο είπα ότι μου άρεσαν, κι αυτό επειδή
έτσι μου ’παν να κάνω απ’ το κοντρόλ» πρόσθεσε.

«Απ’ το κοντρόλ;» έκανε ο οδηγός απορημένος παρατείνοντας με δύο όμικρον (το


πρώτο τονισμένο) την τελευταία συλλαβή.

100
«Μάλιστα, απ’ το κοντρόλ» απάντησε ο άνδρας με τον σωστό επιτονισμό που
ταιριάζει σε ηθοποιό.

«Τι δουλειά κάνετε, αν επιτρέπετε;». Το ’ραβε λίγο λίγο το story ο οδηγός.

«Ηθοποιός» απάντησε περήφανα ο άνδρας.

«Ηθοποιός;» αναφώνησε με ενθουσιασμό ξανά ο οδηγός του ταξί παρατείνοντας


ξανά με δύο o (το πρώτο τονισμένο) την τελευταία συλλαβή.

«Μάλιστα, ηθοποιός» αποκρίθηκε ο άνδρας.

«Και» αυτή τη φορά τράβηξε το «ε». «Το όνομά σας, αν επιτρέπετε…;» ξαναρώτησε
ο οδηγός πανέτοιμος για αναμνηστική φωτό και ανάρτηση πάραυτα στο Facebook,
για να δει εκείνη, που μας το παίζει σταρ.

«Αδάμ» απάντησε μονολεκτικά ο άνδρας.

«Αδάμ;» έκανε απορημένος ο οδηγός παρατείνοντας αυτή τη φορά με δύο άλφα (το
πρώτο τονισμένο) τη δεύτερη συλλαβή. «Του Παραδείσου;» συνέχισε γελώντας.

«Της Ζβινανίας» απάντησε αδιάφορα ο ηθοποιός.

«Καλά, κι ο Παράδεισος;» έκανε ο οδηγός υποδυόμενος τον απογοητευμένο.

«Ο Παράδεισος» είπε ο άνδρας, και για λίγο ξεροκατάπιε: «Ο Παράδεισος ήταν η


πρόφαση» πρόσθεσε αυστηρά σημαίνοντας με το ύφος του το τέλος του διαλόγου.

Κλικ. Αποθήκευση ως. Όνομα αρχείου… «ΑΛΗΘΕΙΑ».

101
====================================================
Perhaps my life is nothing but an image of this kind; perhaps I am doomed to retrace
my steps under the illusion that I am exploring, doomed to try and learn what I simply
should recognize, learning a mere fraction of what I have forgotten.

Ίσως η ζωή μου να μην είναι παρά μια ψευδαίσθηση, ίσως είμαι καταραμένος να
διαγράφω βήματα με την εντύπωση ότι εξερευνώ τον κόσμο, καταδικασμένος να
προσπαθώ να μαθαίνω ό,τι θα έπρεπε απλά να ξεχωρίζω, αλλά στην ουσία
μαθαίνοντας ένα μικρό μόνο κομμάτι απ’ όσα έχω ξεχάσει.

— André Breton

====================================================

@ ΔΑΦΝΗ ΧΡΗΣΤΟΥ

102

You might also like