Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 16

Ευρωπαϊκό Κέντρο Παρακολούθησης για τις Εξαρτησιογόνες Ουσίες και τις

Εξαρτήσεις: Ζητήματα Κοινωνικής Επανένταξης

Προσαρμογή στα Ελληνικά: Αναστασία Ζήση

Κοινωνική επανένταξη: Ορισμοί

Το Ευρωπαϊκό Κέντρο Παρακολούθησης για τις Εξαρτησιογόνες Ουσίες και τις


Εξαρτήσεις (2004) ορίζει την κοινωνική επανένταξη ως: «κάθε είδους κοινωνική
παρέμβαση που στοχεύει στην ένταξη τόσο των απεξαρτημένων ατόμων, όσο και των
υπό εξάρτηση ατόμων εντός του ιστού της κοινότητας». Οι τρεις πυλώνες που
οργανώνουν την κοινωνική επανένταξη είναι: α) η στέγαση, β) η εκπαίδευση, και γ)
η απασχόληση. Άλλα στοιχεία τα οποία μπορούν να αξιοποιηθούν ως προς την
κοινωνική επανένταξη των εξαρτημένων ατόμων καλύπτουν την συμβουλευτική και
την αναψυχή. Η εξασφάλιση ασφαλούς στέγης και πρόσβασης στην εκπαίδευση
συνιστούν τα δομικά προ-απαιτούμενα τα οποία διευκολύνουν την ένταξη των
εξαρτημένων από ουσίες ατόμων σε δομές απασχόλησης. Ο απώτερος στόχος της
κοινωνικής επανένταξης είναι η στήριξη της θεραπείας και η αποτροπή της
υποτροπής μέσα από μια ολιστική οπτική η οποία βασίζεται στις αρχές και τις αξίες
της συμπερίληψης. Οι παρεμβάσεις της κοινωνικής επανένταξης συνιστούν πτυχές
της ανάρρωσης, της βιογραφικής ανάκαμψης των ατόμων που παλεύουν με τη
διακοπή της χρήσης των εξαρτησιογόνων ουσιών και υπερβαίνουν τις παραδοσιακές
προσεγγίσεις που δίνουν, κυρίως, έμφαση στη διατήρηση της αποχής, αλλά και σε
ψυχοκοινωνικές εκβάσεις (πιο πρόσφατα).

1. Κοινωνική επανένταξη και θεραπεία των εξαρτήσεων

Η σχέση ανάμεσα στην κοινωνική επανένταξη και τη θεραπεία από τις εξαρτήσεις σε
μεγάλο βαθμό εξαρτάται από την κατανόηση των κεντρικών εννοιών: «εξάρτηση» και
«θεραπεία», και από την κατανόηση των επιθυμητών εκβάσεων της θεραπείας.
Ιδανικά, η κοινωνική επανένταξη αποτελεί συστατικό στοιχείο της θεραπευτικής
διαδικασίας (UNODC, 2008). Εάν ο θεραπευτικός στόχος είναι, αποκλειστικά, η
διακοπή της χρήσης, τότε η κοινωνική επανένταξη αποτελεί ένα ξεχωριστό πεδίο.
Από μια οπτική που στοχεύει στη μείωση της βλάβης, η κοινωνική επανένταξη είναι

1
δυνατή και επιθυμητή χωρίς απαραίτητα να έχει επιτευχθεί η αποχή από τις
εξαρτησιογόνες ουσίες. Επομένως, τη σχέση ανάμεσα στην κοινωνική επανένταξη
και τη θεραπεία, αξίζει κανείς να την διερευνήσει ως προς ορισμένες διαστάσεις,
όπως η χρονικότητα, η στόχευση, ο πληθυσμός-στόχος, το περιεχόμενο της
παρέμβασης και η θεραπεία.

Χρονικότητα: Παραδοσιακά, η κοινωνική επανένταξη συνιστά την τελευταία φάση η


οποία έπεται της θεραπείας και της διακοπής της χρήσης ουσιών (EMCDDA, 2002: 5).
Ωστόσο, πιο σύγχρονες προσεγγίσεις ενσωματώνουν στοιχεία της κοινωνικής
επανένταξης στη θεραπευτική διαδικασία (EMCDDA, 2010).

Στόχος: Η θεραπεία στοχεύει στην σταθεροποίηση, τη μείωση και τη διακοπή της


χρήσης ουσιών ενώ η κοινωνική επανένταξη έχει πολλαπλούς στόχους, και αρκετοί
από αυτούς είναι έξω από τις ουσίες. Για παράδειγμα, μπορεί να στηρίξει τις αρχικές
φάσεις της θεραπείας, να αποτρέψει την υποτροπή, να διευκολύνει την ανάρρωση,
να μειώσει και να αντιστρέψει τις βλάβες, να επιτύχει βελτιώσεις σε πεδία που δεν
είναι άμεσα σχετιζόμενα με την χρήση ουσιών.

Πληθυσμός-στόχος: Η θεραπεία κυρίως στοχεύει σε υπό απεξάρτηση άτομα ενώ η


κοινωνική επανένταξη στοχεύει τόσο σε απεξαρτημένα όσο και σε υπό εξάρτηση
άτομα, αλλά και πιο γενικά, σε ομάδες οι οποίες είναι αποκλεισμένες και κοινωνικά
ευάλωτες (Verster & Solberg, 2003).

Περιεχόμενο παρέμβασης: Οι παρεμβάσεις κοινωνικής επανένταξης διαφέρουν από


τις θεραπευτικές παρεμβάσεις στο βαθμό που οι τελευταίες, κυρίως, βασίζονται σε
στοιχεία ψυχοκοινωνικά και σε ιατρικά ενώ οι πρώτες περιλαμβάνουν στοιχεία τα
οποία κυρίως σχετίζονται με την εκπαίδευση τεχνικών/επαγγελματικών δεξιοτήτων,
αλλά και γενικά δεξιοτήτων ζωής.

Παροχή υπηρεσιών: Οι παρεμβάσεις κοινωνικής επανένταξης στοχεύουν σε πολλές


και διαφορετικές πτυχές της κοινωνικής και επαγγελματικής ζωής και επομένως, οι
παροχείς των υπηρεσιών ή οι εκπαιδευτές, μπορεί να προέρχονται από διαφορετικές
ειδικότητες. Για παράδειγμα, οι παρεμβάσεις οι οποίες σχεδιάζονται για την
επαγγελματική κατάρτιση είναι δυνατόν να παρέχονται εντός των θεραπευτικών
κέντρων αλλά και εκτός των κέντρων ή των οργανισμών. Από την άλλη, οι

2
παρεμβάσεις οι οποίες σχεδιάζονται για την άρση των δομικών εμποδίων προ-
υποθέτουν διαφορετικές προσεγγίσεις παρεμβάσεων, όπως χάραξη κεντρικών
πολιτικών κατευθύνσεων, ειδικευμένων στην απεξάρτηση.

Η παροχή υπηρεσιών και παρεμβάσεων κοινωνικής επανένταξης είναι δυνατόν να


προσφερθεί όταν ένα ελάχιστο επίπεδο θεραπευτικών δομών είναι διαθέσιμο προς
τα εξαρτημένα από ουσίες άτομα, και η κάλυψη αναγκών του συγκεκριμένου
πληθυσμού είναι επαρκής. Η κοινωνική επανένταξη μπορεί να σχεδιαστεί
ανεξάρτητα της θεραπείας και σε άλλα, διαφορετικά πεδία και μέσω άλλων παρόχων
από διαφορετικές ειδικότητες.

1.2. Κοινωνική επανένταξη και ανάρρωση / αποκατάσταση

Σύμφωνα με το Λεξικό για Όρους σχετιζόμενους με το Αλκοόλ και τις Εξαρτησιογόνες


Ουσίες του Π.Ο.Υ. (1994: 55), η «ανάρρωση» ορίζεται ως:

«Η διατήρηση, με κάθε μέσο ή τρόπο, της αποχής από το αλκοόλ και/ή άλλες
εξαρτησιογόνες ουσίες συνιστά την ανάρρωση. Ο όρος είναι ιδιαίτερα συνυφασμένος
με τις ομάδες αυτό-βοήθειας, τους Ανώνυμους Αλκοολικούς και τα προγράμματα των
12-βημάτων τα οποία αναφέρονται σε μια διαδικασία επίτευξης και διατήρησης της
νηφάλιας αποχής. Στο βαθμό που η ανάρρωση συνιστά μια διαδικασία με διάρκεια
ζωής, ένα μέλος της κοινότητας των ΑΑ θεωρείται από τα μέλη της κοινότητας του ότι
είναι διαρκώς σε ανάρρωση. Αντίθετα, από τον ευρύτερο κοινωνικό περίγυρο
θεωρείται ως κάποιος που είναι καθαρός».

Η «αποκατάσταση» ορίζεται ως:

«Η διαδικασία μέσω της οποίας ένα άτομο εξαρτημένο από ουσίες επιτυγχάνει το
μέγιστο επίπεδο της υγείας, της ψυχολογικής λειτουργικότητας και της κοινωνικής
ευημερίας. Συνήθως, η αποκατάσταση έπεται της αρχικής φάσης της θεραπείας, της
αποτοξίνωσης και της ψυχιατρικής συμβουλευτικής. Οι παρεμβάσεις της
αποκατάστασης συνοδεύονται από την προσδοκία της κοινωνικής επανένταξης στην
κοινότητα».

Στη βάση αυτών των ορισμών, είναι φανερό ότι υπάρχει αλληλεπικάλυψη ανάμεσα
στις δύο έννοιες, της κοινωνικής επανένταξης και της αποκατάστασης, αν και πρώτη

3
συνιστά πτυχή της αποκατάστασης, και επομένως οι δύο έννοιες δεν ταυτίζονται.
Ωστόσο, οι πρόσφατες εξελίξεις στην κατανόηση της κοινωνικής επανένταξης
αυξάνουν την σύνδεση της με την έννοια της αποκατάστασης: «Ο στόχος της
ανάρρωσης είναι η συνολική προαγωγή της ποιότητας ζωής και λιγότερο η αποχή, αν
και ο απώτερος στόχος της αποχής είναι μακροχρόνιος για όλα τα απεξαρτημένα ή
υπό εξάρτηση άτομα».

Το μοντέλο της ανάρρωσης, όπως έχει διατυπωθεί από την Βρετανική Επιτροπή
Σχεδιασμού Πολιτικών Παρεμβάσεων σε Θέματα Εξάρτησης και Ανάρρωσης (2008: 6)
στοχεύοντας προς όλα τα άτομα που αντιμετωπίζουν ζητήματα εξάρτησης,
ανεξάρτητα από τη θεραπεία που λαμβάνουν ή τη φάση θεραπείας στην οποία
βρίσκονται: «Η διαδικασία της ανάρρωσης από την προβληματική χρήση των
εξαρτησιογόνων ουσιών συνίσταται στον εθελοντικά διατηρούμενο έλεγχο της
χρήσης ο οποίος να επιτρέπει τη μέγιστη δυνατή βελτίωση της κατάστασης της
υγείας, της ευημερίας και της ποιότητας ζωής του ατόμου συνολικά, όπως και την
συμμετοχή του σε ρόλους, σε ευθύνες και σε δικαιώματα εντός της κοινωνίας».

Αυτή η ευρύχωρη κατανόηση της ανάρρωσης συμπορεύεται με την έννοια του


«κεφαλαίου για την ανάρρωση» το οποίο καλύπτει οκτώ διαφορετικούς τομείς:

1. Σωματική και ψυχική υγεία


2. Οικογένεια, κοινωνική στήριξη και αναψυχή
3. Ασφαλές σπίτι και υγιές περιβάλλον
4. Υποστήριξη ομότιμων
5. Απασχόληση και επίλυση νομικών ζητημάτων
6. Κατάρτιση σε δεξιότητες και εκπαιδευτική ανάπτυξη
7. Ένταξη στην κοινότητα και πολιτισμική ενσωμάτωση
8. Νέα νοηματοδότηση της ζωής και του σκοπού

Η ανάρρωση είναι μια διαδικασία αλλαγής μέσω της οποίας τα εξαρτημένα από
ουσίες άτομα προσπαθούν να βελτιώσουν την κατάσταση της υγείας τους, της
συνολικής τους ευημερίας και να ζήσουν μια ζωή με νόημα εντός του ιστού της
κοινότητας, στη βάση των δικών τους επιλογών και της πλήρους ανάπτυξης του
λανθάνοντος δυναμικού τους.

4
Η διάκριση ανάμεσα στην κοινωνική επανένταξη και την ανάρρωση εξαρτάται
σημαντικά από την κατανόηση της τελευταίας. Στην παραδοσιακή της εκδοχή, η
ανάρρωση ταυτίζεται με την αποχή από τις ουσίες. Αυτός ο ορισμός την τοποθετεί
ως διακριτή έννοια της κοινωνικής επανένταξης. Στις πιο σύγχρονες προσεγγίσεις, η
κοινωνική επανένταξη αποτελεί συστατικό στοιχείο της ανάρρωσης και της
αποκατάστασης των οποίων το περιεχόμενο είναι σημαντικά ευρύτερο και πλατύ.

Τι προηγείται; Να είναι κανείς απεξαρτημένος ή κοινωνικά ενταγμένος;

Πολλές από τις πολιτικές των κοινωνικών παρεμβάσεων θέτουν ως προϋπόθεση την
πλήρη απεξάρτηση από ουσίες, και σ’ αυτό συνηγορούν εμπειρικά ευρήματα που
δείχνουν ότι και οι ίδιοι οι χρήστες/εξαρτημένοι το αυτό επιθυμούν (Neale & Kemp,
2010). Άλλες, ωστόσο, πιο σύγχρονες παρεμβάσεις προάγουν τις πολιτικές
κοινωνικής επανένταξης ως στοιχείο το οποίο μπορεί να διευκολύνει τη θεραπεία και
την ανάρρωση (EMCDDA, 2010).

Εκπαίδευση και κατάρτιση

Η εκπαίδευση ορίζεται ως μια ειδική μαθησιακή δυνατότητα για απεξαρτημένα και


υπό εξάρτηση άτομα που συνήθως στοχεύει στην απόκτηση βασικών στοιχείων
γραμματισμού και αρίθμησης χωρίς, ωστόσο, να περιλαμβάνει κάποια ειδική
κατάρτιση σε ένα είδος δουλειάς ή και απασχόλησης.

Η επαγγελματική κατάρτιση σχεδιάζεται ώστε να στηρίξει τους/ις


συμμετέχοντες/ουσες να αποκτήσουν ειδικές δεξιότητες οι οποίες τους/ις
προετοιμάζουν για εργασία, όπως πρακτικές δεξιότητες, αλλά και να κατανοήσουν
τις ειδικές εργασιακές απαιτήσεις, όπως αυτές διαμορφώνονται εντός μιας
επαγγελματικής ιεραρχίας.

Το εύρος της τεχνικής/επαγγελματικής κατάρτισης εκτείνεται από παρεμβάσεις οι


οποίες είναι σύντομες και στοχεύουν στην τοποθέτηση σε θέσεις που είναι χαμηλά
αμειβόμενες και ανειδίκευτες έως το είδος των παρεμβάσεων που είναι
μακροπρόθεσμες και στοχεύουν στην εκπαίδευση των συμμετεχόντων/ουσών στην
απόκτηση μαθησιακών και επαγγελματικών προσόντων.

5
Ειδικές στοχεύσεις της επαγγελματικής κατάρτισης των εξαρτημένων από ουσίες
ατόμων η οποία παρέχεται από τους επίσημους φορείς και από τον τρίτο τομέα:

 Δεξιότητες αναζήτησης εργασίας


 Ενίσχυση της αυτό-αποτελεσματικότητας
 Βελτίωση της αφοσίωσης στην εργασία
 Βελτίωση των δεξιοτήτων συνέντευξης
 Απόκτηση δεξιοτήτων συνδεδεμένων με ειδικούς ρόλους
 Δεξιότητες αυτεπίγνωσης ως προς την εργασία

Ως προς την αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων επαγγελματικής κατάρτισης, η


ανασκόπηση των Magura και συν. (2004) οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι, μολονότι,
η σχετική βιβλιογραφία προσφέρει ορισμένα επιτυχημένα παραδείγματα, αυτά είναι
σχετικά λίγα ενώ η μεγάλη ποικιλότητα των μετρήσεων, των ερευνητικών σχεδίων
και των πληθυσμών μελέτης δεν επιτρέπουν τη διατύπωση ασφαλών
συμπερασμάτων προς γενίκευση. Αυτό το εύρημα το επιβεβαιώνουν και οι Foley et
al. (2010) οι οποίοι επισημαίνουν, μεταξύ άλλων, ότι πρόκειται για παρεμβάσεις
ατομικής καθοδήγησης και άρα πολύ μικρής εμβέλειας, οι οποίες ολοκληρώθηκαν
αρκετά παλιά χωρίς έναν σύγχρονο χαρακτήρα.

Οι Magura et al. (2007) αναφέρουν ότι τα εξατομικευμένα προγράμματα


επαγγελματικής κατάρτισης που είναι θεωρητικά καθοδηγούμενα και όχι
τυποποιημένα επιφέρουν καλύτερα αποτελέσματα ενώ οι καλύτεροι προγνωστικοί
δείκτες για την απασχόληση είναι: α) η προηγούμενη απασχόληση, β) η συμμετοχή
στην παρέμβαση και γ) η αντίληψη της παρέμβασης ως καλά και με σκοπιμότητα
σχεδιασμένη.

Οι Staines et al. (2004) αναφέρουν ότι ένα πρόγραμμα επαγγελματικής κατάρτισης


το οποίο επιτυγχάνει την ενσωμάτωση διαφορετικών στοιχείων, όπως διαχείριση
περίπτωσης, συμβουλευτική, υποστηριζόμενη απασχόληση, και δεξιότητες
αναζήτησης εργασίας επιφέρει θετικά αποτελέσματα για τους χρήστες μεθαδόνης,
έξι μήνες μετά την εφαρμογή του προγράμματος.

6
Οι Kemp et al. (2004) αναφέρουν ότι η εφαρμογή πολλών και διαφορετικών
στρατηγικών που να συνδέουν τις πρακτικές, επαγγελματικές δεξιότητες με
δεξιότητες ζωής πετυχαίνουν καλύτερα αποτελέσματα στην απασχόληση.

Άλλες παρεμβάσεις σχεδιάζονται και υλοποιούνται προκειμένου να βοηθήσουν τους


συμμετέχοντες/ουσες να αναπτύξουν στρατηγικές αναζήτησης απασχόλησης,
επαγγελματικού προσανατολισμού και διαμόρφωσης επαγγελματικών στόχων (Zanis
et al., 2001).

Στην Ελλάδα, λειτουργεί το Κέντρο Επαγγελματικής Κατάρτισης και Κοινωνικής


Επανένταξης το οποίο οργανώνει διάφορα σεμινάρια κατάρτισης στη φωτογραφία,
την σκηνοθεσία, την κηπουρική, το κόσμημα, τη δημοσιογραφία και την αναζήτηση
εργασίας.

Το πρόγραμμα START το 2007 (Lambrette, 2009) θεωρείται ιδιαίτερα υποσχόμενο


καθώς στηρίζεται στη διαχείριση της περίπτωσης και τη δημιουργία ενός δίχτυ από
πολλές και διαφορετικές υπηρεσίες υποστήριξης σε σχέση με την εύρεση της
εργασίας και την ανταπόκριση σε εργασιακά καθήκοντα.

Τα εκπαιδευτικά προσόντα καλύπτουν μια τυποποιημένη διαδικασία πιστοποίησης


των εκπαιδευτικών προσόντων μέσω των Σχολείων Δεύτερης Ευκαιρίας στη Γερμανία
(STEP THERAPY SCHOOL HANOVER) και την Ελλάδα και των Σχολείων Ανάρρωσης στις
Η.Π.Α. (White & Finch, 2006).

Η κατάρτιση των αποφοίτων ως εργαζομένων σε θεραπευτικά πλαίσια


απεξάρτησης

Οι Doukas & Kullen (2011) διεξήγαγαν βιβλιογραφική επισκόπηση στο πεδίο της
εκπαίδευσης των αποφοίτων θεραπευτικών προγραμμάτων ως εργαζομένων σε
θεραπευτικά πλαίσια απεξάρτησης και βρήκαν ότι αυτή ήταν μια δημοφιλής
στρατηγική τις δεκαετίες 70 έως 90. Η απασχόληση των απεξαρτημένων ατόμων ως
«παρα-επαγγελματικό προσωπικό» φάνηκε να επιφέρει οφέλη: βελτιώνει την
αξιοπιστία του προγράμματος, βελτιώνει τα κίνητρα των εμπλεκομένων ενώ οι
σχέσεις ανάμεσα στους αποφοίτους-εργαζόμενους και τους θεραπευόμενους είναι
καλύτερες. Ωστόσο, οι ερευνητές επισημαίνουν, ότι γενικά στο πεδίο υπάρχει μια

7
σχετική διστακτικότητα καθώς είναι πιθανόν τα άτομα να δείχνουν μια υπέρμετρη
δέσμευση προς το πρόγραμμα από το οποίο αποφοίτησαν, και επομένως να είναι
μεροληπτικοί παροχείς. Άλλη πηγή σκεπτικισμού αφορά στο ότι είναι πιθανόν οι
απόφοιτοι/εργαζόμενοι να αισθάνονται διαρκώς εμπλεκόμενοι σε ένα συνεχές
εξάρτησης και την απειλή μιας μελλοντικής υποτροπής. Στο Ηνωμένο Βασίλειο,
υπάρχει το πρόγραμμα NEXT PROJECT το οποίο προσφέρεται από τον οργανισμό
ADDACTION και έχει ως στόχο την εκπαίδευση αποφοίτων ως θεραπευτών σε
προγράμματα απεξάρτησης.

Στέγαση

Η σχέση ανάμεσα στη χρήση ουσιών, την αστεγία και άλλες ανάγκες κατοίκησης είναι
περίπλοκη και αμοιβαία ενισχυόμενες, αποτέλεσμα μια υφιστάμενης ανισότητας ή
αδικίας (Pleace, 2008). Από την άλλη, μια σταθερή συνθήκη διαμονής αποτελεί ένα
βασικό παράγοντα που αυξάνει τις πιθανότητες για την έναρξη απασχόλησης
(Ferguson, 2004).

Η στήριξη των εξαρτημένων, των υπό εξάρτηση και των απεξαρτημένων ατόμων στο
να βρουν κατοικία είναι μια διαδικασία που προϋποθέτει ένα εύρος παρεμβάσεων:

1. Εγγύηση ενοικίου
2. Εύρεση βιώσιμης κατοίκησης

Η εξασφάλιση μιας σταθερής κατοικίας συνιστά βασική προϋπόθεση για την


κοινωνική επανένταξη (Somers et al., 2007). Πρόκειται για ένα δεδομένο που συχνά
αγνοείται από τις επίσημες πολιτικές κοινωνικής επανένταξης ατόμων με θέματα
εξάρτησης.

Επείγουσα διαμονή ή προσωρινή στέγη είναι οι δύο εναλλακτικοί όροι οι οποίοι


χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν τις ειδικές υπηρεσίες οι οποίες προσφέρονται
στα εξαρτημένα ή υπό θεραπεία άτομα που είναι σε κίνδυνο αστεγίας ή άστεγα. Οι
κοιτώνες, για παράδειγμα, ικανοποιούν τις βασικές ανάγκες υγιεινής, τροφής και
ύπνου. Είναι δυνατόν να προσφέρουν επιπρόσθετες υπηρεσίες, όπως πρόσβαση σε
συμβουλευτική, σε υπηρεσίες υγείας και σε κοινωνικές δραστηριότητες. Σ’ αυτή την

8
προσωρινή/έκτακτη φάση είναι δυνατόν το προσωπικό να στηρίξει τα εξαρτημένα
άτομα να βρουν μια καταλληλότερη κατοικία, όπως

 Υποστηριζόμενη στέγαση
 Κοινωνική κατοικία
 Ανεξάρτητη διαβίωση

Ορισμένες χώρες εφαρμόζουν στεγαστικά προγράμματα στη βάση του φύλου λόγω
της αποτροπής ή της μείωσης έκθεσης της βίας σε εξαρτημένες γυναίκες με ή χωρίς
παιδιά (Γαλλία, Γερμανία, Αυστρία, Ηνωμένο Βασίλειο). Άλλα παραδείγματα καλών
πρακτικών προέρχονται από τη Δανία, την Ισπανία και το Λουξεμβούργο, όπου οι
Δήμοι συνεργάζονται με τους επίσημους φορείς για την καταπολέμηση των
ναρκωτικών και διαθέτουν έναν αριθμό διαμερισμάτων προς την έκτακτη στέγαση
των άστεγων εξαρτημένων ατόμων.

Οι Stevenson et al. (2011) παρέχουν μια λίστα από συστάσεις καλών πρακτικών προς
εφαρμογή σε περιβάλλοντα κοιτώνων: 1) καλής ποιότητας διαμονή (καθαριότητα),
2) παροχή βασικού εξοπλισμού, 3) ευελιξία κανονισμών, 4) ένα περιβάλλον που να
διαπνέεται από τις αρχές της ανάρρωσης, 5) επιπρόσθετη στήριξη 6) σεβασμός της
ιδιωτικότητας, 7) επαγγελματική συμπεριφορά του προσωπικού.

Υποστηριζόμενη Στέγαση

Η υποστηριζόμενη στέγαση αναφέρεται σε στεγαστικές υπηρεσίες οι οποίες


στοχεύουν σε χρήστες οι οποίοι δεν έχουν την ικανότητα να ζουν ανεξάρτητα, όπως
οι μεταβατικές στεγαστικές δομές και η μόνιμη υποστηριζόμενη στέγαση. Οι
μεταβατικές δομές, όπως τα σπίτια ανάρρωσης, στοχεύουν στα εξαρτημένα άτομα
τα οποία αποφοιτούν από ένα κλειστό πρόγραμμα ή κάποιες φορές από τη φυλακή.
Η παροχή ενός δομημένου περιβάλλοντος διασφαλίζει το συνεχές της φροντίδας και
την ενσωμάτωση στην κοινότητα. Η μεταβατική στέγαση στηρίζει τα άτομα να
ενταχθούν στην κοινότητα μέσω της κατάλληλης προετοιμασίας και της απόκτησης
ειδικών δεξιοτήτων. Κριτήριο για την ένταξη σε μια τέτοια δομή είναι να είναι κανείς
ελεύθερος της εξάρτησης ενώ στην Ουγγαρία εκτός από αυτό κριτήριο, θα χρειάζεται
να είναι κανείς σε δομή απασχόλησης. Σε χώρες όπως η Πολωνία, η Σλοβενία και η

9
Φινλανδία, όπου τέτοιες δομές δεν είναι διαθέσιμες, φαίνεται ότι υπάρχει ένα
συνολικό πρόβλημα στο γενικό πληθυσμό.

Από την άλλη, αν και σπάνιο στην Ευρώπη, αρχίζει να αναπτύσσεται η φιλοσοφία «Η
Στέγη Πρώτα», η οποία συνηγορεί προς την διάθεση στέγασης ανεξάρτητα από το
εάν οι ένοικοι είναι ελεύθεροι ή σε θεραπεία. Τα κύρια χαρακτηριστικά αυτών των
σπιτιών είναι οι απλοί κανόνες, και ότι δεν προϋποθέτουν τη θεραπεία. Αν οι
μεταβατικές δομές είναι μια ανταμοιβή της αποφοίτησης, η σταθερή κατοίκηση είναι
στοιχείο προς την κοινωνική επανένταξη.

Ένα ευρωπαϊκό πρόγραμμα με τίτλο: Η Στέγαση Πρώτα στην Ευρώπη το οποίο


χρηματοδοτείται από το Τμήμα της Απασχόλησης, των Κοινωνικών Θεμάτων και της
Συμπερίληψης, στο οποίο συμμετέχουν οι εξής χώρες: Άμστερνταμ, Βουδαπέστη,
Κοπεγχάγη, Γλασκόβη και Λισαβώνα. Μέσα από το πρόγραμμα των ομότιμων
πόλεων, προάγεται η αμοιβαία μάθηση και η επέκταση της σε άλλες πόλεις, όπως το
Δουβλίνο, το Ελσίνκι, η Βιέννη, τη Γάνδη και το Γκέτεμποργκ. Μια κριτική προσέγγιση
αυτής της φιλοσοφίας μπορεί κανείς να τη βρει στον Pleace (2011) και το σχετικό του
άρθρο το οποίο υποστηρίζει ότι υπάρχει ο κίνδυνος της διαρκούς εξάρτησης και όχι
της πλήρους ανάρρωσης. Τα ευρήματα είναι αντιφατικά για το ποια προσέγγιση
είναι αποτελεσματικότερη, πρώτα το σπίτι ή πρώτα η θεραπεία (Padgett et al., 2006.
Pleace, 2008) και, επομένως, η τάση είναι για μια μεικτή προσέγγιση, αυτή η οποία
προσφέρει εναλλακτικές επιλογές.

Η «υποστηριζόμενη διαβίωση» αναφέρεται σε ανεξάρτητα διαμερίσματα με κάποιου


είδους υποστήριξη από το προσωπικό: ένα άτομο υποστηρίζεται να ζήσει αυτόνομα
στο δικό του σπίτι ή διαμέρισμα. Η υποστηριζόμενη διαβίωση είναι πολύ λίγο
αναπτυγμένη στην Ευρώπη. Οι Kerrigan και συν. (2000) παρέχουν ευρήματα από
βετεράνους του στρατού με ιστορικό χρήσης ουσιών και εξαρτήσεων οι οποίοι
συμμετείχαν σε προγράμματα υποστηριζόμενης διαβίωσης τα οποία αναφέρουν ότι
είχαν καλύτερη ένταξη στην απασχόληση σε σύγκριση με εκείνους που δεν είχαν
τέτοια στήριξη.

10
Απασχόληση

Η ενότητα αυτή παρουσιάζει ειδικές παρεμβάσεις οι οποίες στοχεύουν στην παροχή


ενός υποστηρικτικού περιβάλλοντος για τα εξαρτημένα άτομα και για το ρόλο της
ανίχνευσης χρήσης ουσιών στα εργασιακά περιβάλλοντα. Είναι γεγονός ότι τα εθνικά
σχέδια δράσης της πλειονότητας των χωρών της Ε.Ε. για την απασχόληση δεν έχουν
μεριμνήσει για τις αυξημένες ανάγκες που τα εξαρτημένα από ουσίες άτομα
αντιμετωπίζουν στον τομέα της απασχόλησης. Ωστόσο, σε ορισμένες χώρες, έχουν
καταρτιστεί ειδικά πλάνα δράσης στοχευμένα σε κοινωνικά ευάλωτες ομάδες, οι
οποίες συμπεριλαμβάνουν τα απεξαρτημένα ή υπό απεξάρτηση από ουσίες άτομα.

Ενδιάμεση αγορά εργασίας

Η ενδιάμεση αγορά εργασίας είναι ένα υποστηρικτικό σύστημα το οποίο στοχεύει σε


ομάδες αντιμέτωπες με αυξημένες αντιξοότητες γεφυρώνοντας την ανεργία με την
ανοιχτή αγορά εργασίας. Είναι μια υβριδική συνθήκη η οποία συνθέτει την
αμειβόμενη εργασία ενός σύντομου συμβολαίου, μαζί με την εκπαίδευση, την
προσωπική ανάπτυξη και την ανάπτυξη δεξιοτήτων εύρεσης εργασίας (Marshall &
Macfarlane, 2000). Οι κοινωνικοί συνεταιρισμοί περιορισμένης ευθύνης, και άλλα
σχήματα της κοινωνικής, αλληλέγγυας οικονομίας αποτελούν προσεγγίσεις και
παραδείγματα αυτού του ενδιάμεσου μοντέλου. Πρόκειται για επιχειρήσεις οι
οποίες παράγουν αγαθά ή υπηρεσίες κοινωνικής αξίας και απασχολούν άτομα που
προέρχονται από κοινωνικά αποκλεισμένες ομάδες. Μια πρόσφατη καινοτομία που
ορισμένες χώρες της Ε.Ε. εφαρμόζουν είναι η ενσωμάτωση της εθελοντικής εργασίας
με την αμειβόμενη εργασία η οποία καλύπτει εκπαίδευση/κατάρτιση, εργασιακή
εμπειρία, ή υποστηριζόμενη εργασία προς τους εκπαιδευόμενους (Borzaga &
Defourny, 2001). Οι κοινωνικές επιχειρήσεις πληρώνουν τους εργαζόμενους
εφαρμόζοντας πολιτικές οι οποίες είναι κοινές με εκείνες της αγοράς εργασίας. Η
κεντρική διαφορά με την ελεύθερη αγορά εργασίας είναι ότι στοχεύει κυρίως στην
κάλυψη των κοινωνικών αναγκών μέσω των προϊόντων και των υπηρεσιών αλλά και
τον τύπο των απασχολούμενων. Συχνά, οι κοινωνικές επιχειρήσεις προσφέρουν μόνο
έναν περιορισμένο αριθμό συμβολαίων προκειμένου να ενθαρρυνθεί η απασχόληση
σε ανταγωνιστικά περιβάλλοντα και να διαβεβαιωθεί ότι οι νέες παραπομπές θα
γίνουν δεκτές. Αρκετές από τις κοινωνικές επιχειρήσεις εγγράφονται στα μητρώα των
11
κοινωνικών συνεταιρισμών οι οποίοι ελέγχονται από τα μέλη που τους αποτελούν.
Η Ιταλία μπορεί να θεωρηθεί ένα ιδιαίτερα επιτυχές παράδειγμα ως προς τις
κοινωνικές επιχειρήσεις και την ένταξη των απεξαρτημένων ατόμων στην αφορά
εργασίας. Για παράδειγμα, υπάρχουν 3.000 συνεταιρισμοί από τους οποίους
επωφελούνται 35.000 άτομα με ένα ποσοστό 16% να είναι σε ανάρρωση από την
χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών. Το νομοθετικό πλαίσιο της Ιταλίας ενθαρρύνει ώστε
τουλάχιστον ένα ποσοστό 30% του εργατικού δυναμικού να προέρχονται από
κοινωνικά αποκλεισμένες ομάδες, και εάν είναι δυνατόν να γίνουν και οι ίδιοι
συνέταιροι στην κοινωνική επιχείρηση.

 Ο οργανισμός De Sleutel στο Βέλγιο δίνει πρόσβαση στα απεξαρτημένα και


υπό εξάρτηση άτομα σε κοινωνικές επιχειρήσεις. Ο στόχος είναι σταδιακά να
προετοιμάζουν τα άτομα προς την ένταξη σε δομές. Παράλληλα, στους
ωφελούμενους παρέχεται επιπρόσθετη υποστήριξη η οποία καλύπτει
ανάγκες σχετιζόμενες με τις οικονομικές δυσκολίες, τις διαπροσωπικές και τις
ευρύτερα κοινωνικές.
 Στην Ισπανία λειτουργούν 137 κοινωνικές επιχειρήσεις οι οποίες στοχεύουν
στην κοινωνική επανένταξη, κυρίως των απεξαρτημένων και των υπό
εξάρτηση ατόμων. Τα αντικείμενα της απασχόλησης κυρίως αφορούν την
κηπουρική, την οικολογική γεωργία, την παροχή υπηρεσιών, την
καθαριότητα, την ανακύκλωση, την κατασκευή, την γραφιστική, την
συσκευασία προϊόντων. Στη Γερμανία, ειδικές ενδιάμεσες δομές
απασχόλησης από λειτουργούς της συμβουλευτικής, της θεραπείας και της
κοινωνικής επανένταξης. Αυτοί οι οργανισμοί προσφέρουν ευκαιρίες
απασχόλησης σε διαφορετικά πεδία.
 Το Mano Guru Café λειτουργεί από το 2004 και είναι η μόνη επιχείρηση στη
Λετονία η οποία απασχολεί σε υπό απεξάρτηση άτομα. Αφού ολοκληρώσουν
τη θεραπεία, οι ωφελούμενοι μπορούν να εργαστούν στο καφέ για έξι μήνες
και να εκπαιδευθούν στο να γίνουν σεφ, σερβιτόροι ή μπαρίστες. Με την
ολοκλήρωση αυτής της πρακτικής άσκησης, οι ωφελούμενοι λαμβάνουν μια
πιστοποίηση και μια σύσταση η οποία τους βοηθάει στην αναζήτηση της
εργασίας. Οι συμμετέχοντες/ουσες, επίσης, εκπαιδεύονται σε γενικές

12
δεξιότητες ζωής. Αυτό το εγχείρημα έχει ως στόχο την προαγωγή της
κοινότητας σε θέματα θετικών παραστάσεων των εξαρτημένων ατόμων.
 Στη Φινλανδία, οι κυβερνήσεις δίνουν κάποια χρηματοδότηση εκκίνησης σε
υποψήφιους επιχειρηματίες για να λειτουργήσουν κοινωνικές επιχειρήσεις οι
οποίες θα απασχολήσουν απεξαρτημένα ή υπό απεξάρτηση άτομα.

Προσομοιωμένη εργασία και διαχείριση έκτακτης ανάγκης

Ο «χώρος εργασίας» είναι, συνήθως, μια προσομοιωμένη συνθήκη εργασίας


εντός ενός θεραπευτικού περιβάλλοντος ή ενός πανεπιστημίου. Τα οφέλη
(μισθός) προϋποθέτουν ότι οι τοξικολογικές εξετάσεις των επωφελούμενων είναι
αρνητικές, και ότι η επίδοση τους είναι ικανοποιητική. Πρόκειται για μια
προσέγγιση που είναι πιο δημοφιλής στις Η.Π.Α. σε σύγκριση με την Ευρώπη και
στοχεύει στην προαγωγή της αποχής. Παράλληλα, συμβάλλει στην προαγωγή των
δεξιοτήτων ζωής και την απασχολησιμότητα γενικά. Μετα-ανάλυση ερευνών οι
οποίες αποτίμησαν το συγκεκριμένο μοντέλο κατέδειξε την αποτελεσματικότητα
του σε σχέση με την προαγωγή της αποχής (Dutra et al., 2008). Πιθανά γιατί
πρόκειται για ένα κριτήριο που, γενικά, δεν τυχαίνει ανταμοιβής (Magura, 2011).
Άλλες μελέτες έδειξαν ότι αυτό το μοντέλο της παρέμβασης μπορεί να αυξήσει
την απασχολησιμότητα (Donlin et al., 2008) ή να βελτιώσει τις προϋποθέσεις για
την απασχολησιμότητα (Drebing et al., 2005, 2007).

Υποστηριζόμενη Απασχόληση

Η υποστηριζόμενη απασχόληση είναι η αμειβόμενη εργασία η οποία λαμβάνει χώρα


σε πραγματικά εργασιακά περιβάλλοντα με την παράλληλη παροχή συνεχούς
υποστήριξης. Αυτές οι επιπρόσθετες υποστηρικτικές παρεμβάσεις περιλαμβάνουν:
την παρακολούθηση, την καθοδήγηση και τη υιοθέτηση ενός ρόλου σκιάς.

Η υποστηριζόμενη απασχόληση συγκεντρώνει έξι βασικά χαρακτηριστικά:

 Ο στόχος είναι η ανταγωνιστική απασχόληση σε εργασιακά περιβάλλοντα τα


οποία είναι καλώς ενταγμένα στην κοινότητα.
 Οι ωφελούμενοι αναμένονται να διασφαλίσουν εργασία άμεσα χωρίς να είναι
αναγκαία μια περίοδος επαγγελματικής κατάρτισης.

13
 Η απασχόληση είναι συστατικό τμήμα της θεραπείας και όχι μια ξεχωριστή
υπηρεσία.
 Οι τοποθετήσεις είναι εξατομικευμένες και στηρίζονται στις προτιμήσεις και
τις επιλογές των ωφελούμενων.
 Η αξιολόγηση είναι διαρκής και στηρίζεται στις πραγματικές εργασιακές
εμπειρίες.
 Η στήριξη της παρακολούθησης είναι διαρκής και μετά την εύρεση εργασίας
και την ανάληψη καθηκόντων.

Στην Πορτογαλία, ένα πρόγραμμα υποστηριζόμενης απασχόλησης το οποίο είναι


γνωστό ως Απασχόληση στη Ζωή στοχεύει ειδικά σε άτομα που έχουν απεξαρτηθεί ή
που βρίσκονται σε φάση απεξάρτησης προάγοντας την ιδέα της κοινωνικής και της
επαγγελματικής ενσωμάτωσης ως συστατικού στοιχείου της θεραπευτικής
διαδικασίας. Η λειτουργική διασύνδεση των επίσημων φορέων για την
καταπολέμηση των ναρκωτικών με τα αρμόδια Υπουργεία και φορείς απασχόλησης
είναι ο κρίσιμος παράγοντας.

Ζητήματα σχετιζόμενα με την ανίχνευση χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών

Πρόκειται για πολιτικές οι οποίες προϋποθέτουν την αρνητική τοξικολογία, δηλαδή


τα αρνητικά ευρήματα από τον έλεγχο των ούρων, των μαλλιών ή του σάλιου. Αν και
οι συγκεκριμένες πρακτικές δεν προάγουν την κοινωνική επανένταξη, ο έλεγχος
αυτός που είναι πιο συνήθης στις Η.Π.Α. (Hartwell et al., 1996) στοχεύει στην
ενθάρρυνση της αποχής και της δημιουργίας ενός παραδείγματος το οποίο θα
προετοιμάζει έναν υποψήφιο για το τι μπορεί να αντιμετωπίσει στην εργασία του.
Τα ηθικά ζητήματα είναι πολλά και χρειάζεται κανείς να είναι ενήμερος γύρω από
αυτά.

Ορισμένα κύρια σημεία

Εμπειρικά ευρήματα καταδεικνύουν την ισχυρή συσχέτιση ανάμεσα στην χρήση


εξαρτησιογόνων ουσιών και την αστεγία. Επίσης, είναι σύνηθες οι άστεγοι/ες να
κάνουν προβληματική χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών οι οποίοι αντιμετωπίζουν
πολλαπλά προβλήματα, όπως ψυχικής υγείας, οικονομικές δυσκολίες (EMCDDA,
2003). Ένα μεγάλο ποσοστό των εξαρτημένων ατόμων δεν έχουν ολοκληρώσει την

14
υποχρεωτική εκπαίδευση. Η απόκτηση των εκπαιδευτικών προσόντων αποτελεί
προστατευτικό παράγοντα για την αποτροπή ή την μείωση της υποτροπής
(Rodriguez-Peros & Tselios, 2007). Η ανεργία σημαντικά αυξάνει τις πιθανότητες
υποτροπής μετά την θεραπεία της εξάρτησης (Brown & Montoya, 2009). O Henkel
(2011) ανασκόπησε 130 μελέτες οι οποίες διερεύνησαν την επίδραση της εξάρτησης
από ουσίες στην ανεργία και την επίδραση της ανεργίας στις θεραπευτικές εκβάσεις.
Τα ευρήματα της ανασκόπησης καταδεικνύουν ότι η εξάρτηση από ουσίες είχε
ισχυρή αρνητική επίδραση στην απασχόληση κυρίως λόγω των προβλημάτων υγείας.
Το στίγμα λόγω ιστορικού χρήσης ουσιών ήταν, επίσης, ένα από τα εμπόδια για την
εύρεση εργασίας. Συνοψίζοντας, τα εμπόδια τα οποία δυσχεραίνουν την κοινωνική
ένταξη των εξαρτημένων ατόμων καλύπτουν τόσο προσωπικούς παράγοντες όσο και
δομικούς παράγοντες.

Οι προσωπικοί παράγοντες αναφέρονται στα περιορισμένα ή καθόλου προσόντα,


χαμηλά επίπεδα γραμματισμού, φτωχή προϋπηρεσία, θετικό ποινικό μητρώο, χρόνια
προβλήματα υγείας (σωματικής και ψυχικής), ασταθή κατοικία, περιορισμένες
διαπροσωπικές δεξιότητες, σύνθετες προσωπικές ανάγκες, χαμηλή αυτοπεποίθηση,
οικογενειακά προβλήματα, χαοτικό στυλ ζωής, χαμηλές προσδοκίες εαυτού.

Δομικά εμπόδια: η απαίτηση για καθημερινή παρακολούθηση θεραπευτικού


προγράμματος, η ασυμβατότητα των ωρών λειτουργίας θεραπειών με αυτές της
εργασίας, χαμηλή λειτουργική διασύνδεση των υπηρεσιών, αρνητική διάκριση από
τους εργοδότες.

Οι παρεμβάσεις κοινωνικής επανένταξης χρειάζεται να στοχεύουν:

 Στην ολιστική προσέγγιση της θεραπείας.


 Παρεμβάσεις στο ποινικό σύστημα
 Παροχή σταθερής στέγης
 Παροχή ευκαιριών μάθησης
 Συνηγορία
 Επαγγελματική κατάρτιση και απασχόληση

15
16

You might also like