Professional Documents
Culture Documents
1.1 Βασικό Κείμενο Μελέτης
1.1 Βασικό Κείμενο Μελέτης
1.1 Βασικό Κείμενο Μελέτης
ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: 1η
«Ψυχοπαθολογία Βρέφους, Παιδιού και Εφήβου»
ΣΥΝΕΔΡΙΑ: 1η
«Θεμελιώδη ζητήματα Αναπτυξιακής Ψυχοπαθολογίας»
ΔΙΔΑΣΚΟΥΣΑ
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ
ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ
Περιεχόμενα
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ........................................................................................................................................... 2
ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗΣ..................................................................................................................... 7
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ .................................................................................................................................. 20
1
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ cpapailiou@uniwa.gr
Εισαγωγή
Το πρώτο βήμα για την αντιμετώπιση των προβλημάτων μάθησης και συμπεριφοράς ενός
παιδιού είναι η αναγνώριση τους από τους γονείς ή τους εκπαιδευτικούς και η παραπομπή του
παιδιού στον ειδικό. Ωστόσο, η αναγνώριση των αναπτυξιακών δυσκολιών προϋποθέτει
διάκριση της φυσιολογικής από την παθολογική συμπεριφορά, η οποία όμως δεν είναι πάντα
σαφής. Ακόμη όμως και όταν οι γονείς ή οι εκπαιδευτικοί εντοπίζουν τις δυσκολίες, δε
σημαίνει απαραίτητα ότι θα παραπέμψουν το παιδί στον ειδικό. Επιπλέον, με βάση την
ισχύουσα νομοθεσία ο εκπαιδευτικός προκειμένου να προχωρήσει στην παραπομπή του
παιδιού, θα πρέπει να λάβει την έγγραφη συγκατάθεση των γονέων, οι οποίοι συχνά διαφωνούν
με τις διαπιστώσεις του εκπαιδευτικού.
Σκοπός:
Στόχος της παρούσας συνεδρίας είναι να αποσαφηνιστούν βασικά ζητήματα και έννοιες της
Αναπτυξιακής Ψυχοπαθολογίας, οι οποίες καθορίζουν τόσο τη διάγνωση όσο και την
αντιμετώπιση των αναπτυξιακών διαταραχών. Τέτοιου είδους ζητήματα είναι η διάκριση
φυσιολογικής και παθολογικής συμπεριφοράς, οι παράγοντες που επηρεάζουν τη διάκριση
φυσιολογικής και παθολογικής συμπεριφοράς, όπως το πολιτισμικό πλαίσιο και το φύλο, οι
παράγοντες που επηρεάζουν την απόφαση των γονέων και των εκπαιδευτικών για την
παραπομπή ενός παιδιού στον ειδικό, η διαδικασία διάγνωσης των αναπτυξιακών διαταραχών,
τα συστήματα κατηγορικής και παραγοντικής ταξινόμησης των αναπτυξιακών διαταραχών και
η συννοσηρότητα των αναπτυξιακών διαταραχών.
2
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ cpapailiou@uniwa.gr
3
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ cpapailiou@uniwa.gr
Κείμενο Αναφοράς
Η Αναπτυξιακή Ψυχοπαθολογία εξετάζει τις απαρχές και τη φύση παθολογικών συμπεριφορών, τις
ποικίλες εκδηλώσεις τους, τις μεταβολές κατά την πορεία της ανάπτυξης, τις συμπεριφορές που
προηγούνται και έπονται μιας διαταραγμένης συμπεριφοράς και τη σχέση με τη φυσιολογική
συμπεριφορά.
Sroufe, A.L. & Rutter, M. (1984). The Domain of Developmental Psychopathology. Child
Development, 55, 17 – 29.
4
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ cpapailiou@uniwa.gr
Πίνακας 1: Βασικές ικανότητες που εκδηλώνονται σε κάθε φάση ανάπτυξης και πιθανά
προβλήματα.
Βρεφική ηλικία (γέννηση – 1 Εμπιστοσύνη / Δυσπιστία
έτος)
Ασφαλής / Ανασφαλής δεσμός
Διαφοροποίηση του εαυτού από τους άλλους
Ικανότητα αλληλεπίδρασης με άλλα άτομα
Μονιμότητας του αντικειμένου (τα αντικείμενα υπάρχουν
ακόμη και όταν δεν είναι ορατά)
Απαρχές της κοινωνικής μίμησης και της ενσυναίσθησης
Πρώτα βήματα
Πρώτες λέξεις
Νηπιακή ηλικία (1 – 2½ έτη) Αυτονομία, αυτοπεποίθηση, υπερηφάνεια / Ντροπή,
αμφιβολία
Απαρχές του αυτοελέγχου
Συμβολική σκέψη
Αύξηση της κινητικότητας και της εξερεύνησης
Σημαντική αύξηση του λεξιλογίου
Προσχολική ηλικία (2½ - 6 έτη) Πρωτοβουλία / ενοχή
Η επίλυση προβλημάτων βασίζεται στην άμεση αντίληψη
Ρύθμιση του συναισθήματος
Αυξημένη ανάγκη για δομημένο περιβάλλον και κανόνες
Εκδήλωση άγχους και φόβων
Σχολική ηλικία (6 – 11 έτη) Αίσθημα υπεροχής / αίσθημα κατωτερότητας
Αίσθημα ικανότητας και αυτό-αποτελεσματικότητας
Συγκεκριμένες νοητικές λειτουργίες
Ηθική συνείδηση
Πραγματικοί φόβοι (π.χ. τραυματισμού, αποτυχίας) και
παράλογοι φόβοι (π.χ. εφιάλτες)
Εφηβεία (12+ έτη) Ταυτότητα / σύγχυση ρόλων
Αφαιρετική σκέψη
Προσδιορισμός του εαυτού σε σχέση με τους συνομηλίκους
Κείμενο Αναφοράς
Ένα κλινικά σημαντικό συμπεριφορικό ή ψυχολογικό σύνδρομο ή μοτίβο που εμφανίζει
κάποιος, το οποίο συνδέεται με δυσφορία (π.χ. ένα επώδυνο σύμπτωμα) ή με αναπηρία (δηλαδή
μείωση της λειτουργικότητας σε έναν ή περισσότερους σημαντικούς τομείς της ζωής του
ατόμου) ή με σημαντικά αυξημένο κίνδυνο οδύνης, θανάτου, πόνου, αναπηρίας ή με σημαντική
μείωση της ελευθερίας του ατόμου. Επιπλέον, το συγκεκριμένο σύνδρομο ή μοτίβο δεν πρέπει
να αποτελεί απλώς μία αναμενόμενη και πολιτισμικά αποδεκτή αντίδραση σε ένα γεγονός,
όπως για παράδειγμα, στον θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου. Όποια και αν είναι η αρχική
του αιτία, πρέπει στην παρούσα φάση να θεωρείται εκδήλωση συμπεριφορικής, ψυχολογικής
ή βιολογικής δυσλειτουργίας του ατόμου (Αμερικανικός Ψυχολογικός Σύλλογος (APA), 2000).
Ο ορισμός της παθολογικής συμπεριφοράς επηρεάζεται επίσης και από το πολιτισμό πλαίσιο
αλλά και από το φύλο του παιδιού.
5
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ cpapailiou@uniwa.gr
Συνεπώς, τα συμπεράσματα που αφορούν στη φύση και την εξέλιξη μίας διαταραχής και
προκύπτουν από έρευνες σε ένα συγκεκριμένο πολιτισμικό πλαίσιο δε θα πρέπει να
γενικεύονται άκριτα σε άλλα πολιτισμικά πλαίσια.
6
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ cpapailiou@uniwa.gr
Οι πιθανές αιτίες που έχουν προταθεί σχετικά με τις διαφυλικές διαφορές στην εκδήλωση
ψυχοπαθολογίας αφορούν γενετικούς, βιολογικούς αλλά και κοινωνικούς παράγοντες.
Ειδικότερα, έχει καταδειχθεί ότι η βιολογική ωρίμανση είναι πιο αργή στα αγόρια, τα οποία
επιπλέον είναι πιο ευάλωτα στους φυσικούς κινδύνους. Επίσης, οι διαφορές στην έκκριση
ορμονών, οι οποίες παρατηρούνται κατά την προγεννητική περίοδο επηρεάζουν αντίστοιχα την
ανάπτυξη του εγκεφάλου, αλλά και τις αλλαγές που συμβαίνουν κατά την εφηβεία, ενώ το κάθε
φύλο είναι βιολογικά προκαθορισμένο να βιώσει συγκεκριμένες εμπειρίες (π.χ. εγκυμοσύνη
και τοκετός για τις γυναίκες). Οι παράγοντες που προσδιορίζονται από το πολιτισμικό πλαίσιο
σχετίζονται με το βαθμό συμμετοχής στην ανατροφή των παιδιών, την επαγγελματική εξέλιξη,
τις σχέσεις με τους συνομηλίκους, την εκδήλωση συναισθημάτων και τη σύναψη
διαπροσωπικών σχέσεων. Ακόμη, φαίνεται ότι τα δύο φύλα έχουν την τάση να εμπλέκονται σε
διαφορετικές συνθήκες, οι οποίες μπορεί να αυξάνουν τους κινδύνους ή να λειτουργούν
προστατευτικά για το άτομο. Έτσι, για παράδειγμα, τα μεγαλύτερα ποσοστά εμφάνισης
κατάθλιψης στα κορίτσια ίσως οφείλονται στο γεγονός ότι κάποιες φορές δεν κατορθώνουν να
ελέγξουν συνθήκες αυξημένης δυσκολίας, στις οποίες όμως εξακολουθούν να παραμένουν.
Αντίθετα, οι διασπαστικές συμπεριφορές των αγοριών τα οδηγούν συχνά σε διαφυγή από
τέτοιες καταστάσεις.
Ζητήματα παραπομπής
Την πρωτοβουλία για την παραπομπή ενός παιδιού με προβληματική συμπεριφορά στον ειδικό
αναλαμβάνουν συνήθως οι γονείς ή οι εκπαιδευτικοί. Όπως προαναφέρθηκε, ο εκπαιδευτικός
μπορεί να εισηγηθεί την παραπομπή του παιδιού, ωστόσο η τελική πράξη απαιτεί την έγγραφη
συγκατάθεση του γονέα. Ωστόσο, οι αντιδράσεις των γονέων και των εκπαιδευτικών
εξαρτώνται όχι μόνον από την ένταση και την έκταση του ίδιου του προβλήματος, αλλά και
από τις στάσεις που έχουν διαμορφώσει για αυτό. Με τη σειρά τους οι στάσεις απέναντι στις
δυσπροσαρμοστικές συμπεριφορές επηρεάζονται από τις πεποιθήσεις της συγκεκριμένης
7
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ cpapailiou@uniwa.gr
κουλτούρας για την ανατροφή των παιδιών και την ψυχοπαθολογία. Σύμφωνα με τους Poulou
& Norwich (2002), η παραπομπή ενός παιδιού στον ειδικό αλλά και η επιλογή του πλαισίου
παραπομπής (π.χ. λογοθεραπευτής, ψυχολόγος, εργοθεραπευτής, διεπιστημονική ομάδα)
εξαρτάται τόσο από την πρόθεση των γονέων και των εκπαιδευτικών να προσφέρουν βοήθεια,
όσο και από τις αντιλήψεις τους για την ποιότητα και τη διαθεσιμότητα των παρεχόμενων
υπηρεσιών. Με τη σειρά της, η πρόθεση για βοήθεια επηρεάζεται από τα συναισθήματά τους
απέναντι στο παιδί, από τις αντιλήψεις τους για τη φύση του προβλήματος, από το βαθμό στον
οποίο οι ίδιοι αισθάνονται ικανοί και υπεύθυνοι να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα αλλά και από
το βαθμό στον οποίο πιστεύουν ότι οι άλλοι προσδοκούν από αυτούς να αντιμετωπίσουν το
πρόβλημα. Επιπλέον, αυτού του είδους οι γνωστικές και συναισθηματικές αντιδράσεις
καθορίζονται σε σημαντικό βαθμό από το αίτιο στο οποίο αποδίδεται το πρόβλημα (π.χ.
προσωπικότητα του παιδιού, υποκείμενη νευρολογική διαταραχή, οικογενειακό και κοινωνικό
περιβάλλον). Για παράδειγμα, εάν οι γονείς ή οι εκπαιδευτικοί θεωρούν ότι τα προβλήματα στη
γλώσσα είναι παροδικά και θα ξεπεραστούν από μόνα τους καθώς το παιδί μεγαλώνει, τότε
είναι πιθανό να μην παραπέμψουν το παιδί σε κάποιον ειδικό. Εάν πάλι οι γονείς ή οι
εκπαιδευτικοί πιστεύουν ότι τα προβλήματα αυτά είναι ανεξάρτητα από οποιαδήποτε άλλη
αναπτυξιακή διαταραχή, τότε είναι πιθανό να παραπέμψουν το παιδί σε λογοθεραπευτή
θεωρώντας ότι η αξιολόγηση από ψυχολόγο είναι περιττή.
8
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ cpapailiou@uniwa.gr
Όσον αφορά την ταξινόμηση των συμπτωμάτων, μέχρι σήμερα υπάρχουν δύο διαδεδομένα
είδη συστημάτων ταξινόμησης: τα συστήματα κατηγορικής ταξινόμησης και τα συστήματα
παραγοντικής ταξινόμησης.
ΟΡΙΣΜΟΣ 1
ΔΙΑΓΝΩΣΗ: Ο όρος μπορεί να αναφέρεται (1) στη διάγνωση ως διαδικασία συλλογής
δεδομένων και δημιουργίας υποθέσεων, η οποία βελτιώνει την κατανόησή μας για τη φύση
μίας συγκεκριμένης διαταραχής και μας επιτρέπει να αποκλείσουμε ενδεχόμενα που δεν
1
Πολλές φορές κυριαρχεί εσφαλμένα άποψη ότι διάγνωση μπορεί (ή ζητείται) να γίνει από τους εκπαιδευτικούς.
Ο ρόλος των εκπαιδευτικών γενικής αλλά και ειδικής αγωγής είναι να εντοπίζουν τα προβλήματα του παιδιού, να
προωθούν την παραπομπή του στον ειδικό και να συνδράμουν στη διαδικασία της διάγνωσης παρέχοντας
πληροφορίες για τη λειτουργικότητά του.
2
Τα εργαλεία ανίχνευσης και διάγνωσης των αναπτυξιακών διαταραχών θα αναλυθούν στην 6η Διδακτική
Ενότητα. Στην ενότητα αυτή παρουσιάζονται προβλήματα που ανακύπτουν κατά τη διάγνωση.
9
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ cpapailiou@uniwa.gr
ισχύουν (διαφορική διάγνωση) ή (2) στη διάγνωση ως αποτέλεσμα της διαδικασίας λήψης
κλινικής απόφασης, η οποία καταλήγει στην ταξινόμηση της διαταραχής σε ένα οργανωτικό
πλαίσιο (π.χ. διαταραχή της διάθεσης), πράγμα που παρέχει πρόσβαση σε πληροφορίες
σχετικές με την πιθανή αιτιολογία, την πρόγνωση και τις εναλλακτικές θεραπευτικές
προσεγγίσεις (Wilmshurst, 2009).
To DSM εκδίδεται από την Αμερικανική Ψυχολογική Εταιρία και αναθεωρείται με βάση νέα
ερευνητικά δεδομένα. Το DSM 5 εκδόθηκε το 2013 και αντικατέστησε την ισχύουσα έκδοση
DSM-IV (APA, 2000). Το DSM αποτελείται από 5 άξονες, καθένας από τους οποίους
αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο πεδίο πληροφοριών, το οποίο είναι απαραίτητο στον κλινικό
ψυχολόγο για το σχεδιασμό του προγράμματος αντιμετώπισης. Οι άξονες αυτοί είναι οι
ακόλουθοι: Ι) Κλινικές διαταραχές – ή άλλες συνθήκες που χρήζουν παρέμβασης, ΙΙ)
Διαταραχές προσωπικότητας – νοητική υστέρηση, ΙΙΙ) Γενική ιατρική κατάσταση, ΙV)
Ψυχοκοινωνικά και περιβαλλοντικά προβλήματα και V) Αξιολόγηση της συνολικής
λειτουργικότητας.
Το ICD εκδίδεται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ). Η πρώτη έκδοση
δημοσιεύθηκε το 1900, ενώ η τελευταία, το ICD 11, ολοκληρώθηκε το 2018 αλλά θα τεθεί
επίσημα σε ισχύ από το 2022. Το ICD 11 παρουσιάζει σημαντικά πλεονεκτήματα: (α)
διατίθεται σε ηλεκτρονική πλατφόρμα, (2) επιδέχεται παρεμβάσεις από ειδικούς και
ανανεώνεται διαρκώς, (3) παρέχει σαφείς ορισμούς, (4) επιτρέπει τον έλεγχο αξιοπιστίας και
εγκυρότητας μέσα από κλινικές έρευνες, (5) έχει μεταφραστεί ως τώρα σε 43 γλώσσες. Στο
εγχειρίδιο οι ψυχικές διαταραχές περιγράφονται στο κεφάλαιο V.
Τόσο στο DSM-5 όσο και στο ICD 11 εμφανίζεται για πρώτη φορά η κατηγορία
Νευροαναπτυξιακές Διαταραχές. Πρόκειται για διαταραχές οι οποίες οφείλονται σε εγκεφαλικές
δυσλειτουργίες που εμφανίζονται νωρίς στη ζωή (προγενετικά ή μεταγενετικά) και επηρεάζουν
με ποικίλους τρόπους τη γνωστική και κοινωνική ανάπτυξη και τη συμπεριφορά. Σύμφωνα με
10
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ cpapailiou@uniwa.gr
ΟΡΙΣΜΟΣ 2
ΝΕΥΡΟΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ: Σοβαρά ελλείμματα στην κοινωνική, γνωστική και γλωσσική ανάπτυξη
που οφείλονται σε εγκεφαλικές δυσλειτουργίες, οι οποίες εμφανίζονται νωρίς στη ζωή.
DSM-5 ICD 11
11
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ cpapailiou@uniwa.gr
Α. Μία διαταραχή μπορεί να αποτελεί πρώιμη εκδήλωση μίας άλλης διαταραχής, η οποία θα
εμφανιστεί αργότερα. Για παράδειγμα, η εναντιωματική προκλητική διαταραχή συνήθως
αποτελεί πρώιμη εκδήλωση της διαταραχής διαγωγής, ενώ η διαταραχή άγχους
αποχωρισμού αποτελεί πρώιμη εκδήλωση της γενικευμένης αγχώδους διαταραχής.
Β. Μία διαταραχή δημιουργεί αυξημένο κίνδυνο για την εμφάνιση μίας άλλης διαταραχής. Για
παράδειγμα, σε μία αναδρομική μελέτη οι Robins and McEvoy (1990) έδειξαν ότι η
διαταραχή διαγωγής αποτελεί ισχυρό προγνωστικό δείκτη της κατάχρησης ουσιών, σε
συνδυασμό βέβαια με παράγοντες, όπως οι ψυχοπιεστικές συνθήκες ή η έκθεση σε ουσίες.
Επίσης, διαχρονικές μελέτες παιδιών με διαταραχή διαγωγής καταδεικνύουν αυξημένα
ποσοστά ανεργίας και διαζυγίων στην ενήλικη ζωή. Οι συνθήκες αυτές με τη σειρά τους
αποτελούν συχνά παράγοντες επικινδυνότητας για την εμφάνιση κατάθλιψης.
12
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ cpapailiou@uniwa.gr
Γ. Μία διαταραχή μπορεί να αποτελεί μέρος ή δευτερογενή εκδήλωση μίας άλλης διαταραχής.
Για παράδειγμα, η διάσπαση προσοχής συνιστά ένα από τα χαρακτηριστικά συμπτώματα
της διάχυτης αναπτυξιακής διαταραχής.
Δ. Δύο διαταραχές μπορεί να μοιράζονται τον ίδιο (ή τους ίδιους) αιτιακούς παράγοντες.
ΟΡΙΣΜΟΣ 3
ΣΥΝΝΟΣΗΡΟΤΗΤΑ: Η συνύπαρξη δύο ή περισσοτέρων διαταραχών σε ένα άτομο.
• Ερμηνεύουν τη συννοσηρότητα,
13
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ cpapailiou@uniwa.gr
14
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ cpapailiou@uniwa.gr
Προκειμένου μία διάγνωση να είναι έγκυρη και αξιόπιστη, θα πρέπει να έχει τα ακόλουθα
χαρακτηριστικά:
• Να περιγράφει τα χαρακτηριστικά του παιδιού αναλυτικά ανά τομέα και όχι να δίνει
γενικόλογες περιγραφές π.χ. μία διάγνωση γλωσσικής διαταραχής δε θα πρέπει να
εξαντλείται σε όρους «γλωσσικά προβλήματα», αλλά να προσδιορίζει τη γλωσσική
ανάπτυξη του παιδιού στους επιμέρους τομείς της γλώσσας, δηλαδή τη φωνολογία, το
λεξιλόγιο, το συντακτικό, τη μορφολογία και την πραγματολογία.
• Να προσδιορίζει όχι μόνο τις αδυναμίες αλλά και τις δυνατότητες του παιδιού
Επισήμανση
Σε αντίθεση με το εξιδανικευμένο πορτρέτο του παντογνώστη κλινικού, η έρευνα έχει δείξει ότι
η κλινική κρίση ενδέχεται στην πραγματικότητα να αντανακλά ενδότερες προσωπικές
προκαταλήψεις σχετικά με το φύλο, την κοινωνικο-οικονομική κατάσταση, τη φυλή και την
ηλικία (Baker & Bell, 1999).
15
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ cpapailiou@uniwa.gr
16
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ cpapailiou@uniwa.gr
«γάτα», όταν αναφέρεται είτε σε μία γάτα είτε σε ένα σκύλο, εφόσον και τα δύο είναι μικρά
ζώα), γιατί θεωρούν ότι μεγαλώνοντας θα μάθουν να χρησιμοποιούν τη συγκεκριμένη λέξη
σωστά. Αντίθετα, οι γονείς των παιδιών με αναπτυξιακές διαταραχές τείνουν να διορθώνουν
τέτοιου είδους γενικεύσεις, ίσως γιατί θεωρούν ότι εξαιτίας της διαταραχής, το παιδί δε θα
μάθει τη σωστή σημασία των λέξεων. Όμως, το φαινόμενο της γενίκευσης που παρατηρείται
κατά τα αρχικά στάδια ανάπτυξης του λεξιλογίου φαίνεται ότι διευκολύνει τη διαμόρφωση
κατηγοριών. Άρα, η αντιδράσεις των γονέων στις περιπτώσεις παιδιών με αναπτυξιακή
διαταραχή μπορεί να οδηγήσουν σε περιορισμό των γλωσσικών ερεθισμάτων.
ΟΡΙΣΜΟΣ 4
ΕΠΙΓΕΝΕΣΗ: διαδικασία κατά την οποία οι νέες μορφές συμπεριφοράς προέρχονται από τις παλιές, ως
αποτέλεσμα αλληλεπίδρασης βιολογικών και περιβαλλοντικών παραγόντων.
Επισήμανση
Άλλος ένας σημαντικός τρόπος με τον οποίο τα γονίδια παίζουν ρόλο στην ψυχοπαθολογία αφορά το
ότι μπορεί να προάγουν συγκεκριμένους τύπους περιβάλλοντος…..Η βασική υπόθεση είναι ότι τα
γονίδια πιθανώς μας προδιαθέτουν να αναζητούμε συγκεκριμένα περιβάλλοντα, τα οποία στη
17
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ cpapailiou@uniwa.gr
συνέχεια αυξάνουν τον κίνδυνο που διατρέχουμε να εμφανίσουμε μία συγκεκριμένη διαταραχή…[Για
παράδειγμα] η γενετική ευαλωτότητα στην κατάθλιψη μπορεί να προάγει συγκεκριμένα γεγονότα
ζωής, όπως είναι ο τερματισμός ερωτικών σχέσεων ή οι δυσκολίες με τους γονείς, τα οποία αποτελούν
εκλυτικούς παράγοντες της κατάθλιψης στα κορίτσια εφηβικής ηλικίας (Kring et al., 2007).
18
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ cpapailiou@uniwa.gr
• Η παραπομπή ενός παιδιού με προβλήματα από τους γονείς και τους εκπαιδευτικούς
επηρεάζεται από τις αντιλήψεις τους για τη φύση της διαταραχής, την ικανότητά τους
να την αντιμετωπίσουν και την αποτελεσματικότητα των αρμόδιων υπηρεσιών.
19
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ cpapailiou@uniwa.gr
Βιβλιογραφία
Κάκουρος, Ε. & Μανιαδάκη, Κ. (2002). Ψυχοπαθολογία παιδιών και εφήβων. Αθήνα:
Τυπωθήτω.
Wenar, C. & Kerig , P.K. (2008). Εξελικτική ψυχοπαθολογία: Aπό τη βρεφική ηλικία στην
εφηβεία. Μτφρ/Επιμ. Δ. Μαρκουλής & Ε. Γεωργάκα. Αθήνα: Gutenberg.
Wilmshurst, L. (2009). Εξελικτική ψυχοπαθολογία: Μία αναπτυξιακή προσέγγιση. Αθήνα:
Gutenberg.
20