Download as docx, pdf, or txt
Download as docx, pdf, or txt
You are on page 1of 6

Η συμβολή του Ελληνικού πνεύματος στην επιστημονική μελέτη της Γλώσσας

Η επίδραση του ελληνικού πνεύματος στον δυτικό πολιτισμό είναι

πανθομολογούμενη, από την αρχαία εποχή και την πασίγνωστη φράση του Ὁρατίου,

στο ελληνότιτλο έργο του Epistulae (Ἐπιστολαὶ), «Graecia capta ferum victorem vicit et intulit

agresti Latio artes et philosophiam», δηλαδή «ἡ Ἑλλὰς κατακτηθεῖσα, τὸν σκληρὸν νικητὴν

ἐνίκησε καὶ εἰσήγαγεν εἰς τὸ ἀγροῖκον Λάτιον τὰς τέχνας καὶ τὴν φιλοσοφίαν» μέχρι την

δήλωση του Γκαίτε πως «Ότι είναι ο νους και η καρδιά δια τον άνθρωπο είναι και η Ελλάς

δια την ανθρωπότητα», η δυτική διανόηση αναγνωρίζει την τεράστια συνεισφορά του

ελληνικού πνεύματος στην δημιουργία και διαμόρφωση του πολιτισμού της.

Είναι ίσως περιττό να αναφερθούμε διεξοδικά στην πρότερη «πολιτιστική»

κατάσταση των ευρωπαϊκών πληθυσμών, πριν από την υιοθέτηση από μέρους τους του

ελληνικού πολιτισμού. Και αυτό γιατί είναι γνωστό ότι οι προγονοί των Ευρωπαίων

ήταν σχεδόν απολίτιστοι! Οι Γαλάται, οι Φράγκοι, οι Τεύτονες, οι Γότθοι, οι Αλαμανοί, οι

Σάξονες, οι Νορμανδοί, οι Ούννοι, οι Ελουήτιοι, οι Βάνδαλοι, οι Βίκινγκς και οι λοιποί

λαοί της αρχαίας Ευρώπης, ήταν όλοι τους νομάδες που περιφέρονταν στα δάση της

Ευρώπης και ζούσαν σε πλινθόκτιστες μικροπόλεις μέσα σε λασποκαλύβες. Δεν

μπορούμε φυσικά να κάνουμε λόγο για λογοτεχνία των Γαλατών, ή επιστήμη των

Τευτόνων ή φιλοσοφία των Φράγκων κλπ γιατί απλούστατα όλα αυτά τα πολιτιστικά

στοιχεία ήταν είτε παντελώς ανύπαρχτα σε αυτούς τους λαούς, είτε βρίσκονταν σε τόσο

πρωτόγονη μορφή που δεν μπορούμε να τα λάβουμε υπόψιν (π.χ. θα ήταν παράλογο

να μιλάμε για αρχιτεκτονική στηριζόμενοι και εξετάζοντας τις προαναφερόμενες

λασποκαλύβες από την στιγμή που δεν υπήρχε θεωρητική σπουδή του αντικειμένου

παρά μόνο μια πρακτική εμπειρία).

Για να κατανοήσουμε καλύτερα την έννοια του πολιτισμού πρέπει να

εξετάσουμε την αντίληψη των αρχαίων Ελλήνων για τον άνθρωπο όπως αυτή

διατυπώθηκε υπέροχα από τον Αριστοτέλη, δηλαδή «ὅτι φύσει μέν ἐστιν ἄνθρωπος ζῷον

πολιτικόν», η λέξη «πόλις», απ’ όπου προέρχεται και η λέξη «πολιτικόν», παράγεται

από την λέξη «πολέω» που σημαίνει κατοικώ, και είναι αξιοπρόσεκτο πως η απλή

συγκατοίκηση έγινε ένας νέος τρόπος του ζην, αυτός ο τρόπος είναι οι κοινωνία της

πόλης. Η γέννηση της Πόλης Κράτους στην αρχαία Ελλάδα, είναι εν πολλοίς αυτή που
ευθύνεται για το «ελληνικό θαύμα» και κατ’ επέκταση για την δημιουργία του

Πολιτισμού, χωρίς αυτή δεν θα είχαμε μια σειρά από έννοιες και αξίες όπως: πολίτης,

πολιτική, πολίτευμα, εκπολιτισμός κ.α. έτσι βλέπουμε ότι η έννοια αλλά και η λέξη

πολιτισμός είναι παράγωγο της πνευματικής εργασίας των πολιτών και της πόλης, και

κατά συνέπεια δεν θα μπορούσε να δημιουργηθεί σε ένα περιβάλλον χωρίς αυτά.

Η ελληνική γλώσσα εκτός από γλώσσα που οροθέτησε τις επιστήμες και τη

φιλοσοφία, την ποίηση και τη μουσική, τα μαθηματικά και την ιατρική, το θέατρο και

τον αθλητισμό, την αστρονομία και την τεχνολογία, το είναι και το γίγνεσθαι της

ευρωπαϊκής και δυτικής διανόησης, είναι ακόμα η γλώσσα η οποία θεμελίωσε την

γλωσσική επιστήμη (δηλαδή την Γλωσσολογία) όπως την γνωρίζουμε σήμερα. Οι

αρχαίοι Έλληνες μελέτησαν την γλώσσα βάσει όλων των επιπέδων ανάλυσής της,

δηλαδή, το φωνολογικό σύστημα, την άρθρωση και πρόσληψη των φθόγγων

(φωνητική), το σχηματισμό λέξεων (μορφολογία) και φράσεων και προτάσεων

(σύνταξη), τη σημασία των γλωσσικών εκφράσεων (σημασιολογία), καθώς και τη χρήση

της γλώσσας (πραγματολογία).

Η Γλωσσολογία στην αρχαία Ελλάδα αρχικά αναπτύχθηκε από τις ανάγκες της

πρακτικής και αργότερα άρχισε να γίνεται αντικείμενο θεωρητικής γενίκευσης. Στην

Ελλάδα μπαίνουν οι βάσεις της Λογικής με την οποία συνδέεται στενά και η μελέτη της

γραμματικής. Ο Πλάτων (4-5 αι. π.Χ.) στο διάλογο του «Κρατύλος» ερευνά το πρόβλημα

για την προέλευση της σχέσης μεταξύ της λέξης και του σημαινομένου και στο διάλογο

«Σοφιστής» θεμελιώνει ουσιαστικά τη γενική διδασκαλία για τις σχέσεις των διαφόρων

κατηγοριών λέξεων δηλαδή τη γραμματική. Συστηματική έρευνα της γραμματικής

έγινε στον 4 αι. π.Χ. από τον Αριστοτέλη που ήταν ταυτόχρονα και ιδρυτής της λογικής.

Ακολουθώντας τη διδασκαλία του Πλάτωνα, σύμφωνα με την οποία η λέξη δεν υπάρχει

έξω από την κρίση, ο Αριστοτέλης, πρώτος αντιμετωπίζει το πρόβλημα του

γραμματικού τύπου αναπτύσσει τη θεωρία για τα μέρη του λόγου, τα οποία

χαρακτηρίζει σαν ξεχωριστές από γραμματική άποψη κατηγορίες λέξεων, και εξετάζει

ορισμένες γραμματικές κατηγορίες. Στον Αριστοτέλη οφείλεται η δημιουργία της

λεγομένης λογικής γραμματικής. Πολλές γραμματικές έννοιες του όρου, που

χαρακτηρίζουν την σημερινή επιστήμη της γραμματικής, τόσο τη ελληνική όσο και τη
δυτικοευρωπαϊκή αλλά και την ρωσική, καθιερώθηκαν για πρώτη φορά από τον

Αριστοτέλη. Ο ιδρυτής και αρχηγός της Στωικής Σχολής των Ελλήνων φιλοσόφων ο

Ζήνων ο Κιτευς (334-264 π.Χ.) προσδιόριζε τις πέντε αρετές του λόγου ως εξής :

Πρώτη αρετή ήταν ο Ελληνισμός, δηλαδή η διατήρηση της γλωσσικής καθαρότητας από

τις ξένες βάρβαρες και χυδαίες λέξεις.

Δεύτερη αρετή ήταν η σαφήνεια, που αποτελεί λεκτικό ύφος δια του οποίου

παρουσιάζονται οι σκέψεις κατά τρόπο κατανοητό και σαφή.

Τρίτη αρετή ήταν η συντομία, που σημαίνει την χρησιμοποίηση των απαραίτητων

λέξεων για την πραγμάτευση ενός θέματος.

Τέταρτη αρετή ήταν η κυριολεξία, κατά την οποία μεταχειριζόμαστε λέξεις κατάλληλες

και συγγενείς προς το θέμα που πραγματευόμαστε.

Πέμπτη αρετή ήταν η κατασκευή, που σημαίνει τον έντεχνο λόγο που δεν έχει

ιδιωματισμούς.1

Η Ελληνική γλώσσα φτάνει στο ανώτερο σημείο της θεωρητικής ανάπτυξης της

στην ελληνιστική περίοδο, όταν κέντρο της επιστημονικής σκέψης γίνεται η

Αλεξάνδρεια. Στην εποχή αυτή διαμορφώνεται οριστικά το σύστημα της γραμματικής.

Στο σύστημα του Διονυσίου από τη Θράκη περιλαμβάνονται πληροφορίες για τη

φωνητική και τη μορφολογία της γλώσσας, ο Διονύσιος συνέγραψε το πρώτο πλήρες

εγχειρίδιο γραμματικής το Τέχνη γραμματική, το οποίο χρησίμευσε ως πρότυπο

γραμματικής στους Ρωμαίους και δι’ αυτών και εις τους νεότερους ευρωπαϊκούς λαούς 2.

Όμως αυτός που έμελλε να είναι ουσιαστικά ο δημιουργός του συντακτικού (του

πρώτου παγκοσμίως)3 είναι ο Απολλώνιος ο Δύσκολος όπου έζησε κατά τα μέσα του

2ου αιώνα μ.Χ. στην Αλεξάνδρεια, ο Απολλώνιος έγραψε πλήθος έργων που

ασχοληθήκαν ενδελεχώς με την μελέτη της γλώσσας, τα σημαντικότερα ήταν : Περί

αντωνυμιών, Περί επιρρημάτων, Περί συνδέσμων, Περί συντάξεως σε 4 βιβλία, Περί

μερισμού των του λόγου μερών (4 βιβλία), Περί ονομάτων, ήτοι ονοματολογικόν, Περί

ρημάτων, ήτοι ρηματικόν (5 βιβλία). Στην Αλεξανδρινή περίοδο ανήκει η θεωρία για την

ανωμαλία (την έλλειψη αυστηρών νομοτελειών στη γλώσσα) και την αναλογία (την

1
Διογένης Λαέρτιος, «Βίοι φιλοσόφων», Ζ, 2, 59.
2
Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαιδεία, Εκδ. Πυρσός, Αθήναι 1929, τομ.8, Σελ 592-93.
3
Το συντακτικό είναι εύρημα της ελληνικής διανόησης, οι προγενέστεροι λαοί, όπως οι Ινδοί δεν
ανάλυσαν την σύνταξη.
κυριαρχία αυστηρών νομοτελειών στη γλώσσα), την οποία επεξεργάσθηκε ο

Αρίσταρχος, μαθητής του Διονύσου από τη Θράκη.

Η γλωσσική μελέτη συνεχιστικέ και κατά την περίοδο της Βυζαντινής

Αυτοκρατορίας, όπου οι μεγάλοι γραμματικοί του Βυζαντίου συνέταξαν πλήθος

σχολίων που αφορούσαν τα υπάρχοντα γραμματολογικά έργα, και μας έδωσαν μεγάλο

αριθμό λεξικών καθώς και πλούσιες λίστες-καταλόγους με ουσιαστικά και ρήματα.

Εκτός από τα παραπάνω έχουμε και αξιόλογα ειδικευμένα έργα όπως το Μέθοδος περί

της του λόγου συντάξεως του Μιχαήλ Συγκέλλου του Ιεροσολυμίτη (9ος αι.) όπου

θεωρείται το αρχαιότερο βυζαντινό συντακτικό. Στην συνέχεια ο Γρηγόριος ο Πάρδος

επίσκοπος Κορίνθου (12-13ος αι.), συνέγραψε το Περί συντάξεως του λόγου ήτοι μη

σολοικίζειν το οποίο ανέλυε τα γλωσσικά λάθη. Ο Πατριάρχης Ιωάννης ο ΙΓ΄, ο

επονομαζόμενος Γλυκύς ή Γλυκάς, συνέγραψε το Περί ορθότητος συντάξεως όπου

ασχολείτο με τις πτώσεις, τις μετοχές, καθώς και με τα προβλήματα του σολοικισμού

και του βαρβαρισμού, όμως το πιο πρωτότυπο μέρος της μελέτης του ήταν αυτό που

αφορούσε στην κατασκευή προτάσεων στην δοτική πτώση, όπου διετύπωσε προτάσεις

απολύτως πρωτότυπες.

Όμως αδιαμφισβήτητα η πιο διακεκριμένη αυθεντία στην γλωσσική επιστήμη

του βυζαντινού κόσμου υπήρξε ο Μάξιμος Πλανούδης (1260-1310). Ο Πλανούδης ήταν

λόγιος μοναχός και συγγραφέας και πάρα τα μόλις πενήντα χρόνια του συντόμου βίου

του μας κληροδότησε πλουσιότατο έργο σε πολλούς τομείς, στην Γεωγραφία

(προωθώντας την Γεωγραφία του Πτολεμαίου) στα μαθηματικά (σχολιάζοντας τα έργα

του Ευκλείδη, του Διοφάντου, του Πτολεμαίου και του Αράτου), στην θεολογία

συγγράφοντας ειδική πραγματεία εναντίον της προσθήκης του Filioque, στην

μετάφραση μεταφράζοντας από λατινικά πλήθος σημαντικών έργων, ακόμα στο έργο

του Ψηφοφορία κατ’ Ινδούς θα εισάγει για πρώτη φορά στην Ελλάδα το σύμβολο 0 από

την Ινδία4 γενικά μπορούμε να πούμε ότι ο Πλανούδης υπήρξε φορέας και εκφραστής

της παλαιολόγιας αναγέννησης των κλασσικών ελληνικών σπουδών, τόσο στον

Βυζαντινό κόσμο όσο και στην Δύση. Όμως σημαντικότερη υπήρξε η συμβολή του στην

φιλολογία και ειδικότερα στην γλωσσολογία. Έγραψε τα έργα Διάλογοι περί

γραμματικής (γραμμένο με ύφος παραπλήσιο των πλατωνικών διαλόγων) και Περί


4
Στο ίδιο έργο και περιλαμβάνει και μια πρωτότυπη μέθοδο υπολογισμού της τετραγωνικής
ρίζας.
συντάξεως. Τέλος ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στους τελευταίους βυζαντινούς

γραμματικούς οι οποίοι αφιέρωσαν μεγάλο μέρος της ζωής τους στην Ιταλία

διδάσκοντας την Ελληνική γλώσσα και γραμματική, όπως ο Χρυσολωράς (1353 - 1415), ο

Λάσκαρης (15ος αι.), και Θεόδωρος της Γάζας (15ος αι.). Αυτοί ήταν συντάκτες των

κυριότερων βιβλίων ελληνικής γραμματικής που έφεραν την κλασική Ελληνική

γλώσσα πίσω στην Ιταλία και από εκεί στην υπόλοιπη Ευρώπη.

Σύμφωνα με την Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, βασικό χαρακτηριστικό της πνευματικής

ζωής του Βυζαντίου υπήρξε η ανανέωση του ενδιαφέροντος για την ελληνική

αρχαιότητα και τα επιτεύγματα της, οι Βυζαντινοί συνειδητοποιούν όλο και

περισσότερο τους προνομιακούς δεσμούς τους με την ελληνική κληρονομία εξ αιτίας

της ελληνοφωνίας τους. «Αυτό τους διαφοροποιεί από τον λατινικό κόσμο, ενώ, στις

στιγμές κρίσης μεταξύ της χριστιανικής Δύσης και του Βυζαντίου, η αναφορά στον

ελληνισμό βεβαιώνει την υπεροχή της βυζαντινής [ελληνικής] παιδιάς έναντι των

Δυτικών, τους οποίους συγχέουν σκόπιμα με τον βαρβαρικό κόσμο» 5. Χαρακτηριστική

είναι η αναφορά στον Τρωικό Πόλεμο, ως το αρχέτυπο της αντιπαράθεσης μεταξύ

Ελλήνων και… Δυτικών (μέσω των Τρώων ως μυθικών τους προγονών), που

εμφανίζεται σε τρία τουλάχιστον διασωθέντα λογοτεχνικά κείμενα του 14ου αι.6

Η ετυμολογία των λέξεων, δηλαδή η αναζήτηση των αρχικών ριζών και κατά

συνεπεία η εύρεση της πρωταρχικής σημασίας αυτών, ήτοι του έτυμου αυτών,

απασχόλησε του αρχαίους Έλληνες ήδη από την εποχή του Ομήρου, ο οποίος μας

παραδίδει την ετυμολογία του ονόματος του Οδυσσέα εκ του οδυσσάμενος (Οδ. τ 407). Η

ετυμολογία ως τεχνικός όρος της Γλωσσολογίας καθορίστηκε από τους αρχαίους

Έλληνες, και μας διασώζετε ήδη από τους προσωκρατικούς, 7 το πρώτο δε έργο

ετυμολογικού περιεχομένου ήταν αυτό του Ηρακλείδη του Ποντικού (4ος π.Χ. αι.) με

τον τίτλο Περί ετυμολογιών, ακολούθησε το έργο του Απολλόδωρου του Αθηναίου (2ος

π.Χ. αι.) και Δημητρίου του Ιξίων εκ Περγάμου (2ος π.Χ. αι.) με τίτλο Ετυμολογούμενα ή

Περί ετυμολογιών. Κατά τους αιώνες που ακολούθησαν συντάχθηκαν και τα πρώτα

5
Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, Η πολιτική ιδεολογία της βυζαντινής αυτοκρατορίας, εκδ. Ψυχογιός,
Αθήνα 1988, σελ. 75.
6
Γιώργος Καραμπελίας, το 1204 και η διαμόρφωση του νεώτερου ελληνισμού, εναλλακτικές εκδ.
Αθήνα 20073,σελ. 242.
7
Βλ. Diel – Kranz, Die Fragmente der Vorsokratiker, A 10 (1,386.14 κ.ε.)
ετυμολογικά λεξικά με βασικότερα τα ακόλουθα: Ωρίωνος του εκ Θηβών Αίγυπτου (5ος

αι.), Etymologioum Genuinum (9ος αι.), Το Γουδιανόν Ετυμολογικόν (περι τον 11ον αι.), Το

Μέγα Ετυμολογικόν ή Μέγας Ετυμολόγος (περί τον 11ον αι.), και Το Ετυμολογικον του

Συμεώνος (12ος αι.)8.

8
Βλ. J.B. Hofmann, Ετυμολογικόν Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής, Αθήνα 1974, σελ. ια’.

You might also like