Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 25

Μαριάννα Παπαγεωργίου

ΑΝΩΤΑΤΗ ΣΧΟΛΗ ΚΑΛΩΝ ΤΕΧΝΩΝ

Μεταπτυχιακό Εικαστικών Τεχνών

«Φιλοσοφία-Αισθητική»

Εαρινό εξάμηνο 2013-14 | Σεπτέμβρης του ‘14

Διδάσκων: Παναγιώτης Πούλος


Εισαγωγή

Νομίζω πως η ακριβής αντίδρασή μου, μόλις πληροφορήθηκα για την εκφώνηση
της άσκησης, ήταν να αφήσω ένα πνιχτό ουρλιαχτό και να φωνάξω σχεδόν στιγμιαία,
χωρίς δεύτερη σκέψη: «Τέλεια! Θα γράψω για τους Lost Bodies!!!!!». Το ίδιο βράδυ
ξύπνησα μες στον ύπνο μου, με ένα αίσθημα αγωνιώδους άγχους. Αλήθεια! Το στομάχι
μου είχε δεθεί κόμπος! Χίλια ερωτήματα βομβάρδιζαν συγχρόνως το νυσταγμένο μου
μυαλό. Γιατί είχα διαλέξει τόσο αυθόρμητα τους Lost Bodies; Πώς μου ήρθε; Μήπως
έπρεπε να διαλέξω κάτι άλλο; Κάτι πιο σοβαρό; Πιο ακαδημαϊκό; Μήπως το έκανα από
αντίδραση στον καθωσπρεπισμό της σχολής; Στο κάτω-κάτω, τόσες και τόσες μουσικές
με συγκινούν… Θα μπορούσα να γράψω για την οξύμωρη ταραχώδη γαλήνη που μου
προξενεί το Lacrimosa από το requiem του Mozart (ω, τι κομμάτι…). Ή για το τρίτο
κοντσέρτο του Rachmaninoff: σαράντα λεπτά αριστουργηματικής μουσικής που σε
γραπώνουν απ’ το σβέρκο. Ή, ίσως, για κάποιο τραγούδι από την ελληνική λαϊκή
παράδοση: το πουστσένο, ας πούμε! (ε, καλά, τώρα… δεν παίρνω κι όρκο ότι είναι εκατό
τοις εκατό ελληνικό…) Ή, μήπως, να γράψω για... Ή, μήπως, για…..

Και, αλήθεια, γιατί τόση ώρα κατακλύζουν το κεφάλι μου μουσικές; Γιατί το
θεώρησα τόσο δεδομένο ότι θα γράψω για ένα μουσικό κομμάτι; Τόσα εκατομμύρια
έργα τέχνης: τόσες ζωγραφιές, τόσα γλυπτά, τόσες γκραβούρες, τόσες ταινίες, τόσα
βιβλία… Κι εγώ δεν ξόδεψα ούτε ένα δευτερόλεπτο να σκεφτώ έστω ένα από όλα αυτά.
Μόνο μουσικές. Χωρίς να μπορώ να τις σταματήσω. Κι ακόμα μουσικές, τώρα που
γράφω αυτές τις γραμμές. Γιατί μουσικές; Γιατί όχι χρώματα; Γιατί όχι μορφές; Γιατί όχι
λέξεις; Και γιατί τόση ώρα που προσπαθώ να σκεφτώ αυτά και να βγάλω μια ρημάδα
άκρη, σαν χαλί κάτω από τη σκέψη μου υπάρχει η υποβλητική μουσική του «Ιλισού»;
Γιατί νομίζω πως ήταν πάντα εκεί, ακόμη και πριν γραφτεί;;;

Το να γράψω για τους «Lost Bodies» και τον «Ιλισό» ήταν ένα μεγάλο στοίχημα
για μένα. Ριψοκίνδυνο. Δεν αρέσουν σε όλους. Και το άκουσμά τους δεν είναι πολύ
εύκολο στα ανεκπαίδευτα αυτιά. (Σίγουρα δε θα προσπαθούσα να μοιραστώ αυτή μου
την αγάπη με τη μητέρα μου, ας πούμε…) Δεν το σκέφτηκα πολύ περισσότερο.
Αποφάσισα να ακολουθήσω την αρχική μου παρόρμηση. Και σε τελική ανάλυση: γιατί
όχι; Κι ό,τι βγει…

Η εργασία αυτή προέκυψε σαν μία απόπειρα απάντησης σε αυτά τα ερωτήματα….


Γιατί μουσική;

Τι συμβαίνει με την περίπτωσή μου; Γιατί με σπούδαζαν τόσα χρόνια οι γονείς


μου αρχιτεκτονική; Γιατί σπουδάζω ακόμα εικαστικές τέχνες; Είναι περίεργο, αλλά δε
μπορώ ποτέ να θυμηθώ τη ζωή μου χωρίς μουσική. Τραγούδια, νότες, στίχοι, όργανα.
Πάντα εκεί. Οι πιο ευτυχισμένες στιγμές μου είχαν πάντα μουσική: συνήθως γύρω από
κάποια ποτήρια αλκοόλ, πάντα ανάμεσα σε φίλους. Και κυρίως οι πιο θλιμμένες...
Βρίσκω πολύ ενδιαφέρον το πώς καταφέρνει η μουσική να κάνει τους ανθρώπους να
συγκλίνουν, να έρχονται πιο κοντά. Τους παρασέρνει να τραγουδήσουν, να χορέψουν,
να αγκαλιαστούν, να κλάψουν, να φωνάξουν. Κι όμως είναι κάτι άυλο. Είτε προέρχεται
από μια συμφωνική ορχήστρα, είτε από όργανα σε ένα γλέντι, είτε από ένα τρανζίστορ,
είτε από στόματα και φωνές, παραμένει πάντα άυλη. Είναι ικανή να γεμίσει το χώρο.
Κλειστό ή υπαίθριο, συναυλιακό ή καφενειακό, ανάμεσα σε χιλιάδες ανθρώπους
(φίλους ή αγνώστους) και ανάμεσα στον αναντικατάστατο και μοναδικό σου εαυτό.
Πάντα με γοήτευαν οι μουσικοί. Σα να θεωρούσα μαγική την εμμονή τους να
βγάζουν ήχους από μέσα τους και την αγωνία τους να προσπαθούν να παίξουν μουσική.
Ο κυριότερος λόγος είναι ακριβώς αυτό το ευλογημένο ρήμα: το «παίζω». Δε θα
ισχυριστώ ότι το ξέρω με σιγουριά, αλλά έχω μια αίσθηση πως σε όλες τις εποχές και σε
όλους τους τόπους και σε όλες τις γλώσσες η μουσική πάντα συνοδεύεται από το ρήμα
«παίζω». Τι πιο όμορφο; Οι μουσικοί μαζεύονται πάντα μεταξύ τους για να παίξουν…
Κάποτε, προσπαθώντας να μιλήσω σε έναν πιανίστα για το μαράζι μου που δεν παίζω
κάποιο όργανο, του είχα πει πως όταν μεγαλώσω θέλω να γίνω μουσικός. Η απάντησή
του ήταν αποστομωτική: «Δε μπορείς να τα κάνεις και τα δύο. Ή θα γίνεις μουσικός, ή
θα μεγαλώσεις…»
Φαντάζομαι πως δε συμμερίζονται όλοι την άποψή μου, πόσο μάλλον την αγάπη
μου. Δεν αντιλαμβάνονται όλοι τη μουσική με τη δική μου αγωνία ή χαρά. Αλλά είμαι
σχεδόν βέβαιη πως όλοι, ακόμη και οι πιο παράφωνοι ή οι πιο άμουσοι, θα έχουν βρει
μια κάποια, οποιαδήποτε, συγκίνηση σε μια μουσική. Αυτή η ιδιότητά της να προκαλεί
συγκίνηση είναι που κάνει, κατά τη γνώμη μου, τη μουσική τόσο μοναδική. Όχι. Το
«μοναδική» δεν περιγράφει σωστά το συναίσθημα ολοκλήρωσης που θέλω να
εκφράσω. Πώς θα μπορούσα να το γράψω; Συνολική. Ούτε… Οικουμενική, ίσως; Μπα,
πολύ βαρύγδουπο. Παραιτούμαι. Δεν υπάρχουν λέξεις να ονομάζουν όλα τα
συναισθήματα. Είναι κάποια που δεν έχουν βρεθεί οι σωστές λέξεις για να τα
αποδώσουν. Με απογοητεύω. Νόμιζα πως θα έβρισκα πιο όμορφα λόγια να εκφράσω
την αγάπη μου για τη μουσική, για το πώς είναι η μόνη παρέα που δε θα χάσω ποτέ, για
το πώς όλα μου τα συναισθήματα έχουν πάντα μουσική υπόκρουση. Ο μόνος τρόπος,
μάλλον, να μιλήσω για αυτά θα ήταν να βάλω μερικά τραγούδια να παίζουν. Κι ό,τι
καταλάβει ο καθένας…
Γιατί Lost Bodies;

Πολύ σπάνια δίνεται σε κάποιο σπουδαστή η ευκαιρία να εκφράσει τη γνώμη


του, βασιζόμενος όχι σε κριτήρια θεωρητικά ή επιστημονικά, αλλά υποκειμενικά,
προσωπικά, συναισθηματικά. Κι εγώ δεν πρόκειται να χαραμίσω αυτή την ευκαιρία
γράφοντας για κάτι ακαδημαϊκό και σοβαρό, χιλιο-αναλυμένο. Θα γράψω για τους Lost
Bodies, μια ελληνική μουσική μπάντα. Το ζήτημα της αδυναμίας μετάφρασης της
λογοτεχνίας και της ποίησης, η μη ορθώς ακριβής απόδοση, δηλαδή, του νοήματος σε
άλλες γλώσσες, αφορά και τη μουσική (αυτή με λόγια, προφανώς). Αυτός είναι ο κύριος
λόγος που θεωρώ τους Lost Bodies, τις Τρύπες, τον Τζίμη Πανούση, το Χατζιδάκι, το
Χιώτη και την Αρλέτα «εθνικούς θησαυρούς», ακόμη κι όταν σιχαίνομαι οποιαδήποτε
αναφορά στην έννοια «έθνος».

Άρχισα να μπερδεύομαι πριν καν


ξεκινήσω. Ψυχραιμία. Ας τα πάρουμε από την
αρχή. Οι Lost Bodies υπάρχουν εδώ και
τριάντα περίπου χρόνια. Κατά κύριο λόγο
απαρτίζονται από δύο «χαμένα κορμιά», το
Θάνο και τον Αντώνη. Κατά δεύτερο λόγο,
από τα μέλη της μπάντας, που δίνει τις
συναυλίες (έχω τη χαρά να γνωρίζω καλά μερικούς από δαύτους). Και κατά τρίτο λόγο
από εμάς, τους θαυμαστές-συμμέτοχους που τους ακούμε, τους υποστηρίζουμε, που μας
εκφράζει –ή μας ταιριάζει– ο τίτλος «Lost Bodies». Μέχρι τώρα έχουν βγάλει καμιά
δεκαριά δίσκους. Από αυτούς δεν έχω ούτε έναν. Τους ξέρω αποσπασματικά, μέσα από
τις διάφορες συναυλίες που δίνουν. Γιατί δεν έχουν γίνει πασίγνωστοι; Εύκολο: γιατί
αποφεύγουν συνειδητά οποιαδήποτε σχέση με την εμπορευματοποιημένη μουσική και
το όλο σύστημα που την εγκαθιδρύει. Αυτό το μαύρο πρόβατο της ελληνικής μουσικής
σκηνής ποντάρει σε ένα τελείως διαφορετικό κοινό, με κάπως ιδιόρρυθμα γούστα. Η
αντισυμβατική ηχητική τους
συμπεριφορά και οι αιχμηροί,
αυτοσαρκαστικοί στίχοι δεν
είναι παρά η δική τους
απάντηση στο παράλογο που
ζούμε.
Τι είναι οι Lost Bodies; Είναι πανκ; Είναι τζαζ; Είναι ροκ; Είναι dada; Ανατρέπουν
ό,τι θεωρείται δεδομένο στη μουσική. Το στυλ τους είναι τόσο αυθεντικό που σε
σοκάρει. Είναι τόσο πηγαίο που σε κάνει να αναρωτιέσαι γιατί κανείς ως τώρα δεν είχε
εκφραστεί κατ’ αυτόν τον τρόπο. Προφανώς έχουν επιρροές κι αναφορές (κυρίως από
ξένα ακούσματα και μουσικές), αλλά συνδυάζουν τόσο φαινομενικά αταίριαστα μεταξύ
τους είδη με τόσο αριστοτεχνικό τρόπο που σε βγάζει από τα ρούχα σου: όλα είναι
σωστά κι όλα είναι τόσο λάθος, ταυτόχρονα! Κάθε τραγούδι κι ένα χαστούκι: σαν να
ήταν πάντα μπροστά στη μύτη σου και να μην το έβλεπες, δίπλα στ’ αυτιά σου και να
μην το άκουγες. Το ίδιο παρανοϊκό συναίσθημα προξενούν και οι εικαστικές τους
επιλογές: από τα εξώφυλλά των δίσκων τους και τα video-clips των τραγουδιών, μέχρι
τις αφίσες που ενημερώνουν για τις ζωντανές εμφανίσεις τους. (Αξίζει να αναφέρω
ενδεικτικά πως οι δύο πρώτες δουλειές τους κυκλοφόρησαν σε αυτοσχέδιες κασέτες, με
ζωγραφισμένα από τους ίδιους εξώφυλλα, ένα προς ένα...)

Τα τραγούδια των Lost Bodies δε συνοδεύονται από οδηγίες ακρόασης. Η


πρώτη επαφή με τη μουσική τους ξενίζει κάθε ακροατή (και δε βγάζω τον εαυτό μου
απ’ έξω). Ένας πολύ μυστήριος καμβάς ήχων, που σε κάνει να ξεχνάς αυτά που ξέρεις
για τη μουσική. Η αντίδραση είναι σχεδόν πάντα η ίδια: «Τι είναι ετούτοι, ρε;» Κι εκεί
παίζεται το παιχνίδι: ή σε κερδίζουν στις πρώτες νότες και τους αγαπάς για πάντα, ή
όχι. Και μετά ακούς τους στίχους των τραγουδιών: προκλητικοί, σουρεαλιστικοί,
χυδαίοι, αγαπησιάρικοι, καυστικοί, αστείοι, σαρκαστικοί, ειρωνικοί, οργισμένοι,
μελαγχολικοί, απείθαρχοι, σατιρικοί, ανήσυχοι, ανησυχητικοί, επικίνδυνα αισιόδοξοι. Σε
κάνουν να θες να καταλάβεις το νόημά τους, ακόμη κι όταν αυτό δεν υπάρχει.

Αν τους έχεις αγαπήσει ακούγοντας τα τραγούδια τους, τότε σίγουρα τους


λατρεύεις αν βρεθείς σε κάποια από τις συναυλίες τους. Τους βλέπεις να εκτίθενται εκεί
μπροστά σου, χωρίς να βγάζουν τίποτε το επιτηδευμένο, το σκηνοθετημένο, το ψεύτικο,
το «δήθεν». Το συναυλιακό κομμάτι –αυτό που η υπόλοιπη τέχνη αποκαλεί
«περφόρμανς» – ανέκαθεν ήταν σημαντικό για τις μουσικές μπάντες. Εκεί γίνεται το
ουσιαστικό δέσιμο με το κοινό. Εκεί δημιουργείται το «κοινό». Βρίσκεσαι σε ένα πλήθος
όπου όλοι έρχονται πιο κοντά, κοιτάζονται χωρίς φόβο μέσα στα μάτια, και χωρίς δόλο,
με μια αίσθηση ελευθερίας, ισότητας, αλληλεγγύης. Γύρω σου μάτια σπινθηροβόλα και
γελαστά χείλη. Τραγουδάς, αγκαλιάζεσαι και χορεύεις με αγνώστους, αφήνεις τη
μουσική να σε κατακλύσει, ξεχνάς τον τόπο και το χρόνο. Κι έχεις μια μαγική, μυστήρια,
ακαθόριστη αίσθηση ότι βρίσκεσαι ακριβώς στο σωστό μέρος, τη σωστή στιγμή.
Οι Lost Bodies είναι μόνοι τους εναντίον όλων. Κάπου διάβασα: «Οι Lost Bodies
είναι σαν το πανκ: είτε σ’ αρέσουν, είτε όχι, έπρεπε να υπάρχουν». Μάλλον αυτό είναι το
χαρακτηριστικό που τους κάνει να ξεχωρίζουν από ό,τι άλλο. Αποπνέουν μια ζωτική
ελευθερία. Η μουσική είναι για αυτούς ένα παιχνίδι λυτρωτικό. Νιώθεις ότι, αν δεν
έκαναν αυτό ακριβώς που κάνουν, θα ήταν κλειδωμένοι μέσα σε θεραπευτήρια ή
ψυχιατρικά άσυλα, ή σε κάποιο κλουβί – φυλακής ή ζωολογικού κήπου, τετράτροχο ή
κουστουμαρισμένο –, ή θα ήταν εγκλωβισμένοι σε μια ακαδημία, όπου θα προσπα-
θούσαν να τους επιβάλλουν τι είναι σωστό, όμορφο, καλλίφωνο και καλλίγραμμο, ορθό,
πρέπον. Όλη η μαγεία τους έγκειται στη γνησιότητά τους. Είναι αυτό που είναι και
τίποτε άλλο, περισσότερο ή λιγότερο.

Προφανώς όλα τα παραπάνω εκφράζουν υποκειμενικές κρίσεις. Γιατί εν τέλει


μου αρέσουν τόσο πολύ οι Lost Bodies; Αν έπρεπε να δώσω μια απάντηση θα ήταν
αυτή: μάλλον επειδή νιώθω πως μιλούν πάντα επίκαιρα και πάντα αιχμηρά κι εύστοχα
για το πνεύμα της εποχής, για τη σουρεαλιστική ελληνική κοινωνία, για το σύστημα
εξαθλίωσης, για τον καταναλωτισμό και την προπαγάνδα που τον υποστηρίζει, για την
αισθητική του νεοπλουτισμού, για την αισθητικοποίηση της τέχνης, για τη σημασία της
απουσίας του νοήματος. Αλλά με μια διάθεση παιγνιώδη και περιπαικτική, σαν να
κοιτούν την πραγματικότητα μέσα από ένα παραμορφωτικό φακό. Ή μήπως είναι
όντως στραβός ο γιαλός;
Γιατί ο Ιλισός;

Ο Ιλισός γράφτηκε πριν δυο χρόνια. Τον «ανέβασαν» στο internet πριν
κυκλοφορήσει ο τελευταίος τους δίσκος, στον οποίο περιλαμβάνεται. Η διάδοση στους
θαυμαστές της μπάντας έγινε σχεδόν αστραπιαία. Ο ένας το έστελνε σε δέκα και το
έμαθαν όλοι αμέσως: οι Lost Bodies έβγαλαν καινούργιο τραγούδι… Είχαν καιρό να μας
εκπλήξουν τόσο. Είναι
αλήθεια, έχουν ένα
πολύ ιδιαίτερο στυλ
γραφής. Αναγνωρίζεις
τα τραγούδια τους
εύκολα. Αν, ωστόσο,
ψάξεις ανάμεσα στα
τραγούδια, δε θα βρεις
δύο ίδια. Ίσως ούτε καν
δύο που να μοιάζουν.
Αυτό όμως διαφέρει
από όλα τα υπόλοιπα.
Είναι ξεχωριστό. Η μου-
σική είναι υποβλητική,
υπόγεια, σκοτεινή και
οι στίχοι πιο «σουρεάλ»
και πιο σοβαροί από
ποτέ.

Μία προσπάθεια απόδρασης οδηγεί σε μια κατάδυση στον υπόγειο κόσμο της
Αθήνας. Στα έγκατα της γης, κάτω από τον επίσημο χάρτη της πόλης, αντί για τρόμο και
αποπροσανατολισμό, ο αφηγητής συναντά έναν τόπο ονειρικό, έναν περίεργο
παράδεισο. Εκεί απουσιάζουν οι «εσωγήινοι», το βόλεμα και οι κούφιες ιδεολογίες, δεν
έχουν σημασία οι ηλικίες, τα φύλα και τα έθνη, δεν υπάρχει το χρήμα, δεν υπάρχει
πείνα, δεν υπάρχει φθόνος. Η αφήγηση δημιουργεί διαρκώς εικόνες, γεννά σκέψεις και
συνειρμούς. Όμως σε κρατά σε μια επιφυλακή: δεν ξέρεις τι θα σου ξημερώσει ο
επόμενος στίχος. Γνωρίζεις ότι κάπου θα προκύψει μια ανατροπή, αλλά συνήθως αυτή
έρχεται ακριβώς όταν δεν την περιμένεις: «και το τρίτο δεν υπήρχε, ήταν απλώς το
τρίτο…»
Αυτό που κάνει τον Ιλισό να ξεχωρίζει είναι ότι πάντα ακούγεται παράδοξος.
Κινείται στα όρια: Όρια ανάμεσα στο σοβαρό και το αστείο, το ερωτικό και το χυδαίο,
το κουλτουριάρικο και το «σκυλάδικο», το ποιητικό και το λαϊκό, το κωμικό και το
δραματικό, το κοινότοπο και το πρωτότυπο. Δεν είναι μόνο τα γλωσσικά παιχνίδια των
στίχων και οι απρόσμενες συνυπάρξεις λέξεων και φράσεων, που κάνουν τη διαφορά.
Σε αυτά μας έχουν συνηθίσει οι Lost Bodies. Είναι το περίβλημά τους με αυτή τη
μουσική, που κάνει όλο το τραγούδι τόσο παράξενο. Η σχεδόν μονότονη μουσική
υπόκρουση, με τους ήχους από τις καμπάνες, οι παύσεις και τα κρεσέντα σε
υποβάλλουν σε μια απροσδιόριστη αναταραχή. Και η αφήγηση είναι αχρωμάτιστη,
πεζή, αφήνοντας τον κάθε ακροατή να βάλει τα δικά του χρώματα, τις δικές του
εικόνες. Ουσιαστικά το κομμάτι κινείται σε τρεις διαστάσεις: την επίπεδη αφήγηση, την
εικονοπλαστική δύναμη της γραφής και τη μουσική επένδυση, που θαρρείς και
«σκάβει» το χώρο κάτω από τις λέξεις…
Είναι δύσκολο να πω γιατί, από όλα τα τραγούδια τους, είναι αυτό, που με
συγκινεί περισσότερο. Ίσως επειδή για κάποιο λόγο νομίζω πως περιλαμβάνει όλα τα
άλλα σε ένα. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, δεν είναι και τόσο δύσκολο να βρω το λόγο…
Τον ξέρω πολύ καλά: είναι τρία σημεία απ’ όλο το κομμάτι, που, μόλις τα ακούω,
αισθάνομαι τις τρίχες του αυχένα μου να σηκώνονται και τους μύες μου να συσπώνται.
Σαν να πατιέται ένα κουμπί και να ενεργοποιείται ένας μηχανισμός. Δεν ξέρω αν είναι
μηχανισμός άμυνας ή επίθεσης ή σήμα κινδύνου, αλλά αμέσως ο εαυτός μου τίθεται σε
κατάσταση εγρήγορσης. Δε μπορώ να το εξηγήσω, το πώς και το γιατί.

(Όχι, ο πρώτος στίχος του τραγουδιού δεν είναι το ένα από τα τρία σημεία που
με ξεσηκώνουν, παρόλο που κι αυτός με συγκινεί αφάνταστα. Δέκα χρόνια παρουσίας
στο Ε.Μ.Π. αρκούν για να αναφωνήσει κανείς: αρκετά με τα υπόγεια ποτάμια της
Αθήνας! Αλλά αυτή είναι μια ολόκληρη συζήτηση από μόνη της. Ας την αφήσουμε στην
άκρη για την ώρα…)

Το πρώτο από τα σημεία-ηλεκτροσόκ είναι εκείνο στο οποίο ο αφηγητής,


περιγράφοντας τη γαλήνη της κοινωνίας που συνάντησε στην ονειρική περιπλάνησή
του, μιλά για έναν κόσμο όπου «όλοι αισθάνονταν, χαίρονταν…» Τι όμορφο. Και πόσο
απλό. Μάλλον αυτά θεωρώ ως τα δύο πιο βασικά χαρακτηριστικά ενός ευτυχισμένου
λαού. Οι ικανότητες της συναίσθησης και της ευχαρίστησης. Το δεύτερο σημείο είναι
εκεί όπου λέει πως, στον κόσμο εκείνο, η μουσική μεταφερόταν από τον έναν στον άλλο
«με ένα άγγιγμα και ένα βλέμμα». Πάντα μου άρεσε να κρίνω τους ανθρώπους από αυτά
τα στοιχεία. Πόσο πολλά περισσότερα έχουν να πουν τα μάτια και τα χέρια... Και πόσο
πιο εύγλωττα είναι, σε σχέση με τη γλώσσα!.. Και το τρίτο σημείο είναι, φυσικά, το
τέλος του τραγουδιού, κατά το οποίο ο αφηγητής επιλέγει να κρατήσει μόνο ένα
πράγμα από τον υπέροχο κόσμο που συνάντησε, κι αυτό είναι, βέβαια, η μουσική: για να
γνωρίσουμε κι εμείς «τη μαγεία και την πληρότητα που ζούσαν εκεί». Δεν έχω κάτι να
σχολιάσω πάνω σε αυτό. Νομίζω πως το έχω κάνει ήδη επαρκώς, από την αρχή της
εργασίας ως τώρα…
Αντί επιλόγου

Για μένα οι Lost Bodies είναι μία όαση. Παίρνω κουράγιο γνωρίζοντας ότι
υπάρχουν κάπου εκεί έξω και συνεχίζουν να είναι δημιουργικοί, παραγωγικοί και
αιχμηροί. Νιώθω καλά όσο ξέρω πως έχουν τις πένες τους –ο ένας της κιθάρας κι ο
άλλος του μελανιού– ακονισμένες κι ετοιμοπόλεμες. Ανυπομονώ να βρεθώ στην
επόμενη συναυλία τους. Ανυπομονώ να ακούσω καινούργια δικά τους «πράγματα», σ’
αυτή την ιδιόρρυθμη γλώσσα που αμφιβάλλω ότι κι οι ίδιοι που την γράφουν, την
κατανοούν. Περιμένω σαν παιδάκι του δημοτικού την επόμενη φορά που θα με
ξαφνιάσουν, πάλι και πάλι και πάλι.

Μολονότι δεν είναι ένα κλασικό έργο τέχνης, με τη στενή έννοια του όρου, ο
Ιλισός των Lost Bodies αποτέλεσε μια ιδανική αφορμή να μιλήσω για ορισμένα
ζητήματα που με απασχολούν: τη σημερινή πραγματικότητα, τη σύγχρονη τέχνη, το
σημείο τομής τους και τη δική μου θέση ανάμεσα σε όλα αυτά. Ίσως το ύφος του
κειμένου να προέκυψε ελάχιστα ακαδημαϊκό, ολίγον επιθετικό (αν και σίγουρα δε θα
μπορούσα να γράψω για τη συγκεκριμένη μπάντα με πιο γλαφυρό τρόπο) και αρκετά
αυτό-ψυχαναλυτικό, αλλά θεωρώ πως δίνει ένα στίγμα της άποψής μου για τον κόσμο.

Μάλλον δεν έχω κάτι άλλο να προσθέσω. Οι Lost Bodies σίγουρα θα έβαζαν τα
γέλια αν διάβαζαν τι γράφω γι’ αυτούς. Αλλά, τουλάχιστον, μάλλον θα συμφωνούσαν με
τις απόψεις μου για τη μουσική. Και οι περισσότεροι θα διάλεγαν τον Ιλισό σαν το
αγαπημένο τους τραγούδι. Αν κατάφερα να σας γεννήσω την περιέργεια να ακούσετε
και μερικά ακόμη κομμάτια τους, εκτός από αυτό, τότε η εργασία μου δεν ήταν τελείως
άδικος κόπος. Καλή τύχη…

ΥΓ: «Και φυσικά για να με πιστέψετε…»

You might also like