Professional Documents
Culture Documents
Πτυχιακη Για Lost Bodies
Πτυχιακη Για Lost Bodies
«Φιλοσοφία-Αισθητική»
Νομίζω πως η ακριβής αντίδρασή μου, μόλις πληροφορήθηκα για την εκφώνηση
της άσκησης, ήταν να αφήσω ένα πνιχτό ουρλιαχτό και να φωνάξω σχεδόν στιγμιαία,
χωρίς δεύτερη σκέψη: «Τέλεια! Θα γράψω για τους Lost Bodies!!!!!». Το ίδιο βράδυ
ξύπνησα μες στον ύπνο μου, με ένα αίσθημα αγωνιώδους άγχους. Αλήθεια! Το στομάχι
μου είχε δεθεί κόμπος! Χίλια ερωτήματα βομβάρδιζαν συγχρόνως το νυσταγμένο μου
μυαλό. Γιατί είχα διαλέξει τόσο αυθόρμητα τους Lost Bodies; Πώς μου ήρθε; Μήπως
έπρεπε να διαλέξω κάτι άλλο; Κάτι πιο σοβαρό; Πιο ακαδημαϊκό; Μήπως το έκανα από
αντίδραση στον καθωσπρεπισμό της σχολής; Στο κάτω-κάτω, τόσες και τόσες μουσικές
με συγκινούν… Θα μπορούσα να γράψω για την οξύμωρη ταραχώδη γαλήνη που μου
προξενεί το Lacrimosa από το requiem του Mozart (ω, τι κομμάτι…). Ή για το τρίτο
κοντσέρτο του Rachmaninoff: σαράντα λεπτά αριστουργηματικής μουσικής που σε
γραπώνουν απ’ το σβέρκο. Ή, ίσως, για κάποιο τραγούδι από την ελληνική λαϊκή
παράδοση: το πουστσένο, ας πούμε! (ε, καλά, τώρα… δεν παίρνω κι όρκο ότι είναι εκατό
τοις εκατό ελληνικό…) Ή, μήπως, να γράψω για... Ή, μήπως, για…..
Και, αλήθεια, γιατί τόση ώρα κατακλύζουν το κεφάλι μου μουσικές; Γιατί το
θεώρησα τόσο δεδομένο ότι θα γράψω για ένα μουσικό κομμάτι; Τόσα εκατομμύρια
έργα τέχνης: τόσες ζωγραφιές, τόσα γλυπτά, τόσες γκραβούρες, τόσες ταινίες, τόσα
βιβλία… Κι εγώ δεν ξόδεψα ούτε ένα δευτερόλεπτο να σκεφτώ έστω ένα από όλα αυτά.
Μόνο μουσικές. Χωρίς να μπορώ να τις σταματήσω. Κι ακόμα μουσικές, τώρα που
γράφω αυτές τις γραμμές. Γιατί μουσικές; Γιατί όχι χρώματα; Γιατί όχι μορφές; Γιατί όχι
λέξεις; Και γιατί τόση ώρα που προσπαθώ να σκεφτώ αυτά και να βγάλω μια ρημάδα
άκρη, σαν χαλί κάτω από τη σκέψη μου υπάρχει η υποβλητική μουσική του «Ιλισού»;
Γιατί νομίζω πως ήταν πάντα εκεί, ακόμη και πριν γραφτεί;;;
Το να γράψω για τους «Lost Bodies» και τον «Ιλισό» ήταν ένα μεγάλο στοίχημα
για μένα. Ριψοκίνδυνο. Δεν αρέσουν σε όλους. Και το άκουσμά τους δεν είναι πολύ
εύκολο στα ανεκπαίδευτα αυτιά. (Σίγουρα δε θα προσπαθούσα να μοιραστώ αυτή μου
την αγάπη με τη μητέρα μου, ας πούμε…) Δεν το σκέφτηκα πολύ περισσότερο.
Αποφάσισα να ακολουθήσω την αρχική μου παρόρμηση. Και σε τελική ανάλυση: γιατί
όχι; Κι ό,τι βγει…
Ο Ιλισός γράφτηκε πριν δυο χρόνια. Τον «ανέβασαν» στο internet πριν
κυκλοφορήσει ο τελευταίος τους δίσκος, στον οποίο περιλαμβάνεται. Η διάδοση στους
θαυμαστές της μπάντας έγινε σχεδόν αστραπιαία. Ο ένας το έστελνε σε δέκα και το
έμαθαν όλοι αμέσως: οι Lost Bodies έβγαλαν καινούργιο τραγούδι… Είχαν καιρό να μας
εκπλήξουν τόσο. Είναι
αλήθεια, έχουν ένα
πολύ ιδιαίτερο στυλ
γραφής. Αναγνωρίζεις
τα τραγούδια τους
εύκολα. Αν, ωστόσο,
ψάξεις ανάμεσα στα
τραγούδια, δε θα βρεις
δύο ίδια. Ίσως ούτε καν
δύο που να μοιάζουν.
Αυτό όμως διαφέρει
από όλα τα υπόλοιπα.
Είναι ξεχωριστό. Η μου-
σική είναι υποβλητική,
υπόγεια, σκοτεινή και
οι στίχοι πιο «σουρεάλ»
και πιο σοβαροί από
ποτέ.
Μία προσπάθεια απόδρασης οδηγεί σε μια κατάδυση στον υπόγειο κόσμο της
Αθήνας. Στα έγκατα της γης, κάτω από τον επίσημο χάρτη της πόλης, αντί για τρόμο και
αποπροσανατολισμό, ο αφηγητής συναντά έναν τόπο ονειρικό, έναν περίεργο
παράδεισο. Εκεί απουσιάζουν οι «εσωγήινοι», το βόλεμα και οι κούφιες ιδεολογίες, δεν
έχουν σημασία οι ηλικίες, τα φύλα και τα έθνη, δεν υπάρχει το χρήμα, δεν υπάρχει
πείνα, δεν υπάρχει φθόνος. Η αφήγηση δημιουργεί διαρκώς εικόνες, γεννά σκέψεις και
συνειρμούς. Όμως σε κρατά σε μια επιφυλακή: δεν ξέρεις τι θα σου ξημερώσει ο
επόμενος στίχος. Γνωρίζεις ότι κάπου θα προκύψει μια ανατροπή, αλλά συνήθως αυτή
έρχεται ακριβώς όταν δεν την περιμένεις: «και το τρίτο δεν υπήρχε, ήταν απλώς το
τρίτο…»
Αυτό που κάνει τον Ιλισό να ξεχωρίζει είναι ότι πάντα ακούγεται παράδοξος.
Κινείται στα όρια: Όρια ανάμεσα στο σοβαρό και το αστείο, το ερωτικό και το χυδαίο,
το κουλτουριάρικο και το «σκυλάδικο», το ποιητικό και το λαϊκό, το κωμικό και το
δραματικό, το κοινότοπο και το πρωτότυπο. Δεν είναι μόνο τα γλωσσικά παιχνίδια των
στίχων και οι απρόσμενες συνυπάρξεις λέξεων και φράσεων, που κάνουν τη διαφορά.
Σε αυτά μας έχουν συνηθίσει οι Lost Bodies. Είναι το περίβλημά τους με αυτή τη
μουσική, που κάνει όλο το τραγούδι τόσο παράξενο. Η σχεδόν μονότονη μουσική
υπόκρουση, με τους ήχους από τις καμπάνες, οι παύσεις και τα κρεσέντα σε
υποβάλλουν σε μια απροσδιόριστη αναταραχή. Και η αφήγηση είναι αχρωμάτιστη,
πεζή, αφήνοντας τον κάθε ακροατή να βάλει τα δικά του χρώματα, τις δικές του
εικόνες. Ουσιαστικά το κομμάτι κινείται σε τρεις διαστάσεις: την επίπεδη αφήγηση, την
εικονοπλαστική δύναμη της γραφής και τη μουσική επένδυση, που θαρρείς και
«σκάβει» το χώρο κάτω από τις λέξεις…
Είναι δύσκολο να πω γιατί, από όλα τα τραγούδια τους, είναι αυτό, που με
συγκινεί περισσότερο. Ίσως επειδή για κάποιο λόγο νομίζω πως περιλαμβάνει όλα τα
άλλα σε ένα. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, δεν είναι και τόσο δύσκολο να βρω το λόγο…
Τον ξέρω πολύ καλά: είναι τρία σημεία απ’ όλο το κομμάτι, που, μόλις τα ακούω,
αισθάνομαι τις τρίχες του αυχένα μου να σηκώνονται και τους μύες μου να συσπώνται.
Σαν να πατιέται ένα κουμπί και να ενεργοποιείται ένας μηχανισμός. Δεν ξέρω αν είναι
μηχανισμός άμυνας ή επίθεσης ή σήμα κινδύνου, αλλά αμέσως ο εαυτός μου τίθεται σε
κατάσταση εγρήγορσης. Δε μπορώ να το εξηγήσω, το πώς και το γιατί.
(Όχι, ο πρώτος στίχος του τραγουδιού δεν είναι το ένα από τα τρία σημεία που
με ξεσηκώνουν, παρόλο που κι αυτός με συγκινεί αφάνταστα. Δέκα χρόνια παρουσίας
στο Ε.Μ.Π. αρκούν για να αναφωνήσει κανείς: αρκετά με τα υπόγεια ποτάμια της
Αθήνας! Αλλά αυτή είναι μια ολόκληρη συζήτηση από μόνη της. Ας την αφήσουμε στην
άκρη για την ώρα…)
Για μένα οι Lost Bodies είναι μία όαση. Παίρνω κουράγιο γνωρίζοντας ότι
υπάρχουν κάπου εκεί έξω και συνεχίζουν να είναι δημιουργικοί, παραγωγικοί και
αιχμηροί. Νιώθω καλά όσο ξέρω πως έχουν τις πένες τους –ο ένας της κιθάρας κι ο
άλλος του μελανιού– ακονισμένες κι ετοιμοπόλεμες. Ανυπομονώ να βρεθώ στην
επόμενη συναυλία τους. Ανυπομονώ να ακούσω καινούργια δικά τους «πράγματα», σ’
αυτή την ιδιόρρυθμη γλώσσα που αμφιβάλλω ότι κι οι ίδιοι που την γράφουν, την
κατανοούν. Περιμένω σαν παιδάκι του δημοτικού την επόμενη φορά που θα με
ξαφνιάσουν, πάλι και πάλι και πάλι.
Μολονότι δεν είναι ένα κλασικό έργο τέχνης, με τη στενή έννοια του όρου, ο
Ιλισός των Lost Bodies αποτέλεσε μια ιδανική αφορμή να μιλήσω για ορισμένα
ζητήματα που με απασχολούν: τη σημερινή πραγματικότητα, τη σύγχρονη τέχνη, το
σημείο τομής τους και τη δική μου θέση ανάμεσα σε όλα αυτά. Ίσως το ύφος του
κειμένου να προέκυψε ελάχιστα ακαδημαϊκό, ολίγον επιθετικό (αν και σίγουρα δε θα
μπορούσα να γράψω για τη συγκεκριμένη μπάντα με πιο γλαφυρό τρόπο) και αρκετά
αυτό-ψυχαναλυτικό, αλλά θεωρώ πως δίνει ένα στίγμα της άποψής μου για τον κόσμο.
Μάλλον δεν έχω κάτι άλλο να προσθέσω. Οι Lost Bodies σίγουρα θα έβαζαν τα
γέλια αν διάβαζαν τι γράφω γι’ αυτούς. Αλλά, τουλάχιστον, μάλλον θα συμφωνούσαν με
τις απόψεις μου για τη μουσική. Και οι περισσότεροι θα διάλεγαν τον Ιλισό σαν το
αγαπημένο τους τραγούδι. Αν κατάφερα να σας γεννήσω την περιέργεια να ακούσετε
και μερικά ακόμη κομμάτια τους, εκτός από αυτό, τότε η εργασία μου δεν ήταν τελείως
άδικος κόπος. Καλή τύχη…