Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 5

Σύνοψη C-738/19 - 1

Υπόθεση C-738/19

Σύνοψη της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως κατά το άρθρο 98,


παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου

Ημερομηνία καταθέσεως:

7 Οκτωβρίου 2019

Αιτούν δικαστήριο:

Rechtbank Amsterdam (Κάτω Χώρες)

Ημερομηνία της αποφάσεως του αιτούντος δικαστηρίου:

19 Σεπτεμβρίου 2019

Ενάγον:

Εναγόμενες:

Αντικείμενο της κύριας δίκης

Η κύρια δίκη αφορά μια διαφορά μεταξύ του Α, ενός ιδρύματος που εκμισθώνει
κοινωνικές κατοικίες στο Άμστερνταμ, αφενός, και των B και C, αφετέρου. Το Α
προβάλλει ότι η Β παρέβη τη συναφθείσα με αυτή σύμβαση μισθώσεως, καθόσον
δεν χρησιμοποιεί η ίδια το μίσθιο ως κύρια κατοικία, αλλά το έχει υπεκμισθώσει
(αντί υψηλότερου μισθώματος) στην κόρη της C. Το A ζητεί ως εκ τούτου την
εκκένωση της κατοικίας από τις Β και C, την καταβολή των καθυστερούμενων
μισθωμάτων, την απόδοση του επιτευχθέντος με την υπεκμίσθωση οφέλους και
την κατάπτωση της ποινής λόγω παραβάσεως της συμβάσεως μισθώσεως από τη
Β.

Αντικείμενο και νομική βάση της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως

Η αίτηση αυτή κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ αφορά καταχρηστικές ρήτρες των
συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές. Ειδικότερα πρόκειται για το αν
κατά την εξέταση του ζητήματος αν η συνομολόγηση ποινικής ρήτρας είναι

EL
ΣΥΝΟΨΗ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ – ΥΠΟΘΕΣΗ C-738/19

καταχρηστική πρέπει να λαμβάνονται υπόψη (όλες) οι άλλες συνομολογηθείσες


ποινικές ρήτρες ανεξαρτήτως του αν αυτές έχουν πράγματι σημασία στη
συγκεκριμένη περίπτωση και/ή γίνεται επίκληση τους.

Προδικαστικό ερώτημα

Πώς πρέπει να ερμηνευθεί η οδηγία 93/13, ειδικότερα δε η περιεχόμενη σε αυτή


αρχή του σωρευτικού αποτελέσματος, κατά την εξέταση του ζητήματος αν η
αποζημίωση, την οποία πρέπει να παράσχει ο καταναλωτής που δεν εκτελεί τις
υποχρεώσεις του, είναι δυσανάλογα υψηλή, κατά την έννοια της περιπτώσεως 1,
στοιχείο ε΄, του παραρτήματος της οδηγίας αυτής, όταν πρόκειται για ποινικές
ρήτρες που συνδέονται με διαφορετικού είδους συμβατικές παραβάσεις οι οποίες
από τη φύση τους δεν διαπράττονται απαραιτήτως από κοινού και εν προκειμένω
όντως δεν διαπράχθηκαν από κοινού; Έχει εν προκειμένω σημασία το ότι σε
σχέση με τις συμβατικές παραβάσεις, λόγω των οποίων ζητείται η κατάπτωση της
ποινής, ζητείται επίσης αποζημίωση υπό τη μορφή αποδόσεως του παρανόμως
επιτευχθέντος οφέλους;

Παρατιθέμενες διατάξεις του ενωσιακού δικαίου

Άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της


5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που
συνάπτονται με καταναλωτές, και περίπτωση 1, στοιχείο ε΄, του παραρτήματος
της οδηγίας

Παρατιθέμενες διατάξεις του εθνικού δικαίου

Άρθρο 6:104 του Burgerlijk Wetboek (αστικού κώδικα, στο εξής BW)

Συνοπτική έκθεση των πραγματικών περιστατικών και της διαδικασίας

1 Στη δίκη της κύριας δίκης διαπιστώθηκε ότι από το Α εκμισθώθηκε μία από τις
πολύ λίγες κοινωνικές κατοικίες στο Άμστερνταμ στη Β, η οποία όμως –
διαφορετικά από ό,τι συμφωνήθηκε με τη σύμβαση μισθώσεως – δεν τη
χρησιμοποίησε ως κύρια κατοικία της, αλλά την υπεκμίσθωσε στην κόρη της C.
Ως εκ τούτου, το Α ζήτησε από τον Voorzieningenrechter van de Rechtbank
Amsterdam (δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων του πρωτοδικείου του
Άμστερνταμ) (στο εξής αιτούν δικαστήριο) να υποχρεώσει τις B και C να
παραδώσουν το διαμέρισμα και αν καταβάλουν τα καθυστερούμενα μισθώματα.
Το αιτούν δικαστήριο πιθανολογεί ότι τα αιτήματα αυτά θα γίνουν δεκτά στην
κύρια δίκη και ότι, ενόψει του ότι κοινωνικές κατοικίες σπανίζουν και ότι
υφίσταται δημόσιο συμφέρον, πρέπει να γίνει δεκτό ότι συντρέχει το στοιχείο του
κατεπείγοντος ως προς τα αιτήματα αυτά του Α. Επομένως έγιναν δεκτά τα
αιτήματα στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.

2
A

2 Εξάλλου, οι algemene voorwaarden sociale woonruimte [γενικοί όροι κοινωνικών


κατοικιών] (στο εξής AVSW) της 1ης Νοεμβρίου 2016, οι οποίοι έχουν εφαρμογή
στη μεταξύ Α και Β σύμβαση μισθώσεως, περιέχουν πολυάριθμες ποινικές ρήτρες
για πλείονες διαφορετικές συμπεριφορές. Το Α επικαλείται μία από αυτές της
ρήτρες και ζητεί να υποχρεωθεί η Β καταβάλει 5.000 ευρώ ως ποινική ρήτρα,
διότι κατά παράβαση της συμβάσεως υπεκμίσθωσε το διαμέρισμά της. Επιπλέον
το Α ζητεί επί τη βάσει του άρθρου 6:104 BW την απόδοση του επιτευχθέντος με
την υπομίσθωση οφέλους.

3 Το αιτούν δικαστήριο ερωτά πώς οφείλει να κρίνει το ζήτημα αν η ποινική ρήτρα


που επικαλείται το Α είναι καταχρηστική και αν πρέπει συναφώς να ληφθεί
υπόψη ότι η Α προβάλλει επίσης απαίτηση με βάση το άρθρο 6:104 BW και ότι οι
AVSW περιέχουν και άλλες –τις οποίες δεν επικαλέσθηκε όμως εν προκειμένω η
Α– ποινικές ρήτρες. Για τους λόγους αυτούς, ανέβαλε την απόφασή του επί της
αγωγής και υπέβαλε στο Δικαστήριο το ανωτέρω ερώτημα για την έκδοση
προδικαστικής αποφάσεως.

Συνοπτική έκθεση του σκεπτικού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως

4 Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, συμβατική ρήτρα που δεν
αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης θεωρείται καταχρηστική όταν,
παρά την απαίτηση καλής πίστεως, δημιουργεί εις βάρος του καταναλωτή
σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών,
τα απορρέοντα από τη σύμβαση. Η ποινική ρήτρα συγκαταλέγεται στις ρήτρες, οι
οποίες κατά το άρθρο 3 της οδηγίας αυτής περιλήφθηκαν στον χρησιμεύοντα ως
ένδειξη κατάλογο στο παράρτημα της οδηγίας. Μια περιληφθείσα σε αυτόν τον
κατάλογο ρήτρα δεν πρέπει αναγκαστικά να χαρακτηρίζεται ως καταχρηστική.

5 Το αιτούν δικαστήριο θεωρεί τη ρήτρα, ανεξαρτήτως του ύψους της ποινικής


ρήτρας λόγω του κοινωνικού συμφέροντος, που εξυπηρετεί η αποτρεπτική
λειτουργία της, καθεαυτή ως μη καταχρηστική.

6 Το Δικαστήριο πάντως έκρινε, με τη σκέψη 101 της αποφάσεώς του της


21ης Απριλίου 2016, Radlinger και Radlingerová, C-377/14, EU:C:2016:283 (στο
εξής απόφαση Radlinger), ότι «οι διατάξεις της οδηγίας 93/13 έχουν την έννοια
ότι, προκειμένου να εκτιμηθεί αν το ποσό της αποζημίωσης που επιβάλλεται στον
καταναλωτή ο οποίος δεν εκτελεί τις υποχρεώσεις του είναι δυσανάλογα υψηλό,
κατά την έννοια του σημείου 1, στοιχείο εʹ, του παραρτήματος της οδηγίας αυτής,
πρέπει να αξιολογηθεί το σωρευτικό αποτέλεσμα όλων των σχετικών ρητρών που
περιλαμβάνονται στην οικεία σύμβαση, ανεξαρτήτως του αν ο πιστωτής επιδιώκει
πράγματι την πλήρη εκτέλεση καθεμίας από αυτές».

7 Ανακύπτει το ερώτημα πως πρέπει να ερμηνευθεί αυτή η απόφαση σε σχέση με


τη φράση «όλων των σχετικών ρητρών». Διαφορετικά από ό, τι στην απόφαση
Radlinger, στην παρούσα υπόθεση δεν πρόκειται πράγματι για το ότι μια
συμβατική παράβαση συνδέεται με περισσότερες από μία κυρώσεις, αλλά για το
ότι οι ποινικές ρήτρες συνδέονται με μια ολόκληρη σειρά συμβατικών

3
ΣΥΝΟΨΗ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ – ΥΠΟΘΕΣΗ C-738/19

παραβάσεων διαφορετικής φύσεως, για παράδειγμα τη χρήση κοινόχρηστων


χώρων ή του κήπου ως χώρου αποθηκεύσεως, την εκμίσθωση της μισθωμένης
κατοικίας ως κατοικίας διακοπών, τη χρησιμοποίηση της κατοικίας για την
καλλιέργεια ναρκωτικών, τη μη χρήση της κατοικίας ως κύριας κατοικίας και την
υπεκμίσθωσή της. Στην προκειμένη περίπτωση σημειώθηκαν μόνον οι τελευταίες
δύο – στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους – συμβατικές παραβάσεις και το Α ζήτησε
την κατάπτωση ποινής μόνο σε σχέση με την υπεκμίσθωση (και ζήτησε επιπλέον
την προβλεπόμενη από τον νόμο απόδοση του οφέλους).

8 Επομένως ανακύπτει το ζήτημα αν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κυρώσεις για


άλλες, άσχετες μεταξύ τους λόγω της φύσεως ή του περιεχομένου τους, πράξεις ή
παραλείψεις κατά την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα μιας ποινικής
ρήτρας, η οποία συνδέεται με αντισυμβατική συμπεριφορά, η οποία πράγματι
συνέβη. Το πρακτικά σημαντικό αυτό ζήτημα δεν κρίθηκε με την απόφαση
Radlinger.

9 Υπέρ μιας καταφατικής απαντήσεως σε αυτό το ζήτημα μπορούν, κατά την


εκτίμηση του αιτούντος δικαστηρίου, να παρατεθούν τα ακόλουθα: Στην
απόφαση Radlinger εκτίθεται χωρίς καμία επιφύλαξη ότι πρέπει να αξιολογείται
το σωρευτικό αποτέλεσμα όλων των ρητρών της συμβάσεως, πρέπει δε να
λαμβάνονται υπόψη όλες οι σχετικές με τη σύναψη της συμβάσεως περιστάσεις,
καθώς και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες μιας συμβάσεως ή μιας συνδεόμενης με αυτήν
συμβάσεως. Επιπροσθέτως, εδώ πρόκειται για ένα σύστημα προστασίας υπέρ του
καταναλωτή, οπότε κατ’ αρχήν είναι εύλογη η ευρεία ερμηνεία αυτής της
ρυθμίσεως.

10 Υπέρ μιας αρνητικής απαντήσεως σε αυτό το ζήτημα μπορεί κατ’ αρχάς να λεχθεί
ότι η απόφαση Radlinger αφορούσε μια περίπτωση, στην οποία για μία και την
αυτή παράβαση προβλέπονταν από τη σύμβαση περισσότερες από μία κυρώσεις.
Ό, τι ισχύει σε μια τέτοια περίπτωση δεν ισχύει άνευ ετέρου και σε μια
περίπτωση, στην οποία πρόκειται για ποινικές ρήτρες, που συνδέονται με
συμβατικές παραβάσεις διαφορετικής φύσεως, οι οποίες από τη φύση τους δεν
διαπράττονται απαραίτητα από κοινού και στην προκειμένη περίπτωση πράγματι
δεν διαπράχθηκαν από κοινού.

11 Δεύτερον, η ratio του κανόνα που διατυπώνεται με την απόφαση Radlinger είναι
σαφώς ότι ο καταναλωτής μπορεί και πρέπει, όταν σταθμίζει αν θα τηρήσει μια
συμβατική απαγόρευση, να λαμβάνει υπόψη όλες τις περιστάσεις της
συγκεκριμένης περιπτώσεως, άρα και όλες τις κυρώσεις που προβλέπονται από τη
σύμβαση για τη σχετική πράξη ή παράλειψη. Υπ’ αυτό το πρίσμα δεν έχει κατ’
αρχήν σημασία αν πράγματι ο αντισυμβαλλόμενός του επικαλέσθηκε αργότερα
στο πλαίσιο διαδικασίας όλες αυτές τις κυρώσεις. Ο καταναλωτής όμως δεν θα
λάβει υπόψη κατά τη στάθμιση αυτή ότι προβλέπονται επίσης κυρώσεις για
τελείως άλλες πράξεις ή παραλείψεις που δεν περιλαμβάνει στις εκτιμήσεις του.
Έτσι, ένας μισθωτής, ο οποίος εξετάζει το ενδεχόμενο της υπεκμισθώσεως κατά
παράβαση της συμβάσεως, δεν έχει κανένα λόγο να λάβει υπόψη ότι – όπως εν
προκειμένω – προβλέπεται κύρωση για τη μη νομότυπη απόδοση του μισθωμένου

4
A

πράγματος και για σχετικές με ναρκωτικά δραστηριότητες. Επομένως, ούτε αυτές


οι άλλες ποινικές ρήτρες θα τον αποτρέψουν από μια υπεκμίσθωση. Ευλόγως,
επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο τιθέμενος με την απόφαση Radlinger
κανόνας, λαμβανομένης υπόψη της ratio του, δεν έχει καμία σχέση με
περιπτώσεις, όπως η προκειμένη.

12 Τρίτον, καταφατική απάντηση στο ερώτημα θα είχε ανεπιθύμητες νομικές


συνέπειες. Πράγματι, στην περίπτωση αυτή, από το γεγονός και μόνον ότι η εν
λόγω σύμβαση περιέχει μια καταχρηστική κύρωση σε σχέση με πράξη ή
παράλειψη, η οποία δεν συνέβη, δεν θα μπορούσε να ζητηθεί η τήρηση ρητρών,
οι οποίες καθ’ εαυτές δεν είναι καταχρηστικές. Στη συγκεκριμένη περίπτωση της
απαγορευμένης υπεκμισθώσεως θα θιγόταν όχι μόνον το έννομο συμφέρον του
εκμισθωτή να μη γίνεται αντικείμενο καταχρηστικών πράξεων το μισθωμένο
πράγμα του από τρίτους, αλλά και το γενικό συμφέρον να επιδεικνύουν επιμέλεια
οι μισθωτές. Πράγματι, η καταχρηστική χρήση μισθωμένου πράγματος από τρίτο
συνδέεται συχνά με ενόχληση περιοίκων.

13 Ένας τέταρτος λόγος για να δοθεί αρνητική απάντηση στο εν λόγω ερώτημα είναι
τέλος η θεμελιώδης αρχή της αναλογικότητας. Θα ήταν δυσανάλογο να ληφθούν
υπόψη ποινικές ρήτρες για συμπεριφορές που πράγματι δεν σημειώθηκαν.

14 Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω επιχειρήματα, το αιτούν δικαστήριο κλίνει στην


ακόλουθη ερμηνεία της οδηγίας 93/13 και της αποφάσεως Radlinger: κατά την
εκτίμηση του ζητήματος αν η αποζημίωση που πρέπει να παράσχει ο
καταναλωτής, ο οποίος δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του, είναι δυσανάλογα
υψηλή κατά την έννοια της περιπτώσεως 1, στοιχείο ε΄, του παραρτήματος της
οδηγίας 93/13, πρέπει να αξιολογηθεί το σωρευτικό αποτέλεσμα όλων των
ρητρών με χαρακτήρα ποινής, οι οποίες στη σύμβαση συνδέονται με την εν λόγω
παράβαση, ακόμη και αν οι ρήτρες αυτές δεν είναι καθ’ εαυτές καταχρηστικές.
Συναφώς, ρήτρες με χαρακτήρα ποινής, οι οποίες κατά τη σύμβαση συνδέονται με
παράβαση άλλου είδους, δεν έχουν καμία σημασία, εφόσον στη συγκεκριμένη
περίπτωση δεν έχει σημειωθεί η άλλη αυτή παράβαση.

15 Δεδομένου όμως ότι για την ερμηνεία αυτή μπορούν να υφίστανται εύλογες
αμφιβολίες και είναι σημαντικό να υπάρχει σαφήνεια ως προς το ζήτημα αυτό για
μεγάλο αριθμό εκκρεμουσών υποθέσεων, το αιτούν δικαστήριο υπέβαλε στο
Δικαστήριο το ανωτέρω αναφερόμενο προδικαστικό ερώτημα.

You might also like