Professional Documents
Culture Documents
ΑΡΧΗ ΝΕΟΛΙΘΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ
ΑΡΧΗ ΝΕΟΛΙΘΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ
ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ
Επιβλέπων
Καθηγητής:
Νίκος Ευστρατίου
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2011
Πίνακας Περιεχομένων
Ευχαριστίες………………………………………………………………………………………………………………………4
Πρόλογος………………………………………………………………………………………………………………………….5
Κεφάλαιο 1: Εισαγωγή……………………………………………………………………………………………………..6
1.1 Η περιγραφή του ζητήματος της μετάβασης από τη Μεσολιθική στη Νεολιθική
περίοδο και η ιστοριογραφική του
προσέγγιση…………………….…………………………………………………………….………………………….6
Κεφάλαιο 2: Η αρχή του παραγωγικού σταδίου στη Μέση Ανατολή και τις γειτονικές
περιοχές………………………………………………………………………………………………………………………….19
2.1 Η αρχή της γεωργίας στη Μέση Ανατολή. Τα χαρακτηριστικά και το περιεχόμενό
της………………………………………………………………………………………………………………………….19
2.2 Παλαιές και νεότερες προσεγγίσεις. Ο ρόλος του κλιματικού επεισοδίου της
‘Νεαρής Δρυάδος’ (Younger Dryas)………………………………………………………………………..29
2
3.2.3 Η Μεσολιθική περίοδος……………………………………………………………………62
4.5 Κεραμική………………………………………………………………………………………………………..106
Κεφάλαιο 6: Συμπεράσματα…………………………………………………………………………………………135
6.1 Ένα ανοιχτό ζήτημα και τα όρια της θεωρίας και των αρχαιολογικών
δεδομένων……………………………………………………………………………………………………………135
Βιβλιογραφία……………………………………………………………………………………………………………….143
Εικόνες………………………………………………..………………………………………………………………………..185
3
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ
Στους συμφοιτητές μου, Μελίνα, Δόμνα, Θανάση, Χαρά και Γεωργία, αφού όλο αυτό το
διάστημα μοιραστήκαμε την αγωνία, τη χαρά, τις ενδιαφέρουσες συζητήσεις γύρω από τα
θέματα των σεμιναρίων και των εργασιών μας.
Θερμές ευχαριστίες οφείλω στους γονείς μου, Θωμά Αρβανιτάκη και Ευτυχία Σπάθα και
στον αδελφό μου, Σωτήρη για την πολύτιμη ηθική και οικονομική στήριξη κατά τα χρόνια
των σπουδών μου, αλλά και στο Στέργιο για την υπομονή και την κατανόηση.
4
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Στόχος της παρούσας εργασίας είναι να συμβάλλει στη συζήτηση του ζητήματος της
μετάβασης από τη θηρευτική - τροφοσυλλεκτική στη γεωργική οικονομία, στη γεωγραφική
περιοχή του ελλαδικού χώρου, περίπου 7000 χρόνια πριν από σήμερα. Προκειμένου να
επιτευχθεί ο στόχος αυτός εξετάζονται τα αρχαιολογικά δεδομένα που επιτρέπουν τη
μελέτη των τεχνολογικών, οικιστικών, διατροφικών και οικονομικών πρακτικών των
τελευταίων θηρευτών-τροφοσυλλεκτών και των πρώτων γεωργών του ελλαδικού χώρου,
ώστε να διευκρινιστεί η μεταξύ τους σχέση.
Στο εισαγωγικό κεφάλαιο της εργασίας περιγράφεται το ζήτημα της εξάπλωσης του
νεολιθικού τρόπου ζωής, αναφέρονται σύντομα οι απόψεις των ερευνητών σε σχέση με την
εμφάνιση της γεωργικής οικονομίας στον ελλαδικό χώρο καθως και τα αρχαιολογικά
δεδομένα που ήταν διαθέσιμα έως το τέλος του 20ου αιώνα. Το δεύτερο κεφάλαιο
πραγματεύεται το ζήτημα της εμφάνισης της γεωργικής οικονομίας στην περιοχή της
Μέσης Ανατολής και της εξάπλωσής της στην περιοχή της Κύπρου. Στο τρίτο κεφάλαιο
περιγράφονται οι οικιστικές, τεχνολογικές, οικονομικές και διατροφικές πρακτικές των
ομάδων της Ανώτερης Παλαιολιθικής και της Μεσολιθικής περιόδου στον ελλαδικό χώρο,
ενώ στο τέταρτο αναφέρονται τα χαρακτηριστικά της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου
στην ίδια γεωγραφική περιοχή. Στο πέμπτο κεφάλαιο γίνεται μια πιο λεπτομερής αναφορά
των απόψεων που έχουν διατυπωθεί σε σχέση με τη μετάβαση στο παραγωγικό στάδιο
στην περιοχή του ελλαδικού χώρου, ενώ στη συνέχεια του κεφαλαίου αυτού αναφέρονται
και εξετάζονται τα δεδομένα που έχουν αποκαλυφθεί κατά τη διάρκεια πρόσφατων
ερευνών και μπορούν να εμπλουτίσουν τη συζήτηση. Στο έκτο και τελευταίο κεφάλαιο
εξετάζονται τα δεδομένα των σπηλαίων Φράγχθι και Θεόπετρας, δύο θέσεων με
στρωματογραφική ακολουθία από την Ανώτερη Παλαιολιθική έως τη Νεολιθική περίοδο.
Στη συνέχεια αναφέρονται τα χαρακτηριστικά της Μεσολιθικής και της Αρχαιότερης
Νεολιθικής περιόδου στον ελλαδικό χώρο στο πλαίσιο της απόπειρας να διευκρινιστεί η
μεταξύ τους σχέση και να συγκροτηθεί η ιστορία που μπορούν να «αφηγηθούν» τα
δεδομένα αυτά σε σχέση με την εμφάνιση της γεωργικής οικονομίας.
5
Κεφάλαιο 1: Εισαγωγή
1.1 Η περιγραφή του ζητήματος της μετάβασης από τη Μεσολιθική στη Νεολιθική
περίοδο και η ιστοριογραφική του προσέγγιση
Κατά το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, προκειμένου να ταξινομηθούν τα ευρήματα του
Εθνικού Μουσείου της Δανίας, ο C. J. Thomsen μελέτησε τις πρώτες ύλες που
χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή, αλλά και τα χαρακτηριστικά των αντικειμένων με
αποτέλεσμα να εισαχθεί στην αρχαιολογία το «Σύστημα των Τριών Εποχών» και να
επικρατήσουν οι όροι «Εποχή του Λίθου», «Εποχή του Χαλκού» και «Εποχή του Σιδήρου».
Το 1865 ο Sir John Lubbock, διαίρεσε την Εποχή του Λίθου σε δύο επιμέρους περιόδους, την
Παλαιολιθική και τη Νεολιθική, με βασικό κριτήριο την συχνή παρουσία λειασμένων
λίθινων αντικειμένων στις νεολιθικές θέσεις. Ως «Μεσολιθική» ορίστηκε αργότερα, η
περίοδος μεταξύ της Παλαιολιθικής και της Νεολιθικής, η οποία χαρακτηρίστηκε από τη
χρήση γεωμετρικών μικρόλιθων (Clark 1980).
Κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1920 ο V.G Childe (1928) επηρεασμένος από τη
μαρξιστική φιλοσοφία, θεώρησε πως η εμφάνιση του παραγωγικού σταδίου κατά τη
Νεολιθική περίοδο, η «Νεολιθική Επανάσταση», ήταν η μεγαλύτερη οικονομική
επανάσταση που γνώρισε η ανθρωπότητα μετά τον έλεγχο της φωτιάς (Verhoven 2004:
192). Κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, κάτω από την επίδραση των ιδεών του Childe σε
σχέση με τη Νεολιθική περίοδο, η έννοιά του όρου «Νεολιθική» επαναπροσδιορίστηκε, και
δεν χρησιμοποιούνταν πλέον για να περιγράψει αποκλειστικά θέσεις στις οποίες
εντοπίζονταν λειασμένα εργαλεία, αλλά θέσεις των οποίων οι κάτοικοι καλλιεργούσαν
δημητριακά και όσπρια και εξέτρεφαν ζώα, παρεμβαίνοντας στον κύκλο της αναπαραγωγής
τους. Θέσεις με τέτοια χαρακτηριστικά εμφανίστηκαν στη Μέση Ανατολή περίπου 10.000
χρόνια πριν από σήμερα. Συνεπώς, ο όρος «Νεολιθική περίοδος» απέκτησε έναν
συνδυασμό τεχνολογικών, οικονομικών αλλά και χρονολογικών προεκτάσεων για τους
αρχαιολόγους (Ammerman and Cavalli-Sforza 1984: 34). Στην παρούσα εργασία με τον όρο
«νεολιθικές» θα περιγραφούν οι κοινότητες εκείνες, οι οποίες στηρίζονται οικονομικά στην
καλλιέργεια εξημερωμένων δημητριακών και οσπρίων και την εκμετάλλευση
εξημερωμένων ζώων. Το πέρασμα από το θηρευτικό- τροφοσυλλεκτικό στο παραγωγικό
στάδιο στον ελλαδικό και τον ευρωπαϊκό χώρο θα οριστεί ως «νεολιθική μετάβαση», αφού
με βάση τα ερευνητικά δεδομένα, η εξάπλωση του νεολιθικού τρόπου ζωής δεν αποτέλεσε
ένα στιγμιαίο γεγονός, αλλά μια διαδικασία, η οποία χρειάστηκε περίπου δύο χιλιετίες
6
προκειμένου να εξαπλωθεί από τη Μέση Ανατολή στον ελλαδικό χώρο και περίπου άλλες
δύο χιλιετίες έως ότου να εξαπλωθεί από τον ελλαδικό στον υπόλοιπο ευρωπαϊκό χώρο
(Ammerman 2003: 3 ; Αmmerman and Cavalli-Sforza 1984: 3 ; Price 2000: 3).
Η πρώτη, είναι αυτή που θεωρεί πως η γεωργική πρακτική και τα εξημερωμένα
δημητριακά και όσπρια μεταφέρθηκαν στην Ευρώπη από την περιοχή της Μέσης Ανατολής.
Στη Μέση Ανατολή έχουν εντοπιστεί οι πρώτες, χρονολογικά, ενδείξεις για την καλλιέργεια
άγριων μορφολογικά δημητριακών αλλά και αργότερα εξημερωμένων σπόρων σιταριού και
κριθαριού (Moore et al. 2000; Μoore 2003: 59-73; Özdogan and Basgelen 1999). Υπάρχουν
δύο τρόποι εξάπλωσης της γεωργίας και των καλλιεργούμενων εξημερωμένων ειδών προς
την Ευρώπη. Ο πρώτος συμβαίνει μέσω της επικοινωνίας, της ανταλλαγής ιδεών και
πρακτικών ανάμεσα σε γειτονικές ομάδες θηρευτών-τροφοσυλλεκτών και γεωργών και δεν
περιλαμβάνει τη μετακίνηση πληθυσμιακών ομάδων γεωργών σε μια νέα γεωγραφική
περιοχή. Ο τρόπος αυτός είναι γνωστός στη βιβλιογραφία ως «πολιτισμική διάδοση» (
«cultural diffusion»). Ο δεύτερος τρόπος, που είναι γνωστός ως «δημογραφική διάδοση» (
(«demic diffusion»), περιλαμβάνει τη μετακίνηση γεωργικών ομάδων και τη
μετεγκατάστασή τους σε νέες γεωγραφικές περιοχές.
Παρά το γεγονός ότι και οι δύο τρόποι περιλαμβάνουν την έννοια της εξάπλωσης,
εμφανίζονται να είναι διαφορετικοί ως προς την διάκρισή τους στο επίπεδο της αντίληψης
7
και της προσέγγισής τους από τους ερευνητές. Συγκεκριμένα, κατά την περίπτωση της
επικοινωνίας και των επαφών η διαδικασία της εξάπλωσης στηριζόταν στη μεταβίβαση των
εξημερωμένων δημητριακών από γεωργούς προς τις ομάδες εκείνες, οι οποίες βασίζονταν
καθ’ ολοκληρίαν στο κυνήγι και την τροφοσυλλογή και δεν είχαν εξασκήσει προηγουμένως
την πρακτική της καλλιέργειας. Ο Zvelebil (1986: 5-15, 1996: 325-35 ), διατυπώνοντας το
«χρονικό» της διαδικασίας αυτής, δίνει έμφαση στο ζήτημα της συνέχειας μεταξύ της
Τελικής Μεσολιθικής και της Αρχαιότερης Νεολιθικής σε κάθε μια συγκεκριμένη
γεωγραφική περιοχή. Η έννοια της συνέχειας συνίσταται στην ομοιότητα των οικιστικών
πρακτικών και της πληθυσμιακής πυκνότητας κατά τη διάρκεια της μετάβασης από το
θηρευτικό-τροφοσυλλεκτικό, στο παραγωγικό στάδιο. Επίσης, στην περίπτωση αυτού του
τύπου της διάδοσης, η μεταβολή στον τομέα των διατροφικών πρακτικών περιλαμβάνει τη
σταδιακή αντικατάσταση των άγριων μορφολογικά ειδών από εξημερωμένα. Κατά την
δεύτερη περίπτωση, η γεωργία και τα εξημερωμένα είδη εξαπλώνονται μέσω της
μετακίνησης γεωργικών πληθυσμών και της εγκατάστασής τους σε νέες γεωγραφικές
περιοχές. Η διαδικασία αυτή περιλαμβάνει την απότομη εμφάνιση εξημερωμένων ειδών,
αλλά και την στήριξη της διατροφής στα εξημερωμένα είδη, άμα τη εμφανίσει των πρώτων
γεωργικών κοινοτήτων σε μια συγκεκριμένη περιοχή.
Η δεύτερη βασική ερμηνευτική προσέγγιση είναι αυτή που θεωρεί πως η μετάβαση
από το κυνήγι και την τροφοσυλλογή στην Ευρώπη αποτέλεσε μια εντελώς γηγενή
διαδικασία, χωρίς τη μεσολάβηση οποιασδήποτε μορφής επαφής, επικοινωνίας ή
μετακίνησης (Barker 1985: 71). Με άλλα λόγια, η εξημέρωση του σιταριού και του
κριθαριού θα μπορούσε να έχει συμβεί αυτόχθονα σε διαφορετικές περιοχές της Ευρώπης.
Σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή, οι θηρευτικές-τροφοσυλλεκτικές ομάδες θα μπορούσαν
να έχουν αποκτήσει μια στενή και συστηματική σχέση με τα άγρια μορφολογικά φυτικά και
ζωικά είδη, τα οποία συνέλλεγαν και κυνηγούσαν αντίστοιχα, ενώ ταυτόχρονα, είχαν τη
δυνατότητα να ανανεώσουν και να αναπροσαρμόσουν τον τρόπο με τον οποίο
εκμεταλλεύονταν τα προαναφερθέντα είδη. Πιο συγκεκριμένα, οι θηρευτικές-
τροφοσυλλεκτικές ομάδες της Μεσολιθικής περιόδου θα μπορούσαν μέσω της
συστηματικής συλλογής και φροντίδας των άγριων φυτικών συστάδων να συμβάλλουν στον
πολλαπλασιασμό τους ή να ακολουθούν συγκεκριμένο σχεδιασμό στο κυνήγι των
θηραμάτων εξουδετερώνοντας περισσότερα αρσενικά θηράματα και διατηρώντας τα
θηλυκά, προκειμένου να εξασφαλίσουν την αναπαραγωγή του πληθυσμού τους. Συνεπώς,
η αναζήτηση της αρχής της γεωργίας και της εξημέρωσης στο έδαφος του ευρωπαϊκού
χώρου αποτελεί και αυτή μια υπόθεση εργασίας. Η στροφή του ερευνητικού
8
ενδιαφέροντος προς τη μελέτη της Μεσολιθικής περιόδου, κατά τη διάρκεια των δεκαετιών
του 1960 και 1970, κατέστησε την προσέγγιση για μια γηγενή διαδικασία εξημέρωσης
ιδιαίτερα προσφιλή (Price 2000: 6). Ωστόσο, η ανάπτυξη της μεθόδου της
ραδιοχρονολόγησης με την εισαγωγή νέων τεχνικών μεθόδων (AMS) κατά τη διάρκεια της
δεκαετίας του 1980, η οποία έδινε τη δυνατότητα για την ανάλυση μικρών ποσοτήτων
δειγμάτων (McCarter 2007: 9) και προσέφερε έτσι τη δυνατότητα για τη χρονολόγηση
λόγου χάριν αρχαιοβοτανικών καταλοίπων, οδήγησε στην κριτική επανεκτίμηση της
δημοφιλούς άποψης περί τοπικών διαδικασιών εξημέρωσης (Ammerman 2003: 5).
9
Οι Colledge et al. (2004: 35-58), επανεξετάζουν συστηματικά τα αρχαιοβοτανικά
δεδομένα περίπου 40 πρώιμων νεολιθικών θέσεων της Νοτιοδυτικής Ασίας και της
Ευρώπης, καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως οι πρώτοι γεωργοί ξεκίνησαν από την
περιοχή του Levant για να καταλήξουν πρώτα στην Κύπρο και κατόπιν στην Κρήτη και τον
υπόλοιπο ελλαδικό χώρο. Σύμφωνα με τον Cauvin (2000) η πρώτη εξάπλωση των
γεωργικών κοινοτήτων προς τη Νοτιοανατολική Ανατολία και τη νότια περιοχή του Levant
συνέβη κατά την Πρώιμη Προκεραμική Νεολιθική Β περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Ύστερης
Προκεραμικής Νεολιθικής Β και της Πρώιμης Κεραμικής Νεολιθικής περιόδου, έλαβε χώρα
η «Μεγάλη Έξοδος» των γεωργών προς την Κύπρο και τις ξηρές περιοχές της Μέσης
Ανατολής (Cauvin 2000).
Διερευνώντας την αρχή της Νεολιθικής περιόδου στον ελλαδικό χώρο, οι ερευνητές
που υποστηρίζουν την ερμηνεία της εξάπλωσης της γεωργίας από τη Μέση Ανατολή,
στρέφουν την προσοχή τους σε τρία σημεία (Efstratiou 2005: 143-51; Perlès 2001: 38-51,
2003: 99-113 ; Runnels 2003: 121-30). Το πρώτο είναι η μελέτη του κοινωνικού,
πολιτισμικού, οικονομικού και τεχνολογικού υποβάθρου των πρώιμων γεωργικών
κοινοτήτων που βρίσκονται σε διαδικασία εξάπλωσης. Το δεύτερο είναι ο εντοπισμός των
προτιμήσεων (περιβαλλοντικών, γεωγραφικών και τεχνολογικών) των ντόπιων μεσολιθικών
ομάδων. Το τρίτο είναι η μελέτη των αλληλεπιδράσεων μεταξύ των γηγενών θηρευτών-
τροφοσυλλεκτών και των πρώτων γεωργών (Efstratiou 2007: 124-125). Η μελέτη των τριών
αυτών παραμέτρων έχουν οδηγήσει στη διαμόρφωση μιας «αφήγησης», σύμφωνα με την
οποία τα εξημερωμένα φυτικά και ζωικά είδη διαδόθηκαν προς τον ελλαδικό χώρο και τα
Βαλκάνια, είτε μέσω της επικοινωνίας και των επαφών των θηρευτών-τροφοσυλλεκτών με
τους γεωργούς είτε μέσω της μετακίνησης γεωργικού πληθυσμού. Η ερμηνεία αυτή
αναδεικνύει την ανάγκη για την αρχαιολογική διερεύνηση ζητημάτων, όπως είναι η
γενεσιουργός αιτία, η οποία οδήγησε στη μετακίνηση των γεωργικών ομάδων και στη
διάδοση των εξημερωμένων ειδών και της καλλιέργειας εκτός της Μέσης Ανατολής, καθώς
10
επίσης και η διερεύνηση και κατανόηση των περιβαλλοντικών, δημογραφικών και
τεχνολογικών δεδομένων που χαρακτηρίζουν τους πρώιμους νεολιθικούς οικισμούς.
Από την άλλη πλευρά, η βασική αντίληψη της ερμηνείας περί γηγενούς διαδικασίας
μετάβασης προς τη γεωργία σε σχέση με την εμφάνιση της Νεολιθικής περιόδου στην
Ευρώπη έχει διαφορετική αφετηρία, στον πυρήνα της οποίας βρίσκεται η άποψη που θέλει
τις γηγενείς ομάδες να έχουν αυτόνομη ζωή, εσωτερική δυναμική και συλλογική ταυτότητα
και να μην θεωρούνται παθητικοί δέκτες καινοτομιών, τεχνολογικών μηνυμάτων και
κοινωνικής οργάνωσης (Halstead 1989: 66-80, 1996: 296-309; Kotsakis 1992: 120-35, 2001:
63-78, 2005: 8-15, 2003: 217-21, 2008; Seferiadés 1993: 137-62). Η άποψη αυτή, φέρνει
αυτόματα στο προσκήνιο τρία βασικά σημεία: Το πρώτο είναι η κριτική αντιμετώπιση του
ζητήματος της πληθυσμιακής μετακίνησης ως φορέα πολιτισμικής μεταβολής. Το δεύτερο
είναι η υπό όρους αποδοχή της διαδικασίας των επαφών των θηρευτών-τροφοσυλλεκτών
με τους γεωργούς, ως παράγοντα που οδήγησε στην εμφάνιση της Νεολιθικής περιόδου
στην Ευρώπη. Το τρίτο είναι η εμμονή στην άποψη περί γηγενούς διαδικασίας, η οποία
οδήγησε στη γεωργία και στην εξημέρωση (Efstratiou 2007: 125). Σύμφωνα με την
προσέγγιση αυτή, τα αρχαιολογικά δεδομένα που συσχετίζονται με τη μελέτη του
ζητήματος της μετάβασης στο παραγωγικό στάδιο θα πρέπει να ερευνηθούν διεισδυτικά
και να απεγκλωβιστούν από τις προσεγγίσεις που προβάλλουν τις πληθυσμιακές
μετακινήσεις ως μηχανισμό αλλαγής και στροφής των ανθρώπινων ομάδων προς την
καλλιέργεια και την εξημέρωση (Κotsakis 2001: 63-78, 2003: 217-21).
Σε σχέση με το ζήτημα της αρχής της Νεολιθικής περιόδου στον ελλαδικό χώρο, έχουν
διατυπωθεί ερμηνείες, όπως αυτή της Perlès (2001: 35-51, 2003b: 99-113) και του Runnels
(2003: 120-33), που στηρίζονται στη διερεύνηση της σχέσης των γεγονότων της 7ης και της
6ης χιλιετίας μέσω της εξέτασης των αρχαιολογικών καταλοίπων που άφησαν πίσω τους οι
τελευταίοι θηρευτές-τροφοσυλλέκτες και οι πρώτοι γεωργοί επιδιώκοντας να
συγκροτήσουν μια αρχαιολογική αφήγηση στη βάση της έννοιας του συσχετισμού και της
χρονικής ακολουθίας. Από την άλλη πλευρά, η έμφαση και η στροφή του ερευνητικού
προσανατολισμού στις έννοιες της κοινωνικής πρακτικής, των ατομικών επιλογών και της
ιδεολογίας, έχει οδηγήσει σε ερμηνείες που στηρίζουν μια γηγενή πορεία μετάβασης στο
παραγωγικό στάδιο, όπως αυτή του Κωτσάκη (2001: 63-78, 2003: 217-21, 2005: 8-15).
11
Η διαφορετική ερμηνεία που αποδίδεται σε σχέση με το ζήτημα της αρχής της
Νεολιθικής περιόδου στον ελλαδικό χώρο πηγάζει από τις διαφορετικές προσεγγίσεις που
υιοθετεί ο κάθε ένας από τους ερευνητές στην απόπειρα της διερεύνησης του ερωτήματος
για την εμφάνιση της γεωργίας. Πιο αναλυτικά, οι ερευνητές εκείνοι που υιοθετούν την
ερμηνεία περί δημογραφικής διάδοσης σε σχέση με το ζήτημα της αρχής της Νεολιθικής
περιόδου, εξετάζουν τα δεδομένα των μεσολιθικών και των πρώιμων γεωργικών θέσεων
του ελλαδικού χώρου (Demoule and Perlès 1993: 355-86 ;Perlès 2001: 20-37, 63- 97, 2003b:
100-105; Runnels 2003: 123-27). Παράλληλα, για τους ερευνητές αυτούς η καλλιέργεια
εξημερωμένων μορφών δημητριακών και οσπρίων, όπως του σιταριού, του κριθαριού και
της φακής, η εκμετάλλευση εξημερωμένων μορφών προβάτου, κατσικιού, γουρουνιού και
αγελάδας και η ίδρυση μόνιμων οικισμών που αποτελούνται από τη συγκέντρωση
οικημάτων σε μια συγκεκριμένη περιοχή αποτελούν αναπόσπαστα στοιχεία της Νεολιθικής
περιόδου (Perlès 2003: 99; Runnels 2003: 124).
12
ομάδων, οδηγούν τους ερευνητές αυτούς να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι η εμφάνιση
της γεωργίας στον ελλαδικό χώρο είναι το αποτέλεσμα της μετακίνησης πληθυσμού
γεωργών από την Μέση Ανατολή ή την Ανατολία προς τον ελλαδικό χώρο (Perlès 2001: 45).
Το αποτέλεσμα της διαδικασίας αυτής, δηλαδή της μετακίνησης των γεωργών που
μεταφέρουν μαζί τους εξημερωμένες μορφές δημητριακών και ζώων από την περιοχή της
Μέσης Ανατολής προς τον ελλαδικό χώρο, συγκροτείται σε μια αφήγηση, η οποία ξεκινά με
την ίδρυση των πρώτων νεολιθικών οικισμών στη Μέση Ανατολή και ακολουθεί την πορεία
της εξάπλωσης των γεωργών και των εξημερωμένων ειδών προς τον ελλαδικό χώρο, τα
Βαλκάνια και την υπόλοιπη Ευρώπη (Efstratiou 2007: 125).
1
H αντίληψη αυτή, απηχεί τις απόψεις του Childe σε σχέση με το ρόλο του ελλαδικού χώρου και των
Βαλκανίων στη διαδικασία της εξάπλωσης της γεωργίας και των εξημερωμένων ειδών από τη Μέση
Ανατολή προς την Ευρώπη, ενώ ταυτόχρονα αναπαράγει την αντιμετώπιση του ελλαδικού χώρου ως
ουδέτερη ζώνη μεταξύ της Ευρώπης και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (Τringham 2000).
13
και των επιλογών τους στο πλαίσιο της μετάβασης από τη θηρευτική- τροφοσυλλεκτική
οικονομία στο παραγωγικό στάδιο (Kotsakis 2001: 68-70, 2003: 219 -220). Σύμφωνα με την
αντίληψη αυτή, η αφήγηση που προκύπτει από την ερμηνεία που καθιστά την εμφάνιση
της γεωργίας στον ελλαδικό χώρο ως το αποτέλεσμα της μετακίνησης πληθυσμού γεωργών
από τη Μέση Ανατολή , περιορίζει τη συζήτηση στη διερεύνηση των παραγόντων που
οδήγησαν τους γεωργούς να μετακινηθούν προς τον ελλαδικό χώρο, αφήνοντας τις
πράξεις, τις προθέσεις και τις επιλογές των ανθρώπων εκτός των ορίων της ερμηνείας και
θεωρώντας τους μεσολιθικούς θηρευτές-τροφοσυλλέκτες του ελλαδικού χώρου ως
παθητικούς δέκτες ενός νέου τόπου ζωής κι ενός «πακέτου» εξημερωμένων ειδών (Κοtsakis
2008: 52).
14
Μεταξύ των ετών 1907 έως 1910 οι Α. Wace και M. Thompson διεξήγαγαν έρευνες στην
κεντρική και τη νοτιοδυτική περιοχή της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας, καταλήγοντας στη
συγγραφή του έργου “Prehistoric Thessaly”, το οποίο εκδόθηκε το 1912 και τη συγκρότηση
του πρώτου καταλόγου των προϊστορικών οικισμών της Μακεδονίας, αντίστοιχα. Το 1928, ο
Γ. Μυλωνάς επιχείρησε να συγκεντρώσει τα έως τότε διαθέσιμα ερευνητικά δεδομένα στο
έργο του με τίτλο «Ο Νεολιθικός Πολιτισμός εν Ελλάδι» (Μυλωνάς 1928). Κατά την περίοδο
του Μεσοπολέμου, η D. Hansen δημοσίευσε το έργο “Early Civilization in Thessaly” (1933)
και ο K. Grundmann αποπειράθηκε να ταξινομήσει τις κατηγορίες της νεολιθικής κεραμικής
με μια σειρά άρθρων (Παπαθανασόπουλος 1996: 26).
Μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου, κατά τη δεκαετία του 1950, ο E. Higgs (Dakaris et
al. 1964: 199- 246; Higgs and Vita- Finzi 1966: 1- 29; Higgs et al. 1967: 1- 29) εντόπισε και
μελέτησε θέσεις της Παλαιολιθικής περιόδου στην Ήπειρο και οι έρευνες στην περιοχή της
Θεσσαλίας συνεχίστηκαν από τον Δ.Ρ. Θεοχάρη (1954: 114-22, 1957: 151- 9, 1958: 70- 186,
1959: 29-68, 1962: 63-83, 1963: 40-4, 1964: 27-35, 1967: 5-9, 1968: 24-30, 1969: 27-34,
1973: 15-9, 1974: 14-20, 1975: 22-5, 1977: 88-99, 1978: 88-93, 1979: 153-62) και τον V.
Miloijčić (1955: 182-31, 1956: 141-83, 1959a: 35-56, 1959b: 1-56, 1962: 1-24). Ο Milojčić
(1962: 1-24), ήταν ο πρώτος ερευνητής που υπέθεσε την παρουσία προκεραμικών
νεολιθικών στρωμάτων στον ευρωπαϊκό χώρο και η υπόθεσή του αυτή επιβεβαιώθηκε από
την παρουσία τέτοιων στρωμάτων στην Άργισσα (Perlès 2001: 64) αν και τελευταία έχουν
διατυπωθεί αμφιβολίες για την ύπαρξή τους (Βloedow 1991: 1-43, 1992: 49-57; Reingruber
2005: 155-71). Κατά τον Παπαθανασόπουλο (1996: 27), ο Θεοχάρης, ο οποίος είχε
ασχοληθεί προηγουμένως με έρευνες στην περιοχή της Αττικής και της Σκύρου, εντόπισε
εργαλεία τις Παλαιολιθικής περιόδου κατά μήκος του Πηνειού, ενώ ασχολήθηκε ιδιαίτερα
με το νεολιθικό οικισμό του Σέσκλου (Θεοχάρης 1957: 151-59, 1963: 40-4, 1964: 27-35,
1967a: 5-9, 1967b: 12-7, 1968a: 24-30, 1968b: 12-7, 1969: 27-34, 1973a: 15-9, 1973b: 7-12,
1974: 8-11, 1974: 14-20, 1975: 22-5, 1977: 88-99, 1978: 88-93, 1979: 153-62), όπου
εντόπισε προκεραμικά στρώματα και συνέβαλλε στη μελέτη της στρωματογραφικής
ακολουθίας με μια σειρά ανασκαφικών τομών, στην Πύρασο, τη Σουφλί Μαγούλα, το
Γεντίκι, το Αχίλλειο και τη νησίδα του Αγίου Πέτρου. Τα αποτελέσματα των πρώτων
ερευνών του Θεοχάρη, συμπεριλήφθηκαν στο πλαίσιο της διδακτορικής διατριβής του με
τίτλο «Η Αυγή της Θεσσαλικής Προϊστορίας» (Θεοχάρης 1967). Ο Θεοχάρης (1973: 34-5)
προβληματίστηκε έντονα σε σχέση με το ζήτημα της εμφάνισης του παραγωγικού σταδίου
στον ελλαδικό χώρο καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η μετάβαση αποτέλεσε γηγενή
διαδικασία.
15
Μόλις τρία χρόνια πριν την ερμηνεία του Θεοχάρη, ο Weinberg (1970: 570-1), ο οποίος
εισήγαγε τους όρους Αρχαιότερη, Μέση και Ύστερη Νεολιθική, είχε αναφέρει πως η αρχή
της Νεολιθικής περιόδου στον ελλαδικό χώρο, οφείλεται στη μετακίνηση πληθυσμού
γεωργών από την περιοχή της Μέσης Ανατολής. Από την άλλη πλευρά η «αδιατάρακτη»
στρωματογραφική ακολουθία του Φράγχθι, το οποίο ανασκάφθηκε από ομάδα του
Πανεπιστημίου της Indiana, υπό την επίβλεψη του T.W Jacobsen, που κάλυπτε από την
Παλαιολιθική έως τη Νεολιθική περίοδο λειτούργησε ενισχυτικά, όπως άλλωστε και η
παρουσία των προκεραμικών νεολιθικών στρωμάτων, σε σχέση με την ερμηνεία της
γηγενούς μετάβασης προς το παραγωγικό στάδιο στον ελλαδικό χώρο (Jacobsen 1969: 343-
81).
Η συζήτηση που αναπτύχθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1970 σε σχέση με το ζήτημα
της αρχής της γεωργίας στον ελλαδικό χώρο, είχε ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση ενός
θεωρητικού δίπολου που περιστρεφόταν γύρω από τις ερμηνείες περί γηγενούς ή
επείσακτης διαδικασίας εξημέρωσης και στηριζόταν στα λίγα αρχαιολογικά δεδομένα που
ήταν διαθέσιμα. Καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, η περιορισμένη ερευνητική
και ανασκαφική δραστηριότητα, τουλάχιστον όσον αφορά τις θέσεις της Νεολιθικής
περιόδου και η συνακόλουθη απουσία νέων δεδομένων που θα ήταν ικανά να
εμπλουτίσουν τη συζήτηση για την αρχή της Νεολιθικής περιόδου στον ελλαδικό χώρο,
είχαν ως αποτέλεσμα την αναπαραγωγή των ίδιων, παλιών επιχειρημάτων και την
περιστροφή των απόψεων γύρω από τις δύο ήδη προταθείσες ερμηνείες (Weinberg 1970;
Θεοχάρης 1973). Παρά το γεγονός ότι το ζήτημα της εμφάνισης της γεωργίας και της
εξημέρωσης στη Μέση Ανατολή και την Ευρώπη αποτελούσε προτεραιότητα των
ερευνητών που δραστηριοποιούνταν στις περιοχές αυτές, καθ’ όλη τη διάρκεια της
δεκαετίας του 1980 (Παπαθανασόπουλος 1996), η διερεύνηση των συνθηκών και των
παραγόντων που οδήγησαν στην εμφάνιση του παραγωγικού σταδίου στον ελλαδικό χώρο
έμοιαζε να μην προσελκύει το επιστημονικό ενδιαφέρον, κάτι το οποίο πήγαζε από τον
συνδυασμό μιας σειράς παραγόντων, όπως η απουσία της δημοσίευσης των
συμπερασμάτων της μελέτης των βιοαρχαιολογικών δεδομένων του Φράγχθι, ο
αδιευκρίνιστος χαρακτήρας των προκεραμικών στρωμάτων και κυρίως η έλλειψη
ερευνητικής δραστηριότητας στο αρχαιολογικό πεδίο (Efstratiou 2005: 144).
Κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1990 το σκηνικό της στασιμότητας άρχισε να
μεταβάλλεται. Η ανασκαφή του σπηλαίου της Θεόπετρας στη δυτική Θεσσαλία
(Κυπαρίσση-Αποστολίκα 2000: 17-36; Kyparissi-Apostolika 1999: 232-9, 2003: 189-58), η
16
αποκάλυψη του σπηλαίου των Γιούρων από τον Αδαμάντιο Σάμψων (Sampson 1998: 1-22,
2008, 2011), η ανασκαφική δραστηριότητα σε μια σειρά θέσεων της Ανώτερης
Παλαιολιθικής περιόδου στην Ήπειρο, όπως η Μποΐλα (Kοτζαμποπούλου, Παναγοπούλου
και Αδάμ 1996: 31-5; Kotjabopoulou et al. 1999: 197-211) όπως επίσης και το ενδιαφέρον
για την επανεξέταση του υλικού από τη θέση Σιδάρι της Βόρειας Κέρκυρας (Sordinas 1970,
2003: 89-99), είχε ως αποτέλεσμα την έναρξη ενός νέου κύκλου συζήτησης πάνω στο
ζήτημα της αρχής της γεωργίας στον ελλαδικό χώρο, ο οποίος λάμβανε υπόψιν του τα νέα
δεδομένα και εξέταζε το ρόλο των γεγονότων του Πρώιμου Ολόκαινου στην εμφάνιση της
γεωργίας κατά την 8η χιλιετία π. Χ .
Από την άλλη πλευρά, η έρευνα δεν εστιάζει την προσοχή της στη συστηματική
διερεύνηση των στρωμάτων της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου (Efstratiou 2005: 141,
151). Παρόλα αυτά, τα αρχαιολογικά στρώματα της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου
παρουσιάζουν σαφείς διαφορές ως προς τις οικιστικές, τεχνολογικές και οικονομικές
πρακτικές σε σχέση με τη Μεσολιθική περίοδο (Perlès 2001: 73; Runnels 2003: 124). Η
ίδρυση μόνιμων οικισμών, η οποία είναι δυνατό να συμπεριληφθεί σε μια συγκεκριμένη
χρονολογική ακολουθία που περιγράφει τη μετακίνηση των γεωργικών πληθυσμών από την
Μέση Ανατολή, σε συνδυασμό με την τεκμηριωμένη εξάπλωση των εξημερωμένων ειδών,
συνιστούν το «σκελετό» μιας αφήγησης που μπορεί να περιγράψει την αρχή της
Νεολιθικής περιόδου στον ελλαδικό χώρο Μέσα στο πλαίσιο της αφήγησης αυτής, οι
τυπικές περιπτώσεις που αναδεικνύουν την ίδρυση νεολιθικών οικισμών μέσω της
μετακίνησης γεωργών, όπως η Κνωσός και η Νέα Νικομήδεια, αλλά και μοναδικές
περιπτώσεις, όπως το Φράγχθι εκτιμώνται αναλόγως, έτσι ώστε να αναδεικνύεται η γενική
μορφή του φαινομένου και να περιγράφονται οι αποκλίσεις, οι οποίες, όμως δεν
αποτελούν τον κανόνα. Παράλληλα, η διαλεκτική σύνδεση των διάφορων επιπέδων της
17
ανάλυσης εκτιμά την ερμηνευτική αξία των αναλυτικών κατηγοριών, όπως αυτή της
κοινωνικής πρακτικής και των ατομικών επιλογών, αναζητώντας τις συλλογικές επιλογές της
κοινότητας και τα αποτελέσματά τους και επιδιώκει να τοποθετήσει τα συμπεράσματα στο
πλαίσιο της αφήγησης της εξάπλωσης του νεολιθικού τρόπου ζωής και να τη διευρύνει
(Efstratiou 2007: 131-132).
Για αρκετά χρόνια η συζήτηση για την αρχή της Νεολιθικής περιόδου στον ελλαδικό
και τον ευρωπαϊκό χώρο, περιστράφηκε γύρω από τις προσεγγίσεις που αναφέρθηκαν και
παραπάνω (Efstratiou 2005: 143-51, 2007: 123-38; Kotsakis 2001: 63-78, 2003: 217-21,
2005: 8-15). Τα τελευταία χρόνια, η εικόνα που προκύπτει μέσα από την μελέτη των νέων,
ερευνητικών και ανασκαφικών δεδομένων, μοιάζει πιο ξεκάθαρη και η αρχή της Νεολιθικής
περιόδου στις προαναφερθείσες γεωγραφικές περιοχές, αντιμετωπίζεται από την έρευνα
ως το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας εξάπλωσης, η οποία ξεκίνησε από την περιοχή της
Μέσης Ανατολής, περίπου το 8.000 π. Χ (Rowley-Conwy 2004: 83-113; Efstratiou 2007 :124),
αλλά και ως το αποτέλεσμα που πρόεκυψε από τη δυναμική των γηγενών ομάδων του
ελλαδικού χώρου (Halstead 1996: 296-309; Kotsakis 2001: 63-78, 2005: 8-15). Οι χωρικές
μετακινήσεις των μικρών γεωργικών ομάδων, οι οποίες θα μπορούσαν να έχουν τη μορφή
μικρών επεισοδίων μετεγκατάστασης, μετανάστευσης ή αποικισμού, οδήγησαν στην
εμφάνιση της γεωργίας, εκτός των ορίων της πυρηνικής περιοχής της Μέσης Ανατολής και
στη σταδιακή ίδρυση νεολιθικών οικισμών σε περιοχές όπως η Ανατολία, η Κύπρος και η
Ελλάδα και εν συνεχεία η υπόλοιπη ευρωπαϊκή ήπειρος.
18
Κεφάλαιο 2: Η αρχή του
παραγωγικού σταδίου στη Μέση
Ανατολή και τις γειτονικές περιοχές
2.1 Η αρχή της γεωργίας στη Μέση Ανατολή. Τα χαρακτηριστικά και το περιεχόμενό της
19
Παρόλα αυτά, φαίνεται πως υπήρχε ένα κοινό στοιχείο ανάμεσα στις ανθρώπινες
ομάδες τόσο της Πρώιμης όσο και της Μέσης φάσης της Επιπαλαιολιθικής περιόδου, που
είναι η χρήση των μικρολιθικών εργαλείων. Τα μικρολιθικά εργαλεία, κατασκευάζονται με
μεγαλύτερη συχνότητα, πιθανώς λόγω της ευκολίας που παρουσιάζουν κατά τη μεταφορά
τους από θέση σε θέση, αλλά και εξαιτίας του γεγονότος ότι μπορούν να χρησιμοποιηθούν
ως τμήματα σύνθετων εργαλείων (Gorring-Morris 1998: 144). Mε βάση τις εθνογραφικές
μελέτες σε σύγχρονες ομάδες θηρευτών-τροφοσυλλεκτών, οι ερευνητές υποθέτουν πως οι
φυτικές τροφές έπαιζαν αξιοσημείωτο ρόλο στη διατροφή των ανθρώπινων ομάδων της
Πρώιμης και της Μέσης Επιπαλαιολιθικής περιόδου, ενώ έχουν έρθει στο φως
αρχαιοβοτανικές συλλογές από θέσεις των προαναφερθέντων φάσεων, όπως το Ohalo II
(Kislev et al. 1992: 161- 6) και το Wadi Hammeh 27 (Colledge 2001). Τα ζωοαρχαιολογικά
κατάλοιπα αναδεικνύουν το ρόλο της θηρευτικής δραστηριότητας για την απόκτηση ζωικής
πρωτεΐνης (Gorring-Morris 1998: 144).
Η αρχή της Ύστερης Επιπαλαιολιθικής περιόδου συνέπεσε χρονικά με μια θερμή και
υγρή φάση που δεν διήρκησε για μεγάλο χρονικό διάστημα, αφού περίπου 12.800 χρόνια
πριν από σήμερα παρουσιάστηκε μια σύντομη επιδείνωση, η οποία ακολουθήθηκε από μια
εξίσου σύντομη χρονική περίοδο αύξησης των βροχοπτώσεων. Περίπου 11.500 χρόνια πριν
από σήμερα έλαβε χώρα το κλιματικό επεισόδιο της Νεαρής Δρυάδος, που είναι γνωστό
στη βιβλιογραφία ως Younger Dryas. Κατά τη διάρκεια του επεισοδίου αυτού οι τιμές της
θερμοκρασίας έπεσαν σε χαμηλά επίπεδα και το ποσοστό υγρασίας στην ατμόσφαιρα
μειώθηκε. Το συγκεκριμένο κλιματικό επεισόδιο έληξε περίπου 10.000 χρόνια πριν από
σήμερα και θεωρείται από πολλούς ερευνητές ως ένας από τους βασικούς παράγοντες που
20
οδήγησαν τις θηρευτικές-τροφοσυλλεκτικές ομάδες της Μέσης Ανατολής να μεταβούν στο
παραγωγικό στάδιο.
Οι ανασκαφές του Perrot στη θέση Ain Mallaha, έφεραν στο φως ημιυπόγειες,
κτιστές κατασκευές με λίθινα θεμέλια που αποτέλεσαν ένα ακόμη χαρακτηριστικό της
φάσης αυτής (Bar-Yosef and Meadow 1995: 55). Τα οικήματα της συγκεκριμένης περιόδου
βρίσκονταν σε κοντινή απόσταση το ένα με το άλλο, με αποτέλεσμα κατά τη συγκεκριμένη
χρονική φάση να εμφανίζονται τα πρώτα χωριά (Valla 1998: 172).Τα κτίσματα που
εμφανίζονται κατά τη Νατούφια περίοδο δεν αποτελούν καινοτομία, αφού κατασκευές
2
Η τεχνική αυτή απαντά κυρίως στην Πρώιμη Νατούφια φάση και συναντάται σπανιότερα κατά την
Ύστερη (Valla 1998).
21
είχαν παρουσιαστεί και κατά τη φάση του γεωμετρικού Kebaran (Gorring-Morris 1998:
158)3.
3
Τα πιο καλοδιατηρημένα παραδείγματα οικημάτων της Νατούφιας περιόδου, έχουν αποκαλυφθεί
στις θέσεις Ain Mallaha, Wadi Hammeh 27 και Hayonim. Τα δεδομένα προκύπτουν κυρίως από τις
θέσεις της Πρώιμης Νατούφιας περιόδου, αφού η γνώση όσον αφορά τις οικοδομικές πρακτικές των
δύο επόμενων φάσεων είναι ελλιπής (Bar-Yosef 1998: 163).
22
σκάψιμο ενός λάκκου και το ξαναγέμισμά του μετά την απόθεση του νεκρού4. Συνήθως, οι
τάφοι περιελάμβαναν περισσότερους από έναν νεκρούς, δεν λείπουν, όμως και τα
παραδείγματα ατομικών ταφών. Οι στάσεις των νεκρών ποίκιλαν και στους ίδιους τάφους
εντοπίστηκαν σκελετοί ενηλίκων και παιδιών και των δύο φύλων. Οι δευτερογενείς ταφές
αυξάνονται κατά την Ύστερη και Τελική Νατούφια φάση και ερμηνεύονται ως ένδειξη
αυξημένου βαθμού κινητικότητας της ομάδας (Bar-Yosef 1998: 164). Οι ταφές, σε σπάνιες
περιπτώσεις φέρουν κτερίσματα. Κατά την Ύστερη Νατούφια περίοδο εμφανίζεται το έθιμο
της απομάκρυνσης των κρανίων και της δευτερογενούς απόθεσής τους σε διαφορετικό
χώρο από τον υπόλοιπο σκελετό5 (Belfer-Cohen 1991: 171).
4
Δεν λείπουν και τάφοι με τοιχώματα που είχαν καλυφθεί από πέτρες ή είχαν δεχτεί επίχρισμα.
Ενίοτε, οι λάκκοι καλύπτονταν με σειρά επίπεδων λίθων και πάνω από τον τάφο τοποθετούταν μια
πέτρα ως σήμα, αλλά στην πλειονότητα των περιπτώσεων δεν υπήρχε κάτι που να υποδεικνύει την
παρουσία της ταφής (Valla 1998: 176).
5
Η διαδικασία αυτή, πιθανώς υποδηλώνει τη λατρεία των προγόνων και υποδεικνύει τους δεσμούς
της κοινότητας με την γεωγραφική τοποθεσία στην οποία κατοικεί (Belfer-Cohen 1991: 171).
6
Η πρακτική αυτή είχε ως αποτέλεσμα την κατανάλωση ελαφιών, άγριων μορφολογικά βοοειδών
και αγριόχοιρων στις θέσεις της παράκτιας ζώνης και την κατανάλωση των άγριων ίππων και
κατσικιών σε θέσεις που βρίσκονταν στη ζώνη με τα χαρακτηριστικά της βλάστησης στέπας (Bar-
Yosef 1998).
23
Το κλιματικό επεισόδιο του Younger Dryas (11.000 έως 10.300 χρόνια πριν από
σήμερα), επηρέασε τις ανθρώπινες ομάδες της Ύστερης και της Τελικής Νατούφιας
περιόδου, οι οποίες επεδίωξαν να προσαρμοστούν μεταχειριζόμενες διαφορετικούς
τρόπους σε κάθε περιοχή. Στις περιοχές του βόρειου Σινά και του Negev επέλεξαν να
διαφοροποιήσουν τις αιχμές που χρησιμοποιούσαν κατά τη θηρευτική δραστηριότητα. Τα
κατάλοιπα των ανθρώπινων εγκαταστάσεων στις περιοχές αυτές αναδεικνύουν την
κατανάλωση γαζέλας, άγριας κατσίκας και λαγών, ενώ τα αντικείμενα από λειασμένο λίθο
δίνουν έμμεσες πληροφορίες για την κατανάλωση άγριων μορφολογικά δημητριακών και
οσπρίων(Bar-Yosef 1998: 168). Σε άλλες περιοχές της Μέσης Ανατολής, οι ανθρώπινες
ομάδες αύξησαν το βαθμό της κινητικότητάς τους προκειμένου να προσαρμοστούν στις
νέες κλιματολογικές συνθήκες (Bar-Yosef 1998: 168; Verhoven 2004: 241). Ο Bar-Yosef
(1998: 168), θεωρεί πως κατά την περίοδο του κλιματικού επεισοδίου της «Νεαρής
Δρυάδος» έγιναν οι πρώτες απόπειρες συστηματικής καλλιέργειας των δημητριακών με τη
φύτευση σπόρων από ένα μέρος των ανθρώπινων ομάδων που δεν κατέφυγαν στη λύση
που προσέφερε η μετακίνηση από περιοχή σε περιοχή.
Ο όρος «Νεολιθική» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά σε σχέση με την περιοχή της
Μέσης Ανατολής κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα (Bar-Yosef 1998: 169). Η ανασκαφική
δραστηριότητα της Kathleen Kenyon στην Ιεριχώ (Kenyon 1957: 101-7), αποκάλυψε μια
ακολουθία αρχαιολογικών στρωμάτων με χαρακτηριστικά ευρήματα της Νεολιθικής
περιόδου, αλλά χωρίς την παρουσία καταλοίπων κεραμικής. Συνεπώς, κρίθηκε αναγκαίος ο
επαναπροσδιορισμός της ορολογίας προκειμένου να περιγραφεί η ακολουθία της
νεολιθικής Ιεριχούς. Ο επαναπροσδιορισμός της ορολογίας είχε ως αποτέλεσμα τoν όρο
«Προκεραμική Νεολιθική περίοδος» (Bar-Yosef 1998: 163). Η Προκεραμική Νεολιθική
περίοδος, διαιρέθηκε σε δύο επιμέρους φάσεις, την Προκεραμική Νεολιθική Α (10.200 έως
9.400 χρόνια πριν από σήμερα) και την Προκεραμική Νεολιθική Β (9.500 έως 8.000 χρόνια
πριν από σήμερα) (Harris 2002: 67; Verhoven 2004, table VII) .
24
χωριών της Προκεραμική Νεολιθικής Α περιόδου, όπως η Ιεριχώ (Kenyon and Holland
1981), το Gilgal (Noy 1989: 11-18), το Netiv Hagdud (Bar-Yosef and Gopher 1997; Tchernov
1994), το Dra (Kuijt 1995: 165-192), η Hatoula (Lechevalllier and Ronen 1994) και το Nahal
Oren (Stekelis and Yizraeli 1973: 1-12), είχε ως αποτέλεσμα την αναγνώριση της περιοχής
του Levant ως κέντρου της αρχής της γεωργίας.
25
λοιπόν με τα ανασκαφικά δεδομένα φαίνεται, πως τα πρώτα χρονολογικά νεολιθικά
«χωριά» αποτελούνταν από τη συγκέντρωση ημιυπόγειων, κυκλοτερών σπιτιών με λίθινα
θεμέλια και τοίχους από ωμά πλιθιά, με εστίες, δάπεδα και αποθηκευτικές εγκαταστάσεις
(Bar-Yosef 1998: 170). Επίσης, έχουν εντοπιστεί ανοιχτοί χώροι μεταξύ των οικημάτων,
στους οποίους πραγματοποιούνταν οικιακές δραστηριότητες (Bar-Yosef et al. 1991: 405-
424). Με βάση την εξέταση των οικιστικών, αρχαιοβοτανικών και ζωοαρχαιολογικών
καταλοίπων γίνεται εμφανές πως οι οικισμοί της Προκεραμικής Νεολιθικής Α περιόδου
κατοικούνταν καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους (Harris 2002: 68). Παρά το γεγονός πως δεν
μπορεί να εξεταστεί ενδελεχώς ο βαθμός του καταμερισμού και της οργάνωσης της
εργασίας κατά την Προκεραμική Νεολιθική Α περίοδο, ο οικισμός της Ιεριχούς επιτρέπει
μια περιορισμένη προσέγγιση στο ζήτημα αυτό , αφού τα τείχη και ο πύργος του οικισμού
αναδεικνύουν την προσπάθεια της συγκεκριμένης νεολιθικής κοινότητας να αντιμετωπίσει,
πιθανότατα τις πλημμύρες (Bar-Yosef 1986: 157-162). Τα λίθινα εργαλεία της Προκεραμικής
Νεολιθικής Α περιόδου (εικ.2), αναδεικνύουν την εντατική ενασχόληση των ανθρώπινων
ομάδων με τα φυτικά είδη, αφού έχουν εντοπιστεί αρκετές λεπίδες που χρησιμοποιούνταν
πιθανότατα στο θερισμό των δημητριακών και αρκετά εργαλεία που αναδεικνύουν την
επεξεργασία των φυτικών τροφών πριν την κατανάλωση (Wright 1993: 97-98).
26
αυτά, ο Verhoven (2004: 246) αναφέρει πως είναι πιθανό, τα ειδώλια αυτά να μην
αναπαριστούν αποκλειστικά γυναικείες μορφές, αλλά να αποτελούν μια αφαιρετική
απόδοση ενός φαλλού και μιας γυναίκας στο ίδιο αντικείμενο.
Η Προκεραμική Νεολιθική Β (εικ. 4) διαιρείται στις εξής φάσεις: την Πρώιμη (9.500-
9.200 χρόνια πριν από σήμερα), τη Μέση (9.200- 8.500 χρόνια πριν από σήμερα) και την
Ύστερη (8.500- 8.000 χρόνια πριν από σήμερα). Η Ύστερη Προκεραμική Νεολιθική Β
ακολουθείται από την Προκεραμική Νεολιθική Γ, η οποία αναφέρεται ενίοτε ως Τελική
Προκεραμική Β (8.000- 7.500 χρόνια πριν από σήμερα) (Harris 2002: 70). Κατά τη Μέση
Προκεραμική Β, τα αρχαιοβοτανικά δεδομένα από 17 θέσεις στην περιοχή του Levant, του
νοτιοδυτικού Ιράν και της νότιας- κεντρικής Ανατολίας (Garrad 1999: 67-69), αναδεικνύουν
την καλλιέργεια εξημερωμένων μορφών σιταριού και κριθαριού, οδηγώντας στο
συμπέρασμα ότι τα εξημερωμένα δημητριακά καλλιεργούνταν εντατικά κοντά στους
οικισμούς (Harris 2002: 70). Επιπλέον, κατά την ίδια χρονική περίοδο, τα ζωοαρχαιολογικά
δεδομένα από τις περιοχές του νότιου Ζάγρου, της νοτιοανατολικής Ανατολίας και του
Levant (Hole 1996: 263-81; Legge 1996: 23-35), μαρτυρούν την ύπαρξη εξημερωμένων
μορφών κατσικιών και προβάτων, ενώ σε θέσεις της Ύστερης και της Τελικής Προκεραμικής
Νεολιθικής Β περιόδου έχουν αποκαλυφθεί κατάλοιπα εξημερωμένων μορφών γουρουνιού
και αγελάδας (Bar-Yosef and Meadow 1995: 88-90). Ωστόσο, βάσει των δεδομένων,
διακρίνεται πως η συλλογή και το κυνήγι έπαιζαν ακόμη ρόλο στις θέσεις των περιοχών που
χαρακτηρίζονταν από συνθήκες ξηρασίας (Garrad et al. 1996: 204-66).
27
θερμικές κατασκευές, εστίες και αποθηκευτικές εγκαταστάσεις (Harris 2002: 71). Οι
μεταβολές αυτές, αναδεικνύουν σύμφωνα με τους ερευνητές διαφοροποιήσεις στην
κοινωνική οργάνωση και τα πληθυσμιακά μεγέθη, εν συγκρίσει με την Προκεραμική
Νεολιθική Α. Κατά την Ύστερη Προκεραμική Νεολιθική Β η οικιστική οργάνωση
διαφοροποιείται, αφού σχεδόν όλοι οι μεγάλοι οικισμοί της μεσογειακής ζώνης
εγκαταλείφθηκαν, ενώ ιδρύθηκαν νέοι οικισμοί στην ανατολική περιοχή της κοιλάδας της
Ιορδανίας. Τα λίθινα κατάλοιπα αναδεικνύουν τη χρήση λεπίδων, αιχμών, δρεπανιών και
οπέων από τους κατοίκους των οικισμών της Προκεραμικής Νεολιθικής Β. Κατά την περίοδο
αυτή, εμφανίζονται αγγεία κατασκευασμένα από στάχτη και κονίαμα (White Ware) (Bar-
Yosef and Meadow 1995: 79).
28
τη διάρκεια της φάσης αυτής, εμφανίστηκαν τα πρώτα αγγεία από πηλό που πιθανότατα
εξυπηρετούσαν αποθηκευτικούς σκοπούς. Η χρήση της κεραμικής τεχνολογίας δεν είναι
γενικευμένη, αφού υπάρχουν θέσεις, στις οποίες η απουσία οστράκων και αγγείων
αντικατοπτρίζει το γεγονός της μη χρήσης και κατασκευής των συγκεκριμένων αγγείων.
2.2 Παλαιές και νεότερες προσεγγίσεις. Ο ρόλος του κλιματικού επεισοδίου της ‘Νεαρής
Δρυάδος’ (Younger Dryas)
2.2.1. Παλαιές και νεότερες προσεγγίσεις σε σχέση με την αρχή της γεωργίας
29
συνθήκες ξηρασίας, οι οποίες οδήγησαν τους ανθρώπους και τα ζώα να καταφύγουν σε
περιορισμένες γεωγραφικά περιοχές κοντά σε πηγές νερού, όπως οι οάσεις του Νείλου, του
Τίγρη, του Ευφράτη και του Ινδού (Childe 1928). Ο Childe θεωρεί πως οι αλλουβιακές
προσχώσεις που υπήρχαν στα εδάφη αυτών των περιοχών λειτουργούσαν ευνοϊκά για την
ύπαρξη και τη διαθεσιμότητα φυτικών ειδών, ωστόσο οι ανθρώπινες ομάδες επιδίωξαν την
αύξηση της ποσότητας των φυτών μέσω της άρδευσης και της σποράς (Childe 1928: 42).
Σύμφωνα με τον Childe, δεν απαιτούταν ο παράγοντας της μόνιμης κατοίκησης στο χώρο
της σποράς, αφού οι ανθρώπινες ομάδες θα μπορούσαν να επιστρέφουν για να θερίσουν
τους εξημερωμένους πια καρπούς των συστάδων. Επιπλέον, η διαδικασία αυτή οδήγησε
στην εξημέρωση των ζώων, αφού βάσει των λεγομένων του Childe, τα καλάμια των
θερισμένων χωραφιών προσέλκυαν τα ζώα με αποτέλεσμα οι ανθρώπινες ομάδες να
αποκτήσουν συστηματική σχέση με αυτά και να τα εξημερώσουν. Σήμερα, είναι γνωστό ότι
το τέλος της Παγετώδους περιόδου σημαδεύτηκε από την άνοδο των τιμών της
θερμοκρασίας και του ποσοστού υγρασίας (Baruch 1994: 103- 20; Moore and Hillman 1992:
482- 94). Παρόλα αυτά, η άποψη του Childe συνέβαλε στην έναρξη της συζήτησης σε σχέση
με το ζήτημα της εμφάνισης της γεωργίας στη Μέση Ανατολή, θέτοντας παράλληλα το
ζήτημα των περιβαλλοντικών και κλιματολογικών συνθηκών.
Κατά τη δεκαετία του 1960 εκφράστηκαν νέες απόψεις από τους ερευνητές με
αφετηρία τα νέα δεδομένα που είχαν αποκαλυφθεί στην περιοχή της Μέσης Ανατολής κατά
τις δύο προηγούμενες δεκαετίες. Ο Braidwood, σε αντίθεση με τον Childe θεώρησε πως το
«λίκνο» της γεωργίας θα έπρεπε να τοποθετηθεί στους λόφους και τις κοιλάδες που
διαμορφώνονταν στην περιοχή μεταξύ των βουνών του Ταύρου και του Ζάγρου (Braidwood
1960: 130- 141). Με βάση τα ευρήματα που προέκυψαν κατά τη δεκαετία του 1940 την
ερευνητική του δραστηριότητα στην περιοχή του Ιράκ, ο Braidwood θεώρησε πως η
γεωργία πιθανώς είχε εξελιχθεί κατά τα τέλη της Ύστερης Παγετώδους περιόδου σε
περιοχές που υπήρχαν οι άγριοι μορφολογικά πρόγονοι των φυτών και των ζώων που
εξημερώθηκαν αργότερα και επεδίωξε να τοποθετήσει στο επίκεντρο της συζήτησης
κοινωνικούς και πολιτισμικούς παράγοντες που σύμφωνα με την άποψή του έπαιξαν
πρωτεύοντα ρόλο στην εμφάνιση της γεωργίας. Σύμφωνα με τον Braidwood, οι ανθρώπινες
ομάδες που δραστηριοποιήθηκαν κατά την Επιπαλαιολιθική περίοδο, είχαν ανεπτυγμένη
τεχνολογία και γνώριζαν καλά το χώρο που τις περιέβαλλε, με αποτέλεσμα να περνούν
αρκετό χρόνο σε προνομιακές, ως προς την εκμετάλλευση φυτικών και ζωικών πηγών,
περιοχές. Η διαδικασία αυτή οδήγησε στην ανάπτυξη συστηματικής σχέσης μεταξύ των
ανθρώπων και των άγριων μορφολογικά φυτών και ζώων και δεν θεωρείται απίθανη η
30
περίπτωση της καλλιέργειας άγριων φυτικών συστάδων και του πειραματισμού με τα άγρια
ζώα. Η παραπάνω φάση ορίστηκε από τον Braidwood ως στάδιο της «αρχικής
εξημέρωσης», η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις οδήγησε στην υιοθέτηση της γεωργίας.
Παρά το γεγονός ότι η συγκεκριμένη ερμηνεία λαμβάνει υπ’ όψιν της το ζήτημα της
παρουσίας των άγριων μορφολογικά προγόνων των φυτών και των ζώων στην περιοχή που
εμφανίστηκε για πρώτη φορά η γεωργία, δεν διευκρινίζει το γιατί οι κοινωνικοί και
πολιτισμικοί παράγοντες είχαν ωριμάσει λίγο μετά τα τέλη της Ύστερης Παγετώδους.
31
του. Σύμφωνα με τον Cohen, η αύξηση του πληθυσμού και η εξάπλωσή του κατά τα τέλη
της περιόδου του Πλειστόκαινου, οδήγησε σε ασφυκτική κατάσταση κατά τις αρχές του
Ολόκαινου, στο πλαίσιο της οποίας ήταν αδύνατη η μετακίνηση των ανθρώπινων ομάδων
προς νέες περιοχές (Cohen 1977). Η ανυπαρξία της δυνατότητας για μετακίνηση προς νέες
περιοχές, σε συνδυασμό με την ανικανότητα των περιοχών να καλύψουν τις ανθρώπινες
ανάγκες, οδήγησε τους θηρευτές-τροφοσυλλέκτες να στραφούν προς την εκμετάλλευση
μιας μεγάλης ποικιλίας φυτικών ειδών, η οποία οδήγησε από κοινού με την κυνηγετική
δραστηριότητα στην εξημέρωση των ζώων και των φυτών (Cohen 1977).
Η Bender (1978: 204-22) επιλέγει να στρέψει την προσοχή της στην έννοια της
εντατικοποίησης, η οποία ορίζεται ως η αυξανόμενη παραγωγικότητα σε μια συγκεκριμένη
γεωγραφική περιοχή και τις σχέσεις παραγωγής των θηρευτών-τροφοσυλλεκτών,
επιδιώκοντας να αναδείξει πως οι αναπτυσσόμενες κοινωνικές σχέσεις θα μπορούσαν να
έχουν συμβάλλει στην εμφάνιση της γεωργίας. Η Bender αντιμετωπίζει τους ανθρώπους
της Νατούφιας περιόδου, ως ομάδες με φυλετική οργάνωση, οι οποίες πιθανώς
συμμετείχαν σε δίκτυα ανταλλαγών και τελετουργικούς θεσμούς. Οι αρχηγοί των φυλών
αυτών εντατικοποιούσαν τους ρυθμούς συλλογής και κυνηγιού, ούτως ώστε να μπορούν να
συμμετέχουν στα δίκτυα ανταλλαγών και τις εορταστικές τελετές. Οι φυλές που ήταν
εγκατεστημένες σε περιθωριακές περιοχές, οι οποίες δεν χαρακτηρίζονταν από αφθονία
πηγών στράφηκαν προς την καλλιέργεια, ούτως ώστε να έχουν τη δυνατότητα να
συμμετέχουν στα κοινωνικά δίκτυα, τα οποία απατούσαν την ύπαρξη πλεονάσματος
(Bender 1978: 204-202). Παρόλα αυτά, συγκεκριμένο ερμηνευτικό μοντέλο, όπως και αυτό
του Hayden (1990: 31-69, 1992: 11-20, 1995: 273-33) που θα αναφερθεί παρακάτω δεν
στηρίζεται από τα αρχαιολογικά δεδομένα της Νατούφιας περιόδου, αφού αυτά δεν
περιλαμβάνουν ενδείξεις αποθηκευτικών εγκαταστάσεων για τη συγκέντρωση του
υποτιθέμενου πλεονάσματος και για την ύπαρξη κάποιας μορφής ιεραρχίας ή κοινωνικής
διαφοροποίησης.
Στα μέσα της επόμενης δεκαετίας, ο Rindos (1984: 152-166), αναφέρεται στις
σχέσεις που είχαν αναπτυχθεί μεταξύ των ανθρώπων, των φυτών και των ζώων και στο
ρόλο που έπαιξε η ανάπτυξη αυτή στη διαδικασία της εξημέρωσης των δύο τελευταίων.
Σύμφωνα με τον Rindos, είναι δυνατό να διακριθούν τρεις φάσεις στην πορεία προς την
εξημέρωση και την αρχή της καλλιέργειας (Rindos 1984: 152-166) Ως αρχική φάση
αναγνωρίζει αυτήν της μη συνειδητής εξημέρωσης , η οποία περιλαμβάνει την εξάπλωση
και τη φροντίδα των άγριων μορφολογικά φυτών από τους ανθρώπους που οδήγησε στην
32
εμφάνιση μεταβολών σε μερικά είδη φυτών. Κατά την δεύτερη φάση, αυτήν της
«εξειδικευμένης εξημέρωσης», προκύπτει η εκούσια και εντατική σχέση μεταξύ των
ανθρώπων και των φυτών σε τεχνητό περιβάλλον, ενώ ως τελευταία φάση («γεωργική
εξημέρωση») ορίζεται το αποτέλεσμα της μακρόχρονης σχέσης των ανθρώπων και των
φυτών που οδήγησε στην πλήρη εξημέρωση των δεύτερων (Rindos 1984: 152-166). Η
εμφάνιση και η παρουσία των εξημερωμένων φυτών σε μια περιοχή συνέβαλλε αφενός
στην βελτίωση της ικανότητας της να προσφέρει τροφή και αφετέρου στην αύξηση του
πληθυσμού και την εξάπλωση της γεωργικής οικονομίας.
33
ομάδες ήταν σε θέση να εκμεταλλευτούν με εντατικό και αποτελεσματικό τρόπο τις
συγκεκριμένες άγριες μορφολογικά πηγές, εξαιτίας της ανάπτυξης της τεχνολογίας (Ηayden
1995: 278). Κάπως έτσι, τα πιο φιλόδοξα μέλη της ομάδας είχαν την ευκαιρία να
συσσωρεύσουν πλεόνασμα και να διοργανώσουν εορταστικές τελετές, προκειμένου να
ελέγξουν τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας και να συγκεντρώσουν δύναμη και κοινωνικό
κύρος. Τα πρώτα εξημερωμένα είδη θα μπορούσαν να είναι εκείνα, τα οποία απαιτούσαν
μεγάλη επένδυση χρόνου και εργασίας για να εξημερωθούν. Με λίγα λόγια η εξημέρωση
προέκυψε μέσα στο πλαίσιο του κοινωνικού ανταγωνισμού ανάμεσα στα μέλη των
θηρευτικών-τροφοσυλλεκτικών ομάδων που δραστηριοποιήθηκαν σε γεωγραφικές
περιοχές με πλούτο φυτικών και ζωικών πηγών.
34
πληθυσμού των ζώων που κυνηγούσαν. Με βάση τα λεγόμενα του Tudge, η άνοδος της
θαλάσσιας στάθμης κατά τα τέλη της Ύστερης Παγετώδους περιόδου έπαιξε καταλυτικό
ρόλο στην εξημέρωση των φυτών. Η απώλεια των εδαφών που καλύφθηκαν από τη
θάλασσα, οδήγησε τις ανθρώπινες ομάδες να συνωστιστούν σε μικρότερες γεωγραφικές
εκτάσεις, να εντατικοποιήσουν την ενασχόληση τους με τις άγριες μορφολογικά φυτικές και
ζωικές πηγές και εν τέλει να τις εξημερώσουν.
Η Benz (2000; 2004: 27-28) παρουσίασε ένα νέο θεωρητικό μοντέλο για την αρχή
της γεωργίας στη Μέση Ανατολή, βασιζόμενη στις μελέτες του Rindos (1984) και των Mc
Corriston και Hole (1991: 46-69), αλλά και στην έρευνα 43 θηρευτικών τροφοσυλλεκτικών
ομάδων της σύγχρονης εποχής. Σύμφωνα με την Benz, οι θηρευτικές-τροφοσυλλεκτικές
ομάδες απέκτησαν αρχικά σχέση εξάρτησης με συγκεκριμένες πηγές μιας περιοχής, είτε
λόγω της παρουσίας πλούσιων και γεωγραφικά περιορισμένων στην περιοχή πηγών είτε
λόγω της μείωσης άλλων πηγών που αποτελούσαν αντικείμενο εκμετάλλευσης. Κατά την
πρώτη περίπτωση, οι θηρευτικές-τροφοσυλλεκτικές ομάδες αποφάσιζαν να περιορίσουν το
βαθμό κινητικότητας τους, γεγονός που θα μπορούσε να πυροδοτήσει κοινωνικές
διαμάχες. Κατά τη δεύτερη περίπτωση, οι ομάδες εμφάνιζαν ανταγωνιστική συμπεριφορά
σε σχέση με τα δικαιώματα επί της εκμετάλλευσης των πηγών. Οι κοινωνικές διαμάχες και
η ανταγωνιστική συμπεριφορά θα μπορούσαν να οδηγήσουν στον περιορισμό της
κατανομής των διατροφικών ειδών στα μέλη της ομάδας. Συνεπώς, θα έπρεπε να
αναπτυχθούν νέοι τρόποι για να αντιμετωπιστεί η έλλειψη τροφής , όπως η αποθήκευση
ειδών και οι ανταλλαγές. Οι δύο παραπάνω τρόποι αντιμετώπισης της διατροφικής κρίσης
σε συνδυασμό με τη διεκδίκηση δικαιωμάτων στην εκμετάλλευση των πηγών μιας
περιοχής, θα μπορούσαν να οδηγήσουν τα μέλη της ομάδας στην απόφαση να κατοικήσουν
μόνιμα στο χώρο. Παρόλα αυτά, η αποθήκευση, οι ανταλλαγές και η μονιμότητα δεν
αποτελούσαν πανάκεια των διατροφικών κρίσεων. Η έλλειψη, οδήγησε στην εμφάνιση και
εφαρμογή της γεωργίας, ως πρακτικής, η οποία θα απέτρεπε τέτοια φαινόμενα στο μέλλον.
35
Cauvin ο πολιτισμός των ομάδων της Νατούφιας περιόδου, ήταν τέτοιος που επέτρεπε τη
μετάβαση προς τη γεωργία. Κάτι τέτοιο, όμως δεν έγινε γιατί οι ίδιοι οι φορείς του
συγκεκριμένου πολιτισμού δεν το θέλησαν. Η αρχή της συνειδησιακής μεταβολής είναι
δυνατό να εντοπιστεί κατά την πρώιμη φάση της Προκεραμικής Νεολιθικής Α περιόδου,
κατά τη διάρκεια της οποίας αναδιοργανώνεται το συμβολικό ρεπερτόριο (Cauvin 1978:
134, 2000: 23) . Η συγκεκριμένη διανοητική μεταβολή ορίστηκε ως Επανάσταση των
Συμβόλων και προηγήθηκε χρονικά της αλλαγής στην οικονομία. Η «μεταμόρφωση του
νου» ή με άλλα λόγια η διανοητική επανάσταση αναφέρεται στην αναπαράσταση των
γυναικείων μορφών και των ταύρων, στην οποία ο Cauvin αναγνωρίζει τη θρησκεία μιας
γυναικείας θεότητας σε συνδυασμό με ένα αρσενικό συμπλήρωμα στη μορφή του ταύρου.
Η γυναικεία μορφή πέρα από την προφανή της λειτουργία ως συμβολική απεικόνιση της
γονιμότητας, αποτελούσε μια «μυθική προσωπικότητα» και μια «παγκόσμια μητέρα», ενώ
ο Ταύρος ήταν υποτελής σε αυτήν, χωρίς να είναι στην ουσία ο σύντροφός της. Ο Ταύρος
είναι πιθανότερο να γεννήθηκε από τη γυναικεία θεότητα και να συμβόλιζε μιαν
ενστικτώδη, βίαιη και κτηνώδη δύναμη (Cauvin 2000: 32). Βασιζόμενος στις σκέψεις των
Rousseau και Hegel, o Cauvin, όρισε τη θρησκεία ως αποξένωση, η οποία αναδεικνύεται
μέσα από την προβολή υπερφυσικών, θεϊκών προσωπικοτήτων (Cauvin 2000: 209). Το
στοιχείο της αποξένωσης ανασχημάτισε την ανθρώπινη συνείδηση, κάνοντάς την πιο ικανή
και αποτελεσματική σε σχέση με τη διαχείριση του εξωτερικού, περιβάλλοντά της χώρου. Η
εξημέρωση των φυτών ήταν αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας. Αντίστοιχα, η εξημέρωση
των ζωικών ειδών θεωρήθηκε μια πράξη άμεσα συσχετισμένη με το συνειδησιακό επίπεδο
και ορίστηκε ως η απάντηση στην ανθρώπινη επιθυμία για κυριαρχία στο ζωικό βασίλειο
(Cauvin 2000: 128).
36
ανόδου της θαλάσσιας στάθμης επιβραδύνθηκε ανάμεσα στο διάστημα των 12.500 έως
10.500 χρόνων πριν από σήμερα (Moore et al. 2000: 483). Oι Baruch και Bottema, με βάση
νέα ερευνητικά δεδομένα από τη λεκάνη Huleh, διέκριναν πως παρουσιάζεται υποχώρηση
στην εξάπλωση της δασικής βλάστησης στην περιοχή της Μέσης Ανατολής κατά το χρονικό
διάστημα των 11.500 έως 10.600 χρόνων πριν από σήμερα. Οι δύο ερευνητές θεώρησαν
πως η υποχώρηση αυτή προέκυψε λόγω της μείωσης της υγρασίας που σηματοδοτεί την
αρχή του Younger Dryas στην περιοχή της Μέσης Ανατολής (Baruch and Bottema 1991: 11-
42).
Επιπλέον, η ανασκαφή της Abu Hureyra έφερε στο φως στοιχεία που μπορούσαν να
συμβάλλουν στη μελέτη του συγκεκριμένου κλιματικού φαινομένου (Moore et al. 2000). Η
θέση της Abu Hureyra αξιοποιήθηκε από μόνιμα εγκατεστημένες ομάδες θηρευτών-
τροφοσυλλεκτών, κατά το χρονικό διάστημα των 11.000 έως 10.500 χρόνων πριν από
σήμερα. Τα απανθρακωμένα αρχαιοβοτανικά κατάλοιπα που συλλέχθηκαν από την εν λόγω
θέση δίνουν τη δυνατότητα να μελετηθεί η βλάστηση και ο τρόπος της εκμετάλλευσης των
άγριων μορφολογικά φυτών από τις ανθρώπινες ομάδες. Η πρώτη φάση της κατοίκησης
στο tell χρονολογείται μεταξύ των 11.500 έως 11.000 χρόνων πριν από σήμερα (Moore and
Hillman 1992: 486; Moore et al. 2000: 130). Τα δεδομένα της φάσης αυτής αναδεικνύουν
πως οι ανθρώπινες ομάδες ασχολούνταν με τη συλλογή φυτών από την πεδιάδα του
Ευφράτη, τη γειτονική περιοχή της στέπας, αλλά και από τις εκτάσεις με δασική βλάστηση
που βρίσκονταν κοντά στη θέση. Τα απανθρακωμένα κατάλοιπα που προέρχονται από
συγκεκριμένα φυτικά είδη, όπως αυτό του άγριου μορφολογικά σιταριού και της σίκαλης,
αναδεικνύουν πως οι συνθήκες ήταν πιο υγρές σε σχέση με σήμερα κατά την εαρινή και
θερινή περίοδο. Στο τέλος της πρώτης φάσης διακρίνεται μια απότομη μεταβολή στα
κατάλοιπα, αφού πλέον παύει η συλλογή καρπών από την περιοχή του δάσους. Η παύση
που παρατηρείται μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι η αυξημένη ξηρασία λειτουργούσε
αρνητικά προς την καρποφορία των φυτών και η υπόθεση αυτή στηρίζεται από τη
μεταβολή που παρατηρείται στα αρχαιοβοτανικά κατάλοιπα της δεύτερης φάσης
κατοίκησης (11.000 έως 10.400 χρόνια πριν από σήμερα), τα οποία αναδεικνύουν την
εντατικοποίηση της συλλογής σπόρων ασφοδέλου και άγριων δημητριακών. Η φάση της
συλλογής των άγριων μορφολογικά δημητριακών είναι σύντομης διάρκειας και η παύση της
συλλογής τους πιθανότατα υποδεικνύει την περαιτέρω εξάπλωση των ξηρών συνθηκών. Τα
ραδιοχρονολογικά δεδομένα τοποθετούν την εξάπλωση της ξηρασίας περίπου στα 10.900
έως τα 10. 400 χρόνια πριν από σήμερα (Moore et al. 2000: 376, 395) χρόνια πριν από
σήμερα Η δεύτερη χρονολογία συμπίπτει με την αρχή της τρίτης φάσης κατοίκησης στην
37
Abu Hureyra. Τα αρχαιοβοτανικά κατάλοιπα που προέρχονται από τα στρώματα της φάσης
αυτής αναδεικνύουν τη μείωση των φυτικών τροφών που προέρχονταν από την περιοχή της
κοιλάδας του Ευφράτη, ισχυροποιώντας με τον τρόπο αυτό την υπόθεση περί μειωμένου
ποσοστού υγρασίας στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Οι Moore, Hillman και Legge (2000)
θεωρούν πως τα αρχαιοβοτανικά δεδομένα από τη θέση της Abu Hureyra αναδεικνύουν τις
διαφοροποιήσεις που επέφεραν στα φυτικά είδη οι ψυχρές και ξηρές συνθήκες που
χαρακτήρισαν το κλιματικό επεισόδιο του Younger Dryas. Συγκεκριμένα, η επικράτηση των
ξηρών συνθηκών οδήγησε στην υποχώρηση των ειδών της δασικής βλάστησης και στην
αντικατάστασή τους από είδη που ήταν ανθεκτικότερα στην ξηρασία, με αποτέλεσμα να
μειωθεί η ποσότητα φυτικών τροφών που συλλέγονταν από τις δασικές εκτάσεις και να
επέλθει η αντικατάστασή τους με νέα είδη, η ύπαρξη των οποίων επέτρεπε στις
ανθρώπινες ομάδες να παραμείνουν στον οικισμό.
Όπως προαναφέρθηκε η κατοίκηση στο χώρο της Abu Hureyra είχε μόνιμο
χαρακτήρα, κάτι το οποίο είναι πιθανό να είχε οδηγήσει στην αύξηση του πληθυσμού των
θηρευτικών-τροφοσυλλεκτικών ομάδων. Ο μεγάλος αριθμός του πληθυσμού σε συνδυασμό
με τη νέα κατάσταση που διαμορφώθηκε από την «Νεαρή Δρυάδα», ίσως είχε ως απόρροια
την εμφάνιση διατροφικής κρίσης ή την αδυναμία των διαθέσιμων φυτικών πηγών να
καλύψουν τις ανάγκες των θηρευτών-τροφοσυλλεκτών της θέσης και πιθανότατα αυτός ο
συνδυασμός παραγόντων κρύβεται πίσω από την εγκατάλειψη της θέσης, περίπου 10.000
χρόνια πριν από σήμερα. Μερικούς αιώνες αργότερα, περίπου 9.400 χρόνια πριν από
σήμερα, η θέση κατοικείται ξανά, αλλά αυτήν τη φορά από γεωργούς (Moore et al. 2000:
259).
Το κλιματικό επεισόδιο Younger Dryas συνέπεσε χρονικά με την Ύστερη φάση της
Νατούφιας περιόδου στη Μέση Ανατολή. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, κατά τη φάση
αυτή, παρατηρήθηκε μείωση στο ρυθμό κατασκευής αρχιτεκτονημάτων, λίθινων και
οστέινων εργαλείων, κοσμημάτων και αντικειμένων τέχνης, ενώ ταυτόχρονα
εγκαταλείπονται μεγάλες θέσεις. Άρα, πιθανότατα υπήρξε κάποια σχέση μεταξύ των
κλιματικών και περιβαλλοντικών μεταβολών με τα στοιχεία διακοπής που παρατηρούνται
στις θέσεις της Ύστερης Νατούφιας περιόδου. Συγκεκριμένα, η πτώση των τιμών της
θερμοκρασίας και η ξηρασία, επέφεραν μεταβολές στην χλωρίδα, με αποτέλεσμα οι
θηρευτικές-τροφοσυλλεκτικές ομάδες της Ύστερης Νατούφιας περιόδου να εγκαταλείψουν
τους μόνιμους οικισμούς και να στραφούν προς την κινητικότητα.
38
Η τεκμηρίωση του συγκεκριμένου κλιματικού επεισοδίου επηρέασε τη συζήτηση
για την αρχή της εξημέρωσης και της γεωργίας στην περιοχή της Μέσης Ανατολής με
αποτέλεσμα να προκύψουν νέα ερμηνευτικά μοντέλα που συσχετίζουν το συγκεκριμένο
κλιματολογικό επεισόδιο με την αρχή της γεωργίας. Ένας από τους ερευνητές που
ασχολήθηκε συστηματικά με τη συμβολή του Younger Dryas στη διαδικασία της μετάβασης
στο παραγωγικό στάδιο είναι ο Ofer Bar-Yosef (Bar-Yosef and Belfer-Cohen 1989: 447- 98,
1992: 21- 48; Bar-Yosef and Meadow 1995: 39- 94). Σύμφωνα με τις μελέτες του Bar-Yosef
κατά την Πρώιμη φάση της Νατούφιας περιόδου, η επικράτηση υψηλών τιμών
θερμοκρασίας και αυξημένου ποσοστού υγρασίας στην ατμόσφαιρα, είχαν ως απόρροια
την εξάπλωση της γεωγραφικής κατανομής των άγριων μορφολογικά φυτικών και ζωικών
ειδών, στην περιοχή της σημερινής Μέσης Ανατολής. Κάτω από την επίδραση των
παραπάνω συνθηκών, οι ανθρώπινες ομάδες επέλεξαν να κατοικήσουν μόνιμα σε εκτάσεις,
οι οποίες επέτρεπαν τη συλλογή άγριων μορφολογικά φυτών και το κυνήγι της γαζέλας,
αλλά και άλλων μεγαλόσωμων θηλαστικών, ενώ ταυτόχρονα η αριθμητική δυναμική των
ομάδων αυξήθηκε και ενισχύθηκαν τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής πολυπλοκότητας
(Bar-Yosef and Meadow 1995: 68-69).
Οι ευνοϊκές συνθήκες που επικρατούσαν κατά της Πρώιμη Νατούφια περίοδο δεν
διήρκησαν για πολύ, αφού κατά την Ύστερη Νατούφια άρχισαν να γίνονται αισθητά τα
αποτελέσματα των χαρακτηριστικών του Younger Dryas (Baruch and Bottema 1991; Moore
and Hillman 1992: 482-494). Όπως, προαναφέρθηκε, οι ανθρώπινες ομάδες της Ύστερης και
Τελικής Νατούφιας περιόδου, που δραστηριοποιούνταν στις περιοχές του Σινά και του
Negev, επέλεξαν να αυξήσουν το βαθμό της κινητικότητάς τους, με αποτέλεσμα την
εμφάνισης του πολιτισμικού συμπλέγματος Harifian (Bar-Yosef 1998; 168). Ωστόσο,
σύμφωνα με τον Bar-Yosef, ο παραπάνω τρόπος προσαρμογής δεν αποτέλεσε κανόνα,
αφού στην περιβαλλοντική ζώνη που χαρακτηριζόταν από την ύπαρξη μεσογειακής
βλάστησης, η μείωση του πληθυσμού των άγριων μορφολογικά δημητριακών και οσπρίων,
των οποίων η ύπαρξη στήριζε τη μονιμότητα της κατοίκησης σε κάθε περιοχή,
αντιμετωπίστηκε από τις ανθρώπινες ομάδες, με την καλλιέργεια των ειδών αυτών. Άρα, με
βάση τα λεγόμενα του Bar-Yosef, το κλιματικό επεισόδιο του Younger Dryas, αποτέλεσε
κίνητρο για τη συνειδητή καλλιέργεια των άγριων μορφολογικά δημητριακών και οσπρίων,
η οποία οδήγησε στην εξημέρωσή τους (Bar-Yosef and Meadow 1995: 77).
Ο Ηenry (1989), θεώρησε πως περίπου 13.000 χρόνια πριν από σήμερα, ο πλούτος
των φυτικών και ζωικών πηγών, που οφειλόταν στην βελτίωση των κλιματολογικών
39
συνθηκών, προσέλκυσε τις ανθρώπινες θηρευτικές-τροφοσυλλεκτικές ομάδες της περιοχής
του Levant και οδήγησε στη μόνιμη κατοίκηση, την πληθυσμιακή αύξηση και την ενίσχυση
του βαθμού κοινωνικής πολυπλοκότητας, όπως διακρίνεται αρχαιολογικά μέσα από τα
κατάλοιπα των θέσεων της Πρώιμης Νατούφιας περιόδου. Παρόλα αυτά, η προσέλκυση
αυτή, άρχισε να οδηγεί σε μια μορφή εξάρτησης των ανθρώπων από συγκεκριμένες
μορφολογικά άγριες φυτικές και ζωικές πηγές, η οποία τους κατέστησε ευάλωτους στις
μεταβολές των κλιματολογικών συνθηκών κατά τη διάρκεια του Younger Dryas , που είχαν
ως απόρροια της διαφοροποίηση της γεωγραφικής κατανομής των άγριων μορφολογικά
φυτικών και ζωικών πληθυσμών. Σύμφωνα με τον Henry, οι ανθρώπινες ομάδες, άρχισαν
την καλλιέργεια των άγριων μορφολογικά δημητριακών και οσπρίων, ούτως ώστε να
αντιμετωπίσουν τη μείωση της διαθεσιμότητας των ειδών αυτών, η οποία ήταν
αποτέλεσμα της ξηρασίας και των χαμηλών θερμοκρασιών.
Κατά την τελευταία εικοσαετία, η συστηματική αρχαιολογική έρευνα στο νησί της Κύπρου,
έχει φέρει στο φως νέα δεδομένα, τα οποία αφενός συνιστούν τον επαναπροσδιορισμό των
συμπερασμάτων που θεωρούνταν παγιωμένα σε σχέση με την κυπριακή προϊστορία (Knapp
40
2010: 79) και αφετέρου επιτρέπουν έως έναν βαθμό την εξέταση του ζητήματος της
εξάπλωσης της γεωργικής οικονομίας από την περιοχή της Μέσης Ανατολής, προς δυσμάς
κατά την ύστερη φάση της ΡΡΝΒ (Ρeltenburg et al. 2000: 844-53, 2001a: 61-93, 2001b: 35-
64 ).
7
Ο χαρακτήρας των λίθινων εργαλείων που έχουν εντοπιστεί στις θέσεις αυτές τις εντάσσει
χρονολογικά στα τέλη του Πλειστόκαινου και τις αρχές του Ολόκαινου. Τα ραδιοχρονολογικά
δεδομένα δεν έχουν δημοσιευτεί ακόμα.
41
2010: 82), που θυμίζουν αυτά που εντοπίστηκαν στη θέση Ακρωτήρι-Αετόκρεμνος
(Ammerman et al. 2006: 11-7). Σύμφωνα με τον Ammerman (2010: 88), το κλιματικό
επεισόδιο της «Νεαρής Δρυάδας» οδήγησε τις ανθρώπινες ομάδες της Μέσης Ανατολής σε
δύο διαφορετικές επιλογές. Η πρώτη ήταν η εντατική ενασχόληση με τις άγριες
μορφολογικά φυτικές και ζωικές πηγές, η οποία οδήγησε στην εξημέρωση, ενώ η δεύτερη
ήταν η ναυσιπλοΐα. Είναι πιθανό, τα κατάλοιπα των πρώιμων κυπριακών θέσεων, να
αποτελούν την αρχαιολογική τεκμηρίωση της δεύτερης επιλογής. Οι παραπάνω θέσεις
μεταβάλουν την αντίληψη της έρευνας σε σχέση με τον τρόπο που αντιμετωπίζει τις
ανθρώπινες ομάδες της Μέσης Ανατολής κατά την μετάβαση από τα τέλη του
Πλειστόκαινου προς την αρχή του Ολόκαινου. Οι θηρευτικές-τροφοσυλλεκτικές ομάδες της
ηπειρωτικής χώρας παρουσιάζουν μια νέα δυναμική, συλλέγοντας και εμπλουτίζοντας τη
συλλογική τους δράση και εμπειρία μέσω επισκέψεων σε νησιωτικά περιβάλλοντα, όπως
αυτό της Κύπρου. Τα νέα δεδομένα, όπως θα φανεί παρακάτω, επηρεάζουν τον
προσανατολισμό της έρευνας σε σχέση με την εξέταση των δεδομένων και των εξελίξεων
στα νησιά του Αιγαίου κατά τα τέλη του Πλειστόκαινου, υποδηλώνοντας την πιθανή
παρουσία πρώιμων στρωμάτων χρήσης στην περιοχή αυτή, εκτός των ήδη υπαρχόντων στα
Γιούρα και το Μαρουλά και εγκαινιάζοντας τη διερεύνηση της πιθανής σχέσης των
στρωμάτων αυτών με την αρχή της Νεολιθικής περιόδου στον ελλαδικό χώρο (Efstratiou
2007: 289-295).
Η προκεραμική θέση Καλαβασός-Τέντα (εικ. 5) βρίσκεται στη νότια ακτή του νησιού
ανάμεσα στη Λεμεσό και τη Λάρνακα. Η θέση, που ανασκάφθηκε από το 1976 έως το 1984
με επικεφαλής τον Ian Todd, βρίσκεται στην κορυφή και στους νότιους πρόποδες ενός
λόφου με ορατότητα προς τα βουνά του Τρόοδος και την παράκτια πεδινή περιοχή (Todd
2001: 95). Τα ραδιοχρονολογικά δεδομένα τοποθετούν την προκεραμική φάση στην
Καλαβασό-Τέντα στην 9η χιλιετία πριν από σήμερα (Peltenburg et al. 2001b: 41). Τα
Κισσόνεργα-Μυλούθκια (εικ. 5) είναι μια παράκτια θέση στη νοτιοδυτική Κύπρο, στην
οποία έχουν εντοπιστεί τα κατάλοιπα πέντε πηγαδιών, μιας κυκλοτερούς κατασκευής,
καθώς και τρεις λάκκοι που εντάσσονται στο χρονολογικό πλαίσιο της Προκεραμικής
Νεολιθικής περιόδου. Ανάμεσα στα αρχαιοβοτανικά κατάλοιπα της θέσης υπάρχουν
δείγματα εξημερωμένων σπόρων κριθαριού και σιταριού και καρπών. Τα ραδιοχρονολογικά
δεδομένα της θέσης αναδεικνύουν το χρονολογικό εύρος της μόνιμης κατοίκησης στη θέση
από τη 10η έως της 9η χιλιετία πριν από σήμερα (Peltenburg et al. 2001: 38- 40).
42
Η ανασκαφική δραστηριότητα στη θέση Παρεκκλησιά-Σιλλουρόκαμπος (εικ. 5) στη
νότια ακτή της Κύπρου, κοντά στη Λεμεσό, ξεκίνησε το 1994 με επικεφαλής τον Jean
Guillaine (Guillaine 2003: 59-63). Με βάση τα κατάλοιπα, η περίοδος της προκεραμικής
νεολιθικής κατοίκησης διαιρείται σε τέσερρεις φάσεις, την Πρώιμη Α, την Πρώιμη Β, τη
Μέση και την Ύστερη. Τα στρώματα της Πρώιμης Α φάσης (10η χιλιετία πριν από σήμερα)
περιλαμβάνουν λάκκους, πασσαλότρυπες, τα κατάλοιπα πηγαδιών και μιας μεγάλης
κυκλοτερούς κατασκευής, η οποία θα μπορούσε να χρησιμεύει στη συγκέντρωση των ζώων.
Η Πρώιμη Β φάση, περιλαμβάνει κατάλοιπα πηγαδιών με επίστρωση κονιάματος, λίθινων
τοίχων και λάκκους. Στα ίδια στρώματα έχουν εντοπιστεί οστά ζώων, λίθινα εργαλεία και
ένα ειδώλιο (Guillaine 2003: 60-2).
Η σύγχρονη έρευνα αντιμετωπίζει την αρχή της Νεολιθικής περιόδου στην Κύπρο
ως το αποτέλεσμα της μετακίνησης γεωργικών ομάδων από την περιοχή της Μέσης
Ανατολής προς το συγκεκριμένο νησί και τα δεδομένα των παραπάνω θέσεων έρχονται να
επιβεβαιώσουν την υπόθεση αυτή (Peltenburg et al. 2001b: 55-60, 2001a: 61-93). Αυτό
βέβαια μπορεί στο άμεσο μέλλον να ανατραπεί αλλά οι σημερινές θέσεις που
αναδεικνύουν τις αραιές -μάλλον- επισκέψεις θηρευτικών-τροφοσυλλεκτικών ομάδων, δεν
οδηγούν στο συμπέρασμα της ύπαρξης δυναμικών γηγενών ομάδων, οι οποίες θα
μπορούσαν να συμβάλλουν σε μια γηγενή διαδικασία εξημέρωσης των φυτικών και ζωικών
ειδών που εντοπίζονται λίγο αργότερα στους προκεραμικούς οικισμούς της Κύπρου. Τα
αρχαιοβοτανικά δεδομένα που συλλέχθηκαν από την ανασκαφή των προκεραμικών
νεολιθικών στρωμάτων της θέσης Κισσόνεργα- Μυλούθκια (10η-9η χιλιετία πριν από
σήμερα) συμπεριλαμβάνουν δείγματα εξημερωμένων σπόρων σιταριού και κριθαριού, τα
οποία παραπέμπουν σε τυπικά εξημερωμένα είδη των νεολιθικών οικισμών της
Προκεραμικής Νεολιθικής Β περιόδου στην περιοχή της Μέσης Ανατολής και μεταφέρονται
στη Κύπρο μαζί με την πρακτική της καλλιέργειας (Peltenburg et al. 2001b: 55-60). Από την
άλλη πλευρά, οι μορφολογικά άγριοι πρόγονοι των εξημερωμένων και
«πρωτοεξημερωμένων» ζωικών μορφών που αναγνωρίστηκαν στις προκεραμικές θέσεις
της Κύπρου, δεν αποτελούν ενδημικά είδη της πανίδας του νησιού και το γεγονός αυτό
καθιστά σχεδόν βέβαιη τη μεταφορά τους στο νησί από πληθυσμούς γεωργοκτηνοτρόφων
(Peltenburg et al. 2001b: 55-60). Τα δεδομένα αυτά αναδεικνύουν τη μεταφορά από έξω
των στοιχείων που συνέθεταν τη νεολιθική οικονομία στο νησί.
43
γεωργών προς το νησί κατά την 10η χιλιετία πριν από σήμερα. Οι λίθινες αιχμές των
προκεραμικών θέσεων της Κύπρου , παρά τις μεταξύ τους διαφοροποιήσεις, παραπέμπουν,
με βάση τα τυπολογικά και τεχνολογικά τους χαρακτηριστικά σε αιχμές που έχουν
αποκαλυφθεί σε θέσεις της Προκεραμικής Νεολιθικής Α και Μέσης Προκεραμικής
Νεολιθικής Β του Βόρειου Levant, ενώ η τεχνική επεξεργασίας του πυρήνα για την εξαγωγή
λεπίδων (naviform core reduction), δεν παρουσιάζει διαφορές σε σχέση με την αντίστοιχη
που έχει παρατηρηθεί κατά την Προκεραμική Νεολιθική Β περίοδο σε θέσεις της Μέσης
Ανατολής, αναδεικνύοντας τη μεταφορά ενός ολοκληρωμένου «πακέτου» τεχνογνωσίας
προς το νησί (Peltenburg et al. 2001b: 55-60).
44
Κεφάλαιο 3: Το τέλος της
Παλαιολιθικής περιόδου στην
Ελλάδα
3.1 Η γεωμορφολογία και το φυσικό περιβάλλον του ελλαδικού χώρου. Τα δεδομένα και
η ανασύνθεσή τους
Η στάθμη της θάλασσας την περίοδο αυτή, ήταν περίπου 120-130 μ. χαμηλότερα
σε σχέση με τη σύγχρονη εποχή, λόγω της μείωσης του όγκου των υδάτων που
8
Η τεκτονική δραστηριότητα προκαλεί την ανύψωση ή την καταβύθιση χερσαίων περιοχών. Ως εκ
τούτου οι ακτογραμμές που διαμορφώθηκαν μεταξύ των 18.000 έως και 9.000 χρόνων πριν από
σήμερα, είναι δυνατό να βρίσκονται 100 m χαμηλότερα ή ψηλότερα σε σχέση με τη σύγχρονη
θαλάσσια στάθμη (Lambeck 1996).
45
απορροφήθηκε για τη διαμόρφωση των παγετώνων (van Andel and Shackleton 1982: 445).
Αποτέλεσμα της παραπάνω διαδικασίας ήταν η διαμόρφωση μεγάλων πεδιάδων που
διαρρέονταν από ποταμούς εκεί που βρίσκονται σήμερα η βόρεια Αδριατική και το βόρειο
Αιγαίο (van Andel and Shackleton 1982: 450). Η πεδιάδα της βόρειας Αδριατικής ένωνε την
Ιταλία με τις ακτές της Κροατίας, της Βοσνίας και της Αλβανίας και διακοπτόταν λίγο
νοτιότερα από μία ορεινή περιοχή με λίγες χαμηλές εκτάσεις. Νοτιότερα της ορεινής
περιοχής, ενσωμάτωνε την Κέρκυρα και τη Λευκάδα, οι οποίες ενώνονταν με την Ήπειρο
και την Αιτωλοακαρνανία και έφτανε μέχρι τον Κορινθιακό κόλπο, που τότε αποτελούσε
λίμνη και τις ακτές της βορειοδυτικής Πελοποννήσου. Είναι πιθανό στην Πελοπόννησο, η
χερσόνησος της Αργολίδας να λειτουργούσε ως γέφυρα που ένωνε τη νότια Ελλάδα με την
Αττική. Η Ζάκυνθος και η Κεφαλονιά διαμόρφωναν μία ενιαία νησιωτική έκταση, περίπου
15 km από τις ακτές της Δυτικής Πελοποννήσου (van Andel and Shackleton 1982: 450).
Στο ανατολικό ήμισυ του ελλαδικού χώρου, στην περιοχή που βρίσκεται σήμερα ο
Θερμαϊκός κόλπος, τα νερά που είχαν απορροφηθεί για τη διαμόρφωση των παγετώνων
άφησαν εκτεθειμένα τμήματα της ξηράς. Στα ανατολικά του Θερμαϊκού κόλπου, η Θράκη
εκτεινόταν προς νότο σε απόσταση 60 χμ σε σχέση με τη σημερινή ακτογραμμή,
διαμορφώνοντας μια πεδινή έκταση που συμπεριελάμβανε τη Θάσο και τη Σαμοθράκη (van
Andel and Shackleton 1982: 450). Νοτιότερα οι Σποράδες, πλην της Σκύρου αποτελούσαν
μια ενιαία μάζα ξηράς που λειτουργούσε ως χερσόνησος, διακοπτόμενη πιθανώς από ρηχά
ρήγματα με νερό, ενώ στην περιοχή του σημερινού βορειοανατολικού Αιγαίου, η Λήμνος
ενωνόταν με την Ίμβρο και την Ανατολία μέσω μιας πεδινής έκτασης (Lambeck 1996: 601).
46
Το φαινόμενο της τήξης των παγετώνων ξεκίνησε περίπου 18.000 χρόνια πριν από
σήμερα και για τα επόμενα 4.000 χρόνια από την έναρξή του η θαλάσσια στάθμη ανέβαινε
με αργό και σταθερό ρυθμό, χωρίς να προκαλεί δραματικές μεταβολές στην ακτογραμμή
και το παράκτιο γεωγραφικό σκηνικό Περίπου 14.000 χρόνια πριν από σήμερα, η άνοδος
τη θαλάσσιας στάθμης προκαλεί το διαχωρισμό της μάζας των Κυκλάδων σε βόρειο και
νότιο τμήμα, όπως επίσης και την απώλεια των παράκτιων πεδιάδων του ανατολικού και
του δυτικού τμήματος του ελλαδικού χώρου.
Στην περιοχή της Ηπείρου τα κατάλοιπα που έχουν εντοπιστεί μέσω της
ανασκαφικής δραστηριότητας σε μια σειρά θέσεων, όπως η Μποΐλα (Κοτζαμποπούλου,
Παναγοπούλου και Αδάμ 1996: 31- 5; Kotjabopoulou et al. 1999: 197-210), το Κλειδί (Bailey
1986: 7-35, 1997a, b) και η Καστρίτσα (Bailey et al. 1983: 15-42), αποδεικνύουν την
παρουσία του αιγάγρου των Άλπεων (είδος που συναντάται στα ορεινά, φτωχά από
βλάστηση ασβεστολιθικά εδάφη), όπως επίσης και κατάλοιπα ελαφοειδών, ιππίδων,
47
άγριων βοδιών και ζαρκαδιών. Η πανίδα της περιοχής περιλαμβάνει και πιο μικρόσωμα ζώα
κρίνοντας με βάση τα κατάλοιπα λαγών, τρωκτικών, πτηνών και ερπετών στη θέση Μποΐλα
(Kotjabopoulou et al. 1999: 201). Στην περιοχή της Θεσσαλίας έχουν εντοπιστεί κατάλοιπα
ελαφοειδών, άγριου ταύρου και ιππίδων κατά μήκος του ποταμού Πηνειού (Τρανταλίδου
1996: 52), ενώ τα δεδομένα από τα στρώματα της Ανώτερης Παλαιολιθικής από το σπήλαιο
της Θεόπετρας συμπληρώνουν την εικόνα με τα κατάλοιπα κόκκινων ελαφιών, άγριων
κατσικιών, αγριόχοιρων, λαγών, χελωνών και πτηνών (Rowley-Conwy and Newton 2000:
129-34). Στην περιοχή της Μακεδονίας δεν έχει ανασκαφεί κάποια θέση που να ανήκει
χρονικά στην Ανώτερη Παλαιολιθική περίοδο, όμως τα δεδομένα από το σπήλαιο στο
Καπνόφυτο της Δράμας, τεκμηριώνουν την ύπαρξη κόκκινου ελαφιού, άγριου ταύρου,
αγριόχοιρου και άγριου αλόγου (Τρανταλίδου 1996: 52).
48
ορεινών όγκων, εξαιτίας της απώλειας των παράκτιων πεδιάδων (Sturdy et al. 1997: 587-
614).
Η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας και του ποσοστού υγρασίας στην ατμόσφαιρα,
κατά τις αρχές του Ολόκαινου, πέραν της ανόδου της θαλάσσιας στάθμης, είχε επιπτώσεις
στην ως τότε επικρατούσα χλωρίδα και πανίδα του ελλαδικού χώρου. Κατά την περίοδο
αυτή, τα μεγάλα φυτοφάγα θηλαστικά της στέπας έδωσαν τη θέση τους σε πιο μικρόσωμα
είδη, όπως τα ελάφια (cervus elaphus) και τα αγριοκάτσικα (capra aegagrus) και η δασώδης
βλάστηση με δάση βελανιδιάς στις πλαγιές των βουνών εξαπλώθηκε, τουλάχιστον στη
βόρεια Ελλάδα, ευνοούμενη από τις νέες συνθήκες (Allen 1990: 173-82; Bottema 1974,
2003: 19-40). Στο νότιο ελλαδικό χώρο η εικόνα είναι διαφορετική, με χαρακτηριστικό της
χλωρίδας την εξάπλωση της θαμνώδους βλάστησης, η οποία ευνοούσε την ύπαρξη
ελαφιών και αγριόχοιρων, όπως υποδεικνύεται από τα ζωοαρχαιολογικά κατάλοιπα του
σπηλαίου Φράγχθι (Payne 1975: 121-31).
49
3.2 Η «αρχαιολογία» των τελευταίων θηρευτικών-τροφοσυλλεκτικών ομάδων του
Πλειστόκαινου και των αρχών του Ολόκαινου. Οι εγκαταστάσεις στο χώρο, η
εκμετάλλευση του περιβάλλοντος, οι επιλογές και η τεχνολογία
Η έρευνα για την Παλαιολιθική περίοδο του ελλαδικού χώρου, εδραιώθηκε πριν από
περίπου 50 χρόνια, με τις έρευνες του V. Milocjic στην περιοχή της Θεσσαλίας και του E. S.
Higgs στην Ήπειρο, τη Μακεδονία και την Θράκη, ενώ η πρώτη μνεία παλαιολιθικών
ευρημάτων στον ελλαδικό χώρο έγινε το 1867, από τον F. Lenormant στο περιοδικό Revue
Archeologique (Adam 1989: 10).
50
τα εργαλειακά σύνολα της μουστέριας λιθοτεχνίας, τα οποία εντοπίστηκαν σε συσχετισμό
με τα παραπάνω στοιχεία, περιβαλλοντικά και γεωλογικά αντίστοιχα ( van Andel and
Runnels 2005: 367-84). Σύμφωνα με την Αδάμ (2009: 87), η Ανώτερη Παλαιολιθική
περίοδος (44.000- 11.000 χρόνια πριν από σήμερα) είναι δυνατό να χωριστεί σε δύο
υποπεριόδους, την Πρώιμη και την Ύστερη.
Η θέση Σπήλαιον είναι μια επιφανειακή, ανοιχτή θέση, χωρίς στρωματογραφική ακολουθία
στο δυτικό άκρο της κοιλάδας του Αχέροντα στην Ηπειρο (εικ. 6), στην κορυφή ενός
χαμηλού λόφου. Εντοπίστηκε το 1992, στο πλαίσιο ενός ερευνητικού προγράμματος με
στόχο την αποκάλυψη θέσεων της Παλαιολιθικής και της Μεσολιθικής περιόδου στην
περιοχή της Ηπείρου (Runnels et al. 1999: 120-9). Στην επιφάνεια της συγκεκριμένης θέσης
έχει εντοπιστεί μεγάλη ποσότητα λίθινων εργαλείων, τα οποία με βάση την τυπολογία τους
και τα χαρακτηριστικά τους κατατάσσονται στο χρονολογικό πλαίσιο της πρώιμης Ανώτερης
Παλαιολιθικής. Το Σπήλαιον απέχει σήμερα 1 χμ από την ακτή, κατά την πρώιμη Ανώτερη
Παλαιολιθική, όμως, η στάθμη της θάλασσας βρισκόταν χαμηλότερα, με αποτέλεσμα η
θέση να βρίσκεται στην ενδοχώρα και οι χρήστες της να έχουν ορατότητα σε ολόκληρη
σχεδόν την κοιλάδα του Αχέροντα (Runnels et al. 2003: 138).
51
Ελλείψει στρωματογραφικής ακολουθίας, τα λίθινα εργαλεία του Σπηλαίου
μπορούν να δώσουν τις απαραίτητες πληροφορίες σε σχέση με τη χρονολόγηση και
πιθανώς τη χρήση της θέσης. Η ποικιλία των εργαλειακών τύπων είναι περιορισμένη και
απουσιάζουν οι τυπικές ωρινάκιες λεπίδες και αιχμές. Η πρώτη ύλη που χρησιμοποιήθηκε
για την κατασκευή τους είναι τοπική ποικιλία πυριτόλιθου καλής ποιότητας. Αρκετά από τα
εργαλεία παρουσιάζουν ίχνη καύσης. Τα τυπολογικά χαρακτηριστικά των εργαλείων
παραπέμπουν περίπου στα 30.000 χρόνια πριν από σήμερα. Πιθανότατα, κάποια ομάδα
θηρευτών-τροφοσυλλεκτών στο πλαίσιο της μετακίνησής της χρησιμοποίησε τη
συγκεκριμένη θέση προκειμένου να εξασφαλίσει την τροφή της κυνηγώντας τα ζωικά είδη
που ζούσαν στην κοιλάδα (Runnels et al. 2003: 154). Δεν φαίνεται πιθανή η υπόθεση για
την κατανάλωση των θηραμάτων στη συγκεκριμένη θέση λόγω της απουσίας οστών ζώων.
Το φαράγγι της Κλεισούρας στην Πελοπόννησο (εικ. 6), μέσα στο οποίο ρέει ο
ποταμός Μπαρατιώτης, αποτελεί οδό επικοινωνίας μεταξύ της αργολικής πεδιάδας και της
λεκάνης της Πρόσυμνας. Το φαράγγι είναι σκαμμένο στους ασβεστολιθικούς σχηματισμούς
της περιοχής, ενώ η καρστική δραστηριότητα είναι υπεύθυνη για τη δημιουργία μιας
σειράς σπηλαίων και βραχοσκεπών στην Κλεισούρα (Koumouzelis et al. 1996: 143-73;
Koumouzelis et al. 2001: 516). Η συστηματική ανασκαφή του Σπηλαίου 1 ξεκίνησε το 1994.
Σύμφωνα με τη δημοσίευση της Κουμουζέλη και των συνεργατών της το 2001, η
στρωματογραφική ακολουθία καλύπτει το χρονολογικό φάσμα από τη Μέση Παλαιολιθική
έως και τη Μεσολιθική περίοδο, ενώ τα δύο ανώτερα αρχαιολογικά στρώματα
περιλαμβάνουν ευρήματα της Εποχής του Χαλκού. Βάσει της μελέτης για τη δημιουργία
των επιχώσεων της στρωματογραφικής ακολουθίας προκύπτει ότι η εντατική χρήση του
σπηλαίου από ανθρώπινες ομάδες συμπίπτει χρονικά με την αρχή της Ανώτερης
Παλαιολιθικής (Κοumouzelis et al. 2001: 520).
52
κατασκευή των εργαλείων το ραδιολαρίτη, αφού το ποσοστό του υπερέχει έναντι αυτού
του πυριτόλιθου (Koumouzelis et al. 2001: 528).
Στο στρώμα V εντοπίστηκε και μια εστία, της οποίας το περίγραμμα έχει
κατασκευαστεί από λίθους και μεταφερμένο στο συγκεκριμένο σημείο πηλό (Κoumouzelis
et al. 2001: 528). Το δεδομένο αυτό αναδεικνύει τη συνειδητή χρήση του πηλού για τη
δημιουργία κατασκευών σε μια πρώιμη περίοδο, μια πρακτική που θα επανεμφανιστεί
στην οικοδομική δραστηριότητα της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου. Είναι πιθανό οι
κατασκευές αυτές να αξιοποιήθηκαν για την προετοιμασία των σπόρων για κατανάλωση,
αφού στην εστία 18, εντοπίστηκαν φυτικά κατάλοιπα (Κoumouzelis et al. 2001: 528).
53
Κατάλοιπα της πρώιμης φάσης της Ανώτερης Παλαιολιθικής έχουν εντοπιστεί στο
σπήλαιο Φράγχθι (εικ. 5), στη νότια Πελοπόννησο, πάνω στην ασβεστολιθική χερσόνησο
της Ερμιονίδας. Η τοπογραφία της ευρύτερης περιοχής του σπηλαίου χαρακτηρίζεται από
ποικιλομορφία, περιλαμβάνοντας λόφους, χαμηλά βουνά, μικρές παράκτιες πεδιάδες και
κοιλάδες με αλλουβιακές προσχώσεις στην ενδοχώρα (van Andel and Stutton 1987). Η
ανασκαφή του σπηλαίου ξεκίνησε το 1967 και ολοκληρώθηκε το 1976, με επικεφαλής τον
καθηγητή T. W. Jacobsen του Πανεπιστημίου της Indiana (Hansen 1991; Jacobsen 1969,
1981; Jacobsen and Farrand 1987; Perlès 1987, 1990; Shackleton 1988; Talalay 1993; van
Andel and Stutton 1987; Vitelli 1993; Wilkinson and Duhon 1990). Οι ανασκαφικές εργασίες
έφεραν στο φως στρωματογραφική ακολουθία που καλύπτει τη χρονολογική κλίμακα από
τη Μέση Παλαιολιθική έως και τη Νεολιθική περίοδο. Το στοιχείο αυτό καθιστά τη μελέτη
των αρχαιολογικών καταλοίπων του σπηλαίου κομβική για τη συζήτηση που αφορά την
αρχή της γεωργίας στον ελλαδικό χώρο.
Με βάση την Perlès (1999: 312), η πρώιμη φάση της Ανώτερης Παλαιολιθικής στο
Φράγχθι φαίνεται να συμπίπτει με την λίθινη φάση Ι. Τα εργαλεία της φάσης Ι είναι δυνατό
να ενταχθούν στην ωρινάκια λιθοτεχνία, βάσει των τυπολογικών τους χαρακτηριστικών.
Κατά την εν λόγω χρονική περίοδο η χρήση της θέσης φαίνεται να ήταν περιορισμένη,
γεγονός που αναδεικνύεται και από την μικρή πυκνότητα των ευρημάτων. Είναι πιθανό ο
χώρος να χρησιμοποιήθηκε ως κατασκήνωση κάποιας ομάδας θηρευτών-τροφοσυλλεκτών,
με στόχο το κυνήγι θηραμάτων.
54
χρόνια πριν από σήμερα (Bailey et al. 1983: 26). Η λιθοτεχνία της θέσης χαρακτηρίζεται από
την περιορισμένη επεξεργασία των πυρήνων και φαίνεται πως είχε ως στόχο την παραγωγή
εργαλείων από μικρές λεπίδες, ενώ τα ξέστρα που έχουν εντοπιστεί στη θέση είναι
κατασκευασμένα σε φολίδες (Adam 1989: 59-102). Τα κατάλοιπα των ζωικών οστών
περιλαμβάνουν κυρίως μέλη μεγαλόσωμων φυτοφάγων θηλαστικών. Είναι πιθανό η θέση
να χρησιμοποιήθηκε επαναλαμβανόμενα ως κυνηγετικός σταθμός από ομάδα θηρευτών-
τροφοσυλλεκτών που ακολουθούσε τα κοπάδια στις ετήσιες μετακινήσεις τους.
Το σπήλαιο της Καστρίτσας (εικ. 6) βρίσκεται στην ακτή της λίμνης Παμβώτιδας,
πλησίον της οροσειράς της Πίνδου, σε στρατηγική θέση για τον έλεγχο του λεκανοπεδίου
της λίμνης (Bailey et al. 1983: 15-42). Κατά τη διάρκεια της παγετώδους φάσης η
ακτογραμμή απείχε από το σπήλαιο 115 χμ περίπου. Η χρήση του σπηλαίου από ομάδες
θηρευτών τροφοσυλλεκτών ξεκινά 20.000 χρόνια πριν από σήμερα και λήγει, με βάση τα
ανασκαφικά δεδομένα, 13.000 χρόνια πριν από σήμερα (Bailey et al. 1983: 26- 27). Η
ανασκαφική ενότητα 5, που έχει χρονολογηθεί στα 20.000 χρόνια πριν από σήμερα
περίπου, παρέχει στοιχεία για περισσότερο εντατική χρήση της Καστρίτσας εν συγκρίσει με
τις προηγούμενες χιλιετίες, περιλαμβάνοντας κατάλοιπα εστιών και αυξημένο αριθμό
λίθινων και ζωικών καταλοίπων (Bailey et al. 1983: 15-42). Η θέση ήταν προσεκτικά
επιλεγμένη, ούτως ώστε να ελέγχονται τα περάσματα που χρησιμοποιούσαν τα φυτοφάγα
ζώα κατά τη διάρκεια των μετακινήσεών τους θερινούς και φθινοπωρινούς μήνες. Ο
έλεγχος των οδών μετακίνησης απαιτούταν για τη μέγιστη δυνατή επιτυχία της θηρευτικής
εξόρμησης. Τα ζωικά κατάλοιπα περιλαμβάνουν οστά άγριων βοοειδών και ιππίδων και
παράλληλα αναδεικνύουν την προτίμηση ή την εξειδίκευση της ομάδας που
χρησιμοποιούσε το σπήλαιο στο κυνήγι του κόκκινου ελαφιού.
55
επεξεργασμένες λεπίδες, χωρίς να λείπουν οι οπείς αλλά και οι αιχμές κατασκευασμένες
από κέρατο ελαφιού. Τόσο τα λίθινα εργαλεία, όσο και αυτά από κέρατο ελαφιού
κατασκευάζονταν επί της θέσης (Adam 2009: 89).
Στην περίοδο της ύστερης φάσης της Ανώτερης Παλαιολιθικής παραπέμπουν και τα
δεδομένα που προέρχονται από τη βραχοσκεπή Κλειδί (εικ. 6). Πρόκειται για μια ευρύχωρη
βραχοσκεπή, στο φαράγγι του Βίκου, στη δεξιά όχθη του ποταμού Βοϊδομάτη. Η θέση
ανασκάφθηκε κατά την δεκαετία του 1980 από τον G. N. Bailey (Bailey 1997a, 1997b, 1999:
159-69; Bailey et al. 1986: 7-35). Η χρήση της βραχοσκεπής τοποθετείται χρονικά μεταξύ
των 17.000 έως και 10.000 χρόνων πριν από σήμερα. Τα κατάλοιπα της στρωματογραφικής
ακολουθίας αναδεικνύουν πως το Κλειδί ήταν θέση που δέχονταν τακτικές και
επαναλαμβανόμενες επισκέψεις από ομάδες θηρευτών-τροφοσυλλεκτών κατά τους
θερινούς και φθινοπωρινούς μήνες, μέχρι 13.000 χρόνια πριν από σήμερα (Baliley 1999:
162). Οι ομάδες θηρευτών επιδίδονταν στο κυνήγι του αγριοκάτσικου και της αντιλόπης
(Gamble 1999: 179-87), κατανάλωναν τα θηράματα στην ίδια τη θέση και μετέτρεπαν τα
κατάλοιπά τους σε οστέινα εργαλεία, όπως υποδεικνύουν οι οστέινες βελόνες (Adam 1989:
224-47). Είναι πιθανό οι ίδιες ομάδες να επεξεργάζονταν και τα δέρματα των θηραμάτων
με σκοπό την παραγωγή ειδών ένδυσης που θα προστάτευαν τα μέλη τους από τις
δυσχερείς συνθήκες της Ύστερης Παγετώδους περιόδου. Τα λίθινα εργαλεία της
βραχοσκεπής του Κλειδιού είναι κατασκευασμένα από πυριτόλιθο χαμηλής ποιότητας, που
συλλεγόταν από τον ποταμό Βοϊδομάτη. Η επεξεργασία της πρώτης ύλης λάμβανε χώρα in
situ και προσανατολιζόταν στην παραγωγή μικρών λεπίδων με επεξεργασμένη ράχη, αλλά
και άλλων τύπων όπως τα ξέστρα, τα οποία προκύπτουν σε μικρότερες αριθμητικές
συγκεντρώσεις (Roubet 1997: 125-53, 1999: 170-8).
Το μικρό σπήλαιο Μεγάλακκος (εικ. 6), βρίσκεται σε απόσταση 500 μ από τη θέση
Κλειδί και ερευνήθηκε στο πλαίσιο του προγράμματος που πραγματοποιήθηκε για τη
μελέτη του τελευταίου. Ανοίχτηκε μία δοκιμαστική τομή μικρών διαστάσεων προκειμένου
να ερευνηθεί η στρωματογραφική ακολουθία (Sinclair 1997: 415) και η έρευνα απέδειξε
πως οι επιχώσεις που τη συνθέτουν έχουν υποστεί διάβρωση. Η ραδιοχρονολόγηση της
θέσης τοποθετεί τη χρήση από ανθρώπινες ομάδες περίπου 16.000 χρόνια πριν από
σήμερα, χρονολογία που συμπίπτει με τη χρήση της θέσης Κλειδί (Sinclair 1997: 415; 1999:
188).
Η βραχοσκεπή Μποΐλα βρίσκεται επίσης στο φαράγγι του Βίκου (εικ. 6), στην
αριστερή όχθη του ποταμού Βοϊδομάτη. Γεωγραφικά, είναι τοποθετημένη στο κομβικό
56
σημείο επαφής δύο διαφορετικών οικοσυστημάτων, του ορεινού όγκου της Τύμφης
ανατολικά και της πεδινής έκτασης της λεκάνης της Κόνιτσας δυτικά (Κοτζαμποπούλου,
Παναγοπούλου και Αδάμ 1996: 32). Η χρήση της βραχοσκεπής από τους θηρευτές-
τροφοσυλλέκτες καλύπτει το χρονικό διάστημα των 14.000 έως και 9.500 χιλιάδων χρόνων
πριν από σήμερα9, δηλαδή τις τελευταίες χιλιετίες της παγετώδους περιόδου. Επίσης, η
περίοδος χρήσης συμπίπτει με σειρά παλαιοπεριβαλλοντικών μεταβολών, τα οποία είχαν
τεράστιες συνέπειες στον οικείο χώρο των ομάδων, μετατρέποντας την τεράστια
εκμεταλλεύσιμη βόρεια πεδιάδα της Ηπείρου και της Κέρκυρας σε Ιόνιο πέλαγος. Η θέση
επιτρέπει την επισκόπηση της ανταπόκρισης των θηρευτικών-τροφοσυλλεκτικών ομάδων
στις περιβαλλοντικές μεταβολές κατά την περίοδο της κορύφωσης του Τελευταίου
Παγετώδους Επεισοδίου (Last Glacial Maximum) και τη συνακόλουθη αναπροσαρμογή των
τακτικών τους (Kotjabopoulou et al. 1999: 197).
Η ανασκαφική έρευνα έχει φέρει στο φως δεδομένα που συντελούν αφενός στην
κατανόηση των δραστηριοτήτων των ομάδων που επισκέπτονταν τη Μποΐλα και αφετέρου
για τον τρόπο οργάνωσης του χώρου των δραστηριοτήτων αυτών μέσα στη βραχοσκεπή.
Έχουν επισημανθεί δύο χώροι που λειτουργούσαν επανειλημμένως ως εστίες, οι οποίες
μαζί με τα πολυάριθμα λίθινα εργαλεία καθιστούν τη βραχοσκεπή χώρο
επαναλαμβανόμενων και συστηματικών επισκέψεων. Οι χρήστες της θέσης
χρησιμοποιούσαν ως πρώτη ύλη για τα λίθινα εργαλεία (εικ. 8 και 9) τοπικό πυριτόλιθο
μέτριας ποιότητας, τον οποίο συνέλλεγαν σε μορφή κροκάλων από τις όχθες του
Βοϊδομάτη. Το επιθυμητό προϊόν της επεξεργασίας των πυρήνων ήταν οι μικρολεπίδες, τις
οποίες με περαιτέρω επεξεργασία μετέτρεπαν σε αιχμές για δόρατα ή βέλη που
χρησιμοποιούσαν στο κυνήγι των αγριοκάτσικων. Τα υπόλοιπα λίθινα εργαλεία της θέσης
(ξέστρα, φολίδες με οξείες αιχμές) υποδεικνύουν πως πλην της χρήσης της ως θηρευτικού
σταθμού, στο χώρο της πραγματοποιούνταν δραστηριότητες που σχετίζονταν με την
εκδορά, τον τεμαχισμό, την επί τόπου κατανάλωση των θηραμάτων, αλλά και κατεργασία
των δερμάτων (Κοτζαμποπούλου, Παναγοπούλου και Αδάμ 1996: 33-4). Έχουν ανευρεθεί
επίσης, λίγα δείγματα οστέινων εργαλείων. Το διαιτολόγιο συμπλήρωναν τα ποταμίσια
ψάρια και οι κάστορες, αλλά και τα ελαφοειδή, τα οποία θηρεύονταν πιθανώς στη λεκάνη
της Κόνιτσας (Κοτζαμποπούλου, Παναγοπούλου και Αδάμ 1996: 34; Kotjabopoulou et al.
1999: 201).
9
Η βραχοσκεπή ήταν ακατάλληλη για κατοίκηση κατά τις προγενέστερες περιόδους που
συμπίπτουν με τον LGM , εξαιτίας της υψηλότερης ποτάμιας στάθμης του Βοϊδομάτη, σύμφωνα με
τις δημοσιεύσεις των Ε. Κοτζαμποπούλου, Ε. Παναγοπούλου και Ε. Αδάμ κατά τα έτη 1996 και 1999.
57
Το σπήλαιο Γράβα (Sordinas 1969: 399- 424) της Κέρκυρας (εικ. 6) αποτελεί την
τελευταία θέση της ύστερης Ανώτερης Παλαιολιθικής περιόδου στη βορειοδυτική Ελλάδα.
Όπως αναφέρθηκε και στον προηγούμενη ενότητα, η Κέρκυρα κατά την εξεταζόμενη
περίοδο αποτελούσε μέρος μιας μεγάλης πεδιάδας και ενωνόταν μέσω ξηράς με την
Ήπειρο, μέχρι να αποτελέσει νησί περίπου 9.000 χρόνια πριν από σήμερα. Η θέση
βρίσκεται κοντά στο σύγχρονο οικισμό του Αγίου Ματθαίου, σε ύψος 10 μ πάνω από τη
θαλάσσια στάθμη. Οι δοκιμαστικές τομές της δεκαετίας του 1960, από τον αρχαιολόγο
Αύγουστο Σορδίνα είχαν ως αποτέλεσμα την αποκάλυψη λίθινων εργαλείων και
ζωοαρχαιολογικών καταλοίπων της ύστερης Ανώτερης Παλαιολιθικής (Sordinas 1969: 399-
400). Οι λίθινοι πυρήνες δέχονταν επεξεργασία, η οποία είχε ως τελικό προϊόν λεπίδες και
μικρολεπίδες και η τυπολογία των εργαλείων περιλαμβάνει τύπους λεπίδων με ράχη,
τερματικά ξέστρα, γλυφίδες και επεξεργασμένες λεπίδες. Το ζωοαρχαιολογικό υλικό
περιλαμβάνει κατάλοιπα άγριων βοοειδών, ελαφοειδών και ειδών άγριων κατσικιών
(Sordinas 1969: 399-400; Σορδίνας 1996: 76).
Το σπήλαιο της Θεόπετρας (εικ. 6) βρίσκεται στη δυτική Θεσσαλία, στο δρόμο που
ενώνει τα Τρίκαλα με την Καλαμπάκα, στη βόρεια πλευρά ενός ασβεστολιθικού
σχηματισμού, ανάμεσα στο θεσσαλικό κάμπο και τους πρόποδες των βουνών της
οροσειράς της Πίνδου. Η ανασκαφή του σπηλαίου ξεκίνησε το 1987, με επικεφαλής την
αρχαιολόγο Νίνα Κυπαρίσση-Αποστολίκα (Κυπαρίσση-Αποστολίκα 2000: 17-36). Η
στρωματογραφική ακολουθία του σπηλαίου καλύπτει τη χρονική κλίμακα της Μέσης
Παλαιολιθικής έως και τη Νεολιθική περίοδο και για τις αποθέσεις που τη συνθέτουν
ευθύνονται από κοινού επαναλαμβανόμενοι φυσικοί και ανθρωπογενείς παράγοντες
(Karkanas 1999: 250). Το σπήλαιο της Θεόπετρας είναι σημαντικό αφενός διότι τεκμηριώνει
την ανθρώπινη δραστηριότητα κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική περίοδο10 στην περιοχή της
Θεσσαλίας και αφετέρου διότι τα κατάλοιπα της μεταβατικής φάσης από τη Μεσολιθική
στη Νεολιθική περίοδο δύνανται να συμβάλλουν στη συζήτηση για την αρχή της γεωργίας
στον ελλαδικό χώρο (Κυπαρίσση-Αποστολίκα 2000: 24, Kyparissi-Apostolika 1999: 233 ). Η
στρωματογραφική ακολουθία έχει υποστεί διαταραχές λόγω φυσικών και γεωλογικών
διαδικασιών, αλλά και εξαιτίας της χρήσης της από τους βοσκούς της περιοχής μέχρι
πρότινος.
10
Εξαιτίας της έλλειψης υλικών καταλοίπων της Ανώτερης Παλαιολιθικής περιόδου στην περιοχή
της Θεσσαλίας υπήρχε η άποψη για απουσία θηρευτικών τροφοσυλλεκτικών ομάδων από τα 30.000
έως και τα 9.000 χρόνια πριν από σήμερα (Runnels 1988).
58
Τα ελάχιστα αρχαιολογικά δεδομένα των επιχώσεων που συμπίπτουν με το χρονικό
διάστημα των 25.300 έως και 16.500 χρόνων πριν από σήμερα αναδεικνύουν την ελάχιστη
κλίμακα χρήσης του χώρου από τις θηρευτικές-τροφοσυλλεκτικές ομάδες (Κυπαρίσση-
Αποστολίκα 2000: 22), κάτι το οποίο πιθανώς οφείλεται στις δυσχερείς κλιματολογικές και
περιβαλλοντικές συνθήκες που επικρατούσαν κατά την περίοδο του Last Glacial Maximum
(Kyparissi-Apostolika 1999: 237). Το παραπάνω στοιχείο έρχεται σε συμφωνία με τις
παρατηρήσεις σχετικά με τις αποτρεπτικές συνθήκες σε σχέση με την ανάπτυξη
ανθρώπινης δραστηριότητας κατά τις πρώτες χιλιετίες της Ανώτερης Παλαιολιθικής
(Kαρκάνας και Wiener 2000: 39; Karkanas 2001: 373-99).
Ο αριθμός των λίθινων συνόλων που εντοπίστηκαν στη Θεόπετρα και έχουν
αποδοθεί στη ύστερη Ανώτερη Παλαιολιθική περίοδο είναι μικρός και υποδεικνύει την
περιορισμένη δραστηριότητα των θηρευτικών-τροφοσυλλεκτικών ομάδων στο χώρο του
σπηλαίου (Αδάμ 2000: 164; Adam 1999b: 266), εν συγκρίσει με άλλες θέσεις της ίδιας
περιόδου όπως το Ασπροχάλικο (Adam 1989: 59-102), η Καστρίτσα (Adam 1989: 104-220),
το Κλειδί (Adam 1989: 224-47; Roubet 1997: 125- 80), η Μποΐλα (Kotjabopoulou et al. 1999:
196-210) και το Φράγχθι στην Αργολίδα (Perlès 1987, 1990: 3-93). Τα λίθινα σύνολα της
59
περιόδου χαρακτηρίζονται από τη σπανιότητα πυρήνων και την παρουσία φολίδων,
μικρολεπίδων και λίγων λεπίδων (εικ. 10), ενώ η τυπολογία των εργαλείων περιλαμβάνει
τερματικά ξέστρα, μικρολεπίδες με ράχη, μικρολεπιδικά εργαλεία και λίγες κολοβώσεις
(Αδάμ 2000: 164). Εν αντιθέσει με τους πυρήνες ραδιολαρίτη, τα περισσότερα εργαλεία
είναι κατασκευασμένα σε τύπους πυριτόλιθου που είναι γνωστοί από θέσεις της ίδιας
περιόδου στην Ήπειρο (Αδάμ 2000: 165; Adam 1999b: 267). Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός
ότι σε συγκεκριμένο σημείο της ανασκαφής (Τοίχος Ε), εντοπίστηκε μια πλούσια
συγκέντρωση πυριτολιθικών εργαλείων μαζί με τρυπημένους κυνόδοντες ελαφιών,
παρόμοιους με αυτούς που βρέθηκαν στις επιχώσεις της ίδιας περιόδου στο Κλειδί (Bailey
et al. 1986: 17; Kyparissi-Apostolika 1999: 236).
Η τελευταία θέση στην οποία έχουν εντοπιστεί κατάλοιπα της ύστερης φάσης της
Ανώτερης Παλαιολιθική περιόδου, είναι το Φράγχθι της Αργολίδας (εικ. 6). Η αρχή της
συγκεκριμένης φάση τοποθετείται χρονικά στην 23η- 22η χιλιετία πριν και συμπίπτει με την
λίθινη φάση II, ενώ το τέλος της οριοθετείται από την λίθινη φάση VI κατά την 11η χιλιετία
πριν από σήμερα (Perlès 1999: 312-4). Τα λίθινα κατάλοιπα που συσχετίζονται με τη φάση ΙΙ
περιλαμβάνουν μικρολεπίδες με ράχη, τερματικά ξέστρα, εγκοπές και εργαλεία με
πλευρική επεξεργασία. Στα κατάλοιπα της φάσης ΙΙ περιλαμβάνονται οστά ιππίδων και
ελαφοειδών (Payne 1975: 122), όπως επίσης και μη απανθρακωμένοι σπόροι λιθόσπερμου
και αρκάννας (Hansen 1991: 105). Η μετάβαση στη φάση ΙΙΙ γίνεται με ομαλό τρόπο και το
μόνο στοιχείο που διαφοροποιείται σε σχέση με την προηγούμενη είναι στη διαμόρφωση
της ράχης των λεπίδων (η ράχη γίνεται από διπλή, μονή), χωρίς, όμως η παραπάνω
διαφορά να συνοδεύεται από μεταβολές στον τρόπο επεξεργασίας της πρώτης ύλης
(Perlès 1999: 312). Τα λίγα αρχαιολογικά κατάλοιπα των φάσεων ΙΙ και ΙΙΙ υποδηλώνουν τη
σποραδικότητα της χρήσης του σπηλαίου από τις ομάδες θηρευτών-τροφοσυλλεκτών ως
κυνηγετικός σταθμός για την εξασφάλιση τροφής (Perlès 1999: 312).
60
Η φάση IV, ακολουθεί τις δύο προηγούμενες κατόπιν διακοπής της
στρωματογραφικής ακολουθίας (Farrand 1993) και χρονολογείται στα 14.000 χρόνια πριν
από σήμερα (Perlès 1999: 314). Οι λεπίδες με ράχη συνεχίζουν να κατέχουν την αριθμητική
υπεροχή μεταξύ των λίθινων εργαλείων, χωρίς, όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν
παρατηρούνται μεταβολές στην επεξεργασία και την τυπολογία των δεδομένων σε σχέση
με τις προηγούμενες φάσεις. Χρησιμοποιείται πλέον η μικρογλυφίδα για την επεξεργασία
της ακμή των λεπίδων και οι μικρογλυφίδες αγγίζουν το ποσοστό του 30%. Οι μεταβολές
στην τυπολογία περιλαμβάνουν την εμφάνιση των αιχμών “La Mouillah”. Επίσης,
παρατηρούνται διαφοροποιήσεις στη σύνθεση των αρχαιοβοτανικών και
ζωοαρχαιολογικών καταλοίπων, τα οποία αναδεικνύουν ένα μεγαλύτερο εύρος διαθέσιμων
εκμεταλλευόμενων πηγών από τους θηρευτές-τροφοσυλλέκτες του Φράγχθι,
περιλαμβάνοντας σπόρους και καρπούς αμυγδάλων, αχλαδιών, σταφυλιού, φιστικιών,
άγριων μορφολογικά δημητριακών και οσπρίων, όπως επίσης και οστά άγριων
μορφολογικά βοοειδών και αίγαγρων (Payne 1975: 120- 31, 1982: 133-6). Η φύση των
καταλοίπων αναδεικνύει μια κατασκήνωση ομάδας θηρευτών-τροφοσυλλεκτών με σκοπό
την εξασφάλιση και επί τόπου κατανάλωση φυτικών και ζωικών τροφών διαθέσιμων στην
περιοχή γύρω από το σπήλαιο (Perlès 1999: 314).
61
V, φαίνεται να προέκυψαν ως αποτέλεσμα της σκόπιμης συλλογής (Shackleton 1988). Κατά
την ίδια περίοδο η εξάπλωση της θαμνώδους βλάστησης γύρω από το χώρο του σπηλαίου
αποτέλεσε ιδανικό περιβάλλον για τα μορφολογικά άγρια γουρούνια και τα ελαφοειδή.
Κρίνοντας με βάση την αύξηση των οστών τους στη συλλογή των ζωικών καταλοίπων της
φάσης V, φαίνεται πως αποτέλεσαν θηράματα των ομάδων που χρησιμοποιούσαν το χώρο
του σπηλαίου, παράλληλα με τα είδη των ιππίδων και των βοοειδών, η κατανάλωση των
οποίων μειώνεται συγκριτικά με την προηγούμενη φάση. Η μετάβαση στην φάση VI, την
τελευταία της ύστερης Ανώτερης Παλαιολιθικής εντάσσεται χρονικά στην αρχή της 11ης
χιλιετίας πριν από σήμερα και σηματοδοτείται από μεταβολές στην τυπολογία των λίθινων
εργαλείων με την πρόσθεση γεωμετρικών λίθινων εργαλείων, μυλόλιθων και οστέινων
εργαλείων, αλλά και από την παρουσία μηλιακού οψιανού (Perlès 1987, 1999: 314).
Η Μεσολιθική περίοδος στον ελλαδικό χώρο ξεκινά περίπου το 9.000 π.Χ και το τέλος της
οριοθετείται από την εμφάνιση των πρώτων γεωργικών κοινοτήτων, γύρω στο 7.000 π.Χ.
Παρεμβάλλεται μεταξύ των περιόδων της Ανώτερης Παλαιολιθικής και της Νεολιθικής και η
μελέτη της έχει ιδιαίτερη σημασία για τη διερεύνηση των αρχών της δεύτερης. Επί της
ουσίας, ο θηρευτικός- τροφοσυλλεκτικός τρόπος ζωής της προηγούμενης περιόδου δεν
μεταβάλλεται, αλλά παρατηρούνται διαφοροποιήσεις ως προς τα επιμέρους
χαρακτηριστικά του. Πιο συγκεκριμένα, οι θηρευτικές-τροφοσυλλεκτικές ομάδες που
δραστηριοποιούνται κατά τις αρχές του Ολόκαινου, εκμεταλλεύονται μεγαλύτερο εύρος
πηγών, αφού πέρα από τα χερσαία θηλαστικά που αποτελούσαν τη βάση της διατροφής
κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική περίοδο, αξιοποιούν τις φυτικές τροφές και
συμπεριλαμβάνουν στη διατροφή τους ψάρια και όστρεα, όπως υποδεικνύουν τα
δεδομένα των μεσολιθικών στρωμάτων από τις θέσεις Φράγχθι (εικ. 11) (Rose 1995: 21-6;
Shackleton 1988), Σιδάρι (εικ. 11) (Sordinas 1970, 2003: 87-97), σπήλαιο Κύκλωπα (εικ. 11)
(Mylona 2003: 181-8) .
62
αντιπροσωπεύουν, σε συνδυασμό με τη μικρή πληθυσμιακή πυκνότητα (Galanidou and
Perlès 2003: 30-1; Runnels 1995; Perlès 2001).
63
Ήδη από τις τελευταίες χιλιετίες της Ανώτερης Παλαιολιθικής στο σπήλαιο του
Φράγχθι (εικ. 11) παρουσιάζονται στοιχεία, όπως είναι η εντατικοποίηση της συλλογής
άγριων μορφολογικά φυτών (Hansen 1991: 109-17) χερσαίων και θαλάσσιων οστρέων
(Shackleton 1988) και η αύξηση του ποσοστού των οστών που προήλθαν από την
κατανάλνωση άγριων γουρουνιών και ελαφιών (Payne 1975: 122).Τα στοιχεία αυτά
εντοπίζονται και κατά την Κατώτερη Μεσολιθική περίοδο, παρόλο που αυτή ακολουθεί την
προηγούμενή της μετά από στρωματογραφικό κενό της τάξης των 650 χρόνων (Farrand
2003: 74). Οι διαφοροποιήσεις σε σχέση με τα περιβαλλοντικά, κλιματολογικά και
γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά της ευρύτερης περιοχής γύρω από το Φράγχθι είχαν
προκύψει άλλωστε κατά τη χρονική περίοδο των τελευταίων χιλιετιών του Πλειστόκαινου
και έτσι καθίσταται πιθανό τα στοιχεία της Μεσολιθικής σε στρώματα της Ανώτερης
Παλαιολιθικής να οφείλονται στις διαφοροποιήσεις αυτές (Perlès 1999: 315). Πιο
συγκεκριμένα, κατά τα τέλη της Ανώτερης Παλαιολιθικής περιόδου η βλάστηση της
περιοχής χαρακτηρίστηκε από την παρουσία χαμηλών θάμνων, η οποία στήριζε την ύπαρξη
πληθυσμών αγριόχοιρων και ελαφιών (Perlès 2001: 28).
64
της θάλασσας- έλευση νέων πληθυσμών, οι οποίοι ήταν ξένοι προς τις ομάδες που
δραστηριοποιήθηκαν στο σπήλαιο κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική περίοδο.
Κατά την Κατώτερη Μεσολιθική περίοδο, δινόταν λίγη σημασία στην επιλογή της
πρώτης ύλης, με αποτέλεσμα αυτή να είναι χαμηλής ποιότητας. Η επεξεργασία της πρώτης
ύλης για την παραγωγή λίθινων εργαλείων γινόταν με μαλακό, λίθινο κρουστήρα, με την
τεχνική της άμεσης κρούσης (Perlès 1987, 2003a: 82). Η τυπολογία των εργαλείων
περιελάμβανε εκτός των ελάχιστων μικρολιθικών κομματιών, επεξεργασμένες φολίδες,
οδοντωτά, εγκοπές και τερματικά ξέστρα (εικ. 12), όπως και κατά την Ανώτερη
Παλαιολιθική περίοδο (Perlès 1987, 1999: 314, 2003a: 82). Η πλειονότητα των εργαλείων
χρησιμοποιήθηκε σε εργασίες που σχετίζονταν με την επεξεργασία ξύλου και καλαμιών
(Vaughan 1990), ενώ παρόμοιοι τύποι έχουν εντοπιστεί και σε άλλες θέσεις της Μεσόγειου.
Συνήθως, στις θέσεις αυτές αναδεικνύεται ο σαφής προσανατολισμός των χρηστών σε
δραστηριότητες που σχετίζονται με την συλλογή φυτικών ειδών. Σε κοντινή απόσταση με
τις θέσεις των συλλεκτών έχουν εντοπιστεί θέσεις θηρευτών, στις οποίες αφθονούν τα
μικρολιθικά εργαλεία (Perlès 2003a: 82). Έτσι λοιπόν, η διαφοροποίηση των στοιχείων των
λίθινων εργαλείων στο Φράγχθι ίσως είναι δηλωτική της φύσης των δραστηριοτήτων που
λάμβαναν χώρα στο σπήλαιο, όπως η επεξεργασία ξύλων και όχι ενός κύματος μετακίνησης
νέου πληθυσμιακού στοιχείου.
65
Τα διατροφικά κατάλοιπα αναδεικνύουν το σημαντικό ρόλο που έπαιζαν οι
χερσαίες πηγές στην καθημερινότητα των χρηστών του σπηλαίου. Τα κατάλοιπα των
φυτικών ειδών παρουσιάζουν αύξηση σε ποσότητα και ποικιλία. Διακρίνεται μια σαφής
αριθμητική υπεροχή των καρπών και των φρούτων, ενώ ανάμεσα στα κατάλοιπα υπάρχουν
σπόροι άγριας φακής και άγριας βρώμης (Ηansen 1991: 129). Όπως φαίνεται από τα ζωικά
κατάλοιπα των στρωμάτων της Κατώτερης Μεσολιθικής, τα κόκκινα ελάφια και σε
μικρότερο βαθμό οι αγριόχοιροι, οι λαγοί, τα πτηνά και οι αλεπούδες αποτελούσαν πηγές
ζωικής πρωτεΐνης (Payne 1975: 122). Τα κατάλοιπα θαλάσσιων οστρέων υποδεικνύουν τις
συστηματικές επισκέψεις των θηρευτικών-τροφοσυλλεκτικών ομάδων της Κατώτερης
Μεσολιθικής στην ακτή για τη συλλογή τους (Deith and Shackleton 1988, table 6).
66
κοπής (Perlès 1999: 317). Την εργαλειοθήκη των χρηστών της Ανώτερης Μεσολιθικής
συμπληρώνουν τύποι που απαντούν και στην προηγούμενη φάση, όπως τερματικά ξέστρα,
οδοντωτά εργαλεία, φολίδες με επεξεργασία και εγκοπές (Perlès 2003a: 82).
Όπως φάνηκε από τις παραπάνω παραγράφους η αλίευση και η κατανάλωση του
τόνου χρησιμοποιήθηκε από τις θηρευτικές-τροφοσυλλεκτικές ομάδες της συγκεκριμένης
χρονικής φάσης για την εξασφάλιση ενός μεγάλου μέρους ζωικής πρωτεΐνης. Το
διαιτολόγιο των χρηστών του σπηλαίου κατά την Ανώτερη Μεσολιθική περίοδο
συμπλήρωναν τα κόκκινα ελάφια και οι αγριόχοιροι που εξασφαλίζονταν μέσω της
θηρευτικής δραστηριότητας (Payne 1975: 122). Η συλλογή φυτικών ειδών παρουσιάζεται
μειωμένη σε σχέση με την προηγούμενη φάση, εντούτοις φαίνεται πως παίζει ακόμα
εξαιρετικά σημαντικό ρόλο στην εξασφάλιση διατροφικών ειδών των μεσολιθικών
θηρευτών-τροφοσυλλεκτών. Άλλωστε, δεν υπάρχουν ενδείξεις πως η αλιευτική
δραστηριότητα διήρκησε για παραπάνω από μερικές εκατονταετίες. Τα ραδιοχρονολογικά
δεδομένα την τοποθετούν στο πρώτο μισό της 8ης χιλιετίας π. Χ, αλλά οι πιθανότερες
χρονολογήσεις συγκεντρώνονται μεταξύ του 7.850 και του 7.700 π. Χ (Perlès 2003a: 81)
67
όστρεα. Όπως προαναφέρθηκε, τα ευρήματα που αποκαλύφθηκαν στα στρώματα αυτής
της χρονικής φάσης είναι ελάχιστα και το εύρος των καταλοίπων είναι πολύ στενό. Τα άγρια
μορφολογικά δημητριακά και όσπρια εντοπίζονται σπάνια και είναι δύσκολο να θεωρηθούν
ως δείγμα συνέχειας και σχέσης της Τελικής Μεσολιθικής με την επόμενη περίοδο, τη
Νεολιθική (Hansen 1999: 156).
Στο σύνολό τους, τα δεδομένα του σπηλαίου του Φράγχθι, προσφέρουν μια γενική
εικόνα της μεσολιθικής οικονομίας, διότι δεν υπάρχουν ενδείξεις για την αδιάλειπτη χρήση
του χώρου και της ευρύτερης περιοχής γύρω από αυτόν. Αντιθέτως, η κάθε χρονική φάση
της Μεσολιθικής περιόδου φαίνεται πως διαρκεί μόνο για μερικές εκατονταετίες και η
διαδοχή τους γίνεται πάντα μετά από στρωματογραφική διακοπή που πιθανώς υποδεικνύει
την εγκατάλειψη ή τη μειωμένη δραστηριότητα στο χώρο του σπηλαίου (Farrand 2003: 69-
78). Ακόμη, τα δεδομένα δεν επαρκούν, ούτως ώστε να στηριχθεί η υπόθεση για μια
μεσολιθική οικονομία πρωτίστως προσανατολισμένη στην εκμετάλλευση θαλάσσιων
πηγών, όπως είναι τα ψάρια και τα όστρεα (Perlès 2003a: 81). Οι θηρευτικές-
τροφοσυλλεκτικές ομάδες που χρησιμοποίησαν το σπήλαιο κατά τη Μεσολιθική περίοδο
στηρίχθηκαν σε μια οικονομία που θεμελιώθηκε στην εκμετάλλευση μεγάλου εύρους
πηγών και περιελάμβανε είδη με χαμηλή ενεργειακή και πρωτεϊνική αξία (τα
επονομαζόμενα r- selected είδη). Παρόλα αυτά όταν παρατήρησαν πως η αλιεία τους έδινε
τη δυνατότητα της εξασφάλισης μεγάλης ποσότητας ειδών, οι μεσολιθικοί θηρευτές-
τροφοσυλλέκτες απέδειξαν πως μπορούν να αναπροσαρμόσουν τις πρακτικές τους και να
εκμεταλλευτούν μια απαιτητική διατροφική πηγή. Βέβαια, η αναπροσαρμογή αυτή εγείρει
το ερώτημα της σχέσης της συγκεκριμένης ομάδας με τις προηγούμενες και τις επόμενες
χρονικά, οι οποίες δεν αξιοποίησαν την αλιεία ως δραστηριότητα εξασφάλισης τροφής
(Perlès 2003a: 81).
Το Σπήλαιο 1, του φαραγγιού της Κλεισούρας (εικ. 11), το οποίο αναφέρθηκε και
στην προηγούμενη ενότητα, αποτελεί τη δεύτερη θέση της Μεσολιθικής περιόδου στην
περιοχή της Πελοποννήσου. Η ανασκαφή της δεκαετίας του 1990 από την Κουμουζέλη και
τον Kozlowski έφερε στο φως υλικά κατάλοιπα της Μεσολιθικής περιόδου στα στρώματα 3
έως 6 (Κουμουζέλη και Kozlowski 1996: 62; Koumouzelis et al. 2001: 517; Koumouzelis et al.
2003: 113). Τα στρώματα της Μεσολιθικής περιόδου χαρακτηρίζονται από την σπανιότητα
μικρολιθικών εργαλείων και από την παρουσία λιθοτεχνίας σε φολίδες (Koumouzelis et al.
2001: 522). Οι μεσολιθικοί χρήστες του σπηλαίου προτιμούσαν τοπικές πρώτες ύλες,
ιδιαίτερα δύο τύπους ραδιολαρίτη, κακής ποιότητας (Koυμουζέλη και Kozlowski 1996: 62),
68
τον R1 και τον R2 και σε μικρότερο βαθμό δύο τύπους πυριτόλιθου (Koumouzelis et al.
2003: 113) Οι παραπάνω πρώτες ύλες εντοπίστηκαν στα μεσολιθικά στρώματα στη μορφή
των πυρήνων αλλά και στη μορφή των τελικών προϊόντων της επεξεργασίας των πρώτων
(Koumouzelis et al. 2003: 113).
69
Είναι δυνατό να παρατηρηθούν ομοιότητες μεταξύ των λίθινων εργαλείων του
Σπηλαίου 1 και αυτών της Κατώτερης Μεσολιθικής του Φράγχθι, κυρίως ως προς τη
μορφολογία των εργαλείων σε φολίδες, τις φολίδες με ράχη και τις μικρές λεπίδες (Perlès
1990, figs 6, 7). Οι λεπίδες τύπου Sauveterre δεν έχουν εντοπιστεί στο προαναφερθέν
στρώμα του Φράγχθι. Τα νεώτερα χρονολογικά στρώματα του Σπηλαίου 1, 3 και 5,
παρουσιάζουν ομοιότητες με τα στρώματα της Ανώτερης και της Τελικής Μεσολιθικής του
Φράγχθι στα εργαλεία που έχουν κατασκευαστεί σε φολίδες και στους μικρόλιθους.
Παρατηρούνται επίσης και διαφοροποιήσεις, όπως η προαναφερθείσα, αλλά και η απουσία
των «τραπεζίων» που χαρακτηρίζουν την Ανώτερη Μεσολιθική του Φράγχθι, από τα
ανώτερα μεσολιθικά στρώματα του Σπηλαίου 1 (Koumouzelis et al. 2003: 118). Επειδή δεν
υπάρχουν διαθέσιμες ραδιοχρονολογήσεις για τα νεώτερα χρονολογικά στρώματα του
Σπηλαίου 1 είναι δύσκολο να προκύψει συμπέρασμα σε σχέση με τις διαφοροποιήσεις των
λίθινων καταλοίπων αυτού και του Φράγχθι, δηλαδή εάν οι διαφορές των εργαλείων
σχετίζονται με ζητήματα πρακτικών στη θηρευτική δραστηριότητα ή εάν οφείλονται στη
χρονική απόσταση που έχουν μεταξύ τους οι δύο θέσεις. Σε περίπτωση που τα αντικείμενα
από ξανθό πυριτόλιθο αναδεικνύουν όντως τη σχέση των θηρευτικών-τροφοσυλλεκτικών
ομάδων με τις γεωργικές της αργολικής πεδιάδας, τότε τα στρώματα 3 και 5 συμπίπτουν
χρονικά με τη φάση X, την Αρχαιότερη Νεολιθική του σπηλαίου του Φράγχθι (Koumouzelis
et al. 2003: 118; Κουμουζέλη και Kozlowski 1996: 62).
Το σπήλαιο Ulbrich (εικ. 11) βρίσκεται στον κόλπο του Ναυπλίου, όμως η ακριβής
γεωγραφική θέση του είναι άγνωστη σήμερα. Ανασκάφηκε από τον αυστριακό αρχαιολόγο
Adalbert Markovits (Galanidou 2003: 99). Ο ανασκαφέας αναγνώρισε στη θέση ένα στρώμα
ωρινάκιας και ένα στρώμα προχωρημένης σε χρονολογία μαγδαλήνιας λιθοτεχνίας με
κριτήριο τα μεγάλα μεγέθη των εργαλείων. Λίγα δεδομένα είναι γνωστά για το σπήλαιο του
Ulbrich, καθώς ο Markovits αναφέρθηκε σε αυτό συζητώντας τη φάση της «Μεγαρικής»
Παλαιολιθικής, η οποία θα αναφερθεί παρακάτω και θεώρησε πως το σπήλαιο
χρησιμοποιήθηκε νωρίτερα από την άλλη θέση που ανάσκαψε, τη βραχοσκεπή του Ζαΐμη
(Galanidou 2003: 107).
70
ευρήματα που αναδεικνύουν όλο το φάσμα της επεξεργασίας των πρώτων υλών, προέκυψε
πως εάν όχι όλα, τουλάχιστον ένα μεγάλο ποσοστό των εργαλείων κατασκευάστηκε επί της
θέσης. Οι πρώτες ύλες που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή των εργαλείων του
Ulbrich ήταν πυριτόλιθος και χαλαζίας μέτριας ποιότητας. Τόσο η πηγή του πυριτόλιθου,
όσο και η πηγή του χαλαζία ήταν διαθέσιμες στην ευρύτερη περιοχή γύρω από το σπήλαιο
(Galanidou 2003: 107). Ο χαλαζίας και ο πυριτόλιθος δεν ήταν οι μόνες πρώτες ύλες που
χρησιμοποιήθηκαν, αφού έχουν εντοπιστεί και εργαλεία από άλλους τύπους πυριτόλιθου,
ίασπι και οψιανού (Galanidou 2003: 107). Το χαρακτηριστικό στοιχείο των λίθινων
καταλοίπων που αποκαλύφθηκαν στο σπήλαιο του Ulbrich είναι η έντονη παρουσία
φολίδων. Το στοιχείο αυτό έχει προκαλέσει προβληματισμό διότι αν και έχουν
αποκαλυφθεί πυρήνες από τους οποίους αποκολλήθηκαν φολίδες, οι πυρήνες που
χρησιμοποιήθηκαν για την εξαγωγή λεπίδων είναι περισσότεροι. Το στρώμα ΙΙΙ
περιελάμβανε φολίδες με γραμμική επεξεργασία, οι οποίες ανέρχονται σε ποσοστό 38, 5 %
και γεωμετρικούς μικρόλιθους σε ποσοστό 19, 04 %. Επίσης, στο ίδιο στρώμα εντοπίστηκε
μια μικρή λεπίδα με ράχη και μια αιχμή τύπου Sauveterre (Galanidou 2003: 108).
Η βραχοσκεπή Ζαΐμη (εικ. 11) ανασκάφθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1920 από
τον Adalbert Markovits. Ένα μέρος των δεδομένων και των συμπερασμάτων της
ανασκαφικής έρευνας δημοσιεύθηκε από τον ανασκαφέα πριν από το Β΄ Παγκόσμιο
πόλεμο (1932; 1933) και ακολούθησε ακόμα μία δημοσίευση από τον Tellenbach το 1983.
Τα λίθινα κατάλοιπα της θέσης επανεξετάστηκαν πρόσφατα από τη Γαλανίδου (Galanidou
71
2003: 101-7). Η βραχοσκεπή αυτή, ήταν ένας ασβεστολιθικός σχηματισμός στην περιοχή
μεταξύ των Μεγάρων και της Κινέττας στη Αττική. Πιστεύεται πως η θέση καταστράφηκε
κατά τη διάρκεια της κατασκευής της οδικής αρτηρίας που ενώνει σήμερα την Αθήνα με την
Κόρινθο. Πιθανότατα, η βραχοσκεπή είχε ορατότητα προς το Σαρωνικό κόλπο και βρισκόταν
περίπου 138 m ψηλότερα από τη στάθμη της θάλασσας. Σύμφωνα με τον Markovits, το
πλάτος της κυμαινόταν από 2 έως 5 m και το βάθος της άγγιζε τα 9 μ.. Η ανασκαφή ξεκίνησε
το φθινόπωρο του 1928 και διήρκησε για έξι εβδομάδες, ενώ το φυσικό δάπεδο της
βραχοσκεπής εντοπίστηκε σε βάθος 2,10 m. Κατά τη διάρκεια της ανασκαφής
αναγνωρίστηκαν δέκα ανασκαφικές ενότητες (Ι έως Χ). Αν και οι ρίζες των φυτών είχαν
εισχωρήσει στα αρχαιολογικά στρώματα με αποτέλεσμα την αναμόχλευση των
αντικειμένων που περιείχε το κάθε ένα από αυτά, τα στρώματα της εξεταζόμενης περιόδου
δεν διαταράχτηκαν λόγω της μεγάλης απόστασης που είχαν από την επιφάνεια του
εδάφους (Galanidou 2003: 101).
72
Η παρουσία των μικρογλυφίδων υποδεικνύει τη χρήση της τεχνικής της
μικρογλυφίδας στην κατασκευή των λίθινων εργαλείων, στοιχείο που χρήζει προσοχής. Η
συγκεκριμένη τεχνική αναγνωρίζεται σε αρκετές θέσεις της Ανώτερης Παλαιολιθικής
περιόδου στον ελλαδικό χώρο. Οι μικρογλυφίδες είναι παρούσες στα στρώματα της
Ανώτερης Παλαιολιθικής στο Φράγχθι (Perlès 1999: 315), αλλά σχεδόν εκλείπουν ήδη κατά
την κατώτερη φάση της Μεσολιθικής. Το ίδιο μπορεί να παρατηρηθεί στα στρώματα που
χρονολογούνται στις αρχές του Ολόκαινου στο Σπήλαιο 1 της Κλεισούρας (Koumouzelis et
al. 2003: 115), ενώ δεν υπάρχουν ενδείξεις για τη χρήση της τεχνικής της μικρογλυφίδας
στο μεσολιθικό στρώμα της Θεόπετρας (Adam 1999: 267).
Με βάση τα παραπάνω, είναι πιθανό, αν και όχι επιβεβαιωμένο, πως η τεχνική της
μικρογλυφίδας είχε σταματήσει να χρησιμοποιείται από τους θηρευτές-τροφοσυλλέκτες
του ελλαδικού χώρου, ήδη από τις αρχές της Μεσολιθικής περιόδου. Σε περίπτωση που
αυτό ισχύει, τότε τα στρώματα VII έως ΙΧ της βραχοσκεπής του Ζαΐμη θα έπρεπε να
χρονολογηθούν στην Ανώτερη Παλαιολιθική περίοδο, λόγω της παρουσίας των
μικρογλυφίδων. Από την άλλα πλευρά, όμως, η παρουσία των μικρογλυφίδων ίσως συνιστά
τη συνέχιση των πρακτικών της Ανώτερης Παλαιολιθικής περιόδου από τις θηρευτικές-
τροφοσυλλεκτικές ομάδες της Μεσολιθικής και η βραχοσκεπή του Ζαΐμη να αποτελεί
εξαίρεση που διαφοροποιείται από το γενικό «κανόνα» μέσα στο πλαίσιο των μεσολιθικών
θέσεων (Galanidou 2003: 106). Παρόλα αυτά, λαμβάνοντας υπόψιν τη γειτνίαση της
βραχοσκεπής Ζαΐμη με τις θέσεις της Αργολίδας, το Φράγχθι και το Σπήλαιο 1 φαίνεται
πιθανότερη η εκδοχή της χρονολόγησης της θέσης στην Ανώτερη Παλαιολιθική και όχι η
χρήση διαφορετικών πρακτικών για την επεξεργασία των λίθινων εργαλείων και των
μικρόλιθων. Πάλι, όμως, το ζήτημα αυτό δεν απλουστεύεται γιατί στα στρώματα της
βραχοσκεπής δεν έχουν εντοπιστεί λεπίδες με ράχη, οι οποίες αποτελούν το
χαρακτηριστικό εργαλειακό τύπο της Ανώτερης Παλαιολιθικής περιόδου, αλλά αντιθέτως
υπάρχουν μικρόλιθοι (Galanidou 2003: 106).
73
στα μεσολιθικά στρώματα του Φράγχθι ο συγκεκριμένος τύπος εργαλείου, γνωρίζει μεν μια
ραγδαία πτώση στη συχνότητα της χρήσης του, δεν εκλείπει ,όμως, πλήρως11 (Perlès
1990:114, 2003a: 80). Στο μεσολιθικό στρώμα του Σιδαριού δεν συμβαίνει το ίδιο, αφού οι
λεπίδες με ράχη απουσιάζουν πλήρως (Sordinas 1970, 2003: 89-97). Τα παραπάνω στοιχεία
αναδεικνύουν την επιλεκτική χρήση του συγκεκριμένου τύπου, η οποία πιθανώς οριζόταν
από παράγοντες που σχετίζονταν με τις δραστηριότητες που λάμβαναν χώρα στην εκάστοτε
θέση και τις θηρευτικές πρακτικές (Galanidou 2003: 106).
Το σπήλαιο της Θεόπετρας (εικ. 11) αποτελεί τη μόνη μεσολιθική θέση που υπάρχει
στην ενδοχώρα του ελλαδικού χώρου (Θεσσαλία). Το μεσολιθικό στρώμα βρίσκεται πάνω
σε απόθεση της τελευταίας παγετώδους περιόδου (Karkanas et al. 1999: 1171- 80). Το
στρώμα που περιλαμβάνει υλικό της Μεσολιθικής περιόδου δεν είναι ομοιόμορφα
κατανεμημένο στον εσωτερικό χώρο του σπηλαίου, καθώς δεν εντοπίζεται στην κεντρική
περιοχή του (Kyparissi-Apostolika 2003: 189). Οι επιχώσεις που συνιστούν το μεσολιθικό
11
Συγκεκριμένα, το ποσοστό των λεπίδων με ράχη στη φάση VI του Φράγχθι ανέρχεται στο 36, 5 %,
ενώ στη φάση VII (Κατώτερη Μεσολιθική) το ποσοστό είναι μόλις 6 % (Perles 2003a: 80).
74
στρώμα του σπηλαίου της Θεόπετρας αντικατοπτρίζουν τη χρονική περίοδο των 12.000 έως
και 8.000 χρόνων πριν από σήμερα, η οποία σημαδεύτηκε από υγρές κλιματολογικές
συνθήκες και υψηλότερες θερμοκρασίες και αποτελεί τη μετάβαση από τη γεωλογική
περίοδο του Πλειστόκαινου σε αυτήν του Ολόκαινου. H μετάβαση από τη μία γεωλογική
περίοδο στην επόμενη διακόπηκε από το κλιματικό επεισόδιο της «Νεαρής Δρυάδος» που
χαρακτηρίστηκε από επιστροφή σε ψυχρές και ξηρές συνθήκες και άφησε το αποτύπωμα
του στο σπήλαιο της Θεόπετρας σε ένα στρώμα καύσης των 11.500 χρόνων πριν από
σήμερα (Kαρκάνας και Wiener 2000: 41; Kyparissi Apostolika 2003: 189). Είναι γνωστό, ότι
τα αρχαιολογικά στρώματα του σπηλαίου της Θεόπετρας παρουσιάζουν σοβαρή διατάραξη
εξαιτίας των υδάτων που εισέβαλλαν από τους καρστικούς σχηματισμούς (Kyparissi-
Apostolika and Kotzamani 2005: 174). Το αποτέλεσμα της διαδικασίας αυτής είναι να μην
υπάρχει σαφής διάκριση μεταξύ της Μεσολιθικής και της Αρχαιότερης Νεολιθικής
περιόδου.
75
μελέτη των λίθινων αντικειμένων δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη, όμως με βάση τα στοιχεία
που έχουν δημοσιευθεί είναι δυνατό να ειπωθεί πως τα μεσολιθικά εργαλεία από το
σπήλαιο της Θεόπετρας δεν ακολουθούν το μοντέλο άλλων ευρωπαϊκών θέσεων. Με άλλα
λόγια, δεν αποτελούν μια τυπική συλλογή λίθινων αντικειμένων που θυμίζουν αυτά μιας
αντίστοιχης χρονολογικά θέσης του ευρωπαϊκού χώρου. Τα εργαλεία της Θεόπετρας,
σύμφωνα με την Αδάμ (Adam 1999b: 269) παρουσιάζουν ομοιότητες με αυτά της Ανώτερης
Μεσολιθικής του Φράγχθι (Αδάμ 2000: 165; Perlès 1990: 43-83), όμως η τυπολογία τους
είναι πιο περιορισμένη εν συγκρίσει με τα δεδομένα της δεύτερης θέσης (Adam 1999b:
269). Επίσης, διακρίνεται η υπεροχή των φολίδων, όπως συμβαίνει και στα μεσολιθικά
εργαλεία από τη θέση Σιδάρι (Αδάμ 2000: 165).
76
προγόνου, όπως επίσης και των συγκεκριμένων εξημερωμένων μορφών από άλλες
παλαιότερες και σύγχρονες της Θεόπετρας θέσεις, αλλά και από τα παλιότερα στρώματα
της ίδιας της θέσης (Kyparissi-Apostolika and Kotzamani 2005). Είναι πιθανό η παρουσία
των καταλοίπων αυτών στο μεσολιθικό στρώμα να οφείλεται στην εισχώρηση του
συγκεκριμένου είδους από το αρχαιολογικό στρώμα της Αρχαιότερης Νεολιθικής
περιόδου12, όπως πιθανολογείται και για τα όστρακα που προαναφέρθηκαν.
Σύμφωνα με τις έρευνες του Bottema στην περιοχή της Θεσσαλίας (1979: 29-40),
φαίνεται πως περίπου 10.600 χρόνια πριν από σήμερα, οι κλιματολογικές συνθήκες ήταν
λιγότερο δυσχερείς συγκριτικά με αυτές που επικρατούσαν κατά την περίοδο που διήρκησε
η φάση Last Glacial Maximum και επέτρεψαν την εξάπλωση της δασικής βλάστησης και των
φυλλοβόλων φυτών. Τα συμπεράσματα της μελέτης του Bottema συμπίπτουν με αυτά της
ανθρακολογικής μελέτης των καταλοίπων της Θεόπετρας, η οποία διενεργήθηκε από τη
Μαρία Ντίνου (2000: 69-80) και επιβεβαιώνει την παρουσία φυλλοβόλων ειδών, όπως η
φτελιά και η βελανιδιά (Ντίνου 2000: 71). Η εικόνα της βλάστησης της περιόδου των αρχών
του Ολόκαινου, έτσι όπως μεταφέρεται από τις έρευνες του Bottema και της Ντίνου,
επιβεβαιώνεται και από τη συλλογή των καταλοίπων των ζωικών οστών. Πιο συγκεκριμένα,
οι ανασκαφείς του σπηλαίου έχουν εντοπίσει κατάλοιπα οστών από αγριόχοιρο, ζωικό
είδος που εντοπίζεται σε περιοχές με δασική κάλυψη (Rowley-Conwy and Newton 2000:
130), αλλά και οστά που προέρχονται από είδη αιγοπροβάτων, τα οποία δεν παρουσιάζουν
διαφοροποιήσεις αναφορικά με τα οστά των εξημερωμένων ειδών της κατσίκας και του
προβάτου των ανώτερων στρωμάτων (Newton 2003: 201). Όπως αναφέρθηκε στην
περίπτωση των οστράκων και του εξάστοιχου κριθαριού, υπάρχει σοβαρή πιθανότητα, τα
οστά αυτά να κατέληξαν στο μεσολιθικό στρώμα ύστερα από στρωματογραφική διαταραχή
(Newton 2003: 201). Η πιθανότητα αυτή δεν μπορεί να αποκλειστεί έως ότου υπάρξουν τα
αποτελέσματα της ραδιοχρονολόγησης των οστών (Newton 2003: 202).
12
Η πιθανότητα αυτή είναι ισχυρή εάν αναλογιστεί κανείς την παρουσία σπόρων κεχριού στο ίδιο
στρώμα, οι οποίοι παρείσφρησαν από τα στρώματα της Εποχής του Χαλκού (Κοτζαμάνη 2009: 238)
77
στήθος της . Άλλα δύο πυριτολιθικά αντικείμενα εντοπίστηκαν γύρω από το σκελετό
(Kyparissi-Apostolika 2003: 189). Τα συγκεκριμένα αντικείμενα είναι πιθανό να αποτελούν
κτερίσματα ή σκόπιμες αποθέσεις που λάμβαναν χώρα σε κάποιο τελετουργικό ταφικό
έθιμο των χρηστών του χώρου της Θεόπετρας (Kyparissi-Apostolika 2003: 189). Προς το
παρόν, τα στοιχεία που υπάρχουν, τόσο από τη Θεόπετρα, όσο και από άλλες θέσεις της
μεσολιθικής περιόδου στον ελλαδικό χώρο είναι ελάχιστα για τη διαμόρφωση ενός τελικού
συμπεράσματος σε σχέση με τα ταφικά έθιμα της περιόδου.
Το Σπήλαιο του Κύκλωπα (εικ. 11) βρίσκεται στη νοτιοδυτική πλευρά της νησίδας
Γιούρα στις Β. Σποράδες, 150 μ πάνω από τη στάθμη της θάλασσας και ανασκάφηκε μεταξύ
του 1992 και του 1996. Ο κύριος στόχος της ανασκαφής του σπηλαίου ήταν η διερεύνηση
της χρονικής ακολουθίας της προϊστορικής χρήσης των πηγών και της κατοίκησης στο
νησιωτικό σύμπλεγμα των Σποράδων. Η ανασκαφική δραστηριότητα στο σπήλαιο
αποκάλυψε μια ακολουθία αρχαιολογικών στρωμάτων που χρονολογούνται από το Πρώιμο
Ολόκαινο έως τη Ρωμαϊκή περίοδο (Sampson 2008: xix-xx, 4). Με βάση τα
78
ραδιοχρονολογικά δεδομένα, τα μεσολιθικά στρώματα του σπηλαίου του Κύκλωπα
τοποθετούνται μεταξύ της 9ης και της 7ης χιλιετίας π. Χ, γεγονός που τα καθιστά σύγχρονα
με τα αντίστοιχα στρώματα του Φράγχθι (Σάμψων 2010: 70).
Ο μεσολιθικός οικισμός του Μαρουλά βρίσκεται στην Κύθνο (εικ. 21) κοντά στο
σύγχρονο οικισμό Λουτρά και χρονολογείται στην 9η χιλιετία π. Χ, μεταξύ του 8.800 έως
79
8.600 π. Χ. Σύμφωνα με τον ανασκαφέα, η θέση χρησιμοποιήθηκε για λίγους αιώνες κατά
την αρχή της 9ης χιλιετίας π. Χ (Σάμψων 2010: 125) Η θέση αυτή είχε επισημανθεί το 1975
από τον Honea, ο οποίος ανάφερε τον εντοπισμό ενός προ-νεολιθικού οικισμού (Honea
1975: 277-9). Παρόλα αυτά η άποψη του Honea αμφισβητήθηκε έντονα από προϊστορικούς
αρχαιολόγους, οι οποίοι εργάζονταν στην περιοχή του Αιγαίου (Cherry 1979: 22-47, 1981:
41- 68;) που θεωρούσαν ότι οι διατροφικές πηγές των νησιών του Αιγαίου ήταν
περιορισμένες και απέτρεπαν το ενδεχόμενο κατοίκησης ενός μόνιμου πληθυσμού πριν τη
Νεότερη Νεολιθική περίοδο. Η πρώτη έρευνα στο χώρο, το 1995 είχε σωστικό χαρακτήρα. Η
ανασκαφική έρευνα συνεχίστηκε μεταξύ των ετών 2001 έως 2005 από το Πανεπιστήμιο του
Αιγαίου και την ΚΑ’ Εφορεία των Κυκλάδων (Sampson et al. 2002: 45-67; Sampson 2005:
131-41, 2008: 13-7) καλύπτοντας την έκταση των 2.500 τμ (Σάμψων 2010: 91). Η
ανασκαφική δραστηριότητα αποκάλυψε αρχιτεκτονικές κατασκευές, ταφές, λίθινα
εργαλεία και κατάλοιπα ζώων και φυτών. Με βάση τα ανασκαφικά δεδομένα, τα οικήματα
του Μαρουλά είχαν κυκλικό σχήμα με διάμετρο 3 έως 4 μ και το δάπεδό τους
επιστρωνόταν με πέτρες, ενώ κάποια από αυτά χρησιμοποιήθηκαν περισσότερες από μία
φορές. Οι κατασκευές αλλού εντοπίζονται συγκεντρωμένες, όπως συμβαίνει στο κεντρικό
τμήμα του οικισμού και αλλού κατανέμονται πιο αραιά (Σάμψων 2010: 102). Οι
περισσότερες και πιο κατεστραμμένες οικίες βρίσκονται στην ανατολική πλευρά του
οικισμού, η οποία γειτνιάζει με τη θάλασσα.
80
μορφή απλών αβαθών λάκκων ελλειψοειδούς σχήματος με μικρές πέτρες περιμετρικά και
μία ταφή εντοπίστηκε σε αβαθή λάκκο στην περίμετρο του οποίου υπήρχαν πέτρες που
στήριζαν μια μεγάλη πλάκα (Sampson 2008: 13-4; Σάμψων 2010: 106). Σε όλες τις
περιπτώσεις ο νεκρός ήταν τοποθετημένος σε συνεσταλμένη στάση και δεν συνοδευόταν
από κτερίσματα. Η παρουσία μακρών οστών και μιας σιαγόνας κάτω από τα δάπεδα δύο
οικημάτων, όπως επίσης και της συγκέντρωσης οστών πάνω στο δάπεδο μιας κατασκευής
(εικ. 20), αλλά και η απουσία των κρανίων από ορισμένους σκελετούς, κάτι το οποίο οδηγεί
στο συμπέρασμα της ύπαρξης δευτερογενών ταφών, παραπέμπουν σε ταφικές πρακτικές
της Νατούφιας φάσης, ενώ η τοποθέτηση της πλάκας πάνω από το νεκρό, θυμίζει
αντίστοιχα παραδείγματα της Ain Mallaha και του El Wad (Sampson and Katsarou 2004: 13-
5; Σάμψων 2010: 112) . Οι 26 ταφές του Μαρουλά, έρχονται να προστεθούν σε ένα
περιορισμένο αριθμητικά σύνολο ταφών της Μεσολιθικής περιόδου του ελλαδικού χώρου,
αφού ταφικές πρακτικές έχουν παρατηρηθεί μόνο στο Φράγχθι (Cullen 1995: 270-89) και τη
Θεόπετρα (Manolis and Stravopodi 2003: 207-16).
Τα λίθινα εργαλεία του Μαρουλά, κατασκευάστηκαν από τοπικό χαλαζία (80% του
συνόλου), μηλιακό οψιανό (16, 8% του συνόλου) και πυριτόλιθο (Sampson et al. 2002;
Σάμψων 2010: 117). Η τυπολογία των εργαλείων περιλαμβάνει φολίδες μικρού μεγέθους
από χαλαζία και οψιανό, οδοντωτά, πλευρικά ξέστρα, οπείς, μικρογλυφίδες και εγκοπές
(εικ. 18 και 19). Σύμφωνα με τον Koszlowski (2006) τα λίθινα εργαλεία του Μαρουλά,
εκφράζουν την απόπειρα των ομάδων να προσαρμοστούν στη χρήση των πρώτων υλών της
περιοχής και συγκριμένα στο χαλαζία. Ο Μαρουλάς παρουσιάζει ομοιότητες με άλλες
μεσολιθικές θέσεις του ελλαδικού χώρου, όπως το Φράγχθι (Perlès 1990), κυρίως όσον
αφορά την έμφαση στην παραγωγή φολίδων και στην μικρή συχνότητα παρουσίας
μικρολιθικών εργαλείων (Σάμψων 2010: 118).
81
αρχαιοβοτανικά κατάλοιπα περιορίζονται σε δείγματα σπόρων φυτών της ανοιχτής στέπας.
Ωστόσο, σύμφωνα με τον Σάμψων (2010: 115), η παρουσία των μυλόλιθων και των γουδιών
υποδεικνύει την παρουσία άγριων μορφολογικά δημητριακών. Παρόλα αυτά, δεν έχουν
εντοπιστεί κατάλοιπα άγριων μορφολογικά δημητριακών στη θέση αυτή.
Η θέση Σιδάρι (εικ. 11) βρίσκεται στη βορειοδυτική πλευρά της Κέρκυρας και
ανασκάφθηκε μεταξύ των ετών 1964-1965 από τον Αύγουστο Σορδίνα (Sordinas 2003: 89).
Το 2004, η Η΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Κερκύρας
πραγματοποίησε νέα έρευνα στη θέση με στόχο να λύσει τα ανοιχτά ζητήματα του υλικού
που είχε συγκεντρωθεί από την παλιότερη ανασκαφή και τη διερεύνηση των
παλαιοπεριβαλλοντικών συνθηκών που επικρατούσαν στο Σιδάρι κατά τις αρχές του
Ολόκαινου (Αρβανίτου-Μεταλληνού 2007). Η ανασκαφή του Σορδίνα αποκάλυψε πέντε
βασικά στρώματα, που διαμορφώθηκαν από γεωλογικούς και ανθρωπογενείς παράγοντες
(Sordinas 2003: 89). Το στρώμα D, περιλαμβάνει τα κατάλοιπα της Μεσολιθικής περιόδου,
ανασκάφθηκε μεταξύ των ετών 1964- 1965 (Sordinas 1968) και χρονολογήθηκε μεταξύ των
7.500 και 6.000 χρόνων π. Χ. . Το στρώμα αυτό αποτελεί σύμφωνα με τον ανασκαφέα έναν
οστρεοσωρό, ο οποίος σχηματίστηκε από τη συσσώρευση των υπολειμμάτων των οστρέων
που πιθανότατα αξιοποιήθηκαν από τις μεσολιθικές ομάδες της θέσης στο πλαίσιο των
διατροφικών πρακτικών (Sordinas 2003: 92).
Οι επιφανειακές έρευνες του Runnels στην Ήπειρο (Runnels et al. 1999) και την
Αργολίδα (Runnels et al. 2005: 259-186, 2009: 57-73), έχουν συμβάλλει στον εντοπισμό
λίθινων καταλοίπων στις περιοχές αυτές. Πιο συγκεκριμένα, αναφέρεται η παρουσία έξι
θέσεων στο νομό της Πρέβεζας (εικ. 21) (Runnels et al. 1999: 126), στις οποίες έχουν
εντοπιστεί λίθινα εργαλεία που φέρουν τεχνολογικές και τυπολογικές ομοιότητες με τα
μεσολιθικά εργαλεία από το σπήλαιο Φράγχθι και το Σιδάρι. Οι περίπου 20 θέσεις της
Αργολίδας (εικ. 23), ερμηνεύονται από την ομάδα των ερευνητών (Runnels et al. 2005: 259),
82
ως θέσεις εξειδικευμένης δραστηριότητας, ή ως σημεία εποχικής κατοίκησης από ομάδες
θηρευτών-τροφοσυλλεκτών που δραστηριοποιούνταν στην ευρύτερη περιοχή της
Αργολίδας.
Από την άλλη πλευρά έχει υποστηριχθεί (Runnels 1995: 275) πως οι μεσολιθικές
ομάδες του ελλαδικού χώρου, ήταν στραμμένες προς τις θαλάσσιες πηγές , ενώ τα
δεδομένα της Θεόπετρας, της Κλεισούρας και του Φράγχθι, υποδεικνύουν τη συμβολή του
κρέατος άγριων θηλαστικών στη διατροφή των μεσολιθικών ομάδων. Αν και οι τρόποι
προσαρμογής που υιοθετούνται από τις ομάδες αυτές διαφοροποιούνται από θέση σε
θέση, δεν μπορεί να προκύψει, μέχρι στιγμής, κάποιο γενικό συμπέρασμα από τη
συνεκτίμηση των δεδομένων των θέσεων της Μεσολιθικής.
83
Κεφάλαιο 4: Τα χαρακτηριστικά της
Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου
στην Ελλάδα
4.1 H Ακεραμική Νεολιθική
Η αρχή της Νεολιθικής περιόδου για τον ελλαδικό ξεκινά περίπου το 7.000 π. Χ με την
εμφάνιση των πρώτων γεωργικών κοινοτήτων στην Κνωσό (Εfstratiou et al. 2004: 39-49,
2008; Evans 1964: 132-240, 1968: 267-76, 1971: 95-117), το Φράγχθι (Jacobsen 1969: 343-
81), τη Θεσσαλία (Γαλλής 1992), ενώ κατά τα πρόσφατα έτη η αρχαιολογική σκαπάνη έχει
φέρει στο φως θέσεις με κατάλοιπα της περιόδου στην περιοχή της δυτικής Μακεδονίας
(Καραμήτρου-Μεντεσίδη 2009: 106-26; Λιούτας και Κώτσος 2008: 241-8; Χονδρογιάννη-
Μετόκη 2002: 557-61). Στη χρονολογική ακολουθία της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου,
η οποία διαρκεί έως το 5.800 π. Χ περίπου, εντάσσονται περίπου 250 οικισμοί, εκ των
οποίων οι περισσότεροι βρίσκονται στην περιοχή της Θεσσαλίας (Perlès 2001: 113).
Συνεπώς, η Αρχαιότερη Νεολιθική περίοδος αποτέλεσε μια χρονική φάση μακράς
διάρκειας, κατά την οποία η γεωργία και η κτηνοτροφία εξαπλώθηκαν στο έδαφος του
ελλαδικού χώρου.
84
Το 1970, ο Nandris επανεξέτασε τα διαθέσιμα δεδομένα καταλήγοντας στο
συμπέρασμα πως τα στρώματα αυτά δεν μπορούν να χαρακτηριστούν με τον όρο
ακεραμικά (Nandris 1970: 193). Ο Bloedow (1991: 1-43, 1992: 49-57), αναφέρει πως τα
δεδομένα που χαρακτηρίζουν τη φάση αυτή δεν στηρίζουν το χαρακτηρισμό της ως
ακεραμική. Το ζήτημα της ύπαρξης ή όχι της φάσης αυτής, έπαιξε σημαντικό ρόλο στη
συζήτηση που σχετίζεται με το ζήτημα της αρχής της Νεολιθικής περιόδου και της γεωργίας
στον ελλαδικό χώρο, αφού για ορισμένους αρχαιολόγους, όπως ο Θεοχάρης (1967, 1973:
35), η ύπαρξη της φάσης αυτής τεκμηρίωνε τη γηγενή πορεία που ακολούθησαν οι
μεσολιθικές θηρευτικές-τροφοσυλλεκτικές ομάδες του ελλαδικού χώρου προς την
εξημέρωση των φυτών και των ζώων.
Όσον αφορά τον οικισμό του Σέσκλου , ο Θεοχάρης περιέγραψε στις αναφορές του
έναν «Παλαιότατο Κεραμικό Ορίζοντα» κάτω από τα στρώματα της Αρχαιότερης Νεολιθικής
περιόδου που περιείχαν κεραμική, ο οποίος περιελάμβανε λίγα και «αρχαϊκού» χαρακτήρα
όστρακα, που προέρχονταν από περίπου δέκα διαφορετικά αγγεία. Με κριτήριο τα
παραπάνω δεδομένα, ο Θεοχάρης μίλησε για την ύπαρξη μιας χρονολογικής φάσης, κατά
τη διάρκεια της οποίας έγιναν οι πρώτοι πειραματισμοί σε σχέση με την κατασκευή
κεραμικών αγγείων. Παρόλα αυτά, στα ακεραμικά στρώματα του Σέσκλου, αναφέρεται η
παρουσία μερικών οστράκων, για τα οποία όμως δεν παρέχονται ποσοτικές και
στρωματογραφικές λεπτομέρειες (Βloedow 1991: 31). Σύμφωνα με τους Thissen και
Reingruber (2005: 309), η Wijnen αναφέρει πως τα κατώτερα στρώματα του τομέα Α
85
περιείχαν μερικά όστρακα. Σχετικά με τον τομέα Γ, η Reingruber (2005: 165-6), αμφισβητεί
την ύπαρξη προκεραμικών στρωμάτων.
13
Για παράδειγμα στη θέση Δενδρά, της Αργολίδας (Πρωτονοτάριου- Δεϊλάκη 1992), αναφέρεται η
παρουσία λάκκων σκαμμένων στο μαλακό ασβεστολιθικό υπόστρωμα , οι οποίοι περιελάμβαναν
πήλινες εστίες και κατάλοιπα ωμών πλινθιών και ερμηνεύτηκαν από την ανασκαφέα, ως ημιυπόγειες
κατοικίες.
86
παρουσιάζουν διαφορές από αυτές των κεραμικών στρωμάτων, αναδεικνύοντας μια ώριμη
γνώση των κατοίκων των στρωμάτων αυτών σε σχέση με τις απαιτήσεις της επεξεργασίας
των οστέινων αντικειμένων. Επίσης, τα στρώματα αυτά περιλαμβάνουν δείγματα
λειασμένων εργαλείων και λεπίδες (εικ. 25) που κατασκευάζονται από πυριτόλιθο και
μηλιακό οψιανό και φέρουν ενίοτε ίχνη χρήσης που αποδίδονται σε γεωργικές εργασίες,
όπως ο θερισμός (όπως οι λεπίδες της Άργισσας) (Perlès 2001: 78).
Η κατάσταση στο σπήλαιο του Φράγχθι (εικ. 24), μοιάζει να είναι πιο περίπλοκη,
εάν αυτή συγκριθεί με τα προκεραμικά στρώματα των οικισμών της θεσσαλικής περιοχής.
Πιο συγκεκριμένα, στη συγκεκριμένη θέση έχουν αναγνωριστεί τρεις διαδοχικές φάσεις: Η
Τελική Μεσολιθική, η Ακεραμική Νεολιθική και η Αρχαιότερη Νεολιθική (Perlès 2001: 46).
Όπως αναφέρθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο, η Τελική Μεσολιθική αποτελεί μια φάση
που χαρακτηρίζεται από τη μειωμένη ένταση της δραστηριότητας στο χώρο του σπηλαίου.
Η Ακεραμική Νεολιθική, που ακολουθεί τη φάση αυτή τεκμηριώνεται σε μια μικρή περιοχή
της ανασκαφείσας έκτασης, αλλά χαρακτηρίζεται από διακριτές μεταβολές στις
87
αρχαιολογικές επιχώσεις. Στο μεγαλύτερο μέρος της στρωματογραφικής της ακολουθίας
παρουσιάζονται διαταράξεις, οι οποίες οφείλονται στη χρήση του σπηλαίου κατά τις
μεταγενέστερες περιόδους (Jacobsen and Farrand 1987; Perlès 1990a; Vitelli 1993). Τα
κατάλοιπα του στρώματος αυτού, προκαλούν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς παρουσιάζουν
παράλληλα στοιχεία συνέχειας και διακοπής των πρακτικών που παρατηρήθηκαν κατά τη
Μεσολιθική περίοδο.
Σύμφωνα με τον Εvans (1971: 102) τα λίγα όστρακα που περιείχε το κατώτερο
στρώμα του νεολιθικού οικισμού της Κνωσού είναι το αποτέλεσμα κάποιας διαταραχής στη
στρωματογραφική ακολουθία. Επίσης, ο ίδιος θεώρησε πως εξαιτίας της απουσίας
αρχιτεκτονικών κατασκευών, τα κατάλοιπα του στρώματος αυτού αντανακλούν μια πρώιμη
και προσωρινού χαρακτήρα κατασκήνωση (Evans 1964). Το 1997, με αφορμή τη διενέργεια
αναστηλωτικών έργων στην Κεντρική Αυλή του ανακτόρου, ανοίχτηκε μια δοκιμαστική
τομή, η οποία είχε ως στόχο τη διερεύνηση των επιχώσεων του νεολιθικού οικισμού της
Κνωσού (Efstratiou et al. 2004: 39). Τα συμπεράσματα που προέκυψαν από τη μελέτη των
ευρημάτων του ακεραμικού στρώματος της Κνωσού αναδεικνύουν μια ώριμη νεολιθική
κοινότητα, η οποία, παρά την απουσία κεραμικής, καλλιεργούσε εξημερωμένες μορφές
88
δημητριακών, εκμεταλλευόταν εξημερωμένες μορφές ζώων και κατασκεύαζε λίθινα και
οστέινα εργαλεία (Efstratiou 2008: 43; Efstratiou et al. 2004: 44).
Το γεγονός της απουσίας των κεραμικών αγγείων από τα στρώματα αυτά δεν
υποδεικνύει πως οι κάτοικοι των θέσεων αυτών δεν χρησιμοποιούσαν αγγεία. Οι κάτοικοι
των ακεραμικών στρωμάτων θα μπορούσαν να χρησιμοποιούν αγγεία από ξύλο, καλάθια ή
ασκούς από δέρματα, υλικά τα οποία δύσκολα αφήνουν αρχαιολογικά αποτυπώματα. Από
την άλλη πλευρά, η παρουσία των ορυγμάτων, ίσως αντανακλά το πρώτο στάδιο της
κατοίκησης των οικισμών αυτών μέχρι την κατασκευή των οικημάτων, ή να υποδεικνύει τις
απόπειρες των πρώτων γεωργών του ελλαδικού χώρου, οι οποίοι μόλις έφτασαν
αποπειράθηκαν να εξάγουν πηλό για κατασκευάσουν τα σπίτια τους, ή στράφηκαν προς
την κατασκευή πρόχειρων οικημάτων για να στεγαστούν έως ολοκληρωθούν τα σπίτια από
ξύλο και πηλό.
89
παραγωγικό στάδιο, αφού τα εξημερωμένα είδη, αντανακλούν την «εισαγωγή» της ώριμης
παραγωγικής οικονομίας στο έδαφος του ελλαδικού χώρου. Ωστόσο, υπάρχουν ερευνητές
που θεωρούν πως η φάση αυτή δεν θα πρέπει να διαχωρίζεται από την Αρχαιότερη
Νεολιθική και την τοποθετούν στο πλαίσιο της Αρχαιότερης Νεολιθικής Ι (Bloewdow 1991:
1-43; Reingruber 2005: 155-71)
Τα κατάλοιπα των θέσεων της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου στον ελλαδικό χώρο
εντοπίζονται συνήθως κάτω από αρκετά μέτρα επιχώσεων, τα οποία δημιουργήθηκαν κατά
τη διαμόρφωση των τεχνητών γηλόφων που αναφέρονται ως «τούμπες» στη Μακεδονία
και ως «μαγούλες» στη Θεσσαλία και προέκυψαν από τη διαρκή ανοικοδόμηση νεολιθικών
οικημάτων επάνω στα θεμέλια ή τους τοίχους των πιο πρώιμων. Η διαδικασία της
διαμόρφωσης της «τούμπας» ή της «μαγούλας» πιθανότατα ξεκίνησε κατά την Αρχαιότερη
Νεολιθική περίοδο. Ενδείξεις επαναλαμβανόμενης ανοικοδόμησης πάνω στα θεμέλια
παλαιότερων κτιρίων και διαδοχικές στρώσεις δαπέδων μέσα στο ίδιο σπίτι κατά την
Αρχαιότερη φάση της Νεολιθικής περιόδου έχουν εντοπιστεί σε μια σειρά οικισμών. Πιο
συγκεκριμένα, στην φάση 3 του Προδρόμου (Χουρμουζιάδης 1971) έχουν αποκαλυφθεί
δέκα διαδοχικές φάσεις της Αρχαιότερης Νεολιθικής και στη Νέα Νικομήδεια (Pyke and
Yiouni 1996) ορισμένα από τα οικήματα της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου
ανοικοδομούνται τρεις φορές. Επίσης, διαδοχικές στρώσεις δαπέδων και οικοδομική
δραστηριότητα πάνω στα λίθινα θεμέλια των προηγούμενων σπιτιών έχουν εντοπιστεί στο
Αχίλλειο (Gimbutas et al. 1989), στο Γεντίκι (Θεοχάρης 1962 β), στην Ελάτεια (Weinberg
1962), στην Οτζάκι Μαγούλα (Milojcic- von Zumbusch and Milojcic 1971), στα Γιαννιτσά Β
(Χρυσοστόμου 1993) και στη θέση Φυλλοτσαΐρι, όπου η ανασκαφέας αναφέρει στοιχεία
επισκευών στα πασσαλόπηκτα σπίτια (Καραμήτρου-Μεντεσίδη 2009).
90
σημείου αναφοράς στο τοπίο και ως χώρου συμπύκνωσης των κοινωνικών και
παραγωγικών σχέσεων μιας ομάδας ανθρώπων, ενώ ταυτόχρονα σηματοδοτείται η
διάκριση μεταξύ του κοινωνικού και του παραγωγικού χώρου, αφού η καλλιέργεια φυτών
γίνεται έξω από την «μαγούλα», δηλαδή τον κοινωνικό χώρο. Επίσης, θεωρείται πως οι
τεχνητοί γήλοφοι αναδεικνύουν την έμφαση που έδιναν οι άνθρωποι της Νεολιθικής
περιόδου στο ζήτημα της σύσφιξης των σχέσεων των μελών της κοινότητας και στην έννοια
της διάρκειας του οικισμού στο πέρασμα των γενεών (Perlès 2001: 175). Ωστόσο, είναι
πιθανό η διαδικασία σχηματισμού της μαγούλας ή τούμπας να ξεκινά για καθαρά
πρακτικούς λόγους, όπως η εξοικονόμηση χώρου για την ύπαρξη περισσότερων
καλλιεργήσιμων εκτάσεων ή των πρώτων υλών που απαιτούνταν για την οικοδόμηση των
σπιτιών.
91
της Προκεραμικής Νεολιθικής Α περιόδου στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, η οποία
συνήθως ξεπερνά τα 1 έως 3 εκτάρια (Bar-Yosef and Belfer-Cohen 1991: 190).
Σε πολλές κοινωνίες η αρχιτεκτονική αντανακλά τον τρόπο που μια ομάδα οργανώνεται
κοινωνικά, καθώς επίσης και τον τρόπο με τον οποίον αντιλαμβάνεται το χώρο. Η κατανομή
των σπιτιών μέσα στο χώρο του οικισμού, το μέγεθός τους, οι τεχνικές που
χρησιμοποιούνται για την οικοδόμηση είναι δυνατό να σχετίζονται σε μεγάλο ή μικρό
βαθμό με τις κοινωνικές σχέσεις των μελών της κοινότητας, όπως εδώ μιας νεολιθικής
κοινότητας (Coudart 1994: 228). Τα αρχαιολογικά στρώματα της Αρχαιότερης Νεολιθικής
περιόδου βρίσκονται συνήθως κάτω από αρκετά μέτρα αρχαιολογικών αποθέσεων που
δημιουργήθηκαν κατά τις μεταγενέστερες φάσεις της Νεολιθικής και ενίοτε κατά την Εποχή
του Χαλκού, με αποτέλεσμα τα κατάλοιπα των οικισμών των πρώτων φάσεων της
Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου να αποκαλύπτονται σε περιορισμένη έκταση στους
ανεσκαμμένους οικισμούς (Perlès 2001: 175). Με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα, στην
περιοχή του ελλαδικού χώρου απαντώνται πασσαλόπηκτες ορθογώνιες κατασκευές, ενίοτε
92
με λίθινα θεμέλια, στα οποία στηριζόταν τοίχος από ξύλα και πηλό (τεχνική pisé), αλλά και
σπίτια κατασκευασμένα από πλιθιά (εικ. 27 και 28) (Perlès 2001: 184). Η παρουσία
δίρριχτης στέγης, τουλάχιστον σε κάποια από τα οικήματα, επιβεβαιώνεται από τα
ομοιώματα πήλινων οικίσκων (Κωτσόπουλος 2009). Κατά την αρχή της Αρχαιότερης
Νεολιθικής περιόδου, οι κατοικίες ήταν πιθανό να αποτελούνταν από απλές, αβαθείς
κοιλότητες σκαμμένες στο έδαφος, όπως αυτές που παρατηρούνται στη θέση Φυλλοτσαΐρι
της Κοζάνης (Καραμήτρου Μεντεσίδη 2009: 124; Κωτσόπουλος 2009: 20) και των Δενδρών
στην Αργολίδα (Πρωτονοτάριου- Δεϊλάκη 1992). Πιθανές ημιυπόγειες κατοικίες
αναφέρονται και στην περιοχή της Μικρής Βόλβης (Λιούτας και Κώτσος 2008). Λόγω των
λίγων δεδομένων δεν είναι ακόμη δυνατό να προκύψει ένα τελικό συμπέρασμα σε σχέση
με τον προσανατολισμό των κτιρίων ή για τη διάταξη που είχαν τα σπίτια μέσα στη
συνολική έκταση του οικισμού.
Ο πηλός εκτός από οικοδομικό υλικό και πέραν της χρήσης του στην επίστρωση των
δαπέδων, αποτέλεσε βασική πρώτη ύλη για τις βοηθητικές κατασκευές που υπήρχαν μέσα
στο χώρο του σπιτιού και εξυπηρετούσαν στην διεκπεραίωση των οικιακών
93
δραστηριοτήτων, όπως ράφια, πάγκοι, πλατφόρμες και εστίες (Perlès 2001: 192). Το
παράδειγμα της Νέας Νικομήδειας περιλαμβάνει ένα δωμάτιο σπιτιού με μια εστία, έναν
πάγκο από πηλό και έναν αποθηκευτικό λάκκο που τα τοιχώματά του είχαν επιχριστεί με το
ίδιο υλικό (Rodden and Rodden 1964a). Τα ευρήματα αυτά υποδεικνύουν ότι σε αυτόν το
χώρο ήταν πιθανό να πραγματοποιούνταν εργασίες που σχετίζονταν με την αποθήκευση
και την προετοιμασία της τροφής για κατανάλωση. Στην επόμενη φάση του οικισμού
εντοπίστηκαν σε δύο σπίτια εστίες με πήλινο περίγραμμα. Σε ένα από τα σπίτια του
οικισμού της Νέας Μάκρης (Θεοχάρης 1956: 1-29) η εστία ήταν επίπεδη και είχε
κατασκευαστεί επάνω σε πλατφόρμα, ενώ υπάρχουν και στοιχεί για ορθογώνιες εστίες,
όπως αυτή από τον οικισμό της Άργισσας (Milojčić 1959: 1- 56; Milojčić et al 1962). Όπως
γίνεται φανερό από τα παραπάνω παραδείγματα, οι εστίες αποτελούσαν κοινό τόπο κατά
την Αρχαιότερη Νεολιθική περίοδο, παρότι η τοποθεσία τους μέσα στο σπίτι και το σχήμα
τους μπορεί να διέφεραν όχι μόνο μεταξύ των οικισμών, αλλά ακόμα και μέσα στις
κατασκευές του ίδιου οικισμού.
94
4.3 Οικονομία και διατροφικές πρακτικές
Εκτός από την ίδρυση μόνιμων οικισμών, χαρακτηριστικό της Νεολιθικής περιόδου,
αποτέλεσε η καλλιέργεια εξημερωμένων δημητριακών και οσπρίων και η εκμετάλλευση
εξημερωμένων ζώων. Τα εξημερωμένα είδη, αντικατέστησαν σχεδόν αμέσως τα άγρια
μορφολογικά φυτικά και ζωικά είδη, τα οποία αποτελούσαν τη βάση της διατροφής των
μεσολιθικών θηρευτικών-τροφοσυλλεκτικών ομάδων του ελλαδικού χώρου. Η
εκμετάλλευση εξημερωμένων ειδών στο πλαίσιο της παραγωγικής οικονομίας αποτέλεσε
συστατικό στοιχείο της Νεολιθικής περιόδου στην Ασία, το Αιγαίο και την Ευρώπη. Επί της
ουσίας, πρόκειται για έναν νέο τρόπο ζωής που εμφανίζεται στον ελλαδικό χώρο και
αντικαθιστά εκ θεμελίων τον επί χιλιετιών τρόπο με τον οποίο εξασφαλίζονταν τα είδη της
διατροφής μέσω του κυνηγιού άγριων μορφολογικά ζώων και της συλλογής άγριων
μορφολογικά φυτών που παρατηρήθηκαν κατά την Παλαιολιθική και Μεσολιθική περίοδο.
Η εκμετάλλευση εξημερωμένων μορφών δημητριακών στο πλαίσιο της παραγωγής τροφής
παίζει κεντρικό ρόλο του προσδιορισμού του όρου «Νεολιθική περίοδος» και είναι κοινός
τόπος η σύνδεση των νεολιθικών κοινωνιών του Αιγαίου με την καλλιέργεια οσπρίων και
δημητριακών (Βαλαμώτη 2009: 33). Η παλαιότερη μνεία για τον εντοπισμό σπόρων
δημητριακών έγινε το 1908 από τον Τσούντα, ο οποίος ανέφερε πως ο Wittmack
αναγνώρισε σπόρους σιταριού από τις νεολιθικές θέσεις της Θεσσαλίας. Ο προσδιορισμός
των φυτικών καταλοίπων άρχισε να γίνεται συχνότερα μετά τη δεκαετία του 1960 με τη
δουλειά της Jane Renfrew σε θέσεις της Θεσσαλίας και των Bottema και van Zeist στη νέα
Νικομήδεια, ενώ η συστηματική επίπλευση ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο κατά τη διάρκεια
της ανασκαφής του Φράγχθι.
Τα δείγματα από θέσεις της περιόδου που περιέχουν κεραμική είναι πιο πλούσια
από αυτά των παραπάνω θέσεων (πιν. 2). Τα δείγματα από το Φράγχθι (Hansen 1991) , την
95
Τούμπα Μπαλωμένου (Sarpaki 1995: 281-300), το Σέσκλο, την Οτζάκι Μαγούλα, την
Άργισσα , το Αχίλλειο και τη Σουφλί Μαγούλα (Milojcic et al. 1962; J. Renfrew 1966: 31-6;
Kroll 1981: 93- 103), τον Πρόδρομο (Halstead and Jones 1980: 93-117), τη Νέα Νικομήδεια
(van Zeist and Bottema 1971: 524- 38), τα Γιαννιτσά Β (Βαλαμώτη 1995: 177-84), την Κνωσό
(Sarpaki υπό εκτύπωση), τη Θεόπετρα και τα Ρεβένια (Κοτζαμάνη 2009: 247-63, 282-99),
αποτελούν προς το παρόν το σύνολο των διαθέσιμων δεδομένων.
14
Τα κατάλοιπα των σπόρων είχαν αποδοθεί αρχικά στην ποικιλία Tritticum aestivum, αλλά οι νέες
έρευνες δεν έχουν καταλήξει ακόμα αν πρόκειται περί αυτής της ποικιλίας ή περί αυτής του
Tritticum turdigum. Η διαφορά μεταξύ τους είναι πως το Τ. aestivum προέκυψε σαν ποικιλία μέσω
της καλλιέργειας του Τ. turdigum και αποτελεί υβριδικό είδος του Τ. turdigum και της Aegilops
squarossa L. Το δεύτερο είδος δεν απαντά στην μεσογειακή περιοχή της Μέσης Ανατολής (Sarpaki
υπό εκτύπωση)
96
αντίστοιχο στρώμα της θέσης Γεντίκι. Κατά την κεραμική φάση της Αρχαιότερης Νεολιθικής
περιόδου, κατάλοιπα εξημερωμένου σιταριού περιλαμβάνουν οι εξής θέσεις: Άργισσα,
Αχίλλειο, Οτζάκι Μαγούλα, Σουφλί Μαγούλα, Θεόπετρα και Σεσκλο στην περιοχή της
Θεσσαλίας, Νέα Νικομήδεια, Γιαννιτσά Β, Ρεβένια και Τούμπα Μπαλωμένου στη
Μακεδονία και Φράγχθι στην Πελοπόννησο.
97
με εξαίρεση αυτά της Νέας Νικομήδειας, του Φράγχθι και της Τούμπας Μπαλωμένου,
αναδεικνύει την αποσπασματικότητα των διαθέσιμων δεδομένων (Βαλαμώτη 2009: 42-3).
Τα φυτικά κατάλοιπα των αρχαιότερων νεολιθικών οικισμών του ελλαδικού χώρου είναι
επαρκή για να τεκμηριωθεί η καλλιέργεια των εξημερωμένων δημητριακών και οσπρίων ως
βασικό στοιχείο του τρόπου ζωής των κατοίκων τους. Όμως, η αποσπασματικότητα των
δεδομένων αυτών δεν είναι ιδιαίτερα διαφωτιστική στην απόπειρα της διερεύνησης των
διαδικασιών που ακολουθήθηκαν προκειμένου να υιοθετηθούν τα εξημερωμένα είδη στον
ελλαδικό χώρο κατά το 7000 π. Χ και να κατανοηθούν οι συνδυασμοί των διαφορετικών
ειδών σε κάθε οικισμό (Βαλαμώτη 2009: 43).
98
ευδιάκριτα αρχαιολογικά κατάλοιπα παραδείγματος χάριν μέσω ενός ατυχήματος που θα
οδηγούσε στην απανθράκωση της συγκέντρωσης, αλλά ένα τέτοιο εύρημα δεν έχει
προκύψει ακόμα. Αντιθέτως, οι σπόροι των δημητριακών προέρχονται από όλες τις θέσεις
που περιλαμβάνουν κατάλοιπα της Αρχαιότερης Νεολιθικής και εντοπίζονται κοντά σε
εστίες, σε δάπεδα με ίχνη καύσης και σε συγκεντρώσεις. Άρα, η γενική εικόνα που
περιγράφηκε παραπάνω φαίνεται με τα μέχρι στιγμής δεδομένα πως ανταποκρίνεται στην
πραγματικότητα των πρώτων γεωργικών οικισμών.
99
Ένα άλλο ζήτημα σε σχέση με την κατανόηση των οικονομικών πρακτικών των
πρώτων γεωργών είναι οι τρόποι που χρησιμοποιούσαν για να καλλιεργήσουν τη γη. Είναι
πιθανό, λόγω της μόνιμης κατοίκησης και της μικρής έκτασης των καλλιεργειών, οι πρώτοι
γεωργοί να ενάλλασσαν την καλλιέργεια δημητριακών και οσπρίων στην ίδια έκταση.
Συγκεκριμένα, θα μπορούσαν να σπέρνουν τις εκτάσεις με διαφορετικό είδος την κάθε
χρονιά ή πιθανότερα να συνδυάζουν την καλλιέργεια οσπρίων και δημητριακών,
εναλλάσσοντας, όμως το χώρο φύτευσής τους. Η πρακτική αυτή εξασφαλίζει την
γονιμότητα του εδάφους (Dennell 1984: 98, 1992: 80; Halstead 1981b: 319-20), περιορίζει
τα ζιζάνια που προκύπτουν κατά την καλλιέργεια και, όπως φαίνεται μέσα από
εθνογραφικά παραδείγματα, αποτελεί μια καλή στρατηγική για την αποφυγή του κινδύνου
της έλλειψης τροφίμων που προκαλείται σε περίπτωση αποτυχίας της σοδειάς (Forbes
1989). H πρακτική του συνδυασμού των καλλιεργειών εφαρμόζεται ακόμα και σήμερα στη
Μεσόγειο και θα μπορούσε να συνδυάζεται με μικρής διάρκειας αγρανάπαυση λίπανση
των χωραφιών με κοπριά (Jones and Halstead 1995: 103-14). Επίσης, η λίπανση των
χωραφιών θα μπορούσε να επιτυγχάνεται μέσω του στρωσίματος επί της καλλιεργημένης
έκτασης καλαμιών ή βρύων από γειτονικές λίμνες και με την αξιοποίηση εξημερωμένων
φυτών, όπως το λαθούρι . Εξαιτίας των κλιματικών συνθηκών, οι οποίες δεν διέφεραν σε
μεγάλο βαθμό από αυτές της σύγχρονης περιόδου, πιθανότατα η σπορά των χωραφιών
λάμβανε χώρα κατά τους φθινοπωρινούς μήνες (Barker 1985: 63, 254), ενώ σε οικισμούς
που βρίσκονταν κοντά σε όχθες ποταμών ή λιμνών δεν αποκλείεται να αξιοποιούνταν για
τη σπορά οι πλημμύρες κατά τους εαρινούς μήνες (van Andel and Runnels 1995: 490-4).
Μετά τη συγκομιδή της σοδειάς τα προϊόντα της γεωργίας, δηλαδή τα όσπρια και
τα δημητριακά, πιθανότατα αποθηκεύονταν για να καταναλωθούν μέχρι το διάστημα της
επόμενης συγκομιδής. Οι αποθηκευτικές πρακτικές κατά την Αρχαιότερη Νεολιθική
περίοδο, όμως δεν είναι γνωστές. Όπως θα φανεί παρακάτω τα αγγεία της εξεταζόμενης
περιόδου είναι πολύ μικρά για να χρησιμοποιούνται για αποθήκευση προϊόντων (Perles
and Vitelli 1999: 98) και τα δεδομένα σε σχέση με τους αποθηκευτικούς λάκκους δεν είναι
ιδιαίτερα βοηθητικά για την απάντηση στο ζήτημα αυτό. Το γεγονός της έλλειψης μεγάλων
αποθηκευτικών εγκαταστάσεων οδήγησε μια μερίδα ερευνητών να μιλήσει για
αποθήκευση πολύ περιορισμένης κλίμακας (Bjork 1995). Παρόλα αυτά , τα προϊόντα της
γεωργίας είναι δυνατό να αποθηκεύονταν σε αγγεία και δοχεία από ξύλο ή σε σάκους από
δέρματα ζώων και καλάθια, υλικά που είναι εξαιρετικά σπάνιο να εντοπιστούν μέσω της
αρχαιολογικής σκαπάνης.
100
Τα δεδομένα που σχετίζονται με τη μελέτη των ζωοαρχαιολογικών καταλοίπων
προέρχονται από τους οικισμούς του Προδρόμου (Halstead and Jones 1980; Halstead 1984),
της Άργισσας (Boessneck 1962: 22-99), του Σέσκλου (Schwartz 1981), του Αχιλλείου
(Bökönyi 1989: 316-32), της Λέρνας (Gevjall 1969) και της Κνωσού (Horwitz υπό εκτύπωση;
Ripoll υπό εκτύπωση). Τα ζωοαρχαιολογικά κατάλοιπα αναδεικνύουν πως οι εξημερωμένες
μορφές του προβάτου, του κατσικιού, του χοίρου, της αγελάδας αλλά και του σκύλου ήταν
παρούσες στους οικισμούς των πρώτων γεωργών του ελλαδικού χώρου. Μεταξύ των
καταλοίπων υπερτερούν αριθμητικά αυτά που προέρχονται από πρόβατα και ακολουθούν
αυτά των κατσικιών, παρά το γεγονός ότι τα οστά που προέρχονται από αυτά τα είδη είναι
μικρότερα και δυσκολότερα στο να διατηρηθούν. Ο Halstead (1987: 71-83) εκπλήσσεται
από την αριθμητική υπεροχή των προβάτων στους πρώτους γεωργικούς οικισμούς, αφού
θεωρεί πως όλα τα άλλα εξημερωμένα είδη πλην του προβάτου προσαρμόζονται καλύτερα
σε δασώδη περιβάλλοντα και για το λόγο αυτό θεωρεί πως η κτηνοτροφία περιοριζόταν
στις εκτάσεις που είχαν αποψιλωθεί από τους πρώτους γεωργούς. Από την άλλη πλευρά
υπάρχουν ερευνητές που θεωρούν πως οι δασικές εκτάσεις δεν ήταν τόσο πυκνές
(Demoule and Perles 1993: 359-60), όσο θεωρεί ο Halstead και για το λόγο αυτό ο
προσανατολισμός προς την εκτροφή προβάτων δεν θα έπρεπε να αποτελεί κάτι περίεργο,
εφόσον το είδος αυτό προσαρμόζεται πιο εύκολα συγκριτικά με τα υπόλοιπα εξημερωμένα
ζώα σε ξηρές εδαφικές συνθήκες. Η εκτροφή των προβάτων ήταν κυρίως
προσανατολισμένη στην παραγωγή κρέατος, αφού, όπως διακρίνεται μέσα από τις έρευνες
σε σχέση με τις ηλικίες θανάτωσης των ζώων, τα περισσότερα πρόβατα θανατώθηκαν σε
ηλικίες από έξι μηνών έως τριών ετών εκ των οποίων το 60% θανατώθηκε πριν φτάσει τα
δύο έτη ζωής. Φαίνεται επίσης μία τάση για τη διατήρηση των θηλυκών προβάτων, αφού
αυτά που θανατώθηκαν ήταν κυρίως αρσενικά (Halstead and Jones 1980; Halstead 1987).
Το παραπάνω στοιχείο υποδεικνύει τη διατήρηση ορισμένων αρσενικών προκειμένου να
εξασφαλιστεί η γονιμοποίηση και η ανανέωση του κοπαδιού. Τα πρόβατα είναι πιθανό να
αξιοποιούνταν και συμπληρωματικά στο πλαίσιο της γεωργίας, αφού πρόκειται για ζώα
που καταναλώνουν τα καλάμια των θερισμένων χωραφιών και τα άχυρα αλλά και τα
υποπροϊόντα της άλεσης του σπόρου (Ripoll υπό εκύπωση: 202).
101
να διέφερε πολύ σε σχέση με αυτόν τον προβάτων. Με βάση τα δεδομένα από τον οικισμό
του Προδρόμου (Halstead and Jones 1980: 93-117; Halstead 1984), φαίνεται πως υπήρχε,
στον συγκεκριμένο οικισμό τουλάχιστον, μια διαφοροποίηση μεταξύ των κατσικιών και των
προβάτων, αφού στη θέση αυτή τα κατσίκια θανατώνονταν αργότερα από τα πρόβατα και
υπήρχε μεγαλύτερη ισορροπία μεταξύ των θηλυκών και των αρσενικών στο σύνολο του
δείγματος. Τα εξημερωμένα βοοειδή έπαιζαν σημαντικό ρόλο στη διατροφή κι αυτό γίνεται
εμφανές αν αναλογιστεί κανείς πως μια αγελάδα ζυγίζει περίπου 30 φορές παραπάνω από
ένα πρόβατο. Αυτό που διακρίνεται μέσω των δεδομένων είναι πως τα βοοειδή
παρουσιάζουν κάποια ιδιομορφία σε σχέση με τα ποσοστά κατανομής τους μεταξύ των
οικισμών. Η μεγαλύτερη ανομοιομορφία παρατηρείται μεταξύ δύο θεσσαλικών οικισμών,
του Προδρόμου (Halstead and Jones 1980: 93-117; Halstead 1984), όπου τα ποσοστά των
οστών κυμαίνονται από 30% έως 41% στις τρεις φάσεις της Αρχαιότερης Νεολιθικής και του
Αχιλλείου (Bökönyi 1989), στο οποίο τα κατάλοιπα των βοοειδών αγγίζουν το 4% του
συνόλου των ζωικών καταλοίπων. Η διαφοροποίηση αυτή δεν είναι εύκολο να ερμηνευθεί
και χρειάζεται παραπάνω μελέτη, αφού οι δύο οικισμοί δεν διαφέρουν ως προς τα εδαφικά
και κλιματολογικά χαρακτηριστικά, έτσι ώστε να υποστηριχθεί πως ένα από τα δύο
περιβάλλοντα ήταν καταλληλότερο για την εκτροφή βοοειδών. Τα ποσοστά των χοίρων
φαίνεται να κατανέμονται με μεγαλύτερη ομοιομορφία συγκριτικά με αυτά των βοοειδών
μεταξύ των οικισμών της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου. Όπως και στις περιπτώσεις
των υπόλοιπων εξημερωμένων ζώων η εκτροφή του χοίρου είχε ως στόχο την εξασφάλιση
ζωικής πρωτεΐνης.
Τα κατάλοιπα των άγριων μορφολογικά θηλαστικών, όπως των λαγών και των
άγριων ελαφιών δεν εντοπίζονται πολύ συχνά στα στρώματα της Ακεραμικής φάσης και της
Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου και τα ποσοστά τους κυμαίνονται μεταξύ του 4% και του
7% των συνόλων των δειγμάτων από κάθε οικισμό. Εξαίρεση σε σχέση με τη σπανιότητα
των καταλοίπων από άγρια θηλαστικά φαίνεται να αποτελεί ο οικισμός της Λέρνας Ι, αλλά
το δείγμα των καταλοίπων είναι αρκετά μικρό και το συμπέρασμα αυτό αντιμετωπίζεται με
επιφύλαξη. Γενικότερα, τα οστά των λαγών και των ελαφιών υπερτερούν αριθμητικά σε
σχέση με αυτά των αγριόχοιρων, ενώ το βουβάλι συναντάται μόνος σε δύο οικισμούς (στο
Αχίλλειο και τη Λέρνα). Η διατήρηση των μικρών οστών του λαγού, αναδεικνύει πως η
απουσία των οστών των άγριων ζώων από τις συλλογές ζωοαρχαιολογικού υλικού δεν
οφείλεται σε ταφονομικές συνθήκες που δεν βοήθησαν στη διατήρησή τους, αλλά στο
γεγονός ότι οι κάτοικοι του ελλαδικού χώρου κατά την Αρχαιότερη Νεολιθική περίοδο δεν
είχαν εντάξει τα είδη αυτά στην οικονομία και δεν τα συμπεριελάμβαναν στη διατροφή
102
τους. Η παραπάνω κατάσταση αποτελεί επιλογή των κατοίκων της εξεταζόμενης περιόδου
και δεν επιβάλλεται από περιβαλλοντικές ή κλιματολογικές συνθήκες που οδήγησαν στην
απουσία των άγριων μορφολογικά θηλαστικών από τον ελλαδικό χώρο.
Σύμφωνα με την Perlès (2001: 200), η μελέτη των λίθινων καταλοίπων από τα στρώματα
των οικισμών της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου του ελλαδικού χώρου, αναδεικνύει
τεχνολογικές διαφοροποιήσεις, συγκριτικά με τη Μεσολιθική περίοδο, οι οποίες θα πρέπει
να λάβουν την αντίστοιχη σημασία με αυτές που παρατηρούνται στο επίπεδο των
διατροφικών πρακτικών. Ήδη, από το ξεκίνημα της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου στον
ελλαδικό χώρο, οι πρώτοι γεωργοί αξιοποίησαν στο πλαίσιο της κατασκευής των διαφόρων
εργαλείων που χρησιμοποιούσαν στην καθημερινότητά τους πρώτες ύλες μια διαφορετικές
μηχανικές και φυσικές ιδιότητες (Perlès 2001: 201). Τα λίθινα κατάλοιπα που έχουν
εντοπιστεί στους οικισμούς της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου του ελλαδικού χώρου,
χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: αυτά που προέκυψαν από αποκρουσμένο λίθο και αυτά που
προέκυψαν από λειασμένο λίθο (Μουνδρέα-Αγραφιώτη 1996: 103). Οι διαφορετικές
πρακτικές επεξεργασίας που χρησιμοποιήθηκαν στο πλαίσιο της κατασκευής των
εργαλείων σχετίζονταν με τη διαφοροποίηση της φύσης της εργασίας που καλούταν να
διεκπεραιώσει το τελικό προϊόν, όπως είναι η κοπή των φυτών και ων καλαμιών, ή η
επεξεργασία των φυτικών τροφών για την κατανάλωσή τους.
103
οι οποίοι εν συνεχεία δέχονταν επεξεργασία που είχε ως στόχο την παραγωγή λεπίδων
(Perlès 2001: 201-2). Οι λεπίδες του οψιανού, συνήθως δεν δέχονταν περαιτέρω
επεξεργασία μετά την εξαγωγή τους από τον πυρήνα, πέρα από τη διαμόρφωση των άκρων
τους. Οι λεπίδες των πρώιμων νεολιθικών οικισμών του ελλαδικού χώρου δεν
κατασκευάζονταν αποκλειστικά από οψιανό, αφού στα στρώματα τους έχουν αποκαλυφθεί
ίδιου τύπου εργαλεία από πυριτόλιθο, ίασπι, χαλαζία και ραδιολαρίτη.
104
μεταμορφικά πετρώματα, με μικροκοκκώδη ή σχιστώδη υφή, όπως ο σερπεντινίτης, ο
ανδεσίτης, ο βασάλτης και ο στεατίτης (Μουνδρέα-Αγραφιώτη 1996: 103-6). Οι λειασμένοι
πέλεκεις απαντούν πολύ σπάνια στις θέσεις με στρώματα της πρώιμης φάσης της
Αρχαιότερης Νεολιθικής (Perlès 2001: 231). Το μικρό μέγεθος και παράλληλα το μαλακό
πέτρωμα που χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή τους υποδεικνύει τη χρήση τους σε
εργασίες όπως η επεξεργασία και όχι η κοπή του ξύλου, των δερμάτων και των οστών. Για
την διεκπεραίωση των καθημερινών εργασιών των μελών της νεολιθικής κοινότητας
χρησιμοποιήθηκαν επίσης μυλόλιθοι, γουδιά, χειρόμυλοι και λίθοι για την άλεση, επίσης
από λίθους, με τη διαφορά, όμως, ότι οι λίθοι αυτοί σχεδόν ποτέ δεν έφεραν επεξεργασία,
αφού επιλέγονταν για χρήση με κριτήριο τα φυσικά μορφολογικά τους χαρακτηριστικά. Οι
λειτουργίες που εκτελούνταν με την αρωγή των συγκεκριμένων εργαλείων κάλυπταν ένα
μεγάλο εύρος, από το σπάσιμο καρπών και την άλεση των δημητριακών, μέχρι τη διάλυση
μη πλαστικών στοιχείων για την εισαγωγή τους στον πηλό (Perlès 2001: 243).
Εκτός των εργαλείων από αποκρουσμένο και λειασμένο λίθο στους πρώτους
γεωργικούς οικισμούς του ελλαδικού χώρου χρησιμοποιήθηκαν και εργαλεία που
κατασκευάζονταν από οστά με ιδιαίτερη προτίμηση σε αυτά των αιγοπροβάτων (εικ. 32).
Τα οστά των χοίρων και των αγελάδων χρησιμοποιήθηκαν σε πολύ μικρότερο βαθμό, ενώ
τα οστέινα εργαλεία από οστά και κέρατα άγριων μορφολογικά ζώων αποτελούν εξαιρετικά
σπάνια ευρήματα στα στρώματα της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου (Μουνδρέα-
Αγραφιώτη 1996: 103-6). Τα οστέινα εργαλεία που αφθονούν σε οικισμούς της
Αρχαιότερης Νεολιθικής είναι οι αιχμές και τα σουβλιά και ακολουθούν οι σμίλες, οι
στιλβωτήρες, οι βελόνες και οι σπάτουλες εκ των οποίων τα δύο τελευταία έφεραν ενίοτε
οπή. Τα οστέινα εργαλεία θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν σε πολλές εργασίες και να
χρησιμοποιηθούν για την επεξεργασία άλλων πρώτων υλών. Ενδεικτικά, θα μπορούσαν να
χρησιμοποιηθούν για το στίλβωμα των κεραμικών αγγείων, το ξύσιμο και τη διαμόρφωση
ξύλινων αντικειμένων, την κατεργασία και τη συρραφή των δερμάτων, την απομάκρυνση
του δέρματος από τα ζώα, στην καλαθοπλεκτική και την υφαντική διαδικασία, όπως επίσης
και ως σκαπτικά εργαλεία (Perlès 2001: 239).
105
4.5 Κεραμική
Το σύνολο των πληροφοριών για την κεραμική της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου είναι
δυνατό να συλλεχθεί από μια σειρά οικισμών της Θεσσαλίας, όπως το Αχίλλειο (Winn and
Shimabuku 1989: 17- 164), η Άργισσα (Milojčić and Hannschmann 1962), το Οτζάκι (Milojčić
and Milojčić von Zumbusch 1971) , ο Πρόδρομος (Χουρμουζιάδης 1971: 164-75), το Σέσκλο
(Wijnen 1981), η Μαγουλίτσα (Παπαδοπούλου 1958: 39-49) και η Θεόπετρα (Κυπαρίσση-
Αποστολίκα 2000: 17- 36) της Μακεδονίας, όπως η Νέα Νικομήδεια (Yiouni 1996), τα
Γιαννιτσά Β (Χρυσοστόμου 1993: 167-77, 1994: 111-25, 1997: 159-72, 2003: 289-500), τα
Σέρβια (Wijnen 1979: 191-5) και τα Ρεβένια (Μπέσιος και Αδακτύλου 2006: 357-66) και από
τον οικισμό του Φράγχθι στην Πελοπόννησο (Vitelli 1989: 17-29, 1993). Οι τεχνολογικές
μελέτες περιορίζονται στα αγγεία του Αχιλλείου (Björk 1995), του Σέσκλου (Κωτσάκης 1983;
Wijnen 1994), της Νέας Νικομήδειας (Pyke and Yiouni 1996), του Φράγχθι και της Λέρνας
(Vitelli 1974, 1988, 1989: 17-29, 1993) και της Κνωσού (Dimitriadis 2008: 73-9).
106
γραπτά μοτίβα. Στα Γιαννιτσά Β, η ανασκαφική έρευνα έχει αποκαλύψει αγγεία μεσαίου και
μεγάλου μεγέθους, καθώς επίσης και αγγεία που αξιοποιούνταν για
τροφοπαρασκευαστικές εργασίες και αποθήκευση. Στον οικισμό των Ρεβενίων
αναφέρονται δύο πιθανές φάσεις της κεραμικής. Η πρώτη, περιλαμβάνει μονόχρωμα,
στιλβωμένα αγγεία με χοντρά τοιχώματα και η δεύτερη αγγεία με πιο λεπτά τοιχώματα, τα
οποία φέρουν γραπτή διακόσμηση.
Τα αγγεία της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου είναι αρκετά μικρά για να έχουν
κατασκευαστεί με σκοπό την αποθήκευση προϊόντων και επιπλέον, μέσω των αναλύσεων
προκύπτει πως δεν έρχονταν σε άμεση επαφή με τη φωτιά, ή έμμεση μέσω θερμών λίθων,
άρα δεν ήταν μαγειρικά σκεύη (Βjork 1995: 80-1). Η Wijnen (1993: 324) θεώρησε πως αφού
τα αγγεία δεν αξιοποιούνταν για κανέναν από τους προαναφερθέντες λόγους, είναι πιθανό
να χρησιμοποιούνταν για την αποθήκευση μικρών ποσοτήτων κάποιων ιδιαίτερων
προϊόντων ή για την κατανάλωση ποτού και τροφής σε ειδικές περιπτώσεις.
107
4. 6 Ταφικές πρακτικές
Τα ταφικά ευρήματα της πρώτης χρονολογικά φάσης της νεολιθικής περιόδου είναι
ελάχιστα (Perlès 2001: 274). Με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα δεν μπορεί να στηριχθεί πως
οι πρώτοι γεωργοί του ελλαδικού χώρου έθαβαν τα νεκρά μέλη της κοινότητας με έναν
προκαθορισμένο τρόπο και σε κάποιον οργανωμένο χώρο, όπως επίσης δεν προκύπτει η
ακολουθία κάποιου τελετουργικού τυπικού κατά τον ενταφιασμό (Χουρμουζιάδης 1973:
210). Η ίδια περίπου κατάσταση συναντάται και στην Αρχαιότερη Νεολιθική περίοδο των
Βαλκανικών θέσεων, εφόσον ούτε εκεί έχουν εντοπιστεί οριοθετημένες «νεκροπόλεις» και
κοινά ταφικά έθιμα (Perles 2001: 273). Η έλλειψη ταφών οδήγησε το Χουρμουζιάδη (1973:
210) να υποθέσει πως ίσως οι άνθρωποι της νεολιθικής περιόδου έθαβαν τους νεκρούς
τους σε χώρους έξω από τον οικισμό, τους αποτέφρωναν ή τους έθαβαν στην ύπαιθρο.
Τα παραδείγματα ταφών εντός των ορίων του οικιστικού χώρου κατά την
Αρχαιότερη Νεολιθική περίοδο προέρχονται από τους παρακάτω οικισμούς: Σέσκλο
(Θεοχάρης 1977), Πρόδρομος (Χουρμουζιάδης 1971, 1973), Κεφαλόβρυσο (Χουρμουζιάδης
1973), Σουφλί Μαγούλα (Γαλλής 1982), Άργισσα (Milojčić et al. 1962), Νέα Νικομήδεια
(Rodden and Rodden 1964), Φράγχθι (Jacobsen and Cullen 1981) και Λέρνα (Caskey 1956,
1957, 1958). Πρόκειται κυρίως για πρωτογενείς ταφές μεμονωμένες και ομαδικές σε
λακκοειδείς τάφους. Η ταφή στο Σέσκλο εντοπίστηκε στον τομέα Γ, λίγο πιο κάτω από την
108
«ακρόπολη» του οικισμού. Δεδομένου του μεγάλου μεγέθους του οικισμού αναδεικνύεται
πως ελάχιστα άτομα θάβονταν μέσα στο όρια του οικισμού(Θεοχάρης 1977: 88-93). Οι
ταφές στη Σουφλί Μαγούλα και στο Κεφαλόβρυσο εντοπίστηκαν κάτω από δάπεδα
νεολιθικών σπιτιών, αλλά τα διαθέσιμα δεδομένα υποδεικνύουν την τυχαία εναπόθεση των
νεκρών σωμάτων στο χώρο αυτό (Perlès 2001: 277). Η ταφή στο Κεφαλόβρυσο έγινε σε
αβαθή λάκκο και η έντονα συνεσταλμένη στάση του σώματος υποδεικνύει πως ο νεκρός
διπλώθηκε με δύναμη για να χωρέσει στο λάκκο αυτό (Χουρμουζιάδης 1973: 210).
Σύμφωνα με τον Χουρμουζιάδη (1973: 210), κάτω από το δάπεδο ενός νεολιθικού
σπιτιού στον Πρόδρομο εντοπίστηκαν τρεις διαδοχικές αποθέσεις σκελετικών λειψάνων, οι
οποίες αποτελούνταν από 11 κρανία και σπασμένα μηριαία και πλευρικά οστά. Ανάμεσα
στα σκελετικά κατάλοιπα βρέθηκαν λίγα όστρακα μονόχρωμων αγγείων και τρία εργαλεία
από πυριτόλιθο. Τα λείψανα δεν είχαν τοποθετηθεί στο χώρο με επιμέλεια και πιθανότατα
είχαν μεταφερθεί εκεί από το σημείο του πρώτου ενταφιασμού. Άρα, το παράδειγμα του
Προδρόμου, αποτελεί πιθανότατα μια ανακομιδή. Στην περίπτωση του νεολιθικού
Προδρόμου είναι σημαντικός ο μεγάλος αριθμός κρανίων, καθώς επίσης και ο χώρος, στον
οποίο τα κρανία αυτά έχουν εναποτεθεί. Τα κρανία κάτω από τα δάπεδα του σπιτιού στον
Πρόδρομο παραπέμπουν σε ταφικά ευρήματα από την περιοχή της Μέσης Ανατολής (Perlès
2001: 280). Επίσης, ο Χουρμουζιάδης αναφέρει πως βρέθηκαν κάτω από το δάπεδο ενός
μεγάλου νεολιθικού σπιτιού. Το γεγονός αυτό θυμίζει την εναπόθεση κρανίων σε ιδιαίτερες
αρχιτεκτονικές κατασκευές, όπως το «σπίτι των νεκρών» στον οικισμό του Çayönü (Özdoğan
and Özdoğan 1990). Τα δεδομένα του Προδρόμου διαφέρουν από αυτά της Σουφλί
Μαγούλας, αναδεικνύοντας διαφορετικές πρακτικές σε σχέση με την αντιμετώπιση των
νεκρών μελών της κοινότητας.
109
ανάλογα με την ηλικιακή ομάδα του νεκρού μέλους της κοινότητας. Αυτό δεν μπορεί να
διαλευκανθεί ακόμα, εφόσον τα διαθέσιμα δεδομένα είναι λιγοστά και προέρχονται από
λίγες θέσεις. Κατά συνέπεια τα συμπεράσματα που μπορούν να προκύψουν από αυτά δεν
μπορούν να γενικευθούν για όλους της οικισμούς της Αρχαιότερης Νεολιθικής του
ελλαδικού χώρου.
Αυτό που φαίνεται μέχρι στιγμής είναι πως οι πρώτοι γεωργοί του ελλαδικού
χώρου έθαβαν τους νεκρούς τους μέσα και έξω από τα σπίτια, σε κοινούς υπαίθριους
χώρους του οικισμού, έξω από τα όρια του οικισμού και σε σπήλαια, ενώ μόνο σε λίγες
περιπτώσεις, όπως στη Σουφλί Μαγούλα, παρουσιάζεται κάποια οργάνωση του χώρου του
ενταφιασμού και μια μορφή προετοιμασίας σε σχέση με την ταφή. Τα αντικείμενα που
βρέθηκαν μέσα στους ταφικούς λάκκους και συνόδευαν τους νεκρούς, θα μπορούσαν να
είναι ένας άμεσος συμβολισμός, ή ένα δώρο προς το νεκρό μέλος της κοινότητας, που πριν
το θάνατό του δούλευε, μοιραζόταν τις σκέψεις του με τα υπόλοιπα μέλη του οικισμού,
έπαιζε, έπλαθε αγγεία κι όχι αναγκαστικά μέρος κάποιου τελετουργικού τυπικού.
Τα στρώματα των πρώτων νεολιθικών οικισμών του ελλαδικού χώρου, δεν περιλαμβάνουν
μόνο λίθινα εργαλεία, κεραμική και κατάλοιπα εξημερωμένων φυτών και ζώων αλλά και
ανθρωπόμορφα ειδώλια. Τα ειδώλια αυτά στα κατώτερα στρώματα της Αρχαιότερης
Νεολιθικής περιόδου εμφανίζονται έντονα σχηματοποιημένα, όπως υποδεικνύουν τα
παραδείγματα που προέρχονται από το Σέσκλο (Wijnen 1981, εικ. 14), ενώ λείπουν τα
διαγνωστικά στοιχεία που συμβάλλουν στην αναγνώριση του φύλου των ανθρώπινων
μορφών. Ωστόσο, η στεατοπυγία, η οποία χαρακτηρίζει την απόδοση των μεταγενέστερων
ειδωλίων γυναικείων μορφών, υποδεικνύει πως τα ειδώλια αυτά αναπαριστούν γυναίκες.
Κατά τις μεταγενέστερες φάσεις της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου, η απόδοση των
χαρακτηριστικών γίνεται με πιο φυσιοκρατικό τρόπο, χωρίς να αφήνει αμφιβολία ότι
πρόκειται για την αναπαράσταση γυναικείων μορφών (εικ. 35). Παρόλα αυτά, τόσο στις
σχηματικές αποδόσεις, όσο και στις φυσιοκρατικές, η κεφαλή των μορφών αποδίδεται με
σχηματικό τρόπο (Gimbutas 1989a; Nandris 1970).
110
αριθμός των ειδωλίων είναι εξαιρετικά μικρός και περιορίζεται σε δύο δείγματα από την
Ελάτεια (Weinberg 1962: 201) και τρία αποσπασματικά ειδώλια στο Φράγχθι (Talalay 1993:
58). Η Perlès (2001: 226), αποδίδει την ανομοιομορφία της κατανομής στο εξής γεγονός: Η
Πελοπόννησος παρουσιάζει μικρή συχνότητα κατοίκησης κατά την Αρχαιότερη Νεολιθική
περίοδο και το πιθανότερο είναι πως οι κοινότητες αποτελούνταν από μέλη που τα
συνέδεαν σχέσεις συγγένειας. Από την άλλη πλευρά, η πυκνή κατοίκηση στην περιοχή της
Θεσσαλίας υποδεικνύει πως πιθανότατα δεν δένονταν όλα τα μέλη των κοινοτήτων μεταξύ
τους με συγγενικές σχέσης, με αποτέλεσμα να ιδρύθηκε ένα δίκτυο συμμαχιών μεταξύ των
θεσσαλικών θέσεων, μέσα από το οποίο ενισχύθηκαν οι συλλογικές τελετές , προκειμένου
να επιτευχθεί η συνένωση των διαφορετικών ομάδων.
Η Gimbutas (1989a: 220), αποδίδει την παρουσία των ειδωλίων των γυναικείων
μορφών κοντά ή μέσα στα νεολιθικά σπίτια στην ύπαρξη οικιακών λατρευτικών τελετών
γυναικείων θεοτήτων. Από την άλλη πλευρά, έχει προταθεί και ερμηνείες που βλέπουν τα
αντικείμενα αυτά ως παιχνίδια (Treuil 1983, 1992a: 66- 7; Ucko 1968), ως συμβολισμό της
γονιμότητας και αναπαραστάσεις των προγόνων (Bailey 1994: 321-31) και ως αρωγούς στη
διαδικασία της γέννας (Bolger 1996: 365-73). Από το ρεπερτόριο των ειδωλίων δεν λείπουν
και οι καθιστές ανδρικές μορφές (εικ. 36), οι οποίες σύμφωνα με τον Nandris (1970: 200-1),
οι οποίες, όμως απαντούν με μικρότερη συχνότητα συγκριτικά με τις αναπαραστάσεις
γυναικείων μορφών.
Στα στρώματα των οικισμών της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου του ελλαδικού
χώρου έχουν εντοπιστεί και ζωόμορφα ειδώλια. Τα ειδώλια αυτά δεν φέρουν κάποια
χαρακτηριστικά που να συμβάλλουν στη διευκρίνιση του φύλου των ζώων, ενώ είναι
δύσκολο να διαλευκανθεί εάν πρόκειται για εξημερωμένα ζώα (όταν απεικονίζονται
βοοειδή ή γουρούνια για παράδειγμα). Ανάμεσα στις αναπαραστάσεις ζώων ξεχωρίζουν
δύο παραδείγματα από τη Νέα Νικομήδεια (Roddden 1964: 294-5) που αναπαριστούν τη
μορφή του βατράχου. Ανάλογα αντικείμενα έχουν εντοπιστεί και στη θέση Φυλλοτσαΐρι
Μαυροπηγής, στο νομό Κοζάνης (Καραμήτρου-Μεντεσίδη 2009: 125). Ωστόσο, τα
αντικείμενα αυτά είναι πιθανό να απεικονίζουν γυναικείες μορφές σε προχωρημένη
εγκυμοσύνη, λίγο πριν τον τοκετό.
111
Νεολιθικής, εκτός από δύο, που απαρτίζονταν από χάντρες από θαλάσσια όστρεα, στην
Νέα Νικομήδεια (Rodden and Rodden 1964b: 604). Παρά το παραπάνω γεγονός, η
αποκάλυψη δισκοειδών χαντρών από μάρμαρο, στεατίτη και όστρεο, στα στρώματα της
εξεταζόμενης περιόδου, συνιστά πως ο στολισμός των μελών της εκάστοτε κοινότητας με
μικρά περιδέραια από μικρές χάντρες αποτελούσε κοινό τόπο.
112
Κεφάλαιο 5: Η αρχή της Νεολιθικής
στην Ελλάδα
5. 1 Ιθαγενής ή εισηγμένη Νεολιθική; Η αντιπαράθεση
Οι πρώτοι νεολιθικοί οικισμοί ξεκίνησαν να ιδρύονται στον ελλαδικό χώρο στο πρώτο μισό
της 7ης χιλιετίας π. Χ. Οι πρώτοι γεωργοί του ελλαδικού χώρου επέλεξαν να κατοικήσουν
στο λόφο της Κεφάλας στην Κρήτη (Κνωσός), στο Φράγχθι στην Πελοπόννησο και στην
ανατολική Θεσσαλία και οι οικισμοί τους διέφεραν σημαντικά από τις εγκαταστάσεις των
θηρευτών-τροφοσυλλεκτών της Μεσολιθικής περιόδου. Τα στρώματα της Αρχαιότερης
Νεολιθικής περιόδου περιελάμβαναν τα κατάλοιπα αρχιτεκτονικών κατασκευών που
παραπέμπουν σε μόνιμη εγκατάσταση αλλά και σαφείς ενδείξεις της εκμετάλλευσης
εξημερωμένων φυτικών και ζωικών ειδών. Το ζήτημα της εμφάνισης της γεωργίας στον
ελλαδικό χώρο, όπως αναφέρθηκε εισαγωγικά, άρχισε να απασχολεί τους προϊστορικούς
αρχαιολόγους που εργάστηκαν στη συγκεκριμένη περιοχή ήδη από τη δεκαετία του 1960.
Το 1967, ο Δ.Ρ Θεοχάρης προβληματίστηκε έντονα σε σχέση με το ζήτημα της αρχής της
Νεολιθικής περιόδου στην Ελλάδα, στο πλαίσιο της διδακτορικής του διατριβής με τίτλο «Η
Αυγή της Θεσσαλικής Προϊστορίας» καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η μετάβαση στη
γεωργία αποτελούσε μια γηγενή εξέλιξη που οφειλόταν στη δυναμική των μεσολιθικών
ομάδων του ελλαδικού χώρου (Θεοχάρης 1967). Ο Weinberg, το 1970 (570- 1), στο βιβλίο
του με τίτλο “The Stone Age in the Aegean” ανέφερε πως τα ευρήματα που είχαν
αποκαλυφθεί από τις θέσεις της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου του ελλαδικού χώρου,
κάθε άλλο παρά ενίσχυαν την υπόθεση περί γηγενούς διαδικασίας εξημέρωσης, αφού τα
κατάλοιπα τους υποδείκνυαν τη μετακίνηση γεωργών προς τον ελλαδικό χώρο.
Παρόλα αυτά, την ίδια χρονιά ο Δ.Ρ Θεοχάρης (1970), γράφοντας για τη Νεολιθική
περίοδο στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», την παρουσίασε ως το πρώτο στάδιο της
ενιαίας και αδιάσπαστης συνέχειας του ελληνικού πολιτισμού, εκφράζοντας, μια εκ
διαμέτρου αντίθετη άποψη από αυτήν του Weinberg. Ο Θεοχάρης εξέφρασε εκτενώς την
άποψή του τρία χρόνια αργότερα στο συλλογικό τόμο με τίτλο «Νεολιθική Ελλάς», ο οποίος
αποτελούσε μια απόπειρα συγκέντρωσης παρουσίασης και ερμηνείας των δεδομένων που
σχετίζονταν με τη Νεολιθική περίοδο του ελλαδικού χώρου και ήταν γνωστά έως τις αρχές
της δεκαετίας του 1970 (Θεοχάρης 1973). Ο Θεοχάρης αναφέρει πως λόγω της πρώιμης
113
χρονολόγησης των νεολιθικών οικισμών στη Μέση Ανατολή η γεωργία θα μπορούσε να έχει
εξαπλωθεί από εκεί προς τον ελλαδικό χώρο (Θεοχάρης 1973: 34). Ωστόσο δεν είναι
απαραίτητο η διαδικασία αυτή να είχε τη μορφή της «άμεσης διάδοσης», δηλαδή της
μετακίνησης πληθυσμού γεωργών προς τον ελλαδικό χώρο, αλλά θα μπορούσε να έχει
συμβεί με τη μορφή της «έμμεσης διάδοσης», η οποία στηρίζεται στην επικοινωνία των
θηρευτών-τροφοσυλλεκτών με τους πρώτους γεωργούς (Θεοχάρης 1973: 34). Σύμφωνα με
το Θεοχάρη, οι μεσολιθικές- τροφοσυλλεκτικές ομάδες του ελλαδικού χώρου, αν και
κυνηγούσαν ή συνέλεγαν ακόμη την τροφή τους, είχαν ήδη περάσει σε ένα μεταβατικό
στάδιο, ξεφεύγοντας, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, από τη στασιμότητα της Τελικής
Παλαιολιθικής περιόδου. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τη συμβολή της επικοινωνίας
ανάμεσα στους θηρευτές-τροφοσυλλέκτες και τους γεωργούς, πιθανότατα στην περιοχή
των νησιών του Αιγαίου, ώθησε τις μεσολιθικές ομάδες του ελλαδικού χώρου να περάσουν
στο παραγωγικό στάδιο (Θεοχάρης 1973: 34-5). Άλλωστε, με βάση το Θεοχάρη, τα
προκεραμικά στρώματα των πρώιμων νεολιθικών οικισμών της Θεσσαλίας υποδείκνυαν
μια διαδικασία γηγενούς μετάβασης από το θηρευτικό- τροφοσυλλεκτικό στάδιο προς τη
γεωργία (Θεοχάρης 1973: 35).
114
ανατρέπεται η υπόθεση πως τα περισσότερα εξημερωμένα φυτικά και ζωικά είδη μπορούν
να προκύψουν από τοπικά διαθέσιμες, άγριες μορφές, αφού δεν είναι δυνατό να γίνουν
γνωστά όλα τα είδη της χλωρίδας και της πανίδας του ελλαδικού χώρου κατά τα τέλη του
Πλειστόκαινου (Θεοχάρης 1973: 34).
Ο Curtis Runnels (1995: 699-738, 2003: 121-32; van Andel and Runnels 1995: 481-
500) επιλέγει να μελετήσει τη Μεσολιθική και την Αρχαιότερη Νεολιθική περίοδο
προκειμένου να σχολιάσει τη μεταξύ τους σχέση. Ο Runnels αναφέρει πως ο ελλαδικός
χώρος κατά τις αρχές του Ολόκαινου ήταν μια αραιοκατοικημένη περιοχή με λίγες
ανθρώπινες ομάδες, οι οποίες επέλεγαν να κατοικήσουν στο νότιο και το δυτικό τμήμα της,
όπως υποδεικνύεται από την κατανομή των θέσεων στο χώρο (Runnels 1995: 706; van
Andel and Runnels 1995: 481). Οι ανθρώπινες ομάδες αξιοποιούσαν τους χώρους των
σπηλαίων και εξασφάλιζαν την τροφή τους μέσω των πρακτικών που ήταν γνωστές κατά
την Ανώτερη Παλαιολιθική περίοδο, δηλαδή του κυνηγιού και της συλλογής, ασκώντας,
όμως παράλληλα και την αλιευτική δραστηριότητα, για την οποία δεν υπάρχουν αρκετές
ενδείξεις πριν τη Μεσολιθική περίοδο (Runnels 1995: 725). Αν και οι βασικές πρακτικές της
Ανώτερης Παλαιολιθικής περιόδου δεν μεταβλήθηκαν κατά τη Μεσολιθική, η
στρωματογραφική διακοπή που παρατηρήθηκε στο Φράγχθι μεταξύ του τέλους της
Ανώτερης Παλαιολιθικής και την αρχή της Μεσολιθικής περιόδου, οδήγησε τον Runnels να
συμπεράνει πως οι θέσεις των αρχών του Ολόκαινου οφείλονται στην δια θαλάσσης
έλευση νέου πληθυσμιακού στοιχείου που δεν σχετιζόταν με τους θηρευτές-
τροφοσυλλέκτες του τέλους της Παλαιολιθικής περιόδου (Runnels 1995: 725-6).
115
Θεσσαλίας, η οποία προσέφερε στους πρώτους γεωργούς καλλιεργήσιμες εκτάσεις που σε
συνδυασμό με τις ετήσιες πλημμύρες εξασφάλιζαν μια καλή σοδειά (van Andel and Runnels
1995: 490-4). Οι πρώτοι γεωργοί του ελλαδικού χώρου καλλιέργησαν εξημερωμένες
μορφές μονόκοκκου και δίκοκκου σιταριού, κριθαριού, φακής, μπιζελιού και εξέτρεφαν
αντίστοιχα μορφολογικά ζώα, όπως πρόβατα, κατσίκια, αγελάδες και γουρούνια (Runnels
2003: 124). Οι δραστηριότητες αυτές σηματοδοτούσαν μια θεμελιώδη μεταβολή σε σχέση
με τη Μεσολιθική περίοδο. Τα εξημερωμένα είδη αποτελούν την σχεδόν αποκλειστική πηγή
εξασφάλισης ειδών διατροφής αφού με βάση τα σχετικά κατάλοιπα δεν αξιοποιούνταν τα
μορφολογικά είδη που ήταν διαθέσιμα στον ελλαδικό χώρο και είχαν στηρίξει την
οικονομία των θηρευτικών-τροφοσυλλεκτικών ομάδων τόσο της Μεσολιθικής, όσο και της
Ανώτερης Παλαιολιθικής περιόδου (Runnels 2003: 124). Πέραν της ενασχόλησης των
κατοίκων των πρώιμων νεολιθικών οικισμών με τη γεωργία και την κτηνοτροφία,
τεκμηριώνεται μέσω των καταλοίπων και άλλες νέες ασχολίες όπως η παραγωγή λεπίδων
και η κατασκευή κεραμικών αγγείων και ειδωλίων (Runnels 2003: 124).
116
al. 2005: 259-285). Σύμφωνα με τον Runnels (Runnels et al. 2005: 277), τα λίθινα κατάλοιπα
που εντοπίστηκαν στις θέσεις της Αργολίδας παρουσιάζουν ομοιότητες με αυτά του
Φράγχθι (Perlès 1987a) και της Κλεισούρας (Koumouzelis et al. 2003: 113-22)
τεκμηριώνοντας παράλληλα την προτίμηση των μεσολιθικών ομάδων στις παράκτιες
θέσεις, ενώ τα λίθινα κατάλοιπα που εντοπίστηκαν στις θέσεις της περιοχής της Ηπείρου
(Runnels et al. 1999: 126) θυμίζουν τόσο τα αντίστοιχα κατάλοιπα του Φράγχθι και της
Κλεισούρας, όσο και αυτά του Σιδαρίου (Sordinas 1970). Ωστόσο, οι έρευνες του Runnels
στην περιοχή της Θεσσαλίας (1988: 277-90, 1994: 55-6), στο έδαφος της οποίας
συγκεντρώνονται μέχρι στιγμής οι περισσότεροι οικισμοί της Αρχαιότερης Νεολιθικής
περιόδου (Perlès 2001: 121) δεν έχουν φέρει στο φως στοιχεία που να ανατρέπουν την
εικόνα της αραιής κατοίκησης στην περιοχή κατά τη Μεσολιθική περίοδο (Runnels 2003:
126).
Η Catherine Perlès έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με το ζήτημα της αρχής της Νεολιθικής
περιόδου στον ελλαδικό χώρο (Demoule and Perlès 1993: 355-416; Perlès 2001: 38-51,
2003b: 99-113) επιλέγοντας να μελετήσει ενδελεχώς και να συγκρίνει μεταξύ τους τα
δεδομένα που είναι γνωστά για τη Μεσολιθική και την Αρχαιότερη Νεολιθική και
εξετάζοντας παράλληλα, με βάση τα αρχαιολογικά κατάλοιπα, ποια από τις ερμηνείες που
έχουν προταθεί για την αρχή της γεωργίας και προαναφέρθηκαν εισαγωγικά (πολιτισμική
διάδοση, δημογραφική διάδοση, γηγενής εξέλιξη) ταιριάζει στην περίπτωση της
συγκεκριμένης γεωγραφικής περιοχής. Έτσι, η Perlès εξετάζει τα δεδομένα των μεσολιθικών
θέσεων του ελλαδικού χώρου κάτω από το πρίσμα της θεωρίας των Higgs και Jarman (1969:
36- 8), η οποία ήθελε την Ευρώπη και συνακόλουθα τον ελλαδικό χώρο να αποτελεί ένα
κέντρο εξημέρωσης αλλά και των προϋποθέσεων που τέθηκαν από τους Gebauer και Price
117
(1992: 8-9) για ένα γηγενές πέρασμα προς την εξημέρωση και τη γεωργία. Πιο
συγκεκριμένα :
118
περιόδου στη Μέση Ανατολή, τα οποία υποδηλώνουν τη μόνιμη κατοίκηση μιας ομάδας σε
μια περιοχή (Perlès 2003b: 102).
Οι ανθρώπινες ομάδες των αρχών του Ολόκαινου εξασφάλιζαν την τροφή τους
μέσω του κυνηγιού, της συλλογής φυτικών ειδών, χερσαίων και θαλάσσιων οστρέων και
της αλιευτικής δραστηριότητας, όπως συνέβαινε και κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική
περίοδο. Ωστόσο , τα ζωοαρχαιολογικά κατάλοιπα που προέρχονται από τις μεσολιθικές
θέσεις του ελλαδικού χώρου αναδεικνύουν μια μείωση της συμβολής του κρέατος των
ζώων, όπως των ελαφιών, των άγριων κατσικιών και άγριων γουρουνιών στην καθημερινή
διατροφή κατά τη Μεσολιθική περίοδο (Perlès 2003b: 100). Η εικόνα αυτή που έρχεται σε
αντίθεση με τα δεδομένα της Ανώτερης Παλαιολιθικής περιόδου είναι πιθανό, σύμφωνα με
την Perlès, πως υποδεικνύει το μειωμένο αριθμό των πληθυσμών των συγκεκριμένων
ζωικών ειδών στον ελλαδικό χώρο κατά τις αρχές του Ολόκαινου ή ίσως τη δυσκολία που
αντιμετώπιζαν οι μεσολιθικοί θηρευτές να μετακινηθούν προς τις περιοχές που τα
φιλοξενούσαν (Perlès 2003b: 100). Προκειμένου να αντισταθμίσουν την απώλεια της
ενέργειας και των πρωτεϊνών, οι μεσολιθικές ομάδες στράφηκαν προς το κυνήγι
μικρότερων θηλαστικών, όπως ήταν οι λαγοί, αλλά και προς την πιο εντατικοποιημένη
συλλογή φυτικών ειδών, χερσαίων και θαλάσσιων οστρέων. Διακρίνεται, με άλλα λόγια
ένας σαφής προσανατολισμός προς τη συλλογή χαμηλής ενεργειακής αξίας (r- selected
διατροφικά είδη), τα οποία, σύμφωνα με την Perlès, απαιτούσαν μεγάλη δαπάνη χρόνου
119
και δύναμης από την πλευρά των θηρευτικών-τροφοσυλλεκτικών ομάδων προκειμένου να
συλλεχθούν και να καταναλωθούν (Perlès 2001: 28-30, 2003b: 100-1).
Η Perlès (2003b: 102) σημειώνει επ’ αυτού, πως τα ερευνητικά δεδομένα του
τέλους της προηγούμενης δεκαετίας δείχνουν πως το συγκεκριμένο άγριο είδος προέρχεται
από εξημερωμένη μορφή που επέστρεψε στην άγρια κατάσταση (Heun et al. 1997: 1312-
4). Κατά συνέπεια, η άγρια μορφή του μονόκοκκου σιταριού δεν είναι αυτοφυής και ως εκ
τούτου οι ανθρώπινες ομάδες των αρχών του Ολόκαινου δεν είχαν τη δυνατότητα να το
εξημερώσουν. Άρα, σύμφωνα με όλα όσα προαναφέρθηκαν δεν πληρούνται οι
προϋποθέσεις που τέθηκαν από τους Gebauer και Price (1992) για τη γηγενή διαδικασία
εξημέρωσης και δεν τεκμηριώνεται η άποψη που ήθελε τον ελλαδικό χώρο να αποτελεί ένα
κέντρο εξημέρωσης.
Όπως προαναφέρθηκε, η Perlès εξετάζει και την υπόθεση που θέλει τη γεωργία να
έχει διαδοθεί μέσω της επικοινωνίας που υπήρχε ανάμεσα στους θηρευτές-
τροφοσυλλέκτες του ελλαδικού χώρου και τους γεωργούς της Μέσης Ανατολής και της
Ανατολίας (πολιτισμική διάδοση). Στην περίπτωση αυτή δεν απαιτούταν η μεσολάβηση της
μετακίνησης των γεωργών προς τον ελλαδικό χώρο, αφού βασικός παράγοντας για την
υιοθέτηση της γεωργίας θα έπαιζε η δυναμική των εγχώριων μεσολιθικών ομάδων
120
(Kotsakis 2001: 63-78; Kyparissi-Apostolika 2003: 194-6). Ωστόσο, τα αρχαιολογικά
στρώματα των μεσολιθικών θέσεων του ελλαδικού χώρου δεν περιλαμβάνουν στοιχεία που
να τεκμηριώνουν την ύπαρξη επαφών και επικοινωνίας των θηρευτικών-τροφοσυλλεκτικών
ομάδων με γεωργικές κοινότητες (Perlès 2001: 43, 2003b: 105). Η υπόθεση της διάδοσης
του νεολιθικού τρόπου ζωής μέσω της επαφής και της αλληλεπίδρασης περιλαμβάνει,
σύμφωνα με την Perlès, ακόμη ένα ζήτημα που προκαλεί προβληματισμό.
Όπως αναφέρει, η ανταλλαγή των εξημερωμένων φυτικών και ζωικών ειδών δεν
έχει τον ίδιο χαρακτήρα με αυτήν ενός εργαλείου ή ενός αγγείου. Η διαφοροποίηση του
χαρακτήρα της ανταλλαγής οφείλεται στο γεγονός ότι, προκειμένου να αξιοποιηθούν τα
εξημερωμένα είδη στο πλαίσιο του τρόπου ζωής της θηρευτικής- τροφοσυλλεκτικής
ομάδας θα πρέπει να μεταφερθεί, πέρα από το φυτό και το ζώο, η γνώση σε σχέση με την
καλλιέργεια και την κτηνοτροφία. Η διαδικασία της μεταφοράς γνώσης, με τη σειρά της,
απαιτούσε, σύμφωνα με την Perlès (2001: 43) την ύπαρξη της διγλωσσίας για να επιτευχθεί
η συνεννόηση και η συζήτηση. Η γνώση της γλώσσας κατακτιέται με βάση τα λεγόμενα της
ερευνήτριας μετά από επαναλαμβανόμενες και συστηματικές επαφές, για τις οποίες, όμως,
τα αρχαιολογικά δεδομένα δεν προσφέρουν καμία ένδειξη. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η
εισαγωγή εξημερωμένων φυτικών και ζωικών ειδών και η άσκηση της γεωργικής και της
κτηνοτροφικής πρακτικής, χωρίς τη φυσική παρουσία γεωργών φαίνεται αμφίβολη (Perlès
2001: 45).
Ωστόσο, όπως αναφέρει η ίδια η Perlès (2001: 46-8), τα στρώματα της Αρχικής
Νεολιθικής περιόδου στο Φράγχθι προσφέρουν κάποιες ενδείξεις για την εξέταση των
σχέσεων ανάμεσα στις γηγενείς ομάδες θηρευτών-τροφοσυλλεκτών και τους πρώτους
γεωργούς. Τα κατάλοιπα του στρώματος της Αρχικής Νεολιθικής περιόδου στο Φράγχθι
αναδεικνύουν τη συνέχεια της κατοίκησης στο εσωτερικό του σπηλαίου (Perlès 2001: 46)
και τη συλλογή άγριων μορφολογικά φυτών (Hansen 1991: 139-44) και θαλάσσιων οστρέων
(Shackleton 1988), όπως συνέβαινε και κατά τη Μεσολιθική περίοδο. Τα λίθινα εργαλεία
της φάσης αυτής περιλαμβάνουν τερματικά ξέστρα, οδοντωτά και η επεξεργασία της
πρώτης ύλης είναι προσανατολισμένη στην παραγωγή φολίδων, χωρίς να παρουσιάζει
διαφορές σε σχέση με τη Μεσολιθική περίοδο (Perlès 2001: 46). Από την άλλη πλευρά,
όμως, τα κατάλοιπα του στρώματος της Αρχικής Νεολιθικής περιλαμβάνουν λεπίδες (Perlès
2001: 47), όπως επίσης, κατάλοιπα εξημερωμένων αιγοπροβάτων (Payne 1975: 129) και
εξημερωμένου δίκοκκου σιταριού (Hansen 1991: 139-40). Τα δεδομένα αυτά
σηματοδοτούν μια μεταβολή σε σχέση με τις πρακτικές της Μεσολιθικής περιόδου και
121
σύμφωνα με την Perlès (2001: 47-8) είναι πιθανό να υποδεικνύουν την επιλεκτική
υιοθέτηση ορισμένων στοιχείων της νεολιθικής οικονομίας και λιθοτεχνίας από τους
θηρευτές-τροφοσυλλέκτες, ύστερα από την επαφή τους με τους πρώτους γεωργούς.
Παρόλα αυτά, σύμφωνα με την Perlès (2001: 48-9), η περίπτωση του Φράγχθι δεν
θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ένα παράδειγμα που επιβεβαιώνει τα σενάρια περί
γηγενούς διαδικασίας μετάβασης των θηρευτών-τροφοσυλλεκτών προς τη γεωργική
οικονομία. Η μετάβαση από την Αρχική στην Αρχαιότερη φάση της Νεολιθικής περιόδου
στη συγκεκριμένη θέση συνοδεύτηκε από διαφορές, όπως ήταν η μετακίνηση του χώρου
της δραστηριότητας των κατοίκων της από το εσωτερικό του σπηλαίου στην Παραλία, η
διαφοροποίηση του είδους των θαλάσσιων οστρέων που συλλέγονταν και η εισαγωγή νέων
εξημερωμένων φυτικών και ζωικών ειδών, οι οποίες δεν υποδεικνύουν τη συνέχεια μεταξύ
της Αρχικής και της Αρχαιότερης φάσης της Νεολιθικής περιόδου στη θέση του Φράγχθι.
Οι πρώτοι γεωργικοί οικισμοί του ελλαδικού χώρου άρχισαν να ιδρύονται λίγο μετά
το 7.000 π. Χ (Perlès 2003b: 103). Στους οικισμούς αυτούς εντοπίζονται κατάλοιπα
οικοδομικής δραστηριότητας, λίθινες λεπίδες, οστέινα εργαλεία, ειδώλια και εξημερωμένα
φυτικά και ζωικά είδη. Τα εξημερωμένα είδη δημητριακών (μονόκοκκο και δίκοκκο σιτάρι,
δίστοιχο και εξάστοιχο κριθάρι), οσπρίων (φακή, μπιζέλι, ρόβη) και ζώων (πρόβατο, κατσίκι,
γουρούνι, αγελάδα) εμφανίστηκαν, με βάση τα δεδομένα, ταυτόχρονα και πρόκειται για τα
ίδια είδη που στήριξαν τη νεολιθική οικονομία στην περιοχή της Μέσης Ανατολής (Zohary
1996: 142-58; Zohary and Hopf 1994) . Επιπλέον, οι άγριοι μορφολογικά πρόγονοι των
εξημερωμένων ειδών του σιταριού δεν είναι αυτοφυείς στον ελλαδικό χώρο, υπάρχουν,
όμως στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, κάτι το οποίο σημαίνει, πως οι μεσολιθικές
ομάδες του ελλαδικού χώρου δεν είχαν την ευκαιρία να πειραματιστούν με τα
συγκεκριμένα είδη και αυτό ενισχύει την υπόθεση μετακίνησης γεωργών, οι οποίοι
μετέφεραν τα εξημερωμένα πλέον είδη στον ελλαδικό χώρο (Perlès 2001: 38- 41).
122
κάτοικοι των γεωργικών οικισμών του ελλαδικού χώρου φαίνεται πως αγνοούσαν
συστηματικά τις άγριες πηγές, όπως προκύπτει μέσα από τη μελέτη των αρχαιοβοτανικών
και ζωοαρχαιολογικών καταλοίπων, αλλά και από την απουσία ενδείξεων χρήσης των
σπηλαίων (Perlès 2001: 5, 300).
Η Perlès αναφέρει πως ο αποικισμός του ελλαδικού χώρου δεν συνέβη στο πλαίσιο
κάποιας σταδιακής διαδικασίας μετακίνησης πληθυσμού γεωργών, όπως αυτή
παρουσιάζεται στο μοντέλο των Ammerman και Cavalli-Sforza (1984), αφού δεν έχουν
εντοπιστεί κατάλοιπα πρώιμων νεολιθικών οικισμών στις περιοχές της Θράκης και
Μακεδονίας, τα οποία θα τεκμηρίωναν μια διαδικασία μετακίνησης των γεωργών προς τον
ελλαδικό χώρο μέσω της ξηράς. Κατά συνέπεια, αναφέρει πως πρόκειται για την, μέσω της
θαλάσσιας οδού, μετακίνηση γεωργικών πληθυσμών προς τον ηπειρωτικό κορμό του
ελλαδικού χώρου (Θεσσαλία, Πελοπόννησο),οι οποίοι συνέχισαν να μετακινούνται στο
πλαίσιο της λεγόμενης «μεγάλης εξόδου» της ΡΡΝΒ από τη Μέση Ανατολή (Cauvin 2000).
Με το ζήτημα της αρχής της Νεολιθικής περιόδου στον ελλαδικό χώρο έχει
ασχοληθεί και ο Κώστας Κωτσάκης (1992: 120-35, 2000: 170-80, 2001: 63-78, 2003: 217-
221, 2005: 8-15, 2008b: 52-75), φέρνοντας στο προσκήνιο μια ερμηνεία, η οποία διαφέρει
από αυτές που εκφράστηκαν για το ίδιο ζήτημα από την Perlès (2001: 38-51 , 2003b: 99-
103) και τον Runnels (2003: 121-30), ασκώντας παράλληλα την κριτική του προς τα
ερμηνευτικά μοντέλα που αποδίδουν την αρχή της γεωργίας στον ελλαδικό χώρο στην
πληθυσμιακή μετακίνηση γεωργών (Kotsakis 2001: 64, 2003: 217). Κατά τη γνώμη του
Κωτσάκη, τα παραπάνω ερμηνευτικά μοντέλα δεν προσφέρουν μια ικανοποιητική ερμηνεία
που να οδηγεί στην κατανόηση της διαδικασίας που σχετίζεται με την αρχή της
καλλιέργειας εξημερωμένων ειδών στις περιοχές του ελλαδικού χώρου, αφού εντάσσουν
τον ελλαδικό χώρο στην περιφέρεια της πυρηνικής περιοχής όπου πρωτοεμφανίστηκε η
γεωργία και αναλώνονται κυρίως σε μια συζήτηση γύρω από τους παράγοντες που
οδήγησαν τους πρώτους γεωργούς να μετακινηθούν προς τον ελλαδικό χώρο, ενώ
παράλληλα δεν εξετάζουν ρόλο των τοπικών θηρευτικών-τροφοσυλλεκτικών ομάδων στο
πλαίσιο της διαδικασίας διαμόρφωσης των χαρακτηριστικών της Νεολιθικής του ελλαδικού
χώρο (Kotsakis 2003: 217).
Ο Κωτσάκης (2001: 68, 2008b: 64), θεωρεί πως το ζήτημα της εξέτασης της αρχής
της Νεολιθικής περιόδου στον ελλαδικό χώρο θα πρέπει να αποδεσμευτεί από την ταύτισή
του με την εμφάνιση των εξημερωμένων ειδών και να αντιμετωπιστεί ως ζήτημα ορισμού
των ρευστών συνόρων που δημιουργούνται μέσω των κοινωνικών πρακτικών. Από τη
123
σκοπιά αυτή η επιλογή της υιοθέτησης των εξημερωμένων ειδών από μια θηρευτική-
τροφοσυλλεκτική ομάδα αποκτά κεντρικό νόημα, καθώς συνδέεται με το ζήτημα της
κοινωνικής πρακτικής και συνδέεται με τη διαδικασία δημιουργίας ‘ορίων’ μεταξύ των
θηρευτικών και των γεωργικών ομάδων που εξαρτώνται από οικονομικές και κοινωνικές
σχέσεις. Τα σύνορα αυτά που περιλαμβάνουν νέες υλικές, κοινωνικές και ιδεολογικές
κατηγορίες, εκπροσωπούν μια μεταβολή της κοινωνικής ταυτότητας των γεωργών απέναντι
στους θηρευτές και αντιστρόφως.
124
οποίος δραστηριοποιούταν στην περιοχή της Θεσσαλίας μέσω ενός δικτύου θέσεων κατά
τη Μεσολιθική περίοδο (Kotsakis 2001: 66, 2003: 218, 2008b:60).
Το τρίτο επιχείρημα που αξιοποιείται στο πλαίσιο της ερμηνείας των ερευνητών
που καταλήγουν στο συμπέρασμα της μετακίνησης γεωργών σχετίζεται με τα
συμπεράσματα, στα οποία κατέληξε η Perlès εξετάζοντας τα χαρακτηριστικά των λίθινων
εργαλείων που αποκαλύφθηκαν στους οικισμούς της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου της
Θεσσαλίας. Συγκεκριμένα, η Perlès (1987, 1990) παρατηρώντας τα τεχνολογικά και
μορφολογικά χαρακτηριστικά των λίθινων καταλοίπων από τα στρώματα των θεσσαλικών
οικισμών κατέληξε στο εξής συμπέρασμα: Τα λίθινα εργαλεία της Αρχαιότερης Νεολιθικής
περιόδου από τους αρχαιότερους νεολιθικούς οικισμούς της Θεσσαλίας δεν παρουσιάζουν
τυπολογικές και τεχνολογικές ομοιότητες με αυτά της Μεσολιθικής, υποδεικνύοντας μια
διαδικασία αποικισμού από ομάδες γεωργών (Perlès 1988: 486). Σύμφωνα με τον Κωτσάκη
125
(2003: 218), η παραπάνω παρατήρηση μπορεί να θεωρηθεί έγκυρη μόνο εάν τα λίθινα
εργαλεία προήλθαν όντως από τα στρώματα που ανήκουν στην αρχή της Αρχαιότερης
Νεολιθικής περιόδου. Ωστόσο, όπως σημειώνει ο Κωτσάκης, τα ραδιοχρονολογικά
δεδομένα δύο πρώιμων νεολιθικών οικισμών της Θεσσαλίας, του Σέσκλου και της
Άργισσας, τοποθετούν την αρχή της Νεολιθικής περιόδου στην εν λόγω περιοχή αργότερα
από το Φράγχθι (Thissen 1999). Επιπλέον, τα ραδιοχρονολογικά δεδομένα των μεσολιθικών
στρωμάτων της Θεόπετρας, επικαλύπτουν την Αρχική Νεολιθική του Φράγχθι, αλλά όχι την
«Ακεραμική», η οποία έχει παρατηρηθεί στη Θεσσαλία (Kotsakis 2003: 218). Άρα, σύμφωνα
με τον Κωτσάκη οι διαφορές που παρατηρήθηκαν στα λίθινα κατάλοιπα είναι πιθανό να
οφείλονται σε χρονολογικούς παράγοντες, κάτι το οποίο αφήνει ανοιχτό προς συζήτηση και
η ίδια η Perlès (1990 : 135-6).
Ωστόσο, ο Κωτσάκης σε πρόσφατο άρθρο του, εξέφρασε την άποψη για την πιθανή
έλευση γεωργών στο νησί της Κρήτης, στη θέση της Κνωσού (Kotsakis 2008b: 52- 75).
Παρόλα αυτά, σύμφωνα με τον ίδιο, οι άποικοι δεν εγκαταστάθηκαν σε έναν χώρο που
ήταν κενός κατοίκων, αφού η παρουσία μεσολιθικών ομάδων στον ελλαδικό χώρο σε
θέσεις, όπως η Θεόπετρα και τα Γιούρα είναι τεκμηριωμένη. Συνεπώς, οι άποικοι αυτοί
ενεπλάκησαν σε μια ήδη διαμορφωμένη κατάσταση που είχε διαμορφωθεί από τις σχέσεις,
τις επιλογές και τα δίκτυα επικοινωνίας των μεσολιθικών ομάδων. Με βάση την αντίληψη
αυτή, οι πρώτοι γεωργοί της Κνωσού, θα έπρεπε να προβούν σε μια αναδιαπραγμάτευση
της συλλογικής τους ταυτότητας και να κατασκευάσουν νέες κοινωνικές σχέσεις με τις ήδη
υπάρχουσες ομάδες (Kotsakis 2008b: 61)
126
Σύμφωνα με το Νίκο Ευστρατίου (2005: 143-51, 2007: 123-38, υπό εκτύπωση: 283-
301) κάθε απόπειρα απάντησης του ζητήματος της εμφάνισης του παραγωγικού σταδίου
στον ελλαδικό χώρο θα πρέπει να λαμβάνει υπ’ όψιν δύο επιμέρους στοιχεία. Το πρώτο
είναι η εικόνα που προκύπτει από την έρευνα και τα ερμηνευτικά μοντέλα που έχουν
διατυπωθεί σε σχέση με την αρχή του παραγωγικού σταδίου στις περιοχές της Ευρώπης και
το δεύτερο περιλαμβάνει το ζήτημα των ερμηνευτικών δυσκολιών που παρουσιάζονται στα
κατάλοιπα του ελλαδικού χώρου σε συνδυασμό με τις συγκεκριμένες επιλογές που
χαρακτήρισαν τα ερευνητικά προγράμματα που έλαβαν χώρα στην περιοχή αυτή (Efstratiou
2005: 145).Ο Ευστρατίου, ξεκινά την τοποθέτησή του πάνω στο ζήτημα της αρχής της
Νεολιθικής περιόδου στον ελλαδικό χώρο αναφερόμενος στα αρχαιολογικά κατάλοιπα της
νοτιοανατολικής Ευρώπης που σχετίζονται με τη μεταβατική περίοδο από το τέλος της
Μεσολιθικής έως την αρχή της Νεολιθικής, αναφέροντας πως τα ερευνητικά δεδομένα που
σχετίζονται με τη μελέτη της δραστηριότητας των ομάδων των αρχών του Ολόκαινου στον
ελλαδικό χώρο είναι ελάχιστα και επιτρέπουν μια επιδερμική προσέγγιση της κάθε
«τοπικής» ιστορίας των κατά τόπους ομάδων (Efstratiou 2005: 147).
127
Θεόπετρα, ο Thissen (2000: 142) αναφέρει κενό στην χρονολογική ακολουθία, κατά το
κρίσιμο διάστημα μεταξύ των 7000 έως 6000 χρόνων π. Χ.
128
επόμενο επεισόδιο εξάπλωσης των εξημερωμένων δημητριακών, ακολουθώντας αυτό της
Κύπρου, αφού το αρχαιοβοτανικό υλικό της θέσης αυτής είναι απολύτως συγκρίσιμο με τα
αντίστοιχα δεδομένα των πρώιμων νεολιθικών θέσεων της Κύπρου (Peltenburg et al. 2001:
a: 61-93, 2001b: 35-64).
129
χώρου δεν φέρουν δείγματα καταλοίπων τέτοιων που να αναδεικνύουν τη σχέση των
πρώτων γεωργών με τις τοπικές θηρευτικές-τροφοσυλλεκτικές ομάδες καθιστά την
ενδεχόμενη σχέση δύσκολα επαληθεύσιμη.
Νέα στοιχεία, κυρίως από το Αιγαίο, αλλάζουν την εικόνα του ελλαδικού χώρου για την
εποχή. Τα τελευταία χρόνια οι έρευνες στο νησί της Ικαρίας από τον Α. Σάμψων, έχουν
φέρει στο φως πέντε εγκαταστάσεις της Μεσολιθικής περιόδου, εκ των οποίων ο ένας, με
την ονομασία Κεραμέ, μια παράκτια θέση 5 χλμ νοτιοανατολικά του Άγιου Κήρυκου,
ανασκάφθηκε κατά την περίοδο από το 2007 έως 2008 από ομάδα του Πανεπιστημίου του
Αιγαίου σε συνεργασία με την Πολωνική Ακαδημία Επιστημών (Σάμψων 2010: 75;). Η
χρονολόγηση της θέσης έχει βασιστεί στα τεχνολογικά και τυπολογικά χαρακτηριστικά των
εργαλείων, ενώ πρόσφατα η χρονολόγηση δύο θραυσμάτων οψιανού από τα βαθύτερα
στρώματα της θέσης με την τεχνική SIMS - SS έδωσε δύο ηλικίες, που εμπίπτουν στο
πλαίσιο της 12ης και 11ης χιλιετίας πριν από σήμερα (Σάμψων 2010: 82).
H μελέτη των λίθινων εργαλείων από τους J. Koszlowski και M. Kaczanowka δεν
έχει ολοκληρωθεί (Σάμψων 2010: 80). Τα λίθινα κατάλοιπα περιλαμβάνουν πυρήνες και
εργαλεία, ενώ τα περισσότερα εργαλεία της θέσης έχουν κατασκευαστεί κυρίως από
πυριτόλιθο και οψιανό από το Γυαλί και τη Μήλο ενώ έχουν εντοπιστεί και ελάχιστα από
αιματίτη και χαλαζία. Με βάση τα δεδομένα, η επεξεργασία των πυρήνων του πυριτόλιθου
με άμεση κρούση, είχε ως στόχο την εξαγωγή φολίδων. Παρόλα αυτά έχει εντοπιστεί ένα
πολύ μικρό ποσοστό λεπίδων, το οποίο φτάνει περίπου στο 1,3% του συνόλου των λίθινων
καταλοίπων (Σάμψων 2010: 80). Η τυπολογία των εργαλείων περιλαμβάνει επεξεργασμένες
φολίδες σε οδοντωτά εργαλεία, μικρολιθικά και υπερμικρολιθικά εργαλεία, οπείς και
ξέστρα. Σπανιότερα απαντούν τύποι σύνθετων εργαλείων και πλευρικά ξέστρα. Σύμφωνα
με τον Σάμψων (2010: 80), οι τύποι των εργαλείων του Κεραμέ παρουσιάζουν ομοιότητες
με αυτούς του Μαρουλά. Εν αντιθέσει με τους πυρήνες πυριτόλιθου, οι πυρήνες μηλιακού
οψιανού επεξεργάζονταν με την τεχνική της μακρογλυφίδας, ενώ ο κύριος στόχος της
επεξεργασίας του οψιανού από τη νησίδα Γυαλί, ήταν η αποκόλληση λεπίδων (Σάμψων
2010: 81).
130
εντοπίστηκαν βιοαρχαιολογικά κατάλοιπα και ενδείξεις ύπαρξης κτιρίων, αν και ο Σάμψων
αναφέρει πως η συγκέντρωση πλακοειδών πετρών σε ορισμένες ανασκαφικές τομές, είναι
πιθανό να υποδεικνύει την παρουσία αρχιτεκτονικών κατασκευών, αναφέροντας
παράλληλα πως θα μπορούσαν να υπάρχουν κατασκευές από φθαρτά υλικά (Σάμψων
2010). Σύμφωνα με τον Σάμψων (2010: 83), η θέση Κεραμέ της Ικαρίας, εντάσσεται στο
πλαίσιο ενός ιδιόμορφου μεσολιθικού πολιτισμού, ο οποίος αναδύεται τα τελευταία χρόνια
μέσω της ερευνητικής και ανασκαφικής δραστηριότητας, με πιο χαρακτηριστικές θέσεις το
Μαρουλά (Sampson 2008: 13- 7, 2010: 86- 126), το σπήλαιο των Γιούρων της Αλοννήσου
(Sampson 1998: 1- 22, 2008, 2011) και το σπήλαιο Φράγχθι της Αργολίδας (Perlès 1990).
Το 2008 ξεκίνησε επιφανειακή έρευνα στη θέση Πλακιάς του Νομού Χανίων στην
Κρήτη από τους Strasser και Παναγοπούλου με στόχο των εντοπισμό προ-νεολιθικών
ευρημάτων. Η περιοχή αφορά βραχοσκεπές και σπήλαια που γειτνιάζουν με υγρότοπους.
Σύμφωνα με τα μέχρι στιγμής δεδομένα, έχουν αποκαλυφθεί χίλια περίπου αντικείμενα
που χρονολογούνται σχετικά μεταξύ του 11.000 έως 9.000 π. Χ (Strasser et al. 2009). Το
2010, αποκαλύφθηκε στη θέση Αρέτα της Χάλκης μια εκτεταμένη, παράκτια θέση με λίθινα
κατάλοιπα της Μεσολιθικής περιόδου (Σάμψων 2010: 139). Ο αριθμός των λίθινων
εργαλείων υπερβαίνει τη χιλιάδα και τα περισσότερα αντικείμενα είναι κατασκευασμένα
από οψιανό της Μήλου και της νησίδας Γυαλί. Η τυπολογία των εργαλείων περιλαμβάνει
οπείς, ξέστρα, φολίδες με ράχη, οδοντωτά και κολοβώσεις, ενώ έχουν εντοπιστεί επίσης
μικρολιθικοί και υπερμικρολιθικοί πυρήνες. Σύμφωνα με τον Σάμψων (2010: 140) τα λίθινα
κατάλοιπα της θέσης αυτής παρουσιάζουν ομοιότητες με αυτά του Κεραμέ. Σύμφωνα με
τον Kozlowski τα εργαλεία τοποθετούν τη θέση σε προχωρημένη φάση της Μεσολιθικής
περιόδου (Σάμψων 2010: 140)
15
(http://prehist-arch.web.auth.gr/?page_id=152)
131
αυτής με τις ομάδες των περιοχών του ελλαδικού χώρου και του Ολόκαινου είναι υπό
διερεύνηση16.
Η ιδέα της ύπαρξης πρώιμων χρονολογικών οριζόντων στα νησιά του Αιγαίου,
εμφανίστηκε για πρώτη φορά μετά τον εντοπισμό καταλοίπων μηλιακού οψιανού στο
σπήλαιο του Φράγχθι (Perlès 1987), ενώ η αποκάλυψη των μεσολιθικών στρωμάτων στα
Γιούρα κατέστησε την παραπάνω ιδέα ισχυρή πιθανότητα (Sampson et al. 2003: 123- 30).
Τα παραπάνω δεδομένα, σε συνδυασμό με τη μεσολιθική θέση του Μαρουλά στην Κύθνο
(Sampson 2008: 13-7, 2010: 86-121) φαίνεται πως τεκμηριώνουν την παρουσία
θηρευτικών-τροφοσυλλεκτικών ομάδων που αξιοποιούσαν τις πηγές των νησιών του
Αιγαίου τόσο κατά τις τελευταίες χιλιετίες της Ανώτερης Παλαιολιθικής περιόδου, όσο και
κατά τη Μεσολιθική περίοδο, εγκαινιάζοντας μια νέα οπτική η οποία απομακρύνεται από
τις «παραδοσιακές» αντιλήψεις της έρευνας, η οποία θεωρούσε την 4η χιλιετία ως την αρχή
της περιόδου, κατά την οποία τα νησιά του Αιγαίου άρχισαν να κατοικούνται και φέρνει στο
προσκήνιο κοινά στοιχεία μεταξύ των θέσεων αυτών, όπως η πρώιμη χρονολόγηση και ο
προσανατολισμός σε παράκτιες τοποθεσίες κατοίκησης. Η σχέση των παραπάνω θέσεων με
την αρχή της Νεολιθικής περιόδου στον ελλαδικό χώρο παραμένει προς το παρόν
αδιευκρίνιστη. Ωστόσο, η παρουσία των πρώιμων αυτών μεσολιθικών ομάδων προκαλεί
ενδιαφέροντες προβληματισμούς σε σχέση με την πιθανή εμπλοκή τους στη διαδικασία της
εμφάνισης της γεωργίας στον ελλαδικό χώρο (Efstratiou 2007: 291).
16
(http://prehist-arch.web.auth.gr/?page_id=156)
132
Επιπλέον, τα νέα δεδομένα προσφέρουν μια νέα οπτική σε σχέση με τη
δραστηριότητα των πρώιμων ομάδων κατά τις αρχές του Ολόκαινου στο χώρο του Αιγαίου.
Πιο συγκεκριμένα , όπως επισημαίνει ο Αmmerman (2011), η ναυσιπλοΐα στο χώρο του
Αιγαίου και γενικότερα της Ανατολικής Μεσογείου, υποδεικνύεται τόσο από την παρουσία
του οψιανού στα στρώματα του Φράγχθι κατά την τελευταία φάση της Ανώτερης
Παλαιολιθικής περιόδου και την πρώιμη παρουσία θηρευτικών-τροφοσυλλεκτικών ομάδων
στα Γιούρα και το Μαρουλά, όσο και από τις πρώιμες επισκέψεις θηρευτών-
τροφοσυλλεκτών από την περιοχή του Levant, στο νησί της Κύπρου.
Νέα δεδομένα για την ύπαρξη πρώιμων θέσεων δεν έχει δώσει μόνο ο νησιωτικός
χώρος του Αιγαίου, αφού οι επιφανειακές έρευνες που ξεκίνησαν το 2002, από το Νίκο
Ευστρατίου και τον Paolo Biagi στην ορεινή περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας, αποκάλυψαν
πως τα βουνά της Πίνδου αποτελούσαν χώρο δραστηριότητας θηρευτικών-
τροφοσυλλεκτικών ομάδων, τόσο κατά την Μέση και Ανώτερη Παλαιολιθική περίοδο αλλά
133
ίσως και κατά τη Μεσολιθική περίοδο (Eυστρατίου κ.α. 2004: 623-31; Efstratiou et al. 2006:
415-35). Οι επιφανειακές θέσεις που έχουν εντοπιστεί περιλαμβάνουν συγκεντρώσεις
λίθινων καταλοίπων και βρίσκονται συνήθως κοντά σε μικρές λίμνες και πηγές
πυριτόλιθου, σε υψόμετρο άνω των 1700 μ (Efstratiou 2005: 149). Εάν η παρουσία
επιφανειακών μεσολιθικών θέσεων στην περιοχή αυτή επιβεβαιωθεί η συζήτηση για την
πιθανότητα ύπαρξης περισσότερων θέσεων της ίδιας περιόδου στον ηπειρωτικό κορμό του
ελλαδικού χώρου αποκτά μεγάλο ενδιαφέρον και συνδέεται με το ζήτημα της αρχής του
παραγωγικού σταδίου στην Ελλάδα.
134
Κεφάλαιο 6: Συμπεράσματα
6.1 Ένα ανοιχτό ζήτημα και τα όρια της θεωρίας και των αρχαιολογικών δεδομένων
Η εικόνα που αποτυπώνεται κατά την αρχή της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου στον
ελλαδικό χώρο με την ίδρυση μόνιμων οικισμών με κατασκευασμένα αρχιτεκτονήματα
έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την πλειονότητα των μεσολιθικών θέσεων, οι οποίες
βρίσκονται κυρίως σε παράκτια θέσεις και σπήλαια, φέρνοντας στο προσκήνιο μια μεγάλη
μεταβολή των οικιστικών πρακτικών σε σχέση με τη Μεσολιθική περίοδο. Παράλληλα, ο
μεγάλος αριθμός των θέσεων της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου, υποδηλώνει μια
τέτοια δημογραφική αύξηση που εμφανίζεται να είναι πέραν των δυνατοτήτων του μικρού
πληθυσμού του ελλαδικού χώρου κατά τη Μεσολιθική περίοδο. Οι κάτοικοι των νεολιθικών
οικισμών του ελλαδικού χώρου κατασκεύασαν λεπίδες σε αντίθεση με τις φολίδες των
μεσολιθικών θηρευτικών-τροφοσυλλεκτικών ομάδων αξιοποιώντας διαφορετικές
τεχνολογικές πρακτικές, αγγεία από πηλό, που από την πρώτη τους εμφάνιση φέρουν
ώριμα τεχνολογικά χαρακτηριστικά και δεν αποτελούν ενδείξεις πειραματισμού με την
πρώτη ύλη αλλά και χάντρες και κοσμήματα από λίθο και όστρεα, που δεν έχουν
προηγούμενα παράλληλα, ούτε θεμελιώνονται σε αντίστοιχες πρακτικές της Μεσολιθικής
περιόδου. Οι κάτοικοι των θέσεων αυτών ήδη από τις πρώτες φάσεις της Αρχαιότερης
Νεολιθικής περιόδου καλλιέργησαν εξημερωμένες μορφές δημητριακών και
εκμετελλεύτηκαν εξημερωμένα ζώα στο πλαίσιο της οικονομίας. Τόσο τα κατάλοιπα των
φυτώ, όσο και των ζώων δεν φέρουν χαρακτηριστικά που να τα εντάσσουν στο πλαίσιο της
πρωτοεξημερωτικής διαδικασίας και το γεγονός αυτό υποδεικνύει τη μεταφορά τους και
την καλλιέργεια και εκμετάλλευσή τους από ομάδες ανθρώπων που γνώριζαν τις πρακτικές
της γεωργίας και της κτηνοτροφίας.
135
φυτά είναι ελάχιστα, αβέβαια και προέρχονται από τα σπήλαια του Φράγχθι (Hansen 1991,
1992: 231- 47) και της Θεόπετρας (Μαγκαφά 2000: 135- 8, Κοτζαμάνη 2009).
Συνεπώς, η απουσία των άγριων μορφολογικά προγόνων του μονόκοκκου και του
δίκοκκου σιταριού από τις αρχαιοβοτανικές συλλογές των θέσεων της Μεσολιθικής
περιόδου του ελλαδικού χώρου, σε συνδυασμό με την απουσία γηγενών άγριων μορφών
από τα είδη που συνθέτουν την άγρια χλωρίδα της συγκεκριμένης περιοχής, υποδεικνύουν
τη μεταφορά των εξημερωμένων σπόρων του μονόκοκκου και του δίκοκκου σιταριού από
την περιοχή της Μέσης Ανατολής ή της Ανατολίας (Βαλαμώτη 2009: 43). Η διάδοση των
συγκεκριμένων φυτικών ειδών προς τον ελλαδικό χώρο θα μπορούσε να έχει προκύψει είτε
μέσω της μετακίνησης πληθυσμού γεωργών από τη Μέση Ανατολή ή την Ανατολία, ο
οποίος μετέφερε τα εξημερωμένα είδη, είτε μέσω της επαφής των γηγενών θηρευτικών-
τροφοσυλλεκτικών ομάδων με γεωργούς, η οποία διευκόλυνε τη μεταφορά της
τεχνογνωσίας σε σχέση με τις καλλιεργητικές πρακτικές και των ίδιων των εξημερωμένων
ειδών προς τον ελλαδικό χώρο (Ammerman and Cavalli Sforza 1984; Hansen 1992: 231- 47;
Perlès 2001: 38- 51 ; Runnels 2003: 121- 30; Dennell 1992: 71- 100).
136
Οι μορφολογικά άγριοι πρόγονοι του κριθαριού και της φακής, δύο ειδών που
συμπεριλαμβάνονται σε εξημερωμένη μορφή στις αρχαιοβοτανικές συλλογές από τους
πρώιμους γεωργικούς οικισμούς του ελλαδικού χώρου, υπάρχουν στον ελλαδικό χώρο,
τόσο κατά τη Μεσολιθική περίοδο όσο και σήμερα (Βαλαμώτη 2009: 43-4). Τα
αρχαιοβοτανικά δεδομένα του σπηλαίου Φράγχθι στην Αργολίδα, αναδεικνύουν πως οι
άγριοι μορφολογικά σπόροι των ειδών αυτών συλλέγονταν από τους μεσολιθικούς
κατοίκους του σπηλαίου. H αποκάλυψη των συγκεκριμένων άγριων μορφολογικά ειδών,
θεωρήθηκε ως η τεκμηρίωση μιας χρονικής φάσης, κατά την οποία οι ανθρώπινες ομάδες
απέκτησαν συστηματική σχέση με τα είδη αυτά προετοιμάζοντας τη διαδικασία
εξημέρωσής τους. Οι πρώτες δημοσιεύσεις της Hansen (Hansen and Renfrew 1978: 349- 52)
ανέφεραν την ύπαρξη μορφομετρικών μεταβολών στους σπόρους της φακής από τα
μεσολιθικά και τα νεολιθικά στρώματα, ενισχύοντας την άποψη περί γηγενούς διαδικασίας
εξημέρωσης του συγκεκριμένου οσπρίου. Αν και δεν παρατηρήθηκαν μορφομετρικές
μεταβολές στους σπόρους του κριθαριού, η ύπαρξη άγριας και εξημερωμένης μορφής του
στα μεσολιθικά και τα νεολιθικά στρώματα αντίστοιχα, οδήγησε στην υπόθεση της τοπικής
διαδικασίας εξημέρωσης (Denell 1980: 160-1; Hansen and Renfrew 1978: 349 -52).
Παρόλα αυτά, η επανεξέταση του υλικού από την Hansen (1991: 163), την οδήγησε
σε εντελώς διαφορετικά συμπεράσματα που μετέβαλαν την παραπάνω άποψη. Σύμφωνα
με τα λεγόμενα της, η μεταβολή στους σπόρους της φακής συμπίπτει με την αρχή της
νεολιθικής περιόδου. Άρα, οι μορφομετρικές μεταβολές δεν λάμβαναν χώρα σταδιακά. Η
διαπίστωση αυτή αποδυνάμωσε τους ισχυρισμούς για διαμόρφωση εντατικής σχέσης των
ανθρώπινων ομάδων με το συγκεκριμένο φυτό, που θα μπορούσε να έχει οδηγήσει στην
εξημέρωσή του. Κατά το ίδιο διάστημα, οι γενετικές μελέτες απέδειξαν πως το είδος της
εξημερωμένης φακής κατάγεται από τον μορφολογικά άγριο πρόγονο Lens orientalis, ενώ
οι μορφολογικά άγριοι σπόροι των μεσολιθικών στρωμάτων του Φράγχθι ανήκαν
πιθανότατα στο είδος Lens nigricans ή Lens ervoides. Επιπλέον, σύμφωνα με την Hansen
(1992: 235), το είδος Lens orientalis, αν και ήταν παρόν στον ελλαδικό χώρο, δεν φυόταν
στην περιοχή πλησίον του σπηλαίου, καθώς το φυτό αυτό απαιτούσε μεγαλύτερο κατά 50
μ. υψόμετρο. Ωστόσο, όπως αναφέρει η Βαλαμώτη (2009: 44) μια διαφορά 50 μ. δεν
αποτελεί αξιόπιστο κριτήριο για τον αποκλεισμό του ενδεχομένου της επιτόπιας
εξημέρωσης.
137
γεγονός που καθιστά δύσκολη την ύπαρξη σχέσης μεταξύ τους (Hansen 1992: 235-8),
καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως τα διαθέσιμα αρχαιοβοτανικά δεδομένα του Φράγχθι
οδηγούν στο συμπέρασμα της μετακίνησης πληθυσμού που ασκούσε την παραγωγική
οικονομία που στηρίζονταν στην εκμετάλλευση εξημερωμένων δημητριακών, οσπρίων και
αιγοπροβάτων κατά τα πρότυπα της Μέσης Ανατολής (Hansen 1992: 241). Επιπλέον η μικρή
έως μηδαμινή παρουσία καταλοίπων στα στρώματα της Τελικής Μεσολιθικής περιόδου του
Φράγχθι, η οποία συνιστά το μικρό βαθμό χρήσης από τους κατοίκους του σπηλαίου ή την
εγκατάλειψή του καθιστά δύσκολη την πιθανότητα ύπαρξης μιας φάσης προετοιμασίας
που θα οδηγούσε στην εμφάνιση των εξημερωμένων ειδών που απαντώνται κατά την
επόμενη περίοδο.
Από την άλλη πλευρά, όπως έχει υποστηριχθεί και από την Perlès (2001: 49; 2003:
84), το σπήλαιο του Φράγχθι δεν αποτελεί το παράδειγμα μιας θέσης που μπορεί να
λειτουργήσει υποστηρικτικά για το σενάριο της γηγενούς μετάβασης από το κυνήγι και την
τροφοσυλλογή στο παραγωγικό στάδιο. Η φάση της Αρχικής Νεολιθικής είναι μια φάση
σύντομης διάρκειας, η οποία ακολουθείται από τα στρώματα της Αρχαιότερης Νεολιθικής
μετά από διακοπή της στρωματογραφικής ακολουθίας (Jacobsen and Farrand 1987) και
υποδεικνύει διαφοροποιήσεις τόσο σε σχέση με τη Μεσολιθική περίοδο, όσο και με αυτήν
της Αρχικής Νεολιθικής. Κατ’ αρχάς η κατοίκηση μεταφέρεται εκτός του χώρου του
σπηλαίου και συνεχίζεται στην περιοχή της «Παραλίας». Παράλληλα, είναι παρόντα
ανάμεσα στα κατάλοιπα, οστά εξημερωμένων βοοειδών (Payne 1975) και δίκοκκου
138
σιταριού (Hansen 1991). Γενικότερα, η ανάδυση νέων πρακτικών, όπως ήταν η κατασκευή
οστέινων εργαλείων, των μυλόλιθων και των χαντρών και οι νέοι τύποι εργαλείων (λεπίδες,
δρεπάνια, οπείς) υποδεικνύουν τη διακοπή μεταξύ της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου
και των δύο προηγούμενων και την άφιξη νέου πληθυσμού που κατοίκησε στο σπήλαιο και
την γύρω περιοχή του.
139
Εντούτοις, τα αρχαιοβοτανικά δεδομένα της Θεόπετρας αναδεικνύουν πως η
συλλογή των οσπρίων είχε περιορισμένη σημασία για τους μεσολιθικούς κατοίκους του
σπηλαίου, αφού τα κατάλοιπα των καρπών και των φρούτων αποτελούν τη συντριπτική
πλειονότητα ανάμεσα στα αρχαιοβοτανικά δείγματα που συλλέχθηκαν από το σπήλαιο της
Θεόπετρας (βλ. Κοτζαμάνη 2009, εικόνα 5.6). Από την άλλη πλευρά, τα μεσολιθικά
στρώματα της Θεόπετρας δεν περιλαμβάνουν εργαλεία που να υποδηλώνουν την εντατική
ενασχόληση των κατοίκων του σπηλαίου με τις συστάδες των άγριων μορφολογικά φυτών,
όπως ήταν οι λεπίδες της Νατούφιας περιόδου, ή κατάλοιπα λειασμένων εργαλείων, όπως
αυτά των μυλόλιθων, που η παρουσία τους θα υποδήλωνε την επεξεργασία των άγριων
οσπρίων και δημητριακών πριν την κατανάλωση. Το γεγονός, ότι οι κάτοικοι της
Μεσολιθικής Θεόπετρας δεν επένδυσαν χρόνο στην κατασκευή τέτοιων αντικειμένων, θα
πρέπει να προβληματίσει σε σχέση με το μέγεθος της συμβολής των άγριων μορφολογικά
δημητριακών και οσπρίων στην καθημερινή διατροφή και κατά συνέπεια σε σχέση με τη
φύση της επαφής των μεσολιθικών ομάδων με τα είδη αυτά.
140
πληθυσμού γεωργών από την περιοχή της Ανατολής. Επιπλέον, οι μορφολογικά άγριοι
πρόγονοι του μονόκοκκου17 και του δίκοκκου σιταριού δεν εντοπίζονται στον ελλαδικό
χώρο κατά τα τέλη του Πλειστόκαινου και τις αρχές του Ολόκαινου, έτσι ώστε να μπορεί να
υποστηριχθεί η υπόθεση μιας γηγενούς διαδικασίας εξημέρωσης. Η βασική τετράδα των
εξημερωμένων ζώων που αξιοποιήθηκαν στο πλαίσιο της νεολιθικής οικονομίας, το κατσίκι,
το πρόβατο, η αγελάδα και το γουρούνι εμφανίζονται στους πρώτους νεολιθικούς
οικισμούς μαζί με τα παραπάνω φυτικά είδη δεν φέρουν δείγματα πρωτοεξημέρωσης.
Συνεπώς, είναι πιθανή μια μεταφορά των βασικών ειδών της νεολιθικής οικονομίας από
μετακινούμενους πληθυσμούς γεωργών.
17
Ο πληθυσμός του άγριου μονόκοκκου σιταριού που εντοπίζεται στην περιοχή της Δυτικής
Μακεδονίας πρόκειται για πρώην εξημερωμένο πληθυσμό, ο οποίος περιήλθε σε άγρια κατάσταση
(Βαλαμώτη 2009: 43; Heun et al. 1997: 1312- 4).
141
Τα παραπάνω χαρακτηριστικά, σε συνδυασμό με την απουσία προδρομικών
ενδείξεων για την εμφάνιση των πρακτικών αυτών κατά τη Μεσολιθική περίοδο, την
απουσία επαφών των μεσολιθικών κατοίκων του ελλαδικού χώρου με γεωργούς της
Μέσης, αλλά και την εντυπωσιακή αύξηση του αριθμού των θέσεων κατά την Αρχαιότερη
Νεολιθική περίοδο, οδηγούν αναπόφευκτα στο συμπέρασμα ότι η Νεολιθική περίοδος στον
ελλαδικό χώρο ήταν το αποτέλεσμα της μετακίνησης πληθυσμού γεωργών από περιοχές
της Μέσης Ανατολής και της ευρύτερης Νοτιοανατολικής Μεσογείου (Ανατολία, Κύπρος).
Μια τέτοια διαδικασία θα μπορούσε να ενταχθεί μέσα σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο
χρονολογικής ακολουθίας, που προσπαθεί να τεκμηριώσει αρχαιολογικά την εξάπλωση των
νεολιθικών κοινοτήτων και των χαρακτηριστικών τους από τις περιοχές αυτές προς την
Ευρώπη, αναδεικνύοντας ότι μια ‘αφήγηση’ εξάπλωσης των πρώιμων γεωργικών
κοινοτήτων από τη Μ. Ανατολή στον ελλαδικό χώρο και στη συνέχεια στη Δύση.
142
Βιβλιογραφία
Ελληνική
Αδάμ, Ε.
Αρβανιτόπουλος, Α. Σ.
1912 Ανασκαφαί και έρευναι εν Θεσσαλία κατά το έτος 1911. Αθήνα: Τύποις Π. Δ.
Σακελλαρίου.
Αρβανίτου-Μεταλληνού, Γ. (επιμ.)
Βαλαμώτη, Σ. Μ.
Γαλλής, Κ.
1982 Καύσεις Νεκρών από τη Νεολιθική Εποχή στη Θεσσαλία. Αθήνα: Ταμείο
Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων.
2003 Προϊστορικές έρευνες στην Πίνδο. Η ορεινή περιοχή των Γρεβενών. Τα πρώτα
αποτελέσματα. Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και τη Θράκη 17: 581-
91.
143
Ευστρατίου, Ν., Βiagi, P., Eλεφάντη, Π. και M. Ντίνου
2004 Προϊστορικές έρευνες στην περιοχή της Σαμαρίνας, στην Πίνδο του Νομού
Γρεβενών. Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και τη Θράκη 18: 623-31.
Θεοχάρης, Δ. Ρ.
1957 Αι αρχαί του πολιτισμού εν Σέσκλο. Πρακτικά Ακαδημίας Αθηνών 32: 151-59.
1961/2 Αρχαιότητες και μνημεία της Θεσσαλίας. Αρχαιολογικόν Δελτίον 17(Β): 170-
9.
1967 Η Αυγή της Θεσσαλικής Προϊστορίας. Αρχή και Πρώιμη Εξέλιξη της Νεολιθικής.
Βόλος: Θεσσαλικά μελετήματα 1.
144
1974b Σέσκλο. Το έργον της Αρχαιολογικής Εταιρίας 1973: 14-20.
Καραμήτρου-Μεντεσίδη, Γ.
2009 Αιανή και νομός Κοζάνης. Δέκα χρόνια έρευνας. Το Αρχαιολογικό Έργο στη
Μακεδονία και τη Θράκη 20 χρόνια: 105-26.
1996 Οι προϊστορικές θέσεις στο φαράγγι της Κλεισούρας. Αρχαιολογία και Τέχνες
60: 58-62.
Κοτζαμάνη, Γ.
Κωτσάκης, Κ.
145
2000 Η αρχή της Νεολιθικής στην Ελλάδα. Στο Ν. Κυπαρίσση-Αποστολίκα (επιμ.),
Σπήλαιο Θεόπετρας - Δώδεκα χρόνια ανασκαφών και έρευνας. Πρακτικά
Διεθνούς Συνεδρίου, Τρίκαλα, 6-7 Νοεμβρίου 1998, 170-80. Αθήνα.
2008 Μετά 9.000 έτη. Γιατί μας ενδιαφέρει η νεολιθική; Στο Μ. Θεοδωροπούλου
(επιμ.), Θέρμη και φως: Αφιερωματικός τόμος στη μνήμη του Α. Φ. Χρηστίδη,
486-96. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κωτσόπουλος, Μ.
2009 Τρισδιάστατες αναπαραστάσεις του οίκου στην περιοχή των Βαλκανίων κατά
τη Νεολιθική εποχή. Μεταπτυχιακή εργασία, Α. Π. Θ.
Κυπαρίσση-Αποστολίκα, Ν.
2008 Εγνατία οδός Ανασκαφές στην περιοχή της Μικρής Βόλβης. Το Αρχαιολογικό
έργο στη Μακεδονία και τη Θράκη 20: 241-8.
Μαγκαφά, Μ.
Μουνδρέα-Αγραφιώτη, Α.
146
Μπέσσιος, Μ. και Αδακτύλου, Φ.
Μυλωνάς, Γ.
Ντίνου, Μ.
Παντελίδου-Γκόφα, Μ.
Παπαδοπούλου, Μ. Γ.
1958 Μαγουλίτσα, νεολιθικός συνοικισμός παρά την Καρδίτσαν. Θεσσαλικά Α’: 39-
49.
Παπαθανασόπουλος, Γ. (επιμ.)
Πρωτονοτάριου-Δεϊλάκη, Ε.
Σάμψων, Α.
Τρανταλίδου, Κ.
Τσούντας Χ.
147
Φακορέλης, Γ. και Μανιάτης, Γ.
Χονδογιάννη-Μετόκη, Α.
2002 Αλιάκμων 2000- 2002. Σωστική Ανασκαφή σε δύο οικισμούς της Αρχαιότερης
και της Μέσης Νεολιθικής περιόδου. Το Αρχαιολογικό έργο στη Μακεδονία
και τη Θράκη: 557-70.
Χουμουζιάδης, Γ. Χ.
1971 Δύο νέαι εγκαταστάσεις της αρχαιοτέρας νεολιθικής περιόδου εις την
Θεσσαλίαν. Αρχαιολογικά Ανάλεκτα Αθηνών 4: 164-75.
1973 Ταφικά Έθιμα. Στο Δ. Ρ. Θεοχάρης, Νεολιθική Ελλάς, 201-16. Αθήνα: Εθνική
Τράπεζα της Ελλάδος.
Χρυσοστόμου, Π.
1993 Νεολιθικές έρευνες στα Γιαννιτσά και την περιοχή τους. Το Αρχαιολογικό Έργο
στη Μακεδονία και τη Θράκη 4: 169-77.
1994 Οι νεολιθικές έρευνες στην πόλη και την επαρχία Γιαννιτσών κατά το 1991. Το
Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και τη Θράκη 5: 111-25.
1997 Η νεολιθική κατοίκηση στη βόρεια παράκτια περιοχή του άλλοτε Θερμαϊκού
κόλπου (επαρχία Γιαννιτσών). Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και τη
Θράκη 10Α: 159-72.
2003 Νέα στοιχεία από τη Νεολιθική έρευνα στην επαρχία Γιαννιτσών. Μια
άγνωστη μορφή προϊστορικής γραφής . Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία
και τη Θράκη 15: 289-500.
148
Ξενόγλωσση
Adam, E.
1999a The Upper Palaeolithic stone industries of Epirus in their regional setting. Στο
G. N. Bailey, E. Adam, E. Panagopoulou, C Perlès and K. Zachos (eds.), The
Palaeolithic Archaeology of Greece and adjacent areas. Proceedings of the
ICOPAG Conference, Ioannina (1994), 137-47. London: British School at Athens
Studies.
2009 Searching for territoriality over a limited territory: The case of Greece. Στο F.
Djinjian, J. Kozlowski, N. Bucho (eds.), Le concept de territoires dans le
Paléolithique supérieur européen, 85-92. Oxford : British Archaeological
Reports, International Series 1938.
1997 The organic artefacts from Klithi. Στο G. Bailey (ed.), Klithi: Palaeolithic
Settlement and Quaternary Landscapes in northwest Greece. Vol.1: Excavation
and intra-site analysis at Klithi, 245-59. Cambridge: McDonald Institute
Monographs.
2003 The Archaeology of Syria: From Complex Hunter- Gatherers to Early Urban
Societies (ca. 16.000- 300 B. C.). Cambridge: Cambridge University Press.
Allen, H.
1990 A Postglacial record from the Kopais Basin, Greece. Στο S. Botemma, G. Entjes-
Nieborg and W. van Zeist (eds.), Man’s Role in the Shaping of the Eastern
Mediterranean Landscape, 173-82. Rotterdam: A.A Balkema.
Ammerman, A. J.
2003 Looking Back. Στο A. J. Ammerman and L. L. Cavalli-Sforza (eds.), The Widening
Harvest. The Neolithic Transition in Europe: Looking Back, Looking Forward, 3-
23. Boston: Archaeological Institute of America.
149
2010 The first argonauts: Towards the study of the earliest seafaring in the
Mediterranean. Στο A. Anderson, J. Barrett and K. Boyle (eds.), The global
origins and development of seafaring, 81-92. Cambridge: McDonald Institute
for Archaeological Research.
2011 The paradox of early voyaging in the Mediterranean and the slowness of the
Neolithic transition between Cyprus and Italy. Στο G. Vamvounakis (ed.), The
seascape in Aegean Prehistory, 31-49. Monographs of the Danish Institute at
Athens.
1971 Measuring the rate of spread of early farming in Europe. Man 6: 674-88.
1973 A population model for the diffusion of early farming in Europe. Στο C. Renfrew
(ed.), The Explanation of Culture Change: Models in Prehistory, 343-57.
London: Duckworth.
1984 The Neolithic Transition and the Genetics of Population in Europe. Princeton:
Princeton University Press.
2006 Two new early sites on Cyprus. Report of the Department of Antiquities,
Cyprus: 1–22.
Ammerman, A. J., Flourentzos, P., Gabrielli, R., McCartney, C., Noller, J. S., Peloso D. and D.
Sorabji
2007 More on the new early sites on Cyprus. Report of the Department of
Antiquities, Cyprus: 1–26.
Ammerman, A. J., Flourentzos, P., Gabrielli, R., McCartney, C., Noller, J. S., Peloso D. and D.
Sorabji
2007 More on the new early sites on Cyprus. Report of the Department of
Antiquities, Cyprus: 1–26.
Ammerman, A. J., Flourentzos, P., Gabrielli, T. Higham, T., McCartney, C. and T. Turnbull
2008 Third report on early sites on Cyprus. Report of the Department of Antiquities,
Cyprus: 1–32.
1996 Review of Aegean Prehistory V: the Neolithic and Bronze Age of Northern
Greece. American Journal of Archaelogy 100: 537-97.
150
Bailey, D. W.
Bailey, G. N.
1992 The Palaeotithic of Klithi in its Wider Context. Annual of the British School at
Athens 87: 1-28.
1997b Klithi: a Synthesis. Στο G. N. Bailey (ed.), Klithi: Palaeolithic Settlement and
Quaternary landscapes in northwest Greece, vol II: Klithi in its local and
regional setting, 656-77. Cambridge: McDonald Institute Monographs.
Bailey, G. N. (ed.)
1999 The Palaeolithic Archaeology of Greece and adjacent areas. Proccedings of the
ICOPAG Conference, Ioannina (1994). London: British School at Athens Studies.
1997 Rockshelters and open-air sites: survey strategies and regional site
distributions. Στο G. N. Bailey (ed.), Klithi: Palaeolithic Settlement and
Quaternary landscapes in northwest Greece, vol.2: Klithi in its local and
regional setting, 521-36. Cambridge: McDonald Institute Monographs.
1983b Epirus revisited: seasonality and inter- site variation in the Upper Palaeolithic
of north- west Greece. Στο G. N. Bailey (ed.), Hunter- Gatherer Economy in
151
Prehistory: a European Perspective, 64-78. Cambridge: Cambridge University
Press.
Bailey, G. N., Gamble, C. S., Higgs, H. P., Roubet, C., Sturdy, D. A. and D. P. Webley
1986 Palaeolithic Investigation at Klithi: preliminary results of the 1984 and 1985
field sessions. Annual of the British School at Athens 81: 7-35.
1993 Active Tectonics and Land- use Strategies: A Palaeolithic Example from
Northwestern Greece. Antiquity 67: 292-312.
Bar-Yosef, O.
1998 The Natufian culture in the Levant: Threshold to the origins of agriculture.
Evolutionary Anthropology 6 (5): 159-77.
2001 The world around Cyprus: From Epi-paleolithic foragers to the collapse of the
PPNB civilization. Στο S. Swiny (ed.), The earliest prehistory of Cyprus: From
colonization to exploitation, 129-51. Boston: American Schools of Oriental
Research.
2002 The Natufian and the Early Neolithic: Social and economic trends in
southwestern Asia. Στο P. Bellwood and O. Renfrew (eds.), Examining the
Farming/ Language Dispersal Hypothesis, 113-26. Oxford: Oxbow Books.
1989a The origins of sedentism and farming communities in the Levant. Journal of
World Prehistory 3: 447–98.
1989b The Levantine “PPNB” interaction sphere. Στο I. Hershkovitz (ed.), People and
Culture Change: Proceedings of the Second Symposium on Upper Palaeolithic,
Mesolithic and Neolithic Populations of Europe and the Mediterranean Basin,
59–72. Oxford: British Archaeological Reports, International Series 508.
1991 From sedentary hunter- gatherers to territorial farmers in the Levant. Στο S. A.
Gregg (ed.), Between Bands and States: Sedentism, Subsistence and
152
Interaction in Small- Scale Societies, 181-202. Carbondale: Center for
Archaeological Investigations.
1992 From foraging to farming in the Mediterranean Levant. Στο Α. Β. Gebauer and
D. Τ. Price (eds.), Transitions to Agriculture in Prehistory, 21-48. Madison:
Prehistory Press.
2002 Facing environmental crisis: Societal and cultural changes at the transition
from the Younger Dryas to the Holocene in the Levant. Στο R. T. J. Cappers and
S. Bottema (eds.), The Dawn of Farming in the Near East, 55-66. Berlin: Ex
Oriente.
1997 Miscellaneous finds. The human figurines from Netiv Hagdud. Στο O. Bar-Yosef
and A. Gopher (eds.), An Early Neolithic Village in the Jordan Valley .Part I. The
archaeology of Netiv Hagdud. Cambridge, USA: Peabody Museum of
Archaeology and Ethnology.
1997 An Early Neolithic Village in the Jordan Valley .Part I. The archaeology of Netiv
Hagdud. Cambridge, USA: Peabody Museum of Archaeology and Ethnology.
1995 The origins of agriculture in the Near East. Στο D. T. Price and A. B. Gebauer
(eds.), Last Hunters-First Farmers: New Perspectives on the Prehistoric
Transition to Agriculture, 39-94. Santa Fe: School of American Research Press.
1991 An introduction. Στο O. Bar – Yosef and F. R. Valla (eds.), The Natufian Culture
in the Levant. Michigan: Ann Arbor.
Barker, G.
Baruch, U.
1994 The late Quaternary pollen record of the Near East. Στο Ο. Bar-Yosef and R. Kra
(eds), Late Quaternary Chronology and Paleoclimates of the Eastern
Mediterranean, 103-20. Cambridge, USA: Peabody Museum of Archaeology
and Ethnology.
153
Baruch, U. and S. Bottema
1991 Palynological Evidence for climatic changes in the Levant ca. 17.000- 9.000 B. P.
Στο O. Bar-Yosef and F. R. Valla (eds.), The Natufian Culture in the Levant, 11-
42. Michigan: Ann Arbor.
Belfer-Cohen, A.
1991 The Natufian in the Levant. Annual Review of Anthropology 20: 167–86.
Bellwood, P.
Bender, B.
Benz, M.
2000 Die Neolithisierung im Vorderen Orient: Theorien, archaologische Daten und ein
ethnologisches Modell. Berlin: Ex Oriente.
2004 The emic view: Social questions of the neolithisation of the Near East. Neo-
Lithics 1: 27–8.
Binford, L. R.
1968 Post- Pleistocene adaptations. Στο S. R. Binford and L. R. Binford (eds.), New
Perspectives in Archaeology, 313-41. Chicago: Aldine.
Bintliff, J.
1976 The plain western of Macedonia and the site of Nea Nikomedeia. Proccedings
of the Prehistoric Society 42: 241-62.
Björk, Cl.
1995 Early Pottery in Greece: a Technological and Functional Analysis of the Evidence
from Neolithic Achilleion, Thessaly. Jonsered: Paul Aströms Förlag.
Bloedow, E. F.
1993 The date of the earliest phase at Argissa Magoula in Thessaly and other
Neolithic sites in Greece. Mediterranean Archaeology 5/6: 49-57.
154
Boessneck, J.
1962 Die Tierreste aus der Argissa- Magula vom präekeramischen Neolithikum bis
zur mitrelle Bronzeit. Στο V. Milojčić, J. Boessneck and M. Hopf, Die deutschen
Ausgrabugen auf der Argissa- Magula in Thessalien, I Das präekeramische
Neolithikum sowie die Tier- un Pflanzenreste 22-99. Beiträge zur ur- und
frühgeschichtlichen Archäologie des Mittelmeer- Kulturraumes 2 Bonn: Rudolf
Habelt.
Bolger, D.
1996 Figurines, fertility and the emergence of complex society in Prehistoric Cyprus.
Current Anthropology 37: 365-73.
Bökönyi, S.
1989 Animal Remains. Στο M. Gimbutas, Sh. Winn and D. Shimabuku (eds.),
Achilleion, a Neolithic Settlement in Thessaly, Greece, 6400-5600 B. C., 315-
32. Los Angeles: University of California (Monumenta Archaeologica 14).
Bonogofsky, M.
Bottema, S.
1979 Pollen Analytical investigations in Thessaly (Greece). Paleohistoria 21: 19- 40.
1990 Holocene environment of the southern Argolid: a pollen core from Kiladha Bay.
Στο T. J. Wilkinson and S. Duhon Franchthi Paralia, the Sediments,
Stratigraphy, and Offshore Investigations, 117-38. Excavations at Franchthi
Cave, Greece, fasc. 6, 117-38. Bloomington, Indiana: Indiana University Press.
2003 The vegetation history of the Greek Mesolithic. Στο N. Galanidou and C. Perles
(eds.), The Greek Mesolithic: Problems and perspectives, 33-50. London:
British School at Athens Studies.
2009 Detection of diffusion and contact zones of early farming in Europe from the
space time distribution of 14C dates. Journal of Archaeological Science 30: 1-
14.
155
Braidwood, R. J.
Broodbank, C.
1992 The Neolithic Labyrinth: social change at Knossos before the Bronze Age.
Journal of Mediterranean Archaeology 5: 39-75.
1991 Migrant Farmers and the Neolithic colonization of Crete. Antiquity 65: 233-45.
Budja, M.
Caskey, J. L.
Cauvin, J.
1978 Les premiers villages de Syrie- Palestine du IXème au VIIème millénaire avant J.
C. Lyon : Maison del’ Orient.
2000 The Birth of the Gods and the Origins of Agriculture Cambridge: Cambridge
University Press.
Cherry, J. F.
1979 Four Problems in Cycladic Prehistory. Στο J. Davis and J. F. Cherry (eds.), Papers
in Cycladic Prehistory, 22-47. Los Angeles: University of California (Monograph
14).
1981 Pattern and process in the earliest colonization of the Mediterranean islands.
Proccedings of the Prehistoric Society 47: 41-68.
Childe, V. G.
156
Clark, G.
Cohen, M. N.
1977 The Food Crisis in Prehistory. New Haven: Yale University Press.
Colledge, S.
1994 Plant Exploitation on Epipalaeolithic and Early Neolithic sites in the Levant.
Ph.D thesis, University of Sheffield.
2001 Plant exploitation on Epipaleolithic and Early Neolithic Sites in the Levant.
Oxford: British Archaeological Reports, International Series 986.
Coudart, A.
Cullen, T.
1995 Mesolithic mortuary ritual at Frachthi Cave, Greece. Antiquity 69: 270-89.
1964 The climate, environment and industries of Stone Age, Greece, part I.
Proceedings of the Prehistoric Society 30: 199-246.
1988 Oxygen isotope analysis of the marine molluscs from Franchthi Cave. Στο J. C.
Schackleton, Marine Molluscan Remains from Franchthi Cave, 113-56.
Excavations at Franchthi Cave, Greece, fasc. 4. Bloomington, Indiana: Indiana
University Press.
1993 The Greek Neolithic: a new review. Journal of World Prehistory 7 (4): 355-416.
157
Dennell, R.
1984 The expansion of exogenous- based economies across Europe: the Balkans and
central Europe. Στο S. P. De Atley and F. J. Findlow (eds.), Exploring the Limits.
Frontiers and Boundaries in Prehistory, 93-115. Oxford: British Archaeological
Reports, International Series 223.
1992 The origins of crop agriculture in Europe. Στο C. Wesley Cowan and P. J.
Watson (eds.), The Origins of Agriculture. An International Perspective, 71-
100. Washington D.C.: Smithsonian Institution Press.
Dimitriadis, S.
Υπό εκτύπωση Fabric Diversity in Neolithic Knossos. Στο N. Efstrariou, A. Karetsou, M. Ntinou
and E. Banou (eds.), The Neolithic Settlement of Knossos in Crete, 73-9.
Efstratiou, N.
2005 Tracing the story of the first farmers in Greece - a long and winding road. Στο C.
Lichter (ed.), How did farming reach Europe? Anatolian - European relations
from the second half of the 7"1 through the first half of the 6th millennium cal
BC, 143-51. Byzas 2. Istanbul: Veroffntlicungen des Deutshen Archaologischen
Instituts Istanbul.
2007 The beginnings of the Neolithic in Greece- probing the limits of a grand
narrative. Στο S. Antoniadou and A. Pace (eds.), Mediterranean Crossroads,
123-38. Athens: Pierides Foundation.
Υπό εκτύπωση The stratigraphy- Cultural phases. Στο N. Efstrariou, A. Karetsou, M. Ntinou
and E. Banou (eds.), The Neolithic Settlement of Knossos in Crete,39-72.
Υπό εκτύπωση Knossos and the beginning of the Neolithic in Greece and the Aegean Islands.
Στο N. Efstrariou, A. Karetsou, M. Ntinou and E. Banou (eds.), The Neolithic
Settlement of Knossos in Crete,283- 01.
2006 Prehistoric exploitation of Grevena highland zones: hunters and herders along
the Pindus chain of Western Macedonia, Greece. World Archaeology 38: 415-
35.
2004 The neolithic settlement of Knossos: New Light on an Old Picture. Στο G.
Cadogan (ed.), Knossos: Palace, City, State, 39-49. London: British School at
Athens Studies.
158
Elafanti, P.
Elster, E.
1989 The chipped stone industries. Στο M. Gimbutas, Sh. Winn and D. Shimabuku
(eds.), Achilleion, a Neolithic Settlement in Thessaly, Greece 6400- 5600 B. C.,
273-306. Los Angeles: University of California (Monumenta Archaeologica 14).
Evans, J. D.
1964 Excavation in the Neolithic Settlement of Knossos 1957- 1960, part I. Annual of
the British School at Athens 59: 132-240.
1968 Knossos Neolithic, part II: summary and conclusions. Annual of the British
School at Athens 63: 267-76.
Farrand, W.
1993 Discontinuity in the stratigraphic record: snapshots from Franchthi Cave. Στο P.
Goldberg, D. T Nash and M. D Petraglia (eds.), Formation Processes in
Archaeological Context, 85-96. Madison: Prehistory Press.
Facorellis Y.
2003 Radiocarbon dating the Greek Mesolithic. Στο N. Galanidou and C. Perles (eds.),
The Greek Mesolithic: Problems and perspectives, 51-68. London: British
School at Athens Studies.
1999 The potential and accuracy of radiocarbon dating in the Palaeolithic period.
G.N. Bailey, E. Adam, E. Panagopoulou, C. Perlès & K. Zachos (eds.), The
Palaeolithic of Greece and adjacent areas, Proceedings of the ICOPAG
Conference, loannina, September 1994, 221-31. London: British School at
Athens Studies 3.
159
Facorellis G., N. Kyparissi-Apostolika, Ν. and G. Maniatis
2001 The cave of Theopetra, Kalambaka: radiocarbon evidence for 50.000 years of
human presence. Radiocarbon 43: 1029-48.
Flannery, K. V.
1969 Origins and ecological effects of early domestication in Iran and the Near East:
A comparative study. Στο P. Ucko, and G. Dimbleby (eds.), The Domestication
and Exploitation of Plants and Animals, 13-100. London: Duckworth.
1972 The origins of the village as a settlement type in Mesoamerica and the Near
East: A comparative study. Στο P. J. Ucko, R. Tringham and G. W. Dimbleby
(eds.), Man, Settlement and Urbanism, 25-53. London: Duckworth.
Forbes, H.
Galanidou, N.
1999 Regional settlement and intra-site spatial patterns in Upper Palaeolithic Epirus.
Στο G. N. Bailey, E. Adam, E. Panagopoulou, C Perlès and K. Zachos (eds.), The
Palaeolithic Archaeology of Greece and adjacent areas. Proceedings of the
ICOPAG Conference, Ioannina (1994), 148-58. London: British School at Athens
Studies.
2000 Patterns in caves: foragers, horticulturalists and the use of space. Journal of
Anthropological Archaeology 19: 243-75.
2003 Reassessing the Greek Mesolithic: the pertinence of the Markovits collections.
Στο N. Galanidou and C. Perlès (eds.), The Greek Mesolithic: Problems and
perspectives, 99-112. London: British School at Athens Studies.
2003 An introduction to the Greek Mesolithic. Στο N. Galanidou and C. Perlès (eds.),
The Greek Mesolithic: Problems and perspectives, 27-32. London: British
School at Athens Studies.
160
Galanidou, N. and C. Perlès (eds.)
2003 The Greek Mesolithic: Problems and perspectives. London: British School at
Athens Studies.
Gamble, C.
1997 The animal bones from Klithi. Στο G. Bailey (ed.), Klithi: Palaeolithic Settlement
and Quaternary Landscapes in northwest Greece, vol.1: Excavation and intra-
site analysis at Klithi, 207-43. Cambridge: McDonald Institute Monographs.
1996 The emergence of crop cultivation and caprine herding in the “Marginal Zone”
of the southern Levant. Στο D. R. Harris (ed.), The Origins and Spread of
Agriculture and Pastoralism in Eurasia, 204-66. London: University College
London Press.
Garrard, A. N.
1999 Charting the emergence of cereal and pulse domestication in South West Asia.
Environmental Archaeology 4: 67–86.
Garrod, D. A. E.
Gevjall, N. – G.
Gimbutas, M.
1974 Achilleion: a neolithic mound in Thessaly. Preliminary report on the 1973/ 1974
excavation. Journal of Field Archaeology 1: 277-303.
1989 Figurines and cult equipment: their role in the reconstuction of the Neolithic
religion. Στο M. Gimbutas, Sh. Winn and D. Shimabuku (eds.), Achilleion, a
161
Neolithic Settlement in Thessaly, Greece 6400-5600 B. C., 171-250. Los
Angeles: University of California (Monumenta Archaeologica 14).
1991 The Civilization of the Goddess. San Francisco: Harper San Francisco.
Goring-Morris, A. N.
Halstead, P.
1981a Counting Sheep in Neolithic and Bronze Age Greece. Στο I. Hodder, G. Isaac
and N. Hammond (eds.), Patterns of the Past: Studies in Honor of David Clarke,
307-39. Cambridge: Cambridge University Press.
1984 Strategies for survival: an ecological approach to social and economic change in
early farming communities oh Thessaly, N. Greece. Ph.D. thesis. University of
Cambridge, Department of Archeology.
1987 Man and other animals in later Greek Prehistory. Annual of the British School at
Athens 82: 71-83.
1989a The economy has a normal surplus: economic stability and social change
among early farming communities in Thessaly, Greece. Στο P. Halstead and J.
O’ Shea (eds.), Bad Year Economics. Cultural Responses to Risk and
Uncertainty, 66-80. Cambridge: Cambridge University Press.
1996 The development of agriculture and pastoralism in Greece: when, how, who
and what? Στο D.R. Harris (ed.), The origins and spread of agriculture and
pastoralism in Eurasia, 296-309. London: University College London Press.
Hansen, J. M.
162
1992 Franchthi and the beginnings of agriculture in Greece and the Aegean. Στο P. C.
Anderson Gerfaud (ed.), Préhistoire de l’ agriculture. Nouvelles approches
experimentales et ethnographiques, 231-47. Paris: Editions de CNRS.
1999 Franchthi cave and the beginnings of agriculture in Greece and the Aegean. Στο
P. C. Anderson (ed.), Prehistory of Agriculture, 156-67. Los Angeles: Cotsen
Institute of Arcaheology.
1978 Paleolithic- Neolithic seed remains at Franchthi Cave, Greece. Nature 271: 349-
52.
Harris, D. R.
1996a Domesticatory relationships of people, plants and animals. Στο R. Ellen and K.
Fukui (eds.), Redefining Nature: Ecology, Culture and Domestication, 437-63.
Oxford: Berg.
1996b The origins and spread of agriculture and pastoralism in Eurasia: An overview.
Στο D. R. Harris (ed.), The Origins and Spread of Agriculture and Pastoralism in
Eurasia, 552-73. London: University College London Press.
Hayden, B.
1990 Nimrods, piscators, pluckers, and planters: The emergence of food production.
Journal of Anthropological Archaeology 9: 31–69.
1995 A new overview of domestication. Στο T. D Price and A. B. Gebauer (eds.), Last
Hunters, First Farmers: New Perspectives on the Prehistoric Transition to
Agriculture, 273-99. Santa Fe: School of American Research Press.
Helmer, D.
Henry, D. O.
1989 From Foraging to Agriculture: The Levant at the End of the Ice Age.
Philadelphia: University of Pennsylvania Press.
163
Heun, M., Schafer-Pregl, R., Klaean, D., Castagna, R., Accerbi, M., Borghi, B. and F.
Salamini
1966 The climate, environment and industries of Stone Age Greece, part II.
Proceedings of the Prehistoric Society 32: 1-29
1967 The climate, environment and industries of Stone Age Greece, part 2.
Proceedings of the Prehistoric Society 33: 1-29.
Hillman, G. C.
2003 Paradigms and Transitions: Reflections on the Study of the Origins and Spread
of Agriculture. Στο A. J. Ammerman and L. L. Cavalli-Sfrorza (eds.), The
Widening Harvest. The Neolithic Transition in Europe: Looking Back Looking
Forward, 75-97. Boston: Archaeological Institute of America.
1989 Plant food economy during the Epi-Palaeolithic period at Tell Abu Hureyra,
Syria: Dietary diversity, seasonality and modes of exploitation. Στο G. C.
Hillman and D. R. Harris (eds.), Foraging and Farming: The Evolution of Plant
Exploitation, 240-66. London: Unwin Hyman.
Hodder, I.
2001 Symbolism and the origins of agriculture in the Near East. Cambridge
Archaeological Journal 11: 107–12.
Hole, F.
1996 The context of caprine domestication in the Zagros region. Στο D. R Harris (ed.),
The Origins and Spread of Agriculture and Pastoralismin Eurasia. London:
University College London Press.
164
Honea, K.
Hopf, M.
1983 Jericho plant remains. Στο K. M. Kenyon qnd T. A. Holland (eds.), Excavation at
Jericho, Vol. 5: The pottery phases of the Tell and other finds, 576-62. London:
British School of Archaeology in Jerusalem.
Horwitz, L. K.
Jacobsen, T. W.
1969 Excavation at Porto Cheli and vicinity, preliminary report II: the Franchthi Cave.
Hesperia 38: 343-81.
1981 Franchthi Cave and the beginning of settled village life in Greece. Hesperia 50:
303-19.
1987 Franchthi Cave and Paralia. Maps, Plans and Sections. Excavations in Franchthi
Cave, Greece, fasc. 1. Bloomington, Indiana: Indiana University Press.
Karkanas, P.
165
2001 Site formation processes in Theopetra cave: a record of climatic change during
the Late Pleistocene and early Holocene in Thessaly, Greece. Geoarchaeology
16: 373-99.
1992 Epi-Paleolithic (19.000 B.P.) cereal and fruit diet at Ohalo II, Sea of Galilee,
Israel. Review of Palaeobotany and Palynology 71: 161–66.
Kenyon, K.
1981 Excavations at Jericho, Vol. III: The Architecture and Stratigraphy of the Tell.
London: British School of Archaeology in Jerusalem.
Knapp, A. B.
2010 Cyprus earliest prehistory: Seafarers, Foragers and Settlers. Journal of World
Prehistory 23: 79-120.
Kotsakis, K.
2003 From the Neolithic side: the Mesolithic/Neolithic interface in Greece. Στο N.
Galanidou and C. Perlès (eds.), The Greek Mesolithic: Problems and
perspectives, 217-21. London: British School at Athens Studies.
2005 Across the border: unstable dwellings and fluid landscapes in the earliest
Neolithic of Greece. Στο D. Bailey, A. Whittle and V. Cummings (eds.),
(Un)settling the Neolithic, 8-15. Bristol: Oxbow Books.
2008b A sea of agency: Crete in the Context of the earliest Neolithic in Greece. Στο V.
Isaakidou and P. Tomkins (eds.), Escaping the Labyrinth: the Cretan Neolithic
in context, 52-75. Bristol: Oxbow Books.
1999 The Boila Rockshelter: further evidence of human activity in the Voidomatis
Gorge. Στο G. N. Bailey, E. Adam, E. Panagopoulou, C Perlès and K. Zachos
166
(eds.), The Palaeolithic Archaeology of Greece and adjacent areas. Proceedings
of the ICOPAG Conference, Ioannina (1994), 197-210. London: British School at
Athens Studies.
2001 The Early Upper Palaeolithic in Greece: the excavations in Klisoura cave.
Journal of Archaeological Science 28: 515-39.
Koumouzelis, M., Kozlowski, J., Nowak, M., Sobczyk, K., Kaczanowska, M., Pawlikowski, M.
and A. Pazdur
2003 Mesolithic finds from Cave I in the Klisoura Gorge, Argolid. Στο N. Galanidou
and C. Perlès (eds.), The Greek Mesolithic: Problems and perspectives, 113-22.
London: British School at Athens Studies.
1996 Chipped- stone industries from Neolithic levels at Lerna. Hesperia 65: 295-372.
Kroll, H.
Kuijt, I.
2002 Foraging, Farming, and Social Complexity in the Pre-Pottery Neolithic of the
Southern Levant: A Review and Synthesis. Journal of World Prehistory 16: 361-
440.
Kyparissi-Apostolika, N.
167
1999 The Neolithic use of Theopetra cave in Thessaly. P. Halstead (ed.), Neolithic
society in Greece, 142- 52. Sheffield: Sheffield Academic Press (Sheffield
Studies in Aegean Archaeology 2).
2003 The Mesolithic in Theopetra Cave: new data on a debated period of Greek
prehistory. Στο N. Galanidou and C. Perlès (eds.), The Greek Mesolithic:
Problems and perspectives, 189-98. London: British School at Athens Studies.
Lambeck, K.
1996 Sea- level change and shoreline evolution in Aegean Greece since Upper
Palaeolithic time. Antiquity 70: 558-611.
Legge. A. J.
1986 Seeds of discontent: Acceleratordates on some charred plant remains from the
Kebaran and Natufian cultures. Στο J. A. J Gowlett and R. E. M. Hedges (eds.),
Archaeological Results from Accelerator Dating, 23-35. Oxford: Alden Press.
Marangou, Ch.
Markovits, A.
168
McCarter, S. F.
1991 The ecology of seasonal stress and the origins of agriculture in the Near East.
American Anthropologist 93: 46–69.
Milojčić, V.
1955 Vorbericht Die deutschen Ausgrabungen auf der über die Ausgrabungen auf
den Magulen von Otzaki, Arapi und Gremnos bei Larisa 1955. Archäologischer
Anzeiger 70: 182-231.
1956 Bericht über die Ausgrabungen auf der Gremnos- Magula bei Larisa 1956.
Archäologischer Anzeiger 71: 141-83.
1962 Die deutschen Ausgrabungen auf der Argissa- Magula in Thessalien, vol. I, Das
präkeramische Neolithikum sowie die Tier- und Pflanzenreste, Beiträge zur ur-
und frühgeschichtlichen Archäologie des Mittelmeer- Kulurraumes 2. Bonn:
Rudolf Habelt.
1962 Die deutschen Ausgrabungen auf der Argissa- Magula in Thessalien, vol. I, Das
präkeramische Neolithikum sowie die Tier- und Pflanzenreste, Beiträge zur ur-
und frühgeschichtlichen Archäologie des Mittelmeer- Kulurraumes. Bonn:
Rudolf Habelt.
169
Milojčić-von Zumbusch, J. and Milojčić, V.
1971 Die deutschen Ausgrabungen auf der Otzaki- Magula in Thessalien, vol. I, Das
Frühe Neolithikum, Beiträge zur ur- und frühgeschichtlichen Archäologie des
Mittelmeer- Kulurraumes 10-1. Bonn: Rudolf Habelt.
Moore, A. M. T.
2003 The Abu Hureyra Project: Investigating the Beginning of Farming in Western
Asia. Στο A. J. Ammerman and L. L. Cavalli-Sfrorza (eds.), The Widening
Harvest. The Neolithic Transition in Europe: Looking Back Looking Forward, 59-
73. Boston: Archaeological Institute of America.
1992 The Pleistocene to Holocene transition and human economy in Southwest Asia:
The impact of the Younger Dryas. American Antiquity 57: 482–94.
2000 Village on the Euphrates: From Foraging to Farming at Abu Hureyra. Oxford:
Oxford University Press.
Moundrea-Agrafioti, H. A.
2003 Mesolithic fish hooks from the Cave of Cyclope, Youra. Στο N. Galanidou and C.
Perlès (eds.), The Greek Mesolithic: Problems and perspectives, 131-42.
London: British School at Athens Studies.
Mylona, D.
2003 The exploitation of fish resources in the Mesolithic Sporades: fish remains from
the Cave of Cyclope, Youra. N. Galanidou and C. Perlès (eds.), The Greek
Mesolithic: Problems and perspectives, 181-8. London: British School at Athens
Studies.
Nandris, J.
1970 The development and relatioships of the earlier Greek Neolithic. Man 5(2):
192-213
Newton, S.
2003 The Mesolithic fauna from Theopetra Cave. Στο Ν. Galanidou and C. Perlès
(eds.), The Greek Mesolithic: Problems and perspectives, 199- 206. London:
British School at Athens Studies.
170
Noy, T.
1991 Art and decoration of the Natufian at Nahal Oren. Στο O. Bar-Yosef and F. R.
Valla (eds.), The Natufian Culture in the Levant, 557- 68. Michigan: Ann Arbor.
Özdoğan, M.
1990 Cayonu. A conspectus of the recent work. Στο Ο. Aurenche, M.- C. Cauvin and
P. Sanlaville (eds.), Préhistoire du Levant. Processus des Changements
Culturels, 387-96. Paris: Editions du CNRS.
2004 Late Pleistocene Archaeological and Fossil Human Evidence from Lakonis Cave,
Southern Greece. Journal of Archaeological Science 29: 323-49.
Payne, S.
1975 Faunal change at the Franchthi Cave from 20.000 B. C. to 3.000 B. C. Στο A. T.
Clason (ed.), Archaeozoological Studies, 120-31. Den Haag: Elsevier.
1982 Faunal evidence for environmental/ climatic change at Franchthi Cave, 25.000
BP to 5.000 BP. Στο J. Bintliff and W. Van Zeist (eds.), Palaeoclimates,
Palaeoenvironments and Human Communities in Eastern Mediterranean
Region in Later Prehistory, 133-16. Oxford: British Archaeological Reports,
International Series 133.
Peltenburg, E., Croft, P., Jackson, A., McCartney, C., & M. A. Murray
171
Peltenburg, E. and A. Wasse (eds.)
Perrot, J.
Perlès, C.
1990a Les industries lithiques taillées de Franchthi (Argolide, Grèce), vol. II, Les
industries du Mésolithique et du Néolithique initial. Excavations in Franchthi
Cave, Greece, fasc. 5. Bloomington, Indiana : Indiana University Press.
2001 The Early Neolithic in Greece: The first farming communities in Europe.
Cambridge: Cambridge University Press.
2003a The Mesolithic at Franchthi: an overview of the data and problems. Στο N.
Galanidou and C. Perlès (eds.), The Greek Mesolithic: Problems and
perspectives, 79-88. London: British School at Athens Studies.
1991 The Natufian Conferrence- Discussion. Στο Bar-Yosef O. and F. R. Valla (eds.),
The Natufian Culture in the Levant. Michigan: Ann Arbor.
1983 Piéces lustrées, travail des plantes et moissons à Franchthi (Xème- IVème
millennium B. C.). Στο M. C. Cauvin (ed.), Traces d’utilisations sur les outils
néolithiques du Proche- Orient, 209-29. Lyon : Maison de l’Orient.
172
Perlès, C. and Vitelli, K. D.
1999 Craft specialization in the Greek Neolithic. Στο P. Halstead (ed.) Neolithic
Society in Greece, 96-107. Sheffield: Sheffield Academic Press (Sheffield
Studies in Aegean Archaeology 2).
1984 Late Quaternary alluviation and soil formation in the Southern Argolid: its
history, causes and archaeological implications. Journal of Archaeological
Science 11: 281-306.
Powell J.
2003 The fish bone assemblage from the Cave of Cyclope, Youra: evidence for
continuity and change. Στο N. Galanidou and C. Perlès (eds.), The Greek
Mesolithic: Problems and perspectives, 173-80. London: British School at
Athens Studies.
Price T. D.
2000 Europe’s first farmers: an introduction. Στο T. D. Price (ed.), Europe’s first
farmers, 1-18. Cambridge: Cambridge University Press.
1996 The Excavation and the Ceramic Assemblage. Στο R. J. Rodden K. A. and Wardle
(eds.), Nea Nikomedeia I. The excavation of an Early Neolithic village in
northern Greece 1981-1964. Αthens: British School at Athens (Supplementary
volume 25).
Reingruber, A.
2005 The Argissa Magoula and the beginning of the Neolithic in Thessaly. Στο C.
Lichter (ed.), How did Farming Reach Europe Anatolian- European relations
from the second half of the 7th through the first half of the 6th millennium cal
BC, 155-71. Byzas 2, Istanbul: Veroffntlicungen des Deutshen Archaologischen
Instituts Istanbul.
173
Renfrew, C.
1972 The Emergence of Civilization: the Cyclades and the Aegean in the Third
Millenium B. C. London: Methuen.
Renfrew, J.
1966 A report on recent finds of carbonized cereal grains and seeds from Prehistoric
Thessaly. Θεσσαλικά 4: 21-36.
Rindos, D.
Ripoll, M. P.
Υπό εκτύπωση The Knossos Fauna and the beginning of the Neolithic in the Mediterranean
Islands. Στο N. Efstratiou, A. Karetsou, M. Ntinou, A. Banou, The Neolithic
Settlement of Knossos in Crete, 191-240.
Rodden, R. J.
1964 Early Neolithic frog figurines from Nea Nikomedeia. Antiquity 38(152): 294-5.
Rose, M.
Roubet, C.
174
(eds.), The Palaeolithic Archaeology of Greece and adjacent areas, Proceedings
of the ICOPAG Conference, Ioannina (1994), 170-8. London: British School at
Athens Studies.
Rowley-Conwy, P.
2004 How the West was lost. Current Anthropology 45: 83-113.
2000 Late palaeolithic and Mesolithic animal bones from Theopetra cave. Στο Ν.
Κυπαρίσση-Αποστολίκα (επιμ.), Σπήλαιο Θεόπετρας, Δώδεκα χρόνια
ανασκαφών και έρευνας. Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου, Τρίκαλα, 6-7
Νοεμβρίου 1998, 129-34. Αθήνα
Runnels, C.
1988 A Prehistoric survey of Thessaly: New Light on the Greek Middle Palaeolithic.
Journal of Field Archaeology 15: 277-90.
1995 Review of Aegean Prehistory IV: the Stone Age of Greece the Palaeolithic to the
advent of Neolithic. Americal Journal of Archeology 99: 699-728.
2003 The Origins of the Greek Neolithic: A personal View. Στο A. J. Ammerman and L.
L. Cavalli- Sfrorza (eds.) The Widening Harvest. The Neolithic Transition in
Europe: Looking Back Looking Forward, 121-30. Boston: Archaeological
Institute of America.
2009 Mesolithic sites and surveys in Greece: a case study from the Southern Argolid.
Journal of Mediterranean Archaeology 22(1): 57-73.
2003 Early Upper Palaeolithic Spilaion: an artefact-rich surface site. Στο J. Wiseman
and K. Zachos (eds.), Landscape Archaeology in southern Epirus, Greece I, 135-
56. Princeton: The American School of Classical Studies in Athens.
Runnels C., Panagopoulou E., Murray P., Tsartsidou G., Mullen K. and Tourloukis E.
1988 Trade and the origins in the Eastern Mediterranean. Journal of Mediterranean
Archaeology 1: 83-109.
175
1993 The Lower and Middle Palaeolithic of Thessaly, Greece. Journal of Field
Archaeology 20: 299-317.
2003 The early stone age of the Nomos of Preveza: landscape and settlement. J.
Wiseman and K. Zachos (eds.), Landscape archaeology in Southern Epirus, 47-
134. Princeton: The American School of Classical Studies in Athens.
1999 Human settlement and landscape in the Preveza region (Epirus) in the
Pleistocene and early Holocene. Στο G. N. Bailey, E. Adam, E. Panagopoulou, C.
Perlès and K. Zachos (eds.), The Palaeolithic Archaeology of Greece and
adjacent areas. Proceedings of the ICOPAG Conference, Ioannina (1994), 120-
9. London: British School at Athens Studies.
Sampson, A.
1998 The Neolithic and Mesolithic occupation of the cave of Cyclope, Youra
Alonessos, Greece. Annual of the British School at Athens 93: 1–22.
2007 New Evidence from the early productive stages in the Aegean Basin from the
9th to the 7th millennium cal. B. C. Στο C. Lichter (ed.), How did Farming Reach
Europe, Anatolian- European relations from the second half of the 7th through
the first half of the 6th millennium cal BC, 131-41. Byzas 2. Istanbul:
Veroffntlicungen des Deutshen Archaologischen Instituts Istanbul.
Sampson, A. (ed.)
2008 The cave of the Cyclops: Mesolithic and Neolithic networks in the Northern
Aegean, Greece 1: Intra-site analyses, local industries, and regional site
distribution. Philadelphia: Institute for Aegean Prehistory Academic Press
(Prehistory Monoraphs 21).
2004 Cyprus, Aegean and Near East during the PPN. Neo-Lithics 1(04): 13–5.
176
Sampson A., Kozlowski, J. K. and Kaczanowska, M.
2003 Mesolithic chipped stone industries from the Cave of Cyclope on the island of
Youra (northern Sporades). Στο N. Galanidou and C. Perlès (eds.), The Greek
Mesolithic: Problems and perspectives, 123-30. London: British School at
Athens Studies.
Sarpaki A.
1995 Toumba Balomenou, Chaeronia: plant remains from the Early and Middle
Neolithic levels. Στο H. Kroll and R. Pasternak (eds.), Res Archaeobotanicae,
281- 300. Kiel: Oetker- Voges- Verlag.
2011 The Mesolithic and the Neolithization of the Cave of Cyclops as seen through
the archaebotanical remains. Στο A. Sampson (ed.), The Cave of Cyclops:
Mesolithic and Neolithic Networks in the Northern Aegean, Greece, vol. II Bone
Tool Industries, Dietary Resources and the Paleoenvironment, and
Archaeometrical studies. Philadelphia: Institute of Aegean Prehistory Press
(Prehistory Monographs 31).
Υπό εκύπωση Aspects of the Economy of Neolithic Knossos: A View From the
Arcaeobotanical (Seed Macrofossil) Data. Στο N. Efstratiou, A. Karetsou, M.
Ntinou, A. Banou (eds.), The Neolithic Settlement of Knossos in Crete, 101-
240.
Schwartz, C. A.
1981 The fauna from Early Neolithic Sesklo. Στο Μ. Wijnen (ed.), The Early Neolithic I
settlement at Sesklo: An Early Farming Community in Thessaly, Greece. Leiden:
Leiden University Press (Annalecta Praehistorica Leidensia 14).
Seferiadès M. L.
Shackleton, J. C.
1988 Marine Molluscan Remains from Franchthi Cave. Excavations in Franchthi Cave,
Greece, fasc. 4. Bloomington, Indiana: Indiana University Press.
Simmons, A. H.
177
2001 The First Humans and Last Pygmy Hippopotami of Cyprus. Στο S. Swiny (ed.),
The Earliest Prehistory of Cyprus, From Colonization to Exploitation. Boston:
American Schools of Oriental Research.
Sinclair, A.
1997 Lithic and faunal assemblages from Megalakkos: some problems in the
interpretation of small sites. Στο G. Bailey (ed.), Klithi: Palaeolithic Settlement
and Quaternary Landscapes in northwest Greece, vol.2: Klithi in its local and
regional setting, 415- 26. Cambridge: McDonald Institute Monographs.
1999 Technological decision making and the influence of specialised activities the
case of Megalakkos (Epirus, Greece). Στο G. N. Bailey, E. Adam, E.
Panagopoulou, C Perlès and K. Zachos (eds.), The Palaeolithic Archaeology of
Greece and adjacent areas, Proceedings of the ICOPAG Conference, Ioannina
(1994), 188-96. London: British School at Athens Studies.
Sordinas, A.
1969 Investigations of the prehistory of Corfu during 1964- 1966. Balkan Studies
10(2): 393-424.
1970 Stone Implements from Northwestern Corfu, Greece. Memphis: Memphis State
University, Anthropological Research Center.
Strasser, T. F., Murray, P., Panagopoulou, E., Runnels, C., & Thompson, N.
2009 The results of the Plakias Mesolithic survey on Crete, 2008. Archaeological
Institute of America.
http://www.archaeological.org/webinfo.php?page=10248&search
type=abstract&ytable=2009&sessionid=2C&paperid=1570)
178
of the ICOPAG Conference, Ioannina (1994), 271-81. London: British School at
Athens Studies.
1997 The Palaeolithic geography of Epirus. Στο Bailey, G.N. (ed.), Klithi: Palaeolithic
Settlement and Quaternary landscapes in northwest Greece, vol.2: Klithi in its
local and regional setting, 587-614. Cambridge: McDonald Institute
Monographs.
Talalay, L. E.
1993 Deities, Dolls and Devices. Neolithic Figurines from Franchthi Cave, Greece.
Excavations in Franchthi Cave, Greece, fasc. 9. Blommington, Indiana: Indiana
University Press.
Tchernov E.
1994 An Early Neolithic Village in the Jordan Valley Part II: The Fauna of Netiv
Hagdud. American School of Prehistoric Research Bulletin 44. Cambridge, USA:
Peabody Museum of Archaeology and Ethnology.
Τellenbach, M.
1983 Materialien zum Praekeramischen Neolithicum in Sud- Ost Europa. Bericht Der
Romisch- Germanischen Kommision 64: 23-117.
Trantalidou, C.
2003 Faunal remains from the earliest strata of the Cave of Cyclops. Στο N.
Galanidou & C. Perlès (eds.), The Greek Mesolithic: Problems and perspectives,
143-72. London: British School at Athens Studies.
2008 Glimpses of Aegean island communities during the Mesolithic and Neolithic
periods: the zooarchaeological point of view. Στο N. Brodie, J. Doole, G.
Gavalas, & C. Renfrew (eds.), Horizon: A colloquium on the prehistory of the
Cyclades, 19-27.Cambridge: McDonald Institute for Archaeological Research.
2011 From Mesolithic fishermen and bird hunters to Neolithic goat herders: the
transformation of an island economy in the Aegean. Στο A. Samson (ed.) The
Cave of Cyclops: Mesolithic and Neolithic Networks in the Northern Aegean,
Greece, vol. II Bone Tool Industries, Dietary Resources and the
Paleoenvironment, and Archaeometrical studies. Philadelphia: Institute of
Aegean Prehistory Press (Prehistory Monographs 31).
179
Treuil, R.
Tringham, R.
Tudge, C.
1998 Neanderthals, Bandits and Farmers. New Haven and London: Yale University
Press.
Tzedakis, P. C.
1993 Long- term tree population in northwest Greece through multiple Quaternary
climatic cycles. Nature 364: 437-40.
Ucko, P. J.
Valla, F. R.
1998 The first settled societies: Natufian (12,500–10,200 B.P.). Στο Τ. Ε Levy (ed.),
The Archaeology of Society in the Holy Land, 169-87. London: Leicester
University Press.
1989 Late Quaternary sea level changes and archaeology. Antiquity 63: 733-745.
2005 Κarstic Wetland Dwellers of Middle Palaeolithic Epirus, Greece, Journal of Field
Archaeology 30(4): 367- 84.
180
Van Andel, Tj. and J. C. Shackleton
1982 Late Palaeolithic and Mesolithic coastlines of Greece and the Aegean. Journal
of Field Archaeology 9: 445-54
1987 Landscape and People of the Franchthi region. Excavations in Franchthi Cave,
Greece, fasc. 9. Bloomington, Indiana: Indiana University Press.
1990 Land use and soil erosion in prehistoric and historical Greece. Journal of Field
Archaeology 17: 379-76.
1971 Plant husbandry in Early Neolithic Nea Nikomedeia, Greece. Acta Botanica
Neerlandica 20: 524-38.
1991 Late Quaternary Vegetation of the Near East. Ludwig Reichert: Beihefte zum
Tubingen Atlas des Vorderen Orients. Wiesbaden: Reihe.
Vaughan, P. C.
1990 Use-wear analysis of Mesolithic chipped- stone artifacts from Franchthi Cave.
Στο C. Perlès, Les industries lithiques taillées de Franchthi (Argolide, Grèce),
vol. II, Les industries du Mésolithique et du Néolithique initial. Excavations in
Franchthi Cave, Greece, fasc. 5. Bloomington, Indiana: Indiana University
Press.
Verhoven, M.
Vitelli, K. D.
1974 The Greek Neolithic patterned Urfinis ware from the Franchthi Cave and Lerna.
Ph.D. thesis, University of Pennsylvania.
1984 Greek Neolithic pottery by experiment. Στο P. M. Rice (ed.), Pots and Potters.
Current Approaches in Ceramic Archaeology, 113-31. Los Angeles: University
of California (Monograph 24).
1989 Were pots first made for foods? Doubts from Franchthi. World Archaeology
21(1): 17-29
1993 Franchthi Neolithic Pottery, vol. I, Classification and Ceramic Phases 1 and 2.
Excavations in Franchthi Cave, Greece, fasc. 8. Bloomington, Indiana: Indiana
University Press.
181
Wace, A. J and M. S. Thomson
Weinberg, S.
1970 The Stone Age in the Aegean. Cambridge Ancient History I, 557-618.
Cambridge: Cambridge University Press.
Whittle, A.
1996 Europe in the Neolithic: The Creation of New Worlds. Cambridge: Cambridge
University Press.
1999 The dating of Akrotiri Aetokremnos. Στο A. H. Simmons (ed.), Faunal extinction
in an Island Society: Pygmy hippopotamus hunters of Cyprus, 193-215.
Dordrecht/ Boston: Kluwer Academic/Plenum.
1989a Architecture and sequence of building remains. Στο M. Gimbutas, Sh. Winn
and D. Shimabuku (eds.), Achilleion, a Neolithic Settlement in Thessaly, Greece,
6400- 5600 B. C., 32-68. Los Angeles: University of California (Monumenta
Archaeologica 14).
1989b Bone and ground stone tools. Στο M. Gimbutas, Sh. Winn and D. Shimabuku
(eds.), Achilleion, a Neolithic Settlement in Thessaly, Greece, 6400- 5600 B. C.,
259-72. Los Angeles: University of California (Monumenta Archaeologica 14).
1989c Pottery. Στο M. Gimbutas, Sh. Winn and D. Shimabuku (eds.), Achilleion, a
Neolithic Settlement in Thessaly, Greece, 6400- 5600 B. C., 17-164. Los
Angeles: University of California (Monumenta Archaeologica 14).
Wijnen, M.
1979 The Early Neolithic Servia V. Στο C. Ridley, K. A. Wardle, Rescue Excavations at
Servia, 1973 A Preliminary Report. Annual of the British School at Athens 74:
185-230.
182
1981 The Early Neolithic I settlement at Sesklo: An Early Farming Community in
Thessaly, Greece. Annalecta Praehistorica Leidensia 14. Leiden: Leiden
University Press.
1992 Building Remains of the Early Neolithic Period at Sesklo. Στο Διεθνές Συνέδριο
για την Αρχαία Θεσσαλία στη μνήμη του Δημήτρη. Ρ. Θεοχάρη, 55- 63. Αθήνα:
Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων.
1994 Neolithic pottery from Sesklo- Technological aspects. Στο ΘΕΣΣΑΛΙΑ: 15 χρόνια
αρχαιολογικής έρευνας, 1975-1990. Αποτελέσματα και Προοπτικές, Πρακτικά
Διεθνούς Συνεδρίου, Λυών, 17-22 Απριλίου 1990, 149-55. Αθήνα: Εκδόσεις
Καπόν.
Wright, K.
1993 Early Holocene Ground Stone Assemblages in the Levant. Levant XXV: 93-111.
Zanger, E.
Zohary, D.
1994 Domestication of Plants in the Old World, (2nd edition). Oxford: Clarendon
Press.
183
Zvelebil, M.
1996 The Agricultural Frontier and the Transition to Agriculture in the Circum- Baltic
Region. Στο D. R. Harris (ed.), The Origins and Spread of Agriculture and
Pastoralism in Eurasia, 325-35. London: University College London Press
184
Εικόνες
Εικόνα 1
Χάρτης με θέσεις της Προκεραμικής Νεολιθικής Α περιόδου στην περιοχή του Levant
185
Εικόνα 2
Λίθινα εργαλεία της Προκεραμικής Νεολιθικής Α περιόδου (1-2 αιχμές El Khiam, 3-4
κολοβώσεις, 5-βελόνα σε λεπίδα, 6-πέλεκυς, 7-λεπίδα που χρησιμοποιούταν ως δρεπάνι, 8-
λίθινο εργαλείο με αύλακα, 9-πλάκα από πυριτόλιθο, 10-σμίλη)
186
Εικόνα 3
Ειδώλια της Προκεραμικής Νεολιθικής Α περιόδου (1-3,5 από τη θέση Mureybet, από τη
θέση Netin Hagdud)
187
Εικόνα 4
188
Εικόνα 5
189
Εικόνα 6
Χάρτης των θέσεων της πρώιμης και ύστερης φάσης της Ανώτερης Παλαιολιθικής περιόδου
στον ελλαδικό χώρο
190
Εικόνα 7
191
Εικόνα 8
Λίθινα εργαλεία από την Μποΐλα (1-2 πυρήνες, 3- τερματικό ξέστρο, 4- λεπίδα)
192
Εικόνα 9
Λίθινα εργαλεία από την Μποΐλα (1-2 πυρήνες, 3- ξέστρο, 4-5 εγκοπές)
Από το E. Kotjabopoulou, E. Panagopoulou and E. Adam 1999, σελ. 207, αριθμ. σχεδ. 16.4
193
Εικόνα 10
Λίθινα εργαλεία από τα παλαιολιθικά (1-5) και μεσολιθικά (6-9) στρώματα του σπηλαίου
της Θεόπετρας (1-πυρήνας,
πυρήνας, 2-32 τερματικά ξέστρα, 4-5 5 λεπίδες με ράχη, 6-7 λίθινα
κατάλοιπα με εγκοπές, 8- λίθινο αντικείμενο με επεξεργασία, 9-
9 κολόβωση)
194
Εικόνα 11
Από το N. Galanidou and C. Perles 2003, σελ. 30, αριθμ. σχεδ. 1.1
195
Εικόνα 12
196
Εικόνα 13
Μικρολιθικά εργαλεία του στρώματος της Ανώτερης Μεσολιθικής του σπηλαίου του
Φράγχθι
197
Εικόνα 14
Λίθινα εργαλεία από το μεσολιθικό στρώμα του σπηλαίου της Κλεισούρας (1-3 τερματικά
ξέστρα, 4- επεξεργασμένη λεπίδα, 5-24 λεπίδες με ράχη και μικρόλιθοι, 25-26 θραύσματα
εργαλείων, 27- πυρήνας, 28-29 γλυφίδες)
Από το M. Koumouzelis, J. Kozlowski and B. Ginter 2003, σελ. 120, αριθμ. σχεδ. 8.5
198
Εικόνα 15
199
Εικόνα 16
Λίθινα εργαλεία από τα μεσολιθικά στρώματα του σπηλαίου των Γιούρων (1-17 πυριτικά
πετρώματα, 18-24
24 οψιανός)
200
Εικόνα 17
201
Εικόνα 18
202
Εικόνα 19
203
Εικόνα 20
Οστά τριών ενηλίκων ατόμων που αποκαλύφθηκαν στην κατασκευή C21 του Μαρουλά
204
Εικόνα 21
Μεσολιθικές θέσεις του ελλαδικού χώρου, στην Κέρκυρα, τη Θεσσαλία, τις Σποράδες, την
Πελοπόννησο και την Κύθνο.
205
Εικόνα 22
206
Από το A. Sordinas 2003, σελ. 93, αριθμ. σχεδ. 6.2
Εικόνα 23
Μεσολιθικές θέσεις που ήρθαν στο φως από τις επιφανειακές έρευνες της Κάντιας στην
Αργολίδα
207
Εικόνα 24
208
Εικόνα 25
209
Εικόνα 26
Εργαλεία από τα στρώματα της Τελικής Μεσολιθικής και της «Αρχικής Νεολιθικής» από το
210
Εικόνα 27
Εικόνα 28
Αναπαράσταση
παράσταση ορθογώνιου οικήματος από τη Νέα Νικομήδεια
211
Εικόνα 29
212
Πίνακας 1
Σέσκλο x x x x x
Γεντίκι x x x x
Άργισσα x x x x
Αχίλλειο x
Σουφλί x x
Μαγούλα
Κνωσός x x x x x
Φράγχθι
213
Πίνακας 2
Εξημερωμένα δημητριακά και όσπρια των οικισμών της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου
(στρώματα που περιέχουν κεραμική)
Σέσκλο x x x x x x
Γεντίκι x x
Άργισσα x x x x x x
Αχίλλειο x x x x
Σουφλί Μ. x x x x x
Οτζάκι Μ. x x x x x x x x
Πρόδρομος x x
Θεόπετρα x x x x x x
Ν. x x x x x x
Νικομήδεια
Ρεβένια x x x x
Τούμπα x x x x ?
Μπαλωμένου
Γιαννιτσά Β x x x
Φράγχθι x x x
Κνωσός x x x
214
Εικόνα 30
Λίθινα εργαλεία της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου (α. Δρεπάνι από πυριτόλιθο,
β.Λεπίδα δρεπανιού από πυριτόλιθο, γ. Δρεπάνι από ίασπι)
215
Εικόνα 31
Λίθινα εργαλεία της Νεολιθικής περιόδου (α.Κωνικός πυρήνας λεπίδων από ίασπι-
Αρχαιότερη Νεολιθική, β.Κωνικός πυρήνας λεπίδων από οψιανό-Νεοτερη Νεολιθική, γ.
Κωνικός πυρήνας μικρολεπίδων από οψιανό-Αρχαιότερη Νεολιθική, δ. Πυρήνας
μικρολεπίδων από οψιανό-Νεότερη Νεολιθική, ε. Λεπίδα από οψιανό-Νεότερη Νεολιθική,
στ. Λεπίδα από οψιανό-Νεότερη Νεολιθική, ζ. Λεπίδα από πυριτόλιθο-Αρχαιότερη
Νεολιθική, η. Λεπίδα από πυριτόλιθο-Αρχαιότερη Νεολιθική)
216
Εικόνα 32
217
Εικόνα 33
218
Εικόνα 34
219
Εικόνα 35
220
Εικόνα 36
221
Εικόνα 37
Η περιοχή της «Εύφορης Ημισελήνου» όπου φύονται όλοι οι άγριοι πρόγονοι των
μετέπειτα εξημερωμένων δημητριακών
222