24η ΕΝΟΤΗΤΑ ΟΔΥΣΣΕΙΑ

You might also like

Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 7

INTERNATIONAL HELLENIC ASSOCIATION

Ὁμάδα ‘Ερεύνης καί Μελέτης τῶν Ὁμηρικῶν


Ἐπῶν
Συντονίστρια: Ἰσμήνη Μαρτίνη
e-mail: ismartin797@gmail.com
Ἀθήνα 09/12/2019

Μελέτη Ὁμήρου / Ὀδύσσεια, 24η Ἑνότητα

Ραψωδία α, στίχοι 314-327

τὸν δ' ἠμείβετ' ἔπειτα θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη·


σ' ἐκεῖνον ἀπάντησε ἔπειτα ἡ θεά γλαυκῶπις Ἀθηνᾶ

«μή μ' ἔτι νῦν κατέρυκε, λιλαιόμενόν περ ὁδοῖο·


«τώρα μήν μέ κρατᾶς ἄλλο, καθώς ἐπιθυμῶ πολύ νά φύγω (ἐπιθυμῶ τόν δρόμο, τό ταξίδι)

δῶρον δ' ὅττι κέ μοι δοῦναι φίλον ἦτορ ἀνώγῃ,


καί τό δῶρο τό ὁποῖο νά μοῦ δώσεις ἡ καρδιά σου προστάζει

αὖτις ἀνερχομένῳ δόμεναι οἶκόνδε φέρεσθαι,


ὅταν ἀνέβω ξανά νά μοῦ τό δώσεις στό σπίτι νά τό πάρω,

καὶ μάλα καλὸν ἑλών· σοὶ δ' ἄξιον ἔσται ἀμοιβῆς.»


καί κάτι πολύ καλό διάλεξε, καί σ' ἐσένα ἀντάξια θά εἶναι ἡ ἀνταπόδοση»

ἡ μὲν ἄρ' ὣς εἰποῦσ' ἀπέβη γλαυκῶπις Ἀθήνη,


ἔτσι λοιπόν μίλησε καί ἀναχώρησε ἡ γλαυκῶπις Ἀθηνᾶ

ὄρνις δ' ὣς ἀνόπαια διέπτατο· τῷ δ' ἐνὶ θυμῷ


καί ὡς ὄρνεο ἀόρατο ἐξαφανίστηκε. Σ' ἐκείνου μέσα τήν ψυχή

θῆκε μένος καὶ θάρσος, ὑπέμνησέν τέ ἑ πατρὸς


ἔθεσε ἀνδρεία καί θάρρος καί θυμήθηκε τόν πατέρα του

μᾶλλον ἔτ' ἢ τὸ πάροιθεν. ὁ δὲ φρεσὶν ᾗσι νοήσας


περισσότερο ἀκόμη ἀπό πρίν. Αὐτός τό ἀντιλήφθηκε μέ τόν νοῦ του

θάμβησεν κατὰ θυμόν· ὀΐσατο γὰρ θεὸν εἶναι.


καί ἐξεπλάγη ἡ ψυχή του, διότι ἀντιλήφθηκε ὅτι εἶναι θεός (ἡ Ἀθηνᾶ).

αὐτίκα δὲ μνηστῆρας ἐπῴχετο ἰσόθεος φώς.


Ἀμέσως λοιπόν στούς μνηστῆρες πῆγε ὁ ἰσόθεος ἄνδρας.

τοῖσι δ' ἀοιδὸς ἄειδε περικλυτός, οἱ δὲ σιωπῇ


σ' ἐκείνους ἀοιδός τραγουδοῦσε φημισμένος, κι αὐτοί σιωπηλά

εἵατ' ἀκούοντες· ὁ δ' Ἀχαιῶν νόστον ἄειδε


κάθονταν καί τόν ἄκουγαν. Ἐκεῖνος τῶν Ἀχαιῶν τόν νόστο τραγουδοῦσε

λυγρόν, ὃν ἐκ Τροίης ἐπετείλατο Παλλὰς Ἀθήνη.


τόν θλιβερό, τόν ὁποῖο ἀπό τήν Τροία πρόσταξε ἡ Παλλάς Ἀθηνᾶ.

Λεξιλόγιον

τὸν δ' ἠμείβετ' ἔπειτα θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη·


γνωστή ἐπαναλαμβανομένη φράση

«μή μ' ἔτι νῦν κατέρυκε, λιλαιόμενόν περ ὁδοῖο·

ἔτι : ἀκόμη,....(βλ.16η ἑνότητα)


κατέρυκε/κατερύκω: κρατῶ πίσω, συγκρατῶ, ἐμποδίζω
ἐρύκω: συγκρατῶ, ἀναχαιτίζω, κωλύω, περιορίζω, χαλιναγωγῶ, ἀναστέλλω, ἀνακόπτω,
ἀναχαιτίζω, ἀπομακρύνω, ἀποκρούω, κρατῶ μακριά, διαχωρίζω, διαιρῶ. Ἐρύκομαι: κρατοῦμαι
πίσω, ἀναχαιτίζομαι, κατακρατοῦμαι, ἀπομακρύνομαι, φυλάσσομαι, εἶμαι ἀσφαλής
ἐρυκάνω: περιορίζω, ἀνακόπτω, ἔρυμα: φραγμός, προφυλακτήριο, ὀχύρωμα, προπύργιο,
φρούριο, κάθε ἀμυντικό μέσο, προστασία, ἐρυμνόνωτος: ὁ ἀσφαλῶς προφυλαγμένος ἐκ τῶν
νώτων, ἐρυμνός:ὀχυρωμένος, περιφραγμένος, ἐρυμνότης:ἡ προστασία, ἡ ἰσχύς, τό ἀσφαλές, ὁ-
ἡ ἐρυσίπτολις: προστάτις τῆς πόλεως, ἐρυσμός: ἡ προστασία, τό προστατευτικό μέσο
λιλαιόμενον/λιλαίομαι: ποθῶ, ἐπιθυμῶ σφοδρῶς, ὑπερεπιθυμῶ
Συγγενεῖς λέξεις: λαρός:ὁ ἔχων εὐχάριστη γεύση, ὁ ἡδύς, ὁ γλυκύς, ὁ εὐχάριστος, λαμυρός-
λαιδρός:λαίμαργος, ἄπληστος, ἀδηφάγος, θρασύς, ἀναιδής, ἀκόλαστος, φιλάρεσκος,
ἐρωτοτρόπος, καί δύστροπος, κακότροπος, πανοῦργος καί πλήρης χασμάτων-ἀβύσσων,
λαικάζω:πορνεύω, λαίμαργος: λαίμαργος, ἄπληστος, ἀδηφάγος, φλύαρος, λάγνος:ἀκόλαστος,
αἰσχρός, λαγνεία:ἡ σαρκική ἐπιθυμία, ἡ ἀκολασία, ἡ ἀσέλγεια
ὁδοῖο/ἡ ὁδός: βλ. 23η ἑνότητα

δῶρον δ' ὅττι κέ μοι δοῦναι φίλον ἦτορ ἀνώγῃ,

δῶρον /δίδωμι: βλ. 20η καί 23η ἑνότητα


ὅττι : ὅ,τι, ὁτιδήποτε, κάθε τί τό ὁποῖον, ὅσον (χρονικό, τροπικό),
δοῦναι /δίδωμι
φίλον ἦτορ: ἡ καρδιά μου-σου-του
ἀνώγῃ/ἄνωγα: διατάσσω, προστάζω, παραγγέλω,......(βλ. 21η ἑνότητα)
αὖτις ἀνερχομένῳ δόμεναι οἶκόνδε φέρεσθαι,

αὖτις/αὖθις : ὀπίσω, ὀπίσω πάλι, πάλι, ἐκ νέου, ξανά, εἰς τό ἑξῆς, ἀκολούθως, περαιτέρω,
προσέτι, πρός τούτοις, ἀφ' ἑτέρου, ἐξ ἄλλου
ἀνερχομένῳ/ἀνέρχομαι: ἀνεβαίνω, ἀνυψοῦμαι, μεγαλώνω, αὐξάνω, ἀνατέλλω (ἐπί τοῦ ἡλίου),
ἀναφλέγομαι (ἐπί τοῦ πυρός), πηγαίνω, ἔρχομαι πίσω, ἐπιστρέφω, ἐπανέρχομαι, ἀναφέρομαι σέ
κάποιον
δόμεναι /δίδωμι
οἶκόνδε : στόν οἶκο ( λέξη οἶκος 18η ἑνότητα)
φέρεσθαι/φέρομαι/φέρω: φέρω, μεταφέρω, .......( βλ. 8η ἑνότητα )

καὶ μάλα καλὸν ἑλών· σοὶ δ' ἄξιον ἔσται ἀμοιβῆς.»

ἑλών/αἱρέω-ῶ: λαμβάνω διά τῆς χειρός, παίρνω, δράττομαι, ἁρπάζω, ἀφαιρῶ, ἀποκομίζω,
λαμβάνω τι ὑπό τήν ἐξουσία μου, κυριεύω, κατακτῶ, ὑπερισχύω, φονεύω, συλλαμβάνω, πιάνω,
κερδίζω μέ τό μέρος μου, δελεάζω, παραπλανῶ, κερδίζω, κτῶμαι. Ὡς δικανικός ὅρος: ἀποδεικνύω
κάποιον ὡς ἔνοχο ἐγκλήματος, καταδικάζω κερδίζοντας τήν δίκη. Αἱρέομαι-οῦμαι:λαμβάνω γιά
τόν ἑαυτό μου, ἐκλέγω, ἐπιλέγω, προτιμῶ, ἐκλέγω διά ψήφου
παράγωγα-σύνθετα:αἵρεσις(κατάληψη, κατάκτηση, ἐκλογή, σχέδιο, σκοπός, πρόθεση, αἵρεση)
αἱρεσιάρχης, αἱρέσιμος, αἱρετέον, αἱρετίζω, αἱρετικός, αἱρετιστής, αἱρετός, καθαίρεσις, ἀφαίρεσις,
διαίρεσις, ἀναίρεσις, προαίρεσις, συναίρεσις
Ἀρχικοί Χρόνοι
Ἐν: αἱρέω-ῶ
Πρτ.: ἥρεον, αἵρεον
Μέλ.: αἱρήσω
Ἀόρ.: εἷλον
Πρκ.:ἥρηκα
Ὑπρσ.:ἡρήκειν

Μέση καί παθητική φωνή:


Ἐν: αἱροῦμαι
Πρτ.: ἡρούμην
Μέλ.: αἱρήσομαι, αἱρεθήσομαι
Ἀόρ.: εἱλόμην, ἡρέθην
Πρκ.: ἥρημαι
Ὑπρσ.:ἡρήμην

ὁ ἄξιος: ὁ ἀντάξιος, ὁ ἴσης ἀξίας-τιμῆς, ὁ ἄξιος, ὁ ἀξιόλογος, ὁ μεγάλης ἀξίας, καί μικρῆς ἀξίας, ὁ
ἄξιος τιμῶν-ἐκτιμήσεως, ἀξιότιμος, ἀξιόλογος, κατάλληλος, ἁρμόδιος
ἡ ἀξία:ἡ ἀξία-τιμή, ἡ ὑπόληψη, ὁ βαθμός, ἡ τιμή, ἡ ἀμοιβή
σύνθετα:ἀξιάγαστος, ἀξιάκουστος, ἀξιακρόατος, ἀξιαπόλαυστος, ἀξιαφήγητος, ἀξιελέητος,
ἀξιέντρεπτος, ἀξιέπαινος, ἀξιέραστος, ἀξιοβίωτος, ἀξιοδίωκτος, ἀξιοεργός, ἀξιόζηλος, ἀξιοζήλωτος,
ἀξιοζήτητος, ἀξιοθαύμαστος, ἀξιοθέατος, ἀξιόθεος, ἀξιόθρηνος, ἀξιόκλεος, ἀξιόκτητος, ἀξιόλογος,
ἀξιομακάριστος, ἀξιόμαχος, ἀξιομίμητος, ἀξιομισής, ἀξιομνημόνευτος, ἀξιόμορφος, ἀξιόνικος,
ἀξιονόμαστος, ἀξιοπαράκλητος, ἀξιοπενθής, ἀξιοπιστία, ἀξιοπρεπής, ἀξιόρατος, ἀξιόσκεπτος,
ἀξιοσπούδαστος, ἀξιοστράτηγος, ἀξιοτίμητος, ἀξιότιμος, ἀξιοφίλητος, ἀξιόχρεος, ἀξιόω, ἀξίωμα,
ἀξιωματικός, ἀξιωμάτιον, ἀξίωσις
ἔσται : θά εἶναι
ἀμοιβή :ἡ ἀνταπόδοση, ἡ ἀποζημίωση, ἡ ἐξιλέωση, ἡ ἐκδίκηση, ἡ ἀπόκριση, ἡ ἀπάντηση, ἡ
ἀλλαγή, ἡ ἀνταλλαγή. ἀμοιβάζω(ἀνταλλάσσω), ἀμοιβαῖος, ἡ ἀμοιβάς (ἡ ἀνταλλαγή),
ἀμοιβηδίς (ἀμοιβαίως), ὁ ἀμοιβός:ὁ διαδεχόμενος κάποιον, ὁ ἀντικαταστάτης, ὁ διάδοχος

ἡ μὲν ἄρ' ὣς εἰποῦσ' ἀπέβη γλαυκῶπις Ἀθήνη,

ἀπέβη /ἀποβαίνω:βαδίζω μακράν, ἀπέρχομαι, παρεύομαι μακριά, ἀποχωρῶ, φεύγω, ἀναχωρῶ,


ἐκβαίνω, καταλήγω, ἐκβαίνω, ἀποβιβάζομαι, ἀφιππεύω, καταντῶ, ἀποδεικνύομαι, φαίνομαι. Τό
ἀποβαῖνον: ἡ ἔκβαση, ἡ κατάληξη
βαίνω: βαίνω, περπατῶ, βαδίζω, προχωρῶ,....(βλ.10η καί 17η ἑνότητα)
(βάσις, βάσκω, βῆμα, βιβάς, βιβάζω, βάδος, βαδίζω, βάθρον, βέβαιος, βηλός, βέβηλος, βωμός)

ὄρνις δ' ὣς ἀνόπαια διέπτατο· τῷ δ' ἐνὶ θυμῷ

ὁ ὄρνις: τό ὄρνεο, τό κάθε πτηνό, τό προφητικό πτηνό, ὁ οἰωνός. Μοισᾶν ὄρνιχες: πτηνά τῶν
Μουσῶν( Θεόκριτος), διώκει παῖς ποτανόν( πετούμενον) ὄρνιν: φράση ἐπί ματαιοπονοῦντος

ἀνόπαια/οὐσιαστικοποιημένο τό ἐπίρρημα: ἀνοπαῖα:ἀοράτως, ἀπαρατηρήτως, πρός τά ἄνω,


ὑψηλά εἰς τόν ἀέρα

διέπτατο/διαπέτομαι: πετῶ διά μέσῳ τινός, πετῶ μακριά, ἐξαφανίζομαι


πέτομαι:ἁπλώνω τά φτερά μου πρός πτήση, πετῶ, ὁρμῶ ταχέως, ἐφορμῶ, φτερουγίζω (πτηνόν)

ὁ θυμός: ἡ ψυχή, τό πνεῦμα, ἡ ζωή, ἡ καρδιά, ὁ νοῦς,.......(10η ἑνότητα)

θῆκε μένος καὶ θάρσος, ὑπέμνησέν τέ ἑ πατρὸς

θῆκε /ἔθηκε/τίθημι: θέτω, τοποθετῶ,...... (βλ. 7η , 11η, 18η ἑνότητες)


τό μένος:ἡ δύναμη, ἡ σωματική ρώμη, ἡ ἀνδρεία, ἡ ἰσχύς, ἡ βία, τό θυμοειδές, τό αἷμα τῆς ζωῆς,
τό πνεῦμα, ἡ διάπυρος ὁρμή, ἡ ἐπιθυμία, ἡ εὐχή, ἡ τάση, ἡ διάθεση, ἡ ροπή, ἡ πρόθεση, ὁ σκοπός,
ἡ ψυχική διάθεση, ἡ φυσική κατάσταση. Μένεα ἀνδρῶν (men). Μενοεικής:ὁ ἁρμόζων στίς
ἐπιθυμίες, ὁ ἰκανοποιῶν, ὁ ἀρκετός, ὁ ἄφθονος, ὁ εὐχάριστος, ὁ τερπνός
θάρσος/θράσος/θάρρος: τό θάρρος, ἡ τόλμη, ἡ τολμηρότης, ἡ ἐμπιστοσύνη, ἡ αὐθάδεια, τό
θράσος, ἡ θρασύτης. Ὁ θαρσαλέος:ὁ θαρραλέος, θαρσέω: εἶμαι πλήρης θάρρους, παράτολμος,
τολμῶ, εἶμαι θρασύς, ἡ θάρσησις:ἡ ἐμπιστοσύνη στίς δυνάμεις τινός, θαρσούντως:μέ τόλμη, μέ
θάρρος, θαρσύνω-θαρρύνω:ἐνθαρρύνω
ὑπέμνησεν/ὑπομιμνήσκω καί ὑπομνάομαι: βάλλω στόν νοῦ τινός, ὑπενθυμίζω, φέρω τι στήν
μνήμη κάποιου, ἀναφέρω, ἀνακαλῶ στήν μνήμη, θυμᾶμαι. Ὑπόμνημα, ὑπόμνησις

μᾶλλον ἔτ' ἢ τὸ πάροιθεν. ὁ δὲ φρεσὶν ᾗσι νοήσας


πάροιθεν: μπροστά ἀπό, ἐνώπιον τινός, πιό πρίν, πρό, πρότερον, πρίν ἀπό, πρότερον,
προηγουμένως, ἄλλοτε, μέχρι τοῦδε
νοήσας/νοέω:βλέπω καί παρατηρῶ-ἐπεξεργάζομαι μέ τόν νοῦ τό ὁρώμενο, σκέπτομαι,
ἀντιλαμβάνομαι, παρατηρῶ, προτίθεμαι, σκοπεύω, σημαίνω, δηλῶ, συμπεραίνω, ἐπινοῶ, σχεδιάζω,
μηχανεύομαι, νομίζω, θεωρῶ, ἐννοῶ. Ὁ νοέων: ὁ συνετός, ὁ φρόνιμος, ὁ σύννους, ὁ γνώστης
(νόημα, νόησις, νοήμων, νοητικός, νοητός)

θάμβησεν κατὰ θυμόν· ὀΐσατο γὰρ θεὸν εἶναι.

θάμβησεν /θαμβέω: εἶμαι ἐκπεπληγμένος-ἔκθαμβος, ἐκπλήσσομαι. Θαμβαίνω:ἐκθαμβώνομαι μέ


κάτι, εἶμαι κατάπληκτος. Τό θάμβος: ἡ ἔκπληξη, ἡ κατάπληξη, ὁ ὑπερβολικός θαυμασμός
ὀΐσατο /οΐομαι: νομίζω, ὑποθέτω, πιστεύω, ἔχω τήν γνώμη, ἐλπίζω, προσδοκῶ, φοβᾶμαι μήπως
συμβεῖ κάτι κακό, ἀναμένω, ὑποπτεύομαι, συμπεραίνω, προτίθεμαι νά πράξω κάτι. Ἀνώιστος: ὁ
αἰφνίδιος, ὁ ἀπροσδόκητος. Τό οἴημα: ἡ γνώμη, ἡ ἄποψη γιά τόν ἑαυτό μας, ἡ οἴηση, ἡ ἔπαρση. Ἡ
οἴηση: ἡ γνώμη, ἡ ἰδέα, ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ ἀλαζονεία

αὐτίκα δὲ μνηστῆρας ἐπῴχετο ἰσόθεος φώς.

αὐτίκα : ἀμέσως, ἀμέσως μετά, εὐθύς ἀμέσως, πάραυτα, μετά ἀπό λίγο, κατ' εὐθείαν, καί γιά
παράδειγμα, λόγου χάριν
ἐπῴχετο / ἐποίχομαι : πορεύομαι πρός, πλησιάζω, πορεύομαι ἐναντίον τινός, ἐπέρχομαι,
ἐπιτίθεμαι, περιέρχομαι, πορεύομαι γύρω ἀπό, ἐπισκέπτομαι διαδοχικά, ἐπιθεωρῶ, καταγίγνομαι
στό ἔργο μου, ἀρχίζω κάτι, διατρέχω, διαπορεύομαι, περνῶ στό ἄλλο μέρος

οἴχομαι: ἔχω ἀπέλθει, ἔχω φύγει, ἔχω ἀναχωρήσει, ἀναχωρῶ, ......(βλ.11η ἑνότητα)

ὁ φώς: ὁ ἀνήρ, ὁ γενναῖος ἄνδρας, ὁ ἄνθρωπος, ὁ θνητός

τό φῶς: τό φῶς

τοῖσι δ' ἀοιδὸς ἄειδε περικλυτός, οἱ δὲ σιωπῇ

τοῖσι : σ' αὐτούς, σ' ἐκείνους


ὁ ἀοιδὸς :ὁ ἀοιδός, ὁ τραγουδιστής, ὁ ραψωδός, ὁ μουσικός
ἄδω: βλ. 12η ἑνότητα
ὁ περικλυτός:ὁ ξακουστός, ὁ περίφημος, ὁ φημισμένος, ὁ περιώνυμος, ὁ ἔξοχος, ὁ λαμπρός, ὁ
ἔνδοξος, ὁ περικλεής
κλύω: ἀκούω, δίδω ἀκρόαση, ἀκροῶμαι-ἀφουγκράζομαι, προσέχω κάποιον, συναινῶ, ὑπακούω,
μαθαίνω, ἐξακριβώνω, βεβαιώνω, ἀντιλαμβάνομαι, ἐννοῶ, φημίζομαι (βλ. 3η ἑνότητα)
παράγωγα-σύνθετα: κλυτοεργός, κλυτόκαρπος, κλυτόμητις, κλυτόμοχθος, κλυτόνοος,
κλυτόπαις, κλυτόπωλος, κλυτός, κλυτοτέχνης, κλυτότοξος
σιωπῇ (ἐπίρρημα) :σιωπηλά, σιγανά, ἥσυχα. Ἡ σιωπή:ἡ σιωπή, ἡ σιγή, ἡ ἡσυχία

εἵατ' ἀκούοντες· ὁ δ' Ἀχαιῶν νόστον ἄειδε

εἵατο/ἧμαι/ἕζω/ἕζομαι: κάθημαι (βλ. 9η καί 12η ἑνότητα)

λυγρόν, ὃν ἐκ Τροίης ἐπετείλατο Παλλὰς Ἀθήνη.

Ὁ λυγρός: ὁ πένθιμος, ὁ θλιβερός, ὁ λυπηρός, ὁ μελαγχολικός, ὁ ζοφερός, ὁ ἄθλιος, ὁ δυστυχής,


ὁ ὀλέθριος, ὁ καταστροφικός, ὁ ἐπιβλαβής, ὁ ἀδύνατος, ὁ ἀσθενής, ὁ ἄνανδρος

ἐπετείλατο /ἐπιτέλλω:ἐντέλλομαι, παραγγέλλω, διατάσσω, κελεύω, δίνω διαταγές, ἀνατέλλω


(ἐπί τοῦ ἡλίου)
τέλλω: προκαλῶ ἔγερση τινός (ἀνατέλλω, ἐπιτέλλω), φέρω εἰς πέρας, ἐκτελῶ, ἀποπερατώνω,
συμπληρώνω. Τέλλομαι:ἐγείρομαι, ἐμφανίζομαι, λαμβάνω ὕπαρξη . Τέλος, τέλμα, τέλθος

Γραμματική
Συνέχεια Γ' κλίσεως

Ἀρσενικό
Πτώση Ἑνικός Πληθυντικός Ἑνικός Πληθυντικός
Ὀνομ. ὁ παιάν οἱ παιᾶνες ὁ Ἕλλην οἱ Ἕλληνες
Γενική τοῦ παιᾶνος τῶν παιάνων τοῦ Ἕλληνος τῶν Ἑλλήνων
Δοτική τῷ παιᾶνι τοῖς παιᾶσι τῷ Ἕλληνι τοῖς Ἕλλησι

Αἰτιατ. τόν παιᾶνα τούς παιᾶνας τόν Ἕλληνα τούς Ἕλληνας


Κλητική ὦ παιάν ὦ παιᾶνες ὦ Ἕλλην ὦ Ἕλληνες

Ἀρσενικό
Πτώση Ἑνικός Πληθυντικός Ἑνικός Πληθυντικός
Ὀνομ. ὁ χιτών οἱ χιτῶνες ὁ ποιμήν οἱ ποιμένες
Γενική τοῦ χιτῶνος τῶν χιτώνων τοῦ ποιμένος τῶν ποιμένων
Δοτική τῷ χιτῶνι τοῖς χιτῶσι τῷ ποιμένι τοῖς ποιμέσι

Αἰτιατ. τόν χιτῶνα τούς χιτῶνας τόν ποιμένα τούς ποιμένας


Κλητική ὦ χιτών ὦ χιτῶνες ὦ ποιμήν ὦ ποιμένες

Γιά τήν ἑρμηνεία τῶν λέξεων σέ ὅλες τίς ἑνότητες : Λεξικόν τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Γλώσσης, Ἰωάν.
Σταματάκου, Ἐκδοτικός Ὀργανισμός “ Ο ΦΟΙΝΙΞ” ΕΠΕ, Ἀθήνα 1972
Γιά τήν Γραμματική σέ ὅλες τίς ἑνότητες : Γραμματική τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Γλώσσης, Ἀχιλλέως
Τζαρτζάνου, Ἐκδοτικός οἶκος Ἀδελφῶν Κυριακίδη α.ε., Ἀθήνα 1965

Ἰσμήνη Μαρτίνη
Συντονίστρια Ἐπιτροπῆς Ὁμήρου ΙΗΑ
Ἀθήνα

You might also like