Download as docx, pdf, or txt
Download as docx, pdf, or txt
You are on page 1of 25

http://www.myriobiblos.gr/texts/greek/index_gr.

html

B. N. Τατάκη

Ο Βυζαντινός Μυστικισμός ( Κυριώτερα Ρεύματα )

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

1. Ιωάννης ο Κλίμαξ
2. Μάξιμος ο Ομολογητής
3. Συμεών ο Νέος Θεολόγος
4. Δυτικός Μυστικισμός
5. Νικόλαος Καβάσιλας
6. Γρηγόριος Παλαμάς
7. Ιωάννης ο Κλίμαξ

Mιλώντας για την Ορθοδοξία σταματήσαμε αρκετά στη μυστική ρίζα της. Θα δούμε
τώρα κάπως αναλυτικώτεοα το Βυζαντινό μυστικισμό στην πορεία που ακολούθησε
μέσα στην ιστορία του Βυζαντίου, σταματώντας ιδιαίτερα στους σπουδαιότερους
εκπροσώπους του και στα κυριώτερα ρεύματα που σημειώθηκαν.

Από πολύ νωρίς, από τον τρίτο κιόλας αιώνα άρχισεν η επίδοση και η μεγάλη διάδοση
του πνεύματος του ασκητισμού. Είναι η εποχή του αγίου Αντωνίου και του Παχωμίου,
των μεγάλων ασκητών της Αιγυπτιακής Ερήμου. Μέγα πλήθος Χριστιανών, που όλο και
περισσότερο γίνεται, ασπάζονται τον μοναχικόν βίον, και καταφεύγουν στα μοναστήρια,
τίς πόλεις των αγγέλων, όπως τα έλεγαν, ή διάγουν ζωή «ερημίτου», «αναχωρητού» σε
απόμερα καταφύγια, σε σπηλιές, ή~πάνω σε στύλους αρχαίων οικοδομών. Ζητούν με
την απόλυτη αυτή απόσπασή τους από τις μέριμνες της εγκόσμιας ζωής να
εξασφαλίσουν την άνεση, την «σχολήν» και το πρόσφορο περιβάλλον που θα τους
επιτρέψη να επιδοθούν στην τελείωσή των. Δεν πέρασαν πολλά χρόνια και ο
μοναχισμός πήρε πολύ μεγάλη ανάπτυξη και απέκτησε μεγάλη ηθική επιβολή. Τόσο που
οι Αυτοκράτορες και οι Πατριάρχες έπρεπε να έχουν υπ' όψη τους την άποψη των
μοναχών στις μεγάλες εκκλησιαστικές και θρησκευτικές, ακόμη και στις πολιτικές
υποθέσεις. Ήταν φυσικό για μια κοινωνία όπως η Βυζαντινή, που ζητούσε όχι απλώς να
συλλάβη το ρυθμό της αιωνιότητος, αλλά και να τον πραγματώση εδώ στην επίγεια ζωή
της. Αυτό ακριβώς πίστευαν οι Βυζαντινοί ότι κατόρθωναν σε μεγαλύτερο βαθμό οι
μοναχοί με τη ζωή που διάλεγαν. Αυτοί ήταν οι μύστες, να πούμε, για την αιωνιότητα.
Αίρονταν από τα επίγεια και τα εγκόσμια προς τα ουράνια.

Σε όλη τη Βυζαντινή εποχή ο ασκητισμός απετέλεσε έναν από τους κύριους, αρκετές
φορές τον ,κυριώτερο τόνο της ζωής. Ήταν φυσικό στους .κύκλους των ασκητών να
είναι πιό έκδήλη η μυστική, ουσία του Χριστιανισμού. Όλη των η ζωή, ως τις μικρότερες
λεπτομέρειες, πήρε σιγά σιγά μυστικό και συμβολικό νόημα, τέτοιο που να θυμίζη ή να
κατατείνη προς τον κύριο σκοπό. Το ένδυμα του μοναχού, λέγει ο Άγιος Δωρόθεος (6ος
αιώνας), δεν έχει χειρίδες, για να φωνάζη με τη γλώσσα του αυτή στο μοναχό, ότι δεν
έχει χέρια για να κανη το κακό.

Δε συνειδητοποίησαν όμως οι μοναχοί αμέσως το πρόβλημά τους σε όλο του το βάθος,


ούτε το είδαν όλοι με τον ίδιο τρόπο, ούτε στα ίδια θέματα. Έργο μας ακριβώς θα είναι
να συλλάβωμε το βηματισμό του βυζαντινού, μυστικισμού στις κυριώτερες γραμμές
του. Η συγκομιδή του είναι πολύ πλούσια και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Μπορούμε,
νομίζω, να ξεχωρίσωμε στο Βυζάντιο δυο μεγάλα ρεύματα ασκητισμού, που
συνυπάρχουν πάντα.

Από τη μια έχομε τη λαϊκώτερη και εξωτερικώτερη μορφή του, αυτήν που επικρατούσε
στους κύκλους των απλών μοναχών, αυτήν που διαμορφώθηκε κυρίως στην έρημο της
Αιγύπτου. Κύριο θέμα του έχει ο μυστικισμός αυτός την πάλη «κατά της σαρκός».
Παιδεύουν τη σάρκα και τη βασανίζουν, γιατί αυτή, σαν ύλη πού είναι, αποτελεί την
ενσάρκωση του κακού. Ο ασκητισμός, αυτός στρέφεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον στις
εξωτερικές πολλαπλές υποχρεώσεις του χριστιανικού βίου. Το προσφιλέστερο θέμα του
είναι η πραγματεία περί των αρετών και των αντίστοιχών τους κακιών. Τα θέματά του
μας θυμίζουν συχνά το αντίστοιχο ασκητικό πνεύμα του νεοπλατωνισμού (η ύλη το
κακό), και τον ασκητισμό των κυνικών (η αρετή). Αυτόν τον λαϊκώτερο, τον εμπειρικό,
τον συχνά εξωτερικό ασκητισμό του Βυζαντίου γνωρίζομε μόνο σχεδόν και απάνω στις
εκτροπές του στηρίζονται συχνά άδικες κρίσεις για το Βυζάντιο. Όμως και ο ασκητισμός
αυτός έδωκεν έξοχους τύπους εναρέτων ανθρώπων, οσίων, αγίων.

***

Στην κορυφή τους στέκεται ο Άγιος Ιωάννης ο Κλίμαξ, ή ο σχολαστικός (525-(605).


Τον είπαν σχολαστικό για τη μεγάλη του μόρφωση. Κλίμακα τον είπαν από το ομώνυμο
σύγγραμά του.

Ο Κλίμαξ μας παρουσιάζει τον υψηλότερο βαθμό πνευματικότητας στον οποίο μπορούσε
να φτάση ο λαϊκώτερος μυστικισμός. Σ'αυτόν βρήκαν τον ανώτεοο ερμηνευτή των, η
δίψα για την τελειότητα, ή βαθειά αγάπη για την αγγελική πολιτεία (την κοινότητα των
μοναχών), με λίγα λόγια η μοναστική αρετή. Το όνομα του μοναδικού έργου του, η
Κλίμαξ, υποδηλώνει την ουράνια κλίμακα που είδε στ' όνειρό του ο Ιακώβ. Τα 30 πάλι
κεφάλαια, στα οποία χωρίζεται, ή 30 σκαλοπάτια, υποδηλωνουν αλληγορικά τα 30
χρόνια της κρυφής ζωής, του Χριστού.

Η Κλίμαξ ήταν το προσφιλέστερο ανάγνωσμα των Βυζαντινών μοναχών, αλλά και των
λαϊκών. Λίγα βιβλία διαβάστηκαν περισσότερο από αυτό. Πλήθος είναι τα χειρόγραφα
που μας σώζονται. Οι πολλές έπειτα μεταφράσεις του στη Συριακή, τη Λατινική, την
Ισπανική, τη Γαλλική και τις Σλαβικές, γλώσσες μαρτυρούν την εξάπλωση και την
ακτινοβολία του στο εξωτερικό.

Ας δούμε τώρα το περιεχόμενο της Κλίμακος. Ο συγγραφεύς ξεκινά από την ιδέα ότι το
μοναστήρι είναι η προπαρασκευαστική σχολή για τη μέλλουσα ζωή. Όλη του τη ζωή ο
μοναχός την περνά εκεί σα μαθητής, σε σκληρό αγώνα για να κερδίση την τελειότητα.
Αγώνα εναντίον του εαυτού του και εναντίον των άλλων. Η κλίμαξ έρχεται ακριβώς να
του είναι.οδηγός, να του δείξη τη μέθοδο με την οποία κερδίζεται η μάχη και
στεφανώνεται ο νικητής. Η μέθοδος αυτή είναι στο βάθος μια παιδαγωγία, ή καλύτερα
μια ψυχαγωγία, όπως ήθελεν ο Πλάτων τη φιλοσοφία, με διαφορετικό βέβαια
περιεχόμενο. Η ουσία είναι πώς θα οδηγήσης την ψυχή του ατελούς, του αμαρτωλού
ανθρώπου, αφού κατανοήση το βόρβορο της αμαρτίας μέσα στον οποίο κυλιέται, να
βρη τον τρόπο να στραφή προς το ανέσπερο φώς, το Θεό.

Για το δύσκολο αυτό έργο δεν μπορεί ο μοναχός -και τούτο αποτελεί ουσιωδέστατο
χριστιανικό τόνο- να ελπίζη ότι μόνος του θα κερδίση την τελειότητα· αυτό θα ήταν η
χειρότερη μορφή εγωϊσμού. Ο μοναχός πρέπει να φτάση την υπέρτατη
ταπεινοφροσύνη, που θα εξαλείψη μέσα του κάθε ίχνος εγωϊσμού, και θα του δώση τη
δύναμη να προσκολληθή στον οδηγό του, τον ποιμένα του. Ποιός είναι όμως ο
αληθινός ποιμένας; Είναι, λέγει ο Κλίμαξ, εκείνος που μπορεί με την αγαθότητά του, με
την ενεργό δράση και την προσευχή του να αναζητά και να ανευρίσκη τους
απολωλότας. Τέτοια δύναμη μόνο απ' το Θεό μπορεί να του έρχεται και από τους δικούς
του αγώνες. Μέ τη δύναμή του αυτή μπορεί να σώζη το πλοίο όχι από τη θύελλα μόνο
μπορεί να το ανασύρη ακόμη και από την άβυσσο. Ο αληθινός ποιμήν γνωρίζει το Θεό
από εσωτερική έλλαμψη, που κάνει περιττά τα κείμενα. Δεν ταιριάζει στους δασκάλους
να παιδαγωγούν με αντίγραφα, με γνώσεις δηλαδή που τους έρχονται απ' έξω. Οι
αληθινοί ποιμένες προσφέρουν στα πρόβατά των την ίδια των την ψυχή. Την από το
Θεό δοσμένη τούτη σοφία θα την αναγνωρίση ο ποιμένας, όταν μπορεί να οδηγή στην
τελειότητα όχι τους επιμελείς, αλλά τους δυσήνιους και άξεστους. Και δε θα παύη ποτέ
να παίζη τον αυλό του «λόγου» στα πρόβατά του, ακόμη και όταν βόσκουν, ακόμη και
όταν πηγαίνουν για ύπνο. Τίποτε δε φοβάται ο λύκος, όσο τον ήχο του ποιμενικού
αυλού. Βλέπομε καθαρά, ότι πρότυπο για τον ποιμένα χρησιμεύει στον Κλίμακα ο ίδιος
ο Χριστός, ο θείος ποιμήν. Ας δούμε τώρα, αφού βρήκε τον ποιμένα, τι μέθοδο θα
ακολουθήση ο μοναχός. Αυτήν διαγράφουν τα 30 σκαλοπάτια.

Αφετηρία για την ευαγγελική ζωή είναι η παραίτηση από τα εγκόσμια, τέρμα η απάθεια
στην οποία φτάνει κανείς με διαδοχική πρόοδο. Ο μοναχός είναι κατά τον Κλίμακα
«τάξη και κατάσταση των ασωμάτων» μέσα σε ένα υλικό και ακάθαρτο σώμα. Και πώς
μπορεί να κάμη κανείς-τον εαυτό του «οίκον ασωμάτων δυνάμεων» ; Θα αρχίση, όπως
είπαμε, με παραίτηση όσο γίνεται πλήρη από τα εγκόσμια την παραίτηση αυτή από τα
εξωτερικά πράγματα θα ακολουθήση η εσωτερική απόσπαση από τα πράγματα του
κόσμου. Θα έλθη έπειτα η αποχώρηση από τον κόσμο. Αποχωρώ θα πη αποχωρίζομαι
από όλα και τότε αποχωρίζομαι, όταν μέ το στοχασμό δένομαι αδιάσπαστα με το Θεό.
Με την αποχώρηση γλυτώνομε από το είδωλο του όντος, τη ματαιότητα, την
ανυπαρξία, και κερδίζομε το ον που αληθινά υπάρχει. Μόνο έτσι φτάνει κανείς την
απάθεια που είναι «θάνατος της ψυχής και θάνατος του νου, πριν από το θάνατο του
σώματος». Μ' αυτό τον τρόπο ο ασκητής θα απομακρύνη τον εαυτό του από ό,τι γίνεται
μέσα του και γύρω του στο ανθρώπινο μέτρο, και θα είναι έτοιμος να ντυθή ένα άλλο
εγώ, να μπη σε άλλη ζωή, να δεχτή αυτόν που ξεπερνά τον άνθρωπο, το Θεό.
Νεκρώνοντας μέσα του τον κόσμο ανασταίνεται στη θεωρητική ζωή. Η τόσο τέλεια
τούτη αποχώρηση τον κάνει άξιο και της υπακοής, που είναι «νέκρωση των μελών μέσα
σε ένα ζωντανό νου». Ο άνθρωπος που έφτασε την τέλεια υπακοή, τότε μόνο λυπάται
όταν πιάνη τον εαυτό του να ακολουθή τη δική του θέληση.

Στην τέλεια απομόνωσή του θα έχη ο μοναχός πιστό σύντροφο τη μελέτη του θανάτου.
Ο ιστορικός Προκόπιος είχε κιόλας ονομάσει τη ζωή του μοναχού «τέλεια μελέτη του
θανάτου». Τι είναι όμως ο θάνατος; Θάνατος στην κυριολεξία του είναι ο χωρισμός από
το Θεό. Ο αληθινός ασκητής θα θεωρήση χαμένη κάθε μέρα που θα την περάση χωρίς
να πενθήση. Γιατί να πενθήση; Διότι η μελέτη του θανάτου είναι καθημερινός θάνατος,
και η μελέτη της στιγμής που παραδίνει το πνεύμα είναι ένας ατέλειωτος στεναγμός.
Φοβάται ο ασκητής το θάνατο γιατί μπορεί να έλθη σε ώρα που δεν θα είναι έτοιμος·
φοβάται το θάνατο που είναι χωρισμός από το Θεό, το θάνατο της θεωρίας, πoυ είναι
ανάσταση στον κόσμο τούτον. Μελετώντας λοιπόν το θάνατο και πενθώντας αγωνίζεται
,εναντίον του θανάτου, εργάζεται για την αθανασία. «Είναι αλήθεια, λέγει ο Κλίμαξ,
«παράξενο, ότι και οι Έλληνες είπαν κάτι ανάλογο, γιατί ορίζουν τη φιλοσοφία ως
μελέτη του θανάτου». Έχει υπόψη του τον Πλατωνικό Φαίδωνα αλλά εκεί έχομε
καθαρά διαλεκτική στάση ενώ εδώ η στάση είναι καθαρά μυστική.

Αφού ο μοναχός νικήση όλες τις αδυναμίες και τις κακίες της σάρκας και της ψυχής;
αφού αποχωριστή από τον κόσμο, υψωθή με τη σκέψη πάνω από τη δημιουργία, με
ζωηρή αγάπη για την αρετή και για το Θεό, τότε πια φτάνει στην άγια ησυχία του
σώματος και της ψυχής, που τέλος της είναι η απάθεια, η ειρήνη της ψυχής
λυτρωμένης από το σάλο των παθών. Του μένει ακόμη να ενωθή με το Θεό. Σ' αυτό θα
τον φέρη η προσευχή. Η προσευχή που είναι οικεία συνομιλία του ανθρώπου με το Θεό.
Στην τέλειά της μορφή είναι η προσευχή αρπαγή προς τον Θεόν.

Η σκέψη των ασκητών περιέχει, όπως είπαμε και πριν, πλήθος στοιχεία από την κυνική
διατριβή και την αρετολογία των Στωϊκών και το νεοπλατωνικό θέμα της αποστροφής
της ύλης. Δεν αποτελεί όμως αναγέννηση του πρακτικού λόγου των αρχαίων. Είναι
περιττό και να το σημειώσωμε, ότι όλα τα ελληνικά στοιχεία είναι τώρα βαφτισμένα στο
χριστιανικό κλίμα. Κύριες αρετές τώρα είναι η πίστη, η ελπίδα και η αγάπη. Και η πιο
μεγάλη, λέγει ο Κλίμαξ, είναι η αγάπη.

Γνώρισμα της αγνής ψυχής είναι η αδιάκοπη αγάπη για το Θεό. Ενωμένη με αγνότητα η
ψυχή με το Θεό δε θάχη καθόλου ανάγκη το νου να τη διδάξη. Θα έχη μέσα της, η
μακάρια, τον αιώνιο νου μυσταγωγό και οδηγητή και φως. Δε φτάνει λοιπόν ο
άνθρωπος στο Θεό με νοητική και διαλεκτική πορεία, αλλά με ερωτική προσκόλληση
της ψυχής. Ο Κλίμαξ είναι ένας εραστής του Θεού. Στις 30 Μαρτίου αναφέρει το
Μηνολόγιο για τον Κλίμακα, ότι έζησε 40 χρόνια ως αναχωρητής με ένα φλογερό
έρωτα, ότι την ψυχή του πυρπολούσε το πυρ του θείου έρωτος·ο δρόμος του ήταν
ακατάπαυτη προσευχή, ανεξήγητη αγάπη για το Θεό. Δεν έχει φτάσει ακόμη την
ολοκλήρωσή του αυτός ο έρως· τονίζεται περισσότερο η αγάπη του ανθρώπου προς το
Θεό, λιγώτερο η αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο. Βρίσκεται ακόμη κάτω από την
επίδραση της πλατωνικής και νεοπλατωνικής φιλοσοφίας, που τον έβλεπε ως έρωτα για
την αλήθεια. Την ολοκλήρωσή του ,θα την φτάση αργότερα, όπως θα δούμε, με τον
Συμεώνα κυρίως το νέο Θεολόγο. Όπως κι αν έχη, και έτσι που είναι αυτή η ερωτική
προσκόλληση της ψυχής προς το Θεό αποτελεί ένα σπουδαίο γεγονός εισάγει στη
συναισθηματικτή ζωή τον πλούσιο εκείνο τόνο από τον οποίο πηγάζει ο ιδανισμός των
νεωτέρων χρόνων. Εδώ στο Βυζάντιο και στην περιοχή της ,θεολογίας παίρνει ο Έρως
το προβάδισμα.Η χριστιανική αίσθηση της αμαρτίας από τη μια, και η εξιδανίκευση της
γυναίκας από την άλλη στο πρόσωπο της Παναγίας -(από τον 7ο κιόλας αιώνα
παρουσιάζεται σε έντονο βαθμό η Μαριολατρεία, όπως ωνόμασαν την ιδιαίτερη τιμή
προς το πρόσωπο της Παναγίας. Αλλά και το περίφημο ανέκδοτο του Θεοφίλου και της
Κασσιανής, -ο πρώτος αντιπροσωπεύει το πνεύμα της Π. Διαθήκης για τη γυναίκα, ενώ
η Κασσιανή αντιπροβάλλει το πνεύμα της Καινής Διαθήκης, δείχνει αυτή την πορεία
προς την εξιδανίκευση της γυναίκας)- δίνουν το κλίμα μέσα στο οποίο αναφάνηκε σε
όλη την ιδανική του λαμπρότητα ο έρως προς τον Χριστόν, που είναι ο νυμφίος της
Εκκλησίας, αναρριπίζουν την ψυχή προς τα ύψη του μυστικού γάμου με τον Θεόν.

Όταν αργότερα η έξαρση αυτή στράφηκε και προς τις ανθρώπινες σχέσεις, τους χάρισε
ένα υψηλό ιδανισμό, πήρε τη μορφή του ιπποτικού έρωτα, που βλέπει στη γυναίκα
ανώτερο πλάσμα, ενσάρκωση των πιό ακριβών ιδανικών αρετής και αγνότητος. Με
άλλα λόγια ο έρως των μυστικών προς τον Θεό βρίσκεται στη βάση, αποτελεί την πηγή,
από την οποία απέρρευσε ο ιδανισμός που πήρε στους νεώτερους χρόνους ο έρωτας,
και που αποτελεί μια από τις ουσιωδέστερες διαφορές ανάμεσα στον αρχαίο και το
νεώτερο κόσμο.

Δε διαμορφώθηκαν λοιπόν εδώ στην Ανατολή μόνο τα πλαίσια της Ορθοδοξίας. Η ίδια
αυτή Ορθοδοξία με τον μυστικόν έρωτα προς το Θεό αποκαλύπτει τον συναισθηματικό
εκείνο πλούτο που πλημμυρίζει τη ζωή με έντονο και υψηλό ιδανισμό. Από την
ελληνική Ανατολή διαδόθηκαν για πρώτη φορά σε όλη τη Χριστιανωσύνη τα ασκητικά
κείμενα, και κυρίως, η Κλίμαξ, η γεμάτη από παλμούς του θείου έρωτος που
πυρπολούσε την ψυχή των ασκητών.

Είπαμε ότι ο Κλίμαξ μας θυμίζει συχνά τους στωϊκούς και τους κυνικούς. Άκρον αγαθόν,
αλήθεια, των στωϊκών ιδίως ήταν η απάθεια, η αταραξία της ψυχής, αυτή που επιτρέπει
στο ηγεμονικό, το νου, να είναι τέλεια απερίσπαστος, πραγματικά ηγεμονικός. Και κατά
τον Κλίμακα η απάθεια είναι το τελευταίο, το υψηλότερο σκαλοπάτι. Μ' αυτήν ο
άνθρωπος έχει νεκρώσει τα μέλη του, όχι όμως μόνο τα μέλη του έχει νεκρώσει και το
νου του, τον ανθρώπινο, και το άτομό του και έχει φτάσει στον υψηλότερο βαθμό της
υποταγής. Για τον Στωϊκό η απάθεια είναι σκοπός, ο έσχατος σκοπός, η τελειότητα του
ανθρώπου. Τότε ο άνθρωπος δέχεται αδιαμαρτύρητα τη μοίρα του, εντάσσεται εκούσια
στό ρυθμό του κόσμου, στο ρόλο που του ώρισεν ο Λόγος (ο Ζεύς). Κι'αν δη, λέγουν οι
Στωϊκοί, ότι ο Λόγος του ώρισε να είναι βασιλιας θα δεχτή το ρόλο του βασιλια, αν δη
ότι του ώρισε ναι είναι σαλτιμπάγκος, πάλι θα το δεχτή. Αυτή η εκούσια αποδοχή και
εγκαρτέρηση αποτελεί την άκρα σοφία κατά τους Στωϊκούς. Για τους ασκητές, για τον
Κλίμακα η απάθεια δεν είναι τέρμα, ούτε σκοπός αλλά μέσον. Είναι η κατάσταση στην
οποία φτάνει ο άνθρωπος, αφoύ έκαμε ό,τι μπορούσε, ό,τι ήταν στό χέρι του. Είναι η
άκρα ετοιμασία του, όχι για εγκαρτέρηση, αλλά για να ξεπεράση τον εαυτό του, νά
δεχτή το φως; του Θεού, να παρουσιαστή στο Θεό. Είναι η προβαθμίδα για τη θέωση,
που αποζητά ο μυστικός. Θέωση «καθ'ομοίωσιν», βέβαια, «κατά θείαν χάριν», όχι «κατ'
ουσίαν».
***

Δίπλα σ' αυτό το μυστικισμό, που τον ονομάσαμε πρακτικό, και εμπειρικό, που δεν
μπόρεσε να αφομοιώση και να μετουσιώση εντελώς, τα έλληνικά θέματα (ο Θεός
μάλλον αγαπώμενος) ή να τα υπερνικήση (αποστροφή tης ύλης), και πού γι' αυτό
έμοιαζε πολλές φορές να κυνηγά εξωτερικά πράγματα, όσο κι αν ήθελε νά αποσπασθή
από αυτά. -Καταντούσε, δηλαδή στείρος συχνά αγώνας κατά των εξωτερικών
πειρασμών. -Δίπλα σ' αυτόν έχομε σε. όλo το Βυζάντιο μια υψηλότερη μυστική
θεορητική πορεία. Αυτή υπερνικά τον συχνά εξωτερικό ασκητισμό της ερήμου,
προσαρμόζει τέλεια τις φιλοσοφκές θέσεις, που χρησιμποιεί, στην ουσία του
Χριστιανισμού, δίνει το χριστιανικό μυστικισμό στην ολοκληρωμένη μορφή του, και την
ίδια ώοα είναι πιο γνήσια ελληνικός από τον πρώτο, που έχει και πολύ ανατολικό
χρώμα.

Συνήθως βλέπομε στο Βυζάντιο τις πολλαπλές ανατολικές επιδράσεις, οι οποίες, λέμε,
αλλοιώνουν το ελληνικό του βάθος. Δε βλέπομε όμως και τον έντονο αγώνα του
Βυζαντίου εναντίον του κύματος των ανατολικών επιδράσεων, που, επειδή είναι
αντίθετες στην ελληνική και την καθαρή χριστιανική του ουσία, αγωνίζεται να τις
ανατρέψη και τις ανατρέπει, ή τις προσαρμόζει με. τρόπο που να μην αλλοιώνουν τη
φύση του. Έτσι λόγου χάρη στην τέχνη, παρά τις αναμφισβήτητες ανατολικές
επιδράσεις είναι εύκολο να ξεχωρίσωμε την ελληνική της ουσία στην αίσθηση της
αρμονίας, στήν ευγένεια της γραμμής, στη σύνθεση. Το ίδιο και στη σκέψη. Είδαμε το
Δαμασκηνό και το Φιλόπονο να απορρίπτουν τις λογής δεισιδαιμονίες, προλήψεις,
μαγείες, αστρολογίες, εν ονόματι του λόγου και της χριστιανικής ευσεβείας. Το ίδιο
παρατηρούμε και στον ασκητισμό.

Από πάλη κατά της σάρκας και κυριαρχικό ενδιαφέρον για τις εξωτερικές υποχρεώσεις
του χριστιανικού βίου, μετατρέπεται σε μυστική πορεία προς την θέωση. Στρέφει
δηλαδή το Βυζάντιο τον ασκητισμό σχεδόν αποκλειστικά στον εσωτερικό θρησκευτικό
βίο, στην άμεση πνευματική .του σχέση προς τον Θεό. Στο δρόμο αυτό ήταν έτοιμος
κιόλας να μπη ο Κλίμαξ. Το δρόμο αυτόν θα τον δούμε αμέσως πολύ καθαρά στον
Μάξιμο και ολοκληρωμένο με την έξαρση του θείου έρωτος στον Συμεών τον νέο
θεολόγο.

Μάξιμος ο Ομολογητής

Υπάρχουν, δέχεται ο Μάξιμος, δυο είδη αληθείας, αφού για την απόκτησή των δυο
όργανα χρησιμοποιούμε, το λόγο ή το νου. Το πρώτο είδος, αυτό που αποκτούμε με το
λόγο, είναι η κοινή ανθρώπινη γνώση, αποτέλεσμα συλλογιστικό. Για να είναι όμως
δυνατή η γνώση, παρατηρεί ο Μάξιμος, πρέπει να υπάρχη αντιστοιχία ανάμεσα στον
αισθητό και το νοητό κόσμο. Υπάρχει πραγματικά αντιστοιχία; Το βασικό αυτό
πρόβλημα που ο Πλάτων επιχείρησε να το λύση με τη θεωρία των ιδεών, ο Μάξιμος
επιχειρεί να το λύση με την αλληγορία και το συμβολισμό. Καθένας από αυτούς τους
δυο κόσμους είναι, λέγει, αλληγορία και σύμβολο του άλλου, για όσους,βέβαια έχουν
μάτια για να βλέπουν.

Έτσι ο νοητός κόσμος βρίσκει τη συγκεκριμένη του μορφή; με μυστικό τρόπο, στα είδη
του αισθητού κόσμου που είναι συμβολικά. Και ο αισθητός πάλι κόσμος μπαίνει, με τη
γνώση, στο νοητό κόσμο, και εκεί οργανώνεται με τα λογικά επιχειρήματα. Ώστε ο
αισθητός κόσμος εκφράζει με τους τύπους του (τα είδη) το νοητό κόσμο, και μέσα σε
τούτον πάλι βρίσκεται ο πρώτος υπό μορφήν εννοιών και συλλογισμών. Μπορούμε
λοιπόν με τα φαινόμενα να συλλάβουμε τα μη φαινόμενα, και το σπουδαιότερο,
μπορούμε από τα μη φαινόμενα με μια πνευματική θεωρία να συλλάβουμε τα
φαινόμενα. Ο συμβολισμός και η αλληγορία θεμελιώνουν και προϋποθέτουν, όπως
βλέπομε, μια εντελώς ορθολογική θεωρία της γνώσης.

Αυτά για το πρώτο είδος αλήθειας. Το δεύτερο είδος είναι η ενόραση του νου που
ενώνει. τον άνθρωπο με το Θεό. Αυτή δεν είναι αλήθεια με το συνηθισμένο νόημα του:
όρου. Είναι η ζωή εν τω Θεώ. Γι' αυτό, για να φτάση κανείς εκεί, χρειάζεται μια
ασκητική και μερικές αρετές: την αγάπη, τη σωφροσύνη και την προσευχή. Χωρίς αυτά
είναι αδύνατο στην ψυχή να έλθη σε κοινωνία, κατά τρόπο τέλειο, μέ το Θεό. Η πρώτη
αρετή καταπραΰνει το θυμικό, η~ δεύτερη κάμπτει την επιθυμία,όσο για την προσευχή,
αυτή χωρίζει το νου από όλες τις σκέψεις, και τον παρουσιάζει εντελώς γυμνό στο Θεό.
Οι σκέψεις είναι αντιλήψεις για όντα, είτε αισθητά, είτε νοητά. Όταν ο νους καταγίνεται
με τα πράγματα, αυτό που κάνει στην πραγματικότητα είναι να στριφογυρίζη γύρω σε
αντιλήψεις που απορρέουν απ' αυτά. Η χάρη της προσευχής τον αποσπά από τις
αντιλήψεις και τον δένει με το Θεό. Τότε ο νους επειδή στρέφεται προς το Θεό, με τη
θεϊκή ακτινοβολία θεούται κι' αυτός. Πρέπει όμως να σημειώσωμε καλά ότι καμμιά
ασκητική στερημένη την αγάπη δε φέρνει στο Θεό. Η αγάπη κάνει να γινόμαστε Θεός,
χάρη στο Χριστό που έγινεν άνθρωπος από αγάπη για τον άνθρωπο. Πότε όμως η
προσευχή αποσπά τον άνθρωπο από τις αντιλήψεις και τις σκέψεις; Τον αποσπά όταν
έχει συναισθανθή πως το είναι είναι ανώτερο από το γινώσκειν. Σπουδαίο και
απαραίτητο βήμα. Τότε μόνο ο νους μπορεί να αποκτήση οικειότητα με Εκείνον που
είναι ο Ων, η αιτία του παντός. Μόνο όσοι άνθρωποι ακολουθήσουν τέτοια άγια και
θεϊκή αγωγή θα έχουν την αμοιβή της «θεώσεως κατά χάριν».

Όπως έχομε λοιπόν δυο γνώσεις, δυο αλήθειες, έχομε και, δυο βαθμούς τελειότητας
του ανθρώπου, το γινώσκειν και το είναι. Το πρώτο είναι ίδιον του ανθρώπου, το
δεύτερο είναι ίδιον του Θεού. Η χάρις του Θεού μπορεί να κάμη ώστε ο άνθρωπος να
φτάση στο είναι. Θα πρέπει όμως γι' αυτό να σβύση από την ψυχή του κάθε
συλλογισμό, κάθε αντίληψη, να καθαρθή. Τότε θα τον πλημμυρίση το είναι. Τούτη η
ορμή προς το είναι, που υπερνικά το γινώσκειν δεν αποτελεί τόσο μέθοδο για την
απόκτηση της αλήθειας, όσο μια ασκητική, μια τελειότητα ζωής, κανόνα ηθικής και
φιλοσοφίας μαζί. Βλέπομε στο Μάξιμο, όπως είδαμε και στον Ψευδοδιονύσιο, τίς
καταβολές, τις απόψεις που ήρθε αργότερα να συνεχίση ο Δαμασκηνός, τους δρόμους
που ακολούθησαν όλοι οι μυστικοί του Χριστιανισμού. Και βλέπομε ακόμη πόσο τα
εμπειρικά θέματα του απλού ασκητισμού της Θηβαΐδος ακόμη και του Κλίμακος γίνονται
στα χέρια του Μαξίμου θεωρητικός λόγος, έρευνα εσωτερική, σύνθεση φιλοσοφική, η
οποία αγκαλιάζει το σύμπαν και προσπαθεί να το ερμηνέψη και αναζητά όχι την πάλη
κατά της σάρκας, αλλά το φωτισμό του νου με το νου. Όταν αυτός φωτιστή, όλα
μετουσιώνονται.

Δε σημαίνει, προσθέτει ο Μάξιμος, επειδή το είναι είναι ανώτερο από το γινώσκειν, ότι
το δεύτερο τούτο δε χρησιμεύει σε τίποτε, ότι θα το περιφρονήσωμε. Τό γινώσκειν είναι
ο απαραίτητος πρώτος βαθμός, θα γυμνασθούμε στο σχολειό του εκεί ,θα ετοιμαστούμε
πριν φτάσωμέ την ενόραση, και, μέσον της, τη θέωση. Το γινώσκειν θα μας αποκαλύψη
τα μυστήρια που βρίσκονται στη ρίζα των πραγμάτων, δίνοντάς μας έτσι την ορμή να το
ξεπεράσωμε και να βρεθούμε στερεά στην περιοχή του είναι. Η γνώση λοιπόν θα μας
οδηγήση στην ανατροπή του εαυτού της, στο ξεπέρασμά της. Όταν έτσι γίνη το
ξεπέρασμα δεν είναι σκοτεινή, άλογη πράξη, αλλά δρόμος γεμάτος φώς.

Για να καταλάβουμε όμως καλά σε όλο το βάθος.της την ανθρωπολογία που κρύβεται,
κάτω από την ενόραση και τη θέωση πρέπει να πάμε στην Π. Διαθήκη. Μεγάλη
εντύπωση έκαμε ιδιαίτερα στο Mάξιμο η απόφαση του Θεού κατά τη δημιουργία του
ανθρώπου: «Και είπεν ο Θεός ποιήσωμεν άνθρωπον κατ' εικόνα ημετέραν και καθ'
ομοίωσιν». Την απόφαση αυτή ο Μάξιμος την έκαμε κέντρο των στοχασμών του, σ'
αυτήν αναζήτησε την ουσία του ανθρώπου και ιδιαίτερα του Χριστιανού. Το «κατ'
εικόνα» σημαίνει κυρίως, λέγει ο Μάξιμος, τον νουν και την ελεύθερη βούληση, το
αυτεξούσιο· τα υπερφυσικά ακόμη δώρα με τα οποία είναι προικισμένος ο άνθρωπος,
όπως η αθανασία και η απάθεια. Όσο για το «καθ' ομοίωσιν» αυτό αναφέρεται στην
ηθική τάξη, στην άσκηση της αρετής. Ο όρος ομοίωσις δηλώνει μια ενέργεια, την
ικανότητα του ανθρώπου να ομοιωθή, να γίνη όμοιος με το Θεό. Αυτό μπορεί να το
επιτύχη μόνο όποιος είναι αγαθός και σοφός. Η ίδια απόφαση του Θεού μας υποχρεώνει
να εννοήσωμε ως ανθρώπινη φύση, την ακέρια φύση με την οποία βγήκεν ο άνθρωπος
από τα χέρια του Πλάστη, και να ενεργούμε σύμφωνα με αυτή τη φύση, σύμφωνα
δηλαδή με το λόγο, το νου, (κατ' εικόνα) και το Νόμο, την αρετή, (καθ' ομοίωσιν).

Η έτσι ιδωμένη ανθρώπινη φύση θέτει σε κάθε χριστιανό το επιτακτικό καθήκον να


γυρίση πίσω, να βρη την αρχική κατάσταση του ανθρώπου, ή καλύτερα να πραγματώση
μέσα του τη φύση που του χάρισεν ο Θεός.

Αυτή η επιστροφή στην αρχική κατάσταση συνιστά το αντικείμενο της ασκητικής του
Μαξίμου. Αποτελεί το καθαρώτερα χριστιανικό κάλεσμα προς αυτογνωσία. Ο Μάξιμος
παρέχει και το μέσο για τήν επιτυχία του σκοπού, ελληνικώτατο, αλήθεια, μέσο: να
ελαττώνης κάθε μέρα και περισσότεοο το άλογο μέρος της ψυχής σου.

Ο ασκητισμός του Μαξίμου αποπνέει μεγάλη αισιοδοξία· αισιοδοξία που έρχεται από την
εμπιστοσύνη του προς την αναγεννημένη ανθρώπινη φύση και προς τη δράση των
ανώτερων ψυχών, των παρθένων και καθαρών, που συλλαμβάνουν το πνεύμα του
Χριστιανισμού. Να γίνης δίκαιος και άγιος, να ενωθής με το θεό μέσα στη λάμψη του
πνεύματος, να που τείνει ο ασκητισμός του Μαξίμου. Ανακαλεί στή σκέψη μας τον
πλατωνικό Φαίδωνα, όπου η θέωση της ψυχής επιδιώκεται με την κάθαρση από τα
πάθη. Η έτσι καθαρμένη ψυχή ενώνεται και εκεί με το Θεό μέσον της θεωρίας.

Δεν είναι λοιπόν η ασκητική για το Μάξιμο το μαρτύριο της σάρκας, που την νομίζουν
ακάθαρτη, αλλά η κάθαρση του πνεύματος και της ψυχής, απαραίτητη για να ενωθούμε
με το Θεό, που είναι όλος πνεύμα και αλήθεια. Δίπλα όμως στα στοιχεία αυτά που έχουν
ελληνική την καταγωγή έχομε και τα βιβλικά στοιχεία.

Η αδαμική εικόνα του ανθρώπου ξεχειλά την πνευματική φύση της ψυχής και
απλώνεται και στο ίδιο το σώμα, αποζητά και του σώματος την αθανασία. Έπειτα η
πλήρης πραγμάτωση της ανθρώπινης φύσης απαιτεί και το άλλο υπερφυσικό δώρο, την
απάθεια, μια απάθεια που να οδηγή στο πραγματικό αναμάρτητο. Υπάρχει το μέσο και
για τούτη την επίτευξη. Για να επιτύχη στο δύσκολο τούτο έργο, πρέπει ο άνθρωπος να
αφήση ελεύθερη δράση στην επιθυμία, που ο Δημιουργός άναψε στην ψυχή του για
Εκείνον, για τον οποίο του έδωσε μια θολή γνώση. Η άγια αυτή επιθυμία επιτρέπει στον
άνθρωπο να πραγματώση τη μακαριότητα, να ξαναβρή την αδαμική φύση. Ο νους του
Μαξίμου συχνά πηγαίνει στην αρχική μακαριότητα, στον άνθρωπο του Παραδείσου, έχει
τη νοσταλγία του χαμένου παραδείσου που τήν εκφράζει ως και με ύμνο. Οι μυστικοί
είναι στο βάθος ποιητές.

Μετά την πτώση του ο Αδάμ έγινεν ο τύπος της φύσης που ξέπεσε. Γιατί; Διότι
απομάκρυνε τις ικανότητές του από τη φυσική τους κίνηση προς το Θεό, υπόταξε το
πνεύμα του στην αίσθηση και αναζήτησε την ευτυχία του στα αισθητά όντα. Με το
αρχικό, το προπατορικό αυτό αμάρτημα έχασεν ο άνθρωτος την εσωτερική αρμονία
εκείνη που του χάρισε η ενότητα ανάμεσα στο υποκείμενο (τον άνθρωπο) καί το
αντικείμενο (το Θεό). Τη θέση της αρμονίας την πήρε η αταξία, τη θέση του Θεού η
αίσθηση, και μαζί της όλοι οι κίνδύνοι και όλες οι πλάνες που απορρέουν απ' αυτήν.
Αντί δηλαδή ο άνθρωπος να ακολουθήση την οδόν άνω, πήρε την οδόν κάτω. Ήρθε
όμως ο Χριστός και έκαμε την αποκατάσταση του ανθρώπου. Έγινε άνθρωπος, έξω από
την αμαρτία, για να μας κάμη Θεούς έξω από την ταυτότητα. Στην ομοίωση του Θεού
προς την ανθρώπινη φύση, πρέπει να ανταποκριθή η ιδική μας ομοίωση προς τη θεία
φύση. Έτσι ο άνθρωπος που δημιουργήθηκε «κατά πλήρη εικόνα» του Θεού και «καθ'
ομοίωσιν», στην αρχή της μόνο, μπορεί να υψώση την ομοίωση αυτή σε τέλεια
ομοίωση. Δε θα ανακαλύψη λοιπόν ο άνθρωπος μέσα του το Θεό. Μέσα του θα
ανακαλύψη μόνο τη δική του φύση στην αρχική της ακεραιότητα και τα πνευματικά
ένστικτα που οδηγούν στη. θέωση. Η θέωση αυτή γίνεται με τρόπο άρρητο και μυστικό.
Όσο λοιπόν κι αν δέχεται τη γνώση ο Μάξιμος μας δείχνει καθαρά ότι η λογική πορεία
είναι ανεπαρκής για να φτάσωμε στο Θεό. Εκεί μας οδηγεί η έφεση να ενωθούμε με το
Θεό. Η έφεση να ενωθούμε με το Θεό και ή θέωση, αυτά τα δυο αποτελούν τη βάση
του μυστικισμού του Μαξίμου, του υψηλού Βυζαντινού μυστικισμού.

Συμεών ο Νέος Θεολόγος

Με τον Συμεώνα το Νέο Θεολόγο (949/50 - 1022) έχομε προσπάθεια για σύνθεση της
πνευματικής πορείας του Μαξίμου και του ασκητισμού του Κλίμακος. Δημιούργησε δική του
σχολή, της οποίας οι ζωηρές απηχήσεις και η ακτινοβολία φτάνουν ως τον τελευταίο μεγάλο
μυστικό του Βυζαντίου τον Νικόλαο Καβάσιλα (14ος αιώνας).

Αδιάσπαστη αλυσσίδα μυστικών φέρνει από τον Μάξιμο ως τον Συμεώνα. Άμεσοι προκάταχοί
του είναι ο Παύλος, ο Λάτρου (+ 956), ο πνευματικός του πατέρας Συμεών ο Στουδίτης, ο
επονομαζόμενος ευλαβής, και ο περίφημος ασκητής της μονής του" Αγίου Μάμαντος Αντώνιος
που του στάθηκε πρότυπο. Οι δυο πρώτοι μας μιλούν πρώτη φορά για το όραμα του ακτίστου
φωτόs, που, όπως θα δούμε, αποτελεί το κεντρικό θέμα της μυστικής του Νέου Θεολόγου.
«Χαρίτων ηξιούτο μειζόνων, λέγει ο βιογράφος του Παύλου, επεί και ελλάμψεσιν τρανοτέραις
ενεφαιδρύνετο και επιστασίαις αγγέλων ωμίλει και ύμνους αυτών θείους αδόντων ήκουεν». Ένα
περίπου αιώνα πριν από τον Παύλο ήκμασαν στην Κωνσταντινούπολη ο Νικηφόρος ο
Πατριάρχης και ο Θεόδωρος ο Στουδίτης. Σε όλους, έπειτα, αυτούς τους αιώνες η μονή του
Αγίου Μάμαντος και η μονή του Στουδίου, στάθηκαν περίφημα πνευματικά κέντρα μέσα στην
Κωνσταντινούπολη. Ήταν, όπως βλέπομε, η ίδια η βασιλεύουσα, για πολλούς αιώνες το μεγάλο
κέντρο της πνευματικής σοφίας, όπως ήταν και της «θύραθεν σοφίας».

Κατά το μαθητή του και βιογράφο του Νικήτα Στηθάτο ο Συμεών «εφύτρωσεν ως δένδρον
ευθαλές εις την γην των Παφλαγόνων», σε ένα χωριό που ονομαζόταν Γαλάτης. Μικρό μικρό οι
πλούσιοι και ευγενείς γονείς του τον έστειλαν στην Κωνσταντινούπολη να μορφωθή. Να κάμη
την είσοδό του στην αυτοκρατορική αυλή.

Όμως «άκροις ψαύσας δακτύλοις της θύραθεν παιδείας και μόνην μεμαθηκώς την ούτω
λεγομένην γραμματικήν, το λοιπόν ή και το παν ως ειπείν της έξωθεν απεσείσατο παιδείας και
την εκ των συμφοιτητών βλάβην εξέφυγεν». Η μυστική του φύσις τον οδήγησε να παραδώση
τον εαυτό του στη φροντίδα και στη χειραγωγία του Στουδίτου Συμεώνος του Ευλαβούς. Αυτός
στάθηκεν ο «ποιμήν» που τον οδήγησε στους θησαυρούς της μυστικής σοφίας και του έδειξε το
δρόμο για την τελειότητα. Τον έκαμε μοναχό και τον εισήγαγε στη μονή του Αγίου Μάμαντος,
κοντά στον περίφημο ασκητή Αντώνιο, τον ηγούμενο της μονής, που, άμα πέθανε, τον
διαδέχτηκεν ο Συμεών. Πόσο μεγάλη θέση είχε στην ψυχή του ο Ευλαβής, ο πνευματικός του
πατέρας, φαίνεται από τον αγώνα που έκαμε, τους διωγμούς που εδοκίμασε, ώσπου να πείση το
Πατριαρχείο να του επιτρέψη να εορτάζη τη μνήμη του δασκάλου του.
Τα πρώτα βιβλία που άσκησαν μεγάλη επίδραση στο Συμεώνα και του έδωσαν βασικά
παραγγέλματα για όλη του τη ζωή ήταν ένα έργο του Αγίου Μάρκου του ασκητού (5ος αιώνας)
και η Κλίμαξ του Αγίου Ιωάννου, του Σχολαστικού. Σωστή αποκάλυψη, λέγει ο Στηθάτος, ήταν
για τον .Συμεώνα το ακόλουθο παράγγελμα που βρήκε στο βιβλίο του πρώτου: «Επιμελήσου τη
συνείδησή σου και όσα σου λέγει κάμε». Του άνοιξε το δρόμο για την ηθική τελείωσή του, στο
πλατύτερο νόημα του όρου. Νέα αποκάλυψη του ήταν ο ακόλουθος ορισμός του Σχολαστικού:
«απάθεια εστί νέκρωσις ψυχής, και θάνατος ναός προ θανάτου του σώματος». Του έδειχνε πώς
θα φτάση στην ανώτατη και απαραίτητη κατάσταση ή ψυχή, που θέλει να είναι έτοιμη να
ξεπεράση τόν εαυτό της για να δεχτή μέσα της το Θεό.

Όταν διαβάζη κανείς τα έργα του έχει την αίσθηση ότι ο Συμεών ύστερα από πολύχρονη
γύμναση απέκτησε τη χάρη να αναστρέφεται οικεία με το Θεό και ότι η αναστροφή αυτή είναι
μια σταθερή και αδιάκοπη, θαρρείς, κατάσταση γι' αυτόν: «Ουκ είχεν αυτός (ο Συμεών), λέγει ο
Στηθάτος, εαυτόν, αλλ' η του Θεού χάρις όλον αυτόν προς εαυτόν επεσπάσατο, την μεν
γλώτταν αυτού κάλαμον οξυγράφον, την δε διάνοιαν πηγήν σοφίας Θεού απειργάσατο. Διά
τούτο και αμαθής ων πάντη των θύραθεν μαθημάτων, ως ο ηγαπημένος εθεολόγει, και τα της
θεολογίας όλαις νυξίν ανετάττετο». Είναι, αλήθεια, καταπληκτική η ελευθερία και η άνεση με
την οποία κινείται μέσα στη σκέψη της Καινής Διαθήκης. Δίνει την εντύπωση ότι δεν πρόκειται
για γνώση που του έρχεται απ' έξω, από μάθηση, αλλά για γνώση που έχει μέσα του την πηγή
της. «Τα νοήματα και αι θεολογίαι του Συμεώνος, λέγει ο Στηθάτος(1), ... ζητούσιν ακροατάς
και αναγνώστας εκείνους οπού έχουν εύρωστα και υγιαίνοντα τα αισθητήρια της ψυχής, και
οπού όλον τους τον νουν και την διάνοιαν με την χάριν του αγίου πνεύματος επτέρωσαν και
ανεβίβασαν εις ουρανούς, και εις τα βάθη του πνεύματος». «Ούτος ο μακάριος (ο Συμεών),
λέγει πάλι ο εκδότης και μεταφραστής του Διονύσιος ο Ζαγοραίος, επειδή εκαθάρισε τον νουν
του και την καρδίαν του από κάθε μολυσμόν των παθών με το παντοτεινόν πένθος με την
ακατάπαυτον επιρροήν των δακρύων, με την αδιάλειπτον εν τη καρδία νοεράν προσευχήν...
κατέστησε τον εαυτόν του αληθινά... ένα βιβλίον καθαρώτατον και λειότατον... και παρευθείς ο
άσοφος ευρέθη σοφός...».

Παντοτεινό πρέπει να είναι το πένθος του μυστικού και ακατάπαυτα να τρέχουν τα δάκρυά του
για τη μοίρα στην οποία καταδίκασεν ο άνθρωπος τον εαυτό του. Να κλαίη και να υποφέρη για
τα αμαρτήματα των άλλων και να θεωρή πάντοτε ότι αυτός πταίει. Τέτοια είναι η ψυχική
διάθεση του Συμεώνος. Aλλά και τα έργα του. Και όσο μεγάλο είναι το πένθος του για τον
άνθρωπο, τόσο άφατη είναι η χαρά που τον πλημμυρίζει όταν τον περιβάλλη το θείο φως και
δέχεται τη χάρη του. Τότε η ψυχή του κελαηδεί σαν πουλί με στίχους, πολύ συχνά, «τους
έρωτας των θείων ύμνων». Ο Συμεών είναι ποιητής, από τους πιο μεγάλους του Βυζαντίου.

Αναίσθητος προς τα έξω, ευαίσθητος προς τα έσω. Ακοίμητη συναίσθηση της αδυναμίας του,
και την ίδια ώρα ασίγαστος αγώνας να φτάση την πνευματική του ελευθερία. Απέραντη μυστική
αγάπη και. χαρά που αναβλύζουν μέσα στην ψυχή του,.όταν μυστικά επικοινωνή με το Θεό.
Μέσα σ' αυτό το κλίμα, που είναι το κλίμα όλων των μεγάλων μυστικών κινείται η ψυχήj του
Συμεώνος. Η σκέψη του βουτηγμένη σε λεπτή συναισθηματικότητα είναι δύσκολο να αναλυθή,
ξεφεύγει τη συστηματοποίηση. Δεν έχομε να κάμωμε τόσο με έργο σκέψης, όσο με σκέψη που
γίνεται ζωή, με διάθεση ψυχής. Μπορούμε όμως να ξεχωρίσωμε τις κύριες γραμμές της
μυστικής, της πορείας.

Σου χρειάζεται, λέγει ο Συμεών, όπως και ο Κλίμαξ, ένας άγιος άνδρας για τη σωτηρία σου.
Οδηγός και πνευματικός πατέρας και δάσκαλος. Η χάρη και η βοήθεια του Θεού θα σε οδηγήση
να τον βρης. Και άμα τον βρης θα του παραδώσης τον εαυτό σου, ,θα δείξης όλες τις αρετές
σου για να ωφεληθής απ' αυτόν. Πρέπει έπειτα να κατανοήσης ότι το αγιώτερο δώρο του Θεού
προς τον άνθρωπο είναι το αυτεξούσιο. Αλλά τι είναι το αυτεξούσιο; «Εις κανένα άλλο δεν
θεωρείται το αυτεξούσιον, έξω μόνον εις αυτό, εις το να έχη (ο άνθρωπος) τον νουν του
πάντοτε υψωμένον και προσηλωμένον εις μόνον τον Θεόν, τον κύριον της σωτηρίας και του
ελέους» (2).

Το θέμα αυτό αποτελεί το θεμέλιο των ανθρωπολογικών απόψεων του Συμεώνος. Η θέληση,
λέγει, του ανθρώπου είναι πλατύτερη από το αυτεξούσιο, γιατί απλώνεται και σε όσα δεν είναι
στην εξουσία μας. Άλλος περιορισμός για το αυτεξούσιο έρχεται από τη φύση των παθών. Από
τα δύο είδη παθών που συναντούμε στον άνθρωπο, τα πάθη της φύσεως και τα πάθη της
ψυχής, τα πρώτα είναι αμετάθετα, υπηρετούν φυσική ανάγκη (πείνα, δίψα, ύπνος κλπ.) και δεν
ανήκουν στο αυτεξούσιο. Τα άλλα, - καθολικώτερά τους η επιθυμία και ο θυμός, - ανήκουν στο
αυτεξούσιο; Όταν ο άνθρωπος ήταν ελευθερος από την αμαρτία, τότε ανήκαν. Μετά την πτώση
του όμως ο άνθρωπος έχασε το αυτεξούσιο και μαζι και την ελευθερία του έγινε δούλος της
αμαρτίας. Πρέπει να απελπισθούμε για τον άνθρωπο; Όχι. Υπάρχει κάποια αχτίδα σωτηρίας.
Γιατί στο δούλο της αμαρτίας έμεινε ευτυχώς κάποιο πολύτιμο ίχνος αυτεξουσιότητας: το να
θέλη να ελευθερωθή. Απάνω σ' αυτό θα στηρίξη ο άνθρωπος την ενέργεια για τη σωτηρία του.

Αυτό το ίχνος θα του ανοίξη το δρόμο για να ανακαλύψη «τήν νοητήν αρρωστίαν και την
νοητήν αίσθησιν (τα πνευματικά συναισθήματα) της ψυχής». Επειδή «δεν αισθανόμεθα τας
αρρωστίας της διά τούτο ούτε τους πόνους της αγροικούμεν, ούτε διά την θεραπείαν της
φροντίζομεν οι αναίσθητοι». Όποιος είναι έτσι, ας λέγεται, δεν είναι ακόμη Χριστιανός. «Αν
ήταν, ήθελε μετέχει και από ζωήν και φως. επειδή ο Χριστός είναι και ζωή και φως. Ο τέτοιος
είναι νεκρός δεν εφωτίσθη ακόμη με τας ακτίνας του νοητού ηλίου της δικαιοσύνης». Την
αληθινή υγεία, τη λύτρωση, από τη φθορά μόνο ο θεάνθρωπος μπορεί να τα δώση. « ... εις την
υγείαν της ψυχής δεν ενεργούν τα γράμματα της θείας γραφής, αλλά η δύναμη του Χριστού
που είναι γραμμένος μέσα». Αλλά για να επιτύχωμεν αυτό πρέπει «να προσφέρωμεν εις τον
Χριστόν την θέλησίν μας μαζί με τον πόνον και τον κόπον της διανοίας μας, όπου είναι
ενωμένος με την θέλησίν μας, όχι. διά μέσου .καλών έργων, αλλά διά μέσου πίστεως μοναχής,
διά να ιδή ο Χριστός και να μας ελευθερώση διά της θείας του χάριτος». Όχι ότι τα καλά έργα
είναι περιττά,αλλά διότι η πίστη είναι η ρίζα, αυτή φωτίζει και οδηγεί και στα έργα, αυτή αγιάζει
και ελευθερώνει την ψυχή κι' όταν αγιάζεται η ψυχή, επειδή αυτή κυβερνά το σώμα, το αγιάζει
και αυτό.

Στο ύψος αυτό ο άνθρωπος είναι ελεύθερος και αυτεξούσιος. Θα έχη τότε αντιληφθή ότι το
θυμό και την επιθυμία δεν τα έδωσεν ο Θεός ως πάθη στην ανθρώπινη φύση, αλλά ως αγαθά.
Αλλά για να είναι αγαθά πρέπει να τα κυβερνά νoυς υγιής. Τότε το καθένα μένει στον τόπο του.
Τόπος της επιθυμίας είναι να στρέφεται στα «νοούμενα» αγαθά του Θεού και εκείνα να
επιθυμή. Τόπος του θυμού είναι να παρακινή την επιθυμία σε περισσότερο ζήλο προς αυτά τα
αγαθά. Τότε θα καταλάβη ο άνθρωπος πόσο άγιο δώρο είναι το αυτεξούσιο και θα πη στο Θεό:
«Σε ευχαριστώ που με τίμησες με το αυτεξούσιο... Εγώ ο καταφρονητής και αχάριστος ελογίασα
πως η αξία της αυτεξουσιότητος είναι μία λύσις τοιαύτη, καθώς λύεται το άλογον ζώον από τα
δεσμά, και διά τούτο αφού ελύθηκα απεμάκρυνα από την Δεσποτείαν της εξουσίας σου και
έρριψα τον εαυτόν μου εις κρημνόν πολλών κακών». Βάση λοιπόν για την ολοκληρωτική
μεταστροφή του ανθρώπου προς το καλό είναι να ανακαλύψη τον ορθό τόπο, το λόγο για τον
οποίο επροίκισεν ο Θεός την ψυχή με τα συναισθήματα.

Ξέρει πολύ καλά ο Συμεών πόσο δυσκολο κάνει το έργο αυτό ο πειρασμός της αμαρτίας, «η
πείραξις του διαβόλου, που κάνει τον άνθρωπο να αμαρτάνη και εκούσια και ακούσια και εν
γνώσει και εν αγνοία». Αξίζει να παραθέσωμε τις ακόλουθες παραστατικές εικόνες πάνω σ'
αυτό. «Καθώς το γεράκι, λέγει ο Συμεών, οπού πετά με τα πτερά του, διά να, εύρη τροφήν,
απατάται από τον ~κυνηγόν, οπού σταίνει τα δίκτυα δια να το πιάση. Επειδή εκείνος απλώνει
αποκάτω τα δίκτυα και βάνει αποπάνω το δόλωμα, το οποίον το βλέπει το γεράκι και κατεβαίνει
διά να το φάγη και περιπλέκεται εις τα δίκτυα, και πιάνεται, και τότε πηγαίνει ο κυνηγός και το
σέρνει, και του ράπτει τα μάτια, και το έχει εις τα χέρια του και εις την εξουσίαν του χωρίς το
,θέλημά του. Έτζι και ο διάβολος. Ηξεύρει πώς ο νους των ανθρώπων κινείται πάντοτε, και διά
τούτο πηγαίνει κοντά εις τον άνθρωπον, και βάνει εμπρός εις τον λογισμόν του την ηδονήν
ωσάν δόλωμα και αποκάτω από την ηδονήν βάνει ωσάν δίκτυον την αμαρτίαν, η οποία είναι
ωσάν ένα χέρι του διαβόλου λεπτότατον και αέριον, διότι ο διάβολος χωρίς αμαρτίαν δεν
δύναται να πιάση ανθρώπου ψυχήν ...». Και όταν πιαστή ο άνθρωπος τότε ο διάβολος του
ράπτει τα μάτια «ήγουν σκοτίζει τον νουν». Και πάλι: «οπόταν η διάνοια του ανθρώπου κλίνη
νοερώς εις την αμαρτίαν, τότε ο νοητός τύραννος και δυνάστης των ψυχών, που στέκεται από
πίσω της πάντα και παραφυλάττει, εν ριπή οφθαλμού κινεί την διάνοιαν να τελειώση την
αμαρτίαν , με την πράξιν). (Ο άνθρωπος συστέλλεται να κάμη την αμαρτίαν, κουντίζεται όμως
από τον διάβολον και την κάνει)».

Για τούτο είναι ανάγκη να γιατρευτή πρώτα ο νους, εκεί να κατοικήση πρώτα ο Χριστός. Τότε
,θα γιατρευτούν και ο λόγος και οι πράξεις του ανθρώπου.Όσο βαθύτερα συναισθανθή ο
άνθρωπος πόσο είναι αδύναμος, τόσο περισσότερο θα ετοιμάση τον εαυτό του για την συντριβή
και την ταπείνωση. Και όταν τον βρή «συντετριμμένον και τεταπεινωμένον» η θεία χάρις, να
είναι βέβαιος, τον έχει τότε επισκεφθή. Είναι απαραίτητο πριν ψάλη και πριν προσευχηθή στο
Θεό να συμφιλιωθή μαζί του.

Αλλά με ποιό τρόπο θα στρέψη την προσοχή του στο Θεό και θα προσεύχεται; Εδώ, λέγει ο
Συμεών, χρειάζεται μεγάλη προσοχή. Αν σηκώνης τα χέρια σου στον ουρανό και τα μάτια σου
και τον νουν σου και φαντάζεσαι με τoν νουν σου θεία νοήματα, και τα αγαθά του ουρανού,
(μερικές φορές χύνεις δάκρυα και κλαις), να είσαι βέβαιος ότι βρίσκεσαι στο δρόμο της πλάνης.
Δεν αποκτάς έτσι τις αρετές και την απάθεια. «Τέτοιοι βλέπουν φως με τα μάτια του κορμιού
τους, και αγροικούν ευωδίας και ακούουν φωνάς με τα αυτιά τους κλπ... και σιγά σιγά
δαιμονίζονται». Όποιος πάλι «προτιμά να κάνη παντοτεινήν ανάγνωσιν αντί να μάθη να
προσεύχεται πλανάται, διώχνει τον εαυτόν του από την σωτηρίαν του, είναι παντελώς
αναίσθητος και ας έχη όλην την Θείαν Γραφήν πρόχειρον εις το στόμα του ... ». Αν
συγκεντρώνεται στον εαυτό του και πότε εξετάζη τους λογισμούς του, πότε προσέχη τα λόγια
της προσευχής του. Αν βρίσκεται σε αγώνα με τον εαυτό του και δεν μπορεί να ειρηνεύση ποτέ,
μήτε να βρη καιρό «να εργασθή τας αρετάς και να λάβη τον στέφανον της δικαιοσύνης». Τότε
κάνει πόλεμο με τους εχθρούς του τη νύχτα, στο σκοτάδι. Είναι καλύτερος από τον πρώτο, όσο
η νύχτα με φεγγάρι είναι καλύτερη από την ασέληνη νύχτα.

Ευτυχώς υπάρχει και ένα άλλο είδος προσοχής και προσευχής «η υπακοή εις τον πνευματικόν
πατέρα, που κάμνει, τον άνθρωπον αμέριμνον από όλα, και τον αφοσιώνει εις μόνον τον
Θεόν». Ο άνθρωπος που υπακούει «κάμνει όλα του τα έργα με συνείδησιν καθαράν ωσάν να
είναι εμπρός εις τον Θεόν». 

Η προσευχή γίνεται έτσι αναστροφή και συνομιλία με τον Θεόν. Ποια είναι η ψυχική κατάσταση
του ανθρώπου που φτάνει εκεί μας λέγει παραστατικά το ακόλουθο έξοχο ποίημα του Συμεώνος
με τον τίτλο «τις εστι μοναχός»:

Μοναχός, όστις αμιγής εστι κόσμω,


και αενάως ομιλεί Θεώ μόνω.
Βλέπων βλέπεται, φιλών φιλείται,
και γίνεται φως λαμπόμενος αρρήτως.
Δοξαζόμενος δοκεί πλέον πτωχεύειν,
και προσεικοιούμενος, ως ξένος πέλει.
Ω ξένου πάντη θαύματος και αφράστου!
Διά πλούτον άπειρον υπάρχω πένης,
και μηδέν έχειν δοκώ, πολύ κατέχων,
και λέγω διψώ δια πλήθος υδάτων!

Με πόσο μεστά λόγια εκφράζει την κατάσταση του ανθρώπου που, όντας κοντά στο Θεό,
αισθάνεται ταυτόχρονα την απροσμέτρητη απόσταση που τον χωρίζει από το Θεό, αλλά και τον
μεγάλο δρόμο που ανοίγεται μπροστά του. Με την αδιάκοπη αίσθηση της παρουσίας του Θεού
και την αναστροφή μαζί του όλη η ζωή αγιάζεται και όλη η ζωή είναι προσευχή. Η πίστη ότι
δέχεται μέσα του το Χριστό παρέχει στον άνθρωπο μεγάλη δύναμη. Γίνεται κατά την ένωση
«όλος όλως Χριστός». Ο Χριστός, λέγει ο Συμεών, «όλος περιπλεκόμενος όλον καταφιλεί με».
«Κινώ την χείρα και Χριστός όλως η χειρ μου έστιν». Η αίσθηση αυτή τον κάνει να αναφωνή:

«Εκ ποίου οίος εγενόμην, ω θαύμα,


και ευλαβούμαι και εμαυτόν αιδούμαι».

Δείχνουν οι εκφράσεις αυτές την παλλόμενη εμπειρία μέσα στην οποία σφυρηλατείται η ψυχή
του Συμεών. Τούτη η αλλαγή του ζητά αδιάκοπα το ύψιστο. Έτσι ενωμένος με το Χριστό
αποκτά «παρρησίαν» απέναντί του.

Του μιλά σαν φίλος προς φίλον. Αυτό απλώνει στην ψυχή του ειρήνη και χαρά. «Εις τους
τελείους είναι χαρά και αγαλλίασις και όχι δάκρυον». Και κάτι ;άλλο: «ο αρπαζόμενος υπό του
φωτός και της δυνάμεως αυτού, επάνω πάντων φέρεται των παθών, μη βλαπτόμενος τω
πλησιασμώ υπ' αυτών». Έπειτα: «όσοι ελευθερώθησαν από τον ίσκιον, ήγουν από την δουλείαν
του νόμου, έγιναν ανώτεοοι από τον νόμον ... και ζουν μαζί με τον νομοθέτην Θεόν, όντες και
αυτοί νομοθέται μάλιστα, παρά φύλακες του νόμου». Ειρήνη, χαρά, αγαλλίαση, πλήρης
ελευθερία, απόλυτη δημιουργικότητα, αυτά είναι τα χαρακτηριστικά του ανθρώπου που
πλαστουργείται όταν κατοικήση μέσα μας ο Χριστός.

Ο τέτοιος άνθρωπος φυσικά δεν είναι δυνατό να έχη μέσα του τίποτε το εγωϊστικό. Ας λέγεται
μοναχός, θα δώση, όπως ο Χριστός, την ψυχή του υπέρ των συνανθρώπων του. Τους καλει
όλους να εργασθούν για να ενωθούν με το Θεό. Σε όλους αυτό είναι δυνατό: «Ει το φως του
κόσμου τούτου ο Χριστός εστι και Θεός, παρά μηδενός δε των ανθρώπων τούτον αδιαλείπτωα
οράσθαι πιστεύομεν, τις άρα ημών απιστότερος;» Ο σκοπός της ενανθρωπήσεως του Χριστού,
αυτός ακριβώς ήταν: «να βλέπουν οι άνθρωποι τον Χριστόν, να ενώνονται μαζί του. Όποιος το
θεωρεί αυτό αδύνατο, αρνείται όλας τας γραφάς παλαιάς και νέας. 

Αυτή η αλλαγή που είναι δυνατό να υποστή ο άνθρωπος, η ένωσή του με το Χριστό, είναι κάτι
που επιτρέπει τη μεγαλύτερη αισιοδοξία. Μας διδάσκει ότι ο άνθρωπος δεv είναι καταδικασμένος
εις αιώνα τον άπαντα να ζη μέσα στο σιδερένιο κλοιό μιας αμετάθετης φύσης. Αλλά ότι,
αντίθετα, η φύση του ανθρώπου «είναι τρεπτή και αλλοιωτή ομοίως και η έξις», αφού ο
Χριστιανός «οπού ενώνεται με την θείαν φύσιν του Χριστού τρέπεται με την δύναμιν αυτής και
αλλοιώνεται και κατά την φύσιν, και κατά την έξιν εις το θειότατον, και γίνεται Θεός κατά
χάριν, όμοιος με εκείνον οπού του επροξένησε την αλλοίωσιν, ήγουν με τον Χριστόν, τον ήλιον
της δικαιοσύνης». Αυτό το μεγάλο μήνυμα φέρνει ο μυστικός στην ανθρωπότητα. Ότι η φύση
του είναι τρεπτή, ότι,μπορεί να θραύση τα δεσμά της, όταν ο άνθρωπος γίνη άξιος να δεχτή
μέσα του το φως του Θεού.

Για το μεγάλο αυτό έργο ο Θεός δεν άφησε αβοήθητο τον άνθρωπο. «Μέσα εις όλην την
ανθρωπίνην φύσιν έβαλε μίαν δύναμιν αγαπητικήν, διά να βοηθήται η λογική φύσις των
ανθρώπων από την φυσικήν δύναμιν της αγάπης και να μεταχειρίζεται με δύναμιν την
προαιρετικήν αγάπην... την μεγάλην, την τελειωτικήν εντολήν οπού έδωκεν ο Θεός περί της
αγάπης ... ». Μ' άλλα λόγια στην αγάπην του Ευαγγελίου, που είναι προαιρετική, έργο δηλαδή
που έχει αξία μόνο όταν ελεύθερα και αυτόβουλα το αποδέχεται η ψυχή, φτάνει ο ανθρωπος
όταν ζευγαρώνη μέσα του τη λογική με την φυσική «αγαπητική» δύναμή τoυ. Δεν περιορίζεται
ο Συμεών στη διαπίστωση ότι η φύση του ανθρώπου είναι τρεπτή με το οξύ βλέμμα του
ανευρίσκει τις ρίζες που επιτρέπουν «να αλλοιώνεται ο άνθρωπος την καλήν αλλοίωσιν, και να
γίνεται άγγελος επίγειος».

Τέτοιες διαπιστώσεις οδηγούν στην πίστη ότι: «ποθεινόν τε και επιθυμητόν κατά φύσιν μόνον
το θείον, ου ο μετέχων πάντων εν μετοχή γέγονε των καλών». Την αγάπη τη γεννά πρώτος ο
φόβος Κυρίου ο φόβος που γεννιέται από την επίγνωση των πταισμάτων μας οδηγεί στην πίστη
«επί το φιλάνθρωπον του Κυρίου». Αλλά η αγάπη, όταν γεννηθή μέσα στην ψυχή μας,
ξερριζώνει τον φόβο και μένει μόνη βασίλισσα της ψυχής «πνεύμα ,θείον ούσα και άγιον». 

«Φόβος εν τη αγάπη ουχ ευρίσκεται ουδ' όλως,


ουδέ πάλιν δίχα φόβου εν ψυχή καρποφορείται».

Και αλλού

«Δένδρον μετά κόπου εξανθεί και καρπόν φέρει 


ο καρπός αυτού δε πάλιν, όλον εκριζοί το δένδρον,
μένει δ' ο καρπός και μόνος (η αγάπη δηλαδή), πώς καρπός του δένδρου δίχα;

Αυτή την αγάπη αναζήτησε επίμονα και με δάκρυα ο Συμεών, και

«Τότε ελθούσα μυστικώς κρατεί της κορυφής μου,


και συγχέομαι δάκρυσιν, αγνοών τις υπάρχει;
Και, καταυγάζει μου τον νουν φωτί γλυκείω σφόδρα.
Όταν δε γνω, ήτις εστίν, αφίπταται συντόμως,
καταλιπούσα μου το πυρ του ,θείου αυτής πόθου
ο γελάν ουκ αφίησιν, ή προς ανθρώπους βλέπειν.»

Όταν, προσθέτει, αποκτήσω την ταπείνωσιν:

«τότε υπάρχει συν εμοί αχώριστος εκείνη».

Γίνεται άλλος άνθρωπός τότε:

«Θλίψιν ουκ οίδα τι εστιν, καν πάντες με λυπώσιν.


Αι ηδοναί πικρίαι μοι. Φεύγουσι πάντα πάθη.
Και φως ορώ διά παντός, εν νυκτί και ημέρα.
Ημέρα. νυξ μοι φαίνεται, και νυξ ημέρα εστι.
Έξω πάντων ευρίσκομαι συν αυτή αίφνης τότε.»

Έπειτα από αυτήν την πείρα μπορεί να πη:

«Οίδαμεν την αγάπην, ην ημίν εδωρήσω 


άπειρον, ανεκλάλητον, μηδαμού χωρουμένην.
Φως ούσαν, φως απρόσιτον, φως ενεργούν τα πάντα.»

Καταλαβαίνομε τώρα γιατί λέγει ο Συμεών ότι «η εις Χριστόν πίστις δεν δύναται μοναχή να μας
σώση ανίσως δεν λάβωμεν γνωστώς (με τρόπο συνειδητό) την χάριν του Αγίου ΙΙνεύματος.»
Και η χάρις έρχεται μόνο στην ψυχή που φλέγεται από αγάπη διά τον Κύριον. Εζητούσα, λέγει ο
Συμεών: 

«... Εκείνον όνπερ επόθουν,


ου ηράσθην, ω τω, κάλλει ωραιότητος ετρώθην,
εφλεγόμην, εκαιόμην, όλος ενεπυριζόμην.»

Στην τέτοια ψυχή έρχεται το θείον πυρ που

«γίνεται ληπτόν αλήπτως τη ενώσει τη αρρήτω».

Τότε «βαφείς ο νους των καθαιρομένων εν τω φωτί του Θεού όλως θεούται και νους εκείθεν
.χρηματίζει Θεού». Γι' αυτό «καλόν, προσθέτει, το βαπτισθήναι αλλά δει και της μυστικής
ταύτης, ζωής, ήτοι του νοητού φωτός νοητήν λαβείν αίσθησιν». Έτσι μόνο ολόκληρώνεται η
αλλοίωση του νου που στα πρώτα της βήματα την οδήγησε η φυσική αγάπη, και ήλθεν ύστερα
η προαιρετική αγάπη και της έδωσε τα δυνατά φτερά για το μεγάλο πέταγμα. Όταν φτάσης σ'
αυτή την τελείωση, όπου ο Θεός «σε αναγκαλίζεται μυστικά και σε καταφιλεί και χαρίζει πνεύμα
ευθές εν τοις εγκάτοις σου», τότε η ψυχή «έρχεται εις αποκαλύψεις Κυρίου και θεωρίας και
ακούει άρρητα ρήματα».

Αλλά

« ... τα τελούμενα ο νους ορά, ουχ ερμηνεύει.


Βλέπει και βούλεται ειπείν, και λόγον ουχ ευρίσκει.»

Ύστερα από την ένωση αυτή «ακολουθεί η θεία γνώσις, η σοφία του Λόγου, και η άβυσσος
των .κεκρυμμένων νοημάτων και μυστηρίων του Χριστού».
Είναι πολύ ενδιαφέρον να δούμε πώς εννοεί τη θεία γνώση ο Συμεών. Όσα λέγουν για το Θεό
οι Άγιοι και οι. Γραφές δεν είναι, λέγει ο Συμεών, νοήματα αλλά θεωρία «των αληθώς όντων».
Νόημα, λέγει, είναι το νοητικό σχήμα, το ενθύμημα που γεννά ο νους για κανένα θέλημα, ή
πράγμα που δεν έγινεν ακόμη. Το νόημα «είναι αρχή του πράγματος που μέλλει να γίνη από
ημάς». Ενώ η διήγηση είναι διήγηση θεωρίας. Αυτά που μας λέγουν για το Θεό πρέπει «να τα
έχουν δει, όχι απλώς ακούσει διότι ο μόνος τρόπος να γνωρίση κανείς τον Θεόν είναι δια της
θεωρίας του φωτός (φωτός γνώσεως) όπου εκπέμπεται από αυτό το φως. Πώς είναι δυνατόν να
γνωρίση, τινάς εκείνον που δεν είδεν;» Δε γνωρίζομε λοιπόν το Θεό με νοηματικούς
συλλογισμούς, όπου ο νους κινείται από σκέψη σε σκέψη για να καταλήξη σε ένα συμπέρασμα
με νοήματα που δεν έχουν πραγματικότητα, γιατί είναι κίνηση του νου προς κάτι μελλοντικό,
κάτι που δεν ολοκληρώθηκεν ακόμη. Δεν τον γνωρίζομε έμμεσα, αλλά με άμεση θέα. Με την
ίδια θέα που τον εγνώρισαν οι Άγιοι, στην οποία θα υψωθούμε κι εμείς όταν καθαρθούμε. Έτσι
η άμεση θέα, η θεωρία του Θεού γίνεται ο υπέρτατος σκοπός για κάθε άνθρωπο. Όχι γιά λίγους
εκλεκτούς και πάλι σε σπάνιες περιπτώσεις, όπως η πλατωνική έκσταση. Η θεωρία είναι κατά το
Συμεώνα το έπαθλο που θα στεφανώση στο τέρμα κάθε αθλητή που αφοσιώθηκε στον αγώνα
τούτον με όλη του την ψυχή. Αν ήταν για ένα ή για λίγους δε θα είχε αξία. Είναι κοινό αγαθό
που καλεί σε αναμόρφωση όλους.

Άποψη γεμάτη αισιοδοξία. Μας θυμίζει την αισιοδοξία του Σωκρατικού «γνώθι σαυτόν», που
αποτεινόταν σε όλους τους θνητούς. Αλλά και κάτι άλλο κοινό με το Σωκράτη έχει η μυστική
φιλοσοφία του Συμεών, και κάθε μυστική φιλοσοφία στο βάθος. Είναι μιά κατηγορηματική
διαβεβαίωση της πνευματικής ελευθερίας και ανεξαρτησίας του ανθρώπου, που υποτάζεται
μόνο στο θείο φως. Ας σημειώσωμε ακόμη ότι με την άποψή του αυτή θεμελιώνει και ο Συμεών
την ιστορικότητα του Χριστιανισμού για την οποία τόσο αγωνίστηκεν ο Μάξιμος ο
Ομολογητής.Η θεωρία είναι άμεση όραση, όχι διανοητική πορεία, όπου ο νους βλέπει τι
υπάρχει, το Θεό, το Χριστό. Και ο περί Θεού λόγος-η θεολογία- εκείνου που έζησε την θεωρία,
είναι απλώς μια διήγηση του τι είδε, της θεωρίας του, μια ιστορία δηλαδή, όχι μια σειρά
συλλογισμών και νοημάτων. Ο νους ορά τα τελούμενα, ουχ ερμηνεύει. Και έπειτα τα διηγείται.
Έτσι η πεποίθησίς του ότι υπάρχει Θεός είναι αδιάσειστη.

«Να ζητούμε, λέγει ο Συμεών, τι είναι Θεός, δεν είναι απλώς τολμηρόν, αλλά μωρόν και
ανόητον». Ο Θεός είναι υπερούσιος και ανώνυμος. Ξεπερνά όλους τους δρόμους που μπορεί να
βρη ο λογικευόμενος άνθρωπος, και ωθεί τον νουν και την ψυχήν όλο και ψηλότερα. Τον Θεό
δε θα τον γνωρίση ο άνθρωπος «κατ' άνθρωπον», αλλά όταν, ξεπερνώντας τον εαυτό του
ενώνεται αρρήτως μαζί του και τον θεάται. Αυτό είναι το νόημα που έχει το όραμα του θείου
φωτός.

Ο Συμεών δεν είναι, όπως είπαμε, ο πρώτος που μιλά για τη θεωρία του θείου φωτός. Είναι
όμως ο πρώτος που του δίνει τόσο μεγάλο πλάτος και βάθος. Το όραμα του θείου φωτός είναι
το θεμέλιο, ο πυρήνας όλης της ζωής της ψυχής και του πνεύματος. Η αρχή και το τέλος. Ας
δούμε πώς αρχίζει και ποιες οι αρθρώσεις του: «Ηνίκα, λέγει ο Συμεών, μηδείς παρελθών
εμποδίσει μοι και το της ησυχίας επιταράξει καλόν, ορώ ... κύκλω περί εμέ φως ήδιστόν τε και
χαριέστατον και τούτου κατατρυφών εγώ και τούτω καθαρώς ενηδόμενος εις λήθην έρχομαι ...
του κόσμου παντός, ιλαρός όλως και εύθυμος γίνομαι...». Σπεύδει τότε εις άλλον που είδε
προτήτερα το φως και του λέγει: «ω πάτερ είδον εκείνο όπου μου λέγεις: ως ωράθη μοι εκείνο
το φως, ήρθη ο οίκος της κέλλης ευθύς και παρήλθεν ο. κόσμος φυγών ως οίμαι προ προσώπου
αυτού, έμεινα δε μόνος εγώ μόνω συνών τω φωτί:» Δεν ήξερα, προσθέτει, αν είχα το κορμί
μου και έκλαια πολύ από χαρά. Ο γέρων του λέγει, «εκείνο είναι οπού σου είπα». Και παρευθύς
με τον λόγον τον βλέπει πάλιν. Και παίρνει σιγά σιγά θάρρος και τον ερωτά: «Συ είσαι ο Θεός
μου ;» Και εκείνος του λέγει: «Εγώ είμαι ο Θεός όπου έγινα άνθρωπος διά εσένα και να οπού,
καθώς βλέπεις, έκαμα και θέλω κάμει και εσένα Θεόν». «Αν, καταλήγει, δεν ιδή κανείς τον
Θεόν δεν θα τον γνωρίση, ούτε θα μάθη το Άγιον θέλημά του». Από κει και πέρα «ό,τι αν λέγη
ή κάμνη ή γράφη ο τοιούτος δεν λέγει ούτε κάμνει, ούτε γράφει αυτά αυτός, αλλά το πνεύμα το
Άγιον». Αλλά «η δύναμις του Αγίου Πνεύματος την οποίαν ενδύεται ο αγαπών τον Θεόν δεν
φαίνεται αισθητώς εν ειδει πυρός -αυτά έγιναν μόνον εις τον καιρόν των Αποστόλων δια τους
απίστους- αλλά βλέπεται νοερώς εν είδει φωτός νοητού και έρχεται με κάθε γαλήνην και χαράν,
το οποίον είναι προοίμιον του αιωνίου και πρώτου φωτός απαύγασμα και λαμπηδών της αιωνίου
μακαριότητος». Με το φως αυτό «καθαρίζονται τα μάτια της καρδίας, ήγουν ο νους και η
διάνοια και βλέπουν ... τον Θεόν». Τότε η ψυχή βλέπει και τα παραμικρά ακόμη σφάλματά της
«και έρχεται εις μεγαλωτάτην ταπείνωσιν και στοχαζομένη το μεγαλείον της δόξης εκείνης
γεμίζει από κάθε χαράν και ευφροσύνην, και θαυμάζει εις το ανέλπιστον εκείνο θαύμα οπού
είδε και παρευθύς χύνει δάκρυα πολλά. Και έτζι πλέον όλως διόλου αλλοιώνεται ο άνθρωπος
και γνωρίζει τον Θεόν, και γνωρίζεται αυτός πρώτον από τον Θεόν». Η χάρη του Αγίου
Πνεύματος κάνει τον άνθρωπο «και φίλον ομού, και υιόν Θεού, και Θεόν, όσον είναι δυνατόν
εις τους ανθρώπους». Όσο και νάναι όμως, όσο ζούμε, παρά την ένωσή μας με το Θεό, ο Θεός
που βλέπομε είναι όπως ο ήλιος μέσα στο νερό. Τον ίδιο τον ήλιο θα τον δούμε μετά το θάνατό
μας.

Αν αξιωθούμε να δούμε στη ζωή μας το Χριστό «δεν θέλει αποθάνομεν, μήτε θέλει μας
κυριεύσει θάνατος». Η «νοερα ψυχή»; όχι η ψυχή των αισθήσεων, με «νοεράν αίσθησιν»
καταλαμβάνει ότι ήλθε σ' αυτήν η βασιλεία του Θεού. Όποιος δεν έχει τέτοια αίσθηση δεν έχει
ελπίδα σωτηρίας. Δεν φεύγει από κοντά μας ο πανταχού παρών όχι, εμείς, επειδή χωρίσαμε τον
εαυτό μας από το Θεό, δεν τον βλέπομε αυτό θέλει να πη τό: «μετανοείτε, ήγγικεν η βασιλεία
του Θεού», όχι ότι είχε φύγει, ότι απουσίασε και τώρα πάλι μας πλησιάζει. «Ο εγκρατεύων... θα
εύρη τον Θεόν κεκρυμμένον μέσα εις αυτάς τας θείας του εντολάς ... και όταν πάλιν κρυφθή ο
Θεός από τα μάτια του τον αναζητεί, φλέγεται από την ενθύμησιν, καίεται από τον πόθον,
ανάπτει από την ελπίδα οπού έχει διά να τον ιδή πάλιν». Όταν καταπέση εξαντλημένος από την
αναζήτηση, «τότε βλέπει εκείνον οπού εζητούσε, και φθάνει εκείνον όπου έφευγε και κρατεί
εκείνον όπου εποθούσε. Και γίνεται έξω από τον κόσμον ... σμίγεται με το φως, γεύεται από
την ζωήν, ανταμώνεται με την αθανασίαν ... βλέπει τον νυμφίον. Γίνεται κοινωνός του
πνευματικού γάμου, χορταίνει πίνοντας από το μυστικόν ποτήρι και τρώγοντας από το θρεπτόν
μοσχάρι, από τον άρτον τον ζωηρόν, από το πιοτόν της ζωής, από τον άσπιλον αμνόν, από το
μάννα το νοητόν ... και από εδώ ακόμη από την παρούσαν ζωήν, βλέπει το μυστήριον της
θεώσεώς του και γίνεται όλος πυρ κατά την ψυχήν και μεταδίδει και εις το σώμα από την ιδικήν
της λαμπρότητα, ... και γίνεται η ψυχή εις το σώμα, εκείνο οπού έγινεν εις τήν ψυχήν ο Θεός».

Θα προσθέσωμε δύο ακόμη κείμενα που περιέχουν παραστατική διατύπωση των απόψεων του
Συμεώνος. «Η πνευματική, λέγει, γνώσις ομοιάζει με ένα σπήτι όπου να είναι φτιασμένον
ανάμεσα εις την Ελληνικήν και την κοσμικήν γνώσιν, εις το οποίον σπήτι ευρίσκεται ωσάν ένα
σεντούκι καλά σφαλισμένον, η γνώσις των θείων γραφών και ο ανεκδιήγητος πλούτος οπού
ευρίσκεται θησαυρισμένος μέσα εις την γνώσιν των γραφών, ήγουν η θεία χάρις». Το σεντούκι
αυτό είναι αδύνατο να το ανοίξωμε με ανθρώπινη σοφία. Ο Χριστός είπε πώς ανοίγεται: «ο
αγαπών τας εντολάς μου τηρήσει ... και εγώ εμφανίσω αυτώ εμαυτόν». «Άνοιγμα του
σεντουκίου, ήγουν αποκάλυψις των νοερών οφθαλμών της ψυχής και θεωρία των
κεκρυμμένων εις τας θείας γραφάς» δε γίνεται με τη μάθηση και την αποστήθιση. «Χωρίς την
παρουσίαν του Αγίου Πνεύματος, την έλλαμψιν και τον φωτισμόν και την κατοίκησιν αυτού εις
τον εαυτόν μας δεν κάμνομεν παρά να βυθιζώμεθα εις την πλάνην». Μόνο η θεία χάρις μας
εισάγει στη βασιλεία των ουρανών.Να και πώς εννοεί τη βασιλεία των ουρανών. «Να κάθεται ο
Θεός επάνω εις ημάς ωσάν εις άμαξαν, και να κρατή με τα χέρια του τα θελήματα των ψυχών
μας, ωσάν χαλινάρια, και ευρίσκοντάς μας υπηκόους, να μας φέρη εις εκείνα οπού θέλει, και να
μεταχειρισθή τα θελήματά μας ωσάν ίππους, εις το ιδικόν του ,θέλημα, οπού να υποτασσόμεθα
προθύμως εις τας εντολάς και νομοθεσίας του. Έτζι βασιλεύει ο Θεός !»

Τα άφθονα κείμενα που παραθέσαμε επιτρέπουν τις ακόλουθες διαπιστώσεις. Το όραμα του
θείου φωτός, όσο προχωρούμε, από εκστατική κατάσταση που ήταν, όλο και εσωτερικεύεται.
Είναι μια διαδικασία που, με τη βοήθεια βέβαια πάντα της θείας χάριτος, γίνεται μέσα στην
ψυχή και φέρνει την καλήν αλλοίωση με την αποκάλυψη των νοερών της οφθαλμών. Το
τελευταίο κείμενο θυμίζει πολύ ανάλογο πλατωνικό κείμενο από το Φαίδρο. Αλλά έχομε και
πολλές άλλες ελληνικές απηχήσεις: Η φράση του Συμεώνος «έμεινα δε μόνος εγώ μόνω συνών
τω φωτί» μας θυμίζει το «μόνος συνείναι μόνω» του Πρόκλου και το «φυγή μόνου προς
μόνον» του Πλωτίνου. Αλλά μήπως το όλο θέμα της θεωρίας του φωτός που προϋποθέτει την
κάθαρση, γιατί μόνο «νους της ύλης και των παθών καθαρθείς αΰλως τον άϋλον και αόρατον
καθορά» δε θυμίζει τον πλατωνικό Φαίδωνα; Τέτοιες παρατηρήσεις οδήγησαν, ας το
ξαναπούμε, σε εσφαλμένες κρίσεις για τους Βυζαντινούς. Δεν πρόσεξαν όσο πρέπει, ότι
πρόκειται για εντελώς εξωτερικές, λεκτικές: ομοιότητες τις περισσότερες φορές, οι οποίες
ντύνουν εντελώς διαφορετική ουσία: Τα κείμενα που παραθέσαμε μας απαλλάσσουν από τον
κόπο να αναπτύξωμε το ζήτημα αυτό. Μιλούν μόνα τους. Οι λεκτικές ομοιότητες δείχνουν ίσα
ίσα ότι η θαυμαστή δημιουργικότητα του ελληνικού πνεύματος, που ξέρει στα παλιά σχήματα να
βάζη νέα ζωή και άλλη ουσία δεv έλειψε καθόλου από το Βυζάντιο. Στο βάθος και ο Συμεών
θέλει να συλλάβη τον έσχατο λόγο των όντων. Αλλά δε φτάνει σ' αυτό με τον πλατωνικό
ιδεαλισμό, ούτε με το στωϊκό λόγο. Φτάνει με την πίστη, με το πνεύμα, και με τον έρωτα προς
το Θεό που βρίσκει πλήρη ανταπόκριση. Σε ύμνο του προς τον Συμεώνα, να πώς χαρακτηρίζει ο
Στηθάτος το δάσκαλό του:

«Φλεχθείς γαρ αυτός άνθρακι τρισηλίω


ψυχήν, λόγον, νουν και καθαρθείς τας φρένας,
φέγγεις ομού τε, και φλογίζεις τοις λόγοις».

Και το τέρμα της πορείας είναι διαφορετικό. Την αλήθεια θηρεύουν οι Έλληνες, τη θέωση ζητά
ο Συμεών. Θεωρητικό πρόβλημα για κείνους, πράξη για το Συμεώνα. Απέναντι στον θεωρητικό
άνθρωπο του Αριστοτέλη, ή καλύτερα στο «σοφό» των αρχαίων Ελλήνων, που είναι μέτρο και
πρότυπο των ανθρώπων, οι Βυζαντινοί υψώνουν τον μυστικόν, που ενώνει με νέους δεσμούς
τη θεωρία και την πράξη. Αν αυτό δεν είναι συνειδητό όσο πρέπει σε μας σήμερα, είναι γιατί
.δεν έχομε ίσως ακόμη αρκετά συναισθανθή το χάος που έφερε η διάσπαση θεωρίας και
πράξεως, με το προβάδισμα που δόθηκε στον «τεχνικόν άνθρωπον».

Όπως βλέπομε από το έργο του Συμεώνος και των άλλων μυστικών ο θρησκευτικός λόγος των
Βυζαντινών δεν είναι αποκλειστικα και στενά δογματικός, αλλά θηρεύει την ουσία. Ξέρει να
αγκαλιάζη τα υψηλά και θεμελιώδη πνευματικά ζητήματα και να τα επεξεργάζεται με
καταπληκτική ελευθερία. Είναι μαζί υψηλή.φιλοσοφία και κανόνας πνευματικής ζωής.

Σα γνήσιος μυστικός ο Συμεών βλέπει πoλύ μακρυά, πολύ ψηλά. Βλέπει τον άνθρωπο
στεφανωμένο με τη δόξα του Θεού, λουσμένο στο φως του Θεού. Σ' αυτό δε μας φέρνει η
μετάδοση γνώσεων, αλλά μια ολοκληρωτική μεταστροφή της θελήσεώς μας που θα έλθη, όπως
είπαμε, να ταυτισθή με τη θέληση του Θεού. Δεν πρόκειται για βαθμιαία τελειοποίηση και
πρόοδο, αλλά για άμεση και πλήρη αλλαγή. Αυτή η αλλαγή που είναι «γέννησις εις φως»
δημιουργεί νέα ανθρωπότητα, δίνει τους πνευματικούς πατέρες, τους οδηγούς, που με την
ακτινοβολία τους, πανω από αιώνες και εποχές, φωτίζουν άλλες ψυχές και διατηρούν άσβεστη
τη μυστική φλόγα, που δε θα πάψη ποτέ να ζητά από τον άνθρωπον να ξεπεράση τον εαυτό
του, να γεννηθή «εις φως». Να γίνη δηλαδή εκείνο που θέτει ο μυστικός ότι ήταν ο άνθρωπος
στην αρχή αρχή, πριν αποχωριστή η ψυχή του Αδάμ από το Άγιο Πνεύμα και πεθάνη. Αυτός και
μόνο ο θάνατος υπάρχει για την ψυχή. Η γέννησις εις φως και το όραμα του φωτός εμπνέουν
στο Συμεώνα υψηλούς λυρικούς στίχους:

Η δε απαυγή της δόξης σου της θείας


φως απλούν ημίν, φως γλυκύ καθοράται,
φως αποκαλύπτεται, φως συνενούται,
όλον ως οίμαι, όλοις ημίν σοις δούλοις.
Φως πνευματικόν βλεπόμενον μακρόθεν,
φως εντός ημών ευρισκόμενον αίφνης.
Φως ως ύδωρ βρύον, ως πυρ τε φλέγον 
της ήσπερ πάντως καθάψεται καρδίας.

Σκοπός μας δεν ήταν να επιχειρήσωμε λεπτομερειακή φιλοσοφική ανάλυση του έργου του
Συμεώνος, αλλά να προσφέρωμε μια πρώτη επαφή με τον Νέον Θεολόγον. Γι αυτό προτιμήσαμε
να παραθέσωμε άφθονα σχετικώς κείμενα από τα εντελώς άγνωστα σήμερα και δυσεύρετα έργα
του. Κείμενα που δίνουν .και τις μεγάλες γραμμές του στοχασμού του με την βαθύτατα
εσωτερική τους κατεύθυνση, αλλά και το λυρικό τόνο τον οποίον μπόρεσε να τους δώση.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Κατά τη μετάφραση του Διονυσίου του Ζαγοραίου.

2. Κατά τη μετάφραση του Διον. του Ζαγοραίου, όπως και όσα χωρία θα ακολουθήσουν
σε μετάφραση. Ενδιαφέρουσα μορφή στάθηκεν ο Ζαγοραίος, ο μακρινός αυτός στα
χρόνια της Τουρκοκρατίας οπαδός του Συμεώνος. Δε φαίνεται να είναι ο μόνος. Εύκολα
ξεχωρίζει κανείς απηχήσεις του και στον Κοσμά τον Αιτωλό.

Δυτικός Μυστικισμός

Πριν συνεχίσωμε την ανάπτυξη του Βυζαντινού μυστικισμού θεωρώ καλό να φύγωμε για μια
στιγμή από το Βυζάντιο και να περάσωμε, όχι στο Δυτικό Μεσαίωνα όπου από τον 13ο αιώνα
αρχίζει να αναπτύσσεται σπουδαία ανάλογη κίνησι, αλλά στους νεωτέρους χρόνους, τον 17ο
αιώνα της Γαλλίας, τον αιώνα της μεγάλης πνευματικής και πολιτικής της ακμής. Να κάμωμε μια
μικρή επίσκεψη στο μεγάλο Πασκάλ. Μέγας μαθηματικός και μέγας σοφός. Ζούσε σε εποχή που
είχεν αποκορυφωθή με τον Ντεκάρτ (Descartes) η εμπιστοσύνη του νεώτερου ανθρώπου προς
το λόγο (raison) και οι άνθρωποι είχαν αναθέσει πάλι μόνο στο λόγο, όπως και οι αρχαίοι
Έλληνες, το βαρύ, έργο να απαντήση σε όλες τις απορίες του πνεύματος, να οικοδομήση την
αλήθεια. Αλλά ενώ ζούσε σ' αυτό τον αιώνα, προικισμένος και ο ίδιος με μοναδικές πνευματικές
ικανότητες που του επέτρεψαν να ανοίξη νέους δρόμους στην επιστημονική έρευνα; ενωρίς
ανακάλυψε ότι η ψυχή του, ως προς τη θρησκεία, μένει ανικανοποίητη από το λόγο της
επιστήμης; ότι η χριστιανική αλήθεια εδρεύει σε τάξη ανώτερη από την τάξη του ανθρωπίνου
πνεύματος. «Για τούτο, λέγει, (*) δε θα καταπιαστώ εδώ να αποδείξω με επιχειρήματα του
φυσικού λόγου είτε την ύπαρξη του Θεού, είτε την Αγία Τριάδα, είτε την αθανασία της ψυχής,
ούτε κανένα από τα πράγματα αυτού του είδους όχι μόνο γιατί δεν αισθάνομαι τον εαυτό μου
αρκετά δυνατό να βρη στη φύση κάτι, με το οποίο να πείσω αθέους που έχει σκληρυνθή η
ψυχή τους, αλλά ακόμη γιατί αυτή η γνώση, χωρίς το Χριστό είναι άχρηστη και στείρα. Όταν
ένας άνθρωπος θα είχε πεισθή ότι οι αναλογίες των αριθμών είναι αλήθειες άυλες, αιώνιες, και
εξαρτώνται από μια. πρώτη αλήθεια, μέσον της οποίας υπάρχουν, και που την ονομάζουν
Θεό,.δε θα τον εύρισκα πολύ προχωρημένο στη σωτηρία του. Ο Θεός των Χριστιανών δεν είναι
απλώς ένας Θεός δημιουργός των γεωμετρικών αληθειών και της τάξεως των στοιχείων αυτό
ανήκει στους ειδωλολάτρες και τους επικουρείους. Δεν είναι μόνο ένας Θεός που απλώνει την
πρόνοιά του στη ζωή και τα αγαθά των ανθρώπων για να δώση σε κείνους που τον λατρεύουν
μια ευτυχισμένη σειρά ετών αυτό είναι το μερδικό. των Εβραίων. Ο Θεός του Αβραάμ, ο Θεός
του Ισαάκ, ο Θεός του Ιακώβ, ο Θεός των Χριστιανών είναι Θεός αγάπης και παρηγοριάς, είναι
Θεός που πλημμυρίζει την ψυχή και την καρδιά εκείνων, που τους κατακτά, είναι Θεός που
τους κάνει να νοιώσουν μέσα τους την αθλιότητά των και το αμέτρητο έλεός του που ενώνεται
μαζί τους στο βάθος της καρδιάς των που την γεμίζει με ταπεινοσύνη, χαρά, εμπιστοσύνη,
αγάπη που κάνει τους πιστούς του ανίκανουs για οτιδήποτε άλλο εκτός από τη δική του
αναζήτηση. Όλοι όσοι ζητούν το Θεό έξω από το Χριστό, και σταματούν στη φύση, ή δε
βρίσκουν κανένα φως, που να τους ικαναποιή, ή φτάνουν στο σημείο να δημιουργήσουν για
τον εαυτό τους ένα μέσο για να γνωρίσουν το Θεό χωρίς μεσολαβητή (χωρίς Χριστό δηλαδή)
και έτσι πέφτουν ή στον αθεϊσμό ή στο θεϊσμό, δυο πράγματα που η χριστιανική θρησκεία
αποτροπιάζεται, σχεδόν στον ίδιο βαθμό». Νομίζει κανείς,ιδίως στα υπογραμμισμένα σημεία, ότι
διαβάζει κείμενο του Συμεώνος. Ακριβώς γι' αυτό παρέθεσα αυτά τα λόγια του Πασκάλ, για να
δούμε πόσο οι μεγάλοι μυστικοί, όσο κι αν ανήκουν σε διαφορετικές εποχές, δίνουν τα χέρια
πάνω από τους αιώνες που τους χωρίζουν, και μιλούν την ίδια γλώσσα. Αυτή τη γλώσσα τους
υπαγορεύει η θεία ουσία που νοιώθουν να ενώνεται μαζί τους στο βάθος της καρδιάς των.
Επιμένουν όλοι οι μεγάλοι μυστικοί στο μεσολαβητή Χριστό. Γιατί αυτός κάνει τη θρησκεία από
πρόβλημα νου, πρόβλημα ψυχής και καρδιάς, από συλλογισμό, θεωρία, μαρτυρία, ζωή. Όταν,
στη συνέχεια, ,θα μιλούμε για τον ησυχασμό, θα θυμηθούμε πάλι τον ΙΙασκάλ και για τους
ίδιους λόγους.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

*. Στο έργο του "απολογία της Χριστιανικής θρησκείας".


Νικόλαος Καβάσιλας

Ξαναγυρίζοντας τώρα στο Βυζάντιο είναι καλό να πάμε πρώτα στον τελευταίο μεγάλο
μυστικό του, τον Νικόλαο Καβάσιλα (+ 1471), που εμπνέεται πολύ από τον Συμεώνα.
Θα γυρίσωμε έπειτα να δούμε τους ησυχαστάς.

Το οικογενειακό του όνομα ήταν Χαμαετός, γνωστή βυζαντινή οικογένεια. Γεννήθηκε


στη Θεσσαλονίκη αλλά σπούδασε στην Κωνσταντινούπολη. Ο Καβάσιλας. έφτασε στις
ακρότερες .συνέπειες, στις οποίες οδηγούσε η κατεύθυνση που με τόσο ζωηρό παλμό
εχάραξεν ο Συμεών. Το σπουδαιότερο έργο του είναι η «ζωή εν Χριστώ». Τό απλό και
μαζί βαθύ, λυρικό και μαζί μυστικό ύφος του αποπνέει τη δροσιά και την αισιοδοξία των
αποστολικών χρόνων. Όπως οι αρχαίοι Έλληνες αισθάνονταν συχνά την ανάγκη να
ξαναγυρίζουν στο Σωκράτη για να βαπτιστούν στη γεμάτη αισιοδοξία αλλά και
απλότητα σκέψη και ζωή του, έτσι και οι Βυζαντινοί, όσες φορές η εκλεπτυσμένη
θεολογική σκέψη εστέγνωνε την ψυχήν των ξαναγυρίζουν στους αποστολικούς
χρόνους, στην απλότητα της πίστης και στην αισιοδοξία των.

Θα σταματήσωμε σε δυο μόνο σημεία που δείχνουν σημαντική πρόοδο της μυστικής
θεωρίας. «Ο νόμος του πνεύματος, λέγει ο Καβάσιλας, που είναι η αγάπη για το Θεό,
είναι νόμος φιλίας και ευγνωμοσύνης. Για να ακολουθήση κανείς αυτό το νόμο δεν είναι
ανάγκη να καταβάλη κόπους, ούτε έξοδα, ούτε να χύση ιδρώτα ... Ούτε, προσθέτει,
είναι ανάγκη να αφήσης τη δουλειά σου, ή να αποσυρθής σε απόμερα μέρη, να διάγης
μια παράξενη ζωή και να φορής ένα παράξενο ένδυμα. Δε χρειάζεται να κάμης όλα
αυτά. Μπορείς να μείνης στο σπίτι σου, και, χωρίς να χάσης τα αγαθά σου, να βρίσκεσαι
πάντα στη μελέτη του Θεού και του ανθρώπου, στη μελέτη της συγγενείας του
ανθρώπου με το θείο και σε κάθε άλλη τέτοιας λογής μελέτη».

«Και πρώτα πρώτα, προσθέτει αλλού, δε χρειάζονται προετοιμασίες για την προσευχή
μας, ούτε ειδικοί τόποι, ούτε φωνές όταν επικαλούμαστε το Θεό. Γιατί δεν υπάρχει
τόπος από όπου λείπει ο Θεός, δεν είναι δυνατό να μην είναι μαζί μας, αφού ο Θεός
είναι πάντα πιο κοντά σε κείνους που τοv καλούν, από όσο είναι η ίδια η καρδιά τους.
Θα έλθη προς ημάς, ακόμη κι αν είμαστε κακοί, γιατί ο Θεός είναι αγαθός». Χάνεται
τελείως, όπως βλέπομε, όχι μόνο η αντιδικία με τη σάρκα, αλλά και όλες οι εξωτερικές
συνθήκες και μορφές της ζωής (αναχωρητισμός, ένδυμα κλπ.) που τις θεωρούσαν
απαραίτητες. Η ευσέβεια είναι αποκλειστικά έργο της δικής μας εσωτερικής διαθέσεως,
της δικής μας θέλησης. Γι' αυτό δεν είναι απαραίτητο επακόλουθο του μυστικισμού η
εξωτερική αποχώρηση από τον κόσμο, ο αναχωρητισμός. Μένοντας μέσα στην
καθημερινή, την κοινωνική του ζωή ο άνθρωπος, μπορεί και πρέπει να την μετουσιώνη
με τη μελέτη των υψηλών πνευματικών θεμάτων, που απεργάζονται τη μεταστροφή της
βουλήσεώς του.

Δεν είναι λοιπόν ο Καβάσιλας ο μυστικός των εκστατικών καταστάσεων. Σκοπός του να
περιγράψη τη θεία χάρη μέσα στον κοινό χριστιανό. Και αυτό το κάνει με εξαιρετικά
δυνατή θεολογική πνοή. Η εν Χριστώ ζωή είναι η ζωή του Χριστού, που μπαίνει μέσα
στον καθένα μας με ένα μυστήριο οικειότητας. Είναι φυσικό, λέγει, κάθε πράγμα να
είναι δεμένο με τον εαυτόν του περισσότερο παρά με κάθε άλλο. Έτσι πιστεύομε. Και
όμως; προσθέτει ο Καβάσιλας, η ένωσή μας με το Χριστό είναι ακόμα πιο δυνατή. Οι
μακάριοι άνδρες νοιώθουν τον εαυτό τους δεμένο περισσότερο με το Σωτήρα παρά με
τον εαυτό τους. Ο Χριστός είναι την ίδια ώρα ξένος μας και ενδιαίτημά μας. Αναπνέομε
το Χριστό. Σε τούτο ακριβώς διαφέρει η Νέα από την Παλαιά Διαθήκη, στην παρουσία
μέσα μας του Χριστού, που διαθέτει την ψυχή του ανθρώπου και την μεταπλάθει. Χρέος
μας ιερό να μη σβύσωμε τη μέσα μας αναμένη λαμπάδα, αλλά να σκάψωμε μέσα μας
και να ανακαλύψωμε την καθαρή ουσία της αρετής, την αξία της ανθρώπινης φύσης και
την φιλανθρωπία του Θεού. «Ούτε οι ναοί, λέγει ο Καβάσιλας, ούτε οτιδήποτε άλλο ιερό
είναι τόσο άγιο όσο ο άνθρωπος με τη φύση του οποίου κοινωνεί ο ίδιος ο Θεός.
Εκείνος που θα έλθη καθήμενος επί των νεφών είναι άνθρωπος, όπως είναι ασφαλώς
Θεός. Καθένας μας. μπορεί να λάμψη περισσότερο από τον ήλιο, να ανέβη στα
σύννεφα, να πετάξη προς το Θεό, να τον πλησιάση, να κάμη ώστε ο Θεός να τον
κυττάξη με γλυκύτητα». Νάμαστε λοιπόν πάλι στη Σωκρατική αφετηρία, με νέο βάθος:
να ανακαλύψης την αξία της φύσης σου και να οικοδομήσης τη ζωή σου πάνω σ'
αυτήν. «Αν, προσθέτει ο Καβάσιλας, ύστερα από αυτή την ανακάλυψη αναλογισθή ο
άνθρωπος την φτώχεια μέσα στην οποία ζει, -ενώ έχει τόσο πλούσια φύση,- επειδή
άφησε την οκνηρία και τον ύπνο να τον περιτυλίξουν, μεγάλη λύπη και δάκρυα πολλά
θα τον συνοδεύουν σε όλη του τη ζωή. Αλλά την ημέρα όμως που θα κάμη τη ζωή του
όπως έπρεπε να είναι, από πηγή θλίψεως και δακρύων που ήτανε, θα γίνη τότε η ζωή
του πηγή ευδαιμονίας και πνευματικής χαράς». Με τον ιδεαλισμό του κατορθώνει ο
Καβάσιλας, περισσότερο από κάθε άλλον Βυζαντινό, να ανακαλύψη τον πνενματικό
άνθρωπο όχι στον αναχωρητή,.αλλά στην,έξοχη ανθρώπινη φύση, με την οποίαν
επικοινωνεί ο Θεός, και να καλέση κάθε Χριστιανό να κάμη την ίδια ανακάλυψη. Η
θρησκευτική σκέψη λυτρώνεται από κάθε δεσμό με έξωτερικές συνθήκες. Από τον
ασκητισμό του σώματος; τον πόλεμο κατά της σάρκας των ερημιτών της
Θηβαΐδος,ανεβαίνουμε στην κορφή της καθαρής πνευματικής χώρας τoυ ανθρώπου.
Αυτή είναι από τις μεγαλύτερες πνευματικές νίκες του Βυζαντίου.

Αλλά και από ένα άλλο κίνδυνο του μυστικισμού βρίσκει τον τρόπο να ξεφύγη ο
Καβάσιλας. Ενώ εξαίρει το βάθος και τη σημασία του μυστηρίου για τη ζωή τoυ
Χριστιανού δεν είναι γι' αυτό εχθρός της επιστήμης, όπως άλλοι μυστικοί (Κλίμαξ,
Στηθάτος κ.ά.), δεν .καταδικάζει το λόγο. Με ιδιαίτερο ζήλο εκαλλιέργησε την
αστρονομία, αλλά και με άλλες επιστήμες ασχολήθηκε. Η εκτίμησή του για την
επιστήμη ήταν, τόση, ώστε φτάνει στο σημείο να ονομάση τους αγίους ατελή όντα,
«γιατί, λέγει, δε δέχτηκαν σε .τούτο τον κόσμο ένα ανθρώπινο αγαθό, ενώ μπορούσαν
να το αποκτήσουν. Και κάθε ον που δεν μπορεί να υψώση σε ενέργεια ό,τι έχει μέσα
του δυνάμει είναι ατελές». Με άλλα λόγια ο Καβάσιλας κάνει ένα γενναίο βήμα προς
την πλήρη συμφιλίωση του θρησκευτικού μυστικισμού και της σοφίας του κόσμου
τούτου. Μας θυμίζουν οι απόψεις αυτές πολύ έντονα ότι βρισκόμαστε στα πρόθυρα της
Αναγέννησης, ένα από τα κυριώτερα γνωρίσματα της οποίας είναι αυτή η συμφιλίωση.
Από τη συμφιλίωση πέρασαν έπειτα οι νεώτεροι χρόνοι στην έξαρση του ανθρωπισμού,
του ανθρώπινου δηλαδή μέρους του ανθρώπου; αντίθετα προς το Βυζάντιο και το
Δυτικό Μεσαίωνα που αποτελούν έξαρση του θείου, ολοκληρωτική στροφή του
ανθρώπου προς το θείο. Αυτής της έξαρσης την τελευταία μεγάλη αποκορύφωση στο
Βυζάντιο την έδωσεν, όπως θα δούμε, ο ησυχασμός.

Ονομάσαμε τον Συμεώνα μεγάλο μυστικό, ίσως είναι ο πιο μεγάλος του Βυζαντίού. Δεν
είναι όμως ο τελευταίος. Σπουδαίοι μυστικοί σημαδεύουν τους μετά το Συμεώνα αιώνες,
ως το τέλος του Βυζαντίου. Αλλά και τότε δεν εξαφανίζεται ο βυζαντινός μυστικισμός. Η
πνοή του παραμένει ζωντανή στους κύκλους των μοναχών, κυρίως των μοναχών του
Αγίου Όρους, εξακολουθεί να φωτίζη και να διαμορφώνη άνδρας με υψηλό ήθος, με
φλογερό έρωτα προς το θείο, όπως ο Διονύσιος ο Ζαγοραίος, ο Κοσμάς ο Αιτωλός κ.ά.
Εξακολουθεί να αποτελή μια από τις σπουδαιότερες εκδηλώσεις της πνευματικής ζωής
του Ελληνισμού στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Αλλά και σήμερα δεν είναι μακριά μας.
Μένει πάντα αγνή πηγή πνευματικής ζωής. Διαπότισε την ψυχή του Σολωμού,
ενέπνευσε τα υψηλά θρησκευτικά του ποιήματα, αλλά και την ψυχή του ΙΙαπαδιαμάντη.
Είναι πάντα πηγή ζώσα, έτοιμη να προσφερθή στην ψυχή καθε φορά που κουρασμένη
από τις εξωτερικές επιτεύξεις του πολιτισμού μας, ξαναγυρίζει στον εαυτό της, τον
ψάχνει, τον βαθαίνει, αισθάνεται την ανάγκη για πνευματικά πώματα.

Γρηγόριος Παλαμάς

Δεν είναι δυνατό να σταματήσωμε σε όλους τους σημαντικούς αντιπροσώπους του


Βυζαντινού μυστικισμού, τους μετά τον Συμεώνα, στο φλογερό λόγου χάρη μυστικό
Νικήτα το Σταθάτο, το μαθητή του Συμεώνος (σημαντικά μυστικά έργα του είναι
ανέκδοτα) ή τον Κάλλιστον τον Καταφυγιώτην (12ος αιώνας). Τον Κάλλιστον
απασχόλησε αποκλειστικά το θέμα της θεώσεως, που το παρουσίασε με σπάνια
διαλεκτική λεπτότητα. (Ελληνική Πατρολογία (Migne) τόμος 147, 833-941). Οι σελίδες
του ανήκουν στις εκλεκτότερες της Βυζαντινής φιλοσοφίας.

Θα κλείσωμε το λόγο μας για το μυστικισμό του Βυζαντίου με την τελευταία μεγάλη
κίνησή του τον ησυχασμό (14ος αιώνας), στα σπουδαιότερα σημεία του οποίου θα
σταματήσωμε σύντομα.

Πρέπει πρώτα να υπενθυμίσω ότι, ενώ ως τον 11ον αιώνα η Μικρά Ασία παίζει
πρωτεύοντα ρόλο και στην πνευματική ζωή του Βυζαντίου, αυτή αναδεικνύει τα
περισσότερα στελέχη, στους τρεις τελευταίους αιώνες ο ρόλος αυτός περιέρχεται στο
ευρωπαϊκό τμήμα της, Αυτοκρατορίας. Η Θεσσαλονίκη και το Άγιον Όρος
αναδεικνύονται τώρα τα σπουδαιότερα, μαζί με τη Βασιλεύουσα, κέντρα της
πνευματικής ζωής.

Κατά τα τέλη του 13ου ή τις αρχές του 14ου αιώνα ο μοναχός Γρηγόριος Σιναΐτης
εισήγαγε στο Άγιον Όρος τήν Ησυχίαν, τον ανώτερο δηλαδή βαθμό της μοναστικής
ζωής. Εδώ τώρα στο Άγιο Όρος η Ησυχία αναπτύχθηκε και διαμορφώθηκε στο ζωηρό
μυστικό κίνημα του ησυχασμού. Την αφορμή στη μεγάλη έριδα που άναψε γύρω από
τον ησυχασμό, που συνετάραξε την Ορθοδοξία πάνω από εκατό χρόνια και έληξε με τη
νίκη του ησυχασμού και την αποδοχή του από την επίσημη Εκκλησία, την έδωσεν ένας
Έλληνας μοναχός Βαρλαάμ ο Καλαβρός (από την Καλαβρία της Ιταλίας, 1290-1348).
Θα. δούμε αμέσως πώς έγιναν τα πράγματα.

Οι ησυχασταί του Αγίου Όρους είχαν καταλήξει ,να πιστεύουν ότι ωρισμένη στάση του
σώματος κατά. την ώρα της προσευχής, βοηθούσε πολύτιμα να φτάσουν στην
εκστατική αγάπη, που με τρόπο άμεσο και όχι προοδευτικό, τους έφερνε στην ποθητή
ένωση με το Θεό. Έπρεπε να προσηλώνουν την προσοχή τους προς τη θέση της
καρδιάς. Η ένωση με .το Θεό, έλεγαν, γίνεται όταν το πνευμα επιτύχη να προσελκύση
το νου στο βάθος της καρδιάς, τον στραγγαλίση, του απαγορέψη τη συνήθη κίνησή του
προς τα εξωτερικά αντικείμενα και από την Βαβυλώνα τον επαναφέρη στη Σιών. Μόνο
η ενέργεια της καρδιάς οδηγεί στην καθαρή αλήθεια,. γιατί είναι ενέργεια απλή και
καθαρή, χωρίς καμμιά μορφή,δώρο της θείας χάριτος. Η κίνηση για το μυστικό έρωτα
προς το Θεό, αντιδιανοητική ευθύς από την αρχή, τονίζει τώρα όλο και περισσότερο το
ρόλο της καρδιάς, του αισθήματος. Όλο και περισσότετο ευρύνεται η περιοχή που
άνοιξεν η ευαγγελική εντολή για την αγάπη, και πάει να αγκαλιάση όλη τη ζωή του
ανθρώπου. Και, όπως ήταν φυσικό, οι καλύτεροι αποδέκτες του ευαγγελικού
κηρύγματος στάθηκαν οι μυστικοί.

Αδιάκοπα αντιπαραθέτουν. οι ησυχαστές στο λόγο, τον νουν και την καρδιά. Όταν η
καρδιά στραγγαλίση το νου, εξασφαλίζει τη γνώση των αρχών και την ορθή εκτέλεση
των θείων εντολών. Είναι η γλώσσα που πολύ αργότερα θα μιλήση πολύ καθαρά ο
μεγάλος Πασκάλ, αλλά και ο Ρουσσώ. Και οι δυο τους δίνουν τα πρωτεία στη γλώσσα
της καρδιάς, στη λογική, όπως λένε, της καρδιάς, όχι του λόγου. Με την επιμονή σ'
αυτό το είδος της θεωρίας και της προσευχής οι μοναχοί του Αγίου Όρους έλεγαν ότι
έφταναν να βλέπουν γύρω τοιυς ένα δυνατό φως, που τους πλημμύριζε με άρρητη
χαρά. Και πρόσθεταν ότι το φως αυτό ήταν το ίδιο το άκτιστο φως του Θεού, ξεχωριστό
από την ουσία του Θεού. Είχε όμως την ίδια φύση με το φως που εθάμπωσε τα μάτια
των Αποστόλων στο Όρος Θαβώρ κατά τη μεταμόρφωση του Σωτήρος.

Αυτά είναι που εξένισαν τον Βαρλαάμ. Είχε έλθει από την Καλαβρία στην
Κωνσταντινούπολη για να μελετήση τον Αριστοτέλη στο πρωτότυπο. Στη Δύση είχε από
καιρό επιβληθή ο Αριστοτέλης. Τον εγνώρισαν κυρίως από τους Άραβες σε
μεταφράσεις, αλλά και από έργα Βυζαντινών. Σημειώνομε ιδιαίτερα «την πηγήν της
γνώσεως» του Δαμασκηνού, που ως την εποχή τούτη είχε μεταφρασθή τέσσερις φορές
στα Λατινικά και άσκησε εξαιρετική επίδραση στον Άγιο Θωμά τον Ακινάτο. Είχε κιόλας
ασκήσει ο Αριστοτέλης μοναδική επίδραση στη σκέψη των Δυτικών, που από τον 11ο
αιώνα άρχισε να διαμορφώνεται φιλοσοφικά και να παρουσιάζη μια πρώτη άνθηση. Η
επίδραση αυτή έφτασε στο κατακόρυφό της με τον περίφημο Θωμά τον Ακινάτο. Ο
Ακινάτος είδε στον Ατριστοτέλη τον μόνο μεγάλο φιλόσοφο με τα μεθοδικά όπλα
εκείνου συνέταξε τη δική του φιλοσοφία, τη μόνη αληθινή και γι' αυτό, όπως είπε, και
μόνη χριστιανική. Ειναι η φιλοσοφία την οποία και σήμερα αποδέχεται η Καθολική
Εκκλησία ως επίσημη χριστιανική φιλοσοφία. Η κίνηση αυτή για τον Αριστοτέλη
εξύπνησε, όπως ήταν φυσικό, το ενδιαφέρον των Δυτικών για τα πρωτότυπα
αριστοτελικά κείμενα και για τη σπουδή της Ελληνικής, αυτή έφερε και τον Βαρλαάμ
στην Κωνσταντινούπολη. Ενδιαφέρουσα και περίεργη μορφή ο Βαρλαάμ. Μελέτησε τον
Ευκλείδη και έγραψε αριθμητική σε εξ βιβλία. Μελέτησε και έγραψε ενδιαφέρον έργο
για τους Στωϊκούς. Επηρμένος από τη σοφία του και έχοντας υπερβολική εμπιστοσύνη
στον εαυτό του δημιούργησε μεγάλο θόρυβο στο Βυζάντιο, όπου ήθελε, φαίνεται, να
προξενήση την εντύπωση ότι η σοφία των Δυτικών, τους οποίους οι Βυζαντινοί
εξακολουθούσαν ακόμη να θεωρούν βαρβάρους, ήταν ανώτερη.

Η προκλητικότητα του Βαρλαάμ προκάλεσε δημόσια συζήτηση πάνω σ' αυτό το θέμα
στο παλάτι, μπροστά στον αυτοκράτορα Ανδρόνικο τον Γ' και την αυλή του, (1330).
Τον Βαρλαάμ ανέλαβε να αντικρούση ένας μεγάλος Βυζαντινός σοφός ο Νικηφόρος ο
Γρηγοράς. Ο διάλογός του "Φλωρέντιος", αν και όχι αντικειμενικός, δείχνει καθαρά τι
επιδίωξε και τι πέτυχε στη συζήτηση εκείνη ο Γρηγοράς. Στο πρόσωπο του Βαρλαάμ
θέλει να ξεσκεπάση τον σοφιστή, τον επιπόλαια διαβασμένο άνθρωπο. Αρχίζει τον
έλεγχο της σοφίας του από την αστρονομία, και τον αναγκάζει, ευθύς από την αρχή να
σβύση και την αστρονομία και τις συναφείς επιστήμες από τον κατάλογο των επιστημών
για τις οποίες μπορεί να απαντήση σε όποιον τον ρωτά. Περήφανος ο Γρηγοράς για την
μαθηματική του σοφία -ήταν κοντά στα άλλα δυνατός μαθηματικός και την εποχή
εκείνη ιδιαίτερα ή αστρονομία εγνώριζε σημαντική ακμή στο Βυζάντιο- θέλει να
ξεσκεπάση την αμάθεια του Βαρλαάμ και του Δυτικού κόσμου, να δείξη τον κατώτερο
βαθμό της επιστήμης των πόσο η σοφία των περιοριζόταν στη φυσική και τη λογική του
Αριστοτέλη και τι αξία είχε.

Ντοπιασμένος από την αποτυχία του ο Βαρλαάμ κατέφυγε στη Θεσσαλογίκη και από κει
πέρασε στο Άγιο Όρος. Εκεί γνώρισε από ένα αμαθή μοναχό τη διδασκαλία της ησυχίας
την οποία παραμόρφωσε και γελοιοποίησε. Ονόμασεν ομφαλοσκόπους τους ησυχαστάς
και πρόβαλε δριμύς κατήγορός των για κακοδοξία. Αφού ισχυρίζονται, λέγει, ότι
βλέπουν με τα σωματικά τους μάτια το θείο και άκτιστο φως, αυτό σημαίνει ότι γι'
αυτούς η θεία χάρη είναι κάτι κτιστό. Καταστρέφουν λοιπόν, συμπεραίνει, θεμελιώδη
δόγματα της Εκκλησίας. Η θεωρία του θείου, αντιτάσσει ο Βαρλαάμ και εδώ φαίνεται ο
άκρος ορθολογισμός του, είναι επιστήμη και γνώση. Όποιος γνωρίζει τη σοφία, γνωρίζει
και την αλήθεια; και όποιος γνωρίζει την αλήθεια γνωρίζει το Θεό και μένει κοντά του
κατ' ανάγκην. Αφού σπουδάσης, προσθέτει, τον Πυθαγόρα, τον Πλάτωνα, τον
Αριστοτέλη, τότε θα φτάσης στη σύλληψη της αλήθειας. Είναι φανερό ότι για τον
Βαρλαάμ η θύραθεν σοφία είναι μια κάθαρση της ψυχής, χωρίς την οποία είναι αδύνατο
να φτάσης στο Θεό, να ενωθής μαζί του. Αντίθετη θέση προς τη θέση των μυστικών της
σχολής του Συμεών πού ακολουθούν οι ησυχαστές. Κάθε ορατό ον, λέγει ακόμη ο
Βαρλαάμ, είναι κτιστό το Θαβώρειο φως έγινε ορατό από σωματικά μάτια, δεν είναι
λοιπόν καθόλου άκτιστον. Είναι κτίσμα, «περιγραπτόν», και δέ διαφέρει από το φως
που βλέπομε με τις αισθήσεις μας είναι κάτι κατώτερο από. το νου.

Τα επιχειρήματα του Βαρλαάμ δείχνουν καθαρά ότι η σκέψη του είναι εντελώς ξένη
προς το μυστικισμό, τον αγνοεί, ή αδυνατεί να τον κατανοήση είναι μια σκέψη πολύ
κοντά στα ελληνικά μέτρα και θέλει, όπως εκείνη, να στηρίζεται σε φυσικά, λογικά
επιχειρήματα. Ενω ο μυστικισμός αυτό ακριβώς θέλει να ξεπεράση. Αν και Έλλην ο
Βαρλαάμ, επειδή είναι κάτοχος της Λατινικής και έζησε στη Δύση, δέχτηκε την επίδραση
των δυτικών σχολαστικών, ιδιαίτερα του Ακινάτου, και αυτών τις τάσεις και τα
επιχειρήματα ακολουθεί. Το ίδιο και όλοι οι άλλοι αντίπαλοι των ησυχαστών, εκτός από
τον Γρηγορά. Έχουν όλοι δεχτή την επίδραση των λατίνων, που είχαν αρχίσει να
μεταφράζωνται ελληνικά. Αρκετοί απ' αυτούς εκδηλώθηκαν και ως λατινόφρονες. Ο
ίδιος ο Βαρλαάμ έγινεν αργότερα καρδινάλιος της καθολικής Εκκλησίας. Έτσι ο αγών
κατα των ησυχαστών παίρνει στο βάθος μορφή αντιδικίας ανάμεσα στην Ανατολή, που
τάσσεται με τον μυστικισμό, και τη Δύση που με τον Ακινάτο υποστηρίζει ότι ο λόγος
είναι το μόνο όργανο για να σκεφτούμε το Θεό. Για μια φορά ακόμη το βαθύ, το ριζικό
θέμα που είχε να αντιμετωπίση η Ορθοδοξία εδώ στην Ανατολή με τις λογής αιρέσεις
ορθώνεται μπροστά της αλλά αυτή τη φορά έρχεται από τη Δύση, χειραγωγημένη
μονοκόμματα από τον Αριστοτέλη που και ατελώς τον γνωρίζει ακόμη. Η Θεολογία, ο
περί Θεού δηλαδή λόγος είναι γνώση (Ακινάτος-Βαρλαάμ), η αφήγηση θεωρίας
(Συμεών); Είναι διαλογισμός ή ενόραση; Γύρω σ' αυτό το ερώτημα διεξάγεται η μάχη
(βαρλααμιτών και ησυχαστών. Εκείνο που σκανδαλίζει περισσότερο τους βαρλααμίτες
είναι ο ισχυρισμός των ησυχαστών ότι βλέπουν το άκτιστον φως. Αυτό το θεωρούν σαν
υλοποίηση του Θεού.

Πριν περάσωμε στο Γρηγόριο Παλαμά (1296-1359/60) τον αρχηγό των ησυχαστών, για
να δούμε πώς αντικρούει τον Βαρλαάμ και τους οπαδούς του, θα .πάμε στον Νικηφόρο
Γρηγορά, τον κορυφαίο αντιπαλαμίτη. Αντίθετα προς όλους τους άλλους ο Γρηγοράς
αντλεί τα επιχειρήματά του από τη βυζαντινή παράδοση, όχι από τη Δύση. Οξύς
διαλεκτικός, δόκιμος γνώστης της ελληνικής φιλοσοφίας, στη θεωρία των ησυχαστών,
η οποία διακρίνει στο Θεό ουσία και ενέργεια, βλέπει σοβαρό κίνδυνο επιστροφής στον
πολυθεϊσμό. Ο Παλαμάς, λέγει ο Γρηγοράς, ξαναφέρνει στη ζωή τις Ιδέες του
Πλάτωνος, που είναι όντα μεσάζοντα ανάμεσα στο Θεό και τον αισθητό κόσμο. Ουσία
και ύπαρξη, δέχεται ο Γρηγοράς ακολουθώντας την παραδομένη ορθόδοξη διδασκαλία,
συμπίπτουν στο Θεό.Επειδή ο Γρηγοράς έβλεπε στον ησυχασμό μορφή πολυθεϊσμού
τον πολέμησε με μεγάλη οξύτητα. Στην πάλη αυτή θυσίασε τα πάντα, αυτοκρατορική
εύνοια, αξιώματα και τιμές, και προτίμησε τη φυλακή. Στή φυλακή πέθανε. Κι' όταν
μαθεύτηκεν ο θάνατός του ξέσπασεν ασυγκράτητη η οργή των παλαμιτών. Ρίχτηκαν
στο νεκρό του σώμα το ύβρισαν και το έσυραν μέσα στους δρόμους της πρωτεύουσας.
Αναφέρω το θλιβερό αυτό περιστατικό γιατί δείχνει την οξύτητα των παθών που
ξεσήκωσεν η «ησυχαστική έρις». Ας προσέξωμε ακόμη κάτι. Ο Γρηγοράς ήταν μεγάλος
λόγιος και σοφός. Ήξερε καλά τους κλασικούς και προήγαγε τη σύγχρονή του
επιστήμη, ιδίως τα μαθηματικά. Η μόρφωσή του όμως δεν εμπόδισε την ψυχή του να
στραφή προς το υπερπέραν. «Έμεινα, λέγει, υπερήφανα, ακλόνητος (στον αγώνα κατά
των παλαμιτών) για να σώσω τις ιδέες μου και την ψυχή μου».

Ας έλθωμε τώρα στον Παλαμά. Γόνος από ευγενή οικογένεια ανατράφηκε στην αυλή
του Ανδρονίκου του Β'. Ενωρίς όμως τον κέρδισεν ο μυστικισμός, που την εποχή εκείνη
είχε μεγάλη επίδοση σε όλη σχεδόν τη χριστιανοσύνη. Σύγχρονοι του Παλαμά και του
Καβάσιλα είναι οι δυο πρώτοι σημαντικοί Γερμανοί μυστικοί ο Eckart και ο Tauler και
μιλούν πολύ συγγενική γλώσσα. «Και γιατί, ρωτά ο Tauler, πρέπει να σωπαίνης; Γιατί
τότε ο Λόγος θα μπορέση να γεννηθή μέσα σου και να βρή έκφραση, και να γίνη
ακουστός. Αλλά είναι φανερό ότι, αν συ μιλάς, ο Λόγος θα σωπαίνη. Είναι αδύνατο να
υπηρετήσης καλύτερα το Λόγο παρά σωπαίνοντας και ακούοντας. Αν τώρα εσύ βγης
εντελώς έξω από τον εαυτό σου, τότε θα μπη μέσα σου ο Λόγος ολόκληρος...».

Νέος ο Παλαμάς εγκατέλειψε την αυλή, δέχτηκε το μοναχικό σχήμα στή Θεσσαλονίκη
και αποσύρθηκε σε απόμερη σκήτη κοντά στη Βέρροια για να μονάση. Ήρθε όμως ο
Βαρλαάμ με την επίθεσή του κατά των ησυχαστών και του διέκοψε τη συλλογή και τη
μελέτη. Για να υποστηρίξη τη μέθοδο της προσευχής των ησυχαστών και να
ανασκευάση τη γελοιοποίηση που επεχείρησεν ο Βαρλαάμ στηρίζεται ο Παλαμάς στη
χριστιανική διδασκαλία ότι το ανθρώπινο σώμα, ναός του Θεού, δεν είναι αρχή του
κακού. Πάνω στο θέμα αυτό έχομε ένα ενδιαφέρον έργο την «Προσωποποιΐα», που κι
αν δεν είναι έργο του Παλαμά, όπως ήταν παλαιότερα γενικά αποδεκτό, απηχεί πάντως
τις απόψεις που και εκείνος υποστηρίζει. Στο έργο αυτό η ψυχή προσωποποιημένη
απαγγέλλει δριμύ κατηγορητήριον κατά του σώματος, και το σώμα, προσωποποιημένο
κι' αυτό, απαντά με την σειρά του ανασκευάζει τις κατηγορίες και κατευθύνει το
δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι, όσα είπε η ψυχή δεν είναι χριστιανικά αλλά
νεοπλατωνικά. Συμπέρασμα που δίνει την ορθή θέση, τη χριστιανική, στο σώμα, το
έτερο απαραίτητο σκέλος για την υπόσταση του ανθρώπου.

Πλανερός λοιπόν ο δρόμος των νεοπλατωνικών για την αλήθεια. Ο απλανής δρόμος,
λέγει ο Παλαμάς, που οδηγεί στο Θεό είναι εκείνος που περνά μέσα από το νου, ο
δρόμος του νου. Πού είναι όμως η θέση του νου; Εδώ είναι η ρίζα της διαφωνίας με
τους Βαρλααμίτες. Είναι ο νους έξω από το σώμα ή μέσα στο σώμα; Να θέσωμε, λέγει ο
Παλαμάς, το νου απόλυτα έξω από το σώμα για να απολάψωμε νοητά θεάματα, αυτό
είναι η πιο μεγάλη ελληνική πλάνη, ρίζα και πηγή κάθε κακοδοξίας, ανακάλυψις των
δαιμόνων, καρπός της απουσίας του πνεύματος ... Και σε μας, συνεχίζει, οι οπαδοί της
πλάνης υποστηρίζουν ότι ο νους κατά την προσευχή πρέπει να είναι έξω από το σώμα.
Όταν ο ησυχαστής λέγη έξω από το σώμα, εννοεί φυσικά έξω από τη σωματική
αίσθηση, όχι τόπο, θέση, αφού ο νους είναι ασώματος. Ξέρομε όμως καλά, προσθέτει ο
Παλαμάς, ότι, όταν ο νους είναι μέσα στην καρδιά,βρίσκεται μέσα στο όργανό του, μέσα
στο θησαυροφυλάκιό του. Όταν λοιπόν θέλωμε να καθαρίσωμε το νου πρέπει να τον
συγκεντρώσωμε μέσα στην καρδιά. Φαίνεται καθαρά η θέση που παίρνει ο Παλαμάς στο
βασικό αυτό πρόβλημα. Αντιτίθεται καθαρα και ξάστερα στον αντικειμενισμό της
συλλογιστικής που βλέπει, θα λέγαμε, τον άνθρωπο σα συλλογιστική μηχανή,
αντιτίθεται και στην έκσταση του νεοπλατωνισμού, που βγάζει τον άνθρωπο από τον
άνθρωπο (φυγή, .έκστασις). Και προσπαθεί να διατυπώση μια θεωρία που πηγάζει από
τη βαθύτερη ρίζα του χριστιανισμού. Θέλει το νου να βαφτίζεται μέσα στην καρδιά και
να αφήνεται στην οδήγησή της. Για να αποφύγη την κατηγορία για υποκειμενισμό
προσθέτει ο Παλαμάς ότι οι ησυχαστές δε θέλουν το νου μόνο μέσα στο σώμα και μέσα
στην καρδιά, αλλά ότι θέλουν να τον ωθήσουν ως μέσα στον ίδιο τον εαυτό του. Μόνο
τότε ο νους ξαναβρίσκει τη δική του ουσία, αφού περάση από την καρδιά, και,
ξεπερνώντας κάποτε τον εαυτό του, αναστρέφεται με το Θεό.

Υποστήριξεν ο Βαρλαάμ ότι δεν υπάρχει θεωρία, που ξεπερνά τις νοητικές ικανότητες
και θεώρησε γελοίο τον ισχυρισμό των ησυχαστών ότι φτάνουν στη γνώση του Θεού με
μυστικό τρόπο. Ο Παλαμάς απαντά ότι η μυστική θεωρία αυτή και μόνο παρέχει την πιό
λαμπρή απόδειξη για το ότι υπάρχει Θεός και είναι πάνω από όλα, τα όντα. «Εγώ,
συνεχίζει ο Παλαμάς στο αποκαλυπτικό αυτό κείμενο, θέτω ότι η άγια πίστη μας, πάνω
από όλες τις αισθήσεις καί διανοήσεις είναι ένα όραμα της καρδιάς μας με ιδιαίτερο
τρόπο, γιατί ξεπερνά όλες τις νοητικές ικανότητες της ψυχής μας». Μόνο,. προσθέτει
αλλού, όταν το φως πλημμυρίζη την καρδιά μας, μόνο τότε ο αληθινός άνθρωπος
πηγαίνει στο αληθινό έργο του, ανεβαίνει στα αιώνια βουνά, βλέπει τον αόρατο, και από
κει και πέρα μπαίνει ολοκληρωτικά στη χώρα του θαύματος. Εδώ θα σας θυμίσω πάλι
τον Πασκάλ που μίλησε για Θεό που τον αισθάνεται η καρδιά (sensible au coeur) και
τόνισε ότι άλλο πράγμα είναι να αισθανθής την αλήθεια με την καρδιά, άλλο να τη
γνωρίσης με το λόγο. Αυτό το ίδιο ζήτημα απασχολεί και τον Παλαμά και την ίδια
λύση .του δίνει. Η φωτισμένη καρδιά, όχι ο νους, αυτή μας οδηγεί στο Θεό, αυτή μας
σώζει.

Πώς απαντά όμως στα επιχειρήματα του Βαρλαάμ ότι το θαβώρειο φως είναι υλικό,
κτιστό και αισθητό; Θέτει, όπως είδαμε, πραγματική διάκριση ανάμεσα στην ουσία και
την ενέργεια του Θεού. Υπάρχει, λέγει ο Παλαμάς, απειρία,θείων ενεργειών μια απ'
αυτές είναι το θαβώρειο φώς. Όλες αναβρύζουν από την ουσία του Θεού, σαν από
αστείρευτη πηγή, και είναι δεμένες μαζί της με τρόπο αξεδιάλυτο. Η θεία ουσία είναι,
λέγει ακολουθώντας το Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, ο θείος γνόφος, από όπου αποροέουν
οι θείες ενέργειες, που αποτελούν τις εκδηλώσεις του Θεού, την προχώρησή τους προς
εμάς. Ο άνθρωπος βοηθημένος από την θεία χάρη ενώνεται όχι με την ουσία αλλά με
την ενέργεια του Θεού. Επειδή όμως και το πιο μικρό μόριο της θείας ουσίας έχει όλες
τις δυνάμεις της θεότητας, -η θεότητα δεν μερίζεται όπως τα σώματα- όσοι δέχτηκαν
μέσα τους μια θεία ενέργεια δέχτηκαν ολόκληρο το Θεό.

Και πώς είναι δυνατό, αναρωτιέται ο Παλαμάς, να διανοηθούμε φύση χωρίς.ενέργεια;


Πώς μπορούμε να πούμε ότι η πρόνοια, η πρόγνωση, η δημιουργία είναι ουσία και όχι
ενέργεια; Όπως και στο μονοθελητισμό, τίθεται και εδώ το πρόβλημα των σχέσεων
ουσίας και ενεργείας, από άλλη σκοπιά. Οι Βαρλααμίτες έβλεπαν τη σχέση αιτίας και
αποτελέσματος μόνο με τρόπο φυσικό ή λογικό: Θεός -δημιουργία- κτίσματα. Οι
Παλαμίτες με τη θεία χάρη βλέπουν το Θεό με τα ίδια τους τα μάτια. Οι πρώτοι φτάνουν
τη θέωση μόνο με το νου. Οι δεύτεροι με τη θεία χάρη. Ο Παλαμίτης ζει δίπλα ή κάτω
από τη στέγη της θείας ενεργείας. Αντί να ζητά αιτιολογικό προσδιορισμό, λογική
απόδειξη για την ύπαρξη του Θεού ο Παλαμίτης βλέπει το Θεό, ζει εν τω Θεώ. Η
συγκεκριμένη αυτή θέα .του θείου που αναστρέφεται με τον μυστικό σα φίλος ή τον
συμβουλεύει σα δάσκαλος δεν έρχεται σε αντίφαση με την ιδέα που την ίδια ώρα έχει
για τον ίδιο το Θεό ότι είναι άπειρος και περίγραπτοs. Γιατί ο Θεός που βλέπει τώρα δα
ο μυστικός είναι μια θεία ενέργεια, όχι η θεία ουσία. Αλλά και έτσι, μόνο όσοι έχουν
καθαρούς οφθαλμούς βλέπουν το Θεό, και όχι ένα κτίσμα όπω έλεγαν ο Βαρλαάμ και οι
οπαδοί του. Οι. οφθαλμοί που βλέπουν κατά φύσιν είναι τυφλοί για το θείο φως, που
δεν είναι αισθητό, κι ας το βλέπουν τα σωματικά μάτια. Τη στιγμή που έγινεν η
Μεταμόρφωσις ο Θεός άφησε λίγο ανοιχτή την πύλη της θεότητας σε όσους έδωσε τη
χάρη του και έδειξε στους μυημένους το Θεό που κατοικεί εκεί μέσα. Και αν ο
απόστολος Ματθαίος λέγει ότι ο Ιησούς έλαμψε σαν ήλιος, -και έλαμψεν το πρόσωπον
αυτού ως ο ήλιος, τα δε ιμάτια αυτού εγένετο λευκά ως το φως- το λέγει για να μας
κάμη να εννοήσωμε πως ό,τι είναι ο ήλιος για κείνους που ζουν μέσα στις αισθήσεις και
βλέπουν σύμφωνα μ' αυτές, είναι ο Χριστός για όσους ζουν εν,Πνεύματι καί βλέπουν εν
Πνεύματι. Το θεϊκό φως δεν είναι κάτι που τώρα υπάρχει και σε μια στιγμή
εξαφανίζεται, ούτε είναι περιγραπτόν. Εκείνοι που είδαν τον Ιησού στο Θαβώρ
επέρασαν από τη σάρκα στο πνεύμα, με αλλοίωση των αισθήσεων ενεργημένη από το
πνεύμα, και τότε μόνο είδαν το μυστικό φως. Πώς αυτό γίνεται μόνο ο Θεός και κείνοι
που το δοκίμασαν ξέρουν. Όσοι δεν σκέπτονται αυτό μεταβάλλουν και αυτό το φως και
το Άγιο Πνεύμα σε κάτι το κτιστόν.

Ακόμη μια φορά η βυζαντινή πνευματικότητα βρίσκει στο πρόσωπο του Παλαμά τη
δύναμη να επισύρη την προσοχή του ανθρώπου στο μυστικό βάθος της θρησκείας, στο
μυστικό βάθος. του ίδιου του ανθρώπου. Να αντιπαλαίση τον ορθολογισμό που ήθελε
να ορθωθή μονοκράτορας και στην περιοχή της θρησκείας. Η αληθινή θεολογία, η
αλήθεια, λένε οι ησυχαστές,θέλει την καθαρότητα της καρδίας, σφιχτά δεμένη δηλαδή
τη θεωρία με την πράξη. Γιατί μόνο αυτή η καθαρότητα εξασφαλίζει στους πιστούς το
μεγάλο βήμα που τους επιτρέπει να περάσουν από τη γνώση στο ανθρώπινο μέτρο στη
γνώση στο μέτρο του Θεού.

Δεν είναι λοιπόν η ησυχαστική έριδα ένα απλό επεισόδιο ανταγωνισμού ανάμεσα στη
Δύση και στο Βυζάντιο, όπως είπαν. Εκείνοι που μάχονται και αντιπαλαίουν είναι από τη
μια η θρησκεία σε ό,τι βαθύτερα ιδιαίτερο έχει, τη δίψα του πνεύματος, του ανθρώπου,
να ξεπεράση τον εαυτό του για να ενωθή με τον Θεό, και, από την άλλη, μια άλλη δίψα
του πνεύματος, δίψα για νοητική και ενιαία συστηματοποίηση της γνώσης.

Ο ησυχασμός, όπως κάθε μυστικισμός, μας βυθίζει διά μιας σε ατμόσφαιρα ενορατική
για να γνωρίσωμε στο Θεό, με όραση μακαριστή, ό,τι απόλυτα ιδιαίτερο έχει. Γενικά ο
μυστικισμός, στις καλύτερές του στιγμές, δεν αρνείται τη γνώση, τη θύραθεν σοφία.
Εκείνο που αρνείται είναι ότι η γνώση αυτή οδηγεί στις ρίζες, στη θεωρία και στη θέωση
του ανθρώπου. Για τούτο το μεγάλο εγχείρημα επιστρατεύει ολόκληρο τον άνθρωπο,
συναιρεί τις αντινομίες και, με τον ησυχασμό, δίνει τα πρωτεία στην καρδιά. Ο νους,
μόνο αν βαφτιστή στην καρδιά βρίσκει τον εαυτό του. Δε θέλει άρά γε να πη ότι δεν
πρέπει ο άνθρωπος να εξαντικειμενικεύεται, να γίνεται συλλογιστική μηχανή, αλλά να
μένη πάντα ένα υπεύθυνο πρόσωπο; Έτσι ίσως θα λέγαμε, το ίδιο στο βάθος πράγμα,
σήμερα.

Ύστερα από πολλές μεταπτώσεις και οξεία διαμάχη ο ησυχασμός επικράτησε, όπως
είπαμε. Τούτο δείχνει, για μια ακόμη φορά, ότι όχι μόνο στην επίσημη εκκλησία, αλλά
και στο λαό του Βυζαντίου ήταν ακόμη πολύ έντονο και ζωηρό το αίσθημα της
μυστικότητος της θρησκείας.

You might also like