Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 241

Τίτλος πρωτοτύπου:

Ηis Lady of Castlemorn


© 2Ο13 Joanna Fυlford
© 2Ο14 ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΒΕΕ για την ελληνική γλώσ-
σα, κατόπιν συμφωνίας με τη HARLEQUIN ENTERPRISES II B.V. /
S.à.r.l. ISSN 11Ο8-4324

Μετάφραση :Δήμητρα Παπαγεωργίου


Επιμέλεια: Έλενα Γιαννούλα
Διόρθωση: Στεφανία Ιωάννου
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους ή του συνόλου του βιβλί-
ου, η αναπαραγωγή ή μετάδοσή του με οποιοδήποτε οπτικοακου-
στικό ή άλλο μέσο, χωρίς τη γραπτή άδεια του εκδότη.

ΚΛΑΣΙΚΑ ΑΡΛΕΚΙΝ ΤΕΥΧΟΣ 34Ο


Τυπώθηκε και βιβλιοδετήθηκε στην Ελλάδα.
Made and printed ln Greece.
Πρόλογος

Η Ίζαμπελ προχώρησε ανάμεσα στα δέντρα κι έφτασε στον χαμηλό


τοίχο στην άκρη του οπωρώνα. Από εκεί φαίνονταν το δάσος και οι
λόφοι πάνω από το Κασλμόρα, όμως εκείνη δεν πρόσεχε τη θέα.
Σκεφτόταν την τελευταία συνομιλία με την πεθερά της...
«Αν είχες εκπληρώσει το συζυγικό σου καθήκον γεννώντας έναν
κληρονόμο, θα διατηρούσες τη θέση σου ανάμεσά μας. Τώρα, όμως,
ο θάνατος του γιου μου σου αφαιρεί κάθε δικαίωμα να παραμείνεις».
Η Ίζαμπελ την κοίταξε άναυδη, μη μπορώντας να πιστέψει στ' αυ-
τιά της. Ο θάνατος του Άλιστερ Νιλ σ 'ένα κυνηγετικό ατύχημα ήταν
για την ίδια ένα μεγάλο σοκ, όμως τα λόγια της πεθεράς της ήταν
πολύ μεγαλύτερο. «Μα εδώ είναι το σπίτι μου».
Αν ήλπιζε να συγκινήσει τη λαίδη Γκρούοχ, απέτυχε. Τα γαλάζια
μάτια που την κοιτούσαν ήταν παγωμένα, η βλοσυρή έκφραση αμεί-
λικτη. «Όχι πλέον. Μια στείρα σύζυγος έχει μόνο ένα μέλλον: το μο-
ναστήρι. Οφείλει να εξαφανιστεί από τον κόσμο των αντρών».
Το στομάχι της Ίζαμπελ σφίχτηκε. «Δεν φταίω μόνο εγώ που δεν
έχω παιδιά. Είχε και ο μακαρίτης σύζυγός μου ευθύνη».
Η λαίδη Γκρούοχ συνοφρυώθηκε περισσότερο. «Τολμάς να κηλι-
δώνεις τη φήμη ενός νεκρού για να καλύψεις τη δική σου αποτυχία;
Ο γιος μου ήθελε πολύ έναν απόγονο. Και ξέρω ότι δεν αμελούσε πο-
τέ τα συζυγικά του καθήκοντα».
Τα χέρια της Ίζαμπελ έμειναν σφιγμένα στα πλευρά της. Ώστε μη-
τέρα και γιος είχαν συζητήσει το θέμα πίσω από την πλάτη της.
Μπορούσε να φανταστεί τις κακίες και τα ψέματα που θα είχε πει ο
σύζυγός της για να καλύψει τη δική του ανικανότητα. Η ταπείνωση
πάλευε με το θυμό της.
«Εφόσον λοιπόν εκείνος ήταν συνεπής στο καθήκον του», συνέχισε
η λαίδη, «όφειλες να είσαι κι εσύ».
Η Ίζαμπελ έπνιξε τη θυμωμένη απάντηση που της ήρθε στο στόμα.
Ο Άλιστερ ήταν νεκρός. Τι νόημα είχε να αποκαλύψει πως η ανικανό-
τητά του είχε καταστρέψει το συζυγικό τους κρεβάτι από την αρχή
της σχέσης τους; Και πως εκείνος γινόταν βίαιος, ξεσπώντας πάνω
της για την αποτυχία του;
Διακρίνοντας το δισταγμό της, η λαίδη κούνησε το κεφάλι.
«Απ' ό,τι βλέπω, δεν το αρνείσαι. Η ντροπή είναι διπλά δική σου.
Ήσασταν παντρεμένοι ένα χρόνο. Μια σύζυγος που σέβεται τον εαυ-
τό της θα είχε τώρα ένα μωρό στην αγκαλιά κι άλλο ένα στα σπλάχνα
της».
«Το ήθελα όσο κι ο σύζυγός μου. Πώς μπορείτε να αμφιβάλλετε;»
«Ακόμη και αν το ήθελες, το γεγονός δεν αλλάζει. Απέτυχες ως γυ-
ναίκα και ως σύζυγος. Θα γυρίσεις πίσω στον πατέρα σου κι εκείνος
θ 'αποφασίσει για την τύχη σου. Αν είναι λογικός άνθρωπος, θα σε
κλείσει σε μοναστήρι το συντομότερο δυνατόν».
Η Ίζαμπελ δεν ήθελε να σκέφτεται την αντίδραση του πατέρα της.
Πέρα από προσβολή, η επιστροφή της θα ήταν ένα βάρος διόλου
ευπρόσδεκτο, που ωστόσο θα έπρεπε ν' αντιμετωπίσει. Ξέροντας
πως ήταν μάταιο να διαφωνήσει περισσότερο, σήκωσε ψηλά το κε-
φάλι της. «Σε αυτή την περίπτωση, απαιτώ η προίκα μου να επι-
στρέψει σ' εμένα».
«Δεν είσαι σε θέση να απαιτείς. Η οικογένειά μας είναι αυτή που
αδικήθηκε. Κάναμε μία συμφωνία καλή τη πίστη και εξαπατηθήκα-
με».
«Αυτό δεν είναι δίκαιο».
«Μη μου μιλάς εμένα για δικαιοσύνη».
Τα λόγια αυτά προκάλεσαν στην καρδιά της Ίζαμπελ το πρώτο
φτερούγισμα πανικού. «Κρατήστε ένα μέρος της, αν επιμένετε, και
επιστρέψτε μου την υπόλοιπη».
«Θα κρατήσουμε ότι μας ανήκει».
Η Ίζαμπελ ξεροκατάπιε. Χωρίς προίκα και με τη φήμη της στείρας
να την ακολουθεί, δεν είχε καμία πιθανότητα να συνάψει νέο γάμο.
Νιώθοντας ναυτία από την ντροπή και την οργή που προσπαθούσε
να συγκρατήσει, έκανε μια τελευταία απέλπιδα προσπάθεια.
«Η προίκα μου δεν σας ανήκει. Αρκετά πλούτη έχουν οι Νιλ, δεν
χρειάζονται κι άλλα».
«Δεν είσαι σε θέση να πεις τι χρειάζονται οι Νιλ». Η φωνή της λαί-
δης χαμήλωσε. «Να θεωρείς τον εαυτό σου τυχερό που φεύγεις από
δω. Υπάρχουν και αυτοί στο Ντανκέλντ, που προτιμούσαν ένα πιο
γρήγορο και οριστικό τέλος για την ντροπή σου». Η Ίζαμπελ πάγωσε.
Όταν είχε πρωτοέρθει στο σπίτι του άντρα της, οι νέοι συγγενείς της
της φέρονταν με ευγένεια, αν και δεν ήταν θερμοί μαζί της. Καθώς,
όμως, ο καιρός περνούσε κι εκείνη δεν έμενε έγκυος, η στάση τους
άρχισε ν' αλλάζει ώσπου στο τέλος δεν έκρυβαν την περιφρόνησή
τους. Ποτέ ωστόσο δεν της είχε περάσει από το μυαλό ότι θα μπο-
ρούσαν να της κάνουν κακό. Θα διακινδύνευαν οι Νιλ την οργή των
ανθρώπων του Κασλμόρα; Ο πατέρας μου δεν θ' άφηνε μια τέτοια
πράξη ατιμώρητη».
Η λαίδη έσφιξε τα χείλη της σε μια λεπτή γραμμή. «Δεν σας φοβό-
μαστε».
«Κι όμως θα 'πρεπε».
Παρά τα προκλητικά λόγια της, η Ίζαμπελ ήξερε ότι ήταν μάταιο. Σ
'αυτό το επιχείρημα, το βάρος έγερνε από την άλλη πλευρά της πλά-
στιγγας.
Η λαίδη σούφρωσε τα χείλη της. «Αυτό θα το δούμε. Φεύγεις αύριο
πρωί πρωί».
Κι έτσι, η Ίζαμπελ έφυγε κάτω από το περιφρονητικό βλέμμα των
πρώην συγγενών της. Η ανάμνηση ήταν πικρή. Όλα τα όνειρα που
είχε κάνει για το γάμο της είχαν γίνει στάχτη, και μέσα σ ' αυτή τη
στάχτη κυλιόταν η περηφάνια της. Ταυτόχρονα, δεν λυπόταν καθό-
λου που έφευγε από ένα μέρος στο οποίο ήταν ανεπιθύμητη. Το μό-
νο πρόβλημα ήταν ότι το μέλλον της διαγραφόταν δυσοίωνο. Δεν θα
άφηνε όμως τους Νιλ να δουν τα δάκρυά της, γι' αυτό έφυγε με το
κεφάλι ψηλά.
Με το κεφάλι ψηλά είχε παρουσιαστεί και μπροστά στον πατέρα
της. Ο Άρτσιμπαλντ Γκρέιαμ ήταν πενήντα χρονών. Κάποτε ήταν έ-
νας δυνατός και δραστήριος άντρας, αλλά τα τελευταία χρόνια η υ-
γεία του είχε επιδεινωθεί και κουραζόταν πλέον με το παραμικρό,
ενώ οποιαδήποτε έντονη προσπάθεια του έφερνε πόνους στο στή-
θος. Ωστόσο, τα γκρίζα μάτια του πετούσαν σπίθες και το μυαλό του
ήταν κοφτερό όπως πάντα. Δεν έκανε καμία προσπάθεια να κρύψει
το θυμό και την απογοήτευσή του. Μόλις έμαθε ότι οι Νιλ είχαν αρ-
νηθεί να επιστρέψουν την προίκα της, η οργή του δεκαπλασιάστηκε.
«Οι άθλιοι, οι διπρόσωποι! Είναι κοινοί κλέφτες!»
Ο αδερφός της συμφώνησε γρυλίζοντας. Ο δεκαεξάχρονος Χιου
πλησίαζε στην ενηλικίωση και, ως μοναδικός επιζών γιος, ήταν πλέ-
ον ο κληρονόμος. Και ήξερε καλά τι σήμαινε η πράξη των Νιλ.
«Αυτό αποτελεί προσβολή για όλη την οικογένειά μας. Οφείλουμε
εκδίκηση. Άφησέ με να πάρω μερικούς άντρες και να πάμε να κά-
ψουμε αυτή την ποντικοφωλιά, το Ντανκέλντ».
«Τα ποντίκια είναι πολλά και δυνατά, μικρέ. Θα περιμένουμε την
κατάλληλη στιγμή».
«Εννοείς ότι θα καταπιούμε την προσβολή;»
«Δεν θα την καταπιούμε ούτε θα την ξεχάσουμε -αυτό σου το υπό-
σχομαι». Ο Γκρέιαμ έκανε μια παύση. «Ωστόσο, η εκδίκηση είναι ένα
πιάτο που τρώγεται κρύο. Αν πρόκειται να γίνεις άρχοντας μια μέρα,
θα πρέπει να το θυμάσαι αυτό».
Ο Χίου έγνεψε καταφατικά. «Θα το θυμάμαι». Στράφηκε στην Ίζα-
μπελ. «Ευτυχώς που απαλλάχτηκες απ' αυτό το κάθαρμα, Μπελ».
Αυτό ήταν μια μεγάλη αλήθεια, όμως δεν άλλαζε το γεγονός ότι η ί-
δια ήταν πλέον μία άπροικη χήρα. Ένα ζήτημα που παρέμεινε μετέ-
ωρο, ανείπωτο, όπως και το θέμα της υποτιθέμενης στειρότητάς της.
Ο αδελφός της την αγαπούσε και δεν θα της πετούσε ποτέ μια τέτοια
κατηγορία κατά πρόσωπο, όμως έπρεπε να βρεθεί μια λύση...
Χαμένη στις ζοφερές σκέψεις της, δεν αντιλήφθηκε τον άνθρωπο
που την πλησίασε παρά μόνο όταν εκείνος μίλησε.
«Καλώς ορίσατε, λαίδη Ίζαμπελ».
Αναγνωρίζοντας τη φωνή, η Ίζαμπελ στράφηκε απότομα.
«Μέρντο...»
Ο αρχηγός της φρουράς στεκόταν μόλις ένα μέτρο μακριά της. Τον
κοίταξε ταραγμένη. Ήταν μαυροντυμένος, με ξυρισμένο κεφάλι. Μια
ουλή χάραζε το αριστερό του μάγουλο, κρυμμένη κάπως από τα κο-
ντά γένια του που ήταν μαύρα σαν τη νύχτα, όπως και τα μάτια του
που την κοίταζαν τώρα επιθετικά. Λυγερόκορμος, δυνατός και επι-
κίνδυνος, της έδινε την εντύπωση λύκου, ενώ η άσχημη μυρωδιά ι-
δρώτα ενίσχυε την εικόνα του άγριου ζώου.
Εκείνος χαμογέλασε δείχνοντας τα δόντια του. «Το φαντάστηκα
πως θα σας έβρισκα εδώ».
Ξαφνικά η Ίζαμπελ συνειδητοποίησε ότι ο οπωρώνας απείχε αρκε-
τά από το σπίτι και ήταν απομονωμένος. Ένιωσε ένα τσίμπημα φό-
βου. Μη θέλοντας ν ' αφήσει τον Μέρντο να το καταλάβει, παρέμεινε
ακίνητη και τον κοίταξε στα μάτια.
«Τι θέλεις;»
«Να σας μιλήσω, μιλαίδη».
«Για ποιο θέμα;»
«Για το μέλλον».
Ο φόβος της μεγάλωσε. «Τι εννοείς;»
«Ο αξιότιμος πατέρας σας είναι ένας άρρωστος άνθρωπος. Δεν
του απομένει πολύς χρόνος ζωής. Θα το 'χετε σκεφτεί, φαντάζομαι».
« Πράγματι, αλλά δεν ήρθες μέχρι εδώ για να μου πεις αυτό».
«Όταν πεθάνει, θα χρειαστείς έναν ισχυρό προστάτη, Ίζαμπελ».
Εκείνη κατάλαβε τη συνέχεια και προσπάθησε να την αποφύγει.
«Θα με προστατεύει ο αδελφός μου».
«Ένας καινούριος σύζυγος θα ήταν προτιμότερος σ' αυτόν το ρό-
λο». Η έκφρασή του δήλωνε σαφή πρόθεση. «Εγώ, για παράδειγμα».
Η Ίζαμπελ ένιωσε ναυτία, αλλά ήξερε καλά ότι δεν έπρεπε να τον
κάνει να θυμώσει. «Αυτό είναι αδύνατον, Μέρντο».
«Γιατί όχι;» Το βλέμμα του δεν άφηνε το δικό της. «Υπάρχει καλύ-
τερος από μένα; Μπορεί να είμαι ο μικρότερος γιος, αλλά κατάγομαι
από καλή οικογένεια. Έφτασα σ' αυτή τη θέση με την αξία μου και
υπηρέτησα καλά τον πατέρα σου. Χάρις σε μένα, το Κασλμόρα είναι
ισχυρό και οι εχθροί του το φοβούνται». Έκανε μια παύση. «Και δεν
μπορεί να μην ξέρεις τα αισθήματά μου για σένα».
«Λυπάμαι που δεν είναι αμοιβαία».
«Ακόμη όχι, αλλά με τον καιρό θα γίνουν».
Εκείνη έγνεψε αρνητικά. «Ποτέ δεν θα νιώσω διαφορετικά για σέ-
να».
«Έτσι νομίζεις τώρα, αλλά εγώ έχω υπομονή».
«Ο χρόνος δεν θ' αλλάξει κάτι. Μην ελπίζεις».
«Αν όχι εγώ, τότε ποιος άλλος, Ίζαμπελ; Δεν είσαι πλέον περιζήτη-
τη νύφη όπως κάποτε. Είσαι μια χήρα που την έστειλαν ατιμασμένη
πίσω στον πατέρα της».
Η Ίζαμπελ ύψωσε το πιγούνι της αγέρωχα. «Αναρωτιέμαι τότε γιατί
να θέλεις να με παντρευτείς».
«Το θέλω εδώ και πολύ καιρό. Οι παρούσες συνθήκες δεν αλλά-
ζουν κάτι, πέρα από το ότι με ευνοούν, δεδομένου ότι δεν Θα υπάρ-
ξουν άλλοι μνηστήρες».
«Μη μου πεις ότι με λυπάσαι, Μέρντο».
«Κάθε άλλο». Της χαμογέλασε. «Άλλωστε εγώ ξέρω την αλήθεια».
Η Ίζαμπελ τον κοίταξε επίμονα. «Τι εννοείς;»
«Ότι ο Άλιστερ Νιλ δεν ήταν και πολύ άντρας».
«Δεν έχεις κανένα δικαίωμα να λες κάτι τέτοιο».
«Δεν χρειάζεται να υποκρίνεσαι σ' εμένα, Ίζαμπελ. Είναι κοινό μυ-
στικό σε όλες τις πόρνες της περιοχής -ο μακαρίτης ο άντρας σου,
εκτός του ότι ήταν ελάχιστα προικισμένος, ήταν και ανίκανος. Δεν
φταις εσύ που δεν κάνατε παιδιά».
Αν στη θέση του Μέρντο ήταν κάποιος άλλος, αυτή η δικαίωση θα
ήταν βάλσαμο για την ψυχή της. Τώρα όμως τα μάγουλά της έγιναν
κατακόκκινα.
Εκείνος την πλησίασε περισσότερο. «Εγώ μπορώ να σου δώσω
παιδιά».
Η Ίζαμπελ πάγωσε. Η σκέψη να πλαγιάσει μαζί του ήταν εντελώς
απωθητική. «Αυτό αποκλείεται».
«Μη μου πεις ότι δεν θα ήθελες στο κρεβάτι σου έναν αληθινό ά-
ντρα». Βλέποντας την οργισμένη έκφρασή της, ο Μέρντο γέλασε σι-
γανά. «Μια νύχτα μαζί μου θα σε κάνει να ξεχάσεις ακόμη και την
ύπαρξη του Άλιστερ Νιλ».
«Ποτέ δεν θα πλαγιάσω μαζί σου».
Ακόμη κι αν η απάντησή της τον δυσαρέστησε, ο Μέρντο δεν έδειξε
τίποτα. Η έκφρασή του δεν άλλαξε, μόνο το βλέμμα του έγινε πιο έ-
ντονο. «Όταν βάλω ένα στόχο, τον πετυχαίνω πάντα».
Παρά τη ζεστασιά που πρόσφερε ο απογευματινός ήλιος, η Ίζα-
μπελ ανατρίχιασε και το μόνο που ήθελε ήταν ν' απαλλαγεί από την
παρουσία αυτού του άντρα.
«Λυπάμαι, αλλά αυτή τη φορά θ' απογοητευτείς».
«Κάνεις λάθος, Ίζαμπελ. Αυτή τη φορά θα γίνεις γυναίκα μου».
«Αυτό δεν θα γίνει ποτέ», του είπε και στράφηκε να φύγει, όταν ένα
δυνατό χέρι στο μπράτσο της τη σταμάτησε.
«Δεν είμαι απ' αυτούς που δέχονται την απόρριψη», είπε ο Μέρντο.
«Θα έπρεπε να το ξέρεις αυτό μέχρι τώρα».
Η Ίζαμπελ δοκίμασε να ελευθερωθεί, αλλά εκείνος δεν χαλά­ pωσε
τη λαβή του. «Άφησέ με, Μέρντο».
«Μου ξέφυγες ήδη μια φορά, δεν θα υπάρξει δεύτερη».
Το ύφος του δεν ήταν απειλητικό, όχι όμως και ο υπαινιγμός του.
Η καρδιά της χτύπησε δυνατά, αλλά πίεσε τον εαυτό της ν ' ανταπο-
κριθεί στο βλέμμα του. «Παρεκτρέπεσαι. Μπορεί να έχεις μια θέση
εμπιστοσύνης στο σπίτι μου, όμως αυτό δεν σου δίνει το δικαίωμα
να μου φέρεσαι έτσι».
« Όχι ακόμη ίσως, αλλά να ξέρεις ότι σκοπεύω ν' ασκήσω συζυγι-
κά δικαιώματα πάνω σου πολύ σύντομα».
Η παγερή δήλωσή του εξαφάνισε και το τελευταίο ίχνος του εύ-
θραυστου αυτοέλεγχου της Ίζαμπελ . «Ποτέ!» Νιώθοντας δάκρυα ν'
ανεβαίνουν στα μάτια της, τράβηξε απότομα το χέρι της κι άρχισε να
τρέχει ανάμεσα στα δέντρα. Εκείνος την κοίταζε, αλλά δεν έκανε κα-
μία προσπάθεια να τη σταματήσει.
«Όσο και να τρέξεις, Ίζαμπελ», μουρμούρισε, «δεν πρόκειται, να
μου ξεφύγεις».
Κεφάλαιο 1

Τρεις μήνες αργότερα

Η Ίζαμπελ κάλπαζε πάνω στο άλογό της θέλοντας να απομακρυν-


θεί για λίγο από το Κασλμόρα. Κανονικά, δεν έπρεπε να βγαίνει για
ιππασία μόνη της, αλλά ο Μέρντο και ο αδελφός της έλειπαν στο κυ-
νήγι κι έτσι δεν υπήρχε κανένας να την εμποδίσει. Έτσι κι αλλιώς, η
ελευθερία της δεν θα κρατούσε για πολύ. Ο πατέρας της, παρ' όλο
που περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να πάρει εκδίκηση από τους
Νιλ, δεν καθυστερούσε το ίδιο στην αναζήτηση νέου συζύγου για ε-
κείνη...
«Το Γκλενγκάρον είναι από χρόνια σύμμαχός μας. Ο γάμος θα ενι-
σχύσει αυτή τη συμμαχία».
Εκείνη είχε νιώσει ναυτία ακούγοντάς τον, και με δυσκολία κατά-
φερε να ελέγξει τη φωνή της. «Συγγνώμη, πατέρα, αλλά νόμιζα ότι ο
άρχοντας του Γκλενγκάρον είναι παντρεμένος».
«Είναι πράγματι, για τον κουνιάδο του μιλάω, τον λόρδο Μπαν».
«Α, μάλιστα».
«Είναι Σάξονας βέβαια, αλλά αυτό δεν έχει σημασία».
«Σάξονας;»
«Ομολογώ ότι αυτό δεν είναι το ιδανικό, από την άλλη όμως είναι
ένας αξιοσέβαστος πολεμιστής, από οικογένεια με ισχυρές διασυν-
δέσεις. Επίσης, ο ίδιος δεν κατέχει εδάφη, επομένως δεν μπορεί να
είναι εκλεκτικός στην επιλογή συζύγου».
Το σαγόνι της Ίζαμπελ σφίχτηκε. «Ούτε εγώ τόσο εκλεκτική στην
επιλογή ενός συζύγου, σωστά;»
«Ακριβώς».
«Μπορεί όμως να μη με θέλει ο Σάξονας λόρδος».
«Γιατί να μη σε θέλει;» Ο πατέρας
τω1της την κοίταξε εξεταστι-
κά.«Είσαι αρκετά όμορφη και στις φλέβες σου ρέει το αίμα Γκρέιαμ.
Ασφαλώς θα του προσφέρουμε και μία μικρή προίκα Νομίζω ότι αυ-
τά θα του είναι αρκετά».
Η Ίζαμπελ έκανε προσπάθεια να συγκρατήσει την οργή της. «Κι αν
δεν του είναι;»
«Υπάρχει και το μοναστήρι».
«Δεν έχω κλίση στη μοναστική ζωή».
Ο πατέρας της την κοίταξε αυστηρά. «Ο Μέρντο σε γλυκοκοιτάζει.
Άρα υπάρχουν και χειρότερα».
«Δεν το νομίζω».
«Σε αυτή την περίπτωση, θα σε συμβούλευα να φορέσεις το ω-
ραιότερο φόρεμα που έχεις και να φερθείς ευχάριστα όταν έρθει ο
λόρδος Μπαν».
Το στόμα της Ίζαμπελ ξεράθηκε. «Πότε έρχεται;»
«Πολύ σύντομα. Φρόντισε να γίνουν όλες οι απαραίτητες ετοιμα-
σίες για την υποδοχή του».
Η ανάμνηση αυτής της συζήτησης έκανε τώρα την Ίζαμπελ να Θυ-
μώσει ακόμη περισσότερο. Ωστόσο, δεν είχε τολμήσει να παρακού-
σει. Το Κασλμόρα ήταν έτοιμο να υποδεχτεί το καλεσμένο του. Εν τω
μεταξύ, η ίδια ήθελε να μείνει για λίγο μόνη της, ώστε να ανακτήσει
την ψυχραιμία της και να είναι έτοιμη ν' αντιμετωπίσει ό,τι θα ερχό-
ταν. Είχε ανάγκη από γαλήνη και ηρεμία.
Κρατώντας το άλογό της σε μια σταθερή πορεία, ακολούθησε το
ρέμα που πλάταινε καταλήγοντας σε μια λίμνη κρυμμένη ανάμεσα
στα δέντρα. Το μέρος, αν και βρισκόταν μέσα στα όρια του Κασλμό-
ρα, ήταν απομονωμένο και δεν θα έπρεπε να έχει πάει εκεί μόνη της.
Θα έβρισκε τον μπελά της, αν το μάθαινε ο Μέρντο, ο οποίος με τα
χρόνια είχε αναπτύξει ένα αποτελεσματικό δίκτυο πληροφοριών και
δεν του ξέφευγε σχεδόν τίποτε απ' ό,τι συνέβαινε στο Κασλμόρα. Ευ-
τυχώς που τώρα έλειπε στο κυνήγι.
Η Ίζαμπελ κατέβηκε από το άλογο και το έδεσε σ' ένα θάμνο.
Ο ήλιος είχε ανέβει ψηλά κι έκανε ζέστη. Τα ρούχα της είχαν κολ-
λήσει στην πλάτη της και το νερό της έγνεφε προκλητικά. Έριξε μια
ματιά γύρω της -επικρατούσε απόλυτη ησυχία και δεν υπήρχε κανέ-
να σημάδι ανθρώπινης παρουσίας εκεί κοντά. Ο πειρασμός δυνάμω-
σε. Για λίγη ώρα, τουλάχιστον, θα ήταν ασφαλής.
***
Ο Μπαν χαμογέλασε κι έγειρε στον κορμό του δέντρου, απολαμ-
βάνοντας την ανάπαυλα. Παρ' όλο που ο ρυθμός ήταν χαλαρός, για
να μην κουράσουν τα άλογα, ο ίδιος και οι άντρες του ίππευαν από
τα χαράματα. Τώρα τα άλογα ξεκουράζονταν στη σκιά, ενώ οι άντρες,
αφού έφαγαν ψωμί, τυρί και χοιρομέρι είχαν ξαπλώσει για να κοιμη-
θούν. Λίγο πιο πέρα, ανάμεσα στα δέντρα, στεκόταν φρουρός ο Ντέ-
ιβι. Παρ' όλο που ο τόπος έμοιαζε ειρηνικός, δεν έπρεπε να εφησυ-
χάζουν. Ο Μπαν το είχε μάθει αυτό μέσα από μακρά πείρα. Πέντε
χρόνια ίππευε στo πλάι του Μαύρου Ίαν του Γκλενγκάρον, παρα-
τηρώντας, και μαθαίνοντας, εκπαιδεύοντας το σώμα και το μυαλό
του. Ο έφηβος που είχε σωθεί από την καταστροφή του Έσλιν-
γκφιλντ είχε παραχωρήσει προ πολλού τη θέση του στον άντρα που
ήταν τώρα, στον πολεμιστή που έχαιρε τον σεβασμό όλων. Τίποτε
δεν του είχε χαριστεί επειδή ήταν κουνιάδος του Ίαν. Έπρεπε ν' απο-
δεικνύει την αξία του όπως όλοι οι υπόλοιποι. Και δόθηκε ολόψυχα
σ' αυτό που έκανε, γιατί η αφοσίωση στη νέα ζωή του τον βοηθούσε
να ξεχάσει την παλιά. Εδώ το παρελθόν δεν είχε σημασία. Κρινόταν
μόνο γι' αυτό που έκανε τώρα. Παρ' όλο που οι άντρες του του φέ-
ρονταν ευγενικά, εκείνος ήξερε ότι τον παρακολουθούσαν, τον έκρι-
ναν. Ήταν θέμα περηφάνιας να κριθεί άξιος, να κερδίσει την εμπι-
στοσύνη και την αποδοχή τους.
Κοίταξε έναν έναν τους άντρες του: ο Γιούαν, ο Τζοκ και ο Ντέιβι
ήταν καλοί άνθρωποι, άντρες που τους εμπιστευόταν στη μάχη. Ή-
ξερε ότι θα τον κάλυπταν, όπως κι εκείνος αυτούς. Είχαν ζήσει άλ-
λωστε μαζί πολλές περιπέτειες. Όχι ότι περίμενε να δώσουν κάποια
μάχη στο άμεσο μέλλον. Το να παραδώσει μερικά άλογα σ' έναν πα-
λιό φίλο δεν ήταν επικίνδυνη αποστολή. Το έκανε ως χάρη στον Ίαν.
Για το άλλο θέμα, το πιο προσωπικό, δεν είχε πει τίποτε στους ά-
ντρες του. Άλλωστε, δεν είχε αποφασίσει ακόμη θετικά -δεν μπορού-
σε ν' αποφασίσει μέχρι να μάθει περισσότερα . Λίγες μέρες στο Κασ-
λμόρα θα ξεκαθάριζαν την κατάσταση.
Χωρίς να το θέλει, ήρθε στο μυαλό του η συνομιλία που είχε πριν
από μία εβδομάδα. Έπαιζε στην αυλή με τους ανιψιούς του, όταν
εμφανίστηκε ο Ιαν. Στάθηκε για λίγο παρακολουθώντας το άγριο
παιχνίδι τους μ' ένα χαμόγελο επιείκειας. Όταν τελικά σταμάτησαν
για να πάρουν ανάσα, ο Ιαv ζήτησε από τα παιδιά να φύγουν, γιατί
ήθελε να μιλήσει ιδιαιτέρως με τον θείο τους.
«Συμβαίνει κάτι;» ρώτησε ο Μπαν μόλις έφυγαν τ' αγόρια.
«Όχι, θα ήθελα απλώς να σου ζητήσω μια χάρη».
«Τι είδους χάρη;»
«Χρειάζομαι κάποιον για να παραδώσει μερικά άλογα στο Κασλμό-
ρα. Ο Άρτσιμπαλντ Γκρέιαμ μου ζήτησε πριν από λίγο καιρό καλά
άλογα αναπαραγωγής και του είπα ότι μόλις βρω θα του στείλω».
«Εννοείς τις φοράδες από το Τζάροου;»
«Ακριβώς».
Ο Μπαν κούνησε το κεφάλι του. Ήταν υπέροχα ζώα. Ωστόσο, δεν
επρόκειτο για καμία δύσκολη αποστολή, θα μπορούσε να την ανα-
λάβει οποιοσδήποτε γιατί ο Ιαν διάλεγε εκείνον συγκεκριμένα; Όπως
του συνέβαινε συχνά, διαισθάνθηκε πως υπήρχε και κάτι άλλο.
«Θα μπορούσες να πας;» ρώτησε αδιάφορα ο Ιαν, ενισχύοντας α-
κόμη περισσότερο τις υποψίες του Μπαν που χαμογέλασε αυθόρμη-
τα.
«Φυσικά», απάντησε ο Μπαν και το εννοούσε. Το Κασλμόρα απείχε
μόνο δύο μέρες με το άλογο και ο καιρός ήταν καλός. Άλλωστε, χρω-
στούσε πολλά στο γαμπρό του και χαιρόταν όποτε είχε την ευκαιρία
να του ανταποδώσει κάποια χάρη.
«Ωραία».
Ο Μπαν περίμενε, βέβαιος πλέον ότι υπήρχε και κάτι άλλο. Και εί-
χε δίκιο, αν και δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί το συγκεκριμέ-
νο.
«Το ταξίδι αυτό μπορεί να εξυπηρετήσει δύο σκοπούς», συνέχισε ο
Ίαν. «Ο Άρτσιμπαλντ Γκρέιαμ είναι παλιός φίλος και σύμμαχος, αλλά
δυστυχώς η υγεία του χειροτερεύει».
«Λυπάμαι που το ακούω».
«Έχει μία κόρη. Την τελευταία φορά που την είδα ήταν ακόμη παι-
δί, όμως τώρα θα έχει κλείσει τα δεκαοκτώ. Πριν από λίγο καιρό χή-
ρεψε και ο πατέρας της ψάχνει να της βρει καινούριο σύζυγο».
Η έκφραση του Μπαν σκοτείνιασε. Αυτό ήταν κάτι που δεν περίμε-
νε. Ωστόσο, ήταν χαρακτηριστικό του Ιαν να λέει, με απόλυτη αταρα-
ξία, τα πιο συνταρακτικά πράγματα.
«Όταν λες καινούριο σύζυγο εννοείς εμένα;»
«Όχι, βέβαια», απάντησε το ίδιο ατάραχα ο Ίαν. «Απλώς προτείνω
να πας να ρίξεις μια ματιά».
«Αν είναι χήρα, θα έχει και παιδιά, Ιαν».
«Απ' ό,τι φαίνεται, δεν έχει».
Ο Μπαν ανασήκωσε το φρύδι του. «Δεν έχει;»
«Ήταν παντρεμένη μόνο ένα χρόνο και το ποσοστό θνησιμότητας
στα βρέφη είναι υψηλό».
«Εσύ ξέρεις». Παρ' ότι δεν ζήτησε να μάθει περισσότερα, το ζήτημα
εξακολουθούσε να τον απασχολεί.
«Λένε πως είναι όμορφη γυναίκα και, ως κόρη του Γκρέιαμ, σίγου-
ρα θα έχει και γενναία προίκα».
«Όσο πάει γίνεται και καλύτερο. Και φυσικά εγώ είμαι είκοσι πέντε
χρονών και ανύπαντρος ακόμη». Ο Μπαν έκανε μια παύση. «Η αδελ-
φή μου σου έβαλε την ιδέα;»
«Όχι, αν και ξέρω ότι θα χαιρόταν να σε δει αποκατεστημένο».
«Έτσι σου είπε; »
«Το έχει αναφέρει μια-δυο φορές».
«Και λίγα λες. Τα τελευταία πέντε χρόνια δεν έχει σταματήσει να
προσπαθεί να με παντρέψει».
«Και τι περίμενες; Είσαι ο μοναδικός της αδελφός».
«Και ο τελευταίος άντρας από την οικογένειά μας, άρα οφείλω ν’
αφήσω πίσω έναν κληρονόμο».
«Είσαι εναντίον του γάμου;»
Ο Μπαν έγνεψε αρνητικά. «Θεωρητικά όχι».
Και έλεγε αλήθεια. Η ιδέα του γάμου δεν τον δυσαρεστούσε. Ήταν
απαραίτητο βήμα στη ζωή ενός άντρα, μια ευθύνη που έπρεπε να
αναλάβει για τη διαιώνιση του ονόματος της οικογένειάς του. Ήθελε
μια σύζυγο υπάκουη και, στην ιδανική περίπτωση, όμορφη, αν και
ήξερε από πικρή εμπειρία ότι η ομορφιά δεν αποτελούσε εγγύηση
για μια ζεστή και γενναιόδωρη καρδιά.
Ο γαμπρός του έγνεψε συγκαταβατικά. «Ωραία λοιπόν».
Αν το σκεφτόταν με την ψυχρή λογική, ο Μπαν καταλάβαινε ότι το
σχέδιο του Ιαν είχε κάποιο νόημα. Παρ' όλα αυτά, δεν μπορούσε να
μη νιώσει ένα τσίμπημα ζήλιας όταν το σύγκρινε με το γάμο του Ιαν
και της Άσλιν, που είχε αγάπη, πάθος, γέλια και πνευματώδη πειράγ-
ματα. Ο Ιαν ήταν αφοσιωμένος σύζυγος και καλός πατέρας. Όταν
θυμόταν πως κάποτε είχε αμφιβάλει για εκείνον, ο Μπαν ένιωθε
ντροπή. Η Άσλιν δεν θα μπορούσε να έχει βρει καλύτερο σύζυγο.
Ανάμεσα στα παντρεμένα ζευγάρια αποτελούσαν την εξαίρεση που
επιβεβαίωνε τον κανόνα. Απ' ό,τι ήξερε ο Μπαν, ο Ιαν δεν είχε ξενο-
κοιμηθεί ποτέ. Δεν είχε μάτια για άλλη γυναίκα, κι έτσι ήταν το σω-
στό. Οι γαμήλιοι όρκοι έπρεπε να τηρούνται.
«Φυσικά αυτό δεν αποτελεί δέσμευση», συνέχισε ο Ιαν. «Η γυναίκα
μπορεί να μη σου αρέσει».
Ο Μπαν παρέμεινε ανέκφραστος. Το πιθανότερο ήταν να μην της
άρεσε εκείνης ένας λόρδος χωρίς γη.
«Ό,τι πεις».
«Αν δεν σου αρέσει, πήγες απλώς για να παραδώσεις τα άλογα. Αν
πάλι σου αρέσει...»
«Λες να την ερωτευτώ;»
«Έχουν συμβεί και πιο παράξενα πράγματα».
Ο Μπαν μόρφασε. Από την προσωπική του εμπειρία, ο έρωτας ή-
ταν μια χίμαιρα, ένα παιδιάστικο όνειρο. Και επιπλέον, έκανε τον ά-
ντρα επικίνδυνα ευάλωτο. Αν ο ίδιος αποφάσιζε να παντρευτεί, ο
γάμος του θα ήταν μία εμπορική συμφωνία. Κι αν αργότερα προέκυ-
πτε ο έρωτας, τόσο το καλύτερο. «Όντως».
Ο Ιαν χαμογέλασε νωχελικά. «Όπως είπα, είναι όμορφη».
«Πανάθεμά σε, Ιαν», είπε ο Μπαν αλλά χωρίς θυμό.
«Δηλαδή θα πας;»
«Ναι, που να πάρει. Θα πάω. Αλλά σε προειδοποιώ από τώρα ότι
είμαι εκλεκτικός».
«Έτσι ήμουν κι εγώ».
Ένα απαλό σκούντημα έφερε τον Μπαν πίσω στο παρόν και κατά-
λαβε πως ήταν ο Τζοκ που του έδινε το φλασκί με το νερό. Το πήρε
μουρμουρίζοντας ευχαριστώ, συνειδητοποιώντας ένοχα ότι μέχρι
εκείνη τη στιγμή δεν είχε ακούσει λέξη από τη συζήτηση των συ-
ντρόφων του.
«Σίγουρα θα μας κάνουν θερμή υποδοχή», είπε ο Γιούαν. «Ο Άρ-
τσιμπαλντ Γκρέιαμ φημίζεται για τη φιλοξενία του».
Ο Μπαν και ο Τζοκ αντάλλαξαν βλέμματα χαμογελώντας. Μία από
τις βασικές έγνοιες του Γιούαν ήταν το φαγητό. Αλλά όσο και να έ-
τρωγε, το λεπτοκαμωμένο και νευρώδες σώμα του ήταν εκπληκτικά
δυνατό χωρίς ούτε μια ουγκιά περιττού λίπους. Στα δεκαοκτώ του, ο
Γιούαν ίππευε ήδη τρία χρόνια στο πλευρό του Μπαν, συντροφεύο-
ντάς τον σε κάθε περιπέτεια που τύχαινε στο δρόμο τους.
«Ωραία. Ένα καλομαγειρεμένο γεύμα κι ένα αναπαυτικό κρεβάτι θα
ήταν ό,τι πρέπει», απάντησε ο Μπαν.
«Απ' ό,τι άκουσα, ο γέρος είναι άρρωστος τελευταία», είπε ο Τζοκ.
«Κι εγώ έτσι άκουσα». Ο Γιούαν ήπιε με τη σειρά του μια γουλιά
από το δερμάτινο φλασκί. «Ευτυχώς, ο γιος του είναι σε ηλικία που
μπορεί να τον διαδεχτεί. Έχει και μια χήρα κόρη, που λένε ότι είναι
όμορφη».
«Τότε θα τη ζητούν πολλοί. Ο Γκρέιαμ είναι αρκετά πλούσιος».
«Θα ξαναπαντρευτεί σίγουρα».
«Λες να κοιτάξει εμένα;» Το σκληροτράχηλο πρόσωπο του Τζοκ
φωτίστηκε από ένα χαμόγελο που αποκάλυψε ότι του έλειπε ένα
μπροστινό δόντι.
«Όχι», απάντησε ο Γιούαν. «Μπορεί να έχει όποιον θέλει. γιατί να
κοιτάξει έναν άσχημο άντρα σαν εσένα;»
«Μιλάς κι εσύ; Που αν η ασχήμια ήταν έγκλημα, δεν θα σε βάζανε
απλώς φυλακή, αλλά θα σε εκτελούσαν».
Ο Γιούαν χαμογέλασε απτόητος. «Καλά, δεν θα παντρευτεί έναv
από μας τους δύο, όμως τι λες για τον Ντέιβι; Είναι ωραίος άντρας».
«Είναι πράγματι, αλλά έχει ήδη γίνει το συνοικέσιο με την κόρη
του Λάχλαν. Εξάλλου ο Ντέιβι είναι ένας κοινός θνητός».
«Τότε μήπως εσένα, άρχοντά μου;» είπε ο Γιούαν.
Ο Μπαν αιφνιδιάστηκε που η συζήτηση είχε στραφεί στις προσω-
πικές του ανησυχίες, αλλά κατάφερε να χαμογελάσει.
«Δεν έχω τίποτε εναντίον του γάμου, αν και οι πλούσιες κληρονό-
μοι είναι σχεδόν πάντα άσχημες».
«Δεν έχω γνωρίσει ποτέ καμία, οπότε βασίζομαι στο λόγο σου» εί-
πε ο Τζοκ.
Ο Μπαν ξερίζωσε αφηρημένος μια τούφα γρασίδι, ενώ σκεφτόταν
ότι καμία κληρονόμος, άσχημη ή όχι, δεν θα ήθελε να παντρευτεί έ-
ναν έκπτωτο Άγγλο βαρόνο. Τα τελευταία έξι χρόνια είχε καταφέρει
ν' αποκτήσει αρκετό χρυσάφι, αλλά τα εδάφη του βρίσκονταν τώρα
στα χέρια κάποιου Νορμανδού άρχοντα. Και δεν μπορούσε να κάνει
τίποτε γι' αυτό, όπως δεν μπορούσε να κάνει τίποτε για τον πατέρα,
τον αδελφό του, τη νύφη του και το νεογέννητο γιο τους που είχαν
σκοτωθεί. Ο στρατός του βασιλιά Γουλιέλμου είχε εισβάλει στη Βό-
ρεια Αγγλία αφήνοντας στο πέρασμά του καμένη γη και αναρίθμη-
τους νεκρούς, οι οποίοι κείτονταν ανάμεσα στα ερείπια των χωριών
τους, καθώς είχαν απομείνει ελάχιστοι ζωντανοί για να τους θά-
ψουν. Και όλη η σφαγή είχε γίνει για το θάνατο ενός ανόητου άντρα.
Η βιαιότητα του Ρόμπερτ Ντε Κόμιν είχε οδηγήσει στην εξέγερση,
στην οποία σκοτώθηκε. Επειδη όμως ηταν από τους αγαπημένους
κόμητες του Γουλιέλμου, η εκδίκηση του βασιλιά ήταν τρομερή. Ο
Μπαν αναρωτήθηκε αν η γη και οι άνθρωποι θα μπορούσαν ποτέ να
ανακάμψουν.
«Ισως ο Γκρέιαμ να θέλει να την παντρέψει με Νορμανδό άρχο-
ντα», είπε ο Γιούαν.
Για άλλη μια φορά ο Μπαν τινάχτηκε από την ονειροπόληση του.
«Νορμανδό;»
« Με τη Συνθήκη του Αμπερνέθι, ο Μάλκομ δήλωσε υποτέλεια στο
βασιλιά Γουλιέλμο». Ο Τζοκ έφτυσε στο χώμα. «Υπάρχει καλύτερος
τρόπος για τη δημιουργία ισχυρής πολιτικής συμμαχίας από το γάμο
μιας Σκοτσέζας μ' έναν Νορμανδό;»
Οι άντρες παρέμειναν σιωπηλοί, αναγνωρίζοντας στα λόγια του
Τζοκ τη δυσάρεστη αλήθεια. Οι επιδρομές του βασιλιά Μαλκομ στη
Βόρεια Αγγλία το 1070 ήταν απόλυτα επιτυχημένες και προκάλε-
σαν τη σκληρή απάντηση του Γουλιέλμου, ο οποίος συγκέντρωσε
στρατό και προέλασε βόρεια για να αντιμετωπίσει τους Σκοτσέζους.
Παρά τη γενναιότητά τους, οι Σκοτσέζοι κατατροπώθηκαν από τους
κατακτητές Νορμανδούς. Και έτσι ο Μάλκομ υποχρεώθηκε να πλη-
ρώνει φόρο υποτέλειας στον Γουλιέλμο και να υπογράψει τη Συνθή-
κη του Αμπερνέθι δυο χρόνια αργότερα.
Ο Γιούαν ένιωσε φρίκη. «Η κοπέλα σίγουρα αξίζει κάτι καλύτερο».
«Οπωσδήποτε, φίλε μου. Παρά τα μεγαλεία και τους τίτλους τους,
οι Νορμανδοί είναι μπάσταρδοι προδότες».
«Ναι, και με επικεφαλής τον μεγαλύτερο μπάσταρδο». Γέλασαν ό-
λοι, καθώς ήταν γνωστή η ταπεινή καταγωγή του Βασιλιά Γουλιέλ-
μου. Όπως επίσης και ότι αυτό ήταν το ευαίσθητο σημείο του.
«Μη σ' ακούσει, γιατί θα σου κόψει τη γλώσσα».
«Ναι, αλλά δεν είναι εδώ», δικαιολογήθηκε ο Γιούαν.
«Όχι, αλλά έχει αφήσει το σημάδι του».
«Πράγματι. Η Νορθάμπρια είναι πλέον έρημη γη».
Σιωπή ακολούθησε αυτή τη δήλωση, καθώς γνώριζαν όλοι το πα-
ρελθόν του Μπαν και δεν ήθελαν να επεκταθούν σ' ένα θέμα που τον
πονούσε. Καταλαβαίνοντας την αμηχανία τους, ο Μπαν προσπάθησε
να ελαφρύνει τη συζήτηση. «Για πες μας, Γιούαν, εσύ έχεις στο μυα-
λό σου καμιά κοπέλα;»
«Όχι ακόμη».
«Ποια λογική κοπέλα θα κοίταζε εσένα;» σχολίασε ο Τζοκ.
«Γιατί όχι; Μέχρι κι εσύ κατάφερες να παντρευτείς».
«Ναι, πληρώνω τις αμαρτίες μου».
Ο Μπαν και ο Γιούαν χαμογέλασαν. Η Μάγκι, η γυναίκα του Τζοκ,
είχε κοφτερή γλώσσα. Καβγάδιζαν συχνά, αλλά ήταν φανερή η αφο-
σίωση του ενός προς τον άλλον. Είχαν κάνει οκτώ παιδιά, από τα
οποία είχαν επιβιώσει τα πέντε. Τα τρία ήταν δυνατά αγόρια, που
έδειχναν ήδη πως θα γίνονταν καλοί ξιφομάχοι σαν τον πατέρα
τους. Ο Τζοκ ήταν περήφανος γι' αυτούς, και με το δίκιο του.
Για να ξεφύγει από το θέμα του γάμου, ο Μπαν απομακρύνθηκε με
το πρόσχημα πως ήθελε να ξεμουδιάσει, ακολουθώντας το μονοπάτι
πλάι στο ρέμα. Παραδόξως, η συζήτησή τους τον είχε αναστατώσει
και ήθελε να μείνει μόνος του για να σκεφτεί.
Τα δύο πρώτα χρόνια μετά την άφιξή του στο Γκλενγκάρον, το μό-
νο που του ανήκε ήταν τα ρούχα και το ξίφος του. Δεν ήταν σε θέση
να συντηρήσει μια σύζυγο. Σιγά σιγά απέκτησε φήμη και πλούτη με
το ξίφος και την ευφυΐα του, αλλά ένα όνομα, ακόμη κι αν συνοδευό-
ταν από χρυσάφι, δεν ήταν αρκετό. Το πιο σημαντικό ήταν η γη -
αυτή έδινε σ' έναν άντρα κοινωνική θέση και δύναμη. Χωρίς αυτή
ήταν ελάχιστα ανώτερος από μισθοφόρο. Οι γυναίκες με ευγενική
καταγωγή μπορεί να περνούσαν την ώρα τους μαζί του, αλλά δεν
επρόκειτο ποτέ να τον παντρευτούν γιατί ήταν κατώτερός τους. Ή-
ταν ένα μάθημα που είχε πάρει με πολύ σκληρό τρόπο.
Τα τελευταία έξι χρόνια είχε βέβαια ερωμένες, αλλά ήταν γυναίκες
μιας συγκεκριμένης τάξης που ικανοποιούσαν τις ανάγκες του. Ήταν
περαστικές και γρήγορα τις ξεχνούσε -όλες εκτός από την Μπίατρις.
Η εικόνα της ήταν ακόμη ζωντανή στο μυαλό του, παρ' όλο που γνώ-
ριζε πλέον το ποιόν της.
Βυθισμένος στις σκέψεις του, περπατούσε κατά μήκος του ρέματος
που έστριβε ανάμεσα στα δέντρα, παρατηρώντας ελάχιστα τη φύση
γύρω του. Είχε αφήσει αρκετά πίσω τους άντρες του και απολάμβα-
νε την ησυχία του. Σταμάτησε σε μια σκιά κατω από το βουνό και
κοίταξε τριγύρω το όμορφο τοπίο με τους λόφους, τα δέντρα και το
ρέμα. Το καλοκαίρι ήταν ασυνήθιστα ζεστό και ξηρό, και το νερό είχε
λιγοστέψει, παρ' όλα αυτά, το ρέμα λαμπύριζε στο φως του ήλιου
γλείφοντας τις πέτρες στις όχθες του. Στο σημείο εκείνο το νερό
χτυπούσε σ' ένα βράχο κι έπεφτε σαν καταρράκτης σε μια μεγάλη λί-
μνη. Του φάνηκε πολύ δροσερή και δελεαστική, και αποφάσισε να
κάνει μια βουτιά. Κάθισε στο έδαφος κι έβγαλε τις μπότες του. Και
τότε, με την άκρη του ματιού του, έπιασε μια κίνηση και κατάλαβε
ότι δεν ήταν ο μόνος που είχε αυτή την ιδέα. Κάποιος κολυμπούσε
στην άλλη πλευρά της λίμνης.
Ενστικτωδώς, έσκυψε πίσω από ένα βράχο για να δει καλύτερα και
αντίκρισε ένα άλογο δεμένο σ' ένα θάμνο και ρούχα στην όχθη. Χα-
μογέλασε έκπληκτος. Ο άνθρωπος στο νερό ήταν σιγουρα γυναίκα.
Διέκρινε τη λεπτή μέση και τα μακριά καλλίγραμμα πόδια της. Τα μα-
κριά καστανά μαλλιά της επέπλεαν πίσω της σαν άγρια χόρτα. Ποια
ήταν; Από πού είχε έρθει; Δεν υπήρχαν σπίτια εκεί κοντά. Δεν ήταν
μια κοινή γυναίκα, αν έκρινε από το άλογό της, και σίγουρα ούτε κα-
μιά σεμνή παρθένα. Οι παρθένες είχαν αυστηρή επιτήρηση, δεν κυ-
κλοφορούσαν ασυνόδευτες ούτε κολυμπούσαν γυμνές σε απομα-
κρυσμένες λίμνες στο δάσος. Μόνο ένα είδος γυναίκας θα έδειχνε τα
κάλλη της με τέτοιον τρόπο. Ο Μπαν χαμογέλασε. Ασφαλώς εκείνη
δεν είχε έρθει για να βρει πελάτη σ' αυτή την ερημιά, αλλά κανένας
θερμόαιμος άντρας δεν θα προσπερνούσε αυτή την ευκαιρία. Αν
ήταν δεκτική, θα περνούσαν μαζί ένα ευχάριστο μισάωρο στην όχθη
της λίμνης, για το οποίο θα μπορούσε να λάβει μία γενναιόδωρη α-
μοιβή.
Ο Μπαν γδύθηκε και βούτηξε στη λίμνη. Το νερό ήταν παγωμένο
και του έκοψε την ανάσα, αλλά αμέσως βύθισε το σώμα του και κο-
λύμπησε μέχρι την απέναντι όχθη. Μέχρι να φτάσει, η γυναίκα είχε
βγει έξω και σκουπιζόταν με ένα λινό πανί. Ήταν νεότερη απ' ό,τι
του είχε φανεί, γύρω στα δεκαοκτώ, αλλά το σώμα της είχε τις
στρογγυλεμένες καμπύλες της γυναικείας φύσης. Μόλις σκουπίστη-
κε, τύλιξε γύρω της το ύφασμα και κάθισε σε μια πέτρα για να στε-
γνώσει τα μαλλιά της στον ήλιο. Έτσι όπως έπεφταν οι φωτεινές α-
κτίνες πάνω τους, ο Μπαν πρόσεξε ότι είχε κάνει λάθος: δεν ήταν
σκούρα καστανά αλλά πυρρόξανθα, και πλαισίωναν ένα πανέμορφο
πρόσωπο. Το χαμόγελό του πλάτυνε. Δεν θα έχανε τέτοια ευκαιρία.
Κεφάλαιο 2

Το άλογο ήταν εκείνο που ειδοποίησε την Ίζαμπελ για την παρου-
σία του Μπαν, τινάζοντας το κεφάλι του και χρεμετίζοντας μόλις τον
μύρισε. Εκείνη κοίταξε γύρω της ακολουθώντας το βλέμμα του αλό-
γου και πήρε μια κοφτή ανάσα βλέποντας έναν άντρα να έρχεται
προς το μέρος της. Πετάχτηκε αμέσως όρθια και οπισθοχώρησε, έ-
τοιμη να το βάλει στα πόδια. Παρ' όλο που ο άντρας ήταν άοπλος,
εντούτοις ήταν ψηλός, με φαρδιούς ώμους και μυώδη μπράτσα που
έδειχναν πολεμιστή. Η μέση του δεν είχε ίχνος λίπους, το ίδιο και οι
δυνατοί μηροί του. Σταμάτησε λίγα μέτρα μακριά της. Η Ίζαμπελ α-
ντίκρισε καστανόξανθα μαλλιά, δύο γαλάζια μάτια, φρεσκοξυρισμέ-
νο πρόσωπο με αδρά χαρακτηριστικά και θεληματικό πιγούνι. Εκεί-
νος της χαμογέλασε, αποκαλύπτοντας τα ίσια, κατάλευκα δόντια του.
«Καλησπέρα».
Οι χτύποι της καρδιάς της έγιναν πιο γρήγοροι . Ο ευγενικός χαι-
ρετισμός του άγνωστου άντρα ερχόταν σε αντίθεση με την τολμηρή
του προσέγγιση και τη γύμνια του. Έριξε μια γρήγορη ματιά γύρω
της, έχοντας οδυνηρή επίγνωση πως ήταν μόνη της και το μέρος ή-
ταν ερημικό. Αν έβαζε τις φωνές, δεν θα την άκουγε κανείς. Άλλωστε,
δεν έπρεπε να δείξει φόβο. Ήταν προφανές οτι ο άντρας είχε σχημα-
τίσει λανθασμένη εντύπωση για εκείνη, αλλά αν έμενε ψύχραιμη, ί-
σως μπορούσε να τον μεταπείσει.
Ο Μπαν πρόσεξε το λεπτοκαμωμένο πιγούνι της που τινάχτηκε α-
γέρωχο. Δεν του φάνηκε ντροπιασμένη ούτε φοβισμένη το βλέμμα
της ήταν τολμηρό, ίσως και προκλητικό. Του άρεσε αυτό. Δεν είχε
κάνει λάθος. Παραδόξως, όμως, της έλειπε η σκληρότητα που χαρα-
κτήριζε τις πόρνες. Ίσως αυτή να ερχόταν με τα χρόνια, σκέφτηκε.
Δεν την είχαν σημαδέψει ακόμη οι εμπειρίες της. Από κοντά ήταν α-
κόμη πιο ποθητή. Η έντονη ανταπόκρισή του ξάφνιασε κι αυτόν τον
ίδιο. Χαμήλωσε το βλέμμα του στο κορμί της αφαιρώντας νοερά το
ύφασμα. Εκείνη το πρόσεξε και κοκκίνισε.
«Πόση ώρα με παρακολουθείτε;»
«Αρκετή».
Το κοκκίνισμα έγινε πιο βαθύ και τα καστανά μάτια της άστραψαν
από θυμό. «Πώς τολμάτε και με κατασκοπεύετε;»
«Είμαι ασυγχώρητος, το ξέρω», παραδέχτηκε ο Μπαν, «αλλά ήταν
αδύνατον να μην κοιτάξω. Κορμιά σαν το δικό σας είναι πολύ σπάνι-
α».
Εκείνη ανάσανε βαθιά, αγανακτισμένη με το θράσος του. Ο Μπαν
συνέχισε ν' απολαμβάνει απτόητος το θέαμα.
«Δεν φτάνει που με κατασκοπεύετε, με προσβάλλετε κι από πάνω»,
είπε η Ίζαμπελ.
«Δεν σας προσβάλλω, αρχόντισσά μου, σας το ορκίζομαι. Αποτίνω
φόρο τιμής στην ομορφιά σας».
«Να μου λείπει τέτοιος φόρος τιμής».
«Ωστόσο, πρέπει να καταβληθεί ούτως ή άλλως».
Εκείνη ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους της. «Οποιοσδήποτε
μπορεί να σηκώσει τα μάτια του σ' ένα βασιλιά».
«Ή σε μια βασίλισσα», πρόσθεσε ο Μπαν.
«Δεν βρίσκομαι τόσο ψηλά».
«Προφανώς, γιατί αν ήσασταν βασίλισσα δεν θα ερχόσασταν μόνη
σας εδώ ούτε θα κολυμπούσατε γυμνή στη λίμνη».
Την πλησίασε περισσότερο και η Ίζαμπελ έκανε άλλο ένα βήμα πί-
σω.
«Μη φοβάστε, αρχόντισσά μου. Δεν θα σας κάνω κακό».
«Τι θέλετε;»
«Μισή ώρα από το χρόνο σας, για την οποία θα πληρώσω σε χρυ-
σάφι».
Τα μέχρι τότε ρόδινα μάγουλά της χλόμιασαν. Δεν ήταν δυνατόν
να εννοούσε τα λόγια του ο άντρας. Από το ύφος του όμως κατάλαβε
ότι τα εννοούσε. Οι προθέσεις του ήταν ξεκάθαρες. Ήταν πολύ αργά
για να του αλλάξει γνώμη. Το μόνο που της έμενε ήταν να τρέξει για
να σωθεί.
Εκείνος με τρία βήματα την έπιασε και την έκλεισε στην αγκαλιά
του. Η Ίζαμπελ έβαλε τις φωνές. Πάλευε να ξεφύγει από τα χέρια του,
αλλά ο Μπαν δεν την άφηνε. Φαινόταν μάλιστα να διασκεδάζει με
την κατάσταση. Την κοίταξε για μια στιγμή στα μάτια κι ύστερα έ-
σκυψε και τη φίλησε στο στόμα.
Οι πνιχτές κραυγές διαμαρτυρίας της αγνοήθηκαν και το φιλί του
έγινε πιο επίμονο γυρεύοντας ανταπόκριση. Η Ίζαμπελ δεν μπορού-
σε να πάρει ανάσα. Η γυμνή ζεστασιά του την πίεζε. Ο άντρας απο-
τραβήχτηκε λίγο και τα γαλάζια μάτια του συνάντησαν τα δικά της
πετώντας φλόγες, ο πόθος του ήταν ολοφάνερος. Η καρδιά της σφί-
χτηκε.
«Σας παρακαλώ, σας ικετεύω...»
Εκείνος έδωσε εντελώς διαφορετική ερμηνεία στα λόγια της.
«Μην ανησυχείς, γλυκιά μου, θα σου δώσω αυτό που θέλεις, σ' το
υπόσχομαι» .
Κυριευμένη πλέον από πανικό, η Ίζαμπελ προσπάθησε μανιασμένα
να ελευθερωθεί. «Άφησέ με! Άσε με!»
Ο Μπαν δυσκολευόταν πλέον να την κρατήσει. «Μα τι διάολο...»
«Σου είπα να μ' αφήσεις!»
Σε άλλη περίπτωση, εκείνος θα υποπτευόταν πως η διαμαρτυρία
και η πάλη της ήταν προσποιητές για να διεγείρουν ακόμη περισσό-
τερο τον πόθο του, αλλά η φωνή και η έκφρασή της έδειχναν απο-
φασιστικότητα. Ο Μπαν συνοφρυώθηκε. «Σταμάτα να χτυπιέσαι, δεν
θα σου κάνω κακό».
«Τότε άφησέ με».
Διακρίνοντας φόβο πίσω από την προσταγή της, ο Μπαν δίστασε.
«Τι συμβαίνει; Τι έπαθες;»
«Ρωτάς κι από πάνω, χοντροκέφαλε;»
«Χοντροκέφαλε; Τώρα θα σου δείξω εγώ».
Η Ίζαμπελ κατάφερε να ξεφύγει από την αγκαλιά του. «Πρώτα θα
πρέπει να με σκοτώσεις».
«Δεν έχω καμία πρόθεση να σε σκοτώσω, μικρή ανόητη, μόνο να σε
ικανοποιήσω».
«Ποτέ!»
Η πρόκληση ήταν απτή, το ίδιο και ο πειρασμός. Ο Μπαν έτριξε τα
δόντια του, νιώθοντας να τον καίει ο πόθος ανάμεσα στα σκέλια του,
συνειδητοποιώντας ότι ήθελε αυτή τη γυναίκα περισσότερο απ' όσο
είχε θελήσει ποτέ γυναίκα στη ζωή του, και ξέροντας πως ήταν πολύ
εύκολο να ικανοποιήσει την επιθυμία του. Κοιτάζοντάς τη στα μάτια
βεβαιώθηκε για το φόβο και την απροθυμία της. Ο πόθος του έσβη-
σε. Αρκετή βία είχε ζήσει στη ζωή του. Δεν Θα βίαζε ποτέ γυναίκα,
πόσο μάλλον εκείνη.
«Με τέτοια περιβολή δεν πείθεις ότι δεν πας γυρεύοντας». Εκείνη
δεν είπε τίποτε, μόνο του έριξε ένα βλέμμα που υποδήλωνε την έ-
ντονη ταραχή της. Ο Μπαν συνοφρυώθηκε περισσότερο.
«Μη φοβάσαι. Δεν πρόκειται να κάνω δική μου μια γυναίκα χωρίς
τη θέλησή της».
Χαλάρωσε τα χέρια του και την άφησε, προς μεγάλη της ανακού-
φιση. Η Ίζαμπελ σκεπάστηκε καλύτερα με το λινό ύφασμα, σφίγγο-
ντάς το στο στήθος της. Το πρόσωπό της ήταν άσπρο και η καρδιά
της χτυπούσε δυνατά.
Ο Μπαν την αγριοκοίταξε. «Μου οφείλεις εξηγήσεις».
«Δεν είναι αυτό που νομίζεις. Ήθελα απλώς να κολυμπήσω».
«Πολύ ανόητη ιδέα. Ο άντρας σου το ξέρει ότι ιππεύεις μόνη σου
στις ερημιές;»
«Δεν είμαι παντρεμένη». Αυτό τουλάχιστον ήταν αλήθεια και η Ί-
ζαμπελ δεν είχε σκοπό να του πει τίποτε άλλο.
Εκείνος ξαφνιάστηκε. Μια γυναίκα της ηλικίας της έπρεπε να είναι
παντρεμένη, πόσο μάλλον αν ήταν όμορφη. «Ο πατέρας σου τότε. Το
ξέρει;»
Η Ίζαμπελ έγνεψε αρνητικά. «Δεν το ξέρει».
«Πρέπει να σε προσέχει καλύτερα. Είναι μεγάλη απερισκεψία να
ιππεύει μόνη της μια γυναίκα σ' αυτά τα μέρη. Θα μπορούσε να σου
συμβεί οτιδήποτε. Ο βιασμός είναι το λιγότερο. Μπορεί να σου έκο-
βαν το λαιμό».
Τα μάγουλα της Ίζαμπελ έκαιγαν επειδή καταλάβαινε την απερι-
σκεψία της, αλλά κι επειδή δικαίως την επέπληττε ο ξένος. Το βλέμμα
του την κεραυνοβολούσε και η έντασή του ήταν τρομακτική. Έτρεμε
στη σκέψη του τι μπορούσε να της έχει κάνει, τι θα μπορούσε ακόμη
να της κάνει. Μακάρι να της έλεγε αλήθεια και όντως να μην είχε
βιάσει ποτέ του γυναίκα.
Εκείνη δεν μπορούσε να το ξέρει, αλλά ο Μπαν ήταν θυμωμένος
κυρίως με τον εαυτό του επειδή συνειδητοποίησε τι ήταν έτοιμος να
κάνει, τι εξακολουθούσε να θέλει να κάνει. Η φαντασία του έστειλε
άλλο ένα κύμα έξαψης στους βουβώνες του, που με δυσκολία το συ-
γκράτησε. Έσκυψε, πήρε τα ρούχα της κοπέλας και της τα πέταξε.
«Ντύσου».
Εκείνη έπιασε αδέξια τα ρούχα της. Ο Μπαν δεν έκανε καμία κίνη-
ση να γυρίσει από την άλλη πλευρά. Η ενόχλησή της αναμείχτηκε με
το φόβο της.
«Εσύ θα στέκεσαι να βλέπεις;»
«Είναι λίγο αργά για σεμνοτυφίες, γλυκιά μου».
Πνίγοντας τη θυμωμένη απάντηση που ανέβηκε στα χείλη της, η
Ίζαμπελ φόρεσε βιαστικά τα εσώρουχά της και άφησε τη λινή πετσέ-
τα να πέσει προτού φορέσει το φόρεμά της. Ο ξένος δεv πήρε το
βλέμμα του από πάνω της ούτε στιγμή. Της έδωσε τον μάλλινο κορσέ
της και την παρακολούθησε να τον δένει. Η Ίζαμπελ του γύρισε την
πλάτη για να φορέσει τις κάλτσες της. Έδεσε τις καλτσοδέτες της με
χέρια που έτρεμαν και φόρεσε τα παπούτσια της. Εκείνος την επι-
θεώρησε.
«Λίγο αναμαλλιασμένη αλλά τουλάχιστον αξιοπρεπής», παρατή-
ρησε.
Η Ίζαμπελ τον αγριοκοίταξε. Ο Μπαν χαμογέλασε αχνά αναγνωρί-
ζοντας το σθένος της, αλλά τα γαλάζια μάτια του έλαμπαν επικίνδυ-
να . «Για γυναίκα που αποκαλύπτει τα κάλλη της τόσο εύκολα, έχεις
μεγάλη υπεροψία».
Ο θυμός άρχισε να αντικαθιστά την ανησυχία της. «Δεν γδύθηκα
σκόπιμα μπροστά σου».
«Το αποτέλεσμα θα μπορούσε να είναι το ίδιο. Ευτυχώς για σένα,
δεν μου αρέσει να βιάζω παρθένες».
Η Ίζαμπελ είχε χάσει προ πολλού την αγνότητά της, αλλά δεν είχε
σκοπό να του το πει. Αν εκείνος τη θεωρούσε έμπειρη, μπορεί να άλ-
λαζε γνώμη και να ολοκλήρωνε ό,τι είχε ξεκινήσει.
«'Όχι, βέβαια, σ' αρέσει μόνο να κρυφοκοιτάζεις».
Ο Μπαν την κοίταξε έκπληκτος. «Τι αχάριστη που είσαι! Θα σου
άξιζε να σου τις βρέξω γι' αυτό».
«Δεν θα τολ...» Βλέποντας την έκφρασή του ν' αλλάζει, η Ίζαμπελ
κατάλαβε ότι γινόταν προκλητική και διέκοψε τη φράση της απότο-
μα.
«Δεν θα τολμούσα; Μη με προκαλείς, γιατί δεν θα μπορείς να καθί-
σεις για μια βδομάδα».
Η Ίζαμπελ δεν είχε καμία διάθεση να το διακινδυνέψει. Αρκετή τα-
πείνωση είχε υποστεί στα χέρια του.
«Είμαι πρόθυμος να σε πάω μέχρι το σπίτι σου και να πω στον πα-
τέρα σου να το κάνει», συνέχισε ο Μπαν. «Για να σου γίνει μάθημα».
Η Ίζαμπελ χλόμιασε, οργισμένη αλλά και φοβισμένη. Αρκετό ξύλο
είχε φάει από άντρες που θεωρούσαν θεόσταλτο δικαίωμά τους την
τιμωρία του αδύνατου φύλου. Ένιωσε μνησικακία, αλλά την κατέπνι-
ξε. Έπρεπε να προσέχει. Αν το μάθαινε ο πατέρας της, θα το μάθαινε
και ο Μέρντο. Δεν άντεχε να σκεφτεί τις συνέπειες. 'Όσο και να μην
ήθελε, έπρεπε να παίξει το ρόλο της συντετριμμένης νεαρής παρθέ-
νας.
Χαμήλωσε το βλέμμα της. «Όχι, σε παρακαλώ. Δεν θα το ξανακάνω,
τ' ορκίζομαι».
Ο Μπαν την πίστεψε. Η κοπέλα είχε τρομάξει, αλλά είχε πάρει το
μάθημά της. Τώρα φαινόταν νέα και ευάλωτη. «Προτείνω να πας στο
σπίτι σου και να μείνεις εκεί», της είπε.
Την έπιασε σφιχτά από το μπράτσο και την οδήγησε στο άλογό της
που την περίμενε. Η λαβή του δεν την πόνεσε, αλλά της έδειξε ότι
δεν σήκωνε αντιρρήσεις. Η Ίζαμπελ ένιωθε τη ζεστασιά της παλάμης
του να διαπερνά το φόρεμά της. Μόλις έφτασαν στο άλογο, εκείνος
δεν την περίμενε να ανέβει, αλλά τη σήκωσε στην αγκαλιά του και
την ανέβασε ο ίδιος. Ύστερα τις έδωσε τα χαλινάρια.
«Δεν νομίζω να ξανασυναντηθούμε, γι' αυτό σου εύχομαι να σε έ-
χει καλά ο Θεός».
Εκείνη του έριξε μια πειστική ματιά και έστρεψε το κεφάλι του α-
λόγου της. «Δεν θα ξανασυναντηθούμε. Τουλάχιστον όχι, αν σε δω
εγώ πρώτη».
Και με τα λόγια αυτά κέντρισε τα πλευρά του ζώου κι εκείνο όρμη-
σε μπροστά καλπάζοντας. Ο Μπαν χαμογέλασε αυθόρμητα. Χωρίς να
το θέλει θαύμασε το δυναμισμό της, ενώ το βλέμμα του την ακολού-
θησε μέχρι που χάθηκε στον ορίζοντα.
***
Η Ίζαμπελ κάλπαζε γρήγορα και μόνο όταν απομακρύνθηκε αρκετά
από τον ξένο άφησε το άλογό της να τριποδίσει. Παρ' ότι το αρχικό
σοκ είχε περάσει, εκείνη έτρεμε ακόμη και ανατρίχιαζε στην ιδέα ότι
ο άντρας θα μπορούσε πολύ εύκολα να τη βιάσει. Τι τον σταμάτησε;
Ήταν προφανές ότι την είχε περάσει για πόρνη και δυστυχώς έφται-
γε η ίδια γι' αυτό.
Τα μάγουλά της κοκκίνισαν στη σκέψη της παθιασμένης αγκαλιάς
του. Τα φιλιά του ήταν καυτά· ένιωθε ακόμη την πίεση των χειλιών
του πάνω στα δικά της, τη γυμνή σάρκα της πάνω στη δική του, τα
ζεστά, δυνατά χέρια του πάνω στο κορμί της. Παρ' όλο που είχε τρο-
μάξει, η ανάμνηση της επαφής τους δεν της ήταν απωθητική, αν και
θα έπρεπε. Έδιωξε αμέσως αυτή την ανάρμοστη σκέψη, που την έκα-
νε να νιώθει πράγματι σαν πόρνη. Φτηνά την είχε γλιτώσει. Ο πατέ-
ρας της και ο αδελφός της δεν έπρεπε να μάθουν ποτέ τίποτα -
κυρίως δε ο Μέρντο.
***
Η Ίζαμπελ έφτασε στο Κασλμόρα χωρίς άλλα απρόοπτα και ευχα-
ριστώντας την καλή της τύχη που οι άντρες έλειπαν ακόμη, πέταξε
τα χαλινάρια σ' έναν ιπποκόμο και κατευθύνθηκε βιαστικά προς την
κάμαρά της από την πίσω είσοδο του κάστρου.
Στην κατάσταση που ήταν, δεν ήθελε να τη δει κανείς. Μόλις βρέ-
θηκε στην ασφάλεια του άδειου δωματίου, έβγαλε γρήγορα το πρά-
σινο φόρεμά της και φόρεσε ένα μπλε. Ύστερα άρχισε να χτενίζει τα
μαλλιά της που είχαν σχεδόν στεγνώσει. Οι πυρρόξανθες μπούκλες
γλιστρούσαν ανάμεσα στα δάχτυλά της λάμποντας στο απογευματι-
νό φως. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, εμφανίστηκε η Νελ.
«Εδώ είστε λοιπόν, μιλαίδη. Πού είχατε πάει;»
«Για ιππασία».
«Μόνη σας πάλι, βάζω στοίχημα».
Η Νελ μάζεψε το πεταμένο φόρεμα. Ήταν μια παχουλή γυναίκα με
γκρίζα μαλλιά, πενήντα χρονών περίπου. Δεδομένου ότι γνώριζε την
Ίζαμπελ από μωρό, η ηλικιωμένη γυναίκα είχε πλέον τα προνόμια
της έμπιστης παραμάνας και ένα από αυτά ήταν η ελευθερία έκφρα-
σης. Ωστόσο, ήταν καλοπροαίρετη και ενδιαφερόταν πραγματικά για
την Ίζαμπελ. Βλέποντας τώρα το ένοχο ύφος της κοπέλας, η Νελ
κούνησε το κεφάλι της.
«Δεν έπρεπε να το κάνετε. Σ' αυτή την εποχή της ανομίας που ζού-
με είναι πολύ επικίνδυνο. Στα σύνορα τριγυρίζουν ληστές και μια
γυναίκα μόνη είναι εύκολη λεία».
Η Ίζαμπελ θυμήθηκε όσα είχαν συμβεί το απόγευμα και ανατρί-
χιασε. Περισσότερο από ποτέ, ήταν αποφασισμένη πλέον να μην ξα-
ναπάει μόνη της τόσο μακριά. Η ανάγκη της για απομόνωση δεν έ-
πρεπε να θέτει σε κίνδυνο την ασφάλειά της.
«Συγγνώμη, Νελ. Υπόσχομαι να προσέχω στο μέλλον». Το ύφος της
έδειχνε γνήσια μεταμέλεια. Η Νελ, έκπληκτη που εκείνη συμμορφώ-
θηκε αμέσως, την κοίταξε εξεταστικά. Αλλά η Ίζαμπελ, προσηλωμένη
στην προσπάθεια να ξεμπλέξει μια τούφα από τα μαλλιά της, απέφυ-
γε το έμπειρο βλέμμα της παραμάνας.
«Και πολύ καλά θα κάνετε», συνέχισε η Νελ. «Ποιος ξέρει τι θα
μπορούσε να σας έχει συμβεί».
Η Ίζαμπελ κοκκίνισε λίγο και βάλθηκε να χτενίζει τα μαλλιά της με
ακόμη περισσότερο ζήλο. Η Νελ την πλησίασε.
«Αφήστε καλύτερα να το κάνω εγώ».
Η Ίζαμπελ παρέδωσε τη χτένα και κάθισε ακίνητη, καθώς η παρα-
μάνα άρχισε να της πλέκει τα μαλλιά σε μια χοντρή πλεξίδα, μπλέκο-
ντας ανάμεσά τους μια κορδέλα στο ίδιο χρώμα με το φόρεμα.
«Αν το μάθει ο Μέρντο, θα σας υποχρεώσει να πάρετε συνοδό την
επόμενη φορά», συνέχισε η Νελ. «Και ξέρετε πολύ καλά ποιος θα εί-
ναι αυτός».
«Δεν θα δεχτώ να μου επιβάλει την παρουσία του».
«Πιστεύετε πραγματικά ότι μπορείτε να τον αποφύγετε;» Η Νελ δί-
στασε. «Μετά τον πατέρα σας, εκείνος κάνει κουμάντο. Κανείς δεν
τολμά να αμφισβητήσει τις εντολές και τις πράξεις του, γιατί όλοι
φοβούνται την εκδίκησή του. Οι φονιάδες του κομπάζουν λες και ο
τόπος τούς ανήκει».
«Το ξέρω, αλλά τα πράγματα θ' αλλάξουν μόλις γίνει άρχοντας ο
Χιου».
«Ο αδελφός σας είναι πολύ νέος. Θα δούμε αν μπορεί να σταθεί
σαν άντρας. Ως τότε όμως, ο Μέρντο θα έχει τον έλεγχο του Κασλμό-
ρα, μη γελιέστε. Και οι φιλοδοξίες του δεν σταματούν εκεί». Η Νελ
έκανε μια παύση. «Ακόμη ενδιαφέρεται για σας».
«Εγώ όμως δεν ενδιαφέρομαι για κείνον και το ξέρει».
«Σας μίλησε σχετικά;»
«Ναι».
Η Νελ έσφιξε τα χείλη της. «Το κτήνος ! Όσο πάει και αποθρασύνε-
ται».
«Του δήλωσα ευθέως ότι δεν έχει καμία ελπίδα».
«Δεν είναι απ' αυτούς που δέχονται την απόρριψη».
Τα λόγια της Νελ της θύμισαν τα λόγια του Μέρντο. Δυστυχώς, η
παραμάνα της είχε δίκιο.
«Πρέπει να ξαναπαντρευτείτε και μάλιστα σύντομα», συνέχισε η
Νελ.
«Εννοείς τον λόρδο Μπαν».
«Ποιον άλλον;»
Για μια στιγμή η Ίζαμπελ είδε το πρόσωπο ενός ξένου με καστανό-
ξανθα μαλλιά και γαλάζια μάτια. Αποφασιστικά προσπάθησε να το
διώξει, αλλά δεν ήταν και τόσο εύκολο, καθώς η ανάμνηση του φι-
λιού του πλανιόταν ακόμη στα χείλη της. Την είχε κρατήσει στην α-
γκαλιά του, την είχε δει γυμνή... Κοκκίνισε πάλι από ντροπή. Ευτυ-
χώς δεν θα τον ξανάβλεπε ποτέ.
«Αν δεν παντρευτείτε αυτόν, θ' αναγκαστείτε να παντρευτείτε αρ-
γότερα τον Μέρντο».
Η Ίζαμπελ παραδέχτηκε μέσα της πως αυτό ήταν αλήθεια. Η σκέψη
τη γέμιζε τρόμο. «Προτιμώ να γίνω μοναχή».
«Αυτή είναι η άλλη επιλογή σας».
«Η γνώμη μου δεν μετράει καθόλου. Μου φέρονται σαν να είμαι
αντικείμενο».
«Η γνώμη μιας γυναίκας δεν μετράει ποτέ στο θέμα του γάμου. Το
ξέρετε πολύ καλά».
«Κάποτε ο πατέρας μου δεν θα με έδινε επ' ουδενί σ' έναν τέτοιο
σύζυγο, ακόμη κι αν ήταν να ευχαριστήσει το Γκλενγκάρον».
Ο πατέρας της είχε λάβει αρκετές προτάσεις γάμου για εκείνη,
προτού συμφωνήσει με τον Άλιστερ Νιλ. Η Ίζαμπελ δεν είχε φέρει
αντίρρηση σ' αυτόν το γάμο, καθώς ο Άλιστερ ήταν ό,τι μπορούσε να
επιθυμήσει μια ανύπαντρη κοπέλα: ωραίος, γενναίος, πλούσιος, ευ-
γενικός. Ούσα νέα και αφελής, η Ίζαμπελ δεν σκέφτηκε να εξετάσει τι
βρισκόταν κάτω από την επιφάνεια ώσπου ήταν πλέον πολύ αργά.
«Κάποτε», απάντησε η Νελ. « Τώρα όμως τα πράγματα είναι. δια-
φορετικά».
«Αν οι Νιλ είχαν επιστρέψει την προίκα μου, αυτό δεν θα συνέβαι-
νε».
«Δεν ήταν σωστό αυτό που έκαναν».
«Ο Χιου ήθελε να πάει να την πάρει πίσω. Σχεδόν εύχομαι να το εί-
χε κάνει».
«Τότε θα είχαμε αιματοχυσία και θάνατο. Αυτό θέλετε;»
Η Ίζαμπελ αναστέναξε κι έγνεψε αρνητικά. «Τους Νιλ τους μισώ
γιατί είναι σκληρόκαρδοι και κλέφτες, αλλά το τελευταίο που μας
χρειάζεται είναι μία βεντέτα».
«Δίκιο έχετε. Δεν θα ήταν για καλό». Η Νελ έδεσε τη βαριά πλεξού-
δα . «Κι αν είστε έξυπνη, δεν θ' απορρίψετε χωρίς σκέψη τον λόρδο
Μπαν. Μόνο εκείνος μπορεί να σας γλιτώσει από τον Μερντο».
Η Ίζαμπελ ανατρίχιασε από το φόβο μήπως η ιστορία επαναλαμ-
βανόταν και ο υποψήφιος σύζυγός της ήταν κτήνος σαν τον Αλιστερ
Νιλ. Και υπήρχε και το θέμα της τεκνοποίησης. Αν δεν έφταιγε μόνο
ο μακαρίτης ο σύζυγός της, αλλά η ίδια ήταν όντως στείρα; Ένας ά-
ντρας μπορούσε να διώξει τη σύζυγό του για έναν τέτοιο λόγο. Ίσως
τελικά το μοναστήρι να ήταν προτιμότερο.
Οι ζοφερές σκέψεις της διακόπηκαν από ένα χτύπο στην πόρτα.
Μια υπηρέτρια μπήκε στην κάμαρα.
«Μιλαίδη, ο πατέρας σας λέει ότι πρέπει να κατεβείτε στη μεγάλη
αίθουσα. Έφτασαν οι επισκέπτες από το Γκλενγκάρον». Η Ίζαμπελ
πήρε μια βαθιά ανάσα, προσπαθώντας να ηρεμήσει.
«Έρχομαι αμέσως».
Η υπηρέτρια υποκλίθηκε κι έφυγε, ενώ η Ίζαμπελ σηκώθηκε από
την καρέκλα της. Άραγε είχε έρθει και ο λόρδος Ίαν ; Είχε να τον δει
από μικρό κοριτσάκι, αλλά θυμόταν καλά πόσο ρωμαλέος και χαρι-
σματικός ήταν. Αυτός ήταν άντρας. Άραγε του έμοιαζε ο λόρδος
Μπαν; Θα την έβρισκε ελκυστική; Κι αν όχι ; Είχε επικεντρωθεί τόσο
στους δικούς της φόβους, που δεν είχε σκεφτεί καν το ενδεχόμενο
να την απέρριπτε εκείνος. Τι θα γινόταν τότε; Είδε μπροστά της την
εικόνα του Μέρντο. Το στομάχι της δέθηκε κόμπος.
«Πώς είμαι;»
Η Νελ της χαμογέλασε. «Πολύ όμορφη».
Η Ίζαμπελ έστρωσε το φόρεμά της και βγήκε από την κάμαρα, κα-
τευθυνόμενη προς τη μεγάλη αίθουσα όπου ο πατέρας της είχε υπο-
δεχτεί ήδη τους επισκέπτες. Σίγουρα θα έπιναν τώρα την μπίρα τους
για να δροσιστούν και θα μετέφεραν στον πατέρα της τα μηνύματα
του άρχοντά τους. Μόλις έφτασε μπροστά στην ανοιχτή πόρτα της
αίθουσας, η Ίζαμπελ κοντοστάθηκε. Μαζί με τον πατέρα της ήταν ο
Χιου και δίπλα του ένας άλλος άντρας, αρκετά ψηλότερος και από
τους δύο, με γυρισμένη την πλάτη. Η Ίζαμπελ πήρε μια βαθιά ανάσα
και, συγκεντρώνοντας όλο το θάρρος της, προχώρησε προς το μέρος
τους. Ο πατέρας της την είδε και, αφού έριξε μια γρήγορη ματιά στην
εμφάνισή της, της έγνεψε επιδοκιμαστικά.
«Α, ήρθες, κόρη μου. Έλα να χαιρετήσεις τον καλεσμένο μας».
Την ίδια στιγμή, ο ξένος στράφηκε προς το μέρος της και η καρδιά
της Ίζαμπελ αναπήδησε στο στήθος της. Η απογευματινή της περιπέ-
τεια ζωντάνεψε ξανά μπροστά της καθώς αντίκρισε δύο γαλάζια μά-
τια -μάτια έκπληκτα, που έδειχναν ότι κι εκείνος την αναγνώρισε. Ο
πατέρας της έκανε τις συστάσεις.
«Άρχοντα Μπαν, από δω η κόρη μου, η Ίζαμπελ».
Κεφάλαιο 3

Η Ίζαμπελ είχε μείνει εμβρόντητη και η καρδιά της χτυπούσε τόσο


δυνατά που νόμιζε πως θα την άκουγαν όλοι. Το πρόσωπο της έγινε
κατακόκκινο καθώς τα γαλάζια μάτια την περιεργάζονταν από την
κορφή ως τα νύχια. Ο άντρας χαμογέλασε μ’ ένα σκανδαλιάρικο χα-
μόγελο, που δήλωνε ξεκάθαρα πόσο απολάμβανε τη στιγμή. Η Ίζα-
μπελ ευχόταν ν' ανοίξει η γη να την καταπιεί, ωστόσο γρήγορα ανέ-
κτησε την ψυχραιμία της και υποκλίθηκε ευγενικά τείνοντας το χέρι
της στον επισκέπτη. Εκείνος, φανερά ευδιάθετος, το έφερε στα χείλη
του. Το απαλό άγγιγμα τους έκαψε το δέρμα της.
«Λαίδη Ίζαμπελ ...»
Ο τόνος της φωνής του ήταν ευγενικός, αλλά η Ίζαμπελ διέκρινε
μια περιπαικτική διάθεση. Το μέτωπό της ίδρωσε. Άραγε ο πατέρας
της πρόσεξε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά; Ο αδελφός της; Ευτυχώς που
δεν ήταν παρών ο Μέρντο, γιατί εκείνου δεν του ξέφευγε τίποτε.
Προσπαθώντας να διατηρήσει τον αυτοέλεγχο της, η Ίζαμπελ χαμο-
γέλασε.
«Καλώς ορίσατε στο Κασλμόρα, άρχοντά μου».
«Ευχαριστώ».
«Οι άντρες σας είναι επίσης καλοδεχούμενοι». Η Ίζαμπελ κοίταξε
προς την πόρτα όπου στέκονταν τρεις άντρες, κι εκείνοι υποκλίθη-
καν αμέσως. Τίποτε στην έκφρασή τους δεν έδειχνε ότι ήξεραν κάτι
για το επεισόδιο στη λίμνη. Και γιατί να ήξεραν; Ακόμη κι αν ο ξένος
τούς είχε διηγηθεί το περιστατικό, δεν γνώριζαν την ταυτότητά της.
Δεν ήταν σίγουρη αν ο πατέρας της είχε παρατηρήσει την ταραχή
της, ωστόσο ο ίδιος δεν έδειξε κάτι τέτοιο. «Ο λόρδος Μπαν μας έ-
φερε εξαιρετικά άλογα, Ίζαμπελ».
«Ανυπομονώ να τα δω, πατέρα».
«Μπορείς και τώρα». Ο πατέρας της στράφηκε στον καλεσμένο
τους. «Η κόρη μου είναι δεινή αμαζόνα. Έχει τον τρόπο της με τα ά-
λογα».
Ο Μπαν χαμογέλασε. «Ελπίζω η λαίδη να τα εγκρίνει».
«Είμαι σίγουρη», είπε η Ίζαμπελ. «Ο πατέρας μου ανέφερε συχνά
ότι ο άρχοντας του Γκλενγκάρον ξέρει από άλογα».
«Έτσι είναι. Και όχι μόνο γενικά από άλογα αλλά και από άλογα
αναπαραγωγής».
Το στομάχι της Ίζαμπελ σφίχτηκε. Η συζήτηση για την αναπαρα-
γωγή την έκανε να νιώθει άβολα κι έσπευσε ν' αλλάξει θέμα. «Η φήμη
του έχει εξαπλωθεί παντού».
«Πράγματι, μιλαίδη». Ο Μπαν αντιλήφθηκε την αμηχανία της κι
έδειχνε σαστισμένος. Η εμπειρία είχε αποδείξει πως δεν ήταν σεμνό-
τυφη.
Ο πατέρας της έγνεψε συμφωνώντας. «Έχει κάνει το Γκλενγκάρον
πανίσχυρο».
«Το ίδιο ισχυρό είναι και το Κασλμόρα», είπε ο Μπαν.
«Υπάρχει ακόμη μεγαλύτερη ισχύς εν τη ενώσει, σωστά;»
Ο υπαινιγμός του πατέρα της ήταν σαφής και η δυσφορία της Ίζα-
μπελ εντάθηκε. Ο λόρδος Μπαν παρέμεινε ατάραχος.
«Εσείς ξέρετε, άρχοντά μου».
«Θα μιλήσουμε περισσότερο γι' αυτό όταν έρθει η ώρα». Ο πατέ-
ρας της έλαμπε. «Προς το παρόν, θα ήθελα να δω τα καινούρια άλο-
γα. Εσύ δεν θέλεις, Ίζαμπελ;»
«Ναι, πάρα πολύ».
Ο πατέρας της της πρόσφερε το μπράτσο του κι εκείνη το αγκά-
λιασε με ευγνωμοσύνη, επιτρέποντάς του να την οδηγήσει έξω. Ο
λόρδος Μπαν παραμέρισε για να περάσουν και καθώς τον προσπερ-
νούσαν, η Ίζαμπελ είδε στα χείλη του το ίδιο σκανταλιάρικο χαμόγε-
λο. Κι ύστερα ένιωσε το βλέμμα του να καίει την πλάτη της καθώς
εκείνος τους ακολουθούσε προχωρώντας μαζί με τον Χιου. Ο κατερ-
γάρης διασκέδαζε με την κατάσταση. Η Ίζαμπελ σήκωσε ψηλά το κε-
φάλι της αγέρωχη. Δεν μπορούσε να διορθώσει το παρελθόν, αλλά
αν εκείνος νόμιζε ότι θα την αναστάτωνε πάλι, έκανε μεγάλο λάθος.
Βγαίνοντας στην αυλή, είδαν τα άλογα δίπλα στην ταΐστρα: τρεις
πανέμορφες, δυνατές φοράδες με τέλεια άκρα. Ο Χιου τις περιεργά-
στηκε με επιδοκιμασία.
«Φέρατε εξαιρετικά άλογα, άρχοντά μου», παρατήρησε ο Χιου.
Ο Μπαν έγειρε το κεφάλι του στο πλάι. «Ο αδερφός μου τα επέλε-
ξε».
«Κι έκανε πολύ καλή επιλογή». Ο πατέρας της παρατηρούσε τα ά-
λογα με μισόκλειστα βλέφαρα. «Τι λες κι εσύ, Ίζαμπελ;»
« Είναι όμορφα», απάντησε εκείνη και αφήνοντας το μπράτσο του
πατέρα της, πλησίασε τη φοράδα που βρισκόταν πιο κοντά της. Είχε
λαμπερό καστανοκόκκινο τρίχωμα κι ένα λευκό αστέρι στο μέτωπο.
Το άλογο στράφηκε προς το μέρος της και τη μύρισε ανοίγοντας τα
ρουθούνια του. Νιώθοντας πως δεν υπάρχει απειλή, ηρέμησε και
χαμήλωσε τη μουσούδα του στα χέρια της Ίζαμπελ.
«Όπως πολύ σωστά -είπε ο πατέρας σας, έχετε τον τρόπο σας με τα
άλογα, μιλαίδη», είπε ο Μπαν, που στεκόταν τώρα δίπλα της. Η Ίζα-
μπελ προσπάθησε να διατηρήσει την προσοχή της στραμμένη στη
φοράδα.
«Η κόρη μου ανέβηκε σε άλογο σχεδόν μόλις περπάτησε», είπε ο
Γκρέιαμ κοιτάζοντας την Ίζαμπελ. «Ελάχιστοι μπορούν να τη συνα-
γωνιστούν στην ταχύτητα».
«Είμαι σίγουρος ότι η λαίδη είναι ασυναγώνιστη σε πολλούς το-
μείς», απάντησε ο Μπαν. Ο τόνος του ήταν διφορούμενος, ωστόσο
κανείς δεν έδειξε να το αντιλήφθηκε. Η Ίζαμπελ του έριξε ένα επιτι-
μητικό βλέμμα.
Ο Γκρέιαμ πέρασε το έμπειρο χέρι του πάνω από τη ράχη και τα
πλευρά της φοράδας, και διέτρεξε με το βλέμμα του τα πόδια του
ζώου μέχρι τις οπλές.
«Γερά άκρα και πολλά οστά», παρατήρησε.
Η Ίζαμπελ ακολούθησε το βλέμμα του. «Και ανθεκτικά».
«Ναι, πιθανόν». Ο πατέρας της στράφηκε στον Μπαν. «Είναι όλες
εξημερωμένες;»
«Μάλιστα, άρχοντά μου».
Η Ίζαμπελ κοίταξε τον πατέρα της. «Μπορώ να τη δοκιμάσω αύρι-
ο;»
«Γιατί όχι; Να τις δοκιμάσεις όλες».
Για πρώτη φορά η διάθεσή της έφτιαξε λίγο. Η βόλτα με τα άλογα
θα τη διασκέδαζε.
Ο Γκρέιαμ στράφηκε στον καλεσμένο του. «Θα μείνετε για λίγο
καιρό, λόρδε μου, να δείτε την προσαρμογή τους. Άλλωστε, είμαι σί-
γουρος ότι η Ίζαμπελ θα χαιρόταν να ιππεύσει μαζί σας, αν το θέλα-
τε κι εσείς. Εμένα, δυστυχώς, η υγεία μου σπανίως μου το επιτρέπει
πλέον».
Ο Μπαν πρόσεξε την έκφραση στα καστανά μάτια της κοπέλας -
προτού εκείνη σπεύσει να τα χαμηλώσει-, που μόνο χαρά δεν έδει-
χνε. Με ένα ανέμελο χαμόγελο στράφηκε προς τον οικοδεσπότη του.
«Πολύ ευχαρίστως, άρχοντά μου».
Η Ίζαμπελ δάγκωσε τα χείλη της. Ο παλιάνθρωπος διασκέδαζε εις
βάρος της. Μήπως ήδη σχεδίαζε άλλη μία συνάντηση μαζί της σε
κάποιο απόμερο σημείο; Η σκέψη και μόνο την αναστάτωσε, αλλά
δεν θα του έδινε την ικανοποίηση να δει την αμηχανία της.
«Θα χαιρόμουν κι εγώ να έρθω μαζί σας», επενέβη ο Χιου.
«Αν δεν έχετε αντίρρηση».
Νιώθοντας ευγνωμοσύνη, η Ίζαμπελ του χαμογέλασε εγκάρδια.
«Καμία. Φυσικά και να έρθεις».
«Ωραία».
«Εν τω μεταξύ, εγώ αδημονώ να μάθω νέα από τους φίλους μου
στο Γκλενγκάρον», είπε ο Γκρέιαμ. «Θα μου τα πείτε καθώς θα παίρ-
νουμε το δείπνο, λόρδε μου».
Ο Μπαν υποκλίθηκε συμφωνώντας.
«Τέλεια». Ο Γκρέιαμ στράφηκε στην κόρη του. «Θα ήταν ωραία να
φάμε όλοι μαζί. Ζούμε πολύ ήσυχα εδώ, χωρίς συναρπαστικές στιγ-
μές. Τι λες κι εσύ, Ίζαμπελ;»
«Δεν έχω παράπονο, πατέρα», απάντησε αδιάφορα η Ίζαμπελ, αν
και τα μάγουλά της ρόδισαν.
«Οι συναρπαστικές στιγμές είναι δίκοπο μαχαίρι», σχολίασε ο
Μπαν. «Διασκεδαστικές, αλλά και επικίνδυνες».
Τα μάγουλα της Ίζαμπελ κοκκίνισαν περισσότερο , αλλά το βλέμμα
της ήταν σαρκαστικό. «Ίσως, λόρδε μου. Το σίγουρο είναι ότι κρατά-
νε λίγο κι επομένως ξεχνιούνται εύκολα».
Ο Μπαν χαμογέλασε αντιλαμβανόμενος τον υπαινιγμό της. «Έχω
αντίθετη άποψη, μιλαίδη. Ορισμένες συναρπαστικές στιγμές χαράσ-
σονται ανεξίτηλα στη μνήμη».
Τα καστανά μάτια γούρλωσαν με προσποιητή έκπληξη, αλλά ο
Μπαν πρόσεξε πως είχαν και μια λάμψη θυμού. «Από τον ενθουσια-
σμό σας καταλαβαίνω πως έχετε ζήσει πολλές».
Παραλίγο ο Μπαν να ξεσπάσει σε γέλια, αλλά συγκρατήθηκε. Αν
ήταν μόνοι τους, θα την τιμωρούσε για να μάθει να μην είναι αυθά-
δης. Για μερικά δευτερόλεπτα απόλαυσε νοερά αυτή την ιδέα. Δυ-
στυχώς, όμως, δεν ήταν μόνοι τους -ακόμα.
«Κάνουν τη ζωή ενδιαφέρουσα», απάντησε ο Μπαν, «γι' αυτό δεν
τις χορταίνω ποτέ».
«Αυτό το πιστεύω, λόρδε μου».
Τα μάτια του Μπαν άστραψαν. Νόμιζε ότι ήξερε τι να περιμένει
από την επίσκεψή του στο Κασλμόρα, αλλά είχε κάνει λάθος από κά-
θε άποψη. Η φιλοξενία σ' αυτό το κάστρο δεν ήταν καθόλου προ-
βλέψιμη ή βαρετή. Αντιθέτως, είχε μεγάλο ενδιαφέρον. Ο δυναμι-
σμός σε μια γυναίκα δεν του ήταν δυσάρεστος -άλλωστε, τον είχε
συνηθίσει από την αδελφή του. Προφανώς, ούτε για τον κουνιάδο
του ήταν δυσάρεστος. Επιπλέον, ο 'Ιαν ήξερε πώς να τον διαχειρι-
στεί: δεν είχε προσπαθήσει ποτέ να υποτάξει την Άσλιν, αλλά μπο-
ρούσε να την κάνει να υπακούει στη θέλησή του και μάλιστα να είναι
και ευχαριστημένη γι ' αυτό. Ο Μπαν, που γνώριζε τη φλογερή ιδιο-
συγκρασία της αδελφής του, δεν μπορούσε να μην τον θαυμάζει γι'
αυτό το κατόρθωμα. Κοίταξε την Ίζαμπελ προσπαθώντας να μαντέ-
ψει, άραγε θα μπορούσε να την κάνει να υπακούει στη θέλησή του με
τον ίδιο τρόπο; Η σκέψη ήταν απροσδόκητα ερεθιστική.
***
Στο δείπνο η Ίζαμπελ έμαθε καινούριες πληροφορίες για τον καλε-
σμένο τους. Προς μεγάλη της ανακούφιση εκείνος δεν ανέφερε τίπο-
τε σχετικά με τα όσα είχαν συμβεί μεταξύ τους νωρίτερα, και καθώς
ο πατέρας της αδημονούσε να μάθει τα νέα, η συζήτηση περιστρά-
φηκε κυρίως γύρω από το Γκλενγκάρον. Η Ίζαμπελ, ως γυναίκα, δεν
έπρεπε να μιλά πολύ, αλλά άκουγε με μεγάλη προσοχή. Όπως όλοι
στο Κασλμόρα, γνώριζε κι εκείνη για το γάμο του λόρδου Ίαν με τη
λαίδη Άσλιν. Ακουγόταν πως ο λόρδος την είχε απαγάγει και την είχε
παντρευτεί με το ζόρι, γεγονός διόλου απίθανο με βάση τη φήμη
του, το οποίο όμως δεν ταίριαζε με τις ιστορίες που ακούγονταν για
τον ευτυχισμένο γάμο τους. Επιπλέον, ο Μπαν δεν θα είχε φίλο έναν
άντρα που θα κακομεταχειριζόταν την αγαπημένη του αδελφή. Α-
κούγοντάς τον να μιλά για τα δύο ανίψια του, η Ίζαμπελ διέκρινε
στην έκφρασή του υπερηφάνεια και πραγματική αγάπη. Αυτή ήταν
μια πλευρά του χαρακτήρα του που η ίδια δεν θα μπορούσε να υπο-
ψιαστεί ποτέ. Η περιέργειά της μεγάλωσε.
«Δεν έχετε άλλους συγγενείς εκτός από την αδελφή σας, άρχοντά
μου;» τον ρώτησε.
Εκείνος δίστασε ν' απαντήσει ενώ το πρόσωπό του σκοτείνιασε,
σαν να του ήρθε στο νου κάποια ανεπιθύμητη ανάμνηση. Ο τόνος
της φωνής του όμως ήταν ευγενικός: «Όχι, μιλαίδη. Η αδελφή μου κι
εγώ είμαστε οι τελευταίοι από την οικογένειά μας. Οι υπόλοιποι
σκοτώθηκαν από τους μισθοφόρους του βασιλιά Γουλιέλμου».
«Λυπάμαι ειλικρινά που τ' ακούω». Τα καστανά μάτια της συνά-
ντησαν τα δικά του. «Και το σπίτι σας;»
«Κάηκε, μιλαίδη».
«Τραγικές καταστάσεις», είπε ο Γκρειαμ κουνώντας το κεφάλι του.
«Ο βασιλιάς Γουλιέλμος πρέπει να λογοδοτήσει για πολλά».
«Ποιος όμως θα τον υποχρεώσει;» ρώτησε η Ίζαμπελ. «Έχει ισχυ-
ροποιήσει τόσο πολύ τη θέση του στην Αγγλία που είναι σχεδόν α-
δύνατον να τον αμφισβητήσει κάποιος».
«Δίκιο έχετε, μιλαίδη»«, συμφώνησε ο Μπαν. «Και η Νορθάμπρια
το πλήρωσε ακριβά που τόλμησε ν' αντισταθεί».
Προς στιγμήν έπεσε σιωπή κι ύστερα η συζήτηση στράφηκε σε άλ-
λα θέματα, αλλά η Ίζαμπελ συνέχισε να σκέφτεται όσα είχε μάθει. Ο
καλεσμένος τους δεν ανέφερε λεπτομέρειες, αλλά εκείνη είχε φα-
ντασία και επιπλέον είχε ακούσει πολλές ιστορίες για τις κτηνωδίες
των στρατιωτών του βασιλιά στη Νορθάμπρια, οι οποίοι αφού διέ-
σχισαν εξήντα μίλια κάνοντας στάχτη στο διάβα τους ένα άλλοτε
σπουδαίο βασίλειο, δεν έδειξαν καvέvα έλεος στον πληθυσμό του:
άντρες, γυναίκες και παιδιά σφαγιάστηκαν εξαιτίας της οργής του
Γουλιέλμου. Από τότε είχαν περάσει αρκετά χρόνια, η ίδια ήταν σχε-
δόν παιδί, αλλά ακούγοντας τον Μπαν να το αναφέρει, θυμήθηκε
τον τρόμο.
Όσοι κατάφεραν να διαφύγουν κατευθύνθηκαν προς τα σύνορα,
αναζητώντας προστασία σε συγγενείς τους. Όσοι δεν είχαν συγγε-
νείς, προτίμησαν να γίνουν δούλοι για να γλιτώσουν - ακόμη κι αυτό
ήταν προτιμότερο από την οργή του Γουλιέλμου. Πώς είχαν γλιτώσει
άραγε ο Μπαν και η αδελφή του; Τους είχαν καταδιώξει ή στάθηκαν
τυχεροί; Πώς είχαν γνωρίσει τον λόρδο Ίαν; Η Ίζαμπελ ένιωσε ξαφ-
νικά την ανάγκη να μάθει, αλλά η σιωπή του λόρδου Μπαν έδειχνε
ότι το θέμα ήταν οδυνηρό για εκείνον και, σε κάθε περίπτωση, θα
ήταν αγένεια να τον ρωτήσει.
Καθώς εκείνος μιλούσε πάλι με τον πατέρα της, η Ίζαμπελ είχε την
ευκαιρία να τον παρατηρεί. Ακόμη κι έτσι όπως καθόταν χαλαρός, η
δύναμή του ήταν προφανής και της θύμιζε αιλουροειδές. Και την ή-
ξερε πολύ καλά αυτή τη δύναμη. Η ανάμνηση της ταπεινωτικής επα-
φής τους ήταν ακόμη έντονη στο μυαλό της. Είχε βρεθεί στο απόλυ-
το έλεός του, ωστόσο εκείνος δεν επωφελήθηκε, τουλάχιστον όχι τό-
σο όσο θα μπορούσε. Ήταν σαφές ότι την είχε περάσει για πόρνη κι
αυτό ήταν δικό της λάθος. Ξαφνικά σκέφτηκε ανήσυχη πως ίσως ο
Μπαν να μην ήθελε πλέον να ζητήσει το χέρι της. Κανένας άντρας
δεν θα ήθελε για σύζυγο μια γυναίκα αμφιβόλου ηθικής. Γνώριζε ότι
για την αποδεκτή συμπεριφορά αντρών και γυναικών ίσχυαν δύο μέ-
τρα και δύο σταθμά, και δεν ήταν αφελής να πιστεύει ότι η ίδια θα
εξαιρούνταν. Μακάρι να μην είχε φερθεί τόσο απερίσκεπτα.
Έριξε μια γρήγορη ματιά στον καλεσμένο τους. Τι να σκεφτόταν
άραγε; Το γεγονός ότι είχε έρθει μέχρι εδώ δήλωνε την προθυμία του
να παντρευτεί, αν η γυναίκα που θα γνώριζε ήταν της αρεσκείας του.
Η Ίζαμπελ συνειδητοποίησε με κάποια έκπληξη ότι, αν τα πράγματα
ήταν διαφορετικά, δεν θα έβλεπε με αποστροφή τον λόρδο Μπαν,
αλλά μάλλον είχε καταστρέψει μόνη της οποιαδήποτε προοπτική με
την απερίσκεπτη πράξη της. Αντί να ξεφύγει από τον Μέρντο, θα έ-
πεφτε τελικά κατευθείαν στα χέρια του.
Απασχολημένη με τον καλεσμένο τους, είχε ξεχάσει για λίγο τον
αρχηγό της φρουράς. Ο Μέρντο καθόταν απέναντί της χωρίς να
συμμετέχει στη συζήτηση -προφανώς του αρκούσε να ακούει. Για
μια στιγμή, το βλέμμα του συνάντησε το δικό της, αλλά η έκφρασή
του ήταν ανεξιχνίαστη. Εκείνη κοίταξε αμέσως αλλού ταραγμένη. Αν
μη τι άλλο, η προβλεπόμενη συμμαχία με το Γκλενγκάρον θα μπο-
ρούσε να την απομακρύνει από αυτόν τον άντρα -η σημερινή απερι-
σκεψία της θα της κόστιζε μάλλον ακριβά.
***
Αρκετή ώρα μετά, η Ίζαμπελ σηκώθηκε από το τραπέζι και απο-
σύρθηκε καληνυχτίζοντας ευγενικά τη συντροφιά. Ο Μπαν, που είχε
σηκωθεί επίσης σε ένδειξη ευγένειας, της ανταπέδωσε το χαιρετισμό
ενώ συμπλήρωσε χαμογελώντας: «Ελπίζω να ισχύει η ιππασία για
αύριο, μιλαίδη».
Την κοίταξε επίμονα κι εκείνη διέκρινε την πρόκληση στο βλέμμα
του. Έπαιζε μαζί της. Η Ίζαμπελ συγκράτησε την άρνηση που ξεπή-
δησε αμέσως στα χείλη της. Ήταν αδύνατον να τον αποφύγει χωρίς
να συγκρουστεί με τον πατέρα της, που θα δυσανασχετούσε αν εκεί-
νη περιφρονούσε τον καλεσμένο του και υποψήφιο μνηστήρα της.
«Ασφαλώς», του απάντησε.
«Τότε προτείνω να φύγουμε πολύ πρωί, πριν να ζεστάνει η μέρα»,
είπε ο Χιου.
Ο Μπαν χαμογέλασε. «Καλή ιδέα». Υποκλίθηκε πάνω από το χέρι
της, αγγίζοντάς το με τα χείλη του και κρατώντας το λίγο περισσότε-
ρο απ' όσο έπρεπε. Το ζεστό άγγιγμά του την έκανε ν' ανατριχιάσει.
Καταφέρνοντας να κρύψει την ταραχή της, η Ίζαμπελ έκανε μεταβο-
λή και βγήκε από την αίθουσα.
***
Επιστρέφοντας στην κάμαρά της, η Ίζαμπελ δεν είχε καμία διάθεση
για ύπνο και αφού αποδέσμευσε τη Νελ, πλησίασε στο παράθυρο. Η
βραδιά ήταν ήσυχη και μύριζε ζεστό χώμα και φρεσκοκομμένο χορ-
τάρι. Στον δυτικό ορίζοντα υπήρχε ακόμη λίγο φως που έδινε ένα
αχνό κίτρινο χρώμα κάτω από το βαθύ μπλε του ουρανού, όπου έ-
λαμπαν ήδη τα πρώτα αστέρια. Ανάμεσα στα δέντρα του οπωρώνα
πετούσαν νυχτοπούλια και κάπου μακριά ακούστηκε το γάβγισμα
ενός σκύλου. Ύστερα ξανάγινε σιωπή. Το γλυκό αεράκι που συνήθως
ήταν τόσο χαλαρωτικό, τώρα ενέτεινε απλώς τη μοναξιά της.
Μπορούσε εύκολα να φανταστεί τι γινόταν στην τραπεζαρία. Επι-
φανειακά όλοι θα χαμογελούσαν και θα ήταν ευγενικοί. Ο λόρδος
Μπαν δεν θα πρόσβαλλε τον πατέρα της. Η φιλία ανάμεσα στο Κασ-
λμόρα και το Γκλενγκάρον ήταν πολύτιμη και δεν θα την έθετε σε
κίνδυνο. Θα χειριζόταν με λεπτότητα το θέμα: τα άλογα θα έσωζαν
τα προσχήματα. Είχε έρθει απλώς για να τα παραδώσει και θα έφευ-
γε χωρίς να ζητήσει το χέρι της. Δάκρυα ανάβλυσαν στα μάτια της
και, για πολλοστή φορά το ίδιο βράδυ, καταράστηκε σιωπηλά τη
βλακεία της.
Κεφάλαιο 4

Αν διατηρούσε την ελάχιστη ελπίδα ότι η Εξοχότητά του θα­ αρ-


γούσε να ξυπνήσει το επόμενο πρωί, η Ίζαμπελ απογοητεύτηκε κα-
θώς όταν έφτασε στους στάβλους, εκείνος βρισκόταν ήδη εκεί με τα
άλογα έτοιμα. Μαζί του ήταν ο Χιου και, δυστυχώς για εκείνη, ο
Μέρντο. Βλέποντάς την να πλησιάζει, οι δύο άντρες στράφηκαν προς
το μέρος της κάνοντας και τον Μπαν να γυρίσει και να την υποδεχτεί
μ' ένα χαμόγελο. Εκείνη τον χαιρέτησε ευγενικά ενώ το βλέμμα της
στράφηκε στα άλογα.
«Ελπίζω να μην με περιμένατε πολύ».
«Καθόλου. Είστε ακριβής στην ώρα σας».
Θέλοντας ν' αποφύγει το εξεταστικό βλέμμα του, η Ίζαμπελ πλησί-
ασε την καστανοκόκκινη φοράδα και χάιδεψε τη βελούδινη μουσού-
δα της ελέγχοντας τα χαλινάρια για να βεβαιωθεί ότι ήταν καλά στη
θέση τους.
«Επιτρέψτε μου». Ο λόρδος Μπαν στάθηκε δίπλα στη φοράδα και
κράτησε τα χαλινάρια για ν' ανέβει η Ίζαμπελ. Μόλις εκείνη κάθισε
πάνω στο άλογο, το δυνατό χέρι του πέρασε το πόδι της στον ανα-
βολέα, μένοντας λίγο περισσότερο πάνω στον αστράγαλό της. Συ-
νειδητοποιώντας την επαφή, η Ίζαμπελ απέφυγε το βλέμμα του κι
άρχισε να στρώνει τη φούστα της.
Εκείνος την άφησε κι ανέβηκε στο δικό του άλογο, ένα δυνατό κα-
στανόχρωμο φαρί, που το οδήγησε πλάι στο δικό της. Ο Μέρντο και
ο Χιου τους ακολούθησαν αφήνοντας τους άντρες του Μπαν λίγο πιο
πίσω.
«Φέρατε τη συνοδεία σας, βλέπω», παρατήρησε η Ίζαμπελ. Φοβά-
στε κάποια επίθεση;»
« Για προληπτικούς λόγους. Δεν είναι φρόνιμο να ιππεύει κανείς
μόνος σ' αυτούς τους άγριους καιρούς».
Η Ίζαμπελ κοκκίνισε και του έριξε μια πλάγια ματιά, αλλά το πρό-
σωπό του ήταν ανέκφραστο. Η μομφή του ωστόσο ήταν ξεκάθαρη.
Δεν επρόκειτο να την αφήσει να ξεχάσει ό,τι είχε συμβεί. Το γεγονός
ότι της άξιζε δεν τη βοήθησε να αισθανθεί καλύτερα. Αποφάσισε
όμως να μη δείξει ότι ενοχλήθηκε και, κεντρίζοντας τα πλευρά του
αλόγου με τα τακούνια της, όρμησε μπροστά καλπάζοντας.
Η φοράδα είχε απαλό, στρωτό καλπασμό και μαλακό στόμα και α-
νταποκρινόταν και στο παραμικρό τράβηγμα των ηνίων. Μπροστά
τους απλωνόταν ένα καταπράσινο λιβάδι και η Ίζαμπελ χαλάρωσε
περισσότερο τα ηνία. Αμέσως το ζώο ξεχύθηκε μπροστά, οι οπλές
του πετούσαν πάνω από το έδαφος, η χαίτη και η ουρά του ανέμι-
ζαν. Απολαμβάνοντας την ταχύτητα, η Ίζαμπελ ούτε που πρόσεξε τα
ποδοβολητά των αλόγων πίσω της. Το καστανό φαρί την έφτασε και
η Ίζαμπελ βλέποντας με την άκρη του ματιού της την ανήσυχη έκ-
φραση του αναβάτη του ανασήκωσε το φρύδι της. Ώστε λοιπόν ο
Μπαν νόμιζε πως είχε χάσει τον έλεγχο του αλόγου της. Πολλά συ-
μπεράσματα έβγαζε για εκείνη χωρίς εκείνη. Ήταν καιρός να του
μειώσει λίγο την αυτοπεποίθηση. Έγειρε μπροστά, παροτρύνοντας
τη φοράδα της να τρέξει πιο γρήγορα.
Τότε ο Μπαν κατάλαβε ότι άδικα είχε ανησυχήσει. Η Ίζαμπελ δεν
είχε χάσει τον έλεγχο. Επιπλέον, κατάλαβε ότι τον δοκίμαζε. Το μα-
κρύ χορτάρινο μονοπάτι που οδηγούσε σ' ένα μικρό δάσος ήταν
στενό, κι αυτό σήμαινε ότι εκείνος έπρεπε να ιππεύει πίσω της. Σκύ-
βοντας κάτω από χαμηλά κλαδιά και ακλουθώντας τις φιδογυριστές
στροφές, συνέχισαν να καλπάζουν όλο και πιο γρήγορα. Η φοράδα
παρέσυρε με τα πόδια της ένα πεσμένο κούτσουρο και πενήντα μέ-
τρα πιο κάτω πήδηξε πάνω από μια ξερή κοίτη. Το καστανό φαρί την
ακολουθούσε από κοντά. Καθώς πλησίαζαν στην άκρη του δάσους, ο
Μπαν είδε τον τεράστιο κορμό ενός δέντρου, ξεριζωμένου από κα-
ταιγίδα, να κείτεται στη μέση του δρόμου. Η Ίζαμπελ δεν δίστασε.
Εκείνος, με την ψυχή στο στόμα, είδε τη φοράδα να πηδάει το εμπό-
διο και να συνεχίζει τον καλπασμό της.
Το ίδιο αποφασιστικά, ο Μπαν οδήγησε και το δικό του άλογο πά-
νω από το εμπόδιο. Εκείνο πήδηξε με άνεση και συνέχισε να καλπά-
ζει ακόμη πιο γρήγορα. Πιο μεγαλόσωμο από τη φοράδα και πολύ
πιο δυνατό, το φαρί μείωσε σταδιακά την απόσταση που τους χώρι-
ζε μέχρι που βρέθηκε να καλπάζει δίπλα της.
Η Ίζαμπελ έστρεψε για μια στιγμή το πρόσωπό της ξαφνιασμένη κι
αμέσως όρμησε και πάλι μπροστά. Ύστερα από λίγο σταμάτησε και
το ίδιο έκανε κι ο Μπαν. Τα άλογα ξεφύσηξαν, οι μύες τους έτρεμαν
από την ένταση. Ο Μπαν ανάσαινε με δυσκολία, μη ξέροντας αν ήταν
από την έξαψη της προσπάθειας ή από την ανησυχία που του είχε
προκαλέσει η Ίζαμπελ. Η αθώα έκφρασή της δεν τον ξεγελούσε -ήταν
σίγουρος ότι εκείνη το απολάμβανε. Ο καλπασμός είχε ροδίσει τα
μάγουλά της και τα μάτια της φωτίζονταν από μια υπέροχη λάμψη.
Τα μαλλιά που είχαν ξεφύγει από την πλεξούδα της πλαισίωναν το
πρόσωπό της σαν φωτοστέφανο, ενισχύοντας την έκφραση αθωότη-
τας που είχε πάρει. Ήταν πολύ ελκυστική και του προκαλούσε ακόμη
περισσότερες ερωτικές φαντασιώσεις. Από τότε που την είχε πρωτο-
δεί στη λίμνη δεν έβρισκε ησυχία. Κάνοντας προσπάθεια, κατέστειλε
την έξαψή του κι έγνεψε προς τη φοράδα.
«Πώς σας φαίνεται;»
«Μ' αρέσει πολύ». Η Ίζαμπελ χάιδεψε τον γυαλιστερό λαιμό του
αλόγου. «Είναι σαν να ιππεύω τον άνεμο».
«Για να πω την αλήθεια, αυτή την εντύπωση μου δώσατε. Έτσι
καλπάζετε πάντα;»
Εκείνη τον κοίταξε ανήσυχη. «Σας δυσκόλεψα, άρχοντά μου;» Ο
Μπαν δεν πίστευε στ' αυτιά του. Ύστερα του ήρθε να βάλει τα γέλια,
αλλά συγκρατήθηκε. Αν ήταν μόνοι τους, θα την τιμωρούσε για το
θράσος της. Η ιδέα ήταν δελεαστική, όμως δυστυχώς δεν ήταν μόνοι
τους. Αντ' αυτού ρώτησε απλώς: «Ποιος σας έμαθε να ιππεύετε έτσι;»
«Ο πατέρας μου κι ένας ιπποκόμος, ο Χέμις».
«Σας δίδαξαν πολύ καλά».
«Έτσι νομίζω κι εγώ». Η Ίζαμπελ έστρεψε την προσοχή της στο κα-
στανό φαρί. «Εξαιρετικό ζώο. Πώς το λένε;»
«Κεραυνό».
«Του ταιριάζει. Εσείς το δαμάσατε;»
«Εγώ, αλλά ήταν πολύ δύσκολο ζώο».
«Το πιστεύω».
Προτού ο Μπαν προλάβει να πει κάτι άλλο, έφτασαν δίπλα τους οι
υπόλοιποι «Σ' αρέσει η φοράδα, αδελφή;»
«Πολύ», απάντησε η Ίζαμπελ. «Αυτό ακριβώς έλεγα τώρα στον
λόρδο Μπαν».
«Τρέχει γρήγορα, ε, Μέρντο;» είπε ο Χιου.
«Πράγματι», απάντησε ο Μέρντο . «Ωστόσο, διακινδυνέψατε πολύ,
μιλαίδη».
Ο τόνος του ήταν ήρεμος, ωστόσο η Ίζαμπελ διέκρινε την αποδο-
κιμασία του κι ενοχλήθηκε. Δεν είχε δικαίωμα να την κρίνει. Δεν είχε
κανενός είδους δικαίωμα πάνω της ούτε και Θα αποκτούσε ποτέ.
«Δεν σας ζήτησα εγώ να με ακολουθήσετε, Μέρντο. Μπορούσατε
να παρακάμψετε το εμπόδιο, αφού το θεωρούσατε επικίνδυνο».
Ο Χιου γέλασε με επιδοκιμασία. «Ω! Καθαρό χτύπημα».
Ο Μέρντο έγειρε το κεφάλι του στο πλάι. «Η μιλαίδη έχει καυστικό
πνεύμα». Το σκοτεινό βλέμμα του έλαμψε καθώς συνάντησε το δικό
της, ο θυμός του ήταν ολοφάνερος. Η Ίζαμπελ ανασήκωσε το πιγούνι
της περιφρονητικά, ενώ μέσα της μετάνιωνε που δεν συγκράτησε τα
λόγια της. Δεν έπρεπε να τον προκαλεί -ο Μέρντο δεν συγχωρούσε
εύκολα.
Ο Μπαv αναλήφθηκε την ένταση ανάμεσα στην Ίζαμπελ και τον
Μέρντο κι αναρωτήθηκε τι να υπήρχε πίσω απ' αυτήν. Πέρα από τις
σύντομες συστάσεις, ο ίδιος δεν είχε μιλήσει καθόλου με τον αρχηγό
της φρουράς. Από τη θέση του στο τραπέζι το προηγούμενο βράδυ,
ήταν φανερό πως ο Μέρντο απολάμβανε ιδιαίτερα προνόμια, σαν να
ήταν μέλος της οικογένειας κι όχι απλός υπηρέτης. Ωστόσο, κάτι τέ-
τοιο ήταν αρκετά συνηθισμένο. Συχνά οι πλούσιοι έπαιρναν υπό την
προστασία τους τους φτωχούς συγγενείς τους, προσφέροντάς τους
κάποια θέση. Στην περίπτωση του Μέρντο, μια ισχυρή θέση, σκέ-
φτηκε ο Μπαν, αλλά ένας άντρας ικανός και εργατικός μπορούσε στη
συνέχεια να κάνει πολλά για να τη βελτιώσει.
Ο Μπαν δεν είχε καμιά αμφιβολία ότι ο Μέρντο ήταν ικανός. Είχε
γνωρίσει πολλούς πολεμιστές και μπορούσε να τους διακρίνει. Ο-
πωσδήποτε ο Μέρντο θα ήταν αμείλικτος στη μάχη. Ήταν επίσης έ-
νας φυσικός ηγέτης. Από τον τρόπο που του φέρονταν οι άντρες του
καταλάβαινε ότι είχε το σεβασμό τους, πράγμα που δεν ήταν εύκολο
αφού κι εκείνοι ήταν σκληροί μισθοφόροι. Το Κασλμόρα είχε κερδί-
σει επάξια τη φήμη του. Ίσως ο Μέρντο θεωρούσε υποχρέωσή του
να προστατεύει τη λαίδη Ίζαμπελ , έστω κι αν εκείνη αντιδρούσε.
Ήταν κι αυτό μια εξήγηση. Κι όσο πιο πολύ τη σκεφτόταν ο Μπαν
τόσο πιθανότερη του φαινόταν.
Προτού προλάβει να σκεφτεί περισσότερο πάνω σ' αυτό, η ομάδα
ξεκίνησε και πάλι, αργά αυτή τη φορά, και η συζήτηση στράφηκε σε
άλλα θέματα. Η Ίζαμπελ δεν ξαναμίλησε στον Μέρντο, δεν κοίταξε
καν προς το μέρος του, και το υπόλοιπο της διαδρομής ολοκληρώ-
θηκε χωρίς άλλα επεισόδια.
***
Όταν, μία ώρα αργότερα περίπου, επέστρεψαν στο Κασλμόρα, ο
Γκρέιαμ βγήκε να τους υποδεχτεί. Κοίταξε την Ίζαμπελ ερωτηματικά.
«Λοιπόν, πώς τα πήγε η φοράδα;»
«Πολύ καλά. Είναι γρήγορη και δυνατή, όπως λέγαμε».
«Ωραία. Ίσως βρεις χρόνο να ιππεύσεις και τις άλλες».
Η Ίζαμπελ του χαμογέλασε και κατέβηκε από το άλογό της. Ο Μπαν
έκανε το ίδιο κι ύστερα πήγε κοντά τους. Νιώθοντάς τον δίπλα της,
εκείνη θυμήθηκε την πρώτη τους συνάντηση. Το βλέμμα του συνά-
ντησε το δικό της και της χαμογέλασε, σαν να μάντευε τη σκέψη της.
Η Ίζαμπελ κοκκίνισε.
Αγνοώντας την αμηχανία της, ο πατέρας της στράφηκε στον Μιταν.
«Ελπίζω να απολαύσατε τη βόλτα σας».
«Πολύ». Ο Μπαν κοίταξε την Ίζαμπελ. «Ποιος δεν θα την απολάμ-
βανε με τέτοια συντροφιά;»
Ο πατέρας της έλαμψε από χαρά, ενώ η Ίζαμπελ σκέφτηκε ότι δεν
θα χαιρόταν καθόλου αν γνώριζε την αλήθεια. Μπήκαν στο κάστρο,
καθώς η ζέστη ήταν έντονη έξω, και ο Γκρέιαμ έδωσε εντολή στους
υπηρέτες να τους φέρουν ποτά. Ύστερα, σέρβιρε ο ίδιος την μπίρα
και την πρόσφερε στον καλεσμένο του.
«Είναι πολύ ευχάριστο που σας έχουμε μαζί μας».
«Είστε πολύ ευγενικός», είπε ο Μπαν. «Για να είμαι ειλικρινής, το
Κασλμόρα είναι ένα υπέροχο μέρος».
«Σας ευχαριστώ». Ο Γκρέιαμ τον χτύπησε φιλικά στον ώμο.
«Χαίρομαι που σας αρέσει. Ελπίζω να βρείτε ικανοποιητική τη φι-
λοξενία μας».
«Είμαι απολύτως βέβαιος γι' αυτό. Κι ελπίζω να έχω την τιμή να
σας την ανταποδώσω κάποτε» .
«Αν η υγεία μου ήταν καλή, θα το ήθελα όσο τίποτε άλλο. Με κου-
ράζει πολύ αυτή η ζέστη, και φαίνεται πως επιδεινώνει την κατάστα-
σή μου».
«Λυπάμαι που το ακούω».
«Πάντως, έχω δυνάμεις για να σας ξεναγήσω στο Κασλμόρα, αν θέ-
λετε».
Ο Μπαν τον κοίταξε ανήσυχος. «Παρακαλώ, άρχοντά μου, δεν είναι
ανάγκη να κουράζεστε».
«Δεν κουράζομαι καθόλου», απάντησε ο Γκρέιαμ. «Θα είναι μεγάλη
μου χαρά».
«Τότε σας ευχαριστώ» .
Η καρδιά της Ίζαμπελ σφίχτηκε βλέποντάς τους να κατευθύνονται
προς την πόρτα, καθώς ήταν βέβαιη πως δεν επρόκειτο για μια απλή
ξενάγηση. Ο πατέρας της σκόπευε να συνάψει κάποια συμφωνία με
τον καλεσμένο του και ασφαλώς αυτή δεν θα αφορούσε τα άλογα.
***
Φτάνοντας στην άκρη του οπωρώνα, οι δύο άντρες σταμάτησαν
για να ατενίσουν τον ορίζοντα.
«Υπέροχη θέα», είπε ο Μπαν. «Πράγματι, το Κασλμόρα έχει προνο-
μιακή θέση».
«Αυτό είναι αλήθεια». Ο Γκρέιαμ χαμογέλασε. «Και θα το αφήσω
στο γιο μου πιο ισχυρό και πλούσιο απ' ό,τι ήταν όταν έγινα εγώ άρ-
χοντας». Έκανε μια σύντομη παύση. «Όμως δεν θα μιλήσουμε για το
γιο μου, όπως νομίζω ότι ήδη γνωρίζετε». Ο Μπαν περίμενε σιωπη-
λός. Τώρα θα έμπαιναν στο θέμα. Ήταν σχεδόν έτοιμος, ήξερε τι έ-
πρεπε να πει. Δεν θα ήταν εύκολο, αλλά έπρεπε να είναι σαφής. Δεν
υπήρχαν περιθώρια για παρεξηγήσεις.
«Όπως σας είπα», συνέχισε ο Γκρέιαμ, «η υγεία μου δεν είναι πολύ
καλή. Η μεγαλύτερη επιθυμία μου είναι να ξαναδώ την κόρη μου πα-
ντρεμένη προτού πεθάνω».
«Αξιέπαινος στόχος, αν και ελπίζω η Εξοχότητά σας να ζήσει για
πολλά χρόνια ακόμη».
«Δεν το νομίζω, δυστυχώς. Οι πόνοι στο στήθος μου γίνονται όλο
και πιο συχνοί. Αυτά έχουν τα γηρατειά». Έκανε μια παύση. «Όπως
υπαινίχθηκα ήδη, δεν ήρθατε εδώ μόνο για τα άλογα, αν και τα άλο-
γα είναι εξαιρετικά».
«Θέλετε να μιλήσουμε για τη λαίδη Ίζαμπελ ».
«Ο πρώτος γάμος της κόρης μου τελείωσε πρόωρα, κάτι που κανείς
δεν μπορούσε να προβλέψει»«.
«Από ατύχημα στο κυνήγι, σωστά;»
«Ναι. Ένα αδέσποτο βέλος από το δάσος». Ο Γκρέιαμ κούνησε το
κεφάλι του. «Ο ένοχος δεν βρέθηκε ποτέ. Θα ήταν κάποιος απρόσε-
κτος λαθροκυνηγός, που πανικοβλήθηκε και εξαφανίστηκε μόλις συ-
νειδητοποίησε τι είχε κάνει».
«Πολύ πιθανόν. Ήξερε ότι θα τον κρεμούσαν αν τον έπιαναν».
«Εν πάση περιπτώσει, ήταν ένα πολύ δυσάρεστο γεγονός που ά-
φησε την Ίζαμπελ εκτεθειμένη».
«Δεν ήθελε να μείνει με τους συγγενείς του συζύγου της;»
«Για να είμαι ειλικρινής, δεν υπήρχε αγάπη ανάμεσα στην Ίζαμπελ
και την πεθερά της».
«Κατάλαβα».
«Όταν κανόνιζα το γάμο τους, μου φαινόταν καλός αλλά στη συνέ-
χεια...» Ο Γκρέιαμ έκανε μια παύση κοιτάζοντας επιφυλακτικά το συ-
νομιλητή του, σαν να προσπαθούσε να αποφασίσει πόσα μπορούσε
να του αποκαλύψει. Ύστερα πήρε μια βαθιά ανάσα. «Είχα λόγο να
μετανιώσω γι' αυτή τη συμμαχία. Οι Νιλ αρνήθηκαν να επιστρέψουν
την προίκα της κόρης μου».
Ο Μπαν τον κοίταξε επίμονα. «Αρνήθηκαν;»
«Ναι, οι καταραμένοι!»
Η είδηση αυτή έβαλε τον Μπαν σε σκέψεις, αλλά όχι για τους λό-
γους που φανταζόταν ο συνομιλητής του. Δεν τον ενδιέφερε τo χρυ-
σάφι. Το θέμα ήταν ότι αν η Ίζαμπελ διέθετε μικρή προίκα, είχε ελά-
χιστες πιθανότητες να κάνει ένα σημαντικό γάμο. Ταυτόχρονα, ο πα-
τέρας της ήθελε να την ξεφορτωθεί. Η ισχυρή συμμαχία του Κασ-
λμόρα με το Γκλενγκάρον έμοιαζε να είναι ένα βολικό πρόσχημα. Ο
πραγματικός λόγος ήταν ότι ούτε ο υποψήφιος γαμπρός μπορούσε
να στοχεύσει ψηλά για να βρει σύζυγο. Όσο πιο πολύ το σκεφτόταν
ο Μπαν τόσο βεβαιωνόταν. Και αυτή η συνειδητοποίηση τον γέμισε
αντιφατικά συναισθήματα. Ήταν μια πικρή υπενθύμιση του τι είχε
χάσει, ενώ την ίδια στιγμή του πρόσφερε μια αχτίδα ελπίδας- για τον
Οίκο του τουλάχιστον.
«Βέβαια, η Ίζαμπελ εξακολουθεί να έχει προίκα, αλλά όχι όσο με-
γάλη θα ήθελα», συνέχισε ο Γκρέιαμ. «Παρά τις εκκλήσεις μου, οι Νιλ
αρνούνται να επιστρέψουν έστω κι ένα μέρος αυτής. Μέχρι να τους
πείσω, έτσι έχουν τα πράγματα».
«Πού βασίζουν την άρνησή τους;»
«Στο ότι δεν υπάρχουν απόγονοι από αυτόν το γάμο».
Η απορία που είχε ο Μπαν στο πίσω μέρος του μυαλού του πρό-
βαλε τώρα έντονα. Ωστόσο, επειδή το θέμα ήταν λεπτό, επέλεξε
προσεκτικά τα λόγια του. «Δηλαδή πέθαναν;»
«Δεν υπήρξαν ποτέ. Ο γαμπρός μου έλειπε συχνά από το σπίτι υ-
πηρετώντας το βασιλιά. Ασφαλώς θα πίστευε ότι είχε μπροστά του
πολύ χρόνο για ν' αποκτήσει κληρονόμους».
Αυτά τα λόγια γέννησαν περισσότερες απορίες στον Μπαν Γιατί
ένας νεόνυμφος άντρας αφήνει το συζυγικό κρεβάτι, και μάλιστα ό-
ταν η νύφη είναι τόσο όμορφη όσο η Ίζαμπελ; Ακόμα κι ο βασιλιάς
δεν θα ζητούσε μια τέτοια θυσία, εκτός αν υπήρχε έκτακτη ανάγκη.
Και, απ' όσο γνώριζε ο Μπαν, τέτοια ανάγκη δεν είχε υπάρξει τον τε-
λευταίο χρόνο. Παρ' όλο που δεν πίστευε ότι ο Γκρέιαμ προσπαθού-
σε να τον παραπλανήσει –ήταν άλλωστε ειλικρινής μαζί του μέχρι
στιγμής-, κατάλαβε ότι δεν είχε μάθει ακόμη όλη την αλήθεια. Ίσως
είχε να κάνει με την ίδια την Ίζαμπελ.
«Μου κάνει εντύπωση που ο Νιλ απέφυγε να κάνει το καθήκον του
για κάτι τόσο σοβαρό», είπε ο Μπαν.
«Ήταν ανόητος. Η Ίζαμπελ θα κάνει παιδιά, άρχοντά μου».
«Είστε σίγουρος;» Ο Μπαν δεν ήθελε να θυμώσει τον οικοδεσπότη
του, αλλά έπρεπε να ξεκαθαρίσει τη θέση του. «Ξέρετε την ιστορία
της οικογένειάς μου και δεν χρειάζεται να την επαναλάβω» συνέχισε
ο Μπαν. «Το θέμα είναι ότι είμαι ο τελευταίος άντρας που φέρει αυ-
τό το όνομα και οφείλω ν' αποκτήσω απογόνους για να το συνεχί-
σουν».
«Ασφαλώς. Καταλαβαίνω».
«Τότε θα καταλαβαίνετε, επίσης, ότι πρέπει να βεβαιωθώ».
Ο Γκρέιαμ συνοφρυώθηκε. «Τι ακριβώς προτείνετε;»
«Έναν μυστικό αρραβώνα. Αργότερα, αν όλα εξελιχτούν όπως τα
σχεδιάζουμε, θα τον επισημοποιήσουμε δημόσια».
«Δεν είναι κάτι που θα συμβεί για πρώτη φορά, όμως θα είναι δύ-
σκολο να μην το μάθει κανείς».
«Μπορείτε να βασίζεστε στην εχεμύθειά μου».
«Είναι παρακινδυνευμένο».
«Όχι και τόσο, αφού είστε βέβαιος για τη θετική έκβαση».
«Αν συμφωνήσω, θα πρέπει να γίνουν όλα πολύ γρήγορα».
«Όσο γρήγορα θέλετε».
Ο Γκρέιαμ έμεινε σιωπηλός για λίγο. Ο Μπαν δεν έκανε καμία προ-
σπάθεια να τον πιέσει. Δεν του πρότεινε κάτι πρωτάκουστο κι επι-
πλέον ήξερε ότι ήθελε την Ίζαμπελ Γκρέιαμ -την ήθελε από την πρώ-
τη στιγμή που τη συνάντησε. Όμως δεν έπρεπε παρασυρθεί από τον
πόθο του και να ξεχάσει το καθήκον του απέναντι στην οικογένειά
του, στις ψυχές των δολοφονημένων συγγενών του. Έπρεπε να εξα-
σφαλιστεί.
Τελικά, ο Γκρέιαμ έγνεψε καταφατικά. «Εντάξει, θα γίνει ένας μυ-
στικός αρραβώνας προς το παρόν».
«Το ερώτημα είναι αν θα συμφωνήσει και η λαίδη».
«Ίζαμπελ θα κάνει ό,τι της πω εγώ».
Ο Μπαν δεν ξαφνιάστηκε. Ήταν καθήκον του πατέρα να βρει κα-
τάλληλο σύζυγο για την κόρη του και καθήκον δικό της να συναινέ-
σει στην επιλογή του. Ο Γκρέιαμ μιλούσε με σιγουριά επειδή ήξερε
ότι η Ίζαμπελ σεβόταν την κρίση του. Όμως ο Μπαv αναρωτιόταν
ποια θα ήταν τα πραγματικά της αισθήματα. Θα τον δεχόταν πρόθυ-
μα ή θα τον θεωρούσε κατώτερό της; Η Μπίατρις τον είχε θεωρήσει
κατώτερό της. Βέβαια, τότε ήταν νεότερος και τόσο άπειρος, που εί-
χε μαγευτεί από το ωραίο πρόσωπο της χωρίς να δει το χαρακτήρα
που κρυβόταν πίσω του. Τον είδε τελικά, όταν τη ζήτησε σε γάμο ...
Για μια στιγμή εκείνη τον κοίταξε επίμονα. Ύστερα ξέσπασε σε γέλια.
«Να σε παντρευτώ;»
Στην αρχή ο Μπαν νόμισε πως το γέλιο της έδειχνε έκπληξη. «Ναι, γιατί
όχι;»
«Ο πατέρας μου δεν θα μου επέτρεπε ποτέ να παντρευτώ έναν Σάξονα
λόρδο».
«Θα του μιλήσω εγώ και θα τον πείσω».
«Δεν είναι μόνο αυτό», απάντησε εκείνη.
«Τότε τι είναι; Έχω αρκετά πλούτη».
«Ναι, αλλά πού είναι η γη σου, άρχοντά μου;» Το χαμόγελό του έσβησε.
«Μου την έκλεψαν».
«Και δεν υπάρχει περίπτωση να την ξαναπάρεις πίσω».
«Θα αποκτήσω άλλη».
«Πώς; Δεν έχεις τις κατάλληλες διασυνδέσεις». Το σαγόνι του σφίχτηκε.
«Θα βρω έναν τρόπω».
«Μπορεί να σου πάρει χρόνια, αν τα καταφέρεις τελικά. Δεν θα χαρα-
μίσω τη ζωή μου περιμένοντας».
«Θα τη χαραμίσεις;» Ο Μπαν έκανε μια παύση. «Αφού θα ήμαστε μαζί».
«Και πού θα μένουμε; Στους αγρούς;»
«Όχι δα! Μπορώ να σου προσφέρω όλες τις ανέσεις».
«Αλλά δεν μπορείς να μου προσφέρεις κοινωνική θέση».
«Έχει τόση σημασία αυτό;»
«Ασφαλώς και έχει. Ο πατέρας μου είναι πλούσιος και ισχυρός, και με-
γάλος γαιοκτήμονας. Δεν θα έπρεπε να είναι το ίδιο και ο άντρας μου;»
«Δεν μπορώ να σε κατηγορήσω που αυτό θέλεις», απάντησε ο Μπαν.
«Άρα λοιπόν;»
«Νόμιζα... Ήλπιζα ότι τα αισθήματά σου για μένα ήταν τόσο δυνατά
που θα το παρέβλεπες».
Η Μπίατρις χαμογέλασε ψυχρά. «Πολύ μεγάλη ιδέα έχεις για τον εαυτό
σου. Δεν είμαι τόσο ανεύθυνη προς την οικογένειά μου για να πέσω στα
χέρια ενός ασήμαντου».
Τα λόγια της τον πλήγωσαν. «Οι Θέιν του Έσλινγκφιλντ δεν είναι ασή-
μαντοι, έχουν αρχαίους και σπουδαίους προγόνους».
«Και πού βρίσκονται τώρα; Δεν έχουν καμία δύναμη, καμία επιρροή.
Είναι ένα τίποτα».
Έδιωξε γρήγορα αυτή την ανάμνηση. Είχε φανεί ανόητος και είχε
πληρώσει το τίμημα. Ο αφελής και ιδεαλιστής ερωτευμένος νεαρός
είχε χαθεί προ πολλού και τη θέση του είχε πάρει ένας ώριμος ά-
ντρας που ήξερε τον κόσμο. Αυτός ο γάμος ήταν μια απρόσμενη ευ-
καιρία. Θα αποτελούσε τη βάση πάνω στην οποία ο Μπαν θα οικο-
δομούσε -με τον καιρό.
«Τότε είμαστε σύμφωνοι», είπε στον οικοδεσπότη του.
Ο Γκρέιαμ χαμογέλασε κι έτεινε το χέρι του. «Δεν θα το μετανιώσε-
τε».
Ο Μπαν το έσφιξε, ελπίζοντας τα λόγια να βγουν αληθινά.
Κεφάλαιο 5

Η Ίζαμπελ κοίταξε άναυδη τον πατέρα της νομίζοντας πως δεν είχε
ακούσει καλά. «Μυστικό αρραβώνα;»
«Ακριβώς».
«Αρραβώνα που θα του παρέχει συζυγικά δικαιώματα;»
«Σωστά».
Η δυσπιστία της αντικαταστάθηκε από οργή. Ο Σάξονας λόρδος εί-
χε την εντύπωση πως εκείνη θα το δεχόταν; Και μόνο που το πρότει-
νε έδειχνε πως δεν τη σεβόταν.
«Αποκλείεται να μιλάτε σοβαρά, πατέρα».
«Ποτέ δεν έχω μιλήσει σοβαρότερα». Η έκφρασή του υποστήριζε
τα λόγια του κι αυτό της προκάλεσε πανικό.
«Άλλο γάμος και άλλο αυτό».
«Είναι ασυνήθιστο, το ομολογώ, αλλά όχι πρωτοφανές».
«Είναι σχεδόν σαν πορνεία».
«Όχι δα! Αλλιώς δεν θα συμφωνούσα». Ο Γκρέιαμ έκανε μια παύση.
«Ουσιαστικά ένας αρραβώνας δεν διαφέρει πολύ από να γάμο. Η μό-
νη διαφορά τώρα είναι ότι δεν θα τον αναγγείλουμε μέχρι να μείνεις
έγκυος».
Η Ίζαμπελ σκέφτηκε τι σήμαινε αυτό πρακτικά και η οργή της θέ-
ριεψε. Ο λόρδος Μπαν θα ήταν περιχαρής με το σχέδιο που σκαρφί-
στηκε. Πόσο μάλλον που το επικύρωσε με τη συγκατάθεση του πατέ-
ρα της. Και σίγουρα θα διασκέδαζε πολύ καθώς θα σκεφτόταν τη δι-
κή της αντίδραση.
«Δεν είμαι φοράδα για να δεχτώ τον επιβήτορα του Γκλενγκάρον!»
«Μια σύζυγος έχει χρέος να γεννά παιδιά κι εσύ δεν το έκανες».
«Δεν φταίω μόνο εγώ γι' αυτό».
«Ως τώρα σε πίστευα. Στο χέρι σου είναι να μου αποδείξεις ότι άξι-
ζες την εμπιστοσύνη μου».
«Πολύ ευχαρίστως, αλλά όχι με αυτόν τον δόλιο τρόπο».
«Είσαι μια χήρα άτεκνη και χωρίς αξιόλογη προίκα. Τι δεν έχεις κα-
ταλάβει ακόμη;» Ο πατέρας της την αγριοκοίταξε. «Είναι ευκαιρία
για σένα, εκτός αν προτιμάς το μοναστήρι». Βλέποντας ότι η Ίζαμπελ
έμενε σιωπηλή, κούνησε το κεφάλι του.
«Αυτό είπα κι εγώ».
Εκείνη έκλεισε τα μάτια της προσπαθώντας να μην κυριευτεί από
τον πανικό της. Δεν είχε κλίση στο μοναχισμό. Καταλάβαινε ότι δεν
μπορούσε να ξεφύγει. Όσο και να το ήθελε, δεν μπορούσε ν' απορ-
ρίψει την πρόταση του λόρδου Μπαν, γιατί θα άφηνε ανοιχτό το
δρόμο για τον Μέρντο. Και ήξερε τι θα γινόταν αν ο Μέρντο ζητούσε
το χέρι της. Έγλειψε τα ξεραμένα χείλη της. «Πότε θα γίνει ο αρρα-
βώνας;»
«Αποφάσισα να γίνει την ερχόμενη Πέμπτη».
Η ανάσα της κόπηκε. Πέμπτη ήταν σε δύο μέρες. «Είναι πολύ σύ-
ντομα».
«Σύντομα ή όχι, αυτή θα είναι η μέρα του αρραβώνα σου».
«Είναι άσεμνη τόση βιασύνη».
Το βλέμμα του πατέρα της σκλήρυνε. «Η γνώμη σου δεν μετράει.
Θα κάνεις ό,τι σου λέω. Ο αρραβώνας θα γίνει στα ιδιαίτερα διαμε-
ρίσματά μου, για να έχουμε ησυχία. Θα καλέσω εκεί τον λόρδο Μπαν
με το πρόσχημα ότι θα μιλήσουμε για δουλειές. Θα είναι εύκολο να
έρθεις κι εσύ χωρίς να σε δει κανείς. Δεν θα μας πάρει πολλή ώρα».
Ο πατέρας της είχε δίκιο: δεν θα χρειαζόταν πολλή ώρα να δώσει
το χέρι της στον λόρδο Μπαν και να πει τους όρκους που θα την έ-
καναν δική του. Τι εύκολο που ήταν για μια οικογένεια να ξεφορτω-
θεί μια γυναίκα! Ούτε και την προηγούμενη φορά είχε μετρήσει η
γνώμη της, αν και τότε ο γάμος της είχε πολλούς καλεσμένους, μεγα-
λοπρεπές γαμήλιο γλέντι και μια τελετή για το κρεβάτι που έγινε α-
νάμεσα σε άσεμνα πειράγματα και γέλια. Πόσο απατηλά αποδείχτη-
καν τελικά εκείνα τα γέλια. Η Ίζαμπελ ρίγησε από τρόμο καθώς ανα-
λογίστηκε όλες τις φρικτές νύχτες που είχε περάσει στο κρεβάτι του
Άλιστερ Νιλ. Ο μακαρίτης ο άντρας σου ήταν ανίκανος. Στο μυαλό
της αντηχούσαν κοροϊδευτικά τα λόγια του Μέρντο. Ωστόσο, δεν ή-
ταν απολύτως ακριβή. Ο Άλιστερ τα κατάφερνε μερικές φορές, αλλά
το τίμημα ήταν δυσβάσταχτο. Η Ίζαμπελ ξεροκατάπιε, καθώς είδε
νοερά το σύζυγό της να στέκεται δίπλα στο κρεβάτι, να βγάζει αργά
τη ζώνη του, να τυλίγει την πόρπη γύρω από τη γροθιά του...
«Βγάλε το μεσοφόρι σου».
«Σε παρακαλώ, άρχοντά μου...»
«Είπα, βγάλ'το».
Τρέμοντας, εκείνη υπάκουσε. Όταν έμεινε γυμνή, ο Άλιστερ έγνεψε με
επιδοκιμασία.
«Ξάπλωσε όπως σου είπα».
Η Ίζαμπελ υπάκουσε απρόθυμα γνωρίζοντας τη συνέχεια, αλλά και ότι
θα ήταν πολύ χειρότερα αν προσπαθούσε ν' αντισταθεί. Βογκούσε από
πόνο καθώς η ζώνη μαστίγωνε τους γλουτούς της αφήνοντας κόκκινα ση-
μάδια, ενώ τα δάχτυλά της έσφιγγαν το κάλυμμα του κρεβατιού. Στην αρ-
χή δεν έβγαζε άχνα από περηφάνια, αλλά σύντομα διαπίστωσε ότι δεν
έκανε καλά, γιατί αυτό που διέγειρε τον Άλιστερ ήταν οι κραυγές της και
θα συνέχιζε να τη χτυπάει ώσπου να ουρλιάξει. Όταν ούρλιαζε, εκείνος
πετούσε τη ζώνη κι έπεφτε πάνω της, ανοίγοντας τα πόδια της με το γό-
νατό του. Ύστερα έμπαινε μέσα της. Εκείνη κραύγαζε από πόνο, αλλά οι
κραυγές της τον ευχαριστούσαν. Ευτυχώς, αυτό το μέρος της διαδικασίας
τελείωνε πολύ γρήγορα κι ο Άλιστερ τραβιόταν λαχανιασμένος και ικανο-
ποιημένος. Κι εκείνη έκλεινε σφιχτά τα βλέφαρά της και προσευχόταν σι-
ωπηλά αυτή τη φορά να είχε συλλάβει...
Η Ίζαμπελ είχε ακούσει ότι κάποιες φορές οι γυναίκες απολάμβα-
ναν την ερωτική πράξη, αλλά αυτό της φαινόταν αδιανόητο, ακόμη
κι αν ο άντρας δεν ήταν βίαιος. Ο Άλιστερ σκαρφιζόταν διάφορους
τρόπους για να πετυχαίνει το σκοπό του και όλοι ήταν επώδυνοι,
αλλά φρόντιζε να μην αφήνουν εμφανή σημάδια. Και να μην το φρό-
ντιζε όμως, κανείς δεν θα του έκανε ερωτήσεις. Ούτε ο Νόμος: ήταν
δικαίωμα του άντρα να κάνει τη γυναίκα του ό,τι θέλει και χρέος δικό
της να υπομένει.
«Μ' ακούς;»
Η φωνή του πατέρα της την έβγαλε απότομα από τις σκέψεις της.
«Ναι, πατέρα, σας ακούω».
«Μετά τον αρραβώνα, θα ολοκληρώσετε».
Η Ίζαμπελ χλόμιασε. «Όχι. Να γνωριστούμε λίγο πρώτα».
«Να πάρει η ευχή! Δεν είσαι παρθένα και δεν είναι ώρα να παρι-
στάνεις την ψηλομύτα. Θα ολοκληρώσετε αμέσως και ύστερα θα
κοιμάσαι μαζί του όποτε το θέλει. Έγινα σαφής;»
Η Ίζαμπελ κατάπιε την οργή της. «Σαφέστατος».
«Το ελπίζω».
«Και πώς θα μείνει μυστικό όλο αυτό;» ρώτησε η Ίζαμπελ. «Δεν θέ-
λω να με σχολιάζουν οι υπηρέτες».
«Θα βρεις τρόπο. Φαντάζομαι ότι και ο λόρδος Μπαν θα είναι εξί-
σου εφευρετικός».
«Γι' αυτό είμαι σίγουρη».
Ο πατέρας της ανασήκωσε το φρύδι του με το σαρκαστικό της ύ-
φος. «Καλά θα κάνεις να μαζέψεις τη γλώσσα σου. Κανένας άντρας
δεν θέλει για σύζυγο ένα γύναιο».
Η Ίζαμπελ χαμήλωσε το βλέμμα της καταπίνοντας τις αντιρρήσεις
της. Ο πατέρας της είχε θυμώσει ήδη και αν τον εξωθούσε περισσό-
τερο, μπορεί να έκανε τον αρραβώνα νωρίτερα ή να πρόσθετε κι άλ-
λους ταπεινωτικούς όρους.
«Ζητώ συγγνώμη. Απλώς όλα έγιναν πολύ γρήγορα και είμαι εντε-
λώς απροετοίμαστη».
Εκείνος έδειξε να μαλακώνει λίγο. «Ε, μάλλον. Όμως τώρα πρέπει
να συνηθίσεις στην ιδέα».
«Μάλιστα, πατέρα».
«Όσο πιο σύντομα μείνεις έγκυος τόσο πιο σύντομα θα μπορέσεις
να ζήσεις με τον άντρα σου ως σύζυγός του και να πάρεις τη θέση
που αξίζεις στην κοινωνία. Να το θυμάσαι».
Εκείνη έγνεψε καταφατικά. Δεν ήξερε ποιο ήταν: χειρότερο: ότι έ-
πρεπε να υποταχτεί στη βούληση ενός ξένου ή ότι ίσως δεν κατά-
φερνε να συλλάβει; Οι παλιοί της φόβοι επέστρεψαν. Αν ήταν στείρα
τελικά, θα την υποχρέωναν να κλειστεί σε μοναστήρι και να περάσει
εκεί όλη τη ζωή της ξεχασμένη. Ο λόρδος Μπαν θα επέστρεφε στο
Γκλενγκάρον και θα έψαχνε να βρει καινούρια σύζυγο. Σε κάθε περί-
πτωση, εκείνος θα έβγαινε κερδισμένος χωρίς να έχει διακινδυνέψει
τίποτε. Έσφιξε τις παλάμες της, καθώς ένιωσε ότι όχι μόνο δεν μπο-
ρούσε ν' αντιδράσει, αλλά ούτε καν να εκφράσει το θυμό της. Στον
κόσμο των αντρών η μοναδική επιλογή των γυναικών ήταν η υπα-
κοή.
***
Ο Μπαν έλαβε την είδηση για τον επικείμενο αρραβώνα του με
φαινομενική ψυχραιμία. Στην πραγματικότητα ξαφνιάστηκε. Δεν τον
περίμενε τόσο σύντομα. Όμως ο Γκρέιαμ αδημονούσε να τακτοποιή-
σει την κόρη του και, δεδομένων των συνθηκών, δεν υπήρχε μάλλον
λόγος για καθυστέρηση. Ο Μπαν τον άκουσε προσεκτικά να του εξη-
γεί τις λεπτομέρειες και έγνεψε συγκαταβατικά. Το σχέδιο του Γκρέι-
αμ ήταν καλό και μπορούσε να υλοποιηθεί με τη διακριτικότητα που
επιθυμούσαν όλοι.
«Στη συνέχεια, μπορείτε να χρησιμοποιήσετε την κάμαρα για μία
ώρα», συνέχισε ο οικοδεσπότης του. «Θα φροντίσω να μη σας ενο-
χλήσει κανείς».
Ο Μπαν ανοιγόκλεισε έκπληκτος τα μάτια του. Αυτό δεν το περίμε-
νε. Φανταζόταν ότι θα κανόνιζαν μια συνάντηση για να σφραγίσουν
τον αρραβώνα τους. Αν ολοκλήρωναν αμέσως, θα ήταν ακόμη πιο
δύσκολο για την Ίζαμπελ, αλλά αν ο ίδιος δίσταζε τώρα, πώς θα φαι-
νόταν; Η ιδέα άλλωστε ήταν δική του.
«Ευχαριστώ, είστε πολύ ευγενικός», είπε ο Μπαν.
«Δεν κάνει τίποτα». Ο Γκρέιαμ τον κοίταξε επίμονα. «Μετά, θα
φροντίζετε γι' αυτό μόνος σας».
Για πρώτη φορά ο Μπαν αναγκάστηκε να σκεφτεί σοβαρά την πι-
θανή διάρκεια των γεγονότων. Μια γυναίκα μπορούσε να συλλάβει
αμέσως, αλλά μπορεί να χρειαζόταν και μήνες. Και τότε θα προέκυ-
πταν πρακτικά θέματα. Θα γινόταν όλο και πιο δύσκολο να ξεγλι-
στρούν και να μένουν μόνοι τους, και όσο πιο , πολύ το συνέχιζαν
τόσο μεγαλύτερη θα ήταν η πιθανότητα να τους ανακαλύψουν. Κιν-
δύνευε να κηλιδωθεί το όνομα της Ίζαμπελ ή να αποκαλυφθεί όλη η
αλήθεια.
Ξαφνικά το όλο εγχείρημα άρχισε να του φαίνεται πολύ πι περί-
πλοκο. Ως τώρα οι περισσότερες σχέσεις του ήταν με γυναίκες που
αμείβονταν για τις χάρες τους και τις πρόσφεραν φανερά. Όλοι έ-
βγαιναν κερδισμένοι. Οι κρυφές συνευρέσεις ήταν πολύ πιο δύσκο-
λες. Ίσως η Ίζαμπελ να είχε αντιρρήσεις. Και με το δίκιο της, σκέφτη-
κε ο Μπαν. Αλλά αυτό δεν μπορούσε να το πει στον Γκρέιαμ.
«Ότι πείτε», του απάντησε.
«Να την αφήσεις έγκυο το συντομότερο δυνατόν. Δεν θα ήθελα να
τη στείλω σε μοναστήρι».
Μοναστήρι; Ο Μπαν ένιωσε τύψεις συνειδητοποιώντας ότι αν τε-
λικά η Ίζαμπελ ήταν στείρα κι εκείνος την εγκατέλειπε, αυτή θα ήταν
η μοίρα της. Ήταν μια δυσάρεστη αλήθεια. Όμως αν τα πράγματα
πήγαιναν όπως ήλπιζε, δεν θα έφταναν ως εκεί. Η Ίζαμπελ θα γινό-
ταν γυναίκα του με όλες τις τιμές. Ύστερα, θα είχαν χρόνο να έρθουν
κοντά συναισθηματικά.
«Θα κάνω ό,τι μπορώ για να μη γίνει αυτό», είπε ο Μπαν.
Ο Γκρέιαμ έγνεψε. «Το ίδιο κι εκείνη, σας το εγγυώμαι».
Κι άλλες αμφιβολίες αναδύθηκαν στο μυαλό του Μπαν για τους
λόγους που η Ίζαμπελ θα υποταγόταν στη θέλησή του. Τις έδιωξε
αμέσως. Η υπόθεση αυτή ήταν μια συναλλαγή, δεν είχε σχέση με αι-
σθήματα. Αρραβώνες γίνονταν κάθε μέρα -το ίδιο και γάμοι όπου η
νύφη κι ο γαμπρός δεν είχαν συναντηθεί ποτέ πριν. Παντρεύονταν
και πήγαιναν κατευθείαν στο κρεβάτι. Οι προσωπικές τους προτιμή-
σεις δεν είχαν σημασία.
«Την Πέμπτη λοιπόν», είπε ο Μπαν.
***
Όταν έφυγε από τη συνάντησή του με τον Γκρέιαμ, ο Μπαν πήγε
να βρει την Ίζαμπελ. Δεν θα ήταν εύκολη η συζήτηση, αλλά ήθελε να
είναι ξεκάθαρος μαζί της για να μην της δημιουργεί ψεύτικες προσ-
δοκίες. Έχοντας παντρευτεί ήδη μία φορά, το πιθανότερο ήταν να
μην τρέφει αυταπάτες για έρωτες και ρομαντισμό. Τουλάχιστον έτσι
ήλπιζε ο Μπαν. Δεν είχε σκοπό να της υποσχεθεί κάτι που δεν μπο-
ρούσε να της δώσει.
Τη βρήκε στο κελάρι. Έδενε μπουκέτα λεβάντας και όλος ο χώρος
ευωδίαζε ένα γλυκό άρωμα. Ένα άρωμα που μετέφερε τον Μπαν στα
παιδικά του χρόνια, τότε που έβλεπε τις υπηρέτριες να κρεμούν τα
ματσάκια από βότανα για να τα αποξηράνουν. Οι υπηρέτριες δεν
ζούσαν πια. Είχαν σκοτωθεί στην καταστροφή του Έσλινγκφιλντ .
Διώχνοντας αυτή την ανάμνηση, πέρασε το κατώφλι κι έκλεισε την
πόρτα πίσω του. Η Ίζαμπελ σήκωσε το βλέμμα της και τον κοίταξε
ξαφνιασμένη.
«Ζητώ συγγνώμη για την ενόχληση, μιλαίδη, αλλά πρέπει να μιλή-
σουμε».
Η Ίζαμπελ άφησε κάτω τα μπουκέτα. «Όπως θέλετε».
Τώρα που βρίσκονταν μόνοι τους, ο Μπαν δυσκολευόταν να βρει
τα κατάλληλα λόγια. Ίσως να ήταν πιο εύκολο αν η Ίζαμπελ δεν ήταν
τόσο ελκυστική. Παρ' όλο που ο αρραβώνας τους ήταν μια συναλλα-
γή, το θέμα που ετοιμαζόταν να θίξει ήταν πολύ προσωπικό. Δεν ή-
ταν εύκολος συνδυασμός.
Η Ίζαμπελ περίμενε ελπίζοντας να φαίνεται ψύχραιμη. Είχε ταρα-
χτεί που βρισκόταν κλεισμένη σ' ένα δωμάτιο με έναν τόσο εντυπω-
σιακό άντρα. Καθώς εκείνος την πλησίασε, το κελάρι της φάνηκε να
συρρικνώνεται. Με δυσκολία σηκώθηκε όρθια. Ο Μπαν σταμάτησε
λίγα βήματα μακριά της.
«Μόλις μίλησα με τον πατέρα σας».
Ο σφυγμός της έγινε πιο γρήγορος. «Α, μάλιστα».
«Επιθυμεί να γίνει ο αρραβώνας μας την Πέμπτη κι εγώ συμφώνη-
σα. Είναι πιο σύντομα απ' όσο περίμενα, αλλά ίσως αυτό να μην εί-
ναι κακό».
«Εννοείτε ότι θα έχουμε λιγότερο χρόνο στη διάθεσή μας για ν'
ανακαλύψουμε ο ένας τα ελαττώματα του άλλου».
Ο Μπαν την κοίταξε στα μάτια. «Είμαι βέβαιος πως έχετε ελάχι-
στα».
«Ελπίζω να συνεχίσετε να το πιστεύετε».
«Αυτό θα το δούμε εν καιρώ. Προς το παρόν, υπάρχουν πιο πιεστι-
κά ζητήματα».
«Σας ακούω, άρχοντά μου».
«Θέλω να αναγγείλω τη σχέση μας το συντομότερο».
«Το ίδιο θέλω κι εγώ».
«Τότε θα κάνετε ό,τι χρειάζεται για να συμβεί αυτό».
Το συμπέρασμα ήταν εύκολο κι έκανε τα μάγουλά της να κοκκινί-
σουν. «Όπως θα το κάνετε κι εσείς».
«Μείνετε ήσυχη» Ο Μπαν έκανε μια παύση κοιτάζοντάς τη επίμο-
να. «Δώστε μου έναν απόγονο και θα έχετε όλες τις τιμές στο πλάι
μου. Ό,τι επιθυμείτε θα είναι δικό σας».
«Είστε πολύ καλός».
«Ένας σύζυγος οφείλει να φέρεται με καλοσύνη στη σύζυγό του.
Μη φοβάστε. Δεν θα περάσετε άσχημα μαζί μου». Κι έπειτα από μια
σύντομη παύση πρόσθεσε: «Ίσως έρθουμε πιο κοντά με τον καιρό».
Η Ίζαμπελ δεν είχε λόγο ν' αμφιβάλλει για την καλοσύνη του. Ευ-
τυχώς, ο Μπαν δεν ήταν σαν τον Άλιστερ. Για τα υπόλοιπα όμως αμ-
φέβαλλε. Θα μπορούσε να μάθει πώς να τον ευχαριστεί; Ήταν αυτό
που ήθελε εκείνος από μια σύζυγο; Φαινόταν δύσκολο όλο αυτό.
«Έτσι γίνεται συνήθως», του είπε.
«Το ίδιο πιστεύω κι εγώ, αν και δεν το θεωρώ απαραίτητο για έναν
επιτυχημένο γάμο. Δεδομένου ότι πρόκειται για μια συναλλαγή, αρ-
κεί ο αμοιβαίος σεβασμός».
Χωρίς προφανή λόγο η Ίζαμπελ ένιωσε έναν κόμπο ν' ανεβαίνει
στο λαιμό της. «Άρα, λοιπόν, δεν χρειάζεται να θολώσουμε τα νερά
με ρομαντισμούς».
«Ακριβώς. Δεν σας αγαπώ, ούτε εσείς με αγαπάτε. Και δεν πρόκει-
ται να σας υποσχεθώ την καρδιά μου».
«Σας ευχαριστώ για την ειλικρίνειά σας, άρχοντά μου».
«Δεν θέλω να σας πω ψέματα».
«Χαίρομαι». Κατά κάποιον τρόπο, όντως χαιρόταν. Ήταν ευγνώ-
μων, επίσης, που ο Μπαν δεν υποκρινόταν μαζί της και της εξηγούσε
ακριβώς τι να περιμένει από εκείνον.
«Άρα, λοιπόν, καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλον».
«Πιστεύω πως ναι». Η Ίζαμπελ έκανε μια παύση. «Θα προσπαθήσω
να είμαι καλή σύζυγος για σας».
«Κι εγώ ένας καλός σύζυγος για σας». Ο Μπαν χαμογέλασε αχνά.
«Δεν φαντάζομαι να είναι δύσκολο. Μπορώ να πω ότι αδημονώ για
τη στενή επαφή μας».
Τα μάγουλά της πήραν ένα ροδαλό χρώμα που την έκανε απίστευ-
τα ελκυστική και ο Μπαν συνειδητοποίησε ότι όντως αδημονούσε. Η
σκέψη του στράφηκε σε κάτι ευχάριστο.
«Να επισφραγίσουμε τη συμφωνία μας, μιλαίδη;»
Η Ίζαμπελ κοκκίνισε ακόμη περισσότερο. «Ε... Δεν αρραβωνιαστή-
καμε ακόμη, άρχοντά μου. Θα ήταν...» Σταμάτησε αμήχανη.
Ο Μπαν την κοιτούσε απολαμβάνοντας την ταραχή της.
«Άπρεπο;» Η σιωπή της το επιβεβαίωσε και τότε τα μάτια του ά-
στραψαν. «Σας έχω δει γυμνή. Είναι λίγο αργά να ανησυχείτε για την
ευπρέπεια».
Η Ίζαμπελ σήκωσε ψηλά το κεφάλι της. «Αυτό δεν είναι δίκαιο και
το ξέρετε».
«Δεν είναι δίκαιο; Μα θα το ξανακάνετε την Πέμπτη».
Η Ίζαμπελ αναγκάστηκε να σωπάσει. Δυστυχώς, δεν μπορούσε να
του αρνηθεί. Αλλά αγανάκτησε ακόμη περισσότερο που εκείνος το
διασκέδαζε.
«Θα κάνω αυτό που πρέπει, άρχοντά μου».
«Τότε θα επισφραγίσουμε τη συμφωνία μας τώρα».
Τα λόγια του ήταν ήρεμα, αλλά δεν σήκωναν αντιρρήσεις, όπως και
το χέρι του γύρω από τη μέση της που την τραβούσε πάνω του. Τη
φίλησε αγνοώντας την αντίστασή της, μέχρι που εκείνη αφέθηκε
στην αγκαλιά του. Κάτω από το άρωμα της λεβάντας η Ίζαμπελ ανά-
σανε τη μυρωδιά ενός άντρα, ζεστή, μεθυστική κι επικίνδυνη, που
της προκαλούσε πρωτόγνωρες και απρόσμενες αισθήσεις.
Εκείνος έκανε ένα βήμα πίσω και την κοίταξε στα μάτια με βλέμμα
ανεξιχνίαστο. Με κομμένη την ανάσα, η Ίζαμπελ περίμενε, ενώ η
καρδιά της κόντευε να σπάσει. Φοβόταν τη δύναμή του. Ήταν μόνοι
τους σ' ένα απομονωμένο κελάρι. Αν εκείνος αποφάσιζε να προχω-
ρήσει... Ωστόσο, δεν φάνηκε να έχει τέτοια πρόθεση καθώς χαλάρω-
σε το αγκάλιασμά του.
«Θεωρώ ότι η συμφωνία μας επισφραγίστηκε, μιλαίδη, και κρατώ
αυτό το φιλί ως προκαταβολή για περισσότερα».
«Σας είπα ότι θα κάνω αυτό που πρέπει».
«Ναι, και θα το απολαύσετε μάλιστα, σας το υπόσχομαι».
«Αυτή είναι μια τολμηρή υπόσχεση, άρχοντά μου. Για μια γυναίκα,
η απόλαυση στο συζυγικό κρεβάτι είναι ελάχιστη».
Ο Μπαν προχώρησε προς την πόρτα. Στο κατώφλι κοντοστάθηκε
και στράφηκε να την κοιτάξει. «Κρατήστε μια επιφύλαξη, μιλαίδη,
μέχρι να το μοιραστείτε μαζί μου».
Και λέγοντας αυτό, βγήκε από το κελάρι. Ακούγοντας τα βήματά
του ν' απομακρύνονται, η Ίζαμπελ συνειδητοποίησε ότι έτρεμε αλλά
όχι από φόβο. Ασυναίσθητα έφερε το χέρι στα χείλη της, όπου πλα-
νιόταν ακόμη η ανάμνηση του φιλιού του. Ένα φιλί που της είχε
προκαλέσει πολλά συναισθήματα, αλλά που σήμαινε απλώς την επι-
σφράγιση της συμφωνίας τους. Με τον ίδιο τρόπο θα την πήγαινε
και στο κρεβάτι. Η Ίζαμπελ δάγκωσε τα χείλη της. Ο Μπαν ήταν ειλι-
κρινής μαζί της. Επρόκειτο για μία συναλλαγή. Αν αργότερα προέκυ-
πταν τρυφερά συναισθήματα, θα ήταν καλό, όμως δεν ήταν καθόλου
βέβαιο. Δεν το θεωρώ απαραίτητη προϋπόθεση σε ένα γάμο. Η μο-
ναδική απαραίτητη προϋπόθεση ήταν να του χαρίσει έναν διάδοχο.
Κεφάλαιο 6

Ο Μπαν βγήκε έξω στον καθαρό αέρα, μακριά από το μεθυστικό,


αισθησιακό άρωμα της λεβάντας και την ανάμνηση εκείνου του φι-
λιού. Δεν είχε ιδέα γιατί το είχε κάνει. Δεν ήταν αυτή η πρόθεσή του
όταν πήγε να τη βρει. Ούτε περίμενε να διεγερθεί τόσο που να θέλει
να προχωρήσει κι άλλο μαζί της. Ευτυχώς είχε συγκρατηθεί. Σε δύο
μέρες θα γινόταν δική του, μπορούσε να κάνει λίγη υπομονή ακόμη -
τα υπόλοιπα θα έρχονταν μετά. Προχωρούσε χωρίς συγκεκριμένο
προορισμό και τα βήματά του τον οδήγησαν στους στάβλους. Σκέ-
φτηκε ότι θα ήταν καλό να δει αν τα άλογα ήταν εντάξει. Στρίβοντας
όμως στη γωνία του κτιρίου, αντίκρισε έκπληκτος στο προαύλιο μια
ομάδα αντρών. Στην αρχή νόμισε ότι ήταν όλοι από το Κασλμόρα,
αλλά ύστερα πρόσεξε ανάμεσά τους τον Γιούαν και τον Ντέιβι. Από
τις εκφράσεις τους κατάλαβε ότι δεν επρόκειτο για φιλική συγκέ-
ντρωση.
***
Θέλοντας να ξεφύγει από τα στενά όρια της αποθήκης, η Ίζαμπελ
παράτησε προσωρινά τη δουλειά της. Της πρόσφερε άφθονο χρόνο
για να σκεφτεί κι εκείνη ήθελε να απασχολήσει με κάτι άλλο το μυα-
λό της. Ευτυχώς, υπήρχαν κι άλλες δουλειές που έπρεπε να γίνουν
και κυρίως η προετοιμασία του δείπνου. Η ατμόσφαιρα ήταν ήδη τε-
ταμένη και δεν ήθελε να διακινδυνεύσει τη δυσαρέσκεια του πατέρα
της μ' ένα δείπνο που θα το θεωρούσε προσβολή για τον προσκε-
κλημένο τους.
Συνεπώς, έπρεπε οπωσδήποτε να μιλήσει με τις μαγείρισσες και
μάλιστα σύντομα.
Διέσχισε βιαστικά το διάδρομο προς την εξωτερική πόρτα και
βγαίνοντας στο προαύλιο άκουσε αντρικές φωνές. Αυτό δεν ήταν κά-
τι ασυνήθιστο, αλλά από τον τόνο τους κατάλαβε πως δεν επρόκειτο
για τα συνηθισμένα αστεία και πειράγματα. Κοντοστάθηκε και αφου-
γκράστηκε. Ο θόρυβος ερχόταν από το πίσω μέρος των στάβλων.
Αυτό την ανησύχησε κάπως, γιατί το σημείο ήταν απομονωμένο.
Για μια στιγμή δίστασε. Δεν έπρεπε ν' ανακατεύεται σε αντρικές
υποθέσεις και συνήθως έμενε μακριά από τους μισθοφόρους του
Μέρντο. Ενώ σκεφτόταν τι να κάνει, αντίκρισε ξαφνικά τον Μπαν.
Εκείνος βρισκόταν πιο κοντά στους στάβλους και προφανώς κατευ-
θυνόταν προς τα εκεί. Η περιέργειά της πάλευε με τη σύνεση. Θα το
τακτοποιούσε ο Μπαν το θέμα. Ωστόσο, η παρουσία του έκανε πιο
δύσκολη την απόφασή της να παραμείνει αμέτοχη. Δίστασε για λίγο
ακόμη κι ύστερα, ενάντια στη λογική της, τον ακολούθησε.
Μόλις έστριψε στη γωνία των στάβλων τρόμαξε, καθώς η ένταση
ήταν έκδηλη. Ο καβγάς είχε στόχο τους άντρες από το Γκλενγκάρον.
Ο Τζοκ και ο Γιούαν στέκονταν ο ένας δίπλα στον άλλο, φανερά θυ-
μωμένοι. Ο Ντέιβι στεκόταν μπροστά από έναν μισθοφόρο του Κασ-
λμόρα. Η Ίζαμπελ αναγνώρισε τον Τάγκαρτ, έναν από τους άντρες
που είχαν κατηγορηθεί για βιασμό και την κατηγορία είχε εξετάσει ο
πατέρας της. Η υπόθεση έκλεισε λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοι-
χείων -ήταν ο λόγος των τριών αντρών ενάντια στο λόγο της κοπέ-
λας-, αν και η Ίζαμπελ ήξερε καλά ποιος έλεγε την αλήθεια. Οι κοπέ-
λες του χωριού δικαίως απέφευγαν τους μισθοφόρους.
Το βλέμμα της πήγε από τον Τάγκαρτ στον Μέρντο, που στεκόταν
πλάι του. Ο αρχηγός της φρουράς φαινόταν να διασκεδάζει με το ε-
πεισόδιο. Η Ίζαμπελ συνοφρυώθηκε και προχώρησε γρήγορα προς
το μέρος τους. Ο Μέρντο χαιρέτησε τον Μπαν που βάδιζε μπροστά
της.
«Α, χαίρομαι που σας βλέπω, άρχοντά μου».
Η Ίζαμπελ ένιωσε ντροπή και θυμό ταυτόχρονα καθώς ήταν βέ-
βαιη ότι κάτι κακό ετοίμαζαν οι μισθοφόροι. Και δεν μπορούσε να
καταλάβει το λόγο. Ο Μπαν, ακόμη κι αν είχε αντιληφθεί ότι κάτι δεν
πήγαινε καλά, δεν έδειξε τίποτε και χαιρέτησε τον Μέρντο με ένα
νεύμα. Ύστερα στράφηκε στους άντρες του.
Ο Τζοκ και ο Γιούαν φαίνονταν αποφασισμένοι, ο Ντέιβι ξαναμμέ-
νος -το βλέμμα του πήγε από τον Μπαν στον Τάγκαρτ, με τον οποίο
προφανώς συζητούσε νωρίτερα. Ο Τάγκαρτ τον περνούσε τουλάχι-
στον δέκα χρόνια. Ήταν κοντόχοντρος αλλά γεροδεμένος, και το τα-
λαιπωρημένο πρόσωπό του είχε μια έκφραση πανούργα και μοχθη-
ρή. Τα γκρίζα μάτια του επιθεωρούσαν ψυχρά τον νεαρό άντρα ενώ
τα χείλη του χαμογελούσαν ειρωνικά. Προσπαθώντας να μείνει ή-
ρεμος, ο Μπαν ρώτησε: «Τι γίνεται εδώ;»
«Μια φιλική συζήτηση, άρχοντά μου, τίποτε περισσότερο»«, απά-
ντησε ο Τάγκαρτ.
«Αλήθεια;» Ο Μπαν έβλεπε τη σιωπηλή αγανάκτηση στους άντρες
του. «Για ποιο θέμα;»
Έπεσε μια παγωμένη σιωπή. Ύστερα μίλησε ο Μέρντο. «Για την τέ-
χνη της ξιφασκίας. Έτσι δεν είναι, Τάγκαρτ;»
Ο άντρας χαμογέλασε αποκαλύπτοντας τα σάπια δόντια του.
«Μάλιστα, κύριε».
«Και πιο συγκεκριμένα;» ρώτησε ο Μπαν.
«Έχουμε ακούσει πολλά για την ανδρεία του Γκλενγκάρον» , απά-
ντησε ο Τάγκαρτ.
«Τι έχετε ακούσει;»
«Πως έχει γενναίους ξιφομάχους, τουλάχιστον έτσι λένε». Τα μικρά
μάτια του Τάγκαρτ άστραψαν πανούργα. «Αναρωτιόμασταν αν είναι
αλήθεια, έτσι δεν είναι, παιδιά;»
Όλοι συμφώνησαν με προκλητικό και κοροϊδευτικό ύφος. Ο Γιού-
αν και ο Τζοκ αντάλλαξαν εύγλωττες ματιές, ενώ τα χέρια τους πήγαν
στις λαβές των ξιφών τους. Η Ίζαμπελ το πρόσεξε και κοίταξε ανή-
συχη τον Μπαν, αλλά η δική του προσοχή ήταν στραμμένη αλλού.
«Ασφαλώς δεν αμφισβητείτε την αξία των συμμάχων μας, Τάγκαφτ,
έτσι δεν είναι;» είπε ο Μέρντο. Τα λόγια του ακούστηκαν σαν επί-
πληξη, αλλά όλοι αντιλήφθηκαν το υπονοούμενό τους.
«Δεν θέλω να φανώ ασεβής, άρχοντά μου». Ο Τάγκαρτ χαμογέλασε
προσποιητά στον Μπαν, ενώ το βλέμμα του έλεγε ακριβώς το αντί-
θετο. «Η φήμη τους όμως είναι τόσο σπουδαία που άθελά του ανα-
ρωτιέται κανείς μήπως υπερβάλλουν».
Οι υπόλοιποι συμφώνησαν πάλι εν χορώ. Η Ίζαμπελ παρακολου-
θούσε ανήμπορη και θυμωμένη, έχοντας καταλάβει τι επεδίωκαν. Σε
κάθε περίπτωση θα δυσανασχετούσε με την προσβολή ενός καλε-
σμένου του Κασλμόρα, αλλά στη συγκεκριμένη είχε ένα λόγο επιπλέ-
ον -οι συνέπειες ήταν ιδιαίτερα ανησυχητικές και κυρίως για εκείνη.
Δεν ήθελε να σχηματίσει κακή εντύπωση ο Μπαν. Λίγο ακόμη και η
κατάσταση θα ξέφευγε από κάθε έλεγχο. Αλλά πώς μπορούσε να ε-
μποδίσει την κλιμάκωση της έντασης χωρίς να μειώσει τους καλε-
σμένους της; Κοίταξε για μια στιγμή τον Μέρντο και κατάλαβε πως
δεν θα είχε βοήθεια από κείνον. Έδειχνε να διασκεδάζει με όλο αυτό,
το ίδιο και οι άντρες του.
Τότε πήρε τον λόγο ο Ντέιβι. Η φωνή του ήταν ήρεμη, αλλά τα μά-
τια του φανέρωναν το θυμό του. «Η φήμη του Γκλενγκάρον μιλά από
μόνη της. Δεν έχει ανάγκη από υπερβολές».
«Έτσι ε;» Ο Τάγκαρτ κοίταξε τους συντρόφους του ανασηκώνοντας
το φρύδι του. Εκείνοι του χαμογέλασαν επιδοκιμάζοντας το σκεπτι-
κισμό του. «Εγώ άλλα άκουσα».
«Λάθος άκουσες».
«Μόνο εσύ το λες αυτό, αγόρι μου».
«Δεν βλέπω κανένα αγόρι εδώ». Ο Ντέιβι έσφιξε τη λαβή του ξί-
φους του. «Ούτε κάποιον να κομπάζει απλώς».
«Αυτό μπορούμε να το εξακριβώσουμε».
«Όποτε θέλεις».
«Τώρα αμέσως καλύτερα».
Ακούστηκαν ειρωνικές επευφημίες. Το σαγόνι της Ίζαμπελ σφίχτη-
κε. Ο Ντέιβι δεν θα άφηνε αναπάντητη τη συγκεκαλυμμένη προσβο-
λή . Δεν έπρεπε όμως να χυθεί αίμα. Μέσα στην αγωνία της είδε τον
Μπαν να κάνει ένα βήμα μπροστά.
«Ας γίνει λοιπόν μια φιλική μονομαχία και νικητής θα είναι αυτός
που θα τραυματίσει πρώτος τον αντίπαλο», είπε ο Μπαν. Οι μισθο-
φόροι τον κοίταξαν άγρια και θύμισαν στην Ίζαμπελ αγέλη λύκων. Ο
Μπαν τούς αγνόησε, έχοντας στραμμένη την προσοχή του στον ά-
ντρα που θα έπρεπε ν' αποφασίσει. Ο Μέρντο συνάντησε το βλέμμα
του κι ύστερα κούνησε το κεφάλι.
«Εξαιρετική ιδέα. Ο νικητής θα αναδειχτεί με το πρώτο αίμα». Α-
κούστηκε ένα βουητό επιδοκιμασίας και οι άντρες έκαναν πίσω για
να αφήσουν χώρο στους δύο αντιπάλους. Η Ίζαμπελ αναστέναξε με
ανακούφιση. Ο Μπαν, βλέποντας ότι η μονομαχία ήταν αναπόφευ-
κτη, είχε φροντίσει τουλάχιστον να μην είναι θανάσιμη. Χειρίστηκε
το θέμα με διπλωματία και διακριτικότητα, και η Ίζαμπελ ένιωσε ευ-
γνωμοσύνη για την παρέμβασή του. Χωρίς να το θέλει, αναρωτήθηκε
αν ο Μπαν είχε μετανιώσει που είχε έρθει στο Κασλμόρα και αν θα
δίσταζε πλέον να την αρραβωνιαστεί -ήλπιζε πως όχι. Όπως και να
ήταν, όμως, το επεισόδιο έβλαπτε το Κασλμόρα κι εκείνη αποφάσισε
να εκφράσει τη δυσαρέσκειά της στον Μέρντο. Ξεχνώντας τη συνήθη
επιφυλακτικότητά της, προχώρησε για να τον αντιμετωπίσει. Εκείνος
την κοίταξε έκπληκτος για μια στιγμή κι έπειτα της χαμογέλασε.
«Ήρθατε πάνω στην ώρα, μιλαίδη. Η μονομαχία θα είναι ενδιαφέ-
ρουσα».
Συγκρατώντας το θυμό της, η Ίζαμπελ είπε χαμηλόφωνα για να μην
την ακούσει κανένας άλλος. «Αυτοί οι άντρες είναι φιλοξενούμενοι
εδώ, Μέρντο. Πώς το επέτρεψες αυτό;»
«Ελάτε τώρα, μιλαίδη. Μια φιλική ξιφομαχία θα είναι μόνο».
«Αν είναι φιλική, είναι χάρις στον λόρδο Μπαν».
Ο Μέρντο έκανε να της απαντήσει, αλλά κάτι του απέσπασε την
προσοχή. Το βλέμμα του σκλήρυνε. Η Ίζαμπελ γύρισε πίσω της και
είδε τον Μπαν που κοιτούσε τον Μέρντο θυμωμένος. Ύστερα ο θυ-
μός του χάθηκε καθώς κοίταξε εκείνη. Η ανάμνηση του φιλιού τους
ήταν πολύ ζωντανή και η καρδιά της χτύπησε δυνατά.
«Δεν ήξερα ότι σας ενδιαφέρουν οι ξιφομαχίες, μιλαίδη». Το ύφος
του ήταν ανέμελο υπονοώντας ότι επρόκειτο για απλή διασκέδαση
ενώ και οι δυο τους ήξεραν καλά πως δεν ήταν έτσι. Η Ίζαμπελ ένιω-
σε ευγνωμοσύνη για τη στάση του καθώς αντιλαμβανόταν πόσο δύ-
σκολο τού ήταν να διατηρήσει την ψυχραιμία του. Έβλεπε μια και-
νούρια πλευρά του χαρακτήρα του που δεν την υποπτευόταν. Πε-
ρισσότερο από ποτέ ένιωσε υποχρέωσή της να εξομαλύνει την κα-
τάσταση.
«Άρχοντά μου, λυπάμαι πολύ γι' αυτό».
«Δεν υπάρχει λόγος», απάντησε εκείνος. «Είναι μια φιλική μονομα-
χία, όπως λέει και ο Μέρντο».
Παρά το ξένοιαστο ύφος του, εκείνη διαισθάνθηκε την αντιπάθεια
ανάμεσα στους δύο άντρες. Ύστερα μια κίνηση έστρεψε την προσοχή
της στους μονομάχους.
Και οι δύο έκαναν κύκλους αργά, έχοντας καρφωμένο το βλέμμα ο
ένας στο ξίφος του άλλου. Αυτό συνεχίστηκε για μερικά δευτερόλε-
πτα. Ύστερα, σαν να το είχαν συμφωνήσει σιωπηλά, άρχισαν να ξι-
φομαχούν. Η Ίζαμπελ δάγκωσε το κάτω χείλι της. Παρά την απειρία
της, κατάλαβε ότι και οι δύο ήταν πολύ καλοί, τα ξίφη τους έμοιαζαν
προέκταση του χεριού τους. Και οι δύο ήταν δυνατοί και αποφασι-
σμένοι. Ωστόσο, ο νεότερος υπερείχε σε σβελτάδα και ευκινησία α-
ποφεύγοντας τον κίνδυνο με χάρη ενώ ο μεγαλύτερος ήταν πιο επι-
θετικός. Τα ξίφη τους έσχιζαν τον αέρα προσπαθώντας να ανακαλύ-
ψουν το αδύνατο σημείο στην άμυνα του αντιπάλου, οι λεπίδες τους
άστραφταν στο φως πετώντας σπίθες, τα ατσάλινα χτυπήματα αντη-
χούσαν δυνατά στο προαύλιο. Αρκετές φορές οι λεπίδες έφτασαν ε-
πικίνδυνα κοντά σε σάρκα. Η Ίζαμπελ κοίταξε τον Μπαν με κομμένη
ανάσα.
«Φιλική δεν είναι η μονομαχία;» τον ρώτησε ψιθυριστά.
Εκείνος χαμογέλασε αχνά. «Μην ανησυχείτε, μιλαίδη».
«Μην ανησυχείς», επανέλαβε μια άλλη φωνή πίσω της.
Η Ίζαμπελ στράφηκε και είδε τον Χιου. Ήταν τόσο απορροφημένη
απ' αυτό που έβλεπε, που δεν τον είχε αντιληφθεί να πλησιάζει.
«Μακάρι ν' ανησυχώ άδικα, αδελφέ».
«Ο Μέρντο δεν θ' αφήσει να παρεκτραπούν», συνέχισε ο Χιου. Η
Ίζαμπελ αμφέβαλλε γι' αυτό, αλλά δεν είπε τίποτα, καθώς τώρα ο Τά-
γκαρτ έκανε νέα επίθεση, αναγκάζοντας τον Ντέιβι να υποχωρεί. Η
Ίζαμπελ δαγκώθηκε για να μη φωνάξει, αλλά μετά διαπίστωσε ότι η
υποχώρηση ήταν τέχνασμα -ο νεαρός άντρας έκανε μία στροφή γύ-
ρω από το σώμα του αποφεύγοντας ένα χτύπημα που στόχευε το
κεφάλι του και αφήνοντας πίσω του κενό. Ο Τάγκαρτ τρέκλισε χάνο-
ντας την ισορροπία του και το ξίφος του Ντέιβι χτύπησε το γυμνό
μπράτσο του αντιπάλου του. Το τραύμα ήταν επιφανειακό, αλλά α-
μέσως ανάβλυσε αίμα. Στη θέα του αίματος επικράτησε μια τεταμένη
σιωπή και στη συνέχεια ακούστηκαν μερικά διάσπαρτα, απρόθυμα
χειροκροτήματα. Ο Γιούαν και ο Τζοκ χαμογέλασαν πλατιά, αλλά δεν
είπαν τίποτε, μιας και η επιδεξιότητα του Ντέιβι τα είχε πει όλα.
Η Ίζαμπελ ανάσανε με ανακούφιση.
«Τώρα κανείς δεν μπορεί ν' αμφισβητήσει τη φήμη του Γκλενγκά-
ρον», είπε η Ίζαμπελ. «Είναι πλέον σαφές ότι την αξίζει». Κοίταξε πα-
γερά τον Μέρντο κι ύστερα στράφηκε στον Μπαν. «Ο άντρας σας ξι-
φομάχησε καλά, άρχοντά μου».
«Είστε ευγενική, μιλαίδη».
«Η αλήθεια είναι αυτή», είπε ο Χιου. «Ήταν πραγματικά εξαιρετι-
κός».
Ο Μπαν έσκυψε το κεφάλι στις φιλοφρονήσεις τους. Η Ίζαμπελ
κοίταξε και πάλι τον Μέρντο, που την κεραυνοβόλησε με το βλέμμα
του. Σε άλλη περίπτωση, αυτό το βλέμμα θα την τρόμαζε, αλλά τώρα
ένιωσε μια παράξενη ικανοποίηση.
«Εσύ δεν θα πεις κάτι, Μέρντο;» τον ρώτησε.
Ένας μυς τινάχτηκε στο μάγουλό του, αλλά όταν μίλησε η φωνή
του ήταν ήρεμη. «Ήταν καλή μονομαχία και, όπως είπε και η λαίδη
Ίζαμπελ, ο άντρας σας ήταν καλός, άρχοντά μου».
«Κι εγώ έτσι νομίζω», απάντησε ο Μπαν.
«Είναι αλήθεια». Ο Χιου έριξε μια ματιά στον Μέρντο. «Ο Τάγκαρτ
δεν ήταν τόσο καλός, αυτό είναι σίγουρο».
Ο Μέρντο τον κοίταξε σκληρά, αλλά δεν μίλησε. Ο Μπαν κοίταξε
τον Χιου. «Με συγχωρείτε για λίγο, θα ήθελα να μιλήσω με τους ά-
ντρες μου».
Η Ίζαμπελ τον είδε να απομακρύνεται και να πλησιάζει τον Τζοκ
και τον Γιούαν. Αγνοώντας τα βλοσυρά βλέμματα των αντρών του
Κασλμόρα, οι τρεις τους αντάλλαξαν δυο-τρεις κουβέντες χαμηλό-
φωνα κι ύστερα πλησίασαν τον Ντέιβι. Ο νεαρός άντρας στηριζόταν
στο ξίφος του, προσπαθώντας να ξαναβρεί το ρυθμό της αναπνοής
του. Ο Μπαν τον χτύπησε φιλικά στον ώμο. Η Ίζαμπελ δεν μπορούσε
ν' ακούσει τι του έλεγε, αλλά από την έκφραση του νεαρού ήταν
προφανές ότι τον επαινούσε. Ο Ντέιβι είχε σταθεί στο ύψος του, αλ-
λά όχι και οι άντρες του Κασλμόρα. Η Ίζαμπελ κοίταξε με απέχθεια
τον Τάγκαρτ. Κρατούσε ακόμη το μπράτσο του ενώ το αίμα έτρεχε
ανάμεσα στα δάχτυλά του. Είχε μια έκφραση μοχθηρή. Εντελώς α-
προειδοποίητα ύψωσε το ξίφος του και όρμησε στην αφύλακτη πλά-
τη του Ντέιβι.
Η Ίζαμπελ ούρλιαξε «Όχι!»
Όλοι στράφηκαν απότομα. Ο Ντέιβι γύρισε κι εκείνος, προλαβαί-
νοντας την τελευταία στιγμή ν' αποκρούσει το χτύπημα. Οι λεπίδες
γλίστρησαν η μία πάνω στην άλλη και σταμάτησαν στις λαβές. Σχε-
δόν ταυτόχρονα ο Ντέιβι κλότσησε με το γόνατό του τον Τάγκαρτ
στους βουβώνες. Εκείνος διπλώθηκε στα δύο γρυλίζοντας και το ξί-
φος τού έπεσε από το χέρι. Ο Ντέιβι έφερε τη μύτη του ξίφους του
στο λαιμό του Τάγκαρτ. Η ατμόσφαιρα ήταν πολύ τεταμένη. Αρκετοί
άντρες έβαλαν το χέρι τους στη λαβή του ξίφους τους.
Ο Χιου πλησίασε και κοίταξε περιφρονητικά τον πεσμένο άντρα.
«Δεν φτάνει που ηττήθηκες, Τάγκαρτ, χτυπάς και πισώπλατα;» Χωρίς
να περιμένει απάντηση, ο Χιου στράφηκε στον Μπαν. «Σας ζητώ
συγγνώμη γι' αυτό το δειλό χτύπημα, άρχοντά μου. Ντροπιάζει το
όνομα του Κασλμόρα».
«Η συγγνώμη σας γίνεται δεκτή, κύριε. Αυτός ο άντρας έδρασε ανε-
ξάρτητα, το Κασλμόρα δεν φέρει καμία ευθύνη».
Ο Μπαν κοίταξε με νόημα τον Ντέιβι που αρχικά δίστασε, αλλά
ύστερα έγνεψε καταφατικά και απέσυρε το ξίφος του. Ο Χιου χαμο-
γέλασε σφιγμένα και κοίταξε ψυχρά τον Τάγκαρτ.
«Μάζεψε τα πράγματά σου και φύγε. Μας είναι άχρηστοι άντρες
σαν και σένα». Στράφηκε στον Μέρντο. «Φρόντισέ το, Μέρντο».
Ο Μέρντο έγνεψε καταφατικά ενώ η έκφρασή του ήταν απαθής.
Ωστόσο, όταν έστρεψε το βλέμμα της πάνω του, η Ίζαμπελ παρατή-
ρησε πως κοίταξε οργισμένος τον Τάγκαρτ. Σίγουρα θα τον επέπλητ-
τε προτού τον διώξει. Η αποπομπή του άντρα ήταν η καταλληλότερη
τιμωρία. Κρίμα μόνο, συλλογίστηκε η Ίζαμπελ, που δεν θα έφευγε
μαζί του και ο Μέρντο. Θα ένιωθε ασφαλώς ταπεινωμένος με αυτή
την εξέλιξη, αλλά η Ίζαμπελ δεν τον λυπόταν. Ήταν περήφανη που ο
Χιου είχε φερθεί σαν πραγματικός λόρδος. Όσο για τον καλεσμένο
τους, είχε καταφέρει ν' αντιστρέψει επιδέξια την κατάσταση.
Σαν να ένιωσε το βλέμμα της πάνω του, ο Μπαν γύρισε και την
κοίταξε και η Ίζαμπελ κοκκίνισε. Τι να σκεφτόταν άραγε εκείνος; Η
Ίζαμπελ συμμεριζόταν το θυμό του Χιου. Ο θεσμός της φιλοξενίας
ήταν ιερός και το Κασλμόρα σεβόταν αυτή την παράδοση. Θέλοντας
να δείξει την αλληλεγγύη της στον Χιου, αλλά και για να ηρεμήσει τα
πνεύματα, η Ίζαμπελ απευθύνθηκε στον Μπαν. «Όπως και ο αδελφός
μου, λυπάμαι ειλικρινά για ό,τι συνέβη, άρχοντά μου».
«Παρακαλώ, δεν υπάρχει λόγος», απάντησε εκείνος. «Το επεισόδιο
έληξε και το θέμα έχει κλείσει».
«Είστε γενναιόδωρος, άρχοντά μου», είπε ο Χιου.
«Συμβαίνουν αυτά πάνω στην έξαψη της στιγμής». Ο Μπαν έριξε
μια ματιά στον Τάγκαρτ, που εκείνη τη στιγμή σηκωνόταν όρθιος
τρεκλίζοντας . «Είμαι βέβαιος ότι θα το μετανιώσει σύντομα».
Ο Χιου σούφρωσε τα χείλη του. «Μάλλον το έχει μετανιώσει ήδη.
Αποδείχτηκε για άλλη μια φορά η ανδρεία του Γκλενγκάρον».
«Η οποία δεν θα έπρεπε να έχει αμφισβητηθεί καν», είπε η Ίζα-
μπελ.
Ο Μπαν υποκλίθηκε. «Είστε ευγενική όπως πάντα, μιλαίδη». Ο
Μπαν κοίταξε τον Μέρντο και η Ίζαμπελ ακολούθησε το βλέμμα
του. Ο Μέρντο ήταν ανέκφραστος, αλλά εκείνη κατάλαβε πως έβρα-
ζε από θυμό. Αναρωτήθηκε αν θα ζητούσε κι εκείνος συγγνώμη από
τον καλεσμένο τους, αλλά ο Μέρντο δεν είπε τίποτα. Οι άντρες του
παρέμειναν κι εκείνοι σιωπηλοί, αν και η δυσαρέσκειά τους ήταν ο-
λοφάνερη. Για άλλη μια φορά η Ίζαμπελ συνειδητοποίησε πόσο
μεγάλη και ισχυρή δύναμη είχαν γίνει. Το μίσος τους ήταν επικίνδυ-
νο. Δεν θα ξεχνούσαν ούτε θα συγχωρούσαν.
***
Μόλις επέστρεψαν στη μεγάλη αίθουσα, ο Χιου διέταξε έναν υπη-
ρέτη να φέρει μπίρα και ύστερα σέρβιρε ο ίδιος τους καλεσμένους
τους. Στη συνέχεια απολογήθηκε και επισήμως. Η Ίζαμπελ τον άκου-
γε έκπληκτη. Ήταν η πρώτη φορά που άκουγε τον αδερφό της ν' αμ-
φισβητεί τον Μέρντο, έστω και έμμεσα, κι αυτό την ευχαρίστησε ιδι-
αιτέρως. Ο Χιου είχε αρχίσει επιτέλους να εμπιστεύεται τη δική του
κρίση;
«Δεν ανέχομαι να διαλυθεί μια μακροχρόνια φιλία εξαιτίας ενός
δειλού όπως ο Τάγκαρτ», συνέχισε ο Χιου.
«Μείνετε ήσυχος, δεν θα διαλυθεί», απάντησε ο Μπαν. «Δεν φταίτε
εσείς, άρχοντά μου, για το ατυχές επεισόδιο».
«'Όπως και να 'χει, λυπάμαι ειλικρινά». Ο Χιου κοίταξε τον Ντέιβι
και πρόσθεσε: «Ελπίζω αυτό να μην επηρεάσει την άποψη σας για τη
φιλοξενία μας».
«Δεν αποδίδω καμία κακή πρόθεση στο Κασλμόρα, άρχοντά μου»,
είπε ο Ντέιβι.
«Ευτυχώς, γιατί δεν θα το άντεχα».
Με τα λόγια αυτά ο Χιου πλησίασε τον Ντέιβι για να του μιλήσει
από κοντά, βάζοντας στη συζήτησή τους και τον Τζοκ με τον Γιούαν.
Και οι τρεις άντρες του Μπαν ήταν πλέον ήρεμοι και ευδιάθετοι. Η
Ίζαμπελ κοίταξε περήφανη τον αδελφό της. Πάλι φερόταν σαν λόρ-
δος. Αυτό της έδωσε ελπίδες για το μέλλον.
«Ο αδελφός σας είναι ένας τέλειος οικοδεσπότης», είπε ο Μπαν.
«Πράγματι. Σας ευχαριστώ. Και έχει δίκιο. Επαναλαμβάνω κι εγώ
πως λυπάμαι για ό,τι συνέβη».
«Δεν υπάρχει λόγος. Το θέμα έληξε. Ας το ξεχάσουμε».
Ο Μπαν ήταν μεγαλόψυχος και η Ίζαμπελ ένιωσε ανακούφιση και
ευγνωμοσύνη ταυτόχρονα. Το επεισόδιο αυτό θα μπορούσε να έχει
καταστρέψει όλες τις προσδοκίες της.
«Είστε γενναιόδωρος», είπε η Ίζαμπελ. «Παρόμοια περιστατικά
μπορούν να προκαλέσουν αιματηρές βεντέτες για ολόκληρες γενιές».
«Δεν θέλω βεντέτες ανάμεσα στο Γκλενγκάρον και το Κασλμόρα.
Όπως είπε και ο αδελφός σας, η φιλία τους είναι πολύτιμη και δεν
επιθυμώ να χαθεί»«. Την κοίταξε εξεταστικά. «Αντιθέτως, σκοπεύω
να την ενισχύσω».
Ο υπαινιγμός του ήταν ολοφάνερος, θυμίζοντας για άλλη μια φο-
ρά στην Ίζαμπελ ότι ο αρραβώνας τους ήταν αποκλειστικά θέμα πο-
λιτικής. Αυτό βέβαια τη στεναχωρούσε, αλλά πάντοτε έτσι γινόταν. Σ'
αυτές τις υποθέσεις οι άντρες ακολουθούσαν το μυαλό και όχι την
καρδιά τους.
Κεφάλαιο 7

Όταν ξημέρωσε το πρωί του αρραβώνα, η Ίζαμπελ συνειδητο­ ποί-


ησε ότι δυσκολευόταν ολοένα και περισσότερο να παραμείνει ψύ-
χραιμη. Σαν να μην έφτανε το γεγονός ότι το μέλλον της εξαρτιόταν
από αυτή τη συμφωνία, η πρακτική διαδικασία έκανε τα πράγματα
ακόμη χειρότερα. Δεν θα υπήρχε καν σκοτάδι για να κρύψει την
ντροπή της κατά τη συνεύρεσή τους. Ο Μπαν βέβαια θα την απο-
λάμβανε. Αυτό είχε φανεί ήδη από την πρώτη τους συνάντηση.
Ευτυχώς, έπαιρνε δύναμη από την αγανάκτησή της. Στην αρχή, ό-
ταν αποφασίστηκε ο αρραβώνας της, είχε σκεφτεί να ντυθεί απλά,
αλλά τελικά υπερίσχυσε η ματαιοδοξία της. Δεν ήξερε αν ο Μπαν θα
το πρόσεχε καν, αλλά ένα ωραίο φόρεμα θα αναπτέρωνε κάπως το
ηθικό της, και αυτό το είχε ανάγκη. Για τον ίδιο λόγο χτένισε ωραία
και τα μαλλιά της.
Στο τέλος ήταν όσο το δυνατόν πιο έτοιμη θα μπορούσε να είναι
για κάτι τέτοιο. Μάζεψε όλο το θάρρος της, πήρε μια βαθιά ανάσα
και ξεκίνησε για την κάμαρα του πατέρα της.
Οι δύο άντρες την περίμεναν εκεί. Η Ίζαμπελ πρόσεξε ότι ο Μπαν
είχε αλλάξει ρούχα για την περίσταση . Φορούσε ένα βαθυκόκκινο
μάλλινο χιτώνιο πάνω από λινό πουκάμισο, σκούρο παντελόνι και
δερμάτινη ζώνη. Της φάνηκε πιο επιβλητικός από ποτέ.
Ο Μπαν την κοίταξε σιωπηλός από την κορφή ως τα νύχια κι ύστε-
ρα υποκλίθηκε με επισημότητα. «Είστε πολύ όμορφη, μιλαίδη».
«Χαίρομαι που έχω την έγκρισή σας».
«Μόνο ένας αόμματος δεν θα ενέκρινε».
Ο Γκρέιαμ χαμογέλασε αχνά. Ύστερα έγνεψε προς το προσκυνητά-
ρι στην άκρη της κάμαρας. «Να προχωρήσουμε;»
Ο Μπαν πήρε το χέρι της Ίζαμπελ και την οδήγησε στον μικρό ξύ-
λινο βωμό. Ύστερα γονάτισε τραβώντας κι εκείνη δίπλα του. Ο πατέ-
ρας της έδεσε χαλαρά τους καρπούς τους με μια λωρίδα υφάσματος.
Χρειάστηκαν μόλις λίγα λεπτά για να δώσουν αμοιβαία συγκατάθεση
για τον αρραβώνα τους και να ανταλλάξουν τους απαραίτητους όρ-
κους. Στη συνέχεια, ο Μπαν πέρασε στο δάχτυλο της Ίζαμπελ ένα
χρυσό δαχτυλίδι διακοσμημένο με γρανάτες.
Ο Γκρέιαμ τους πρόσταξε να σηκωθούν όρθιοι. «Αυτό ήταν. Μπο-
ρείς να φιλήσεις τη μνηστή σου».
Ο Μπαν έγειρε προς το μέρος της Ίζαμπελ κοιτάζοντάς την στα μά-
τια. Ύστερα άγγιξε ανεπαίσθητα με τα χείλη του τα δικά της σε ένα
πεταχτό και τρυφερό φιλί. Η Ίζαμπελ θα το έλεγε και καθησυχαστικό.
Αυτό ήθελε ο Μπαν; Να την καθησυχάσει; Στην πραγματικότητα, η
κατάσταση δεν ήταν καθόλου καθησυχαστική.
Ο πατέρας της σέρβιρε κρασί από την κανάτα που υπήρχε στο
τραπέζι και έδωσε και στους δύο από ένα κύπελλο προτού σηκώσει
το δικό του.
«Ας πιούμε στην ένωσή σας. Είθε να είναι μακροχρόνια, ευτυχι-
σμένη και γόνιμη».
Η Ίζαμπελ ήπιε υπάκουα, ελπίζοντας ότι το κρασί θα ηρεμούσε
τα νεύρα της. Έλεγε στον εαυτό της ότι ήταν γελοίο να νιώθει νευρι-
κότητα -δεν ήταν μια ντροπαλή παρθένα. Ήξερε τι θα ακολουθούσε
και σύντομα θα τελείωνε κι αυτό. Η επόμενη φορά θα ήταν πιο εύκο-
λη. Έριξε μια ματιά στον άντρα που ήταν πλέον, ουσιαστικά, σύζυ-
γός της. Εκείνος της είχε υποσχεθεί ότι δεν θα της έκανε κακό. Η κα-
τάσταση θα μπορούσε να είναι πολύ χειρότερη. Το μόνο που είχε να
κάνει η ίδια ήταν να τον υπακούει. Με τον καιρό ίσως κατάφερνε και
να τον ευχαριστεί. Ο Μπαν πρόσεξε την ανησυχία στο βλέμμα της
και μάντεψε ορισμένες από τις σκέψεις της. Θα κάνω αυτό που πρέ-
πει. Η έντιμη μνηστή του φαινόταν να έχει επιφυλάξεις για τη συ-
νεύρεσή τους, επιφυλάξεις που ο ίδιος σκόπευε να εξαφανίσει πολύ
σύντομα. Μολονότι ο αρραβώνας δεν ήταν δική του επιλογή, πί-
στευε ότι η συγκεκριμένη εμπειρία μπορούσε να είναι απολαυστική
και για τους δυο τους.
Ο Γκρέιαμ ήπιε όλο το κρασί του και άφησε το κύπελλό του στο
τραπέζι. «Εγώ σας αφήνω τώρα. Απλώς κλειδώστε την πόρτα μόλις
φύγω».
Και με τα λόγια αυτά βγήκε από την κάμαρα. Η Ίζαμπελ κοίταξε
ανήσυχη τον Μπαν που γύριζε το κλειδί στην κλειδαριά. Ήταν μόνοι
τους τώρα. Για λίγο έμειναν κι οι δύο σιωπηλοί κι ύστερα ο Μπαν
πήγε πάλι κοντά της. Η Ίζαμπελ είχε την εντύπωση πως η κάμαρα
συρρικνώθηκε ξαφνικά και απέμεινε μόνο εκείνος και το κρεβάτι.
Ήταν πολύ σφιγμένη. Ο Μπαν της πήρε το κύπελλο από το χέρι και
την αγκάλιασε. Τα χείλη του άγγιξαν τα δικά της τρυφερά, ανάλαφρα,
διστακτικά, διερευνητικά. Η καρδιά της χτύπησε πιο δυνατά κάνο-
ντάς την να νιώσει άβολα. Ξαφνικά μία απλή, πρακτική λεπτομέρεια
έπαιρνε έναν τελείως διαφορετικό χαρακτήρα . Η Ίζαμπελ έκλεισε τα
μάτια της λέγοντας μέσα της πως ο Μπαν είχε δικαίωμα να πλαγιάσει
μαζί της -ήθελε ένα γιο και, για να τον αποκτήσει, έπρεπε να την α-
φήσει έγκυο. Εκείνη έπρεπε απλώς να συμμορφωθεί. Ένας κόμπος
ανέβηκε στο λαιμό της και το μέτωπό της ίδρωσε. Στο μυαλό της ά-
κουγε τη φωνή του Άλιστερ: Ξάπλωσε στο κρεβάτι όπως σου είπα... Το
σώμα της σφίχτηκε. Ένιωσε τον πανικό να την κυριεύει. Αν δεν ικα-
νοποιούσε τον Μπαν, ή τουλάχιστον δεν του έδινε αυτό που ήθελε,
ήταν χαμένη.
Ο Μπαν αισθάνθηκε την αγωνία της κι έκανε ένα βήμα πίσω.
«Τι συμβαίνει, Ίζαμπελ;»
«Ε... τίποτα. Ζητώ συγγνώμη. Όλα έγιναν τόσο γρήγορα»
«Χρειαζόμαστε λίγο χρόνο για να συνηθίσουμε, σωστά;» Της χαμο-
γέλασε αχνά. «Και το πλεονέκτημα το έχεις εσύ. Εγώ πρώτη φορά
αρραβωνιάζομαι».
«Δεν πρόκειται για σπουδαίο πλεονέκτημα, άρχοντά μου».
«Μιλάς για το παρελθόν ή για τώρα;»
«Σκεφτόμουν το παρελθόν».
Ο Μπαν έγνεψε συμφωνώντας. «Πράγματι, έχει μεγάλη διαφορά.
Τώρα δεν υπάρχει επίσημο γλέντι και ευχές».
Η Ίζαμπελ δεν αναφερόταν σ' αυτό, αλλά δεν μπορούσε να του ε-
ξηγήσει περισσότερα. «Αυτά δεν έχουν και μεγάλη σημασία τελικά».
«Ίσως όχι, ωστόσο θεωρώ ότι δεν περίμενες κάτι τέτοιο».
«Δεν είχα καμία προσδοκία προηγουμένως».
«Και τώρα;»
«Ελπίζω το καλύτερο».
«Το ίδιο κι εγώ».
Την τράβηξε πάλι κοντά του. Η Ίζαμπελ ρίγησε από φόβο και προ-
σμονή ταυτόχρονα. Αν και δεν τον ήξερε καθόλου, το άγγιγμά του
ξεσήκωνε μέσα της πρωτόγνωρες αισθήσεις και αυτό ενέτεινε την
ανησυχία της. Ο Μπαν βρήκε τα κορδόνια του κορσέ της και άρχισε
να τα λύνει αργά. Ο κορσές έπεσε στο πάτωμα και σύντομα τον ακο-
λούθησε και το φόρεμά της. Ύστερα ο Μπαν αφαίρεσε το λινό μεσο-
φόρι της αφήνοντάς τη μόνο με την καμιζόλα. Τη σήκωσε στην αγκα-
λιά του και τη μετέφερε στο κρεβάτι. Χωρίς να πάρει τα μάτια του
από πάνω της, έβγα­ λε το χιτώνιο και το πουκάμισό του αποκαλύ-
πτοντας το μυώδες στέρνο του. Η καρδιά της Ίζαμπελ χτύπησε δυνα-
τά.
Ο Μπαν έγειρε πάνω της, την έπιασε από τη μέση και την τράβηξε
κοντά του. Μέσα από τη λεπτή καμιζόλα της, η Ίζαμπελ ένιωσε τη ζε-
στασιά των χεριών του. Εκείνος έσκυψε και άγγιξε ανάλαφρα τα χεί-
λη της με τα δικά του, στην αρχή τρυφερά και ύστερα πιο αισθησια-
κά. Εκείνη τον ένιωσε να σκληραίνει πάνω στον μηρό της. Και τότε το
πρόσωπό του έγινε το πρόσωπο του Άλιστερ: Θα πάρεις ό,τι σου δίνω
και θα σ' αρέσει... Η Ίζαμπελ πάγωσε και τραβήχτηκε λαχανιασμένη.
Ο Μπαν συνοφρυώθηκε. «Τι συμβαίνει, γλυκιά μου;»
«Δεν μπορώ. Νόμιζα ότι θα τα καταφέρω, αλλά τελικά είναι αδύνα-
τον». Η Ίζαμπελ προσπάθησε να ξεφύγει από το αγκάλιασμά του. «Σε
παρακαλώ ...»
Εκείνος την άφησε αμέσως. Νιώθοντας το διαπεραστικό βλέμμα
του, η Ίζαμπελ έστρεψε το πρόσωπό της ντροπιασμένη.
Ο Μπαν συνοφρυώθηκε. «Κοίταξέ με, Ίζαμπελ». Αργά, απρόθυμα,
εκείνη υπάκουσε.
«Τι φοβάσαι; Το ξέρεις ότι δεν πρόκειται να σε πληγώσω».
«Δεν... δεν μπορώ να σου εξηγήσω». Η Ίζαμπελ ξεροκατάπιε.
«Λυπάμαι πολύ».
Ο Μπαν ξάπλωσε ανάσκελα στο κρεβάτι μένοντας σιωπηλός. Η Ί-
ζαμπελ παρέμεινε ακίνητη. Τι να σκεφτόταν τώρα εκείνος; Τι θα της
έκανε; Ήταν αδιανόητο να του αρνείται κάτι που ήταν δικαίωμά του.
Θα προκαλούσε την οργή του, και ένας θυμωμένος άντρας ήταν επι-
κίνδυνος. Της είχε δώσει την ευκαιρία κι εκείνη, αντί να την αδράξει,
άφηνε τον εαυτό της εκτεθειμένο σε ξυλοδαρμό και στη συνέχεια σε
βιασμό. Δεν είχε διδαχτεί από την εμπειρία της; Πήρε μια βαθιά α-
νάσα, βλαστημώντας από μέσα της τον εαυτό της.
«Συγγνώμη, άρχοντά μου. Δεν ξέρω τι μ' έπιασε. Ήταν ένας στιγ-
μιαίος πανικός...».
Εκείνος ανασήκωσε το φρύδι του. «Πανικός; Δεν είναι η πρώτη φο-
ρά που βρίσκεσαι στο κρεβάτι μ' έναν άντρα».
«Συγχωρήστε με».
«Τι να συγχωρήσω;»
«Που αντιστάθηκα στη θέλησή σας».
«Στη θέλησή μου; Ήλπιζα ότι θα ταυτιζόταν με τη δική σου, αλλά
είναι προφανές ότι αυτό δεν συμβαίνει».
Η Ίζαμπελ έγλειψε τα ξεραμένα χείλη της. «Η θέλησή σας είναι και
δική μου, άρχοντά μου. Αν θέλετε ακόμη να... να ολοκληρώσουμε τη
συμφωνία μας, θα κάνω ό,τι προστάξετε».
«Πολύ δελεαστική πρόταση, πίστεψέ με. Μπορώ να σκεφτώ πολλά
πράγματα που θα ήθελα να κάνω μαζί σου».
Η Ίζαμπελ ένιωσε ναυτία, αλλά την έπνιξε γιατί ήξερε ότι έπρεπε
να επανορθώσει με κάποιον τρόπο. Όφειλε να υποταχτεί σε ό,τι κι
αν της ζητούσε τώρα εκείνος.
Ο Μπαν αναστέναξε. «Ίσως έχεις δίκιο. Είναι πολύ νωρίς ακόμη.
Ήταν πολύ ξαφνικό. Χρειαζόμαστε μάλλον λίγο χρόνο για να γνωρι-
στούμε καλύτερα, ή τουλάχιστον να με συνηθίσεις εσύ».
«Ορίστε;» Αν ο Μπαν είχε εκφράσει την επιθυμία να πετάξει, η Ίζα-
μπελ δεν θα σάστιζε περισσότερο. Αμέσως υποψιάστηκε ότι την κο-
ρόιδευε, αλλά το ύφος του δεν φανέρωνε κάτι τέτοιο. Εκείνος χαμο-
γέλασε πικρά. «Δεν υπάρχει λόγος να βιαστούμε».
«Μα θέλεις ένα γιο».
«Αυτό είναι αλήθεια και, αν το θέλει ο Θεός, θα τον αποκτήσουμε
αλλά όχι σήμερα».
Ο Μπαν σηκώθηκε από το κρεβάτι και πήρε τα ρούχα του.
Όταν ντύθηκε, σήκωσε από το δάπεδο το φόρεμα και το μεσοφόρι
της. «Ορίστε».
Ο πανικός της αναμείχθηκε με ανακούφιση. Δεν είχε συμβεί ό,τι
έπρεπε, όμως τα λόγια του Μπαν είχαν εκφράσει τις σκέψεις της.
Πράγματι χρειάζονταν περισσότερο χρόνο. Τουλάχιστον εκείνη, για
να προλάβει να συνηθίσει στην ιδέα. Σηκώθηκε όρθια, πήρε τα ρού-
χα της από το χέρι του και τα φόρεσε αμήχανη. Όταν ντύθηκε, εκεί-
νος της έδωσε και τον κορσέ της και την παρακολούθησε να τον δέ-
νει. «Αυτό το χρώμα σου ταιριάζει πολύ», παρατήρησε. «Φυσικά, κά-
θε ρούχο αναδεικνύεται από το κατάλληλο σώμα».
Η Ίζαμπελ κοκκίνισε. «Ευχαριστώ».
Για να κρύψει την αμηχανία της, χαμήλωσε το βλέμμα κι έστρωσε
μια ζάρα στη φούστα του φορέματός της. Ο Μπαν χαμογέλασε αχνά
κι ύστερα σέρβιρε κρασί και της πρόσφερε ένα κύπελλο. «Είναι εξαι-
ρετικό, κρίμα να πάει χαμένο».
Υπάκουα η Ίζαμπελ ήπιε μια γουλιά και συνήλθε λίγο. Αμέσως, την
ανακούφισή της τη διαδέχτηκαν οι τύψεις. «Σ' ευχαριστώ για την α-
νοχή σου. Δεν την περίμενα».
«Και τι περίμενες; Να σε βιάσω;»
Η Ίζαμπελ χαμήλωσε το βλέμμα της. «Ε... ναι. Όχι. Δηλαδή, δεν ξέ-
ρω τι περίμενα».
Ο Μπαν έμεινε άναυδος. Η πρώτη της απάντηση ήταν η αλήθεια κι
τον οδηγούσε σε φρικτά συμπεράσματα. «Σου το έχω ξαναπεί ότι δεν
έχω βιάσει ποτέ γυναίκα».
«Ναι, αλλά τώρα που είμαστε αρραβωνιασμένοι δεν είναι το ίδιο.
Δηλαδή, όχι ακριβώς».
«Έτσι, ε;» Την κοίταξε επίμονα στα μάτια. «Εμένα μου φαίνεται α-
κριβώς το ίδιο».
Ο Μπαν λυπόταν που η Ίζαμπελ τον έβαζε στο ίδιο σακί με τους
άντρες που διέπρατταν βίαια εγκλήματα εις βάρος των γυναικών. Ο
πόλεμος έδινε τη δικαιολογία. Τα τελευταία πέντε χρόνια είχε δει μέ-
χρι πού μπορούσαν να φτάσουν οι πολιτικές σκοπιμότητες: κτηνω-
δίες , βιασμοί, ακρωτηριασμοί και φόνοι που διαπράχθηκαν στο ό-
νομα της φιλοδοξίας ενός βασιλιά. Ήταν αναπόφευκτο να σκληραί-
νουν τελικά οι άνθρωποι. Μάθαιναν να θάβουν τα συναισθήματά
τους για να επιβιώνουν. Προφανώς, τα δικά του συναισθήματα δεν
ήταν τόσο βαθιά θαμμένα όσο νόμιζε.
«Δεν θα πάρω τίποτε, αν δεν μου το δώσεις με τη θέλησή σου».
«Θα κάνω το καθήκον μου, άρχοντά μου».
«Ναι, αλλά όχι από φόβο».
«Κατάλαβα ότι ο φόβος μου ήταν ανόητος».
«Ελπίζω όντως να το κατάλαβες».
«Λυπάμαι που σε απογοήτευσα».
«Ξέχασέ το. Το θέμα έληξε».
«Θα προσπαθήσω να τα καταφέρω καλύτερα στο μέλλον», είπε η
Ίζαμπελ. Και ύστερα ρώτησε διστακτικά: «Σκοπεύεις να μιλήσεις
στον πατέρα μου γι' αυτή την ανυπακοή;»
Το χέρι του που κρατούσε το κύπελλο έμεινε μετέωρο για μια
στιγμή. «Όχι βέβαια. Γιατί στην ευχή να το κάνω;»
Η Ίζαμπελ θα μπορούσε να του αναφέρει πολλούς λόγους, αλλά
παρέμεινε σιωπηλή.
Ο Μπαν άφησε το κύπελλο στο τραπέζι και την έπιασε από τους
ώμους. «Αυτό αφορά μόνο εμάς τους δύο, Ίζαμπελ, και κανέναν άλ-
λο. Θέλω να ευοδωθεί η συμφωνία μας. Το ερώτημα είναι αν θέλεις
κι εσύ».
«Ναι, άρχοντά μου».
«Ωραία. Συμφωνούμε λοιπόν».
«Λυπάμαι που σου έδωσα λόγο ν' αμφιβάλλεις». Πιέστηκε για να
τον κοιτάξει. «Δεν θα ξανασυμβεί».
Εκείνος έγνεψε με συγκατάβαση. «Όλα είναι εντάξει».
***
Στην πραγματικότητα, ο Μπαν ήξερε ότι τίποτε δεν ήταν εντάξει.
Τον ανησυχούσε βαθιά το γεγονός ότι η Ίζαμπελ φοβόταν να μοιρα-
στεί το κρεβάτι του, καθώς και η διαπίστωση του πόσο πολύ την πο-
θούσε. Εύκολα θα μπορούσε να την έχει κάνει δική του, αλλά τη βία
τη σιχαινόταν. Άλλωστε, μια σταθερή σχέση δεν μπορούσε να χτιστεί
πάνω στη βία. Αναρωτιόταν τώρα τι μπορεί να της είχε συμβεί και
ήταν τόσο φοβισμένη. Θυμήθηκε την πρώτη τους συνάντηση. Δεν
της είχε φερθεί -άσχημα. Ακόμη κι αν το είχε κάνει όμως, εκείνη δεν
ήταν κανένα κοριτσάκι, είχε υπάρξει παντρεμένη. Το βέβαιο ήταν
πως έπρεπε να προσπαθήσει πολύ για να την πείσει ότι οι φόβοι της
ήταν αβάσιμοι. Και ήθελε να τα καταφέρει, όσος χρόνος και υπομονή
κι αν χρειάζονταν, γιατί το έπαθλο άξιζε τη νίκη.
***
Αφού άφησε μόνο του τον Μπαν, η Ίζαμπελ αποσύρθηκε στην κά-
μαρά της για να εξαφανίσει τα σημάδια της συνάντησής τους. Το
τσαλακωμένο φόρεμα και τα μπερδεμένα μαλλιά της αποτελούσαν
τρανταχτή απόδειξη για ένα έμπειρο μάτι. Μόλις έκανε τις απαραί-
τητες διορθώσεις, κάθισε λίγο για να σκεφτεί. Ακόμη και τώρα δυ-
σκολευόταν να χωνέψει την απερισκεψία που είχε κάνει. Το μόνο
που είχε καταφέρει ήταν να αναβάλει το αναπόφευκτο. Ο Μπαν
μπορεί να έδειξε ανοχή αυτή την πρώτη φορά, ωστόσο είχε κατα-
στήσει σαφές ότι στο μέλλον ανέμενε τη συμμόρφωσή της. Δεν θα
της ήταν δύσκολο μαζί του: ήταν τρυφερός και υπομονετικός. Τι πα-
ραπάνω θα μπορούσε να ζητήσει; Γιατί στην ευχή είχε πανικοβληθεί;
Τα λεπτά που περνούσαν δεν της έδιναν απαντήσεις. Εν τω μεταξύ,
είχε να φροντίσει άλλα θέματα. Μόλις συνήλθε εντελώς, βγήκε από
την κάμαρά της και κατευθύνθηκε προς τη μεγάλη αίθουσα. Μπαίνο-
ντας είδε τον πατέρα της να μιλάει με έναν από τους υπηρέτες. Μό-
λις την είδε, έδιωξε αμέσως τον υπηρέτη και την περίμενε να πλη-
σιάσει. Την κοίταξε ερωτηματικά. «Έγινε;»
Η Ίζαμπελ σταυρώνοντας τα δάχτυλά της πάνω στις πτυχές της
φούστας της έγνεψε καταφατικά. «Μάλιστα, άρχοντά μου».
«Ωραία». Ο πατέρας της έκανε μια παύση.«Προσεύχομαι για το ευ-
τυχές αποτέλεσμα».
«Κι εγώ».
Αυτό τουλάχιστον ήταν αλήθεια. Η Ίζαμπελ δεν συνήθιζε να του
λέει ψέματα, αλλά δεν μπορούσε να του εξηγήσει τι ακριβώς είχε
συμβεί με τον Μπαν, όσο και να το ήθελε.
«Αν τα καταφέρεις, το μέλλον σου είναι εξασφαλισμένο». Ο Γκρέι-
αμ της έσφιξε απαλά το μπράτσο. «Θέλω να σε δω αποκατεστημένη
και μάλιστα σύντομα».
«Θα με δείτε, άρχοντά μου».
«Το ελπίζω, γιατί υποψιάζομαι ότι ο χρόνος μου τελειώνει». Καθώς
άνοιξε το στόμα της για να διαμαρτυρηθεί, εκείνος τη σταμάτησε
φέρνοντας το δάχτυλό του στα χείλη της. «Είναι η αλήθεια και πρέ-
πει να την αντιμετωπίσουμε. Οι πόνοι στο στήθος μου έχουν γίνει
πιο συχνοί και οι επιπτώσεις τους διαρκούν περισσότερο. Προτού
πεθάνω, θα ήθελα να δω τον λόρδο Μπαν επίσημο σύζυγό σου».
Ο κόμπος που ανέβηκε στο λαιμό της την εμπόδιζε να μιλήσει. «Θα
γίνει, και μάλιστα πολύ νωρίτερα».
«Μακάρι». Ο Γκρέιαμ χαμογέλασε πικρά. «Παρεμπιπτόντως, θεωρώ
ότι είναι καλύτερος άνθρωπος από τον προηγούμενο σύζυγό σου».
«Κι εγώ το ίδιο».
Η Ίζαμπελ σκέφτηκε πως δεν υπήρχε σύγκριση ανάμεσα στους δύο
άντρες -ο Μπαν ήταν όλα εκείνα που ο Άλιστερ Νιλ δεν είχε υπάρξει
ποτέ. Η συμπεριφορά της λίγες ώρες νωρίτερα ήταν απίστευτα ανό-
ητη, σκέφτηκε, και την ίδια στιγμή ορκίστηκε μέσα της να μην την
επαναλάβει. Το μόνο που ήθελε πλέον ήταν να ξεχάσει το παρελθόν
και να προχωρήσει.
Κεφάλαιο 8

Τις επόμενες μέρες ο Μπαν αξιοποίησε το χρόνο του για να εξοι-


κειωθεί με τη διάταξη του Κασλμόρα, απομνημονεύοντας τη θέση
και τη χρήση των διαφόρων κτισμάτων και των χώρων που το απο-
τελούσαν. Η γνώση της τοποθεσίας κρινόταν απαραίτητη για τα σχέ-
διά του. Επιπλέον, ενημερωνόταν τακτικά από τους άντρες του για
ό,τι συνέβαινε καθώς εκείνοι κυκλοφορούσαν πιο ελεύθερα ανάμεσα
στους υπηρέτες και είχαν επισκεφτεί και το κοντινό χωριό.
«Ο Μέρντο και οι άντρες του δεν είναι συμπαθείς», είπε ο Τζοκ.
«Φέρονται βίαια και οι χωρικοί τούς φοβούνται»
«Λογικό είναι», συμπλήρωσε ο Γιούαν.
Οι μισθοφόροι ήταν πανταχού παρόντες στο Κασλμόρα, αλλά, αν
και δεν έκρυβαν την αντιπάθειά τους για τους άντρες του Γκελεν-
γκάρον, δεν τους είχαν προσβάλει ξανά.
«Φαίνεται ότι τρεις από αυτούς βίασαν μια κοπέλα στο χωριό και
την άφησαν έγκυο», συνέχισε ο Τζοκ, «αλλά όταν η υπόθεση έφτασε
στον άρχοντα, ορκίστηκαν ότι είχαν τη συγκατάθεσή της. Ήταν ο λό-
γος της ενάντια στον δικό τους. Όταν η κατηγορία έπεσε πάνω της, η
κοπέλα αυτοκτόνησε».
Ο Μπαν κούνησε το κεφάλι του αηδιασμένος. «Είναι ασυνείδητοι.
Δεν υπακούουν σε κανένα νόμο, εκτός ίσως αν είναι του Μέρντο».
«Τον Μέρντο τον φοβούνται, άρχοντά μου, και προφανώς έχουν
τους λόγους τους».
«Φαντάζομαι πως ναι».
«Είναι πολύ προσεκτικός και φροντίζει οι ανομίες τους να γίνονται
μακριά από το Κασλμόρα και χωρίς μάρτυρες. Και όποιος τολμήσει ν'
ανοίξει το στόμα του τιμωρείται ή παθαίνει κάποιο "ατύχημα"».
«Εγώ δεν θα τον εμπιστευόμουν ποτέ», είπε ο Ντέιβι.
«Πρέπει να προσέχουμε τις κινήσεις του», πρόσθεσε ο Τζοκ.
Ο Ντέιβι κοίταξε ερωτηματικά τον Μπαν. «Θα μείνουμε κι άλλο
εδώ, άρχοντά μου;»
«Για λίγο ακόμη», απάντησε ο Μπαν.
Οι άντρες του αντάλλαξαν συνωμοτικά χαμόγελα και τους χαμογέ-
λασε κι εκείνος. Είχαν μαντέψει το ενδιαφέρον του για την Ίζαμπελ,
αλλά όχι και τη σχέση του μαζί της. Ο Μπαν αισθανόταν άσχημα που
τους κρατούσε στο σκοτάδι, ωστόσο δεν μπορούσε να τους αποκα-
λύψει τίποτε προς το παρόν. Η υπόθεση ήταν πολύ λεπτή. Αν όλα
πήγαιναν καλά, όπως ήλπιζε, σύντομα θα ήταν σε θέση να τους ανα-
κοινώσει τον αρραβώνα του και τότε θα μπορούσαν να γυρίσουν
όλοι μαζί πίσω στο Γκλενγκάρον.
«Η λαίδη είναι όμορφη», είπε ο Τζοκ.
Το πρόσωπο του Μπαν παρέμεινε ανέκφραστο. «Ναι, είναι».
«Η φήμη της την αδικεί».
«Αρκετά».
«Ο άντρας που θα την κερδίσει θα είναι πολύ τυχερός».
«Πράγματι».
Ο Τζοκ κατάλαβε ότι δεν θα του έπαιρνε λέξη κι έστρεψε τη συζή-
τηση σε άλλα θέματα.
Ο Μπαν συγκράτησε ένα χαμόγελο, καθώς τον διασκέδαζε μάλλον
παρά τον ενοχλούσε η ολοφάνερη προσπάθειά τους ν' αντλήσουν
πληροφορίες. Τη σκέψη του απασχολούσε συνεχώς η Ίζαμπελ. Μετά
τον αρραβώνα τους, η μόνη ευκαιρία που είχαν να ξαναμιλήσουν
ήταν όταν συναντήθηκαν στο τραπέζι, αλλά καθώς υπήρχαν κι άλλοι
μπροστά, η συνομιλία τους περιορίστηκε σε ανώδυνα θέματα. Ύστε-
ρα απ' ό,τι είχε συμβεί μεταξύ τους, η Ίζαμπελ φαινόταν πιο ντροπα-
λή και πιο πρόθυμη να τον ικανοποιήσει, αν και το χαμόγελό της έ-
δειχνε μια ανησυχία που τον δυσαρεστούσε. Δεν ήθελε να νιώθει
άβολα μαζί του και να τον φοβάται. Για την ακρίβεια, αυτό τον ενο-
χλούσε περισσότερο απ' όσο θα μπορούσε να φανταστεί. Ο φόβος
της ήταν προσβολή για τον ανδρισμό του: μια τόσο όμορφη γυναίκα
δεν θα 'πρεπε να τρέμει την ερωτική επαφή, αλλά να την απολαμβά-
νει, κι εκείνος ανυπομονούσε να της δείξει τον τρόπο. Ένιωθε πόθο
και μόνο στη σκέψη της, και δεν έβλεπε την ώρα που θα μπορούσε
να την πηγαίνει στο κρεβάτι του φανερά και όσο συχνά ήθελε. Όταν
όμως θα συνέβαινε αυτό, ήθελε να έχει τη συγκατάθεσή της.
Εξερευνώντας το Κασλμόρα, ο Μπαν είχε εντοπίσει έναν παλιό α-
χυρώνα που βρισκόταν μακριά από τα υπόλοιπα κτίσματα, αλλά είχε
εύκολη πρόσβαση. Ήταν ήσυχος και ελάχιστοι πήγαιναν εκεί, οπότε
ήταν το κατάλληλο μέρος για τις μυστικές συναντήσεις του με την
Ίζαμπελ. Βέβαια, υπήρχε πάντοτε ο κίνδυνος να τους ανακαλύψουν,
αλλά αυτό έκανε πιο συναρπαστική την περιπέτεια.
***
Όταν πρότεινε το μέρος στην Ίζαμπελ, εκείνη δεν έφερε καμιά α-
ντίρρηση. Ο αχυρώνας βρισκόταν στην άκρη του κάστρου και ήταν
μάλλον απίθανο να τους δει κάποιος. Όχι πως αυτό ήταν η πρωταρ-
χική της έγνοια. Έχοντας συνηθίσει πλέον την ιδέα του αρραβώνα
και τη συντροφιά του Μπαν, ήθελε να ξεμπερδεύει με το θέμα της
ολοκλήρωσης. Μετά την πρώτη φορά, θα ήταν ίσως πιο εύκολο.
Εκείνος ήταν ήδη εκεί όταν έφτασε η Ίζαμπελ. Η παρουσία του δέ-
σποζε στο χώρο και .έδειχνε ανησυχητικά άνετος ενώ εκείνη είχε α-
πίστευτη νευρικότητα.
Ο Μπαν χαμογέλασε. «Αναρωτιόμουν μήπως άλλαξες γνώμη».
«Δεν άλλαξα».
«Χαίρομαι. Ξέρω ότι δεν σου είναι εύκολο».
Τον κοίταξε έκπληκτη για μια στιγμή. «Νομίζω ότι μάλλον δεν είναι
εύκολο για κανέναν από τους δυο μας, άρχοντά μου».
«Παραδέχομαι ότι οι συνθήκες δεν είναι ιδανικές, αλλά δεν {:χεις
λόγο να φοβάσαι. Δεν θα σου συμβεί τίποτε επώδυνο».
«Το ξέρω».
«Δηλαδή με εμπιστεύεσαι;»
Η Ίζαμπελ έγνεψε καταφατικά. Ο Μπαν την τράβηξε κοντά του και
τη φίλησε απαλά στα χείλη. Μόλις εκείνη χαλάρωσε λίγο, το φιλί του
έγινε πιο διεκδικητικό, η γλώσσα του άγγιξε τη δική της. Είχε ευχά-
ριστη γεύση από υδρόμελι, που ήταν μεθυστικά γλυκιά και ανακα-
τευόταν με τις μυρωδιές γύρω τους: άχυρο, δέρμα και μαλλί προβά-
των. Τα χέρια του χάιδεψαν την πλάτη της. Η ζεστασιά τους της προ-
κάλεσε ρίγη. Διστακτικά, η Ίζαμπελ κόλλησε πάνω του. Και ένιωσε τη
διέγερσή του. Ο σφυγμός της έγινε πιο γρήγορος αλλά όχι μόνο από
φόβο.
Ο Μπαν έκανε λίγο πίσω, κοιτώντας τη στα μάτια. «Έλα».
Είχε απλώσει το μανδύα του στο άχυρο και την τράβηξε για να ξα-
πλώσει μαζί του -ύστερα συνέχισε από κει που είχαν μείνει. Τη φι-
λούσε και τη χάιδευε αργά, χρησιμοποιώντας κάθε τρόπο που ήξερε
για να την ικανοποιήσει και να τη διεγείρει. Δεν ήθελε να βιαστεί και
να χάσει όλο το έδαφος που είχε κερδίσει. Η Ίζαμπελ ήταν έτοιμη να
τον εμπιστευτεί κι εκείνος θα φρόντιζε να φανεί άξιος της εμπιστο-
σύνης της. Και δεν ήταν κάτι που το έκανε αναγκαστικά. Την ποθού-
σε από την πρώτη στιγμή, αλλά ό,τι ένιωθε τώρα δεν είχε να κάνει
μόνο με σαρκικό πόθο. Η Ίζαμπελ τον διέγειρε απίστευτα, περισσό-
τερο απ' οποιαδήποτε άλλη γυναίκα είχε γνωρίσει, γι' αυτό και ήθελε
να παρατείνει αυτή την εμπειρία μαζί της.
Σταδιακά τα χάδια του έγιναν πιο τολμηρά εξερευνώντας τα στή-
θη, τη μέση και τους γλουτούς της. Η Ίζαμπελ προσπαθούσε να κάνει
ό,τι κι εκείνος, ανταποδίδοντας τα φιλιά και τα χάδια του. Γλίστρησε
τα χέρια της στους ώμους του και ύστερα στην πλάτη του, αλλά την
εμπόδιζε το μάλλινο χιτώνιο. Βρήκε ψηλαφητά τη ζώνη του, την έ-
λυσε και την πέταξε στην άκρη. Το χιτώνιο βγήκε εύκολα και ο Μπαν
έμεινε με το πουκάμισο. Η Ίζαμπελ του το έβγαλε και γλίστρησε τα
χέρια της πάνω στο γυμνό, ζεστό δέρμα του νιώθοντας την κίνηση
των μυών του. Τα φιλιά του έγιναν πιο φλογερά και πιο απαιτητικά.
Ο Μπαν οδήγησε το χέρι της στους βουβώνες του και η Ίζαμπελ
ένιωσε τη σάρκα του σκληρή σαν πέτρα και τεράστια. Ταράχτηκε
γιατί δεν της είχε ξανατύχει κάτι παρόμοιο. Προσπαθώντας να συ-
νέλθει από την ταραχή της, άρχισε να τον χαϊδεύει πάνω από το
ρούχο κόβοντάς του την ανάσα. Ύστερα ένιωσε το χέρι του ανάμεσα
στους μηρούς της -το άγγιγμά του ήταν τρυφερό αλλά αποφασιστι-
κό. Τα δάχτυλά του γλίστρησαν στο φύλο της. Η Ίζαμπελ σφίχτηκε.
Τότε εκείνος της ψιθύρισε καθησυχαστικά, «Μην ανησυχείς, γλυκιά
μου, δεν θα σε πονέσω» .
Υπάκουα, η Ίζαμπελ προσπάθησε να χαλαρώσει επιτρέποντάς του
την επαφή. Τα απαλά χάδια του προκάλεσαν μια απρόσμενη ζεστα-
σιά στον πυρήνα της. Και αυτό πάλι ήταν ανησυχητικό αλλά όχι δυ-
σάρεστο. Η Ίζαμπελ χαλάρωσε περισσότερο καθώς εκείνος συνέχισε,
και σε λίγο η ζεστασιά έγινε υγρασία. Προς στιγμήν, η Ίζαμπελ νόμι-
σε πως είχε τη ροή του μήνα, αλλά ο Μπαν δεν φάνηκε να πρόσεξε
κάτι ανεπιθύμητο, γιατί συνέχισε να τη χαϊδεύει. Η αίσθηση γινόταν
όλο και πιο ευχάριστη και η καρδιά της χτυπούσε δυνατά.
Ο Μπαν έλυσε το παντελόνι του ελευθερώνοντας την καυτή σάρκα
του. Η Ίζαμπελ έκλεισε την παλάμη της γύρω από τον ανδρισμό του,
ενώ αναρωτιόταν πώς θα χωρούσε μέσα της. Θα πονούσε σίγουρα.
Αλλά ακόμη κι αν πονούσε, δεν μπορούσε τώρα να κάνει πίσω. Έ-
πρεπε να ολοκληρώσει μαζί του, δεν γινόταν να τον απογοητεύσει
για δεύτερη φορά.
Ο Μπαν σήκωσε ψηλά τις φούστες της ξεγυμνώνοντάς τη μέχρι τη
μέση. Η Ίζαμπελ κοκκίνισε, καθώς το φως ήταν άπλετο και ο Μπαν
περιεργαζόταν το γυμνό κορμί της. Προφανώς, το θέαμα δεν τον δυ-
σαρέστησε γιατί της χαμογέλασε. Ύστερα το γόνατό του άνοιξε τους
μηρούς της κι εκείνος γλίστρησε ανάμεσά τους αργά και προσεκτικά,
μέχρι που μπήκε ολόκληρος μέσα της. Η Ίζαμπελ ανοιγόκλεισε έκ-
πληκτη τα μάτια. Δεν είχε πονέσει. Κι ενώ προσπαθούσε να συνειδη-
τοποιήσει το γεγονός, ο Μπαν άρχισε να κινείται μέσα της. Αυτό
τουλάχιστον ήταν κάτι που περίμενε να συμβεί. Καθώς θυμήθηκε τι
της ζητούσε ο πρώην άντρας της, αγκάλιασε τον Μπαν και σήκωσε
πιο ψηλά τα πόδια της. Οι ωθήσεις του έγιναν πιο βαθιές, πιο γρή-
γορες. Η Ίζαμπελ άρχισε να κινείται μαζί του παρακαλώντας μέσα
της να καταφέρει να τον ικανοποιήσει αυτή τη φορά. Και τότε ίσως
εκείνος να μη μετάνιωνε για τη συμφωνία που είχε κάνει.
Ο Μπαν πρώτη φορά ένιωθε τόση έξαψη, αλλά προσπαθούσε να
την ελέγξει. Έπρεπε να είναι συγκρατημένος, γιατί οποιαδήποτε α-
πότομη ή βίαιη κίνηση μπορεί να τρόμαζε την Ίζαμπελ ή και να την
απωθούσε. Προσπάθησε όσο περισσότερο μπορούσε γι' αυτό, αλλά
τελικά η κορύφωση ήταν αναπόφευκτη. Δεν του έμενε παρά μόνο να
ελπίζει ότι είχε κάνει αρκετά για να την πείσει ότι δεν είχε σκοπό να
την πονέσει. Οι συνευρέσεις τους θα επαναλαμβάνονταν συχνά στο
εξής και ο Μπαν ήθελε να έχει την πρόθυμη συναίνεσή της.
Ανασηκώθηκε στους αγκώνες του και τραβήχτηκε από πάνω της
κοιτάζοντάς την εξεταστικά. «Είσαι καλά, γλυκιά μου;»
«Ναι, άρχοντά μου». Η Ίζαμπελ έκανε μια σύντομη παύση και πρό-
σθεσε: «'Ήταν... ωραίο».
Εκείνος χαμογέλασε. «Ήταν πράγματι, αλλά θα γίνει πολύ καλύτε-
ρο».
«Καλύτερο;»
«Ναι».
Η Ίζαμπελ έμεινε σιωπηλή, καθώς δεν ήταν σίγουρη τι ακριβώς εν-
νοούσε ο Μπαν. Η ερωτική τους συνεύρεση ήταν ήδη πολύ καλύτερη
απ' όσο είχε προβλέψει. Ο Άλιστερ δεν της είχε φερθεί ποτέ με τόση
φροντίδα. Η υποταγή της σ' εκείνον ήταν σκλαβιά. Η υποταγή της
στον Μπαν είχε εντελώς διαφορετική αίσθηση. Δεν μπορούσε να το
εξηγήσει. Απλώς ήξερε ότι ήταν έτσι. Βέβαια, μια γυναίκα δεν μπο-
ρούσε να περιμένει να απολαμβάνει την πράξη όπως φαινόταν να
την απολαμβάνουν οι άντρες, αλλά ο Μπαν μόλις της είχε δείξει ότι
δεν ήταν απαραίτητο να υποφέρει κιόλας. Η Ίζαμπελ καταλάβαινε
από την εμπειρία της ότι ο Μπαν είχε δείξει μεγάλη αυτοσυγκράτηση
μαζί της θέλοντας να καθησυχάσει τους φόβους της. Τον ευγνωμο-
νούσε γι' αυτό. Οι φόβοι της της φαίνονταν πλέον ανόητοι.
Εκείνος τεντώθηκε δίπλα της και την τράβηξε κοντά του. Η Ίζαμπελ
χαμογέλασε κι έκλεισε τα μάτια, νιώθοντας παράξενα ικανοποιημέ-
νη. Δεν θα της ήταν δύσκολο να επαναλάβει την εμπειρία μαζί του -
το αντίθετο μάλιστα. Αν ήταν θέλημα Θεού, ίσως να έκαναν ένα παιδί
μαζί. Αυτό το ενδεχόμενο τη γέμιζε ελπίδα και λαχτάρα. Μακάρι να
έδινε στον Μπαν το γιο που επιθυμούσε διακαώς. Μπορεί αυτό να
τους έφερνε πιο κοντά. Και μέχρι τότε, εκείνη θα είχε ν' αγαπάει ένα
μωρό, ένα μικροσκοπικό, αβοήθητο πλάσμα που θα την αγαπούσε
άνευ όρων. Ο Μπαν της είχε πει ήδη ότι δεν την αγαπούσε, αλλά με
τον καιρό αυτό μπορεί να άλλαζε. Και η ίδια δεν θα δυσκολευόταν ν'
αγαπήσει έναν άντρα που της φερόταν με καλοσύνη και τρυφερότη-
τα.
Ο Μπαν ήταν κι εκείνος βυθισμένος στις σκέψεις του. Τα είχαν κα-
ταφέρει καλύτερα αυτή τη φορά, αλλά είχαν ακόμη πολύ δρόμο
μπροστά τους. Δεν της είχε προσφέρει ηδονή όπως ήλπιζε. Ήταν φα-
νερό πως παρέμενε πολύ σφιγμένη και επιφυλακτική. Θα χρειαζόταν
λίγος χρόνος μέχρι να την κάνει να νιώσει άνετα μαζί του. Ήταν με-
γάλη πρόκληση, αλλά είχε την πρόθεση να την αντιμετωπίσει -ήταν
αποφασισμένος να οδηγήσει την Ίζαμπελ στην κορύφωση μαζί του.
Από τη στιγμή που εκείνη θα αποκτούσε αυτή την εμπειρία, θα ή-
θελε σίγουρα να την επαναλάβει. Μόνο τότε θα χαλάρωνε αρκετά
ώστε να του επιτρέψει περισσότερα . Με τη φαντασία του, την είδε
να παίρνει εκείνη την πρωτοβουλία για την ερωτική τους συνεύρε-
ση. Το αποτέλεσμα ήταν άλλο ένα κύμα έξαψης στους βουβώνες του.
Το έπνιξε. Θα ήταν λάθος να πιέσει τα πράγματα. Δεν ήθελε απλώς
να ξαναβρεθεί ερωτικά μαζί της, αλλά να την κάνει να το απολαμβά-
νει κι εκείνη. Να τον ποθεί εκείνη. Δεν μπορούσε να το εξηγήσει, αλ-
λά το ήξερε -η γυναίκα αυτή θα γινόταν δική του, ψυχή τε και σώμα-
τι.
***
Για το λόγο αυτό, ο Μπαν απέφυγε να της ζητήσει να επαναλάβουν
σύντομα αυτή τη συνάντηση. Αν η Ίζαμπελ ένιωθε n πιεσμένη, δεν
θα μπορούσε να χαλαρώσει κι αυτό ερχόταν σε αντίθεση με τα σχέ-
διά του. Άφησε λοιπόν να περάσουν αρκετές μέρες, ενώ στο μεταξύ
συζητούσε μαζί της για διάφορα θέματα, ώστε να την κάνει να νιώ-
σει πιο άνετα μαζί του, αλλά και να μάθει περισσότερα για εκείνη. Η
τακτική του έφερε αποτέλεσμα η Ίζαμπελ δεν έδειχνε πλέον τόσο α-
νήσυχη και χαμογελούσε πιο πρόθυμα. Κι αυτό ήταν κάτι που τον
γέμισε ικανοποίηση.
Την επόμενη φορά που συναντήθηκαν στον αχυρώνα, εκείνη ήταν
λιγότερο σφιγμένη και πιο πρόθυμη να συμμετέχει. Και πάλι ο Μπαν
ήταν προσεκτικός, φλογερός και τρυφερός ταυτόχρονα, φροντίζο-
ντας για τη δική της απόλαυση. Η Ίζαμπελ ακολούθησε το παράδειγ-
μά του, θέλοντας προφανώς να τον ικανοποιήσει. Αν και δεν ήταν
τέλεια, αυτή η συνεύρεσή τους ήταν σαφώς καλύτερη από την προη-
γούμενη.
***
Κατά τη διάρκεια της εβδομάδας που ακολούθησε σημείωσαν ση-
μαντική πρόοδο. Η μυστικότητα των συναντήσεών τους, σε συνδυα-
σμό με τον περιορισμένο χρόνο που είχαν στη διάθεσή τους, έκανε
τις στιγμές που μοιράζονταν πιο έντονες και συναρπαστικές, με α-
ποτέλεσμα η Ίζαμπελ να αδημονεί για την επόμενη φορά που θα
βρίσκονταν μόνοι τους. Οι συναντήσεις τους δεν αποτελούσαν πλέ-
ον για εκείνη μόνο μέρος της συμφωνίας τους. Όσο και να έλεγε
στον εαυτό της ότι δεν θα άφηνε να της δημιουργηθούν συναισθή-
ματα, δεν τα κατάφερε. Ήξερε ότι δεν έπρεπε, ωστόσο δεν ήταν κάτι
που μπορούσε να ελέγξει. Τον σκεφτόταν συνέχεια. Πρώτη φορά έ-
βλεπε τόση τρυφερότητα σ' έναν άντρα. Παρ'-όλο που ήταν φλογε-
ρός εραστής, δεν την πονούσε ποτέ. Κάθε φορά που έκαναν έρωτα,
δενόταν όλο και περισσότερο μαζί του. Ωστόσο εκείνος δεν είχε μι-
λήσει ποτέ για αγάπη. Η Ίζαμπελ χαμογέλασε μελαγχολικά με την
απερισκεψία της: η σχέση τους ήταν ακόμη στην αρχή. Ήταν πολύ
νωρίς για να σκέφτεται κάτι τέτοιο. Αν έμενε έγκυος στο παιδί του,
ίσως άλλαζαν τα πράγματα. Μπορεί τότε να με αγαπήσει. Η σκέψη
αυτή αναζωπύρωσε τη λαχτάρα της και της έδωσε μια νέα προοπτι-
κή για τη σχέση τους στο μέλλον.
Θα ήθελε να μιλήσει μαζί του για το μέλλον, αλλά το θέμα ήταν λε-
πτό και δίσταζε. Κι εκείνος δεν μιλούσε ποτέ γι' αυτό. Η Ίζαμπελ το
απέδιδε στην απροθυμία του να κάνει σχέδια που ίσως δεν καρπο-
φορούσαν ποτέ. Δεν του άρεσε να δίνει υποσχέσεις. Οι συζητήσεις
τους αφορούσαν το παρελθόν ή το παρόν. Με τη λογική της το κατα-
νοούσε, αλλά μέσα της υπέφερε. Όση φροντίδα κι αν της έδειχνε τώ-
ρα, δεν θα δίσταζε να τη διώξει από κοντά του αν δεν έμενε έγκυος.
«Είσαι καλά, γλυκιά μου;»
Η Ίζαμπελ γύρισε και τον κοίταξε. «Φυσικά. Ποτέ δεν ήμουν καλύ-
τερα».
Ήταν ξαπλωμένοι στο μανδύα του πάνω στο σανό, στο βάθος του
αχυρώνα. Το φως ήταν λιγοστό εκεί και την ησυχία διέκοπτε περι-
στασιακά μόνο το γουργούρισμα των περιστεριών στη στέγη.
«Φαινόσουν βυθισμένη στις σκέψεις σου».
«Είναι πολλά αυτά που με απασχολούν. Η υγεία του πατέρα μου
χειροτερεύει».
«Αν το θέλει ο Θεός, θα ζήσει κι άλλο».
«Ο ίδιος δεν το πιστεύει». Η Ίζαμπελ αναστέναξε. «Απ' ό,τι φαίνε-
ται, ο Χιου θα γίνει πολύ σύντομα άρχοντας».
«Έχει όλα τα προσόντα που απαιτούνται για να τα καταφέρει» .
«Έτσι πιστεύω κι εγώ. Δεν ανησυχώ τόσο για τον Χιου όσο για τον
Μέρντο»«.
«Ο Μέρντο θα υπηρετήσει τον αδελφό σου όπως υπηρέτησε και
τον πατέρα σου».
«Ο Μέρντο έχει μεγάλη εξουσία στα χέρια του και την έχει κατα-
χραστεί. Ο Χιου το γνωρίζει αυτό κι ελπίζω να μπορέσει ν' αποκατα-
στήσει την ισορροπία».
«Αυτό δεν θα είναι πολύ εύκολο», είπε ο Μπαν. « Άντρες σαν τον
Μέρντο δεν παραχωρούν τα κεκτημένα τους».
«Αν ο πατέρας μου ήταν απολύτως υγιής, ο Μέρντο δεν θα είχε τό-
σα δικαιώματα. Όσο όμως χειροτέρευε η υγεία του τόσο παραχω-
ρούσε περισσότερες αρμοδιότητες στον Μέρντο. Υπερβολικά πολλές
ίσως».
«Δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο. Αλλά αν ο α-
δελφός σου σταθεί στο ύψος του, θα ξαναπάρει τον έλεγχο».
«Το ελπίζω. Τότε μπορεί και το Κασλμόρα να ξαναγίνει όπως πα-
λιά. Ποτέ άλλοτε η ατμόσφαιρα δεν ήταν τόσο τεταμένη, τόσο... α-
πειλητική».
«Γιατί νιώθεις να απειλείσαι από τον Μέρντο;»
Η Ίζαμπελ δίστασε. Ήταν επικίνδυνο θέμα.
«Ίζαμπελ;»
«Ευελπιστεί να με παντρευτεί». Βλέποντας την έκφραση του Μπαν,
η Ίζαμπελ πρόσθεσε βιαστικά: «Δεν υπήρξε ποτέ η παραμικρή πιθα-
νότητα να λάβει τέτοια έγκριση».
«Εσύ θα το ήθελες;»
«Όχι βέβαια! Τον απεχθάνομαι και το ξέρει. Αλλά, όπως είπες κι
εσύ, δεν παραιτείται εύκολα».
Ο Μπαν την κοίταξε με μισόκλειστα μάτια. «Το καλό που του θέλω
να σε ξεχάσει».
«Δεν είναι αντίζηλός σου, άρχοντά μου. Ελπίζω να καταλάβει σύ-
ντομα τη ματαιότητα της φιλοδοξίας του».
«Δεν ανέχομαι αντίζηλους, Ίζαμπελ. Ανήκεις σε μένα και σε κανέ-
ναν άλλο».
Η καρδιά της χτύπησε πιο γρήγορα. «Μ' εσένα είμαι αρραβωνια-
σμένη».
«Ακριβώς». Ο Μπαν έφερε το σώμα της κάτω από το δικό του. «Και
σκοπεύω να το ανακοινώσω σύντομα».
«Είναι κάτι που σε εμποδίζει να το κάνεις;» ρώτησε η Ίζαμπελ προ-
κλητικά απορώντας και η ίδια με την τόλμη της. Όμως ήθελε να δει
τον Μπαν να προχωρά στην πράξη.
Τα μάτια του άστραψαν. «Τίποτε δεν μ' εμποδίζει. Ζηλεύω για τα
δικαιώματά μου».
«Έτσι ε;»
«Έτσι».
«Μπορεί να σου τα αρνηθώ».
«Μπορείς να δοκιμάσεις, αν θέλεις».
Το ύφος του την προκαλούσε και η Ίζαμπελ προσπάθησε ναι ελευ-
θερωθεί από τη λαβή του, αλλά ήταν ατσάλινη. Ο Μπαν την κοίταξε
επίμονα.
«Ανταρσία, Ίζαμπελ;»
Η Ίζαμπελ τον κοίταξε περίεργη για την αντίδρασή του. «Και τι θα
γίνει αν είναι;»
«Θα την καταστείλω χωρίς οίκτο μέχρι να δηλώσεις πλήρη υποτα-
γή».
«Αλήθεια; Και πώς λες να τα καταφέρεις;»
Ο Μπαν άρχισε να της δείχνει. Η μέθοδός του ήταν άμεση και α-
μείλικτη -και τρομερά αποτελεσματική.
***
Η Ίζαμπελ ξανάζησε τη σκηνή το ίδιο βράδυ, μόνη στο κρεβάτι της.
Η ανάμνηση της προκάλεσε μια απρόσμενη ζεστασιά και για άλλη
μια φορά βρέθηκε ν' αδημονεί για την κοινοποίηση του αρραβώνα
τους. Από τη συζήτησή τους συμπέραινε ότι και ο Μπαν ανυπομο-
νούσε. Και μόνο που του είχε αναφέρει το ενδιαφέρον ενός άλλου
άντρα, εκείνος είχε γίνει απίστευτα κτητικός. Η ίδια δεν περίμενε αυ-
τή την αντίδραση, ωστόσο της άρεσε. Ήταν άλλη μια ένδειξη πως ο
Μπαν τη θεωρούσε ήδη δική του. Και ό,τι της έκανε μετά ενίσχυε α-
κόμη περισσότερο αυτή την άποψη. Χαμογέλασε μόνη της στο σκο-
τάδι. Ήταν αδύνατον να σκεφτεί άλλον άντρα όταν ήταν μαζί του.
Όχι βέβαια πως σκόπευε να του το πει. Ήδη εκείνος είχε πολλά πλε-
ονεκτήματα στη σχέση τους.
***
Ο Μπαν σκεφτόταν κι εκείνος τη συζήτησή τους, δεδομένου ότι έ-
ριχνε φως σε κάποια θέματα που τον είχαν προβληματίσει στην αρ-
χή. Ένα από αυτά ήταν η στάση του Μέρντο. Η επιθυμία του να πα-
ντρευτεί την Ίζαμπελ εξηγούσε ως ένα βαθμό την αντιπάθειά του για
τον Μπαν. Όταν εκείνη γύρισε πίσω στο Κασλμόρα, ο Μέρντο είχε
δει μια χρυσή ευκαιρία. Ο γάμος του μαζί της θα διασφάλιζε τη θέση
του για πάντα. Θα του χάριζε επίσης μια πανέμορφη γυναίκα. Προ-
φανώς, η ενδεχόμενη στειρότητά της δεν τον ενοχλούσε ή ήταν πρό-
θυμος να διακινδυνεύσει. Παράξενο που ένας τόσο φιλόδοξος ά-
ντρας ήταν διατεθειμένος να διακινδυνεύσει κάτι τέτοιο. Βέβαια,
μπορεί να ήταν τόσο ερωτευμένος μαζί της που να μην τον ενδιέφε-
ρε. Ωστόσο ο ίδιος, ξέροντας έστω και λίγο το χαρακτήρα του Μέρ-
ντο, το θεωρούσε μάλλον απίθανο.
Ο Μπαν συνοφρυώθηκε. Δυσκολευόταν να δει κάτω από την επι-
φάνεια. Συνήθως ήταν καλός στο να διαβάζει χαρακτήρες, αλλά εδώ
κάτι του διέφευγε και είχε την αίσθηση ότι επρόκειτο για κάτι σημα-
ντικό. Τίποτε στη συμπεριφορά της Ίζαμπελ δεν του έδειχνε ότι εκεί-
νη ανταπέδιδε κρυφά τα αισθήματα του Μέρντο. Μάλλον τον φοβό-
ταν. Ή αυτό, ή ήταν εξαιρετική ηθοποιός. Ο Μπαν απέρριψε το δεύ-
τερο. Αν η Ίζαμπελ ήταν ερωτευμένη με άλλον άντρα, θα είχε αντι-
δράσει πολύ διαφορετικά στη συνεύρεση μαζί του. Ό,τι κίνητρα και
να είχε ο Μέρντο, η Ίζαμπελ δεν θα γινόταν ποτέ δική του. Μόλις έ-
μενε έγκυος, ο Μπαν θα την αναγνώριζε ως σύζυγό του δίνοντας τέ-
λος στις βλέψεις του καιροσκόπου. Και οποιουδήποτε άλλου. Κανέ-
νας άλλος άντρας δεν θα την άγγιζε. Ανήκε μόνο σ' εκείνον.
Όταν τη συναντούσε μπροστά σε άλλους, ήταν περιποιητικός μαζί
της, αλλά φρόντιζε να τηρεί τους κανόνες της ευγένειας. Ως μέλλου-
σα σύζυγός του, η Ίζαμπελ άξιζε να της φέρεται με σεβασμό και αυτό
περίμενε από κείνον και ο πατέρας της. Άλλωστε τους παρακολου-
θούσαν πολλά μάτια. Δεν έπρεπε να καταλάβει κανείς ότι είχαν ερω-
τικές σχέσεις. Άλλο υποψήφιος μνηστήρας και άλλο κρυφός εραστής.
Απρόσμενα, ο Μπαν βρήκε ένα σύμμαχο στο πρόσωπο του­ Χιου.
Ο νεαρός τον είχε προφανώς συμπαθήσει και δεν έχανε ευκαιρία να
πιάνει κουβέντα μαζί του για το Γκλενγκάρον. Του έκανε εύστοχες
ερωτήσεις και άκουγε τις απαντήσεις του με προσοχή.
«Ο πατέρας μου έχει μεγάλες προσδοκίες από τη φιλία μας με τον
Ίαν Μακάλπιν», εξήγησε ο Χιου.
«Το ίδιο και ο γαμπρός μου από κείνον», είπε ο Μπαν.
«Εγώ τον έχω δει μόνο μια φορά, όταν ήμουν πολύ μικρός. Μου
κόπηκε η μιλιά από το δέος».
Ο Μπαν χαμογέλασε . «Πράγματι, ο Ίαν προκαλεί δέος».
«Έχω ακούσει πολλά για εκείνον».
«Τι έχεις ακούσει;»
«Πως είναι εξαιρετικός πολεμιστής και ηγέτης, πολύ θαρραλέος και
τολμηρός» .
«Αλήθεια είναι όλα».
«'Έχω ακούσει επίσης ότι είναι επικίνδυνο να προκαλεί κανείς το
θυμό του».
«Αλήθεια είναι κι αυτό».
«Όχι πως έχω σκοπό να τον θυμώσω», συνέχισε ο Χιου. «Πάντως η
φήμη του είναι τρομακτική».
«Δεν συγχωρεί την προδοσία».
«Και καλά κάνει. Όταν ένας άντρας δίνει το λόγο του, πρέπει να
τον κρατάει».
«Έτσι είναι», συμφώνησε ο Μπαν.
«Δεν θα άφηνε κανέναν να ληστέψει ή να προσβάλει έναν συγγενή
του, έτσι δεν είναι;»
«Ακριβώς».
«Τι θα έκανε σε τέτοια περίπτωση;»
«Θα το τακτοποιούσε με το ξίφος του, φαντάζομαι. Γιατί ρωτάς;»
«Κι εγώ θέλω να τακτοποιήσω ένα θέμα με το ξίφος μου». Τα μάτια
του Χιου έδειχναν το θυμό του. «Κι όταν γίνω άρχοντας εδώ, θα το
κάνω».
«Ω! Επιτρέπεται να ρωτήσω ποιος σ' έχει προσβάλει;»
«Οι Νιλ του Ντανκέλντ».
Ο Μπαν θορυβήθηκε. «Είναι συγγενείς σας από το γάμο της αδελ-
φής σου, έτσι δεν είναι;»
«Όχι πια. Η συμπεριφορά τους απέναντι στην αδελφή μου ακυρώ-
νει κάθε συγγένεια. Ευτυχώς η Ίζαμπελ είναι ελεύθερη τόσο από κεί-
νους όσο και από τον άχρηστο τον άντρα της».
«Άχρηστο;»
«Ναι, έναν ψεύτη και κομπασμένο ομορφονιό. Ο κόσμος είναι κα-
λύτερος χωρίς εκείνον». Ο Χιου συνοφρυώθηκε. «Ο κόσμος θα ήταν
καλύτερος χωρίς την οικογένειά του γενικά».
«Ίσως. Ωστόσο, πρέπει να σκεφτείς προσεκτικά τις επιπτώσεις. Μια
βεντέτα είναι πολύ σοβαρό θέμα».
«Το ξέρω».
«Και η αδελφή σου τι λέει;»
«Χαίρεται που έφυγε από τους Νιλ και το Ντανκέλντ».
«Δηλαδή δεν θέλει εκδίκηση;»
«Όχι. Η Μπελ είναι δυναμική, αλλά δεν διψά για αίμα γιατί είναι
γυναίκα».
«Συχνά οι γυναίκες είναι πιο σοφές σε τέτοια θέματα».
«Νομίζετε ότι πρέπει να καταπιούμε την προσβολή;»
«Όχι, αλλά μπορείτε να εκδικηθείτε χωρίς να χυθεί αίμα».
«Πώς;»
Ο Μπαν χαμογέλασε αχνά. «Δεν είναι δύσκολο. Λίγοι ψίθυροι στα
κατάλληλα αυτιά: ''Οι Νιλ είναι προδότες, αθετούν το λόγο τους, εί-
ναι άτιμοι και ούτω καθεξής". Το πλήγμα θα είναι ανεπανόρθωτο για
τη φήμη τους».
Ο Χιου τον κοίταξε σαστισμένος. «Στα κατάλληλα αυτιά;»
«Του βασιλιά και των αξιωματούχων της Αυλής του, ιδίως εκείνων
που ούτως ή άλλως δεν συμπαθούν ιδιαίτερα τους Νιλ».
«Δεν έχουμε επιρροή στο βασιλιά».
«Ναι, αλλά έχετε πιστούς συμμάχους που έχουν».
«Εννοείτε τον Ίαν Μακάλπιν; Θα μας έκανε τέτοια χάρη;»
«Μπορείς να τον ρωτήσεις, όταν έρθεις στο Γκλενγκάρον».
«Θα τον ρωτήσω».
«Ωραία». Ύστερα ο Μπαν πρόσθεσε: «Τα αποτελέσματα αυτής της
εκδίκησης δεν είναι άμεσα, αλλά είναι εξαιρετικά».
Ο Χιου χαμογέλασε . «Καταλαβαίνω. Θα σκεφτώ καλά την πρότασή
σας, άρχοντά μου».
Ο Μπαν ξεφύσηξε μέσα του με ανακούφιση. Κατανοούσε το θυμό
του Χιου και θαύμαζε την αφοσίωσή του στην αδελφή του, αλλά το
μόνο που του έλειπε ήταν ένας παρορμητικός νεαρός που θα ξεκι-
νούσε μια τόσο καταστροφική περιπέτεια. Θα έκανε ό,τι μπορούσε
για να την αποτρέψει. Θα μιλούσε αργότερα στον Ίαν. Σίγουρα κάτι
θα κανόνιζαν ώστε να εκδικηθεί ο Χιου τους Νιλ χωρίς εκείνοι να
μπορούν να τον εντοπίσουν.
Άσχετα από την αντιπάθειά του για τους Νιλ, ο Χιου είχε αφήσει
να του ξεφύγουν ορισμένες ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες για τον
προηγούμενο γάμο της Ίζαμπελ, οι οποίες υποδήλωναν ότι δεν ήταν
ευτυχισμένος. Από ποια άποψη ήταν άχρηστος ο Άλιστερ Νιλ; Και τι
δεν θα έδινε για να μάθει!
***
Όταν συνάντησε την Ίζαμπελ στο δείπνο, ο Μπαν αποφάσισε να
θίξει έμμεσα το θέμα. Οι υπόλοιποι συζητούσαν μεταξύ τους κι έτσι
οι δυο τους μπορούσαν να μιλήσουν ιδιαιτέρως.
«Είχα μια συζήτηση προηγουμένως με τον αδελφό σου. Είναι ένας
πολλά υποσχόμενος νεαρός».
Η Ίζαμπελ χαμογέλασε. «Το ίδιο πιστεύω κι εγώ. Μερικές φορές εί-
ναι παρορμητικός, όμως έχει καλοσύνη».
«Θα γίνει καλός άρχοντας μια μέρα».
«Έτσι πιστεύω».
«Σ' αγαπάει πολύ».
«Κι εγώ τον αγαπώ. Πάντοτε είχαμε καλή σχέση».
«Όπως κι εγώ με την αδελφή μου». Ο Μπαν έκανε μια μικρή παύση
και πρόσθεσε διστακτικά: «Μισεί τους Νιλ εξαιτίας σου».
«Το ξέρω. Και υπάρχει σοβαρός λόγος γι' αυτό. Αν δεν είχε επέμβει
ο πατέρας μου, ο Χιου θα είχε πάει να ισοπεδώσει το Ντανκέλντ και
να τους σκοτώσει».
«Ο πατέρας σου δείχνει σύνεση».
Η Ίζαμπελ κούνησε το κεφάλι της. «Ξέρει πολύ καλά ποιες θα ήταν
οι συνέπειες».
«Δηλαδή εσύ δεν ζητάς εκδίκηση;»
«Τι νόημα θα είχε;»
«'Ίσως έπαιρνες πίσω την προίκα σου».
«Βαμμένη με αίμα». Η Ίζαμπελ αναστέναξε. «Τη θεωρώ πλέον το
τίμημα για την ελευθερία μου από τους Νιλ».
«Τόσο άσχημη ήταν η σχέση σου μαζί τους;»
«Στην αρχή όχι, μα στο τέλος... Θα πω μόνο ότι χάρηκα που έληξε».
«Σίγουρα ο μακαρίτης ο σύζυγός σου θα έπαιρνε το μέρος σου, αν
υποθέσουμε ότι υπήρχαν αντίπαλα στρατόπεδα».
«Ο Άλιστερ επηρεαζόταν από τη μητέρα του κι εκείνη ήταν ισχυ-
ρός αντίπαλος. Και ο χαρακτήρας του δεν ήταν πολύ καλός». Η Ίζα-
μπελ χαμογέλασε πικρά. «Φυσικά, το ανακάλυψα αφότου παντρευ-
τήκαμε».
«Κατάλαβα».
Για μερικά δευτερόλεπτα η έκφρασή της έδειξε δυσπιστία. Ο Μπαν
ήθελε να τη ρωτήσει περισσότερα, αλλά επρόκειτο για πολύ λεπτό
θέμα και φοβόταν μήπως την απομακρύνει.
«Ο γάμος είναι σαν ένα τυχερό παιχνίδι», συνέχισε εκείνη.
«Υπάρχουν κερδισμένοι και χαμένοι. Εγώ ανήκω μάλλον στους
κερδισμένους, αφού κατάφερα να ξεφύγω».
«Είναι καλό που το αντιμετωπίζεις θετικά».
«Δεν έχει νόημα να το αντιμετωπίσω διαφορετικά».
«Δεν φοβάσαι μήπως βρεθείς σε χειρότερη κατάσταση;»
«Θα το διακινδυνεύσω. Δεν θέλω να ξαναπάθω τα ίδια».
Ο Μπαν διέκρινε πόσο λυπημένη και ευάλωτη ήταν, και αυτό του
ξύπνησε περιέργως προστατευτικά συναισθήματα. Θα ήθελε να την
καθησυχάσει, αλλά ακόμη δεν ήταν σε θέση να δώσει υποσχέσεις.
«Κανένας δεν θέλει να ξαναπάθει τα ίδια», είπε ο Μπαν. Εκείνη τον
κοίταξε περίεργη. «Μιλάς από προσωπική εμπειρία;»
«Έχω γνωρίσει κι εγώ την απογοήτευση, αν και με εντελώς διαφο-
ρετικό τρόπο». Έκανε μια παύση. «Ωστόσο, αυτό έγινε πριν από χρό-
νια και δεν με επηρεάζει πλέον».
«Κι όμως, αυτά τα πράγματα μας διαμορφώνουν, μας κάνουν αυτό
που είμαστε».
«Έτσι είναι».
«Ακόμη κι αν μάθουμε να συγχωρούμε, δεν ξεχνάμε ποτέ».
«Μερικά πράγματα μόνο ο Θεός μπορεί να τα συγχωρεί» .
«Εννοείς την καταστροφή της Νορθάμπρια από το βασιλιά Γου-
λιέλμο».
«Μεταξύ άλλων».
«Αποδείχτηκε φρικτός τύραννος. Ίσως δεν τον συγχωρέσει ούτε ο
Θεός».
«Αν υπάρχει δικαιοσύνη, θα καεί στην κόλαση». Της χαμογέλασε.
«Αυτά τα θέματα όμως είναι δυσάρεστα για συζήτηση, ιδίως για τ'
αυτιά μιας γυναίκας».
«Θεωρείς ότι μια γυναίκα πρέπει να προστατεύεται από την αλή-
θεια;»
«Οι γυναίκες πρέπει να προστατεύονται από καθετί δυσάρεστο.
Δυστυχώς, αυτό δεν είναι πάντα εφικτό».
«Είμαστε πιο δυνατές απ' όσο πιστεύετε, άρχοντά μου».
«Σε ορισμένα πράγματα ναι, αλλά στο χειρισμό του ξίφους θα
στοιχημάτιζα στον δικό μου βραχίονα κι όχι στον δικό σου».
Η Ίζαμπελ γέλασε. «Το ίδιο κι εγώ, πάντα».
Το γέλιο της έκανε το όμορφο πρόσωπό της ακόμη πιο ελκυστικό.
Κάθε άντρας θα ένιωθε περήφανος να έχει μια τέτοια γυναίκα στο
πλευρό του, να φέρει στον κόσμο τα παιδιά του. Η σκέψη αυτή του
δημιούργησε παράξενα συναισθήματα. Ήθελε να βάλει ένα τέλος
στην αβεβαιότητα. Η σταθερότητα και η μονιμότητα της σχέσης τους
του φαίνονταν όλο και πιο δελεαστικές προοπτικές. Αδημονούσε για
τη μέρα που θα μπορούσε να δεσμευτεί με την Ίζαμπελ, να ζήσει και
πάλι ειρηνικά, γυρνώντας την πλάτη του στον πόλεμο και το θάνατο.
Μαζί της ίσως έβρισκε την ικανοποίηση που αναζητούσε.
Έφερε το κύπελλο στα χείλη του και ήπιε μια γουλιά κρασί. Εκείνη
τη στιγμή αντιλήφθηκε ότι τον παρακολουθούσαν. Σήκωσε το βλέμ-
μα του και συνάντησε το βλέμμα του Μέρντο. Ο άντρας τον κοιτούσε
ανέκφραστος, όμως ο Μπαν διαισθάνθηκε την εχθρότητά του. Ο
Μέρντο είχε αντιληφθεί το ενδιαφέρον του Μπαν για την Ίζαμπελ κι
έδειχνε την αγανάκτησή του - αυτό που δεν είχε αντιληφθεί ήταν ότι
ο ίδιος δεν είχε καμία ελπίδα. Τόσο το χειρότερο για εκείνον. Στον
πόλεμο και τον έρωτα όλα επιτρέπονται. Ο Μπαν σκέφτηκε την πε-
ρίπτωσή του και επαναδιατύπωσε νοερά τη φράση: Στον πόλεμο και
τη διεκδίκηση μιας συζύγου όλα επιτρέπονται. Ο έρωτας ήταν εντε-
λώς διαφορετικό θέμα.
Κεφάλαιο 9

Οι σκέψεις δεν άφηναν τον Μπαν να κοιμηθεί εκείνο το βράδυ. Οι


άντρες του ροχάλιζαν. Κάπου έξω στο σκοτάδι άκουσε το κρώξιμο
μιας κουκουβάγιας -κακός οιωνός, σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση,
που προμήνυε κακοτυχία και θάνατο. Ανοησίες, σκέφτηκε ο Μπαν,
και τυλίχτηκε σφιχτά με την κουβέρτα του.
Όταν επιτέλους αποκοιμήθηκε, έκανε ανήσυχο ύπνο. Έβλεπε ότι
έτρεχε μέσα στην ομίχλη πίσω από την αέρινη φιγούρα μιας γυναί-
κας. Δεν μπορούσε να δει το πρόσωπό της, ήξερε όμως ότι έπρεπε να
την ακολουθήσει. Ωστόσο, κάθε φορά που την πλησίαζε και προ-
σπαθούσε να την αγγίξει, εκείνη εξαφανιζόταν και πάλι στην ομίχλη,
και κάθε φορά η αίσθηση της απώλειας γινόταν όλο και πιο έντονη
ώσπου την ένιωσε σαν σωματικό πόνο. Η αγωνία και η μοναξιά του
έγιναν αβάσταχτες. Ήξερε ότι η γυναίκα κρατούσε το κλειδί για
πράγματα που εκείνος δεν κατανοούσε ακόμη. Έπρεπε να τη βρει.
Συνέχισε να τρέχει απεγνωσμένος και μέσα από το θολό πέπλο της
ομίχλης την άκουσε να φωνάζει το όνομά του ...
«Άρχοντα Μπαν! Άρχοντα Μπαν!»
Ο Μπαν άνοιξε τα μάτια του στο γκρίζο φως της αυγής και αντί-
κρισε τον Τζοκ που τον ταρακουνούσε από τον ώμο.
«Ξύπνα, άρχοντά μου! Έλα γρήγορα!»«
«Τι συμβαίνει;» μουρμούρισε ο Μπαν. «Τι έγινε;»
«Ο Άρτσιμπαλντ Γκρέιαμ είναι νεκρός».
«Τι πράγμα;» Ο Μπαν πετάχτηκε όρθιος. «Νεκρός;»
«Ναι, άρχοντά μου. Προφανώς πέθανε τη νύχτα. Όταν ο υπηρέτης
του μπήκε πριν από λίγο στην κάμαρά του, νόμιζε πως ο γέρος κοι-
μόταν, αλλά το σώμα του ήταν ήδη παγωμένο. Μου το είπε ο οικο-
νόμος».
Ο Μπαν άρχισε να ντύνεται γρήγορα, ενώ η έκφρασή του ήταν
σκοτεινή. Αυτή η είδηση θα είναι τρομερό πλήγμα για την Ίζαμπελ,
σκέφτηκε. Μακάρι να μπορούσε να της φέρει πίσω τον πατέρα της,
αλλά το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να της πει μερικά φτωχά
λόγια παρηγοριάς. Βγαίνοντας στην αυλή λίγα λεπτά αργότερα, κα-
τάλαβε ότι το νέο είχε διαδοθεί σε όλο το Κασλμόρα. Ακουγόταν ήδη
ο θρήνος των γυναικών ενώ οι άντρες στέκονταν έκπληκτοι και λυ-
πημένοι ή κουβέντιαζαν ψιθυριστά μεταξύ τους. Ο Μπαν πέρασε
ανάμεσά τους και μπήκε στη μεγάλη αίθουσα όπου είδε τον Χιου και
δίπλα του τον Μέρντο. Αγνοώντας τον αρχηγό της φρουράς, στρά-
φηκε στον νέο άρχοντα του κάστρου.
«Μόλις άκουσα τη θλιβερή είδηση, άρχοντά μου. Δεχτείτε, σας πα-
ρακαλώ, τα συλλυπητήριά μου. Σας μιλάω και εκ μέρους του Γκλεν-
γκάρον».
«Σας ευχαριστώ», απάντησε ο Χιου. Από τη χλομάδα του προσώ-
που του, ο Μπαν κατάλαβε ότι ο νεαρός ήταν ακόμη σοκαρισμένος
και μόλις εκείνη τη στιγμή άρχιζε να συνειδητοποιεί τις συνέπειες
του θανάτου του πατέρα του.
«Εκ μέρους του Γκλενγκάρον και λόγω της βαθιάς φιλίας ανάμεσα
στους οίκους μας, οι άντρες μου κι εγώ θέλουμε να σας συνοδεύ-
σουμε για να αποδώσουμε τιμές στον ένδοξο πατέρα σας».
«Σας ευχαριστώ για την ευγένειά σας, λόρδε μου».
Ο Μπαν αγνόησε το παγωμένο βλέμμα του Μέρντο. Αν ο άλλος ά-
ντρας είχε αντιρρήσεις για την παρουσία του, κακό του κεφαλιού
του. Ευτυχώς, δεν του έπεφτε λόγος στο συγκεκριμένο θέμα.
«Σας παρακαλώ, μεταβιβάστε τα συλλυπητήριά μου στη λαίδη Ίζα-
μπελ».
Ο Χιου έγνεψε καταφατικά. «Είναι συντετριμμένη κι έχει κλειστεί
στην κάμαρά της».
«Ασφαλώς. Ο πατέρας σας ήταν σπουδαίος άνθρωπος. Θα μας
λείψει πολύ».
«Πράγματι. Δεν είχα σκεφτεί ότι θα έπαιρνα τη θέση του τόσο σύ-
ντομα. Ελπίζω να φανώ αντάξιος των προσδοκιών του».
«Αυτό είναι βέβαιο», είπε ο Μπαν.
Ο Χιου χαμογέλασε αχνά. «Θα κάνω ό,τι μπορώ». Και με τα λόγια
αυτά προχώρησε για να μιλήσει στους άλλους άντρες που ήταν συ-
γκεντρωμένοι στην αίθουσα. Ο Μπαν αποσύρθηκε στην άκρη, μαζί
με τον Τζοκ.
«Τι θα γίνει τώρα, άρχοντά μου;»
«Θα πάμε στην κηδεία του Άρτσιμπαλντ Γκρέιαμ».
«Ήταν καλός άρχοντας από κάθε άποψη».
«Φαντάζομαι ότι η κηδεία θα γίνει αύριο».
«Μετά θα φύγουμε;»
«Όχι αμέσως. Έχω να τακτοποιήσω κάποια θέματα προηγουμέ-
νως».
«Όπως επιθυμείς, άρχοντά μου».
Στην πραγματικότητα, ο Μπαν δεν ήταν σίγουρος για το πώς έ-
πρεπε ν' αντιμετωπίσει την κατάσταση. Δεν ήξερε αν ο Γκρέιαμ είχε
ενημερώσει τον Χιου για τον μυστικό αρραβώνα. Αν όχι, τα πράγμα-
τα θα δυσκόλευαν περισσότερο. Η πολυήμερη παραμονή του στο
κάστρο είχε ήδη προκαλέσει την περιέργεια όλων. Θα ήταν δύσκολο
να την παρατείνει χωρίς να εκδηλώσει το ενδιαφέρον του για την Ί-
ζαμπελ. Ταυτόχρονα εκείνη χρειαζόταν χρόνο για να συνέλθει από
την απώλεια του πατέρα της. Ο Μπαν ήξερε από πένθος και τη συ-
μπονούσε. Εκείνη τη στιγμή ήθελε περισσότερο από ποτέ να μιλήσει
μαζί της.
***
Δυστυχώς, δεν τα κατάφερε. Έμεινε εκεί όλο το πρωί ελπίζοντας να
τη δει, αλλά η Ίζαμπελ δεν εμφανίστηκε. Στο τέλος, το πήρε απόφαση
-προφανώς εκείνη δεν ήθελε να μιλήσει σε κανέναν.
Ο Μπαν βγήκε από την αίθουσα και κατευθύνθηκε προς τον οπω-
ρώνα. Είχε ανάγκη να μείνει μόνος, για να σκεφτεί τι θα κάνει. Το μέ-
ρος αυτό ήταν ευχάριστο και ήσυχο, και τον συνέδεε επίσης με τον
Γκρέιαμ, καθώς εκεί είχαν συζητήσει οι δυο τους για τον μυστικό
αρραβώνα του με την Ίζαμπελ. Χαμογέλασε μελαγχολικά. Τελικά ο
ηλικιωμένος άντρας είχε προβλέψει σωστά το θάνατό του.
Προχωρούσε ανάμεσα στα δέντρα που ήταν φορτωμένα καρπούς,
όταν κάποια στιγμή αντιλήφθηκε ότι δεν ήταν μόνος. Δίπλα στο
φράχτη στεκόταν μια γυναίκα. Του είχε γυρισμένη την πλάτη, αγνα-
ντεύοντας προφανώς τη θέα, αλλά ο Μπαν την αναγνώρισε αμέσως.
Ξαφνικά σκέφτηκε μήπως η παρουσία του εκεί ήταν ενοχλητική -
ίσως κι εκείνη να ήθελε να μείνει μόνη της. «Ίζαμπελ;» είπε διστακτι-
κά.
Εκείνη στράφηκε απότομα. Το πρόσωπό της ήταν χλομό και ήταν
φανερό ότι έκλαιγε. Εκείνη τη στιγμή έμοιαζε πολύ νεότερη και πιο
ευάλωτη.
«Λυπάμαι πολύ». Ο Μπαν την πλησίασε. «Αυτό ήταν ένα τρομερό
σοκ για σένα».
«Δεν είχα καν την ευκαιρία να τον αποχαιρετήσω».
«Πέθανε γρήγορα και ανώδυνα. Παρηγορήσου μ' αυτό».
«Αυτό κάνω, αλλά εύχομαι να γύριζε πίσω». Τα μάτια της γέμισαν
δάκρυα κι έστρεψε αλλού το βλέμμα της.
«Είναι δύσκολο να χάνεις το γονιό σου, να χάνεις οποιοδήποτε μέ-
λος της οικογένειάς σου».
«Η μητέρα μου πέθανε όταν ήμουν μικρή. Τη θυμάμαι αμυδρά. Για
μένα η καρδιά του Κασλμόρα ήταν ο πατέρας μου». Η Ίζαμπελ ξερο-
κατάπιε. «Δεν συμφωνούσαμε πάντα κι εκείνος δεν ήταν εκδηλωτι-
κός, αλλά πιστεύω ότι νοιαζόταν για μένα και μ' αγαπούσε με τον
τρόπο του».
«Είμαι βέβαιος γι' αυτό».
«Δεν μπορώ να πιστέψω ότι έφυγε. Όταν κάθισα δίπλα του, ήταν
σαν να κοιμόταν απλώς. Νόμιζα ότι αν τον άγγιζα θα ξυπνούσε. Αλλά
δεν ξύπνησε».
Άρχισε να κλαίει πάλι. Ο Μπαν έσφιξε τα δόντια του και δεν είπε
τίποτα, ξέροντας ότι δεν υπήρχε κάτι που θα μπορούσε να πει. Την
αγκάλιασε κι άρχισε να χαϊδεύει τα λαμπερά μαλλιά της ενώ εκείνη
έκλαιγε στον ώμο του. Έκλαιγε αρκετή ώρα, αλλά ο Μπαν δεν επιχεί-
ρησε να τη σταματήσει. Το πένθος της χρειαζόταν διέξοδο.
Τελικά τα δάκρυα υποχώρησαν και η Ίζαμπελ αποτραβήχτηκε
σκουπίζοντας το πρόσωπό της. «Συγγνώμη. Νομίζω ότι το χιτώνιό
σου έγινε μούσκεμα, όπως το μανίκι μου τώρα».
«Δεν πειράζει», είπε ο Μπαν. «Το χιτώνιο και το μανίκι θα στεγνώ-
σουν. Η θλίψη θα πάρει περισσότερο χρόνο για να σβήσει».
«Έχεις γνωρίσει κι εσύ τη θλίψη, έτσι δεν είναι;»
«Ναι, αν και η δική σου με πονάει το ίδιο».
Τα λόγια του της προκάλεσαν ένα αχνό χαμόγελο. «Ευχαριστώ για
την καλοσύνη σου, άρχοντά μου».
Η ευγνωμοσύνη της τον χτύπησε σαν χαστούκι. Η καλοσύνη δεν
ήταν το κίνητρο για τη συμπεριφορά του μέχρι τώρα. Προφανώς
όμως δεν της είχε δώσει να καταλάβει πώς ένιωθε και τώρα τα πράγ-
ματα είχαν γίνει ακόμη χειρότερα -κι έφταιγε εκείνος γι' αυτό.
***
Η κηδεία έγινε με κάθε επισημότητα. Μέχρι τη στιγμή που η Ίζα-
μπελ στάθηκε μπροστά στον ανοιχτό τάφο του πατέρα της δεν είχε
συνειδητοποιήσει ότι ο θάνατός του ήταν αμετάκλητο γεγονός. Δεν
μπορούσε να φανταστεί τον κόσμο χωρίς εκείνον. Η ισχυρή παρου-
σία του την περιέβαλε πάντοτε προστατευτικά. Τώρα όμως εκείνος
είχε φύγει και η ζωή συνεχιζόταν, κατά κάποιον τρόπο.
Ενώ δεχόταν τα συλλυπητήρια του κόσμου, άρχισε να συνειδητο-
ποιεί πόσο αξιοσέβαστος ήταν ο πατέρας της και πόσο δύσκολο θα
ήταν για τον αδελφό της να τον διαδεχτεί. Ανησυχούσε πολύ για όσα
τον περίμεναν. Το βλέμμα της πήγε στον Μέρντο. Η έκφρασή του δεν
αποκάλυπτε τις σκέψεις του, αλλά η Ίζαμπελ ήταν σίγουρη πως τώρα
που δεν υπήρχε στη μέση ο πατέρας της, θα επιχειρούσε ν' αυξήσει
την επιρροή του. Ο Χιου θα κατάφερνε να σταθεί μόνος, στα δικά
του πόδια; Θα κατάφερνε να ελέγξει τον Μέρντο; Δύσκολο της φαι-
νόταν.
Η παρουσία του Μπαν την καθησύχαζε . Η κατανόηση και η καλο-
σύνη του την εξέπλητταν. Ήταν υπομονετικός με τα δάκρυά της και
σιωπηλά υποστηρικτικό ς απέναντι στον Χιου. Δεν προσπάθησε ν'
αποφύγει τη δύσκολη κατάσταση και δεν αμέλησε το κοινωνικό του
καθήκον.
«Σήμερα είναι θλιβερή μέρα, μιλαίδη. Μιλάω και εκ μέρους του
Γκλενγκάρον, ο πατέρας σας θα μας λείψει πολύ».
Η Ίζαμπελ βρήκε τη μιλιά της. «Ευχαριστώ, άρχοντά μου».
«Το Γκλενγκάρον θα υποστηρίζει πάντοτε το Κασλμόρα. Πείτε
μου, όμως, αν στο μεταξύ μπορώ να κάνω κάτι για σας». Η Ίζαμπελ
σκέφτηκε πως το σημαντικότερο που μπορούσε να κάνει ήταν ν' α-
νακοινώσει τον αρραβώνα τους, αλλά αυτό δεν επρόκειτο να συμβεί
ακόμη. Κι αν δεν συνέβαινε ποτέ; Πανικοβλήθηκε στη σκέψη ότι
μπορεί να έχανε τον Μπαν, ωστόσο έπνιξε τον πανικό της με την ελ-
πίδα ότι όλα θα πήγαιναν καλά -ήταν το μόνο που μπορούσε να κά-
νει.
***
Ο Μπαν ήξερε ότι έπρεπε να μιλήσει με τον Χιου μετά την κηδεία.
Ίσως ο νεαρός άντρας να γνώριζε ήδη για τον αρραβώνα του, αλλά
αν όχι, έπρεπε να τον ενημερώσει. Επειδή όμως το μυστικό δεν ήταν
μόνο δικό του, ήθελε να μιλήσει πρώτα με την Ίζαμπελ και γι' αυτό
έπρεπε να περιμένει μέχρι την επόμενη μέρα. Το βλέμμα του πήγε
από εκείνη στον καινούριο λόρδο πλάι της. Ο Χιου ήταν χλομός αλλά
ψύχραιμος. Προσπαθούσε να προσαρμοστεί. Δίπλα του στεκόταν ο
Μέρντο, που ψηλός και μαυροντυμένος καθώς ήταν, θύμισε στο
Μπαν αρπακτικό. Πίσω από τον Μέρντο, στην κατάλληλη απόσταση
ως ένδειξη σεβασμού, ήταν παραταγμένοι οι άντρες του. Με δική του
ασφαλώς εντολή, ήταν άοπλοι, έχοντας μόνο τα στιλέτα στις ζώνες
τους, ωστόσο η παρουσία τους προκαλούσε μάλλον ανησυχία παρά
καθησύχαζε.
***
Ο Χιου παρέμεινε εντυπωσιακά ψύχραιμος επιβλέποντας όλες τις
διαδικασίες ώσπου έφυγαν και οι τελευταίοι πενθούντες . Η Ίζαμπελ
κοίταζε τον αδελφό της με περηφάνια. Μπορεί να ήταν νεαρός, αλλά
η στάση του έδειχνε ότι έπαιρνε πολύ σοβαρά το ρόλο του κι αυτό
της έδινε ελπίδα για το μέλλον. Καθισμένος στην καρέκλα του πατέ-
ρα τους τώρα, δεν έδειχνε καθόλου παράταιρος.
Η Ίζαμπελ συνειδητοποίησε ότι ο Χιου έπρεπε να μάθει σύντομα
για τον αρραβώνα της. Θα ήταν δύσκολο, αλλά δεν γινόταν αλλιώς.
Κοίταξε τον Μπαν. Έπρεπε να του μιλήσει, αλλά δεν ήταν η κατάλλη-
λη στιγμή με τόσους άντρες του Μέρντο μπροστά. Ήταν ήδη αργά, κι
έπρεπε ν' αποχωρήσει αφήνοντας τους άντρες να συνεχίσουν να πί-
νουν μόνοι τους. Η αγρυπνία θα διαρκούσε μάλλον όλη τη νύχτα.
Νόμιζε ότι οι άντρες θα είχαν μεθύσει ήδη από την μπίρα και το
υδρόμελι, αλλά, όλως περιέργως, ήταν όλοι τους νηφάλιοι. Συνομι-
λούσαν μάλιστα ασυνήθιστα χαμηλόφωνα, αλλά η ατμόσφαιρα φαι-
νόταν τεταμένη, σαν να περίμεναν κάτι. Ίσως περίμεναν ν' αποχωρή-
σει εκείνη για να αρχίσουν στ' αλήθεια να μεθοκοπούν. Έριξε μια μα-
τιά στον Χιου που κουβέντιαζε με τον Μέρντο. Οι δυο τους απομα-
κρύνθηκαν από τους υπόλοιπους, τα κεφάλια τους ήταν κοντά και το
χέρι του Μέρντο ακουμπούσε απαλά στον ώμο του Χιου.
Ξαφνικά τα μάτια του Χιου άνοιξαν διάπλατα από τρόμο, η ανάσα
του κόπηκε. Η Ίζαμπελ συνοφρυώθηκε. Ο Μέρντο έκανε ένα βήμα
πίσω και τότε εκείνη είδε ένα στιλέτο καρφωμένο στα πλευρά του
αδελφού της. Ο Χιου τρέκλισε, τα γόνατά του λύγισαν και σωριάστη-
κε στο έδαφος με μια σκούρα κηλίδα στο χιτώνιό του. Η Ίζαμπελ έ-
βγαλε μια κραυγή. «Όχι!»
Διέσχισε τρέχοντας την αίθουσα κι έπεσε στα γόνατα δίπλα στον
Χιου, προσπαθώντας απεγνωσμένα να διακρίνει ένα σημάδι ζωής.
Εκείνος δεν κουνιόταν, τα μάτια του ήταν καρφωμένα πάνω της χω-
ρίς να τη βλέπουν, το αίμα του σχημάτιζε μια λίμνη στο πάτωμα. Η
Ίζαμπελ συνειδητοποίησε την πραγματικότητα και ούρλιαξε ξανά
από απόγνωση και τρόμο.
Ο Μπαν όρμησε στον Μέρντο. «Προδότη!»
Προτού προλάβει να τον αρπάξει στα χέρια του, του επιτέθηκαν οι
άντρες του Μέρντο και παρά τη σθεναρή αντίστασή του, τον νίκη-
σαν. Η λεπίδα ενός στιλέτου άγγιξε το λαιμό του. Ο Μπαν κοίταξε
τον Μέρντο με περιφρόνηση .
«Τι περιμένεις;» τον ρώτησε. «Δολοφόνησες ήδη έναν άντρα εν ψυ-
χρώ. Άλλος ένας δεν έχει διαφορά».
«Ο πειρασμός είναι μεγάλος, πίστεψέ με, αλλά προς το παρόν με
εξυπηρετεί καλύτερα να σε αφήσω ζωντανό». Ο Μέρντο στράφηκε
στους άντρες του. «Κλειδώστε τον στη μικρή αποθήκη -και τους ά-
ντρες του μαζί. Θα τους τακτοποιήσω αργότερα».
Κατάχλομη, η Ίζαμπελ είδε με τρόμο να σέρνουν τον Μπαν έξω
από την αίθουσα. Ύστερα στράφηκε στον Μέρντο.
«Δολοφόνε! Προδότη!»
Εκείνος την κοίταξε με απάθεια. «Πάρτε την στην κάμαρά της και
βάλτε στην πόρτα της ένα φρουρό».
Δυνατά χέρια την άρπαξαν και την έστησαν όρθια. Η Ίζαμπελ ούρ-
λιαξε και αντιστάθηκε, αλλά μάταια. Την έβγαλαν από την αίθουσα
σηκωτή.
***
Οι απαγωγείς του Μπαν τον έσυραν στο κελάρι και τον πέταξαν μέσα
κλειδώνοντας πίσω τους την πόρτα, που ήταν δρύινη, δεμένη με α-
τσάλι. Οι τοίχοι και το πάτωμα ήταν από πέτρα και μοναδική πηγή
φωτός ήταν ένα μικρό παράθυρο με κάγκελα. Ο Μπαν ήταν έξαλλος.
Βημάτιζε πάνω-κάτω προσπαθώντας να χωνέψει αυτό που είχε συμ-
βεί. Εκείνη την ώρα δεν φοβόταν για τον εαυτό του, αλλά για την Ί-
ζαμπελ που κινδύνευε. Δεν χρειάζονταν μαντικές ικανότητες για να
καταλάβει τι σκόπευε να της κάνει ο Μέρντο.
Τις σκέψεις του διέκοψε ο ήχος από βήματα που πλησίαζαν. Η
πόρτα άνοιξε πάλι και πετάχτηκαν μέσα οι τρεις σύντροφοί του. Η
αναμαλλιασμένη εμφάνισή τους και το κομμένο χείλι του Γιούαν
μαρτυρούσαν πως δεν είχαν βρεθεί εκεί εύκολα. Ο Τζο κοίταξε τον
Μπαν ερωτηματικά.
«Είσαι καλά, άρχοντά μου;»
«Ναι, αλλά ο λόρδος Χιου είναι νεκρός» .
«Νεκρός; Πώς;»
Εκείνοι τον άκουσαν εμβρόντητοι να τους διηγείται τις λεπτομέ-
ρειες. Ο Τζοκ βλαστήμησε σιγανά.
«Ώστε κουμάντο τώρα κάνει αυτός ο μπάσταρδος».
Ο Μπαν έγνεψε καταφατικά. «Θα κάνει δικό του το Κασλμόρα και
μαζί και τη λαίδη Ίζαμπελ».
«Κι εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για να τον εμποδίσου-
με». Ο Ντέιβι κοίταξε τον Μπαν. «Ο Μέρντο θα μας σκοτώσει;»
«Θα το είχε κάνει ήδη, αν ήθελε», απάντησε ο Μπαν. «Νομίζω ότι
δεν είναι τόσο ηλίθιος. Αν μας σκοτώσει, θα πέσει πάνω του η οργή
του Γκλενγκάρον».
«Πράγματι»«, είπε ο Τζοκ. «Ακόμη και ο Μέρντο δεν θα ήθελε να
προκαλέσει την οργή του Μαύρου Ίαν».
«Κανείς λογικός άνθρωπος δεν το θέλει», συμφώνησε ο Ντέιβι,
«και ο φονιάς με το ξυρισμένο κεφάλι είναι λογικός. Τι σκοπεύει λοι-
πόν να μας κάνει;»
Ο Μπαν κούνησε το κεφάλι του. «Θα το μάθουμε σύντομα».
***
Η Ίζαμπελ καθόταν μόνη, εμβρόντητη από όσα είχαν συμβεί -τόσο
που δεν μπορούσε καν να κλάψει. Είχε χάσει την αίσθηση του χρό-
νου, μέχρι που άνοιξε η πόρτα και μπήκε η Νελ. Η μελαγχολική της
έκφραση πρόδιδε ότι ήξερε κάποια από τα γεγονότα. Δεν πήρε πολλή
ώρα να μάθει και τα υπόλοιπα. Η ηλικιωμένη παραμάνα δεν πίστευε
στ' αυτιά της.
«Είναι δυνατόν να δολοφονήσει τον νόμιμο άρχοντα για να κλέψει
τη γη και τον τίτλο του;» απόρησε η Νελ.
«Το έκανε ήδη. Τίποτε δεν τον σταματά τώρα».
«Τι απέγιναν ο λόρδος Μπαν και οι άντρες του;»
«Τους φυλάκισαν. Εξάλλου, τι μπορούν να κάνουν τέσσερις ενα-
ντίον σαράντα;» Έτρεμε μήπως ο Μπαν έκανε κάτι επιπόλαιο. Ο
Μέρντο τον αντιπαθούσε ήδη και αν ο Μπαν τον προκαλούσε, μπο-
ρεί να τον σκότωνε τελικά.
«Ακόμη κι έτσι, συνέχισε η Νελ, «έχετε φίλους. Οι παλιοί υπηρέτες
και οι ντόπιοι μισούν τον Μέρντο και τους άντρες του».
«Ο Μέρντο θα σκοτώσει όποιον με βοηθήσει».
Προτού προλάβει ν' απαντήσει η Νελ, άνοιξε πάλι η πόρτα και στο
κατώφλι εμφανίστηκε μια γνώριμη μορφή. Η Ίζαμπελ σηκώθηκε ρί-
χνοντας μια γρήγορη ματιά στην παραμάνα της. Ο Μέρντο κοίταξε
κι εκείνος ψυχρά την ηλικιωμένη γυναίκα.
«Άφησέ μας μόνους», είπε ήρεμα, αλλά καμία από τις δύο γυναίκες
δεν ξεγελάστηκε από την επιφανειακή ηρεμία του. Η Νελ αποσύρθη-
κε απρόθυμα κλείνοντας πίσω της την πόρτα. Η Ίζαμπελ κοίταξε τον
επισκέπτη της ταραγμένη.
«Τι θέλεις, Μέρντο;»
«Να μιλήσουμε».
«Δεν έχω να σου πω τίποτα. Δεν θέλω να μιλήσω στο δολοφόνο
του αδελφού μου».
«Λυπάμαι, αλλά ο Χιου μού στεκόταν εμπόδιο».
«Δεν λυπάσαι καθόλου! Τον δολοφόνησες εν ψυχρώ».
«Ο σκοπός αγιάζει τα μέσω».
«Δεν υπάρχει δικαιολογία γι' αυτό που έκανες».
«Υπάρχει. Το Κασλμόρα . Το υπηρέτησα πιστά όλα αυτά τα χρόνι-
α».
«Η πράξη σου ακυρώνει όλες τις προηγούμενες, Μέρντο».
«Αντιθέτως -τις επισφραγίζει».
«Θα πληρώσεις γι' αυτό που έκανες».
«Και ποιος θα με κάνει να πληρώσω;» ρώτησε ο Μέρντο.
Η καρδιά της Ίζαμπελ σφίχτηκε κι έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια
της, καθώς ήξερε πολύ καλά την απάντηση.
Σαν να διάβασε τη σκέψη της, ο Μέρντο έγνεψε καταφατικά.
«Εγώ είμαι τώρα ο λόρδος του Κασλμόρα».
«Ένας σφετεριστής είσαι και τίποτε άλλο. Δεν έχεις δικαίωμα στον
τίτλο».
«Διαφωνώ. Έχω δικαίωμα και θα το υπερασπιστώ με τη βία, αν
χρειαστεί».
Η Ίζαμπελ αγωνιζόταν να επιβληθεί στον τρόμο της καθώς κατα-
λάβαινε πως ο Μέρντο εννοούσε τα λόγια του.
«Είμαι ο λόρδος του Κασλμόρα», συνέχισε ο Μέρντο, «κι εσύ θα
είσαι η λαίδη του».
«Δεν θα συμφωνήσω ποτέ σ' αυτό».
«Θα προτιμούσα να έχω τη συναίνεσή σου, αλλά δεν μου είναι και
απαραίτητη».
Η Ίζαμπελ έσφιξε τις γροθιές της. «Πώς τολμάς;»
«Πολλά θα τολμήσω μαζί σου. Κάποτε νόμισα ότι σε έχασα, αλλά η
μοίρα σε ξανάφερε κοντά μου. Απορώ πώς ήταν τόσο ανόητοι οι
Νιλ». Έκανε μια παύση. «Βέβαια, εκκρεμεί το θέμα της προίκας σου,
αλλά θα το τακτοποιήσω κι αυτό -εν καιρώ».
«Αρκετοί σκοτωμοί δεν έγιναν;» ρώτησε η Ίζαμπελ.
«Οι Νιλ είναι κλέφτες. Ή θα επιστρέψουν ό,τι έκλεψαν ή θα πλη-
ρώσουν την αξία σε χρυσάφι».
«Η αξία της προίκας είναι μεγάλη. Ξέχνα το χρυσάφι».
«Δεν θα ξεχάσω, και δεν θ' αφήσω κι εκείνους να ξεχάσουν».
«Δεν έχει σημασία πια».
«Νομίζω πως έχει».
Το στομάχι της έκαιγε. Ποτέ δεν συμπάθησε τους Νιλ, αλλά δεν
μπορούσε να δώσει την έγκρισή της για τον αφανισμό τους.
«Είσαι τόσο αδίστακτος και φιλόδοξος;»
«Ακριβώς. Έφτασα σχεδόν στο τέλος. Μόνο ένα εμπόδιο απομέ-
νει».
Η Ίζαμπελ πάγωσε καθώς υπέθεσε τι εννοούσε ο Μέρντο.
«Αν σκοτώσεις τον λόρδο Μπαν, θα προκαλέσεις την οργή του
Γκλενγκάρον».
«Το Κασλμόρα μπορεί να νικήσει το Γκλενγκάρον. Όμως, ο Σάξονας
λόρδος δεν αποτελεί απειλή για μένα».
«Άρα θα τον αφήσεις να φύγει μαζί με τους άντρες του;»
«Ας ζήσουν, δεν με νοιάζει».
Η ανακούφισή της από τα λόγια του μετριάστηκε λίγο από την υ-
ποψία ότι της έλεγε ψέματα. Δεν είχε παρά να ελπίζει ότι ο Μέρντο
καταλάβαινε πως τον συνέφερε να χαρίσει τη ζωή στον Μπαν και
τους άντρες του. Στο πίσω μέρος του μυαλού της υπήρχε η σκέψη
ότι μόλις εκείνοι ελευθερώνονταν, θα πήγαιναν να φέρουν βοήθεια.
«Μέχρι να γυρίσει στο Γκλενγκάρον ο λόρδος Μπαν, εγώ θα έχω
κατοχυρώσει τη θέση μου, γιατί θα είμαστε ήδη παντρεμένοι».
«Προτιμώ να πεθάνω παρά να παντρευτώ έναν εγκληματία προδό-
τη σαν εσένα».
Το πρόσωπό του ήταν ανέκφραστο. «'Όπως θέλεις, αλλά αυτός ο
προδότης θα σε πάει αύριο στο κρεβάτι του. Ως τότε θα μείνεις εδώ.
Και μην επιχειρήσεις τίποτα. Η μοίρα σου είναι να γίνεις σύζυγός
μου. Όσο πιο σύντομα το δεχτείς τόσο το καλύτερο».
«Δεν θα το δεχτώ ποτέ».
«Δεν έχεις άλλη επιλογή». Την πλησίασε κοιτάζοντάς την στα μάτι-
α. Η Ίζαμπελ προσπάθησε να στρέψει το πρόσωπό της, αλλά το χέρι
του συγκράτησε το πιγούνι της. «Μου ανήκεις».
Εκείνη έμεινε ακίνητη, ενώ δάκρυα ανάβλυσαν στα μάτια της. Ο
Μέρντο τα είδε και μειδίασε κοροϊδευτικά. «Έλα τώρα, μην κλαις. Αν
υποταχτείς στη θέλησή μου, δεν θα περάσεις άσχημα». Το χαμόγελό
του έσβησε. «Αν όχι, θα σε μάθω τι σημαίνει φόβος».
***
Εκείνο το βράδυ, ο Μπαν και οι άντρες του μεταφέρθηκαν από
τους φρουρούς στο προαύλιο. Εκεί τους περίμεναν τα άλογά τους
και μια ντουζίνα οπλισμένοι άντρες έφιπποι και έτοιμοι να ξεκινή-
σουν -και ο Μέρντο.
«Σχεδιάζεις να μας πας κάπου απόμερα για να μας κόψεις το λαι-
μό;» ρώτησε κοροϊδευτικά ο Μπαν.
Ο Μέρντο χαμογέλασε. «Δελεαστική ιδέα, αλλά όχι. Σας αφήνω ε-
λεύθερους».
Οι άντρες του Γκλενγκάρον αντάλλαξαν βλέμματα σκεφτικοί. Ο
Μέρντο το πρόσεξε.
«Το εννοώ. Σας δίνω και φαγητό για το ταξίδι. Οι άντρες μου θα
σας συνοδέψουν ως τα σύνορα του Κασλμόρα κι εκεί θα σας επι-
στρέψουν τα όπλα σας. Μετά θα είστε ελεύθεροι να πάτε όπου θέλε-
τε».
«Θα γυρίσουμε με οπλισμένο στρατό».
«Για ποιο λόγο; Δεν προλαβαίνετε να εμποδίσετε το γάμο μου με
τη λαίδη Ίζαμπελ, και μετά το γάμο ο τίτλος μου θα είναι κατοχυρω-
μένος και τίποτε δεν θ' αλλάζει. Ο Μαύρος Ίαν δεν θα χαραμίσει το
χρόνο και τους άντρες του μάταια».
Στο άκουσμα του ονόματος της Ίζαμπελ, ο Μπαν γέμισε θυμό αλλά
και τρόμο για την τύχη της. Προσπάθησε να παραμείνει ψύχραιμος,
αν και στο μυαλό του πρόβαλε το πτώμα του Χιου.
«Αν της κάνεις κακό, δεν θα γλιτώσεις».
«Η λαίδη δεν θα πάθει τίποτα», απάντησε ο Μέρντο, «αρκεί να φύ-
γετε και να μην ξαναγυρίσετε ποτέ. Αν προσπαθήσετε να μου την
πάρετε, οι συνέπειες θα είναι καταστροφικές».
Ο Μπαν άστραψε από οργή, αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτε
και το ήξερε. Οργισμένοι και σιωπηλοί, εκείνος και οι άντρες του α-
νέβηκαν στα άλογά τους.
Ο Μέρντο τους χαιρέτησε στρατιωτικά περιγελώντας τους.
«Αντίο , άρχοντά μου. Ελπίζω να μην ξανασυναντηθούμε ποτέ». Η
συνοδεία περικύκλωσε τους αιχμαλώτους και η πομπή ξεκίνησε. Η
Ίζαμπελ, που στεκόταν στο παράθυρό της, τους είδε να φεύγουν κι
έπεσε σε βαθιά απελπισία.
***
Όταν η έφιππη πομπή έφτασε στα σύνορα του Κασλμόρα, σταμά-
τησε. Ο Μπαν αντάλλαξε μια ματιά με τους άντρες του κι ύστερα κοί-
ταξε απαθής τον οπλισμό τους που πετάχτηκε στο έδαφος. Ο αρχη-
γός της συνοδείας των μισθοφόρων στράφηκε προς το μέρος του.
«Είστε ελεύθεροι να φύγετε». Σούφρωσε τα χείλη του. «Σας συμ-
βουλεύω να μη γυρίσετε πίσω».
Και με τα λόγια αυτά έστριψε το κεφάλι του αλόγου του και είπε
κάτι στους συντρόφους του. Εκείνοι χαμογέλασαν κοροϊδευτικά
στους άντρες του Γκλενγκάρον και ύστερα κέντρισαν τα άλογά τους
κι απομακρύνθηκαν. Ο Μπαν τους έβλεπε ναι φεύγουν κι ύστερα κα-
τέβηκε από το άλογό του και πήρε το ξίφος και το στιλέτο του. Οι
υπόλοιποι έκαναν το ίδιο σιωπηλού και θυμωμένοι .Ύστερα ο Τζοκ
κοίταξε τον Μπαν.
«Τι θα κάνουμε τώρα, άρχοντά μου;»
«Εγώ θα γυρίσω πίσω».
«Τώρα αμέσως; Δεν μιλάς σοβαρά».
«Ποτέ δεν μιλούσα σοβαρότερα. Δεν θ' αφήσω τη γυν... ε... τη λαί-
δη Ίζαμπελ στο έλεος του Μέρντο. Άλλωστε, το Γκλενγκάρον έχει ορ-
κιστεί να την προστατεύει».
Ο Τζοκ έγνεψε συμφωνώντας . «Σε καταλαβαίνω, αλλά πρέπει
πρώτα να πάμε να φέρουμε ενισχύσεις».
«Δεν θα προλάβουμε να επιστρέψουμε εγκαίρως. Γι' αυτό μας ά-
φησε να φύγουμε ο Μέρντο. Δεν μας θεωρεί απειλή».
«Και μάλλον έχει δίκιο».
«Δεν σας ζητώ να με ακολουθήσετε», είπε ο Μπαν.
«Δεν θα σ' αφήσουμε μόνο σου σ' αυτή τη λυκοφωλιά».
«Πρέπει».
Ο Τζοκ σταύρωσε τα μπράτσα στο στήθος του. «Αν γυρίσεις εσύ,
θα γυρίσουμε όλοι».
Ο Γιούαν και ο Ντέιβι έγνεψαν καταφατικά. Ο Ντέιβι συνάντησε το
βλέμμα του Μπαν ήρεμα και σταθερά. «Δεν ανέχομαι να μου πετάνε
το ξίφος μου και να με διώχνουν».
«Καλά τα λεει», είπε ο Γιούαν.
Η αποφασιστικότητά τους ήταν ολοφάνερη και ο Μπαν ήξερε ότι
θα έχανε το χρόνο του αν τους έφερνε αντίρρηση.
«Πολύ καλά λοιπόν», απάντησε. «Θα γυρίσουμε πίσω όλοι».
***
Ακολούθησαν μια περιφερειακή διαδρομή και όταν έφτασαν, για
να μη γίνουν αντιληπτοί, έδεσαν τα άλογά τους στο δάσος, στην
πλαγιά του λόφου πάνω από το Κασλμόρα. Από εκείνο το σημείο
που είχε πανοραμική θέα ο Μπαν παρατήρησε το οχυρωμένο κά-
στρο. Φαινόταν ήσυχο, με ελάχιστα σημάδια ζωής. Σε άλλη περίπτω-
ση θα έβρισκε γαλήνη στην ησυχία του, αλλά τώρα είχε την αίσθηση
πως προμήνυε κάτι κακό. Ήλπιζε μόνο να μην είχε πάθει τίποτε η Ί-
ζαμπελ. Και μάλλον δεν θα είχε πάθει, γιατί οι προθέσεις του Μέρντο
για εκείνη ήταν ξεκάθαρες. Όμως έκανε λάθος, αν νόμιζε ότι θα την
έκανε δική του. Ο Μπαν έσφιξε τα δόντια και στράφηκε στους άντρες
του. «Εγώ πάω». Ο Τζοκ ανασήκωσε το φρύδι του.«Τι πας; Πάμε εν-
νοείς».
«Θα είναι επικίνδυνο».
«Ένας λόγος παραπάνω. Χρειάζεσαι κάλυψη».
«Δεν σας ζητώ να κινδυνεύσετε για δική μου υπόθεση».
«Η δική σου υπόθεση είναι και δική μας», δήλωσε ο Τζοκ.
«Άλλωστε, ν' αφήσουμε όλη τη διασκέδαση σε σένα;»
Οι άλλοι δύο συμφώνησαν. Ο Μπαν ωστόσο έκανε μια τελευταία
απόπειρα να τους αποτρέψει. «Δεν έχουμε πολλές πιθανότητες να τα
καταφέρουμε».
«Προτιμώ να μην το σκέφτομαι», είπε ο Τζοκ. «Αν τέλειωσες τώρα
με τις αντιρρήσεις σου, πάμε να πάρουμε τη λαίδη Ίζαμπελ και να
σηκωθούμε να φύγουμε».
Οι άλλοι δύο συμφώνησαν πάλι. Ο Μπαν σήκωσε τα χέρια του πα-
ραιτημένος. «Εντάξει, κερδίσατε. Τζοκ, εσύ και ο Γιούαν θα έρθετε
μαζί μου. Ντέιβι, να είσαι έτοιμος εδώ με τα άλογα. Μπορεί να χρει-
αστεί να φύγουμε γρήγορα. Αν δεν γυρίσουμε σε μια ώρα σημαίνει
ότι κάτι πήγε στραβά. Τότε εσύ, Ντέιβι, θα φύγεις και θα ειδοποιή-
σεις το Γκλενγκάρον».
«Μάλιστα, άρχοντά μου».
Ο Μπαν χτύπησε τον νεαρό στον ώμο και μετά προχώρησε ως την
άκρη του δάσους και πήδηξε τον φράχτη του οπωρώνα. Ο Τζοκ και ο
Γιούαν τον ακολούθησαν. Τα οπωροφόρα τους έκρυβαν κι έτσι έ-
φτασαν στο προαύλιο χωρίς να τους ενοχλήσει κανείς. Από τη μεγά-
λη αίθουσα ακούγονταν φωνές και τρανταχτά γέλια.
«Τρώνε», ψιθύρισε ο Μπαν. «Πάμε».
Τρέχοντας ξυστά στον τοίχο πλησίασαν στα διαμερίσματα των γυ-
ναικών. Φτάνοντας στη γωνία είδαν ένα φρουρό στην είσοδο. Ο
Γιούαν ξεμύτισε. «Ψιτ!»
Ο φρουρός στράφηκε βλοσυρός και ο Γιούαν άρχισε να του γνέφει
σηκώνοντας τα χέρια. Ο άντρας έπιασε τη λαβή του ξίφους του και
πλησίασε για να δει τι συμβαίνει. Μόλις έστριψε τη γωνία, ακούστη-
κε μια πνιχτή κραυγή κι ένας γδούπος. Ο Μπαν επιθεώρησε το πτώ-
μα ικανοποιημένος και ύστερα κοίταξε τους συντρόφους του. Μαζί
κατευθύνθηκαν προς την είσοδο. Ο Μπαν έσπρωξε ελάχιστα την
πόρτα και κρυφοκοίταξε. Στο διάδρομο διέκρινε δύο άντρες. Το πλε-
ονέκτημα του αιφνιδια­μού δεν θα διαρκούσε για πολύ. Έπρεπε να
εξοντώσουν τους δύο φρουρούς προτού προλάβουν να ειδοποιή-
σουν κι άλλους.
Γυρίζοντας στους συντρόφους του, ο Μπαν έδειξε με τα δάχτυλα
πόσοι ήταν οι φρουροί και πού. Ύστερα ξεγύμνωσε αθόρυβα το ξί-
φος του και το ίδιο έκαναν κι ο Τζοκ με τον Γιούαν. Ο Μπαν έγνεψε
στον Γιούαν να μείνει εκεί και μετά άνοιξε απότομα την πόρτα και
όρμησε στο διάδρομο μαζί με τον Τζοκ. Ο πρώτος φρουρός έκανε να
πιάσει το ξίφος του, αλλά δεν πρόλαβε. Ο δεύτερος όμως πρόλαβε,
και με μια διαπεραστική κραυγή ρίχτηκε στον Τζοκ. Ο Μπαν βλαστή-
μησε σιγανά. Άφησε τον Τζοκ με το φρουρό και άνοιξε την πόρτα της
κάμαρας.
«Ίζαμπελ;»
«Μπαν!» Η Ίζαμπελ τον κοίταξε μη πιστεύοντας τα μάτια της. «Γύ-
ρισες».
«Είχες καμιά αμφιβολία;».
«Νόμιζα ότι δεν θα σε ξανάβλεπα ποτέ».
«Δεν παραιτούμαι τόσο εύκολα».
Από το διάδρομο ακούστηκε ένα βογκητό και η μονομαχία σταμά-
τησε. Ο Τζοκ πρόβαλε το κεφάλι του στην πόρτα.
«Λυπάμαι που σας διακόπτω αλλά πρέπει να φύγουμε. Σε δυο λε-
πτά το μέρος θα έχει γεμίσει φρουρούς».
Ο Μπαν στράφηκε στην Ίζαμπελ. «Θα έρθεις μαζί μου;»
«Ναι, μα θα έρθει και η Νελ, αλλιώς ο Μέρντο θα τη σκοτώσει».
Ο Μπαν το πίστευε αυτό. «Καλά, αλλά βιαστείτε».
Οι δυο γυναίκες άρπαξαν από ένα μανδύα και ακολούθησαν τον
Μπαν στο διάδρομο. Φτάνοντας στην έξοδο άκουσαν φωνές από τη
μεγάλη αίθουσα.
«Άκουσαν τη φασαρία», είπε ο Τζοκ.
«Θα την άκουγαν και από το Ντανφέρμλιν», απάντησε ο Γιούαν.
«Τι στο καλό κάνατε;»
«Δεν έχει σημασία». Ο Μπαν πήρε την Ίζαμπελ από το χέρι.
«Τρέξτε τώρα».
***
Διέσχισαν τρέχοντας τον οπωρώνα. Πίσω τους οι φωνές ολοένα
πλησίαζαν. Η Ίζαμπελ σκόνταψε και θα έπεφτε αν δεν τη στήριζε το
δυνατό χέρι του Μπαν που κρατούσε το δικό της. Όταν έφτασαν στο
φράχτη, ο Τζοκ και ο Γιούαν πήδηξαν, ενώ ο Μπαν σήκωσε την Ίζα-
μπελ στα χέρια και τους την έδωσε. Το ίδιο έκανε και με τη Νελ, κι
ύστερα πήδηξε κι εκείνος. Άρχισαν να τρέχουν και οι πέντε μέσα στο
δάσος. Αν και η απόσταση ήταν μικρή, ο χρόνος τούς φάνηκε πολύς
μέχρι να φτάσουν στα δέντρα όπου τους περίμενε ο Ντέιβι με τα ά-
λογα. Εκείνος, βλέποντας τις γυναίκες, χαμογέλασε στους συντρό-
φους του.
«Τα καταφέρατε!»
«Ναι, αλλά μας πήραν είδηση», είπε ο Γιούαν. «Πρέπει να εξαφανι-
στούμε».
Ο Τζοκ ανέβηκε στο άλογό του και άπλωσε το χέρι του στη Νελ.
«Ανεβείτε πίσω μου, κυρία».
Η Νελ λαχανιασμένη έγνεψε καταφατικά. Μόλις εκείνη βολεύτηκε,
ο Μπαν ανέβασε την Ίζαμπελ στο δικό του άλογο. Ανέβηκε κι εκείνος
πίσω της και τύλιξε το μπράτσο του στη μέση της. Οι φωνές ακούγο-
νταν όλο και πιο κοντά. Η μικρή ομάδα αναχώρησε καλπάζοντας. Το
μονοπάτι φαινόταν καθαρά στην καλοκαιρινή νύχτα και τα άλογα
έτρεχαν πολύ. Όταν έφτασαν στην κορυφή του λόφου, ο Μπαν στα-
μάτησε και κοίταξε πίσω. Διέκρινε κίνηση στην αυλή και άκουσε ο-
πλές αλόγων πάνω στις πλάκες. Ο Μέρντο θα τους καταδίωκε. Δύ-
σκολα θα του ξέφευγαν έχοντας δύο άλογα με διπλό βάρος. Επιπλέ-
ον, o Μέρντο θα χώριζε μάλλον τους άντρες του σε ομάδες, για να
μην υπάρχει περίπτωση να χάσει τα ίχνη τους. Και, δυστυχώς, σ' αυ-
τό θα τον βοηθούσε και το φως του φεγγαριού.
***
Ύστερα από αρκετά μίλια γρήγορου καλπασμού οι φυγάδες έφτα-
σαν σε μια συστάδα δέντρων και οι άντρες επιβράδυναν οδηγώντας
τα άλογα κάτω από τις φυλλωσιές που τους έκρυβαν. Σταμάτησαν
και αφουγκράστηκαν. Από μακριά ακούγονταν ποδοβολητά αλόγων.
«Πρέπει να κρυφτούμε κάπου, αλλιώς είμαστε χαμένοι», είπε ο
Τζοκ.
«Ναι, αλλά πού;» ρώτησε ο Γιούαν.
Η Ίζαμπελ πήρε μια βαθιά ανάσα. «Υπάρχει μια σπηλιά στο δάσος,
μετά τον επόμενο λόφο. Είναι αρκετά μεγάλη και χωράει και ανθρώ-
πους και άλογα».
«Πόσο απέχει, μιλαίδη;» ρώτησε ο Μπαν.
«Τρία μίλια περίπου».
«Οδήγησέ μας».
Ξεκίνησαν να καλπάζουν δεξιά από το μονοπάτι. Τα άλογα έβγαζαν
αφρούς, οι λαιμοί και τα πλευρά τους γυάλιζαν από τον ιδρώτα. Αν
συνέχιζαν με αυτόν το ρυθμό, σύντομα θα τα εξαντλούσαν. Η Ίζα-
μπελ ένιωσε τυχερή που συνήθιζε να κάνει ιππασία στην εξοχή κι
έτσι γνώριζε καλά τα κατατόπια. Είχε βρει τη σπηλιά κατά τύχη σε
μία από τις ανάρμοστες μοναχικές βόλτες της. Ήταν κάτω από ένα
βράχο και η είσοδός της δεν φαινόταν από το δρόμο. Αν προλάβαι-
ναν να φτάσουν, μπορεί και να γλίτωναν. Εκτός αν την ήξεραν και οι
άντρες του Μέρντο. Η σκέψη αυτή την πάγωσε.
Τα άλογα διέσχισαν ένα ρέμα κι έφτασαν στην κορυφή του λόφου.
Τα ρουθούνια τους ήταν φλογισμένα, αλλά οι αναβάτες τους τα κέ-
ντριζαν αλύπητα. Πίσω τους τα ποδοβολητά δυνάμωναν -καθώς και
το ταμπούρλο που ηχούσε ρυθμικά και απειλητικά, σπέρνοντας τρό-
μο. Η Ίζαμπελ κοίταξε πίσω της και είδε μια πύρινη γραμμή πάνω
στη σκοτεινή γη. Πυρσοί! Οι άντρες του Μέρντο είχαν φως που θα
τους βοηθούσε.
Άρχισαν την επικίνδυνη κατάβαση -τα άλογα γλιστρούσαν, οι θά-
μνοι έγδερναν τα πόδια και τα πλευρά τους. Ύστερα βρέθηκαν πάλι
ανάμεσα σε δέντρα και προχώρησαν πιο αργά. Όταν έφτασαν στο
βράχο, ήταν πλέον φανερό ότι τα άλογά τους δεν θα μπορούσαν να
συνεχίσουν έτσι φορτωμένα για πολύ. Με ανείπωτη ανακούφιση, η
Ίζαμπελ αναγνώρισε το στενό μονοπάτι που-οδηγούσε στο σκοτεινό
άνοιγμα της σπηλιάς. Ο Γιούαν πήδηξε από το άλογό του και πέταξε
τα ηνία του στον Ντέιβι.
«Πάω να σβήσω τα ίχνη μας όσο πιο μακριά μπορώ».
Πήρε ένα πεσμένο κλαδί κι έφυγε τρέχοντας. Οι υπόλοιποι μπήκαν
στη σπηλιά. Ο Μπαν κατέβηκε από το άλογο και ύστερα κατέβασε
την Ίζαμπελ. Τα χέρια του καθυστέρησαν λίγο ν' αφήσουν τη μέση
της.
«Είσαι καλά;» τη ρώτησε.
Εκείνη έγνεψε καταφατικά, νιώθοντας το άγγιγμά του μέχρι τα α-
κροδάχτυλά της. «Ναι, άρχοντά μου».
«Μπορεί να τους ξεγελάσουμε. Πάρε τη Νελ και προχωρήστε στο
βάθος της σπηλιάς».
Οι δυο γυναίκες υπάκουσαν. Η Ίζαμπελ έφτασε στα παγωμένα τοι-
χώματα στο βάθος της σπηλιάς και σταμάτησε. Στράφηκε προς την
είσοδο πιάνοντας τη Νελ από το μπράτσο. Καθώς τα μάτια της προ-
σαρμόστηκαν στο σκοτάδι διέκρινε τα άλογα. Ο σφυγμός της χτυ-
πούσε δυνατά στ' αυτιά της. Όπως και τα ποδοβολητά των αλόγων
που ολοένα και πλησίαζαν. Με κομμένη την ανάσα αφουγκράστηκε.
Άκουσε αντρικές φωνές και είδε μέσα από τα δέντρα τις τρεμάμενες
φλόγες των πυρσών. Έκλεισε τα μάτια της κι άρχισε να προσεύχεται.
Ένας θόρυβος στην είσοδο της σπηλιάς την έκανε ν' αναπηδήσει
τρομαγμένη. Ύστερα συνειδητοποίησε ότι ήταν ο Γιούαν. Άραγε είχε
προλάβει να σβήσει εγκαίρως τα ίχνη τους;
Το ταμπούρλο ηχούσε με πιο αργό ρυθμό κι ύστερα σταμάτησε τε-
λείως. Οι διώκτες τους προχωρούσαν αργά. Η Ίζαμπελ τους φαντα-
ζόταν ν' αναζητούν βλοσυροί το μονοπάτι κάτω από το φως των
πυρσών. Ήταν σκληραγωγημένοι από τις μάχες και τους καθοδηγού-
σε η οσμή του φόβου. Σίγουρα απολάμβαναν την καταδίωξη. Αν
τους έπιαναν, θα σκότωναν αμέσως τον Μπαν και τους υπόλοιπους,
ενώ εκείνη και τη Νελ θα τις έσερναν με τη βία μπροστά στον Μέρ-
ντο. Ήταν σαν να έβλεπε το ψυχρό και αμείλικτο βλέμμα του. Θα
χαιρόταν με το φόβο της και θα επιδίωκε να την ταπεινώσει περισ-
σότερο. Ύστερα... το αίμα της πάγωσε και μόνο με τη σκέψη. Δεν είχε
ελπίδες να του αντισταθεί. Τρεμούλιασε από αηδία. Όχι, αυτό δεν θα
το επέτρεπε. Θα έδινε τέλος στη ζωή της μ' ένα στιλέτο.
Οι φωνές πλησίασαν, μπορούσε να ξεχωρίσει τι έλεγαν.
«... έχασαν το δρόμο... μπορεί να γύρισαν... να σκόρπισαν...» Άκου-
σε οπλές αλόγων σε ξερό χώμα και το ατσάλι μιας μπότας πάνω σε
πέτρα. Οι άντρες του Μέρντο βρίσκονταν μάλλον ακριβώς κάτω από
την κρυψώνα τους. Αν κοιτούσαν ψηλά θα έβλεπαν μόνο δέντρα και
το βράχο. Το μονοπάτι δεν θα το έβλεπαν, εκτός αν ήξεραν ήδη ότι
υπήρχε. Σε παρακαλώ, Θεέ μου, κάνε να ξεγελαστούν. Μη τολμώντας
να πάρει ανάσα, έσφιξε περισσότερο το μπράτσο της Νελ. Τα δευτε-
ρόλεπτα περνούσαν αργά σαν ώρες. Ύστερα οι φωνές απομακρύνθη-
καν, και μαζί τους και οι πυρσοί. Απλώθηκε σιωπή.
«Έφυγαν», είπε η Ίζαμπελ μέσα από τα δόντια της. Η Νελ ψέλλισε
«Δόξα τω Θεώ».
Έμειναν ακίνητες για λίγα λεπτά. Ύστερα η Ίζαμπελ άκουσε στο
σκοτάδι τη φωνή του Μπαν να λέει απαλά. «Έφυγαν».
Ένιωσε απίστευτη ανακούφιση. «Θα επιστρέψουν;»
«Ίσως, αλλά δεν νομίζω ν' ανακαλύψουν αυτό το μέρος. Κάνατε κα-
λή επιλογή, μιλαίδη».
Η Ίζαμπελ δεν διέκρινε παρά μόνο το περίγραμμα της σκοτεινής
μορφής του με φόντο το αχνό σκοτάδι στην είσοδο της σπηλιάς, αλ-
λά η στιβαρή παρουσία του ήταν καθησυχαστική.
«Θα μείνουμε εδώ απόψε και θα φύγουμε την αυγή», συνέχισε ο
Μπαν. «Τα άλογα είναι κουρασμένα και, ούτως ή άλλως, είναι πολύ
επικίνδυνο να φύγουμε τώρα».
Η Ίζαμπελ συνειδητοποίησε πόσο διακινδύνευε ο Μπαν για χάρη
της. Αυθόρμητα τον έπιασε από το μανίκι.
«Σ' ευχαριστώ». Η λέξη της φάνηκε θλιβερά ανεπαρκής.
«Πίστεψες ότι θα σ' εγκαταλείψω;»
«Δεν πρόλαβα να πιστέψω τίποτα».
«Δεν μου κάνει εντύπωση, έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα». Της έ-
πιασε το χέρι. «Λυπάμαι που δεν μπόρεσα να προβλέψω μέχρι πού
θα έφτανε ο Μέρντο».
«Κανείς δεν θα μπορούσε να το έχει προβλέψει».
«Θα το πληρώσει, Ίζαμπελ, σου τ' ορκίζομαι».
Ένας κόμπος σχηματίστηκε στο λαιμό της και της ήταν αδύνατον
να μιλήσει. Ερμηνεύοντας σωστά τη σιωπή της, ο Μπαν της έσφιξε
απαλά το χέρι. «Προσπάθησε να ξεκουραστείς. Αύριο θα είναι δύ-
σκολη μέρα. Δεν έχουμε διαφύγει ακόμη τον κίνδυνο».
Την άφησε για να πάει στους άντρες του κι εκείνη τον παρακολού-
θησε να φεύγει μη θέλοντας να τον αποχωριστεί. Ύστερα στράφηκε
στη Νελ. Βρήκαν ένα επίπεδο μέρος στο βάθος της σπηλιάς και ξά-
πλωσαν τυλιγμένες στους μανδύες τους κουρνιάζοντας δίπλα δίπλα.
Το χώμα ήταν σκληρό και ο νυχτερινός αέρας παγωμένος. Η Ίζαμπελ
έτρεμε από το κρύο. Μη μπορώντας να κοιμηθεί, τέντωνε τ' αυτιά
της για να αφουγκραστεί και τον παραμικρό ήχο στη γαλήνη της νύ-
χτας. Κοίταξε τις φιγούρες των αντρών λίγα μέτρα μακριά της. Παρά
την καθησυχαστική παρουσία τους, συνειδητοποιούσε ότι ουσιαστι-
κά ήταν μόνη της χωρίς τον πατέρα και τον αδελφό της. Ένιωθε απέ-
ραντη θλίψη για το χαμό τους. Ο πατέρας της τουλάχιστον είχε ζήσει
τη ζωή του ενώ ο Χιου ήταν τόσο νέος! Η θλίψη αναμείχτηκε με μί-
σος για το δολοφόνο του. Ούτε η ίδια είχε γλιτώσει οριστικά. Ο Μέρ-
ντο ήταν πεισματάρης και υπομονετικός, δεν θα σταματούσε να την
ψάχνει. Η Ίζαμπελ προτιμούσε να πεθάνει παρά να πέσει στα χέρια
του. Η μοναδική αχτίδα φωτός στο ζοφερό μέλλον της ήταν το γεγο-
νός ότι ο Μπαν είχε επιστρέψει για να την πάρει μαζί του. Πρώτη
φορά ένιωσε τόση ευγνωμοσύνη Τώρα όμως της περνούσε από το
μυαλό η σκέψη ότι το κίνητρο του Μπαν δεν ήταν να τη σώσει από
τον Μέρντο. Με τον θάνατο του Χιου, εκείνη δεν ήταν πλέον μια χή-
ρα με ασήμαντη προίκα, αλλά η κληρονόμος του Κασλμόρα. Σ' αυτό
υπολόγιζε άραγε ο Μπαν;
***
Κάποια στιγμή η Ίζαμπελ αποκοιμήθηκε. Ο ύπνος της ήταν ανήσυ-
χος και την αυγή ξύπνησε παγωμένη και πιασμένη από την ιππασία
και το σκληρό χώμα. Δεν θα παραπονιόταν όμως. Ανασηκώθηκε στον
αγκώνα της και κοίταξε γύρω της. Δίπλα της η Νελ κοιμόταν ακόμη.
Όχι όμως και οι άντρες. Ο Μπαν μιλούσε με τον Τζοκ και τον Ντέιβι
χαμηλόφωνα και η Ίζαμπελ δεν άκουγε τι έλεγαν. Ο Γιούαν φρου-
ρούσε την είσοδο της σπηλιάς επιθεωρώντας το ήσυχο δάσος.
Η Ίζαμπελ σηκώθηκε αργά στρώνοντας τα τσαλακωμένα ρούχα
της. Έριξε τον μανδύα στους ώμους της, γιατί ακόμη είχε δροσιά, και
αφού δίστασε ένα-δυο λεπτά, πλησίασε τους άντρες. Ο Μπαν γύρισε
και την κοίταξε.
«Καλημέρα. Ελπίζω να καταφέρατε να κοιμηθείτε λίγο», της είπε
ευγενικά, αλλά η έκφρασή του ήταν ανεξιχνίαστη και δεν μετρίασε
καθόλου τη σύγχυσή της για τα πραγματικά του κίνητρα.
«Κοιμήθηκα».
«Πεινάτε;» τη ρώτησε.
Ξαφνικά η Ίζαμπελ συνειδητοποίησε ότι πεινούσε, καθώς την προ-
ηγούμενη μέρα είχε φάει ελάχιστα κι από τότε ήταν νηστική. Ο Μπαν
πήρε έναν μικρό μπόγο από το σακούλι του κι έβγαλε από μέσα και
της έδωσε λίγο ψωμί και τυρί.
«Φτωχό γεύμα, δυστυχώς, αλλά θα σας κόψει για λίγο την πείνα».
«Ευχαριστώ».
«Πάρτε λίγο και για τη συνοδό σας».
Καθώς η Ίζαμπελ πήρε το ψωμί, τα δάχτυλά του άγγιξαν τα δικά
της ανεπαίσθητα, κατά λάθος ίσως, αλλά εκείνη ένιωσε ένα μυρμή-
γκιασμα στο δέρμα της. Τα χέρια του ήταν δυνατά και επιδέξια. Με
την ίδια ευκολία που κρατούσαν το ξίφος, αγκάλιαζαν μια γυναίκα. Η
Ίζαμπελ θυμήθηκε κι άλλα πράγματα που μπορούσαν να κάνουν τα
χέρια του και κοκκίνισε. Ευτυχώς, ο Μπαν της είχε γυρίσει την πλάτη
για να δώσει φαγητό και στους άντρες του και δεν είδε την αμηχανία
της.
Η Ίζαμπελ βρήκε έναν βολικό βράχο και κάθισε να φάει τη μερίδα
της. Ύστερα πήγε το υπόλοιπο στη Νελ, που ανασηκώθηκε αδιαμαρ-
τύρητα από το σκληρό χώμα παρ' όλο που υπέφερε. Χαμογέλασε
στην Ίζαμπελ και πήρε το ψωμί με ευγνωμοσύνη. Αφού έφαγαν, ανέ-
βηκαν πάλι όλοι στα άλογα και ξαναπήραν το δρόμο κατηφορίζο-
ντας το στενό μονοπάτι προς το δάσος. Η υγρασία τύλιγε σαν στε-
φάνι τους κορμούς των δέντρων όπου κελαηδούσαν τα πουλιά
κρυμμένα ανάμεσα στα φύλλα. Προχωρούσαν αργά, καθώς ο Μπαν
ανησυχούσε μήπως πέσουν σε ενέδρα του εχθρού και η Ίζαμπελ κοι-
τούσε προσεκτικά τα φυλλώματα, μη τυχόν και εντοπίσει κάποια κί-
νηση. Δεν είδε τίποτε.
Παρ' όλα αυτά, μιλούσαν ψιθυριστά ο ένας στον άλλο, γιατί ο ήχος
μεταφερόταν στην ησυχία.
«Όταν βγούμε από το δάσος, θα πάμε πιο γρήγορα», της είπε o
Μπαν.
«Πόσο απέχουμε από το Γκλενγκάρον;»
«Μιάμιση μέρα, υπολογίζω».
Η Ίζαμπελ απογοητεύτηκε. «Τόσο πολύ;»
«Ναι, αλλά θα φτάσουμε».
«Θα φτάσουμε;» Η Ίζαμπελ έκανε μια παύση. «Συγγνώμη, δεν ήθε-
λα να σε αμφισβητήσω. Απλώς φοβάμαι ακόμη».
«Το καταλαβαίνω. Δεν πρόκειται να σε πάρει ο Μέρντο».
Η Ίζαμπελ ένιωσε τύψεις. Ο Μπαν διακινδύνευε πολύ για χάρη της,
ενώ θα μπορούσε να την εγκαταλείψει και να σωθεί. Από την άλλη
βέβαια, ήταν πλέον μια περιζήτητη νύφη και άξιζε κάθε κίνδυνο. Ο
Μπαν είχε γυρίσει να την πάρει ξέροντας ότι εκείνη θα πήγαινε μαζί
του γιατί δεν είχε άλλη επιλογή.
Έτσι όπως καθόταν στο άλογο πίσω του, μπορούσε να τον παρα-
τηρεί χωρίς εκείνος να τη βλέπει. Κοίταξε τη δυνατή πλάτη, τους
φαρδιούς ώμους και τα καστανόξανθα μαλλιά που σγούραιναν πά-
νω στο γιακά του, και μετά το προφίλ του λαιμού, του προσώπου και
των χειλιών του. Αν ο Μπαν έστρεφε το κεφάλι του, τα χείλη τους θα
βρίσκονταν τόσο κοντά που θα μπορούσαν να φιληθούν. Η Ίζαμπελ
ανοιγόκλεισε γρήγορα τα μάτια της για να διώξει τα δάκρυά της, κα-
θώς η επιθυμία πάλευε με την καχυποψία της.
***
Μόλις βγήκαν από το δάσος, άρχισαν να καλπάζουν με έναν αργό
ρυθμό που κάλυπτε την απόσταση χωρίς να κουράζει πολύ τα άλο-
γα. Μπορεί κάποια στιγμή να χρειάζονταν όλες τις δυνάμεις τους. Οι
άντρες του Μπαν κοίταζαν προσεκτικά τριγύρω αναζητώντας σημά-
δια από τους διώκτες τους, αλλά το πεδίο ήταν ελεύθερο και προχω-
ρούσαν χωρίς προκλήσεις. Υποθέτοντας ότι ο κεντρικός δρόμος θα
ήταν το πρώτο μέρος που θα παρακολουθούσαν οι άντρες του Μέρ-
ντο, ο Μπαν διάλεγε μονοπάτια που χρησιμοποιούσαν οι βοσκοί,
αποφεύγοντας τις πλαγιές των λόφων όπου θα τους εντόπιζαν από
μακριά, και εκμεταλλευόταν την κάλυψη που τους παρείχαν τα δέ-
ντρα.
***
Το μεσημέρι σταμάτησαν για να ποτίσουν τα άλογα και να ξε­ κου-
ραστούν. Οι άντρες φρουρούσαν εκ περιτροπής.
Βλέποντας τις γυναίκες να κατευθύνονται προς το ρέμα για να
πλυθούν, ο Μπαν πήρε τους συντρόφους του παράμερα.
«Προχωράμε καλά, αλλά ακόμη δεν έχουμε φτάσει και ο Μέρντο
δεν είναι άνθρωπος που παραιτείται εύκολα».
«Να στείλουμε μήνυμα στο Γκλενγκάρον», είπε ο Γιούαν.
«Χρειαζόμαστε ενισχύσεις».
«Ναι», συμφώνησε ο Ντέιβι. «Εγώ δεν αποφεύγω ποτέ μια μάχη,
αλλά η αναλογία ένας προς δέκα δεν είναι καλή».
Ο Μπαν κοίταξε τις δύο γυναίκες νιώθοντας όλο το βάρος της ευ-
θύνης του. Έπρεπε να σώσει την Ίζαμπελ. Έπειτα θα είχε χρόνο να
σκεφτεί. Αφότου έφυγαν από το Κασλμόρα, είχε αλλάξει κάπως η συ-
μπεριφορά της. Ήταν ευγενική μαζί του αλλά και απόμακρη, σαν κάτι
να την απασχολούσε. Βέβαια αυτό δεν ήταν παράξενο ύστερα απ'
όσα είχαν συμβεί. Ο θάνατος του πατέρα της, η δολοφονία του Χιου
... Ο Μπαν ορκίστηκε μέσα του να κρατήσει την υπόσχεσή του: ο
Μέρντο θα λογοδοτούσε για το έγκλημά του. Ως τότε η Ίζαμπελ χρει-
αζόταν χρόνο για να πενθήσει -και όταν θα έφταναν στο Γκλενγκά-
ρον, θα τον είχε.
***
Μόνο μια φορά στη διάρκεια εκείνης της μέρας είδαν τον εχθρό,
μια μικρή περιπολία, αλλά σε απόσταση ενός μιλίου και με κατεύ-
θυνση νότια. Ο Μπαν σταμάτησε.
«Λες να μας δουν;» ρώτησε η Ίζαμπελ.
«Όχι, δεν κοιτάζουν καν προς τα εδώ». Ο Μπαν συνοφρυώθηκε
καθώς σκέφτηκε κάτι δυσάρεστο. Ο Τζοκ τον πλησίασε βλοσυρός.
«Σκέφτεσαι ό,τι κι εγώ;» ρώτησε ο Τζοκ.
«Ίσως», απάντησε ο Μπαν.
Ο Γιούαν κοίταζε μια τον έναν και μια τον άλλον. «Τι συμβαίνει,
άρχοντά μου;»
Ο Μπαν έγνεψε προς τους ιππείς που απομακρύνονταν καλπάζο-
ντας.
«Κοιτάξτε εκεί πέρα».
Ο Γιούαν συνοφρυώθηκε . «Τι κάνουν;»
«Ο Μέρντο μετακίνησε τους άντρες του μπροστά μας. Γι' αυτό δεν
έχουμε δει κανένα ίχνος τους από χτες βράδυ. Ξέρει ότι μπορεί να
κινηθεί γρηγορότερα από μας και μας κλείνει το δρόμο».
«Μας αποκόβει από το Γκλενγκάρον εννοείς;»
«Ακριβώς».
Έπεσε μια τεταμένη σιωπή. Ο Τζοκ κοίταξε τον Μπαν ανήσυχος.
«Και τώρα τι κάνουμε;»
«Πρέπει να ειδοποιήσουμε το Γκλενγκάρον. Είναι η μοναδική μας
ελπίδα. Ένας από μας θα προπορευτεί και θα περάσει ανάμεσα από
τις περιπόλους του Μέρντο».
«Ναι, έχεις δίκιο. Ξεκινάω λοιπόν;»
«'Όχι, όχι εσύ. Ο Γιούαν θα πάει. Έχει γεννηθεί σ' αυτή την περιοχή
και την γνωρίζει καλύτερα απ' όλους».
Ο Γιούαν έγνεψε καταφατικά. «Γνωρίζω όλα τα βράχια, τους θά-
μνους και τα μονοπάτια για τα πρόβατα σε ακτίνα τριάντα μιλίων».
Η Ίζαμπελ σάστισε βλέποντας ότι ο Γιούαν δεν έδειχνε ν' ανησυχεί
καθόλου για τον κίνδυνο. Σαν να μάντεψε τη σκέψη της, ο Μπαν
στράφηκε πάνω στο άλογο και συνάντησε το βλέμμα της.
«Μόνο ο Γιούαν μπορεί να τα καταφέρει».
«Θα ξεφύγω από τις περιπόλους, μιλαίδη», είπε ο Γιούαν.
«Το ορκίζομαι».
«Το καλό που σου θέλω», είπε ο Τζοκ. Ύστερα, τινάζοντας το κεφά-
λι του προς την κατεύθυνση του Γκλενγκάρον, πρόσθεσε,
«Πήγαινε λοιπόν και τα μάτια σου ανοιχτά».
«Θα ακολουθήσω τη συμβουλή σου».
Με τα λόγια αυτά, ο Γιούαν έστρεψε το άλογό του και απομα-
κρύνθηκε στο κατόπι της εχθρικής περιπόλου. Οι υπόλοιποι τον πα-
ρακολούθησαν μέχρι που τον έχασαν από τα μάτια τους ανάμεσα
στα δέντρα. Η Ίζαμπελ προσευχήθηκε για εκείνον. Η Νελ την κοίταξε.
«Θα τα καταφέρει», της είπε.
«Ναι, αλλά θα τα καταφέρει εγκαίρως;» απάντησε η Ίζαμπελ.
«Μη φοβάστε, μιλαίδη», είπε ο Τζοκ. «Ο Γιούαν θα φτάσει στο
Γκλενγκάρον και ο λόρδος Ίαν θα μας στείλει βοήθεια».
Δίπλα του ο Ντέιβι έγνεψε καταφατικά . «Ακριβώς, και μετά, αυτό
το κάθαρμα ο Μέρντο θα διαπιστώσει από πρώτο χέρι αν η φήμη
του Γκλενγκάρον είναι υπερβολική ή όχι».
Ο Μπαν χαμογέλασε ακούγοντας τα λόγια του Ντέιβι, αλλά μέσα
του ανησυχούσε . Ο εχθρός τους ήταν επικίνδυνος και αμείλικτος. Αν
ήταν μόνος του με τους άντρες του, δεν θα είχε πρόβλημα. Αλλά τώ-
ρα προτεραιότητά του ήταν η ασφάλεια των γυναικών. Παρ' όλα αυ-
τά, στη σκέψη της επικείμενης μάχης γέμισε άγρια προσμονή. Προ-
τιμούσε τη μάχη παρά όλο αυτό το κρυφτό και το κυνηγητό. Θα ευ-
χαριστιόταν πολύ να σκοτώσει τον Μέρντο. Και μετά... τι;
Για πρώτη φορά σκέφτηκε το μέλλον. Ακόμη κι αν η Ίζαμπελ γλί-
τωνε από τον Μέρντο, θα εξακολουθούσε να κινδυνεύει μέχρι ν' α-
νακοινωθεί ο αρραβώνας τους. Ήταν πλέον περιζήτητη κληρονόμος.
Μπορεί και ο ίδιος ο βασιλιάς να ανακατευόταν στις υποθέσεις της
μόλις το μάθαινε -που θα το μάθαινε. Το Κασλμόρα ήταν πλούσιο. Η
αφοσίωση και οι συμμαχίες εξαγοράζονταν. Ο Μάλκομ πλήρωνε ήδη
φόρο υποτέλειας στο βασιλιά Γουλιέλμο, κι ίσως επεδίωκε να ενι-
σχύσει τους δεσμούς τους με ένα γάμο ανάμεσα σ' έναν Νορμανδό
και μια Σκοτσέζα. Δεν του άρεσε αυτό το ενδεχόμενο. Βέβαια, μπο-
ρούσε να το αποκλείσει ανακοινώνοντας τον αρραβώνα του. Ήταν
μια λύση από πολλές απόψεις, αλλά άφηνε σε εκκρεμότητα ένα κρί-
σιμο ζήτημα. Το σαγόνι του Μπαν σφίχτηκε. Με κάθε ώρα που περ-
νούσε, το μέλλον περιπλεκόταν όλο και περισσότερο.
***
Αν και ο Μπαν υποπτευόταν ότι δεν επρόκειτο να συναντήσουν
ακόμη καμία εχθρική περίπολο, εξακολούθησε να είναι προσεκτικός
όλη την υπόλοιπη ημέρα, αλλά και τη νύχτα που κατασκήνωσαν. Δεν
τόλμησαν ν' ανάψουν φωτιά από φόβο μήπως τους εντοπίσουν, κι
εκείνο το βράδυ έφαγαν και τα τελευταία τρόφιμα. Αν είχαν περισ-
σότερες προμήθειες, θα μπορούσαν να μείνουν εκεί περιμένοντας
βοήθεια. Αλλά δεν είχαν κι έπρεπε να προχωρήσουν. Υπολόγιζε ότι
απείχαν δεκαέξι μίλια περίπου από το Γκλενγκάρον. Σε άλλη περί-
πτωση η διαδρομή θα ήταν εύκολη ενώ τώρα με κάθε βήμα βρίσκο-
νταν όλο και πιο κοντά στον κίνδυνο -το μόνο που είχε να κάνει ο
Μέρντο ήταν να τους αφήσει να προχωρήσουν .
Κεφάλαιο 10

Η Ίζαμπελ τυλίχτηκε στο μανδύα της και ξάπλωσε δίπλα στη Νελ
προσπαθώντας να κοιμηθεί. Το σκληρό έδαφος όμως και η βραδινή
παγωνιά την εμπόδιζαν, και γρήγορα παραιτήθηκε από την προσπά-
θεια. Προσέχοντας να μην ενοχλήσει τους άλλους, σηκώθηκε και πή-
γε να καθίσει παράμερα σ' έναν προφυλαγμένο βράχο ακουμπώντας
την πλάτη της στην πέτρα. Πάνω από το κεφάλι της το φεγγάρι, σχε-
δόν ολόγιομο, έλαμπε στον σκοτεινό θόλο και το εξοχικό τοπίο λου-
ζόταν στο απαλό ασημένιο φως του.
«Όμορφο δεν είναι;» είπε μια σιγανή φωνή δίπλα της.
Η Ίζαμπελ στράφηκε ξαφνιασμένη κι αντίκρισε τον Μπαν. Δεν τον
είχε ακούσει να πλησιάζει ούτε είχε αντιληφθεί την παρουσία του
μέχρι εκείνη τη στιγμή. Της έκανε εντύπωση που ένας τόσο μεγαλό-
σωμος άντρας μπορούσε να κινείται αθόρυβα σαν αιλουροειδές.
Σκέφτηκε επίσης ότι τόση ώρα που εκείνη δεν τον έβλεπε, εκείνος
την παρακολουθούσε.
«Ναι, πολύ», του απάντησε.
Μη ξέροντας τι άλλο να πει, σώπασε πάλι καρφώνοντας το βλέμμα
της στο φεγγάρι, χαρούμενη που το σκοτάδι έκρυβε την έκφρασή
της. Ο Μπαν, ακόμη κι αν αντιλήφθηκε την αμηχανία της, δεν το έ-
δειξε. Κάθισε δίπλα της και η Ίζαμπελ περίμενε την επόμενη κίνησή
του.
«Όταν φτάσουμε στο Γκλενγκάρον», άρχισε ο Μπαν, «ευελπιστώ να
σου προσφέρω περισσότερες ανέσεις».
Η Ίζαμπελ δεν του είπε ότι δεν ήταν αυτή η βασική έγνοια της.
Μπορούσε ν' αντέξει τη σκληρή ζωή, αν εκείνος ήταν δίπλα της -αν
τη νοιαζόταν πραγματικά.
«Νομίζω ότι θα χαρείς να ξαναδείς το σπίτι σου», του είπε.
«Πράγματι» .
«Και η αδελφή σου θα χαρεί που θα σε δει σώο».
«Η Άσλιν, ναι. Είμαι σίγουρος πως θα χαρεί επίσης να σε γνωρί-
σει».
Η Ίζαμπελ ήλπιζε να ήταν έτσι, αλλά η εμπειρία της στο Ντανκέλντ
την έκανε ν' αμφιβάλλει. Το αίμα δεν γινόταν νερό κι αν η λαίδη Άσ-
λιν έπρεπε ποτέ να πάρει το μέρος κάποιου, δεν θα υποστήριζε μια
ξένη αντί για τον αγαπημένο της αδελφό.
«Ανυπομονώ κι εγώ να τη γνωρίσω», είπε ψέματα η Ίζαμπελ. Άραγε
ο Μπαν θα έλεγε στην αδελφή του τι είχε συμβεί κατά την παραμονή
του στο Κασλμόρα; Υπέθετε ότι οι δυο τους ήταν πολύ δεμένοι, οπό-
τε κάτι τέτοιο ήταν πιθανό. Η διάθεσή της χειροτέρεψε μ' αυτή τη
σκέψη.
«Πολύ σύντομα θα γεννήσει κι άλλο παιδί», συνέχισε ο Μπαν.
«Κι άλλο;» Ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό της. «Δηλαδή θα γίνεις
θείος για τρίτη φορά».
«Ακριβώς. Αρχίζω να νιώθω γέρος».
«Δυσκολεύομαι να το πιστέψω».
«Γιατί;»
«Φαίνεσαι ακούραστος σε όλα».
Ο Μπαν χαμογέλασε. «Προκαλώ οποιονδήποτε να παραμείνει α-
κούραστος ύστερα από μισή ώρα με τους ανιψιούς μου. Κουράζομαι
και μόνο στη σκέψη ενός τρίτου».
«Μπορεί να είναι ανιψιά αυτή τη φορά».
Ο Μπαν το σκέφτηκε. «Κοριτσάκι; Ωραία θα ήταν». Προσέχοντας
και την παραμικρή διακύμανση στη φωνή του, η Ίζαμπελ διέκρινε
μελαγχολία στα λόγια του. «Νομίζω ότι αγαπάς πολύ τα παιδιά».
«Τα παιδιά είναι αγνά», απάντησε ο Μπαν. «Και μας δίνουν ελπίδα
για το μέλλον».
Παρ' όλο που το ύφος του ήταν ήρεμο, η Ίζαμπελ ήξερε ότι ήταν
συναισθηματικά φορτισμένος .Ήταν πολύ σημαντικό για έναν ά-
ντρα, και ιδίως για τον συγκεκριμένο άντρα, ν' αποκτήσει κληρονό-
μους. Ήταν επίσης κι ένα επικίνδυνο θέμα συζήτησης, και η Ίζαμπελ
δεν ήθελε να παραμείνει άλλο σ' αυτό, όταν μάλιστα ο Μπαν το είχε
αναφέρει αόριστα. Υπήρχαν τόσα πολλά πράγματα που ήθελε να μά-
θει.
«Πώς γνωρίστηκε η αδελφή σου με τον λόρδο Ίαν;»
«Αυτό έγινε στη διάρκεια των αιματηρών επιθέσεων του Γουλιέλ-
μου στον βορρά. Ο Ίαν την έβγαλε από ένα παγωμένο ποτάμι».
«Τι ρομαντικό».
«Εκείνη δεν το είδε έτσι στην αρχή». Ο Μπαν χαμογέλασε αχνά.
«Ούτε ήθελε να φύγει μαζί του».
«Προφανώς την έπεισε τελικά».
«Δεν της άφησε επιλογή, αν και, όπως αποδείχτηκε, είχε σοβαρούς
λόγους» .
«Εσύ πού ήσουν τότε;»
«Αναίσθητος και μετά άρρωστος με πυρετό. Στην καταστροφή του
Έσλινγκφιλν τραυματίστηκα σοβαρά στη μάχη και οι άλλοι με άφη-
σαν θεωρώντας με νεκρό. Οι άντρες του Ίαν με βρήκαν ανάμεσα
στους σκοτωμένους».
Η Ίζαμπελ προσπάθησε να φανταστεί τα συναισθήματά της αν
Νορμανδοί αγριάνθρωποι έκαιγαν το Κασλμόρα και έσφαζαν την οι-
κογένειά της. Η δολοφονία του αδελφού της της έδινε μια εικόνα της
φρίκης, αλλά μάντευε ότι ακόμη κι αυτό ήταν πολύ λίγο μπροστά σε
ό,τι είχε βιώσει ο Μπαν. Πώς μπορούσε να συνέλθει κάποιος από
τόσο τραυματικές εμπειρίες;
«Έδεσαν τα τραύματά μου όσο καλύτερα μπορούσαν», συνέχισε ο
Μπαν, «με έβαλαν σ' ένα κάρο και με πήραν μαζί τους. Όταν ξανα-
βρήκα τις αισθήσεις μου, ήμουν στο Νταρκ Μάουντ. Δεν ήξερα ότι η
Άσλιν είχε σωθεί, μέχρι που ο Ίαν την έφερε να με δει μια μέρα».
«Θα πρέπει να ήταν μια πολύ ιδιαίτερη στιγμή».
«Πράγματι. Ήμασταν πάντα πολύ δεμένοι, κι όταν ανακάλυψα ότι
εκείνη ζούσε και ήταν καλά... Θα πω μόνο ότι ο κόσμος μού φάνηκε
κάπως λιγότερο ζοφερός».
Η Ίζαμπελ κατάλαβε πόσο συγκρατημένη ήταν η δήλωσή του και
διέκρινε τα συναισθήματα που εκείνος δεν εξέφρασε. Φανταζόταν
την ψυχολογική του κατάσταση εκείνη την εποχή. Κι όμως, δεν είχε
παραιτηθεί. Είχε επιβιώσει και είχε δημιουργήσει μια καινούρια
ζωή.
«Κι από τότε έμεινες στο Νταρκ Μάουντ».
«Ακριβώς». Ο Μπαν δεν πρόσθεσε ότι δεν είχε πού αλλού να πάει.
«Ο Ίαν μου πρόσφερε μια θέση ανάμεσα στους άντρες του κι εγώ τη
δέχτηκα με χαρά. Ποτέ δεν μετάνιωσα για την απόφασή μου».
«Εμπνέει σεβασμό αυτός ο άντρας. Πάντα το έλεγε ο πατέρας μου
και να ξέρεις πως ήταν φειδωλός στους επαίνους του».
«Ο πατέρας σου είχε δίκιο».
«Λοιπόν, ανυπομονώ να γνωρίσω τη λαίδη Άσλιν και τ' ανίψια
σου».
«Αυτό θα γίνει πολύ σύντομα».
Η Ίζαμπελ σκέφτηκε πως αν ο Γιούαν δεν κατάφερνε να περάσει τις
περιπόλους, δεν είχαν πολλές πιθανότητες να φτάσουν στο Γκλεν-
γκάρον. Ίσως η λαίδη Άσλιν να περίμενε μάταια την επιστροφή του
αδελφού της. Η Ίζαμπελ ξεροκατάπιε. Πάγωνε στη σκέψη ενός κό-
σμου χωρίς τον Μπαν. Όμως ο Μπαν είχε προφανώς υπολογίσει τον
κίνδυνο και είχε αποφασίσει πως άξιζε τον κόπο. Οι υποψίες της ε-
πέστρεψαν πάλι, και μαζί τους η παρόρμηση ν' αντιμετωπίσει κατά-
ματα την αλήθεια. Όποια κι αν ήταν αυτή, ήταν προτιμότερη από την
αμφιβολία.
«Γιατί γύρισες πίσω για μένα;» ρώτησε η Ίζαμπελ.
«Κανένας δεν μπορεί να μου πάρει ό,τι μου ανήκει. Και, όπως σου
είχα πει, δεν υπήρχε περίπτωση να σ' αφήσω στον Μέρντο».
Η Ίζαμπελ έγλειψε τα ξερά χείλη της. «Μόνο αυτός είναι ο λόγος;
Το Κασλμόρα είναι σπουδαίο τρόπαιο».
Ο Μπαν δεν προσποιήθηκε πως δεν καταλάβαινε. «Είναι πράγματι
και, αν το θέλει ο Θεός, θα γυρίσουμε και θα το ξαναπάρουμε πολύ
σύντομα».
«Εννοείς, θα το πάρεις εσύ. Θα γίνεις λόρδος».
«Ναι, θα γίνω κι εσύ θα γίνεις λαίδη, αν όλα εξελιχτούν όπως ελπί-
ζουμε».
Αν. Η Ίζαμπελ ρίγησε. Πολλά εξαρτιόταν από αυτή τη μικρή λέξη.
«Κι αν δεν εξελιχτούν;»
«'Ό,τι και να γίνει, το Κασλμόρα θα το διεκδικήσω».
«Τι;»
«Είναι πλούσιο και πολύτιμο. Ο βασιλιάς θα προτιμούσε να το δει
στα χέρια ενός συμμάχου παρά ενός εχθρού».
«Κι έτσι εσύ ξανακερδίζεις μονομιάς ό,τι έχασες κάποτε».
«Ακριβώς».
Η Ίζαμπελ έμεινε άναυδη. Σε κάθε περίπτωση ο Μπαν θα έβγαινε
κερδισμένος ενώ η δική της θέση παρέμενε επισφαλής. Έτρεμε να
κάνει την επόμενη ερώτηση, αλλά ήξερε ότι αυτή ήταν η κατάλληλη
στιγμή.
«Θα αναγνωρίσεις τον αρραβώνα μας αν... όταν φτάσουμε στο
Γκλενγκάρον;»
«Όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν». Ο Μπαν έκανε μια παύση κοι-
τάζοντάς τη με σταθερό βλέμμα. «Δεν έχει αλλάξει τίποτα. Η συμφω-
νία μας ισχύει».
«Μάλιστα». Η Ίζαμπελ χαμήλωσε το βλέμμα της. Η ειλικρίνεια του
Μπαν ήταν σκληρή, αλλά τουλάχιστον τη γλίτωνε από τις αμφιβολί-
ες της. Παλιότερα είχε εκτιμήσει αυτή την ειλικρίνεια, αλλά τώρα την
πλήγωνε. Ο Μπαν εξακολουθούσε να μην έχει αισθήματα για εκείνη.
Τη χρησιμοποιούσε απλώς για να πετύχει το σκοπό του. Δεν σας α-
γαπώ, ούτε εσείς με αγαπάτε. Δάκρυα έτσουξαν τα μάτια της και η
Ίζαμπελ ανοιγόκλεισε γρήγορα τα βλέφαρά της για να τα διώξει,
ντροπιασμένη με την ανοησία της. Η ικανότητά της να ικανοποιεί
αυτόν τον άντρα περιοριζόταν στο κρεβάτι του μόνο, ή όπου αλλού
εκείνος αποφάσιζε να την κάνει δική του. Ξαφνικά σκέφτηκε ότι το
Γκλενγκάρον ήταν καταφύγιο και οχυρό ταυτόχρονα. Μπορεί να είχε
ξεφύγει από τον Μέρντο, αλλά θα έπεφτε στα χέρια πιο ισχυρών α-
ντρών, και από μια άποψη, πιο επικίνδυνων. Ο Μπαν είχε τη δύναμη
να την πληγώσει με τρόπους που ο Μέρντο δεν θα μπορούσε ποτέ.
«Πρώτα, όμως», δήλωσε ο Μπαν, «πρέπει να φτάσουμε στο Γκλεν-
γκάρον».
«Θέλω να σου ζητήσω και κάτι ακόμη, άρχοντά μου».
«Τι πράγμα;»
Η Ίζαμπελ συνάντησε το βλέμμα του. «Αν δεν φτάσουν εγκαίρως οι
ενισχύσεις για να μας σώσουν, σε ικετεύω, μη με αφήσεις ζωντανή
στα χέρια του Μέρντο».
Εκείνος έμεινε για μια στιγμή σιωπηλός, προσπαθώντας να διαβά-
σει την έκφρασή της. «Δεν θα χρειαστεί».
«Μπορεί να χρειαστεί, και θα προτιμούσα να πεθάνω παρά να υ-
ποταχτώ στον Μέρντο».
«Σου υπόσχομαι ότι ποτέ δεν θα ξαναπέσεις στα χέρια του».
«Ευχαριστώ».
Ο Μπαν της έσφιξε απαλά το μπράτσο. «Μη φοβάσαι. Όλα θα πάνε
καλά».
Η ζεστασιά της παλάμης του την έκανε να νιώσει ένα σφίξιμο στην
καρδιά. Πώς ήταν δυνατόν ένας άντρας να είναι γεμάτος αντιφάσεις;
Πώς συμβάδιζαν η καλοσύνη και η αβρότητα με τη σκληρότητα και
τη φιλοδοξία; Πώς γινόταν ένας άντρας που ήταν τόσο φλογερός στο
κρεβάτι να έχει καρδιά από πάγο;
«Προσεύχομαι να έχεις δίκιο», είπε η Ίζαμπελ.
Το χέρι του Μπαν έπεσε στο πλευρό του. «Προσπάθησε να κοιμη-
θείς, μιλαίδη. Μας περιμένει άλλη μια δύσκολη μέρα».
Εκείνη έγνεψε απλώς καταφατικά, καθώς δεν εμπιστευόταν τον ε-
αυτό της να πει περισσότερα. Βλέποντας πως ήταν έτοιμη να σηκω-
θεί, ο Μπαν σηκώθηκε πρώτος και της πρόσφερε το χέρι του. Η Ίζα-
μπελ δίστασε για μια στιγμή, αλλά το κράτησε και, καθώς εκείνος την
τράβηξε για να σηκωθεί, την ένιωσε να τρέμει. Για λίγο έμειναν ακί-
νητοι κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον. Ύστερα, με ένα τρεμάμενο χα-
μόγελο, η Ίζαμπελ τράβηξε τα δάχτυλά της από τα δικά του. «Καλη-
νύχτα, άρχοντά μου».
***
Ο Μπαν την παρακολούθησε να απομακρύνεται νιώθοντας αντι-
φατικά συναισθήματα. Δεν ήταν εύκολο να της πει την αλήθεια, αλλά
δεν ήθελε να της πει ψέματα. Μόνο ένας ανόητος θα άφηνε να του
ξεφύγει η ευκαιρία που είχε βρεθεί στο δρόμο του. Το Κασλμόρα θα
γινόταν δικό του. Και όταν γινόταν αυτό, ήθελε την Ίζαμπελ στο πλάι
του, ήθελε να την κρατήσει εκεί μαζί του. Δεν μπορούσε να φαντα-
στεί τον εαυτό του με άλλη γυναίκα. Δεν τον είλκυε πλέον μόνο η
ομορφιά της, αλλά και η ευφυΐα, η ειλικρίνεια και το θάρρος της. Ο
συνδυασμός όλων αυτών ήταν μεθυστικός. Του άρεσε η συντροφιά
της που δεν ήταν βαρετή σε αντίθεση με άλλων γυναικών. Όταν την
αποχωριζόταν, εξακολουθούσε να τη σκέφτεται. Διαπίστωνε ότι μαζί
της μιλούσε για θέματα που δεν συζητούσε με κανέναν άλλο. Μερι-
κές φορές η οξυδέρκειά της γινόταν ενοχλητική, αλλά ο τρόπος της
να στοχεύει κατευθείαν στην καρδιά ενός θέματος ήταν εξαιρετικός.
Δεν θα είχε νόημα να της πει ψέματα, θα τον καταλάβαινε αμέσως.
Άλλωστε, δεν το ήθελε κιόλας, γιατί θα έχανε αμέσως την εκτίμησή
της. Ο Μπαν αναστέναξε. Τι να σκεφτόταν άραγε η Ίζαμπελ ; Προφα-
νώς δεν είχε την καλύτερη γνώμη για εκείνον. Και δεν την κατηγο-
ρούσε γι' αυτό. Αν κατάφερναν να φτάσουν στο Γκλενγκάρον, θα
προσπαθούσε να επανορθώσει.
Παρά την αυτοπεποίθηση που είχε δείξει νωρίτερα, ο Μπαν ήξερε
πως η κατάστασή τους ήταν πολύ σοβαρή. Όλα εξαρτώνταν πλέον
από τον Γιούαν. Αν κατάφερνε να φτάσει στο Γκλενγκάρον, είχαν ελ-
πίδες. Διαφορετικά ... Ο Μπαν δεν ήθελε να σκέφτεται αυτή την πι-
θανότητα.
***
Η υπόλοιπη νύχτα πέρασε ήρεμα και την αυγή σηκώθηκαν και σέ-
λωσαν τα άλογα. Δεν είχαν άλλα τρόφιμα, και ο Μπαν ένιωθε ήδη το
στομάχι του να γουργουρίζει. Καταλάβαινε πως έτσι θα ένιωθαν και
οι υπόλοιποι. Η πείνα ήταν δύσκολη για έναν άντρα, πόσο μάλλον
για μια γυναίκα, παρ' όλα αυτά δεν άκουσε παράπονα. Αντιθέτως, η
Ίζαμπελ τον χαιρέτησε μ' ένα γενναίο χαμόγελο. Αυτό τον συγκίνησε
περισσότερο απ' ό,τι αν έβλεπε δάκρυα και μεγάλωσε την εκτίμησή
του για εκείνη. Παρά τα νιάτα και την ευαισθησία της, η Ίζαμπελ α-
ντιμετώπιζε μια δύσκολη κατάσταση με θάρρος κι εκείνος τη θαύμα-
ζε γι' αυτό. Κρατώντας τα ηνία, ανέβηκε στο μεγαλόσωμο καστανό
του άλογο και περίμενε, ενώ ο Ντέιβι σήκωσε στα χέρια την Ίζαμπελ
βοηθώντας τη να καθίσει πίσω του. Ένιωσε τις κινήσεις της καθώς
προσπαθούσε να βολευτεί στα καπούλια του αλόγου και ύστερα το
ανάλαφρο, γνώριμο άγγιγμα των χεριών της γύρω από τη μέση του.
Ο Μπαν χαμογέλασε πικρά. Το καλύτερο που θα μπορούσε να πει για
τις παρούσες συνθήκες ήταν ότι του πρόσφεραν την τέλεια δικαιο-
λογία για να έχει την Ίζαμπελ τόσο κοντά του.
Όταν και η Νελ ανέβηκε με ασφάλεια πίσω από τον Τζοκ, η μικρή
ομάδα ξεκίνησε. Προχωρούσαν πιο αργά κοιτάζοντας γύρω τους
προσεκτικά το τοπίο μήπως εντοπίσουν κάποια κίνηση του εχθρού.
Διέσχιζαν μια ανοιχτή περιοχή που δεν τους παρείχε κάλυψη, αλλά ο
Μπαν ήξερε ότι σε λίγο θα συναντούσαν δέντρα και βράχους που
προσφέρονταν για ενέδρες -και δεν είχε σκοπό να πέσει σε μία από
αυτές.
«Οι μπάσταρδοι είναι κάπου εκεί», μουρμούρισε ο Τζοκ. «Το νιώ-
θω».
«Ναι». Ο Μπαν σάρωσε με το βλέμμα του την περιοχή μπροστά
τους. «Όμως δεν έχουμε άλλη επιλογή, προχωράμε».
«Ο Γιούαν θα έχει φτάσει πια στο Γκλενγκάρον».
«Ναι, κανονικά πρέπει να έχει φτάσει».
«Άρα η βοήθεια είναι καθ' οδόν».
Κανένας τους δεν ανέφερε τα άλλα ενδεχόμενα. Παρ' όλο που η
μέρα ήταν ηλιόλουστη, η Ίζαμπελ ένιωθε ένα ρίγος. Η ασφάλειά τους
βρισκόταν βασανιστικά κοντά, σε απόσταση λίγων μόνο μιλίων, αλ-
λά ήταν σαν να απείχε εκατό. Ατένιζε κι εκείνη την περιοχή γύρω
τους μήπως εντοπίσει σημάδια κίνησης. Ένιωθε κι εκείνη, όπως ο
Τζοκ, ότι ο εχθρός ήταν κοντά. Ίσως ο Μέρντο να τους παρακολου-
θούσε ακόμη κι αυτή τη στιγμή. Το στομάχι της δέθηκε κόμπος Ήταν
σαν να έβλεπε το αυτάρεσκο χαμόγελό του. Σκόπευε να παίξει μαζί
τους όπως η γάτα με το ποντίκι.
Ο ήλιος άστραψε πάνω στο ατσάλι, αποκαλύπτοντας την παρουσία
του εχθρού πίσω από τους βράχους της πλαγιάς ενός λόφου, μισό
μίλι μακριά. Ο Μπαν τράβηξε τα χαλινάρια του αλόγου του και στα-
μάτησε δείχνοντας το σημείο στους συντρόφους του. Την ίδια στιγ-
μή, άλλη μια λάμψη φάνηκε στον αντικρινό λόφο. Ο Μπαν βλαστή-
μησε μέσα από τα δόντια του.
«'Έχουν χωριστεί σε ομάδες και ποιος ξέρει πόσο απέχουν η μία
από την άλλη», είπε ο Τζοκ. «Δεν μπορούμε να προχωρήσουμε περι-
φερειακά, κι αν προσπαθήσουμε να περάσουμε ανάμεσά τους, θα
μας περικυκλώσουν».
«Ακόμη κι αν καταφέρουμε να περάσουμε απ' αυτούς, θα υπάρ-
χουν κι άλλοι μετά», πρόσθεσε ο Μπαν.
«Σίγουρα μας έχουν δει. Τι θέλεις να κάνουμε;»
«Θα τους αφήσουμε να έρθουν εκείνοι σε μας». Ο Μπαν κοίταξε
γύρω του. «Θα πάρουμε θέσεις σ' εκείνη την πλαγιά. Βλέπετε το ση-
μείο ανάμεσα στους βράχους όπου η γη είναι επίπεδη; Θα έχουμε
κάλυψη από πίσω, δεξιά και αριστερά μας. Θα μπορούν να μας πλη-
σιάσουν μόνο από μπροστά και μάλιστα όχι όλοι μαζί».
«Εννοείς ότι θα προσπαθήσουμε να τους κρατήσουμε εκεί μέχρι να
φτάσουν ενισχύσεις;»
«Δεν έχουμε άλλη επιλογή».
Ο Μπαν κέντρισε το άλογο με το τακούνι του και κατευθύνθηκε
προς το μέρος που είχε υποδείξει. Οι υπόλοιποι τον ακολούθησαν. Η
Ίζαμπελ είχε την εντύπωση πως από στιγμή σε στιγμή θα ξεπρόβαλ-
λαν μπροστά τους οπλισμένοι άντρες και θα τους έφραζαν το δρόμο,
αλλά τελικά έφτασαν στο σημείο χωρίς εμπόδια. Ο Μπαν κατέβηκε
από το άλογο και στράφηκε στους άντρες του.
«Αφήστε λυτά τα άλογα για να μην τα έχουμε μες στη μέση». Οι ά-
ντρες του υπάκουσαν κι εκείνος έπιασε την Ίζαμπελ και την κατέβα-
σε από το άλογό του. «Πήγαινε να κρυφτείς μαζί με τη Νελ ανάμεσα
στα βράχια, μιλαίδη».
Αυτό που ήθελε η Ίζαμπελ ήταν να μείνει στην προστατευτική α-
γκαλιά του, ωστόσο έγνεψε καταφατικά σιωπηλή. Δεν άκουγε ο Μπαν
την καρδιά της που κόντευε να σπάσει; Εκείνος την κοίταξε στα μά-
τια σοβαρός. Τράβηξε το χέρι του από τη μέση της και βγάζοντας το
στιλέτο από τη ζώνη του, το κράτησε από τη λεπίδα και της το έδω-
σε.
«Πάρε αυτό. Είναι μικρό, αλλά μπορεί να σου προσφέρει κάποια
προστασία». Δεν πρόσθεσε ότι θα της έδινε και επιλογή σε περίπτω-
ση που η κατάσταση δεν εξελισσόταν ομαλά.
Η Ίζαμπελ κατάλαβε και πήρε το στιλέτο χωρίς δισταγμό. Η θυσία
του Μπαν σήμερα ήταν η μεγαλύτερη που θα μπορούσε να κάνει έ-
νας άνθρωπος. Το ίδιο όφειλε να είναι και η δική της.
«Προτιμώ να το χρησιμοποιήσω παρά να πέσω στα χέρια του
Μέρντο».
Η παλάμη του έκλεισε σφιχτά πάνω από τη δική της. «Κουράγιο,
μιλαίδη. Δεν έχει χαθεί τίποτε ακόμη».
«Ο Θεός μαζί σου».
«Ο Θεός μαζί με όλους μας», αποκρίθηκε ο Μπαν.
Κάτω από τους βράχους ο εχθρός πλησίαζε. Η Ίζαμπελ μέτρησε
δώδεκα άντρες, αλλά ήξερε ότι υπήρχαν πολύ περισσότεροι. Σε λίγη
ώρα θα έφταναν και οι υπόλοιποι. Δεν είχαν ελπίδα να σωθούν. Πα-
ραδόξως αυτό τη γέμισε αποφασιστικότητα. Έσφιξε τη λαβή του στι-
λέτου και προχώρησε βιαστικά προς τη Νελ. Πίσω της ο Μπαν και οι
άντρες του τράβηξαν τα ξίφη τους και περίμεναν.
Οι ιππείς πλησίαζαν απειλητικοί όλο και περισσότερο. Ξεχώριζαν
πλέον οι λεπτομέρειες στα άλογά τους, τα ξίφη στα χέρια τους κι ύ-
στερα τα βλοσυρά πρόσωπά τους. Ανυπομονώντας να ριχτούν στη
μάχη, σταμάτησαν στους πρόποδες της πλαγιάς. Όταν είδαν τους
τρεις άντρες, χαμογέλασαν ειρωνικά πιστεύοντας προφανώς ότι η
νίκη θα ήταν πανεύκολη. Κατέβηκαν από τα άλογά τους κι αμέσως
μετά ακούστηκε ο ψυχρός ήχος από μέταλλο πάνω σε ξύλο και γυα-
λισμένο δέρμα καθώς τράβηξαν τα ξίφη τους από τα θηκάρια. Αδη-
μονώντας, οι μισθοφόροι προέλασαν ακάθεκτοι.
Ο Μπαν είχε κάνει καλή επιλογή τοποθεσίας. Η ανάβαση για το
σημείο όπου στέκονταν ήταν απότομη και η πρόσβαση περιορισμέ-
νη. Οι μισθοφόροι ήταν υποχρεωμένοι να πλησιάζουν ανά δύο ή
τρεις, το πολύ. Οι πρώτοι είχαν φτάσει κοντά τώρα.
«Έρχονται!» Το χέρι του Τζοκ σφίχτηκε γύρω από τη λαβή του ξί-
φους του.
«Είναι πολλοί», είπε ο Ντέιβι.
«Κι αυτοί δεν είναι όλοι. Σε λίγο θα φτάσουν και οι υπόλοιποι».
«Τώρα θα ήταν καλή ώρα να εμφανιστούν οι ενισχύσεις του Γιού-
αν».
«Πράγματι, αλλά όσο περιμένουμε, ας σκοτώσουμε όσο περισσό-
τερους μπορούμε».
Οι πρώτοι τρεις μισθοφόροι έφτασαν στο ύψος της πλαγιάς κάτω
απ' τα βράχια και όρμησαν επάνω τους. Τον αέρα έσκισε η κλαγγή
των σπαθιών. Ο Μπαν επιχείρησε να καταφέρει ένα θανάσιμο χτύ-
πημα στο στέρνο του αντιπάλου του, αλλά εκείνος ξέφυγε την τελευ-
ταία στιγμή και του επιτέθηκε. Ο Μπαν απέκρουσε το χτύπημα με το
ξίφος του και επιτέθηκε ξανά και ξανά, με τη λεπίδα ν' αστράφτει στο
φως του ήλιου. Ο αντίπαλός του οπισθοχωρώντας σκόνταψε στο
ανώμαλο έδαφος κι έπεσε. Ο Μπαν τον κλότσησε δυνατά στους βου-
βώνες κι εκείνος βόγκηξε από τον πόνο. Χωρίς να του δώσει χρόνο
να συνέλθει, ο Μπαν τον κάρφωσε με το ξίφος του στην κοιλιά. Με
την άκρη του ματιού του είδε τον Τζοκ και τον Ντέιβι να μονομα-
χούν σκληρά με τους δικούς τους αντιπάλους. Άκουσε μια κραυγή,
αλλά δεν πρόλαβε να δει ποιος ήταν, καθώς όρμησε πάνω του ο ε-
πόμενος μισθοφόρος. Αν και μεγαλόσωμος, δεν ήταν αντάξιός του
και κατάφερε να τον εξουδετερώσει μ' ένα χτύπημα στον ώμο. Μόλις
έπεσε, ο επόμενος πήρε τη θέση του. Ακολούθησαν κι άλλες κραυγές
και βρισιές καθώς ο Τζοκ και ο Ντέιβι αντιμετώπιζαν τους δικούς
τους μισθοφόρους. Έπεσαν κι εκείνοι και τους επιτέθηκαν οι επόμε-
νοι αλλά και πάλι χωρίς επιτυχία. Σιγά σιγά τα βράχια και το έδαφος
γέμισαν αίματα. Οι μισθοφόροι δεν χαμο­ γελούσαν πια. Μονομα-
χούσαν βλοσυροί, για να νικήσουν τους φυγάδες και να εκδικηθούν
το θάνατο των δικών τους.
Ο Μπαν έριξε μια ματιά στα πτώματα γύρω του και στους άντρες
που πλησίαζαν σε κύματα, και κατάλαβε ότι η ήττα ήταν θέμα χρό-
νου καθώς ο εχθρός υπερείχε αριθμητικά. Εκείνος είχε ιδρώσει τώρα
κι ένιωθε ήδη το μούδιασμα στο χέρι που κρατούσε το ξίφος. Δίπλα
του ο Τζοκ και ο Ντέιβι δεν έπαιρναν ανάσα. Ο Μπαν είδε αίματα
στο λαιμό και το στέρνο του Τζοκ, αλλά υπέθεσε ότι δεν ήταν δικά
του, γιατί ο Τζοκ συνέχιζε να ξιφομαχεί ακάθεκτος. Ο Ντέιβι φαινό-
ταν ακόμη καλά, προσηλωμένος στη μάχη. Μόλις ο εχθρός του έπεσε
πληγωμένος από το ξίφος του, ακολούθησε μια παύση. Δεν έρχονταν
άλλοι. Οι τρεις άντρες στάθηκαν λαχανιασμένοι και περίμεναν. Και
τότε είδαν χαμηλότερα στην πλαγιά μια οικεία μορφή που πλησίαζε.
«Ο Μέρντο», μουρμούρισε ο Μπαν. Στράφηκε στους συντρόφους
του. «Αυτός είναι δικός μου, παιδιά».
Ο Μέρντο είχε στο πλευρό του καμιά δεκαριά άντρες ακόμη. Έ-
φτασε πιο κοντά στα βράχια και περιεργάστηκε γρήγορα το σκηνικό
βλέποντας το σωρό με τα πτώματα . Ύστερα κοίταξε τους τρεις ά-
ντρες.
«Παραδοθείτε! Είμαστε περισσότεροι κι εσείς είστε εγκλωβισμένοι.
Δεν μπορείτε να νικήσετε. Δώστε μου τη λαίδη Ίζαμπελ και θα σας
αφήσω να ζήσετε».
«Ναι, καλά», μουρμούρισε ο Τζοκ.
«Αν τη θέλεις, έλα να την πάρεις μόνος σου», αποκρίθηκε ο Μπαν,
«αλλά θα πρέπει να περάσεις πάνω από το πτώμα μου». Η σκέψη της
Ίζαμπελ στα χέρια του Μέρντο του έφερνε αηδία. Έσφιξε το ξίφος
στην παλάμη του. Δεν θα το άφηνε να συμβεί. Ούτε τώρα ούτε ποτέ.
«Με μεγάλη μου χαρά». Ο Μέρντο τράβηξε το ξίφος του. Ύστερα
έγνεψε κοφτά στους άντρες του κι άρχισε να προχωρά. Όταν έφτασε
στο ύψος της πλαγιάς όπου βρίσκονταν ο Μπαν και οι άντρες του,
σταμάτησε ένα μέτρο μακριά τους.
«Θα χαρώ πολύ να σου κόψω το λαιμό», είπε κοιτώντας τον Μπαν.
Το παγωμένο βλέμμα του στράφηκε στο σημείο όπου στέκονταν η
Ίζαμπελ και η Νελ. «Αλήθεια πίστεψες ότι θα έπαιρνες κάτι δικό
μου;»
«Ποτέ δεν ήμουν δική σου, Μέρντο», παρενέβη η Ίζαμπελ.
«Και ποτέ δεν θα γίνω».
«Κάνεις λάθος, Ίζαμπελ, και θα το διαπιστώσεις σύντομα. Μόλις
νικήσω τον ήρωα σου από δω, θα σε κάνω δική μου μπροστά του,
προτού τον αποτελειώσω με το ξίφος μου».
Η Ίζαμπελ χλόμιασε, αλλά ο Μπαν χαμογέλασε σαρκαστικά.
«Έλα, καυχησιάρη, για να γδάρεις την αρκούδα, πρέπει να την πιά-
σεις πρώτα».
Ο Μέρντο στράφηκε πίσω του κι έκανε ένα νεύμα στους άντρες του
που άρχισαν να πλησιάζουν. Ο Μπαν ύψωσε to ξίφος του, έχοντας
δεξιά κι αριστερά του τον Τζοκ και τον Ντέιβι.
«Ετοιμαστείτε», τους ψιθύρισε.
Ο Τζοκ κοίταξε εχθρικά τους μισθοφόρους. «Έτοιμοι είμαστε. Μα-
κάρι να τους κρατήσουμε για λίγο ακόμη...»
Κανείς δεν απάντησε, καθώς πριν ακόμη να ολοκληρώσει τη φράση
του, άκουσαν μακρινά ποδοβολητά αλόγων και είδαν σε μικρή από-
σταση ένα σύννεφο σκόνης, σημάδι πως πλησίαζαν πολλοί έφιπποι.
Οι τρεις τους αντάλλαξαν βλέμματα, η έκφραση στα πρόσωπά τους
ήταν σκοτεινή.
«Οι υπόλοιποι μισθοφόροι», μουρμούρισε ο Τζοκ. «Γίνεται όλο και
πιο ενδιαφέρον».
«Πιο ενδιαφέρον και πιο κουραστικό», συμπλήρωσε ο Ντέιβι . Ο
Μέρντο κοίταξε τους ιππείς στο βάθος και χαμογέλασε.
«Ετοιμάσου να πεθάνεις, Σάξονα σκύλε».
Ο Μπαν δεν απάντησε. Πρόλαβε μόνο να μετανιώσει που απογοή-
τευσε την Ίζαμπελ, προτού ο Μέρντο ορμήσει πάνω του. Τα ξίφη
τους διασταυρώθηκαν με δύναμη. Ο Μέρντο ήταν καλός ξιφομάχος,
δυνατός και ξεκούραστος. Με κάθε χτύπημα ο Μπαν ένιωθε τους πο-
νεμένους μυς του να διαμαρτύρονται, αλλά δεν μπορούσε να χαλα-
ρώσει τώρα την άμυνά του. Ξιφομαχούσε με το ένστικτο, αποφεύγο-
ντας τις επιθέσεις του αντιπάλου και αναζητώντας κάποιο αδύνατο
σημείο του. Όμως ο Μέρντο ήταν γυμνασμένος και ευκίνητος. Ο
Μπαν πολλές φορές νόμισε πως θα τον πετύχαινε και πάντα έκανε
λάθος. Είχε αρχίσει να κουράζεται και η απελπισία του μεγάλωνε κα-
θώς κάθε λεπτό δυνάμωνε ο ήχος από τους καβαλάρηδες που πλη-
σίαζαν. Δεν τολμούσε να κοιτάξει πόσο κοντά τους ήταν.
Και ο αντίπαλός του τους άκουγε και το θριαμβευτικό του ύφος
μιλούσε δυνατότερα από λόγια. Η επίθεσή του είχε τη διπλάσια έ-
νταση και ανάγκασε τον Μπαν να οπισθοχωρήσει . Μη βλέποντας
πού πατάει, σκόνταψε σε μια πέτρα. Παρ' όλο που ξαναβρήκε γρήγο-
ρα την ισορροπία του, ένιωσε το ξίφος του Μέρντο στα πλευρά του.
Του κόπηκε η ανάσα κι έσφιξε τα δόντια για ν' αντέξει τον πόνο. Ζε-
στό αίμα ξεπήδησε από την πληγή. Βλέποντας τον κόκκινο λεκέ να
απλώνεται, ο Μέρντο χαμογέλασε. «Την επόμενη φορά θα πετύχω
την καρδιά σου».
Βαριανασαίνοντας, ο Μπαν δεν καταδέχτηκε ν' απαντήσει. Δεν του
περίσσευαν δυνάμεις για κουβέντες. Ρίχτηκε στην επίθεση. Τραυμά-
τισε τον Μέρντο στο μπράτσο κι εκείνος βλαστήμησε. Ο Μπαν δεν
του έδωσε χρόνο να συνέλθει. Ο Μέρντο γλίτωσε τα πλευρά του χά-
ρις στη σβελτάδα του. Δεν γελούσε πια και οι κινήσεις του είχαν γίνει
πιο προσεκτικές.
Ο Μπαν ένιωθε τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν. Ο σφυγμός
του χτυπούσε δυνατά στ' αυτιά του. Και δυνάμωνε όλο και περισσό-
τερο ώσπου συνειδητοποίησε αποκαρδιωμένος ότι ήταν το βουητό
από τα ποδοβολητά των αλόγων. Οι υπόλοιποι μισθοφόροι του
Μέρντο είχαν φτάσει.
***
Από τη θέση της ανάμεσα στα βράχια η Ίζαμπελ παρακολουθούσε
έντρομη τη μονομαχία. Έβλεπε ότι ο Μπαν ήταν κουρασμένος. Είχε
χάσει δυνάμεις από τις μάχες νωρίτερα αλλά και από την αιμορραγί-
α. Κατάφερνε όμως να συνεχίζει. Οι τρεις άντρες ξιφομαχούσαν εκ-
πληκτικά, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να νικήσουν. Τα δάχτυλά της
έσφιξαν τη λαβή του στιλέτου. Προφανώς θα πέθαιναν όλοι τους ε-
κεί.
Ξαφνικά η Νελ άρπαξε το μπράτσο της Ίζαμπελ. «Θεέ μου!» Η Ίζα-
μπελ ακολούθησε το βλέμμα της ηλικιωμένης γυναίκας και είδε σε
απόσταση ένα σύννεφο σκόνης καθώς άλλη μια ομάδα έφιππων α-
ντρών πλησίαζε . «Οι υπόλοιποι άντρες του Μέρντο», ψιθύρισε. «Ό-
λα τέλειωσαν».
Ανίκανες να ξεκολλήσουν το βλέμμα τους, συνέχισαν να παρακο-
λουθούν τους ιππείς. Ήταν τουλάχιστον πενήντα άντρες και τα άλο-
γά τους κάλπαζαν με ταχύτητα. Οι αναβάτες φορούσαν μαύρα δερ-
μάτινα χιτώνια και ήταν οπλισμένοι με ξίφη και ασπίδες. Η εμπρο-
σθοφυλακή κρατούσε το λάβαρο που δήλωνε περήφανα την ταυτό-
τητά τους: ένα μεγάλο αρπακτικό πουλί με απλωμένα τα γαμψά του
νύχια.
«Στάσου!» Το χέρι της Νελ έτρεμε κι ένα αβέβαιο χαμόγελο σχημα-
τίστηκε στα χείλη της. «Δεν είναι οι άντρες του Μέρντο. Μας λυπή-
θηκε ο Θεός, είναι οι άντρες του Γκλενγκάρον».
Μη τολμώντας να ελπίσει, η Ίζαμπελ προσπάθησε να τους διακρί-
νει. «Είσαι σίγουρη;»
«Κοίτα το λάβαρο. Τον κόκκινο αετό δεν έχει;»
«Μα τη ζωή μου, έτσι θαρρώ». Η Ίζαμπελ έσφιξε το μανίκι της Νελ.
«Ω, Νελ! Ο Γιούαν τα κατάφερε».
Τα ποδοβολητά δυνάμωσαν. Οι μισθοφόροι είχαν δει κι εκείνοι
τους στρατιώτες, γιατί σε όλη την πλαγιά ακούγονταν φωνές που
προειδοποιούσαν για την απειλή. Το φως του ήλιου άστραφτε πάνω
στο ατσάλι. Ο Μέρντο κοίταξε προς το μέρος τους συνοφρυωμένος
για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου μόνο, αλλά αυτό ήταν αρκετό για
τον Μπαν που τον πέτυχε στα πλευρά. Ο Μέρντο βόγκηξε και οπι-
σθοχώρησε ένα-δυο βήματα, βάζοντας πάνω στην πληγή το ελεύθε-
ρο χέρι του. Ανάμεσα από τα δάχτυλά του έτρεχε αίμα. Κοίταξε γύρω
του παγωμένος και οργισμένος, και εκτιμώντας την κατάσταση άρχι-
σε να υποχωρεί, φωνάζοντας στους άντρες του να κάνουν το ίδιο.
Κατέβηκε σκοντάφτοντας την πλαγιά ενώ δύο τοξότες πρόβαλλαν
από τα βράχια για να καλύψουν την υποχώρησή του. Βλέποντάς
τους η Ίζαμπελ φώναξε. Η φωνή της ενώθηκε με τη φωνή του Μπαν
που προειδοποιούσε κι εκείνος τους άντρες του. Ο Ντέιβι έσκυψε
γρήγορα, αλλά ο Τζοκ δεν πρόλαβε. Έντρομοι τον είδαν να μένει ακί-
νητος κι ύστερα, καθώς τα γόνατά του λύγισαν, να σωριάζεται στο
έδαφος με το βέλος καρφωμένο στο στήθος του Ο Μπαν έβγαλε μια
οργισμένη κραυγή και υψώνοντας το ξίφος του όρμησε στους τοξό-
τες. Ο πρώτος έπεσε. Ο δεύτερος σήκωσε το τόξο του και εκτόξευσε
ένα βέλος. Ο Μπαν ένιωσε έναν αφόρητο πόνο στον ώμο του. Ο το-
ξότης έκανε μεταβολή και κατέβηκε τρέχοντας το λόφο. Ο Μπαν τον
κοίταξε για λίγα δευτερόλεπτα και σωριάστηκε στο έδαφος. Μετά
όλα σκοτείνιασαν.
«Μπαν!» Η Ίζαμπελ έτρεξε κοντά του κι έπεσε στα γόνατα δίπλα
του πιάνοντάς του το χέρι. «Μπαν! Κοίταξέ με, σε ικετεύω».
Καμία απάντηση. Ο Μπαν ήταν ακίνητος, χλομός, το χώμα γύρω
του είχε βαφτεί κόκκινο. Έντρομη η Ίζαμπελ αναζήτησε κάποιο ση-
μάδι ζωής. Μια ανάσα, μια κίνηση, οτιδήποτε που θα έδειχνε ότι ή-
ταν ζωντανός. Δεν βρήκε κανένα.
«Όχι, Θεέ μου, σε παρακαλώ!»
Χαμηλά στην πλαγιά η κατάσταση είχε αντιστραφεί και πολλοί μι-
σθοφόροι ήταν ήδη νεκροί. Οι υπόλοιποι τρέπονταν σε άτακτη φυ-
γή. Μερικοί κάλπαζαν ήδη προς τους λόφους προσπαθώντας να ξε-
φύγουν από τους άντρες του Γκλενγκάρον που τους καταδίωκαν. Οι
υπόλοιποι στρατιώτες κατευθύνονταν προς την κορυφή του λόφου,
με επικεφαλής έναν άντρα πάνω σ' ένα μεγαλόσωμο γκρίζο άλογο.
Οι μισθοφόροι που βρίσκονταν ακόμη στην πλαγιά με τον Μέρντο
βρέθηκαν παγιδευμένοι και σκόρπισαν ανάμεσα στα βράχια. Οι ιπ-
πείς ξεπέζεψαν και τους καταδίωξαν. Η Ίζαμπελ παρακολουθούσε
σιωπηλή. Η διάσωσή τους είχε καταντήσει εφιάλτης. Ο Μπαν ήταν
νεκρός, το ίδιο και ο Τζοκ. Είχαν δώσει τη ζωή τους για χάρη της κι
εκείνη τη στιγμή η Ίζαμπελ ευχόταν με όλη της την ψυχή να είχε
σκοτωθεί στη θέση τους.
Άκουσε κάποιον να τρέχει και σηκώνοντας το βλέμμα της αντίκρι-
σε τον Γιούαν που ανηφόριζε στην πλαγιά. Εκείνος πλησίασε κοιτά-
ζοντας έντρομος το σκηνικό της σφαγής. Ύστερα είδε τα πτώματα
των συντρόφων του και άσπρισε σαν το πανί.
«Θεέ μου...» Το βλέμμα του συνάντησε το βλέμμα του Ντέιβι. «Έ-
φτασα πολύ αργά».
Ο Ντέιβι, κατάχλομος κι εκείνος, του έσφιξε τον ώμο. «Δεν φταις
εσύ».
Ο Γιούαν κούνησε το κεφάλι του και κοίταξε απελπισμένος την Ί-
ζαμπελ. «Λυπάμαι, μιλαίδη».
Προτού προλάβει να μιλήσει η Ίζαμπελ, πλησίασε προς το μέρος
τους ένας ψηλός, μελαχρινός πολεμιστής κρατώντας ένα τεράστιο
ξίφος. Η Ίζαμπελ κατάλαβε αμέσως ποιος ήταν.
Ο λόρδος του Γκλεvγκάρον στάθηκε και την κοίταξε. «Η λαίδη Ίζα-
μπελ;»
Καθώς του έγνεφε καταφατικά, η εικόνα του θρυμματίστηκε από τα
δάκρυά της. Εκείνος κοίταξε τον Ντέιβι και τον Γιούαν που στέκο-
νταν τώρα βλοσυροί πλάι στη Νελ κι ύστερα χαμήλωσε το βλέμμα
του στον ακίνητο άντρα στο έδαφος. Η έντρομη έκφρασή του έδειξε
πως τον αναγνώρισε. Μουρμουρίζοντας μια βρισιά έσπευσε κοντά
του.
«Μπαν!» Βάζοντας γρήγορα το ξίφος στη θήκη του, ο Ίαν γονάτισε,
έβγαλε τα γάντια του και ψηλάφησε το λαιμό του Μπαν. Στην αρχή
ήταν βλοσυρός, ύστερα πήρε μια βαθιά ανάσα. «Έχει σφυγμό αλλά
αδύναμο».
Η Ίζαμπελ αναθάρρησε. «Δόξα τω Θεώ!»
«Πρέπει να τον πάμε στο Νταρκ Μάουντ αμέσως». Ο λόρδος Ίαν
στράφηκε στον Ντέιβι και τον Γιούαν. «Πάρτε μερικούς άντρες να
σας βοηθήσουν και κατεβάστε τον στα άλογα μαζί με τον Τζοκ».
Εκείνοι έσπευσαν να εκτελέσουν τη διαταγή του και ο Ίαν στράφη-
κε πάλι στην Ίζαμπελ.
«Εσείς είστε καλά, μιλαίδη;»
«Ναι, άρχοντά μου. Χάρις σε σας και τον λόρδο Μπαν».
«Μακάρι να είχαμε φτάσει νωρίτερα», είπε ο Ίαν.
Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε ένας από τους στρατιώτες του
Γκλενγκάρον. «Συγγνώμη, άρχοντά μου, αλλά οι υπόλοιποι μισθοφό-
ροι το έσκασαν. Θέλετε να τους καταδιώξουμε;»
«Ναι, και να μου φέρετε τον αρχηγό τους, ζωντανό ή νεκρό».
«Ο Μέρντο τραυματίστηκε», είπε η Ίζαμπελ, «αλλά δυστυχώς όχι
αρκετά σοβαρά».
Ο λόρδος Ίαν στράφηκε στον στρατιώτη. «Αν μεταφέρουν τραυμα-
τισμένο άντρα, δεν θα μπορούν να πηγαίνουν γρήγορα. Ψάξτε καλά.
Πρέπει να τον βρούμε».
Ο άντρας έγνεψε καταφατικά κι έφυγε. Η Ίζαμπελ ένιωσε ρίγος από
το φόβο της. Ο λόρδος Ίαν το κατάλαβε και αμέσως μαλάκωσε. «Μη
φοβάστε, μιλαίδη. Θα τον βρούμε, ζωντανό ή νεκρό» .
Κατέβηκαν την πλαγιά κι έφτασαν στα άλογα. Η Ίζαμπελ κοίταζε
έντρομη τα πτώματα γύρω της. Ο αέρας μύριζε αίμα. Τον τρόμο της
διαδέχτηκαν οι τύψεις -όλοι αυτοί οι άντρες είχαν σκοτωθεί εξαιτίας
της κι ο Μπαν ήταν σοβαρά τραυματισμένος. Ένιωσε ένα ρίγος ξαφ-
νικά και το στομάχι της ανακατεύτηκε.
Ο Ίαν την κοίταξε. «Μπορείτε να ιππεύσετε, μιλαίδη;» Εκείνη έγνε-
ψε καταφατικά, ανίκανη να μιλήσει.
«Πάμε τότε», της είπε.
Κεφάλαιο 11

Αργότερα η Ίζαμπελ είχε μόνο μια θολή ανάμνηση από τη δια­


δρομή μέχρι το Νταρκ Μάουντ και μετά την άφιξη, μια συγκεχυμένη
εικόνα από άντρες, άλογα και δυνατές διαταγές καθώς μεταφέρονταν
στο κάστρο οι τραυματίες. Τέντωσε το λαιμό της προσπαθώντας να
δει τον Μπαν, αλλά ίσα που πρόλαβε καθώς τον έπαιρναν μέσα. Ύ-
στερα την οδήγησαν στη μεγάλη αίθουσα. Οι υπηρέτες έτρεχαν πά-
νω-κάτω εκτελώντας τις εντολές του λόρδου Ίαν . Η Ίζαμπελ στάθηκε
σε μια άκρη για να μην εμποδίζει. Παρά την παρουσία της Νελ, πρώ-
τη φορά στη ζωή της ένιωθε τόσο μόνη.
Τότε εμφανίστηκε μια πολύ όμορφη γυναίκα με καστανόξανθα
μαλλιά και βαθυγάλανα μάτια. Ήταν μικροκαμωμένη και σε προχω-
ρημένη εγκυμοσύνη, ωστόσο ήταν επιβλητική. Η Ίζαμπελ λιποψύχη-
σε καθώς κατάλαβε ότι πρέπει να ήταν η λαίδη Άσλιν. Έδειχνε πολύ
χλομή, γεγονός αναμενόμενο αφού ήταν τόσο δεμένη με τον Μπαν.
Πώς θα υποδεχόταν τη γυναίκα εξαιτίας της οποίας ο αδελφός της
είχε τραυματιστεί τόσο σοβαρά; Βλέποντας τη γυναίκα του να πλη-
σιάζει, ο λόρδος Ίαν προχώρησε προς το μέρος της. «Έχουμε φιλοξε-
νούμενη, αγάπη μου. Να σου συστήσω τη λαίδη Ίζαμπελ από το
Κασλμόρα» . Με την καρδιά της έτοιμη να σπάσει, η Ίζαμπελ υποκλί-
θηκε.
Η Άσλιν έγειρε το κεφάλι της ευγενικά.
«Καλώς ήλθατε, λαίδη Ίζαμπελ. Μη φοβάστε, βρίσκεστε ανάμε-
σα σε φίλους».
Το ύφος της ήταν απρόσμενα καλοσυνάτο, προκαλώντας έναν
κόμπο στο λαιμό της Ίζαμπελ, που κατάφερε τελικά να ψελλίσει μια
κατάλληλη απάντηση.
«Περάσατε μια φρικτή εμπειρία», συνέχισε η λαίδη Άσλιν.
«Ασφαλώς θα είστε εξαντλημένη».
«Μην ανησυχείτε για μένα, μιλαίδη».
«Βεβαίως ανησυχώ, γιατί ξέρω καλά τι σημαίνει να σε κυνηγούν
άνθρωποι που θέλουν το κακό σου».
Γνωρίζοντας κάποια πράγματα για την ιστορία της λαίδης, η Ίζα-
μπελ κατάλαβε ότι της έλεγε αλήθεια. Ήξερε επίσης ότι χρειαζόταν
μεγάλη ψυχική δύναμη για να αντιμετωπίσει κανείς τέτοιους κινδύ-
νους μόνος του. Και στη σκέψη αυτή, ένιωσε σεβασμό για τη λαίδη
Άσλιν.
«Αν δεν ήταν ο λόρδος Μπαν, δεν θα είχα σωθεί». Η Ίζαμπελ κοίτα-
ξε την Άσλιν στα μάτια. «Είναι... Θα γίνει καλά;»
«Είναι μαζί του οι θεραπευτές τώρα».
«Α, μάλιστα».
«Μόλις ξεκουραστείτε, θα μιλήσουμε. Σας έχουμε ετοιμάσει μια
κάμαρα. Θα σας οδηγήσει μέχρι εκεί η Μόραγκ».
***
Η κάμαρα ήταν ευρύχωρη, με όλες τις ανέσεις, κι ένα παράθυρο με
υπέροχη θέα στην κοιλάδα. Αλλά η Ίζαμπελ ούτε που την πρόσεξε. Η
Νελ την κοίταξε ανήσυχη.
«Πρέπει να ξεκουραστείς. Φαίνεσαι εξουθενωμένη». Και κάνοντας
μια παύση, πρόσθεσε: «Δεν θα βοηθήσει σε τίποτε αν αρρωστήσεις».
«Το ξέρω. Αλλά δεν μου φαίνεται σωστό να κοιμηθώ όσο ο Μπαν
κινδυνεύει».
«Βρίσκεται σε καλά χέρια. Οι θεραπευτές του Νταρκ Μάουντ φημί-
ζονται για τις ικανότητές τους».
«Παρ' όλα αυτά, φοβάμαι για κείνον. Έχει χάσει πολύ αίμα».
«Είναι μαχητής από κάθε άποψη. Νομίζω πως δεν πρόκειται να το
βάλει κάτω».
«Προσεύχομαι να έχεις δίκιο».
«Έχω δει πολλούς άντρες να μάχονται και μπορώ να ξεχωρίσω
αυτούς που ξέρουν να επιβιώνουν».
Τα λόγια της Νελ ταίριαζαν με όσα ήξερε ήδη η Ίζαμπελ για τον
Μπαν. Και γι' αυτό ένιωσε μια αμυδρή ελπίδα.
«Έχει επιβιώσει από πολλά τραύματα», είπε η Ίζαμπελ.
«Χειρότερα απ' αυτό, είμαι σίγουρη».
«Ίσως. Μακάρι να μην κάνει και πυρετό».
«Ας ανησυχήσουμε γι' αυτό όταν και αν συμβεί. Εν τω μεταξύ, εσύ
πρέπει να ξεκουραστείς».
Η Ίζαμπελ έγνεψε συμφωνώντας. Ύστερα έβγαλε το μανδύα της και
ξάπλωσε στο κρεβάτι. «Να με ξυπνήσεις αμέσως αν υπάρχουν νέα».
«Ασφαλώς» .
Η Ίζαμπελ έκλεισε τα μάτια της και προσευχήθηκε σιωπηλά για τον
Μπαν. Σε λίγα λεπτά αποκοιμήθηκε.
***
Όταν ξύπνησε ήταν βράδυ. Ο ύπνος την είχε αναζωογονήσει και
μόλις έπλυνε το πρόσωπό της και χτένισε τα μαλλιά της άρχισε να
νιώθει κάπως τον παλιό της εαυτό. Το φόρεμά της ήταν αξιοθρήνητο
μετά τις περιπέτειες των δύο τελευταίων ημερών, αλλά δεν μπορού-
σε να κάνει κάτι. Έστρωσε με τα χέρια της την μπροστινή πλευρά της
τσαλακωμένης και σκονισμένης φούστας της. Δεν της άρεσε που θα
εμφανιζόταν στους οικοδεσπότες της τόσο απρεπώς ντυμένη, αλλά
υπό αυτές τις συνθήκες, ίσως τη συγχωρούσαν. Αυτό που προείχε
τώρα ήταν να μάθει τα νέα για τον Μπαν.
Φτάνοντας στη μεγάλη αίθουσα, βρήκε τον λόρδο Ίαν με τη γυναί-
κα του και με κάποιους άλλους που δεν γνώριζε. Νιώθοντας ξαφνικά
αμηχανία κοντοστάθηκε στην πόρτα. Εκείνη τη στιγμή όμως η Άσλιν
έστρεψε το κεφάλι της και την είδε.
«Λαίδη Ίζαμπελ! Ελάτε, σας παρακαλώ, να καθίσετε».
Η Ίζαμπελ διέσχισε την αίθουσα, νιώθοντας πάνω της όλα τα
βλέμματα να την κοιτάζουν με περιέργεια. Τι να σκέφτονταν άραγε
για εκείνη; Τώρα πλέον όλοι στο Νταρκ Μάουντ Θα γνώριζαν ποια
ήταν και πώς είχε βρεθεί εκεί. Επιπλέον, θα είχαν μάθει ότι εξαιτίας
της είχε τραυματιστεί σοβαρά ο λόρδος Μπαν.
Η Άσλιν αντιλήφθηκε τη νευρικότητά της και της χαμογέλασε.
«Φαίνεστε καλύτερα, αν και είστε ακόμη πολύ χλομή».
«Καλά είμαι», αποκρίθηκε η Ίζαμπελ. «Ο λόρδος Μπαν πώς είναι;»
«Η Μεγκ τράβηξε το βέλος και σταμάτησε την αιμορραγία. Τα άλλα
του τραύματα δεν είναι τόσο βαθιά, όμως έχει χάσει πολύ αίμα. Του
χρειάζεται ανάπαυση και χρόνος για ν' αναρρώσει».
«Θα γίνει όμως εντελώς καλά, έτσι δεν είναι;»
«Προσεύχομαι στον Θεό γι' αυτό».
Η Ίζαμπελ πήρε μια κοφτή ανάσα. «Μου φέρθηκε πολύ καλά, με
βοήθησε πολύ». Δάκρυα ανέβλυσαν από τα μάτια της. «Και τώρα
κινδυνεύει να πεθάνει και φταίω εγώ γι' αυτό».
«Είμαι σίγουρη ότι δεν φταίτε εσείς», αποκρίθηκε η Άσλιν.
«Κι όμως φταίω. Αν δεν ήμουν εγώ, θα είχε γυρίσει εδώ σώος. Αυτό
έπρεπε να έχει γίνει».
«Θέλετε να μου πείτε τι συνέβη;»
Η Άσλιν πήρε διακριτικά την Ίζαμπελ παράμερα και την έβαλε να
καθίσει κοντά στο τζάκι. Ύστερα έφερε άλλη μια καρέκλα και κάθισε
κι εκείνη δίπλα της.
«Τώρα μπορείτε να μιλήσετε ελεύθερα».
Η Άσλιν άκουσε προσεκτικά την αφήγηση της Ίζαμπελ για το θάνα-
το του πατέρα της και της έδωσε συλλυπητήρια. Καθώς η κοπέλα συ-
νέχισε την αφήγησή της με τη δολοφονία του Χιου και τα όσα επα-
κολούθησαν, η Άσλιν την κοίταζε έκπληκτη και τρομοκρατημένη.
«Πολύ σατανικός άνθρωπος αυτός ο Μέρντο».
«Τον έχω ικανό για τις μεγαλύτερες φρικαλεότητες», είπε η Ίζα-
μπελ.
Για τη σχέση της με τον Μπαν δεν είπε τίποτε στην Άσλιν γιατί
ντρεπόταν πάρα πολύ. Ούτε για τον αρραβώνα τους. Αφού ο Μπαν
ήθελε να τον κρατήσει μυστικό, εκείνη δεν θα πρόδιδε την εμπιστο-
σύνη του, όσο δύσκολο κι αν της ήταν να παραμείνει σιωπηλή. Αν η
Άσλιν υποψιάστηκε ότι η Ίζαμπελ δεν της τα είπε όλα, δεν έδειξε τί-
ποτε και δεν την πίεσε για να μάθε περισσότερα. Η Ίζαμπελ της χρω-
στούσε ευγνωμοσύνη γι' αυτό, καθώς κι για την ευγενική της προ-
σπάθεια να την καθησυχάσει όσο μπορούσε.
«Ο αδελφός μου έχει γερή κράση και τεράστια θέληση. Και άλλη
φορά, τότε που είχαμε πρωτοέρθει στο Νταρκ Μάουντ, είχε φτάσει
πολύ κοντά στο θάνατο, αλλά πάλεψε και νίκησε».
«Μου ανέφερε ότι είχε τραυματιστεί τότε».
«Του αρέσει ο κίνδυνος».
Η καρδιά της Ίζαμπελ φούσκωσε από περηφάνια. «Δεν έχω ξαναδεί
πιο γενναίο άντρα και πιο ικανό ξιφομάχο» .
«Ξέρω μόνο έναν που θα μπορούσε να τον νικήσει».
«Ποιον;»
«Τον άντρα μου».
Ρίχνοντας μια ματιά στον λόρδο Ίαν στην άλλη άκρη της αίθουσας,
η Ίζαμπελ ένιωσε σίγουρη γι' αυτό. Παρ' ότι ήταν πολύ ευγενικός μα-
ζί της, εκείνη εξακολουθούσε να τον βλέπει με δέος. Δεν είχε γνωρί-
σει πιο ισχυρό και χαρισματικό άνθρωπο, εκτός βέβαια από τον
Μπαν. Σκέφτηκε πόσα του χρωστούσε, πόσα χρωστούσε και στους
δύο άντρες, κι ένιωσε ακόμη μεγαλύτερες τύψεις. Έπρεπε να προ-
σπαθήσει να επανορθώσει ή, αν δεν μπορούσε, να φανεί χρήσιμη
τουλάχιστον.
«Ο Μπαν θα χρειαστεί πολλή φροντίδα για ένα διάστημα», είπε η
Ίζαμπελ. «Θα ήθελα να βοηθήσω όσο μπορώ».
Η Άσλιν της χαμογέλασε. «Είστε πολύ καλή και σας είμαι ευγνώ-
μων. Η Μεγκ και οι βοηθοί της έχουν να φροντίσουν αρκετούς τραυ-
ματίες, κι ένα ακόμη ζευγάρι χέρια θα τις ξαλάφραινε οπωσδήποτε».
«Θα το κάνω με μεγάλη μου χαρά».
«Εγώ είμαι ετοιμόγεννη σχεδόν και δεν μπορώ να φανώ και πολύ
χρήσιμη. Κουράζομαι πολύ πιο γρήγορα απ' ό,τι παλιότερα».
Η Ίζαμπελ χαμογέλασε άκεφα. Η φουσκωμένη κοιλιά της Ασλιν
της θύμιζε τη δική της αποτυχία και ταπείνωση. «Το καταλαβαίνω.
Πείτε μου τι θέλετε να κάνω».
«Ο Θεός να σας έχει καλά. Η βοήθειά σας είναι πολύτιμη».
«Είναι το λιγότερο που μπορώ να προσφέρω ύστερα απ' ό,τι κάνα-
τε εσείς για μένα».
Αυτό ήταν μέρος μόνο της αλήθειας. Ο πραγματικός λόγος που ή-
θελε να βοηθήσει δεν ήταν επειδή ένιωθε ευγνωμοσύνη. Ήθελε να
βρίσκεται δίπλα στον Μπαν, έστω κι αν εκείνος δεν αντιλαμβανόταν
την παρουσία της.
***
Μετά την αφαίρεση του βέλους, ο Μπαν παρέμεινε αναίσθητος για
κάποιο χρονικό διάστημα, καθώς είχε χάσει δυνάμεις λόγω της αι-
μορραγίας. Η Μεγκ τον επισκεπτόταν καθημερινά για να ελέγξει τους
επιδέσμους και την πληγή του, που, ευτυχώς, δεν είχε μολυνθεί, και
για να του χορηγήσει σταγόνες παπαρούνας και κρασί ώστε ν' απα-
λύνει τον πόνο του.
«Αυτή τη στιγμή ο ύπνος είναι το καλύτερο φάρμακο για εκείνον»,
είπε η Μεγκ. «Η ανάπαυση θα βοηθήσει τις πληγές του να κλείσουν».
«Πόσος καιρός λέτε να χρειαστεί;» ρώτησε η Ίζαμπελ.
«Δύο εβδομάδες, ίσως και τρεις. Και στη συνέχεια αρκετές ακόμη
μέχρι ν' αναρρώσει πλήρως. Πάντως, ήταν τυχερός. Δύο πόντους πιο
πέρα να είχε καρφωθεί το βέλος και θα είχε τρυπήσει τον πνεύμονά
του».
Η Ίζαμπελ τρόμαξε στη σκέψη. «Ναι, ήταν τυχερός».
«Αν υπάρξει αλλαγή στην κατάστασή του, φωνάξτε με».
«Μάλιστα».
Η Μεγκ βγήκε από το δωμάτιο κλείνοντας πίσω της την πόρτα. Η
Ίζαμπελ κοίταξε τον κοιμισμένο Μπαν αβέβαιη. Στα αξύριστα μά-
γουλά του η επιδερμίδα του ήταν ακόμη χλομή, τα μάτια του βαθου-
λωμένα και με μαύρους κύκλους, τα ζυγωματικά του σκελετωμένα. Ο
ώμος και ο κορμός του καλύπτονταν από επιδέσμους.
«Μην πεθάνεις», του ψιθύρισε. «Σε παρακαλώ, μην πεθάνεις». Δεν
φοβόταν πλέον για τον εαυτό της αλλά για ένα μέλλον χωρίς τον
Μπαν.
***
Πέρασε άλλη μια βδομάδα μέχρι ο Μπαν να ανακτήσει πλήρως τις
αισθήσεις του. Αργά, σαν να έβγαινε από ένα σκοτεινό πηγάδι, κοί-
ταξε γύρω του έκπληκτος. Η κάμαρα κάτι του θύμιζε, αλλά δεν είχε
ιδέα πώς είχε βρεθεί εκεί. Οι εικόνες ήταν συγκεχυμένες στο μυαλό
του: ένας λόφος, ο ουρανός, άντρες που μονομαχούσαν. Προσπάθη-
σε ν' ανασηκωθεί κι αμέσως έκανε ένα μορφασμό καθώς ο πόνος
λόγχισε τον ώμο του.
«Μην κουνιέσαι ακόμη. Θα ξανανοίξει η πληγή σου».
Ο Μπαν έστρεψε αργά το βλέμμα του προς το μέρος της φωνής και
αντίκρισε την Άσλιν. Κατάφερε να της χαμογελάσει αχνά και του χα-
μογέλασε κι εκείνη.
«Δόξα τω Θεώ», αναφώνησε η Άσλιν. «Μας κατατρόμαξες, αδελφέ».
«Πόσον καιρό είμαι εδώ;»
Η Άσλιν τού είπε κι εκείνος συνοφρυώθηκε σκεφτικός, σαν να
προσπαθούσε να επεξεργαστεί την πληροφορία.
«Τον περισσότερο καιρό δεν είχες τις αισθήσεις σου».
«Πώς βρέθ...» Ο Μπαν διέκοψε τη φράση του καθώς ένιωσε έναν
έντονο πόνο στον ώμο. Κοίταξε τους επιδέσμους του κι άρχισε να
θυμάται κι άλλα. Συνοφρυωμένος, έσφιξε το κάλυμμα του κρεβατιού
στη γροθιά του.
«Η Ίζαμπελ! Πού είναι; Τι απέγινε η Ίζαμπελ;»
Η Άσλιν ήξερε πως δεν έπρεπε ν' αναστατώνεται και έσπευσε να
τον καθησυχάσει. «Είναι ασφαλής, αδελφέ μου. Βρίσκεται εδώ μαζί
μας».
«Είναι καλά;»
«Πολύ καλά».
«Ευτυχώς. Πολλές φορές φοβήθηκα ότι...» Διέκοψε τη φράση του
καθώς είχε κι άλλη ανάμνηση. «Ο Τζοκ είναι νεκρός».
«Ναι. Λυπάμαι πολύ».
«Η οικογένειά του;»
«Ο Ίαν επισκέφτηκε ήδη τη γυναίκα του. Θα φροντίσει και για κεί-
νη και για τα παιδιά τους».
«Ακόμη κι έτσι, ο Τζοκ θα τους λείψει σίγουρα. Κι εμένα μου λείπει.
Ήταν πιστός φίλος και γενναίος πολεμιστής».
«Ναι, ήταν».
Το σαγόνι του Μπαν σφίχτηκε. «Θα εκδικηθώ το θάνατό του, τ' ορ-
κίζομαι». Συνοφρυώθηκε καθώς έκανε άλλη μια δυσάρεστη σκέψη.
«Ο Ντέιβι και ο Γιούαν; Είναι...»
«Και οι δύο είναι πολύ καλά».
«Δόξα τω Θεώ!» Έκανε μια σύντομη παύση. «Κι εκείνος ο προδότης
ο Μέρντο;»
«Ο Ίαν έβαλε τους άντρες του να τον βρουν, αλλά δεν τα κατάφε-
ραν».
«Να πάρει! Όσο ζει αυτό το γουρούνι, θ' αποτελεί απειλή».
«Οι άντρες του αποδεκατίστηκαν κι εκείνος τραυματίστηκε», είπε η
Άσλιν. «Δεν θα είναι τόσο επικίνδυνος πια».
«Δεν τον ξέρεις, Ας. Είναι επίμονος όταν βάζει ένα στόχο και δεν
τον νοιάζει πώς θα τον πετύχει. Τώρα θέλει την Ίζαμπελ, άρα εκείνη
εξακολουθεί να κινδυνεύει».
Η Άσλιν ήθελε να τον ρωτήσει πολλά σχετικά με αυτό το θέμα, αλ-
λά ήξερε ότι ήταν πολύ νωρίς ακόμη. Ο Μπαν φαινόταν ήδη εξα-
ντλημένος.
«Η Ίζαμπελ είναι ασφαλής», είπε η Άσλιν. «Αποκλείεται να την
πλησιάσει εδώ. Εντωμεταξύ, εσύ προσπάθησε να κοιμηθείς».
Ο Μπαν δεν έφερε αντίρρηση, κι αυτό έδειχνε πόσο ευάλωτος ή-
ταν. «Θα έρθεις να με δεις αργότερα;»
«Εννοείται».
Η πόρτα έκλεισε μαλακά πίσω της. Ο Μπαν έκλεισε τα μάτια του.
Αμέσως ήρθε στο μυαλό του η εικόνα της Ίζαμπελ. Ευτυχώς εκείνη
ήταν ασφαλής. Πάλι καλά. Η Ίζαμπελ βρίσκεται εδώ... μέσα σ 'αυτούς
τους τοίχους. Αυτό τον γέμισε αντιφατικά συναισθήματα: ανακούφι-
ση, ελπίδα, πόνο. Για χάρη της ο ίδιος είχε διακινδυνέψει και είχε
χάσει τη ζωή ενός φίλου του. 'Η μάλλον είχε διακινδυνέψει και είχε
χάσει τη ζωή ενός φίλου του για τις δικές του φιλοδοξίες, τις δικές
του επιθυμίες. Η Άσλιν δεν είχε αναφέρει τίποτε για τον αρραβώνα
του και ήταν βέβαιος ότι θα το είχε κάνει αν είχε μάθει γι' αυτόν. Άρα
η Ίζαμπελ δεν της είχε πει τίποτε. Ο Μπαν απόρησε, γιατί θα τη συ-
νέφερε να έχει ενημερώσει την αδελφή του. Γιατί δεν το είχε κάνει;
Οι περισσότερες γυναίκες στη θέση της αυτό θα έκαναν. Ενώ εκείνος
συνέχιζε να κρατά μυστική τη σχέση τους παρ' όλο που ήξερε ότι
αυτό τη δυσαρεστούσε. Ένιωσε ντροπή και τύψεις για τη στάση του.
Φαντάστηκε την αντίδραση της Άσλιν. Θα του ζητούσε να βάλει
αμέσως τέλος σε αυτή την κατάσταση, απαιτώντας να αναγνωρίσει
την Ίζαμπελ ως αρραβωνιαστικιά του. Η αδελφή του δεν θα ενέκρινε
ποτέ την κρυφή τους σχέση, ούτε, όπως υποψιαζόταν ο Μπαν, και
για χάρη ενός απογόνου. Αφότου κινδύνεψε η ίδια να χάσει τη ζωή
της σ' εκείνο το ποτάμι, η Άσλιν είχε γίνει πολύ προστατευτική με
όσους θεωρούσε ευάλωτους. Και η Ίζαμπελ ήταν απελπιστικά ευά-
λωτη. Τίποτε δεν έχει αλλάξει. Η συμφωνία μας ισχύει. Πόσο επιπό-
λαια του φαίνονταν πλέον τα λόγια του! Ξαφνικά πολλά είχαν αλλά-
ξει, περιπλέκοντας την κατάσταση περισσότερο απ' όσο μπορούσε
να φανταστεί ποτέ. Ακόμη και τα αισθήματά του ήταν περίπλοκα -
συναισθήματα πρωτόγνωρα και ανησυχητικά. Δεν είχε παρόμοια ε-
μπειρία στο παρελθόν, τίποτε που θα μπορούσε να τον βοηθήσει να
βρει το δρόμο του. Και γι' αυτό, δεν ένιωθε καθόλου αισιόδοξος.
Κεφάλαιο 12

Την επόμενη φορά που ξύπνησε ένιωθε λίγο καλύτερα, το μυαλό


του ήταν πιο καθαρό. Γυρίζοντας το κεφάλι του είδε μια γυναίκα να
στέκεται όρθια δίπλα στο παράθυρο. Του είχε στραμμένη την πλάτη
και το απογευματινό φως του ήλιου διέγραφε το περίγραμμα της σι-
λουέτας της. Το φόρεμά της ήταν οικείο.
«Άσλιν; Μπορώ να έχω λίγο νερό;»
Στο άκουσμα της φωνής του η γυναίκα στράφηκε απότομα προς το
μέρος του και η καρδιά του χτύπησε δυνατά μόλις την αναγνώρισε.
«Ίζαμπελ ... Τι κάνεις εδώ;»
«Η λαίδη Άσλιν ξεκουράζεται, γι' αυτό ήρθα να καθίσω εγώ μαζί
σου για λίγο».
«Α, μάλιστα».
Για ένα-δυο λεπτά κοιτάχτηκαν σιωπηλοί. Ο Μπαν συνειδητοποίη-
σε ότι η Ίζαμπελ φορούσε ένα από τα φορέματα της αδελφής του -
εκείνο που ήταν πράσινο σαν το δάσος. Θα της το είχε δανείσει μάλ-
λον η Άσλιν. Το χρώμα της ταίριαζε πολύ.
Η Ίζαμπελ έστρεψε το βλέμμα της. «Πάω να σου φέρω νερό» . Ο
Μπαν την κοίταζε καθώς διέσχισε το δωμάτιο μέχρι το τραπέζι κι
έβαλε νερό από την κανάτα σ' ένα κύπελλο. Ύστερα γύρισε κοντά του
και κάθισε προσεκτικά στην άκρη του κρεβατιού. Έγειρε προς το μέ-
ρος του και τότε ο Μπαν μύρισε ένα ανεπαίσθητο άρωμα λεβάντας
που αναδυόταν από το φόρεμά της. Τον ξάφνιασε και τον αναστά-
τωσε όσο και η παρουσία της. Η Ίζαμπελ κράτησε το κύπελλο στα
χείλη του κι εκείνος, για να κρύψει τη σύγχυσή του, ήπιε λίγο νερό.
Αυτό του έδωσε χρόνο για να συνέλθει.
«Ευχαριστώ».
Η Ίζαμπελ σηκώθηκε και πλησίασε πάλι στο τραπέζι για ν' αφήσει
το κύπελλο. «Φαίνεσαι λίγο καλύτερα σήμερα».
Ο Μπαν μόρφασε. «Σήμερα; Έχεις έρθει κι άλλη φορά;»
«Αρκετές».
Στη σκέψη ότι η Ίζαμπελ είχε ξαναβρεθεί στο προσκεφάλι του και
τον είχε δει να κοιμάται, ο Μπαν ένιωσε άβολα, αν και όχι δυσάρε-
στα.
«Ήθελα να βοηθήσω», συνέχισε η Ίζαμπελ , «και ήταν το λιγότερο
που μπορούσα να κάνω -δεδομένων των συνθηκών» .
«Σ' ευχαριστώ για τη φροντίδα».
«Εγώ θα έπρεπε να σ' ευχαριστήσω»«, είπε εκείνη.
«Δεν θέλω την ευγνωμοσύνη σου, Ίζαμπελ».
Χωρίς να το θέλει, της μίλησε απότομα και η Ίζαμπελ χαμήλωσε
γρήγορα το βλέμμα της. Ο Μπαν βλαστήμησε από μέσα του για τον
τρόπο του. «Αυτό που ήθελα να πω είναι ότι δεν μου χρωστάς τίπο-
τα».
«Αυτό δεν είναι αλήθεια και το ξέρουμε κι οι δύο. Αν δεν ήμουν
εγώ, τίποτε απ' όλα αυτά δεν θα είχε συμβεί»«.
«Δεν υπάρχει λόγος να νιώθεις τύψεις. Μόνος υπαίτιος είναι ο
Μέρντο».
Το όνομα του Μέρντο ανάμεσά τους, πικρό και αηδιαστικό, προκά-
λεσε δυσάρεστες αναμνήσεις. Η Ίζαμπελ έκανε ένα μορφασμό. «Ελπί-
ζω να πέθανε από το τραύμα του. Θα είναι καλή εκδίκηση για τη δο-
λοφονία του αδελφού μου».
«Πράγματι, αν και ήλπιζα να τον σκοτώσω εγώ ο ίδιος με τα χέρια
μου».
«Όσο πιο σύντομα πεθάνει τόσο το καλύτερο. Αλλιώς θα μπει ανά-
μεσά σας και μία αιματηρή βεντέτα».
«Αιματηρή βεντέτα;»
«Σκόπευε να πάρει πίσω την προίκα μου από τους Νιλ».
«Α...»
«Κι εφόσον εκείνοι δεν δέχονταν να την επιστρέψουν, θα γινόταν
σφαγή».
«Πράγματι».
Η Ίζαμπελ κούνησε το κεφάλι της. «Δεν θα ήθελα να σκοτωθεί κα-
νείς γι' αυτόν το λόγο, ούτε καν ο Άλιστερ Νιλ».
Ο Μπαν έσμιξε απορημένος τα φρύδια του. «Συγγνώμη, αλλά δεν
είμαι σίγουρος ότι σε καταλαβαίνω».
«Η αλήθεια είναι ότι ο Άλιστερ κι εγώ δεν αγαπιόμασταν».
Ο Μπαν δεν περίμενε ν' ακούσει κάτι τέτοιο και ανακεφαλαίωσε
νοερά τα προηγούμενα συμπεράσματά του. «Αυτό μπορεί ν' άλλαζε
με τον καιρό».
«Δεν θα άλλαζε, όσος καιρός και να περνούσε. Ο μακαρίτης ο ά-
ντρας μου ήταν βάναυσος. Παρ' όλο που δεν θα επιδίωκα το θάνατο
του, δεν μπορώ να πω ότι μου λείπει κιόλας».
Ο Μπαν έμεινε για λίγο σιωπηλός προσπαθώντας να αφομοιώσει
τα νέα στοιχεία. Ύστερα θυμήθηκε μια άλλη κουβέντα της. Δεν υπάρ-
χει απόλαυση για μια γυναίκα στο συζυγικό κρεβάτι. Ξαφνικά κατά-
λαβε περισσότερα. Γι' αυτό η Ίζαμπελ δεν ήθελε να τον αρραβωνια-
στεί; Φοβόταν πως θα της έκανε κι εκείνος κακό; Η ιδέα του προκά-
λεσε φρίκη -έπρεπε να μάθει περισσότερα.
«Ο πατέρας σου το ήξερε όταν συμφώνησε το γάμο σας;»
«Όχι, δεν πιστεύω ότι το ήξερε». Η Ίζαμπελ αναστέναξε.
«Φαινόταν ελκυστικός σύζυγος από κάθε άποψη. Φέρω κι εγώ ευ-
θύνη, γιατί κι εγώ έτσι τον έβλεπα».
«Δεν είσαι η πρώτη που κάνει τέτοιο λάθος και, φαντάζομαι, ούτε η
τελευταία».
«Μιλάς γενικά ή ειδικά;»
Ο Μπαν δίστασε. «Κάποτε ερωτεύτηκα ένα όμορφο πρόσωπο, αλλά
μου πήρε καιρό ν' ανακαλύψω τι κρυβόταν κάτω από την επιφάνει-
α». Χαμογέλασε πικρά. «Ήμουν πολύ πιο νέος τότε».
«Πώς την έλεγαν;»
«Μπίατρις».
Ο Μπαν μετακινήθηκε λίγο κι αμέσως έκανε ένα μορφασμό πόνου
καθώς ένιωσε μια σουβλιά στον ώμο του. Μια εικόνα ήρθε στο μυα-
λό του, που τον μετέφερε πίσω τέσσερα χρόνια σ' ένα λασπωμένο
έδαφος όπου τέσσερις άντρες τον χτυπούσαν με γροθιές και κλο-
τσιές για τη θρασύτητά του.
Η Ίζαμπελ τον κοίταξε επίμονα. «Σε πλήγωσε, έτσι δεν είναι; Δεν
ήταν ο σωματικός πόνος που τον είχε σημαδέψει. Οι πληγές στο σώ-
μα του είχαν επουλωθεί -στην ψυχή του όμως όχι. Στην καλύτερη
περίπτωση, τις είχε κρύψει βαθιά.
«Έχουν περάσει πολλά χρόνια κι έχει πάψει εδώ και καιρό να έχει
σημασία».
«Αφού το λες».
Ο Μπαν έστρεψε αλλού το βλέμμα του.«Αν δεν σε πειράζει, θα ή-
θελα να κοιμηθώ λίγο».
«Φυσικά».
«Δεν είναι ανάγκη να μείνεις. Είμαι σίγουρος ότι έχεις καλύτερα
πράγματα να κάνεις από το να με νταντεύεις».
Και με τα λόγια αυτά έκλεισε τα μάτια του δίνοντας τέλος στη συ-
ζήτησή τους. Η Ίζαμπελ δεν έκανε καμιά προσπάθεια να παραμείνει.
Ο Μπαν την άκουσε ν' απομακρύνεται και ύστερα η πόρτα άνοιξε κι
έκλεισε. Ήταν μόνος του. Κανονικά θα έπρεπε να νιώσει ανακούφιση,
αλλά αυτό που ένιωσε ήταν στέρηση.
***
Η Ίζαμπελ δεν επέστρεψε στην κάμαρά της, αλλά ανέβηκε τα σκα-
λιά που οδηγούσαν στην κορυφή του κάστρου. Στο τέλος του δια-
δρόμου, μια μικρή πόρτα έβγαζε σε μια ταράτσα που είχε θέα την
κοιλάδα και τους λόφους πέρα από αυτήν. Ήταν ένα μέρος όπου
μπορούσε να μείνει μόνη της και το είχε ανακαλύψει τυχαία λίγο με-
τά την άφιξή της στο Νταρκ Μάουντ. Κι εκείνη τη στιγμή είχε ανάγκη
να μείνει μόνη της. Έγειρε απαρηγόρητη πάνω στη ζεστή πέτρα του
προμαχώνα προσπαθώντας να μη σκέφτεται τον Μπαν. Της είχε ξε-
καθαρίσει ότι δεν ήθελε τη συντροφιά της. Μετά την εμπειρία της
από τον πρώτο της γάμο, έπρεπε να είναι καλύτερα προετοιμασμένη
για την απόρριψή του. Τελικά όμως την πονούσε περισσότερο κι από
τους ξυλοδαρμούς που είχε βιώσει.
Αναστέναξε. Πώς ήταν δυνατόν κάποιες γυναίκες να έχουν έμφυτη
την ικανότητα να ικανοποιούν έναν άντρα κι εκείνη να μηv την έχει;
Ο καθρέφτης της έλεγε ότι δεν ήταν άσχημη, όμως η ομορφιά δεν
ήταν αρκετή. Ο Άλιστερ την έβρισκε ελκυστική, αλλά εκείνη ποτέ δεν
κατάφερε ουσιαστικά να τον ικανοποιήσει. Ο Μπαν την έβρισκε αρ-
κετά ελκυστική για να ζητήσει να την αρραβωνιαστεί και να πλαγιά-
σει μαζί της, μέχρι και να τη σώσει, αλλά δεν την αγαπούσε. Τη θεω-
ρούσε ιδιοκτησία του, όπως το άλογο και το ξίφος του. Κανένας δεν
μπορεί να μου πάρει ό,τι μου ανήκει. Είχε τραυματιστεί και είχε χάσει
ένα φίλο του εξαιτίας της. Δεν θα της έκανε εντύπωση αν την κατη-
γορούσε. Ο αρραβώνας του μαζί της όχι μόνο δεν του πρόσφερε ι-
κανοποίηση, όπως ήλπιζε η Ίζαμπελ , αλλά τον άφησε με τις χειρότε-
ρες αναμνήσεις. Η μοναδική της παρηγοριά σ' αυτό το θλιβερό
μπέρδεμα ήταν ότι ο Μπαν είχε αρχίσει να αναρρώνει και, αν είχε
συμβάλλει κι η ίδια σ' αυτό, τότε άξιζε τον κόπο. Ο Μπαν είχε διαφύ-
γει πλέον τον κίνδυνο και δεν θα χρειαζόταν την εντατική περιποίη-
ση που είχε ανάγκη μέχρι τώρα. Δεν είχε νόημα να τον επισκεφτεί
ξανά στην κάμαρά του. Για το καλό και των δυο τους ήταν προτιμό-
τερο να μείνει μακριά του.
***
Τις επόμενες τρεις μέρες η καρδιά του Μπαν χτυπούσε δυνατά κά-
θε φορά που άνοιγε η πόρτα, και κάθε φορά σφιγγόταν μόλις διαπί-
στωνε πως ο επισκέπτης του δεν ήταν η Ίζαμπελ. Τότε συνειδητο-
ποίησε ότι η Ίζαμπελ είχε πάρει πολύ βαριά τα λόγια του και δεν θα
ξαναρχόταν στην κάμαρά του. Η Άσλιν, που τον επισκεπτόταν τακτι-
κά, τον παρακολουθούσε με ανησυχία. Τα τραύματά του θεραπεύο-
νταν κι εκείνος μπορούσε πλέον να ανασηκωθεί και να φάει μόνος
του, αλλά ήταν πολύ κακοδιάθετος. Και αδικαιολόγητα οξύθυμος.
Στην αρχή η Άσλιν νόμιζε πως η αιτία ήταν ο πόνος του, αλλά όταν
τον ρώτησε αν τον πονούσαν οι πληγές του εκείνος αρνήθηκε.
«Λυπάμαι που σε βλέπω έτσι, Μπαν. Θα μου πεις τι έχεις;»
«Τίποτα δεν έχω».
«Τότε γιατί φέρεσαι σαν πληγωμένη αρκούδα;»
Το σαγόνι του σφίχτηκε. «Απλώς κουράστηκα να είμαι ξαπλωμέ-
νος, αυτό είναι όλο».
«Σύντομα θα είσαι και πάλι όρθιος».
«Ανυπομονώ».
«Κι εμείς το ίδιο», αποκρίθηκε η Άσλιν.
Ο Μπαν αναστέναξε αγανακτισμένος με τον εαυτό του, «Λυπάμαι.
Δεν θέλω να φανώ αχάριστος -ή απαισιόδοξος. Όμως έχω πολύ ε-
λεύθερο χρόνο και δεν ξέρω τι να τον κάνω».
«Καλή προσπάθεια, αδελφέ. Αν δεν σε ήξερα καλύτερα μπορεί και
να με έπειθες».
«Καλά λοιπόν. Με απασχολούν διάφορα».
«Μήπως ένα από αυτά είναι η λαίδη Ίζαμπελ;»
Ο Μπαν την κοίταξε διαπεραστικά. «Πώς σου ήρθε αυτό;»
«Για να δούμε... Εκείνη δεν έρχεται πια να σε δει. Εσύ έχεις φρικτή
διάθεση κι εκείνη έχει πέσει σε μελαγχολία». Η Άσλιν έκανε μια παύ-
ση. «Σωστά μαντεύω;»
Ο Μπαν αναστέναξε πάλι. «Το λάθος είναι δικό μου. Χωρίς να το
θέλω, της μίλησα απότομα και την πλήγωσα».
«Τότε ίσως πρέπει να της ζητήσεις συγγνώμη».
«Δεν είναι τόσο απλό».
«Είναι πάντως μια καλή αρχή».
«Να πάρει η ευχή, Ας. Λες να μην το ξέρω;»
«Και πού είναι η δυσκολία σου;»
«Φοβάμαι πως εκείνη δεν θα θέλει να μ' ακούσει».
«Μην είσαι τόσο σίγουρος γι' αυτό».
***
Η συζήτηση με την αδελφή του συνέχισε να τον απασχολεί για
ώρα και όσο τη σκεφτόταν τόσο περισσότερο εκνευριζόταν με τη
σωματική του αδυναμία. Ήξερε ότι έπρεπε να μιλήσει στην Ίζαμπελ
κι αυτό ήταν αδύνατον όσο βρισκόταν καθηλωμένος στο κρεβάτι.
Ύστερα από τέσσερις ακόμη μέρες δεν άντεξε άλλο και ανακοίνωσε
ότι είχε σκοπό να σηκωθεί.
Η Άσλιν αναστέναξε. «Υποθέτω ότι θα ήταν άσκοπο να σου πω να
περιμένεις λίγο ακόμη...»
«Ακριβώς», απάντησε ο Μπαν.
Ο ώμος του τον πονούσε ελάχιστα αν δεν κινούσε το μπράτσο του
και η πληγή στα πλευρά του είχε αφήσει μια ευδιάκριτη ουλή.
«Τότε να σε βοηθήσω να ντυθείς».
«Θέλω και να ξυριστώ».
«Γιατί δεν αφήνεις γένια όπως όλοι;»
«Γιατί με πιάνει φαγούρα και τρελαίνομαι».
«Τρελός είσαι από μόνος σου. Τα γένια δεν έχουν καμία σχέση μ'
αυτό».
Εκείνος την κοίταξε επιτιμητικά και η Άσλιν τού χαμογέλασε.
***
Χρειάστηκε αρκετή ώρα για να τον βοηθήσει να ετοιμαστεί. Ο
Μπαν την ευχαρίστησε κι ύστερα κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Στο
κατώφλι κοντοστάθηκε. Το Νταρκ Μάουντ ήταν αρκετά μεγάλο και
υπήρχαν αμέτρητα μέρη όπου θα μπορούσε να βρίσκεται η Ίζαμπελ.
Ακόμη δεν είχε δυνάμεις για να την ψάχνει παντού.
«Πού;»
«Δεν είμαι απολύτως σίγουρη, αλλά δοκίμασε στην ταράτσα». Η
ταράτσα δεν ήταν μακριά και ο Μπαν έφτασε στην πόρτα της λίγα
λεπτά αργότερα. Πήρε μια βαθιά ανάσα, την άνοιξε και βγήκε. Δεν
υπήρχε κανείς εκεί. Ο Μπαν απογοητεύτηκε και την ίδια στιγμή χά-
ρηκε που βρισκόταν πάλι στον καθαρό αέρα, ανάπνεε οξυγόνο κι έ-
νιωθε τον ήλιο στο πρόσωπό του. Προχώρησε μέχρι τους προμαχώ-
νες και, ατενίζοντας τη στενή κοιλάδα, σκέφτηκε τους άντρες που
δεν θα ξανάβλεπαν ποτέ αυτή τη θέα. Μόλις θα ήταν σε θέση να ξα-
νανέβει στο άλογό του, θα πήγαινε να επισκεφτεί τη γυναίκα του
Τζοκ. Της το χρωστούσε. Το τρίξιμο της πόρτας τον επανέφερε στην
πραγματικότητα και γύρισε να κοιτάξει πίσω του. Η καρδιά του χτύ-
πησε πιο γρήγορα μόλις αντίκρισε την Ίζαμπελ. Στην αρχή εκείνη
δεν τον αντιλήφθηκε, αλλά μόλις έκλεισε την πόρτα και σήκωσε το
βλέμμα της προς το μέρος του, έμεινε ακίνητη.
«Μπαν...» Το όνομά του συνοδεύτηκε από ένα αυθόρμητο χαμόγε-
λο. Ύστερα το χαμόγελο ξεθώριασε και η έκφρασή της έδειξε ταραχή.
«Ε... νόμιζα ότι ήσουν στο κρεβάτι»«.
«Το βρίσκω όλο και πιο κουραστικό ».
«Χαίρομαι που είσαι τόσο καλύτερα».
«Είχα τη σωστή φροντίδα, αν και φοβάμαι πως εγώ δεν ήμουν πά-
ντα καλός ασθενής».
«Η Νελ λέει ότι οι πολεμιστές σπανίως είναι».
«Έχει δίκιο. Δεν είναι στη φύση μας να μένουμε κλεισμένοι σε τέσ-
σερις τοίχους».
«Τότε σ' αφήνω ν' απολαύσεις την πολυπόθητη ελευθέρια σου». Η
Ίζαμπελ στράφηκε προς την πόρτα.
«Ίζαμπελ, μη φεύγεις». Ο τόνος της φωνής του ήταν κάτι ανάμεσα
σε προσταγή και παράκληση, ωστόσο η Ίζαμπελ κοντοστάθηκε κι ε-
κείνος πρόλαβε να την πλησιάσει. «Θέλω ναι σου μιλήσω».
Κάνοντας προσπάθεια, η Ίζαμπελ γύρισε και τον κοίταξε. «Σ' α-
κούω, άρχοντά μου».
«Αυτό που προσπαθώ να πω είναι ότι λυπάμαι για την ανάγωγη
συμπεριφορά μου τις προάλλες».
Είδε ότι εκείνη ξαφνιάστηκε, αλλά δεν του έκανε εντύπωση αν
σκεφτόταν την πρότερη συμπεριφορά του απέναντί της.
«Δεν ήσουν ο εαυτός σου», του απάντησε.
«Πράγματι, αλλά αυτό δεν αποτελεί δικαιολογία». Ο Μπαν έκανε
μια παύση. «Θα σου είχα ζητήσει νωρίτερα συγγνώμη, αλλά δεν ξα-
νάρθες».
«Νόμιζα ότι δεν ήθελες τη συντροφιά μου».
«Καταλαβαίνω γιατί είχες αυτή την εντύπωση, ωστόσο ήλπιζα να
ξανάρθεις».
«Αλήθεια;»
«Πάρα πολύ».
«Α...» Η Ίζαμπελ έκανε μια παύση. «Νόμιζα ότι...»
«Τι νόμιζες;»
«Ότι ήσουν ακόμη θυμωμένος».
«Δεν ήμουν θυμωμένος μαζί σου. Αντέδρασα υπερβολικά γιατί
μιλούσαμε για κάτι που δεν ήθελα να θυμάμαι».
«Δεν είχα πρόθεση να ξύσω παλιές πληγές».
«Το ξέρω». Ο Μπαν αναστέναξε. «Το παρελθόν έχει τη συνήθεια να
επιστρέφει και να μας στοιχειώνει».
«Νομίζω ότι εγώ δεν θα ελευθερωθώ ποτέ απ' αυτό. Από τις ανα-
μνήσεις μου και από τον Μέρντο».
«Θα τιμωρηθεί για ό,τι σου έκανε».
«Το χειρότερο που μου έκανε είναι ότι τραυμάτισε εσένα».
Ο Μπαν ανοιγόκλεισε έκπληκτος τα μάτια του. Αν και ήξερε ήδη
ότι η Ίζαμπελ ένιωθε ευγνωμοσύνη για εκείνον επειδή την είχε σώ-
σει, τα λόγια της υπονοούσαν βαθύτερα συναισθήματα. Αυτό του
δημιούργησε μια ταραχή, όπως και ο τρόπος που τον κοιτούσε εκεί-
νη τη στιγμή. Καταλάβαινε πολύ περισσότερα απ' οσα είχε πρόθεση
να του δείξει η Ίζαμπελ, αλλά αποφάσισε να προχωρήσει τη συζήτη-
ση .
«Δηλαδή θα λυπόσουν αν σκοτωνόμουν;»
«Πώς είναι δυνατόν να με ρωτάς κάτι τέτοιο;»
«Αν σκοτωνόμουν, θα ήσουν ελεύθερη».
Η Ίζαμπελ τον κοίταξε στα μάτια. «Δεν θα μπορούσα να σε ξεχάσω
τόσο εύκολα».
«Νιώθω κολακευμένος».
«Δεν ήταν κολακεία. Είμαι γυναίκα σου, Μπαν. Ό,τι κακό συμβαίνει
σε σένα, συμβαίνει και σε μένα».
Τα λόγια της τον έριξαν αμέσως σε βαθιά νερά. Ήλπιζε βέβαια πως
αν έχτιζαν στο μέλλον μια σταθερή σχέση, η Ίζαμπελ ίσως να τον α-
γαπούσε μια μέρα, αλλά υπέθετε όχι ακόμη.
«Αυτό με τιμά ειλικρινά».
«Δεν το είχα συνειδητοποιήσει μέχρι που σκέφτηκα ότι μπορεί να
πέθαινες -και να σ' έχανα για πάντα».
Το βλέμμα της εξέφραζε τα συναισθήματά της πιο ξεκάθαρα από
τα λόγια της και η καρδιά του Μπαν σκίρτησε. Η Ίζαμπελ στεκόταν
πολύ κοντά του κι εκείνος λαχταρούσε να τη σφίξει στην αγκαλιά
του. Λαχταρούσε τα χάδια, τη μυρωδιά και τη γεύση της, αλλά αν
υπάκουε στην επιθυμία του δεν θα σταματούσε μόνο σ' ένα φιλί. Και
ακόμη κι ένα φιλί θα ήταν επικίνδυνα, γιατί θα σήμαινε ότι ανταπο-
κρινόταν στα αισθήματά της. Δεν έπρεπε να υποκύψει στον πειρα-
σμό. Θα ήταν σαν να της έδινε ψεύτικη υπόσχεση, προκαταβολή για
κάτι που δεν θα μπορούσε ποτέ ίσως να της δώσει.
«Αυτό με τιμά διπλά, μιλαίδη».
Τα λόγια του ήταν ευγενικά και, όπως συνειδητοποίησε ο Μπαν,
αρκετά ειλικρινή, αλλά σίγουρα εξέφραζαν πολύ λιγότερα απ' όσα θα
ήθελε ν' ακούσει η Ίζαμπελ. Η έκφρασή της έδειχνε πολλά συναι-
σθήματα, κι ένα από αυτά ήταν πόνος. Ο Μπαν τον ένιωσε σαν μα-
χαιριά. Δεν ήθελε να την πληγώσει, αλλά καλύτερα να την πλήγωνε
λίγο τώρα παρά πολύ περισσότερο αργότερα.
Η Ίζαμπελ ανέκτησε γρήγορα την ψυχραιμία της. «Τελευταία είχα
πολύ χρόνο να σκεφτώ την κατάσταση».
«Κι εγώ το ίδιο».
«Τότε ίσως έχουμε καταλήξει στα ίδια συμπεράσματα».
«Τα οποία είναι;»
«Η προηγούμενη συμφωνία μας δεν είναι αρκετή για το Νταρκ
Μάουντ. Θέλω να ζούμε ανοιχτά ως αντρόγυνο. Το σκέφτηκα πολύ
και νομίζω ότι δεν υπάρχει ουσιαστικός λόγος για να μην αναγνωρί-
σεις τον αρραβώνα μας». Η Ίζαμπελ δίστασε.
«Αν δεν μείνω έγκυος, και πάλι θα μπορείς να με διώξεις. Ο νόμος
σε υποστηρίζει. Δεν έχεις τίποτε να χάσεις».
Θα μπορούσε να προσθέσει ότι εκείνος ποτέ δεν είχε τίποτε να
χάσει, αλλά δεν το έκανε. Θα μπορούσε επίσης να βάλει τα κλάματα
ή να τον παρακαλέσει. Αλλά ό,τι συναισθήματα και να είχε μέσα της,
τα έλεγχε απόλυτα. Ο τρόπος της ήταν ψυχρός και ο Μπαν ένιωσε
θαυμασμό και σεβασμό ταυτόχρονα. Την κοίταξε εξεταστικά υπολο-
γίζοντας την κατάσταση. Η Ίζαμπελ την είχε περιγράψει λακωνικά με
ακρίβεια και, όπως αποφάνθηκε ο Μπαν, με αξιοθαύμαστο θάρρος
αφού επισήμανε τη μειονεκτική θέση της. Και, επιπλέον, εξέφρασε
και τη δική του άποψη για το καλύτερο επόμενο βήμα. Σε αυτή την
περίπτωση τουλάχιστον, μπορούσε να της παραχωρήσει αυτό που
ήθελε. Τις έγνεψε καταφατικά. «Πολύ καλά. Θα αναγνωρίσω τον αρ-
ραβώνα μας».
«Ευχαριστώ. Είναι μεγάλη ανακούφιση που δεν θα υπάρχει πλέον
αυτή η μυστικότητα».
«Συμφωνώ». Ο Μπαν έκανε μια παύση κοιτάζοντάς τη με περιέρ-
γεια. «Θα πρέπει να ήταν μεγάλος ο πειρασμός να αποκαλύψεις τον
αρραβώνα μας κι όμως δεν το έκανες. Γιατί;»
«Ήταν μυστικό και δεν μου είχες δώσει την άδεια να το αποκαλύ-
ψω»«.
«Παρ' όλο που η σιωπή σου ήταν εις βάρος των συμφερόντων
σου;»
Τα καστανά μάτια της κοίταξαν επίμονα τα δικά του. «Τα συμφέρο-
ντά μου είναι αλληλένδετα με τα δικά σου, άρχοντά μου. Έχω υπο-
σχεθεί να τιμώ την εμπιστοσύνη σου και θα τηρήσω την υπόσχεσή
μου». Έκανε μια παύση. «Όπως μπορώ».
Η δήλωσή της του ενέπνευσε έναν παράξενο σεβασμό. Κάτω από
αυτόν υπήρχαν κι άλλα αισθήματα, αλλά ο Μπαν προτιμούσε να
μην τα αναλύσει. Πήρε το χέρι της και το έφερε στα χείλη του.
«Θα πάω να μιλήσω αμέσως στο γαμπρό μου». Υποκλίθηκε μπρο-
στά της και κάνοντας μεταβολή κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Ξαφ-
νικά σταμάτησε και κοίταξε πίσω του. «Παρεμπιπτόντως, κάνεις λά-
θος για το ότι δεν είχα να χάσω τίποτα. Είχα να χάσω πολλά».
Κεφάλαιο 13

Η Ίζαμπελ κοίταξε την πόρτα που έκλεισε πίσω του και ύστερα κα-
τέρρευσε ακουμπώντας στον πέτρινο προμαχώνα, προσπαθώντας να
βάλει σε τάξη τις μπερδεμένες σκέψεις της. Ο Μπαν είχε συμφωνήσει
πρόθυμα να την αναγνωρίσει ως αρραβωνιαστικιά του κι αυτό ήταν
τεράστια ανακούφιση. Η ιδέα ότι θα έπρεπε να συνεχίσει την κρυφή
τους σχέση στο Νταρκ Μάουντ της έφερνε τρόμο. Θα ήταν θέμα
χρόνου να τους ανακαλύψουν και οι επιπτώσεις θα ήταν τόσο δυσά-
ρεστες που δεν ήθελε καν να τις σκέφτεται. Τώρα πλέον δεν υπήρχε
τουλάχιστον αυτό το σύννεφο. Τα υπόλοιπα παρέμεναν.
Του είχε δηλώσει τα αισθήματά της όσο πιο θαρρετά τολμούσε,
αλλά ήταν ολοφάνερο ότι δεν είχε βρει ανταπόκριση. Δεν αμφέβαλλε
ότι ο Μπαν την ποθούσε και ήθελε να την κρατήσει κοντά του. Η α-
πόφασή του το επιβεβαίωνε. Αλλά ήταν μια απόφαση λογικής. Δεν
του στοίχιζε τίποτε η παραχώρηση που της έκανε. Η Ίζαμπελ τον εί-
χε μάθει αρκετά για να ξέρει ότι δεν θα της φερόταν άσχημα και θα
της έδινε ό,τι ήθελε από υλικά αγαθά. Εκείνο που δεν θα της έδινε
ποτέ ήταν η καρδιά του.
***
Ο Ίαν κοίταξε τον κουνιάδο του με φανερή έκπληξη. «Αρραβω­ νι-
ασμένοι; Από πότε;»
«Εδώ και μερικές εβδομάδες».
«Δεν το πιστεύω, κινήθηκες πολύ γρήγορα».
«Όταν δω κάτι που θέλω, το παίρνω».
«Σωστά. Άλλωστε η λαίδη σου είναι όμορφη».
«Ναι, είναι».
«Ωστόσο, μακάρι να μας το είχες πει νωρίτερα».
«Ας πούμε ότι με εμπόδισαν οι συνθήκες».
Ο Ίαν μισόκλεισε τα μάτια σαν να προσπαθούσε να μαντέψει.
«Γιατί έχω την αίσθηση ότι δεν μου τα λες όλα;»
«Γιατί όντως δεν σου τα λέω», απάντησε ο Μπαν, «αλλά προς το
παρόν, δεν πρόκειται να σου πω τίποτε άλλο».
«Εντάξει. Άλλωστε δική σου υπόθεση είναι».
«Ακριβώς».
«Όταν έφυγες για το Κασλμόρα, δεν περίμενα να εξελιχτούν τόσο
ευνοϊκά τα πράγματα», είπε ο Ίαν. «Μια ωραία γυναίκα είναι αξιοζή-
λευτο τρόπαιο, αλλά τώρα έχεις στα χέρια σου και μια τεράστια πε-
ριουσία».
«Η περιουσία δεν έγινε δική μου ακόμη».
«Θα γίνει και μάλιστα σύντομα, σ' το υπόσχομαι». Ο Ίαν τον χτύ-
πησε χαϊδευτικά στον ώμο. «Οι μέρες του σφετεριστή είναι μετρημέ-
νες».
«Πράγματι. Σκοπεύω εγώ ο ίδιος να του πάρω το κεφάλι».
«Ωραία. Θα το συζητήσουμε περισσότερο εν καιρώ. Εν τω μεταξύ,
πρέπει να πεις τα νέα και στην αδελφή σου, δε νομίζεις;»
***
Η Άσλιν άκουσε τα νέα με δυσπιστία και χαρά. Ύστερα έστειλε έναν
υπηρέτη να φέρει μια κανάτα από το καλύτερο κρασί και ζήτησε από
τον αδελφό της να πάει να φωνάξει την Ίζαμπελ.
«Αυτά τα νέα πρέπει να τα γιορτάσουμε» .
Ξέροντας ότι θα ήταν μάταιο να διαφωνήσει μαζί της, ο Μπαν ξα-
ναπήρε το δρόμο για τους προμαχώνες. Στα μισά της διαδρομής ό-
μως συνάντησε την Ίζαμπελ που ερχόταν από εκεί.
«Ευτυχώς που συναντηθήκαμε», της είπε. «Για σένα ερχόμουν. Σε
ζητάνε στη μεγάλη αίθουσα».
«Τους το είπες;»
Ο Μπαν έγνεψε καταφατικά κι ύστερα, βλέποντας την ταραχή της,
χαμογέλασε αχνά. «Μην ανησυχείς. Χάρηκαν με τα νέα».
«Ευτυχώς».
Ο Μπαν της έτεινε το μπράτσο του. «Πάμε;»
Η Ίζαμπελ το αγκάλιασε ντροπαλά και τον άφησε να την οδηγήσει
στη μεγάλη αίθουσα.
Η Άσλιν την έσφιξε στην αγκαλιά της με θέρμη. «Πολύ χαίρομαι
που θα γίνουμε αδελφές».
«Κι εγώ το ίδιο, μιλαίδη».
«Ας αφήσουμε τους τύπους. Θα με λες Άσλιν. Είσαι πλέον μέλος
της οικογένειάς μας».
«Και μάλιστα πολύ ευπρόσδεκτο», πρόσθεσε ο Ίαν. Φίλησε την Ί-
ζαμπελ στο μάγουλο και χαμογέλασε. «Το γούστο του Μπαν είναι
πολύ καλύτερο απ' όσο νόμιζα».
«Όντως», απάντησε η Άσλιν. «Αν και πίστευα ότι δεν θα έβρισκε
ποτέ την κατάλληλη γυναίκα».
Ο Μπαν ανασήκωσε το φρύδι του. «Σας το είχα πει ότι δεν ικανο-
ποιούμαι εύκολα».
«Εγγυώμαι ότι λέει την αλήθεια». Η Άσλιν γέλασε. «Χρόνια προ-
σπαθώ να τον παντρέψω».
Η Ίζαμπελ κοκκίνισε. Δεν είχε συνηθίσει να είναι το επίκεντρο θε-
τικής προσοχής, αλλά η χαρά τους φαινόταν αυθεντική κι αυτό ανα-
πτέρωσε το ηθικό της. Κοίταξε τον Μπαν. Παρ' όλο που ήξερε τους
λόγους του, ακόμη δυσκολευόταν να πιστέψει πως εκείνος είχε δε-
χτεί να δεσμευτεί μαζί της -να δηλώσει πως ήταν ο μέλλων σύζυγός
της. Ένιωθε περήφανη, παρ' όλο που επρόκειτο για καθαρή συναλ-
λαγή.
«Πότε θα γίνει ο γάμος;» ρώτησε ο Ίαν.
Η Ίζαμπελ ταράχτηκε. Αυτό δεν το περίμενε. Νόμιζε ότι θα ανακοί-
νωναν τον αρραβώνα τους και το θέμα θα έληγε εκεί. Δεν είχε σκε-
φτεί ότι οι άλλοι μπορεί να είχαν διαφορετική άποψη. Έντρομη κοί-
ταξε τον Μπαν, αλλά εκείνος δεν φαινόταν αναστατωμένος με την
ερώτηση. Αντιθέτως, απάντησε με αξιοθαύμαστη ηρεμία. «Όσο πιο
σύντομα και αθόρυβα γίνεται».
Η Άσλιν αναστέναξε. «Κι εγώ που ήλπιζα να κάνω ένα ωραίο γλέντι
με δεκάδες καλεσμένους».
«Σ' ευχαριστούμε για την ιδέα σου, αλλά δεν μας χρειάζονται με-
γαλεία».
«Έστω». Η Άσλιν κοίταξε το σύζυγό της.
«Σε τρεις μέρες, λοιπόν, θα πάτε στην εκκλησία», είπε ο Ίαν .
«Έτσι θα έχουμε χρόνο να ετοιμάσουμε το γλέντι». Ύστερα, βλέπο-
ντας την έκφραση του Μπαν, πρόσθεσε: «Μικρό γλέντι».
«Και να βρούμε τι θα φορέσει η νύφη», πρόσθεσε η Άσλιν.
Για να κρύψει τη σύγχυσή της, η Ίζαμπελ ήπιε μια μεγάλη γουλιά
κρασί. Ήταν σκούρο και δυνατό, και από μια άποψη το ίδιο επικίν-
δυνο με την κατάσταση στην οποία είχε παγιδευτεί, ασχέτως αν η ί-
δια την είχε επιδιώξει.
***
Λίγο αργότερα κατάφερε να πάρει παράμερα τον Μπαν και να του
κάνει την ερώτηση που τη βασάνιζε.
«Το περίμενες αυτό;»
«Φυσικά. Εσύ όχι;»
«Όχι».
Ο Μπαν την κοίταξε διασκεδάζοντας με τη σύγχυσή της.
«Δεν υπάρχει και μεγάλη διαφορά. Ουσιαστικά ο γάμος είναι η έ-
γκρισή τους. Και δεν τη δίνουν εύκολα, όσο και ν' αστειεύεται η α-
δελφή μου».
«Δεν μου φαίνεται παράξενο. Είσαι ο μοναδικός της αδελφός. Έτσι
θα ένιωθα κι εγώ αν ποτέ ο Χιου...» Η φωνή της έσβησε καθώς συνει-
δητοποίησε ξαφνικά τι έλεγε. «Αλλά εκείνος δεν πρόκειται, έτσι δεν
είναι;»
Η ευθυμία του Μπαν χάθηκε και δεν έβγαλε λέξη, αλλά η σιωπή
του τα είπε όλα. Η Ίζαμπελ έστρεψε γρήγορα αλλού το βλέμμα της
για να κρύψει τα δάκρυά της.
«Ο Χιου δεν θα φέρει ποτέ νύφη στο Κασλμόρα. Δεν θα δει ποτέ τα
παιδιά του να μεγαλώνουν».
«Ίζαμπελ, μην αρχίζεις, γλυκιά μου».
Το ενδιαφέρον στη φωνή του την έκανε να νιώσει στο στήθος της
ένα βάρος που την πίεζε. Προσπάθησε να πάρει ανάσα, αλλά της
βγήκε ένας πνιχτός λυγμός. Ύστερα τα δάκρυά της ξεχείλισαν.
Ντροπιασμένη, προσπάθησε χωρίς επιτυχία να τα σταματήσει.
«Συγγνώμη...»
Ο Μπαν κούνησε το κεφάλι του. «Μη ζητάς συγγνώμη. Ξέρω πώς
είναι να χάνεις την οικογένειά σου και το σπίτι σου».
Η ήρεμη συμπόνιά του την απελευθέρωσε και το φράγμα που συ-
γκρατούσε τα δάκρυά της κατέρρευσε. Οι άλλοι σώπασαν και στρά-
φηκαν προς το μέρος της με περιέργεια. Η Άσλιν σηκώθηκε από τη
θέση της κοιτάζοντας ερωτηματικά τον αδελφό της. Εκείνος, βλέπο-
ντάς την έτοιμη να έρθει κοντά τους, σήκωσε ψηλά το χέρι του γνέ-
φοντας αρνητικά. Ύστερα, οδήγησε ευγενικά και αποφασιστικά την
Ίζαμπελ έξω από την αίθουσα. Όταν έφτασαν στην κάμαρά της, εκεί-
νη σωριάστηκε στο κρεβάτι. Έμοιαζε να μην αντιλαμβάνεται την πα-
ρουσία του, βυθισμένη εντελώς στη θλίψη της, καθώς το σώμα της
τρανταζόταν από λυγμούς. Ο Μπαν δεν επιχείρησε να την ηρεμήσει,
ήξερε πως ήταν καιρός της να ξεσπάσει. Τη σκέπασε με μια κουβέρτα
και την άφησε μόνη της κλείνοντας πίσω του μαλακά την πόρτα. Ε-
πειδή δεν είχε διάθεση να επιστρέψει στην αίθουσα και να αντιμε-
τωπίσει τις ερωτήσεις που αναπόφευκτα θα του έκαναν, ανέβηκε
στην ταράτσα. Στην κοιλάδα έπεφτε το σούρουπο και ο αέρας ήταν
δροσερός και μοσχοβολούσε από τα ρείκια. Ο Μπαν τον ανάσανε με
ευγνωμοσύνη γέρνοντας πάνω στον προμαχώνα. Η θλίψη της Ίζα-
μπελ τον είχε αγγίξει βαθιά μέσα του, τον είχε συγκινήσει. Πονούσε
μ' έναν τρόπο που δεν περίμενε ποτέ να πονέσει.
***
Ήταν αργά το επόμενο πρωί, όταν η Ίζαμπελ εμφανίστηκε μπροστά
στους άλλους. Ο Μπαν μιλούσε με την Άσλιν, αλλά μόλις είδε την Ί-
ζαμπελ να μπαίνει στην αίθουσα, διέκοψε τη συζήτηση και πήγε κο-
ντά της. Ήταν χλομή, με μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια της. Τα
βλέφαρά της ήταν ακόμη πρησμένα και κόκκινα, αλλά κατά τ' άλλα
φαινόταν ήρεμη.
«Έλα, κάθισε». Ο Μπαν την οδήγησε σε μια καρέκλα κοιτάζοντας
την ανήσυχος. «Πεινάς; Θα πω να σου φέρουν φαγητό». Κοίταξε την
Άσλιν κι εκείνη έγνεψε σ' έναν υπηρέτη.
«Όχι, ευχαριστώ». Η Ίζαμπελ τον κοίταξε στα μάτια. «Θέλω να σου
πω ότι λυπάμαι για χτες. Σε ντρόπιασα» .
«Δεν χρειάζεται ν' απολογείσαι και όχι, δεν με ντρόπιασες. Απλώς
ανησύχησα».
«Δεν ήθελα να γίνω θέαμα».
«Η θλίψη έρχεται όποτε θέλει εκείνη», αποκρίθηκε ο Μπαν, «και
τότε πρέπει να βρίσκει διέξοδο».
«Ε, λοιπόν, βρήκε».
«Ναι. Το χιτώνιό μου δεν έχει στεγνώσει ακόμη».
Η Ίζαμπελ κατάφερε να χαμογελάσει αδύναμα. «Θα προσπαθήσω
να μην σου καταστρέψω άλλα».
«Δεν έπαθε και τίποτα» . Ο Μπαν σήκωσε το βλέμμα του στον υπη-
ρέτη που πλησίασε κρατώντας μια πιατέλα φαγητό και μια κανάτα
μπίρα. «Αλλά εσύ θα πάθεις αν δεν φας κάτι». Έβαλε μπίρα σ' ένα
κύπελλο και της το πρόσφερε, κι ύστερα έκοψε σε φέτες το ψωμί και
το κρέας. «Ορίστε».
Η Ίζαμπελ άρχισε να τρώει για να τον ευχαριστήσει πιο πολύ παρά
επειδή το ήθελε, αλλά μόλις τελείωσε, ένιωσε λίγο καλύτερα.
«Θέλεις να πάμε μια βόλτα έξω;» τη ρώτησε ο Μπαν. «Θα σου κάνει
καλό ο καθαρός αέρας».
«Εντάξει». Και πάλι η Ίζαμπελ συνειδητοποίησε ότι συμφώνησε όχι
επειδή θα την ωφελούσε ο καθαρός αέρας, αλλά επειδή ήθελε να εί-
ναι μαζί με τον Μπαν.
«Υπάρχει ένα καινούριο πουλάρι στους στάβλους. Θέλεις να το
δεις;»
«Πολύ».
Τα παιδιά σήκωσαν το βλέμμα από τα παιχνίδια τους και τους κοί-
ταξαν. Ύστερα ο Ρόμπερτ ρώτησε: «Να έρθουμε κι εμείς, θείε Μπαν;»
«Ναι, γιατί όχι;»
Εκείνα έβγαλαν μια κραυγή χαράς κι έτρεξαν κοντά τους. Η Ίζα-
μπελ τα παρακολουθούσε σιωπηλή και ευχαριστημένη .
Έβλεπε μια άλλη πλευρά του χαρακτήρα του Μπαν που λίγο καιρό
πριν δεν υποπτευόταν καν πως υπήρχε. Ήταν προφανές ότι αγαπού-
σε τα ανίψια του κι αυτά εκείνον.
Ο Μπαν έδειξε προς την πόρτα. «Πάμε, λαίδη Ίζαμπελ;»
***
Έφτασαν στους στάβλους λίγο αργότερα. Το πουλάρι και η μητέρα
του ήταν σ' ένα παχνί στο βάθος. Βλέποντάς το η Ίζαμπελ χαμογέλα-
σε αυθόρμητα. Ήταν θηλυκό. Με το γυαλιστερό του τρίχωμα, τα μα-
κριά και λεπτά πόδια και την κοντή ουρά έδειχνε αξιολάτρευτο. Ήταν
ακόμη πολύ ντροπαλό και δεν ξεκολλούσε από το πλευρό της μητέ-
ρας του, αλλά και περίεργο με τους νέους επισκέπτες, που τους κοί-
ταζε με τα τεράστια καστανά μάτια του.
«Δεν είναι πολύ όμορφο;» είπε ο Μπαν.
Η Ίζαμπελ έγνεψε καταφατικά. «Είναι υπέροχο».
«Γεννήθηκε χτες βράδυ».
«Τι χρώμα λες να γίνει τελικά;»
«Υποθέτω κανελί, όπως η μητέρα της. Μάλλον θα έχει και το ίδιο
μέγεθος, ίσως και λίγο μεγαλύτερο».
Ο Ρόμπερτ κοίταξε τον θείο του. «Θα μπορούμε σύντομα ν' ανέ-
βουμε πάνω του;»
Ο Μπαν έγνεψε αρνητικά.
«Όχι ακόμη. Πρέπει να μεγαλώσει και να δυναμώσει αρκετά, για
να μπορεί να μεταφέρει αναβάτη». Βλέποντας την απογοήτευση του
παιδιού πρόσθεσε: «Μέχρι τότε θα έχεις μεγαλώσει περισσότερο κι
εσύ».
«Θα έχω μεγαλώσει αρκετά για να μάθω να ξιφομαχώ;»
«Ω, σίγουρα».
Ο Ρόμπερτ έλαμψε από τη χαρά του. Ύστερα του τράβηξε την προ-
σοχή ο Τζέιμι κι άρχισαν να μιλούν μεταξύ τους. Η Ίζαμπελ κοίταξε
για λίγο τ' αγόρια και χαμογέλασε μελαγχολικά. Θεωρούσε πολύ τυ-
χερή την Άσλιν.
«Τώρα που είμαι καλύτερα, πρέπει να πάμε για ιππασία», είπε ο
Μπαν. «Θέλω να σου δείξω το υπόλοιπο Γκλενγκάρον».
«Θα ήθελα να το δω, αλλά να γίνει καλά ο ώμος σου πρώτα. Δεν
θέλω να φταίω εγώ αν αρχίσει πάλι να σε πονάει».
«Κάθε μέρα είναι και καλύτερα. Η άσκηση θα του κάνει καλό». Ο
Μπαν την κοίταξε διερευνητικά. «Φυσικά, ο ρυθμός μας θα είναι πιο
αργός απ' αυτόν που έχεις συνηθίσει εσύ, για ένα διάστημα τουλάχι-
στον».
Η Ίζαμπελ γέλασε. «Ω, μου άξιζε αυτό!»
«Ας πούμε απλώς ότι η προτίμησή σου στην ταχύτητα μου έχει
μείνει... αλησμόνητη».
«Θα συγκρατηθώ προς το παρόν». Η Ίζαμπελ ακούμπησε απαλά το
χέρι της στον τραυματισμένο ώμο του. «Διαφορετικά, Θα βρεθώ α-
ντιμέτωπη με το μένος των θεραπευτών σου».
Το άγγιγμά της ήταν ανάλαφρο και φευγαλέο, αλλά ο Μπαν ένιωσε
την καρδιά του να χτυπά πιο γρήγορα.
«Και δεν θέλεις να συμβεί αυτό, πίστεψέ με», είπε ο Μπαν.
«Διαθέτουν μια φοβερή συλλογή από δηλητήρια».
«Θα το λάβω σοβαρά υπόψη μου».
Βγήκαν από τους στάβλους και προχώρησαν προς το κάστρο ενώ
τα παιδιά προπορεύτηκαν τρέχοντας.
«Νιώθεις λίγο καλύτερα τώρα;» ρώτησε ο Μπαν.
«Πολύ καλύτερα, ευχαριστώ».
«Έζησες φρικτές στιγμές και ξεριζώθηκες κι από τον τόπο σου. Α-
ντιλαμβάνομαι ότι δεν σου είναι εύκολο».
«Πράγματι, αλλά όλοι είναι πολύ καλοί μαζί μου».
«Θυμάμαι ότι ένιωθα σαν το ψάρι έξω απ' το νερό όταν πρωτοήρ-
θα εδώ». Ο Μπαν χαμογέλασε μελαγχολικά. «Είχα αποφασίσει να
φύγω και να μπω στην υπηρεσία του βασιλιά, αλλά ύστερα ο Ίαν με
προσκάλεσε να μείνω και να ιππεύω στο πλάι του».
«Φαντάζομαι ότι δεν το μετάνιωσες ποτέ».
«Ποτέ, Τον εκτιμώ πάρα πολύ».
«Η φήμη του, ωστόσο, δεν ανταποκρίνεται απόλυτα στην πραγμα-
τικότητα», είπε η Ίζαμπελ .
«Ο γάμος τον έχει μαλακώσει κάπως, αλλά μη γελιέσαι. Εξακολου-
θεί να υπάρχει μια σιδερένια γροθιά μέσα στο βελούδινο γάντι».
Η Ίζαμπελ χαμογέλασε. «Η αδελφή σου είναι σπουδαία γυναίκα».
«Ναι. Όπως κι εσύ». Έφτασαν στην πόρτα του κάστρου και ο Μπαν
κοντοστάθηκε στη βάση της σκάλας. «Θα έλεγα ότι μοιάζετε».
Τα λόγια του πυροδότησαν μια φλόγα μέσα της. Ο Μπαν βρισκό-
ταν πολύ κοντά της και δεν υπήρχε κανένας άλλος γύρω τους. Θα τη
φιλούσε; Η Ίζαμπελ υπέφερε από πόθο, της είχε λείψει πολύ η επαφή
τους τις τελευταίες εβδομάδες.
Για ένα-δυο λεπτά εκείνος δεν έκανε καμία κίνηση και η Ίζαμπελ
απογοητεύτηκε. Ύστερα, την έπιασε αργά από τη μέση και την τρά-
βηξε κοντά του. Τα χείλη του άγγιξαν απαλά τα δικά της, διστακτικά,
διερευνητικά, ενώ σιγά σιγά έγιναν πιο επίμονα. Η Ίζαμπελ έγειρε
προς το μέρος του κλείνοντας τα μάτια της, παραδομένη στην αγκα-
λιά του, γεμάτη πόθο, απολαμβάνοντας την οικεία γεύση του και τη
μυρωδιά του. Πίεσε τα χείλη της στα δικά του και άφησε τη γλώσσα
της να εξερευνήσει το στόμα του, χωρίς να τη νοιάζει αν ο τρόπος
της ήταν τολμηρός -το μόνο που ήξερε ήταν ότι τον ποθούσε και
απαιτούσε την ανταπόκρισή του.
Κι εκείνος ανταποκρίθηκε αμέσως. Την πίεσε πάνω του και τη φί-
λησε παθιασμένα. Η Ίζαμπελ ανταπέδωσε το φιλί του με την ίδια έ-
ξαψη, τα χέρια της άρπαξαν τους γλουτούς του σφίγγοντάς τον πά-
νω της. Τον ένιωσε να σκληραίνει. Ο Μπαν τη σήκωσε στην αγκαλιά
του και τη μετέφερε σε μια μικρή αποθήκη. Έκλεισε την πόρτα πίσω
τους, την ξάπλωσε σ' ένα σωρό από γεμάτα σακιά και ξάπλωσε κι ε-
κείνος μαζί της.
Σήκωσε ψηλά τη φούστα της και γλίστρησε το χέρι του ανάμεσα
στα πόδια της, φλογίζοντας κάθε κύτταρο του κορμιού της. Λαχτα-
ρώντας να νιώσει περισσότερα, η Ίζαμπελ χαλάρωσε τους μηρούς
της για να τον διευκολύνει. Τα δάχτυλά του βρήκαν το σημείο που
ζητούσαν και το χάιδεψαν απαλά κόβοντάς της την ανάσα. Ένα ζε-
στό κύμα έβαλε φωτιά χαμηλά στην κοιλιά της και οι φλόγες ολοένα
υψώνονταν κάνοντας το κορμί της τρέμει. Τα υπέροχα χάδια του
Μπαν συνεχίστηκαν ώσπου την κατέκλυσε ένα κύμα ηδονής. Η Ίζα-
μπελ έβγαλε μια πνιχτή κραυγή, τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα από
έκπληξη.
«Ω, Θεέ μου!»
Ο Μπαν χαμογέλασε και συνέχισε. Το κορμί της άρχισε να παλλε-
ται από διαδοχικά κύματα.
«Μπαν, σε ικετεύω...» είπε η Ίζαμπελ άθελά της, καθώς στην ουσία
δεν ήξερε τι του ζητούσε. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι εκείνος κρα-
τούσε στα χέρια του το κλειδί για κάτι ασύλληπτο και μαγικό.
Ο Μπαν ξάπλωσε πάνω της, άνοιξε τα πόδια της και την έκανε δική
του. Η έξαψή της μεγάλωσε, έτρεμε ολόκληρη καθώς εκείνος άρχισε
να βυθίζεται αργά μέσα της. Ανυπόμονα η Ίζαμπελ τον αγκάλιασε με
τους μηρούς της, πιέζοντάς τον να συνεχίσει, αλλά ο Μπαν δεν ήθελε
να βιαστεί, ήθελε να παρατείνει την απόλαυση. Το κορμί της σπαρ-
ταρούσε κάτω από το δικό του, η Ίζαμπελ ένιωθε το κύμα της ηδονής
ν' απλώνεται και ν' ανεβαίνει ψηλά παίρνοντας κι εκείνη μαζί του.
Δεν ήξερε πού την πήγαινε, ήξερε μόνο ότι ήθελε να φτάσει εκεί.
Πρώτη φορά στη ζωή της ήθελε κάτι τόσο πολύ.
«Άρχοντά μου, σε ικετεύω...»
Ο Μπαν άρχισε να κινείται πιο γρήγορα, το κύμα την παρέσυρε πιο
ψηλά προς μια απόκρημνη κορυφή. Ο Μπαν έσπρωξε πιο βαθιά μέ-
σα της και η Ίζαμπελ έβγαλε μια κραυγή έκστασης καθώς το κορμί
της τινάχτηκε σαν χορδή τόξου προς το μέρος του. Η έξαψή της πα-
ρέσυρε κι εκείνον, αλλά ο Μπαν κατάφερε να συγκρατηθεί για να φέ-
ρει και την Ίζαμπελ μαζί του. Και τότε αφέθηκε, εγκαταλείποντας τον
έλεγχο και έφτασαν μαζί στην κορυφή, μ' ένα κύμα ηδονής τόσο με-
γάλο που η Ίζαμπελ νόμιζε ότι Θα πέθαινε.
«Θεέ μου!»
Ο Μπαν έκλεισε τα μάτια του λαχανιασμένος, το σώμα του γυάλιζε
από τον ιδρώτα. Ανέκαθεν τον ερέθιζε αυτή η γυναίκα, αλλά τώρα
ήταν τελείως διαφορετικά. Ποτέ δεν φανταζόταν ότι υπήρχε η ηδονή
που μόλις είχε βιώσει. Κοίταξε το πρόσωπο της και την είδε να του
χαμογελάει, τα υπέροχα μάτια της είχαν σκουρύνει από το πάθος. Το
θέαμα ήταν πολύ αισθησιακό και διεγερτικό ταυτόχρονα , και υπο-
σχόταν και συνέχεια. Κι αυτό του δημιούργησε προσμονή. Μη θέλο-
ντας να την αφήσει ακόμη, έμεινε μέσα της κρατώντας τη στην αγκα-
λιά του.
Της χαμογέλασε. «Ήταν απίστευτο».
«Ναι, ήταν». Η Ίζαμπελ σκέφτηκε ότι δεν ήταν μόνο απίστευτο, ή-
ταν απερίγραπτο. Ένιωθε συνεπαρμένη . Ποτέ δεν περίμενε κάτι τέ-
τοιο. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβε πόσο στερημένος ήταν o πρώτος
της γάμος από κάθε άποψη. Δάκρυα έτσουξαν τα μάτια της. «Σ' ευχα-
ριστώ».
Εκείνος τη φίλησε τρυφερά. «Παρακαλώ».
Κεφάλαιο 14

Η Ίζαμπελ δεν μπορούσε να ξεχάσει την αποκάλυψη αυτής της υ-


πέροχης και αυθόρμητης ερωτικής συνεύρεσης. Ήταν σαν να είχε
ξυπνήσει από βαθύ ύπνο και να βρισκόταν σ' έναν διαφορετικό κό-
σμο. Έναν κόσμο που ήθελε απεγνωσμένα να εξερευνήσει περισσό-
τερο. Και δεν μπορούσε να σταματήσει να σκέφτεται τον άντρα που
την είχε οδηγήσει εκεί. Ο Μπαν γέμιζε το μυαλό και την καρδιά της.
Μόνο τώρα, εκ των υστέρων, καταλάβαινε πόσο καλός και υπομονε-
τικός εραστής ήταν. Θα γίνει πολύ καλύτερο. Τότε δεν είχε αντιληφ-
θεί τι ακριβώς εννοούσε εκείνος. Η άγνοιά της ήταν απίστευτη. Αν ο
Άλιστερ ζούσε, δεν θα είχε γνωρίσει ποτέ τον Μπαν και δεν θα είχε
οδηγηθεί σ' αυτή την ανακάλυψη. Η καρδιά της σφίχτηκε. Δεν άντεχε
να τον χάσει. Ο Μπαν είχε δώσει νόημα στη ζωή της. Κι εκείνη ήλπι-
ζε πως μια μέρα θα την αγαπούσε και δεν θα πλάγιαζε μαζί της μόνο
από σαρκική επιθυμία.
***
Αργότερα η Ίζαμπελ συνάντησε την Άσλιν και οι δυο τους πέρασαν
μια ευχάριστη ώρα κοιτάζοντας φορέματα και συμφωνώντας τελικά
στην επιλογή ενός βελούδινου σε σκούρο μπλε χρώμα. Ευτυχώς εί-
χαν περίπου το ίδιο σώμα και θα χρειαζόταν μόνο να ξηλώσουν λίγο
το στρίφωμα επειδή η Ίζαμπελ ήταν ψηλότερη.
«Ευχαριστώ για την καλοσύνη σου», είπε η Ίζαμπελ. «Δεν βρίσκω
λόγια να σου πω πόσο πολύ την εκτιμώ».
«Χαίρομαι που σε βοηθάω. Ξέρω πώς είναι να χάνεις τα πάντα».
«Ακόμη δεν μπορώ να συνειδητοποιήσω ό,τι συνέβη».
Η Άσλιν έγνεψε συμφωνώντας. «Για μένα ήταν η πιο τρομακτική
περίοδος της ζωής μου -να βρίσκεσαι ξαφνικά χωρίς οικογένεια, χω-
ρίς φίλους, χωρίς χρήματα και χωρίς καμιά βοήθεια. Εξακολουθώ να
βλέπω εφιάλτες κατά καιρούς».
«Δεν μου κάνει εντύπωση».
«Υπήρξαν στιγμές που σκεφτόμουν... Τέλος πάντων, ξέρεις πώς εί-
ναι. Δεν χρειάζεται να σου πω». Η Άσλιν έσφιξε απαλά το μπράτσο
της Ίζαμπελ. «Χαίρομαι που ο αδελφός μου βρήκε επιτέλους τη γυ-
ναίκα που του ταιριάζει -και που εγώ απέκτησα μια αδελφή με την
οποία έχουμε τόσα κοινά».
Η Ίζαμπελ της χάρισε ένα φωτεινό χαμόγελο. Δεν ήθελε ν' απογοη-
τεύσει την Άσλιν λέγοντάς της τους πραγματικούς λόγους που την
είχε επιλέξει για σύζυγό του ο αδελφός της.
«Κι εγώ χαίρομαι».
«Παρ' όλο που ο άντρας μου είναι καλός και στοργικός, μου λείπει
η γυναικεία συντροφιά».
«Σε καταλαβαίνω. Οι άντρες βλέπουν διαφορετικά τον κόσμο».
Η Άσλιν χαμογέλασε. «Έχεις δίκιο. Μερικές φορές νομίζω ότι ανή-
κουν σ' ένα τελείως διαφορετικό είδος».
«Άρα δεν έχω μόνο εγώ αυτή την εντύπωση».
«Κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ για να επηρεάσω τους γιους μου, αλλά
είναι πλασμένοι από το ίδιο καλούπι με τον πατέρα τους». Η Άσλιν
ακούμπησε το χέρι της στην κοιλιά της. «Δεν θα με πείραζε καθόλου
αν αυτό το παιδί ήταν κορίτσι, για να εξισορροπήσει κάπως την κα-
τάσταση».
Η Ίζαμπελ προσπάθησε να μη νιώσει ζήλια. «Ελπίζω να μείνω κι
εγώ σύντομα έγκυος και να δώσω στον άντρα μου ένα γιο». Έκανε
μια παύση. «Πολλούς γιους».
«Φυσικά. Γιατί να μην του δώσεις;»
Η Ίζαμπελ προτίμησε να μην απαντήσει, γιατί η απάντηση δεν ή-
ταν απλή. «Άργησες να μείνεις έγκυος μετά το γάμο;»
«Όχι πολύ. Λίγους μήνες μόνο».
Η απάντηση της Άσλιν δημιούργησε στην Ίζαμπελ μια αίσθηση συ-
γκρατημένης αισιοδοξίας. «Μακάρι να είμαι τόσο τυχερή».
«Είμαι βέβαιη ότι δεν χρειάζεται ν' ανησυχείς γι' αυτό».
Η Ίζαμπελ ήλπιζε με όλη της την καρδιά να είχε δίκιο η Άσλιν.
***
Ο γάμος έγινε δυο μέρες αργότερα, όπως είχε προγραμματιστεί.
Για την Ίζαμπελ ήταν ένα γλυκόπικρο γεγονός. Είχε πετύχει την πο-
λυπόθητη αναγνώριση, αλλά όχι αυτό που ήθελε πάνω απ' όλα. Όταν
αντίκρισε τον Μπαν, η καρδιά της γέμισε περηφάνια και λαχτάρα,
αλλά, συλλογίστηκε θλιμμένα, εκείνος δεν ήταν διατεθειμένος να της
δώσει τίποτε περισσότερο. Τουλάχιστον της έδειχνε σεβασμό, ίσως
και συμπάθεια, κι αυτό ήταν καλύτερο από το τίποτα. Ευτυχώς, είχε
ντυθεί κατάλληλα για την περίσταση. Μακάρι να ενέκρινε την εμφά-
νισή της και ο Μπαν. Και πράγματι, εκείνος την κοιτούσε εντυπω-
σιασμένος. Η Ίζαμπελ φορούσε ένα σκούρο μπλε φόρεμα, κεντημένο
στο λαιμό και τα μανίκια, ενώ τα καστανοκόκκινα μαλλιά της ήταν
στερεωμένα ψηλά και στεφανωμένα με λουλούδια. Έμοιαζε πιο πολύ
με θεά παρά με κοινή θνητή. Καθώς την πήρε από το χέρι, εκείνη σή-
κωσε το βλέμμα της και συνάντησε το δικό του ανταποδίδοντας το
χαμόγελο. Ο Μπαν έσφιξε τα δάχτυλά της τρυφερά κι ύστερα γονά-
τισαν και οι δύο κι έδωσαν τους όρκους τους μπροστά στον ιερέα.
Όταν τελείωσαν, ο Μπαν την τράβηξε κοντά του και τη φίλησε, και η
παθιασμένη αγκαλιά του τη γέμισε υποσχέσεις για τη νύχτα που
τους περίμενε.
Ακολούθησαν οι συνηθισμένες ευχές από φίλους και καλεσμένους,
κι ύστερα επέστρεψαν στη μεγάλη αίθουσα για το γαμήλιο γλέντι. Το
δάπεδο ήταν στρωμένο με άνθη και φύλλα. Παρά τις διαβεβαιώσεις
της Άσλιν για μια μικρή γιορτή, ήταν καλεσμένο, προφανώς, όλο το
Γκλενγκάρον . Αρκετοί από τους παριστάμενους σχολίασαν την ο-
μορφιά της νύφης που έλαμπε από ευτυχία. Και ο γαμπρός όμως ή-
ταν όμορφος και δεν ξεκολλούσε το βλέμμα του από πάνω της. Κατά
τη διάρκεια του γεύματος δε, φρόντιζε για το τι θα φάει και τι θα πιει
εκείνη, σερβίροντας της ο ίδιος. Ωστόσο, η Ίζαμπελ έφαγε και ήπιε
ελάχιστα, καθώς από τη μία ήταν ενθουσιασμένη με το γάμο της, από
την άλλη σκεφτόταν ότι παραλίγο να γινόταν σύζυγος του Μέρντο.
Και αυτή η σκέψη ήταν ανατριχιαστική.
«Τι σου συμβαίνει, γλυκιά μου;» Τα γαλάζια μάτια του Μπαν φανέ-
ρωναν την ανησυχία του, καθώς είχε προσέξει το φευγαλέο ρίγος
της.
«Τίποτα». Η Ίζαμπελ του χαμογέλασε συναντώντας το βλέμμα του.
«Θυμήθηκα κάτι δυσάρεστο».
«Κανείς δεν μπορεί να σε βλάψει τώρα, Ίζαμπελ. Μπορείς ν' αφή-
σεις πίσω το παρελθόν».
«Το ξέρω».
Ο Μπαν έφερε το χέρι της στα χείλη του. «Μαζί θα χτίσουμε το
μέλλον μας».
Στα μάτια του η Ίζαμπελ διάβασε την υπόσχεση και το πάθος του.
Κι ένιωσε ένα ρίγος στη σπονδυλική της στήλη. Ο Μπαν ήταν τώρα ο
άρχοντάς της. Αργότερα θα την οδηγούσε στο κρεβάτι του κι η ίδια
όφειλε να του δίνεται όποτε εκείνος το επιθυμούσε. Η σκέψη αυτή τη
γέμιζε ανυπομονησία. Οι ερωτικές συνευρέσεις τους είχαν διώξει
όλους τους φόβους της και ταυτόχρονα είχαν αποκαλύψει την αφέ-
λειά της. Από μια άποψη, της είχαν δώσει δύναμη επίσης. Ήξερε πως
ήταν ελκυστική για έναν άντρα, μπορούσε να τον διεγείρει και να τον
ικανοποιήσει, έστω και μόνο στο κρεβάτι.
Στην άλλη άκρη της αίθουσας οι μουσικοί άρχισαν να παίζουν μια
μελωδία και ο Μπαν της χαμογέλασε . «Θα χορέψετε μαζί μου, μιλαί-
δη;»
«Πολύ ευχαρίστως».
Εκείνος την πήρε από το χέρι και την οδήγησε στο κέντρο της αί-
θουσας υπό τις επευφημίες των καλεσμένων . Ο χορός ήταν αργός
και περίπλοκος: κρατούσε κοντά το ζευγάρι, αλλά επέτρεπε μόνο το
άγγιγμα των χεριών τους. Ωστόσο, κάθε άγγιγμα, κάθε βλέμμα ήταν
συναρπαστικό , τουλάχιστον για την Ίζαμπελ. Άντρες και γυναίκες
τούς κοίταζαν με φθόνο, αλλά εκείνη δεν έδινε σημασία, είχε μάτια
μόνο για τον Μπαν. Δεν περίμενε από κείνον να χορεύει τόσο καλά
και να κινείται με τόση χάρη.
«Πού έμαθες να χορεύεις;» τον ρώτησε.
«Κυρίως στο Έσλινγκφιλντ, αλλά με βοήθησε και ο Ίαν ». Η Ίζαμπελ
ξαφνιάστηκε. «Ο λόρδος Ίαν;»
«Εκπαιδεύτηκε ως ιππότης στη Γαλλία όπου διδάσκονται όλες οι
τέχνες. Κι εκείνος με τη σειρά του δίδαξε εμένα».
«Και έκανε πολύ καλή δουλειά».
«Έτσι νομίζω κι εγώ».
«Είναι όλο εκπλήξεις αυτός ο άντρας, ε;»
«Δεν μπορείς να φανταστείς».
Η Ίζαμπελ γέλασε. «Ένα ακόμη κοινό που έχετε».
«Δηλαδή τι άλλο έχουμε κοινό;» ρώτησε ο Μπαν.
«Είστε και οι δύο ωραίοι, πολεμιστές, γενναίοι...»
«Μπορώ να σ' ακούω να μου μιλάς έτσι όλη νύχτα, αλλά αν συνε-
χίσεις, φοβάμαι ότι θα πάρουν τα μυαλά μου αέρα».
«Αποκλείεται να συμβεί ποτέ αυτό σε σένα».
«Έχεις τη δύναμη να το κάνεις να μου συμβεί».
Τα μάτια της έλαμψαν. «Τώρα ποιος είναι ο κόλακας;»
«Δεν ήταν κολακεία αυτό». Ο Μπαν έριξε μια γρήγορη ματιά γύρω
του στην αίθουσα. «Όλοι οι άντρες που παρευρίσκονται εδώ θα ήθε-
λαν τώρα να βρίσκονται στη θέση μου».
Τα μάγουλά της κοκκίνισαν λίγο κι η καρδιά της χτύπησε πιο γρή-
γορα. «Εμένα μόνο ένας άντρας μ' ενδιαφέρει.
Ο Μπαν την κοίταξε στα μάτια. «Θα κάνω ό,τι μπορώ για να διατη-
ρήσω αμείωτο αυτό το ενδιαφέρον».
***
Ο χορός συνεχίστηκε μέχρι αργά το βράδυ. Πολλοί άντρες ζήτη-
σαν από την Ίζαμπελ να χορέψει μαζί τους κι εκείνη άφηνε να την
οδηγήσουν στο κέντρο της αίθουσας, πρόθυμη να μιλήσει μαζί τους
και να φανεί ευχάριστη, αλλά χαμογελούσε μόνο στον Μπαν. Άλλοι
τόσοι την κοιτούσαν με επιδοκιμασία και θαυμασμό, αλλά εκείνη,
ακόμη κι αν το αντιλαμβανόταν, δεν έδειχνε να το προσέχει. Ο Μπαν
το παρατήρησε και χάρηκε. Του άρεσε που οι άλλοι άντρες θαύμαζαν
τη γυναίκα του, αλλά μέχρι εκεί -η Ίζαμπελ ήταν δική του. Όταν τη
γνώρισε, συνειδητοποίησε πως ήταν κτητικός. Ο νους του έτρεξε στη
στιγμή που θα αποσύρονταν στην κάμαρά τους. Του φαινόταν πως
είχαν περάσει αιώνες από την τελευταία τους φορά. Οι συνευρέσεις
τους αντί να σβήνουν τον πόθο του, τον έκαναν να μεγαλώνει, και ο
Μπαν ανυπομονούσε να βρεθεί μόνος μαζί της. Και μόνο η σκέψη
τον διέγειρε. Συνειδητοποίησε ότι δεν ένιωθε μόνο σαρκική έλξη για
εκείνη. Με τον καιρό τού είχαν δημιουργηθεί συναισθήματα που δεν
μπορούσε να τα προσδιορίσει. Το μόνο που ήξερε με βεβαιότητα
ήταν ότι ήθελε να περάσει τη ζωή του μαζί της. Να κάνει παιδιά μαζί
της, αν ήθελε ο Θεός. Το τελευταίο ήταν ένα ρίσκο, αλλά δεν μετά-
νιωνε πλέον που το είχε πάρει.
***
Πολύ αργότερα, όταν τελείωσε το γλέντι, η Ίζαμπελ αποσύρθηκε
στην κρεβατοκάμαρα που θα μοιραζόταν με το σύζυγό της. Η Νελ τη
βοήθησε να γδυθεί και να βουρτσίσει τα μαλλιά της. Στην άλλη άκρη
της κάμαρας, το μεγάλο κρεβάτι περίμενε στρωμένο με καθαρά σε-
ντόνια και στολισμένο με βότανα και άνθη. Η νύχτα ήταν βελούδινη
και ζεστή, κεντημένη με χιλιάδες αστέρια, ιδανική για μια ρομαντική
σχέση, για αγάπη. Η Ίζαμπελ δαγκώθηκε. Ο Μπαν δεν είχε χρησιμο-
ποιήσει ποτέ αυτή τη λέξη, ούτε και θα τη χρησιμοποιούσε. Της το
είχε ήδη δηλώσει. Δεν της έμενε παρά να ελπίζει ότι η δική της αγά-
πη θα έφτανε και για τους δυο τους. Εκείνος είχε δείξει υπομονή μα-
ζί της με πολλούς τρόπους. Είχε κινδυνέψει για χάρη της κα της είχε
δώσει την αναγνώριση που λαχταρούσε. Ήταν σειρά της να του δώ-
σει κι εκείνη κάτι, κάνοντας ό,τι μπορούσε για το καλό του γάμου
τους. Παρ' όλο που ο πρώτος της γάμος ήταν καταστροφή, της είχε
μάθει αρκετά πράγματα και ήλπιζε να της φαίνονταν χρήσιμα.
Οι σκέψεις που ακολούθησαν ήταν αμαρτωλές. Χαμογέλασε μόνη
της συνειδητοποιώντας ότι είχε αλλάξει ο τρόπος σκέψης της χωρίς
καν να το αντιληφθεί. Αυτό που την απασχολούσε πλεον δεν ήταν
μόνο να φροντίζει εκείνον και το σπίτι τους, αλλά να κατακτήσει την
καρδιά του. Και αυτό δεν θα ήταν ένα εύκολο εγχείρημα, καθώς η
καρδιά του προστατευόταν από μια συναισθηματική πανοπλία που
είχε σφυρηλατηθεί από τη θλίψη την απώλεια και τον πόλεμο. Η ίδια
όμως ήθελε να πιστεύει ότι θα κατάφερνε να βρει έναν τρόπο...
Από τις σκέψεις της την έβγαλε ο ήχος από αντρικά γέλια και φω-
νές. Οι φωνές πλησίασαν και στο διάδρομο απέξω ακούστηκαν βή-
ματα. Η καρδιά της αναπήδησε. Της έφερναν τον άντρα της. Η πόρτα
άνοιξε διάπλατα και μπήκαν μέσα οι άντρες κουβαλώντας στους ώ-
μους τους τον Μπαν. Τον άφησαν στα πόδια του κρεβατιού, με πει-
ράγματα και τρανταχτά γέλια, γλυκοκοιτάζοντας τη νύφη.
Ο Μπαν τα υπέμεινε όλα ευδιάθετος και ύστερα τους έδειξε την
πόρτα καθώς δεν άντεχε άλλο μακριά από τη γυναίκα του. Μόλις
βγήκε και ο τελευταίος από τους συντρόφους του, εκείνος έκλεισε
και κλείδωσε την πόρτα, κι έπειτα στράφηκε στην Ίζαμπελ. Προφα-
νώς το θέαμα του άρεσε, γιατί τα μάτια του έλαμψαν.
Εκείνη παρέμεινε ακίνητη και περίμενε κοιτάζοντάς τον. Η καρδιά
της χτυπούσε τόσο δυνατά που ήταν βέβαιη πως ο Μπαν θα την ά-
κουγε. Εκείνος έβγαλε αργά τα ρούχα του αποκαλύπτοντας το γερο-
δεμένο σώμα του χωρίς να πάρει το βλέμμα του από πάνω της ούτε
στιγμή. Η καρδιά της φούσκωσε από περηφάνια στη σκέψη ότι ο κό-
σμος ήξερε πως ο άντρας που είχε μπροστά της ήταν ο σύζυγός της.
Ο Μπαν της χαμογέλασε. «Είσαι τόσο όμορφη».
Άπλωσε το χέρι του και την τράβηξε κοντά του, τα χείλη του πήραν
τα δικά της σ' ένα απαλό, αργό φιλί. Με τα δάχτυλά του ανασήκωσε
τα μαλλιά της από τον αυχένα και τους ώμους της, απολαμβάνοντας
τη μεταξένια υφή και το άρωμά τους. Η γλώσσα του σύρθηκε απαλά
στο κάτω χείλι της, κάνοντάς τη ν' ανατριχιάσει. Το στόμα της άνοιξε
στο φιλί του και η γλώσσα της συνάντησε τη δική του. Η Ίζαμπελ έ-
γειρε πάνω του κι ένιωσε τα μπράτσα του να σφίγγονται γύρω της
καθώς το φιλί τους έγινε πιο φλογερό.
«Το ονειρευόμουν αυτό όλο το βράδυ», είπε ο Μπαν.
«Κι εγώ».
«Αλήθεια ;» Τα χείλη του τη φίλησαν απαλά στο πλάι του λαιμού.
«Και τι ονειρευόσουν ακριβώς;»
Η Ίζαμπελ ρίγησε. «Ντρέπομαι να σου πω, άρχοντά μου».
«Θα είναι σκανδαλώδες». Η γλώσσα του χάιδεψε το αυτί της. Το
ρίγος της έγινε τρέμουλο. «Σχεδόν αμαρτωλό».
«Όσο πάει γίνεται και πιο ενδιαφέρον», ψιθύρισε ο Μπαν.
Τα δάχτυλά του έλυσαν την κορδέλα από το μεσοφόρι της κι εκείνο
γλίστρησε χαμηλά ξεγυμνώνοντας το στήθος της. Η γλώσσα του τα-
ξίδεψε χαμηλά στο λαιμό της φτάνοντας ως τη θηλή. Η Ίζαμπελ κύρ-
τωσε το κορμί της με κομμένη την ανάσα. Άρχισε να τον φιλά κι εκεί-
νη ανάμεσα στο λαιμό και στον ώμο. Ένιωσε τα χέρια του στη μέση
της, απαλά και ζεστά, κι ύστερα το μεσοφόρι της γλίστρησε από τους
γοφούς της και βρέθηκε στο πάτωμα.
Τα μάτια του Μπαν σκοτείνιασαν από πόθο. Το φεγγάρι έκανε την
επιδερμίδα της να ιριδίζει σαν μαργαριτάρι. Χάιδεψε με το βλέμμα
του τις αισθησιακές καμπύλες της νιώθοντας τη σάρκα του να σκλη-
ραίνει. Τα χείλη της Ίζαμπελ γλίστρησαν πιο χαμηλά, δίνοντας απα-
λά φιλιά στο στέρνο του, βάζοντας στο σώμα του φωτιά. Χωρίς να
βιάζεται, εκείνη γονάτισε μπροστά του, τα χέρια της άγγιξαν τη μέση
και τους γοφούς του. Ο Μπαν περίμενε με κομμένη την ανάσα αυτό
που θα ακολουθούσε. Η Ίζαμπελ σήκωσε το κεφάλι της και τον κοί-
ταξε μ' ένα σαγηνευτικό, σκανδαλιάρικο βλέμμα που έκανε την καρ-
διά του να χτυπήσει δυνατά. Το στόμα της έκλεισε γύρω του, η
γλώσσα της άρχισε να τον χαϊδεύει. Ο Μπαν πήρε μια βαθιά ανάσα
καθώς οι βουβώνες του συσπάστηκαν από έξαψη. Η Ίζαμπελ έκανε
πιο έντονες κινήσεις ώσπου το αίμα του έγινε λάβα. Η καρδιά του
κόντευε να σπάσει. Πέρασε τα δάχτυλά του στα μαλλιά της και την
πίεσε πάνω του. Είχε φτάσει πολύ κοντά. Κατάφερε να συγκρατηθεί
και να ξαναβρεί τη φωνή του.
«Φτάνει, γλυκιά μου, γιατί δεν θ' αντέξω».
Τα χείλη της τον άφησαν και ο Μπαν τη σήκωσε όρθια και την έρι-
ξε μαλακά στο κρεβάτι, πέφτοντας κι εκείνος μαζί της. Η Ίζαμπελ έ-
κανε να τον αγκαλιάσει, αλλά τα χέρια του την εμπόδισαν αρπάζο-
ντας τους καρπούς της, το στόμα του κόλλησε πάνω στο δικό της,
καυτό, απαιτητικό. Ο πόθος τον είχε κυριεύσει. Της άνοιξε τα πόδια
και μπήκε βαθιά μέσα της ασυγκράτητος.
Η Ίζαμπελ ένιωθε το κορμί της να φλέγεται από έξαψη, απολαμβά-
νοντας τον παράφορο έρωτα που της έκανε ο Μπαν. Η ζεστασιά στη
λεκάνη της απλωνόταν όλο και περισσότερο. Βόγκηξε από ηδονή, και
ο Μπαν άρχισε να κινείται μέσα της πιο γρήγορα, πιο άγρια, πιο κτη-
τικά, σπρώχνοντάς την αμείλικτα προς την κορυφή. Η Ίζαμπελ έβγα-
λε μια κραυγή, νομίζοντας πως θα λιποθυμήσει, το κορμί της τρα-
νταζόταν κάτω από το δικό του από κύματα ηδονής. Εκείνος αφέθη-
κε ασυγκράτητος, το σώμα του άρχισε να τρέμει από μεθυστικές αι-
σθήσεις. Τα χέρια του την κράτησαν ακίνητη, όμηρο στη βούλησή
του, κι εκείνη έκλεισε τα μάτια της παραδομένη στην ηδονική τυραν-
νία του.
Τελικά ο Μπαν τραβήχτηκε λαχανιασμένος, παραπαίοντας ανάμε-
σα στην έκπληξη και στην απόλαυση.
«Θεέ μου, αυτό δεν περιγράφεται με λόγια».
Το ίδιο σκεφτόταν και η Ίζαμπελ. Δεν φανταζόταν ποτέ ότι υπήρχε
τέτοια ηδονή. Πώς ήταν δυνατόν να υπακούει στη θέληση ενός ά-
ντρα και να το απολαμβάνει; Πώς ήταν δυνατόν να ποθεί έναν άντρα
τόσο πολύ; Χαμογέλασε και κοίταξε λοξά τον Μπαν. Το βλέμμα της
ήταν απίστευτα αισθησιακό και σκανταλιάρικο. Εκείνος το παρατή-
ρησε και χαμογέλασε .
«Πρόσεχε. Με την έκφραση που έχεις τώρα, ένα μόνο μπορεί να
συμβεί».
«Αλήθεια; Τι, άρχοντά μου;»
«Θα σου δείξω αμέσως».
Και της έδειξε αμέσως -αλλά και αργότερα.
***
Όταν η Ίζαμπελ ξύπνησε την επόμενη μέρα, ο ήλιος ήταν ήδη ψη-
λά. Τεντώθηκε νωχελικά κι ύστερα γύρισε το κεφάλι της και είδε τον
Μπαν στηριγμένο στον αγκώνα του να την κοιτάζει. Τα βλέμματά
τους συναντήθηκαν κι εκείνος της χαμογέλασε.
«Καλημέρα, γυναίκα μου».
«Καλημέρα, άντρα μου». Η Ίζαμπελ έσυρε αργά το δάχτυλό της στο
μπράτσο του κοιτάζοντας τις παλιές ουλές του. Ύστερα το δάχτυλό
της σύρθηκε δίπλα στο μπλαβί σημάδι στα πλευρά του και συνέχισε
στον ώμο που είχε τραυματιστεί από το βέλος. Εκεί υπήρχε κι άλλη
ουλή, από βαθιά πληγή προφανώς, που έφτανε μέχρι το στέρνο του.
Η Ίζαμπελ είχε δει αρκετές πληγές και κατάλαβε ότι αυτή θα είχε σί-
γουρα απειλήσει τη ζωή του. Δεν τον είχε ξαναρωτήσει, αλλά τώρα
ένιωσε την περιέργεια να μάθει.
«Πώς τραυματίστηκες εδώ;»
«Από νορμανδικό ξίφος».
«Τότε στο Έσλινγκφιλντ; »
«Ναι. Αν δεν ήταν ο Ίαν με τους άντρες του, δεν θα είχα ζήσει».
«Τότε τους χρωστώ μεγάλη ευγνωμοσύνη».
«Κι εγώ το ίδιο».
Η Ίζαμπελ φίλησε την ουλή του. Ο Μπαν την αγκάλιασε κι εκείνη
τον κοίταξε προσπαθώντας να μαντέψει τις διαθέσεις του. «Ο ήλιος
έχει ανέβει ψηλά, άντρα μου».
Το αθώο ύφος της του προκάλεσε ένα χαμόγελο. «Πράγματι, γυ-
ναίκα μου».
«Δεν είναι ώρα να σηκωθούμε;»
«Εγώ έχω ήδη σηκωθεί».
Η Ίζαμπελ χαμήλωσε το βλέμμα της και πείστηκε αμέσως.
«Η χτεσινή νύχτα δεν ήταν αρκετή για να ικανοποιήσει τη σφοδρή
επιθυμία σας, άρχοντά μου;»
«Καθόλου, όπως θα έχεις την ευκαιρία να διαπιστώσεις».
Προτού προλάβει να του απαντήσει, ο Μπαν ακινητοποίησε το
σώμα της κάτω από το δικό του και τη φίλησε με πάθος. Η Ίζαμπελ
ένιωσε την καυτή σάρκα του πάνω στο μηρό της και αμέσως μια α-
πίστευτη ζεστασιά πλημμύρισε τον πυρήνα της. Η θύμηση της προ-
ηγούμενης νύχτας τη διέγειρε ακόμη περισσότερο και τον φίλησε κι
εκείνη με το ίδιο πάθος.
Ο Μπαν την κοίταξε στα μάτια -τα δικά του ήταν σκοτεινά από τον
πόθο. «Παίζεις με τη φωτιά, γλυκιά μου».
«Είναι επικίνδυνο αυτό;»
«Ασφαλώς».
«Πώς δηλαδή;»
Ο Μπαν άρχισε να της δείχνει, με όλες τις σημαντικές λεπτομέρει-
ες. Ο ήλιος ήταν ακόμη ψηλότερα, όταν άφησαν τελικά το άδυτο της
κρεβατοκάμαράς τους.
***
Λίγη ώρα αργότερα, βγήκαν να περπατήσουν οι δυο τους στην
κοιλάδα, ακολουθώντας ένα ανηφορικό μονοπάτι που οδηγού­ σε
στην πλαγιά του λόφου. Από την κορυφή του η θέα ήταν πανοραμική
και η Ίζαμπελ την κοίταξε με δέος.
«Είναι καταπληκτικά».
«Ναι, είναι».
Κάθισαν σ' ένα βράχο για να ξεκουραστούν. Παρ' όλο που η Ίζα-
μπελ συνέχισε ν' αγναντεύει τη θέα, η προσοχή της ήταν στραμμένη
στον άντρα που καθόταν δίπλα της.
«Ανακάλυψα το μέρος τυχαία», συνέχισε ο Μπαν, «λίγο μετά που
ήρθα στο Γκλενγκάρον. Από τότε το επισκέπτομαι συχνά, όποτε θέλω
να μείνω μόνος μου».
Η Ίζαμπελ κούνησε το κεφάλι της. «Καταλαβαίνω».
«Στην αρχή ήθελα να μένω μόνος μου συνέχεια, προσπαθώντας να
συμβιβαστώ με όσα είχαν συμβεί στο Έσλινγκφιλντ. Ο Ίαν το κατα-
λάβαινε και με άφηνε ήσυχο».
«Ξέρει να διαβάζει τους ανθρώπους -γι' αυτό είναι καλός ηγέτης».
Ο Μπαν την κοίταξε έκπληκτος. «Πολύ εύστοχη παρατήρηση».
Η Ίζαμπελ χαμογέλασε. «Δεν είναι δική μου αλλά του πατέρα μου».
«Ο πατέρας σου είχε πολλές κοινές αρετές με τον Ίαν».
«Τον Άλιστερ Νιλ δεν τον διάβασε καλά όμως», είπε η Ίζαμπελ.
«Αλλιώς δεν θα επέτρεπε ποτέ το γάμο μας».
«Από ό,τι μου είχε πει ο πατέρας σου, ο άντρας σου έλειπε. συχνά
από το σπίτι. Μάλλον έφταιγε κι εκείνος που δεν έμεινες έγκυος».
«Ακόμη κι όταν ήταν στο σπίτι, οι συνευρέσεις μας ήταν.. δύσκο-
λες».
«Δύσκολες; Δηλαδή;» Αμέσως ο Μπαν δαγκώθηκε. «Συγγνώμη.
Πολύ αδιάκριτη ερώτηση».
«Δεν μπορώ να την αποφεύγω πλέον».
«Δεν είναι ανάγκη ν' απαντήσεις».
«Κι όμως είναι». Η Ίζαμπελ κοκκίνισε λίγο, αλλά είχε δεσμευτεί κι
έπρεπε να συνεχίσει. «Ο Άλιστερ δεν εκτελούσε συχνά τα συζυγικά
του καθήκοντα. Για να το κάνει... χρειαζόταν... για διεγερτικό τη βί-
α».
Ο Μπαν συνοφρυώθηκε. «Βία; Τι είδους βία;»
Η Ίζαμπελ πήρε άλλη μια βαθιά ανάσα. «Του άρεσε να με χτυπάει.
Οι κραυγές μου τον διέγειραν, καταλαβαίνεις».
Ο Μπαν καταλάβαινε. Ξαφνικά ξεδιάλυναν πολλά πράγματα κι ε-
κείνος ένιωσε αποτροπιασμό. Θεωρούσε απαράδεκτη συμπεριφο-
ρά για έναν άντρα να χτυπάει μια γυναίκα. «Λυπάμαι πολύ». Την ίδια
στιγμή που ξεστόμισε τα λόγια, συνειδητοποίησε πόσο τετριμμένα
θα πρέπει να ακούστηκαν στην Ίζαμπελ.
«Σε ένα χρόνο γάμου δεν συνέλαβα ούτε μια φορά», συνέχισε η Ί-
ζαμπελ. «Γι' αυτό με έδιωξαν οι Νιλ».
«Γιατί έριξαν όλη την ευθύνη σ' εσένα;»
«Σε τέτοιες περιπτώσεις, πάντα στη γυναίκα ρίχνουν την ευθύνη».
Ο Μπαν κατάλαβε πως δυστυχώς η Ίζαμπελ είχε δίκιο. Κι ο ίδιος
είχε αμφιβάλει για εκείνη χωρίς καν να την ακούσει. Σε κάθε ιστορία
υπήρχαν τουλάχιστον δύο πλευρές.
«Αυτά ανήκουν στο παρελθόν, γλυκιά μου».
«Αλήθεια;» Το βλέμμα της συνάντησε ανήσυχο το δικό του.
«Κι αν δεν έφταιγε μόνο εκείνος; Αν έφταιγα κι εγώ;»
«Από αυτά που μου είπες, είμαι σχεδόν βέβαιος ότι δεν έφταιγες
εσύ».
«Ωστόσο, είναι πιθανόν να έχεις παντρευτεί μια στείρα γυναίκα».
«Ίζαμπελ, υποπτεύομαι ότι οι φόβοι σου είναι αβάσιμοι».
«Δεν φαντάζεσαι πόσο πολύ προσεύχομαι να είναι έτσι. Θέλω να
γεννήσω τα παιδιά σου, Μπαν. Κι όχι να με διώξεις μια μέρα».
Το σαγόνι του σφίχτηκε. «Δεν θέλω να σε διώξω».
«Δεν θα έχεις επιλογή. Χρειάζεσαι αρσενικούς απογόνους».
«Θα τους αποκτήσουμε, είμαι βέβαιος».
«Το ίδιο είπε και ο Μέρντο».
Τα μάτια του Μπαν άστραψαν. «Αλήθεια;»
«Τι ειρωνεία! Ήταν ο μοναδικός άνθρωπος τότε που πήρε το μέρος
μου».
«Θα είχε σοβαρούς λόγους».
«Ο Μέρντο είναι πάντα καλά πληροφορημένος. Οι ιερόδουλες που
επισκεπτόταν ο Άλιστερ του είχαν πει ότι εκείνος δεν μπορούσε
να...» Η Ίζαμπελ σταμάτησε κοκκινίζοντας.
Ο Μπαν την κοίταξε επίμονα κι ύστερα ξέσπασε σε γέλια. Εκείνη
κοκκίνισε περισσότερο. «Το ζήτημα δεν είναι για γέλια».
«Με συγχωρείς, αλλά καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό». Η Ίζαμπελ
συνέχισε να τον κοιτάζει απορημένη κι εκείνος χαμογέλασε πλατιά.
«Ο πρώην άντρας σου ήταν ανίκανος».
Η Ίζαμπελ αναθάρρησε . «Δηλαδή... δεν έφταιγα εγώ;»
«Αν ο Μέρντο έχει δίκιο, οπωσδήποτε δεν έφταιγες εσύ».
«Ω, Μπαν!»
«Αυτό εξηγεί και το γεγονός ότι δεν είχε κανέναν ενδοιασμό να σε
παντρευτεί».
Η Ίζαμπελ δεν ήξερε αν έπρεπε να βάλει τα γέλια ή τα κλάματα.
«Παρ' όλο που μισώ τον Μέρντο, εύχομαι με όλη μου την καρδιά να
έχει δίκιο αυτή τη φορά». Η σκέψη πως ίσως ήταν έτσι αναπτέρωσε
το ηθικό της.
***
Προφανώς η συζήτησή τους είχε επιδράσει θετικά και στον Μπαν.
Στη διάρκεια του δείπνου ήταν στοργικός κι ευγενικός μαζί της, ως
συνήθως, αλλά φαινόταν πιο ήρεμος από άλλες φορές. Γελούσε συ-
χνότερα και συμμετείχε περισσότερο στη συζήτηση. Η Ίζαμπελ τον
παρατηρούσε χαρούμενη. Αν αυτή η εξέλιξη τον είχε χαροποιήσει
τόσο πολύ, φανταζόταν πόσο πιο πολύ θα χαιρόταν όταν εκείνη θα
έμενε έγκυος. Επέτρεψε στον εαυτό της να χρησιμοποιήσει τη λέξη
όταν, αντί αν. Χαμογελώντας μόνη της, ήπιε μια γουλιά κρασί και χα-
λάρωσε απολαμβάνοντας τη συντροφιά.
Ο Μπαν και ο λόρδος Ίαν άρχισαν ν' αφηγούνται την ιστορία ενός
μακρινού κατορθώματος, όταν κατά τη διάρκεια μιας επιδρομής
τους σ' ένα κοπάδι βοοειδών, οι δυο τους είχαν χωθεί μέσα στη λά-
σπη εξαιτίας της καταιγίδας που είχε ξεσπάσει ξαφνικά. Ο ένας έκο-
βε και ο άλλος έραβε συμπληρώνοντας τις λεπτομέρειες, συσσωρεύ-
οντας τον έναν παραλογισμό μετά τον άλλον ώσπου οι ακροατές
τους έκλαιγαν από τα γέλια. Γελούσε και η Ίζαμπελ. Η ιστορία έδει-
χνε μια άλλη πλευρά του χαρακτήρα τους. Δεν ήταν αλάθητοι παρά
την οργανωτικότητα τους και είχαν την ικανότητα να αυτοσαρκάζο-
νται. Αυτό τους έκανε πιο ελκυστικούς στα μάτια της. Ξαφνικά η Ίζα-
μπελ σκέφτηκε ότι το γέλιο συνέδεε τους άντρες το ίδιο αποτελεσμα-
τικά με τις περιπέτειες και τις νίκες που μοιράζονταν στη μάχη, και
μάντεψε ότι η κοινή ιστορία τους ήταν πολύχρωμη και ενίοτε ξεκαρ-
διστική.
Προσηλωμένη στη συζήτηση, ρουφούσε κάθε λεπτομέρεια για να
μάθει περισσότερα για τη ζωή του Μπαν. Γνωρίζοντας το παρελθόν
του θα μπορούσε να κατανοήσει καλύτερα τη συμπεριφορά του. Το
ένστικτο επιβίωσης που διέθετε ήταν ισχυρό και τον καθοδηγούσε
για χρόνια, μαθαίνοντάς τον να διαχωρίζει τα συναισθήματα από τα
γεγονότα. Ωστόσο, δεν ήταν ανίκανος να νιώσει, ν' αγαπήσει. Με την
Άσλιν και τα μικρά ανίψια του το απροσπέλαστο τείχος γκρεμιζόταν.
Άραγε υπήρχε περίπτωση να συμβεί κάποια μέρα το ίδιο και με τη
γυναίκα του;
Κεφάλαιο 15

Τώρα που ο ώμος του δυνάμωνε, ο Μπαν είχε ξεκινήσει να κάνει


ήπια άσκηση ώσπου τελικά ανέβηκε και πάλι στο άλογό του. Η πρώ-
τη διαδρομή που έκανε ήταν για να επισκεφτεί τη χήρα του Τζοκ.
Όπως το περίμενε, η συνάντηση δεν ήταν εύκολη για κανέναν από
τους δυο τους, αλλά έπρεπε να γίνει, και ο Μπαν ένιωθε ικανοποιη-
μένος.
«Ο Τζοκ θα χαιρόταν», του είπε η Ίζαμπελ, όταν τη συνάντησε αρ-
γότερα.
«Ήταν το λιγότερο που μπορούσα να κάνω», αποκρίθηκε ο Μπαν.
«Θα φροντίσουμε εμείς τη Μάγκι και τα παιδιά της, αλλά η απώλειά
τους είναι βαριά και αυτό δεν αλλάζει».
«Κι εσένα σου λείπει ο Τζοκ, έτσι δεν είναι;»
«Ήταν γενναίος άντρας και καλός μου φίλος».
«Δεν μπορώ να σου περιγράψω πόσο θλίβομαι για το χαμό του».
«Μη νιώθεις τύψεις, Ίζαμπελ. Εκείνος δεν θα το ήθελε».
«Εγώ νιώθω, όμως, και μάλιστα πολλές».
«Τότε ν' ασχοληθείς με κάτι άλλο για να ξεχαστείς». Έκανε μια
παύση. «Θέλεις να πάμε μαζί για ιππασία αύριο; Η κοιλάδα είναι ό-
μορφη αυτή την εποχή, αξίζει να τη διασχίσεις».
«Ναι, θα το ήθελα πολύ».
***
Κρατούσαν τα άλογά τους σ' ένα σταθερό ρυθμό. Εκτός του ότι α-
νησυχούσε για τη φυσική κατάσταση του Μπαν, η Ίζαμπελ ήθελε ν'
απολαύσει τη διαδρομή και να παρατηρήσει το τοπίο γύρω της. Το
Γκλενyκάρον ήταν πολύ όμορφο αυτή την εποχή μετά μοβ ρείκια
στους λόφους και τα σύννεφα που έτρεχαν στον γαλανό ουρανό να
εναλλάσσουν το φως με τη σκιά στις πλαγιές.
«Μπορώ να καταλάβω γιατί αγάπησες αυτό το μέρος», παρατήρη-
σε η Ίζαμπελ.
Ο Μπαν έγνεψε καταφατικά. Πριν από λίγο καιρό είχε φοβηθεί ότι
δεν θα το ξανάβλεπε ποτέ, πόσο μάλλον μαζί της.
«Έγινε δεύτερο σπίτι μου. Δεν φανταζόμουν ποτέ κάτι τέτοιο».
«Σ' αυτό τουλάχιστον ήσουν τυχερός».
«Περισσότερο απ' όσο μπορώ να σου περιγράψω».
Η Ίζαμπελ χαμογέλασε πικρά. «Η ζωή δεν εξελίσσεται ποτέ όπως
την περιμένουμε, έτσι δεν είναι;»
«Ναι, συνήθως», συμφώνησε ο Μπαν. «Από την άλλη, όμως, είναι
επόμενο αφού ζούμε σε αβέβαιους καιρούς».
«Κάποτε νόμιζα ότι ο γάμος θα με προστάτευε από όλα τα δεινά.
Ότι με ένα σπίτι κι ένα σύζυγο θα ήμουν άτρωτη».
«Κανείς δεν είναι άτρωτος».
«Πράγματι. Όμως κανείς δεν περιμένει να του κάνουν κακό οι πιο
κοντινοί του άνθρωποι. Είναι το χειρότερο είδος προδοσίας».
«Αυτό είναι αλήθεια».
«Μιλάς από προσωπική εμπειρία;»
«Θα έλεγα πως ναι».
«Η Μπίατρις;» Η Ίζαμπελ έκανε μια παύση, βλαστημώντας νοερά
τον εαυτό της για την αδιακρισία. «Συγγνώμη, δεν έπρεπε να την α-
ναφέρω».
«Ξέχνα το».
«Καμιά φορά μιλάω χωρίς να σκέφτομαι. Δεν ήθελα ν' αναστήσω
παλιούς δαίμονες».
«Δεν είναι δαίμονας, τουλάχιστον όχι πλέον. Πάει πολύς καιρός
που έχω καταλάβει ποια ήταν πραγματικά» .
«Καλό είναι αυτό».
«Ήταν μέρος ενός ονείρου που είχα πλάσει κάποτε. Δεν στηριζόταν
στην πραγματικότητα παρά μόνο σε ευσεβείς πόθους, και τελικά ξύ-
πνησα απότομα».
Η Ίζαμπελ δίστασε για λίγο, αλλά βλέποντας ότι ο Μπαν μιλούσε
πιο άνετα γι' αυτό απ' ό,τι παλιότερα, δοκίμασε να προχωρήσει τη
συζήτηση. «Αγαπούσε κάποιον άλλον;»
«Πιστεύω ότι αγαπούσε μόνο τον εαυτό της. Μαζί μου περνούσε
απλώς την ώρα της».
«Λυπάμαι».
«Δεν μου είπε καν πως ήταν αρραβωνιασμένη μ' έναν κόμη το ίδιο
διάστημα».
«Σοβαρά;»
«Κι εμένα μου φάνηκε απίστευτο». Ο Μπαν ανασήκωσε τους ώμους
του. «Διέκοψε μαζί μου επειδή πλησίαζε ο γάμος της».
«Θεέ και Κύριε! Θα πρέπει να πληγώθηκες τρομερά».
«Ναι, πληγώθηκα, αλλά περισσότερο με ό,τι έγινε στη συνέχεια».
Η Ίζαμπελ τον κοίταξε με περιέργεια, αλλά δεν μίλησε θέλοντας να
του δώσει χρόνο. Εκείνος πήρε μια βαθιά ανάσα.
«Έπρεπε να συγκρατήσω το θυμό μου, αλλά δεν το έκανα και μα-
λώσαμε. Η Μπίατρις έβαλε τις φωνές και ήρθαν τρέχοντας οι υπηρέ-
τες. Με πήγαν στον πατέρα της. Εκείνη με κατηγόρησε ότι την απο-
πλάνησα με τη βία».
«Πώς μπόρεσε να κάνει τέτοιο πράγμα;»
«Μάλλον θα έκανε σχεδόν τα πάντα για να φανεί θύμα».
«Ο πατέρας της την πίστεψε;»
«Ναι. Άλλωστε, ήταν αρραβωνιασμένη μ' έναν από τους πλουσιό-
τερους και ισχυρότερους άντρες της χώρας. Γιατί να καταδεχόταν να
κοιτάξει έναν Σάξονα λόρδο χωρίς γη;»
Η Ίζαμπελ τον κοίταξε, νιώθοντας αποτροπιασμό για όλα αυτά. «Τι
έκανε ο πατέρας της;»
«Έβαλε τέσσερις άντρες του να με ξυλοκοπήσουν για το θράσος
μου. Με χτύπησαν άσχημα».
«Θα μπορούσαν να σε έχουν σκοτώσει».
«Σταμάτησαν λίγο πριν απ' αυτό, για να μη δημιουργήσουν αντι-
παλότητα με το Γκλενγκάρον. Με πέταξαν πάνω στο άλογό μου και
με έδιωξαν από τα εδάφη τους». Ο Μπαν χαμογέλασε πικρά. «Δεν εί-
ναι και το ωραιότερο ειδύλλιο, ε;»
«Δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτε πιο άδικο».
«Ποτέ δεν μίλησα γι' αυτό μέχρι σήμερα, αλλά δεν ήθελα να νομί-
ζεις ότι αγαπούσα την Μπίατρις».
Ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό της. «Σ' ευχαριστώ που μου μίλη-
σες. Δεν πρόκειται να προδώσω την εμπιστοσύνη σου».
«Το ξέρω».
Η ειλικρίνειά του της προκάλεσε έντονα συναισθήματα. Καταλά-
βαινε πως δεν του ήταν εύκολο να μιλήσει γι' αυτό το θέμα, ειδικά
ύστερα από τόσο καιρό σιωπής. Ένιωσε τιμή και συγκίνηση που της
είχε εκμυστηρευτεί την αλήθεια. Επιπλέον, ντράπηκε που κι εκείνη
τον είχε περιφρονήσει στην αρχή για τον ίδιο λόγο. Ο χαρακτήρας
ενός ανθρώπου δεν είχε καμία σχέση με την κοινωνική θέση και τα
πλούτη του. Ήταν ένα μάθημα που άργησε να πάρει, αλλά το είχε
μάθει καλά.
Το μονοπάτι που ακολουθούσαν ανηφόριζε μέχρι την κορυφή του
λόφου. Από εκείνο το σημείο μπορούσαν να δουν κάτω την κοιλάδα
και στάθηκαν για λίγο να τη θαυμάσουν. Η Ίζαμπελ νόμιζε ότι θα ε-
πέστρεφαν μετά και ξαφνιάστηκε όταν ο Μπαν έστρεψε το άλογό του
προς την αντίθετη κατεύθυνση.
«Υπάρχει μια μικρή λίμνη ανάμεσα στα δέντρα εκεί κάτω. Απέχει
ένα μίλι περίπου και σκέφτηκα ότι ίσως θα ήθελες ναι τη δεις».
«Φυσικά».
Προχώρησαν με τα άλογά τους σιωπηλοί διασχίζοντας ένα λιβάδι
και πέρασαν κοντά από κάτι πέτρες που σχημάτιζαν κύκλο. Είχαν μέ-
γεθος ανθρώπου και ρωγμές απ' όπου φύτρωναν αγριόχορτα. Η Ίζα-
μπελ τις κοίταξε με περιέργεια.
«Τι λες να είναι αυτές οι πέτρες;»
«Ίσως εδώ λατρεύονταν οι θεοί ή γινόταν κάποια τελετή».
«Το μέρος έχει σίγουρα την κατάλληλη ατμόσφαιρα».
«Κάποτε είδα εδώ τον Ίαν να τιμωρεί έναν εχθρό του που τον είχε
βλάψει».
Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα. «Σκότωσε άνθρωπο εδώ;»
«Ναι. Έναν Νορμανδό ιππότη, με το όνομα Φιτζ Ουρς -έναν ύπου-
λο άντρα που είχε προσπαθήσει να μαχαιρώσει τον Ίαν πισώπλατα».
«Τότε καλά έκανε και τον σκότωσε».
«Πράγματι», είπε ο Μπαν. «Ο μόνος λόγος που λυπάμαι είναι που
δεν τον σκότωσα εγώ».
«Γιατί;»
«Γιατί αυτός και οι μισθοφόροι του έκαψαν το Έσλινγκφιλντ κι έ-
σφαξαν την οικογένειά μου».
«Άρα είχες δικαίωμα να ξιφομαχήσεις μαζί του».
Ο Μπαν έγνεψε αρνητικά. «Ο Ίαν είχε προτεραιότητα. Τον αναζη-
τούσε για χρόνια, πριν να εμφανιστώ εγώ στο προσκήνιο, και είχε
τους λόγους του. Εγώ υποχώρησα, με την προϋπόθεση να πάρει ε-
κείνος εκδίκηση και για τους δυο μας, πράγμα που έκανε».
«Πολύ σατανικός μου φαίνεται αυτός ο Φιτζ Ουρς».
«Ήταν. Ο κόσμος είναι καλύτερος χωρίς εκείνον».
Η Ίζαμπελ ένιωσε ένα ρίγος. Οι πέτρες είχαν δει πολύ αίμα και σί-
γουρα θα έβλεπαν κι άλλο. Σ' αυτή τη χώρα μόνο οι ισχυροί επιβίω-
ναν. Άντρες σαν τον Ίαν και τον Μπαν.
«Έχει και η λίμνη αιματοβαμμένη ιστορία;» τον ρώτησε.
Εκείνος γέλασε. «Όχι, απ' όσο ξέρω».
Η λίμνη, όπως ακριβώς της είχε πει ο Μπαν, ήταν ένα όμορφο μέ-
ρος. Βρισκόταν σ' ένα φυσικό κοίλωμα της γης, ενώ στις όχθες της
υπήρχαν βράχια, σημύδες και σουρβιές. Τα καθαρά νερά της έλα-
μπαν στον ήλιο σαν καθρέφτης. Η Ίζαμπελ σταμάτησε το άλογό της
στην άκρη των δέντρων και κοίταξε γύρω της.
«Είναι υπέροχα», παρατήρησε.
«Ήλπιζα να σου αρέσει. Εμένα ανέκαθεν μου άρεσε. Έρχομαι συχνά
εδώ».
«Δεν απορώ καθόλου».
«Θέλεις να περπατήσουμε λίγο;»
«Γιατί όχι;»
Κατέβηκαν από τα άλογά τους, τα έδεσαν σ' ένα θάμνο και προχώ-
ρησαν μέχρι την όχθη της λίμνης. Η Ίζαμπελ χαμογέλασε απολαμβά-
νοντας τη ζεστασιά του ήλιου, τη γαλήνη και το καταπράσινο τοπίο,
και νιώθοντας έντονα την παρουσία του Μπαν δίπλα της. Σ' ένα πα-
ρόμοιο μέρος τον είχε δει για πρώτη φορά, και αυτή η ανάμνηση
προκάλεσε ένα άλλο είδος ζεστασιάς μέσα της.
Σαν να το είχαν συμφωνήσει σιωπηρά, περπάτησαν για λίγο κι ύ-
στερα ο Μπαν έστρωσε το μανδύα του στο έδαφος, σ' ένα σημείο
προφυλαγμένο ανάμεσα στα βράχια, και κάθισαν σιωπηλοί ακου-
μπώντας την πλάτη τους στις ζεστές πέτρες. Η Ίζαμπελ κοίταξε τη
λίμνη διερευνητικά.
«Λες να είναι ζεστό το νερό;»
Τα μάτια του Μπαν άστραψαν. «Γιατί; Σκοπεύεις να κολυμπήσεις;»
Εκείνη κοκκίνισε λίγο. «Ίσως δεν θα ήταν συνετό».
«Καθόλου. Η λίμνη είναι παγωμένη».
«Μιλάς από προσωπική εμπειρία;»
«Ακριβώς». Ο Μπαν έκανε μια παύση. «Βέβαια, δεν είναι ανάγκη να
με πιστέψεις. Για να είμαι ειλικρινής, θα χαρώ αν πας να το διαπι-
στώσεις μόνη σου. Εγώ Θα καθίσω εδώ να σε βλέπω».
«Αποκλείεται να το κάνεις αυτό».
Ο Μπαν βαριαναστέναξε κι έβαλαν και οι δύο τα γέλια. Ύστερα το
βλέμμα της συνάντησε το δικό του και το γέλιο τους κόπηκε. Έγειρε
προς το μέρος της, το πρόσωπό του απείχε ελάχιστα από το δικό
της. Εκείνη τον πλησίασε και τον φίλησε απαλά στα χείλη. Ο Μπαν
την αγκάλιασε και το φιλί τους έγινε πιο ερωτικό, η γλώσσα του χάι-
δεψε τη δική της. Η Ίζαμπελ πέρασε τα δάχτυλά της ανάμεσα στα
μαλλιά του -ήταν καστανόξανθα και πυκνά σαν χαίτη λιονταριού και,
σε αντίθεση με άλλων αντρών, πεντακάθαρα. Γλιστρούσαν ανάμεσα
στα δάχτυλά της δίνοντάς της μια σαγηνευτική αίσθηση. Έπειτα το
χέρι της χάιδεψε απαλά τον αυχένα του. Το φιλί έγινε ακόμη πιο πα-
θιασμένο.
Η Ίζαμπελ γλίστρησε το χέρι της ανάμεσά τους και τον χάιδεψε. Ο
Μπαν πήρε μια κοφτή ανάσα κι εκείνη τον ένιωσε να σκληραίνει κά-
τω από τα δάχτυλά της. Σάστισε, αλλά και αναθάρρησε ταυτόχρονα.
Ο Μπαν βόγκηξε από ηδονή.
«Πάλι παίζεις με τη φωτιά, γλυκιά μου».
Η Ίζαμπελ δεν είπε τίποτα, απλώς συνέχισε να τον χαϊδεύει. Ο
Μπαν πήρε άλλη μια κοφτή ανάσα, η έκφρασή του ήταν εκστατική.
Εκείνη κατάλαβε πως θα υποχωρούσε στη θέλησή της και συγκράτη-
σε ένα χαμόγελο.
«Δεν δείχνεις κανένα έλεος, γυναίκα;»
Η Ίζαμπελ έλυσε το παντελόνι του και ο ανδρισμός του ελευθερώ-
θηκε περήφανος. Παρ' όλο που τον είχε ξαναδεί, σάστισε σαν να 'ταν
η πρώτη φορά κι αισθάνθηκε διέγερση. Ήθελε να τον νιώσει μέσα
της. Τότε συνειδητοποίησε ότι δεν ήθελε απλώς να μείνει έγκυος,
αλλά ποθούσε τον Μπαν, της άρεσε η ερωτική πράξη μαζί του.
Ανασήκωσε τις φούστες της κι ανέβηκε πάνω του χαμηλώνοντας
αργά, αφήνοντάς τον να γλιστρήσει μέσα της. Ένιωθε υπέροχα. Τα
χέρια του έσφιξαν τους γλουτούς της πιέζοντας την πάνω του. Η Ί-
ζαμπελ άρχισε να κινείται αργά. Άκουσε πάλι την κοφτή ανάσα του
και συνέχισε. Ο Μπαν έσπρωξε πιο βαθιά μέσα της. Εκείνη δαγκώθη-
κε για να μην ξεφωνήσει. Ο Μπαν συνοφρυώθηκε. «Σε πόνεσα, γλυ-
κιά μου; Θέλεις να σταματήσω;»
«Όχι, δεν με πόνεσες. Και μην τολμήσεις να σταματήσεις».
Εκείνος γέλασε. Έσπρωξε πάλι μέσα της και κάθε φορά το έκανε
πιο δυνατά. Η Ίζαμπελ ακολουθούσε το ρυθμό του. Τον παρατηρού-
σε προσεκτικά, πρόσεχε τι τον ευχαριστούσε και το επαναλάμβανε.
Ο Μπαν, λαχανιασμένος, πίεσε τους γοφούς της πάνω του με δύνα-
μη. Αυθόρμητα η Ίζαμπελ έσφιξε τους μυς της γύρω του, κόβοντάς
του την ανάσα. Το σώμα του τινάχτηκε τρέμοντας. Η Ίζαμπελ το ξα-
νάκανε. Ο Μπαν βόγκηξε από ηδονή και άρχισε να σπρώχνει πιο βα-
θιά, πιο δυνατά, ώσπου το σώμα του τραντάχτηκε και η Ίζαμπελ ένι-
ωσε το καυτό κύμα της απελευθέρωσής του.
Του χαμογέλασε λαχανιασμένη. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά.
«Ήταν υπέροχο».
«Εσύ είσαι υπέροχη. Αυτό ήταν απίθανο».
«Χαίρομαι».
Εκτός από χαρά η Ίζαμπελ ένιωσε και ανακούφιση που τον είχε ι-
κανοποιήσει. Της έκανε εντύπωση που ήταν τόσο εύκολο να τον διε-
γείρει.
«Έλα να ξεκουραστούμε λίγο», είπε ο Μπαν.
Η Ίζαμπελ ξάπλωσε δίπλα του ήρεμη και ικανοποιημένη, απολαμ-
βάνοντας τη θαλπωρή του ήλιου και την αγκαλιά του Μπαν. Ποτέ
δεν φανταζόταν ότι υπήρχε τόση ευχαρίστηση στην ερωτική επαφή
ούτε ότι υπήρχε τόσο περιποιητικός άντρας. Ένιωσε πως ταιριάζει
μαζί του και λαχταρούσε να τον ικανοποιήσει ακόμη περισσότερο. Ο
Άλιστερ την ανάγκαζε να κάνει πράγματα που απεχθανόταν -η σκέψη
ότι θα τα έκανε με τον Μπαν τη γέμιζε έξαψη και προσμονή. Χαμογέ-
λασε μόνη της. Όλα θα γίνονταν στην ώρα τους.
Κάποια στιγμή πρέπει να την πήρε ο ύπνος, γιατί ξύπνησε νιώθο-
ντας τον αντίχειρα ενός άντρα να χαϊδεύει απαλά τη θηλή της. Η αί-
σθηση ήταν τόσο ηδονική που δυσκολευόταν να πάρει ανάσα. Άνοι-
ξε τα βλέφαρά της και είδε τον Μπαν να την κοιτάζει χαμογελαστός
ενώ συνέχισε να τη χαϊδεύει προκαλώντας της ρίγη ηδονής. Ύστερα
έσκυψε και τη φίλησε στο στόμα.
«Μου πρόσφερες απίστευτη ικανοποίηση. Τώρα είναι η σειρά
μου».
«Με ικανοποίησες ήδη, άρχοντά μου».
«Όχι όσο ήλπιζα», αποκρίθηκε ο Μπαν.
Ο σφυγμός της έγινε πιο γρήγορος. Προτού προλάβει να φαντα-
στεί τι θα ακολουθούσε, ένιωσε τον Μπαν να τραβάει απαλά το φό-
ρεμά της. «Βγάλ' το αυτό, Ίζαμπελ».
Προς στιγμήν εκείνη αναρωτήθηκε αν αστειευόταν, αλλά η έκφρα-
σή του ήταν σοβαρή. Έτσι, σηκώθηκε αργά στα γόνατα και συμμορ-
φώθηκε διστακτικά.
Ο Μπαν κούνησε το κεφάλι με επιδοκιμασία. «Και το μεσοφόρι».
Η ήρεμη προσταγή του έστειλε ένα κύμα έξαψης στο κορμί της.
«Είναι μέρα μεσημέρι, Μπαν».
«Πράγματι».
«Μπορεί να μας δει κανείς».
«Έτσι θα είναι πιο συναρπαστικά».
Παρ' όλο που η προϊστορία τους δεν ήταν καθόλου σεμνή, αυτό
που της ζητούσε ήταν ανήκουστο. Κανονικά έπρεπε να του αρνηθεί -
αλλά δεν ήθελε να του αρνηθεί. Το ήθελε αυτό που θα συνέβαινε,
ό,τι και να ήταν. Με χέρια που έτρεμαν, η Ίζαμπελ έλυσε το μεσοφόρι
της και το έβγαλε.
«Λύσε τα μαλλιά σου».
Εκείνη έφερε την πλεξούδα της μπροστά από τον ώμο της και έλυ-
σε την κορδέλα νιώθοντας πάνω της το βλέμμα του. Την ξέπλεξε αρ-
γά κι ύστερα τίναξε το κεφάλι της. Τα μαλλιά της ξεχύθηκαν στην
πλάτη και τους ώμους της σαν πύρινες φλόγες. Ο Μπαν έβγαλε τη
ζώνη του και την άφησε στην άκρη, ύστερα έβγαλε το χιτώνιο και το
πουκάμισό του. Η Ίζαμπελ κοίταξε τις καινούριες ουλές στον ώμο
και τα πλευρά του που ήταν μπλαβιές στον ήλιο. Χωρίς να βιάζεται,
ο Μπαν έλυσε το παντελόνι του...
***
Αργότερα ξάπλωσαν μαζί ακίνητοι, νυσταγμένοι και ικανοποιημέ-
νοι. Ο Μπαν την κοίταζε με μισόκλειστα μάτια, παρα­ τηρώντας κάθε
λεπτομέρεια του προσώπου της, το λαιμό και τους ώμους της, τα δι-
ογκωμένα στήθη της με τις ροζ θηλές. Η επιδερμίδα της ήταν απαλή
και χλομή σαν αλάβαστρο. Το βλέμμα του χαμήλωσε στη μέση της,
στην καμπύλη του γοφού της και το τρίγωνο που κάλυπτε το φύλο
της, και είχε την ίδια απόχρωση με τα καστανοκόκκινα μαλλιά της
που ήταν τώρα απλωμένα στο μανδύα του. Ύστερα σταμάτησε στην
κοιλιά της. Ίσως ο σπόρος του να είχε ήδη ριζώσει μέσα της. Ίσως
εκείνη να κυοφορούσε ήδη το παιδί του.
Η Ίζαμπελ άνοιξε τα μάτια της και του χαμογέλασε. «Τι σκέφτεσαι;»
«Ότι θα ήταν καλύτερα να δημιουργούμε ζωή αντί να την αφαι-
ρούμε. Αρκετές αιματοχυσίες και πόλεμο έχω δει».
«Όντως. Το Έσλινγκφιλντ ...»
Ο Μπαν αναστέναξε. «Το Έσλινγκφιλντ ήταν μόνο η αρχή. Από τότε
πολέμησα σε πολλές μάχες όπου τα πτώματα σχημάτιζαν σωρούς
και το αίμα λίμνες. Και για ποιο λόγο; Η Σκοτία έγινε υποτελής παρ'
όλα αυτά».
«Έκανες ό,τι σου υπαγόρευε η συνείδησή σου, Μπαν».
«Όχι. Πολεμούσα επειδή ήθελα να σφάζω Νορμανδούς, κι επειδή
μου άρεσε». Χαμογέλασε πικρόχολα. «Ένας Θεός ξέρει πόσους έχω
σκοτώσει με το ξίφος μου».
«Κινδύνεψες όσο κι εκείνοι».
«Το μίσος βοηθά έναν άντρα να μένει ζωντανός. Η οργή δίνει δύ-
ναμη στο χέρι του. Και τελικά αυτό το χέρι γίνεται ψυχρό κα αμείλι-
κτο ώσπου το μόνο πράγμα που του δίνει χαρά είναι να σκοτώνει».
«Σίγουρα όμως δεν είναι το μόνο πράγμα που δίνει χαρά σ' εσέ-
να. Θα πρέπει να το ένιωσες κι εσύ, όταν έμαθες πως η Άσλιν ήταν
ζωντανή».
«Ήταν το μοναδικό φως στο σκοτάδι μου».
«Και τ' ανίψια σου τα αγαπάς. Σε έχω δει μαζί τους».
«Είναι εύκολο ν' αγαπάς την αθωότητα, να θέλεις να την προ- στα-
τέψεις».
«Θα γίνεις καλός πατέρας, το ξέρω».
Το χαμόγελό του δεν έδειχνε πλέον πικρία. «Το ελπίζω».
«Και ο Χιου θα γινόταν. Τώρα είμαι εγώ η τελευταία ελπίδα του κά-
στρου μας».
«Θα το ξανακερδίσουμε το Κασλμόρα, Ίζαμπελ, σου τ' ορκίζομαι -
και τα παιδιά μας θα μεγαλώσουν εκεί. Αλλά για να γίνει αυτό, πρέ-
πει να βγάλω από τη μέση τον Μέρντο».
«Μακάρι να γινόταν αλλιώς, αλλά δεν γίνεται». Η Ίζαμπελ πήρε μια
βαθιά ανάσα. «Αν σου συμβεί κάτι...»
«Τίποτε δεν θα μου συμβεί. Έχω περισσότερα να χάσω απ' ό,τι ε-
κείνος».
«Το Κασλμόρα σημαίνει πολλά για σένα, σωστά;»
«Δεν μιλούσα για το Κασλμόρα». Την κοίταξε επίμονα. «Μιλούσα
για το μέλλον που θέλω να ζήσω μαζί σου. Και αξίζει να πολεμήσω
γι' αυτό».
Η καρδιά της σκίρτησε από ευτυχία. Ο Μπαν μιλούσε για το μέλ-
λον κι αυτό ήταν μεγάλη αλλαγή. Και το πιο σημαντικό ήταν ο υπαι-
νιγμός του πως έτρεφε αισθήματα για εκείνη. Κι αυτά τα αισθήματα
θα μπορούσαν να δυναμώσουν, μέχρι που κάποια μέρα ίσως να γί-
νονταν και αγάπη.
Η Ίζαμπελ χαμογέλασε. «Ναι, αξίζει να πολεμήσεις γι' αυτό».
Κεφάλαιο 16

Προφανώς, ο Μπαν δεν ήταν ο μόνος που σκεφτόταν το Κασλμό-


ρα. Μόλις επέστρεψαν από τη βόλτα τους, ο Ίαν τον ανα­ ζήτησε. Για
ένα-δυο λεπτά, ο Ίαν επιθεώρησε τον κουνιάδο του με επιδοκιμασία.
Ο Μπαν εξέπεμπε πάλι ζωτικότητα και υγεία, και τα μάτια του είχαν
μια λάμψη που δεν υπήρχε εκεί μέχρι πρόσφατα. Ο Ίαν χαμογέλασε.
«Ο γάμος σού κάνει καλό».
«Το ίδιο πιστεύω κι εγώ», απάντησε ο Μπαν. «Εξάλλου, την Ίζα-
μπελ την ήθελα από την πρώτη στιγμή που την είδα».
«Νομίζω ότι κι εσύ δεν της είσαι αδιάφορος».
Ο Μπαν αναπόλησε το ερωτικό τους σμίξιμο στη λίμνη και χαμο-
γέλασε. «Ευτυχώς».
«Όμως, παρά το γάμο της μαζί σου, δεν είναι εξασφαλισμένη. Πά-
ντα θα κινδυνεύει όσο ζει ο Μέρντο».
«Το ίδιο σκεφτόμουν κι εγώ».
«Πρέπει να το τακτοποιήσουμε αυτό το θέμα, αδελφέ. Του πήραμε
την Ίζαμπελ και δεν πρόκειται να μας συγχωρέσει».
«Ούτε κι εγώ θα τον συγχωρέσω».
«Πρέπει να τον βρούμε προτού ανασυνταχτεί. Στην αναμέτρηση
μαζί μας έχασε πολλούς άντρες, αλλά σύντομα θα πάρει κι άλλους
μισθοφόρους».
«Προσελκύει τα ανθρώπινα αποβράσματα όπως η κοπριά τις μύ-
γες».
«Πρέπει να δράσουμε μέσα στο μήνα. Να τον συντρίψουμε προτού
προλάβει να στραφεί εναντίον του Γκλενγκάρον . Γιατί, να είσαι σί-
γουρος, θα το κάνει».
«Τότε ας το κάνουμε».
«Είμαστε σύμφωνοι, λοιπόν;»
«Ναι, είμαστε σύμφωνοι».
***
Ο Μπαν ήταν συνεχώς απασχολημένος με την προετοιμασία για
την αναμέτρηση με τον Μέρντο και περνούσε ελάχιστο χρόνο με την
Ίζαμπελ. Εκείνη έδειχνε κατανόηση, αν και της έλειπε η συντροφιά
του. Μερικές φορές παρακολουθούσε διακριτικά από απόσταση τους
άντρες που έκαναν εξάσκηση. Εξασκούνταν με τα ξίφη αρκετές ώρες
κάθε μέρα, τελειοποιώντας τις δεξιότητες που θα τους κρατούσαν
ζωντανούς στην επικείμενη μάχη. Ωστόσο, η Ίζαμπελ ήξερε ότι ήταν
αναπόφευκτο για κάποιους από αυτούς να μην επιστρέψουν. Για
τους πολεμιστές βέβαια αυτός ήταν ένας κίνδυνος αποδεκτός, αλλά
η ίδια είχε δεθεί συναισθηματικά πλέον με το Γκλεγκάρον και τους
ανθρώπους του. Ο θάνατος του Τζοκ είχε επισφραγίσει αυτό το δέ-
σιμο.
Αναρωτήθηκε πώς περνούσαν οι δικοί της άνθρωποι, οι άνθρωποι
του Κασλμόρα, στα χέρια του Μέρντο. Φοβόταν τα χειρότερα. Μετά
το θάνατο του πατέρα της, που του έβαζε κάποια όρια, ο Μέρντο θα
πρέπει να είχε γίνει αδίστακτος. Ο Άρτσιμπαλντ Γκρέιαμ πάντοτε πί-
στευε ότι η εξουσία και τα προνόμια πήγαιναν χέρι χέρι με την υ-
πευθυνότητα και τις υποχρεώσεις. Για τον Μέρντο όμως η εξουσία
ήταν αυτοσκοπός και την ασκούσε όπως τον βόλευε, χωρίς να ενδι-
αφέρεται για τους αδύναμους. Στο Κασλμόρα ο Νόμος ήταν ο Μέρ-
ντο. Η Ίζαμπελ μπορούσε μόνο να λυπάται γι' αυτό και να αδημονεί
για την ημέρα που θα έπαιρνε τέλος η κυριαρχία του.
***
Τα δέκατα ένατα γενέθλια της Ίζαμπελ πλησίαζαν γρήγορα και ο
Μπαν είχε δώσει εντολή να ετοιμαστεί μια γιορτή για εκείνη τη μέρα.
Ωστόσο, είχε και μια έκπληξη για εκείνη. Οδηγώντας την έξω στην
αυλή, διέταξε τους ιπποκόμους να φέρουν τα άλογά τους.
«Θα ιππεύσεις μαζί μου, μιλαίδη;»
«Ευχαρίστως».
Η Ίζαμπελ παρακολούθησε τους ιπποκόμους να φέρνουν έξω τον
Κεραυνό. Πίσω από το άλογο του Μπαν ερχόταν ένας άντρας κρατώ-
ντας τα ηνία μιας όμορφης κανελί φοράδας με κυματιστή χαίτη και
ουρά. Αμέσως η Ίζαμπελ πλησίασε το άλογο για να χαϊδέψει τη μου-
σούδα του.
«Δεν την έχω ξαναδεί. Τι όμορφη που είναι!»
«Σ' αρέσει;»
«Φυσικά».
«Είναι δική σου».
Η Ίζαμπελ γύρισε και τον κοίταξε με μάτια που έλαμπαν.
«Μπαν, είναι υπέροχη. Σ' ευχαριστώ πολύ». Σηκώθηκε στις μύτες
των ποδιών της και τον φίλησε. Ποτέ δεν περίμενε τόσο γενναιόδω-
ρο δώρο.
«Αφού δεν μπορείς να ιππεύσεις το δικό σου άλογο, έπρεπε να σου
δώσω ένα άλλο. Θέλεις να τη δοκιμάσεις;»
Η Ίζαμπελ γέλασε. «Το ξέρεις πως θέλω».
Ίππευσαν μαζί οι δυο τους και η Ίζαμπελ δοκίμασε το άλογό της σε
διάφορους ρυθμούς. Η φοράδα είχε γρήγορα πόδια και μαλακό στό-
μα, και ανταποκρινόταν και στο πιο ανεπαίσθητο τράβηγμα του ηνί-
ου. Για να είναι τόσο ευαίσθητο, θα κοστίζει μια περιουσία, σκέφτη-
κε η Ίζαμπελ. Ήταν πανευτυχής που ο Μπαν είχε σκεφτεί να της κά-
νει τέτοια έκπληξη. Όχι ότι αμφέβαλλε για το ενδιαφέρον του. Ήταν
προφανές σε κάθε βλέμμα του, σε κάθε άγγιγμά του. Κι εκείνη αντα-
ποκρινόταν σ' αυτά όπως τα λουλούδια στον ήλιο. Είχε στερηθεί την
αγάπη πολύ καιρό και τώρα τη λαχταρούσε. Έκανε ό,τι μπορούσε για
να τον ευχαριστήσει, λαχταρούσε τη στιγμή που η στοργή του θα ε-
ξελισσόταν σε αγάπη, προσευχόταν να συμβεί το γεγονός που θα τον
έκανε να την αγαπήσει.
***
Όταν σταμάτησαν για να ξεκουραστούν τα άλογα, ο Μπαν την πή-
ρε στην αγκαλιά του και την κοίταξε στα μάτια. «Είσαι ευτυχισμένη,
Ίζαμπελ;»
Η ερώτησή του την ξάφνιασε. «Φυσικά. Αμφιβάλλεις;»
Ο Μπαν της χαμογέλασε τρυφερά. «Θέλω να είσαι ευτυχισμένη.
Θέλω να ξεχάσεις ό,τι είχε συμβεί στην αρχή μεταξύ μας σαν να ήταν
ένα κακό όνειρο».
«Έτσι ακριβώς μου φαίνεται τώρα».
«Χαίρομαι».
«Μακάρι να ήσουν εσύ ο άντρας μου από την αρχή, να μην είχα
γνωρίσει ποτέ τον Άλιστερ και την οικογένειά του».
«Μακάρι». Ο Μπαν δεν πρόσθεσε ότι ο πατέρας της δεν θα τον ή-
θελε από την αρχή για γαμπρό του. Τον δέχτηκε μόνο ως λύση ανά-
γκης. Παρ' όλο που λυπόταν γι' αυτό, δεν ένιωθε πλέον πικρία ούτε
θυμό. Στο τέλος άλλωστε είχε βγει νικητής.
Η Ίζαμπελ αναστέναξε. «Λυπάμαι που ο Χιου δεν θα μάθει ποτέ
πως έγινες άντρας μου».
Ο Μπαν τη φίλησε στα μαλλιά. «Ίσως το ξέρει ήδη».
«Πιστεύεις ότι οι ιερείς έχουν δίκιο; Οι νεκροί μάς προστατεύουν
πράγματι από εκεί όπου βρίσκονται;»
«Θέλω να πιστεύω πως ναι».
«Είναι μια παρήγορη σκέψη».
«Όλοι χρειαζόμαστε τέτοιες σκέψεις», της απάντησε.
***
Λίγες εβδομάδες μετά τη γιορτή για τα γενέθλια της Ίζαμπελ, η Άσ-
λιν γέννησε ένα υγιέστατο κοριτσάκι που είχε τα γαλάζια μάτια της
μητέρας του. Ο Ίαν ήταν πανευτυχής, το ίδιο και ο Μπαν που η α-
δελφή του είχε βγει σώα από τη γέννα.
Η Ίζαμπελ κοίταξε το μικροσκοπικό βρέφος και ένας κόμπος ανέ-
βηκε στο λαιμό της. Χωρίς να το θέλει ζήλεψε. Σκεφτόταν πως θα ή-
ταν υπέροχο να φέρει μια καινούρια ζωή στον κόσμο και να τη δει
να μεγαλώνει· να έχει την αποδοχή και την αγάπη ενός πλάσματος
που θα εξαρτιόταν αποκλειστικά από εκείνη. Το στήθος της πονούσε
από λαχτάρα. Με την άκρη του ματιού της κοίταξε τον άντρα της.
Ίσως μια μέρα να αποκτούσαν κι εκείνοι παιδι υγιές και όμορφο σαν
αυτό που έβλεπε μπροστά της. Τότε μπορούσαν πραγματικά ν' αφή-
σουν πίσω τους το παρελθόν. Ο Μπαν κατάλαβε τι σκεφτόταν η Ίζα-
μπελ. Ο ίδιος ήταν παραπάνω από πρόθυμος να κάνει ό,τι χρειαζό-
ταν για να συμβεί το πολυπόθητο γεγονός. Υπήρχε ωστόσο μια εκ-
κρεμότητα. Για να ζήσουν ασφαλείς εκείνος και η Ίζαμπελ, έπρεπε
να βγάλει πρώτα από τη μέση έναν εχθρό. Απέφυγε να το αναφέρει
για να μη χαλάσει τη διάθεση των άλλων, αλλά τώρα πλέον που α-
δελφή του είχε γεννήσει και ήταν καλά, ήξερε ότι το μυαλό του Ίαν
θα στρεφόταν σε άλλα πράγματα.
Και είχε δίκιο. Ο Ίαν άφησε τις γυναίκες να θαυμάζουν το μωρό
και πήρε τον Μπαν παράμερα.
«Αύριο ξεκινάω τις ετοιμασίες για την επίθεση στο Κασλμόρα».
«Πότε φεύγουμε;»
«Μετά το θερισμό. Οι άντρες δεν μπορούν να λείψουν νωρίτερα».
Ο Μπαν κατένευσε. Τα σπαρτά ήταν σχεδόν έτοιμα, είχε βοηθήσει
σ' αυτό ο ήλιος και η ασυνήθιστη ξηρασία του καλοκαιριού. «Σύμ-
φωνοι».
«Δεν γίνεται να καθυστερήσουμε άλλο μ' αυτό το θέμα. Όσο πιο
γρήγορα αντιμετωπίσουμε τον Μέρντο τόσο το καλύτερο». Ο Ίαν χα-
μογέλασε. «Το Κασλμόρα θ' αποκτήσει πολύ σύντομα νέο άρχοντα».
«Ναι».
Βλέποντας πως ο Μπαν ήταν σκεφτικός, ο Ίαν τον κοίταξε εξετα-
στικά. «Τι συμβαίνει;»
«Δυσκολεύομαι να το συνειδητοποιήσω, αυτό είναι όλο. Ύστερα
από τόσα χρόνια που δεν είχα γη, μου φαίνεται απίστευτο που θα
ξαναγίνω ένας ευγενής με δικά του εδάφη».
«Σε καταλαβαίνω. Μάλλον το ίδιο θα ένιωθα κι εγώ στη θέση σου».
Ο Ίαν έκανε μια παύση. «Όμως ήρθε η στιγμή να δράσουμε. Τότε μό-
νο θα ξαναπάρεις στον κόσμο τη θέση που σου αξίζει».
«Θα την πάρω, μην ανησυχείς».
«Πως είναι ο ώμος σου τώρα;»
«Δεν είναι ακόμη όσο δυνατός ήταν πριν, αλλά κάθε μέρα τον γυ-
μνάζω και λίγο περισσότερο. Θα έχει αποκατασταθεί πλήρως μέχρι
να έρθει η ώρα».
«Ωαία. Σε χρειάζομαι μαζί μου, αδελφέ».
«Θα είμαι, μην ανησυχείς». Ο Μπαν έκανε μια παύση κοιτάζοντας
επίμονα τον Ίαν. «Ένα πράγμα μόνο. Όταν βρούμε τον Μερvτο, θα
τον αναλάβω εγώ».
Ο Ίαν κατένευσε. «Σύμφωνοι».
***
Πίσω στην κρεβατοκάμαρα της Άσλιν, τα δύο αγοράκια κοίταζαν
έκπληκτα την κούνια. Ύστερα ο Ρόμπερτ στράφηκε στη μητέρα τους.
«Κορίτσι;» Το ύφος του έδειχνε σύγχυση και περιέργεια. Δεν είχε
ξαναδεί.
Η Άσλιν χαμογέλασε. «Ακριβώς. Έχετε μια αδελφή».
Ο Ρόμπερτ κοίταξε πάλι το μωρό. «Αυτό είναι καλό... υποθέτω.
Όμως είναι πολύ μικρή».
«Όλα τα μωρά έτσι είναι», είπε η Άσλιν, «αλλά θα μεγαλώσει γρή-
γορα».
«Δεν θα μπορεί να παίζει κυνηγητό για αρκετό καιρό».
«Όχι, δεν θα μπορεί».
Η Ίζαμπελ κοίταξε την Άσλιν στα μάτια και χαμογέλασε. Ύστερα
βγήκε από το δωμάτιο αφήνοντάς τη μόνη με τα παιδιά της και επέ-
στρεψε στην κρεβατοκάμαρα που μοιραζόταν με τον Μπαν. Εκείνος
δεν ήταν εκεί, αλλά ήταν η Νελ που δίπλωνε ρούχα. Η παραμάνα σή-
κωσε το βλέμμα της μόλις μπήκε η Ίζαμπελ.
«Είδατε τη μικρούλα;»
«Ναι, και είναι πανέμορφη. Τέλεια απ' όλες τις απόψεις».
«Ωραία. Πιστεύω να είναι καλά η λαίδη Άσλιν».
«Είναι».
«Χαίρομαι. Η γέννα είναι δύσκολη για τη γυναίκα».
Η Ίζαμπελ σκέφτηκε ότι ευχαρίστως θα υπέμενε τον πόνο προκει-
μένου να κάνει παιδί και να δώσει στον άντρα της το γιο που λαχτα-
ρούσε. Πολλούς γιους ίσως. Και κόρες. Χαμογέλασε μόνη της. Ο
Μπαν ήταν αρκετά εύρωστος για να γεννήσει μια ολόκληρη δυνα-
στεία και δεν αμελούσε τα συζυγικά του καθήκοντα. Από την ημέρα
του γάμου τους, ελάχιστες νύχτες δεν είχε διεκδικήσει τα δικαιώματά
του. Και όταν τα διεκδικούσε, δεν ήταν καθόλου ταλαιπωρία για την
Ίζαμπελ, κάθε άλλο. Έλιωνε και μόνο με τη σκέψη του. Ο Μπαν είχε
αστείρευτη φαντασία, μερικές φορές ήταν απαιτητικός, αλλά δεν την
πονούσε ποτέ. Στην αγκαλιά του βίωνε μόνο ηδονή.
Ξαφνικά έμεινε ακίνητη, καθώς θυμήθηκε πως είχαν περάσει ε-
βδομάδες από την τελευταία της έμμηνη ρύση. Νοερά άρχισε να με-
τρά προς τα πίσω τις μέρες. Η ανάσα της έγινε πιο γρήγορη και εν-
στικτωδώς άγγιξε την κοιλιά της. Έκλεισε τα μάτια της, συγκρατώ-
ντας τον ενθουσιασμό της, και ξανάρχισε να μετράει. Το συμπέρα-
σμα ήταν το ίδιο. Έπρεπε να έχει αδιαθετήσει πριν από τρεις εβδο-
μάδες. Ο πόνος στο στήθος ίσως δεν ήταν από τη ζήλια της τελικά. Η
καρδιά της χτύπησε πιο δυνατά. Θεέ μου, ήταν δυνατόν;
«Είστε καλά, μιλαίδη;»
Η φωνή της Νελ την ξάφνιασε. «Τι; Α, ναι. Τέλεια».
«Είστε σίγουρη; Φαίνεστε λίγο χλομή».
«Δεν είναι τίποτα».
«Καθίστε λίγο στο παράθυρο να πάρετε καθαρό αέρα».
Η Ίζαμπελ ήταν τόσο ενθουσιασμένη που της ήταν αδύνατον να
καθίσει. «Θα βγω έξω για λίγο».
Και προτού η Νελ προλάβει να της κάνει άλλες ερωτήσεις, βγήκε
τρέχοντας σχεδόν από την κάμαρα. Στο διάδρομο κοντοστάθηκε.
Ήθελε ν' αποφύγει τους άλλους προς το παρόν, γι' αυτό κατευθύν-
θηκε προς την ταράτσα. Ήταν άδεια, όπως ήλπιζε, και μπορούσε να
μείνει μόνη της. Άρχισε να βηματίζει πάνω­ κάτω, προσπαθώντας να
χαλιναγωγήσει τον ενθουσιασμό της και να συγκεντρώσει τις σκέ-
ψεις της. Δεν ήξερε αν ήθελε να γελάσει ή να κλάψει. Στο τέλος έκανε
και τα δύο.
Όταν ηρέμησε κάπως, άρχισε να σκέφτεται λογικά. Ακόμη ήταν πο-
λύ νωρίς για να το αποκαλύψει. Έπρεπε πρώτα να βεβαιωθεί. Σε δέκα
μέρες θα ήταν η επόμενη έμμηνη ρύση. Αν δεν τις ερχόταν και τότε...
Η ελπίδα ήταν σχεδόν επώδυνη. Κοίταξε πάλι την κοιλιά της. Ήταν
δυνατόν να είχε ήδη στα σπλάχνα της το παιδί του Μπαν; Αν ναι, τό-
τε είχε συλλάβει πολύ γρήγορα. Η καρδιά της ξεχείλισε από χαρά.
Προσπάθησε να φανταστεί την έκφραση του Μπαν όταν θα του το
έλεγε. Σίγουρα θα ενθουσιαζόταν. Το μέλλον που ήθελαν και οι δύο
ήταν πλέον πολύ πιο κοντά τους. Έσφιξε τα χέρια της που έτρεμαν.
«Σε παρακαλώ, Θεέ μου, κάνε να είμαι έγκυος».
Έμεινε στην ταράτσα μέχρι να βεβαιωθεί ότι μπορούσε να ελέγξει
τα συναισθήματά της μπροστά στους άλλους και κυρίως μπροστά
στον Μπαν. Δεν θα του έδινε ελπίδες, αν δεν ήταν απολύτως βέβαιη.
***
Όσο και να το ήθελε, δεν μπορούσε να κρυφτεί εντελώς. Χαμογε-
λούσε ήρεμη και ένιωθε έναν παράξενο, συγκρατημένο ενθουσια-
σμό. Η επόμενη εβδομάδα της φάνηκε πως πέρασε πολύ αργά, αλλά
στο τέλος της πάλι δεν αδιαθέτησε. Επιπλέον, τα στήθη της είχαν
φουσκώσει και την πονούσαν λίγο, ενώ κάποιο πρωί ένιωσε ναυτία
χωρίς λόγο. Παρά το ανακάτεμα όμως στο στομάχι της, εκείνη ήταν
πανευτυχής.
Ο Μπαν είχε φύγει από την κάμαρά τους λίγο νωρίτερα και τώρα
ήταν μόνη της. Η επικείμενη αναμέτρηση με τον Μέρντο τον είχε ε-
πιφορτίσει με περισσότερα καθήκοντα κι εκείνος τα εκτελούσε με
μεγάλη επιμέλεια. Ο θερισμός πλησίαζε και χρειάζονταν όλοι οι ά-
ντρες για να βοηθήσουν. Επιπλέον, περνούσε αρκετές ώρες γυμνά-
ζοντας τους μυς στον ώμο του. Η Ίζαμπελ θα τον έβλεπε πολύ αργό-
τερα μέσα στη μέρα, όμως ανυπομονούσε να του πει τα νέα της. Χα-
μογέλασε μόνη της. Ύστερα την ξανάπιασε ναυτία κι έτρεξε πάλι
γρήγορα στον κουβά.
Εκείνη τη στιγμή, άνοιξε η πόρτα και μπήκε στην κάμαρα η Νελ.
Μόλις είδε την Ίζαμπελ, συνοφρυώθηκε ανήσυχη. «Θεέ μου! Δεν εί-
στε καλά, μιλαίδη;»
Η Ίζαμπελ σηκώθηκε σκουπίζοντας το στόμα της. «Ποτέ δεν ήμουν
καλύτερα».
«Δεν καταλαβ...»
«Είμαι έγκυος, Νελ».
Η Νελ την κοίταξε άναυδη κι ύστερα χαμογέλασε. «Δόξα τω Θεώ
και όλους τους αγίους! Καταπληκτικό νέο».
«Πράγματι».
«Πόσων μηνών είστε;»
«Δύο, απ' ό,τι μπορώ να υποθέσω».
«Εκείνος το ξέρει;»
«Όχι ακόμη».
«Θα ενθουσιαστεί, είμαι σίγουρη. Ποιος άντρας δεν ενθουσιάζεται
με τέτοια νέα;»
«Το όνειρό μας γίνεται πραγματικότητα. Δεν βλέπω την ώρα να του
το πω». Η Ίζαμπελ κάθισε στην άκρη του κρεβατιού περιμένοντας να
συνέλθει το στομάχι της. «Το ελπίζαμε και οι δύο, αλλά δεν ήξερα ότι
μπορούσε να συμβεί τόσο γρήγορα».
Η Νελ της έσφιξε το μπράτσο. «Χαίρομαι πολύ για σας».
«Φοβόμουν μήπως δεν συλλάβω ποτέ. Μήπως έφταιγα εγώ στον
προηγούμενο γάμο μου. Τι δικαίωση!»
«Ξεχάστε ό,τι έγινε. Να σκέφτεστε μόνο αυτό που ζείτε τώρα».
«Αυτό θα κάνω. Θέλω ν' αφήσω πίσω μου το παρελθόν. Αν μπο-
ρούσα να σβήσω κάθε ανάμνηση του Άλιστερ, θα το έκανα».
«Πάει εκείνος πια, ο Θεός να αναπαύσει την ψυχή του. Ο λόρδος
Μπαν σας έδωσε ό,τι δεν μπόρεσε ποτέ ο Νιλ». Η παραμάνα χαμογέ-
λασε. «Το πρώτο από πολλά παιδιά, είμαι σίγουρη».
«Το εύχομαι με όλη μου την καρδιά. Θέλω τουλάχιστον μια ντου-
ζίνα παιδιά».
«Δεν υπάρχει λόγος να μην τα αποκτήσετε».
«Ναι, τώρα πλέον δεν υπάρχει».
***
Αργότερα, αφού πλύθηκε και ντύθηκε, η Ίζαμπελ βγήκε από την
κρεβατοκάμαρα και πήγε να συναντήσει τον Μπαν. Όταν δεν τον
βρήκε ούτε στη μεγάλη αίθουσα ούτε στο προαύλιο, ρώτησε έναν
από τους υπηρέτες κι εκείνος της είπε πως βρισκόταν κάπου κλει-
σμένος με τον λόρδο Ίαν για να συζητήσουν ιδιαιτέρως. Πνίγοντας
την απογοήτευσή της, η Ίζαμπελ κατάλαβε ότι τα νέα της έπρεπε να
περιμένουν. Εν τω μεταξύ είχε να επιδιορθώσει ένα σωρό ρούχα.
Τώρα θα έπρεπε να ράψει και μωρουδιακά. Χαμογελώντας μόνη της,
ξαναπήρε το δρόμο για την κάμαρά της.
***
Τελικά έφτασε το βράδυ για να δει ξανά τον Μπαν. Προφανώς, ο
χρόνος που περνούσε έξω από τους τοίχους του κάστρου του έκανε
καλό. Τις τελευταίες εβδομάδες η χλομάδα από τη δοκιμασία που εί-
χε περάσει είχε αντικατασταθεί από ένα υγιές μαύρισμα, που είχε
εξαλείψει τους μαύρους κύκλους από τα μάτια του και τόνιζε τα α-
δρά χαρακτηριστικά του προσώπου του και το γεροδεμένο σώμα
του. Έμοιαζε πάλι με σωστό πολεμιστή. Μόλις κάθισε δίπλα της στο
τραπέζι, η καρδιά της ξεχείλισε από αγάπη και πόθο. Η Ίζαμπελ ανυ-
πομονούσε να μείνουν μόνοι τους.
Η συζήτηση περιστράφηκε κυρίως γύρω από το θερισμό και εκείνη
άκουγε ευχαριστημένη τους άντρες να μιλούν, να αστειεύονται με-
ταξύ τους και να γελούν. Η σκέψη της πέταξε στο Κασλμόρα. Κι εκεί
θα ήταν καιρός για το θερισμό τώρα -και όλη η σοδειά θα κατέληγε
στον Μέρντο και τους μισθοφόρους του. Ο πατέρας και ο αδελφός
της θα στριφογύριζαν στους τάφους τους. Η Ίζαμπελ ήλπιζε πως η
κατάσταση αυτή δεν θα συνεχιζόταν για πολύ. Όμως δεν ήταν ώρα
για μελαγχολικές και απαισιόδοξες σκέψεις, και προσπάθησε να τις
διώξει.
«Είσαι καλά, γλυκιά μου;»
Η Ίζαμπελ σήκωσε το βλέμμα της και είδε τον Μπαν να την κοιτά-
ζει. «Ω, ναι, φυσικά».
«Φαινόσουν αφηρημένη».
«Σκεφτόμουν το Κασλμόρα και το θερισμό εκεί. Πάντα ήταν χα-
ρούμενη εποχή. Μ' άρεσε πολύ να βλέπω να μαζεύουν το σιτάρι, ξέ-
ροντας ότι οι μέρες των ισχνών αγελάδων είχαν περάσει».
«Θα το δεις ξανά, σου το υπόσχομαι, και τότε θα κάνουμε ένα γλέ-
ντι που δεν θα το έχεις ξαναζήσει».
«Περιμένω να κρατήσεις την υπόσχεσή σου».
«Φέτος η συγκομιδή θα είναι πλούσια», συνέχισε ο Μπαν.
«Ας ελπίσουμε να κρατήσει λίγο ακόμη ο καλός καιρός».
«Ναι, ας το ελπίσουμε».
Η Ίζαμπελ φάνηκε προς στιγμήν στενοχωρημένη και ο Μπαν, μα-
ντεύοντας κάποιες από τις σκέψεις που την απασχολούσαν, άλλαξε
θέμα. «Μου έλειψες σήμερα».
Εκείνη χαμογέλασε. «Αποκλείεται να πρόλαβες να με σκεφτείς».
«Κάνεις λάθος. Σε σκεφτόμουν συχνά».
«Ω! Και τι σκεφτόσουν, άρχοντά μου;»
Ο Μπαν έγειρε κοντά της και ψιθύρισε κάτι στο αυτί της. Τα μά-
γουλα της Ίζαμπελ ρόδισαν. Εκείνος το πρόσεξε και χαμογέλασε ευ-
χαριστημένος. «Είσαι πολύ ελκυστική όταν κοκκινίζεις».
Η Ίζαμπελ κοίταξε γύρω της, όμως οι άλλοι συζητούσαν και δεν
τους έδιναν σημασία. Παρ' όλα αυτά, εκείνη μίλησε χαμηλόφωνα.
«Είσαι αδιόρθωτος».
«Σχετικά με σένα, ναι, είμαι». Ο Μπαν έκανε μια παύση. «Να τολ-
μήσω να ελπίσω ότι με σκεφτόσουν κι εσύ;»
«Ίσως, μια-δυο φορές».
«Μόνο μια-δυο φορές; Πρέπει να φροντίσω να σου είναι πιο δύ-
σκολο να με ξεχνάς».
Η Ίζαμπελ τον κοίταξε μαντεύοντας τον υπαινιγμό του. «Και πώς
σκοπεύεις να το πετύχεις, άρχοντά μου;»
«Θα σου δείξω αργότερα, όταν θα μείνουμε οι δυο μας».
Το δέρμα της ανατρίχιασε. Όταν έμεναν μόνοι τους, θα του έλεγε
κι εκείνη το μυστικό της. Χαμογέλασε κρατώντας το για λίγο ακόμη.
Ο Μπαν την κοίταξε με περιέργεια. Ένιωθε κάτι διαφορετικό πάνω
της, αλλά δεν μπορούσε να το προσδιορίσει με ακρίβεια. Οι ξαφνικές
αλλαγές στη διάθεσή της του φαίνονταν παράξενες. Ωστόσο, το μυ-
στηριώδες χαμόγελό της τον γοήτευε και ανυπομονούσε να βρεθεί
μόνος μαζί της.
Σηκώθηκε από το τραπέζι και της άπλωσε το χέρι του. «Πάμε;»
Καληνύχτισαν τους υπόλοιπους και βγήκαν από την αίθουσα. Ε-
κείνοι τους κοίταζαν ν' αποχωρούν χαμογελώντας. Ο Μπαν τους α-
γνόησε οδηγώντας αποφασιστικά την Ίζαμπελ από το χέρι. Δεν στα-
μάτησε μέχρι που μπήκαν στην κάμαρά τους. Ασφάλισε την πόρτα
και άρπαξε την Ίζαμπελ στην αγκαλιά του, δίνοντάς της ένα παθια-
σμένο φιλί που φλόγισε το κορμί της.
«Όλο το βράδυ ήθελα να το κάνω αυτό»«.
Εκείνη χαμογέλασε. «Μόνο αυτό;»
«Αυτό για αρχή, γλυκιά μου».
Ο Μπαν την άφησε μόνο για να τη γδύσει και να γδυθεί κι εκείνος,
και μετά την οδήγησε στο κρεβάτι. Της έκανε φλογερό και παράφορο
έρωτα διώχνοντας από το μυαλό της όλες τις σκέψεις. Δεν υπήρχαν
παρά μόνο οι δυο τους μέσα σ' ένα κύμα ηδονής. Ύστερα έμειναν μα-
ζί ξαπλωμένοι, ήρεμοι και ικανοποιημένοι. Η Ίζαμπελ κούρνιασε πά-
νω του με το κεφάλι της στο στέρνο του, ακούγοντας τον ρυθμικό
χτύπο της καρδιάς του, ανασαίνοντας την οικεία μυρωδιά του. Σή-
κωσε το βλέμμα της και τον είδε να της χαμογελάει. Τότε κατάλαβε
ότι η φωτιά δεν είχε σβήσει, απλώς είχε κοπάσει για λίγο. Και γέμισε
έξαψη και προσμονή. Ήταν σχεδόν ανόσιο ν' απολαμβάνει τόσο πο-
λύ τη σωματική επαφή: η Εκκλησία θα το θεωρούσε αμαρτία. Η ίδια
όμως δεν ένιωθε ότι ήταν αμαρτία να πλαγιάζει με τον Μπαν. Ένιωθε
σαν να ήταν στον παράδεισο -άλλη βλάσφημη άποψη. Σκοπός του
γάμου ήταν η τεκνοποίηση, όχι η σαρκική ηδονή. Η σκέψη αυτή την
επανέφερε στο θέμα που την απασχολούσε προτού ο Μπαν τη συνε-
πάρει σε μια νέα δίνη έκστασης και χαμογέλασε.
Εκείνος την κοίταξε με μισόκλειστα μάτια. «Τι;»
«Σκεφτόμουν την ηδονή».
Ο Μπαν χαμογέλασε . «Όλα στην ώρα τους, γλυκιά μου».
«Δεν εννοούσα αυτό».
«Ω!» Την κοίταξε με περιέργεια. «Και τι εννοούσες;»
«Ότι κάποιοι θα θεωρούσαν αμαρτωλή τόση ευδαιμονία».
«Τότε είναι ανόητοι. Αν δεν ήταν σωστό να απολαμβάνουμε την
ερωτική πράξη, ο Θεός δεν θα μας είχε δώσει τα μέσα για να το κά-
νουμε». Έσυρε απαλά το δάχτυλό του στον ώμο της.
«Με την ηδονή γιορτάζουμε τα δώρα του».
«Τώρα που είπες δώρα...»
«Μου φαίνεται ότι εσύ έχεις πολλά», είπε ο Μπαν.
«Και τώρα έχω κι άλλο ένα, για σένα».
«Τι δώρο, γλυκιά μου;»
«Το σπουδαιότερο απ' όλα -ένα παιδί».
Το χέρι του στον ώμο της έμεινε ακίνητο και την κοίταξε στα μάτια,
μήπως και δεν είχε καταλάβει σωστά. «Ένα παιδί; Εννοείς πως εί-
σαι...»
Η Ίζαμπελ έγνεψε καταφατικά. «Θα γεννήσω ένα μωρό».
Για λίγο εκείνος την κοίταξε φανερά δύσπιστος, αλλά το βλέμμα
στα μάτια της φανέρωνε την αλήθεια. Του φάνηκε ότι η καρδιά του
σταμάτησε κι ύστερα άρχισε πάλι να χτυπά δυνατά. Ένιωσε ζαλισμέ-
νος. Η πιο μεγάλη ευχή του θα γινόταν πραγματικότητα. Η Ίζαμπελ
θα έκανε παιδί, το δικό τους παιδί. Το όνομα της οικογένειάς του θα
συνεχιζόταν. Ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό του.
«Αγάπη μου, αυτό είναι υπέροχο! Είσαι βέβαιη;» Η Ίζαμπελ σάστι-
σε. Πώς την είχε αποκαλέσει;
«Ίζαμπελ;»
«Ναι, τώρα είμαι βέβαιη. Το υποπτευόμουν εδώ και λίγο καιρό, αλ-
λά δεν ήθελα να σου πω τίποτε προτού βεβαιωθώ».
«Πότε; Πότε θα γεννηθεί το μωρό;»
«Την άνοιξη».
Ο Μπαν ξέσπασε χαρούμενος σε γέλια. «Θα γίνω πατέρας!»
«Ναι».
«Αυτό είναι υπέροχο! Το πιο υπέροχο πράγμα που άκουσα ποτέ».
Ακούμπησε το χέρι του στην κοιλιά της. «Δεν περίμενα ότι θα συνέ-
βαινε τόσο σύντομα».
«Έκανες ό,τι μπορούσες γι' αυτό», είπε η Ίζαμπελ.
Ξαφνικά ο Μπαν σοβάρεψε. «Έπρεπε να μου το πεις νωρίτερα,
γλυκιά μου. Αν το ήξερα, δεν θα...»
Το βλέμμα της συνάντησε το δικό του. «Δεν πειράζει, Μπαν. Δεν
έπαθα τίποτα».
«Κι όμως, δεν έπρεπε να είμαι τόσο απότομος. Σε πόνεσα;»
«Όχι, και βέβαια όχι». Τον φίλησε τρυφερά. «Μην ανησυχείς».
Ο Μπαν ξάπλωσε στα μαξιλάρια προσπαθώντας να το συνειδητο-
ποιήσει. Ένιωθε πολύ έντονα συναισθήματα. Ποτέ δεν το περίμενε
τόσο γρήγορα. Θα γινόταν πατέρας. Ήταν ευτυχισμένος και τρομο-
κρατημένος ταυτόχρονα. Πήρε το χέρι της Ίζαμπελ και το έφερε στα
χείλη του.
«Σ' ευχαριστώ».
Ο λαιμός της σφίχτηκε. «Αυτό το ονειρευόμουν πολύ καιρό».
«Το ξέρω».
Η Ίζαμπελ δίστασε. «Προσεύχομαι να σου δώσω γιο, αλλά...»
«Θα γίνει το θέλημα του Θεού. Το θέμα είναι ότι θα κάνουμε παι-
δί».
«Πολλά παιδιά, ελπίζω».
«Άρα μην ανησυχείς αν το πρώτο είναι αγόρι ή κορίτσι». Έβαλε τα
χέρια του στη μέση της και την τράβηξε κοντά του.
«Κάποτε νόμιζα ότι δεν θα ζούσα ποτέ αυτή την ευλογία».
«Κι εγώ το ίδιο».
«Δεν έχεις να ψέξεις τον εαυτό σου για τίποτα».
«Σημαίνει πολλά για μένα να ξέρω πως δεν ήταν δικό μου το φταί-
ξιμο».
Εκείνη τη στιγμή ο Μπαν πήρε μια ιδέα από το μαρτύριο και το
φόβο που βίωνε μέχρι εκείνη τη στιγμή η Ίζαμπελ και συγκινήθηκε.
Και ταυτόχρονα ντράπηκε που, έστω και για λίγο καιρό, είχε συμβά-
λει κι εκείνος σ' αυτά αφήνοντας τις αμφιβολίες του να τον επηρεά-
σουν. Πάντα στη γυναίκα ρίχνουν την ευθύνη. Το σαγόνι του σφί-
χτηκε καθώς τα λόγια της επέστρεψαν για να τον στοιχειώσουν.
«Λυπάμαι πολύ, γλυκιά μου».
Η Ίζαμπελ τον κοίταξε απορημένη. «Για ποιο πράγμα;»
«Για τη συμπεριφορά που είχα κάποτε απέναντί σου. Τη σκέφτομαι
και αηδιάζω».
«Δεν με κακομεταχειρίστηκες».
«Ίσως όχι με τον τρόπο που εννοείς εσύ, αλλά με πολλούς άλλους».
«Δεν είναι αλήθεια».
«Είναι. Όταν σε πρωτοείδα, παραλίγο να σε βιάσω σ' εκείνο το πο-
τάμι και στη συνέχεια σε υποχρέωσα να έχεις μαζί μου κρυφές περι-
πτύξεις σ' έναν αχυρώνα». Κούνησε το κεφάλι του.
«Δεν θα το έλεγες ακριβώς ιπποτική συμπεριφορά αυτό».
«Πήρες ένα ρίσκο που οι περισσότεροι άντρες θα απέφευγαν».
«Εκμεταλλεύτηκα την κατάσταση».
«Τελικά όλα πήγαν καλά».
«Αυτό δεν σημαίνει πως νιώθω καλύτερα για ό,τι έκανα».
«Ας μη στεκόμαστε στο παρελθόν, Μπαν. Μας περιμένουν πολλά
ωραία πράγματα».
Ο Μπαν τη φίλησε τρυφερά. Προτού μπορέσουν όμως να κοιτά-
ξουν μπροστά, είχε ν' αντιμετωπίσει μια απειλή. Και η αποκάλυψη
της Ίζαμπελ έκανε επιτακτικότερη αυτή την ανάγκη. Το παιδί τους θα
είχε την κληρονομιά που του ανήκε δικαιωματικά, πάση θυσία. Και
ύστερα ο ίδιος θα αφοσιωνόταν στο στόχο του να γίνει καλύτερος
σύζυγος.
Κεφάλαιο 17

Ο θερισμός ξεκίνησε και οι κάτοικοι του Γκλενγκάρον ήταν απα-


σχολημένοι στα χωράφια -οι άντρες έκοβαν τα σπαρτά, οι γυναίκες
έδεναν και στοίβαζαν τα δεμάτια. Μόλις θεριζόταν ένα χωράφι, έ-
μπαιναν να το καθαρίσουν για να μαζέψουν και τα τελευταία υπο-
λείμματα, και να μην πάει τίποτε χαμένο. Σιγά σιγά, οι σιταποθήκες
γέμιζαν. Οι άνθρωποι δούλευαν χαμογελαστοί καθώς ήξεραν ότι η
επόμενη χρονιά θα ήταν πλούσια.
Η Ίζαμπελ είχε προσφερθεί να βοηθήσει, αλλά ο Μπαν δεν ήθελε
ούτε να το ακούσει. «Είσαι έγκυος. Αποκλείεται να κάνεις βαριά δου-
λειά».
«Άλλες γυναίκες κάνουν».
«Εσύ δεν είσαι σαν τις άλλες. Είσαι γυναίκα μου. Άλλωστε, ο θερι-
σμός δεν είναι δουλειά για μια λαίδη».
«Ναι, αλλά στο παρελθόν την έχω κάνει».
«Ίσως, αλλά τώρα δεν πρόκειται»«.
«Πολύ καλά. Αφού επιμένεις, δεν θα την κάνω». Ο Μπαν την κοίτα-
ξε στα μάτια. «Το ξέρω».
«Η αλαζονεία δεν σ' έχει εγκαταλείψει, έτσι;»
Ο Μπαν δαγκώθηκε για να μη χαμογελάσει. Τον διασκέδαζαν οι
αντιδράσεις της. Ήξερε ότι δεν έπρεπε να το προχωρήσει περισσό-
τερο, αλλά μπήκε σε μεγάλο πειρασμό.
«Είμαι άντρας σου και θα με υπακούσεις».
Η Ίζαμπελ σταύρωσε τα μπράτσα στο στήθος της. «Θα σε υπακού-
σω αυτή τη φορά, γιατί καταλαβαίνω τους λόγους σου».
Τα μάτια του Μπαν άστραψαν. «Θα με υπακούς πάντα, είτε κατα-
λαβαίνεις τους λόγους μου είτε όχι».
«Γιατί; Αλλιώς τι θα γίνει;»
«Θα υφίστασαι τις συνέπειες».
«Μη μου το λες. Υπερόπτη, αυταρχικέ...»
«Υπερόπτης και αυταρχικός εγώ; Κάτσε να σου φερθώ ανάλογα για
να μάθεις».
Προτού προλάβει η Ίζαμπελ ν' αντιδράσει, ο Μπαν την άρπαξε από
τη μέση και την τράβηξε πάνω του. Το στόμα του πήρε το δικό της
άγρια, απαιτητικά, σε ένα φλογερό φιλί που της έκοψε την ανάσα.
Τον έσπρωξε με όλη της τη δύναμη, αλλά μάταια. Τα χέρια της πάνω
στο στήθος του ήταν σαν φτερά σπουργιτιού. Ο Μπαν έβλεπε πως
την είχε εκνευρίσει κι αυτό ακριβώς επεδίωκε εκδηλώνοντας το πά-
θος του τόσο προκλητικά. Αλλά την είχε διεγείρει κιόλας. Όσο και να
του αντιστεκόταν, φλεγόταν στην αγκαλιά του. Ο Μπαν την κράτησε
μέχρι να υποταχτεί. Λαχανιασμένη, η Ίζαμπελ σταμάτησε να χτυπιέ-
ται και τον κοίταξε στα μάτια, μιας και δεν μπορούσε να κάνει τίποτε
άλλο.
«Άσε με, Μπαν».
«Όχι».
«Άσε με».
«Η γυναίκα μου με αψηφά και πρέπει να λάβω μέτρα».
Τη σήκωσε απότομα στην αγκαλιά του και τη μετέφερε στην κάμα-
ρά τους. Η αντίσταση της Ίζαμπελ δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Ο
Μπαν έκλεισε με μια κλοτσιά την πόρτα και ύστερα ξάπλωσε την Ί-
ζαμπελ στο κρεβάτι και ξάπλωσε κι εκείνος μαζί της. Βλέποντας τις
διαθέσεις του, εκείνη άρχισε ν' αντιστέκεται ακόμη περισσότερο, κα-
θώς ο θυμός της πάλευε με τον πόθο. Ο Μπαν την έπιασε από τους
καρπούς και ακινητοποίησε το σώμα της κάτω από το δικό του. Ύ-
στερα τη φίλησε ξανά στο στόμα, απαλά αυτή τη φορά, αλλά όχι λι-
γότερο επίμονα. Η Ίζαμπελ αισθάνθηκε στο δέρμα της την οικεία ζε-
στασιά, το σώμα της σταδιακά χαλάρωσε κάτω από το δικό του κα-
θώς άρχισε να ανταποκρίνεται στο φιλί του. Ο Μπαν τραβήχτηκε και
την κοίταξε στα μάτια.
«Τώρα είναι καλύτερα».
Η Ίζαμπελ άνοιξε το στόμα της να του απαντήσει θυμωμένα, αλλά
τον είδε να της χαμογελάει . Τα μάτια της μισόκλεισαν καθώς συνει-
δητοποίησε τι γινόταν. «Με πειράζεις, ε;»
«Ακριβώς».
«Κι εγώ έπεσα στην παγίδα σου».
«Με απίστευτη ευκολία».
Η Ίζαμπελ γέλασε απρόθυμα. «Έπρεπε να το καταλάβω».
«Ναι, έπρεπε».
Για ένα-δυο δευτερόλεπτα κοιτάχτηκαν σιωπηλοί. Ύστερα εκείνη
δοκίμασε να δει πόσο σφιχτά την κρατούσαν τα χέρια του. Ο Μπαν
δεν κουνήθηκε.
«Μπαν;»
«Ίζαμπελ;»
«Θα μ' αφήσεις να φύγω ή όχι;»
«Όχι», της απάντησε.
***
Αφού ο Μπαν δεν της έδινε την άδεια να βοηθήσει στο θερισμό, η
Ίζαμπελ έραβε ρούχα για το μωρό και βοηθούσε την Άσλιν με τις
δουλειές του σπιτιού. Απολάμβανε τη συντροφιά της Άσλιν και θεω-
ρούσε πολύτιμη τη φιλία που αναπτυσσόταν μεταξύ τους. Της είχε
λείψει από τη ζωή της μια φίλη. Όμως, όσο απασχολημένη και να
ήταν, τη βασάνιζε ένα παράξενο προαίσθημα. Διαισθανόταν πως μό-
λις τελείωνε ο θερισμός, οι άντρες θα ξεκινούσαν για το Κασλμόρα.
Και η Άσλιν επίσης ήταν ασυνήθιστα μελαγχολική. «Όσες φορές
και να έχω δει τον Ίαν να φεύγει για μια μάχη, πάντα νιώθω νευρικό-
τητα».
«Ας όψεται ο Μέρντο. Μακάρι να έπεφτε από το άλογο και να έ-
σπαγε το λαιμό του».
«Κάτι τέτοιο θα ήταν ιδανική λύση».
«Αλλά δεν πρόκειται να συμβεί, έτσι δεν είναι;»
«Μάλλον όχι».
«Θέλω να ξαναέρθει στα χέρια μου το Κασλμόρα και να υπάρξει
εκδίκηση για το θάνατο του αδελφού μου, αλλά χωρίς απώλειες για
το Γκλεvγκάρον».
«Θα είναι ελάχιστες οι απώλειες για το Γκλενγκάρον», απάντησε η
Άσλιν. «Θα φροντίσει ο Ίαν γι' αυτό».
Η Ίζαμπελ συλλογιζόταν αργότερα τα λόγια της. Μακάρι να είχε
δίκιο η Άσλιν. Ο Μπαν την κρατούσε ενήμερη σε γενικές γραμμές για
τα σχέδιά τους, αλλά δεν της ανέφερε λεπτομέρειες, ούτε βέβαια της
εξηγούσε τη στρατηγική τους. Οι περισσότεροι άντρες το θεωρού-
σαν αταίριαστο θέμα για τ' αυτιά μιας γυναίκας. Η Ίζαμπελ χαμογέ-
λασε μόνη της καθώς φαντάστηκε την απάντηση του Μπαν, αν τον
ρωτούσε. Όχι πως θα τον ρωτούσε, βέβαια. Στον κόσμο ενός άντρα
μια τέτοια ερώτηση θα προκαλούσε αποδοκιμασία ή γέλια.
***
Ήταν αργά το μεσημέρι και η Ίζαμπελ άφησε στην άκρη το ράψιμο
γιατί είχε κουραστεί. Είχε ανάγκη να πάρει καθαρό αέρα. Κι αν ήταν
τυχερή, μπορεί να συναντούσε τον Μπαν και να αντάλλασσε δυο λό-
για μαζί του. Ωστόσο, αυτό αποδείχτηκε πιο δύσκολο απ' όσο ήλπιζε,
γιατί όταν τον αναζήτησε, έμαθε πως είχε πάει στο χωριό με μερι-
κούς άντρες. Κανείς δεν ήξερε πότε θα επέστρεφε. Η Ίζαμπελ αποφά-
σισε να περπατήσει μόνη της μέχρι εκεί. Η απόσταση ήταν ενάμισι
μίλι περίπου και ο καιρός ήταν υπέροχος. Θα έβρισκε τον Μπαν στο
χωριό ή θα τον συναντούσε στο δρόμο της επιστροφής για το Νταρκ
Μάουντ. Ο Μπαν δεν θα είχε αντίρρηση ν' απομακρυνθεί από το κά-
στρο, αρκεί να έπαιρνε μαζί της συνοδεία. Φώναξε, λοιπόν, τη Νελ
και ξεκίνησαν.
Η Ίζαμπελ απολάμβανε τον περίπατο και ο γλυκός, καθαρός αέρας
της έφτιαξε τη διάθεση. Το μονοπάτι ακολουθούσε περιμετρικά το
Νταρκ Μάουντ και ύστερα διέσχιζε την κοιλάδα παράλληλα μ' ένα
ρέμα. Χαμηλά στην πλαγιά, τα χρυσά στάχυα έλαμπαν στοιβαγμένα
στα θερισμένα χωράφια, ενώ στα δεξιά μια συστάδα δέντρων κατη-
φόριζε μέχρι το ρέμα. Η σκιά τους ήταν ευπρόσδεκτη κάτω από τον
ήλιο που έκαιγε ακόμη. Οι δύο γυναίκες προχώρησαν ανάμεσα στα
δέντρα ενώ η Ίζαμπελ κοιτούσε συνεχώς το μονοπάτι μήπως έβλεπε
τον Μπαν. Η σκέψη της πέταξε στη στιγμή που εκείνος θα την έβλεπε
μπροστά του. Θα σάστιζε κι ύστερα θα κατέβαινε από το άλογό του
λέγοντας στους άντρες του να προχωρήσουν. Και θα περπατούσαν
οι δυο τους μαζί ανταλλάσσοντας τα νέα της ημέρας τους.
Ήταν τόσο απορροφημένη από τις σκέψεις της που δεν είδε τους
ιππείς ανάμεσα στα δέντρα ούτε τον καβαλάρη που πρόβαλε ξαφνι-
κά μπροστά της φράζοντάς της το δρόμο. Στην αρχή σκέφτηκε ότι
μπορεί να ήταν ο άντρας της, αλλά κοιτάζοντας πιο προσεκτικά δια-
πίστωσε πως έκανε λάθος. Έντρομη, είδε τα μαύρα ρούχα, το ξυρι-
σμένο κεφάλι, το βλογιοκομμένο πρόσωπο με τα κοντά γένια και, τέ-
λος, το τόξο στα χέρια του, με το τεντωμένο βέλος που σημάδευε την
ίδια. Η Νελ σταμάτησε κι εκείνη έντρομη. Ο Μέρντο την κοίταξε. Ύ-
στερα στράφηκε πάλι στην Ίζαμπελ. Εκείνη συγκεντρώνοντας την
ψυχραιμία της τον ρώτησε: «Τι θέλεις, Μέρντο;»
«Εσένα, Ίζαμπελ».
«Ξέρεις ότι δεν πρόκειται να συμφωνήσω ποτέ σ' αυτό».
Η έκφρασή του της προκάλεσε ένα ρίγος. «Αυτό δεν έχει σημασία.
Ποιος θα μ' εμποδίσει να σε πάρω τώρα μαζί μου;»
«Μπορείς να το κάνεις», παραδέχτηκε η Ίζαμπελ, «αλλά θα ήταν
άσκοπο, γιατί εγώ θα αυτοκτονούσα προκειμένου να γλιτώσω από
σένα, ενώ εσύ δεν θα γλίτωνες από την οργή του Γκλενγκάρον».
«Δεν με απασχολεί το Γκλενγκάρον».
«Κι όμως, θα σου κοστίσει ακριβά».
«Θα μου κοστίσει το χρυσάφι που θα δώσω για να σε ξαναπάρω
πίσω».
«Μα δεν με είχες ποτέ. Και δεν θα καταφέρεις να με κερδίσεις με
απειλές και υποσχέσεις. Σκότωσες τον αδελφό μου».
«Ο Χιου ήταν ανόητος. Έπαθε ό,τι του άξιζε».
«Και ποιος είσαι εσύ για ν' αποφασίσεις τι αξίζει σ' έναν άντρα;»
«Τον έβγαλα από τη μέση γιατί εμπόδιζε τα σχέδιά μου». Της χα-
μογέλασε κυνικά. «Αυτό που θέλω το παίρνω, Ίζαμπελ»«. Ύψωσε το
τόξο. «Σε ρωτάω λοιπόν για τελευταία φορά: θα γυρίσεις μαζί μου
στο Κασλμόρα;»
«Ποτέ».
«Αν δεν μπορώ να σ' έχω εγώ, δεν θα σ' έχει κανένας».
Η Ίζαμπελ ξεροκατάπιε. Δεν θα του έδινε όμως την ικανοποίηση να
δει το φόβο της. Σήκωσε ψηλά το κεφάλι της. «Τι γενναίος που είσαι
να τα βάζεις με δύο άοπλες γυναίκες!»
Ο Μέρντο αγνόησε το χλευασμό της. «Πρώτα θα πεθάνεις εσύ και
μετά ο τυχοδιώκτης που σε παντρεύτηκε».
Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. Ο Μέρντο ήταν καλά ενημερωμέ-
νος. Βέβαια ο γάμος της δεν ήταν μυστικός. Αναρωτήθηκε αν έπρεπε
να του πει πως ήταν έγκυος, αλλά αποφάσισε να μην το κάνει. Αν ο
Μέρντο μάθαινε για το παιδί, θα οργιζόταν ακόμη περισσότερο .
«Δεν θα κερδίσεις τίποτα, Μέρντο».
«Θα κερδίσω την εκδίκησή μου».
«Άφησέ μας να φύγουμε».
«Όχι».
Το ύφος του ήταν ήρεμο αλλά μοχθηρό και ψυχρό. Η Ίζαμπελ ανα-
ζήτησε στο πρόσωπό του κάποια ένδειξη συμπόνιας αλλά μάταια.
Τότε στράφηκε γύρω της αναζητώντας τρόπο διαφυγής, αλλά είδε
μόνο το ακίνητο τοπίο.
Ο Μέρντο κούνησε το κεφάλι του. «Αυτή τη φορά δεν θα ξεφύγεις,
Ίζαμπελ. Ούτε εσύ ούτε η προδοτική συντροφιά σου».
Τέντωσε τη χορδή του τόξου και το βέλος εξακοντίστηκε. Η Νελ
έβγαλε μια κραυγή κι έπεσε στο έδαφος, με το βέλος καρφωμένο στο
στήθος. Η Ίζαμπελ ούρλιαξε κι έπεσε στα γόνατα πλάι της. «Νελ!»
Έντρομη είδε τα μάτια της Νελ να γυαλίζουν ορθάνοιχτα και κατά-
λαβε ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτε για να τη βοηθήσει. Σήκωσε
το βλέμμα της στον Μέρντο.
«Δολοφόνε! Δειλέ!»
Η οδύνη της αναμείχθηκε με φόβο και σηκώθηκε αργά όρθια.
Ο Μέρντο πήρε άλλο ένα βέλος από τη φαρέτρα του και το στερέ-
ωσε στη χορδή του τόξου.
«Αντίο, Ίζαμπελ».
Το τόξο έτριξε. Η Ίζαμπελ τινάχτηκε στο πλάι ενστικτωδώς και το
βέλος πέρασε ξυστά δίπλα της και καρφώθηκε στον κορμό ενός δέ-
ντρου. Η Ίζαμπελ δεν περίμενε άλλο. Ανασήκωσε τις φούστες της κι
άρχισε να τρέχει ανάμεσα στα δέντρα για να καλυφθεί. Άλλο ένα βέ-
λος πέρασε ξυστά δίπλα της και καρφώθηκε στο δέντρο μπροστά
της. Εκείνη βόγκηξε και συνέχισε να τρέχει. Η πλαγιά κατηφόριζε
απότομα. Η Ίζαμπελ σκόνταψε σε μια πέτρα κι έπεσε. Πίσω της ά-
κουγε φωνές και ποδοβολητά αλόγων, σημάδι ότι την καταδίωκαν. Ο
Μέρντο θα τη σκότωνε όπως τη Νελ. Την κυρίεψε πανικός, αλλά
προσπάθησε να τον διώξει. Σηκώθηκε γρήγορα κι άρχισε να τρέχει
στην πλαγιά, παραπατώντας πάνω σε ρίζες και πέτρες, αγνοώντας τα
κλαδιά και τους θάμνους που την γρατζούνιζαν. Λίγο παρακάτω κο-
ντοστάθηκε λαχανιασμένη, το κεφάλι της κόντευε να σπάσει.
Άλλο ένα βέλος καρφώθηκε στο χώμα ακριβώς μπροστά της. Τότε
κατάλαβε ότι ο Μέρντο έπαιζε μαζί της. Ήταν άριστος στο σημάδι, αν
αστοχούσε ήταν μόνο επειδή το ήθελε. Σκόπευε να παρατείνει την
αγωνία της για να την τιμωρήσει. Του άρεσε να την τρομοκρατεί. Και
προτού τη σκοτώσει, ήθελε μάλλον να τη δει να τον εκλιπαρεί γονα-
τιστή για τη ζωή της. Αυτή η σκέψη αναζωπύρωσε το θυμό και το μί-
σος της. Δεν θα του έδινε τέτοια ικανοποίηση. Κοίταξε αλαφιασμένη
γύρω της και είδε τους καβαλάρηδες να πλησιάζουν μέσα από τα δέ-
ντρα. Μπροστά της, μετά το δάσος, απλώνονταν λιβάδια. Αν προ-
σπαθούσε να ξεφύγει από κει, θα την έπιαναν πολύ γρήγορα. Έπρεπε
να μείνει ανάμεσα στα δέντρα. Ήταν η μοναδική της ελπίδα να σω-
θεί. Με το μυαλό της είδε το πρόσωπο του Μπαν. Αυτή τη φορά εκεί-
νος δεν ήξερε ότι η γυναίκα του κινδυνεύει για να έρθει να τη σώσει.
Δεν θα τον ξανάβλεπε ποτέ και δεν θα είχε ποτέ την ευκαιρία να του
πει πόσο τον αγαπούσε. Ο Μπαν δεν θα έβλεπε ποτέ το παιδί τους
να γεννιέται. Πίσω της άκουσε έναν άντρα να φωνάζει. Την είχαν δει.
Απεγνωσμένη έκανε μεταβολή κι άρχισε πάλι να τρέχει.
Οι καλπασμοί ολοένα πλησίαζαν. Η Ίζαμπελ έτρεχε με την ψυχή
στο στόμα ανάμεσα στα δέντρα, αλλά η τύχη της την εγκατέλειψε.
Βρέθηκε ξαφνικά σ' ένα μικρό ξέφωτο και φαινόταν από παντού.
Τρεις καβαλάρηδες πρόβαλαν μπροστά της και της έφραξαν το δρό-
μο. Στράφηκε πίσω της και είδε άλλους δύο που εμπόδιζαν την υπο-
χώρησή της. Δίπλα τους σταμάτησε το μεγαλόσωμο κανελί φαρί του
Μέρντο. Εκείνος την κοίταξε μειδιώντας σαρκαστικά. Η Ίζαμπελ τον
είδε έντρομη να ξεκρεμάει το τόξο από τον ώμο του και να τραβάει
άλλο ένα βέλος από τη φαρέτρα.
«Σ' το είπα, Ίζαμπελ. Δεν θα μου ξεφύγεις».
«Θα τιμωρηθείς γι' αυτό, Μέρντο».
«Αλήθεια; Και ποιος θα με τιμωρήσει; Ο σύζυγός σου;»
«Θα σε κυνηγήσει. Δεν θα μπορείς να κρυφτείς πουθενά».
«Δεν σκοπεύω να κρυφτώ. Ξέρει πού θα με βρει. Απλώς πρέπει να
του δώσω μια αιτία». Ετοίμασε το τόξο του.
Η Ίζαμπελ ρίγησε. Έντρομη τον είδε να βάζει το βέλος στη χορδή
κι άκουσε το ξύλο να τρίζει καθώς το τόξο τεντώθηκε. Μάταια προ-
σπάθησε να ξεφύγει. Το βέλος βυθίστηκε στα πλευρά της και η Ίζα-
μπελ έβγαλε μια κραυγή κι έπεσε στα γόνατα, σφίγγοντας με το χέρι
της την άκρη του που προεξείχε. Το δάσος γύρω της ήταν σιωπηλό.
Κάπου άκουσε το χρεμέτισμα ενός αλόγου. Ύστερα μια σκιά της έ-
κρυψε τον ήλιο και το κανελί άλογο γέμισε το οπτικό της πεδίο. Εκεί-
νη σωριάστηκε μπροστά στις οπλές του. Ο Μέρντο την κοίταξε. Ένα
δεύτερο βέλος σημάδευε την καρδιά της. Κλείνοντας τα μάτια της η
Ίζαμπελ προσπάθησε να διώξει τον πόνο. Σε καμιά περίπτωση δεν
θα εκλιπαρούσε τον Μέρντο. Σύντομα θα τελείωναν όλα.
Ο Μέρντο την κοιτούσε εξεταστικά. Μετά την πρώτη κραυγή πό-
νου, η Ίζαμπελ δεν είχε βγάλει μιλιά. Άθελά του τη θαύμασε -
ενδόμυχα την παραδέχτηκε για το θάρρος της, καθώς συνειδητοποί-
ησε ότι δεν επρόκειτο να τον παρακαλέσει για τη ζωή της. Χαλάρωσε
αργά τη χορδή του τόξου.
«Ο θάνατος δεν θα έρθει γρήγορα, Ίζαμπελ. Θα έχεις αρκετό χρόνο
να με σκέφτεσαι».
Από τα δέντρα ακούστηκε μια αντρική φωνή. «Πλησιάζουν καβα-
λάρηδες, άρχοντά μου!»
Ο Μέρντο κοίταξε για τελευταία φορά τη γυναίκα στο έδαφος. «Α-
ντίο, μιλαίδη. Χαίρομαι που η τελευταία σου σκέψη θα είμαι εγώ».
Γύρισε το άλογό του κι έφυγε καλπάζοντας. Σε ένα λεπτό είχε εξαφα-
νιστεί μαζί με τους άντρες του.
Η Ίζαμπελ άκουσε την ηχώ από τα ποδοβολητά που απομακρύ-
νονταν κι ύστερα ησυχία. Το ξέφωτο βυθίστηκε στη σιωπή. Ως και τα
πουλιά είχαν σωπάσει, σαν να ήξεραν πως ο θάνατος βρισκόταν α-
νάμεσά τους. Η Ίζαμπελ δοκίμασε να σηκωθεί, αλλά ο πόνος δεν την
άφησε κι έπεσε πάλι στο έδαφος μ' ένα βογκητό. Είχε ασπρίσει σαν
το πανί, ενώ τα κλαδιά και ο ουρανός στριφογύριζαν στα μάτια της.
Έκλεισε τα βλέφαρά της ώσπου η ζάλη της υποχώρησε για λίγο. Θα
πέθαινε σ' αυτό εδώ το ξέφωτο. Τώρα που ο θάνατος ζύγωνε, δεν τον
φοβόταν. Μόνο που δυστυχώς δεν θα ξανάβλεπε ποτέ τον Μπαν, δεν
θα ένιωθε ποτέ ξανά την αγκαλιά του και τα φιλιά του. Ο Μπαν δεν
θα μάθαινε ποτέ πόσο τον αγαπούσε. Έπρεπε να του το είχε πει τότε
που μπορούσε. Κάποτε φοβόταν ότι θα έφευγε εκείνος πρώτος και
θα την άφηνε. Τι ειρωνεία! Τελικά θα τον άφηνε εκείνη. Δεν το ήθελε,
αλλά ο πόνος ήταν αβάσταχτος, της έκαιγε τα πλευρά. Ο Μέρντο ή-
θελε να είναι αργός ο θάνατός της. Γι' αυτό δεν είχε ρίξει το δεύτερο
βέλος. Ως εκείνη τη στιγμή η Ίζαμπελ δεν ήξερε πόσο θανάσιμο μπο-
ρούσε να γίνει το μίσος. Αλλά η αγάπη ήταν πιο δυνατή. Έπρεπε να
ξαναδεί τον Μπαν. Στηρίχτηκε στον αγκώνα της για να σηκωθεί όρ-
θια. Ο πόνος τη σούβλισε πάλι και ξεφώνισε από την αγωνία. Η κη-
λίδα αίματος στο φόρεμά της απλωνόταν. Ξανάπεσε στο έδαφος βο-
γκώντας, ενώ ο ουρανός άρχισε να στροβιλίζεται ώσπου έγινε μια
μικρή φωτεινή κουκκίδα. Ύστερα την τύλιξε το σκοτάδι.
Κεφάλαιο 18

Ο Μπαν κρατούσε το άλογό του σ' έναν σταθερό καλπασμό. Η α-


ποστολή του στο χωριό είχε ολοκληρωθεί και όλοι ήταν ικανοποιη-
μένοι. Μακάρι να είχαν ολοκληρωθεί και οι προσωπικές του υποθέ-
σεις, αλλά ακόμη είχε να διευθετήσει το ζήτημα του Κασλμόρα. Έ-
πρεπε οπωσδήποτε ν' απαλλαγεί από τον Μέρντο. Στο δρόμο μπρο-
στά του πρόσεξε καβαλάρηδες που έτρεχαν να κρυφτούν στα δέ-
ντρα. Δεν τους αναγνώρισε, αλλά αν ήταν από το Γκλενγκάρον δεν θ'
αντιδρούσαν έτσι ακούγοντάς τους να πλησιάζουν. Τράβηξε τα χαλι-
νάρια συνοφρυωμένος. Δίπλα του σταμάτησαν και ο Γιούαν με τον
Ντέιβι, καθώς και οι υπόλοιποι της συνοδείας του.
«Ποιοι ήταν αυτοί;» ρώτησε ο Μπαν.
«Δεν ξέρω», απάντησε ο Ντέιβι. «Δεν τους γνώρισα».
«Ούτε εγώ», είπε ο Γιούαν. «Τα δέντρα είναι πολύ πυκνά».
«Να έχετε τα μάτια σας ανοιχτά».
Συνέχισαν το δρόμο τους τριποδίζοντας τώρα. Η αίσθηση του
Μπαν ότι κάτι πήγαινε στραβά ολοένα δυνάμωνε. Υπήρχε μια από-
κοσμη, ανησυχητική σιωπή, όπως πριν από μια ενέδρα ή ύστερα από
μια μάχη. Ενστικτωδώς, τράβηξε το ξίφος του από το θηκάρι και το
ίδιο έκαναν κι οι σύντροφοί του.
Στην αρχή δεν είδαν τη γυναίκα που ήταν πεσμένη λίγο πιο πέρα
από το δρόμο, καθώς τα μάτια τους κοίταζαν ψηλά στην πλαγιά και
ανάμεσα στα δέντρα. Πρώτος την εντόπισε ο Γιούαν. «Εδώ,. άρχοντά
μου!»
Το ύφος του Γιούαν πάγωσε τον Μπαν. Κέντρισε τα πλευρά του
αλόγου του και κατευθύνθηκε προς τα εκεί. Ο Γιούαν κατέβηκε από
το άλογο και γονάτισε δίπλα στη γυναίκα. Ύστερα στράφηκε στους
άλλους, αγέλαστος.
«Είναι η Νελ, άρχοντά μου. Είναι νεκρή».
«Νεκρή;» Ο Μπαν πήδηξε από το άλογό του κι έσπευσε κοντά τους.
Το βέλος και το ακίνητο βλέμμα της γυναίκας του επιβεβαίωσαν τη
θλιβερή αλήθεια.
«Τι έκανε εδώ πέρα μόνη της η Νελ;» απόρησε ο Γιούαν.
«Πάντα είναι μαζί με τη λαίδη Ίζαμπελ. Δεν καταλαβαίνω».
«Μπορεί να ήταν με τη λαίδη Ίζαμπελ», είπε ο Ντέιβι.
Οι δύο άντρες κοιτάχτηκαν ταραγμένοι. Ο Μπαν χλόμιασε καθώς
του γεννήθηκε μια φρικτή υποψία.
Ο Γιούαν ξεροκατάπιε. «Μπορεί να υπάρχει άλλη εξήγηση, άρχο-
ντά μου».
«Σκορπιστείτε και ψάξτε όλη την περιοχή. Αν η γυναίκα μου είναι
εδώ, πρέπει να τη βρούμε».
Δεν εξέφρασε με λόγια το φόβο του για το τι ακριβώς θα έβρισκαν.
Οι άντρες του έσπευσαν να εκτελέσουν την εντολή του σαρώνοντας
τη γύρω περιοχή. Δεν χρειάστηκαν πολλή ώρα για ν' ανακαλύψουν
ίχνη από οπλές αλόγων. Ο Μπαν έσφιξε τη γροθιά του. Υπολόγισε
ότι τα ίχνη έδειχναν τουλάχιστον έξι άλογα που είχαν φύγει προς
την πλαγιά. Ύστερα πρόσεξε άλλο ένα βέλος καρφωμένο στον κορμό
ενός δέντρου και το αίμα του πάγωσε.
Ο Ντέιβι πήγε δίπλα του. «Λες να ήταν ο Μέρντο, άρχοντά μου;»
«Είμαι σίγουρος. Αυτό το βέλος είναι η υπογραφή του». Έριξε μια
γρήγορη ματιά γύρω του. Το ήσυχο δάσος τού φάνηκε πολύ απειλη-
τικό. «Ακολουθήστε τα ίχνη, αλλά να προσέχετε. Μπορεί να είναι πα-
γίδα».
Ο Μπαν ανέβηκε στο άλογό του και το έστρεψε προς την πλαγιά,
ακολουθώντας τα ίχνη στο αφράτο χώμα. Η αγωνία του μεγάλωσε
καθώς ανακάλυψε άλλα δύο βέλη.
Δίπλα του ο Ντέιβι κοίταξε τον Γιούαν. «Τι είχαν στόχο άραγε;»
«Ποιον, μάλλον», διόρθωσε ο Γιούαν.
Ο Μπαν έσφιξε τα δόντια του, το μυαλό του αρνιόταν να δεχτεί
την αλήθεια. Έφτασαν στην κορυφή της πλαγιάς και κοντοστάθηκαν
στην άκρη του ξέφωτου.
«Τα ίχνη στρέφονται πάλι στα δέντρα», είπε ο Ντέιβι. «Είναι τόσο
ευδιάκριτα, που και ένα πεντάχρονο παιδί θα μπορούσε να τ' ακο-
λουθήσει. Σαν να θέλουν να τους βρούμε».
«Αυτό ακριβώς θέλουν», αποκρίθηκε ο Μπαν.
«Γιατί όμως, άρχοντά μου; Οπωσδήποτε ξέρουν ότι είναι μεγάλη
απερισκεψία να πατήσουν εδάφη του Γκλενγκάρον» .
«Ο Μέρντο ξέρει καλά τι κάνει».
«Μας προκαλεί δηλαδή».
«Όχι, εκδικείται». Και καθώς ο Μπαν πρόφερε αυτή τη λέξη, βε-
βαιώθηκε ακόμη περισσότερο για τη μορφή αυτής της εκδίκησης,
και για πρώτη φορά μέσα σε πέντε χρόνια ένιωσε απίστευτη αγωνία.
***
Πέρασαν άλλα πέντε λεπτά ώσπου να βρουν την Ίζαμπελ. Ο Μπαν
πήδηξε από το άλογό του κι έπεσε στα γόνατα δίπλα της βλέποντας
έντρομος το βέλος στα πλευρά της. Το πρόσωπό της ήταν κατάχλο-
μο. Δεν έδειχνε σημάδια ζωής. Ο Μπαν ανασήκωσε τους ώμους της
από το έδαφος και την αγκάλιασε. Η καρδιά του είχε παγώσει από
τρόμο. Οι άντρες του στέκονταν βλοσυροί γύρω του, σιωπηλοί μάρ-
τυρες της αγωνίας του. Πιέζοντας τον εαυτό του να διαπιστώσει την
αλήθεια, ο Μπαν άγγιξε το λαιμό της αναζητώντας το σφυγμό. Στην
αρχή δεν τον έβρισκε. Ύστερα τον εντόπισε, αλλά ήταν πολύ αδύνα-
μος. Φόβος και οργή συσσωρεύτηκαν στην καρδιά του καθώς σήκω-
σε τη γυναίκα του στα χέρια του.
«Ντέιβι, φέρε το άλογό μου! Πρέπει να την πάμε σπίτι. Γιούαν, πά-
ρε τον Κάλεμ και πηγαίνετε να φέρετε το πτώμα της Νελ!»
***
Η διαδρομή της επιστροφής στο Νταρκ Μάουντ δεν ήταν μεγάλη,
αλλά για τον Μπαν κράτησε αιώνες. Μόλις μπήκαν στο προαύλιο,
όλοι άρχισαν να τους ρωτούν τι είχε συμβεί και ακούγοντας την α-
πάντηση έβγαζαν επιφωνήματα τρόμου. Επικρατούσε τεταμένη σιω-
πή. Το πλήθος που είχε μαζευτεί παραμέρισε για να περάσει ο Μπαν
που κρατούσε προσεκτικά στην αγκαλιά του την Ίζαμπελ. Τη μετέφε-
ρε μέσα στο κάστρο και ύστερα στην κρεβατοκάμαρά τους όπου την
ακούμπησε απαλά στο κρεβάτι. Η χλομάδα της τον τρομοκρατούσε.
Όταν την άγγιξε, το χέρι της ήταν παγωμένο.
«Μπαν; Τι έγινε; Τι έπαθε;»
Ο Μπαν αναγνώρισε τη φωνή της Άσλιν. «Πεθαίνει», της απάντησε.
Η Άσλιν πάγωσε στη θέση της. Ύστερα άρχισε να δίνει εντολές στις
υπηρέτριες που είχαν μαζευτεί. Στράφηκε ξανά στον αδελφό της.
«Ποιος το έκανε;»
«Ο Μέρντο, ποιος άλλος;»
Η Άσλιν τρόμαξε με την έκφραση στα μάτια του.
Ο Μπαν σηκώθηκε όρθιος. «Φρόντισέ την, Άσλιν. Πάω να τον
βρω».
«Πρόσεχε, Μπαν. Αυτό θέλει κι εκείνος».
«Το πέτυχε. Δεν θα ζήσει να δει άλλη μέρα πάνω στη γη». Ο Μπαν
αποχαιρέτησε με το βλέμμα του τη γυναίκα του και προχώρησε προς
την πόρτα. Βγαίνοντας άκουσε τον Ίαν να δίνει εντολές στους άντρες
να ετοιμαστούν και να πάρουν τα ξίφη τους. Ο Ίαν στεκόταν όρθιος
δίπλα από το πτώμα της Νελ, που ήταν τυλιγμένο σ' ένα μανδύα. Ό-
ταν είδε τον Μπαν, του έσφιξε τον ώμο.
«Λυπάμαι, αδελφέ μου. Άργησα πολύ να κυνηγήσω τον Μέρντο.
Νόμιζα πως είχαμε χρόνο. Έκανα λάθος και σου ζητώ να με συγχω-
ρέσεις».
Ο Μπαν τον κοίταξε βλοσυρός. «Πάμε τώρα να βρούμε το κάθαρ-
μα. Σήμερα Θα πεθάνει ή αυτός ή εγώ -ή και οι δυο μας».
«Θα γυρίσουμε με το κεφάλι του καρφωμένο στο δόρυ, σου τ' ορ-
κίζομαι».
«Είθε».
Ανέβηκαν γρήγορα στα άλογά τους, και με τη συνοδεία τριάντα
ρωμαλέων αντρών ξεκίνησαν. Επέστρεψαν στον τόπο του εγκλήμα-
τος και σε λίγα λεπτά κατάλαβαν την κατεύθυνση που είχε πάρει ο
Μέρντο με τους άντρες του. Ο Μπαν έκανε να κεντρίσει τα πλευρά
του αλόγου του, αλλά ο Γιούαν τον σταμάτησε.
«Άρχοντά μου, στο Κασλμόρα θα γυρίσουν, έτσι δεν είναι;»
«Ναι. Και λοιπόν;»
«Υπάρχει πιο σύντομος δρόμος. Τον χρησιμοποιούν οι βοσκοί. Αν
πάμε από κει, θα βγούμε μπροστά τους».
Ο Ίαν έγνεψε καταφατικά. «Ο Γιούαν έχει δίκιο».
«Εντάξει». Ο Μπαν τον κοίταξε επίμονα. «Οδήγησέ μας».
Ο Γιούαν έστρεψε το άλογό του και προχώρησε σ' ένα μονοπάτι
που έζωνε την πλαγιά του λόφου. Οι υπόλοιποι τον ακολούθησαν
και όταν έφτασαν στην κορυφή της πλαγιάς όπου το έδαφος γινόταν
επίπεδο, άφησαν τα άλογά τους να καλπάσουν ελεύθερα. Ο Μπαν
βιαζόταν να βρεθεί αντιμέτωπος με τον Μέρντο. Στο μυαλό του έ-
βλεπε το χλομό πρόσωπο της Ίζαμπελ , στο χέρι του ένιωθε το πα-
γωμένο δέρμα της. Το βέλος είχε χωθεί βαθιά στα πλευρά της και η
αφαίρεσή του θα προκαλούσε ακόμη μεγαλύτερη αιμορραγία. Η Ίζα-
μπελ θα έχανε κι άλλες δυνάμεις. Αλλά ακόμη κι αν σταματούσε η
εξωτερική αιμορραγία, αν είχε πληγεί ζωτικό όργανο, μπορεί να αι-
μορραγούσε εσωτερικά. Η ζωή της γλιστρούσε κι έφευγε μέσα από
τα χέρια τους κάθε λεπτό που περνούσε και μαζί της και η ζωή του
παιδιού τους. Ο Μπαν σπάραζε μέσα του που θα τους έχανε. Εκείνη
την ώρα συνειδητοποίησε τι σήμαινε 'για εκείνον η Ίζαμπελ. Την α-
γαπούσε πιο πολύ κι από τη ζωή του και αν εκείνη πέθαινε, δεν τον
ένοιαζε να πεθάνει κι εκείνος την ίδια μέρα. Πρώτα όμως θα σκότωνε
τον Μέρντο.
Κάλπαζε μανιασμένα, οδηγώντας το άλογό του με το ένστικτο. Δί-
πλα του κάλπαζε ο Ίαν, το πρόσωπό του είχε γίνει μια τρομακτική
μάσκα που έγραφε πάνω της την ποινή του θανάτου. Πίσω τους
κάλπαζαν οι άντρες τους σαν ένα σώμα με -έναν αδιαφιλονίκητο
στόχο -η επιθυμία της εκδίκησης φλόγιζε το βλέμμα τους. Το Γκλεν-
γκάρον είχε δεχτεί μια θανάσιμη προσβολή και μόνο με αίμα μπο-
ρούσε να την ξεπλύνει.
***
Μερικά μίλια αργότερα έκαναν μια σύντομη στάση για να πάρουν
ανάσα τα άλογα.
«Ο Μέρντο θα νομίζει πως γλίτωσε», είπε ο Ίαν. «Δεν θα υποπτεύε-
ται ότι προπορευόμαστε».
«Θα είναι η τελευταία του έκπληξη», είπε βλοσυρός ο Μπαν. Κέ-
ντρισαν πάλι τα άλογά τους και προχώρησαν μέχρι την κορυφή του
επόμενου λόφου. Ο Ίαν ύψωσε το χέρι του και σταμάτησαν άλλη μια
φορά. «Εκεί κάτω», είπε δείχνοντας την κοιλάδα στα πόδια τους.
Ο Μπαν μισόκλεισε τα μάτια του γιατί τον τύφλωνε ο ήλιος. Η
καρδιά του αναπήδησε στο στήθος του με άγρια ικανοποίηση μόλις
είδε τη γραμμή της σκόνης από έξι καβαλάρηδες στο στενό μονοπά-
τι.
«Εκεί είναι!»
«Θα βγούμε μπροστά τους μέσα από τα δέντρα».
Κάλπασαν στην πλαγιά, παράλληλα με το μονοπάτι που ήξεραν ότι
ακολουθούσε η ομάδα του Μέρντο. Μόλις έφτασαν στο δάσος της
κοιλάδας, σταμάτησαν τα άλογά τους και περίμεναν. Σύντομα άκου-
σαν ποδοβολητά αλόγων να έρχονται προς το μέρος τους. Ο Μπαν
τράβηξε το ξίφος του από τη θήκη βλοσυρός.
«Σήμερα δεν παίρνουμε αιχμάλωτους», είπε ο Ίαν στους άντρες.
Εκείνοι μειδίασαν τραβώντας τα ξίφη τους. Ο εχθρός τους πλησία-
ζε. Οι άντρες ύψωσαν τα ξίφη.
«Περιμένετε», είπε σιγανά ο Ίαν. «Αφήστε τους να πλησιάσουν κι
άλλο».
Όταν ο εχθρός πλησίασε στα σαράντα μέτρα, οι άντρες του Ίαν ξε-
πρόβαλαν από τα δέντρα και πέταξαν στο δρόμο ένα σκοινί. Οι ά-
ντρες του Μέρντο σταμάτησαν απότομα τα άλογά τους, βρίζοντας
και φωνάζοντας. Έκαναν μεταβολή για να φύγουν, αλλά ο δρόμος
τους ήταν κομμένος κι από κει. Βλέποντας την αριθμητική υπεροχή
του αντιπάλου, ένας-δυο πέταξαν τα ξίφη τους, αλλά η κίνησή τους
δεν τους έσωσε. Οι άντρες του Ίαν τους σκότωσαν χωρίς οίκτο. Η
μοίρα τους πείσμωσε τους υπόλοιπους μισθοφόρους, που ρίχτηκαν
στη μάχη παλεύοντας απεγνωσμένα για τη ζωή τους.
Ο Μπαν οδήγησε το άλογό του κατευθείαν πάνω στο άλογο του
Μέρντο. Ο Κεραυνός χτύπησε με τον ώμο του το κανελί φαρί στα
πλευρά κι εκείνο παραπάτησε. Ο Μέρντο κυλίστηκε στο έδαφος, αλ-
λά σηκώθηκε γρήγορα τραβώντας το ξίφος του. Αναγνωρίζοντας τον
εχθρό του χαμογέλασε άγρια.
«Το ήλπιζα να έρθεις ξοπίσω μου, αλλά ομολογώ πως δεν το περί-
μενα τόσο σύντομα».
«Η ευχή σου πραγματοποιήθηκε».
«Πράγματι, και τώρα θα σε σκοτώσω».
«Μην είσαι τόσο σίγουρος». Ο Μπαν κατέβηκε από τον Κεραυνό
και προχώρησε με το ξίφος στο χέρι κοιτάζοντας τον Μέρντο με πα-
γωμένο βλέμμα. «Εγώ δεν είμαι ανυπεράσπιστη γυναίκα».
«Ήθελα να τραβήξω την προσοχή σου».
«Είσαι ένας δειλός δολοφόνος».
«Αλήθεια πίστεψες ότι θα σου παραχωρούσα την Ίζαμπελ;»
«Δεν μου την παραχώρησες. Εκείνη με διάλεξε».
«Και τι κατάλαβε; Δεν θα ζήσει καν για να το μετανιώσει». Το σαγό-
νι του Μπαν σφίχτηκε. «Ούτε εσύ θα ζήσεις. Ετοιμάσου να πεθάνεις,
δειλέ μπάσταρδε».
«Θα χαρώ να σε κάνω κομμάτια».
«Αυτή τη φορά ο αντίπαλός σου μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυ-
τό του».
«Έτσι λες;»
Ο Μέρντο άρχισε να κάνει αργούς κύκλους γύρω από τον Μπαν,
ψάχνοντας πώς θα του επιτεθεί. Ύστερα του όρμησε χωρίς καμιά
προειδοποίηση. Ο Μπαν απέφυγε το χτύπημα που προοριζόταν για
τον ώμο του και ανταπέδωσε με ένα δικό του. Ο Μέρντο το απέ-
κρουσε και του επιτέθηκε ξανά. Το ίδιο έκανε και ο Μπαν. Εκείνη τη
στιγμή ο κόσμος του είχε συρρικνωθεί στα δύο ξίφη και στον πιο μι-
σητό του εχθρό.
Δεν έβλεπε πως οι άντρες του είχαν σκοτώσει τους άντρες του
Μέρντο και είχαν μαζευτεί γύρω τους για να παρακολουθήσουν την
τελευταία ξιφομαχία. Ήταν προσηλωμένος στην εκδίκησή του. Η εκ-
παίδευσή του δίπλα στον Μαύρο Ίαν ήταν προφανής σε κάθε του κί-
νηση. Το χέρι του που κρατούσε το ξίφος σηκωνόταν και κατέβαινε
ακούραστα, ο εχθρός του δυσκολευόταν ν' αποκρούσει τα χτυπήμα-
τα . Ωστόσο, ο Μπαν ήξερε πως ένας άντρας που δεν είχε τίποτε να
χάσει ήταν ο πιο επικίνδυνος αντίπαλος. Ο Μέρντο ήταν μόνος και
περικυκλωμένος, χωρίς καμία ελπίδα να γλιτώσει. Θα πουλούσε α-
κριβά τη ζωή του. Είχε ένα σκοτεινό και κοροϊδευτικό βλέμμα. Απο-
λάμβανε την οργή που έβλεπε στα μάτια του Μπαν, και ένιωθε θρί-
αμβο που ήξερε την αιτία αυτής της οργής -το σχέδιό του είχε πετύ-
χει και η Ίζαμπελ ήταν νεκρή. Απέμενε μόνο να πάρει την τελική του
εκδίκηση από τον άντρα που του είχε προκαλέσει τόσα προβλήματα
από τη στιγμή που πάτησε το πόδι του στο Κασλμόρα. Ο Μέρντο
κοίταξε στα μάτια τον Μπαν και χαμογέλασε, κάνοντάς τον να οπι-
σθοχωρήσει με την άγρια επίθεσή του. Η επίθεσή του όμως ήταν
αποτέλεσμα της όλο και μεγαλύτερης απόγνωσής του. Οι θεατές
τους δεν το ήξεραν, αλλά εκείνος πονούσε τρομερά στο σημείο όπου
τον είχε τραυματίσει παλιότερα ο Μπαν. Η πληγή είχε μολυνθεί και
ακόμη δεν είχε επουλωθεί πλήρως.
Ο Μπαν δεν έδειχνε να πονάει στον ώμο του. Η οργή έδινε δύναμη
στο χέρι του. Κατάφερε να τραυματίσει τον Μέρντο στο μπράτσο,
ύστερα στα πλευρά. Ο λεκές από το αίμα στο χιτώνιό του απλωνόταν
όλο και περισσότερο. Και οι δύο άντρες είχαν λαχανιάσει πια, οι α-
νάσες τους ακούγονταν δυνατά στη σιωπή κάτω από τα δέντρα. Παρ'
όλα αυτά, ο Μπαν συνέχιζε, το ξίφος του ήταν προέκταση του μπρά-
τσου του. Ο αντίπαλός του όμως είχε αρχίσει να κουράζεται, οι επι-
θέσεις του ήταν λιγότερο ελεγχόμενες, αν και όχι λιγότερο άγριες. Ο
Μπαν σκέφτηκε πως ήταν καιρός να τελειώνει μαζί του.
Βόγκηξε προσποιητά για να τον προκαλέσει. Ο Μέρντο χαμογέλα-
σε και του όρμησε. Ο Μπαν πήδηξε στο πλάι αποφεύ­ γοντας την τε-
λευταία στιγμή το χτύπημά του και παραπατώντας έπεσε στο ένα
γόνατο. Ο Μέρντο όρμησε ξανά, έτοιμος να του δώσει το τελειωτικό
χτύπημα. Όμως εκείνος σηκώθηκε γρήγορα όρθιος φέρνοντας το ξί-
φος του ανάμεσά τους. Ανίκανος να ελέγξει τη φόρα του, ο Μέρντο
έπεσε πάνω στο ξίφος του Μπαν, που βυθίστηκε μέχρι τη μέση στο
στήθος του. Το πρόσωπό του έγινε μια μάσκα τρόμου, ύστερα τα γό-
νατά του λύγισαν και γονάτισε, το ξίφος τού έπεσε από το χέρι. Ο
Μπαν τού έδωσε και δεύτερο χτύπημα στο κεφάλι. Ο Μέρντο έπεσε
νεκρός μπροστά στα πόδια του. Ο Μπαν τον παρατήρησε βλοσυρά
με μια ακατανίκητη ικανοποίηση κι έγειρε πάνω στο ξίφος του θρι-
αμβευτικά -είχε νικήσει.
Ο Ίαν κοίταξε τον κουνιάδο του κι ύστερα το κεφάλι του εχθρού.
Στράφηκε στους άντρες του. «Φέρτε μου ένα δόρυ».
***
Ήταν αργά το βράδυ όταν επέστρεψαν επιτέλους στο Γκλενγκάρον,
ενώ τα κουρασμένα άλογά τους έβγαζαν αφρούς λαχανιασμένα. Ο
Μπαν, τρέμοντας στη σκέψη πως είχε χάσει την Ίζαμπελ για πάντα,
κατέβηκε γρήγορα από το άλογό του κι έδωσε τα ηνία σ' έναν ιππο-
κόμο. Ύστερα μπήκε στη μεγάλη αίθουσα μαζί με τον Ίαν. Δεν ήταν
κανείς εκεί, εκτός από τους υπηρέτες που έσπευσαν να φέρουν μπί-
ρα και φαγητό, μόλις είδαν να επιστρέφουν οι άντρες -όλοι τους ή-
ταν κακοδιάθετοι παρ' όλο που είχαν νικήσει.
Ακούγοντας ανάλαφρα βήματα και το θρόισμα ενός φορέματος, ο
Μπαν σήκωσε το βλέμμα του και αντίκρισε στην είσοδο της αίθου-
σας την αδελφή του. Με μια κραυγή χαράς εκείνη έτρεξε να προϋπα-
ντήσει τον άντρα και τον αδελφό της. Ο Μπαν ήταν χλομός κάτω από
το μαύρισμά του, τα μάτια του δυο πηγάδια δυστυχίας καθώς την
κοίταξε περιμένοντας να του επιβεβαιώσει την είδηση που έτρεμε
περισσότερο.
«Η Ίζαμπελ;»
«Ζει»«, απάντησε η Άσλιν.
Για ένα-δυο δευτερόλεπτα ο Μπαν δυσκολεύτηκε να το συνειδη-
τοποιήσει και το μόνο που ένιωσε ήταν ο επώδυνος, δυνατός χτύπος
της καρδιάς του. Ύστερα σκίρτησε μέσα του η ελπίδα.
«Ζει;»
«Είναι πολύ αδύναμη, αλλά κρατιέται στη ζωή».
Ο Μπαν ξεροκατάπιε. «Πήγαινέ με να τη δω».
Προχώρησε στο διάδρομο πίσω από την Άσλιν, μέχρι που έφτασαν
στην κάμαρα όπου ήταν ξαπλωμένη η γυναίκα του. Μόλις άνοιξαν
την πόρτα, η Μεγκ στράφηκε και τους κοίταξε σοβαρή.
«Πώς είναι η Ίζαμπελ, Μεγκ;» ρώτησε ο Μπαν σπεύδοντας στο
προσκεφάλι της.
«Είναι αδύναμη. Το βέλος δεν πέτυχε ζωτικά όργανα, αλλά έχει χά-
σει πολύ αίμα, άρχοντά μου».
Η καρδιά του σπάραξε. «Θα ζήσει;»
«Δεν ξέρω». Η Μεγκ έκανε μια παύση. «Μόνο ο χρόνος θα δείξει».
Ο Μπαν γονάτισε δίπλα στο κρεβάτι κοιτάζοντας τη χλομάδα της
και τους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια της. Έπιασε το χέρι
της που ήταν παγωμένο. Η ίδια παγωνιά υπήρχε και στην καρδιά
του. Αν μπορούσε να της δώσει το αίμα και τη δύναμή του, θα το έ-
κανε. Αλλά το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να την κοιτάζει α-
νήμπορος και να περιμένει.
«Μην πεθάνεις, αγάπη μου», την ικέτευε. «Σε παρακαλώ, μην πεθά-
νεις».
***
Για αρκετές μέρες η ζωή της Ίζαμπελ κρεμόταν από μια κλωστή. Η
Μεγκ τη φρόντιζε πολύ με τη βοήθεια της Άσλιν και της Μόραγκ, μι-
ας υπηρέτριας. Ο Μπαν δεν έφευγε σχεδόν καθόλου από το προσκε-
φάλι της. Μερικές φορές τον έπαιρνε ο ύπνος δίπλα της και αμέσως
τιναζόταν τρομαγμένος μην τυχόν η Ίζαμπελ είχε πεθάνει κι εκείνος
δεν το είχε αντιληφθεί. Τότε έβλεπε τη ρηχή αναπνοή της και κατα-
λάβαινε ότι ζούσε ακόμη.
Βλαστημούσε τον εαυτό του που δεν είχε επιστρέψει νωρίτερα στο
Νταρκ Μάουντ εκείνη τη μέρα. Έτσι μπορεί να προλάβαινε να εμπο-
δίσει τη συνάντησή της με τον Μέρντο. Τι γύρευαν εκεί η Ίζαμπελ με
τη Νελ; Ο Μπαν δεν ήξερε. Και η Νελ δεν μπορούσε να του πει, ίσως
ούτε και η Ίζαμπελ να μπορούσε ποτέ. Το μυαλό του μούδιαζε στη
σκέψη ότι μπορεί να την έχανε. Η συνείδησή του όμως αγρυπνούσε.
Η Ίζαμπελ πίστευε κάποτε πως εκείνος ενδιαφερόταν μόνο για τη γη
και τα πλούτη, κ όχι για την ίδια. Και είχε δίκιο -τότε. Ο Μπαν δεν κα-
τάλαβε πότε άλλαξε αυτό, γιατί η αλλαγή έγινε σταδιακά. Αλλά ήταν
σίγουρος ότι είχε αλλάξει. Η Ίζαμπελ είχε βρει ένα μέρος στην καρ-
διά του που μόνο εκείνη μπορούσε να το γεμίσει. Αν την έχανε, θα
ήταν σαν να του ξερίζωναν ένα κομμάτι από την καρδιά του. Μακάρι
εκείνη να ζούσε, για να μπορέσει να της πει την αλήθεια.
Η ζωή δεν θα είχε καμία αξία χωρίς την Ίζαμπελ. Και άλλη φορά
στο παρελθόν ο Μπαν είχε χάσει τα πάντα. Η μοίρα τού έπαιζε ά-
σχημο παιχνίδι, αν αυτό συνέβαινε ξανά. Ούτε στο Έσλινγκφιλντ δεν
είχε νιώσει την αγωνία που ένιωθε τώρα. «Μη μ' αφήνεις, Ίζαμπελ.
Αγάπη μου, σε εκλιπαρώ, μη μ' αφήνεις».
***
Η Ίζαμπελ αγωνιζόταν να κρατήσει το κεφάλι της πάνω από τα μα-
νιασμένα κύματα, που απειλούσαν να την παρασύρουν στο βυθό.
Κάθε κίνηση ήταν αργή και οδυνηρή, κάθε ανάσα δύσκολη. Ένα κομ-
μάτι του εαυτού της έβλεπε πως ο αγώνας της ήταν μάταιος, η φωνή
μιας Σειρήνας την καλούσε να παραδοθεί. Αν σταματούσε να παλεύει
και άφηνε τη θάλασσα να την καταπιεί, ο πόνος θα έφευγε και στο
βυθό της θα έβρισκε γαλήνη. Αλλά πάνω από τη φωνή της Σειρήνας,
άκουσε κάποιον να τη φωνάζει, κάποιον που έπρεπε να τον φτάσει.
Ήταν ένας άντρας που της μιλούσε τρυφερά και στοργικά, καλώντας
την να γυρίσει πίσω. Έπρεπε να συνεχίσει να κολυμπάει, αλλά οι δυ-
νάμεις της την εγκατέλειπαν και μόνο η θέλησή της τη βοηθούσε. Αν
έβρισκε αυτόν τον άντρα, θα ήταν ασφαλής.
Κεφάλαιο 19

Κάποιο απόγευμα, μια εβδομάδα μετά την αφαίρεση του βέλους, η


Ίζαμπελ ξύπνησε. Στην αρχή δεν καταλάβαινε πού βρισκόταν, αλλά
σταδιακά άρχισε να θυμάται. Είχε ξαναβρεθεί σ' αυτή την κάμαρα. Οι
τοίχοι, οι πίνακες, το κρεβάτι ήταν οικεία. Πώς είχε βρεθεί εκεί; Πριν
από κει ήταν κάπου αλλού. Της ήρθε μια ανάμνηση από δέντρα, ά-
ντρες και μια γυναίκα που ούρλιαζε. Συνοφρυώθηκε. Δεν θυμόταν
ποιοι ήταν. Ύστερα, αντιλήφθηκε μια άλλη παρουσία στο δωμάτιο
μαζί της, έναν άντρα. Κι εκείνος ήταν οικείος κατά κάποιον τρόπο.
Καθόταν δίπλα στο κρεβάτι της, αλλά το βλέμμα του ήταν στραμμένο
αλλού, σαν να ήταν αφηρημένος. Τελικά, την ένιωσε προφανώς να
τον κοιτάζει και γύρισε προς το μέρος της. Τα γαλάζια μάτια του συ-
νάντησαν τα δικά της. Η μελαγχολική του έκφραση άλλαξε μονομιάς
δείχνοντας έκπληξη και χαρά.
«Ίζαμπελ!» Φίλησε το χέρι της. «Αγάπη μου! Δόξα τω Θεώ!»
«Μπαν;» ψιθύρισε εκείνη.
Για μια στιγμή φάνηκε ότι ο Μπαν δεν μπορούσε να μιλήσει. Ύστε-
ρα συνήλθε. «Νόμιζα ότι σε έχασα».
Η Ίζαμπελ μετακινήθηκε κι αμέσως έκανε ένα μορφασμό πόνου. Ο
Μπαν έσκυψε πάνω της ανήσυχος.
«Μην κινείσαι, αγάπη μου. Έχεις τραυματιστεί».
«Πώς;» ρώτησε η Ίζαμπελ καθώς ο πόνος άρχισε να υποχωρεί λίγο.
«Με βέλος. Δεν θυμάσαι;»
«Όχι».
Στο μυαλό της ήρθαν συγκεχυμένες εικόνες: το φως του ήλιου, δέ-
ντρα κι ένας άδειος δρόμος. Ύστερα ο δρόμος δεν ήταν πια άδειος.
Τον έκλειναν κάποιοι άντρες. Η Ίζαμπελ τρόμαξε.
«Δεν πειράζει», είπε ο Μπαν μαλακά. «Ξεκουράσου τώρα».
Απρόθυμα εκείνη έκλεισε πάλι τα μάτια της. Οι εικόνες όμως επέ-
στρεψαν, ακόμη πιο έντονες τώρα. Το ήσυχο, ηλιόλουστο μονοπάτι
είχε γίνει απειλητικό. Στο κέντρο του υπήρχε ένας μαυροντυμένος
πολεμιστής που κρατούσε ένα τόξο. Σημάδευε εκείνη και τη Νελ. Σαν
σε εφιάλτη είδε το βέλος να φεύγει από το τόξο, άκουσε τη Νελ να
ουρλιάζει και ύστερα το βέλος καρφώθηκε στο στήθος της. Η Ίζα-
μπελ ούρλιαξε κι εκείνη, αλλά ήταν πολύ αργά. Η Νελ ήταν νεκρή.
Ύστερα άρχισε να τρέχει, αλλά τα άλογα την πρόφτασαν και της έ-
κλεισαν από παντού το δρόμο. Ο μαυροντυμένος άντρας έβαλε κι
άλλο βέλος στο τόξο του και το εξακόντισε. Η Ίζαμπελ κινήθηκε για
να το αποφύγει, αλλά όχι αρκετά γρήγορα. Ένιωσε έναν αβάσταχτο
πόνο κι ύστερα τίποτα, ως τώρα. Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της.
«Η Νελ είναι νεκρή, σωστά;»
«Ναι. Λυπάμαι πολύ, Ίζαμπελ».
«Ο Μέρντο τη σκότωσε;»
«Ακριβώς».
«Προσπάθησε να σκοτώσει και μένα».
«Δεν τα κατάφερε όμως. Δεν θα σ' αφήσω να πεθάνεις. Δεν θα σε
πάρει από μένα».
«Δεν θέλω να σ' αφήσω, Μπαν».
«Δεν θα το επιτρέψω σε καμία περίπτωση». Ο Μπαν χαμογέλασε.
«Σ' αγαπώ, Ίζαμπελ . Περισσότερο κι από τη ζωή μου. Έπρεπε να σ'
το έχω πει νωρίτερα. Έπρεπε να σ' το λέω κάθε μέρα».
«Μου λες αλήθεια;»
«Ναι. Αν δεν είχα παρωπίδες, θα το είχα αντιληφθεί πολύ νωρίτε-
ρα. Θα με συγχωρήσεις ποτέ;»
Η καρδιά της σφίχτηκε. «Ω, Μπαν! Δεν έχω να σου συγχωρήσω τί-
ποτα. Το μόνο που έχει σημασία είναι ότι μ' αγαπάς».
«Σ' αγαπώ, χωρίς όρους και για πάντα».
Η Ίζαμπελ χλόμιασε καθώς της ήρθαν κι άλλες αναμνήσεις.
«Θεέ μου, το μωρό...»
«Καλά είναι. Μίλησα με τη Μεγκ».
«Είσαι σίγουρος;»
«Ναι. Λέει ότι δεν υπάρχει καμία ένδειξη που να μας ανησυχεί.
Νομίζω ότι κυοφορείς έναν μελλοντικό πολεμιστή».
Ένιωσε ανακούφιση. «Θα πάω στην εκκλησία και θα προσευχηθώ
για να ευχαριστήσω τον Θεό».
«Μαζί θα πάμε, όταν γίνεις καλά».
«Τι απέγινε ο Μέρντο;»
«Έπεσε νεκρός από το χέρι μου».
Η Ίζαμπελ χαλάρωσε. «Ωραία. Ήταν κακός άνθρωπος».
«Πράγματι. Και τώρα δεν θα κατατρέχει πια αθώους».
Τα βλέφαρά της έκλεισαν πάλι, και ακούγοντας την ανάσα της να
γίνεται απαλή και ρυθμική ο Μπαν κατάλαβε ότι την πήρε ο ύπνος.
Προσπάθησε να συνέλθει από τη συγκίνησή του καθώς για πρώτη
φορά τολμούσε να ελπίζει.
***
Αργότερα, όταν ήρθε η Μόραγκ να καθίσει με την Ίζαμπελ, ο Μπαν
σηκώθηκε και βγήκε στην ταράτσα του κάστρου. Του χρειαζόταν
φρέσκος αέρας για να καθαρίσει το μυαλό του. Εκεί τον βρήκε η Άσ-
λιν.
«Θα ζήσει, Μπαν. Τώρα είμαι βέβαιη. Τα χειρότερα πέρασαν».
Ο Μπαν έγνεψε καταφατικά, γιατί από τη συγκίνηση δεν μπο-
ρούσε να μιλήσει.
«Η αγάπη της για σένα της δίνει δύναμη να παλέψει»«, συνέχισε η
Άσλιν.
«Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εκείνη, Ας. Είναι για μένα όλος ο κό-
σμος».
«Το ξέρω». Η Άσλιν ακούμπησε τρυφερά το χέρι της στον ώμο του.
«Μην ανησυχείς. Το μέλλον σάς περιμένει και τους δυο σας».
Ο Μπαν ξεφύσηξε. «Τις τελευταίες μέρες δεν τολμούσα να ελπίζω».
«Η Ίζαμπελ έχει μεγάλη θέληση».
«Λες να μην το ξέρω;» Ο Μπαν χαμογέλασε αδύναμα. «Πέρασε
πολλά, αλλά το πνεύμα της έμεινε αλώβητο. Φοβάμαι όμως πως ο
θάνατος της Νελ τη σημάδεψε πιο πολύ κι από το βέλος».
«Ήταν μια απάνθρωπη και άνανδρη πράξη, αλλά ο Μέρντο πλήρω-
σε».
«Μέχρι εκείνη την ημέρα δεν ήξερα ότι υπάρχει τόσο βαθύ μίσος».
«Το μίσος είναι χρήσιμο εργαλείο», είπε η Άσλιν, «αλλά κακός αφέ-
ντης».
«Εννοείς ότι πρέπει να ελευθερωθώ απ' αυτό».
«Ο Μέρντο είναι νεκρός, οι άντρες του σκοτώθηκαν ή τράπηκαν σε
φυγή. Ανήκουν στο παρελθόν. Άφησέ τους να μείνουν εκεί, Μπαν».
«Έχεις δίκιο. Το ξέρω πως έχεις δίκιο. Παρ' όλα αυτά, ένα κομμάτι
του εαυτού μου εύχεται να ήταν και πάλι ζωντανός, για να έχω τη
χαρά να τον σκοτώσω και δεύτερη φορά».
«Ξέχασέ τον. Αντί για εκείνον, να σκέφτεσαι την Ίζαμπελ. Βοήθησέ
τη να γίνει καλά».
«Θα γίνει καλά, Άσλιν, έτσι δεν είναι;»
«Έτσι πιστεύω. Εξάλλου, έχει σπουδαία κίνητρα για να ζήσει».
***
Προφανώς, η πρόβλεψη της Άσλιν ήταν σωστή, καθώς σιγά σιγά
η Ίζαμπελ ανέκτησε τις δυνάμεις της και η πληγή της άρχισε να ε-
πουλώνεται. Ο Μπαν περνούσε το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας στο
πλευρό της. Φοβόταν πως αν την άφηνε από τα μάτια του, μπορεί να
πάθαινε καμιά απροσδόκητη υποτροπή. Τελικά, καθώς η Ίζαμπελ
άρχισε να τρέφεται κανονικά και το χρώμα επέστρεψε στα μάγουλά
της, ο Μπαν ένιωσε πιο ήσυχος. Αλλά οι τύψεις του δεν τον άφηναν.
Όταν σκεφτόταν την αρχική του συμπεριφορά απέναντί της, ένιωθε
αηδία. Τι είχε πάθει και της φέρθηκε έτσι; Η ανεκτικότητά της ήταν
αξιοθαύμαστη. Η Ίζαμπελ έπαιρνε δύναμη από την παρουσία του και
από το ενδιαφέρον του για εκείνη, αλλά ταυτόχρονα καταλάβαινε
ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Και ανησυ-χούσε. Μακάρι να μπορούσε να
το συζητήσει με τη Νελ, όπως το συνήθιζε, αλλά δυστυχώς δεν γινό-
ταν. Της έλειπε πάρα πολύ η συντροφιά της. Της έλειπαν η οξυδέρ-
κειά της και η τετράγωνη λογική της. Ένιωθε εντελώς ξεριζωμένη
από την προηγούμενη ζωή της. Προσπάθησε να φανταστεί τι θα της
έλεγε η Νελ αν ήταν μαζί της. Ήταν σαν να άκουγε την πολυαγαπη-
μένη φωνή της: Μίλησέ του, παιδί μου. Πες του αυτό που έχεις στην
καρδιά σου.
Κι έτσι, την επόμενη φορά που έμειναν μόνοι τους, η Ίζαμπελ μά-
ζεψε το θάρρος της για να θίξει το θέμα που την απασχολούσε.
«Τι έχεις, Μπαν; Θα μου πεις;»
Ο Μπαν γύρισε και την κοίταξε προβληματισμένος, χωρίς να μιλά-
ει.
«Έκανα κάτι εγώ;» συνέχισε η Ίζαμπελ.
«Αν έκανες κάτι εσύ; Όχι, προς Θεού! Πώς σου ήρθε αυτό;»
«Τότε πες μου τι έχεις, σε ικετεύω. Δεν μ' αρέσει να σε βλέπω έτσι».
«Αφορά τη συμπεριφορά μου απέναντί σου παλιότερα». Ο Μπαν
πήρε μια βαθιά ανάσα. «Τη σκεφτόμουν συχνά όσο εσύ ήσουν κοντά
στο θάνατο, και φοβόμουν πως δεν θα είχα την ευκαιρία να επανορ-
θώσω».
Η Ίζαμπελ τον άκουγε όλο και πιο έκπληκτη και ανήσυχη.
«Καταλαβαίνω γιατί φέρθηκες έτσι. Πιεζόσουν πολύ».
«Και πίεσα κι εσένα άδικα».
«Είσαι ο τελευταίος άντρας της οικογένειάς σου. Ασφαλώς και
πρέπει ν' αποκτήσεις απογόνους. Οι απόγονοι είναι σημαντικοί για
όλους τους άντρες, αλλά για σένα ειδικά είναι στην κυριολεξία ζήτη-
μα ζωής και θανάτου». Η Ίζαμπελ χαμογέλασε μελαγχολικά. «Κι εγώ
είμαι ο τελευταίος άνθρωπος της δικής μου οικογένειας, οπότε κα-
ταλαβαίνω πώς νιώθεις».
Ο Μπαν της έσφιξε το χέρι. «Πέρασες πολλά εξαιτίας μου. Υπερβο-
λικά πολλά».
«Το σημαντικό είναι να έχω την αγάπη σου».
«Αυτή την έχεις. Μην αμφιβάλλεις ποτέ ξανά. Θα περάσω όλη την
υπόλοιπη ζωή μου αποδεικνύοντάς τη συνεχώς».
«Τότε μπορεί να δημιουργήσουμε τελικά μια δυναστεία».
«Σε αυτή την περίπτωση, ελπίζω τα παιδιά μας να σου μοιάσουν,
να έχουν την καλοσύνη και τη γενναιοδωρία σου».
«Εγώ ελπίζω να έχουν το θάρρος και την ακεραιότητά σου».
«Δεν έχω και πολλή ακεραιότητα, δυστυχώς».
«Κάνεις λάθος. Δεν μου είπες ποτέ ψέματα ούτε μου έδωσες ψεύτι-
κες ελπίδες».
«Ίσως, αλλά ακόμη βασανίζομαι όταν σκέφτομαι κάποια πράγ-
ματα που σου είπα».
Η Ίζαμπελ χαμογέλασε σκανταλιάρικα. «"Ίσως έρθουμε πιο κοντά
με τον καιρό"».
«Αχ, μη μου το θυμίζεις. Κι αυτό ήταν μάλλον από τα λιγότερο
προσβλητικά που σου είχα πει. Μακάρι να μπορούσα να τα ξεχάσω».
«Νομίζω ότι πρέπει να τα ξεχάσεις. Εστιάσου στο ότι θα γίνεις ο
άρχοντας του Κασλμόρα».
«Ακόμη μου ακούγεται παράξενος αυτός ο τίτλος».
«Δεν μπορώ να σκεφτώ κανέναν που να τον αξίζει περισσότερο».
Ο Μπαν φίλησε το χέρι της. «Θα προσπαθήσω να φανώ αντάξιος».
«Υπάρχουν πολλά που πρέπει να διορθωθούν και μόνο εσύ μπο-
ρείς να τα καταφέρεις».
«Η πίστη σου σε μένα με κάνει περήφανο. Θα είναι δύσκολο να δι-
αδεχτώ τον συγχωρεμένο τον πατέρα σου».
«Όλη σου τη ζωή προετοιμαζόσουν γι' αυτό. Αυτό γεννήθηκες να
κάνεις».
«Ίσως. Παρ' όλα αυτά, ο τίτλος μου δεν θα με γέμιζε αν δεν υπήρ-
χες εσύ για να τον μοιραστείς μαζί μου».
«Υπάρχω, κι έχω σκοπό να μείνω κοντά σου».
«Ευτυχώς, αγάπη μου. Δεν θα σ' αφήσω να φύγεις ποτέ».
***
Επειδή ήταν σαφές ότι τα σχέδιά τους δεν θα μπορούσαν να εφαρ-
μοστούν για μερικές εβδομάδες ακόμη, ο λόρδος Ίαν έστειλε μια ο-
μάδα αντρών που θα διοικούσε προσωρινά το Κασλμόρα. Η είδηση
της επικείμενης επιστροφής της λαίδης Ίζαμπελ χαροποίησε τους
ανθρώπους του, που μισούσαν τον Μέρντο και ήθελαν ν' αποκατα-
σταθεί ο νόμιμος διάδοχος. Για τον λόγο αυτό, υποδέχτηκαν θερμά
τους άντρες του λόρδου Ίαν.
Η Ίζαμπελ δεν έβλεπε την ώρα να επιστρέψει στο Κασλμόρα. Παρ'
όλο που ένιωθε ευγνωμοσύνη για τη φιλοξενία του Γκλενγκάρον, ή-
ταν κατενθουσιασμένη στην ιδέα ότι θα ζούσε με τον Μπαν στο δικό
τους κάστρο. Μόλις σηκώθηκε ξανά στα πόδια της, του το είπε. Όμως
ο Μπαν αρνήθηκε να μετακομίσουν αμέσως.
«Ακόμη δεν είσαι εντελώς καλά, γλυκιά μου».
«Σε λίγο καιρό θα είμαι. Ήδη είμαι πολύ καλύτερα», είπε η Ίζαμπελ.
«Έχουν περάσει μέρες που έχω σηκωθεί από το κρεβάτι».
«Πρέπει να ξαναδυναμώσεις και ν' αφήσεις την πληγή σου να θε-
ραπευτεί εντελώς».
«Έχει θεραπευτεί σχεδόν».
«Το σχεδόν δεν αρκεί».
Η Ίζαμπελ άγγιξε το μανίκι του. «Μα, Μπαν...»
Ο Μπαν δεν θα υποχωρούσε με γλυκόλογα. «Όχι, αγάπη μου, δεν
πρόκειται να πας πουθενά, ακόμα».
Η φωνή του ήταν ήρεμη, αλλά είχε έναν τόνο που η Ίζαμπελ είχε
μάθει ν' αναγνωρίζει. «Ακούστηκες ακριβώς σαν τον λόρδο Ίαν».
«Αλήθεια;» Ο Μπαν χαμογέλασε αχνά. «Και πώς ακούγεται εκείνος
δηλαδή;»
«Όπως ένας άντρας που πετυχαίνει αυτό που θέλει».
«Και βέβαια θα πετύχω αυτό που θέλω». Ο Μπαν την έπιασε τρυ-
φερά από τους ώμους. «Είμαι άντρας σου και θα με υπακούσεις».
Η Ίζαμπελ ανασήκωσε το φρύδι της ερωτηματικά. «Υπάρχει κάτι
που μπορώ να πω για να σου αλλάξω γνώμη;»
«Όχι».
«Να κάνω ίσως;» Τύλιξε τα μπράτσα της γύρω από τον αυχένα του
και τον φίλησε με πάθος στο στόμα. «Δεν ήμουν πειστική;»
«Ναι, ήσουν».
«Ωραία». Τον φίλησε ξανά, αγκαλιάζοντάς τον σφιχτά. Ο Μπαν την
αγκάλιασε και ανταπέδωσε το φιλί της αργά, με συγκρατημένο πά-
θος. Ύστερα τραβήχτηκε και την κοίταξε στα μάτια.
«Αυτό ήταν ακόμη καλύτερο, αλλά δεν αλλάζω γνώμη. Θα μείνεις
εδώ».
«Μερικές φορές είσαι πολύ πεισματάρης».
«Όταν πρόκειται για το καλό σου, γλυκιά μου, είμαι ισχυρογνώ-
μων».
Η Ίζαμπελ χαμογέλασε απρόθυμα. «Εντάξει, κέρδισες για την ώρα».
Τα μάτια του άστραψαν. «Κανονικά θα πρέπει να κερδίζω πάντα,
αλλά για κάποιον λόγο αμφιβάλλω».
«Κι εγώ το ίδιο».
Γέλασαν και οι δύο. Ύστερα η Ίζαμπελ ξανάρχισε, «Όμως, Μπαν,
ελπίζω να μην περιμένουμε πολύ καιρό. Θέλω το παιδί μας να γεν-
νηθεί στο Κασλμόρα».
«Δεν υπάρχει λόγος να μη γεννηθεί εκεί».
Η Ίζαμπελ τον αγκάλιασε. «Τότε είμαι ευχαριστημένη».
***
Λίγες εβδομάδες αργότερα ήταν έτοιμοι να ξεκινήσουν για το Κασ-
λμόρα. Παρ' όλο που η Ίζαμπελ ανυπομονούσε να επιστρέψει, λυπό-
ταν που αποχαιρετούσε την Άσλιν, έστω και για λίγο καιρό.
«Ευτυχώς, η απόσταση δεν είναι μεγάλη και είμαι σίγουρη ότι θα
ιδωθούμε ξανά σύντομα».
Η Άσλιν χαμογέλασε. «Το έχω αποφασίσει». Κοίταξε με νόημα τον
'Ιαν. «Την επόμενη φορά που ο άρχοντάς μου θα έχει την ευκαιρία να
επισκεφτεί το Κασλμόρα, θα τον συνοδέψω κι εγώ».
Ο Ίαν κοίταξε τον Μπαν. «Μην πεις μετά ότι δεν το ήξερες».
Ο Μπαν έγειρε προς το μέρος του. «Να υποθέσω ότι δεν υπάρχει
ελπίδα αναστολής;»
«Πολύ αμφιβάλλω».
«Κι εγώ το ίδιο».
Οι δύο άντρες χαμογέλασαν. Η Άσλιν τούς κοίταξε παριστάνοντας
την αγανακτισμένη.
«Καλά κάνετε και αμφιβάλλετε. Θα γίνω θεία και κανείς δεν θα με
κρατήσει μακριά από το ανιψάκι μου».
«Εντάξει λοιπόν», είπε ο Ίαν. «Το καταλάβαμε».
Ο Μπαν αγκάλιασε την αδελφή του. «Ελπίζω να έρθεις να μας δεις
σύντομα, Ας. Έχω πολλά να σου δείξω».
«Ανυπομονώ να τα δω». Η Άσλιν χαμογέλασε στην Ίζαμπελ.
«Θα μου λείψεις. Θα μου λείψει η φιλία σου».
«Και μένα η δική σου», απάντησε η Ίζαμπελ. «Δεν θα ξεχάσω ποτέ
την καλοσύνη που μου έδειξες».
Οι δύο γυναίκες αγκαλιάστηκαν εγκάρδια. Ύστερα ο Μπαν πήρε το
χέρι της γυναίκας του. «Έλα, αγάπη μου. Πάμε να φύγουμε».
Η Ίζαμπελ δεν μπορούσε να ιππεύσει και θα ταξίδευε σε μια άμαξα
που είχε ετοιμαστεί ειδικά για εκείνη. Τη συνόδευαν δύο υπηρέτριες.
Μόλις τακτοποίησε τη γυναίκα του, ο Μπαν ανέβηκε στον Κεραυνό.
Σήκωσε το χέρι του για ν' αποχαιρετίσει τους άλλους και ξεκίνησαν
με την ένοπλη συνοδεία τους.
Αναγκαστικά προχωρούσαν αργά, αλλά αυτό δεν ενοχλούσε την
Ίζαμπελ. Δεν ήθελε να κινδυνέψει το αγέννητο παιδί της. Η εγκυμο-
σύνη της είχε αρχίσει πλέον να φαίνεται και ήταν χαρούμενη γι' αυ-
τό. Ο Μπαν ήταν πολύ περιποιητικός μαζί της και επέμενε να είναι
άνετο το ταξίδι τους, με συχνά διαλείμματα για να ξεκουράζεται ε-
κείνη.
«Ποτέ δεν έχω ξαναταξιδέψει με τόση άνεση και τόσα μαξιλάρια»,
είπε η Ίζαμπελ. «Η κοιλιά μου φουσκώνει κι εγώ γίνομαι κακομαθη-
μένη».
Ο Μπαν χαμογέλασε και κοίταξε την κοιλιά της. «Η κοιλιά σου ο-
πωσδήποτε φουσκώνει, αλλά εσύ αποκλείεται να γίνεις κακομαθη-
μένη».
Η Ίζαμπελ ανταπέδωσε το χαμόγελό του. «Μην είσαι τόσο σίγου-
ρος. Νομίζω ότι είμαι μία από τις πιο παραχαϊδεμένες γυναίκες στη
Σκοτία».
«Σου αξίζει. Όπως και να 'χει, εγώ το απολαμβάνω να σε παραχαϊ-
δεύω».
«Τότε μη σου στερήσω την απόλαυση».
Για λίγο σώπασαν και οι δύο, και η Ίζαμπελ βολεύτηκε αναπαυτικά
στα μαξιλάρια της κοιτάζοντας το τοπίο που περνούσε αργά απέξω.
Ήταν αδύνατον να μην της περάσει η σκέψη ότι την τελευταία φορά
που ταξίδευαν σ' εκείνη την περιοχή ήταν κυνηγημένοι και φοβισμέ-
νοι. Αυτή τη φορά η διάθεσή τους ήταν ξέγνοιαστη και η συνοδεία
τους ισχυρή. Αυτή τη φορά δεν υπήρχε κίνδυνος. Ο Μπαν φαινόταν
κι εκείνος συλλογισμένος και η Ίζαμπελ μάντεψε ότι έκανε τις ίδιες
σκέψεις.
«Θα ξανακάνουμε ασφαλή την περιοχή ανάμεσα στο Κασλμόρα και
το Γκλενγκάρον», είπε ο Μπαν.
«Οι περιοχές κοντά στα σύνορα ανέκαθεν ήταν επικίνδυνες και
χωρίς νόμους».
«Αυτό είναι αλήθεια, αλλά όσο περνάει από το χέρι μου αυτό δεν
θα συνεχιστεί».
«Θα χρειαστούν πολλοί άντρες για να τα καταφέρεις».
«Θα τους έχω, αλλά δεν θα είναι μισθοφόροι αυτή τη φορά».
«Ευτυχώς».
***
Λίγα μίλια πιο κάτω, ο Μπαν διέταξε να σταματήσουν. «Δεν θέλω
να κουραστείς πολύ, αγάπη μου».
Η φροντίδα του συγκινούσε και ταυτόχρονα διασκέδαζε την Ίζα-
μπελ. «Καλά είμαι, άρχοντά μου».
«Θέλω να συνεχίσεις να είσαι καλά».
«Μην είσαι υπερπροστατευτικός».
«Είμαι σύζυγός σου. Ποιος άλλος θα σε προστατέψει;»
«Οι άντρες σου θα νομίζουν ότι σε κάνω ό,τι θέλω».
«Άσ' τους να νομίζουν ό,τι θέλουν». Ο Μπαν χαμογέλασε.
«Η απόφασή μου δεν αλλάζει. Είσαι πολύτιμη για μένα».
«Κι εσύ για μένα, άρχοντά μου».
Ο Μπαν έφερε το χέρι της στα χείλη του. «Ό,τι πιο πολύτιμο έχω
στον κόσμο».
Η καρδιά της Ίζαμπ ελ γέμισε αγαλλίαση. Κάποτε δεν περίμενε ν'
ακούσει ποτέ αυτά τα λόγια από τον Μπαν. Η κατάσταση είχε αλλά-
ξει ριζικά. Από τη θλίψη και τον πόνο είχε προκύψει θρίαμβος και
αγάπη. Ακούμπησε την παλάμη της στην κοιλιά της, που φούσκωνε
απαλά κάτω από το φόρεμά της. Μια μέρα, όχι πολύ μακρινή, θα
γεννιόταν το παιδί τους. Θα το ακολουθούσαν και πολλά άλλα υπέ-
ροχα παιδιά, που θα συνέχιζαν το όνομά τους και θα κληροδοτού-
σαν το Κασλμόρα στις επόμενες γενιές.
***
Τους πήρε αρκετές μέρες για να ολοκληρώσουν το ταξίδι τους, αλ-
λά επειδή ήταν ευδιάθετοι, δεν τους φάνηκε πολύ κουραστικό. Ω-
στόσο, χάρηκαν όταν έφτασαν στον προορισμό τους. Η Ίζαμπελ λα-
χταρούσε πολύ αυτή την επιστροφή. Μόλις αντίκρισε το κάστρο με
τα βοηθητικά του κτίρια, τα λιβάδια, τον οπωρώνα και τους γύρω
λόφους, τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Οι άνθρωποι του κάστρου της
επιφύλαξαν θερμή υποδοχή και παρατάχθηκαν στο προαύλιο για να
καλωσορίσουν την ίδια και τον καινούριο σύζυγό της.
Φυσικά συζητούσαν μεταξύ τους το γάμο της. Παρ' όλο που ο σύ-
ζυγός της ήταν Σάξονας, οι δεσμοί του με το Γκλενγκάρον μετρούσαν
ευνοϊκά υπέρ του. Και κάτι άλλο που μετρούσε ευνοϊκά ήταν το γε-
γονός ότι είχε σκοτώσει τον Μέρντο. Οι ντόπιοι θεωρούσαν τον ερ-
χομό του μια καινούρια αρχή, μια αρχή που τους δημιουργούσε ελ-
πίδες και συγκρατημένη αισιοδοξία. Ο Μπαν ήταν τέλειος στη θέση
του άρχοντα, κι επειδή ήταν επιπλέον νέος και ωραίος, προκαλούσε
πολλούς γυναικείους αναστεναγμούς. Εκείνος όμως είχε μάτια μόνο
για τη γυναίκα στο πλάι του. Η Ίζαμπελ του χαμογέλασε και μόλις ο
Μπαν τη βοήθησε να κατέβει από την άμαξα, προχώρησε μαζί του
στη μεγάλη αίθουσα. Δεν υπήρχε πλέον κανένα ίχνος του Μέρντο και
των μισθοφόρων του. Το μόνο μελανό σημείο ήταν η απουσία της
Νελ.
«Μακάρι να ήταν τώρα εδώ η Νελ».
«Και πώς ξέρεις ότι δεν είναι;» είπε ο Μπαν.
Η Ίζαμπελ χαμογέλασε μελαγχολικά. Της άρεσε αυτή η σκέψη. Ακό-
μη και τώρα περίμενε ν' ακούσει τα βήματά της, περίμενε να τη δει
να κατεβαίνει τα σκαλιά ή να στέκεται στην είσοδο. «Θα ευχαριστιό-
ταν πολύ που είσαι εδώ».
«Αλήθεια;»
«Σίγουρα. Σε συμπαθούσε».
«Αυτό με τιμά».
«Και ο πατέρας μου θα ευχαριστιόταν. Άλλωστε, σε είχε διαλέξει
για σύζυγό μου».
«Αυτό με τιμά διπλά». Ο Μπαν έκανε μια παύση. «Αν θέλεις, θα ε-
πισκεφτούμε τον τάφο του αργότερα. Και τον τάφο του Χιου».
«Θέλω. Αλλά νομίζω ότι θα μου πάρει ακόμη αρκετό καιρό για να
διώξω τα φαντάσματα του παρελθόντος».
«Το ξέρω».
«Ο Μέρντο ήταν φρικτός άνθρωπος».
Ο Μπαν την πήρε από το χέρι και τη γύρισε προς το μέρος του. «Ο
Μέρντο είναι νεκρός, αγάπη μου. Δεν μπορεί πλέον να μας βλάψει».
«Το ξέρω, αλλά δυσκολεύομαι να ξεχάσω».
Ο Μπαν την αγκάλιασε και τη φίλησε. «Μπορεί ποτέ να μην ξεχά-
σουμε, αλλά μπορούμε ν' αφήσουμε το παρελθόν πίσω μας, εκεί ό-
που είναι η θέση του. Έχουμε ν' ασχοληθούμε με το μέλλον μας τώ-
ρα».
***
Ο νέος λόρδος και η λαίδη δειπνούσαν εκείνο το βράδυ μαζί με
τους άντρες από το Γκλενγκάρον που τους είχαν συνοδεύσει. Η πε-
ρίσταση ήταν ευχάριστη, η συντροφιά εύθυμη και τα αστεία και τα
πειράγματα έδιναν κι έπαιρναν όσο άδειαζαν τα κύπελλα με την μπί-
ρα. Ο Μπαν κοίταζε γύρω του ήρεμος και περήφανος, αλλά πιο συ-
χνά κοίταζε τη γυναίκα πλάι του, που παραλίγο να τη χάσει. Όταν
έφευγε από το Κασλμόρα, δεν μπορούσε να φανταστεί πως θα ξανα-
γυρνούσε θριαμβευτικά ως άρχοντας. Αυτό όμως ήταν το εύκολο,
διαπίστωνε τώρα. Τα δύσκολα ήταν μπροστά του, ωστόσο του άρεσε
η πρόκληση. Οι άνθρωποι θα τον έκριναν από τα έργα του κι εκείνος
ήταν αποφασισμένος να βελτιώσει τη μοίρα τους. Η Ίζαμπελ είχε δί-
κιο. Ήταν γεννημένος γι' αυτό και θα τιμούσε την εμπιστοσύνη της.
Το Κασλμόρα θα γινόταν πανίσχυρο και θα κέρδιζε το σεβασμό όλων
για τους σωστούς λόγους. Ισχυροί θα ήταν και οι δεσμοί του με το
Γκλενγκάρον. Ό,τι είχε αρχίσει ο Γκρέιαμ, ο Μπαν ορκίστηκε να το
συνεχίσει.
Κάπου ανάμεσα στις σκέψεις του αντιλήφθηκε πως κάποιος τον
παρατηρούσε. Στράφηκε και συνάντησε το βλέμμα της Ίζαμπελ. Της
χαμογέλασε, πήρε το χέρι της και το έφερε στα χείλη του. Στα λα-
μπερά μάτια της είδε αγάπη και εμπιστοσύνη, και μια σιωπηλή υπό-
σχεση μόνο για εκείνον. Η Ίζαμπελ ξαναγέμισε το κύπελλό της.
«Θα ήθελα να κάνω μια πρόποση».
«Σε τι θα πιούμε;» ρώτησε ο Μπαν.
«Σε σένα, άρχοντά μου». Η Ίζαμπελ ύψωσε το ποτήρι της.
«Τον καινούριο άρχοντα του Κασλμόρα» .

You might also like