Professional Documents
Culture Documents
Joanna Fulford - ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΑΡΡΑΒΩΝΑΣ
Joanna Fulford - ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΑΡΡΑΒΩΝΑΣ
Το άλογο ήταν εκείνο που ειδοποίησε την Ίζαμπελ για την παρου-
σία του Μπαν, τινάζοντας το κεφάλι του και χρεμετίζοντας μόλις τον
μύρισε. Εκείνη κοίταξε γύρω της ακολουθώντας το βλέμμα του αλό-
γου και πήρε μια κοφτή ανάσα βλέποντας έναν άντρα να έρχεται
προς το μέρος της. Πετάχτηκε αμέσως όρθια και οπισθοχώρησε, έ-
τοιμη να το βάλει στα πόδια. Παρ' όλο που ο άντρας ήταν άοπλος,
εντούτοις ήταν ψηλός, με φαρδιούς ώμους και μυώδη μπράτσα που
έδειχναν πολεμιστή. Η μέση του δεν είχε ίχνος λίπους, το ίδιο και οι
δυνατοί μηροί του. Σταμάτησε λίγα μέτρα μακριά της. Η Ίζαμπελ α-
ντίκρισε καστανόξανθα μαλλιά, δύο γαλάζια μάτια, φρεσκοξυρισμέ-
νο πρόσωπο με αδρά χαρακτηριστικά και θεληματικό πιγούνι. Εκεί-
νος της χαμογέλασε, αποκαλύπτοντας τα ίσια, κατάλευκα δόντια του.
«Καλησπέρα».
Οι χτύποι της καρδιάς της έγιναν πιο γρήγοροι . Ο ευγενικός χαι-
ρετισμός του άγνωστου άντρα ερχόταν σε αντίθεση με την τολμηρή
του προσέγγιση και τη γύμνια του. Έριξε μια γρήγορη ματιά γύρω
της, έχοντας οδυνηρή επίγνωση πως ήταν μόνη της και το μέρος ή-
ταν ερημικό. Αν έβαζε τις φωνές, δεν θα την άκουγε κανείς. Άλλωστε,
δεν έπρεπε να δείξει φόβο. Ήταν προφανές οτι ο άντρας είχε σχημα-
τίσει λανθασμένη εντύπωση για εκείνη, αλλά αν έμενε ψύχραιμη, ί-
σως μπορούσε να τον μεταπείσει.
Ο Μπαν πρόσεξε το λεπτοκαμωμένο πιγούνι της που τινάχτηκε α-
γέρωχο. Δεν του φάνηκε ντροπιασμένη ούτε φοβισμένη το βλέμμα
της ήταν τολμηρό, ίσως και προκλητικό. Του άρεσε αυτό. Δεν είχε
κάνει λάθος. Παραδόξως, όμως, της έλειπε η σκληρότητα που χαρα-
κτήριζε τις πόρνες. Ίσως αυτή να ερχόταν με τα χρόνια, σκέφτηκε.
Δεν την είχαν σημαδέψει ακόμη οι εμπειρίες της. Από κοντά ήταν α-
κόμη πιο ποθητή. Η έντονη ανταπόκρισή του ξάφνιασε κι αυτόν τον
ίδιο. Χαμήλωσε το βλέμμα του στο κορμί της αφαιρώντας νοερά το
ύφασμα. Εκείνη το πρόσεξε και κοκκίνισε.
«Πόση ώρα με παρακολουθείτε;»
«Αρκετή».
Το κοκκίνισμα έγινε πιο βαθύ και τα καστανά μάτια της άστραψαν
από θυμό. «Πώς τολμάτε και με κατασκοπεύετε;»
«Είμαι ασυγχώρητος, το ξέρω», παραδέχτηκε ο Μπαν, «αλλά ήταν
αδύνατον να μην κοιτάξω. Κορμιά σαν το δικό σας είναι πολύ σπάνι-
α».
Εκείνη ανάσανε βαθιά, αγανακτισμένη με το θράσος του. Ο Μπαν
συνέχισε ν' απολαμβάνει απτόητος το θέαμα.
«Δεν φτάνει που με κατασκοπεύετε, με προσβάλλετε κι από πάνω»,
είπε η Ίζαμπελ.
«Δεν σας προσβάλλω, αρχόντισσά μου, σας το ορκίζομαι. Αποτίνω
φόρο τιμής στην ομορφιά σας».
«Να μου λείπει τέτοιος φόρος τιμής».
«Ωστόσο, πρέπει να καταβληθεί ούτως ή άλλως».
Εκείνη ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους της. «Οποιοσδήποτε
μπορεί να σηκώσει τα μάτια του σ' ένα βασιλιά».
«Ή σε μια βασίλισσα», πρόσθεσε ο Μπαν.
«Δεν βρίσκομαι τόσο ψηλά».
«Προφανώς, γιατί αν ήσασταν βασίλισσα δεν θα ερχόσασταν μόνη
σας εδώ ούτε θα κολυμπούσατε γυμνή στη λίμνη».
Την πλησίασε περισσότερο και η Ίζαμπελ έκανε άλλο ένα βήμα πί-
σω.
«Μη φοβάστε, αρχόντισσά μου. Δεν θα σας κάνω κακό».
«Τι θέλετε;»
«Μισή ώρα από το χρόνο σας, για την οποία θα πληρώσω σε χρυ-
σάφι».
Τα μέχρι τότε ρόδινα μάγουλά της χλόμιασαν. Δεν ήταν δυνατόν
να εννοούσε τα λόγια του ο άντρας. Από το ύφος του όμως κατάλαβε
ότι τα εννοούσε. Οι προθέσεις του ήταν ξεκάθαρες. Ήταν πολύ αργά
για να του αλλάξει γνώμη. Το μόνο που της έμενε ήταν να τρέξει για
να σωθεί.
Εκείνος με τρία βήματα την έπιασε και την έκλεισε στην αγκαλιά
του. Η Ίζαμπελ έβαλε τις φωνές. Πάλευε να ξεφύγει από τα χέρια του,
αλλά ο Μπαν δεν την άφηνε. Φαινόταν μάλιστα να διασκεδάζει με
την κατάσταση. Την κοίταξε για μια στιγμή στα μάτια κι ύστερα έ-
σκυψε και τη φίλησε στο στόμα.
Οι πνιχτές κραυγές διαμαρτυρίας της αγνοήθηκαν και το φιλί του
έγινε πιο επίμονο γυρεύοντας ανταπόκριση. Η Ίζαμπελ δεν μπορού-
σε να πάρει ανάσα. Η γυμνή ζεστασιά του την πίεζε. Ο άντρας απο-
τραβήχτηκε λίγο και τα γαλάζια μάτια του συνάντησαν τα δικά της
πετώντας φλόγες, ο πόθος του ήταν ολοφάνερος. Η καρδιά της σφί-
χτηκε.
«Σας παρακαλώ, σας ικετεύω...»
Εκείνος έδωσε εντελώς διαφορετική ερμηνεία στα λόγια της.
«Μην ανησυχείς, γλυκιά μου, θα σου δώσω αυτό που θέλεις, σ' το
υπόσχομαι» .
Κυριευμένη πλέον από πανικό, η Ίζαμπελ προσπάθησε μανιασμένα
να ελευθερωθεί. «Άφησέ με! Άσε με!»
Ο Μπαν δυσκολευόταν πλέον να την κρατήσει. «Μα τι διάολο...»
«Σου είπα να μ' αφήσεις!»
Σε άλλη περίπτωση, εκείνος θα υποπτευόταν πως η διαμαρτυρία
και η πάλη της ήταν προσποιητές για να διεγείρουν ακόμη περισσό-
τερο τον πόθο του, αλλά η φωνή και η έκφρασή της έδειχναν απο-
φασιστικότητα. Ο Μπαν συνοφρυώθηκε. «Σταμάτα να χτυπιέσαι, δεν
θα σου κάνω κακό».
«Τότε άφησέ με».
Διακρίνοντας φόβο πίσω από την προσταγή της, ο Μπαν δίστασε.
«Τι συμβαίνει; Τι έπαθες;»
«Ρωτάς κι από πάνω, χοντροκέφαλε;»
«Χοντροκέφαλε; Τώρα θα σου δείξω εγώ».
Η Ίζαμπελ κατάφερε να ξεφύγει από την αγκαλιά του. «Πρώτα θα
πρέπει να με σκοτώσεις».
«Δεν έχω καμία πρόθεση να σε σκοτώσω, μικρή ανόητη, μόνο να σε
ικανοποιήσω».
«Ποτέ!»
Η πρόκληση ήταν απτή, το ίδιο και ο πειρασμός. Ο Μπαν έτριξε τα
δόντια του, νιώθοντας να τον καίει ο πόθος ανάμεσα στα σκέλια του,
συνειδητοποιώντας ότι ήθελε αυτή τη γυναίκα περισσότερο απ' όσο
είχε θελήσει ποτέ γυναίκα στη ζωή του, και ξέροντας πως ήταν πολύ
εύκολο να ικανοποιήσει την επιθυμία του. Κοιτάζοντάς τη στα μάτια
βεβαιώθηκε για το φόβο και την απροθυμία της. Ο πόθος του έσβη-
σε. Αρκετή βία είχε ζήσει στη ζωή του. Δεν Θα βίαζε ποτέ γυναίκα,
πόσο μάλλον εκείνη.
«Με τέτοια περιβολή δεν πείθεις ότι δεν πας γυρεύοντας». Εκείνη
δεν είπε τίποτε, μόνο του έριξε ένα βλέμμα που υποδήλωνε την έ-
ντονη ταραχή της. Ο Μπαν συνοφρυώθηκε περισσότερο.
«Μη φοβάσαι. Δεν πρόκειται να κάνω δική μου μια γυναίκα χωρίς
τη θέλησή της».
Χαλάρωσε τα χέρια του και την άφησε, προς μεγάλη της ανακού-
φιση. Η Ίζαμπελ σκεπάστηκε καλύτερα με το λινό ύφασμα, σφίγγο-
ντάς το στο στήθος της. Το πρόσωπό της ήταν άσπρο και η καρδιά
της χτυπούσε δυνατά.
Ο Μπαν την αγριοκοίταξε. «Μου οφείλεις εξηγήσεις».
«Δεν είναι αυτό που νομίζεις. Ήθελα απλώς να κολυμπήσω».
«Πολύ ανόητη ιδέα. Ο άντρας σου το ξέρει ότι ιππεύεις μόνη σου
στις ερημιές;»
«Δεν είμαι παντρεμένη». Αυτό τουλάχιστον ήταν αλήθεια και η Ί-
ζαμπελ δεν είχε σκοπό να του πει τίποτε άλλο.
Εκείνος ξαφνιάστηκε. Μια γυναίκα της ηλικίας της έπρεπε να είναι
παντρεμένη, πόσο μάλλον αν ήταν όμορφη. «Ο πατέρας σου τότε. Το
ξέρει;»
Η Ίζαμπελ έγνεψε αρνητικά. «Δεν το ξέρει».
«Πρέπει να σε προσέχει καλύτερα. Είναι μεγάλη απερισκεψία να
ιππεύει μόνη της μια γυναίκα σ' αυτά τα μέρη. Θα μπορούσε να σου
συμβεί οτιδήποτε. Ο βιασμός είναι το λιγότερο. Μπορεί να σου έκο-
βαν το λαιμό».
Τα μάγουλα της Ίζαμπελ έκαιγαν επειδή καταλάβαινε την απερι-
σκεψία της, αλλά κι επειδή δικαίως την επέπληττε ο ξένος. Το βλέμμα
του την κεραυνοβολούσε και η έντασή του ήταν τρομακτική. Έτρεμε
στη σκέψη του τι μπορούσε να της έχει κάνει, τι θα μπορούσε ακόμη
να της κάνει. Μακάρι να της έλεγε αλήθεια και όντως να μην είχε
βιάσει ποτέ του γυναίκα.
Εκείνη δεν μπορούσε να το ξέρει, αλλά ο Μπαν ήταν θυμωμένος
κυρίως με τον εαυτό του επειδή συνειδητοποίησε τι ήταν έτοιμος να
κάνει, τι εξακολουθούσε να θέλει να κάνει. Η φαντασία του έστειλε
άλλο ένα κύμα έξαψης στους βουβώνες του, που με δυσκολία το συ-
γκράτησε. Έσκυψε, πήρε τα ρούχα της κοπέλας και της τα πέταξε.
«Ντύσου».
Εκείνη έπιασε αδέξια τα ρούχα της. Ο Μπαν δεν έκανε καμία κίνη-
ση να γυρίσει από την άλλη πλευρά. Η ενόχλησή της αναμείχτηκε με
το φόβο της.
«Εσύ θα στέκεσαι να βλέπεις;»
«Είναι λίγο αργά για σεμνοτυφίες, γλυκιά μου».
Πνίγοντας τη θυμωμένη απάντηση που ανέβηκε στα χείλη της, η
Ίζαμπελ φόρεσε βιαστικά τα εσώρουχά της και άφησε τη λινή πετσέ-
τα να πέσει προτού φορέσει το φόρεμά της. Ο ξένος δεv πήρε το
βλέμμα του από πάνω της ούτε στιγμή. Της έδωσε τον μάλλινο κορσέ
της και την παρακολούθησε να τον δένει. Η Ίζαμπελ του γύρισε την
πλάτη για να φορέσει τις κάλτσες της. Έδεσε τις καλτσοδέτες της με
χέρια που έτρεμαν και φόρεσε τα παπούτσια της. Εκείνος την επι-
θεώρησε.
«Λίγο αναμαλλιασμένη αλλά τουλάχιστον αξιοπρεπής», παρατή-
ρησε.
Η Ίζαμπελ τον αγριοκοίταξε. Ο Μπαν χαμογέλασε αχνά αναγνωρί-
ζοντας το σθένος της, αλλά τα γαλάζια μάτια του έλαμπαν επικίνδυ-
να . «Για γυναίκα που αποκαλύπτει τα κάλλη της τόσο εύκολα, έχεις
μεγάλη υπεροψία».
Ο θυμός άρχισε να αντικαθιστά την ανησυχία της. «Δεν γδύθηκα
σκόπιμα μπροστά σου».
«Το αποτέλεσμα θα μπορούσε να είναι το ίδιο. Ευτυχώς για σένα,
δεν μου αρέσει να βιάζω παρθένες».
Η Ίζαμπελ είχε χάσει προ πολλού την αγνότητά της, αλλά δεν είχε
σκοπό να του το πει. Αν εκείνος τη θεωρούσε έμπειρη, μπορεί να άλ-
λαζε γνώμη και να ολοκλήρωνε ό,τι είχε ξεκινήσει.
«'Όχι, βέβαια, σ' αρέσει μόνο να κρυφοκοιτάζεις».
Ο Μπαν την κοίταξε έκπληκτος. «Τι αχάριστη που είσαι! Θα σου
άξιζε να σου τις βρέξω γι' αυτό».
«Δεν θα τολ...» Βλέποντας την έκφρασή του ν' αλλάζει, η Ίζαμπελ
κατάλαβε ότι γινόταν προκλητική και διέκοψε τη φράση της απότο-
μα.
«Δεν θα τολμούσα; Μη με προκαλείς, γιατί δεν θα μπορείς να καθί-
σεις για μια βδομάδα».
Η Ίζαμπελ δεν είχε καμία διάθεση να το διακινδυνέψει. Αρκετή τα-
πείνωση είχε υποστεί στα χέρια του.
«Είμαι πρόθυμος να σε πάω μέχρι το σπίτι σου και να πω στον πα-
τέρα σου να το κάνει», συνέχισε ο Μπαν. «Για να σου γίνει μάθημα».
Η Ίζαμπελ χλόμιασε, οργισμένη αλλά και φοβισμένη. Αρκετό ξύλο
είχε φάει από άντρες που θεωρούσαν θεόσταλτο δικαίωμά τους την
τιμωρία του αδύνατου φύλου. Ένιωσε μνησικακία, αλλά την κατέπνι-
ξε. Έπρεπε να προσέχει. Αν το μάθαινε ο πατέρας της, θα το μάθαινε
και ο Μέρντο. Δεν άντεχε να σκεφτεί τις συνέπειες. 'Όσο και να μην
ήθελε, έπρεπε να παίξει το ρόλο της συντετριμμένης νεαρής παρθέ-
νας.
Χαμήλωσε το βλέμμα της. «Όχι, σε παρακαλώ. Δεν θα το ξανακάνω,
τ' ορκίζομαι».
Ο Μπαν την πίστεψε. Η κοπέλα είχε τρομάξει, αλλά είχε πάρει το
μάθημά της. Τώρα φαινόταν νέα και ευάλωτη. «Προτείνω να πας στο
σπίτι σου και να μείνεις εκεί», της είπε.
Την έπιασε σφιχτά από το μπράτσο και την οδήγησε στο άλογό της
που την περίμενε. Η λαβή του δεν την πόνεσε, αλλά της έδειξε ότι
δεν σήκωνε αντιρρήσεις. Η Ίζαμπελ ένιωθε τη ζεστασιά της παλάμης
του να διαπερνά το φόρεμά της. Μόλις έφτασαν στο άλογο, εκείνος
δεν την περίμενε να ανέβει, αλλά τη σήκωσε στην αγκαλιά του και
την ανέβασε ο ίδιος. Ύστερα τις έδωσε τα χαλινάρια.
«Δεν νομίζω να ξανασυναντηθούμε, γι' αυτό σου εύχομαι να σε έ-
χει καλά ο Θεός».
Εκείνη του έριξε μια πειστική ματιά και έστρεψε το κεφάλι του α-
λόγου της. «Δεν θα ξανασυναντηθούμε. Τουλάχιστον όχι, αν σε δω
εγώ πρώτη».
Και με τα λόγια αυτά κέντρισε τα πλευρά του ζώου κι εκείνο όρμη-
σε μπροστά καλπάζοντας. Ο Μπαν χαμογέλασε αυθόρμητα. Χωρίς να
το θέλει θαύμασε το δυναμισμό της, ενώ το βλέμμα του την ακολού-
θησε μέχρι που χάθηκε στον ορίζοντα.
***
Η Ίζαμπελ κάλπαζε γρήγορα και μόνο όταν απομακρύνθηκε αρκετά
από τον ξένο άφησε το άλογό της να τριποδίσει. Παρ' ότι το αρχικό
σοκ είχε περάσει, εκείνη έτρεμε ακόμη και ανατρίχιαζε στην ιδέα ότι
ο άντρας θα μπορούσε πολύ εύκολα να τη βιάσει. Τι τον σταμάτησε;
Ήταν προφανές ότι την είχε περάσει για πόρνη και δυστυχώς έφται-
γε η ίδια γι' αυτό.
Τα μάγουλά της κοκκίνισαν στη σκέψη της παθιασμένης αγκαλιάς
του. Τα φιλιά του ήταν καυτά· ένιωθε ακόμη την πίεση των χειλιών
του πάνω στα δικά της, τη γυμνή σάρκα της πάνω στη δική του, τα
ζεστά, δυνατά χέρια του πάνω στο κορμί της. Παρ' όλο που είχε τρο-
μάξει, η ανάμνηση της επαφής τους δεν της ήταν απωθητική, αν και
θα έπρεπε. Έδιωξε αμέσως αυτή την ανάρμοστη σκέψη, που την έκα-
νε να νιώθει πράγματι σαν πόρνη. Φτηνά την είχε γλιτώσει. Ο πατέ-
ρας της και ο αδελφός της δεν έπρεπε να μάθουν ποτέ τίποτα -
κυρίως δε ο Μέρντο.
***
Η Ίζαμπελ έφτασε στο Κασλμόρα χωρίς άλλα απρόοπτα και ευχα-
ριστώντας την καλή της τύχη που οι άντρες έλειπαν ακόμη, πέταξε
τα χαλινάρια σ' έναν ιπποκόμο και κατευθύνθηκε βιαστικά προς την
κάμαρά της από την πίσω είσοδο του κάστρου.
Στην κατάσταση που ήταν, δεν ήθελε να τη δει κανείς. Μόλις βρέ-
θηκε στην ασφάλεια του άδειου δωματίου, έβγαλε γρήγορα το πρά-
σινο φόρεμά της και φόρεσε ένα μπλε. Ύστερα άρχισε να χτενίζει τα
μαλλιά της που είχαν σχεδόν στεγνώσει. Οι πυρρόξανθες μπούκλες
γλιστρούσαν ανάμεσα στα δάχτυλά της λάμποντας στο απογευματι-
νό φως. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, εμφανίστηκε η Νελ.
«Εδώ είστε λοιπόν, μιλαίδη. Πού είχατε πάει;»
«Για ιππασία».
«Μόνη σας πάλι, βάζω στοίχημα».
Η Νελ μάζεψε το πεταμένο φόρεμα. Ήταν μια παχουλή γυναίκα με
γκρίζα μαλλιά, πενήντα χρονών περίπου. Δεδομένου ότι γνώριζε την
Ίζαμπελ από μωρό, η ηλικιωμένη γυναίκα είχε πλέον τα προνόμια
της έμπιστης παραμάνας και ένα από αυτά ήταν η ελευθερία έκφρα-
σης. Ωστόσο, ήταν καλοπροαίρετη και ενδιαφερόταν πραγματικά για
την Ίζαμπελ. Βλέποντας τώρα το ένοχο ύφος της κοπέλας, η Νελ
κούνησε το κεφάλι της.
«Δεν έπρεπε να το κάνετε. Σ' αυτή την εποχή της ανομίας που ζού-
με είναι πολύ επικίνδυνο. Στα σύνορα τριγυρίζουν ληστές και μια
γυναίκα μόνη είναι εύκολη λεία».
Η Ίζαμπελ θυμήθηκε όσα είχαν συμβεί το απόγευμα και ανατρί-
χιασε. Περισσότερο από ποτέ, ήταν αποφασισμένη πλέον να μην ξα-
ναπάει μόνη της τόσο μακριά. Η ανάγκη της για απομόνωση δεν έ-
πρεπε να θέτει σε κίνδυνο την ασφάλειά της.
«Συγγνώμη, Νελ. Υπόσχομαι να προσέχω στο μέλλον». Το ύφος της
έδειχνε γνήσια μεταμέλεια. Η Νελ, έκπληκτη που εκείνη συμμορφώ-
θηκε αμέσως, την κοίταξε εξεταστικά. Αλλά η Ίζαμπελ, προσηλωμένη
στην προσπάθεια να ξεμπλέξει μια τούφα από τα μαλλιά της, απέφυ-
γε το έμπειρο βλέμμα της παραμάνας.
«Και πολύ καλά θα κάνετε», συνέχισε η Νελ. «Ποιος ξέρει τι θα
μπορούσε να σας έχει συμβεί».
Η Ίζαμπελ κοκκίνισε λίγο και βάλθηκε να χτενίζει τα μαλλιά της με
ακόμη περισσότερο ζήλο. Η Νελ την πλησίασε.
«Αφήστε καλύτερα να το κάνω εγώ».
Η Ίζαμπελ παρέδωσε τη χτένα και κάθισε ακίνητη, καθώς η παρα-
μάνα άρχισε να της πλέκει τα μαλλιά σε μια χοντρή πλεξίδα, μπλέκο-
ντας ανάμεσά τους μια κορδέλα στο ίδιο χρώμα με το φόρεμα.
«Αν το μάθει ο Μέρντο, θα σας υποχρεώσει να πάρετε συνοδό την
επόμενη φορά», συνέχισε η Νελ. «Και ξέρετε πολύ καλά ποιος θα εί-
ναι αυτός».
«Δεν θα δεχτώ να μου επιβάλει την παρουσία του».
«Πιστεύετε πραγματικά ότι μπορείτε να τον αποφύγετε;» Η Νελ δί-
στασε. «Μετά τον πατέρα σας, εκείνος κάνει κουμάντο. Κανείς δεν
τολμά να αμφισβητήσει τις εντολές και τις πράξεις του, γιατί όλοι
φοβούνται την εκδίκησή του. Οι φονιάδες του κομπάζουν λες και ο
τόπος τούς ανήκει».
«Το ξέρω, αλλά τα πράγματα θ' αλλάξουν μόλις γίνει άρχοντας ο
Χιου».
«Ο αδελφός σας είναι πολύ νέος. Θα δούμε αν μπορεί να σταθεί
σαν άντρας. Ως τότε όμως, ο Μέρντο θα έχει τον έλεγχο του Κασλμό-
ρα, μη γελιέστε. Και οι φιλοδοξίες του δεν σταματούν εκεί». Η Νελ
έκανε μια παύση. «Ακόμη ενδιαφέρεται για σας».
«Εγώ όμως δεν ενδιαφέρομαι για κείνον και το ξέρει».
«Σας μίλησε σχετικά;»
«Ναι».
Η Νελ έσφιξε τα χείλη της. «Το κτήνος ! Όσο πάει και αποθρασύνε-
ται».
«Του δήλωσα ευθέως ότι δεν έχει καμία ελπίδα».
«Δεν είναι απ' αυτούς που δέχονται την απόρριψη».
Τα λόγια της Νελ της θύμισαν τα λόγια του Μέρντο. Δυστυχώς, η
παραμάνα της είχε δίκιο.
«Πρέπει να ξαναπαντρευτείτε και μάλιστα σύντομα», συνέχισε η
Νελ.
«Εννοείς τον λόρδο Μπαν».
«Ποιον άλλον;»
Για μια στιγμή η Ίζαμπελ είδε το πρόσωπο ενός ξένου με καστανό-
ξανθα μαλλιά και γαλάζια μάτια. Αποφασιστικά προσπάθησε να το
διώξει, αλλά δεν ήταν και τόσο εύκολο, καθώς η ανάμνηση του φι-
λιού του πλανιόταν ακόμη στα χείλη της. Την είχε κρατήσει στην α-
γκαλιά του, την είχε δει γυμνή... Κοκκίνισε πάλι από ντροπή. Ευτυ-
χώς δεν θα τον ξανάβλεπε ποτέ.
«Αν δεν παντρευτείτε αυτόν, θ' αναγκαστείτε να παντρευτείτε αρ-
γότερα τον Μέρντο».
Η Ίζαμπελ παραδέχτηκε μέσα της πως αυτό ήταν αλήθεια. Η σκέψη
τη γέμιζε τρόμο. «Προτιμώ να γίνω μοναχή».
«Αυτή είναι η άλλη επιλογή σας».
«Η γνώμη μου δεν μετράει καθόλου. Μου φέρονται σαν να είμαι
αντικείμενο».
«Η γνώμη μιας γυναίκας δεν μετράει ποτέ στο θέμα του γάμου. Το
ξέρετε πολύ καλά».
«Κάποτε ο πατέρας μου δεν θα με έδινε επ' ουδενί σ' έναν τέτοιο
σύζυγο, ακόμη κι αν ήταν να ευχαριστήσει το Γκλενγκάρον».
Ο πατέρας της είχε λάβει αρκετές προτάσεις γάμου για εκείνη,
προτού συμφωνήσει με τον Άλιστερ Νιλ. Η Ίζαμπελ δεν είχε φέρει
αντίρρηση σ' αυτόν το γάμο, καθώς ο Άλιστερ ήταν ό,τι μπορούσε να
επιθυμήσει μια ανύπαντρη κοπέλα: ωραίος, γενναίος, πλούσιος, ευ-
γενικός. Ούσα νέα και αφελής, η Ίζαμπελ δεν σκέφτηκε να εξετάσει τι
βρισκόταν κάτω από την επιφάνεια ώσπου ήταν πλέον πολύ αργά.
«Κάποτε», απάντησε η Νελ. « Τώρα όμως τα πράγματα είναι. δια-
φορετικά».
«Αν οι Νιλ είχαν επιστρέψει την προίκα μου, αυτό δεν θα συνέβαι-
νε».
«Δεν ήταν σωστό αυτό που έκαναν».
«Ο Χιου ήθελε να πάει να την πάρει πίσω. Σχεδόν εύχομαι να το εί-
χε κάνει».
«Τότε θα είχαμε αιματοχυσία και θάνατο. Αυτό θέλετε;»
Η Ίζαμπελ αναστέναξε κι έγνεψε αρνητικά. «Τους Νιλ τους μισώ
γιατί είναι σκληρόκαρδοι και κλέφτες, αλλά το τελευταίο που μας
χρειάζεται είναι μία βεντέτα».
«Δίκιο έχετε. Δεν θα ήταν για καλό». Η Νελ έδεσε τη βαριά πλεξού-
δα . «Κι αν είστε έξυπνη, δεν θ' απορρίψετε χωρίς σκέψη τον λόρδο
Μπαν. Μόνο εκείνος μπορεί να σας γλιτώσει από τον Μερντο».
Η Ίζαμπελ ανατρίχιασε από το φόβο μήπως η ιστορία επαναλαμ-
βανόταν και ο υποψήφιος σύζυγός της ήταν κτήνος σαν τον Αλιστερ
Νιλ. Και υπήρχε και το θέμα της τεκνοποίησης. Αν δεν έφταιγε μόνο
ο μακαρίτης ο σύζυγός της, αλλά η ίδια ήταν όντως στείρα; Ένας ά-
ντρας μπορούσε να διώξει τη σύζυγό του για έναν τέτοιο λόγο. Ίσως
τελικά το μοναστήρι να ήταν προτιμότερο.
Οι ζοφερές σκέψεις της διακόπηκαν από ένα χτύπο στην πόρτα.
Μια υπηρέτρια μπήκε στην κάμαρα.
«Μιλαίδη, ο πατέρας σας λέει ότι πρέπει να κατεβείτε στη μεγάλη
αίθουσα. Έφτασαν οι επισκέπτες από το Γκλενγκάρον». Η Ίζαμπελ
πήρε μια βαθιά ανάσα, προσπαθώντας να ηρεμήσει.
«Έρχομαι αμέσως».
Η υπηρέτρια υποκλίθηκε κι έφυγε, ενώ η Ίζαμπελ σηκώθηκε από
την καρέκλα της. Άραγε είχε έρθει και ο λόρδος Ίαν ; Είχε να τον δει
από μικρό κοριτσάκι, αλλά θυμόταν καλά πόσο ρωμαλέος και χαρι-
σματικός ήταν. Αυτός ήταν άντρας. Άραγε του έμοιαζε ο λόρδος
Μπαν; Θα την έβρισκε ελκυστική; Κι αν όχι ; Είχε επικεντρωθεί τόσο
στους δικούς της φόβους, που δεν είχε σκεφτεί καν το ενδεχόμενο
να την απέρριπτε εκείνος. Τι θα γινόταν τότε; Είδε μπροστά της την
εικόνα του Μέρντο. Το στομάχι της δέθηκε κόμπος.
«Πώς είμαι;»
Η Νελ της χαμογέλασε. «Πολύ όμορφη».
Η Ίζαμπελ έστρωσε το φόρεμά της και βγήκε από την κάμαρα, κα-
τευθυνόμενη προς τη μεγάλη αίθουσα όπου ο πατέρας της είχε υπο-
δεχτεί ήδη τους επισκέπτες. Σίγουρα θα έπιναν τώρα την μπίρα τους
για να δροσιστούν και θα μετέφεραν στον πατέρα της τα μηνύματα
του άρχοντά τους. Μόλις έφτασε μπροστά στην ανοιχτή πόρτα της
αίθουσας, η Ίζαμπελ κοντοστάθηκε. Μαζί με τον πατέρα της ήταν ο
Χιου και δίπλα του ένας άλλος άντρας, αρκετά ψηλότερος και από
τους δύο, με γυρισμένη την πλάτη. Η Ίζαμπελ πήρε μια βαθιά ανάσα
και, συγκεντρώνοντας όλο το θάρρος της, προχώρησε προς το μέρος
τους. Ο πατέρας της την είδε και, αφού έριξε μια γρήγορη ματιά στην
εμφάνισή της, της έγνεψε επιδοκιμαστικά.
«Α, ήρθες, κόρη μου. Έλα να χαιρετήσεις τον καλεσμένο μας».
Την ίδια στιγμή, ο ξένος στράφηκε προς το μέρος της και η καρδιά
της Ίζαμπελ αναπήδησε στο στήθος της. Η απογευματινή της περιπέ-
τεια ζωντάνεψε ξανά μπροστά της καθώς αντίκρισε δύο γαλάζια μά-
τια -μάτια έκπληκτα, που έδειχναν ότι κι εκείνος την αναγνώρισε. Ο
πατέρας της έκανε τις συστάσεις.
«Άρχοντα Μπαν, από δω η κόρη μου, η Ίζαμπελ».
Κεφάλαιο 3
Η Ίζαμπελ κοίταξε άναυδη τον πατέρα της νομίζοντας πως δεν είχε
ακούσει καλά. «Μυστικό αρραβώνα;»
«Ακριβώς».
«Αρραβώνα που θα του παρέχει συζυγικά δικαιώματα;»
«Σωστά».
Η δυσπιστία της αντικαταστάθηκε από οργή. Ο Σάξονας λόρδος εί-
χε την εντύπωση πως εκείνη θα το δεχόταν; Και μόνο που το πρότει-
νε έδειχνε πως δεν τη σεβόταν.
«Αποκλείεται να μιλάτε σοβαρά, πατέρα».
«Ποτέ δεν έχω μιλήσει σοβαρότερα». Η έκφρασή του υποστήριζε
τα λόγια του κι αυτό της προκάλεσε πανικό.
«Άλλο γάμος και άλλο αυτό».
«Είναι ασυνήθιστο, το ομολογώ, αλλά όχι πρωτοφανές».
«Είναι σχεδόν σαν πορνεία».
«Όχι δα! Αλλιώς δεν θα συμφωνούσα». Ο Γκρέιαμ έκανε μια παύση.
«Ουσιαστικά ένας αρραβώνας δεν διαφέρει πολύ από να γάμο. Η μό-
νη διαφορά τώρα είναι ότι δεν θα τον αναγγείλουμε μέχρι να μείνεις
έγκυος».
Η Ίζαμπελ σκέφτηκε τι σήμαινε αυτό πρακτικά και η οργή της θέ-
ριεψε. Ο λόρδος Μπαν θα ήταν περιχαρής με το σχέδιο που σκαρφί-
στηκε. Πόσο μάλλον που το επικύρωσε με τη συγκατάθεση του πατέ-
ρα της. Και σίγουρα θα διασκέδαζε πολύ καθώς θα σκεφτόταν τη δι-
κή της αντίδραση.
«Δεν είμαι φοράδα για να δεχτώ τον επιβήτορα του Γκλενγκάρον!»
«Μια σύζυγος έχει χρέος να γεννά παιδιά κι εσύ δεν το έκανες».
«Δεν φταίω μόνο εγώ γι' αυτό».
«Ως τώρα σε πίστευα. Στο χέρι σου είναι να μου αποδείξεις ότι άξι-
ζες την εμπιστοσύνη μου».
«Πολύ ευχαρίστως, αλλά όχι με αυτόν τον δόλιο τρόπο».
«Είσαι μια χήρα άτεκνη και χωρίς αξιόλογη προίκα. Τι δεν έχεις κα-
ταλάβει ακόμη;» Ο πατέρας της την αγριοκοίταξε. «Είναι ευκαιρία
για σένα, εκτός αν προτιμάς το μοναστήρι». Βλέποντας ότι η Ίζαμπελ
έμενε σιωπηλή, κούνησε το κεφάλι του.
«Αυτό είπα κι εγώ».
Εκείνη έκλεισε τα μάτια της προσπαθώντας να μην κυριευτεί από
τον πανικό της. Δεν είχε κλίση στο μοναχισμό. Καταλάβαινε ότι δεν
μπορούσε να ξεφύγει. Όσο και να το ήθελε, δεν μπορούσε ν' απορ-
ρίψει την πρόταση του λόρδου Μπαν, γιατί θα άφηνε ανοιχτό το
δρόμο για τον Μέρντο. Και ήξερε τι θα γινόταν αν ο Μέρντο ζητούσε
το χέρι της. Έγλειψε τα ξεραμένα χείλη της. «Πότε θα γίνει ο αρρα-
βώνας;»
«Αποφάσισα να γίνει την ερχόμενη Πέμπτη».
Η ανάσα της κόπηκε. Πέμπτη ήταν σε δύο μέρες. «Είναι πολύ σύ-
ντομα».
«Σύντομα ή όχι, αυτή θα είναι η μέρα του αρραβώνα σου».
«Είναι άσεμνη τόση βιασύνη».
Το βλέμμα του πατέρα της σκλήρυνε. «Η γνώμη σου δεν μετράει.
Θα κάνεις ό,τι σου λέω. Ο αρραβώνας θα γίνει στα ιδιαίτερα διαμε-
ρίσματά μου, για να έχουμε ησυχία. Θα καλέσω εκεί τον λόρδο Μπαν
με το πρόσχημα ότι θα μιλήσουμε για δουλειές. Θα είναι εύκολο να
έρθεις κι εσύ χωρίς να σε δει κανείς. Δεν θα μας πάρει πολλή ώρα».
Ο πατέρας της είχε δίκιο: δεν θα χρειαζόταν πολλή ώρα να δώσει
το χέρι της στον λόρδο Μπαν και να πει τους όρκους που θα την έ-
καναν δική του. Τι εύκολο που ήταν για μια οικογένεια να ξεφορτω-
θεί μια γυναίκα! Ούτε και την προηγούμενη φορά είχε μετρήσει η
γνώμη της, αν και τότε ο γάμος της είχε πολλούς καλεσμένους, μεγα-
λοπρεπές γαμήλιο γλέντι και μια τελετή για το κρεβάτι που έγινε α-
νάμεσα σε άσεμνα πειράγματα και γέλια. Πόσο απατηλά αποδείχτη-
καν τελικά εκείνα τα γέλια. Η Ίζαμπελ ρίγησε από τρόμο καθώς ανα-
λογίστηκε όλες τις φρικτές νύχτες που είχε περάσει στο κρεβάτι του
Άλιστερ Νιλ. Ο μακαρίτης ο άντρας σου ήταν ανίκανος. Στο μυαλό
της αντηχούσαν κοροϊδευτικά τα λόγια του Μέρντο. Ωστόσο, δεν ή-
ταν απολύτως ακριβή. Ο Άλιστερ τα κατάφερνε μερικές φορές, αλλά
το τίμημα ήταν δυσβάσταχτο. Η Ίζαμπελ ξεροκατάπιε, καθώς είδε
νοερά το σύζυγό της να στέκεται δίπλα στο κρεβάτι, να βγάζει αργά
τη ζώνη του, να τυλίγει την πόρπη γύρω από τη γροθιά του...
«Βγάλε το μεσοφόρι σου».
«Σε παρακαλώ, άρχοντά μου...»
«Είπα, βγάλ'το».
Τρέμοντας, εκείνη υπάκουσε. Όταν έμεινε γυμνή, ο Άλιστερ έγνεψε με
επιδοκιμασία.
«Ξάπλωσε όπως σου είπα».
Η Ίζαμπελ υπάκουσε απρόθυμα γνωρίζοντας τη συνέχεια, αλλά και ότι
θα ήταν πολύ χειρότερα αν προσπαθούσε ν' αντισταθεί. Βογκούσε από
πόνο καθώς η ζώνη μαστίγωνε τους γλουτούς της αφήνοντας κόκκινα ση-
μάδια, ενώ τα δάχτυλά της έσφιγγαν το κάλυμμα του κρεβατιού. Στην αρ-
χή δεν έβγαζε άχνα από περηφάνια, αλλά σύντομα διαπίστωσε ότι δεν
έκανε καλά, γιατί αυτό που διέγειρε τον Άλιστερ ήταν οι κραυγές της και
θα συνέχιζε να τη χτυπάει ώσπου να ουρλιάξει. Όταν ούρλιαζε, εκείνος
πετούσε τη ζώνη κι έπεφτε πάνω της, ανοίγοντας τα πόδια της με το γό-
νατό του. Ύστερα έμπαινε μέσα της. Εκείνη κραύγαζε από πόνο, αλλά οι
κραυγές της τον ευχαριστούσαν. Ευτυχώς, αυτό το μέρος της διαδικασίας
τελείωνε πολύ γρήγορα κι ο Άλιστερ τραβιόταν λαχανιασμένος και ικανο-
ποιημένος. Κι εκείνη έκλεινε σφιχτά τα βλέφαρά της και προσευχόταν σι-
ωπηλά αυτή τη φορά να είχε συλλάβει...
Η Ίζαμπελ είχε ακούσει ότι κάποιες φορές οι γυναίκες απολάμβα-
ναν την ερωτική πράξη, αλλά αυτό της φαινόταν αδιανόητο, ακόμη
κι αν ο άντρας δεν ήταν βίαιος. Ο Άλιστερ σκαρφιζόταν διάφορους
τρόπους για να πετυχαίνει το σκοπό του και όλοι ήταν επώδυνοι,
αλλά φρόντιζε να μην αφήνουν εμφανή σημάδια. Και να μην το φρό-
ντιζε όμως, κανείς δεν θα του έκανε ερωτήσεις. Ούτε ο Νόμος: ήταν
δικαίωμα του άντρα να κάνει τη γυναίκα του ό,τι θέλει και χρέος δικό
της να υπομένει.
«Μ' ακούς;»
Η φωνή του πατέρα της την έβγαλε απότομα από τις σκέψεις της.
«Ναι, πατέρα, σας ακούω».
«Μετά τον αρραβώνα, θα ολοκληρώσετε».
Η Ίζαμπελ χλόμιασε. «Όχι. Να γνωριστούμε λίγο πρώτα».
«Να πάρει η ευχή! Δεν είσαι παρθένα και δεν είναι ώρα να παρι-
στάνεις την ψηλομύτα. Θα ολοκληρώσετε αμέσως και ύστερα θα
κοιμάσαι μαζί του όποτε το θέλει. Έγινα σαφής;»
Η Ίζαμπελ κατάπιε την οργή της. «Σαφέστατος».
«Το ελπίζω».
«Και πώς θα μείνει μυστικό όλο αυτό;» ρώτησε η Ίζαμπελ. «Δεν θέ-
λω να με σχολιάζουν οι υπηρέτες».
«Θα βρεις τρόπο. Φαντάζομαι ότι και ο λόρδος Μπαν θα είναι εξί-
σου εφευρετικός».
«Γι' αυτό είμαι σίγουρη».
Ο πατέρας της ανασήκωσε το φρύδι του με το σαρκαστικό της ύ-
φος. «Καλά θα κάνεις να μαζέψεις τη γλώσσα σου. Κανένας άντρας
δεν θέλει για σύζυγο ένα γύναιο».
Η Ίζαμπελ χαμήλωσε το βλέμμα της καταπίνοντας τις αντιρρήσεις
της. Ο πατέρας της είχε θυμώσει ήδη και αν τον εξωθούσε περισσό-
τερο, μπορεί να έκανε τον αρραβώνα νωρίτερα ή να πρόσθετε κι άλ-
λους ταπεινωτικούς όρους.
«Ζητώ συγγνώμη. Απλώς όλα έγιναν πολύ γρήγορα και είμαι εντε-
λώς απροετοίμαστη».
Εκείνος έδειξε να μαλακώνει λίγο. «Ε, μάλλον. Όμως τώρα πρέπει
να συνηθίσεις στην ιδέα».
«Μάλιστα, πατέρα».
«Όσο πιο σύντομα μείνεις έγκυος τόσο πιο σύντομα θα μπορέσεις
να ζήσεις με τον άντρα σου ως σύζυγός του και να πάρεις τη θέση
που αξίζεις στην κοινωνία. Να το θυμάσαι».
Εκείνη έγνεψε καταφατικά. Δεν ήξερε ποιο ήταν: χειρότερο: ότι έ-
πρεπε να υποταχτεί στη βούληση ενός ξένου ή ότι ίσως δεν κατά-
φερνε να συλλάβει; Οι παλιοί της φόβοι επέστρεψαν. Αν ήταν στείρα
τελικά, θα την υποχρέωναν να κλειστεί σε μοναστήρι και να περάσει
εκεί όλη τη ζωή της ξεχασμένη. Ο λόρδος Μπαν θα επέστρεφε στο
Γκλενγκάρον και θα έψαχνε να βρει καινούρια σύζυγο. Σε κάθε περί-
πτωση, εκείνος θα έβγαινε κερδισμένος χωρίς να έχει διακινδυνέψει
τίποτε. Έσφιξε τις παλάμες της, καθώς ένιωσε ότι όχι μόνο δεν μπο-
ρούσε ν' αντιδράσει, αλλά ούτε καν να εκφράσει το θυμό της. Στον
κόσμο των αντρών η μοναδική επιλογή των γυναικών ήταν η υπα-
κοή.
***
Ο Μπαν έλαβε την είδηση για τον επικείμενο αρραβώνα του με
φαινομενική ψυχραιμία. Στην πραγματικότητα ξαφνιάστηκε. Δεν τον
περίμενε τόσο σύντομα. Όμως ο Γκρέιαμ αδημονούσε να τακτοποιή-
σει την κόρη του και, δεδομένων των συνθηκών, δεν υπήρχε μάλλον
λόγος για καθυστέρηση. Ο Μπαν τον άκουσε προσεκτικά να του εξη-
γεί τις λεπτομέρειες και έγνεψε συγκαταβατικά. Το σχέδιο του Γκρέι-
αμ ήταν καλό και μπορούσε να υλοποιηθεί με τη διακριτικότητα που
επιθυμούσαν όλοι.
«Στη συνέχεια, μπορείτε να χρησιμοποιήσετε την κάμαρα για μία
ώρα», συνέχισε ο οικοδεσπότης του. «Θα φροντίσω να μη σας ενο-
χλήσει κανείς».
Ο Μπαν ανοιγόκλεισε έκπληκτος τα μάτια του. Αυτό δεν το περίμε-
νε. Φανταζόταν ότι θα κανόνιζαν μια συνάντηση για να σφραγίσουν
τον αρραβώνα τους. Αν ολοκλήρωναν αμέσως, θα ήταν ακόμη πιο
δύσκολο για την Ίζαμπελ, αλλά αν ο ίδιος δίσταζε τώρα, πώς θα φαι-
νόταν; Η ιδέα άλλωστε ήταν δική του.
«Ευχαριστώ, είστε πολύ ευγενικός», είπε ο Μπαν.
«Δεν κάνει τίποτα». Ο Γκρέιαμ τον κοίταξε επίμονα. «Μετά, θα
φροντίζετε γι' αυτό μόνος σας».
Για πρώτη φορά ο Μπαν αναγκάστηκε να σκεφτεί σοβαρά την πι-
θανή διάρκεια των γεγονότων. Μια γυναίκα μπορούσε να συλλάβει
αμέσως, αλλά μπορεί να χρειαζόταν και μήνες. Και τότε θα προέκυ-
πταν πρακτικά θέματα. Θα γινόταν όλο και πιο δύσκολο να ξεγλι-
στρούν και να μένουν μόνοι τους, και όσο πιο , πολύ το συνέχιζαν
τόσο μεγαλύτερη θα ήταν η πιθανότητα να τους ανακαλύψουν. Κιν-
δύνευε να κηλιδωθεί το όνομα της Ίζαμπελ ή να αποκαλυφθεί όλη η
αλήθεια.
Ξαφνικά το όλο εγχείρημα άρχισε να του φαίνεται πολύ πι περί-
πλοκο. Ως τώρα οι περισσότερες σχέσεις του ήταν με γυναίκες που
αμείβονταν για τις χάρες τους και τις πρόσφεραν φανερά. Όλοι έ-
βγαιναν κερδισμένοι. Οι κρυφές συνευρέσεις ήταν πολύ πιο δύσκο-
λες. Ίσως η Ίζαμπελ να είχε αντιρρήσεις. Και με το δίκιο της, σκέφτη-
κε ο Μπαν. Αλλά αυτό δεν μπορούσε να το πει στον Γκρέιαμ.
«Ότι πείτε», του απάντησε.
«Να την αφήσεις έγκυο το συντομότερο δυνατόν. Δεν θα ήθελα να
τη στείλω σε μοναστήρι».
Μοναστήρι; Ο Μπαν ένιωσε τύψεις συνειδητοποιώντας ότι αν τε-
λικά η Ίζαμπελ ήταν στείρα κι εκείνος την εγκατέλειπε, αυτή θα ήταν
η μοίρα της. Ήταν μια δυσάρεστη αλήθεια. Όμως αν τα πράγματα
πήγαιναν όπως ήλπιζε, δεν θα έφταναν ως εκεί. Η Ίζαμπελ θα γινό-
ταν γυναίκα του με όλες τις τιμές. Ύστερα, θα είχαν χρόνο να έρθουν
κοντά συναισθηματικά.
«Θα κάνω ό,τι μπορώ για να μη γίνει αυτό», είπε ο Μπαν.
Ο Γκρέιαμ έγνεψε. «Το ίδιο κι εκείνη, σας το εγγυώμαι».
Κι άλλες αμφιβολίες αναδύθηκαν στο μυαλό του Μπαν για τους
λόγους που η Ίζαμπελ θα υποταγόταν στη θέλησή του. Τις έδιωξε
αμέσως. Η υπόθεση αυτή ήταν μια συναλλαγή, δεν είχε σχέση με αι-
σθήματα. Αρραβώνες γίνονταν κάθε μέρα -το ίδιο και γάμοι όπου η
νύφη κι ο γαμπρός δεν είχαν συναντηθεί ποτέ πριν. Παντρεύονταν
και πήγαιναν κατευθείαν στο κρεβάτι. Οι προσωπικές τους προτιμή-
σεις δεν είχαν σημασία.
«Την Πέμπτη λοιπόν», είπε ο Μπαν.
***
Όταν έφυγε από τη συνάντησή του με τον Γκρέιαμ, ο Μπαν πήγε
να βρει την Ίζαμπελ. Δεν θα ήταν εύκολη η συζήτηση, αλλά ήθελε να
είναι ξεκάθαρος μαζί της για να μην της δημιουργεί ψεύτικες προσ-
δοκίες. Έχοντας παντρευτεί ήδη μία φορά, το πιθανότερο ήταν να
μην τρέφει αυταπάτες για έρωτες και ρομαντισμό. Τουλάχιστον έτσι
ήλπιζε ο Μπαν. Δεν είχε σκοπό να της υποσχεθεί κάτι που δεν μπο-
ρούσε να της δώσει.
Τη βρήκε στο κελάρι. Έδενε μπουκέτα λεβάντας και όλος ο χώρος
ευωδίαζε ένα γλυκό άρωμα. Ένα άρωμα που μετέφερε τον Μπαν στα
παιδικά του χρόνια, τότε που έβλεπε τις υπηρέτριες να κρεμούν τα
ματσάκια από βότανα για να τα αποξηράνουν. Οι υπηρέτριες δεν
ζούσαν πια. Είχαν σκοτωθεί στην καταστροφή του Έσλινγκφιλντ .
Διώχνοντας αυτή την ανάμνηση, πέρασε το κατώφλι κι έκλεισε την
πόρτα πίσω του. Η Ίζαμπελ σήκωσε το βλέμμα της και τον κοίταξε
ξαφνιασμένη.
«Ζητώ συγγνώμη για την ενόχληση, μιλαίδη, αλλά πρέπει να μιλή-
σουμε».
Η Ίζαμπελ άφησε κάτω τα μπουκέτα. «Όπως θέλετε».
Τώρα που βρίσκονταν μόνοι τους, ο Μπαν δυσκολευόταν να βρει
τα κατάλληλα λόγια. Ίσως να ήταν πιο εύκολο αν η Ίζαμπελ δεν ήταν
τόσο ελκυστική. Παρ' όλο που ο αρραβώνας τους ήταν μια συναλλα-
γή, το θέμα που ετοιμαζόταν να θίξει ήταν πολύ προσωπικό. Δεν ή-
ταν εύκολος συνδυασμός.
Η Ίζαμπελ περίμενε ελπίζοντας να φαίνεται ψύχραιμη. Είχε ταρα-
χτεί που βρισκόταν κλεισμένη σ' ένα δωμάτιο με έναν τόσο εντυπω-
σιακό άντρα. Καθώς εκείνος την πλησίασε, το κελάρι της φάνηκε να
συρρικνώνεται. Με δυσκολία σηκώθηκε όρθια. Ο Μπαν σταμάτησε
λίγα βήματα μακριά της.
«Μόλις μίλησα με τον πατέρα σας».
Ο σφυγμός της έγινε πιο γρήγορος. «Α, μάλιστα».
«Επιθυμεί να γίνει ο αρραβώνας μας την Πέμπτη κι εγώ συμφώνη-
σα. Είναι πιο σύντομα απ' όσο περίμενα, αλλά ίσως αυτό να μην εί-
ναι κακό».
«Εννοείτε ότι θα έχουμε λιγότερο χρόνο στη διάθεσή μας για ν'
ανακαλύψουμε ο ένας τα ελαττώματα του άλλου».
Ο Μπαν την κοίταξε στα μάτια. «Είμαι βέβαιος πως έχετε ελάχι-
στα».
«Ελπίζω να συνεχίσετε να το πιστεύετε».
«Αυτό θα το δούμε εν καιρώ. Προς το παρόν, υπάρχουν πιο πιεστι-
κά ζητήματα».
«Σας ακούω, άρχοντά μου».
«Θέλω να αναγγείλω τη σχέση μας το συντομότερο».
«Το ίδιο θέλω κι εγώ».
«Τότε θα κάνετε ό,τι χρειάζεται για να συμβεί αυτό».
Το συμπέρασμα ήταν εύκολο κι έκανε τα μάγουλά της να κοκκινί-
σουν. «Όπως θα το κάνετε κι εσείς».
«Μείνετε ήσυχη» Ο Μπαν έκανε μια παύση κοιτάζοντάς τη επίμο-
να. «Δώστε μου έναν απόγονο και θα έχετε όλες τις τιμές στο πλάι
μου. Ό,τι επιθυμείτε θα είναι δικό σας».
«Είστε πολύ καλός».
«Ένας σύζυγος οφείλει να φέρεται με καλοσύνη στη σύζυγό του.
Μη φοβάστε. Δεν θα περάσετε άσχημα μαζί μου». Κι έπειτα από μια
σύντομη παύση πρόσθεσε: «Ίσως έρθουμε πιο κοντά με τον καιρό».
Η Ίζαμπελ δεν είχε λόγο ν' αμφιβάλλει για την καλοσύνη του. Ευ-
τυχώς, ο Μπαν δεν ήταν σαν τον Άλιστερ. Για τα υπόλοιπα όμως αμ-
φέβαλλε. Θα μπορούσε να μάθει πώς να τον ευχαριστεί; Ήταν αυτό
που ήθελε εκείνος από μια σύζυγο; Φαινόταν δύσκολο όλο αυτό.
«Έτσι γίνεται συνήθως», του είπε.
«Το ίδιο πιστεύω κι εγώ, αν και δεν το θεωρώ απαραίτητο για έναν
επιτυχημένο γάμο. Δεδομένου ότι πρόκειται για μια συναλλαγή, αρ-
κεί ο αμοιβαίος σεβασμός».
Χωρίς προφανή λόγο η Ίζαμπελ ένιωσε έναν κόμπο ν' ανεβαίνει
στο λαιμό της. «Άρα, λοιπόν, δεν χρειάζεται να θολώσουμε τα νερά
με ρομαντισμούς».
«Ακριβώς. Δεν σας αγαπώ, ούτε εσείς με αγαπάτε. Και δεν πρόκει-
ται να σας υποσχεθώ την καρδιά μου».
«Σας ευχαριστώ για την ειλικρίνειά σας, άρχοντά μου».
«Δεν θέλω να σας πω ψέματα».
«Χαίρομαι». Κατά κάποιον τρόπο, όντως χαιρόταν. Ήταν ευγνώ-
μων, επίσης, που ο Μπαν δεν υποκρινόταν μαζί της και της εξηγούσε
ακριβώς τι να περιμένει από εκείνον.
«Άρα, λοιπόν, καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλον».
«Πιστεύω πως ναι». Η Ίζαμπελ έκανε μια παύση. «Θα προσπαθήσω
να είμαι καλή σύζυγος για σας».
«Κι εγώ ένας καλός σύζυγος για σας». Ο Μπαν χαμογέλασε αχνά.
«Δεν φαντάζομαι να είναι δύσκολο. Μπορώ να πω ότι αδημονώ για
τη στενή επαφή μας».
Τα μάγουλά της πήραν ένα ροδαλό χρώμα που την έκανε απίστευ-
τα ελκυστική και ο Μπαν συνειδητοποίησε ότι όντως αδημονούσε. Η
σκέψη του στράφηκε σε κάτι ευχάριστο.
«Να επισφραγίσουμε τη συμφωνία μας, μιλαίδη;»
Η Ίζαμπελ κοκκίνισε ακόμη περισσότερο. «Ε... Δεν αρραβωνιαστή-
καμε ακόμη, άρχοντά μου. Θα ήταν...» Σταμάτησε αμήχανη.
Ο Μπαν την κοιτούσε απολαμβάνοντας την ταραχή της.
«Άπρεπο;» Η σιωπή της το επιβεβαίωσε και τότε τα μάτια του ά-
στραψαν. «Σας έχω δει γυμνή. Είναι λίγο αργά να ανησυχείτε για την
ευπρέπεια».
Η Ίζαμπελ σήκωσε ψηλά το κεφάλι της. «Αυτό δεν είναι δίκαιο και
το ξέρετε».
«Δεν είναι δίκαιο; Μα θα το ξανακάνετε την Πέμπτη».
Η Ίζαμπελ αναγκάστηκε να σωπάσει. Δυστυχώς, δεν μπορούσε να
του αρνηθεί. Αλλά αγανάκτησε ακόμη περισσότερο που εκείνος το
διασκέδαζε.
«Θα κάνω αυτό που πρέπει, άρχοντά μου».
«Τότε θα επισφραγίσουμε τη συμφωνία μας τώρα».
Τα λόγια του ήταν ήρεμα, αλλά δεν σήκωναν αντιρρήσεις, όπως και
το χέρι του γύρω από τη μέση της που την τραβούσε πάνω του. Τη
φίλησε αγνοώντας την αντίστασή της, μέχρι που εκείνη αφέθηκε
στην αγκαλιά του. Κάτω από το άρωμα της λεβάντας η Ίζαμπελ ανά-
σανε τη μυρωδιά ενός άντρα, ζεστή, μεθυστική κι επικίνδυνη, που
της προκαλούσε πρωτόγνωρες και απρόσμενες αισθήσεις.
Εκείνος έκανε ένα βήμα πίσω και την κοίταξε στα μάτια με βλέμμα
ανεξιχνίαστο. Με κομμένη την ανάσα, η Ίζαμπελ περίμενε, ενώ η
καρδιά της κόντευε να σπάσει. Φοβόταν τη δύναμή του. Ήταν μόνοι
τους σ' ένα απομονωμένο κελάρι. Αν εκείνος αποφάσιζε να προχω-
ρήσει... Ωστόσο, δεν φάνηκε να έχει τέτοια πρόθεση καθώς χαλάρω-
σε το αγκάλιασμά του.
«Θεωρώ ότι η συμφωνία μας επισφραγίστηκε, μιλαίδη, και κρατώ
αυτό το φιλί ως προκαταβολή για περισσότερα».
«Σας είπα ότι θα κάνω αυτό που πρέπει».
«Ναι, και θα το απολαύσετε μάλιστα, σας το υπόσχομαι».
«Αυτή είναι μια τολμηρή υπόσχεση, άρχοντά μου. Για μια γυναίκα,
η απόλαυση στο συζυγικό κρεβάτι είναι ελάχιστη».
Ο Μπαν προχώρησε προς την πόρτα. Στο κατώφλι κοντοστάθηκε
και στράφηκε να την κοιτάξει. «Κρατήστε μια επιφύλαξη, μιλαίδη,
μέχρι να το μοιραστείτε μαζί μου».
Και λέγοντας αυτό, βγήκε από το κελάρι. Ακούγοντας τα βήματά
του ν' απομακρύνονται, η Ίζαμπελ συνειδητοποίησε ότι έτρεμε αλλά
όχι από φόβο. Ασυναίσθητα έφερε το χέρι στα χείλη της, όπου πλα-
νιόταν ακόμη η ανάμνηση του φιλιού του. Ένα φιλί που της είχε
προκαλέσει πολλά συναισθήματα, αλλά που σήμαινε απλώς την επι-
σφράγιση της συμφωνίας τους. Με τον ίδιο τρόπο θα την πήγαινε
και στο κρεβάτι. Η Ίζαμπελ δάγκωσε τα χείλη της. Ο Μπαν ήταν ειλι-
κρινής μαζί της. Επρόκειτο για μία συναλλαγή. Αν αργότερα προέκυ-
πταν τρυφερά συναισθήματα, θα ήταν καλό, όμως δεν ήταν καθόλου
βέβαιο. Δεν το θεωρώ απαραίτητη προϋπόθεση σε ένα γάμο. Η μο-
ναδική απαραίτητη προϋπόθεση ήταν να του χαρίσει έναν διάδοχο.
Κεφάλαιο 6
Η Ίζαμπελ τυλίχτηκε στο μανδύα της και ξάπλωσε δίπλα στη Νελ
προσπαθώντας να κοιμηθεί. Το σκληρό έδαφος όμως και η βραδινή
παγωνιά την εμπόδιζαν, και γρήγορα παραιτήθηκε από την προσπά-
θεια. Προσέχοντας να μην ενοχλήσει τους άλλους, σηκώθηκε και πή-
γε να καθίσει παράμερα σ' έναν προφυλαγμένο βράχο ακουμπώντας
την πλάτη της στην πέτρα. Πάνω από το κεφάλι της το φεγγάρι, σχε-
δόν ολόγιομο, έλαμπε στον σκοτεινό θόλο και το εξοχικό τοπίο λου-
ζόταν στο απαλό ασημένιο φως του.
«Όμορφο δεν είναι;» είπε μια σιγανή φωνή δίπλα της.
Η Ίζαμπελ στράφηκε ξαφνιασμένη κι αντίκρισε τον Μπαν. Δεν τον
είχε ακούσει να πλησιάζει ούτε είχε αντιληφθεί την παρουσία του
μέχρι εκείνη τη στιγμή. Της έκανε εντύπωση που ένας τόσο μεγαλό-
σωμος άντρας μπορούσε να κινείται αθόρυβα σαν αιλουροειδές.
Σκέφτηκε επίσης ότι τόση ώρα που εκείνη δεν τον έβλεπε, εκείνος
την παρακολουθούσε.
«Ναι, πολύ», του απάντησε.
Μη ξέροντας τι άλλο να πει, σώπασε πάλι καρφώνοντας το βλέμμα
της στο φεγγάρι, χαρούμενη που το σκοτάδι έκρυβε την έκφρασή
της. Ο Μπαν, ακόμη κι αν αντιλήφθηκε την αμηχανία της, δεν το έ-
δειξε. Κάθισε δίπλα της και η Ίζαμπελ περίμενε την επόμενη κίνησή
του.
«Όταν φτάσουμε στο Γκλενγκάρον», άρχισε ο Μπαν, «ευελπιστώ να
σου προσφέρω περισσότερες ανέσεις».
Η Ίζαμπελ δεν του είπε ότι δεν ήταν αυτή η βασική έγνοια της.
Μπορούσε ν' αντέξει τη σκληρή ζωή, αν εκείνος ήταν δίπλα της -αν
τη νοιαζόταν πραγματικά.
«Νομίζω ότι θα χαρείς να ξαναδείς το σπίτι σου», του είπε.
«Πράγματι» .
«Και η αδελφή σου θα χαρεί που θα σε δει σώο».
«Η Άσλιν, ναι. Είμαι σίγουρος πως θα χαρεί επίσης να σε γνωρί-
σει».
Η Ίζαμπελ ήλπιζε να ήταν έτσι, αλλά η εμπειρία της στο Ντανκέλντ
την έκανε ν' αμφιβάλλει. Το αίμα δεν γινόταν νερό κι αν η λαίδη Άσ-
λιν έπρεπε ποτέ να πάρει το μέρος κάποιου, δεν θα υποστήριζε μια
ξένη αντί για τον αγαπημένο της αδελφό.
«Ανυπομονώ κι εγώ να τη γνωρίσω», είπε ψέματα η Ίζαμπελ. Άραγε
ο Μπαν θα έλεγε στην αδελφή του τι είχε συμβεί κατά την παραμονή
του στο Κασλμόρα; Υπέθετε ότι οι δυο τους ήταν πολύ δεμένοι, οπό-
τε κάτι τέτοιο ήταν πιθανό. Η διάθεσή της χειροτέρεψε μ' αυτή τη
σκέψη.
«Πολύ σύντομα θα γεννήσει κι άλλο παιδί», συνέχισε ο Μπαν.
«Κι άλλο;» Ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό της. «Δηλαδή θα γίνεις
θείος για τρίτη φορά».
«Ακριβώς. Αρχίζω να νιώθω γέρος».
«Δυσκολεύομαι να το πιστέψω».
«Γιατί;»
«Φαίνεσαι ακούραστος σε όλα».
Ο Μπαν χαμογέλασε. «Προκαλώ οποιονδήποτε να παραμείνει α-
κούραστος ύστερα από μισή ώρα με τους ανιψιούς μου. Κουράζομαι
και μόνο στη σκέψη ενός τρίτου».
«Μπορεί να είναι ανιψιά αυτή τη φορά».
Ο Μπαν το σκέφτηκε. «Κοριτσάκι; Ωραία θα ήταν». Προσέχοντας
και την παραμικρή διακύμανση στη φωνή του, η Ίζαμπελ διέκρινε
μελαγχολία στα λόγια του. «Νομίζω ότι αγαπάς πολύ τα παιδιά».
«Τα παιδιά είναι αγνά», απάντησε ο Μπαν. «Και μας δίνουν ελπίδα
για το μέλλον».
Παρ' όλο που το ύφος του ήταν ήρεμο, η Ίζαμπελ ήξερε ότι ήταν
συναισθηματικά φορτισμένος .Ήταν πολύ σημαντικό για έναν ά-
ντρα, και ιδίως για τον συγκεκριμένο άντρα, ν' αποκτήσει κληρονό-
μους. Ήταν επίσης κι ένα επικίνδυνο θέμα συζήτησης, και η Ίζαμπελ
δεν ήθελε να παραμείνει άλλο σ' αυτό, όταν μάλιστα ο Μπαν το είχε
αναφέρει αόριστα. Υπήρχαν τόσα πολλά πράγματα που ήθελε να μά-
θει.
«Πώς γνωρίστηκε η αδελφή σου με τον λόρδο Ίαν;»
«Αυτό έγινε στη διάρκεια των αιματηρών επιθέσεων του Γουλιέλ-
μου στον βορρά. Ο Ίαν την έβγαλε από ένα παγωμένο ποτάμι».
«Τι ρομαντικό».
«Εκείνη δεν το είδε έτσι στην αρχή». Ο Μπαν χαμογέλασε αχνά.
«Ούτε ήθελε να φύγει μαζί του».
«Προφανώς την έπεισε τελικά».
«Δεν της άφησε επιλογή, αν και, όπως αποδείχτηκε, είχε σοβαρούς
λόγους» .
«Εσύ πού ήσουν τότε;»
«Αναίσθητος και μετά άρρωστος με πυρετό. Στην καταστροφή του
Έσλινγκφιλν τραυματίστηκα σοβαρά στη μάχη και οι άλλοι με άφη-
σαν θεωρώντας με νεκρό. Οι άντρες του Ίαν με βρήκαν ανάμεσα
στους σκοτωμένους».
Η Ίζαμπελ προσπάθησε να φανταστεί τα συναισθήματά της αν
Νορμανδοί αγριάνθρωποι έκαιγαν το Κασλμόρα και έσφαζαν την οι-
κογένειά της. Η δολοφονία του αδελφού της της έδινε μια εικόνα της
φρίκης, αλλά μάντευε ότι ακόμη κι αυτό ήταν πολύ λίγο μπροστά σε
ό,τι είχε βιώσει ο Μπαν. Πώς μπορούσε να συνέλθει κάποιος από
τόσο τραυματικές εμπειρίες;
«Έδεσαν τα τραύματά μου όσο καλύτερα μπορούσαν», συνέχισε ο
Μπαν, «με έβαλαν σ' ένα κάρο και με πήραν μαζί τους. Όταν ξανα-
βρήκα τις αισθήσεις μου, ήμουν στο Νταρκ Μάουντ. Δεν ήξερα ότι η
Άσλιν είχε σωθεί, μέχρι που ο Ίαν την έφερε να με δει μια μέρα».
«Θα πρέπει να ήταν μια πολύ ιδιαίτερη στιγμή».
«Πράγματι. Ήμασταν πάντα πολύ δεμένοι, κι όταν ανακάλυψα ότι
εκείνη ζούσε και ήταν καλά... Θα πω μόνο ότι ο κόσμος μού φάνηκε
κάπως λιγότερο ζοφερός».
Η Ίζαμπελ κατάλαβε πόσο συγκρατημένη ήταν η δήλωσή του και
διέκρινε τα συναισθήματα που εκείνος δεν εξέφρασε. Φανταζόταν
την ψυχολογική του κατάσταση εκείνη την εποχή. Κι όμως, δεν είχε
παραιτηθεί. Είχε επιβιώσει και είχε δημιουργήσει μια καινούρια
ζωή.
«Κι από τότε έμεινες στο Νταρκ Μάουντ».
«Ακριβώς». Ο Μπαν δεν πρόσθεσε ότι δεν είχε πού αλλού να πάει.
«Ο Ίαν μου πρόσφερε μια θέση ανάμεσα στους άντρες του κι εγώ τη
δέχτηκα με χαρά. Ποτέ δεν μετάνιωσα για την απόφασή μου».
«Εμπνέει σεβασμό αυτός ο άντρας. Πάντα το έλεγε ο πατέρας μου
και να ξέρεις πως ήταν φειδωλός στους επαίνους του».
«Ο πατέρας σου είχε δίκιο».
«Λοιπόν, ανυπομονώ να γνωρίσω τη λαίδη Άσλιν και τ' ανίψια
σου».
«Αυτό θα γίνει πολύ σύντομα».
Η Ίζαμπελ σκέφτηκε πως αν ο Γιούαν δεν κατάφερνε να περάσει τις
περιπόλους, δεν είχαν πολλές πιθανότητες να φτάσουν στο Γκλεν-
γκάρον. Ίσως η λαίδη Άσλιν να περίμενε μάταια την επιστροφή του
αδελφού της. Η Ίζαμπελ ξεροκατάπιε. Πάγωνε στη σκέψη ενός κό-
σμου χωρίς τον Μπαν. Όμως ο Μπαν είχε προφανώς υπολογίσει τον
κίνδυνο και είχε αποφασίσει πως άξιζε τον κόπο. Οι υποψίες της ε-
πέστρεψαν πάλι, και μαζί τους η παρόρμηση ν' αντιμετωπίσει κατά-
ματα την αλήθεια. Όποια κι αν ήταν αυτή, ήταν προτιμότερη από την
αμφιβολία.
«Γιατί γύρισες πίσω για μένα;» ρώτησε η Ίζαμπελ.
«Κανένας δεν μπορεί να μου πάρει ό,τι μου ανήκει. Και, όπως σου
είχα πει, δεν υπήρχε περίπτωση να σ' αφήσω στον Μέρντο».
Η Ίζαμπελ έγλειψε τα ξερά χείλη της. «Μόνο αυτός είναι ο λόγος;
Το Κασλμόρα είναι σπουδαίο τρόπαιο».
Ο Μπαν δεν προσποιήθηκε πως δεν καταλάβαινε. «Είναι πράγματι
και, αν το θέλει ο Θεός, θα γυρίσουμε και θα το ξαναπάρουμε πολύ
σύντομα».
«Εννοείς, θα το πάρεις εσύ. Θα γίνεις λόρδος».
«Ναι, θα γίνω κι εσύ θα γίνεις λαίδη, αν όλα εξελιχτούν όπως ελπί-
ζουμε».
Αν. Η Ίζαμπελ ρίγησε. Πολλά εξαρτιόταν από αυτή τη μικρή λέξη.
«Κι αν δεν εξελιχτούν;»
«'Ό,τι και να γίνει, το Κασλμόρα θα το διεκδικήσω».
«Τι;»
«Είναι πλούσιο και πολύτιμο. Ο βασιλιάς θα προτιμούσε να το δει
στα χέρια ενός συμμάχου παρά ενός εχθρού».
«Κι έτσι εσύ ξανακερδίζεις μονομιάς ό,τι έχασες κάποτε».
«Ακριβώς».
Η Ίζαμπελ έμεινε άναυδη. Σε κάθε περίπτωση ο Μπαν θα έβγαινε
κερδισμένος ενώ η δική της θέση παρέμενε επισφαλής. Έτρεμε να
κάνει την επόμενη ερώτηση, αλλά ήξερε ότι αυτή ήταν η κατάλληλη
στιγμή.
«Θα αναγνωρίσεις τον αρραβώνα μας αν... όταν φτάσουμε στο
Γκλενγκάρον;»
«Όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν». Ο Μπαν έκανε μια παύση κοι-
τάζοντάς τη με σταθερό βλέμμα. «Δεν έχει αλλάξει τίποτα. Η συμφω-
νία μας ισχύει».
«Μάλιστα». Η Ίζαμπελ χαμήλωσε το βλέμμα της. Η ειλικρίνεια του
Μπαν ήταν σκληρή, αλλά τουλάχιστον τη γλίτωνε από τις αμφιβολί-
ες της. Παλιότερα είχε εκτιμήσει αυτή την ειλικρίνεια, αλλά τώρα την
πλήγωνε. Ο Μπαν εξακολουθούσε να μην έχει αισθήματα για εκείνη.
Τη χρησιμοποιούσε απλώς για να πετύχει το σκοπό του. Δεν σας α-
γαπώ, ούτε εσείς με αγαπάτε. Δάκρυα έτσουξαν τα μάτια της και η
Ίζαμπελ ανοιγόκλεισε γρήγορα τα βλέφαρά της για να τα διώξει,
ντροπιασμένη με την ανοησία της. Η ικανότητά της να ικανοποιεί
αυτόν τον άντρα περιοριζόταν στο κρεβάτι του μόνο, ή όπου αλλού
εκείνος αποφάσιζε να την κάνει δική του. Ξαφνικά σκέφτηκε ότι το
Γκλενγκάρον ήταν καταφύγιο και οχυρό ταυτόχρονα. Μπορεί να είχε
ξεφύγει από τον Μέρντο, αλλά θα έπεφτε στα χέρια πιο ισχυρών α-
ντρών, και από μια άποψη, πιο επικίνδυνων. Ο Μπαν είχε τη δύναμη
να την πληγώσει με τρόπους που ο Μέρντο δεν θα μπορούσε ποτέ.
«Πρώτα, όμως», δήλωσε ο Μπαν, «πρέπει να φτάσουμε στο Γκλεν-
γκάρον».
«Θέλω να σου ζητήσω και κάτι ακόμη, άρχοντά μου».
«Τι πράγμα;»
Η Ίζαμπελ συνάντησε το βλέμμα του. «Αν δεν φτάσουν εγκαίρως οι
ενισχύσεις για να μας σώσουν, σε ικετεύω, μη με αφήσεις ζωντανή
στα χέρια του Μέρντο».
Εκείνος έμεινε για μια στιγμή σιωπηλός, προσπαθώντας να διαβά-
σει την έκφρασή της. «Δεν θα χρειαστεί».
«Μπορεί να χρειαστεί, και θα προτιμούσα να πεθάνω παρά να υ-
ποταχτώ στον Μέρντο».
«Σου υπόσχομαι ότι ποτέ δεν θα ξαναπέσεις στα χέρια του».
«Ευχαριστώ».
Ο Μπαν της έσφιξε απαλά το μπράτσο. «Μη φοβάσαι. Όλα θα πάνε
καλά».
Η ζεστασιά της παλάμης του την έκανε να νιώσει ένα σφίξιμο στην
καρδιά. Πώς ήταν δυνατόν ένας άντρας να είναι γεμάτος αντιφάσεις;
Πώς συμβάδιζαν η καλοσύνη και η αβρότητα με τη σκληρότητα και
τη φιλοδοξία; Πώς γινόταν ένας άντρας που ήταν τόσο φλογερός στο
κρεβάτι να έχει καρδιά από πάγο;
«Προσεύχομαι να έχεις δίκιο», είπε η Ίζαμπελ.
Το χέρι του Μπαν έπεσε στο πλευρό του. «Προσπάθησε να κοιμη-
θείς, μιλαίδη. Μας περιμένει άλλη μια δύσκολη μέρα».
Εκείνη έγνεψε απλώς καταφατικά, καθώς δεν εμπιστευόταν τον ε-
αυτό της να πει περισσότερα. Βλέποντας πως ήταν έτοιμη να σηκω-
θεί, ο Μπαν σηκώθηκε πρώτος και της πρόσφερε το χέρι του. Η Ίζα-
μπελ δίστασε για μια στιγμή, αλλά το κράτησε και, καθώς εκείνος την
τράβηξε για να σηκωθεί, την ένιωσε να τρέμει. Για λίγο έμειναν ακί-
νητοι κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον. Ύστερα, με ένα τρεμάμενο χα-
μόγελο, η Ίζαμπελ τράβηξε τα δάχτυλά της από τα δικά του. «Καλη-
νύχτα, άρχοντά μου».
***
Ο Μπαν την παρακολούθησε να απομακρύνεται νιώθοντας αντι-
φατικά συναισθήματα. Δεν ήταν εύκολο να της πει την αλήθεια, αλλά
δεν ήθελε να της πει ψέματα. Μόνο ένας ανόητος θα άφηνε να του
ξεφύγει η ευκαιρία που είχε βρεθεί στο δρόμο του. Το Κασλμόρα θα
γινόταν δικό του. Και όταν γινόταν αυτό, ήθελε την Ίζαμπελ στο πλάι
του, ήθελε να την κρατήσει εκεί μαζί του. Δεν μπορούσε να φαντα-
στεί τον εαυτό του με άλλη γυναίκα. Δεν τον είλκυε πλέον μόνο η
ομορφιά της, αλλά και η ευφυΐα, η ειλικρίνεια και το θάρρος της. Ο
συνδυασμός όλων αυτών ήταν μεθυστικός. Του άρεσε η συντροφιά
της που δεν ήταν βαρετή σε αντίθεση με άλλων γυναικών. Όταν την
αποχωριζόταν, εξακολουθούσε να τη σκέφτεται. Διαπίστωνε ότι μαζί
της μιλούσε για θέματα που δεν συζητούσε με κανέναν άλλο. Μερι-
κές φορές η οξυδέρκειά της γινόταν ενοχλητική, αλλά ο τρόπος της
να στοχεύει κατευθείαν στην καρδιά ενός θέματος ήταν εξαιρετικός.
Δεν θα είχε νόημα να της πει ψέματα, θα τον καταλάβαινε αμέσως.
Άλλωστε, δεν το ήθελε κιόλας, γιατί θα έχανε αμέσως την εκτίμησή
της. Ο Μπαν αναστέναξε. Τι να σκεφτόταν άραγε η Ίζαμπελ ; Προφα-
νώς δεν είχε την καλύτερη γνώμη για εκείνον. Και δεν την κατηγο-
ρούσε γι' αυτό. Αν κατάφερναν να φτάσουν στο Γκλενγκάρον, θα
προσπαθούσε να επανορθώσει.
Παρά την αυτοπεποίθηση που είχε δείξει νωρίτερα, ο Μπαν ήξερε
πως η κατάστασή τους ήταν πολύ σοβαρή. Όλα εξαρτώνταν πλέον
από τον Γιούαν. Αν κατάφερνε να φτάσει στο Γκλενγκάρον, είχαν ελ-
πίδες. Διαφορετικά ... Ο Μπαν δεν ήθελε να σκέφτεται αυτή την πι-
θανότητα.
***
Η υπόλοιπη νύχτα πέρασε ήρεμα και την αυγή σηκώθηκαν και σέ-
λωσαν τα άλογα. Δεν είχαν άλλα τρόφιμα, και ο Μπαν ένιωθε ήδη το
στομάχι του να γουργουρίζει. Καταλάβαινε πως έτσι θα ένιωθαν και
οι υπόλοιποι. Η πείνα ήταν δύσκολη για έναν άντρα, πόσο μάλλον
για μια γυναίκα, παρ' όλα αυτά δεν άκουσε παράπονα. Αντιθέτως, η
Ίζαμπελ τον χαιρέτησε μ' ένα γενναίο χαμόγελο. Αυτό τον συγκίνησε
περισσότερο απ' ό,τι αν έβλεπε δάκρυα και μεγάλωσε την εκτίμησή
του για εκείνη. Παρά τα νιάτα και την ευαισθησία της, η Ίζαμπελ α-
ντιμετώπιζε μια δύσκολη κατάσταση με θάρρος κι εκείνος τη θαύμα-
ζε γι' αυτό. Κρατώντας τα ηνία, ανέβηκε στο μεγαλόσωμο καστανό
του άλογο και περίμενε, ενώ ο Ντέιβι σήκωσε στα χέρια την Ίζαμπελ
βοηθώντας τη να καθίσει πίσω του. Ένιωσε τις κινήσεις της καθώς
προσπαθούσε να βολευτεί στα καπούλια του αλόγου και ύστερα το
ανάλαφρο, γνώριμο άγγιγμα των χεριών της γύρω από τη μέση του.
Ο Μπαν χαμογέλασε πικρά. Το καλύτερο που θα μπορούσε να πει για
τις παρούσες συνθήκες ήταν ότι του πρόσφεραν την τέλεια δικαιο-
λογία για να έχει την Ίζαμπελ τόσο κοντά του.
Όταν και η Νελ ανέβηκε με ασφάλεια πίσω από τον Τζοκ, η μικρή
ομάδα ξεκίνησε. Προχωρούσαν πιο αργά κοιτάζοντας γύρω τους
προσεκτικά το τοπίο μήπως εντοπίσουν κάποια κίνηση του εχθρού.
Διέσχιζαν μια ανοιχτή περιοχή που δεν τους παρείχε κάλυψη, αλλά ο
Μπαν ήξερε ότι σε λίγο θα συναντούσαν δέντρα και βράχους που
προσφέρονταν για ενέδρες -και δεν είχε σκοπό να πέσει σε μία από
αυτές.
«Οι μπάσταρδοι είναι κάπου εκεί», μουρμούρισε ο Τζοκ. «Το νιώ-
θω».
«Ναι». Ο Μπαν σάρωσε με το βλέμμα του την περιοχή μπροστά
τους. «Όμως δεν έχουμε άλλη επιλογή, προχωράμε».
«Ο Γιούαν θα έχει φτάσει πια στο Γκλενγκάρον».
«Ναι, κανονικά πρέπει να έχει φτάσει».
«Άρα η βοήθεια είναι καθ' οδόν».
Κανένας τους δεν ανέφερε τα άλλα ενδεχόμενα. Παρ' όλο που η
μέρα ήταν ηλιόλουστη, η Ίζαμπελ ένιωθε ένα ρίγος. Η ασφάλειά τους
βρισκόταν βασανιστικά κοντά, σε απόσταση λίγων μόνο μιλίων, αλ-
λά ήταν σαν να απείχε εκατό. Ατένιζε κι εκείνη την περιοχή γύρω
τους μήπως εντοπίσει σημάδια κίνησης. Ένιωθε κι εκείνη, όπως ο
Τζοκ, ότι ο εχθρός ήταν κοντά. Ίσως ο Μέρντο να τους παρακολου-
θούσε ακόμη κι αυτή τη στιγμή. Το στομάχι της δέθηκε κόμπος Ήταν
σαν να έβλεπε το αυτάρεσκο χαμόγελό του. Σκόπευε να παίξει μαζί
τους όπως η γάτα με το ποντίκι.
Ο ήλιος άστραψε πάνω στο ατσάλι, αποκαλύπτοντας την παρουσία
του εχθρού πίσω από τους βράχους της πλαγιάς ενός λόφου, μισό
μίλι μακριά. Ο Μπαν τράβηξε τα χαλινάρια του αλόγου του και στα-
μάτησε δείχνοντας το σημείο στους συντρόφους του. Την ίδια στιγ-
μή, άλλη μια λάμψη φάνηκε στον αντικρινό λόφο. Ο Μπαν βλαστή-
μησε μέσα από τα δόντια του.
«'Έχουν χωριστεί σε ομάδες και ποιος ξέρει πόσο απέχουν η μία
από την άλλη», είπε ο Τζοκ. «Δεν μπορούμε να προχωρήσουμε περι-
φερειακά, κι αν προσπαθήσουμε να περάσουμε ανάμεσά τους, θα
μας περικυκλώσουν».
«Ακόμη κι αν καταφέρουμε να περάσουμε απ' αυτούς, θα υπάρ-
χουν κι άλλοι μετά», πρόσθεσε ο Μπαν.
«Σίγουρα μας έχουν δει. Τι θέλεις να κάνουμε;»
«Θα τους αφήσουμε να έρθουν εκείνοι σε μας». Ο Μπαν κοίταξε
γύρω του. «Θα πάρουμε θέσεις σ' εκείνη την πλαγιά. Βλέπετε το ση-
μείο ανάμεσα στους βράχους όπου η γη είναι επίπεδη; Θα έχουμε
κάλυψη από πίσω, δεξιά και αριστερά μας. Θα μπορούν να μας πλη-
σιάσουν μόνο από μπροστά και μάλιστα όχι όλοι μαζί».
«Εννοείς ότι θα προσπαθήσουμε να τους κρατήσουμε εκεί μέχρι να
φτάσουν ενισχύσεις;»
«Δεν έχουμε άλλη επιλογή».
Ο Μπαν κέντρισε το άλογο με το τακούνι του και κατευθύνθηκε
προς το μέρος που είχε υποδείξει. Οι υπόλοιποι τον ακολούθησαν. Η
Ίζαμπελ είχε την εντύπωση πως από στιγμή σε στιγμή θα ξεπρόβαλ-
λαν μπροστά τους οπλισμένοι άντρες και θα τους έφραζαν το δρόμο,
αλλά τελικά έφτασαν στο σημείο χωρίς εμπόδια. Ο Μπαν κατέβηκε
από το άλογο και στράφηκε στους άντρες του.
«Αφήστε λυτά τα άλογα για να μην τα έχουμε μες στη μέση». Οι ά-
ντρες του υπάκουσαν κι εκείνος έπιασε την Ίζαμπελ και την κατέβα-
σε από το άλογό του. «Πήγαινε να κρυφτείς μαζί με τη Νελ ανάμεσα
στα βράχια, μιλαίδη».
Αυτό που ήθελε η Ίζαμπελ ήταν να μείνει στην προστατευτική α-
γκαλιά του, ωστόσο έγνεψε καταφατικά σιωπηλή. Δεν άκουγε ο Μπαν
την καρδιά της που κόντευε να σπάσει; Εκείνος την κοίταξε στα μά-
τια σοβαρός. Τράβηξε το χέρι του από τη μέση της και βγάζοντας το
στιλέτο από τη ζώνη του, το κράτησε από τη λεπίδα και της το έδω-
σε.
«Πάρε αυτό. Είναι μικρό, αλλά μπορεί να σου προσφέρει κάποια
προστασία». Δεν πρόσθεσε ότι θα της έδινε και επιλογή σε περίπτω-
ση που η κατάσταση δεν εξελισσόταν ομαλά.
Η Ίζαμπελ κατάλαβε και πήρε το στιλέτο χωρίς δισταγμό. Η θυσία
του Μπαν σήμερα ήταν η μεγαλύτερη που θα μπορούσε να κάνει έ-
νας άνθρωπος. Το ίδιο όφειλε να είναι και η δική της.
«Προτιμώ να το χρησιμοποιήσω παρά να πέσω στα χέρια του
Μέρντο».
Η παλάμη του έκλεισε σφιχτά πάνω από τη δική της. «Κουράγιο,
μιλαίδη. Δεν έχει χαθεί τίποτε ακόμη».
«Ο Θεός μαζί σου».
«Ο Θεός μαζί με όλους μας», αποκρίθηκε ο Μπαν.
Κάτω από τους βράχους ο εχθρός πλησίαζε. Η Ίζαμπελ μέτρησε
δώδεκα άντρες, αλλά ήξερε ότι υπήρχαν πολύ περισσότεροι. Σε λίγη
ώρα θα έφταναν και οι υπόλοιποι. Δεν είχαν ελπίδα να σωθούν. Πα-
ραδόξως αυτό τη γέμισε αποφασιστικότητα. Έσφιξε τη λαβή του στι-
λέτου και προχώρησε βιαστικά προς τη Νελ. Πίσω της ο Μπαν και οι
άντρες του τράβηξαν τα ξίφη τους και περίμεναν.
Οι ιππείς πλησίαζαν απειλητικοί όλο και περισσότερο. Ξεχώριζαν
πλέον οι λεπτομέρειες στα άλογά τους, τα ξίφη στα χέρια τους κι ύ-
στερα τα βλοσυρά πρόσωπά τους. Ανυπομονώντας να ριχτούν στη
μάχη, σταμάτησαν στους πρόποδες της πλαγιάς. Όταν είδαν τους
τρεις άντρες, χαμογέλασαν ειρωνικά πιστεύοντας προφανώς ότι η
νίκη θα ήταν πανεύκολη. Κατέβηκαν από τα άλογά τους κι αμέσως
μετά ακούστηκε ο ψυχρός ήχος από μέταλλο πάνω σε ξύλο και γυα-
λισμένο δέρμα καθώς τράβηξαν τα ξίφη τους από τα θηκάρια. Αδη-
μονώντας, οι μισθοφόροι προέλασαν ακάθεκτοι.
Ο Μπαν είχε κάνει καλή επιλογή τοποθεσίας. Η ανάβαση για το
σημείο όπου στέκονταν ήταν απότομη και η πρόσβαση περιορισμέ-
νη. Οι μισθοφόροι ήταν υποχρεωμένοι να πλησιάζουν ανά δύο ή
τρεις, το πολύ. Οι πρώτοι είχαν φτάσει κοντά τώρα.
«Έρχονται!» Το χέρι του Τζοκ σφίχτηκε γύρω από τη λαβή του ξί-
φους του.
«Είναι πολλοί», είπε ο Ντέιβι.
«Κι αυτοί δεν είναι όλοι. Σε λίγο θα φτάσουν και οι υπόλοιποι».
«Τώρα θα ήταν καλή ώρα να εμφανιστούν οι ενισχύσεις του Γιού-
αν».
«Πράγματι, αλλά όσο περιμένουμε, ας σκοτώσουμε όσο περισσό-
τερους μπορούμε».
Οι πρώτοι τρεις μισθοφόροι έφτασαν στο ύψος της πλαγιάς κάτω
απ' τα βράχια και όρμησαν επάνω τους. Τον αέρα έσκισε η κλαγγή
των σπαθιών. Ο Μπαν επιχείρησε να καταφέρει ένα θανάσιμο χτύ-
πημα στο στέρνο του αντιπάλου του, αλλά εκείνος ξέφυγε την τελευ-
ταία στιγμή και του επιτέθηκε. Ο Μπαν απέκρουσε το χτύπημα με το
ξίφος του και επιτέθηκε ξανά και ξανά, με τη λεπίδα ν' αστράφτει στο
φως του ήλιου. Ο αντίπαλός του οπισθοχωρώντας σκόνταψε στο
ανώμαλο έδαφος κι έπεσε. Ο Μπαν τον κλότσησε δυνατά στους βου-
βώνες κι εκείνος βόγκηξε από τον πόνο. Χωρίς να του δώσει χρόνο
να συνέλθει, ο Μπαν τον κάρφωσε με το ξίφος του στην κοιλιά. Με
την άκρη του ματιού του είδε τον Τζοκ και τον Ντέιβι να μονομα-
χούν σκληρά με τους δικούς τους αντιπάλους. Άκουσε μια κραυγή,
αλλά δεν πρόλαβε να δει ποιος ήταν, καθώς όρμησε πάνω του ο ε-
πόμενος μισθοφόρος. Αν και μεγαλόσωμος, δεν ήταν αντάξιός του
και κατάφερε να τον εξουδετερώσει μ' ένα χτύπημα στον ώμο. Μόλις
έπεσε, ο επόμενος πήρε τη θέση του. Ακολούθησαν κι άλλες κραυγές
και βρισιές καθώς ο Τζοκ και ο Ντέιβι αντιμετώπιζαν τους δικούς
τους μισθοφόρους. Έπεσαν κι εκείνοι και τους επιτέθηκαν οι επόμε-
νοι αλλά και πάλι χωρίς επιτυχία. Σιγά σιγά τα βράχια και το έδαφος
γέμισαν αίματα. Οι μισθοφόροι δεν χαμο γελούσαν πια. Μονομα-
χούσαν βλοσυροί, για να νικήσουν τους φυγάδες και να εκδικηθούν
το θάνατο των δικών τους.
Ο Μπαν έριξε μια ματιά στα πτώματα γύρω του και στους άντρες
που πλησίαζαν σε κύματα, και κατάλαβε ότι η ήττα ήταν θέμα χρό-
νου καθώς ο εχθρός υπερείχε αριθμητικά. Εκείνος είχε ιδρώσει τώρα
κι ένιωθε ήδη το μούδιασμα στο χέρι που κρατούσε το ξίφος. Δίπλα
του ο Τζοκ και ο Ντέιβι δεν έπαιρναν ανάσα. Ο Μπαν είδε αίματα
στο λαιμό και το στέρνο του Τζοκ, αλλά υπέθεσε ότι δεν ήταν δικά
του, γιατί ο Τζοκ συνέχιζε να ξιφομαχεί ακάθεκτος. Ο Ντέιβι φαινό-
ταν ακόμη καλά, προσηλωμένος στη μάχη. Μόλις ο εχθρός του έπεσε
πληγωμένος από το ξίφος του, ακολούθησε μια παύση. Δεν έρχονταν
άλλοι. Οι τρεις άντρες στάθηκαν λαχανιασμένοι και περίμεναν. Και
τότε είδαν χαμηλότερα στην πλαγιά μια οικεία μορφή που πλησίαζε.
«Ο Μέρντο», μουρμούρισε ο Μπαν. Στράφηκε στους συντρόφους
του. «Αυτός είναι δικός μου, παιδιά».
Ο Μέρντο είχε στο πλευρό του καμιά δεκαριά άντρες ακόμη. Έ-
φτασε πιο κοντά στα βράχια και περιεργάστηκε γρήγορα το σκηνικό
βλέποντας το σωρό με τα πτώματα . Ύστερα κοίταξε τους τρεις ά-
ντρες.
«Παραδοθείτε! Είμαστε περισσότεροι κι εσείς είστε εγκλωβισμένοι.
Δεν μπορείτε να νικήσετε. Δώστε μου τη λαίδη Ίζαμπελ και θα σας
αφήσω να ζήσετε».
«Ναι, καλά», μουρμούρισε ο Τζοκ.
«Αν τη θέλεις, έλα να την πάρεις μόνος σου», αποκρίθηκε ο Μπαν,
«αλλά θα πρέπει να περάσεις πάνω από το πτώμα μου». Η σκέψη της
Ίζαμπελ στα χέρια του Μέρντο του έφερνε αηδία. Έσφιξε το ξίφος
στην παλάμη του. Δεν θα το άφηνε να συμβεί. Ούτε τώρα ούτε ποτέ.
«Με μεγάλη μου χαρά». Ο Μέρντο τράβηξε το ξίφος του. Ύστερα
έγνεψε κοφτά στους άντρες του κι άρχισε να προχωρά. Όταν έφτασε
στο ύψος της πλαγιάς όπου βρίσκονταν ο Μπαν και οι άντρες του,
σταμάτησε ένα μέτρο μακριά τους.
«Θα χαρώ πολύ να σου κόψω το λαιμό», είπε κοιτώντας τον Μπαν.
Το παγωμένο βλέμμα του στράφηκε στο σημείο όπου στέκονταν η
Ίζαμπελ και η Νελ. «Αλήθεια πίστεψες ότι θα έπαιρνες κάτι δικό
μου;»
«Ποτέ δεν ήμουν δική σου, Μέρντο», παρενέβη η Ίζαμπελ.
«Και ποτέ δεν θα γίνω».
«Κάνεις λάθος, Ίζαμπελ, και θα το διαπιστώσεις σύντομα. Μόλις
νικήσω τον ήρωα σου από δω, θα σε κάνω δική μου μπροστά του,
προτού τον αποτελειώσω με το ξίφος μου».
Η Ίζαμπελ χλόμιασε, αλλά ο Μπαν χαμογέλασε σαρκαστικά.
«Έλα, καυχησιάρη, για να γδάρεις την αρκούδα, πρέπει να την πιά-
σεις πρώτα».
Ο Μέρντο στράφηκε πίσω του κι έκανε ένα νεύμα στους άντρες του
που άρχισαν να πλησιάζουν. Ο Μπαν ύψωσε to ξίφος του, έχοντας
δεξιά κι αριστερά του τον Τζοκ και τον Ντέιβι.
«Ετοιμαστείτε», τους ψιθύρισε.
Ο Τζοκ κοίταξε εχθρικά τους μισθοφόρους. «Έτοιμοι είμαστε. Μα-
κάρι να τους κρατήσουμε για λίγο ακόμη...»
Κανείς δεν απάντησε, καθώς πριν ακόμη να ολοκληρώσει τη φράση
του, άκουσαν μακρινά ποδοβολητά αλόγων και είδαν σε μικρή από-
σταση ένα σύννεφο σκόνης, σημάδι πως πλησίαζαν πολλοί έφιπποι.
Οι τρεις τους αντάλλαξαν βλέμματα, η έκφραση στα πρόσωπά τους
ήταν σκοτεινή.
«Οι υπόλοιποι μισθοφόροι», μουρμούρισε ο Τζοκ. «Γίνεται όλο και
πιο ενδιαφέρον».
«Πιο ενδιαφέρον και πιο κουραστικό», συμπλήρωσε ο Ντέιβι . Ο
Μέρντο κοίταξε τους ιππείς στο βάθος και χαμογέλασε.
«Ετοιμάσου να πεθάνεις, Σάξονα σκύλε».
Ο Μπαν δεν απάντησε. Πρόλαβε μόνο να μετανιώσει που απογοή-
τευσε την Ίζαμπελ, προτού ο Μέρντο ορμήσει πάνω του. Τα ξίφη
τους διασταυρώθηκαν με δύναμη. Ο Μέρντο ήταν καλός ξιφομάχος,
δυνατός και ξεκούραστος. Με κάθε χτύπημα ο Μπαν ένιωθε τους πο-
νεμένους μυς του να διαμαρτύρονται, αλλά δεν μπορούσε να χαλα-
ρώσει τώρα την άμυνά του. Ξιφομαχούσε με το ένστικτο, αποφεύγο-
ντας τις επιθέσεις του αντιπάλου και αναζητώντας κάποιο αδύνατο
σημείο του. Όμως ο Μέρντο ήταν γυμνασμένος και ευκίνητος. Ο
Μπαν πολλές φορές νόμισε πως θα τον πετύχαινε και πάντα έκανε
λάθος. Είχε αρχίσει να κουράζεται και η απελπισία του μεγάλωνε κα-
θώς κάθε λεπτό δυνάμωνε ο ήχος από τους καβαλάρηδες που πλη-
σίαζαν. Δεν τολμούσε να κοιτάξει πόσο κοντά τους ήταν.
Και ο αντίπαλός του τους άκουγε και το θριαμβευτικό του ύφος
μιλούσε δυνατότερα από λόγια. Η επίθεσή του είχε τη διπλάσια έ-
νταση και ανάγκασε τον Μπαν να οπισθοχωρήσει . Μη βλέποντας
πού πατάει, σκόνταψε σε μια πέτρα. Παρ' όλο που ξαναβρήκε γρήγο-
ρα την ισορροπία του, ένιωσε το ξίφος του Μέρντο στα πλευρά του.
Του κόπηκε η ανάσα κι έσφιξε τα δόντια για ν' αντέξει τον πόνο. Ζε-
στό αίμα ξεπήδησε από την πληγή. Βλέποντας τον κόκκινο λεκέ να
απλώνεται, ο Μέρντο χαμογέλασε. «Την επόμενη φορά θα πετύχω
την καρδιά σου».
Βαριανασαίνοντας, ο Μπαν δεν καταδέχτηκε ν' απαντήσει. Δεν του
περίσσευαν δυνάμεις για κουβέντες. Ρίχτηκε στην επίθεση. Τραυμά-
τισε τον Μέρντο στο μπράτσο κι εκείνος βλαστήμησε. Ο Μπαν δεν
του έδωσε χρόνο να συνέλθει. Ο Μέρντο γλίτωσε τα πλευρά του χά-
ρις στη σβελτάδα του. Δεν γελούσε πια και οι κινήσεις του είχαν γίνει
πιο προσεκτικές.
Ο Μπαν ένιωθε τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν. Ο σφυγμός
του χτυπούσε δυνατά στ' αυτιά του. Και δυνάμωνε όλο και περισσό-
τερο ώσπου συνειδητοποίησε αποκαρδιωμένος ότι ήταν το βουητό
από τα ποδοβολητά των αλόγων. Οι υπόλοιποι μισθοφόροι του
Μέρντο είχαν φτάσει.
***
Από τη θέση της ανάμεσα στα βράχια η Ίζαμπελ παρακολουθούσε
έντρομη τη μονομαχία. Έβλεπε ότι ο Μπαν ήταν κουρασμένος. Είχε
χάσει δυνάμεις από τις μάχες νωρίτερα αλλά και από την αιμορραγί-
α. Κατάφερνε όμως να συνεχίζει. Οι τρεις άντρες ξιφομαχούσαν εκ-
πληκτικά, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να νικήσουν. Τα δάχτυλά της
έσφιξαν τη λαβή του στιλέτου. Προφανώς θα πέθαιναν όλοι τους ε-
κεί.
Ξαφνικά η Νελ άρπαξε το μπράτσο της Ίζαμπελ. «Θεέ μου!» Η Ίζα-
μπελ ακολούθησε το βλέμμα της ηλικιωμένης γυναίκας και είδε σε
απόσταση ένα σύννεφο σκόνης καθώς άλλη μια ομάδα έφιππων α-
ντρών πλησίαζε . «Οι υπόλοιποι άντρες του Μέρντο», ψιθύρισε. «Ό-
λα τέλειωσαν».
Ανίκανες να ξεκολλήσουν το βλέμμα τους, συνέχισαν να παρακο-
λουθούν τους ιππείς. Ήταν τουλάχιστον πενήντα άντρες και τα άλο-
γά τους κάλπαζαν με ταχύτητα. Οι αναβάτες φορούσαν μαύρα δερ-
μάτινα χιτώνια και ήταν οπλισμένοι με ξίφη και ασπίδες. Η εμπρο-
σθοφυλακή κρατούσε το λάβαρο που δήλωνε περήφανα την ταυτό-
τητά τους: ένα μεγάλο αρπακτικό πουλί με απλωμένα τα γαμψά του
νύχια.
«Στάσου!» Το χέρι της Νελ έτρεμε κι ένα αβέβαιο χαμόγελο σχημα-
τίστηκε στα χείλη της. «Δεν είναι οι άντρες του Μέρντο. Μας λυπή-
θηκε ο Θεός, είναι οι άντρες του Γκλενγκάρον».
Μη τολμώντας να ελπίσει, η Ίζαμπελ προσπάθησε να τους διακρί-
νει. «Είσαι σίγουρη;»
«Κοίτα το λάβαρο. Τον κόκκινο αετό δεν έχει;»
«Μα τη ζωή μου, έτσι θαρρώ». Η Ίζαμπελ έσφιξε το μανίκι της Νελ.
«Ω, Νελ! Ο Γιούαν τα κατάφερε».
Τα ποδοβολητά δυνάμωσαν. Οι μισθοφόροι είχαν δει κι εκείνοι
τους στρατιώτες, γιατί σε όλη την πλαγιά ακούγονταν φωνές που
προειδοποιούσαν για την απειλή. Το φως του ήλιου άστραφτε πάνω
στο ατσάλι. Ο Μέρντο κοίταξε προς το μέρος τους συνοφρυωμένος
για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου μόνο, αλλά αυτό ήταν αρκετό για
τον Μπαν που τον πέτυχε στα πλευρά. Ο Μέρντο βόγκηξε και οπι-
σθοχώρησε ένα-δυο βήματα, βάζοντας πάνω στην πληγή το ελεύθε-
ρο χέρι του. Ανάμεσα από τα δάχτυλά του έτρεχε αίμα. Κοίταξε γύρω
του παγωμένος και οργισμένος, και εκτιμώντας την κατάσταση άρχι-
σε να υποχωρεί, φωνάζοντας στους άντρες του να κάνουν το ίδιο.
Κατέβηκε σκοντάφτοντας την πλαγιά ενώ δύο τοξότες πρόβαλλαν
από τα βράχια για να καλύψουν την υποχώρησή του. Βλέποντάς
τους η Ίζαμπελ φώναξε. Η φωνή της ενώθηκε με τη φωνή του Μπαν
που προειδοποιούσε κι εκείνος τους άντρες του. Ο Ντέιβι έσκυψε
γρήγορα, αλλά ο Τζοκ δεν πρόλαβε. Έντρομοι τον είδαν να μένει ακί-
νητος κι ύστερα, καθώς τα γόνατά του λύγισαν, να σωριάζεται στο
έδαφος με το βέλος καρφωμένο στο στήθος του Ο Μπαν έβγαλε μια
οργισμένη κραυγή και υψώνοντας το ξίφος του όρμησε στους τοξό-
τες. Ο πρώτος έπεσε. Ο δεύτερος σήκωσε το τόξο του και εκτόξευσε
ένα βέλος. Ο Μπαν ένιωσε έναν αφόρητο πόνο στον ώμο του. Ο το-
ξότης έκανε μεταβολή και κατέβηκε τρέχοντας το λόφο. Ο Μπαν τον
κοίταξε για λίγα δευτερόλεπτα και σωριάστηκε στο έδαφος. Μετά
όλα σκοτείνιασαν.
«Μπαν!» Η Ίζαμπελ έτρεξε κοντά του κι έπεσε στα γόνατα δίπλα
του πιάνοντάς του το χέρι. «Μπαν! Κοίταξέ με, σε ικετεύω».
Καμία απάντηση. Ο Μπαν ήταν ακίνητος, χλομός, το χώμα γύρω
του είχε βαφτεί κόκκινο. Έντρομη η Ίζαμπελ αναζήτησε κάποιο ση-
μάδι ζωής. Μια ανάσα, μια κίνηση, οτιδήποτε που θα έδειχνε ότι ή-
ταν ζωντανός. Δεν βρήκε κανένα.
«Όχι, Θεέ μου, σε παρακαλώ!»
Χαμηλά στην πλαγιά η κατάσταση είχε αντιστραφεί και πολλοί μι-
σθοφόροι ήταν ήδη νεκροί. Οι υπόλοιποι τρέπονταν σε άτακτη φυ-
γή. Μερικοί κάλπαζαν ήδη προς τους λόφους προσπαθώντας να ξε-
φύγουν από τους άντρες του Γκλενγκάρον που τους καταδίωκαν. Οι
υπόλοιποι στρατιώτες κατευθύνονταν προς την κορυφή του λόφου,
με επικεφαλής έναν άντρα πάνω σ' ένα μεγαλόσωμο γκρίζο άλογο.
Οι μισθοφόροι που βρίσκονταν ακόμη στην πλαγιά με τον Μέρντο
βρέθηκαν παγιδευμένοι και σκόρπισαν ανάμεσα στα βράχια. Οι ιπ-
πείς ξεπέζεψαν και τους καταδίωξαν. Η Ίζαμπελ παρακολουθούσε
σιωπηλή. Η διάσωσή τους είχε καταντήσει εφιάλτης. Ο Μπαν ήταν
νεκρός, το ίδιο και ο Τζοκ. Είχαν δώσει τη ζωή τους για χάρη της κι
εκείνη τη στιγμή η Ίζαμπελ ευχόταν με όλη της την ψυχή να είχε
σκοτωθεί στη θέση τους.
Άκουσε κάποιον να τρέχει και σηκώνοντας το βλέμμα της αντίκρι-
σε τον Γιούαν που ανηφόριζε στην πλαγιά. Εκείνος πλησίασε κοιτά-
ζοντας έντρομος το σκηνικό της σφαγής. Ύστερα είδε τα πτώματα
των συντρόφων του και άσπρισε σαν το πανί.
«Θεέ μου...» Το βλέμμα του συνάντησε το βλέμμα του Ντέιβι. «Έ-
φτασα πολύ αργά».
Ο Ντέιβι, κατάχλομος κι εκείνος, του έσφιξε τον ώμο. «Δεν φταις
εσύ».
Ο Γιούαν κούνησε το κεφάλι του και κοίταξε απελπισμένος την Ί-
ζαμπελ. «Λυπάμαι, μιλαίδη».
Προτού προλάβει να μιλήσει η Ίζαμπελ, πλησίασε προς το μέρος
τους ένας ψηλός, μελαχρινός πολεμιστής κρατώντας ένα τεράστιο
ξίφος. Η Ίζαμπελ κατάλαβε αμέσως ποιος ήταν.
Ο λόρδος του Γκλεvγκάρον στάθηκε και την κοίταξε. «Η λαίδη Ίζα-
μπελ;»
Καθώς του έγνεφε καταφατικά, η εικόνα του θρυμματίστηκε από τα
δάκρυά της. Εκείνος κοίταξε τον Ντέιβι και τον Γιούαν που στέκο-
νταν τώρα βλοσυροί πλάι στη Νελ κι ύστερα χαμήλωσε το βλέμμα
του στον ακίνητο άντρα στο έδαφος. Η έντρομη έκφρασή του έδειξε
πως τον αναγνώρισε. Μουρμουρίζοντας μια βρισιά έσπευσε κοντά
του.
«Μπαν!» Βάζοντας γρήγορα το ξίφος στη θήκη του, ο Ίαν γονάτισε,
έβγαλε τα γάντια του και ψηλάφησε το λαιμό του Μπαν. Στην αρχή
ήταν βλοσυρός, ύστερα πήρε μια βαθιά ανάσα. «Έχει σφυγμό αλλά
αδύναμο».
Η Ίζαμπελ αναθάρρησε. «Δόξα τω Θεώ!»
«Πρέπει να τον πάμε στο Νταρκ Μάουντ αμέσως». Ο λόρδος Ίαν
στράφηκε στον Ντέιβι και τον Γιούαν. «Πάρτε μερικούς άντρες να
σας βοηθήσουν και κατεβάστε τον στα άλογα μαζί με τον Τζοκ».
Εκείνοι έσπευσαν να εκτελέσουν τη διαταγή του και ο Ίαν στράφη-
κε πάλι στην Ίζαμπελ.
«Εσείς είστε καλά, μιλαίδη;»
«Ναι, άρχοντά μου. Χάρις σε σας και τον λόρδο Μπαν».
«Μακάρι να είχαμε φτάσει νωρίτερα», είπε ο Ίαν.
Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε ένας από τους στρατιώτες του
Γκλενγκάρον. «Συγγνώμη, άρχοντά μου, αλλά οι υπόλοιποι μισθοφό-
ροι το έσκασαν. Θέλετε να τους καταδιώξουμε;»
«Ναι, και να μου φέρετε τον αρχηγό τους, ζωντανό ή νεκρό».
«Ο Μέρντο τραυματίστηκε», είπε η Ίζαμπελ, «αλλά δυστυχώς όχι
αρκετά σοβαρά».
Ο λόρδος Ίαν στράφηκε στον στρατιώτη. «Αν μεταφέρουν τραυμα-
τισμένο άντρα, δεν θα μπορούν να πηγαίνουν γρήγορα. Ψάξτε καλά.
Πρέπει να τον βρούμε».
Ο άντρας έγνεψε καταφατικά κι έφυγε. Η Ίζαμπελ ένιωσε ρίγος από
το φόβο της. Ο λόρδος Ίαν το κατάλαβε και αμέσως μαλάκωσε. «Μη
φοβάστε, μιλαίδη. Θα τον βρούμε, ζωντανό ή νεκρό» .
Κατέβηκαν την πλαγιά κι έφτασαν στα άλογα. Η Ίζαμπελ κοίταζε
έντρομη τα πτώματα γύρω της. Ο αέρας μύριζε αίμα. Τον τρόμο της
διαδέχτηκαν οι τύψεις -όλοι αυτοί οι άντρες είχαν σκοτωθεί εξαιτίας
της κι ο Μπαν ήταν σοβαρά τραυματισμένος. Ένιωσε ένα ρίγος ξαφ-
νικά και το στομάχι της ανακατεύτηκε.
Ο Ίαν την κοίταξε. «Μπορείτε να ιππεύσετε, μιλαίδη;» Εκείνη έγνε-
ψε καταφατικά, ανίκανη να μιλήσει.
«Πάμε τότε», της είπε.
Κεφάλαιο 11
Η Ίζαμπελ κοίταξε την πόρτα που έκλεισε πίσω του και ύστερα κα-
τέρρευσε ακουμπώντας στον πέτρινο προμαχώνα, προσπαθώντας να
βάλει σε τάξη τις μπερδεμένες σκέψεις της. Ο Μπαν είχε συμφωνήσει
πρόθυμα να την αναγνωρίσει ως αρραβωνιαστικιά του κι αυτό ήταν
τεράστια ανακούφιση. Η ιδέα ότι θα έπρεπε να συνεχίσει την κρυφή
τους σχέση στο Νταρκ Μάουντ της έφερνε τρόμο. Θα ήταν θέμα
χρόνου να τους ανακαλύψουν και οι επιπτώσεις θα ήταν τόσο δυσά-
ρεστες που δεν ήθελε καν να τις σκέφτεται. Τώρα πλέον δεν υπήρχε
τουλάχιστον αυτό το σύννεφο. Τα υπόλοιπα παρέμεναν.
Του είχε δηλώσει τα αισθήματά της όσο πιο θαρρετά τολμούσε,
αλλά ήταν ολοφάνερο ότι δεν είχε βρει ανταπόκριση. Δεν αμφέβαλλε
ότι ο Μπαν την ποθούσε και ήθελε να την κρατήσει κοντά του. Η α-
πόφασή του το επιβεβαίωνε. Αλλά ήταν μια απόφαση λογικής. Δεν
του στοίχιζε τίποτε η παραχώρηση που της έκανε. Η Ίζαμπελ τον εί-
χε μάθει αρκετά για να ξέρει ότι δεν θα της φερόταν άσχημα και θα
της έδινε ό,τι ήθελε από υλικά αγαθά. Εκείνο που δεν θα της έδινε
ποτέ ήταν η καρδιά του.
***
Ο Ίαν κοίταξε τον κουνιάδο του με φανερή έκπληξη. «Αρραβω νι-
ασμένοι; Από πότε;»
«Εδώ και μερικές εβδομάδες».
«Δεν το πιστεύω, κινήθηκες πολύ γρήγορα».
«Όταν δω κάτι που θέλω, το παίρνω».
«Σωστά. Άλλωστε η λαίδη σου είναι όμορφη».
«Ναι, είναι».
«Ωστόσο, μακάρι να μας το είχες πει νωρίτερα».
«Ας πούμε ότι με εμπόδισαν οι συνθήκες».
Ο Ίαν μισόκλεισε τα μάτια σαν να προσπαθούσε να μαντέψει.
«Γιατί έχω την αίσθηση ότι δεν μου τα λες όλα;»
«Γιατί όντως δεν σου τα λέω», απάντησε ο Μπαν, «αλλά προς το
παρόν, δεν πρόκειται να σου πω τίποτε άλλο».
«Εντάξει. Άλλωστε δική σου υπόθεση είναι».
«Ακριβώς».
«Όταν έφυγες για το Κασλμόρα, δεν περίμενα να εξελιχτούν τόσο
ευνοϊκά τα πράγματα», είπε ο Ίαν. «Μια ωραία γυναίκα είναι αξιοζή-
λευτο τρόπαιο, αλλά τώρα έχεις στα χέρια σου και μια τεράστια πε-
ριουσία».
«Η περιουσία δεν έγινε δική μου ακόμη».
«Θα γίνει και μάλιστα σύντομα, σ' το υπόσχομαι». Ο Ίαν τον χτύ-
πησε χαϊδευτικά στον ώμο. «Οι μέρες του σφετεριστή είναι μετρημέ-
νες».
«Πράγματι. Σκοπεύω εγώ ο ίδιος να του πάρω το κεφάλι».
«Ωραία. Θα το συζητήσουμε περισσότερο εν καιρώ. Εν τω μεταξύ,
πρέπει να πεις τα νέα και στην αδελφή σου, δε νομίζεις;»
***
Η Άσλιν άκουσε τα νέα με δυσπιστία και χαρά. Ύστερα έστειλε έναν
υπηρέτη να φέρει μια κανάτα από το καλύτερο κρασί και ζήτησε από
τον αδελφό της να πάει να φωνάξει την Ίζαμπελ.
«Αυτά τα νέα πρέπει να τα γιορτάσουμε» .
Ξέροντας ότι θα ήταν μάταιο να διαφωνήσει μαζί της, ο Μπαν ξα-
ναπήρε το δρόμο για τους προμαχώνες. Στα μισά της διαδρομής ό-
μως συνάντησε την Ίζαμπελ που ερχόταν από εκεί.
«Ευτυχώς που συναντηθήκαμε», της είπε. «Για σένα ερχόμουν. Σε
ζητάνε στη μεγάλη αίθουσα».
«Τους το είπες;»
Ο Μπαν έγνεψε καταφατικά κι ύστερα, βλέποντας την ταραχή της,
χαμογέλασε αχνά. «Μην ανησυχείς. Χάρηκαν με τα νέα».
«Ευτυχώς».
Ο Μπαν της έτεινε το μπράτσο του. «Πάμε;»
Η Ίζαμπελ το αγκάλιασε ντροπαλά και τον άφησε να την οδηγήσει
στη μεγάλη αίθουσα.
Η Άσλιν την έσφιξε στην αγκαλιά της με θέρμη. «Πολύ χαίρομαι
που θα γίνουμε αδελφές».
«Κι εγώ το ίδιο, μιλαίδη».
«Ας αφήσουμε τους τύπους. Θα με λες Άσλιν. Είσαι πλέον μέλος
της οικογένειάς μας».
«Και μάλιστα πολύ ευπρόσδεκτο», πρόσθεσε ο Ίαν. Φίλησε την Ί-
ζαμπελ στο μάγουλο και χαμογέλασε. «Το γούστο του Μπαν είναι
πολύ καλύτερο απ' όσο νόμιζα».
«Όντως», απάντησε η Άσλιν. «Αν και πίστευα ότι δεν θα έβρισκε
ποτέ την κατάλληλη γυναίκα».
Ο Μπαν ανασήκωσε το φρύδι του. «Σας το είχα πει ότι δεν ικανο-
ποιούμαι εύκολα».
«Εγγυώμαι ότι λέει την αλήθεια». Η Άσλιν γέλασε. «Χρόνια προ-
σπαθώ να τον παντρέψω».
Η Ίζαμπελ κοκκίνισε. Δεν είχε συνηθίσει να είναι το επίκεντρο θε-
τικής προσοχής, αλλά η χαρά τους φαινόταν αυθεντική κι αυτό ανα-
πτέρωσε το ηθικό της. Κοίταξε τον Μπαν. Παρ' όλο που ήξερε τους
λόγους του, ακόμη δυσκολευόταν να πιστέψει πως εκείνος είχε δε-
χτεί να δεσμευτεί μαζί της -να δηλώσει πως ήταν ο μέλλων σύζυγός
της. Ένιωθε περήφανη, παρ' όλο που επρόκειτο για καθαρή συναλ-
λαγή.
«Πότε θα γίνει ο γάμος;» ρώτησε ο Ίαν.
Η Ίζαμπελ ταράχτηκε. Αυτό δεν το περίμενε. Νόμιζε ότι θα ανακοί-
νωναν τον αρραβώνα τους και το θέμα θα έληγε εκεί. Δεν είχε σκε-
φτεί ότι οι άλλοι μπορεί να είχαν διαφορετική άποψη. Έντρομη κοί-
ταξε τον Μπαν, αλλά εκείνος δεν φαινόταν αναστατωμένος με την
ερώτηση. Αντιθέτως, απάντησε με αξιοθαύμαστη ηρεμία. «Όσο πιο
σύντομα και αθόρυβα γίνεται».
Η Άσλιν αναστέναξε. «Κι εγώ που ήλπιζα να κάνω ένα ωραίο γλέντι
με δεκάδες καλεσμένους».
«Σ' ευχαριστούμε για την ιδέα σου, αλλά δεν μας χρειάζονται με-
γαλεία».
«Έστω». Η Άσλιν κοίταξε το σύζυγό της.
«Σε τρεις μέρες, λοιπόν, θα πάτε στην εκκλησία», είπε ο Ίαν .
«Έτσι θα έχουμε χρόνο να ετοιμάσουμε το γλέντι». Ύστερα, βλέπο-
ντας την έκφραση του Μπαν, πρόσθεσε: «Μικρό γλέντι».
«Και να βρούμε τι θα φορέσει η νύφη», πρόσθεσε η Άσλιν.
Για να κρύψει τη σύγχυσή της, η Ίζαμπελ ήπιε μια μεγάλη γουλιά
κρασί. Ήταν σκούρο και δυνατό, και από μια άποψη το ίδιο επικίν-
δυνο με την κατάσταση στην οποία είχε παγιδευτεί, ασχέτως αν η ί-
δια την είχε επιδιώξει.
***
Λίγο αργότερα κατάφερε να πάρει παράμερα τον Μπαν και να του
κάνει την ερώτηση που τη βασάνιζε.
«Το περίμενες αυτό;»
«Φυσικά. Εσύ όχι;»
«Όχι».
Ο Μπαν την κοίταξε διασκεδάζοντας με τη σύγχυσή της.
«Δεν υπάρχει και μεγάλη διαφορά. Ουσιαστικά ο γάμος είναι η έ-
γκρισή τους. Και δεν τη δίνουν εύκολα, όσο και ν' αστειεύεται η α-
δελφή μου».
«Δεν μου φαίνεται παράξενο. Είσαι ο μοναδικός της αδελφός. Έτσι
θα ένιωθα κι εγώ αν ποτέ ο Χιου...» Η φωνή της έσβησε καθώς συνει-
δητοποίησε ξαφνικά τι έλεγε. «Αλλά εκείνος δεν πρόκειται, έτσι δεν
είναι;»
Η ευθυμία του Μπαν χάθηκε και δεν έβγαλε λέξη, αλλά η σιωπή
του τα είπε όλα. Η Ίζαμπελ έστρεψε γρήγορα αλλού το βλέμμα της
για να κρύψει τα δάκρυά της.
«Ο Χιου δεν θα φέρει ποτέ νύφη στο Κασλμόρα. Δεν θα δει ποτέ τα
παιδιά του να μεγαλώνουν».
«Ίζαμπελ, μην αρχίζεις, γλυκιά μου».
Το ενδιαφέρον στη φωνή του την έκανε να νιώσει στο στήθος της
ένα βάρος που την πίεζε. Προσπάθησε να πάρει ανάσα, αλλά της
βγήκε ένας πνιχτός λυγμός. Ύστερα τα δάκρυά της ξεχείλισαν.
Ντροπιασμένη, προσπάθησε χωρίς επιτυχία να τα σταματήσει.
«Συγγνώμη...»
Ο Μπαν κούνησε το κεφάλι του. «Μη ζητάς συγγνώμη. Ξέρω πώς
είναι να χάνεις την οικογένειά σου και το σπίτι σου».
Η ήρεμη συμπόνιά του την απελευθέρωσε και το φράγμα που συ-
γκρατούσε τα δάκρυά της κατέρρευσε. Οι άλλοι σώπασαν και στρά-
φηκαν προς το μέρος της με περιέργεια. Η Άσλιν σηκώθηκε από τη
θέση της κοιτάζοντας ερωτηματικά τον αδελφό της. Εκείνος, βλέπο-
ντάς την έτοιμη να έρθει κοντά τους, σήκωσε ψηλά το χέρι του γνέ-
φοντας αρνητικά. Ύστερα, οδήγησε ευγενικά και αποφασιστικά την
Ίζαμπελ έξω από την αίθουσα. Όταν έφτασαν στην κάμαρά της, εκεί-
νη σωριάστηκε στο κρεβάτι. Έμοιαζε να μην αντιλαμβάνεται την πα-
ρουσία του, βυθισμένη εντελώς στη θλίψη της, καθώς το σώμα της
τρανταζόταν από λυγμούς. Ο Μπαν δεν επιχείρησε να την ηρεμήσει,
ήξερε πως ήταν καιρός της να ξεσπάσει. Τη σκέπασε με μια κουβέρτα
και την άφησε μόνη της κλείνοντας πίσω του μαλακά την πόρτα. Ε-
πειδή δεν είχε διάθεση να επιστρέψει στην αίθουσα και να αντιμε-
τωπίσει τις ερωτήσεις που αναπόφευκτα θα του έκαναν, ανέβηκε
στην ταράτσα. Στην κοιλάδα έπεφτε το σούρουπο και ο αέρας ήταν
δροσερός και μοσχοβολούσε από τα ρείκια. Ο Μπαν τον ανάσανε με
ευγνωμοσύνη γέρνοντας πάνω στον προμαχώνα. Η θλίψη της Ίζα-
μπελ τον είχε αγγίξει βαθιά μέσα του, τον είχε συγκινήσει. Πονούσε
μ' έναν τρόπο που δεν περίμενε ποτέ να πονέσει.
***
Ήταν αργά το επόμενο πρωί, όταν η Ίζαμπελ εμφανίστηκε μπροστά
στους άλλους. Ο Μπαν μιλούσε με την Άσλιν, αλλά μόλις είδε την Ί-
ζαμπελ να μπαίνει στην αίθουσα, διέκοψε τη συζήτηση και πήγε κο-
ντά της. Ήταν χλομή, με μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια της. Τα
βλέφαρά της ήταν ακόμη πρησμένα και κόκκινα, αλλά κατά τ' άλλα
φαινόταν ήρεμη.
«Έλα, κάθισε». Ο Μπαν την οδήγησε σε μια καρέκλα κοιτάζοντας
την ανήσυχος. «Πεινάς; Θα πω να σου φέρουν φαγητό». Κοίταξε την
Άσλιν κι εκείνη έγνεψε σ' έναν υπηρέτη.
«Όχι, ευχαριστώ». Η Ίζαμπελ τον κοίταξε στα μάτια. «Θέλω να σου
πω ότι λυπάμαι για χτες. Σε ντρόπιασα» .
«Δεν χρειάζεται ν' απολογείσαι και όχι, δεν με ντρόπιασες. Απλώς
ανησύχησα».
«Δεν ήθελα να γίνω θέαμα».
«Η θλίψη έρχεται όποτε θέλει εκείνη», αποκρίθηκε ο Μπαν, «και
τότε πρέπει να βρίσκει διέξοδο».
«Ε, λοιπόν, βρήκε».
«Ναι. Το χιτώνιό μου δεν έχει στεγνώσει ακόμη».
Η Ίζαμπελ κατάφερε να χαμογελάσει αδύναμα. «Θα προσπαθήσω
να μην σου καταστρέψω άλλα».
«Δεν έπαθε και τίποτα» . Ο Μπαν σήκωσε το βλέμμα του στον υπη-
ρέτη που πλησίασε κρατώντας μια πιατέλα φαγητό και μια κανάτα
μπίρα. «Αλλά εσύ θα πάθεις αν δεν φας κάτι». Έβαλε μπίρα σ' ένα
κύπελλο και της το πρόσφερε, κι ύστερα έκοψε σε φέτες το ψωμί και
το κρέας. «Ορίστε».
Η Ίζαμπελ άρχισε να τρώει για να τον ευχαριστήσει πιο πολύ παρά
επειδή το ήθελε, αλλά μόλις τελείωσε, ένιωσε λίγο καλύτερα.
«Θέλεις να πάμε μια βόλτα έξω;» τη ρώτησε ο Μπαν. «Θα σου κάνει
καλό ο καθαρός αέρας».
«Εντάξει». Και πάλι η Ίζαμπελ συνειδητοποίησε ότι συμφώνησε όχι
επειδή θα την ωφελούσε ο καθαρός αέρας, αλλά επειδή ήθελε να εί-
ναι μαζί με τον Μπαν.
«Υπάρχει ένα καινούριο πουλάρι στους στάβλους. Θέλεις να το
δεις;»
«Πολύ».
Τα παιδιά σήκωσαν το βλέμμα από τα παιχνίδια τους και τους κοί-
ταξαν. Ύστερα ο Ρόμπερτ ρώτησε: «Να έρθουμε κι εμείς, θείε Μπαν;»
«Ναι, γιατί όχι;»
Εκείνα έβγαλαν μια κραυγή χαράς κι έτρεξαν κοντά τους. Η Ίζα-
μπελ τα παρακολουθούσε σιωπηλή και ευχαριστημένη .
Έβλεπε μια άλλη πλευρά του χαρακτήρα του Μπαν που λίγο καιρό
πριν δεν υποπτευόταν καν πως υπήρχε. Ήταν προφανές ότι αγαπού-
σε τα ανίψια του κι αυτά εκείνον.
Ο Μπαν έδειξε προς την πόρτα. «Πάμε, λαίδη Ίζαμπελ;»
***
Έφτασαν στους στάβλους λίγο αργότερα. Το πουλάρι και η μητέρα
του ήταν σ' ένα παχνί στο βάθος. Βλέποντάς το η Ίζαμπελ χαμογέλα-
σε αυθόρμητα. Ήταν θηλυκό. Με το γυαλιστερό του τρίχωμα, τα μα-
κριά και λεπτά πόδια και την κοντή ουρά έδειχνε αξιολάτρευτο. Ήταν
ακόμη πολύ ντροπαλό και δεν ξεκολλούσε από το πλευρό της μητέ-
ρας του, αλλά και περίεργο με τους νέους επισκέπτες, που τους κοί-
ταζε με τα τεράστια καστανά μάτια του.
«Δεν είναι πολύ όμορφο;» είπε ο Μπαν.
Η Ίζαμπελ έγνεψε καταφατικά. «Είναι υπέροχο».
«Γεννήθηκε χτες βράδυ».
«Τι χρώμα λες να γίνει τελικά;»
«Υποθέτω κανελί, όπως η μητέρα της. Μάλλον θα έχει και το ίδιο
μέγεθος, ίσως και λίγο μεγαλύτερο».
Ο Ρόμπερτ κοίταξε τον θείο του. «Θα μπορούμε σύντομα ν' ανέ-
βουμε πάνω του;»
Ο Μπαν έγνεψε αρνητικά.
«Όχι ακόμη. Πρέπει να μεγαλώσει και να δυναμώσει αρκετά, για
να μπορεί να μεταφέρει αναβάτη». Βλέποντας την απογοήτευση του
παιδιού πρόσθεσε: «Μέχρι τότε θα έχεις μεγαλώσει περισσότερο κι
εσύ».
«Θα έχω μεγαλώσει αρκετά για να μάθω να ξιφομαχώ;»
«Ω, σίγουρα».
Ο Ρόμπερτ έλαμψε από τη χαρά του. Ύστερα του τράβηξε την προ-
σοχή ο Τζέιμι κι άρχισαν να μιλούν μεταξύ τους. Η Ίζαμπελ κοίταξε
για λίγο τ' αγόρια και χαμογέλασε μελαγχολικά. Θεωρούσε πολύ τυ-
χερή την Άσλιν.
«Τώρα που είμαι καλύτερα, πρέπει να πάμε για ιππασία», είπε ο
Μπαν. «Θέλω να σου δείξω το υπόλοιπο Γκλενγκάρον».
«Θα ήθελα να το δω, αλλά να γίνει καλά ο ώμος σου πρώτα. Δεν
θέλω να φταίω εγώ αν αρχίσει πάλι να σε πονάει».
«Κάθε μέρα είναι και καλύτερα. Η άσκηση θα του κάνει καλό». Ο
Μπαν την κοίταξε διερευνητικά. «Φυσικά, ο ρυθμός μας θα είναι πιο
αργός απ' αυτόν που έχεις συνηθίσει εσύ, για ένα διάστημα τουλάχι-
στον».
Η Ίζαμπελ γέλασε. «Ω, μου άξιζε αυτό!»
«Ας πούμε απλώς ότι η προτίμησή σου στην ταχύτητα μου έχει
μείνει... αλησμόνητη».
«Θα συγκρατηθώ προς το παρόν». Η Ίζαμπελ ακούμπησε απαλά το
χέρι της στον τραυματισμένο ώμο του. «Διαφορετικά, Θα βρεθώ α-
ντιμέτωπη με το μένος των θεραπευτών σου».
Το άγγιγμά της ήταν ανάλαφρο και φευγαλέο, αλλά ο Μπαν ένιωσε
την καρδιά του να χτυπά πιο γρήγορα.
«Και δεν θέλεις να συμβεί αυτό, πίστεψέ με», είπε ο Μπαν.
«Διαθέτουν μια φοβερή συλλογή από δηλητήρια».
«Θα το λάβω σοβαρά υπόψη μου».
Βγήκαν από τους στάβλους και προχώρησαν προς το κάστρο ενώ
τα παιδιά προπορεύτηκαν τρέχοντας.
«Νιώθεις λίγο καλύτερα τώρα;» ρώτησε ο Μπαν.
«Πολύ καλύτερα, ευχαριστώ».
«Έζησες φρικτές στιγμές και ξεριζώθηκες κι από τον τόπο σου. Α-
ντιλαμβάνομαι ότι δεν σου είναι εύκολο».
«Πράγματι, αλλά όλοι είναι πολύ καλοί μαζί μου».
«Θυμάμαι ότι ένιωθα σαν το ψάρι έξω απ' το νερό όταν πρωτοήρ-
θα εδώ». Ο Μπαν χαμογέλασε μελαγχολικά. «Είχα αποφασίσει να
φύγω και να μπω στην υπηρεσία του βασιλιά, αλλά ύστερα ο Ίαν με
προσκάλεσε να μείνω και να ιππεύω στο πλάι του».
«Φαντάζομαι ότι δεν το μετάνιωσες ποτέ».
«Ποτέ, Τον εκτιμώ πάρα πολύ».
«Η φήμη του, ωστόσο, δεν ανταποκρίνεται απόλυτα στην πραγμα-
τικότητα», είπε η Ίζαμπελ .
«Ο γάμος τον έχει μαλακώσει κάπως, αλλά μη γελιέσαι. Εξακολου-
θεί να υπάρχει μια σιδερένια γροθιά μέσα στο βελούδινο γάντι».
Η Ίζαμπελ χαμογέλασε. «Η αδελφή σου είναι σπουδαία γυναίκα».
«Ναι. Όπως κι εσύ». Έφτασαν στην πόρτα του κάστρου και ο Μπαν
κοντοστάθηκε στη βάση της σκάλας. «Θα έλεγα ότι μοιάζετε».
Τα λόγια του πυροδότησαν μια φλόγα μέσα της. Ο Μπαν βρισκό-
ταν πολύ κοντά της και δεν υπήρχε κανένας άλλος γύρω τους. Θα τη
φιλούσε; Η Ίζαμπελ υπέφερε από πόθο, της είχε λείψει πολύ η επαφή
τους τις τελευταίες εβδομάδες.
Για ένα-δυο λεπτά εκείνος δεν έκανε καμία κίνηση και η Ίζαμπελ
απογοητεύτηκε. Ύστερα, την έπιασε αργά από τη μέση και την τρά-
βηξε κοντά του. Τα χείλη του άγγιξαν απαλά τα δικά της, διστακτικά,
διερευνητικά, ενώ σιγά σιγά έγιναν πιο επίμονα. Η Ίζαμπελ έγειρε
προς το μέρος του κλείνοντας τα μάτια της, παραδομένη στην αγκα-
λιά του, γεμάτη πόθο, απολαμβάνοντας την οικεία γεύση του και τη
μυρωδιά του. Πίεσε τα χείλη της στα δικά του και άφησε τη γλώσσα
της να εξερευνήσει το στόμα του, χωρίς να τη νοιάζει αν ο τρόπος
της ήταν τολμηρός -το μόνο που ήξερε ήταν ότι τον ποθούσε και
απαιτούσε την ανταπόκρισή του.
Κι εκείνος ανταποκρίθηκε αμέσως. Την πίεσε πάνω του και τη φί-
λησε παθιασμένα. Η Ίζαμπελ ανταπέδωσε το φιλί του με την ίδια έ-
ξαψη, τα χέρια της άρπαξαν τους γλουτούς του σφίγγοντάς τον πά-
νω της. Τον ένιωσε να σκληραίνει. Ο Μπαν τη σήκωσε στην αγκαλιά
του και τη μετέφερε σε μια μικρή αποθήκη. Έκλεισε την πόρτα πίσω
τους, την ξάπλωσε σ' ένα σωρό από γεμάτα σακιά και ξάπλωσε κι ε-
κείνος μαζί της.
Σήκωσε ψηλά τη φούστα της και γλίστρησε το χέρι του ανάμεσα
στα πόδια της, φλογίζοντας κάθε κύτταρο του κορμιού της. Λαχτα-
ρώντας να νιώσει περισσότερα, η Ίζαμπελ χαλάρωσε τους μηρούς
της για να τον διευκολύνει. Τα δάχτυλά του βρήκαν το σημείο που
ζητούσαν και το χάιδεψαν απαλά κόβοντάς της την ανάσα. Ένα ζε-
στό κύμα έβαλε φωτιά χαμηλά στην κοιλιά της και οι φλόγες ολοένα
υψώνονταν κάνοντας το κορμί της τρέμει. Τα υπέροχα χάδια του
Μπαν συνεχίστηκαν ώσπου την κατέκλυσε ένα κύμα ηδονής. Η Ίζα-
μπελ έβγαλε μια πνιχτή κραυγή, τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα από
έκπληξη.
«Ω, Θεέ μου!»
Ο Μπαν χαμογέλασε και συνέχισε. Το κορμί της άρχισε να παλλε-
ται από διαδοχικά κύματα.
«Μπαν, σε ικετεύω...» είπε η Ίζαμπελ άθελά της, καθώς στην ουσία
δεν ήξερε τι του ζητούσε. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι εκείνος κρα-
τούσε στα χέρια του το κλειδί για κάτι ασύλληπτο και μαγικό.
Ο Μπαν ξάπλωσε πάνω της, άνοιξε τα πόδια της και την έκανε δική
του. Η έξαψή της μεγάλωσε, έτρεμε ολόκληρη καθώς εκείνος άρχισε
να βυθίζεται αργά μέσα της. Ανυπόμονα η Ίζαμπελ τον αγκάλιασε με
τους μηρούς της, πιέζοντάς τον να συνεχίσει, αλλά ο Μπαν δεν ήθελε
να βιαστεί, ήθελε να παρατείνει την απόλαυση. Το κορμί της σπαρ-
ταρούσε κάτω από το δικό του, η Ίζαμπελ ένιωθε το κύμα της ηδονής
ν' απλώνεται και ν' ανεβαίνει ψηλά παίρνοντας κι εκείνη μαζί του.
Δεν ήξερε πού την πήγαινε, ήξερε μόνο ότι ήθελε να φτάσει εκεί.
Πρώτη φορά στη ζωή της ήθελε κάτι τόσο πολύ.
«Άρχοντά μου, σε ικετεύω...»
Ο Μπαν άρχισε να κινείται πιο γρήγορα, το κύμα την παρέσυρε πιο
ψηλά προς μια απόκρημνη κορυφή. Ο Μπαν έσπρωξε πιο βαθιά μέ-
σα της και η Ίζαμπελ έβγαλε μια κραυγή έκστασης καθώς το κορμί
της τινάχτηκε σαν χορδή τόξου προς το μέρος του. Η έξαψή της πα-
ρέσυρε κι εκείνον, αλλά ο Μπαν κατάφερε να συγκρατηθεί για να φέ-
ρει και την Ίζαμπελ μαζί του. Και τότε αφέθηκε, εγκαταλείποντας τον
έλεγχο και έφτασαν μαζί στην κορυφή, μ' ένα κύμα ηδονής τόσο με-
γάλο που η Ίζαμπελ νόμιζε ότι Θα πέθαινε.
«Θεέ μου!»
Ο Μπαν έκλεισε τα μάτια του λαχανιασμένος, το σώμα του γυάλιζε
από τον ιδρώτα. Ανέκαθεν τον ερέθιζε αυτή η γυναίκα, αλλά τώρα
ήταν τελείως διαφορετικά. Ποτέ δεν φανταζόταν ότι υπήρχε η ηδονή
που μόλις είχε βιώσει. Κοίταξε το πρόσωπο της και την είδε να του
χαμογελάει, τα υπέροχα μάτια της είχαν σκουρύνει από το πάθος. Το
θέαμα ήταν πολύ αισθησιακό και διεγερτικό ταυτόχρονα , και υπο-
σχόταν και συνέχεια. Κι αυτό του δημιούργησε προσμονή. Μη θέλο-
ντας να την αφήσει ακόμη, έμεινε μέσα της κρατώντας τη στην αγκα-
λιά του.
Της χαμογέλασε. «Ήταν απίστευτο».
«Ναι, ήταν». Η Ίζαμπελ σκέφτηκε ότι δεν ήταν μόνο απίστευτο, ή-
ταν απερίγραπτο. Ένιωθε συνεπαρμένη . Ποτέ δεν περίμενε κάτι τέ-
τοιο. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβε πόσο στερημένος ήταν o πρώτος
της γάμος από κάθε άποψη. Δάκρυα έτσουξαν τα μάτια της. «Σ' ευχα-
ριστώ».
Εκείνος τη φίλησε τρυφερά. «Παρακαλώ».
Κεφάλαιο 14