Professional Documents
Culture Documents
Ο φωτογράφος Σεφέρης
Ο φωτογράφος Σεφέρης
Αγαπητές ακροάτριες και αγαπητοί ακροατές, σήμερα θα μιλήσουμε για μια άλλη ιδιότητα
του Γιώργου Σεφέρη, εκείνη του φωτογράφου.
Το 1950, κάνοντας ένα ταξίδι επιστροφής έπειτα από 36 χρόνια στη Σμύρνη και στο
πατρικό του στα Βουρλά, ο Γιώργος Σεφέρης θα σταθεί κάπου στον δρόμο Μούγλα -
Μαρμαρίς για να φωτογραφίσει έναν μικρό ερειπωμένο αρχαίο ναό, σκαλισμένο μέσα στην
πέτρα τεράστιου βράχου.
Ο φακός καταγράφει τη στιγμή και στο μαυρόασπρο φιλμ αποτυπώνεται, φωτισμένο από
τον ήλιο, ό,τι καλύτερο έχει να δείξει αυτό το ταπεινό μνημείο: το ιωνικό κιονόκρανο που
στέκεται ακόμα ψηλά, με τους χαριτωμένους του έλικες να υπενθυμίζουν την ταυτότητά
του. Πρόκειται για μία μόνο από τις 2.500 φωτογραφίες του ποιητή που υπάρχουν στο
Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης ύστερα από τη δωρεά της Μαρώς Σεφέρη το 1984 και
της κυρίας Άννας Λόντου το 1999. Τώρα, ένα μικρό μέρος από αυτές, προσεκτικά
επιλεγμένο, θα γίνει γνωστό και στο Μιλάνο χάρη στην έκθεση που θα εγκαινιαστεί στην
κεντρική βιβλιοθήκη της πόλης.
Ο Σεφέρης ήθελε, λοιπόν, να κάνει «ωραίες» φωτογραφίες, όχι από τις άλλες, τις
επιτηδευμένες. Τον ενδιαφέρει η καθαρή φωτογραφία, η εύστοχη, η σωστά καδραρισμένη
λήψη και ελάχιστα ή καθόλου η καλλιτεχνία, η αόριστη υποβολή, η σκηνοθεσία». Το
αποτέλεσμα είναι «πολλές από τις φωτογραφίες του να μοιάζει πως έχουν βγει ατόφιες
μέσα από τον κόσμο της ποίησής του».
Η αλήθεια, πράγματι, είναι ότι παρατηρώντας τις φωτογραφίες του Σεφέρη νιώθει κάποιος
ότι πρόκειται για «σημειώσεις», για ένα άλλο είδος ημερολογίου, παραστατικό και άμεσο.
Γιατί ο ποιητής γνωρίζει πως η φωτογραφία, πέρα απ' όλα τα άλλα, μπορεί να ανακαλέσει
εικόνες, συναισθήματα, κάποια περιστατικά που ξεχάστηκαν, κάποιες λέξεις που ειπώθηκαν
και έσβησαν. Ένα μικρό γράμμα «φ» λοιπόν, που προστίθεται στις σημειώσεις του,
υποδηλώνει την ύπαρξη σχετικών φωτογραφιών.
Από τη Μέση Ανατολή, όπου καταφεύγει με την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση, προέρχεται
ένας μεγάλος αριθμός φωτογραφιών του Γιώργου Σεφέρη, ο οποίος φαίνεται να εστιάζει
τον φακό του με επιμονή στα ερείπια των ελληνιστικών βασιλείων των απογόνων του
Αλέξανδρου, στα βυζαντινά μοναστήρια της Καππαδοκίας και σε τόπους ιστορικούς,
αναζητώντας τρόπο να τα κάνει να «μιλήσουν».
Η Κύπρος θα τον συγκλονίσει. Από τα τρία ταξίδια που θα κάνει στο νησί θα προκύψει
μεγάλος αριθμός φωτογραφιών. Σαν να θέλει να καταγράψει κάθε σπιθαμή του. Τοπία,
μνημεία, επιγραφές, πρόσωπα αποτελούν γι' αυτόν μαρτυρίες ότι «η Κύπρος είναι ένας
τόπος όπου το θαύμα λειτουργεί ακόμη», όπως λέει. Οι εικόνες του, άλλωστε, θα αποδειχτεί
ότι παρακολουθούν στενά τις εγγραφές των ημερολογίων του για τα χρόνια κατά τα οποία
γράφονται τα ποιήματα της συλλογής.
Οι άγνωστοι άνθρωποι, όμως, είναι αυτοί που κυρίως τραβούν την προσοχή του. Τους
συναντά στα ταξίδια του, πρόσωπα τραχιά, σκαλισμένα από τον χρόνο, χέρια σκληρά
δουλεμένα στη γη, και φαίνεται σαν να θέλει να τους κρατήσει για πάντα στη μνήμη του.
Στην έκφρασή τους αναζητεί στοιχεία από τη ζωή τους, στη στάση τους την περιπέτειά
τους πάνω στη Γη. Κάποιες φορές μάλιστα σημειώνει και τα ονόματά τους. Και έτσι
γρήγορα αποδεικνύεται ότι το ενδιαφέρον του φωτογράφου Σεφέρη είναι περισσότερο
ανθρωποκεντρικό παρά αρχαιολατρικό.
Όπου πηγαίνει άλλωστε θα έχει μαζί του τις μηχανές του (δυστυχώς, δε σώζεται καμία), ένα
φωτόμετρο και ένα τρίποδο, υπεραρκετά εργαλεία για την απλότητα και την καθαρότητα
που επιζητεί. Δεν θα εμφανίσει ποτέ τις φωτογραφίες του ο ίδιος - προτιμά να τις στέλνει
σε εργαστήρια - αλλά θα ταξινομήσει με επιμέλεια τα αρνητικά και τις ίδιες, συνοδεύοντάς
τα με λιγόλογες πλην σαφείς σημειώσεις για τον χρόνο, τον τόπο, τα συναισθήματα που
του γέννησαν, τις σκέψεις που του προκάλεσαν.