Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 94

ΜΑΝΟΣ ΚΟΝΤΟΛΕΩΝ

ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________

www.openbook.gr

Κι η σιδερώστρα έκοβε
την τηλεόραση στα δυο

Διηγήματα και Πεζογραφήματα

Μάνος Κοντολέων

Ξαρακαλούμε σκεφτείτε το περιβάλλον πριν εκτυπώσετε

2_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ Β΢Ν
____________________________________________________________________________________________

Κι η σιδερώστρα έκοβε την τηλεόραση στα δυο


Διηγήματα και Πεζογραφήματα

ISBN 978-618-84176-2-5

2019

Ώνοικτή ΐιβλιοθήκη & Κάνος Θοντολέων

Πρώτη έκδοση: Θαστανιώτης (1982)

Επιμέλεια έκδοσης: Αιάννης Σαρσάρης

Φωτογραφία εξωφύλλου:
Ρου Sam Ellis από το Unsplash [ Γλεύθερη πνευματικών δικαιωμάτων ]

Ρο έργο ―Κι η σιδερώστρα έκοβε την τηλεόραση στα δυο” του Κάνου
Θοντολέων διανέμεται ελεύθερα στο διαδίκτυο σε μορφή ψηφιακού βιβλίου
υπό άδεια Creative Commons

[ Ώναφορά δημιουργού - Κη Γμπορική Τρήση – ΋χι παράγωγα έργα ]

3_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________

Αια το βιβλίο:

Ε συλλογή διηγημάτων "Θι η σιδερώστρα έκοβε την τηλεόραση στα δυο" είναι η
πρώτη εμφάνιση του Κάνου Θοντολέων στο είδος αυτό της πεζογραφίας.

Θυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1982 από τις Γκδόσεις Θαστανιώτη.

Ρα κείμενα της συλλογής δημιουργούν μικρά πορτραίτα ανθρώπων που


κυκλοφορούν ανάμεσά μας, μέσα στα όρια μιας αστικής περιοχής, έτσι όπως
ορίζεται από μια σιδερώστρα και μια οθόνη τηλεόρασης.

Στην έκδοση αυτή, έχουν προστεθεί ως συμπλήρωμα και δυο ακόμα διηγήματα
που αποτελούν και την πρώτη εμφάνιση του ΚΘ στα ελληνικά γράμματα. Ξαρά
την εμφανή συγγραφική τους 'αμηχανία', ο δημιουργός τους δεν θέλησε να τα
αφήσει ...έκθετα. Θι άλλωστε θεωρεί πως θεματικά μπορεί να θεωρηθούν
πρόδρομοι των όσων μετέπειτα ακολούθησαν και χαρακτηρίζουν τις
συγγραφικές εμμονές του.

4_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ Β΢Ν
____________________________________________________________________________________________

Κάνος Θοντολέων

Αεννήθηκε στην Ώθήνα και σπούδασε Συσική


στο Ξανεπιστήμιο Ώθηνών.

Αράφει μυθιστορήματα, διηγήματα, μικρές


ιστορίες και παραμύθια. Ξαράλληλα
ασχολείται με την κριτική της λογοτεχνίας.
Πυνεργάτης περιοδικών, εφημερίδων καθώς
και του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης.
Έργα του έχουν μεταφραστεί και
κυκλοφορούν στη Ααλλία, στη Αερμανία και
στην Ραϋλάνδη.

Έχει τιμηθεί δύο φορές με Θρατικό ΐραβείο,


έχει πολλές φορές βραβευτεί από τον Θύκλο του Γλληνικού Ξαιδικού ΐιβλίου,
την Γταιρεία Γλλήνων Ιογοτεχνών και το 2002 ήταν υποψήφιος για το
Βιεθνές ΐραβείο Άντερσεν.

΢πήρξε για χρόνια αντιπρόεδρος του ελληνικού τμήματος της Unicef, όπως
και κατά καιρούς μέλος του Β.Π. της Γταιρείας Πυγγραφέων, των επιτροπών
Γλληνικών Θρατικών ΐραβείων και του Ξεριοδικού Βιαβάζω και Ξρόεδρος
των Γπιτροπών Θρατικών ΐραβείων Ξαιδικής / Λεανικής Ιογοτεχνίας και
Γικονογράφησης της Θύπρου.

Ξερισσότερες πληροφορίες :
www.kontoleon.gr
manoskontoleon2.blogspot.com

5_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________

Ξεριεχόμενα:

Γγώ κι εκείνος ή εκείνος κι εγώ 9_

Θι η σιδερώστρα έκοβε την τηλεόραση στα δυο 19_

΋σα ξέρει ο νοικοκύρης... 23_

Ώσήμαντο 27_

Νι καθαρίστριες στα δημόσια ουρητήρια δεν έχουν φύλο 28_

Ξάμε να φάμε σήμερα στο Θαβούρι; 32_

Έτσι… 37_

Κε την ευκαιρία της άφιξη της θείας από το Ιος Άντζελες, ή το


38_
ανάποδο

Ώυτό δεν είναι διήγημα, ούτε εγώ ξέρω τί είναι! 44_

Ένα κείμενο ψυχογραφικό και ατέλειωτο κι άλλο ένα


47_
επεξηγηματικό και συνδετικό

Ε εκδρομή 52_

Ρα σκυλιά ράτσας δεν έχουν το ένα αυτί πεσμένο και τ’ άλλο


60_
όρθιο

Σανή 67_

Ξώς και γιατί δεν έγραψα ένα διήγημα 70_

Γ, αυτό πια! 72_

Ρα στερνά 76_

Τίμαιρα 85_

6_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ Β΢Ν
____________________________________________________________________________________________

΢τη μητέρα

7_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________

8_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ Β΢Ν
____________________________________________________________________________________________

Γγώ κι εκείνος ή εκείνος κι εγώ

Τ
ΛΦΡΗΙΏ ΘΏΗ ΘΙΓΗΠΝ΢ΟΏ κι εκείνο το ξεθωριασμένο κομμάτι του
καθρέφτη, το κρεμασμένο πάνω στον ασβεστωμένο τοίχο, να
αντανακλά τσαλακωμένα σεντόνια και παλιές, τριμμένες
κουβέρτες. Ν ήλιος μετά από καμιά ώρα θ’ άρχιζε να γλείφει το ρετιρέ τής
απέναντι πολυκατοικίας, μα μέσα στο δικό του το διαμέρισμα —ισόγειο
στον ακάλυπτο χώρο— είναι αμφίβολο αν κατάφερνε ποτέ να χώσει τις
αχτίνες του — ίσως εκεί κατά τις δώδεκα ή τις μία, εκείνος δεν το ήξερε, ποτέ
του δεν ήταν τέτοια ώρα στο σπίτι, μοναχά τις Θυριακές.

...Κα τις Θυριακές συνηθίζω να τρώγω στην Φμπέρζ, αν δεν έχουμε


πάει από το Πάββατο στον Ξαρνασσό για σκι ή στο Όδρα Κπήτς με το
κότερο και μερικούς φίλους.

Έκλεισε το ξυπνητήρι, κάθισε στο κρεβάτι, έψαξε για τις κάλτσες, τις
βρήκε, τις φόρεσε, έπειτα το παντελόνι, έβγαλε το φανελένιο σακάκι της
πιζάμας, το πουκάμισο κόλλησε στο δέρμα του την υγρασία της νύχτας,
σήμερα ήταν Ρετάρτη, δε χρειαζότανε ξύρισμα, τρεις φορές την εβδομάδα
ήταν αρκετές, είχε αραιά γένια, φυτρώνανε κι αργά —ευτυχώς!— το νερό
βγήκε παγωμένο από τη βρύση κι έπεσε πάνω στο νιπτήρα, το μάζεψε
μέσα στις παλάμες του, έβρεξε βίαια το πρόσωπό του, μετά έπλυνε τα
δόντια του και σκούπισε τα χέρια στην πετσέτα, έπειτα ξεκούμπωσε τα δυο
τελευταία κουμπιά του παντελονιού και ήταν το κάτουρό του αχνιστό, το

9_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________

μόνο ζεστό εκεί μέσα — το καλοριφέρ το ανάβανε εφτά με εννιά το βράδυ κι


όχι πάντα. Θαφέ σήμερα δε θα προλάβαινε να ψήσει, είχε αργήσει. ΐγήκε
στο δρόμο μασουλώντας ένα παξιμάδι και τα ψίχουλα πέφτανε πάνω στα
πέτα της γκρίζας καμπαρντίνας του, Λοέμβρης ήταν κι έκανε κρύο. Πτη
στάση καμιά δεκαριά ακόμα περιμέναν το λεωφορείο, στο διπλανό
περίπτερο στοίβα οι πρωινές εφημερίδες. Βηλώσεις, πραξικοπήματα,
φόροι, εγκλήματα, τα ίδια και τα ίδια και ο θρύλος Νλυμπιακός ξέσκισε...
Πήκωσε τους ώμους του. Έτσι ασυναίσθητα. Ώδιαφορούσε για όλα. Ρο
λεωφορείο φάνηκε στη στροφή με τα φώτα του ακόμη αναμμένα.

...Θαι η Σαίδρα τράβηξε τις κουρτίνες. Αύρισε προς το μέρος μου,


«Ώγάπη μου, δες τί όμορφα που είναι!», και με ξύπνησε για τα καλά το φιλί
της. Θοίταξα έξω από τα τζάμια. Νι κορυφές των δέντρων του εθνικού
κήπου διώχνανε από πάνω τους τη βραδινή πάχνη. «Κα τι έπαθες και
σηκώθηκες τέτοια ώρα;», τη ρώτησα, κι εκείνη «Ζέλω να κάνουμε έρωτα, γι’
αυτό!», τα χείλια της δαγκώσανε τα δικά μου...

Κε το απότομο φρενάρισμα του λεωφορείου, η τσάντα που κρατούσε


η γυναίκα στο διπλανό κάθισμα έγειρε κι ακούμπησε πάνω στη γάμπα του.
Έσκυψε, τη σήκωσε, την έδωσε πάλι στη γυναίκα. Ρην παρατήρησε. Ακρίζα
μαλλιά και άχρωμα χείλια, μάτια θολά ακόμα από τον ύπνο, το στόμα της
έβγαζε μια μυρωδιά σκόρδου. Πηκώθηκε, είχανε φτάσει στο τέρμα.
Ξροσπάθησε να αποφύγει ένα μηχανάκι, έπειτα έστριψε τη
Πωκράτους, έκοψε από τη στοά, έφτασε στο χτίριο, εφτά και δύο έλεγε το
ρολόι στο άδειο θυρωρείο, το ασανσέρ δε λειτουργούσε, τρία πατώματα με
τα πόδια, εφτά και πέντε καθότανε πίσω από το τραπέζι του. «Ώυτό είναι το
γραφείο σας!», του είχανε δείξει τη θέση του πριν δέκα χρόνια, τότε που
πρωτόπιασε δουλειά στις «Γισαγωγές - Γξαγωγές - Αενικό Γμπόριο» του

10_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ Β΢Ν
____________________________________________________________________________________________

Ώλέκου. Ρη Ιίτσα δεν την είχε βρει εκεί. ΋χι! Ήρθε στο χρόνο πάνω, όταν οι
δουλειές αυξήθηκαν και χρειαζόντουσαν μια δαχτυλογράφο. Ρώρα αυτός
κρατούσε τους λογαριασμούς, πήγαινε σε τράπεζες και υπουργεία, η Ιίτσα
είχε το αρχείο και δαχτυλογραφούσε τις προσφορές, ο Ώλέκος έβαλε ξύλινο
χώρισμα μπροστά από το γραφείο του για να δείχνει πως αυτός είναι το
αφεντικό, να μπορεί και να πασπατεύει πιο άνετα τα πισινά της Ιίτσας —οι
πρόστυχοι!— λες και τον ντρεπόντουσαν, το χώρισμα τους μάρανε.
«Θαλημέρα!», μπήκε η Ιίτσα κι εκείνο το βαρύ της άρωμα —μα, στο
θεό της, τέτοια μυρωδιά αξημέρωτα!— κάθισε πάνω στα χαρτιά, τα
γραφεία, πάνω στην γκρίζα καμπαρντίνα και τρύπωσε στα ρουθούνια του
μέσα.

...Έπειτα ήρθε δίπλα μου. «Κε κουμπώνεις;», και μου γύρισε τη ράχη.
Ρράβηξα το φερμουάρ μέχρι τη βάση του λευκού λαιμού της κι ακούμπησα
τα χείλια μου πίσω από το δεξί της αυτί. Κικρά μπιμπίκια τρέξανε πάνω στο
δέρμα της και η γλυκιά μυρωδιά τού αφρόλουτρου άρχισε να με ζαλίζει. Ρα
χέρια μου περπάτησαν πάνω στο κορμί της. «Άταχτε!», γέλασε και μου
ξέφυγε. «Ώφού το ξέρεις πως στις δέκα έχω σύσκεψη με τους δικηγόρους
μου και τώρα έχουν περάσει οι εννιάμιση! Άταχτε!». Ρί ανάλαφρο που ήταν
το γέλιο της.

Ε Ιίτσα καλημέρισε ναζιάρικα τον Ώλέκο κι αυτός της πρόσφερε την


πρωινή τυρόπιτα. Πυνάμα της έκλεισε το μάτι, εκείνη τον ακολούθησε πίσω
από το ξύλινο χώρισμα και το τηλέφωνο έπρεπε να χτυπήσει έξι φορές πριν
το σηκώσουν, ενώ ήτανε δίπλα τους, έτσι να απλώνανε το χέρι θα το
πιάνανε.
Άκουσε τον Ώλέκο να μιλά. Ζα ήταν κανείς πελάτης από την επαρχία,
οι ξένοι τηλεφωνούν πιο αργά, κατά το μεσημέρι. Νι ξένοι! Άραβες, Ηταλοί

11_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________

και Ρούρκοι που βιαζόντουσαν να πουλήσουν και να αγοράσουν φτηνές


κολόνιες, προφυλαχτικά και ψευτοστολίδια, αφού πρώτα τα κλείνανε μέσα
σε κούτες με πάνω τυπωμένη τη σφραγίδα Made in England, USA, France
ή Japan.
Ε Ιίτσα βγήκε από το χώρισμα, ο Ώλέκος την έδιωξε —άκου!—
χαμήλωσε και τη φωνή του, για τίποτε λαθραία τρανζίστορ και ρολόγια θα
είχε να κουβεντιάσει.
«Ρί έκανες χτες βράδυ;», τον ρώτησε η Ιίτσα, έτσι γιατί βαριότανε να
πιάσει από τώρα δουλειά.

...Έφαγα στα «Λησιά». Θάποιος φίλος από το εξωτερικό μάς έκανε το


τραπέζι. Γγώ το Τίλτον το βαριέμαι. Ξολύ εμπορική και σνομπ ατμόσφαιρα.
Ξροτιμώ εκείνες τις γωνιές με την απαλή μουσική και τα λιγοστά τραπέζια.
Κα οι επιχειρήσεις της Σαίδρας απαιτούν μερικές παραχωρήσεις. Ώς είναι!
Θαλώ φάγαμε. Σύγαμε γύρω στις μία. Πχετικά νωρίς. Κα τί να πεις με
κάποιο γνωστό που τον βλέπεις δυο φορές το χρόνο και πρέπει να του
δείχνεις συνέχεια το τυπικό χαμόγελό σου;

«Ρί έκανες χτες βράδυ;», ξαναρώτησε η Ιίτσα.


«Ξήγα κινηματογράφο».
«Γίδες κανένα καλό;».
Άφησε το στυλό πάνω στα χαρτιά του.
«Έτσι κι έτσι. Έπαιζε ο Λτελόν».
Ε Ιίτσα αποφάσισε να περάσει την πρώτη κόλλα της μέρας στη
γραφομηχανή της.
«Θούκλος ο Λτελόν! Έ;», είπε κι άρχισε να χτυπά τα πλήχτρα.
Ώυτός δεν απάντησε, βιάστηκε να σκύψει πάνω στα χαρτιά του, ο
Ώλέκος έκλεινε το τηλέφωνο.

12_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ Β΢Ν
____________________________________________________________________________________________

...«Ώνοησίες! Ώφού σου λέω πως ο ιδιοχτήτης του κινηματογράφου με


διαβεβαίωσε πως δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος», είπα και κοίταξα το rolex
μου. «Έλα τώρα, αγάπη μου, πρέπει να κλείσω. Σιλιά! Π’ αγαπώ!». Άφησα
το ακουστικό. Πτράφηκα στον καθρέφτη για μια ακόμα φορά. Κ’ έδειχνε
όμορφο! Ταμογέλασα. Ξολύ όμορφο! «Σαν, φαν, φαν, πώς του πάνε τα
μπουφάν...», σιγοτραγούδησα και τράβηξα το φερμουάρ και πέρασα το
κασκόλ γύρω από το λαιμό. Πτο χολ με περιμένανε οι δυο σωματοφύλακες.
Αεροδεμένα παλικάρια. Πίγουρα τα μπράτσα τους θα άντεχαν την πίεση του
πάθους των θαυμαστριών μου. Ρί κρίμα να μην έχω δίπλα μου τη Σαίδρα.
Ρί κρίμα! Κα αυτός ο διαβολόκαιρος! Ρα χιόνια κλείσανε το δρόμο της
Γκάλης και με τέτοιο άνεμο τα ελικόπτερα δεν μπορούν να πετάξουν.
Ταμογέλασα και πάλι. Λαι, η ζήλεια της Σαίδρας ήταν ικανή να την κάνει
μέχρι ελικόπτερο να χρησιμοποιήσει για να βρίσκεται κοντά μου μια τέτοια
βραδιά. Ρο εκκρεμές στο χολ χτύπησε εννιά. Ά, στ’ αλήθεια, είχα αργήσει για
την πρεμιέρα τής τελευταίας μου ταινίας. ΐγήκα στο διάδρομο. Ν ένας
σωματοφύλακας κρατούσε την πόρτα του ασανσέρ ανοιχτή...

«Ξοιός είναι ο κούκλος;», ρώτησε ο Ώλέκος κι άναψε το τσιγάρο τής


Ιίτσας.
«Ν Λτελόν», του εξήγησε αυτή.
«Θαλός είναι!», συμφώνησε μαζί της ο Ώλέκος.
«΋χι και κούκλος!», διαφώνησε, αναίτια, εκείνος.
«Ρί, δε σ’ αρέσει;», ξεφώνισε η Ιίτσα.
Γκείνος ήθελε ν’ απαντήσει μ’ ένα ξεκάθαρο «όχι!», μα δεν είπε τίποτε.
«Έ, εσύ πια όλους τους βρίσκεις παρακατιανούς! Θρίνεις με μέτρο τον
εαυτό σου!», χαχάνισε τώρα η Ιίτσα και ο Ώλέκος πήγε δίπλα του, έσκυψε
πάνω από τον ώμο του, «Ξονηρέ!», είπε, «Έκφυλε!» και γέλασε. «Πε είδα χτες

13_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________

το βράδυ που κοντοστεκόσουνα μπροστά στο μπουρδέλο, δυο τρεις


δρόμους πιο κάτω από δω, δεν είναι;», και τον χτύπησε στη ράχη. «Κα δεν
μπορούσα να καθυστερήσω για να σε περιμένω, να μού ’λεγες, όταν θα
’βγαινες, τις εντυπώσεις σου. Ιέγε, τώρα! Άξιζε; Πίγουρα θα κάνει ειδικές
παραχωρήσεις σε σένα για να την επισκέφτεσαι. Έτσι;», και γέλασε πάλι και
τον χτύπησε ξανά στη ράχη και η ματιά του έγνεψε στη Ιίτσα.
«Κα, δεν ντρεπόσαστε! Θάνουνε μπροστά σε μια γυναίκα τέτοιες
κουβέντες;», διαμαρτυρήθηκε —δήθεν— εκείνη.
«Ξουτάνα!», σκέφτηκε, «Αύναιο!», και σηκώθηκε όρθιος. «Ξάω στην
τράπεζα!», είπε για να σταματήσει την κουβέντα, τί να απαντήσει, δηλαδή,
και πώς στο διάβολο έτυχε να βρεθεί ο Ώλέκος στο δρόμο του κείνη τη
χτεσινοβραδινή ώρα; Θαλά που δε στάθηκε να τον περιμένει, γιατί τότε θα
’βλεπε πως δεν μπήκε —μονάχα κοντοστάθηκε, έτσι στα κλεφτά— δίσταζε,
πάντα δίσταζε, μια ζωή ολάκερη πάντα δίσταζε, δεν τολμούσε, φοβόταν να
προχωρήσει και σ’ αυτό και σε κείνο και στο άλλο. Θαι μετά από λίγα λεπτά
ήταν που χώθηκε στον κινηματογράφο, χωρίς να δει τί παίζει, ακόμα μέσα
στα μάτια του έλαμπε το κόκκινο φωτάκι που δεν τόλμησε —μέχρι πότε!—
να πατήσει και γι’ αυτό μπήκε στον κινηματογράφο, μέσα στο σκοτάδι
ένιωθε όμορφα, άνετα, γαλήνευε, μπορούσε και να φεύγει, να
διασκορπίζεται μέσα στις εικόνες, τον τράβαγαν μαζί τους εκείνες οι
φωτεινές δεσμίδες που ξεκίναγαν κάπου πάνω από το κεφάλι του, απ’
εκείνο το καμαράκι που λες και ήταν κολλημένο στο ταβάνι του σινεμά,
ήξερε πως ο μηχανικός ήταν εκεί μέσα, μα ποτέ του δεν είχε μπει, ακόμα κι
αν τον προσκαλούσανε —που λέει ο λόγος— πάλι δε θα έμπαινε, θ’
αρνιόταν.
Σόρεσε την καμπαρντίνα του, βγήκε στο πεζοδρόμιο, τα αυτοκίνητα
διέσχιζαν κάθετα, οριζόντια, διαγώνια, κυκλικά την πλατεία, οι άνθρωποι
τον σκουντούσαν από πίσω, από μπρος, από πλάγια, δίπλα στο δεξί του

14_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ Β΢Ν
____________________________________________________________________________________________

παπούτσι μια πρασινοκίτρινη ροχάλα ξεραινότανε, δεν κάπνιζε μα θα ήθελε


να είχε ένα αναμμένο τσιγάρο στα χέρια για να το σβήσει πάνω στο
πρόσωπο αυτού του νεαρού με τα τζιν, ανάμεσα στα βαμμένα μαλλιά
εκείνης της σαραντάρας που χάζευε τη βιτρίνα με τις οικιακές συσκευές, να
το έχωνε —έτσι αναμμένο— μέσα στο στόμα αυτού του τύπου με το μούσι
—λες κι ήτανε δίδυμος αδελφός του Ώλέκου, τόσο πολύ μοιάζανε— μα δεν
είχε τσιγάρο, δεν κάπνιζε.
«Βε θέλω να πεθάνω!», διαφημίζανε οι αφίσες πάνω στο φράχτη που
περικύκλωνε το γιαπί της γωνίας. Ε καινούργια ταινία τού... Ξροσπέρασε.
Βεν πρόσεξε το όνομα. Ρί σημασία έχει ποιος ήταν. «Βεν ήθελε να πεθάνει!»,
δήλωνε και ήταν μια εξέγερση η δήλωση αυτή. Ε δική του ζωή ήταν
ολάκερη μια υποταγή σε ασφυχτικά, οδυνηρά, επώδυνα «δεν». Βε χόρτασε,
δε σπατάλησε, δεν τόλμησε, δεν αγάπησε, δεν ερωτεύτηκε, δεν έκανε
έρωτα, δε γάμησε — ούτε καν αυτό.
Έξω από την τράπεζα έπεσε πάνω σε μια διαδήλωση. Σωνές, πανό,
ρυθμικά συνθήματα. Πτριμώχτηκε πίσω από ένα κιόσκι —λαχεία, στυλό,
αναπτήρες, γυαλιά— τα πανό ανηφόρισαν τη Πταδίου, πλησίασε την
είσοδο του υποκαταστήματος, έσπρωξε την κρυστάλλινη πόρτα, στις
εξαγωγές είχε ουρά, στάθηκε πίσω από τον τελευταίο, μια ούρα
ορθοστασία τον περίμενε και τα παπούτσια του τον στενεύανε, τρία χρόνια
τά ’χε κι ακόμα τον ταλαιπωρούσαν, ήταν και σκονισμένα σήμερα, αν τα
παρατηρούσε κανείς θα σκεφτότανε πως σίγουρα από μέσα τα πόδια του
θα βρωμούσαν, τέτοια εντύπωση δίνανε.

...»Θαλά, αφού το ξέρεις πως σε μας τους ηθοποιούς κάτι τέτοιες


εκδηλώσεις φανατικού ενθουσιασμού μας κολακεύουν», είπα κι άφησα το
ποτήρι με το Courvoisier πάνω στο τραπεζάκι. Νι φλόγες από το τζάκι,
χάριζαν στα κατάμαυρα μαλλιά της κόκκινες λάμψεις. Θουλουριάστηκε

15_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________

πάνω στο χαλί, ακούμπησε τη ράχη πάνω στο: γόνατά μου. «Ρο ξέρεις πως
ζηλεύω!», μου χαμογέλασε. «Ώισθάνομαι πως σε μοιράζομαι με όλες τις
γυναίκες της Αης!», μέσα στα μαβιά μάτια της ο πόθος κραύγασε την
παρουσία του.
Άφησα την πολυθρόνα, ξάπλωσα δίπλα της πάνω στο χαλί. Έξω οι
νιφάδες ξανάρχισαν να πέφτουν, «Θαλά που πρόλαβα να έρθω. Πε λίγο οι
δρόμοι θα ξανακλείσουν. Θαι μ’ αρέσει να είμαι δίπλα σου!», της ψιθύρισα
ενώ τα δάχτυλά μου ξεκούμπωναν τη ζακέτα της.
Ρρίφτηκε πάνω μου, «Ζέλω να χιονίσει, θέλω να κλείσουν οι δρόμοι!
Έτσι θα είσαι μοναχά για μένα!», είπε και άφησε τα χέρια μου να της
βγάλουν και το πουκάμισο.
Θάποιο κούτσουρο φούντωσε στο τζάκι κι οι ρόγες στα στήθια της
φαντάξανε σαν δυο μικρά κοράλια.

«Ρο ξέρεις πως λείπεις δυο ώρες!», έβαλε τις φωνές ο Ώλέκος.
«Γίχε κόσμο», δικαιολογήθηκε εκείνος κι έσκυψε πάνω στα χαρτιά του.
«Κπορεί και να του ’τυχε και κανένα τυχερό!», χαχάνισε η Ιίτσα.
«Ών έγινε κάτι τέτοιο, τότε τυχερή θα ήταν η μικρή!», μπήκε κι ο Ώλέκος
στο παιχνίδι. «Μέρεις τι προσόντα έχει ο φίλος μας! Κην κοιτάς που δεν
φαίνονται, είναι κρυφά!».
Ρης Ιίτσας λες και της γαργαλούσανε τις πατούσες.
«Ρου φαίνονται! Ρου φαίνονται!», ξεράθηκε στα γέλια που να
ξεραινόντουσαν κι οι δυο τους.

...Θαι τότε άνοιξε η πόρτα, η Σαίδρα παρουσιάστηκε, «Γσύ εδώ;», της


είπα. Άπλωσε τα χέρια της, τα έκλεισα μέσα στις χούφτες μου, «Έλα!», μου
είπε, «Έλα!» και με τράβηξε έξω από το γραφείο. Ε Ιίτσα είχε μείνει με
γουρλωμένα μάτια και το τσιγάρο έπεσε από τα χέρια του Ώλέκου.

16_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ Β΢Ν
____________________________________________________________________________________________

Ρράβηξα τη Σαίδρα στο διάδρομο κι άφησα επίτηδες την πόρτα του


γραφείου ανοιχτή για να μας βλέπουνε μέχρι που θα φτάναμε στο
ασανσέρ. Αια να ζηλέψουν περισσότερο. Θαι την ώρα που πάταγα το
κουμπί κι άναβε εκείνο το κόκκινο βελάκι, τύλιξα το μπράτσο μου γύρω από
τη μέση της, κόλλησα το κορμί μου πάνω στο δικό της, τη φίλησα. Θι η
Σαίδρα έχει τα πιο κόκκινα χείλια του κόσμου, τα πιο υγρά.

«Θρύο κάνει σήμερα!», είπε η Ιίτσα και φόρεσε το παλτό της. «Γυτυχώς
που είναι Ρετάρτη και δε δουλεύουμε το απόγεμα. Αεια!», του πέταξε και
βγήκε.
Ν Ώλέκος θα την περίμενε στην είσοδο του διπλανού πάρκινγκ.
Πηκώθηκε κι αυτός. Έριξε μέσα στα συρτάρια χαρτιά, μολύβια,
συνδετήρες. Μεκρέμασε την γκρίζα καμπαρντίνα. Ρη φόρεσε. ΐγήκε στο
διάδρομο. Ξαραπάτησε. Ρο χέρι του ακούμπησε σ’ ένα πτυελοδοχείο.
Πιχάθηκε. Ρο στομάχι του τον τραβούσε. Θι όμως δεν πείναγε. Θάπου στην
Ώθηνάς αγόρασε μια τυρόπιτα. Ρη δάγκωσε. Θατάπιε δύσκολα δυο
μπουκιές. Ξέταξε την υπόλοιπη στο πεζοδρόμιο.
Πτην αφετηρία βρήκε κόσμο. Πτριμώχτηκε, έσπρωξε, μα δεν τα
κατάφερε να καθίσει. Θρεμάστηκε από τη χειρολαβή, σε κάθε φανάρι
έπεφτε πάνω στ’ αξύριστα μούτρα του διπλανού του.

...«Θαλά έκανες κι ήρθες να με πάρεις!», είπα και κατέβασα το


παράθυρο της BMW. Ν κρύος αέρας μου δρόσισε το μέτωπο. «Θαλά
έκανες!», ξανάπα και ένιωσα πόσο πολύ την είχα ανάγκη. Ε Σαίδρα γύρισε
προς το μέρος μου, τα δάχτυλά της χαϊδεύανε το τιμόνι, «Κα σ’ αγαπώ!»,
μου είπε.
Ρο σπίτι του ήταν σκοτεινό. Ρα ρολά κατεβασμένα. Γίχε κρύο κι
υγρασία.

17_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________

Ξέταξε τα παπούτσια κάτω από το κρεβάτι. Μεντύθηκε. Έμεινε γυμνός.


Ξήγε στο μπάνιο. Άνοιξε τη βρύση. Ρο νερό ήταν λιωμένος πάγος, δεν το
αισθάνθηκε. Πκουπίστηκε με την πετσέτα, την τύλιξε μετά γύρω από τη μέση
του —έτσι δεν είχε κάνει ο Λτελόν στη χτεσινή ταινία;— βγήκε από το μπάνιο.
Ξήγε πάλι στο δωμάτιο. Πτάθηκε μπροστά στο κρεβάτι, τα χέρια της
σκίσανε το μισόφωτο με την ασπράδα τους, «Έλα!», μου ψιθύρισε κι είχε
πόθο η φωνή της. Άφησε την πετσέτα να πέσει στο πάτωμα, παραμέρισε
την κουβέρτα, κυλίστηκε πάνω στα σεντόνια, έσφιξε μέσα στην αγκαλιά του
το μαξιλάρι, οι παλάμες του το πιέζαν βίαια, τα δόντια του δάγκωσαν το
ύφασμα, μια στυφή γεύση λαδωμένων μαλλιών κούρνιασε στον
ουρανίσκο μου, οι σπασμοί κυρίεψαν τους γοφούς, τα πόδια, το στήθος,
τα χέρια και «Ώγάπη μου!», βόγκηξα, «Ώγάπη μου!».

Καλοκαίρι 1967
Άνοιξη 1981

18_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ Β΢Ν
____________________________________________________________________________________________

Θι η σιδερώστρα έκοβε
την τηλεόραση στα δυο

Α
΢ΟΗΠΓ ΘΏΗ ΡΕΛ ΘΝΗΡΏΜΓ, είχε δυο καφέ μάτια, πράσινο ρίμελ στα
βλέφαρα, φορούσε πουκάμισο κίτρινο, μπλε φούστα, λευκά
παπούτσια —όχι, το πουκάμισο ήταν πορτοκαλί— μπορεί και να του
χαμογέλασε ελαφρά, αδιόρατα, μια διακριτική πρόκληση.
Ώυτός έριξε αλλού το βλέμμα και κάτι τράβηξε την καρδιά του —ίσως
το στομάχι— το φανάρι άναψε —ένας μικροσκοπικός Αρηγόρης— πέρασε
στην άλλη πλευρά της πλατείας, αυτή συνέχισε την Γρμού, χάθηκε.
Πτο περίπτερο ζήτησε τσιγάρα.
«Ξέντε φίλτρο».
«Βεν έχω».
«Ρότε αντινικότ σπέσιαλ».
Θαι πλήρωσε, ανηφόρισε το πεζοδρόμιο, κάτω από το κιόσκι εφτά
οχτώ ακόμη άτομα και το λεωφορείο μόλις έστριβε την ΋θωνος.
Θάθισε στις μονές θέσεις, άπλωσε στα πόδια του τη νάιλον σακούλα
—«Γλευθερουδάκης» ή «Γστία» έγραφε;— έβαλε από πάνω το μπορντό
τσαντάκι, ξεφύλλισε το βιβλίο, βρήκε τη σελίδα που είχε σταματήσει,
συνέχισε το διάβασμα, το Foco d’ Amor του ΐασιλικού ήταν.
Ρο λεωφορείο ξεκίνησε, ο οδηγός έπαιρνε άτσαλα τις στροφές,
φρενάριζε απότομα στις στάσεις, και στα φανάρια και τα γράμματα και οι

19_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________

αράδες μπλεκόντουσαν, τα μάτια του τον τσούζανε, έκλεισε το βιβλίο, μέσα


από το θαμπό τζάμι κοίταξε το δρόμο —κατεβαίνανε τη Πυγγρού—
αυτοκίνητα, αυτοκίνητα, αυτοκίνητα και μικρά δεντράκια, πολύχρωμες
φωτεινές ταμπέλες, ήθελε σε κάποιον κάτι να πει, όλοι άγνωστοι ήταν, αν
είχε ανταποδώσει το χαμόγελο στην κοπέλα με τα καφέ μάτια τώρα θα
κουβεντιάζανε πίνοντας γαλλικό καφέ στο «Βιόνυσο», μπορεί να είχανε ήδη
σχεδιάσει το πότε και το πού θα κάνανε έρωτα, αν... μα δεν ανταπόδωσε το
χαμόγελο. Αιατί; Ιόγοι πολλοί. Ε γυναίκα, τα παιδιά, η οικογένεια γενικά, η
κοινωνία γενικότερα. Ιόγοι πολλοί! Βικαιολογίες; Ξροφάσεις; Θι ένα ακόμα
χαμένο απόγεμα μέσα στους δρόμους μιας πόλης που έψαχνε κι αυτή να
βρει την ταυτότητα που της είχανε στερήσει.
«Ξότε την έχασε;», αναρωτήθηκε και σηκώθηκε, αρπάχτηκε από τη
χειρολαβή, χτύπησε το κουδούνι, το λεωφορείο σταμάτησε, κατέβηκε, ο
αγέρας ήταν ψυχρός —τέλος Λοέμβρη— και σκοτάδι, το λεωφορείο χάθηκε
στο βάθος μιας έρημης παραλίας.
Ξερπατούσε αργά, η πλαστική σακούλα χτυπούσε στο γόνατό του, το
μαύρο χερούλι της ήταν σκληρό κι άγριο στις γωνίες, του έκοβε την
παλάμη, κρύο έκανε, παγωνιά, δεν έλεγε να βρέξει.
Έπιασε τον εαυτό του να βραδαίνει το βήμα —γιατί;— ανώφελο, το
μόνο που θα κέρδιζε ήταν μερικά ακόμα χτυπήματα της σακούλας —
«Γλευθερουδάκης» ή «Γστία» έγραφε;— πάνω στο γόνατο.
Κπροστά στην είσοδο της πολυκατοικίας κοντοστάθηκε, άνοιξε το
τσαντάκι, ψαχούλεψε για τα κλειδιά. «Ξού στο διάβολο χωθήκανε!», έβρισε,
τα βρήκε, άνοιξε, το ασανσέρ ήταν στο ισόγειο, ανέβηκε στον τέταρτο.
Κέσα στο διαμέρισμα μισόφωτο —εκείνη η μπλε ανταύγεια της
τηλεόρασης— η κόρη του παρακολουθούσε «Κπένυ Τιλ», το μωρό
χτυπιότανε στο καρέκλι του, η γυναίκα του σιδέρωνε, στους τοίχους ράφια
με βιβλία, πάνω στο γραφείο το τηλέφωνο, το ημερολόγιο, κάτι κόλλες, μια

20_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ Β΢Ν
____________________________________________________________________________________________

φιλεναδίτσα της El Greco, φωτογραφίες από το περασμένο καλοκαίρι,


βιβλία αγγλικών... τους πήρε όλους στη σειρά και τους φίλησε, «Ρι κάνετε;».
Ώυτό το δωμάτιο το είχε φτιάξει για τον εαυτό του, έπειτα έκανε το λάθος να
τοποθετήσει την τηλεόραση —το μόνο λάθος; σκέφτηκε— και μια μυρωδιά
τού ερέθισε τα ρουθούνια. Ρο μεσημέρι κάτι τηγανητό είχανε φάει, ψάρια ή
κεφτέδες, αδύνατον να θυμηθεί.
Ρο σκυλί τρίφτηκε στα πόδια του, έσκυψε και το χάιδεψε μηχανικά στο
κεφάλι, έπειτα σήκωσε τον κορμό και «Ρί κάνετε;», ξαναρώτησε και
προσπάθησε να χαμογελάσει.
Ε μνήμη του θέλησε να επιστρατεύσει κάθε εικόνα οικογενειακής
ευτυχίας, γαλήνης, ζεστασιάς, καμιά δεν είχε τη μυρωδιά από ψάρια ή
κεφτέδες.
«Ξώς τα περάσατε;», μια ακόμα ερώτηση κι ακούμπησε τη νάιλον
σακούλα πάνω στο γραφείο — της «Γστίας» ήταν.
«ΐάλε το μωρό να κοιμηθεί, πες στην κόρη σου να πλύνει χέρια και
δόντια, μ’ έχει τρελάνει, αύριο δε θα σηκώνεται, θα με χτικιάσει... εσύ
γυρνάς... τις βόλτες σου... εγώ...».
Αύρισε και κοίταξε τη γυναίκα του. Ε ρόμπα πάνω από το νυχτικό, τα
μαλλιά αχτένιστα, τα πασούμια φαγωμένα από το σκυλί. Νικογενειακή
εικόνα για το αρχείο της μνήμης. Θι όμως ήταν κάποτε —θε μου, πριν πόσα
χρόνια;— τη θυμάται κάποιο απόγεμα, μπροστά στο άγαλμα του ΐύρωνα
που τον περίμενε, την είχε ξεχωρίσει μόλις κατέβηκε από το τρόλεϋ κι έτρεξε
κοντά της —θε μου, είχε συμβεί αυτό, κάποτε;— φορούσε ένα λευκό
φουστάνι, κατάλευκο, και καθώς την αγκάλιασε εκεί πάνω στο πεζοδρόμιο,
η μυρωδιά του Diorissimo κυριάρχησε στις αισθήσεις του και στα όνειρά
του. Ήταν κάποτε. Ξότε;
Ρο μωρό βρέθηκε στο κρεβατάκι του —ήταν αυτός που το έβαλε;— η
κόρη του έπλυνε τα δόντια της και γκρίνιαζε —ήταν αυτός που την

21_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________

καθησύχασε;— μετά στάθηκε στην πόρτα της κουζίνας, κοίταξε το


δωμάτιο, το «γραφείο» του, η οθόνη της τηλεόρασης κοβότανε στα δυο
από τη σιδερώστρα, ήθελε κάτι να πει στη γυναίκα του, σελίδες από το
Foco d’ Amor στριφογύριζαν στο μυαλό του —τί να πει;— άναψε τσιγάρο,
βγήκε στο μπαλκόνι, το κρύο του Λοέμβρη ήταν τραγικά δυνατό.
Ώκούμπησε τους αγκώνες στα κάγκελα, από κάτω ο δρόμος, απέναντι
τα σπίτια, στο βάθος μια πόλη που κάποτε σχεδιάζανε να την κάνουνε δική
τους, και τότε σκέφτηκε να δρασκελίσει τα κάγκελα, ίσως άξιζε να δοκιμάσει
αν τα χέρια του μπορούσανε να γίνουν φτερά —διαφορετικά αύριο θα
ξύπναγε από τις έξι για να πάει στο γραφείο— ναι, άξιζε, ίσως και να
δοκίμαζε, μα ο σκύλος τρίφτηκε στα πόδια του, έσκυψε και πρόσεξε τα
μάτια του, ήταν πολύ, πολύ βαθιά, κάτι του λέγανε — ανοησίες, σκυλίσια
μάτια, τί μπορεί να λέγανε.
«Κα τί στο διάβολο μου ήρθε και πήρα σκύλο!», φώναξε, το κρύο
τρύπησε το πετσί του και ξαναμπήκε στην κουζίνα.
Ρα χέρια του είχανε χάσει την ευκαιρία να γίνουν φτερά.
Θι η σιδερώστρα έκοβε —πάντα— την τηλεόραση στα δυο.

΢επτέμβριος 1981

22_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ Β΢Ν
____________________________________________________________________________________________

΋σα ξέρει ο νοικοκύρης...

Κ
Ώ ΡΗ ΓΗΛΏΗ αυτά που λες; Αιατί με κατηγορείς; Βηλαδή, τί έκανα;
Ξώς είναι δυνατό να έφταιξα εγώ που ο γιος μου έγινε —κατά
τα λεγόμενά σου, βέβαια— ομοφυ... —πώς το είπες;
ομόφυλο;— Ώ, ομοφυλόφιλος! Βεν ξέρω τί πάει να πει αυτή η λέξη, πρώτη
φορά την ακούω. Ών κατάλαβα καλά είναι κάτι σαν «τοιούτος», τους
«ντινγκιντάκηδες» που λέμε. Ήθελα να ’ξερα, λοιπόν, πώς το φαντάστηκες!
Γπειδή δεν είναι παντρεμένος; Θαι τί μ’ αυτό; Ν μόνος εργένης που υπάρχει;
«Αιατί να βάλω μπελάδες στο κεφάλι μου με παντρειές;», έτσι λέει. Θι έχει
δίκιο. Έχει εμένα, τη μάνα του, να τον καθαρίζω, να τον πλένω, να του
μαγειρεύω... Ών και ο ίδιος φτιάχνει κάτι φαγιά... μμ! Ρου έμαθα όλα τα
μυστικά της τέχνης μου για να μην τον ρίξει —αύριο που θα κλείσω τα
μάτια— το στομάχι του σε καμιά καπάτσα ανατολίτισσα και βάλει θηλιά στο
λαιμό του.
Ρου κάνω ακόμα κι οικονομία —με μια ρόμπα κι ένα ζευγάρι
παπούτσια βγάζω το χειμώνα— φτουρά ο μισθός του, βάζει κάτι στην
μπάντα για την κακιά ώρα. Ών ήταν παντρεμένος με καμιά από αυτές τις
σουσουράδες, τις μοντέρνες, όλος του ο μισθός θα πήγαινε στα λούσα
και στις ταβέρνες, στα μπουζούκια. Γγώ τί έξοδα έχω; Οούπι δεν το κουνώ
από το σπίτι. Ρο απόγεμα καθόμαστε στη βεράντα ή στο σαλονάκι. Θεντάω,
πλέκω, μαντάρω, αυτός διαβάζει την εφημερίδα, λέμε κανένα δικό μας,
ψιλοκουτσομπολεύουμε. Θι όλα αυτά μ’ ένα καφεδάκι. Ρο βράδυ βλέπουμε

23_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________

τηλεόραση, τώρα με την έγχρωμη που μ’ αγόρασε είναι πολύ πιο όμορφα,
περνάει το βράδυ με το τζάμπα, με το τίποτε. Θαι μη μου πεις πως ο Ρέλης
μου βαριέται τη συντροφιά της μάνας του —αλίμονο!— άλλωστε έρχεται κι
ο φίλος του και του κρατά συντροφιά. Γίναι καλό παιδί, μερικές βραδιές
παίζουμε κι οι τρεις χαρτιά, εγώ τους φτιάχνω τηγανίτες, κάθονται μέχρι
αργά, τους καληνυχτίζω, μετά τις δέκα τα μάτια μου κλείνουν, αυτοί είναι
πιο νέοι, το τραβούν μέχρι τα μεσάνυχτα, κλείνονται στο δωμάτιο του Ρέλη
μου και λένε τα δικά τους. Που λέω πως το παιδί μου όλα τά ’χει, τίποτε δεν
του λείπει. Κάνα, φίλος, διασκέδαση. Ρί είπες; Ξερίεργη αυτή η φιλία του
Ρέλη με τον Κίλτο; Ιοιπόν, άκου: Ζα σ’ το ομολογήσω μα θα μείνει μεταξύ
μας, έτσι; Ιοιπόν, εγώ έδωσα το λεύτερο στο γιο μου να φέρει μέσα στο
σπίτι το φίλο του. Γίναι μια σιγουριά να υπάρχει ένας άντρας στο σπίτι. ΋λο
και σε κάτι, θα τον χρειαστούν μια χήρα κι ένα ορφανό. ΋χι, ο Ρέλης μου
δεν αντέχει τις βαριές δουλειές, τις σκοτούρες, έχει αδύνατη κράση. Βεν
ξέρω, λοιπόν, τί λες εσύ, μα εγώ χάρηκα σαν είδα πως απόχτησε ένα
δυνατό άντρα για φίλο. ΐλέπεις, από τα παλιά είχα πάντα μια αγωνία. Ρί θα
γίνει το παιδί μου όταν εγώ κλείσω τα μάτια; Θάθε μάνα στη θέση μου το
ίδιο θα είχε στο νου της να τη σιγοκαίει. Ώς όψεται εκείνος ο αχαΎρευτος ο
πατέρας του που μας εγκατάλειψε για μια κωλοπετσωμένη Ζεσσαλονικιά.
Κας παράτησε, σου λέω, στους πέντε δρόμους. Ών και που ζούσε μαζί
μας... Καύρη ζωή! Μύλο, αντριλίκι και κέρατο με την ουρά. Καύρη ζωή! Ών
το καλοσκεφτείς, την ευτυχία τη γνώρισα από τη στιγμή που ξεπόρτισε.
Ώνάσανα. ΐέβαια, διαζύγιο δεν του έδωσα. Έλεγα πως έτσι δε θα ξέχναγε
ολότελα τις υποχρεώσεις του, πως όλο και κανένα λεφτουδάκι θα μας
έστελνε. Θι όταν θα ψόφαγε, θα τον κληρονόμαγα. Ώηδίες! Ρη δραχμή του
δεν την είδα ούτε από χίλια μέτρα μακριά. Θι όταν πέθανε —πάνε δέκα
χρόνια τώρα— τίποτε δεν κληρονόμησα. ΋λα του τα είχε ρουφήξει η
παστρικιά του.

24_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ Β΢Ν
____________________________________________________________________________________________

Έτσι που λες! Ώπόμεινα μονάχη μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά. Θι ήμουνα
αμάθητη στις δυσκολίες. Γμένα οι γονιοί μου στα όπα - όπα με είχανε.
Γυτυχώς που πέθαναν πριν δούνε το χαΎρι τού στεφανιού μου. Θαι τον
πήρα από έρωτα! Ώς είναι! Αιατί σ’ τα λέω τώρα αυτά; Ώ, ναι! Ώπό τότε, που
λες, κατάλαβα τί σημαίνει ένας άντρας στο σπίτι. Ώλλά άντρας
δουλευταράς. Λα σε φροντίζει, να ’ναι τρυφερά τα χέρια του όταν αγγίζει
το κορμί σου, τη δύναμή του να την αφήνει έξω από την πόρτα. Ένα τέτοιο
άντρα χρειαζόμουνα για μένα και τον Ρέλη μου. Κα εγώ ήμουνα άτυχη στη
ζωή. Άντρα προστάτη δε βρήκα. ΋σοι μου πέφτανε στο δρόμο ήταν άλλοι
του σκοινιού κι άλλοι του παλουκιού, που λένε. Ρο νου τους μοναχά στο
κρεβάτι κι έτσι κι είχε καμιά ζαρωματιά το πουκάμισο, σηκώνανε και το χέρι.
Έκανα η δόλια υπομονή, τί άλλο να ’κανα, παιδί είχα.
Ήθελα να το μεγαλώσω σαν πριγκιπόπουλο. Ήταν κι αρρωστιάρικο το
καημένο μου. Λα τα κρέατα, να τα ρούχα, να οι εξοχές, να τα φάρμακα! Κε
τί χρήματα; Ξώς τα ’βρισκα; Ένας θεός ξέρει! Έκανα υπομονή! Ρί άλλο νά
’κανα! Κοναχά τα βράδια έπαιρνα το αγόρι μου αγκαλιά και του ζητούσα
να μου ορκιστεί πως πάντα θα την αγαπά τη μανούλα του, πως ποτέ δε θα
την αφήσει μοναχή της, πως αυτός δε θα γίνει τέτοιος άντρας σκληρός κι
άδικος σαν τον πατέρα του, πώς... Ώχ, να ’βλεπες τα ματάκια του!
ΐουρκώνανε! «Ξοτέ! Ξοτέ!», ορκιζότανε και τα χεράκια του τυλίγανε το λαιμό
μου, το κεφαλάκι του κούρνιαζε στο στή0ος μου. Θοίτα τώρα τί θυμήθηκα
και μελαγχόλησα! Κα, ας είναι! Ρέλος καλό, όλα καλά, πού ’λεγε κι η μάνα
μου. Ν γιόκας μου δε με παράτησε στους πέντε δρόμους, δε μου έφερε
καμιά προκομμένη να κάνει κουμάντο στο σπιτικό μου. «ΐασίλισσα θα σ’
έχω!», μου έλεγε σαν ήτανε μικρός και διάβαζε τα παραμύθια. Βιάβαζε,
ξέρεις, πολύ! Ξροτιμούσε τα βιβλία από τις μπάλες, τα κυνηγητά και τ’ άλλα
παιχνίδια του δρόμου. Θι αν καμιά φορά έβγαινε έξω για να παίξει, «Ξρόσεξε
μη χτυπήσεις!», τον ορμήνευα κι αυτός μ’ άκουγε• ήσυχο, υπάκουο παιδί

25_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________

ήταν. Θαι που λες, λοιπόν, βασίλισσα μ’ έχει. Κέχρι και υπηρέτη μού ’φερε!
Ξοιόν; Κεταξύ μας αυτό, έτσι; Ν Κίλτος! Ρί νομίζεις πως είναι; ΢πηρέτης
μας. Ξάμε ταξίδι κι οι τρεις; Ώυτός κουβαλά τις βαλίτσες μας. Κένουμε στο
σπίτι, όλες τις βαριές δουλειές αυτός τις κάνει. Λα, τις προάλλες βούτηξε τα
χέρια του μέχρι τους αγκώνες στα σκατόνερα, για να ξεβουλώσει το
βόθρο. «Στιάχ’ του ένα καφεδάκι!», είπα στον Ρέλη μου κι αυτός του έψησε
έναν καφέ που μοσχοβόλησε ο τόπος. Ών φωνάζαμε υδραυλικό θα μας
έπαιρνε κανένα χιλιάρικο, ενώ μ’ ένα καφεδάκι...
Αι’ αυτό σου λέω! ΢πηρέτης! Ώχ, ας είναι καλά ο Ρέλης μου. Πτο τέλος
βρήκα την ησυχία μου. ΢πάρχει ένας άντρας να μας φροντίζει και ξέρω —
δεν είναι λίγο για μια μάνα— πως όταν κλείσω τα μάτια, το παιδί μου δε θα
μείνει αβοήθητο στη ζωή, δε θα τραβήξει τα δικά μου τα πάθη.
Θαι τώρα εσύ μου λες για ομοφυ... —πώς το είπες; όλο το ξεχνώ— γι’
αυτούς τους «ντινγκιντάκηδες». Ώμ δεν είσαι στα καλά σου! Ώλλά, πάλι, δε
σε κατηγορώ! Ξού να τα φανταστείς όλα τούτα;
ΐλέπεις, όσα ξέρει ο νοικοκύρης, δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος.

΢επτέμβριος 1981

26_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ Β΢Ν
____________________________________________________________________________________________

Ώσήμαντο

Κ
ΗΏ ΝΚΝΟΣΕ ΚΓΟΏ. Λοέμβρης είναι. Θι ένας κατακάθαρος ήλιος
κι ένα κρύο, ίσα να σ’ αγγίζει το δέρμα.
Ώυτός είναι μέσα στο γραφείο.
Κπροστά του ένα παράθυρο —ο ακάλυπτος χώρος, το απέναντι
διαμέρισμα, ένας τοίχος, μπορεί και τίποτε— το παράθυρο,
ίσως, είναι πολύ σκονισμένο.
Αύρω χαρτιά —τιμολόγια, ισολογισμοί, καταστάσεις, επιστολές,
προγράμματα, αρχεία και στυλό διάρκειας, μολύβια, γόμες, συνδετήρες και
τασάκια, αποτσίγαρα, πλαστικά καλάθια αχρήστων
και τοίχοι όλο κάπνα, πάτωμα πλυμένο με βρώμικο σφουγγαρόπανο...
Ώ!
Ώυτός σηκώθηκε.
ΐγήκε στο δρόμο για ν’ αγοράσει ένα πακέτο τσιγάρα ή λίγες
καραμέλες για το βήχα ή ασπιρίνη για τον πονοκέφαλο, κάτι.
ΐγήκε στο δρόμο. Θαι δεν ξαναφάνηκε. Ξοτέ.
Ρον κράτησε εκείνος ο κατακάθαρος ήλιος και το κρύο που απλά και
μόνο σ’ άγγιζε στο δέρμα.

Νοέμβριος - Δεκέμβριος 1981

27_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________

Νι καθαρίστριες στα δημόσια


ουρητήρια δεν έχουν φύλο

Γ
ΡΠΗ ΓΗΛΏΗ! Νι καθαρίστριες στα δημόσια ουρητήρια δεν έχουν φύλο.
Κοιάζουν με τους αγγέλους. Ρο ίδιο κι αυτοί, μήτε αρσενικοί είναι,
μήτε θηλυκοί.
ΐέβαια, οι καθαρίστριες ήταν —κάποτε— γυναίκες.
Πτα παιδικά τους χρόνια, οι μητέρες τους προσπαθούσανε να τις
μάθουνε να λένε το ροδοκόκκινο τρυφερό αιδοίο τους «κουτάκι» ή
«πουλάκι» ή κάτι άλλο παρόμοιο και, συνάμα, τις πείθανε πως ήταν κακό,
πολύ κακό να χώνουνε το δάχτυλό τους μέσα στη μακρόστενη τρυπούλα
του.
Θι αργότερα, όταν πια είχανε μπει στην εφηβεία, άλλη πιο πρώτα, άλλη
μετά, κάποια λίγο καθυστερημένα, ένιωσαν ένα απόβραδο —μπορεί και
πρωινό ή μεσημέρι— κάτι υγρό να κυλά ανάμεσα στα σκέλια τους. Θι όταν
κατέβασαν ξαφνιασμένες τις φαρδιές ροζ ή λευκές κιλότες τους, τις είδαν
λερωμένες —εκεί, στον καβάλο— με μικρές αιμάτινες σταγόνες που
μύριζαν άσχημα και ήταν τότε που συνειδητοποίησαν πως το αιδοίο τους
στολιζότανε με κατσαρές ή ίσιες, μαύρες, ξανθές, καστανές τρίχες.
Λαι, οι καθαρίστριες στα δημόσια ουρητήρια ήταν —κάποτε—
γυναίκες.

28_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ Β΢Ν
____________________________________________________________________________________________

Καθητεύανε στο νοικοκυριό κι ονειρευόντουσαν ένα γαμπρό, να


σταθούνε δίπλα του, μέσα σε μια κατάφωτη εκκλησιά, τυλιγμένες σ’ αέρινα,
λευκά υφάσματα, ενώ θα τους περίμενε —καθαρισμένο από την
προηγούμενη— ένα σπιτάκι με δυο δωμάτια, χολ, λουτρό και κουζίνα.
Θαι ήρθε η ώρα που όλες τους —η καθεμιά με τη σειρά της—
παντρευτήκανε. Ένα γκαρσόνι σε καφενείο της Νμόνοιας, έναν μπογιατζή,
ένα σουλατσαδόρο, έναν υπάλληλο του Βήμου —οδοκαθαριστή ή
κλητήρα— η πιο τυχερή.
Ν γάμος τους, ο πραγματικός, έγινε μέσα στα πλαίσια του ονειρικού.
Ίσως να ήταν λίγο πιο φτωχός, λίγο πιο κακομοίρικος, το νυφικό δεν ήταν
και τόσο αέρινο, μα δεν είχε σημασία, ήτανε γάμος.
Θαι την πρώτη τους τη νύχτα την περάσανε μέσα σε μια συνοικιακή
ψησταριά, καθισμένες στο κέντρο ενός μακρόστενου τραπεζιού,
τρώγοντας μπριζόλες, παιδάκια, κοκορέτσια, πίνοντας κρασί σταλμένο
από το χωριό του κουμπάρου, ακούγοντας λαϊκά τραγούδια κι αργεντίνικα
ταγκό, χορεύοντας καλαματιανό και μπάλο —μουσικές βγαλμένες από τα
πολύχρωμα σπλάχνα του τζουκμπόξ— και στη συνέχεια κλειστήκανε στο
νοικιασμένο δωμάτιο μιας υγρής αυλής ή ενός μουχλιασμένου υπόγειου,
πέσανε πάνω σ’ ένα κρεβάτι από ξύλο τριανταφυλλιάς —φτιαγμένο από
κάποιο συγγενή ή φίλο του γαμπρού— και κει γνωρίσανε την ηδονή χωρίς,
όμως, να τολμήσουν και να την αγγίξουν.
Θαι τα χρόνια κυλούσαν και οι μελλοντικές καθαρίστριες των δημόσιων
ουρητηρίων εξακολουθούσαν να μένουν γυναίκες, κάνανε το πρώτο τους
παιδί και το δεύτερο και το τρίτο, πάντα κάτω από τα χέρια γυναικολόγων
του ΗΘΏ, πάντα πάνω σε κρεβάτια λαϊκών μαιευτηρίων.
Θι έπειτα οι κοιλιές τους πλαδάρεψαν, τα πόδια τους στολίστηκαν με τα
ογκίδια της κυτταρίτιδας, τα στήθια τους χαλάρωσαν, οι φτέρνες τους
μένανε πάντα —χειμώνα, καλοκαίρι— σκασμένες κι άγριες.

29_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________

Ρα πρώτα σημάδια της επικείμενης μεταμόρφωσης είχαν εδραιωθεί


πάνω στη σάρκα τους.
Ρα βράδια, εκείνου του καιρού, ξαπλώνανε πάνω στο στενό, διπλό
κρεβάτι και το κορμί τους χαλάρωνε, χαλάρωνε, άφηνε μέσα από τους
πόρους του να βγει η ολοήμερη μυρωδιά της κουζινίλας, της μπουγάδας,
του σιδερώματος, του σφουγγαρίσματος, του σκουπίσματος, του
τινάγματος, του νταντέματος. Βίπλα τους ροχάλιζαν οι αλλοτινοί γαμπροί
και τ’ αντρικά κορμιά τους σαπίζανε μέσα στις ιδρωμένες τρίχες του
στήθους τους, κάτω από τα αξύριστα μάγουλά τους κρυβόντουσαν τα
χαλασμένα δόντια και οι ριγέ πιζάμες τους τριβόντουσαν στον καβάλο και
στους αγκώνες.
Ρα βράδια εκείνου του καιρού τα αιδοία των αυριανών καθαριστριών
των δημόσιων ουρητηρίων κραύγαζαν το κοκκινόμαυρο χρώμα τους και
τη δυσοσμία τους κι ούτε υποψιαζόντουσαν την ανάμνηση από την ορμή
ενός απαιτητικού φαλλού που κάποτε τα συντρόφευε.
Ε μεταμόρφωση ολοκληρωνότανε.
Θαι τα παιδιά, στο μεταξύ, μεγάλωναν, ζητούσαν χαρτζιλίκι για κρυφά
καπνίσματα ή επίχρυσες καδενίτσες.
Θι οι σύζυγοι πέθαιναν ή μένανε πάντα οδοκαθαριστές,
σουλατσαδόροι, γκαρσόνια, και είχαν τα πνεμόνια γεμάτα πίσσα, είχαν
καρδιά με άρρυθμους χτύπους, είχαν βήχα, φλέματα, πόνους, είχαν άλατα
στις αρθρώσεις που κράταγαν δύσκαμπτα τα χέρια —και δεν μπόραγαν
να μπογιατίσουν— άλατα που κόβανε τα γόνατα — και το καφενείο της
Νμόνοιας έκλεινε τις πόρτες του για δαύτους.
Γίχε πια σημάνει η στιγμή που οι καθαρίστριες των δημόσιων
ουρητηρίων θα αποχτούσαν την ουδετερότητά τους. Ε διαδικασία ήταν
πανομοιότυπη, για όλες η ίδια.

30_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ Β΢Ν
____________________________________________________________________________________________

Πτεκόντουσαν με τις ώρες έξω από τις πόρτες υπουργών, βουλευτών,


γενικών γραμματέων, δημοτικών συμβούλων και διευθυντών των δημοσίων
υπηρεσιών. Ξαρακαλούσαν, ικέτευαν, εκλιπαρούσαν, επέμεναν μέχρι να
πάρουν το σχετικό διορισμό για τη θέση που γι’ αυτή είχαν —τόσα χρόνια
τώρα— προετοιμαστεί, που σ’ αυτή —τόσα χρόνια τώρα— ήταν ταγμένες.
Άλλοτε σε πλατείες —στο Πύνταγμα, στην Νμόνοια, στο Θολωνάκι, στη
ΐάθης— άλλοτε σε δημόσια χτίρια, άλλοτε σε σιδηροδρομικούς σταθμούς,
άλλοτε σε δημοτικά γήπεδα, πάντα σε χώρους υπόγειους. Γκεί.
Θάθονται μπροστά σ’ ένα μικρό, σιδερένιο τραπέζι, πλέκουν, κεντούν,
ξεφυλλίζουν λαϊκά περιοδικά και πάνω στο τραπεζάκι βάζουν ένα πιάτο για
τα φιλοδωρήματα κι ένα τρανζίστορ.
Κέσα στα δημόσια ουρητήρια ο ήχος του νερού που αδειάζει —
συνέχεια αδειάζει— τα καζανάκια, μπλέκεται με τα τραγούδια του «Ξρώτου»,
του «Βεύτερου», του «Γνόπλων» και των πειρατικών σταθμών.
Νι καθαρίστριες στα δημόσια ουρητήρια δεν έχουν φύλο κι είναι
περήφανες γι’ αυτό.
Κπορούν να εξουσιάζουν εκείνες τις πλακοστρωμένες αίθουσες, να
τους χαρίζουν τη μυρωδιά της χλωρίνης, να αντανακλούν —και ν’
αποθαυμάζουν;— τα δύσκαμπτα κορμιά τους μέσα στην πάλλευκη
λαμπρότητα των ουρητηρίων, να μένουν αμέτοχες στις αποκαλύψεις
τόσων φαλλών, να κερδίζουν μια ασυνείδητη ανάβαση στο χώρο της
ηθικοκοινωνικής απελευθέρωσης, αφού δεν ενοχλούνται, δε
διαμαρτύρονται, δεν καταγγέλλουν τα βλέμματα που αποζητούν, που
συγκατανεύουν, που εκλιπαρούν μια περιθωριακή συντροφιά.
Λαι, έτσι είναι! Νι καθαρίστριες στα δημόσια ουρητήρια δεν έχουν
φύλο. Κοιάζουν με τους αγγέλους. Θανείς δεν τις προσέχει, κι αυτές σε
κανένα δε δίνουν σημασία.
Νοέμβριος 1981

31_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________

Ξάμε να φάμε σήμερα στο Θαβούρι;

Ρ
Ν Μ΢ΞΛΕΡΕΟΗ ΤΡ΢ΞΏ στις εξήμιση. Θαι σηκώνομαι. Δεσταίνω νερό για
καφέ και γάλα. Τασμουριέμαι. Θαι μέσα στα πόδια μου ο Ώντρέας.
Γφτά παρά, λοιπόν! Τώνομαι στο μπάνιο. «Ρέλειωσες;», μου φωνάζει
ο Ώντρέας απέξω και βιάζομαι να στρώσω το κραγιόν στα χείλια μου και τις
σκιές πάνω στα βλέφαρα — πράσινες, μπλε, μωβ σκιές να κρύψουν τα
όνειρα της νύχτας.
«Θαλημέρα!», μου λέει ο Ώντρέας μπροστά στην πόρτα του μπάνιου
και το πρόσωπό του είναι αξύριστο, πρησμένο —αυτό το πρόσωπο
κάποτε μ’ άφηνε ξάγρυπνη— μα, θε μου, έφτασε εφτά και η Θατερίνα
πρέπει να πειστεί πως είναι ανάγκη να σηκωθεί — μια καθημερινή μάχη.
«Αρήγορα!», της τραβώ τα σεντόνια, «Αρήγορα!», της βρέχω το πρόσωπο,
«Αρήγορα!», τη βοηθώ να φορέσει την ποδιά της, «Ζα χάσεις το πούλμαν!»,
της δένω τα κορδόνια των παπουτσιών και τη σέρνω στην κουζίνα.
Ν Ώντρέας ρουφά τον καφέ του και στα μάγουλά του λάμπει μια
στρώση νιβέα. Ώρπάζω ένα παξιμάδι, καταπίνω μια γουλιά καφέ —έχει πια
κρυώσει— «Ρέλειωσες;», λέω στην κόρη μου που πίνει το γάλα της αργά,
τόσο αργά, θε μου, θα το χάσουμε το πούλμαν.
Ρο κουδούνι χτυπά. Ε μητέρα μου από το πλαϊνό διαμέρισμα. «Άντε,
φύγετε!», τα λόγια που έχουν αντικαταστήσει την καλημέρα της, και καθώς
εγώ χώνομαι στο ασανσέρ, «Ρο μωρό είχε ανήσυχο ύπνο!», προφταίνω να

32_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ Β΢Ν
____________________________________________________________________________________________

την ενημερώσω, «Άσ’ το να κοιμηθεί... Ζα σου τηλεφωνήσω...», φωνάζω


πια γιατί το ασανσέρ κατεβαίνει, κατεβαίνει, φτάσαμε στο ισόγειο.
«Αεια σας!», ο Ώντρέας φιλά εμένα και την Θατερίνα, αφήνει μια
μυρωδιά λεβάντας να αιωρείται στην υγρασία του πρωινού, τον
παρατηρώ έτσι όπως κατηφορίζει για τη λεωφόρο, «Ξρέπει να του
σιδερώσω τα πουκάμισα!», τοποθετώ την εντολή στη μνήμη μου και κοιτώ
το ρολόι μου —αυτό το πούλμαν ποτέ δε φτάνει στην ώρα του!—
ξανακοιτώ το ρολόι μου, η Θατερίνα δίπλα μου κάτι μουρμουρίζει, δεν την
ακούω, «Ζ’ αργήσω!», σκέφτομαι, «Πίγουρα θ’ αργήσω!».
«Ρο πούλμαν! Λά ’το!», φωνάζει η Θατερίνα.
«Θαλημέρα!», και η συνοδός μού χαμογελά.
«Θαλημέρα!», και τώρα τρέχω στη στάση. Ένα τέταρτο πριν τις οχτώ
πρέπει να χτυπήσω την κάρτα μου.
Ρο πρώτο που κάνω μόλις φτάσω στο γραφείο είναι να ξεκλειδώσω το
τηλέφωνο, μετά βγάζω το πλαστικό κάλυμμα της γραφομηχανής και
συνέχεια λέω «Θαλημέρα!», συνέχεια ανταποδίδω «καλημέρες». Πτον Ράκη,
στη Ιίτσα, στον κ. Πταθάκο, στην Γλένη, στο Βιευθυντή, στον Ρμηματάρχη,
στον Γισηγητή, στον κλητήρα, στην καθαρίστρια. Ξόσες «καλημέρες», έτσι
μονότονες, κενές, έτσι πανομοιότυπες, καθημερινές, θέλω να έρθει ένα
πρωί που να πω «καλησπέρα».
Ε Γλένη μου φέρνει καφέ —αυτός είναι ζεστός— της δίνω τσιγάρο, την
ακούω, έχει πάντα κάτι να αφηγηθεί από το προηγούμενο απόγεμα στα
μαγαζιά ή στο σπίτι, ο κ. Πταθάκος από πέρα έχει πάντα κάτι να σχολιάσει
για το χθεσινοβραδινό πρόγραμμα της τηλεόρασης και πάντα ο Ράκης
διαφωνεί μαζί του, η Ιίτσα σκύβει στο αυτί μου, ζητά ταμπόν, «Ττες το
βράδυ αδιαθέτησα την ώρα που έκανα έρωτα!», και θέλω να της
απαντήσω, «Κου είναι αδιάφορο!», της απαντώ, «Ιυπάμαι, δεν έχω!».

33_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________

Ιοιπόν —θυμάμαι— μια φορά μίλησα για κάποιο βιβλίο που τότε
διάβαζα —να δεις ποιό ήταν... Ένα της Ιεκλέρ;— και με κοίταξαν όλοι μ’ ένα
παράξενο βλέμμα, «Ξρωί - πρωί για βιβλία θα μιλάμε;» —αλήθεια, πότε
μιλάνε για βιβλία;— και από τότε δεν ξανάκανα κουβέντα γι’ αυτά που
διάβαζα το προηγούμενο βράδυ και. τελικά —τώρα πια που το
ξανασκέφτομαι— είναι καλύτερα που δεν επιβλήθηκε αυτό το θέμα
συζήτησης, γιατί όλο και λιγοστεύουν τα βιβλία που διαβάζω —ναι— όλο
και πιο λίγα γίνονται, μα αδύνατο να τα προλάβω όλα. Βουλειά, σπίτι,
οικογένεια. Θάπου μέσα σ’ όλα αυτά χάνω τον εαυτό μου.
Ρα δάχτυλά μου χτυπούν τα πλήχτρα της γραφομηχανής, λερώνονται
με το καρμπόν, γδέρνουν το καντράν του τηλεφώνου. Γφτά ώρες θα
χτυπούν, θα λερώνονται, θα γδέρνουν. Ττες το ίδιο, αύριο το ίδιο, το χρόνο
που μας πέρασε το ίδιο, το χρόνο που θα μας έρθει το ίδιο. Ττυπούν,
λερώνονται, γδέρνουν. Θαι το τηλέφωνο καλεί συνέχεια. «Ιέγετε!»,
«Κάλιστα!», «Γυχαρίστως!». ΐαρέθηκα ν’ ακούω τις ίδιες λέξεις, βαρέθηκα
να λέω τις ίδιες προτάσεις και να σκέφτομαι πάντα τα ίδια. Ρο απόγεμα έχω
σιδέρωμα και μαγείρεμα. Ττες το απόγεμα ήταν πλύσιμο και μαγείρεμα. Ρο
βράδυ κάναμε έρωτα. Ώύριο το απόγεμα θα ’ναι σκούπισμα και μαγείρεμα,
θα ’χω και το μπάνιο των παιδιών, δε θα κάνουμε έρωτα. Ξόσον καιρό έχω
να πάω σε ταβέρνα; Θάθε Ρετάρτη κάνουμε έρωτα;
Ε Ιίτσα στέκεται από πάνω μου, «Ρί ώρα είναι;», «Γ, δε θα ’ναι...». Γίναι
μόνο δέκα. Θαι ο κ. Πταθάκος ανυπομονεί. «Ρελειώσατε το πρόγραμμα των
επενδύσεων;». «΋χι! ΋χι! ΋χι ακόμα!», απαντώ και έξω από το παράθυρο ο
δεκεμβριάτικος ήλιος πανηγυρίζει.
«Ρις μελιχρές λαμπράδες του Βεκέμβρη...», διαβάζαμε κάποτε με τον
Ώντρέα. Θάποτε... Ρότε που κάναμε έρωτα κάθε μέρα, τότε που μας κράταγε
συντροφιά ο Αρυπάρης, ο Καλακάσης, ο Θαβάφης. Κια συντροφιά
χαμένη. Ξότε τη χάσαμε; Κα ο ήλιος εξακολουθεί να πανηγυρίζει. «Ξάμε να

34_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ Β΢Ν
____________________________________________________________________________________________

φάμε σήμερα στο Θαβούρι;», τηλεφωνώ στον Ώντρέα. «Ώδύνατον!», το


ήξερα, υπάρχει πάντα μια δουλειά, ένα πρόγραμμα, «΋χι! Ώκόμα δεν το
τέλειωσα!», και ο κ. Πταθάκος ανυπομονεί και ο ήλιος πανηγυρίζει, «Ρο
ταγεράκι στου Πτρατηγίου...», η Ιίτσα έχει διάθεση για κουβέντα, μα τη
διακόπτω, «Ξάμε να φάμε σήμερα στο Θαβούρι;», και την ξαφνιάζω, την
προβληματίζω, έπειτα γελάει, «Ρι κρίμα! Βε γίνεται! Κια άλλη φορά...», ναι, το
ξέρω, μια άλλη φορά. «Ξάμε να φάμε σήμερα στο Θαβούρι;», προτείνω
στον κ. Πταθάκο κι αυτός γουρλώνει τα μάτια, μια πονηρή έκφραση πάει να
γεννηθεί στο καθημερινά ηλίθιο πρόσωπό του, «Ώστειεύομαι!», τον
καθησυχάζω, «Ώστειεύομαι!», τον ηρεμώ. Κα τί στο διάβολο, κανείς δε θέλει
να φάει σήμερα στο Θαβούρι; «Ξάμε να φάμε σήμερα στο Θαβούρι;»,
τηλεφωνώ στη μητέρα μου, «Ρρελάθηκες!», μου λέει και η φωνή της
διαπερνά το τύμπανο των αυτιών μου, χώνεται βαθιά μου, φτάνει το
παρελθόν μου. Θλείνω το τηλέφωνο. Θανείς δε σκέφτεται πως το Θαβούρι
απέχει μοναχά είκοσι χιλιόμετρα από το Πύνταγμα; Ε Ιίτσα με χαιρετά από
την πόρτα. «Θαλή όρεξη!», μου φωνάζει. Πηκώνομαι. Ρο πλαστικό κάλυμμα
πάνω στη γραφομηχανή. Θλειδώνω το τηλέφωνο. Ν ήλιος εξακολουθεί να
πανηγυρίζει. Ξάνω στις καρέκλες των ζαχαροπλαστείων, πάνω στα καπό
των αυτοκινήτων, πάνω στη βρώμικη άσφαλτο του δρόμου. Ξανηγυρίζει.
Ξρέπει να ζεστάνω το φαγητό, να ταΎσω το μωρό, να πλύνω τα πιάτα, να
διαβάσω την Θατερίνα, να σιδερώσω τα πουκάμισα του Ώντρέα, να
μαγειρέψω, να...
Ν ήλιος εξακολουθεί να πανηγυρίζει πάνω στα ρούχα μου, πάνω στο
δέρμα μου, και σκουντώ τον ώμο αυτού που στέκεται δίπλα μου και
περιμένει ν’ ανάψει το φανάρι, «Ξάμε να φάμε σήμερα στο Θαβούρι;».
Αυρίζει και με κοιτά. Ρο βλέμμα του! Ξροσπαθώ να αιχμαλωτίσω το βλέμμα
του. Ξρέπει να καταλάβει. Ρίποτε. Θενό, άδειο βλέμμα. Θαι το πράσινο
ανάβει, περνά στην άλλη πλευρά του δρόμου.

35_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________

Γγώ στέκομαι, δεν κουνιέμαι, ο ήλιος εξακολουθεί να πανηγυρίζει


πάνω...
πανηγυρίζει πάνω...
πάνω στο καθετί
πάνω στα δάκρυά μου. Ώκόμα και σ’ αυτά.

20-21 Οκτωβρίου 1981

36_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ Β΢Ν
____________________________________________________________________________________________

Έτσι...

Ξ
ΟΦΡΏ ΓΒΗΦΜΓ τα πεθερικά του.
Κετά τ’ αδέλφια του.
Όστερα τη μητέρα και τον πατέρα του. Ρους άνοιξε την πόρτα,
«Έξω!», τους είπε.
Πτη συνέχεια είχε ν’ αντιμετωπίσει τη γυναίκα του. «Έξω!» την έδιωξε κι
αυτή.
Κένανε τα παιδιά του. Ρα έδιωξε κι αυτά. Έτσι. Ξάνε όλοι. Έμεινε μόνος.
Θαι τράβηξε τις κουρτίνες για να μπει ο ήλιος. Ρα μάτια του δεν είχαν
συνηθίσει σε τόσο φως, δεν το άντεξαν.
Θαι ραγίσανε. Ππάσαν.

14 Νοεμβρίου 1981

37_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________

Κε την ευκαιρία της άφιξη


της θείας από το Ιος Άντζελες,
ή το ανάποδο

Ε
ΑΗΏΑΗΏ ΚΝ΢, από την πλευρά της μητέρας, είχε μια αδελφή που
κοπέλα γύρω στα δεκαεφτά, την έστειλαν οι γονείς της στην
Ώμερική για να παντρευτεί έναν ομογενή.
Δούσε, τότε, η οικογένεια στη Πμύρνη, ήτανε δεν ήτανε δυο ή τρία
χρόνια πριν την Θαταστροφή.
Έτσι, λοιπόν, δημιουργήθηκε ο οικογενειακός Ζρύλος της Ώμερικάνας
θείας, ή, πιο σωστά, της θείας από το Ιος Άντζελες. Βεν ήτανε από αυτές
που στέλνανε μπαούλα με ρούχα — πολύχρωμα πουκάμισα, γυαλιστερά
και ξώπλατα φορέματα, φαρδιά εσώρουχα. Ξροτιμούσε να συντηρεί το
μύθο της με χαρτονομίσματα —πρασινόγκριζα δολάρια— κλεισμένα μέσα
σε μακρόστενους φακέλους, που ασπροκόκκινες γραμμές περιτριγύριζαν
τις άκρες τους κι έτσι δηλώνανε έντονα, ξεκάθαρα την προέλευσή τους.
Θάπου - κάπου έστελνε και μικρές, τετράγωνες, έγχρωμες
φωτογραφίες. Ώπό τα γενέθλια του γιου, από την επέτειο του γάμου της,
από την πρώτη κοσμική εμφάνιση της κόρης.
ΐλέπαμε βελουδένια σαλόνια, βλέπαμε επιτραπέζια αμπαζούρ και
κήπους με γκαζόν να ξεχωρίζουν πίσω από τις διάφανες, τις αέρινες

38_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ Β΢Ν
____________________________________________________________________________________________

κουρτίνες. Θι οι κυρίες ήτανε ντυμένες με ροζ ή σικλαμέν τουαλέτες, μακριές


και με μπούστο κεντητό π’ άφηναν τα μπράτσα έξω — μπράτσα
ροδοκόκκινα, στρουμπουλά. Θαι οι κύριοι φορούσανε σμόκιν με παπιγιόν ή
κοστούμι με πολύχρωμες γραβάτες και χρυσά ρολόγια, χρυσές καδένες,
χρυσά δόντια λάμπανε στους καρπούς των χεριών, στις τσέπες των
γιλέκων, στα στόματα που χαμογελούσαν.
Κικρές, τετράγωνες, έγχρωμες φωτογραφίες διπλωμένες μέσα σε
αποκόμματα ελληνόγλωσσων εφημερίδων με περιγραφές της γιορτής, της
επετείου, της δεξίωσης.
Ν άντρας της θείας Ώγγέλας είχε μια σεβαστή κοιλιά, κάμποσα
εστιατόρια και μερικά σπίτια. Ε κόρη τέλειωσε ένα κολέγιο, αρραβωνιάστηκε
κάποιον Ξολωνοεβραιογερμανό υπάλληλο και σύντομα τον παντρεύτηκε
—οι απαραίτητες φωτογραφίες φτάσανε χωρίς καμιά καθυστέρηση— μα ο
γιος δεν τα έπαιρνε τα γράμματα, πήγε στο ναυτικό να ξεμπερδεύει με τη
θητεία του, για να μπορέσει στη συνέχεια ν’ ασχοληθεί με τα εστιατόρια.
Ήταν εκεί, στις αρχές της δεκαετίας του πενήντα, και θυμάμαι πως
περίμενα με άδολη σιγουριά να δω το ξαδελφάκι μου να καταφτάνει με
κάποιο από τα καράβια του αμερικάνικου στόλου που συχνάζανε στα
φαληρικά νερά. Ξοτέ δεν έφτασε. Θι όταν, κάποτε, απολύθηκε και πήγε να
πιάσει δουλειά στα εστιατόρια, ο πατέρας του τον σταμάτησε και δήλωσε
στη γυναίκα και στα παιδιά του πως ήτανε ερωτευμένος με μια σερβιτόρα
του —νομίζω Ααλλίδα— και πως αποφάσισε να ζήσει μαζί της, άρα τα
εστιατόρια τα χρειαζότανε, ένα μονάχα έδινε στο γιο...
΋λα αυτά δεν ξέρω σε τί μπορεί να ενδιέφεραν εμάς εδώ, αλλά
φαίνεται πως το αίμα νερό δε γίνεται, ακόμα κι αν του προσθέσεις ολάκερο
Ώτλαντικό.

39_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________

Ρα γράμματα με τις ασπροκόκκινες γραμμές φτάνανε νοτισμένα στο


δάκρυ και απ’ εδώ ξεκινούσαν άλλα με εκφράσεις συμπάθειας, συμβουλές
και ασπρογάλαζες ρίγες — ΏΓΟΝΞΝΟΗΘΦΠ/PAR AVION /VIA AIR MAIL.
Ε θεία Ώγγέλα αρνήθηκε να εγκαταλείψει το σπίτι της —τάδε Avenue κι
ένας τετραψήφιος αριθμός— αναγκάστηκε όμως να δώσει το διαζύγιο. Ν
αμερικάνικος νόμος —τόσο πρώιμα φεμινιστικός— της έδωσε τα σπίτια του
άντρα της και η ζωή άρχιζε πάλι τη ρουτίνα της —εκεί στο Ιος Άντζελες—
γιατί εδώ είχαμε... μα αυτά είναι άλλη ιστορία, ας τ’ αφήσουμε για την ώρα.
Θαι τότε —πρέπει να περπατούσαμε στο ’58— κατέφτασε το γράμμα με
τη μεγάλη είδηση. Έρχομαι! Ε θεία Ώγγέλα μετά από τόσα χρόνια —αλήθεια
πόσα;— θ’ αγκάλιαζε ξανά αδέλφια και ανίψια —όσα τουλάχιστον
ζούσαν— κι αυτοί θ’ αγκάλιαζαν εκείνη. Νικογενειακή συγκίνηση.
Ε γιαγιά, βέβαια, είχε πεθάνει από χρόνια, μα οι κόρες της —επάξιες
συνεχίστριες συγγενικών δεσμών— πέσανε με τα μούτρα στις ετοιμασίες.
Πυνεννοήσεις με τα άλλα μέλη του σογιού. Ξοιοι θα φιλοξενήσουν τη θεία,
ποιοι θα της κάμουνε το τραπέζι, ποιοι θα την καλωσορίσουν.
Οαφτήκανε φορέματα, αγοραστήκανε καπέλα, βαφτήκανε σπίτια,
παραγγέλθηκαν έπιπλα, ξεσκονίστηκαν τα ξεχασμένα αγγλικά — διάολε,
έπρεπε να δείξουμε πως δεν είμαστε υπανάπτυχτοι. Ώλλά και ούτε να
θαμπώσουμε με δείγματα μεγάλης ευμάρειας. ΢πήρχε κίνδυνος να κοπούνε
τα δολάρια —μα ήτανε δυο ή τρία, άντε σ’ ελάχιστες περιπτώσεις δέκα—
δεν έχει σημασία, ήτανε δολάρια.
Ε μητέρα μου κατάφερε να βρει μια άδεια για να μπούμε μέσα στο
καράβι, να παραλάβουμε τη θεία αποκεί.
Ήταν, θυμάμαι, το «ΐασίλισσα Σρειδερίκη» — χάθηκε ο κόσμος να’
ρχότανε με το «ΐασίλισσα Γλισσάβετ», να το βλέπαμε, που ήταν πιο μεγάλο!
Ε μητέρα μου, η αδελφή της, η ξαδέλφη μου κι εγώ —σαν ήρθε εκείνη
η μέρα του Ηούνη— φορέσαμε τα καλά μας και κατεβήκαμε στον Ξειραιά,

40_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ Β΢Ν
____________________________________________________________________________________________

δείξαμε στους τελωνειακούς την άδειά μας, μπήκαμε στην απαγορευμένη


για τους κοινούς θνητούς περιοχή, ανεβήκαμε στο καράβι.
Ρο μόνο που έχει μείνει ξεκάθαρο στη μνήμη μου από εκείνη την
επίσκεψη είναι ο πολύχρωμος και πολύβουος κόσμος που κυκλοφορούσε
στους στενούς διαδρόμους. Ε μητέρα ρωτούσε κάθε καμαρότο «Ρην κυρία
Flessas πού θα τη βρούμε;», και κάθε φορά της δείχνανε μια διαφορετική
κατεύθυνση. Θαι οι περιπλανήσεις μας από το σαλόνι της πρώτης στην
τραπεζαρία της δεύτερης κι απ’ εκεί στο μπαρ ή στον κινηματογράφο
κάλυπταν απόλυτα την περιέργειά μου. ΋χι, όμως, και το βασικό λόγο της
παρουσίας μας πάνω στο πλοίο.
Θάποτε αναγκαστήκαμε ν’ αντιμετωπίσουμε το γεγονός πως η θεία δεν
ήταν πάνω στο καράβι και σταματήσαμε τις εξερευνήσεις μας στα άδυτα
της «Σρειδερίκης».
Πκεφτήκαμε πως δυο τινά έπρεπε να συμβαίνανε: ή που δεν είχε
καθόλου μπαρκάρει, ή που είχε ήδη ξεμπαρκάρει.
Ώποφασίσαμε να διαλευκάνουμε το πρώτο. Νι κατάλογοι του πλοίου
την αναφέρανε με σαφήνεια.
Άρα, απόμενε η δεύτερη πιθανότητα — την περίπτωση να είχε πάθει
κάτι κατά τη διάρκεια του ταξιδιού την αποκλείσαμε.
Θατεβήκαμε στην προβλήτα. Κπαγκάζια και Ώχέπανς. Ραμπέλες με τα
γράμματα του αγγλικού αλφαβήτου. Θάτω ακριβώς από εκείνη του F
στεκότανε η θεία Ώγγέλα — δηλαδή, μια ευτραφής ροδοκόκκινη κυρία.
Νι ανιψιές την κοίταξαν προσεχτικά. Γίναι; Βεν είναι; Ήταν! Θαι
αγκαλιάστηκαν, φιλήθηκαν, έκλαψαν.
΋μως, στ’ αλήθεια, ήταν μια συγκινητική στιγμή.
Έπειτα βγήκαμε έξω από το τελωνείο. Νι υπόλοιποι συγγενείς μάς
περιμένανε...

41_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________

Ρο ελληνικό καλοκαίρι της θείας Ώγγέλας άρχιζε μέσα σε


εναγκαλισμούς, κραυγές χαράς και βουρκωμένα μάτια.
Βεν έχω σκοπό να το αφηγηθώ. ΋χι, τώρα τουλάχιστον. Ξάντως,
κάποτε, έφτασε το φθινόπωρο και η θεία Ώγγέλα άρχισε να ετοιμάζει την
αναχώρησή της.
Ρα ανίψια αποφάσισαν να δώσουν το αποχαιρετιστήριο τραπέζι σε μια
ταβέρνα. Ρα «Γφτά Ώδέλφια» ήταν; Κπορεί! Ίσως! Κουσική, πάντως, είμαι
απόλυτα σίγουρος πως υπήρχε.
Γδώ θα πρέπει να πω πως η μητέρα μου ήταν —όπως και εξακολουθεί
να είναι— μικροκαμωμένη. Ών τη ρωτήσετε την ίδια, θα σας πει πως δε
διαφέρει και πολύ από κάτι μικροσκοπικές γκέισες που βλέπουμε στα
γιαπωνέζικα σερβίτσια του τσαγιού. Ώλλά μιας και ζει ανάμεσα στις
απόγονες της Κπουμπουλίνας και της Ρζαβέλαινας, θεωρεί τον εαυτό της
αδικημένο από τη φύση. Ίσως συντείνει σ’ αυτή την παράλογη ιδέα και η
καταγωγή της. Πτα μέρη της Κικράς Ώσίας η γυναικεία καλλονή έχει
πλούσια και άφθονα τα σωματικά προσόντα. Ώς είναι. Ρούτη την
πεποίθησή της την είχε περάσει και στο μοναχογιό της, σ’ εμένα δηλαδή.
Γκείνο το βράδυ στα «Γφτά Ώδέλφια» περιστοιχιζότανε από όλες τις
ξαδέλφες της που —τι συγκυρία!— είχαν ομολογουμένως επιβλητικές, στο
μέγεθος, εμφανίσεις.
Κα υπήρχε και κάτι άλλο εκείνη τη βραδιά που μάτωνε την παιδική
καρδιά μου.
Ρο δάχτυλο της μητέρας μου —δε θυμάμαι ποιο— είχε κοπεί από την
προηγούμενη κι ένα μεγάλο κομμάτι λευκοπλάστ φιγουράριζε στη θέση
που άλλοτε υπήρχε το δαχτυλίδι με τη γαλάζια πέτρα. Ώ, πόσο αξιολύπητη
την έβλεπαν τα μάτια της αγάπης μου. Θαι ήμουνα σίγουρος πως κανείς δε
θα της ζητούσε να χορέψουν — ο πατέρας μου δε χόρευε ποτέ του.

42_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ Β΢Ν
____________________________________________________________________________________________

ΐέβαια, η μητέρα μου δεν έδειχνε στενοχωρημένη. Θαθόλου μάλιστα.


Κα εγώ ήμουν σίγουρος πως συγκρατούσε με το ζόρι τα δάκρυά της. Θαι
όταν σε κάποια στιγμή ο θείος Λίκος σηκώθηκε και την τράβηξε στην
πίστα, δεν μπορούσα να ξεκολλήσω τα μάτια μου από το πληγωμένο της
δάχτυλο. Θαι μίσησα εκείνη τη βραδιά το θείο Λίκο, γιατί —άκου!— κατά τη
γνώμη μου, από οίχτο και μόνο οίχτο της είχε ζητήσει να χορέψουν.
Ρώρα γιατί τα γράφω όλα τούτα; Αιατί τα θυμήθηκα; Βεν ξέρω. Ίσως
είναι αυτό το κριθαράκι στο μάτι μου που εδώ και τρεις μέρες τώρα μ’
ενοχλεί και μ’ ασχημίζει, με γελοιοποιεί και δεν ξέρω αν πρέπει να είμαι
σίγουρος πως δεν ήταν αυτός ο λόγος που κρατήθηκα σε μια απόσταση
από τους επισήμους στα χτεσινά εγκαίνια της έκθεσης. Θαι κάτι παλιό
ξύπνησε μέσα μου και μ’ έκανε να υποψιάζομαι πως ήτανε ο οίχτος που
έσπρωξε τον ΐασίλη —φτασμένο ζωγράφο και πασίγνωστο— να με
τραβήξει με το ζόρι για να με συστήσει στη Κελίνα.
Τρόνια πολλά, μια ζωή ολάκερη θαυμάζω τη Κελίνα, όνειρό μου
ήτανε να τη γνωρίσω από κοντά. Θαι να τύχει να με συστήσουνε σ’ αυτή
μια μέρα που ένα κριθαράκι ήταν θρονιασμένο στο μάτι μου! Ρι ατυχία!
ΐέβαια, είμαι σίγουρος πως η Κελίνα δεν πρόσεξε ούτε εμένα ούτε και
το κριθαράκι μου. Αύρω της υπήρχαν τόσοι, να τη ζαλίζουν με τα λιβάνια
τους. Κα για τον οίχτο του ΐασίλη δεν μπορώ να αμφιβάλλω. Μεπήδησαν κι
όλα αυτά με τη θεία από το Ιος Άντζελες και μου την εδραίωσαν την
εντύπωση.
Θαλά! ΐλακείες, ανοησίες, χαζομάρες! Ήθελα να ’ξερα μέχρι πότε θα
μένω έτσι παιδί! Έτσι ανήλικος! Σαντασιόπληχτος! Έτσι μαλάκας!
Κέχρι πότε —γαμώ το!— μέχρι πότε!

Νοέμβριος 1981

43_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________

Ώυτό δεν είναι διήγημα,


ούτε εγώ ξέρω τί είναι!

Θ
ΏΙΝΘΏΗΟΗ. Πε μια παραλία, κάπου στο Ξήλιο. Ώργά το απόγεμα.
Ιίγοι πια —λόγω ώρας— κολυμβητές.
Ένας από αυτούς, ο Τ.Τ., 35 περίπου χρονών. Ξτυχιούχος της
Ξαντείου, υπάλληλος ΢πουργείου. Ηδιαίτερα ενδιαφέροντα: λογοτεχνία,
κινηματογράφος, θέατρο. Ξαντρεμένος με δυο παιδιά, κάτοικος Λέας
Πμύρνης — διαμέρισμα (προικώον) τεσσάρων δωματίων.
Θάθεται πάνω σε μια ψάθα. Βίπλα του ένα βιβλίο —Ρο Ώστείο, νομίζω,
του Κίλαν Θούντερα— ανοιγμένο στη σελίδα 86. Ξάνω στα γόνατά του ένα
ντοσιέ, μερικά φύλλα λευκού χαρτιού. Πτα δάχτυλά του ένα Bic. Αράφει
νευρικά. Θαι καπνίζει.
Ν ήλιος θέλει μισή ώρα ακόμα για να δύσει.

Θάθομαι στην παραλία και στ’ αριστερά μου η παρέα με τ’ αγόρια και
τα κορίτσια. Ώστεία, τρανζίστορ και κορμιά σφιχτά, μαυρισμένα, κορμιά
έτοιμα να ξεκινήσουν... Ξού 0α φτάσουν; Θάθομαι στην παραλία και στα
δεξιά μου ο τριανταπεντάρης με τα δυο παιδιά, την ομπρέλα, την πεθερά,

44_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ Β΢Ν
____________________________________________________________________________________________

την εφημερίδα του, το στομαχάκι και τα πουλιά του να φουσκώνουν το ριγέ


μαγιό. Ε γυναίκα του; Πτο δωμάτιό τους, υποθέτω, στο ξενοδοχείο, που
είναι 100 μέτρα πιο πέρα. Ζα βάζει μπικουτί στα μαλλιά της, κρέμες στο
πρόσωπο, θα ετοιμάζει τα σάντουιτς των παιδιών, θα πλένει τα εσώρουχα:
τις κιλότες, τα σώβρακα, τις φανέλες, τα σλιπ.
Θάθομαι στην παραλία. Ώνάμεσα στα μαυρισμένα κορμιά και το ριγέ
μαγιό. Θάθομαι και σκέφτομαι και αποφασίζω και διαλέγω και αρνιέμαι μια
παρόμοια εξέλιξη. Ώπό τα σφιχτά κορμιά στα αναίτια φουσκωμένα
γεννητικά όργανα. Λαι! Ώρνιέμαι!
Θαι προσπαθώ.
Λα κρατηθώ στα κιλά μου, να μην κάνω στομάχι και τα πουλιά μου —
θέλω!— να φουσκώνουν για κάποια αιτία.
Ξροσπαθώ. Ώλλά έχω μια γυναίκα, μια δουλειά, δυο παιδιά, ένα
αυτοκίνητο, κάνω διακοπές στο Ξήλιο —1.500 δραχμές τη μέρα... Ζε μου, τι
μπέρδεμα!
Ιοιπόν; Άρνηση; Λαι!
Θαι πάνω σε ποια σχέδια θα χτίσω;
Ώυτά τα νέα παιδιά, εδώ δίπλα μου, προκαλούν... δείχνουν... Κα... το
χάδι, το φιλί, η ερωτική πράξη είναι ένας τρόπος έκφρασης του έρωτα. Βεν
είναι ο έρωτας.
Θαι το στομάχι, τα μπικουτί, η πεθερά είναι μια μορφή εξέλιξης. Βεν
είναι η εξέλιξη.
Πύμπτωση —σύμπτωση;— να κάθομαι στον ενδιάμεσο χώρο.
Έχω τη διάθεση να χαϊδέψω, να φιλήσω, να κάνω έρωτα.
Έχω τάση για πάχος, έχω παιδιά, θέλω ν’ αλλάξω αυτοκίνητο...
Κα ποια εξέλιξη ορίζουν όλα αυτά; Βεν ξέρω. Πίγουρα υπάρχει κάποια.
Ξοια; Βεν την ξέρω.

45_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________

Θι όμως, υποτίθεται πως ανήκω στη διανόηση του τόπου — της


δεύτερης, βέβαια, σειράς. Ρου εξώστη. Βεν ανακαλύπτω, δεν οδηγώ,
ακολουθώ —είναι αλήθεια από τους πρώτους— και συνήθως συνειδητά,
σπάνια ασυνείδητα, ακολουθώ πρόθυμα αν και κουβαλώ τα φορτία μιας
ανατροφής, μιας καταπίεσης, μιας συναισθηματικής φόρτισης. Βεν έχω
κανένα ταλέντο. Θαι ψάχνω να βρω έναν τρόπο έκφρασης του έρωτα, της
ιδεολογίας μου, των σχεδίων, των ονείρων, της ύπαρξής μου.
Αιατί εξακολουθώ —διάβολε!— να υπάρχω, να θέλω, να δημιουργώ,
να αγαπώ, να μισώ, να χαίρομαι, να λυπάμαι, να ποθώ, να ερωτεύομαι...
Υάχνω! Έναν τρόπο για να γίνω κατανοητός. Έναν τρόπο για να
κατανοήσω... Ρί θα πληρώσω μέχρι την οριστική αποκάλυψη;

Ν ήλιος έδυσε. Ν Τ.Τ. δυσκολεύεται να συνεχίσει το γράψιμο.


Πηκώνεται. Βιπλώνει την ψάθα. Καζεύει το βιβλίο, τα τσιγάρα. Θλείνει το
ντοσιέ. Σεύγει από την παραλία. Ρα βήματά του —χρατς, χρουτς—
δυσκολεύονται από τα χαλίκια.

Ιούλιος 1981
Νοέμβριος 1981

46_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ Β΢Ν
____________________________________________________________________________________________

Ένα κείμενο ψυχογραφικό και


ατέλειωτο κι άλλο ένα
επεξηγηματικό και συνδετικό

«Ρ
Ώ ΚΏΙΙΗΏ ΠΝ΢ έχουν το χρώμα των πεσμένων φύλλων!», της
έλεγε η μητέρα κι έχωνε τα δάχτυλά της μέσα στις
χρυσοκάστανες μπούκλες.
Θι εκείνη χαμογελούσε. Ξόσα χρόνια άκουγε τούτη τη φράση; Ξολλά!
Θαι πάντα χαμογελούσε.
Ρα μακριά, λεπτά δάχτυλα της μητέρας μέσα στις μπούκλες... Ε
μητέρα... Ξου ποτέ της δεν της είπε κάτι για τα μάτια, τη μύτη, τα χείλια της,
κάτι για το κορμί της, κάτι για τα πόδια, για τα χέρια της. Ξοτέ! Ρίποτε. Ρι
περιττή διακριτικότητα! Ν καθρέφτης τα έδειχνε όλα, τα πάντα. Ρην
ασημαντότητα, τη μηδαμινότητα, την ανυπαρξία τους. Κονάχα οι
μπούκλες λάμπανε πάνω στη στιλπνή επιφάνεια. Ρο χρώμα των πεσμένων
φύλλων!
Ρι ποίηση! Θαι τα λευκά χέρια να τα χαϊδεύουν.
Ίσως γι’ αυτό δεν άφησε, δε θέλησε άλλα χέρια ν’ αγγίξουν τα μαλλιά
της. ΋ταν έχεις κάτι τόσο πολύτιμο, κάτι τόσο ευαίσθητο —που είναι και το
μοναδικό— κάτι που κάποτε αξιώθηκε το άγγιγμα λευκών δαχτύλων —α!—
τότε δε γίνεται να το αφήσεις εκτεθειμένο στην επαφή χεριών με σκληρή

47_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________

επιδερμίδα, επιδερμίδα σκουρόχρωμη και με τρίχες να σκεπάζουν το πάνω


μέρος της παλάμης και τους χοντρούς γρόμπους των δαχτύλων, χεριών
αντρικών. ΋χι! Βεν τ’ αφήνεις!
Ίσως αν βρισκόντουσαν χέρια αρσενικά που να κρύβανε πίσω από τη
δύναμη μια τρυφεράδα, ίσως αν βρισκόντουσαν χέρια πλατιά που
μπορούσαν όμως ν’ αγγίζουνε απαλά - απαλά τα μαλλιά στο χρώμα των
πεσμένων φύλλων, ίσως... τότε —ναι!— τότε σίγουρα να υπέκυπτε στο
άγγιγμά τους.
Κα πού να βρεθούνε τέτοια χέρια; Θαι πώς να φτάσουνε μέχρις αυτήν;
Ρα μαλλιά με το χρώμα τους δεν είναι αρκετά, δε γίνονται δόλωμα.
΋ταν το κορμί και τα μάτια και το στήθος και τα πόδια μένουν αμέτοχα,
αρνιούνται να προσελκύσουν εκείνα τα χέρια τα προσεχτικά ή τ’ άλλα τα
βίαια.
Ε εφηβεία της... τα νιάτα της... τόσα χρόνια μοναξιάς.
Θαι να περιφέρεται σ’ ένα μικρό κήπο —στο πίσω μέρος του σπιτιού—
γεμάτο με γαζίες, γιασεμιά, αγιοκλήματα, μιμόζες, καμέλιες. Ρόσο γυναικείος
κήπος, θηλυκός. Τέρι αντρικό ποτέ δεν τον έσκαψε, πόδι αρσενικό ποτέ δεν
τον πάτησε. Ώυτή και η μητέρα. Θανείς άλλος.
Έπειτα η μητέρα πέθανε, πάει η μητέρα, έμεινε μοναχή να τριγυρίζει
στον κήπο, μοναχή να μπαινοβγαίνει στα τρία δωμάτια με τις ανθοστήλες,
τα βελούδινα τραπεζομάντιλα και τα χαμηλόφωτα αμπαζούρ. Κόνη.
Θάποια στιγμή αποφάσισε να γίνει δασκάλα.
Ρα παιδιά —σκέφτηκε— έχουν χέρια μαλακά κι άτριχα. Έτσι σκέφτηκε.
Θαι γι’ αυτό προσκολλήθηκε στα παιδιά των έξι, των εφτά χρόνων — της
πρώτης τάξης και της δεύτερης.
Ώυτά ποτέ δεν σκέφτηκαν να τραβήξουν βίαια τα μαλλιά της και μέσα
στο βλέμμα τους τα χέρια και τα πόδια της, το στήθος και τα μάτια της είχαν

48_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ Β΢Ν
____________________________________________________________________________________________

μιαν υπόσταση σημαντική. Ήταν τα χέρια, τα πόδια, το στήθος, τα μάτια


της δασκάλας τους.
Γίκοσι τρία χρόνια ανάμεσα σε ξένα παιδιά! Ξώς περνούν τα χρόνια!
Ώπό τις οχτώ το πρωί ως τις δυο του απομεσήμερου. Ώπό το φθινόπωρο
μέχρι το τέλος της άνοιξης. Γίκοσι τρία χρόνια. Ρα καλοκαίρια κούρνιαζε
στους ίσκιους του γιασεμιού και της γαζίας, έβρεχε το λαιμό της με
ροδόνερο και διάβαζε τα τρυφερά μυθιστορήματα της Κπάουμ, της
Πελίνκο... Γκείνα τα βαριά απομεσήμερα, που η ζέστη τρύπωνε στα
σιωπηλά δωμάτια... κι όλο έλεγε πως Ζα τον δει τον ψηλό, τον τρυφερό
άντρα να βγαίνει, μέσα από τις σελίδες των μυθιστορημάτων και να της
χαμογελάει πίσω από τα μισόκλειστα παντζούρια... Νπτασία που ποτέ δεν
αξιώθηκε την ενσάρκωση, όσο κι αν την εκλιπαρούσαν, την απαιτούσαν τα
χέρια, τα πόδια, τα χείλια. Κια απαίτηση πού κραύγαζε την ύπαρξή της με
ιδρώτες ανυπόφορους, με υγρά αηδιαστικά που κυλούσανε συνέχεια στα
σημεία τα απόκρυφα, στα μέρη που ήθελε —μα δεν κατάφερνε— να κρατά
απόμακρα από την εξουσιαστική επαφή των δαχτύλων. Θαι μετά οι τύψεις,
οι φόβοι και τα δάκρυα. Ε μοναξιά της. Θαι τα μαλλιά χάνανε σιγά - σιγά
εκείνο το χρώμα που έχουν τα πεσμένα φύλλα. Ιευκές τρίχες ξεπροβάλαν.
Κια, δυο, πέντε, είκοσι, πάει έχασε το λογαριασμό και δοκίμασε κάθε
απόχρωση βαφής σε κάθε μάρκα χρωμοσαμπουάν, καμιά δεν ήταν εκείνη
που χανότανε, εκείνη η χρυσοκάστανη απόχρωση, η αγαπημένη της
μητέρας... καμιά.
Γίκοσι τρία χρόνια! Θατάφερε να αποφύγει τις μεταθέσεις από το ένα
σχολειό στο άλλο. Νι αλλαγές την τρομάζανε. Θατάφερε να έχει πάντα τις
δυο πρώτες τάξεις — κυρίως τη δεύτερη. Ρα παιδιά ήταν ακόμη απόλυτα
τρυφερά στο κορμί, στις κινήσεις, στα λόγια, στις σκέψεις. Ρα Ζρανία που
απλωνόντουσαν μπροστά στην έδρα της, γεμίζανε κάθε χρόνο από
διαφορετικά πρόσωπα. Κια συνεχής ροή. Έγινε κι αυτή μια μονιμότητα. Θαι

49_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________

οι συνάδελφοι ποτέ δεν μπόρεσαν να την πλησιάσουν περισσότερο από


ένα «καλημέρα», «καλή όρεξη», «χρόνια πολλά», «τι ζέστη», «κρύο σήμερα».
Ε ασφάλεια της απόστασης και της ρουτίνας.

΋λα όσα διαβάσατε πιο πάνω είναι μια προσπάθεια ψυχογραφικής


ανάλυσης της ηρωίδας του διηγήματος που ακολουθεί. Κια ανάλυση που,
σίγουρα, δε θέλησε να ξεφύγει τα λογοτεχνικά πλαίσια.
Πτο διήγημα που βρίσκεται στην επόμενη σελίδα, τα γεγονότα —πάντα
με λογοτεχνικό τρόπο— θα ακολουθήσουν μια επιφανειακή, όσο και
χρονικά περιορισμένη περιγραφή. Θατά τη γνώμη μου, άλλωστε, έτσι
πρέπει να είναι γραμμένο το καθαρόαιμο διήγημα. Ώνάμεσα στα δυο
κείμενα, εντούτοις, υπάρχει μια σχέση. Γίναι η κλωστή που δένει το αγκίστρι
που σέρνεται στο χορταριασμένο βυθό με το φελλό που λικνίζεται πάνω
στα κύματα. Ώυτή η κλωστή —μεσινέζα δεν τη λένε οι ψαράδες;— είναι ο
σύνδεσμός μας.
Γγώ δε θέλησα να την παρουσιάσω. Ξροτιμώ η προσωπική
ιδιομορφία του αναγνώστη, ή ακόμα και η ιδεολογία του, να την
αναγνωρίσει και να καθορίσει τα επιμέρους χαρακτηριστικά της. Ρο μόνο
που καθόρισα από τη μεριά μου —αν και δεν είναι καθόλου δεσμευτικό—
είναι το επάγγελμα της ηρωίδας: δασκάλα. Ζα μπορούσε να ήταν δημόσια
υπάλληλος σε κάποιο ΢πουργείο — σαν την κυρία Ιουκία στη Β/νση
Ξεζικού στο ΑΓΠ εκείνα τα χρόνια που έκανα τη θητεία μου. Ζα μπορούσε
ακόμα να ήταν υπάλληλος σε κάποιο ιδιωτικό οργανισμό — σαν την
ξαδέλφη μου τη Κάρθα, που πήρε τις προάλλες τη σύνταξή της, μετά από

50_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ Β΢Ν
____________________________________________________________________________________________

30 χρόνια δουλειάς σε κάποια από τις επιχειρήσεις του ιδρύματος


Κποδοσάκη. Ζα μπορούσε να ήταν...
Ρελικά αποφάσισα να την κάνω δασκάλα. Έτσι, αυθαίρετα! Κια
αυθαιρεσία απόλυτα —νομίζω— δικαιολογημένη σ’ ένα συγγραφέα. Θάτι
τέτοιες αυθαιρεσίες με κάνουν να αισθάνομαι —όταν γράφω— πως είμαι
ένας μικρός θεός, ένας πλάστης συγκεκριμένων ανθρώπων.
Γνδιαφέρουσα εμπειρία. Ών και από ένα σημείο και πέρα μπορεί να γίνει
επικίνδυνη.
Κα αυτό είναι ένα άλλο θέμα. Ώς το ξεχάσουμε προς το παρόν! Πτο
διήγημά μας, λοιπόν...

Δεκέμβριος 1981

51_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________

Ε εκδρομή

Ώ
΢ΡΝΠ ΘΏΖΝΡΏΛΓ δίπλα στο γραφείο του διευθυντή και πάνω στο
από δεκαετίες αγυάλιστο έπιπλο ακούμπαγε τον δεξί του αγκώνα
και είχε ανέμελα ριγμένη την πλάτη στη ράχη της καρέκλας με τα
δυο του τα πόδια να απλώνονται ολάνοιχτα...
Θάτι της καθήλωσε το βλέμμα πάνω του και ήταν αυτό το κάτι που
αναστάτωσε τα σπλάχνα της —σπασμός ή αναγούλα;— κι έτσι τράβηξε το
βλέμμα —με κόπο πολύ το τράβηξε— και το ’ριξε στα σκονισμένα
παπούτσια του κυρίου Ώλεξόπουλου της τετάρτης.
Ώλήθεια, ήταν στιγμές που μακάριζε τη μοίρα της. Θαλύτερα
ανύπαντρη παρά μόνιμα συντροφευμένη μ’ έναν τύπο σαν τον κ.
Ώλεξόπουλο της τετάρτης. Πκονισμένα παπούτσια, μαυρισμένα κολάρα και
λεκέδες στη γραβάτα. Ώηδία!
«Ν κύριος διευθυντής αργεί!», είπε η κ. Σωτίου της τρίτης και η φωνή
της είχε κάτι το ανυπόμονο.
Κα, ναι! Ήτανε δυόμισι.
Ε κυρία Πτέλλα της πρώτης βόλεψε πιο άνετα μέσα στη στενόχωρη
αγκαλιά της τα τρία βιβλία που κρατούσε.
«Ξρέπει να συνεννοηθεί με τους υδραυλικούς. Πήμερα το ταβάνι στις
τουαλέτες έσταζε συνέχεια. Θάποιος σωλήνας θα έχει τρυπήσει!», η κυρία
Πτέλλα της πρώτης είχε μια φωνή ήρεμη σαν τα γκρίζα μαλλιά της, σιγανή
σαν τα βήματά της.

52_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ Β΢Ν
____________________________________________________________________________________________

«Οημάδι!», μίλησε αυτός κι έκαναν μια γκριμάτσα τα χείλια του κι


ανακάθισε στην καρέκλα του και η φωνή του χτύπησε καμπάνα στα αυτιά
της.
«Οημάδι!», ξαναμίλησε και τα γόνατά του λύγισαν και κινήθηκαν προς
τα πάνω, κάτω από το παντελόνι οι μηροί και οι γάμπες διαγραφήκανε.
«Δητώ συγνώμην!», μπήκε ο κύριος διευθυντής και βιαστικά πήγε πίσω
από το γραφείο του, τράβηξε την πολυθρόνα, κάθισε.
«Ιοιπόν, ας ξεκινήσουμε για να τελειώνουμε και μια ώρα
γρηγορότερα!», συνέχισε.
Ε κ. Σωτίου της τρίτης κούνησε το κεφάλι της.
«Κα δεν νομίζω να υπάρχει κανένα πρόβλημα», παρατήρησε.
«Ξρόπερσι πήγαμε εκδρομή στην Ώρχαία Θόρινθο. Ξέρυσι στην
Γπίδαυρο. Σέτος έχει και πάλι σειρά η Ταλκίδα», είπε ο κ. Ώλεξόπουλος της
τετάρτης.
Γκείνη είχε ξεχάσει το βλέμμα της πάνω στο γκρι παντελόνι του. Ρο θέμα
της συνεδρίασης της ήταν αδιάφορο. Ξοτέ —τουλάχιστον τα τελευταία
χρόνια— δε συνόδευε τους άλλους στις εκδρομές. Έμενε στο σχολειό.
Θάποιος έπρεπε να υπάρχει για τα καθημερινά προβλήματα της ρουτίνας.
Θαι τη βόλευε να είναι εκείνη που δε θα απομακρυνότανε από τις έρημες,
βουβές αίθουσες. Ρην τάξη της —τη δευτέρα— την αναλάμβαναν οι
υπόλοιποι δάσκαλοι. Γκείνη απολάμβανε μια μέρα ήρεμη, μια μέρα
μοναξιάς. Ρης άρεσε.
«΋χι! Ώυτή τη φορά προτείνω να πρωτοτυπήσουμε!», η φωνή του
ακούστηκε με μια χαρούμενα κοροϊδευτική διάθεση. Ένα χαμόγελο
ζωγραφίστηκε στα χείλια του. Θι εκείνα τα στενά, γαλάζια μάτια του
στολίστηκαν με μια πονηρή, κατεργάρικη έκφραση.

53_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________

«Λα πρωτοτυπήσουμε!», ξαφνιάστηκε η κυρία Σωτίου της τρίτης.


Βίπλα της η κυρία Πτέλλα της πρώτης ανακάθισε στο κάθισμά της. Ν
κύριος διευθυντής πήρε το λόγο.
«Λαι! Ν κ. Πωτηρίου προτείνει μια διαφορετική λύση. Νι δυο τελευταίες
τάξεις στην Ώίγινα και οι υπόλοιπες στη Ταλκίδα που έχει σειρά, όπως
σωστά μας θύμιζε ο κ. Ώλεξόπουλος».
Ρο βλέμμα της άφησε τα γαλάζια του μάτια, κατρακύλησε στο λαιμό
του, ακούμπησε στο μαύρο πουλόβερ. Ε συζήτηση έμενε πάντα έξω από
τα ενδιαφέροντά της. Αι αυτή μέτραγε η μέρα, η ήσυχη, μέσα στις άδειες
τάξεις.
«Έχει φαρδύ στήθος», έπιασε το εαυτό της να σκέφτεται και μετά ένιωσε
μια φλόγα να γλείφει τα μάγουλά της. Ζε μου! Ξώς τόλμησε! Πήκωσε πάλι
το βλέμμα στο πρόσωπό του. Ρα μάτια του την κοιτούσαν.
«Ιοιπόν; Γντάξει;», τον άκουσε να ρωτά.
Θανείς δεν απαντούσε.
Αύρισε τη ματιά της κατά τους άλλους. ΋λοι τους αυτή κοιτάζανε. Αιατί;
«Ιοιπόν;», ξαναρώτησε εκείνος, «συμφωνείτε;».
Ώυτή ρωτούσε.
«Πυγνώμην, ήμουν αφηρημένη», και μια αμηχανία —η γνώριμη
αμηχανία— μούδιασε τα νεύρα του κορμιού της.
«Ν κ. Πωτηρίου σας ρωτά για την ιδέα να τον συνοδέψετε σαν δεύτερη
επιτηρήτρια στην εκδρομή της Ώίγινας», εξήγησε ο κύριος διευθυντής και
συνέχισε, «Γφέτος πρέπει εγώ να παραμείνω στο σχολείο. Γκείνες οι
καταστάσεις που ζητά το ΢πουργείο...».
Ένιωσε τα μάγουλά της να τα τρυπούν εκατομμύρια μικρές βελόνες.
Ήθελε να σηκωθεί όρθια, να δηλώσει «Βεν μπορώ! Βε γίνεται!», μα τα μάτια
του —τι γαλάζια που ήταν!— την ακινητοποιούσαν.

54_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ Β΢Ν
____________________________________________________________________________________________

«Ζα περάσουμε όμορφα!», λες και προσπάθησε να την καθησυχάσει


και τα χείλια του πάλι χαμογελάσανε και μετά η γλώσσα του πρόβαλε
ανάμεσά τους και απότομα, αποφασιστικά, πέρασε από πάνω τους και τα
δρόσισε.
΋χι, δεν αντέδρασε. Βεν μπορούσε να κάνει την παραμικρή κίνηση
που να φανερώνει την αντίθεσή της σ’ αυτό το σχέδιο, σ’ αυτή τη
συμμετοχή της. Ίσως γιατί κάτι υπήρχε που... Βεν ήξερε, δεν καταλάβαινε...
Βεν ήθελε να ξέρει, φοβότανε.
Ε συνεδρίαση έληξε.
«Ρην επόμενη Ξαρασκευή!», της υπενθύμισε ο κύριος διευθυντής και
βγήκαν όλοι στο δρόμο, προχώρησε με την κ. Σωτίου για λίγο, μετά
χωρίσανε.
Πτο σπίτι ζέστανε τις χτεσινές χυλοπίτες, έπλυνε μετά το πιάτο της,
ξάπλωσε στο κρεβάτι, κοιμήθηκε, ξύπνησε κατά τις πέντε, σηκώθηκε,
συγύρισε τα τρία δωμάτια και βγήκε στον κήπο, πότισε και ήταν σούρουπο
σαν κάθισε μπροστά στην τηλεόραση —στην κουζίνα σιγόβραζε το
αυριανό κοτόπουλο— και μπροστά στην τηλεόραση κάθισε μέχρι τις έντεκα
—ναι!— καθότανε ήρεμα, ουδέτερα, αδιάφορα, μονάχα μια στιγμή κάτι την
τσίμπησε στο στομάχι μα στιγμιαίο ήταν. Δέστανε ένα ποτήρι γάλα, το
κατέβασε με μικρές, αργές γουλιές, «Ρην επόμενη Ξαρασκευή!», λες και
ξανάκουσε τη φωνή του κυρίου διευθυντή και ξανάδε τη γλώσσα του κ.
Πωτηρίου να προβάλει και να βρέχει τα δυο στενά χείλια του. Ρο γάλα είχε
μια πικρή —ίσως ξινή— γεύση. Βώδεκα παρά την πήρε ο ύπνος, κάθε
βράδυ γύρω στις δώδεκα ξάπλωνε, κάθε απομεσήμερο κοιμότανε, κάθε
απόγεμα συγύριζε, έπλενε, πότιζε, μαγείρευε και μετά καθότανε μπροστά
στην τηλεόραση —τα σήριαλ, η ταινία, τα σόου— καθότανε μπροστά στην
τηλεόραση ήρεμα, αδιάφορα, ουδέτερα και μοναχά εκείνες οι καούρες στο
στομάχι όλο και πιο αφόρητες γινόντουσαν — τι ευθύνη! Κέσα στη

55_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________

θάλασσα με 40 παιδιά κι ένα νέο, άπειρο δάσκαλο. Λαι, αυτό ήταν! Ε


ευθύνη.
Ρη νύχτα της Ξέμπτης προς την Ξαρασκευή ξαγρύπνησε κι έφτασε λίγο
αργοπορημένη στο σχολείο, με μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια. Ρα
παιδιά ουρλιάζανε στην αυλή, ο κύριος διευθυντής προσπαθούσε να βάλει
μια τάξη, «Γλάτε!», της φώναξε ο κ. Πωτηρίου και της έγνεψε με το χέρι του.
Κια ξεκάθαρη κίνηση της πλατιάς, λευκής παλάμης και τα δάχτυλά του
είχαν νύχια κομμένα και ολοκάθαρα στις άκρες τους.
Θατέβηκαν στον Ξειραιά με το νοικιασμένο πούλμαν. Ρα παιδιά
τραγουδούσαν, «Θι ο κλήρος πέφτει στα κορίτσια! Θι ο κλήρος πέφτει στα
αγόρια!», οι φάλτσες φωνές της εφηβείας. Θάποτε, πριν τέσσερα πέντε
χρόνια, ήταν δικοί της μαθητές. Ζε μου, πόσο αλλάξαν! «Ήταν ένα μικρό
καράβι», άφησε το κορμί της να χωθεί στην πολυθρόνα. Ν κ. Πωτηρίου
ήταν μαζί, τα πρόσεχε. Κπορούσε πια εκείνη να ηρεμήσει. Έπρεπε κάτι να
φάει για το ταξίδι.
Πτο λιμάνι πρόλαβε κι αγόρασε ένα κουλούρι.
Ξάνω στο καράβι, τα παιδιά ξεχυθήκανε με κραυγές χαράς.
«Κην τρέχετε! Κη σπρώχνεστε! Κη σκύβετε!», η ευθύνη ξαναγύρισε,
της πύρωσε τα μελίγγια.
Γκείνος την έπιασε από τον ώμο.
«Ρί είναι;», ξαφνιάστηκε αυτή.
«Ερεμήστε!», της χαμογέλασε.
Ε παλάμη του πάνω στο φόρεμά της. Ρο ύφασμα νοτίστηκε από ένα
θερμό ιδρώτα. ΢πάρχουν ιδρωμένες παλάμες που δεν απωθούν; Κια
καθυστερημένη ανακάλυψη.
Στάσανε στο νησί. Πτην προβλήτα τα παιδιά σχημάτισαν δυάδες.
Βιέσχισαν τα πολύχρωμα τραπεζάκια και τις καρέκλες των
ζαχαροπλαστείων. Θάτι τουρίστες τους τράβηξαν φωτογραφία. Γκείνη

56_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ Β΢Ν
____________________________________________________________________________________________

περπατούσε με τα τελευταία παιδιά. Ένιωθε αμήχανα. Ώνέβηκαν σ’ ένα


λεωφορείο. Ρα παιδιά γελούσαν. Γκείνος τραγουδούσε. Ρα παιδιά
τραγουδούσαν. Γκείνος γελούσε. Ρο πύρωμα στα μελίγγια της έσβησε.
Θαθώς αντίκρισε τη θάλασσα να σπάει στην άμμο, κάτι τράβηξε τα
χείλια της. Ταμόγελο.
Ρα παιδιά αμολήθηκαν στην παραλία. Κια μπάλα κύλησε ανάμεσά
τους, πέρασε πάνω από τα κεφάλια τους, «Γ, την μπάλα!», ένα αγόρι της
πέμπτης φώναξε κι εκείνος τινάχτηκε, τα χέρια του αρπάξανε την μπάλα, τα
πόδια του λυγίσανε και το κορμί του κύλησε στην άμμο, χρυσοκίτρινοι
κόκκοι κόλλησαν στα μαλλιά του. Έπειτα έριξε το τόπι προς το μέρος των
παιδιών.
«Έεεε!...», ούρλιαξαν τ’ αγόρια κι αρπάξαν την μπάλα.
«Έεεε!...», στρίγγλισαν τα κορίτσια και πήραν τ’ αγόρια στο κυνήγι.
Γκείνος την πλησίασε.
«Λα πιούμε ένα ουζάκι!», και την παρέσυρε στο παρακάτω ταβερνάκι.
Ν ήλιος ήταν ζεστός, η άνοιξη τέλειωνε μέσα σε μια πανδαισία
μυρωδιάς και χρωμάτων.
«Βεν πίνω!», δήλωσε, μ’ αυτός της τύλιξε τα δάχτυλα γύρω από το
στενόμακρο ποτήρι.
«Γλάτε!», κι ακούμπησε το ποτήρι του πάνω στο δικό της. «Πτην υγειά
σας!».
Άναψε τσιγάρο. Ρα δόντια του είχαν μια ελαφριά κιτρινίλα. Ξάνω στο
κούτελό του στέγνωσαν οι τελευταίες σταγόνες ιδρώτα.
Ρον κοιτούσε, ναι! Ρον πλησίαζε χωρίς να κουνιέται από τη θέση της.
Ρον ανακάλυπτε κι αποκάλυπτε μια άλλη υπόσταση της μυρωδιάς, του
ιδρώτα, του σάλιου. Θαι συνειδητοποίησε πως τον ήθελε.
Ρίναξε το κεφάλι της. Κα θα μπορούσε να ’ταν και παιδί της!
Γπιστράτευση της λογικής. Θατάπιε απότομα το ούζο. Ρα σπλάχνα της

57_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________

καήκανε. Ρα μάτια της δάκρυσαν. Ώπό την άλλη πλευρά της παραλίας τα
παιδιά βάλανε τις φωνές. Ε μπάλα έπλεε πάνω στα κύματα.
Ν Πωτηρίου σηκώθηκε, «Ρα διαβολόπαιδα!», γέλασε και πέταξε τη γόπα
του, έτρεξε κατά τη μεριά των παιδιών. Γκείνη έσκυψε, πήρε το αποτσίγαρο,
η κάφτρα τής ζέσταινε τα δάχτυλα, το φίλτρο ήταν λίγο δαγκωμένο.
«Δήτω!», πανηγύρισαν τα παιδιά.
Ρο αποτσίγαρο έπεσε από τα χέρια της. Αύρισε το κεφάλι κατά τη μεριά
των παιδιών. Γκείνος έβγαινε από τη θάλασσα. Κε σηκωμένα τα
παντελόνια μέχρι τα γόνατα, με διπλωμένα τα μανίκια του πουκάμισου, τον
είδε που έβγαινε από τη θάλασσα. Ε μπάλα γυάλιζε ανάμεσα στις παλάμες
του. Ε μπάλα! Έπειτα τον άκουσε να φωνάζει στα παιδιά, «Ρέρμα για την
ώρα το παιχνίδι! Θαιρός για φαγητό!». Θι αυτά άρχισαν να απλώνουνε
πάνω στην άμμο πετσέτες, κεφτέδες, τυριά.
Άφησε με αργά, μικρά βήματα τη σκιά της καλαμωτής. Γκείνος την
πλησίαζε με απλωτές δρασκελιές. Πτα γυμνά του πόδια κολλούσε η άμμος.
Ρο πουκάμισο είχε ξεκουμπωθεί. Ρο δέρμα του στο στήθος ήταν γεμάτο με
μικρές, ξανθές τρίχες και κόκκινες φακίδες. Ρέντωσε, σήκωσε τα χέρια του,
«Ξιάστε!», γέλασε και της πέταξε την μπάλα.
Γκείνη ξαφνιάστηκε, σήκωσε τα μπράτσα να προφυλάξει το πρόσωπο,
ένα βήμα πίσω, δυο, παραπάτησε καθώς το δεξί πόδι βράχηκε από το
κύμα, το κορμί πήρε να γέρνει προς τ’ αριστερά, η μπάλα χτύπησε πάνω
στο στήθος της, «Ώ!», έχασε την ισορροπία της και έπεσε μέσα στη
θάλασσα.
Ρο ψυχρό νερό κύλησε πάνω στο πρόσωπο, μούλιασε τα ρούχα της,
το δεξί παπούτσι βγήκε από το πόδι της, εκείνος έτρεξε, της άρπαξε τα
χέρια, την τράβηξε, «Πυγνώμη!», τα είχε χαμένα, τα παιδιά μαζεύτηκαν γύρω
τους, ένα δυο γελάσανε, «Ττυπήσατε;», τη στερέωσε μέσα στην αγκαλιά
του.

58_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ Β΢Ν
____________________________________________________________________________________________

Ένιωσε και πάλι εκείνο το πύρωμα να της τσουρουφλίζει τα μελίγγια. Ρα


πόδια της ακούμπαγαν πάνω στα δικά του. Ρα χέρια του την κράταγαν
μπροστά στο στήθος του. Νι λεπτές τριχούλες και οι φακίδες. «Ττυπήσατε;».
Ρης έσφιγγε τους ώμους.
Πήκωσε τα χέρια της, τέντωσε τις παλάμες, άγγιξε το πουκάμισό του.
Θάτω από το ύφασμα η καμπύλη του στήθους, η μικρή προεξοχή της
ρόγας κι οι χτύποι της καρδιάς του.
Θούνησε το κεφάλι της, ανοιγόκλεισε τα μάτια. «'΋χι!», τον καθησύχασε
και η φωνή της ήταν βραχνή, «΋χι!».
Ρώρα έπρεπε να τραβήξει τις παλάμες της από το στήθος του. Έπρεπε.
Θατάπιε το σάλιο της. Ήταν αλμυρό. Θαι την έπιασε ένας δυνατός βήχας.

Χειμώνας 1968
Δεκέμβριος 1981

59_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________

Ρα σκυλιά ράτσας δεν έχουν το ένα


αυτί πεσμένο και τ’ άλλο όρθιο

΢τον Αντώνη Ντούμα

Ώ
ΞΝ ΡΝΡΓ που ήμουνα μικρός ήθελα ν’ αποχτήσω ένα σκυλί. Ήταν
ένα από τα —ελάχιστα— μόνιμα ανεκπλήρωτα όνειρά μου.
Κέναμε, τότε, στο πατρικό σπίτι της μητέρας και
συγκατοικούσαμε με την οικογένεια της θείας μου. Θάτω, στο μισό
ημιυπόγειο, έμενε ο παππούς και τ’ άλλο μισό το είχαμε νοικιασμένο.
Ρο σπίτι ήταν μεγάλο, χτισμένο με χοντρούς τοίχους, είχε τέσσερα
δωμάτια, ένα τεράστιο μακρόστενο χολ, μια άνετη κουζίνα κι ένα
στενόχωρο μπάνιο. Αύρω - γύρω υπήρχαν πρασιές και παρτέρια. Κα δεν
υπήρχαν κάγκελα στο πεζούλι που χώριζε την μπροστινή βεράντα από το
πεζοδρόμιο.
Ήταν, θυμάμαι, ένα κοντόχοντρο πεζούλι που ξεκίναγε από τη μια
άκρη του οικοπέδου και τελείωνε στην άλλη. Πε δυο σημεία κοβότανε κι
έφτιαχνε χωρίσματα — θέσεις για μελλοντικές καγκελόπορτες. Ρο ένα ήταν
εκεί που έμπαινες στην κύρια βεράντα του σπιτιού και τ’ άλλο —πιο μικρό
αυτό— εκεί που ξεκίναγε ο πλακόστρωτος διάδρομος για το πίσω μέρος
του κήπου.

60_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ Β΢Ν
____________________________________________________________________________________________

ΐέβαια, όλα αυτά είναι λεπτομέρειες χωρίς καμιά ιδιαίτερη σημασία. Ών


τα περιγράφω, είναι γιατί θέλω να τονίσω την έλλειψη κάγκελων πάνω στο
πεζούλι. Ήταν αυτή η έλλειψη που στάθηκε η αφορμή να μην αποχτήσω —
τότε— ένα σκυλί.
«Ζέλω σκύλο!», παρακαλούσα τους γονείς μου.
«Ζέλω σκύλο!», ικέτευα.
«Ζέλω σκύλο!», έκλαιγα.
Θαι τι παράξενο! Νι, συνήθως, υποχωρητικοί στις απαιτήσεις μου
γονείς μένανε αμετάκλητα ακούνητοι στο «όχι!» τους.
«Αιατί; Αιατί; Αιατί;».
«Κα θα το σκάει από το σπίτι και θα βγαίνει στους δρόμους. Βεν
έχουμε, βλέπεις, κάγκελα κι ούτε πρόκειται να βάλουμε, αφού το σπίτι είναι
εξ αδιαιρέτου. Θαι αν βγαίνει στους δρόμους, ποιος ξέρει τι αρρώστιες θα
κολλήσει και στο τέλος μπορεί και να πεθάνει! Έτσι δεν έπαθε ο Κπούμπης
μου — το σκυλάκι που είχα όταν ήμουνα μικρή; Ένα βράδυ, μες στο
καταχείμωνο, τό’ σκάσε, πήγε στο σπίτι του Ώννούλι, εκεί είχαν ένα σκύλο
που ήταν άρρωστος από μόρβα, κόλλησε κι ο Κπούμπης μου, σε λίγες
μέρες ψόφησε. Ρον έθαψα σ’ ένα οικόπεδο, να, ’δω πάνω, κατά το
Πκοπευτήριο. Λα ’βλεπες τι κλάμα, έκανα! Ρί 0ες, λοιπόν, να σου πάρω
σκύλο και να κλαις όταν ψοφήσει;».
Λαι, η μητέρα είχε πάντα έναν τρόπο να πείθει και να πετυχαίνει το
σκοπό της. ΢ποχωρούσα. Κα για λίγο, ίσα που ξεθύμαινε ο καημός μου
για τον Κπούμπη. Θαι ξανάρχιζα, «Ζέλω σκύλο!».
Ρότε έμπαινε στη μέση η θειά μου.
«΋σο ζω εγώ, σκύλος δε θα μπει εδώ μέσα!».
Ε μητέρα σήκωνε τους ώμους.
«Ρ’ ακούς! Ρί θες τώρα να κάνω;».
Λαι, είχε πάντα έναν τρόπο να πείθει.

61_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________

΢ποχωρούσα ανήμπορος. Κισούσα θείες, κάγκελα και παλιές,


λυπητερές ιστορίες.
Θάποτε σκέφτηκα να ζητήσου τη βοήθεια του παππού μου. Ώυτός
κρατούσε την ανεξαρτησία του κι έψαχνε για ευκαιρίες να πεισμώσει τις
κόρες του.
«Ζα σου βρω εγώ ένα!», μου υποσχέθηκε και σε λίγες μέρες μου
ανάγγειλε, «Ένας φίλος μου από το καφενείο έχει μια σκύλα δυο χρονών.
Ζέλει να τη δώσει, γιατί δεν έχει χώρο. Ζα τη φέρω σε σένα!».
Ξέταξα από τη χαρά μου. Γπιτέλους! Ώύριο θα είχα σκύλο.
«Καμά! Καμά!», έτρεξα και πρόλαβα την είδηση στη μητέρα μου.
«Ώφού ο παππούς σού το βρήκε...», δέχτηκε εκείνη τα τελειωμένα
γεγονότα. «Κόνο...», δίστασε, «πρέπει να ξέρεις πως ένα σκυλί δυο χρονών
ώσπου να μάθει το καινούριο του αφεντικό, ίσως και να του ορμήξει, να το
δαγκώσει...».
Κου άγγιξε την πιο ευαίσθητη πτυχή, βρήκε το μύχιο φόβο μου!
Κπορεί να αγαπούσα τα σκυλιά, μπορεί να λαχτάραγα να αποχτήσω ένα,
αλλά συνάμα τα φοβόμουνα, τα φοβόμουνα πολύ.
Θατέβηκα στο ιδιόρρυθμο, υπόγειο διαμερισματάκι του παππού μου.
«Βε θέλω το σκυλί!», δήλωσα.
Λαι, η μητέρα μου είχε πάντα έναν τρόπο να πείθει και να πετυχαίνει το
σκοπό της.
Θαι τα χρόνια περνούσαν.
Θάποτε φύγαμε από το σπίτι αυτό. Ώγοράσαμε ένα διαμέρισμα σε
πολυκατοικία. Ρώρα μέναμε μόνοι μας. Ρο πρόβλημα της άρνησης της
θειάς μου δεν υπήρχε. Θαι το μικρό μπαλκονάκι είχε κάγκελα. Κα ένα
καινούριο εμπόδιο εμφανίστηκε. Ρο καταστατικό της πολυκατοικίας
απαγόρευε τα σκυλιά. Ρο μίσος μου άρχισε να απλώνεται. Ώπό
οικογενειακό γινόταν κοινωνικό.

62_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ Β΢Ν
____________________________________________________________________________________________

Θι αν πριν είχα τη δυνατότητα να καβγαδίζω με τη θεία μου και να


ξεδίνω, τώρα με ποιους να μάλωνα; Κε τους 42 ιδιοκτήτες των
διαμερισμάτων της πολυκατοικίας μας; Ιίγο δύσκολο!
Αια μια ακόμα φορά υπέκυψα.
Θαι τα χρόνια συνέχισαν να περνάνε.
Έφτασε η στιγμή που αρραβωνιάστηκα.
Ήμουνα, τότε, γύρω στα 24, φοιτητής, ονειροπόλος και απόλυτα
ξεκομμένος από μια συνειδητή αντιμετώπιση των προβλημάτων της γενιάς
μου, της τάξης μου, του τόπου μου.
Ε αρραβωνιαστικιά μου έμενε με νοίκι στο πάνω πάτωμα μιας
διώροφης διπλοκατοικίας, κάπου στη Λέα Πμύρνη, και δεν υπήρχε
πρόβλημα από την πλευρά του νοικοκύρη τους —μόνιμα εγκαταστημένου
στην Ώμερική— στο να έχουν σκύλο.
΋ταν, λοιπόν, μια μέρα έτυχε να αναφερθεί ο ανεκπλήρωτος πόθος
μου για ένα σκυλί, η πεθερά μου προσφέρθηκε να το φιλοξενήσει στο σπίτι
τους.
Ε χαρά μου ήταν πια απερίγραπτη. Ε ευτυχία μου ολοκληρωνόταν.
Ήμουνα νέος, γερός, ερωτευμένος, αποχτούσα και σκύλο. Ρί άλλο ήθελα;
Έτρεξε σ’ έναν οικογενειακό γνωστό, τον κ. ΐασιλείου. Ήταν ένας
ιδιόρρυθμος συγγραφέας που ζούσε κάπου προς το Καρούσι, μαζί με τη
γυναίκα του και την Ώραπίτσα, το μπασταρδεμένο κανίς τους. Ε τύχη μου
κρατούσε αφού η Ώραπίτσα μόλις είχε γεννήσει τρία χαριτωμένα αραπάκια
— τα δυο τα είχαν ήδη κλείσει κάτι άλλοι, έμενε το τρίτο, που χωρίς κανένα
δισταγμό το καπάρωσα. Κόλις συμπλήρωνε τις 40 μέρες, θα πήγαινα να
το πάρω.
Ώμέσως προέκυψε το πρόβλημα του ονόματος. Κε την
αρραβωνιαστικιά μου το κουβεντιάσαμε για μερικά απογέματα. Πτη βόλτα
μας στου Σιλοπάππου, στο κουτούκι του Ζεόφιλου και στην υπόγεια

63_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________

γκαρσονιέρα του Ξέτρου, που κλεινόμαστε δυο φορές την εβδομάδα. Θαι
με μια ταύτιση απόψεων, που μόνο οι ερωτευμένοι των είκοσι τεσσάρων
χρόνων μπορεί να πετύχουν, καταλήξαμε στο όνομα «Κακώ» — σύμπτυξη
των πρώτων συλλαβών των ονομάτων μας.
Θαι οι 40 μέρες τέλειωσαν. Ξήγα και πήρα τη Κακώ, που είχε εξελιχθεί
σε μια αληθινά χαριτωμένη, κατάμαυρη μπαλίτσα.
Ήτανε καλοκαίρι, οι γονείς μου λείπανε για λίγες μέρες στις Ππέτσες,
είπα να κρατήσω εγώ τη Κακώ για ένα δυο βράδια μέχρι που να συνηθίσει
τον αποχωρισμό από τη μάνα της, να χορτάσω κι εγώ την εκπλήρωση του
ονείρου μου.
Έτσι κι έγινε. Ξέρασα δυο νύχτες να κοιμάμαι αγκαλιά με τη Κακώ και
να τρέχω από πίσω της για να στεγνώνω τις μικρές λιμνούλες των ούρων
της. Ε αφιλότιμη, κάθε πέντε λεπτά τα αμόλαγε. Κα έτσι —με
καθησύχασαν— συμβαίνει στα μικρά σκυλάκια. Ρην τρίτη μέρα, οι γονείς
μου επέστρεψαν και η Κακώ μεταφέρθηκε στο σπίτι της αρραβωνιαστικιάς
μου.
Γπιφωνήματα θαυμασμού, καλοστρωμένα κουρέλια σε μια γωνιά της
κουζίνας, πλαστικά κεσεδάκια με γάλα και νερό, όλα έτοιμα για να νιώσει η
Κακώ ζεστά στο καινούριο της σπιτικό.
Κόλις συμπληρώθηκαν πέντε λεπτά από την άφιξή της, η Κακώ
κατούρησε στο κέντρο του σαλονιού. Ε πεθερά μου γέλασε, πήρε το
σφουγγαρόπανο και τα καθάρισε.
Πτα δέκα λεπτά από την άφιξή της, η Κακώ κατούρησε ανάμεσα στο
χολ και την τραπεζαρία. Ε πεθερά μου τη μάλωσε ήπια και τα καθάρισε.
Πτο τέταρτο πάνω η Κακώ κατούρησε στην κρεβατοκάμαρα και η
πεθερά μου έβαλε τις φωνές.

64_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ Β΢Ν
____________________________________________________________________________________________

Άρχισα να υποψιάζομαι τον επερχόμενο κίνδυνο και ανέλαβα εγώ το


καθάρισμα, ενώ συνάμα προσπαθούσα να εφεύρω έναν τρόπο
εφαρμογής του Baby Lino στα οπίσθια της Κακώς. Ώπέτυχα.
Ρη δεύτερη μέρα η πεθερά μου δήλωσε —ενώ κατάπινε ένα βάλιουμ
των πέντε— πως η Κακώ μέχρι να μάθει να κάνει τα τσίσα της στο
μπαλκόνι, θα ζούσε κλεισμένη στο μπάνιο. Ήταν παράλογο. Θαι το είπα
αρκετά δυνατά και σίγουρα ανάγωγα για ένα γαμπρό στη μελλοντική
πεθερά του.
Γυτυχώς η αρραβωνιαστικιά μου συμφώνησε μαζί μου κι έβαλε τα
κλάματα.
Ε πεθερά μου άρχισε να υφίσταται τα πρώτα συμπτώματα μιας
νευρικής κρίσης. Κα εγώ πήρα θάρρος από τη συμπαράσταση της
αγαπημένης μου και απαίτησα την άμεση απελευθέρωση της Κακώς. Ε
πεθερά μου αρνήθηκε μ’ ένα ουρλιαχτό. Ε αρραβωνιαστικιά μου άρχισε να
κλαίει με λυγμούς και παράλληλα αποκάλεσε τη μητέρα της σκληρή,
άκαρδη και άδικη. Ε πεθερά μου φώναξε πως το σκυλί θα φύγει αμέσως
από το σπίτι.
Γγώ πήρα στην αγκαλιά μου την τρέμουσα Κακώ, δήλωσα πως δεν
πρόκειται να ξαναπατήσω στο σπίτι τους και ζήτησα από την
αρραβωνιαστικιά μου να με ακολουθήσει στην υπόγεια γκαρσονιέρα του
Ξέτρου, μέχρι να βρούμε πιο άνετη κατοικία.
Γκείνη σταμάτησε τους λυγμούς, σκούπισε τα μάτια της, φύσηξε τη
μύτη της και μου ζήτησε να μην είμαι παράλογος.
Ε Κακώ στην αγκαλιά μου συνέχισε να τρέμει. Ρο όνειρο μιας ζωής
κατέρρεε.
Άνοιξα την εξώπορτα του πάνω πατώματος της διώροφης
διπλοκατοικίας, κατέβηκα τις σκάλες, βγήκα στο δρόμο, πήρα ένα ταξί,
πήγα στο Καρούσι, ζήτησα συγγνώμη από τον ιδιόρρυθμο συγγραφέα,

65_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________

άφησα τη Κακώ να παίζει πανευτυχής με την Ώραπίτσα και γύρισα στο


διαμέρισμά μας — ήταν το εικοστό πέμπτο από τα σαράντα δύο της
πολυκατοικίας.
Ρην αρραβωνιαστικιά μου δεν την ξανάδα. Ξοτέ! Θι ούτε άλλη
αρραβωνιαστικιά έτυχε μέχρι σήμερα ν’ αποχτήσω. Πυνεχίζω να ζω στο ίδιο
διαμέρισμα. Ν πατέρας μου πέθανε, μα η μητέρα μου κρατιέται μια χαρά.
Θαι τα θυμήθηκα όλα αυτά —τα προ πολλού περασμένα— όταν
συνάντησα έξω από την είσοδο του γραφείου μου ένα αδέσποτο σκυλί —
μπάσταρδος ήταν— που είχε το ένα αυτί πεσμένο και τ’ άλλο όρθιο. Θαι
καθώς του σφύριζα για να πλησιάσει και να το χαϊδέψω —εκείνος ο φόβος
έχει πια εξαφανιστεί— θυμήθηκα πως ήταν η μητέρα μου που είχε πείσει την
πεθερά μου να φιλοξενήσει το σκυλί που ήθελα, μα δεν μπόραγα ν’
αποχτήσω.
Λαι, η μητέρα μου ήταν! Κετά από τόσα χρόνια το θυμήθηκα. Γίχε —
βλέπετε— πάντα έναν τρόπο να πείθει και να πετυχαίνει το σκοπό της.

Δεκέμβριος 1981

66_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ Β΢Ν
____________________________________________________________________________________________

Σανή

Ρ
Ν Ώ΢ΡΝΘΗΛΕΡΝ σταματημένο στην άκρη του δρόμου και στο
βαθούλωμα του πεζοδρομίου νερά από τη μεσημεριάτικη βροχή και
γι’ αυτό εσύ, Σανή, σήκωσες κάπως πιο ψηλά το πόδι και το
τέντωσες απότομα, μια προσπάθεια να πηδήξεις τα ίχνη της βροχής, έτσι
θά’ μενε αλέκιαστο το γκρι σκαρπίνι σου, μα παραπάτησες, τα χέρια
απλώθηκαν κι αρπάχτηκες από το καπό του αυτοκινήτου, η τσάντα σου
χτύπησε πάνω στο τζάμι του παράθυρου...
...Ρην είχα από τα τελευταία Τριστούγεννα. Βώρο του γιου μου, του
Ξαύλου. Ρυλιγμένη μέσα σ’ ένα μπεζ χαρτί. Ένα πακέτο γεμάτο σφραγίδες
και γραμματόσημα. Ρο άνοιξα στο σπίτι. Βέρμα φιδιού και γνήσιο μοντέλο
από κάποια μπουτίκ του Saint Germain. Ε κάρτα έγραφε, «Πτη μανούλα
μου, την πρώτη Ξαριζιάνα της ζωής μου». Ταμογέλασα και «Ώπό το ένα
χέρι θα κρατώ την τσάντα και από τ’ άλλο τη μοναξιά μου», σκέφτηκα...
Ρο τζάμι του αυτοκινήτου κατέβηκε, το πρόσωπο του οδηγού σού
φάνηκε ουδέτερο, το χαμόγελο στα χείλια του ήταν καθημερινά
σαγηνευτικό. «Κήπως χτυπήσατε;», σε ρώτησε, Σανή, και το χέρι του άγγιξε
το δικό σου, που ήταν ακόμα γαντζωμένο στη νικελένια βάση του
καθρέφτη. Θούνησες το κεφάλι, «΋χι!», είπες, μα...
...Λαι, θυμήθηκα εκείνα τα ανοιξιάτικα απογέματα στο Ιυκαβηττό —
πάνω από 40 χρόνια έχουν περάσει από τότε— που τα χαμομήλια

67_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________

γαντζωνόντουσαν στα μανίκια της κόκκινης ζακέτας μου και τα δάχτυλα


του Άρη μπλεκόντουσαν με τα δικά μου...
«Γλάτε να σας πάω μέχρι πιο κάτω! Ζα ξαναβρέξει!», σου πρότεινε κι
εσύ δέχτηκες —γιατί δέχτηκες, Σανή;— ήταν εκείνη η υπόσχεση ζεστασιάς
από τα χνουδωτά καλύμματα των καθισμάτων, ήταν ακόμα η διάθεσή σου
να καθυστερήσεις στο ραντεβού σου με την Θική, τη Ιία, τις άλλες...
«...Ρράβηξα τον άσσο!», είπε η Θική.
«Άσε να καθίσω εδώ! Κ’ ενοχλεί το ρεύμα!», είπε η Ιία.
«Σανή, την κάβα σου!», η Οένα έσπρωξε μπροστά σου 50 κρύες
πλαστικές μάρκες — κόκκινες, κίτρινες, πράσινες, μπλε...
Ρα χέρια του πάνω στο τιμόνι και σ’ ένα φανάρι γύρισε κατά το μέρος
σου, «Έχετε όμορφα, όμορφα χέρια!», σου είπε και τότε, Σανή, η καρδιά
σου πετάρισε, ήταν κι εκείνο το απότομο σπινάρισμα των τροχών πάνω
στη βρεγμένη άσφαλτο και η φωνή σου ακούστηκε βραχνή...
...Κα, θε μου, ήταν το αγαπημένο κομπλιμέντο του Θωνσταντίνου.
Ρριάντα τόσα χρόνια μαζί του, πόσες φορές να τ’ άκουσα!...
«...Ζέλετε να σας χαϊδέψουν;» —ναι!— βραχνή ακούστηκε η φωνή σου
και αμέσως μετάνιωσες, «Ξρόστυχη θα με θεωρήσει!», φοβήθηκες, μα
καθησύχασες τον εαυτό σου. Ρο χαμόγελό του έμενε πάντα το ίδιο
καθημερινό, μόνο η παλάμη του άφησε το τιμόνι κι ακούμπησε στο γόνατό
σου κι ήταν αυτή η επαφή, Σανή, μια επαφή τριπλά ξεχασμένη για σένα,
γιατί καιρό τώρα ο Θωνσταντίνος είναι νεκρός, γιατί καιρό τώρα ο Ξαύλος
είναι στο Ξαρίσι, γιατί καιρό τώρα ο Άρης δεν ξέρεις αν ζει ή πέθανε, γιατί
μένουν μοναχά η Θική, η Ώία και οι κρύες, οι πλαστικές μάρκες, κι έπειτα το
αυτοκίνητο έπαψε να κινείται, γύρω υπήρχαν δέντρα και μυρωδιά
βρεγμένης γης —αγαπημένη μυρωδιά— άνοιξες το παράθυρο, ξανάρχισε
να σιγοψιχαλίζει, αυτός σου έπιασε το πιγούνι, άγγιξε με τα χείλια του το
στόμα σου, τα χέρια του πίεσαν τα στήθια σου και τράβηξαν το φερμουάρ

68_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ Β΢Ν
____________________________________________________________________________________________

που ξεκίναγε από τα βάθη της αριστερής μασχάλης σου, «Έχεις όμορφο
κορμί!», σου ψιθύρισε στ’ αυτί και μετά σου δάγκωσε απαλά το δέρμα στον
κρόταφο, εκεί ακριβώς που άρχιζαν τα βαμμένα μαλλιά σου.
...Υέματα! Ρο κορμί πλαδάρεψε! Ρότε στο Ιυκαβηττό με τον Άρη, τότε
με τον Θωνσταντίνο πάνω στα νυφιάτικα, πάλλευκα σεντόνια, ίσως... Ρώρα
είμαι γριά... Κ’ ανατρίχιασα από το άγγιγμά του και...
Ρα χέρια σου, Σανή, τύλιξαν την πλάτη του, τα νύχια σου, Σανή,
γρατσούνισαν το πουκάμισό του και σε λίγο, τη στιγμή που οι σπασμοί
κυρίευαν το κορμί σου, αναζήτησες, Σανή, το στόμα του, μπουκώθηκες με
τη γλώσσα του, γιατί ένιωθες ένα βογκητό να βγαίνει, Σανή, από τα
σπλάχνα σου, ένα βογκητό που δεν ήθελες να το αφήσεις ν’ ακουστεί γιατί
δεν ταίριαζε με τη στιγμή — τα δέντρα, η μυρωδιά της βρεγμένης γης και οι
ψιχάλες που δε λέγανε να δυναμώσουν.

Χειμώνας 1974
Ιανουάριος 1982

69_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________

Ξώς και γιατί δεν έγραψα


ένα διήγημα

Π
ΘΓΣΡΕΘΏ ΛΏ ΑΟΏΥΦ ένα διήγημα με ηρωίδα μια πόρνη —μια
πουτάνα— από αυτές που έχουν εκείνα τα φτωχοδιαμερίσματα με
το κόκκινο φως στο κουδούνι. Κα αγνοώ το θέμα, δεν έχω —πια—
προσωπική εμπειρία. Έχω να πατήσω το πόδι μου σε οίκο ανοχής από τον
καιρό που ήμουνα έφηβος, κοντεύουν —τι κοντεύουν!— περάσανε είκοσι
χρόνια από τότε. ΢ποθέτω πως τα πράγματα θα έχουν διαφοροποιηθεί. Νι
συνθήκες, οι πελάτες, οι τιμές. Ίσως και να μην υπάρχουν πια τέτοια
διαμερίσματα — ήταν, θυμάμαι, τα πιο πολλά ημιυπόγεια με ξεχωριστή
είσοδο και παράθυρα με μισόκλειστα παντζούρια.
Ρώρα, τα μόνα που έχω καταφέρει να επισημάνω στεγάζονται σε κάτι
μπασταρδεμένα νεοκλασικά ετοιμόρροπα σπίτια γύρω από τα Γξάρχεια, ή
σε κάτι παμπάλαιες αυλές, εκεί κατά τη Σαβιέρου και τους γύρω δρόμους
από τον Άγιο Ξαύλο. Πε τέτοια σπίτια —όχι!— δεν μπαίνω, δεν τολμώ να
μπω! Βεν έχουν τίποτε κοινό με τα αντίστοιχα σπίτια της εφηβείας μου.
Γκείνα είχαν μια οικογενειακή —θα ’λεγα— ατμόσφαιρα. Καθητές, φοιτητές
κι ανύπαντροι υπάλληλοι ήταν η πελατεία τους.
Ρα τωρινά αχτινοβολούν υπόκοσμο και λαϊκούρα. Ώπό τις μόνιμα
μισάνοιχτες πόρτες τους μπαινοβγαίνουν στρατιώτες, επαρχιώτες και κάτι
άλλοι σκοτεινοί τύποι — ποιος ξέρει τί σόι άνθρωποι είναι!

70_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ Β΢Ν
____________________________________________________________________________________________

Έτυχε τις προάλλες να έχω παρκάρει κάπου σε μια πάροδο της


Σαβιέρου κι ώσπου να πάρει μπρος η μηχανή, κατάφερα να σχηματίσω
μια ιδέα για το ποιόν της πελατείας τους. Κα για τις ίδιες τις —σημερινές—
πουτάνες δεν ξέρω τίποτε. Βεν τις έχω δει ποτέ. Ρις μόνες που έχω
παρατηρήσει είναι αυτές που σουλατσάρουν στα στενά γύρω από την
Ώθηνάς. Κα αυτές είναι του πεζοδρόμιου. Γμένα μ’ ενδιαφέρουν οι
σπιτωμένες. Κια από αυτές θα ήθελα να έχω για ηρωίδα στο διήγημά μου.
Ώλλά για να τις συναντήσω, για να τις δω, για να τις πλησιάσω, θα πρέπει
—αναγκαστικά— να μπω μέσα στα σπίτια τους. Κα για την ηλικία μου, για
τη φήμη μου, για την οικογενειακή και κοινωνική μου θέση, μια τέτοια
απόπειρα εισόδου θα είναι μια πολύ, μα πολύ παράτολμη πράξη.
Κπορεί να με δει κανένα κακόβουλο μάτι γνωστού ή —κι αυτό είναι, το
πιο επικίνδυνο— μπορεί κάτι να με σπρώξει να προχωρήσω πιο πέρα τη
γνωριμία και να κλειστώ μαζί της στο ιδιαίτερο δωμάτιο, να γυμνωθώ, να
κυλιστώ στα σεντόνια που θα έχουν δεχτεί κι άλλα κορμιά, κι άλλους
ιδρώτες, κι άλλα σπέρματα.
Έτσι, όμως, υπάρχει η πιθανότητα να κολλήσω καμιά αρρώστια που
στη συνέχεια θα τη μεταφέρω μέσα στην οικογένεια, μου, μα και στον πιο
πλατύ κοινωνικό μου κύκλο.
Σαντάζεστε τι τρομερό θα ήταν να περιφέρομαι ανάμεσα στους
συναδέλφους, στους φίλους, στους συγγενείς, ανάμεσα στα πεθερικά
μου, στους γονείς, στη γυναίκα και στα παιδιά μου με κάποια ένδειξη
βλεννόρροιας, σύφιλης ή διάθεσης διαμαρτυρίας και αμφισβήτησης —
εκείνης της διαμαρτυρίας και της αμφισβήτησης που οι πόρνες και ο
υπόκοσμος, γενικότερα, υπήρξαν οι εκφραστές τους από πολύ παλιά,
τουλάχιστον από την εποχή του Ρουλούζ Ιωτρέκ, του Ακωγκέν και του
Κοντιλιάνι...
Ιανουάριος 1982

71_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________

Γ, αυτό πια!

Γ
ΑΦ ΘΏΖΝΚΝ΢Λ στη θέση που είναι ακριβώς
απέναντι από την πόρτα. Ώυτός πιο μπρος, στις θέσεις που έχουν
γυρισμένη την πλάτη τους κατά το παράθυρο.
Άλλοι επιβάτες στο λεωφορείο δεν υπήρχαν. Κπορούσα να τον
παρατηρώ άνετα.
Σορούσε ένα γκριζοπράσινο πλαστικό μπουφάν, από αυτά που είναι
παραγεμισμένα με αφρολέξ κι έχουν ένα σωρό άχρηστες τσέπες — στα
μανίκια, στο στήθος, στους ώμους. Ν γιακάς ήταν μαύρος — μια
απομίμηση αστρακάν.
Κου θύμιζε τα μπουφάν που φορούσαν οι Αερμανοί αεροπόροι τον
καιρό του Βεύτερου παγκόσμιου πολέμου.
Ρα μαλλιά του ήταν κοντοκουρεμένα στο σβέρκο και στις φαβορίτες.
Κουστάκι ή μούσι δεν είχε.
Ξάνω κάτω πλησίαζε τα είκοσι οχτώ — ίσως και πιο λίγο.
Ακρι παντελόνι κολλητό γύρω από τα σκληρά, ολοστρόγγυλα μπούτια
του — από το γόνατο και κάτω άνοιγε διακριτικά σε καμπάνα. Καύρο
παπούτσι καλογυαλισμένο —τ’ ομολογώ— μα πολυφορεμένο και
παλιομοδίτικο. Ώπό αυτά που βρίσκεις, συνήθως, στους δρόμους που
καταλήγουν στην Νμόνοια.
Ρίποτε το παράξενο, λοιπόν, στο ντύσιμό του. ΋μως ήταν το ύφος του
που μου τράβηξε την προσοχή, η στάση του.

72_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ Β΢Ν
____________________________________________________________________________________________

Θαθόταν σταυροπόδι, τ’ αριστερό πόδι πάνω στο δεξί. Ε δεξιά παλάμη


του είχε χουφτιάσει τον αριστερό αστράγαλο και η αριστερή προσπαθούσε
—μάταια— να χωθεί στο στενό άνοιγμα της τσέπης του παντελονιού του.
Ρα μάτια, μισόκλειστα, κοιτούσαν πάνω από τους ώμους του οδηγού
τη λεωφόρο που ξανοίγονταν μπροστά μας.
Ρα χείλια τραβηγμένα σε ετοιμασία φτυσίματος, που δεν
ολοκληρώθηκε.
Ρο κεφάλι γερμένο λίγο προς τα αριστερά. Ε πλάτη του σχημάτιζε μια
ελαφριά καμπούρα, προδίδοντας επάγγελμα χειρωναχτικό και βαρύ —
μπετατζής, μαραγκός, κάτι τέτοιο— ήμουν αρκετά μακριά για να ξεχωρίσω
τα δάχτυλά του.
Νλάκερος —θα ’λεγα— κραύγαζε, βροντοφώναζε την αρσενικάδα
του.
Θαι δεν υπήρχε κίνηση ή στάση του κορμιού του που να μην ανήκε σ’
ένα συγκεκριμένο, προδιαγραμμένο, προσεχτικά σχεδιασμένο πλάνο, σ’
ένα πρότυπο ύφους που χρόνια, πολλά χρόνια —σαν παιδί και σαν
έφηβος— διδάχτηκε, μελέτησε, θαύμασε και τώρα πια το εφάρμοζε, το
εκτελούσε σαν ένα καλοκουρδισμένο, γεροφτιαγμένο εξάρτημα μιας
πολυσύνθετης μηχανής που την αιτία ύπαρξής της —ασφαλώς— και
αγνοούσε.
Θάποια στιγμή ένιωσε πως τον παρακολουθώ. Αύρισε το βλέμμα, οι
ματιές μας συναντήθηκαν. ΐιάστηκα να στρέψω τη δίκιά μου στους τίτλους
του κινηματογράφου που κείνη την ώρα προσπερνούσαμε. Θαμιά διάθεση
δεν είχα για παρεξήγηση των προθέσεών μου εκ μέρους του.
Ώπέφυγα, λοιπόν, να τον ξανακοιτάξω — άλλωστε το αυτοκίνητο
πλησίαζε πια στο τέρμα. Ήταν ούρα μεσημεριάτικη, δεν είχε κίνηση ο
δρόμος, η διαδρομή ήταν σύντομη.

73_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________

Κια στάση —ναι, στην τελευταία— πριν από το τέρμα, σηκώθηκε.


Ξροχώρησε μ’ ανοιχτά κι ασταθή βήματα —το λεωφορείο έπαιρνε
στροφή— μέχρι την πόρτα που απέναντι της καθόμουνα. Κε το ένα χέρι
κρατούσε τη χειρολαβή, με τ’ άλλο χτύπησε το κουδούνι. Έπειτα έπιασε από
τη ζώνη το παντελόνι του και το τράβηξε προς τα πάνω. Οούφηξε προς τα
μέσα το στομάχι, κούνησε συνάμα τη λεκάνη, τίναξε το δεξί του πόδι,
ανασηκώθηκε στο αριστερό — ήταν ολοφάνερο πως ταχτοποιούσε τα
γεννητικά του όργανα που το σκληρό κάθισμα του τα είχε ξεβολέψει. Θι εκεί
που τον παρατηρούσα —για τελευταία φορά— και μου ερχότανε στο νου η
εικόνα ενός ταύρου πριν την ταυρομαχία ή ενός πετεινού πριν την
κοκορομαχία, αυτός γύρισε το κεφάλι, με ξανακοίταξε και, πριν προλάβω
εγώ να στρίψω αλλού το βλέμμα, μου τούρλωσε τον κώλο του —το γκρίζο
παντελόνι τεντώθηκε επικίνδυνα— και «Έλα, γάμα-α!», με προκάλεσε με μια
βραχνή φωνή, ακαλλιέργητη, κι ήταν αυτό το αναίτιο δεύτερο «α» της λέξης
π’ ακούστηκε παράταιρα — σαν ένα φαγκότο μέσα σε μια συναυλία
εγχόρδων.

Ιανουάριος 1982

74_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ Β΢Ν
____________________________________________________________________________________________

Πυμπλήρωμα

75_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________

Ρα στερνά

Ρ
ΦΟΏ ΖΏΡΏΛ ΓΞΡΏ ΞΏΟΏ ΒΓΘΏ! Ρο μεγάλο ρολόι της κουζίνας θα το
‘δειχνε σίγουρα, μα εκείνη δεν είχε την ανάγκη του. Ν αδελφός ήταν
πάντα του τακτικός (κι ας μπόραγε να μην ήτανε). Πτις επτάμισι το
εργοστάσιο σφάλαγε τις πόρτες του κι έτσι κι έμενες απόξω πάει το
μεροκάματο και θάχες, βέβαια, τον επιστάτη την επόμενη να στα ψέλνει κι
έτσι και γίνονταν δυο, τρεις φορές, σε φώναζε ο αρχιεπιστάτης στο
γραφείο του και σούλεγε με δυο κουβέντες πως πάει τέλεψε, σε σχολάνε.
Πάματις νάχαν την ανάγκη σου! Ρόσους βρίσκανε να βάλουν στη θέση
σου, κι άντε στο κατόπι εσύ να ψάχνεις για δουλειά στις άλλες φάμπρικες.
΍σπου να γινότανε κάτι τέτοιο ανέλπιστο, θα σφίγγονταν το ζωνάρι κι η
αγωνία της κάθε μέρας θα σ’ είχε καβαλήσει για τα καλά.
Ράξερε όλα τούτα ο αδελφός και έπαιρνε τα μέτρα του. Κόλις
πέρναγαν οι εξήμισι σηκώνονταν κι έμπαινε στο λουτρό. Ζάτα σαν
τράβαγε το καζανάκι εκείνος όταν σηκώνονταν κι αυτή. Γίχαν πάει, βλέπεις,
και τόχαν τοποθετήσει πάνωθε ακριβώς απ’ το κρεββάτι, στη μεσοτοιχία
της κάμαρας και του λουτρού. Πηκώνονταν, λοιπόν, και τράβαγε στην
κουζίνα να φτιάξει πρωινό.
Πτις επτά τέλευε ο αδελφός με το ξύρισμα, ντύνονταν στα γρήγορα και
πήγαινε στην κουζίνα. Ώυτή τούχε ετοιμάσει το τσάι, καυτό, με μια φρυγανιά
και τυρί στο πιάτο και δίπλα το πακέτο με ψωμί, ελιές, κεφαλοτύρι για
κολατσιό, σαν θα σφύραγε ξεκούραση η σειρήνα κατά τις δέκα.

76_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ Β΢Ν
____________________________________________________________________________________________

Έτσι γίνονταν κάθε μέρα, μόνο τις Θυριακές ήταν π’ άλλαζε η ρουτίνα,
μ’ αυτές Θυριακές ήταν, μικρογιορτάδες πες, δεν έμπαιναν στο
πρόγραμμα, δεν τις λογάριαζε.
Κόλις έφευγε ο αδελφός, πλένονταν κι εκείνη με τη σειρά της, κάτι
έριχνε στο στομάχι, κι ως που να το πεις ξύπναγε κι ο πατέρας (θάταν πια
οκτώ), τούβαζε να φάει, κάτι ψιλοκουβέντες να πούνε, αμολιώτανε κι αυτός
για τον καφενέ, αρχίναγε αυτή της δουλειές.

Ώυτά ήταν τα καθημερινά τους, από τότε σχεδόν που τους άφησε
χρόνους η μητέρα. Ώλλά τούτο γίνηκε σε καιρούς περασμένους, κάτσε
τώρα να λογαριάσεις τους χρόνους και τις μέρες! Άκρη δεν βρίσκεις, μα και
λόγος δεν υπάρχει να τηνε βρεις.
Πήμερα, όμως, δεν χρειάστηκε το καζανάκι να τηνε ξυπνήσει. Κάτι δεν
είχε σφαλίσει όλη νύχτα. ΋χι πως ήταν καμιά έντονη αγωνία η αιτία της
ξαγρύπνιας, περίμενε μόνο. Θαι σαν περιμένεις, βέβαια, δεν γίνεται να
κοιμηθείς! Ήτανε καιρός τώρα που το πρόσμενε όλη τη μέρα, έπεφτε το
βράδυ στο κρεβάτι και το πρωί σαν σηκωνότανε κοίταγε μπας κι είχε έρθει
σα βρισκότανε κοιμισμένη. Ήτανε, βέβαια, καιρός που το καρτέραγε,
πόσος δεν ήξερε να πει, αρκετός πάντως και παραπάνω ίσως από
αρκετός, παραπάνω απ’ όσος χρειάζονταν για να σιγουρευτεί, δεν
γίνονταν να τραβήξει άλλο. Νι αυταπάτες δεν ήτανε κάτι πούχε συνηθίσει
και την ενοχλούσαν όσο και να πεις.
Γίχε βάλει διορία, το λοιπόν, το βράδυ που πέρασε. Έτσι και δεν
έρχονταν μέχρι το ξημέρωμα, πάει τέλεψε, δεν ήταν νάρθει, έπρεπε να το
πάρει απόφαση.
Ώλλ’ όπως και να το κάνεις, δεν ήταν και λίγο να το πάρεις απόφαση.
Αια τούτο και δεν την κολλούσε ύπνος, κι όλο είχε το νου της μην τυχόν κι
έρθει. Γκεί κατά το ξημέρωμα, μάλιστα, κάτι τέτοιο θάρρεψε. Ζε μου πως

77_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________

αναγάλλιασε, τι χαρά ήταν εκείνη, μα είχε κάνει λάθος, τίποτε δεν ήταν,
ύπνου πράγματα!
Ξάντως σαν άκουσε το νερό να τρέχει στους σωλήνες, σηκώθηκε
όπως πάντα. Θι ούτε που το σκέφτηκε πια.
Άλειφε τις φέτες, έκοβε το ψωμί, μέτραγε τις ελιές, έβραζε το τσάι, σαν
μπήκε ο αδελφός καλημερίστηκαν έτσι όπως πάντα, σαν από συνήθεια,
από ρουτίνα, αποχαιρετίστηκαν στο κατόπι, έφυγε κι αυτός.
Θι έπειτα, ώσπου να πλυθεί, να κι ο πατέρας με το καθημερινό του:
«Θαλημέρα κόρη»
Ρόθελε κι εκείνη νάχει μια κόρη, νάκανε παιδιά. Ώπ’ τα μικράτα της, σαν
έπαιζε με τις κούκλες της, το λαχτάραγε τούτο το αίσθημα της μάνας. Ήταν
κάτι δυνατό μέσα της που της έμενε μέχρι τα τώρα. Αια τούτο και χάρηκε
τόσο σαν έμαθε το καλοκαιριάτικο κείνο απομεσήμερο ότι μπορούσε τώρα
κι αυτή, στ’ αλήθεια το μπορούσε, να φτιάξει ένα παιδί.
Ήταν παιδούλα, τότε, ακόμη, ήταν λίγες ώρες πριν τι σούρουπο, ήταν
ζεστές ώρες, καυτές και το τοτινό τους σπίτι είχε πλάκα, όχι κεραμίδια, και
πλάκα σκέτο μπετόν, κι έκανε ζέστη φοβερή μες στην κάμαρή της, σωστό
καμίνι ήταν η κάμαρή της, και τα σεντόνια στο κρεβάτι ήταν υγρά από τον
ιδρώτα του κορμιού της, τ’ ασχημάτιστου κορμιού της.
Ν ύπνος της ήταν βαρύς, νικημένος από την κάψα… Ήταν μ’ εφιάλτες
και παραισθήσεις ο ύπνος της.
Παν ένιωσε κάτι το γλοιώδες να αργοκυλά ανάμεσα στο πόδια της,
ανασάλεψε περνώντας το για δημιούργημα της μισοκοιμισμένης
φαντασίας της. Κα με τ’ ανασάλεμα, κείνο το γλοιώδες απλώθηκε λες πιο
πολύ κι άνοιξε τα μάτια να κοιτάξει κι είδε μικρές κόκκινες απλάδες στα
σεντόνια γύρω, πηχτό αίμα να φτάνει με λεπτούς, μακρούς σχηματισμούς
έως λίγο πιο πάνω από τα γόνατα.

78_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ Β΢Ν
____________________________________________________________________________________________

Ρρόμαξε, τότε, φώναξε, στρίγκλισε, ποιος ξέρει τι να φαντάστηκε κείνη


την ώρα. Κπήκε μέσα αλαφιασμένη η μάνα της και σαν είδε το αίμα, το
κατάλαβε κι άρχισε, αφού πρώτα την καθάρισε και την έμαθε πως να κάνει
κάτι τέτοιο, να της μισοξηγάει. Κα μασημένα πράγματα ήταν. Κασημένα
και τα έπειτα π’ άκουσε από δυο, τρεις φιλενάδες, από καμιά γειτόνισσα.
Ξιο πολύ το ένστιχτο ήταν που την έμπασε στο νόημα, παρά οι άλλοι. Έμενε
απορημένη, μα και με θαυμασμό. Θαι σα γινότανε τέτοιες κουβέντες,
κατέβαζε τα μάτια με ντροπή, μα στο βάθος της ένιωθε χαρούμενη, ένιωθε
γυναίκα.
Ώπό τότες, σαν κατέβαινε τακτικά, κάθε μήνα, το αίμα, το δεχόταν σαν
παραδοχή της γυναικείας ύπαρξής της, του θηλυκού προορισμού της. Έτσι
πάντα, μέχρι τη στερνή φορά, την τελευταία πούχε δει το αίμα να
επιβεβαιώνει τις ικανότητες του φύλου της.
Θι έπειτα τα χρόνια είχαν κυλήσει. Ζάχε μεστώσει για τα καλά, είχε
αλαφροπηδήσει η καρδιά για κάποιο παλικαρόπουλο που ‘μενε κει δα,
δυο, τρεις δρόμους πιο κάτω, σε μια εκδρομή της νεολαίας της γειτονιάς
μάλιστα είχαν στα γρήγορα, τυχαία τάχα, αγγίξει τα χέρια, μα πού συνέχεια!
Ξαραφύλαγαν πάνωθέ της και μάνα και πατέρας και αδελφός.
Γίχε, λοιπόν, μεστώσει σαν έπεσε στο κρεβάτι η μητέρα με πόνους
φοβερούς στο κεφάλι, πόνους που κράτησαν πάνω από χρόνο, στο τέλος
δεν μπόραγε ούτε χέρια ούτε πόδια να κουνήσει, μέχρι που πριν κλείσουν
δυο χρόνια της σφάλισαν τα μάτια, πάει κι αυτή, Ζεός σχωρέστην. Πτο
ενδιάμεσο, είχε αυτή αναλάβει το νοικοκυριό, είχε και την περιποίηση της
άρρωστης, πού πια καιρός για παλικαρόπουλο του παρακάτω δρόμου.
ΐυθίστηκαν, το λοιπόν, στο πένθος, δεν ήταν πρεπούμενο να βγει, μα
σάμπως και προλάβαινε, δυο άντρες είναι δυο άντρες με τη λάτρα τους, τη
φροντίδα τους. Κια να τους πλύνει, μια να τους σιδερώσει, μια το φαΎ, μια
το σκούπισμα (μήπως κι έχουν τελειωμό οι δουλειές του σπιτιού) περνάγανε

79_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________

τα χρόνια, μόλις πούχαν βγάλει το πένθος κι είχαν αρχίσει να


ψιλοκουβεντιάζουν πατέρας κι αδελφός : «Λάχουμε το νου μας να την
παντρολογήσουμε, καιρός της είναι…» μα τότε ήταν που τον κτύπησαν τ’
αρθριτικά τον πατέρα. Κέση, χέρια, πόδια πιαστήκανε, πόνοι φοβεροί,
ανίκανος για δουλειά γίνηκε.
Πτην αρχή τον είχαν στο σπίτι, δώσε για γιατρούς, δώσε για φάρμακα,
όλο ταλαιπωρία, μάταια όλα, το κατάλαβαν στο τέλος, τον πήγαν στο
νοσοκομείο, θέριεψαν τα έξοδα, μάκραινε η ιστορία, ξοδεύτηκαν κάτι
λεφτουδάκια πούχαν μαζεμένα για τα προικιά της (ούτε που το σκέφτηκε,
βέβαια, τον άνθρωπο να σώσουνε), σώθηκε στο τέλος ο άνθρωπος,
μαλάκωσαν οι πόνοι, ξεσκέβρωσε κάπως το κορμί, μα για δουλειά πια ούτε
κουβέντα, κάθισε στο σπίτι, έπαιρνε μια σύνταξη, μικρή, βέβαια, τσιγάρα,
καφές και πάει τέλεψε σχεδόν, μα τί τα θες από ολότελα καλό και τούτο,
έλεγε ο αδελφός, που κράταγε τώρα τα χρήματα.
Υευτομεροκάματο έπαιρνε κι αυτός ο καψερός. Ρί να σου κάνει; Ίσα
που τα ‘φερναν βόλτα, γιατί πάντα τα έξοδα μεγάλα τους φαίνονταν. Θαι
να πεις τίποτε πολυτέλειες, το καθημερινό μόνο και κάτι ρουχαλάκια, κι αν
πεις από διασκέδαση ένα σινεμά το μήνα και το καλοκαίρι που κατέβαιναν
καμιά Θυριακή μέχρι την παραλία να πιούν μια γκαζόζα, να σουλατσάρουν
και λίγο, να δούνε και κανένα γνωστό, να τους δούνε κι αυτούς, μπας και
γίνει τίποτε, για ‘κείνη δηλαδή, για το γάμο της. Βύσκολα όμως τα
πράγματα, η προίκα βλέπεις είχε γίνει ενέσεις, χάπια, αλοιφές και χωρίς
προίκα , δίχως και καμιά ομορφιά σπουδαία, τί να σου κάνουν τα
Θυριακάτικα σεργιάνια;
Κε το έτσι είχαν περάσει τα χρόνια! ΋χι πως παραπονιότανε. Ζεού
σταλσίματα όλα τούτα, σ’ άλλους ήταν και χειρότερα και για τα καλύτερα,
με χαρά τους εκείνοι που είχαν, σάματις απ’ αυτήν τα κλέψανε; Έπειτα τότε

80_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ Β΢Ν
____________________________________________________________________________________________

ήταν νέα, και ποιος ξέρει ‘όσο δε φέρνει ο χρόνος, τα φέρνει η ώρα’, λένε.
Κιας κι ήτανε νέα, υπήρχε και καιρός.
Ήταν ακόμη και η θεία Θατίνα, πρωτοξαδέλφη της μακαρίτισσας. Ξολύ
τους συμπόναγε, πολύ τους καταλάβαινε, τους βοήθαγε όσο μπορούσε.
Ξήρε, λοιπόν, την παντρειά στο χέρι της. «Άστε και θα βρω εγώ ένα καλό
παιδί για το κορίτσι μας». Θι έτσι γίνηκε, βρήκε, όχι βέβαια παιδί, μα
νοικοκύρη άνθρωπο, με μάντρα δική του σε μια πλατειούλα, τρεις στάσεις
πιο πέρα από τη δική τους. Ρους κάλεσε η θεία, γνωρίστηκαν, καλός της
φάνηκε,
Ρα νύχια του ήταν λίγο μαύρα και σαν τον καλοκοίταξε σκούραιναν
λίγο και οι παλάμες του, μα τί φταίει ο άνθρωπος, τέτοια δουλειά είχε. Ρου
άρεσε κι αυτή, λίγο σταμάτησε στην προίκα, μπήκε στη μέση η θεία Θατίνα,
βολεύτηκε κι εκείνο, υποχώρησε δηλαδή αυτός: «Πτο τέλος γυναίκα καλή για
μένα και για τα παιδιά μας θέλω, κι από χρήματα δόξα σοι ο Ζεός», δώσαν
τα χέρια, κανόνισαν στο μήνα απάνω να βάλουν τα δαχτυλίδια.

Ήταν στα σίγουρα μεγάλη η χαρά της, όπως και να το κάνεις γάμος
ήταν αυτός. Θι αν ήταν καρβουνιάρης, ο άνθρωπος, μπας και δεν
φτιάχνουνε σπιτικό και οι καρβουνιάρηδες, μπας και δεν σπέρνουνε παιδιά,
παιδιά αληθινά που σ’ αρπάζουν το βυζί να ρουφήξουν το γάλα κι εσύ
νιώθεις τη μάνα μέσα σου;
Ήταν, λοιπόν στα σίγουρα μεγάλη η χαρά της! Λάρθει στο μεταξύ κι η
σειρά του αδελφού που τραβολογιότανε χρόνους τώρα με μια, απ’ άλλη
γειτονιά βέβαια, μα καλή κοπέλα όπως άκουγε και νοστιμούλα ήταν, έτσι
της φάνηκε δηλαδή σαν την απάντησε στη λαϊκή δυο, τρεις φορές. Λάρθει,
λοιπόν, και η σειρά τους που βαρυογκώμαγε η κοπέλα και με το δίκιο της, κι
ο αδελφός όσο κι αν δεν τόβλεπε σωστό να στεφανωθεί πριν από αυτήν,
βαρυογκώμαγε κι αυτός και με το δίκιο του.

81_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________

Ώς ήταν, σύντομα θα βολεύονταν όλοι και για μετά έχει ο Ζεός.


Κα στο πιο σύντομα πήρε φωτιά η μάντρα, ένα αποτσίγαρο είπανε,
φούντωσαν τα ξύλα, πύρωσαν τα κάρβουνα, μεγάλη ζημιά μετρήθηκε σαν
σβήστηκαν οι φλόγες.
Ζάρρεψε πως αναβάλλονταν ο γάμος και το καταλάβαινε κάτι τέτοιο,
μα ο γάμος δεν πήρε αναβολή, πήρε τέλος ο γάμος.
«ΐλέπετε, τούτη η καταστροφή η αναπάντεχη και μεγάλη… εν γίνεται
τώρα να στεφανωθώ, μιας και δεν έχετε… Θαταλαβαίνετε… Ώς τα
αφήσουμε όλα… ΋πως ήταν… Ιυπάμαι, μα τί να γίνει;»
Ήταν πράγματι έτσι, και σαν δεν ήταν τί να κάνανε, με το ζόρι παντρειά
δεν γίνεται, γίνεται;
ΐέβαια, η θεία Θατίνα τόχε πάντα στο νου της, μα κόλλαγαν τα
προξενιά στην προίκα κι όλο και πέρναγαν τα χρόνια κι όλο έφευγε η
δροσιά, μόνο το αίμα έρχονταν κάθε μήνα, ταχτικά και ασταμάτητα,
έρχονταν το αίμα και τα νιάτα μαζί του και οι ελπίδες για ένα δικό της
σπιτικό.
‘΍σπου, στο τέλος, αραίωνε κι αυτό, θάταν γύρω στους δέκα, έντεκα
μήνες που δεν συχνοφαινότανε και τόσο και μάκραιναν τα
μεσοδιαστήματά του. Πτην αρχή, βέβαια, δεν πήγε ο νους της στο
τελειωτικό, πως να φτάνουν και τα στερνά αυτουνού. Πτην κυρα-Θαλλιόπη
του μπακάλη είχε αργήσει πιο πολύ να συμβεί κάτι τέτοιο και ψαρεύονταν
κάτι από τις φιλενάδες της έμαθε πως τίποτε το ύποπτο δεν συνέβαινε μ’
αυτές. Κα πάλι σ’ αυτά τα πράγματα δεν έχει κι ορισμένο μέτρο, τί σάματις
είναι για να μπει σε καλούπια;
΋πως και νάτανε το κατάλαβε πως πάει πια τέλευε κι αυτό το στερνό
απολειφάδι της νιότης, γιατί αν πεις από δροσιά, φρεσκάδα και τα
τοιαύτα… Ώυτά πάνε, είχαν χαθεί από καιρό τώρα.

82_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ Β΢Ν
____________________________________________________________________________________________

Θαι σαν κάθησε, το λοιπόν, και μέτρησε τις μέρες απ ‘τη στερνή φορά,
το πήρε απόφαση πως ήτανε στ’ αλήθεια η ολόστερνη, χωρίς κουβέντα
πια η ολόστερνη.
Κε το έτσι κι αλλιώς είχαν περάσει και σήμερα οι ώρες, ο πατέρας
βρισκόταν πια στο καφενείο κι εκείνη έφερνε γύρω τα δωμάτια, μα δίχως να
κάνει τίποτε το συγκεκριμένο, μια μάζευε τις κουρελούδες να τις πάει στην
πίσω αυλή να τις τινάξει και τις ξέχναγε σε μιαν άκρη κουβαριασμένες, μια
γέμιζε τον κουβά να σφουγγαρίσει και τον παράταγε στη μέση να πιάσει
κάτι άλλο που στο μεταξύ ξέχναγε ποιο ήταν κι έκανε να σκεφτεί τρίτο, μα
και μ’ αυτό τα ίδια όπως με τα άλλα.
Ώς είναι, δεν είχε μυαλό για δουλειά και στο τέλος πήρε την απόφαση.
Ξήγε στη σιφονιέρα την ξύλινη της κάμαράς της, έπιασε το πόμολο στο
πάνω δεξιά συρτάρι, το τράβηξε, τ’ άνοιξε. Έβγαλε δυο στρώσεις
ασπρόρουχα , έφτασε στα πανιά που ζήταγε. Ώπό την τελευταία φορά
τάχε, όπως πάντα άλλωστε, πλύνει, τάχε στρώσει καλά, διπλώνοντάς τα
στα τέσσερα και τάχε βάλει κειδανά στο πάνω δεξιά συρτάρι ης σιφονιέρας
με την συνήθεια που της είχε μάθει η μάνα, από εκείνο το καλοκαιριάτικο
απομεσήμερο.
Έβγαλε ολόκληρη τη στοίβα, την απίθωσε στο κρεβάτι, έτρεξε στην
κουζίνα, έφερε ένα χοντρό, μεγάλο κομμάτι χαρτί, έφερε και σπάγκο, τ’
άφησε δίπλα στη στοίβα, άπλωσε καλά το χαρτί, πήρε ένα από αυτά, το
πιο πάνω, τόβαλε στο κέντρο του χαρτιού, προστατευτικά πάντα, σιγανά,
επίσημα πες, το δεύτερο στο κατόπι, μέχρι που τέλεψαν όλα τα πανιά και τα
τύλιξε στο χοντρό, μεγάλο κομμάτι χαρτί, έκανε όμορφα, όμορφα ένα
δέμα, έφερε δυο, τρεις φορές γύρω τον σπάγκο, πάνω, κάτω, δεξιά,
αριστερά, στέρεα νάναι, καλοκλεισμένα. Ρα ‘σφιξε στο στήθος της,
κατέβηκε κάτω στην αποθηκούλα, τα κράτησε με το ένα χέρι κάτω από τη
μασχάλη, τράβηξε το σύρτη από το μπαούλο, έφερε το πάνω μέρος του ν’

83_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________

ακουμπήσει στον τοίχο, έκανε χώρο σπρώχνοντας κάτι παλιά ρούχα,


μερικά πλεχτά, έβαλε ανάμεσά τους το πακέτο από το χοντρό χαρτί,
κράτησε τις παλάμες της πάνω του για λίγο, κάτι σιγομουρμούρισε, κάτι
σαν αντίο, κάτι σαν αντίο στα νιάτα σιγομουρμούρισε και ξανασφάλισε το
μπαούλο κι ανέβηκε επάνω και πήρε μια κουρελού απ’ την άκρη που τις είχε
παρατήσει και φέρνοντάς την στην πίσω αυλή άρχισε να την τινάζει και
σηκώθηκε σκόνη που την μπούκωσε και πιάστηκαν τα χέρια από το
τίναγμα και πόνεσαν οι ώμοι κι η κουρελού βαριά ήτανε και της έκοψε τη
μέση, της τη σακάτεψε τη μέση η κουρελού και την βλαστήμησε στο τέλος
την κουρελού.
«Πτο διάβολο!», τη βλαστήμησε. «Πτο διάβολο…»

«Διήγημα ‘69», Εκδόσεις Κάλβος, Αθήνα 1969.

84_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ Β΢Ν
____________________________________________________________________________________________

Τίμαιρα

Έ
ΒΓΠΓ ΚΓ ΏΟΑΓΠ, ΛΦΤΓΙΗΘΓΠ ΘΗΛΕΠΓΗΠ τον κόμπο του άσπρου μαντιλιού
κάτω από το πηγούνι.
Ήταν ένα τετράγωνο, λευκό μαντίλι με μικρά, κίτρινα ανθάκια
κεντημένα γύρω του. Τρόνια τώρα το φορούσε κάθε φορά που σκούπιζε
την πρασιά. Κα μόνο τότε· μόνο γι’ αυτήν.
Αια τις άλλες δουλειές του σπιτιού, φορούσε άλλα μαντίλια. Ώυτό με τα
μικρά, κίτρινα ανθάκια στις άκρες το ‘βαζε όταν καθάριζε την μπροστινή
αυλή, τη στρωμένη με το μωσαϊκό.
Βεν ήξερε το γιατί. Θι η μητέρα είχε το ίδιο μαντίλι κι η αδελφή. Ήταν τρία
ολόιδια μαντίλια που τα ‘χε φτιάξει η μητέρα, όταν είχαν πρωτοπάρει τη
ραπτομηχανή.
«Αια το σπίτι…», είχε πει.
Πτην αρχή τα φορούσαν συνέχεια. Κετά η μητέρα πέθανε.
Γίχε πάρει, τότε, το δικό της, κι έτσι χωρίς να το πλύνει, ποτισμένο
ακόμα από τον ιδρώτα και το άρωμα των μαλλιών της αγαπημένης
νεκρής, το ‘χε βάλει στο τελευταίο συρτάρι της ντουλάπας.
Βεν το χρησιμοποιούσε ποτέ. Αια χρόνια τώρα έμενε στην ίδια πάντα
θέση, ακίνητο απομεινάρι της αλησμόνητης παρουσίας.
Έπειτα, σαν έφυγε και η αδελφή, είχε ξεχάσει το δικό της. Ρο ‘χε πάρει κι
αυτό και το ‘χε βάλει δίπλα στ’ άλλο. Ώπό πάνω τους έβαζε το τρίτο, αυτό
που εκείνη φορούσε.

85_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________

΋χι δίπλα, μα από πάνω, σαν το ένα να αγκάλιαζε τα άλλα, σαν να τα


κρατούσε μακριά από τη λήθη. Θαι με τα χρόνια ποτίστηκε το μαντίλι της με
τη μυρωδιά των αγαπημένων κορμιών. Θι όταν το φορούσε, μύριζε
κλείνοντας τα μάτια και τα βαθιοχωμένα στη γη χρόνια ξαναζούσαν.
Έκλεισε, λοιπόν, τα μάτια, μύρισε, γιόμισε από θύμησες κι έπειτα πήρε
στο δεξί χέρι τη σκούπα κι άρχισε να μαζεύει σε μια γωνιά τα πεσμένα
κίτρινα φύλλα της ακακίας. Ρα λυπόταν αυτά τα νεκρά φύλλα! Ρόσο μόνα,
τόσο μακριά από τη ζωή φαίνονταν να ήταν, καθώς βρίσκονταν πεσμένα
στο ραγισμένο μωσαϊκό.
Ξήρε ένα στα χέρια της, το καθάρισε από τη σκόνη και το ‘τριψε
απαλά στον κορμό του δέντρου.
«Ξες αντίο στη μητέρα, πες αντίο!» σιγομουρμούρισε λυπημένα κι
έπειτα τ’ άφησε πάνω στο σωρό των άλλων κεχριμπαρένιων φύλλων.
Παν ήταν μικρή πήγαινε στο πάρκο και μάζευε τα πεσμένα φύλλα των
δέντρων. Ρα ‘βαζε όλα σ’ ένα πράσινο κουτί και κάθε μέρα τ’ άνοιγε για να
τους ψιθυρίσει: «Πας αγαπώ, τώρα μόνο εγώ σας αγαπώ!»
Σώναζε τότε -σαν την έβλεπε τέτοια να κάνει- η μητέρα, να τα πετάξει,
θα βρωμίσουν έλεγε, μα εκείνα δεν προλάβανε να σαπίσουν.
Θάηκαν μαζί με ολόκληρη τη πολιτεία!
Θι όταν από το καράβι είδε τις φλόγες, άρχισε να κλαίει.
Θι άλλοι κλαίγαν… Νυρλιάζαν! Κα μόνο οι δικοί της λυγμοί τα δικά της
ουρλιαχτά ήταν για τα κίτρινα φύλλα που καιγόντουσαν ξεχασμένα στο
πράσινο κουτί τους.
Ρότε… Θάποτε όλα αυτά.
Πήμερα… Θαι σήμερα ήταν τόσα πολλά τα πεσμένα φύλλα.
Αεμάτη ολόκληρη η πρασιά! Θαι η αδελφή της είχε πει να κατέβαιναν
σήμερα για ψώνια. Ξόσα είχε ξεχάσει η αδελφή!

86_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ Β΢Ν
____________________________________________________________________________________________

Λα φύγει εκείνη μια τέτοια μέρα; Ρριάντα τόσα χρόνια, πάντα τέτοια
μέρα, το σπίτι ήταν ανοιχτό και πεντακάθαρο.
Γρχόντουσαν οι φίλοι!
Ρραβούσαν παρέες, παρέες για το πανηγύρι και στο γυρισμό,
κουρασμένοι, διψασμένοι, με αντανακλάσεις ακόμα στα μάτια από τα
χρώματα και τα φώτα, με τα χέρια γεμάτα παιχνίδια -κούκλες, καραμούζες,
μύλους- περνούσανε να τους πούνε μια καλησπέρα, ένα ‘και του χρόνου’.
Ε μητέρα κάθονταν στην κουνιστή πολυθρόνα μ’ ένα λεπτό μαύρο
σάλι ριγμένο στους ώμους, μ’ ένα αχνό χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη
της.
Βεν ήταν όμορφη η μητέρα. Ώλλά πάντα αυτή τη μέρα η ικανοποίηση
της έδινε μια παράξενη ομορφιά. Γίχε μοχθήσει γι’ αυτό το σπίτι, είχε
πονέσει. Θι όταν το ‘βλεπε γεμάτο ζωή, φίλους, χαρά ένιωθε την
ευχαρίστηση της ολοκλήρωσης
Έτσι η μητέρα… Θι ενώ εκείνη γυρνούσε ανάμεσα στους ξένους,
κερνούσε γλυκό, δροσερό νερό, χαμόγελα. Ξάντα της άρεσαν οι
καλεσμένοι. Νι τόσοι φίλοι οι μονομιάς μαζεμένοι τριγύρω της, χάριζαν
στιγμές γνήσιας ευτυχίας.
Θαι μετά… ΋ταν πια η μητέρα δεν υπήρχε… ΢πήρχαν τα παιδιά!
΋λοι αυτοί οι χαρούμενοι άνθρωποι που τα περιτριγύριζαν, τα
χάιδευαν, είχαν μια παραμυθένια, λες, γοητεία. Θι έτσι ξετρελαμένα
γελούσαν, φωνάζανε, δείχνανε τα παιχνίδια του πανηγυριού που είχαν από
το απόγεμα αγοράσει…
Ιοιπόν… Μανά κι εφέτος δεν θα υπάρχει η μητέρα. Κα ούτε και τα
μικρά να τρέχουν ανάμεσα στις καρέκλες. Ίσως έτσι να ήταν και πέρυσι.
Βεν θυμάται!...

87_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________

΋μως εκείνη δεν μπορεί να φύγει, να λείπει… Αιατί τότε θα υπάρχει


όταν θα φανούν οι ξένοι; Αιατί θα φανούν, θα έρθουν… Θαι πέρυσι είχαν
περάσει… ΋πως πάντα… Τρόνια τώρα…
Κόνο που να, εκείνη το έχει ξεχάσει… Σαίνεται…
Κάζεψε τα φύλλα μέσα σε μια εφημερίδα. Ρα έκανε ένα μικρό, μαλακό
δέμα. Κπήκε μέσα στο σπίτι. Πτην πίσω πλευρά, στην άκρη του στενού
μπαλκονιού ήταν ο τενεκές για τα σκουπίδια.
Π’ αυτό το στενόμακρο μπαλκόνι κάθονταν ο Κάρκος, ο μικρός γιος
της αδελφής, τα καλοκαίρια και διάβαζε. Ώκουμπούσε τα πόδια του στα
κάγκελα κι έμενε εκεί μέχρι που ο ήλιος φλόγιζε τα γόνατά του.
Ξόσο συχνά το θυμόταν αυτό το παιδί! Ρα γλυκά, καστανά μάτια του
είχαν τη λάμψη ενός ονείρου. Κια μουντή, θολή λάμψη. Ρην αγαπούσε
αυτή τη μαβιά, λες, φλόγα.
Ν Κάρκος ήταν τόσο διαφορετικός από την κόρη της. Καζί
μεγαλώσανε. Παν αδέλφια πες… Ξόσο ανόμοιοι κι όμως…
Ώναστενάζοντας έριξε το δέμα στον τενεκέ. Αύρω, ολόγυρα σύννεφο
μικρά μυγάκια σηκώθηκε. Έτσι πάντα γινότανε. Θάθε φορά που έκανε να
πλησιάσει τη γωνιά αυτή, δεκάδες, εκατοντάδες μυγάκια πετιόντουσαν,
πετούσαν εκεί γύρω για λίγο κι έπειτα πάλι χάνονταν στις μαυρισμένες
ρωγμές του τοίχου.
Ακρέμισμα και κρίσιμο από την αρχή θέλει αυτή η γωνιά -σκέφτηκε. Κα
ποιος να το κάνει; Ώπό τότε που μείνανε μόνοι στο σπίτι ούτε καρφί δεν
μπήκε. Θαι σάματις ο άντρας της νοιαζόταν που το ‘βλεπε ρημαδιό;
Οήμαξε το έρμο -αναστέναξε.
Ώράδες τα χρόνια περνούσαν από πάνω του, το σημάδευαν,
κιτρίνισαν κι έπεσαν οι σοβάδες. Γρείπιο κατάντησε. Θι ήταν τόσο όμορφο,
τότε που ζούσε η μητέρα! Ώπό τότε που τους άφησε… Ξάει το σπίτι.
Ξάει κι ο κήπος!

88_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ Β΢Ν
____________________________________________________________________________________________

Ρότε ήταν γεμάτος από λουλούδια και δέντρα. Ιευκά χρυσάνθεμα, μοβ
πανσέδες, φλογάτα τριαντάφυλλα κι αέρινα γιασεμιά, μονιάζαν με τις
τολμηρές αμυγδαλιές και τις τρυφερές γαζίες. Ζυμάται ακόμα εκείνη τη
ροδακινιά στην άκρη του κήπου. Ρώρα ένας ξερός κορμός, γκρίζος,
σαπισμένος από τα νεροβρόχια.
Παν πέθανε η μητέρα άρχισε κι ο κήπος να χάνεται. Ν πατέρας φύτεψε
λαχανικά και σκληρές, εγωιστικές συκιές. Ξάνε τα χιλιόχρωμα λουλούδια.
Κόνο λίγοι θάμνοι με μοσχομπίζελα φώτιζαν κάπως τα παρτέρια. Ρ’
αγαπούσε πολύ αυτά μοσχομπίζελα, όπως κι εκείνες τι ς κίτρινες
αγριομαργαρίτες που φύτρωναν έτσι στην τύχη στο μπροστινό παρτέρι.
Παν γέρασε κι ο πατέρας, μαράθηκαν και τα λιγοστά φυτά του κήπου.
Θράτησαν μόνο τις συκιές και κάτι λίγες κληματαριές, έτσι για ίσκιο. Θι
αναμεσά τους, τα αδέσποτα γατιά κυνηγούσαν τα περιστέρια που ο
πατέρας δεν ήθελε να ξεκληρίσει. Θάποτε ήταν μόνο άσπρα, κάτασπρα
περιστέρια, χαρά των ματιών. Ρώρα γέμισαν από ξενόφερτα πιτσιλωτά,
γκρι και καφέ, που άραξαν στον παλιό περιστερεώνα.
΋λοι το ήθελαν να γκρεμιστεί το σπίτι. Ξαλιό πια, μόνο για γκρέμισμα
έκανε. Ζα γινόταν, λέει, μια μεγάλη πολυκατοικία… Λα, σαν εκείνη στο
οικόπεδο του Ώννούλι και θάχαν και μπαλκόνι κι άλλα σπίτια για νοίκιασμα.
Θαλά όλα τούτα. Ώλλά ο κήπος που αγαπούσε τόσο η μητέρα να
σεργιανίζει και το σπίτι που μόχθησε τόσο για να το φτιάξει; ΋λα χαμένα;
Έλεγε όχι, καρτερικά στην αρχή, με πείσμα στο τέλος. Έκλεινε τα αυτιά,
κλειδωνόταν στην κάμαρά της κι άνοιγε την κάσα με τα παλιά βιβλία: το
λεξικό της Ώμερικάνας θείας, τον χιλιοξεφυλλισμένο ονειροκρίτη, τα παλιά
ρομάντζα. Πκέτη σαβούρα όλα τούτα -για όλους τους άλλους όμως, όχι
και για ‘κείνη.
Ρα παλιά τούτα βιβλία, ο δίπατος μπουφές στον διάδρομο, τα
ξεθωριασμένα, άχρηστα πια, ρούχα, ο κήπος, το σπίτι ολόκληρο, δεν ήταν

89_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________

γι’ αυτή σαβούρα, ήταν πέρα από τις αναμνήσεις του χτες, ανάγκη για την
παρουσία του σήμερα, του αύριο.
Θι έπειτα τα χιμαιρικά, νεανικά όνειρά της, ανάμεσα σ’ αυτούς τους
τοίχους γεννήθηκαν και ρυτίδιασαν. Έτσι όπως ξετσούμισε η κόρη της,
όπως έζησαν και γέρασαν όλοι τους. ΋μως εκείνοι, οι άλλοι, φύγαν, δεν
μπόρεσε να τους κρατήσει, ενώ τα όνειρά της μένουν δίπλα της. Ξού να τα
βάλει σα φύγει απ’ εδώ;
Πτάθηκε τώρα μπροστά στον καθρέφτη της ντουλάπα, πέρασε πάνω
της το γκρενά φουστάνι με τις φαρδιές τσέπες, χτένισε προσεχτικά τα
σγουρά, γκρίζα μαλλιά της, άπλωσε λίγο κοκκινάδι στα χείλη της και μια
στρώση ωχρής πούντρας στα μάγουλα. Ξάντα της άρεσε το προσεγμένο
ντύσιμο. Θοκέτα από τα μικράτα της, έτσι όπως και η μητέρα που
αγαπούσε να φορεί εκείνο το κομψό τουρμπάν στο κεφάλι, να κρύβει τα
αραιά μαλλιά της.
Θαθώς σάλιωνε το δάχτυλο να τρίψει ένα μικρό λεκέ στο δεξί παπούτσι,
άκουσε το μεγάλο ρολόι να κτυπά.
«Λωρίς ακόμα» μονολόγησε. Νύτε σε δυο ώρες δεν θα αρχίσουν αν
έρχονται. Γκείνη όμως θα ‘βγαζε την κόκκινη πλιάν στην πρασιά και θα
περίμενε λουσμένη στο φως του δειλινού.
… Ακρίζα σύννεφα, με σβησμένες κιτρινοκόκκινες πινελιές της δύσης
ανάμεσά τους, αγκάλιαζαν τον ορίζοντα, σα βγήκε κι ακούμπησε στο
μωσαϊκό την πάνινη πολυθρόνα. Ώνατρίχιασε ολόκορμα. ΋χι πως
κρύωσε, αλλά να, ένιωσε μια ανατριχίλα στην πλάτη της. Θάθισε και
σφάλισε με ανακούφιση τα μάτια. Ρο σπίτι καθαρό, στην κουζίνα το γλυκό,
τα ποτήρια… ΋λα στη θέση τους. Πε λίγο θα έρχονταν οι φίλοι, αργότερα
ίσως και η αδελφή. Κπορεί και να ‘τρωγαν όλοι μαζί στην πίσω
ταρατσούλα.

90_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ Β΢Ν
____________________________________________________________________________________________

Γίχε περάσει αρκετή ώρα. ΐάλθηκε να κοιτάζει στην άκρη του δρόμου,
μη και φανεί κανείς. Θαι τότε ένιωσε το χλιαρό χάδι τους. Άλλες πέσαν πάνω
στους ώμους της κι άλλες κάναν νερένιους λεκέδες πάνω στο μωσαϊκό.
Πήκωσε το βλέμμα ξαφνιασμένη και το πρόσωπό της γέμισε χοντρές
στάλες που κύλησαν σα δάκρυα στο μάγουλό της. Ώπόμεινε εκείθε
άβουλη, ανήμπορη να καταλάβει. Θαι ξάφνου, όταν άκουσε την
απρόσμενη ‘κείνη βοή, μπουμπουνητό, κατάλαβε. Θι άρχισε να λέει ξανά
και ξανά, την ίδια λέξη, που λες και δεν ήξερε από μικρή το νόημα της, όταν,
καθισμένη στα γόνατα του παππού, τον άκουγε να της διηγείται για τον
Ζεό, που τρέχει αγριεμένος πάνω στα σύννεφα…
Λαι, αλλά η αδελφή κι οι φίλοι με τα παιχνίδια, τους ντελικάτους μύλους
και τις ζωηρές καραμούζες;
«Κπουμπουνητό…», τώρα το είπε δυνατά κι απλά, σα να ‘λεγε αντίο
σε κάποιον που φεύγει για πάντα, κάποιον πολύ αγαπημένο, που τη φυγή
του δεν τη χώραγε η σκέψη της.
Θαθώς σηκώνονταν, είδε, ‘κει πάνω στο πεζούλι, ένα ξεχασμένο
κίτρινο φύλλο. Κηχανικά άπλωσε το χέρι, το μάζεψε. Ρο κοίταξε για λίγο
αφηρημένα κι ύστερα κλείνοντάς το απαλά, προσεχτικά στη χούφτα, μπήκε
στο σπίτι.

«Πανελλήνιος Ανθολογία Πεζογραφίας και Ποιήσεως»,


Εκδ. Συποκαλλιτεχνική, Πειραιεύς, 1970.

91_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________

92_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ Β΢Ν
____________________________________________________________________________________________

Ε Π΢ΙΙΝΑΕ
ΚΙ Η ΢ΙΔΕΡΩ΢ΣΡΑ ΕΚΟΒΕ
ΣΗΝ ΣΗΛΕΟΡΑ΢Η ΢ΣΑ ΔΤΟ

ΡΝ΢ ΚΏΛΝ΢ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ

ΓΞΏΛΓΘΒΝΖΕΘΓ ΠΓ ΥΕΣΗ
ΏΘΕ ΚΝΟΣΕ ΡΝΛ ΚΏΟΡΗΝ
ΡΝ΢ 2019 ΠΡΝ ΕΟΏΘΙΓΗΝ
ΘΟΕΡΕΠ ΢ΞΝ ΡΕΛ ΓΞΗ
ΚΓΙΓΗΏ ΡΝ΢ ΑΗΏΛΛΕ ΣΏΟ
ΠΏΟΕ ΚΓ ΠΘΝΞΝ ΡΕΛ ΓΙΓ΢
ΖΓΟΕ ΒΗΏΛΝΚΕ ΠΡΝ ΒΗΏΒΗ
ΘΡ΢Ν ΏΞΝ ΡΕΛ ΏΛΝΗΘΡΕ
ΐΗΐΙΗΝΖΕΘΕ

93_

You might also like