Professional Documents
Culture Documents
Κι η σιδερώστρα έκοβε την τηλεόραση στα δυο - Μάνος Κοντολέων
Κι η σιδερώστρα έκοβε την τηλεόραση στα δυο - Μάνος Κοντολέων
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________
www.openbook.gr
Κι η σιδερώστρα έκοβε
την τηλεόραση στα δυο
Μάνος Κοντολέων
2_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ ΒΝ
____________________________________________________________________________________________
ISBN 978-618-84176-2-5
2019
Φωτογραφία εξωφύλλου:
Ρου Sam Ellis από το Unsplash [ Γλεύθερη πνευματικών δικαιωμάτων ]
Ρο έργο ―Κι η σιδερώστρα έκοβε την τηλεόραση στα δυο” του Κάνου
Θοντολέων διανέμεται ελεύθερα στο διαδίκτυο σε μορφή ψηφιακού βιβλίου
υπό άδεια Creative Commons
3_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________
Αια το βιβλίο:
Ε συλλογή διηγημάτων "Θι η σιδερώστρα έκοβε την τηλεόραση στα δυο" είναι η
πρώτη εμφάνιση του Κάνου Θοντολέων στο είδος αυτό της πεζογραφίας.
Στην έκδοση αυτή, έχουν προστεθεί ως συμπλήρωμα και δυο ακόμα διηγήματα
που αποτελούν και την πρώτη εμφάνιση του ΚΘ στα ελληνικά γράμματα. Ξαρά
την εμφανή συγγραφική τους 'αμηχανία', ο δημιουργός τους δεν θέλησε να τα
αφήσει ...έκθετα. Θι άλλωστε θεωρεί πως θεματικά μπορεί να θεωρηθούν
πρόδρομοι των όσων μετέπειτα ακολούθησαν και χαρακτηρίζουν τις
συγγραφικές εμμονές του.
4_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ ΒΝ
____________________________________________________________________________________________
Κάνος Θοντολέων
πήρξε για χρόνια αντιπρόεδρος του ελληνικού τμήματος της Unicef, όπως
και κατά καιρούς μέλος του Β.Π. της Γταιρείας Πυγγραφέων, των επιτροπών
Γλληνικών Θρατικών ΐραβείων και του Ξεριοδικού Βιαβάζω και Ξρόεδρος
των Γπιτροπών Θρατικών ΐραβείων Ξαιδικής / Λεανικής Ιογοτεχνίας και
Γικονογράφησης της Θύπρου.
Ξερισσότερες πληροφορίες :
www.kontoleon.gr
manoskontoleon2.blogspot.com
5_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________
Ξεριεχόμενα:
Ώσήμαντο 27_
Έτσι… 37_
Ε εκδρομή 52_
Σανή 67_
Ρα στερνά 76_
Τίμαιρα 85_
6_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ ΒΝ
____________________________________________________________________________________________
τη μητέρα
7_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________
8_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ ΒΝ
____________________________________________________________________________________________
Τ
ΛΦΡΗΙΏ ΘΏΗ ΘΙΓΗΠΝΟΏ κι εκείνο το ξεθωριασμένο κομμάτι του
καθρέφτη, το κρεμασμένο πάνω στον ασβεστωμένο τοίχο, να
αντανακλά τσαλακωμένα σεντόνια και παλιές, τριμμένες
κουβέρτες. Ν ήλιος μετά από καμιά ώρα θ’ άρχιζε να γλείφει το ρετιρέ τής
απέναντι πολυκατοικίας, μα μέσα στο δικό του το διαμέρισμα —ισόγειο
στον ακάλυπτο χώρο— είναι αμφίβολο αν κατάφερνε ποτέ να χώσει τις
αχτίνες του — ίσως εκεί κατά τις δώδεκα ή τις μία, εκείνος δεν το ήξερε, ποτέ
του δεν ήταν τέτοια ώρα στο σπίτι, μοναχά τις Θυριακές.
Έκλεισε το ξυπνητήρι, κάθισε στο κρεβάτι, έψαξε για τις κάλτσες, τις
βρήκε, τις φόρεσε, έπειτα το παντελόνι, έβγαλε το φανελένιο σακάκι της
πιζάμας, το πουκάμισο κόλλησε στο δέρμα του την υγρασία της νύχτας,
σήμερα ήταν Ρετάρτη, δε χρειαζότανε ξύρισμα, τρεις φορές την εβδομάδα
ήταν αρκετές, είχε αραιά γένια, φυτρώνανε κι αργά —ευτυχώς!— το νερό
βγήκε παγωμένο από τη βρύση κι έπεσε πάνω στο νιπτήρα, το μάζεψε
μέσα στις παλάμες του, έβρεξε βίαια το πρόσωπό του, μετά έπλυνε τα
δόντια του και σκούπισε τα χέρια στην πετσέτα, έπειτα ξεκούμπωσε τα δυο
τελευταία κουμπιά του παντελονιού και ήταν το κάτουρό του αχνιστό, το
9_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________
10_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ ΒΝ
____________________________________________________________________________________________
Ώλέκου. Ρη Ιίτσα δεν την είχε βρει εκεί. χι! Ήρθε στο χρόνο πάνω, όταν οι
δουλειές αυξήθηκαν και χρειαζόντουσαν μια δαχτυλογράφο. Ρώρα αυτός
κρατούσε τους λογαριασμούς, πήγαινε σε τράπεζες και υπουργεία, η Ιίτσα
είχε το αρχείο και δαχτυλογραφούσε τις προσφορές, ο Ώλέκος έβαλε ξύλινο
χώρισμα μπροστά από το γραφείο του για να δείχνει πως αυτός είναι το
αφεντικό, να μπορεί και να πασπατεύει πιο άνετα τα πισινά της Ιίτσας —οι
πρόστυχοι!— λες και τον ντρεπόντουσαν, το χώρισμα τους μάρανε.
«Θαλημέρα!», μπήκε η Ιίτσα κι εκείνο το βαρύ της άρωμα —μα, στο
θεό της, τέτοια μυρωδιά αξημέρωτα!— κάθισε πάνω στα χαρτιά, τα
γραφεία, πάνω στην γκρίζα καμπαρντίνα και τρύπωσε στα ρουθούνια του
μέσα.
...Έπειτα ήρθε δίπλα μου. «Κε κουμπώνεις;», και μου γύρισε τη ράχη.
Ρράβηξα το φερμουάρ μέχρι τη βάση του λευκού λαιμού της κι ακούμπησα
τα χείλια μου πίσω από το δεξί της αυτί. Κικρά μπιμπίκια τρέξανε πάνω στο
δέρμα της και η γλυκιά μυρωδιά τού αφρόλουτρου άρχισε να με ζαλίζει. Ρα
χέρια μου περπάτησαν πάνω στο κορμί της. «Άταχτε!», γέλασε και μου
ξέφυγε. «Ώφού το ξέρεις πως στις δέκα έχω σύσκεψη με τους δικηγόρους
μου και τώρα έχουν περάσει οι εννιάμιση! Άταχτε!». Ρί ανάλαφρο που ήταν
το γέλιο της.
11_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________
12_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ ΒΝ
____________________________________________________________________________________________
13_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________
14_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ ΒΝ
____________________________________________________________________________________________
15_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________
πάνω στο χαλί, ακούμπησε τη ράχη πάνω στο: γόνατά μου. «Ρο ξέρεις πως
ζηλεύω!», μου χαμογέλασε. «Ώισθάνομαι πως σε μοιράζομαι με όλες τις
γυναίκες της Αης!», μέσα στα μαβιά μάτια της ο πόθος κραύγασε την
παρουσία του.
Άφησα την πολυθρόνα, ξάπλωσα δίπλα της πάνω στο χαλί. Έξω οι
νιφάδες ξανάρχισαν να πέφτουν, «Θαλά που πρόλαβα να έρθω. Πε λίγο οι
δρόμοι θα ξανακλείσουν. Θαι μ’ αρέσει να είμαι δίπλα σου!», της ψιθύρισα
ενώ τα δάχτυλά μου ξεκούμπωναν τη ζακέτα της.
Ρρίφτηκε πάνω μου, «Ζέλω να χιονίσει, θέλω να κλείσουν οι δρόμοι!
Έτσι θα είσαι μοναχά για μένα!», είπε και άφησε τα χέρια μου να της
βγάλουν και το πουκάμισο.
Θάποιο κούτσουρο φούντωσε στο τζάκι κι οι ρόγες στα στήθια της
φαντάξανε σαν δυο μικρά κοράλια.
«Ρο ξέρεις πως λείπεις δυο ώρες!», έβαλε τις φωνές ο Ώλέκος.
«Γίχε κόσμο», δικαιολογήθηκε εκείνος κι έσκυψε πάνω στα χαρτιά του.
«Κπορεί και να του ’τυχε και κανένα τυχερό!», χαχάνισε η Ιίτσα.
«Ών έγινε κάτι τέτοιο, τότε τυχερή θα ήταν η μικρή!», μπήκε κι ο Ώλέκος
στο παιχνίδι. «Μέρεις τι προσόντα έχει ο φίλος μας! Κην κοιτάς που δεν
φαίνονται, είναι κρυφά!».
Ρης Ιίτσας λες και της γαργαλούσανε τις πατούσες.
«Ρου φαίνονται! Ρου φαίνονται!», ξεράθηκε στα γέλια που να
ξεραινόντουσαν κι οι δυο τους.
16_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ ΒΝ
____________________________________________________________________________________________
«Θρύο κάνει σήμερα!», είπε η Ιίτσα και φόρεσε το παλτό της. «Γυτυχώς
που είναι Ρετάρτη και δε δουλεύουμε το απόγεμα. Αεια!», του πέταξε και
βγήκε.
Ν Ώλέκος θα την περίμενε στην είσοδο του διπλανού πάρκινγκ.
Πηκώθηκε κι αυτός. Έριξε μέσα στα συρτάρια χαρτιά, μολύβια,
συνδετήρες. Μεκρέμασε την γκρίζα καμπαρντίνα. Ρη φόρεσε. ΐγήκε στο
διάδρομο. Ξαραπάτησε. Ρο χέρι του ακούμπησε σ’ ένα πτυελοδοχείο.
Πιχάθηκε. Ρο στομάχι του τον τραβούσε. Θι όμως δεν πείναγε. Θάπου στην
Ώθηνάς αγόρασε μια τυρόπιτα. Ρη δάγκωσε. Θατάπιε δύσκολα δυο
μπουκιές. Ξέταξε την υπόλοιπη στο πεζοδρόμιο.
Πτην αφετηρία βρήκε κόσμο. Πτριμώχτηκε, έσπρωξε, μα δεν τα
κατάφερε να καθίσει. Θρεμάστηκε από τη χειρολαβή, σε κάθε φανάρι
έπεφτε πάνω στ’ αξύριστα μούτρα του διπλανού του.
17_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________
Καλοκαίρι 1967
Άνοιξη 1981
18_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ ΒΝ
____________________________________________________________________________________________
Θι η σιδερώστρα έκοβε
την τηλεόραση στα δυο
Α
ΟΗΠΓ ΘΏΗ ΡΕΛ ΘΝΗΡΏΜΓ, είχε δυο καφέ μάτια, πράσινο ρίμελ στα
βλέφαρα, φορούσε πουκάμισο κίτρινο, μπλε φούστα, λευκά
παπούτσια —όχι, το πουκάμισο ήταν πορτοκαλί— μπορεί και να του
χαμογέλασε ελαφρά, αδιόρατα, μια διακριτική πρόκληση.
Ώυτός έριξε αλλού το βλέμμα και κάτι τράβηξε την καρδιά του —ίσως
το στομάχι— το φανάρι άναψε —ένας μικροσκοπικός Αρηγόρης— πέρασε
στην άλλη πλευρά της πλατείας, αυτή συνέχισε την Γρμού, χάθηκε.
Πτο περίπτερο ζήτησε τσιγάρα.
«Ξέντε φίλτρο».
«Βεν έχω».
«Ρότε αντινικότ σπέσιαλ».
Θαι πλήρωσε, ανηφόρισε το πεζοδρόμιο, κάτω από το κιόσκι εφτά
οχτώ ακόμη άτομα και το λεωφορείο μόλις έστριβε την θωνος.
Θάθισε στις μονές θέσεις, άπλωσε στα πόδια του τη νάιλον σακούλα
—«Γλευθερουδάκης» ή «Γστία» έγραφε;— έβαλε από πάνω το μπορντό
τσαντάκι, ξεφύλλισε το βιβλίο, βρήκε τη σελίδα που είχε σταματήσει,
συνέχισε το διάβασμα, το Foco d’ Amor του ΐασιλικού ήταν.
Ρο λεωφορείο ξεκίνησε, ο οδηγός έπαιρνε άτσαλα τις στροφές,
φρενάριζε απότομα στις στάσεις, και στα φανάρια και τα γράμματα και οι
19_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________
20_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ ΒΝ
____________________________________________________________________________________________
21_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________
επτέμβριος 1981
22_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ ΒΝ
____________________________________________________________________________________________
Κ
Ώ ΡΗ ΓΗΛΏΗ αυτά που λες; Αιατί με κατηγορείς; Βηλαδή, τί έκανα;
Ξώς είναι δυνατό να έφταιξα εγώ που ο γιος μου έγινε —κατά
τα λεγόμενά σου, βέβαια— ομοφυ... —πώς το είπες;
ομόφυλο;— Ώ, ομοφυλόφιλος! Βεν ξέρω τί πάει να πει αυτή η λέξη, πρώτη
φορά την ακούω. Ών κατάλαβα καλά είναι κάτι σαν «τοιούτος», τους
«ντινγκιντάκηδες» που λέμε. Ήθελα να ’ξερα, λοιπόν, πώς το φαντάστηκες!
Γπειδή δεν είναι παντρεμένος; Θαι τί μ’ αυτό; Ν μόνος εργένης που υπάρχει;
«Αιατί να βάλω μπελάδες στο κεφάλι μου με παντρειές;», έτσι λέει. Θι έχει
δίκιο. Έχει εμένα, τη μάνα του, να τον καθαρίζω, να τον πλένω, να του
μαγειρεύω... Ών και ο ίδιος φτιάχνει κάτι φαγιά... μμ! Ρου έμαθα όλα τα
μυστικά της τέχνης μου για να μην τον ρίξει —αύριο που θα κλείσω τα
μάτια— το στομάχι του σε καμιά καπάτσα ανατολίτισσα και βάλει θηλιά στο
λαιμό του.
Ρου κάνω ακόμα κι οικονομία —με μια ρόμπα κι ένα ζευγάρι
παπούτσια βγάζω το χειμώνα— φτουρά ο μισθός του, βάζει κάτι στην
μπάντα για την κακιά ώρα. Ών ήταν παντρεμένος με καμιά από αυτές τις
σουσουράδες, τις μοντέρνες, όλος του ο μισθός θα πήγαινε στα λούσα
και στις ταβέρνες, στα μπουζούκια. Γγώ τί έξοδα έχω; Οούπι δεν το κουνώ
από το σπίτι. Ρο απόγεμα καθόμαστε στη βεράντα ή στο σαλονάκι. Θεντάω,
πλέκω, μαντάρω, αυτός διαβάζει την εφημερίδα, λέμε κανένα δικό μας,
ψιλοκουτσομπολεύουμε. Θι όλα αυτά μ’ ένα καφεδάκι. Ρο βράδυ βλέπουμε
23_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________
τηλεόραση, τώρα με την έγχρωμη που μ’ αγόρασε είναι πολύ πιο όμορφα,
περνάει το βράδυ με το τζάμπα, με το τίποτε. Θαι μη μου πεις πως ο Ρέλης
μου βαριέται τη συντροφιά της μάνας του —αλίμονο!— άλλωστε έρχεται κι
ο φίλος του και του κρατά συντροφιά. Γίναι καλό παιδί, μερικές βραδιές
παίζουμε κι οι τρεις χαρτιά, εγώ τους φτιάχνω τηγανίτες, κάθονται μέχρι
αργά, τους καληνυχτίζω, μετά τις δέκα τα μάτια μου κλείνουν, αυτοί είναι
πιο νέοι, το τραβούν μέχρι τα μεσάνυχτα, κλείνονται στο δωμάτιο του Ρέλη
μου και λένε τα δικά τους. Που λέω πως το παιδί μου όλα τά ’χει, τίποτε δεν
του λείπει. Κάνα, φίλος, διασκέδαση. Ρί είπες; Ξερίεργη αυτή η φιλία του
Ρέλη με τον Κίλτο; Ιοιπόν, άκου: Ζα σ’ το ομολογήσω μα θα μείνει μεταξύ
μας, έτσι; Ιοιπόν, εγώ έδωσα το λεύτερο στο γιο μου να φέρει μέσα στο
σπίτι το φίλο του. Γίναι μια σιγουριά να υπάρχει ένας άντρας στο σπίτι. λο
και σε κάτι, θα τον χρειαστούν μια χήρα κι ένα ορφανό. χι, ο Ρέλης μου
δεν αντέχει τις βαριές δουλειές, τις σκοτούρες, έχει αδύνατη κράση. Βεν
ξέρω, λοιπόν, τί λες εσύ, μα εγώ χάρηκα σαν είδα πως απόχτησε ένα
δυνατό άντρα για φίλο. ΐλέπεις, από τα παλιά είχα πάντα μια αγωνία. Ρί θα
γίνει το παιδί μου όταν εγώ κλείσω τα μάτια; Θάθε μάνα στη θέση μου το
ίδιο θα είχε στο νου της να τη σιγοκαίει. Ώς όψεται εκείνος ο αχαΎρευτος ο
πατέρας του που μας εγκατάλειψε για μια κωλοπετσωμένη Ζεσσαλονικιά.
Κας παράτησε, σου λέω, στους πέντε δρόμους. Ών και που ζούσε μαζί
μας... Καύρη ζωή! Μύλο, αντριλίκι και κέρατο με την ουρά. Καύρη ζωή! Ών
το καλοσκεφτείς, την ευτυχία τη γνώρισα από τη στιγμή που ξεπόρτισε.
Ώνάσανα. ΐέβαια, διαζύγιο δεν του έδωσα. Έλεγα πως έτσι δε θα ξέχναγε
ολότελα τις υποχρεώσεις του, πως όλο και κανένα λεφτουδάκι θα μας
έστελνε. Θι όταν θα ψόφαγε, θα τον κληρονόμαγα. Ώηδίες! Ρη δραχμή του
δεν την είδα ούτε από χίλια μέτρα μακριά. Θι όταν πέθανε —πάνε δέκα
χρόνια τώρα— τίποτε δεν κληρονόμησα. λα του τα είχε ρουφήξει η
παστρικιά του.
24_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ ΒΝ
____________________________________________________________________________________________
Έτσι που λες! Ώπόμεινα μονάχη μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά. Θι ήμουνα
αμάθητη στις δυσκολίες. Γμένα οι γονιοί μου στα όπα - όπα με είχανε.
Γυτυχώς που πέθαναν πριν δούνε το χαΎρι τού στεφανιού μου. Θαι τον
πήρα από έρωτα! Ώς είναι! Αιατί σ’ τα λέω τώρα αυτά; Ώ, ναι! Ώπό τότε, που
λες, κατάλαβα τί σημαίνει ένας άντρας στο σπίτι. Ώλλά άντρας
δουλευταράς. Λα σε φροντίζει, να ’ναι τρυφερά τα χέρια του όταν αγγίζει
το κορμί σου, τη δύναμή του να την αφήνει έξω από την πόρτα. Ένα τέτοιο
άντρα χρειαζόμουνα για μένα και τον Ρέλη μου. Κα εγώ ήμουνα άτυχη στη
ζωή. Άντρα προστάτη δε βρήκα. σοι μου πέφτανε στο δρόμο ήταν άλλοι
του σκοινιού κι άλλοι του παλουκιού, που λένε. Ρο νου τους μοναχά στο
κρεβάτι κι έτσι κι είχε καμιά ζαρωματιά το πουκάμισο, σηκώνανε και το χέρι.
Έκανα η δόλια υπομονή, τί άλλο να ’κανα, παιδί είχα.
Ήθελα να το μεγαλώσω σαν πριγκιπόπουλο. Ήταν κι αρρωστιάρικο το
καημένο μου. Λα τα κρέατα, να τα ρούχα, να οι εξοχές, να τα φάρμακα! Κε
τί χρήματα; Ξώς τα ’βρισκα; Ένας θεός ξέρει! Έκανα υπομονή! Ρί άλλο νά
’κανα! Κοναχά τα βράδια έπαιρνα το αγόρι μου αγκαλιά και του ζητούσα
να μου ορκιστεί πως πάντα θα την αγαπά τη μανούλα του, πως ποτέ δε θα
την αφήσει μοναχή της, πως αυτός δε θα γίνει τέτοιος άντρας σκληρός κι
άδικος σαν τον πατέρα του, πώς... Ώχ, να ’βλεπες τα ματάκια του!
ΐουρκώνανε! «Ξοτέ! Ξοτέ!», ορκιζότανε και τα χεράκια του τυλίγανε το λαιμό
μου, το κεφαλάκι του κούρνιαζε στο στή0ος μου. Θοίτα τώρα τί θυμήθηκα
και μελαγχόλησα! Κα, ας είναι! Ρέλος καλό, όλα καλά, πού ’λεγε κι η μάνα
μου. Ν γιόκας μου δε με παράτησε στους πέντε δρόμους, δε μου έφερε
καμιά προκομμένη να κάνει κουμάντο στο σπιτικό μου. «ΐασίλισσα θα σ’
έχω!», μου έλεγε σαν ήτανε μικρός και διάβαζε τα παραμύθια. Βιάβαζε,
ξέρεις, πολύ! Ξροτιμούσε τα βιβλία από τις μπάλες, τα κυνηγητά και τ’ άλλα
παιχνίδια του δρόμου. Θι αν καμιά φορά έβγαινε έξω για να παίξει, «Ξρόσεξε
μη χτυπήσεις!», τον ορμήνευα κι αυτός μ’ άκουγε• ήσυχο, υπάκουο παιδί
25_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________
ήταν. Θαι που λες, λοιπόν, βασίλισσα μ’ έχει. Κέχρι και υπηρέτη μού ’φερε!
Ξοιόν; Κεταξύ μας αυτό, έτσι; Ν Κίλτος! Ρί νομίζεις πως είναι; πηρέτης
μας. Ξάμε ταξίδι κι οι τρεις; Ώυτός κουβαλά τις βαλίτσες μας. Κένουμε στο
σπίτι, όλες τις βαριές δουλειές αυτός τις κάνει. Λα, τις προάλλες βούτηξε τα
χέρια του μέχρι τους αγκώνες στα σκατόνερα, για να ξεβουλώσει το
βόθρο. «Στιάχ’ του ένα καφεδάκι!», είπα στον Ρέλη μου κι αυτός του έψησε
έναν καφέ που μοσχοβόλησε ο τόπος. Ών φωνάζαμε υδραυλικό θα μας
έπαιρνε κανένα χιλιάρικο, ενώ μ’ ένα καφεδάκι...
Αι’ αυτό σου λέω! πηρέτης! Ώχ, ας είναι καλά ο Ρέλης μου. Πτο τέλος
βρήκα την ησυχία μου. πάρχει ένας άντρας να μας φροντίζει και ξέρω —
δεν είναι λίγο για μια μάνα— πως όταν κλείσω τα μάτια, το παιδί μου δε θα
μείνει αβοήθητο στη ζωή, δε θα τραβήξει τα δικά μου τα πάθη.
Θαι τώρα εσύ μου λες για ομοφυ... —πώς το είπες; όλο το ξεχνώ— γι’
αυτούς τους «ντινγκιντάκηδες». Ώμ δεν είσαι στα καλά σου! Ώλλά, πάλι, δε
σε κατηγορώ! Ξού να τα φανταστείς όλα τούτα;
ΐλέπεις, όσα ξέρει ο νοικοκύρης, δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος.
επτέμβριος 1981
26_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ ΒΝ
____________________________________________________________________________________________
Ώσήμαντο
Κ
ΗΏ ΝΚΝΟΣΕ ΚΓΟΏ. Λοέμβρης είναι. Θι ένας κατακάθαρος ήλιος
κι ένα κρύο, ίσα να σ’ αγγίζει το δέρμα.
Ώυτός είναι μέσα στο γραφείο.
Κπροστά του ένα παράθυρο —ο ακάλυπτος χώρος, το απέναντι
διαμέρισμα, ένας τοίχος, μπορεί και τίποτε— το παράθυρο,
ίσως, είναι πολύ σκονισμένο.
Αύρω χαρτιά —τιμολόγια, ισολογισμοί, καταστάσεις, επιστολές,
προγράμματα, αρχεία και στυλό διάρκειας, μολύβια, γόμες, συνδετήρες και
τασάκια, αποτσίγαρα, πλαστικά καλάθια αχρήστων
και τοίχοι όλο κάπνα, πάτωμα πλυμένο με βρώμικο σφουγγαρόπανο...
Ώ!
Ώυτός σηκώθηκε.
ΐγήκε στο δρόμο για ν’ αγοράσει ένα πακέτο τσιγάρα ή λίγες
καραμέλες για το βήχα ή ασπιρίνη για τον πονοκέφαλο, κάτι.
ΐγήκε στο δρόμο. Θαι δεν ξαναφάνηκε. Ξοτέ.
Ρον κράτησε εκείνος ο κατακάθαρος ήλιος και το κρύο που απλά και
μόνο σ’ άγγιζε στο δέρμα.
27_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________
Γ
ΡΠΗ ΓΗΛΏΗ! Νι καθαρίστριες στα δημόσια ουρητήρια δεν έχουν φύλο.
Κοιάζουν με τους αγγέλους. Ρο ίδιο κι αυτοί, μήτε αρσενικοί είναι,
μήτε θηλυκοί.
ΐέβαια, οι καθαρίστριες ήταν —κάποτε— γυναίκες.
Πτα παιδικά τους χρόνια, οι μητέρες τους προσπαθούσανε να τις
μάθουνε να λένε το ροδοκόκκινο τρυφερό αιδοίο τους «κουτάκι» ή
«πουλάκι» ή κάτι άλλο παρόμοιο και, συνάμα, τις πείθανε πως ήταν κακό,
πολύ κακό να χώνουνε το δάχτυλό τους μέσα στη μακρόστενη τρυπούλα
του.
Θι αργότερα, όταν πια είχανε μπει στην εφηβεία, άλλη πιο πρώτα, άλλη
μετά, κάποια λίγο καθυστερημένα, ένιωσαν ένα απόβραδο —μπορεί και
πρωινό ή μεσημέρι— κάτι υγρό να κυλά ανάμεσα στα σκέλια τους. Θι όταν
κατέβασαν ξαφνιασμένες τις φαρδιές ροζ ή λευκές κιλότες τους, τις είδαν
λερωμένες —εκεί, στον καβάλο— με μικρές αιμάτινες σταγόνες που
μύριζαν άσχημα και ήταν τότε που συνειδητοποίησαν πως το αιδοίο τους
στολιζότανε με κατσαρές ή ίσιες, μαύρες, ξανθές, καστανές τρίχες.
Λαι, οι καθαρίστριες στα δημόσια ουρητήρια ήταν —κάποτε—
γυναίκες.
28_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ ΒΝ
____________________________________________________________________________________________
29_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________
30_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ ΒΝ
____________________________________________________________________________________________
31_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________
Ρ
Ν ΜΞΛΕΡΕΟΗ ΤΡΞΏ στις εξήμιση. Θαι σηκώνομαι. Δεσταίνω νερό για
καφέ και γάλα. Τασμουριέμαι. Θαι μέσα στα πόδια μου ο Ώντρέας.
Γφτά παρά, λοιπόν! Τώνομαι στο μπάνιο. «Ρέλειωσες;», μου φωνάζει
ο Ώντρέας απέξω και βιάζομαι να στρώσω το κραγιόν στα χείλια μου και τις
σκιές πάνω στα βλέφαρα — πράσινες, μπλε, μωβ σκιές να κρύψουν τα
όνειρα της νύχτας.
«Θαλημέρα!», μου λέει ο Ώντρέας μπροστά στην πόρτα του μπάνιου
και το πρόσωπό του είναι αξύριστο, πρησμένο —αυτό το πρόσωπο
κάποτε μ’ άφηνε ξάγρυπνη— μα, θε μου, έφτασε εφτά και η Θατερίνα
πρέπει να πειστεί πως είναι ανάγκη να σηκωθεί — μια καθημερινή μάχη.
«Αρήγορα!», της τραβώ τα σεντόνια, «Αρήγορα!», της βρέχω το πρόσωπο,
«Αρήγορα!», τη βοηθώ να φορέσει την ποδιά της, «Ζα χάσεις το πούλμαν!»,
της δένω τα κορδόνια των παπουτσιών και τη σέρνω στην κουζίνα.
Ν Ώντρέας ρουφά τον καφέ του και στα μάγουλά του λάμπει μια
στρώση νιβέα. Ώρπάζω ένα παξιμάδι, καταπίνω μια γουλιά καφέ —έχει πια
κρυώσει— «Ρέλειωσες;», λέω στην κόρη μου που πίνει το γάλα της αργά,
τόσο αργά, θε μου, θα το χάσουμε το πούλμαν.
Ρο κουδούνι χτυπά. Ε μητέρα μου από το πλαϊνό διαμέρισμα. «Άντε,
φύγετε!», τα λόγια που έχουν αντικαταστήσει την καλημέρα της, και καθώς
εγώ χώνομαι στο ασανσέρ, «Ρο μωρό είχε ανήσυχο ύπνο!», προφταίνω να
32_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ ΒΝ
____________________________________________________________________________________________
33_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________
Ιοιπόν —θυμάμαι— μια φορά μίλησα για κάποιο βιβλίο που τότε
διάβαζα —να δεις ποιό ήταν... Ένα της Ιεκλέρ;— και με κοίταξαν όλοι μ’ ένα
παράξενο βλέμμα, «Ξρωί - πρωί για βιβλία θα μιλάμε;» —αλήθεια, πότε
μιλάνε για βιβλία;— και από τότε δεν ξανάκανα κουβέντα γι’ αυτά που
διάβαζα το προηγούμενο βράδυ και. τελικά —τώρα πια που το
ξανασκέφτομαι— είναι καλύτερα που δεν επιβλήθηκε αυτό το θέμα
συζήτησης, γιατί όλο και λιγοστεύουν τα βιβλία που διαβάζω —ναι— όλο
και πιο λίγα γίνονται, μα αδύνατο να τα προλάβω όλα. Βουλειά, σπίτι,
οικογένεια. Θάπου μέσα σ’ όλα αυτά χάνω τον εαυτό μου.
Ρα δάχτυλά μου χτυπούν τα πλήχτρα της γραφομηχανής, λερώνονται
με το καρμπόν, γδέρνουν το καντράν του τηλεφώνου. Γφτά ώρες θα
χτυπούν, θα λερώνονται, θα γδέρνουν. Ττες το ίδιο, αύριο το ίδιο, το χρόνο
που μας πέρασε το ίδιο, το χρόνο που θα μας έρθει το ίδιο. Ττυπούν,
λερώνονται, γδέρνουν. Θαι το τηλέφωνο καλεί συνέχεια. «Ιέγετε!»,
«Κάλιστα!», «Γυχαρίστως!». ΐαρέθηκα ν’ ακούω τις ίδιες λέξεις, βαρέθηκα
να λέω τις ίδιες προτάσεις και να σκέφτομαι πάντα τα ίδια. Ρο απόγεμα έχω
σιδέρωμα και μαγείρεμα. Ττες το απόγεμα ήταν πλύσιμο και μαγείρεμα. Ρο
βράδυ κάναμε έρωτα. Ώύριο το απόγεμα θα ’ναι σκούπισμα και μαγείρεμα,
θα ’χω και το μπάνιο των παιδιών, δε θα κάνουμε έρωτα. Ξόσον καιρό έχω
να πάω σε ταβέρνα; Θάθε Ρετάρτη κάνουμε έρωτα;
Ε Ιίτσα στέκεται από πάνω μου, «Ρί ώρα είναι;», «Γ, δε θα ’ναι...». Γίναι
μόνο δέκα. Θαι ο κ. Πταθάκος ανυπομονεί. «Ρελειώσατε το πρόγραμμα των
επενδύσεων;». «χι! χι! χι ακόμα!», απαντώ και έξω από το παράθυρο ο
δεκεμβριάτικος ήλιος πανηγυρίζει.
«Ρις μελιχρές λαμπράδες του Βεκέμβρη...», διαβάζαμε κάποτε με τον
Ώντρέα. Θάποτε... Ρότε που κάναμε έρωτα κάθε μέρα, τότε που μας κράταγε
συντροφιά ο Αρυπάρης, ο Καλακάσης, ο Θαβάφης. Κια συντροφιά
χαμένη. Ξότε τη χάσαμε; Κα ο ήλιος εξακολουθεί να πανηγυρίζει. «Ξάμε να
34_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ ΒΝ
____________________________________________________________________________________________
35_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________
36_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ ΒΝ
____________________________________________________________________________________________
Έτσι...
Ξ
ΟΦΡΏ ΓΒΗΦΜΓ τα πεθερικά του.
Κετά τ’ αδέλφια του.
Όστερα τη μητέρα και τον πατέρα του. Ρους άνοιξε την πόρτα,
«Έξω!», τους είπε.
Πτη συνέχεια είχε ν’ αντιμετωπίσει τη γυναίκα του. «Έξω!» την έδιωξε κι
αυτή.
Κένανε τα παιδιά του. Ρα έδιωξε κι αυτά. Έτσι. Ξάνε όλοι. Έμεινε μόνος.
Θαι τράβηξε τις κουρτίνες για να μπει ο ήλιος. Ρα μάτια του δεν είχαν
συνηθίσει σε τόσο φως, δεν το άντεξαν.
Θαι ραγίσανε. Ππάσαν.
14 Νοεμβρίου 1981
37_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________
Ε
ΑΗΏΑΗΏ ΚΝ, από την πλευρά της μητέρας, είχε μια αδελφή που
κοπέλα γύρω στα δεκαεφτά, την έστειλαν οι γονείς της στην
Ώμερική για να παντρευτεί έναν ομογενή.
Δούσε, τότε, η οικογένεια στη Πμύρνη, ήτανε δεν ήτανε δυο ή τρία
χρόνια πριν την Θαταστροφή.
Έτσι, λοιπόν, δημιουργήθηκε ο οικογενειακός Ζρύλος της Ώμερικάνας
θείας, ή, πιο σωστά, της θείας από το Ιος Άντζελες. Βεν ήτανε από αυτές
που στέλνανε μπαούλα με ρούχα — πολύχρωμα πουκάμισα, γυαλιστερά
και ξώπλατα φορέματα, φαρδιά εσώρουχα. Ξροτιμούσε να συντηρεί το
μύθο της με χαρτονομίσματα —πρασινόγκριζα δολάρια— κλεισμένα μέσα
σε μακρόστενους φακέλους, που ασπροκόκκινες γραμμές περιτριγύριζαν
τις άκρες τους κι έτσι δηλώνανε έντονα, ξεκάθαρα την προέλευσή τους.
Θάπου - κάπου έστελνε και μικρές, τετράγωνες, έγχρωμες
φωτογραφίες. Ώπό τα γενέθλια του γιου, από την επέτειο του γάμου της,
από την πρώτη κοσμική εμφάνιση της κόρης.
ΐλέπαμε βελουδένια σαλόνια, βλέπαμε επιτραπέζια αμπαζούρ και
κήπους με γκαζόν να ξεχωρίζουν πίσω από τις διάφανες, τις αέρινες
38_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ ΒΝ
____________________________________________________________________________________________
39_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________
40_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ ΒΝ
____________________________________________________________________________________________
41_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________
42_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ ΒΝ
____________________________________________________________________________________________
Νοέμβριος 1981
43_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________
Θ
ΏΙΝΘΏΗΟΗ. Πε μια παραλία, κάπου στο Ξήλιο. Ώργά το απόγεμα.
Ιίγοι πια —λόγω ώρας— κολυμβητές.
Ένας από αυτούς, ο Τ.Τ., 35 περίπου χρονών. Ξτυχιούχος της
Ξαντείου, υπάλληλος πουργείου. Ηδιαίτερα ενδιαφέροντα: λογοτεχνία,
κινηματογράφος, θέατρο. Ξαντρεμένος με δυο παιδιά, κάτοικος Λέας
Πμύρνης — διαμέρισμα (προικώον) τεσσάρων δωματίων.
Θάθεται πάνω σε μια ψάθα. Βίπλα του ένα βιβλίο —Ρο Ώστείο, νομίζω,
του Κίλαν Θούντερα— ανοιγμένο στη σελίδα 86. Ξάνω στα γόνατά του ένα
ντοσιέ, μερικά φύλλα λευκού χαρτιού. Πτα δάχτυλά του ένα Bic. Αράφει
νευρικά. Θαι καπνίζει.
Ν ήλιος θέλει μισή ώρα ακόμα για να δύσει.
Θάθομαι στην παραλία και στ’ αριστερά μου η παρέα με τ’ αγόρια και
τα κορίτσια. Ώστεία, τρανζίστορ και κορμιά σφιχτά, μαυρισμένα, κορμιά
έτοιμα να ξεκινήσουν... Ξού 0α φτάσουν; Θάθομαι στην παραλία και στα
δεξιά μου ο τριανταπεντάρης με τα δυο παιδιά, την ομπρέλα, την πεθερά,
44_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ ΒΝ
____________________________________________________________________________________________
45_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________
Ιούλιος 1981
Νοέμβριος 1981
46_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ ΒΝ
____________________________________________________________________________________________
«Ρ
Ώ ΚΏΙΙΗΏ ΠΝ έχουν το χρώμα των πεσμένων φύλλων!», της
έλεγε η μητέρα κι έχωνε τα δάχτυλά της μέσα στις
χρυσοκάστανες μπούκλες.
Θι εκείνη χαμογελούσε. Ξόσα χρόνια άκουγε τούτη τη φράση; Ξολλά!
Θαι πάντα χαμογελούσε.
Ρα μακριά, λεπτά δάχτυλα της μητέρας μέσα στις μπούκλες... Ε
μητέρα... Ξου ποτέ της δεν της είπε κάτι για τα μάτια, τη μύτη, τα χείλια της,
κάτι για το κορμί της, κάτι για τα πόδια, για τα χέρια της. Ξοτέ! Ρίποτε. Ρι
περιττή διακριτικότητα! Ν καθρέφτης τα έδειχνε όλα, τα πάντα. Ρην
ασημαντότητα, τη μηδαμινότητα, την ανυπαρξία τους. Κονάχα οι
μπούκλες λάμπανε πάνω στη στιλπνή επιφάνεια. Ρο χρώμα των πεσμένων
φύλλων!
Ρι ποίηση! Θαι τα λευκά χέρια να τα χαϊδεύουν.
Ίσως γι’ αυτό δεν άφησε, δε θέλησε άλλα χέρια ν’ αγγίξουν τα μαλλιά
της. ταν έχεις κάτι τόσο πολύτιμο, κάτι τόσο ευαίσθητο —που είναι και το
μοναδικό— κάτι που κάποτε αξιώθηκε το άγγιγμα λευκών δαχτύλων —α!—
τότε δε γίνεται να το αφήσεις εκτεθειμένο στην επαφή χεριών με σκληρή
47_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________
48_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ ΒΝ
____________________________________________________________________________________________
49_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________
50_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ ΒΝ
____________________________________________________________________________________________
Δεκέμβριος 1981
51_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________
Ε εκδρομή
Ώ
ΡΝΠ ΘΏΖΝΡΏΛΓ δίπλα στο γραφείο του διευθυντή και πάνω στο
από δεκαετίες αγυάλιστο έπιπλο ακούμπαγε τον δεξί του αγκώνα
και είχε ανέμελα ριγμένη την πλάτη στη ράχη της καρέκλας με τα
δυο του τα πόδια να απλώνονται ολάνοιχτα...
Θάτι της καθήλωσε το βλέμμα πάνω του και ήταν αυτό το κάτι που
αναστάτωσε τα σπλάχνα της —σπασμός ή αναγούλα;— κι έτσι τράβηξε το
βλέμμα —με κόπο πολύ το τράβηξε— και το ’ριξε στα σκονισμένα
παπούτσια του κυρίου Ώλεξόπουλου της τετάρτης.
Ώλήθεια, ήταν στιγμές που μακάριζε τη μοίρα της. Θαλύτερα
ανύπαντρη παρά μόνιμα συντροφευμένη μ’ έναν τύπο σαν τον κ.
Ώλεξόπουλο της τετάρτης. Πκονισμένα παπούτσια, μαυρισμένα κολάρα και
λεκέδες στη γραβάτα. Ώηδία!
«Ν κύριος διευθυντής αργεί!», είπε η κ. Σωτίου της τρίτης και η φωνή
της είχε κάτι το ανυπόμονο.
Κα, ναι! Ήτανε δυόμισι.
Ε κυρία Πτέλλα της πρώτης βόλεψε πιο άνετα μέσα στη στενόχωρη
αγκαλιά της τα τρία βιβλία που κρατούσε.
«Ξρέπει να συνεννοηθεί με τους υδραυλικούς. Πήμερα το ταβάνι στις
τουαλέτες έσταζε συνέχεια. Θάποιος σωλήνας θα έχει τρυπήσει!», η κυρία
Πτέλλα της πρώτης είχε μια φωνή ήρεμη σαν τα γκρίζα μαλλιά της, σιγανή
σαν τα βήματά της.
52_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ ΒΝ
____________________________________________________________________________________________
53_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________
54_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ ΒΝ
____________________________________________________________________________________________
55_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________
56_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ ΒΝ
____________________________________________________________________________________________
57_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________
καήκανε. Ρα μάτια της δάκρυσαν. Ώπό την άλλη πλευρά της παραλίας τα
παιδιά βάλανε τις φωνές. Ε μπάλα έπλεε πάνω στα κύματα.
Ν Πωτηρίου σηκώθηκε, «Ρα διαβολόπαιδα!», γέλασε και πέταξε τη γόπα
του, έτρεξε κατά τη μεριά των παιδιών. Γκείνη έσκυψε, πήρε το αποτσίγαρο,
η κάφτρα τής ζέσταινε τα δάχτυλα, το φίλτρο ήταν λίγο δαγκωμένο.
«Δήτω!», πανηγύρισαν τα παιδιά.
Ρο αποτσίγαρο έπεσε από τα χέρια της. Αύρισε το κεφάλι κατά τη μεριά
των παιδιών. Γκείνος έβγαινε από τη θάλασσα. Κε σηκωμένα τα
παντελόνια μέχρι τα γόνατα, με διπλωμένα τα μανίκια του πουκάμισου, τον
είδε που έβγαινε από τη θάλασσα. Ε μπάλα γυάλιζε ανάμεσα στις παλάμες
του. Ε μπάλα! Έπειτα τον άκουσε να φωνάζει στα παιδιά, «Ρέρμα για την
ώρα το παιχνίδι! Θαιρός για φαγητό!». Θι αυτά άρχισαν να απλώνουνε
πάνω στην άμμο πετσέτες, κεφτέδες, τυριά.
Άφησε με αργά, μικρά βήματα τη σκιά της καλαμωτής. Γκείνος την
πλησίαζε με απλωτές δρασκελιές. Πτα γυμνά του πόδια κολλούσε η άμμος.
Ρο πουκάμισο είχε ξεκουμπωθεί. Ρο δέρμα του στο στήθος ήταν γεμάτο με
μικρές, ξανθές τρίχες και κόκκινες φακίδες. Ρέντωσε, σήκωσε τα χέρια του,
«Ξιάστε!», γέλασε και της πέταξε την μπάλα.
Γκείνη ξαφνιάστηκε, σήκωσε τα μπράτσα να προφυλάξει το πρόσωπο,
ένα βήμα πίσω, δυο, παραπάτησε καθώς το δεξί πόδι βράχηκε από το
κύμα, το κορμί πήρε να γέρνει προς τ’ αριστερά, η μπάλα χτύπησε πάνω
στο στήθος της, «Ώ!», έχασε την ισορροπία της και έπεσε μέσα στη
θάλασσα.
Ρο ψυχρό νερό κύλησε πάνω στο πρόσωπο, μούλιασε τα ρούχα της,
το δεξί παπούτσι βγήκε από το πόδι της, εκείνος έτρεξε, της άρπαξε τα
χέρια, την τράβηξε, «Πυγνώμη!», τα είχε χαμένα, τα παιδιά μαζεύτηκαν γύρω
τους, ένα δυο γελάσανε, «Ττυπήσατε;», τη στερέωσε μέσα στην αγκαλιά
του.
58_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ ΒΝ
____________________________________________________________________________________________
Χειμώνας 1968
Δεκέμβριος 1981
59_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________
Ώ
ΞΝ ΡΝΡΓ που ήμουνα μικρός ήθελα ν’ αποχτήσω ένα σκυλί. Ήταν
ένα από τα —ελάχιστα— μόνιμα ανεκπλήρωτα όνειρά μου.
Κέναμε, τότε, στο πατρικό σπίτι της μητέρας και
συγκατοικούσαμε με την οικογένεια της θείας μου. Θάτω, στο μισό
ημιυπόγειο, έμενε ο παππούς και τ’ άλλο μισό το είχαμε νοικιασμένο.
Ρο σπίτι ήταν μεγάλο, χτισμένο με χοντρούς τοίχους, είχε τέσσερα
δωμάτια, ένα τεράστιο μακρόστενο χολ, μια άνετη κουζίνα κι ένα
στενόχωρο μπάνιο. Αύρω - γύρω υπήρχαν πρασιές και παρτέρια. Κα δεν
υπήρχαν κάγκελα στο πεζούλι που χώριζε την μπροστινή βεράντα από το
πεζοδρόμιο.
Ήταν, θυμάμαι, ένα κοντόχοντρο πεζούλι που ξεκίναγε από τη μια
άκρη του οικοπέδου και τελείωνε στην άλλη. Πε δυο σημεία κοβότανε κι
έφτιαχνε χωρίσματα — θέσεις για μελλοντικές καγκελόπορτες. Ρο ένα ήταν
εκεί που έμπαινες στην κύρια βεράντα του σπιτιού και τ’ άλλο —πιο μικρό
αυτό— εκεί που ξεκίναγε ο πλακόστρωτος διάδρομος για το πίσω μέρος
του κήπου.
60_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ ΒΝ
____________________________________________________________________________________________
61_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________
62_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ ΒΝ
____________________________________________________________________________________________
63_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________
γκαρσονιέρα του Ξέτρου, που κλεινόμαστε δυο φορές την εβδομάδα. Θαι
με μια ταύτιση απόψεων, που μόνο οι ερωτευμένοι των είκοσι τεσσάρων
χρόνων μπορεί να πετύχουν, καταλήξαμε στο όνομα «Κακώ» — σύμπτυξη
των πρώτων συλλαβών των ονομάτων μας.
Θαι οι 40 μέρες τέλειωσαν. Ξήγα και πήρα τη Κακώ, που είχε εξελιχθεί
σε μια αληθινά χαριτωμένη, κατάμαυρη μπαλίτσα.
Ήτανε καλοκαίρι, οι γονείς μου λείπανε για λίγες μέρες στις Ππέτσες,
είπα να κρατήσω εγώ τη Κακώ για ένα δυο βράδια μέχρι που να συνηθίσει
τον αποχωρισμό από τη μάνα της, να χορτάσω κι εγώ την εκπλήρωση του
ονείρου μου.
Έτσι κι έγινε. Ξέρασα δυο νύχτες να κοιμάμαι αγκαλιά με τη Κακώ και
να τρέχω από πίσω της για να στεγνώνω τις μικρές λιμνούλες των ούρων
της. Ε αφιλότιμη, κάθε πέντε λεπτά τα αμόλαγε. Κα έτσι —με
καθησύχασαν— συμβαίνει στα μικρά σκυλάκια. Ρην τρίτη μέρα, οι γονείς
μου επέστρεψαν και η Κακώ μεταφέρθηκε στο σπίτι της αρραβωνιαστικιάς
μου.
Γπιφωνήματα θαυμασμού, καλοστρωμένα κουρέλια σε μια γωνιά της
κουζίνας, πλαστικά κεσεδάκια με γάλα και νερό, όλα έτοιμα για να νιώσει η
Κακώ ζεστά στο καινούριο της σπιτικό.
Κόλις συμπληρώθηκαν πέντε λεπτά από την άφιξή της, η Κακώ
κατούρησε στο κέντρο του σαλονιού. Ε πεθερά μου γέλασε, πήρε το
σφουγγαρόπανο και τα καθάρισε.
Πτα δέκα λεπτά από την άφιξή της, η Κακώ κατούρησε ανάμεσα στο
χολ και την τραπεζαρία. Ε πεθερά μου τη μάλωσε ήπια και τα καθάρισε.
Πτο τέταρτο πάνω η Κακώ κατούρησε στην κρεβατοκάμαρα και η
πεθερά μου έβαλε τις φωνές.
64_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ ΒΝ
____________________________________________________________________________________________
65_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________
Δεκέμβριος 1981
66_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ ΒΝ
____________________________________________________________________________________________
Σανή
Ρ
Ν ΏΡΝΘΗΛΕΡΝ σταματημένο στην άκρη του δρόμου και στο
βαθούλωμα του πεζοδρομίου νερά από τη μεσημεριάτικη βροχή και
γι’ αυτό εσύ, Σανή, σήκωσες κάπως πιο ψηλά το πόδι και το
τέντωσες απότομα, μια προσπάθεια να πηδήξεις τα ίχνη της βροχής, έτσι
θά’ μενε αλέκιαστο το γκρι σκαρπίνι σου, μα παραπάτησες, τα χέρια
απλώθηκαν κι αρπάχτηκες από το καπό του αυτοκινήτου, η τσάντα σου
χτύπησε πάνω στο τζάμι του παράθυρου...
...Ρην είχα από τα τελευταία Τριστούγεννα. Βώρο του γιου μου, του
Ξαύλου. Ρυλιγμένη μέσα σ’ ένα μπεζ χαρτί. Ένα πακέτο γεμάτο σφραγίδες
και γραμματόσημα. Ρο άνοιξα στο σπίτι. Βέρμα φιδιού και γνήσιο μοντέλο
από κάποια μπουτίκ του Saint Germain. Ε κάρτα έγραφε, «Πτη μανούλα
μου, την πρώτη Ξαριζιάνα της ζωής μου». Ταμογέλασα και «Ώπό το ένα
χέρι θα κρατώ την τσάντα και από τ’ άλλο τη μοναξιά μου», σκέφτηκα...
Ρο τζάμι του αυτοκινήτου κατέβηκε, το πρόσωπο του οδηγού σού
φάνηκε ουδέτερο, το χαμόγελο στα χείλια του ήταν καθημερινά
σαγηνευτικό. «Κήπως χτυπήσατε;», σε ρώτησε, Σανή, και το χέρι του άγγιξε
το δικό σου, που ήταν ακόμα γαντζωμένο στη νικελένια βάση του
καθρέφτη. Θούνησες το κεφάλι, «χι!», είπες, μα...
...Λαι, θυμήθηκα εκείνα τα ανοιξιάτικα απογέματα στο Ιυκαβηττό —
πάνω από 40 χρόνια έχουν περάσει από τότε— που τα χαμομήλια
67_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________
68_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ ΒΝ
____________________________________________________________________________________________
που ξεκίναγε από τα βάθη της αριστερής μασχάλης σου, «Έχεις όμορφο
κορμί!», σου ψιθύρισε στ’ αυτί και μετά σου δάγκωσε απαλά το δέρμα στον
κρόταφο, εκεί ακριβώς που άρχιζαν τα βαμμένα μαλλιά σου.
...Υέματα! Ρο κορμί πλαδάρεψε! Ρότε στο Ιυκαβηττό με τον Άρη, τότε
με τον Θωνσταντίνο πάνω στα νυφιάτικα, πάλλευκα σεντόνια, ίσως... Ρώρα
είμαι γριά... Κ’ ανατρίχιασα από το άγγιγμά του και...
Ρα χέρια σου, Σανή, τύλιξαν την πλάτη του, τα νύχια σου, Σανή,
γρατσούνισαν το πουκάμισό του και σε λίγο, τη στιγμή που οι σπασμοί
κυρίευαν το κορμί σου, αναζήτησες, Σανή, το στόμα του, μπουκώθηκες με
τη γλώσσα του, γιατί ένιωθες ένα βογκητό να βγαίνει, Σανή, από τα
σπλάχνα σου, ένα βογκητό που δεν ήθελες να το αφήσεις ν’ ακουστεί γιατί
δεν ταίριαζε με τη στιγμή — τα δέντρα, η μυρωδιά της βρεγμένης γης και οι
ψιχάλες που δε λέγανε να δυναμώσουν.
Χειμώνας 1974
Ιανουάριος 1982
69_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________
Π
ΘΓΣΡΕΘΏ ΛΏ ΑΟΏΥΦ ένα διήγημα με ηρωίδα μια πόρνη —μια
πουτάνα— από αυτές που έχουν εκείνα τα φτωχοδιαμερίσματα με
το κόκκινο φως στο κουδούνι. Κα αγνοώ το θέμα, δεν έχω —πια—
προσωπική εμπειρία. Έχω να πατήσω το πόδι μου σε οίκο ανοχής από τον
καιρό που ήμουνα έφηβος, κοντεύουν —τι κοντεύουν!— περάσανε είκοσι
χρόνια από τότε. ποθέτω πως τα πράγματα θα έχουν διαφοροποιηθεί. Νι
συνθήκες, οι πελάτες, οι τιμές. Ίσως και να μην υπάρχουν πια τέτοια
διαμερίσματα — ήταν, θυμάμαι, τα πιο πολλά ημιυπόγεια με ξεχωριστή
είσοδο και παράθυρα με μισόκλειστα παντζούρια.
Ρώρα, τα μόνα που έχω καταφέρει να επισημάνω στεγάζονται σε κάτι
μπασταρδεμένα νεοκλασικά ετοιμόρροπα σπίτια γύρω από τα Γξάρχεια, ή
σε κάτι παμπάλαιες αυλές, εκεί κατά τη Σαβιέρου και τους γύρω δρόμους
από τον Άγιο Ξαύλο. Πε τέτοια σπίτια —όχι!— δεν μπαίνω, δεν τολμώ να
μπω! Βεν έχουν τίποτε κοινό με τα αντίστοιχα σπίτια της εφηβείας μου.
Γκείνα είχαν μια οικογενειακή —θα ’λεγα— ατμόσφαιρα. Καθητές, φοιτητές
κι ανύπαντροι υπάλληλοι ήταν η πελατεία τους.
Ρα τωρινά αχτινοβολούν υπόκοσμο και λαϊκούρα. Ώπό τις μόνιμα
μισάνοιχτες πόρτες τους μπαινοβγαίνουν στρατιώτες, επαρχιώτες και κάτι
άλλοι σκοτεινοί τύποι — ποιος ξέρει τί σόι άνθρωποι είναι!
70_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ ΒΝ
____________________________________________________________________________________________
71_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________
Γ, αυτό πια!
Γ
ΑΦ ΘΏΖΝΚΝΛ στη θέση που είναι ακριβώς
απέναντι από την πόρτα. Ώυτός πιο μπρος, στις θέσεις που έχουν
γυρισμένη την πλάτη τους κατά το παράθυρο.
Άλλοι επιβάτες στο λεωφορείο δεν υπήρχαν. Κπορούσα να τον
παρατηρώ άνετα.
Σορούσε ένα γκριζοπράσινο πλαστικό μπουφάν, από αυτά που είναι
παραγεμισμένα με αφρολέξ κι έχουν ένα σωρό άχρηστες τσέπες — στα
μανίκια, στο στήθος, στους ώμους. Ν γιακάς ήταν μαύρος — μια
απομίμηση αστρακάν.
Κου θύμιζε τα μπουφάν που φορούσαν οι Αερμανοί αεροπόροι τον
καιρό του Βεύτερου παγκόσμιου πολέμου.
Ρα μαλλιά του ήταν κοντοκουρεμένα στο σβέρκο και στις φαβορίτες.
Κουστάκι ή μούσι δεν είχε.
Ξάνω κάτω πλησίαζε τα είκοσι οχτώ — ίσως και πιο λίγο.
Ακρι παντελόνι κολλητό γύρω από τα σκληρά, ολοστρόγγυλα μπούτια
του — από το γόνατο και κάτω άνοιγε διακριτικά σε καμπάνα. Καύρο
παπούτσι καλογυαλισμένο —τ’ ομολογώ— μα πολυφορεμένο και
παλιομοδίτικο. Ώπό αυτά που βρίσκεις, συνήθως, στους δρόμους που
καταλήγουν στην Νμόνοια.
Ρίποτε το παράξενο, λοιπόν, στο ντύσιμό του. μως ήταν το ύφος του
που μου τράβηξε την προσοχή, η στάση του.
72_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ ΒΝ
____________________________________________________________________________________________
73_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________
Ιανουάριος 1982
74_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ ΒΝ
____________________________________________________________________________________________
Πυμπλήρωμα
75_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________
Ρα στερνά
Ρ
ΦΟΏ ΖΏΡΏΛ ΓΞΡΏ ΞΏΟΏ ΒΓΘΏ! Ρο μεγάλο ρολόι της κουζίνας θα το
‘δειχνε σίγουρα, μα εκείνη δεν είχε την ανάγκη του. Ν αδελφός ήταν
πάντα του τακτικός (κι ας μπόραγε να μην ήτανε). Πτις επτάμισι το
εργοστάσιο σφάλαγε τις πόρτες του κι έτσι κι έμενες απόξω πάει το
μεροκάματο και θάχες, βέβαια, τον επιστάτη την επόμενη να στα ψέλνει κι
έτσι και γίνονταν δυο, τρεις φορές, σε φώναζε ο αρχιεπιστάτης στο
γραφείο του και σούλεγε με δυο κουβέντες πως πάει τέλεψε, σε σχολάνε.
Πάματις νάχαν την ανάγκη σου! Ρόσους βρίσκανε να βάλουν στη θέση
σου, κι άντε στο κατόπι εσύ να ψάχνεις για δουλειά στις άλλες φάμπρικες.
σπου να γινότανε κάτι τέτοιο ανέλπιστο, θα σφίγγονταν το ζωνάρι κι η
αγωνία της κάθε μέρας θα σ’ είχε καβαλήσει για τα καλά.
Ράξερε όλα τούτα ο αδελφός και έπαιρνε τα μέτρα του. Κόλις
πέρναγαν οι εξήμισι σηκώνονταν κι έμπαινε στο λουτρό. Ζάτα σαν
τράβαγε το καζανάκι εκείνος όταν σηκώνονταν κι αυτή. Γίχαν πάει, βλέπεις,
και τόχαν τοποθετήσει πάνωθε ακριβώς απ’ το κρεββάτι, στη μεσοτοιχία
της κάμαρας και του λουτρού. Πηκώνονταν, λοιπόν, και τράβαγε στην
κουζίνα να φτιάξει πρωινό.
Πτις επτά τέλευε ο αδελφός με το ξύρισμα, ντύνονταν στα γρήγορα και
πήγαινε στην κουζίνα. Ώυτή τούχε ετοιμάσει το τσάι, καυτό, με μια φρυγανιά
και τυρί στο πιάτο και δίπλα το πακέτο με ψωμί, ελιές, κεφαλοτύρι για
κολατσιό, σαν θα σφύραγε ξεκούραση η σειρήνα κατά τις δέκα.
76_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ ΒΝ
____________________________________________________________________________________________
Έτσι γίνονταν κάθε μέρα, μόνο τις Θυριακές ήταν π’ άλλαζε η ρουτίνα,
μ’ αυτές Θυριακές ήταν, μικρογιορτάδες πες, δεν έμπαιναν στο
πρόγραμμα, δεν τις λογάριαζε.
Κόλις έφευγε ο αδελφός, πλένονταν κι εκείνη με τη σειρά της, κάτι
έριχνε στο στομάχι, κι ως που να το πεις ξύπναγε κι ο πατέρας (θάταν πια
οκτώ), τούβαζε να φάει, κάτι ψιλοκουβέντες να πούνε, αμολιώτανε κι αυτός
για τον καφενέ, αρχίναγε αυτή της δουλειές.
Ώυτά ήταν τα καθημερινά τους, από τότε σχεδόν που τους άφησε
χρόνους η μητέρα. Ώλλά τούτο γίνηκε σε καιρούς περασμένους, κάτσε
τώρα να λογαριάσεις τους χρόνους και τις μέρες! Άκρη δεν βρίσκεις, μα και
λόγος δεν υπάρχει να τηνε βρεις.
Πήμερα, όμως, δεν χρειάστηκε το καζανάκι να τηνε ξυπνήσει. Κάτι δεν
είχε σφαλίσει όλη νύχτα. χι πως ήταν καμιά έντονη αγωνία η αιτία της
ξαγρύπνιας, περίμενε μόνο. Θαι σαν περιμένεις, βέβαια, δεν γίνεται να
κοιμηθείς! Ήτανε καιρός τώρα που το πρόσμενε όλη τη μέρα, έπεφτε το
βράδυ στο κρεβάτι και το πρωί σαν σηκωνότανε κοίταγε μπας κι είχε έρθει
σα βρισκότανε κοιμισμένη. Ήτανε, βέβαια, καιρός που το καρτέραγε,
πόσος δεν ήξερε να πει, αρκετός πάντως και παραπάνω ίσως από
αρκετός, παραπάνω απ’ όσος χρειάζονταν για να σιγουρευτεί, δεν
γίνονταν να τραβήξει άλλο. Νι αυταπάτες δεν ήτανε κάτι πούχε συνηθίσει
και την ενοχλούσαν όσο και να πεις.
Γίχε βάλει διορία, το λοιπόν, το βράδυ που πέρασε. Έτσι και δεν
έρχονταν μέχρι το ξημέρωμα, πάει τέλεψε, δεν ήταν νάρθει, έπρεπε να το
πάρει απόφαση.
Ώλλ’ όπως και να το κάνεις, δεν ήταν και λίγο να το πάρεις απόφαση.
Αια τούτο και δεν την κολλούσε ύπνος, κι όλο είχε το νου της μην τυχόν κι
έρθει. Γκεί κατά το ξημέρωμα, μάλιστα, κάτι τέτοιο θάρρεψε. Ζε μου πως
77_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________
αναγάλλιασε, τι χαρά ήταν εκείνη, μα είχε κάνει λάθος, τίποτε δεν ήταν,
ύπνου πράγματα!
Ξάντως σαν άκουσε το νερό να τρέχει στους σωλήνες, σηκώθηκε
όπως πάντα. Θι ούτε που το σκέφτηκε πια.
Άλειφε τις φέτες, έκοβε το ψωμί, μέτραγε τις ελιές, έβραζε το τσάι, σαν
μπήκε ο αδελφός καλημερίστηκαν έτσι όπως πάντα, σαν από συνήθεια,
από ρουτίνα, αποχαιρετίστηκαν στο κατόπι, έφυγε κι αυτός.
Θι έπειτα, ώσπου να πλυθεί, να κι ο πατέρας με το καθημερινό του:
«Θαλημέρα κόρη»
Ρόθελε κι εκείνη νάχει μια κόρη, νάκανε παιδιά. Ώπ’ τα μικράτα της, σαν
έπαιζε με τις κούκλες της, το λαχτάραγε τούτο το αίσθημα της μάνας. Ήταν
κάτι δυνατό μέσα της που της έμενε μέχρι τα τώρα. Αια τούτο και χάρηκε
τόσο σαν έμαθε το καλοκαιριάτικο κείνο απομεσήμερο ότι μπορούσε τώρα
κι αυτή, στ’ αλήθεια το μπορούσε, να φτιάξει ένα παιδί.
Ήταν παιδούλα, τότε, ακόμη, ήταν λίγες ώρες πριν τι σούρουπο, ήταν
ζεστές ώρες, καυτές και το τοτινό τους σπίτι είχε πλάκα, όχι κεραμίδια, και
πλάκα σκέτο μπετόν, κι έκανε ζέστη φοβερή μες στην κάμαρή της, σωστό
καμίνι ήταν η κάμαρή της, και τα σεντόνια στο κρεβάτι ήταν υγρά από τον
ιδρώτα του κορμιού της, τ’ ασχημάτιστου κορμιού της.
Ν ύπνος της ήταν βαρύς, νικημένος από την κάψα… Ήταν μ’ εφιάλτες
και παραισθήσεις ο ύπνος της.
Παν ένιωσε κάτι το γλοιώδες να αργοκυλά ανάμεσα στο πόδια της,
ανασάλεψε περνώντας το για δημιούργημα της μισοκοιμισμένης
φαντασίας της. Κα με τ’ ανασάλεμα, κείνο το γλοιώδες απλώθηκε λες πιο
πολύ κι άνοιξε τα μάτια να κοιτάξει κι είδε μικρές κόκκινες απλάδες στα
σεντόνια γύρω, πηχτό αίμα να φτάνει με λεπτούς, μακρούς σχηματισμούς
έως λίγο πιο πάνω από τα γόνατα.
78_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ ΒΝ
____________________________________________________________________________________________
79_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________
80_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ ΒΝ
____________________________________________________________________________________________
ήταν νέα, και ποιος ξέρει ‘όσο δε φέρνει ο χρόνος, τα φέρνει η ώρα’, λένε.
Κιας κι ήτανε νέα, υπήρχε και καιρός.
Ήταν ακόμη και η θεία Θατίνα, πρωτοξαδέλφη της μακαρίτισσας. Ξολύ
τους συμπόναγε, πολύ τους καταλάβαινε, τους βοήθαγε όσο μπορούσε.
Ξήρε, λοιπόν, την παντρειά στο χέρι της. «Άστε και θα βρω εγώ ένα καλό
παιδί για το κορίτσι μας». Θι έτσι γίνηκε, βρήκε, όχι βέβαια παιδί, μα
νοικοκύρη άνθρωπο, με μάντρα δική του σε μια πλατειούλα, τρεις στάσεις
πιο πέρα από τη δική τους. Ρους κάλεσε η θεία, γνωρίστηκαν, καλός της
φάνηκε,
Ρα νύχια του ήταν λίγο μαύρα και σαν τον καλοκοίταξε σκούραιναν
λίγο και οι παλάμες του, μα τί φταίει ο άνθρωπος, τέτοια δουλειά είχε. Ρου
άρεσε κι αυτή, λίγο σταμάτησε στην προίκα, μπήκε στη μέση η θεία Θατίνα,
βολεύτηκε κι εκείνο, υποχώρησε δηλαδή αυτός: «Πτο τέλος γυναίκα καλή για
μένα και για τα παιδιά μας θέλω, κι από χρήματα δόξα σοι ο Ζεός», δώσαν
τα χέρια, κανόνισαν στο μήνα απάνω να βάλουν τα δαχτυλίδια.
Ήταν στα σίγουρα μεγάλη η χαρά της, όπως και να το κάνεις γάμος
ήταν αυτός. Θι αν ήταν καρβουνιάρης, ο άνθρωπος, μπας και δεν
φτιάχνουνε σπιτικό και οι καρβουνιάρηδες, μπας και δεν σπέρνουνε παιδιά,
παιδιά αληθινά που σ’ αρπάζουν το βυζί να ρουφήξουν το γάλα κι εσύ
νιώθεις τη μάνα μέσα σου;
Ήταν, λοιπόν στα σίγουρα μεγάλη η χαρά της! Λάρθει στο μεταξύ κι η
σειρά του αδελφού που τραβολογιότανε χρόνους τώρα με μια, απ’ άλλη
γειτονιά βέβαια, μα καλή κοπέλα όπως άκουγε και νοστιμούλα ήταν, έτσι
της φάνηκε δηλαδή σαν την απάντησε στη λαϊκή δυο, τρεις φορές. Λάρθει,
λοιπόν, και η σειρά τους που βαρυογκώμαγε η κοπέλα και με το δίκιο της, κι
ο αδελφός όσο κι αν δεν τόβλεπε σωστό να στεφανωθεί πριν από αυτήν,
βαρυογκώμαγε κι αυτός και με το δίκιο του.
81_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________
82_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ ΒΝ
____________________________________________________________________________________________
Θαι σαν κάθησε, το λοιπόν, και μέτρησε τις μέρες απ ‘τη στερνή φορά,
το πήρε απόφαση πως ήτανε στ’ αλήθεια η ολόστερνη, χωρίς κουβέντα
πια η ολόστερνη.
Κε το έτσι κι αλλιώς είχαν περάσει και σήμερα οι ώρες, ο πατέρας
βρισκόταν πια στο καφενείο κι εκείνη έφερνε γύρω τα δωμάτια, μα δίχως να
κάνει τίποτε το συγκεκριμένο, μια μάζευε τις κουρελούδες να τις πάει στην
πίσω αυλή να τις τινάξει και τις ξέχναγε σε μιαν άκρη κουβαριασμένες, μια
γέμιζε τον κουβά να σφουγγαρίσει και τον παράταγε στη μέση να πιάσει
κάτι άλλο που στο μεταξύ ξέχναγε ποιο ήταν κι έκανε να σκεφτεί τρίτο, μα
και μ’ αυτό τα ίδια όπως με τα άλλα.
Ώς είναι, δεν είχε μυαλό για δουλειά και στο τέλος πήρε την απόφαση.
Ξήγε στη σιφονιέρα την ξύλινη της κάμαράς της, έπιασε το πόμολο στο
πάνω δεξιά συρτάρι, το τράβηξε, τ’ άνοιξε. Έβγαλε δυο στρώσεις
ασπρόρουχα , έφτασε στα πανιά που ζήταγε. Ώπό την τελευταία φορά
τάχε, όπως πάντα άλλωστε, πλύνει, τάχε στρώσει καλά, διπλώνοντάς τα
στα τέσσερα και τάχε βάλει κειδανά στο πάνω δεξιά συρτάρι ης σιφονιέρας
με την συνήθεια που της είχε μάθει η μάνα, από εκείνο το καλοκαιριάτικο
απομεσήμερο.
Έβγαλε ολόκληρη τη στοίβα, την απίθωσε στο κρεβάτι, έτρεξε στην
κουζίνα, έφερε ένα χοντρό, μεγάλο κομμάτι χαρτί, έφερε και σπάγκο, τ’
άφησε δίπλα στη στοίβα, άπλωσε καλά το χαρτί, πήρε ένα από αυτά, το
πιο πάνω, τόβαλε στο κέντρο του χαρτιού, προστατευτικά πάντα, σιγανά,
επίσημα πες, το δεύτερο στο κατόπι, μέχρι που τέλεψαν όλα τα πανιά και τα
τύλιξε στο χοντρό, μεγάλο κομμάτι χαρτί, έκανε όμορφα, όμορφα ένα
δέμα, έφερε δυο, τρεις φορές γύρω τον σπάγκο, πάνω, κάτω, δεξιά,
αριστερά, στέρεα νάναι, καλοκλεισμένα. Ρα ‘σφιξε στο στήθος της,
κατέβηκε κάτω στην αποθηκούλα, τα κράτησε με το ένα χέρι κάτω από τη
μασχάλη, τράβηξε το σύρτη από το μπαούλο, έφερε το πάνω μέρος του ν’
83_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________
84_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ ΒΝ
____________________________________________________________________________________________
Τίμαιρα
Έ
ΒΓΠΓ ΚΓ ΏΟΑΓΠ, ΛΦΤΓΙΗΘΓΠ ΘΗΛΕΠΓΗΠ τον κόμπο του άσπρου μαντιλιού
κάτω από το πηγούνι.
Ήταν ένα τετράγωνο, λευκό μαντίλι με μικρά, κίτρινα ανθάκια
κεντημένα γύρω του. Τρόνια τώρα το φορούσε κάθε φορά που σκούπιζε
την πρασιά. Κα μόνο τότε· μόνο γι’ αυτήν.
Αια τις άλλες δουλειές του σπιτιού, φορούσε άλλα μαντίλια. Ώυτό με τα
μικρά, κίτρινα ανθάκια στις άκρες το ‘βαζε όταν καθάριζε την μπροστινή
αυλή, τη στρωμένη με το μωσαϊκό.
Βεν ήξερε το γιατί. Θι η μητέρα είχε το ίδιο μαντίλι κι η αδελφή. Ήταν τρία
ολόιδια μαντίλια που τα ‘χε φτιάξει η μητέρα, όταν είχαν πρωτοπάρει τη
ραπτομηχανή.
«Αια το σπίτι…», είχε πει.
Πτην αρχή τα φορούσαν συνέχεια. Κετά η μητέρα πέθανε.
Γίχε πάρει, τότε, το δικό της, κι έτσι χωρίς να το πλύνει, ποτισμένο
ακόμα από τον ιδρώτα και το άρωμα των μαλλιών της αγαπημένης
νεκρής, το ‘χε βάλει στο τελευταίο συρτάρι της ντουλάπας.
Βεν το χρησιμοποιούσε ποτέ. Αια χρόνια τώρα έμενε στην ίδια πάντα
θέση, ακίνητο απομεινάρι της αλησμόνητης παρουσίας.
Έπειτα, σαν έφυγε και η αδελφή, είχε ξεχάσει το δικό της. Ρο ‘χε πάρει κι
αυτό και το ‘χε βάλει δίπλα στ’ άλλο. Ώπό πάνω τους έβαζε το τρίτο, αυτό
που εκείνη φορούσε.
85_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________
86_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ ΒΝ
____________________________________________________________________________________________
Λα φύγει εκείνη μια τέτοια μέρα; Ρριάντα τόσα χρόνια, πάντα τέτοια
μέρα, το σπίτι ήταν ανοιχτό και πεντακάθαρο.
Γρχόντουσαν οι φίλοι!
Ρραβούσαν παρέες, παρέες για το πανηγύρι και στο γυρισμό,
κουρασμένοι, διψασμένοι, με αντανακλάσεις ακόμα στα μάτια από τα
χρώματα και τα φώτα, με τα χέρια γεμάτα παιχνίδια -κούκλες, καραμούζες,
μύλους- περνούσανε να τους πούνε μια καλησπέρα, ένα ‘και του χρόνου’.
Ε μητέρα κάθονταν στην κουνιστή πολυθρόνα μ’ ένα λεπτό μαύρο
σάλι ριγμένο στους ώμους, μ’ ένα αχνό χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη
της.
Βεν ήταν όμορφη η μητέρα. Ώλλά πάντα αυτή τη μέρα η ικανοποίηση
της έδινε μια παράξενη ομορφιά. Γίχε μοχθήσει γι’ αυτό το σπίτι, είχε
πονέσει. Θι όταν το ‘βλεπε γεμάτο ζωή, φίλους, χαρά ένιωθε την
ευχαρίστηση της ολοκλήρωσης
Έτσι η μητέρα… Θι ενώ εκείνη γυρνούσε ανάμεσα στους ξένους,
κερνούσε γλυκό, δροσερό νερό, χαμόγελα. Ξάντα της άρεσαν οι
καλεσμένοι. Νι τόσοι φίλοι οι μονομιάς μαζεμένοι τριγύρω της, χάριζαν
στιγμές γνήσιας ευτυχίας.
Θαι μετά… ταν πια η μητέρα δεν υπήρχε… πήρχαν τα παιδιά!
λοι αυτοί οι χαρούμενοι άνθρωποι που τα περιτριγύριζαν, τα
χάιδευαν, είχαν μια παραμυθένια, λες, γοητεία. Θι έτσι ξετρελαμένα
γελούσαν, φωνάζανε, δείχνανε τα παιχνίδια του πανηγυριού που είχαν από
το απόγεμα αγοράσει…
Ιοιπόν… Μανά κι εφέτος δεν θα υπάρχει η μητέρα. Κα ούτε και τα
μικρά να τρέχουν ανάμεσα στις καρέκλες. Ίσως έτσι να ήταν και πέρυσι.
Βεν θυμάται!...
87_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________
88_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ ΒΝ
____________________________________________________________________________________________
Ρότε ήταν γεμάτος από λουλούδια και δέντρα. Ιευκά χρυσάνθεμα, μοβ
πανσέδες, φλογάτα τριαντάφυλλα κι αέρινα γιασεμιά, μονιάζαν με τις
τολμηρές αμυγδαλιές και τις τρυφερές γαζίες. Ζυμάται ακόμα εκείνη τη
ροδακινιά στην άκρη του κήπου. Ρώρα ένας ξερός κορμός, γκρίζος,
σαπισμένος από τα νεροβρόχια.
Παν πέθανε η μητέρα άρχισε κι ο κήπος να χάνεται. Ν πατέρας φύτεψε
λαχανικά και σκληρές, εγωιστικές συκιές. Ξάνε τα χιλιόχρωμα λουλούδια.
Κόνο λίγοι θάμνοι με μοσχομπίζελα φώτιζαν κάπως τα παρτέρια. Ρ’
αγαπούσε πολύ αυτά μοσχομπίζελα, όπως κι εκείνες τι ς κίτρινες
αγριομαργαρίτες που φύτρωναν έτσι στην τύχη στο μπροστινό παρτέρι.
Παν γέρασε κι ο πατέρας, μαράθηκαν και τα λιγοστά φυτά του κήπου.
Θράτησαν μόνο τις συκιές και κάτι λίγες κληματαριές, έτσι για ίσκιο. Θι
αναμεσά τους, τα αδέσποτα γατιά κυνηγούσαν τα περιστέρια που ο
πατέρας δεν ήθελε να ξεκληρίσει. Θάποτε ήταν μόνο άσπρα, κάτασπρα
περιστέρια, χαρά των ματιών. Ρώρα γέμισαν από ξενόφερτα πιτσιλωτά,
γκρι και καφέ, που άραξαν στον παλιό περιστερεώνα.
λοι το ήθελαν να γκρεμιστεί το σπίτι. Ξαλιό πια, μόνο για γκρέμισμα
έκανε. Ζα γινόταν, λέει, μια μεγάλη πολυκατοικία… Λα, σαν εκείνη στο
οικόπεδο του Ώννούλι και θάχαν και μπαλκόνι κι άλλα σπίτια για νοίκιασμα.
Θαλά όλα τούτα. Ώλλά ο κήπος που αγαπούσε τόσο η μητέρα να
σεργιανίζει και το σπίτι που μόχθησε τόσο για να το φτιάξει; λα χαμένα;
Έλεγε όχι, καρτερικά στην αρχή, με πείσμα στο τέλος. Έκλεινε τα αυτιά,
κλειδωνόταν στην κάμαρά της κι άνοιγε την κάσα με τα παλιά βιβλία: το
λεξικό της Ώμερικάνας θείας, τον χιλιοξεφυλλισμένο ονειροκρίτη, τα παλιά
ρομάντζα. Πκέτη σαβούρα όλα τούτα -για όλους τους άλλους όμως, όχι
και για ‘κείνη.
Ρα παλιά τούτα βιβλία, ο δίπατος μπουφές στον διάδρομο, τα
ξεθωριασμένα, άχρηστα πια, ρούχα, ο κήπος, το σπίτι ολόκληρο, δεν ήταν
89_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________
γι’ αυτή σαβούρα, ήταν πέρα από τις αναμνήσεις του χτες, ανάγκη για την
παρουσία του σήμερα, του αύριο.
Θι έπειτα τα χιμαιρικά, νεανικά όνειρά της, ανάμεσα σ’ αυτούς τους
τοίχους γεννήθηκαν και ρυτίδιασαν. Έτσι όπως ξετσούμισε η κόρη της,
όπως έζησαν και γέρασαν όλοι τους. μως εκείνοι, οι άλλοι, φύγαν, δεν
μπόρεσε να τους κρατήσει, ενώ τα όνειρά της μένουν δίπλα της. Ξού να τα
βάλει σα φύγει απ’ εδώ;
Πτάθηκε τώρα μπροστά στον καθρέφτη της ντουλάπα, πέρασε πάνω
της το γκρενά φουστάνι με τις φαρδιές τσέπες, χτένισε προσεχτικά τα
σγουρά, γκρίζα μαλλιά της, άπλωσε λίγο κοκκινάδι στα χείλη της και μια
στρώση ωχρής πούντρας στα μάγουλα. Ξάντα της άρεσε το προσεγμένο
ντύσιμο. Θοκέτα από τα μικράτα της, έτσι όπως και η μητέρα που
αγαπούσε να φορεί εκείνο το κομψό τουρμπάν στο κεφάλι, να κρύβει τα
αραιά μαλλιά της.
Θαθώς σάλιωνε το δάχτυλο να τρίψει ένα μικρό λεκέ στο δεξί παπούτσι,
άκουσε το μεγάλο ρολόι να κτυπά.
«Λωρίς ακόμα» μονολόγησε. Νύτε σε δυο ώρες δεν θα αρχίσουν αν
έρχονται. Γκείνη όμως θα ‘βγαζε την κόκκινη πλιάν στην πρασιά και θα
περίμενε λουσμένη στο φως του δειλινού.
… Ακρίζα σύννεφα, με σβησμένες κιτρινοκόκκινες πινελιές της δύσης
ανάμεσά τους, αγκάλιαζαν τον ορίζοντα, σα βγήκε κι ακούμπησε στο
μωσαϊκό την πάνινη πολυθρόνα. Ώνατρίχιασε ολόκορμα. χι πως
κρύωσε, αλλά να, ένιωσε μια ανατριχίλα στην πλάτη της. Θάθισε και
σφάλισε με ανακούφιση τα μάτια. Ρο σπίτι καθαρό, στην κουζίνα το γλυκό,
τα ποτήρια… λα στη θέση τους. Πε λίγο θα έρχονταν οι φίλοι, αργότερα
ίσως και η αδελφή. Κπορεί και να ‘τρωγαν όλοι μαζί στην πίσω
ταρατσούλα.
90_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ ΒΝ
____________________________________________________________________________________________
Γίχε περάσει αρκετή ώρα. ΐάλθηκε να κοιτάζει στην άκρη του δρόμου,
μη και φανεί κανείς. Θαι τότε ένιωσε το χλιαρό χάδι τους. Άλλες πέσαν πάνω
στους ώμους της κι άλλες κάναν νερένιους λεκέδες πάνω στο μωσαϊκό.
Πήκωσε το βλέμμα ξαφνιασμένη και το πρόσωπό της γέμισε χοντρές
στάλες που κύλησαν σα δάκρυα στο μάγουλό της. Ώπόμεινε εκείθε
άβουλη, ανήμπορη να καταλάβει. Θαι ξάφνου, όταν άκουσε την
απρόσμενη ‘κείνη βοή, μπουμπουνητό, κατάλαβε. Θι άρχισε να λέει ξανά
και ξανά, την ίδια λέξη, που λες και δεν ήξερε από μικρή το νόημα της, όταν,
καθισμένη στα γόνατα του παππού, τον άκουγε να της διηγείται για τον
Ζεό, που τρέχει αγριεμένος πάνω στα σύννεφα…
Λαι, αλλά η αδελφή κι οι φίλοι με τα παιχνίδια, τους ντελικάτους μύλους
και τις ζωηρές καραμούζες;
«Κπουμπουνητό…», τώρα το είπε δυνατά κι απλά, σα να ‘λεγε αντίο
σε κάποιον που φεύγει για πάντα, κάποιον πολύ αγαπημένο, που τη φυγή
του δεν τη χώραγε η σκέψη της.
Θαθώς σηκώνονταν, είδε, ‘κει πάνω στο πεζούλι, ένα ξεχασμένο
κίτρινο φύλλο. Κηχανικά άπλωσε το χέρι, το μάζεψε. Ρο κοίταξε για λίγο
αφηρημένα κι ύστερα κλείνοντάς το απαλά, προσεχτικά στη χούφτα, μπήκε
στο σπίτι.
91_
ΚΏΛΝΠ ΘΝΛΡΝΙΓΦΛ
____________________________________________________________________________________________
92_
ΘΗ Ε ΠΗΒΓΟΦΠΡΟΏ ΓΘΝΐΓ ΡΕΛ ΡΕΙΓΝΟΏΠΕ ΠΡΏ ΒΝ
____________________________________________________________________________________________
Ε ΠΙΙΝΑΕ
ΚΙ Η ΙΔΕΡΩΣΡΑ ΕΚΟΒΕ
ΣΗΝ ΣΗΛΕΟΡΑΗ ΣΑ ΔΤΟ
ΓΞΏΛΓΘΒΝΖΕΘΓ ΠΓ ΥΕΣΗ
ΏΘΕ ΚΝΟΣΕ ΡΝΛ ΚΏΟΡΗΝ
ΡΝ 2019 ΠΡΝ ΕΟΏΘΙΓΗΝ
ΘΟΕΡΕΠ ΞΝ ΡΕΛ ΓΞΗ
ΚΓΙΓΗΏ ΡΝ ΑΗΏΛΛΕ ΣΏΟ
ΠΏΟΕ ΚΓ ΠΘΝΞΝ ΡΕΛ ΓΙΓ
ΖΓΟΕ ΒΗΏΛΝΚΕ ΠΡΝ ΒΗΏΒΗ
ΘΡΝ ΏΞΝ ΡΕΛ ΏΛΝΗΘΡΕ
ΐΗΐΙΗΝΖΕΘΕ
93_