Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 78

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ


ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ

GABRIEL TARDE: Από το πλήθος στο κοινό.


Η παραγωγή του κοινού στον 20ο αιώνα

ΦΑΝΗ ΓΙΑΝΝΟΥΣΗ

ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ : ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΒΩΚΟΣ


ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2010
Περίληψη

Η επικοινωνία πραγματοποιείται στην κοινωνία μέσα από τις κοινωνικές σχέσεις. Το


κοινό αποτελεί μορφή έκφρασης των κοινωνικών σχέσεων. Η επικοινωνιακή δράση
περιέχει αξίες υψηλότερες και συνεπώς και το κοινό βρίσκεται σε ένα στάδιο
εξέλιξης υψηλότερο από το πλήθος «[…]βρισκόμαστε στην εποχή του κοινού ή των
«κοινών» κι όχι του πλήθους». Ασυνείδητα και χωρίς προμελετημένο σχέδιο οι
άνθρωποι μέσω των καθημερινών συνομιλιών, ασκούν ο ένας στον άλλο τη
διανοητική δράση η οποία ενοποιεί τις αναπαραστάσεις τους. Το κοινό συγκροτείται
χάρις την επικοινωνία και τη γλώσσα. Το κοινό είναι ένας χώρος ψυχικής συνοχής
μεταξύ ατόμων πουν διαχωρίζονται σωματικά
Για να κατανοήσουμε τις θέσεις του Tarde για την επικοινωνία και τη σημασία της θα
πρέπει να τις εξετάσουμε στο πλαίσιο της γενικότερης δι-ατομικής ψυχολογίας που
επιχειρεί να κατασκευάσει.
Ο Τarde τονίζει την ικανότητα επινόησης των ατόμων, κάθε ανακάλυψη (decouvrir)
είναι μια ψυχική συνάντηση γνώσεων ήδη παλαιών οι οποίες συχνά μεταδίδονται από
το ένα άτομο στο άλλο με τη μίμηση. Μια κοινωνία αποτελείται από το σύνολο των
ατόμων και των δι-ατομικών ψυχολογικών σχέσεων.
Στο Les lois de l'imitation, εξηγεί τη διαμόρφωση της κοινωνίας, ως σύνολο νόμων
λογικών και εκτός λογικής και με θεμέλιο ένα κοινωνικό δεδομένο αυτό της μίμησης.
Οι επιθυμίες και οι πίστεις είναι η κινητήριος δύναμη του κοινωνικού, είναι οι
μηχανές της αέναης κίνησης ανάμεσα στην επανάληψη (μίμηση) και τη
διαφοροποίηση (αντίθεση). Κάθε εξουσία παραχωρείται από την πίστη και την
επιθυμία και διακυβέρνηση σημαίνει επιδέξια διαχείριση πίστεων και επιθυμιών.
Οι επικοινωνιακές ανταλλαγές, η γλώσσα, οι συνθήκες παραγωγής υποκειμενικότη-
τας και της δι-υποκειμενικότητας που συγκροτούν το κοινωνικό όλα μπορούν να
ερμηνευθούν μέσα από τον άνθρωπο, που είναι ταυτόχρονα ένα ον επιθυμίας και ένα
ον παραγωγής διαφοράς.

Λέξεις κλειδιά: κοινό, πλήθος, μάζες, μίμηση, αντίθεση, επινόηση, επικοινωνία,


πίστη και επιθυμία, οικονομία του θυμικού, πολιτική οικονομία, κοινωνική ποσότητα,
νόμοι μίμησης, δι-ατομική ψυχολογία, δι-υποκειμενικότητα, δια-πνευματική σχέση.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Gabriel Tarde, η εποχή των κοινών


1. Εισαγωγή 1

2. Η θεωρία της δι-ατομικής ψυχολογίας 4

3. Ιστορία του κοινού και της κοινής γνώμης 8

4. Εισβάλοντας στην Ιστορία -Το πλήθος


i. Εκφοβίζοντας την αστική τάξη 16
ii. Γιατί φοβόμαστε ακόμα τα πλήθη; 24

5.Χαρτογραφώντας το κοινό
i. Η γέννηση του κοινού 26
ii.Το κοινό στη θεωρία της δι-ατομικής ψυχολογίας 32
iii Κοινό και πλήθος 36
iv. Ανθρωπογεωγραφία του κοινού 38
v. Τα δεινά του πλήθους και τα προβλήματα του κοινού 39

6. Η παραγωγή του κοινωνικού


i. Η συζήτηση 42
ii. Η γλώσσα 45
iii. Συνθήκες παραγωγής υποκειμενικότητας και δι-υποκειμενικότητας 47
(Οντολογική πολιτική ή πολιτική οντολογία;)

7. Πολιτική: επιθυμία και πίστη


i. Η δημοκρατία των κοινών 53
ii. Ατομικότητα και δημοκρατία 58

8. Πολιτική οικονομία: επιθυμία και πίστη 60

Επίλογος (ποιος μιλά; Ποιός επινοεί;) 70

Βιβλιογραφία 72
Πίνακας όρων 74
Gabriel Tarde: η εποχή των κοινών
1. Εισαγωγή

Ανάμεσα στο 1892 και το 1899 ο Tarde δημοσίευσε τέσσερα άρθρα όπου περιγράφει
τις έννοιες του πλήθους, του κοινού και της κοινής γνώμης – «Les crimes de foules»
(Τα εγκλήματα των πληθών)1 1892, «Foules et sects au point de vue criminel»
(Πλήθη και σέκτες με όρους εγκληματολογικούς) 1893, « Le public et la foule» (Το
κοινό και πλήθος) 1898, «L’opinion et la conversation» (Η κοινή γνώμη και η
συζήτηση) 1899. Τα τρία τελευταία επανεκδοθήκαν το 1901 στο βιβλίο «L’opinion
et la foule» (Η κοινή γνώμη και το πλήθος). Ωστόσο είναι σημαντικό να
παρατηρήσουμε ότι τα πρώτα δύο άρθρα είναι εκθέσεις της έρευνας ενός
εγκληματολόγου τον οποίο απασχολεί η παθολογία του πλήθους ενώ τα δύο
τελευταία είναι οι αναλύσεις κοινωνικών συμβάντων ενός κοινωνικού στοχαστή.
Το έργο του Tarde «L’opinion et la foule» είναι μεγάλης σημασίας για την
φιλοσοφία, την ψυχολογία, τις επιστήμες της επικοινωνίας, της κοινωνιολογίας. Το
«Le public et la foule» δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1898 στο τεύχος 15 Ιουλίου-
Αυγούστου της La Revue de Paris. Είναι μια ανάλυση για το κοινό και το πλήθος ως
κοινωνικές ομάδες. Αντίθετα με τον Gustave Le Βon στην «Ψυχολογία του πλήθους»,
ο Tarde δηλώνει ότι ζούμε «στην εποχή του κοινού». Στο πλαίσιο αυτό, το βιβλίο «Le
public et la foule» είναι το πρώτο έργο του αφιερωμένο στη διατύπωση μιας θεωρίας
της ιστορίας του κοινού και της διάκρισης του από το πλήθος.
Η κοινωνική θεωρία, την οποία ο Tarde σχεδιάζει για την δι-ατομική ψυχολογία,
προέρχεται από μια αυστηρή νομιναλιστική κατάταξη : Από την μια η κοινωνία και
ένα κοινωνικό συμβάν μίμησης, στην οποία υπάρχουν μόνο τα άτομα (ατομική,
ψυχολογική σφαίρα) και από την άλλη οι αλληλεπιδράσεις των ατόμων (η
κοινωνική, δια-πνευματική σφαίρα).
Οι ηγέτες της κοινής γνώμης, είναι: οι δημοσιολόγοι και οι δημοσιογράφοι (για το
κοινό) και οι χαρισματικοί και εμπνευσμένοι ηγέτες (για το πλήθος). Ο Tarde εξηγεί
την ιστορία του κοινού τονίζοντας τις ομοιότητες και τις διαφορές του με το πλήθος.
Οι δημοσιολόγοι επιβεβαιώνουν την επινόηση ως ηγέτες του κοινού. Οι
δημοσιογράφοι εμπλέκονται σε μια διαδικασία προσαρμογής με το κοινό τους: μια

1
Κανένα έργο του Gabriel Tarde δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά. Οι τίτλοι όλων τα έργα που
αναφέρονται έχουν μεταφραστεί για τις ανάγκες της παρούσας εργασίας.

1
άποψη του κοινού ενισχύει και δεν αλλάζει τη θέση του δημοσιογράφου. Οι
χαρισματικοί ηγέτες που εμπνέουν το πλήθος επενεργούν ενάντια στην αμοιβαία
επιρροή μεταξύ ατόμων.. Ξεκινώντας από την ανάλυση του δημόσιου χώρου2, ο
Tarde εξετάζει στο «L’opinion et la conversation» μια δι-ατομική ψυχολογία των
αμοιβαίων σχέσεων με γραμμικό πρότυπο, που αποτελείται από τέσσερις παράγοντες:
τις ειδήσεις, τις συζητήσεις, την κοινή γνώμη και τη δράση.
Τα δύο έργα περιέχουν και πολλές προϋποθέσεις και παραδοχές που αποτελούν βάση
της καταγωγής των σύγχρονων θεωριών μαζικής και της διαπροσωπικής
επικοινωνίας. Αυτό εξηγεί το λόγο που o Gabriel Tarde θεωρείται εκτός από
πρωτοπόρος της κοινωνιολογικής θεωρίας και ένας από τους ιδρυτές των επιστημών
της επικοινωνίας.
Για να κατανοήσουμε τις θέσεις του Tarde για την επικοινωνία και τη σημασία της θα
πρέπει να τις εξετάσουμε στο πλαίσιο της γενικότερης δι-ατομικής ψυχολογίας που
επιχειρεί να κατασκευάσει. Η θεωρία του αυτή αναπτύσσεται καταρχήν στο έργο
«Les lois de l’imitation» ( Οι νόμοι της μίμησης) 1889 – όπου ο Tarde δομεί τη δι-
ατομική ψυχολογία πάνω σε τρεις θεμελιώδεις έννοιες: την επινόηση, τη μίμηση και
την αντίθεση. Η δια-πνευματική δραστηριότητα των ανθρώπων εξετάζεται και σε
άλλα σημαντικά έργα του.
Το έργο του δεν είχε συνεχιστές ούτε άμεσους πνευματικούς απογόνους και παρέμενε
σχεδόν αγνοημένο όλο τον εικοστό αιώνα. Ο Gabriel Tarde ήταν απλά μια σημείωση
στην ιστορία της συγκρότησης της επιστήμης της κοινωνιολογίας, γνωστός μόνο ως
αντίπαλος του Durkheim. Όμως μια νέα ανάγνωση του έργου του έχει ξεκινήσει και
παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον όχι από τη σκοπιά της ιστορίας της κοινωνιολογίας ή
της κοινωνικής ψυχολογίας αλλά υπό το φως των θεματικών που ο ίδιος ανέπτυξε:
της υποκειμενικότητας και της δι-υποκειμενικότητας (των συνθηκών παραγωγής
νοήματος) αλλά και των συνθηκών παραγωγής αξίας (κοινωνικές ποσότητες), της
επικοινωνίας ως κοινωνικής αναγκαιότητας και της επικοινωνίας ως παραγωγής
οικονομίας και πολιτικής.
Η εκ νέου ανακάλυψη των εμπνεύσεων του Tarde συμπίπτει χρονικά με την κριτική
στον στρουκτουραλισμό που ασκούν οι Foucault και Deleuge-Guattari. Ο πρώτος την
οδηγεί στην κατεύθυνση μιας μικροφυσικής της εξουσίας, οι δεύτεροι διαμορφώνουν

2
Ο Tarde πουθενά δεν χρησιμοποιεί την έκφραση δημόσιος χώρος με τη σύγχρονη έννοια που έχει
σήμερα στη φιλοσοφία και τις κοινωνικές επιστήμες σε στοχαστές όπως οι Arendt, Habermas, Katz.

2
το σχέδιο τους ως μια μοριακή επανάσταση της σκέψης όπου «η διάκριση ανάμεσα
στο κοινωνικό και το άτομο χάνει κάθε νόημα» επειδή κάθε πράγμα παύει να
αποτελείται από σχέσεις δυνάμεων, επειδή κάθε δύναμη είναι η ίδια σχέση ανάμεσα
διαφορικά στοιχεία, και επειδή η ίδια η έννοια της δύναμης προκύπτει από τη
επιθυμία. Ή όπως θα έλεγε κι ο Τarde: «Κάθε πράγμα είναι μια κοινωνία, κάθε
φαινόμενο είναι μια κοινωνική πράξη – μέχρι το πιο μικροσκοπικό το οποίο γίνεται
το κλειδί για ολόκληρο το σύμπαν».3 Πρόκειται για μια «μικροκοινωνιολογία» που
δεν είναι απλά ένα πεδίο των κοινωνικό επιστημών, πρόκειται για μια πειθαρχία με το
όνομα «δι-ατομική ψυχολογία» - καθορίζει το πεδίο δράσης μιας σκέψης πραγματικά
κοινωνικής.

3
Alliez Eric, Difference et repetition de Gabriel Tarde, Mutlitudes No7, Dec 2001

3
2.Η θεωρία της δι-ατομικής ψυχολογίας

Με αφετηρία τα ηθικά και κοινωνικά προβλήματα που κινούν το ενδιαφέρον του και
την εμπειρία της ανθρώπινης κατάστασης που θα αποκτήσει λόγω του επαγγέλματος
του, ο Tarde θα ανακαλύψει τη σημασία των κοινωνικών επιρροών. Ο Tarde ξεκινά
το έργο του με μελέτες εγκληματολογικές4 και ανακαλύπτει τη σημασία δύο
παραγόντων που θα αποτελέσουν τα θεμελιώδη δεδομένα της ψυχο-κοινωνικής του
θεωρίας.Το πρώτο στοιχείο το οποίο συνήθως επηρεάζει την ανθρώπινη συμπεριφορά
είναι η επινόηση. Είναι προσωπική, πρωτότυπη, ανεξήγητη, ξεφεύγει από όλους τους
φυσιοκρατικούς ντετερμινισμούς, μπορεί να οδηγήσει στο έγκλημα και το κακό όπως
και στον ηρωισμό και το καλό. Για τον Tarde υπάρχει στην καρδιά κάθε ανθρώπου
ένα κέντρο ανάληψης πρωτοβουλίας, καινοτόμο και αδάμαστο.
Η δεύτερη θεμελιώδης πεποίθηση που θα σχηματίσει, είναι η γνώση ότι τα όντα και
οι άνθρωποι λειτουργούν τις περισσότερες φορές υπό τη επίδραση της μίμησης. Είναι
οι ατομικές συνειδήσεις αυτές που θα γεννήσουν τις κοινωνικές πραγματικότητες. Η
κοινωνική ζωή είναι στην ουσία μια «δι-ατομική ψυχολογία».
Ο Tarde αναγνωρίζει ότι όλα τα φαινόμενα μίμησης συναντούν αντιστάσεις.
Μελέτησε λοιπόν όλα τα φαινόμενα αντίθεσης που παρουσιάζονται στη φύση και
στην ανθρώπινη ζωή και τις κοινωνιολογικές εφαρμογές που προκύπτουν από αυτά.
Τέλος μελέτησε και τη φυσική κατάληξη της αντίθεσης που είναι η προσαρμογή.5
Ο Tarde ανάπτυξε τη σκέψη του με αφετηρία την ευφάνταστη διαχείριση τριών
κεντρικών εννοιών: της επινόησης, της μίμησης και της αντίθεσης. Οι επινοήσεις,
δημιουργίες ταλαντούχων ατόμων, διαχέονται μέσα στα κοινωνικά συστήματα μέσω
της μίμησης. Αυτές οι μιμήσεις εξαπλώνονται – για να χρησιμοποιήσουμε μια από τις
αγαπημένες αναλογίες του – όμοια με τους κυματισμούς στην επιφάνεια μιας λίμνης,
τείνοντας προς τα όρια του συστήματος μέχρις ότου έρθουν σε επαφή με κάποιο
εμπόδιο. Το εμπόδιο, ωστόσο, είναι πιθανόν να είναι η μίμηση κάποιας
προγενέστερης επινόησης, και όταν οι δυο συγκρούονται, από την αντίθεση τους
είναι πιθανόν να προκύψει ένα νέο προϊόν – δηλαδή μια νέα επινόηση- η οποία με τη
σειρά της γίνεται αντικείμενο μίμησης μέχρι τη στιγμή που και αυτή συναντά άλλα

4
Δημοσιεύει δύο σχετικά έργα: La criminalite comparee (1886) και La philosophie penale (1890)
5
Mileτ Jean, Gabriel Tarde et la psychologie sociale, Revue francaise de sociologie, vol 13,No 4 ,
σ.474-475

4
εμπόδια και συνεχίζεται έτσι επ’ άπειρον. Συνεπώς, αυτές οι τρεις διαδικασίες
διαμορφώνουν ένα ανεξάρτητο όλο το οποίο συνεχίζει να παράγει και να
αλληλοεπηρεάζεται με μια ποικιλία τρόπων. Σύμφωνα με αυτό το νόμο καθώς οι
επινοήσεις γίνονται αντικείμενο μίμησης σε όλο και ευρύτερες περιοχές της
κοινωνικής ζωής, παράγουν αντίστοιχα αυξανόμενο αριθμό αντιθέσεων, οι οποίες με
τη σειρά τους αυξάνουν τον αριθμό των συνακόλουθων επινοήσεων6
Η προέλευση μιας επινόησης επηρεάζεται από: α) την εγγενή δυσκολία να
συνδυαστούν πνευματικά οι ιδέες, συνδυασμός των οποίων είναι η νέα επινόηση β)
τους βαθμούς της έμφυτης πνευματικής ικανότητας της κοινωνίας γ) τις κοινωνικές
συνθήκες που ευνοούν την πνευματική εγρήγορση και την έκφραση αυτής της
ικανότητας.
Αυτά τα ρεύματα της μίμησης ο Tadre τα μελετά, και στο βιβλίο του «Les lois de l’
imitation» καταγράφει τους νόμους στους οποίους υπακούουν Οι νομοί αυτοί έχουν
δύο μορφές: νόμοι λογικοί και νόμοι εκτός λογικής. Η μίμηση μιας επινόησης
επηρεάζεται από: α) το γενικό νόμο σύμφωνα με τον οποίο η μίμηση διαδίδεται από
το αρχικό της κέντρο με γεωμετρική πρόοδο, ανάλογα με τον αριθμό των ανθρώπων
που επηρεάζονται, β) τις φυσικές και βιολογικές επιρροές, συμπεριλαμβανομένων και
των φυλετικών χαρακτηριστικών. Ο γενικός νόμος είναι ότι οι μιμήσεις διαθλώνται
από τα μέσα τους, γ) τις κοινωνικές επιρροές που χωρίζονται σε: λογικές ( η
συμφωνία ή η ασυμφωνία της νέας επινόησης με τις επινοήσεις που είναι ήδη
λιγότερο ή περισσότερο αποδεκτές (δηλαδή είναι ήδη αντικείμενα μίμησης), και σε
εκτός λογικής ( οι ίδιες μεταδίδονται πριν καν υπάρξουν τα κατάλληλα μέσα και η
μίμηση γίνεται ab interioribus ad exteriora, τα έθιμα εναλλάσσονται με τη μόδα).
Ο κόσμος κυβερνιέται από το νόμο της επανάληψης και η ανθρωπότητα από την
παραλλαγή του το νόμο της μίμησης. Όλες οι κοινωνίες συγκροτούνται με αφετηρία
δεσμούς μίμησης και οι δεσμοί αυτοί πλέκονται σύμφωνα με ακριβείς νόμους
λογικούς και εκτός -λογικής.
Η κοινωνική ζωή, γράφει ο Tarde, διασφαλίζεται από παράγοντες δύο κατηγοριών:
τις αιτίες και τις συνθήκες. Η φύση και των μεν και των δε είναι ψυχολογική. Οι
αιτίες διασφαλίζουν τα ερεθίσματα και οι συνθήκες τη μετάδοση τους ως τα όρια του
κοινωνικού σώματος. Οι ψυχολογικές αιτίες της κοινωνικής ζωής είναι τρεις: η πίστη

6
Clark Terry N, Gabriel Tarde On communication and social influence, The University of Chicago
Press, 1969, σ. 21-22

5
και η επιθυμία, η επινόηση και οι δια-ψυχολογικές σχέσεις. Το θεμέλιο κάθε
ανθρώπινης αντίδρασης είναι η επιθυμία. «στο βάθος των φαινομένων [..] δεν
ανακαλύπτει (κανείς) παρά τρεις όρους ακατάλυτους, την πίστη, την επιθυμία και το
σημείο εφαρμογής τους την καθαρή αίσθηση [..] Οι δύο πρώτοι όροι είναι οι μορφές
ή οι έμφυτες και δομικές δυνάμεις του υποκειμένου, οι μήτρες όπου δέχεται τα
ακατέργαστα υλικά της αίσθησης»7
Ο άνθρωπος είναι πριν και πέρα από όλα ένα ον επιθυμίας. Όλες οι αντιδράσεις του
προέρχονται από αυτό κίνητρο. Αλλά η επιθυμία μπορεί να επηρεαστεί εν μέρει από
την πίστη. Επιθυμούμε αυτό το οποίο «πιστεύουμε» ότι είναι επιθυμητό. Ο άρρωστος
επιθυμεί άπληστα τη θεραπεία, για την οποία «πιστεύει» ότι θα τον θεραπεύσει.
Πρέπει λοιπόν δίπλα στην επιθυμία να προσθέσουμε την πίστη, μαζί είναι το πρώτο
κίνητρο κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας.
Λίγο μετά εμφανίζεται η επινόηση. Η επινόηση εγγράφεται στο continuum της
ανθρώπινης ιστορίας. Είναι κληρονόμος των προηγούμενων γενεών (υπάρχει μια
λογική στην εμφάνιση των επινοήσεων) και θα επηρεάσει τις επόμενες γενιές
απελευθερώνοντας ρεύματα μίμησης τα οποία θα αναλάβουν να διαπραγματευτούν
και να αναπαράγουν τους καρπούς της μίμησης. Είναι ένας ισχυρός παράγοντας
κοινωνικής συνοχής. Ένας τρίτος παράγοντας, τέλος, που θα παρέμβει, είναι οι δι-
ατομικές ψυχολογικές σχέσεις. Τα ρεύματα επιθυμιών και πίστεων και τα ρεύματα
που πηγάζουν από τη μίμηση επινοήσεων θα διασταυρωθούν και κάθε διασταύρωση,
κάθε σημείο συνάντησης θα μετατραπεί με τη σειρά του σε αφετηρία μιας
ψυχολογικής δράσης ή νέων ρευμάτων. Όμως για να μπορέσουν να λειτουργήσουν
αποτελεσματικά πρέπει να υπάρχουν οι κατάλληλες ψυχολογικές συνθήκες: η
μίμηση, η αντίθεση και η προσαρμογή.8
Ο Tarde, αν και δε μελέτησε τη συγκρότηση της προσωπικότητας και τη διαδικασία
δόμησης ταυτότητας παρατήρησε ότι στενοί δεσμοί συνδέουν τη δομή της
προσωπικότητας με την πολιτιστική και την κοινωνική δομή της ευρύτερης
κοινωνίας. Τα δύο θεμελιώδη στοιχεία της προσωπικότητας, για τον Tarde, ήταν αυτά
που αποτέλεσαν και τον τίτλο ενός κλασικού έργου του: πίστη και επιθυμία. Η πίστη
αναφέρεται στον γνωστικό στοιχειό της προσωπικότητας και η επιθυμία στο θυμικό.9

7
Tarde Gabriel, La croyance et le desir, Essais et Melanges sociologiques Paris, 1900, σ.240
8
Milet Jean, Gabriel Tarde et la psychologie sociale, Revue francaise de sociologie, vol 13,No4 , σ.476

6
Με τον καιρό πρόσθετες πίστεις και επιθυμίες εσωτερικεύονται από το υποκείμενο
μέσω της διαδικασίας της μίμησης.
Αν και δεν εξειδίκευσε περισσότερο τις διαδικασίες κοινωνικοποίησης και αλλαγής
της προσωπικότητας οι ιδέες που διατύπωσε για την στενή σχέση ανάμεσα στην
ατομική προσωπικότητα, τα μοτίβα μίμησης και την κοινωνική δομή και κουλτούρα,
παραμένουν και σήμερα ενδιαφέρουσες. Οι ιδέες και οι επιθυμίες κάθε ατομικής
προσωπικότητας είναι, ως ένα βαθμό, αποτέλεσμα της «αξιοπιστίας» και της
«επιθυμητότητας», (δηλαδή των δύο «εν δυνάμει» συνθηκών). Σε κάποιες
περιπτώσεις οι εξωτερικές συνθήκες επιβάλουν γενικά όρια στον τύπο των πίστεων
που τα άτομα είναι πιθανό να αποκτήσουν – πχ η γνώση ότι υπάρχουν δέκα κλήροι σε
μια γυάλα μας οδηγεί να πιστέψουμε με υψηλό βαθμό πιθανότητας ότι ο
οποιοσδήποτε μπορεί να τραβήξει έναν αριθμό από το ένα ως το δέκα. Αυτές οι
εξωτερικές συνθήκες επηρεάζουν τα μοτίβα εσωτερικών πίστεων. Όταν
συγκεκριμένες πίστεις ή επιθυμίες αρχίζουν να διαχέονται μέσω της κοινωνικής
μίμησης, παράγουν τις αντίστοιχες καταστάσεις της «αξιοπιστίας» ή της «υπακοής»
καθώς σταδιακά γίνονται θεσμοί. Όταν οι πίστεις για ένα συγκεκριμένο θέμα, ή η
επιθυμία για ένα συγκεκριμένο αντικείμενο, επεκτείνονται περισσότερο και
γενικεύονται σε μια κοινωνία οδηγούν, από τη μια, σε μια «κοινή γνώμη», και από
την άλλη, σε μια «κοινή γενική θέληση». Με τον καιρό, ορισμένες πίστεις και
επιθυμίες ενσωματώνονται τόσο βαθιά σε μια κοινωνία ώστε καταλήγουν, με τη
σειρά τους, να καθορίζουν αυτό που γίνεται αποδεκτό ως «αλήθεια» ή «αξία».10

9
Clark Terry N, Gabriel Tarde On communication and social influence, The University of Chicago
Press, 1969, σ. 37
10
Clark Terry N, Gabriel Tarde On communication and social influence, The University of Chicago
Press, 1969, σ. 38-39

7
3.Ιστορία του κοινού και της κοινής γνώμης

Αν μπορούμε να υποθέσουμε ότι η κοινή γνώμη υπάρχει από τότε που οι άνθρωποι
ενώθηκαν σε κοινωνίες, ήταν πάντοτε δύσκολο να την χαρακτηρίσουμε ελλείψει
μέσων έκφρασης της. Για τις πιο μακρινές ιστορικές περιόδους, όπως το Μεσαίωνα,
είναι σπάνιο να μπορέσουμε να περιγράψουμε την κοινή γνώμη. Υπάρχουν μόνο
κάποιες ενδείξεις που μας παρέχει η εξέλιξη τω όρων «δημόσιο» (public) και
«ιδιωτικό» (private)11. Η ιστορία των λέξεων «δημόσιο» και «ιδιωτικό» αποτελεί
κλειδί για την κατανόηση αυτής της θεμελιακής μεταβολής των όρων της δυτικής
κουλτούρας.
Ο όρος «κοινό» γεννήθηκε στην αρχαιότητα. Προέρχεται από τη Λατινική λέξη
publicus, η οποίο ίσως προέρχεται από poplicus ή populus (ο λαός). Με τη λέξη αυτή
εκφράζονται δύο έννοιες του κοινού. Με την πρώτη σημασία της λέξης, η έννοια του
κοινού εστιάζεται στο χαρακτηριστικό της προσβασιμότητας, στην καθορισμένη
πρόσβαση των πολλών (ατόμων) στον ίδιο χώρο ή στην δημόσια περιοχή. Έτσι, στην
αρχαία Ελλάδα ο δημόσιος χώρος ήταν ο τόπος της αναγνώρισης της ελευθερίας και
της ισότητας - συνθηκών που επιτρέπουν στο άτομο να παρεμβαίνει στη ζωή της
πόλις, στην πολιτική. Στη Ρώμη, τα res publica ήταν ιδιοκτησία γενικά ανοικτή για το
ευρύ κοινό. Αργότερα, κατά το Μεσαίωνα, ο δημόσιος χώρος ήταν η τοποθεσία που
παρείχε πρόσβαση σε ελεύθερη καλλιεργήσιμη γη, η οοία δεν ανήκε στο φεουδάρχη
αλλά στην κοινότητα, καθώς επίσης και στην πηγή και την πλατεία της αγοράς.
Με τη δεύτερη έννοια του όρου κοινό, κυρίαρχη είναι η ιδέα του κοινού
συμφέροντος ή του κοινού καλού. Αναφέρεται στα θέματα γενικού ενδιαφέροντος
και, ειδικότερα, στις υλικές σχέσεις που σχετίζονται με τη Διοίκηση και το Κράτος.
Κατά το Μεσαίωνα το publicus ήταν συνώνυμο με το φεουδαρχικό και στην ουσία
σήμαινε τα αιτήματα που απευθυνόταν δημόσια στο φεουδάρχη. Από το 1400, η
Αυλή γίνεται ο δημόσιος χώρος όπου οι φεουδάρχες και οι άλλοι αυλικοί διεκδικούν,
και αποκτούν σταδιακά, το δικαίωμα της εκπροσώπησης τους πλάι στον ηγεμόνα.
Οι πρώτες καταγεγραμμένες χρήσεις της λέξης «δημόσιο» στην αγγλική γλώσσα
ταυτίζουν το δημόσιο με το κοινό συμφέρον της κοινωνίας, το 1470 για παράδειγμα ο
Malory αναφέρεται «στον αυτοκράτορα Λούκιο […] δικτάτορα ή επίτροπο της
κοινής ευημερίας στη Ρώμη». Εβδομήντα περίπου χρόνια αργότερα, προστέθηκε μια

11
Ο όρος κοινή γνώμη στα γαλλικά είναι: opinion publique και στα αγγλικά: public opinion

8
ακόμη έννοια του «δημοσίου» ως εκείνου το οποίο φανερώνεται και εκτίθεται σε
κοινή θέα. Επίσης το «ιδιωτικό» χρησιμοποιείται με την έννοια του προνομιούχου, σε
ανώτατο επίπεδο εξουσίας.
Τα νοήματα που συνάδουν προς το publique στη γαλλική γλώσσα, δείχνουν κάτι
ανάλογο. Η αναγεννησιακή χρήση της λέξης αφορούσε σε μεγάλο βαθμό το κοινό
καλό και το πολιτικό σώμα, βαθμηδόν το public έγινε επίσης ιδιαίτερος τομέας της
κοινωνικότητας. Ο Eric Auerbach έχει κάνει μια ενδελεχή μελέτη αυτού του πιο
σύγχρονου ορισμού του «δημόσιου» όπως πρωτοεμφανίστηκε στη Γαλλία στα μέσα
του δέκατου έβδομου αιώνα.12 Το επίθετο public που προοδευτικά περί τα τέλη του
δέκατου όγδοου αιώνα θα συνδεθεί με τη έννοια της «γνώμης» δεν αντιτίθεται τόσο,
την εποχή εκείνη, στο ιδιωτικό» ή στο «ενδόμυχο» όσο στο «μυστικό», στο
«επίπλαστο» ή στην «αποσιώπηση», και εγγράφεται στο κίνημα αμφισβήτησης της
απολυταρχίας και της βασιλικής αυθαιρεσίας.13
Με την άνοδο της αστικής τάξης αναδύεται και η θεωρία του μερκαντιλισμού. Το
κράτος αναλαμβάνει το ίδιο το ρόλο του διοργανωτή του εμπορίου. Το δημόσιο
συμφέρον στην περίπτωση αυτή, είναι η διαφήμιση των προϊόντων και η ενίσχυση
της αξίας των νομισμάτων που κυκλοφορούν. Στα μέσα του δέκατου έβδομου αιώνα
και αργότερα κατά το δέκατο όγδοο αιώνα με το Διαφωτισμό, ο όρος κοινό σήμαινε
την ύπαρξη ενός χώρου (forum) για κριτική συζήτηση. Η συζήτηση αυτή λαμβάνει
χώρα σε αίθουσες, καφενεία, λέσχες και στον Τύπο (και ως συνέπεια παρατηρούμε
την άνοδο της κοινής γνώμης). Κατά τη διάρκεια της απολυταρχίας, ο βασιλιάς
θεωρείται δημόσιο πρόσωπο και λειτουργεί ενοποιητικά απέναντι στις διάφορες
ομάδες της κοινωνίας. Στο δέκατο ένατο αιώνα, η έννοια του δημόσιου προσώπου
περιγράφει μια οντότητα που αντικειμενικά υπάρχει και ασκεί την επιτήρηση της στο
πρόσωπο ή στα πρόσωπα που κυβερνούν ή ασκούν εξουσία.
Η σύγχρονη θεωρία της δημοκρατίας που βασίζεται στη λαϊκή κυριαρχία έχει την
ιστορική και φιλοσοφική αφετηρία της στην εμφάνιση της φιλοσοφίας του
ρασιοναλισμού που επικρατεί στην Ευρώπη από το δέκατο έβδομο αιώνα, για να
φτάσει στο κορύφωμα της το δέκατο όγδοο αιώνα με τους εγκυκλοπαιδιστές, την
επικράτηση της φιλελεύθερης σχολής στην οικονομία και της θεωρίας του φυσικού
δικαίου. Ήδη το 1637 ο Descartes αρχίζει τη φημισμένη «Πραγματεία για τη

12
Sennet Richard, Η τυραννία της οικειότητας, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1999, σ. 32
13
Champagne Patrick, Η κατασκευή της κοινής γνώμης, Εκδόσεις Πατάκη, 2004, σ. 52

9
Μέθοδο» με τη φράση: «Η ορθή κρίση (bon sens) είναι το πιο καλά μοιρασμένο
πράγμα στον κόσμο». Αυτή η αντίληψη πως ο άνθρωπος είναι από τη φύση του καλός
και λογικός (animal rationel) οδήγησε τους άγγλους φιλοσόφους Hobbes, Locke,
Hume και τους γάλλους Montesquieu, Diderot και Rousseau να διαμορφώσουν τη
σύγχρονη θεωρία της δημοκρατίας. Ο Rousseau κάνει μια διάκριση ανάμεσα στη
«γενική θέληση» (volonte generale) και στη «θέληση όλων» (volonte de tous). Η
δεύτερη είναι απλώς η άθροιση των προσωπικών επιθυμιών και συμφερόντων του
καθενός. Η πρώτη, που προσανατολίζεται προς τα κοινά, και απορρέει από τη
ορθολογική θεώρηση της πολιτείας εκφράζει αλάνθαστα το κοινό συμφέρον.14 Ο
Rousseau θεωρείται ο θεμελιωτής μιας έννοιας της δημοκρατίας βασισμένης στην
κοινή γνώμη. Είναι ο πρώτος που χρησιμοποιεί αυτόν τον όρο (opinion publique). Η
«opinion publique» δεν είναι τίποτα άλλο από την έκφραση της «volonte generale».
Τότε απέκτησε δύναμη και μορφοποιήθηκε η ιδέα πως η κοινή γνώμη έπρεπε να είναι
η έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας και όχι των διαθέσεων ενός λαού χειραγωγούμενου
από τα πάθη, θρησκευτικά ή πολιτικά.15
Η Γαλλική Επανάσταση αποθεώνει την κοινή γνώμη. Την προσωποποιεί, τη
λατρεύει, τη ονομάζει «Βασίλισσα του Κόσμου». Οι πολιτικές αναταραχές που
επέφερε η Γαλλική Επανάσταση θα ενισχύσουν την αξία με την οποία είναι πολιτικά
συνδεδεμένη η κοινή γνώμη (ή οι αντίστοιχες έννοιες). Στην πραγματικότητα με την
πτώση της βασιλείας, δεν πρόκειται πλέον για μια αρχή που κρίνει και διορθώνει τις
αποφάσεις μιας βασιλικής εξουσίας η οποία έχει τη δική της νομιμότητα, αλλά για
την ίδια την πηγή της νέας εξουσίας.16 Το 1859 ο J.S.Mill έγραφε: «Στην πολιτική
είναι σχεδόν κοινοτοπία να ισχυριστεί κανείς πως η κοινή γνώμη κυβερνά τον
κόσμο».17 Ο Hegel στη «Φιλοσοφία του Δικαίου» γράφει ότι η κοινή γνώμη περιέχει
«[…] τις αιώνιες, ουσιαστικές αρχές της δικαιοσύνης, το αληθινό περιεχόμενο και
14
Δήμου Νίκος, Μάζα ή κοινό; Η κοινή γνώμη στο χώρο της πολιτείας, Εκδόσεις opera, Αθήνα ,2000,
σ. 18-19

15
Becker Jean-Jacques, L’ opinion publique: Un populisme?, Vigtieme Siecle, Revue d’ histoire, No
56, Numero special Les populismes, σ. 92

16
Champagne Patrick, Η κατασκευή της κοινής γνώμης, Εκδόσεις Πατάκη, 2004, σ. 54

17
Δήμου Νίκος, Μάζα ή κοινό; Η κοινή γνώμη στο χώρο της πολιτείας, Εκδόσεις opera, Αθήνα ,2000,
σ. 21

10
αποτέλεσμα ολόκληρου του Συντάγματος, της Νομοθεσίας και της Γενικής
Κατάστασης» - αλλά και «το τυχαίο των γνωμών, την άγνοια και τη διαστροφή τους,
τη λανθασμένη γνώση και κρίση τους»γι’ αυτό και «η ανεξαρτησία από αυτήν είναι η
πρώτη τυπική προϋπόθεση για κάθε τι το μεγάλο και λογικό στην πραγματικότητα
και στην επιστήμη».18
Όμως, αυτή η «κοινή γνώμη» δεν είναι αποτέλεσμα της στατιστικής πρόσθεσης
γνωμών που είναι οι πλέον πολυάριθμες: η λαϊκή γνώμη, η γνώμη του όχλου,
εξακολουθεί να είναι συνώνυμη των «άμετρων και ευμετάβλητων παθών» και
παραμένει κυριολεκτικά εγκλωβισμένη στο περιθώριο της πολιτικής, χωρίς όμως να
μπορεί να αγνοηθεί εντελώς. Μόνο η γνώμη των «πεφωτισμένων ελίτ» μπορεί να
κηρυχθεί, αν όχι αλάθητη, τουλάχιστον οικουμενική και απρόσωπη, από τη στιγμή
που θεμελιώνεται στο λόγο. Επομένως, καθ'όλη τη διάρκεια του πρώτου μισού του
δέκατου όγδοου αιώνα, η κοινή γνώμη δεν είναι τόσο η γνώμη του κοινού (υπό την
ευρεία έννοια που έχει η λέξη σήμερα) όσο η γνώμη μιας κοινωνικής ελίτ που
συχνάζει στις Ακαδημίες και τα λογοτεχνικά σαλόνια. Η κοινή γνώμη είναι λοιπόν
ένα είδος ιδεολογικής πολεμικής μηχανής την οποία «μηχανεύτηκαν» κατά τη
διάρκεια του δέκατου όγδοου αιώνα οι ελίτ των διανοούμενων. Στοχαστές και
πολιτικοί φιλόσοφοι θα εργαστούν με αρκετή συνέπεια, χρησιμοποιώντας
διαφορετικές αλλά μάλλον αλληλουποκαθιστώμενες εκφράσεις, προκειμένου να
παραγάγουν στο πολιτικό πεδίο μια νέα αρχή νομιμότητας, που ως σκοπό έχει να
πριμοδοτήσει το ειδικό τους κεφάλαιο. Πρόκειται για τη γνώμη που σχηματίζουν για
την πολιτική περιορισμένες κοινωνικές ομάδες, που το επάγγελμα τους είναι να
παράγουν γνώμες. Μάλιστα αυτές οι ομάδες επιδιώκουν να μπουν στο πολιτικό
παιχνίδι μέσα από τη συνεχή μεταβολή του και μεταπλάθοντας την εκάστοτε γνώμη
από γνώμη μιας εγγράμματης ελίτ σε οικουμενική, άχρονη και ανώνυμη γνώμη, που
έχει τη δική της αξία για την πολιτική.19
Η αμφισβήτηση της ορθότητας της κοινής γνώμης θα έρθει τον εικοστό αιώνα όταν η
ψυχανάλυση και οι κοινωνικές επιστήμες θα υπονομεύσουν την πίστη στη λογική
ικανότητα του ανθρώπου. Κοινωνιολόγοι, ψυχολόγοι και δημοσιολόγοι όπως ο Tarde,
ο Le Bon, ο F. Tonnies, ο W. Lippmann., ο W. Bauer κα άλλοι άρχισαν να μελετούν

18
Δήμου Νίκος, Μάζα ή κοινό; Η κοινή γνώμη στο χώρο της πολιτείας, Εκδόσεις opera, Αθήνα ,2000,
σ. 23

19
Champagne Patrick, Η κατασκευή της κοινής γνώμης, Εκδόσεις Πατάκη, 2004, σ. 53

11
επιστημονικά τους παράγοντες που οδηγούν στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης,
τονίζοντας τον α-λογικό χαρακτήρα τους.
Σταδιακά αναγνωρίζεται ως παράγοντας εξαιρετικά σημαντικός για την πολιτική. Το
δέκατο ένατο αιώνα η καθολική ψήφος καθιερώνεται ενώ εμφανίζονται νέες μορφές
πολιτικής οργάνωσης, όπως τα πολιτικά κόμματα και τα συνδικάτα. Με τη
μαζικοποίηση της συμμετοχής στο πολιτικό πεδίο, τις οικονομικές και κοινωνικές
αλλαγές και την ανάδυση του Τύπου αλλάζει και η έννοια της κοινής γνώμης. Η
έκταση και το μέγεθος του κοινού που εκφράζει τη γνώμη του έχει πολλαπλασιαστεί
τόσο πολύ χάρη στη διεύρυνση του εκλογικού σώματος που το κοινό παύει να είναι
μια ελίτ ειδικών και αρχίζει να δίνει τη θέση του στην απρόσωπη μάζα που περικλείει
στο εσωτερικό της περισσότερα από ένα «κοινά».20
Οι πρώτες προσπάθειες για τη δημιουργία μιας επιστημονικής επεξεργασίας
σχετικά με το θέμα του κοινού, τη συμπεριφορά του πλήθους και τις μάζες
αναπτύχθηκαν από μια ομάδα θεωρητικών της κοινωνικής ψυχολογίας, Bryce, ΑS,
Dewey, James, Baldwin, Le Bon, Park, Cooley. Η προβληματική τους αφορούσε τους
κανόνες που καθορίζουν τη συλλογική συμπεριφορά που επηρεάζουν περισσότερο τη
ζωή της κοινωνία κατά τον δέκατο ένατο και τον εικοστό αιώνα, κυρίως τα αυθόρμη-
τα πλήθη και οι συμπεριφορές τους, οι απεργίες, οι στάσεις και οι ταραχές. Τα
φαινόμενα αυτά είχαν ιδιαίτερα συζητηθεί στον Τύπο που επιθυμούσε, σε κάποιο
βαθμό, να ρυθμίζει και να κατευθύνει τη συμπεριφορά του κοινού, τα πλήθη και τις
μάζες. Στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα και στις αρχές του εικοστού αιώνα, οι
θεωρίες για το κοινό διαπίστωσαν την ύπαρξη ενός φαινομένου δι-ατομικού το οποίο
είναι εγγενώς συλλογικό, και συμβαίνει μέσω των παραγόντων που εμπλέκονται στην
κρίσιμη επιβεβαίωση του ορθολογικού χαρακτήρα της κοινωνίας.
Στη Γαλλία, ο Tarde ήταν ένας από τους πρώτους συγγραφείς που συστηματοποιεί
μια Ιστορία του κοινού και των σχέσεων του με το πλήθος. Ο Tarde, πέρα από το να
γράψει την ιστορία του κοινού ενδιαφέρεται να μελετήσει το κοινό, ιδίως τη μορφή
της αλληλεπίδρασης ανάμεσα στο κοινό και τον Τύπο. «Είναι περίεργο πως ούτε στα
Λατινικά ούτε στα Ελληνικά δεν υπάρχει μια λέξη που να αντιστοιχεί σε ό,τι
εννοούμε με τη λέξη κοινό».21 Ο Price αποσαφηνίζοντας την ανάλυση του Park,
προτείνει «[…] η λέξη κοινό χρησιμοποιείται για να γίνει αναφορά σε μια ομάδα

20
Η λέξη κοινά (publics στα γαλλικά) σημαίνει κάτι διαφορετικό από το κοινό για το λόγο αυτό όταν
είναι απολύτως απαραίτητο να χρησιμοποιηθεί θα μπαίνει με χρήση εισαγωγικών.
21
Tarde Gabriel, L’opinion et la foule PUF, 1989, σ. 34

12
ανθρώπων, οι οποίοι α) έχουν να αντιμετωπίσουν ένα θέμα, β) είναι μοιρασμένοι στις
απόψεις τους και στην οπτική με την οποία βλέπουν το θέμα, και γ) ξεκινούν τη
συζήτηση αυτού του θέματος.22
Η εμφάνιση της έρευνας των μέσων μαζικής επικοινωνίας, της έρευνας της κοινής
Γνώμης και της εμπειρικής μεθόδου της Κοινωνιολογίας της επικοινωνίας ήταν
σημαντικές συνεισφορές στη θεωρία του κοινού. Λόγω της αυξανόμενης ανάπτυξης
των μαζικών μέσων ενημέρωσης, η λέξη κοινό έφτασε να σημαίνει έναν τρόπο
κριτικής συζήτησης, αλλά, κυρίως, ένα σύνολο επιμέρους απόψεων μετρήσιμων
μέσω ερευνών, δημοσκοπήσεων και ανοιχτών ακροάσεων (public audience στην
Αμερική). Στη δεκαετία του 1960, o Habermas υποστηρίζει ότι από τη μια υπάρχει
μια αστική δημόσια σφαίρα, κληρονομιά του Διαφωτισμού (το δέκατο όγδοο αιώνα
υπάρχουν οι συνθήκες που επιτρέπουν το διαχωρισμό ανάμεσα στο κράτος και την
κοινωνία των πολιτών) κι από την άλλη, όταν άλλαξαν οι συνθήκες, αυτό που ήταν
κάποτε ένας παραδειγματικός χώρος διεξαγωγής ορθολογικών και κριτικών
συζητήσεων έγινε ένα ακόμη πεδίο πολιτιστικής κατανάλωσης και η αστική δημόσια
σφαίρα κατέρρευσε σε έναν ψεύτικο κόσμο δημιουργίας εικόνων και διαχείρισης
γνωμών.23 O Habermas υποστηρίζει ότι στο κοινό λειτουργεί παράλληλα με μια
κριτική διάσταση, κληρονομιά της αστικής δημόσιας σφαίρας, και η διαφήμιση η
οποία χειραγωγεί. Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες θεωρητικές προσεγγίσεις, η
δημόσια διαβούλευση και η κριτική συζήτηση αντιπροσωπεύουν μόνο ένα μικρό
κομμάτι του σύγχρονου εκλογικού σώματος, με αποτέλεσμα να γίνεται κατανοητή η
διαρκής την αποξένωση των πολιτών από τη συμμετοχή στην πολιτική.
Ο Price, σχολιάζοντας τον Park, διακρίνει κοινό και πλήθος. Το κοινό συναντιέται σε
μια κατάσταση αντίθεσης και λογικού διαλόγου μεταξύ ατόμων που υποδεικνύουν
την ορθολογική κριτική ικανότητα να σκεφτόμαστε όμοια με τους άλλους. Το πλήθος
είναι βυθισμένο στη συναισθηματική εμπειρία, απαιτεί «[…]την ικανότητα να
αισθάνονται και να συμπάσχουν». Όταν το κοινό εγκαταλείπει το πεδίο της κριτικής
συζήτησης εξαφανίζεται ή μεταμορφώνεται σε πλήθος. Στο ίδιο πλαίσιο και άλλοι
μελετητές, παρατηρούν ότι πλήθος και κοινό διαφέρουν. Κοινό και πλήθος
διαφοροποιούνται ως προς την έκταση της δράσης των ενώσεων που τα αποτελούν.
Το σχήμα αυτό γενικά ισχύει και στα δύο, καθώς και στο κοινό και στο πλήθος

22
Price Vincent, Κοινή Γνώμη, εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα, 1994, σ.44
23
Thomson John, Νεωτερικότητα και Μέσα Επικοινωνίας, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 1999, σ.133

13
υπάρχουν οι ίδιοι παράγοντες: ο παράγοντας των κινήτρων, της ομοιογένειας και της
ικανότητας της ελεύθερης δράσης. Ως προς το κριτήριο της έκτασης της δράσης
τους, όταν η δραστηριότητα του πλήθους τελειώνει το πλήθος παύει να υφίσταται,
ενώ το κοινό παύει να υπάρχει όταν η δράση του αυξάνεται απεριόριστα.
Εξετάζοντας το σχήμα λειτουργίας κοινού και πλήθους παρατηρούμε ότι ως προς το
κριτήριο συμμετοχής μπορούμε να πούμε ότι λειτουργεί με τρόπο αποκλειστικό στο
πλήθος (λόγω της μισαλλοδοξίας του) και με τρόπο μη αποκλειστικό στο κοινό ( ο
καθένας μπορεί να ανήκει σε διάφορα «κοινά»).
Ως προς τα κίνητρα: οι παράγοντες που ενεργοποιούν το σχηματισμό του πλήθους,
είναι κατά κάποιον τρόπο εξωτερικοί και πρωτογενής (χρόνος, εθνικότητα, κλπ...),
ενώ στο κοινό είναι εσωτερικοί (βασίζονται, δηλαδή, σε μια προυπάρχουσα
πνευματική κατάσταση). Ως προς το κριτήριο της ελεύθερης δράσης και της
ομοιογένειας, η αμοιβαία αποδοχή ανάμεσα σε έναν πομπό και το δέκτη, οι οποίοι
επιλέγουν ελεύθερα να ανταλλάξουν πληροφορίες- τη γνώμη τους,- καθιστά το κοινό
μια ομάδα πιο ομοιογενή από το πλήθος το οποίο τροφοδοτείται από τους περίεργους
και αυτούς που προσκολλούνται, και τους οποίους εφόσον τους κερδίσει τους
ενσωματώνει αλλά είναι πολύ δύσκολο να ακολουθήσουν όλοι αυτοί (οι άνθρωποι)
μία κοινή κατεύθυνση».
Σε μια άλλη σύγκριση μεταξύ του κοινού και του πλήθους.
ο Mills γράφει ότι: «Σε ένα κοινό [...] 1) μπορούμε να υποθέσουμε ότι εκφράζουν τις
απόψεις τους τόσοι όσοι τουλάχιστον είναι και οι αποδέκτες των απόψεων, 2) Το
σύστημα επικοινωνίας επιτρέπει μια απάντηση άμεση και αποτελεσματική, σε όλες
τις γνώμες που εκφράζονται στο πλαίσιο του κοινού 3) Μια γνώμη που καταλήγει σε
μια παρόμοια διαδικασία συζήτησης δεν συναντά καμιά δυσκολία στην αποσαφήνιση
του θέματος και στην υλοποίηση μιας συγκεκριμένης δράσης, και μάλιστα -ακόμη αν
είναι αναγκαίο η δράση αυτή να αντιτίθεται στην εξουσία, 4) [...] τα θεσμικά όργανα
της εξουσίας δεν παρεμβαίνουν στο επίπεδο του κοινού, το οποίο έτσι απολαμβάνει
μια σχετική αυτονομία».24
Για την ίδια αντινομία ο Price σημειώνει τα εξής: «Μια κοινωνιολογική σύλληψη του
κοινού το αντιλαμβάνεται ως μια ατελώς οργανωμένη κοινότητα η οποία προκύπτει
κατά τη διάρκεια της συζήτησης γύρω από ένα θέμα. Αντίθετα το πλήθος βασίζεται
αποκλειστικά στην προσοχή σε μια κοινή θέση για κάθε ζήτημα, και έχει συσταθεί

24
Mills Wright C, The power elite, Oxford University Press, 1959, σ.303-304

14
από τις ιδιοσυγκρασιακές απαντήσεις που διατυπώνονται χωρίς καμιά συζήτηση και
διάλογο. Το κοινό διακρίνεται για την αποφασιστικότητα του την επίλυση ενός
προβλήματος με επιχειρήματα και απαντήσεις. [...]».25

25
Price Vincent, Κοινή Γνώμη, εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα, 1994, σ.48

15
4.Εισβάλλοντας στην Ιστορία – το πλήθος
i. Εκφοβίζοντας την αστική τάξη

Στην αρχή του εικοστού αιώνα επικρατούσε στη Δυτική Ευρώπη η πεποίθηση ότι οι
κινήσεις των μαζών κυριαρχούσαν όλο και περισσότερο στο προσκήνιο του
κοινωνικού γίγνεσθαι. Η δεκαπενταετία από το 1880 ως το 1895 είδε τη γέννηση
πολλών «φαντασμάτων» που στοιχειώνουν τη σκέψη της αστικής τάξης, η παρισινή
Κομμούνα, η δημιουργία σοσιαλιστικών κομμάτων στην Γαλλία και την Ιταλία, η
εμφάνιση του συνδικαλιστικού κινήματος, το κύμα των αναρχικών επιθέσεων σε όλη
των Ευρώπη. Ιστορικοί όπως ο Hippolyte Taine και συγγραφείς όπως ο Ζολά δίνουν
μια εικόνα της εποχής περιγράφοντας με μελανά χρώματα τα πλήθη που ξεχύνονται
στους δρόμους του Παρισιού.
Τότε αναδείχθηκε για πρώτη φορά και μελετήθηκε το πλήθος ως αντικείμενο της
επιστήμης. Η επιστήμη αυτή ήταν η ψυχολογία του πλήθους ή η συλλογική
ψυχολογία. Σύμφωνα με αυτή την επιστήμη, διακρίνουμε στο εσωτερικό του
κοινωνικού ιστού από τη μια, τη ανώνυμη μάζα (το πλήθος), κι από την άλλη τους
υποκινητές που δρουν, κυριαρχούν και καθοδηγούν τις συλλογικές συμπεριφορές.
Αυτή η θεωρία, η οποία σχετίζεται με την εξάρχουσα θέση που κατείχε η ψυχολογία
στις κοινωνικές επιστήμες στο τέλος του δέκατου ένατου αιώνα, αναδεικνύει το
ψυχικό στοιχείο στη συμπεριφορά των ομάδων εις βάρος του κοινωνικού. Η
διατύπωση της θεωρίας της ψυχολογίας του πλήθους ξεκινά με τη διχοτομία ανάμεσα
στο πλήθος και τον υποκινητή και σκοπός της είναι να εξηγήσει τους ψυχολογικούς
μηχανισμούς που διασφαλίζουν την κυριαρχία των υποκινητών πάνω στο πλήθος
αλλά και τον τρόπο παραγωγής υποκινητών. Για το πλήθος και την ψυχολογία του
έγραψαν μεταξύ άλλων και οι Le Bon, Tarde, Sighele και αργότερα και ο Freud. Η
συζήτηση για την ψυχολογία του πλήθους ξεκίνησε πρώτα στην Ευρώπη και
αργότερα μεταφέρθηκε καις την άλλη πλευρά του Ατλαντικού στις ΗΠΑ.
O Le Bon ασχολήθηκε με την ψυχολογία του πλήθους, περιέγραψε έξοχα τις
συμπεριφορές των ανθρώπων στο πλήθος, φωτίζοντας τον ιρασιοναλισμό του
πλήθους και την ψυχοπαθολογική σχέση του με τους καθοδηγητές του. Αναλύει το
πλήθος ως ένα δεδομένο της κοινωνικής πραγματικότητας και προσπαθεί να
καθορίσει τα χαρακτηριστικά του, αποδίδοντας μεγάλη βαρύτητα στην υποβολή ( που

16
προκύπτει από την υπνωτική υποβολή) για να εξηγήσει το πώς τα πλήθη υπακούουν
στους υποκινητές τους.
Από πού αντλούν οι υποκινητές την ικανότητα κυριαρχίας τους; Ο Le Bon τονίζει την
έννοια του «κύρους». Πρόκειται για μια «δύναμη μυστηριώδη, ένα είδος μαγείας που
διακατέχεται από θαυμασμό και σεβασμό, που παραλύει τις κριτικές ικανότητες.» Το
κύρος εξηγεί λοιπόν γιατί οι υποκινητές κυριαρχούν στο πλήθος. Ο Le Bon ενισχύει
αυτή την εξήγηση σημειώνοντας ότι οι υποκινητές γίνονται και οι ίδιοι αντικείμενο
υποβολής από τις ιδέες ενώ ταυτόχρονα ασκούν υποβολή στο πλήθος. Πρόκειται για
μια διαδικασία υποδούλωσης του πλήθους. Η περιγραφή του πλήθους έχει αρνητικά
χαρακτηριστικά. Παρατηρεί επίσης ότι αν και το πλήθος είναι ικανό για ηρωισμό, ο
ηρωισμός αυτός είναι κατώτερος και πιο χαμηλής ποιότητας από αυτόν του ατόμου,
το οποίο το εξυψώνει.
Σκοπός του Le Bon ήταν να μελετήσει τις συμπεριφορές του πλήθους και να τις
κατανοήσει προκειμένου να προσφέρει μια μέθοδο και μια λύση στο πρόβλημα της
διακυβέρνησης των μαζικών κοινωνιών. Σύμφωνα λοιπόν με τη θεωρία του, ο
υποκινητής, ο οποίος ενεργεί σε σχέση με την άνοδο του πλήθους αποκτά ο ίδιος όλο
και μεγαλύτερη επιρροή σε σημείο να «αντικαθιστά σταδιακά τις εξουσίες των
πληθών στο βαθμό που αυτές οι τελευταίες αφήνονται στη συζήτηση και
εξασθενούν». Η θέση του, συνεπώς, είναι ότι οι υποκινητές επιβάλουν την κυριαρχία
τους με το κύρος τους πέρα από κάθε εκλογίκευση και αυτός ο τρόπος κυριαρχίας
διαιωνίζεται πέρα από κάθε «ρουτίνα», ότι κάθε μεταμόρφωση αυτής της άλλογης
δύναμης που είναι το κύρος είναι μια δύναμη οργανωμένη, γραφειοκρατική ή
παραδοσιακή. Τα καλύτερα κεφάλαια της «Εποχής των πληθών» είναι αυτά που
ασχολούνται με την ψυχολογία του χαρισματικού ηγέτη και με τους μεγάλους άντρες
και τις ιδεολογίες.
Το 1890 ο Tarde δημοσιεύει το πρώτο σημαντικό του έργο «La philosophie penale»,
όπου αφιερώνει αρκετές σελίδες συγκρίνοντας το πλήθος και την οικογένεια «δυο
διαφορετικούς γόνους» της κοινωνίας και επιβεβαιώνει ότι καταλήγουν και οι δύο
στην υποβολή και ότι έχουν έναν αρχηγό στον οποίο υπακούουν ευσυνείδητα. Στα
πρώτα του έργα θα κάνει λόγο για τη μαγνητική ενέργεια που εξασκεί ο αρχηγός στο
πλήθος αλλά και για τις καταστροφικές συμπεριφορές του ίδιου του πλήθους όταν
αφεθεί να μαγνητισθεί ( παραθέτοντας εκτενώς από τον Taine και τον Maxime de
Camp). Ως δικαστικός ο Tarde ασχολείται με το πλήθος από την σκοπιά της
εγκληματολογίας αλλά και της φιλοσοφίας του δικαίου. Αργότερα θα ασχοληθεί

17
κυρίως με το κοινό, το οποίο σε αντίθεση με το πλήθος που αντιπροσωπεύει το
παρελθόν, αποτελεί την κοινωνική ομάδα του μέλλοντος.
Ο Tarde δεν τρέφει καμιά συμπάθεια για τα επαναστατικά πλήθη του 1789, πλήθη
ασεβή και επιθετικά, τα οποία δεν παράγουν τίποτα το νέο σε σχέση με τους
εμφύλιους πολέμους του παρελθόντος. Αλλά αυτό που χαρακτηρίζει το 1789 για τον
Tarde, αυτό που ξεπερνά τα όρια των πληθών ( περιορισμούς της φωνής και του
βλέμματος που τα οδηγούν να διασπαστούν μόλις μεγαλώσουν), είναι κάτι που το
παρελθόν δεν έχει ξαναδεί, «αυτό που εκκολάπτεται εκείνη την εποχή είναι αυτή η
ρύπανση των εφημερίδων, που καταβροχθίζονται άπληστα». Συνοψίζοντας – είναι
αυτό που ήδη έχει πει ο Καντ- αυτό που συνιστά την πολιτική δύναμη του 1789 είναι
ο χώρος δημόσιας συζήτησης και αντίλογου που παράγεται από την επαναστατική
κίνηση. Το πλήθος, μορφή του παρελθόντος, ανίκανο να επεκταθεί πέρα από μια
περιορισμένη ακτίνα παραχωρεί φυσικά τη θέση του στο κοινό.
Αυτό που χαρακτηρίζει το πλήθος στον Tarde δεν είναι η ενέργεια που παράγει ή
καταναλώνει αλλά τα ρεύματα που το διασχίζουν, η ζωτική μαγεία (παρά η δύναμη)
την οποία επιδεικνύει. Αυτό που τον ενδιαφέρει είναι η εφήμερη διάσταση των
συλλογικών συμπεριφορών, η ικανότητα ή η τάση τους να αναπτύσσονται μέσα στις
πτυχώσεις ή στις κοιλότητες (κενά) της θεσμισμένης τάξης, η ικανότητα τους να
εισάγουν την αλλαγή. Το πλήθος και το κοινό είναι μορφές του ίδιου τύπου
κοινωνικότητας. Το πρώτο είναι ανοικτό σε κάθε πρόταση υποβολή, είναι μια μορφή
που υπόκειται στην αλλαγή γιατί μεταβάλλεται από το συναίσθημα. Το πλήθος
ανήκει στην ίδια κατηγορία με τις κοινωνικές συμπεριφορές του κοινού, το οποίο δεν
ανέχεται την έκφραση διαφορετικών συμφερόντων παρά μόνο στη σφαίρα της
συζήτησης.26
Την ίδια εποχή, το 1891, στην Ιταλία ο μαθητής του Lombrozo, Scipio Sighele
δημοσιεύει ένα αντίστοιχο βιβλίο το «La folia delinquente» που ασχολείται επίσης με
την ψυχολογία και την παραβατικότητα του πλήθους. Σε αντίθεση με άλλους
συγγραφείς της εποχής ο Sighele τονίζει τον ειρηνικό χαρακτήρα του πλήθους.
Ακόμα κι όταν αποτελείται από εργάτες που διαμαρτύρονται ένα πλήθος δεν
παρεκτρέπεται υποχρεωτικά σε παράνομες συμπεριφορές. Δίνει αρκετά
παραδείγματα και αφιερώνει αρκετές σελίδες σε αυτά τα «κόσμια» πλήθη. Η
κεντρική του ιδέα είναι ότι τα πλήθη ξεφεύγουν από τα όρια όταν υποκύπτουν στα

26
Joseph Isaac, Tadre avec Park, Mutlitudes No7, Dec 2001

18
βέλη των «γεννημένων εγκληματιών» και κάνει κι αυτός με τη σειρά του λόγο για τη
σχέση ανάμεσα στον υποκινητή και το πλήθος που τον ακολουθεί τυφλά.
Μια γενιά αργότερα ο Freud ακολουθεί και αυτός την ίδια αυστηρή διάκριση
ανάμεσα στο πλήθος και τους υποκινητές και αποδέχεται την ιδέα ότι και οι
υποκινητές γινόταν αντικείμενο υποβολής από τις ίδιες τους τις ιδέες ( εξ ου και η
ενεργεία και ο φανατισμός τους).Ο Freud περνά γρήγορα από την ανάλυση του
πλήθους για να ασχοληθεί με αυτή του υποκινητή, και να καταλήξει στην ιδέα ότι η
φύση της σχέσης πλήθους – υποκινητή μπορεί να εξηγηθεί με την αρχή της ταύτισης,
η οποία παρουσιάζεται ως μια συνιστώσα ερωτική αν και εξαγνισμένη και χωρίς το
σεξουαλικό στοιχείο. Η αγάπη του αρχηγού είναι μια ανταμοιβή για το ξεριζωμένο
πλήθος, που επανασυνθέτει έτσι μια πατρική φιγούρα. Στο Freud η αρχή της ταύτισης
αντικαθιστά την θεωρία της υπνωτικής υποβολής. Ωστόσο η γοητευτική ιδιότητα του
κύρους που είναι τόσο απαραίτητη για τον υποκινητή παραμένει αδιευκρίνιστη. Το
πολιτικό φαινόμενο τον απασχολεί ως σχέσεις εξουσίας από την σκοπιά της
ψυχανάλυσης. Ο Freud βλέπει το πλήθος μέσα από την οπτική της άρχουσας αστικής
τάξης που δεν έχει ξεχάσει την Κομμούνα αλλά και τα νέα πλήθη των εργατικών
απεργιών.
Το πλήθος και η σχέση του με την κοινωνία και την πολιτική εξακολουθεί να
προσελκύει την προσοχή των μελετητών καθ' όλη τη διάρκεια του εικοστού αιώνα
και το ενδιαφέρον παραμένει αμείωτο και στις μέρες με τη συζήτηση να έχει
μετατοπιστεί από το πλήθος και τη μάζα στους λαούς και τη σπινοζική multitudo.
Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες συνεισφορές σε αυτή τη συζήτηση προέρχεται από το
Γάλλο ιστορικό Georges Lefebvre.
Ο Lefebvre, στο άρθρο του «Les foules revolutionnaires», ασκεί κριτική στο Gustave
Le Βon και εξετάζει τη σύσταση και τη λειτουργία του πλήθους. Αν και ενδιαφέρεται
κυρίως για τα επαναστατικά πλήθη (το άρθρο του επικεντρώνεται στα πλήθη της
Γαλλικής επανάστασης) οι ορισμοί και οι παρατηρήσεις του αφορούν το πλήθος ως
φαινόμενο γενικά και παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον. Ο Lefebvre με αφετηρία τα
έργα «Psychologie des foules» 1895, και «La Revolution Francaise et la psycologie
des Revolutions» 1912. θεωρεί ότι ο Le Βon υπήρξε επιφανειακός και τα πληθωρικά
κείμενα είναι στην πραγματικότητα μπερδεμένα, με ελλιπείς ορισμούς και πολλές
παραλήψεις. «Την ίδια την έννοια του πλήθους δεν την διευκρινίζει. Άλλοτε εννοεί
ένα ετερογενές συνονθύλευμα ατόμων, κι άλλοτε αντιτάσσει το πλήθος στην ελίτ και

19
συνεπώς το πλήθος δεν είναι παρά η διασκορπισμένη μάζα των λαϊκών τάξεων.
Περνά από την μια έννοια στην άλλη και τις μπερδεύει αυθαίρετα».27
Η πλέον προβληματική έννοια είναι αυτή της πνευματικής μόλυνσης (contagion
mentale) η οποία είναι η αιτία της δημιουργίας των πληθών καθώς όμοια με ασθένεια
μεταδίδεται από άτομο σε άτομο αναστέλλοντας προσωρινά την κριτική τους
ικανότητα και μετατρέποντας τους ανθρώπους σε άβουλα καθοδηγούμενα όντα. Η
έννοια αυτή δεν ορίζεται πουθενά ούτε εξηγείται πλήρως η λειτουργία της. Η
μεγαλύτερη αδυναμία του Le Βon, σύμφωνα με την κριτική του Lefebvre είναι η
αντίληψη του ότι «[…]η Επανάσταση γενικά, και πιο συγκεκριμένα η Γαλλική
Επανάσταση είναι έργο όχλων χωρίς συνείδηση που υποκινήθηκαν από υποκινητές
λιγότερο ή περισσότερο ειλικρινείς, και συνεπώς δεν έχουν άλλα αίτια παρά μόνο τα
έργα των “φιλοσόφων” οι οποίοι παρακίνησαν τους ίδιους τους υποκινητές».28 Θέση
καθαρά ιδεολογική, καθόλου επιστημονική αλλά και ελάχιστα ρεαλιστική.
Σύμφωνα το Lefebvre, όταν μιλάμε για επαναστατικά πλήθη στην πραγματικότητα
δεν πρόκειται για πλήθη με την ακριβή έννοια του όρου αλλά για συναθροίσεις-
συγκεντρώσεις. Μια συνάθροιση-συγκέντρωση δεν είναι μια απλή συνάντηση
ανθρώπων «των οποίων τα πάθη ή οι ιδέες έχουν αφυπνισθεί, εν πλήρη αυτονομία,
στη συνείδηση του καθενός». Πρόκειται για μια συνάθροιση με σκοπό τη δράση και
για το λόγο αυτό πριν τη συνάθροιση τους προηγείται απαραίτητα μια δια-πνευματική
δραστηριότητα και η διαμόρφωση μιας συλλογικής πνευματικής κατάστασης.
Συνεπώς είναι απαραίτητο να καθοριστεί η σχέση ανάμεσα στη συγκέντρωση και το
πλήθος.
Ο Lefebvre κάνει μια σειρά από εξαιρετικά χρήσιμες, μεθοδολογικά, διακρίσεις στην
έννοια του πλήθους. Στην αγνή του κατάσταση το πλήθος είναι ένα ακούσιο και
εφήμερο συνονθύλευμα ατόμων όπως πχ σε ένα σιδηροδρομικό σταθμό πριν φτάσει
το τρένο ή σε έναν δρόμο ή μια πλατεία την στιγμή που σχολάει ένα σχολείο.29 Για το
Lefebvre αυτό το πλήθος αποτελεί μια πρόσκαιρη διάσπαση των κάθε είδους
κοινωνικών ομάδων. «[…] ανάμεσα στο εργαστήριο από όπου βγαίνει και την
οικογένεια όπου επιστρέφει, ο εργάτης μέσα στο πλήθος στους δρόμους αποδρά

27
Lefebvre Georges, Etudes sur la Revolution francaise, Presses Universitaires de France, Paris 1963,
σ 371
28
Ό.π, σ. 372
29
Ό.π., σ. 374

20
στιγμιαία από τους θεσμούς που κοινωνικοποιούν τη δραστηριότητα του».30 Καθώς
λοιπόν το καθαρό πλήθος μοιάζει να αποτελείται από κοινωνικά στοιχεία
αποσυντεθημένα, στερείται συλλογικής πνευματικής κατάστασης έχει απλά την όψη
του πλήθους. Σε ένα τέτοιο πλήθος εφαρμόζεται κυρίως η αρχή της πνευματικής
μόλυνσης του Le Βon. Ανάμεσα στο πλήθος στην καθαρή του μορφή και στην
εθελούσια συγκέντρωση υπάρχουν διάφορες άλλες μορφές συνάντησης από τις
οποίες μπορεί να εξελιχθεί ένα πλήθος. Καθώς υπάρχουν πολλές διαφορετικές αιτίες
για τις οποίες οι άνθρωποι συναντιόνται και συναθροίζονται (μεταξύ αυτών και η
ευχαρίστηση του να βλέπει κανείς κόσμο31) και συνεπώς και πολλές μορφές
ανθρώπινων συνάξεων, πολλά από αυτά τα συνονθυλεύματα όχλων μπορούν να
μετατραπούν, ανάλογα με τις πνευματικές και υλικές συνθήκες, σε συγκεντρώσεις
πληθών. Δεδομένου μάλιστα ότι σύμφωνα με τον πιο πάνω ορισμό το πλήθος στην
καθαρή του κατάσταση χαρακτηρίζεται από την έλλειψη συλλογικού πνεύματος, ο
Lefebvre καταλήγει στο συμπέρασμα ότι για το ανθρώπινο είδος δεν υπάρχει πλήθος
στην καθαρή του μορφή καθώς τα μέλη του πάντα συμμετέχουν σε διαφορετικό
βαθμό σε μια συλλογική νοοτροπία. Σε ένα συνονθύλευμα ανθρώπων τα στοιχεία
μιας προυπάρχουσας συλλογικής νοοτροπίας απλά απωθούνται στο βάθος του
συνειδητού και αρκεί ένα εξωτερικό γεγονός για να ανακληθούν και να ανακτήσουν
ξαφνικά αυτοί οι άνθρωποι το πολύ έντονο αίσθημα της αλληλεγγύης. Η ξαφνική
αφύπνιση της συνείδησης της ομάδας, που προκαλείται από ένα βίαιο συναίσθημα,
δίνει στον όχλο ένα νέο χαρακτήρα που μπορούμε ίσως να αποκαλέσουμε « η
κατάσταση του πλήθους».32
Ο Lefebvre αναγνωρίζει τη σημασία της συλλογικής νοοτροπίας για τη δημιουργία
και τη λειτουργία του πλήθους. Δεν μπορεί να υπάρξει πλήθος ή συγκέντρωση χωρίς
να έχει προηγηθεί η δόμηση μιας αντίστοιχης συλλογικής νοοτροπίας. Αυτή η
διαμόρφωση προϋποθέτει προφανώς συνθήκες και όρους οικονομικούς, κοινωνικούς
και πολιτικούς που διαφέρουν ανάλογα με την περίπτωση. Η νοοτροπία
διαμορφώνεται καταρχήν, στις ατομικές συνειδήσεις. Αποκτά τα συλλογικά
χαρακτηριστικά της μέσα από την δια-πνευματική δραστηριότητα. Πως λοιπόν

30
Lefebvre Georges, Etudes sur la Revolution francaise, Presses Universitaires de France, Paris 1963,
σ. 375
31
Ό.π, σ 377
32
Ό.π., σ. 380

21
διαμορφώνεται; Καταρχήν με τη συζήτηση. Στο παρελθόν, λόγω των υλικών και
πολιτικών συνθηκών και των δυσχερειών στην επικοινωνία η συζήτηση αποτελούσε
το βασικό τρόπο διαμόρφωσης και διάδοσης μιας συλλογικής αντίληψης και μιας
συλλογικής νοοτροπίας. Ακόμα και σήμερα η συζήτηση είναι το κατεξοχήν όργανο
προπαγάνδας. Μόνη αυτή μπορεί να αγγίξει τους αδιάφορους. Αλλά δεν είναι το πιο
σημαντικό ο ρόλος της ως μέσο προπαγάνδας. Ασυνείδητα και χωρίς προμελετημένο
σχέδιο οι άνθρωποι μέσω των καθημερινών συνομιλιών, ασκούν ο ένας στον άλλο
την διανοητική δράση η οποία ενοποιεί τις αναπαραστάσεις τους..33
Ένα από τα πλέον σημαντικά χαρακτηριστικά της συζήτησης είναι το ότι
παραμορφώνει τις ειδήσεις. Ασκώντας μια ισχυρή επιρροή στην εξέλιξη της
συλλογικής νοοτροπίας οι ειδήσεις μεταμορφώνονται με τέτοιον τρόπο ώστε να
εναρμονίζονται με τη συλλογική νοοτροπία και συνεπώς καταλήγουν να
επιβεβαιώνουν τις θεσμικές αντιλήψεις και να εξάπτουν τα συγκινησιακά στοιχεία.
Πέρα από τη συζήτηση η προπαγάνδα, με τη μορφή της μουσική και του λόγου
μπορεί να επηρεάσει τη διαμόρφωση της συλλογικής νοοτροπίας που θα οδηγήσει
στη συνέχεια στη διαμόρφωση ενός πλήθους.
Τέλος η συλλογική νοοτροπία διαμορφώνεται και από την επίδραση του περιορισμού
που ασκεί η συλλογικότητα στο άτομο. Ο περιορισμός αυτός είναι κυρίως ηθικός και
λειτουργεί με δύο τρόπους: Από τη μια κατευναστικά, το αίσθημα της ηρεμίας και
της ανευθυνότητας που παράγει ο κομφορμισμός και η συμμόρφωση βοηθούν το
άτομο, ενώ αντίθετα ο φόβος απομάκρυνσης της πελατείας ή της μη εύρεσης
εργασίας δεν είναι καθόλου αμελητέος και από την άλλη διεγερτικά στην περίπτωση
που τα πάθη αποχαλινωθούν και διεγείρουν το άτομο.
Για το Lefebvre κάθε μελέτη της κοινής γνώμης ή του «πνεύματος του κοινού»
πρέπει να περιλαμβάνει μια περιγραφή των οικονομικών κοινωνικών και πολιτικών
συνθηκών και μια αναπαράσταση της συλλογικής νοοτροπίας καθώς και μια όσο το
δυνατόν πιο ακριβή περιγραφή των συνθηκών διαμόρφωσης της.
Ο Lefebvre εξετάζει επίσης το ερώτημα των «υποκινητών» και προσπαθεί, πέρα από
το μελάνι που έχει χυθεί για το ρόλο των διαβόητων υποκινητών και έχει καλύψει τα
πράγματα, να διακρίνει την πραγματική εικόνα.

33
Lefebvre Georges, Etudes sur la Revolution francaise, Presses Universitaires de France, Paris 1963,
σ. 381

22
«Έχουμε κατορθώσει να επιβάλλουμε σε αυτή τη λέξη μια υποτιμητική έννοια και
είναι αναμφισβήτητο ότι αν και μερικοί υποκινητές είναι αφιλοκερδείς ιδεολόγοι που
θυσιάζουν τα προσωπικά συμφέροντα τους, ακόμα και τη ζωή τους, στο σκοπό που
έχουν ασπαστεί, βρίσκουμε ωστόσο άλλους οι οποίοι είναι προβοκάτορες ή πωλούν
την επιρροή την οποία έχουν αποκτήσει. Ακόμα περισσότεροι είναι αυτοί οι οποίοι
κατατρώγονται από την επιθυμία να παίξουν ένα ρόλο, είτε από φιλαυτία, είτε από
φιλοδοξία είτε επειδή ο αυταρχικός χαρακτήρας τους τους προορίζει να διατάζουν.
Αλλά πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι δεν έχουμε καμιά απόδειξη ότι ανάμεσα στους
υποκινητές, οι διεφθαρμένοι αποτελούν την πλειοψηφία και όσον αφορά τους
υπόλοιπους ο χαρακτήρας τους είναι, πολύ συχνά, πολύπλοκος. Οι ματαιόδοξοι, οι
φιλόδοξοι, οι αυταρχικοί δεν είναι εντελώς χωρίς ειλικρινείς πεποιθήσεις και
μπορούμε να διαβεβαιώσουμε a priori ότι ο άνθρωπος ο οποίος αποκομίζει κέρδος
από την επιρροή του δεν συμμετέχει καθόλου στις ιδέες και τα πάθη αυτών που
καθοδηγεί. Οι υποκινητές είναι άνθρωποι όμοια με τους άλλους, και αυτοί οι οποίοι
υπερασπίζονται την καθεστικύα τάξη κινούνται παράλληλα από σύνθετα κίνητρα
ανάμεσα στα οποία η αφιλοκερδεία και η αγάπη του κοινού καλού δεν κατέχουν
απαραίτητα την πρώτη θέση! Σε κάθε περίπτωση, όποια κι αν είναι τα κρυφά κίνητρα
τους, οι υποκινητές δεν εισακούονται παρά μόνο αν ο λόγος και οι εντολές τους
ανταποκρίνονται στη συλλογική νοοτροπία. Αυτή είναι που τους παρέχει την
αυθεντία και λαμβάνουν μόνο και μόνο επειδή δίνουν. Για το λόγο αυτό η κατάσταση
τους είναι δύσκολη και το κύρος τους συχνά εφήμερο»34.
Έχοντας εξετάσει την έννοια του πλήθους και της συγκέντρωσης, τη συγκρότηση της
συλλογικής νοοτροπίας και το ρόλο του υποκινητή ο Lefebvre προχωρά στην εξέταση
της ιδιαίτερης λειτουργίας της συγκέντρωσης και του πλήθους και των πιέσεων και
των επιδράσεων που ασκούν στο άτομο καθώς και στο πρόβλημα της ατομικής
ευθύνης στο εσωτερικό του πλήθους Οι θέσεις του απηχούν τις αντίστοιχες του
Tarde στο «L’ opinion et la conversation».
Η ανάλυση του πλήθους με την οποία καταπιάνεται ο Lefebvre μοιάζει σε αρκετά
σημεία με την αντίστοιχη του Τarde, η σημασία που αποδίδει στη συζήτηση («.. η
συλλογική νοοτροπία διαμορφώνεται με τη συζήτηση»), η μελέτη των συνθηκών
σύνθεσης του πλήθους, η προβληματική για την ευθύνη συλλογική και ατομική.
Παραδόξως σε ένα κείμενο όπου γίνεται εκτενής αναφορά στο Le Βon, το όνομα του

34
Lefebvre Georges, Etudes sur la Revolution francaise, Presses Universitaires de France, Paris 1963,
σ 388-389

23
Tarde, σύγχρονου και συνομιλητή του στη μεγάλη συζήτηση για το πλήθος στις αρχές
του εικοστού αιώνα, απουσιάζει εκκωφαντικά. Ίσως να πρόκειται για μια παράληψη
με νόημα.

ii. Γιατί φοβόμαστε ακόμα τα πλήθη

Το πλήθος εξακολουθεί να στοιχειώνει την πολιτική σκέψη και τον εικοστό πρώτο
αιώνα. Γιατί το πλήθος, η μάζα, η multitude απασχολεί με τέτοια ένταση τον πολιτικό
και κοινωνικό στοχασμό; Επειδή φοβόμαστε το πλήθος και είναι ο ίδιος φόβος που
ακόνισε κι έθεσε σε λειτουργία τόσες πένες την εποχή του Tarde.
Ο φόβος του πλήθους δεν έχει πάψει να στοιχειώνει την πολιτική και κοινωνική
σκέψη όλο τον εικοστό αιώνα. Το πλήθος μετονομάστηκε σε μάζα, όρο διαβόητο και
πολιτικά σεσημασμένο. Η περιπέτεια του πλήθους συνεχίζεται με άλλα ονόματα
μάζα, multitude μέσα από την προβληματική άλλων στοχαστών αλλά ο φόβος των
μαζών όπως ορίστηκε από τον Etienne Balibar είναι σήμερα περισσότερο επίκαιρος
από ποτέ.
Οι μάζες ανησυχούν την πολιτική εξουσία, και ο χώρος της αναποφασιστικότητας
που χαράζουν στο οικοδόμημα των κλασσικών θεωριών μεταφράζεται σε
αδιαμφισβήτητη ανησυχία σε πρακτικό επίπεδο. Κατά αυτόν τον τρόπο η απορία για
τον τρόπο εννοιοποίησης πρέπει να κάνει μια παράκαμψη- μια παράκαμψη που
πρώτος ο Σπινόζα διάνοιξε, πρόκειται για μια παράκαμψη που χρησιμεύει
ταυτόχρονα και ως οδηγός και ως πέρασμα στην θέασης των πραγμάτων από την
πλευρά των μαζών στην πολιτική φιλοσοφία. Η κατασκευή αυτής την προοπτικής
στηρίζεται εξ ολοκλήρου στο «φόβο των μαζών» και στις σημαντικές διακυμάνσεις
που αυτός αποδέχεται. Πρέπει λοιπόν να διακρίνουμε τρεις αποφάνσεις – τρεις
τρόπους ανάγνωσης της σπινοζικής έκφρασης «ο φόβος των μαζών»:
1) Οι μάζες διακατέχονται, είναι καλυμμένες, σημαδεύονται από το φόβο που
νοιώθουν. Αν το σκεφτούμε αυτό πολιτικά σημαίνει να σκεφτούμε τις επιπτώσεις της
κυριαρχίας στην οποία οι μάζες υπόκεινται, και καθορίζουν το πεδίο εφαρμογής της.
Μπορούμε να συγκεντρώσουμε αυτή την απόφανση στην ακόλουθη ισοδύναμη
πρόταση: Υπάρχει καθυπόταξη, αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν και μάζες.
2) Οι μάζες προκαλούν στην εξουσία το φόβο. Ο φόβος των μαζών εδώ έχει άλλο
νόημα, οι μάζες εμπνέουν τον φόβο στους κυρίαρχους στο βαθμό που εμπεριέχουν

24
ένα επαναστατικό γίγνεσθαι – δηλαδή κυριολεκτικά, η διαδικασία κατάργησης του
Κράτους. Σε αυτή την απόφανση οι κοινές αναπαραστάσεις του πολιτικού οδηγούν σε
έναν ορισμό των μαζών ως το αντίθετο, το αντίπαλο του Κράτους. Και είναι ξανά
αυτή η απόφανση η οποία ορίζει την πρόταση του Μαρξ: « Οι μάζες φτιάχνουν την
ιστορία». Φτιάχνουν την ιστορία, πράγμα που σημαίνει ακριβώς ότι την αφανίζουν
στην κρατική ιδεατότητα της.
3) Τέλος η τρίτη απόφανση: Οι μάζες πρέπει να φοβούνται τον ίδιο τον εαυτό τους.
Στο σημείο αυτό σύμφωνα με το Balibar διεισδύει ο φασισμός ακολουθώντας μια
καμπύλη πορεία όπου η δεύτερη απόφανση αναδιπλώνεται, επιστρέφει στην πρώτη
και οι δύο εκφράσεις συμπίπτουν, οι μάζες νοιώθοντας αυτό που οι ίδιες εμπνέουν,
υποφέροντας τις επιπτώσεις την καθυπόταξης που παράγεται από την ίδια τους τη
δύναμη. 35
Η αμφισημία των μαζών περνά σε πρώτο πλάνο και όλα δείχνουν ότι το πλήθος και η
μάζα θα συνεχίσουν να κινητοποιούν τον κοινωνικό και τον πολιτικό στοχασμό και
στο μέλλον.

35
Karsenti Bruno, Etienne Balibar “Lacrainte des masses”, multitudes, mise en ligne septembre 1997

25
5.Χαρτογραφώντας το κοινό
i.Η γέννηση του κοινού

Ο Tarde είναι από τους πρώτους κοινωνικούς στοχαστές που αρχίζουν να


επικεντρώνεται στις έννοιες «κοινό» και «γνώμη» ως τομέα της ψυχολογίας του
κοινού (ή της κοινωνικής ψυχολογίας). Το κοινό, για τον Tarde, είναι ένα πρότυπο
μοντέλο κοινωνικότητας που μπορεί να αντικαταστήσει την τυπική περιγραφή της
λειτουργίας των κοινωνικών σχέσεων – η οποία δίνεται από την ψυχολογία του
πλήθους. Ως εκ τούτου, το κοινό, αν και προκύπτει από τα πλήθη, απαιτεί
«[…]ψυχική και κοινωνική ανάπτυξη πολύ πιο εξελιγμένη από τον σχηματισμό ενός
πλήθους».36 Η ιδέα ότι το κοινό αναδύεται μέσα από το πλήθος ενισχύεται από τη
δυνατότητα συμμετοχής σε ποικίλα «κοινά» ταυτόχρονα. Ο Tarde, πρότεινε έναν
απλούστερο ορισμό του κοινού «[…] κοινότητα αμιγώς πνευματική, ατόμων
σωματικά διαχωρισμένων, μεταξύ των οποίων υπάρχει μόνο ψυχική συνοχή».37 Η
σχέση, συνεπώς, η οποία ιδρύεται στο κοινό είναι μια πνευματική και κοινωνική
σχέση.
Το κύριο παράδειγμα που χρησιμοποιεί ο Τarde, στο πλαίσιο της εποχής του, για
απεικονίσει το φαινόμενο της συγκρότησης του κοινού και της κοινής γνώμης είναι η
κοινότητα των αναγνωστών μιας εφημερίδας. Το παράδοξο είναι ότι οι άνθρωποι
παρασύρονται σε μια γνώμη κοινή, την οποία μοιράζονται, υποβάλλουν ο ένας τον
άλλο αμοιβαία ή υφίστανται την υποβολή του δημοσιογράφου αν και δεν έρχονται σε
επαφή, δεν συναντιούνται ποτέ, δεν γνωρίζονται προσωπικά. Ποιος λοιπόν είναι ο
δεσμός μεταξύ τους; Είναι η ταυτόχρονη ύπαρξη των παθών και των πεποιθήσεων
τους. Είναι η συνείδηση που κατέχει καθένας τους ότι αυτή την ιδέα ή τη θέληση τη
μοιράζεται την ίδια στιγμή με έναν μεγάλο αριθμό ανθρώπων. Από αυτή εκπορεύεται
η ιδιαίτερη σημασία της επικαιρότητας της εφημερίδας. Η επικαιρότητα δεν
εξαρτάται από μια πραγματική πράξη. Μια εφημερίδα μπορεί να φέρει στην
επικαιρότητα ένα φαινόμενο που έχει παραχθεί πριν από αιώνες. Η επικαιρότητα
στην πραγματικότητα συνδέεται με την κοινωνικότητα. Η έννοια της επικαιρότητας

36
Tarde Gabriel, L’opinion et la foule PUF, 1989, σ. 34
37
Ό.π., σ. 31

26
είναι το συναίσθημα ότι είμαστε ένας μεγάλος αριθμός που διαβάζουμε σχεδόν
ταυτόχρονα την ίδια εφημερίδα.38
Για τον Tarde, το κοινό, που αποτελεί το απαραίτητο καύσιμο του Τύπου, είναι
διαποτισμένο με μια αίσθηση του χρόνου (επικαιρότητα)- «[…] κάτι που να εμπνέει
ενδιαφέρον τώρα έστω και αν είναι κάτι πραγματικά παλιό».39 Στο «Le public et la
foule» εξετάζει αυτή την αίσθηση της επικαιρότητας στην υπόθεση Dreyfus40 (μια
υπόθεση που προκάλεσε αίσθηση στη Γαλλία αλλά και σε όλο τον κόσμο εκείνη την
εποχή και όπου ο ρόλος του Τύπου υπήρξε καθοριστικός). Αυτή η αίσθηση της
αμεσότητας αποτελεί απαραίτητα προϋπόθεση για να προσελκύσει κάτι το
ενδιαφέρον του κοινού. «Συνοψίζοντας, το πάθος για την επικαιρότητα προοδεύει
μαζί με την κοινωνικότητα, και δεν αποτελεί παρά μόνο μια από τις πιο χτυπητές
εκδηλώσεις της».41
Η επικαιρότητα είναι μια άμεση μοιρασιά, εξ αποστάσεως, ενός συναισθήματος
κοινού. Ο,τιδήποτε είναι κοινό σε ένα μεγάλο αριθμό πνευμάτων – σε όλους τους
αναγνώστες μιας εφημερίδας – την ίδια στιγμή. Το κύρος της επικαιρότητας μιας
εφημερίδας είναι αυτή η επίδραση της «μόλυνσης» του κοινού, είναι το συναίσθημα
συμμετοχής στο ίδιο κοινό. Υπάρχει μια διπλή επιρροή, η επιρροή του
δημοσιογράφου, του εμπνευστή της γνώμης, και η επιρροή της συμμετοχής σε ένα
κοινό, σε μια ιδέα ή μια θέληση που την μοιράζεται μεγάλος αριθμός ανθρώπων.
Το κοινό διαμορφώνεται καθώς εκτείνονται οι απρόσωποι δεσμοί, καθώς οι άνθρωποι
που έρχονται αντιμέτωποι με τα ίδια φαινόμενα και τις ίδιες ιδέες αυξάνονται σε
αριθμό και είναι ή μπορούν να είναι σωματικά πολύ απομακρυσμένοι για να
γνωρίζονται προσωπικά. Σχηματίζονται δεσμοί αλληλεγγύης, και συσφίγγονται με τις
απρόσωπες επικοινωνίες οι οποίες είναι συχνές και τακτικές. Αυτό ακριβώς
προσφέρει μια εφημερίδα. Προσφέρει μια αυθόρμητη αίσθηση επικαιρότητας και μια

38
Zarifian Phillipe, Ls opinions publiques mondialises, Multitudes, mise en ligne 16 dec 2003
39
Tarde Gabriel, L’opinion et la foule PUF, 1989, σ. 33
40
Ο Tarde μαζί με τους σύγχρονους του υπήρξε μάρτυρας της μιας ακόμα κρίσης της Τρίτης
Δημοκρατίας η οποία ξεκίνησε ως δικαστικό σφάλμα και γρήγορα εξελίχθηκε σε ιδεολογική
σύγκρουση και πολιτική κρίση. Η υπόθεση Dreyfus η οποία ανακίνησε πάθη και δίχασε βαθιά τη
Γαλλία επηρέασε βαθιά τη σκέψη του αναφορικά με τη σχέση τύπου και κοινού.

41
Tarde Gabriel, L’opinion et la foule PUF, 1989, σ.33-34

27
συνείδηση ομοφωνίας αυθόρμητη την οποία πχ το βιβλίο δεν προσφέρει. Όσο πιο
ανοιχτό είναι ένα κοινό τόσο περισσότερο μπορεί να επεκταθεί. Το κοινό είναι η
κοινωνική ομάδα του μέλλοντος.42
Συγκροτώντας μια ιστορία του κοινού ο Tarde σημειώνει ότι, πριν από τον δέκατο
έκτο αιώνα δεν μπορούμε να μιλάμε για κοινό. Στην αρχαιότητα αυτό που υπήρχε
ήταν τα τοπικά ακροατήρια των φιλοσόφων ή η συμμετοχή στις δραστηριότητες στο
Κολοσσαίο. Κατά το Μεσαίωνα, υπήρχαν τα πανηγύρια και τα προσκυνήματα, όπου
το πλήθος μοιράζεται διαφορετικά συναισθήματα. Η έννοια του κοινού γεννήθηκε το
δέκατο έκτο αιώνα με την ανάπτυξη της τυπογραφίας, γεγονός που θα επιτρέψει,
σταδιακά, τη συζήτηση γύρω από διάφορα θέματα, αλλά και την κατασκευή
«κοινών» πιο ειδικών ανάλογα με το θέμα ενδιαφέροντος τους.
Όμως, πρέπει να φτάσουμε στο δέκατο όγδοο αιώνα για να διευρυνθεί το κοινό.
Αρχικά, το κοινό ήταν περιορισμένο, αποτελούνταν από έναν μικρό αριθμό
εγγράμματων που διαβάζουν τις εφημερίδες και συχνάζουν στα πνευματικά σαλόνια,
τα καφενεία και τις λέσχες . Παράλληλα με αυτό το κοινό υπήρχε το άμορφο πλήθος
των ανθρώπων που διαδήλωναν στις πολιτικές και κοινωνικοοικονομικές εκδηλώσεις
(π.χ: οι στέψεις, οι μεγάλες γιορτές, οι ταραχές που προκαλούσαν οι περιοδικοί
λιμοί).
Στη διάρκεια του δέκατου όγδοου αιώνα, η εξειδίκευση του κοινού είναι γεγονός.
Αναδύεται ένα κοινό φιλοσοφικό, ένα κοινό επιστημονικό και κοινό λογοτεχνικό. Το
γεγονός αυτό οδήγησε μετά τα μέσα του δέκατου όγδοου αιώνα, στην ανάδειξη ενός
κοινού πολιτικού όπου διασταυρώνονται όλα τα άλλα κοινά. Η επανάσταση του 1789
συνέβαλε στην πρόοδο της δημοσιογραφίας, που ειδικεύεται στην κριτική του νέου
καθεστώτος. Οι δημοσιολόγοι ισχυρίζονται πως είναι οι ηγέτες του κοινού. Ας
σημειωθεί ότι, συμφώνα με τον Tarde, πριν από τη Γαλλική Επανάσταση το κοινό
ήταν το προϊόν των σαλονιών, των καφενείων και των λεσχών, αλλά μετά την
Επανάσταση γίνεται το αντίθετο. Αυτό συμβαίνει γιατί τα πολιτικά και κοινωνικο-
οικονομικά κινήματα που δημιουργούνται τότε, έχουν ως αποτέλεσμα μια αλλαγή της
θεματολογίας της επικαιρότητας.
Στο δέκατο ένατο και στις αρχές του εικοστού αιώνα, η ανάπτυξη του Τύπου
διευρύνει το πεδίο των κοινών και των δημοσιολόγων. Η επέκταση του κοινού και

42
Zarifian Phillipe, Ls opinions publiques mondialises, Multitudes, mise en ligne 16 dec 2003

28
του Τύπου θα ήταν αδύνατη χωρίς τη συνύπαρξη τριών μεγάλων εφευρέσεων: της
τυπογραφίας, του τηλέγραφου και του σιδηροδρόμου.
Εξετάζοντας την επίπτωση των τεχνολογικών εξελίξεων στις κοινωνικές σχέσεις ο
Tarde παρατηρεί το ρόλο του τηλέγραφου, του τηλεφώνου, των μαζικής παραγωγής
βιβλίων, ακόμα και των τυπωμένων ανακοινώσεων και προσκλήσεων. Αλλά για
εκείνον, το πιο σημαντικό μέσο είναι χωρίς αμφιβολία η σύγχρονη εφημερίδα
μαζικής κυκλοφορίας. Επιπλέον η σύγχρονη εφημερίδα εξαρτάται από τα μέσα
επικοινωνίας (τηλέγραφος και τηλέφωνο) καθώς και από τα μέσα μεταφοράς
(σιδηρόδρομος) προκειμένου να λάβει νέα και να διανείμει με ταχύτητα τις
εφημερίδες σε μια εκτεταμένη γεωγραφικά περιοχή. Η εφημερίδα εξαρτάται, λοιπόν,
από μια σειρά σύνθετων καινοτομιών, οι οποίες είναι παρούσες μόνο σε μια κοινωνία
με υψηλό βαθμό εκβιομηχάνισης. Είναι δύσκολο αν όχι αδύνατο να απομονώσει
κανείς πλήρως την επίδραση της εφημερίδας από τις αναρίθμητες εξελίξεις που
σχετίζονται με την εκβιομηχάνιση. Ένα σημείο που ενισχύει αυτή την υπόθεση είναι
η μετατόπιση του σημείου κοινωνικού ελέγχου. Πριν την εκβιομηχάνιση και τη
σχετική ανάπτυξη των μέσων επικοινωνίας η ενσωμάτωση και ο κοινωνικός έλεγχος
ήταν λειτουργίες που λειτουργούσαν σωρευτικά σε καθορισμένες κοινωνικές
μονάδες, το χωριό, την ομάδα εργασίας, την οικογένεια.43
Στη διάδοση των ιδεών – γνωμών ο Τarde διακρίνει δύο χαρακτηριστικά της
νεοτερικότητας. Από την μία, μια γενικευμένη, παγκοσμιοποιημένη λειτουργία της
επικοινωνίας η οποία επιτρέπει στις επιδράσεις να επηρεάσουν, να υποβάλλουν, να
πείσουν, να διαδοθούν. Η ανανέωση των ιδεών αγγίζει το μέγιστο δυνατό βαθμό
διάδοσης, οι ιδέες φτάνουν να είναι μαζικές είτε όταν τις ενστερνιζόμαστε είτε όταν
τις καταπολεμούμε. Το άλλο χαρακτηριστικό της νεωτερικότητας είναι μια αλλαγή
των γνωμών με πολύ μεγάλη ταχύτητα, με βάση το μοντέλο της μόδας και όχι πλέον
αυτό της παράδοσης ( προβλέποντας αυτό που ο Naville θα ονομάσει η κοινωνία του
εφήμερου). Οι κοινωνίες του παρελθόντος ήταν απομονωμένες, πολύ πιο ξένες
μεταξύ τους. Ήταν συνεπώς ελάχιστα προδιατεθειμένες να μεταμορφωθούν. Το έθιμο
και η παράδοση τις κινητοποιούσαν. Οι μοντέρνες κοινωνίες δίνουν τέλος στην
ακινησία. Την σταθερότητα τη διαδέχεται η κίνηση, το έθιμο το διαδέχεται η μόδα. 44

43
Clark Terry N, Gabriel Tarde On communication and social influence, The University of Chicago
Press, 1969, σ.54
44
Zarifian Phillipe, Ls opinions publiques mondialises, Multitudes, mise en ligne 16 dec 2003

29
Σε αυτό το πλαίσιο, ο Tarde ασκεί κριτική στο Le Bon. Σύμφωνα με τoν Le Bon,
υπάρχει μια αδιάκοπη και επικίνδυνη άνοδος του πλήθους. Αλλά για τον Tarde, το
πλήθος είναι μια αντανάκλαση του παρελθόντος. Είναι η δεύτερη αρχαιότερη μορφή
κοινότητας μετά την οικογένεια ( η ορδή αποτελεί μια αρχαϊκή μορφή του πλήθους)
και πρόκειται να αντικατασταθεί από το κοινό επειδή δεν προωθεί την επικοινωνιακή
δράση. Η επικοινωνιακή δράση περιέχει αξίες υψηλότερες και συνεπώς και το κοινό
βρίσκεται σε ένα στάδιο εξέλιξης υψηλότερο από το πλήθος. Άρα, «[…]βρισκόμαστε
στην εποχή του κοινού ή των «κοινών» κι όχι του πλήθους»45 όπως υποστηρίζει ο Le
Bon.
Καθένας από εμάς ανήκει ταυτόχρονα σε περισσότερα από ένα «κοινά». Πρόκειται
για ένα στοιχείο προόδου και ανεκτικότητας. Μαθαίνουμε, διαμοιράζοντας τον εαυτό
μας σε περισσότερους από έναν κόσμους, να διασχίζουμε και να αναγνωρίζουμε
πολλαπλά σύμπαντα σκέψης.
Ο Tarde αντιλαμβάνεται τη δημιουργία οργανώσεων σε ενδιάμεσα κοινωνικά επιπέδα
και την εμφάνιση εκτεταμένων μοτίβων νομιμοφροσύνης ως ένα φαινόμενο διπλά
απελευθερωτικό. Καταδεικνύει, όπως και ο Simmel, ότι στην αύξηση του μεγέθους
μιας ομάδας αντιστοιχεί μια μείωση της ενσωμάτωσης των ατόμων μελών της, και
συνεπώς μια αύξηση της προσωπικής ελευθερίας. Επιπλέον, καθώς ο αριθμός των
ομάδων με επικαλυπτόμενη συμμετοχή αυξάνεται, οι επεκτεινόμενες και
συγκρουόμενες νομιμοφροσύνες των μελών επιτρέπουν στις ομάδες να
μετατοπίζονται ιδεολογικά, να διαμορφώνουν συνασπισμούς, ακόμα και να
προχωρούν σε διεθνείς συμμαχίες, με μεγαλύτερη ευλυγισία.46
Ταυτόχρονα, αυτό το φαινόμενο διαμόρφωσης των «κοινών» γεννά ένα ανησυχητικό
πρόβλημα. Το ερώτημα είναι: ποιος επηρεάζει ποιον στη διαμόρφωση της γνώμης ;
Για τον Τarde δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο δημοσιογράφος και ο θεσμός (η
εφημερίδα) τον οποίο ενσαρκώνει διαδραματίζουν τον κύριο ρόλο. Ο δημοσιογράφος
είναι ο διαμεσολαβητής και ο εμπνευστής του κοινού. Αν υπάρχουν παραλλαγές ή

45
Tarde Gabriel, L’opinion et la foule PUF, 1989, σ. 39
46
Clark Terry N, Gabriel Tarde On communication and social influence, The University of Chicago
Press, 1969, σ.55

30
αποκλίσεις της γνώμης θα γίνονται γύρω από τη δική του οπτική. 47Αλλά και το κοινό
με τη σειρά του ασκεί τη δική του επιρροή.
Ο Tarde συγκρίνει το κοινό των εφημερίδων και των περιοδικών με την εμπορική
πελατεία. Στον Τύπο υπάρχουν και τα δύο είδη κοινών: σταθερά και μετακινούμενα.
Ο Tarde σημειώνει: «[…]τα κλειστά κοινά κάνουν και τους δημοσιογράφους να είναι
έντιμοι και να έχουν πεποιθήσεις. Όμοια όταν τα κοινά είναι ιδιότροπα
(μεταβαλλόμενα) με το ίδιο τρόπο και οι δημοσιογράφοι είναι ανήσυχοι, ασταθείς και
ευμετάβλητοι».48 Σήμερα, το κοινό είναι το σταθερό κοινό του σοβαρού τύπου και το
μετακινούμενο κοινό του λαϊκού τύπο. Το σταθερό κοινό είναι πιο δύσκολο να
χειραγωγηθεί από τους δημοσιογράφους. Σε αυτό κοινό υπάρχει πνευματική συνοχή
που ενισχύεται από τις παραδοσιακές αξίες. Το κοινό αυτού του τύπου ενδιαφέρεται
κυρίως για πληροφορίες σχετικές με πραγματικά στοιχεία. Το μετακινούμενο κοινό
χειραγωγείται πιο εύκολα από τους δημοσιογράφους και τους δημοσιολόγους.
Πρόκειται για κοινό το οποίο ενδιαφέρεται για το συναίσθημα. Ο Τύπος άλλαξε τη
δύναμη και τη δυναμική των παλαιών κοινωνικών ομάδων (συμπεριλαμβανομένων
και της οικογένειας και του πλήθους) μέσω των ιδεολογικών συμφερόντων, και
συνέβαλε στην ανάδυση ενός κοινού το οποίο συζητά. Εδώ συμπεριλαμβάνονται και
τα πολιτικά και τα θρησκευτικά κοινά, δεδομένου ότι ο τύπος οδήγησε σε μια
αλληλοδιείσδυση και μια διεθνοποίηση των πολιτικών κομμάτων και των
θρησκευτικών φατριών.
Ο Tarde οραματιζόταν μια διαρκή αλληλοεμπλοκή των δύο επιπέδων: η τεχνολογική
πρόοδος καθιστά δυνατή την εμφάνιση των εφημερίδων, οι εφημερίδες προωθούν τη
δημιουργία ευρύτερων κοινών και εκείνα με τη σειρά τους διερευνώντας τις πίστεις
των μελών τους δημιουργούν ένα εκτεταμένο δίκτυο από επικαλυπτόμενες και
μεταβαλλόμενες ομάδες. Αυτές οι ομάδες διευκολύνουν το σχηματισμό ευρύτερων
ιδεολογικών προοπτικών: η εκλογίκευση, η ανοχή, η διεθνής ειρήνη και η κατανόηση
είναι τα τελικά αποτελέσματα
Συνεπώς τα μέσα μαζικής επικοινωνίας μπορούν να λειτουργήσουν και θετικά και
αρνητικά, με το πρώτο να εξουδετερώνει ή να ελαχιστοποιεί το δεύτερο. Αλλά ο
Tarde δεν ήταν πολύ ακριβής σε αυτά τα ζητήματα. Δεν δίνει πιο ακριβή ορισμό ούτε

47
Zarifian Phillipe, Ls opinions publiques mondialises, Multitudes, mise en ligne 16 dec 2003
48
Clark Terry N, Gabriel Tarde On communication and social influence, The University of Chicago
Press, 1969, σ. 43

31
στην εκλογίκευση ούτε στον πολιτισμό. Ακόμα και η επίδραση του ρόλου των
εφημερίδων διαφέρει από τη μια παρουσίαση στην άλλη.
Σε ορισμένα σημεία οι εφημερίδες αντιμετωπίζονται ως καθοριστικός παράγοντας για
τη μεταμόρφωση των κοινωνιών σε αθροίσματα «κοινών» ολοένα και πιο
αυξανομένων και αλληλεπικαλυπτομένων. Μερικές φορές ο πολιτισμός και η
εκλογίκευση (οι πολιτιστικές αλλαγές) απορρέουν σχεδόν αυτόματα από τη
συνακόλουθη αναδιοργάνωση των κοινωνικών ομάδων (οι κοινωνικές δομικές
αλλαγές). Συνεπώς, αν και η τάση αυτής της ανάλυσης είναι στην ίδια γενική
κατεύθυνση με αυτή των Tonnies, Simmel, Weber, ή Durkheim καθώς τονίζει την
ύπαρξη στις βιομηχανικές κοινωνίες μιας θεμελιώδους κίνησης από μικρότερες, πιο
οικείες και με υψηλό βαθμό ενσωμάτωσης κοινωνικές ομάδες, προς ευρύτερα, πιο
απομακρυσμένα και πιο σύνθετα δίκτυα σχέσεων, ο Tarde διαφέρει από τους
γερμανούς στοχαστές, και σε κάποιο βαθμό κι από τον Durkheim. Επιπλέον δεν
μοιράζεται την πεσιμιστική αντίληψη τους- μερικό κατάλοιπο του γερμανικού
ρομαντισμού- ότι η περαιτέρω εκβιομηχάνιση θα μετατρέψει τους ανθρώπους σε
ψυχρούς, υπολογιστές και θα τους «απανθρωποποιήσει». Αντίθετα, ο Tarde χαιρετίζει
με ενθουσιασμό τις προόδους που παρατηρεί και υποστηρίζει ότι με την αυξανόμενη
επικοινωνία οι άνθρωποι θα γίνουν σταδιακά πιο αβροί και πολιτισμένοι.
Η αισιοδοξία του σε αντίθεση με την απαισιοδοξία πολλών άλλων μπορεί να υπήρξε
εν μέρει συνέπεια της έμφασης του για τη σημασία των προσωπικών σχέσεων για τον
περιορισμό των επιπτώσεων των ευρύτερων δομικών τροποιήσεων. Αυτή του η
έμφαση στην πρόσωπο με πρόσωπο ανθρώπινη επαφή τοποθετεί τον Tarde πολύ πιο
κοντά, από τους περισσότερους συγκαιρινούς του, στη σύγχρονη σκέψη σε ανάλογα
προβλήματα.49

ii. Το κοινό στη θεωρία της δι-ατομικής ψυχολογίας

Ένας από τους κύριους στόχους του Tarde είναι η απόπειρα του να κατανοήσει τη
σχέση ανάμεσα στο άτομο και την κοινωνία στο πλαίσιο της δια-πνευματικής
δραστηριότητας. Ο Tarde πιστεύει στην αξία της επινοητικότητας και τη δημιουργική
ικανότητα του ανθρώπου. Στο γενικότερο πλαίσιο της δι-ατομικής ψυχολογίας «[…]

49
Clark Terry N, Gabriel Tarde On communication and social influence, The University of Chicago
Press, 1969, σ.56-57

32
η κοινωνική ομαδοποίηση σε «κοινά», είναι αυτή που προσφέρει στους
διακεκριμένους ατομικούς χαρακτήρες τις μεγαλύτερες δυνατότητες για να
επιβληθούν και στις ατομικές γνώμες τις μεγαλύτερες δυνατότητες για να
διαδοθούν».50Αυτό το κοινό είναι ένας χώρος για την κατασκευή ταυτότητας και την
επιβεβαίωση του άτομο, ένας χώρος που ευνοεί μια μονομερή μορφή επικοινωνίας.
Η επινόηση είναι πρωταρχικής σημασίας για το κοινό και αποτελεί τη μήτρα του
κοινού. Ο Clark, σχολιάζει: «Η επινόηση, ως η απώτατη πηγή κάθε ανθρώπινης
καινοτομίας και προόδου, είναι για τον Tarde, είναι ένα καλό σημείο αφετηρίας. Ο
ρυθμός ανάπτυξης ενός συγκεκριμένου τομέα της κοινωνίας – πχ η οικονομία, η
επιστήμη, η λογοτεχνία – εξαρτάται από τον αριθμό και την ποιότητα των
ανανεωτικών ιδεών που παράγονται σε αυτόν τον τομέα. Η θεμελιώδης πηγή όλων
των επινοήσεων βρίσκεται στις δημιουργικές συσχετίσεις που ξεκινούν στο μυαλό
προικισμένων ατόμων».51
Ο Tarde αναφέρει ότι η ανάδυση του κοινού εξηγείται επίσης και από την
αυξανόμενη ανάγκη για κοινωνικότητα των ατόμων με κριτική σκέψη, τα οποία
διατηρούν τακτική επικοινωνία μέσω των πληροφοριών και των κοινών ερεθισμάτων
που ανταλλάσσουν. «Αυτή η μεταμόρφωση των κάθε κατηγορίας ομάδων σε κοινό
μπορεί να εξηγηθεί από μια αυξανόμενη ανάγκη για κοινωνικότητα, η οποία καθιστά
αναγκαία την τακτική επικοινωνία των μελών των ενώσεων μέσω ενός συνεχούς
ρεύματος κοινών πληροφοριών και ερεθισμάτων».52
Η επινόηση είναι μια κομβική έννοια στην δι-ατομική ψυχολογία του Tarde. Ο Tarde
ξεκινά από την επινόηση και στη συνέχεια, αναπόφευκτα, αναγνωρίζει τη σημασία
των αμοιβαίων ανταλλαγών πληροφοριακών και συναισθηματικών, των δράσεων και
των αλληλοδράσεων που λαμβάνουν χώρα στο πεδίο της συζήτησης. Αυτές οι δύο
θέσεις, η ατομικότητα και η στιγμή της επινόησης από τη μια, και από την άλλη η
δια-ατομικότητα και η συνεχής επικοινωνία στα πλαίσια της συζήτησης, μοιάζουν
αρχικά να είναι δύο αντιτιθέμενες θέσεις αλλά στην πραγματικότητα στο νομιναλισμό
του Tarde ταιριάζουν και οι δύο.

50
Tarde Gabriel, L’opinion et la foule PUF, 1989, σ. 44
51
Clark Terry N, Gabriel Tarde On communication and social influence, The University of Chicago
Press, 1969, σελ 22
52
Tarde Gabriel, L’opinion et la foule PUF, 1989, σ. 45

33
Για τον Tarde η επινόηση δεν είναι μια απλή ανεξάρτητη και ατομική ενέργεια,
«[…]κάθε επινόηση, κάθε ανακάλυψη, είναι μια διασταύρωση ψυχικών δεξιοτήτων
και γνώσεων ήδη παλαιών, και κυρίως αναμεταδίδονται από τον ένα στον άλλο».
Με αυτή την έννοια η Reynie εξηγεί ότι: «[η επινόηση] διαπερνά διατρέχει το άτομο,
μοιάζει να προέρχεται από τον ζωικό κόσμο και να αποσπάται για να καταλήξει στον
κοινωνικό κόσμο με τη διαμεσολάβηση του υποκειμένου, το οποίο, με τη σειρά του,
δεν είναι παρά το εργαλείο ενός μυστηριώδους σχεδίου».53
Από το σύνολο του έργου του Tarde είναι εμφανές ότι το γενικό σύστημα του δίνει
έμφαση στην επικοινωνία ως προϋπόθεση που προηγείται της επινόησης.
Το κοινό είναι το κατάλληλο περιβάλλον για την τακτική μεταβίβαση πληροφοριών
και συναισθημάτων. Αυτό συμβαίνει τη στιγμή της αμοιβαίας επικοινωνίας, η οποία
προκύπτει ως αποτέλεσμα των αναπόφευκτων δια-πνευματικών δράσεων και
επιδράσεων μεταξύ των ατόμων. Η αμοιβαία σύνδεση διαμορφώνεται αφού πρώτα
αναδυθεί η μονομερής επικοινωνία. Ο Tarde πιστεύει ότι αρχικά κάποια άτομα θα
συστήσουν ένα κοινό, το οποίο αφού σχηματιστεί, θα είναι ανοικτό στην διαρκή
επικοινωνιακή κοινωνικότητα μεταξύ των μελών του. Η αμοιβαία επικοινωνία του
κοινού είναι λοιπόν συνέπεια της κοινωνικής φύσης των ατόμων αλλά και αναγκαία
συνθήκη για τη συντήρηση και την εξέλιξη του. Η δια-πνευματική αμοιβαιότητα
υπάρχει επίσης στον Τύπο.
Ξεκινώντας από τον ορισμό της έννοιας του κοινού, διαφαίνεται ότι τα άτομα και στη
ατομική επικοινωνία τους έχουν ως αφετηρία μια πνευματική συνοχή. Είναι
λοιπόν καίρια η σημασία της αμοιβαίας επικοινωνίας γιατί σε αυτή θεμελιώνεται η
αμοιβαία κατανόηση και η παραγωγή κοινού νοήματος που οδηγούν στην πνευματική
συνοχή. Μετά την στιγμή της επινόησης έρχεται η αλληλοκατανόηση και ο
κοινωνικός δεσμός που ενώνουν τα άτομα στο κοινό. «Ποιος είναι λοιπόν ο δεσμός
που υπάρχει ανάμεσα τους; Αυτός ο δεσμός είναι […] η συνείδηση που κατέχει ο
καθένας ότι αυτή η ιδέα ή αυτή η θέληση είναι κοινή την ίδια στιγμή σε έναν μεγάλο
αριθμό ανθρώπων […]54».
Με αυτή την έννοια, τα ρεύματα της κοινής γνώμης είναι, για τον Tarde, επικοινωνία
από μια συνείδηση σε μια άλλη συνείδηση (δια-πνευματική δραστηριότητα),
αποδεσμευμένη από το φυσικό ένστικτο που είναι ίδιον του πλήθους.

53
Tarde Gabriel, L’opinion et la foule PUF, 1989, σ. 10
54
Ό.π., σ. 32

34
Τέλος ένα άλλο πολύ ενδιαφερόν χαρακτηριστικό της κοινής γνώμης είναι ότι δεν
υπάρχει ουσιώδης εξειδίκευση. Δεν διακρίνεται μια γνώμη αισθητική, από μια
επιλογή καταναλωτική ή από οποιαδήποτε προτίμηση. Η πολιτική γνώμη είναι κατά
κάποιον τρόπο μια κρίση γούστου η οποία εκφέρεται για την πολιτική. Ο Tarde δεν
αποδίδει σε αυτή την κατηγορία του γούστου μια ιδιαίτερη προτίμηση. Θα
μπορούσαμε να πούμε το αντίθετο, ότι δηλαδή το γούστο είναι μια γνώμη για μια
μορφή, ένα χρώμα, μια γεύση κλπ. Πρόκειται για μια συστηματική και εκούσια
σύγχυση ανάμεσα στο γούστο, την ανάγκη, τη ιδέα και τη γνώμη στα γραπτά του.
Μας οδηγεί να σκεφτούμε ότι η πολιτική γνώμη υπακούει στους ίδιους κανόνες
εμφάνισης, διατύπωσης και μετάδοσης, στην ίδια λογική ζωής και θανάτου,
γέννησης, αύξησης και εξαφάνισης. Η πολιτική γνώμη, και η ομαδική κα η ατομική,
περικλείει έναν συγκρίσιμο βαθμό α-λογικής, άσκεπτου μιμητισμού.55
Στον Tarde, δεν υπάρχουν δύο «κοινά», το ένα πολιτικό το οποίο θα αποτελούσε την
στιγμή κριτικής της εξουσίας αποτελούμενο από τους πολίτες και ένα άλλο κοινό το
οποίο θα ήταν ταυτόχρονα μια οντότητα οικονομική και κοινωνική αποτελούμενη
από άτομα κοινωνικούς παραγωγούς και καταναλωτές. Υπάρχει μόνο μία και ίδια
μορφή του κοινωνικού, αποδέκτης των προτιμήσεων και των μοδών κάθε τύπου. Η
κοινή γνώμη δεν είναι η έκφραση ενός προνομιακού αντικειμένου όπως πχ η
κυρίαρχη πολιτική γνώμη.
«Αν υπάρχουν άνθρωποι ή ομάδες ανθρώπων οι οποίοι εξελίσσονται κατά ένα τρόπο
ενώ άλλοι εξελίσσονται αντίθετα [..] από τον ιδεαλισμό στο νατουραλισμό στη τέχνη-
από το αριστοκρατικό καθεστώς στο δημοκρατικό ή από το δημοκρατικό στο
αριστοκρατικό κλπ- συμβαίνει επειδή κάθε άνθρωπος μπορεί να εξελιχθεί και να
αντεξελιχθεί[…] συμβαίνει επειδή η συνείδηση κάθε ανθρώπου περιέχει τις αυξήσεις
ή τις μειώσεις της έντασης της πίστης».56

55
Tarde Gabriel, L’opinion et la foule , PUF, 1989, σ. 25-26
56
Tarde Gabriel, Les lois socials, Revue de metaphyique et de morale, 1898, σ.12

35
iii. Κοινό και πλήθος

Ο Tarde αναφέρει ότι «το πλήθος έχει κάτι το ζωώδες»,57 και επίσης ότι είναι μια
συναισθηματικά ανομοιογενής κοινότητα η οποία κυριαρχείται από υλικά
συμφέροντα (μισαλλοδοξία, εγωισμός, ανευθυνότητα, απώλεια της κοινής λογικής),
που εμποδίζουν την πρόσληψη του αμοιβαίου λόγου.
Μια από τις πιο σημαντικές διαφορές μεταξύ του κοινού και του πλήθους
είναι η αναγνώριση ότι το πλήθος είναι πιο ευάλωτο στα στοιχεία της φύσης καθώς
και σε εθνοτικά στοιχεία. Αντίθετα, στο κοινό δεν υπάρχει εθνική ομοιομορφία και
δεν υπόκειται σε φυσικούς περιορισμούς. Το σημαντικό χαρακτηριστικό του είναι η
προσπάθεια στοχασμού και προβληματισμού, στην οποία κάθε άτομο είναι παρών με
την κριτική του σκέψη. Στο κοινό λοιπόν, κομβική είναι η ανάδυση μιας κριτικής
ατομικότητας ενώ το πλήθος το συγκροτούν οι εθνοτικές και φυσικές συνθήκες που
υπάρχουν στην περιβάλλουσα κοινωνική κατάσταση.
Για τον Tarde, «[...] η επιρροή που ασκεί ο δημοσιολόγος στο κοινό του, αν και
λιγότερο έντονη σε μια δεδομένη στιγμή, είναι, λόγω της διάρκειας της, πολύ πιο
ισχυρή από το σύντομο παλμό που διαπερνά στο πλήθος και που μεταδίδεται σε
αυτό από τον καθοδηγητή του».58 Ο Tarde έχει επίγνωση των πιθανών αντιρρήσεων
που μπορούν να διατυπωθούν και σημειώνει: «Ακριβώς επειδή στη σύνθεση ενός
πλήθους, δεν εισχωρούν τα άτομα, παρά μόνο με βάση τις εθνικές τους ομοιότητες
προστίθενται και γίνονται μια μάζα και όχι με βάση τις ιδιωτικές διαφορές τους, οι
οποίες ουδετεροποιούνται στην πορεία ενός πλήθους, οι πλευρές της ατομικότητας
αμβλύνονται αμοιβαία προς όφελος ενός εθνικού τύπου που αποδεσμεύεται. Αυτό
συμβαίνει κατ’ αυτό τον τρόπο παρά την ατομική δράση του υποκινητή ή των
υποκινητών, η οποία γίνεται πάντοτε αισθητή αλλά πάντοτε αντισταθμίζεται από την
αμοιβαία δράση των υποκινούμενων».59
Με άλλα λόγια ο ηγέτης που εμπνέει το πλήθος εξαρτάται περισσότερο από
την αμοιβαία επικοινωνία των ατόμων σε σχέση με τους δημοσιολόγους του κοινού.
Στο κοινό, τα άτομα νοιώθουν σταδιακά μια ψυχική συνοχή βασισμένη στις αξίες
(κοινωνικές ποσότητες) που υπερασπίζονται οι δημοσιολόγοι. Αυτοί οι τελευταίοι

57
Tarde Gabriel, L’opinion et la foule PUF σ. 32
58
Ό.π., σ. 40
59
Ο.π.,, σ. 40

36
εκφράζουν με μεγαλύτερη ευχέρεια την ατομική τους σκέψη και έχουν μια πιο
σταθερή, αν και όχι τόσο έντονη όσο ο υποκινητής, επίδραση καθώς η αλληλόδραση
στα μέλη του κοινού είναι πιο αδύναμη.
Ο Tarde υποστηρίζει ότι δημοσιολόγοι όπως οι Marx, Kropotkin, και άλλοι
αναπτύσσουν τον ατομικισμό τους μέσω μιας συνεχούς διαδικασίας επινόησης.
Το σοσιαλιστικό και αναρχικό πνεύμα εμφανίστηκε μόνο «[..](επειδή) η αποτύπωση
της ιδιοφυΐας του επινοητή θα ήταν πιο τονισμένη σε ένα κοινό από την ιδιοφυΐα της
εθνικότητας, και το αντίθετο θα αλήθευε σε ένα πλήθος».60 Έτσι, η επινόηση ενός
δημοσιολόγου είναι στο κοινό πιο προφανής στη σκέψη των ατόμων και ξεπερνά τους
περιορισμούς της εθνικότητας (η συζήτηση στο κοινό πραγματοποιείται εξ
αποστάσεως μεταξύ ατόμων σωματικά διαχωρισμένων).
Αντίθετα, ο εμπνευσμένος αρχηγός του πλήθους έχει και κοινή εθνικότητα και το
στοιχείο του κοινού φυσικού περιβάλλοντος, επιρροές πιο σημαντικές από την
ατομική επινόηση. Ο Tarde εγκαθιδρύει μια αντίστροφη σχέση μεταξύ του κοινού και
του πλήθους, δηλαδή όσο γρηγορότερα αυξάνεται το κοινό στο πανεπιστήμιο, στα
σαλόνια, στα καφενεία, στον Τύπο κλπ, τόσο το ταραχώδες πλήθος
μειώνεται. Η κατάσταση αυτή μπορεί να εξηγηθεί γιατί το κοινό ενώ είναι
χώρος για κριτική συζήτηση, γεννά τον κατευνασμό, ακόμα και στις σχέσεις
τις ελάχιστα λογικές του πλήθους.
Ο Tarde αποδέχεται, όπως και άλλοι μελετητές σύγχρονοι του αλλά και
μεταγενέστεροι - όπως οι Ribot, Bernheim, Richet, Binet και Onwicz- την ύπαρξη
μιας μορφής ψυχικής και υπνωτικής υποβολής και στα πλήθη. «[...] ένα πλήθος
συγκεντρωμένων ανθρώπων είναι πολύ πιο εύπιστο απ΄ ότι ο καθένας τους
ξεχωριστά, διότι είναι γεγονός ότι η προσοχή συγκεντρώνεται σε ένα μόνο
αντικείμενο […] Είναι ένα είδος μονοθεϊσμού συλλογικού που πλησιάζει την
ονειρική κατάσταση ή την κατάσταση της ύπνωσης, όπου στο πεδίο της συνείδησης,
παραδόξως περιορισμένης, εισβάλει πλήρως η πρώτη ιδέα που της παρουσιάζεται».61
Ο συλλογικός «μονοθεϊσμός» αποδεικνύει ότι οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ των
ατόμων στο πλήθος κατευθύνονται από τις συναισθηματικές αντιδράσεις
αποδεσμευμένες από κάθε ατομική συνείδηση και ορθολογική επιχειρηματολογία. Η

60
Tarde Gabriel, L’opinion et la foule PUF, σ. 41
61
Ό.π., σ. 66

37
ατομική συνείδηση υποβάλλεται σε μια συλλογική ύπνωση, η οποία οδηγεί στην
αμοιβαία σύγκλιση πέρα από συμφέροντα φυσικά, εθνοτικά και εθνικά.

iv. Ανθρωπογεωγραφία του κοινού

Για τον Tarde, το κοινό και το πλήθος μπορούν να ταξινομηθούν με βάση το φύλο,
την ηλικία, τον σκοπό και την πίστη που τα εμψυχώνει, καθώς και περαιτέρω
κριτήρια: εθνοτικά, οικονομικά, πολιτιστικά, επαγγελματικά, πολιτικά, θρησκευτικά,
φιλοσοφικά και αισθητικά. Για την ταξινόμηση σύμφωνα με το φύλλο ο Tarde
επισημαίνει ορισμένες ομοιότητες μεταξύ των γυναικείων κοινών που διαβάζουν
μυθιστορήματα, εφημερίδες μόδας, γυναικεία περιοδικά, κ.λπ. και το γυναικείο
πλήθος. Ο Tarde κάνει αναφορά σε παραδείγματα από τους Jansen και Taine για να
επιβεβαιώσετε το βίαιο χαρακτήρα ορισμένων θηλυκών πληθών. Το παράδειγμα της
ταξινόμησης ανάλογα με την ηλικία, είναι χαρακτηριστικό. «.. τα νεανικά πλήθη είναι
πολύ πιο σημαντικά από τα νεανικά κοινά… Αντίθετα τα γηραλαία κοινά
καθοδηγούν τον κόσμο των επιχειρήσεων όπου τα γηραλαία πλήθη δεν έχουν καμιά
θέση».62 Κοινά και πλήθη δεν διαφέρουν σε σχέση με τον σκοπό και την πίστη που
τα εμψυχώνει. Υπάρχουν κοινά και πλήθη πιστών, φιλόδοξων ανθρώπων,
προσύλητων, φανατικών, ανθρώπων που τους έχει καταλάβει το πάθος και δεσποτικά
πλήθη και κοινά. Με κριτήρια εθνικιστικά, βλέπουμε ότι το έθνος ή η φυλή είναι
πολύ σημαντικά στο πλήθος, επειδή το κοινό, από τη φύση του καθολικό, και εξαιτίας
της κριτικής σκέψης, παρουσιάζει μεγαλύτερη εθνοτική ετερογένεια. Σε οικονομικό
επίπεδο, υπάρχουν πλήθη (βιομηχανικά, εργατικά, αγροτικά) και κοινά (μια ελίτ
κριτική που συνοδεύει πάντα την οικονομία εθνική και διεθνή). Στο πολιτιστικό
επίπεδο (η κουλτούρα ως γνώση), υπάρχει παντού η παρουσία του κοινού, επειδή ο
Tarde αναφέρει ότι αποτελεί την περιοχή της ανακάλυψης της γνώσης και κατά
συνέπεια αποτελεί πεδίο κρίσιμης σημασίας για τη γνώση. Στο εργασιακό επίπεδο,
υπάρχουν και κοινά και πλήθη. Ο Tarde δίνει το παράδειγμα των πεινασμένων
πληθών, τα οποία καθοδηγούνται από τα συνδικάτα και τις ενώσεις, οι οποίες είναι
«κοινά», καθώς πρόκειται για κοινωνικές ομάδες που είναι οργανωμένες, μοιράζονται
τις ίδιες ιδέες, επιδιώκουν την παραγωγή νέων κοινωνικών ποσοτήτων (επινόηση).

62
Tarde Gabriel, L’opinion et la foule PUF, σ.51

38
Τα πλήθη τα αισθητικά και τα θρησκευτικά, ως οι μόνοι πραγματικοί πιστοί, είναι τα
πλήθη με τη λιγότερη ανοχή και τη μεγαλύτερη μισαλλοδοξία. Υπάρχουν επίσης
κοινά θρησκευτικά (όπου οι πιστοί στέκονται κριτικά απέναντι στις αλήθειες της
πίστης: οι διάφορες αιρέσεις / εκκλησίες). Υπάρχουν τα πολιτικά κοινά (όπου τα
άτομα συνυπάρχουν πνευματικά σε ένα κόμμα ή μια πολιτική ομάδα) και κοινά
αισθητικά (όπου συνυπάρχουν η κριτική και οι διάφορες σχολές της Τέχνης). Στο
φιλοσοφικό επίπεδο, ο Tarde επισημαίνει ελάχιστα την ύπαρξη κοινού. Στο
εσωτερικό ενός καθορισμένου συστήματος πεποιθήσεων, το κοινό και το πλήθος
μπορούν επίσης να υποδιαιρούνται περεταίρω σε ενεργά ή εν αναμονή και σε
διαδηλωτές ή δρώντες (που εκτελούν μια ενέργεια σε βάθος χρόνου: πχ οι
Ιησουίτες). Οι διαδηλωτές είναι επίσης ένα πλήθος που μπορεί να χωριστεί σε
υποκατηγορίες ανάλογα με την κλίση του σε: πλήθη με τάση προς το μίσος, την
αγάπη, τον πόνο.63

v. Τα δεινά του πλήθους και τα προβλήματα του κοινού

Ο Tarde παρατηρεί ότι το κοινό μπορεί να γίνει, αν και σπάνια, πλήθος, όταν είναι
στην εξουσία. Δηλαδή από ένα θυελλώδες κοινό προκύπτουν πλήθη φανατικά που
περπατάνε στους δρόμους φωνάζοντας «[…]να ζήσει ή να πεθάνει ο
64
οποιοσδήποτε». Φαίνεται να υπάρχει σε αυτό το σημείο, μια αντίφαση στη σκέψη
του, γιατί αν θεωρούσε ότι το κοινό είναι μια περιοχή κριτικής συζήτησης, τότε πώς
το κοινό γίνεται βίαιο;
Ο Tarde επιδιώκει να επιλύσει αυτή την αντίφαση, όταν κάνει λόγο για εγκλήματα
του κοινού. Σημειώνει ότι το κοινό, παρά το γεγονός ότι είναι ένας χώρος κριτικής
συζήτησης και συνεπώς υπερέχει από το πλήθος, έχει επίσης προβλήματα. Αυτή η
διατύπωση είναι προφανώς μια ασαφής θέση. Πώς μπορούμε να συμφιλιώσουμε την
εικόνα ενός δια-πνευματικού στοχασμού μέσω της συζήτησης (που διαμεσολαβεί την
επινόηση, την αντίθεση και τη μίμηση) ο οποίος συμβαίνει, στα σαλόνια, τις λέσχες,
καφενεία κ.λπ.. με την ιδέα ενός παράλογου εγκλήματος; Η απάντηση βρίσκεται,
σύμφωνα με τον Tarde, στο γεγονός ότι τα «κοινά» είναι συλλογικότητες που

63
Tarde Gabriel, L’opinion et la foule PUF, 1989, σ.58-62
64
Ό.π., σ. 32

39
αποτελούνται από άτομα, τα οποία μπορούν επίσης να τείνουν προς το κακό. Με
αυτή την έννοια, για τον Tarde, τα εγκλήματα του κοινού διαφέρουν από τα
εγκλήματα του πλήθους στα εξής: «[...] 1) είναι λιγότερο απωθητικά, 2) είναι
λιγότερο εκδικητικά και περισσότερο εγκλήματα συμφέροντος, λιγότερο βίαια και
πιο επιδέξια, 3) είναι καταπιεστικά ευρύτερα και με μεγαλύτερη διάρκεια και 4) τέλος
έχουν πιο εξασφαλισμένη την ατιμωρησία τους».65 Ως εκ τούτου, τα εγκλήματα του
κοινού είναι προφανώς λιγότερο βίαια από τα εγκλήματα του θυμωμένου πλήθους.
Η υπόθεση Dreyfus είναι σημαντικό παράδειγμα για την κατασκευή της θεωρίας της
κοινής γνώμης. Ο Tarde τη χρησιμοποιεί για να κατανοήσει και να εφαρμόσει τις
αρχές της θεωρίας του. Στην υπόθεση Dreyfus εμφανίζονται τα αισθήματα και τα
συναισθήματα του κοινού ως «εγκλήματα του κοινού». Ο Tarde καταγράφει τη
διαδικασία «επινόησης» από συγκεκριμένους επιφυλλιδογράφους νέων αντικειμένων
μίσους και τονίζει την ανάδυση της κοινής γνώμης μέσω της διάδοσης μιας
εφημερίδας.
Ένα σύγχρονο παράδειγμα εγκλήματος κοινού: η ανάκριση και η αστυνόμευση της
ιδιωτικής ζωής από τους δημοσιογράφους στο όνομα της επιθυμίας του κοινού.
Για να γίνει εγκληματικό ένα κοινό πρέπει να λάβουμε υπόψη και άλλα στοιχεία. Το
κοινό γενικά έχει ως υποκινητή τον επιφυλλιδογράφο που αρθρογραφεί σε
καθημερινή ή εβδομαδιαία βάση. Η δράση του θα είναι λιγότερο έντονη από αυτή
ενός ηγέτη αντιμέτωπου με ένα πλήθος, αλλά λόγω της διάρκειας της θα ασκήσει
επίδραση μεγαλύτερη και πιο σταθερή. Οι αναγνώστες βλέπουν τις πεποιθήσεις και
τα πάθη τους να «….αναρριπίζονται από το ίδιο φυσερό σε καθημερινή βάση».66 Ο
Tarde δίνει ένα παράδειγμα του αντισημιτισμού που ξεσήκωσαν τα άρθρα του
δημοσιογράφου Eduard Drumont. Αδιαμφισβήτητα τα άρθρα του ανταποκρινόταν
στη διάχυση των ιδεών ενός συγκεκριμένου πληθυσμού (του κοινού του). Η
διαδικασία «δημιουργίας» νέων αντικειμένων μίσους από κάποιους δημοσιογράφους
θέτει το πρόβλημα της ευθύνης του Τύπου.
Ο Tarde, υποστηρίζει ότι υπάρχει μια κατανομή των συμφερόντων και συνέργεια
μεταξύ του κοινού και των εκπροσώπων του ή των ηγετών του. Το γεγονός αυτό
καθιστά το κοινό συμμέτοχο στα λάθη και τα εγκλήματα που διαπράττονται από τους
ηγέτες του: «Το κοινό των εκλογών, το οποίο εκλέγει ως εκπροσώπους του

65
Tarde Gabriel, L’opinion et la foule PUF, 1989, σ. 65
66
Ό.π., σ. 40

40
σεκταριστές και φανατικούς δεν είναι επίσης υπεύθυνο για τα κακουργήματα τους,
τις επιθέσεις τους κατά της ελευθερίας, κατά της ιδιοκτησίας κατά της ζωής των
πολιτών;»67

67
Tarde Gabriel, L’opinion et la foule PUF, σ. 68

41
6.Η παραγωγή του κοινωνικού
i. Συζήτηση

Για τον Tarde η διαμόρφωση της κοινής γνώμης είναι ένα από τα σημαντικότερα
χαρακτηριστικά της κοινωνίας της νεωτερικότητας. « Η κοινή γνώμη είναι για τη νέα
εποχή ότι και η ψυχή για το σώμα».68 Ένας από τους παράγοντες, και μάλιστα από
τους πιο σημαντικούς και διαχρονικούς, κατασκευής της κοινής γνώμης είναι η
συζήτηση.
«Η Κοινή γνώμη, θα πούμε, είναι μια στιγμιαία ομάδα κρίσεων λιγότερο ή
περισσότερο λογικών, οι οποίες ανταποκρίνονται σε προβλήματα που τίθονται άμεσα
και αναπαράγονται σε πολυάριθμα πρότυπα σε ανθρώπους της ίδιας χώρας, της ίδιας
εποχής, της ίδιας κοινωνίας. Όλες αυτές οι συνθήκες είναι αναγκαίες. Είναι επίσης
αναγκαίο καθένα από αυτά τα άτομα να έχει μια συνείδηση, λιγότερο ή περισσότερο
καθαρή, της ομοιότητας των κρίσεων που φέρει με τις κρίσεις που φέρουν οι άλλοι.
Γιατί αν ο καθένας θεωρούσε τον εαυτό του απομονωμένο στην εκτίμηση του, κανείς
δεν θα ένοιωθε και δεν θα ήταν περιορισμένος λόγω αυτής (της εκτίμησης) σε μια
σχέση πιο στενή με τους ομοίους του, τους ασυνείδητα ομοίους του. Με άλλα λόγια
για να υπάρξει μεταξύ των μελών μιας κοινωνίας αυτή η συνείδηση της ομοιότητας
των ιδεών, δε πρέπει αυτή η ομοιότητα να έχει ως αιτία την εμφάνιση μέσω της
ομιλίας, της γραφής ή του τύπου, μιας ιδέας ατομικής στην αρχή και στη συνέχεια
σιγά σιγά γενικευμένης;»69
Η γλώσσα, οι εικόνες και τα σημεία αποτελούν την πρώτη ύλη με την οποία το
συμβάν λαμβάνει χώρα, αλλά και με την οποία εκφράζεται το δυνητικό. Τα «κοινά»
δομούνται με τη δι-ατομική επικοινωνία, με την κυκλοφορία του παραδείγματος
μέσω της διαφήμισης, με την πληροφόρηση και τον Τύπο. Ο Tarde ελκύει την
προσοχή μας σε ένα φαινόμενο κοινωνικό και γλωσσικό, παραμελημένο, στη
συζήτηση.70
« Η συζήτηση αυτή η απειροελάχιστη, αλλά σταθερά και παγκόσμια δρώσα, αιτία
όλων των κοινωνικών σχηματισμών και μετασχηματισμών, όχι των γλωσσολογικών,

68
Tarde Gabriel, L’opinion et la foule PUF, 1989, σελ 73
69
Ό.π., σ. 76-77
70
Lazzarato Maurizio, Les Revolutions du Capitalisme, Les Empecheurs de penser en rond/Le Seuil,
2004, σ. 157

42
αυτοί είναι αυτονόητοι, αλλά των θρησκευτικών, των πολιτικών, των οικονομικών,
των αισθητικών και των ηθικών – ένα είδος πολυμήχανη επεξεργασίας της οποίας η
σημασία παραγνωρίστηκε τόσο πολύ.»71 και «Υπάρχει μια τρίτη μορφή κοινωνικής
σύγκρουσης, η συζήτηση».72
Στο άρθρο του «L’ opinion et la conversation», ο Tarde παρουσιάζει και αναλύει τις
μεταμορφώσεις που συνέβησαν στη συζήτηση από τα κουτσομπολιά του χωριού ως
τα λογοτεχνικά και κοσμικά σαλόνια του Διαφωτισμού. «Η μεταμόρφωση μιας
γνώμης ατομικής σε γνώμη κοινωνική, σε ‘κοινή γνώμη’, οφειλόταν κατά την
αρχαιότητα και το μεσαίωνα στη δημόσια ομιλία, στις μέρες μας στον τύπο, αλλά σε
όλες τις εποχές και προπαντώς στις ιδιωτικές συζητήσεις […]».73
Ο Tarde πίστευε ότι η συζήτηση μπορούσε να έχει μια υπνωτιστική επίδραση αλλά
στο διάλογο υπάρχει η αξίωση της αμοιβαιότητας, της διαφωνίας, μια δυνατότητα
αλλαγής της γνώμης του άλλου – αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος που οι δεσπότες
δυσπιστούν απέναντι στη συζήτηση και δεν την επιτρέπουν. Η άμεση προσωπική
επίδραση όπως λειτουργεί μέσα από τη συζήτηση είναι μια από τις σημαντικότερες
πηγές αναμόρφωσης της κοινωνίας της νεωτερικότητας.
«Αλλά ο τύπος είναι μόνο μια πηγή της κοινής γνώμης, και μια από τις πιο
πρόσφατες. Αν μελετήσαμε τον τύπο πριν από κάθε άλλη πηγή είναι γιατί είναι η πιο
εμφανής. Αλλά τώρα θα ήταν καλό να μελετήσουμε, και σε ευρύτερη κλίμακα γιατί
είναι μια ανεξερεύνητη περιοχή, τον παράγοντα της κοινής γνώμης, την οποία έχουμε
ήδη αναγνωρίσει ως τον πιο σταθερό και πιο παγκόσμιο παράγοντα – τη μικρή
αόρατη πηγή η οποία κυλά πάντα και παντού με ακανόνιστο ρυθμό: τη συζήτηση».74
Ο Τarde ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τη συζήτηση, για κάθε είδος συζήτησης, και
αφιερώνει σε αυτή τη μελέτη του «La conversation et la foule». Σε αυτή ορίζει τη
συζήτηση ως «[…] όλους τους διαλόγους χωρίς άμεση χρησιμότητα, όπου μιλάμε
κυρίως για να μιλήσουμε, για ευχαρίστηση, για παιχνίδι, από ευγένεια.[…] Αυτός ο
ορισμός δεν αποκλείει την κοσμική ερωτοτροπία ούτε γενικά τις ερωτικές συνομιλίες,

71
Tarde Gabriel, L inter-psychologie, 1903
72
Tarde Gabriel, Les lois socials, Revue de metaphyique et demorale, 1898, σ. 223
73
Tarde Gabriel, L’opinion et la foule PUF, 1989, σ. 76-77
74
Ό. π., σ.86

43
οι οποίες, παρά τη συχνή διαφάνεια του σκοπού τους, παραμένουν καθ’ εαυτού
ευχάριστες. Η συζήτηση άλλωστε περιλαμβάνει όλες τις συνομιλίες […]».
Τον Τarde τον γοητεύει η συζήτηση καθαυτή. Σε κάποιο άλλο σημείο της μελέτης
αντικρούει τις επιθέσεις (ιδιαίτερα από τον Taine) ενάντια στη συζήτηση και τα
λογοτεχνικά σαλόνια τα οποία θεωρούνταν ως αιτίες συντηρητισμού και
επιφανειακότητας στη γαλλική πνευματική ζωή. Εδώ ο Τarde εκδηλώνει την αγάπη
του για τη συζήτηση ως μια σπινθηροβόλα και ευφρόσυνη άσκηση – μια καθαρή
ευχαρίστηση που προσφέρεται και με τη συζήτηση και από τη συζήτηση καθαυτή.75
Αλλά η συζήτηση αποτελεί και ουσιαστικό στοιχείο του γενικού συστήματος του και
ξεχωρίζει ως πηγή δημιουργικής επινόησης. Στις φλογερές, ευφυείς συζητήσεις,
συνήγοροι αντίθετων επινοήσεων έρχονται σε επαφή και το αποτέλεσμα είναι νέες
επινοήσεις, οι οποίες με τη σειρά τους διασπείρονται σε ολόκληρα κοινωνικά δίκτυα
κυρίως μέσω άλλων, γενικά μικρότερων και λιγότερο έντονων συζητήσεων.
Βασικό σημείο της ανάλυσης της συζήτησης είναι μια κεντρική κοινωνιολογική
πρόταση: Η κοινωνική αλληλεπίδραση οδηγεί στην ανάπτυξη και την επιβεβαίωση
προτύπων (κοινωνικών ποσοτήτων) αμοιβαίων σε μια κοινότητα στο εσωτερικό ενός
κοινωνικού συστήματος. Καθώς όμως κάθε κοινωνικό σύστημα βασίζει την ύπαρξη
του στη διατήρηση των κοινωνικών ποσοτήτων, η αλληλεπίδραση είναι λειτουργικά
επιβεβλημένη.
Μια άλλη λειτουργία επιβεβλημένη για τη διατήρηση ενός μεγάλου κοινωνικού
συστήματος είναι η ιεραρχία της εξουσίας. Αλλά για να αυτό-διατηρηθεί μια τέτοια
ιεραρχία πρέπει να έχει θεμελιωθεί στη νομιμότητα που προκύπτει από ένα σύνολο
κοινών συμβόλων και κοινών κανονιστικών πίστεων.76 Συνεπώς η γλώσσα και η
συζήτηση είναι η πρώτη ύλη για τη θέσμιση του κοινωνικού. Το κοινό
διαμορφώνεται μέσα από την δι-ατομική επικοινωνία, με την κυκλοφορία ενός
παραδείγματος βουβού ή γλωσσικού το οποίο διακινείται με τη διαφήμιση, την
πληροφορία και τον Τύπο. Αλλά είναι η γλώσσα και η συζήτηση που κινητοποιούν,
και συλλαμβάνουν την προσοχή (το conatus του εγκεφάλου).77 Η κοινή γνώμη είναι

75
«…αυτό το αισθητικό λουλούδι των πολιτισμών». L’ opinion et la conversation σ. 84. «..ας
ασχοληθούμε περισσότερο με τη σχολή της συζήτησης καλλιεργημένης ως μιας τέχνης ξεχωριστής και
μιας απόλαυσης ξεχωριστής» ο.π. σ.110. «Η συζήτηση είναι το λίκνο της λογοτεχνικής κριτικής» ο.π.
σ.146
76
Clark Terry N, Gabriel Tarde On communication and social influence, The University of Chicago
Press, 1969, σ. 59

44
μια απλή δομή που παράγει την αντικειμενοποιήση και την αξιολογική επικύρωση
των πίστεων μέσα των δυνάμεων της μίμησης, η οποία, με τη σειρά της,
ενεργοποιείται μέσα από τη συζήτηση. Η μεταμόρφωση των ατομικών κρίσεων σε
κρίσεις συλλογικές, γίνεται μέσα από την κοινή γνώμη, της οποίας οι πιο σημαντικοί
παράγοντες είναι ο Τύπος, και γενικότερα τα ΜΜΕ, και η συζήτηση.
Ένα παράδειγμα λειτουργίας της συζήτησης είναι η πρόσφατη αλλαγή ηγεσίας στο
κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ενώ υπήρχε ήδη η εκλεκτή και τα ΜΜΕ την
πρόβαλλαν η καθημερινή συζήτηση και το παραπολιτικό κουτσομπολιό ανέτρεψαν
αυτή την εικόνα παρά τους επικοινωνιακούς σχεδιασμούς και επέβαλαν έναν άλλο
πολιτικό διαμορφώνοντας μια νέα κοινή γνώμη.
Συνεπώς η δημόσια αξιολόγηση όπως εκφράζεται στην κοινή γνώμη δεν είναι απλά
ένας εργαλείο για να μετράμε την τιμή των καταναλωτικών αγαθών, ή την
καταλληλότητα των πρωθυπουργών, αλλά μια ανώτερη μορφή κοινωνικής
οργάνωσης, αξιολόγησης των σχέσεων μεταξύ των κοινωνικών δυνάμεων,
θεμελιωμένη στις μονάδες-εγκεφάλους και στην μεταξύ τους επικοινωνία, στη
συζήτηση.

ii. Η λειτουργία της γλώσσας

Για τον Tarde η συζήτηση είναι η βάση της ανθρώπινης επικοινωνίας και η συζήτηση
δεν μπορεί να νοηθεί έξω από τη γλώσσα. Η γλώσσα δεν είναι απλά ένα μέσο
επικοινωνίας, είναι η βάση της κοινωνίας, είναι μια μορφή συλλογικής μνήμης. Το
σημαντικότερο όμως είναι ότι η γλώσσα είναι επίσης η απαρχή της λογικής δόμησης
της κοινωνίας. Αν οι κατηγορίες του χρόνου και του χώρου είναι κατηγορίες της
ατομικής λογικής, η γλώσσα είναι η κύρια κατηγορία της κοινωνικής λογικής καθώς
ικανοποιεί την ανάγκη για συντονισμό, σύνθεση, προσαρμογή των πίστεων και των
επιθυμιών. Με τον τρόπο αυτό η γλώσσα είναι η συνθήκη δυνατότητας ύπαρξης κάθε
επιστήμης. Η γλώσσα είναι το σώμα και η ουσία, η πρώτη ύλη της επινόησης και της
μίμησης, αυτή που καθιστά δυνατή τη διαφοροποίηση τους, αυτή που επιτρέπει την

77
Lazzarato Maurizio, Puissances de l’ Invention, la psychologie economique de Gabriel Tarde contre
l’economie politique, Les Empecheurs de penser en rond/Le Seuil, 2002, σ. 160

45
εξέλιξη και την αύξηση της δύναμης δράσης των δύο κοινωνικών μνημών, αυτής που
επινοεί και αυτής που διατηρεί και διαφυλάσσει.78
Η γλώσσα λειτουργεί ως μηχανισμός κατασκευής «αξιών» και διακίνησης τους. Η
ανθρώπινη ανάγκη για επικοινωνία , η ανάγκη να μεταδώσουμε σε άλλα πνεύματα τις
δικές μας εικόνες και τα δικά μας αισθήματα ικανοποιείται με όχημα τη γλώσσα.
Επικοινωνώντας, οι θελήσεις και οι ιδέες αναγνωρίζουν ένα «κοινό μέτρο αξίας»,
συνθήκη απαραίτητη για την επεξεργασία και τη θεμελίωση κοινών ιδεών. Η γλώσσα
είναι, σύμφωνα με τον Τarde, ο κοινωνικός χώρος των ιδεών. Οι γενικές ιδέες, οι
κοινές ιδέες, όμοια με τις λέξεις, είναι τα αποτελέσματα της κοινωνικής
επικοινωνίας.79
Η αξιοθαύμαστη τάξη της γλώσσας, η λογική που την καθιστά υπαρκτή, ο κοινωνικός
χώρος των ιδεών που καθορίζει, κατασκευάζονται και διακινούνται πάντοτε μέσα
από ψυχικές δυνάμεις, μέσα από την επιθυμία και την πίστη. Για τον Tarde η γλώσσα
είναι ένα σύνολο πράξεων πίστης θρησκευτικού χαρακτήρα80 (πίστεις) και ένα
σύνολο θελήσεων (επιθυμίες). Η εξέλιξη της γλώσσας γραμματική, φωνολογική,
συντακτική δεν εξηγείται παρά μόνο αν εισάγουμε την έννοια της επιθυμίας και της
κρίσης των ατόμων που εκφράζονται με την απόφανση.
Η γλώσσα δεν έχει κατ’ αρχήν μια λειτουργία πληροφοριακή και επικοινωνιακή αλλά
α-λογική. Αυτό που εξηγεί τη γλώσσα είναι το έχειν και όχι το είναι. Η ομιλία (το
ομιλείν) δεν εκφράζει μόνο μια λειτουργία προσδιορισμού- απονομής ( υπό την
κυριαρχία του ρήματος είναι), έναν ορισμό ενός κοινού ονόματος, αλλά είναι κυρίως
μια δράση που απευθύνεται στον άλλο για να εντυπώσει στο δικό του εγκέφαλο μια
πίστη ή μια θέληση.81 Η ομιλία είναι μια πράξη οικειοποίησης των άλλων εγκεφάλων.
Η γλώσσα είναι πάντα αξεδιάλυτα συνδεδεμένη με τις επιδράσεις της δύναμης την
οποία παράγει, είναι δηλαδή αξεδιάλυτη από το σύνολο των θελήσεων (επιθυμιών)
και το σύνολο των πράξεων πίστης (πίστεις).

78
Lazzarato Maurizio, Puissances de l’ Invention, la psychologie economique de Gabriel Tarde contre
l’economie politique, Les Empecheurs de penser en rond/Le Seuil, 2002, σ. 231
79
Ό.π., σ. 233
80
Η λέξη στο γαλλικό πρωτότυπο είναι foi, πίστη θρησκευτική. Η ελληνική λέξη πίστη περικλείει
διαφορετικές κατηγορίες «πίστεων».
81
Lazzarato Maurizio, Puissances de l’ Invention, la psychologie economique de Gabriel Tarde contre
l’economie politique, Les Empecheurs de penser en rond/Le Seuil, 2002, σ. 235

46
Οι γλωσσολόγοι οφείλουν λοιπόν να μελετήσουν αυτά τα ρεύματα πίστεων και
επιθυμιών και την ένταση τους, δηλαδή να μελετήσουν τη γλώσσα ως μια ενέργεια ή
μια κοινωνική δύναμη. Αλλά και οι οικονομολόγοι πρέπει να ασχοληθούν με αυτά τα
ρεύματα καθώς ένα έθνος για να τροφοδοτήσει τη θρησκεία του ή τις βιομηχανίες
του, τη γλώσσα του ή τη νομοθεσία του διαθέτει «έναν προϋπολογισμό πίστης και
επιθυμίας περιορισμένο», ο οποίος δεν μπορεί να αυξηθεί παρά μέσω «νέων πηγών
πίστης (foi) και επιθυμίας» που μεταφέρονται μέσω νέων επινοήσεων και
ανακαλύψεων. Οι πολιτικοί επίσης ενδιαφέρονται για τη γλώσσα καθώς πολιτική δεν
μπορεί να νοηθεί χωρίς την παραγωγή κοινωνικών ποσοτήτων. Οποιαδήποτε
κοινωνική ποσότητα είναι κυρίως, κατά βάθος, μια διάχυση-επανάληψη μιας πίστης
και μιας επιθυμίας.82

iii. Συνθήκες παραγωγής υποκειμενικότητας και δι-υποκειμενικότητας (πολιτική


οντολογία ή οντολογική πολιτική ;)

Για τον Tarde η πολιτική και η παραγωγή ξεκινούν πολύ «πριν» τα υποκείμενα του
νόμου, «πριν» τα υποκείμενα της παραγωγή, του κεφαλαίου και της εργασίας. Πρέπει
να κάνουμε ένα βήμα πίσω και να ξεκινήσουμε από πολύ πιο χαμηλά ή πιο βαθιά,
από τις διαδικασίες υποκειμενοποίησης, από τις συνθέσεις των δυνάμεων. Εκεί
πρέπει να αναζητήσουμε την εννοιοποίηση του κοινωνικού σε όλες του τις εκφάνσεις.
Το σύμπαν δεν είναι το αποτέλεσμα μιας σύνθεσης μηχανικών κινήσεων αλλά ενός
βιταλισμού εγγενούς στη φύση. Πάνω στη βάση αυτού του πνευματικοποιημένου
υλισμού πρέπει να κατανοήσουμε ότι «καθετί είναι κοινωνία», δηλαδή ότι κάθε
οντότητα (φυσική, ζωική, ανθρώπινη,) είναι μια σύνθεση άπειρων άλλων όντων - ο
Tarde τα ονομάζει μονάδες - τα οποία συμπλέκονται σε πολιτικές φόρμες, κάθε φορά
μοναδικές, θεμελιωμένες στις πίστεις και τις ιδέες.83
Η φράση «καθετί είναι μια κοινωνία» (ακόμα και το πιο μικρό κύτταρο είναι ένα
«εργοστάσιο») σημαίνει ότι ο κόσμος δεν είναι φτιαγμένος από αντικείμενα και

82
Lazzarato Maurizio, Les Revolutions du Capitalisme, Les Empecheurs de penser en rond/Le Seuil,
2004., σ. 236
83
Ό.π., σ.28

47
υποκείμενα, αλλά είναι ένα υφάδι, ένα πλέγμα σχέσεων (φυσικών, οργανικών,
κοινωνικών) που συνδυάζονται σύμφωνα με ιεραρχίες θεσμισμένες από τη σύλληψη
μιας μυριάδας άλλων ατόμων ( μονάδων φυσικών, οργανικών, ή ανθρώπινων).
Στη μοναδολογία του Leibniz τη σχέση ανάμεσα στις μονάδες και τον κόσμο τη
διασφαλίζει η θεία πρόνοια. Στη νεομοναδολογία84 του Tarde, οι ίδιες οι μονάδες
διασφαλίζουν αυτή τη σχέση, αυτό το σύμπλεγμα, αυτό το χίασμα ανάμεσα στον
κόσμο και τη μονάδα. Οι μονάδες είναι ανοιχτές και επενεργούν η μια στην άλλη.
Καθώς τίποτα δεν τις περιορίζει γίνονται «μια σφαίρα δράσης απείρως
διευρυμένη».85
Ο Tarde συλλαμβάνει σφαίρες δράσης που αλληλοδιεισδύουν, δηλαδή ροές, ρεύματα
πίστης και επιθυμίας. Διατηρεί τον όρο μονάδα για να συλλάβει ταυτόχρονα τη
συνέχεια και την ασυνέχεια των ροών, για τις στοχάζεται ως μια διαμεσολλάβηση
ατομικοτήτων, ως μια σειρά από μοναδικότητες.86
Οι μονάδες του Tarde έχουν δύο κύρια χαρακτηριστικά: επιτρέπουν τη σύλληψη της
δραστηριότητας όχι ως παραγωγής αλλά ως δημιουργίας και εκπλήρωσης των
δυνατών κόσμων ακολουθώντας της λογική του συμβάντος και επιτρέπουν να
σκεφτόμαστε τη σχέση ανάμεσα στην μοναδικότητα και την πολλαπλότητα ως μια
εναλλακτική στην αντίθεση ατομικισμού – ολισμού.87 Η δύναμη της δράσης των
μονάδων είναι μια δύναμη η οποία έχει μια αιτιότητα και ένα τρόπο δράσης εντελώς
συγκεκριμένό: η εξ αποστάσεως δράση από ένα πνεύμα σε ένα άλλο πνεύμα.88
Η δράση της μονάδας αφορά άμεσα την αίσθηση. Δράση σημαίνει τροποποίηση του
τρόπου να αισθανόμαστε. Η δημιουργία και η εκπλήρωση των κόσμων σημαίνει
δράση καταρχήν πάνω στις πίστεις και τις επιθυμίες, πάνω στις θελήσεις και στις
διάνοιες, δηλαδή πάνω στο θυμικό.
Αν οραματιστούμε τη δράση ως δημιουργία και εκπλήρωση των κόσμων, η ιεραρχική
διάκριση ανάμεσα στο λόγο και την πράξη, ανάμεσα στην υλική παραγωγή και την

84
Ο όρος προέρχεται από την εισαγωγή του Eric Alliez στο βιβλίο Tarde Monadologie et Sociologie,
Les Empecheurs de penser en rond /Le Seuil, 1999
85
Monadologie et Sociologie σ. 56
86
Lazzarato Maurizio, Les Revolutions du Capitalisme, Les Empecheurs de penser en rond/Le Seuil,
2004, σ.34
87
Tarde Gabriel, Monadologie et Sociologie, Les Empecheurs de penser en rond /Le Seuil, 1999, σ.105
88
Lazzarato Maurizio, Les Revolutions du Capitalisme, Les Empecheurs de penser en rond/Le Seuil,
2004, σ.31

48
ιδεολογία, ανάμεσα στο υποκείμενο και το αντικείμενο, ανάμεσα στο πράγμα και το
σημείο, δεν θα είναι λειτουργική. Ένας κόσμος είναι μια πολλαπλότητα σχέσεων που
δεν εξαρτώνται από μια ουσία αλλά από ένα συμβάν. Οι σχέσεις προϋποθέτουν το
συμβάν, το οποίο, όπως είδαμε, δρα μεταμορφώνοντας τον τρόπο με τον όποιο
αισθανόμαστε, δηλαδή τις επιθυμίες, τις πίστεις, το θυμικό των μονάδων.89
Η διαδικασία σύστασης- δημιουργίας του κόσμου από τις μονάδες, σημαίνει την
προσπάθεια να σκεφτούμε το είναι ως όλο, σημαίνει τη συνεργασία και το
συντονισμό των δράσεων όλων των μονάδων. Πρέπει να σκεφτούμε την πολιτική
ξεκινώντας από αυτό το πρόβλημα του συντονισμού μονάδων τόσο θεμελιωδώς
διαφορετικών.
Τι είναι η κοινωνία; Τι είναι αυτό το συλλογικό είναι που αποτελείται από θεμελιακές
διαφορές; Η κοινωνία, το συλλογικό είναι, είναι «η αμοιβαία κατοχή, με διάφορες
μορφές, του όλου από το καθετί». Ορίζεται από τον τρόπο « να κατέχουμε τους
συμπολίτες μας και να κατεχόμαστε από αυτούς». Με την πειθώ, την αγάπη, το
μίσος, την κοινότητα των πίστεων και των επιθυμιών και με την παραγωγή πλούτου,
«τα κοινωνικά στοιχεία συμπλέκονται και ελκύονται με χιλιάδες τρόπους».
Έτσι σε κάθε αλληλεπίδραση, σε κάθε ερμηνεία, σε κάθε περίσταση όσο καθημερινή
κι όσο μικροσκοπική κι αν είναι, οι μονάδες εκφράζουν πράξεις οικειοποίησης και
καθυπόταξης των άλλων μονάδων. Σε κάθε αλληλεπίδραση, είτε επικοινωνιακή είτε
πρακτική, είμαστε είτε ο υποκινητής είτε ο καθοδηγούμενος. Οι κοινωνικές σχέσεις
καθορίζονται καταρχήν από στρατηγικά παιχνίδια τα οποία συνίστανται στο να
καθοδηγούμε τη συμπεριφορά των άλλων. « Σίγουρα, αυτό που πρέπει να λάβουμε
σοβαρά υπόψη είναι η κατεύθυνση που οδηγούμαστε είτε είναι ομαδική είτε είναι
ατομική».90
Για το Tarde η λειτουργία της κοινωνίας είναι παρόμοια με τη λειτουργία του
εγκεφάλου, ενός εγκεφάλου κοινωνικού. «..ένας μεγάλος εγκέφαλος κύτταρα του
οποίου είναι οι μικροί ατομικοί εγκέφαλοι». Συνεπώς , στον κοινωνικό κόσμο ο Tarde
συλλαμβάνει το συντονισμό των μοναδικοτήτων (μονάδων) και των δράσεων τους ως
μια συνεργασία μεταξύ εγκεφάλων, με τη μορφή ενός «εγκέφαλου» ή ενός ανώτερου
ψυχολογικού μηχανισμού, ο οποίος αποτελείται από το πλήθος των μονάδων που

89
Lazzarato Maurizio, Les Revolutions du Capitalisme, Les Empecheurs de penser en rond/Le Seuil,
2004, σ.30
90
Ό.π., σ.36

49
επενεργούν η μια στην άλλη με την εξ αποστάσεως δράση των επιθυμιών και των
πίστεων.
Οι τρόποι συνεργασίας ανάμεσα σε εγκεφάλους δεν είναι οι ίδιοι με αυτούς της
«παραγωγικής συνεργασίας» στο εσωτερικό ενός εργοστασίου. Οι τρόποι(modalites)
παραπέμπουν στη δύναμη της σύζευξης (και) και της διάζευξης.91 Η συνεργασία
μεταξύ εγκεφάλων ξεκινά αρχικά με τη μορφή της κοινής γνώμης, δηλαδή με την
εκφορά κοινών κρίσεων και εξελίσσεται σε μια δημιουργία αντιλήψεων και εννοιών.
Στις μέρες μας με την ανάπτυξη των τεχνολογιών μαζικής επικοινωνίας η διαδικασία
αυτή έχει μεγιστοποιηθεί και έχει αποκτήσει νέα χαρακτηριστικά.
Αλλά ας εξετάσουμε για λίγο τα «κοινά» και τα καινούργια στοιχεία που αυτά
εισάγουν στη δράση και τη συν-ύπαρξη των μονάδων. Το κοινό είναι η μορφή
υποκειμενοποίησης όπου εκφράζει καλύτερα η πλαστικότητα και τη λειτουργική
ικανότητα του οποιουδήποτε (μονάδα). Τα άτομα και τα «κοινά» δεν διατηρούν
μεταξύ τους μια σχέση αποκλειστικής ιδιοκτησίας και ταυτότητας. Αν και ένα άτομο
μπορεί να ανήκει μόνο σε μια κοινωνική τάξη ή σε ένα πλήθος κάθε φορά, αντίθετα
μπορεί να ανήκει ταυτόχρονα σε περισσότερα από ένα «κοινά». Το άτομο, σύμφωνα
με τον Tarde, αντιμετωπίζει πολλαπλούς δυνητικούς κόσμους, πολλαπλά δυνητικά
νοήματα. Είναι ένας άνθρωπος πολλαπλός και μιμητικός. Απαραίτητη όμως
προϋπόθεση για την ύπαρξη αυτού του ανθρώπου είναι το κοινό. Υπάρχει και
λειτουργεί μόνο στις συνθήκες δυναμικής και εξέλιξης που δημιουργούνται μέσα στα
«κοινά».
Τα «κοινά» αποτελούν την έκφραση νέων υποκειμενικοτήτων και μορφών
κοινωνικοποίησης και συνεπώς απαιτούν πιο εξελιγμένες ικανότητες. «Η
διαμόρφωση ενός κοινού προϋποθέτει μια εξέλιξη πνευματική και κοινωνική πολύ
πιο προωθημένη από το σχηματισμό ενός πλήθους ή μιας τάξης.»92
Με τα «κοινά» η κοινωνία αποκτά ακόμα περισσότερο τα χαρακτηριστικά της
αγαπημένης μεταφοράς του Tarde, αυτής του εγκεφάλου. Σε ένα κοινό, η επινόηση
και η μίμηση διαχέονται με τρόπο «σχεδόν στιγμιαίο, σαν την εξάπλωση ενός
κύματος σε ένα μέσον απόλυτα ελαστικό» χάρις τις τεχνολογίες που καθιστούν

91
Lazzarato Maurizio, Les Revolutions du Capitalisme, Les Empecheurs de penser en rond/Le Seuil,
2004, σ.41
92
Tarde Gabriel, L’ Opinion et la foule, PUF, 1989, σ.38-39

50
δυνατή τη δράση εξ αποστάσεως από το ένα πνεύμα στο άλλο.93 Με το κοινό «
[.]πλησιάζουμε εκείνο το περίεργο ιδεώδες» της κοινωνικότητας όπου οι εγκέφαλοι
«αλληλοαγγίζονται κάθε στιγμή με πολλαπλές επικοινωνίες»94 .
Η διαίρεση της κοινωνίας σε «κοινά» δεν αντικαθιστά άλλες μορφές διαίρεσης,
θρησκευτικές, οικονομικές, πολιτικές, αισθητικές αλλά μάλλον «επικάθεται» πάνω σε
αυτές τις προυπάρχουσες διαιρέσεις. Όμως η λειτουργία των «κοινών» με τις
διασταυρώσεις και τις διακυμάνσεις καταστρέφει τις αυστηρές και μονόπλευρες
κατατμήσεις των τάξεων και των κοινωνικών ομάδων. «Αντικαθιστώντας ή
επικαλύπτοντας σχηματισμούς παλαιότερους, οι νέοι σχηματισμοί, πάντοτε πιο
εκτεταμένοι και πιο μαζικοί, τους οποίους ονομάζουμε «κοινά», δεν επιφέρουν μόνο
την επικράτηση της μόδας πάνω στο έθιμο, την επικράτηση της καινοτομίας πάνω
στην παράδοσης αλλά αντικαθιστούν επίσης τις αυστηρές και απόλυτες διακρίσεις
ανάμεσα στις πολλαπλές ποικιλίες των ανθρώπινων ενώσεων […] με μια κατάτμηση
ανοιχτή στην αέναη ανανέωση και την αμοιβαία διείσδυση».95
Δεν είναι βέβαια εύκολο να συλλάβουμε αυτό το νέο τρόπο κοινωνικού χωρισμού.
Από τη μια λόγω της μαρξιστικής παράδοσης που αποδίδει τον κοινωνικό διαχωρισμό
στην ιδεολογία κι από την άλλη επειδή οι μεταβαλλόμενοι και μετατοπιζόμενοι
διαχωρισμοί καθιστούν δύσκολη τη διάκριση των νόμων που τους διέπουν.
Αν η πραγματική οντολογία είναι η πολιτική, όπως δηλώνει ο Balibar, μιλάμε για μια
οντολογία της πολλαπλότητας. Δεν υπάρχει το Ένα και το Πολλαπλό γιατί τότε
πέφτουμε πάλι στην παγίδα της διαλεκτικής. Θεμέλιο της οντολογίας είναι η διαφορά,
αλλά όχι η διαφοροποίηση του Ενός. Πρόκειται για μια ριζική διαφορά, για μια
«διαφορά που συνεχίζει να διαφοροποιείται». Είναι μια οντολογία της επιθυμίας και
των δυνάμεων του θυμικού, των αισθημάτων, του σώματος-εγκεφάλου, της
συνεργασίας μεταξύ εγκεφάλων, του νέου τρόπου κατανόησης της παραγωγής.96
Είναι μια οντολογία του δυνητικού, δηλαδή μια θεωρία δημιουργίας του νέου. Η
σχέση ανάμεσα σε συνταγμένο και συντακτικό διαρκώς μεταβάλλεται καθώς το
κοινωνικό μεταποιείται διαρκώς. Οι μονάδες διαρκώς συστήνουν και διαλύουν τις

93
Lazzarato Maurizio, Les Revolutions du Capitalisme, Les Empecheurs de penser en rond/Le Seuil,
2004, σ.77
94
Tarde Gabriel, L’ Opinion et la foule,PUF, 1989, σ.39
95
Ό.π., σ.70
96
Pelbart Peter Pal, Pouvoir sur la vie, puissance d la vie, multitudes, no 9 Mai-Juin 2002, σ.22

51
σχέσεις πραγματώνοντας κάθε στιγμή μια δυνατότητα, παγιώνοντας κάθε στιγμή το
νόημα. Το δυνητικό δεν είναι ένα πιθανό μέλλον που το περιμένουμε ως Μεσσία,
είναι παρόν στο πραγματικό και ως τέτοιο το καθορίζει. Το δυνητικό υπάρχει πάντα
ως πρόβλημα προς επίλυση με πολλαπλούς τρόπους και ο καθορισμός του
πραγματικού δεν είναι παρά η αποτύπωση μιας λύσης από το ρευστό σύνολο των
δυνατοτήτων. Για μια τέτοια λοιπόν οντολογία ο χρόνος είναι μια διαδικασία
ανακάλυψης νέων λύσεων, δημιουργίας πιθανών (είναι) στα οποία συμμετέχει.
Σε μια τέτοια παραγωγή του κοινωνικού η υποκειμενικότητα δεν είναι μια επίδραση ή
μια αιθέρια υπερδομή αλλά μια κοινωνική ποσότητα, μια δύναμη ψυχική και
πολιτική. Σε αυτό το πλαίσιο οι δυνάμεις της ζωής παρούσες παντού σε όλο το
κοινωνικό δίκτυο παύουν να είναι απλά αποθεματικά παθητικά στο έλεος ενός
ακόρεστου καπιταλισμού και θεωρούνται οι ίδιες κεφάλαιο, ενεργοποιώντας μια
κοινή διαδικασία αυτοαξιολόγησης. Αντί να γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης
είναι μια έμφυτη και επεκτεινόμενη θετικότητα.97

97
Pelbart Peter Pal, Pouvoir sur la vie, puissance d la vie, multitudes, no 9 Mai-Juin 2002, σ.22

52
7.Πολιτική: επιθυμία και πίστη
i.Η δημοκρατία των κοινών

Αρκεί να ξεφυλλίσει κανείς τα έργα του Tarde για να δει σε ποιο βαθμό θεωρούσε
σημαντικό το πολιτικό φαινόμενο. Στα γραπτά του ασχολείται με τις πολιτικές
πράξεις εξίσου, αν όχι και περισσότερο από ότι με τις θρησκείες ή τους κανόνες
νομικούς ή ηθικούς. Αφιερώνει στην εξέταση του πολιτικού φαινομένου ένα βιβλίο
του, «Les transformations du pouvoir» 1899, αλλά και στα άλλα έργα του αφιερώνει
κεφάλαια στην καταγωγή και την κατασκευή της εξουσίας. Στο βιβλίο του «Les lois
de l’ imitation» 1890 περιγράφει τον «κεφαλαιώδη ρόλο» της μίμησης στην πολιτική
ιστορία και μελετά το πέρασμα από το κράτος-οικογένεια στο έθνος-κράτος και την
αυξανόμενη συγκέντρωση διοικητική και στρατιωτική κάθε «πολιτικής
συσσωμάτωσης». Στο «La logique sociale» 1895, o Tarde μελετά, σε ένα κεφάλαιο
με τον περίεργο τίτλο «Η καρδιά» (Le coeur), τη σύμπλεξη των συναισθημάτων
(αγανάκτηση, θαυμασμός, θυμός, ενθουσιασμός) στα οποία μπορεί να θεμελιωθεί η
σταθερότητα της κοινωνίας. Οδηγείται έτσι να εξετάσει το έθνος, τη δημοκρατία, τα
κράτη και την πατριωτική υπερηφάνεια, τα συλλογικά μίση. Το βιβλίο «L’ opposition
universelle» κυκλοφορεί το 1897 και περικλείει ένα μακρύ κεφάλαιο για τις
κοινωνικές αντιθέσεις όπου εξετάζονται οι πολιτικές αντιθέσεις και κυρίως ο
πόλεμος. Αλλά και στις μελέτες του εγκληματολογικές και άλλες, πχ «Delit
politique» 1890, «Foules et sects au point de vue criminal»1893, «L’ opinion et la
foule» 1901 ο Tarde ασχολείται με το πολιτικό πεδίο. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι
κατευθύνει τις έρευνες του αποκλειστικά στην πολιτική κοινωνιολογία καθώς το
υλικό του είναι σχεδόν αποκλειστικά πολιτικό.98 Ο Tarde σταθερά αναζητά
παραδείγματα ιστορικά ή σύγχρονα και σχεδόν σε κάθε σελίδα του θέτει πολιτικά
ερωτήματα. Μιλά για αγροτικές εξεγέρσεις (jaqueries), για επαναστάσεις με τις
συνακόλουθες λεηλασίες, σφαγές και ταραχές, για κοινοβούλια, για εκλογικές
συγκεντρώσεις, για πλήθη και υποκινητές, για αναρχικές σέκτες, για βασιλοκτονίες,
για πολιτικά κόμματα και για την κοινή γνώμη στη δημοκρατία.99

98
Favre Pierre, Gabriel Tarde et la mauvaise fortune d’ un “bapteme sociologique” de la science
politique, Revue francaise de sociologie, vol 24, No 1 (Jan-Mar, 1983), σ. 12
99
Να σημειώσουμε επίσης ότι ο Tarde είναι ο συγγραφέας δύο ουτοπιών πολιτικών, «Fragments d’
histoire future» (1896) και «Les geants chauves» (1892)

53
Στο βιβλίο του «Les transformations du pouvoir» ασχολείται με την πολιτική ως
«επιστήμη της εξουσίας» αντικείμενο της οποίας είναι η μελέτη «της γέννεσης και
της συντήρησης της πολιτικής εξουσίας, οι μεταμορφώσεις της, ο διαχωρισμός της, η
άσκηση της, οι αντιθέσεις και οι εναρμονισμοί της». Ό, τι μπορεί να αφήνει ασαφές
αυτή η διατύπωση ο Tarde το διορθώνει γρήγορα. Μια κοινωνική δραστηριότητα
γίνεται πολιτική κάθε φορά που, με τον ένα τρόπο ή τον άλλο, «παρακωλύεται στην
πορεία της ή αντίθετα εξάπτεται υπερβολικά». Παρακωλύεται όταν συναντά μια
αντίθεση και εξάπτεται υπερβολικά όταν γεννιέται ένα κοινό σχέδιο. Η πολιτική είναι
έτσι μια από τις θεμελιώδεις πτυχές της κοινωνικής ζωής, όμοια με την οικονομία, τη
θρησκεία, την επιστήμη.100
Για τον Tarde η εξουσία δεν είναι μόνο η εννοιολογική υποστήριξη των
κοινωνιολογικών του ιδεών εφαρμοσμένη στην πολιτική αλλά ένα αυτόνομο
αντικείμενο απόλυτα ξεχωριστό και διακριτό από τα άλλα. Πραγματικά η μελέτη της
εξουσίας καταλήγει στην «απορία» για την ίδια την υφή του κοινωνικού και των
συνθηκών στις οποίες η κοινωνία υποβάλει το άτομο. Η αναζήτηση του πολιτικού
πεδίου καταλήγει πάντοτε στο κοινωνικό καθώς η πρωταρχική πηγή έμπνευσης του
είναι η κοινωνία. Η κοινωνία είναι για τον Tarde μια διαδικασία διαχωρισμού και
εναγκαλισμού χώρων διαφορετικού «κύρους», βασισμένη στην πίστη που δημιουργεί
η σχέση εξουσίας.101
Δεν χρειάζεται να τονίσουμε τη σημασία των «πίστεων» και των «επιθυμιών». Ένα
χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η υπόθεση Dreyfus. Για τον Tarde, ο θρίαμβος της
κοινής γνώμης ήταν μια εκδήλωση της δράσης των επιθυμιών και των πίστεων.
Οι επιθυμίες και οι πίστεις είναι η κινητήριος δύναμη του κοινωνικού, είναι οι
μηχανές της αέναης κίνησης ανάμεσα στην επανάληψη (μίμηση) και τη
διαφοροποίηση (αντίθεση). Κάθε εξουσία παραχωρείται από την πίστη και την
επιθυμία και διακυβέρνηση σημαίνει επιδέξια διαχείριση πίστεων και επιθυμιών. «[..]
επειδή πιστεύουν στην υπεροχή του μονάρχη ή στην ικανότητα του να προστατεύει
τα αγαθά τους, οι άνθρωποι δημιουργούν το κύρος του και την εξουσία του».102 Ο

100
Favre Pierre, Gabriel Tarde et la mauvaise fortune d’ un “bapteme sociologique” de la science
politique, Revue francaise de sociologie, vol 24, No 1 (Jan-Mar, 1983), σ. 15
101
Salmon Louise, Gabriel Tarde and the Dreyfus Affair, Reflections on the engagement of an
intellectual, Champ penal/penal field, nouvelle revue internationale de criminology, vol II, mise en
ligne le 19 Juin 2009
102
Tarde Gabriel, Les transformations du pouvoir, Alcan, 1899, σ.36

54
Tarde ανάγει την γέννηση της πολιτικής εξουσίας στην οικογένεια όπου εντοπίζει τη
διαμόρφωση ενός συγκεκριμένου συναισθηματικού συστήματος – ευχαρίστησης και
επιθυμίας για προστασία και καθοδήγηση. Αυτή η διπλή ανάγκη ικανοποιείται μέσα
από τη συνήθεια της υπακοής και της μίμησης. Για τον Tarde η εξουσία βασίζεται
στην υπακοή, και συνεπώς η εξουσία τελικά δεν είναι τίποτα περισσότερο από το
«προνόμιο να σε υπακούουν».103 Υπακοή σημαίνει να δανείζεις σε κάποιον άλλο μια
δύναμη και στη συνέχεια να πιστεύεις σε αυτή τη δύναμη.
Η ανάδυση της κοινής γνώμης επηρέασε καταλυτικά τόσο τα θεμέλια όσο και τη
φύση της πολιτικής. «Εξάλειψε τις συνθήκες που καθιστούσαν δυνατή την απόλυτη
εξουσία των κυβερνήσεων [...] η καθολική ψήφος και η παντοδυναμία των
κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών κατέστησαν δυνατές μόνο χάρις την παρατεταμένη
και συσσωρευόμενη δράση του τύπου, ένα sine qua non μιας μεγάλης ισοτιστικής
δημοκρατίας».104
Η απάντηση στο ερώτημα για την εδραίωση μιας βιώσιμης δημοκρατίας βρίσκεται,
για τον Tarde, στη «δημοκρατία των «κοινών», τα οποία ο Τύπος και γενικότερα τα
ΜΜΕ διαμορφώνουν και επαναδιαμορφώνουν σύμφωνα με τις ειδήσεις της
επικαιρότητας. Η δημοκρατία των «κοινών» αναγνωρίζει τον ουσιαστικό
κατακερματισμό ενός έθνους που βασίζεται στη συναίνεση των ατόμων και όπου
κάθε κομμάτι του ακολουθεί τις δικές του παραδόσεις. Αποτέλεσμα αυτής της
δημοκρατίας των «κοινών» είναι η μετατροπή του αγώνα ελέγχου των ΜΜΕ σε
πολιτικό αγώνα.
Στο έργο του «Les transformations du pouvoir» ο Tarde εξετάζει την κοινή γνώμη
στο πλαίσιο της εξέλιξης της εξουσίας «[…] η εξέλιξη της εξουσίας εξηγείται από
την εξέλιξη της κοινής γνώμης, η οποία με τη σειρά της εξηγείται από την
πολλαπλότητα των διαφορετικών πηγών της».105Ο Tarde δίνει εξέχουσα θέση στην
κοινή γνώμη. Στον κοινωνικό στοχασμό του η γνώμη υπάρχει ως ένα αυξομειούμενο
άθροισμα, ασταθής και ευμετάβλητη, διαφορετική από όλους τους άλλους
κοινωνικούς καθορισμούς της τάξης ή της θρησκείας. Η γνώμη προϋποθέτει μια

103
Tarde Gabriel, Les transformations du pouvoir, Les empecheurs de penser en ronde, Paris,2003,
σ.59
104
Tarde Gabriel, L’opinion et la foule, PUF, 1989, σ. 83
105
Tarde Gabriel, Les transformations du pouvoir, Les empecheurs de penser en ronde, Paris,2003,
σ.134

55
ελευθερία και ζωτικότητα των ατόμων τα οποία μπορούν να εκφράζουν τις γνώμες
τους, να τις τροποποιούν ή να τις αλλάζουν, με βάση τις επιθυμίες και τις πίστεις
τους. Οι πολιτικές συνέπειες είναι λοιπόν ξεκάθαρες. Ο πολιτικός αντίκτυπος και η
αξία της κοινής γνώμης στη δημοκρατία εισάγουν ένα νέο πεδίο κατασκευής και
διαχείρισης του πολιτικού.
Ο Tarde απορρίπτει το μύθο του μεγάλου ηγέτη και ο στοχασμός του πάνω στα μέσα
επικοινωνίας στοχεύει πριν από όλα στην κατάρριψη αυτής της εικόνας μιας εξουσίας
υπερβατικής και εξαναγκαστικής. Γιατί η ανάπτυξη των μέσων επικοινωνίας φέρνει
στο απόγειο της μια διαδικασία την οποία οι κυβερνώντες δεν μπορούν πια να
αγνοήσουν. Αυξάνοντας την κυκλοφορία των πληροφοριών και των γνωμών ο Τύπος
δίνει ταυτόχρονα ερεθίσματα σε συζητήσεις ιδιωτικές και δημόσιες, παρέχοντας τους
ένα ανεξάντλητο απόθεμα θεμάτων, συνήθως από την πολιτική επικαιρότητα. Για
όσος καιρό οι πολίτες δεν σχολιάζουν ή σχολιάζουν πολύ λίγο τις πράξεις της, για
όσο καιρό δεν «σηκώνουν κεφάλι» η κυβέρνηση μπορεί να ασκήσει την εξουσία της
χωρίς αντίσταση. Αλλά από τη στιγμή που διαμορφώνεται μια κοινή γνώμη
πολλαπλασιάζοντας τους δεσμούς με τους οποίους μπορούν να οργανωθούν τα
πολιτικά κόμματα ή η αντιπολίτευση, η σχέση ανάμεσα στις δυνάμεις υφίσταται μια
σημαντική ταλάντωση. «Υπό την επιρροή, λιγότερο ή περισσότερο ενσυνείδητη της
αυλής και των συμβούλων, οι οποίοι επιτρέπουν μόνο στον εαυτό τους να σχολιάζουν
τις πράξεις και τις χειρονομίες του ηγεμόνα, εγκαθίσταται προοδευτικά η εξουσία
μιας κοινής γνώμης εκτεταμένης και ετερόκλητης.» Έτσι κατά κάποιον τρόπο η ίδια η
εξουσία μετατρέπεται σε ένα μηχανισμό, σε ένα κύκλωμα όπου είναι ταυτόχρονα και
το σημείο εισόδου και το σημείο εξόδου.106
«Τελικά οι ίδιες οι πράξεις της εξουσίας, ψιλοκομμένες από τον τύπο, αναμασημένες
από τη συζήτηση, συνεισφέρουν σε μεγάλο βαθμό στη μεταμόρφωση της εξουσίας.
Αλλά η εξουσία δεν θα εξελισσόταν, αν οι πράξεις δεν αποκαλυπτόταν από τον Τύπο
και δεν σχολιαζόταν από τη συζήτηση.»107
Και αν οι δημοσιογράφοι μπορεί μερικές φορές να δίνουν την εντύπωση ότι ηγούνται
μιας μεταμόρφωσης, η κίνηση του κοινού το οποίο εν συνεχεία τους ξεπερνά,
περιορίζει γρήγορα το ρόλο τους στην καταγραφή της προόδου του κοινού, ένα είδος
βαρομέτρου που καταγράφει την πίεση που ασκούν στους κυβερνώντες.

106
Autin Gauthier, Gabriel Tarde ou le resorts phsychologiques de la guerre, Multitudes,mise en line
25 Fevrier 2005
107
Tarde Gabriel, L’opinion et la foule , PUF, 1989, σ. 121

56
Για τον Tarde η μηχανή των μέσων ενημέρωσης λειτουργεί σαν πραγματική μηχανή
παραγωγής εξουσίας: «[…]μια πραγματική κατασκευή εξουσίας, η εξουσία εκβάλει
από εκεί όπως ο πλούτος αναβλύζει από τα εργοστάσια και τα εργαστήρια, όπως η
πίστη αναβλύζει από τα κατηχητικά και τις μητρικές διδασκαλίες, όπως η
στρατιωτική δύναμη βγαίνει από το χύσιμο των κανονιών και τα γυμνάσια στους
στρατώνες».108 Με άλλα λόγια η πολιτική εξουσία θεσμίζεται για να ανήκει στα
άτομα τα οποία υποτάσσονται σε αυτή. Υπό αυτή την έννοια η προέλευση που ο
Tarde αποδίδει στην πολιτική εξουσία και ο τύπος της λειτουργίας της παρουσιάζουν
ομοιότητες με αυτό που ο Bourdieu ονομάζει «συμβολικό κεφάλαιο».109
Η εξουσία συγκροτείται, στον Tarde, με τον ίδιο τρόπο που δομούνται όλα τα όντα
είναι δηλαδή ένας συνδυασμός δυνάμεων ιεραρχημένων, οι οποίες υπόκεινται στην
ηγεμονία μας εξ αυτών η οποία μεταδίδεται και αυξάνεται χρησιμοποιώντας τις
άλλες. Ο Tarde συλλαμβάνει το κοινωνικό ως μια κοινωνία δυνάμεων που
λειτουργούν συμφώνα με ένα μοντέλο κύρους και ιεραρχίας. Ο μηχανισμός αυτός
επιτρέπει τη διασφάλιση της πρωτοκαθεδρίας μίας δύναμης, ενός ρεύματος πάνω σε
όλα τα άλλα. Αυτή η σχέση δυνάμεων μπορεί να αλλάξει κατεύθυνση, να
ανασυντεθεί. Ποια είναι η εξήγηση; Οι κοινωνικό μηχανισμοί δεν χρησιμοποιούν
ακίνητα γρανάζια αλλά στοιχεία (μονάδες) εξοπλισμένες με δυνάμεις.110 Αυτό
σημαίνει ότι το πολιτικό φαινόμενο είναι ασταθές και μεταβαλλόμενο αλλά και
εξελισσόμενο και θετικότητα ως στιγμή πραγμάτωσης του δυναμικού των μονάδων.

108
Tarde Gabriel, L’opinion et la foule , PUF, 1989, σ. 122
109
Autin Gauthier, Gabriel Tarde ou le resorts phsychologiques de la guerre, Multitudes,mise en line
25 Fevrier 2005
110
Για τον Tarde κάθε μονάδα είναι ενεργή και έχει πολλαπλές τάσεις. Στη Μοναδολογία αναπτύσσει
το μοντέλο όπου το σώμα είναι μια μηχανή φτιαγμένη από μηχανές η οποία υποτάσσει τη δραστηριότη
-τητα των υποδεέστερων στοιχείων σε μια κυρίαρχη μονάδα, αυτή η ιεραρχία ανασυντίθεται διαρκώς
χάρις τις διασταυρώσεις των μονάδων.

57
ii. Ατομικότητα και δημοκρατία

Ο Tarde φοβάται ότι οι σύγχρονες δημοκρατίες, στην προσπάθεια τους για την
τυποποίηση των δικαιωμάτων ακυρώνουν την κριτική ικανότητα των ατόμων
εξαιτίας της επιβολής μιας μαζικής κουλτούρας. Οι διανοούμενοι πρέπει, επομένως,
να παρεμβαίνουν για τη διασφάλιση των συνθηκών παραγωγής του κοινωνικού (της
διαφοροποίησης της επινόησης και του δημιουργικού πνεύματος της αντίθεσης). Η
ατομική σκέψη μέσα από τη δι-ατομική ψυχολογία οδηγείται στο σχηματισμό μιας
έννοια της ιδιότητας του πολίτη, ο οποίος συμμετέχει ορθολογικά, κριτικά και
δημιουργικά στη δημοκρατία. Ο Tarde πιστεύει στην αποτελεσματικότητα της δια-
πνευματικής επικοινωνίας, στη δημιουργική δύναμη της διαφοράς, στη διαλεκτική
παρέμβαση, στη μίμηση και στην αντίθεση. Μια δημοκρατία πρέπει να αναγνωρίζει
το δικαίωμα της καινοτομίας, της κριτικής και της διαφοροποίησης που
μεταμορφώνει μια επινόηση από ατομική σε επινόηση του κοινού. Η σκέψη των
διανοούμενων πάντοτε απαρέγκλιτα οδηγεί σε ανταλλαγή πληροφοριών και
ερεθισμάτων. Οι ανταλλαγές αυτές (κοινωνική επικοινωνία) λαμβάνουν χώρα σε
δημόσιους χώρους fora, μέσω της μετατροπής της μονομερούς επικοινωνίας
(ατομικής και ψυχολογικής) σε αμοιβαία σχέση (κοινωνική και δια-ψυχολογική),
μέσα από τη διαλεκτική αλληλεπίδραση της επινόησης, της μίμησης και της
αντίθεσης. Η ύπαρξη των κοινωνικών δεσμών δεν ακυρώνει μια επινόηση, αντίθετα
αποτελεί συνθήκη απαραίτητη για την ύπαρξη και τη διάδοση της.
Η υπόθεση Dreyfus καταδεικνύει το ρόλο του «ανεξάρτητου» διανοούμενου ως την
ασφαλιστική δικλείδα ενάντια σε συλλογικές εμμονές και αντικείμενα μίσους.
Αποκρυστάλλωσε επίσης την εικόνα των «διανοούμενων» ως αυτόνομης ομάδας, ως
«…φακού που συλλαμβάνει τον κοινωνικό κόσμο και ως μιας διακριτής πολιτικής
κατηγορίας». Μέσα από επίσημες αιτήσεις, συλλογή υπογραφών, ενώσεις και
συλλόγους η δέσμευση της πνευματικής κοινότητας αποτυπώνει μια κατάσταση όπου
οι πρακτικές της γνώσης θέτουν το πρόβλημα της κοινωνικής ευθύνη και της
πολιτικής συνείδησης.111
Για τον Tarde η λύση στον κίνδυνο της καταστροφής και της ισοπέδωσης της
μαζικής δημοκρατίας είναι η επιβίωση των διανοούμενων που λειτουργούν ως

111
Για το ρόλο των διανοούμενων ο Tarde έχει απαντήσει σε ερώτηση που υποβλήθηκε από τη Revue
Bleue για το καθήκον των πνευματικών ελίτ απέναντι στη δημοκρατία. Revue Bleue, 21, 28 4 Juin
1904

58
ανάχωμα και ως nexus παραγωγής διαφοράς. «Αυτό που θα διαφυλάξει από την
καταστροφή και τη δημοκρατική ισοπέδωση τα πνευματικά και καλλιτεχνικά
κομμάτια της ανθρωπότητας, δεν θα είναι φοβάμαι, η ευγνωμοσύνη που ο κόσμος
τους χρωστά […] Τι θα είναι λοιπόν;…Θα ήθελα να πιστεύω πως θα είναι η δύναμη
αντίστασης τους».112
O Tarde ορίζει ως υποχρέωση του διανοούμενου την αντίσταση (αντίθεση) και την
παραγωγή διαφοράς, τη διαρκή προσπάθεια για επινόηση. Αλλά ίσως η εικόνα του
διανοούμενου που σκιαγραφεί να μην αφορά μόνο μια συγκεκριμένη ομάδα
ανθρώπων αλλά όλους μας. «Θα συλλαμβάναμε την πραγματική ισότητα η οποία
καθόλου δεν θεμελιώνεται στην ισοπέδωση των συνθηκών και στην εξαφάνιση των
ατομικών χαρακτήρων αλλά-όπως στον κόσμο των καλλιτεχνών, όπου δεν υπάρχουν
παραταγμένες σειρές αλλά τόποι διαφορετικοί – πάνω στην ετερογένεια των
ταλέντων».113
Ίσως η απάντηση στο ερώτημα για τον ορισμό της έννοιας του πολίτη στη
δημοκρατία σήμερα να βρίσκεται όχι στο υποκείμενο του δικαίου ούτε στο
υποκείμενο της παραγωγής που παράγουν αποκλεισμούς και υποδούλωση αλλά στον
άνθρωπο παραγωγό διαφοράς.

112
Tarde Gabriel, L’opinion et la foule PUF, 1989, σ. 71
113
Tarde Gabriel, Essais et Melanges sociologiques, La variation universele, Paris, 1990, σ.402

59
8. Πολιτική Οικονομία: επιθυμία και πίστη

Το κοινωνικό φαινόμενο, η ανθρώπινη κοινωνία δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς την


έννοια της παραγωγής. Όλος ο δέκατος ένατος και ο εικοστός αιώνας μονότονα
επαναλαμβάνουν πως η παραγωγή συνδέεται με την οικονομία και δεν μπορεί να
υπάρξει πολιτική χωρίς οικονομία. Αλλά και η οικονομία χρειάζεται την επιστήμη της
και έτσι γεννιέται η επιστήμη της πολιτικής οικονομίας.
Η πολιτική οικονομία του Gabriel Tarde δεν είναι πολιτική οικονομία με την
κλασσική έννοια του όρου ούτε κατ’ όνομα ούτε και στην ουσία της. Ο ίδιος κάνει
λόγο για οικονομική ψυχολογία και αναλύει τις αρχές και τα λειτουργία της στο έργο
του «Psychologie Economique» 1902.
Το ερώτημα που θέτει ο Tarde είναι εξαιρετικά απλό. Σε τι αντιστοιχεί η εκπληκτική
αντίληψη της πολιτικής οικονομίας η οποία αναδύθηκε το δέκατο όγδοο αιώνα και
της οποίας η σημασία δεν έχει πάψει να αυξάνει τους επόμενους αιώνες; Για τον
Tarde οι ιδέες καθοδηγούν τον κόσμο, και ειδικότερα οι ιδέες που οι οικονομολόγοι
παράγουν από την ίδια την ύλη της επιστήμης τους. Σε ποια παράξενη ιδέα της
επιστήμης και της πολιτικής ανταποκρίνεται η πολιτική οικονομία ; Γιατί πρόκειται
πράγματι για ιδέες, για γνώμες, για επιχειρήματα που καταρχήν ανατρέπουν την
υπάρχουσα θεωρία, καθώς για τον Tarde η υπερδομή καθορίζει « πρώτη και
τελευταία» τις υποδομές, οι οποίες δεν υπάρχουν καθόλου καθώς τα πάντα είναι οι
μονάδες και οι σχέσεις τους.
Ο Tarde δεν κάνει πολιτική οικονομία με την κλασσική έννοια του όρου αλλά μάλλον
οικονομική ανθρωπολογία. Για να καταλάβουμε την οικονομική του ανθρωπολογία
πρέπει να δεχτούμε εξ αρχής μια πλήρη αναστροφή των συνηθειών μας. Τίποτα στην
οικονομία δεν είναι αντικειμενικό, όλα είναι υποκειμενικά, ή καλύτερα δι-
υποκειμενικά και «[…]αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που μπορούμε να την (οικονομία)
καταστήσουμε ποσοτική και επιστημονική […]».114Για να ποσοτικοποιήσουμε την
οικονομία πρέπει να την αναποδογυρίσουμε πλήρως μέσα στην δι-υποκειμενικότητα.
Παραδόξως αυτός είναι, για τον Tarde, ο τρόπος για να την καταστήσουμε
επιστημονική.
Την εποχή που γράφει ο Tarde η οικονομία είναι μια σειρά από άγριες και καθόλου
ορθολογικές δραστηριότητες και μάχες: η πάλη των τάξεων, η πρώτη μεγάλη
114
Latour Bruno, Lepinay Vincent A, L’ economie science des interets passionnes, La Decouverte,
Paris, 2008, σ.17

60
παγκοσμιοποίηση, μαζική μετανάστευση σε παγκόσμια κλίμακα, οι μεγάλες
παγκόσμιες εκθέσεις όπου τα κράτη επιδίδονται σε ξέφρενο αγώνα επίδειξης των
εφευρέσεων, ο αποικιοκρατικός ανταγωνισμός και η γέννηση των αποικιακών
αυτοκρατοριών. Είναι, παρά τους τίτλους των εφημερίδων και τις υποσχέσεις των
διανοούμενων, μια εποχή παθών και όχι η εποχή έλευσης του ορθού λόγου.
«Θα έλεγε κανείς ότι η πρόοδος της λογικής, η οποία υποτίθεται ότι συντροφεύει την
πρόοδο του πολιτισμού, έχει ως σκοπό να πραγματοποιήσει σιγά σιγά την αφαίρεση
που φαντάστηκαν οι οικονομολόγοι και να απογυμνώσει τον πραγματικό άνθρωπο
από όλα τα κίνητρα δράσης του, εκτός από το κίνητρο του προσωπικού συμφέροντος;
Αλλά τίποτα δεν επιτρέπει αυτή την υπόθεση και δεν υπάρχει ούτε μια πλευρά της
κοινωνικής ζωής όπου δεν βλέπουμε το πάθος να αυξάνεται την ίδια στιγμή με τη
νοημοσύνη. […] ¨Έτσι είναι στον οικονομικό κόσμο και πουθενά, ούτε καν εδώ, δεν
διακρίνω ίχνος μιας μεταμόρφωσης που να ψύχει, κατά μία έννοια, τον άνθρωπο σε
ον σταδιακά λιγότερο παθιασμένο και περισσότερο λογικό[…]».115
Αντίθετα πρόκειται για μια εποχή «[… ] παθών πρωτοφανούς έντασης, φιλοδοξιών,
θαυμαστών κατακτήσεων, με ένα είδος νέας θρησκείας το σοσιαλισμό και με έναν
προσυλητιστικό ζήλο άγνωστο από την εποχή της πρώιμης Εκκλησίας. Να λοιπόν τα
συμφέροντα, τα παθιασμένα συμφέροντα, τα οποία πρέπει να συντονίσουμε μεταξύ
τους αλλά και με τα εξίσου παθιασμένα συμφέροντα των συνασπισμένων
εκκατομυριούχων καπιταλιστών, τα οποία δεν είναι λιγότερο χρωματισμένα από την
ελπίδα της νίκης, από την υπεροψία της ζωής, από η δίψα της εξουσίας».116
Για τον Tarde το λάθος της πολιτικής οικονομίας είναι ότι προσπαθεί να εκλογικεύσει
και να εξηγήσει την οικονομία με επιστημονικούς νόμους κατασκευάζοντας μια
οικονομική λογική ενώ όλη η οικονομία είναι μη-λογική καθώς η οικονομία
παράγεται από τη διασταύρωση, τη σύγκρουση και την ανάπτυξη των παθών.
«Συλλαμβάνοντας τον homo aeconomicus (sic) οι οικονομολόγοι έκαναν μια διπλή
αφαίρεση. Είναι, καταρχήν, εξαιρετικά καταχρηστικό να έχουν συλλάβει έναν
άνθρωπο χωρίς τίποτα το ανθρώπινο στην καρδιά, και επιπλέον είναι κάτι άλλο να
αναπαριστάνεις αυτό το άτομο ως διαχωρισμένο από κάθε ομάδα, οργάνωση, σέκτα,
κόμμα ή συλλογικότητα.[…] Ποτέ σε καμιά εποχή της ιστορίας ένας παραγωγός και
ένας καταναλωτής, ένας πωλητής και ένας αγοραστής δεν βρισκόταν ο ένας ενώπιον

115
Tadre Gabriel La Psychologie Economique, τόμος 1 σ. 115
116
Ό.π., σ. 16

61
του άλλου χωρίς κατ’ αρχήν να έχουν ενωθεί ο ένας με τον άλλο με κάποιο είδος
σχέσης εντελώς αισθηματικής […] και κατά δεύτερον χωρίς να συνοδεύονται και οι
δύο από μια αόρατη ακολουθία συνεργατών, φίλων, πιστών με κοινή πίστη, των
οποίων η σκέψη τους βάρυνε κατά τη διάρκεια της συζήτησης για την τιμή ή για το
μισθό και τελικά επιβλήθηκε συχνά εις βάρος των αυστηρά ατομικών τους
συμφερόντων».117
Ο Tarde αρνείται τον κεντρικό ρόλο της «θλιβερής» εργασίας. Ασχολείται εξίσου με
τις αυξομειώσεις στην τιμή του ψωμιού όσο και με αυτές του γοήτρου των
εκλεγμένων πολιτικών που θα καταμετρώνται με όργανα τα οποία αποκαλεί
«δοξομετρητές» (gloriometres). Παίρνει ως τυπικό παράδειγμα της παραγωγής όχι,
όπως όλος ο κόσμος, το εργοστάσιο βελονιών αλλά την βιομηχανία του βιβλίου και
ενδιαφέρεται εξίσου και για την διάχυση των ιδεών που περιέχουν οι σελίδες όσο και
για τα ίδια τα βιβλία. Αντιμετωπίζει το ερώτημα της βιο-εξουσίας σαν να ήταν ήδη
σύμπλοκες η οικονομία και η οικολογία. Περνά χωρίς διακοπή από το Δαρβίνο, το
Marx και τον Adam Smith στον Cournot, χωρίς να πιστέψει ούτε για μια στιγμή στις
συνήθεις διακρίσεις της πολιτικής οικονομίας. Ενδιαφέρεται εξίσου για την
πολυτέλεια, τις μόδες, την κατανάλωση, την ποιότητα, τις απολαύσεις αλλά και τη
στρατιωτική βιομηχανία και την αποικιοποίηση. Δεν παύει να αναζητά τα
παραδείγματα του στην αγορά τέχνης, στη διάχυση των φιλοσοφικών ιδεών, στην
ηθική, στο δίκαιο, ως παράγοντες παραγωγής πλούτου. Αναγάγει την επιστήμη, την
επινόηση, τους εφευρέτες, την ίδια την τεμπελιά σε θεμέλιο της οικονομικής
δραστηριότητας.118
Ο Tarde ξεκινά από τον ορισμό της αξίας. Αλλά ήδη εδώ έχουμε την πρώτη ρωγμή ή
μάλλον το πρώτο ρήγμα γιατί η αξία, για τον Τarde, είναι μια διάσταση κατ΄ εξοχήν
ψυχολογική η οποία εξαρτάται από την πίστη και την επιθυμία. Μπορεί να
ποσοτικοποιηθεί εφόσον κατέχει μια δεδομένη ένταση. Η έννοια της αξίας εκτείνεται
σε όλες τις αξιολογήσεις πίστης και επιθυμίας: «Κάθε αφημένη ποσότητα διαιρείται
σε τρεις μεγάλες κατηγορίες, οι οποίες είναι οι αρχικές και κεφαλαιώδεις έννοιες τη
συλλογικής ζωής: η αξία-αλήθεια, η αξία-χρησιμότητα και η αξία-ομορφιά».119 Με

117
Tadre Gabriel La Psychologie Economique, τόμος 1 σ. 111-116
118
Latour Bruno, Lepinay Vincent A, L’ economie science des interets passionnes, La Decouverte,
Paris, 2008, σ. 10-11
119
Tadre Gabriel La Psychologie Economique, τόμος 1 σ. 63

62
άλλα λόγια η οικονομική ψυχολογία είναι μια θεωρία δημιουργίας και θέσμισης των
αξιών ενώ η πολιτική οικονομία και ο μαρξισμός είναι θεωρίες μέτρησης της αξίας.120
Η οικονομική ψυχολογία του Tarde προτείνει έναν νέο ορισμό των κοινωνικών
δυνάμεων, των μορφών συνεργασίας και συντονισμού τους ο οποίος αμφισβητεί
ευθέως την έννοια της «διάκρισης της εργασίας». Στο τέλος του δέκατου ένατου
αιώνα, στη σφαίρα του κοινωνικού στοχασμού γίνεται μια εξαιρετικά έντονη
συζήτηση σχετικά με τη έννοια της συνεργασίας η οποία πολύ γρήγορα ξεπερνά τα
όρια του αυστηρά οικονομικού ορισμού της αξίας που καθορίζεται από την πολιτική
οικονομία, εξετάζοντας το θέμα της γενεαλογίας και της θέσμισης των αξιών γενικά
και όχι αποκλειστικά από την πλευρά της «οικονομικής αξίας».
H βάση της συνεργασίας των νεωτερικών κοινωνιών δεν βρίσκεται ούτε στην
εργασία, ούτε στο κεφάλαιο, ούτε στη χρηστικότητα, αλλά στη δραστηριότητα του
πνεύματος, της ψυχής ή της μνήμης από όπου ξεκινά η εθελούσια δράση (επιθυμία),
η διανοητική δράση (πίστη) και η θυμική δράση (αισθήματα).
Ο Tarde αναγάγει την ανθρώπινη δύναμη δημιουργίας, όταν οι άνθρωποι συν-
παράγουν συνθέτοντας τις διαφορές τους σύμφωνα με μια λογική εγγενή στην
ενσυναίσθητη συνεργασία τους, σε θεμέλιο λίθο της «οικονομική ψυχολογίας» του.
Διερωτάται για τις συνθήκες που επιτρέπουν την παραγωγή, την παραγωγή του
καινούργιου, όχι ως μιας ενέργειας του κόσμου αλλά ως ανάδυση καινούργιων
σχέσεων, κοινωνικών, οικονομικών και αισθητικών.
Η οικονομική ψυχολογία προϋποθέτει την αυτόνομη συνεργασία και την
αλληλεξάρτηση των ανθρώπων που συν-παράγουν συνθέτοντας τις διαφορές τους. Ο
Tarde εξετάζει τις συνθήκες της παραγωγής του καινούργιου τις οποίες εντοπίζει
στην «συνεργασία μεταξύ εγκεφάλων». Οι εγκέφαλοι επιδρούν ο ένας στον άλλο με
τις επιθυμίες, τις πίστεις. Ο Tarde αναγάγει την «παραγωγή των γνώσεων» στην
πραγματική παραγωγή των μοντέρνων κοινωνιών, η οποία καταλήγει σε μια
οικονομία της κυκλοφορίας, των ροών της επιθυμίας και της πίστης. Η επιστήμη της
πολιτικής οικονομίας δεν είναι μια θεωρία της παραγωγής αλλά μια θεωρία της
αναπαραγωγής.121
Η θέσμιση των αξιών δεν εξηγείται στον Tarde, όπως στην κλασσική οικονομία και
στο Marx, μέσω της εργασίας και της παραγωγής αλλά με τη διαμεσολάβηση της

120
Lazzarato Maurizio, La Psychologie Εconomique contre l’Economie politique, Multitudes, No 7
Dec 2001, σ.4
121
Ό.π., σ.1

63
επινόησης και της μίμησης, με τη δημιουργία των δυνατών (συμβάντων) και την
εκπλήρωση τους.
Οι επινοήσεις (από τις πιο μικρές ως τις πιο μεγάλες) είναι συμβάντα τα οποία από
μόνα τους δεν έχουν καμιά αξία αλλά τα οποία δημιουργώντας το καινούργιο δυνατό,
αποτελούν αναγκαία συνθήκη για κάθε αξία. Η επινόηση είναι μια συνεργασία, μια
ένωση μεταξύ ρευμάτων πίστης και επιθυμίας, τα οποία διευθετεί κατά τρόπο
καινούργιο. Η επινόηση είναι επίσης μια δύναμη συστατική, γιατί συνδυάζοντας,
διευθετώντας, καθιστά δυνατή τη συνάντηση των δυνάμεων που θα εκφράσουν μια
νέα δύναμη, μια νέα σύνθεση, προκαλώντας την εμφάνιση και συνεπώς
ενεργοποιώντας τις δυνάμεις οι οποίες ήταν απλά δυνητικές.122
Η επινόηση παράγεται από τη «συνεργασία φυσική ή τυχαία» πολλών συνειδήσεων
εν κινήσει, είναι δηλαδή, σύμφωνα με τον Tarde, προϊόν μιας πολύ-συνείδησης.123Η
επινόηση ως συμβάν συνάντησης, συνδυασμός, αλληλεπίδραση, διαδικασία
παραγωγής ενός υβριδίου περιλαμβάνει μια επιπλέον διάσταση από τη δράση
κοινωνική ή συλλογική. Γιατί αν και η επινόηση είναι πάντα μια συνεργασία, μια
συν-λειτουργία, είναι ταυτόχρονα κα μια δράση η οποία αναστέλλει στο υποκείμενο
και στην κοινωνία το δομημένο, τη συνήθεια, την ατομικότητα. Η επινόηση είναι μια
διαδικασία δημιουργίας διαφοράς η οποία θέτει υπό αίρεση κάθε φορά το ον και την
ατομικότητα του. Κάθε επινόηση είναι μια ρήξη με τις νόρμες, τους κανόνες, τις
συνήθειες που καθορίζουν το άτομο και την κοινωνία. Η επινόηση είναι μια πράξη η
οποία θέτει αυτόν που την επιτυγχάνει εκτός ιστορικού χρόνου και τον κάνει να
εισέρχεται στη χρονικότητα του συμβάντος.124
Χωρίς επινόηση δεν θα υπήρχε εργασία ούτε διαχωρισμένη ούτε ενιαία, παρατηρεί ο
Tarde. Ο Μarx επιβεβαιώνει ότι ειδικά στην καπιταλιστική διαδικασία παραγωγής η
κύρια παραγωγική δύναμη βρίσκεται στην επιστήμη. Αλλά είναι άσκοπο να
αναζητούμε σε αυτόν, έναν «τρόπο παραγωγής» της επιστήμης, ή πιο γενικά έναν
τρόπο της γνώσης. Ακόμα και ο Schumpeter ο οποίος ορίζει την καινοτομία ως

122
Lazzarato Maurizio, Les Revolutions du Capitalisme, Les Empecheurs de penser en rond/Le Seuil,
2004, σ. 43
123
Η πολυ-συνείδηση λειτουργεί αθροιστικά και δεν αναιρεί την ουσιαστική πρωτοκαθεδρία της
ατομικής συνέιδησης.
124
Ό.π., σ. 45

64
κίνητρο της συσσώρευσης και της ανάπτυξης αποκλείει κατηγορηματικά την
καινοτομία καθαυτή ως αντικείμενο της οικονομικής επιστήμης.
Αυτό που κάνει τον Tarde τόσο σύγχρονο είναι ακριβώς το γεγονός ότι αναγνώρισε
ως απαραίτητη συνθήκη της νεωτερικότητας την παραγωγή των γνώσεων. Η
επιστήμη στον Tarde χρησιμεύει ως εργαστήριο για την ανάλυση και την
παρατήρηση της λειτουργίας της επινόησης (διαφορά) και της μίμησης (επανάληψη)
ως συστατικών δυνάμεων των συνηθειών και των εθίμων. Μέσα στην επιστήμη
βλέπουμε ξεκάθαρα το πώς «είναι φτιαγμένες οι κοινωνικές πραγματικότητες»
ξεκινώντας από ένα «σύννεφο μικρών ανακαλύψεων».
Στην επιστήμη η θέσμιση των αξιών δεν παράγεται από ένα μηχανισμό απρόσωπο και
αυτόματο όπως υποθέτουν όλες οι οικονομικές θεωρίες της αξίας, αλλά μέσα από την
κοινότητα των επιστημόνων, μέσα από την κοινή γνώμη των ανθρώπων που
συμμετέχουν στην επεξεργασία της. Σύμφωνα με τον Tarde μια επινόηση
(επιστημονική ή άλλη) η οποία δεν γίνεται αντικείμενο μίμησης δεν υπάρχει
κοινωνικά. Για να γίνει μια επινόηση αντικείμενο μίμησης πρέπει πρώτα να συλλάβει
την προσοχή, να ασκήσει τη δύναμη της ως «πνευματική έλξη» στους άλλους
εγκέφαλους, πρέπει να ενεργοποιήσει τις «επιθυμίες» τους και τις «πίστεις» τους με
μια διαδικασία κοινωνικής επικοινωνίας. Πρέπει λοιπόν να έρθει αντιμέτωπη, να
προσαρμοστεί, να αντιμετωπίσει τις συνήθειες και τα έθιμα και την «παράδοση» που
υπάρχουν. Η τροποποίηση μιας «ψυχολογικής διαφοράς» (επινόηση) σε «κοινωνική
ποσότητα» δεν γίνεται μόνο με την δύναμη του γεγονότος που εκπροσωπεί αλλά
επίσης και με την ικανότητα να ανταποκρίνεται ή να γεννάει ανταπόκριση στην
κοινωνία.125
Ο Tarde συλλαμβάνει μια θεματική που διαπερνά όλο το έργο του. Είναι η δύναμη
θέσμισης του κοινού την οποία η μαρξιστική θεωρία και η πολιτική οικονομία
παραγνωρίζουν εντελώς. Καταρχήν η αξία είναι μια ιδιότητα την οποία αποδίδουμε
στα πράγματα. Αλλά αυτή η ιδιότητα δεν είναι μια προτίμηση ατομική, είναι μια
κρίση συλλογική, μια ιδέα κοινή και μια επιθυμία συλλογική την οποία μοιράζονται
πολλά άτομα, δηλαδή τη μοιράζεται ένα κοινό. Η αξία και το μέτρο είναι κοινωνικά
φαινόμενα. Η κοινωνική αξία προηγείται της ατομικής γιατί προηγείται η σύλληψη
της κοινωνικής αξίας και έπεται η ατομική της.

125
Lazzarato Maurizio, La Psychologie Εconomique contre l’Economie politique, Multitudes, No 7
Dec 2001, σ.5

65
Εδώ η παραγωγή του καινούργιου δείχνει ακόμα πιο καθαρό ότι η κοινωνική της
θέσμιση, δηλαδή η υποδοχή και η αποδοχή της από το κοινό, συνδέεται με μια
συμφωνία- διαμάχη ανάμεσα σε τουλάχιστον δύο «γνώμες». Αυτή η διαδικασία
συναίνεσης δεν είναι μόνο ψυχολογική αλλά και κοινωνιολογική μιας και καθορίζει
μια νέα κυκλοφορία, μια νέα επικοινωνία μεταξύ εγκεφάλων. Ο Tarde δεν παύει να
επιμένει στο γεγονός ότι η επινόηση δεν είναι μόνο διαφορά αλλά επίσης και
επανάληψη, διάχυση, δύναμη ικανή να κινητοποιήσει τις επιθυμίες και τις πίστεις, να
καθορίσει τις νέες συνθήκες σύνθεσης και διαμεσολάβησης των ψυχολογικών
δυνάμεων με τη συγκατάθεση «consensus» ή με την μονόπλευρη επιβολή. Συνεπώς η
επιβεβαίωση μιας επινόησης είναι επίσης ζήτημα κοινής γνώμης, οικειοποίησης
μονομερούς ή αμοιβαίας μεταξύ εγκεφάλων. Στη θεωρία του Tarde δεν υπάρχει
διαχωρισμός αλλά συνεργία μεταξύ της επιστήμης και της κοινής γνώμης, μεταξύ της
επιστήμης και της δύναμης, μεταξύ της επιστήμης και της οικονομίας.
Το κοινό, «η κοινωνικής ομάδα του μέλλοντος», δεν υποκαθιστά τoυς διαχωρισμούς
σε κοινωνικές τάξεις και ομάδες, αλλά επενεργεί κάνοντας τις πιο κινητικές και πιο
μεταβαλλόμενες, πηγές δημιουργίας. Συμφώνα με το Lazzarato η οικονομική
ψυχολογία είναι «η πρώτη θεωρία της παραγωγής των αξιών η οποία ενσωματώνει τα
ΜΜΕ ως θεμελιώδη μηχανισμό».126
Η αξία και το μέτρο της δεν μπορούν να οριστούν ανεξάρτητα από την κοινή γνώμη,
δηλαδή ανεξάρτητα από το συσχετισμό που μπορεί να μεταμορφώνει τις ατομικές
πίστεις σε συλλογικές μέσω των μηχανισμών των ΜΜΕ. Ο Tarde ανάγει την κοινή
γνώμη σε γενικό μηχανισμό κατασκευής του κοινωνικού και του οικονομικού πεδίου.
Οι επιθυμίες και οι πίστεις δεν μένουν ποτέ σε κοινωνική αδράνεια αλλά επενεργούν
η μια στην άλλη. Η μορφή με την οποία οι δυνάμεις αυτές αντιτίθενται ή
προσαρμόζονται είναι η κοινή γνώμη. Στους οικονομικούς παράγοντες λειτουργεί
μια διαρκής και αόρατη «..ανταλλαγή πειθούς και διέγερσης, μέσω της συζήτησης,
μέσω των εφημερίδων, με το παράδειγμα, η οποία προηγείται των εμπορικών
συναλλαγών, συχνά τις καθιστά δυνατές και συνεισφέρει πάντοτε στη ρύθμιση των
συνθηκών τους».
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της λειτουργίας της οικονομικής ψυχολογίας είναι
το Χρηματιστήριο όπου η κοινή γνώμη λειτουργεί ως παραγωγός αξιών. Ήδη στα

126
Lazzarato Maurizio, La Psychologie Εconomique contre l’Economie politique, Multitudes, No 7
Dec 2001, σ.5

66
τέλη του δέκατου ένατου αιώνα ο Tarde περιγράφει το Χρηματιστήριο127 ως
εργαστήριο κοινωνικής ψυχολογίας. Η οικονομική προσφορά στο χρηματιστήριο
προϋποθέτει τη μεταμόρφωση των ατομικών κρίσεων σε συλλογικές κρίσεις.
Σύμφωνα με τον Tarde ο καθορισμός μιας αξίας και μιας αξιολόγησης γίνονται μέσω
της κοινής γνώμης, της οποίας οι πιο σημαντικοί παράγοντες είναι ο Τύπος και η
συνομιλία.128 «Αυτό που ο Sainte-Beuve είπε για την ευφυΐα, ότι η ευφυΐα είναι ένας
βασιλιάς που δημιουργεί το λαό του, είναι προπαντός αλήθεια για τον μεγάλο
δημοσιογράφο. Πόσους δημοσιογράφους βλέπουμε να δημιουργούν το κοινό τους!
Στην πραγματικότητα, για να αφυπνίσει ο Edouard Drumont τον αντισημιτισμό
έπρεπε η προσπάθεια υποκίνησης του να ανταποκρίνεται σε μα συγκεκριμένη
κατάσταση του πνεύματος διάχυτη στον πληθυσμό. Αλλά όσο δεν υψωνόταν μια
φωνή, που θα παρείχε κοινή έκφραση σε αυτή την κατάσταση του πνεύματος,
παρέμενε αυστηρά ατομική, ελάχιστα έντονη και ακόμα λιγότερο μεταδοτική, μη
έχοντας συνείδηση του εαυτού της. Αυτός ο οποίος την εξέφρασε, τη δημιούργησε ως
δύναμη συλλογική, τεχνητή έστω, αλλά παρόλα αυτά πραγματική».129
Η κοινή γνώμη πρέπει όπως κάθε κοινωνική ποσότητα να γίνεται κατανοητή ως
αλληλεπίδραση και οικειοποίηση των εγκεφάλων (των μονάδων) οι οποίοι
σχετίζονται μεταξύ τους με σχέση υποκινητή-υποκινούμενου. Η κοινή γνώμη δεν
είναι ποτέ μια απλή διαδικασία, ένας μηχανισμός απρόσωπος, ένα συστημικό
παιχνίδι καθρεφτών, όπως θα το ήθελαν οι οικονομολόγοι της σχολής της ρύθμισης.
Όταν λέμε κοινή γνώμη στην πραγματικότητα υπάρχουν πάντα τουλάχιστον δύο
γνώμες, δηλαδή υπάρχουν πάντα δυνάμεις, μονάδες που αντιτίθενται ή συμφωνούν με
βάση σχέσεις μονομερείς ή αμοιβαίες.130
Η δύναμη να επενεργεί κανείς στην κοινή γνώμη αυξάνει στο βαθμό που η κοινωνία
προικίζεται με νέες τεχνολογίες σχεσιακές, στο βαθμό που οι μηχανές έκφρασης

127
Οι ομοιότητες στη λειτουργία των χρηματιστηρίων και των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στα
τέλη του δέκατου ένατου και στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα είναι ένα ενδιαφέρον μάθημα της
ιστορίας για τις πορείες των ρευμάτων πίστης και επιθυμίας
128
Lazzarato Maurizio, Les Revolutions du Capitalisme, Les Empecheurs de penser en rond/Le Seuil,
2004, σ. 112
129
Tarde Gabriel, L’ Opinion et la foule, PUF, 1989, σ 40-41
130
Lazzarato Maurizio, Les Revolutions du Capitalisme, Les Empecheurs de penser en rond/Le Seuil,
2004, σ. 112

67
αναπτύσσονται. «Μοιάζει να μεγαλώνει μαζί με τα μέσα δράσης, τύπο, τηλέγραφο,
τηλέφωνο, τα οποία η πρόοδος του πολιτισμού δανείζει σε άτομα με επιρροή».131
Από το τέλος του δέκατου ένατου αιώνα η δύναμη των μηχανών έκφρασης
πολλαπλασιάστηκε μέσω των τεχνολογικών δυνατοτήτων της αναπαραγωγής της εξ
αποστάσεως δράσης ( ραδιόφωνο, τηλέφωνο, τηλεόραση, διαδίκτυο). Τα δίκτυα και
τα ρεύματα συνεργασίας μεταξύ εγκεφάλων, και οι δυνάμεις της ζωή που τα
συντηρούν ( η μνήμη και το conatus της, η προσοχή) έχουν διπλασιαστεί με δίκτυα,
με ρεύματα και μνήμες τεχνητές. Η συν-δημιουργία και η συν-εκπλήρωση της
συνεργασίας ενεργοποιούνται, δομούνται και ελέγχονται από μια δύναμη
διαμεσολάβησης αποσύνδεσης και συνεργασίας, η οποία εμπλέκει ταυτόχρονα
δυνάμεις ανθρώπινες και αντι-ανθρώπινες.
Στην πραγματικότητα καταναλώνουμε κάτι περισσότερο από απλά αγαθά,
καταναλώνουμε «μορφές-τρόπους ζωής» - και ακόμη κι αν λάβουμε υπόψη τους
πληθυσμούς τους πιο στερημένους, αυτή η τάση δεν είναι λιγότερο αυξανομένη.
Μέσων των ροών εικόνας, πληροφοριών, γνώσεων και υπηρεσιών στις οποίες έχουμε
μόνιμη πρόσβαση,απορροφούμε τρόπους ζωής και νοηματατοδοτήσεις της ζωής,
καταναλώνουμε τόνους υποκειμενικότητας.
Αρκεί να ανοίξουμε την τηλεόραση ή το ραδιόφωνο, να περιπλανηθούμε στην πόλη,
να αγοράσουμε μια εφημερίδα ή ένα περιοδικό για να καταλάβουμε ότι ο κόσμος
αποτελείται από «διαμεσολαβήσεις αποφάνσεων», από «συστήματα σημείων». Τι
άλλο είναι η διαφήμιση παρά μια παράκληση ή μια εντολή και ταυτόχρονα μια
αξιολόγηση, μια κρίση, μια πίστη που εκφέρονται στον κόσμο. Αυτό που εκφράζεται
δεν είναι μια ιδεολογική αξιολόγηση αλλά μια προτροπή, μια παράκληση να
ενστερνιστούμε ένα τρόπο ντυσίματος, έναν τρόπο φροντίδας του σώματος, έναν
τρόπο να τρώμε, έναν τρόπο να επικοινωνούμε, να κατοικούμε, να μετακινούμαστε,
έναν τρόπο να δούμε την εικόνα του φύλλου, έναν τρόπο ομιλίας κλπ. Όπως κι αν το
ονομάσουμε πολιτιστικό καπιταλισμό, άυλη οικονομία, κοινωνία του θεάματος,
εποχή της βιο-πολιτικής, το γεγονός είναι ότι είδαμε να εγκαθίσταται, κατά τη
διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, ένας νέος τρόπος σχέσης ανάμεσα στο κεφάλαιο
και την υποκειμενικότητα.

131
Lazzarato Maurizio, Les Revolutions du Capitalisme, Les Empecheurs de penser en rond/Le Seuil,
2004., σ.114

68
Αν άλλοτε η συμμετοχή στα δίκτυα νοήματος και ύπαρξης, στους τρόπους ζωής και
στις περιοχές υποκειμενικότητας εξαρτιόταν από κριτήρια εγγενή όπως οι
παραδόσεις, οι τελετουργίες αποδοχής, οι σχέσεις της κοινότητας και της εργασίας, η
θρησκεία, το φύλλο, σήμερα η πρόσβαση σε αυτά τα δίκτυα είναι όλο και πιο
διαμεσολαβημένη από εμπορικές διόδους. Παρατηρούμε λοιπόν ότι το μεγαλύτερο
μέρος του πληθυσμού αποξενώνεται, απαλλοτριώνεται από τα δίκτυα της ζωής μέσω
μηχανισμών των οποίων η εφευρετικότητα και η διαστροφή μοιάζουν χωρίς όρια.132
Η ιδέα που εκθέτει ο Tarde, όπως την ξαναδιαβάζει ο Lazzarato, είναι ότι όλος ο
κόσμος παράγει ασταμάτητα, ακόμα και αυτοί που δεν είναι συνδεδεμένοι με τις
παραγωγικές διαδικασίες. Ο καθένας επινοεί, στην κοινωνική πυκνότητα της πόλης,
στη συζήτηση, στα έθιμα, στη σχόλη – νέες επιθυμίες και νέες πίστεις, νέες ενώσεις
και νέες μορφές συνεργασίας. Η επινόηση δεν είναι προνόμιο των μεγάλων ιδιοφυιών
ούτε μονοπώλιο της βιομηχανίας ή της επιστήμης. Είναι η δύναμη, η εξουσία του
συνηθισμένου ανθρώπου. Κάθε παραλλαγή, όσο μικροσκοπική κι αν είναι, με τη
μετάδοση και τη μίμηση γίνεται κοινωνική ποσότητα και μπορεί έτσι να δώσει χώρο
για άλλες επινοήσεις και νέες μιμήσεις, για νέες ενώσεις και νέες μορφές
συνεργασίας. Σε αυτή την οικονομία του συναισθήματος η υποκειμενικότητα δεν
είναι μια επίδραση ή μια αιθέρια υπερδομή αλλά μια κοινωνική ποσότητα, μια
δύναμη ψυχική και πολιτική.133

132
Pelbart Peter Pal, Pouvoir sur la vie, puissance d la vie, multitudes, no 9 Mai-Juin 2002, σ.27
133
Ό.π., σ.29-30

69
Επίλογος (Ποιος μιλάει; Ποιος επινοεί;)

Γιατί να ξαναδιαβάσουμε σήμερα τον Gabriel Tarde; Ίσως επειδή συλλαμβάνει και
αποτυπώνει τα φαινόμενα της νεωτερικής κοινωνίας όπως τα βιώνουμε σήμερα και οι
απαντήσεις που δίνει μπορούν να φωτίσουν τη δική μας «απορία».
Ο Tarde εξηγεί ότι «η κοινωνική ομάδα του μέλλοντος» δεν είναι ούτε η μάζα, ούτε
η τάξη, ούτε ο πληθυσμός αλλά το «κοινό» ( ή μάλλον τα «κοινά»). Αλλά αυτός ο
νέος τρόπος παραγωγής υποκειμενοποίησης δεν είναι χωρίς προβλήματα.
Ο Tarde συλλαμβάνει, εν τη γένεση τους, τρία φαινόμενα τα οποία πρόκειται να
χαρακτηρίσουν τις κοινωνίες ελέγχου και τη μαζική ανάπτυξη τους κατά το δεύτερο
μισό του εικοστού αιώνα: 1) την ανάδυση της συνεργασίας μεταξύ εγκεφάλων και η
λειτουργία της μέσω δικτύων και ρευμάτων. 2) τη θεαματική ανάπτυξη των
τεχνολογιών δράσης εξ αποστάσεως, οι οποίες διπλασιάζουν και μεγεθύνουν τη
δύναμη της δράσης εξ αποστάσεως των μονάδων, 3) τις αντίστοιχες διαδικασίες
υποκειμενοποιήσης και υποταγής: τη διαμόρφωση των «κοινών».
Οι κοινωνίες ελέγχου γεννούν τις τεχνολογίες τους και τις διαδικασίες
υποκειμενοποίησης, οι οποίες είναι αισθητά διαφορετικές από τις τεχνολογίες και τις
διαδικασίες των κοινωνιών πειθάρχησης. Όχι μόνο η μηχανή έκφρασης ( κοινωνική
και τεχνολογική) δεν μπορεί να αναχθεί στην ιδεολογία όπως θα επιθυμούσε ο
μαρξισμός και η πολιτική οικονομία, αλλά γίνεται όλο και περισσότερο ένα σημείο
στρατηγικό για τον έλεγχο της διαδικασίας θέσμισης του κοινωνικού κόσμου. Μέσω
αυτής της μηχανής πραγματοποιείται το συμβάν μέσα στις ψυχές και εκπληρώνεται
στα σώματα.
Η ενσωμάτωση και η διαφοροποίηση των νέων δυνάμεων, των νέων σχέσεων της
δύναμης πραγματοποιούνται χάρις τους καινούργιου θεσμούς (κοινή γνώμη,
συλλογική αντίληψη και συλλογική ευφυΐα) και με νέες τεχνικές (της δράσης εξ
αποστάσεως). Στις κοινωνίες ελέγχου οι σχέσεις των δυνάμεων εκφράζονται με την
εξ αποστάσεως δράση από ένα πνεύμα σε ένα άλλο, με την ικανότητα να
επηρεάζουμε και να επηρεαζόμαστε από εγκεφάλους, διαμεσολαβημένη και
εμπλουτισμένη από την τεχνολογία. «Τα μηχανικά μέσα που προορίζονται να
μεταφέρουν μακριά και δυνατά τη δράση της υποβολής του υποκινητή (λόγος, γραφή,
τυπογραφία) δεν έχουν πάψει να προοδεύουν».134

70
Ο καπιταλισμός της affectus έχει ήδη θέσει το πρόβλημα της αλλαγής των θεσμών (
επινόηση λέξεων, δικαιωμάτων, νέων τεχνικών έκφρασης και αναπαραγωγής του
συλλογικού συμφέροντος, μετάλλαξη των αξιών που διαρθρώνουν την «ιδιωτική» και
τη «δημόσια» σφαίρα).
Ο θεός και η πολιτική αντλημένοι από την αγία γραφή, η κυριαρχία από το φυσικό
δίκαιο και η γενική θέληση, ο λαός, το προλεταριάτο, η τάξη. Αλλάζουμε λέξεις όταν
δεν έχουν πλέον νόημα ή όταν θέλουμε και νοιώθουμε ότι πρέπει να φύγουμε. Κατά
βάθος, γνωρίζουμε καλά ότι πριν κρίνουμε τα πράγματα η πολιτική αρχίζει με τις
λέξεις. Πες μου ποιες λέξεις χρησιμοποιείς και θα σου πω με ποια πλευρά είσαι.
Υπάρχει σήμερα μια έντονη επιθυμία και μια ανάγκη για αλλαγή των λέξεων, για
επινόηση νέων, για χάραξη άλλων γραμμών διάκρισης.
Ποτέ δεν υπήρχε μια συμφωνία για το περιεχόμενο των λέξεων αλλά σε περιόδους
αναταραχής η διαφωνία πέρα από το περιεχόμενο φτάνει στην εκδίωξη των ίδιων των
λέξεων. Η κρίση πολιτικής γίνεται μια κρίση της κατηγορίας του πολιτικού. (Σαν τη
συγκαιρινή ελληνική πολιτική κρίση που εκδίωξε το πολιτικό και το αντικατέστησε
με όρους από την οικονομία της αγοράς).
Η πολιτική δεν είναι απλά θεωρία ή παρατήρηση, περιέχει πάντα ένα ενεργό στοιχείο
μεταβολής. Η πολιτική δεν μπορεί όμως να οριστεί μόνο ως διαχείριση ( όπως θέλουν
να μας πείσουν) της οικονομίας. Πρόκειται πάντοτε για μια διαδικασία απάντησης σε
ερωτήματα. Η πολιτική είναι απάντηση σε θεμελιώδη ερωτήματα, είναι δράση, είναι
δύναμη μεταμόρφωσης.
Αν στόχος της πολιτικής είναι η μεταμόρφωση των συνθηκών του ανθρώπου και όχι
η ηθική («σεμνά και ταπεινά») ή η οικονομία («διαχείριση»), τότε χρειάζεται να
ξαναδιαβάσουμε τους νόμους της μίμησης και τους τρόπους επινόησης και
λειτουργίας του κοινού. Υπάρχει βέβαια ο κίνδυνος οι νέες επινοήσεις να είναι κενές
λέξεις. Δεν πρόκειται για διαφημιστική καμπάνια για να προσθέσουμε λαμπερά
χαρακτηριστικά στο προϊόν αλλά για την ανάγκη να βρούμε τις λέξεις για να
περιγράψουμε την πραγματικότητα και να την αλλάξουμε. Πρέπει να διεκδικήσουμε
τη μαγεία να σφυρηλατήσουμε τις λέξεις κι όχι απλά να τις απαγγείλλουμε.

134
Lazzarato Maurizio, Les Revolutions du Capitalisme, Les Empecheurs de penser en rond/Le Seuil,
2004, σ.. 74-75

71
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Alliez Eric, Difference et repetition de Gabriel Tarde, multitudes, No 7 Dec 2001

Autin Gauthier, Gabriel Tarde ou le resorts phsychologiques de la guerre, Multitudes,


mise en line 25 Fevrier 2005

Becker Jean-Jacques, L’ opinion publique: Un populisme?, Vigtieme Siecle, Revue d’


histoire, No 56, Numero special Les populisms

Bourdieu Pierre, Κείμενα Κοινωνιολογίας, Εκδόσεις Στάχυ, Αθήνα, 1999

Bourdieu Pierre, Γλώσσα και Συμβολική Εξουσία, Εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα


1999

Bourdieu Pierre, Μικρόκοσμοι τρεις μελέτες πεδίου, Εκδόσεις Δελφίνι, Αθήνα

Champagne Patrick, Η κατασκευή της κοινής γνώμης, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα,2004

Clark Terry N, Gabriel Tarde On communication and social influence, The University
of Chicago Press, 1969

Dion Leon, Democracy as Perceived by public Opinion Analysis Author(s), The


Canadian Journal of Economics and Political Science, vol 28, No4 (Nov 1962)

Δήμου Νίκος, Μάζα ή κοινό; Η κοινή γνώμη στο χώρο της πολιτείας, Εκδόσεις
opera, Αθήνα ,2000

Favre Pierre, Gabriel Tarde et la mauvaise fortune d’ un “bapteme sociologique” de la


science politique, Revue francaise de sociologie, vol 24, No 1 (Jan-Mar, 1983)

Joseph Isaac, Tarde avec Park, Multitudes, No 7 Dec 2001

Karsenti Bruno, Etienne Balibar “La crainte des masses”, multitudes, mise en ligne
septembre 1997

Laborie Pierre, De l’ opinion publique a l’ Imaginaire social, Vigtieme Siecle, Revue


d’histoire, No 18 (Apr-June 1988)

Lazzarato Maurizio, Puissances de l’ Invention , la psychologie economique de


Gabriel Tarde contre l’economie politique, Les empecheurs de penser ronde/Le Seuil,
Paris, 2002

Lazzarato Maurizio, La psychologie economique contre l’Economie politique,


Multitudes, No 7 Dec 2001

Lazzarato Maurizio, Les Revolutions du Capitalisme, Les Empecheurs de penser en


rond/Le Seuil, 2004

72
Latour Bruno, Lepinay Vincent A, L’ economie science des interets passionnes, La
Decouverte, Paris, 2008

Lefebvre Georges, Etudes sur la Revolution francaise, PUF, Paris, 1963

Lubek Ian, Histoire de psychologies socials perdues:le cas de Gabriel Tarde, Revue
francaise de sociology, vol 22, No3 (Jul – Sep1981)

ΜακΚομπς Μαξγουελ- Εινσιντελ Εντνα- Ουιβερ Ντείβιντ, Τα Μέσα Μαζικής


Ενημέρωσης και η διαμόρφωση της κοινής γνώμης, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα

Milet Jean, Gabriel Tarde et la psychologie sociale, Revue francaise de sociology, vol
13, No 4 (Oct – Dec 1972)

Mills Wright C, The power elite, Oxford University Press, 1959

Pelbart Peter Pal, Pouvoir sur la vie, puissance d la vie, multitudes, Νo 9 Mai-Juin
2002

Price Vincent, Κοινή Γνώμη, εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα, 1994

Salmon Louise, Gabriel Tarde and the Dreyfus Affair, Reflections on the engagement
of an intellectual, Champ penal/penal field, Nouvelle revue internationale de
criminology, vol II, mise en ligne le 19 juin 2009,
URL: http://champenal.revues.org/7185

Sennet Richard, Η τυραννία της οικειότητας, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα, 1999

Tarde Gabriel, L’opinion et la foule PUF, Paris,1989

Tarde Gabriel, La Psycologie economique

Tarde Gabriel, Les Lois de l΄ imitation, Paris, Alcan

Tarde Gabriel, Les transformations du pouvoir, Les empecheurs de penser en


ronde/Le Seuil, Paris,2003

Tarde Gabriel, Monadologie et Sociologie, Les empecheurs de penser en rond /Le


Seuil, Paris, 1999

Tarde Gabriel, La croyance et le desir, Essais et Melanges sociologiques Paris, 1900

Tarde Gabriel, Les lois socials, Revue de metaphyique et de morale, 1898

Tarde Gabriel, L inter-psychologie, 1903

Tarde Gabriel, Les lois socials, Revue de metaphyique et demorale, 1898

Tarde Gabriel, Essais et Melanges sociologiques, La variation universele, Paris, 1990

73
Thiec Yvon J et Treanton Jean-Rene, La foule comme objet de science, Revue
francaise de sociology, vol 24, No1 (Jan – Mar 1983)

Thomson John, Νεωτερικότητα και Μέσα Επικοινωνίας, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα,


1999

Zarifian Phillipe, Ls opinions publiques mondialises, Multitudes, mise en ligne 16 dec


2003

74
ΠΙΝΑΚΑΣ ΟΡΩΝ

affectus θυμικό
affective θυμική
agrerat συνονθύλευμα
association ένωση
foule πλήθος
gloriometres δοξομετρητές
intelctualization διανοητικοποίηση
intermental διαπνευματικός
interpsycologie δι-ατομική ψυχολογία
intersubjectivite δι-υποκειμενικότητα
intention επινόηση
meneur υποκινητής
neomonadologie νεομοναδολογία
publicist δημοσιολόγος/
επιφυλλιδογράφος
quantite social κοινωνική ποσότητα
virtuel δυνητικό

75

You might also like