Επιτάφιος 1

You might also like

Download as docx, pdf, or txt
Download as docx, pdf, or txt
You are on page 1of 2

Επιτάφιος του Περικλή

Οἱ μὲν πολλοὶ τῶ ν ἐνθά δε ἤ δη Οἱ περισσότεροι ἀπὸ ὅσους ὡς τώρα ἔχουν μιλήσει ἀπὸ τὸ βῆμα αὐτὸ
εἰρηκό των ἐπαινοῦ σι τὸ ν συνηθίζουν νὰ ἐπαινοῦν ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος στὸν νόμο ποὺ διέπει τὴν
προσθέντα τῷ νό μῳ τὸ ν λό γον ταφὴ τῶν νεκρῶν πρόσθεσε τὴν διάταξη αὐτὴ περὶ ἐπιταφίου λόγου,
τό νδε, ὡ ς καλὸ ν ἐπὶ τοῖς ἐκ τῶ ν γιατὶ θεωροῦν ὅτι ἀξίζει τὸν κόπο νὰ ἀπονέμεται μιὰ τέτοια τιμὴ
πολέμων θαπτομένοις στοὺς νεκροὺς τῶν πολέμων κατὰ τὸν ἐνταφιασμό τους. Σὲ μένα ἐν
ἀ γορεύ εσθαι αὐ τό ν. ἐμοὶ δὲ τούτοις θὰ φαινόταν ὅτι εἶναι προτιμότερο, οἱ τιμὲς ποὺ
ἀ ρκοῦ ν ἂ ν ἐδό κει εἶναι ἀ νδρῶ ν ἀπονέμονται σὲ ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι ἀναδείχθηκαν γενναῖοι με τὰ ἔργα
ἀ γαθῶ ν ἔργῳ γενομένων ἔργῳ καὶ τους, νὰ ἐκδηλώνονται καὶ αὐτὲς μὲ ἔργα μόνο, ὅπως εἶναι π.χ. αὐτές,
δηλοῦ σθαι τὰ ς τιμά ς, οἷα καὶ νῦ ν τὶς ὁποῖες τώρα βλέπετε γύρω ἀπὸ τὸν ἐνταφιασμό τους, ποὺ ἔγινε
περὶ τὸ ν τά φον τό νδε δημοσίᾳ δημοσίᾳ δαπάνῃ, καὶ ὄχι νὰ ἐξαρτῶνται οἱ ἀρετὲς τῶν πολλῶν ἀπὸ
παρασκευασθέντα ὁ ρᾶ τε, καὶ μὴ τὴν ἱκανότητα ἢ τὴν ἀνικανότητα ἑνὸς ἀνθρώπου, νὰ κανονίζεται
ἐν ἑνὶ ἀ νδρὶ πολλῶ ν ἀ ρετὰ ς δηλαδὴ ἡ περὶ αὐτῶν ἐκτίμηση τῶν ἀκροατῶν ἀπὸ τὴν εὐφράδεια ἢ
κινδυνεύ εσθαι εὖ τε καὶ χεῖρον μὴ εὐφράδεια τοῦ ρήτορα. Γιατὶ εἶναι δύσκολο πράγμα νὰ μιλήσει
εἰπό ντι πιστευθῆ ναι. χαλεπὸ ν γὰ ρ κανεὶς ἀντικειμενικὰ (χωρὶς δηλαδὴ νὰ πεῖ οὔτε λιγότερα οὔτε
τὸ μετρίως εἰπεῖν ἐν ᾧ μό λις καὶ ἡ περισσότερα ἀπὸ ὅ,τι πρέπει) γιὰ κάποιο θέμα, γιὰ τὸ ὁποῖο εἶναι
δό κησις τῆ ς ἀ ληθείας βεβαιοῦ ται δύσκολο νὰ ἐξακριβωθεῖ καὶ αὐτὴ ἀκόμα ἡ ἁπλὴ ἰδέα, ὅτι τὰ
λεγόμενα ἀπὸ τὸν ρήτορα εἶναι ἀληθινά.

Επιτάφιος του Υπερείδη


Χαλεπὸ ν μὲν ἴσως ἐστὶ τοὺ ς ἐν τοῖς τοιού τοις ὄ ντας Είναι σίγουρα δύσκολο να παρηγορήσει κανείς
πά θεσι παραμυθεῖσθαι. τὰ γὰ ρ πένθη οὔ τε λό γῳ όσους έχουν πάθει αυτές τις συμφορές. Γιατί το
οὔ τε νό μῳ κοιμίζεται, ἀ λλ’ ἡ φύ σις ἑκά στου καὶ πένθος δεν καταλαγιάζει ούτε με λόγια ούτε με
φιλία πρὸ ς τὸ ν τελευτή σαντα <τὸ ν> ὁ ρισμὸ ν ἔχει νόμους, αλλά ο χαρακτήρας του καθενός και η
τοῦ λυπεῖσθαι. ὅ μως δὲ χρὴ θαρρεῖν καὶ τῆ ς λύ πης αγάπη του προς τον νεκρό θα θέσει το όριο της
παραιρεῖν εἰς τὸ ἐνδεχό μενον, καὶ μεμνῆ σθαι μὴ λύπης του. Πρέπει, όμως, να φανούμε θαρραλέοι
μό νον τοῦ θανά του τῶ ν τετελευτηκό των, ἀ λλὰ καὶ και να διώχνουμε τη λύπη όσο το δυνατόν, και να
τῆ ς ἀ ρετῆ ς ἧ ς καταλελοίπασιν. εἰ γὰ ρ θρή νων ἄ ξια μην θυμόμαστε μόνο τον θάνατο των νεκρών
πεπό νθασιν, ἀ λλ’ ἐπαίνων μεγά λων πεποιή κασιν. εἰ αλλά και την αρετή που μας άφησαν κληρονομιά.
δὲ γή ρως θνητοῦ μὴ μετέσχον, ἀ λλ’ εὐ δοξίαν Αν ο θάνατός τους αξίζει, βέβαια, τον θρήνο, τα
ἀ γή ρατον εἰλή φασιν, εὐ δαίμονές τε γεγό νασι κατὰ κατορθώματά τους απαιτούν μεγάλους επαίνους.
πά ντα. ὅ σοι μὲν γὰ ρ αὐ τῶ ν ἄ παιδες Παρότι δεν γέρασαν, όπως αναλογεί σε κάθε
τετελευτή κασιν, οἱ παρὰ τῶ ν Ἑλλή νων ἔπαινοι θνητό, απέκτησαν ωστόσο αγέραστη δόξα και
παῖδες αὐ τῶ ν ἀ θά νατοι ἔσονται. ὅ σοι δὲ παῖδας απόλυτη μακαριότητα. Και όσοι πέθαναν άκληροι,
καταλελοίπασιν, ἡ τῆ ς πατρίδος εὔ νοια ἐπίτροπος θα έχουν για παιδιά τους τους επαίνους των
αὐ τοῖς τῶ ν παίδων καταστή σεται. πρὸ ς δὲ τού τοις, Ελλήνων. Όσοι πάλι άφησαν πίσω τους
εἰ μέν ἐστι τὸ ἀ ποθανεῖν ὅ μοιον τῷ μὴ γενέσθαι, απογόνους, η εύνοια της πατρίδας θα αναλάβει
ἀ πηλλαγμένοι εἰσὶ νό σων καὶ λύ πης καὶ τῶ ν ἄ λλων την επιμέλεια των παιδιών για αυτούς. Επιπλέον,
τῶ ν προσπιπτό ντων εἰς τὸ ν ἀ νθρώ πινον βίον· εἰ δ’ αν ο θάνατος είναι όμοιος με την ανυπαρξία, οι
ἔστιν αἴσθησις ἐν Ἅιδου καὶ ἐπιμέλεια παρὰ τοῦ νεκροί έχουν απαλλαγεί από αρρώστιες και λύπες
δαιμονίου, ὥ σπερ ὑ πολαμβά νομεν, εἰκὸ ς τοὺ ς ταῖς και όλα τα υπόλοιπα που πλήττουν τη ζωή των
τιμαῖς τῶ ν θεῶ ν καταλυομέναις βοηθή σαντας ανθρώπων· αν, πάλι, υπάρχει αίσθηση στον Άδη
πλείστης κηδεμονίας ὑ πὸ τοῦ δαιμονίου τυγχά νειν. ακόμη και κάποιος θεός μας φροντίζει, όπως
…. υποθέτουμε, τότε είναι λογικό όσοι
υπερασπίστηκαν τη λατρεία των θεών, όταν αυτή
απειλούνταν, να αποκτούν εκ μέρους του θεού
κάθε φροντίδα…
Επιτάφιος του Δημοσθένη
Ἐπειδὴ τοὺ ς ἐν τῷ δε τῷ τά φῳ κειμένους, Όταν η πόλη αποφάσισε να θάψει με δημόσια έξοδα
ἄ νδρας ἀ γαθοὺ ς ἐν τῷ πολέμῳ γεγονό τας, αυτούς που είναι θαμμένοι εδώ, οι οποίοι αναδείχτηκαν
ἔδοξεν τῇ πό λει δημοσίᾳ θά πτειν καὶ ανδρείοι άνδρες στον πόλεμο, και ανέθεσε σε μένα να
προσέταξεν ἐμοὶ τὸ ν νομιζό μενον λό γον εἰπεῖν εκφωνήσω τον καθιερωμένο λόγο για αυτούς, σκέφτηκα
ἐπ’ αὐ τοῖς, ἐσκό πουν μὲν εὐ θὺ ς ὅ πως τοῦ αμέσως πώς θα τύχουν τον έπαινο που τους ταιριάζει,
προσή κοντος ἐπαίνου τεύ ξονται, ἐξετά ζων δὲ εξετάζοντας όμως και αναλογιζόμενος να μιλήσω για
καὶ σκοπῶ ν ἀ ξίως εἰπεῖν τῶ ν τετελευτηκό των τους νεκρούς όπως τους αξίζει, ανακάλυπτα ότι αυτό
ἕν τι τῶ ν ἀ δυνά των ηὕ ρισκον ὄ ν. οἳ γὰ ρ τὴ ν είναι ένα πράγμα αδύνατο.
ὑ πά ρχουσαν πᾶ σιν ἔμφυτον τοῦ ζῆ ν ὑ περεῖδον Γιατί αυτοί που αψήφησαν την επιθυμία για ζωή που
ἐπιθυμίαν, καὶ τελευτῆ σαι καλῶ ς μᾶ λλον υπάρχει έμφυτη σε όλους και θέλησαν να έχουν έναν
ἠ βουλή θησαν ἢ ζῶ ντες τὴ ν Ἑλλά δ’ ἰδεῖν ένδοξο θάνατο παρά να δουν ζωντανοί την Ελλάδα να
ἀ τυχοῦ σαν, πῶ ς οὐ κ ἀ νυπέρβλητον παντὶ λό γῳ δυστυχεί, πώς δεν έχουν αφήσει την ανδρεία τους,
τὴ ν αὑ τῶ ν ἀ ρετὴ ν καταλελοίπασιν;. αξεπέραστη από κάθε λόγο;

Μενέξενος, Πλάτωνα
Ἔργῳ μὲν ἡ μῖν οἵδε ἔχουσιν τὰ Σ᾽ ό ,τι αφορά την εκδή λωση μ᾽ έργα των αισθημά των ό λης της
προσή κοντα σφίσιν αὐ τοῖς, ὧ ν τυχό ντες πολιτείας οι νεκροί αυτοί που αναπαύ ονται τώ ρα στη γη αυτή εδώ
πορεύ ονται τὴ ν εἱμαρμένην πορείαν, εδέχτηκαν απ᾽ ό λο τον κό σμο της πατρίδας τους τις τιμές που τους
προπεμφθέντες κοινῇ μὲν ὑ πὸ τῆ ς πρέπει για τον ηρωικό θά νατό τους κι υστέρ᾽ από τις τιμές αυτές
πό λεως, ἰδίᾳ δὲ ὑ πὸ τῶ ν οἰκείων· λό γῳ πορεύ ονται την πεπρωμένη τους πορεία. Όλη η πολιτεία σε γενικό
δὲ δὴ τὸ ν λειπό μενον κό σμον ὅ τε νό μος πένθος τού ς κατευό δωσε με πά νδημη κηδεία στην τελευταία
προστά ττει [236e] ἀ ποδοῦ ναι τοῖς κατοικία τους και μαζί μ᾽ ό λο τον ά λλο κό σμο τού ς κατευό δωσαν
ἀ νδρά σιν καὶ χρή . ἔργων γὰ ρ εὖ κι ό λοι οι δικοί τους. Σ᾽ ό ,τι ό μως αφορά την εκδή λωση των
πραχθέντων λό γῳ καλῶ ς ῥ ηθέντι μνή μη αισθημά των της πολιτείας με το λό γο ο νό μος επιβά λλει [236e] σ᾽
καὶ κό σμος τοῖς πρά ξασι γίγνεται παρὰ ό λους μας να τιμή σουμε τους ά ντρες αυτού ς ό πως τους πρέπει και
τῶ ν ἀ κουσά ντων· δεῖ δὴ τοιού του τινὸ ς χρέος μας είναι να ξεπληρώ σουμε την υποχρέωσή μας αυτή .
λό γου ὅ στις τοὺ ς μὲν τετελευτηκό τας Πρά γματι τα ωραία και ηρωικά έργα μ᾽ ένα ομορφοκαμωμένο κι
ἱκανῶ ς ἐπαινέσεται, τοῖς δὲ ζῶ σιν ομορφοειπωμένο λό γο εμπνέουν στην ψυχή ό λων των ανθρώ πων
εὐ μενῶ ς παραινέσεται, ἐκγό νοις μὲν καὶ που τον ακού ν θαυμασμό και τιμή και σεβασμό για τους ή ρωές
ἀ δελφοῖς μιμεῖσθαι τὴ ν τῶ νδε ἀ ρετὴ ν τους και τους απαθανατίζουν στη μνή μη ό λου του κό σμου.
παρακελευό μενος, πατέρας δὲ καὶ Επιβά λλεται συνεπώ ς ένας τέτοιος λό γος, που σκοπό του θα ᾽χει,
μητέρας καὶ εἴ τινες τῶ ν ἄ νωθεν ἔτι απ᾽ το ᾽να μέρος να εξυμνή σει τους ηρωικού ς νεκρού ς των
προγό νων λείπονται, τού τους δὲ [237a] πολέμων ό πως τους αξίζει, απ᾽ τ᾽ ά λλο μέρος να παραινέσει
παραμυθού μενος. τίς οὖ ν ἂ ν ἡ μῖν καλοπροαίρετα ό σους ζουν, παιδιά κι αδέρφια των πεθαμένων, να
τοιοῦ τος λό γος φανείη; ἢ πό θεν ἂ ν μιμηθού νε σ᾽ ό λη τη ζωή τους την πολεμική αντρεία των γονιώ ν
ὀ ρθῶ ς ἀ ρξαίμεθα ἄ νδρας ἀ γαθοὺ ς τους και των αδερφώ ν τους που κείτονται εδώ μπροστά μας, και
ἐπαινοῦ ντες, οἳ ζῶ ντές τε τοὺ ς ἑαυτῶ ν τέλος να παρηγορή σει τους πατέρες και τις μητέρες των νεκρώ ν
ηὔ φραινον δι᾽ ἀ ρετή ν, καὶ τὴ ν τελευτὴ ν μας κι ό λους τους προγό νους τους ό σους τυχαίνει να βρίσκονται
ἀ ντὶ τῆ ς τῶ ν ζώ ντων σωτηρίας ακό μα στη ζωή . [237a] Ποιό ς είναι λοιπό ν ο λό γος, που μπορεί να
ἠ λλά ξαντο; δοκεῖ μοι χρῆ ναι κατὰ φύ σιν, φανεί στα μά τια μας ως αντά ξιος για ένα τέτοιο σκοπό ; Ή από πού
ὥ σπερ ἀ γαθοὶ ἐγένοντο, οὕ τω καὶ θα ᾽πρεπε ν᾽ αρχίσουμε αντά ξια το εγκώ μιο των ηρωικώ ν τού των
ἐπαινεῖν αὐ τού ς. ἀ γαθοὶ δὲ ἐγένοντο διὰ αντρώ ν, που ό σο ζού σαν ή σαν με την αρετή τους η ευτυχία και η
τὸ φῦ ναι ἐξ ἀ γαθῶ ν. τὴ ν εὐ γένειαν οὖ ν περηφά νια των δικώ ν τους κι ό ταν επέθαναν με το θά νατό τους,
πρῶ τον αὐ τῶ ν ἐγκωμιά ζωμεν, δεύ τερον ως λύ τρο, εξαγό ρασαν τη λευτεριά και τη σωτηρία ό λων εκείνων
δὲ τροφή ν [237b] τε καὶ παιδείαν· ἐπὶ δὲ που χαίρονται τη ζωή ; Πιστεύ ω, πως πρέπει ν᾽ ακολουθή σουμε τη
τού τοις τὴ ν τῶ ν ἔργων πρᾶ ξιν φυσική τά ξη των πραγμά των κι ό πως απ᾽ τη φύ ση οι ά ντρες αυτοί
ἐπιδείξωμεν, ὡ ς καλὴ ν καὶ ἀ ξίαν τού των εγεννή θηκαν ή ρωες έτσι πρέπει και ως ή ρωες να εγκωμιαστού ν.
ἀ πεφή ναντο.

There is a tribute of deeds and of words. The departed have already had the first, when going forth on their
destined journey they were attended on their way by the state and by their friends; the tribute of words
remains to be given to them, as is meet and by law ordained. For noble words are a memorial and a crown of
noble actions, which are given to the doers of them by the hearers. A word is needed which will duly praise the
dead and gently admonish the living, exhorting the brethren and descendants of the departed to imitate their
virtue, and consoling their fathers and mothers and the survivors, if any, who may chance to be alive of the
previous generation. What sort of a word will this be, and how shall we rightly begin the praises of these brave
men? In their life they rejoiced their own friends with their valour, and their death they gave in exchange for the
salvation of the living.

You might also like