Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 365

-2-

Ἐν Ἀβίᾳ

Σφραγίδες
του παλιού Δήμου Αβίας (1841-1914)
και της Κοινότητας Αβίας (1926-1998)

Εξώφυλλο: Ηλίας Ι. Γεωργουλέας.


Εικόνα εξωφύλλου (μπροστά). Η Παλιόχωρα στα μέσα της δεκαετίας του ’60.
Εικόνα εξωφύλλου (πίσω). Ορχιδέες του φθινοπώρου, ένα σπάνιο αγριολούλουδο.
Σιρόκο Παλιόχωρας, Σεπτέμβριος 2014.

ISBN: 978-618-82852-0-0
©: Θεόδωρος Μπελίτσος
Ψαλτώφ 19, Ν. Σμύρνη 17124, τηλ. 2109718908, 2721058295, 6972143237.
Email: ‘iq1234@otenet.gr’
-3-

Θεόδωρος Γρ. Μπελίτσος

Ἐν Ἀβίᾳ
Μελετήματα και νοσταλγικά κείμενα
για την πατρίδα του αίματος
την Αβία της Δυτικής Μάνης

Πρόλογος: Σταύρος Καπετανάκης

Συνεργασίες
(†)Ευθυμία Γεωργουλέα, (†)Ανδρέας Κοτσώνης, (†)Επαμ. Μπασέας
Ηλίας Γεωργουλέας, Πηνελόπη Δημητριάδου, Ιωάννης Κακούρος
Σοφία Καπετανάκη, Άννα Καράκοντη, Μαρία Κατεινά
Ηλίας Κοτσόβολος, Αθηνά Κοτσόβολου, Λάμπρος Π. Κοτσώνης
Κωνσταντίνος Κωστέας, Καίτη Μπελίτσου

Νέα Σμύρνη 2016


-4-

Ο Θεόδωρος Γρ. Μπελίτσος (γεν. 1957) μεγάλωσε και ζει στη Ν.


Σμύρνη. Σπούδασε χημεία στο Παν. Θεσσαλονίκης και ως το 2014
υπηρέτησε σε γυμνάσια και λύκεια της Αθήνας, Λήμνου, Πειραιά, Ν.
Σμύρνης ως καθηγητής, υποδιευθυντής και διευθυντής. Ασχολείται
με την ιστορία, λαογραφία, γλώσσα και λογοτεχνία ως συγγραφέας
και ερευνητής. Έχει εκδώσει πάνω από 20 βιβλία, έχει συμμετάσχει
σε ομαδικές εκδόσεις και έχει δημοσιεύσει δεκάδες άρθρα, μελέτες,
βιβλιοκρισίες και διηγήματα σε περιοδικά έντυπα και ιστοτόπους.
Το 1995 το έργο του Συλλογή γλωσσικού υλικού από τη Λήμνο τιμήθηκε με Έπαινο από την
Ακαδημία Αθηνών. Έχει τιμηθεί, επίσης, από το Δήμο Λήμνου, την Ομοσπονδία Λημνιακών
Συλλόγων και τον Πανιώνιο Γ.Σ. Είναι μέλος του Δ.Σ. της Εταιρείας Λακωνικών Σπουδών. Την
αγάπη του στα γράμματα την οφείλει στους γονείς του Γρηγόριο και Αγγελική, οι οποίοι
γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην Αβία της Δυτικής Μάνης. Έχει οικογένεια με τρία παιδιά.

Έργα

1. Τα σχολεία της Ελληνικής Σμύρνης στις αρχές του 20ου αιώνα, 1993.
2
2. Η Λήμνος και τα χωριά της (Ιστορικές πληροφορίες), 1994, 1997.
3. Αργύριος Μοσχίδης. Ο ιστορικός της Λήμνου και η εποχή του, 1996.
4. Τα Κοινοτικά Σχολεία της Λήμνου (18ος-20ος αιώνας), έκδ. Σύλλογος Ωφελίμων Βιβλίων, 1997.
2
5. Η απελευθέρωση της Λήμνου και οι δύο ιστορικές ναυμαχίες, 1997, 2000.
2 3
6. Από τη Σμύρνη στη Νέα Σμύρνη, 1997, 2003, 2011, έκδ. Ομήρειο Γυμνάσιο Ν. Σμύρνης.
7. Η Λήμνος στη Νεοελληνική λογοτεχνία και τέχνη, 1997.
8. Τα Αλτομιρά της Έξω Μάνης (Ιστορία - Οικογένειες - Τοπωνύμια), 1998.
9. Λημνιακά Μελετήματα Α΄, 1998.
10. Λημνιακά Μελετήματα Β΄, 1999.
11. Συλλογή γλωσσικού υλικού από τη Λήμνο, έκδ. Υπ. Αιγαίου, Ο.Λ.ΣΥ., 1999.
12. Οι Μαντίνειες του 1700, 2002.
13. Μια απόφαση του Ειρηνοδικείου Κάμπου (1840), 2002.
14. Τα Καμίνια της Λήμνου (Ιστορία - Τοπογραφία - Έθιμα - Οικογένειες), έκδ. Σύλ. Καμινιωτών, 2004.
15. Το ‘‘Βιβλίον Γάμων’’ της Μεγάλης Μαντίνειας Αβίας (1869-1891), 2006.
16. Λημνιακά 2012. Αφιέρωμα στα 100 χρόνια από την απελευθέρωση της Λήμνου, 2012.
17. Κυνηγός ονείρων. Λογοτεχνικές απόπειρες, 2014.
18. Παναγιώτης Καλαϊτζής. Ο ασυμβίβαστος διανοούμενος της Ίμβρου, έκδ. Κ.Ι.Τ. Σπουδών, 2015.
19. Οι εξ Ίμβρου επιφανείς άνδρες, έκδ. Κέντρον Ιμβριακών-Τενεδιακών Σπουδών, 2015.
20. ΠΑΝΙΩΝΙΟΣ. 125 χρόνια προσφοράς στον ελληνικό αθλητισμό, 2015.
21. Ο Τύπος της νήσου Ίμβρου (με τον Παν. Καλαϊτζή), έκδ. Κ.Ι.Τ. Σπουδών, 2016.

Συμμετοχή σε συλλογικές εκδόσεις

1. Ναοί και εξωκλήσια της Λήμνου, έκδ. Λιβάνης, Ο.Λ.ΣΥ., 1999.


2. Αρχείο Πολιτιστικής Κληρονομιάς Λήμνου: Πολιτιστικός Οδηγός, Δήμος Μούδρου, 2008.
3. Εγκυκλοπαίδεια του Ελληνικού Τύπου 1784-1974, έκδ. Ι.Ν.Ε.-Εθν. Ίδρυμα Ερευνών, 2008.
4. Μουσική από το Βορειοανατολικό Αιγαίο, έκδ. Ίδρυμα Βουλής των Ελλήνων, 2009.
5. Πνευματικές Εκδηλώσεις του Συλλόγου Ατσικιωτών Λήμνου, έκδ. Σύλ. Ατσικιωτών, 2009.
6. Λήμνος Β΄: Ιστορική και Πολιτιστική Κληρονομιά, έκδ. Γ. Κωνσταντέλλης, 2010.
7. Μαρτυρία και Κάλλος, Ι.Κ.Ν. Αγ. Τριάδος Λήμνου 150 χρόνια, έκδ. Ι.Μ. Λήμνου, 2015.
8. Μουσείο Ναυτικής Παράδοσης και Σπογγαλιείας Νέας Κούταλης, έκδ. Δήμος Λήμνου, 2016.
-5-

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΤΙΜΗΣ ΕΝΕΚΕΝ 07
Αποχαιρετισμός στη ΜΑΝΑ: Μνήμη Κικής Γρ. Μπελίτσου (1928-2005) ……… 08
Ο Πατέρας: Γρηγόριος Θ. Μπελίτσος ……… 09

ΣΥΝΤΟΜΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ 10
Σταύρος Καπετανάκης: ΟΙ ΜΑΝΤΙΝΕΙΕΣ ΣΤΙΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΜΟΥ……… 12

Η ευρύτερη περιφέρεια Αβίας και Μαντίνειας [χάρτης] ……… 16

ΙΣΤΟΡΙΑ - ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ 17
Αβία και Μαντίνειες: Τοπωνυμικές και τοπογραφικές διευκρινίσεις ……… 18
Κωνσταντίνος Κωστέας: Ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις. Ἱρή - Ἀβία – Μαντίνεια ……… 19
Παλιόχωρα Αβίας. Το διαχρονικό θέρετρο των Καλαματιανών ……… 27
Η εξέλιξη της Παλιόχωρας [φωτογραφίες] ……… 41
Πληθυσμιακά στοιχεία ……… 42
Διάφορα τεκμήρια ……… 43
Η μεταβυζαντινή Μαντίνεια. Η εξέλιξη του οικισμού από τον 15ο ως τον 18ο αιώνα ……… 45
Επιγραφές και άλλα τεκμήρια ……… 53
Σοφία Καπετανάκη: Ο Μονεμβασίας και Καλαμάτας Χρύσανθος Παγώνης ……… 56
Αθηνά Κοτσόβολου: Αθηνά Μανωλακέα. Όταν οι Άγγελοι κατεβαίνουν στη γη ……… 60
Ο ναός της Κοίμησης Θεοτόκου στην Παλιόχωρα (οι δυο επιγραφές) ……… 62
Αεροφωτογραφίες 1986 ……… 68
Μαρία Κατεινά: Α Β Ι Α ……… 69
Κούκκινος. Τόπος διακοπών για μυημένους ……… 71
Ιστορική και τοπογραφική περιήγηση στο φαράγγι της Σάνταβας ……… 79
Άννα Καράκοντη: Το μικρό μας καλοκαίρι! ......... 91
Η Κόκα της Μαντίνειας ……… 93

ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ 99
(†) Επαμεινώνδας Μπασέας: Ημερολόγιο 1941-1944 ……… 101
Λάμπρος Π. Κοτσώνης [επιμέλεια]: Αρχείο Παύλου Κοτσώνη ……… 118
Τετράδιον Τηλεγραφείου Αβίας (23/11 ως 30/12/1940) ……… 119
Ημερολόγιο Παύλου Λ. Κοτσώνη 1941-1942 …...... 130
Το στρατιωτικό ημερολόγιο (1912-1946) του Βασιλείου Φραγκούλη ……… 135

ΚΟΙΝΩΝΙΑ και ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ 141


Όψεις της Παλιόχωρας [φωτογραφίες] ……… 142
Καίτη Μπελίτσου: Η ιστορία του Αγροτικού Συνεταιρισμού Μικράς Μαντινείας-Αβίας …… 143
Τα μαντιναίικα συκόσπιτα ……… 171
Ψαρεύοντας με κοφινέλο ……… 176
Ιωάννης Π. Κακούρος: Μεσσηνιακή διατροφική παράδοση ……… 182
Σχολεία και δάσκαλοι ……… 189
Στιγμιότυπα από το «σήμερα» (φωτογραφίες) ……… 197
-6-

Ο Άγιος Νικόλαος του Πατσούρου ……… 198


Η Παναγίτσα του Πρινέα ……… 202
Η μνημειακή ελιά της Παλιόχωρας. Απόπειρα χρονολόγησης ……… 205

ΣΥΛΛΟΓΕΣ 207
Τοπικό λεξιλόγιο ……… 208
Παροιμίες και λαϊκές φράσεις ……… 267
Τραγούδια ……… 269
(†) Ευθυμία Γεωργουλέα: Δυο λαϊκές ρίμες κι ένα μοιρολόι ……… 281
(†) Ανδρέας Κοτσώνης: Συλλογή παροιμιών ……… 286

ΦΩΤΟ-ΠΑΡΕΛΘΟΝ 331
Από γενιά σε γενιά ……… 335

ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΕΣ 339
Προκόπης Παυλόπουλος. Η μαντιναίικη ρίζα του Προέδρου της Δημοκρατίας ……… 340
Κωνσταντίνος Λ. Κοτσώνης (1918-2014) ……… 342
Σταύρος Γ. Καπετανάκης ......... 343
Αιδ. Κωνσταντίνος Γερασιμόπουλος (1932-2016) ……… 344
Γεώργιος Στυλ. Γεωργουλέας (1933-2003) ……… 345
Δημητράκης Λ. Χανδρινός (1921-2012) ……… 346
Ανδρέας Π. Σκιάς (1935-1995) ……… 346
Ευαγγελία Γ. Κοτσώνη (Γκέλη Γεωργίου) ……… 346
Ηλίας Δ. Κοτσόβολος ……… 347
Με το φακό του Μπαρμπαλιά ……… 347
Παναγιώτης Γρ. Μπελίτσος (1917-2003)……… 353
Μανιάτικος αποχαιρετισμός ……… 353
«Α-βία» ……… 354

ΕΥΘΥΜΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ 355


Η πενία τέχνας κατεργάζεται ……… 355
Του έκοψε την Ανάσταση! ……… 356
Κυνηγοί τζιτζικιών ……… 356
Υποδεκανεύς ε.α. ……… 358
Πλούσιος με ένα τάλιρο! ……… 358

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΥΝΕΡΓΑΤΩΝ 360


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 363
-7-

ΤΙΜΗΣ ΕΝΕΚΕΝ
-8-

ΤΙΜΗΣ ΕΝΕΚΕΝ

Αποχαιρετισμός στη ΜΑΝΑ


Μνήμη Κικής Γρ. Μπελίτσου (1928-2005)

Ποιος το φανταζόταν ότι θα έφτανε αυτή η ώρα; Η πιο θλιβερή ώρα στη ζωή ενός ανθρώπου.
Η στιγμή του αποχαιρετισμού της μάνας. Μόλις λίγους μήνες πρωτύτερα, το Γενάρη, μας
έφτιαχνες το γλυκό νεραντζάκι, όπως κάθε χρόνο. Το τελευταίο σου και το πιο πετυχημένο. Σα
να ’θελες να σε θυμόμαστε γλυκιά, όπως ήσουν! Μόλις πριν από λίγες εβδομάδες, του
Ευαγγελισμού, στη γιορτή σου, χόρεψες με τα εγγόνια σου και χαμογελούσες. Σα να θελες να
θυμόμαστε πάντα το όμορφο χαμόγελό σου. Που δε σου έλειψε ποτέ, ακόμα και στις πιο
πικρές στιγμές της ζωής σου. Ακόμα και όταν η αρρώστια σε χτύπησε σκληρά, δεν έχασες το
κουράγιο σου. Εμάς σκεφτόσουν, να μην κουραζόμαστε, να μη μας γίνεις βάρος, να μη μας
κακοκαρδίσεις, να μη μας αναστατώσεις!
Όλα για μας! Νοιαζόσουν για όλους μας. Για το σύζυγό σου, το Γρηγόρη, που ακόμα και από
το κρεβάτι του πόνου, μόλις μια μέρα πριν μας φύγεις, ρωτούσες αν κοιμήθηκε καλά και του
ζητούσες να πάει να ξεκουραστεί. Για μας, τα παιδιά σου, να μας μεγαλώσεις, με το κανάκεμα
και με το τραγούδι, αλλά και με το μάλωμα και με τη συμβουλή για να «γίνουμε άνθρωποι».
Με τις προσευχές σου. Και όταν πήραμε το δρόμο μας, κρυφοκαμάρωνες βλέποντάς μας να
μεγαλώνουμε και να στεκόμαστε μόνοι μας, πάνω στα γερά θεμέλια που μας έχτισες. Και σαν
φτιάξαμε τις δικές μας φαμελιές, στη μεγάλη, ζεστή αγκαλιά σου αγκάλιασες το γαμπρό και τη
νύφη σου και είπες: «τώρα έχω τέσσερα παιδιά». Και οι ευχές σου πιάσανε τόπο και μας
συνόδευαν σε κάθε μας βήμα.
Και ύστερα ήρθαν τα εγγόνια. Πέντε εγγονάκια φίλησαν τα χέρια σου. Και συ τα χάιδευες και
τους μουρμούριζες ευχές και ταχταρίσματα του καιρού σου. Και τα καμάρωνες να μεγαλώνουν
και να προοδεύουν στο σχολειό. Και γερνούσες ευτυχισμένη, προσμένοντας να έρθει η
Κυριακή. Και στο κυριακάτικο τραπέζι μάς μάζευες κοντά σου και δεν μας χόρταινες. Και ήταν
η κάθε Κυριακή πασχαλιά για μας. Πρόσμενες να έρθει το καλοκαίρι, να μαζευτούμε στην
Παλιόχωρα, να καθίσουμε στην ακροθαλασσιά, να μας ετοιμάσεις τους μεζέδες για το ούζο.
Και ήταν τα καλοκαίρια μας ευτυχισμένα κοντά σου.
Θα σε θυμόμαστε μάνα! Τις βραδιές να σκύβεις πάνω από το κρεβάτι μας και να
μουρμουρίζεις προσευχές, κάτω από το εικόνισμα να προσεύχεσαι σαν αρρωσταίναμε, στην
εξώθυρα να μας σταυρώνεις όταν φεύγαμε για το σχολειό. Θα σε θυμόμαστε να χαράζεις τις
ελιές, να μας φτιάχνεις μελομακάρονα και λαλάγγια στις γιορτές και παξιμάδια σουσαμένια.
Στις χαρές και στις στεναχώριες μας, οι συμβουλές και οι παραινέσεις σου θα είναι πάντα στο
μυαλό μας.
Είμαστε περήφανοι που ήσουνα η μάνα μας, γιατί ήσουνα ένα άκακο αρνάκι, που πήγε στην
αγκαλιά του Θεού.

«Μανιάτικη Αλληλεγγύη», 76 (Ιούλιος 2005), σ. 19.


-9-

ΤΙΜΗΣ ΕΝΕΚΕΝ

Ο Πατέρας
Γρηγόριος Θ. Μπελίτσος
Όπως γράφω στο βιογραφικό μου σε προηγούμενη σελίδα, την αγάπη μου για τα γράμματα
την οφείλω στους γονείς μου. Μα από τους δύο πιο πολύ την οφείλω στον πατέρα μου. Ο
πατέρας γεννήθηκε το 1928 στη Μεγ. Μαντίνεια. Ήταν καλός στα γράμματα και τέλειωσε την
παλιά Εμπορική Σχολή της Καλαμάτας. Αλλά η εποχή που τέλειωσε, το 1946, ήταν δύσκολη. Θα
μπορούσε να σπουδάσει, να γίνει δάσκαλος, να διοριστεί σε δημόσια υπηρεσία ή σε τράπεζα.
Αλλά χωρίς οικονομική στήριξη και χωρίς άκρες δεν κατάφερε ούτε το ένα ούτε το άλλο. Ήρθε
στην Αθήνα προς αναζήτηση τύχης. Κατατάχτηκε εθελοντής στην αεροπορία, με σκοπό να
δηλώσει μονιμότητα, αλλά το στρατιωτικό κλίμα δεν του ταίριαζε. Μετά τη θητεία του άρχισε
να εργάζεται οδηγός στα ταξί του Γιάννη Κωνσταντινέα, όπως και άλλοι συγχωριανοί του: ο
Βασίλης Πατσέας, ο Μίμης Γεωργουλέας, ο Παναγιώτης Κοκκινέας κλπ. Με τις οικονομίες του
αγόρασε μια άδεια και έγινε αυτοκινητιστής, επάγγελμα που εξάσκησε στη συνέχεια.
Όμως, την αγάπη του για τη μόρφωση δεν την ξέχασε και φρόντισε να την περάσει στα
παιδιά του. Πρώτα με έναν μαυροπίνακα και κιμωλίες μας μάθαινε, με την αδερφή μου, να
γράφουμε και να μετράμε πριν πάμε σχολείο. Έτσι έμαθα να διαβάζω από το «προνήπιο»,
όπως θα λέγαμε σήμερα, και να αγαπώ τη γνώση. Έφτιαξε μόνος του μια ξύλινη βιβλιοθήκη,
όπου τοποθέτησε σπουδαία έργα, τα οποία αγόραζε σε τεύχη: εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδά-
κη, Ιστορία Παπαρρηγόπουλου, λεξικό Παπύρου κ.ά. Από πνευματικούς ανθρώπους που
έμπαιναν στο ταξί, έφερνε στο σπίτι σημαντικά βιβλία και περιοδικά, όπως τη Νέα Εστία από
τον Πέτρο Χάρη. Γενικά, αγωνιούσε να μας σπρώξει προς τη γνώση. Και τα κατάφερε. Και σαν
μεγαλώσαμε, χαιρόταν με τις επιτυχίες μας σαν να ήταν δικές του και του άρεσε να τις
διαφημίζει.
Για το λόγο αυτό έχω υποχρέωση να αναφέρω πως την αγάπη μου για τα γράμματα οφείλω
στους γονείς μου και κυρίως στον πατέρα μου. Αυτό το βιβλίο εκδόθηκε ως ένας φόρος τιμής
προς αυτούς.

Η Αγγελική (Κική) και ο Γρηγόρης Μπελίτσος


-10-

ΣΥΝΤΟΜΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Αν κάτι δεν καταγραφεί,
είναι σαν να μην υπήρξε!

Την παρούσα έκδοση ξεκίνησα με στόχο να συγκεντρώσω σε ενιαίο τόμο κείμενα, τα οποία
είχα δημοσιεύσει κατά καιρούς σε ποικίλα έντυπα καθώς και αδημοσίευτα, στα οποία περι-
γράφονται όψεις της ιστορίας και της παραδοσιακής ζωής από τον τόπο των προγόνων μου,
την Αβία της Μάνης. Η ανακάλυψη του ημερολογίου του δάσκαλου Επαμ. Μπασέα, του φωτο-
γραφικού αρχείου του Ηλία Κοτσόβολου, της συλλογής παροιμιών του Ανδρέα Κοτσώνη, των
απαγγελιών της θεια-Ευθυμίας Γεωργουλέα και του αρχείου του Παύλου Κοτσώνη επιμελη-
μένου από το γιο του το Λάμπρο, μου έδωσε την ιδέα η όλη προσπάθεια να αποκτήσει μια
συλλογικότητα. Ζήτησα, λοιπόν, από φίλους να συμμετάσχουν με ένα έργο τους: κείμενο, στί-
χους, φωτογραφίες, σκίτσο, αρκεί να αντλεί την έμπνευσή του από το χωριό μας.
Η προθυμία με την οποία ανταποκρίθηκαν με συγκίνησε. Η συμμετοχή τους δίνει μια ξεχωρι-
στή διάσταση πλέον στην έκδοση. Καθώς περιέχει έργα της απερχόμενης, της ώριμης και της
νέας γενιάς του χωριού μας αλλά και εποχικών παραθεριστών, δημιουργεί ένα ενδιαφέρον και
πολύχρωμο ψηφιδωτό. Το εισαγωγικό κείμενο του ιστορικού του χωριού μας Σταύρου Καπε-
τανάκη, το εξαιρετικό εξώφυλλο του φωτογράφου Ηλία Γεωργουλέα, το στιχούργημα της Μα-
ρίας Κατεινά με το σκίτσο της Πηνελόπης Δημητριάδου δύο αγαπημένων συναδέλφων στην
εκπαίδευση, οι αισθαντικοί στίχοι της Άννας Καράκοντη, τα εξαιρετικά ιστορικά, λαογραφικά
και γλωσσικά κείμενα της πανεπιστημιακού Σοφίας Καπετανάκη, του αρχαιολόγου Ιωάννη
Κακούρου και του φιλολόγου Κωνσταντίνου Κωστέα, το αφήγημα της Αθηνάς Κοτσόβολου, η
ειδική μελέτη της οικονομολόγου Καίτης Γρ. Μπελίτσου, αποτελούν ψηφίδες που τιμούν και
κοσμούν το βιβλίο. Καθεμιά τους είναι ξεχωριστή. Ένα απλό «ευχαριστώ» δεν φτάνει για να
εκφράσει τα συναισθήματα χαράς που μου έδωσε η συμμετοχή τους στην προσπάθεια αυτή.
Η ποικιλία των κειμένων επέβαλε να γίνει μια στοιχειώδης ταξινόμησή τους σε θεματικές ε-
νότητες: Ιστορία-Τοπογραφία, Μαρτυρίες, Κοινωνία-Οικονομία, Συλλογές, Προσωπογραφίες.
Η πρώτη ενότητα περιλαμβάνει άρθρα, στα οποία αναπλάθεται η ιστορική διαδρομή της πε-
ριοχής μέσα από την εικόνα του θερέτρου, την οποία είχε ανέκαθεν και εξακολουθεί να διατη-
ρεί ως τις μέρες μας. Επίσης, επιχείρησα να διασαφηνίσω τη ρίζα των σημερινών οικισμών με
βάση στοιχεία από παλιούς χάρτες και περιγραφές περιηγητών. Η ενότητα συμπληρώνεται με
ειδικά άρθρα για συγκεκριμένες τοποθεσίες: τον Κούκκινο, τη Σάνταβα, την Κόκα με τοπωνυμι-
κές και ανθρωπολογικές παρατηρήσεις.
Έπονται προσωπικές μαρτυρίες και τεκμήρια από την περίοδο του πολέμου 1940-44, όπως
διασώθηκαν σε προσωπικά ημερολόγια και αρχεία του τότε διδασκάλου Παλιόχωρας Επαμ.
Μπασέα και του νεαρού Παύλου Κοτσώνη. Επίσης, έκανα μια πρώτη, πολύ συνοπτική παρου-
σίαση ενός σπάνιου τεκμηρίου, του στρατιωτικού ημερολογίου του Βασίλειου Φραγκούλη, το
οποίο είχε την καλοσύνη να μου εγχειρίσει ο εγγονός του Πάρης Γιαννίκος και το οποίο αξίζει
να εκδοθεί αυτοτελώς κάποια στιγμή, με εκτενή σχολιασμό.
Η επόμενη ενότητα παρουσιάζει όψεις της τοπικής κοινωνίας, που αγγίζουν την οικονομική
και τη θρησκευτική ζωή του παρελθόντος. Στα σχετικά άρθρα αναπτύσσονται θέματα, όπως το
ψάρεμα με κοφινέλο, η συγκομιδή των σύκων, η μνημειακή ελιά, τα παλιά ερημοκλήσια, η
-11-

διατροφική παράδοση και η πρωτότυπη μελέτη της Καίτης Μπελίτσου για την διαχρονική εξέ-
λιξη του Συνεταιρισμού με σπάνια ντοκουμέντα.
Ακολουθούν συλλογές τραγουδιών, παροιμιών και μια καταγραφή πλέον των 1.500 τοπικών,
ιδιωματικών λέξεων. Επίσης, οι απαγγελίες της θεια-Ευθυμίας Γεωργουλέα και η μεγάλη συλ-
λογή παροιμιών του Ανδρέα Κοτσώνη. Στη συνέχεια υπάρχουν αναφορές σε κάποια αξιομνη-
μόνευτα πρόσωπα. Η έκδοση συμπληρώνεται με την παράθεση μερικών εύθυμων ιστοριών, ό-
πως τις κατέγραψα από αφηγήσεις παλαιοτέρων.
Η συγγραφή των κειμένων του τόμου έγινε σε μια ευρεία χρονική περίοδο, που ξεκινά από
το 1990 περίπου. Ως εκ τούτου τα κείμενα παρουσιάζουν ανομοιομορφία ύφους αφενός, αφε-
τέρου ίσως περιέχουν αλληλεπικαλύψεις. Οι αδυναμίες αυτές ελπίζουμε να συγχωρεθούν από
τον αναγνώστη, διότι σκοπός ήταν η συγκεντρωτική δημοσίευσή τους και όχι μια νέα συγγρα-
φή. Άλλωστε, η έκδοση έχει στόχο να σκαλίσει μνήμες και να ξυπνήσει νοσταλγικές αναμνή-
σεις. Πασχίζει να διασώσει τη μνήμη, το σημαντικότερο ίσως που αξίζει να διασωθεί στους χα-
λεπούς καιρούς που διανύουμε, ώστε να μην κοπεί το νήμα που μας συνδέει με τις ρίζες.
Διότι, όπως έχει ειπωθεί: «αν κάτι δεν καταγραφεί, είναι σαν να μην υπήρξε».

Θεόδωρος Γρ. Μπελίτσος.


Παλιόχωρα Αβίας, Σεπτέμβριος 2016.

-ο-ο-ο-

Μεγάλη Μαντίνεια 1928, οι αδερφοί Θεόδωρος και Παναγιώτης Γρ. Μπελίτσος.


Τα βόδια για το ζευγάρισμα ήταν απαραίτητα στο αγροτικό νοικοκυριό. Επειδή το κόστος αγοράς
και συντήρησής τους ήταν μεγάλο, πολλοί είχαν μόνο ένα βόδι. Στο ζευγάρισμα συνεταιρίζονταν με
κάποιο ζευγολάτη με βόδι. Η «σεμπριά» ήταν αμοιβαία επωφελής καθώς ο ζευγολάτης αναλάμβανε
να καματέψει τα λαχίδια του ιδιοκτήτη και σε αντάλλαγμα χρησιμοποιούσε το βόδι για να καματέ-
ψει τα δικά του ή και άλλα λαχίδια επ’ αμοιβή. Το χειμώνα τάιζαν τα βόδια με ξερά συκόφυλλα που
είχαν μαζέψει από το καλοκαίρι. Τους θερινούς μήνες που δεν υπήρχε επαρκής τροφή τα δάνειζαν
σε αγρότες του μεσσηνιακού κάμπου με αντάλλαγμα καρπούς: όσπρια, κούκλα (καλαμπόκι) κλπ.
-12-

ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΑΠΕΤΑΝΑΚΗΣ

ΟΙ ΜΑΝΤΙΝΕΙΕΣ ΣΤΙΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΜΟΥ

Ήμουν επτά χρόνων, μαθητής της δευτέρας τάξης του Β΄ Δημοτικού Σχολείου Άρτας, όταν
στις 28 Οκτωβρίου του 1940 οι Ιταλοί απαίτησαν από τη μικρή Ελλάδα να επιτρέψει στον
ιταλικό στρατό να εισχωρήσει στα εδάφη της και να εγκαταστήσει βάσεις. Η ιταλική
διακοίνωση επιδόθηκε την 3η πρωινή ώρα και δόθηκε τρίωρη προθεσμία στον πρωθυπουργό
της Ελλάδος Ιωάννη Μεταξά να απαντήσει αν γίνεται δεκτό το ιταλικό αίτημα.
Η απάντηση του Έλληνα πρωθυπουργού ήταν: «ΟΧΙ, λοιπόν έχουμε πόλεμο». Αυτό το
θαρραλέο Όχι το πραγματοποίησε ο ελληνικός στρατός με τη συμπαράσταση ενωμένου του
Ελληνικού έθνους. Την ίδια ημέρα το ελληνικό στρατηγείο ανακοίνωνε ότι: «Από της 5.30΄
πρωινής αι ιταλικαί δυνάμεις προσέβαλον τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως και αι ημέτεραι
δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους».
Η κήρυξη του Ελληνο-ιταλικού πολέμου έκανε τον πατέρα μου, που υπηρετούσε στην Άρτα,
να στείλει την οικογένειά του στο πατρικό του σπίτι στη Μεγάλη Μαντίνεια. Εκεί έμενε η
αδελφή του Κοκώνα κοντά στην οποία θα μέναμε.
Μετά από τις πρώτες χαιρετούρες στο σπίτι, βγήκα έξω και βρέθηκα αμέσως στην Αναμαλή.
Άκουγα να γαβγίζει το σκυλί της Αλέξως της Κοζομπόλαινας και με φόβιζε, αλλά η περιέργεια
να δω τους ανθρώπους και τον τόπο στον οποίο θα έμενα όσο θα διαρκούσε ο πόλεμος, μου
έδινε κουράγιο. Δεν πέρασε πολύ ώρα και φάνηκαν δυο μαυροφορεμένες ηλικιωμένες
γυναίκες με τσεμπέρες στο κεφάλι. Η μια κατέβαινε από τη βρύση και η άλλη ξεπρόβαλε από
το καλντερίμι και πήγαινε στην αντίθετη κατεύθυνση. Συναντήθηκαν μπροστά μου και, αφού
αντάλλαξαν τους συνηθισμένους χαιρετισμούς, αυτή που κατέβαινε από τη βρύση ρώτησε την
άλλη: «Έι, τίνος είναι αυτό το παιδάτσι;» και η άλλη της απάντησε: «ανίψι της Κοκώνας της
Κλεανθίτσας». Η πρώτη γύρισε σε μένα και με περίσσεια καλοσύνη μου είπε «καλωσόρισες
παιδάτσι μου». Έσκυψα το κεφάλι από ντροπή, αλλά και θυμό και γύρισα στο σπίτι.
Πήγα κατευθείαν στη θεία Κοκώνα, που είχα καταλάβει από την πρώτη στιγμή την ιδιαίτερη
συμπάθεια που έδειχνε σε μένα, και έκανα τα παράπονά μου: «Μία γυναίκα με είπε
παιδάτσι». Γέλασε η θεία μου με φίλησε και μου εξήγησε πως οι παλιές έτσι μιλούσαν και δεν
ήταν βρισιά, όπως είχα νομίσει. Και εγώ συνέχισα τα παράπονά μου: «Καλά, αλλά η άλλη σε
είπε Κλεανθίτσα». Πάλι γέλασε και αφού με φίλησε η θεία, μου εξήγησε: «Τον παππού σου
τον έλεγαν Κλεάνθη και εδώ συνηθίζεται να λένε σαν επίθετο το όνομα του πατέρα, δηλαδή
τον πατέρα σου τον ξέρουν καλύτερα σαν Γιώργη Κλεανθέα παρά σαν Γιώργη Καπετανάκη και
μένα με λένε Κοκώνα Κλεανθίτσα». Αυτό ήταν το πρώτο μάθημα προσαρμογής στο νέο
κοινωνικό περιβάλλον που βρέθηκα. Οι πρώτοι θυμοί ήταν άστοχοι.
Πάλι καθόμουν στην Αναμαλή και θαύμαζα τον περιβάλλοντα χώρο, ιδιαίτερη εντύπωση μου
έκανε η Καλαμάτα που δεν χόρταινα να την κοιτάζω. Εκείνη την ημέρα πήρα το δεύτερο
μάθημα, ίσως το πιο χρήσιμο στη ζωή. Για μια στιγμή άκουσα κουδούνια και κατάλαβα ότι
κατηφόριζαν γιδοπρόβατα από τη βρύση. Σε λίγο είδα μια νέα γυναίκα που την ακολουθούσαν
καμιά δεκαριά ζωντανά με τα κουδουνάκια τους. Στη ράχη της είχε φορτωμένο ένα βαρελάκι
-13-

με νερό για τις ανάγκες του σπιτιού της. Δεν έφτανε αυτό που κουβαλούσε, αλλά στα χέρια της
κρατούσε τη ρόκα και το σφοντύλι κι έγνεθε. Ο άντρας της θα ήταν στο μέτωπο και δεν έπρεπε
να χάνει στιγμή, γιατί το κρύο στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας ήταν αβάσταχτο και οι
πολεμιστές είχαν ανάγκη από κάλτσες, γάντια, πουλόβερ, κασκόλ και τί να προλάβει. Η
δουλειά για τη Μανιάτισσα των μετόπισθεν δεν είχε σταματημό και η προσφορά της γυναίκας
στην οικογένεια μπορούσε να συγκριθεί μόνο με του πολεμιστή την αρετή. Έχοντας εγώ σαν
πρότυπο πώς δούλευε εκείνη η Μαντινέισσα, έκτοτε θεωρούσα ανθρώπινο καθήκον την
αδιάκοπη δουλειά. Αργότερα έμαθα πως η εργασία αξιώνει τον άνθρωπο.
Τα αδέλφια μου κι εγώ παίζαμε με τα γειτονόπουλα κυρίως τα παιδιά του Θοδωρή του
Μπελίτσου, τον Γρηγόρη, τον Γιώργη και τον Παναγιώτη και τον γιό του Πότη του Πατσέα, τον
Βασίλη. Μαζεύονταν κι άλλα παιδιά και παίζαμε στου Πατσέα το αλώνι που ήταν στο
εκκλησάκι της Παναγίτσας πάνω από την Αναμαλή. Χωρίς σχολείο περνούσαν ευχάριστα οι
ημέρες, γιατί ο δάσκαλος ήταν στο μέτωπο και αργούσαν τα σχολεία. Κάθε τόσο ακουγόταν
απρόσμενα να χτυπά χαρούμενα η καμπάνα κι ερχόταν η είδηση πως ο ελληνικός στρατός είχε
απελευθερώσει μια ακόμη από τις πόλεις της Βορείου Ηπείρου. Το χωριό βούιζε από τις
φωνές και τους πανηγυρισμούς των παιδιών.
Καθρεφτίζοντας κι εγώ το συναίσθημα των γύρω μου, ένιωσα παγωμάρα από την είδηση της
6ης Απριλίου 1941, ότι η Γερμανία μας κήρυξε τον πόλεμο. Οι ειδήσεις που ακολούθησαν ήταν
η μια χειρότερη από την άλλη. Κάποια μέρα μάθαμε πως οι Γερμανοί θα έφταναν στην
Καλαμάτα που ήταν γεμάτη από Άγγλους στρατιώτες, οι οποίοι προσπαθούσαν να βρουν
πλωτό μέσον για να καταφύγουν στην Κρήτη. Τότε επικράτησε η γνώμη μεταξύ των κατοίκων
της Μεγάλης Μαντίνειας να κρυφτεί το χωριό στου Καταφυγιού τη Σπηλιά. Μοναδική
εμπειρία: από τη μια ακούγονταν ομιλίες από την κοίτη του χειμάρρου της Σάνταβας, από
Εγγλέζους που προσπαθούσαν να κρυφτούν για να αποφύγουν την αιχμαλωσία, από την άλλη
ακούγονταν αεροπλάνα και μας έλεγαν οι μεγάλοι, μη μιλάτε γιατί οι πιλότοι έχουν ακουστικά
και θα μας ακούσουν για να μας βομβαρδίσουν. Εμείς το πιστεύαμε και πάγωνε η λαλιά μας.
Μέσα στο φόβο που επικρατούσε στη σπηλιά, έρχονταν και στιγμές πρωτόγνωρων
βιωμάτων. Κάθε οικογένεια είχε τη δική της στρωματσάδα, για να κοιμηθούν τα μέλη της. Στο
δικό μας το σπίτι είχε ανεβεί από την Παλαιόχωρα η οικογένεια του θείου Βασίλη Φραγκούλη,
ο οποίος ήταν επιστρατευμένος. Ήρθαν λοιπόν η θεία Ελευθερία με τα παιδιά της, τη Χρύσα,
τη Φούλα, τον Γιώργο και τον Γιάννη. Κοιμηθήκαμε όλοι σε μια ατέλειωτη στρωματσάδα.
Διαλείμματα παιδικής αγαλλίασης στην παγωνιά του φόβου. Εκεί άκουσα και το θρύλο για του
Καταφυγιού τη Σπηλιά. Ήταν από την εποχή των Ορλωφικών (1770), που ήρθαν οι
Τουρκαλβανοί και επειδή δεν μπορούσαν να φτάσουν στη σπηλιά, άναψαν θειάφι και έπνιξαν
τους Μαντιναίους με τις αναθυμιάσεις του. Από τη μια σε φόβιζε το πάθημα των παλαιών
Μαντιναίων κι από την άλλη ένιωθες πως δεν είχες τον κίνδυνο των βομβαρδισμών από τα
αεροπλάνα.
Ήρθε η κατοχή κι έβλεπες την ταπείνωση στα πρόσωπα των ανθρώπων. Με τη φροντίδα της
θείας Κοκώνας δεν ένιωσα τη στέρηση και την πείνα. Φοίτησα στη Β’ τάξη του μονοτάξιου
δημοτικού σχολείου και καθόμουνα στο ίδιο θρανίο με τον Κωνσταντίνο Γερασιμόπουλο.
Μπροστά μας καθόταν ο Παναγιώτης ο Μπελίτσος και ο Τάκης ο Φραγκούλης.
Γυρίσαμε στην Άρτα μαζί με τους αδελφούς μου Μίμη και Κλεάνθη, αλλά εκεί μας περίμεναν
δύσκολες ημέρες με πείνα και άλλα χειρότερα. Το καλοκαίρι του 1943 βρήκαμε πάλι
καταφύγιο στη στοργική αγκαλιά της θείας Κοκώνας.
Περνούσε ήρεμα ο καιρός και η θεία Κοκώνα έκανε το προξενιό του Πότη Μπελίτσου και της
Κοντύλως του Αναστάση του Κοζομπόλη. Η θεία μου τα βράδια έπαιρνε ένα άδειο σακούλι και
-14-

έλεγε θα πάω να αγοράσω λίγο σιτάρι από τον Αναστάση τον Κοζομπόλη, με έπαιρνε κι εμένα
από το χέρι και πηγαίναμε. Στη βαρετή για μένα επίσκεψη, οι μεγάλοι σιγομιλούσαν κι εγώ δεν
καταλάβαινα τίποτα από τα διατρέχοντα.
Το προξενιό είχε αίσιο τέλος και φθάσαμε στις προετοιμασίες του γάμου. Εντύπωση μου
έκανε που έριχναν χρήματα επάνω στα προικιά. Έβλεπα καινούρια πράγματα για πρώτη φορά
και όλη μέρα γύριζα στο Μπελιτσέικο σπίτι. Κάποια στιγμή είδα μια ομάδα γυναικών που
προετοιμάζονταν να φτιάξουν τις δίπλες. Οι γυναίκες ήταν γύρω από μια λεκάνη, είχαν φέρει
κι ένα καλάθι αυγά από τις προσφορές των καλεσμένων και μια από τις γυναίκες, που
φαινόταν ότι είχε το γενικό πρόσταγμα, άρχισε να παίρνει ένα-ένα τα αυγά, να τα χτυπά στο
χείλος της λεκάνης και να τα αδειάζει μέσα σε αυτή.
Πλησίασα την ομάδα των γυναικών που ήταν γύρω από τη λεκάνη και απευθυνόμενος στην
κυρία που φαινόταν ο αρχηγός και έσπαζε τα αυγά με σεβασμό της είπα: «Αν ένα αυγό είναι
κλούβιο, τότε θα πεταχτούν όλα τα αυγά, γι’ αυτό να τα αδειάζετε πρώτα σε ένα πιάτο και αν
είναι καλά, τότε να τα ρίχνετε στη λεκάνη». Η έχουσα το γενικό πρόσταγμα με άκουγε με
προσοχή και μετά χαμογέλασε και είπε σε μια παρακαθήμενη, πήγαινε να φέρεις ένα πιάτο.
Μετά με κοίταξε στα μάτια και είπε: «Τούτος ο μικρός έχει μυαλό, θα πάει μπροστά».
Ντράπηκα, έσκυψα το κεφάλι και έφυγα τρέχοντας. Δεν πήγα όμως μακριά, αλλά
παρακολουθούσα το σπάσιμο των αυγών και για μεγάλη μου απογοήτευση όλα ήταν καλά.
Μπορεί η συμβουλή μου να μην απέτρεψε ένα πιθανό ατύχημα, αλλά η αναγνώριση που μου
έγινε, ήρθε πολλές φορές στο μυαλό μου. Σε δυσκολίες και σε αποτυχίες έρχονταν τα λόγια
εκείνα στη σκέψη μου κι έπαιρνα κουράγιο.
Πέρασαν τα χρόνια και βρέθηκα μαθητής στο Β’ Γυμνάσιο Αρρένων του Βόλου. Ένας
καθηγητής μου, που λίγο καιρό πιο πριν είχε παντρευτεί γυναίκα από τις Μηλιές του Πηλίου,
μας είπε: «Αν γνωρίζετε την ιστορία ενός τόπου τον αγαπάτε περισσότερο. Το χωριό της
γυναίκας μου αρχικά δεν μου είχε κάνει καλή εντύπωση. Μαθαίνοντας όμως την ιστορία του,
το αγάπησα». Τα λόγια του καρφώθηκαν στο μυαλό μου και άρχισε να μου αρέσει να διαβάζω
ιστορία. Μελετούσα την ιστορία της Ελλάδος, ιδιαίτερα της Μάνης και αν εύρισκα κάτι και για
τη Μαντίνεια αμέσως το μάθαινα.
Αργότερα σπούδαζα ιατρική στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Ένα καλοκαίρι είχα έρθει
να παραθερίσω στο Αρχοντικό κοντά στη θεία Κοκώνα. Έμαθα ότι στο Αρμυρό θα γίνονταν τα
αποκαλυπτήρια της προτομής του Γεωργίου Βεντήρη, ο οποίος είχε διατελέσει Διευθυντής του
Πολιτικού Γραφείου του Ελευθερίου Βενιζέλου. Αποφάσισα να πάω. Η μικρή εκκλησία του
Αλμυρού ήταν γεμάτη κι εγώ αφού άναψα ένα κερί προτίμησα να βγω έξω, γιατί είχε έρθει με
πολλούς φίλους του ο Σοφοκλής Ελ. Βενιζέλος, τότε αρχηγός του κόμματος των Φιλελευθέρων.
Μετά από λίγη ώρα βγήκε από την εκκλησία ένας κύριος, απευθύνθηκε σε έναν ηλικιωμένο
άνθρωπο και τον ρώτησε αν κάπου εδώ κοντά έγινε μια μάχη. Πρόθυμος ο ντόπιος του έδειξε
το βορρά και του είπε λίγο πιο κάτω είναι η Βέργα, όπου το 1821 ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
κι ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης νίκησαν τους Τούρκους. Η δυσφορία φάνηκε στο πρόσωπο
του ξένου. Τότε προθυμοποιήθηκα εγώ να του δώσω μερικές πληροφορίες. Αφού φάνηκε να
ικανοποιήθηκε από όσα άκουσε, με ρώτησε, φοιτητής είσαι; Του απάντησα ναι, της Ιατρικής
Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Φάνηκε να εκπλήσσεται και με ρώτησε, φοιτητής
της Ιατρικής και γνωρίζεις τόσο καλά την ιστορία του τόπου σου; Τότε θυμήθηκα τα λόγια του
καθηγητή του Γυμνασίου του Βόλου και του είπα: «Αν δεν γνωρίζεις την ιστορία του τόπου
σου, δεν μπορείς και να τον αγαπάς. Εγώ αγαπώ αυτόν τον τόπο και διαβάζω την ιστορία του
για να τον αγαπήσω περισσότερο». Ο κύριος αυτός έβγαλε από την τσέπη του μια κάρτα και
μου είπε: «Όταν τελειώσεις το Πανεπιστήμιο να έρθεις στην Αθήνα να με βρεις, να σε πάω
-15-

στον Πρόεδρο (Σοφοκλή Βενιζέλο) για να σε συστήσει να πάρεις υποτροφία για όποια
ειδικότητα θελήσεις».
Δεν επεδίωξα μια τέτοια υποτροφία, γιατί πήγα στο εξωτερικό με εκπαιδευτική άδεια του
Πανεπιστημίου. Έγραψα αυτό το περιστατικό για να δείξω πόσο καλή εντύπωση μπορεί να
κάνει εκείνος που γνωρίζει την ιστορία του τόπου του. Στις μέρες μας με την ανάπτυξη που
έχει ο τουρισμός στον τόπο μας είναι απαραίτητη η γνώση της τοπικής ιστορίας. Όχι βέβαια
για να πετύχει κανείς υποτροφία, αλλά για να κάνει καλή εντύπωση στον επισκέπτη και να
εκπροσωπήσει επάξια τον τόπο του.
Πέρασαν από τότε περίπου 40 χρόνια και το 1996 εξέδωσα το βιβλίο «Οι Μαντίνειες της
Μάνης», θεωρώντας ότι ήταν η μεγάλη μου προσφορά στο χωριό που αγάπησα. Μετά από 20
ακόμη χρόνια ένα νέο βιβλίο κυκλοφορεί. Μη χάσετε τούτη την ευκαιρία να αγαπήσετε
περισσότερο τον τόπο σας.

Σταύρος Καπετανάκης
Πρόεδρος Εταιρείας Λακωνικών Σπουδών.
Μικρή Μαντίνεια, Πάσχα 2016.

Το εξαιρετικό βιβλίο του Σταύρου Καπετανάκη για τις Μαντίνειες.


Πολυσέλιδο, τεκμηριωμένο και λεπτομερές, αποτελεί
οδηγό για κάθε ερευνητή της ιστορίας του χωριού μας.
-16-

Η ευρύτερη περιφέρεια Αβίας και Μαντίνειας


-17-

ΙΣΤΟΡΙΑ - ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ
-18-

Αβία και Μαντίνειες


Τοπωνυμικές και τοπογραφικές διευκρινίσεις

Η Αβία ανήκει στο Δήμο Δυτικής Μάνης, ο οποίος καλύπτει το μεγαλύτερο τμήμα της
λεγόμενης Έξω Μάνης, της μανιάτικης περιοχής του νομού Μεσσηνίας. Από το 1999 ως το
2010 η Αβία αποτελούσε δημοτικό διαμέρισμα του ομώνυμου Δήμου. Σήμερα είναι τοπική
κοινότητα. Η περιοχή της κοινότητας Αβίας ανήκει σε μια ευρύτερη περιοχή με κοινά
χαρακτηριστικά, η οποία αποκαλείται Μαντίνειες. Σχετικά με τη διαχρονική χρήση των δύο
τοπωνυμίων κρίνουμε απαραίτητες ορισμένες διευκρινίσεις, διότι συχνά γίνονται συγχύσεις.
Δήμος Αβίας με έδρα το Αλμυρό: 1835-1841.
Δήμος Αβίας (παλιός) με έδρα τον Κάμπο: 1841-1914.
Δήμος Αβίας (νεότερος) με έδρα τον Κάμπο: 1999-2010 (ΦΕΚ 244Α/4-12-1997).
Δημοτική Ενότητα Αβίας του Δ. Δυτ. Μάνης με έδρα τον Κάμπο: από το 2011.
Κοινότητα Μεγ. Μαντινείας με έδρα τη Μεγ. Μαντίνεια: 1914-1924 (ΦΕΚ 261Α/31-8-1912),
με τους οικισμούς: Μεγάλη Μαντίνεια (υψόμ. 200μ), Παληόχωρα (από 18/12/1920), Κόπανον
(από 1920), Αρχοντικόν (1920-1961), Κόκα (16/5/1928-16/10/1940).
Κοινότητα Μεγ. Μαντινείας με έδρα την Παληόχωρα: 1924-1926 (ΦΕΚ 77Β/5-9-1924)
Κοινότητα Αβίας με έδρα την Αβία (μετονομασία): 1926-1998 (ΦΕΚ 69Α/25-2-1926).
Δημοτικό Διαμέρισμα Αβίας με έδρα την Αβία: 1999-2010.
Τοπική Κοινότητα Αβίας με έδρα την Αβία: από το 2011, με τους οικισμούς: Αβία, Μεγάλη
Μαντίνεια, Ακρογιάλι (πρώην Κόπανον [1920-1940] ή Κόπανοι [1940-1962]).
Οικισμός Αβία: συγκροτήθηκε το 1961 από συνένωση των οικισμών Αβία και Αρχοντικόν. Το
Αρχοντικό, μαζί με τη διακριτή συνοικία Κούκκινος, ήταν ξεχωριστός οικισμός από 18/12/1920
ως 19/3/1961. Ως το 1926 η Αβία ονομαζόταν Παλιόχωρα, ονομασία που ακόμα χρησιμοποιεί-
ται από πολλούς.
Μαντίνειες ονομάζεται η περιοχή των δύο γειτονικών τοπικών κοινοτήτων:
α) τοπικής κοινότητας Αβίας του Δήμου Δυτικής Μάνης, που αναφέραμε ήδη.
β) τοπικής κοινότητας Μικρής Μαντίνειας του Δήμου Καλαμάτας, με τους οικισμούς: Μικρή
Μαντίνεια (παράλιος) και Παλιό Χωριό (μεσόγειος, υψόμ. 100μ). Αρχικά ο παράλιος οικισμός
ονομαζόταν Πάνιτσα (1940-56) ή Μύρτον (1956-61). Το 2011 καταγράφηκαν ως χωριστοί οικι-
σμοί τα Αλιμονέικα (15 κάτ.) και τα Ζουζουλέικα (20 κ.) που βρίσκονται κοντά στο Αρχοντικό.
Κατά το 19ο αιώνα Μεγάλη και Μικρά Μαντίνεια (Παλιό Χωριό) ήταν σημαντικά χωριά του
Δήμου Αβίας. Από 1914 ως 1998 συγκροτούσαν τις κοινότητες Αβίας [πρώην Μεγ. Μαντινείας,
στοιχεία για τον πληθυσμό βλ. στη σ. 42] και Μικρ. Μαντινείας [με πληθυσμό κάτω από 180κ.
(ως το 1928), πάνω από 200 (1940-1971), 301 (1981), 606 (1991), 688 (2001) και 705 (2011)].
Οι δύο Μαντίνειες αποτελούσαν ανέκαθεν ενιαία, διακριτή περιφέρεια από πληθυσμιακής,
πολιτισμικής, κοινωνικής και οικονομικής απόψεως. Ο ενιαίος χαρακτήρας τους, η ρίζα του
οποίου ανάγεται στον 17ο αιώνα, συνεχίζεται μέχρι σήμερα, παρά την, εντελώς ανιστόρητη,
σημερινή ένταξή τους σε διαφορετικούς δήμους. Στον οικονομικό τομέα η ενότητα αυτή
εκφράζεται ακόμα από τον Ελαιουργικό Συνεταιρισμό Μικρής Μαντινείας και Αβίας.
-19-

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΩΣΤΕΑΣ

Ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις


Ἱρή - Ἀβία - Μαντίνεια

Έχοντας ως όχημα τη ρήση «ἀρχή παιδεύσεως ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις»1 που


αποδίδεται στον ιδρυτή της κυνικής φιλοσοφίας Αντισθένη (445 -365 π.Χ.), στη μετά
χείρας εργασία θα επιχειρήσουμε την ετυμολόγηση των γεωγραφικών τοπωνυμίων
Ἱρή, Ἀβία και Μαντίνεια. Στόχος μας είναι να αναδείξουμε την ιστορικότητα της
περιοχής επικαλούμενοι τον Όμηρο, τον Παυσανία και τον Στράβωνα και να
καταλήξουμε στα μεσαιωνικά χρόνια όπου με την άφιξη των Μαντινέων αποίκων
τέθηκαν οι βάσεις για να αποκτήσει η γενέτειρά μας Αβία τη σημερινή της μορφή.

α) Ἱρή.

ἑπτὰ δέ οἱ δώσω εὖ ναιόμενα πτολίεθρα


Καρδαμύλην Ἐνόπην τε καὶ Ἱρὴν ποιήεσσαν
Φηράς τε ζαθέας ἠδ᾽ Ἄνθειαν βαθύλειμον
καλήν τ᾽ Αἴπειαν καὶ Πήδασον ἀμπελόεσσαν.
πᾶσαι δ᾽ ἐγγὺς ἁλός, νέαται Πύλου ἠμαθόεντος·
ἐν δ᾽ ἄνδρες ναίουσι πολύρρηνες πολυβοῦται
(Ομήρου Ιλιάδα, Ι 150-154)2

Κι ακόμα επτά υπόσχομαι να του παραχωρήσω πόλεις,


ευνομούμενες: την Καρδαμύλη, την Ενόπη, την καταπράσινη Ιρή,
την ιερή Φηρή, την Άνθεια με τους πολλούς λειμώνες,
την όμορφη Αίπεια, την αμπελόφυτή μας Πήδασο
πόλεις αυτές παράλιες στην άκρη εκεί της Πύλου,
με τις μεγάλες αμμουδιές. 3
(Μετάφραση Δ. Ν. Μαρωνίτη)

1 Αποδίδεται στη νέα ελληνική ως «η αρχή της εκπαίδευσης βρίσκεται στην εξέταση των ονομά-
των». Διαφορετικές εκδοχές της ανωτέρω ρήσης έχουν διατυπωθεί στο έργο του Αριστοτέλη (384-
322) π.Χ. αλλά και του στωικού φιλόσοφου Επικτήτου (55-135 μ.Χ.).
2 Homeri Opera, Tomus 1, David Monro, Thomas Allen, Αθήνα: Εκδόσεις Καρδαμίτσα (Oxford

Classical Texts) χ.χ. σελ. 179.


3 Ομήρου Ιλιάς, Τόμος πρώτος (ραψωδίες Α-Μ), Μετάφραση-Επιλεγόμενα Δ.Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα:

Εκδόσεις Άγρα 2009, σελ. 184.


-20-

Το παραπάνω χωρίο της Ιλιάδας είναι η αρχαιότερη σωζόμενη γραπτή


μαρτυρία για την περιοχή που εξετάζουμε στη μετά χείρας μελέτη. Η Ἱρή
βρίσκεται ανάμεσα στα «ἑπτὰ εὖ ναιόμενα πτολίεθρα», τις επτά πολιτείες που
μπορούν να κατοικηθούν όμορφα (ναίω = κατοικώ), τις οποίες μαζί με άλλα δώρα
προσφέρει ο αρχιστράτηγος των ελληνικών δυνάμεων στην Τροία, Αγαμέμνων
για να κάμψει την οργή του Αχιλλέα που είχε αποσυρθεί από τη μάχη προσβε-
βλημένος από την αρπαγή της Βρισηίδος. Δεν γνωρίζουμε όμως αν η περιοχή,
την οποία οι αρχαιολόγοι τοποθετούν στη θέση της σημερινής Παλιόχωρας, ονο-
μαζόταν Ἱρή κατά τα μυκηναϊκά χρόνια δεδομένου ότι η Ιλιάδα γράφτηκε τον 8ο
π.Χ. αιώνα (760-710 π.Χ. σύμφωνα με πρόσφατη βρετανική μελέτη) ενώ ο Τρωικός
Πόλεμος που κατά πάσα πιθανότητα ήταν μια γενικευμένη σύγκρουση -και όχι
μυθική διήγηση- για τον έλεγχο των εμπορικών δρόμων των στενών του Βοσπό-
ρου πέντε αιώνες νωρίτερα (1194-1184 π.Χ. κατά τον ιστορικό και μαθηματικό
Ερατοσθένη τον Κυρηναίο 276-194 π.Χ.), γεγονός που επιβεβαιώνεται από τις
ανασκαφές του φημισμένου Γερμανού αρχαιολόγου Ερρίκου Σλήμαν (Heinrich
Schliemann 1822-1890) στα ερείπια της Τροίας το 1870. Ας μη λησμονηθεί, επίσης,
ότι η ομηρική γλώσσα, εμφορούμενη από ποικιλομορφία, ένεκα της χρήσης στοι-
χείων διαφορετικών διαλέκτων, δεν ομιλήθηκε ποτέ. Ας επισημάνουμε, ότι πλη-
θώρα ομηρικών τύπων, τα ἅπαξ λεγόμενα (hapax), δεν απαντώνται σε άλλα κεί-
μενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας αλλά ο επικός ποιητής καταλήγει σε
αυτούς για να επιτευχθεί η μετρική.
Η ετυμολογία του τοπωνυμίου Ἱρή δεν έχει τεκμηριωθεί επιστημονικά, όμως θα
μπορούσαμε να υποστηρίξουμε πως συνδέεται ετυμολογικά με το επίθετο ἱρός
που είναι τύπος του επίθετου ἱερός που συναντάται στην ιωνική διάλεκτο καθώς
και τα ομηρικά έπη (π.χ. Ομήρου Οδύσσεια α. 65-66, ἱρὰ θεοῖσιν ἀθανάτοισιν
ἔδωκε1 = χάρισε ναούς στους αθανάτους θεούς). Ας επισημάνουμε ότι το επίθετο
ἱρός, -ή, -όν αλλά και το ομηρικό τοπωνύμιο Ἱρή δασύνονται.2 Σε αυτό το σημείο
πρέπει να λάβουμε υπόψιν πως και ο ίδιος ο Όμηρος φέρεται να είναι ιωνικής κα-
τάγωγής (κατά πάσα πιθανότατα από τη Χίο ή τη Σμύρνη που είναι οι επικρατέ-
στερες από τις επτά πόλεις που ερίζουν για την καταγωγή του). Η σύνδεση της
ομηρικής Ἱρής με το επίθετο ἱερός μπορεί να ενισχυθεί από το γεγονός ότι στην
περιοχή, σύμφωνα με τον Παυσανία, υπήρχε ιερό του Ηρακλή και Ασκληπιείο, το
οποίο συσχετίζεται με την άφιξη των Δωριέων κατά τον 11ο αιώνα. 3

1 Ομήρου, Οδύσσεια Κείμενο και Ερμηνευτικό Υπόμνημα, Τόμος Α΄ Ραψωδίες Α-Θ, Επιμέλεια Α.
Ρεγκάκος, Αθήνα: Παπαδήμας 2009 σελ. 2.
2 Το επίθετο ἱρός, ἱρή, ἱρόν απαντάται και σε άλλα χωρία των ομηρικών επών αλλά και σε μεταγε-

νέστερους κλασικούς συγγραφείς: Πλάτων, Αθήναιος, Στράβων, Λουκιανός, Πλούταρχος κ.ά. Πε-
ρισσότερες πληροφορίες μπορούν να αναζητηθούν στη διαδικτυακή ψηφιακή βιβλιοθήκη Perseus
‘http://www.perseus.tufts.edu/hopper/wordfreq?lang=greek&lookup=i(ro%2Fs’. Ημερομηνία τελευταίας επί-
σκεψης 28/5/2016.
3 Παυσανίου, Ελλάδος Περιήγησις, Λακωνικά, Εισαγωγή-Μετάφρασις Κώστα Ψυχογιού, Αθήνα: Ζα-

χαρόπουλος 1939 σελ. 205.


-21-

Όπως βλέπουμε και στο απόσπασμα της Ιλιάδος που παρατέθηκε στην αρχή
της εργασίας μας, ο Όμηρος αποκαλεί την Ἱρή «ποιήεσσαν». Πρόκειται για επίθε-
το που παράγεται από τη λέξη ποίη. Η λέξη ποίη1 είναι ιωνικός τύπος αντίστοιχος
της λέξης πόα. Στο λεξικό Σταματάκου στο λήμμα «πόα»2 δίδεται η ερμηνεία:
χόρτον, βοτάνη, «κάθε πρασινάδα», «γρασίδι», πρός τροφήν κτηνῶν ἤ καί ἀνθρώ-
πων. Από τη λέξη ποίη σχηματίζεται το τριγενές και τρικατάληκτο επίθετο:
ποιήεις, ποιήεσσα, ποιῆεν που στο ίδιο λεξικό αποδίδεται ως: ὁ ἔχων ἄφθονην πόαν,
ποώδης, χλοερός, ἄφθονος εἰς χλόην.3 Μπορούμε να συμπεράνουμε από τον
συγκεκριμένο επιθετικό προσδιορισμό πως η περιοχή της Αβίας, κατά το
μεταίχμιο δηλαδή γεωμετρικής και αρχαϊκής εποχής ήταν γνωστή για την
βλάστησή της.

β) Αβία.

Η ετυμολογία της λέξης Αβία δεν έχει τεκμηριωθεί. Στα σημαντικότερα λεξικά
της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας (Lidell-Scott και Σταματάκου) συναντάμε το
τριγενές και δικατάληκτο σύνθετο επίθετο της β’ κλίσης (ὁ, ἡ ἄβιος, τό ἄβιον)
ωστόσο το τοπωνύμιο Ἀβία παραμένει αθησαύριστο. Το επίθετο ἄβιος-ον
προέρχεται από το α- (στερητικό) και το ουσιαστικό βίος. Στις ερμηνείες αυτού
του λήμματος διαβάζουμε «αυτός που δεν έχει περιουσία, που πένεται, που
λιμοκτονεί». Επίσης, ως ἄβιος ορίζεται ο ανυπόφορος, «ὁ μή δυνάμενος νά
συντηρηθῇ».4 Στα ομηρικά έπη ἄβιοι καλούνται οι απλοί στον τρόπο ζωής.5
Ωστόσο η σύνδεση του τοπωνυμίου Ἀβία με αυτό το επίθετο φαίνεται να μας
ξενίζει, δεδομένου ότι οι αρχαίοι απέφευγαν να χρησιμοποιούν λέξεις
φορτισμένες αρνητικά στην καθημερινή τους ζωή και στη θέση τους επέλεγαν
άλλες με θετική σημασία, τις οποίες χρησιμοποιούσαν κατ΄ ευφημισμόν π.χ.
εὐήθης (αυτός που έχει καλό ήθος, δίκαιος, ανοιχτόκαρδος6 - βλ. αγαθός στα νέα
ελληνικά) αντί για ἄφρων, ἄνους, μωρός που έχουν τη σημασία του ανόητου,
επίσης εὐώνυμος δηλαδή «περίφημος, ξακουστός» αντί για ἀριστερός (μιας και
αριστερά του ατόμου που θυσιάζει βρίσκονταν η Δύση και οι οιωνοί που
κατέφταναν από εκεί ήταν φορτισμένοι αρνητικά)7, Εὐμενίδες αντί Ἐρινύες. Η
συνήθεια αυτή επιβιώνει μέχρι και σήμερα: γλυκάδι αντί ξύδι, Εύξεινος αντί
Άξενος Πόντος και Ειρηνικός Ωκεανός. Δεν πρέπει να παραλείψουμε επίσης πως

1 Ιωάννου Σταματάκου, Λεξικό Αρχαίας Ελλην. Γλώσσας, Αθήνα: Βιβλιοπρομηθευτική 1999 σ. 806.
2 Ι.Σταματάκου, ό.π. σελ. 804.
3
Ι. Σταματάκου, ό.π. σελ. 804.
4 Ι. Σταματάκου, ό.π. σελ. 13.

5 Lidell&Scott, Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού της Ελληνικής γλώσσης, Αθήνα: Εκδόσεις Πελεκάνος

2007 σελ. 10.


6 Ι. Σταματάκου, ό.π. σελ. 403.

7 Ι. Σταματάκου, ό.π. σελ. 176.


-22-

μια τέτοια φορτισμένη αρνητικά σημασία έρχεται σε σύγκρουση με τον επιθετικό


προσδιορισμό «ποιήεσσα» που χαρακτηρίζει την ομηρική Ἱρή, όπως είδαμε σε
άλλο σημείο της έρευνάς μας. Πρέπει να επισημάνουμε, πως πέραν του
στερητικού α- όμως, υπάρχει και το αθροιστικό π.χ. ἀδελφός: α+δελφύς (μήτρα),
ἄλοχος (= η σύζυγος): α+λόχος (κλίνη) αλλά και το επιτατικό, όπως απαντά στο
επίρρημα ἄγαν (= πολύ). Αν στην προσπάθεια ετυμολόγησης της λέξης λάβουμε
υπόψιν μας το αθροιστικό -α τότε Αβία σημαίνει «πολύζωη ή απόλυτα βιώσιμη».
Αυτή η απόπειρα ετυμολόγησης, μπορεί να συνδεθεί με την ποιήεσσα Ἱρή, την
καρπερότητα της οποίας υμνεί ο Όμηρος.
Με τα παραπάνω συμφραζόμενα μπορεί να συνδεθεί και μια παράδοση που
διασώζεται στον IV τόμο του μνημειώδους έργου «Ἑλλάδος Περιήγησις» του
Παυσανία (110-180 μ.Χ.). Αυτή η παράδοση έχει σχέση με τον Ύλλο ή Γλήνο, υιό
του Ηρακλή και της Δηιάνειρας και επικεφαλής των Ηρακλειδών και της δωρικής
φυλής των Υλλειών. Πιο συγκεκριμένα ο περιηγητής αναφέρεται στην παραθα-
λάσσια πόλη Ἀβία ή Ἴρη (και όχι Ἱρή) που βρισκόταν ανάμεσα στις επτά πόλεις
που έταξε ο Αγαμέμνων στον Αχιλλέα. Στο μέρος αυτό, κατά τον Παυσανία,
μετά την ήττα των Δωριέων από τους Αχαιούς, κατέφυγε η τροφός του Γλήνου
Αβία, η οποία και ίδρυσε ιερό προς τιμήν του Ηρακλέους. Στη συνέχεια της
διήγησης μαθαίνουμε πως ο Κρεσφόντης τίμησε την τροφό δίδοντας το όνομα
της στην πόλη, στην οποία εκτός του γνωστού αφιερωμένου στον Ηρακλή ναού
υπήρχε και Ασκληπιείο.1
Όπως είναι γνωστό, μια τροφός, μια παραμάνα είναι επιφορτισμένη με την α-
νατροφή ενός παιδιού, δεδομένου ότι πέραν της φύλαξης ήταν επιφορτισμένη με
τη διατροφή και τη γαλούχηση κατά τους πρώτους μήνες της ζωής του. Ως εκ
τουτου θα ήταν ανασφαλές να συνδέσουμε το όνομα μιας τροφού με το λεξικο-
γραφημένο επίθετο ἄβιος (α-στερητικό + βίος) δηλαδή αβίωτος, αν σκεφτούμε
πως η έννοια της τροφού συσχετίζεται με την επάρκεια των αγαθών και την ευη-
μερία. Αξίζει μάλιστα να παραθέσουμε και τη φράση «κέρας τῆς Ἀμαλθείας»,
συνώνυμο της φράσης «πηγή ἀφθονίας» ενθυμούμενοι την ονομαστή αίγα Αμάλ-
θεια < α- στερητικό + μάλθος [= έλλειψη, στέρηση (βλ. μαλθακός)], τροφό του νέο-
γέννητου Δία στον Ιδαίον Άντρο της Κρήτης. Ίσως η τροφός Αβία να προέκυψε
από την θεοποίηση της ομηρικής Ἱρῆς που ήταν φημισμένη για την ευκαρπία και
τη γονιμότητά της, καθώς στην αρχαία ελληνική θρησκεία και στις πολυθεϊστι-
κές θρησκείες συλλήβδην είναι πάγια τακτική η απόδοση θεϊκών τιμών σε λει-
τουργίες της φύσης που δεν μπορούσαν να εξηγηθούν με τη λογική του πρωτόγο-
νου ανθρώπου.
Το γεγονός ότι ο Παυσανίας αναφέρει την Ἱρή ως Ἴρη δεν πρέπει να μας ξενίζει
καθώς σε όλο το ομηρικό corpus και δη στο χωρίο της ραψωδίας Ι της Ιλιάδας που
αναφέρεται στην προσφορά του Αγαμέμνονα στον Αχιλλέα δεν συναντάται
κάποια πόλη που φέρει την ονομασία Ἴρη.

1 Παυσανίου, ό.π. σελ. 205.


-23-

Ο γεωγράφος Στράβων (64 π.Χ. - 24 μ.Χ.), με τη σειρά του, αναφέρεται στην


«ποιήεσσαν Ἱρήν», διαφωνεί όμως στην ταύτισή της με τη σημερινή Αβία καθώς
παραθέτει ότι μερικοί τοποθετούσαν την ομηρική Ἱρή στο όρος μεταξύ Οιχαλίας
και Μεγαλόπολης και άλλοι στην παραθαλάσσια πόλη Μεσόλα που βρίσκεται
μεταξύ Μεσσηνίας και Ταϋγέτου.1

γ) Μαντίνεια.

Σύμφωνα με την παράδοση, η μεσαιωνική Μαντίνεια ιδρύθηκε από Μαντινείς


φυγάδες της Αρκαδικής Μαντινείας, όταν οι τελευταίοι αναγκάστηκαν να εγκα-
ταλείψουν τις πατρογονικές τους εστίες κατά τις επιδρομές των Σλάβων κατά
τους μέσους βυζαντινούς χρόνους. 2 Λαμβάνοντας υπόψιν αυτήν την εικασία (δεν
έχει τεκμηριωθεί επιστημονικά) οφείλουμε να εξετάσουμε παραδεδεγμένους
θρύλους, αναφορές σε αρχαία κείμενα και ιστορικά τεκταινόμενα της Αρκαδικής
Μαντινείας.
Σύμφωνα με τις πηγές η Μαντινεία ήταν αρχαιότατη πόλη της οποίας η ίδρυση
χάνεται στον χρόνο. Κατά την παράδοση ιδρυτής της πόλης ήταν ο Μαντινεύς
κατά άλλους Μαντίνους, ένας από τους πενήντα γιους του μυθικού βασιλιά της
Αρκαδίας Λυκάονα. Ο Μαντινεύς έδωσε στην αρκαδική πόλη το όνομά του.3 Στην
διάλεκτο της περιοχής (αρκαδική) η πόλη ονομάζεται Μαντινέα και στην ιωνική
διάλεκτο Μαντινέη (ως ἐρατινή Μαντινέη ήτοι αγαπητή Μαντίνεια αναφέρεται
στα ομηρικά έπη), ωστόσο επικράτησε η σημερινή της ονομασία λόγω της
σταδιακής κυριαρχίας της αττικής διαλέκτου μετά τον 5ο π.Χ. αιώνα.4
Πέραν της σύνδεσης της με τον μυθικό ήρωα και πρώτο οικιστή της Μαντινέα, η
ετυμολογία της λέξης Μαντινεία μπορεί επίσης να συνδεθεί με τη λέξη «μάντις».
Η περιοχή που εκτεινόταν ονομαζόταν «Μαντική» και καταλάμβανε όλη τη ση-
μερινή πεδιάδα της Τρίπολης, η οποία εκτείνεται ακριβώς μέχρι τη θέση της
αρχαίας Μαντινείας.
Πέραν τούτου είναι πολύ πιθανόν να βρίσκεται και κάποιο μαντείο ανάμεσα
στα ιερά της πόλης, όπου ιέρεια ήταν η Διοτίμα. Για τη Διοτίμα διαβάζουμε στον
πλατωνικό διάλογο «Συμπόσιον ἤ περί ἔρωτος», όπου ο Σωκράτης δηλώνει πως η
Διοτίμα ήταν σοφή γυναίκα από τη Μαντίνεια, που κάποτε κράτησε μακριά από
την Αθήνα έναν λοιμό και του δίδαξε τα «ερωτικά». 5 Στο Εθνικό Αρχαιολογικό

1 Στράβωνος, Γεωγραφικά, Τόμος Δέκατος, Αρχαίο Κείμενο-Μετάφραση Σημειώσεις Κ.Θ. Αράπο-


γλου, Αθήνα: Πάπυρος 1965 σελ. 73-75.
2 Καπετανάκη Σταύρου, Οι Μαντίνειες της Μάνης, Αθήνα: Παραγωγή Γραφικές Τέχνες-Λύχνος

Ε.Π.Ε. 1996 σελ. 32.


3 Νέα Ελλην. Εγκυκλοπαίδεια, Τόμ. 17, λήμμα «Μαντινεία», Αθήνα: Εκδ. Χάρη Πάτση, 1977 σ. 339.

4 Ιστοσελίδα του Πανεπιστημίου Πατρών, Τμήμα Η/Υ και Πληροφορικής, Ιστορία της Μαντινείας

‘http://arcadia.ceid.upatras.gr/arkadia/arcadia-hist/topics/manthist.html’. Ημερομηνία Επίσκεψης 29/05/2016.


5 Πλάτωνος Διάλογοι, Τόμος 3 (Συμπόσιον, Φαίδρος) Προλέγόμενα Κ. Γεωργούλη, Σχόλια και Ανά-

λυση Βασ. Δεδούση, Αθήνα: Ζαχαρόπουλος, 1937 σελ. 187.


-24-

Μουσείο υπάρχει άγαλμα της Διοτίμας από την αρχαία Μαντινεία που κρατά
στα χέρια της συκώτι, ένδειξη ότι ήταν μάντις.

Ανακεφαλαιώνοντας τα παραπάνω, οφείλουμε να επισημάνουμε πως τα ανω-


τέρω τοπωνύμια δεν έχουν θησαυριστεί σε ετυμολογικά λεξικά της αρχαίας ελ-
ληνικής (Σταματάκος, Hoffmann) και η απόπειρα ανασύστασης της ετυμολογίας
τους ανήκει στον γράφοντα.

-ο-ο-ο-

Η Μεγάλη Μαντίνεια, όταν σώζονταν ακόμα αρκετά από τα παλιά σπίτια.


[Ημερολόγιο 1981 Συλλόγου Αβιατών Αθήνας]
-25-

Παλιόχωρα Αβίας

Η βοτσαλόσπαρτη ακρογιαλιά της Παλιόχωρας και η ενδοχώρα με τα γραφικά πέτρινα σπίτια,


κτίσματα της περιόδου 1865-1940. Πολλά σώζονται μέχρι σήμερα. Η φωτογραφία είναι
τραβηγμένη από το παλιό κάστρο, στο Φραγκουλέικο στεφάνι.
Διακρίνονται κατά σειρά οι οικίες: μπροστά του Πότη Κοτσώνη, πίσω και αριστερά του
Σπύρου Γεωργουλέα και πίσω δεξιά με σχήμα «Γ» η διπλή οικία Θεόδωρου Μπελίτσου και
Ιωάννη Παν. Κοτσώνη. Στη συνέχεια, στην ακτή, το σπίτι-ελαιοτριβείο του Πούλου Κοτσώνη με
την ταράτσα, το υπόστεγο και τις χαμηλές αποθήκες μπροστά, οι οικίες Νικήτα Γεωργουλέα,
Κωνσταντίνου Λεουτσέα (με τα τρία παράθυρα) και Ντίνου Καραμπίνη. Τελευταία στο βάθος η
οικία Λάμπρου Κοτσώνη και δεξιότερα του Σαράντου Μπαμπουρέα. Πιο δεξιά στο ύψωμα το
σχολείο, κτίσμα του 1922. Δεξιότερα και λίγο χαμηλότερα, οι οικίες Χαρίλαου Κουμουτσέα και
Ηλία Πουλέα, ψηλότερα του παπά-Πότη Γεωργουλέα (κτίσμα του 1918) και στο βάθος δεξιά
του Σπύρου Νικολέα.

«Μάνη χθες, σήμερα, αύριο», 19 (Νοέμβριος - Δεκέμβριος 2004), σ. 6.


-26-

Παλιόχωρα Αβίας
(δεκαετία ’30)

Μια από τις παλιότερες φωτογραφίες της Παλιόχωρας Αβίας, της περιόδου του
μεσοπολέμου, όταν άρχισε να καθιερώνεται ως θερινό θέρετρο. Είναι τραβηγμένη από τα
Λεουτσέικα βράχια και απεικονίζει την ώρα του πρωινού περίπατου στη βοτσαλόσπαρτη τότε
ακρογιαλιά με τα γραφικά πέτρινα σπίτια, κτίσματα της περιόδου 1865-1940. Χρονικά
προσδιορίζεται στα μέσα της δεκαετίας 1930-40, όπως προκύπτει από το ασοβάτιστο σπίτι στα
δεξιά που είναι κτίσμα του 1933. Στο κέντρο της ακτής δεσπόζει η ψηλή φιγούρα του Σπύρου
Χρ. Γεωργουλέα.
Στην ακτή διακρίνονται από δεξιά τα σπίτια: Πότη Κοτσώνη (1933, σήμερα οικία-ταβέρνα
Γεωργίου Σκιά), Σπύρου Γεωργουλέα (οικία-μαγαζί, σήμερα οικία Ηλία Γεωργουλέα), Πούλου
Κοτσώνη (οικία-ελαιοτριβείο, με τις ισόγειες αποθήκες κατά μήκος της ακτής), Νικήτα
Γεωργουλέα (σήμερα των κληρονόμων των υιών του, Γιώργη και Λάμπη), Ντίνου Λεουτσέα
(οικία-μαγαζί, με τα τρία παράθυρα και το υπόστεγο) και τελευταία αριστερά η οικία Ντίνου
Καραμπίνη. Ακριβώς πίσω της και πάνω ξεχωρίζει η οικία Λάμπρου Κοτσώνη, όπως ήταν
δίπατη πριν από το σεισμό του 1944. Στο κέντρο της φωτογραφίας, πάνω από τα σπίτια της
ακτής, διακρίνονται η οικία Σαράντου Μπαμπουρέα και δεξιότερα το παλιό Σχολείο (κτίσμα του
1922).
[φωτ. αρχείο Τάκη Ηλ. Πουλέα].
-27-

Παλιόχωρα Αβίας
Το διαχρονικό θέρετρο των Καλαματιανών

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Καυτές μέρες του καλοκαιριού με τα στάχυα χρυσοκίτρινα


να λικνίζονται
ατελείωτες ώρες με φωνές
από τα παιδιά που παίζουν στη θάλασσα
ιδρώτας, σκόνη και θαλασσινή αρμύρα
παρέες από εφήβους
στο στόμα το τσιγάρο
και τα τραγούδια του Μάνου αξέχαστα
... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ...
και οι γυναίκες με τα σκαμμένα πρόσωπα
και οι άντρες με τα λιοκαμένα μπράτσα
στις αυλές αμίλητοι αναπαύονται.
το σούρουπο ένας κόκκινος ήλιος
αργοπεθαίνει πάνω απ’ το σταυρό.

Αθηνά Κοτσόβολου, «Αβία Ι»

Η λυρική εισαγωγή στο θέμα, από το ποίημα «Αβία» της συμπατριώτισσάς μας Αθηνάς
Κοτσόβολου, θεωρώ ότι αποδίδει την εικόνα της Παλιόχωρας, όπως την έχουμε ζήσει όλοι
όσοι έχουμε απολαύσει τα καλοκαίρια της παιδικής μας αθωότητας εκεί.
Σήμερα η Παλιόχωρα είναι ένα γνωστό τουριστικό θέρετρο στους Καλαματιανούς. Πολλοί
κάτοικοι της πόλης της Καλαμάτας επιλέγουν τον παραθαλάσσιο αυτόν οικισμό της Δυτ.
Μάνης, με τις γραφικές ακρογιαλιές και το ξηρό υγιεινό κλίμα ως τόπο διακοπών. Άλλοι
ενοικιάζουν κάποιο δωμάτιο, άλλοι έχουν κτίσει εκεί εξοχική κατοικία και σχεδόν όλοι κάποια
στιγμή έχουν επιλέξει την Παλιόχωρα για την απογευματινή ή τη βραδινή τους βόλτα.
1
Η μελέτη που παρουσιάζεται εδώ, με την ευκαιρία του συνεδρίου , έχει ως σκοπό να
ανιχνεύσει σε βάθος χρόνου αυτήν ακριβώς τη σχέση των Καλαματιανών και των Μεσσηνίων
γενικότερα με την Παλιόχωρα της Αβίας.

Σύντομη ιστορία του τόπου

Η ονομασία Παλιόχωρα Αβίας ακούγεται λίγο ως πλεονασμός. Διότι Παλιόχωρα είναι η


παλαιά, η τοπική ονομασία του οικισμού, ο οποίος από το 1926 μετονομάστηκε σε Αβία,
επειδή βρίσκεται στη θέση της ομώνυμης αρχαίας πόλης. Όμως, για να προσδιορίσουμε με
ακρίβεια τον τόπο οφείλουμε να χρησιμοποιούμε και την ονομασία Παλιόχωρα, διότι από το

1
Συνέδριο «Μάνη και Καλαμάτα: Μακροχρόνιοι δεσμοί αγάπης και αμοιβαιότητας», Πνευματικό Κέντρο
Δήμου Καλαμάτας, 9 και 10 Νοεμβρίου 2001.
-28-

1961 στον οικισμό της Αβίας συμπεριλαμβάνεται και το Αρχοντικό, το οποίο ως τότε (από το
1920) αποτελούσε ξεχωριστό οικισμό. Λέγοντας λοιπόν Παλιόχωρα Αβίας, εννοούμε την
περιοχή της Παλιόχωρας, η οποία ανήκει στον οικισμό της Αβίας, στην κοινότητα Αβίας του
τέως Δήμου Αβίας και τώρα Δυτικής Μάνης. Ας γνωρίσουμε με συντομία το παρελθόν του
τόπου. Η περιοχή έχει μακραίωνη ιστορία, όπως μαρτυρούν τόσο οι φιλολογικές πηγές όσο και
τα λιγοστά αρχαιολογικά ευρήματα.
Στην τοποθεσία που βρίσκεται σήμερα η Παλιόχωρα τοποθετείται από τους ιστορικούς και
από τους αρχαιολόγους η ομηρική πόλη Ιρή, την οποία ο Όμηρος αποκαλεί «ποιήεσσα», δηλα-
δή πολύχλοη, κατάφυτη και εύφορη (Ιλιάδα Ι:150 και Ι:292). Ο περιηγητής Παυσανίας μας
πληροφορεί ότι στους ιστορικούς χρόνους η πόλη μετονομάστηκε σε Αβία, από το όνομα της
τροφού του Γλήνου, υιού του Ηρακλέους, η οποία κατέφυγε στην περιοχή διωκόμενη από τους
1
Αχαιούς για να σώσει το βρέφος. Η Αβία εγκαταστάθηκε στο μέρος αυτό και ίδρυσε ναό του
Ηρακλή. Η πόλη της Αβίας ήκμασε για 1.400 περίπου χρόνια από τον 11ο αιώνα π.Χ. ως τον 3ο
αιώνα μ.Χ. και συχνά αποτέλεσε μήλον της έριδος μεταξύ Μεσσηνίων και Σπαρτιατών. Στην
πόλη λειτουργούσε Ασκληπιείο, στα ερείπια του οποίου το 1775 οικοδομήθηκε ο ναός της Πα-
λιόχωρας. Μετά από την εποχή του Παυσανία η Αβία δεν αναφέρεται στις πηγές. Πιθανότατα
καταστράφηκε σε κάποια από τις βαρβαρικές επιδρομές που ταλαιπώρησαν την Πελοπόννησο
κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο. Πάντως αρχαιολογικά ευρήματα που δεν έχουν ερευνηθεί
2
δείχνουν πως η παραλιακή ζώνη συνέχισε να κατοικείται ως τον 6ο αιώνα περίπου.
Στις αρχές του 15ου αιώνα στη θέση της αρχαίας Αβίας βρίσκουμε χτισμένο το κάστρο της
Μαντίνειας, το οποίο ανήκε στους Ενετούς και αποτελούσε την έδρα ομώνυμης βαρονίας. Η
Αβία έχει πια ξεχαστεί και αναφέρεται μόνο σε πτολεμαϊκούς χάρτες, οι οποίοι αποτύπωναν το
αρχαίο παρελθόν της περιοχής και όχι το παρόν της. Είναι άγνωστο πότε ιδρύθηκε η μεσαιωνι-
κή Μαντίνεια. Σύμφωνα με μια αμφιλεγόμενη παράδοση την ίδρυσαν Μαντινείς φυγάδες της
αρκαδικής Μαντινείας, οι οποίοι εκδιώχθηκαν από τα μέρη τους από Σλάβους εποικιστές ή α-
3
πό επιδρομείς κατά τους μέσους βυζαντινούς χρόνους . Όμως παραμένει ατεκμηρίωτη η γοη-
τευτική αυτή άποψη, η οποία αν είναι αληθινή αποκαλύπτει τη διάσωση ενός τοπωνυμίου από
την ομηρική εποχή, δεδομένου ότι η αρκαδική Μαντίνεια αναφέρεται στην Ιλιάδα.
Η μεσαιωνική Μαντίνεια αποτελούσε το κλειδί της Μάνης και έπαιξε σημαντικό ρόλο κατά
τις διαμάχες του 15ου αιώνα μεταξύ Ενετών, Τούρκων και Βυζαντινών Δεσποτών του Μυστρά.
Για τη φεουδαρχική κοινωνία της εποχής η Μαντίνεια αποτελούσε ένα εκλεκτό κομμάτι που
πολλοί το επιθυμούσαν, διότι είχε κάστρο, λιμάνι και εύφορη ενδοχώρα. Συνήθως η τύχη της
συνδεόταν με μεσσηνιακές πόλεις. Στις αρχές του 15ου αιώνα στην κληρονομιά του μεγάλου
4
πρωτοστράτορος Νικηφόρου Μελισσηνού ή Μελισσουργού, την οποία διαχειριζόταν ο δεσπό-
της του Μυστρά Θεόδωρος Β΄ Παλαιολόγος, αναφέρονται οι πόλεις: Ανδρούσα, Καλαμάτα,
Μαντίνεια, Ιάνιτζα, Πήδημα, Νησίν... Για ένα διάστημα, στα 1415, τη Μαντίνεια κατείχε ο
Μέγας Τζάσης του Μορέως Ελεαβούρκος της Γιάννιτσας. Η οικογένεια αυτή φαίνεται πως
απέκτησε μακροχρόνιες ρίζες στη Μαντίνεια, διότι εκατό χρόνια αργότερα κάποιο μέλος της
έφερε το προσωνύμιο Μαντιναίος. Το 1429 η πόλη ανήκε στις κτήσεις του Κωνσταντίνου

1
Ετυμολογία των τοπωνυμίων Ιρή, Αβία, Μαντίνεια βλ. Κων. Κωστέα, «Ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις» σε
άλλες σελίδες του παρόντος τόμου.
2
Ηλ. Αναγνωστάκης, «Παράκτιοι οικισμοί της πρωτοβυζαντινής Μεσσηνίας», 2002, σ. 148.
3
«Κατά πάσα πιθανότητα η Μαντίνεια της Μεσσηνίας ιδρύθηκε τον VI ή VII αιώνα από Μαντινείους α-
ποίκους, που μετέφεραν μαζί τους το όνομα της παλιάς πόλης τους», Fougères: 1898, σ. 598.
4
Μέγας πρωτοστράτωρ ήταν ο επικεφαλής των ιπποκόμων του Βυζαντινού αυτοκράτορα.
-29-

Παλαιολόγου. Στα μέσα του 15ου αιώνα κτήτορας της Μαντίνειας αλλά και της Καλαμάτας
ήταν ο δεσπότης του Μυστρά Θωμάς Παλαιολόγος.
Βλέπουμε λοιπόν ότι για μεγάλο διάστημα κατά τον 15ο αιώνα οι τύχες της Μαντίνειας, δη-
λαδή της σημερινής Παλιόχωρας, και της Καλαμάτας συνδέονται. Όπως είναι φυσικό ο πληθυ-
σμός ταλαιπωρήθηκε από τις διαμάχες αυτές. Σε ένα έμμετρο χρονικό της εποχής αναφέρεται:
Πολλά κεφάλια έπεσαν ώστε να το επάρουν,
σ’ εκείνην την Μαντένειαν, το δυνατό το κάστρον,
όπου ηυρέθηκεν εκεί ο μέγας κοντοστάβλος
και έκαμεν πόλεμον φρικτόν με τον λαόν τον είχεν.
Για να γλιτώσει ένα μέρος των κατοίκων της Μαντίνειας είχε μετακομίσει από το κάστρο σε
έναν πιο ασφαλή, ορεινό οικισμό, την Άνω Μαντίνεια, η οποία πρωτοαναφέρεται το 1463. Η
ύπαρξη δυο οικισμών δημιουργούσε σύγχυση. Οι κάτοικοι αποκαλούσαν τους δύο οικισμούς
Πάνω Χώρα και Κάτω Χώρα, επωνυμίες που διατηρήθηκαν σε λαϊκά στιχουργήματα μέχρι τις
ημέρες μας. Στους χάρτες της εποχής συχνά αντί για Μαντίνεια σημειώνεται το τοπωνύμιο
Χώρες. Η τελευταία αναφορά και των δύο οικισμών είναι το 1618 στη γνωστή χωρογραφία του
Πέτρου Μέδικου. Έκτοτε η παραλιακή Μαντίνεια, η Κάτω Χώρα, δεν αναφέρεται πλέον,
σημάδι ότι μετά από τα μέσα του 17ου αιώνα, πιθανότατα κατά το κίνημα του Λιμπεράκη
Γερακάρη, εγκαταλείφθηκε και ερειπώθηκε. Κατοικημένη ήταν μόνον η Πάνω Χώρα, ενώ η
ερειπωμένη Κάτω αποκλήθηκε Παλαιόχωρα, ονομασία που διατηρεί μέχρι σήμερα.
Στην αρχή της περιόδου της ενετοκρατίας, δηλαδή μετά το 1685, στην ευρύτερη περιφέρεια
της Μαντίνειας είχε ιδρυθεί ένας νέος οικισμός από εποίκους στους οποίους οι Ενετοί
παραχώρησαν δημόσια κτήματα, ο οποίος από το 1700 αναφέρεται ως «Μαντίνεια Μικρή» σε
αντιδιαστολή με την παλιά ένδοξη μεσαιωνική Μαντίνεια. Έτσι καταλήξαμε σε δυο οικισμούς,
τη Μικρή και τη Μεγάλη Μαντίνεια, οι οποίοι μετά από την ίδρυση του ελληνικού κράτους
εντάχθηκαν στον Δήμο Αβίας και από το 1912 συγκρότησαν δύο ξεχωριστές κοινότητες.
Μέχρι το 1826, όταν έγινε η μάχη της Βέργας, η Παλιόχωρα δεν είχε κατοικηθεί. Στην ανατο-
λική ακτή του Μεσσηνιακού κόλπου τα μόνα σπίτια που αναφέρονται είναι των Καπετανάκη-
δων στο Αλμυρό και στους Μύλους και των Μαυρομιχαλαίων στις Κιτριές, δηλαδή στα δυο
λιμάνια της περιοχής. Η ενδιάμεση παραλιακή περιοχή ήταν σχεδόν έρημη. Ο περιηγητής Gell,
που διάνυσε τη διαδρομή Καλαμάτας-Κιτριών το 1805, αναφέρει ως μοναδικά κτίσματα τους
Μύλους και τον πύργο των Καπετανάκηδων, ένα κεραμουργείο μετά τους βράχους του
Πατσούρου και δυο-τρεις εκκλησούλες: της Παλιόχωρας, του Αγ. Νικολάου Πατσούρου και το
γνωστό Χάρο στη Σάνταβα. Το 1826, η περιοχή ήταν ακόμα ακατοίκητη, γι’ αυτό ο Ιμπραήμ με
τα πλοία του έπλευσε από το Αλμυρό κατευθείαν στις Κιτριές, τις οποίες κτύπησε. Το 1838, σε
ιατροστατιστικό πίνακα του Δήμου Αβίας, δεν αναφέρεται οικισμός στην Παλιόχωρα.
Από τα μέσα του 19ου αιώνα οι κάτοικοι της Μεγάλης Μαντίνειας άρχισαν να εγκαθίστανται
και πάλι στην παραλιακή ζώνη και σιγά-σιγά συγκρότησαν τρεις οικισμούς: την Παλιόχωρα, το
Αρχοντικό και τους Κοπάνους (το σημερινό Ακρογιάλι). Σύμφωνα με την παράδοση οι πρώτοι
Μαντιναίοι, που τόλμησαν να εγκατασταθούν στην έρημη ακτή της Παλιόχωρας, ήταν ο
Σταυρέας, ο Πετρουλέας (Κατσιβαρδάς) και ο Κοτσωνέας.
Ο Σταυρέας έκτισε το σπίτι του πάνω στο στεφάνι που δεσπόζει στα νότια της ακρογιαλιάς.
Έτσι αφενός είχε ένα καλό παρατηρητήριο αφετέρου ήταν απρόσβλητο από τη θάλασσα. Από
τη μεριά της στεριάς είχε πολεμίστρες και πυργίσκους. Σήμερα το σπίτι ανήκει στην οικογένεια
Φραγκούλη. Στην ανατολική πλευρά του διακρίνεται μια πολεμίστρα και μια εικόνα
σκαλισμένη στον εξωτερικό τοίχο. Όταν ήταν νεόκτιστο, στα 1870-75 περίπου, ο σχολάρχης
-30-

του Κάμπου Αθανάσιος Πετρίδης βρήκε εντοιχισμένη επιγραφή από επιτάφιο στήλη των
ρωμαϊκών χρόνων που είχε μεταφερθεί από την κοντινή θέση Αγ. Παρασκευή. Στη θέση αυτή ο
1
Πετρίδης θεώρησε ότι υπήρχε «άντρο των Νυμφών» που μετατράπηκε σε χριστιανικό ναό. Ο
Σταυρέας ανήγειρε το ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου, το 1775, για να προσελκύσει οικιστές,
όπως αναφέρει η κτητορική επιγραφή του:
ΕΡΗΜΩΘΕΙΣΗΣ ΕΚ ΠΕΙΡΑΤΟΦΟΒΙΑΣ - ΑΡΧΑΙΑΣ ΑΒΙΑΣ ΟΜΗΡΙΚΗΣ ΙΡΗΣ
ΙΔΕΟΛΟΓΙΑΣ ΕΝΕΚΕΝ - ΣΤΑΥΡΕΑΣ ΝΑΟΝ ΗΓΕΙΡΕΝ 1775
ΕΡΕΙΠΙΟΙΣ ΜΕΓΑΛΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ - ΚΑΙ ΓΕΙΤΟΝΙΚΟΥ ΑΣΚΛΗΠΙΕΙΟΥ
ΣΚΟΠΟΥΝΤΟΣ ΕΛΚΥΣΗ ΑΝΟΙΚΟΔΟΜΗΣΙΝ

Ο Πετρουλέας έκτισε το σπίτι του στο βορινό κάβο της ακτής, που χωρίζει την παραλία της
Παλιόχωρας από εκείνη της Λυκοτροπίας. Δηλαδή στα λεγόμενα σήμερα Κοτσωνέικα Βράχια,
επειδή, μεταγενέστερα, η περιοχή πέρασε στην ιδιοκτησία του Λάμπρου Κοτσώνη. Το παλιό
σπίτι υπήρχε ως το 1944, όταν μισοκαταστράφηκε από σεισμό κι απόμεινε μόνο το ισόγειο.
Αργότερα ανακαινίστηκε από τον επόμενο ιδιοκτήτη του, τον Παύλο Λ. Κοτσώνη.
Αξίζει να προσέξουμε ότι οι δυο πρώτοι οικιστές της Παλιόχωρας, στα μέσα του 19ου αιώνα,
υπήρξαν πολύ προσεκτικοί στην επιλογή των θέσεων που έκτισαν τα πυργόσπιτά τους, ώστε
να έχουν περιθώρια καλής άμυνας σε περίπτωση αιφνιδιασμού αλλά και καλή εποπτεία προς
το πέλαγος, για να απομακρύνονται έγκαιρα αν εμφανιζόταν κίνδυνος από πειρατές.
Ο Κοτσωνέας, ο τρίτος από τους αρχικούς οικιστές της Παλιόχωρας, κατείχε το μεγαλύτερο
μέρος της παραλιακής έκτασης, ανάμεσα στους δυο κάβους, στους οποίους είχαν κτίσει ο
Σταυρέας και ο Πετρουλέας. Από ότι είναι γνωστό το πρώτο σπίτι στην ακρογιαλιά το έκτισε σε
αυτή την έκταση ο Παναγιωτάκης Κοτσώνης, κατά τη λεγόμενη περίοδο της μεσοβασιλείας,
δηλαδή το 1862-63. Το σπίτι αυτό, το οποίο κατοικείται μέχρι σήμερα, ο ιδρυτής του το
μοίρασε στα δυο του παιδιά, το Σταύρο και το Γιάννη, με αποτέλεσμα να αποτελεί έκτοτε δυο
ανεξάρτητες κατοικίες με κοινή σκεπή, οι οποίες πέρασαν σε διάφορους ιδιοκτήτες. Το νότιο
τμήμα, του Γιάννη, πέρασε στον εγγονό του, Χρήστο Σπ. Γεωργουλέα. Το βορινό, του Σταύρου,
ανήκει στο Γρηγόριο Θ. Μπελίτσο. Στο ισόγειό του στεγάστηκε για πολλές δεκαετίες (1945-
1998) μαγαζί με διάφορες κατά καιρούς μορφές: καφενείο, παντοπωλείο, ψαροταβέρνα.
Στην ακρογιαλιά της Παλιόχωρας υπάρχουν κι άλλα παλιά κτίσματα, όλα μεταγενέστερα.
2
Όλα κτίστηκαν σε οικόπεδα των Κοτσωνέων. Παλαιότερες θεωρούνται οι οικίες Κων/νου Π.
Λεουτσέα (αργότερα Γεωργίου Λεουτσέα), Νικήτα Γεωργουλέα (αργότερα των αδερφών
Γεωργίου και Χαρίλαου Γεωργουλέα), Κων/νου Καραμπίνη (μεταγενέστερα Κων/νου Γερασιμό-
πουλου) και Σπύρου Γεωργουλέα (1913, σήμερα αναπαλαιωμένο από τον εγγονό του Ηλία Ιω.
Γεωργουλέα). Υπήρχαν επίσης και άλλα παλιά οικήματα, τα οποία σήμερα έχουν γκρεμιστεί.
Ήταν το ελαιοτριβείο-κατοικία του Πούλου Κοτσώνη (το 1970 στη θέση του χτίστηκε το
ξενοδοχείο Γεωργίου Κοτσώνη) και ο φούρνος Αλέξη Μανωλέα, σε μια σπηλιά στη νότια
πλευρά, με παρακείμενη οικία (αργότερα Χρήστου Ανδρ. Λεουτσέα), στο ισόγειο της οποίας
λειτούργησε κατά καιρούς και μέχρι σήμερα καφενείο, ταβέρνα και καφέ-ουζερί .
Στην ενδοχώρα του χωριού παλιότερα κτίσματα θεωρούνται, στη θέση Πάσο, του Μοιρέα
(από το 1864), του Τυρέα -τα οποία σώζονται και τα κατέχουν οι απόγονοί τους- και του
Κων/νου Μανωλέα (αρχικά Νικήτα Μανωλέα), στη θέση του οποίου κτίστηκε η εξοχική
κατοικία του Γεωργίου Σπ. Γεωργουλέα. Σε άλλα σημεία της ενδοχώρας τα παλιά σπίτια που

1
Πετρίδης: 2005.
2
Οι αναφέρομενοι ιδιοκτήτες αφορούν το 2001, όταν γράφτηκε το άρθρο.
-31-

υπήρχαν ήταν: Χαρίλαου Κουμουτσέα (στη θέση του κτίστηκε το ξενοδοχείο αδελφών
Πουλέα), Κων/νου Μανωλέα (μεταγενέστερα Σπύρου Νικολέα -στη θέση του κτίστηκε η
κατοικία Νίκου Μηλιού), παπά-Πότη Γεωργουλέα (χτίστηκε το 1918 από τον Αλέξη Μανωλέα).
Προπολεμικά, αλλά νεότερα των παραπάνω είναι τα σπίτια: Πότη Κοτσώνη (1933, σήμερα
Γεωργίου Δημ. Σκιά, σπίτι και πιτσαρία), Θεόδωρου Λεουτσέα (σήμερα των απογόνων του),
Γεωργίου Κοντράρου (πουλημένο), Δημητρίου Παπουτσή, Νικ. Γεωργακόπουλου, Κυρ.
Μπαμπουρέα, Γιάννη Κουκούτση (στην Πορτέλα, πρώην Μανωλέα) κ.ά.
Ως τα τέλη του 19ου αιώνα στο ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου της Παλαιάς Χώρας αναφέρονται
μόνο δύο γάμοι, το 1884 και 1889, θυγατέρων του Κων. Μοιρέα. Στις αρχές του 20ου αιώνα οι
παράκτιοι οικισμοί είχαν πυκνώσει αρκετά ώστε Παλιόχωρα, Κότρωνας (Κούκκινο) και Αρχοντι-
κό αναφέρονται ως ξεχωριστό χωριό της ενορίας Μεγ. Μαντινείας στο Β.Δ. της 16ης Δεκ. 1911,
«Περί ορισμού των ενοριών των χωρίων του Δήμου Αβίας»:
«Αι ενορίαι των χωρίων του δήμου Αβίας καθορίζονται ως εξής:… 3) του χωρίου Μεγάλης
Μαντινείας μετά του χωρίου Παλαιοχώρας, Κότρωνος και Αρχοντικού εις μίαν…».
Η συνεχής αύξηση του πληθυσμού είχε ως αποτέλεσμα να ιδρυθεί σχολείο που στεγάστηκε
αρχικά στην οικία Μπακετέα, ως το 1922 που χτίστηκε σχολικό κτίριο στην Παλιόχωρα. Στην
ίδια θέση, το 1970 περίπου, κτίστηκε νεότερο. Το 1924 η έδρα της κοινότητας Μεγ. Μαντίνειας
μεταφέρθηκε στην Παλιόχωρα (ΦΕΚ 77Β/5-9-1924). Το 1926 η Παλιόχωρα μετονομάστηκε σε
Αβία και η κοινότητα σε κοινότητα Αβίας (ΦΕΚ 69Α/25-2-1926). Το 1998 εντάχθηκε στο δήμο
Αβίας (ΦΕΚ 244Α/4-12-1997) και το 2010 στο δήμο Δυτ. Μάνης.
Η Μικρή Μαντίνεια μετά από το σεισμό του 1944 εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους της,
οι οποίοι εγκαταστάθηκαν ομαδικά στην παραλιακή ζώνη της κοινότητάς τους, στην οποία
μεταφέρθηκε και η ονομασία του χωριού, ενώ το ερειπωμένο αποκαλείται πλέον Παλιό Χωριό.
Από το 1998 η Μικρή Μαντίνεια αποτελεί δημοτικό διαμέρισμα του Δήμου Καλαμάτας.

Διαχρονικό θέρετρο
Ένας τόπος καθιερώνεται ως θέρετρο και διατηρεί αυτή την ιδιότητα όταν συνδυάζει φυσική
ομορφιά και υγιεινό κλίμα. Φαίνεται ότι η Παλιόχωρα τα συνδύαζε και τα δύο από την πολύ
παλιά εποχή. Όπως αναφέραμε, στην Ιλιάδα η περιοχή αποκαλείται εύφορη και πολύχλοη.
Δηλαδή πρόκειται για έναν τόπο που ξεχώριζε από τις υπόλοιπες ομηρικές πόλεις για την
άφθονη βλάστηση και για την ευφορία του εδάφους του. Η φυσική ομορφιά λοιπόν ήταν ένα
προσόν της περιοχής αναγνωρισμένο από την ομηρική ακόμη εποχή.
Όσον αφορά το κλίμα του τόπου: έχει χαμηλή υγρασία και οι θερμοκρασίες δεν φτάνουν σε
ακραίες τιμές. Ο χειμώνας είναι ήπιος με λιγοστές βροχές. Το καλοκαίρι η μεσημεριανή
θαλασσινή αύρα που φυσά από την Κορώνη, η λεγόμενη μπουκαδούρα, καθώς και η
νυχτερινή στεριανή αύρα που κατεβαίνει από τον Ταΰγετο, το «βόρισμα» όπως αποκαλείται
στο τοπικό ιδίωμα, δροσίζουν το μέρος και δεν επιτρέπουν στη ζέστη να κυριαρχήσει.
Η άφθονη βλάστηση σε συνδυασμό με τις όμορφες ακτές δημιουργούν ένα συνδυασμό βου-
νού και θάλασσας. Το βαθυπράσινο της ελιάς και το γαλάζιο του νερού και του ουρανού ξε-
κουράζουν το μάτι και ηρεμούν το πνεύμα. Τόπος ιδανικός για χαλάρωση και ξενοιασιά. Επο-
μένως δεν είναι τυχαία η ίδρυση Ασκληπιείου στην αρχαία Αβία. Ο τόπος ήταν καταλληλότα-
τος για την ίδρυση θεραπευτηρίου λόγω του ιδανικού κλίματος αφενός και αφετέρου λόγω της
ύπαρξης πόσιμου νερού στα πηγάδια της περιοχής. Δεδομένου ότι κατά παράδοξη συγκυρία
όλες οι κοντινές παράκτιες περιοχές έχουν πηγάδια με υφάλμυρο νερό και μόνο στην
Παλιόχωρα, ακόμα και δίπλα στο κύμα, τα πηγάδια έχουν άφθονο, υγιεινό και πόσιμο νερό.
-32-

Για αιώνες λοιπόν οι ασθενείς έρχονταν στο Ασκληπιείο της Αβίας για να βρουν την υγεία
τους. Επίσης έρχονταν μαθητευόμενοι, για να μυηθούν στην επιστήμη της ιατρικής,
δεδομένου πως τα Ασκληπιεία αποτελούσαν τρόπον τινά τις ιατρικές σχολές της εποχής
εκείνης. Φυσικά οι περισσότεροι επισκέπτες: ασθενείς, προσκυνητές και μαθητευόμενοι,
προέρχονταν από τη χώρα του Αριστομένη, από τις πόλεις και από τα χωριά της Μεσσηνίας.
Αυτό είναι λογικό, διότι στη Μεσσηνία αναφέρονται μόνο δυο Ασκληπιεία, της Μεσσήνης και
της Κορώνης, ενώ αντίθετα στις ανατολικές ακτές του μεσσηνιακού κόλπου και στις δυτικές
πλαγιές του Ταϋγέτου υπήρχαν τρία Ασκληπιεία: στην Αβία, στη Γερηνία και στο Λεύκτρο (τη
σημερινή Στούπα).
Άλλωστε παλαιοί δεσμοί συνέδεαν τη Μεσσηνία τόσο με την περιοχή της Αβίας, όσο και με
τη γειτονική της Γερηνίας, η οποία εντοπίζεται στο λόφο της Ζαρνάτας στο σημερινό
Σταυροπήγιο Αβίας, όπου υπήρχε ο τάφος του ιατρού Μαχάονα, του γιου του Ασκληπιού, τα
οστά του οποίου είχε μεταφέρει από την Τροία ο βασιλιάς της Πύλου, ο Νέστορας. Στα χρόνια
του Παυσανία (160 μ.Χ.) και οι δυο πόλεις, η Αβία και η Γερηνία, κατοικούνταν από
Μεσσηνίους, αλλά η μεν Γερηνία είχε παραχωρηθεί στο Κοινό των Ελευθερολακώνων με
απόφαση του αυτοκράτορα Αυγούστου, η δε Αβία ανήκε στην επικράτεια των Μεσσηνίων.
Σύνορο των δυο πόλεων αποτελούσε το φαράγγι της Σάνταβας, η Χοίρειος Νάπη των αρχαίων.
Οι δυο πόλεις ήκμαζαν στα χρόνια που τις επισκέφθηκε ο Παυσανίας. Παράλληλα με τη
θεραπεία τους οι επισκέπτες προσκυνούσαν το ναό του Ηρακλέους που βρισκόταν στην Αβία
και το δαφνοστεφές άγαλμα του Μαχάονα στη Γερηνία. Συνεπώς, μέχρι το τέλος της κλασικής
εποχής η Αβία αποτελούσε για τους Μεσσηνίους ένα θεραπευτικό κέντρο, ένα θέρετρο
ιατρικού τουρισμού θα λέγαμε με σημερινούς όρους. Ταυτόχρονα αποτελούσε τόπο
μαθητείας και εξάσκησης για επίδοξους ιερείς του Ασκληπιού και κέντρο θρησκευτικού
τουρισμού με το ναό του Ηρακλέους που διέθετε, σε συνδυασμό με την κοντινή Γερηνία.
Την περιοχή ξαναβρίσκουμε πάλι ως θέρετρο κατά την ύστερη βυζαντινή περίοδο. Την
περίοδο της Φραγκοκρατίας διαχείμαζαν εδώ οι Βιλεαρδουίνοι άρχοντες της Καλαμάτας. Κατά
τον 15ο αιώνα στη Λακωνική Μαντίνεια -όπως αναφέρεται η περιοχή, σε αντιδιαστολή με την
Αρκαδική αρχαία Μαντίνεια- διατηρούσαν θερινά ενδιαιτήματα οι Παλαιολόγοι του Μυστρά
«ένεκεν της του αέρος ευκρασίας», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Σφραντζής. Το 1423
εγκαταστάθηκε εδώ ο πρώην άρχοντας της Θεσσαλονίκης Ανδρόνικος Παλαιολόγος, γιος του
αυτοκράτορα Μανουήλ Β΄, όταν αρρώστησε από λέπρα, για να θεραπευθεί. Δηλαδή, ο τόπος
εξακολουθούσε να διατηρεί τη φήμη του ως τόπος ίασης και θεραπείας, παρά το ότι η αρχαία
Αβία με το Ασκληπιείο της είχε εξαφανιστεί από το προσκήνιο πριν από χίλια και παραπάνω
χρόνια και η περιοχή είχε πλέον νέο όνομα και κατοίκους.
Το 1439 την επισκέφτηκε ο ίδιος ο αυτοκράτορας Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος κατά την
επιστροφή του από τη σύνοδο της Φλωρεντίας. Την εποχή αυτή η Μαντίνεια αποτελούσε
επίνειο του Δεσποτάτου του Μυστρά για την επικοινωνία του με το Ιόνιο και με την Ιταλία. Τα
1
τοπωνύμια Πορτέλα και Καραβοστάσι, που ακούγονται μέχρι σήμερα σε δυο ακρογιαλιές της
περιοχής, διασώζουν ακριβώς αυτή την ανάμνηση της ύπαρξης λιμένα δίπλα στο κάστρο της.
Υπάρχουν αρκετές αναφορές είτε για προσόρμιση είτε για αναχώρηση πλοίων από ή προς
Ιταλία, Κωνσταντινούπολη, αλλά και Μεθώνη, Κορώνη, Ναβαρίνο κλπ. Αναφέρεται μάλιστα ότι

1
Από το Καραβοστάσι (Παλιόχωρα) ανέβαινε μονοπάτι ή λιθόστρωτο, στη θέση περίπου που βρίσκεται
το σημερινό καλντερίμι που οδηγεί προς την εκκλησία. Στη δεύτερη αγανιά (στροφή) υπάρχει μια
προεξοχή στο παλιό τοιχίο, που αποτελούσε τη μία πλευρά της πέτρινης καμάρας-εισόδου του κάστρου
καθώς και μια χτισμένη παλαιά θύρα.
-33-

το 1460 όταν ο Θωμάς Παλαιολόγος εγκατέλειψε το Μυστρά, στη Μαντίνεια βρήκε προσωρινό
καταφύγιο πριν εγκαταλείψει οριστικά την Πελοπόννησο και αναχωρήσει για την Ιταλία.
Την εποχή αυτή το ενδιαφέρον των Ενετών για τη Μαντίνεια ήταν έντονο και κορυφώθηκε
κατά τη δεκαετία του 1470, οπότε και μετέφεραν στο κάστρο της την έδρα του τοποτηρητή της
Μάνης. Τα παλιά τοπωνύμια: Αρχοντικό, της Βασίλισσας το Πηγάδι, και ένας θρύλος για ένα
θαμμένο βασιλόπουλο στον παλιό ναό της Μεγ. Μαντίνειας, μαρτυρούν τους δεσμούς της
περιοχής με τις μεσαιωνικές αρχοντικές οικογένειες. Για το «Πηγάδι της Βασίλισσας» -στην
πραγματικότητα είναι παλιός υπόνομος- έχει καταγραφεί ο εξής θρύλος:
«Στην Παλιόχωρα ζούσε ένα βασιλόπουλο που αγαπούσε μιαν όμορφη βασιλοπούλα από την
Κορώνη. Επειδή δεν του επιτρεπόταν να τη βλέπει, τις νύχτες δραπέτευε από τον υπόνομο του
κάστρου της Παλιόχωρας (Μαντίνειας) που βγάζει σε μιαν ακρογιαλιά και πήγαινε με πλοίο
1
στην Κορώνη».
Συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε ότι κατά την ύστερη βυζαντινή περίοδο η Μαντίνεια
(Παλιόχωρα) εκτός από κάστρο και λιμάνι, αποτελούσε και τόπο αναψυχής για τις αρχοντικές
οικογένειες της εποχής, τόσο τις βυζαντινές όσο και τις φράγκικες ή βενετσιάνικες. Οι κυρίως
κτήσεις των οικογενειών αυτών ήταν πόλεις και χωριά της μεσσηνιακής πεδιάδας, από όπου
είχαν τις προσόδους τους. Η Μαντίνεια τους χρησίμευε κυρίως ως λιμάνι και ως τόπος
αναψυχής. Στις πηγές είναι τόσο έντονη αυτή η εικόνα ώστε πριν από μισό αιώνα περίπου ο
σπουδαίος βυζαντινολόγος Τζανής Παπαδόπουλος αποκάλεσε σε άρθρο του την περιοχή της
2
Παλιόχωρας «Βυζαντινή Ριβιέρα» .

Ερειπωμένες επάλξεις στο δυτικό άκρο του Κάστρου της Μαντίνειας και το λεγόμενο
Πηγάδι της Βασίλισσας πάνω από την Πορτέλα, που κατακρημνίστηκε το 2016.

Η νεότερη περίοδος
Ακολουθεί η περίοδος της τουρκοκρατίας για την οποία δεν μπορεί να γίνει λόγος για
παραθερισμό. Οι κάτοικοι είχαν εγκατασταθεί στα μεσόγεια, στη Μεγάλη Μαντίνεια. Η
Παλιόχωρα και οι γειτονικές ακτές έμειναν σχεδόν ακατοίκητες ως τα μέσα του 19ου αιώνα.

1
Πετρίδης: 2005.
2
Παπαδόπουλος: 1955.
-34-

«Ερημωθείσης εκ πειρατοφοβίας» αναγράφεται χαρακτηριστικά σε επιγραφή στο ναό της


Παλιόχωρας, τον οποίο έκτισε ο Σταυρέας το 1775 πάνω στα ερείπια των αρχαίων ναών του
Ασκληπιού και του Ηρακλή.
«Σκοπούντος ελκύση ανοικοδόμησιν», σημειώνεται στην ίδια επιγραφή. Δηλαδή έκτισε το
ναό με σκοπό να προσελκύσει τους συντοπίτες του από τη Μεγ. Μαντίνεια να οικοδομήσουν
σπίτια κοντά στην ακτή. Και τούτο διότι η Παλιόχωρα και όλη η παραλιακή ζώνη από το
Αρχοντικό ως τη Σάνταβα αποτελούσαν οικονομικό χώρο των κατοίκων της Μεγάλης
Μαντίνειας, οι οποίοι είχαν στην περιοχή χωράφια με ελιές, συκιές, αμπέλια, περιβόλια κ.ά.
Επίσης διατηρούσαν συκόσπιτα, δηλαδή καλύβες στις οποίες μετακόμιζαν το καλοκαίρι την
περίοδο της συγκομιδής των σύκων.
Στην θάλασσα κατέβαιναν επίσης για να ξεβροχιάσουν (ξεπικρίσουν) τα λούπινα, για να
μαλακώσουν το λινάρι και για να πλύνουν τις κουρελούδες και τα χοντρά υφαντά τους, τα
οποία κοπανούσαν με ξύλινους κόπανους ώσπου να καθαρίσουν και μετά τα άπλωναν στα
βότσαλα να στεγνώσουν. Το πλύσιμο και το κοπάνισμα των υφαντών γινόταν κυρίως στους
«Κοπάνους» ή στο «Κοπάνο», μια ακρογιαλιά, στην οποία σήμερα υπάρχει ο οικισμός
«Ακρογιάλι». Η εμπορική επικοινωνία με την Καλαμάτα γινόταν κυρίως με ζώα από
μονοπάτια. Υπήρχαν δυο βασικοί δρόμοι.
Ο ένας ήταν μεσόγειος. Ξεκινούσε από τη Μεγάλη Μαντίνεια κατέβαινε στο «Βαθύ
Λαγκάδι», το αποκαλούμενο και «Μικρομαντιναίικο Λαγκάδι», διέσχιζε τη Μικρή Μαντίνεια,
το «Παλιό Χωριό» φυσικά όχι το σημερινό παραθαλάσσιο. Στη συνέχεια ο δρόμος συνδεόταν
με τον κεντρικό δρόμο που κατέβαινε από τον Κάμπο. Η διασταύρωση γινόταν στη θέση
«Μαγαζάκι», που οφείλει το όνομά της σε ένα μικρό χάνι, καφενείο και εμπορικό κατάστημα
που βρισκόταν εκεί και ανήκε στον Πότη Λιακέα. Εκεί ξαπόσταιναν για λίγο οι οδοιπόροι και τα
ζωντανά τους. Παλιότερα στη Μικρή Μαντίνεια αναφέρεται το «Χάνι του Κουμάνταρου», το
οποίο διατηρούσε κάποιος πρόγονος του γνωστού συγγραφέα Μένη Κουμανταρέα.
Ο άλλος δρόμος ήταν μέσω της Παλιόχωρας. Το μονοπάτι αυτό, πάνω στο οποίο έχει
χαραχτεί η σημερινή αμαξιτή οδός, οδηγούσε από τη Μεγάλη Μαντίνεια στην Παλιόχωρα. Στις
παρυφές της Παλιόχωρας, στη θέση «Τίκλες», συναντούσε την περίφημη «Δολιανή Στράτα», η
οποία ερχόταν από τους Δολούς. Μετά από την Παλιόχωρα, ο δρόμος διέσχιζε τον Κούκκινο,
έβγαινε στο Αρχοντικό και συνέχιζε παραλιακά ως την Καλαμάτα.
Οι βατοί αυτοί δρόμοι εξυπηρετούσαν την επικοινωνία με την Καλαμάτα. Γι’ αυτό πολλοί
από αυτούς στρώθηκαν με πέτρα και έγιναν καλντερίμια, στα τέλη του 19ου αιώνα. Όπου
διέσχιζαν ρέματα, χτίστηκαν γεφύρια. Ορισμένα σώζονται ακόμα σε καλή κατάσταση, όπως το
πέρασμα του Μπίλιοβου, που κατεβαίνει από τα Αλτομιρά, το Πηγαδιώτικο Γεφύρι κ.ά.
Τους δρόμους αυτούς περπατούσαν κόσμος και κοσμάκης. Αγωγιάτες με υποζύγια και
σούστες, φορτωμένα ανάλογα με την εποχή άλλοτε με λαδούσες για το κουβάλημα του
λαδιού, άλλοτε με τουλούμια γεμάτα μούστο για τα κρασοβάρελα και άλλοτε με 25άρικα
τσουβαλάκια -των 25 οκάδων- γεμάτα σύκα. Αγωγιάτες της Παλιόχωρας ήταν ο Θοδωρής
Μπελίτσος και ο Κώστας Νικολέας. Την περιοχή εξυπηρετούσαν και Σελιτσάνοι, όπως ο
Ζούζουλας. Από τους ίδιους δρόμους κάθε σαββατοκύριακο οι μαθητές του γυμνασίου
έρχονταν με τα πόδια από την Καλαμάτα στο χωριό τους για τον βδομαδιάτικο ανεφοδιασμό.
Επίσης, μανάδες ζαλωμένες με άρρωστα παιδιά στην πλάτη, ειδικά στις αρχές της δεκαετίας
του ’30, όταν θέριζε η περίφημη «σπλήνα καλαζάρι», πηγαινοέρχονταν καθημερινά για μια
σωτήρια ένεση στην Καλαμάτα.
Από τα μέσα του 19ου αιώνα η εξάλειψη της πειρατείας αφενός και η ανάγκη για
συντομότερη προώθηση των προϊόντων και κυρίως των σύκων προς την καλαματιανή αγορά,
-35-

οδήγησε στη δημιουργία εμπορικών σταθμών στις ακτές της Μάνης. Εκεί τα σύκα
φορτώνονταν σε μαούνες, τις οποίες μίσθωναν έμποροι, και προωθούνταν στην Καλαμάτα.
Το λιμανάκι της Παλιόχωρας πλεονεκτούσε για τη δημιουργία διαμετακομιστικού σταθμού,
διότι η ακτή ήταν ομαλή, οπότε η πρόσβαση από τη στεριά με τα ζώα ή με τις σούστες ήταν εύ-
κολη. Αλλά και η θαλάσσια προσέγγιση ήταν δυνατή χωρίς δυσκολίες, με τη βοήθεια ενός «πό-
ντη», δηλαδή ενός ξύλινου λιμενοβραχίονα. Ανάλογα πλεονεκτήματα διέθετε και η ακτή του
Αρχοντικού, με ένα επιπλέον. Εκεί υπάρχει ένας ορμίσκος, ο Κούκκινος, ο οποίος αποτελεί α-
σφαλές χειμερινό καταφύγιο για τις βάρκες και για τα καΐκια, δεδομένου ότι είναι προφυλαγ-
μένος από τους επικίνδυνους νοτιάδες που προκαλούν μεγάλες φουρτούνες το χειμώνα. Δεν
είναι τυχαίο, λοιπόν, που αυτές οι δυο ακρογιαλιές πρωτοκατοικήθηκαν στα μέσα του 19ου
αιώνα από κάποιους τολμηρούς κατοίκους της Μεγ. Μαντίνειας. Ένα τοπικό δίστιχο, το οποίο
σχολίαζε το φαινόμενο της σταδιακής μετακίνησης προς τις ακτές, αναφέρει χαρακτηριστικά:
Η Πάνω Χώρα χάλασε, η Κάτω εγίνη πόλη,
Αρχοντικό, Παλιόχωρα εκατοικήσαν όλοι.
Στην Παλιόχωρα πριν από το 1900 αναφέρεται η ίδρυση δύο ελαιοτριβείων, του Κοτσώνη και
του Νικολή Κατσιβαρδά ή Πετρουλέα, καθώς και ένα αρτοποιείο του Μανωλέα. Στο Αρχοντικό
υπήρχαν τα ελαιοτριβεία Μανδραπήλια και Χριστόδουλου Φραγκούλη. Στις αρχές του 20ου
αιώνα αναφέρεται η πρώτη αποθήκη στην περιοχή για τη συγκέντρωση των σύκων. Ήταν του
Γεωργίου Σπανέα στο Αρχοντικό. Αυτός είχε μεγάλα περιβόλια με συκιές, τις περίφημες
«Περιβόλες του Σπανέα», από τις οποίες έχει απομείνει σήμερα το τοπωνύμιο «Περιβόλα»
μεταξύ Μικρής Μαντίνειας και Αλμυρού. Σύντομα ακολούθησαν και άλλοι και σταδιακά
δημιουργήθηκαν οι οικισμοί της Παλιόχωρας και του Αρχοντικού. Ακολούθησε το Κοπάνο, στο
οποίο το 1926 ανεγέρθηκε ο ναός της Ανάληψης. Το 1962 μετονομάστηκε σε Ακρογιάλι.
Δεν είναι υπερβολή να ισχυριστούμε ότι οι ανάγκες των εμπορικών συναλλαγών και η επιθυ-
μία για στενότερη επαφή με την Καλαμάτα δημιούργησαν τον οικισμό της Παλιόχωρας στα τέ-
λη του 19ου αιώνα. Η έλλειψη οδικών αρτηριών καθώς η αμαξιτή οδός έφτασε στην Παλιόχω-
ρα μόλις το 1938, στη δε Μεγάλη Μαντίνεια τη δεκαετία του 1950, ανάγκασε τους κατοίκους
να στραφούν προς τη θαλάσσια συγκοινωνία και να δημιουργήσουν παράλιους οικισμούς. Ένα
αξιομνημόνευτο γεγονός, το οποίο τονίζει τις πολύ στενές εμπορικές επαφές των δύο
περιοχών, υπήρξε η προσπάθεια ίδρυσης, στα χρόνια του μεσοπολέμου, από την καλαματιανή
οικογένεια Στασινόπουλου, εταιρίας με τίτλο: «Α.Ε. Ελαιουργίας Καλαμών και Αβίας».
Εκτός από την εποχική, εμπορική θαλάσσια συγκοινωνία με τις μαούνες, υπήρχε και η
τακτική που την εκτελούσαν οι περίφημες μανιάτικες βενζίνες. Ξεκινούσαν από τη Στούπα, την
Τραχήλα, την Καρδαμύλη ή τη Σελίνιτσα. Έπιαναν στις Κιτριές και φυσικά στην Παλιόχωρα. Οι
βενζίνες ήταν μικρά καΐκια διαμορφωμένα σε επιβατικά πλοιάρια. Είχαν χωρητικότητα
περίπου 50 ατόμων και προσωπικό συνήθως δύο άτομα: τον καπετάνιο και τον βοηθό του,
συχνά κάποιο νεαρό, ο οποίος εκτελούσε και χρέη εισπράκτορα. Τα δρομολόγιά τους ήταν
τακτικά, εφόσον δεν τα απαγόρευε ο καιρός. Το πρωί περνούσαν προς Καλαμάτα και άφηναν
τους επιβάτες στο λιμάνι. Αφού έκαναν τις δουλειές τους, το μεσημέρι τους μετέφεραν πίσω
στα μανιάτικα χωριά. Είχαν σταθερές ώρες συγκοινωνίας, σε σημείο που κάποιοι διόρθωναν
τα ρολόγια τους, όπως το έκαναν αργότερα με το πέρασμα του λεωφορείου του ΚΤΕΛ.
Με τις βενζίνες οι Παλιοχωρίτες είτε πήγαιναν για ψώνια στην αγορά της Καλαμάτας είτε
μετέφεραν εκεί ζώα για πούλημα: γίδια, γουρούνια, κότες κ.ά. Επίσης, με βενζίνες έρχονταν
στην Παλιόχωρα μανιατοπούλες για εποχική εργασία κατά τη συγκομιδή των σύκων. Οι παλιοί
θυμούνται τις βενζίνες του Χρηστέα, του Λεβίδη και του Μπαλαμπάνη. Εκτός από τις
-36-

μανιάτικες, που έρχονταν από Καρδαμύλη και Στούπα, υπήρχαν και δυο τοπικές βενζίνες κατά
τη διάρκεια του μεσοπολέμου. Αυτές ήταν μικρότερες από τις μανιάτικες αλλά εξυπηρετούσαν
τις τοπικές ανάγκες. Ήταν του Ανδρέα Λεουτσέα από την Παλιόχωρα, στην οποία χρέη
εισπράκτορα εκτελούσε ο Τάκος Χανδρινός και η βενζίνα των Γεωργουλέων από το Κοπάνο.
Πέρα από τις εμπορικές σχέσεις οι κάτοικοι της Μεγάλης Μαντίνειας και κατ’ επέκταση της
Παλιόχωρας είχαν στενή επαφή με την Καλαμάτα σε πολλούς τομείς. Αυτό είναι λογικό, αφού
η Καλαμάτα ήταν το κοντινότερο αστικό κέντρο με το χωριό. Οι σχέσεις αυτές υπήρχαν πριν
από το 1821 και έγιναν εντονότερες έπειτα από την απελευθέρωση. Επιγραμματικά θυμίζω ότι
στο μανιάτικο στράτευμα που απελευθέρωσε τη Καλαμάτα στις 23 Μαρτίου 1821 συμμετείχαν
αρκετοί μαντιναίοι οπλαρχηγοί. Αναφέρονται ο Μανδραπήλιας, ο Μανέας, ο Παγώνης και ο
Παπαβασιλείου. Επίσης από τη Μεγάλη Μαντίνεια ήταν ο εθνομάρτυρας μητροπολίτης
Μονεμβασίας και Καλαμάτας Χρύσανθος Παγώνης και ο επίσκοπος Ζαρνάτας Γαβριήλ
Φραγκούλης. Στη μητρόπολη Καλαμάτας υπηρέτησε για δέκα περίπου χρόνια ως
πρωτοσύγκελος ο Γεράσιμος Παγώνης, ο μετέπειτα Αργολίδος, και διάφοροι ιερείς από τη
Μεγάλη Μαντίνεια, όπως ο Νικόλαος Κοκκινέας και ο Γεώργιος Φραγκούλης.
Από τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας βρίσκουμε εκπαιδευτικούς, ιερείς, στρατιωτικούς, δι-
καστικούς και δημοσίους υπαλλήλους από τη Μεγ. Μαντίνεια να υπηρετούν στην πόλη της Κα-
λαμάτας, μαθητές να φοιτούν στο Γυμνάσιο της πόλης και πολλούς επιστήμονες και επαγγελ-
ματίες να δραστηριοποιούνται εκεί. Μαντιναίικη καταγωγή είχε η οικογένεια του Μεσσήνιου
πολιτικού και πρωθυπουργού Αλέξανδρου Κουμουνδούρου. Από τις Μαντίνειες ήταν ο Πέτρος
Αντων. Καπετανάκης, δήμαρχος Καλαμών (1899-1903) και δυο φορές βουλευτής Μεσσηνίας
(1890, 1895). Μαντιναίος ήταν ο δικηγόρος Γεώργιος Σωτ. Δικαιάκος, που διετέλεσε δήμαρχος
1
Καλαμών (1918-19) και εξελέγη βουλευτής Μεσσηνίας το 1920. Οι παλιότεροι Καλαματιανοί
θυμούνται τον «Κήπο του Μανωλέα» και το «μανωλέικο πηγάδι», από το οποίο πουλούσε νε-
ρό ο μαντιναίος Γιάννης Μανωλέας. Μαντιναίικη ρίζα έχουν οι παλιές καλαματιανές οικογέ-
νειες Καραμπίνη, Κοκκινέα, Μπακέα, Νικητάκη, Παγώνη, Σασανά, Σκιά, Τζάνε, Φραγκούλη κ.ά.
Μαντιναίος εκ μητρός (το γένος Δημ. Καραμπίνη) είναι ο νυν πρόεδρος της Δημοκρατίας Προ-
κόπης Παυλόπουλος. Παρομοίως, η μητέρα του πρόωρα αδικοχαμένου διεθνή ποδοσφαιριστή
Παναγιώτη Μπαχράμη, Τούλα Παν. Μπελίτσου, είναι από τη Μεγ. Μαντίνεια.

Οι Άγιοι Σαράντα, κτίσμα του 1751, καθολικό παλιού μοναστηριού.


Λιθάρια από το ελαιοτριβείο της μονής.

1
Εφ. Σκριπ, 22/12/1920.
-37-

Όπως γίνεται αντιληπτό, πολλοί κλάδοι μαντιναίικων και παλιοχωρίτικων οικογενειών


εγκαταστάθηκαν στην πόλη κατά τη διάρκεια του 19ου και του 20ου αιώνα. Κάποιοι
λησμόνησαν την προέλευσή τους αλλά αρκετοί διατήρησαν την ανάμνηση της καταγωγής
τους. Είτε έρχονταν οι ίδιοι είτε έστελναν τις οικογένειές τους στην Παλιόχωρα για τις θερινές
διακοπές ή σε διάφορες ευκαιρίες, όπως οικογενειακά γεγονότα (γάμους, βαφτίσια, κηδείες),
μεγάλες γιορτές: Πάσχα, Χριστούγεννα και στο καθολικό του χωριού, της Παναγίας. Σιγά-σιγά
η περιοχή άρχισε να γίνεται γνωστή σε έναν ευρύτερο κύκλο κατοίκων της Καλαμάτας.

Καλαματιανό θέρετρο
Μετά το καταλάγιασμα των παρενεργειών της μικρασιατικής καταστροφής οι αστικές
οικογένειες της πόλης άρχισαν να αναζητούν τόπους θερινής διαμονής, στους οποίους να
στέλνουν τις οικογένειές τους για να ξεφεύγουν από τον αφόρητο θερινό καύσωνα. Σύντομα
έγινε αντιληπτό ότι η Παλιόχωρα προσφερόταν ως τόπος διακοπών. Άλλωστε από τις αρχές
του 20ου αιώνα η Παλιόχωρα αποτελούσε πλέον διαμορφωμένο οικισμό και από το 1924 ήταν
έδρα κοινότητας. Είχε ελαιοτριβεία, φούρνο και τρία-τέσσερα μαγαζιά γενικού εμπορίου, τα
γνωστά «καφεοινοπαντοπωλεία». Επίσης, συγκέντρωνε σημαντικά πλεονεκτήματα.
Βρισκόταν σχετικά κοντά στην Καλαμάτα, με την οποία μέσω θαλάσσης επικοινωνούσε με
τις βενζίνες.
Ήταν ο μοναδικός παραθαλάσσιος οικισμός, δεδομένου ότι η «χρυσή» σήμερα περιοχή που
ξεκινά από το Αλμυρό και φθάνει ως τις Κιτριές, τότε ήταν σχεδόν ακατοίκητη.
Είχε όμορφη, βοτσαλόσπαρτη ακτή, ομαλή και σχετικά αβαθή.
Επίσης, είχε υγιεινό, ξηρό κλίμα, γνωστό από την αρχαία εποχή, όπως ήδη αναφέραμε.
Από τα τέλη της δεκαετίας 1920-30 άρχισαν να έρχονται καλαματιανές οικογένειες κάθε
καλοκαίρι. Έφθαναν με τις μανιάτικες βενζίνες και νοίκιαζαν τα σπίτια της παραλίας.
Εγκαθίσταντο στο ανώγειο ενώ οι ιδιοκτήτες μετακόμιζαν στο κατώι, το οποίο διαμόρφωναν
προσωρινά για ένα-δυο μήνες από αποθήκη ή από κατοικία των ζώων τους σε κατοικία
ανθρώπων. Τα ζώα, γαϊδούρια και άλογα, τα προωθούσαν στα κοντινά χωράφια ενώ τα βόδια
τα δάνειζαν σε αγρότες του μεσσηνιακού κάμπου με αντάλλαγμα συνήθως καρπούς. Π.χ.
έπαιρναν 100 οκάδες κούκλα, 15-20 οκάδες φασόλια ή άλλες ποσότητες ανάλογα με τη
1
συμφωνία. Έτσι απαλλάσσονταν από το βάρος της διατροφής τους. Άλλωστε στα μέσα
Ιουλίου και ως το Σεπτέμβριο πολλοί Παλιοχωρίτες μετακόμιζαν από τις κατοικίες τους στα
συκόσπιτα, καλύβες που διατηρούσαν στα συκοχώραφά τους, για τη συγκομιδή των σύκων.
Ήταν λοιπόν αμοιβαία επωφελής αυτή η συνεργασία. Για τους μεν ντόπιους ήταν
ευπρόσδεκτο το επιπλέον εισόδημα από την ενοικίαση της κατοικίας, για τους δε
Καλαματιανούς αποτελούσε ευκαιρία η απόδραση από τον καύσωνα της πόλης σε έναν όχι,
πολύ μακρινό, παράκτιο οικισμό. Πολλές γνωστές καλαματιανές οικογένειες παραθέρισαν
στην Παλιόχωρα. Πριν από το 1930 αναφέρονται οι οικογένειες του Περιβολιώτη, του Δημάκη
και του γυμνασιάρχη Τζανετάκη. Κατά τη δεκαετία του ’30 αναφέρονται:
Στην οικία Πότη Κο τσ ών η : ο υφασματέμπορος Αναστ. Κουκούτσης από το 1933 που
.
αποπερατώθηκε η οικία αργότερα ο Ελληνοαμερικανός Κισκήρας.
Στην οικία Αν δ ρέ α Λ εο υτ σέ α : οι οικογένειες Βασιλείου Μιχαλακέα, εκδότη της
εφημερίδας «Σημαία», Τζάνε και του δικηγόρου Γεωργιάδη.

1
Σε άλλα χωριά, όπως στον Κάμπο, το καλοκαίρι άφηναν ελεύθερα τα βόδια στα ορεινά, σε θέσεις με
άφθονο χορτάρι και νερό, Τσιλιβής: 2003, σ. 76.
-38-

Στην οικία Ντ ίν ου Λ εο υ τσ έα : η οικογ. του ωρολογοποιού Παναγιωτόπουλου και


αργότερα του Καϊμάκη.
Στην οικία Ντί νο υ Κα ρ αμ πί νη (αργότερα Κων. Γερασιμόπουλου): η οικογένεια
Αλεξόπουλου, που είχε δυο κοπέλες οι οποίες κυκλοφορούσαν με ομπρέλες, γεγονός που
έκανε ιδιαίτερη εντύπωση στους Παλιοχωρίτες.
Στην οικία Χ αρ ά λα μ πο υ Κ αρ αμ πίν η (στο Πάσο, στη θέση της σημερινής οικίας Γεωργίου
Σπ. Γεωργουλέα): ο παπά-Γεωργανάς.
Στην οικία Λ άμπ ρο υ Κο τ σ ώνη : οι οικογένειες Γ. Μπασακάρη (είχε σιδεράδικο στον Άγιο
Νικόλα), παπά-Δαμήλου και Αλεξόπουλου.
Αναφέρεται ανεκδοτολογικά, ότι προς χάριν των γυναι-
κών της οικογένειας Μπασακάρη, ο ιδιοκτήτης Λ. Κοτσώ-
νης κατασκεύασε τουαλέτα, την οποία δεν διέθετε το σπί-
τι, όπως άλλωστε όλα τα σπίτια του χωριού. Ως τότε τις
νυχτερινές ανάγκες τους ικανοποιούσαν στο κουρούπι, ε-
νώ τις άλλες ώρες κατέφευγαν «ολούθε», στα γειτονικά
1
χωράφια. Με την έλευση των παραθεριστών φαίνεται
πως καθιερώθηκε το κολύμπι «bains-mixtes», αφού πα-
λιότερα οι γυναίκες δεν κολυμπούσαν μπροστά στα σπί-
τια της Παλιόχωρας αλλά στη γειτονική ακατοίκητη ακρο-
γιαλιά Πορτέλα. Γεγονότα σαν αυτά αποτελούν παραδείγ-
ματα του επηρεασμού που δεχόταν η Παλιόχωρα από
τους πιο «εξευγενισμένους» Καλαματιανούς.
Μεταπολεμικά ο αριθμός των παραθεριστών αυξανόταν Η Πορτέλα τη δεκ. ’60
χρόνο με το χρόνο, όπως και τα σπίτια προς ενοικίαση. με τους δύο πόντηδες
Σταδιακά η συνήθεια επεκτάθηκε και στους γειτονικούς οικισμούς: Αρχοντικό, Κούκκινο και
αργότερα στο Ακρογιάλι. Στην Παλιόχωρα παραθέρισαν κατά τις δεκαετίες του ’50 και του ’60:
Στην οικία Πότη Κ οτ σώ νη (Δημ. Σκιά): οι οικογένειες του ποτοποιού Στεφανούρη, του λα-
δέμπορου Ιωάννη Πλεμμένου και του εργοστασιάρχη σακχαρωδών Ανδρέα Γιαννακόπουλου.
Στην οικία Βα σί λω ς Λ ε ου τ σέ α (Χρήστου Λεουτσέα): η οικογένεια Μιχαλακέα, οι απόγο-
νοι της οποίας συνεχίζουν να παραθερίζουν ως σήμερα.
Στην οικία Αρ γύ ρ ως Λ εου τ σέ α (Γεωργ. Λεουτσέα): ο φαρμακοποιός Χ. Καπουλέας.
Στην οικία Θεο δ ώρ ου Μπ ε λί τσ ου : ο γιατρός Σιγαλός γύρω στο 1950.
Στην οικία Νική τα Γεω ρ γο υλ έα : οι έμποροι Αναστάσιος Κουκούτσης και Σουρίδης και το
1954 ο φημισμένος Αθηναίος ράφτης Σβύρος.
Πολλοί από τους παραπάνω έρχονταν για συνεχόμενα καλοκαίρια, με αποτέλεσμα να
αναπτύξουν στενούς δεσμούς με τους ντόπιους, κάποτε και συγγενικούς και τελικά να
πολιτογραφηθούν Παλιοχωρίτες. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 οι πρώτοι αυτοί
παραθεριστές ή τα παιδιά τους άρχισαν να αναζητούν στην περιοχή σπίτια ή οικόπεδα προς
αγορά. Ο πρώτος που αγόρασε παραθεριστικό σπίτι ήταν ο Ιωάννης Αναστασίου Κουκούτσης
στη θέση Πορτέλα. Από τους πρώτους που έχτισαν εξοχική κατοικία ήταν ο γιατρός Νίκος
Σκορδιάς στη θέση «Πάσο» και ο εργοστασιάρχης σακχαρόπηκτων Ανδρέας Γιαννακόπουλος.
Την ίδια εποχή εμφανίστηκαν τα πρώτα υποτυπώδη ταβερνεία, τα οποία λειτουργούσαν με
λάμπες λουξ, αφού ακόμα δεν υπήρχε ηλεκτρικό. Ήταν στο Αρχοντικό του Τάκη Φραγκούλη
και στην Παλιόχωρα του Παναγιώτη Μπελίτσου και των αδερφών Γιώργη και Τάκη Πουλέα.

1
Αφήγηση Ντίνου Λ. Κοτσώνη.
-39-

Εξυπηρετούσαν κυρίως τους παραθεριστές και τις Κυριακές τους Καλαματιανούς που έκαναν
την ημερήσια εκδρομή τους ως την Παλιόχωρα για ένα μπάνιο. Νέους φίλους απέκτησε η
περιοχή, κάποιοι από τους οποίους έγιναν τακτικοί κάθε Κυριακή, όπως ο ξυλέμπορος
Αλμπάνης, ο καπνοβιομήχανος Καρέλιας κ.ά.
Από τη δεκαετία του ’70 η μορφή του παραθερισμού πήρε
σταδιακά νέα μορφή. Ο εξηλεκτρισμός του χωριού, η α-
σφαλτόστρωση του δρόμου, το τηλέφωνο και η σύνδεση με
το δίκτυο ύδρευσης προκάλεσαν ραγδαίες αλλαγές. Τα ελαι-
οχώραφα έγιναν οικόπεδα. Κτίστηκαν εξοχικές κατοικίες και
σπίτια αποκλειστικά προς ενοικίαση. Τα παλιά σπίτια της α-
κτής είτε μετατράπηκαν σε εξοχικά κέντρα είτε δεν ενοικιά-
ζονταν πλέον. Αλλά και σε όσα ενοικιάζονταν, ο ιδιοκτήτης
δεν παραχωρούσε πια το ανώι. Είτε νοίκιαζε το κατώι είτε έ-
κτιζε δωμάτια αποκλειστικά για τουριστική εκμετάλλευση.
Κτίστηκαν επίσης μικρά ξενοδοχεία-πανσιόν: Γεωργίου Κο-
τσώνη, αδελφών Πουλέα, Παν. Γεωργουλέα, Μέλιου, Κυρ.
Μπαμπουρέα, Άρη και Μαριάνθης Σπύρη, Ιω. Ηλιόπουλου.
Η τουριστική ανάπτυξη του χωριού προσέλκυσε και άλλες
καλαματιανές οικογένειες που αγόρασαν ή ενοικίασαν μόνι-
μη παραθεριστική κατοικία στην Παλιόχωρα, όπως ο για- Ο Αϊ Γιάννης,
τρός Γεωργουλόπουλος, οι έμποροι: Αναγνωσταράς, κοιμητηριακός ναός
Μπουρμπούλης, Κλήδωνας, Νασόπουλος, Κληρόπουλος κ.ά. Η περιοχή έγινε γνωστή και πέραν
της Καλαμάτας, στην Αθήνα ακόμα και στο εξωτερικό, σε Γερμανία, Αυστρία, Ιταλία, Αγγλία,
Βέλγιο, Ρωσία. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 έχουν αρχίσει να εγκαθίστανται μόνιμα ή
περιστασιακά χτίζοντας παραδοσιακά πέτρινα σπίτια στις παρυφές του χωριού, οικογένειες
Άγγλων, Αυστριακών και Γερμανών. Έτσι οι παραθεριστές έχουν πια ποικίλη προέλευση.

Ο Άγιος Δημήτριος και το παλιό ηρώο. Ο ναός «Εξωραΐσθη δαπάναις Παναγιώτας Φελουκαντζή
εις μνήμην του συζύγου της Σαράντου» το 1952. Το ηρώο μεταφέρθηκε εκεί το 1954 και
διατηρήθηκε ως το 2004 που φτιάχτηκε νέο δίπλα στον κεντρικό ναό της Παναγίας.
-40-

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Σήμερα η Παλιόχωρα είναι πυκνοδομημένη αλλά οι μόνιμοι κάτοικοί της δεν ξεπερνούν τους
πενήντα. Ζωντανεύει μόνο κατά τους θερινούς μήνες και στις μεγάλες γιορτές. Τότε ο
πληθυσμός της δεκαπλασιάζεται. Παρά την τουριστικοποίηση εξακολουθεί να αποτελεί
αγαπημένο τόπο παραθερισμού για πολλούς Καλαματιανούς, αφού έχουν δεθεί με δεσμούς
δεκαετιών με αυτήν. Τις καυτές μέρες του καλοκαιριού ακούγονται για ατέλειωτες ώρες οι
φωνές απ’ τα παιδιά που παίζουν στη θάλασσα. Κάθε σούρουπο ένας χρυσοκόκκινος ήλιος
αργοπεθαίνει πίσω από το βουνό Λυκόδημος πάνω από το Πεταλίδι. Και το βράδυ ατενίζοντας
από την ακρογιαλιά της Παλιόχωρας τα φώτα της πόλης της Καλαμάτας συλλογιζόμαστε πόσο
κοντινή και πόσο διαφορετική είναι η πόλη από το χωριό μας.
Προσπάθησα να δώσω με συντομία τη σχέση του πατρογονικού μου χωριού με την
Καλαμάτα. Ελπίζω να έγινε κατανοητό ότι πρόκειται για μια σχέση που έρχεται από το πολύ
παλιό παρελθόν, εξακολουθεί σήμερα να είναι σημαντική και όπως φαίνεται θα
εξακολουθήσει να υφίσταται και στο μέλλον.

«Μάνη και Καλαμάτα: Μακροχρόνιοι δεσμοί αγάπης και αμοιβαιότητας,


Πρακτικά Επιστημονικού Συνεδρίου 9-10 Νοεμ. 2001», σσ. 63-76.
«Μανιάτικη Αλληλεγγύη», 35 και 36 (Φεβρουάριος και Μάρτιος 2002).

Καλοκαίρι του 1954 στην Παλιόχωρα.


Παραθεριστές στη βάρκα του Γεωργίου Νικήτα Γεωργουλέα.
Διακρίνονται θαμώνες στο καφενείο Σπύρου Γεωργουλέα και ο πόντης.
[φωτ. αρχείο οικογένειας Σβύρου].
-41-

Η εξέλιξη της Παλιόχωρας

Τέλη της δεκαετίας ’60 [φωτ. αρχείο Ηλία Γεωργουλέα].

Αρχές της δεκαετίας ’90 [φωτ. Ηλίας Γεωργουλέας].

Η ακρογιαλιά της Παλιόχωρας όπως είναι σήμερα


(άποψη από τη βορινή πλευρά).
-42-

Πληθυσμιακά στοιχεία
Στον επόμενο πίνακα παρατίθεται η διαχρονική εξέλιξη του πληθυσμού των οικισμών της
κοινότητας Αβίας, σύμφωνα με διαθέσιμα στοιχεία απογραφών, πριν και μετά από την ίδρυση
1
του Ελληνικού κράτους.

Πριν από την ίδρυση του Ελληνικού κράτους


Έτος Μεγ. Μαντίνεια Κάτω Χώρα Σύνολο
1618 40 οικογ. 30 οικογένειες 70 οικογ.
2
1695 - - 140 μάχιμοι
1704 59 οικογ. - 59 οικογ.
1813 120 μάχιμοι - 120 μάχιμοι
1829 60 οικογ. - 60 οικογ.
Μετά την ίδρυση του Ελληνικού κράτους
Έτος Μεγ. Μαντίνεια Αβία Αρχοντικό Ακρογιάλι Σύνολο
(& Κόκα) (Παλιόχωρα) (& Κούκκινος) (Κοπάνοι) [κάτοικοι]
1844 436 - - - 436
1853 413 (97 οικογ.) - - - 413
1861 411 - - - 411
3
1879 469 [222 ανδ. - 247 γυν.] 469
1889 423 [182 ανδ. - 241 γυν.] 423
1896 421 [191 ανδ. - 230 γυν.] 421
1907 424 [186 ανδ. - 238 γυν.] 424
1920 302 73 93 36 504
1928 153 + 38 [Κόκα] 83 93 68 435
1940 175 114 98 131 518
1951 223 92 51 100 466
4
1961 210 [187+23] 139 87 [67+20] 436
1971 172 120 79 371
5
1981 136 94 94 [88+6] 324
1991 164 185 123 472
6
2001 180 [155] 236 [217] 189 [156] 605 [528]
2011 191 281 139 611

1
Πηγές: ψηφιακά αρχεία ΕΛΣΤΑΤ (Ελληνική Στατιστική Αρχή), Κόμης: 1995, σσ. 307-308, 492, 508, 584,
589, 593, Καπετανάκης: 1996, σσ. 233-234, Ελευθερουδάκης: 1965, σχετικά λήμματα.
2
Η καταγραφή συμπεριλαμβάνει και τη Μικρή Μαντίνεια.
3
Το 1879 οι παράλιοι οικισμοί είχαν αρχίσει να κατοικούνται αλλά ως το 1907 οι απογραφείς κατέγρα-
φαν τη Μεγ. Μαντίνεια ως ενιαίο οικισμό.
4
Το 1961 Αβία και Αρχοντικό συγκροτούν τον ενιαίο οικισμό «Αβία». Ως διεσπαρμένοι [εκτός οικισμού]
χαρακτηρίζονται 23 κάτ. της Μεγ. Μαντίνειας [μάλλον στην Κόκα] και 20 των Κοπάνων [στα Κουτιβαίικα].
5
Το 1981 χαρακτηρίζονται διεσπαρμένοι 6 κάτοικοι του Ακρογιαλίου [μάλλον στα Κουτιβαίικα].
6
Το 2001 εκτός από τον πραγματικό πληθυσμό καταγράφηκε και ο μόνιμος [αριθμοί σε αγκύλες].
-43-

Διάφορα τεκμήρια

Έγγραφο του 1916 με την υπογραφή του πρώτου


προέδρου της Κοινότητας Μεγάλης Μαντινείας
Χριστόδουλου Ι. Φραγκούλη.

Σφραγίδες της Κοινότητας Αβίας σε ληξιαρχικό έγγραφο του 1957


που υπογράφει ο τότε πρόεδρος Λάμπρος Κοτσώνης.

Σφραγίδες Ειρηνοδικείου Αβίας (1919) και Εκλογικού Τμήματος Κοινότητος Αβίας (1977).

Σφραγίδα του Αγροτικού Ιατρείου Κάμπου (1970) με την υπογραφή


του ιατρού Βενετσάνου Η. Σαράβα που εξυπηρετούσε για χρόνια τα χωριά μας.
Σφραγίδα (1916) με υπογραφή του πρώτου προέδρου της Κοινότ. Αλτομιρών Α. Κλείδωνα.
-44-

Τα άρθρα του Ι. Παπαδόπουλου στην εφ. ΕΘΝΟΣ (19/6/54 και 29/3/55)


για το βυζαντινό παρελθόν της Μαντίνειας.
-45-

Η μεταβυζαντινή Μαντίνεια
Η εξέλιξη του οικισμού από τον 15ο ως τον 18ο αιώνα

Εισαγωγικά

Σήμερα η περιοχή «Μαντίνειες» της Έξω Μάνης είναι διοικητικά μοιρασμένη σε δύο Δήμους.
Η μεν Μεγάλη Μαντίνεια αποτελεί οικισμό του Δήμου Δυτ. Μάνης, η δε Μικρή Μαντίνεια
οικισμό του Δήμου Καλαμάτας. Όμως, τα δύο χωριά, μαζί με τους θυγατρικούς οικισμούς τους
(Παλιόχωρα, Ακρογιάλι κλπ.), αποτελούν μία ενιαία περιφέρεια από γεωγραφικής, γλωσσικής,
πολιτισμικής και κοινωνικής απόψεως, τουλάχιστον κατά τους τρεις τελευταίους αιώνες, κάτι
που φανερώνει και το κοινό όνομά τους. Άλλωστε, κατά τον 19o αιώνα ανήκαν στον ίδιο Δήμο
(Αβίας). Γι’ αυτό πρέπει να αντιμετωπίζονται ως μία οντότητα κατά τη μελέτη της ιστορίας και
της λαογραφίας τους. Στο άρθρο αυτό προσπαθήσαμε να ερευνήσουμε το μεταβυζαντινό
παρελθόν της περιοχής, ώστε να διαλευκάνουμε και να φωτίσουμε τις συνθήκες δημιουργίας
των δύο αυτών συνώνυμων και γειτονικών οικισμών.

Ο 15ος αιώνας
Η δημιουργία της Άνω Μαντίνειας

Μέχρι τον 15ο αιώνα η Μαντίνεια δεν αναφέρεται ιδιαίτερα στις πηγές. Είναι γνωστό, ότι
στα χρόνια της Φραγκοκρατίας υπήρξε έδρα ιδιαίτερης βαρονίας του πριγκιπάτου της Αχαΐας,
1
χωρίς να είναι γνωστές πολλές λεπτομέρειες. Το κάστρο της, το οποίο αναφέρεται στις αρχές
2
του 15ου αιώνα, σε παλαιότερους καταλόγους δεν αναφέρεται.
Η αναφορά σε κατάλογο του 1364 ενός αταύτιστου κάστρου με το όνομα «Lo Castello della
3
Montagna delle Monache», όπου θα μπορούσε κάποιος να αναγνωρίσει παραποιημένο το
όνομα Mantegna, δεν είναι δυνατόν να αφορά τη Μαντίνεια, αφού ακολουθεί η διευκρίνιση
«della Monache». Επομένως, πρόκειται για «Το Κάστρο του Όρους των Μοναχών», αταύτιστο
μεν, αλλά άσχετο με την περιοχή της Μαντίνειας.
Μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε ότι στις αρχές του 15ου αιώνα, αλλά και παλαιότερα, σε
ένα απροσδιόριστο βάθος χρόνου το οποίο φθάνει, ίσως, μέχρι τον 13ο αιώνα, μέσα και γύρω
από το κάστρο της Μαντίνειας είχε αναπτυχθεί σημαντικός οικισμός. Στο εσωτερικό του
κάστρου κατοικούσαν οι αρχοντικές οικογένειες, οι οποίες έλεγχαν την περιοχή και γύρω από
αυτό ζούσε ο αγροτικός πληθυσμός, που καλλιεργούσε τα κοντινά εύφορα εδάφη. Επίσης, οι
δύο όρμοι, Παλιόχωρα ή Καραβοστάσι και Πορτέλα, που βρίσκονται αντίστοιχα στα βόρεια και
στα νότια του κάστρου, θα αποτελούσαν τόπο ελλιμενισμού των πλοίων, τόσο για τη

1
Καπετανάκης: 1996, σ. 36, όπου παλαιότερη βιβλιογραφία.
2
Σφηκόπουλος: 1987, σσ. 37-42, που αναφέρει καταλόγους κάστρων του 1364 και 1391 από Hopf: 1873.
3
Σφηκόπουλος: 1987, σσ. 38 και 56.
-46-

διεξαγωγή του εμπορίου και για τη μεταφορά ανθρώπων και προϊόντων, όσο και για
1
ανεφοδιασμό με νερό από τα παράκτια πηγάδια της περιοχής.
Το κάστρο αυτό ήταν παραλιακό και βρισκόταν στην περιοχή της σημερινής Παλιόχωρας,
στην έκταση που σήμερα είναι γνωστή με την ονομασία «Πάσο», η οποία είναι ένα μικρό
ακρωτήριο και αποτελεί φυσική οχυρή τοποθεσία. Τα ερείπιά του διακρίνονταν παλιότερα, και
τα αναφέρουν διάφοροι περιηγητές που επισκέφθηκαν την περιοχή, όπως ο Moritt το 1795, ο
2
Gell και ο Leake το 1805, ο Post το 1827, ο Aldenhoven το 1841 κ.ά. Φαίνεται όμως, πως οι
λίθοι του χρησιμοποιήθηκαν ως οικοδομικό υλικό από τους κατοίκους στα τέλη του 19ου
αιώνα, όταν η περιοχή άρχισε πάλι να κατοικείται. Έτσι, γύρω στο 1886 κάποιος ερευνητής
3
που πέρασε από εκεί δεν παρατήρησε τίποτε. Σήμερα, διακρίνονται κατάλοιπα της
θεμελίωσης του τείχους του κάστρου, κυρίως προς την πλευρά της βραχώδους ακτής, καθώς
και διάσπαρτα σε διάφορα άλλα σημεία της βορινής πλευράς.
Κατά τη διάρκεια του 15ου αιώνα ο τόπος αποκτά ξαφνικά ενδιαφέρον. Αναφέρεται συχνά
στις πηγές ως Λακωνική Μαντίνεια, για να διακρίνεται προφανώς από την αρχαία Αρκαδική.
Το οχυρό κάστρο της, το οποίο έφτιαξαν ή επισκεύασαν οι Ενετοί για να ελέγχουν την είσοδο
του Μεσσηνιακού κόλπου, μαζί με μία σειρά από άλλα παρόμοια (Μαΐνης, Κορώνης,
Καλαμάτας), αποτελεί το μήλον της έριδος ανάμεσα σε Βυζαντινούς και Ενετούς και συχνά
αλλάζει ιδιοκτήτη. Η διαμάχες για την κατάκτησή του αποδεικνύουν την αξία του. Το 1415, το
4
πολιορκούν και το καταλαμβάνουν οι Βυζαντινοί. Όπως αναφέρει ένα έμμετρο χρονικό:

Πολλά κεφάλια έπεσαν ώστε να το επάρουν


σ’ εκείνην την Μαντένειαν, το δυνατό το κάστρον...

Ως το 1448 η Μαντίνεια ανήκει στο Δεσποτάτο του Μυστρά και η ζωή φαίνεται πως κυλά
σχετικά ήρεμα στην περιοχή. Όμως, μετά το 1448 το κάστρο αλλάζει κτήτορες πολλές φορές.
Οι συνεχείς αψιμαχίες για την κατοχή του κάστρου δυσκολεύουν την ζωή των κατοίκων. Οι
κάτοικοι αισθάνονται ανασφαλείς και κάποια στιγμή αναγκάζονται να δημιουργήσουν ένα
μεσόγειο οικισμό, σχετικά κοντά στο κάστρο της παραλιακής Μαντίνειας, αλλά σε θέση πιο
ασφαλή, κρυμμένη από τη θάλασσα.
Ο μεσόγειος οικισμός αναφέρεται για πρώτη φορά το 1463 σε κατάλογο κάστρων που κατεί-
χαν οι Ενετοί, με την ένδειξη «Mantenya in brazzo, ut Supra», δηλαδή: «η Μαντίνεια στο βρα-
5
χίονα (ακρωτήρι) και η Άνω». Πιθανότατα είχε δημιουργηθεί από παλιότερα, άγνωστο από
πότε, αλλά δεν αναφέρεται στις πηγές, διότι δεν ήταν κάστρο ή λιμάνι, αλλά ένας ασήμαντος
αγροτικός οικισμός. Το 1463 φαίνεται πως έχει πυκνώσει ο πληθυσμός του και οι καταγραφείς
θεωρούν σκόπιμο να αναφέρουν, εκτός από τον παραλιακό, και το μεσόγειο οικισμό.
Μπορούμε, λοιπόν, να υποστηρίξουμε βάσιμα, ότι πριν από το 1463, αλλά και στα επόμενα
χρόνια, το επίκεντρο της οικονομικής ζωής της περιοχής μεταφέρεται σταδιακά στην Άνω
Μαντίνεια, για λόγους ασφαλείας. Η Κάτω Μαντίνεια χρησιμοποιείται πλέον κυρίως ως
στρατιωτικό οχυρό, το οποίο φιλοξενεί φρουρά και λιγοστούς πολίτες, οι οποίοι είτε έχουν

1
Στην περιοχή αυτή υπάρχουν πολλά πηγάδια με γλυκό νερό, τα οποία σπανίζουν στις γύρω ακτές, όπου
το νερό των πηγαδιών είναι υφάλμυρο.
2
Καπετανάκης: 1996, σσ. 106, 108, 109, 113 και 118.
3
Πετρίδης: 1886, σ. 13. Σφηκόπουλος: 1987, σ. 347.
4
Καπετανάκης: 1996, σ. 38.
5
Hopf: 1873, σ. 203. Σφηκόπουλος: 1987, σ. 46. Κατσαφάδος: 1992, σ. 219. Καπετανάκης: 1996, σ. 45.
-47-

κάποια επαγγελματική σχέση με τη λειτουργία του φρουρίου και του μικρού λιμανιού, είτε
μεταβαίνουν περιστασιακά εκεί για διάφορους λόγους, προσωπικούς, επαγγελματικούς κ.ά.
1
Το 1467 αναφέρονται πολλά κάστρα, μεταξύ των οποίων πολλά ερειπωμένα . Το κάστρο της
2
Μαντίνειας ήταν γερό, όπως και το 1471. Ακριβώς επειδή ήταν γερό, το 1470, οπότε χάνουν
το κάστρο της Μαΐνης, οι Ενετοί μεταφέρουν στη Μαντίνεια την έδρα του Διοικητή της Μάνης
3
και τη διατηρούν εκεί ως το 1479. Το έτος αυτό το εγκαταλείπουν και, κατά τη συνήθειά τους,
καταστρέφουν τις οχυρώσεις του και μεταφέρουν τα πυροβόλα και τα πυρομαχικά του στην
Κορώνη. Στο κάστρο πιθανόν εγκαθίσταται τουρκική φρουρά, γεγονός που, αν συνέβη, θα
απομάκρυνε και τους τελευταίους Έλληνες κατοίκους του. Το επόμενο έτος καταλαμβάνεται
4
προσωρινά από τον Κορκόντηλο Κλαδά, αλλά αυτό αποτελεί το κύκνειο άσμα του. Έκτοτε, το
κάστρο ερειπώνεται και λογικά συρρικνώνεται ο οικισμός της παραλιακής (Κάτω) Μαντίνειας.
Στον ΠΙΝΑΚΑ Ι παρουσιάζονται οι αναφορές του οικισμού ως το τέλος του 15ου αιώνα.

ΠΙΝΑΚΑΣ I
Η Μαντίνεια κατά τον 15ο αιώνα
Ως τον 15ο αιώνα: Η Βαρονία της Μαντίνειας ανήκει στο Πριγκιπάτο της Αχαΐας.
Αρχές 15ου αιώνα Ανήκει στο βυζαντινό μέγα πρωτοστράτορα Νικηφόρο Μελισσηνό.
1414: Έχει οχυρό κάστρο και ανήκει στη Βενετία.
1415: Ανήκει στο στασιαστή ηγεμόνα της Γιάννιτσας, Ελεαβούρκο. Πολιορκείται
και καταλαμβάνεται από τα βυζαντινά στρατεύματα του Μανουήλ Παλαιο-
λόγου.
1415-1448: Ανήκει στο Δεσποτάτο του Μυστρά, του οποίου αποτελεί σημαντικό λιμάνι.
1448-1451: Ανήκει στον άρχοντα της Καλαμάτας, Θωμά Παλαιολόγο.
1451-1460: Ανήκει στο Δεσπότη του Μυστρά, Δημήτριο Παλαιολόγο.
Μάιος 1460: Παραδίνεται στο Θωμά Παλαιολόγο.
28-7-1460: Ο Θωμάς Παλαιολόγος εγκαταλείπει τη Μαντίνεια στους Ενετούς και φεύγει
από την Ελλάδα.
1460-1479: Ανήκει στους Ενετούς. Αναφέρεται ως «σκάλα και καταφύγιο της Μάνης».
1463: Το κάστρο αναφέρεται σε δύο καταλόγους ως Mantenya και ως Mantenya
in brazzo ut Supra.
1467: Mantegna: το κάστρο διατηρείται, ενώ άλλα αναφέρονται ως ερειπωμένα.
1471: Mantinea: υπάρχει κάστρο.
1470-1479: Οι Ενετοί μεταφέρουν την έδρα του rettore της Μάνης από το κάστρο της
Μαΐνης στη Μαντίνεια για να βρίσκεται πιο κοντά στην Κορώνη.
27-4-1479: Εγκαταλείπεται το κάστρο από τους Ενετούς. Ο τελευταίος Ενετός διοικητής
Luigi Barbarigo μεταφέρει τα πυροβόλα και τα πυρομαχικά του στην Κορώ-
νη. Περνάει στην κατοχή των Οθωμανών.
1480: Καταλαμβάνεται προσωρινά από τον Κορκόντηλο Κλαδά.

1
Hopf: 1873, σσ. 205-206. Σφηκόπουλος: 1987, σσ. 47-50. Κατσαφάδος: 1992, σσ. 220-221.
2
Σφηκόπουλος: 1987, σσ. 54, 347 (αναφέρει λανθασμένα ότι ήταν ερείπιο από το 1465). Κατσαφάδος:
1992, σσ. 222.
3
Κατσαφάδος: 1992, σσ. 226 (σημ. 3) και 231.
4
Κατσαφάδος: 1992, σ. 233. Καπετανάκης: 1996, σ. 48.
-48-

Ο 16ος αιώνας
Τα τοπωνύμια «Αβία» και «Χώρες»
Είδαμε ότι στα τέλη του 15ου αιώνα η Κάτω Μαντίνεια έχει σχεδόν εγκαταλειφθεί και
κεντρικός οικισμός της περιοχής είναι η Άνω Μαντίνεια, που βρισκόταν στη θέση περίπου του
σημερινού οικισμού Μεγ. Μαντίνεια. Την εποχή αυτή, αλλά και σε μεταγενέστερους χάρτες,
στην περιοχή σημειώνεται η Abea, που δεν είναι άλλη από την «ΑΒΕΑ» του Κλαύδιου
Πτολεμαίου. Δηλαδή, πρόκειται για χάρτες επηρεασμένους από παλιότερους, του 13ου αιώνα,
1
αντίγραφα της Γεωγραφίας του Πτολεμαίου, στους οποίους σημειώνεται η αρχαία πόλη Αβία ,
η θέση της οποίας ταυτίζεται με την τότε Κάτω Μαντίνεια και τη σημερινή Παλιόχωρα.
Τέτοιοι χάρτες, που αναφέρουν την Αβία στη θέση της μεσαιωνικής Μαντίνειας, εκδόθηκαν
2
πολλοί μέχρι και τον 17ο αιώνα, κατά τα έτη : 1477, 1478, 1482, 1511, 1513, 1525, 1541, 1638,
1690 και 1698. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, όλοι οι περιηγητές να αναζητούν τα ερείπια της
αρχαίας Αβίας στην περιοχή της Παλιόχωρας (Κάτω Μαντίνειας), η οποία ήταν έτσι κι αλλιώς
ερειπιώνας μετά την εγκατάλειψη του κάστρου της. Η αναφορά του τοπωνυμίου «Αβία» σε
χάρτες μάς ενδιαφέρει, διότι σε συνδυασμό με το τοπωνύμιο «Χώρες», το οποίο παραπέμπει
στο σημερινό «Παλιόχωρα», μας οδηγεί σε κάποια συμπεράσματα σχετικά με την κατοίκηση ή
μη του παράκτιου οικισμού της Κάτω Μαντίνειας.

Πολεμίστρα-ζεματίστρα στο Φραγκουλέικο καστρόσπιτο.


Παλιόχωρα 1980, με τον χαρακτηριστικό πόντη.
Στο βάθος το ύψωμα στο ακρωτήρι, στο οποίο υπήρχε το
μεσαιωνικό κάστρο της Μαντίνειας, η Mantenya in brazzo.
[Ημερολόγιο 1980 Συλλόγου Αβιατών Αθήνας].

Στον ΠΙΝΑΚΑ ΙΙ που ακολουθεί, συγκεντρώσαμε τις αναφορές των τοπωνυμίων Μαντίνεια και
Χώρες από τον 16ο ως τον 18ο αιώνα, καθώς και επιλεγμένες αναφορές του τοπωνυμίου Αβία,
3
δηλαδή τις περιπτώσεις που αναφέρεται παράλληλα με κάποιο από τα άλλα δύο τοπωνύμια.

1
Σταυρίδου: 1993, σσ. 40-41.
2
Τάντουλος: 1993, σ. 68.
3
Για τη δημιουργία του πίνακα πήραμε στοιχεία από τα έργα: Τάντουλος: 1993, σ. 69, Υπ. Αιγαίου: 1998,
Ιονική Τράπεζα: 1995, Κόμης: 1995, Κόμης: 1998 και Κόμης: 1999, σσ. 363-383.
-49-

ΠΙΝΑΚΑΣ II
Τα τοπωνύμια «Μαντίνεια» και «Χώρες» (16ος-18ος αιώνας)

ΕΤΟΣ ΤΟΠΩΝΥΜΙΟ ΘΕΣΗ ΠΗΓΗ


1554 Mantegna ακτή Χάρτης Agnese
1560 Chiors ακτή Χάρτης Castaldi
1566 Chiores ακτή Χάρτης Camocio
1575 Μαντένια ακτή Ελληνικός πορτολάνος
1578 Mantinea ακτή Χάρτης de Jode
1590 Chiores ακτή Χάρτης Mercator
Mantinea -
1618 Χωρογραφία Π. Μέδικου
cocha di Mantinea -
1633 Chiores ακτή Χάρτης G. Mercator
Chiores ακτή
1638 Χάρτης Laurenberg
Abea ακτή
1655 Mandigna - Υπόμνημα Simancas
1670 Mandinya köyü - Απογραφή μαχίμων Celebi
1682 Chiores - Xάρτης Vissher
1683 Chiores ακτή Χάρτης M. Levanto
1688, 1692 Mandigna - Ενετικό φορολογ. κατάστιχο
1690 Aboe ακτή Χάρτης Canteli (αρχαίος)
1690 Chiores ακτή Χάρτης Canteli (σύγχρονος)
1690, 1700 Chiores ol. Abea ακτή Χάρτες de Wit
1695 Mandigna - Απογραφή μαχίμων Muazzo
1700 Mandigna Micri - Απογραφή Grimani
1700 Mandigna - Κατάλογος Pacifico
Μαντήνηα χόρα μηκρή -
1704 Αρχείο Nani
(η Μεγάλη ανώνυμα) -
1704 Μοndigne Micri - Κώδικας Albergheti
1706-1720 Abea ακτή Χάρτης Chr. Weigel
1720 Chiores ol. Abea ακτή Χάρτης Chr. Weigel
1752 Abea ακτή Χάρτης R. De Vaugondy
1798 Μαντίνειες δύο - Ν. Νηφάκης

Σύμφωνα, λοιπόν, με τον ΠΙΝΑΚΑ ΙΙ έχουμε τα παρακάτω δεδομένα. Το ιδιαίτερα ενδιαφέρον


τοπωνύμιο Χώρες (Chiores) εμφανίζεται στους χάρτες μετά το 1560 και πάντα στον
1
πληθυντικό. Παλιότεροι χάρτες δεν υπάρχουν , ως εκ τούτου μπορούμε να θεωρήσουμε ότι το
τοπωνύμιο δεν ήταν καινούργιο, αλλά προϋπήρχε και, προφανώς, είχε προέλθει από την
ύπαρξη δύο «Χωρών», της Άνω Χώρας και της Κάτω Χώρας, οι οποίες, όπως αναφέραμε,
υπήρχαν τουλάχιστον από το 1463.
Παρατηρούμε, επίσης, ότι κατά τον 16ο αιώνα σε άλλους χάρτες αναφέρεται το όνομα
Μαντίνεια (1554, 1575, 1578) και σε άλλους το Χώρες (1560, 1566, 1590). Όμως, ποτέ δεν
συνυπάρχουν στον ίδιο χάρτη. Προφανώς, τον αιώνα αυτόν η ανάμνηση της ονομασίας της βυ-

1
Εξαιρούμε τις πτολεμαϊκές εκδόσεις, οι οποίες αποτυπώνουν το απώτερο παρελθόν της περιοχής και
δεν μας ενδιαφέρουν εδώ.
-50-

ζαντινής Μαντίνειας είναι ακόμα έντονη. Γιαυτό άλλοι χαρτογράφοι επιλέγουν την παλιά ονο-
μασία (Μαντίνεια) και άλλοι την τρέχουσα (Χώρες) που υποδηλώνει την ύπαρξη δύο οικισμών.
Συνεπώς, κατά τον 16ο αιώνα μάλλον επιβίωναν δύο Χώρες στην περιοχή της Μαντίνειας. Η
Άνω, η οποία είχε δημιουργηθεί τουλάχιστον από τα μέσα του 15ου αιώνα, όπως αναφέραμε,
και η Κάτω, η οποία ήταν μεν παλαιότερη αλλά είχε περάσει μια φάση συρρίκνωσης στα τέλη
του 15ου αιώνα. Προφανώς, κατά τον 16ο αιώνα, με την πλήρη επικράτηση των Οθωμανών,
ηρέμησαν κάπως τα πράγματα και η Κάτω Χώρα αναπτύχθηκε πάλι.
Αξίζει, επίσης, να προσέξουμε, ότι το όνομα Χώρες σημειώνεται μόνο στους ναυτικούς
χάρτες και ποτέ στις απογραφές. Αντίθετα, η ονομασία Μαντίνεια, εκτός από ορισμένους
χάρτες, αναφέρεται σε όλες ανεξαιρέτως τις απογραφές. Από αυτό συμπεραίνουμε, ότι το
Χώρες ήταν μόνο ένα τοπωνύμιο. Το επίσημο όνομα του χωριού, με το οποίο καταγράφεται
όποτε χρειάζεται, ήταν Μαντίνεια, ανεξάρτητα από τη θέση στην οποία ήταν χτισμένος ο
οικισμός. Αυτό υποδηλώνει μια συνέχεια από τα βυζαντινά χρόνια.
Η διατήρηση του ονόματος του χωριού, παρά τις κατά καιρούς αλλαγές θέσης, δείχνει ότι
υπήρχε πληθυσμιακή και πολιτισμική συνέχεια. Συνεπώς, ίσως πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη
βαρύτητα στην μεμονωμένη προφορική μαρτυρία του 1797, ότι το όνομα Μαντίνεια προήλθε
1
από οικιστές προερχόμενους από την περιοχή της Μαντινείας Αρκαδίας . Θυμίζουμε, πως τα
τοπωνύμια Κάτω Χώρα και Πάνω Χώρα, τα οποία δημιουργήθηκαν κατά τον 15ο αιώνα,
διατηρήθηκαν ως τις μέρες μας. Ανάλογη διατήρηση επωνυμίας ίσως υπήρξε και από το
μακρινό παρελθόν, όταν κάποιοι ήρθαν εδώ από την αρκαδική Μαντίνεια.
Σε ορισμένους χάρτες οι Χώρες τοποθετούνται, από λάθος, νοτιότερα από το φαράγγι της
Σάνταβας, αλλά πολλοί χάρτες είναι αντίγραφα άλλων και η θέση των τοπωνυμίων δεν έχει
μεταφερθεί πάντα με ακρίβεια. Άλλωστε, από κάποιες λεπτομέρειες συμπεραίνουμε, ότι το
τοπωνύμιο αυτό αντιστοιχεί με τη θέση της σημερινής Παλιόχωρας. Συγκεκριμένα:
α) Το 1690 ο Canteli δημοσίευσε δύο χάρτες, έναν με τα αρχαία τοπωνύμια της Μάνης και
έναν με τα τοπωνύμια της εποχής του. Στον πρώτο στη θέση της Παλιόχωρας σημειώνει την
αρχαία Αβία και στον δεύτερο τις Χώρες, προφανώς επειδή ταυτίζονταν.
β) Το ίδιο έτος ο de Wit σημειώνει στο χάρτη του «Chiores ol. Abea», δηλαδή: «Χώρες ή
Αβία», θέλοντας να υποδείξει ότι στη θέση την οποία τότε αποκαλούσαν Χώρες, στην
αρχαιότητα βρισκόταν η Αβία.
γ) Ομοίως, το 1720, στο χάρτη του Weigel, σημειώνεται: «Chiores ol. Abea».
Εξάλλου, όπως προαναφέραμε, τα τοπωνύμια «Χώρα» και «Κάτω Χώρα» διασώθηκαν στην
προφορική παράδοση του τόπου σχεδόν ως τις μέρες μας. Σε ένα κακότεχνο τετράστιχο -
φτιαγμένο στις αρχές του 20ου αιώνα από τον ντόπιο λαϊκό ριμαδόρο Γεώργιο Σταύρ. Κοτσώνη
(1829-1919), με το οποίο σχολίαζε τη σταδιακή μετεγκατάσταση των κατοίκων της Μεγάλης
2
Μαντίνειας στους παράκτιους οικισμούς- αναφέρεται :

Η Χώρα μας εχάλασε, η Κάτω εγίνη πόλη,


Αρχοντικό, Παλιόχωρα εκατοικήσαν όλοι,
εφτιάξαν εργοστάσιο μέσα εις την Αβία
και η φήμη του έφτασε μέχρι τη Γερμανία.

1
Παπαδόπουλος: 1954. Καπετανάκης: 1996, σσ. 32 και 107.
2
Αφήγηση Χρήστου Σπ. Γεωργουλέα. Για το λαϊκό στιχοπλόκο Γ. Κοτσώνη βλ. Θ. Μπελίτσου, «Παλιόχωρα
Αβίας - Ένα θέρετρο με... Ιστορία», Ιθώμη 37-38 (Νοέμ. 1995), σ. 115.
-51-

Στο τετράστιχο γίνεται σαφής διάκριση της Αβίας (Κάτω Χώρας) από την (Πάνω) Χώρα.
Από όσα εκτέθηκαν παραπάνω, νομίζουμε ότι προκύπτει σαφώς πως το τοπωνύμιο Χώρες
αφορά στη Μαντίνεια, παρά την λανθασμένη, ενίοτε, τοποθέτησή του στους χάρτες. Επίσης,
πρέπει να θεωρείται βέβαιη η ύπαρξη δύο οικισμών, ενός παραλιακού και ενός μεσόγειου,
από το 1463 τουλάχιστον και σε όλο τον 16ο αιώνα, με αυξομειώσεις του πληθυσμού τους
ανάλογα με τις συνθήκες. Οι δύο Χώρες, όπως τις αποκαλούσαν, διατηρήθηκαν ως ονόματα
στην τοπική παράδοση μέχρι τον 20ο αιώνα, αν και, όπως θα δούμε στη συνέχεια, η Κάτω
Χώρα κάποια στιγμή εγκαταλείφθηκε και μετατράπηκε σε «Παλαιόχωρα».

Ο 17ος αιώνας
Η εγκατάλειψη της Κάτω Μαντίνειας

Ας δούμε τώρα πότε είναι πιθανόν να εγκαταλείφθηκε η Κάτω Μαντίνεια. Στον ΠΙΝΑΚΑ II η
Άνω Χώρα σημειώνεται μόνο στην καταγραφή του 1618 ως «cocha di Mantinea», δηλαδή
«κόκα της Μαντίνειας», για να ξεχωρίσει από την παραλιακή Μαντίνεια. Ο προσδιορισμός
«κόκα» προήλθε από το όνομα του κοντινού λόφου «Κόκα», το οποίο είναι αρβανιτογενές
τοπωνύμιο και προέρχεται από την αρβανίτικη λέξη «κόκα: κεφάλι» (αλβ. kokë ή koka). Στους
χάρτες η Άνω Χώρα δεν σημειώνεται, όπως οι περισσότεροι μεσόγειοι οικισμοί, διότι οι
χαρτογράφοι ενδιαφέρονταν κυρίως για τις ακτές, τα λιμάνια και τις περιοχές με πόσιμο νερό
και αγνοούσαν τους μεσόγειους οικισμούς.
Ως το 1618 η παραλιακή Κάτω Μαντίνεια επιβιώνει σίγουρα ως οικισμός, αφού στην
καταγραφή εκείνης της χρονιάς αναφέρεται από το Μανιάτη -και έχει σημασία αυτό, διότι
προφανώς θα γνώριζε τον τόπο του- Πέτρο Μέδικο. Μετά το 1618 η ονομασία Μαντίνεια δεν
εμφανίζεται σε κανένα χάρτη, παρά μόνο σε απογραφές. Στους χάρτες υπάρχει μόνο το
τοπωνύμιο Χώρες, είτε μόνο του (1633, 1682, 1683), είτε σε παραλληλισμό με το Αβία (1638,
1690, 1700, 1720). Με δεδομένο ότι στους χάρτες υπάρχουν κυρίως τοπωνύμια σε ακτές,
θεωρούμε ότι αν επιβίωνε παράκτιος οικισμός θα έπρεπε να αναφέρεται και ως Μαντίνεια,
δεδομένου ότι ο οικισμός της Μαντίνειας αναφέρεται σε καταγραφές του 17ου αιώνα (1655,
1670, 1695, 1700, 1704) και μάλιστα οι κάτοικοί του φορολογούνται (1688, 1692, 1704).
Η μη αναφορά σε χάρτες παράκτιου οικισμού με το όνομα «Μαντίνεια» οφείλεται
απλούστατα στο γεγονός ότι δεν υπάρχει. Το 1638 ίσως μπορεί να θεωρηθεί ότι έχουμε την
τελευταία ένδειξη ύπαρξης της παραλιακής Κάτω Χώρας, διότι στον, γενικά αξιόπιστο, χάρτη
1
του Laurenberg σημειώνονται οι «Χώρες» στην ακτή, αλλά σε λάθος θέση. Οι χάρτες του 1682
και 1683 μάλλον αντιγράφουν παλαιότερους, ενώ από το 1690 και έπειτα οι χαρτογράφοι
προτιμούν να σημειώνουν την Αβία στην περιοχή, αφού εκεί διακρίνουν μόνο ερείπια, τα
οποία ταυτίζουν με τα ερείπια της αρχαίας πόλης.
Βγαίνει το συμπέρασμα, λοιπόν, ότι κάποια στιγμή, μετά το 1618, η παραλιακή Μαντίνεια (η
Κάτω Χώρα) εγκαταλείπεται. Ακόμα και αν κατοικείται από κάποιους λιγοστούς κατοίκους,
αποτελεί ένα μικρό οικισμό, δορυφορικό της Πάνω Χώρας, η οποία αποκαλείται πλέον
Μαντίνεια, χωρίς κανένα άλλο προσδιορισμό (1655, 1659 και 1670).
Στα μέσα του 17ου αιώνα η περιοχή σπαράσσεται από μάχες μεταξύ Τούρκων και Ενετών.
Ως πιθανή χρονιά οριστικής εγκατάλειψης της Κάτω Χώρας θεωρούμε το 1659, όταν οι Ενετοί
2
καταλαμβάνουν την Καλαμάτα και οι κοντινές ακτές γίνονται εξαιρετικά ανασφαλείς . Πάντως,
1
Τάντουλος: 1993, σσ. 60-61.
2
Καπετανάκης: 1996, σ. 53.
-52-

αν όχι το 1659, το 1673 με την κατάληψη και καταστροφή της Μαντίνειας από τους Τούρκους,
ο παραλιακός οικισμός ερημώνεται οριστικά και η Κάτω Χώρα μετατρέπεται σε «Παλιά Χώρα»
-Παλιόχωρα- τοπωνύμιο που ακούγεται μέχρι σήμερα. Αλλά και ο μεσόγειος οικισμός, η Άνω
Μαντίνεια, έχει προβλήματα μετά την καταστροφή του 1673, γι’ αυτό και δεν σημειώνεται ως
τα χρόνια της ενετοκρατίας. Τότε αναφέρεται και πάλι σε φορολογικά κατάστιχα (1688).
Στο μεταξύ, στα χρόνια της ενετοκρατίας, έχει ιδρυθεί και ένας μικρότερος οικισμός, όπως
προκύπτει από την απογραφή του 1700, στην οποία πρωτοαναφέρεται. Ονομάζεται «Μικρή
1
Μαντίνεια» ή «Χώρα Μικρή» , σε αντιδιαστολή με τον παλιότερο και μεγαλύτερο, ο οποίος
αναγκαστικά προσδιορίζεται έκτοτε ως «Μεγάλη Μαντίνεια» για να ξεχωρίζει. Τα τοπωνύμια
αυτά διατηρούνται ως τις μέρες μας.
Ακολουθεί ο ΠΙΝΑΚΑΣ III, στον οποίο παρουσιάζονται συνοπτικά τα συμπεράσματά μας
σχετικά με τη δημιουργία των διαφόρων οικισμών στις Μαντίνειες.

ΠΙΝΑΚΑΣ III
Συνοπτική εξέλιξη των οικισμών

Χρονική περίοδος Οικισμοί


Πριν από το 1400 και ως το 1479 Μαντένια (κάστρο) στην ακτή
1463 ως τα μέσα του 17ου αιώνα Άνω Μαντίνεια και Κάτω Μαντίνεια ή Χώρες
Μέσα του 17ου αιώνα (1659 ή 1673) Μαντίνεια (Άνω) και Παλιόχωρα (ερειπωμένη)
Πριν από το 1700 ως τον 20ο αιώνα Μεγάλη Μαντίνεια και Μικρή (το Παλιό Χωριό)
Από τα τέλη του 19ου αιώνα Παλιόχωρα (Αβία, κατοικείται ξανά)

«Μεσσηνιακά Χρονικά», τόμ. 2ος (2000-2002), σσ. 575-584.

Η Μεγ. Μαντίνεια (υψόμ. 200μ.) από την απέναντι μεριά του φαραγγιού της Σάνταβας.
Στο βάθος ο Μεσσηνιακός κόλπος και η πόλη της Καλαμάτας.

1
Καπετανάκης: 1996, σσ. 81 και 218.
-53-

Επιγραφές και άλλα τεκμήρια

Επιγραφή στο παλιό σχολείο (αλειτούργητος ναός) της Μεγ. Μαντίνειας,


σύμφωνα με την οποία είναι από τα παλαιότερα κτίσματα του χωριού (1743-1753).
+ ΑΝΑΚΕΝΙCΘΙ ΟΥΤΟC Ο ΘΙΟC ΚΕ ΠΑΝCΕ
ΠΤΟC ΝΑΟC ΤΗC ΗΠΕΡΑΓΙΑC ΘΕωΤΟ
ΚΟΥ Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙCMOC – EIC αψμγ΄ ΚΕ αψνγ΄ ΕΤΕ
ΛΙΟΘΙ – Χρύσανθοc Ιερομόναχοc

Το εθνόσημο [θυρεός βασιλιά Όθωνα] στο παλιό σχολείο – 1858.


Σύλλογος Εξωραϊστικός Πολιτιστικός και Μορφωτικός Μεγ. Μαντίνειας – 1983.
Πολιτιστικός Εξωραϊστικός Σύλλογος Αβίας – 1996.

Επιγραφή που υπάρχει στο καμπαναριό του ναού της


Κοίμησης. Φέρει σκάλισμα με φυτικό διάκοσμο, αριστερά
ένα σταυρό, τη χρονολογία «1720», τη λέξη «ΜΑΡΤΙΟΥ» και
εκατέρωθεν ενός μικρού σταυρού τα αρχικά «IC + XP» «NI
KA». Το «ΜΑΡΤΙΟΥ» είναι ένδειξη ότι η επιγραφή αφορά σε
ναό του Ευαγγελισμού (25 Μαρτίου). Πιθανόν προέρχεται από
το γειτονικό ναό και τοποθετήθηκε στον κεντρικό κατά την
ανέγερση του καμπαναριού στις αρχές του 20ού αιώνα.
-54-

Κοίμηση Μεγ. Μαντίνειας. Το περίτεχνο καμπαναριό είναι πανομοιότυπο με εκείνο του ναού
της Παναγίας της Χώρας Γαϊτσών, το οποίο κατασκευάστηκε το 1896 από τους μαστόρους
Π. Λαλέα από τα Άνω Τσέρια ή τα Πρίντα Γαϊτσών και Π. Κουλουμπέρη από Πύργο Λεύκτρου.
Λογικά, της ίδιας εποχής είναι και αυτό της Κοίμησης Μεγ. Μαντίνειας.
Δεξιά η μαρμάρινη νεοκλασική είσοδος. Στο αετωματικό υπέρθυρο αναγράφεται:
«1904 – ΥΠΟ ΓΛΥΠΤΟΥ Π. ΛΑΛΕΑ – ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΕΙ Ι. ΚΟΤΖΟΝΕΑ».

Ο ναός της Κοίμησης (πίσω) και η αλειτούργητη Ευαγγελίστρια (σχολείο ως το 1961).


Ζεματίστρα σε παλιό καστρόσπιτο της Μεγ. Μαντίνειας.
-55-

Εικόνα εγκατάλειψης της Ευαγγελίστριας στις αρχές της δεκαετίας ’80.


[φωτ. Ηλίας Γεωργουλέας]

Η συντηρημένη Ευαγγελίστρια στις 15 Αυγούστου 2016.


-56-

ΣΟΦΙΑ ΚΑΠΕΤΑΝΑΚΗ

Ο Μονεμβασίας και Καλαμάτας


Χρύσανθος Παγώνης
ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΠΟΥ ΕΚΦΩΝΗΘΗΚΕ ΣΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΜΑΝΤΙΝΕΙΑ
ΣΤΙΣ 15 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1994, ΚΑΤΑ ΤΑ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΗΡΙΑ ΕΠΙΓΡΑΦΗΣ
ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΘΝΟΜΑΡΤΥΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ
ΧΡΥΣΑΝΘΟ ΠΑΓΩΝΗ

Σεβασμιότατε,
Κυρίες και κύριοι,
Συγκεντρωθήκαμε σήμερα στη Μεγάλη Μαντίνεια για τη γιορτή της Παναγίας και για να
αποτίσουμε τον οφειλόμενο φόρο τιμής στον Εθνομάρτυρα Μητροπολίτη Μονεμβασίας και
Καλαμάτας Χρύσανθο Παγώνη, ο οποίος γεννήθηκε στο μικρό τούτο χωριό που ο σημερινός
ανυποψίαστος επισκέπτης δεν γνωρίζει ότι στη μακραίωνη περίοδο της σκλαβιάς του Γένους
μας υπήρξε το ακριτικό φυλάκιο της αδούλωτης Μάνης.
Η Μεγάλη Μαντίνεια, λόγω της γειτνίασής της με την τουρκοκρατούμενη Μεσσηνία,
βρισκόταν σε αδιάκοπη σύγκρουση με τους Οθωμανούς κατακτητές και για αυτό πολλές φορές
γνώρισε την ολοκληρωτική καταστροφή. Αλλά, μέσα από τα χαλάσματά της ξεπηδούσαν πάντα
νέοι τουρκομάχοι, οι οποίοι συνέβαλαν αποτελεσματικά στην απελευθέρωση της πατρίδας.
Ο Μαντιναίος Ιεράρχης Χρύσανθος Παγώνης αναμφισβήτητα κατέχει μία από τις κορυφαίες
θέσεις ανάμεσα στους Πελοποννήσιους αγωνιστές της ελευθερίας, αφού ήταν από τους
πρωτεργάτες της Εθνικής Απελευθέρωσης αλλά και ένα από τα τραγικά θύματα του αγώνα της
παλιγγενεσίας. Αυτού την ένδοξη μνήμη τιμάμε σήμερα. Παράλληλα όμως, μπορούμε να
πούμε, ότι εκπληρώνουμε στο ελάχιστο μία υπόσχεση της Φιλικής Εταιρείας προς αυτόν, όταν
το 1819 του έγραφε:
«Η πατρίς θέλει σε συναριθμήσει με τους Λυκούργους, τους Σόλωνας, με τους Βασιλείους και
τους Χρυσοστόμους. Έρρωσο φιλοτιμούμενος και παράδειγμα τοις άλλοις γινόμενος».
Αλλ’ όμως η πατρίδα μας πολύ γρήγορα ενεπλάκη στις εμφύλιες διαμάχες της και τον άφησε
να χαθεί στον βυθό της λήθης.
Οι πληροφορίες που έχουμε για τη ζωή και το έργο του Χρύσανθου Παγώνη μας
σκιαγραφούν τον αδαμάντινο χαρακτήρα του, την πνευματική του καλλιέργεια και την
αποτελεσματική του συμβολή στον αγώνα για την ελευθερία της Πατρίδας μας. Γεννήθηκε το
1769, έναν χρόνο πριν τα Ορλωφικά, όταν η Μεγάλη Μαντίνεια πλήρωσε βαρύ φόρο αίματος
στου Καταφυγιού την Σπηλιά. Αλλά η γενιά του Χρύσανθου Παγώνη απέφυγε την καταστροφή.
Οι οικογένειες Παγώνη, Σπεντζούρη και Γερασιμόπουλου, που έχουν κοινή καταγωγή,
διατηρήθηκαν, όπως και μερικές άλλες, και μετά τα δραματικά εκείνα γεγονότα. Από την
παράδοση μαθαίνουμε ότι το σπίτι όπου μεγάλωσε και αυτό που είχε στην ωριμότητά του ως
ερημητήριο και πολλές φορές κατέφευγε από την Καλαμάτα, είχε διατηρηθεί μέχρι προ ενός
έτους. Άντεξε όλους τους σεισμούς, που δεν ήταν λίγοι στον τόπο, αλλά το παρέσυρε στην
κατεδάφιση η δίνη του πολιτισμού· δείγμα της αδιαφορίας όλων μας. Το σπίτι του Χρύσανθου
Παγώνη βρισκόταν νοτιοανατολικά από το καφενείο του Βασίλη Κωστέα και στις αρχές του
-57-

20ου αιώνα κατοικούσε εκεί η οικογένεια Βενετσανέα, αργότερα δε έζησε σε αυτό ο


Θεόδωρος Κωστέας.
Για τους γονείς του Χρύσανθου Παγώνη δεν έχουμε πληροφορίες. Όμως όλοι θα πρέπει να
θαυμάσουμε την επιμέλεια που επέδειξαν για την ανατροφή και τη μόρφωση του γιού τους.
Αρχικά, φοίτησε στο σχολείο που λειτουργούσε στο Μελέ της Αλαγονίας και στη συνέχεια στην
περίφημη Σχολή της Δημητσάνας, η οποία τότε αποτελούσε το εκπαιδευτικό κέντρο όλης της
Πελοποννήσου. Διακρινόμενος για την μόρφωση και τις αρετές του, χειροτονήθηκε διάκονος
από τον Καλαματιανό επίσκοπο Ναυπλίας και Άργους Ιάκωβο Αρμόγκαβλη και μετά από
σύντομο χρονικό διάστημα έγινε Αρχιμανδρίτης. Σε νεανική ηλικία του ανατέθηκε πολλές
φορές η μετάβαση στην Κωνσταντινούπολη για να διεκπεραιώσει εκκλησιαστικές υποθέσεις,
ενώ παράλληλα εκτιμήθηκαν και στο πατριαρχείο τα πνευματικά και ηθικά προτερήματά του.
Όταν απεβίωσε ο Παναγιότατος Μητροπολίτης Μονεμβασίας και Καλαμάτας Ιγνάτιος
Τζαμπλάκος, τον διαδέχθηκε στη θέση του ο Χρύσανθος Παγώνης, ο οποίος ενθρονίστηκε στην
Καλαμάτα το φθινόπωρο του 1801.
Ο Χρύσανθος με περισσή ικανότητα ξεπέρασε τις δυσκολίες και τα εμπόδια που αρχικά
αντιμετώπισε και διακρίθηκε ως ένας πολύ πετυχημένος Μητροπολίτης. Συγχρόνως όμως
αρίστευσε και στον Εθνικό Αγώνα του σκλαβωμένου Γένους μας. Έχουμε την πληροφορία ότι
από πολύ νωρίς έπαιξε ενεργό ρόλο σε όλες τις προσπάθειες για την απελευθέρωση των
Ελλήνων από τον τουρκικό ζυγό. Το 1806 οι Μοραΐτες ήρθαν σε επαφή με τον Μεγάλο
Ναπολέοντα για να τους βοηθήσει να αποτινάξουν την τυραννία της Οθωμανικής Πύλης. Στην
κίνηση αυτή ο Χρύσανθος Παγώνης ήταν από τους πρωτεργάτες. Ο εκ Γορτυνίας άρχοντας και
αγωνιστής του 1821 Κανέλλος Δεληγιάννης στα απομνημονεύματά του έγραψε:
«Εισηκούσθησαν λοιπόν οι προύχοντες δια του Παπατσώνη και δια του Μητροπολίτου
Μονεμβασίας και έβαλαν εις ειρημένην εταιρείαν τον Πέτρον Μαυρομιχάλην, ονομαζόμενον
τότε Πετρούνη, τον Παναγιώτην Μούρτζινον και τον Γεώργιον Καπετανάκην ως τους μόνους
ισχύοντας εις Μάνην».
Αργότερα, σε μία επίσκεψή του στην Κωνσταντινούπολη, συνάντησε τον Αλέξανδρο
Χαντζερλή, με τον οποίο συνεννοήθηκε για την μελετώμενη εξέγερση του Γένους. Όταν το 1816
συνεκλήθη σύσκεψη στην Τρίπολη με άλλους Πελοποννήσιους ιεράρχες βρήκε την ευκαιρία
και τους ενημέρωσε για τον σχεδιαζόμενο απελευθερωτικό αγώνα.
Παρά το γεγονός ότι από πολύ νωρίς συνεργαζόταν με την Φιλική Εταιρεία, φαίνεται ότι
μυήθηκε και τυπικά από τον Χριστόφορο Περραιβό στις 15 Μαΐου 1819. Αυτό οφείλεται στην
επιφυλακτικότητα των Φιλικών, οι οποίοι αρχικά απέφευγαν να κατηχούν ιεράρχες για να μην
δημιουργούνται προβλήματα στην Εκκλησία από τους Τούρκους. Αμέσως μετά την κατήχησή
του ανέλαβε καθήκοντα Εφόρου, δηλαδή Γενικού Επιτρόπου, μαζί με τον Παλαιό Πατρών
Γερμανό, τον Χριστιανουπόλεως Γερμανό και μερικούς άλλους Μοραΐτες προκρίτους.
Ένα από τα πρώτα έργα που του ανέθεσε η Φιλική Εταιρεία ήταν να ασκήσει την επιρροή του
στους Μανιάτες ώστε να μονοιάσουν. Σε επιστολή της Φιλικής Εταιρείας προς τον
Μονεμβασίας και Καλαμάτας Χρύσανθο σημειώνεται:
«Άμα λάβης το παρόν μας ν’ ανταμωθής, όσον τάχος μετά του κοινού ημών αγαπητού
Πετρόμπεη και να συσκεφθείτε, όπως ενώσητε τας οικογενείας της Σπάρτης (δηλαδή της
Μάνης) με τον φιλικόν και αδιάλειπτον της ομονοίας και της ιεράς συμπνοίας σύνδεσμον».
Καρπός των προσπαθειών αυτού και άλλων υπήρξε το πρωτόκολλο των Κιτριών της 1ης
Οκτωβρίου 1819, το οποίο υπέγραψαν οι καπεταναίοι της Μάνης για ομόνοια και συνεργασία.
Τον Χρύσανθο Παγώνη, ο Κανέλλος Δεληγιάννης τον τοποθετεί στην πρώτη θέση των
ιεραρχών που προετοίμασαν την Επανάσταση. Και δικαίως, αφού στα αρχικά σχέδια της
-58-

Φιλικής Εταιρείας προβλεπόταν να αρχίσει η Επανάσταση από τις Κιτριές και να στηριχθεί στον
Πετρόμπεη για τα στρατιωτικά και στον Χρύσανθο για τα πολιτικά πράγματα. Μεταγενέστερες
όμως αποφάσεις προέκριναν την έναρξη της Επανάστασης από τις παραδουνάβιες Ηγεμονίες.
Όταν έγιναν στους Τούρκους αντιληπτές οι πρώτες κινήσεις των Ελλήνων για εξέγερση, έγινε
στην Τρίπολη σύσκεψη υπό τον Καϊμακάμη, δηλαδή τον τοποτηρητή του Χουρσίτ Πασά, και
κατατέθηκαν δύο προτάσεις: Η μία προέβλεπε εκτεταμένες σφαγές του Ελληνικού πληθυσμού
για να πετύχουν την καταστολή, ενώ η δεύτερη αποσκοπούσε στην πρόληψη κάθε
επαναστατικής διάθεσης με την συγκέντρωση στην Τρίπολη των ιεραρχών και των προκρίτων
της Πελοποννήσου. Προκρίθηκε η δεύτερη και στις αρχές Φεβρουαρίου του 1821 κλήθηκαν οι
επιφανείς Μοραΐτες να παρουσιαστούν στην Τρίπολη.
Η πρόσκληση αυτή φόβισε και προβλημάτισε τους Πελοποννήσιους. Στις 18 Φεβρουαρίου
1821 έφθασε στον Μητροπολίτη Μονεμβασίας και Καλαμάτας επιστολή από τον Κανέλλο
Δεληγιάννη, με την οποία τον ειδοποιούσε ότι το μυστικό της Φιλικής Εταιρείας είχε
αποκαλυφθεί στους Τούρκους από τον Τριπολιτσιώτη Σωτήριο Κουγιά. Κατόπιν αυτού, οι
Τούρκοι έστειλαν κατασκόπους σε διάφορα μέρη της Πελοποννήσου για να συγκεντρώσουν
στοιχεία για την τυχόν προετοιμαζόμενη Επανάσταση.
Ο Χριστόφορος Περραιβός αναφέρει στα απομνημονεύματά του ότι στην Καλαμάτα πήρε
μέρος σε σύσκεψη με τον μητροπολίτη Μονεμβασίας και Καλαμάτας Χρύσανθο, τον
Χριστιανουπόλεως Γερμανό, τον προύχοντα της Λακεδαίμονος Παναγιώτη Κρεββατά και τον
Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Όλοι συμφώνησαν να ηρεμήσουν τα πνεύματα προσωρινά για να
καθησυχάσουν οι Τούρκοι και αργότερα να κινηθούν με περισσότερη φρόνηση αλλά και να
δραστηριοποιηθούν.
Το μεγάλο δίλημμα της εποχής εκείνης ήταν αν οι ιεράρχες και οι πρόκριτοι θα έπρεπε να
μεταβούν στην Τρίπολη, για να τους κρατήσουν ομήρους οι Τούρκοι και να εφησυχάσουν, ή
εάν θα έπρεπε να ξεσπάσει η Επανάσταση νωρίτερα από την προκαθορισμένη ημερομηνία.
Πάντως ο κίνδυνος για γενικευμένες σφαγές του Ελληνικού πληθυσμού ήταν εμφανής και τα
πράγματα έπρεπε να αντιμετωπιστούν με σύνεση και υπευθυνότητα.
Ένα μέρος των αρχιερέων και των προκρίτων, ιδίως της βορείου Πελοποννήσου, με διάφορες
προφάσεις απέφυγαν το ταξίδι στην Τρίπολη. Ήταν γνωστό ότι η έναρξη της Επανάστασης θα
καθιστούσε τους ομήρους αντικείμενο της εκδικητικής μανίας των Τούρκων. Τους φόβισαν οι
απειλούμενες ταλαιπωρίες ή και η πιθανή θυσία στον βωμό της παλιγγενεσίας. Αλλά ο
Χρύσανθος Παγώνης ήταν μεταξύ αυτών που προέκριναν την προσωπική τους βάσανο,
προκειμένου να ηρεμήσουν προσωρινά οι Τούρκοι και να ευοδωθεί η Επανάσταση. Γι’ αυτό
στις 9 Μαρτίου 1821 πήρε τον δρόμο για την Τρίπολη, τον δρόμο του μαρτυρίου.
Στις 15 Μαρτίου οι Τούρκοι υποχρέωσαν τους αρχιερείς και τους προκρίτους, που κρατούσαν
ομήρους στην Τρίπολη, να απευθύνουν εγκύκλιο στους κατοίκους της Πελοποννήσου να
αποφύγουν κάθε συμμετοχή σε εξέγερση. Όταν όμως σε λίγο άρχισαν να καταφθάνουν στην
Τρίπολη οι ειδήσεις για τους πυροβολισμούς στη Χελωνοσπηλιά των Καλαβρύτων και την
απελευθέρωση της Καλαμάτας από τους ξεσηκωμένους Μανιάτες και Μεσσήνιους, η θέση των
ομήρων έγινε τραγική. Ο Καϊμακάμης διέταξε να σφάξουν μπροστά στα μάτια του τους
υπηρέτες και τους σωματοφύλακες των ομήρων. Τους ίδιους τους έριξαν στο υπόγειο, τους
έδεσαν με αλυσίδες τα χέρια και τα πόδια, ενώ τους πέρασαν και σιδερένιο κρίκο στον λαιμό.
Για έξι περίπου μήνες κράτησε το μαρτύριό τους. Πεινασμένοι, ρακένδυτοι, άπλυτοι και
ψειριασμένοι, μέσα στο σκοτάδι και τη βρωμιά, γνώρισαν την τουρκική θηριωδία.
Μαρτύρησαν για την πίστη του Χριστού και την Εθνική ανεξαρτησία.
-59-

Ο Αμβρόσιος Φραντζής, Πρωτοσύγκελος της Μητροπόλεως Χριστιανουπόλεως που έζησε


στην Κυπαρισσία, γράφει στην ιστορία του:
«Χρύσανθος ο Μητροπολίτης Μονεμβασίας εκ Σταυροπηγίου της Μάνης, εγκρατής της
ελληνικής παιδείας, έφερε πνεύμα σταθερόν και υψηλόν ως προς τον χαρακτήρα του· ήτον εις
το άκρον ακλόνητος, ως προς τα θρησκευτικά έχαιρε πολλήν υπόληψιν και σέβας δια τας
αρετάς του. Εστάθη ενεργητικότατος δια την ανέγερσιν της πατρίδος, ετελεύτησε δε εις την εν
Τριπόλει φυλακήν (το 1821), χωρίς να αξιωθή καν να εξέλθη και να ίδη ελευθερωθείσαν την
πατρίδαν του, και να εκπληρώσει τα καθήκοντά του, καθ’ ον είχεν ένθερμον υπέρ αυτής
πόθον…».
Στις 20 Σεπτεμβρίου 1821, δηλαδή τρεις μόνον ημέρες πριν την απελευθέρωση της
Τριπολιτσάς, τελείωσε η επίγειος ζωή του Χρύσανθου Παγώνη.
Πέρασαν 173 χρόνια και μόλις τώρα εντοιχίζεται η μικρή αυτή πλάκα, για να θυμίζει στους
νεότερους, πως η λευτεριά της πατρίδας μας χρωστά πολλά στον Μαντιναίο ιεράρχη, που δεν
δίστασε να αγωνιστεί, ούτε να θυσιαστεί για την Ελλάδα.
Μπορεί να συγκεντρωθήκαμε στη Μεγάλη Μαντίνεια λίγοι και η σημερινή τελετή να έχει
μόνον τοπικό χαρακτήρα, μα το έργο και η προσφορά στην πατρίδα του Μητροπολίτη
Μονεμβασίας και Καλαμάτας Χρύσανθου Παγώνη υπήρξε μεγαλειώδης. Η θυσία του δεν
υστερεί αυτής του Αθανάσιου Διάκου και του Παπαφλέσσα στο πεδίο της μάχης.
Με δύο μόνο λόγια από τον Όμηρο θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει τον εντοιχισμό της
πλάκας στον ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου της Μεγάλης Μαντίνειας για την προσφορά του
Χρύσανθου Παγώνη, Χρύσεα Χαλκείων, δηλαδή, ανταλλάσσουμε το πολύτιμο χρυσάφι με τον
φθηνό χαλκό.
Εσύ, γενναίε και μεγαλόψυχε Ιεράρχη, Εθνομάρτυρα Χρύσανθε Παγώνη μας έδωσες το
χρυσάφι της λευτεριάς και εμείς σου προσφέρουμε ως αντίδωρο, με αδικαιολόγητη
καθυστέρηση, μια ταπεινή επιγραφή που λίγοι θα κοντοσταθούν να διαβάσουν. Αιωνία η
μνήμη Σου.

Η ΕΠΙΓΡΑΦΗ

ΑΙΩΝΙΑ ΚΑΙ ΕΝΔΟΞΟΣ Η ΜΝΗΜΗ


ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΤΟΥ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΗΤΟΥ ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΑΣ
ΚΑΙ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ
ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ ΠΑΓΩΝΗ 1769-1821
ΕΚ ΜΕΓΑΛΗΣ ΜΑΝΤΙΝΕΙΑΣ
ΕΙΣ ΕΙΡΚΤΗΝ ΤΗΣ ΤΡΙΠΟΛΕΩΣ
ΥΠΕΡ ΠΑΤΡΙΔΟΣ ΜΑΡΤΥΡΗΣΑΝΤΟΣ
[φωτ. Γιάννης Κακούρος]
-60-

ΑΘΗΝΑ ΚΟΤΣΟΒΟΛΟΥ

Αθηνά Μανωλακέα
Όταν οι Άγγελοι κατεβαίνουν στη γη

Η Μεγάλη Μαντίνεια μιας άλλης εποχής.


Το όμορφο παραδοσιακό χωριό της Μεσσηνίας, όπου έζησε η Αθηνά.
[φωτ. Ηλίας Κοτσόβολος]

Γεννήθηκα κατά τις γραφές του Ελύτη «ξημερώνοντας του Αγιαννιού με την αύριο των
Φώτων» και ίσως γι’ αυτό να με στοιχειώνει η ποίηση και η ανάγκη της καταγραφής εικόνων,
γεγονότων, σκέψεων και συναισθημάτων. Γεννήθηκα στις αμμουδιές του Ομήρου στην
«ομορφόκτιστη Ιρή» και το όνομα μου αρχαίο και βαρύ στους ώμους μου. Σαν γεννήθηκα, η
τρίτη κόρη, οι γιαγιάδες είχαν ήδη ονοματιστεί και εγώ βρισκόμουν μεταξύ του «Δήμητρα»
(από τον πατέρα του πατέρα μου) και του «Ιωάννα» της ημέρας της γεννήσεως μου και της
μνήμης του Αγίου Ιωάννη. Παρ’ όλα αυτά η μητέρα μου είχε την εξαιρετική ιδέα να βαπτιστώ
Αθηνά εις μνήμην και σε τιμή της Αθηνάς Μανωλακέα, που ποτέ δεν γνώρισα αλλά ακόμα και
τώρα ο πατέρας μου δεν μπορεί να αναφερθεί σε αυτή χωρίς να κλάψει.
Για αυτή τη γυναίκα θέλω να μιλήσω σήμερα και είναι κάτι που το έχω τάξει εδώ και καιρό,
χωρίς στοιχεία χωρίς υλικό ούτε μια φωτογραφία μόνο από τις διηγήσεις των ανθρώπων που
βρέθηκε δίπλα τους και τους χάρισε την αγάπη της. Επρόκειτο για γυναίκα ιδιαίτερου
ψυχικού μεγαλείου και ανθρωπιάς.
Θα πρέπει εδώ να αναφέρω κάτι από τα έθιμα και τα ήθη της Μάνης, όπου ήταν πολύ
διαδεδομένος ο θεσμός της σύγκριας (συν-κυρία). Ο χήρος συχνά ερχόταν σε δεύτερο γάμο,
και η δεύτερη γυναίκα του (συνήθως κατώτερης οικονομικής τάξης) όφειλε σεβασμό στην
μνήμη της πρώτης συζύγου, στους γονείς και τους συγγενείς αυτής (τον ίδιο σεβασμό βέβαια
όφειλαν και αυτοί σε εκείνη). Επιπλέον αυτή όφειλε να φροντίσει τα παιδιά της μακαρίτισσας
και να τελεί τα καθιερωμένα μνημόσυνα. Τέτοια περίπτωση θεωρείται η περίπτωση του
-61-

Δημητρίου Κοτσόβολου, δηλαδή του παππού μου, ο οποίος ήρθε σε πρώτο γάμο με την
Ελευθερία Μανωλακέα. Θεωρήθηκε σώγαμπρος γιατί κατοίκησαν στο σπίτι που αυτή είχε
κατά συγκυριότητα με την ανύπαντρη αδελφή της Αθηνά. Το παιδί τους πέθανε βρέφος
ύστερα από την πράξη της μαμής να κάψει λίγο τα γεννητικά όργανα του μωρού για να μην
αρρωσταίνει. Αργότερα απεβίωσε και η Ελευθερία.
Την εποχή εκείνη, 1928, η συγκατοίκηση χήρου και ανύπαντρης κουνιάδας σε ένα σπίτι σε
μια μικρή κοινωνία θα ήταν αντικείμενο κακόβουλου σχολιασμού. Τότε η Αθηνά, μη θέλοντας
να διώξει το γαμπρό της από το σπίτι, ζήτησε από αυτόν να ξαναπαντρευτεί και μάλιστα του
υπέδειξε τη Γιωργίτσα Αβράμη, τη γιαγιά μου, που για την εποχή της ήταν «γεροντοκόρη»,
ανύπαντρη στα 28 της. Οι δυο γυναίκες συγκατοίκησαν για πολλά χρονιά, ακόμα και μετά το
θάνατο του παππού, και μάλιστα τις συνέδεσε μια ιδιαίτερη φιλία.
Οι εξιστορήσεις που έχω από τον πατέρα μου και τη γιαγιά μου δεν είναι ιδιαίτερα
λεπτομερείς, συγκλίνουν όμως στην ψυχική ομορφιά αυτής της γυναίκας. Πρέπει να ήταν
κουτσή και πολύ καλή νοικοκυρά. Η γιαγιά μου αντίθετα έβλεπε τις δουλειές του νοικοκυριού
σαν μπελά και ποτέ της δεν τα κατάφερε (ούτε ποτέ θέλησε). Αγαπούσε να δουλεύει στα
κτήματα και ήταν πιο δυνατή και από άντρα. «Μπορεί τα ρούχα μου να ήταν χιλιομπαλωμένα
αλλά ήταν πάντα πεντακάθαρα», διηγείται ο πατέρας μου. Και όταν πέθανε ο παππούς, κάπου
στα 1942, οι δύο γυναίκες συμβίωσαν σαν αδελφές, φτωχά μεν, η μία δουλεύοντας έξω και η
άλλη φροντίζοντας τα παιδιά σα να ήταν δικά της. Και αν καμία φορά η γιαγιά μου λύγιζε από
το φόβο της φτώχειας, της χηρείας και της ορφάνιας των παιδιών της, η Αθηνά τη γαλήνευε και
της απαντούσε «για όλους έχει ο Θεός» και ο Θεός είχε στείλει στη γη αυτήν να προστατέψει
εκείνους που μπορούσε… Δίχως να αναφέρει τίποτα και σε κανέναν, η Αθηνά είχε πάει μόνη
της στο συμβολαιογράφο και τα είχε όλα κανονισμένα και πληρωμένα να μείνουν όλα στον
πατέρα μου (τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια του είχαν ήδη πεθάνει) και όχι στους εξ αίματος
συγγενείς της... Και το σπίτι και τα κτήματα.
Ο πατέρας μου μεγάλωσε με δύο μανάδες που τον αγάπησαν και οι δύο. Οι Κινέζοι λένε κάτι
σοφό: «Το να μεγαλώνεις το παιδί ενός άλλου είναι μεγάλη ευθύνη» και η Αθηνά την ανέλαβε
πρόθυμα, όχι γιατί έπρεπε αλλά γιατί αυτό της υπαγόρευε η καρδιά της.
Έπασχε από βαρύ άσθμα και όταν η κατάστασή της χειροτέρεψε, προσβεβλημένη από
μεταδοτική και θανατηφόρα ασθένεια, έκανε αυτό που άλλοι δεν θα έκαναν, την πράξη τής
υπέρτατης καλοσύνης. Ζήτησε από τη γιαγιά μου να της φτιάξει ένα υποτυπώδες κρεβάτι από
ξερά κλαδιά, στην αυλή κάτω από την πορτοκαλιά, βγήκε από το σπίτι της και αρνήθηκε να
ξαναμπεί. Ζητούσε μόνο από την γιαγιά μου να της αφήνει φαγητό και νερό σε απόσταση
ασφαλείας και μόνο όταν εκείνη αποχωρούσε το έπαιρνε... Γιατί νοιαζόταν... Από Αγάπη και
μόνο.
Όταν, πολλά χρόνια μετά το θάνατο της, στα 1981, η γιαγιά μου η Γιωργίτσα βρέθηκε
ετοιμοθάνατη στο νοσοκομείο, μετά από ένα εγκεφαλικό που υπέστη κατά τη νοσηλεία της,
όταν πήγα να τη δω με ρώτησε ποια είμαι. Ούτε εμένα ούτε τις αδελφές μου θυμόταν. Της
είπα «Η Αθηνά» …«Η Αθηνούλα μου», είπε… και κατάλαβα πως δεν έβλεπε εμένα μα εκείνη
την Αθηνά, την προστάτιδα της, τη φίλη της, την αδελφή της, εκείνο τον Άγγελο στη Γη…
Ούτε η αρχαία μεγαλόπρεπη θεά, ούτε ο Όμηρος, ούτε οι γραφές του Ελύτη… Το μεγαλείο
βρίσκεται σε αυτές τις παλιές λησμονημένες ιστορίες των καθημερινών ανθρώπων, που μέσα
στην απλότητα της αμάθειας τους ήξεραν τη ζωή.
«Ήξεραν να αγαπούν…»

9 Ιανουαρίου 2014.
-62-

Ο ναός της Κοίμησης Θεοτόκου


στην Παλιόχωρα (οι δυο επιγραφές)

Στον παραθαλάσσιο οικισμό της Παλιόχωρας Αβίας κεντρικός ναός είναι ο ναός της Κοίμησης
Θεοτόκου, ο οποίος δεσπόζει του χωριού, όπως είναι κτισμένος πάνω στο ύψωμα που στο
παρελθόν υπήρχε το μεσαιωνικό κάστρο της Μαντένιας (Μαντίνειας). Ο ναός αυτός αποτελεί
το διαχρονικό σημείο αναφοράς των κατοίκων του χωριού και στο καθολικό του, στα
εννιάμερα της Παναγιάς στις 23 Αυγούστου, συγκεντρώνει πλήθος προσκυνητών τόσο
κατοίκων του χωριού όσο και παραθεριστών, μιας και η περιοχή έχει εξελιχθεί σε δημοφιλές
τουριστικό θέρετρο. Στην τοιχοποιία του ναού είναι εντοιχισμένες δυο επιγραφές, τις οποίες
θα παρουσιάσουμε επιχειρώντας ταυτόχρονα μια ιστορική διερεύνηση.

Το παρελθόν της περιοχής


Στην ευρύτερη περιοχή της Παλιόχωρας τοποθετείται από παλιότερους ερευνητές η ομηρική
πόλη Ιρή και η αρχαία πόλη Αβία, από όπου και η μετονομασία της Παλιόχωρας σε «Αβία» για
λόγους ιστορικής συνέχειας. Η αρχαία Αβία, η οποία σημειώνεται σε χάρτες του σπουδαίου
γεωγράφου Κλαύδιου Πτολεμαίου ως ΑΒΕΑ και τα ερείπια της σε αρχαιολογικούς χάρτες
περιηγητών ως Abea, γνώρισε περιόδους μεγάλης ακμής και ήταν έδρα ασκληπιείου
(θεραπευτηρίου) κατά τους κλασικούς και ρωμαϊκούς χρόνους. Από την πρώιμη βυζαντινή
περίοδο η Αβία περιέπεσε σε παρακμή εξαιτίας πιθανότατα και των επιδρομών διαφόρων
βαρβαρικών φύλων και στη συνέχεια χάνεται από τις πηγές μέχρι τα ύστερα βυζαντινά χρόνια.
Στις αρχές του 15ου αιώνα στην περιοχή σημειώνεται το κάστρο της Μαντένιας (Μαντίνειας),
το οποίο εντοπίζεται από παλιότερους ερευνητές στο ύψωμα πάνω από τον όρμο της
Παλιόχωρας, το αποκαλούμενο Πάσο (=πέρασμα, είσοδος, μπασία) - ενδεχομένως από την
πέτρινη είσοδο σε μορφή καμάρας, κατάλοιπα της οποίας διακρίνονται ακόμα στο ανηφορικό
καλντερίμι που οδηγεί από την ακρογιαλιά προς το ύψωμα. Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα
υπήρχαν εμφανή κατάλοιπα του κάστρου καθώς και χαλάσματα μεσαιωνικών και αρχαίων
κτισμάτων στο εσωτερικό του, οι λίθοι των οποίων χρησιμοποιήθηκαν ως έτοιμο οικοδομικό
υλικό σε νεότερες κατασκευές, όταν η περιοχή άρχισε να κατοικείται ξανά. Σήμερα ελάχιστα
κατάλοιπα του τείχους είναι εμφανή σε διάφορα σημεία του στεφανιού πάνω από τη βραχώδη
ακτή. Το κάστρο, φραγκικής κατασκευής, αποτελούσε έδρα της Βαρονίας της Μαντίνειας στα
χρόνια του Πριγκιπάτου της Αχαΐας, δηλαδή πριν από τον 15ο αιώνα. Προς τα τέλη του 15ου
αιώνα για μικρό διάστημα (1470-1479) υπήρξε έδρα του Ενετού διοικητή της Μάνης.
Στη διάρκεια του 15ου αιώνα η Μαντίνεια αποτελεί το μήλον της έριδος ανάμεσα στους
Ενετούς, τους Δεσπότες του Μυστρά και αργότερα τους Οθωμανούς, με αποτέλεσμα η ζωή
των γύρω κατοίκων να γίνει αφόρητη και να αναγκαστούν να μεταφερθούν σε κοντινή
μεσόγεια θέση καλά κρυμμένη από τη θάλασσα. Εκεί συνέπηξαν οικισμό, ο οποίος αναφέρεται
για πρώτη φορά το 1463 ως Mantenya Supra, δηλαδή «Άνω Μαντένια», παράλληλα με την
Mantenya in brazzo, τη «Μαντίνεια στο βραχίονα» (ακρωτήρι), όπου και το κάστρο. Τον 16ο
αιώνα οι δυο Μαντίνειες συνυπάρχουν και συχνά σημειώνονται ως Chiores (Χώρες) από τους
χαρτογράφους, δηλαδή: Πάνω Χώρα και Κάτω Χώρα, επωνυμίες που επιβίωσαν σχεδόν μέχρι
τις μέρες μας (ως τα μέσα του 20ού αιώνα).
-63-

Όμως, από τα μέσα του 17ου αιώνα η Κάτω Χώρα εγκαταλείπεται. Οι ενετικές επιθέσεις του
1659 στην ευρύτερη περιοχή σίγουρα επιτάχυναν την εγκατάλειψή της. Η οικονομική και
κοινωνική ζωή της περιοχής μεταφέρεται σταδιακά στο μεσόγειο οικισμό, την Άνω Μαντίνεια,
η οποία από τα τέλη του 17ου αιώνα αναφέρεται ως Μεγάλη Μαντίνεια, ονομασία που
διατηρεί μέχρι σήμερα. Ο παραλιακός οικισμός ερημώνεται και η Κάτω Χώρα μετατρέπεται σε
«Παλαιά Χώρα» ή «Παλιόχωρα», τοπωνύμιο που διατηρεί μέχρι σήμερα.
Η περιοχή γύρω από τον ερειπιώνα της Παλιόχωρας συνέχισε να αποτελεί χώρο οικονομικής
δραστηριότητας για τους κατοίκους της Μεγάλης Μαντίνειας, αφού διατηρούσαν εκεί
αγροτικές εκμεταλλεύσεις (ελιές, αμπέλια, σπαρμένα χωράφια, περιβόλια κ.ά.) ενώ στην ακτή
κατέβαιναν με τα ζώα τους για να πλύνουν και να κοπανήσουν τα χοντρά ρούχα (από όπου το
τοπωνύμιο Κοπάνοι ή Κοπάνο), να ξεπικρίσουν τα λούπινα, να μαλακώσουν τα βούρλα και τα
ψαθιά, να ψαρέψουν και να πουλήσουν τα προϊόντα τους σε έμπορους που προσέγγιζαν την
ευλίμενη ακτή με καΐκια. Συνεπώς, στην πραγματικότητα ουδέποτε ξέκοψαν από την ακτή, η
οποία απέχει από τη Μεγάλη Μαντίνεια απόσταση μισής ώρας με το ζώο.
Από τα μέσα του 19ου αιώνα, όταν πλέον η κατοίκηση στην παραθαλάσσια ζώνη έγινε
ασφαλής, άρχισαν σιγά-σιγά να εγκαθίστανται ξανά κάτοικοι της Μεγάλης Μαντίνειας,
δημιουργώντας τελικά τρεις παράλιους οικισμούς: την Παλιόχωρα (το 1926 μετονομάστηκε σε
Αβία), το Αρχοντικό (έχει συγχωνευτεί με την Αβία-Παλιόχωρα) και το Κοπάνο (Ακρογιάλι).

Ο ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου Παλιόχωρας


Στη Μεγ. Μαντίνεια κεντρικός είναι ο ναός της Κοιμήσεως Θεοτόκου, κτίσμα του 18ου
αιώνα, ίσως του 1720 σύμφωνα με επιγραφή που υπάρχει στον εξωτερικό τοίχο. Δεν
υπάρχουν μαρτυρίες αν πρόκειται για ανακατασκευή παλιότερης ή για νέα εκκλησία. Πάντως,
στη διάρκεια του ίδιου αιώνα χτίστηκαν και άλλοι ναοί στο χωριό. Είναι σταυροειδής με
οκτάγωνο τρούλο και έχει εξαιρετικής τέχνης ξυλόγλυπτο τέμπλο των αρχών του 19ου αιώνα.
Είναι χαρακτηρισμένος ως διατηρητέο, ιστορικό μνημείο.
Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου ανακαινίστηκε την περίοδο 1743-1753 σύμφωνα με
επιγραφή. Επομένως, προϋπήρχε σε ταπεινότερη μορφή και ίσως να ήταν παλιότερος του
ναού της Κοίμησης. Ο ναός αυτός έμεινε αλειτούργητος για λόγους αδιευκρίνιστους και
χρησιμοποιήθηκε ως σχολείο από το 1858 -όπως προκύπτει από χρονολογημένο σκαλιστό
εθνόσημο που είχε τοποθετηθεί στον βορινό τοίχο- μέχρι το 1961.
Επίσης, την ίδια εποχή κτίστηκαν ο Άγ. Ανδρέας των Γεωργουλέων (1754) και οι Άγιοι
Σαράντα (1751) καθολικό μοναστηριού σε κοντινή αγροτική περιοχή. Ενδεχομένως και κάποιες
από τις υπόλοιπες παλιές εκκλησίες του χωριού (Άγ. Γεώργιος, Άγ. Θεόδωροι, Παναγίτσα, Άγ.
Κωνσταντίνος, Άγ. Βασίλειος, Προφήτης Ηλίας) ανάγονται σε εκείνη την περίοδο αλλά οι
μεταγενέστερες επιδιορθώσεις εξαφάνισαν τα τεκμήρια της παλαιότητάς τους. Συμπεραίνου-
με ότι στα μέσα του 18ου αιώνα οι κάτοικοι του χωριού είχαν σχετική οικονομική άνεση και
διοχέτευαν μέρος της περιουσίας τους στην ανέγερση ναών.
Τον αιώνα αυτόν η παραλιακή ζώνη δεν κατοικείται και η Παλιόχωρα είναι ερειπιώνας. Στα
τέλη του 18ου αιώνα κάποιος Σταυρέας, κατά την παράδοση, αποφάσισε να κτίσει ένα ναό
πάνω στα αρχαία και μεσαιωνικά ερείπια για να προσελκύσει οικιστές και να ξαναζωντανέψει
την Παλαιά Χώρα. Ο ναός αυτός υπήρχε το 1795 και αναφέρεται από τον Άγγλο περιηγητή
John Moritt που επισκέφτηκε την περιοχή. Μάλιστα, παρατήρησε ένα αρχαίο λιθόστρωτο
μωσαϊκό στο δάπεδο του ναού, το οποίο προφανώς είχαν διατηρήσει οι κατασκευαστές του
και το οποίο σε κάποια μεταγενέστερη επισκευή σκεπάστηκε κάτω από το νέο δάπεδο, μιας
-64-

και σήμερα δεν υπάρχει. Άλλωστε ήταν κοινή πρακτική την εποχή εκείνη, στις οικοδομές να
χρησιμοποιούν τις έτοιμες λαξεμένες πέτρες των ερειπίων και να ενσωματώνουν στους ναούς
τυχόν αρχαιότητες. Την ύπαρξη του ναού αναφέρουν, επίσης, το 1805 οι Gell και Leake καθώς
και μεταγενέστεροι επισκέπτες, οι οποίοι επίσης αναφέρουν πως ο τόπος ήταν ακατοίκητος.
Οι πρώτες κατοικίες στην Παλιόχωρα ανεγείρονται μετά τα μέσα του 19ου αιώνα.
Συμπεραίνουμε, λοιπόν, πως η εκκλησία κτίστηκε πριν από το 1795 με λίθους από τον
αρχαίο ερειπιώνα, πάνω σε αρχαιολογικό στρώμα, ενδεχομένως πάνω σε παλιό ναό ή σε
κάποιο άλλο κτίριο. Κανείς από τους περιηγητές δεν σημειώνει σε ποιον άγιο είναι
αφιερωμένη. Η πρώτη αναφορά προέρχεται από το Βιβλίο Γάμων της ενορίας, στο οποίο
σημειώνεται η τέλεση δύο γάμων «εις την Κοίμησιν της Θεοτόκου της Παλαιάς Χώρας», τα έτη
1884 και 1889. Πρόκειται για γάμους θυγατέρων του Κωνσταντίνου Μοιρέα, το σπίτι του
οποίου βρισκόταν ακριβώς δίπλα στο ναό. Έτσι πληροφορούμαστε ότι ο ναός ήταν
αφιερωμένος στην Κοίμηση. Αυτό είναι λογικό μιας και ο αρχικός κτήτορας προερχόταν από τη
Μεγ. Μαντίνεια και στην προσπάθειά του να προσελκύσει τους συντοπίτες του να μετοικίσουν
στην ακτή μετέφερε και το ναό. Το καθολικό του ναού καθιερώθηκε να εορτάζεται στα
εννιάμερα της Παναγίας, στις 23 Αυγούστου, αφού το Δεκαπενταύγουστο πανηγύριζε ο ναός
του κεντρικού χωριού. Μας βάζει όμως μια σκέψη στο νου. Μήπως και παλιότερα, όταν η
παραλιακή βυζαντινή Μαντίνεια ήταν σε ακμή, υπήρχε εδώ ναός της Κοίμησης τον οποίο
μετέφεραν οι κάτοικοι κατά τη μετοίκισή τους στην ενδοχώρα; Οπότε, ο Σταυρέας απλώς
έκανε την αντίστροφη κίνηση μεταφέροντας τον παλιό ναό στην αρχική του θέση. Σε αυτή την
περίπτωση τα ερείπια πάνω στα οποία κτίστηκε η νέα εκκλησία, ίσως προέρχονταν από το
βυζαντινό ναό του κάστρου της Μαντίνειας.
Στο σημερινό ναό υπάρχουν εντοιχισμένες δυο επιγραφές στο νότιο εξωτερικό τοίχο. Η μία
είναι εμφανώς παλιότερη και αρκετά δυσνόητη. Η δεύτερη είναι νεότερη και σύμφωνα με
κάποιες μαρτυρίες τοποθετήθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα. Αν και νεότερη, περιγράφει το
ιστορικό της αρχικής ανέγερσης του ναού διασώζοντας κάποια προφορική παράδοση. Ας
δούμε ποιες πληροφορίες μπορούμε να αντλήσουμε από αυτές.

Η παλιά επιγραφή
Η παλιά επιγραφή είναι πέτρινη και έχει πέντε στίχους. Είναι γραμμένη με συντομογραφίες,
όπως συνηθιζόταν στις αγιογραφίες αλλά τα σύμβολα δεν είναι πάντα ευδιάκριτα και
αναγνωρίσιμα. Μάλλον τοποθετήθηκε κατά την αρχική ανέγερση του ναού. Φωτογραφήσαμε
την επιγραφή και επεξεργαστήκαμε τη φωτογραφία στον υπολογιστή. Αλλά και πάλι με
μεγάλη δυσκολία και αρκετές επιφυλάξεις αντιγράψαμε τα παρακάτω σύμβολα:
17 † 7ჳ
ΝιУ=VOΣΠ
[Θ;] ΟΥ = Ι – Σ [Τζ;] Δ(;) Ο
ΘΥΣΚCΑΕΠΙ
ΕξΟΔΟςჳΒΡΝιУ

Πρώτος στίχος. Φέρει στο μέσον ένα σκαλισμένο σταυρό και εκατέρωθεν τη χρονολογία (17
7ჳ). Το (ჳ) θεωρήθηκε ως (5). Όμως, ενδεχομένως να πρόκειται για το σύμπλεγμα (στ), με το
οποίο συνήθιζαν να απεικονίζουν τον αριθμό (6), οπότε η χρονολογία είναι (1776).
Δεύτερος στίχος. Το σύμβολο (=) νομίζουμε πως διαιρεί το στίχο σε δυο ομάδες συμβόλων,
μία στα αριστερά και μία στα δεξιά του. Τα (Νι) στην αρχή της γραμμής έχουν παλιότερα
-65-

αντιγραφεί ως (Μ), δηλαδή ως ενιαίο σύμβολο αλλά νομίζουμε ότι πρόκειται για δύο. Με το
(У) θεωρώ πως συμβολίζεται ο φθόγγος (ου), οπότε να τολμήσουμε να συμπεράνουμε ότι το
(ΝιУ) διαβάζεται (νίου) ([Ιου]νίου) και δηλώνει το μήνα των εγκαινίων. Τα σύμβολα (V O Σ Π)
είναι πιο ξεκάθαρα και θεωρούμε ότι είναι συντομογραφία του ονόματος του ναού. Το (VOΣ)
σημαίνει «ναός». Το (Π) σημαίνει «Παναγίας» και συνδυάζεται με το πρώτο σύμβολο του
επόμενου στίχου.
Τρίτος στίχος: Και αυτός ο στίχος χωρίζεται σε δυο ομάδες συμβόλων με ένα (=). Στην αρχή
διακρίνεται το γνωστό από τις αγιογραφίες σύμπλεγμα του φθόγγου «ου», πριν από το οποίο
πρέπει να υπάρχει και άλλο σύμβολο μη διακρινόμενο. Εικάζουμε ότι πρόκειται για το (Θ),
οπότε το (ΘΟΥ) σημαίνει «Θεοτόκου». Έτσι σε συνδυασμό με το “V O Σ Π” του προηγούμενου
στίχου, προκύπτει η λογική ερμηνεία «ναός Παναγίας Θεοτόκου».
Η δεύτερη ομάδα συμβόλων του στίχου αυτού είναι η πιο δύσκολη στην αντιγραφή της και η
πιο ακατανόητη όλης της επιγραφής. Τα (Ι – Σ) αναγνωρίζονται με σιγουριά αλλά ο ρόλος της
παύλας είναι άγνωστος. Το (Τζ;) που ακολουθεί μοιάζει να είναι σύμπλεγμα δύο γραμμάτων:
(Του), (Τσ) ή (Τζ). Το (Δ) ίσως είναι και (Λ), το οποίο ακουμπά στη γράμμωση που χωρίζει τους
στίχους. Με τόσες αμφιβολίες δεν μπορεί να γίνει κάποια προσπάθεια ερμηνείας.
Τέταρτος στίχος: Εδώ έχουμε πιο ευκρινή εικόνα. Το (Θ Υ Σ) νομίζω ότι απεικονίζει τις λέξεις
«θυσία» ή «θυσιαστήριο», το (Κ) τη λέξη «και» και το (C A) τη λέξη «σωτηρία». Το (Ε Π Ι)
διαβάζεται ως «επιστασία» και συνδέεται με τα αναγραφόμενα στον επόμενο στίχο.
Πέμπτος στίχος: Στον τελευταίο στίχο υπάρχει αναφορά στον κτήτορα του ναού. Θεωρώ ότι
έχουμε δυο λέξεις. Η πρώτη είναι (Ε ξ Ο Δ Ο ς) και σημαίνει «εξόδοις». Και η δεύτερη (ჳ Β Ρ Ν ι
У) σημαίνει «Σταβρινού». Μαζί με το (ΕΠΙ) του προηγούμενου στίχου μπορούμε να
διαβάσουμε: «επιστασία και εξόδοις Σταβρινού», κάτι που επιβεβαιώνει και την παράδοση ότι
το ναό έκτισε κάποιος Σταυρέας.

Η παλιά δυσνόητη επιγραφή στο νότιο


τοίχο του ναού. Διακρίνονται: σταυρός με
τη χρονολογία 1776 και στην τελευταία
σειρά τα γράμματα: «ΕΞΟΔΟ ΣΤΒΡΝV»,
που θα μπορούσαν να σημαίνουν ότι ο
ναός χτίστηκε με έξοδα του Σταυρινού το
1776.

Η νεότερη επιγραφή
Η νεότερη επιγραφή είναι μαρμάρινη και είναι τοποθετημένη επίσης στο νότιο τοίχο του
ναού. Είναι γραμμένη με ευανάγνωστα κεφαλαία γράμματα και έχει συνταχτεί σε
αρχαιοπρεπές ύφος, προφανώς από κάποιον εγγράμματο κάτοικο του χωριού. Το κείμενο
είναι κατανοητό και αποτελείται από επτά στίχους:
-66-

ΕΡΗΜΩΘΗΣΗΣ ΠΕΙΡΑΤΟΦΟΒΙΑΣ
ΑΡΧΑΙΑΣ ΑΒΙΑΣ ΟΜΗΡΙΚΗΣ ΙΡΗΣ
ΙΔΕΟΛΟΓΙΑΣ ΕΝΕΚΕΝ
ΣΤΑΥΡΕΑΣ ΝΑΟΝ ΗΓΗΡΕ 1775 ΕΡΕΙΠΙΟΙΣ
ΜΕΓΑΛΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ ΚΑΙ ΓΕΙΤΟΝΙΚΟΥ
ΑΣΚΛΗΠΙΕΙΟΥ ΣΚΟΠΟΥΝΤΟΣ
ΕΛΚΥΣΗ ΠΡΟΣ ΑΝΟΙΚΟΔΟΜΗΣΙΝ

Η επιγραφή αυτή περιγράφει το ιστορικό της ανέγερσης του ναού και δίνει και άλλες πληρο-
φορίες που γνώριζε ο συντάκτης της κατά την εποχή της τοποθέτησης. Καταρχάς αναφέρει ότι
από το φόβο των πειρατών είχε ερημωθεί η αρχαία Αβία, η οποία ταυτίζεται με την ομηρική Ι-
ρή. Ακολούθως, σημειώνει ότι το 1775 κάποιος κάτοικος ονόματι Σταυρέας ίδρυσε το συγκε-
κριμένο ναό πάνω στα ερείπια αρχαίου ναού του Ηρακλέους και γειτονικού Ασκληπιείου, με
σκοπό να προσελκύσει οικιστές ώστε να ανοικοδομηθεί η ερημωμένη περιοχή.
Είναι προφανές πως ο συντάκτης της επιγραφής έχει γνώσεις ιστορίας και αρχαιολογίας.
Γνωρίζει ότι η περιοχή ταυτίζεται με την αρχαία πόλη Αβία της κλασικής και ρωμαϊκής εποχής
αλλά και με την πόλη Ιρή των ομηρικών επών. Επίσης, γνωρίζει ότι έχει κτιστεί πάνω σε αρχαία
ερείπια, τα οποία είναι σε θέση να ταυτίσει με ναό του Ηρακλέους και Ασκληπιείο. Κατά
συνέπεια η επιγραφή αυτή δεν μπορεί να τοποθετήθηκε την εποχή της ανέγερσης του ναού,
το 1775, αλλά πολύ μεταγενέστερα. Διότι στα τέλη του 18ου αιώνα που ανεγέρθηκε ο ναός
δεν μπορούσε κάποιος να έχει όλες αυτές τις γνώσεις για το ιστορικό και το αρχαιολογικό
παρελθόν της περιοχής. Πέραν της ταύτισης με την αρχαία Αβία όλα τα υπόλοιπα δεν ήταν
γνωστά στα 1775. Η τοποθέτηση της επιγραφής δεν μπορεί να έχει γίνει πριν από τα τέλη του
19ου αιώνα, όταν πλέον η Παλιόχωρα είχε αρχίσει να κατοικείται ξανά.
Επίσης, ο συντάκτης γνωρίζει την τοπική παράδοση που θέλει ως κτήτορα του ναού τον
Σταυρέα, ο οποίος έκτισε το ναό στην προσπάθειά του να προσελκύσει κατοίκους στην έρημη
περιοχή. Τη χρονολογία 1775 διάβασε πιθανότατα στην παλιά επιγραφή. Βέβαια, ο συντάκτης
της επιγραφής κάνει ένα τεράστιο χρονικό άλμα, αφού συνδέει την εγκατάλειψη της περιοχής
λόγω πειρατείας απευθείας με την αρχαία Αβία, παραλείποντας το βυζαντινό και
μεταβυζαντινό παρελθόν του τόπου, το οποίο προφανώς δεν γνώριζε αν και ήταν ακόμα
εμφανή τα ερείπια της καστροπολιτείας της Μαντίνειας.
Το 19ο αιώνα στην Ελλάδα κυριαρχεί ο νεοκλασικισμός που προτιμά την απευθείας
αναφορά στην κλασική αρχαιότητα. Συνήθως, παραβλέπεται το πρόσφατο παρελθόν, το οποίο
συνδέεται και με την οθωμανική κυριαρχία. Συχνά κατεδαφίζονται βυζαντινά μνημεία για να
αναδειχθούν οι κλασικές αρχαιότητες. Αυτό συμβαίνει ακόμα και με σημαντικά μνημεία στην
Αθήνα (π.χ. η Καπνικαρέα κινδύνεψε να κατεδαφιστεί!). Επομένως, η προσπάθεια του
συντάκτη να συνδέσει τον τόπο με το αρχαίο παρελθόν του εντάσσεται στο γενικότερο κλίμα
αρχαιολατρίας της εποχής και δεν πρέπει να ξενίζει.
Άραγε μπορεί να γίνει κάποια υπόθεση για την ταυτότητα του συντάκτη της επιγραφής; Αν
δεχθούμε ότι ήταν ένας εγγράμματος, που καταγόταν από το χωριό και έζησε στα τέλη του
19ου αιώνα, νομίζω ότι πιθανότερος είναι ο Ανδρέας Ν. Σκιάς (1861-1922), ο οποίος
γεννήθηκε στην Καλαμάτα αλλά καταγόταν από οικογένεια της Μεγ. Μαντίνειας. Ο Σκιάς
υπήρξε αρχαιολόγος και καθηγητής αρχαίας ελληνικής φιλολογίας με μεταπτυχιακές σπουδές
στη Γερμανία. Αρχικά δίδαξε στο Γυμνάσιο Καλαμάτας και αργότερα στο Πανεπιστήμιο
Αθηνών. Πραγματοποίησε ανασκαφές στην κοίτη του Ιλισού κοντά στο Ολυμπίειον, στην
αρχαία Ελευσίνα και στην Πύλο. Συνέγραψε πολλές μελέτες φιλολογικές, γλωσσικές και
-67-

αρχαιολογικές. Συγκεντρώνει, λοιπόν, όλες τις προϋποθέσεις να είναι ο συντάκτης της


επιγραφής του ναού της Παλιόχωρας. Φυσικά, αυτό δεν είναι παρά μια υπόθεση.

Συμπεράσματα
Συνοψίζοντας, μπορούμε να πούμε ότι από τη μελέτη των δύο επιγραφών προκύπτουν τα
ακόλουθα χρήσιμα συμπεράσματα.
Από την προσπάθεια ανάγνωσης της παλιάς επιγραφής επιβεβαιώνεται ότι χρονολογία
ανέγερσης του ναού είναι το 1775 ή το 1776. Τη χρονολογία επιβεβαιώνει και η νεότερη
επιγραφή. Επίσης, από την παλιά επιγραφή προκύπτει ότι κτίστηκε προς τιμήν της Παναγίας
Θεοτόκου, κάτι που δεν αναφέρεται στη νεότερη, προφανώς διότι το συντάκτη ενδιέφερε
περισσότερο να σημειώσει πληροφορίες για το παρελθόν του τόπου και του ναού και όχι για
το πασίγνωστο παρόν. Το όνομα του ναού επιβεβαιώνεται κι από άλλη πηγή: το Βιβλίον Γάμων
της ενορίας, στο οποίο αναφέρεται δυο φορές (1884 και 1889) ως «Κοίμησις της Θεοτόκου της
Παλαιάς Χώρας».
Τέλος, από την παλιά επιγραφή προκύπτει ότι κτήτορας υπήρξε κάποιος Σταβρινός, τον
οποίο οι μεταγενέστεροι θυμόντουσαν ως Σταυρέα και με αυτό το όνομα (χωρίς βαφτιστικό)
καταγράφηκε στη νεότερη επιγραφή. Άλλωστε, όταν συντάχθηκε η νεότερη επιγραφή, στα
τέλη του 19ου αιώνα, τα μέλη της οικογένειας Σταυρέα είχαν πλέον φύγει από το χωριό και
είχαν λίγους δεσμούς με αυτό. Έτσι είχε χαθεί η συνέχεια που μπορούσε να διασώσει τη
μνήμη του πλήρους ονόματος του κτήτορα.

«Μανιάτικη Αλληλεγγύη», 113 και 114 (Αύγουστος και Σεπτέμβριος 2008).

Ο ναός της Κοίμησης Θεοτόκου Παλιόχωρας.


Διακρίνονται οι δύο επιγραφές: η παλιά βρίσκεται ψηλά
στα αριστερά του ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ και η νεότερη στα δεξιά της πλάγιας θύρας.
-68-

Αεροφωτογραφίες 1986

Μικρή Μαντίνεια και Αρχοντικό. [φωτ. ΟΚΧΕ]

Κούκκινος – Λυκοτροπία – Παλιόχωρα. [φωτ. ΟΚΧΕ]


-69-

ΜΑΡΙΑ ΚΑΤΕΙΝΑ

Α Β Ι Α

Σκίτσο: Πηνελόπη Δημητριάδου

Α
αγκαλιά που μέσα της να χάνεσαι

Β
βούισμα ανέμου στης ελιάς τα λικνίσματα

Ι
ιαχή της θάλασσας που μάχεται το βράχο

Α
άνθρωποι χτισμένοι απ’ ουρανό και γη
-70-

Κούκκινος-Αρχοντικό

Η παλιότερη γνωστή φωτογραφία Κούκκινου-Αρχοντικού, τραβηγμένη από το μαγαζί του


Γεωργαντά Μπακετέα (δικό του το πιθάρι). Από τα εικονιζόμενα κτίρια προκύπτει ότι είναι μεταξύ
του 1922 (έτους ανέγερσης του ελαιουργικού συνεταιρισμού) και του 1939 (έτους ανέγερσης του
αποστειρωτηρίου σύκων, το οποίο δεν υπάρχει στη φωτογραφία). Σε πρώτο πλάνο ψαρόβαρκες στη
βοτσαλόσπαρτη ακρογιαλιά του Κούκκινου, η οποία τότε εκτεινόταν κάτω από το Σπανέικο στεφάνι
(στο βάθος δεξιά) και συνέδεε τον όρμο του Κούκκινου με τον όρμο του Αρχοντικού. Εκεί περνούσε
ο βατός δρόμος. Σήμερα το πέρασμα αυτό είναι σκεπασμένο από τη θάλασσα.
Μετά το στεφάνι διακρίνονται από δεξιά τα σπίτια του Αρχοντικού: Ευθυμίου Φραγκούλη (οικία-
ελαιοτριβείο, σήμερα κέντρο Λιθάρι), Στυλιανού Κωνσταντινέα, Γεώργιου Ι. Κοκκινέα ή Κουτρούλη
(σήμερα οικογ. Παπαγιαννόπουλου), Βασίλειου Ι. Κωνσταντινέα, Αλέξανδρου Μανδραπήλια (οικία-
ελαιοτριβείο, σήμερα Βασίλη Κοζομπόλη), Γεωργίου Σπανέα (ισόγειο μαγαζί, μετέπειτα Σταύρου
Φραγκούλη), κενό οικόπεδο όπου το 1939 κτίστηκε το αποστειρωτήριο σύκων (μεταπολεμικά
ΣΥΚΙΚΗ), Ηλία Μανωλέα (σήμερα σουπερμάρκετ, στο σημερινό σύνορο των Δήμων Δυτ. Μάνης και
Καλαμάτας), Εταιρικό (κτίσμα του 1922, μετέπειτα ελαιουργικός συνεταιρισμός, σήμερα Πάνου
Καπουλέα), Βασίλειου Νικητάκη (οικία-μαγαζί, σήμερα Μένη Κοτσώνη). Στη συνέχεια η αδόμητη
θέση Μουρτί, όπου σήμερα η οικία Καπετανάκη. Στο κέντρο της φωτογραφίας διακρίνεται στο
ύψωμα η οικία Λεωνίδα Στρογγύλη (μετέπειτα από κοινού Πότη Μπάκα και Ηλία Παπουτσή).

[φωτ. αρχείο Μαριλένας Χαρ. Γεωργουλέα]


-71-

Κούκκινος
Τόπος διακοπών για μυημένους

Είναι καλοκαίρι του 1984. Βρισκόμαστε σε διακοπές στην Αντίπαρο με φιλική, νεανική τότε,
παρέα. Εκεί γνωριζόμαστε με κάποια άλλη παρέα, η οποία είχε στήσει το αντίσκηνό της
παραδίπλα στο δικό μας. Κουβέντα στην κουβέντα, αναφερθήκαμε και σε άλλους τόπους
διακοπών που είχαμε γνωρίσει και κάναμε συγκρίσεις ποιος είναι ο ομορφότερος. Και καθώς
παρακολουθούσα, μάλλον αδιάφορα, τις σχετικές εμπειρίες που κατέθετε καθένας στην
ομήγυρη, κάποια στιγμή μια κοπέλα από την άλλη παρέα ανέφερε με νοσταλγική διάθεση:
«Το ομορφότερο μέρος που έχω πάει διακοπές είναι ένα παραθαλάσσιο χωριό της Μάνης.»
Όπως ήταν φυσικό, το ενδιαφέρον μου εκδηλώθηκε και τη ρώτησα με περιέργεια:
«Και ποιο είναι αυτό, παρακαλώ;»
«Είναι ένα μικρό παραθαλάσσιο χωριό κοντά στην Καλαμάτα. Δεν θα το ξέρετε. Το λένε
Κούκκινο».
Έμεινα άναυδος! Στην καρδιά του Αιγαίου, σε ένα από τα ομορφότερα νησιά για διακοπές,
μια κοπέλα αναπολούσε με νοσταλγία το χωριουδάκι του προς μητρός παππού μου. Αναπο-
λούσε όλα όσα είχα ζήσει από μικρό παιδί εκεί. Δηλαδή την όμορφη ακρογιαλιά, την καθαρή
θάλασσα, τα γραφικά σπιτάκια πίσω από τα αρμυρίκια, τα ανεπανάληπτα ηλιοβασιλέματα, τα
ήρεμα απόβραδα, στα οποία οι ντόπιοι κάθονταν έξω από τα σπίτια τους, στην ακροθαλασσιά
και έλεγαν ιστορίες παλιές, κάνοντας μνημόσυνα σε απελθόντες συγχωριανούς τους. Ή
μιλούσαν για το ψάρεμα, για τη θάλασσα, για τα μικρά καθημερινά ζητήματα, νετάροντας
παράλληλα το παραγάδι τους οι άντρες και πλέκοντας κάποιο κοφινέλο οι γυναίκες.
Για τούτο το ασήμαντο ίσως, αλλά γραφικότατο χωριουδάκι, θα μιλήσω σε τούτο το άρθρο.

Το τοπωνύμιο
Για την προέλευση του τοπωνυμίου Κούκκινος ή Κούτσινος, σύμφωνα με το μανιάτικο γλωσ-
σικό ιδίωμα, δεν υπάρχουν ούτε γραπτές ούτε προφορικές μαρτυρίες. Έτσι μόνο ετυμολογικές
υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε. Η κατάληξη -ινος χρησιμοποιείται για το σχηματισμό
επιθέτων που αναφέρονται είτε στο υλικό κατασκευής (πέτρινος, ξύλινος, χάλκινος) είτε στο
χρωματισμό (κίτρινος, πράσινος, κόκκινος). Συνεπώς μπορούν να γίνουν οι εξής υποθέσεις:
[Α] Το τοπωνύμιο προήλθε από το θέμα κούκκ- της λέξης κουκκί, που σημαίνει κόκκος
(σπόρος) βίκου, φακής, αρακά, λούπινου κλπ. Σε κάποια μέρη της Μάνης αποκαλούσαν
κούκκινο αλεύρι και κούκκινο ψωμί το αλεύρι και το ψωμί από αλεσμένο βίκο. Ίσως λοιπόν ο
τόπος αποκλήθηκε Κούκκινος είτε διότι καλλιεργούσαν κουκκία είτε διότι το έδαφος θύμιζε
κούκκινο αλεύρι. Αυτή η υπόθεση είναι κατά τη γνώμη μου η πιθανότερη.
[Β] Η ονομασία «Κούκκινος» σημαίνει «κόκκινος τόπος», τόπος με κόκκινο έδαφος. Και τούτο
διότι ο τόπος αποτελείται κατά κύριο λόγο από κοκκινόχωμα. Η δεύτερη αυτή υπόθεση δεν
μοιάζει τόσο πιθανή, χωρίς βέβαια να αποκλείεται τελείως. Και τούτο διότι τα εδάφη με
κοκκινόχωμα συνήθιζαν να τα αποκαλούν κοκκινόγεια και όχι κούκκινα.
[Γ] Μια τρίτη εκδοχή που θα μπορούσε να υποστηριχτεί είναι ότι ο αρχικός τύπος του τοπω-
νυμίου ήταν «Κούτσινος» και προήλθε από τη μανιάτικη λέξη «κούτσινας», η οποία σημαίνει
-72-

την πέτρα-ορόσημο που σηματοδοτεί το σύνορο δυο γειτονικών ιδιοκτησιών. Όμως, τέτοιος
«κούτσινας», δηλαδή συνοριακή πέτρα, ούτε υπάρχει ούτε αναφέρεται σε κάποια μαρτυρία.

Ο τόπος
Ο Κούκκινος είναι τόσο μικρός ώστε ουδέποτε υπήρξε ξεχωριστή κοινότητα ούτε καν ξεχωρι-
στός οικισμός. Πρόκειται για συνοικισμό λίγων οικογενειών κατά μήκος μιας μικρής ακρογια-
λιάς και της ενδοχώρας της. Ανήκε ανέκαθεν στην κοινότητα Αβίας (ή στον ομώνυμο Δήμο).
Στο Β.Δ. της 16/12/1911, με το οποίο καθορίστηκαν οι ενορίες του δήμου Αβίας, ορίζεται ως ε-
νιαία η ενορία «του χωρίου Μεγάλης Μαντινείας μετά του χωρίου Παλαιοχώρας, Κότρωνος και
Αρχοντικού». Το Κότρωνος αφορά στον υπερκείμενο του Κούκκινου λόφο Κοτρώνι ή Σπανέα
Στεφάνι, όπου υπήρχαν σπίτια. Παρατηρούμε, πως στην απόφαση όλη η Κάτω Χώρα, από Πα-
λιόχωρα ως Αρχοντικό, αναφέρεται ως ενιαίο χωριό ενώ αγνοείται το Κοπάνο. Στις 18/12/1920
το Αρχοντικό, το οποίο σύμφωνα με το Σωκράτη Κουγέα οφείλει το όνομά του σε αρχοντικό
οίκο που διατηρούσαν εκεί οι Παλαιολόγοι του Μυστρά, αναγνωρίστηκε ως χωριστός οικισμός
ενιαίος με τον Κούκκινο, με 93 κατ. Από 19/3/1961 ο οικισμός του Αρχοντικού έχει συγχωνευ-
τεί με εκείνον της Παλιόχωρας σε έναν οικισμό [την πληθυσμιακή εξέλιξη βλ. σ. 42].
Η ενδοχώρα του συνοικισμού είναι προσχωσιγενής. Έχει δημιουργηθεί, αφενός από τη
διάβρωση των δύο παρακείμενων λόφων Αϊ-Γιώργης και Κοτρώνι ή Σπανέα Στεφάνι και
αφετέρου από τα υλικά μικρού ρέματος, που εκβάλλει στη θάλασσα ανάμεσα στις ιδιοκτησίες
Νίκου και Χρήστου Μπακετέα. Η ενδοχώρα αυτή, όπου είχαν τους μπαξέδες, τα πηγάδια και
τα περιβόλια τους οι κάτοικοι του χωριού, εκτείνεται μέχρι το δημόσιο δρόμο, ο οποίος
περιβάλλει ημικυκλικά τον οικισμό. Μετά το δημόσιο δρόμο το έδαφος είναι σταθερότερο,
υψώνεται απότομα και είναι οπωσδήποτε αρχαιότερο από γεωλογικής απόψεως.
Τα περισσότερα παλιά σπίτια είναι χτισμένα κατά μήκος της ακρογιαλιάς, στην οποία φτάνει
κανείς από δύο σημεία του δημόσιου δρόμου. Η κύρια πρόσβαση γίνεται μέσω ενός στενού
δρομίσκου, ο οποίος συνδέεται με τον δημόσιο δρόμο στο ύψος της ιδιοκτησίας Κοτσόβολου.
Μέσω του δρομίσκου αυτού οι Κουκκινιώτες είχαν πρόσβαση στην παλιά «Δολιανή Στράτα»,
που οδηγούσε προς το Κοπάνο (Ακρογιάλι) και τους Δολούς. Μία δευτερεύουσα πρόσβαση
αποτελεί το κατηφορικό μονοπάτι, το οποίο σήμερα βρίσκεται ανάμεσα στις ιδιοκτησίες
Καραμπίνη και Αβράμη, ενώ παλαιότερα διέσχιζε το κτήμα Πότη Καραμπίνη, διασταύρωνε το
δημόσιο δρόμο και συνεχιζόταν προς την αγροτική περιοχή «Κοκκινόγειο». Παλαιότερα, όταν
έβρεχε πολύ, τα νερά που κατηφόριζαν από το Κοκκινόγειο κατέβαζαν στον Κούκκινο κόκκινη
λάσπη που γέμιζε τις αυλές των σπιτιών πριν καταλήξει στη θάλασσα. Το μονοπάτι αυτό
κατηφορίζοντας συναντά την κύρια πρόσβαση, ενώ παλιότερα περνούσε μέσα από την
ιδιοκτησία του Τηλέμαχου Δικαιάκου.
Προπολεμικά ο ορμίσκος του Κούκκινου ήταν προσεγγίσιμος και από το Αρχοντικό, από
παράκτιο μονοπάτι, το οποίο διερχόταν από τη ρίζα του ψηλού και απότομου στεφανιού του
Σπανέα. Έτσι ερμηνεύεται και η παλαιότερη αίσθηση του ενιαίου οικισμού «Κούκκινος-
Αρχοντικό». Όμως εδώ και πολλά χρόνια η θάλασσα έχει διαβρώσει το χώρο αυτό, που δεν
περνιέται πλέον «αβρόχοις ποσί». Επί πλέον οι κατά καιρούς κατολισθήσεις από το στεφάνι
έχουν δυσκολέψει περισσότερο το πέρασμα. Τα παλιά χρόνια όλες οι μετακινήσεις γίνονταν με
τα ζώα και με τα πόδια. Ο αμαξιτός δρόμος, που συνέδεσε τον Κούκκινο με την Καλαμάτα,
φτιάχτηκε μόλις το 1938, με διαπλάτυνση του παλιού βατού δρόμου.
-73-

Οι άνθρωποι
Πότε πρωτοκατοικήθηκε ο Κούκκινος δεν μπορεί να διαπιστωθεί με ακρίβεια. Δεδομένης της
σύστασης του εδάφους που περιγράψαμε προηγουμένως, είναι απίθανο να υπήρχε εδώ
προμεσαιωνικός συνοικισμός, διότι λογικά μεγάλο μέρος της ενδοχώρας θα βάλτωνε το
χειμώνα. Ενδεχομένως όμως να υπήρξαν προσωρινές ή μονιμότερες εγκαταστάσεις ανθρώπων
στις παρυφές της έκτασης, που είναι βραχώδεις και σχηματίζουν λοφίσκους με σπηλιές από
κάτω, χρήσιμες για τα ζώα. Παλιά πηγάδια, που σκεπάστηκαν τα τελευταία χρόνια, καθώς και
σποραδικά ευρισκόμενα όστρακα αγγείων από γεωργούς, μαρτυρούν παλαιά ανθρώπινη
παρουσία, αλλά όχι μόνιμη εγκατάσταση.
Το κοντινό τοπωνύμιο Αρχοντικό υποδηλώνει την ύπαρξη αρχοντικής κατοικίας στο παρελ-
θόν. Οι αναφορές των βυζαντινών ιστοριογράφων Σφραντζή και Χαλκοκονδύλη, περί της «ευ-
κρασίας του αέρος» της περιοχής και την εποχική διαβίωση βυζαντινών πριγκίπων και Δεσπο-
τών του Μιστρά, σηματοδοτούν σποραδική κατοίκιση του τόπου. Όμως ο φόβος της πειρα-
τείας υπήρξε ανασταλτικός παράγων για τη δημιουργία οικισμού έξω από το Κάστρο της Μα-
ντένιας (Μαντίνειας), το οποίο βρισκόταν λίγο νοτιότερα, στη σημερινή θέση Πάσο της Παλιό-
χωρας, και αναφέρεται από τις αρχές του 15ου αιώνα. Στα χρόνια της τουρκοκρατίας, ως τα
χρόνια της εθνεγερσίας, η παραλιακή ζώνη μεταξύ Καλαμάτας και Κιτριών ήταν σχεδόν έρημη
και η περιοχή του Κούκκινου ακατοίκητη. Άλλωστε από τα μέσα του 17ου αιώνα είχε εγκατα-
λειφθεί η οχυρωμένη Κάτω Χώρα της Μαντίνειας και είχε μετατραπεί σε Παλαιόχωρα.

Η παραλία του Αρχοντικού. Στη συνέχεια το Κοτρώνι (στεφάνι Σπανέα) που εμποδίζει το άλλοτε βατό
πέρασμα προς τον Κούκκινο. Πιο δεξιά από τον Κούκκινο ο λόφος με τον Αϊ Γιώργη και στο βάθος τα
Κοτσωνέικα βράχια, μετά από τα οποία βρίσκεται η ακρογιαλιά της Παλιόχωρας.

Η πρώτη γραπτή μαρτυρία για την ύπαρξη ανθρώπινης παρουσίας στην πέριξ του Κούκκινου
περιοχή είναι ένα ΦΕΚ του 1841, στο οποίο αναφέρεται ότι τα έτη 1840-41 στο Αρχοντικό είχε
την έδρα του ο «Έφορος επί της φορολογίας των λακωνικών προϊόντων». Ένα παρακλάδι της
λεγόμενης «ντολιανής στράτας», που οδηγούσε από τους Δολούς και τις Κιτριές προς την
Καλαμάτα, περνούσε από τον Κούκκινο. Δεν αποκλείεται λοιπόν, ο εν λόγω Έφορος να είχε
εγκατασταθεί στον Κούκκινο, ο οποίος πάντοτε αναφερόταν μαζί με το Αρχοντικό. Πιθανότατα
το γραφείο τού εν λόγω εφόρου να μετατράπηκε αργότερα σε τελωνειακό φυλάκιο, το οποίο
είναι γνωστό ότι λειτουργούσε στον Κούκκινο κατά την περίοδο του μεσοπολέμου και ως το
1948. Στεγαζόταν στην οικία Χρήστου Μπακετέα. Αναφέρονται μάλιστα οι τελωνοφύλακες
-74-

Μηλιός, Κωσταράς και Κωττής. Η σταδιακή εξάλειψη της πειρατείας κατά το 19ο αιώνα καθώς
και η ανάγκη εμπορικής επικοινωνίας με την πόλη της Καλαμάτας μέσω της θάλασσας
οδήγησαν πολλούς κατοίκους του μεσόγειου οικισμού της Μεγάλης Μαντίνειας να
εγκατασταθούν κοντά στις ακτές, όπου είχαν κτηματική περιουσία. Ως θέση ο Κούκκινος
παρουσίαζε αρκετά πλεονεκτήματα για τη δημιουργία οικισμού.
Κατ’ αρχήν βρισκόταν στο πέρασμα ενός από τους βατούς δρόμους που οδηγούσαν από την
Καλαμάτα προς τα νοτιότερα χωριά. Βρίσκεται στο μυχό ενός κλειστού όρμου, ο οποίος προ-
στατεύεται από το λόφο του Αϊ-Γιώργη από τους νοτιάδες που προκαλούν επικίνδυνες χειμω-
νιάτικες φουρτούνες. Μέχρι σήμερα χρησιμοποιείται ως ασφαλές αγκυροβόλιο για τις βάρκες
των γειτονικών παράλιων οικισμών. Στην ενδοχώρα υπάρχουν πηγάδια με πόσιμο νερό, γύρω
από τα οποία μπορούσαν να δημιουργηθούν περιβόλια και λαχανόκηποι. Επίσης υπάρχουν
συκοχώραφα και ελαιοπερίβολα. Δεν άργησε, λοιπόν, η περιοχή να προσελκύσει κατοίκους.
Γύρω στα 1875 εγκαταστάθηκε στον Κούκκινο ο Κωνσταντίνος Μπακετέας (1842-1920) από
τον Κάμπο, όταν παντρεύτηκε την Αφροδίτη Φραγκούλη. Δεν αποκλείεται μεγάλη έκταση του
Κούκκινου να ανήκε παλαιότερα στην οικογένεια Χριστόδουλου Φραγκούλη, του οποίου
εγγονή ήταν η Αφροδίτη. Η οικογένεια Φραγκούλη, και μάλιστα το ίδιο το ονοματεπώνυμο
Χριστόδουλος Φραγκούλης, μαρτυρείται στις Μαντίνειες από το 1704. Φαίνεται πως ο Κων.
Μπακετέας έλαβε ως προίκα τη ΝΑ περιοχή του οικισμού μέχρι και το λόφο του Αϊ-Γιώργη, η
οποία αργότερα διαμοιράστηκε μεταξύ των απογόνων του, δεδομένου ότι η ΒΑ περιοχή ανήκε
σε άλλο κλάδο της οικογένειας Φραγκούλη.
Η οικία του Κων. Μπακετέα μεταβιβάστηκε στο γιο του, το Γεωργαντά (1876-1941) και στον
εγγονό του, το Χρήστο (1916-2001). Στα χρόνια του μεσοπολέμου και ως το 1948 περίπου το
σπίτι αποτελούσε την έδρα του υποτελωνείου.
Γύρω στα 1890 πρέπει να χτίστηκε η κατοικία του Πότη Φραγκούλη (1869-1920), η οποία
αργότερα μοιράστηκε σε δύο κατοικίες με κοινή στέγη. Το βορινό τμήμα κράτησε ο γιος του
Χρήστος (1895-1953) και σήμερα κατέχει η θυγατέρα του Αμαλία, η οποία έχει ιδρύσει μία
αγροτουριστική μονάδα παραδοσιακής υφαντουργίας με αργαλειό. Το νότιο τμήμα αγοράστη-
κε από τη Βγενιά Χανδρινού (1898-1998) και σήμερα ανήκει στο γιο της Χρήστο (Τάκο).
Στα 1900 περίπου χτίστηκε το σπίτι του Θεόδωρου Μπακετέα (1878-1919) που πέρασε στο
γιο του Γιώργη, ο οποίος το 2003 ήταν ο γηραιότερος από τους Κουκκινιώτες. Την ίδια περίπου
εποχή χτίστηκε στην ενδοχώρα, πίσω από τα παράκτια σπίτια, η κατοικία του Αλέξανδρου Γ.
Μανδραπήλια (1878-1941), η οποία είχε διαμορφωθεί έτσι ώστε να στεγάσει και ελαιοτριβείο.
Όμως, γύρω στα 1910 την πούλησε και εγκαταστάθηκε στο Αρχοντικό, όπου έχτισε σπίτι-
ελαιοτριβείο, ιδιοκτησίας σήμερα του Βασίλη Κοζομπόλη. Το σπίτι του Κούκκινου αγόρασε ο
Πότης Γ. Δικαιάκος (1873-1922).
Ένα δεύτερο σπίτι που υπήρχε στην ενδοχώρα, δίπλα στο ανηφορικό μονοπάτι, ήταν του
Λουκά Κωνσταντάκη από τις Σπέτσες. Αυτός ήταν ψαράς και εγκαταστάθηκε στην περιοχή
γύρω στα 1905, όταν παντρεύτηκε την Ευπραξία Κολοκοτρίνη (1876-1935) από τη Μικρή
Μαντίνεια. Το σπίτι αυτό είναι πολύ ταπεινό και θυμίζει τις γνωστές συκοκαλύβες. Είναι πολύ
πιθανό να προϋπήρχε και να ανήκε στη μητέρα της Ευπραξίας, Καλλιρρόη Φελουκαντζή.
Πέρασε στην ιδιοκτησία του Θάνου Λ. Κωνσταντάκη (1915-42), ο οποίος πέθανε κατά τη
διάρκεια της Κατοχής σε σανατόριο. Ακριβώς δίπλα έχτισε σπίτι ο αδερφός του, ο Στέλιος
(1906-80) που έμεινε γνωστός με το όνομα «ο Στέλιος ο Λουκάς», το οποίο αγόρασε η
Βαγγελιώ Κουκούτση (σύζ. Ντίνου Αβράμη).
Στον Κούκκινο εθεωρείτο ότι ανήκε και η κατοικία του Δημητρίου Ζωγράφου, αν και
βρισκόταν πέρα από το δημόσιο δρόμο, στα ΝΑ. Όμως, η ιδιοκτησία του συνεχιζόταν και ΒΔ
-75-

του δρόμου, όπου είχε κήπο με πηγάδι. Ο γέρο-Ζωγράφος ήταν καπετάνιος και καταγόταν από
την Κορώνη. Εγκαταστάθηκε στον Κούκκινο στις αρχές του 20ου αιώνα, έπειτα από το γάμο
του με τη Βάσω Μανέα. Το σπίτι του ήταν μια μικρή συκοκαλύβα, η οποία σήμερα ανήκει στον
Παναγιώτη Κακούρο. Στο χώρο του παλιού κήπου με το πηγάδι έχει κτιστεί η εξοχική κατοικία
της Καίτης Μπελίτσου-Πιπερίδη. Μία ακόμη παλιά καλύβα υπήρχε στο κτήμα που δεσπόζει
του Κούκκινου πάνω από το Σπανέικο στεφάνι. Εκεί κατοικούσε η Γεωργίτσα Σπανέα (το γένος
Φραγκούλη), η αποκαλούμενη «γρια-Ούτε», επειδή συνήθιζε να λέει αυτή τη λέξη.
Τελευταίο χρονικά από τα προπολεμικά κτί-
σματα είναι η οικία Γεωργαντά Μπακετέα (1876-
1941). Χτίστηκε γύρω στα 1920 στη νοτιότερη ά-
κρη της ακρογιαλιάς. Στο ισόγειο του σπιτιού λει-
τουργούσε χωριάτικο καφενείο, το μοναδικό που
λειτούργησε ποτέ στον Κούκκινο. Ο μπάρμπα-Γε-
ωργαντάς υπήρξε χαρακτηριστική φιγούρα του
οικισμού. Θαμώνες του μαγαζιού ήταν κυρίως
περαστικοί που έρχονταν από Καλαμάτα και κα-
τευθύνονταν στα μέσα χωριά. Τους περίμενε να
προβάλουν από το Αρχοντικό και μόλις φαίνο-
Κούκκινος: καντούνι ανάμεσα στις
νταν από το Σπανέικο στεφάνι, έβγαινε έξω από
οικίες Μπακετέα και Χανδρινού.
το μαγαζί, με γόπες ή καλόγριες στα χέρια, και
τους καλούσε για φαγητό και κρασί. Ο ίδιος είχε
χτίσει σπιτάκια στην ακρογιαλιά, στα οποία δια-
νυκτέρευαν πλανόδιοι επαγγελματίες. Αργότερα
ο γιος του, ο Νίκος, τα μετέτρεψε σε τουριστικά
καταλύματα. Τέτοιοι επαγγελματίες ήταν ο Γιάν-
νης ο παπουτσής που έβαζε φόλες στα φθαρμέ-
να υποδήματα των οδοιπόρων, ένας γανωματής,
ο πλανόδιος χασάπης Θόδωρος Μπελίτσος, από
τη Μεγ. Μαντίνεια, που έσφαζε αρνιά και κατσί- Ο Αϊ-Γιώργης από τα νότια.
κια στα μαγαζιά της παραλίας (στου Βασίλη Νι- [φωτ. Ηλίας Κοτσόβολος]
κητάκη στο Αρχοντικό, στου Σπύρου Γεωργουλέα
στην Παλιόχωρα, στου Στέλιου Γεωργουλέα στο Κοπάνο) και πουλούσε το κρέας τους.
Από τα προαναφερθέντα αποκαλύπτεται η αρχική εικόνα του οικισμού κατά την προπολε-
μική περίοδο και ως τις αρχές της δεκαετίας του ’60. Αποτελείτο από επτά-οκτώ σπίτια, στα ο-
ποία ζούσαν ισάριθμες οικογένειες, πολυμελείς όμως, με τέσσερα-πέντε παιδιά κατά μέσο ό-
ρο. Έτσι ο πληθυσμός του οικισμού κατά την περίοδο αυτή έφτανε τα 45 περίπου άτομα. Συνι-
στούσαν το ήμισυ περίπου από τα 93 άτομα που σημειώνονται συνολικά στον οικισμό του Αρ-
χοντικού στην απογραφή του 1928. Σαν κύρια ασχολία είχαν την καλλιέργεια συκιών και ελιών
και δευτερευόντως το ψάρεμα. Επίσης, οι γυναίκες έπλεκαν κοφινέλα και έτρεφαν μεταξοσκώ-
ληκες για να συμπληρώνουν το οικογενειακό εισόδημα. Στο μοναδικό καφενείο έβρισκαν στέ-
γη διάφοροι πλανόδιοι επαγγελματίες που εξυπηρετούσαν τους κατοίκους. Τέλος, ως το 1948
ο οικισμός αποτελούσε έδρα υποτελωνείου. Την εικόνα συμπλήρωνε το εκκλησάκι του Αϊ-
Γιώργη, πάνω στον ομώνυμο λόφο, στο οποίο θα αναφερθούμε εκτενέστερα παρακάτω.
-76-

Ο Αϊ-Γιώργης των Μπακετέων

Στη νότια πλευρά του οικισμού, σε ένα


μικρό υψωματάκι, δεσπόζει το εκκλησά-
κι του Αγίου Γεωργίου των Μπακετέων,
όπως αποκαλείται, μιας και αυτή η οικο-
γένεια το φρόντιζε και το επιστατούσε
την παλιά εποχή. Το ακριβές έτος της
πρώτης ανέγερσης του ναΐσκου δεν εί-
ναι γνωστό. Μία αμυδρή παράδοση α-
ναφέρει ότι το έχτισε κάποιος ναυτικός
μετά από τάμα. Όμως νομίζουμε ότι η α-
νέγερσή του πρέπει να συνδυαστεί με
την κατοίκιση του Κούκκινου. Δηλαδή, η
Ο Αϊ-Γιώργης μετά την ανακαίνισή του.
εκκλησία δεν μπορεί να έχει χτιστεί πριν
από το 1875, οπότε χτίστηκαν τα πρώτα σπίτια. Εξ άλλου αν υπήρχε παλαιότερα, ως εξωκλήσι
ή έστω ως ερειπωμένο ερημοκλήσι θα έπρεπε να έχει αναφερθεί από τους περιηγητές που
πέρασαν από την περιοχή. Δεδομένης της ερημίας του τοπίου, οι περιηγητές σημείωναν και
την παραμικρή ένδειξη ανθρώπινης παρουσίας: χαλάσματα, μεμονωμένα κτίσματα, ξωκλήσια.
Π.χ. σημειώνεται το χάλασμα του Αγίου Νικολάου στου Πατσούρου, ο Χάρος στη Σάνταβα κ.ά.
Το εκκλησάκι, στην αρχική του μορφή, ήταν πολύ μικρότερο από το σημερινό. Το επιστατού-
σε η θεια-Θοδωρού (Άννα σύζ. Θ. Μπακετέα, θυγ. Στρ. Δάκαρη) που είχε αφιερώσει εικόνα του
Αγ. Γεωργίου. Τις υπόλοιπες εικόνες του τέμπλου είχαν αφιερώσει η Σμαράγδω Γ. Κοντράρου
(θυγ. Ιω. Φελουκαντζή) και η Σταθούλα σύζ. Στασινού Μανωλακέα (θυγ. Θεοδ. Νικολέα).
Χωρούσε ελάχιστα άτομα στο εσωτερικό του, γι’ αυτό κάποια στιγμή το μεγάλωσαν. Στο
σημερινό του μέγεθος φτιάχτηκε γύρω στο 1935. Στην ανακαίνιση πρωτοστάτησε ο
Γεωργαντάς Μπακετέας, ο οποίος ξεσήκωσε και τους υπόλοιπους. Χρήματα διέθεσαν όλοι οι
κάτοικοι του Κούκκινου αλλά και της Παλιόχωρας. Επειδή ο γειτονικός τόπος ανήκε στο Γιώργη
Μπακετέα, ο οποίος τότε υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία, του έστειλαν επιστολή και
του ζήτησαν να προσφέρει τόπο για την επέκταση κι εκείνος συμφώνησε.
Στη γιορτή του Αϊ-Γιώργη γινόταν πανηγύρι από την προπολεμική περίοδο. Μετά τη
λειτουργία στηνόταν χορός και τραγούδι στο αλώνι που υπάρχει δίπλα στο ναό. Έφερναν ψητά
από τα σπίτια ή από τα μαγαζιά και διασκέδαζαν μέχρι αργά το απόγευμα. Εκτός από τους
ντόπιους έρχονταν και Καλαματιανοί με τα καΐκια του Δραγώνα και του Ρεσβάνη, τα οποία
άραζαν στον Κούκκινο. Μεταξύ άλλων ερχόταν η οικογένεια Αποστολάκη, που είχε τους
αλευρόμυλους στο λιμάνι, η οποία συνήθιζε να τρώει στην ταβέρνα του Γεωργαντά Μπακετέα.
Επίσης ερχόταν ο Μήτσος Μανωλάκος, που είχε ταβέρνα στην παραλία της Καλαμάτας, του
οποίου γυναίκα ήταν η Βούλα Βασ. Κωνσταντινέα από το Αρχοντικό. Κάποιες χρονιές είχαν
έρθει και σαϊτολόγοι. Αυτοί άναβαν τις γνωστές σαΐτες, που μέχρι σήμερα επιβιώνουν ως
έθιμο της Λαμπροδευτέρας στην Καλαμάτα.
Συχνά υπήρχαν και ταμένα ζώα, συνήθως πρόβατα, τα οποία έδεναν τη νύχτα κάποιοι πιστοί
και μετά τη λειτουργία οι επίτροποι τα έβγαζαν σε πλειστηριασμό ή τα κλήρωναν με λαχνούς
ανάμεσα στο εκκλησίασμα και τα έσοδα πήγαιναν υπέρ του ναού. Αρκετοί Κουκκινιώτες και
Παλιοχωρίτες επέλεγαν τον Αϊ-Γιώργη για να βαφτίσουν τα παιδιά τους. Ένα χαρακτηριστικό
περιστατικό που συνέβη το καλοκαίρι του 1931, είναι το ακόλουθο. Έτυχε τότε να παραθερίζει
-77-

στο σπίτι του Ντίνου Καραμπίνη, στη γειτονική Λυκοτροπία, ο παπά-Γεωργανάς, ο οποίος
έκανε λειτουργία στον Αϊ-Γιώργη. Τότε η θεια-Ευθυμία Γεωργουλέα «έριξε» στην εικόνα του
1
αγίου το μικρό γιο της Αντρέα, που ήταν αβάφτιστος και ο παπάς ανέλαβε να τον βαφτίσει.
Το «ρίξιμο» του αβάφτιστου σε μια εικόνα ήταν ένα είδος τάματος, που συνηθιζόταν εκείνα
τα χρόνια από τους πιστούς. Απίθωναν κάτω από την εικόνα το παιδί και οποίος από το
εκκλησίασμα προλάβαινε γινόταν ανάδοχός του. Αμέσως μετά τη λειτουργία γινόταν η
βάφτιση. Πολλά τέτοια «ριξίματα» γίνονταν στην Τίμιοβα και στην Υπαπαντή.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής ο Αϊ-Γιώργης συνδέθηκε με ένα δραματικό περιστατικό του εμ-
φυλίου πολέμου που είχε ξεσπάσει ανάμεσα στις αντιστασιακές ομάδες της περιοχής κι έμεινε
γνωστό στην τοπική ιστορία ως «Μάχη της Παλιόχωρας». Τον Οκτώβριο του 1943 κατέφυγε
στην Παλιόχωρα μια ομάδα ανταρτών του Ε.Σ. με επικεφαλής τον ίλαρχο Τηλέμαχο Βρεττάκο,
κυνηγημένη από το 8ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ. Οχυρώθηκαν σε διάφορα σημεία, μεταξύ των άλ-
λων και στον Αϊ-Γιώργη. Εκεί είχε ταμπουρωθεί ο υπολοχαγός Ιω. Μπιτσάνης, ο οποίος σκοτώ-
θηκε το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1943, όταν του επιτέθηκαν αντάρτες του ΕΛΑΣ, οι οποίοι
είχαν καταλάβει τον Κούκκινο. Τον έθαψαν στη νότια πλευρά του ναού. Η λαϊκή μούσα, ευαί-
σθητη για την άδικη θυσία του Μπιτσάνη και των άλλων μαχητών στην αδελφοκτόνα αυτή
μάχη, έπλασε στίχους για να θρηνήσει τους νεκρούς, που άρχιζαν με τα λόγια:
Στις έξι παρά τέταρτο σκοτώθηκ’ ο Μπιτσάνης.
Το πολυβόλο έπιασε ο διπλανός ο Γιάννης. . . (κάποιος Κύπριος)
Δυστυχώς, δεν μπόρεσα να βρω κάποιον που να θυμάται τους υπόλοιπους στίχους.
Μετά την Κατοχή ο εορτασμός του Αϊ-Γιώργη έπαψε να έχει πανηγυρικό χαρακτήρα. Τα
τελευταία χρόνια, με πρωτοβουλία του Πολιτιστικού Συλλόγου Αβίας, έγινε μια προσπάθεια
να αναβιώσει η γιορτινή ατμόσφαιρα φέρνοντας ψητά, κρασί και γλυκά. Ειδικά όταν η εορτή
συμπίπτει με τη Λαμπροδευτέρα συγκεντρώνεται πολύς κόσμος, συμπατριώτες μας από την
Αθήνα και από αλλού καθώς και παραθεριστές. Το αλώνι τότε δονείται από τις κροτίδες και τα
βεγγαλικά. Το 2001 στη ΒΔ πλευρά του ναού χτίστηκε μικρό καμπαναριό με ρολόι έπειτα από
προσφορά της Ελένης Διον. Παπαγιαννοπούλου, στη μνήμη των αδερφών της.
Το εσωτερικό του έχει αγιογραφηθεί από το ζωγράφο Λαζαρίδη. Το τέμπλο του κοσμούν
τρεις παλαιές εικόνες, μεταφερμένες πιθανότατα από τον κεντρικό ναό της Παλιόχωρας,
ύστερα από κάποια ανακαίνισή του. Είναι οι εξής:
Ιησούς Χριστός: 1914, με δυσανάγνωστη αφιέρωση.
Μήτηρ Θεού: 1920, δωρεά Ιωάννου Τυρέα.
Άγιος Ιωάννης: 1913, με δυσανάγνωστη αφιέρωση.
Όλες οι παραπάνω είναι έργα του καλαματιανού αγιογράφου Αναστασίου Γιαννούκλα.
Άγιος Γεώργιος: 1952, έργον αγιογραφικού οίκου Κυρίλλου Ιερομον. Νέα Σκήτη Αγ. Όρους.
Ο ναός βρίσκεται σε εξαιρετική θέση, με πανοραμική θέα και αποτελεί δημοφιλή τόπο
τέλεσης γάμων και βαφτίσεων όχι μόνο από ντόπιους αλλά κι από πολλούς ξένους. Έτσι, ειδικά
το καλοκαίρι, η καμπάνα του Αϊ-Γιώργη ακούγεται τακτικά, όταν τελείται κάποιο μυστήριο από
τον ιερέα του χωριού, τον παπά-Μιλτιάδη.

Τόπος παραθερισμού
Από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 ο οικισμός άλλαξε σταδιακά όψη. Η ηλεκτροδότηση των
κατοικιών, η ασφαλτόστρωση του δρόμου και η υδροδότηση από το δίκτυο ύδρευσης

1
Το περιστατικό μας αφηγήθηκε ο Χρήστος Σπ. Γεωργουλέας.
-78-

δημιούργησαν νέες συνθήκες. Παράλληλα η μετανάστευση είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του


αριθμού των μόνιμων κατοίκων. Η κοπιαστική καλλιέργεια των σύκων εγκαταλείφθηκε. Οι
κάτοικοι στράφηκαν αποκλειστικά στην καλλιέργεια της ελιάς, ενώ δευτερευόντως ασκούν και
αλλά επαγγέλματα. Από την εποχή αυτή ο Κούκκινος αρχίζει να γίνεται γνωστός ως τόπος
παραθερισμού. Ήδη από την προπολεμική περίοδο στη γειτονική Παλιόχωρα εύποροι
Καλαματιανοί νοίκιαζαν σπίτια για θερινές διακοπές. Εγκαθίσταντο στο ανώγειο των σπιτιών
ενώ οι ιδιοκτήτες μετακόμιζαν στο κατώι, το οποίο διαμόρφωναν προσωρινά για ένα-δύο
μήνες από αποθήκη σε κατοικία ανθρώπων. Από τις αρχές της δεκαετίας του ΄70 κάτι ανάλογο
άρχισε να συμβαίνει και στον Κούκκινο, στον οποίο ξεκίνησαν να έρχονται κυρίως
παραθεριστές από τη Μεγαλόπολη.
Τα παραθαλάσσια σπίτια αποτελούσαν ένα ειδυλλιακό θερινό καταφύγιο για τις οικογένειες
της πόλης, που αποζητούσαν, θάλασσα και περιβάλλον ήσυχο και ασφαλές για τα μικρά
παιδιά. Μία ιδιαιτερότητα στη διαμόρφωση του βυθού, που είναι ρηχός και αμμώδης, τον
έκανε δημοφιλή στον παιδόκοσμο, αλλά και στους μεγαλύτερους, που τον βρήκαν τόπο
κατάλληλο για θαλασσινά παιγνίδια. Έτσι τα καλοκαίρια το λιμανάκι του Κούκκινου έσφυζε
από ζωή, κάτι που συμβαίνει μέχρι σήμερα.
Σιγά-σιγά, άρχισαν να χτίζονται δωμάτια και κατοικίες προς ενοικίαση, ενώ οι παλιοί
μπαξέδες της ενδοχώρας μετατράπηκαν πλέον σε οικόπεδα, τα οποία έγιναν ανάρπαστα. Νέες
κατοικίες χτίστηκαν, τόσο από ντόπιους όσο και από ξενομερίτες. Καινούργιοι άνθρωποι
εγκαταστάθηκαν, άλλοι μόνιμα και άλλοι εποχιακά.
Σήμερα ο Κούκκινος είναι ένας πυκνοδομημένος οικισμός. Παρ’ όλα αυτά δεν έχει χάσει τη
γραφικότητά του. Τα πέτρινα σπιτάκια της παραλίας έχουν συντηρηθεί και κατοικούνται από
μόνιμους κατοίκους. Τα αρμυρίκια προσθέτουν μια πολύ όμορφη πινελιά στην εικόνα του
οικισμού, ενώ στο βάθος δεσπόζει ο πέτρινος ναός του Αγίου Γεωργίου.

«Ιθώμη» Καλαμάτας, 49 (Δεκέμβριος 2003), σσ. 63-70.


«Μανιάτικη Αλληλεγγύη», 60 ως 62 (Μάρτιος ως Μάιος 2004).

Κούκκινος, 1978. Η βοτσαλόσπαρτη ακτή με τα αρμυρίκια και τα γραφικά σπίτια.


Αριστερά: κατά σειρά οι οικίες: Φραγκούλη-Χανδρινού (διπλοκατοικία με κοινή σκεπή), Γιώργη
Μπακετέα, Χρήστου Μπακετέα, Νίκου Μπακετέα.
Δεξιά: από την αντίθετη πλευρά τα ίδια σπίτια και οι πόντηδες για τις βάρκες. Πίσω, στο βάθος, οι
οικίες Πότη Καραμπίνη, Ντίνου Αβράμη και δεξιότερα η σκεπή της οικίας Τηλέμαχου Δικαιάκου.
-79-

Ιστορική και τοπογραφική περιήγηση


στο φαράγγι της Σάνταβας

Η ακρογιαλιά της Σάνταβας βρίσκεται στο νότιο άκρο της κοινότητας Αβίας, στα σύνορα με
την περιοχή των Κιτριών. Στις μέρες μας, η εκτεταμένη αμμουδιά της αποτελεί μια πολύ
γνωστή στους παραθεριστές παραλία, στην οποία απολαμβάνουν τον ήλιο και τη θάλασσα και
εξελίσσεται σε θερινή τουριστική ζώνη, με την εποχιακή λειτουργία μικρών ή μεγαλύτερων
αναψυκτηρίων και εξοχικών κέντρων. Η όμορφη αυτή ακτή οφείλει την ύπαρξή της στον
ομώνυμο χείμαρρο, ο οποίος εκβάλλει σε αυτή την περιοχή.
Το ποτάμι της Σάνταβας ή απλά «το Ποτάμι», όπως το αποκαλούν οι ντόπιοι, αποτελούσε και
αποτελεί ένα ζωντανό στοιχείο, που διαμορφώνει τη γεωλογία της περιοχής. Τους χειμερινούς
μήνες -ανάλογα βέβαια με το ύψος των βροχοπτώσεων- μαζί με το νερό κατεβάζει τόνους από
βότσαλα, ξύλα και λάσπη, τα οποία εναποθέτει στην αμμουδερή ακτή. Όταν έχει μεγάλη
κατεβασιά, η γλώσσα που δημιουργεί εισχωρεί κατά εκατοντάδες μέτρα στη θάλασσα. Φτάνει
ως τα μέσα κοφινέλα και είναι ορατή από πολύ μακριά, ως τους Μύλους και το Αρμυρό. Τη
συνέχεια αναλαμβάνει η θάλασσα. Οι πολύ δυνατές χειμωνιάτικες φουρτούνες, τις οποίες
προκαλεί ένας ιδιαίτερα ισχυρός νότιος άνεμος, η ρέστια, δουλεύουν αυτό το υλικό και με
αργούς ρυθμούς το περνάνε από τον κάβο της Πούντας και το μεταφέρουν στις βορινότερες
ακρογιαλιές: Κοπάνο, Πολιάνα, Πατσούρου, Πορτέλα, Παλιόχωρα, Κούκκινο, Αρχοντικό κλπ,
μέχρι την Αγριλιά και τη Βέργα. Γι’ αυτό, όσες από τις παραπάνω ακτές βρίσκονται πιο κοντά
στη Σάνταβα, έχουν βότσαλα πιο χοντρά και γωνιώδη, ενώ οι πιο μακρινές έχουν λεπτότερα
και στρογγυλότερα, αφού έχουν δουλευτεί περισσότερο.
Τη «δουλειά» ολοκληρώνει ο μαΐστρος, ο δυνατός ΒΔ άνεμος, που φυσά αρκετά συχνά και
τακτοποιεί τα βότσαλα και τα χαλίκια στις ακτές. Βέβαια, τα τελευταία χρόνια η άμμος και το
χαλίκι έχουν λιγοστέψει και αυτό οφείλεται ως ένα βαθμό στην παρατεταμένη ξηρασία. Όμως,
και η ανθρώπινη επέμβαση έχει παίξει το ρόλο της. Αφενός η εκτεταμένη αμμοληψία για
διάφορα έργα -η οποία, ευτυχώς, έχει περιοριστεί τελευταία- αφετέρου ένα χαμηλό γεφύρι με
μικρά ανοίγματα που χτίστηκε στις εκβολές του χειμάρρου, εμποδίζουν το ποτάμι να
κατεβάσει χαλίκι και άμμο στην ακτή. Έτσι, αυτή φαντάζει φτωχότερη σε όσους τη γνώριζαν
από παλιά. Το ίδιο φτωχότερες σε χαλίκι και βότσαλα έχουν γίνει και οι παραλίες που
αναφέραμε πιο πάνω.
Το Π οτά μι , λοιπόν, είναι ένα χαρακτηριστικό διαχρονικό γεωγραφικό σημείο της περιοχής.
Γνωστό από την αρχαιότητα με την επωνυμία «Χοίρειος Νάπη», δηλαδή «Ρεματιά των
Χοίρων» ή «Γουρουνολάγκαδο» όπως θα λέγαμε σήμερα, αναφέρεται συχνά ως φυσικό
σύνορο μεταξύ της αρχαίας πόλης Αβία, η οποία ανήκε συνήθως στη Μεσσηνία, και της
σπαρτιατικής επικράτειας ή του Κοινού των Ελευθερολακώνων. Συγκεκριμένα από το 10ο
αιώνα π.Χ., που ο Κρεσφόντης μετονόμασε σε Αβία την ομηρική πόλη Ιρή, μέχρι τον 8ο αιώνα
π.Χ., που άρχισαν οι μεσσηνιακοί πόλεμοι, η Αβία ανήκε στους Μεσσήνιους άρχοντες της
Ιθώμης και η Χοίρειος Νάπη (Σάνταβα) ήταν το ΝΑ σύνορο της επικράτειάς τους. Από τον 8ο
ως τον 5ο αιώνα π.Χ. η Αβία πέρασε στον έλεγχο της Σπάρτης και το σύνορο μετατοπίστηκε
βορειότερα. Τον 4ο αιώνα π.Χ. τα σύνορα επέστρεψαν στη Χοίρειο Νάπη, αφού οι Σπαρτιάτες
αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Αβία υπό την πίεση των Μακεδόνων. Εκεί παρέμειναν
και τους επόμενους αιώνες, κατά τους οποίους η Αβία μετείχε διαδοχικά στο Κοινό των
-80-

Μεσσηνίων (3ος αιώνας π.Χ.) και στην Αχαϊκή Συμπολιτεία (183 π.Χ.). Με εξαίρεση κάποιες
μικρές περιόδους, κατά τις οποίες, πιθανόν, η Αβία εντάχθηκε στο Κοινό των
Ελευθερολακώνων (στα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ. και το 32-31 π.Χ.), η Σάνταβα αποτελούσε το
όριο των δύο περιφερειών ως τα χρόνια του περιηγητή Παυσανία (160-180 μ.Χ.) και κατά
πάσα πιθανότητα μέχρι τον 4ο ή 5ο αιώνα μ.Χ., οπότε η αρχαία Αβία καταστράφηκε από τους
Βανδάλους επιδρομείς και εγκαταλείφθηκε.
Σε πορτολάνο του 1570 αναφέρεται ότι μετά την παραλιακή τότε Μαντίνεια: «είναι σπιάντζα
(δηλαδή αμμουδερή παραλία) ως ταις Κιτριαίς». Να σημειώσουμε εδώ, ότι δεν είναι τυχαία η
αναφορά της Μαντίνειας (σημερινής Παλιόχωρας) σε ένα μεσαιωνικό ναυτικό χάρτη. Οι
θαλασσοπόροι της εποχής εκείνης όφειλαν να γνωρίζουν, μεταξύ των άλλων, σε ποιες ακτές
μπορούσαν να ανεφοδιαστούν με τρόφιμα και κυρίως με πόσιμο νερό. Είναι γνωστό μέχρι
σήμερα ότι το μοναδικό σημείο μεταξύ Καλαμάτας και Κιτριών, το οποίο βρίσκεται κοντά στην
ακρογιαλιά και έχει πηγάδια με γλυκό νερό -όχι υφάλμυρο- είναι η περιοχή της Παλιόχωρας,
δηλαδή η Μαντίνεια του 1570. Το σταμάτημα των πλοίων για νερό κι άλλα εφόδια μαρτυρούν
και τα τοπωνύμια: Πορτέλα (portelo: λιμανάκι) και Καραβοστάσι. Στη θέση Καραβοστάσι, στο
νότιο άκρο της ακρογιαλιάς της Παλιόχωρας, όπου εκβάλλει ένα μικρό ρέμα, και γύρω από
αυτή σε μια ακτίνα πενήντα μέτρων, υπάρχουν μέχρι σήμερα πάνω από δέκα πηγάδια με
γλυκό νερό. Ορισμένα από αυτά βρίσκονται τόσο κοντά στην ακτή ώστε το χειμέριο κύμα
σκάει στα χείλη τους! Σύμφωνα με αφηγήσεις παλαιοτέρων τα τρία αρχαιότερα πηγάδια είναι:
1. Το Πηγάδι της Παλιόχωρας ή Παλιό Πηγάδι, το οποίο βρισκόταν σε ιδιοκτησίες των Γεωρ-
γουλέων αλλά κάποτε το παραχώρησαν και έγινε κοινοτικό με χειροκίνητη αντλία. Σήμερα εί-
ναι χωμένο κάτω από το δημόσιο δρόμο.
2. Το Πηγάδι του Κατσιβαρδά ή Λεουτσέικο Πηγάδι, το οποίο ήταν εφοδιασμένο με αντένα.
3. Το Μπακετέικο Πηγάδι, το οποίο παραχώθηκε κάτω από ανεγερθείσα οικοδομή, κατά την
εκσκαφή της οποίας είχαν βρεθεί μεσαιωνικά χαλάσματα.
Επίσης, παλιά πηγάδια ήταν: το Κοτσωνέικο (σήμερα ανάμεσα στις ιδιοκτησίες Μπελίτσου
και Γεωργουλέα), το Κουμουτσέικο (σήμερα οικογένειας Πουλέα), το Λεουτσέικο (μετέπειτα
Γεωργίου Λεουτσέα), του Παπά το Πηγάδι (σήμερα Ιωάννη Π. Γεωργουλέα), του Δημητρίου
Σκιά, του Νικήτα Γεωργουλέα κ.ά.
Αλλά ας επιστρέψουμε στη Σάνταβα. Τα βήματα του Παυσανία ακολούθησαν αρκετοί
νεότεροι περιηγητές. Ο πρώτος που αναφέρει στο έργο του το Ποτάμι, χωρίς να το
1
κατονομάζει, είναι ο Άγγλος W. Gell. Έγραψε το 1805:
«Σε ένα βράχο παρατηρήσαμε μερικές σπηλιές (προφανώς του Χάρου) κι ένα κοίλωμα που
διασχίσαμε αρδευόταν αρκετά από ένα μικρό ποτάμι, το οποίο φαινόταν να πηγάζει από τον
Ταΰγετο. Ο δρόμος ή καλύτερα το μονοπάτι τώρα βρίσκεται κυρίως στην αμμουδιά ενός
μικρού κόλπου, που είναι χωρισμένος με πετρόλοφους διαμορφώνοντας μια δαντελωτή ακτή».
Το ίδιο έτος πέρασε και ο W. Leake, που ήταν ο πρώτος που ταύτισε το φαράγγι με τη
2
Χοίρειο Νάπη του Παυσανία, ενώ το 1829 ο Γάλλος B. de Saint Vincent αναφέρει για πρώτη
3
φορά το όνομα Σάνταβα. Γράφει:
«...αφού ανεβήκαμε αρκετά άνετα φθάσαμε στα βόρεια υψώματα του Σανταβοπόταμου,
χειμάρρου πολύ ορμητικού σε κακή εποχή, αλλά τώρα στεγνού (ήταν Μάιος). Αυτός ο
Σανταβοπόταμος έρχεται από τον Ταΰγετο, βρέχει αρχικά ένα μέρος των πεδιάδων της

1
Καπετανάκης: 1996, σσ. 108-109.
2
Καπετανάκης: 1996, σ. 110.
3
Καπετανάκης: 1996, σ. 117.
-81-

Ζαρνάτας, στη συνέχεια συγκεντρώνεται ανάμεσα από εντυπωσιακά φαράγγια και ακολουθεί
πορεία από την ανατολή προς τη δύση.»
Σήμερα, το ποτάμι της Σάνταβας περιλαμβάνεται στο σύνολό του στα όρια του τέως Δήμου
Αβίας. Στις εκβολές του ανήκει εξ ολοκλήρου στην κοινότητα Αβίας και απλά χωρίζει τους
συνοικισμούς Κουτιβαίικα και Κουτρουμάνια. Στα ενδότερα (ανατολικά) και μέχρι τη θέση
Κοσκάρακα, όπου υπάρχει γεφύρι, αποτελεί το σύνορο των οικισμών Μεγάλη Μαντίνεια και
Κόκα της Αβίας με τους οικισμούς Μπελιτσαίικα και Κάμενα του Κάμπου. Εκεί αλλάζει όνομα.
Αποκαλείται Ρέμα της Κοσκάρακας. Ακόμα πιο ανατολικά, μέχρι τη θέση Άβορος, χωρίζει τα
Σωτηριάνικα και Αλτομιρά, τα οποία βρίσκονται στη βορινή πλευρά του, από τις περιφέρειες
Κάμπου και Γαϊτσών της νότιας πλευράς. Ακόμα πιο κοντά στον Ταΰγετο αποτελεί το όριο των
Πηγαδίων και Γαϊτσών. Κοντά στη θέση Ρίντομο στενεύει πάρα πολύ και σε ένα σημείο
γεφυρώθηκε από το λεγόμενο «Πηγαδιώτικο Γεφύρι», ένα επιβλητικό κι επικίνδυνο πέρασμα.
Κατά μήκος του ποταμού καταγράψαμε τα ακόλουθα τοπωνύμια στις όχθες του, όπως
ανηφορίζουμε από τις εκβολές μέχρι την Κοσκάρακα ξεκινώντας από το Κοπάνο, το οποίο
διασχίσαμε για να φτάσουμε στη Σάνταβα.

Βορινή όχθη

τ ο Κ οπά νο ή οι Κ οπά νοι . Οικισμός της κοινότητας Αβίας, το σημερινό Ακρογιάλι. Το το-
πωνύμιο «το Κοπάνο» ή «στους Κοπάνους» προήλθε από τη συνήθεια των κατοίκων της Μεγά-
λης Μαντίνειας να έρχονται εδώ και να πλένουν τα χοντρά στρωσίδια (κουρελούδες κλπ) και
τα κλινοσκεπάσματά τους στη θάλασσα. Τα κοπανούσαν με χοντρά ξύλα, τους κόπανους, ώ-
σπου να καθαρίσουν και ύστερα τα άπλωναν στα χαλίκια της παραλίας, που παλιά ήταν ακα-
τοίκητη, να στεγνώσουν. Από τη μεσαιωνική έκφραση «εν τω Κοπάνω» προέκυψε ο απλοποιη-
μένος τύπος «το Κοπάνο» (ουδέτερο) αντί του ορθού «Κόπανος». Παρομοίως, από την έκφρα-
ση «εις τους Κοπάνους» προέκυψε η ονομαστική «Κοπάνοι» αντί «Κόπανοι», χωρίς να αλλάξει
ο τονισμός. Στο Κοπάνο άρχισαν να χτίζονται κατοικίες στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν εξέλιπε
ο πειρατικός κίνδυνος, από όσους είχαν χωράφια εκεί κοντά. Πρώτος οικιστής θωρείται ο Ιω-
άννης Ρηγανόπουλος από τη Μεγ. Μαντίνεια, τον οποίο σκότωσαν πειρατές, με αποτέλεσμα
για πολλά χρόνια να μην τολμήσουν να εγκατασταθούν άλλοι. Παλιότερες θεωρούνται οι κα-
τοικίες Σταυρούλας Χαρίλ. Καπετανάκη (αργότερα Γερανέα), Στυλιανού Ι. Τυρέα (αργότερα
Κοκκινέα), Σωκράτη Δ. Σκιά (που έχει εντυπωσιακές οροφογραφίες) και των αδερφών Γεωργί-
1
ου, Ανδρέα και Ιωάννη υιών Αριστείδη Γεωργουλέα. Σήμερα ανήκουν σε απογόνους τους.
Σταδιακά δημιουργήθηκε οικισμός που αναγνωρίστηκε επίσημα στις 18/12/1920 με την ονο-
μασία Κόπανον (36 κάτ.), η οποία στις 16/10/1940 διορθώθηκε σε Κόπανοι (131 κάτ.). Το 1926
ανεγέρθηκε ο ναός της Ανάληψης με πρωτοβουλία του Ανδρέα Αρ. Γεωργουλέα σε οικόπεδο
που δώρισε ο Αθανάσιος Π. Κοκκινέας, όπως αναφέρει σχετική επιγραφή. Οι Κοπανιώτες απο-
τελούσαν ανέκαθεν διακριτή ομάδα της κοινότητας Αβίας αλλά ανήκαν στην ίδια ενορία. Από
το Κοπάνο καταγόταν ο επί δεκαετίες εφημέριος της Αβίας, παπά-Πότης Ι. Γεωργουλέας (1905-
81) και η γραμματέας της κοινότητας Μαρία Π. Σκιά. Επειδή η ονομασία Κοπάνο ήταν κακόηχη,
με πρωτοβουλία των κατοίκων και κυρίως του Παναγιώτη Γ. Μανέα μετονομάστηκε Ακρογιά-
λιον (ΦΕΚ 210Α/13-12-1962). Σήμερα έχει εξελιχθεί σε δημοφιλές θερινό θέρετρο. Το 2011 είχε
139 κατοίκους [την πληθυσμιακή εξέλιξη του οικισμού βλ. στο σχετικό πίνακα της σελ. 42].

1
Καπετανάκης: 1996, σσ. 222 και 559.
-82-

Το Ακρογιάλι το 2004. Η «Ανάληψη» μετά την ανακαίνιση του 2002.

τ ο Μ ο νοπ ά τι : παλιό λιθόστρωτο καλντερίμι, που οδηγούσε από το ποτάμι στο γειτονικό
ύψωμα. Ο B. de Saint Vincent το παρατήρησε και αναφέρει ότι ήταν βενετσιάνικης
1
κατασκευής. Γράφει: «αναγνωρίζουμε μερικά υπολείμματα βενετσιάνικου οδοστρώματος από
το οποίο αφού ανεβήκαμε αρκετά άνετα φθάσαμε στα βόρεια υψώματα του
Σανταβοπόταμου». Σήμερα, σώζεται σε μέτρια κατάσταση.
ο Χά ρος - η Σ π η λιά τ ου Χά ρου : σπηλιά
ευρύχωρη που έχει μετατραπεί σε εκκλησία
αφιερωμένη σήμερα στον αρχάγγελο Μιχαήλ,
από τον οποίο προέκυψε η επωνυμία Χάρος (ο
αρχ. Μιχαήλ μεταφέρει τις ψυχές). Παλιότερα,
ίσως ήταν αφιερωμένη στην Αγία Αικατερίνη.
Έτσι την αναφέρει ο B. de S. Vincent το 1829. Ο
Γ. Αναπλιώτης γράφει ότι ήταν αφιερωμένη
στην Κοίμηση της Θεοτόκου, κάτι το οποίο δεν
2
επιβεβαιώνεται. Στο εσωτερικό της υπάρχουν
ορισμένες αξιόλογες αγιογραφίες βυζαντινής ε-
ποχής, σύμφωνα με έγγραφο της Εφορίας Βυζ.
Αρχαιοτήτων. Όμως, έχουν υποστεί βανδαλισμούς από παρεπιδημούντες είτε επισκέπτες είτε
3
διαχειμάζοντες ποιμένες. Κατά τη δεκαετία 1960-70 χαρακτηρίστηκε προστατευόμενο μνημεί-
ο και το 1975 διαμορφώθηκε σε ναό, χωρίς να θιγούν οι υπάρχουσες αγιογραφίες. Λειτουργιέ-
ται στις 6 Σεπτεμβρίου στην «ανάμνηση του εν Χώναις θαύματος του αρχαγγέλου Μιχαήλ».
η Αγία Ειρ ή ν η : εκκλησιωνύμιο. Από εξαφανισμένη σήμερα εκκλησία, την οποία
παρατήρησε ο B. de S. Vincent το 1829. Τα ερείπιά της σώζονταν ως τα μέσα της δεκαετίας
4
1960-70 και διακρίνονται σε αεροφωτογραφίες της εποχής.
τ ο Κ ότε λι : τοπωνύμιο χαμηλά στη ρεματιά με σπηλαιώδη μορφή (σλαβ. котел: λέβητας)

1
Καπετανάκης: 1996, σ. 117.
2
Αναπλιώτης: 1970, σ. 64.
3
Κοτσώνης Ανδρέας: 1992, σσ. 93-95.
4
Πληροφορία από τον δικηγόρο Ιωάννη Π. Γεωργουλέα, που διαθέτει ιδιοκτησίες στην περιοχή.
-83-

τ α Κου τρου μά νια : τοπωνύμιο σε ύψωμα πάνω από το φαράγγι.


τ ου Μ ά ρ κου ή τ ου Κω σ τ έα η Σ π η λιά : ανθρωπωνύμιο. Σπηλιά χαμηλά στο ρέμα.
η Κοτ σω νέι κ η Σ π η λιά : ανθρωπωνύμιο. Σπηλιά στις βραχώδεις όχθες του χειμάρρου.
τ ο Β α θύ Κα ντ ού νι : δρομίσκος που περνά ανάμεσα σε δύο ψηλούς λοφίσκους.
η Λ ου μ πά ρ δα : λόφος που δεσπόζει της περιοχής. Από την κορυφή του εποπτεύεται η
ακτή της Σάνταβας. Εκεί υπήρχε χάλασμα μιας παλιάς σκεπαστής στέρνας. Δεν αποκλείεται
κάποτε ο λόφος να οχυρώθηκε με κανόνι (μπομπάρδα), από το οποίο προέκυψε το τοπωνύμιο
(με ανάλογο τρόπο προέκυψε το αθηναϊκό τοπωνύμιο: Άγ. Δημήτρης Λουμπαρδιάρης).
τ ο Β α θύ Λα γκά δι .
τ α Κου ρού μ π λια : θέση στα νότια του Χωριού (Μεγ. Μαντίνειας), από την οποία ξεκινά
ένα κατηφορικό λιθόστρωτο μονοπάτι, το οποίο κατευθύνεται προς τα Ν.Α. Από ένα σημείο
και μετά το καλντερίμι ακολουθεί το χείλος του γκρεμού και το βάραθρο, που χάσκει κάτω από
αυτό σε βάθος εκατό και παραπάνω μέτρων, προκαλεί κυριολεκτικά δέος.
ο Μ ύ τα κα ς (δεξιά στη φωτογραφία): το πιο απόκρημνο σημείο
του παραπάνω μονοπατιού. Εκεί ο οδοιπόρος βρίσκεται στη μύτη
ενός βράχου, που προεξέχει πάνω από το «στεφάνι» και
ασυναίσθητα αναγκάζεται να στρέψει το βλέμμα του μακριά από το
φαράγγι, που μοιάζει να τον τραβά σαν μαγνήτης. Μόνο ξαπλωμένος
μπρούμυτα αισθάνεται αρκετά ασφαλής, ώστε να ρίξει μια ματιά και
να θαυμάσει την άγρια ομορφιά του τοπίου, έχοντας την αίσθηση ότι
βρίσκεται μετέωρος στο κενό.
ο Κα τσ ου λ όγκ ρε μος : ζωονύμιο. Ο γκρεμός κάτω από τον
Μύτακα, που χρησιμοποιείτο ως ένα είδος «Καιάδα» για τα άχρηστα
ζώα, π.χ. κατσούλες (γάτες) κ.ά. Προσπαθήσαμε να υπολογίσουμε το
βάθος του ρίχνοντας μια πέτρα και μετρήσαμε 6 ως 7 δευτερόλεπτα,
μέχρι να την ακούσουμε να χτυπά στα χαμηλότερα σημεία του γκρεμού. Από τον γνωστό τύπο
2
της Φυσικής y=½ g.t , εύκολα υπολογίζουμε ότι για χρόνο πτώσης t 6s το βάθος είναι 180 μ.,
ενώ για t 7s έχουμε βάθος 245 μ. περίπου. Πριν από λίγα χρόνια είχε συμβεί ένα τραγικό
συμβάν και χρειάστηκε να ανασυρθεί η σωρός του Ιωάννη Δ. Κοζομπόλη, που βρέθηκε
πεσμένος στο βάθος του φαραγγιού. Τότε, η πυροσβεστική χρειάστηκε σχοινιά μήκους 180 μ.,
ενώ κάτω από το σημείο που στάθηκε το πτώμα υπήρχε βάραθρο 20-30 μ. μέχρι τον πυθμένα.
Το δέος που αισθάνεται κάποιος γίνεται μεγαλύτερο, όταν φωνάζοντας μικρές φράσεις προς
την απέναντι κατακόρυφη πλευρά, το φαράγγι τις «επιστρέφει» ολόκληρες και ο αντίλαλος
μετατρέπεται σε μιαν άγρια συνομιλία-μονόλογο.
τ ου Κα τα φυ γιού η Β ρ ύ σ η : από το Μύτακα το μονοπάτι συνεχίζει στην άκρη του
στεφανιού και καταλήγει στην Πηγή του Καταφυγιού. Σήμερα υπάρχει μια δεξαμενή -μικρό
υδραγωγείο- που συγκεντρώνει το νερό και το οδηγεί στο «Χωριό». Παλιά στη Βρύση του
Καταφυγιού μαζεύονταν οι γυναίκες για να πλύνουν, γιατί το νερό της βρύσης του χωριού
ήταν λιγοστό. Ξεκινούσαν πρωί-πρωί, έχοντας φορτώσει στο γάιδαρο ξύλα για τη φωτιά και
ένα χαρανί (καζάνι) για το βράσιμο του νερού. Έπλεναν τα ρούχα σε πέτρινα σκαφίδια, τα
οποία είχαν φτιάξει δίπλα στην πηγή και μετά τα άπλωναν στα κλαδιά των δέντρων να
στεγνώσουν. Τα σκαφίδια ανήκαν σε συγκεκριμένες οικογένειες. Υπήρχε άγραφος νόμος, η
καθεμιά νοικοκυρά να πλένει στο δικό της. Αν κάποια δεν είχε σκαφίδι, φρόντιζε να πηγαίνει
για πλύσιμο σε διαφορετική μέρα ή ώρα από τη γειτόνισσα, της οποίας το σκαφίδι δανειζόταν.
Το πλύσιμο ήταν μεγάλος μπελάς εκείνα τα χρόνια. Ιδίως τα ασπρόρουχα, τα οποία λέκιαζαν
εύκολα, για να τα καθαρίσουν τα «κοφίνωναν». Δηλαδή τα σαπούνιζαν, τα τοποθετούσαν
-84-

μέσα σε κοφίνια σε στρώσεις και τα έβρεχαν με «αλισίβα» (ζεστό νερό με στάχτη). Τα άφηναν
μια ολόκληρη μέρα και τα ξέβγαζαν την επόμενη.

Στη βρύση, στο Καταφύγι: Ναυσικά Καντιάνη, Άννα Τσουνάκα [ανιψιά του δάσκαλου
Γιάννη Παπαδόπουλου], Βουλίτσα Μανέα, Βούλα Κοτσόβολου. [φωτ. Ηλίας Κοτσόβολος]

Το σ απο ύ νι . Το σαπούνι το φτιάχνανε μόνοι τους, συνήθως την άνοιξη μετά το ξεμάζεμα
της ελιάς, όταν μεταγγίζανε το παλιό λάδι από τα ντεπόζιτα για να βάλουν το φρέσκο, οπότε
συγκέντρωναν μπόλικη «μούργα». Για την παρασκευή του σαπουνιού χρησιμοποιούσαν τα
ακόλουθα υλικά και αναλογίες:
Πέντε κιλά λάδι: συνήθως τηγανόλαδο, το οποίο συγκέντρωναν όλη τη χρονιά ή λασπόλαδο,
δηλαδή μούργα ή ζούρα από το εργοστάσιο ή χαμολογίσιο, το οποίο ήταν φυσικά το καλύτερο,
ως πιο καθαρό.
Ένα κιλό πέτρα (σαπουνόπετρα): καυστική ποτάσα, μια χημική ουσία την οποία αγόραζαν.
7,5 κιλά νερό και αλάτι.
Πρώτα έβραζαν στο καζάνι ίση ποσότητα νερού και λαδιού (αν το λάδι είχε πολύ μούργα και
επομένως υγρασία, έβαζαν λιγότερο νερό). Μετά έριχναν σιγά-σιγά, ανακατώνοντας, το
υπόλοιπο νερό, στο οποίο είχαν διαλύσει τη σαπουνόπετρα. Ύστερα από αρκετή ώρα το
μείγμα άφριζε, διότι άρχιζε να σχηματίζεται το σαπούνι, το οποίο ανέβαινε στην επιφάνεια. Το
άφηναν όλη τη νύχτα να πήξει και την επόμενη το έκοβαν σε πλάκες και το έβαζαν στον ήλιο
να στραγγίξει. Αν είχε πετύχει γινόταν σκληρό και άγριο. Αν δεν σκλήραινε κι έμενε μαλακό
σαν ζυμάρι, τότε η προσπάθεια είχε αποτύχει. Το διάλυαν σε λίγο νερό για να μη «καεί» και το
ξανάριχναν στο καζάνι, προσθέτοντας κι άλλη πέτρα μέχρι να πήξει. Η επιτυχία της συνταγής
ήταν λεπτή υπόθεση και δεν άφηναν όποιον-όποιον να πλησιάσει, για να μη το ματιάσει και
αποτύχει. Στο τέλος της διαδικασίας απόμενε μια κόκκινη λάσπη στο βάθος του καζανιού.
Αυτό ήταν το «πρωτείο» ή η «αλισίβα» που είχε απορρυπαντικές ιδιότητες. Τη μάζευαν και τη
χρησιμοποιούσαν αραιωμένη με νερό για να καθαρίζουν δύσκολες βρωμιές, όπως: τις λαδιές
στα ξύλινα πατώματα, τα λιόπανα, τα λαδωμένα μπουκάλια κλπ. Οι Μαντιναίισσες νοικοκυρές
μετέφεραν τη συνταγή της σαπωνοποιίας και στην Αθήνα, όπου μέχρι τελευταία μάζευαν τα
απόλαδα και έφτιαχναν το σαπούνι της χρονιάς στις αυλές τους.
-85-

Αριστερά: Η οχυρωμένη σπηλιά, στο Καταφύγι.


Δεξιά: Ο Κατσουλόγκρεμος, ο Μύτακας και η Σπηλιά του Καταφυγιού.

τ ου Κα τα φυ γιού η Σ π η λιά . Όμως γιατί Καταφύγι; Τίνος κυνηγημένου καταφύγιο


αποτελούσε η περιοχή; Και πού κατέφευγε ο φυγάς, αφού, εκ πρώτης όψεως, η περιοχή δεν
προσφέρεται για κάτι τέτοιο; Στις απορίες μου αυτές, που από μικρός είχα, μου απαντούσαν
ότι υπήρχε μια απρόσιτη σπηλιά στην οποία κανείς δεν με οδηγούσε, διότι βρισκόταν σε πολύ
δύσβατο σημείο. Έτσι, όταν το καλοκαίρι του 1996 αποφάσισα να την επισκεφτώ, με οδηγό
τον πατέρα μου, που και αυτός μια και μοναδική φορά είχε μπει μέσα, στα χρόνια της
1
Κατοχής, εκπλήρωνα ένα παιδικό μου όνειρο.
Το δρομάκι που οδηγεί στη σπηλιά ξεκινά λίγο πιο κάτω από το Μύτακα, από ένα σημείο
που κανείς δεν μπορεί να υποψιαστεί ότι είναι αρχή μονοπατιού. Πρόκειται για ένα
κατηφορικό γιδοσουρμί ανάμεσα στα βράχια, το οποίο φαίνεται πως οδηγεί στην άκρη του
γκρεμού. Όμως, λίγα μέτρα παρακάτω, γίνεται ομαλότερο και στην άκρη ενός βράχου στρίβει
προς τα δεξιά, κάτω ακριβώς από το Μύτακα. Ενώ νομίζει κανείς ότι φτάνει στην άκρη του
γκρεμού και δεν πάει παραπέρα, ξαφνικά βρίσκεται απέναντι από το τεράστιο άνοιγμα της
σπηλιάς. Η πρώτη εικόνα είναι εντυπωσιακή και η άγρια ομορφιά της σε αφήνει με το στόμα
2
ανοιχτό. Αντιλαμβάνεσαι γιατί οι παλιοί πίστευαν, ότι στη σπηλιά ζουν νεράιδες.
Όταν πρωτοαντικρίζεις τη σπηλιά, συνειδητοποιείς ξαφνικά ότι βρίσκεσαι σε μια ιδιαίτερα
δύσκολη θέση. Στα δεξιά σου υψώνεται ο απότομος βράχος που ψηλά καταλήγει στο Μύτακα.
Στα αριστερά χάσκει το βάραθρο και μπροστά υπάρχει μόνο ένα στενό μονοπάτι πλάτους 50-
60 εκατοστών, το οποίο όμως δεν οδηγεί κατ’ ευθείαν στη σπηλιά. Αρχικά, κατηφορίζει στο
χείλος του γκρεμού. Στη συνέχεια γίνεται ανηφορικό και σε φέρνει σε ένα σημείο ενάμισι ως
δύο μέτρα χαμηλότερα από την είσοδό της. Από εκεί μόνο με σκάλα μπορείς να αναρριχηθείς
μέσα στο σπήλαιο. Αλλά ακόμα κι αν έχεις σκάλα, που είναι ιδιαίτερα δύσκολο να την
μεταφέρεις ως εκεί, ανακαλύπτεις έντρομος ότι δεν υπάρχει ασφαλές σημείο για να την
στηρίξεις και με το παραμικρό κούνημα κινδυνεύει να ξεφύγει και να βρεθείς μαζί της στο
βάθος του βαράθρου!

1
Θ. Μπελίτσος, «Το Καταφύγι της Μεγ. Μαντίνειας (Έξω Μάνη)», Μάνη χθες-σήμερα-αύριο 18 (2004).
2
Φραγκούλης: 1917, σ. 243. Καπετανάκης: 1996, σ. 244.
-86-

Πρόκειται για ένα πραγματικό καταφύγιο! Δυσεύρετο και δυσπρόσιτο. Το μειονέκτημά του
είναι ότι έχει τεράστιο άνοιγμα, ύψους 25-30 μ. και πλάτους 10-15 μ. περίπου και μικρό βάθος
ως 40 μ. χωρίς κρυψώνες. Έτσι, οποίος καταφύγει εκεί, αφενός εγκλωβίζεται, αφετέρου είναι
εύκολος στόχος μόλις τον ανακαλύψουν. Ο εχθρός μπορεί να στηθεί στην αρχή του
μονοπατιού και να στοχεύσει με την ησυχία του. Το μειονέκτημα αυτό είχαν αντιληφθεί οι
Μαντιναίοι και κάποτε έφραξαν την είσοδο της σπηλιάς με ένα τείχος ύψους 7-8 μέτρων
περίπου. Μόνο μια στενή δίοδος υπάρχει και πολλές πολεμίστρες από τις οποίες,
ταμπουρωμένοι, μπορούσαν να σκοπεύσουν έναν-έναν τους εμφανιζόμενους εχθρούς. Το
τείχος υπήρχε το 1770, όταν οι Μαντιναίοι κλείστηκαν εκεί για να γλιτώσουν από τους
Τουρκαλβανούς που είχαν εισβάλει στη Μάνη κι ερήμωσαν τον τόπο μέχρι τη Ζαρνάτα. Οι
εχθροί δεν θα τους ανακάλυπταν, αν δεν έβγαινε μια γριούλα να πάρει την κούπα της που είχε
ξεχάσει στην πηγή. Οι έγκλειστοι αμύνθηκαν με σθένος κι αναγκάστηκαν να βγουν, μόνο όταν
1
οι εχθροί τούς έπνιξαν με καπνούς από θειάφι, που κρέμασαν στην είσοδο της σπηλιάς. «Και
2
εσκλάβωσαν τους Ματηνέους, όπου ήταν στο καταβήγη», όπως αναφέρει ένα παλιό χρονικό.
Πότε χτίστηκε το τείχος, δεν είναι γνωστό. Είναι πλινθόκτιστο, μεταβυζαντινό μάλλον, με
επιδιορθώσεις μεταγενέστερες της αρχικής κατασκευής. Με δεδομένο ότι το 1673 η Μεγ.
Μαντίνεια λεηλατήθηκε από τους Τούρκους κατά τον ενετοτουρκικό πόλεμο και οι κάτοικοί
3
της αιχμαλωτίστηκαν, μπορούμε να υποθέσουμε ότι το 1673 δεν κρύφτηκαν στη σπηλιά και
πως το τείχος χτίστηκε μετέπειτα ως έσχατο καταφύγιο σε ανάλογο κίνδυνο. Εκτός από το
1770, το Καταφύγι χρησιμοποιήθηκε από τους κατοίκους άλλη μια φορά κατά την κατοχή. Τον
Απρίλιο του 1941 έσπευσαν φοβισμένοι να κρυφτούν στη σπηλιά, όταν ένα γερμανικό
στρατιωτικό απόσπασμα πέρασε κοντά στο χωριό. Τελικά, έφυγε χωρίς να τους ενοχλήσει.
ο Σχ ιν έα ς : φυτωνύμιο. Ονομασία του κατηφορικού μονοπατιού που οδηγεί από την πηγή
του Καταφυγιού κάτω στο ποτάμι και από εκεί ανεβαίνει στη λεγόμενη Άλλη Μεριά, στο
συνοικισμό Μπελιτσαίικα. Δεν πρόκειται για κανονικό μονοπάτι αλλά για ένα σούρμα μες τα
σκίνα, από τα οποία πήρε και την επωνυμία του.
τ ου Α ντ ρά κ η τα σ πή λ ια : ανθρωπωνύμιο. Βραχώδης περιοχή με σπηλιές.
τ ου Π ου λιού η τ ρύ πα : ζωονύμιο. Σπηλιές, όπου φωλιάζουν αγριοπούλια.
τ ων Πα τ σέω ν η Ρά χ η : ανθρωπωνύμιο. Λοφίσκος, μεταξύ Μεγ. Μαντίνειας και Κόκας,
που άλλοτε ανήκε στην παλιά μαντιναίικη οικογένεια Πατσέα. Κοντά στη Ράχη βρίσκεται η
Παναγίτσα των Πατσέων, ένα μικρό εκκλησάκι με αγιογραφίες το οποίο επιστατούσε η ίδια
οικογένεια.
η Κό κα : παλιός αραιοκατοικημένος συνοικισμός της Μεγ. Μαντίνειας, που βρισκόταν στις
κοιλάδες γύρω από το ομώνυμο βουνό. Επίκεντρο είχε τα ερειπωμένα σήμερα εκκλησάκια: Άγ.
Κωνσταντίνος, Άγ. Ιωάννης και Άγ. Πολύκαρπος. Το 1995 που ξαναχτίστηκε ο Άγ. Πολύκαρπος,
οι ευσεβείς ανακαινιστές ανακάλυψαν ένα πήλινο κιούπι με ανθρώπινα οστά στα ερείπια της
παλιάς Αγίας Τράπεζας, προερχόμενο προφανώς από τα αρχικά εγκαίνια του εξωκλησιού (α-
φήγηση Κωστή Μπελίτσου). Δυστυχώς δεν το φύλαξαν, ώστε να επιχειρήσουμε κάποια χρονο-
λόγηση. Στην Κόκα υπήρχαν δέκα-δώδεκα συκόσπιτα μαντιναίικων οικογενειών, στα οποία
ξεχείμαζαν ποιμένες των Αλτομιρών και των Γαϊτσών. Σταδιακά, από το 1920 και μετά, άρχισαν
να εγκαθίστανται μόνιμα εκεί Αλτομιριανοί και Γαϊτσανοί. Διατηρούνται ακόμα οι κατοικίες
των οικογενειών Αβράμη, Καπελούζου, Ευάγγελου Μπελίτσου, Πάνου Μπελίτσου, Παπαδέα

1
Αναπλιώτης: 1970, σσ. 62-63.
2
Κοτσώνης Ανδρέας: 1977, σ. 45. Χανδρινός: 1990, σσ. 42-43.
3
Καπετανάκης: 1996, σ. 57.
-87-

(δυο-τρία σπίτια) κ.ά. Επίσης, υπάρχει το λεγόμενο Αβραμέικο Πηγάδι. Μετά το 1945 οι κάτοι-
1
κοι της Κόκας μετοίκησαν σταδιακά στη Μεγ. Μαντίνεια. Σήμερα την επωνυμία Κόκα χρησιμο-
2
ποιεί ένας τουριστικός λιθόχτιστος οικισμός, που έχει ανεγερθεί στη Β.Α. πλαγιά του βουνού.
η Κ α ρ έα ή Κα ρύ α : φυτωνύμιο (καρυά: καρυδιά). Έτσι ονομάζεται το μονοπάτι που
οδηγεί από την Κόκα στην Κοσκάρακα, διασχίζει το φαράγγι και ανεβαίνει στην Κάμενα.
η Κά τω Β ρύ σ η : θέση με πηγές.
οι Π όρτ ες : τοπωνύμιο, το οποίο προέκυψε από δύο κατακόρυφους βράχους, ανάμεσα
στους οποίους περνά το μονοπάτι.
η Κο σκά ρα κα : χαρακτηριστικό πέρασμα του φαραγγιού. Στη θέση αυτή οι όχθες του
γίνονται ομαλότερες και σώζεται παλιό πέτρινο γεφύρι, το οποίο εξυπηρετούσε την
επικοινωνία της βόρειας με τη νότια πλευρά του. Κατά τη δεκαετία 1930-40 κατασκευάστηκε
εντυπωσιακή κρεμαστή γέφυρα, από την οποία διερχόταν ο αμαξιτός δρόμος μέχρι τελευταία
που χτίστηκε νεότερη, τσιμεντένια. Η γέφυρα αυτή είχε θεωρηθεί τεχνολογικό επίτευγμα για
την εποχή της και σήμερα αποτελεί αξιοθέατο.

Η κρεμαστή γέφυρα της Κοσκάρακας. – Το αρχοντικό του Λια Μπελίτσου στη Μάλτσινα.

Νότια όχθη
Στη νότια όχθη υπάρχουν λιγότερα τοπωνύμια, τα οποία καλύπτουν ευρύτερες εκτάσεις,
ίσως επειδή ήταν πιο αραιοκατοικημένη. Ξεκινώντας από την ακτή ακολουθήσαμε τον παλιό
βατό δρόμο που οδηγεί από τη Σάνταβα στον Κάμπο και καταγράψαμε τα παρακάτω.
τ ου Κα ντιά ν η η λα χί δα : ανθρωπωνύμιο, από τον ιδιοκτήτη της έκτασης.
τ α Ντο λ ια νά ή Δο λια νά : μεγάλη περιοχή που εκτείνεται προς τα νότια μέχρι το ρέμα
του Αγίου Νικήτα. Το τοπωνύμιο σχετίζεται με τους κατοίκους του χωριού Δολοί, οι κάτοικοι
του οποίου ίσως κατείχαν τα εδάφη αυτά τα παλιότερα χρόνια (π.χ. Δολιανά χωράφια).
τ ης Για νν ού ς ( τ η ς Πι πι νού ς) οι Λ ού ρ ες : ανθρωπωνύμιο. Θέση με ιδιοκτησίες της
Μαντιναίισσας Ευθυμίας συζ. Ιωάννου Νικολέα ή Πιπίνη.
τ α Κα λο γε ρικά Σπ ή λια : το τοπωνύμιο πιθανότατα σχετίζεται με το παλιό μοναστήρι του
Αγ. Νικήτα των Δολών, το οποίο διατηρούσε μετόχι στην περιοχή και συγκεκριμένα κοντά στο
ξωκλήσι των Αγ. Θεοδώρων (βλ. παρακάτω).
τ α Κά πε λα : στεφάνι ύψους 10-15 μέτρων, με πηγή στην κορυφή του, από την οποία
παλιότερα το νερό έπεφτε στο ποτάμι σαν μικρός καταρράκτης. Στα παιδικά μας χρόνια
φάνταζε ονειρεμένη και μακρινή η εκδρομή στα Κάπελα. Σαν παραμύθι θυμάμαι τη μοναδική

1
Καπετανάκης: 1996, σ. 217.
2
Περισσότερα για την Κόκα βλ. στο σχετικό κεφάλαιο του παρόντος τόμου.
-88-

φορά που τα επισκέφτηκα στα 10-12 μου χρόνια (δηλ. στα 1968-70 περίπου), με τον πατέρα
μου και τον αείμνηστο Νίκο Μοιρέα. Με τη βάρκα του ο μπάρμπα-Νίκος μάς είχε μεταφέρει
από την Παλιόχωρα μέχρι τη Σάνταβα. Από κει ανεβήκαμε το φαράγγι μέχρι τα Κάπελα. Το
παξιμάδι που μαλακώσαμε στο κρύο νερό τους, ίσως είναι το νοστιμότερο που έφαγα ποτέ.
Σήμερα, το νερό συγκεντρώνεται σε ένα μικρό υδραγωγείο και η μαγεία έχει χαθεί.

Άνοιξη 1958 στα Κάπελα: Λίτσα Κομπότη, Σταυρούλα Κοτσόβολου, Έφη Μανέα, Όλγα
Μπουφέα-Σκορδιά, Βούλα Μανέα, Θεώνη Αβράμη, Τάκης Χαριτόπουλος, Ηλίας Κοτσόβολος
[φωτ. αρχείο Ηλία Κοτσόβολου]

τ α Κου τ ιβ α ί ικα : ανθρωπωνύμιο. Πήρε το όνομά του από την οικογένεια Κουτίβα των Γαϊ-
τσών, που εγκαταστάθηκε εκεί στα τέλη του 19ου αιώνα. Συνοικισμός της Αβίας που ανήκει
στον οικισμό Ακρογιάλι. Οι κάτοικοι καταγράφηκαν χωριστά το 1961 (20) και το 1981 (6).
Άγι ο - Θό δωρ ος : εκκλησιωνύμιο στα σύνορα των κοινοτήτων Αβίας και Κάμπου, μεταξύ
των αραιών συνοικισμών Κουτιβαίικα και Μπελιτσαίικα. Το όνομα προήλθε από το ξωκλήσι
των Αγίων Θεοδώρων, το οποίο για κάποιο χρονικό διάστημα αποτέλεσε το κοιμητήρι των δύο
οικογενειών. Σήμερα επιστατείται από το Σύλλογο Κουτιβαίων. Εκεί βρίσκεται θαμμένος ο
πατριάρχης της οικογένειας αυτής, ο Παναγιώτης Γ. Κουτίβας (1891-1989), ο αποκαλούμενος
γέρο-Κάπας. Υπάρχει επίσης ένας παλιότερος τάφος, του 1955, όπου είναι θαμμένος ο Η.Γ.Μ.
(Ηλίας Γ. Μπελίτσος), ετών 65. Ο ναΐσκος είναι του 19ου αιώνα. Είναι λιθόχτιστος αλλά έχουν
γίνει νεότερες επεμβάσεις. Πιθανότατα χτίστηκε από τα πρώτα μέλη της οικογένειας Κουτίβα
που εγκαταστάθηκαν εκεί. Στην είσοδο υπάρχει μαρμάρινος σταυρός με τα αρχικά Γ.Π.Κ.
(Γεώργιος Παν. Κουτίβας;). Η σιδερένια θύρα φέρει τα αρχικά του δωρητή της: «Γ Κ Ψ
ΑΝΑΠΗΡΟΣ», που είναι ο ανάπηρος πολέμου Γεώργιος Κων. Ψωρομύτης. Παλιότερα το ναό
λειτουργούσε ο παπά-Πότης Γεωργουλέας, ο σεβάσμιος ιερεύς της Μαντίνειας, ο οποίος την
Πρωτάγιαση δεν παρέλειπε να ανηφορίζει με το γάιδαρό του μέχρι τα δυσπρόσιτα αυτά μέρη,
για να αγιάσει τα λιγοστά Κουτιβαίικα σπίτια. Στις μέρες μας, το ξωκλήσι λειτουργεί ο παπά-
Νίκος Γκούζος του Κάμπου, στην ενορία του οποίου ανήκει.
ο Σχ ιν έα ς : φυτωνύμιο. Πρόκειται για τη συνέχεια του μονοπατιού που αναφέραμε στη
βορινή πλευρά. Από κει ξεκινά βατός δρόμος που απομακρύνεται από τα χείλη του φαραγγιού
και φτάνει μέχρι τον Κάμπο. Διασχίζει τις περιοχές που αναφέρονται στη συνέχεια.
τ α Λι μπ ία : θέση με ανάβαθα πηγάδια και πηγές, από τα οποία συγκέντρωναν το νερό σε
δεξαμενές, τα λεγόμενα λιμπία (λιμπί: δεξαμενή συγκεντρώσης μούστου).
-89-

η Μ ά λτ σι να ή τ α Μ π ε λ ι τ σα ίι κ α : η παλιά αρβανίτικη επωνυμία του λόφου Μάλτσινα


(μάλε, μάλα [αλβ. mal, mali]: βουνό, ορεινός τόπος) μετατράπηκε σταδιακά στο ανθρωπονύ-
μιο Μπελιτσαίικα, το οποίο όμως καλύπτει ευρύτερη περιοχή, από την οικογένεια Μπελίτσου
των Αλτομιρών που εγκαταστάθηκε εκεί μετά τα μέσα του 19ου αιώνα. Πρώτος οικιστής
αναφέρεται ο Δημήτριος Μπελίτσος, ο οποίος μάλλον πήρε προίκα την περιοχή από τους
Μητσέους (πήρε σύζυγο την Αικατερίνη Μητσέα) που έμεναν ανατολικότερα στη θέση Κάμενα
(βλ. παρακάτω). Τα τέσσερα παιδιά του και τα εγγόνια του έχτισαν σπίτια στην εκτεταμένη
αυτή περιοχή, δημιουργώντας έναν αραιοκατοικημένο συνοικισμό της κοινότητας Κάμπου.
Από τα Μπελιτσαίικα ο περιηγητής απολαμβάνει ένα πανόραμα του φαραγγιού της Σάνταβας,
το οποίο σε εκείνο το σημείο έχει βάθος πάνω από 250 μέτρα. Από τα σωζόμενα παλιά σπίτια,
ξεχωρίζει το πέτρινο σπίτι του Ηλία (Λια) Γ. Μπελίτσου, χτίσμα των αρχών του 20ου αιώνα.
Έχει αρχοντική κατασκευή και δεσπόζει στην περιοχή. Διηγούνται, πως ο ιδιοκτήτης του είχε τα
βαρέλια με το κρασί στην αυλή και όποιος οδοιπόρος τύχαινε να περνά άνοιγε κι έπινε. Από το
χαγιάτι του σπιτιού έβγαινε κι αγνάντευε απέναντι στη Μεγ. Μαντίνεια. Όταν ήθελε κάτι,
έριχνε δύο τουφεκιές να κατεβούν οι Μαντιναίοι στα Κουρούμπλια, από όπου μπορούσαν να
συνεννοηθούν με φωνές. Το μονοπάτι του Σχινέα αποτελούσε το δίαυλο επικοινωνίας των δύο
πλευρών. Γενικά οι κάτοικοι της Μάλτσινας, δηλαδή οι Μπελιτσαίοι και οι γαμπροί τους, αν
και ανήκαν στην κοινότητα Κάμπου, είχαν στενές σχέσεις με τη Μαντίνεια, τόσο φιλικές ή
οικογενειακές (συμπεθεριά, κουμπαριές) όσο και οικονομικές, αφού κατέβαζαν τα σύκα τους
1
στους Κοπάνους (Ακρογιάλι), ψώνιζαν από τα εκεί μαγαζιά κλπ.
ο Αϊ -Γιώ ργ ης τ ω ν Μ πε λιτ σ α ίω ν: εκκλησιωνύμιο που προήλθε από το ομώνυμο
ξωκλήσι, το οποίο επιστατεί η οικογένεια Μπελίτσου και βρίσκεται στην κορυφή του λόφου
της Μάλτσινας. Σήμερα είναι ανακαινισμένο, με τσιμεντένιο κωδωνοστάσιο, αλλά διατηρεί την
παλιά λιθοδομή και τις τοξοειδείς παραστάδες της εισόδου. Η σιδερένια πόρτα είναι δωρεά
του Γ.Κ.Ψ., όπως και στον Άγιο-Θόδωρο. Στο εσωτερικό του σώζεται μια φορητή εικόνα του
Αγίου Γεωργίου, στην οποία υπάρχει η ακόλουθη (ανορθόγραφη) μαρτυρία:
Δαπάνη Ηλία Ζουμπούλη εν Βώλο
τη 10 8βρίου 1889
Χειρ Θεωδόρου Μηχαλοπούλου
2
Η οικογένεια Ζουμπούλη αναφέρεται στον Κάμπο από το 1826. Στο Ιερό Βήμα διακρίνονται
τρεις αγιογραφίες καλυμμένες με ασβέστη στο μεγαλύτερο μέρος τους. Απ’ ότι μπορέσαμε να
διακρίναμε: στην πρώτη, που βρίσκεται στον αριστερό τοίχο, εικονίζεται η βρεφοκρατούσα
Θεοτόκος, στη δεύτερη, επίσης στον αριστερό τοίχο, εικονίζεται μια γυναικεία μορφή,
πιθανότατα η Θεοτόκος και στην τρίτη, στην Ιερά Πρόθεση, η Θεοτόκος Πλατυτέρα καθώς και
η δυσανάγνωστη μαρτυρία:
«ατονα» ή «αωνα»
Στα παραπάνω γράμματα κάποιος θα μπορούσε να αναγνωρίσει είτε τη λέξη «[μ]α[ν]τόνα»
είτε τη χρονολογία «αωνα΄: 1851». Από την κορυφή που βρίσκεται ο Αϊ-Γιώργης, η θέα είναι

1
Ο παππούς μου, Θόδωρος Γρ. Μπελίτσος (1904-78), θέλοντας ίσως να δείξει τους δεσμούς των περιοχών
Μπελιτσαίικα και Κουτιβαίικα, παράλλαζε το στίχο γνωστού κλέφτικου τραγουδιού: «Κρέμεται η κάπα
στην αλυγαριά, γλέντι και μαράζι δε βάνω στην καρδιά» ως εξής: «Κρέμεται το Κάπα στα Κουτιβαίικα,
Θεός να τα φυλάει τα Μπελιτσαίικα».
2
Φερέτος: 1968, σ. 283.
-90-

εκπληκτική. Διακρίνονται σχεδόν όλα τα χωριά της περιφέρειας Σταυροπηγίου μέχρι την
Καλαμάτα: Κάμπος, Ζαρνάτα, Δολοί, Κιτριές, Μαντίνειες και Τρικότσοβα.
η Κά μ ενα ή τα Α λώ νι α : σλαβογενές τοπωνύμιο από τη σλαβ. λέξη kamen: πέτρα.
Συνοικισμός στα ΝΑ της Μάλτσινας, στον οποίο οδηγεί ο δρόμος καθώς απομακρύνεται από το
φαράγγι. Αρχικά, στα μέσα του 19ου αιώνα, κατοικήθηκε από την οικογένεια Μητσέα (γι’ αυτό
κάποιοι αποκαλούν την περιοχή Μητσέικα) και αργότερα, γύρω στο 1900, από την οικογένεια
Γεωργουλέα ή Λιμπερέα. Και οι δύο προέρχονται από τα Αλτομιρά. Σήμερα η Κάμενα είναι
ένας μικρός συνοικισμός, στον οποίο δεσπόζει η εκκλησία του Σωτήρος, όπου βρισκόταν και το
νεκροταφείο. Είναι ανακαινισμένη, όπως μας πληροφορεί άλλωστε η σχετική επιγραφή:
Ο ΝΑΟΣ ΟΥΤΟΣ ΕΚΤΙΣΘΗ
ΥΠΟ ΙΩΑΝ. Δ. ΓΕΩΡΓΟΥΛΕΑ
ΚΑΙ ΑΝΕΚΑΙΝΙΣΘΗ
ΥΠΟ ΓΕΩΡ. Ι. ΓΕΩΡΓΟΥΛΕΑ
ΕΝ ΕΤΕΙ 1969
Ο ανακαινιστής Γεώργιος Γεωργουλέας (1885-1977) ήταν γιος του αρχικού ιδρυτή Ιωάννη
Γεωργουλέα ή Λυμπερέα από τα Αλτομιρά, ο οποίος εγκαταστάθηκε εκεί στα τέλη του 19ου
αιώνα, εποχή κατά την οποία πρέπει να χτίστηκε ο ναός. Το εσωτερικό του είναι πλήρως
ανακαινισμένο και δεν υπάρχουν χρονολογικές ενδείξεις. Υπάρχουν μόνο κάποιες παλιές,
αμαρτύρητες εικόνες (πιθανόν οι αρχικές του τέμπλου), όχι ιδιαίτερα σπουδαίες.
η Κά μιν α - Μ ά λ τ σι να ή τ ο Πλά τ ω μα : Από το 1940 οι δυο συνοικίες καταγράφονται ως
χωριστός οικισμός της κοινότητας Κάμπου και από το 1961 ως Πλάτωμα, με πληθυσμό: 86 κ.
(1940), 110 (1951), 130 (1961), 70 (1971), 24 (1981), 56 (1991), 50 (2001) και 25 (2011).
τ α Λι βά δια : Μετά τα Μητσέικα σπίτια ο δρόμος απομακρύνεται πολύ από το φαράγγι και
φτάνει στη θέση Λιβάδια, όπου ενώνεται με τον αμαξιτό δρόμο που οδηγεί στον Κάμπο.
Επιχειρήσαμε μια περιήγηση στον περιβάλλο-
ντα χώρο και στην ιστορία του φαραγγιού της
Κοσκάρακας-Σάνταβας, το οποίο για χιλιετίες
αποτελεί χαρακτηριστικό γεωγραφικό στοιχείο
της περιοχής, από τα μυκηναϊκά ακόμα χρόνια.
Συχνά αποτέλεσε το φυσικό σύνορο αντιπάλων
ή εχθρών αλλά ακόμα συχνότερα χρησίμεψε ως
«γέφυρα» επικοινωνίας των ανθρώπων που κα-
τοικούσαν στις όχθες του. Στην εποχή μας αρχί-
ζει να διαφαίνεται μια προοπτική τουριστικής
«αξιοποίησής» του, που μπορεί να το αναδείξει
Σάνταβα: η βάρκα του Ευ. Καντιάνη (με τα
αλλά μπορεί και να το καταστρέψει. γυαλιά). Δεξιά ο Ηλίας Κοτσόβολος.
Θα μπορούσε όμως να διαμορφωθεί μια πεζοπορική και μια ποδηλατική διαδρομή από την
Κοσκάρακα ως τη Σάνταβα (ή και από το Ρίντομο για τους πιο τολμηρούς) και να εκδοθεί ένα
φυλλάδιο με την ιστορία του, ώστε να αποτελέσει φορέα ανάπτυξης της περιοχής, χωρίς να
αλλοιωθεί η φυσική ομορφιά και η φυσιογνωμίατου.
«Ιθώμη» Καλαμάτας, 41-42 (Μάρτιος 1998), σσ. 146-154.
-91-

ΑΝΝΑ ΚΑΡΑΚΟΝΤΗ

Το μικρό μας καλοκαίρι!

Το μικρό μας καλοκαίρι!

Στων παραμυθιών την αγκαλιά κοιμάται


το «μικρό μας καλοκαίρι» τους χειμώνες της νάρκης των θαυμάτων,
και στα όνειρα όσων μαγεύτηκαν απ’ αυτό.

Χουζουρεύει στα βλέφαρα των αναμνήσεων και ζεσταίνεται στα τζάκια των φίλων.

Κι έρχεται η ώρα η καλή να ξυπνήσει, να φανερωθεί στο παραμυθένιο του κάστρο και
να γλυκοφιλήσει τα σύννεφα απ’ το ψηλό του παράθυρο.

Να κυματίσει η θάλασσα η μπλε, η γαλανή, η δική μας, αυτή που το παιδί μας
δοκίμασε να γευτεί και μπλέχτηκε στη γεύση της και από τότε είναι εκεί πιασμένο.

Να λουλουδίσει ο ουρανός από φεγγίτες και ν’ ανυψώσει τα βλέμματα σαν


χαρταετούς κι εκεί να σταθούνε αγέρωχα.

Να περπατήσει η φύση στα δαφνόφυλλα και τις λεβάντες στα λιτρίδια και τα βράχια,
να μάθει περπάτημα κάθε ξένος νιώθοντας τη ζεστασιά στις πατούσες του.

Κάθε ένας που το βλέπει σαν ξένος, το βλέπει μόνο για μια φορά, ύστερα εγκαθίσταται
για πάντα στο αριστερό οικείο του σημείο.
-92-

Το μικρό μας καλοκαίρι …

Ανυποψίαστο κι άβγαλτο, πρωτοϊδωμένο κι απαραμόρφωτο απ’ τα συνηθισμένα! Με


τη μελαγχολία του μικρού όχι σε ένταση αλλά σε χρόνο, κάθε εικόνα αγγίζει και
ξεδιπλώνει μια ιστορία παιδικότητας και ξεγνοιασιάς.

Αφήστε να σας φανερωθεί όπως είναι πραγματικά, μην περιμένετε πολλά, μην
περιμένετε άλλα, η έκπληξη έρχεται με τον καιρό, με τον καιρό που υφαίνεται η
αγάπη σας!

-ο-ο-ο-

Σημ. Οι δύο φωτογραφίες που συνοδεύουν το κείμενο είναι της Άννας Καράκοντη.
-93-

Η Κόκα της Μαντίνειας

Ιστορικές πληροφορίες
Η Κόκα είναι ένας έρημος αραιοκατοικημένος συνοικισμός που βρίσκεται κοντά στη Μεγάλη
Μαντίνεια. Τα σπίτια των κατοίκων της ήταν χτισμένα στις κοιλάδες και στις πλαγιές του ομώ-
νυμου βουνού. Ως σταθερά σημεία αναφοράς είχε τα ερειπωμένα σήμερα εκκλησάκια: Άγ.
Κωνσταντίνος, Άγ. Ιωάννης και Άγ. Πολύκαρπος. Το 1995, που ξαναχτίστηκε ο Άγ. Πολύκαρπος,
οι ευσεβείς ανακαινιστές ανακάλυψαν ένα πήλινο κιούπι με ανθρώπινα οστά στα ερείπια της
παλιάς Αγ. Τράπεζας προερχόμενο, προφανώς, από τα εγκαίνια του αρχικού εξωκλησιού. Δυ-
1
στυχώς δεν το φύλαξαν, για να επιχειρήσουμε κάποια χρονολόγηση. Ο νέος ναός χτίστηκε λί-
γο δυτικότερα, σε πιο σταθερό έδαφος. Εγκαινιάστηκε στις 26 Μαΐου 1996, σύμφωνα με χα-
ραγμένη μαρτυρία. Είναι δισυπόστατος. Εορτάζει και της Αγ. Μαρίνας, της οποίας έχει εικόνα.

Άγιος Πολύκαρπος, 17/3/1991. Εικονίζονται από αριστερά:


Όρθιοι: Νίκος Κωστέας (πρόεδρος), Γρηγόρης Μπελίτσος, Ανδρέας Κοτσώνης,
Σωκράτης Σκιάς (επίτροπος), Νίκος Αβράμης, Βαγγέλης Αβράμης.
Καθιστοί: Τάκος Χανδρινός (ψάλτης), Κωστής Μπελίτσος (επίτροπος),
Στέλιος Σπανέας, Γωγούλα Σπανέα, παπά-Σωτήρης Χριστοφιλέας.

Η ονομασία Κόκα αναφέρεται για πρώτη φορά σε μία καταγραφή οικισμών του 1618.
Συγκεκριμένα, σημειώνονται οι οικισμοί: Mantinea με 30 νοικοκυριά και 120 ψυχές και cocha
2
di Mantinea με 40 νοικοκυριά και 160 ψυχές. Αν θεωρήσουμε ότι ο πρώτος οικισμός είναι η
Μεγάλη Μαντίνεια και ο δεύτερος η Κόκα, τότε παρουσιάζεται το παράδοξο φαινόμενο να
συνυπάρχουν δύο μεγάλοι οικισμοί στην περιοχή, πολύ κοντά ο ένας στον άλλο και η Κόκα να

1
Αφήγηση του τότε επιτρόπου Κωστή Μπελίτσου.
2
Κόμης: 1995, σ. 475.
-94-

είναι ο πιο πολυπληθής! Όμως, κάτι τέτοιο ακούγεται απίθανο, διότι ούτε ερείπια υπάρχουν
που να δικαιολογούν τόσο μεγάλο οικισμό, ούτε από την προφορική παράδοση προκύπτει
κάτι τέτοιο, ούτε από άλλες πηγές. Ο προσεκτικός ερευνητής Στ. Καπετανάκης αναφέρει:
1
«Σήμερα η Κόκα είναι έρημη ανθρώπων μετά από περίπου εκατό χρόνων ζωή». Συνεπώς δεν
μπορούσε να υπάρχει το 1618, δηλαδή πριν από τέσσερις αιώνες.
Ένας άλλος ερευνητής, ο Κ. Κόμης, ταυτίζει τη Mantinea του 1618 με τη Μικρή Μαντίνεια (το
2
Παλιό Χωριό) και την cocha di Mantinea με τη Μεγάλη Μαντίνεια. Θεωρώ πως η ταύτιση αυτή
είναι λανθασμένη, διότι αγνοεί την παραλιακή Μαντίνεια (τη σημερινή Παλιόχωρα), η οποία
το 1618 ήταν ακόμα ένας ζωντανός οικισμός. Αντίθετα η Μικρή Μαντίνεια δεν αναφέρεται
από τον Celebi, που πέρασε από κει το 1670, αλλά αναφέρεται το 1700 στην απογραφή
3
Grimani με 35 νοικοκυριά και 166 κατοίκους. Κατά συνέπεια η ίδρυση της Μικρής Μαντίνειας
4
πρέπει να τοποθετηθεί στις αρχές της ενετοκρατίας, δηλαδή γύρω στα 1685.
Ποια ήταν όμως η cocha di Mantinea του 1618 με τα 40 νοικοκυριά και τις 160 ψυχές; Κατά
τη γνώμη μου είναι η σημερινή Μεγ. Μαντίνεια, η οποία τότε δεν υπήρχε λόγος να ονομαστεί
«Μεγάλη», αφού δεν υπήρχε η «Μικρή». Είχε δημιουργηθεί από κατοίκους της παραλιακής
βυζαντινής Μαντίνειας, οι οποίοι σταδιακά είχαν εγκατασταθεί στην πιο ασφαλή ορεινή θέση.
Το παράκτιο χωριό επιβίωνε ακόμα αλλά με λιγοστεμένο πια πληθυσμό (120 ψυχές, 30 σπί-
τια). Το νεότερο ορεινό χωριό το αποκαλούσαν κόκα της Μαντίνειας από την αρβανίτικη λέξη
κόκα (αλβ. kokë ή koka): κεφάλι. Αξίζει να προσέξουμε ότι στην απογραφή του 1618 η λέξη
cocha δεν γράφεται με κεφαλαίο αρχικό γράμμα, οπότε δεν είναι τοπωνύμιο αλλά προσδιορι-
σμός. Η cocha di Mantinea ήταν η «κεφαλή της Μαντίνειας». Την αποκαλούσαν έτσι είτε επει-
δή ήταν ο τόπος διαμονής κάποιας αρχοντικής οικογένειας που διαφέντευε το χωριό, είτε ε-
πειδή ο κοντινός λόφος είχε σχήμα κεφαλιού, κάτι που είναι το πιθανότερο.
Λίγα χρόνια αργότερα, το 1659, η περιοχή αναστατώθηκε από την κατάληψη της Καλαμάτας
από τους Ενετούς και προφανώς στην παραλιακή Μαντίνεια οι συνθήκες ζωής δυσκόλεψαν.
Εγκαταλείφθηκε οριστικά και μετατράπηκε σε Παλαιόχωρα, ενώ η «κόκα της Μαντίνειας» δεν
υπήρχε πλέον λόγος να αποκαλείται έτσι και μετατράπηκε σε Μαντίνεια. Όμως, το τοπωνύμιο
Κόκα απέμεινε στο κοντινό βουνό, το οποίο μέχρι σήμερα αποκαλείται «της Κόκας η Ράχη».

Οι κάτοικοι
Στην Κόκα αναφέρεται εγκατάσταση πληθυσμού από τα τέλη του 19ου αιώνα. Από τις οικίες
και τα ερείπια οικιών παλαιότερη φέρεται η οικία Καπελούζου, η οποία φέρει χαραγμένη σε
πέτρα, στην ΒΑ γωνία της λιθοδομής, τη μαρτυρία: «Γ Σ Ρ(ή Π) - 1887». Η ύπαρξη και άλλων
ερειπωμένων οικιών, αραιά και πού, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι υπήρχαν και άλλες οικίες
την ίδια εποχή, στις οποίες είτε δεν διασώθηκαν είτε δεν έφεραν χαραγμένες μαρτυρίες. Επί-
σης, υπήρχαν συκόσπιτα μαντιναίικων οικογενειών, στα οποία ξεχείμαζαν ποιμένες από τα Αλ-
τομιρά και τις Γαϊτσές. Άλλοι πάλι ξεχείμαζαν με τα κοπάδια τους στις σπηλιές που υπάρχουν
5
στην ευρύτερη περιοχή, από την Κόκα μέχρι τη Καρύα.

1
Καπετανάκης: 1996, σ. 256.
2
Κόμης: 1995, σσ. 430 και 307-308.
3
Κόμης: 1995, σσ. 477 και 482.
4
Καπετανάκης: 1996, σσ. 81, 218. Μπελίτσος: 2002, σσ. 430-432.
5
Καπετανάκης: 1996, σ. 349.
-95-

Οι πληροφορίες αυτές δείχνουν ότι στην Κόκα δεν ζούσαν μόνιμοι κάτοικοι, αλλά το χειμώνα
υπήρχε εποχιακή εγκατάσταση ποιμένων από ορεινά χωριά, ορισμένοι από τους οποίους
απασχολούνταν από τους κατοίκους της Μεγ. Μαντίνειας σε αγροτικές εργασίες: στο
ράβδισμα των ελαιοδέντρων, στο ζευγάρισμα των χωραφιών κλπ. Αν και η προφορική
παράδοση παραδίδει ότι αυτή η τακτική ξεκίνησε πριν από έναμιση αιώνα περίπου, τίποτα δεν
μας εμποδίζει να σκεφτούμε ότι ήταν μια παλαιότερη συνήθεια. Οι εποχιακοί αυτοί κάτοικοι
δεν ήταν ενορίτες της Μεγ. Μαντίνειας, γι’ αυτό στο σωζόμενο «Βιβλίον Γάμων» της περιόδου
1
1869-1891 της Μεγ. Μαντίνειας δεν καταγράφεται κανείς γάμος κατοίκου της Κόκας.
Το 1887 έχουμε τη μόνιμη εγκατάσταση τουλάχιστον μιας οικογένειας, αφού τότε κάποιος
Γ.Σ.Ρ. (ή Π) χτίζει κανονική κατοικία -όχι συκοκαλύβα- με χαγιάτι, κατώι, φούρνο, και γενικά με
όλα τα στοιχεία μιας μόνιμης κατοικίας. Δυστυχώς, δεν μπορέσαμε να ταυτίσουμε τα παραπά-
νω αρχικά με το όνομα συγκεκριμένου ατόμου, ώστε να μάθουμε την προέλευσή του, δηλαδή
2
αν ήταν από τη Μαντίνεια ή από ορεινό χωριό. Σταδιακά, άρχισαν να εγκαθίστανται μόνιμα ε-
κεί Αλτομιριανοί, κυρίως μετά από το 1922, χτίζοντας σπίτια που σώζονται μέχρι σήμερα. Από
16/5/1928 ως 16/10/1940, η Κόκα αναγνωρίστηκε ως ξεχωριστός οικισμός της κοινότητας Α-
3
βίας με 38 κατ. Τελικά, δεν μπόρεσε να αναπτυχθεί ως οικισμός και παρέμεινε μια αραιοχτι-
σμένη συνοίκηση, η οποία αποτέλεσε εξάρτημα της Μεγ. Μαντίνειας. Το 1961 είχε 23 κατ.
Η γύρω περιοχή είναι σχετικά επίπεδη, αλλά το χώμα είναι φτωχό και δεν αποδίδει πολύ. Γε-
νικά το νερό είναι λιγοστό. Το προμηθεύονταν από δυο-τρία πηγάδια και κυρίως από στέρνες.
Παρόλα αυτά με την εργασία των κατοίκων η Κόκα καλλιεργήθηκε εντατικά, κυρίως με συκιές
και ελιές, μέχρι την κορυφή της όπου έσπερναν σιτηρά και όσπρια. Επίσης, υπάρχουν χαρου-
πιές, αμυγδαλιές καθώς και δέντρα που μετέφεραν από τον Ταΰγετο οι Αλτομιριανοί μέτοικοι:
βελανιδιές, κοσιφιές κ.ά.
Από το 1945 και μετέπειτα οι κάτοικοι της Κόκας μετοίκησαν σταδιακά στη Μεγ. Μαντίνεια,
αγοράζοντας τα σπίτια όσων κατοίκων του χωριού αυτού μετακόμιζαν προς τους παραλιακούς
4
οικισμούς Παλιόχωρα, Ακρογιάλι, Κούκκινο και Αρχοντικό. Ως τα 1970-1975 περίπου εξακο-
λουθούσαν να ζουν στην Κόκα κάποιοι μεμονωμένοι κάτοικοι και είχε τοποθετηθεί κοινοτικό
τηλέφωνο, στην οικία του Ευάγγελου Μπελίτσου. Σήμερα οι παλιές κατοικίες χρησιμοποιού-
νται κυρίως ως αποθήκες ή ως αγροικίες-προσωρινά καταλύματα από κατοίκους της Μεγ. Μα-
ντίνειας, οι οποίοι διατηρούν εκεί κοπάδια αιγοπροβάτων, χοιρινά, κότες και μικρά περιβόλια.
Ορισμένα σπίτια έχουν πουληθεί σε ξενομερίτες, οι οποίοι τα επισκευάζουν για εξοχικά. Τέ-
λος, την επωνυμία Κόκα χρησιμοποιεί ένας τουριστικός λιθόχτιστος οικισμός, που έχει ανεγερ-
θεί στη ΒΔ πλαγιά του βουνού από τον επιχειρηματία Σταυριανέα.

Περιήγηση στην περιοχή


Την Κόκα μπορεί κανείς να την προσεγγίσει από δύο δρόμους. Έτσι, μπορεί να κάνει μια κυ-
κλική διαδρομή απολαμβάνοντας το θαυμάσιο τοπίο. Μετά από τον κεντρικό ναό της Μεγ.
Μαντίνειας υπάρχει μια απότομη και ανηφορική δεξιά στροφή. Την ανεβαίνουμε και στη συ-
νέχεια ακολουθούμε το δρόμο προς τα αριστερά. Βγαίνοντας από το χωριό προσπερνάμε δυο

1
Μπελίτσος: 2006, σσ. 241-298.
2
Την ίδια περίπου εποχή (1883) αναφέρεται στο «Βιβλίον Γάμων» της Μεγ. Μαντίνειας ο πρώτος γάμος
κατοίκων του οικισμού Κουτιβαίικα, βλ. Μπελίτσος: 2006.
3
ΚΕΔΚΕ-ΕΕΤΑΑ: 2002, τ. Α΄, σ. 2.
4
Καπετανάκης: 1996, σ. 217.
-96-

όμορφα εξωκλήσια, την Παναγίτσα (Ζωοδόχο Πηγή) των Πατσέων στην Αναμαλή και τον Άγ.
Γεώργιο των Σκιαίων στην παλιά βρύση, η οποία σήμερα έχει μετατραπεί σε δεξαμενή.
Στη συνέχεια ο δρόμος συνεχίζει στην κατα-
πράσινη πλαγιά ενός λόφου που αποκαλείται
των Πατσέων η Ράχη. Στην κορυφή του λόφου
δεσπόζει μια νεότερη πέτρινη οικία, χτισμένη α-
πό τον Ελληνο-αυστριακό κ. Δάλα. Εδώ σταμα-
τούν οι κολόνες της ΔΕΗ. Μπαίνουμε πλέον σε
παρθένο έδαφος. Αμέσως μετά την παράκαμψη
της Ράχης των Πατσέων συναντάμε το εξωκλήσι
του Αγ. Πολύκαρπου που είναι χτισμένο με με-
ράκι και γούστο. Βρισκόμαστε ήδη στην Κόκα. Α-
πέναντί μας δεσπόζει ο ομώνυμος λόφος: της
Ο Άγιος Γεώργιος των Σκιαίων
Κόκας η Ράχη, όπως την αποκαλούν.
Ο δρόμος συνεχίζει κατηφορικός και λίγο κα-
κοτράχαλος σε ορισμένα σημεία, αλλά γενικά
βατός από συμβατικό αυτοκίνητο. Για ένα-δύο
χλμ. διασχίζουμε μια μικρή πράσινη κοιλάδα και
μετά συναντάμε στα δεξιά μας τα ερείπια της οι-
κίας Καπελούζου. Χτίστηκε στα 1887 από άγνω-
στο οικιστή. Στα χρόνια του μεσοπολέμου έζησε
εδώ η οικογένεια του Γιάννη Καπελούζου από τη
Μπίλοβα Γαϊτσών και της Μαριώς Γ. Κοζομπόλη.
Των «Πατσέων η Ράχη».
Στη συνέχεια, πλησιάζοντας προς το λόφο της Στο βάθος ο όγκος του Ταϋγέτου.
Κόκας, διασχίζουμε ένα υψίπεδο γεμάτο ελιές.
Πού και πού συναντάμε περιβόλια και διάφορες
οικίες. Πρώτα βρίσκουμε το σπίτι των Αβραμαί-
ων, ακατοίκητο αλλά σε καλή κατάσταση, με μια
θαυμάσια στέρνα που χρησιμοποιείται μεχρι σή-
μερα για το πότισμα των περιβολιών. Φέρει χα-
ραγμένη τη χρονολογία 1930. Χτίστηκε από τους
μαστόρους αδερφούς Κωνσταντίνο και Ποτάκη
Κοζομπόλη για την αδερφή τους, Σταμάτω σύζ.
Θεόδωρου Αβράμη. Στον κήπο του υπάρχουν Χάραγμα «1887» (οικία Καπελούζου)
διάφορα δέντρα: αμυγδαλιές, αχλαδιές, ξυλοκερατιές και μια πανύψηλη κοσιφιά με πυκνό
φύλλωμα, που την έφεραν από τα Αλτομιρά.
Συνεχίζοντας την πορεία μας βλέπουμε χαμηλά στα δεξιά μας το φαράγγι της Κοσκάρακας-
Σάνταβας, το Ποτάμι, όπως το λένε οι ντόπιοι. Προς τα εκεί οδηγούσε παλιά ένα μονοπάτι, το
οποίο διέσχιζε την περιοχή Καρύα (όπου υπάρχουν σπηλιές και αποτελούσε τόπο διαμονής
κτηνοτρόφων), κατέβαινε στο ποτάμι και ανέβαινε στην απέναντι πλευρά στο Πλάτωμα. Έχου-
με φτάσει στα Παπαδέικα σπίτια. Είναι δύο παλιές καλοφτιαγμένες οικίες των αρχών του 20ού
αιώνα. Χτίστηκαν από τους αδερφούς Σωτήρη και Τζανέτο Παν. Παπαδέα από τα Αλτομιρά, για
να ξεχειμάζουν. Το 2004 που βρεθήκαμε στην περιοχή, στη μία κατοικούσε ο κτηνοτρόφος
Γιώργης Σωτ. Παπαδέας, δισέγγονος των πρώτων οικιστών, με τους γονείς του.
Προχωρώντας ανατολικά φθάνουμε στα Μπελιτσαίικα σπίτια, τα οποία βρίσκονται πάνω στο
παλιό μονοπάτι που οδηγούσε προς την περιοχή Πόρτες. Εκεί υπάρχουν τρεις μεγάλοι βράχοι
-97-

με δύο περάσματα (πόρτες) ανάμεσά τους, από τα οποία περνούσαν για να πάνε στην Κοσκά-
ρακα και μετά να ανεβούν προς τον Κάμπο. Σώζεται μόνο το σπίτι του Ευάγγελου Μπελίτσου,
το οποίο έχει πρόσφατα πουληθεί σε κάποιον ξενομερίτη γιατρό. Φέρει τη χρονολογία 194(8;).
Στο φούρνο αναγράφεται: «1945 Ι.Π.» και τα λατινικά γράμματα: «F.K. - G.C.». Λίγο πιο μακριά
βρίσκονται τα ερειπωμένα σπίτια των αδερφών Γιώργη και Πάνου Αν. Μπελίτσου.
Στη συνέχεια ο δρόμος κατευθύνεται ΒΔ και περνά ανάμεσα
στα σπίτια των αδελφών Νικολή, Γιώργη και Τζανέτου Αθ. Πα-
παδέα (ή Ντρένιου). Είναι καλοδιατηρημένα και χρησιμοποιού-
νται ως αγροικίες. Ήδη κινούμαστε στις παρυφές του λόφου της
Κόκας ανάμεσα σε καταπράσινα περιβόλια. Προσπερνάμε τις
κατεδαφισμένες πλέον οικίες Πότη Αβράμη και Παν. Ψαρρέα
και φτάνουμε στην άκρη του νεόδμητου εξοχικού οικισμού Κό-
κα, με τα καλόγουστα πετρόχτιστα σπιτάκια του. Ξαναβρίσκου-
με τις κολόνες της ΔΕΗ, σημάδι ότι επιστρέψαμε στον «πολιτι-
σμό», και τον ασφαλτόδρομο που έρχεται από τη Μεγ. Μαντί-
νεια με κατεύθυνση προς τον κεντρικό δρόμο Καλαμάτας-Κά-
μπου. Απέναντί μας δεσπόζει το Πετροβούνι με το παλιό φρού-
ριο των Καπετανάκηδων και αριστερά στο βάθος ο Μεσσηνια-
κός κόλπος και η πόλη της Καλαμάτας. Η περιήγησή μας στην Στέρνα (οικία Θ. Αβράμη).
Κόκα έχει τελειώσει.
«Μανιάτικη Αλληλεγγύη», 68 (Νοέμβριος 2004), σ. 8.

Η Μεγ. Μαντίνεια από την


απέναντι μεριά του φαραγγιού
της Σάνταβας σε υψόμ. 200μ.
Στα δεξιά, πάνω από τα τελευταία
σπίτια, διακρίνονται οι λόφοι
Δικλοβούνι (υψόμ. 317μ) και
Κόκα (450μ). Στο βάθος, πάνω
από τη Σέλιτσα, δεσπόζει το όρος
Καλάθι (1.350μ) της οροσειράς
του Ταϋγέτου.

Της Κόκας η Ράχη (υψόμ. 450μ), σε


μεγέθυνση, πάνω από τα τελευταία
σπίτια της Μεγ. Μαντίνειας
-98-

Κόκα: σωζόμενα κτίσματα μανιάτικης λιθοδομής

Αριστερά: λιακό με κάμαρα στην ανυψωμένη είσοδο και Δεξιά: παράθυρο με εξωτερικά
χαλασμένος φούρνος (οικία Θ. Αβράμη, 1930). τζαμόφυλλα.

Καλαμένια σκεπή σε παλιό σπίτι. Διακρίνονται τα ψαλίδια (λοξά ξύλα) που συνδέουν τον
κορφιά με τα χαντρώματα (εγκοπές) της ξυλωσιάς του τοιχίου. Στο σημείο που τελειώνει ο
κορφιάς υπάρχει ένα μικρό εγκάρσιο ξύλο στο οποίο, συνήθως, ο σκεπάς έγραφε τα
αρχικά του και την χρονολογία κατασκευής. Επίσης, διακρίνονται οι σταυρωτές γωνιές που
«δένουν» την ξυλωσιά.
-99-

ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ
-100-

Δημοτικό Σχολείο Παλιόχωρας, 1940


Εορτασμός της εθνικής εορτής 25ης Μαρτίου

Μπροστά στο παλιό ηρώο, προ της οικίας παπά-Πότη Γεωργουλέα.


Από αριστερά: Ιωάννης Π. Γεωργουλέας (Παπαδόγιαννης), Χρήστος Ανδρ. Λεουτσέας, Ανδρέας
Σπυρ. Γεωργουλέας, Ανδρέας Κων. Λεουτσέας, Νίκος Γ. Μπακετέας, Πότης Ντ. Λιακέας, Σωτήριος
Κουκούτσης, Γιάννης Στ. Λιακέας, Γιάννης Ν. Γονεάκης, Κυριάκος (Κούλης) Μπαμπουρέας, Κων/νος
Αλεξ. Μανωλέας (με το στεφάνι), Επαμ. Μπασέας (δάσκαλος), Ελένη Αλεξ. Μανωλέα, Αγγελική
(Κική) Δικαιάκου, Ερασμία (Μίτσα) Ηλ. Πουλέα, Χρυσούλα Π. Γεωργουλέα, Περσεφόνη Στυλ. Γεωρ-
γουλέα, Αντιγόνη Ν. Γονεάκη.

Μαθητική παρέλαση (με τη στολή της Ε.Ο.Ν.) με το δάσκαλο Επ. Μπασέα.


-101-

(†)ΕΠΑΜΕΙΝΩΝΔΑΣ ΜΠΑΣΕΑΣ
(διδάσκαλος στην Παλιόχωρα)

Ημερολόγιο 1941-1944

Ποιος ήταν ο Επαμ εινώνδας Μπασέας

Ο Επαμεινώνδας (Νώντας) Μπασέας γεννήθηκε το 1910 στο Εξωχώριον (Ξεχώρι) της Δυτ.
1
Μάνης. Ήταν τέκνο πολύτεκνης, αγροτικής οικογένειας. Οι γονείς του ονομάζονταν Μιχαήλ
και Θεοπίστη. Διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα στο 4/τάξιο Δημοτικό Σχολείο του χωριού του
και στο 3/τάξιο Σχολαρχείο Καρδαμύλης. Αν και ήταν φιλομαθής, οικογενειακές υποχρεώσεις
τον ανάγκασαν να επιστρέψει στις αγροτικές εργασίες για δυο-τρία χρόνια. Στη συνέχεια
φοίτησε στο Ιεροδιδασκαλείο Τριπόλεως αλλά επέλεξε να γίνει εκπαιδευτικός και όχι ιερέας.
Πρωτοδίδαξε, ως έκτακτος, στο Ξεχώρι και στους Δολούς. Το 1936 διορίστηκε στην Κοίτα της
Μάνης και το επόμενο έτος μετατέθηκε στην Παλιόχωρα Αβίας διαδεχόμενος τον Κων.
Ταβουλαρέα. Στην Παλιόχωρα υπηρέτησε για δύο δεκαετίες. Εκεί γεννήθηκαν και μεγάλωσαν
τα παιδιά του και απέκτησε στενές σχέσεις με τους κατοίκους. Κατοίκησε αρχικά στον
Κούκκινο και αργότερα στις οικίες της Ζωγράφαινας και της γριάς-Πολωνίας. Άφησε καλή
ανάμνηση στην τοπική κοινωνία ως εκπαιδευτικός και ως οικογενειάρχης. Τα παιδιά του
διατηρούν μέχρι σήμερα φιλικές σχέσεις με Παλιοχωρίτες. Άσκησε το έργο του με
υπευθυνότητα, φιλοτιμία και αίσθηση καθήκοντος. Εν ώρα καθήκοντος, το καλοκαίρι του
1953, είχε ένα σοβαρό ατύχημα στις κατασκηνώσεις Ταϋγέτου. Τραυματίστηκε και έχασε το
ένα του μάτι, στην προσπάθειά του να συγκρατήσει το στύλο μιας σκηνής για να μη την
παρασύρει δυνατή ανεμοθύελλα που είχε ξεσπάσει και χτυπήσει τα παιδιά. Λόγω του
τραυματισμού, το σχολικό έτος 1953-54 έλαβε αναρρωτική άδεια. Στο σχολείο τον
αντικατέστησαν αρχικά η Τσερπέ-Μανίνου και έπειτα η Πουλέα από τη Σέλιτσα.
Το 1954 η οικογένειά του μετακόμισε στην Καλαμάτα, στην οδό Ηρώων, όπου έμεινε μόνιμα
στο εξής. Ο ίδιος συνέχισε να μένει στην Παλιόχωρα, σε ένα δωματιάκι πίσω από το σχολείο,
και πηγαινοερχόταν στην Καλαμάτα με ποδήλατο ως το 1956 που μετατέθηκε στο 7ο Δημοτικό
Σχολείο, στην οδό Ακρίτα. Σε αυτό υπηρέτησε μέχρι το 1971 που συνταξιοδοτήθηκε με 35,5
χρόνια υπηρεσίας. Απεβίωσε την πρωτοχρονιά του 1987 στην Καλαμάτα. Σύζυγός του ήταν η
Αγγελική Κουτουλέα από την Παραλία Καλαμάτας. Απέκτησαν τρία παιδιά, αξιοπρεπή και
έγκριτα μέλη της μεσσηνιακής κοινωνίας: α) την Πιπίτσα (Θεοπίστη), δασκάλα, απόφοιτο του
2
Αρσακείου, που υπηρέτησε σε σχολεία της Καρδίτσας, Νίκαιας Πειραιά, Γλυφάδας κλπ, β) τον
ιερέα Μιχαήλ, που διακόνησε ως εφημέριος στο Αβραμιό, στον Άγ. Δημήτριο Κοκορόγιαννη
και στον κοιμητηριακό ναό Καλαμάτας και γ) την Αφροδίτη, καθηγήτρια φιλόλογο που
3
υπηρέτησε στην Καρδαμύλη κ.α.

1
Τα βιογραφικά στοιχεία μου έδωσε ο παπά-Μιχάλης Μπασέας, υιός του δάσκαλου.
2
Βλ. εφ. Μακεδονία 21/11/62 (διορισμός), 28/4/72, 10/11/72, 8/2/76 (προαγωγές).
3
Βλ. εφ. Μακεδονία 27/12/74 (διορισμός), 24/1/81 (προαγωγή).
-102-

Το ημερολόγιο

Στις 28 Οκτωβρίου 1940 ο Επαμ. Μπασέας επιστρατεύτηκε. Επέστρεψε ανήμερα του Πάσχα,
στις 20 Απριλίου 1941. Την ίδια ημέρα άρχισε να κρατάει ημερολόγιο, “ίνα εις το μέλλον
χρησιμεύση προς ενθύμισιν των γεγονότων της κρισίμου καταστάσεως”, όπως αναφέρει στην
εισαγωγή. Το ημερολόγιο γράφτηκε στην Παλιόχωρα σε ένα τετράδιο. Έχει έκταση 40 σελίδων,
με 21-22 αράδες ανά σελίδα και καταγραφές από 20 ως 28 Απριλίου 1941 και από Αύγουστο
1942 έως Αύγουστο 1944. Το ημερολόγιο κατείχε ο παπά-Μιχάλης Επ. Μπασέας, ο οποίος το
δώρισε στον Ανδρέα Λ. Κοτσώνη. Από αυτόν φτιάχτηκαν δύο τουλάχιστον φωτοαντίγραφα που
1
πήραν οι αδερφοί Ανδρέας και Ιωάννης Σπ. Γεωργουλέας . Το ένα από αυτά έφτασε στα χέρια
μου το 2010 από τον υιό του τελευταίου, Ηλία Ι. Γεωργουλέα. Το αντίγραφο αυτό αποτελείται
από 60 αριθμημένες σελίδες, από τις οποίες λείπουν οι εξής είκοσι: 3-6, 29-36, 52-59. Έχει
γαλάζιο εξώφυλλο, στο οποίο κάποιος (όχι ο Επ. Μπασέας) έχει γράψει:

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ
(Επαμεινώνδα Μπασέα Διδασκάλου Παλιόχωρας)
Αρχόμενον από 20/4/1942 και λήγον...
Γραφέν εις την Αβίαν Μεσσηνίας

Όπως προανέφερα, το ημερολόγιο ξεκινά στις 20 Απριλίου 1941 (όχι 1942 που αναγράφεται
στο εξώφυλλο). Στις 28 Απριλίου 1941 διακόπτεται απότομα, στη μέση της σ. 2. Ξαναρχίζει τον
Αύγουστο 1942, στη σ. 7 (λείπουν οι σσ. 3-6). Ακολουθούν τακτικές καταγραφές ως τον
Αύγουστο 1944 (σ. 51). Η απουσία των ενδιάμεσων σελίδων 29-36 δεν συνδυάζεται με χρονική
ασυνέχεια των καταγραφών. Φαίνεται πως τα σχετικά φύλλα του τετραδίου αποκόπηκαν μετά
την αρίθμησή τους, ενώ ήταν ακόμα άγραφα. Το ημερολόγιο τελειώνει κάπως απότομα, στη
μέση της σ. 51, με το ξεκίνημα του Αυγούστου 1944. Ίσως λόγω του σεισμού της 30ης Ιουλίου
1944 ο Μπασέας μετακόμισε και έπαψε να κρατά ημερολόγιο. Οι επόμενες σελίδες 52-59
λείπουν. Υπάρχει μια τελευταία καταγραφή, στη σ. 60, στην οποία ο Μπασέας έχει σημειώσει
τη διάρκεια λειτουργίας των σχολείων κατά τις ανώμαλες σχολ. χρονιές 1940-41 ως 1943-44.
Το ημερολόγιο είναι γραμμένο σε απλή καθαρεύουσα. Είναι ευανάγνωστο καθώς ο γραφικός
χαρακτήρας του δασκάλου είναι στρωτός και ευκρινής. Είναι λιτό, επιγραμματικό, συχνά
ασύντακτο, χωρίς αναλυτικές περιγραφές, καθώς στόχος του ήταν η καταγραφή των
αξιομνημονεύτων και όχι η λεπτομερής περιγραφή τους. Αξιομνημόνευτα για τον Μπασέα
είναι οι τιμές των τροφίμων, η πορεία του πολέμου, τα εσωτερικά γεγονότα τα σχετικά με τη
δράση των αντιστασιακών ομάδων και τα αντίποινα των Γερμανών. Από τα γραφόμενά του
αναδύεται η καθημερινή του αγωνία για την επιβίωση της οικογένειάς του καθώς ως δημόσιος
λειτουργός δεν είχε άλλους πόρους από τον μισθό του, τον οποίο εξανέμιζε ο πληθωρισμός.
«Αι τιμαί των πραγμάτων ανέρχονται. Η ζωή είναι μαρτυρική», σημειώνει συχνά. Παρ’ όλα
αυτά στο ημερολόγιο υπάρχουν ελάχιστες αναφορές προσωπικού χαρακτήρα. Κυρίως αγωνιά
για την εξέλιξη του πολέμου και καταγράφει πληροφορίες για τα μέτωπα της Αφρικής και της
Ρωσίας. Δεν αναφέρει πόθεν αντλεί τις πληροφορίες του. Όμως, είναι προφανές ότι είχε
πρόσβαση σε κάποιο ασφράγιστο ραδιόφωνο. Μεταφέρει και ειδήσεις από εφημερίδες αλλά
έχοντας επίγνωση ότι είναι λογοκριμένες σημειώνει: «Λέγουν ότι…» ή «Ανακοίνωσαν πως…».
Τα σχόλια του είναι προσεκτικά καθώς γνωρίζει πως το ημερολόγιο μπορεί κάποια στιγμή να

1
Τις πληροφορίες μου έδωσε ο Ανδρέας Σπ. Γεωργουλέας, τον οποίο ευχαριστώ.
-103-

πέσει σε χέρια φιλογερμανικά. Όμως σχολιάζει με ενθουσιασμό τις συμμαχικές επιτυχίες, με


φράσεις όπως: «Ειδήσεις λαμπραί!», χωρίς λεπτομέρειες. Δεν ξεχνά το υπηρεσιακό του
καθήκον. Σημειώνει τα σχετικά με την λειτουργία των σχολείων, ανά σχολικό έτος και
συνοπτικά, σε ειδική σελίδα στο τέλος του ημερολογίου.
Όταν ξεσπά η εμφύλια διαμάχη ανάμεσα στις αντιστασιακές οργανώσεις, προσπαθεί να
διατηρήσει ουδέτερη στάση. Καταγράφει τα γεγονότα, όπως πέφτουν στην αντίληψή του,
προσπαθώντας να παραμείνει αντικειμενικός. Όμως δεν μένει απαθής στις θηριωδίες ένθεν-
κακείθεν, τις οποίες καταγράφει και σχολιάζει με θλίψη, όπως: «Εκτέλεσαν από 320-350 εκ
των συλληφθέντων. Φρίκη!» και αλλού «Παντού γίνονται αιματηρά επεισόδια. Φρίκη και
απελπισία παντού. Ο Θεός βοηθός». Υπήρξε αυτόπτης μάρτυς της εμφύλιας μάχης που
διεξήχθη στην Παλιόχωρα, τον Οκτώβριο του 1943. Ο ίδιος είναι ένας φιλήσυχος πατριώτης
που επιθυμεί το τέλος του πολέμου, κάτι που εύχεται στην εισαγωγή του ημερολογίου:
«εύχομαι εις τον Θεόν να τελειώση το συντομώτερον η πολεμική ταύτη περίοδος, ήτις οδηγεί
την ανθρωπότητα εις το βάραθρον της καταστροφής».
Το ημερολόγιο του Μπασέα αποτελεί μια χρήσιμη πρωτογενή μαρτυρία της κατοχικής
περιόδου για την περιοχή της Αβίας και της Καλαμάτας, όπως την έζησε ως κάτοικος της
Παλιόχωρας. Οι μεγαλύτεροι, που έζησαν τα γεγονότα, θα ξαναθυμηθούν τη ζοφερή εκείνη
περίοδο. Οι νεότεροι θα γνωρίσουν μια εικόνα εκείνης της εποχής, όχι ωραιοποιημένη ή
ηρωοποιημένη όπως έχει μεταφερθεί σε μεταγενέστερες αφηγήσεις αλλά αυθεντική, όπως
την βίωσε ένας συνειδητοποιημένος καθημερινός πολίτης. Οι μελετητές της ιστορίας θα βρουν
ενδιαφέρουσες πληροφορίες. Παραθέτω το κείμενο του ημερολογίου, με ελάχιστα δικά μου
σχόλια ή διευκρινήσεις. Το μετέγραψα σε μονοτονικό αλλά διατήρησα την ορθογραφία του
συντάκτη θεωρώντας πως έτσι αποδίδεται καλύτερα το κλίμα της εποχής.

Η εισαγωγή του ημερολογίου με την υπογραφή του Μπασέα.

-ο-ο-ο-

Το παρόν γραφέν υπ’ εμού, ίνα εις το μέλλον χρησιμεύση προς ενθύμισιν των γεγονότων της
κρισίμου καταστάσεως. Και εύχομαι εις τον Θεόν να τελειώση το συντομώτερον η πολεμική ταύτη
περίοδος, ήτις οδηγεί την ανθρωπότητα εις το βάραθρον της καταστροφής. Ε. Μπασέας.

20η Απριλίου 1941. Άγιον Πάσχα, 5η πρωϊνή, αφίχθην σιδηροδρομικώς εις Καλάμας
[προ]ερχόμενος εκ Ναυπλίου με 30θήμερον άδειαν. Εύρον τους οικείους μου εις Καλάμας. Την 5 ην
ώραν απογευματινήν ενώ ευρισκόμην εις το καφενείον Κουράκου εις Παραλίαν αίφνης εγένετο
-104-

συναγερμός. Επήγα εις το καταφύγιον. Εγένετο ο πρώτος εις Καλάμας βομβαρδισμός. Εις
Ευαγγελίστριαν και εις σταθμόν εις [...]ικόν οίκον. Θύματα 2-3 και 6-8 τραυματίαι.
-Ειδήσεις λυπηραί-
Ο στρατός μας εις όλα τα μέτωπα οπισθοχωρούν. Τα διάφορα είδη αρχίζουν και εξαφανίζονται.
Μεγάλη νευρικότης και αγωνία μετά μεγάλου φόβου επικρατεί.
Την 24ην καταφθάνουν πολλά Αγγλικά αυτοκίνητα εις Καλάμας και πολλοί στρατιώται Άγγλοι,
Κύπριοι κ.λ.π.
Απρίλιος 1941.
Τα Γερμανικά στρατεύματα φθάνουν έξωθεν των Αθηνών. Φόβοι απερίγραπτοι μας
καταλαμβάνουν.
Σάββατον 26, η ώρα 8η πρωϊνή. Εβομβαρδίσθη η Παραλία με θύματα 10-13 νεκρούς και 15-20
τραυματίας.
Κυριακή 27, από 8-12 ώρας συνεχής βομβαρδισμός των Καλαμών και των περιχώρων. Και από 2-7
μ.μ. ημέρα απερίγραπτος. Οι κάτοικοι άπαντες κρύπτονται εις τα σπήλαια.
28η, ο βομβαρδισμός εσυνέχισεν μέχρι την μεσημβρίαν. 1
[λείπουν οι σσ. 3 έως 6]
Μην Αύγουστος 1942
Τα πράγματα έχουν φθάσει σε υψηλάς τιμάς, λάδι 8.200 δραχ. η οκά, σιτάρι 4 χιλ., μελιτζάνες
1.300 δρ. Ήμουν εις την Επιτροπήν φόρου γεωργ. προϊόντων και εσυγκεντρώσαμεν 1.168 οκ. σίτου.
Επήρα 30 οκ. ως 6 350/4002 του 10%. Τα νέα είναι ευχάριστα. Επί δύο-3 φοράς εβομβαρδίστει η
Πύλος. Προχώρησις των Γερμανών εις Καύκασον. Άλλα μέτωπα τελεία αδράνεια.
20-Αυγ. Ηνοίχθη μέτωπον εις Γαλλίαν κ.λ.π.
21-. Περιμένομεν με χαράν τον Ιωάν. Ζωγράφον εκ Πειραιώς δια τα πράγματα του Γιώργου.
Σήμερον ετελεύτησεν η απογραφή των σύκων (39.260 οκ. περίπου). Ώραν 3μ.μ. ήλθεν ο Ιωάν.
Ζωγράφος με καΐκι και έφερε από το Γιώργο διάφορα πράγματα (1 κουστούμι, ρύζι 2 170/400,
φασόλια 2 ¼ κ.λ.π.). Η χαρά μας είναι μεγάλη.
22-. Εγένετο αποβίβασις εις τα παράλια της Γαλλίας. Κατά Λονδίνον «δοκιμή αποβιβάσεως και
επέτυχεν πληρως», κατά Βερολίνον «η αποβίβασις απέτυχεν με μεγάλας απωλείας των Άγγλων».
Ειδήσεις ευχάριστοι. Αντίστασις εις τον Καύκασον.
23-. Εγένετο σχετικώς καλή η εορτή της Παναγίας.3
Τετάρτη 26. Επήγα εις το Εξωχώριον. Άκρα ησυχία. Μεγάλη εσοδεία κηπουρικών εκ της
υδρεύσεως.
27. Εις Καρδαμύλην έκανα την μεταγραφήν και την διαγραφήν της υποθήκης. – Εκοινοποίησα τα
γραμμάτια προκαταβολής των χρημ. Πατριαρχέα & Πολυμενέϊσσας.
Την Κυριακήν 30 και ώραν 9.30 νυκτ. Ειδοποιήθησαν δια κωδωνοκρουσιών άπαντες οι
αξιωματικοί και υπαξιωματικοί να παρουσιασθώσιν εις Καρδαμύλην Ιταλ. αρχήν. Τους ζητούσε
στοιχεία. Εγένετο εις Αντικύθηρα αποβίβασις Άγγλων αλλά απέτυχεν. Γερμαν. ειδήσεις. Προχωρούν
προς τον Καύκασον και Στάλικραντ.
31. Ήλθον από Εξωχώριον.
Σεπτέμβριος 1942
Τρίτη 1.- Ήρχισαν αι εγγραφαί των μαθητών δια το σχολ. έτος 1941-42. – Έλλειψις μεγάλη
γραφικής ύλης.

1
Οι βομβαρδισμοί αποσκοπούσαν στην παρεμπόδιση της επιβίβασης σε πλοία των Βρετανών που είχαν
συρρεύσει στην Καλαμάτα. Μεταξύ 26-30 Απριλίου επιβιβάστηκαν συνολικά 9.217 άνδρες, Σκιάς: 1977.
2
Το κλάσμα 350/400 αφορά δράμια της οκάς (1 οκά= 400 δράμια).
3
23 Αυγούστου: Απόδοσις Κοιμήσεως Θεοτόκου, το καθολικό της Παλιόχωρας.
-105-

2-. Το εσπέρας μεγάλη πυρκαϊά έξωθεν Νησίου. – Αυξάνει η τιμή των πραγμάτων, το σιτάρι 5.200-
5.300 δραχ., η κούκλα 3.000-2.800 δρ., πατάτα 1.600 εις Καλάμας. - Μεγάλη κίνησις των
αεροπλάνων ολόκληρον τον μήνα Σ/μβριον. Αι τιμαί των πραγμάτων αυξάνουν καταπληκτικώς.
Μάχαι εις Στάλιγκραντ και Καύκασον. Οι Γερμανοί προχωρούν και σημειώνουν επιτυχίας. Η
Βραζιλία ετάχθη εις το πλευρόν των συμμάχων. Εις την Αφρικήν οι Ιταλογερμανοί σημειώνουν
επιτυχίας και προχωρούν προς την Αίγυπτον. Έλλειψις τροφίμων και άλλων ειδών ((σημ. έδωσα ένα
κουστούμι να το ράψω και θα δώσω 25.000 δρ. μόνον κοπή)). Πολλά οχυρωματικά κατασκευάζουν
εις διάφορα μέρη. Άνω των 5.000 εργατών εργάζονται εις αεροδρόμιον. Βομβαρδισμοί εις Πύλον.
Μην Οκτώβριος 1942
Τα σχολεία λειτουργούν μόνον τας πρωϊνάς ώρας. Η κατάστασις χειροτερεύει και προμηνύεται ο
επερχόμενος χειμών ολέθριος. Τα είδη αυξάνουν ως ημέραι καταπληκτικώς. Μικρά και δύσκολος
εξεύρεσις τροφίμων και ειδών βιοτικής ανάγκης δια χρημάτων. Μόνον γίνονται ανταλλαγαί μεταξύ
ειδών.
Μην Νοέμβριος 1942
Αι τιμαί των πραγμάτων ανέρχονται. Η ζωή είναι μαρτυρική. Έλαιον 17-18 χιλ. κατ’ οκάν, σίτος 12-
13 χιλ. κατ’ οκάν, κούκλα 8.200-8.500. Εις όλα τα είδη υπάρχει μεγάλη έλλειψις. Πατάτα 6 χιλ. Τα
μαθήματα εξακολουθούν να γίνονται πρωϊνά και ελλιπή. Σημειώνονται πολλαί κλοπαί και λεηλασίαι
πολλών. Υπό Ελλήνων αι κλοπαί, λεηλασίαι υπό των Ιταλών. Ως φαίνεται και οι Ιταλοί υποφέρουν.
Εδιορίσθην επιστατοφύλαξ δια την είσπραξιν του φόρου ελαίου 32% - 10% φόρος, 2% δικόν και
20% παρακράτημα το οποίον θα πληρωθή προς 4.000 δραχ. κατ’ οκάν. Επίσης διορίσθην και
υπάλληλος της Ενώσεως. Αρχίζουν να υποφέρουν και οι γεωργοί.
Από 5-7 εγένοντο πολλοί βομβαρδισμοί εις Πύλον. Θέαμα ήσαν οι οβίδες των αντιαεροπορικών.
Διαδώσεις[;]. Πολλά σκάφη με στρατόν γεμάτα εβυθίσθησαν εις Πύλον. Αι Καλάμαι ήρχισαν τους
συναγερμούς και οι άνθρωποι ετοιμάζουν τα καταφύγιά των. Προβλέπονται γεγονότα… Τα
ανακοινωθέν πολύ μικρά. Ανησυχίαι Ιταλών και Γερμανών. Μάχονται ακόμη εις Στάλιγκραντ.
12η Νοεμβρίου. Αι τιμαί των διαφόρων πραγμάτων αρχίζουν και σημειώνουν πτώσιν ανελπίστως.
Φήμαι ότι οι Ρώσοι ανέλαβον πρωτοβουλίαν. Πολλά στρατεύματα Αγγλοαμερικα[νικά]
απεβιβάσθησαν εις πολλά μέρη της Αφρικής. Και ότι τα Αγγλοαμερ. ανέλαβον πρωτοβουλίαν.
15-18 Νοέμβρη. Αληθεύουν αυτά. Και αι διαδόσεις και τα ανακοινωθέντα. Οι Ρώσοι προχωρούν
προς Εύξεινον προς αποκοπήν του Καυκάσου. Οι Άγγλοι λαμβάνουν πρωτοβουλίαν εξ Αιγύπτου. Οι
Ιταλογερμανοί προχωρούν προς Βεγγάζην. Οι Ελεύθεροι Γάλλοι του Μαρόκου, Αλγερίου τάσσονται
με το μέρος των Αγγλοαμερικανών. Σκληραί μάχαι διεξάγονται. Πολλοί και άγριοι βομβαρδισμοί εις
πόλεις της Ιταλίας. Αι τιμαί βαίνουν ελαττούμεναι. Η κατάστασις φαίνεται να εξελίσσεται αισίως.
Έλαβον 90 χιλ. δραχμών από τον αδελφόν μου.
Δεκέμβριος 1942
Η κατάστασις ευνοϊκή. Κάθε εβδομάδα δίδουν εις Καλάμας 300/400 αλεύρι του Ε.Σ. 1 Τα πράγματα
πέφτουν και πολλά φαίνονται στην αγοράν. Κατελήφθη το Αλγέριον, το Μαρόκον – το Τομπρούκ
έπεσεν άνευ ουδεμιάς αντιστάσεως. Κατελήφθη η Βεγγάζη και βαδίζουν δια την Τριπολίτιδα. -
Εβομβαρδίσθη σφοδρώς το Τουρίνον, Γένουα, Μιλάνον κ.λ.π.
(σημ. εις 30 Νοέμβρ. πολλές βροχές κατακλυσμιαίες, από 1 Δεκεμβρίου εαρινές ημέρες).
Αποκήρυξις συν/χου Ζέρμα 100 εκατομμύρια2. Πολλοί εις Στερεάν Ελλάδαν. Ολόκληρος σχεδόν ο
Δεκ/ριος ήτο καλός. Τα είδη πίπτουν. Τα νέα πολύ ευχάριστα. Μάχαι σκληραί εις Στάλιγκραντ.
Μάταιαι αι προσπάθειαι των Γερμανών. Αρχίζουν να κάμπτωνται. Φήμαι περί επαναστάσεως εις
Ιταλίαν. Εμοίρασαν άλευρον και εις τα Επαρχίας.

1
Ε.Σ.: Ερυθρός Σταυρός.
2
Εννοεί την επικήρυξη του Ναπολέοντα Ζέρβα μετά την ανατίναξη της γέφυρας Γοργοποτάμου, σε
συνεργασία με το Βελουχιώτη, στις 25 Νοεμβρίου 1942.
-106-

Μην Ιανουάριος 1943


Αι τιμαί βαίνουν προς τα κάτω. Αι ειδήσεις λαμπραί. Ο καιρός βροχερός και κρύο πολύ.
7η-1-43, το απόγευμα εξεράγη μεγάλη πυρκαϊά εις αεροδρόμιον Άρεως. Τεράστιος μαύρος
καπνός εκάλυπτεν την Μεσσηνίαν και φλόγαι μεγάλαι. Πρόκειται περί της αποθήκης βενζίνης και
πετρελαίων (ίσως παρά των Ιταλών). Την νύκταν εγένετο μέγας σεισμός με διάρκειαν 30-35΄΄.
Την 15-20 κατελήφθη η Τριπολίτις. Οι Γερμανοί οπισθοχωρούν και κινδυνεύουν να κυκλωθούν εις
Καύκασον. Αμύνονται εφ’ ολοκλήρου του Μετώπου. Παρέτησις πρωθυπουργού Τσολάκογλου και
ανέλαβεν ο κ. Λογοθετόπουλος.1
Μην Φεβρουάριος 1943
Αι τιμαί βαίνουν προς τα κάτω. Κατελήφθη το Στάλιγκραντ από τους Γερμανούς και
οπισθοχωρούν. Η 6η Στρατιά ομολογούν οι Γερμανοί εθυσιάσθη ολόκληρος. Γράφουν «αφού
επολέμησαν σαν ήρωες εκυκλώθησαν και αφού εσήκωσαν επί του πύργου τον αγκυλωτόν σταυρόν
έπεσαν άπαντες μέχρι ενός δια να ζήσει η Γερμανία». Εις Καύκασον παθαίνουν μεγάλας απωλείας.
Επίσης και εις Αφρικήν.
(σημ. από 8 Ιανουαρίου ήρχισεν το σχολ. έτος 1942-43. Πρωϊναί ώραι εργασίας. Μαθηταί 65)
10 έως 12. Εκυριεύθη ολόκληρος η Τριπολίτιδα. Μόνον μένει μέρος της Τύνιδος. Βομβαρδισμοί
άγριοι εις Ιταλίαν και Γερμανίαν. Παρετήθη ολόκληρος η Κυβέρνησις της Ιταλίας πλην του Ντούτσε
και ανέλαβον ως επί το πλείστον Νομάρχαι. Οι Ιταλοί απογοητεύονται. Παίρνουν αορίστους αδείας.
Μερικαί τιμαί. λάδι 3½ χιλ., κούκλα 1.500 δραχ., σιτάρι 3.500 δρ., κρέας αμνού 8 χιλ., ψάρια 9 χιλ.,
ζάχαρι 20 χιλ., ρύζι 10-11 χιλ., οιν. 20 χιλ. Εις Αθήνας πολύ ευθυνότερα.
17 Φεβρ. Τα πράγματα εσημείωσαν μικράν ύψωσιν. Εις Τύνιδα εσημείωσαν κάποιαν πρόοδον οι
Ιταλογερμανοί.
18η. Δημοσιεύουν ότι ρωσσικά τμήματα εισέδυσαν εις το Χάρκοβον αλλά απεκρούσθησαν.
Ειδήσεις νεκραί.
19ην Παρασκευή. Τα πράγματα εσημείωσαν πάλιν πτώσιν. Ειδήσεις, ότι οπισθοχώρησαν εις την
Τύνιδαν οι Αγγλοαμερικάνοι. Απεδείχθη ότι εις το Γαλλικόν μέτωπον αυτομώλησαν οι Γάλλοι αλλά
ανεκατέλαβον ταύτα οι Αγγλοαμερ. Κατάληψις υπό των Ρώσσων το Χαρκόβ.
20 και 21. Αι ειδήσεις καλαί. Ο υπουργός της προπαγάντας της Γερμανίας κάνει 10 ερωτήσεις εις
τον Γερμανικόν λαόν α) να συνεχίσωμεν τον πόλεμον; β) θα επιστρατευθούν αι γυναίκες; κ.λ.π.
Φαίνεται ότι τα πράγματα είναι άσχημα για αυτούς. Διετάχθησαν να εκκενωθή η Παραλία
Καλαμών.
22 Δευτέρα. Ειδήσεις καλαί. Ο καιρός είναι καλοκαιρινός καθ’ όλον τον μήνα δεν έβρεξεν. Η
σπορά είναι πολύ άσχημη. Υπάρχει μεγάλη έλλειψις λιπασμάτων.
Πέμπτη 25. Εφονεύθησαν 2 ή 3 Ιταλοί εις Ίζαγα[;].2 Οι Ρώσσοι προχωρούν. Εις την Αφρικήν τα
Αγγλοαμερικανικά στρατεύματα εισέδυσαν και εχώρησαν τους Ιταλούς και Γερμανούς.
26 Παρ. Ειδήσεις περί πολιτικής επιστρατεύσεως. 20 ηλικιών. Μεγάλη αγωνία. Εμάθαμεν ότι
εγένετο μέγα συλλαλητήριον εις Αθήνας υπό φοιτητών ιδίως. Εφονεύθησαν 5-7 και έκαυσαν δύο
υπουργεία.
27 Σάββατον. Εδημοσιεύθησαν ο λόγος του Χίτλερ (δεν θα φεισθώ ουδενός λαού…) και ο λόγος
του Πρωθυπουργού Λογοθετόπουλου (ο φόβος εξαπλώσεως του Μπολσεβικισμού και το καθήκον
παντός Έλληνος και Ελληνίδος) φαίνεται καθαρά η πρόθεσις για την επιστράτευσιν.

1
Κων. Λογοθετόπουλος (1878-1961), καθηγητής ιατρικής από το Ναύπλιο, με Γερμανίδα σύζυγο,
κατοχικός πρωθυπουργός από 2/12/42 ως 7/4/43. Μεταπολεμικά διέφυγε στη Γερμανία. Καταδικάστηκε
ερήμην σε ισόβια για προδοσία, συνελήφθη και φυλακίστηκε. Το 1951 έλαβε χάρη και αποφυλακίστηκε.
2
Ίσως «Βεΐζαγα», παλιά ονομασία του χωριού «Άνθεια».
-107-

Μην Μάρτιος 1943


Δευτ. Τυρινής 1. Ειδήσεις ότι εφονεύθη ο πρωθυπουργός. Τα πνεύματα των Ελλήνων έχουν
οξυνθεί. Μεγάλη αγωνία και φόβος.
Τρίτη 2. Κατά τας 5½ μ.μ. εγένετο συλλαλητήριον εις Καλάμας.1 Ήσαν πολλοί. Έγιναν 5-8
τραυματισμοί.
3 Τετάρτη. από.
6-3-43, Σάββατον Τυρ. Έβρεξεν. Ο καιρός πολύ ευνοϊκός εις την γεωργίαν. Ψευδώς δια τον
πρωθυπουργόν. Αι ειδήσεις καλαί. Εγένοντο παντού συλλαλητήρια. Καταλαμβάνουν οι Γερμανοί το
Χάρκοβον. Εσημείωσαν επιτυχίας εις το Ανατολικόν Μέτωπον και εις την Αφρικήν. Αι τιμαί των
πραγμάτων αυξάνονται, φόβοι μεγάλοι για την επιστράτευσιν. Εις Αφρικήν προχωρούν οι
Αγγλοαμερικανοί. Κατελήφθη η Τύνις. Βομβαρδισμοί εις Ιταλίαν. Διαδόσεις ότι οι Ιταλοί
προσπαθούν να συνθηκολογήσουν. Οι Ιταλοί αντέδρασαν δια την επιστράτευσιν. Η επιστράτευσις
εματαιώθη προσωρινώς.
29-Δευτέρα, Δη εβδ. νηστειών. Εγένετο εκκένωσις των προσφυγικών συνοικισμών Παραλίας και
ης
α [;] σειράς. Λαμπραί ειδήσεις από την Αφρικήν.
30-3-43. ειδήσεις, βομβαρδισμοί της Κρήτης.
31-. Αι τιμαί των πραγμάτων ελαττώνονται. Κίνησις μεγάλη αεροπλάνων την περασμένην νύκταν
συνεχώς.
Απρίλιος 1943
Αι ειδήσεις καλαί. Αι τιμαί ορισμένων πραγμάτων εσημείωσαν ύψωσιν. Μεγάλα κρούσματα εις
την Στερεάν Ελλάδα υπό των ληστών(…). Δημοσιεύουν ότι έγιναν ληστείαι. Η αισχρά λόγχη των
Ελλήνων εφάνη πάλιν εις Αφρικήν. Μεγάλαι μάχαι εις Αφρικήν και άγριοι βομβαρδισμοί εις Ιταλίαν
και Γερμανίαν. Εις Αμβέρσαν Ολλανδίας2 δημοσιεύουν 2.000 νεκροί. Νηοπομπή 850 πλοία εισήλθαν
εις την Μεσόγειον.
4 Κυριακή Δη Νηστειών μέχρι 10-4 ραγδαίαι βροχαί.
7-4-43. Παρέτησις κυβερνήσεως Λογοθετοπούλου και ανάληψις αυτής παρά Ιωάν. Ράλλη. 3 Εις
Αφρικήν οπισθοχωρούν ατάκτως οι Γερμανοϊταλοί. Έλλειψις ζαχάρεως, ορύζης και μερικών ειδών.
Ζάχαρις 32.000 δραχ. όρ[υζα]. 15.000 δραχ.
11-4-43 Κυριακή Εη Νηστειών. Ολόκληρος ο μην επέρασεν με αποτελέσματα όχι και άξια λόγου.
Λόγω των ημερών του Πάσχα αι τιμαί των ειδών υψώθησαν. Αι επιχειρήσεις εις Αφρικήν βαίνουν
αισίως. Την 8-4-43 βομβαρδισμός άγριος της Αμβέρσης με θύματα άνω των 3.000 και εις άλλες
πόλεις.
Μάϊος 1943
1η Μαΐου Σάββατον Θωμά. Αι τιμαί των πραγμάτων βαίνουν υψούμεναι. Αι επιχειρήσεις εις
Αφρικήν. Μεγάλαι μάχαι διεξάγονται. Βομβαρδισμοί άγριοι εις Ιταλίαν. Πίπτουν προκηρύξεις των
ανταρτών.
Την 8ην έπεσεν η Τύνις και η Μπιζέρτα. Ήρχισεν ήδη η εκκένωσις της Αφρικής. Ναυμαχία μεγάλη
εις την Μεσόγειον. Μεγάλαι καταστροφαί των Γερμανοϊταλών.
Προκηρύξεις δια την επαναφοράν των ανταρτών εις τας οικίας των μέχρι την 24 ην ώραν της 20ης
Μαΐου. Δίδεται δε εις αυτούς αμνηστεία ή άλλως θα προβούν εις μεγάλας πιέσεις. Ειδήσεις ότι εις
Ιταλίαν γίνονται επαναστάσεις. Ο Πάπας μετέβη εις Λονδίνον δια ξεχωριστήν ειρήνην. Φεύγουν εις
αόριστον άδειαν μερικοί Ιταλοί. Ήλθον εις Καλάμας πολλοί Γερμανοί φέροντες πολλά κανόνια.
Μεγάλα επάκτια πυροβολεία. Επίσης και πολλαί οχυρώσεις γίνονται. Μεγάλη αγωνία μας έχει

1
Μέρος του πανελλήνιου ξεσηκωμού κατά της πολιτικής επιστράτευσης.
2
Η Αμβέρσα είναι πόλη του Βελγίου και όχι της Ολλανδίας.
3
Ιωάννης Ράλλης (1878-1946), κατοχικός πρωθυπουργός από 7/4/43 ως 12/10/44. Καταδικάστηκε σε
ισόβια για προδοσία και πέθανε στη φυλακή.
-108-

καταλάβει. Πολλαί διαρρήξεις γίνονται εις χωρία της Μεσσηνίας, εις αποθήκας, παρά των ανταρτών
λέγουν, αλλά ίσως να γίνωνται παρά των κομμουνιστών. Γίνονται μεγάλαι πιέσεις και φυλακίσεις
παρά των Γερμανών.
22-5. Εμάθαμεν ότι ουδείς των ανταρτών προσήλθεν.
Νύκτα της 19ης προς 20ην ηκούσθησαν 5-6 ισχυροί κρότοι μετά σεισμικής δονήσεως μεγάλης
εντάσεως. Λέγουν ότι πρόκειται περί βομβών πυθμένος ή περί τορπιλισμών. Επίσης μάθαμεν ότι
εγένετο μεγάλη αεροναυμαχία ανοιχτά του Ταινάρου καθ’ ην μεγάλαι καταστροφαί επενέχθησαν
εις Ιταλογερμανικά σκάφη. Βύθισις δύο καϊκιών έξωθεν Κορώνης παρά υποβρυχίων. Η Αφρική
τελείως εκαθαρίσθη. Δήλωσις παρά των Γερμανών ότι θα συνεχίσουν τον πόλεμον μέχρι εσχάτων.
Δημοσιεύουν ότι εις τον Όλυμπον διεσκόρπισαν τους αντάρτες και ότι τους πήραν και 10.000 κτήνη
που είχαν. Φαίνονται όμως αναληθή.
27-28. Την νύκταν διήλθον αεροπλάνα, τα οποία εκτύπησαν εκ Καλαμών και εξ αεροδρομίου 3-4
φοράς με αντιαεροπορικά (δια πρώτην φοράν κάνουν χρήσιν δι’ αυτών) αγωνία μεγάλη. Πολλές
νύκτες διέρχονται αγγλικά αεροπλάνα, ιδίως εκ νότου, εις την οροσειράν του Ταϋγέτου. Τα είδη
ανέρχονται.
30-5. Κυριακή και ώρα 6η μ.μ. ευρισκόμην εις Κοπάνους1 ένθα εγένετο μεγάλη δόνησις και κρότος
ηκούσθη προς δυσμάς.
Ιούνιος 1943
Μεγάλη κίνησις αεροπλάνων αγγλικών. Ρίπτουν αρκετά προκηρύξεις. Παύσις Γεν. Διοικητού
Ντελόζο, διότι ούτος διεπραγματεύετο ξεχωριστήν ειρήνην. Λέγουν μάλιστα ότι εφονεύθη, μαζί και
άλλοι 3-5 ανώτεροι αξιωματικοί Ιταλοί. Άγριοι και συνεχείς βομβαρδισμοί εις Σικελίαν, Ιταλίαν και
Γερμανίαν. Οι Αγγλοαμερικάνοι καταλαμβάνουν την Πενταλείριαν και Λαμπιδούσαν.2 Κάνουν
δοκιμαστικάς αποβάσεις εις Σικελίαν αίτινες ήσαν επιτυχείς. Αι τιμαί των πραγμάτων ηυξήθησαν
κατά τι.
Λήξις σχολ. έτους 42-43 12η Ιουνίου. Μας εδόθη αύξησις 1.200 δραχ. ημερησίως. Επίδομα
τροφής. Από 1 Μαΐου 1943.
Την 18ην γενική απεργία όλων των δημοσίων υπαλλήλων με αιτιολογικόν την βελτίωσίν των. Εις το
Ρωσσικόν Μέτωπον τελείως ηρεμία επικρατεί. Φαίνεται ότι γίνονται εις αμφότερα τα μέρη
προετοιμασίαι μεγάλαι δι’ επιθέσεις. Φόβοι μεγάλοι δι’ αποβάσεις εις την Ευρώπην. Περί Τουρκίας
πολλά λέγονται. Ότι είναι πανέτοιμη και βαίνει προς ρήξιν.
Την 21-23ην εγένετο ανατίναξις Γερμανικού πλοίου πλήρους πολεμοφοδίων προοριζομένου δια
Κρήτην εις τον λιμένα του Πειραιώς. Συνέλαβον 48 Έλληνας αθώους τους οποίους ετουφέκισαν δι’
εκδίκησιν. Τα αντάρτικα σώματα δρουν εις όλην την Ελλάδαν. Επίσης εις όλα γενικώς τα μέρη
διοργανώνονται εις δύο οργαν. Ε.Α.Μ. και εις την άλλην.
Την 28ην έληξεν η απεργία των υπαλλήλων. Αύξησις μισθών και 200 χιλ. δραχ. εις δύο δόσεις δια
ρούχα και παπούτσια. Αι τιμαί των πραγμάτων αυξάνουν. Άγριοι βομβαρδισμοί εις Σικελίαν και
Ιταλίαν. Κάνουν αποβάσεις εις Σικελίαν. Τα νέα πολύ ευχάριστα. Εις το Μέτωπον στασιμότης.
Ιούλιος 1943
Βομβαρδισμοί εις πλείστα μέρη της Ελλάδος, ιδίως εις τα περίχωρα των Αθηνών.
4η Κυριακή. Το Χασάνι3 Αθηνών τρομακτικός βομβαρδισμός αεροδρομίου. Δημοσιεύουν 26 νεκροί
και 45 τραυματίαι άμαχος πληθυσμός Ελλήνων. - Εξακολουθούν βομβαρδισμοί άγριοι. -
Διοργανώνονται παντού οργανώσεις της Ε.Α.Μ. – Λέγουν ότι εγένετο απόβασις εις Κρήτην
δοκιμαστική και απέτυχεν αύτη πλήρως. – Το έλαιον 18 χιλ. σιτάρι άνω των 7 χιλ. και γενικώς όλα τα
είδη ακρίβηναν.

1
Παλιά ονομασία του οικισμού «Ακρογιάλι» Αβίας.
2
Τα ιταλικά νησάκια Pantelleria και Lampedusa μεταξύ Σικελίας και Αφρικής.
3
Παλιά ονομασία του Ελληνικού.
-109-

10 Σάββατον. Εμάθαμεν ότι έκαναν εις Ντονς οι Γερμανοί μεγάλην επίθεσιν αλλά απεκρούσθησαν
με μεγάλας απωλείας. Επίσης εις Αγγλίαν εφονεύθη η διάδοχος Φρειδερίκη δια κατασκοπείαν. Την
12 η ώρα εδιεδόθη ότι έκαμαν εις Σικελίαν άγριον βομβαρδισμόν και επακολούθησε αποβίβασις
από 22 σημεία επιτυχώς. Την πρωΐαν εγένοντο.
12 Κυριακή. Ανακοιν. Ιταλικό. Λέγουν ότι εγένοντο αποβιβάσεις και ότι αμύνονται εις το Ν.Α.
μέρος της νήσου. Αι τιμαί των διαφόρων πραγμάτων πίπτουν αποτόμως. Διαδ. ότι οι Ρώσσοι
ήρχισαν γενικήν επίθεσιν εφ’ ολοκλήρου του Μετώπου. Την νύκταν διήλθον πολλά αεροπλάνα. Και
έξωθεν της Μεσσήνης αριστερά έβαλαν τα αντιαεροπορικά επί δύο φοράς. Ηκούσθησαν και κρότοι
βομβών. Αι ειδήσεις φέρουν μεγάλην χαράν εις ημάς και αρχίζομεν να ελπίζωμεν σύντομην…
καλυτέρευσιν.
13. Ανακοιν. ότι συνεχίζεται ο αμυντικός αγών εις Σικελίαν.
14 <19>. Εξακολουθούν εις Σικελίαν άγριοι επιθέσεις και γίνονται σκληραί μάχαι. 400-500
αεροπλάνα εβομβάρδισαν την Ρώμην επί 3ωρον. Γράφουν 178 σκοτωμένους και 1.780 τραυματίας.
Εις 150 χιλ. ανέρχονται οι νεκροί και τραυματίαι «είχον καταφύγει εις Ρώμην 17 εκατ. κατοίκων».
16. Ειδήσεις λαμπραί. Εις Ρωσσικόν Μέτωπον γενική επίθεσις παρά των Ρώσσων από Κουμπάν
μέχρι Λένινγκραντ. Εις πολλά σημεία οι Ρώσσοι εισέδυσαν. Οι Ιταλοί δημοσιεύσαν τους 12 όρους
της ξεχωριστής ειρήνης παρά των Άγγλων. Γνώμαι επικρατούν περί ξεχ. ειρήνης.
17. Δοκιμαστική αποβίβασις εις Νορβηγίαν. Βομβαρδισμοί άγριοι εις Ιταλίαν.
21 και 22. Κατελήφθησαν αι περισσότεραι πόλεις της Σικελίας. «φράσεις Ιταλ. σχολ. δύο
αυτοκρατορίαι να τα βάλουν με μας». Μεγάλη κρίσις εις Ιταλίαν. Χαρακτ. είναι η ταχύτης των
Αγγλοαμερικανών εις τας επιχειρήσεις και η υπεροπλία εις την αεροπορίαν και ναυτικόν.
23. εισβολ. Εις Αθήνας ήλθαν Βούλγαροι. Παρετήθη ο πρωθ. Ράλλης και ανέλαβον Γερμανοί.
Γενικώς, αναβρασμός.
24. Εις Καλάμας τα καταστήματα έκλεισαν προς ένδειξιν διαμαρτυρίας. Εγένετο την εσπέραν
συλλαλητήριον εις ο έγιναν μικρά κρούσματα και μερικοί τραυματισμοί. Τα πράγματα έχουν πολύ
οξυνθή. Την 2 μ.μ. ώραν και μετά τα γυμνάσια εγένετο έξωθεν του Νησίου εις τρία μέρη
βομβαρδισμός παρά σμήνους Αγγλικών αεροπλάνων από μεγάλου ύψους. Εις τους δημ.
υπαλλήλους δίδεται ολόκληρος ο Αύγουστος και 70 χιλ. δραχ. Λέγουν ίσως και να δοθούν 2 μισθοί
μηνών λόγω ανωμαλιών. Αι τιμαί στάσιμοι. – Διχόνοιαι μεταξύ των οργανώσεων. Ταραχαί εις
Μεσσηνίαν.
25 Κυριακή. Πληροφορίαι αναφέρουν ότι οι νεκροί εις Καλάμας ανέρχονται εις 4-5 και τραυματίαι
15-20. Πολλά αεροπλάνα διήλθον άνωθέν μας τμηματικώς. Πληρ. η Σικελία βαίνει προς
εκκαθάρισιν. Αποβάσεις πρόκειται να γίνουν εις Αλβανίαν και Θεσσαλονίκην. Επίσης λέγουν ότι πηγ
αυξάνεται ο αριθμός των ανταρτών παντού.
26η. Αργά την εσπέραν επληροφορήθημεν ότι παρετήθη ο Μουσολίνι και ανέλαβεν ο Παντόλιο. –
Υπάρχει πιθανότης συνθηκολογήσεως των Ιταλών. Τα πράγματα φανερώνουν ότι πολύ γρήγορα θα
υποκύψη η Ιταλία, θα γίνουν αποβάσεις εις Ελλάδαν, θα ακουσθούν μεγάλα γεγονότα και ίσως
μέχρι αρχάς του 1944 λήξει ο πόλεμος. – Αι τιμαί των πραγμάτων μένουν εις το αυτό επίπεδον.
27. Αι εφημερίδες δημοσιεύουν την παρέτησιν του Μουσολίνι και ότι ανέλαβεν ο στρατηγός
Μπαντόλιο. Επικρατεί η γνώμη ότι η Ιταλία θα συνθηκολογήση. Δυστυχώς όμως ο Μπαντόλιο και ο
Βασιλεύς δηλώνουν ότι θα συνεχίσουν τον πόλεμον μέχρις εσχάτων. Οι εν Ελλάδι ευρισκόμενοι
Ιταλοί είναι χαρά γεμάτοι νομίζοντες βεβαίαν την συνθηκολόγησιν και ότι δι’ αυτούς λήγει ο
πόλεμος. Σκληρόταται μάχαι διεξάγονται εις ολόκληρον το Ρωσσικόν και Σικελίαν.
Αύγουστος 1943
Κατάληψις του Ορέλ1 και της Κατάνης. Οι Ιταλογερμανοί οπισθοχωρούν Ν του Ορέλ και εις
Σικελίαν δια την Μεσσήνην.

1
Πόλη, 360 χλμ ΝΔ της Μόσχας. Την ανακατέλαβαν οι Ρώσοι στις 5/8/1943.
-110-

5-14. Μεγάλαι έριδες μεταξύ Ελλήνων ανταρτών. Αιματηρόν επεισόδιον εις Αλαγωνίαν μεταξύ
Ιταλογερμανών και ανταρτών. Καύσις εργοστασίου κ.λ.π. Ρήξεις μεταξύ ανταρτών εις Μεσσηνίαν
και Πηγάδια. Λυπηρά πολύ τα επεισόδια αυτά. Πρόκειται περί προπαγάνδας. Εις την ομα
Οργάνωσιν των αξιωματικών δίδονται πολλά τρόφιμα και χρήματα.
12. Άγριοι βομβαρδισμοί εις Ρώμην, Μιλάνον και Τουρίνον. Εις Ρώμην χιλιάδες θύματα. Ο Πάπας
μετά τον βομβαρδισμόν ύψωσε τας χείρας εις τον ουρανόν και εζήτησε βοήθειαν. Ταραχαί γίνονται
εις ολόκληρον την Ιταλίαν. Οι Ιταλοί φεύγουν δι' Ιταλίαν με αόριστον άδειαν.
Την 9ην ήλθε ο Επίσκοπος Γυθείου †Χρυσόστομος1 ενταύθα. Δια των λόγων του έλκυσεν άπαντας
προς τα θεία. Κάθε ημέραν και νύκταν διέρχονται πολλά αεροπλάνα Αγγλικά και ρίπτουν τρόφιμα
στα βουνά.
Την 15ην και περί ώραν 2 μ.μ. διήλθεν ένα Αγγλικόν αεροπλάνον εις πολύ χαμηλόν ύψος και με
μεγάλην ταχύτητα κατευθυνόμενον εις Καλάμας παραλιακώς. Στο Μύλο Ευαγγελίστρια
εβομβάρδισεν και επολυβόλησεν τους Ιταλούς. Υπάρχουν πολλοί σκοτωμένοι και τραυματίαι.
Επίσης, ταυτοχόνως δι' άλλων αεροπλάνων εβομβαρδίσθησαν μέρη έξωθεν Νησίου και το
αεροδρόμιον.
((Αι τιμαί των πραγμάτων ανέρχονται. Σιτάρι 6.300. Λάδι 18-19 χιλ. Ρύζι 30-32 χιλ. Κρέας 20 χιλ. Τα
αυγά 900-1.000 έκαστον. Και γενικώς εις όλα))
Εις το Ανατολικόν Μέτωπον οι Γερμανοί οπισθοχωρούν. Η Σικελία κυριεύεται ολόκληρος παρά των
Συμμάχων. Γίνονται επιτυχείς αποβάσεις εις Καλαβρίαν. Μεταξύ ανταρτών επερχεται συμφιλίωσις. 2
Μην Σεπτέμβριος 1943
Αι ειδήσεις λαμπραί εις όλα τα μέτωπα. 3ην εσπέρας ήλθεν ο Γιώργος εκ Πειραιώς με άδειαν. Εις
Ιταλίαν επικρατεί μεγάλη ανησυχία και επεισόδια γίνονται.
Την 10ην συνθηκολογεί ο Μπαντόλιο και ο Βασιλεύς της Ιταλίας μετά των συμμάχων.
11η. Μεγάλη ανωμαλία εις Καλάμας. Κυρήσσεται στρατιωτικός νόμος. Κλείνουν γενικώς όλα και
απαγορεύεται η κυκλοφορία εις τους πολίτας. Προβλέπονται αιματηρά επεισόδια. Οι Ιταλοί άλλοι
μεν παραδίδουν τον οπλισμόν εις τους Γερμανούς άλλοι δε φεύγουν εις τα βουνά με τον οπλισμόν
τους και ενώνονται με τους αντάρτας.
12 Κυριακή. Κτυπούν τους Γερμανούς εις Μικράν Μαντίνειαν πλησίον του Κάστρου και φονεύουν
ένα Γερμανόν. Πολλά όμοια γίνονται εις Μεσσηνίαν. Οι Γερμανοί συγκεντρώνονται εις τας πόλεις
και εις τα οχυρά. Αγωνία και φόβος μας κατέχει. Ο Μουσολίνι απλευθερώνεται από τους
Γερμανούς. Οι Γερμανοί συνεχίζουν τον πόλεμον εις την υπόλοιπον Ιταλίαν μαζύ με τους Φασίστας.
Την νύκταν της 12ης ηκούσθησαν πολλοί κανονιοβολισμοί εις την Κορώνην. Νομίζομεν ότι
γίνονται αποβάσεις. Επρόκειτο όμως περί ασκήσεων και ίσως για εκφοβισμό. Οι Γερμανοί
οπισθοχωρούν επί ολοκλήρου του Ρωσικού Μετώπου. Πτώσις της Πολτάβας και αλλων πόλεων.
Αποβίβασις εις Σαλέρνο της Ιταλίας. Η 5η Μεραρχία των Αμερικανών κάμπτεται αλλά ενισχύεται δι’
αποβάσεων με άλλα στρατεύματα και οι Γερμανοί οπισθοχωρούν, καθώς οι ίδιοι γράφουν, ίνα
δώσουν μάχην έξωθεν της Νεαπόλεως.
20-25. Οι Αγγλοαμερικανοί μαζύ με τους Έλληνας καταλαμβάνουν εκ των 12 νήσων 4 νησιά, την
Κω, Λέρον, Σάμον,... Οι Σέρβοι καταλαμβάνουν πολλάς πόλεις εις τα παράλια της Αδριατικής.
Πίπτουν η Σαρδηνία και η Κορσική. Οι Γερμανοί προσπαθούν με διάφορα μέσα να αποκτήσουν την
φιλίαν μας. Φαίνεται καθαρά ότι είναι πολύ πλησίον η απελευθέρωσις της Ελλάδος.
25-30. Η Κρήτη βομβαρδίζεται και λέγουν ότι φεύγουν οι Γερμανοί. Οι της ΕΛΑΣ δικάζουν και

1
Χρυσόστομος Δασκαλάκης (1906-61), μητρ. Γυθείου-Οιτύλου (1942-45) και Μεσσηνίας (1945-61).
2
Προφανώς αναφέρεται στη συμφωνία ΕΛΑΣ-ΕΣ που υπογράφηκε στις 29/8/1943 στο Δυρράχι, υπό την
πίεση των Άγγλων, αλλά ουσιαστικά δεν εφαρμόστηκε.
-111-

εκτελούν πρόσωπα της ΕΔΣΜ.1 Επικρατεί μεγάλη ανωμαλία. Αι τιμαί των πραγμάτων υψώνονται
(τυρί βαρελίου 48 χιλ., σιτάρι 9½ χιλ., κρέας 30-32 χιλ., ντομάτες 6 χιλ. και γενικώς όλα υψώνονται).
Λέγουν ότι τα χρήματα θα εκμηδενισθώσιν τελείως. Αναμένομεν με αγωνίαν μεγάλα γεγονότα.
Την 21ην έφυγεν ο Γιώργος δια Πειραιά.
Οκτώβριος 1943
Παρασκευή 1. Ώρα βραδινή. Τραγικόν δυστύχημα εις θέσιν Φανάρι δια δυναμίτιδος. Θύματα ο
Παναγιώτης Ζωγράφος νεκρός και ο Ιωάννης τραυματίας βαρέως2. Μετεφέρθη εν Καλάμαις και
είναι εκτός κινδύνου. Αι ειδήσεις καλαί. Προχωρούν και εις το Ανατολικόν και εις την Ιταλίαν
11. Τραυματισμός εις Καλάμας του λοχαγού Κων. Γερανέα 3 και φόνος του Βασιλείου Π. Κοτσώνη4
παρά της Ε.Α.Μ. δια λόγους συνεννοήσεως με τον Παπαδόγκωναν 5. Πολλά αιματηρά επεισόδια εις
Μεσσηνίαν και αλλού μεταξύ ανταρτών της Ε.Α.Μ. και αξιωματικών (οίτινες αποδεικνύονται ότι
συνεργάζονται με τους Γερμανούς). Οι Αγγλοαμερικανοί μαζύ με τους Έλληνες καταλαμβάνουν την
Κω, Λέρον, Σάμον και άλλα νησιά του Αιγαίου πελάγους. Μεγάλη αισιοδοξία επικρατεί ότι πολύ
σύντομα θα γίνουν αποβάσεις εις Ελλάδαν.
20-25. Παρελάσεις της Ε.Α.Μ. εις Καλάμας. Φόνοι του Γιαλουράκου6, και δύο διοικητών της
Ασφαλείας Καλαμών. Συλλήψεις αρκετών εις την Ράχην Καλαμών και δια ομήρους εκ Καλαμών.
[λείπουν οι σελ. 29 έως 36 αλλά δεν υπάρχει χρονική ασυνέχεια]
Οκτώβριος 1943
Φόβοι επικρατούν ότι αι συλλήψεις θα συνεχισθούν και εις τα χωρία. Έχουν έλθει πολλοί εκ
Καλαμών.
25ην. Εμάθαμεν ότι έρχεται ο Βρεττάκος7 με πολλούς και θα προβή σε συλλήψεις. Άλλη
πληροφορία ότι είναι καταδιωκόμενος από την Ε.Α.Μ. Την 11ην πρωϊνήν έφθασεν εις
Παλαιόχωραν. Επανικοβλήθημεν. Ήλθεν με 70 αντάρτες και 10 αιχμαλώτους της Ε.Α.Μ. Μας έλεγαν
ότι εδιέλυσαν την Ε.Α.Μ. 8 Είχον και τον αρχιμανδρίτην Χρ. Κοκκίνην9.
26 Αγίου Δημητρίου. Έβαλαν λόγους. Την 3ην απογευματινήν ήλθον 5 αυτοκίνητα Γερμανικά και
τους έφερον πολεμοφόδια. Φαίνεται καθαρά ότι συμμαχούν με τους Γερμανούς.
27η πρωία. Ησυχία απόλυτος. Διαδίδεται ότι θα κτυπηθούν αλλά δεν φαίνεται πιστευτόν. Λέγουν
οι ίδιοι ότι θα φύγουν. Την 3ην απογ. φεύγουν 6-8 δια Δολούς. Την 4ην ώραν μας λέγει ο
Μαυροειδής αξ/κός10 ότι συνεμάχησεν Αγγλία και Γερμανία. Την 4½ ώραν ακούονται πυροβολισμοί
Α του Αρχοντικού και αμέσως λαμβάνουν θέσεις οι του Βρεττάκου διατάζοντας τους πολίτας να

1
Ίσως ΕΔΕΜ: «Εθνικό Δημοκρατικό Ελευθερωτικό Μέτωπο», βραχύβια αντιστασιακή οργάνωση που
ιδρύθηκε το Μάρτιο του 1943. Ίσως, όμως, εννοεί τον ΕΔΕΣ.
2
Επιχειρούσαν να βγάλουν δυναμίτιδα από νάρκη. Ο Παναγιώτης ήταν 23 ετών.
3
Κωνσταντίνος Γερανέας (1904-89) από τον Κάμπο Αβίας.
4
Βασίλειος Πούλου Κοτσώνης (1922-43), επ’ αδελφή γαμβρός του Γερανέα.
5
Διονύσιος Παπαδόγγονας (1888-1944), υποστράτηγος, από το Πεταλίδι. Οργάνωσε την αντιεαμική
αντιστασιακή ομάδα Ελληνικός Στρατός (ΕΣ) και όταν διαλύθηκε από τον ΕΛΑΣ, οργάνωσε τα Τάγματα
Ασφαλείας. Σκοτώθηκε στα Δεκεμβριανά του ’44.
6
Μάλλον Ιωάννης Γιαλουράκος, μοίραρχος χωροφυλακής.
7
Τηλέμαχος Βρεττάκος (1907-43), ίλαρχος από το Γύθειο. Εντάχθηκε στο ΕΑΜ αλλά την άνοιξη του 1943
μεταπήδησε στις αντιεαμικές ΕΟΑ Λακωνίας και ΕΣ. Το Σεπτέμβριο κατήγγειλε τη συμφωνία ΕΛΑΣ-ΕΣ και
έδρασε αυτόνομα στα ορεινά της Αρκαδίας. Διωκόμενος από τον ΕΛΑΣ κατέφυγε στην Παλιόχωρα, σε
αναζήτηση μέσου διαφυγής για τη Μέση Ανατολή. Αιχμαλωτίστηκε τραυματίας και εκτελέστηκε.
8
Εννοούσαν τη νίκη επί του ΕΛΑΣ στη μάχη της Πετρίνας (22/10/43), Κοσιώρης: 1992, σ. 372.
9
Χριστόφορος Κοκκίνης (1903-43), αρχιμανδρίτης από το Βαλτεσινίκο Γορτυνίας. Εντάχθηκε σε εθνικές
ανταρτικές ομάδες, βρέθηκε στον Ταΰγετο και ακολούθησε τον Βρεττάκο. Αιχμαλωτίστηκε στην μάχη της
Παλιόχωρας και εκτελέστηκε.
10
Σπύρος Μαυροειδής, έφεδρος ανθυπολοχαγός, Κοσιώρης: 1992, σ. 215.
-112-

κρυβώσιν αμέσως όπου βρίσκονται. Απηγόρευσαν την έξοδον εκ των οικιών. Ρίγη τρόμου μας
καταλαμβάνει. Κρύβομαι εις το παραπλεύρως του Σχολείου μικρόν σπιτάκι της Μπαμπουρέα. Νυξ
μεγάλης αγωνίας και τρόμου. Όλην την νύχτα εγίνετο συνεχώς μάχη. Την 7ην πρωϊνήν ώραν εγένετο
έφοδος και υπερίσχυσεν η Ε.Α.Μ. Εφονεύθησαν 19 και 20 περίπου τραυματίαι.1 Η μάχη έληξεν την
9ην πρωϊνήν. Διήρκησεν η μάχη 16½ ώρας. Εγένετο μεγάλη ληστεία εις τα περισσότερα σπίτια.
Φόβοι περί επεμβάσεως των Γερμανών. Αλλά ευτυχώς απόλυτος ησυχία.2

Κενοτάφιο στο κοιμητήριο Παλιόχωρας.


ΞΕΝΟΙ ΠΟΥ ΑΝΑΠΑΥΕΣΘΕ
ΣΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΜΑΣ ΤΟ ΧΩΜΑ
ΔΕΧΘΕΙΤΕ ΤΟΥΤΟ ΤΟ ΣΤΑΥΡΟ
ΓΙΑ ΑΝΑΜΝΗΣΗ ΑΙΩΝΙΑ.
ΜΑΧΗ ΑΒΙΑΣ ΠΑΛΙΟΧΩΡΑΣ.
ΠΕΜΠΤΗ 28-10-1943

Νοέμβριος 1943
1-10. Η διάσκεψις της Μόσχας. Μεταξύ των συμμάχων επήλθεν συμφωνία. Τα είδη αυξάνουν
πολύ.
10-20. Αι επιχειρήσεις εις όλα τα μέτωπα λαμπραί. Οι Ρώσσοι φθανούν σχεδόν εις τα Ρουμανικά
σύνορα. Άγριοι βομβαρδισμοί εις την Ελλάδαν, ιδίως εις το Τατόϊ, Χασάνι και Ελευσίνα. Σύγκρουσις
μεταξύ ανταρτών Ζέρβα και Σαράφη. Λέγουν ότι ο Ζέρβας συνεννοήθηκεν με τους Γερμανούς. Τον
διέλυσαν όμως τελείως. Ο Παπαδόγγονας, Νομάρχης (Περρωτής3) και άλλοι αξιωματικοί λέγουν ότι
ευρίσκονται εις Αθήνας και ετοιμάζονται. Μεγάλη ανησυχία μας καταλαμβάνει. Η Ε.Α.Μ. όμως έχει
ήδη υπερισχύσει παντού. Γίνονται εκλογαί (κοινοτικαί, εκκλησιαστικαί, σχολικαί, λαϊκά δικαστήρια,
ασφαλείας, κ.λ.π.) δια δημοψηφίσματος του λαού.
20-30. Αι επιχειρήσεις είναι στάσιμοι. Βομβαρδισμός του Βερολίνου άγριος. 2.500 τόνοι βομβών
έπεσαν. Εις Καλάμας εξετέλεσαν 10 ομήρους* οι Γερμανοί δια τον τραυματισμόν ενός Γερμανού
στρατιώτου4. Προηγουμένως έκαυσαν το μοναστήριον της Βελανιδιάς.
* Κων. Δημητρέας ο ένας εκ των 10. 5
Αι τιμαί της 29ης. Έλαιον 90 χιλ, σιτάρι 50 χιλ, κούκλα 25, ζάχαρη 200, ρύζι Νησιού 120. Και όλα
γενικώς έχουν φθάσει εις απελπιστικήν κατάστασιν. Τα πράγματα κρύπτονται και η απελπισία
εξαπλούται. Βλέπομεν ότι κάθε ελπίς χάνεται και ότι ο χειμών παρουσιάζεται κατά πολύ χειρότερος
του 41. Ο Θεός βοηθός.

1
Αλλού αναφέρεται πως σκοτώθηκαν 45 άνδρες και οι αξιωματικοί Λεων. Νασόπουλος, Ιω. Μπιτσάνης.
Οι τραυματίες ίλαρχος Βρεττάκος, ανθ/γός Σταθόπουλος και αρχιμ. Κοκκίνης, οι ανθ/γοί Κουτσίκος, Γ. Κυ-
ριακόπουλος και 17 άνδρες μεταφέρθηκαν στη μονή Βελανιδιάς, όπου εκτελέστηκαν. Διέφυγαν ο Μαυ-
ροειδής με 12 άνδρες και ο ανθ/γός Π. Πατσάκος με 20 άνδρες. Την επίθεση έκανε το 8ο Σύνταγμα του
ΕΛΑΣ, υπό τους: Ηλ. Καραμούζη, Τάσο Αναστασόπουλο, Ι. Μπασακίδη. Βλ. Κοσιώρης: 1992, σσ. 214-215,
Αναπλιώτης: 1970, σ. 64.
2
Η μάχη της Παλιόχωρας αποτέλεσε το κύκνειο άσμα του ΕΣ, Κοσιώρης: 1992, σ. 216.
3
Δημήτριος Περρωτής, κατοχικός νομάρχης Μεσσηνίας. Εκτελέστηκε στην Πηγάδα του Μελιγαλά το
Σεπτέμβριο του 1944.
4
Τον είχε πυροβολήσει στην οδό Αριστομένους ο Ηλίας Βασιλόπουλος για να ξεφύγει, όταν ο Γερμανός
τράβηξε όπλο. Αργότερα ο Βασιλόπουλος συνελήφθη και εκτελέστηκε.
5
Οι υπόλοιποι εννιά ήταν: Παν. Καπετανάκης, Δημ. Χαρίτος, Κούλης Ανδρεάκος, Βασ. Λημναίος, Χ.
Ασλανιάν, Αγκόπ Φενδιάν, Βαχίλ Μασιάν, Πέτρος Ρόθος, Παν. Τζουβελέκης, βλ. Ντένης Δημητρέας, «Η
μελλοθάνατοι της Καλαμάτας», 2011. Μνημείο των εκτελεσθέντων υπάρχει στο χωριό Τρίοδος.
-113-

Δεκέμβριος 1943
1 Τετάρτη. Εις το ρωσικόν μέτωπον προχωρούν οι Ρώσοι. Εις Ιταλίαν οι Αγγλοαμερικανοί διέβησαν
τον ποταμόν και φθάνουν πλησίον της Ρώμης. Γίνονται τάγματα ασφαλείας εις Αθήνας. Φόβοι
επικρατούν ότι θα έλθουν και εις Καλάμας. Αι τιμαί αυξάνουν εις όλα γενικώς τα είδη. Διαδώσεις
ότι πολύ σύντομα θα γίνουν αποβάσεις εις την Ελλάδαν. Η Ε.Α.Μ. επικρατεί εις όλα σχεδόν τα μέρη.
Γίνονται εκλογαί διαφόρων επιτροπών. Οι Γερμανοί περιορίζονται εις Καλάμας. Ζώμεν ελεύθεροι.
Καλούν τους μονίμους αξιωματικούς και τους υπ/κούς. Φοβούνται δια τα τάγματα ασφαλείας.
Ιανουάριος 1944
Σάββατον 1. 1-10. Αι τιμαί. 65 σιτάρι, 200 χιλ. ελαιόλ, παπούτσια 2.600.000 δραχ. και γενικώς όλα
τα είδη αυξάνουν διαρκώς. Πολλαί διαδόσεις περί ταγμάτων ασφαλείας. Εις Γιά[;]1 μεγάλαι
συγκρούσεις με τα Τάγματα Ασφαλείας και Γερμανούς μετά της Ε.Α.Μ.
9η Κυριακή. Ήρχισαν σκληραί μάχαι και διεξάγονται έξωθεν των Καλαμών προς την Αλαγωνίαν.
Διεκόπη η συγκοινωνία με τας Καλάμας. Φόβοι ότι θα έλθουν και εδώ.
10. Αι μάχαι εξακολουθούν. Οι Γερμανοί χρησιμοποιούν και πυροβόλα. Καίουν το χωριό
Χανάκια2και του Σπυρίδου τα Χάνια. Γίνονται εγγραφαί εις τα Σχολεία των μαθητών δια να αρχίσουν
τα μαθήματα.
11. Διαδόσεις ότι οι Γερμανοί μαζύ με τα τάγματα ασφαλείας προχωρούν προς την Αλαγωνίαν.
Την εσπέραν φωτοβολίδες προς την Αγίαν Σιών και ακούγονται πολυβολισμοί. Αγωνία και φόβοι
μεγάλοι. Εις Πειραιά σφοδρός βομβαρδισμός παρά Αμερικανικών και Αγγλικών αεροπλάνων. Αι
εφημερ. 1200 νεκρούς και 800 τραυματίας. Ειδήσεις. Ανέρχονται οι νεκροί άνω των 30 χιλ.
Εκκένωσις του Πειραιώς. Φόβοι μεγάλοι. Όλοι γενικώς οι άνδρες φεύγομεν εις σπήλαια και
καλύβας. Πολλά οικιακά πράγματα κρύβονται.
13 Πέμπτη. Την πρωίαν κύκλωσις του φυλακίου Αλμυρού. Φόνος 10 ανθρώπων (5 κατοίκων, 2
ξένων και 3 ανταρτών). Καταστροφή του Αλμυρού. Καύσις των περισσοτέρων οικιών. Η αγωνία
κορυφούται.
15η. Καύσις 4 οικιών εις Σέλιτσαν. Διάλυσις μαχητικών ομάδων. Μάχη εις Μηλέαν. Η Μάνη
κυριεύεται παρά των Γερμανών και ταγμάτων ασφαλείας.
20-25. Η Ε.Α.Μ. διελύθη εις ολόκληρον την Μάνην. Μάχαι γίνονται εις Μεσσηνίαν. Γίνονται
συλλήψεις και πολλούς μεταφέρουν εις Τρίπολιν. Αι εξωτερικαί ειδήσεις καλαί.
Την 23 και 26ην ήλθον εις Καλάμας τρία Αγγλικά αεροπλάνα τα οποία εμυδραλιοβόλησαν. Τα
εκτύπησαν δια των πυροβόλων και αντιαεροπορικών. Αι τιμαί των πραγμάτων αυξάνουν. Γνώμαι
επικρατούν περί αποβάσεων. Η συγκοινωνία μόνον δι’ αυτοκινήτων ετακτοποιήθη.
Φεβρουάριος 1944
Απεκατεστάθη η τάξις εις Καλάμας. Περί ανταρτών ουδεμία πληροφορία υπάρχει.
4. Αι συμπλοκαί εξακολουθουν εις Μεσσηνίαν αιματηραί μεταξύ ανταρτών, ταγμάτων ασφαλείας
και Γερμανών.
5 Σαββάτον. Εις Καλάμας πολλαί συλλήψεις. Φόνος 10 Γερμανών εις Μεσσηνίαν. Καύσις 3
χωρίων.3
6 Κυριακή. Ησυχία. Εις Πυλίαν συμπλοκαί και καύσις 2 χωρίων.
7. Νέαι συλλήψεις εις Καλάμας. Φόβος μέγας και τρόμος. Η αγωνία δεν περιγράφεται.
8 Τρίτη. Αι συλλήψεις εξακολουθούν. Την νύκταν εγένοντο εκτελέσεις εις το Σύνταγμα. Τους
οποίους μετέφερον δι’ αυτοκινήτων εις τα Σφαγεία και τους έρριξαν εντός λάκων. Εκτέλεσαν από

1
Γιάννιτσα, μάλλον.
2
Παλιά ονομασία του οικισμού Κάτω Καρβέλι Αλαγονίας.
3
Ενέδρα του ΕΛΑΣ σε γερμανική αυτοκινητοπομπή κοντά στον Άγιο Φλώρο. Σε αντίποινα οι Γερμανοί
έκαψαν τον Άγιο Φλώρο και πολλά σπίτια στα χωριά Χριστοφιλέικα και Σκάλα.
-114-

320-350 εκ των συλληφθέντων.1 Φρίκη! Θρήνος και κλαυθμός των γυναικών έξωθεν του Συν/τος.
Δεν ημπορώ να περιγράψω την ψυχολογικήν μας κατάστασιν της 9ης.
10 και 11. Αι συλλήψεις έπαυσαν. Οι Γερμανοί ζητούν να ταχθή ο Ελληνικός λαός με την
Γερμανίαν. Ο Φρούραρχος δηλώνει, εάν κακοποιήσουν και άλλους Γερμανούς θα προβώ εις πολύ
σκληρότερα αντίποινα. Τιμαί 140 χιλ. σιτάρι. 325 χιλ. λάδι. 3 εκατομμύρια ο πήχης το μάλλινο
ύφασμα. 800 χιλ. η ζάχαρι. Διεκόπη η συγκοινωνία. Τα είδη όλο και αυξάνουν. Η ζωή γίνεται
απελπιστική. Δεν γνωρίζομεν ποία τύχη μας αναμένει.
12 Σάββατον. Εις την Κεντρ. Πλατείαν Καλαμών εκρεμάσθη ο Ηλίας Βασιλόπουλος,2 διότι ούτος
εφόνευσεν ετραυμάτ. την 13 Ν/ρίου 43 έναν Γερμανόν. Ειδοποίησις να αλλαχθούν οι ταυτότητες.
13-15. Ησυχία επικρατεί εις Καλάμας. Συνεχείς βροχαί επί 10ήμερον. Εκ Καρδαμύλης και μέσα η
Οργάνωσις ανασυγκροτείται. Απολύθησαν οι αξ/κοί τους οποίους είχαν καλέσει προ 2-3 μηνών.
Τους περισσοτέρους τους κράτησαν μέχρι την 19ην. Ησυχία επικρατεί.
19η Σάββατον. Εις Άγιον Φλώρον εκτύπησαν 4 γερμανικά αυτοκίνητα και εφόνευσαν 11
Γερμανούς.
20η. Τους έφερον εις Καλάμας. Καύσανε όλα όσα είχαν μείνει σπίτια εις Άγιον Φλώρον, Σκάλα και
Τσουκαλέϊκα. Φόβοι ότι θα κάνουν σκληρά αντίποινα. Πολλοί Καλαματιανοί ήλθαν δια να
γλυτώσουν.
21. Ανησυχίαι μεγάλαι. Εμάθομεν ότι εις Καλάμας συνέλαβον μερικούς. Την 11ην ώραν
νυκτερινήν ηκούσθησαν προς την Σέλιτσαν άνω των 150 πυροβολισμών. Οι κάτοικοι πανικόβλητοι
έφυγον εκ των οικιών των. Η ζωή γίνεται μαρτυρική, αφ’ ενός του επισιτισμού, αφ’ ετέρου των
ταραχών.
22 Τρίτη της Τυρινής. Ησυχία επικρατεί.
25. Ειδήσεις ότι εις την Αβία3 εφόνευσαν 11 Γερμανούς και εκτέλεσαν αρκετούς εκ των
κρατουμένων εις Τρίπολιν. Ευρίσκομαι εις Καλάμας και περί ώραν 1ην μ.μ. εφόνευσαν έναν της
Ασφαλείας. Φόβοι ότι θα κάνουν συλλήψεις. Η αγωνία των ανθρώπων δεν περιγράφεται. Δεν
έγιναν όμως συλλήψεις. Εις Αγίαν Σιών εγένετο φυλάκιον.
26 και 27. Η κατάστασις εμπνέει μεγάλας ανησυχίας.
Την 29ην επληροφορήθημεν ότι εις την Αβίαν4 εκτελέσθησαν άπαντες πλην 6-8. Από Δολούς
μόνον ο υιός του Κουτρέα εγλίτωσεν. Οι άλλοι εκτελέσθησαν. Ο Επαμ. Ρουμπέας και περί τους 13
Δολιανούς. Είδησις ότι θα έλθουν αντάρται απόψε. Πράγματι περί την 10ην νυκτερινήν ήλθον και
συνέλαβον τον Κων. Κωνσταντινέαν, την σύζυγόν του 5 και άλλους. Νύκτα αγωνίας και τρόμου.
Ηκούσθη την νύκταν και κρότος μέγας. Εγένετο ανατίναξις μιας μικράς γεφύρας εις θέσιν Μικρ.
Μαντίνειαν.
Μάρτιος 1944
1. Ο καιρός καθ’ όλον τον μήνα Φεβρουάριον βροχερός. Και εξακολουθεί. Μεγάλη αγωνία και
φόβος επικρατεί.
2. Εις Δολούς εγένοντο αρπαγαί πραγμάτων εκ των οικιών.
3. Εις Καλάμας απόλυτος ησυχία επικρατεί. Εκ των φυλακών Τριπόλεως ολίγοι αφέθησαν
ελεύθεροι και αι γυναίκες, οι δε λοιποί εκτελέσθησαν. Εις την περιφέρειαν Καλαμών
υπελογίσθησαν άνω των χιλίων εκτελέσθησαν. Πολλαί γυναίκες εμαυροφόρεσαν. Εις Δολούς
ανέρχονται εις 21. Τα είδη ανέρχονται.
1
Η εκτέλεση έγινε στο στρατόπεδο του 9ου Συντάγματος από τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής. Οι νεκροί
τάφηκαν κοντά στα δημοτικά σφαγεία, στη Δυτική Παραλία. Μνημείο με ονόματα εκτελεσθέντων (όχι
όλα) υπάρχει στο νεκροταφείο Καλαμάτας.
2
Τον κρέμασαν σε μια κολόνα του τραμ, στην πλατεία 23ης Μαρτίου.
3
Στην περιφέρεια του τέως δήμου Αβίας, όχι στο χωριό Αβία (Παλιόχωρα).
4
Στον τέως δήμο Αβίας.
5
Κων/νος Ηλ. Κωνσταντινέας (1901-76) και Μαρίκα (1899-1989) από την Μικρή Μαντίνεια.
-115-

8η. Το έλαιον 700 χιλ. Σίτος 270 χιλ. Παπούτσια άνω των 15 εκατομυρίων. Ειδήσεις περί Τουρκίας
ότι εξήλθεν εις πόλεμον υπέρ της Γερμανίας. Ο καιρός εξακολουθεί βροχερός.
Επικρατεί επί του παρόντος ησυχία. 9η.
Κυριακή 12. Ήλθον Γερμανοί και Τάγματα Ασφαλείας και αφήρεσαν πράγματα από μερικούς της
Ε.Α.Μ. Εκαταλάβαμεν ότι θα προβούν και εις συλλήψεις. Εις τας 11 του μηνός εφόνευσαν μεταξύ
Σπάρτης και Τριπόλεως 10-15 Γερμανούς, δι’ αυτό οι τρεις νομοί Αρκαδίας, Μεσσηνίας και
Λακωνίας κηρύσονται εις κατάστασιν πολιορκίας επί 8ήμερον και μόνον είναι ελευθέρα η
κυκλοφορία από 9 π.μ. μέχρι 12 μεσημβρινής ώρας από 15-22 του μηνός. Αι Καλάμαι μόνον επί
διήμερον. Γίνονται εις Καλάμας συλλήψεις. Εκτέλεσαν ως αντίποινα εις Τρίπολιν 200 εκ των
κρατουμένων. Η συγκοινωνία Αθηνών διεκόπη τελείως. Μεγάλαι ταραχαί γίνονται.
Την 22αν δημοσιεύουν αι εφημερίδες ότι μάχονται εις Δνίστερον. Φαίνεται καθαρά ότι οι Ρώσσοι
εισήλθον εις Ρουμανίαν. Εις τα Αγγλοαμερικανικά μέτωπα στασιμότης. Η κατάστασις γίνεται
αφόρητος. Περί Τουρκίας ουδείς λόγος γίνεται.
28. Οι αντάρται κτυπούν την Σέλιτσαν. Λαμβάνουν μέρος και οι Γερμανοί. Πίπτουν πολλοί
πυροβολισμοί και κανονιοβολισμοί. Θύματα 7 αντάρτες και 4 Σελιτσάνοι. Καίουν οι αντάρτες 6
σπίτια. Η μάχη παύει την 10ην πρωϊνήν. Είμεθα πολύ φοβισμένοι. Ευτυχώς όμως δεν έγινε τίποτε
άλλο. Εις Μεσσηνίαν γίνονται συγκρούσεις.
Απρίλιος 1944
1. Τα πράγματα υψώνονται. Ειδήσεις. Τα Ρωσικά στρατεύματα εισήλθον εις Ρουμανίαν.
Επανάστασις εις Ρουμανίαν και Ουγγαρίαν. Συνεχείς επισκέψεις των αεροπλάνων εις Καλάμας.
Φαίνεται ότι η ώρα της αποβάσεως έφθασεν.
4-4-44. Εις Κάϊρον παρετήθη ο πρωθυπουργός Τσουδερός δια στρατιωτικούς λόγους και
επρότεινεν να παραλάβη ο Σοφοκλής Βενιζέλος υπουργός Ναυτικών αντί αυτού.
6. Αι ειδήσεις καλαί. Σιτάρι ήλθεν εις Καλάμας αρκετόν και γίνεται ανταλλαγή 1 οκ. ελ. προς 3 οκ.
Εις την Ιταλίαν αι επιχειρήσεις στάσιμοι.
13. Μεγ. Πέμπτη. Ψευδείς ειδήσεις ότι συνεμάχησαν η Γερμανία με τους Άγγλους και
Αμερικάνους. Πολλαί και ποικίλαι διαδόσεις. Ανησυχίαι μεγάλαι. Διήλθομεν τα αγίας ημέρας του
Πάσχα ουχί καλώς.
18-20. Μάχαι σκληραί εις Μεσσηνίαν μεταξύ ταγμάτων ασφαλείας και της Ε.Α.Μ. Εις Μελιγαλά
πολύνεκρος. Αφίχθη εις Καλάμας ο Παπαδόγγονας με πολλούς οπαδούς του.
11. Μ. Τρίτην εγένετο ενταύθα συμπλοκή μεταξύ ανταρτών και ταγμάτων και Γερμανών.
Ετραυματίσθησαν δύο ταγματασφαλίτες. Φόβοι αντιποίνων. Διαδώσεις λυπηραί.
Μάϊος 1944
Εφόνευσαν μεταξύ Τριπόλεως Σπάρτης τον Φρούραρχον Τριπόλεως και διοικητήν Πελοποννήσου.
Έκαυσαν 10 οικίας εις Καλάμας.
Την 2αν την νύκταν προς την 3ην, εις Καλάμας, πιο πάνω από τα κρεοπωλεία, εξετέλεσαν 37
άνδρας και 3 γυναίκας ως αντίποινα.1
Την 4ην ήμουν εις Καλάμας. Κατά την μεσημβρίαν έρριψε άγνωστος μίαν χειροβομβίδαν εις το
Τμήμα Ασφαλείας, εις το σχολείον πλησίον Αγ. Ταξιαρχών. Βαρέως τραυμ. Ταγμάτων Ασφαλείας 3-4
και ελαφρώς 4. Πολλοί πυροβολισμοί. 1½ ώρα απηγορεύθη η κυκλοφορία. Φόβοι περί συλλήψεων.
Τα πράγματα έχουν πολύ οξυνθή. Αι τιμαί των πραγμάτων. Λάδι 2.350.000 δρ. Σίτος 780.000 δραχ.
Πατάτες 500.000. Ζάχαρι 2.800.000 δραχ και γενικώς όλα βαίνουν σε αστρονομικές τιμές. Παντού
γίνονται αιματηρά επεισόδια. Φρίκη και απελπισία παντού. Ο Θεός βοηθός.
5ην. Ησυχία επικρατεί. Κίνησις πολλών αεροπλάνων.
7ην Κυριακή. Την πρωΐαν ηκούσθησαν πολλοί πυροβολισμοί εις Μικράν Μαντινείαν. Φόβοι περί
συγκρούσεως. Επρόκειτο όμως περί Γερμανών και Ταγματοασφαλιτών οίτινες εβάδιζον δια Κάμπον.

1
Ηλ. Μπιτσάνη, «Οι εκτέλεσεις της Πρωτομαγιάς», εφ. Ελευθερία, 30/4/2013.
-116-

Εις Σωτηριάνικα έκαυσαν 3 σπίτια (οι καπνοί αυτών εσκέπασαν τα βουνά). Εις Βαρούσια έκαυσαν
άλλα δύο. Περί ώραν 2½ μ.μ. ενώ είμεθα ήσυχοι άξαφνα όμως ηκούσθησαν πυροβολισμοί και
καπνοί εκάλυψαν την Παλιόχωραν. Ήλθον εκ Δολών οι Ταγματοασφαλίται επιστρέφοντες εις
Καλάμας. Έκαυσαν δύο οικίας (Ανδρ. Λεουτσέα και Νικ. Γεωργουλέα), τους οποίους και συνέλαβον.
Τον μεν Ανδρέαν εκτέλεσαν εις Αρχοντικόν1, τον δε Νικήταν2 μετέφερον εις Καλάμας. Η ανησυχία
και η συγκίνησις δεν περιγράφεται.
8. Διαδόσεις ότι εις Μάνην πήγαν εκ Γυθείου Τάγματα Ασφαλείας. Φόβοι περί συγκρούσεων.
10. Εγένετο μάχη εις Σελίνιτσαν. Εφονεύθησαν περί τους 120 άνδρας εκ των δύο παρατάξεων. 5
πρωϊνή έως 10 εσπερινή. Την εσπέραν πήγαν εκ Καλαμών 4 βενζινάκατοι με Γερμανούς προς
βοήθειαν. Ήλθον και εξ Αρεοπόλεως προς βοήθειάν του.
11. Ανεχώρησεν δια Καλάμας ο Κατσαρέας3. Μάχαι σκληραί γίνονται εις Μεσσηνίαν. Αι τιμαί λάδι
7.000.000 δραχ., σιτάρι 2.000.000, σιγάρα 50 χιλ. και γενικώς όλα αυξάνουν. Η ζωή γίνεται
μαρτυρική.
Την 19ην κηρύσσεται πολεμική ζώνη ολόκληρος η Πελοπόννησος. Αι ώραι κυκλοφορίας 6 π.μ. - 6
μ.μ. Η συγκοινωνία των ορεινών χωρίων διεκόπη. Επίσης, κάθε συγκοινωνία με Αθήνας. Όλος ο μην
ούτος διήλθεν μετ’ αγωνίας και φόβου.
Ιούνιος 1944
Συμφιλίωσις κομμάτων4.
4η. Πτώσις της Ρώμης και απόβασις εις Γαλλίαν. Αι ειδήσεις πολύ καλαί.
Την 5ην απηγόρευσαν την συγκοινωνίαν με τας Καλάμας οι αντάρται έως 15ης. την. Εις
Μεσσηνίαν μεγάλαι και πολλαί πυρκαϊαί εις χωρία. Θερισμός σιτηρών αντεδραστών[;]
Την 10ην και περί ώραν 8½ βραδινήν ήλθον δύο βενζινόπλοια εκ Καλαμών, τα οποία εκτύπησαν οι
αντάρται και αυτοί εκτύπησαν δια των μυδραλίων. Φόβοι περί κανονιοβολισμού. Νυξ φόβου και
αγωνίας.
11. Η ημέρα διήλθεν ηρέμως. Τα είδη εσημείωσαν πτώσιν. Αι ειδήσεις λαμπραί.
12. Μάχαι γίνονται εις Αλαγωνίαν μεταξύ ανταρτών και ταγματοασφαλιστών μαζί με Γερμανούς.
15. Εις Καλάμας εδολοφόνησαν τον ταγματάρχην Γεωργανάν 5. Λέγουν ο δολοφόνος είχεν ενδυθή
γυναικεία φορέματα. Το απόγευμα έκαυσαν 5 οικίας και την νύκταν εκτέλεσαν ως αντίποινα 27
άνδρας και 5 γυναίκας6. Την 17ην απεβίωσεν. Τα τάγματα υπερίσχυσαν εις Αλαγωνίαν, οι δ’
αντάρται αποσύρονται εις τα βουνά. Ήλθον εις Αλμυρόν υπέρ των 60 Γερμανοί.
20. Ήλθαν εις Κάμπον και έκαυσαν 3 οικίας. Φαίνεται ότι έχουν απόφασιν δια την τελείαν
εκκαθάρισιν.
22. Μέχρι σήμερον ησυχία επικρατεί. Μάχη δεν εγένετο. Φεύγουν εκ Μάνης και οι αντάρται
φαίνονται πάλιν. Κατά διαδώσεις ότι εις Σπάρτην, Μυστρά και εις άλλα μέρη υπερισχύουν οι
αντάρται. Κατάληψις Χερβούργου. Εις όλα τα μέτωπα οπισθοχωρούν οι Γερμανοί.

1
Τον Ανδρέα Παν. Λεουτσέα (1896-1944) λέγεται πως τον σκότωσε ο αδερφός του υπολοχαγού Ιωάννη
Μπιτσάνη που είχε εκτελεστεί μετά τη μάχη της Παλιόχωρας, θεωρώντας πως ο Λεουτσέας ήταν ένας εκ
των εκτελεστών του, κάτι που δεν ίσχυε.
2
Ο Νικήτας Παν. Γεωργουλέας (1891-1945) εγλίτωσε.
3
Πάνος Κατσαρέας (1912-47), υπαξιωματικός από τον Άγ. Νίκωνα. Μετείχε στον ΕΣ και μετέπειτα στα
Τάγματα Ασφαλείας. Το 1946 δημιούργησε τις Εθνικές Αντικομμουνιστικές Ομάδες Κυνηγών (ΕΑΟΚ).
Σκοτώθηκε το 1947, σε ενέδρα ανταρτών στο Γεράκι Λακωνίας.
4
Πιθανότατα εννοεί τη συμφωνία στο Συνέδριο του Λιβάνου (17 ως 20/5/1944) μεταξύ της Κυβέρνησης
του Καΐρου και της ΠΕΕΑ (Κυβέρνησης του Βουνού).
5
Παναγιώτης Ι. Γεωργανάς, ταγματάρχης του Τάγματος Ασφαλείας Καλαμάτας.
6
Κρατούμενοι που εκτελέστηκαν από το Τάγμα Χωροφυλακής Καλαμάτας κοντά στον ποταμό Νέδοντα,
όπου σήμερα υπάρχει το μνημείο τους, Ηλ. Μπιτσάνη, «70 χρόνια από την εκτέλεση 27 πατριωτών στο
Νέδοντα», εφ. Ελευθερία, 21/6/2014.
-117-

Ιούλιος 1944
Την 2αν Κυριακήν και ώραν 1½ μ.μ. εβομβαρδίσθη η Παραλία Καλαμών δια 6 αεροπλάνων.
Υπάρχουν θύματα Γερμανών και μεγάλαι καταστροφαί. Εσυνέχισαν οι βομβαρδισμοί. Όλα τα
μέτωπα βαίνουν αισίως. Γίνονται προτάσεις συμφιλιώσεως.
15. Εις Αρεόπολιν γίνονται μάχαι μεταξύ ταγμάτων και ανταρτών. Απηγορεύθη επ’ αόριστον εις
Καλάμας και εις όλα τα Γερμανοκρατούμενα μέρη η μετάβασις.
20. Απόπειρα εναντίον του Χίτλερ, τραυματισμός αυτού. Εξεράγη μεγάλη επανάστασις εις
Γερμανίαν. Ειδήσεις ότι εις το εξωτερικόν συμφιλιώθησαν οι Έλληνες αναμεταξύ των. Εις ολόκληρον
την Πελοπόννησον διεξάγονται σκληραί μάχαι. Εις Γαργαλιάνους λέγουν ότι εφόνευσαν 85
Γερμανούς. Ως αντίποινα έκαυσαν μερικά χωριά και εσκότωσαν αρκετούς εκ του αμάχου
πληθυσμού.
27. Εις Γερμανίαν η επανάστασις μαίνεται. Υπάρχουν μεγάλαι ελπίδες δια την ταχείαν μεταβολήν
της καταστάσεως. Τιμαί πραγμάτων. 45 εκατ. έλαιον. Σίτος 12-13 εκατ. Ντομάτες 5 εκατ. Πατάτες 6
εκατ. Και γενικώς αυξάνουν.
30. Κυριακή, ώρα 6 περίπου πρωϊνή. Αιφνιδίως εγένετο μέγας σεισμός και μετά 5 λεπτά άλλος,
ισχυρός και αυτός. Τρόμος και θέαμα τραγικόν. Πολλαί οικίαι κατέρευσαν και αι υπόλοιποι άπασαι
διερράγησαν. Το έδαφος εσχίσθη και αυτό και εσείετο συνεχώς και κρότοι ηκούοντο ως τηλεβόλων.
Καθ’ όλην την ημέραν και νύκταν εσυνεχίσθησαν. Εις Σέλιτσαν 2 παιδιά εφονεύθησαν. Δολούς 9.
Βαρούσια 7. Οι δε τραυματίαι ήσαν άνω των 150 ατόμων. 1
31. Οι σεισμοί εξακολουθούν. Άπαντες μένομεν εις το ύπαιθρον.

Αύγουστος 1944
Αι σεισμικαί δονήσεις και οι κρότοι εξακολουθούν. Αι οικίαι μερικαί κρημνίζονται.
[λείπουν οι σσ. 52 έως 59]
Λειτουργία σχολείων
Σχ. Έτος 1940-41. Από 20 Σεπ/ρίου 1940 έως 28 Οκτωβρίου 1940 -διακοπή. Από 1 Σεπτεμβρίου
1941 μέχρι 22 Δεκεμβρίου 1941 -τέλος.
Μόνον τα Γυμνάσια. Μάϊον και Ιούνιον 1942.
Σχολ. Έτος 1941-42. Από 1ης Σεπτεμβρίου 1942 έως 15-12-42 τέλος.
Σχολ. Έτος 1942-43. Από 8ης Ιανουαρ. 1943 (Γυμνάσια 1ης Φεβρουαρίου 1943).
(Πρωϊνές ώρες από 1 Σεπτ. 1941 έως 12 Ιουνίου 1943)
Λήξις του σχολ. έτους 1942-43, 12ην Ιουνίου 1943.
Σχολ. Έτος 1943-44
Αι εγγραφαί ήρχισαν την 20ην Σεπτεμβρίου 1943.
Μαθήματα ήρχισαν την 20ην Φεβρουαρίου 1944. Πρωϊνά.
Διακοπή μαθημάτων την 17 Ιουνίου 1944.

Απόσπασμα του ημερολογίου δημοσίευσα στη


«Μανιάτικη Αλληλεγγύη», 190 (Ιαν. 2015).

1
Ο σεισμός σήμανε το τέλος του μεσόγειου οικισμού της Μικρής Μαντίνειας που υπέστη πολλές ζημιές.
Οι κάτοικοι μετοίκησαν ομαδικά στην παράλια ζώνη, κοντά στους Μύλους, δημιουργώντας τη σημερινή
Μικρή Μαντίνεια. Στον αρχικό οικισμό απέμεινε η επωνυμία «Παλιό Χωριό».
-118-

ΛΑΜΠΡΟΣ Π. ΚΟΤΣΩΝΗΣ
[επιμέλεια]

Αρχείο Παύλου Κοτσώνη


Ο Παύλος Κοτσώνης (1923-2008) γεννήθηκε στην Παλιόχωρα.
Ο πόλεμος του ’40 τον βρήκε μαθητή της Στ΄ Γυμνασίου. Τοποθε-
τήθηκε χειριστής του τηλεφωνείου-τηλεγραφείου Αβίας, το ο-
ποίο τότε στεγαζόταν στο σχολικό κτίριο, όταν επιστρατεύτηκε ο
δάσκαλος Επ. Μπασέας που ήταν υπεύθυνος. Στο αρχείο του
διασώθηκε το τετράδιο του τηλεγραφείου, με καταχωρίσεις από
23 Νοεμβρίου ως 30 Δεκεμβρίου 1940. Είναι ένα πολύ ενδιαφέ-
ρον τεκμήριο από την κρίσιμη πρώτη περίοδο του ελληνοϊταλι-
κού πολέμου, από το οποίο παίρνουμε μια αυθεντική εικόνα
των μετόπισθεν. Μετά την κατάρρευση του μετώπου κατάφερε
να διαφύγει στη Μέση Ανατολή, όπου έφτασε με περιπετειώδη
τρόπο. Πολέμησε στο Ελ Αλαμέιν και στα πεδία Ρίμινι και Ρουβί-
κωνα κατά τη συμμαχική απόβαση στην Ιταλία. Είχε την πρόνοια
να κρατήσει ένα συνοπτικό ημερολόγιο, το οποίο διασώθηκε
στο αρχείο του. Το δημοσιεύουμε ως φόρο τιμής στους αγωνι-
στές της ελευθερίας εκείνης της εποχής.
Μεταπολεμικά ο Παύλος Κοτσώνης επέστρεψε στα ειρηνικά έργα.
Εργάστηκε στη Βρετανική Πρεσβεία και τιμήθηκε με το
Β.Ε.Μ. (British Empire Medal) King George V. Υπήρξε άνθρω-
πος της παρέας, με δηκτικό χιούμορ και ποτέ δεν έχανε το κέ-
φι του. Το σπίτι του στα Κοτσωνέικα Βράχια ήταν ανοιχτό για
φιλικές συναθροίσεις και πάντα είχε κρυμμένη μια μπύρα στο
ψυγείο, «πίσω από το πεπόνι» όπως έλεγε, για τον απρόσμε-
νο μουσαφίρη. Με τη σύζυγό του Ελευθερία Τσιριγώτη απέ-
κτησε έναν γιο, το Λάμπρο, με την επιμέλεια του οποίου δη-
μοσιεύονται τα δύο προαναφερθέντα τεκμήρια.
Στο Τετράδιο Τηλεγραφείου Αβίας έχουν καταγραφεί 72 ει- Το μετάλλιο της Βρετανικής
σερχόμενα τηλεγραφήματα. Ξεκινά από αρ. πρωτ. 46.834 και Αυτοκρατορίας King George V με
φτάνει ως 51.252, δηλαδή στο πρωτόκολλο υπάρχουν 4.418 τα αρχικά E II R της βασίλισσας
Ελισάβετ ΙΙ.
εγγραφές, σε διάστημα 38 ημερών (23/11 ως 30/12). Λογικά,
οι 4.418 εγγραφές δεν αφορούσαν μόνο τηλεγραφήματα, εισερχόμενα-εξερχόμενα, διότι είναι
τεράστιος αριθμός, αλλά και υπηρεσιακά έγγραφα που πρωτοκολλούνταν. Από τα 72 εισερχό-
μενα τηλεγραφήματα, τα 27 είναι προσωπικά: ενημερωτικά, ευχετήρια και στρατευμένων προς
τους οικείους τους. Τα υπόλοιπα 45 είναι ανακοινώσεις και εντολές της διοίκησης, με σκοπό να
τονωθεί το φρόνημα των αμάχων και να οργανωθεί στα μετόπισθεν η προσπάθεια ενίσχυσης
των στρατιωτών με πλέξιμο καλτσών, εράνους, οικονομικά βοηθήματα κλπ. Η ανάγνωσή τους
μάς δίνει μια εικόνα του κλίματος που επικρατούσε στον πληθυσμό και στην Αβία φυσικά.
Θ. Μπελίτσος, Σεπτέμβριος 2016.
-119-

Τετράδιον Τηλεγραφείου Αβίας


(23/11 ως 30/12/1940)

«Τετράδιον Τηλεγραφίου Αβίας», Π. Κοτσώνης [υπογραφή] 23/11/40.


Παύλος Κοτσώνης και Ιωάννης Σπ. Γεωργουλέας, μαθητές Ε΄ Γυμνασίου (7/6/1940).

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

Οι σημειώσεις του τηλεγραφείου έπεσαν στα χέρια μου, όταν ο πατέρας μου μού
παρέδωσε το αρχείο του μαζί με τα σχολικά του τετράδια και βιβλία στις αρχές του
1990. Εκεί έκανα μια μικρή έρευνα ρωτώντας τον ίδιο και τον αδερφό του Κωνστα-
ντίνο Κοτσώνη, ώστε να τα δακτυλογραφήσω και να τα παραδώσω όμορφα τυπωμένα
στον ίδιο και στην επόμενη γενιά του!
Πιθανή τοποθέτηση τηλεφώνου και τηλε-
φωνικής γραμμής στο Σχολείο της Παλιόχω-
ρας, το 1924. Μετά πήγε στου μπάρμπα-
Σπύρου Γεωργουλέα το μαγαζί, από όπου
το πήραν αντάρτικες οργανώσεις το 1943,
μετά από απόφαση που βγήκε σε συγκέ-
ντρωση στο Κάστρο Καπετανάκη. Έκτοτε α-
1
γνοείται η τύχη του . Στο σχεδιάγραμμα ει-
κονίζεται το εσωτερικό του σχολείου. Κάθε
τηλεγράφημα φέρει κωδικοποιημένες εν- Σχεδιάγραμμα του εσωτερικού του Σχολείου,
δείξεις. Ακολουθεί μια επεξήγηση των με τη θέση του τηλεφωνείου.
ενδείξεων του πρώτου τηλεγραφήματος ώστε να γίνουν κατανοητές στον αναγνώστη.

ΚΑΛΑΜΩΝ 1068 98 23 19:00 46834


Τόπος Αρ. πρωτοκόλλου Αριθμός Ημερομηνία Ώρα Αρ. πρωτοκόλλου
αποστολής αποστολέα λέξεων [11 ή 12/1940] παραλήπτη

Λάμπρος Π. Κοτσώνης

1
Προπολεμικά το κοινοτικό τηλέφωνο ήταν στο σχολείο. Το πρωί υπεύθυνος ήταν ο δάσκαλος. Τις υπό-
λοιπες ώρες ο πρόεδρος της κοινότητας όριζε κάποιους που πήγαιναν με βάρδιες, αμισθί φυσικά. Μετα-
πολεμικά το τηλεφωνείο είχε ο Σπύρ. Γεωργουλέας ως τη δεκ. ’70 και έπειτα ο Θεόδ. Μπελίτσος.
-120-

Πρωτοχρονιά 1940. Στην είσοδο του Δημοτικού Σχολείου Αβίας ο Παύλος Κοτσώνης (δεξιά)
και οι αδελφοί Ιωάννης (μέση) και Χρήστος Σπ. Γεωργουλέας (αριστερά).

Τα τηλεγραφήματα
Αναφέρονται με τη σειρά που υπάρχουν στο Τετράδιο τα τηλεγραφήματα που έχουν
καταχωρηθεί, με τη συνοδεία κάποιων επεξηγηματικών σχολίων.
ΚΑΛΑΜΩΝ 1068-98-23-19-46834
1
Προέδρους Κοινοτήτων Νομού, Αστυνομικάς Αρχάς.
Προκειμένου Αστυνομία εκδίδουσα δελτία ταυτότητος μετακινουμένους δήμαρχος και πρόεδρος χορη-
γήσουν ασυζητητί αιτούντας σημείωμα υπηρεσιακόν και όχι πιστοποιητικόν με υπογραφήν και σφραγίδα
εμφανήν αριθμόν μητρώου και έτος γεννήσεως εφ απλού χάρτου. STOP. Επί τη προσκομίσει τούτου φω-
τογραφίας και 5 δρχ χαρτοσήμου, Αστυνομία εκδίδει δελτίον ταυτότητος. STOP. Λόγω ανυπαρξίας φωτο-
γράφων κοινότητος προς διευκόλυνσιν ταξιδευόντων κατόπιν διαταγής τηλεφωνικής υφυπουργείου
Ασφαλείας, Αστυνομικαί Αρχαί μετά εξετάσεως σκοπού ταξιδίου επιτρέπουσιν ταξίδιον χορηγούντες
σημείωμα όπερ ισχύει δι’ εν ταξίδιον μόνον υποχρεουμένων ταξιδεύοντας εφοδιασθή δια φωτογραφίας
και δελτίου ταυτότητος. Νομάρχης, Παπαδήμας

Έχει αφιχθεί την 23/11/1940 στο τηλεγραφείο στις 19:00.


Αναφέρεται στη γραφειοκρατική διαδικασία έκδοσης δελτίου ταυτότητος. Ο έλεγχος των
μετακινουμένων πολιτών στο εσωτερικό της χώρας είναι εμφανής! Αποτέλεσμα της εμπόλεμης
κατάστασης και της δικτατορικής κυβερνήσεως της εποχής εκείνης.
Σύμφωνα με μαρτυρία του θείου Ντίνου Κοτσώνη, οι υπογραφές αναφέρονται στο νομάρχη
εκείνης της εποχής ΑΓΓΕΛΟ ΠΑΠΑΔΗΜΑ, ο οποίος ήταν παλιός στρατιωτικός και ο αδερφός του
2
ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΔΗΜΑΣ ήταν υφυπουργός Ενόπλων Δυνάμεων.

ΚΑΛΑΜΩΝ 1087-46-24-13:25-46868
Προέδρους Κοινοτήτων Νομού.

1
Πρόεδρος της κοινότητας Αβίας ήταν ο Σπύρος Χρ. Γεωργουλέας. Ο υιός του Αντρέας, μαθητής του
δημοτικού τότε, θυμάται, το πρωί της Δευτέρας 28 Οκτωβρίου 1940, το δάσκαλο Επ. Μπασέα να
κατηφορίζει κατηφής το δρόμο από το σχολείο προς το σπίτι τους, για να παραδώσει στον πατέρα του το
τηλεγράφημα με την κήρυξη του πολέμου και την κλήση να μεταβεί στην Καλαμάτα για να παραλάβει
φάκελο με οδηγίες για την επιστράτευση. [σημ. Θ.Μ.]
2
Ο νομάρχης Μεσσηνίας Άγγελος Δημ. Παπαδήμας από την Πυλία ήταν απότακτος λοχαγός από το 1923,
για συμμετοχή στο κίνημα Λεοναρδόπουλου-Γαργαλίδη. Αδερφός του ήταν ο συνταγματάρχης ε.α. Ν.
Παπαδήμας (1890-1964), υφυπ. Στρατιωτικών (1936-41), έμπιστος συνεργάτης του Μεταξά. [σημ. Θ.Μ.]
-121-

Ανακοινωθέν 23 Νοεμβρίου. STOP. Προέλασις στρατευμάτων μας συνεχίζεται ακάθεκτος καθ’ όλην
γραμμήν μετώπου. STOP. Ποσότης εγκαταλειπωμένων λαφύρων συνεχώς αυξάνει. STOP. Αιχμάλωτοι Κο-
ρυτσάν ανέρχονται εις πολλάς χιλιάδας. STOP. Εχθρικά πολεμικά επέδραμον εναντίον νήσου Σάμου άνευ
1
αποτελέσματος. Νομάρχης, Θαβιδόπουλος

Ληφθέν την 24/11/40 στις 13:25, αναφέρεται σε πολεμικό ανακοινωθέν της 23/11/40.
Αναφέρεται στην προέλαση δυτικώς των συνόρων παρ’ όλες τις αντίξοες πολεμικές και καιρι-
κές συνθήκες. Εκείνη την ημέρα κατελήφθησαν τα υψώματα Μάλι Ποσπενάνιτ-Λάσοβα και Μά-
λι Βλάσοβετς υψ. 1200μ και η διάβαση Ζιράκοφα λίγα χιλιόμετρα Β και ΒΔ του Λεσκοβικίου. Συ-
νελήφθησαν αιχμάλωτοι και πολεμοφόδια.
Γίνεται μνεία στην προηγηθείσα κατάληψη της Κορυτσάς, το ορμητήριο των Ιταλών προς
Φλώρινα, Θεσσαλονίκη. 1500 αιχμάλωτοι, πολλά πυροβόλα κάθε διαμετρήματος και άφθονο
πολεμικό υλικό πέρασαν στα χέρια του Γ΄ Σώματος Στρατού, 9 ημέρες κράτησε η μάχη. Πολλές
χιλιάδες οι αιχμάλωτοι, 80 ελαφρά και βαρέα πυροβόλα, 55 αντιαρματικά, 20 άρματα μάχης,
250 αυτοκίνητα, 1500 μοτοσυκλέτες και πυρομαχικά άπειρη ποσότητα, καύσιμα, ιματισμός κλπ.
Μνεία στις αεροπορικές επιδρομές των Ιταλών. Ως τότε, σύμφωνα με διάγγελμα του βασιλέ-
ως: νεκροί 604 [120 παιδιά, 274 γυναίκες], τραυματίες 1.070 [425 γυναίκες, 147 παιδιά, 50 βρέ-
φη], 6 σχολεία, 7 νοσοκομεία, 4 κλινικές, 1 φυλακή, 1 ψυχιατρείο, 9 εκκλησίες, κατέρρευσαν
1.200 οικοδομές, ζημιές σε πολλές άλλες. Μέτρια η αποτελεσματικότητα των ιταλικών αεροπο-
ρικών επιδρομών εκείνη την περίοδο.

Εκ ΚΑΛΑΜΩΝ 1101-26-24-20 Πρωτ. 46928


Προέδρους Κοινότητος Νομού. Εις αναφοράς σας δι’ ων υποβάλλονται πρακτικά ενοικιάσεως φόρων
ελαίου να αναγράφεται απαραιτήτως ποία προβλεπομένη παραγωγή ελαίου.
Νομάρχης, α.α. Θαβιδόπουλος

Εκ ΝΕΑΣ ΥΟΡΚΗΣ 19-16-24-Απ. 12


Παναγιώτην Τυρέαν, Αβία. Τηλεγράφησε υγείαν. Εάν έλαβες 100 δολάρια Εθνικήν Τράπεζαν όπου
ευρίσκονται. Αφροδίτη. Ιωάννης Τυρέας.

Εκ ΚΑΛΑΜΩΝ 1113-39-25-10:15-Αρ. 10
2
Τοπικάς Επιτροπάς ΠΥΑΜ Δήμων και Κοινοτήτων Νομού.
Συλλεγόμενον υφ’ υμών μαλλί κατεργασμένον υπό κατοίκων εις λεπτόν νήμα δια κάλτσας. STOP. Το
ούτω κατεργασμένον νήμα θα αποστέλλεται ενταύθα εφ’ όσον αδύνατον αυτώθι πλέξιμον καλτσών.
Διοικητής ΠΥΑΜ Μεσσηνίας, Βασιλόπουλος

ΑΘΗΝΩΝ 26025-7-26-11:30
Νίκον Γονεάκην, Καλάμας, Παλαιόχωρα. Τετάρτην σιδηροδρομικώς. - Ξένη.

ΚΑΛΑΜΩΝ 1157-51-26-13:35-47147
Δήμαρχον Φίλιας Προέδρους Κοινοτήτων.
Καθ’ όλον μέτωπον ημέτερα στρατεύματα προελαύνουν αναγκάζοντα εχθρόν τρέπεται φυγήν. STOP.
3
Στρατηγός Πράτσκα ηυτοκτόνησεν . STOP. Νέον άφθονον πολεμικόν υλικόν περιήλθε εις χείρας μας.
STOP. Ήγγικεν πτώσις Αργυροκάστρου. STOP. Εχθρική αεροπορία εβομβάρδισεν πόλεις και χωρία εσωτε-
ρικού άνευ στρατιωτικής σημασίας. STOP. Ενισχύσατε αγωνιζομένους και έθνος.
Νομάρχης, α.α. Θαβιδόπουλος

1
Παρακάτω σημειώνεται ως Θιβαδόπουλος ή Θιβιδόπουλος. Πρόκειται μάλλον για τον Δημήτριο Θοιβι-
δόπουλο, υποψήφιο βουλευτή Αττικοβοιωτίας με τον Ελληνικό Συναγερμό το 1951. [σημ. Θ.Μ.]
2
Π.Υ.Α.Μ.: Περιφερειακή Υπηρεσία Αλληλεγγύης Μετώπου. [σημ. Θ.Μ.]
3
Ο στρατηγός Βισκόντι Πράσκα (1883-1961) ήταν επικεφαλής της ομάδας σχεδιασμού της επίθεσης στην
Ελλάδα και αρχηγός των ιταλικών δυνάμεων εισβολής. Μετά την αποτυχία ο Ντούτσε τον αντικατέστησε
με τον Ομπάλντο Σοντού. Όμως, δεν αυτοκτόνησε, όπως διέδιδε η ελληνική προπαγάνδα. [σημ. Θ.Μ.]
-122-

Ελήφθη 26/11/1940 στις 13:35. Αναφέρεται στην υποχώρηση των Ιταλών. Αφήνουν τον ποτα-
μό Λεγκαρίτσα και συμπτύσσονται στην Κλεισούρα. Για το πολεμικό υλικό που αναφέρει, πρό-
κειται για σύλληψη 77 αιχμαλώτων. Το Αργυρόκαστρο έπεσε στα χέρια των Ελλήνων μετά από
υποχώρηση των Ιταλών στις 8/12/1940.

ΚΑΛΑΜΩΝ 1189-44-29-20:35-470505
Προέδρους Κοινοτήτων Νομού.
Ανακοινώσατε μέλη Επιτροπής Πολιτικής Επιστράτευσης ότι απόφασις την αναγόμενη λήψην μέτρων
εντατικής καλλιεργείας οίνου αμέσως εκτελεσθή. STOP. Τυχόν αρνούμενοι ή αντιδρώντες καταγγείλατε
οικείας Αστυνομικάς Αρχάς εντολήν σχετικώς. STOP. … τα καλούμενα μέλη επιτροπής διορισθέντα
αρχικώς αντικαθίστανται υπό προέδρου κοινότητος. Νομάρχης, Παπαδήμας

Ελήφθη 29/11/1940 στις 20:35. Παρόλο που με τα αποσιωπητικά υπονοούνται δυσανάγνω-


στες λέξεις, το νόημα ότι στην αρχή είναι δικτατορική κυβέρνηση είναι σαφές.

ΚΑΛΑΜΩΝ 1207 112-27-11:20-20


Επιτροπή Π.Υ.Α.Μ. Δήμων και Κοινοτήτων Νομού.
Κατόπιν τηλεγραφήματος κεντρικής επιτροπής Αθηνών, παρακαλούμεν καταβληθεί εντατική προσπά-
θεια κατασκευής μαλλίνων καλτσών διακοπτομένης πάσης άλλης πλεκτικής εργασίας από τας γνωρίζου-
σας πλέξιμον καλτσών. STOP. Οργανώσατε συνεργείον δια γνέσιμον νήματος λεπτού καταλλήλου δια
κάλτσες και πλέξιμο καλτσών. STOP. Ελλείψει εμπείρων γυναικών δια πλέξιμον αποστείλατε νήμα καλ-
τσών δια ταχυτέρου μέσου. Έστω και δια δέματος ταχυδρομικού ΠΥΑΜ Καλάμας. STOP. Ελλείψει μαλλιού
τηλεγραφήσατε ΠΥΑΜ, αποστείλομε υμίν αναγκαίον ποσόν μαλλιού, δια γνέσιμον λεπτού νήματος το
οποίον εν ελλείψει ή ανεπαρκεία εμπείρων γυναικών δια πλέξιμον αποσταλεί ΠΥΑΜ Καλάμας.
Εντολή Νομάρχου, Διοικητής ΠΥΑΜ Μεσσηνίας, Βασιλόπουλος

ΝΑΥΠΛΙΟΥ 1609 9-27-14


Πόπην Πατσέαν, Παληόχωρα Αβίας. Αναχωρώ δι’ άγνωστον μέρος. - Γιώργος

ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΑ 772 11-28-11:40


Σοφία Καπετανάκη, Αβία Καλάμας.
Πράγματα εφορτώθησαν δια Καλάμας σιδηροδρομικώς ετηλεγράφησα. - Τσαρούχης.

ΚΑΛΑΜΑΣ 1270 46-28-15:40-47397


Προέδρους Κοινοτήτων. Ανακοινωθέν 27 Νοεμβρίου. STOP. Στρατεύματά μας συνεχίζουν επιτυχώς δρά-
σιν των επί Αλβανικού εδάφους. STOP. Αεροπορία μας εβομβάρισε επί της εχθρικής συγκεντρώσεως εν
δράσει. STOP. Εχθρική αεροπορία επέδειξεν δραστηριότητα επί μετώπου. STOP. Εβομβαρδίσθησαν Κέρ-
κυρα, Κεφαλληνία, Κρήτη και Πάτραι. Νομάρχης, Θαβιδόπουλος

Το ανακοινωθέν αφορά κίνηση προς Ζάρκανη Πρεμετής (7 χλμ ΒΔ Μπορόβα), ύψωμα Μπιτιέτ
υψ. 850μ (2 χλμ ΒΑ του Κοστρέτσι).

ΕΚ ΤΑΓΜΑΤΟΣ 9739-2-28-10:50
Αλίκη Σπανέα, Πρωτοδίκην, Αβία Καλαμών. Αφιχθεί επιστολή. Υγιαίνομεν. - Κατράμης.

ΚΑΛΑΜΩΝ 1335-43-29-20:10-47635
Επιθεωρητάς και Διευθυντάς Σχολείων Νομού.
Απαγορεύομεν πάντα άλλον έρανον πλην διενεργουμένων υπό ΠΥΑΜ και Επιτροπής Πανελληνίων Ερά-
νων υπέρ Κοινωνικής Προνοίας. Δράσις διευθυντών σχολείων δέον περιορισθή τοιαύτη εντός Επιτροπών
ΠΥΑΜ προπαγάνδας, ενισχύσεως Πανελληνίων Εράνων. STOP. Σταματήση αμέσως κάθε άλλη κίνησις.
Νομάρχης, Παπαδήμας

ΚΑΛΑΜΩΝ 1379-36-30-16:30-47754
Προέδρους Κοινοτήτων Νομού.
-123-

Εμπόλεμος κατάστασις άπτουσα διαρκή απασχόληση γραμματέων Κοινοτήτων. Καθήκοντά των απο-
κλείει διορισμόν των επιστατοφυλάκων δάκου ων ταυτοχρόνως απαγορεύσαμε. STOP. Δια τυχόν διορι-
σθέντας ήδη προτείνεται τηλεγραφικώς Γεωργικόν Ταμείον έτερα πρόσωπα συμφώνως διατεταγμένοις.
Νομάρχης, Παπαδήμας

ΚΑΛΑΜΩΝ 4-49-1-09:30-4239
Διευθυντάς Σχολείων Αβίας.
Δυνάμει 47791 νεωτέρας διαταγής Νομαρχίας διαταχθεί υπό Γενικού Επιθεωρητού στοιχειώδης έρανος
υπέρ Επιτροπής Πανελληνίου Εράνου δέον συνεχισθή. STOP. Αποστείλατε ημίν προϊόν μέχρι 5 τρέχοντος.
1
Κοινοποιήσατε Σχολεία τμήματος Επιθεώρησης. Τσαγκιάς

ΚΑΛΑΜΩΝ 1262-46-28-15:30-47370
Προέδρους Κοινοτήτων.
Λόγω κρατουσών συνθηκών δεν ενδείκνυται καταβολή αποζημιώσεως διορισθέντας απογραφής. Λοιπά
έξοδα απογραφής καταβληθούν υπό Κοινοτήτων… … … Τυχόν υπερβάσεις αναγράψατε προσοχή προϋπο-
λογίσατε κεφάλαιον οφειλών … χρήσεως. Νομάρχης Μεσσηνίας, α.α. Θιβαδόπουλος

ΦΕΡΡΩΝ 1-12-2-9
Αρίστο Σαραντέα, Αβία Καλαμών.
Υγιαίνω. Παναγιώτην αλληλογραφώ ταχτικά. Υγιαίνει. Έξω χιονίζει. - Νίκος.

ΚΑΛΑΜΩΝ 20-17-2-11
Παναγιώτην Σπεντζούρην, Αβία. Έκλεισα με Ευθύμιον 21. Λεπτομερείας. STOP. Συνεννοηθείτε θέλοντες.
Κλείσατε εξαιρετικά αύριον έλθετε. - Κοτσώνης.

ΚΑΛΑΜΩΝ 76-24-3-13:40-47180
Προέδρων Κοινοτήτων Νομού. Καθώς εγνώρισεν Υπουργείον Στρατιωτικών λίαν προσεχώς καταβληθή-
σονται αποζημιώσεις επιταχθέντων κτηνών και οχημάτων. - Νομάρχης Μεσσηνίας, α.α. Θαβιδόπουλος

ΠΥΡΓΟΥ ΗΛΕΙΑΣ 123-Λ11-ΗΜ3-Ωρ. 11:55


2
Βούλα Ν. Γεωργουλέα, Κυθήνοι Κάμπου Αβίας.
Αδύνατον έλθω. Τηλεγραφήσατε κατάστασιν πατέρα. – Νίκος.

… 2-9-4-9:40
Ευάγγελον Κακούρον, Αβία Καλαμών. Αύξων αριθμός 5. - Πρόεδρος Παπανικολάου.

ΠΑΓΚΡΑΤΙΟΥ 139-10-4-12:50
Διονύσιον Μοιρέαν, Αβία Καλαμών. Τελευταία επιστολή ημερομηνία 14 παρελθόντος. – Αφροδίτη.

ΣΠΑΡΤΗΣ 236-9-6-09:50
Νικόλαον Μιχάλου, Αβίαν Καλαμών. Χρόνια Πολλά. – Χρήστος, Ιωάννα, Βασιλάκης, μπεμπούλης.

ΚΑΛΑΜΩΝ 165-54-5-19:30-52058
3
Πρόεδρον Κοινότητος Αβίας. Προέδρους ΤΕΠΕ. Παρακαλούμεν όπως άμα λήψη παρούσης, αναφέρατε
ημίν τηλεγραφικώς σπαρίσας εκτάσεις σίτου, σιμιγδάλης, κριθής, βρώμης, φακής, λουπίνων STOP. Επίσης
4
προβλεπομένας σπαρώσι εις έτι μέχρι τέλους περιόδου. Γεωργική Μεσσηνίας, Κουβέλης

ΚΑΛΑΜΩΝ 176-60-6-13:40-48495
Κοινοτάρχας Νομού.

1
Τζάννος Τσαγκιάς, Επιθεωρητής δημοτικών σχολείων με σημαντικό συγγραφικό έργο. [σημ. Θ.Μ.]
2
Κυθήνοι[;]: ίσως Κοπάνοι. [σημ. Θ.Μ.]
3
Τ.Ε.Π.Ε.: Τοπική Επιτροπή Πολιτικής Επιστρατεύσεως. [σημ. Θ.Μ.]
4
Ίσως Πέτρος Τ. Κουβέλης, αργότερα γεν. δ/ντης Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας. [σημ. Θ.Μ.]
-124-

Κατόπιν διαταγής Προέδρου Κυβερνήσεως, εκπαιδευτικοί γενικώς αποχωρήσουν επιτροπών Π.Υ.Α.Μ.


πλην εκείνων οίτινες είναι συγχρόνως μέλη ή συνεργάται Ε.Ο.Ν. Επιτροπαί Π.Υ.Α.Μ. εξακολουθήσουν λει-
τουργούσαι και εργαζόμενοι δι’ υπολοίπων μελών με πρόεδρον τον Πρόεδρον Κοινότητος. STOP. Αποχω-
ρούντες εκπαιδευτικοί αποδιδώσιν ολοψύχως και δραστηρίως προπαγάνδαν, επιτυχίαν Πανελληνίου
Εράνου Κοινωνικής Προνοίας. STOP. Εισφέροντες εμβάζουσι ποσά δια ταχυδρομικών επιταγών Εθνικής
Τραπέζης Καλαμών Πανελληνίου Εράνου. Νομάρχης, Παπαδήμας

ΚΑΛΑΜΩΝ 196-55-6-19:30-48545
Προέδρους, Αστυνομικάς Αρχάς.
Δυνάμει 10171 σημερινής τηλεγραφικής διαταγής Υπουργείου Στρατιωτικών καλούνται προς κατάταξιν
εις την Β.Ε. Στρατιωτικήν Ανωτέραν Διοίκησιν την 10ην τρέχοντος μηνός οι εν τη ημεδαπή ευρισκόμενοι έ-
φεδροι εξ εφέδρων αξιωματικοί και ανθυπασπισταί διαχειρίσεως, αρμοδιότητος επιμελητείας ή οικονο-
μικών υπηρεσιών κλάσεως 1915 εξ ολοκλήρου του κράτους. Νομάρχης, α.α. Θαβιδόπουλος

ΚΑΛΑΜΩΝ 217-20-7-13:00
Αστυνομικάς Αρχάς, Δημάρχους, Προέδρους Κοινοτήτων Νομού. Δια περηφανείς νίκας Ελληνικών
όπλων, παρακαλούμεν διαταχθεί επί διήμερον γενικός σημαιοστολισμός. Νομάρχης, Παπαδήμας

ΑΘΗΝΩΝ 9626-9-7-17
ΣΛΠ Φωτεινή Κωνσταντινέα, Παλαιόχωρα Αβίας Καλαμών. Θερμά συλλυπητήρια. – Αλέξανδρος.

ΑΘΗΝΩΝ 9627-9-7-17
ΣΛΠ Φωτεινή Κωνσταντινέα, Παλαιόχωρα Αβίας Καλαμών. Θερμά συλλυπητήρια. – Πότης.

ΑΘΗΝΩΝ 9625-11-7-17
ΣΛΠ Ιερέαν Παναγιώτη Γεωργουλέα, Παλαιόχωρα Αβίας Καλαμών. Θερμά συλλυπητήρια.
Λιμεναρχείον, Πότης Κωνσταντινέας

ΚΑΛΑΜΩΝ 256-37-8-16:25-48758
Προέδρους Κοινοτήτων Νομού. Στρατός μετώπου έχει επείγουσαν ανάγκην από οσηνδήποτε ποσότητα
τσάι βουνού. STOP. Αναφέρατε τηλεγραφικώς εντός δύο ημερών ανυπερθέτως πόσας οκάδας δύνανται οι
κάτοικοι της κοινότητός σας παραδώσουν επί πληρωμή. STOP. Νομάρχης, Παπαδήμας

ΨΑΡΙ ΤΡΙΦΥΛΙΑΣ 11-10-8-17


Ιωάννην Μάλαμαν, Αβία. Τρίτην πρωία σε περιμένω εις Καλάμας. – Παπαδόγιαννης.

ΚΑΛΑΜΑΣ 262-13-8-23:30
ΔΥ Προέδρους Κοινοτήτων Νομού. Αργυρόκαστρον κατελήφθη και εορτάσατε την Κορυτσάν.
Νομάρχης, Παπαδήμας

ΚΑΛΑΜΩΝ 279-20-19-9-13:40-48770
Προέδρους Κοινοτήτων Νομού. Υπάρχουν ενταύθα κυλινδρομύλους 130.000 πίτυρα. STOP. Επιθυμού-
ντες δύνανται προσέλθωσι αγοράσωσι ταχύτερον. Νομάρχης, Παπαδήμας

ΚΑΛΑΜΩΝ 344-275-10-16:45-48777
Προϊσταμένους Δημοσίων Πολιτικών Υπηρεσιών, Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, Προέδρ. Κοι-
νοτήτων Νομού. Κοινοποιούμεν 287433 τηλεγράφημα Υπ. Οικονομικών. - Νομάρχης, α.α. Θιβιδόπουλος
287433 Νομάρχας, Επάρχους, Ταμίας Κράτους. Συμφώνως αναγγελίας νόμου 2695/1940, έκτακτοι
υπάλληλοι, υπηρέται Δήμων και Κοινοτήτων, Ν.Π.Δ.Δ. επί αντιμισθία ή ημερομισθίων ή επί συμβάσει
στρατευόμενοι ως έφεδροι ή οπλίται ή κατατασσόμενοι ως εθελονταί ή πολιτικώς επιστρατευόμενοι
δικαιούνται από στρατεύσεώς των μονίμου βοηθήματος. Βαρύνοντας αναλόγως περιστάσεως Δημόσιον
ή ανωτέρω οργανισμούς. STOP. Ημίσεως μισθού ή ημίσεως 25 ημερομισθίων αν έχουσι προ στρατεύσεως
συνεχή υπηρεσίαν ανωτέραν έτους και μέχρι τριών ετών. STOP. Δύο Τρίτα αν έχουσι ανωτέραν τριών και
-125-

μέχρι πέντε. STOP. Τριών τετάρτων αν έχουσιν άνω πέντε ετών διακεκομμένην προϋπηρεσίαν, προσμε-
τράται αν παρεπίπτων χρόνος μιας ή πλειόνων διακοπών δεν υπερβαίνει εν συνόλω το έτος. STOP.
Προϋπηρεσία παρά δήμω, κοινότητας ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου διορισθέντων εις δημο-
σίαν θέσιν και τανάπαλιν, δεν προσμετράται. STOP. Έκτακτοι και μισθολογικαί αντιστοιχίαι τακτικών λαμ-
βάνουσι ανωτέρω ποσοστά υπολογιζόμενα επί Οργανισμού μόνον μισθού άνευ επιδομάτων. STOP. Τακτι-
κοί υπάλληλοι έχοντες προ στρατεύσεως υπηρεσίαν τακτικού κατωτέραν εξαμήνου και προϋπηρεσίαν ε-
κτάκτου ή ημερομισθίου ή επί συμβάσει δικαιούνται ανωτέρω ποσοστών εκτάκτων υπολογιζομένης τα-
κτικής και εκτάκτου υπηρεσίας των υπό ανωτέρω προϋποθέσεων. STOP. Επί θητεία υπάλληλοι θεωρού-
μενοι κατά διέπουσαν αυτούς νομοθεσίαν έκτακτοι, δικαιούνται ανωτέρω βοηθήματος. STOP. Επί συμβά-
σει ή θητεία δικαιούμενοι ανωτέρω βοηθήματος και ων σύμβασις ή θητεία ή λήγει μεταστράτευσίς των
εξακολουθούσι λαμβάνοντες βοήθημα. STOP. Ανωτέρω βοήθημα ανηκόντων εις δημόσιον καταβάλλεται
βάσει ατομικών ενταλμάτων προϊσταμένων εις βάρος πιστώσεων αποδοχών των. STOP. Βοήθημα υπόκει-
ται μόνον εις φόρον μισθωτών υπηρεσιών και τέλη χαρτοσήμου. STOP.
Ανωτέρω διατάξεις εφαρμόζονται και δια στρατευθέντας από 28 Οκτωβρίου 1940 και εφεξής.
1
Υπουργός, Αποστολίδης

ΚΑΛΑΜΩΝ 332-39-10-12:15-Πρ. 69
Τοπικάς ΠΥΑΜ επιτροπάς Νομού. Κατά τόπους ΠΥΑΜ ερωτώμενοι υπό στρατιωτών υπηρετούντων πο-
λεμικών ζωνών οφείλουσι παρέχουσι πληροφορίας περί καταστάσεως οικείων των δι’ ειδικών ταχυδρομι-
κών δελταρίων, άτινα κατά αυτούς αποστέλλομεν προς αποκλειστικήν τούτων χρήσιν.
Διοικητής ΠΥΑΜ Μεσσηνίας, Βασιλόπουλος

ΚΑΛΑΜΩΝ 335-33-10-12:12-68
Τοπικάς ΠΥΑΜ επιτροπάς Νομού. Άπαντα συλλεγόμενα είδη δια στρατιώτας δέον φέρωσι έκαστον τα
στοιχεία ΕΟΝ ερραμμένα δια νήματος ή δια σφραγίδος ή δια επικολλημένης ετικέτας.
Διοικητής ΠΥΑΜ Μεσσηνίας, Βασιλόπουλος

ΚΑΛΑΜΩΝ 358-246-10-19:40-49010
Προέδρους Κοινοτήτων Νομού. Παράδοσις ποσών απαιτουμένων δι’ εφεδρικά επιδόματα μηνός γενή-
σεται ως εξής. STOP. Παράδοσις ποσών ημέραν Πέμπτην, ώρα 9η πμ Μεσσήνην, ώραν 11 πμ Αβράμην Αν-
δρούσαν. 31 ημέραν Τρίτην ώραν 10 Κάμπον.

ΖΑΚΥΝΘΟΥ 637-12-11-18:45
ΕΥΤ Πόπη Τυρέα, Αβία. Χρόνια Πολλά. Ταχεία αντάμωσιν. – Νιόνιος, Στέφανος, Σπύρος.

ΚΑΛΑΜΩΝ 1448-10-11-20:30
ΕΥΤ Σπύρον Γεωργουλέα, Αρχοντικό Αβία. Έτη Πολλά. – Ηλίας Τσιλιβής Νίκος.

ΖΑΚΥΝΘΟΥ 656-8-11-18:40
Πόπην Τυρέα, Αβίαν Καλαμών. Χρόνια Πολλά. – Σίμος.

ΚΑΛΑΜΩΝ 426-47-12-22:30-49147
Προέδρους Κοινοτήτων Νομού. Υποβάλλατε πάραυτα δικαιολογητικά διανομής εφεδρικών επιδομάτων
Οκτωβρίου και Νοεμβρίου ούτως ώστε αποφευχθή πάσα ανάμιξις χρημάτων και δικαιολογητικών με
τοιαύτα μηνός Δεκεμβρίου. STOP. Χρηματικά υπόλοιπα επιστραφήσονται πάραυτα αναγραφομένου επί
επιταγής απαραιτήτως και ρητώς εις ποίον μήνα επιστρεφόμενον υπόλοιπον ανήκει.
Νομάρχης, Παπαδήμας

ΚΑΛΑΜΩΝ 1686-26/25-13-10:30-4219

1
Ανδρέας Αποστολίδης (1895-1986), Υπ. Οικονομικών (1938-41). Εξελέγη βουλευτής Λαρίσης το 1926 με
το Κόμμα Εθνικοφρόνων και μεταπολεμικά Μαγνησίας με τον Ελλ. Συναγερμό και την ΕΡΕ. Διετέλεσε
υπουργός στις κυβερνήσεις Παπάγου και Καραμανλή. [σημ. Θ.Μ.]
-126-

Σπεντζούρην, Πρόεδρον Ελαιουργικού Συνεταιρισμού Μικράς Μαντινείας, Αβία.


Παρακαλούμεν όπως εξουσιοδοτούμενος δια πώλησιν 5000 οκάδων ελαίου, οξύτητος 1 βαθμού,
φιλτραρισμένον αφίχθηται ενταύθα ταχύτερον συνεννόησιν. Αγροτράπεζα

ΚΑΛΑΜΩΝ 441-54-13-17-104
Κονότητας Νομού - Επιτροπάς ΠΥΑΜ. Ζητήσατε παρά πρωτοβαθμίου κοινοτικής επιτροπής, εφεδρικών
επιδομάτων αντίγραφον καταστάσεως δικαιουμένων εφεδρικών επιδομάτων και τηλεγραφήσατε ημίν
αμέσως αριθμόν συνολικόν τοιούτων. STOP. Νομαρχία Μεσσηνίας διέταξε σήμερον τηλεγραφικώς
προέδρους κοινοτήτων χορηγήσωσι υμίν αντίγραφον ταύτης καταστάσεως, προκειμένου ΠΥΑΜ ενεργήση
περίθαλψιν κοινότητος οικογενείας στρατευθέντων. Διοικητής ΠΥΑΜ Μεσσηνίας, Βασιλόπουλος

ΚΑΛΑΜΩΝ 450-148-13-19:30-49324
Προέδρους Κοινοτήτων, Αστυνομικάς Αρχάς Νομού. Κοινοποιούμεν κατωτέρω την υπ’ αρίθμ’ 48732/
7687 διαταγήν Υπουργείου Αεροπορίας. Νομάρχης, α.α. Θαβιδόπουλος
48732/7687. Έχοντες υπ’ όψιν το άρθρον 34 υπ’ αρίθμ’ 703/1937 αναγκαστικού νόμου περί στρατολο-
γίας Βασιλικής Αεροπορίας ως ετροποποιήθη από τον αναγκαστικόν νόμον 1861/1939 και 2213, καλού-
μεν υπό τα όπλα τους άνευ ειδικότητος εφέδρους υποσμηνίας των κλάσεων 1938, 1937, 1936 και 1933.
Εξαιρούνται της ανωτέρω προσκλήσεως 1) βοηθητικοί, 2) οι ευρισκόμενοι εις αλλοδαπήν, 3) οι εις τας τά-
ξεις των σωμάτων Αστυνομίας Πόλεων και Πυροσβεστικής Υπηρεσίας υπηρετούντες ως και οι εις τας σχο-
λάς Αστυνομίας Πόλεων και Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, 4) οι υπηρετούντες εις την Χωροφυλακήν. Οι κα-
λούμενοι ως ανωτέρω να παρουσιασθώσι εις ας μονάδας αναγράφουν τα εις χείρας των φύλλα πορείας
1
μέχρι της εσπέρας της 18 τρέχοντος μηνός. Υπουργός, Οικονομάκης

ΠΥΡΓΟΥ 666-12-13-13:20
Παναγιώτην Γεωργουλέαν Ιερέαν, Παλαιόχωραν Κάμπον Αβίας. Τηλεγραφήσατέ μου κατάστασιν μητέ-
ρας. Ανησυχώ. Νίκος.

ΚΑΛΑΜΩΝ 1866-11-14-14:20
Σωκράτην Σκιάν, Κοπάνους, Κάμπον Αβίας. Κατέλθετε Δευτέραν παραλάβετε αναλογούντα λιπάσματα.
Διομήδης Τσιτούρας

ΚΑΛΑΜΩΝ 474-23-14-21-49370
Προέδρους Κοινοτήτων Νομού.
Παρακαλούμεν χορηγήσετε αντίγραφον καταστάσεως δικαιούχων εφεδρικού επιδόματος οικογενειών
εις Δημόσια Ταμεία και ΠΥΑΜ περιφερείας σας. Νομάρχης, Παπαδήμας

ΚΑΛΑΜΩΝ 472-35-14-21-49461
Προέδρους Κοινοτήτων, Αστυνομικάς Αρχάς Νομού.
Παραδώσατε Αστυνομικάς Αρχάς εντός σάκκων υπάρχουσας ποσότητας μόνον τσάι βουνού έναντι απο-
δείξεως. STOP. Αστυνομικαί Αρχαί μεριμνήσωσι αποστείλωσι ημίν τούτο μετά καταστάσεων ονομαστικών
και ποσότητας εκάστου τάχιστα. STOP. Νομάρχης, Παπαδήμας

ΚΑΛΑΜΩΝ 489-38-12-21-49490
Προέδρους, Αστυνομικάς Αρχάς Νομού. Ημείς επωφελούμενοι απουσίας ιδιοκτητών λόγω επιστρατεύ-
σεως καταπατούν αλλοτρίας περιουσίας. Ανακοινώσατε άπαντας κατοίκους ότι την κακοήθεια τούτων
πατάξω αμειλίκτως. STOP. Θέλομεν καταγγέλλεται τηλεγραφικώς πάντα, ον παραπέμψω αμέσως Επιτρο-
πήν Ασφαλείας. STOP. Δοθή ευρεία δημοσιότης. Νομάρχης, Παπαδήμας

ΠΥΡΓΟΥ 986-13-15-13
Παναγιώτην Γεωργουλέαν Ιερέα, Κοπάνους. Τηλεγραφήσατέ μου κατάστασιν μητέρας περιμένω. Νίκος.

1
Πέτρος Λ. Οικονομάκος (1890-1985), αντιπτέραρχος από το Γύθειο, από τους πρώτους Έλληνες αεροπό-
ρους. Διετέλεσε υφυπουργός Αεροπορίας (1937-41). [σημ. Θ.Μ.]
-127-

ΚΑΛΑΜΩΝ 527-42-16-20:20-49728
Προέδρους Τοπικών Επιτροπών Πολιτικής Επιστρατεύσεως Νομού.
Παρακαλούμεν αναφέρατε εγγράφως εντός διημέρου ανυπερθέτως αν αγροί στρατευθέντων εσπάρη-
σαν. STOP. Αναφέρατε ενεργείας σας και γενικώς πώς βαίνει σπορά. STOP. Δέον κατανοηθή σπορά αγρών
στρατευσίμων ότι αποτελή ζήτημα τιμής δι’ υμάς μαχομένους. - Νομάρχης Μεσσηνίας, Παπαδήμας

ΚΑΛΑΜΩΝ 526-128-16-20:20-49729
Επιθεωρητάς Δημοτικών Σχολείων, Διευθυντάς Σχολείων, Κοινοτ. Επιτροπάς ΠΥΑΜ Κοινοτήτων Νομών.
Κατόπιν νεωτέρας διαταγής Υπουργείου Εθνικής Παιδείας, αίρωμεν 48495 διαταγής μας περί αποχωρή-
σεως εκπαιδευτικών από επιτροπάς ΠΥΑΜ και παραγγέλλομεν αποχωρήσαντας επαναλάβουν καθήκοντά
των ως πρότερον προς επιτυχίαν έργου ΠΥΑΜ. STOP. Επί πλέον οι λοιποί εκπαιδευτικοί μη διατεθημένοι
άνευ άλλης υπηρεσίας οι παρά τούτο διαθέτοντες χρόνον συντρέξωσι πάντα τρόπον έργων ΠΥΑΜ προ-
σκαλούμενοι υπό τοπικών ΠΥΑΜ. STOP. Πρόεδροι ΠΥΑΜ έδραν υποδιοικήσεων, ορίζονται υποδιοικηταί.
ΕΟΝ έδραν φαλαγγιτών, φαλαγγάρχαι μη υπάρχοντος γυμνασιάρχου. Έδραν ταγμάτων τετράρχαι μη υπά-
ρχοντος καθηγητού. Έδραν λόχου, λοχίται μη υπάρχοντος διδασκάλου αδιάφορον φύλου. Λοιπάς άλλας
κοινότητας διδάσκαλος ελλείψει τοιούτου Προέδρος Κοινότητος. STOP. Πρόεδροι Κοινοτήτων συμμορ-
1
φωθώσι παρούσαν. STOP. Επιθεωρηταί κοινοποιήσουν τοιαύτην διδασκάλους περιφερείας των.
Νομάρχης, Παπαδήμας

ΠΛΑΤΕΙΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ 4680-15-17-11:20


ΕΥΤ Διονύσιον Μοιρέαν Ταγματάρχην, Αβία Καλαμών.
Για την γιορτή σας Χρόνια Πολλά. - Ερμιόνη, Γιαννάκης, Αφροδίτη.

ΠΟΡΟΥ 207-14-16-10
Νίκον Γονεάκην, Μικράν Μανδίνειαν Καλαμάτας.
Σήμερον έλαβον ετηλεγράφησα αδελφόν Νίκον εμβάση αμέσως. – Ντίνος.

ΚΑΛΑΜΩΝ 100-49-4-17:30-330
Προέδρους Επιδομάτων Νομού.
Έχω πλείστας περιπτώσεων υπόψιν καθ’ ας δεν απονέμετε επίδομα διότι συμφώνως νόμων τυπικώς
όμως δεν δικαιούται ο τάδε. STOP. Δέον αποβλέπετε εις ουσίαν και μόνον ουσίαν και ουχί τύποις και
βάσει ουσίας αποφασίσατε αναθεωρούντες ενδεχομένας αποφάσεις. – Νομάρχης, Παπαδήμας.

ΚΑΛΑΜΩΝ 579-113-18-19:20-Πρ. 49996


Προέδρους Κοινότητος, Αστυνομικάς Αρχάς Νομού.
Κατόπιν επειγούσης διαταγής Υπουργείου Στρατιωτικών, απευθύνω έκκλησιν άπαντας άνδρας και γυ-
ναίκας Νομού πλέκωσι συντόμως κάλτσες. Νυχθημερόν δια μαχομένους εχόντων απόλυτον και επείγου-
σαν ανάγκην. STOP. Κάλτσες παραδίδονται οικίαν υποδιοικήσεων Χωροφυλακής ήτις αποστείλει ταύτας
οικίαν διοίκησης μετά υποβολής καταστάσεως ονομαστικής παραδίδοντας αριθμούς ζευγών και αντιτί-
μων ίνα καταβληθή παρ’ ημών αξία κατόπιν αιτήσεως αποστολή χρημάτων υπό Υπουργείου Στρατιωτι-
κών. STOP. Αντίτιμον καλτσών καθορίζεται υπό οικείου υποδιοικητού. STOP. Μαλλί αγοράζετε ή εξευρί-
σκετε οπουδήποτε. STOP. Διοικήσεις Χωροφυλακής υποβάλωσιν ημίν καταστάσεις ίνα φροντίσωμεν πλη-
ρωμήν αποστέλλουσαι συγχρόνως κάλτσας Στρατιωτικήν Διοίκησιν Ναυπλίου και τηλεγραφούντας ούτως
ημίν. STOP. Πληρωμή δεν αποκλείει δωρεάν προσφοράν υπό επιθυμούντων. STOP. Ανακοινώσατε
ευρέως παρούσαν αναγνωσθησωμένην επ’ εκκλησίας. Νομάρχης, Παπαδήμας

ΚΑΛΑΜΩΝ 580-60-18-19:30-50020
Προέδρους Κοινοτήτων Νομού.

1
Ε.Ο.Ν.: Η «Εθνική Οργάνωσις Νεολαίας» του καθεστώτος 4ης Αυγούστου, που είχε στρατιωτική δομή. Η
υποδιοίκηση, η φάλαγγα, το τάγμα και ο λόχος ήταν υποδιαιρέσεις της και οι επικεφαλής τους ονομάζο-
νταν αντίστοιχα: υποδιοικητής, φαλαγγάρχης, τετράρχης, λοχίτης. [σημ. Θ.Μ.]
-128-
1
Εντελλόμεθα υποβάλητε Γεωργοταμείον κατάστασιν απάντων ελαιοτριβείων κοινότητος. STOP. Κατα-
στάσεως πρώτη στήλη θα αναγράφη όνομα κοινότητος ή συνοικισμού. Δευτέρα στήλη ονοματεπώνυμον
ιδιοκτήτου ή ενοικιαστού. STOP. Τρίτη στήλη εάν είναι ιπποκίνητον ή μηχανοκίνητον ή υδραυλικόν. STOP.
Τετάρτη στήλη ονοματεπώνυμον επιβλέποντος επιστάτου. STOP. Πέμπτη στήλη ποία τυχόν δεν λειτουρ-
γούν και ποία στερούνται επιστάτου. Αξιούμεν πιστήν ταχείαν εκτέλεσιν. – Νομάρχης, Παπαδήμας.

ΚΑΛΑΜΩΝ 681-29-21-10:15-5001
Προϊσταμένους Αποστειρωτηρίων, Αρχοντικού.
Οιοσδήποτε δικαιούχος αδυνατών έλθει αυτοπροσώπως δύναται πληρωθή. Αρχικώς αποστείλλει εξου-
σιοδοτικήν επιστολήν αναφέρουσα ημερομίσθια ή αποδοχάς. STOP. Επιστολής γνήσιον υπογραφής βε-
βαιούται υπό Κοινότητος. Γεωργική Μεσσηνίας, Βλαχογιαννάκης

ΚΑΛΑΜΩΝ 664-100-21-10:10-143
Επιτροπάς ΠΥΑΜ Δήμων και Κοινοτ. Νομού, έδραν υποδιοικήσ. ΕΟΝ Κυπαρισσίας, Φιλιατρών Μεσσην.
Ιδρύεται υποπεριφερειακή ΠΥΑΜ, έχουσα διοικητικήν δικαιοδοσίαν κλιμάκια ΠΥΑΜ περιφερείας υπο-
διοικήσεως. STOP. Περιφέρεια φαλαγγών Πύλου, Μελιγαλά, Διαβολιτσίου υπάγονται απευθείας ΠΥΑΜ
περιφερείας υποδιοικήσεως Καλαμών. STOP. Άπασαι ΠΥΑΜ Νομού ορίσωσι διευθυντήν συλλογής και
αποστολής ειδών, διευθυντήν ενισχύσεως αμάχου πληθυσμού και διευθυντήν διαχειρίσεως υλικού και
χρηματικού. STOP. Εισπραττόμενα χρήματα δέον κατατίθενται άθικτα λογαριασμόν ΠΥΑΜ Εθνικής Τρα-
πέζης Καλαμών. STOP. Προσεχώς διατεθή παγία προκαταβολή ΠΥΑΜ υποδιοικήσεων ΕΟΝ δια μικροέξο-
δα κλιμακίων ΠΥΑΜ περιφερείας των και εις κλιμάκια ΠΥΑΜ Πύλου, Μελιγαλά, Διαβολιτσίου δια δαπά-
νας τοπικών επιτροπών περιφερείας φαλαγγών Πύλου, Μελιγαλά, Διαβολιτσίου.
Διοικητής ΠΥΑΜ Μεσσηνίας, Βασιλόπουλος

ΣΕΛΙΝΙΤΣΑΝ 29-11-22:11
Παναγιώτην Σκιάν, δια Βούλα Αλεξανδρέα, Κοπάνους Αβίας. Έλθετε. – Αδελφός σας Παναγιώτης.

Εκ ΤΤ752 Μονάς 1371, Σ. 2ος Λόχος Εργατών 165-18-18-16. - Ευάγγελον Δάκαρην, Αβία Καλαμών. Απο-
στείλατε χρήματα τηλεγραφικώς. - Στυλιανός Δάκαρης, Μονάς 1371 Σ. 2ος Λόχος Εργατών ΤΤ 752.

ΚΑΛΑΜΩΝ 737-21-23:15 Εξαιρετικώς επείγον-50673


Προέδρους Κοινοτήτων, Αστυνομικάς Αρχάς. Κατελήφθη Χειμάρα. Εορτάσατε.

ΑΘΗΝΩΝ 298424-21-12-1940
Νομάρχας, Ταμείον Κράτους, Παπαδήμας. Εν συνεχεία 237433 7 τρέχοντος τηλεγραφήματος. STOP.
Προβλεπόμενοι υπό εγκυκλίου υμών 7 έτους 1931 εξουσιοδοτικοί πίνακες προς πληρωμήν μηνιαίου βοη-
θήματος Νόμου 2695/1940 στρατευθέντας Δημοσίους εκτάκτους, ημερομισθίους και επί συμβάσει υπαλ-
λήλους και υπηρέτας πολιτικών υπηρεσιών αποσταλήσονται ταμεία παρά προϊσταμένων στρατευθέντων
πολιτικής θέσεως. STOP. Υπουργός, Αποστολίδης

ΚΑΛΑΜΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ 25 8
Υπομνήσκομεν ότι από 20 Δεκεμβρίου έως 6 Ιανουαρίου συμπεριλαμβανομένης άρχεται υποχρεωτικώς
είσπραξις μίας δραχμής ενσήμου Τ.Τ.Τ. επί παντός τηλεγραφήματος κατατιθεμένου πλην ευχετηρίων εις
τα οποία συμπεριλαμβάνεται τούτο εις τον προ πολλού αποσταλέντα υμίν πίνακα τελών.
2
Διευθυντής, Θωμόπουλος

ΚΑΛΑΜΩΝ 790-220-24-17:40-50671
Προϊσταμένους Δημοσιών Αρχών, Προέδρους Κοινοτήτων Νομού, εν συνεχεία 48777 ημετέρας. STOP.

1
Γεωργοταμείον: υπηρεσία του Υπουργείου Γεωργίας. [σημ. Θ.Μ.]
2
Μήτσος Θωμόπουλος, διευθυντής Τ.Τ.Τ. Καλαμάτας ή Μεσσηνίας. [σημ. Θ.Μ.]
-129-

Κοινοποιούμεν 294333 και 298624 τηλεγραφικώς υπουργού Οικονομικών προς γνώσιν και
συμμόρφωσιν. Νομάρχης Μεσσηνίας Παπαδήμας 294333. Ας είναι 18/12/40 Γενικούς Διοικητάς,
Νομάρχας, Ταμίας Κράτους εν συνεχεία 287433 7 τρέχοντος τηλεγραφήματος. STOP.
Οικογενείας εκτάκτων, ημερομισθίων και επί συμβάσει υπαλλήλων και υπηρετών δημοσίου, Δήμου,
Κοινοτήτων, Κοινοτικών προσώπων στρατευθέντων εξ εφέδρων οπλιτών και καταταχθέντων εξ εθελο-
ντών ή πολιτικώς επιστρατευθέντων δεν δικαιούνται εφεδρικού επιδόματος με Ν. 2564/1940 εφόσον
στρατευθέντες προστάται δικαιωθώσιν βοηθήματος νόμου 2675/1940. STOP. Και εις τοιαύτα εμφαίνο-
νται υποβάλλωσι ταχύτερον αρμοδίους Γενικούς Διοικητάς, Νομάρχας και Επάρχους ονομαστικώς πίνα-
κας ανωτέρω υπαλλήλων και υπηρετών Δημοσίου δικαιουμένων βοηθήματος νόμου 2695/1940 μετά α-
νήκοντος έκαστος τούτων πόσου μηνιαίου βοηθήματος. STOP. Γενικοί διευθυνταί, Νομάρχαι και Έπαρχοι
να καλούνται διαγράφωσι οικογενείας ανωτέρω εκ μητρώου εφεδρικών επιδομάτων. STOP. Ενεργήσωσι
δε παραλλήλως παρά ανωτέρω οργανισμούς προς ανεύρεσιν δικαιουμένων μηνιαίου βοηθήματος εξ ορ-
γανισμού τούτων και διαγραφής οικογενειών εξ εφεδρικών επιδομάτων. – Υπουργός, Αποστολίδης.

ΚΑΛΑΜΩΝ 4091-8-28-21:20
Ευθύμιον Φραγκούλην, Αβίαν. Το έκλεισα. Γράφω. – Κοτσώνης.

ΚΑΛΑΜΩΝ 917-30-30-16:30-51168
Προέδρους Κοινοτήτων Νομού.
Έρανοι διενεργούμενοι υπό Προέδρων και Κοινοτήτων εν γένει δέον κατατίθενται πανελλήνιον έρανον
και ουχί ΠΥΑΜ. STOP. Κύριος έρανος είναι ο πανελλήνιος έρανος όστις είναι και ο κρατικός τοιούτος ως
εδηλώθη υμίν. STOP. ΠΥΑΜ συγκεντρώνει συνήθως μάλλινα αλλά και χρήματα μεταξύ των μελών της
ΕΟΝ. STOP. Ανάμιξις δημοτικών, κοινοτικών και δημοσίων υπαλλήλων εν γένει προϋποθέτει κατάθεσιν
εράνου υπέρ πανελληνίου εράνου και ΠΥΑΜ. STOP. Συμμορφωθήτε. Νομάρχης, Παπαδήμας.

ΚΑΛΑΜΩΝ 921-85-30-17:15-51125
Προϊσταμένους Δημοσιών Πολιτικών Υπηρεσιών Νομού.
Κοινοποιούμεν 299353 διαταγήν Υπουργείου Οικονομικών. – Νομάρχης, α.α. Θιβαδόπουλος.
Υπουργικόν συμβούλιον απεφάσισεν συμφώνως νόμου 2693/40 καταβολήν εκτάκτου βοηθήματος επί
εορτάς Χριστουγέννων εις τακτικούς δημοσίους πολιτικούς υπαλλήλους στρατευθέντας εξ εφέδρων
οπλίτας. STOP. Ποσόν βοηθήματος ορίσθη: 1) Δρχ. 3.000 δια μη δικαιουμένους μισθού πολιτικής θέσεως
ως έχοντας υπηρεσίαν τακτικού κατωτέραν εξαμήνου. STOP. 2) Δρχ. 1.500 δια δικαιουμένους ημίσεως ή
ολοκλήρου μισθού. STOP. 3) Δρχ. 1.500 δια τακτικούς έχοντας υπηρεσίαν κατωτέραν εξαμήνου αλλά δια
συνυπολογισμού εκτάκτου προϋπηρεσίας δικαιουμένους μηνιαίου βοηθήματος νόμου 2695/40. STOP.
Καταβολή ενεργηθήσεται βάσει ατομικών ενταλμάτων προϊσταμένων πολιτικής θέσεως στρατευθέντων.
STOP. Ανωτέρω καταβολάς φέρεται πίστωσίν σας καταλογίζοντες υπό κεφαλαίου 43 άρθρον 24 εξόδων
υπουργείου Οικονομικών. Ανεξαρτήτως υπουργείου εις ο ανήκουσι οι στρατευθέντες υπάλληλοι. STOP.
Γενικός Διεθυντής, Εξαρχάκης

ΠΛΑΤΕΙΑΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ 9172-23-29-11


Σ. Κωστέαν, Αβία Καλαμών. Χωρίον Μεγάλη Μαντίνεια. Ευρίσκομαι εις το 8ον Στρατιωτικόν Νοσοκομεί-
ον Αθηνών ελαφρά τραυματισμένος. Μην ανησυχείτε. Χρόνια Πολλά Νέον Έτος. - Θεόδωρος Κωστέας.

ΚΑΛΑΜΩΝ 927-25-30-19:30-51252
Προέδρους Κοινοτήτων Νομού. Επί νέω έτει παραγγέλλομεν γενικόν σημαιοστολισμόν από σήμερον 31
μέχρι 2 Ιανουαρίου. Νομάρχης, α.α. Θιβαδόπουλος.

Στην τελευταία σελίδα διαβάζουμε τα συνθήματα:

Ζήτω του Βασιλέως μας του Γεωργίου του Δευτέρου. Ζήτω του Διαδόχου του μεγάλου μας ανθρώπου.
Να μεγαλώση ο Κωνσταντίνος γρήγορα να πάμε στη Ρώμη
σε μια Ορθόδοξη εκκλησιά να μεταλάβη, την κορώνα για να λάβη.
Ζήτω του μεγάλου κυβερνήτου μας. Ζήτω και του στρατού μας και του ενδόξου ναυτικού μας.
-130-

Ημερολόγιο Παύλου Λ. Κοτσώνη 1941 -1942


Ήμουν τυχερός σα μικρό παιδί κι εγώ με τη σειρά μου, όταν κάθε Κυριακή πρωί που ήμασταν όλοι
σπίτι, τρύπωνα στο κρεβάτι των γονιών μου για ν’ ακούσω κάθε φορά τον πατέρα μου να μας εξι-
στορεί τις περιπέτειές του μετά την εισβολή των Γερμανών στη χώρα στα 1941. Το ημερολόγιό του,
που μου εμπιστεύτηκε μεγάλος πια, ήταν λακωνικό μεν αλλά αρκετό ώστε ν’ αφήνει τη φαντασία να
συμπληρώσει τα κενά… Όταν τα μεγαλύτερα αδέρφια του γύρισαν από το μέτωπο και σχεδίασαν να
φύγουν, όπως εκείνος, δεν τον υπολόγισαν στην ομάδα τους, γιατί τον θεώρησαν μικρό. Δεν κατά-
φεραν να φύγουν ποτέ ενώ εκείνος, 17 χρονώ τότε, άρπαξε τα χρήματα που βρήκε από το σπίτι του
πατέρα του και έφυγε με το καρδιακό του φίλο τον Ιωάννη το Γεωργουλέα του μπάρμπα Σπύρου. Ο
Ιωάννης μετά την Ικαρία επέστρεψε, ο Παύλος συνέχισε. Ο μπάρμπα Λάμπρος, όταν συνάντησε τον
Ιωάννη, δεν τον ρώτησε, όπως όλοι θα περίμεναν, πού ήταν ο Παύλος αλλά αυτός γιατί γύρισε! Ως
γνωστόν ο φόβος γεννάει την ελπίδα. Ο μπάρμπα Λάμπρος έδειξε να μη φοβάται, λοιπόν, αφού ήξε-
ρε πως ελπίδα δεν είχε να ξαναδεί το Παύλο πίσω, θεωρώντας τον, όλα τα περίπου τέσσερα χρόνια
της απουσίας του, ζωντανό. Ο μυθικός Λαέρτης-μπάρμπα Λάμπρος ήταν εκεί, λοιπόν, και άνοιξε την
αγκαλιά του να δεχτεί τον θαλασσοδαρμένο και μπαρουτοκαπνισμένο Οδυσσέα-Παύλο.
Λάμπρος Π. Κοτσώνης, Σεπτέμβριος 2016

Χάρτης επιχειρήσεων του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου και οι χώρες της Μεσογείου


από τις οποίες πέρασε ο πατέρας μου.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Στις 27 Απριλίου 1941 οι Γερμανοί εισέρχονται στην Αθήνα στις 8.10 το πρωί υψώνοντας τη γερ-
μανική σημαία στην Ακρόπολη και στο Δημαρχείο. Το Μάιο, στις 30, οι Γερμανοί επιτίθενται στην
Κρήτη με βομβαρδισμό και ρίψη αλεξιπτωτιστών. Σε τρεις μέρες η Κρήτη καταλαμβάνεται από τις
δυνάμεις του Άξονα. Τον Ιούνιο του ίδιου έτους αντιστασιακές οργανώσεις ιδρύονται σε όλη τη χώ-
ρα. Στις 30/6 ο Χίτλερ εξαπολύει επίθεση κατά της ΕΣΣΔ. Στις 28 Σεπτεμβρίου ιδρύεται η οργάνωση
ΕΑΜ. Οι Γερμανοί καίνε σπίτια και χωριά και δολοφονούν. Οι πατριώτες χωρίζονται πλαισιώνοντας
τις αντιστασιακές οργανώσεις ΕΑΜ και ΕΔΕΣ. Η πείνα στις πόλεις και ειδικά στην Αθήνα θερίζει. Στις
11 Νοεμβρίου καταφθάνει στον Πειραιά με φορτίο τροφίμων το τουρκικό ατμόπλοιο Κουρτουλούς.
Πολλοί στη Μεσσηνία, μα και σε όλη την Ελλάδα, επιζητούν τη φυγή σε χώρες που συμμαχικές δυ-
νάμεις πολεμούν τις δυνάμεις του Άξονα. Οι λόγοι: το φάντασμα της πείνας, το διαλυμένο, υποταγ-
μένο στους Γερμανο-Ιταλούς Ελληνικό κράτος, οι χωρισμένες αντιστασιακές οργανώσεις που μάχο-
νται μεταξύ τους(!), οι βιαιότητες των Γερμανών, ο νεανικός ενθουσιασμός και η δίψα για καλύτερη
ζωή και ελευθερία. Ένας από αυτούς που κατάφερε να φύγει στη Μέση Ανατολή μετά από περιπέ-
-131-

τειες, 17 χρονώ τότε, ήταν κι ο πατέρας μου Παύλος Λ. Κοτσώνης. Όλη του η προσπάθεια καταγρά-
φεται λακωνικά στις σελίδες του ημερολογίου που κρατούσε τότε, δίνοντας την ευκαιρία σε μας σή-
μερα, και σε μένα μάλιστα ακόμη πιο πολύ, να νιώθουμε υπερηφάνεια.
Όταν οι τελευταίες επιβιβάσεις εναπομεινάντων Βρετανικών και Νεοζηλανδικών στρατευμάτων
γίνονται το βράδυ της 30/4 προς 1/5/1941 στην Καλαμάτα, οι Άγγλοι υποχρεώθηκαν ν’ αφήσουν το
σύνολο του υλικού τους. Στο νεαρό τότε Παύλο η συγκέντρωση των κονσερβών και των άλλων ει-
δών από τον ίδιο και την οικογένειά του θα του μείνει αξέχαστη. Η παράδοση του υλικού στην Κα-
ζάρμα με τα πόδια, το καταφύγιο στη σπηλιά της Λυκοτροπίας όταν ίπτατο γερμανικό αεροπλάνο, η
εμφάνιση του πρώτου Γερμανού στρατιώτη κοντά στο σπίτι, ο φόβος…
Στα μέσα Ιουνίου 1941, με πυρήνα την υπόλοιπη δύναμη της Ελληνικής Ταξιαρχίας Έβρου, αποτε-
λούμενη από 1600 οπλίτες και 150 αξιωματικούς, που νωρίτερα είχε καταφύγει στη Τουρκία εξ αι-
τίας της κατάρρευσης του μετώπου στις 6 Απριλίου 1941, συγκροτήθηκαν δύο τάγματα (2ο και 3ο)
μειωμένης δυνάμεως της Ι Ελληνικής Ταξιαρχίας. Στην τότε ουδέτερη Τουρκία, η Βρετανική Πρε-
σβεία μερίμνησε ώστε η Ελληνική Ταξιαρχία να μεταφερθεί σιδηροδρομικώς στην Παλαιστίνη, πα-
ρά τις αρνητικές διπλωματικές παρεμβάσεις της Γερμανικής Πρεσβείας στην Άγκυρα.

Το Ημερολόγιο - Ακριβές αντίγραφο σε περίληψη


[Επιμέλεια Λάμπρου Π. Κοτσώνη, 8/8/2000]
28η Νοεμβρίου 1941.
Αναχώρησις εκ Καλαμών, άτομα πέντε (5) σιδηροδρομικώς. Άφιξίς μου εις Αθήνας. Παραμονή εν Αθήναις
δύο ημέρας και εν Πειραιεί μίαν.
1η Δεκεμβρίου 1941.
Αναχώρησις εξ Αθηνών (πλατεία Βάθη) με φορτηγόν δια Ραφήνα. Άφιξις εις Ραφήνα και παραμονή εκεί
τρεις ημέρας.
3η Δεκεμβρίου 1941.
Αναχώρησις εκ Ραφήνας δια την Ικαρίαν με πετρελαιοκίνητον Μεγαλοοικονόμου (Εισιτήριο: 7.010 δρχ).

Το πετρελαιοκίνητο «Ειρήνη» του καπετάν Κώστα Μεγαλοοι-


κονόμου από το Φλες Ευδήλου Ικαρίας, με το οποίο ταξίδεψε ο
Π. Κοτσώνης από τη Ραφήνα. Ο Κ.Μ. οργάνωσε πολλές διαφυγές
πατριωτών, ενώ «κούρσευε» πλοία μαυραγοριτών με τρόφιμα
που τα μοίραζε στον κόσμο. Το 1943 διέφυγε στη Λεμεσό με το
πλοίο του παραδίνοντας στους Άγγλους τρεις Γερμανούς και το
λάδι που είχαν φορτώσει. Οι μαυραγορίτες τον είχαν άχτι και με-
ταπολεμικά τον κάρφωσαν ως κομμουνιστή. Εξορίστηκε και τελι-
κά διέφυγε στη Ρουμανία, όπου απεβίωσε το 1976. [σημ. Θ.Μ.]

4η Δεκεμβρίου 1941.
Άφιξίς μου εις Γαύριον Άνδρου και παραμονή εν Άνδρω λόγω θαλασσοταραχής ημέρας τρεις (3).
7η Δεκεμβρίου 1941.
Αναχώρησις εκ Γαυρίου μετά του ιδίου πετρελαιοκινήτου δια Ικαρίαν και μετά δύο ημερών ταξιδίου,
άφιξις εις Εύδηλον Ικαρίας.
9η Δεκεμβρίου 1941.
Αναχώρησις εξ Ευδήλου δια Μεσσαριάν (χωριό Ακαμάτρα). Παραμονή εν Μεσσαριά εις οικίαν Νικολάου
Κουτσούρη επί πέντε ημέρας, μετά μεγάλων διασκεδάσεων και γλεντιών.
14η Δεκεμβρίου 1941.
Αναχώρησις δι’ Ανατολήν μέσω Κεραμείου. Αναβολή ταξιδίου, επιστροφή εις Ακαμάτραν.
15η Δεκεμβρίου 1941.
Αναχώρησις εκ Μεσσαριάς (Ακαμάτρας) μέσω Ευδήλου, Κεραμείου, Κυπαρισσίου, Καραβοστάμου και
-132-
1
Μηλιωπού. Άφιξις εις Γιαλισκάρι μετά συνεχούς πορείας ένδεκα ωρών . Παραμονή εις Γιαλισκάρι τρεις
ημέρας μετά πολλών στερήσεων και καταδιώξεων υπό των Ιταλών.
17η Δεκεμβρίου 1941.
2
Στις 11.30 αναχώρησις εκ Μηλιωπού , με πέντε συνεπιβάτες, ένα βαρκάρη (Μήτσο) κουλό και με ένα πο-
λύ μικρό βαρκάκι (γαϊτάκι), δια Τουρκίαν. Ο καιρός πολύ άσχημος. Μέγας κίνδυνος να πνιγούμε! Μετά ο-
3
κτώ ωρών κυματοπάλην, εφθάσαμεν εις Κάβο Κόρακα Τουρκίας , εντός πολύ ανοικτού και ασφαλούς όρ-
μου. Ώρα αφίξεως 7.35 μμ. Καθ’ όλην την διάρκειαν της νυκτός ραγδαιοτάτη βροχή! Επεριφερόμεθα από
υψώματος εις ύψωμα του Κάβου Κόρακος μετά πολλών απειλών υπό διαφόρων αγρίων ζώων: λύκων,
χοίρων, τσακαλιών, κουκουβάγιων κλπ.
18η Δεκεμβρίου 1941.
Επαρουσιάσθημεν εις το φυλάκιον του Κόρακος και κατόπιν μεγάλης ληστείας(!), μας οδήγησαν εις το
4
εσωτερικόν της Τουρκίας. Κατόπιν δωδεκαώρου πορείας εφτάσαμεν εις Ζετικογιού . Μεγάλη περίθαλψις
υπό των Τούρκων χωρικών.
19η Δεκεμβρίου 1941.
Αναχώρησις εκ Ζετικογιού μετά του Μουχτάρη και του εργάτου δια Αλάτσατα. Μετά πορείαν πέντε ωρών
5
εφθάσαμεν εις Αλάτσατα. Κατόπιν ανακρίσεώς μας υπό του Καρακόλ, εστάλημεν εις Τσεσμέ δι’ αυτοκι-
νήτου. Μεγάλη απειλή υπό Καρακόλ προς επιστροφήν δια Χίον. Παραμονή εις την φυλακή επί έξ ώρας.
6
Κατόπιν πολυώρου ανακρίσεως παραλαβή υπό προξένου Διαμαντάρα . Οδήγησις εις εστιατόριον και κα-
τόπιν εις ξενοδοχείον. Παραμονή μου εκεί ημέρας δεκαέξ! Μισθός μία λίρα ημερησίως. Καλοπέρασις
αλλά πολύ μεγάλη αγωνία δια την επιστροφήν και μέγας περιορισμός.

22/2/1942, εις Νατάνια 3/3/1942, εις Καφαριόνα Τελ Αβίβ, Χριστούγεννα 1943
Π. Κοτσώνης και Ορφανός [Κεφάρ Γιόνα] Νικ. Ανδρεάδης, Π. Κοτσώνης

5η Ιανουαρίου 1942.
Αναχώρησις ώρα 7.30 μμ δια Κύπρον με ελληνικόν καΐκι, σχετικώς πολύ μικρόν δια 82 άτομα, με ταχύτη-
τα 2 μίλια την ώρα. Εις τας 12 το βράδυ προσέγγισις εις λιμένα Αλατσάτων λόγω θαλασσοταραχής. Παρα-
μονή εκεί επί εξ ημέρας και αλλαγή με νέο καΐκι («Ουγκούρ»). Παραμονή εις αυτό επί δύο ημέρας και τέ-
λος αναχώρησις, όπου μετά παρέλευσιν άλλων δέκα ημερών εφτάσαμεν εις Κύπρον. Αποβιβάσθημεν εις
Κυρήνειαν. Μεγάλη υποδοχή! Κατόπιν μέσω Λευκωσίας εφθάσαμεν εις Δηκέλιαν (καραντίνα). Παραμονή
εκεί επί οκτώ ημέρας και αναχώρησις μέσω Αμμοχώστου δια την Παλαιστίνην με υπερωκεάνιον…
28η Ιανουαρίου 1942.

1
Το Γιαλισκάρι είναι σε αντίθετη πλευρά από τα υπόλοιπα χωριά γι’ αυτό η πολύωρη πορεία. [σημ. Θ.Μ.]
2
Το Μηλιωπό είναι ορεινό αλλά βλέπει σε μια απόμερη ακρογιαλιά. [σημ. Θ.Μ.]
3
Το ακρωτήριο Κόρακας (Koraka Burnu) βρίσκεται στο νότο της χερσονήσου Ερυθραίας. [σημ. Θ.Μ.]
4
Zeytinler Köyü [δηλ. χωριό με λιόδεντρα] της επαρχίας Βουρλών. [σημ. Θ.Μ.]
5
Μουχτάρης: πάρεδρος, εκπρόσωπος της Κοινότητας. Καρακόλ: σταθμός χωροφυλακής. [σημ. Θ.Μ.]
6
Για το Διαμαντάρα από τα Δωδεκάνησα [δηλ. Ιταλό πολίτη], τον Έλληνα πρόξενο στον Τσεσμέ, υπάρχουν
θετικές αναφορές και από άλλους Έλληνες που διέφυγαν στην Τουρκία. [σημ. Θ.Μ.]
-133-
1
Κατάταξις εις το ΒΕΣΜΑ ως εθελοντής μέχρι την 2α Ιουνίου 1942. Παραμονή εν Παλαιστίνη.
12η Φεβρουαρίου 1942.
Παραμονή εις ελληνικό χωρίον. Ως τις 15 Φεβρουαρίου εις έμπεδα.
25η Φεβρουαρίου 1942.
2
Εις Καφαριόνα . Αντιαρματική μοίρα της 1ης Ταξιαρχίας.
25η Μαρτίου 1942.
Μεγάλη παρέλασις και εορτή παρουσία Βασιλ.
Γεωργίου Β΄, Πρωθυπουργού Εμμανουήλ Τσου-
δερού, Υπουργού Στρατιωτικών Τζαγανάκη Μα-
3
ραβία , Αρχιστρατήγου, Άγγλων ανωτάτων αξι-
ωματικών κλπ. Μετά ταύτα αναχώρησις εκ Πα-
4
λαιστίνης δια Συρίαν με αμαξοστοιχία ΓΚΕΣ
Στρατού μας. Συχνές αναχωρήσεις Τουρκάρομ
5
Γ.Σ., Χαϊντέρα, Χάιφα. Στη συνέχεια δια μέσου
της Ιορδανίας φτάσαμε στην Τιβεριάδα, Δαμα-
σκόν. Παραμονή ώρας 28. Τελευταίος σταθμός
Ραγιάκ Νατάνια Σινόπη εις στρατόπεδον Ζντέιντ
6
περιοχή Αντιλιβάνου, πλησίον Χομψ.
3η Ιουλίου 1942.
Διάλυσις Αντιαρματικής Μοίρας και απόσπασις
της Πυροβολαρχίας μου εις 2ον Τάγμα Πεζικού,
Λόχον Διοικήσεως.
4η Αυγούστου 1942.
Αναχώρησίς μας ολοκλήρου της 1ης Ελληνικής
Ταξιαρχίας εκ Συρίας δια Αίγυπτον. Μετά τε-
τραήμερον ταξίδιον, άφιξίς μας εις τοποθεσίαν
[Α]. Η περιοχή της ανατολικής ερήμου της
έξωθεν Αλεξανδρείας ονόματι Μαριούπολις.
Παλμύρας, όπου η Ι Ελληνική Ταξιαρχία
Παραμονή εκεί επί δέκα ημέρας και κατόπιν
εκπαιδεύθηκε στον αγώνα της ερήμου.
μετακίνησίς μας εις τα Οχυρά Αλεξανδρείας
(Αμιρία) δια είκοσι ημέρας.
8η Σεπτεμβρίου 1942.
Αναχώρησις δια το μέτωπον. Μετά τρεις ημέρας άφιξίς μας εις κεντρ. τομέα Αιγύπτου προς Ελ Αλαμέιν...

Τον Ιανουάριο 1942, η Ελληνική κυβέρνηση του Καΐρου, με τη συγκατάθεση των βρετανικών στρατιωτι-
κών αρχών, αποφάσισε την υποχρεωτική κατάταξη πέντε κλάσεων (1936 - 1940) Ελλήνων της Αιγύπτου
και του Σουδάν. Ο Π.Κ. κατετάγη ως εθελοντής, αφού ήταν κλάσεως 1944 (το γράφει στις 28/1/1942).
4 Αυγούστου 1942. Αποστολή της Ι Ελληνικής Ταξιαρχίας ήταν να οργανωθεί αμυντικά στην Αμιρία, που
βρίσκεται μεταξύ Ελ Αλαμέιν και Αλεξάνδρειας, με σκοπό να αμυνθεί επί της οδού που οδηγεί δια της ε-
ρήμου από Αλεξάνδρεια προς Κάιρο ώστε, σε περίπτωση υποχωρήσεως της 8ης στρατιάς από το Ελ Αλα-
μέιν, να προασπίσει το Κάιρο και την Αλεξάνδρεια.
Στις 30 Αυγούστου 1942 ο Ρόμμελ δηλώνοντας «ή τώρα ή ποτέ» εξαπέλυσε επίθεση κατά της 8ης στρα-
τιάς. Ο στρατηγός Μοντγκόμερυ απέκρουσε επιτυχώς την επί τέσσερις ημέρες επίθεση του Africa Corps.
Στις 5 Σεπτεμβρίου η Ι Ελληνική Ταξιαρχία έλαβε διαταγή να προωθηθεί στο ιστορικό πεδίο της μάχης του

1
ΒΕΣΜΑ: Βασιλικός Ελληνικός Στρατός Μέσης Ανατολής. [σημ. Θ.Μ.]
2
Kfar Yona (προφέρεται Kefar Yona): μικρή πόλη στην κεντρική Παλαιστίνη, έδρα του ΓΚΕΣ. [σημ. Θ.Μ.]
3
Εμμανούηλ Τζανακάκης, υπ. Στρατιωτικών (14/5/41 ως 2/5/42). Το Μαραβίας ίσως προήλθε από σύγχυ-
ση με το όνομα του Αρχηγού Στόλου Επαμεινώνδα Καββαδία. [σημ. Θ.Μ.]
4
ΓΚΕΣ: Γενικόν Κέντρον Εκπαιδεύσεως και Σχολών. [σημ. Θ.Μ.]
5
Tulkarem, Hadera, Netanya: πόλεις στην κεντρ.-βόρεια Παλαιστίνη. Γ.Σ.: Γενικό Στρατηγείο [σημ. Θ.Μ.]
6
Rayak: χωριό του Βορείου Λιβάνου. Homs: πόλη στη Συρία. [σημ. Θ.Μ.]
-134-

Ελ Αλαμέιν, στην αμυντική τοποθεσία «Αλάμ Ναγκίλ», υπό την διοίκηση της 2ας ΝΖ μεραρχίας του φιλέλ-
ληνα στρατηγού Frayberg, που υποδέχτηκε τους Έλληνες φωνάζοντας «welcome - good luck».

Το πεδίον μάχης Ελ Αλαμέιν


[Β]. Η πρώτη περιοχή εγκατά-
στασης της Ταξιαρχίας στην
περιοχή της Μαριούπολης εις
εφεδρεία της 8ης Στρατιάς
υπό τας διαταγάς του Στρα-
τηγείου άμυνας του ΔΕΛΤΑ.
[Γ]. Δεύτερη τοποθεσία
εγκατάστασης της Ταξιαρχίας
στην περιοχή της Αμιρίας
υπό τας διαταγάς του Στρα-
τηγείου άμυνας του ΔΕΛΤΑ.

Όλος ο τομέας της Ι Ελληνικής Ταξιαρχίας ήταν ενεργητικός και για το λόγο αυτό επιδιώχτηκε η βελτίω-
ση της αμυντικής της τοποθεσίας και της σύνδεσής της με τις γειτονικές συμμαχικές δυνάμεις.
Οι εχθρικές θέσεις απείχαν 1.500 -2.000 μέτρα.
Στις 23 Οκτωβρίου 1942 και ώρα 21:40 η 8η Στρατιά (η
στρατιά των εθνών όπως αποκαλείτο) εξορμούσε κατά
των δυνάμεων του Άξονα. Στις 22:35 η Ι Ελληνική Ταξια-
ρχία ενεργεί το πρώτο επιθετικό της εγχείρημα. Μετά α-
πό μάχες διάρκειας επτά ημερών και επιπλέον πέντε άλ-
λες εκστρατευτικών μετακινήσεων κάτω από αντίξοες
συνθήκες, η Ταξιαρχία κάλυψε απόσταση 176 χλμ μέχρι
το δρόμο Μάτρου-Σίβα.
17/1/1943, εις Αμιρία.
Στις 25 Νοεμβρίου 1942 φτάνουν στα χέρια του πατέρα μου τα νέα από την πατρίδα, από τους γονείς,
αδελφές και αδελφούς του, μέσω μηνύματος του Γραφείου Αιχμαλώτων του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού
στο Κάιρο. Ο ίδιος τους είχε γράψει στις 10 Μαρτίου 1942: «Είμαι καλά και περιμένω νέα σας. Με αγάπη,
Παύλος». Του απάντησαν: «Αγαπητέ Παύλο, Είμαστε όλοι καλά καθώς και ο Ιωάννης (Γεωργουλέας). Μό-
λις πρόσφατα λάβαμε νέα σου (9 Σεπτεμβρίου 1942 - την επομένη της τελευταίας σημείωσης στο ημερο-
λόγιό του!). Στέλνε μας πάντα. Με αγάπη.»

Το τηλεγράφημα του Π.Κ. (10/3/42) και η απάντηση από τους οικείους του (9/9/42).
-135-

Το στρατιωτικό ημερολόγιο (1912-1946)


του Βασιλείου Φραγκούλη
Ο συνταγματάρχης Βασίλειος Γ. Φραγκούλης (1890-1969) από τη Μεγ.
Μαντίνεια πήρε μέρος στους βαλκανικούς πολέμους (μάχη Γιαννιτσών,
κατάληψη Φλώρινας, Μπιζάνι, κατάληψη Ιωαννίνων, μάχες Κιλκίς-Λαχανά,
Στρώμνιτσας), στον α΄ παγκόσμιο πόλεμο (μάχη Μοκρινό-Γιενίκιοϊ) και στη
μικρασιατική εκστρατεία (μάχες Σεϊντί Γαζή, Καρά Τοκάτ, Κοβαλίτσα, Ακ-
Σου). Τραυματίστηκε τρεις φορές, προήχθη επ’ ανδραγαθία και τιμήθηκε
με ελληνικά και γαλλικά παράσημα ανδρείας. Το 1923 μετείχε ενεργά στο
αντιβενιζελικό κίνημα Λεοναρδόπουλου-Γαργαλίδη, με αποτέλεσμα να
αποταχθεί και να φυλακιστεί. Ουσιαστικά αυτό σήμανε το τέλος της
στρατιωτικής του καριέρας. Μολονότι επανήλθε στο στράτευμα το 1927,
το 1929 αποστρατεύτηκε. Το 1940 κλήθηκε στα όπλα και υπηρέτησε ως
υποδιοικητής του Γεν. Εμπέδου Θεσσαλονίκης. Δημιούργησε οικογένεια με τη σύζυγό του Ελευθερία
Ι. Καπετανάκη (1894-1985) και έζησε στην Καλαμάτα και στην Παλιόχωρα, στο Φραγκουλέικο
πυργόσπιτο. Μετά την αποστρατεία του για κάποιο διάστημα ασχολήθηκε με το Συνεταιρισμό, του
οποίου διετέλεσε Διευθυντής, μέλος του Δ.Σ. και εκπρόσωπος στην Ένωση Γ.Σ. Καλαμών. 1

Το τεκμήριο
Το πρωτότυπο ημερολόγιο του Β. Φραγκούλη αποτελείται από δεκάδες πυκνογραμμένα
χειρόγραφα φύλλα, διαφόρων σχημάτων και μεγεθών. Βρίσκεται στο αρχείο του εγγονού του
Πάρη Γιαννίκου, με την επιμέλεια του οποίου δακτυλογραφήθηκε σε 140 κόλες Α4 [στη μία
όψη] που δέθηκαν σε τόμο με χοντρό κόκκινο εξώφυλλο. Στην πρώτη σελίδα αναγράφεται ο
τίτλος: «ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ Βασιλείου Γ. Φραγκούλη Συνταγματάρχου Πεζικού από το έτος 1912-
1946». Στη δεύτερη υπάρχει η σημείωση: «Οι πρώτες σελίδες του ημερολογίου δεν
ανευρέθησαν και λόγω παλαιότητος ωρισμένες λέξεις αντικατεστάθησαν». Ακολουθούν 138
αριθμημένες σελίδες, από 14 ως 150 [ο αριθμός 103 υπάρχει σε δυο συνεχόμενες σελίδες].
Αφενός λόγω του μεγέθους του, αφετέρου λόγω του ότι ξεφεύγει από τη θεματολογία της έκ-
δοσης αυτής, το «Ημερολόγιο» δεν μπορεί να δημοσιευθεί αυτούσιο στον παρόντα τόμο. Θα
περιοριστούμε σε μια συνοπτική παρουσίασή του, μιας και ο συντάκτης του υπήρξε συμπα-
τριώτης μας, ελπίζοντας πως κάποια στιγμή θα βρεθεί τρόπος να εκδοθεί το πλήρες κείμενο,
με τον απαραίτητο σχετικό σχολιασμό.

Το κείμενο
Το «Ημερολόγιο» δεν έχει δομή τυπικού ημερολογίου, δηλαδή δεν είναι μια συνοπτική
καταγραφή γεγονότων σε συνεχόμενες ημερομηνίες. Είναι γραμμένο σε μορφή χρονικού, με
αφηγηματική ροή. Όπως προκύπτει από σκόρπιες αναφορές του ίδιου του συγγραφέα,

1
Τα βιογραφικά αντλήθηκαν από το προκείμενο Ημερολόγιο, το άρθρο της Καίτης Μπελίτσου για το
Συνεταιρισμό στον παρόντα τόμο και Καπετανάκης: 1996, σ. 588.
-136-

γράφτηκε σε μεταγενέστερη περίοδο και είναι βασισμένο σε ημερολόγια, τα οποία τηρούσε


κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του, ορισμένα από τα οποία τα είχε χάσει:
Το ημερολόγιον μου απώλεσα και η μνήμη μου δεν βοηθεί να γράψω λεπτομερείας της εις Μ.
Ασίαν παραμονής μου, αλλά θα γράψω ό,τι ενθυμούμαι δια την εποχήν εκείνην. [σ.90].
Το πότε γράφτηκε δεν είναι εύκολο να εξακριβωθεί, ούτε αν γράφτηκε εξ ολοκλήρου σε μια
περίοδο ή ο συγγραφέας το έγραψε τμηματικά. Πάντως το μεγαλύτερο τμήμα του έχει γραφτεί
μετά το 1936, καθώς αναφέρεται συχνά «εις τον αείμνηστον Γ. Κονδύλην», ο οποίος απεβίωσε
στις 31/1/1936. Και φυσικά κάποιο τμήμα του ή και ολόκληρο γράφτηκε μετά το Β΄ παγκόσμιο
πόλεμο, δεδομένου ότι περιέχει και γεγονότα της περιόδου 1940-1946.
Ο συγγραφέας περιγράφει, σχεδόν αποκλειστικά, γεγονότα και καταστάσεις που έζησε κατά
τη στρατιωτική του υπηρεσία και αφορούν τη στρατιωτική του δράση. Είναι χαρακτηριστικό
πως δεν γράφει τίποτε για την περίοδο από το 1929, που αποστρατεύτηκε, ως τον Οκτώβριο
του 1940, που ανακλήθηκε στα όπλα για τον ελληνοϊταλικό πόλεμο. Όταν παρεκκλίνει σε
πολιτικά ή προσωπικά θέματα, αυτά πάντα έχουν άμεση ή έμμεση σχέση με τη στρατιωτική
του καριέρα. Τα συμβαίνοντα εκτός στρατοπέδου τα περιλαμβάνει μόνο ως διευκρινιστικά της
κύριας περιγραφής, όταν κρίνει πως είναι απαραίτητα για να διασαφηνιστούν κάποια
ζητήματα στρατιωτικά ή υπηρεσιακά.
Η αφήγηση ξεκινά απότομα από τη σ. 14 (λείπουν οι 13 πρώτες σελίδες), με την περιγραφή
της δράσης της μονάδας του Β. Φραγκούλη κατά τις πρώτες ημέρες του βαλκανικού πολέμου,
τον Οκτώβριο του 1912, στην περιοχή του Αλιάκμονα. Ο Β. Φραγκούλης είχε καταταγεί ως
κληρωτός το 1911, είχε ήδη εκπαιδευτεί ως υπαξιωματικός πολυβολητής και το 1912
υπηρετούσε στην πρώτη γραμμή. Δεν αναφέρει το βαθμό του αλλά πρέπει να ήταν
τουλάχιστον επιλοχίας, που τότε ήταν ο ανώτερος βαθμός υπαξιωματικού.
Παραθέτουμε τις πρώτες γραμμές της αφήγησης, οι οποίες είναι αποκαλυπτικές του ύφους
του συγγραφέα, το οποίο διατρέχει όλο το κείμενο του ημερολογίου:
Το έτος 1912
Η προς την γέφυρα του Αλιάκμονος πορεία της δυλοχίας του 11ου Συντ/τος μετά των πολυβό-
λων του 8ου τοιούτου ήρχισε μετά την δύσιν του Ηλίου και μετά 2ωρον περίπου έληξε. Άμα τη
αφίξει μας τμήμα πεζικού μετά της 1ης διμοιρίας πολυβόλων κατέλαβε το ύπερθεν και δεσπόζον
της γεφύρας ύψωμα, καθώς και τα πέριξ αυτής, ώστε να εξασφαλισθεί η κατά της γεφύρας τυ-
χούσα επίθεση εκ μέρους τμήματος τινός Τουρκικού υποχωρούντος. Η ημετέρα διμοιρία πολυ-
βόλων ετοποθέτησε τα πολυβόλα της εις την είσοδον της γεφύρας ώστε από το μέρος του εχ-
θρού να ήτο αδύνατος η διάβασις επί του σημείου τούτου, διήλθομεν μετά του αειμνήστου
Αν/γου Β. Λελούδα1 και των αρχηγών και λοιπών υπηρετών των πολυβόλων δι’ όλης της νυκτός.
Μάλιστα κατά την διάρκεια της νυκτός εκ τινός παρεξηγήσεως, ερίφθησαν πυροβολισμοί, ημείς
δε εκλαβόντες επίθεσιν του εχθρού κατά της γεφύρας ηνοίξαμεν πυρά κατά την διεύθυνσιν της
εξόδου της ώστε αν τυχόν και ευρίσκετο εχθρός επιτιθέμενος επί της γεφύρας να εθερίζοντο υ-
πό των πυρών μας. Ευτυχώς ότι μετά τας πρώτας ριπάς αντελήφθησαν ότι πρόκειται περί παρε-
ξηγήσεως και επαύσαμεν τα πυρά.
Μέχρι της πρωίας ουδέν άλλον επεισόδιον συνέβη, πλην του ότι αρκετοί Τούρκοι στρατιώται
μη γνωρίζοντες την υφ’ ημών κατάληψη της γεφύρας ήρχοντο δι’ αυτής διέλθωσιν, διότι δια με-
σου του ποταμού η διάβασις λόγω του μεγάλου ρεύματος ήτο αδιάβατος, και ευρισκόμενοι προ
του ημετέρου στρατού παρεδίδοντο μη δυνάμενοι να διαφύγωσι. Μεταξύ ημών Αξ/κών και Υπ-

1
Ο ανθυπολοχαγός Λελούδας σκοτώθηκε στο Μπιζάνι το Φεβρ. 1913. Από εδώ και από άλλα σημεία του
κειμένου προκύπτει πως γράφτηκε σε μεταγενέστερο χρόνο.
-137-

αξ/κών γενόμεναι συζητήσεις, σχολιάζουσαι την κατάστασιν ελέγαμεν ότι ο πόλεμος θα έληγεν,
αφού δεν θα μας επετρέπετο υπό των δυνάμεων (Αγγλίας - Γαλλίας και Ρωσίας) να καταλάβω-
μεν νέα των Τούρκων εδάφη. [σ. 14]
Από τις πρώτες αυτές γραμμές αποκαλύπτεται πως πρόκειται για ένα πολύ ενδιαφέρον κεί-
μενο. Είναι γραμμένο με συγκροτημένο λόγο, με σαφήνεια και τάξη. Είναι εξαιρετικά λεπτομε-
ρές. Περιορίζεται στα γεγονότα και αποφεύγει τα προσωπικά σχόλια. Εκτός από την πολεμική
δράση, περιγράφει και άλλα γεγονότα που συνέβαιναν εντός του στρατοπέδου, όπως τις συζη-
τήσεις και τις εκτιμήσεις μεταξύ των βαθμοφόρων περί του τι μέλλει γενέσθαι κλπ.
Είναι το πρώτο δεκαήμερο του πολέμου, λίγο πριν από την κατάληψη των Γιαννιτσών, η
οποία έγινε στις 19 Οκτωβρίου 1912 και αναφέρεται στη συνέχεια. Ακολουθεί η περιγραφή της
απελευθέρωσης της Φλώρινας [σσ. 17-18]. Στη συνέχεια η μονάδα του μετέβη στη Θεσσαλονί-
κη και από εκεί με ατμόπλοιο στην Πρέβεζα, από όπου προωθήθηκε προς το Μπιζάνι, όπου πε-
ριγράφει τις σκληρές μάχες για την κατάληψη των Ιωαννίνων, μέσα στη βαρυχειμωνιά, καθώς
και τον ελαφρύ τραυματισμό του [σσ. 19-23]:
Ευθύς όμως ως έφθασα και εγονυπέτησα να αποσυνδέσω το πολυβόλον, εβλήθην δια βολί-
δος πεζικού εκ των όπισθεν, εξ αποστρακισμού, κάτωθεν της δεξιάς πλάτης. [σ. 20]
Μετά την κατάληψη των Ιωαννίνων επιστρέφει στη Μακεδονία. Περιγράφει τις μάχες κατά
των Βουλγάρων σε Κιλκίς-Λαχανά, Στρώμνιτσα, τον Ιούνιο 1913, οι οποίες διεξήχθησαν υπό
αφόρητο καύσωνα και λειψυδρία, εξαιτίας των οποίων υπέστη ηλίαση και αφυδάτωση [σσ. 26-
30]. Προάγεται επ’ ανδραγαθία σε ανθυπασπιστή και μετατίθεται στο Αργυρόκαστρο, στην Ή-
πειρο. Το Φεβρουάριο του 1914 πληροφορήθηκε το θάνατο του πατέρα του 1. Έλαβε άδεια να
μεταβεί στο χωριό του, επίσκεψη που περιγράφει με έντονα συναισθήματα:
Όταν έφθασα εις την εξώθυραν της οικίας μου, μ’ έφθασεν η Ευστ. Μανωλακέα ην αφήκα να
προπορευθεί και να με αναγγείλει, διότι ήμουν πολύ συγκινημένος και δεν ήθελον να εμφανι-
σθώ αφού δεν είχον προειδοποιήσει περί της αφίξεώς μου. Ηκολούθησα και εγώ όπισθεν και
όταν έφθασα εις το δωμάτιον όπου ήσαν η μήτηρ μου και αι αδελφαί μου με υποδέχθησαν με
κλάματα και λυγμούς. Την επομένην το απόγευμα παρέλαβον την μικράν αδελφήν μου Μαρία
και κατευθύνθην εις το νεκροταφείον δια της βορείας παρυφής του χωρίου, ίνα μη γίνω αντιλη-
πτός παρά των συμπολιτών μου ίνα κλαύσω ολίγον τον πατέρα μου. Αλλά παρ’ όλας τας προ-
φυλάξεις όμως εγενόμην αντιληπτός υπό της αδελφής του πατρός μου Ελευθερίας Γεωργουλέα
ήτις έσπευσε με ταχύτητα και μόλις επρόλαβον να ίδω τον τάφον και απεσύρθημεν μαζί, αφού
εκλαύσαμεν ολίγον. Εις το σπίτι μου παρέμεινα ολίγας ημέρας και μετά την λήξιν της αδείας
μου επέστρεψα εις την μονάδα μου [σσ. 32].
Επιστρέφοντας στην Ήπειρο υπηρετεί σε διάφορες πολίχνες (Τσαμαντά, Φιλιάτες, Σαγιάδα),
στα Γιάννινα και στην Κορυτσά. Η σχετική ηρεμία που επικρατεί, του επιτρέπει να περιγράψει
τις τοποθεσίες και τις συνήθειες των κατοίκων. Προάγεται σε ανθυπολοχαγό και ακολουθούν
μεταθέσεις και περιγραφές των τόπων όπου υπηρετεί: ελληνοβουλγαρικά σύνορα, κεντρική
και ανατολική Μακεδονία, Ήπειρος ξανά, στα Ιωάννινα. Το Σεπτέμβριο 1916 καταφέρνει να με-
2
τατεθεί στην Καλαμάτα, στο 9ο Σύνταγμα, κοντά στην απορφανισμένη οικογένειά του .[σ. 50]

1
Ο πατέρας του Γεώργιος ήταν μόλις 49 ετών.
2
Ως μοναχογιός, έγινε αρχηγός της οικογένειας σε ηλικία 24 ετών, έχοντας να φροντίσει τέσσερις μικρό-
τερες, ανύπαντρες αδερφές: Ελευθερία (αργότερα σύζ. Αθ. Κοκκινέα), Αικατερίνη (σύζ. Γιωργάκη Ι. Γεωρ-
γουλέα), Ανθή (σύζ. Αντώνη Ηλιόπουλου) και Μαρία.
-138-

Μετ’ ολίγας ημέρας το 2ον 10ήμερον του Σεπτεμβρίου 2016 εκοινοποιήθησαν αι μεταθέσεις
των Αξ/κών αίτινες, κατόπιν προ έτους αιτήσεώς μου, με μετέθετον εις το 9ον Σ.Π. εις Καλάμας.
Τούτο ανέγνωσα εις τας εφημερίδας με μεγάλη μου χαρά, διότι επλησίαζον προς την οικογένει-
άν μου, προς προστασίαν αυτής, ήτις είχεν ανάγκην ταύτης μετά τον θάνατον του πατρός μου.
Δεν μένει για πολύ καθώς στην Αθήνα η φιλοβασιλική κυβέρνηση είχε προβλήματα με τα
γαλλικά στρατεύματα που στρατοπέδευαν στην πόλη, με αποτέλεσμα να ξεσπάσουν ταραχές,
τα λεγόμενα «Νοεμβριανά». Η μονάδα του στέλνεται για τρεις μήνες στην Αθήνα, όπου έρχε-
ται αντιμέτωπος με τις ύπουλες διαμάχες μεταξύ βενιζελικών και φιλοβασιλικών. [σσ. 50-52]
Τον Ιούλιο 1918, ως υπολοχαγός πλέον, επιστρέφει στο μακεδονικό μέτωπο επικεφαλής πο-
λυβολαρχίας. Μετέχει στις τελευταίες μάχες κατά των Βουλγάρων στο Μοκρινό Γιενίκιοϊ. Στο
κείμενό του παραθέτει πολλά επεισόδια από το κλίμα αλληλοϋπονόμευσης που επικρατούσε
στο στράτευμα λόγω του εθνικού διχασμού. Ο ίδιος νιώθει ευάλωτος καθώς είναι δηλωμένος
βασιλικός, ενώ οι ανώτεροί του είναι κυρίως βενιζελικοί. Γράφει:
Όσον δια τον εαυτόν μου, εφόσον είχον υποπέσει εις την δυσμένειάν του και με ηπείλησε ότι
θα με εξεδίωκε του Ελληνικού Στρατού, ουδεμίαν αμοιβήν ανέμενον… Όταν δε την επομένην
ανέγνωσα τας δι’ εμέ προτάσεις εξεπλάγην και αμφέβαλον εάν είνε δι’ εμέ. Τας ανέγνωσα τρεις
φοράς για να βεβαιωθώ… [σ.65].
Και τον πολεμικόν σταυρόν έλαβον, την επ’ ανδραγαθία προαγωγήν μου όμως η Κυβέρνησις
Βενιζέλου λόγω των αντιθέτων πολιτικών μου φρονημάτων καθυστέρησε μέχρι του Φεβρουαρί-
ου του 1920. [σ.68].

Έπονται διάφορες μεταθέσεις στη Μακεδονία: Στρώμνιτσα, Αλιστράτη Σερρών, Φλώρινα,


Δράμα, Παρανέστι (Μπούκα), από όπου περιγράφει πολλά μεθοριακά επεισόδια. Το Μάιο του
1921 έχει επανέλθει ο βασιλιάς Κωνσταντίνος. Στο στράτευμα επικρατεί τραγελαφικό κλίμα:
…η Κυβέρνησις απεφάσισε την κατάληψιν της Βασιλίδος των πόλεων (Κων/λις). Προς τούτο ε-
ξέδωκε διαταγήν συγκροτήσεως μιας Ταξιαρχίας εκ δύο Συντ/των πεζικού και αναλογία διαφό-
ρων άλλων βοηθητικών όπλων και επιλέκτων αντιβενιζελικών αξ/κών και οπλιτών με αποστο-
λήν την κατάληψιν της Πόλεως… επιβιβάσθημεν του σιδηροδρόμου και ανεχωρήσαμεν. …εις
διαφόρους σταθμούς πολλοί στρατιώται εξήρχοντο… όταν επλησίαζεν η αμαξοστοιχία εις τα
χωρία των, έφευγον λάθρα προς αυτά…» [σσ. 84-85].

Τελικά η προέλαση προς την Πόλη εμποδίστηκε από τις μεγάλες δυνάμεις, οπότε μετέβησαν
στη Μικρασία. Μέσω Προύσας προωθήθηκαν στην πρώτη γραμμή, στις θέσεις εξόρμησης
Σεϊντί Γαζή, Καρά Τοκάτ. Εκεί τραυματίστηκε επιπόλαια για τρίτη φορά:
Την ώραν αυτήν όμως εδέχθην μίαν εχθρικήν βολίδα εκ των πλευρών, ήτις με ετραυμάτισεν
ελαφρότατα… [σ.92].

Κατά τη διάρκεια της υποχώρησης, το Σεπτέμβριο του 1922, ενεπλάκει σε μάχες στις θέσεις
Τζουτζά τεπέ και Κοβαλίτσα. Παρά την πίεση από τις εχθρικές επιθέσεις και το γενικότερο κλί-
μα αταξίας και πανικού που επικρατούσε, κατάφερε να διατηρήσει συγκροτημένη την πολυβο-
λαρχία την οποία διοικούσε, την ώρα που οι ανώτεροί του είχαν υποχωρήσει ατάκτως. Κατά-
φερε να διασώσει τόσο τους άνδρες όσο και όλα τα πολυβόλα της μονάδας του κερδίζοντας το
θαυμασμό των συναδέλφων του. Η περιγραφή της υποχώρησης είναι χαρακτηριστική του αλα-
λούμ που επικρατούσε, όπου ο πιο δυναμικός αξιωματικός επέβαλε την άποψή του, ανεξάρτη-
τα από το βαθμό του, ενώ πολλοί εφάρμοσαν το ρητό «ο σώζων εαυτόν σωθήτω». [σσ. 96-104].
Ο Β. Φραγκούλης, όπως και άλλοι ευσυνείδητοι αξιωματικοί, δεν μπορούσε να χωνέψει την
ατολμία και δειλία που είχαν επιδείξει πολλοί συνάδελφοί του, μα και την ανικανότητα της πο-
-139-

λιτικής ηγεσίας να χειριστεί την κατάσταση. Αν και εκφράζει την δυσφορία του για τη στάση
πολλών φιλοβασιλικών συναδέλφων του, δεν θέλησε να συνοδοιπορήσει με τους βενιζελικούς.
Νιώθει έντονη την επιθυμία να μετάσχει σε κάποια δραστηριότητα με στόχο τη διακυβέρνηση
της χώρας με δικαιότερο τρόπο. Τελικά, μετείχε δυναμικά στο αντιβενιζελικό κίνημα Λεοναρ-
δόπουλου-Γαργαλίδη, που ξέσπασε στις 22 Οκτωβρίου 1923. Με το λόχο του κατέλυσε την πο-
λιτική εξουσία στην Ξάνθη, όπου είχε μετακινηθεί ο λόχος του, και έπειτα μετέβη με τη μονά-
δα του στη Θεσσαλονίκη προς ενίσχυση των κινηματιών, όπου πήρε μέρος σε αψιμαχίες κατά
των κυβερνητικών δυνάμεων. Μετά την αποτυχία του κινήματος συνελήφθη και καταδικάστη-
κε σε 20ετή φυλάκιση. Γλίτωσε τη θανατική ποινή «τη συνδρομή του αειμνήστου συνάδελφου
υπολοχαγού Ανδρ. Μανέα». Οδηγήθηκε στις φυλακές Καλαμακίου Κρήτης. Πολύ σύντομα, τον
Ιανουάριο 1924, δόθηκε χάρη στους κατώτερους αξιωματικούς και αποφυλακίστηκε. Στο
μεταξύ είχε προαχθεί σε ταγματάρχη κατ’ εκλογήν! [σσ. 105-130].
Η συμμετοχή του στο κίνημα σήμανε το πρόωρο τέλος της στρατιωτικής του καριέρας. Το ζή-
τημα αυτό τον έχει σημαδέψει και όπως είναι επόμενο αφιερώνει πάρα πολλές σελίδες στο
γραπτό του: η οργάνωση και η εξέλιξη του κινήματος, η διεξαγωγή της δίκης, η αγωνία περί της
τύχης του, η βουβή οργή του για τη μεταστροφή κάποιων συναδέλφων του περιγράφονται με
λεπτομέρειες. Παρέμεινε στεναχωρημένος στο χωριό, διότι παρά τη χάρη, δεν επανήλθε στο
στράτευμα όπως άλλοι, οι οποίοι είχαν δηλώσει μετάνοια και γίνονταν βενιζελικοί. Παρέμεινε
απότακτος, αν και είχε συγγενείς στη βενιζελική παράταξη, όπως το νομάρχη Επ. Αλούπη, που
τον συμβούλευαν να ζητήσει ακρόαση από τον υπουργό στρατιωτικών Γ. Κονδύλη, ο οποίος εί-
χε καλή γνώμη γι’ αυτόν. Όπως ομολογεί: «ο γράφων έχει ακαμψίαν δια τοιαύτα και παρόμοια
έργα και κατά συνέπειαν δεν ήτο δυνατόν να επανέλθη».
Έμεινε στο χωριό, όπου το 1926 νυμφεύθηκε την Ελευθερία Ι. Καπετανάκη. Το Μάιο 1927 η
κυβέρνηση επιλήφθηκε του θέματος των αποτάκτων. Τότε επανήλθε στην υπηρεσία, με την υ-
ποστήριξη του αντισυνταγματάρχη Κων. Βεντήρη. Τοποθετήθηκε στο Ναύπλιο, μετακινήθηκε
στην Αθήνα στο Σχολείο Ανωτέρων Αξ/κών αλλά προσεβλήθη από δάγκειο πυρετό και δεν ολο-
κλήρωσε τη φοίτηση. Τελικά το 1929 υπέβαλε αίτηση εθελουσίας εξόδου, δυνάμει σχετικού
νόμου που ψήφισε η κυβέρνηση Βενιζέλου, προκειμένου να απαλλαγεί από τους μη φίλιους α-
ξιωματικούς. Αποστρατεύτηκε στις 10 Οκτωβρίου 1929 σε ηλικία μόλις 39 ετών με βαθμό αντι-
συνταγματάρχη. Στο ημερολόγιο εκφράζει το παράπονό του θεωρώντας πως εξωθήθηκε σε πα-
ραίτηση έναντι μικρών οικονομικών προνομίων, τα οποία μεταγενέστερα αφαιρέθηκαν.
Το 1940 ανακλήθηκε στα όπλα και τοποθετήθηκε στη Θεσσαλονίκη ως υποδιοικητής του Γεν.
Εμπέδου. Τον Απρίλιο του 1941, όταν οι Γερμανοί εισήλθαν στο ελληνικό έδαφος, μετακινήθη-
κε μαζί με το Έμπεδον στη Λειβαδιά. Αποχώρησε, λίγο πριν οι Γερμανοί εισέλθουν στην πόλη,
αφού παρέδωσε στο Δήμαρχο τα ζώα και τα αυτοκίνητα του στρατοπέδου. Την επομένη πα-
ρουσιάστηκε στο Γεν. Έμπεδον Αθηνών και έλαβε το απολυτήριο του «ως ληξάσης οικτρώς της
αποστολής μας» [σ. 145], λίγο πριν οι Γερμανοί εισέλθουν στην Αθήνα.
Στις τελευταίες σελίδες του ημερολογίου αναφέρεται στις περιπέτειές του στη διάρκεια της
κατοχής. Αν και δεν εντάχθηκε σε αντιστασιακές οργανώσεις, θεωρήθηκε ότι στη μάχη της Πα-
λιόχωρας (28 Οκτωβρίου 1943) βοήθησε τις εθνικές ομάδες ανταρτών. Συνελήφθη από το
ΕΑΜ, ξυλοκοπήθηκε και απειλήθηκε με εκτέλεση, από την οποία τον γλίτωσε την τελευταία
στιγμή ο συντοπίτης του Σταύρος Π. Κοτσώνης, όπως αναφέρει [σ. 148]. Οι τελευταίες αυτές
σελίδες δεν θυμίζουν το νηφάλιο και ουδέτερο ύφος που διακατέχει το υπόλοιπο κείμενο. Ο Β.
Φραγκούλης επηρεασμένος από την προσωπική του ταλαιπωρία και τους άδικους εξευτελι-
σμούς που υπέστη, στις σελίδες αυτές καταφεύγει σε πολλά σχόλια αντιεαμικού και αντικομ-
-140-

μουνιστικού χαρακτήρα, συχνά με φανατισμό, κατηγορώντας συγκεκριμένα πρόσωπα. Οι επο-


χές έχουν πλέον αλλάξει, η πόλωση κυριαρχεί και είναι επόμενο να έχει επηρεαστεί.

Αποτίμηση και σχόλια


Όπως προανέφερα το κείμενο είναι εξαιρετικό. Η περιγραφή γεγονότων και καταστάσεων
αλλά και ο σχολιασμός τους γίνεται σε γλώσσα κατανοητή και ρέουσα, η οποία έλκει τον ανα-
γνώστη. Πέραν αυτού είναι ένα αξιόλογο τεκμήριο καθώς ο συντάκτης του μετείχε, και κάποιες
φορές πρωταγωνίστησε, στην πιο συγκλονιστική δεκαετία της νεότερης ελληνικής ιστορίας:
1912 ως 1922. Οι λεπτομερείς περιγραφές των μαχών, οι συνθήκες που επικρατούσαν -τοπο-
γραφικές, κλιματικές, ψυχολογικές των στρατευμένων- περιγράφονται αναλυτικά και με στοι-
χεία. Ειδικά μετά το 1915 μεγάλη αξία έχουν γεγονότα και σχόλια που ενσωματώνει στις περι-
γραφές του σχετικά με την αντιπαλότητα που επικρατούσε ανάμεσα σε βενιζελικούς και φιλο-
βασιλικούς και τις συνέπειες που είχε στο αξιόμαχο του στρατού. Σημαντικότατη είναι επίσης η
περιγραφή των λεπτομερειών του κινήματος του 1923, στην περιοχή της Ξάνθης και της Θρά-
κης γενικότερα, όπου ο Φραγκούλης διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο. Όπως και οι συνθήκες διε-
ξαγωγής της δίκης του.
Ασφαλώς στην καταγραφή υπάρχει η προσωπική ματιά του συγγραφέα, αλλά διακρίνει κα-
νείς εύκολα το ειλικρινές της προσπάθειας. Προσπαθεί να παραμείνει πιστός στα γεγονότα, α-
ποφεύγοντας τους εκτενείς σχολιασμούς. Όπως είναι αναμενόμενο, προβάλει την προσωπική
του εμπλοκή, επιμένει περισσότερο στα στιγμιότυπα που ο ίδιος έχει εντονότερη δράση και δι-
καιολογεί κάποιες δικές του παραλείψεις ή λάθη. Όμως, αν και είναι φανατικός αντιβενιζελι-
κός, δεν διστάζει να κατακεραυνώσει τους φιλοβασιλικούς αξιωματικούς που δείλιασαν στη
μικρασιατική περιπέτεια. Με άλλα λόγια θέτει την στρατιωτική αξιοπρέπεια και συνέπεια υπε-
ράνω της πολιτικής ταυτότητας. Ακόμα και στο κίνημα του 1923 συμμετέχει, αφού πρώτα τον
διαβεβαιώνουν πως έχει στόχο να οδηγήσει τη χώρα σε καθαρές εκλογές, με δίκαιο εκλογικό
σύστημα και να προχωρήσει σε αυστηρή κάθαρση στο στρατό. Ασφαλώς, έχει πάντα ως μύχιο
πόθο να επανέλθει η μοναρχία.
Μια άλλη συμβολή του κειμένου είναι οι περιγραφές τόπων και ανθρώπων στις περιοχές που
υπηρέτησε. Η εθνική ταυτότητα των ντόπιων πληθυσμών, οι σχέσεις τους με τον ελληνικό
στρατό, η συμπεριφορά των στρατευμένων απέναντί τους, είναι ζητήματα που απασχολούν
τον Φραγκούλη και τα καταγράφει. Επίσης, πολύ ενδιαφέρον έχουν οι ανθρώπινες στιγμές που
ζει μέσα στο στράτευμα, κατά τη διάρκεια των πολέμων. Ο ενθουσιασμός έπειτα από κάποια
σημαντική νίκη, οι τραυματισμοί και θάνατοι συναδέλφων του, η επιβράβευση από τους ανω-
τέρους, η χαρά όταν συναντά κάποιον συμπατριώτη, η θλίψη όταν πληροφορείται το θάνατο
κάποιου άλλου, οι ασθένειες από τις κακουχίες, την κακή διατροφή και το ακατάλληλο νερό.
Εναλλασσόμενα συναισθήματα, τα οποία μας δίνουν την ανθρώπινη πλευρά του πολέμου.
Συνοψίζοντας θεωρούμε το κείμενο του Β. Φραγκούλη ένα αξιόλογο τεκμήριο της εποχής ε-
κείνης. Συμπληρώνει τις γνώσεις που έχουμε από τα επίσημα έγγραφα, φωτίζοντας τα γεγονό-
τα με την οπτική ενός πρωταγωνιστή. Με ειλικρίνεια παραδέχεται την πολιτική του ταυτότητα
και αυτό διευκολύνει τον σημερινό ερευνητή, ο οποίος μπορεί να ερμηνεύσει τις συμπεριφο-
ρές του συγγραφέα και να εξάγει συμπεράσματα, χωρίς να χρειάζεται να μαντέψει τις σκέψεις
του. Θεωρώ πως είναι χρήσιμη μια σχολιασμένη δημοσίευσή του, ώστε να γίνει προσιτό στους
ιστορικούς γενικότερα και ειδικότερα στους μελετητές της ελληνικής στρατιωτικής ιστορίας.
-141-

ΚΟΙΝΩΝΙΑ και ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ


-142-

Όψεις της Παλιόχωρας

Το κτίριο του δημοτικού σχολείου, κτίσμα του 1970. Ο κεντρικός ναός μετά την αναπαλαίωση της
λιθοδομής που έγινε το 2011 δαπάναις Μαρίας Κοτσώνη εις μνήμην του συζύγου της Βασιλείου.
Στα δεξιά του ναού το Ηρώον, που μεταφέρθηκε στη νέα θέση το 2004.

[φωτ. Ηλίας Γεωργουλέας]


Τα δύο πρόσωπα της Παλιόχωρας.
Καλοκαίρι: «…ατέλειωτες ώρες με φωνές από τα παιδιά που παίζουν στη θάλασσα,
ιδρώτας, σκόνη και θαλασσινή αρμύρα…» (στίχοι: Αθηνά Κοτσόβολου, «Αβία»).
Χειμώνας: η φουρτούνα χτυπά τα αμπαρωμένα σπίτια (Πρωτοχρονιά 2001).

Λυκοτροπία. Οι οικίες στρατηγού Γεωργίου Κοτσώνη και Χρηστάκη Φραγκούλη.


Κούκκινος. Τα σπίτια της ακτής διατηρούν την παλιά φυσιογνωμία τους.
-143-

ΚΑΙΤΗ ΜΠΕΛΙΤΣΟΥ

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΓΡΟΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΥ


ΜΙΚΡΑΣ ΜΑΝΤΙΝΕΙΑΣ & ΑΒΙΑΣ
(μια μικρή αγροτική επανάσταση)

Ο Αγροτικός Συνεταιρισμός Μικράς Μαντινείας & Αβίας συστάθηκε στις 9 Ιουνίου του 1924
και είχε την ονομασία «Ελαιουργικός Συνεταιρισμός Μικράς Μαντινείας» ΣΥΝ Π-Ε αλλά στις
μνήμες των παλιότερων επεκράτησε με την ονομασία το «Εταιρικό». Αποτελείτο από τα εξής
1
εννέα μέλη : 1) Σπύρος Κουρμαλίδης, 2) Βασίλειος Γ. Νικητάκης, 3) Σαράντος Χ. Γιαννακόπου-
λος, 4) Αθανάσιος Γονεάκης, 5) Ευφροσύνη Επ. Αλούπη, 6) Κωνσταντίνος Αθ. Λιακέας, 7) Βασί-
λειος Ι. Κωνσταντινέας, 8) Γεώργιος Π. Παναγιωταρέας και 9) Νικόλαος Σαραντέας.
Μέχρι τότε στην περιοχή της Μικρής Μαντίνειας και της Αβίας, που αποτελείτο από τους οι-
κισμούς: α) Παλιόχωρα, β) Αρχοντικό, γ) Μεγάλη Μαντίνεια και δ) Κοπάνοι (νυν Ακρογιάλι),
είχαν δραστηριότητα μόνο ιδιωτικά ελαιοτριβεία.
Στην Παλιόχωρα λειτουργούσαν τα ελαιοτριβεία: 1) Παναγιώτη (Πούλου) Κοτσώνη και 2) Νι-
2
κολάου Κατσιβαρδά, με το παρωνύμιο «Πετρουλέας» (στη σπηλιά των Λεουτσαίων, μαζί με το
φούρνο του Μανωλέα). Στον Κούκκινο λειτουργούσε το ιππήλατο ελαιοτριβείο (με άλογα) του
Γεωργαντά Μπακετέα. Στο Αρχοντικό λειτουργούσαν τα ελαιοτριβεία: 1) Χριστόδουλου Φρα-
γκούλη και 2) Αλέξανδρου Μαντραπήλια. Στην Μεγάλη Μαντίνεια λειτουργούσαν μικρά ελαιο-
τριβεία, του Πανάγου Φραγκούλη και του Παναγιώτη (Πότακα) Δικαιάκου.
Ελαιοτριβεία υπήρχαν και παλιότερα. Σε συμβολαιογραφική πράξη της 29/11/1859 αναφέρε-
ται ότι ο κτηματίας Ηλίας Γεωργουλέας πούλησε στη νύφη του, «οικοκυρία», Ελισάβετ χήρα
Χρίστου Γεωργουλέα: «τα δύο τρίτα εξ ενός μεριδίου, διαιρουμένου του όλου εις εξ ίσας μερί-
δας, ενός ελαιοτριβείου κειμένου εντός του χωρίου Μεγάλης Μανδινείας του δήμου Αβίας, με
όλα τα εις αυτό ανήκοντα σκεύη και δικαιώματα, της μηχανής και του ελαιοτριβείου κοινού ό-
ντος μεταξύ της αγοραστού, του Ιωάννου Μανωλέα και άλλων και συνορευομένου γύρωθεν α-
πό οικίας Καλογήρου Κωστέα, Σταύραινας Καλογερόνυμφης, Νικητούς Φελουγκατζίνας και δη-
3
μόσιον δρόμον, δια δραχμάς διακοσίας…» .
Οι διηγήσεις των παλιότερων αναφέρουν, ότι η σύσταση του «Εταιρικού» το 1924 απετέλεσε
μια μικρή αγροτική επανάσταση στην περιοχή, δεδομένου ότι μέχρι τότε τα ιδιωτικά ελαιοτρι-
βεία καθόριζαν το ύψος του εκθλιπτικού δικαιώματος σε λάδι μονομερώς και σε βάρος των ε-
λαιοπαραγωγών, ιδιαίτερα των μικρών παραγωγών που αναγκαζόντουσαν να δανείζονται για
να τα βγάλουν πέρα με τα έξοδα της καλλιέργειας των χωραφιών τους, μέχρι να έρθει η «λα-
4
διά», δηλαδή η χρονιά που οι ελιές έβγαζαν μεγάλη παραγωγή . Ο Βασίλ. Νικητάκης, ο οποίος

1
Σύμφωνα με το πρώτο καταστατικό του Συνεταιρισμού, της 9ης Ιουνίου 1924, που βρέθηκε στα αρχεία
του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (στο εξής: ΥΠΑΑΤ).
2
Σταύρου Γ. Καπετανάκη, «Οι Μαντίνειες της Μάνης», σελ. 221.
3
Πωλητήριο αρ. 812/29-11-1859 του ειδικού συμβολαιογράφου Κάμπου Γεωργίου Ιωαννίδη [αρχείο Λά-
μπρου Π. Κοτσώνη].
4
Λόγω της παρενιαυτοφορίας της ελιάς, αυτό συνέβαινε κάθε δύο χρόνια.
-144-

ήταν και έμπορος σύκων, διαφώνησε με τον Παναγιώτη (Πούλο) Κοτσώνη (τον ιδιοκτήτη του
μεγαλύτερου ελαιοτριβείου της περιοχής) για τον καθορισμό του εκθλιπτικού δικαιώματος της
χρονιάς και πρωτοστάτησε στην ίδρυση του πρώτου αγροτικού συνεταιρισμού της περιοχής.
Ο Συνεταιρισμός είχε έδρα το Αρχοντικό της κοινότητας Μικράς Μαντινείας, Επαρχίας Οιτύ-
λου του Νομού Λακωνίας και η διάρκεια λειτουργίας του είχε οριστεί για μία δεκαετία. Συνε-
ταίροι μπορούσαν να γίνουν κάτοικοι της περιοχής που είχαν παραγωγή τουλάχιστον 3.000 ο-
κάδων ελαιοκάρπου κατά την χρονιά της «λαδιάς». Η αξία της συνεταιρικής μερίδας ορίστηκε
σε 2.000 δραχμές και κάθε συνεταίρος αποκτούσε τουλάχιστον μία (1) συνεταιρική μερίδα. Α-
νάλογα με την παραγωγή του σε ελαιόλαδο αποκτούσε περισσότερες μερίδες, μία (1) ανά 500
οκάδες λάδι, όχι όμως περισσότερες των εκατό (100). Κατέβαλε το ένα δέκατο της αξίας αυτών
αμέσως και το υπόλοιπο ποσό εντός διετίας ή χρόνου οριζόμενου από την Γενική Συνέλευση.
Το 1934 ο συνεταιρισμός αλλάζει ονομασία σε «Ελαιουργικός & Επεξεργασίας Σύκων Συνε-
ταιρισμός Μικράς Μαντινείας» και ενεργοποιείται η δραστηριότητά του στην επεξεργασία των
σύκων. Προβλέπεται η απόκτηση αποστειρωτικών κλιβάνων, η από κοινού πώληση των σύκων
και η υποχρεωτική αποστείρωση των σύκων στους κλιβάνους του Συνεταιρισμού (Πράξις ΓΣ
49/29-4-1934). Την ίδια χρονιά μειώνεται η αξία της συνεταιρικής μερίδας και αλλάζει ο τρό-
πος απόκτησης αυτής. Αποκτάται μία μερίδα εφόσον ο συνεταίρος παράγει 3.000 οκάδες ελαι-
όκαρπου ανά διετία και οι επιπλέον μερίδες αποκτούνται εφόσον υπερβαίνουν το μισό των
3.000 οκάδων, δηλαδή άνω των 4.500 οκάδων αποκτούνται δύο (2) μερίδες και ούτω καθ’ ε-
ξής. Επίσης, παρατείνεται η διάρκεια λειτουργίας του για μία επιπλέον δεκαετία ήτοι μέχρι τον
Μάιο 1944 (Πράξις ΓΣ 48/29-4-1934).
Το όνομα αυτό του Συνεταιρισμού διατηρήθηκε μέχρι το 1950 που μετονομάστηκε σε «Ελαι-
ουργικός & Επεξεργασίας Σύκων Συν/σμός Μικράς Μαντινείας και Αβίας ΣΥΝ ΠΕ» (Πράξις ΓΣ
152/30-7-1950). Στις Πράξεις ΓΣ 169/4 8βρίου του έτους 1953 & 172/27-12-1953 αναφέρεται
για πρώτη φορά η ονομασία «Ελαιουργικός & Επεξ. Σύκων Συν/σμός Μικράς Μαντινείας &
Αβίας» («Βιβλίον Πράξεων της Γεν. Συνελεύσεως 4/11/1951-25/9/1966»).
Με την Πράξη ΓΣ 19/3-10-1971 γίνεται αλλαγή της ονομασίας σε «Ελαιουργικός & Προμηθευ-
τικός Συνεταιρισμός Μικράς Μαντινείας & Αβίας». Με την αριθ. 203501/239/20-1-1972 από-
φαση του Υπ. Εθν. Οικονομίας η νέα ονομασία του Συνεταιρισμού καθορίζεται σε «Ελαιουργι-
κός Συνεταιρισμός Μικράς Μαντινείας & Αβίας», η οποία παραμένει μέχρι και το 2002.
Από το 2003 μέχρι σήμερα η επωνυμία του συνεταιρισμού είναι «Αγροτικός Ελαιουργικός
Συνεταιρισμός Μικρής Μαντίνειας και Αβίας» (καταστατικό 2003).

Έτος Οι κατά καιρούς αλλαγές της επωνυμίας του Συνεταιρισμού


1924: Ελαιουργικός Συνεταιρισμός Μικράς Μαντινείας
1934: Ελαιουργικός & Επεξεργασίας Σύκων Συνεταιρισμός Μικράς Μαντινείας
1950: Ελαιουργικός & Επεξεργασίας Σύκων Συνεταιρισμός Μικράς Μαντινείας και Αβίας
1971: Ελαιουργικός & Προμηθευτικός Συνεταιρισμός Μικράς Μαντινείας & Αβίας
1972: Ελαιουργικός Συνεταιρισμός Μικράς Μαντινείας & Αβίας
2003: Αγροτικός Ελαιουργικός Συνεταιρισμός Μικρής Μαντίνειας και Αβίας

(Στο Παράρτημα Α΄ παρατίθενται σφραγίδες του Συνεταιρισμού).


-145-

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΥ
Βασική δραστηριότητα του Συνεταιρισμού ήταν η συγκέντρωση του ελαιοκάρπου των παρα-
γωγών της περιοχής, η έκθλιψη των ελιών και η παραγωγή ελαιολάδου. Παρόλα αυτά, τα
πρώτα χρόνια της λειτουργίας του υπήρχαν και άλλες δραστηριότητες, όπως:
α) Συγκέντρωση σύκων και διαχείριση της παραγωγής. Ο Συνεταιρισμός υπήρξε από τα
ιδρυτικά μέλη της Κεντρικής Ένωσης Συνεταιριστικών Οργανώσεων Συκοπαραγωγών (Πράξη ΓΣ
167/20-11-1952), η οποία ιδρύθηκε μετά την χρεωκοπία και διάλυση του «Γραφείου Προστα-
σίας Ελληνικών Σύκων».
β) Λειτουργία αλευρόμυλου για την άλεση αλευριού και κριθαριού (Πράξις ΓΣ 3/18-3-1956,
Θέμα Γ΄: Λήψη απόφασης για την εγκατάσταση αλευρόμυλου). Άλλες σχετικές αποφάσεις:
Τροποποίηση του καταστατικού ώστε να περιληφθεί η δραστηριότητα του αλευρόμυλου
(Πράξις ΓΣ 145/15-5-1949).
Καθορισμός της λειτουργίας του αλευρόμυλου «την πρώτην εκάστου μηνός» και του ποσο-
στού παρακράτησης «5% επί των αλεθομένων σιτηρών» (Πράξις ΓΣ 7/22-7-1956).
Απόφαση της ΓΣ για να δηλώσει ο κάθε συνεταίρος «τα αναγκαιούντα εις αυτόν λιπάσματα
για την σιτοκαλλιέργεια» (Πράξις ΓΣ 9/4-11-1956, Θέμα Γ΄).
Διαγραφή ελλειμμάτων αλεύρου και κριθαριού που δημιουργήθηκαν κατά την χάραξη των
λιθαριών (Πράξις ΓΣ 29/21-12-1958, Θέμα Β΄).
Η λειτουργία του αλευρόμυλου συνεχίστηκε για αρκετά χρόνια και σταμάτησε πλήρως το
1972, οπότε λαμβάνεται από το Διοικητικό Συμβούλιο η απόφαση για αποσύνδεση και εκποίη-
ση εξαρτημάτων αλευρομύλου (Πράξη ΔΣ 147/4-4-1972).
γ) Λήψη δανείων καλλιεργητικών, κτηνοτροφικών ή προμήθειας ειδών γεωργικών και οικια-
κών αναγκών από την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος (ΑΤΕ) ή την Ένωση Γεωργικών Συνεταιρι-
σμών Καλαμών, είτε μεμονωμένα ως πρωτοφειλέτης είτε ως συνοφειλέτης με καθένα συνεταί-
ρο (Καταστατικό 1934). Για την λήψη των δανείων έμπαιναν ενέχυρο τα παραγόμενα προϊόντα
ορίζοντας το ποσό στα ¾ της τρέχουσας εκάστοτε τιμής των υπό ενεχυρίαση προϊόντων. Η Γενι-
κή Συνέλευση καθόριζε το ανώτατο όριο των δανείων ανά συνεταίρο και σε σύνολο Συνεταιρι-
σμού (Πράξις ΓΣ 167/2-11-1952). Το Διοικητικό Συμβούλιο πρότεινε το ανώτατο ύψος του δα-
νείου για κάθε συνεταίρο ανάλογα με τα δέντρα (ελαιόδεντρα και συκιές), την καλλιεργούμενη
έκταση (κηπευτικά, αμπέλια) και τα ζώα που κατείχε. Συμπληρωματικά, το 1960, αποφασίζεται
ο Συν/σμος να έχει τη δυνατότητα να συνάπτει δάνεια και με άλλες Συνεταιριστικές Οργανώ-
σεις (ΚΥΔΕΠ-ΟΧΟΑ) (Πράξις ΓΣ 45/16-10-1960).
δ) Λειτουργία ταμιευτηρίου. Τα πρώτα χρόνια λειτουργίας του ο Συν/σμός δεχόταν καταθέ-
σεις από συνεταίρους ορίζοντας με απόφαση της Γ.Σ. τη διαδικασία αναλήψεως και το ύψος
του τόκου που θα λάμβαναν: «Το κατώτερον όριον των παρ’ οιουδήποτε δυναμένων να γίνωσι
δεκτών καταθέσεων ωρίσθη εις 2 δραχμάς & το ανώτατον όριον του συνόλου καταθέσεων εις
δραχ. 100.000 εκατόν χιλιάδ. κατά τα άρθρα 40γ΄ & 59 του Καταστατικού. Αι προθεσμίαι προει-
δοποιήσεως προς ανάληψιν των καταθέσεων ορίζονται ως εξής: Ποσά μέχρι 50 δρχ. δύνανται
να αποσύρωνται άνευ προειδοποιήσεως, διά ποσά μεταξύ 50 & 500 δραχ. απαιτείται προειδο-
ποίησις προ 8 τουλάχιστον ημερών & δια ποσά ανώτερα απαιτείται προειδοποίησις προ 14
τουλάχιστον ημερών. Ο τόκος των καταθέσεων ωρίσθη εις επτά 7%.» (Πράξις ΓΣ 1/27-7-1924).
ε) Πληρωμή των αγροτικών συντάξεων του ΟΓΑ στους κατοίκους της Κοινότητας Μικράς
Μαντινείας (Πράξις ΓΣ 57/23-12-1962, Θέμα Γ΄: Τροποποίηση του άρθρου 3 του καταστατικού:
«Αναλαμβάνει την καταβολή των χορηγουμένων υπό του ΟΓΑ συντάξεων εις τους δικαιούχους
-146-

αυτών κατοίκους της περιφερείας του. Η εργασία αυτή διεξάγεται κατ’ εντολή και δια λογαρια-
σμό της ΑΤΕ και συμφώνως προς τας οδηγίας αυτής και του ΟΓΑ»).
στ) Διανομή του παρασκευασθέντος σαπουνιού από τα βιομηχανοποιήσιμα υπολείμματα ε-
λαιολάδου στους συνεταίρους ανάλογα με την προσκομισθείσα ποσότητα ελαιοκάρπου (Πρά-
ξις ΓΣ 80/7-11-1965). Η δραστηριότητα της διανομής του σαπουνιού συνεχίστηκε ως το 1972.
ζ) Προμήθεια λιπασμάτων για λογαριασμό των παραγωγών. Η δραστηριότητα αυτή ξεκίνησε
το 1969 αλλά στη συνέχεια αδράνησε.
η) Υποβολή των αιτήσεων για την λήψη των οικονομικών ενισχύσεων από την Ευρωπαϊκή Ε-
πιτροπή (Πράξις ΔΣ 232/20-4-1985).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΔΙΟΙΚΗΣΗ & ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΥ
Την Διοίκηση του Συνεταιρισμού αναλαμβάνει σύμφωνα με το καταστατικό το Διοικ. Συμβού-
λιο που ελέγχεται από το Εποπτικό Συμβούλιο. Οι σημαντικές αποφάσεις όμως για τη λειτουρ-
γία του Συνεταιρισμού λαμβάνονται από τη Γεν. Συνέλευση. Με βάση το πρώτο καταστατικό
κάθε συνεταίρος είχε μόνο μία ψήφο στη Γ.Σ. ανεξάρτητα από τον αριθμό των συνεταιρικών
μερίδων που κατείχε. Το 1927 τροποποιείται το καταστατικό και οι ψήφοι κάθε συνεταίρου
στη Γ.Σ. καθορίζονται από τον αριθμό των συνεταιρικών μερίδων. Όποιος κατείχε μέχρι δύο (2)
μερίδες είχε μία (1) ψήφο, με 2-4 μερίδες είχε δύο (2) ψήφους, με 5-6 μερίδες είχε τρεις (3), με
7-8 μερίδες είχε τέσσερις (4) και από 9 μερίδες και πάνω είχε πέντε (5) ψήφους στη Γ.Σ. (Πράξις
ΓΣ 15/22-5-1927, Καταστατικό έτους 1934-άρθρο 34, Πράξις ΔΣ 122/9-10-71). Στο τέλος του άρ-
θρου παρατίθεται κατάλογος των μελών του Συνεταιρισμού του έτους 1971, με τον αριθμό των
συνεταιρικών μερίδων που κατείχαν και τις αντίστοιχες ψήφους (βλ. Παράρτημα Γ΄). Το 1982
τροποποιείται το καταστατικό σύμφωνα με τον Ν. 1257/82 και κάθε μέλος διαθέτει μία ψήφο
στη Γ.Σ. ανεξάρτητα από τον αριθμό των συνεταιρικών μερίδων του. (Πράξις ΓΣ 90/25-7-1982).
Σημαντική θέση στην λειτουργία του Συνεταιρισμού καταλαμβάνει ο Διευθυντής καθώς και ο
Λογιστής. Επίσης πολύ σημαντικά καθήκοντα είχαν οι εκπρόσωποι του Συνεταιρισμού στην Έ-
νωση Γεωργικών Συνεταιρισμών Καλαμών και στην Κεντρική Ένωση Συνεταιριστικών Οργανώ-
σεων Συκοπαραγωγών, γιατί μετέφεραν τις απόψεις και τις αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης
των μελών του Συνεταιρισμού αλλά και συμμετείχαν στην λήψη αποφάσεων που επηρέαζαν
την αγορά των προϊόντων ελαίου και σύκων.
Από τα αρχεία του Συνεταιρισμού (Βιβλία Πράξεων Γ.Σ. και Αποφάσεων Δ.Σ.) και τα αρχεία
του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (ΥΠΑΑΤ) (Καταστατικά & Πράξεις Γ.Σ.) προ-
κύπτουν τα κατά καιρούς διατελέσαντα μέλη στο Διοικητικό Συμβούλιο, στο Εποπτικό Συμβού-
λιο καθώς και εκπρόσωποι του Συνεταιρισμού στις διάφορες Ενώσεις. Παρακάτω παρατίθενται
όσα στοιχεία εντοπίστηκαν.
Διοικητικά Συμβούλια και Εποπτικά.
1. Το πρώτο Δ.Σ. του Συνεταιρισμού αποτελούσαν: Βασίλειος Νικητάκης Πρόεδρος, Αθανάσιος Γο-
νεάκης Ταμίας, Σπύρος Κουρμαλίδης Αντιπρόεδρος, Κωνσταντίνος Λιακέας Γραμματέας, Βασίλειος
Κωνσταντινέας μέλος. Εποπτικό Συμβούλιο: Νικ. Σαραντέας προϊστάμενος, Γεώργιος Παναγιωταρέ-
ας αναπληρωτής και Ευφροσύνη Επ. Αλούπη (Πρώτη Πράξις Γ.Σ. 27ης Ιουλίου 1924, βλ. Παράρτημα
Β΄).
2. Βασίλειος Κωνσταντινέας Πρόεδρος, Αθαν. Γονεάκης ταμίας, Σπ. Κουρμαλίδης, αντιπρόεδρος.
Εποπτικό Συμβούλιο: Βασ. Νικητάκης προϊστάμενος, Κων. Λιακέας και Γεώργιος Παναγιώταρος αντι-
προϊστάμενος (Πράξις ΓΣ 20/27-5-1929 & Επ. Συμβ. 10/30-5-1929).
-147-

3. Βασίλειος Κωνσταντινέας Πρόεδρος, Βασ. Πουλέας ταμίας, Κ. Κωνσταντινέας αντιπρόεδρος,


Αθ. Γονεάκης, Παν. Λιακέας. Εποπτικό Συμβούλιο: Σπ. Κουρμαλίδης προϊστάμενος, Βασ. Νικητάκης
αναπλ. προϊστάμενος και Δημ. Αβράμης (Πράξις ΓΣ 26/18-10-1931).
4. Παναγιώτης Σταυρ. Κοτσώνης Πρόεδρος (Πράξις ΓΣ 48/29-4-1934).
5. Αθανάσιος Κοκκινέας Πρόεδρος ΔΣ (Πράξις ΓΣ 130/2-6-1946).
6. Αθανάσιος Κοκκινέας Πρόεδρος Δ.Σ. Εποπτικό Συμβούλιο: Ιωάννης Κοστρίβας, Κωνσταντίνος
Ηλ. Κωνσταντινέας (Πράξις Γ.Σ.161/4-5-1951).
7. Αθανάσιος Κοκκινέας Πρόεδρος Δ.Σ., Γεώργιος Μανέας, Σπυρίδων Νικολέας. Εποπτικό Συμβού-
λιο: Θεόδωρος Λεουτσέας, Κων/νος Ηλ. Κωνσταντινέας (Πράξις Γ.Σ. 165/19-10-1952).
8. Παναγιώτης Σπεντζούρης Πρόεδρος ΔΣ, Ιωάννης Κοστρίβας, Βασίλειος Πουλέας. Εποπτικό Συμ-
βούλιο: Θεόδωρος Λεουτσέας, Χρήστος Δάκαρης (Πράξις Γ.Σ. 168/22-2-1953).
9. Αθαν. Κοκκινέας Πρόεδρος ΔΣ, Ιωάννης Κοστρίβας, Αθ. Σαραντέας. Εποπτικό Συμβούλιο: Σπ. Νι-
κολέας, Χρήστος Δάκαρης, Κων. Κωνσταντινέας, Π. Λιακέας (Πράξις ΓΣ 7/16-10-1955).
10. Αθαν. Κοκκινέας Πρόεδρος ΔΣ, Ιωάννης Κοστρίβας, Αθαν. Σαραντέας (σε αντικατάσταση Κων.
Ζήρας). Εποπτικό Συμβούλιο: Νικ. Κωνσταντινέας, Παν. Καραμπίνης, Χρ. Δάκαρης (σε αντικατάστα-
ση Λάμπρος Κοτσώνης) (Πράξεις Γ.Σ. 21/9-2-1958 & 35/29-11-1959).
11. Αθαν. Κοκκινέας Πρόεδρος ΔΣ, Σπ. Νικολέας (σε αντικατάσταση Θεόδ. Λεουτσέας), Βασ. Φρα-
γκούλης (σε αντικατάσταση Γεώργιος Μπακετέας). Εποπτικό Συμβούλιο: Αθαν. Σαραντέας, Νικόλα-
ος Κωνσταντινέας, Κων. Ζήρας. (Πράξεις ΓΣ 40/19-4-1960 & 50/12-11-1961).
12. Αθαν. Κοκκινέας Πρόεδρος ΔΣ, Θεόδωρος Λεουτσέας (σε αντικατάσταση Κων. Ζήρας), Αθ.
Σαραντέας. Εποπτικό Συμβούλιο: Παν. Κοτσώνης, Παναγ. Κωνσταντινέας, Νικόλαος Κωνσταντινέας
(Πράξεις ΓΣ 63/24-5-1964 & 65/28-6-1965).
13. Ιωάννης Κοστρίβας Πρόεδρος ΔΣ, Θεόδ. Λεουτσέας, Δημ. Σκιάς (Πράξις ΓΣ 87/19-6-1966).
14. Ιωάννης Κοστρίβας Πρόεδρος ΔΣ, Ιωάν. Γ. Κοζομπόλης, Δημ. Σκιάς, Γεωργ. Μπακετέας, Ιωάν.
Αν. Κοζομπόλης (Πρ. ΔΣ 47/12-11-68 με βάση την απόφ. αρ. 46089/11-9-68 Νομάρχη Μεσσηνίας).
15. Γεώργιος Καπετανάκης Πρόεδρος ΔΣ, Θεόδ. Λεουτσέας, Ιωάν. Κοζομπόλης, Αλέξ. Σύρμας, Γε-
ώργιος Ζούζουλας (Απόφαση αριθ. 44339/23-10-70 του Νομάρχη Μεσσηνίας).
16. Ιωάννης Φραγκούλης Πρόεδρος ΔΣ, Χρήστος Δάκαρης, Ανδρέας Σαραντέας, Γεώργιος Μανέας,
Γεώργιος Ζούζουλας (Πράξις ΔΣ 218/16-10-1974, με βάση το ΝΔ 66/74 & την αριθ. 36/14-10-74
απόφαση του Ειρηνοδικείου Καλαμάτας).
17. Ιωάννης Φραγκούλης Πρόεδρος ΔΣ, Χρήστος Δάκαρης, Ανδρέας Σαραντέας, Γεώργιος Μανέας,
Γεώργιος Ζούζουλας. Εποπτικό Συμβούλιο: Σπυρίδων Νικολέας, Γεώργιος Κοστρίβας, Τηλέμαχος
Δικαιάκος (Πράξις ΓΣ 39/29-12-74).
18. Ιωάννης Φραγκούλης Πρόεδρος ΔΣ, Ανδρέας Σαραντέας, Δημήτριος Νικολέας, Γεώργιος Ζού-
ζουλας, Γεώργιος Κοστρίβας. Εποπτικό Συμβούλιο: Γεώργιος Μανέας, Ηλίας Κοτσόβολος, Ιωάννης
Αν. Κοζομπόλης (Πράξις ΓΣ 57/21-8-1977).
19. Ιωάννης Φραγκούλης Πρόεδρος ΔΣ, Ανδρέας Σαραντέας, Δημ. Νικολέας, Χρ. Δάκαρης, Πανα-
γιώτης Θ. Μπελίτσος. Εποπτικό Συμβούλιο: Ιωάννης Αν. Κοζομπόλης, Χαρ. Γεωργουλέας, Γεώργιος
Πουλέας (Πράξεις ΓΣ 70/8-4-1979 & 78/31-8-1980).
20. Γεώργιος Νικολέας Πρόεδρος ΔΣ, Δημήτριος Σκιάς, Παναγιώτης Ψωρομύτης, Γεώργιος Κοστρί-
βας, Σταύρος Αγγελέας (Πράξις ΓΣ 88/11-4-1982).
21. Γεώργιος Φραγκούλης Πρόεδρος ΔΣ, Νίκος Κουμουνδούρος, Σταύρος Αγγελέας, Γεώργιος Ζού-
ζουλας, Δημήτριος Σκιάς. Εποπτικό Συμβούλιο: Χαρ. Γεωργουλέας, Ιωάννης Αν. Κοζομπόλης, Γεώργι-
ος Κουκούτσης (Πράξις ΓΣ 91/14-11-82).
22. Ευάγγελος Καντιάνης Πρόεδρος ΔΣ, Γεώργιος Φραγκούλης (σε αντικατάσταση Νικόλαος Κου-
μουνδούρος), Σωκράτης Σκιάς, Ιωάννης Αν. Κοζομπόλης, Γεώργιος Νικολέας (σε αντικατάσταση Γε-
ώργιος Κοστρίβας) (Πράξις ΓΣ 3/20-4-87 & Πράξις ΔΣ 271/26-4-87).
-148-

23. Ευάγγελος Καντιάνης Πρόεδρος ΔΣ, Ιωάννης Αν. Κοζομπόλης, Νικ. Κουμουνδούρος, Αθανά-
σιος Σαφιολέας, Αλέξ. Σύρμας (Πράξις ΓΣ 13/17-6-1990 & Πράξις ΔΣ 314/19-6-1990).
24. Βασίλης Κοζομπόλης Πρόεδρος ΔΣ, Νικ. Κουμουνδούρος, Γεώργιος Νικολέας, Παναγιώτης
Κουτίβας, Δημήτρης Κοζομπόλης. Εποπτικό Συμβούλιο: Ερρίκος Μανδραπήλιας, Ιωάννης Παπαδέας
(Πράξις ΓΣ 24/27-3-94 & ΔΣ 411/30-3-1994).
25. Βασίλης Κοζομπόλης Πρόεδρος ΔΣ, Στέλιος Σπανέας (σε αντικατάσταση Γεώργιος Κοζομπό-
λης), Παν. Κουτίβας, Ευάγγελος Καντιάνης, Γεώργιος Νικολέας (Πράξη ΓΣ 42/30-3-1997).
26. Βασίλης Κοζομπόλης Πρόεδρος ΔΣ, Νικόλαος Κουμουνδούρος, Γεώργιος Κοζομπόλης, Δημή-
τρης Κοζομπόλης, Γεώργιος Νικολέας (Πράξη 54/8-10-2000).
27. Βασίλης Κοζομπόλης Πρόεδρος ΔΣ, Νικόλαος Κουμουνδούρος, Κωνσταντίνος Νικολέας, Αθα-
νάσιος Κωστέας, Ιωάννης Φραγκούλης (Πράξη 64/10-10-2003).
28. Ιωάννης Κουμουνδούρος Πρόεδρος ΔΣ, Βασ. Κοζομπόλης, Κων. Νικολέας, Ιωάννης Παπαδέας,
Ιωάννης Ζούζουλας (Πράξη ΓΣ 553/10-10-2007 & απόφαση ΓΣ 70/2007).
29. Βασίλης Κοζομπόλης Πρόεδρος ΔΣ, Ιωάννης Παπαδέας, Γεώργιος Σκιάς, Γεώργιος Πατσέας, Γε-
ώργιος Παπαδέας (Πράξη 577/29-5-2012).

Εκπρόσωποι στην Ένωση Γεωργικών Συνεταιρισμών Καλαμών.


Βασίλειος Φραγκούλης (Πράξις Γ.Σ. 8/7-10-1956), Ιωάννης Κοστρίβας (Πράξις ΓΣ. 52/14-1-1962),
Σωκράτης Σκιάς (Πράξις ΓΣ 76/16-5-1965), Σταύρος Αγγελέας, Χαρίλαος (Λάμπης) Γεωργουλέας, Ιω-
άννης Κοζομπόλης, Ηλίας Κωνσταντινέας και Γεώργιος Νικολέας (Πράξις ΓΣ 91/14-11-82), Βασίλειος
Κοζομπόλης, Ιωάννης Κουμουνδούρος.

Εκπρόσωποι στην Κεντρική Ένωση Συνεταιριστικών Οργανώσεων Συκοπαραγωγών.


Παναγιώτης Δ. Σκιάς με αναπληρωτή τον Παναγιώτη Σ. Κοτσώνη (Πράξις ΓΣ 167/20/11/1952).

Εκπρόσωπος στον ΣΑΣΟΤΕ (Σύνδ. Αγροτ. Συν/κών Οργανώσεων-Τυποποιητών Ελαιολάδου).


Ευάγγελος Καντιάνης (1990).

Διευθυντές του Ελαιουργείου.


Ηρακλής Μανέας (1940-1952), Βασίλειος Φραγκούλης (1952-1956, στο διάστημα αυτό υπήρχαν
δύο διευθυντές), Παναγιώτης Σκιάς (1952-1962), Ιωάννης Αν. Κοζομπόλης (1963-1966), Παναγιώτης
Κωνσταντινέας (1967-68), Αντρέας Σαραντέας (1970-1972), Αθανάσιος Κοστρίβας (1981-82), Πανα-
γιώτης Κουτίβας (1984-1987), Σταύρος Καμπουγέρης (διαχειριστής του ελαιουργείου 1987-1988),
Αλέξ. Κωνσταντινέας (Δ/ντής-διαχειριστής 1989-1994).

Λογιστές του Συνεταιρισμού.


Κατά τα πρώτα χρόνια λειτουργίας του Συνεταιρισμού χρέη λογιστή αναλάμβανε το μέλος
του Δ.Σ. που ήταν και Ταμίας. Μέχρι την πρόσληψη λογιστή ο Συνεταιρισμός εξυπηρετείτο από
την Ένωση Γεωργικών Συνεταιρισμών Καλαμάτας. Από το 1967 ως λογιστές προσλήφθηκαν οι:
Αθανάσιος Σαφιολέας (1967-1991), Σαράντος Στ. Αγγελέας (1991-σήμερα).
Ειδικότητες εργαζομένων στο ελαιουργείο.
Από τις αποφάσεις της Γ.Σ. και του Δ.Σ. που αναφέρονται στην πρόσληψη εργατικού προσω-
πικού, προκύπτουν διάφορες ειδικότητες εργαζομένων στο εργοστάσιο, κάποιες από τις οποί-
ες δεν υφίστανται πλέον. Καταγράφω μερικές, όπως αναφέρονται στις Πράξεις ΔΣ 127/21-11-
1971 & 178/31-3-1973.
Νικ. Καμπουγέρης, καραβοκύρης. Κουκούτσης Ευθ., βοηθός καραβοκύρη (χαμουριντζής). Πα-
νταζής Βασ., βοηθός καραβοκύρη. Πανταζής Βασ., χειριστής διαχωριστήρος. Κουκούτσης Παν.,
γεμιστής σφυρίδων. Χανδρινός Δημ., κενωτής σφυρίδων.
-149-

Μηχανικός συντηρητής της πετρελαιομηχανής του εργοστασίου ήταν επί χρόνια ο Παναγιώ-
της (Πότης) Πατσέας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
ΜΕΛΗ
Τα πρώτα μέλη του Συνεταιρισμού ήταν εννέα (9) και κατείχαν είκοσι τέσσερις (24) συνεται-
ρικές μερίδες και μία (1) ψήφο έκαστος στην Γ.Σ. (Καταστατικό 1924-άρθρο 34). Στο τέλος του
κειμένου (Παράρτημα Β΄) περιλαμβάνεται Πίνακας προσαρτημένος στα πρακτικά της πρώτης
Γ.Σ. 27-7-1924. Τα μέλη δεν μπορούσαν να αποχωρήσουν για μια δεκαετία. Σε περίπτωση απο-
χώρησης δεν είχαν καμία απαίτηση επί της περιουσίας του Συνεταιρισμού και του συνεταιρι-
κού κεφαλαίου.
Το 1927 διαγράφεται το μέλος του Συνεταιρισμού Σαράντος Χρ. Γιαννακόπουλος, γιατί παρέ-
βη το καταστατικό και πούλησε τον ελαιόκαρπό του στον Ευθύμιο Φραγκούλη (Πράξις ΓΣ 16/
26-12-1927). Το 1929 στη θέση του διαγραφέντος συνεταίρου εγγράφεται ως μέλος ο Πανα-
γιώτης Σταύρου Κοτσώνης και μετά την αποβίωση του Νικ. Σαραντέα εγγράφονται τα παιδιά
του Αθανάσιος και Αντώνιος Ν. Σαραντέας (Πράξις ΓΣ 20/27-5-1929).
Το 1930 ο Γεώργιος Παναγιωταρέας αποχωρεί από τον Συνεταιρισμό λόγω ασθενείας και εγ-
γράφεται ως μέλος ο Παναγιώτης Ευσταθ. Λιακέας, ο οποίος αγόρασε την συνεταιρική μερίδα.
Συγχρόνως εγγράφονται οι Ηλίας Δ. Κωνσταντινέας και Νικόλαος Ιωάν. Κολομβάκος, οι οποίοι
αγόρασαν από μία συνεταιρική μερίδα από τον Σπ. Κουρμαλίδη. Η καταβολή των χρημάτων
για την αγοραπωλησία των μερίδων γίνεται μέσω του ταμία του Συνεταιρισμού. (Πράξις ΔΣ
16/12-8-1930).
Το 1931 γίνεται μια μεγάλη αύξηση των μελών του Συνεταιρισμού. Εγγράφονται εννέα (9) νέ-
α μέλη και αποκτούν δώδεκα (12) μερίδες: Νικόλαος Ι. Γονεάκης, Ιωάννης Γ. Κοστρίβας, Χρή-
στος Παν. Φραγκούλης, Βασίλειος Κων. Πουλέας, Ηλίας Κων. Πουλέας, Ηρακλής Φ. Μανέας,
Δημήτριος Αν. Αβράμης, Ευάγγελος Αν. Αβράμης, Γεώργιος Π. Μοιρέας (Πράξις ΔΣ 19/22-3-31).
Έτσι ο Συνεταιρισμός αριθμεί πλέον δέκα εννέα (19) μέλη. Με το νέο καταστατικό τα μέλη του
Συνεταιρισμού μπορούν να αποχωρήσουν αφού παρέλθει δεκαετία (καταστατικό έτους 1934).
Το 1934 τα μέλη του Συνεταιρισμού ήταν τριάντα ένα (31) (Πράξις ΓΣ 48/29-4-1934).
Το 1946 ο Συνεταιρισμός είχε τριάντα εννέα (39) μέλη (Πράξις ΓΣ 130/2-6-1946).
Οι περισσότεροι ελαιοπαραγωγοί της περιοχής έγιναν σταδιακά μέλη του Συνεταιρισμού. Το
1951 έφτασε τα 55 μέλη, τα οποία κατείχαν 154 συνεταιρικές μερίδες αξίας 200 δρχ. έκαστη
και 91 ψήφους στη Γ.Σ. (Πράξεις ΓΣ 161/4-5-1951, 162/2-12-1951 & 19/20-10-1957).
Μέχρι το 1966 τα μοναδικά νέα μέλη του Συνεταιρισμού ήταν ένα από τα παιδιά των υφιστά-
μενων συνεταίρων, λόγω θανάτου αυτών ή λόγω μεταβίβασης της περιουσίας των. Το 1964 ξε-
κινούν οι πρώτες συζητήσεις στη Γ.Σ. για την ίδρυση νέας μεγάλης βιομηχανικής μονάδος με
συμμετοχή και νέων συνεταίρων (Πράξις ΓΣ 66/2-5-1964). Το 1966 λαμβάνεται απόφαση εγ-
γραφής 13 νέων μελών (Πράξις ΓΣ 3/20-11-1966). Συγχρόνως ορίζεται το δικαίωμα εγγραφής
των νέων μελών σε 100 δρχ., αγορά δύο (2) συνεταιρικών μερίδων προς 1.400 δρχ. (700 δρχ. έ-
καστη) και 70 χιλιόγραμμα ελαίου κατά μερίδα. Έτσι μέχρι το 1971 τα μέλη του Συνεταιρισμού
έφτασαν τα 68 και κατείχαν 250 συνεταιρικές μερίδες με 141 ψήφους (βλ. Παράρτημα Γ΄).
Το 1971 γίνεται τροποποίηση του καταστατικού του Συνεταιρισμού, δίνοντας το δικαίωμα να
κληροδοτούνται οι συνεταιρικές μερίδες, όταν είναι περισσότερες της μίας, σε περισσότερους
κληρονόμους, ανάλογα με την διανομή των ελαιοκτημάτων και τον παραγόμενο ελαιόκαρπο.
Στην περίπτωση που οι νεοεισερχόμενοι συνεταίροι αποκτούσαν περισσότερες μερίδες από
-150-

αυτές που κληρονομούσαν, λόγω του παραγόμενου ελαιοκάρπου, όφειλαν να καταβάλουν τις
εισφορές του πρωτοεισερχόμενου συνεταίρου (Πράξις ΓΣ 19/3-10-1971). Έτσι σταδιακά, ως το
1974, τα μέλη του Συνεταιρισμού ανέρχονται σε 83 και κατείχαν 304 συνεταιρικές μερίδες με
167 ψήφους (Πράξις ΓΣ 39/29-12-1974).
Το 1979, μετά από τροποποίηση του καταστατικού (σύμφωνα με το Ν. 921/79), όλοι οι παρα-
γωγοί μιας περιοχής είχαν το δικαίωμα εγγραφής στον Συνεταιρισμό της περιοχής. Ο αριθμός
των μελών αυξάνεται και το 1982 αριθμούνται 159 με 260 ψήφους (Πράξις ΓΣ 88/11-4-1982).
Το 1982 με την τροποποίηση του καταστατικού (Ν.1257/82) κάθε συνεταίρος, ανεξάρτητα του
αριθμού των συνεταιριστικών μερίδων που διαθέτει, έχει δικαίωμα μιας (1) ψήφου (Πράξις ΓΣ
90/25-7-1982). Το 1984 λαμβάνεται απόφαση για εγγραφή οιουδήποτε ενδιαφερόμενου και τα
μέλη του Συνεταιρισμού αυξάνονται σε 164 (Πράξις ΓΣ 109/25-11-1984). Το 1986 τα μέλη του
Συνεταιρισμού είχαν φτάσει τα 182 και λαμβάνεται απόφαση για την εγγραφή 19 νέων συνε-
ταίρων (Πράξις ΓΣ 117/16-11-1986). Το 1990 τα μέλη αυξήθηκαν σε 222, το 1994 σε 282, το
2003 σε 296 ενώ το 2013 υπήρχαν 299 μέλη.
Ο αριθμός των συνεταιρικών μερίδων καθοριζόταν με βάση την παραγωγή ελαιοκάρπου του
1
κάθε παραγωγού. Ανά δέκα (10) γενάματα ελιές ο παραγωγός έπαιρνε και μία συνεταιρική
μερίδα. Ο υπολογισμός της παραγωγής γινόταν με βάση τον μέσο όρο των δύο ετών, λόγω της
2
παρενιαυτοφορίας της ελιάς.
Το 1983 γίνεται προσαρμογή των συνεταιρικών μερίδων και καθορίζεται όριο μέχρι τρεις (3)
ανά μέλος. Κάθε συνεταίρος, που παρήγαγε 40 γενάματα ή 12.000 κιλά ελιές τη διετία, υπο-
χρεούται να αποκτήσει μία (1) μερίδα, από 12.000 έως 24.000 κιλά την διετία δύο (2) μερίδες
και από 24.000 κιλά και άνω τρεις (3) μερίδες (Πράξις ΓΣ 99/20-11-83).
Από το 1985 όλα τα μέλη του Συνεταιρισμού κατέχουν μία (1) μόνο συνεταιρική μερίδα ανε-
ξάρτητα από το ύψος της παραγωγής τους, η τιμή της οποίας ορίστηκε αρχικά σε 25.000 δρχ.
(Ν. 1541/85-Πράξις ΓΣ 113/29-12-1985).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΥ
Η λειτουργία του Συνεταιρισμού, με βάση τα ευρεθέντα τεκμήρια, δεν ήταν στατική, αντίθετα
μάλιστα ήταν δυναμική, είχε όραμα και προοπτική. Αυτό προκύπτει από την καταγεγραμμένη
συνεχή εξέλιξη του Συν/σμού στον τομέα της τεχνολογίας του ελαιουργείου καθώς και από τις
αποφάσεις για την εξασφάλιση της ποιότητας του παραγόμενου προϊόντος. Το προϊόν που πα-
ράγει είναι αποκλειστικά το εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο Προστατευόμενης Ονομασίας Προ-
έλευσης «ΚΑΛΑΜΑΤΑ», Αβία. Παράγεται από την ποικιλία ελιάς «Κορωνέικη» και χαρακτηρίζε-
ται από το ζωντανό χρώμα, το πλούσιο άρωμα φρεσκάδας, τη λεπτή γεύση και τη χαμηλή οξύ-
τητα. Ο Συν/σμός επένδυσε στην προστιθέμενη αξία του προϊόντος με την τυποποίηση αυτού
καθώς και την προώθηση της παραγωγής στο εσωτερικό και το εξωτερικό, εξασφαλίζοντας με
τον τρόπο αυτό ικανοποιητικό εισόδημα για τα μέλη του. Παρακάτω καταγράφονται οι σημα-
ντικότερες αποφάσεις που λήφθηκαν κατά καιρούς και βοήθησαν στην εξέλιξη του Συν/σμού.
Το 1934 αποφασίζεται η απόκτηση αποστειρωτικών κλιβάνων, η από κοινού πώληση των σύ-
κων και η υποχρεωτική αποστείρωση των σύκων στους κλιβάνους του Συνεταιρισμού (Πράξις
ΓΣ 49/29-4-1934).

1
Γέναμα: τοπική μονάδα μέτρησης που ισοδυναμούσε με 300 οκάδες ελιές και σήμερα με 300 κιλά.
2
Παρενιαυτοφορία: μια χρονιά υψηλής παραγωγής ακολουθείται από χρονιά μειωμένης παραγωγής.
-151-

Το 1950 ο Συνεταιρισμός αποκτά και επίσημα ιδιόκτητο ελαιουργείο.


Το 1952 λαμβάνεται απόφαση για την συμμετοχή του Συνεταιρισμού, ως ιδρυτικού μέλους,
στην υπό ίδρυση «Κεντρική Ένωση Συνεταιριστικών Οργανώσεων Συκοπαραγωγών» (Πράξις ΓΣ
167/20-11-1952).
Το 1956 λαμβάνεται απόφαση για την εγκατάσταση αλευρόμυλου (Πράξις ΓΣ 3/18-3-1956).
Το 1957 αποφασίζεται η ατομική έκθλιψη του ελαιοκάρπου (Πράξις ΓΣ 20/3-11-1957).
Το 1958 αποφασίζεται για πρώτη φορά η δυνατότητα των συνεταίρων να αφήνουν το λάδι
τους στις αποθήκες του Συνεταιρισμού και η από κοινού πώληση του ελαίου κατά τη χρήση
1957/58. Συγχρόνως δίνεται εξουσιοδότηση στο Δ.Σ. από την επόμενη περίοδο 1958/59 να α-
ναλάβει να διεξάγει από κοινού πωλήσεις ελαίου, υπό την προϋπόθεση οποιαδήποτε ζημία να
βαρύνει του ίδιους (Πράξεις ΓΣ 21/9-2-1958 & 29/21-12-1958). Επίσης την ίδια χρονιά, το 1958,
λαμβάνει μέρος στην Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, όπου εκτίθεται το ελαιόλαδο του Συνεται-
ρισμού και βραβεύεται με «Χρυσούν Μετάλλιον» (βλ. Παράρτημα Ε΄).
Το 1960 αποφασίζεται η από κοινού αποθήκευση ελαίου των συνεταίρων στις αποθήκες του
Συνεταιρισμού (Πράξις ΓΣ 37/10-1-1960).
Το 1963 αποφασίζεται περιορισμός στην προσκόμιση ελαιοκάρπου και υποχρέωση καθημε-
ρινής μεταφοράς, ώστε να διαφυλαχθεί η ποιότητα του παραγόμενου ελαιολάδου (Πράξις ΓΣ
60/27-10-1963).
Το 1964 αρχίζουν οι πρώτες συζητήσεις για τον εκσυγχρονισμό του εργοστασίου και ίδρυση
μεγάλης μονάδος με τη συμμετοχή και νέων συνεταίρων (Πράξεις ΓΣ 65/28-6-64 & 66/2-8-64).
Το 1966 αποφασίζεται η ηλεκτροδότηση του Συν/σμού από τη ΔΕΗ (Πράξις ΓΣ 88/28-8-1966).
Το 1970 ξεκινούν οι συζητήσεις στη Γ.Σ. για την επέκταση του εργοστασίου με προτάσεις για
παραχώρηση του γειτονικού οικοπέδου χήρας Βασ. Νικητάκη (Πράξις ΓΣ 13/18-6-1970).
Το 1971 λαμβάνεται απόφαση οι συνεταιρικές μερίδες να μπορούν να εκχωρηθούν σε έναν ή
περισσότερους κληρονόμους και έτσι δίνεται η δυνατότητα εγγραφής νέων μελών (Πράξις ΓΣ
19/3-10-1971).
Τον 1972 λαμβάνεται η απόφαση για την προμήθεια υπερπιεστηρίου και θερμαντικού συ-
γκροτήματος. Με την απόφαση αυτή ξεκινάει η δυνατότητα για μεγάλη παραγωγή ελαιολάδου
με θερμική επεξεργασία (Πράξις ΓΣ 26/27-8-1972 & ΔΣ 145/26-3-1972).
Το 1973 καθορίζονται κανόνες κατά την πώληση ελαιολάδου υπό των συνεταίρων. Αποφασί-
ζεται η γνωστοποίηση εντός τριών (3) ημερών στον Συνεταιρισμό, η λήψη του προϊόντος υπό
των εμπόρων εντός πέντε (5) ημερών, ειδάλλως επιβάλλονται αποθήκευτρα ύψους 0,5% το μη-
να. (Πραξις ΔΣ 178/31-3-1973).
Το 1978 λαμβάνεται απόφαση για την αγορά νέου οικοπέδου, ανέγερση νέου κτιρίου, μετα-
φορά των μηχανημάτων και χρήση του παλαιού κτιρίου ως αποθήκης ελαιολάδου (Πράξις ΓΣ
62/26-3-1978).
Το 1982 λαμβάνεται απόφαση αντικατάστασης των κλασικών μηχανημάτων με φυγοκεντρικά
με λήψη επιδότησης. Με την απόφαση αυτή σηματοδοτείται η επιστροφή στην ποιοτική παρα-
γωγή ελαιολάδου χωρίς θερμική επεξεργασία (Πράξη 92/12-12-82).
Το 1984 λαμβάνεται απόφαση για την προμήθεια μηχανήματος τυποποίησης ελαιολάδου σε
δοχεία των πέντε (5) λίτρων (Πράξις ΓΣ 104/29-4-1984).
Το 1987 λαμβάνεται απόφαση για την αγορά μηχανήματος βιολογικού καθαρισμού των λυ-
μάτων και για κατασκευή υπόστεγου για την αποθήκευση του ασβέστη (Πράξις ΓΣ 5/15-11-87).
Το 1990 λαμβάνεται δάνειο από το Ταμείο Αποκατάστασης Σεισμοπλήκτων (ΤΑΣ) για την
αποκατάσταση των ζημιών από το σεισμό του κτιρίου του παλαιού ελαιουργείου (Πράξις ΓΣ
13/17-6-1990 & ΔΣ 314/19-6-1990).
-152-

Το 1992 λαμβάνεται απόφαση για τη διάνοιξη νέου δρόμου για την εξυπηρέτηση του ελαι-
ουργείου, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα μεταφοράς ελαίου με βυτία (Πράξις ΔΣ 334/2-2-92).
Το 1993 ο Συνεταιρισμός πήρε έγκριση από το Υπ. Γεωργίας να παράγει ελαιόλαδο Προστα-
τευόμενης Ονομασίας Προέλευσης (Π.Ο.Π) «ΚΑΛΑΜΑΤΑ» (11419/20-11-93 απόφαση του
Υπουργείου Γεωργίας).
Το 2000 λαμβάνεται απόφαση για καθιέρωση κοινής-ενιαίας εμπορίας του ελαιολάδου των
παραγωγών με ταυτόχρονη εφαρμογή μέσης επιτευχθείσας τιμής (βάσει εκκαθάρισης) (Πράξις
ΓΣ 54/8-10-2000).
Το 2004 αποφασίζεται η εκποίηση του κτίσματος του παλαιού ελαιουργείου έναντι 501.000€
(Πράξις ΓΣ 66/6-6-2004). Την ίδια χρονιά εφαρμόζεται στην παραγωγή και στην τυποποίηση το
σύστημα HACCP (Πράξις ΔΣ 528/16-2-2004).
Το 2007 αποφασίζεται για πρώτη φορά η εξαγωγή ελαιολάδου στην Ιταλία, Γαλλία και Κανα-
δά (Πράξις ΓΣ 551/5007).
Το 2013 αποφασίζεται η συμμετοχή στην εταιρεία Μεσσηνιακοί Συνεταιρισμοί Ελαιολάδου
ΑΕ (ΜΕΣ.ΣΥΝ.ΕΛ) με κεφάλαιο 15.000€ με στόχο την εξυπηρέτηση των μελών του Συνεταιρι-
σμού. (Πράξεις ΓΣ 85/22-12-2013 & ΔΣ 593/8-12-2013).
Το 2015 δημιουργείται Οργάνωση Παραγωγών (Ο.Π.) Ελαιολάδου και Ελιάς του Α.Ε.Σ. Μικρής
Μαντινείας & Αβίας για την εξυπηρέτηση των μελών και την δυνατότητα συμμετοχής τους σε
ευρωπαϊκά προγράμματα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄
ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ του Ελαιουργείου
Ο Συν/σμός από την πρώτη μέρα λειτουργίας του είχε ένα συγκριτικό πλεονέκτημα: διέθετε
ελαιουργείο, δηλαδή εργοστάσιο επεξεργασίας του ελαιοκάρπου (καταστατικό 1924, άρθ. 49).
Το ελαιουργείο, ιδιοκτησίας Βασιλείου Νικητάκη, μεταβιβάστηκε στον Συνεταιρισμό το 1950
με το αρ. 22459/8-10-50 πωλητήριο συμβόλαιο (Συμβολαιογράφος Κάμπου Ιωάν. Κουτσίκος).

Αριστερά: Φωτογραφία του 1949 από τον Αϊ-Γιώργη, στο βάθος διακρίνεται το πρώτο Ελαιουργείο
του Συνεταιρισμού και το Αποστειρωτήριο. Δεξιά: 1960, το Αρχοντικό από αέρος. Διακρίνονται
καθαρά τα κτίρια του Συνεταιρισμού και του Αποστειρωτηρίου Σύκων.

Το εργοστάσιο λειτουργούσε με πετρελαιομηχανή. Οι ελιές ανέβαιναν στο πατάρι με τις τρο-


χαλίες (καρέλια) και ο εργάτης που ήταν εκεί έριχνε τις ελιές στην «κοφινίδα» ώστε να περά-
σουν στα «λιθάρια» για άλεσμα. Στο αλεστήρι υπήρχαν δύο (2) λιθάρια, τα οποία κινούνταν με
-153-

πετρελαιομηχανή. Όταν τελείωνε το άλεσμα, οι εργάτες άνοιγαν την πόρτα και το «χαμούρι»
(ο ελαιοπολτός) έπεφτε. Από το σημείο αυτό οι «γεμιστές σφυρίδων» έπαιρναν με την «καρα-
βάνα» το «χαμούρι» και γέμιζαν τις «ελαιοσφυρίδες» ή «σφυριδόνια» (στρογγυλά ψάθινα με
τρύπα στη μέση), τα οποία χρησιμοποιούνταν τα πρώτα χρόνια, ή τις «τσαντίλες» (χοντροί ψά-
θινοι φάκελοι) που χρησιμοποιούνταν μετέπειτα. Στη συνέχεια τα τοποθετούσαν στο πιεστήριο
από όπου έβγαινε το λάδι. Κάθε φορά που άδειαζε η «κοφινίδα» ή κάθε φορά που άδειαζε το
πιεστήριο γινόταν ένα «στάμα». Τα υπολείμματα που έμεναν στα «σφυριδόνια» ή στις «τσα-
ντίλες» ήταν ο πυρήνας, που συγκεντρωνόταν στην αποθήκη πυρήνα, το λεγόμενο «λιοκοτσά-
1
δικο», μέχρι την πώλησή του στο εργοστάσιο επεξεργασίας πυρήνα. Το λάδι που έβγαινε από
το πιεστήριο έπεφτε σε τεπόζιτα και στη συνέχεια πέρναγε από φίλτρα με βαμβάκι. Από εκεί α-
ποθηκευόταν σε δεξαμενές, όπου έμενε για να κάτσει η «μούργα» (υπολείμματα ελαίου). Από
τις δεξαμενές της πρώτης αποθήκευσης γινόταν μετάγγιση σε καθαρές δεξαμενές με τις «μπό-
τσες» (δοχεία μεταφοράς ελαίου). Δίπλα στην αποθήκη πυρήνα υπήρχε μια «γούβα», ο επονο-
2
μαζόμενος «Άδης», όπου έριχναν την μούργα μετά τις μεταγγίσεις .
Μετά την εγκατάσταση του ελαιοδιαχωριστήρα γίνεται πρόταση «η ποσότητα του εκθλιβομέ-
νου ελαίου να ζυγίζεται και να τοποθετείται σε ελαιοδοχείον γνωστού εκ των προτέρων περιε-
χομένου και παράλληλα να τηρείται βιβλίον αποθήκης προς έλεγχον του υπολοίπου ελαίου της
αποθήκης» (Πράξις ΓΣ 7/16-10-1955).
Το πρώτο ελαιουργείο είχε δυνατότητα αποθήκευσης 40.000 οκάδων ή 250 οκάδων ανά συ-
νεταιρική μερίδα. Σύμφωνα με τις προβλέψεις η παραγωγή της περιόδου 1951/52 θα υπερέ-
βαινε τις 100.000 οκάδες (Πράξις ΓΣ 162/2-12-1951). Ήδη, λοιπόν, είχε προκύψει η ανάγκη για
εξεύρεση λύσεων που αφορούσαν στην αποθήκευση του ελαιολάδου καθώς και στην έγκαιρη
έκθλιψη του ελαιοκάρπου, με στόχο τη διατήρηση της ποιότητας του παραγόμενου ελαιολά-
δου. Για το λόγο αυτό αποφασίστηκε μια μεγάλη επέκταση των κτιριακών και μηχανικών εγκα-
ταστάσεων του ελαιουργείου, το κόστος της οποίας ανήλθε στο ποσό των 101.027.796 δρχ.
(Πράξις ΓΣ 161/4-11-1951).
Το 1953 αποφασίζεται να γίνουν διάφορες βελτιώσεις στα νέα κτίσματα του ελαιουργείου
(αποθήκη, μηχανοστάσιο, αποθήκη πυρήνων). Η δαπάνη ύψους 150.000.000 δρχ. καλύφθηκε
με δάνειο από την ΑΤΕ (Πράξις ΓΣ 168/22-2-1953).
Το 1955 αποφασίζεται η αγορά ελαιοδιαχωριστήρος (Πράξις ΓΣ 6/4-9-1955).
Το 1965 αποφασίζεται η αντικατάσταση του μικρού υδραυλικού πιεστηρίου του ελαιουργεί-
ου με άλλο μεγαλύτερο, με πλάτος πλακός 0,75μ., και συγχρόνως η αγορά και εγκατάσταση λι-
χνιστηρίου ελαιοκάρπου, το οποίο απαλλάσσει τον παραγωγό από πρόσθετα εργατικά χέρια
(Πράξις ΓΣ 76/16-5-1965).
Σημαντική εξέλιξη στην λειτουργία του Συνεταιρισμού υπήρξε η ηλεκτροδότηση του εργοστα-
σίου δι’ ηλεκτρικού ρεύματος εκ της Δ.Ε.Η και η ηλεκτροκίνηση του ελαιουργείου (Πράξις ΓΣ
88/28-8-1966, 3/20-11-66 & Πράξις ΔΣ 3/26-12-66). Η δαπάνη ύψους 140.000 δρχ. καλύφθηκε
με δανειοδότηση από την ΑΤΕ. Το 1967 και 1968 γίνεται εκποίηση των παλαιών μηχανημάτων
(πετρελαιομηχανή τύπου Lister 27-30HP, υδραυλικό πιεστήριο τύπου Κοκ, ηλεκτρογεννήτρια,
βενζινομηχανή του αλευρόμυλου κλπ) (Πράξις ΓΣ 4/29-10-1967 & ΔΣ 35/1-3-68).
Το 1969 ο Συνεταιρισμός προβαίνει στην αγορά μυλόλιθων και ενός υπερπιεστηρίου (Πράξις
ΓΣ 12-3-8-69).

1
Αναφέρεται η λέξη «λιοκοτσάδικο» ως «παλαιά αποθήκη πυρήνα» στην Πράξη ΔΣ 211/25-6-1974.
2
Πληροφορίες από τον Γρηγόριο Θ. Μπελίτσο και σχετική αναφορά στην Πράξη ΓΣ 32/26-7-1959.
-154-

Το 1972 λαμβάνεται απόφαση για την προμήθεια δύο (2) υπερπιεστηρίων, ενός μαλακτήρα
μετά δοσομετρητή, ενός υδραυλικού ανυψωτήρος και ενός συγκροτήματος παραγωγής και
διανομής θερμού ύδατος (Πράξις ΓΣ 26/27-8-1972 & ΔΣ 145/26-3-1972). Η χρήση θερμού ύ-
δατος κατά την παραγωγή σηματοδότησε την αυξημένη παραγωγή ελαιολάδου και συγχρόνως
την υποβάθμιση της ποιότητας αυτού.
Το 1973 λαμβάνεται απόφαση για την αντικατάσταση των λίθων του μικρού «ελαιομύλου»
και εκποίηση αυτών καθώς και την αγορά μιας ελαιοδεξαμενής τύπου BHTLER 40 τόνων και
ενός (1) στυπτηρίου (τσιφλιάς) (Πράξεις ΓΣ 28/18-3-73 & 32/26-8-73 και Πράξεις ΔΣ 18/13-5-73
& 184/8-7-1973).
Το 1981 λειτουργεί για πρώτη φορά το νέο κτίριο του ελαιουργείου και ανοίγει για παραλα-
βή ελαιοκάρπου στις 23 Νοεμβρίου 1981 (Πράξις ΓΣ 86/1-11-1981).
Το 1982 λαμβάνεται απόφαση για την αντικατάσταση των κλασικών μηχανημάτων με φυγο-
κεντρικά, λόγω του μεγάλου φόρτου εργασίας του ελαιουργείου κατά τη χρονιά της μεγάλης ε-
σοδείας. Τα νέα μηχανήματα είχαν μεγαλύτερη ωριαία απόδοση στην έκθλιψη του ελαιοκάρ-
που και απασχολούσαν λιγότερα εργατικά χέρια. Το κόστος αγοράς ανήλθε σε 40.000.000 δρχ.
Καλύφθηκε από επιδότηση από την Ε.Ε. και με δανειοδότηση από την ΑΤΕ. Συγχρόνως, την ίδια
χρονιά εγκρίνεται η αγορά ελαιοδεξαμενής 80 τόνων (Πράξεις ΓΣ 86/1-11-81 & 92/12-12-82).
Το 1984 λαμβάνεται η πρώτη απόφαση για την προμήθεια μηχανήματος για την τυποποίηση
του παραγόμενου ελαιολάδου σε δοχεία των πέντε (5) κιλών ώστε να επωφεληθεί ο Συνεταιρι-
σμός της επιδότησης που παρέχει το Κράτος[;] (Πράξη ΓΣ 105/6-5-84).

Παλιότερες και πρόσφατες συσκευασίες εξαιρετικού παρθένου ελαιολάδου Π.Ο.Π. ΚΑΛΑΜΑΤΑ,


ποικιλία Κορωνέικη, του Συνεταιρισμού, με το εμπορικό όνομα «Αβία».

Το 1987 λαμβάνεται απόφαση για την έναρξη τυποποίησης του παραγόμενου ελαιολάδου
(Πράξη ΓΣ 5/15-11-87). Με στόχο την βελτίωση της ποιότητας του ελαιολάδου, αποφασίζεται η
αγορά μηχανήματος βιολογικού καθαρισμού λυμάτων και η κατασκευή υπόστεγου για αποθή-
κευση του ασβέστη, η αγορά τριών (3) καινούριων φίλτρων από ανοξείδωτη λαμαρίνα για την
διύλιση με βαμβάκι, ενός μηχανήματος στυπτηρίου (σουρώστρας) για το στύψιμο του βαμβα-
κιού που χρησιμοποιείται στη διύλιση του ελαίου και η προμήθεια δοχείων πέντε (5) λίτρων
(από την εταιρεία ΕΛΣΑ) για την τυποποίηση του ελαιολάδου με την φίρμα του Συνεταιρισμού.
Επίσης, η εγγραφή του Συνεταιρισμού στο Σύνδεσμο Αγροτικών Συν/κών Οργανώσεων-Τυπο-
ποιητών Ελαιολάδου (ΣΑΣΟΤΕ). (Πράξεις ΔΣ 283/18-11-1987 & 284/30-12-1987).
-155-

Το 1992 λαμβάνεται η απόφαση για αγορά γεφυροπλάστιγγας, άνοιγμα γεώτρησης στο προ -
αύλιο του Συνεταιρισμού και εγκατάστασης συστήματος συναγερμού (Πράξη ΓΣ 19/15-11-1992
& Πράξεις ΔΣ 347/27-7-93, 399/27-8-1993 & 413/16-5-1994).
Το 1996 λαμβάνεται η απόφαση εκσυγχρονισμού του ελαιουργείου (απόφ. ΔΣ 443/4-6-96).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ - ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ
Από τα στοιχεία που έχουν βρεθεί, προκύπτει ότι ο Συνεταιρισμός είχε μεγάλη οικονομική
δραστηριότητα στις περιοχές Μικρής Μαντινείας και Αβίας. Παρατίθενται ενδεικτικά κάποια
στοιχεία από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια.
Από τον ισολογισμό της 30-9-1946 προκύπτουν κέρδη ύψους 123.567,60 δρχ. Από την περίο-
δο εκείνη προκύπτουν:
α) η δραστηριότητα του Συνεταιρισμού αναφορικά με την χορήγηση δανείων στους συνεταί-
ρους ύψους 12.680.000 δρχ.
β) το γεγονός ότι είχε μερίδα στην Ένωση Συν/σμών αξίας 15.000 δρχ. και
γ) ότι η συνολική αξία των συνεταιριστικών μερίδων ανερχόταν σε 388.000 δρχ.
Η ίδια οικονομική κατάσταση επικρατεί στους ισολογισμούς των ετών 1947, 1948, 1949, 1950
Από τον ισολογισμό της 30-9-47 προκύπτουν κέρδη ύψους 398.863,60 δρχ., με την αξία των
συν/κών μερίδων να ανέρχεται σε 388.000 δρχ.
Στις 30-9-48 τα κέρδη ανέρχονται σε 1.780.319,60 δρχ., με την αξία των συν/κών μερίδων να
ανέρχεται σε 776.000 δρχ.
Στις 30-9-49 τα κέρδη ανέρχονται σε 554.650,60 δρχ., με την αξία των συν/κών μερίδων να
ανέρχεται σε 1.304.000 δρχ.
Και στις 30-9-50 τα κέρδη ανέρχονται σε 2.230.488,75 δρχ., με την αξία των συν/κών μερίδων
να ανέρχεται σε 32.400.000 δρχ.
Στον ισολογισμό 30-9-1949 προκύπτει ότι ένα μεγάλο ποσό (12.468.515,10 δρχ.) διατίθεται
για την εκμηχάνιση του Ελαιουργείου.
Από τον ισολογισμό 30-9-1954 προκύπτει κέρδος 1.519,75 δρχ. (Πράξις ΓΣ 7/12-12-1955).
Στον ισολογισμό 30-9-62 προκύπτει ζημία 247.000 δρχ. (Πράξις ΓΣ 57/23-12-62).

Αξία συνεταιρικών μερίδων


Με την έναρξη λειτουργίας του Συνεταιρισμού καθορίστηκε η αξία της συνεταιρικής μερίδας.
Στην αρχή δεν αντανακλούσε την περιουσιακή κατάσταση του Συνεταιρισμού. Στη συνέχεια με
την πάροδο των χρόνων η αξία προσαρμοζόταν ανάλογα με την περιουσία του Συνεταιρισμού
(ακίνητα, μηχανολογικό εξοπλισμό κ.ά.). Στον επόμενο πίνακα παρατίθενται στοιχεία για την α-
ξία της συνεταιρικής μερίδας από την έναρξη λειτουργίας του Συνεταιρισμού μέχρι σήμερα.

Έτος Αξία μερίδας Πηγή


1924 2.000 δρχ. κατά μερίδα Καταστατικό 1924-άρθρο 44
1931 7.000 δρχ. κατά μερίδα Καταστατικό 1931-αρθρο 44
1934 Μείωση από 7.000 σε 4.000 δρχ. Πράξις ΓΣ 48/29-4-1934
1946 8.000 δρχ. Πράξις ΓΣ 130/2-6-1946
1949 200.000 δρχ. Πράξις ΓΣ 145/15-5-1949
-156-
1
1954 200 δρχ. κατά μερίδα
1957 700 δρχ. κατά μερίδα Πράξις ΓΣ 19/20-10-1957
1965 1.050 δρχ. κατά μερίδα Πράξις ΓΣ 79/10-10-1965
1966 1.200 δρχ. κατά μερίδα Πράξις ΓΣ 86/5-6-1966
1966 1.750 δρχ. κατά μερίδα Πράξις ΓΣ 1/2-10-1966
1983 25.000 δρχ. κατά μερίδα Πράξις ΓΣ 97/22-5-1983*
1995 Από 50.000 δρχ. σε 70.000 δρχ. κατά μερίδα Πράξις ΓΣ 32/12-11-95
1998 123.100 δρχ. κατά μερίδα Πράξις ΓΣ 48/12-7-1998
2002 1.048,99 ευρώ κατά μερίδα Καταστατικό 2002-άρθρο 14
*Σημειώνεται ότι από το 1982 ο κάθε συνεταίρος διαθέτει μία (1) συνεταιρική μερίδα.

Στοιχεία Παραγωγής και χρηματοδοτήσεων


Τα στοιχεία που βρέθηκαν για τον αριθμό των δένδρων της περιοχής, το ύψος της παραγω-
γής σε ελαιόκαρπο και ελαιόλαδο ήταν αποσπασματικά και προκύπτουν έμμεσα, είτε μέσα α-
πό την αναφορά στο ύψος του εκθλιπτικού δικαιώματος, είτε στον καθορισμό των αποδόσεων,
είτε σε προβλέψεις κατά την σύνταξη του ετήσιου προϋπολογισμού. Μια σημαντική πηγή ήταν
οι πίνακες για τη λήψη δανείων, για την αγορά λιπασμάτων, όπου αναφέρεται ο αριθμός των
δέντρων, των ζώων και ο αριθμός στρεμμάτων (κατά προσέγγιση) των λοιπών καλλιεργειών.

Περίοδος Στοιχεία Παραγωγής και χρηματοδοτήσεων


2
1951/52: 100.000 οκάδες (προβλεπόμενη παραγωγή, Πράξις ΓΣ 162/2-12-1951).
1954/55: 21.000 οκάδες (προβλεπόμενη παραγωγή, Πράξις ΓΣ 176/12-12-1954).
1955/56: 1.558 γενάματα και συνολική παραγωγή 78.400,625 οκάδες, από τις οποίες 57.611,075 οκά-
δες άθερμο, 14.894,550 οκάδες κοινόν, 2.000 οκάδες έλαιον από τα χαμολόγια και τη γού-
βα. Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι 78% του ελαίου ήταν άθερμο και 22% κοινόν, η δε
απόδοση ανήλθε σε 48 οκάδες το γέναμα.
1956/57: 501 γενάματα ελαιοκάρπου και συνολική παραγωγή 32.227 οκάδες ελαιόλαδο, απόδοσης
64 οκάδες το γέναμα (21,33%). Μετά τις κρατήσεις διανέμονται 61 οκάδες το γέναμα (Πρά-
ξις ΓΣ 17/24-2-1957).
1957/58: χωριστή ζύγιση των χαμολογίων.
1958/59: ατομική αποθήκευση του ελαιολάδου ανά συνεταίρο, ο οποίος είχε δική του κλειδωνιά.
1959/60: 650.000 χγρ. ελαιόκαρπος (προβλεπόμενη παραγωγή).
1963/64: 750.000 χγρ. ελαιόκαρπος (προβλεπόμενη παραγωγή).
1964/65: 180.000 χγρ. ελαιόκαρπος.
1971/72: 1.713 γενάματα, 514.017 χλγ. ελαιόκαρπος, με συνολική παραγωγή 125.040 χλγ. ελαιολάδου
(24,32%) και 185.130 χλγ. ελαιοπυρήνα.
1998/99: 6.698 γενάματα, με συνολική παραγωγή 375.000 χλγ. ελαιολάδου (18,75%) και 993.000 χλγ.
πυρήνα.
2002/03: 9.126 γενάματα (2.737.865 χλγ. ελαιοκάρπου), με συνολική παραγωγή 474.733 χλγ. ελαιολά-
δου (17,34%) και 2.043.650 χλγ. ελαιοπυρήνα
2003/04: 2.385 γενάματα, με συνολική παραγωγή 131.000 ελαιολάδου.
2006/07: 7.071 γενάματα (2.121.371 χλγ. ελαιοκάρπου), με συνολική παραγωγή 411.540 χλγ. ελαιολά-
δου (19,40%) και 1.700 τόν. ελαιοπυρήνα.

1
Με το Ν. 2824/20-6-1954 (ΦΕΚ 79 τεύχος Α΄) ορίζεται η ισοτιμία της νέας δραχμής με 1.000 παλαιές και
περικόπτονται τρία μηδενικά από την ονομαστική αξία των τραπεζογραμματίων.
2
Οκά: μονάδα ζύγισης που αντιστοιχεί σε 1.280 γραμμάρια.
-157-

Στοιχεία έναρξης ελαιοσυλλογής


Περίοδος Έναρξη ελαιοσυλλογής
1955: από 19-10-55 τα χαμολόγια & από 24-10-55 από τα ελαιόδενδρα.
1957/58: από 15-10-1957 με ατομική έκθλιψη.
1958/59: από 1-11-1958.
1959/60: από 5-11-1959.
1963/64: περιορισμός στην εισαγωγή ελαιοκάρπου σε 80 κιλά ανά μερίδα.
1981/82: 23-11-1981 στο νέο κτίριο του ελαιουργείου.
1984/85: 1-12-1984.

Τις επόμενες περιόδους και μέχρι σήμερα η έναρξη λειτουργίας του εργοστασίου και επομέ-
νως της ελαιοσυλλογής καθορίζεται κάθε χρόνο στη Γενική Συνέλευση την τελευταία εβδομάδα
του Νοεμβρίου ή το αργότερο στις αρχές Δεκέμβρη.

Καθορισμός εκθλιπτικού δικαιώματος


Το εκθλιπτικό δικαίωμα καθοριζόταν κάθε χρόνο με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης πριν
την έναρξη της ελαιοκομικής περιόδου. Το ύψος του εκθλιπτικού δικαιώματος είχε σχέση με
τις εκάστοτε υποχρεώσεις του Συνεταιρισμού. Ήταν ιδιαίτερα υψηλό σε περιόδους υλοποίησης
αποφάσεων για τον εκσυγχρονισμό της λειτουργίας του εργοστασίου και γενικότερα του
Συνεταιρισμού και χαμηλό στις ενδιάμεσες χρονικές περιόδους. Παραθέτω ενδεικτικά κάποια
στοιχεία για τα πρώτα χρόνια λειτουργίας του Συνεταιρισμού.

Περίοδος Εκθλιπτικό δικαίωμα


1952/53: 50 δρχ. κατά οκά (για προμηθευτικές εργασίες).
1954/55: 5 λεπτά κατά οκά (για προμηθευτικές εργασίες).
1955/56: 0,05 δρχ. κατά οκά (για προμηθευτικές εργασίες), εκθλιπτικό δικαίωμα 2,5% κατά οκά.
1956/57: εκθλιπτικό δικαίωμα 2,5% κατά οκά.
1957/58: εκθλιπτικό δικαίωμα 3% κατά οκά, καθορίζεται παρακράτηση φύρας 1% κατά οκά για τα
ελαιόλαδα που παραμένουν από 1 Φεβρουαρίου μέχρι 1 Ιουνίου και επί πλέον 0,5% για
παραμονή από 1 Ιουνίου και μετά.
1959/60: εκθλιπτικό δικαίωμα 400 γραμ. ελαίου κατά 100 χλγ. ελαιοκάρπου ήτοι 0,4% επί του ελαιο-
κάρπου.
1960/61: εκθλιπτικό δικαίωμα 0,17% επί του ελαιοκάρπου.
1961/62: εκθλιπτικό δικαίωμα 0,3% επί του ελαιοκάρπου. Το 1962 αποφασίζεται η διανομή χρημάτων
στους συνεταίρους, ύψους 30.000 δρχ., που προέρχονται από τον ελαιοπυρήνα και το εκθλι-
πτικό δικαίωμα μετά την κάλυψη των εξόδων (Πράξις ΓΣ 53/15-4-1962).
1962/63: εκθλιπτικό δικαίωμα 0,3% και αποθήκευτρα 0,5% για το ελαιόλαδο που παραμένει μετά την
1 Φεβρουαρίου.
1963/64: εκθλιπτικό δικαίωμα 0,5%, δυνατότητα αποθήκευσης ελαιολάδου 300 κιλά ανά συνεταιρική
μερίδα.
1965/66: εκθλιπτικό δικαίωμα 0,5% επί του ελαιοκάρπου.
1967/68: εκθλιπτικό δικαίωμα 1% επί του ελαιοκάρπου ή 3χλγ. το γέναμα.
1968/69: εκθλιπτικό δικαίωμα 0,6% επί του ελαιοκάρπου.
1971/72: εκθλιπτικό δικαίωμα 1 κιλό το γέναμα.
1973/74: εκθλιπτικό δικαίωμα 1,400 χλγ. το γέναμα.
1977/78: εκθλιπτικό δικαίωμα 3 χλγ. το γέναμα.
1979/80: εκθλιπτικό δικαίωμα 5 χλγ. το γέναμα.
1989/90: εκθλιπτικό δικαίωμα 4,5 χλγ. το γέναμα.
-158-

Στοιχεία δανειοδότησης των μελών του Συνεταιρισμού


Όπως ανέφερα προηγουμένως, μία από τις σημαντικές δραστηριότητες του Συνεταιρισμού α-
πότελούσε η λήψη δανείων για λογαριασμό των μελών του, ώστε να χρηματοδοτούνται για την
αγορά των λιπασμάτων και των φυτοφαρμάκων καθώς και την ολοκλήρωση πάσης φύσεως
καλλιεργητικών εργασιών. Η δραστηριότητα αυτή συναντάται στις πράξεις της Γ.Σ. από τα πρώ-
τα έτη λειτουργίας του Συνεταιρισμού. Κάθε χρόνο λαμβάνονται αποφάσεις σε ειδική συνεδρί-
αση της Γ.Σ. και καθορίζεται το όριο χρηματοδότησης ατομικά για κάθε μέλος και σε σύνολο
μελών του Συνεταιρισμού. Το Δ.Σ. κατήρτιζε κατάλογο των συνεταίρων, με αναφορά στον αριθ-
μό των δέντρων, των στρεμμάτων για τις λοιπές καλλιέργειες και τον αριθμό των ζώων και υπέ-
βαλε πρόταση για το όριο δανειοδότησης του καθενός. Στον επόμενο πίνακα παρατίθενται
στοιχεία για όσες περιόδους εντοπίστηκαν.
Περίοδος Ποσά δανείων
1924: 20.000 δρχ.
1952/53: 600.000.000 δρχ.
1954/55: 1.200.000 δρχ.
1955/56: 1.500.000 δρχ.
1966/66: 2.000.000 δρχ.
1976/77: 2.000.000 δρχ.
1982/83: 4.000.000 δρχ.
1984/85: 5.000.000 δρχ.
[Στο τέλος παραθέτουμε, ενδεικτικά, κατάλογο με τις καλλιέργειες ανά μέλος του Συνεταιρισμού, του έ-
τους 1969, που περιλαμβάνεται στην Πράξη ΔΣ 51/8-1-1969 (βλ. Παράρτημα Δ΄)].

Το κτίριο του Συνεταιρισμού σήμερα. [αρχείο Συν/σμού]

Στοιχεία Αγοράς λιπασμάτων


Από τα στοιχεία των δανειοδοτήσεων λαμβάνουμε μερικά πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία
αναφορικά με τον αριθμό των δέντρων και το είδος των καλλιεργειών της περιοχής ανά έτος
καθώς επίσης και το είδος και τον όγκο των λιπασμάτων που χρησιμοποιούσαν οι παραγωγοί
της περιοχής κατά το πέρασμα των χρόνων. Αναφέρω ενδεικτικά μερικά από αυτά.
Το έτος 1969 ο Συνεταιρισμός αριθμούσε 68 μέλη, τα οποία είχαν 32.710 ελαιόδεντρα, 210
συκόδεντρα, 35 στρέμ. κηπευτικά, 20 μεγάλα ζώα εργασίας (άλογα-μουλάρια-γαϊδούρια). Την
χρονιά αυτή προμηθεύτηκαν 56.060 χλγ. λιπασμάτων. Επισυνάπτεται ονομαστικός πίνακας
παραγωγών (βλ. Παράρτημα Ε΄).
Το έτος 1970 προμηθεύτηκαν 62.166 χλγ.
-159-

Το 1971, 33 μέλη του Συνεταιρισμού, τα οποία κατείχαν 19.470 ελαιόδεντρα, προμηθεύτηκαν


10.400 χλγ. θ. αμμωνία, 2.000 χλγ. φωσφορική αμμωνία, 42.000 σύνθετο λίπασμα 11-15-15,
1.700 χλγ. θ. κάλιο, 900 χλγ. σύνθετο 0-21-0, 500 χλγ. ασβ. αμμωνία.
Το 1972 προμηθεύτηκαν 68.900 χλγ. λιπάσματα (θ. αμμωνία, φωσφ. αμμωνία, ασβ. αμμω-
νία, σύνθετο 12-12-12 και θ. κάλιο) 37 παραγωγοί, οι οποίοι κατείχαν 22.420 ελαιόδεντρα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ΄
Ο ΓΕΩΡΓΙΚΟΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΣ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΣ ΑΒΙΑΣ
Κατά την διάρκεια λειτουργίας του Συνεταιρισμού, και επειδή τα πρώτα χρόνια δεν υπήρχε η
δυνατότητα εγγραφής νέων μελών λόγω της περιορισμένης δυναμικότητας του ελαιουργείου,
δραστηριοποιείται παράλληλα και ένας άλλος συνεταιρισμός με την επωνυμία «Γεωργικός
Πιστωτικός Συνεταιρισμός Αβίας» Συν.Π.Ε. Ο συνεταιρισμός αυτός ιδρύθηκε στις 9 Μαΐου 1949
(93786/21533/23-6-1949 απόφαση του Υπουργείου Γεωργίας).
Ο Συνεταιρισμός αυτός αριθμούσε τριάντα πέντε (35) μέλη και η βασική του δραστηριότητα
ήταν να λαμβάνει δάνεια από την Α.Τ.Ε. για τα μέλη του, με σκοπό την κάλυψη των καλλιεργη-
τικών τους εξόδων (αγορά λιπασμάτων, φυτοφαρμάκων κλπ). Το κάθε μέλος αποκτούσε μία
συνεταιρική μερίδα, η αξία της οποίας ορίστηκε σε 50.000 δρχ. (καταστατικό 9-5-1949).
Οι συνεδριάσεις της Γεν. Συνέλευσης λάμβαναν χώρα στο κτίριο του Δημοτικού Σχολείου Πα-
λιόχωρας Αβίας. Το 1956 η συνεταιρική μερίδα ορίζεται σε 50 δρχ. (Πράξις ΓΣ 24/21-10-1956).
Το 1968 αναλαμβάνει την καταβολή των χορηγουμένων από τον ΟΓΑ συντάξεων στους κατοί-
κους της περιφερείας του.
Το 1972 αλλάζει επωνυμία σε «Γεωργικός Πιστωτικός Συνεταιρισμός Αβίας και Μικράς Μα-
ντινείας» Συν.ΠΕ (Πράξις 50/8-4-1972).
Το 1973 μετονομάζεται σε «Ελαιουργικός Συνεταιρισμός Αβίας και Μικράς Μαντινείας ‘‘η
Ίρη’’» Συν.Π.Ε. και η αξία της συνεταιρικής μερίδας ορίζεται σε 2.000 δρχ. Κάθε συνεταίρος που
παρήγαγε μέχρι 500 κιλά ελαίου αποκτούσε μία μερίδα, μέχρι 1.000 κιλά αποκτούσε δύο (2)
μερίδες και ούτω καθεξής.
Το 1982 ο Συνεταιρισμός αριθμούσε 19 μέλη.
Πρώτος πρόεδρος του Πιστωτικού Συνεταιρισμού ήταν ο Βασίλειος Κωνσταντινέας μέχρι
1
που απεβίωσε το 1954 .
Το 1956 πρόεδρος του Συνεταιρισμού ήταν ο Γεώργιος Καντιάνης (Πράξις 24/21-10-1956).
Το 1970 τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου ήταν: Πάνος Ανδρ. Γεωργουλέας Πρόεδρος, Νί-
κος Ι. Γεωργουλέας, Ιωάννης Ευαγ. Κακούρος, Σταύρος Γ. Κωστέας και Γ.Δ. Κουτίβας. Εποπτικό
Συμβούλιο: Ηλίας Κοτσόβολος, Κων. Μπελίτσος και Χρήστος Χανδρινός (Πράξις 43/28-4-1970).
Το 1972 τα μέλη του Δ.Σ. ήταν: Ηλίας Κοτσόβολος Πρόεδρος, Στ. Κωστέας, Νικ. Γεωργουλέας,
Ι. Κακούρος και Γ. Κουτίβας και του Εποπτικού Συμβουλίου: Στ. Φραγκούλης, Χρ. Χανδρινός και
Κων. Μπελίτσος.
Το 1982 Σταύρος Κωστέας Πρόεδρος (Πράξις ΓΣ 88/17-7-1982).
Η λειτουργία του Συνεταιρισμού σταμάτησε στα μέσα της δεκαετίας του ’80, όταν όλα τα με-
λη του απορροφήθηκαν από τον Ελαιουργικό Συνεταιρισμό Μικρής Μαντινείας και Αβίας.

1
Σύμφωνα με πληροφορίες από τον κ. Ηλία Κοτσόβολο.
-160-

ΠΗΓΕΣ
Πράξεις Γενικής Συνελεύσεως από το 1924 έως το 1952, αρχεία του Υπ. Αγροτ. Ανάπτυξης & Τροφίμων.
Βιβλίο Πράξεων Γενικών Συνελεύσεων 4/11/51 έως 25/9/66, αρχεία του Συνεταιρισμού.
Βιβλίο Πράξεων Γενικών Συνελεύσεων από 2/10/66 έως 28/12/86, αρχεία του Συνεταιρισμού.
Βιβλίο Πράξεων Γενικών Συνελεύσεων από 29/12/86 μέχρι σήμερα, αρχεία του Συνεταιρισμού.
Βιβλίο Πράξεων Διοικητικού Συμβουλίου από 4/12/66 έως 28/9/71, αρχεία του Συνεταιρισμού.
Βιβλίο Πράξεων Διοικητικού Συμβουλίου από 28/9/71 έως 21/10/74, αρχεία του Συνεταιρισμού.
Βιβλίο Πράξεων Διοικητικού Συμβουλίου από 20/6/84 έως 20/6/94, αρχεία του Συνεταιρισμού.
Βιβλίο Πράξεων Διοικητικού Συμβουλίου από 20/6/94 μέχρι σήμερα, αρχεία του Συνεταιρισμού.
Βιβλίο Απογραφών & Ισολογισμών Ελ/κού & Επεξ. Σύκων Συν/σμού Μ.Μαντιν.-Αβίας, αρχεία Συν/σμού.
Καταστατικό του Ελαιουργικού Συν/σμού Μικράς Μαντινείας 9/6/1924, αρχεία του ΥΠΑΑΤ.
Καταστατικό του Ελαιουργικού Συν/σμού Μικράς Μαντινείας 6/2/1934, αρχεία του ΥΠΑΑΤ.
Καταστατικό του Ελαιουργικού Συν/σμού Μικράς Μαντινείας 2/11/1971,αρχεία του ΥΠΑΑΤ.
Καταστατικό του Ελαιουργικού Συν/σμού Μικράς Μαντινείας 12/1/1986,αρχεία του Συνεταιρισμού.
Καταστατικό του Αγροτικού Ελαιουργικού Συν/σμού Μικράς Μαντινείας 12/7/1998, αρχεία Συν/σμού.
Καταστατικό του Αγροτ. Ελαιουργ. Συν/σμού Μικράς Μαντινείας & Αβίας 10/11/2002, αρχεία Συν/μού.
Καταστατικό του Αγροτ. Ελαιουργ. Συν/σμού Μικράς Μαντινείας & Αβίας 27/10/2013, αρχεία Συν/μού.
Σταύρου Γ. Καπετανάκη, «Οι Μαντίνειες της Μάνης», Αθήνα 1996.
Διαφημιστικό φυλλάδιο του Συνεταιρισμού, αρχεία του Συνεταιρισμού.
Χρυσό μετάλλιο στην Δ.Ε.Θ. το 1958, γραφεία του Συνεταιρισμού.
Προφορικές μαρτυρίες.
-ο-ο-ο-

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α΄ - Σφραγίδες και άλλα τεκμήρια

Ελληνική Πολιτεία
Πιστοποιητικόν
Βεβαιώ ο υποφαινόμενος πρόεδρος της
κοινότητος Μικράς Μαντινείας ότι
πάντες οι υπογράφοντες το συνημμένον
καταστατικόν του Γεωργικού
Παραγωγικού Συνεταιρισμού κέκτηνται
τα υπ’ αυτού ζητούμενα προσόντα και
ιδιότητας.
Εν Μικρά Μαντινεία τη 9 Ιουνίου 1924.
Ο Πρόεδρος
Της Κοινότητος Μ. Μαντινείας
Ιω. Κολομβάκος.
[αρχείο ΥΠΑΑΤ]

Ο πρόεδρος της κοινότητας Μικράς Μαντίνειας Γιαννιός Κολομβάκος πιστοποιεί τη συμβατότητα


των ιδρυτών του Συνεταιρισμού με τις προβλεπόμενες από το νόμο ιδιότητες. Ενδιαφέρον έχει η
σφραγίδα της κοινότητας, στην οποία έχει αφαιρεθεί το στέμμα από το εθνόσημο καθώς δυο μήνες
ενωρίτερα είχε καταργηθεί η μοναρχία με δημοψήφισμα.
-161-

1924. Η πρώτη σφραγίδα


ΕΛΑΙΟΥΡΓΙΚΟΣ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΣ
ΜΙΚΡΑΣ ΜΑΝΤΙΝΕΙΑΣ
Εν Αρχοντικώ τη 15 7/βρίου 1924.
Ο Πρόεδρος Βασίλειος Νικητάκης.
[αρχείο ΥΠΑΑΤ]

1934. Καταστατικόν του Ελαιουργικού Γεωργικού


Πιστωτικού Συνεταιρισμού Μικράς Μαντινείας.
Ο Πρόεδρος του Δ. Συμβουλίου Παν. Κοτσώνης.
[αρχείο ΥΠΑΑΤ]

1954. Πρόεδρος της Γ.Σ. και του Δ.Σ. Παν. Σπεντζούρης.


1956. Πρόεδρος της Γ.Σ. και του Δ.Σ. Αθ. Κοκκινέας.
1959. Πρόεδρος της Γ.Σ. Βασ. Φραγκούλης.
[αρχεία Συνεταιρισμού]
-162-

1966 και 1971. Προϊστάμενος του Εποπτικού Συμβουλίου ο Σπύρος Νικολέας. [αρχείο Συν/σμού]

1984. Προϊστάμενος του Εποπτικού Συμβουλίου ο Ιωάννης Κοζομπόλης. [αρχείο Συν/σμού]


2002. Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου Βασίλειος Κοζομπόλης.

-ο-ο-ο-

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β΄ - Το ξεκίνημα
[Ι] Η πρώτη Γ.Σ. του Ελαιουργικού Συνεταιρισμού Μικράς Μαντινείας, 27 Ιουλ. 1924. [αρχείο ΥΠΑΑΤ]

Ελαιουργικός Συνεταιρισμός Μικράς Μαντινείας (Συν.Π.Ε.)


Προς
Το Υπουργείον Γεωργίας
Αθήνας
Λαμβάνομεν την τιμήν να υποβάλωμεν αντίγραφον της πρώτης Γενικής Συνελεύσεως του Ελαιουργικού
Συνεταιρισμού Μικράς Μαντινείας εν ω εμφαίνονται αι εκλογαί ως και ονομαστικόν κατάλογον εμφαίνο-
ντα τα ονόματα των συνεταίρων, την κατοικίαν, επάγγελμα αυτών ως και τον αριθμόν των μερίδων δι’ ας
έκαστος ενεγράφη, ως και πίνακα εμφαίνοντα το ονοματεπώνυμον, αξίωμα και αυτογράφους τας υπο-
γραφάς των μελών του Διοικητικού και Εποπτικού Συμβουλίου.
Εν Αρχοντικώ τη 15 7/βρίου 1924
Ο Πρόεδρος
Β. Νικητάκης (υπογραφή & σφραγίδα)
-163-

Πρώτη Γενική συνέλευσις του Ελαιουργικού Συνεταιρισμού Μικράς Μαντινείας


Συνεδρίασις Α΄
Συνελθούσα την 27ην Ιουλίου 1924.
Σύνολον συνεταίρων (9) εννέα.
Παρόντες συνεταίροι (9) εννέα.
Προσωρινός Πρόεδρος Βασ. Νικητάκης.
Ο Προσωρινός Πρόεδρος κάμνει έναρξιν της συνεδριάσεως και ονομάζει πρακτικογράφους τους κ.κ. Γ.
Παναγιωταρέαν και Κων. Λιακέαν, ψηφολέκτας δε εγκρινομένους υπό της Γεν. Συνελεύσεως τους Νικ. Ν.
Σαραντέαν και Α. Γονεάκην.
Ο Προσωρινός Πρόεδρος ανακοινοί την ημερησίαν διάταξιν, η οποία αποτελείται από τα εξής θέματα:
1) Εκλογή Διοικητικού Συμβουλίου.
2) Εκλογή του Εποπτικού Συμβουλίου.
3) Προσδιορισμός του ανωτάτου ορίου των δυναμένων να ληφθώσι παρά του συνεταιρισμού δανείων
και του ανωτάτου ορίου του τόκου αυτών.
4) Προσδιορισμός του ανωτάτου ορίου των δυναμένων να χορηγηθώσιν εις ένα οιονδήποτε συνεταίρον
δανείων και του τόκου αυτών.
5) Προσδιορισμός του κατωτάτου και ανωτάτου ορίου των παρ’ ενός οιουδήποτε εντόκων καταθέσων,
των προθεσμιών προειδοποιήσεως προς ανάληψιν αυτών, του τόκου αυτών και του ανωτάτου ορίου του
συνόλου των κατ’ έτος δυναμένων να γίνωνται δεκτών καταθέσων. 1) Το κατώτατον όριον καταθέσεων
πρέπει να ορισθή από δραχ. 2 και κάτω (άρθρον 59 §1). 2) Θα ορισθή τι ποσόν δύναται να δεχθή ο
συνεταιρισμός εις καταθέσεις δι’ εν έτος (αρ. 59 §6).-
Παρεδόθησαν εννέα (9) έγκυρα ψηφοδέλτια και η απόλυτος πλειοψηφία ανέρχεται είς 9 ψήφους.
Μέλη του Διοικητικού συμβουλίου εξελέγησαν
1) Ο κύριος Βασίλειος Νικητάκης επαγγέλματος γεωργού κάτοικος Αρχοντικού δια 9 ψήφων.
2) Ο κύριος Σπυρίδων Κουρμαλίδης επαγγέλματος γεωργού κάτοικος Μικράς Μαντινείας δια 9 ψήφων.
3) Ο κύριος Αθ. Γονεάκης επαγγέλματος γεωργού κάτοικος Μικράς Μαντινείας δια 9 ψήφων.
4) Ο κύριος Κων. Λιακέας επαγγέλματος γεωργού κάτοικος Μικράς Μαντινείας δια 9 ψήφων.
5) Ο κύριος Βασ. Κωνσταντινέας επαγγέλματος γεωργού κάτοικος Αρχοντικού δια 9 ψήφων.
Ο εκλεγέντες εδήλωσαν ότι αποδέχονται την εκλογήν.
2
Μέλη του Εποπτικού συμβουλίου εξελέγησαν
1) Ο κύριος Νικόλ. Σαραντέας επαγγέλματος γεωργού κάτοικος Μικράς Μαντινείας δια ψήφων 9.
2) Ο κύριος Γεώργ. Παναγιωταρέας επαγγέλματος γεωργού κάτοικος Μικράς Μαντινείας δια ψήφων 9.
3) Η κ. Ευφρ. Επ. Αλούπη κάτοικος Μικράς Μαντινείας δια ψήφων 9.
Οι εκλεγέντες εδήλωσαν ότι αποδέχονται την εκλογήν.
3
Το ανώτατον ποσόν των δυναμένων να ληφθώσι παρά του Συνεταιρισμού δανείων ωρίσθη εις πεντακο-
σίας χιλιάδας δραχμάς και ο τόκος εις εννέα 9% κατά τα άρθρα 40 δ΄και 47 του καταστατικού.
4
Το ανώτατον ποσόν των δυναμένων να χορηγηθώσιν εις ένα οποιονδήποτε συνεταίρον δανείων ωρίσθη
εις 20 χιλιάδας 20.000 δραχ. καιο τόκος αυτών εις οκτώ 8% κατά τα άρθρα 40 γ΄και 50 του καταστατικού.
5
Το κατώτερον όριον των παρ’ οιουδήποτε δυναμένων να γίνωσι δεκτών καταθέσεων ωρίσθη εις 2 δραχ-
μάς και το ανώτατον όριον του συνόλου καταθέσεων εις δραχ. 100.000 εκατόν χιλιάδ. κατά τα άρθρα 40
γ΄ και 59 του Καταστατικού. Αι προθεσμίαι προειδοποιήσεως προς ανάληψιν των καταθέσεων ορίζονται
ως εξής:
Ποσά μέχρι 50 δραχμ. δύνανται να αποσύρωνται άνευ προειδοποιήσεως, διά ποσά μεταξύ 50 και 500
δραχ. απαιτείται προειδοποίσησις προ 8 τουλάχιστον ημερών και δια ποσά ανώτερα απαιτείται προειδο-
ποίησις προ 14 τουλάχιστον ημερών.
Ο τόκος των καταθέσεων ωρίσθη εις επτά 7%.
-164-

Πρακτικογράφοι Προσωρινός Πρόεδρος


Κων. Λιακέας Β. Γ. Νικητάκης
Γεώργιος Παναγιωταρέας
Ψηφολέκτης Ψηφολέκτης
Ν. Σαραντέας Αθ. Γονεάκης

-ο-ο-ο-

[ΙΙ] Τα μέλη του πρώτου Διοικητικού και Εποπτικού Συμβουλίου. [αρχείο ΥΠΑΑΤ]

Πίναξ
Εμφαίνων το ονοματεπώνυμον, αξίωμα και αυτογράφους τας υπογραφάς των μελών του Διοικητι-
κού και Εποπτικού Συμβουλίου του Ελαιουργικού Συνεταιρισμού Μικράς Μαντινείας.

-ο-ο-ο-

[ΙΙΙ] Τα ονόματα των πρώτων μελών και οι εταιρικές μερίδες καθενός. [αρχείο ΥΠΑΑΤ]

Πίναξ
Εμφαίνων τα ονόματα των συνεταίρων, την κατοικίαν και επάγγελμα αυτών, ως και τον αριθμόν
των μερίδων δια τα οποίας έκαστος ενεγράφη εις τον Ελαιουργικόν Συνεταιρισμόν Μικράς Μαντι-
νείας (Συν.Π.Ε.)
-165-

Ονοματεπώνυμον Κατοικίαι Επάγγελμα Εταιρικαί μερίδες


Ευφ. Επ. Αλούπη Μικρά Μαντίνεια τέσσαρες (4)
Γιαννακόπουλος Σαραν. » » γεωργός μίαν (1)
Γονεάκης Αθαν. » » » έξ (6)
Κουρμαλίδης Σπ. » » » δύο (2)
Κωνσταντινέας Βασ. Αρχοντικού » δύο (2)
Λιακέας Κων. Μικράς Μαντινείας » δύο (2)
Νικητάκης Βασ. Αρχοντικού » τρείς (3)
Παναγιωταρέας Γεώργ. Μικράς Μαντινείας » δύο (2)
Σαραντέας Νικόλ. » » » δύο (2)

Εν Αρχοντικώ τη 27 Ιουλίου 1924


Ο Πρόεδρος Ο Γραμματεύς
Β. Νικητάκης (υπογραφή) Κων. Α. Λιακέας (υπογραφή)

-ο-ο-ο-

[ΙV] Η διεύρυνση του Συνεταιρισμού το 1931 και τα ονόματα των συνεταίρων. [αρχείο ΥΠΑΑΤ]

Πράξις 19

Έν Αρχοντικώ σήμερον τη 22 Μαρτίου 1931 Συνήλθε το Διοικητικόν Συμβούλιον του Ελ/κού Σ/σμού,
μετά προσκλήσιν του κ. Προέδρου αυτού, εις Συνεδρίασιν εις το γραφείον του Σ/σμού, όπως αποφανθή
επί των εξής ζητημάτων υποβληθέντων αυτών υπό του κ.Προέδρου.
Α΄. Περί εγκρίσεως των αιτήσεων του κ. Νικολάου Ιωάννου Γονεάκη, 2. Ιωάννου Γαλάνη Κοστρίβα, 3.
Χρήστου Πανγ. Φραγγούλη, 4. Βασιλείου Κων. Πουλέα, 5. Ηλία Κ. Πουλέα, 6. Ηρακλή Φ. Μανέα, 7. Δημη-
τρίου Αν. Αβράμη, 8. Ευαγγέλου Ανασ. Αβράμη, 9. Γεωργίου Π. Μηρέα. Δηλούντων ότι έχουν τα υπό του
Νόμου και του καταστατικού απαιτούμενα προσόντα αποδέχονται το καταστατικόν και τας αποφάσεις της
Γενικής Συνελεύσεως.
Β΄ Το Διοικητικόν Συμβούλιον εγκρίνει τας αιτήσεις των από πρώτην Μαρτίου 1931 του κ. Νικολάου Ιω-
αν. Γονεάκην κατοίκου Μικράς Μαντινείας δια μίαν Συνεταιρικήν Μερίδα, 2. του κ. Ιωάννου Γαλάνη Κο-
στρήβα κατοίκου Μικράς Μαντινείας δια μίαν Συνεταιρική μερίδα, 3. την από 12 Μαρτίου 1931 Αίτησην
του κ. Βασιλείου Κ. Πουλέα κατοίκου Μεγ. Μαντινείας δια τρείς Συνεταιρικάς Μερίδας, 4. του κ. Ηλία
Πουλέα κατοίκου Μεγ. Μαντινείας δια μίαν μερίδα, 5. του κ. Ηρακλή Φ. Μανέα κατοίκου Μεγ. Μαντινεί-
ας δια μίαν συνεταιρικήν μερίδα, 6. του κ. Δημητρίου Αν. Αβράμη κατοίκου Μεγ. Μαντινείας δια τρείς Συ-
νεταιρικάς μερίδας, 7. του κ. Ευαγγέλου Αν. Αβράμη κατοίκου Μεγ. Μαντινείας δια μίαν Συνεταιρικήν με-
ρίδα, 8. του κ. Χρήστου Π. Φραγγούλη κατοίκου Αρχοντικού δια μιαν Συνεταιρικήν Μερίδα, 9. του κ. Γεωρ-
γίου Π. Μηρέα κατοίκου Αβίας δια μιαν μερίδα.

Ο Πρόεδρος του Διοικητικού Τα μέλη


Β. Κωνσταντινέας (υπογραφή) Αθ. Γονεάκης (υπογραφή)
Αθ. Σαραντέας (υπογραφή)
Σπύρος Κουρμαλίδης (υπογραφή)

Ακριβές Αντίγραφον εν Αρχοντικώ τη 29 Μαρτίου 1931


Ο Πρόεδρος
Βασ. Κωνσταντινέας (Σφραγίδα του Συνεταιρισμού)
-166-

Πίναξ Ονοματεπωνύμου Των Συνεταίρων του Ελ/κού Συνεταιρισμού Μικράς Μαντινείας


Εν Αρχοντικώ της 29 Μαρτίου του 1931.

Αύξων Αριθ. Ονοματεπώνυμον Αξίωμα Παρατηρήσεις


1 Αβράμης Αναστ. Δημήτριος
2 Αβράμης Αν. Ευάγγελος
3 Αλούπη Επ. Ευφροσύνη Διοικητικόν
4 Γονεάκης Π. Αθανάσιος Διοικητικόν
5 Γονεάκης Ιωαν. Νικόλαος
6 Κωνσταντινέας Ιω. Βασίλειος Διοικητικόν
7 Κωνσταντινέας Δημ. Ηλίας
8 Κουρμαλίδης Κ. Σπυρίδων Διοικητικόν
9 Κοστρίβας Γ. Ιωάννης
10 Κοτσώνης Σταυ. Παναγιώτης
11 Λιακέας Αθ. Κωνσταντίνος Εποπτικόν
12 Λιακέας Ευσταθ. Παναγιώτης
13 Μηρέας Παναγ. Γεώργιος
14 Μανέας Φωτ. Ηρακλής
15 Νικητάκης Γεωρ. Βασίλειος Εποπτικόν
16 Πουλέας Κ. Βασίλειος
17 Πουλέας Κ. Ηλίας
18 Σαραντέας Ν. Αθανάσιος Διοικητικον
19 Φραγγούλης Παν. Χρήστος
Ακριβές Αντίγραφον Εν Αρχοντικώ τη 29 Μαρτίου 1931
Ο Πρόεδρος του Ελ/κού Σ/σμού
Βασ. Κωνσταντινέας (υπογραφή)

-ο-ο-ο-

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ΄- Οι μερίδες και οι ψήφοι των συνεταίρων το 1971


Πράξις Νο 122

Εν Αρχοντικώ σήμερον την 9ην Οκ/βρίου 1971 ημέραν Σάββατον και ώραν 5μ.μ. συνήλθον εις συνεδρία-
σιν τα μέλη του Δ/κου Συμβουλίου του Ελ/κού και Επεξ. Σύκων Συν/σμού Μ. Μαντινείας και Αβίας εις τω
γραφείω αυτού κατόπιν προσκλήσεως του κ. προέδρου προς συζήτησιν και λήψιν αποφάσεως επί του κά-
τωθι θέματος:
Θέμα μόνον: Ανακατανομή των συν/κών μερίδων των συν/ρων βάσει της παραγωγής εκάστου ανά διε-
τίαν. Βεβαιωθείσης απαρτίας δια της παρουσίας των κάτωθι υπογεγραμμένων μελών το Δ/κόν Συμβού-
λιον εισέρχεται εις την συζήτησιν επί του άνω θέματος.
Επί του μόνου θέματος: Το Δ/κόν Συμβούλιον μετά την 113/11-9-71 απόφασίν του δι’ ης κατηρτίσθη ο
συμφώνως προς ταύτην πίναξ αναπροσαρμογής των μερίδων, μετά την δημοσίευσιν του πίνακος τούτου
και την παρέλευσιν της ταχθείσης προθεσμίας όπως οι τυχόν αμφισβητούντες την ορθότητα του πίκακος
υποβάλωσι εγγράφως δηλώσεις, εξήτασεν εν συνεχεία τας υποβληθείσας επί τούτω αιτήσεις παραπόνων.
Μετά ταύτα το Δ. Συμβούλιον καταρτίζει ονομαστικόν πίνακα εμφαίνοντα έναντι του ονόματος εκάστου
τον αριθμόν των μερίδων ουσιαστικών και προαιρετικών ως και τον αριθμόν των βάσει τούτων δικαιου-
μένων ψήφων:
-167-

Αριθ. Μερίδων
Α/Α Ονοματεπώνυμον Ουσιαστικαί Προαιρετικαί Αριθ. ψήφων
1 Αβράμης Γ. 3 - 2
2 Αλούπη Αλεξ. 7 - 4
3 Αγγελέα Βασ. 2 - 1
4 Βεντήρη Πηνελ. 3 - 2
5 Καπετανάκη Χαρ. 1 1 1
6 Γεωργουλέας Γεώρ. Ανδ. 3 - 2
7 Γεωργουλέας Γεώρ. Ιωάν. 3 - 2
8 Γεωργουλέας Παν. 3 - 2
9 Γεωργουλέας Χαρ. 4 - 2
10 Δάκαρη Νίνα 2 - 1
11 Δάκαρης Χρ. 4 - 2
12 Διακαιάκος Τηλ. 6 - 3
13 Ζήρας Κων. 3 - 2
14 Ζούζουλας Γ. 6 - 3
15 Θεοδωρακοπούλου Ρ. 2 - 1
16 Καπετανάκη Κοκ. 3 - 2
17 Καραμπίνης Παν. 7 - 4
18 Κοζομπόλης Ιωάν. Αν. 6 - 3
19 Κοζομπόλης Γεώργ. 2 - 1
20 Κοζομπόλης Ιωάν. Δ. 10 - 5
21 Κοζομπόλης Ιωάν. Γ. 6 - 3
22 Κοκκινέας Αθ. 3 1 2
23 Κολομβάκος Νικ. 2 - 1
24 Κοστρίβας Αθ. 5 1 3
25 Κοστρίβας Ιωάν. 12 - 5
26 Κοτσώνης Λάμ. 6 - 3
27 Κοτσώνης Παν. 2 - 1
28 Κουτσίκου Β. 1 - 1
Εις μεταφοράν 117 3 64
Εκ μεταφοράς 117 3 64
29 Κωνσταντινέας Κων. 1 - 1
30 Κωνσταντινέας Νικόλ. 2 1 1
31 Κωνσταντινέας Παν. 4 - 2
32 Κωνσταντινέα Πην. 1 - 1
33 Κωστέας Βασίλ. 4 - 2
34 Λεουτσέας Θ. 8 - 4
35 Λιακέας Ιωάν. 6 - 3
36 Μανέας Γ. 7 - 4
37 Μανέας Ηρ. 4 - 2
38 Μασουρίδου Μαρ. 2 - 1
39 Μοιρέας Κων. 5 - 3
40 Μπακετέας Γ. 3 - 2
41 Νικητάκη Αικ. 1 - 1
42 Νικολέας Σπυρ. 3 - 2
43 Παναγιωταρέας Νικ. 2 1 1
44 Πατσέας Παν. 6 - 3
45 Πουλέα Στυλ. 2 1 1
46 Πουλέας Ηλίας 8 - 4
47 Σαραντέας Αθ. 7 - 4
48 Σαφιολέα Πολ. 12 - 5
49 Σερεμετάκη Κων. 2 - 1
-168-

50 Σκιάς Ανδρ. 10 - 5
51 Σκιάς Σωκρ. 3 - 2
52 Σπεντζούρης Σαρ. 3 1 2
53 Σύρμας Αλέξ. 7 - 4
54 Φραγκούλης Γ. 11 1 5
55 Χρηστέας Παν. 1 1 1
Εις μεταφοράν 242 9 131
Εκ μεταφοράς 242 9 131
56 Σκιάς Δημ. 4 - 2
57 Αβράμη Σταμ. 3 - 2
58 Ζούζουλας Παν. 8 - 4
59 Κοζομπόλης Σαρ. 2 - 1
60 Κωνσταντινέας Ηλ. 3 - 2
61 Μπελίτσου Αγγ. 4 - 2
62 Μπελίτσος Παν. Γρ. 3 - 2
63 Μπελίτσος Παν. Θ. 5 - 3
64 Νικολέας Γεώρ. 5 - 3
65 Νικολέας Δημ. 4 - 2
66 Σκιά Ελευθ. 3 - 2
67 Καπετανάκης Γ. 2 - 1
68 Δραγώνα Φούλα 1 1 1
289 10 158

Εφ’ ω συνετάγη η παρούσα και υπογράφεται ως έπεται:


Ο πρόεδρος Τα μέλη
Γ. Καπετανάκης Θ. Λεουτσέας, Ι. Κοζομπόλης, Αλέξ. Σύρμας

-ο-ο-ο-

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Δ΄- Καλλιέργειες και λοιπά στοιχεία μελών του Συν/σμού το 1969
Πράξις Νο 51
Έν Αρχοντικώ σήμερον την 8ην Ιανουαρίου 1969 ημέραν της εβδομάδος Τετάρτην και ώραν 11ην π.μ.
συνήλθον εις συνεδρίασιν τα μέλη του Δ/κου Συμβουλίου του Ελ/κού και Επεξ. Σύκων Συν/σμού Μ. Μα-
ντινείας και Αβίας εις το γραφείον αυτού κατόπιν προσκλήσεως του κ. Προέδρου προς συζήτησιν και λή-
ψιν αποφάσεων επί των κάτωθι θεμάτων:
Θέματα
1) Περί εξουσιοδοτήσεως των εκπροσωπούντων τον Συν/σμόν δια την σύναψιν πάσης φύσεως δανείων.
2) Περί καθορισμού των καλ/κών πιστώσεων εκάστου συν/ρου κατά καλ/κήν περίοδον 1969.
3) Περί εξουσιοδοτήσεως της Ενώσεως Γ. Συν/σμών Καλαμάτας προς συμψηφισμόν απαιτήσεών της δια
των παρ’ αυτή καταθέσεων του Συν/σμού.
Βεβαιωθείσης απαρτίας δια της παρουσίας των κάτωθι υπογεγραμμένων μελών, το συμβούλιον εισέρ-
χεται εις την συζήτησιν των θεμάτων της ημερησίας διατάξεως… .
Επί του δευτέρου θέματος: το συμβούλιον λαβόν υπ’ όψιν την δι’ ένα έκαστον των Συν/ρων α) την καθ’
έκαστον καλ/κό είδος στρεμματικήν έκτασιν ως αύτη απεικονίζεται εν τη παρά πόδας καταστάσει, β) την
εις προσωπικήν εργασίαν απόδοσιν της οικογενείας του, γ) την εκτός γεωργοκτηνοτροφίας τυχόν ετέρους
οικονομικούς πόρους, δ) την εν γένει επιδειχθείσαν διαγωγήν εις τας μέχρι σήμερον μετά του Συν/σμού
της ΑΤΕ και της Ενώσεως συναλλαγάς του και ε) τα υπό της σχετικής αποφάσεως του Μ. Συμβουλίου κα-
θορισθέντα όρια εφετεινών δανείων καθορίζει τις κατά καλ/κήν περίοδον 1969 καλ/κάς πιστώσεις εκά-
στου συν/ρου ως κάτωθι: …
Πίναξ
Εμφαίνων τας ενεργουμένας καλλιεργείας και λοιπά στοιχεία των κάτωθι μελών του Συν/σμού δια την
έγκρισιν καλ/κής πιστώσεως παρ’ ΑΤΕ.
-169-

Ενεργούμεναι
Κτηνοτροφία

πίστωσις παρά ΔΣ
καλλιέργειαι

Προτεινομένη
καρτέλλας

Συκόδ. στρέμ.
Ελαίαι - Ρίζαι
Αριθ.

Ονοματεπώνυμον

Ζώα μεγάλα
Α/Α

Κατοικία

Κηπευτ.
στρέμ.
& Πατρώνυμον

Προβ.

Αίγες
1 10031 Αλούπη Αλεξ. του Επ. Αθήναι 1000 30 40.000
2 » 36 Αβράμης Γεώργ. του Δημ. Καλαμάτα 400 25.000
3 » 45 Αγγελέα Βασ. χα Χρ. Αβία 200 25.000
4 » 57 Βεντήρης Νικόλ. του Αντ. Αθήναι 450 25.000
5 » 03 Γεωργουλέας Γεώρ. του Ι. Αβία 400 30.000
6 » 08 Γεωργουλέας Παν. του Ν. Καλαμάτα 500 20.000
7 » 13 Γεωργουλέας Χαρ. του Ν. » 400 1 20.000
8 » 32 Γελασέα Βασ. χα Δημ. Αβία 100 20.000
9 » 46 Γεωργουλέας Γεώρ. του Α. » 800 10 30.000
10 » 09 Δικαιάκος Τηλ. του Παν. » 500 20 1 35.000
11 » 43 Δάκαρης Χρ. του Ιωάν. Αθήναι 700 30.000
12 » 51 Δάκαρη Νίνα χα Στυλ. » 280 20.000
Εις Μεταφοράν 5.730 41 20 1 320.000
13 10048 Ζούζουλας Γεώρ. του Κων. Μ.Μαντίνεια 300 1 30.000
14 » 25 Θεοδωρακ/λου Ρηγ. τ. Αθ. » 200 15.000
15 » 02 Κωνσταντινέας Κων. τ. Ηλ. » 140 20.000
16 » 06 Ζήρας Κων/νος του Παύλ. » 400 1 3 25.000
17 » 07 Κοτσώνης Παν. του Σταύρ. Αβία 200 20.000
18 » 14 Κοστρίβας Ιωάν. του Γεωρ. Μ.Μαντίνεια 1200 4 1 45.000
19 » 15 Κοκκινέας Αθ. του Παναγ. Αβία 600 8 3 30.000
20 » 27 Κοζομπόλης Ιωάν. του Αν. » 600 3 1 30.000
21 » 28 Κοστρίβας Αθ. του Γεωρ. Μ.Μαντίνεια 1200 10 1 40.000
22 » 33 Καπετανάκη Κοκ. Κλεάν. Αβία 250 20.000
23 » 34 Κωνσταντινέας Νικ. τ. Ηλ. Μ.Μαντίνεια 200 0 25.000
24 » 35 Κουτσίκου Σταυρ. του Ιω. Καλαμάτα 170 15.000
25 » 37 Κολομβάκος Νικ. του Ιω. Αθήνα 200 20.000
26 » 40 Κωνσταντινέα Πην. του Ιω. » 100 15.000
27 » 44 Κωστέας Βασ. του Γεωργ. Μ.Μαντίνεια 450 10 1 1 30.000
28 » 47 Κοζομπόλης Γεώρ. του Αν. Καλαμάτα 200 20.000
29 » 49 Κων/νέας Παν. του Στυλ. Αβία 450 5 1 25.000
30 » 50 Κοτσώνης Λάμ. του Γεωρ. » 700 30.000
31 » 52 Καραμπίνης Παν. του Γ. » 700 10 1 30.000
32 » 53 Κοζομπόλης Δημ. του Ιω. » 800 2 45.000
33 » 54 Κοζομπόλης Ιω. του Γεωρ. » 850 1 35.000
34 » 04 Λιακέας Ιωάν. του Παν. Μ.Μαντίνεια 700 1 30.000
35 » 42 Λεουτσέας Θ. του Παν. Αβία 850 1 35.000
36 » 10 Μανέας Ηρακλής του Φ. » 600 10 25.000
37 » 11 Μοιρέας Γεώρ. του Παν. » 500 25.000
38 » 23 Μανέας Γεώργ. του Παν. » 1000 4 1 35.000
39 10029 Μασουρίδου Μ. χα Πέτρ. Μ.Μαντίνεια 380 10 15.000
40 » 56 Μπακετέας Γεώρ. του Θ. Αβία 350 25.000
41 » 16 Νικητάκη Αικ. χα Βασ. Μ.Μαντίνεια 90 15.000
42 » 30 Νικολέας Σπυρ. του Παν. Αβία 850 4 1 35.000
43 » 01 Παναγιωταρέας Νικ. του Γ. Αθήναι 300 20.000
44 » 17 Πουλέα Στυλ. χα Βασ. Αβία 350 5 20.000
45 » 19 Πουλέας Ηλ. του Κων/νου » 450 35.000
-170-

46 » 41 Πατσέας Παν. του Γεωργ. » 350 10 1 25.000


47 » 12 Σαραντέας Αθαν. του Νικ. Μ.Μαντίνεια 600 10 1 30.000
48 » 18 Σκιάς Ανδρ. του Παν. Αβία 800 18 45.000
49 » 20 Σερεμετάκη Κων/να του Θ. Αθήνα 350 5 15.000
50 » 21 Σπεντζούρης Παν. του Θ. Αβία 350 5 25.000
51 » 22 Σαφιολέα Πολ. χα Ευστρ. Μ.Μαντίνεια 1300 10 45.000
52 » 38 Σύρμας Αλέξ. του Παντ. Αβία 500 30.000
53 » 39 Σκιάς Σωκρ. του Δημ. » 800 20 1 30.000
54 » 26 Φραγκούλης Βασ. του Γ. » 1500 5 45.000
55 » 55 Χριστέας Παν. του Αριστ. Μ.Μαντίνεια 300 10 25.000
56 Σκιάς Δημ. Γεωργ. Αβία 350 25.000
57 Αβράμη Σταμ. Κων/νου » 300 25.000
58 Ζούζουλας Παν. του Κων. Μ.Μαντίνεια 300 30.000
59 Κοζομπόλης Σαρ. του Αν. Καλαμάτα 350 25.000
60 Κωνσταντινέας Ηλ. του Ν. » 100 25.000
61 Μπελίτσου Αγγελ. του Γρ. Αθήναι 250 25.000
62 Μπελίτσος Παν. του Γρηγ. Αβία 350 25.000
63 Μπελίτσος Παν. του Θεοδ. » 400 35.000
64 Νικολέας Γεωργ. του Κων. Μ.Μαντίνεια 300 1 30.000
65 Νικολέας Δημ. του Κων. Μ.Μαντίνεια 400 1 30.000
66 Σκιά Ελευθ. του Σωκρ. Αβία 350 25.000
67 Καπετανάκης Γ. του Κλ. Αθήναι 200 25.000
68 Δραγώνα Φούλα του Ιω. Καλαμάτα 150 20.000
Εφ’ ω συνετάγη η παρούσα και υπογράφεται ως έπεται:
Ο πρόεδρος Τα μέλη
Ι. Κοστρίβας Δ. Σκιάς, Ι.Γ. Κοζομπόλης, Γ. Μπακετέας, Ι. Αν. Κοζομπόλης

-ο-ο-ο-

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ε΄- Χρυσό Μετάλλιο στην Δ.Ε.Θ. το 1958


ΚΓ΄ ΔΙΕΘΝΗΣ
ΕΚΘΕΣΙΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Ζ΄-ΚΗ΄ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ ΑϠΝΗ΄
ΔΙΠΛΩΜΑ
Απονέμεται εις τον
Ελαιουργικόν Συνεταιρισμόν
Μ. Μαντίνεια - Μεσσηνίας
Χρυσούν Μετάλλιον
ην
Δια το κατά την 23 περίοδον της Εκθέσεως
του έτους 1958, εκτεθέν υπ’ αυτού Έλαιον.
Ο Υπουργός Εμπορίου
Λεωνίδας Δερτιλής
-171-

Τα μαντιναίικα συκόσπιτα

Οι μελετητές της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής συνήθως επικεντρώνουν την προσοχή τους


σε κτίσματα εντυπωσιακά, τα οποία χρησιμοποιούνταν κυρίως ως χώροι κατοικίας ή άμυνας
των πληθυσμών (π.χ. πύργοι, πυργόσπιτα) ή ως χώροι λατρείας (π.χ. εκκλησίες, μοναστήρια)
και αγνοούν ταπεινότερα κτίσματα (π.χ. μαντριά, αποθήκες, ξωκλήσια, σταφιδόσπιτα κ.ά.), τα
οποία θεωρούνται υποδεέστερα ή μη αντιπροσωπευτικά. Συχνά όμως σε αυτά τα
δευτερεύοντα κτίσματα, τα οποία ήταν απαραίτητα στις αγροτοκτηνοτροφικές κοινωνίες αφού
εξυπηρετούσαν καθημερινές λειτουργικές ανάγκες, διατηρήθηκαν με αυθεντικότητα
πανάρχαια αρχιτεκτονικά γνωρίσματα. Δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που έχουν
διαπιστωθεί σε παρόμοια κτίσματα τεχνικές ή κατασκευαστικές συνήθειες ανάλογες με
1
εκείνες αρχαίων ακόμα και προϊστορικών κτισμάτων.
Σε αυτήν την κατηγορία των ταπεινών, αλλά όχι ασήμαντων, κτισμάτων ανήκουν και τα
συκόσπιτα της Μαντίνειας, χωριού της Έξω Μάνης. Τα συκόσπιτα αυτά τα ονόμαζαν και
συκοκαλύβες ή απλά καλύβες ή και μαντριά, επειδή σε ορισμένα από αυτά το χειμώνα
ξεχείμαζαν βοσκοί με τα κοπάδια τους, που κατέβαιναν από τα ορεινά χωριά του Ταϋγέτου:
Αλτομιρά, Γαϊτσές, Πηγάδια κλπ.
Πρόκειται για μονοκάμαρες κατασκευές, τις οποίες έκτιζαν στα συκοχώραφά τους οι
κάτοικοι των χωριών Μεγάλη και Μικρή Μαντίνεια. Στη Μικρή Μαντίνεια υπήρχαν πολλά στις
θέσεις Άσπρα Αλώνια, Περιβόλα κ.α., ενώ στη Μεγ. Μαντίνεια συκόσπιτα υπήρχαν διάσπαρτα
σε πολλές τοποθεσίες (Ντολιανά, Κουτρουμάνια, Καλίνα, Σιρόκο, Κοκκινόγειο, Παλιόχωρα κλπ),
αφού καλλιεργούσαν συκιές σε όλη την έκταση μεταξύ του Χωριού και των ακτών. Εκεί έμεναν
τους καλοκαιρινούς μήνες, από τα μέσα Ιουλίου μέχρι τα μέσα Σεπτεμβρίου, δηλαδή όσο
διαρκούσε η συγκομιδή, το λιάσιμο και το μπρούλιασμα των σύκων, μέχρι να φύγει και το
τελευταίο μπάρκο προς τους καλαματιανούς εμπόρους. Καμιά φορά, αν η τιμή των σύκων
ήταν χαμηλή, η διαμονή στο συκόσπιτο παρατεινόταν ως τα τέλη Σεπτεμβρίου, για να πάρουν
κάποιες δεκάρες παραπάνω στην οκά.
Η μοναδική κάμαρη του συκόσπιτου ήταν σχεδόν τετράγωνη, διαστάσεων 4 4 μ. περίπου
και ύψους ως 3 μ., χωρίς να αποκλείονται οι εξαιρέσεις. Ήταν κτισμένα με λιθοδομή και
λασποκονίαμα, το οποίο στα περισσότερα έφευγε πολύ γρήγορα από τις βροχές και τους
ανέμους. Η κεραμοσκεπή τους ήταν καλαμωμένη, αλλά δεν είχε ταβάνι ούτε συνδετικό υλικό
(λάσπη) για την επικόλληση των κεραμιδιών, τα οποία στήριζαν στη θέση τους πέτρες.
Αντίθετα, στις κεραμοσκεπές των κατοικιών υπήρχαν καλάμια, πάνω στα οποία έστρωναν ένα
στρώμα λάσπης, όπου κολλούσαν τα κεραμίδια. Επίσης στον κορφιά σφήνωναν συνήθως ένα
μπουκαλάκι με αγιασμό.
Το εσωτερικό του συκόσπιτου διαιρείτο σε δύο χαμηλά δώματα με ένα ξύλινο μεσοπάτωμα
(πατάρι), στο οποίο ανέβαιναν με μια μικρή ξύλινη σκαλίτσα. Στο πατάρι είτε κοιμόντουσαν
είτε μπρούλιαζαν τα σύκα είτε και τα δύο μαζί. Το κάτω δώμα το χρησιμοποιούσαν ως
αποθήκη. Το έστρωναν με κορασάνι, ένα μίγμα κεραμιδόσκονης, ασβέστη και χώματος, που το
χτυπούσαν με πέτρες για να γίνει συμπαγές και αδιάβροχο. Με κορασάνι έστρωναν και το
λιακό των κατοικιών, ακριβώς διότι ήταν αδιάβροχο και δεν έσταζε.

1
Ν. Σηφουνάκη, «Μια άγνωστη αρχιτεκτονική. Οι μάντρες στη Λήμνο…», Αθήνα 1993.
-172-

Δίπλα στο συκόσπιτο, σε έναν από τους εξωτερικούς τοίχους και κοντά στην πόρτα,
έφτιαχναν το φρατζάτο, ένα πρόχειρο καλαμένιο ή ξύλινο υπόστεγο, με κυπαρισσένιους
στύλους, σκεπασμένο με κλαριά δένδρων. Σε αυτό μαγείρευαν, έτρωγαν και κοιμόντουσαν,
όταν η καλύβα γέμιζε σύκα. Ορισμένοι έφτιαχναν και ξεχωριστά φρατζάτα, ανεξάρτητα από τη
συκοκαλύβα, για διάφορους λόγους, κυρίως όταν οι οικογένειες ήταν πολυμελείς.
Χαρακτηριστική είναι η διήγηση του ηλικιωμένου μαντιναίου Σαράντου Σπεντζούρη:
«Εγώ, όταν μεγάλωσα, έστησα δικό μου φρατζάτο, γιατί ήθελα να φουμάρω και κανένα
τσιγάρο στα κρυφά!»
Το μαγείρεμα γινόταν σε μια πέτρινη γωνιά, φτιαγμένη πρόχειρα από δύο μεγάλες πέτρες,
ανάμεσα στις οποίες έκαιγαν τα ξύλα, ενώ πάνω τους ακουμπούσε η χύτρα. Για κάθισμα
χρησιμοποιούσαν κορμούς από συκιές, λαξεμένους στο επάνω μέρος για να γίνουν κάπως
επίπεδοι. Το εσωτερικό του συκόσπιτου φωτιζόταν από την πόρτα και από ένα-δυο μικρά
παράθυρα. Το βράδυ χρησιμοποιούσαν λαδοφάναρα, λυχνάρια, λάμπες πετρελαίου ή
ασετιλίνης, ανάλογα με την οικονομική ευχέρεια της οικογένειας.
Η μετακόμιση από το χωριό στη συκοκαλύβα γινόταν στα μέσα Ιουλίου, συνήθως την
επομένη του Άγιο-Λιος, μόλις προβάλανε τα σύκα. Η μετεγκατάσταση ήταν αναγκαία, διότι η
απασχόληση με τα σύκα ήταν μακροχρόνια και κοπιαστική. Κρατούσε όχι μόνο την ημέρα
αλλά ακόμα και το βράδυ. Ξεδιαλέγανε τα ξερά σύκα και τα μπρουλιάζανε με τη λάμπα,
ιδιαίτερα τον Αύγουστο που είχε φούγα, δηλαδή μεγάλη πίεση από δουλειά. Έτσι καθεμιά
οικογένεια έπρεπε να μεταφέρει όλα τα απαραίτητα για τη θερινή διαμονή της στο συκόσπιτο:
ρούχα, στρωσίδια, κατσαρολικά, βαρέλια για νερό, τα σύνεργα του συκολογίσματος (βούρλα,
βελόνες, τάβλες, πούργια, κοφίνια, καλάμια, σακιά, καλαμωτά) και φυσικά τα ζωντανά της
(αρνιά, γίδες, πουλερικά, υποζύγια, ακόμα και τις γάτες). Η μετακόμιση γινόταν πάντα βράδυ,
για να μεταφέρουν εύκολα τις κότες, κοιμισμένες μέσα σε κοφίνια.
Καθώς όλα τα χέρια ήταν απαραίτητα, από την εποχιακή μετοίκηση δεν εξαιρούνταν ούτε οι
ετοιμόγεννες που ξεγεννούσαν στο συκόσπιτο και την άλλη μέρα ξαναγύριζαν στη δουλειά.
Από οικογενειακή αφήγηση γνωρίζω πως, το καλοκαίρι του 1945, η γιαγιά μου Αργυρώ
Μπελίτσου κλήθηκε να συνδράμει τη γειτόνισσα Ζωίτσα Μανωλάκου [Λεουτσέα], όταν την
έπιασαν οι πόνοι. Την ξεγέννησε μέσα στην συκοκαλύβα της, στα Λίποβα.
Όλη αυτή η ταλαιπωρία άξιζε τον κόπο, αφού η συκοπαραγωγή άφηνε ένα καλό ετήσιο
εισόδημα. Γι’ αυτό πολλοί αντικαθιστούσαν τις ελιές, που αποτελούσαν από παλιά τη βασική
καλλιέργεια της περιοχής, με ασκαδοσ’κιές. Είναι χαρακτηριστική η φράση που λέγανε
παρηγορητικά, σε όποιον αντιμετώπιζε κάποια οικονομική δυσκολία: «Κουράγιο, φτάσαν τα
σύκα!». Άλλοι πάλι αγόραζαν βερεσέ από τα μαγαζιά, με την υποχρέωση να ξεχρεώσουν στα
1
σύκα και να σβήσει το τεμπεσίρι.
Τα σύκα έδιναν λοιπόν ένα καλό εισόδημα, αλλά είχαν και πολύ μεγάλο κόπο. Μέχρι να φθά-
σει η εποχή της συγκομιδής, έπρεπε να έχουν γίνει ένα σωρό εργασίες, οι οποίες ξεκινούσαν
από τον προηγούμενο Σεπτέμβρη. Τότε, αφού μάζευαν τα πεσμένα ξερά συκόφυλλα, τα οποία
αποθήκευαν για να ταΐζουν τα βόδια το χειμώνα, ξελάκκωναν κι έριχναν φουσκί στα συκό-
δενδρα. Τον Οκτώβρη τα όργωναν για πρώτη φορά και την άνοιξη γινόταν το δεύτερο όργωμα.
Πολλοί έκαναν και τρίτο όργωμα, στα μισά της άνοιξης. Ακολουθούσε το τρίψιμο της ψώρας
από τα κλαδιά, γιατί αλλιώς γέμιζε όλο το δένδρο κι ο καρπός. Το τρίψιμο γινόταν με το χέρι,
με μια λινάτσα, και είχε μεγάλη κούραση, αφού έπρεπε να περαστεί όλο το δένδρο, κλαρί-

1
Άλλες χαρακτηριστικές φράσεις των οφειλετών ήταν: στις ελιές ή στο κουκούλι, ανάλογα με την
παραγωγή από την οποία πρόσμεναν να εισπράξουν κάποιο εισόδημα.
-173-

κλαρί. Ταυτόχρονα έκοβαν τους μούλους, τα μικρά ασθενικά κλαράκια που φύτρωναν στο
δένδρο και αδυνάτιζαν το μελίγκι. Στα τέλη Μαΐου με αρχές Ιουνίου αγριοσυκίζανε για να γίνει
το κουνούπισμα. Δηλαδή κρεμούσαν στα ήμερα δένδρα αγριόσυκα περασμένα σε βούρλα,
ώστε να γίνει η γονιμοποίηση από ένα μικροσκοπικό έντομο σαν κουνούπι, που πετούσε από
τα αγριόσυκα (αρσενικά) στα ήμερα (θηλυκά) σύκα. Αυτό έπρεπε να επαναλαμβάνεται κάθε
βδομάδα, για τρεις ή τέσσερις φορές σε όλες τις συκιές και ήταν από τις πιο κουραστικές
δουλειές. Όταν οι αγριοσυκιές οψιμίζανε, αναγκάζονταν να αγοράζουν αγριόσυκα από άλλες
περιοχές (π.χ. από τους Δολούς), για να μη χαθεί η παραγωγή.
Παράλληλα έπρεπε να ετοιμάσουν τα απαραίτητα σύνεργα. Δηλαδή να αγοράσουν τα ειδικά
χοντρά βούρλα για το μπρούλιασμα, διότι τα βούρλα που υπήρχαν στους κοντινούς βάλτους,
κυρίως του Αλμυρού, ήταν λεπτά και δεν έκαναν γι’ αυτή τη δουλειά. Τα χρησιμοποιούσαν
1
μόνο στο αγριοσύκισμα. Έπρεπε να φτιάξουν τα καλαμωτά, στα οποία λιάζανε τα σύκα. Για το
σκοπό αυτό έβαζαν καλαμιές στα ρέματα ή στους βάλτους. Τα καλαμωτά είχαν διαστάσεις
0,80 2 μ. περίπου και ήταν χωρισμένα σε 4 διαζώματα, τα διαζούγια, από πέντε εγκάρσια
χοντρά ξύλα, τρία ενδιάμεσα και δύο στις άκρες. Παλιά για να φτιάξουν το καλαμωτό, έδεναν
τα καλάμια με μουρόφλουδες. Τα νεότερα χρόνια χρησιμοποιούσαν λεπτό σύρμα ή λουρίδες
από λαμαρίνα και καρφάκια. Τα καλαμωτά της οικογένειας έπρεπε να είναι ομοιόμορφα, γιατί
όταν περίμεναν βροχή, τα στοίβαζαν γεμάτα σύκα το ένα πάνω στ’ άλλο και τα σκέπαζαν.
Έπρεπε τότε τα εγκάρσια ξύλα να ακουμπούν μεταξύ τους, για να μη πιέζουν και
καταστρέφουν τα σύκα.
Επίσης, έπρεπε να πλέξουν τα πούργια, μεγάλα ψηλά κοφίνια με τα οποία κουβαλούσαν τα
σύκα απ’ το χωράφι στην απλώστρα. Τα πούργια τα πλέκανε με λυγιές και καλάμια. Καλάμια
βάζανε στο τοίχωμα, ενώ με λυγιά, που είναι πιο σκληρή και ανθεκτική, φτιάχνανε τον πάτο,
τον χείλο και μερικά ζωνάρια στο τοίχωμα για να το ενισχύσουν. Επίσης έφτιαχναν κοφίνια και
πλατύγυρα καπέλα για τον ήλιο. Τα τελευταία τα έπλεκαν με ράπες, δηλαδή σιτοκάλαμα
μαλακωμένα στο νερό. Τέλος, απαραίτητα εξαρτήματα ήταν οι τάβλες και οι βελόνες για το
μπρούλιασμα. Τις τάβλες τις έφτιαχναν από ένα σκληρό ξύλο, που το έκοβαν σε σχήμα
ελλειψοειδές, διαστάσεων 20 30 εκ. περίπου. Την τάβλα την έδεναν στη μέση τους, στην
κοιλιά, και επάνω στήριζαν τη βελόνα σε μια υποδοχή για να μη τους τρυπάει. Τις βελόνες του
μπρουλιάσματος τις αγόραζαν απ’ την Καλαμάτα. Ήταν δύο τύπων, οι μικρές, μήκους 25-30 εκ.
για τα τσαπελάκια κι οι μεγάλες, μήκους 40 εκ. περίπου για τις τσαπέλες.
Στις 15-20 Ιουλίου προβάλανε τα πρώτα σύκα, συνήθως στην περιοχή Ντολιανά (Δολιανά),
στην οποία ευνοείτο η πρώιμη ωρίμανση. Ακολουθούσαν οι άλλες περιοχές, με τελευταία
συνήθως την περιοχή Κόκα, όπου οψιμίζανε. Όταν φυσούσε μαΐστρος, συντόμευε η ωρίμανση.
Το πρώτο σύκο, σύμφωνα με την παράδοση, το εύρισκε πάντα ο συχωρεμένος ο μπάρμπα-
Ντίνος Καραμπίνης. Γύριζε και ερευνούσε καθημερινά τις συκιές, ώσπου να το ανακαλύψει.
Μετά το περιέφερε στα καφενεία του χωριού και το επεδείκνυε θριαμβευτικά, σκορπίζοντας
το χαμόγελο στους αγωνιούντες Μαντιναίους, αρκετοί από τους οποίους πρόσμεναν τα σύκα
για να ξεχρεώσουν τα βερεσέδια τους.
Στις αρχές Αυγούστου γινόταν το πρώτο τίναγμα. Τα σύκα τα τίναζαν ένα-ένα με ένα δίμυτο
καλάμι, πολύ προσεκτικά, για να μη τα τραυματίσουν. Τίναζαν τα ασκάδια, δηλαδή τα κάπως
σουρωμένα και όχι τα φρέσκα, τα πρίσκουλα, τα οποία τα μάζευαν χωριστά και τα έδιναν σε
άλλον έμπορο. Τα τιναγμένα σύκα τα έβαζαν στα πούργια και τα μετέφεραν με τα ζώα στην
απλώστρα. Εκεί ξεδιάλεγαν τα άσπρα, δηλαδή τα σχεδόν ξερά, από τα πράσινα και τα

1
Επίσης, στην κατασκευή των κοφινέλων ψαρέματος.
-174-

άπλωναν στα καλαμωτά για να λιαστούν. Τα σύκα έμεναν στην απλώστρα δυο-τρεις μέρες.
Την τρίτη μέρα τα άσπρα τα μάζευαν, ενώ τα πράσινα τα γύριζαν για να λιαστούν κι από την
άλλη μεριά τους. Το σύκο έπρεπε να λιαστεί καλά και να φύγει όλη η υγρασία, γιατί αλλιώς
ξίνιζε. Οι έμποροι πρόσεχαν πολύ αυτή τη λεπτομέρεια και τα ανήλιαστα τα γύριζαν πίσω.
Αυτή την περίοδο παραμόνευε ο κίνδυνος από μια μπόρα να χαθεί όλη η παραγωγή. Γι’ αυτό
με το παραμικρό συννέφιασμα έσπευδαν να στοιβάξουν τα καλαμωτά και να τα σκεπάσουν με
λινάτσες, για να μη βραχούν.
Κάθε βράδυ ξεδιάλεγαν από τα καλαμωτά τα ξερά σύκα και τα συγκέντρωναν στο πατάρι του
συκόσπιτου για μπρούλιασμα. Το μπρούλιασμα γινόταν με τη βοήθεια μιας μακριάς βελόνας,
που τη στήριζαν σε μια τάβλα δεμένη στην κοιλιά τους. Στη βελόνα έδεναν ένα βούρλο και
περνούσαν σύκα φτιάχνοντας τις λεγόμενες τσαπέλες ή τα τσαπελάκια, που περιείχαν
συγκεκριμένο αριθμό ξερών σύκων, ανάλογα με την παραγγελία του εμπόρου: 10, 12, 15, 20 ή
40 σύκα. Οι μεγάλες τσαπέλες, με 40 σύκα, προορίζονταν για τις Η.Π.Α. Τα βούρλα πριν
χρησιμοποιηθούν τα άφηναν στο νερό για μια-δυο ώρες. Το μπρούλιασμα ήθελε προσοχή. Τα
σύκα έπρεπε να είναι περίπου ομοιόμορφα και τρυπημένα στο κέντρο από την ίδια πλευρά.
Έτσι ώστε οι τσαπέλες να είναι όμοιες και ισοβαρείς, αλλιώς ο έμπορος δεν τις δεχόταν. Τις
τσαπέλες τις βάζανε σε σακιά, τα οποία κουβαλούσαν με ζώα σε αποθήκες στις κοντινές ακτές.
Από κει τις φόρτωναν οι μαούνες και τις μετέφεραν στην Καλαμάτα, απ’ όπου ταξίδευαν σε
όλη την Ελλάδα και σε όλο τον κόσμο. Στα μέσα Αυγούστου, κοντά στη γιορτή της Παναγίας,
γινόταν το πρώτο μπάρκο κι όλοι βιαζόντουσαν να το προλάβουν. Σε αυτό πουλούσαν το
πριμαρόλι, το πρώτο σύκο, το οποίο έπιανε καλύτερη τιμή είτε γιατί θεωρείτο καλύτερης
ποιότητας (πιο μεγάλο) είτε γιατί οι έμποροι είχαν κάποιες παραγγελίες να εξυπηρετήσουν.
Πολύ παλιά, στις αρχές του 20ού αιώνα, ο μοναδικός που είχε αποθήκη στην περιοχή και
συγκέντρωνε τα σύκα ήταν ο Γεώργιος Σπανέας στο Αρχοντικό. Το μαγαζί αυτό βρισκόταν στο
χώρο του μετέπειτα εξοχικού κέντρου Φραγκούλη. Ο Γεώργιος Σπανέας κατείχε επίσης ένα
μεγάλο συκοπερίβολο στη Μικρή Μαντίνεια, γνωστό σαν περιβόλα του Σπανέα, από το οποίο
προήλθε το τοπωνύμιο Περιβόλα. Η περιβόλα αυτή έκανε 10-12.000 οκάδες σύκα το χρόνο!
Αργότερα, την περίοδο του μεσοπολέμου, σύκα συγκέντρωναν στις παραλίες οι εξής:
Κοπ ά νο : Στέλιος Γεωργουλέας και Σωκράτης Σκιάς.
Πα λιό χω ρ α : Βασίλειος Πουλέας (σε αποθήκη του Σπύρου Γεωργουλέα).
Αρ χο ν τικό : Βασ. Κωνσταντινέας, Βασ. Νικητάκης, Ευθ. Φραγκούλης (για μικρό διάστημα).
Πα νίτ σ α Μ ικ ρή ς Μ αν τί ν εια ς : Πότης Λιακέας.
Το Δεκαπενταύγουστο όλη η οικογένεια δούλευε εντατικά, αφού τα περισσότερα σύκα ήταν
έτοιμα για τίναγμα. Και παράλληλα είχαν αρχίσει να ωριμάζουν και τα σταφύλια, όπως λέει
ένα παλιό τοπικό δίστιχο:

Της Άγια-Μαρίνης ρώγα, τ’ Άγιο-Λιος σταφύλι


και τ’ Άγιο-Παντελέημονος, ξεκούτρουλο κοφίνι.

Το δίστιχο, στο οποίο συμπυκνώνεται λαϊκή σοφία και γνώση αιώνων, σίγουρα
δημιουργήθηκε με αναφορά στο παλιό ημερολόγιο. Π.χ. στην εορτή του Αγ. Παντελεήμονος
(27 Ιουλίου) πρέπει να αντιστοιχίσουμε την 9η Αυγούστου του σημερινού ημερολογίου.
Όταν ωρίμαζαν τα σταφύλια, αφού γέμιζαν τα πούργια με σύκα, πολλές φορές γι’ απανωγόμι
έβαζαν σταφύλια. Συγχρόνως υπήρχαν ένα σωρό καθημερινές δουλειές, το μαγείρεμα, το
νεροκουβάλημα από τα πηγάδια, το πότισμα των ζώων κλπ. Ειδικά η τροφοδοσία του νερού
ήταν πολύ κουραστική, αφού έπρεπε καθημερινά να πηγαίνουν με τα ζώα στα όχι πάντα
-175-

κοντινά πηγάδια, για να γεμίσουν δυο-τρία εικοσάλιτρα βαρέλια, με τα οποία έβγαζαν όλο το
1
εικοσιτετράωρο. Έτσι μες το κατακαλόκαιρο ήταν πάντα διψασμένοι. Δεν ήταν σπάνιες οι
περιπτώσεις που αναγκάζονταν να πίνουν νερό μαζί με τους ζόλους, μέσα από τα σκαφίδια
όπου πότιζαν τα ζώα, ανακατεμένο με κακαράτζα. Πάντως ξέκλεβαν λίγο χρόνο για να κόψουν
με το κασάρι λίγα φραγκόσυκα, ενώ τα παιδιά καψάλιζαν φύλλα φραγκοσυκιάς ώσπου να
καούν τα αγκάθια, τα σκίζανε και φτιάχνανε βαρκάκια που τα έριχναν στις σγούρνες.
Στις αρχές του Σεπτέμβρη, όταν η δουλειά ξελάσκαρε λίγο, άρχιζαν να μαζεύουν τα απόσ’κα,
δηλαδή τα κακής ποιότητας μικροσκοπικά σύκα, τα οποία είτε έβγαιναν σε μούλους, είτε ήταν
χτυπημένα, είτε τα μάζευαν στο χαμολόι. Τα απόσυκα τα προόριζαν για ζωοτροφή, κυρίως για
τις γίδες, ή τα έδιναν για οινόπνευμα, το συκονόπνευμα. Επίσης μάζευαν και τα φαγουλάρικα,
τα οποία έτρωγαν στο σπίτι ή τα αποθήκευαν για ζωοτροφή.
Στα μέσα του Σεπτέμβρη, την παραμονή του Σταυρού, φρόντιζαν να έχει τελειώσει το
συκομάζεμα και αφού συμμάζευαν τα ζώα και τα πράγματά τους, επέστρεφαν στο Χωριό, στην
μόνιμη κατοικία τους. Εκτός αν η τιμή των σύκων ήταν πολύ χαμηλή, οπότε καθυστερούσαν
λίγες μέρες για να τα πουλήσουν ακριβότερα.
Αυτή ήταν η ιστορία των σύκων στις Μαντίνειες. Μετά την κατοχή τα σύκα έμειναν
απούλητα, η τιμή τους έπεσε κατακόρυφα και πολλοί Μαντιναίοι άρχισαν σιγά-σιγά να βάζουν
ελιές αντί για συκιές, με αποτέλεσμα σήμερα να μην υπάρχει στην περιοχή κανείς
συκοπαραγωγός. Τα περισσότερα συκόσπιτα έμειναν σε αχρηστία. Μερικά από αυτά, που
ήταν πιο κοντά στα παράλια του Μεσσηνιακού, χρησίμεψαν σαν μόνιμες κατοικίες όσων
μετακινήθηκαν από τις Μαντίνειες προς τις ακτές μετά τον πόλεμο. Τα περισσότερα γκρέμισαν
από τον σεισμό του 1944 και απόμειναν χαλάσματα. Πολλών οι λίθοι χρησιμοποιήθηκαν σε
άλλες κατασκευές (αρμάκια, μάντρες, αποθήκες, λότζες). Άλλα χορτάριασαν και χάθηκαν. Τα
λιγοστά που έχουν διατηρηθεί σε κάπως καλή κατάσταση, απόμειναν βουβοί μάρτυρες για να
θυμίζουν την παλιά εποχή της συκοπαραγωγής, η οποία κράτησε περισσότερο από εκατό
χρόνια στις Μαντίνειες.

«Ιθώμη» Καλαμάτας, 39-40 (Δεκέμβριος 1996), σσ. 131-140.

Κουτρουμάνια (Ακρογιάλι): τα συκόσπιτα των Πατσέων και του Ιωάννη Δάκαρη.

1
Πρόβλημα νερού υπήρχε και στο Χωριό (Μεγ. Μαντίνεια) που υδρευόταν από μια κεντρική βρύση, από
την οποία προέκυψε το ομώνυμο τοπωνύμιο: Βρύση.
-176-

Ψαρεύοντας με κοφινέλο

Εισαγωγή

Μια γνώριμη εικόνα που όλοι κρατάμε στη μνήμη μας από τα παλιότερα χρόνια, είναι οι,
φορτωμένες με κοφινέλα, ψαρόβαρκες του Μεσσηνιακού κόλπου να αναχωρούν και να
επιστρέφουν το μεσημεράκι με τις κόφες γεμάτες γόπα και μαρίδα. Όσοι είχαμε την τύχη να
ζήσουμε στα ψαροχώρια του κόλπου, στις Κιτριές, στο Κοπάνο (Ακρογιάλι), στην Παλιόχωρα,
στη Μικρή Μαντίνεια, στο Αλμυρό, έχουμε χαραγμένη την εικόνα με τις δεκάδες σημαδούρες
στα ανοιχτά, που σημάδευαν τη θέση των κοφινέλων. Σημαδούρες που οριοθετούσαν το
θαλάσσιο χώρο και αποτελούσαν, για μας τα παιδιά, ένα στόχο, αφού όποιος κολυμπούσε
μέχρι «του γιαλού τα κοφινέλα» αυτόματα λογιζόταν «μεγάλος», έχαιρε εκτιμήσεως από την
πιτσιρικαρία και θαυμασμού από το θηλυκόκοσμο της μικρής κοινωνίας μας. Τα κοφινέλα δεν
ήταν υπόθεση μόνο των ψαράδων. Απασχολούσαν κάμποσα μέλη της τοπικής κοινωνίας και
1
αποτελούσαν μία σταθερή πηγή εισοδήματος. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά.

Η κατασκευή

Το παλιό κοφινέλο ήταν ένα αραιοπλεγμένο κοφίνι, με ωοειδές σχήμα. Ήταν σχεδόν κλειστό,
με ένα μικρό άνοιγμα στην κορυφή, όπου έμπαινε ένα τετράγωνο καπάκι, στο οποίο δενόταν
το δόλωμα. Η βάση του ήταν κοίλη προς τα μέσα και κατέληγε σε ένα δεύτερο άνοιγμα με
βούρλα στραμμένα προς το εσωτερικό, που επέτρεπε στα ψάρια να εισέρχονται αλλά τα
εμπόδιζε να βγουν. Για την κατασκευή του κοφινέλου απαιτούνταν βούρλα, καλάμια και
κλωστή. Τα βούρλα τα βγάζανε από το βάλτο του Αλμυρού. Πρώτα τα λιάζανε για να ξεραθούν
και να ασπρίσουν. Το λιάσιμο απαιτούσε δυο-τρεις μέρες και έπρεπε να τα γυρίζουν ώστε να
ασπρίσουν καλά. Ύστερα τα κάνανε μάτσα και τα αποθήκευαν στο σπίτι. Όταν τα
χρειαζόντουσαν για το πλέξιμο του κοφινέλου, τα βάζανε αποβραδίς μέσα σε νερό ή στη
θάλασσα για να μαλακώσουν.
Τα καλάμια τα κόβανε από καλαμιώνες δικούς τους, τους οποίους φύτευαν επί τούτου. Όταν
δεν είχαν αρκετά δικά τους, αγόραζαν από αγρότες του μεσσηνιακού κάμπου. Τα καλάμια
πουλιόντουσαν σε κεντηνάρια (μάτσα) των πενήντα περίπου. Φυσικά είχαν και άλλες χρήσεις.
Με αυτά έφτιαχναν καλαμωτά για τα σύκα, έπλεκαν διαφόρων ειδών κοφίνια, όπως τα πούρ-
για, φτιάχνανε συκοκάλαμα για το τίναγμα των σύκων, τα χρησιμοποιούσαν στις οικοδομές,
στη σκεπή για μόνωση καθώς και στα χωρίσματα των δωματίων, στις λεγόμενες «μισάντρες».
Πρώτα τα άφηναν να ξεραθούν και μετά τα καθάριζαν από τα φύλλα. Στη συνέχεια τα
σκίζανε. Χαράζανε την κορυφή τους στα τέσσερα και μετά με ένα σταυρωτό ξύλο τα σκίζανε
ως κάτω. Τα τέταρτα ήταν κατάλληλα για καλάθια αλλά όχι για κοφινέλα. Με μία φαλτσέτα ή
με κοφτερό μαχαίρι τα τέταρτα τα κόβανε σε όγδοα και αν το καλάμι ήταν μεγάλο σε ακόμα
στενότερες βέργες. Έπειτα τα λειαίνανε για να φύγουν οι κόμποι και τα εξογκώματα ώστε να
μπορούν να τα κατεργαστούν με ευκολία.
1
Για τις πληροφορίες που μου έδωσαν, ευχαριστώ από καρδιάς τους συχωριανούς μου: Δημητράκη Γ.
Σκιά (80 ετών), Χρήστο Σπ. Γεωργουλέα (80), Γιώργη Β. Κουκούτση (65), Κική Μπελίτσου (74).
-177-

Κατά τη διάρκεια του πλεξίματος του κοφινέλου, μόλις τέλειωνε το καλάμι και έφτανε στην
άκρη του, το έξυναν λοξά και το μάτιζαν με το επόμενο, που το είχαν ξύσει παρόμοια, για να
μη προεξέχει και κόβεται. Έτσι έμοιαζε σα να έχει φτιαχτεί από ένα μονοκόμματο καλάμι. Το
ίδιο έκαναν με τα βούρλα.
Για το πλέξιμο του κοφινέλου χρησιμοποιούσαν άσπρη κλωστή, χοντρή, παρόμοια με εκείνη
που έφτιαχναν τις δαντέλες. Την αγόραζαν σε κούκλες από την Καλαμάτα. Την κλωστή έδεναν
σε μία ξύλινη βελόνα, μήκους 12-15 εκ., με καμπυλωτό σχήμα και μυτερό άκρο. Η βελόνα αυτή
διευκόλυνε το πέρασμα της κλώστης μέσα από τα «μάτια», δηλαδή από τα τριγωνικά
ανοίγματα που σχηματίζονταν ανάμεσα στα βούρλα, καθώς πλέκονταν σταυρωτά.
Το πιο δύσκολο σημείο στην κατασκευή του κοφινέλου ήταν
το ξεκίνημα. Για να ξεκινήσουν χρησιμοποιούσαν ένα καλούπι.
Το καλούπι αυτό δεν ήταν τίποτε άλλο από μισό κοφινέλο (η
βάση του), φτιαγμένο με χοντρό καλάμι, ώστε να είναι πιο γερό
και να αντέχει. Το σωστό φτιάξιμο του καλουπιού ήταν
προϋπόθεση για την πετυχημένη κατασκευή του κοφινέλου. Γι’
αυτό και έπρεπε να γίνει με μεγάλη προσοχή και με τέχνη. Στο
καλούπι ξεχώριζε η καλή «κοφινελού».
Η κατασκευή ξεκινούσε από τη βάση. Αρχικά φτιάχνανε μία
κουλούρα με καλάμι, του οποίου η άκρη έμενε ελεύθερη για
να συνεχιστεί το πλέξιμο. Σε αυτήν έδεναν πολλά βούρλα, υπό
ο
γωνία 60 περίπου, τα οποία ήταν δεμένα στην άκρη τους για
να μη σκορπίζουν. Τα δεμένα βούρλα σχημάτιζαν έναν κώνο
στο εσωτερικό της κουλούρας. Έμεναν δεμένα μέχρι το τέλος
του πλεξίματος. Τα έκοβε ο ψαράς και το σημείο εκείνο Το κοφινέλο
αποτελούσε την είσοδο των ψαριών.
Το πλέξιμο γινόταν εξωτερικά του καλουπιού. Από την ελεύθερη άκρη του το καλάμι
πλεκόταν οριζόντια σε διαδοχικούς κύκλους, σε μορφή σπείρας. Τα βούρλα πλέκονταν
ο
σταυρωτά μεταξύ τους και υπό γωνία 60 με το καλάμι ώστε να σχηματίζουν μικρά τριγωνικά
ανοίγματα, τα «μάτια». Σε κάθε κύκλο του καλαμιού δένονταν τα βούρλα με την κλωστή και
σιγά-σιγά το κοφινέλο έπαιρνε το σχήμα του, γύρω από το καλούπι. Μόλις έφταναν στο τέλος
του καλουπιού, το έβγαζαν και συνέχιζαν προς την κορυφή κάνοντας όλο και μικρότερους
κύκλους. Κατέληγαν στην επάνω κουλούρα, στην οποία έδεναν και τα βούρλα. Οι δύο
κουλούρες, η πάνω και η κάτω, είχαν διάμετρο όσο μία γροθιά περίπου. Στην επάνω κουλούρα
ο ψαράς έβαζε ένα καπάκι. Δηλαδή ένα τετράγωνο κομμάτι από παλιό κοφινέλο, καμιά φορά
διπλό, το οποίο ασφάλιζε με ένα κομμάτι καλάμι. Από το καπάκι με ένα σπάγκο κρεμούσαν
στο εσωτερικό του κοφινέλου, ως το κέντρο περίπου, έναν καλαμένιο σταυρό, στον οποίο
προσάρμοζαν το δόλωμα.
Τα κοφινέλα ήθελαν τέχνη και κόπο. Κατά συνέπεια ήταν ακριβά. Προπολεμικά
πουλιόντουσαν 25 δρχ. το ένα, όταν η γόπα πουλιόταν 10 δρχ. η οκά. Γενικά η τιμή του
κοφινέλου αντιστοιχούσε στην αξία που είχαν δύο με δυόμισι οκάδες ψάρια. Αποτελούσε
επομένως ένα καλό συμπλήρωμα του οικογενειακού εισοδήματος για όσες γνώριζαν να
πλέκουν. Πολλές κοπέλες καταπιάνονταν αλλά η τέχνη δεν ήταν εύκολη. Άλλοτε έσπαγε το
καλάμι, άλλοτε τα βούρλα, άλλοτε λυνόταν η κλωστή ή έβγαινε στραβό το πλέξιμο και τα
παρατούσαν. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση μιας νεαρής κοπέλας η οποία, αφού είδε και
απόειδε ότι δεν θα καταφέρει να πλέξει κοφινέλο, πέταξε τα σύνεργα από το παράθυρο του
σπιτιού της, φωνάζοντας στη μάνα της:
-178-

«Εγώ κοφινελού δεν γίνομαι!»


Συνήθως η κοφινελού έπλεκε ένα ως ενάμισι κοφινέλο την ημέρα. Μια καλή κοφινελού, που
ασχολιόταν αποκλειστικά με το πλέξιμο και είχε βοήθειες, δηλαδή ανθρώπους να της κόβουν
καλάμια και να μαλακώνουν τα βούρλα, έπλεκε πάνω από δύο κοφινέλα την ημέρα. Η
περίφημη κοφινελού από το Κοπάνο (Ακρογιάλι Αβίας), θεια-Λεύκω Φελουκαντζή (το γένος
Μανέα), λέγεται ότι έπλεκε τρία την ημέρα. Αλλά ήταν καθαρή επαγγελματίας. Δεν ασχολιόταν
με τα χωράφια, παρά μόνο με το πλέξιμο κοφινέλων. Ο δε σύζυγός της, ο Σταύρος
Φελουκαντζής, ήταν ειδικευμένος στο σχίσιμο των καλαμιών.
Κοφινελούδες στην περιοχή της Αβίας, όπου ερευνήσαμε κάπως διεξοδικότερα, ήταν κατά
1
συνοικισμούς:
Στο Α ρ χο ντ ικό κ αι σ το ν Κού κκι νο :
Αμαλία Παν. Κωνσταντινέα (Μπούσκαινα) (1884-1972), το γένος Στρογγύλη και οι θυγατέρες
της: η Γεωργίτσα σύζ. Τσιμόγιαννη και η Βούλα σύζ. Νικ. Λιακέα (1912-67), η οποία εθεωρείτο
από τις καλύτερες τεχνίτρες του κοφινέλου.
Σμαράγδω Χρ. Φραγκούλη (1897-1979), το γένος Παν. Γεωργουλέα.
Κατερινιώ Τηλ. Δικαιάκου (1902-88), το γένος Χρ. Γεωργουλέα.
Χρυσούλα Νικ. Φραγκούλη (1901-;), το γένος Καραμπίνη.
Οι αδελφές Ευθυμία Π. Χρηστέα (1911-62) και Σοφία Ι. Τσούλου, το γένος Θ. Μπακετέα.
Μαρία Γ. Μπακετέα (1919-95), το γένος Κων. Λεουτσέα.
Βγενιά Λ. Χανδρινού (1898-1998), το γένος Χρ. Γεωργουλέα.
Βούλα Χρ. Χανδρινού (†2000), το γένος Ανδρ. Λεουτσέα.
Στη ν Π α λιό χ ωρ α :
Αρίστω Ντ. Καραμπίνη (1899-1988), το γένος Στυλ. Σπανέα.
Οι αδελφές Πολυτίμη Μπεγέτη και Μαρία Μπακετέα, το γένος Κων. Λεουτσέα.
Αικατερίνη Δ. Παπουτσή (θειά-Μήτσαινα) (1889-1986), το γένος Αν. Μπελίτσου.
Βασίλω Ανδρ. Λεουτσέα (1894-1975), το γένος Π. Γεωργουλέα με τις θυγατέρες της:
Αγγελικούλα Δίζη (1917-93) και Βούλα Χανδρινού.
Στο Κ οπ άν ο ( Ακ ρο γιά λ ι) :
Λεύκω Στ. Φελουκαντζή (1890-1981), το γένος Νικ. Μανέα, την οποία όλοι οι παλαιοί
αναφέρουν ως την καλύτερη κοφινελού. Λένε χαρακτηριστικά: «τα κοφινέλα της ψαρεύανε!».
Πολυτίμη Σαρ. Μανέα (1903-89), το γένος Φικούρα.
Ποτίτσα Αλέξ. Σύρμα (1917-2009), το γένος Γ. Μοιρέα.
Βούλα(;) Ξυπολύτου.
Βασιλική Γ. Γεωργουλέα (1907-88), το γένος Παντ. Σύρμα.
Ορισμένες κοφινελούδες της Αβίας ήταν ονομαστές και τα
κοφινέλα τους πουλιόντουσαν όχι μόνον σε ψαράδες του χωριού
αλλά και της Καλαμάτας. Π.χ. ο Πέτρος Σκαφιδάς από την
Ντουάνα ερχόταν για κοφινέλα στην Παλιόχωρα.
Εκτός από τις παραπάνω ίσως υπήρξαν και άλλες που
περιστασιακά καταπιάστηκαν με τα κοφινέλα, συνήθως σύζυγοι
ή θυγατέρες ψαράδων, αλλά όχι επαγγελματικά. Κοφινελούδες
υπήρχαν επίσης στις Κιτριές και στη Μικρή Μαντίνεια. Η γαΐτα Άγ. Βασίλειος του
Γεωργ. Κουκούτση (1980)

1
Τα γενεαλογικά στοιχεία βλ. Καπετανάκης: 1996, σσ. 349-594.
-179-

Ο τρόπος ψαρέματος

Κατ’ αρχήν έπρεπε να φτιάξουν το δόλωμα. Χρησιμοποιούσαν τα εξής υλικά:


Ψωμί. Σχίζανε το σκληρό περίβλημα, την «κόρα» και τη μαλακώνανε σε νερό ή την τρίβανε
με κόσκινο. Καλύτερο ψωμί για δόλωμα ήταν το χάσικο (άσπρο) που δεν έλιωνε εύκολα. Πιο
κατάλληλο εθεωρείτο του καλαματιανού φούρναρη Κατσαούνη που έφτιαχνε μεγάλα
καρβέλια των δύο οκάδων.
Πατάτα βραστή.
Σαρδέλα λιωμένη - χαλασμένη, που προμηθεύονταν σε ξύλινα κουτιά από τους μπακάληδες.
Ταραμάς σπειρωτός για να διαλύεται σιγά-σιγά στο νερό, να δημιουργείται μαλάγρα και να
μαζεύει τα ψάρια. Ο σκληρός ταραμάς, η γλίνα, δεν ήταν κατάλληλος, γιατί έμενε άλιωτος.
Τα υλικά αυτά τα λιώνανε, τα ανακατώνανε και φτιάχνανε μαλακούς σβώλους. Μετά
προσάρμοζαν τον κάθε σβώλο σε έναν ξύλινο σταυρό, τον οποίο κρεμούσαν από το καπάκι στο
εσωτερικό του κοφινέλου.
Για να μεταφέρουν τα κοφινέλα με τη βάρκα, τα κρεμούσαν στη φουρκάδα. Αυτή ήταν ένα
μακρύ ξύλο που κατέληγε σε διχάλα σχήματος U, το οποίο σφήνωναν σε μία από τις τρύπες
της κουπαστής.
Η αρματωσιά του κοφινέλου περιλάμβανε επίσης:
Ένα μακρύ σπάγκο, ως 30 οργιές, ανάλογα με το βάθος της θάλασσας.
Μια πέτρα, που δενόταν στο κάτω μέρος του σπάγκου για να τραβά το κοφινέλο προς το
βυθό. Το κοφινέλο δενόταν πάνω από την πέτρα, σε ύψος μίας-μιάμισης οργιάς από το βυθό.
Αυτό είναι το ύψος που συνήθως κινούνται οι γόπες και οι μαρίδες. Όμως ο ψαράς όφειλε να
κάνει δοκιμές για να εντοπίσει το κατάλληλο ύψος.
Τα φελλά, τα οποία δένονταν κατά μήκος του σπάγκου για να κρατάνε το κοφινέλο
κατακόρυφο.
Η σημαδούρα. Αυτή ήταν μια κολοκύθα βαμμένη με κάποιο χαρακτηριστικό χρώμα ή
σημαδεμένη με κάποιο σχέδιο ή με τα αρχικά του ψαρά. Χρησιμοποιούσαν επίσης φελλούς
(έναν μεγάλο ή δυο-τρεις δεμένους μαζί). Πάνω τους έδεναν ένα μικρό καλάμι με
χαρακτηριστικό σχήμα για να τους ξεχωρίζουν. Μεταγενέστερα για σημαδούρες
χρησιμοποιούσαν πλαστικά μπουκάλια με χαρακτηριστικά χρώματα, π.χ. πράσινα από χλωρίνη
κ.ά. Γενικά η σημαδούρα έπρεπε να ξεχωρίζει, διότι πολλά κοφινέλα ρίχνονταν κοντά-κοντά
στον ίδιο ψαρότοπο. Ήταν τόσο κοντά, ώστε αν ο ψαράς ήταν άπειρος ή ατζαμής έριχνε τα
κοφινέλα του πάνω στα ξένα με αποτέλεσμα να τα «πατώνει».
Η επιλογή του ψαρότοπου δεν ήταν εύκολη υπόθεση, δεδομένου ότι οι ψαράδες δεν
αποκαλύπτουν τα «σημάδια» τους. Συνήθως κρύβουν την ψαριά τους ώστε να ξεγελάνε τους
ανταγωνιστές τους και να μη ξέρουν αν η θέση έχει ψάρι. Γενικά υπήρχαν δύο περιοχές
ψαρέματος.
[Ι] Του γιαλού τα κοφινέλα, δηλαδή τα πιο κοντινά στην ακτή. Τα ρίχνανε στην αρχή της
φυκιάδας, σε αμμώδη σημεία του βυθού ανάμεσα στα φύκια ή κοντά σε ξέρες, σε βάθος 10-12
οργιές. Καλή θέση εθεωρείτο «της Παναγιάς η ξέρα», που βρίσκεται ανοιχτά από το ναό
Κοιμήσεως Θεοτόκου της Παλιόχωρας. Του γιαλού τα κοφινέλα πιάνανε γόπες μικρές,
γαλαζωπές, που είναι νοστιμότερες αλλά λιγότερες σε ποσότητα.
[ΙΙ] Τα μέσα κοφινέλα, τα βαθύτερα, τα ρίχνανε στις 20-30 οργιές. Καλή θέση εθεωρείτο
ανοιχτά της Σάνταβας, στις 20-25 οργιές. Εκεί ψαρεύανε γόπες μεγάλες, κοιλαράτες ή
γαϊδουρόγοπες, οι οποίες δεν είναι τόσο νόστιμες αλλά υπήρχαν σε μεγαλύτερη ποσότητα.
-180-

Το κοφινέλο ψάρευε κυρίως γόπα και μαρίδα. Σπανιότερα έπιανε σπάρους και μικρά ή
μέτρια λιθρινάκια -τα μεγάλα δεν μπορούν να μπουν από το άνοιγμα του κοφινέλου-, τα οποία
συνήθως κρατούσαν για το σπίτι. Επίσης έπιαναν καλόγριες, τις οποίες άλλοι θεωρούσαν
νόστιμο μεζέ και άλλοι για τις γάτες («γατόψαρα»). Συχνά έριχναν κοφινέλα μόνο για μαρίδες.
Άφηναν το κοφινέλο στο νερό για να μείνουν ζωντανές και με αυτές δόλωναν τα παραγάδια,
για να πιάσουν σφυρίδες και βλάχους.
Σε μία καλή ψαριά το κοφινέλο μπορούσε να σηκώσει μέχρι και δύο οκάδες ψάρια. Το πολύ
δυόμισι. Αν έμπαιναν περισσότερα, κινδύνευε να σπάσει από το βάρος, όταν το σήκωναν. Η
τέχνη ήταν να το αδειάσουν πριν το βγάλουν από το νερό, ώστε να μη βαρύνει και παραμορ-
φωθεί ή σπάσει. Φυσικά, χωρίς να χάσουν τα ψάρια που ακόμα σπαρταρούσαν.
Στις νέες θέσεις τα ρίχνανε πρωί-πρωί για «δοκιμή», για να δοκιμάσουν αν η θέση έχει ψάρι.
Τα σήκωναν κατά το μεσημεράκι και αν έκριναν ότι η θέση είναι καλή, τα δόλωναν και τα
ξανάριχναν. Το σούρουπο έπρεπε να τα σηκώσουν πάλι, να τα αδειάσουν και να τα
ξαναδολώσουν. Το κοφινέλο το άφηναν μέσα. Μόνο αν δεν ψάρευε, του άλλαζαν θέση. Αν δεν
το χάλαγε κανένα μεγάλο ψάρι, π.χ. δελφίνι, ένα κοφινέλο κρατούσε 10 ως 15 μέρες. Όμως
έπρεπε να το βγάζουν κατά διαστήματα για να στεγνώνει και να γίνεται ελαφρύτερο.
Όπως είναι προφανές το ψάρεμα του κοφινέλου απαιτούσε πολύ δουλειά. Τρεις και
τέσσερις φορές την ημέρα ο ψαράς έπρεπε να σηκώσει τα κοφινέλα του, να τα δολώσει, να
αντικαταστήσει τα χαλασμένα, να φτιάξει δόλο κλπ. Και να σκεφτεί κανείς ότι τότε οι βάρκες
είχαν μόνο κουπιά και ένα μικρό τριγωνικό πανί στην πλώρη. Οι επαγγελματίες έπαιρναν
συνήθως νεαρούς βοηθούς στα κουπιά, αλλά γενικά δεν απομακρύνονταν πολύ από τα χωριά
τους. Όχι μόνο επειδή οι διαδρομές με τα κουπιά ήταν κουραστικές αλλά και γιατί υπήρχαν
σαλταδόροι που σήκωναν τα άγνωστα κοφινέλα και έκλεβαν τις ψαριές. Ενώ μεταξύ γνωστών
το κλέψιμο δεν ήταν εύκολο. Αναφέρονται και χιουμοριστικά στιγμιότυπα, που κάποιος πήρε
τα ψάρια και στη θέση τους άφησε χρήματα.
Περίφημος ψαράς του κοφινέλου θεωρείτο ο Θανάσης Γ. Κοζομπόλης από το Κοπάνο, ο
λεγόμενος «Σαχάμ». Τα κοφινέλα του ψάρευαν ακόμα και όταν οι άλλοι δυσκολεύονταν. Το
μυστικό του, που κάποτε αποκαλύφθηκε, ήταν ότι χρησιμοποιούσε πάντα στεγνά κοφινέλα.
Είχε περισσότερα κοφινέλα στη βάρκα του. Σήκωνε τα βρεγμένα και τα άλλαζε με στεγνά. Τα
άφηνε στη βάρκα να στεγνώσουν και το βράδυ τα αντικαθιστούσε ξανά. Άλλοι περίφημοι
ψαράδες του κοφινέλου ήταν: στον Κούκκινο ο Χρήστος Μπακετέας, στην Παλιόχωρα ο Ντίνος
Καραμπίνης, στο Κοπάνο ο Γιώργης Μοιρέας και ο Αλέξης Σύρμας.
Σύμφωνα με παλιούς ψαράδες το αποκορύφωμα
του κοφινέλου ήταν το 1951-52. Εκείνη τη χρονιά, από
τον Οκτώβριο ως την άνοιξη, ο Μεσσηνιακός είχε
γεμίσει με γόπα. Ήταν τόσο το ψάρι ώστε πολλοί, που
ως τότε ήταν βοηθοί σε άλλους ψαράδες, αγόρασαν
βάρκα και έγιναν ανεξάρτητοι επαγγελματίες. Τέτοια
μεγάλη ποσότητα ψαριού στον Μεσσηνιακό δεν
ξαναφάνηκε. Μόνο στα 1956 περίπου, για μία δύο
βδομάδες, γέμισε η θάλασσα με γαύρο. Φυσικά τα
ψάρια δεν μπορούσαν να τα πουλήσουν στη μικρή Ο πλανόδιος μανάβης μπάρμπα-
αγορά του χωριού. Σαράντος Μανέας (1980)
Πριν γίνει ο δρόμος Καλαμάτας-Κοπάνου, δηλαδή πριν από το 1938, φόρτωναν τα ψάρια σε
γαϊδουράκια και τα πήγαιναν στη Μεγάλη και στη Μικρή Μαντίνεια να τα πουλήσουν. Μετά
από το 1938 έρχονταν μανάβηδες με τις σούστες από την Καλαμάτα, όπως ο Φοίφας και ο
-181-

Δραγώνας, και τα αγόραζαν. Εν τούτοις κάποιοι συνέχισαν το παραδοσιακό τοπικό εμπόριο,


όπως ο μπάρμπα-Σαράντος Ν. Μανέας (1903-96), ο οποίος μέχρι τα γεράματά του γύριζε με το
γάιδαρό του και πουλούσε ψάρια και άλλα είδη (λαχανικά, φρούτα κλπ), ως το 1985 περίπου.
Στις Κιτριές, που έπιαναν πολύ ψάρι αλλά δεν είχαν αγοραστές, ανέβαιναν με τα γαϊδούρια
στα Καλλιανέϊκα και στους Δολούς.

Κοφινέλα από την Αβία στη Μυτιλήνη και στη Λήμνο!


Μια αληθινή ιστορία.

Τα κοφινέλα ήταν μία τοπική μέθοδος ψαρέματος, η οποία επικρατούσε σε όλο το


Μεσσηνιακό κόλπο. Από ψαράδες, που ταξίδευαν για βδομάδες αναζητώντας ψαρότοπους και
έφταναν ως τα Βάτικα της Λακωνίας και ως τη Γλαρέντζα (Κυλλήνη), το κοφινέλο διαδόθηκε
στο Ιόνιο και στο Λακωνικό κόλπο. Όμως χωρίς μεγάλη επιτυχία. Αλλά ποιος μπορούσε να
φανταστεί ότι η φήμη του θα έφτανε μέχρι το βόρειο Αιγαίο!
Από το 1984 ως το 1987, όταν υπηρετούσα στο Γυμνάσιο Μούδρου στη Λήμνο, έκανα παρέα
με έναν μυτιληνιό ταχυδρομικό, ο οποίος είχε μία ψαρόβαρκα. Συνηθίζαμε λοιπόν τα
βραδάκια να πηγαίνουμε για ψάρεμα στον ιστορικό κόλπο του Μούδρου, ο οποίος εκείνη την
εποχή ήταν πλούσιος σε ψάρι. Συναγρίδες, λαβράκια, καλαμάρια, γόπες, μουγγριά, χταπόδια,
χαιρόσουνα να ψαρεύεις!
Ήταν φθινόπωρο. Μόλις είχαμε και οι δυο μας επιστρέψει από τις καλοκαιρινές διακοπές
και κάναμε την πρώτη μας αλιευτική εξόρμηση. Τότε τον άκουσα έκπληκτος να μου λέει:
«Ξέρεις, τώρα που ήμουνα στο Πλωμάρι, γνώρισα έναν συμπατριώτη σου. Λέγεται
Ξυπόλυτος και είναι από ένα χωριό που το λένε Ακρογιάλι. Αυτός είχε φέρει μαζί του κάτι
1
κιούρτους από καλάμια και τάραξε τις γόπες. Μας έβαλε τα γυαλιά.»
Είχα μείνει άφωνος. Ποτέ δεν φανταζόμουνα ότι το παραδοσιακό κοφινέλο του
Μεσσηνιακού κόλπου θα έφτανε ως τη μακρινή Λέσβο. Και μάλιστα ότι θα ψάρευε με τέτοια
επιτυχία. Ο φίλος μου ο ταχυδρομικός είχε εντυπωσιαστεί τόσο ώστε, όταν του είπα ότι το
Ακρογιάλι είναι δίπλα στο χωριό μου, μου ζήτησε να του φέρω ένα-δυο κοφινέλα σε πρώτη
ευκαιρία. Όσο και αν του εξήγησα ότι δεν φτάνει να έχεις το εργαλείο αλλά πρέπει να ξέρεις
να το χρησιμοποιείς, εκείνος επέμενε.
Έτσι το χειμώνα του 1985-86 έφτασε το πρώτο κοφινέλο στο Μούδρο. Του εξήγησα πώς να
το αρματώσει, πώς να το δολώσει και μία ήσυχη μέρα το ρίξαμε στα μουδρινά νερά. Όμως ο
κόλπος του Μούδρου είναι αβαθής, λασπώδης και έχει δυνατά ρεύματα. Φυσικό επόμενο
ήταν το κοφινέλο άλλοτε να βουλιάζει στη λάσπη κι άλλοτε να το παρασέρνει το ρεύμα.
Δοκιμάσαμε τρεις-τέσσερις φορές ώσπου το κοφινέλο χάλασε, χωρίς να πιάσει ούτε μία γόπα.
Ένα δεύτερο κοφινέλο που είχα εξοικονομήσει, δεν το ρίξαμε ποτέ. Μου έμεινε σαν
αναμνηστικό. Τώρα που τα παλιά καλαμένια κοφινέλα έχουν πλέον εξαφανιστεί και έχουν
αντικατασταθεί από πλαστικά, το κρατώ ως ενθύμιο μιας περασμένης εποχής και στολίζει μία
γωνιά του πατρικού μου σπιτιού στην Παλιόχωρα.

«Ιθώμη» Καλαμάτας, 48 (Ιούνιος 2003), σσ. 40-45.

1
Κιούρτοι: συρμάτινα κοφίνια ψαρέματος με κυρτό σχήμα.
-182-

ΙΩΑΝΝΗΣ Π. ΚΑΚΟΥΡΟΣ

Μεσσηνιακή διατροφική παράδοση

Εισαγωγή

Οι διατροφικές συνήθειες διαμορφώνονται υπό την επίδραση βιολογικών και πολιτισμικών


παραγόντων. Η διαμόρφωση του διαιτολογίου στα πλαίσια της παραδοσιακής κοινωνίας
εγγράφεται στη μακρά ιστορική διάρκεια. Στον ελλαδικό αλλά και τον ευρύτερο μεσογειακό
χώρο, βασικά είδη διατροφής όπως το σιτάρι, το κρασί και το λάδι παραμένουν σε χρήση από
χιλιετίες. Παράλληλα, πολλά εξωτικά είδη διατροφής εισάγονται σχετικά πρόσφατα και
αφομοιώνονται πλήρως, όπως το καλαμπόκι (αραβόσιτος), η ντομάτα και η πατάτα.
Κατά κανόνα, οι συνταγές προσαρμόζονται στα προϊόντα που παράγει ο κάθε τόπος, κάτι
που εξαρτάται κυρίως από τη γεωγραφική τοποθεσία, από το είδος του εδάφους και από τις
κλιματολογικές συνθήκες.
Αυτό που χαρακτηρίζει τη διατροφή των Μεσσηνίων και εν γένει όλων των Ελλήνων είναι ότι
βασίζεται στη Μεσογειακή Διατροφή. Ο όρος Μεσογειακή Διατροφή εκφράζει τη διατροφή
των λαών της Μεσογείου. Είναι βασισμένη στα προϊόντα της Μεσογειακής τριλογίας: την ελιά,
το σιτάρι και το σταφύλι, τα οποία μαζί με τα παράγωγά τους (λάδι, αλεύρι και κρασί)
αποτελούν τα χαρακτηριστικά της διατροφής και του πολιτισμού των λαών της Μεσογείου.
Κυρίαρχο ρόλο έχουν τα δημητριακά, το ελαιόλαδο, τα φρέσκα φρούτα και λαχανικά, τα άγρια
χόρτα, τα γαλακτοκομικά, τα ψάρια, τα όσπρια, το κρασί και η μικρή κατανάλωση κόκκινου
κρέατος, ζωικών λιπών, αυγών και γλυκών.
Έτσι, ο καλύτερος τρόπος για να κατανοήσουμε μια συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων είναι να
μελετήσουμε τα ήθη και τα έθιμα τους, τις παραδόσεις αλλά και τον τρόπο με τον οποίο
τρέφονται. Μέσω των τροφών που καταναλώνουν μπορούμε να προσδιορίσουμε τις
προτιμήσεις και τις συνήθειες τους, στοιχεία που συνθέτουν την ψυχοσύνθεσή τους.
Η παραδοσιακή κοινωνία από την περίοδο της Τουρκοκρατίας έως τον Δεύτερο Παγκόσμιο
Πόλεμο ήταν κυρίως αγροτοκτηνοτροφική και το γεγονός αυτό καθόριζε τα υλικά και τους
τρόπους παρασκευής και κατανάλωσης των τροφών. Η σχετική σταθερότητα των
παραδοσιακών τοπικών διατροφικών συνηθειών διαφοροποιείται και μεταβάλλεται όταν,
μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, αναπτύσσονται τα αστικά κέντρα, ο πληθυσμός των
οποίων είναι πρόθυμος να αποδεχτεί μαγειρικές εισαγόμενες από τη Δυτική Ευρώπη.
Ο ερχομός στην Ελλάδα των μικρασιατών προσφύγων (1922), οι οποίοι εγκαθίστανται στα
αστικά κέντρα αλλά και σε πολλές αγροτικές περιοχές του ελληνικού κράτους, έφερε νέες
διατροφικές συνήθειες, εμπλουτίζοντας το διαιτολόγιο με παραδοσιακά φαγητά των Ελλήνων
της Ανατολής.
Στη δεκαετία 1950-1960, όταν κορυφώθηκε η μετανάστευση και συγκεντρώθηκε ο αγροτικός
πληθυσμός στα αστικά κέντρα, ο τρόπος ζωής άλλαξε και μαζί μ’ αυτόν οι διατροφικές
συνήθειες. Η αυτοκατανάλωση που χαρακτήριζε σε σημαντικό βαθμό την παραδοσιακή
κοινωνία υποχώρησε μπροστά στην εμπορευματοποίηση των τροφίμων. Στην εγκατάλειψη
των παραδοσιακών διατροφικών συνηθειών συνέβαλαν επίσης το γρήγορο φαγητό, το οποίο
-183-

ταίριαζε καλύτερα στους ρυθμούς της ζωής στα αστικά κέντρα και η κυριαρχία των νέων
διατροφικών προτύπων, που προβάλλονταν από τα Μ.Μ.Ε μέσω ενός καταιγισμού
διαφημίσεων, που αφορούσαν τα προϊόντα διατροφής.

Οι βασικές τροφές

Άρτος
Ο άρτος ή ψωμί αποτελεί την βασική τρο-
φή για τους Έλληνες. Η εξασφάλισή του ση-
ματοδοτούσε και την εξασφάλιση της οικο-
γενειακής ευημερίας. Τα είδη του άρτου
που καταναλώνονταν από την παραδοσια-
κή αγροτοκτηνοτροφική οικογένεια ήταν
ποικίλα και εξαρτιόνταν από το είδος του
αλεύρου που χρησιμοποιούνταν για την
παρασκευή του (σιταρένιο, κριθαρένιο, α-
νάμικτο, καλαμποκίσιο κ.ά.), από το σχήμα
και το μέγεθος (σιμίτι, τσουρέκι, φραντζόλα
κ.ά.), από το βάρος (καρβέλι), από τη γεύση
Ψήσιμο χωριάτικου ψωμιού στον ξυλόφουρνο
ή τη σκληρότητα (αγένωτο, ανεβατό, ζεστό,
της γιαγιάς μου Ελένης Κακούρου στη
φρέσκο, μπαγιάτικο κ.ά.), από το ψήσιμο
Μεγάλη Μαντίνεια. [φωτ. Ι.Π. Κακούρος]
(πίτα, ανεβατό, λαγάνα, παξιμάδι κ.ά.), από
την περίσταση κατά την οποία καταναλώνεται (πασχαλινό, χριστουγεννιάτικο, γιορτινό,
γαμήλιο, πρόσφορο, για μνημόσυνα κ.ά.).Ο τρόπος παρασκευής του ψωμιού προσδιορίζει και
την ποιότητά του. Για τον λόγο αυτό κατά την προετοιμασία του ζυμώματος (ανάπιασμα του
προζυμιού) και κατά το ζύμωμα λαμβάνονται μέτρα «για να μη ματιαστεί» και δεν ανεβεί (δεν
φουσκώσει) η ζύμη. Π.χ. δεν πρέπει να το ζυμώσει γυναίκα που έχει έμμηνα, γιατί δε
φουσκώνει. Για ν’ ανεβεί το ζυμάρι, το βάζουν στην πινακωτή. Δεν δανείζουν τη νύχτα το
προζύμι, κ.ά. Η ανανέωση του προζυμιού γίνεται την παραμονή των Χριστουγέννων.
Τα καθημερινά ψωμιά πλάθονται σε
καρβέλια διαφόρων μεγεθών, ενώ τα
γιορτινά και γαμήλια σε διάφορα σχήματα
(κουλούρες, κουτσούνες, λαζαράκια κ.ά.) και
διακοσμούνται με το ίδιο το ζυμάρι ή και με
άλλα υλικά (κουφέτα, καρύδια, ρόδια κ.ά.).
Με την ισχυρή συμβολική αξία του ψωμιού
σχετίζονται οι δοξασίες ότι δεν πρέπει να
πέσει κάτω και να το πατήσουν ή ότι δεν
δανείζουν ψωμί το βράδυ, γιατί φεύγει η
δύναμη του σπιτιού κ.ά.
Οι άρτοι των μεγάλων εορτών όπως τα Απλωμένος τραχανάς.
Χριστούγεννα, η Πρωτοχρονιά και το Πάσχα, Χαρακτηριστικό τοπικό ζυμαρικό.
-184-

εκείνοι που προσφέρονται στη νύφη από τον γαμπρό ή στον ανάδοχο, καθώς και τα πρόσφορα
της εκκλησίας ζυμώνονται από καθαρό σιτάρι και με άφθονο σουσάμι και έχουν, όπως είδαμε,
διάφορα σχήματα και διακοσμούνται ανάλογα.

Παρασκευή σουσαμένιων κουλουριών.


Τα κουλούρια ετοιμάζονται μια εβδομάδα πριν το Πάσχα.
[φωτ. Ι.Π. Κακούρος]

Ελιές – Λάδι
Η Μεσσηνία είναι μια περιοχή που παράγει μεγάλες ποσότητες ελαιολάδου. Επομένως η
κατανάλωσή του ήταν μεγαλύτερη από εκείνη των περιοχών που το αγόραζαν, και εξαρτιόταν
από την οικονομική κατάσταση του καταναλωτή. Το λάδι χρησιμοποιούσαν απαραίτητα κατά
την περίοδο της νηστείας και για το άναμμα του καντηλιού στο εικονοστάσι. Εκτός από τη
διατροφή το ελαιόλαδο χρησιμοποιήθηκε για θεραπευτικούς σκοπούς (εντριβές, κατάποση
λαδιού κ.ά.).
Η διατροφική του αξία και οι θεραπευτι-
κές του ιδιότητες συντέλεσαν στη δημιουρ-
γία δοξασιών για την ιερότητα του λαδιού.
Έτσι οι παροιμιακές φράσεις: «με το λάδι κι
οι πέτρες τρώγονται», «το λάδι είναι του αν-
θρώπου η παρηγοριά» κ.ά. αποκτούν αδια-
μφισβήτητη σημασία.
Ο καρπός της ελιάς συντηρημένος με
ποικίλους τρόπους χρησιμοποιήθηκε ως
κύρια τροφή ή ως συμπλήρωμα σε όλο τον
ελληνικό χώρο, ακόμη και σε περιοχές που
δεν είχαν ελαιόδεντρα. Καθαρά Δευτέρα. Παραδοσιακή λαγάνα, ελιές
Καλαμών ή μπουράκλες και ξηροί καρποί.
[φωτ. Ι.Π. Κακούρος]
-185-

Κρέας
Η περιορισμένη κατανάλωση κρέατος είναι χαρακτηριστικό της μεσογειακής διατροφής, που
έχει αποδειχθεί επιστημονικά από γιατρούς και διατροφολόγους ότι αποτελεί πρότυπο
ισορροπημένης διατροφής για τον άνθρωπο.
Οι αγροτοκτηνοτροφικοί πληθυσμοί της Μεσσηνίας κατανάλωναν ελάχιστα κρέας.
Περιορίζονταν στην κατανάλωση πουλερικών, αιγοπροβάτων, χοίρων, τους οποίους εξέτρεφαν
απαραιτήτως για την εξασφάλιση του κρέατος και του λίπους, και κυνηγιού (λαγοί, ορτύκια,
κοτσύφια, πέρδικες κ.ά.).
Το βοδινό-μοσχαρίσιο κρέας καταναλωνόταν λιγότερο. Κρέας έτρωγαν απαραίτητα στους
γάμους, στις μεγάλες γιορτές και ορισμένες Κυριακές καθώς και σε πανηγύρια.

Όσπρια
Σημαντικό ρόλο στο διαιτολόγιο των Μεσσηνίων και ιδιαίτερα των αγροτικών περιοχών είχαν
τα όσπρια ήδη από τα βυζαντινά χρόνια.
Η εξασφάλισή τους με την παραγωγή τους ή την προμήθεια με ανταλλαγή ή αγορά ήταν
απαραίτητη για την οικιακή οικονομία. Το ενδιαφέρον για τη σπορά, τη συγκομιδή και την
αποθήκευση της βασικής αυτής τροφής, ιδιαίτερα των φασολιών είναι έντονο.
Τα είδη των οσπρίων είναι ποικίλα (φασόλια, λούπινα, ροβίτσα, κουκιά, ρεβίθια).
Στην κατανάλωση τους συντελούν και οι διάφορες περιστάσεις, όπως οι περίοδοι νηστείας.

Αβγό
Το αβγό της κατοικίδιας/οικόσιτης όρνιθας ήταν ιδιαίτερα συνηθισμένο και χρησιμοποιού-
νταν συχνά ως συμπλήρωμα της κύριας τροφής. Είναι συνδεδεμένο με πλήθος μαγικές
ενέργειες επειδή πιστεύεται ότι έχει ιδιαίτερη δύναμη, που μεταδίδεται σε ανθρώπους, ζώα
και φυτά εξαιτίας της ζωής που περικλείει. Τα πασχαλινά κόκκινα αβγά έχουν ιδιαίτερη
δύναμη. Έτσι τη Μεγάλη Πέμπτη το πρωί βάφουν τα αβγά και τοποθετούν το πρώτο στο
εικονοστάσι. Το χρησιμοποιούσαν ως φυλαχτό οι έγκυες γυναίκες. Με το τσούγκρισμα των
κόκκινων αβγών στο αναστάσιμο τραπέζι πιστεύεται ότι η ζωτική τους δύναμη μεταδίδεται
στους ανθρώπους.

Ψάρι
Στις παραθαλάσσιες περιοχές η κατανάλωση ψαριών διαφόρων ειδών (μπαρμπούνια,
παλαμίδα, σαρδέλες, τσίροι, μαρίδα, μπακαλιάρος, σκουμπρί κ.ά.) ήταν μεγάλη.
Σε απομακρυσμένες από τη θάλασσα περιοχές η κατανάλωση ψαριών ήταν θέμα
οικονομικής ευεξίας.
Τα ψάρια καταναλώνονταν φρέσκα ή συντηρημένα (παστά, αποξηραμένα κλπ.) και
μαγειρεύονταν με ποικίλους τρόπους.
Η κατανάλωση ψαριών ήταν επιβεβλημένη ορισμένες φορές από το εορτολόγιο (των Βαΐων,
του Ευαγγελισμού) ή τα έθιμα. Στις κηδείες και στα μνημόσυνα σε πολλές περιοχές
προσφέρουν ψάρια.
-186-

Γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα


Ο ρόλος της κτηνοτροφίας σε μια χώρα όπως η Ελλάδα που είναι κατά κύριο λόγο
γεωργοκτηνοτροφική, είναι φυσικό να είναι σημαντικός, με τα ανάλογα προϊόντα της, για τη
διατροφή του λαού.
Το γάλα κυρίως αλλά και τα άλλα προϊόντα, όπως το τυρί, η μυζήθρα, το βούτυρο κλπ., για τη
συντήρηση των οποίων απαιτείται μεγάλη φροντίδα, αποτελούν κύριες τροφές στην ιεραρχία
των διατροφικών συνηθειών.

Γίδες με τα κατσικάκια στο μαντρί. Οι κάτοικοι της Αβίας κατανάλωναν κυρίως κρέας
προερχόμενο από αιγοπρόβατα. Κάθε σπίτι διέθετε 3-4 γίδες. [φωτ. Ι.Π. Κακούρος]

Λαχανικά – χόρτα
Τα διάφορα λαχανικά και χόρτα, καλλιερ-
γούμενα ή άγρια, αποτελούν μια από τις πιο
συνηθισμένες τροφές των κατοίκων της
υπαίθρου, ιδίως σε περιοχές που παράγεται
λάδι. Η ποικιλία των είναι πολύ μεγάλη και οι
τρόποι παρασκευής και συντήρησης των
πολλοί και με μεγάλη παράδοση. Τα άγρια
χόρτα αποτέλεσαν πολλές φορές για τον
ελληνικό λαό τροφή ανάγκης.
Μαγειρεύονται με διαφόρους τρόπους και
Καθάρισμα άγριων χόρτων από τη Μεγάλη
διατηρούνται αποξηραμένα (ξερά χορταρικά,
Μαντίνεια. Επί τω έργω η γιαγιά μου
τομάτες, μελιτζάνες, πιπεριές κ.ά.), πολτοποι-
Σταυρούλα Μπελίτσου. [φωτ. Ι.Π. Κακούρος]
ημένα (πελτές τομάτας), τοποθετημένα σε
άρμη ή ξύδι (τουρσιά).

Νηστεία
Είναι γνωστό ότι η διατροφή ενός λαού συνδέεται στενά με τη θρησκευτική του πίστη και τις
λατρευτικές του συνήθειες και αυτό φαίνεται καθαρά από τους κανόνες, που έχουν θεσπιστεί
από την εκκλησία και σχετίζονται με τη λήψη ορισμένων τροφών ή την αποχή από άλλες
μόνιμα ή περιστασιακά.
Η νηστεία είναι συνάρτηση του θρησκευτικού βιώματος του αγροτικού πληθυσμού. Ήδη από
το 14ο αι μ.Χ. διάφοροι περιηγητές μας πληροφορούν για τις διατροφικές συνήθειες των
-187-
. .
Ελλήνων, (π.χ. την Τετάρτη δεν τρώνε ποτέ κρέας την Παρασκευή τρώνε μόνο ψάρι και λάδι οι
.
επίσκοποι νηστεύουν το κρέας σε όλη τη διάρκεια του έτους στις νηστήσιμες ημέρες δεν
τρώνε οτιδήποτε περιέχει αίμα).
Στον ελληνικό παραδοσιακό πολιτισμό, σύμφωνα με το θρησκευτικό εορτολόγιο,
παρασκευάζονται και καταναλώνονται συγκεκριμένες τροφές καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους.
Ως νηστεία εννοούμε την αποχή από ορισμένα είδη τροφών αλλά και ποτών, δηλαδή μια
διαφοροποίηση και τροποποίηση των διατροφικών συνηθειών για μια συγκεκριμένη χρονική
περίοδο. Η τήρηση της νηστείας αποτελεί μια αποδοχή και επιβολή του θρησκευτικού
βιώματος και την καθιστά ιδιαίτερα σημαντική ως πολιτισμικό φαινόμενο για τη διατροφή του
λαού. Στη διάρκεια των ημερών της εβδομάδας τηρείται η νηστεία κατά την Τετάρτη και την
Παρασκευή.

Σημαντικές περίοδοι νηστείας


Η νηστεία των Χριστουγέννων (Μικρή Σαρακοστή)
Η διάρκεια της νηστείας των Χριστουγέννων είναι σαράντα ημέρες και είναι γνωστή ως μικρή
Σαρακοστή. Διαρκεί από τις 15 Νοεμβρίου έως την παραμονή των Χριστουγέννων. Κατά την
περίοδο αυτή επιτρέπεται η κατανάλωση ιχθύος από τις 15 ως τις 17 Δεκεμβρίου, εκτός
Τετάρτης και Παρασκευής.

Η Μεγάλη Σαρακοστή
Το κυριότερο χαρακτηριστικό της Μεγάλης Σαρακοστής είναι η προετοιμασία των πιστών για
την Μεγάλη Εβδομάδα και την Ανάσταση, δηλαδή το Πάσχα. Ξεκινά από την Καθαρά Δευτέρα
και διαρκεί μέχρι το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου.
Την περίοδο αυτή απέχουν οι πιστοί από το κρέας, τα γαλακτοκομικά, τα αυγά και γενικά
από ουσίες που επιβαρύνουν τον ήδη καταπονημένο οργανισμό από την περίοδο του χειμώνα.
Θα διατηρηθεί μέχρι το Πάσχα με κατανάλωση ιχθύος μόνο του Ευαγγελισμού (25 Μαρτίου)
και το Σάββατο του Λαζάρου.
Η νηστεία της Μεγάλης Σαρακοστής είναι η αυστηρότερη. Νήστευαν ακόμη και οι έγκυες, οι
άρρωστοι και τα παιδιά. Σε πολλές περιοχές της χώρας η Σαρακοστή παριστάνεται ως μια
γυναίκα αδύνατη, αυστηρή και χωρίς στόμα, γιατί δε μπορεί να φάει, με εφτά πόδια, όσες
είναι και οι εβδομάδες μέχρι το Πάσχα. Την έφτιαχναν είτε από χαρτί είτε από ζυμάρι και την
κρεμούσαν στον τοίχο ή στο ταβάνι. Κάθε εβδομάδα έκοβαν από ένα πόδι και έτσι
προχωρούσε ο καιρός και πλησίαζε το Πάσχα.

Η νηστεία του Δεκαπενταύγουστου


Ο Αύγουστος ξεκινά και τελειώνει με νηστεία. Από 1 ως 14 Αυγούστου οι πιστοί νηστεύουν
για την εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, που θεωρείται αυστηρή νηστεία. Διακόπτεται
μόνο στις 6 Αυγούστου, εορτή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, όπου εκείνη την ημέρα
καταλύεται ψάρι.

Αποτομής της κεφαλής του Προδρόμου (29 Αυγούστου)


Την ημέρα αυτή, εορτή του Αγίου Ιωάννη του Αποκεφαλιστή, δεν τρώνε σχεδόν τίποτα, ούτε
λάδι. Πρόκειται για αυστηρή νηστεία και αποφεύγουν να τρώνε καρπούζι ή μαύρο σταφύλι ή
σύκο και γενικά όποιο τρόφιμο θυμίζει αίμα. Λόγω της αυστηρής νηστείας ονομάζεται και
Άγιος Ιωάννης Νηστευτής.
-188-

Η νηστεία του Τιμίου Σταυρού


Μια από τις σημαντικότερες εορτές και νηστείες είναι η Ύψωση του Τιμίου Σταυρού. Δεν
καταλύεται ούτε λάδι αυτή την ημέρα, επίσης, δεν τρώνε φρούτα μαύρου ή κόκκινου
χρώματος όπως σταφύλια και σύκα, γιατί θυμίζουν το αίμα του Χριστού.

Βιβλιογραφία
Αϊβαλιωτάκης Ν.Ε. 1942: Ο κάμπος της Μεσσηνίας και αι ορειναί λεκάναι, Αθήναι.
Δουλαβέρας Α.Ν. 2012: Όψεις του λαϊκού βίου στη Μεσσηνία κατά τον 19ο και 20ο αιώνα,
στο «Μεσσηνία: Συμβολές στην Ιστορία και στον Πολιτισμό της», επιστημ. επιμέλεια: Α.Ν.
Δουλαβέρας – Ι. Κ. Σπηλιοπούλου, Αθήνα: εκδόσεις Παπαζήση, 538-539.
Ήμελλος Σ.Δ. 1993: Ζητήματα παραδοσιακού υλικού πολιτισμού (ενδεικτικές επισημάνσεις),
Αθήνα: Σύλλογος προς διάδοσιν των ωφελίμων βιβλίων, 64-108.
Μέγας Γ. Α. 1956: Ελληνικαί εορταί και έθιμα της λαϊκής λατρείας, Αθήναι, 238-248.
Μέγας Γ. Α. 2012: Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας, Αθήνα: εκδόσεις Εστία.
Πολυμέρου-Καμηλάκη Α. – Καραμανές Ε. 2010: Οι νηστήσιμες τροφές στην ελληνική
παραδοσιακή διατροφή, στο Αρχαιολογία και Τέχνες, τεύχος 116, Σεπτέμβριος 2010, 19-27.
Ταγωνίδη-Μανιατάκη Ε. 2011α: Κορωνέϊκο Συμπόσιο. Παραδοσιακές συνταγές και έθιμα της
Κορώνης, (επιμ.) Βίκη Ιγγλέζου, Αθήνα: Μανιατάκειο Ίδρυμα, 15-30.
Ταγωνίδη-Μανιατάκη Ε. 2011β: Μεσογειακή διατροφή και Μεσσηνία. Η περίπτωση της
Κορώνης, στο Μεσσηνιακό Ημερολόγιο, τόμος Ε΄, 161-168.

-ο-ο-ο-

Το γλυκό νεραντζάκι. Τα κομμένα φλούδια Τα ψητά του γάμου, Μεγ. Μαντίνεια, δεκ. ’60.
ράβονται σε αρμαθιά για να πάρουν καμπύλο Από αριστερά: Γιώργος Κοζομπόλης,
σχήμα, πριν μπουν στην κατσαρόλα. ο μικρός Γιώργος Ψαρρέας, άγνωστος,
Αγγελική Μπελίτσου, Φεβρουάριος 2005. Παναγιώτης Ψαρρέας, Πότης Μπελίτσος.
[φωτ. Ηλ. Κοτσόβολος]
-189-

Σχολεία και δάσκαλοι


Η πρωτοβάθμια εκπαίδευση

Στην ευρύτερη περιοχή ξέρουμε πως στους Δολούς υπήρχε σχολείο από το 18ο αιώνα. Το
1829 λειτουργούσαν σχολεία στο Αρμυρό και στον Κάμπο. Ίσως υπήρξε και στη Μαντίνεια σχο-
λείο επί τουρκοκρατίας αλλά δεν υπάρχουν τεκμήρια για να το επιβεβαιώσουμε. Η παλαιότε-
ρη μαρτυρία που έχουμε είναι πως το 1826 ο μητροπολίτης Ζαρνάτας Γαβριήλ Φραγκούλης
λειτούργησε σχολείο στη Μεγ. Μαντίνεια. Πιθανόν συνέχισε να διδάσκει περιστασιακά ως το
1849 που απεβίωσε. Δεν είναι γνωστό αν το πρώτο αυτό σχολείο είχε δημόσιο χαρακτήρα ή ό-
σοι φοιτούσαν πλήρωναν κάποιου είδους δίδακτρα. Πάντως υπήρχε ενδιαφέρον για τα γράμ-
ματα, ακόμα και από κορίτσια του χωριού, καθώς το 1843 στο Δημοτικόν Σχολείον Κορασίων
της Καλαμάτας μεταξύ των 70 μαθητριών υπήρχαν έξι από οικογένειες της Μαντίνειας: Μελ-
πομένη (14 ετών) και Αρετή Καπετανάκη (16), Βαρβάρα (13) και Θεώνη Τζάνε (10), Ελένη Φρα-
1
γκούλη (10) και Δαρεία Παγώνη (7).
Το 1858 υπήρχε κρατικό δημοτικό σχολείο καθώς διορίστηκε στη Μεγ. Μαντίνεια ο δημοδι-
δάσκαλος Γεώργιος Κουκέας. Η ίδια χρονολογία είναι χαραγμένη στον αλειτούργητο ναό της
Ευαγγελίστριας που χρησίμευε ως σχολικό κτίριο. Το 1883 είχε 25 ενεργούς μαθητές από 60
εγγεγραμμένους αλλά καμία μαθήτρια! Ούτε το 1891 είχε μαθήτριες! Κορίτσια άρχισαν να
φοιτούν στις αρχές του 20ου αιώνα, ίσως από το 1912, χρονιά που η Ευθυμία Ι. Κοτσώνη (σύζ.
Σπ. Γεωργουλέα) πήγε στο σχολείο σε ηλικία δέκα ετών. Σε φωτογραφία του 1917 υπάρχουν
22 αγόρια και 16 κορίτσια. Είναι γνωστά κάποια ονόματα δασκάλων αλλά το σχολείο δεν είχε
συνεχή λειτουργία. Π.χ. το 1907-08 δεν είχε δάσκαλο και τα παιδιά πήγαν σχολείο στη Μικρή
Μαντίνεια. Το αντίστροφο συνέβη τη δεκ. ’30. Συχνά λειτουργούσε με έναν ντόπιο εγγράμματο
γραμματοδιδάσκαλο, όπως τον παπά-Ιωάννη Φραγκούλη και έπειτα το γιο του Χριστόδουλο.

«Στοιχειώδεις Πρακτικαί Οδηγίαι περί


διδασκαλίας μαθημάτων», 1881. Βιβλίο
του δάσκαλου και ιερέα (Οικονόμου) της
Μεγ. Μαντίνειας Ιωάννη Φραγκούλη.
[αρχείο Πάρη Γιαννίκου]

Τα σχολεία ήταν τετρατάξια. Το ωράριο ήταν: 08:00-12:00, διάλειμμα για φαΐ, 13:30-16:45
και μετά το Πάσχα 07:00-11:00, 14:00-18:15. Διδάσκονταν όλοι: ιερά ιστορία, αριθμητική, φυ-
σικά μαθήματα, καλλιγραφία, ιχνογραφία, μουσική, απαγγελία ποιημάτων, γυμναστική και εγ-
χώρια ασκητικά του σώματος παιχνίδια (κρυπτόν ή κρυφτούλι, αμπάρα, ποντικάκι με τη γάτα,
.
πήδημα, δίσκος, αβγατιστής, τυφλόμυια) οι μικρές τάξεις: ανάγνωσις, γραφή, χαρτουργήματα
.
και μικροξυλουργήματα, πραγματογνωσία οι μεγάλες: ανάγνωσις μεθ’ ερμηνείας και γραμμα-
1
Ρέππας: σσ. 286-291.
-190-

τικής αναλύσεως, έκθεσις του προδιδαχθέντος μαθήματος, γραμματικαί ασκήσεις, ιερά κατή-
χησις, ελληνική ιστορία, γεωγραφία, πινακογραφία, αριθμητικαί ασκήσεις περί νομισμάτων,
μέτρων και σταθμών. Κάθε Τετάρτη απόγευμα «καιρού συγχωρούντος γίνεται εκδρομή εις τα
πέριξ χωρογνωστική και φυσιογνωστική» και το Σάββατο το απόγευμα «ερμηνεία περικοπών
του Ευαγγελίου και των Επιστολών και ιδίως των κατά την προσεχή Κυριακήν αναγνωσθησομέ-
νων, είτα οδηγία εις τον Εσπερινόν».1
Μετά το 1912 τα δημοτικά σχολεία έγιναν εξατάξια μικτά και ο μαθητικός πληθυσμός αυξή-
θηκε. Το 1940 προήχθησαν ή απολύθηκαν 13 παιδιά. Το 1955 είχε 40 μαθητές και το 1970 πε-
ρίπου 35. Το 1960 μεταστεγάστηκε σε κτίριο που δώρισε η Αντιγόνη Αβράμη στη μνήμη του
συζύγου της Στυλιανού. Το σχολείο της Μεγ. Μαντίνειας λειτούργησε ως το 1991-92.
Το 1919, με πρωτοβουλία του προέδρου της κοινότητας Αλέξ. Μανδραπήλια, ιδρύθηκε σχο-
λείο και στην Παλιόχωρα, για να εξυπηρετήσει τους κατοίκους της παραλίας. Στεγάστηκε στην
οικία Μπακετέα. Το 1922 κτίστηκε σχολείο σε οικόπεδο που δώρισε ο Βασίλειος Φραγκούλης.
Το 1970 το παλιό κτίριο κατεδαφίστηκε και κτίστηκε νέο. Το 1923-24 είχε 40 παιδιά. Το 1959
είχε μόνο 7 και δεν λειτούργησε. Το 1971 είχε 26, ενώ στις αρχές της δεκ. ’80 είχε 9 μαθητές.
Τα σχολεία της Μεγ. Μαντίνειας και της Παλιόχωρας λειτούργησαν πάντα ως μονοθέσια, με
έναν δάσκαλο για όλες τις τάξεις. Καταργήθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του ’90 λόγω ελλεί-
ψεως μαθητών, παρά το ότι στην Παλιόχωρα έρχονταν και παιδιά από τις Κιτριές. Βασική αιτία
ήταν η μείωση και η γήρανση του πληθυσμού. Επιπλέον τα μονοθέσια σχολεία είχαν κλείσει
τον κύκλο τους καθώς πρόσφεραν περιορισμένες εκπαιδευτικές δυνατότητες. Ήδη αρκετοί γο-
νείς προτιμούσαν να γράφουν τα παιδιά τους σε πολυθέσια, στη Βέργα ή στην Καλαμάτα, πα-
ρά το ότι ακόμα λειτουργούσαν τα δύο σχολεία της κοινότητας.
Στη συνέχεια παρατίθενται κάποια χρονολογικά στοιχεία με όσα ονόματα εκπαιδευτικών κα-
2
τέστη δυνατόν να συγκεντρωθούν από πηγές και από μαρτυρίες.

Σχ ο λ είο Μ εγ ά λη ς Μ αντ ί νει ας


1826-[;]: Γαβριήλ Φραγκούλης, μητροπολίτης Ζαρνάτας [ίσως δίδασκε ιδιωτικά].
1858: Γεώργιος Κουκέας [διορίστηκε από το Υπουργείο].
ως 1884 [κατά διαστήματα]: Ιωάννης Χρ. Φραγκούλης, ιερέας [γραμματοδιδάσκαλος].
1884-1890: Παυσανίας Ι. Σπεντζούρης.
ως 1900 [κατά διαστήματα]: Νικολούτσος Ι. Μανέας [γραμματοδιδάσκαλος].
ως 1917 [κατά διαστήματα]: Χριστόδουλος Ι. Φραγκούλης [γραμματοδιδάσκαλος].
Δεκαετία 1900-10: Χαρίλαος Π. Κουμουτσέας [υποδιδάσκαλος].
20ος αιώνας (αρχές): Γουδέλης.
20ος αιώνας (αρχές): Ερμήλιος.
20ος αιώνας (αρχές): Χριστέας.
1917 [τουλάχιστον]-1922: Παναγιώτης Παπαδόπουλος από τους Δολούς.
20ος αιώνας: παπά Άγγελος Ρουμπέας από τους Δολούς.
20ος αιώνας: Κλεοπάτρα Ηλ. Καντιάνη από τον Κάμπο.
20ος αιώνας: Ερασμία Λαμπρέα από το Κουτήφαρι.
1924-25 περίπου: Άννα Τζανή από Εύβοια.

1
Πετρίδης: 1881, «Πρόγραμμα διδασκαλίας μαθημάτων Δημοτικού Σχολείου» [ένθετος πίνακας].
2
Καπετανάκης: 1996, σσ. 237-240, 282-283, 340-341 και μαρτυρίες από: Ανδρέα Σπ. Γεωργουλέα, Χρήστο
Ι. Γεωργουλέα, Ηλία Κοτσόβολο, Γεωργία, Σούλα και Αθηνά Ηλ. Κοτσόβολου, Τάκη Γ. Μανέα, Αργυρούλα
Μπελίτσου, Γεωργία και Βούλα Κ. Μπελίτσου, Νίκο και Τούλα Π. Μπελίτσου, Κατίνα Γ. Πουλέα, Τάκη
Πουλέα, Γεωργία, Μαριάνθη και Γιώργη Σκιά, Λάμπρο Χανδρινό κ.ά.
-191-

1926-1936 [περίπου]: Χαρίλαος Κουμουτσέας.


1936-1939: Γεώργιος Μπασακάρος από Δολούς.
1939-1943 [απεβίωσε]: Σταύρος Ταμπουρέας α-
πό το Ξεχώρι.
1944-45: Ερασμία[;] Κατσουλέα από Μάνη.
1945-46: Πανταζόπουλος, Μεσσήνιος [κατηγο-
ρήθηκε ως αριστερός και απομακρύνθηκε].
1946-47 [χωρίς δάσκαλο]: Φοίτησαν στην Παλι-
όχωρα μαζί με το Σχολείο Σωτηριανίκων.
1947-48: Γεωργία Αθ. Τσιλιβή από τον Κάμπο.
1949[;]-1952: Ντίνα Παπαδογιάννη από το Δια-
βολίτσι. Εκδρομή με το δάσκαλο Ν. Παπαδόπουλο στο
Πέστι (Ακρογιάλι) συνοδεία γονέων.
1952-53: Γεώργιος Κυριαζόπουλος.
1953-54: Ευάγγελος Παλιατσέας από Καρδαμύλη. Ήταν ηλικιωμένος και ό-
ποτε αδυνατούσε, τον αντικαθιστούσαν οι δύο εγγράμματοι γιοι του.
1954-60 [συνταξιοδοτήθηκε]: Νικ. Παπαδόπουλος από Τρίκορφο Μεσσην.
1960-1968: Κωνσταντίνος Στυλ. Αβράμης1, Ζυμής Γεώργιος.
1968-69: Αθανάσιος Καραμάνος.
1969-70: Αναστάσιος Παπαζήσης.
1970-1972: Εμμανουήλ Δερμιτζάκης από την Κρήτη.
1972-73: Κωνσταντίνος Μπακαΐμης.
1973-1992: άγνωστοι.

Κων. Αβράμης

Το κτίριο του δημοτικού σχολείου


Μεγ. Μαντίνειας από 1960 ως 1992.
Δωρεά της Αντιγόνης Αβράμη,
εις μνήμην του συζύγου της Στυλιανού.

Σφραγίδες της δεκ. ’60


του Δημοτικού Σχολείου
και της Σχολικής Εφορείας
Μεγάλης Μαντίνειας.

1
Το 1968 ο Κων. Αβράμης παύθηκε από το δικτατορικό καθεστώς, όταν ο αδερφός του Γεώργιος (Αγνός)
συνελήφθη ως μέλος της αντιστασιακής ομάδας του Αλέξανδρου Παναγούλη.
-192-

Δημοτικό Σχολείο Μεγάλης


Μαντίνειας, Ιούνιος 1940.
Οι 13 μαθητές και μαθήτριες με
τα ενδεικτικά ή τα απολυτήριά
τους γύρω από το δάσκαλο
Σταύρο Ταμπουρέα.

Δημοτικό σχολείο Μεγ.


Μαντίνειας. Γιορτή 28ης
Οκτωβρίου 1955.
Ο δάσκαλος Νικόλαος
Παπαδόπουλος και τα 40
παιδιά του σχολείου.
[αρχείο Τάκη Γ. Μανέα, που
στέκεται μπροστά στο δάσκαλο
με ένα βιβλίο στο χέρι]

Δημοτικό σχολείο Αλτομιρών, καλοκαίρι 1957, με 23 παιδιά. Δεξιά καλοντυμένα για τη γιορτή του
Δεκαπενταύγουστου. Στα ορεινά Αλτομιρά σχολείο αναφέρεται από το 1875 και ήταν θερινό: από
Μάρτιο ως Οκτώβριο, διότι οι κάτοικοι ήταν κτηνοτρόφοι και ξεχείμαζαν στα πεδινά. Μεταπολεμικά
ξαναλειτούργησε το 1955 ως το 1960, έπειτα από ενέργειες του ιερέα και δάσκαλου Κωνσταντίνου
1
Ψαρρέα. Μετέπειτα πάρα πολλοί Αλτομιριανοί εγκαταστάθηκαν μόνιμα στη Μεγ. Μαντίνεια.

1
Μπελίτσος: 1998, σσ. 322-323.
-193-

Σχ ο λ είο Π α λιό χω ρας Α β ίας


1919[;]-1922: Νικόλαος Κομηνέας από τη Μάλτα (Βαρούσι).
1922-1924 [τουλάχιστον]: Παναγιώτης Παπαδόπουλος από τους Δολούς.
Δεκαετία ’20: Νικόλαος Ξανθάκος.
Πριν το 1934: Γεώργιος Μπασακάρος από τους Δολούς.
1934-1937: Κωνσταντίνος Ταβουλαρέας από τη Μάνη.
1937-1953: Επαμεινώνδας Μπασέας από το Ξεχώρι Μάνης.
1953-54 [δύο δασκάλες διαδοχικά]: Τσερπέ-Μανίνου, Πουλέα από τη Σέλιτσα.
1954-1956: Επαμεινώνδας Μπασέας.
1956-57: Πουλέα.
1957-58: Βαφειάδου σύζ. Μπουντά.
1958-59: Μπουντάς.
1959-60 [χωρίς δάσκαλο]: είχε μόνο επτά παιδιά που φοίτησαν στη Μικρή Μαντίνεια.
1961-62: Μπουντάς.
1962-63: Αντώνιος[;] Πετρόπουλος.
1963-1965: Αναστόπουλος
1965-1967: Γεώργιος Μουργής από την Αλαγονία σύζ. Κατίνας Θ. Λεουτσέα.
1967-68: Ευθυμία Τσαούση από Καλαμάτα.
1968-69: Χατζής.
1969-1971: Γεώργιος Μουργής.
1971-72 [τρεις δασκάλες διαδοχικά]: Μάρθα Ανδριτσοπούλου, Σταυρούλα Κλείδωνα,
Γεωργία Φωτεινάκη σύζ. Σωτ. Κοκκινέα.
1972-1975 [τουλάχιστον]: Χρήστος Κουντάνης από τη Γορτυνία.
1976-1986[;]: Δημήτριος[;] Σταθόπουλος από την Καλαμάτα.
1986[;]-1989: Γεωργία Φωτεινάκη.

Σχολείον Παλαιοχώρας Αβίας, 24 Μαΐου 1924.


Η πιο παλιά γνωστή σχολική φωτογραφία από την Παλιόχωρα.
Ο δάσκαλος Παναγιώτης Παπαδόπουλος και 34 παιδιά, αγόρια και κορίτσια.
[φωτ. αρχείο Λάμπρου Π. Κοτσώνη]
-194-

Αλμυρό, 1955 περίπου. Κοινή εκδρομή των δημοτικών Παλιόχωρας και Μικρής Μαντίνειας.
Εικονίζονται 34 παιδιά, στην πλειοψηφία κορίτσια. Στη μέση οι δάσκαλοι:
Βαφειάδου-Μπουντά (Μικρής Μαντίνειας) και Νώντας Μπασέας (Παλιόχωρας).
[φωτ. αρχείο Τάκη Πουλέα]

Μαθήτριες γυμνασίου με ποδιά (1947): Μαθητές γυμνασίου με πηλίκιο (17/4/1948):


Βούλα Γ. Μανέα, Χριστίνα Αγγελέα. Λάμπης Ν. Γεωργουλέας, Γιώργης Θ. Μπελίτσος.
-195-

Η δευτεροβάθμια εκπαίδευση

Η πρόσβαση σε σχολείο μέσης εκπαίδευσης για τους απόφοιτους των δύο δημοτικών σχολεί-
ων της Αβίας ήταν δύσκολη και δαπανηρή μέχρι τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Καθώς
δεν υπήρχε τακτική συγκοινωνία, όσοι πήγαιναν στο Γυμνάσιο νοίκιαζαν σπίτι στην Καλαμάτα.
Κάθε Σάββατο απόγευμα έρχονταν στο χωριό για ανεφοδιασμό και επέστρεφαν τη Δευτέρα τα
ξημερώματα, με τα πόδια φυσικά. Επίσης, οι γονείς έστελναν καλάθια με διάφορα εφόδια:
ψωμί, τυρί, παξιμάδια, λάδι, αυγά, όσπρια κ.ά.
Παρά τις δυσκολίες αναφέρονται αρκετοί Μαντιναίοι σε δευτεροβάθμια σχολεία ακόμα και
πριν από τη δημιουργία του Ελληνικού κράτους, όπως οι ιεράρχες Χρύσανθος και Γεράσιμος
Παγώνης που φοίτησαν στη Σχολή Μελέ Αλαγονίας και ο Γαβριήλ Φραγκούλης, ο οποίος ως ι-
1
δρυτής σχολείου στη Μεγ. Μαντίνεια ασφαλώς είχε εκπαίδευση ανώτερη της στοιχειώδους.
Το 1834 ο ιερομόναχος Διονύσιος Σασανάς «αφού έμαθε τα Κοινά εις τον τόπον του, εσπούδα-
σε δε και Ελληνικά εκ διαλειμμάτων», φοίτησε ως οικότροφος στο Κεντρικό Σχολείο Αίγινας και
2
αργότερα στα Γυμνάσια Ναυπλίου και Αθηνών. Το 1849-50 ο Αναγνώστης Χρ. Φραγκούλης (ο
μετέπειτα ιερεύς Ιωάννης) φοιτά στη Σπάρτη, μάλλον σε ιερατική σχολή καθώς σώζονται δικά
του μαθηματάρια με εκκλησιαστικά άσματα και μετάφραση λόγου του Μεγ. Βασιλείου.
Το 1860 ιδρύθηκε το Ελληνικό Σχολείο Κάμπου αλλά δεν είναι γνωστό αν φοίτησαν εκεί Μα-
ντιναίοι. Στο Ελληνικό Σχολείο Καλαμάτας φοίτησαν το 1864 ο Αναστάσιος Κοντουλέας (και έ-
πειτα στο Γυμνάσιο Γυθείου) και το 1868 ο Χαρίλαος Γ. Καπετανάκης. Στο Ελληνικό Σχολείο
Σπάρτης φοίτησαν ο Παναγιώτης Κουμανταρέας το 1866-70 (και στο Γυμνάσιο) και ο Νικήτας
3
Κοκκινάκης το 1890. Ως τα τέλη του 19ου αιώνα ευάριθμοι κάτοικοι της Μεγ. Μαντίνειας [όχι
εκ καταγωγής Μαντιναίοι που ζούσαν αλλού] έκαναν ανώτατες σπουδές, γεγονός που σημαί-
4
νει πως φοίτησαν σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες . Είναι γνωστοί οι νομικοί: Νικόλαος Π.
Καπετανάκης, Δημήτριος Ηλ. Καπετανάκης, Γεώργιος Σωτ. Δικαιάκος, Παναγιώτης Γ. Κωνσταντι-
.
νίδης, Αναστάσιος Γ. Μανδραπήλιας, Γεώργιος Χρ. Φραγκούλης οι ιατροί: Γεώργιος Π. Κωνστα-
.
ντινίδης, Στυλιανός Ηλ. Γεωργιτσέας οι εκπαιδευτικοί: Αναστάσιος Π. Κωνσταντινίδης, Χαρίλα-
.
ος Κουμουτσέας, Νικολούτσος Μανέας, Παυσανίας Σπεντζούρης, Χριστόδουλος Ι. Φραγκούλης
οι ανώτατοι κρατικοί υπάλληλοι: Γεώργιος Ι. Μανέας, Χάιδος Νικητάκης, Γεώργιος Θ. Σπεντζού-
ρης και άλλοι Μαντιναίοι, των οποίων σώζονται σχολικά βιβλία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης,
όπως: Παναγιώτης Ι. Φραγκούλης, Στυλιανός Ι. Τυρέας κλπ.

Αυτόγραφα μαθητών σε σχολικά βιβλία: Στυλιανός Ι. Τυρέας 1887. Παναγιώτης Ι. Φραγκούλης


1885. Γρηγ. Θ. Μπελίτσος [1892], Γεώργιος Κοζομοπόλης [1892].

1
Καπετανάκης: 1996, σσ. 155, 162, 167-168.
2
Κόκκωνας: 1997, σσ. 267, 378, 741, 745, 748, 761, 773.
3
Γαβαλά: 2002, σ. 150, Γαβαλά: 2006, σσ. 11, 17.
4
Καπετανάκης: 1996, σσ. 240-241 κ.ά.
-196-

Μαθηματάριο βυζαντινής μουσικής του ιερέα


Ιωάννη Χρ. Φραγκούλη από τη φοίτησή του στη
Σπάρτη, το 1849-50, σε ιερατική σχολή. Η πρώτη
και η τελευταία σελίδα. [αρχείο Πάρη Γιαννίκου]

ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ εκκλησιαστικών ασμάτων.


Εμπεριέχον εκ των ευήχως και εμμελώς δεόντα
ψάλλεσθαι άσματα της ορθοδόξου ανατολικής
Εκκλησίας. Συλλεχθέν εκ διαφόρων μουσικών
βιβλίων, κ΄ χειρογραφηθέν παρ’ εμού του
κτήτορος Αναγνώστ. Χ. Φρακούλη Μανδεινίου.
Εν Σπάρτη 1849.

Τέλος του τρίτου και τελευταίου τόμου του


παρόντος ανθολογίου. 1850 Ιανουαρίου 27.
Εν Σπάρτη. Αναγνώστου Φραγκούλη.

Αυτόγραφα μαθητών σε βιβλία αρχαίων [μέσης εκπαίδευσης]

Αυτό το βιβλίον είνε του μαθητού


Γρηγορίου Θεοδώρου Μπελίτσου
έτος 1892. Αυτό το βιβλίον είνε
του Θουκυδίδου…

Αυτό είναι κτήμα μου


αγορασθέν με χρήμα μου
και όποιος θέλει να το πάρη
τον σταυρόν του πρέπει να κάνει.
[σε βιβλίο: Λυσίου Λόγοι]
-197-

Στιγμιότυπα από το «σήμερα»

Παλιόχωρα, 28η Οκτωβρίου 2011. Τρισάγιο και κατάθεση στεφάνου. Ο παπά-Μιλτιάδης,


ο πρόεδρος της κοινότητας Βαγγέλης Αβράμης και οι λιγοστοί μόνιμοι κάτοικοι δεν ξεχνούν
τους πεσόντες για την ελευθερία προγόνους.

Μεγάλη Μαντίνεια, Δεκαπενταύγουστος 2016.


Αρτοκλασία στο προαύλιο του ναού από τον παπά-Μίλτο Σπυρόπουλο
-198-

Ο Άγιος Νικόλαος του Πατσούρου

Τα ερημοκλήσια της Παλιόχωρας

Ο περιπατητής των εξοχικών περιοχών, στο διάβα του, συχνά συναντά χαλάσματα σε
απρόσμενα σημεία, τα οποία υποδηλώνουν την ανθρώπινη παρουσία σε παλιότερες εποχές.
Τα χαλάσματα αυτά συνήθως παρουσιάζουν εικόνα εγκατάλειψης και ερήμωσης, αλλά ο
προσεκτικός παρατηρητής μπορεί να εξάγει κάποια συμπεράσματα για την αλλοτινή χρήση
των ερειπίων που ανακαλύπτει, αν μάλιστα συνδυάσει την επιτόπια παρατήρηση με κάποια
μικρή έρευνα είτε στη βιβλιογραφία είτε στην τοπική προφορική παράδοση.
Δύο τέτοια μνημεία, τεκμήρια παλιότερης ανθρώπινης παρουσίας, τα οποία βρίσκονται στην
αγροτική περιφέρεια που περιβάλλει τον οικισμό της Παλιόχωρας, είναι τα ερειπωμένα
εκκλησάκια: Άγιος Νικόλαος Πατσούρου και Παναγίτσα Πρινέα. Σε παλιό εξωκλήσι, το οποίο
σήμερα είναι εξαφανισμένο, παραπέμπει επίσης το εκκλησιωνύμιο «Αγία Παρασκευή» που
ακούγεται μέσα στον οικισμό. Στην ίδια περίπου θέση, μέσα σε μια σπηλιά, έχει φτιαχτεί το
νεότερο εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής Βραχο-Σπηλιανής από τον ιδιοκτήτη της έκτασης
Ιωάννη Παν. Γεωργουλέα (Παπαδόγιαννη).
Ερειπωμένο εκκλησάκι αναφέρεται ότι υπήρχε παλιότερα στην περιοχή του γειτονικού
οικισμού Αρχοντικό, κοντά στην ιδιοκτησία της οικογένειας Στυλιανού Σπανέα. Σήμερα δεν
υπάρχει. Επίσης, ως τα μέσα της δεκαετίας ’60, στη Σάνταβα σώζονταν τα ερείπια της Αγ.
Ειρήνης, τα οποία διακρίνονται σε παλιές αεροφωτογραφίες.

Άγιος Νικόλαος Πατσούρου


Η τοποθεσία
Η ακρογιαλιά της Παλιόχωρας βρίσκεται στη θέση όπου στην αρχαιότητα και στη ρωμαϊκή ε-
ποχή δέσποζε η πόλη της Αβίας και στα ύστερα βυζαντινά χρόνια η Μαντίνεια των Παλαιολό-
1
γων και των Ενετών . Στα νότια του σημερινού οικισμού και μετά την ακρογιαλιά της Παλιόχω-
ρας υπάρχουν συνεχόμενες δαντελωτές ακρογιαλιές, από τις οποίες κάποτε διερχόταν ένα δύ-
σβατο παραλιακό μονοπάτι, το οποίο οδηγούσε στο σημερινό οικισμό Ακρογιάλι. Μέχρι πρό-
σφατα το μονοπάτι αυτό σε αρκετά σημεία της διαδρομής ήταν αδιάβατο, αφενός λόγω των
κατολισθήσεων των βράχων της ακτής και αφετέρου λόγω της ανόδου της στάθμης της θάλασ-
σας. Παραδοσιακά, και ως το 1950 περίπου, όλη η παραλιακή ζώνη αποτελούσε οικονομικό
χώρο των κατοίκων του κοντινού μεσογειακού οικισμού Μεγ. Μαντίνεια. Οι Μεγαλομαντιναίοι
διατηρούσαν στην περιοχή κατοικίες, ελαιοχώραφα, συκοχώραφα, συκόσπιτα και περιβόλια.
Μετά την Παλιόχωρα, λοιπόν, και πηγαίνοντας νότια συναντάμε πρώτα την ακρογιαλιά της
Πορτέλας και στη συνέχεια την ακρογιαλιά του Πατσούρου, όπου βρίσκεται το υπό εξέταση ε-
ρημοκλήσι. Η συγκεκριμένη ακρογιαλιά οφείλει το όνομά της στον Ιωάννη Πατσούρο από το
Νομιτσί της Μάνης, ο οποίος εγκαταστάθηκε εκεί στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν νυμφεύθηκε
θυγατέρα μαντιναίικης οικογένειας. Αν αγόρασε την έκταση ή την έλαβε ως προίκα δεν γνωρί-

1
Καπετανάκης: 1996, σσ. 23 κ.επ. και 31 κ.επ.
-199-

ζουμε. Γεγονός είναι, ότι έχτισε ένα μικρό δίπατο σπίτι και δημιούργησε ένα μικρό αγρόκτημα
με ποτιστικά είδη, δεδομένου ότι στην περιοχή υπάρχει, και πιθανόν προϋπήρχε, ένα πηγάδι
με άφθονο νερό. Τα παιδιά του εγκατέλειψαν την περιοχή, μεταναστεύοντας αλλού και δεν
1
διατηρούν πλέον σχέσεις με το χωριό . Κατά τη διάρκεια της Κατοχής και την αμέσως επόμενη
χρονική περίοδο, στο σπίτι αυτό κατοίκησε η πολυμελής οικογένεια του Μιχαήλ Λαγουδάκου.
Μεταπολεμικά σπίτι και κτήμα ενοικιάστηκαν από την οικογένεια Σωτ. Παπαδέα. Όμως απέ-
μεινε το τοπωνύμιο του Πατσούρου τα βράχια, που θυμίζει τον αρχικό ιδιοκτήτη.

Αριστερά: η ερημική ακρογιαλιά με το σπίτι του Πατσούρου.


Δεξιά: ο ερειπωμένος Άγιος Νικόλαος.

Ιστορικές πληροφορίες
Στις παρυφές του αγροκτήματος, σε απόσταση εκατό μέτρων περίπου από την ακτή, βρίσκο-
νται τα ερείπια του εξωκλησιού του Αγ. Νικολάου. Το παρελθόν του εξωκλησιού χάνεται στην
αχλύ του χρόνου. Πάντως υπήρχε πριν εγκατασταθεί στην περιοχή ο Ι. Πατσούρος, διότι ανα-
φέρεται το 1805 από έναν Άγγλο περιηγητή, όπως θα δούμε παρακάτω. Η αφιέρωσή του στον
προστάτη των ναυτικών Άγ. Νικόλαο πιθανότατα οφείλεται στο παραθαλάσσιο της τοποθεσί-
ας. Ίσως τα παλιότερα χρόνια το εξωκλήσι, σε συνδυασμό με το κοντινό πηγάδι, αποτελούσε
τόπο προσωρινού ελλιμενισμού και ανεφοδιασμού με νερό για τα περαστικά καΐκια. Πότε α-
κριβώς χτίστηκε, δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί. Οι παλιότεροι κάτοικοι της περιοχής δεν
θυμούνται το εξωκλήσι να λειτουργιέται. Το θυμούνται ερειπωμένο, με ένα καντήλι να καίει
πάντα στην κόγχη του ιερού του, όπως και σήμερα. Πιθανότατα βρίσκεται σε ερειπωμένη κα-
τάσταση πάνω από διακόσια χρόνια, διότι έτσι αναφέρεται το 1805.
Συγκεκριμένα ο Άγγλος περιηγητής William Gell επισκέφτηκε την περιοχή το Μάρτιο του
1805 και κράτησε λεπτομερείς σημειώσεις για τη διαδρομή Καλαμάτας-Κιτριών. Τις παρατηρή-
σεις του μετέφερε σε τουριστικό οδηγό, τον οποίο εξέδωσε το 1817 και αργότερα σε περιηγη-
2
τικό κείμενο, το οποίο δημοσίευσε το 1823 στο Λονδίνο . Στον τουριστικό οδηγό του αναφέρει,
ότι τέσσερα λεπτά της ώρας μετά την Παλιόχωρα συνάντησε μία εκκλησία δίπλα σε μία λαγκα-
3
διά, την οποία η Σοφία Καπετανάκη εύστοχα ταυτίζει με το εξωκλήσι του Αγίου Νικολάου .
Στο περιηγητικό του βιβλίο ο W. Gell σημειώνει για την ίδια τοποθεσία:

1
Καπετανάκης: 1996, σ. 555.
2
Καπετανάκη: 1990, σσ. 499-500. Καπετανάκης: 1996, σ. 107.
3
Καπετανάκη: 1990, σσ. 504 (χάρτης) και 511 (σημ. 1).
-200-

«Περάσαμε και άλλη μία εγκαταλελειμμένη εκκλησία σε ένα λαγκάδι, σε μιαν απότομη και
1
επικίνδυνη κατηφοριά, που οδηγούσε σε ένα κεραμουργείο στο μυχό ενός μικρού κόλπου».
Εδώ ο Gell μας δίνει την πληροφορία, ότι η εκκλησία ήταν εγκαταλελειμμένη το Μάρτιο του
1805 που την αντίκρισε. Ίσως να μη βρισκόταν στην ερειπιώδη κατάσταση που είναι σήμερα,
αλλά σίγουρα θα παρουσίαζε εικόνα εγκατάλειψης και ερήμωσης, με πεσμένη στέγη, κατε-
στραμμένες θύρες, συλημένο εσωτερικό. Όσο για το κεραμουργείο το οποίο αναφέρει, βρι-
2
σκόταν τρία λεπτά νοτιότερα, σύμφωνα με τον δικό του, λεπτομερέστερο, τουριστικό οδηγό .
Επομένως, το εκκλησάκι είχε κτιστεί πριν από το
1805. Σε κάποια χρονική στιγμή, η οποία δεν είναι
εύκολο να προσδιοριστεί, εγκαταλείφθηκε. Δεν
αποκλείεται κατά τη λαίλαπα των Ορλοφικών στα
1770, όταν οι τουρκαλβανοί επιδρομείς εδήωσαν
την περιοχή, εισέβαλαν στην ενδοχώρα και «ε-
σκλάβωσαν τους Μαντιναίους όπου ήταν στο κα-
3
ταφύγι» , να λεηλάτησαν και τον Άγ. Νικόλαο του
Πατσούρου. Αλλά αυτό είναι μόνο μια εικασία.
Έκτοτε μάλλον δεν ανοικοδομήθηκε ξανά, δεδο-
μένου ότι η παραλιακή ζώνη έμεινε ακατοίκητη
ως το 1850 περίπου, διότι δεν παρείχε ασφάλεια. Ο Άγιος Νικόλαος. Διακρίνονται:
Όμως, ο ερειπιώνας διατηρήθηκε καθώς και το ο βορινός τοίχος, ο μισογκρεμισμένος
ναωνύμιο Άγιος Νικόλαος που υπενθυμίζουν την νότιος και το χαμηλό «τέμπλο».
αλλοτινή ύπαρξη της εκκλησίας.
Οι μεταγενέστεροι κάτοικοι της περιοχής σεβάστηκαν την ιερότητα του χώρου, τον φρόντι-
σαν στοιχειωδώς και τον μετέτρεψαν σε εικονοστάσι, στο οποίο οι περαστικοί ανάβουν ευλα-
βικά το καντήλι που υπάρχει στην κόγχη του Ιερού Βήματος.

Η σημερινή εικόνα του ερειπίου


Κατά την επίσκεψή μας στην περιοχή, το Φεβρουάριο του 1999, διαπιστώσαμε ότι πρόκειται
για έναν πετρόχτιστο ναΐσκο με ορθογώνιο σχήμα, διαστάσεων 3x6 μέτρων περίπου. Ο χώρος
του Ιερού Βήματος χωρίζεται από τον κυρίως ναό με ένα χαμηλό τοιχίο (τέμπλο) δημιουργώ-
ντας έναν ξεχωριστό χώρο 3x2 μ. Η είσοδος στο Ιερό Βήμα παρουσιάζει μία πρωτοτυπία, διότι
δεν βρίσκεται στο κέντρο του τέμπλου αλλά στη δεξιά (νότια) πλευρά του και είναι μοναδική.
Ομοίως, η είσοδος του ναού δεν βρισκόταν στο κέντρο του δυτικού τοίχου, αλλά στη δεξιά
πλευρά του, όπως διακρίνεται στον μισογκρεμισμένο εξωτερικό τοίχο.
Από την αρχική τοιχοποιία σώζεται το μεγαλύτερο μέρος του βορινού τοίχου σε ύψος δύο
μετρων περίπου. Ο απέναντι νότιος τοίχος είναι σχεδόν κατεστραμμένος. Το πέτρινο χώρισμα-
τέμπλο είναι χαμηλό, ύψους ενός μέτρου. Στην ανατολική πλευρά η τοιχοποιία βρίσκεται σε
καλύτερη κατάσταση. Φαίνεται πως έχει συντηρηθεί και ανακαινιστεί σε νεότερη εποχή, διότι
χρησιμεύει ως εικονοστάσι. Η κόγχη του Ιερού είναι μια ημικυκλική κουφωτή προεξοχή προς
την ανατολική πλευρά του τοίχου, η οποία καταλήγει σε ένα στενό άνοιγμα, που επιτρέπει την

1
Καπετανάκης: 1996, σ. 108.
2
Καπετανάκη: 1990, σ. 511.
3
Β. Πατριαρχέα, «Δίπτυχον ιστορικόν και φιλολογικόν της Εθνεγερσίας», 1971, σ. 614.
-201-

είσοδο ελάχιστου φωτισμού στο εσωτερικό της. Επάνω στην κόγχη έχει τοποθετηθεί ένας
μεταγενέστερος σταυρός.
Στο γύρω χώρο υπάρχει ένα λιθόχτιστο πηγάδι
με αντένα νεότερης κατασκευής. Το βάθος του
είναι δύο-δυόμισι μέτρα. Το περίγραμμά του
έχει πάχος 30 εκ. περίπου και ανυψώνεται πάνω
από το έδαφος στο ύψος του γόνατου, σχηματί-
ζοντας ένα προστατευτικό πηγαδόχειλο. Μόνο
σε ένα σημείο υπάρχει άνοιγμα, το οποίο συνο-
δεύεται από δύο πέτρινες γούρνες για το πότι-
σμα των ζώων.
Το πηγάδι με την αντένα

Ιστορικό διατηρητέο μνημείο


Τα υπάρχοντα κατάλοιπα του ναού του Αγίου Νικολάου αποτελούν ένα μνημείο της τοπικής
μεταβυζαντινής ιστορίας. Η επιστημονική μελέτη του ερειπιώνα μπορεί να μας οδηγήσει σε
συμπεράσματα για το χρόνο κατασκευής του και για τις αρχιτεκτονικές συνήθειες και επιδρά-
σεις των μαστόρων του. Έτσι θα αποκτήσουμε μία πληρέστερη εικόνα για την ιστορία του το-
που. Μέχρι σήμερα η ευσέβεια των ντόπιων το διέσωσε από την εξαφάνιση, και το απόμερο
της περιοχής από κάποια καταστροφική «ανακαίνιση». Όμως οι εποχές έχουν αλλάξει και συ-
χνά στο όνομα της «ανάπτυξης» ξεχνιούνται οι παραδοσιακές αξίες. Γι’ αυτό ήταν απαραίτητη
η νομική κατοχύρωση. Το 1993 το «Τοπικό Συμβούλιο Μνημείων ΝΔ Ελλάδος» αναγνώρισε την
ανάγκη ο ναός να διατηρηθεί όπως είναι, ώστε να μελετηθεί από τους ειδικούς. Στην υπ’ αρ. 6
(21/9/93) συνεδρίασή του γνωμοδότησε ομόφωνα να χαρακτηριστεί ιστορικό διατηρητέο μνη-
1
μείο. Η σχετική υπουργική απόφαση έχει ως εξής :
Αριθ. ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Β1/Φ30/50434/1062
Χαρακτηρισμός Ι.Ν. Αγ. Νικολάου Παλιόχωρας Αβίας
Ν. Μεσσηνίας, ως ιστορικού διατηρητέου μνημείου.

Η ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
2
Έχοντας υπόψη...
... 4. Την ομόφωνη γνωμοδότηση του Τοπικού Συμβουλίου Μνημείων Νοτιοδυτικής Ελλάδας, όπως δια-
τυπώθηκε στην αριθ. 6 (21-9-93) συνεδρία του, αποφασίζουμε:
Χαρακτηρίζουμε τον Ι.Ν. Αγίου Νικολάου, που βρίσκεται στην περιοχή Παλιόχωρα της κοινότητας Αβίας,
επαρχίας Καλαμών, ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο με ζώνη προστασίας 2 μ. γύρω του.
Πρόκειται για μονόχωρο, ερειπωμένο ναΰδριο με ημικυκλική αψίδα. Το μνημείο διατηρείται σε μέγιστο
ύψος 1,70 μ.
Η απόφαση αυτή δεν θα επιβαρύνει τον Κρατικό Προϋπολογισμό.
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Αθήνα, 12 Νοεμβρίου 1993.
Με εντολή Υπουργού, Ο Προϊστάμενος της Δ/νσης, Ν. ΖΙΑΣ

«Ιθώμη» Καλαμάτας, 45 (Αύγουστος 2001), σσ. 42-45.

1
ΦΕΚ 873 (30 Νοεμβρίου 1993), τ. Β΄.
2
Από την απόφαση παραλείψαμε την τυπική αναφορά διαφόρων νομικών διατάξεων.
-202-

Η Παναγίτσα του Πρινέα

Η τοποθεσία
Η τοποθεσία «Πρινέας» βρίσκεται σε απόσταση περίπου είκοσι λεπτών βαδίσματος
ανατολικά του οικισμού της Παλιόχωρας. Για να φτάσει κάποιος ως εκεί, πρέπει να
ακολουθήσει το μονοπάτι που ξεκινά από το εκκλησάκι του Αϊ-Δημήτρη ή λίγο πιο ανατολικά
από τη συνοικία «Τίκλες». Βαδίζοντας συνεχώς προς τα ανατολικά σύντομα βγαίνει από το
χωριό και ανηφορίζοντας αντικρίζει το νεόκτιστο εξωκλήσι της Αγίας Θεοδώρας.
Συνεχίζοντας πάντα ανατολικά προσπερνάμε δύο-τρία μεμονωμένα σπίτια, κυρίως
αλλοδαπών (Αυστριακών), οι οποίοι έχουν εγκατασταθεί μόνιμα τα τελευταία χρόνια. Μετά
από λίγες δεκάδες μέτρα, στην κορυφή μιας απότομης ανηφοριάς και στη δεξιά μεριά του
δρόμου, βρίσκουμε τα ερείπια της Παναγίτσας.
Ο Πρινέας είναι ένας κατάφυτος γήλοφος. Αλλά δεν επαληθεύεται το τοπωνύμιο, το οποίο εκ
πρώτης όψεως μοιάζει φυτωνύμιο και παραπέμπει στους πρίνους (πουρνάρια). Θα περίμενε
λοιπόν κανείς, ο τόπος να είναι γεμάτος πουρναριές και βάτα. Αντί γι’ αυτό αντικρίζει εύφορα
εδάφη, στα οποία σήμερα καλλιεργούνται ελαιόδενδρα, ενώ παλιότερα, κατά πληροφορίες,
ήταν φυτεμένες συκιές. Ίσως πολύ παλιότερα υπήρχαν πουρναριές, σε εποχές που το
1
πρινοκόκκι είχε μεγάλη ζήτηση ως βαφική ύλη, και προέκυψε το όνομα «Πρινέας».
Ίσως πάλι η περιοχή ανήκε σε κάποιον ιδιοκτήτη που ονομαζόταν Πρινέας και το μεν επώνυ-
μό του έσβησε, απέμεινε όμως το τοπωνύμιο «του Πρινέα». Αυτή η δεύτερη εκδοχή φαίνεται
πιο πιθανή, διότι σε ένα βενετσιάνικο φορολογικό κατάστιχο αναφέρεται ότι το 1704 στη Με-
2
γάλη Μαντίνεια ζούσε κάποιος «Πρηνεις» . Αν ορθογραφήσουμε σωστά το όνομα, γράφεται
«Πρινής». Οπότε όταν αργότερα, στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα, άρχισε να
χρησιμοποιείται η κατάληξη «-έας», το όνομα μετατράπηκε σε «Πρινέας», δίνοντας το τοπω-
νύμιο. Το 1704 ο Πρινής φέρεται ως ελαιοπαραγωγός με 100 οκάδες λάδι ετησίως. Με δεδο-
μένο ότι η πλειοψηφία των κατοίκων του χωριού είχε δηλώσει παραγωγή από 50 ως 200 οκά-
3
δες λάδι , ο Πρινής ήταν ένας νοικοκύρης μεσαίου εισοδήματος.
Σήμερα το επώνυμο δεν ακούγεται στην περιοχή, όπως τα περισσότερα από το κατάστιχο
του 1704. Φαίνεται όμως πως παλαιότερα υπήρχε τέτοιο επώνυμο. Διηγούνται πως στα 1905-
1910 περίπου, όταν ο γέρο-Παναγιώτης Θ. Σπεντζούρης (1885-1969) είχε μεταναστεύσει στην
Αίγυπτο, είχε βρει κάποιον Πρινέα από τις Μαντίνειες, ο οποίος διατηρούσε εκεί βιομηχανία
4
τσιγάρων. Επίσης στα τέλη του 19ου αιώνα ο καθηγητής Ανδρέας Ν. Σκιάς (1861-1924), ο ο-
ποίος καταγόταν από τη Μεγ. Μαντίνεια, πήρε ως σύζυγο την Μαρία Πρινοπούλου, της οποίας
5
δεν είναι γνωστή η καταγωγή . Πολύ πιθανόν όμως να ήταν συμπατριώτισσά του, δηλαδή να
1
Το πρινοκόκκι είναι ένα εξόγκωμα που σχηματίζεται στα φύλλα του πουρναριού από τα αβγά ενός
εντόμου. Σύμφωνα με παλιές μαρτυρίες κατά τον 18ο και 19ο αιώνα στην Έξω Μάνη παράγονταν 1.300-
2.000 οκάδες το χρόνο, που εξάγονταν στη Δύση, Κόμης: 1995, σσ. 25-26.
2
Κόμης: 1998, σ. 129. Κόμης: 1999, σ. 370.
3
Πιο εξειδικευμένη, μόνο για τις Μαντίνειες, ανάλυση του κατάστιχου βλ. Μπελίτσος: 2002.
4
Αφήγηση του κ. Γεωργίου Παν. Σπεντζούρη. Τις δεκαετίες 1950 ως 1970 ενεργό μέλος της αλεξανδρινής
παροικίας υπήρξε ο Αλέξανδρος Παν. Πρινέας.
5
Καπετανάκης: 1996, σ. 567.
-203-

προερχόταν από την παλιά μαντιναίικη οικογένεια Πρινή/Πρινέα αλλά να είχε αλλάξει την κα-
τάληξη του επωνύμου σε «Πρινόπουλος», κάτι που συνηθιζόταν εκείνα τα χρόνια.

Η Παναγίτσα από τα Ν.Δ. Ο νότιος τοίχος και ο δυτικός, όπου υπήρχε η είσοδος του ναού, είναι
σχεδόν κατεστραμμένοι. Στο εσωτερικό του ερειπίου η βλάστηση είναι τόσο έντονη, ώστε η
πρόσβαση και παρατήρηση είναι αδύνατη.

Περιγραφή του μνημείου


Το ερημοκλήσι δεσπόζει στην περιοχή του Πρινέα. Βρίσκεται σε σημείο με ευρεία θέα προς
το Μεσσηνιακό Κόλπο, από την Καλαμάτα μέχρι την Κορώνη. Δεξιά και αριστερά της
τοποθεσίας βρίσκονται δύο κατάφυτες ρεματιές: στα βόρεια του Γεωργάκη το Λαγκάδι και στα
νότια η Λεποντούσα, η οποία προεκτεινόμενη, στα μεν δυτικά ονομάζεται Σιρόκος, στα δε
ανατολικά Κουρούμπλα. Το ερείπιο βρίσκεται στα όρια ελαιοχώραφου, το οποίο ανήκε στην
οικογένεια Σπεντζούρη της Μεγ. Μαντίνειας. Σήμερα κατέχεται από απογόνους της
οικογένειας της Βούλας Στ. Νικολοπούλου.
Κατά την επίσκεψή μας, τον Απρίλιο του 1999, βρήκαμε τα ερείπια ενός λιθόχτιστου
ναΐσκου, ορθογώνιου σχήματος, με διαστάσεις 3x5 μ. περίπου. Οι σωζόμενοι τοίχοι έχουν
πάχος μισού μέτρου, κάτι που μας οδηγεί σε αρκετά παλιά κατασκευή. Άλλωστε, σύμφωνα με
προφορικές μαρτυρίες, ο ναός βρισκόταν σε ερειπιώδη μορφή τουλάχιστον από τις αρχές του
1
20ου αιώνα . Από την τοιχοποιία σώζεται ο ανατολικός τοίχος μέχρις ύψους 1,60 μ. περίπου
καθώς και η ημικυκλική κόγχη του Ιερού, στο εσωτερικό της οποίας έχει χτιστεί η Αγία
2
Τράπεζα, σύμφωνα με μαρτυρίες .
Ο βορινός τοίχος σώζεται σε αρκετό ύψος στο μεγαλύτερο μήκος του.
Ο νότιος τοίχος είναι μισογκρεμισμένος. Ενώ ξεκινά από ύψος 1,60 μ. περίπου, προοδευτικά
το ύψος του τοιχίου μειώνεται στα 80 εκ.
Ο δυτικός τοίχος, όπου υπήρχε η είσοδος του ναού, έχει σχεδόν καταστραφεί πλήρως.
Στο εσωτερικό του ναού η έρευνα είναι αδύνατη, διότι η βλάστηση είναι πολύ πυκνή και το
ύψος των σκίνων και των πουρναριών έχει ξεπεράσει το ύψος της τοιχοποιίας, όπως φαίνεται
και από τη φωτογραφία.

1
Αφήγηση του κ. Σαράντου Π. Σπεντζούρη και της κ. Καίτης Π. Μπελίτσου σύμφωνα με διηγήσεις της
μητέρας της, Μπετζεχρής Νικολέα (1906-61), που είχαν ιδιοκτησίες στην περιοχή.
2
Αφήγηση των ιδίων ως άνω.
-204-

Ιστορικές μαρτυρίες για το ναό δεν υπάρχουν. Η αγροτική αυτή περιοχή βρισκόταν μακριά
από το δρομολόγιο των περιηγητών και δεν αναφέρεται από κανέναν. Η προφορική παράδοση
δεν μας διαφωτίζει ιδιαίτερα, πέρα από το ότι ο ναός ανήκε παραδοσιακά στην οικογένεια
«Σπεντζούρη» της Μαντίνειας, η οποία και τον επιστατούσε. Επίσης, όσο θυμούνται οι
γηραιότεροι, είναι ερειπωμένος και εγκαταλελειμμένος τουλάχιστον εδώ και εκατό χρόνια.
Η ονομασία Παναγίτσα αποτελεί μια ένδειξη ότι ο ναός ήταν αφιερωμένος στη Ζωοδόχο
Πηγή, όπως συμβαίνει με ανάλογες ονομασίες ναών της περιοχής (π.χ. της Παναγίτσας στην
Αναμαλή), αλλά αφενός το όνομα δεν είναι ασφαλές τεκμήριο, αφετέρου δεν συνηθιζόταν να
αφιερώνονται δύο ναοί του χωριού στην ίδια εορτή.
Αν λάβουμε υπόψη μας, ότι στη Μεγ. Μαντίνεια υπήρχαν ο κεντρικός ναός της Κοίμησης της
Θεοτόκου και ο γειτονικός εγκαταλελειμμένος ναός του Ευαγγελισμού, συμπεραίνουμε ότι η
Παναγίτσα του Πρινέα εόρταζε σε κάποια άλλη θρησκευτική εορτή αφιερωμένη στην Παναγία.
Πιθανόν να πανηγύριζε στο Γενέθλιο της Θεοτόκου (8 Σεπτεμβρίου), που συνέπιπτε με τη λήξη
1
της συγκομιδής των σύκων με το παλιό ημερολόγιο ή στα Εισόδια (21 Νοεμβρίου), εποχή
έναρξης του ραβδίσματος των ελιών.
Νομίζουμε ότι η Παναγίτσα του Πρινέα αποτελεί ένα μεταβυζαντινό μνημείο της περιοχής,
άξιο τουλάχιστον συντήρησης. Η εικόνα εγκατάλειψης που παρουσιάζει σήμερα δεν αρμόζει
στους ευσεβείς κατοίκους του χωριού ούτε ταιριάζει με την ιστορία του τόπου. Πρέπει λοιπόν
να καθαριστεί, ώστε αφενός μεν να μελετηθεί αφετέρου να αποτελέσει τόπο προσκυνήματος
του κουρασμένου οδοιπόρου που φτάνει ως εκεί.

«Ιθώμη» Καλαμάτας, 46 (Φεβρουάριος 2002), σσ. 61-63.

-ο-ο-ο-

Η κορωνέικη ελιά. - Λιόπανα πλυμένα, απλωμένα για να στεγνώσουν.

1
Με το νέο ημερολόγιο η λήξη της συκοπαραγωγης συνδυάστηκε με την εορτή του Σταυρού (14 Σεπτεμ-
βρίου), βλ. Θ. Μπελίτσου, «Τα μαντιναίικα συκόσπιτα», στο οικείο κεφάλαιο.
-205-

Η μνημειακή ελιά της Παλιόχωρας


Απόπειρα χρονολόγησης

Στην Παλιόχωρα Αβίας, πολύ κοντά στον οικισμό και περίπου εξήντα μέτρα ανατολικά του
ναού του Αγ. Δημητρίου και της παρακείμενης πλατείας, υπάρχει η γνωστή σε όλους τους
ντόπιους Χοντρή Ελιά. Πρόκειται για μια ελιά εντυπωσιακή, ποικιλίας κορωναίικης, η οποία
εξακολουθεί να καρποφορεί, παρά την εμφανώς μεγάλη ηλικία της. Στον κορμό της φέρει
πολλές σπηλαιώσεις (κουφάλες) μεγάλου μεγέθους, στις οποίες χωρούν δυο-τρία άτομα.
Πρόκειται για ένα μνημειακό δένδρο, απροσδιόριστης ηλικίας, το οποίο στέκει εκεί για
πολλούς αιώνες. Έχει επιβιώσει από δυσμενείς κλιματικές μεταβολές αλλά και από επιδρομές
κατάκτητών. Το έχουν σεβαστεί οι μέχρι τώρα δεκάδες ιδιοκτήτες του. Για τους κατοίκους της
περιοχής αποτελεί πλέον ένα σταθερό τοπόσημο. Η έκφραση Χοντρή Ελιά προσδιορίζει με
σαφήνεια την τοποθεσία και θεωρείται μικροτοπωνύμιο. Αποτελεί πιθανότατα το αρχαιότερο
δένδρο του ελαιώνα που περιβάλλει το χωριό και είναι προφανές, ότι ο υπολογισμός της
ηλικίας του θα αποτελέσει ασφαλές τεκμήριο για την ηλικία του ελαιώνα της περιοχής.

Η χοντρή ελιά της Παλιόχωρας. Δεξιά μια άλλη χοντρή ελιά στη θέση «Πληβινά».

Υπάρχει και μια δεύτερη «χοντρή» ελιά ιδιοκτησίας Γ. Κουκούτση, την οποία δεν μελετήσα-
με. Μια τρίτη ελιά, η οποία φέρει επίσης τον τίτλο Χοντρή Ελιά, βρίσκεται στη θέση Πληβινά ή
Μπακετέα μαντρί αλλά είναι μικρότερων διαστάσεων από τις άλλες δύο.
Η ηλικία μνημειακών ελαιοδένδρων δεν είναι εύκολο να υπολογιστεί με ακρίβεια, παρά
μόνο κατά προσέγγιση. Ένας χονδρικός υπολογισμός μπορεί να γίνει αν είναι γνωστά ορισμένα
φυτομετρικά στοιχεία, όπως η περίμετρος του κορμού, η μέγιστη ακτίνα και ο ρυθμός ετήσιας
1
ανάπτυξης του δένδρου. Αλλά και πάλι δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα. Αφενός το σχήμα

1
Νίκου Μιχελάκη, «Μνημειακά ελαιόδενδρα: Προστασία και αξιοποίηση», Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου
«Η ελιά και το λάδι από την αρχαιότητα έως σήμερα», ΚΕΕΛ Ακαδημίας Αθηνών-19, Αθήνα 2003, σ. 325.
-206-

του κορμού των ελαιοδένδρων είναι ασύμμετρο και στο εσωτερικό τους σχηματίζονται
σπηλαιώσεις. Κατά συνέπεια, δεν διακρίνονται οι γνωστοί ετήσιοι δακτύλιοι που αποτελούν
ασφαλές κριτήριο δενδροχρονολόγησης. Αφετέρου ο ρυθμός ανάπτυξης διαφέρει από τόπο σε
τόπο. Εξαρτάται από την ποικιλία, από τις κλιματικές και από τις θρεπτικές συνθήκες που έχει
αντιμετωπίσει το δένδρο κατά τη μακρόχρονη διάρκεια της ζωής του. Συνήθως, ο ρυθμός
αύξησης της ακτίνας υπολογίζεται σε 0,8 ως 1,5 mm ανά έτος. Αλλά υπάρχουν και περιπτώσεις
χαμηλότερων και μεγαλύτερων ρυθμών που φτάνουν ως τα 3 mm ανά έτος.
Στην Καλαμάτα έχει εντοπιστεί και χαρακτηριστεί ως «διατηρητέο μνημείο της φύσης» μια α-
ετονυχελιά Καλαμών, μητρικό δέντρο της ποικιλίας μπουράκλα, περιμέτρου 8 μέτρων και δια-
μέτρου 2,56 μ. Μετριοπαθείς υπολογισμοί, με ρυθμό ανάπτυξης ρ=1,6 mm/έτος, την φέρουν
1
να έχει ηλικία 800 ετών . Σε άλλο υπολογισμό, με την επισφαλή μέθοδο της δενδροχρονολόγη-
σης μόνο των εξωτερικών δακτυλίων (καθώς οι εσωτερικοί δημιουργούν σπηλαιώσεις/κουφά-
2
λες), η ηλικία της εκτιμήθηκε στα 1.733 έτη .
Προ ετών, η χοντρή ελιά της Παλιόχωρας μετρήθηκε και βρέθηκε να έχει περίμετρο 6,53 μ.
3
κατά μέσο όρο. Η τιμή αυτή αντιστοιχεί σε ακτίνα 1,0398 μ. ή 1.040 mm. Αν θεωρήσουμε ότι
είχε ρυθμό ανάπτυξης παρόμοιο με της καλαματιανής ελιάς, δηλαδή ρ=1,6 mm/έτος, η ηλικία
της υπολογίζεται στα 650 έτη. Ενδεχομένως όμως ξεκίνησε τη ζωή της ως αγριελιά και εμβο-
λιάστηκε αργότερα σε κορωναίικη. Δεδομένου πως οι αγριελιές αναπτύσσονται βραδύτερα α-
πό τις ήμερες, δεν είναι εξωπραγματικό να θεωρήσουμε ότι είχε ρ=0,8 mm/έτος. Σε αυτή την
περίπτωση η ηλικία της υπολογίζεται στα 1.300 έτη. Συνεπώς, το πιο πιθανό είναι η πραγματι-
κή της ηλικία να βρίσκεται κάπου ανάμεσα στις προηγούμενες, δηλαδή γύρω στα χίλια έτη.
Πάντως, σε κάθε περίπτωση δεν παύει να είναι ένα μνημειακό φυτό, το οποίο υπήρξε
«αυτόπτης» μάρτυρας όλων των ιστορικών γεγονότων της τελευταίας χιλιετίας. Αν αναλογι-
στούμε, ότι από τα χρόνια του βυζαντινού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογέννητου
4
(913-959) μνημονεύεται η νότια Πελοπόννησος για τις περίφημες ελιές της, τότε δεν
αποκλείεται η Χοντρή Ελιά της Παλιόχωρας να υπήρχε στον ελαιώνα της περιοχής που
αναφέρει ο λόγιος αυτοκράτορας.
Και αν όχι από τόσο παλιά, οπωσδήποτε υπήρχε στα χρόνια της φραγκοκρατίας (13ος -14ος
αιώνας), στα χρόνια των Βιλεαρδουίνων και της Πριγκηπέσας Ιζαμπώς. Αποτέλεσε τμήμα της
Βαρονίας της Μαντίνειας, η οποία αναφέρεται ως το 1415 που οι βυζαντινοί την πολιορκούν
και την καταλαμβάνουν. Από το κάστρο της Μαντίνειας την αντίκρισε ο Ενετός διοικητής της
Μάνης, όταν μετέφερε την έδρα του εδώ την περίοδο 1470-79 και πιθανόν στον ίσκιο της
στρατοπέδευσε το στράτευμα του Κορκόντηλου Κλαδά, στα 1480 που κατέλαβε την περιοχή
κατά την αποτυχημένη επανάστασή του.
Βίωσε όλες τις μετέπειτα προσπάθειες των παππούδων μας να ελευθερωθούν στα χρόνια
της σκλαβιάς και τους έθρεψε με τους καρπούς της και με το λάδι της στα δύσκολα εκείνα
χρόνια. Οι κατά καιρούς ιδιοκτήτες της την σεβάστηκαν. Ας τη σεβαστούμε και μεις. Είναι ένα
μοναδικό μνημείο του παρελθόντος μας!

«Μανιάτικη Αλληλεγγύη», 80 (Νοέμβριος 2005), σ. 5.

1
Μιχελάκης, ό.π., σ. 327.
2
Π. Μπαζίγος, «Η Ελιά της Καλαμάτας», Έκφραση 37 (2001).
3
Ανδρέα Κοτσώνη, «Η χοντρή ελιά», Ιθώμη 41-42 (Μάρτιος 1998), σ. 183.
4
Μιμίκας Γιαννοπούλου, «Το ερευνητικό πρόγραμμα για την ελιά στο νομό Μεσσηνίας», Πρακτικά
Διεθνούς Συνεδρίου..., ό.π., σσ. 293-294.
-207-

ΣΥΛΛΟΓΕΣ
-208-

Τοπικό λεξιλόγιο

Δικαίον Βαγιακάκον μέμνημαι

Ακολουθεί μια συλλογή πλέον των 1.500 λέξεων του τοπικού γλωσσικού ιδιώματος, με την
ερμηνεία τους και την παράθεση σχετικών φράσεων, συνωνύμων, αντιθέτων και παραγώγων,
όπου ήταν δυνατό. Η συλλογή έχει δημιουργηθεί σε μια εκτεταμένη χρονικά περίοδο. Ξεκίνη-
σε αμέθοδα και αποσπασματικά τη δεκαετία του ’70. Έγινε πιο συστηματική από τη δεκαετία
του ’90, έπειτα από υποδείξεις του αείμνηστου, κορυφαίου Μανιάτη γλωσσολόγου, Δικαίου
Βαγιακάκου (1917-2016) και ουσιαστικά συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Το μανιάτικο ιδίωμα ανήκει στα νότια ιδιώματα της νεοελληνικής και προέρχεται από την
αρχαία λακωνική διάλεκτο, κατάλοιπα της οποίας επιβίωσαν μέχρι τις μέρες μας στο λεξιλόγιο
και στη φωνολογία του, αν και πλέον σπανίζουν, αφενός επειδή έχουν αλλάξει οι κοινωνικές
και οικονομικές συνθήκες, αφετέρου λόγω της επικράτησης της επίσημης σχολικής γλώσσας.
Ειδικότερα στην Έξω Μάνη, όπου βρίσκεται η περιοχή μας, η κοινή νεοελληνική επικράτησε
πιο νωρίς καθότι ο τόπος δεν ήταν τόσο απομονωμένος όσο η νοτιότερη Μάνη και είχε πολλές
εμπορικές και κοινωνικές επαφές με την υπόλοιπη Πελοπόννησο και τα Επτάνησα.
Αρχαίες επιβιώσεις που παρατηρούνται στο ιδίωμα του χωριού μας είναι:
Η προφορά του «υ» ως «ου», όπως: τρούπα<τρύπα, σούρω, σούρμα < ρ. σύρω.
Οι ασυνίζητοι τύποι, όπως: παιδία<παιδιά, μπασία<μπασιά, φωτία, γκουζία, λουρία, γουβία.
Ο τσιτακισμός του «κ» μπροστά από τα φωνήματα e και i, όπως: τσαι<και, τσεραία<κεραία,
τσέρατο<κέρατο, βασιλίτσι, κότσινο<κόκκινο, παιδάτσι, τσοιμάμαι.
Η αποβολή του «γ» μεταξύ φωνηέντων, όπως: αγουροφάος, ανεμοβλόι, βλοημένος, ταή.
Οι ρηματικές καταλήξεις –άσι ή –ούσι στο γ΄ πληθ., όπως: είπασι, εφάγασι, έχουσι.
Λεξιλογικά, το ιδίωμα της περιοχής προσιδιάζει στην κοινή αλεξανδρινή διάλεκτο, με λιγοστά
ξένα δάνεια, πλήρως αφομοιωμένα στο ελληνικό κλιτικό σύστημα. Στο λεξιλόγιο του αγροτο-
ποιμενικού βίου παρατηρούνται λέξεις είτε αραβοτουρκικής προέλευσης είτε των βαλκανικών
γλωσσών (σλαβικής, αλβανικής, αρωμούνικης), όπως: γκορτσιά, σοφάς, τουβαλίθι, πισκίρι,
πληβινά. Αρβανιτο-σλαβική προέλευση έχουν και ορισμένα τοπωνύμια: Πολιάνα, Σάνταβα,
Κότελι, Κόκα, Λίποβα, Σοποτά, Τίκλες. Στο εμπορικό-οικονομικό λεξιλόγιο έχουμε κάποιες
λατινογενείς, κυρίως ιταλικής προέλευσης λέξεις, όπως: βαρέλα, μπότσα, μπουγέλο, τάρα.
Αλλά γενικά τα ξένα δάνεια είναι λιγοστά.
Η χρήση πολλών από τις καταγραμμένες λέξεις έχει πλέον λησμονηθεί από τους νεότερους
κατοίκους καθώς ο τρόπος ζωής έχει αλλάξει. Η καταγραφή τους έχει κυρίως διασωστικό χα-
ρακτήρα ώστε η συλλογή να αποτελέσει ένα αρχείο χρήσιμο στους ειδικούς ερευνητές. Άλλω-
στε δεν μπορούμε πια να μιλάμε για καθαρό τοπικό ιδίωμα, αφού υπάρχει έντονη επιμειξία με
πληθυσμούς από άλλες περιοχές της Ελλάδος.

Θ.Μ.
--------
Σημείωση: Ένα μικρό λεξιλόγιο τοπικών λέξεων δημοσιεύσαμε παλιότερα ως παράρτημα του άρ-
θρου «Τα μαντινέϊκα συκόσπιτα», Ιθώμη Καλαμάτας 39-40 (Δεκέμβριος 1996), σσ. 131-140. Η πα-
ρούσα συλλογή είναι σαφώς πληρέστερη.
-209-

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ

Για την οικονομία του χώρου στο λεξιλόγιο χρησιμοποιούνται οι παρακάτω συντομογραφίες.

αντίθ. αντίθετο π.χ. παραδείγματος χάρη


αντων. αντωνυμία παρακ. παρακείμενος
αόρ. αόριστος παρατ. παρατατικός
αρσ. αρσενικό πληθ. πληθυντικός
βλ.λ. βλέπε τη λέξη ποσοτ. ποσοτικό
γεν. γενική πρ. πρόσωπο
δηλ. δηλαδή πρβλ. παράβαλε
εν. ενικός πρμ. παροιμία
ενν. εννοείται πρόθ. πρόθεμα
επίθ. επίθετο προσ. προσωπική
επίρ. επίρρημα προστ. προστακτική
επιφ. επιφώνημα ρ. ρήμα
ερωτημ. ερωτηματικός στιγμ. στιγμιαίος
θηλ. θηλυκό σύνδ. σύνδεσμος
ιδιωμ. ιδιωματικός σύνθ. σύνθετο
κ.ά. και άλλα συνών. συνώνυμο
κλπ. και λοιπά τοπ. τοπικό
μεγεθ. μεγεθυντικό τοπων. τοπωνύμιο
μέλ. μέλλων τροπ. τροπικό
μέσ. μέση φωνή υποθ. υποθετικός
μτφ. μεταφορικά υποκ. υποκοριστικό
μτχ. μετοχή υποτ. υποτακτική
ουδ. ουδέτερο φρ. φράση ή φράσεις
ουσ. ουσιαστικό χρον. χρονικός
-210-

-Α-
ά(ν) (υποθ. σύνδ.): αν. Το -ν- δεν ακούγεται πάντα. Φρ. Ά θες, έρχεσαι, ά δε θες, μην έρθεις.
αβαράρω: σπρώχνω τη βάρκα να βγει ή να μπει στο νερό από την ακτή. Επιφ. αβάρα!: σπρώξε,
όταν βγάζουν μια βάρκα στη στεριά.
αβάρετος, -η, -ο: προκομμένος, ακούραστος, όποιος δουλεύει χωρίς να βαριέται. Επίρ. αβάρετα:
χωρίς σταματημό.
αβάσταγος, -η, -ο: αφόρητος, -η, -ο, αυτός που δεν υποφέρεται (πόνος, άνθρωπος κλπ.)
αβγατάω: 1. Αβγατίζω, αποδίδω. 2. Συντομεύω σε χρόνο. Συνών. βγατίζω.
αβγοσυκιά (η): είδος φαγουλάρας συκιάς. Ουσ. αβγόσυκο (το): ο καρπός της αβγοσυκιάς.
Ωριμάζει τον Αύγουστο και έχει μεγάλο μέγεθος.
αβγωμένος, -η, -ο: γεμάτος αβγά. Μτχ. του αδόκιμου ρ. αβγώνω. Φρ. Έπιασα μία σφυρίδα
αβγωμένη.
αβέρτα-πάγκα (επίρ.): απεριόριστα, χωρίς δέσμευση. Φρ. Μπαινοβγαίνει αβέρτα-πάγκα (όποτε
θέλει μπαίνει κι όποτε θέλει βγαίνει στο ξένο σπίτι).
άβουλος, -η, -ο: αναποφάσιστος, όποιος δεν έχει δικιά του γνώμη και δεν παίρνει πρωτοβουλίες
χωρίς παρότρυνση από κάποιον άλλον.
αβροχία (η): αναβροχιά, η έλλειψη βροχής. Επίθ. άβροχος, -η, -ο: χωρίς βροχή. Πρμ. Μάης
άβροχος, μούστος άμετρος.
αγάλια (χρον. επίρ.): σιγά, με αργό ρυθμό. Συνήθως στον τύπο αγάλια-αγάλια: σιγά-σιγά. Πρμ.
Αγάλια, αγάλια γίνεται η αγουρίδα μέλι.
αγανιά (η): καλντερίμι, στροφή ανηφορικού μονοπατιού. Ρωτάνε: Πόσες αγανιές έχει; για να
εκτιμήσουν πόσο μεγάλο είναι το μονοπάτι.
άγανο (το): βελονοειδές «μουστάκι» των σπαρτών (σίτου, βρώμης κλπ.).
αγαντάρω: πιάνω γερά, σφιχτά, με δύναμη. Προστ. αγάντα: βάστα γερά, κρατήσου, κάνε υπομονή
αγγείο (το): δοχείο νυκτός, καθίκι. Συνών. κουρούπι (το).
αγερανός (ο): πουλί γερανός. Τοπων. τ’ Αγερανού.
Αγι-, Αγιο-: προθέματα αγιωνυμίων: Αγιάννης, Αγιαντριάς, Αγιασώ, Αγιοθόδωρος, Αγιολιάς,
Αγιονικόλας, Αγιοπαντελέημονας, Αγιοπολύκαρπος, Αγιώργης.
αγιάζι (το): πρωινό ψυχρό αεράκι.
Αγιάννης (ο): Άγιος Ιωάννης. Γεν. τ’ Αγιαννιού. Φρ. Τ’ Αγιαννιού ανάβουμε φουγγαρίες - Αύριο
είναι τ’ Αγιαννιού, θα κάνωμε τον κλήδωνα, θ’ ανάψωμε τσαι φωτία - Δεν πάει καλά, πήρε το δρόμο
για τον Αγιάννη (είναι ετοιμοθάνατος και οδεύει προς το νεκροταφείο, όπου ο ναός του Αγ.
Ιωάννη). Υποκ. Αγιαννάκης (τοπων).
Αγιαντριάς (ο): Άγιος Ανδρέας. Γεν. τ’ Αγιαντριός. Πρμ. Τ’ Αγιαντριός αντρειεύει η μέρα.
αγκελώνω, -ομαι: αγκυλώνω, -ομαι, τσιμπάω κάποιον. Φρ. Ούλο μ’ αγκελώνει - Αγκελώθηκα (από
βελόνα, αγκάθια ή αγκίδα). Ουσ. αγκέλωμα (το): το τσίμπημα.
αγκιάζω: ξαναχτυπάω στο ίδιο σημείο, στο χτυπημένο. Φρ. Τ’ άγκιαξα τσαι πονάει - Ούλο τ’
αγκιάζω τσαι δε λέει να περάσει.
αγκίδα (η): το αγκάθι, η ακίδα. Συνών αγκρίθι (το).
αγκιναροτσέφαλο (το): το κεφάλι, ο καρπός της αγκινάρας.
αγκιστρολόγος (ο): κυνηγός της τσίχλας με αγκίστρια. Σήμερα αυτός ο τρόπος κυνηγιού
απαγορεύεται. Οι αγκιστρολόγοι έβγαιναν το χειμώνα καθώς το καλοκαίρι οι τσίχλες
μεταναστεύουν σε ψυχρότερα μέρη. Τη νύχτα ρίχνανε (βλ.λ.) τα αγκίστρια στο χώμα, δολωμένα με
γλίστρες και τα μάζευαν το πρωί. Την ημέρα τα ρίχνανε μόνο σε λόγγους.
αγκουνή (η): η εσωτερική άκρη του χωραφιού, κοντά στο άγριωμα ή στο αρμάκι. Φρ. Αφήνει
ούλες τις αγκουνές (δεν καματεύει καλά, αφήνει τις άκρες ακαμάτευτες). Επίρ. Αγκουνή αγκουνή:
άκρη άκρη. Φρ. Αγκουνή αγκουνή πήγαινε, γιατί έχει νερά.
-211-

αγκούσα (η): 1. στενοχώρια, ψυχική οδύνη, καημός. 2. σωματική δυσφορία, κακή διάθεση. Ρ.
αγκουσεύομαι: 1. στενοχωριέμαι, θλίβομαι, 2. δυσφορώ (σωματικά). Φρ. Αγκούσασα! ή
Αγκουσεύτηκα! (στενοχωρέθηκα, αισθάνομαι δυσφορία, δηλ. ίδρωσα, ζεστάθηκα είτε επειδή κάνει
πολύ ζέστη είτε επειδή φορώ βαριά ρούχα).
αγκρίθι (το): το αγκαθάκι, η μυτερή προεξοχή. Συνών. αγκίδα (η).
αγκρομάζομαι: αφουγκράζομαι, στήνω αυτί, ακούω προσεκτικά. Προστ. αγκρομάσου!
αγκρουλιάζομαι: πιάνομαι από μιαν άκρη, συγκρατιέμαι από κάτι. Φρ. Αγκρουλιάστηκα στο
γκωνάρι για να μην γκρεμιστώ στη σκάλα.
αγκωνάρι ή γκωνάρι (το): 1. η εξωτερική γωνιά του σπιτιού. Χρησιμοποιείται και ως τοπικός
προσδιορισμός. Φρ. Στου Ηρακλή τ’ αγκωνάρι (στη γωνιά του σπιτιού του Ηρακλή). 2. η πέτρα που
τοποθετείται στη γωνία της λιθοδομής κατά το χτίσιμο του σπιτιού.
αγκωνιάζω: κρύβομαι σε μια γωνία, προφυλάσσομαι. Φρ. των παιδιών στο κρυφτό: Αγκώνιασα!
(κρύφτηκα). Συνών. παγκιάζω.
αγναντεύω: βλέπω κάτι από μακριά, από κάποια θέση με ορατότητα. Ουσ. αγνάντιο (το): θέση με
καλή θέα, από την οποία μπορείς να αγναντέψεις. Φρ. Πετάξου ως τ’ αγνάντιο να ιδείς. Συνών.
ξάγναντο (το). Τοπ. επίρ. αγνάντια: απέναντι. Φρ. Αγνάντια είναι τα σπίτια μας.
αγνεύω: παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι, φαίνομαι από το αγνάντιο. Φρ. Δεν άγνεψε (δεν φάνηκε).
αγοραστός, -ή, -ό: ο θετός, ο αγορασμένος. Φρ. Γι’ αγοραστή ζωή, μη στεναχωριέσαι (για το ζώο
που ψόφησε).
αγουρόλαδο (το): φρέσκο λάδι που παράγεται από άγουρες ελιές. Συνήθως έχει καυτερή γεύση.
Φρ. Είν’ αγουρόλαδο γι’ αυτό τσαίει.
αγουροφάος (ο): όποιος βιάζεται να κόψει ένα φρούτο πριν ωριμάσει. Πρμ. Ο αγουροφάος τρώει.
αγριάδα (η): ζιζάνιο του αγρού, το οποίο σκεπάζει τα χέρσα χωράφια. Φρ. Έκαμα αγριάδες
(όργωσα χωράφι με αγριάδες) - Ξεκώλωσα τις αγριάδες. Η αγριάδα θεωρείται βότανο διουρητικό,
κατάλληλο για τα νεφρά.
αγριάδι ή άγριωμα (το): το μέρος του χωραφιού που μένει ακαλλιέργητο, διότι είναι κακοτράχαλο
ή βραχώδες. Φρ. Στ’ αγριάδι να το δέσεις (το ζώο).
αγριάμπελη (η): αναρριχώμενο ζιζάνιο των αγρών.
αγριαπιδιά (η): η άγρια αχλαδιά. Συνών. γκορτσά (η).
αγριελιά (η): το άγριο ελαιόδενδρο. Φρ. Μπόλιασα δυο αγριελιές φέτο, τις έκαμα μπουράκλες.
αγριόβικος (ο): άγριος βίκος, κτηνοτροφικό φυτό που σπέρνεται.
αγριοκόκορας (ο): 1. τσαλαπετεινός. Φρ. Σάξε τα μαλλιά σου που ’σαι σαν τον αγριοκόκορα. 2. ο
αγριεμένος άνθρωπος (μτφ). Φρ. Δες τον αγριοκόκορα, πώς φούντωσε!
αγριολάχανο (το): 1. είδος άγριου χόρτου. 2. Γενικά τα άγρια χόρτα αποκαλούνται αγριολάχανα.
άγριος, -α, -ο: 1. άξεστος, ακαλλιέργητος άνθρωπος. 2. ακαλλιέργητος τόπος, χέρσος. Φρ. Είναι
άγρια (η γη), δεν καματεύεται. Ούσ. άγριωμα (το): χέρσο μέρος στις παρυφές του λαχιδιού. Ρ.
αγριεύω: μένω χέρσος, ακαλλιέργητος. Φρ. Τ’ άφησε κι αγριέψανε, άιντε να τα κάμεις χωράφια
τώρα - Δεν καθάρισα φέτο τις λούρες τσ’ έχουν αγριέψει.
αγριόσυκο (το): το αρσενικό σύκο, ο ορνός που γονιμοποιεί τα ήμερα. Αντίθ. ήμερο σύκο. Ρ. α-
γριοσυκίζω: κρεμώ αγριόσυκα περασμένα σε βούρλα στις ημέρες συκιές. Ουσ. αγριοσύκισμα (το).
αγροικώ: προσέχω, ακούω προσεκτικά. Συχνή η προστ. αγροίκα: άκου, πρόσεχε! Φρ. Αγροίκα
πρώτα κι ύστερα απαντάς.
αγύρευτος, -η, -ο: ο αζήτητος. Αυτός που δεν τον αναζήτησε κανείς.
αγύριστος, -η, -ο: 1. Αυτός που δεν τον γύρισαν από την άλλη. Φρ. Ξέχασα (στο φούρνο) το ψωμί
αγύριστο τσ’ εκάη. 2. Αυτός που δεν επέστρεψε ή δεν επεστράφη. Φρ. Δανεικά τσ’ αγύριστα - Στον
αγύριστο (κατάρα). 3. Αυτός που δεν αλλάζει γνώμη ή νοοτροπία. Φρ. Είναι αγύριστο κεφάλι.
αγωγιάζω: παίρνω αγώι, ενοικιάζω.
-212-

αδεία (η): ο ελεύθερος χρόνος, η ευχέρεια. Φρ. Έχει αδεία αυτός (δεν έχει δουλειά και, επομένως,
έχει άφθονο ελεύθερο χρόνο). Και το ρ. αδειάζω: ευκαιρώ. Φρ. Στη φούγα δεν αδειάζουμε ούτε να
φάμε.
αδερφομέρι (το): το μερίδιο του κάθε αδερφού από την κληρονομιά. Φρ. Έχει μια σκεπή γιατί
είναι αδερφομέρι (σπίτι μοιρασμένο ανάμεσα σε αδέρφια).
αδερφώνω, -ομαι: συμφιλιώνω (-ομαι). Φρ. Αδερφώσανε μετά από χρόνια.
αδράχτι (το): 1. Ξύλινο εργαλείο για το γνέσιμο του μαλλιού. 2. Ξύλινος άξονας, εξάρτημα του
ελαιοπιεστήριου, με τον οποίο ασκούσαν την πίεση στις τσαντίλες. 3. Ξύλινος άξονας όπου έδεναν
το ζώο που γύριζε το λιθάρι στα ζωοκίνητα λιτριβειά.
άδωρος, -η, -ο: χωρίς αντίκρυσμα, χωρίς αποτέλεσμα. Στη φρ. Είναι δώρο-άδωρο (ευεργεσία
χωρίς αντίκρυσμα).
άε!, άει!: άιντε!, πήγαινε!, προστακτική αδόκιμου ρήματος. Φρ. όταν ξεπροβοδίζουν κάποιον: Άει
στο καλό! Στον πληθ. αντέστε: πηγαίνετε.
αζύγιαστος, -η, -ο: 1. ο μη ζυγισμένος. 2. ο υπέρβαρος, αυτός που δεν μπορεί να ζυγιστεί.
αθάνατος (ο): ποώδες φυτό, με στενόμακρα αγκαθωτά φύλλα.
άθερμο ή αθέρμιαστο (το): το πρώτο λάδι, που παράγεται με απλή έκθλιψη του καρπού, χωρίς
προσθήκη θερμού νερού. Μετά την πρώτη έκθλιψη το χαμούρι αναμιγνύεται με θερμό νερό για να
έχει μεγαλύτερη απόδοση. Το μίγμα μπαίνει σε τεπόζιτα, στα οποία το νερό κατακάθεται και το
λάδι μεταγγίζεται. Το υπόλειμμα (κατσίγερας) πετιέται. Αντίθ. θερμιασμένο (το).
άθερος, -η, -ο: ο αθέριστος. Φρ. Έχεις πολλά άθερα (χωράφια) ακόμη;
αθώρητος, -η, -ο: αυτός που δεν φαίνεται. Ο καλά κρυμμένος.
αϊ, αϊ! (επιφ.): εμπρός, προχωράτε. Το φωνάζουν συνήθως στα πρόβατα, αλλά και σε ανθρώπους.
αϊδονίζω: πιέζω με δύναμη.
αίμα (το): 1. Το σόι, η οικογένεια. Φρ. Είναι αίμα μου (συγγενής). 2. Στις φράσεις: Χύθηκε αίμα -
Τους χωρίζει αίμα - Πήρε το αίμα του πίσω, έχει την έννοια του φονικού, του αιματηρού γεγονότος.
Αϊμερινός (ο): το άστρο Αυγερινός.
-αινα: κατάληξη που δηλώνει τη σύζυγο κάποιου. Προστίθεται είτε στο ανδρικό βαφτιστικό:
Γιώργαινα, Γληγόραινα, Λάμπραινα, Παμεινώνταινα, Πανάγαινα, Παναγιώταινα, Πάναινα, Πόταινα,
Πούλαινα, Τάκαινα, Χρήσταινα είτε στο επώνυμο: Κοζομπόλαινα, Κοτσώναινα, Κουκούτσαινα,
Μπελίτσαινα, Σπετζούραινα. Συνοδεύεται επίσης είτε με το γυναικείο βαφτιστικό: η Ελένη η
Πανάγαινα, η Βούλα η Τάκαινα, είτε με πρόθεμα: θεια-Πούλαινα, θεια-Παμεινώνταινα, θεια-
Πάναινα, κυρα-Γιώργαινα, κυρα-Γρηγόραινα.
-αίοι: 1. κατάληξη που δηλώνει τα μέλη μιας οικογένειας, είτε από επώνυμο: Ζουζουλαίοι,
Κοζομπολαίοι, Κομποταίοι, Κοτσωναίοι, Μπελιτσαίοι, Ντακαραίοι, Φραγκουλαίοι, είτε από το
βαφτιστικό του πατέρα: Γαλαναίοι, Λαμπραίοι, Νικηταίοι, Σπυραίοι, Χαϊδαίοι. 2. κατάληξη
εθνωνυμίων: Μαντιναίοι, Μικρομαντιναίοι, Σκαρδαμουλαίοι.
αίρεση (η): ο εκνευρισμός, τα νεύρα. Φρ. Σήμερα είναι ούλο αίρεση (έχει τα νεύρα του, είναι
ευέξαπτος, απότομος). Επίθ. αιρετικός, -ή, -ό: ευέξαπτος, απότομος, νευρικός. Το λένε τόσο για
ανθρώπους όσο και για ζώα. Φρ. Πρόσεχε το γαϊδούρι του παπά, είναι αιρετικό.
αϊτομάχος (ο): μεταναστευτικό πτηνό που εμφανίζεται το καλοκαίρι. Το κυνηγούν για το φαΐ του.
αϊτός (ο): το κατακόρυφο, ευθύγραμμο, ψηλό κλαδί. Φρ. Κόφ’ τονε τον αϊτό, γιατί δεν ημπορούμε
να τόνε μαζώξουμε.
-ακας: μεγεθυντική κατάληξη προσώπων: Βασίλακας, Γιάννακας, Γληγόρακας, Δημήτρακας,
Πότακας και πραγμάτων: Μύτακας (τοπων.).
-άκης: 1. Πατρωνυμική κατάληξη επωνύμων: Καπετανάκης, Λιάκης, Νικητάκης. Παλιότερα ήταν
συχνότερη. Σήμερα σπανίζει κι έχει αντικατασταθεί από το -έας. 2. Κατάληξη που δηλώνει τον υιό
κάποιου σε αντιδιαστολή με κάποιον άλλο συνονόματο: ο Λιάς ο Λιάκης, ο Φραγκουλάκης.
-213-

-άκι: πατρωνυμική κατάληξη που δηλώνει τίνος παιδί είναι ένα αγόρι: το Κουκουτσάκι, το
Λεουτσάκι, το Μπελιτσάκι. Πληθ. -άκια (για αδέρφια): τα Φραγκουλάκια.
άκο (ρ. προστ.): άκου, άκουσε, πρόσεξε. Φρ. Άκο να δεις! - Άκο ν’ ακούσεις!
ακόνι (το): η σκληρή πέτρα. Σύνθ. λαδάκονο (το), νεράκονο (το): ακόνια τα οποία ακονίζουν
(δουλεύουν) αντίστοιχα με λάδι ή με νερό. Ρ. ακονίζω: τρίβω κάτι σε ακόνι για να γίνει κοφτερό.
-άκος: πατρωνυμική κατάληξη επωνύμων: Δικαιάκος. Σήμερα σπανίζει, διότι έχει αντικατασταθεί
από το -έας. Φρ. -έας, -άκης τσαι -αιάκος, είναι βέρος Μανιατιάκος.
ακουσμένη (η): η ανήθικη γυναίκα, η γυναίκα κακής διαγωγής. Φρ. Αφού τήνε πήρε την
ακουσμένη, καλά να τα πάθει. Συνών. βιόλα (η).
ακριβοδυχατέρα ή ακριβοκόρη (η): η πολύ αγαπημένη θυγατέρα, η μοναδική, η αναντικατάστατη,
η μονάκριβη.
αλάδωγος, -η, -ο: ο αλάδωτος.
αλαργεύω: απομακρύνομαι, ξεμακραίνω. Φρ. Αλάργεψε η συγγένειά μας - Αλαργεύει η βάρκα.
αλατζάς (ο): είδος υφάσματος.
αλαφρύς, -ιά, -ύ: ελαφρύς, -ιά, -ύ. Φρ. Είν’ αλαφρύ (το δέμα), το δύνομαι.
αλέγρος, -α, -ο: ζωηρός, ανοιχτόχρωμος, ζωντανός. Φρ. υποτιμητική για κάποια χήρα: Αμέσως
φόρεσε αλέγρα (φόρεσε ανοιχτόχρωμα ρούχα). Ουσ. αλεγροσύνη (η): η ζωηράδα, η ζωντάνια. Ρ.
αλεγράρω: ζωηρεύω, ζωντανεύω. Ουσ. αλεγράρισμα (το): το ζωντάνεμα, το ζωήρεμα.
αλεστικό (το): το δικαίωμα, το ποσοστό αλευριού που κρατάει ο αλεστής ως αμοιβή. Συχνότερος ο
πληθ. αλεστικά (τα) στη φρ. Άλεσε κι αλεστικά μη δώσεις.
αλετριά (η): η αυλακιά. Φρ. Σκοτωθήκανε για μια αλετριά τόπο. Σύνθ. κακαλετριά (η): η
κακοοργωμένη αυλακιά.
αλετροπόδι (το): 1. Ξύλινο εξάρτημα σχήματος -L- που βρίσκεται στη βάση του αλετριού, στην
κάτω άκρη του οποίου σφηνώνει το μεταλλικό υνί. Στο επάνω μέρος του στερεώνεται η γούλα
(βλ.λ.), η οποία συνδέει το αλέτρι με το ζυγό. 2. Αστερισμός που μοιάζει το αλετροπόδι.
αλετρόχειρο (το): το ξύλινο τιμόνι, η λαβή του αλετριού, από την οποία το κρατά και το
κατευθύνει ο ζευγολάτης.
αλιά! (επιφ.): αλί, αλίμονο! Πρμ. Αλιά που το ’χει η κούτρα του να κατεβάζει ψείρες.
άλιαστος, -η, -ο: αυτός που δεν έχει εκτεθεί στον ήλιο. Φρ. Το άλιαστο γέννημα δεν αλωνίζεται.
αλισίβα (η): στάχτη που χρησιμοποιούν για το πλύσιμο στο καζάνι.
αλίχνιστος, -η, -ο: αυτός που δεν έχει λιχνιστεί. Φρ. Τα στάχυα είν’ αλίχνιστα.
αλλαξοκαιρία (η): η αλλαγή του καιρού. Πρμ. Κράζει ο κούρος; Αλλαξοκαιρία θα ’χομε.
αλλιστρατίζω: 1. Αλλάζω πορεία (στράτα) και χάνω το δρόμο μου. Φρ. Αλλιστράτισαν τα ζά
(χάσανε το δρόμο και πήγαν άλλου). 2. Μτφ. αλλάζω συνήθειες προς το χειρότερο, βγαίνω από τα
νερά μου. Φρ. Τον αλλιστράτισε η γυναίκα του (τον έκανε να αλλάξει συνήθειες και να χειροτερέψει
τη θέση του). 3. Χάνω τα λογικά μου. Φρ. Έχει το πολύ μυαλό, έχει τσαι τη βιόλα (παλιογυναίκα)
που τον αλλιστρατίζει!
αλογάκι (το): είδος πράσινης ακρίδας που συχνάζει στα φύλλα.
αλογάκι της θάλασσας (το): ο ιππόκαμπος.
άλογο (το): η κήλη. Φρ. Έχει κάνει άλογο (έχει κήλη). Η έκφραση προήλθε από την ομοιότητα του
βαδίσματος όποιου έχει κήλη, με το καβάλημα του αλόγου.
αλογοχόρταρο (το) ή αλογομπληβινά (η): είδος αγριόχορτου, το οποίο τρώνε τα ζώα. Φρ. Έδεσα το
ζω τσει πέρα, στις αλογομπληβινές.
αλυγαριά (η): η λυγαριά. Συνών. λυγιά (η).
άλυσος (η): η αλυσίδα. Φρ. Τράβα την άλυσο.
Αλωνάρης (ο): 1. Ο μήνας Ιούλιος. 2. Η περίοδος του αλωνίσματος από τα μέσα Ιουνίου ως τα
μέσα Ιουλίου. Φρ. Νωρίς ήρθ’ ο Αλωνάρης φέτο (νωρίς αρχίσαμε το αλώνισμα).
-214-

αλωνιά (η): 1. Η ποσότητα θερισμένου καρπού η οποία γεμίζει ένα αλώνι. 2. Άτυπο μέτρο για τον
πρόχειρο υπολογισμό της παραγωγής. Φρ. Πόσες αλωνιές έκαμες; Έκαμα δυο αλωνιές. Ανάλογα με
το μέγεθος του αλωνιού η αλωνιά είναι μικρή ή μεγάλη. Φρ. Οι αλωνιές μου είναι μικρές τσαι κάνω
πολλές.
άμα (υποθ. σύνδ.): αν, εάν. Φρ. Άμα μάθεις, να μου πεις.
άμα πλια!: επιφ. αγανάκτησης. Φρ. Άμα πλια, σε βαρέθηκα, ούλο γκρίνια είσαι!
αμάδα (η): Η στρογγυλή και επίπεδη πέτρα. Με τέτοιες πέτρες παίζουν το υπαίθριο παιδικό
παιχνίδι αμάδες (οι). Υποκ. αμαδάκι (το): η μικρή αμάδα.
αμάζωγος, -η, -ο: ο αμάζευτος, π.χ. καρπός. Φρ. Έχω τις ελιές αμάζωγες. Από το ρ. μαζώνω.
αμάκα (η): η τράκα, το τζάμπα, η ανέξοδη απολαβή. Φρ. Έχει μάθει στην αμάκα τσ’ ούλο ζητάει.
Ουσ. αμακαδόρος, -ισσα: τρακαδόρος, τζαμπατζής. Συνών. ζήτουλας (ο).
αμάραντος, -η, -ο: αυτός που δεν μαραίνεται. Τραγούδι: Για είδεστε τον αμάραντο.
αμαρκάλιστος, -η, -ο: το θηλυκό ζώο που δεν έχει βατευτεί. Από το ρ. μαρκαλίζω: βατεύω,
επιβαίνω.
αμέραστος, -η, -ο: αμοίραστος. Φρ. Τα ’χουν αμέραστα (τα περιουσιακά).
άμεστος, -η, -ο: 1. Ο άγουρος, ανώριμος καρπός, αυτός που δεν έχει μεστώσει. Αντίθ.
μεστωμένος, -η, -ο ή μεστός, -ή, -ό. 2. Μτφ. ο ανώριμος άνθρωπος. Φρ. Μη τ’ αναθεματίζεις μωρή
το παιδί, τσ’ είν’ άμεστο ακόμη!
άμετρος, -η, -ο: υπερβολικός, τόσο πολύς που δεν μπορεί να μετρηθεί. Πρμ. Μάης άβροχος,
μούστος άμετρος.
αμή! (επιφ.): αμέ, ναι! Επιβεβαιωτικό επιφ. που ενισχύει την καταφατική απάντηση: Ναι, αμή!
άμιλος, -η, -ο: άλαλος, αμίλητος. Φρ. Έμειν’ άμιλος.
αμολάω ή αμπολάω: αφήνω κάτι ή κάποιον ελεύθερο. Φρ. Αμόλα καλούμπα - Αμόλα το, θα σε
ρίξει! (το ζώο). Παρατ. αμόλαγα. Αόρ. αμόλησα. Φρ. Τ’ αμόλησα να βοσκήσουν. Επίθ. αμολητός, -ή, -
ό: ελεύθερος, ασύδοτος. Φρ. Έχω αμολυτό το σκύλο τη νύχτα για τους κλέφτες. Επίσης, το αμολητό
σεντόνι: λεπτό σεντόνι με ειδική ύφανση.
αμουράτζινες (οι): πλατύφυλλο μυρωδικό χορτάρι με αγκαθωτές προεξοχές. Το βάζουν σε πίττες.
άμπακος (ο): ο υπερβολικός. Φρ. Έφαε τον άμπακο.
αμπάριζα (η): υπαίθριο παιδικό παιχνίδι. Από εδώ η φρ. παίρνω αμπάριζα: ακουμπώ κάπου για
εκκίνηση και τρέχω, παίρνω φόρα. Φρ. (μτφ.): Πήρε αμπάριζα τσαι δεν τονε σταματάει τίποτα.
αμποδίζω ή μποδίζω: εμποδίζω. Φρ. Πέρσι τ’ αμπόλαγα (τα ζώα), αλλά φέτο μ’ αμποδίζουνε.
αμποίος, -α, -ο: αμέ ποίος; Ερωτηματική απάντηση, με την οποία επιβεβαιώνεται μια
διερευνητική ερώτηση. Πχ. στην ερώτηση: Μα καλά, ο Πότης το ’καμε; απαντούν: Αμποίος άλλος
θες να το ’καμε;
αμπολάω ή αμολάω: αφήνω ελεύθερο, απολύω. Παρατ. αμπόλαγα. Αόρ. αμπόλυσα. Φρ. Αμπόλα
το σχοινί - Πέρσι τ’ αμπόλαγα (τα ζώα), αλλά φέτο μ’ αμποδίζουνε - Αμπόλυσα τη γίδα να βοσκήσει.
Ουσ. αμπόλυμα (το): η νέα αποικία του μελισσιού που φεύγει από την κυψέλη και αναζητά νέα.
Φρ. Εχτός από τα κουβέλια, έχου τσαι δυο αμπολύματα. Επίθ. αμπολυτός, -ή, -ό: απεριόριστος,
ασύδοτος, ελεύθερος. Φρ. Άφησε τη δυχατέρα του αμπολυτή τσαι να τώρα τα καζάντια του!
αμπώς; αμέ πώς; Ερωτημ. σύνδ. με τον οποίο επιβεβαιώνεται μια διερευνητική ερώτηση. Πχ.
στην ερώτηση: Θ’ αγοράσεις δώρο; απαντούν: Αμπώς, με άδεια χέρια θα πάω πλια;
άμυαλος, -η, -ο: ανόητος, επιπόλαιος. Πρμ. Άμυαλος ο νους, διπλός ο κόπος.
ανάβαθος, -η, -ο: ο ρηχός, αυτός που δεν είναι βαθύς. Π.χ. το ανάβαθο σκουτέλι, γουβί, πηγάδι,
τα ανάβαθα νερά της θάλασσας κλπ.
αναβράζω: αρχίζω να βράζω. Φρ. Ανάβρασε το νερό; (ξεκίνησε να βράζει;). Ουσ. ανάβραση (η): η
αρχή του βρασμού. Φρ. Άρχισε η ανάβραση, ρίξε τα μακαρόνια.
-215-

αναγουλιάζω: δεν αισθάνομαι καλά, ανακατεύομαι. Φρ. Μη μυρίσω τυρί, αμέσως αναγουλιάζω.
Ουσ. αναγούλα (η): ανακατωσούρα, αδιαθεσία, τάση προς εμετό. Φρ. Μόλις το μύρισα, μ’ έπιασε
μια αναγούλα!
αναδεξιμνιός, -ά: ο βαφτισιμιός (-ά).
αναδίνω: μαλακώνω. Φρ. Αναδίνει το ζυμάρι (μαλάκωσε και θέλει αλεύρι για να σφίξει).
ανάθεμα (το): η κατάρα, η βλαστήμια. Επιφ. ανάθεμα! Φρ. Ανάθεμα την ώρα που σ’ έκαμα! Ρ.
αναθεματίζω: καταριέμαι, βλαστημώ. Φρ. Μη τ’ αναθεματίζεις μωρή το παιδί, τσ’ είν’ άμεστο
ακόμη! Μτχ. αναθεματισμένος, -η, -ο: καταραμένος.
ανακαλύβω: ανακαλύπτω. Φρ. Μη μου κρύβεσαι, γιατί σ’ ανακαλύβω εύκολα.
ανάκαρο (το): η δύναμη, το κουράγιο, η αντοχή. Φρ. Δεν έχει ανάκαρο ν’ ανεβεί (για αδύναμο ζώο
ή άνθρωπο).
ανακωλώνω, -ομαι: αναποδογυρίζω κάτι, ανατρέπομαι, πέφτω ανάσκελα. Φρ. Με πήρε τ’
αντιμάμαλο τσαι μ’ ανακώλωσε - Ανακωλώθη τσ’ έσπασε το ποδάρι του. Συνών. γκρεμίζω, -ομαι.
αναλαβαίνω: συνέρχομαι από ασθένεια, αναλαμβάνω. Φρ. Τώρα έχει αναλάβει λιγουλάκι.
αναλαδιά (η): η χρονιά -ανά διετία- που οι ελιές έχουν μικρή παραγωγή. Αντίθ. λαδία (βλ.λ.)
ανάλατος, -η, -ο: άνοστος, ανούσιος άνθρωπος, απρόσωπος, χωρίς προσωπικότητα. Φρ. Τι
περίμενες από δαύτονε τον ανάλατο, αφού δεν έχει γνώμη.
αναλείχω: γλείφω τα χείλη μου. Πιο συχνό στη μέση φωνή αναλείχομαι: ξερογλείφομαι. Φρ. Τήρα
τον, τίλογου αναλείχεται (κοίτα τον, πώς ξερογλείφεται) - Αναλείχεται η σκύλα, θα πείνασε.
ανάλλαγος, -η, -ο: ο ανάλλαχτος, αυτός που δεν έχει αλλάξει, π.χ. ρούχα. Φρ. Είμ’ ανάλλαγος από
ψες τσαι βρωμάω.
ανάλογο (το): μερίδιο, δικαίωμα. Φρ. Αφού πήρες το ανάλογό σου, μη διαμαρτύρεσαι - Δώσ’ μου
το ανάλογό μου να φύγω.
αναμαλή (η): η μαλλιαρή, η χορταριασμένη από την υγρασία πέτρα ή βράχος. Τοπων. Αναμαλή
βραχώδης περιοχή που χορταριάζει. Ρ. αναμαλλιάζω: 1. Χορταριάζω. Φρ. Ξεβρυσουλιάζει τσ’
αναμάλλιασαν οι πέτρες. 2. Ανατριχιάζω, σηκώνεται η τρίχα μου ή τα μαλλιά μου. Μτχ.
αναμαλλιασμένος, -η, -ο: ανατριχιασμένος, με ανακατωμένα μαλλιά.
αναμείγω: ανακατεύω, αναμιγνύω. Μέση φωνή αναμείγομαι: ανακατεύομαι, αναμιγνύομαι σε
ξένες υποθέσεις. Φρ. Μην αναμείγεσαι, δεν σ’ αφορά - Τι θες τσ’ αναμείγεσαι σε ξένες δουλειές;
αναμπαίζω: εμπαίζω, κοροϊδεύω, περιγελώ.
αναμπουμπούλα (η): η αναταραχή, φασαρία, ανακατωσούρα που δημιουργείται όταν
συνωστίζεται πολύς κόσμος. Πρμ. Ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται.
ανανογιέμαι: συνέρχομαι, αντιλαμβάνομαι τι συμβαίνει γύρω μου, ξαναβρίσκω τις αισθήσεις
μου. Αόρ. ανανοήθηκα.
αναπαή (η) ή αναπαμός (ο): ανάπαυση. Φρ. Ούτε πεθαμένος θα βρει αναπαή (για κάποιον που
βασανίζεται) - Αναπαμό δεν έχει, ολήνωρα δουλεύει. Μτχ. αναπαμένος, -η, -ο: αναπαυμένος,
καθησυχασμένος, πεθαμένος. Φρ. Είναι αναπαμένος δυο χρόνια τώρα (έχει πεθάνει πριν από δυο
χρόνια).
αναπιάνω: ξεκινώ κάτι, καταπιάνομαι. Φρ. Αναπιάνω προζύμι - Δεν ανάπιασα ακόμη. Ουσ.
ανάπιασμα (το): το ξεκίνημα, το κατάπιασμα. Φρ. Το ανάπιασμα του κοφινέλου είναι δύσκολο, μα
μετά προχωράει γλήγορα.
αναποδογεννημένος, -η, -ο: στριμμένος, ιδιότροπος άνθρωπος, στριφνός χαρακτήρας. Φρ. Δεν
βρίσκεις άκρη με δαύτονε τον αναποδογεννημένο. Τώρα συμφωνάς, μετά στα γυρίζει.
ανάποδος, -η, -ο: δύστροπος, ιδιότροπος, στριμμένος άνθρωπος. Φρ. Ανάποδε άνθρωπε, δεν σε
βρίσκει κανείς πουθενά! Ουσ. ανάποδη (η): η ανάστροφη πλευρά της παλάμης, η εξωτερική.
Απειλητική φρ. Πρόσεξε καλά, μη φας καμιά ανάποδη. Συν. ξανάστροφη (η).
-216-

αναπουπουλιαίνω: ανακατεύω τα πούπουλα του μαξιλαριού, της όρνιθας κλπ. Μτχ.


αναπουπουλιασμένος ή αναμπουμπουλιασμένος, -η, -ο: ο έχων ανακατωμένα πούπουλα, ο
αναμαλλιασμένος άνθρωπος (μτφ).
ανάραχα (τοπ. επίρ.): θέση στον αυχένα του βουνού. Αντίθ. κατάραχα: στη ράχη.
αναριχτά (επίρ.): ριχτά, στους ώμους χωρίς να βάλει τα μανίκια. Φρ. Φόρεσε τη μπόλκα αναριχτά.
ανασακιάζω: ανασηκώνω το γεμάτο σακί και το χτυπώ στο έδαφος ώστε να κατακαθίσει το
περιεχόμενο και να χωρέσει κι άλλη ποσότητα. Φρ. Είναι χεροδύναμος κι ανασακιάζει καλά. Ουσ.
ανασάκιασμα (το): το ταρακούνημα του γεμάτου σακιού για να αυξηθεί η χωρητικότητά του.
ανασκάβω: ξανασκάβω κάτι ήδη σκαμμένο.
ανάσκελα ή ανάσκελο (επίρ.): υπτίως, με την πλάτη στο έδαφος. Φρ. Έπεσα τ’ ανάσκελα - Ήρθε τ’
ανάσκελο. Αντίθ. μπρούμυτα. Ρ. ανασκελώνω: ρίχνω ανάσκελα, ανασκελώνομαι: πέφτω ανάσκελα.
Φρ. Ανασκέλωσέ το ν’ ανασάνει, π.χ. το μωρό. Αντίθ. μπρουμυτίζω.
ανασκουμπώνω, -ομαι: 1. Ανασηκώνω τα μανίκια ή τα μπατζάκια. 2. Προετοιμάζομαι για δουλειά.
Αόρ. ανασκουμπώθηκα, μτχ. ανασκουμπωμένος, -η, -ο. Φρ. Για ανασκουμπώσου τσ’ εχουμε
δουλειές - Ανασκουμπώθηκα να μη βραχώ.
ανασοή (η): η ανάσα, η ξεκούραση, το μικρό διάλειμμα. Φρ. σε κάποιον που δουλεύει συνεχώς:
Πάρε μια ανασοή.
ανασταίνω, αναστήνω: αναθρέφω, μεγαλώνω παιδί. Φρ. Τον ανάστησε η γιαγιά του.
αναστάλαγο (επίρ.): βρέχει χωρίς σταματημό.
αναφτά (επίρ.): από πολύ κοντά, στα ίσια, φανερά, κατά μέτωπο. Φρ. Τόνε χτύπησε αναφτά.
Αντίθ. πισώπλατα.
αναχαράζω: μηρυκάζω. Για τα ζώα (γίδια, πρόβατα κ.ά.) και για ανθρώπους που μασάνε συνεχώς.
αναχασκίζω: χάσκω, έχω ανοιχτό το στόμα. Ουσ. αναχάσκισμα (το): το παρατεταμένο άνοιγμα του
στόματος.
ανάψανε ή είναι αναμένες οι ελιές (ιδωμ.): έμεινε ο ελαιόκαρπος πολλές μέρες στο τσουβάλι κι
άρχισε να μουχλιάζει. Φρ. Είναι αναμένες οι ελιές τσαι θα βγάλουν οξέα.
ανεβαίνει το ζυμάρι (ιδωμ.): φουσκώνει, γίνεται η ζύμωση. Φρ. Τήρα, αν ανέβηκε το ζυμάρι -
Ανέβηκε, γλήγορα να ετοιμάσουμε το φούρνο. Ουσ. ανέβασμα (το): 1. Το φούσκωμα της ζύμης. 2.
Το αναγούλιασμα, η τάση για εμετό. Φρ. Έχω ανέβασμα.
ανέβολος, -η, -ο: ο άβολος, ο δύσκολος τόπος. Αντίθ. βολετός, -ή, -ό. Επίρ. ανέβολα: άβολα. Αντίθ.
βολετά.
ανέκοπος, -η, -ο: άκοπος, ο άνευ κόπου. Επίρ. ανέκοπα: άκοπα, χωρίς κόπο.
ανεμοβλόι (το): η ανεμοβλογιά.
ανεμολιχνίζω: σκορπίζω στον άνεμο. Ουσ. ανεμολίχνισμα (το): ανεμοσκόρπισμα.
ανήλιαγο (χρον. επίρ.): χάραμα, πριν ακόμα χαράξει ο ήλιος. Φρ. Σηκωθήκαμε ανήλιαγο σήμερα.
ανήλιαστος, -η, -ο: αυτός που δεν έχει λιαστεί καλά. Ουσ. ανήλιαστα (τα): τα σύκα που δεν έχουν
λιαστεί, με αποτέλεσμα να έχουν συγκρατήσει υγρασία και να ξινίζουν. Φρ. Ήταν ανήλιαστα τσαι
δεν τα κράτησε ο έμπορος.
ανήμερος, -η, -ο: άγριος, μη εξημερωμένος. Φρ. Είναι θερίο ανήμερο (πολύ άγριος).
ανηφοριακός, -ή, ό: 1. Ο ορεινός τόπος. Φρ. Γέρασα, μαθές, τσαι δεν παγαίνω πλιά στα
ανηφοριακά λαχίδια. 2. Ο ορεσίβιος, ο προερχόμενος από ορεινή περιοχή. Στη Μεγάλη Μαντίνεια
αποκαλούσαν ανηφοριακούς όσους κατάγονταν από τα ορεινά χωριά του Ταΰγετου: Αλτομιρά,
Πηγάδια, Γαϊτσές κλπ.
-άνικα: τοπων. κατάληξη από όνομα ιδιοκτητών: Καντιάνικα, Νικαχιάνικα, Σωτηριάνικα.
άνιφτος, -η, -ο: ο άπλυτος. Από το ρ. νίβομαι. Πρμ. Άνιφτος, κακάνιφτος, κακά μουντζουρωμένος,
με την πανιάρα νίβεται με τα σκ... σφουγγίζεται.
-άνος, -ανος: 1. κατάληξη εθνωνυμίων: Αλτομιριανός, Γαϊτσανός, Δολιανός, Καμπιανός, Σελιτσά-
νος, Σωτηριάνος. 2. πληθ. –άνοι: δηλωτική οικογένειας: Καπετανιάνοι, Παπαδιάνοι, Φραγκουλιάνοι.
-217-

άνταλο (το): ο πρώιμος ορνός (αγριόσυκο), ο οποίος κουνουπίζει τους κανονικούς ορνούς.
αντένα (η): μηχανισμός άντλησης νερού από πηγάδι με μικρό βάθος. Ένα είδος μοχλού με
αντίβαρο, το οποίο ανασηκώνει το γεμάτο μπουγέλο.
αντένω: γατζώνω, πιάνομαι, σκαλώνω. Φρ. Άντεσε το παραγάδι (σκάλωσε κάπου στο βυθό).
άντερο (το): το έντερο. Υποκ. αντεράκια (τα): τα ψιλοκομμένα έντερα για τον πατσά. Φρ. Τα
’πλυνες καλά τ’ αντεράκια; Σύνθ. λιανάντερα (τα): το λεπτό έντερο.
αντηλιάδα (η): η αντηλιά, η αντανάκλαση του ηλίου.
αντί (το): το ξύλο του αργαλειού στο οποίο δένεται το στημόνι.
αντίδερο (το): το αντίδωρο. Φρ. Πήρες αντίδερο;
αντίδι (το): βρώσιμο αγριόχορτο.
αντιμάμαλο (το): η επιστροφή του κύματος μετά το σκάσιμό του στο βράχο ή στην ακτή ή λίγο
πριν σκάσει. Φρ. Τόνε πήρε τ’ αντιμάμαλο τσαι τον ανακώλωσε.

Πηγάδι με αντένα στη Σάνταβα, δεκ. ’50. [φωτ. Ηλίας Κοτσόβολος]

αντίο Γλαρέντζα (ιδιωμ.): δεν υπάρχει πια καμιά ελπίδα. Η Γλαρέντζα (Κυλλήνη) ήταν σημαντικό
λιμάνι επί Φραγκοκρατίας (13ος-15ος αι.).
αντιπρόσωπος (ο): ο διάδοχος. Φρ. Έβγαλε αντιπρόσωπο (γέννησε γιο) τσ’ ησύχασε.
αντιτείνω: διαφωνώ, έχω αντίθετη γνώμη, προτείνω κάτι αντίθετο.
αντίχαρη (η): η ανταπόδωση της χάρης. Πρμ. Η χάρη θέλει αντίχαρη τσαι πάλι χάρη μένει.
αντλιά (η): ειδικό δοχείο με το οποίο αντλούν το λάδι, κατά τη μετάγγισή του από το αρχικό
ντεπόζιτο, που γινόταν κάθε Μάιο. Είχε επίπεδες πλευρές για να μην παίρνει τη μούργα.
αντραγάθημα (το) ή αντραγαθία (η): το κατόρθωμα, η ανδραγαθία.
αντραμή (η): η φόρα. Φρ. Πάρ’ αντραμή ν’ ανέβεις.
αντρασκελιά (η): η δρασκελιά, ο διασκελισμός, το βήμα. Φρ. Μι’ αντρασκελιά τόπος είναι. Ρ.
αντρασκελίζω: δρασκελίζω, διασχίζω.
αντρειεύω: 1. Γίνομαι άνδρας και απειλώ, ορθώνομαι υπερήφανα, κορδώνομαι. Φρ. Μην
αντρειεύεσαι σε μένα, γιατί θα φας καμιά ξανάστροφη. 2. Μεγαλώνω. Φρ. Τ’ Αγιαντριός αντρειεύει
η μέρα.
αντρομίδα (η): χοντρό υφαντό μάλλινο σκέπασμα.
αντρού (του): του ανδρός (γεν.). Φρ. Του αντρού μου να το ειπείς.
αντροχωρίστρα (η): η παλιογυναίκα, εκείνη που ξελογιάζει παντρεμένους άνδρες. Φρ. Αυτή είν’
αντροχωρίστρα. Μη τήνε βάνεις σπίτι σου!
-218-

άνυδρος, -η, -ο: 1. Για ανθρώπους: ο κρύος, ο ανούσιος, ο άνθρωπος χωρίς νεύρο. Φρ. Είν’ ένας
άνυδρος! Τι του βρήκε, δεν το νόησα. 2. Για φυτό: χωρίς ζωντάνια, μισομαραμένο, π.χ. το άνυδρο
μαρούλι.
ανυφαντίλα (η): η ελαττωματική ύφανση, το κακοραμμένο σημείο του υφάσματος, στο οποίο οι
κλωστές είναι αραιά πλεγμένες, έτσι ώστε να κινδυνεύει να σκιστεί εύκολα. Φρ. Μη το πάρεις, έχει
ανυφαντίλες.
ανυφάντρα (η): η υφάντρα του αργαλειού.
ανώρι (χρον. επίρ.): το σούρουπο, νωρίς πριν βραδιάσει. Φρ. Είναι ανώρι (είναι νωρίς, δεν
βράδιασε ακόμη).
άξαφνος, -η, -ο: αιφνίδιος, ξαφνικός. Ουσ. άξαφνη (η): η ξαφνική επίθεση. Το αιφνιδιαστικό
χτύπημα. Φρ. Του ’δωσε μια άξαφνη. Επίρ. άξαφνα: ξαφνικά, αιφνιδίως.
αξεπλήρωτος, -η, -ο: ανεξόφλητος, χρεωμένος. Φρ. Έχω τα λαχίδια αξεπλήρωτα.
αξίνα (η): γεωργικό εργαλείο σκαψίματος με φαρδιά μεταλλική λάμα, κατάλληλο για το άνοιγμα ή
τη διαρρύθμιση αυλακιών νερού. Σύνθ. αξινοστείλιαρο (το): το στειλιάρι της αξίνας.
αξούριστος, -η, -ο: ο αξύριστος. Φρ. Παρών κι αξούριστος!
απάγκιο (το): 1. Το καταφύγιο. 2. Το προφυλαγμένο μέρος, εκείνο που δεν το πιάνει η κακοκαιρία,
ο άνεμος, το αγιάζι. Ρ. απαγκιάζω: προφυλάσσομαι, κάθομαι σε απάγκιο. Φρ. Κάτσε ν’
απαγκιάσουμε δωχάμου, όσο να περάσ’ η μπόρα.
απανουτάρι ή απανωτάρι (το): το επιπλέον, το από πάνω, το πάνω σε κάτι άλλο. Φρ. Βάλε γι’
απανωτάρι την κουρελού.
απάνω μερία (η): το επάνω μέρος, το πιο ψηλό σημείο του χωριού, του χωραφιού, του σπιτιού.
απανωγόμι (το): το πανωφόρτωμα του ζώου. Το φόρτωμα πάνω από το γομάρι (το κυρίως
φορτίο). Φρ. Καβάλησα απανωγόμι.
απήγανος (ο) ή απήγανο (το): άγριο φυτό το οποίο χρησιμοποιούσαν σε εξορκισμούς. Φρ. Θα σε
ξορκίσω με τον απήγανο.
απιδιά (η): η αχλαδιά. Ουσ. απίδι (το): αχλάδι. Σύνθ. αγριαπιδιά (η), θεριστάπιδο (το).
απίκο (επίρ.): σε ετοιμότητα, σε στάση προσοχής. Φρ. Είμαι απίκο.
απλυσά (η): η βρώμα από το πλημμελές πλύσιμο. Φρ. Είναι μαύρα τα χέρια του από την απλυσά -
Μυρίζει από την απλυσά.
απλώστρα (η): ο ανοιχτός προσηλιακός τόπος, χωρίς δένδρα, στον οποίο άπλωναν τα καλαμωτά
με τα σύκα. Συχνά το ίδιο μέρος ήταν και αλώνι. Φρ. Απλώστρα έχουμε τ’ αλώνι.
αποβλυχάδι (το): το μικρό υπόλειμμα του σαπουνιού. Φρ. Να φτιάνεις μεγάλες πλάκες, για να μη
σου μένουν αποβλυχάδια.
απόδαυλο (το): το απομεινάρι του καμένου δαυλιού.
αποδέλοιπος, -η, -ο: ο υπόλοιπος. Συχνά στον πληθ. τ’ αποδέλοιπα: τα υπόλοιπα π.χ. πράγματα,
παιδιά κλπ.
αποδιαλεγούδι (το): το απομεινάρι, της διαλογής, το περίσσευμα έπειτα από κάποια επιλογή. Φρ.
Διάλεξε τα καλά τσαι μ’ άφηκε τ’ αποδιαλεγούδια.
αποζούμια (τα): τα κατάλοιπα των νερών της μπουγάδας μετά από την τελευταία πλύση. Συνών.
ζουμιά (τα).
αποθεριές (οι): το σύνολο των καλαμιών που απομένουν στο θερισμένο χωράφι. Οι ράπες.
αποθέτω: τοποθετώ, βάζω. Φρ. Απόθεσέ το δω χάμου.
αποκατινός, -ή, -ό: ο ευρισκόμενος από κάτω, στο χαμηλότερο σημείο. Φρ. Τ’ αποκατινά τ’
αλωνιού (τα κάτω κάτω).
αποκόβω: σταματώ το θηλασμό. Φρ. Να του αποκόψεις το γάλα.
απολαναρίδι (το): το απομεινάρι του μαλλιού πάνω στο λανάρι. Συχνότερος ο πληθ.
απολαναρίδια (τα).
-219-

αποξινός, -ή, -ό: ο ξένος, ο μη συγγενής. Ρ. αποξινώνομαι: χάνω όλους τους συγγενείς μου. Φρ.
Απόθανε η αδερφή μου τσαι τώρα αποξινώθηκα (έμεινα χωρίς άλλους συγγενείς).
αποσκιά ή αποσκιάδα (η): η σκιά, το σκιερό μέρος. Επίθ. αποσκιαδερός, -ή, -ο: ο σκιερός τόπος.
Τοπων. Αποσκιαδερές Λούρες, Αποσκιαδερή Μάνη. Επίθ. απόσκιος, -α, -ο: σκιερός. Ρ. αποσκιάζει:
νυχτώνει, σουρουπώνει. Συνών. αποσπερίζει.
αποσπερού (χρον. επίρ.): απόψε, αποβραδίς, σήμερα το βράδυ. Ουσ. αποσπερού (το): το
σούρουπο, το απόβραδο. Φρ. Τ’ αποσπερού θα φύγω. Ρ. αποσπερίζει: σουρουπώνει, βραδιάζει.
Φρ. Σαν αποσπερίσει να ’ρθεις σπίτι. Συνών. αποσκιάζει.
απόσυκο (το): το σύκο κακής ποιότητας. Το προορίζουν για ζωοτροφή ή για συκονόπνευμα.
απόσωσε (γ΄ πρ. αόρ.): τέλειωσε.
απόχη (η): αλιευτικό εργαλείο. Ξύλινο κοντάρι με διχτάκι σε μεταλικό στεφάνι.
άπραγος, -η, -ο: χωρίς ενέργειες, χωρίς δράση. Φρ. Πήγε τσ’ ήρθε άπραγος (χωρίς να κάνει
τίποτα).
άραβος, -η, -ο: ο άραφτος.
Αράπης (ο), Αραπίτσα (η): ονόματα ζώων (σκυλιών, αλόγων).
άρατος, -η, -ο: αόρατος. Φρ. Έγιν’ άρατος (χάθηκε, εξαφανίστηκε).
άραχλος, -η, -ο ή άραχνος, -η, -ο: 1. Ο αραχνιασμένος, ο ασυγύριστος, ο εγκαταλελειμμένος
χώρος. 2. Μτφ. η κακή τροπή των πραγμάτων, η άσχημη εξέλιξη. Φρ. Μαύρα κι άραχνα (άσχημες
εξελίξεις).
αρβαλάω: κάνω θόρυβο χτυπώντας τα αντικείμενα που χειρίζομαι. Φρ. Μην αρβαλάς, γιατί
τσοιμάται ο πατέρας σου. Ουσ. αρβάλα (η): ο θόρυβος, η φασαρία. Φρ. Ούλο αρβάλα είσαι,
ησύχασε επιτέλους! Ουσ. αρβάλι (το): το μεταλλικό χερούλι του κουβά.
αργανέλο (το): λεπτό σχοινί, όχι πολύ ανθεκτικό, για το δέσιμο κλαριών.
αρέσκω, -ομαι: αρέσω, είμαι αρεστός. Φρ. Μου αρέσκει (μου αρέσει).
αριάνι (το): αραιό, ελαφρύ επίστρωμα, το οποίο αποτελείται από αραιή λάσπη. Το περνούν πάνω
στο παλιό επίχρισμα ή στο κορασάνι. Φρ. Το πέρασα ένα αριάνι. Ρ. αριανίζω: επιστρώνω το τοιχίο
με αριάνι. Ουσ. αριάνισμα (το): η επίστρωση με αριάνι.
αρίδα (η): 1. Είδος τρυπανιού με σπείρες για την κατεργασία του ξύλου. 2. Το αδύνατο μακρύ
πόδι. Φρ. Μάζωξε τις αρίδες σου.
αριολόγικος, -η, -ο: αραιός, -ή, -ό. Φρ. Είναι αριολόγικες οι ελιές φέτο (έχουν λίγο καρπό στα
κλαδιά).
αρκουδίζω: μπουσουλάω, περπατώ με τα τέσσερα. Ουσ. αρκούδισμα (το): μπουσούλημα. Επίρ.
αρκουδιστά: μπουσουλώντας. Φρ. Ακόμα δεν περπάτησε, πάει αρκουδιστά.
αρκουδόβατο (το): είδος αναρριχώμενου βάτου.
αρμαθιά (η): σύνολο αντικειμένων (π.χ. κλειδιά, ψάρια κ.ά.) που είναι δεμένα μαζί.
αρμάκι (το): το ανισόπεδο όριο δύο χωραφιών, το
οποίο συνήθως είναι ενισχυμένο με μια ξερολιθιά για
να στηρίζονται τα χώματα. Φρ. Στυλώνει τ’ αρμάκια
(για τον τεμπέλη, ο οποίος αντί να δουλεύει κάθεται
στα αρμάκια) - Πηδάει τ’ αρμάκια σα λαγός. Ουσ.
αρμακιά (η): η ξερολιθιά η οποία υποστηρίζει το
χώμα και ορίζει ένα αρμάκι. Σύνθ.: 1. χωματάρμακο
(το): αρμάκι που αποτελείται μόνο από χώμα, χωρίς
αρμακιά. Φρ. Έβρεξε πολύ φέτο τσαι πέσανε τα
χωματάρμακα. 2. πανάρμακο (το): το ψηλότερο
μέρος του λαχιδιού κοντά στο αρμάκι. 3. κατάρμακο
(το): το χαμηλότερο μέρος του λαχιδιού κοντά στο Η αρμακιά: ξερολιθιά που στηρίζει
αρμάκι. το αρμάκι
-220-

αρματώνω, -ομαι: εξοπλίζω, -ομαι με όπλα (κυριολεκτική έννοια) ή με τον κατάλληλο εξοπλισμό
(μτφ.). Φρ. Αρματώνω το παραγάδι (το εξοπλίζω με αγκίστρια). Ουσ. αρματωσιά (η): ο εξοπλισμός.
αρμενίζω: μετακινούμαι από έναν τόπο σε άλλο ή μετακινώ κάτι. Φρ. Πού το αρμένισες το
μουλάρι; (πού πήγες και το ’δεσες και δεν φαίνεται) - Πού αρμένιζες χτες βράδυ; (πού γύριζες και
σε χάσαμε;).
αρμίδι (το): είδος ψαρέματος, στο οποίο τα αγκίστρια έχουν ειδική διάταξη στην πετονιά.
αρμοκάλυπτρο (το): το κάλυμμα του αρμού.
αρμός (ο): η μικρή τρύπα.
αρνία (τα): τα αρνιά, τα πρόβατα.
αρούκατος, -η, -ο: ο άτσαλος, ο απρόσεχτος στις κινήσεις του άνθρωπος, που δεν μπορεί να
συντονίσει τις κινήσεις των άκρων. Φρ. Τήρα τόνε τον αρούκατο, πώς ανεβαίνει. Συνών.
ατσούμπαλος.
αρπάξεις (ρ. υποτ. αορ.): στη φρ. Φιρί φιρί το πας να τις αρπάξεις σήμερα (να σε δείρω). Συνών.
να στις βρέξω.
αρρεβώνα (η): 1. ο αρραβώνας. 2. Το δαχτυλίδι του αρραβώνα. Φρ. Περάσανε αρρεβώνες. Ρ.
αρρεβωνιάζω, -ομαι. Φρ. Πότε αρρεβωνιάστης;
άρτα-ρήματα (επίρ.): σκόρπια. Φρ. Τα ’κανες άρτα-ρήματα (τα σκόρπισες και θέλουν συμμάζεμα,
π.χ. τα αρνιά ή τα φρούτα από το καλάθι). Συνών. σκορποχώρι.
αρτεύω, -ομαι: 1. Παραβιάζω τη νηστεία. Φρ. Μωρέ ξεχάστηκα κι αρτεύτηκα τυρί. 2. Δοκιμάζω.
Φρ. Τώρα, εγώ αρτεύτηκα! (το δοκίμασα, π.χ. το γλυκό). Ουσ. αρτεσία (η): φαγητό που συνοδεύει
το ψωμί. Φρ. Δεν έχω ούτε τυρί για αρτεσία.
αρφανός, -ή, -ό: ο ορφανός από γονείς. Φρ. Είν’ αρφανό το κακοντέλικο! Ουσ. αρφάνια (η): η
ορφάνια.
αρχινάω ή αρχινίζω: αρχίζω, ξεκινώ. Παρατ. αρχινούσα. Αόρ. αρχίνισα. Στιγμ. μέλ. θα αρχινίσω.
Τύποι προστ. αρχίνα, μην αρχινάς, αρχίνισε. Παρακ. έχω αρχινίσει. Φρ. Αρχίνισε συ τσαι θα ρθω -
Δεν αρχίνισες ακόμη; - Τώρα αρχινάω.
αρχύτερα (χρον. επίρ.): ενωρίτερα, πιο νωρίς. Φρ. Νοιάσου, να τελειώσεις μια ώρα αρχύτερα.
ας είν’ καλά, ας είστε καλά: προσφωνήσεις καλωσορίσματος προς κάποιον που πρωτογνωρίζεις
μετά από σύσταση. Φρ. διαλόγου: -Δεν τόνε γνωρίζεις; Ο κούρος μου είναι, ο Πότης. -Ο Πότης είναι;
Ας είν’ καλά!
ασαράντιγος, -η, -ο ή ασαράντιστος, -η, -ο: αυτός που δεν σαράντισε, ύστερα από γέννα ή θάνατο.
ασκάδι (το): 1. Ποικιλία σύκου κατάλληλου για ξήρανση. 2. Το σταφιδιασμένο σύκο, που είναι
έτοιμο για τίναγμα. Αντίθ. φαγουλάρικο (το). Σύνθ. ασκαδοσκιά (η): η συκιά που παράγει ασκάδια.
Αντίθ. φαγουλάρα (η).
ασκελιά (η): 1.διασκελισμός. 2.Το μήκος του ανοίγματος των ποδιών. Φρ Μια ασκελιά τόπος είναι
ασκούλα (η): 1. Είδος άγριου αχλαδιού που είναι πολύ μαλακό και νόστιμο. Φρ. Κόψε λίγες
ασκούλες, να ιδείς τι νόστιμες που είναι. 2. Είδος άγριας αχλαδιάς.
ασπράγακαθο (το): είδος αγκαθιού.
ασπρίζω: 1.Ασβεστώνω. Φρ. Δεν πρόκαμα ν’ ασπρίσω φέτο. Ουσ. άσπρισμα (το): ασβέστωμα. 2.
Ξεραίνομαι (για τα σύκα). Φρ. Ασπρίσανε τα σύκα (άρχισαν να ξεραίνονται πάνω στο δέντρο). 3. Θε-
ρμαίνομαι, καίγομαι (για φούρνο). Φρ. Άσπρισ’ ο φούρνος (κάηκε κι ασπρίσανε τα τοιχώματά του).
άσπρο σύκο (το): το μισοξεραμένο πάνω στο δένδρο. Φρ. Γίναν’ άσπρα τα σύκα (άρχισαν να
ξεραίνονται πάνω στο δέντρο). Αντίθ. πράσινο σύκο (το).
ασπρογαλιάζω: γίνομαι άσπρος σαν το γάλα, χλωμιάζω. Μτχ. ασπρογαλιασμένος, -η, -ο: χλωμός, -
ή, -ό. Φρ. Τον είδα ασπρογαλιασμένο τσαι τόνε φοβήθηκα. Ουσ. ασπρογάλιασμα (το).
ασπροκώλα (η): στρουθιόμορφο πτηνό (σουσουράδα) με λευκή την κοιλιά και το πίσω μέρος.
ασπρολούλουδο (το): αγριομαργαρίτα.
ασπρομπέλιτσος, -η, -ο: ο λευκός προς το χλωμό. Ο ασπροπέλιδνος. Κυρίως για ζώα.
-221-

ασπροπουλιά (η): το άσπρο και χαλαρής συνοχής χώμα. Πιο συχνός ο πληθ. ασπροπουλιές (οι).
Φρ. Ασπροπουλιές είναι, καματεύονται εύκολα.
ασπρόσυκο (το): είδος βρώσιμου σύκου. Ουσ. ασπροσυκιά (η): είδος φαγουλάρας συκιάς. Φρ.
Από την ασπροσυκιά κόψε, κάνει καλύτερα σύκα από την ασκαδοσυκιά.
ασπρόχωμα (το): πυρόχωμα με το οποίο στρώνουν την επιφάνεια του φούρνου, τη στρώση.
αστάχυ (το): το στάχυ.
άστε-ντούε: με το έτσι θέλω, με το ζόρι, με άγριες διαθέσεις. Φρ. Αυτός στέκει με το άστε-ντούε
(είναι έτοιμος να αρπαχτεί).
αστοχώ: αποτυγχάνω στο στόχο μου. Φρ. Αστόχησε στο γαμπρό του (δεν έκανε καλό γαμπρό).
Ουσ. αστοχιά (η): αποτυχία. Επίθ. άστοχος, -η, -ο: αποτυχημένος, κυρίως για ζώα ή λαχίδια. Φρ.
Ήταν άστοχα τα ζωντανά μου φέτο. Αντίθ. εύστοχος, -η, -ο.
άστραμμα (το): η αστραπή. Φρ. Έκαμε ένα άστραμμα, φώτισε ούλη τη θάλασσα.
αστράφτουνε τα μάτια μου: βλέπω άστρα ύστερα από κάποιο χτύπημα. Φρ. Αστράψανε τα μάτια
του από το χαστούκι.
αστράχα (η): η τρύπα, το κενό το οποίο σχηματίζεται ανάμεσα στο τοιχίο και στην κεραμιδοσκεπή.
Σε κάποια σπίτια την αφήνανε επίτηδες ανοιχτή για να βγαίνει ο καπνός από τη φωτιά. Ρ.
αστραχώνω: κλείνω (χτίζω) την αστράχα με πέτρες και λάσπη. Μτχ. αστραχωμένος, -η, -ο: με
χτισμένη την αστράχα.
άστρι (το): άστρο. Άστρι του Καραμάνη: ο αποσπερίτης. Φρ. Δούλευε ώσπου βγήκε του Καραμάνη
τ’ άστρι.
αστρίτης (ο): είδος ερπετού.
ασυχώρετος, -η, -ο: αυτός που δε συμφιλιώθηκε με κάποιον εχθρό του πριν πεθάνει. Φρ.
Εδιάησαν ασυχώρετοι.
ασφαλαχτός (ο): ο αγκαθωτός θάμνος.
άτζαγμα (το): 1. Το άγγιγμα. 2. Η ενόχληση. Φρ. Δεν παίρνει άτζαγμα (δεν σηκώνει κουβέντα, δεν
δέχεται υποδείξεις). Συνών. ατζασμός (ο). Φρ. Δεν δέχεται ατζασμό, είναι πολύ παράξενος - Πονά το
χέρι μου, ατζασμό δεν δέχεται. Σύνθ. πορδάτζαχτος, -η, -ο: ο ιδιότροπος.
ατζελίζω: αγγελίζω, ελεώ, προσφέρω βοήθεια. Φρ. Ατζέλισέ με την καψερή! Ουσ. ατζέλισμα (το):
το έλεος, η βοήθεια.
ατζί (το): το πόδι, η γάμπα. Πληθ. ατζία ή ατζά (τα). Φρ. Έκαψε τ’ ατζά του, τα πρατζά του. Επίθ.
ατζάτος, -η, -ο: με δυνατά πόδια. Φρ. ατζάτος τσαι πρατζάτος (δυνατός άνδρας με γερά πόδια και
μπράτσα).
ατζίδα (η): η αγκίδα. Φρ. Τη σκαφίδα δεν τήνε τρίβουνε στο πλύσιμο, γιατί βγάνει ατζίδες τσ’
αγκελώνονται.
ατζόνι (το): το αγκίστρι είτε του ψαρέματος είτε για το κυνήγι της τσίχλας.
ατσάκιγος, -η, -ο: 1. Ο ατσαλάκωτος, αυτός που δεν έχει κανένα τσάκισμα. 2. Μτφ. ο
περιποιημένος, ο καλοντυμένος.
ατσαλόπετρα (η): η τσακμακόπετρα, η σκληρή πέτρα.
-άτσης, -άτσι: -άκης, -άκι, υποκ. καταλήξεις: Μανωλάτσης, Νικολάτσης, παιδάτσι, γαϊδουράτσι.
ατσούμπαλος, -η, -ο: ο άτσαλος, ο απρόσεχτος στις κινήσεις του άνθρωπος, που δεν μπορεί να
συντονίσει τις κινήσεις των άκρων. Συνών. αρούκατος.
αυγουστιάτικο (το): ποικιλία μικρού αχλαδιού. Συνών. θεριστάπιδο (το).
αυλάκι (το): πέρασμα νερού φτιαγμένο για να φτάνει το νερό στα διάφορα σημεία του χωραφιού.
Ουσ. αυλακιά (η): το αυλάκι που χαράσσει το αλέτρι στο όργωμα. Ρ. αυλακώνω: φτιάχνω αυλάκια.
Ουσ. αυλάκωμα (το): το σκάψιμο αυλακιού ή αυλακιάς.
αυρινή (η): η αυριανή μέρα, η επόμενη. Εύχονται Καλή αυρινή! την παραμονή κάποιας εορτής. Τα
άλλα δύο γένη αυρινός, -ό, σπανίζουν.
αυτία (τα): τα αυτιά. Φρ. Μας έπαρε τ’ αυτία (μας ζάλισε με την πολυλογία του).
-222-

αυτού ή ευτού ή φτου (τοπ. επίρ.): εκεί, σε αυτή τη θέση. Φρ. Φύγ’ απ’ αυτού, θα πουντιάσεις! -
Ευτού που κάθεσαι... - Φτου μέσα χάνει ο Θεός το Θεό.
αυτούνος, -η, -ο ή ευτούνος, -η, -ο: αυτός εκεί.
αφάλι (το): ο αφαλός.
αφήκω (ρ. μέλ. και υποτ. αορ.): αφήσω. Φρ. Θα σ’ αφήκω τσαι θα φύγω, άμα δεν ακούεις - Δεν
θέλω να αφήκω τα παιδία μοναχά.
αφορία (η): Η μη καρποφορία των δένδρων και των προσπαθειών (μτφ.). Αντίθ. ευφορία (η).
αφορμίζω: ερεθίζω, μολύνω μια πληγή.
αφουγγία (η): η απουσία φωτός, το σκοτάδι. Μτφ. ο έρημος τόπος, το έρημο χωριό στο οποίο δεν
φωτίζει κανένα παράθυρο. Αντίθ. φουγγαρία (η).
αφουσά (η): η κοπριά του μεταξοσκώληκα. Τη χρησιμοποιούσαν ως ζωοτροφή.
αφρίνα (η): το λεπτό αλάτι της αλυκής. Το μάζευαν πάνω στα βράχια από τις λιμνούλες που
σχημάτιζε η θάλασσα.
άφτονε, άφτηνε, άφτο: άφησέ τον, άφησέ την, άφησέ το. Πρμ. Το Μάρτη βάλε εργάτη τσ’ άφτονε
να ψυλλίζεται.
άφτρα (η): παιδική (συνήθως) ασθένεια, στην οποία ο ουρανίσκος και τα ούλα γεμίζουν σπυρά-
κια. Φρ. Κάτι έφαε τσαι γιόμισε άφτρες.
αφώτιστο (χρον. επίρ.): λίγο πριν φέξει, πριν ξημερώσει. Συνών. αχάραγο.
αχαΐρευτος, -η, -ο: ανεπρόκοπος, αδιάφορος.
αχάραγο (χρον. επίρ.): λίγο πριν χαράξει. Συνών. αφώτιστο.
άχερο (το): το άχυρο. Ρ. αχερίζω: δίνω άχυρο στα ζώα. Ουσ. αχεριώνας (ο): αχυρώνας, αποθήκη
για τα άχυρα, συνήθως το κατώι του σπιτιού που χρησιμεύει και ως στάβλος το χειμώνα.
άχνα (η): ανάσα. Φρ. Κάτσε τσει χάμου τσαι μη βγάλεις άχνα. - Να μην ακούσω άχνα (κάτσε
ήσυχα, σε άτακτο παιδί).
αψηλός, -ή, -ό (επίθ.): ψηλός, -ή, -ό. Φρ. Τ’ αψηλά τα παραθύρια - Κάτω απ’ τ’ αψηλά μπαλκόνια.
Επίρ. τοπ. αψηλά, αψήλου: ψηλά, προς τα πάνω. Φρ. Τι τηράς τ’ αψήλου;
αψίφωσε: σκοτείνιασε, σουρούπωσε. Φρ. Πάω να φύγω γιατί αψίφωσε τσαι δεν έχω φανάρι.
Συνών. βράδιωσε.

-Β-
βαγένι (το): είδος δοχείου, το βαρελάκι.
βαγί (το): σταυροειδής κατασκευή φτιαγμένη από φύλλα φοινικιάς και στολισμένη με άνθη. Τα
βαγιά κατασκεύαζαν οι κοπέλες του χωριού, με συντονίστρια την παπαδιά, την παραμονή των
Βαΐων (δηλ. το Σάββατο του Λαζάρου). Την επόμενη μέρα ο ιερέας τα μοίραζε στο εκκλησίασμα,
δίνοντας από ένα σε κάθε χωριανό.
βαγιόλι (το): η πετσέτα του φαγητού.
βαθείος, -εία, -είο: ο βαθύς. Τοπων. Βαθείο Καντούνι (το).
βαθιμός (ο): ο βαθμός.
βαλάνι ή βελάνι (το): το βελανίδι, ο καρπός του πουρναριού, της βελανιδιάς.
βαλμάς (ο): ο αλωνιστής.
βάνω: βάζω, τοποθετώ. Φρ. Μη το βάνεις εδωχάμου! Μποδάει. Ιδιωμ. βάνω λόγια: συκοφαντώ,
κουτσομπολεύω. Φρ. Του βάνει λόγια για μας και κείνος τήνε πιστεύει.
βαρδαλάμι (το): η πετούγια, η πεταλούδα στο τσιμπερέκι.
βάρδουλο (το): το γύρω από το πέλμα μέρος του παπουτσιού.
βαρέλα (η): ξύλινο δοχείο σχήματος βαρελιού που χρησιμοποιείτο για τη μεταφορά του
ελαιολάδου. Χωρούσε 48 οκάδες ή 24 μπότσες και αναφέρεται και ως μέτρο υπολογισμού της
παραγωγής σε παλιότερες εποχές.
-223-

βαρήματα (τα): βάρη, βαριά φορτία προς μεταφορά. Φρ. Για τα βαρήματα φωνάζανε τη θεια
Γιωργίτσα που ήτανε πολύ γερή. Πιθάρια, ξύλα, αυτή τα σήκωνε ούλα.
βαρικός, -ιά, -ό: ο βαρύς. Το λένε για το έδαφος που είναι σκληρό και υγρό: βαρικό λαχίδι,
βαρικιά γη.
βαρυγκωμώ (-άω): δυσφορώ, αγανακτώ. Φρ. Μη κάνεις τη μάνα να βαρυγκωμάει. Ούσ.
βαρυγκώμια (η): δυσφορία, αγανάκτηση.
βασιλεύει ο ήλιος: δύει ο ήλιος. Φρ. Τι ώρα βασιλεύει ο ήλιος; - Είναι μέρα ακόμη, δεν βασίλεψε ο
ήλιος. Ουσ. βασίλεμα (το): η δύση του ήλιου. Επίθ. αβασίλευτος, -η, -ο: αυτός που δεν έχει δύσει.
Χρον. επίρ. αβασίλευτο: λίγο πριν από τη δύση του ήλιου. Μτφ. βασίλεψες: νύσταξες.
βασιλίκι ή βασιλίτσι (το): 1. Η ιδιότητα του να βασιλεύεις, να διατάζεις. Φρ. Νομίζει πως του
δώσαμε το βασιλίτσι τσαι ούλο φωνάζει. 2. Η κοίλη πλαϊνή πλευρά στο κότσι, το παιδικό παιχνίδι
που παίζεται με το κοκαλάκι της επιγονατίδας των προβάτων.
βασκανία (η): το μάτιασμα. Ρ. βασκιαίνω: ματιάζω. Φρ. Φτου σου, να μη σε βασκάνω!
βατοκόφτης (ο): εργαλείο δρεπανόσχημο για την κοπή των βάτων. Συνών. κασάρι (το).
βατουριώνας (ο): περιοχή με πυκνά βάτα.
βατσίνα (η): το σημάδι που αφήνει στο δέρμα το εμβόλιο.
βγάνω: βγάζω, κερδίζω. Φρ. Πόσα βγάνεις;
βγατίζω: 1. Αβγατίζω, αποδίδω. 2. Συντομεύω σε χρόνο. Συνών. αβγατάω.
βεδούρα (η): η καρδάρα, το ξύλινο δοχείο στο οποίο αρμέγουν τα πρόβατα. Επίσης το ξύλινο
δοχείο για το τυροκόμημα.
βελάνι ή βαλάνι (το): το βελανίδι, ο καρπός της βελανιδιάς, του πουρναριού.
βελέντζα (η): η κουβέρτα.
βελέσι (το): το μισοφόρι, αλλά και το γυναικείο φόρεμα.
βελόνι (το): το καλέμι, το εργαλείο για το πελέκημα της πέτρας, του ξύλου κλπ.
βεντούλι (το): το αρσενικό αρνί το οποίο έχει μεγαλώσει αρκετά και πρέπει να αποκοπεί από το
θηλασμό.
βέργα (η): η φυσική ή τεχνητή επιμήκης οχύρωση. Τοπων. η Βέργα τ’ Αλμυρού.
βεργάτης (ο): ο δραγάτης, ο αγροφύλακας.
βερίνα (η): ο θυμός ή η στενοχώρια που εκδηλώνεται με φευγιό. Φρ. Πήρε βερίνα (θύμωσε πολύ
κι έφυγε).
βετούλα (η): η νεαρή γίδα που ακόμα δεν έχει γεννήσει. Ουσ. βετούλι (το): το νεαρό αρσενικό
γίδι, το χρονιάρικο.
βίκα (η): η στάμνα για νερό.
βιλάρι (το): το μεγάλο κομμάτι υφάσματος.
βίλιορας (ο): καλαμώδες αγριόχορτο, θεωρείται παράσιτο και ξεριζώνεται.
βιόλα (η): η ανήθικη γυναίκα, που έχει άσχημη διαγωγή ή κακή φήμη. Συνών. ακουσμένη (η).
Σύνθ. χαζοβιόλης, -α: ο επιπόλαιος, αυτός που κάνει ανοησίες.
βίτσα (η): 1. Το ευλύγιστο ραβδί, η βέργα. 2. Το μικρό καμουτσίκι. Ουσ. βιτσιά ή βιτσά (η): το
χτύπημα με τη βίτσα. Συνών. καμουτσά (η).
βλάβω: βλάφτω, ενοχλώ.
βλάγκα (η): το κοκκινωπό χρώμα.
βλατί (το): λεπτό, μεταξωτό ύφασμα.
βλάχος (ο): είδος μεγάλου ψαριού. Ψαρεύεται με παραγάδι, καθετή και δυσκολότερα με δίχτυ,
διότι ζει σε μεγάλα βάθη.
βλάχος, -α: ο μη Μανιάτης, ο προερχόμενος από τα χωριά του μεσσηνιακού κάμπου. Επίθ.
βλάχικος, -η, -ο: κάθε τι που προέρχεται από τους βλάχους, δηλ. τους Μεσσήνιους. Ρ. βλαχεύω:
γίνομαι βλάχος στη συμπεριφορά, παύω να συμπεριφέρομαι σαν Μανιάτης.
-224-

βλέψη (η): ο στόχος, η ενταμένη προσοχή. Φρ. Έχω βλέψεις (έχω στόχους) - Έχει μεγάλες βλέψεις
(έχει υψηλούς στόχους).
βλιστρίδα (η): 1. Είδος αγριόχορτου. 2. Η φλυαρία, η πολυλογία. Φρ. Βλιστρίδα έφαγες; Συνών.
γλιστρίδα (η).
βλίτο (το): 1. Βρώσιμο αγριόχορτο. 2. Ο κουτός άνθρωπος (υβριστ.). Φρ. Είναι πιο κουτός κι απ’ τα
βλίτα. Σύνθ. κουτόβλιτο (το): ο πολύ κουτός άνθρωπος.
βλυχός, -ή, -ό: ο γλυφός, ο υφάλμυρος. Συνών. γλυβός, -ή, -ό. Ουσ. βλυχάδα (η): περιοχή με
γλυφά νερά. Συνήθως θαλάσσια περιοχή με πολλές πηγές που αραιώνουν το αλμυρό νερό. Ρ.
βλυχίζω: έχω υφάλμυρη γεύση, γλυφή.
βόιδι (το): 1. βόδι. 2. Μτφ. άνθρωπος χαμηλής νοημοσύνης, απονήρευτος. 3. Μτφ. άνθρωπος
χοντροκομμένος, ακατέργαστος. Συνών. ζωντόβολο (το).
βολά (η): η φορά. Φρ. Μια βολά τσαι έναν καιρό (στα παραμύθια) - Θα ’ρθείς καμιά βολά.
βολβός (ο): φυτό με ρίζα σε σχήμα βολβού. Είναι βρώσιμο και γίνεται τουρσί. Φυτρώνει στα
κατσόβραχα.
βολεί (ρ. γ΄ πρ.): εξυπηρετεί, βολεύει, είναι βολικό. Φρ. Δεν με βολεί τούτη η καρέκλα. Ουσ. βολή
(η): η ευκολία, το βόλεμα, η εξυπηρέτηση. Φρ. Ηύρα τη βολή μου (βολεύτηκα). Επίθ. βολετός, -ή -ό:
βολικός, προσιτός, εύχρηστος. Φρ. Δεν μου είναι βολετό (δεν με εξυπηρετεί). Επίρ. βολετά: βολικά.
Αντίθ. ανέβολος, -η, -ο (επίθ.) και ανέβολα (επίρ.).
βόλι (το): το κυπαρισσόμηλο.
βολύμι (το): το μολύβι, τόσο το μέταλλο (μόλυβδος), όσο και το ξύλινο μολύβι γραψίματος. Το
μολυβδένιο βαρίδι της πετονιάς. Το σφαιρίδιο (σκάγι). Επίθ. βολυμένιος, -α, -ο: ο μολυβδένιος,
φτιαγμένος από μόλυβδο.
βόρισμα (το): το σημείο, η θέση απ’ όπου περνάει βοριάς. Το πέρασμα του βοριά και γενικότερα
το κρύο ρεύμα αέρα, ειδικά το στεριανό όχι το θαλάσσιο. Φρ. Μη στέκεις αυτού, έχει βόρισμα.
βόσκει (ρ. γ΄ πρ.): 1. Περπατάει, αλλάζει συνεχώς θέσεις. Φρ. Βόσκει ο πόνος (μετακινείται σε
διάφορα σημεία του κορμιού). 2. Διαιωνίζεται, συνεχίζεται προς το χειρότερο. Φρ. Βόσκει η πληγή
(μολύνεται και αφορμίζει, αντί να θεραπευτεί και να κλείσει) - Το κάψιμο βόσκει (επεκτείνεται η
πληγή από κάψιμο).
βόσκοντα (επίρ.): σιγά-σιγά, αβίαστα, σταδιακά, με διαδοχικές προσεκτικές ενέργειες, υπό
παρακολούθηση. Φρ. Το πάει βόσκοντα (προσπαθεί να πετύχει κάτι, χωρίς να βιάζεται) - Τον πάει
βόσκοντα (τον παρακολουθεί από κοντά).
βοτανίζω: βγάζω τα αγριόχορτα, τα ζιζάνια από το χωράφι. Φρ. Σήμερα βοτάνιζα από το πρωί,
γιατί τα χορτάρια κοντέψανε να μου φάνε το στάρι. Ουσ. βοτάνισμα (το): το ξερίζωμα των ζιζανίων.
βουλή (η): η βούληση, η απόφαση, η θέληση. Φρ. Είναι βουλή του πατέρα μου τσαι θα το κάμω.
βουλωτός, -ή, -ό: ο σταμπωτός, αυτός που έχει βούλες. Π.χ. βουλωτή κουβέρτα: υφαντή κουβέρτα
με μικρά τετράγωνα σχέδια. Οι βουλωτές κουβέρτες χρησιμοποιούνται μόνο ως σκεπάσματα, ενώ
οι λουρωτές τόσο ως σκεπάσματα όσο και σαν στρωσίδια.
βουνί (το): το μικρό βουνό, το χαμηλό. Τοπων. Δικλοβούνι (το).
βουρλίζομαι: χτυπιέμαι, μαλλιοτραβιέμαι από θυμό, στενοχώρια ή αγανάκτηση.
βουρτσάνι (το): είδος μικρού πουλιού των αγρών. Πρβλ. βερτσώνι: σπουργίτι σε Λήμνο, Ίμβρο κ.α.
βούτα (η): ξύλινο δοχείο μεγάλων διαστάσεων για τη μεταφορά υγρών.
βουτούλι (το): το κουκούλι του μεταξοσκώληκα.
βράδιωσε: βράδιασε, σουρούπωσε. Συνών. αψίφωσε.
βρακοντιά (η): ζιζάνιο που φυτρώνει στις υγρασίες.
βράση (η): ο βρασμός, το βράσιμο. Φρ. Πήρε βράση; - Άστο να πάρει βράση. Πρμ. Στη βράση
κολλάει το σίδερο.
βρέξω (ρ. υποτ. αορ.): στη φρ. Φιρί φιρί το πας να στις βρέξω σήμερα (να σε δείρω). Συνών. να τις
αρπάξεις.
-225-

βρέσκω: βρίσκω. Φρ. Κάπου το ’βαλα τσαι δεν το βρέσκω. Αόρ. ηύρα: βρήκα. Ουσ. βρεστίκια (τα):
τα εύρετρα. Ουσ. βρέσιμο (το): κάτι που βρέθηκε. Πρμ. Του φτωχού το βρέσιμο για καρφί για
πέταλο.
βρέχοντα (επίρ.): υπό βροχή, βρέχοντας. Φρ. Έφυγε βρέχοντα.
βρούβα (η): βρώσιμο αγριόχορτο.
βρούλα (η): είδος χρυσόμυγας που τρώει τα αχλάδια. Φρ. Άμα τ’ αφήσεις τα τρών’ οι βρούλες.
βρώμιος, -α, -ο: ο βρώμικος, μολυσμένος, χαλασμένος. Το βρώμιο κρέας: το χαλασμένο, το σάπιο.
βρωμούσα (η): είδος κολεόπτερου με πράσινο χρώμα, το οποίο αναδίδει δυσοσμία όταν το
σκοτώσουν.
βύθισμα (το): ο βαρύς ύπνος, ο λήθαργος.

-Γ-
γαβάθα (η): βαθύ πήλινο ή ξύλινο πιάτο μικρού μεγέθους. Συνών. καβάθα (η).
γαζέτα (η): το μικρής αξίας κέρμα, π.χ. δεκάρα, πεντάρα. Πληθ. οι γαζέτες: τα ψιλά.
γάιδαρος (ο): 1. Η κυρτή, εξογκωμένη πλευρά στο κότσι, που έχει δυο μυτερές προεξοχές σαν
αυτιά γαϊδάρου. 2. Ξύλινο εξάρτημα του αργαλειού το οποίο κρατούσε το αντί σταθερό, ώστε να μη
ξετυλίγεται το στημόνι. 3. Μτφ. άνθρωπος αγνώμων, αγενής.
γαϊδούρι (το), γαϊδούρα (η): Μτφ. 1. αγενής, αγνώμων, αδιάφορος, πεισματάρης. Φρ. Είσαι
γαϊδούρι ρε, δε σέβεσαι κανέναν! – Η παλιογαϊδούρα, δεν υπολογίζει ούτε γονικά ούτε συγγενή. 2.
ο ογκώδης με αρνητική έννοια. Φρ. Κοτζάμ γαϊδούρι έγινε και μυαλό δεν έχει. Σε σύνθ. λέξεις 1.
σχετικές με το ζώο: γαϊδουρόγαλο, γαϊδουροδένω, γαϊδουροκυλίστρα, γαϊδουράγκαθο, 2. ως
μεγεθ.: γαϊδουρόβηχας, γαϊδουρόγοπα, γαϊδουρόθρουμπα. Επίθ. γαϊδουρινός, -ή, -ό: ο ομοιάζων
προς γαϊδούρι στην όψη (άσχημος), στη συμπεριφορά (υπομονετικός, πεισματάρης) κλπ.
γαϊδουρόβηχας (ο): ο πολύ δυνατός, θορυβώδης και επίμονος βήχας.
γαϊδουρόγαλο (το): το γαϊδουρινό γάλα. Θεωρείται φάρμακο για το βήχα, τον κοκίτη.
γαϊδουρόγοπα (η): η μεγάλη γόπα, η κοιλαράτη (βλ.λ.).
γαϊδουροκυλίστρα (η): επίπεδο σημείο του εδάφους, στο οποίο ο γάιδαρος αρέσκεται να κυλιέται
και να τρίβει την πλάτη του. Από τα πολλά γαϊδουροκυλίσματα το σημείο αυτό γίνεται
αναγνωρίσιμο, διότι παίρνει σχήμα κοίλο, το χώμα τρίβεται και σχηματίζεται ψιλή σκόνη.
γαΐτα (η): ψαρόβαρκα με οξυκόρυφες πρύμνη και πλώρη σε αντίθεση με το πάσαρο (βλ.λ.). Υποκ.
γαϊτάκι (το).
γαλάρι (το): 1. Το γαλακτοφόρο ζώο. Αντίθ. στέρφο (το). 2. Το μαντρί για πρόβατα.
γαλίφης (ο): ο κόλακας, ο γλείφτης, με ναζιάρικο, παιδικό τρόπο. Θηλ. γαλίφω (η). Ουσ.
γαλίφισμα (το), γαλιφιά (η): η κολακεία, το γλείψιμο. Επίθ.: γαλίφικος, -η, -ο: ο επιδιώκων με
γαλιφιές να πετύχει κάτι.
γαμώ τα ξύλα σου! (επιφ.): φιλική έκφραση-χαιρετισμός κάποιων που συναντιούνται στο δρόμο:
Γεια σου, ρε Γιώργη! Πού ’σαι, γαμώ τα ξύλα σου;
γανιάζω, -ομαι: σκοτεινιάζω, βρωμίζω στην όψη, λερώνομαι, μαυρίζω. Φρ. Γάνιασε το πουκάμισο.
Μτχ. γανιασμένος, -η, -ο: λερωμένος, βρώμικος, μαυρισμένος.
γαρδούνι (το): το μπερδεμένο, στριμμένο σχοινί. Φρ. Έγινε γαρδούνι (έστριψε και μπερδεύτηκε το
σκοινί).
γαρμπής (ο): ο ΝΔ άνεμος. Επίθ. γαρμπινός, -ή, -ό: ο νοτιοδυτικός, προς το μέρος του γαρμπή. Ε-
πίρ. γαρμπινά: νοτιοδυτικά. Ρ. γαρμπινάρω: στρέφομαι προς το γαρμπή. Φρ. Γαρμπινάρει ο καιρός.
γάρος (ο): το τυρόγαλο στο οποίο αφήνουν το φρέσκο τυρί ώσπου να ψηθεί, να ωριμάσει.
γδαρτός, -ή, -ό: αυτός που έχει γδαρθεί, π.χ. το γδαρτό σφάγιο: εκείνο που το γδέρνουν σε
αντίθεση με το τσουχτό, δηλ. εκείνο που μένει άγδαρτο. Ρωτούν για το σφαχτό: Γδαρτό ή τσουχτό;
γελτάνι (το): το γιορντάνι, στολίδι που έβαζαν στο βελέσι στο ύψος του στήθους.
-226-

γέναμα (το): τοπικό μέτρο υπολογισμού της παραγωγής του ελαιοκάρπου. Ένα γέναμα ισούται με
300 κιλά ελιές (παλιά με 300 οκάδες) και προέκυψε επειδή το παλιό ελαιοτριβείο είχε τη
δυνατότητα να συνθλίβει κάθε φορά 300 οκάδες ελιές. Επίσημα σήμερα δεν χρησιμοποιείται, αλλά
στη συνείδηση των ντόπιων έχει καθιερωθεί να μετρούν σε γενάματα την παραγωγή τους καθώς
και την απόδοση του καρπού σε λάδι. Φρ. Πόσα γενάματα έκαμες; - Πόσο βγάνουνε στο γέναμα; -
Εξήντα το γέναμα (εξήντα κιλά λάδι ανά γέναμα καρπού).
γένη (ρ. αόρ.): έγινε. Φρ. Μου ’πεσε τσαι γένη δυο κομμάτια.
γέννημα (το): η σοδειά του σπαρμένου σίτου, το σύνολο της συγκομιδής σιτηρών. Φρ. Θερίζω τα
γεννήματα - Πόσο γέννημα έκανες; (πόση ήταν η σοδειά σου;) - Είναι άλιαστο το γέννημα (συνεπώς
δεν μπορεί να αλωνιστεί).
γερακούλι (το): το μικρό γεράκι.
γεροκομώ: γηροκομώ. Φρ. Τήνε πήρε να τόνε γεροκομήσει. Ουσ. γεροκόμημα (το): η περιποίηση
του ηλικιωμένου.
γητεύω: κάνω μάγια, μαγεύω, ξορκίζω, λέω γητειές (ξόρκια). Ουσ. γήτεμα (το): μαγικό ρητό, ξόρκι.
για (σύνδ.): ή (διαζευκτικό), ή μήπως, είτε είτε. Φρ. Είσαι φαγωμένος, για δε σ’ αρέσει το φαΐ;
Πρμ. Του φτωχού το βρέσιμο για καρφί για πέταλο.
για! (επιφ.): έκφραση έκπληξης ή αιφνιδιασμού που λέγεται, συνήθως, όταν ένα ζώο κάνει μια
απρόσμενη κίνηση, π.χ. αλλάζει πορεία, και συνδυάζεται με την προσπάθεια να τη διορθώσεις.
γιαίνω: θεραπεύομαι, επουλώνω τις πληγές μου, συνέρχομαι. Πιο συχνός ο αόρ. έγιανα:
θεραπεύτηκα, έγινα καλά. Φρ. Έγιανες; - Έγιανε η πληγή σου; - Ο γάμος θα τόνε γιάνει.
γιαλάκι (το): το γοπάκι, η μικρή γόπα.
γιαούρτη (η): το γιαούρτι.
γιδοσουρμί (το): μονοπάτι, το οποίο σχηματίστηκε από το συχνό πέρασμα κατσικιών.
γιεμίδι (το): το υλικό γεμίσματος π.χ. των στρωμάτων, των μαξιλαριών. Τα γεμίδια είναι άχυρο,
μπαμπάκι, χόρτο κλπ.
γίνηκα (ρ. αόρ.): έγινα. Φρ. Πότε γίνηκε ο γάμος; Μτχ. γιναμένος, -η, -ο: 1. Ο τελειωμένος, ο
ολοκληρωμένος. Φρ. Οι δουλειές μου είναι γιναμένες. 2. Ο ώριμος καρπός, ο γινομένος. Φρ. Είναι
γιναμένα; (π.χ. τα σύκα) - Μην το τρως, δεν είναι γιναμένο. Συνών. γινομένος, -η, -ο.
γιομίζω: γεμίζω. Ουσ. γιομίδι (το): 1. Το υλικό γεμίσματος της πίτας, π.χ. σπανάκι, χόρτο, τυρί,
κρέμα κλπ. 2. Πληθ. γιομίδια (τα): οι πέτρες με τις οποίες γεμίζουν το τοιχίο του ασβεστοκάμινου.
Ουσ. γιόμος (ο): το γέμισμα του δέντρου με καρπό. Φρ. Έχουσι γιόμο φέτο οι ελιές (είναι γεμάτες με
καρπό). Επίθ. γιομάτος, -η,-ο: γεμάτος, πλήρης.
γιούκος (ο): ο σωρός των καθαρών και σιδερωμένων ρούχων, τα οποία σκεπάζονται με ένα
σεντόνι για να μη λερώνονται. Ο γιούκος συνήθως περιλαμβάνει τα στρωσίδια. Συνών. τρακάδα (η).
γιουρδί (το): το κοψομάνικο μάλλινο ρούχο (πουλόβερ).
γκαγκάνι (τροπ. επίρ.): τα μισόκλειστα, αγκυλωμένα δάχτυλα. Φρ. Τα χέρια του γίνανε γκαγκάνι
(έπαθαν αγκύλωση κι έμειναν μισόκλειστα) - Κράτα τα γκαγκάνι (τα χέρια, όταν είναι λερωμένα ή
λαδωμένα). Ρ. γκαγκανιάζω: παγώνω, παθαίνω αγκύλωση από το κρύο. Φρ. Γκαγκανιάσανε τα
χέρια μου από την παγωνιά.
γκογκάω: 1. γογγύζω από τον πόνο ή τη στενοχώρια. 2. καταριέμαι (μτφ.). Φρ. Τον γκόγκηξε η
μάνα του (τον καταράστηκε). Μτχ. γκογκημένος, -η, -ο: ο καταραμένος. Φρ. Το γκογκημένο μη το
ζηλεύεις (το κληροδότημα ή τη δωρεά, που ο κληροδότης δεν έδωσε με την καρδιά του). Ουσ.
γκόγκημα (το): το γόγγυμα, η κατάρα.
γκορτσιά (η): η αγριαχλαδιά. Ουσ. γκόρτσο (το): ο καρπός της γκορτσιάς. Συνών. αγριαπιδιά (η).
γκουζί (το): ο χοίρος, το γουρούνι. Πληθ. γκουζία (τα). Φρ. Για τα γκουζία τα ’χουμε (τα φαγώσιμα
που έχουν μπαγιατέψει). Συνών. γρούνι (το), μπουζί (το). Ρ. γκουΐζω: γρυλίζω όπως το γκουζί, κάνω
γκου, γκου! Φρ. Γκουΐζει το γρούνι, θα πεινάει.
γκούσα (η): ο πρόλοβος των πτηνών, το προγούλι. Συνών. μάμα (η).
-227-

γκρανίδες (οι): εξαρτήματα του αργαλειού.


γκρεμά (τα): ο γκρεμός, τα απότομα βράχια. Τοπων. Κατσουλόγκρεμος. Ρ. γκρεμίζω, -ομαι: ρίχνω
κάτι, πέφτω από ψηλά. Φρ. Παρολίγο να γκρεμιστώ στη σκάλα. Συνών. ανακωλώνω, -ομαι.
γκρίζες ή γκριζούλες (οι): βρώσιμα αγριόχορτα.
γκρινιάουλας (ο): ο γκρινιάρης. Φρ. Τόνε βαρέθηκα πλια τον γκρινιάουλα, γκρι γκρι ούλη μέρα.
γκρινιαχτός, -ή, -ό: εκείνος που γίνεται με γκρίνια.
γλαρώνω: αποκοιμιέμαι, κλείνουν τα μάτια μου από τη νύστα. Φρ. Γλάρωσα, πάω να ξαπλώσω.
γλέπω: 1. βλέπω. Φρ. Δεν τόνε γλέπεις που έρχεται; 2. πείθομαι, διαπιστώνω τις άσχημες
συνέπειες μιας ενέργειας. Φρ. Τα γλέπεις; (τώρα που είδες, πείστηκες;). Αόρ. ήγλεπα.
γλήγορος, -η, -ο: γρήγορος, ταχύς. Επίρ. γλήγορα ή ογλήγορα: γρήγορα, με ταχύτητα. Ουσ.
γληγοράδα (η): ταχύτητα. Όνομα Γληγόρης. Παράγωγα Γληγορού, Γληγόραινα.
γλίνα (η): 1. Η λάσπη, η βρωμιά. Ρ. γλινιάζω: γεμίζω λάσπες. Φρ. Γλίνιασε το παπούτσι μου (όταν
πατήσουν σε λάσπες). 2. Το χοιρινό λίπος.
γλιστέρνα ή γιστέρνα (η): η στέρνα, η δεξαμενή νερού. Γεν. της γιστερνός.
γλίστρα (η): 1. Σκουλήκι το οποίο ζει στο χώμα. Με αυτό δόλωναν τα αγκίστρια για τις τσίχλες. 2.
Το γλίστρημα. Φρ. Έφαγα μια γλίστρα! 3. Ο γλιστερός τόπος.
γλιστρίδα (η): 1. Είδος αγριόχορτου. 2. Η φλυαρία, η πολυλογία. Φρ. Γλιστρίδα έφαγες; Συνών.
βλιστρίδα (η).
γλυβός, -ή, -ό: γλυφός, υφάλμυρος. Συνών. βλυχός, -ή, -ό. Τοπων. Γλυβά (η) προς Καρδαμύλη.
γλυκάδι (το): ξίδι. Πληθ. γλυκάδια (τα): κρεατομεζέδες που προέρχονται από το λαιμό του
σφαχτού, π.χ. ελιές κλπ.
γλυκοαίματος, -η, -ο: καλοσυνάτος, αγαθός.
γλυφτοκέφαλος, -η, -ο: φαλακρός.
γλύφω: ξύνω, γδέρνω, αποξέω. Φρ. Το ’γλυψε το δέντρο (το έγδαρε) - Γλύψε το ξύλο (ξύσε το,
σκάλισέ το) - Γλύψε το μολύβι για να γράφει καλά (ξύσε τη μύτη του). Μτχ. γλυμμένος, -η, -ο:
ξυσμένος, γδαρμένος.
γούβαλος (ο): μεγαλόσωμος τζίτζικας. Είδος τζιτζικιού.
γουβί (το): μικρή γούβα, λακκουβίτσα. Φρ. Ήταν ανάβαθο το γουβί, δεν το είδα τσαι σκουντού-
φλησα.
γουδί (το): ξύλινο οικιακό σκεύος για κοπάνισμα και πολτοποίηση τροφών με το γουδοχέρι.
γούλα (η): μακρύ ξύλο καμπύλου σχήματος με μήκος ως τρία μέτρα, το οποίο συνδέει το
αλετροπόδι με το ζυγό. Στο αλετροπόδι στερεώνεται με μια σφήνα. Στο ζυγό στερεώνεται με σφήνα
σε μια ξύλινη κουλούρα (το καρέλι) η οποία κρέμεται από το ζυγό, ώστε να υπάρχει ευελιξία όταν
τα βόδια έπρεπε να στρίψουν.
γουλάτος, -η, -ο: σαρκώδης καρπός.
γουλίσματα (τα): λάσπες που κατασταλάζουν σε ένα χωράφι μετά τη βροχή.
γουμάρι (το): φόρτωμα του ζώου, δέμα, γομάρι. Σύνθ. απανωγόμι (το): αντικείμενο τοποθετημένο
πάνω από το φορτίο.
γράβαλο (το): ξύλινο εργαλείο (τσουγκράνα) με το οποίο μαζεύουν τα κάρβουνα στο φούρνο.
γράνα (η): χαντάκι.
γραπώνω: πιάνω, συλλαμβάνω. Φρ. Τον γράπωσα (τον έπιασα, τον συνέλαβα).
γροθάρι (το): το νεαρό φυτό της ελιάς. Σύνθ. γροθαρόμαντρα (η): το φυτώριο γροθαριών.
γρούνι (το): ο χοίρος, το γουρούνι. Θηλ. γρουνίτσα (η). Συνών. γκουζί (το), μπουζί (το).
γυρεύω: ζήτω, αναζητώ.
γυρίζω: 1. αναποδογυρίζω. Φρ. Γύρισε το ψωμί να μην καεί - Γυρίζουν τ’ άχερα στ’ αλώνι. 2.
περιφέρομαι και παρατηρώ. Φρ. Γύρισα τις ελιές, να ιδώ αν δέσανε (περιφέρθηκα ανάμεσα στα
ελαιόδενδρα για να διαπιστώσω αν έχει δέσει το άνθος).
-228-

γύρος (ο): τα χερόβολα που τοποθετούν στον περίγυρο του αλωνιού για να μην πέφτει ο καρπός
έξω, ώσπου να κάτσει τ’ αλώνι. Φρ. Άμα κάτσει τ’ αλώνι, θα ρίξουμε μέσα τσαι το γύρο.
γωνιά (η): 1. Χαμηλό τζάκι που φτιαχνόταν συνήθως σε κάποια γωνία του σπιτιού, σε συνδυασμό
με καμινάδα. Στην απλή της μορφή τη γωνιά αποτελούσαν δύο πέτρες, ανάμεσα στις οποίες
έκαιγαν τα ξύλα, ενώ επάνω τους ακουμπούσε η χύτρα. Συνθ. ξενογωνιά (βλ.λ.). 2. Σταυρωτή
ξυλοκατασκευή σε σχήμα -Τ- που έμπαινε στη γωνία της σκεπής για να «δένει» την ξυλωσιά.

-Δ-
δαγκαματιά (η): το δάγκωμα, η δαγκωματιά. Φρ. Μού δωσε μια δαγκαματιά, με τάραξε!
δάρτης (ο): ξύλινο τυροκομικό εργαλείο για την παρασκευή του βουτύρου από το γάλα.
δαυλίτης (ο): μαύρο ζουζούνι, παράσιτο του σίτου.
δαύτος, -η, -ο: εκείνος, αυτός, με υποτιμητική έννοια. Φρ. Από δαύτον ούλα να τα περιμένεις.
δεμάτι (το): μέτρο υπολογισμού της απόδοσης ενός χωραφιού κατά τη συγκομιδή των σιτηρών
(σιταριού, κριθαριού ή βίκου). Ανάλογα με τα δεμάτια υπολόγιζαν αν το χωράφι απέδωσε καλά ή
όχι. Κάθε δεμάτι φτιάχνεται με δεματικό σχοινί σταθερού μήκους, με αποτέλεσμα να περιέχει
περίπου την ίδια ποσότητα θερισμένου σιταριού. Ένα δεμάτι αποτελείται από 40 ως 50 χερόβολα.
Με τα δεμάτια χτίζουν τις θημωνιές. Πρμ. Τσαι γω κακό χερόβολο τσαι συ κακό δεμάτι.
δεματικό σχοινί (το): σχοινί σταθερού μήκους, με το οποίο δένουν δεμάτια ξύλων, χόρτου κ.ά.
Έχει μήκος περίπου μιάμιση οργιά.
δέντρο ή δεντρό (το): ποικιλία πλατύφυλλης βελανιδιάς, η δρυς. Τοπων. Δεντρά (τα). Πρόκειται
για επιβίωση πανάρχαιας λέξης, αφού οι αρχαίοι αποκαλούσαν δρυν παν δένδρον και τη
θεωρούσαν ιερή, πρβλ. την ιερή δρυ του μαντείου της Δωδώνης.
δένω κόμπο (ιδιωμ.): εμπιστεύομαι, είμαι σίγουρος. Φρ. Εγώ γι’ αστείο το πα, μα συ το ’δεσες κό-
μπο. Στο παιδί μη τάζεις γιατί το δένει κόμπο. Α μπορέσω θα το κάμω αλλά μη το δέσεις τσαι κόμπο.
δένω τα λόγια μου (ιδιωμ.): σιγουρεύω, μιλώ με βεβαιότητα. Μτχ. δεμένος, -η, -ο: σίγουρος. Πρμ.
Λίγα λόγια τσαι δεμένα για να τα ’χεις κερδεμένα.
διαγό (το): το μικρό άνοιγμα που αφήνουν στο τοίχωμα μιας μάντρας για να φεύγουν τα νερά.
διαζούγια (τα): τα διαζώματα που σχηματίζονται στο καλαμωτό (για τα σύκα) από τα εγκάρσια
ξύλα, στα οποία δένονται τα καλάμια.
διάκα ή διάηκα (ρ. αόρ.): πήγα. Κλίνεται ως εξής: διάκα, διάης ή εδιάης, διάη ή εδιάη, διάκαμε,
διάκατε, διάκαν(ε). Ίσως από τον παρατ. και τον αόριστο του ρήματος διαβαίνω: εδιάβην, διάβηκα.
διακονιά (η): η ζητιανιά. Ρ. διακονεύω: ζητιανεύω. Ουσ. διακονιάρης, -α, -ισσα: ζητιάνος, -α.
Πληθ. διακονιαραίοι, -άρηδες (οι). Επίθ. διακονιάρικος, -η, -ο: το προϊόν της διακονιάς, π.χ. το
διακονιάρικο λάδι.
δικολογιά (η): οι «δικοί» άνθρωποι, οι συγγενείς. Φρ. Στις Κιτριές έχου δικολογιά, έχου παντρέψει
μια αδερφή εκεί, μαθές!
δικριάνι (το): αγροτικό εργαλείο με τρία δόντια (πραχάλια) για το λίχνισμα του καρπού.
Φτιάχνεται από χλωρό κλαδί μουριάς που το στραβώνουν για να αποκτήσει καμπύλο σχήμα.
δίμιτος, -η, -ο: ο διπλοϋφασμένος, π.χ. το δίμιτο ύφασμα: το ύφασμα διπλής ύφανσης, δηλαδή με
δύο κλωστές στο χτένι του αργαλειού. Αντίθ. μονοζεύγαρος, -η, -ο.
δίνω χέρι: βοηθώ, διευκολύνω, επί ανθρώπων ή συνθηκών. Φρ. Είναι σε δύσκολο σημείο, δεν μου
δίνει χέρι για να καρφώσω.
δίπλα (η): γλυκό από αλεύρι και μέλι που συνηθίζεται στις χαρές: γάμους, αρραβώνες. Ψήνεται σε
λάδι και έχει σχήμα διπλωμένου φύλλου. Φρ. Μια λεκάνη δίπλες θα φκιάξω στον αρρεβώνα σου.
δισάκι (το): διπλό υφασμάτινο σακίδιο που κρεμούσαν είτε στον ώμο είτε στο σαμάρι του ζώου,
με τρόπο ώστε να κρέμεται ένας σάκος σε κάθε πλευρά και να μοιράζεται το βάρος.
-229-

διφόρι (το): όψιμος καρπός που προήλθε από δεύτερο δεσιμο του άνθους. Θηλ. δίφορη (η) π.χ.
λεμονιά. Ρ. διφορίζω: ξανακαρπίζω όψιμα. Φρ. Τα ξινά (δέντρα) διφορίζουν.
διχάλι (το): διχάλα, ξύλινο εργαλείο του αλωνίσματος. Φρ. Το διχάλι έχει δυο πραχάλια ενώ το
δικριάνι έχει τρία. Τοπων. Διχαλό (το) θαλασσόβραχος κοντά στου Πατσούρου.
δίχως (σύνδ.): χωρίς.
δράκος (ο): ο γιος, ο σερνικός. Συνών. παιδί (το), κούρος (ο). Θηλ. δρακού (η): η θυγατέρα, η κόρη.
Συνών. δυχατέρα (η).
δράμι (το): 1. Υποδιαίρεση της οκάς. Μια οκά έχει 400 δρά-
μια. 2. Πληθ. δράμια (τα): τα σταθμά ανεξαρτήτως μεγέθους.
3. Πληθ. δράμια (τα): τα μεταλλικά κύπελλα διαφόρων μεγε-
θών για την μέτρηση υγρών: κρασιού, λαδιού, γάλακτος. Υ-
πήρχαν σε διάφορα μεγέθη: οκάς, μισής οκάς, 100, 50 και 25
δραμιών και ήταν διαφορετικά για κάθε υγρό, αφού έχει
διαφορετικό ειδικό βάρος. 4. δραμάκι (το): κύπελλο χωρητι-
κότητας 25 δραμ. κρασιού. Φρ. Πιάσε ένα δραμάκι (κρασί).
δρίμες (οι): 1. Οι πρώτες έξι μέρες του Αυγούστου, γνωστές
και ως μερομήνια, κατά τις οποίες προβλέπουν τον καιρό
του επόμενου έτους. Τις μέρες αυτές ο καιρός μεταβάλλεται
διαρκώς. Σύνθ. δριμόψειρες (οι). Απαγόρευαν στα παιδιά να
κολυμπούν στις δρίμες. Τα φόβιζαν λέγοντας ότι θα πιάσουν
δριμόψειρες. 2. Τα σκουλήκια (πλατυέλμινθες) που βγαίνουν
από το παχύ έντερο των μικρών παιδιών. Φρ. για το ανήσυχο Αγροτικά εργαλεία: η φουφού, το
παιδί: Δρίμες έχεις τσαι δεν κάθεσαι σε μια θέση; δικριάνι και η κάδη.
δριμόνι ή διρμόνι (το): το μεγάλο κόσκινο με το οποίο γίνε- Ψηλά κρέμεται ο σίγκλος.
ται το πρώτο κοσκίνισμα του αλωνισμένου καρπού για να
φύγουν τα χοντρίδια. Ρ. δριμονίζω ή διρμονίζω: κοσκινίζω με δριμόνι. Ουσ. δριμόνισμα ή διρμόνι-
σμα (το): το κοσκίνισμα με δριμόνι.
δριμύς, -ύ: έντονος, δυνατός στη γεύση. Φρ. για το ξίδι: Είναι πολύ δριμύ. Συνών. τούρκος (ο),
κακό ξίδι (το).
δροσά (η): δροσιά, φρεσκάδα. Φρ. Τη δροσά του να ’χεις! (ευχή σε κορίτσι που προσφέρει νερό).
δυναμάρι (το): το οχυρό, το κάστρο, ο οχυρωμένος τόπος. Φρ. Εκάμασι δυναμάρι στη ράχη.
δύνομαι: δύναμαι, μπορώ, έχω αρκετή δύναμη ώστε να σηκώσω κάποιο βαρύ αντικείμενο. Φρ.
Δεν το δύνεσαι, άστο να το σηκώσω εγώ - Αλαφρύ είναι, το δύνεσαι, σήκωσέ το.
δυχατέρα (η): η θυγατέρα, η κόρη. Συνών. δρακού (η). Φρ. Άφησε τη δυχατέρα του αμπολυτή τσαι
να τώρα τα καζάντια του! - Έχου ένα κούρο τσαι δυο δυχατέρες. Σύνθ. ακριβοδυχατέρα,
μοναχοδυχατέρα.
δώθε (επίρ.): 1. Εδώ κοντά, προς τα εδώ (τοπ.). Αντίθ. κείθε. 2. Πρόσφατα (χρον.).
δωχάμω ή δωχάμου (τοπ. επίρ.): Εδώ χάμω, εδώ δίπλα, εδώ κάτω, εδώ κοντά. Φρ. Έβγα δωχάμου
να κάτσωμε. Αντίθ. κειχάμου, κειχάμω.

-Ε-
-ε: ευφωνική κατάληξη που χρησιμοποιείται στην αιτ. ενικού και στη γεν. πληθ. Φρ. Μην τόνε
βλέπεις μικρόνε - Των εδικώνε μου ανθρώπω - Θα μασε φέρει γρουσουζία.
-έας: 1. Κατάληξη πατρωνυμικών επωνύμων: Αγγελέας, Γερασιμέας, Γεωργουλέας, Δημητρέας,
Κωνσταντινέας, Κωστέας, Λιακέας, Μανωλέας, Νικολέας, Πετρέας, Πουλέας ή μη: Κοκκινέας, Λεου-
τσέας, Μανέας, Μοιρέας, Μπακετέας, Μπαμπουρέας, Πατσέας, Σπανέας, Τυρέας, Ψαρρέας. 2. Κα-
τάληξη που δηλώνει το γιο κάποιου, συνήθως ως αντιδιαστολή με κάποιον συνονόματο: Γιώργης ο
-230-

Στελέας, Γιώργης ο Σπυρέας, Λάμπης ο Νικητέας. 3. Πληθ. -έοι: τα μέλη μιας οικογένειας με επώνυ-
μο σε -έας: Γεωργουλέοι, Δημητρέοι, Κουτιβέοι, Κωστέοι, Λεουτσέοι, Μανέοι, Μανωλέοι, Μοιρέοι,
Μπακετέοι, Παπαδέοι, Πατσέοι, Πετρέοι, Πουλέοι, Τυρέοι. 4. Μεγεθ. κατάληξη: Βασιλακανέας.
ειδεμή: αλλιώς. Φρ. Μάζωξε τα πράματά σου ειδεμή θα τα πετάξω.
-έισσα: κατάληξη που δηλώνει τη σύζυγο κάποιου: Γεωργουλέισσα, Μπακετέισσα, Μανωλέισσα,
Μοιρέισσα, Πουλέισσα, Σπανέισσα.
(ε)κειδά, (ε)τσειδά (τοπ. επίρ.): ακριβώς εκεί, σε κείνο το σημείο που σου δείχνω. Φρ. Δε το
γλέπεις καημένε; (Ε)τσειδά είναι.
έκοψε ο σπόρος (ιδιωμ.): μάζεψε ψείρες και χάλασε.
έλα, έλα, έλα (επιφ.): κάλεσμα ζώου.
ελατόπισσα (η): το ρετσίνι του έλατου. Χρησιμοποιείται ως αλοιφή για τα σπυριά.
ελόγου (μου, σου, του, μας, σας): προσ. αντων. Φρ. Ελόγου σου (εσύ) ποίος είσαι;
έμπουλα (τα): οι πλεξίδες από τις οποίες αποτελείται το σχοινί. Φρ. Πάει αυτό, έγιν’ έμπουλα
(όταν ένα σχοινί ξεπλεχτεί).
έπαρε (ρ. αόρ.): πήρε. Φρ. Μας έπαρε τ’ αυτία (μας πήρε τ’ αυτιά, με τη φλυαρία ή κάποιος
θόρυβος).
επιθέσα (τα): τα σκεύη (πιάτα, μαχαιροπήρουνα κλπ.) τα οποία στρώνονται στο τραπέζι για το
φαγητό. Φρ. Βάλ’ τα επιθέσα - Τα ’βαλες ούλα τα επιθέσα;
επιστρόφια (τα): Η επιστροφή στο πατρικό σπίτι της νύφης για τη συνέχεια του γλεντιού, μετά
από το κυρίως γλέντι το οποίο γινόταν στο σπίτι του γαμπρού. Παλιά οι γάμοι γίνονταν συνήθως
την Κυριακή το πρωί, στο πατρικό σπίτι της νύφης. Μετά το μυστήριο και τα κεράσματα, το
συμπεθέρι πήγαινε στο σπίτι του γαμπρού, όπου γινόταν το φαγοπότι και το γλέντι, ως αργά το
απόγευμα. Ακολουθούσαν τα επιστρόφια. Αν η νύφη ήταν από άλλο χωριό, τα επιστρόφια γίνονταν
την επόμενη μέρα ή την επόμενη Κυριακή.
εργατεία (η): η εθελοντική, χωρίς αμοιβή, προσφορά εργασίας. Φρ. ειρωνική: Έχου μπόλικη
εργατεία σήμερα (έχω εθελοντές, οι οποίοι όμως δεν μπορούν να προσφέρουν).
εργάτης (ο): εξάρτημα του ελαιοτριβείου. Ένα είδος μοχλού, περιστρεφόμενο ξύλο κάθετο στο
έδαφος, με το οποίο συμπιέζουν τον πολτό.
έρμος, -η, -ο: δυστυχής, άμοιρος, έρημος. Φρ. Α την έρμη, κακό πόπαθα!
έστιψε ή έχει στίψει: δεν βγάζει γάλα (για τα ζώα).
εταιρικό (το): η εταιρεία, ο συνεταιρισμός. Το 1924 οι ελαιοπαραγωγοί της Μαντίνειας έφτιαξαν
ένα εταιρικό το οποίο υπήρξε ο πρόδρομος του Ελαιουργικού Συνεταιρισμού.
εύστοχος, -η, -ο: επιτυχημένος, κυρίως για ζώα ή λαχίδια. Φρ. Ήταν εύστοχα τα ζωντανά μου φέτο.
Συνών. εύτυχος, -η, -ο. Αντίθ. άστοχος, -η, -ο.
ευτού (τοπ. επίρ.): εκεί.
ευτουδά (τοπ. επίρ.): εκεί δά, ακριβώς εκεί.
ευτούνος, -η, -ο ή αυτούνος, -η, -ο: αυτός εκεί.
εύτυχος, -η, -ο: επιτυχημένος, αποδοτικός κυρίως για ζώα ή λαχίδια. Φρ. Ήταν εύτυχα τα ζα;
Συνών. εύστοχος, -η, -ο. Αντίθ. άστοχος, -η, -ο.
έχασε ο θεός το θεό (ιδιωμ.): μεγάλη ακαταστασία, ανακατωσούρα. Φρ. Φτου μέσα χάνει ο θεός
το θεό.

-Ζ-
ζα (τα): τα ζώα (πληθ.).
ζαγαλεύω: ανακατώνω κάνοντας θόρυβο. Φρ. Τι ζαγαλεύεις τόση ώρα; Ησύχασε, επιτέλους!
Συνών. τσαχαλεύω.
-231-

ζαλιά (η): το φορτίο ξύλων, ρούχων, χόρτων κλπ, το οποίο κουβαλά κάποιος στις πλάτες του. Ρ.
ζαλώνομαι: φορτώνομαι κάτι στην πλάτη και το κουβαλώ. Αντίθ. ξεζαλώνομαι. Μτχ. ζαλωμένος, -η, -
ο: φορτωμένος. Επίρ. ζαλιά, ζαλωτά: φορτωτά, στην πλάτη, μπορμπόλα.
ζαχαρένιος, -ια, -ιο: ο αποτελούμενος από ζάχαρη, π.χ. ζαχαρένιο κουλούρι (το): είδος κουλουριού
που φτιάχνουν τη Μεγ. Εβδομάδα. Ουσ. ζαχαρένια (η): η καλή διάθεση. Φρ. Μη χαλάς τη ζαχαρένια
σου - Δε θα χαλάσω τη ζαχαρένια μου για δαύτονε.
ζγουριάζω: σκουριάζω. Μτχ. ζγουριασμένος, -η, -ο. Αντίθ. το επίθ. αζγούριαστος, -η, -ο: αυτός που
δεν έχει σκουριάσει.
ζγούφτω: σκύβω. Συχνή η προστ. ζγούψε! Ουσ. ζγούψιμο (το). Επίρ. ζγουφτά.
ζευγάρι (το): 1. όργωμα με ζεύγος βοδιών. Συνών. καμάτεμα (το). 2. μέτρο επιφάνειας ίσο με δύο
στρέμματα περίπου. Φρ. Είναι δυο μέρες ζευγάρι - Είναι μισό ζευγάρι (μισής μέρας ζευγάρισμα). Ρ.
ζευγαρίζω: οργώνω. Συνών. καματεύω. Επίθ. αζευγάριστος, -η -ο. Συνών. ακαμάτευτος, -η, -ο.
ζεύλα (η): εξάρτημα ξύλινο ή μεταλλικό σχήματος -U-,
στο οποίο ζεύανε τα βόδια στο ζυγό. Οι ζεύλες στερεώνο-
νταν στο ζυγό με τις φουρκέτες (βλ.λ.).
ζήτουλας (ο): τρακαδόρος, τζαμπατζής, διακονιάρης.
Συνών. αμακαδόρος.
ζόλος (ο): είδος μεγάλης μύγας, η βρωμόμυγα.
ζόμπολο (το): η μικρή πέτρα. Ζόμπολα χρησιμοποιούν
στην τοιχοποιία ως γεμίδια. Φρ. Το λαχίδι είναι ούλο ζό-
μπολα. Συνών. τρόχαλο (το).
ζουμιά (τα): 1. Τα κατάλοιπα των νερών της μπουγάδας
μετά την τελευταία πλύση. Συνών. απόζούμια (τα). 2. Τα Βόδια ζεμένα στο ζυγό. Διακρίνονται
δάκρυα. Φρ. Τήνε πήραν τα ζουμιά. οι ζεύλες και οι φουρκέτες.
ζούρα (η): 1. Το βρώμικο κατακάθι του ελαιόλαδου στο ελαιοτριβείο. 2. Γενικά το κατακάθι σε ένα
δοχείο με υγρό. Φρ. Το στράγγιξα τσ’ έμεινε η ζούρα.
ζουρλοκαμπέρω (η): η αλλοπρόσαλλη γυναίκα, η οποία μιλά και ενεργεί παράλογα. Συνών.
τρελοκαμπέρω (η).
ζοχός (ο): βρώσιμο αγριόχορτο. Φρ. Μάζωξα μια μαγεριά ζοχούς.
ζωντόβολο (το): ο χοντροκομμένος και απονήρευτος άνθρωπος. Συνών. βόιδι (το).
ζωστήρα (η): η ζώνη, η λουρίδα. Φρ. Θα σ’ αρχινίσω με τη ζωστήρα, να ιδείς!

-Η-
ήβγα (ρ. αόρ.): βγήκα. Αόρ. του ρ. βγαίνω.
ήβλεπα [ήγλεπα] (ρ. αόρ.): έβλεπα. Αόρ. του ρ. βλέπω [γλέπω (βλ.λ.)].
ήλιο με ήλιο (χρον. επίρ.): από την ανατολή ως τη δύση. Φρ. Παλιά δουλεύαμε ήλιο με ήλιο.
ήμερο σύκο (το): το σύκο της θηλυκής συκιάς. Αντίθ. αγριόσυκο (το).
-ηνε: ιδιωμ. κατάληξη αιτ. ενικού θηλ. Φρ. Τήνε ξέρεις αυτήνε; - Άστηνε.
ηύρα (ρ. αόρ.): βρήκα. Φρ. Δεν ηύρανε τίποτα. Υποτ. εύρω. Φρ. Πού να τον εύρω;
ήφερα (ρ. αόρ.): έφερα, αόρ. του ρ. φέρω. Φρ. Ήφερες νερό;

-Θ-
θαραπάηκα (ρ. αόρ.): ευχαριστήθηκα, ικανοποιήθηκα, χόρτασα, ξεδίψασα. Φρ. διψασμένου όταν
πιει νερό και ξεδιψάσει: Ααα! Θαραπάηκα!
θεμωνιά (η): η θημωνιά, η πυραμιδωτή κατασκευή που χτίζεται από τα δεμάτια κατά το θερισμό.
Τρεις θεμωνιές φτιάχνουν ένα αλώνι.
-232-

θέρισε (κάποιον) (ρ. αόρ.): του δημιούργησε κοιλόπονο και ευκοίλια. Φρ. Τα ζα φάγασι
ξινοτρίφυλλο τσαι τα θέρισε.
θεριστάπιδο (το): ποικιλία μικρού καλοκαιρινού αχλαδιού. Το φυτό: θερισταπιδιά (η). Συνών.
αυγουστιάτικο (το).
θεριστής (ο): 1. Η περίοδος του θερισμού περίπου στις αρχές Ιουνίου. 2. Θεριστής (ο): ο Ιούνιος.
θερμιασμένο (το): λάδι που εξάγεται από έκθλιψη του χαμουριού με θερμό νερό. Αντίθ. άθερμο.
θερμολογώ: θερμαίνω. Στο χιουμοριστικό δίστιχο: Ψείρα ζύμωνε, κόνιδα θερμολόγα.
θρούμπα (η): αρωματικός θάμνος. Χρησιμοποιείται ως μυρωδικό στις μάτσες ελιές για να
βελτιώνει τη γεύση τους. Σύνθ. γαϊδουρόθρουμπα (η): είδος θρούμπας που δεν μυρίζει και δεν
χρησιμοποιείται ως αρωματικό, παρά μόνο ως τροφή των γαϊδουριών.
θύμιση (η): η υπενθύμιση, η μνεία.

-Ι-
ίγκλα (η): το λουρί ή σχοινί, με το οποίο δένουν το σαμάρι κάτω από την κοιλιά του ζώου.
ιδιάζω: προσχεδιάζω το υφαντό τοποθετώντας σε κατάλληλες θέσεις τα καλαμοκάνια με τα
νήματα. Ουσ. ίδιασμα (το): η σχεδίαση του υφαντού η οποία απαιτούσε ιδιαίτερη ικανότητα. Δεν
μπορούσαν να την κάνουν όλες οι γυναίκες, παρά μόνον οι τεχνίτρες.
-ίνα: κατάληξη που δηλώνει τη σύζυγο κάποιου. Προέρχεται είτε από το βαφτιστικό: Ηρακλίνα,
Θεμιστοκλίνα, Τηλεμαχίνα, Χριστοδουλίνα είτε από το επώνυμο: Κοτσοβολίνα.
ινάτι (το): το πείσμα, το καπρίτσιο, η επιμονή. Πρμ. Το ινάτι βγάζει μάτι.
ισοπατώ: πατάω σε επίπεδο έδαφος. Φρ. Πρόσεξε, δεν ισοπατάει (όταν το ζώο περπατά σε
ανώμαλο έδαφος).
-ίτσα: 1. Κατάληξη που δηλώνει τη θυγατέρα κάποιου, είτε από βαφτιστικό: Καίτη η Σπυρίτσα,
Κοκώνα η Κλεανθίτσα είτε από επώνυμο ή παρωνύμιο: Αβραμίτσα, Γερασιμίτσα, Γεωργουλίτσα,
Κοζομπολίτσα, Κοκκινίτσα, Κομποτίτσα, Κοτσοβολίτσα, Κοτσωνίτσα, Κουτιβίτσα, Κωστίτσα,
Λεουτσίτσα, Λιακίτσα, Μανίτσα, Μανωλίτσα, Μπελίτσα (παλαιότερο), Μπαρουτίτσα, Νικολίτσα,
Ντακαρίτσα, Πουλίτσα, Σκίτσα, Φραγκουλίτσα. Πληθ. -ίτσες (αδελφές): οι Κουτιβίτσες, Κοτσωνίτσες,
Λεουτσίτσες, Νικολίτσες. 2. Υποκ. κατάληξη βαφτιστικών: Γιωργίτσα, Μαρίτσα, Ποτίτσα.

-Κ-
καβάθα (η): το μικρό και βαθύ πιάτο είτε ξύλινο είτε πήλινο, η γαβάθα (βλ.λ.).
καβούλα (η): το φρέσκο τυρί το οποίο αφήνεται να στραγγίξει κρεμασμένο μέσα σε μια τσαντίλα.
καγκανιάρης (ο): ο καχεκτικός.
κάδη (η): ξύλινο βαρέλι. Στην κάδη βάζουν το φρέσκο τυρί μες το γάρο ώσπου να ψηθεί. Σε μα-
κρόστενο σχήμα χρησιμεύει για την αποβουτύρωση του γάλακτος με τη βοήθεια του δάρτη (βλ.λ.).
καζάντια (τα) (μόνο πληθ.): άσχημα αποτετελέσματα, αρνητικές συνέπειες. Φρ. Άφησε τη
δυχατέρα του αμπολυτή τσαι να τώρα τα καζάντια του! Ρ. (αόρ.): καζάντισα: κατάφερα, κατόρθωσα.
Φρ. Τσαι τι καζάντισα που έκαμα υπομονή τόσα χρόνια;
καθαρίζω τις ελιές: κλαδεύω τις ελιές μετά τη συγκομιδή του καρπού. Ουσ. καθαριστής (ο):
κλαδευτής. Φρ. Είναι καλός καθαριστής. Ουσ. κάθαρος (ο): το κλάδεμα της ελιάς μετά τη
συγκομιδή. Φρ. Έκαμες τσαι κάθαρο; Συνών. κλάδος (ο).
καθαρίζω το ζώο: ευνουχίζω. Φρ. Α δε τον καθαρίσεις το γάιδαρο, δε θα ηρεμήσει. Επίθ. καθαρό
ζώο (το): ευνουχισμένο ζώο.
καθαρίζω το λαχίδι: απομακρύνω τα ζιζάνια από το χωράφι. Φρ. Άγριεψε το λαχίδι τσαι πρέπει να
το καθαρίσω. Ουσ. κάθαρος (ο): η εργασία της απομάκρυνσης των ζιζάνιων από το χωράφι. Πληθ.
κάθαρα (τα): τα αγριόχορτα, αγκάθια κλπ, που συλλέγονται στον κάθαρο. Φρ. Κάψαμε τα κάθαρα.
-233-

καθίσματα (τα): σύννεφα που εμφανίζονται πάνω από τα βουνά της Μεσσηνίας στα ΒΔ του
μεσσηνιακού κόλπου, σημάδι ότι έρχεται μαΐστρος. Φρ. Έχει καθίσματα, θα βάλει μαΐστρο.
καθολικό (το): η εορτή στην οποία πανηγυρίζει η εκκλησία του χωριού.
κάθομαι: χαμηλώνω, κατακαθίζω. Φρ. Έκατσε τ’ αλώνι (κατακάθισε και κινδυνεύει ο καρπός να
πέσει έξω).
καθούρι (το): η δυνατή καταιγίδα, το ανεμοβρόχι που συνδυάζεται με στροβίλισμα του ανέμου.
καίει (τσαίει) το λάδι: το αγουρόλαδο έχει γεύση έντονη που προκαλεί «κάψιμο» στη γλώσσα.
καίω (τσαίω): 1. καταστρέφω. Φρ. Ο λύκος τσαίει το βίκο τσαι τα κουκιά. 2. ανάβω. Φρ. Τσαίω το
φούρνο.
κακαράτζα (τα): τα κόπρανα της γίδας και του προβάτου.
κακκάβι (το): το μεγάλο καζάνι. Συνών. χαρανί (το), λεβέτι (το), πινιάτα (η). Υποκ. κακκαβούλι (το):
μικρό καζάνι το οποίο συνηθίζεται στη Μέσα Μάνη. Στις Μαντίνειες και γενικά στην Έξω Μάνη δεν
χρησιμοποιείται.
κακοντέλικος, -η, -ο ή κακοντέλης, -α: δυστυχής, κακότυχος, φουκαράς, κακομοίρης. Φρ. Είν’
αρφανό το κακοντέλικο! - Την παράτησε ο άντρας της την κακοντέλα - Βρε, τον κακοντέλη!
κακόπεσα (ρ. αόρ.): βρέθηκα σε άσχημο περιβάλλον. Φρ. Κακόπεσε στα στερνά του.
καλάμισμα (το): το φτιάξιμο του μασουριού με τη σβίγα.
καλαμοκάνια (τα): μασούρια με νήμα, εξαρτήματα του αργαλειού.
καλαμώνω: στρώνω με καλάμια. Μτχ. καλαμωμένη σκεπή (η): σκεπή στρωμένη με καλάμια. Ουσ.
καλαμωτό (το): η καλαμένια κατασκευή στην οποία άπλωναν τα σύκα να λιαστούν.
καλημάνα (η): η καταφερτζού, εκείνη που καταφέρνει να διορθώνει τα στραβά με τον τρόπο της ή
με τις κουβέντες της. Φρ. Ξέρεις τι καλημάνα είν’ αυτή!
καλιγώνω: πεταλώνω το ζώο (άλογο ή γαϊδούρι). Φρ. καλιγώνει ψύλο (είναι πολύ ξύπνιος, πολύ
επιδέξιος). Ουσ. καλίγωμα (το): το πετάλωμα.
καλογριάς το ζωνάρι (της): το ουράνιο τόξο.
καλορίζικος, -η, -ο: άτομο με καλή μοίρα, που έχει καλή υγεία,
ζουν οι γονείς και τ’ αδέλφια του κλπ. Φρ. Πάνω στα προικιά να
βάλετε καλορίζικο παιδί.
καματεύω: οργώνω. Φρ. Είν’ άγριωμα, δεν καματεύεται. Συνών.
ζευγαρίζω. Μτχ. μέσ. καματεμένος, -η, -ο: αυτός που έχει οργωθεί.
Ουσ. καμάτεμα (το): το όργωμα. Συνών. ζευγάρι (το). Επίθ.
ακαμάτευτος, -η, -ο. Συνών. αζευγάριστος, -η, -ο.
καμιζόλα (η): η πουκαμίσα, το αντρικό νυχτικό.
καμούσι (το): το τελευταίο κρασί, το σώσμα, που βρίσκεται στο
κάτω μέρος του βαρελιού και είναι θολό.
καμουτσί (το): το καμουτσίκι: ξύλινο ραβδί με ένα κομμάτι πετσί
δεμένο στο άκρο του με το οποίο χτυπούν το υποζύγιο για να υπα-
Μεγ. Μαντίνεια: καντούνι
κούει. Φρ. Βάρ’ το με το καμουτσί για να σε φοβάται. Συνών. βί-
ανάμεσα στα σπίτια
τσα. Ουσ. καμουτσά (η): χτύπημα με το καμουτσί. Φρ. Δώσ’ του
Πατσέα και γριάς-Βενέτως.
μια καμουτσά, να ιδείς πώς θα σ’ ακούει. Συνών. βιτσά (η).
καμπέρα (η): ποικιλία ημίσκληρου σίτου χωρίς άγανα, από την Αυστραλία (Canberra).
κάμποσος, -η, -ο: αρκετός, -ή, -ό. Συνήθως στον πληθ. κάμποσοι, -ες, -α. Φρ. Έφαγα κι εγώ
κάμποσες ξυλιές από το δάσκαλο.
καμώνομαι: υποκρίνομαι. Φρ. Ούλο καμώνεται πως δε θέλει την παρέα, αλλά έρχεται. Ουσ.
κάμωμα (το), πιο συνηθισμένος ο πληθ. καμώματα (τα): πράξεις κατακριτέες. Φρ. Τι καμώματα
είναι τούτα; Πρμ. Της νύχτας τα καμώματα τα γλέπει η μέρα τσαι γελά.
-234-

καναπές (ο): ξύλινο, μακρόστενο, χαμηλό έπιπλο με καπάκι. Το εσωτερικό του είναι χωρισμένο με
ένα κάθετο χώρισμα σε δυο θήκες (τμήματα), στις οποίες τοποθετούν διάφορα υλικά, όπως αλεύρι,
σπόρο, σιτάρι κ.ά.
κανίσκι (το): καλάθι με ψωμί, κρασί και κρέας που στέλνει ο γαμπρός στο σπίτι της νύφης την
παραμονή του γάμου. Ουσ. κανιστάδες (οι): οι φέροντες το κανίσκι.
κάνουλα (η): ξύλινη βρύση σε βαρέλι, βρύση του κρασοβάρελου.
καντούνι (το): στενό δρομάκι. Τοπων. στη βορινή όχθη του φαραγγιού της Σάνταβας: Βαθείο
Καντούνι (το).
κάνω: 1. είμαι κατάλληλος. Φρ. Δεν κάνει για τσιγάρισμα αυτό το λάχανο (δεν είναι κατάλληλο να
μαγειρευτεί τσιγαριστό). 2. Ταιριάζω στο μέγεθος, στο σχήμα κλπ. Φρ. Σου πήρα ένα ποκάμισο, μα
δεν ξέρω α σου κάνει. 3. κάνει τσαι παρακάνει (ιδιωμ.): ταιριάζει σίγουρα. Φρ. Ακούς, λέει, δεν του
κάνουν τα παπούτσια, του κάνουν τσαι του παρακάνουν. 4. κάνω τις ελιές (ιδιωμ.): δίνω τις ελιές
στο ελαιοτριβείο για σύνθλιψη. Αόρ. έκαμα. Υποτ. κάμω. Φρ. Τις έκαμες τις ελιές; - Θα ραβδίσω τσ’
αύριο τσαι θα τις κάμω ούλες μαζί.
καπίστρι (το): το χαλινάρι. Ρ. καπιστρώνω: περνάω το καπίστρι στο ζώο. Ουσ. καπίστρωμα (το): το
πέρασμα του χαλιναριού. Σύνθ. καπιστρόσχοινο (το): το σχοινί που συνδέεται με το καπίστρι και το
κρατά ο οδηγός του ζώου.
καπιτσάλι (το): μικρό ξύλο που βάζουν στο στόμα του νεαρού ζώου για να αποκόψει το βύζαγμα.
κάπος (ο): ο αρχικαπετάνιος.
καρά-: πρώτο συνθετικό λέξεων με επιτατικό περιεχόμενο: π.χ. καραφωτιάς (ο), καραπιπέρης (ο).
καραβάνα (η): 1. το «κουτσό», κοριτσίστικο παιδικό παιχνίδι. 2. Το μεταλλικό δοχείο τροφοδοσίας
της τσαντίλας (βλ.λ.) με χαμούρι (βλ.λ.) στα παλιά ελαιοτριβεία.
καραβοκύρης (ο): ο συντονιστής μιας εργασίας, ο επικεφαλής. Στα παλιά ελαιοτριβεία καραβοκύ-
ρης λεγόταν ο αρχιεργάτης που συντόνιζε τις εργασίες της τροφοδοσίας των λιθαριών με καρπό.
καραβοστάσι (το): ακτή στην οποία σταθμεύουν οι βάρκες για ανεφοδιασμό κυρίως σε νερό.
Συνδυάζει το ευλίμενο με την ύπαρξη πόσιμου νερού. Τοπων. Καραβοστάσι (το).
καραμέλα (η): το πετροκέρασο Αλαγονίας, επειδή είναι χρωματιστό και σκληρό. Φρ. Πήρα
καραμέλες από την αγορά.
καραφωτιάς (ο): ο απείθαρχος, ο σκανταλιάρης, ο πολύ ζωηρός έφηβος. Φρ. Ξέρεις τι
καραφωτιάς είναι τούτος; Συνών: καραπιπέρης (ο).
καρδάρα (η): το ξύλινο δοχείο του αρμέγματος.
καρέα (η): η καρυδιά. Τοπων. Καρέα (η) στη Μεγ. Μαντίνεια.
καρέλι (το): 1. τροχαλία. 2. ξύλινη κουλούρα που κρέμεται από το ζυγό, στην οποία στερεώνεται
με σφήνα η γούλα (βλ.λ.), ώστε να υπάρχει ευελιξία όταν τα βόδια έπρεπε να στρίψουν.
καρίνα (η): το πιο χαμηλό μέρος της βάρκας, που «σχίζει» το νερό.
καρίτζαφλας (ο): η τραχεία του ανθρώπου και του ζώου. Φρ. Του ’κοψε τον καρίτζαφλα (τον
χτύπησε στο λαιμό και του κόπηκε η ανάσα).
καρπέτο (το): το στρωσίδι του δαπέδου, το χαλί.
καρτερώ: περιμένω, καθυστερώ, κάνω υπομονή. Φρ. Καρτέρει λίγο (περίμενε, καθυστέρησε λίγο
ακόμα). Ουσ. καρτέρι (το): υπομονή, κουράγιο. Δίστιχο: Όλοι μου λένε υπομονή, καρτέρι και
καρτέρι, ετούτος ο ανήφορος κατήφορο θα φέρει.
καρτσακλείδια (τα): το πίσω μέρος της γάμπας στα κάτω άκρα. Φρ. Με πονέσανε τα
καρτσακλείδια μου από το περπάτημα.
κάσα (η): η κινητή θήκη του αργαλειού στην οποία έμπαινε το χτένι.
κασάρι (το): εργαλείο σε σχήμα δρεπανιού που κόβουν τα φραγκόσυκα. Συνών. βατοκόφτης (ο).
κασέλα (η): 1. Ξύλινο κιβώτιο αποθήκευσης καρπών με επίπεδο καπάκι ώστε με την προσθήκη ε-
νός υφασμάτινου καλύμματος να χρησιμεύει και ως κάθισμα. 2. Το μεταλλικό δοχείο όπου έπεφτε
-235-

το χαμούρι (βλ.λ.) από τα λιθάρια του λιτριβειού. Από την κασέλα γέμιζαν τις τσαντίλες (βλ.λ.) με
μια καραβάνα (βλ.λ.) και τις στοίβαζαν στο πιεστήριο ώσπου να συμπληρωθεί το στάμα (βλ.λ.).
καταπιάνομαι: ξεκινώ κάτι. Φρ. Τι ήθελες τσαι καταπιάστηκες (π.χ. με το σιδέρωμα), αφού δεν
προλάβαινες; Ουσ. κατάπιαση (η): το ξεκίνημα, η αρχή πλεξίματος του κοφινέλου.
καταπίτης (ο): ο φάρυγγας. Φρ. Μου ’κατσε το κόκαλο στον καταπίτη και πινίγηκα.
κατάραχα (τοπ. επίρ.): στην κορυφή, πάνω στη ράχη. Αντίθ. ανάραχα.
καταρράχτης (ο): η εσωτερική καταπακτή που οδηγεί από το άνω δώμα του σπιτιού στο κάτω.
καταφύγι (το): σπηλιά δυσπρόσιτη που χρησιμοποιείται ως καταφύγιο σε περίοδο κινδύνου.
Τοπων. Καταφύγι (το), του Καταφυγιού η Βρύση στη Μεγ. Μαντίνεια.
κατάχαμα (τοπ. επίρ.): καταγής, στο έδαφος.
κατρούμπαλος (ο): ο χοντροφτιαγμένος, ο κακοφτιαγμένος, ο άσχημος. Συχνό ως παρωνύμιο.
κατσαρόλι (το): μέτρο υπολογισμού του δανεικού γάλακτος στο φτιάξιμο του τραχανά. Όταν
κάποια νοικοκυρά φτιάχνει τραχανά είτε δανείζεται γάλα από άλλες, είτε της επιστρέφουν όσο έχει
δανείσει εκείνη παλιότερα, μετρημένο σε κατσαρόλια.
κατσαρός, -ή, -ό: ο μπερδεμένος, ο πολύπλοκος. Π.χ. κατσαρή ντομάτα (η): ποικιλία ντομάτας με
πολυσχιδή επιφάνεια.
κατσάρω: πλησιάζω. Φρ. Κατσάρει ο νοτιάς (έρχεται νοτιάς).
κατσαφάρα (η): ομίχλη. Φρ. Έχει πέσει κατσαφάρα.
κατσαχνιά (η): συννεφιά, καταχνιά.
κατσίγερας (ο): το υγρό απόβλητο που δημιουργείται στο ελαιοτριβείο μετά το διαχωρισμό του
ελαιολάδου από το νερό.
κατσικοπόδαρος, -η: κακότυχος, γρουσούζης. Στίχοι παιδικού άσματος: Μωρή τσίχλα κοκοϊδού,
κάνε με τσαι με γαμπρό. Δε σε κάνω σε γαμπρό, τι ’σαι μαύρος τσ’ άσχημος τσαι κατσικοπόδαρος.
κατσιμπουκλίδι (το): το ψευτοεργαλείο, το προχειροφτιαγμένο, το αυτοσχέδιο εξάρτημα.
κατσιπόδι (το): αγκαθωτό αγριόχορτο. Το αγκάθι του προξενεί οδυνηρό τσίμπημα. Φρ.
Αγκελώθηκα στα κατσιπόδια.
κατσό-: πρόθεμα που έχει την έννοια της ανωμαλίας, της ακαταστασίας. Π.χ. κατσόβραχα (τα): τα
βραχώδη εδάφη, τοπων. Κατσόβραχο (το) στη Μέγ. Μαντίνεια, κατσόμαλλο (το): το πολύ σγουρό
μαλλί, το αχτένιστο, το μπερδεμένο, κατσόφανα (η): ξηροφυτικός πολυετής θάμνος, με
μπερδεμένα, κατσαρωμένα κλαδιά και φύλλα.
κατσούλα (η): η γάτα. Ρ. κατσουλίζω: περπατώ με τα τέσσερα, μπουσουλάω. Φρ. Πάει
κατσουλιώντα. Σύνθ. κατσουλομάτης (ο): εκείνος που έχει μάτια όμοια με της γάτας,
κατσουλοπάτημα (το): τόπος όσο πατάει η γάτα. Πρμ. Τ’ Αγι-Αντριός αντριεύ’ η μέρα ένα
κατσουλοπάτημα. Τοπων. στη βορινή πλευρά του φαραγγιού της Σάνταβας Κατσουλόγκρεμος (ο).
κατσουριάνος (ο): κοκκινολαίμης, είδος πτηνού. Υποκ. κατσουριανάκι (το). Φρ. Ξέρεις τι νόστιμο
είναι το κατσουριανάκι;
κατσώνι (το): κοντό ξύλινο ραβδί με λαβή, με το οποίο ραβδίζουν τα κλαδιά της ελιάς (τα κομμένα
ή τα χαμηλά). Ρ. κατσωνίζω: χτυπώ με το κατσώνι.
κατώι (το): το κατώγι, χαμηλοτάβανη αποθήκη στο υπόγειο ή στο ισόγειο του σπιτιού.
κατωλίθι (το): το μεγάλο κάτω λιθάρι του ελαιοτριβείου. Αντίθ. πανωλίθι (το).
καυτούρα (η): κρασί βρασμένο με ζάχαρη. Το πίνουν ως γιατρικό για το συνάχι και το κρύωμα.
καψοκαλύβας (ο): ανεπρόκοπος, άχρηστος άνθρωπος, που δεν κάνει για τίποτα.
κείθε (τοπ. επίρ.): προς τα εκεί.
κειχάμου (τοπ. επίρ.): εκεί χάμω, εκεί κάτω. Αντίθ. δωχάμου.
κεντητή κουβέρτα (η): κουβέρτα κεντημένη στον αργαλειό.
κεντινάρι ή κιντινάρι (το): η αρμαθιά από 50 περίπου καλάμια, τα οποία πουλούσαν για τις
σκεπές, τα καλαμωτά κ.ά.
-236-

κέντισμα (το): το κέντημα, η εργασία του κεντήματος. Σε τραγούδι: Το κέντισμα είναι γλέντισμα κι
η ρόκα είναι σιργιάνι τσαι ο καημένος αργαλειός είναι σκλαβιά μεγάλη.
κεντρώνω: εμβολιάζω δένδρο. Φρ. Θα κεντρώσω μιαν αγριελιά, θα τήνε κάμω μάτσα. Συνών.
μπολιάζω (βλ.λ.). Ουσ. κέντρωμα (το): εμβολιασμός. Συνών. μπόλιασμα (βλ.λ.).
κερδεμένος, -η, -ο: ο κερδισμένος, μτχ. του αδόκιμου ρ. κερδεύω. Πρμ. Λίγα λόγια τσαι δεμένα,
για να τα ’χεις κερδεμένα.
κεφαλώνω: δημιουργώ, αποκτώ κεφάλι, δηλ. άνθος, καρπό. Φρ. Δεν κεφάλωσε η ρίγανη φέτο.
κιτρινοπούλα ή τσιτρινοπούλα (η): είδος πτηνού με κίτρινο πτέρωμα.
κιτρινοφούστερας ή τσιτρινοφούστερας (ο): μεγάλη κίτρινη σαύρα.
κλαδευτήρα (η): είδος μικρού πτηνού.
κλάδος (ο): κλάδεμα του δένδρου. Φρ. Έχω να κάμω τσαι τον κλάδο. Συνών. κάθαρος (ο).
κλειδί (το): 1. εξάρτημα του αλετριού που μοιάζει με σφήνα και συνδέει (ασφαλίζει) το ζυγό με τη
γούλα. 2. πληθ. κλειδιά (τα): τα δικαιώματα, η αρχή, η εξουσία, η πρωτοκαθεδρία. Φρ. Φεύγω τσαι
σας αφήνω γεια, τσαι σας αφήνω τα κλειδιά!
κληματερά (τα): κλήματα αναρριχώμενα συνήθως σε μουριές.
κλίτσηκας (ο): παιδικό παιχνίδι που μοιάζει με το ξυλίκι. Με ένα ραβδί χτυπούν ένα μικρό κομμάτι
ξύλο και το πετούν μακριά. Στη συνέχεια το χτυπούν στην άκρη, έτσι ώστε να τιναχτεί ψηλά και πριν
πέσει κάτω το χτυπούν στον αέρα. Νικητής είναι όποιος το στείλει πιο μακριά.
κλωνά (η): η κλωστή.
κλώστης (ο): εργαλείο με το οποίο κλώθουν δυο νήματα σε ένα διπλό, πιο χοντρό. Μετά το διπλό
νήμα τυλίγεται σε θηλιά στο τυλιγάδι.
κοζές (οι): οι γιδίσιες τρίχες, το κατσικίσιο μαλλί. Ίσως από εδώ το σύνθ. τοπων. Κοζάραβα (τα).
Επίθ. κόζινος, -η, -ο: ύφασμα ή σχοινί φτιαγμένο από κατσικίσιο μαλλί. Κόζινα είναι τα λιόπανα, τα
τσουβάλια και οι κάπες, γιατί το κόζινο ύφασμα είναι αδιάβροχο. Γνέθουν κόζινο σχοινί και το
πλέκουν σε τρεις πλεξούδες για να γίνει κάπως πλατύ, ώστε να κουβαλάνε φορτία χωρίς να
τραυματίζονται. Προκειμένου να σφίξει, το δένουν από την κόρδα ή από ένα κλαρί και αφήνουν τα
παιδιά να κάνουν κούνια. Φρ. Να πλέξεις κόζινο σχοινί για τη ζαλιά, να μη σου κόβει την πλάτη.
κοιλαράτος, -η, -ο: για ανθρώπους και ζώα με φουσκωτή κοιλιά: κοιλαράτος γάιδαρος, κοιλαράτη
γόπα (αλλιώς γαϊδουρόγοπα, βλ.λ.).
κοιτάω: προσέχω, φροντίζω τους ηλικιωμένους γονείς. Φρ. Εσύ έχεις θυγατέρες τσαι θα σε
κοιτάξουν στα στερνά σου.
κοκκίνα (η): η ασθένεια ιλαρά.
κοκκινόγειο (το) ή κοκκινογειά (η), -ειές (οι): χωράφι με κοκκινόχωμα. Τοπων. Κοκκινόγειο (το),
Κοκκινόγεια (τα).
κοκκινοκώλα (η): στρουθιόμορφο πτηνό με κοκκινόχρωμο πίσω μέρος.
κοκκινόλαδο (το): 1. Ελαιώδης αλοιφή, την οποία βάζουν στις πληγές, στο ερεθισμένο δέρμα, στις
μυκητιάσεις κλπ. Παρασκευάζεται από το ομώνυμο βοτάνι, το άνθος του οποίου μαζεύουν την
άνοιξη, το τοποθετούν μέσα σε ένα γυάλινο μπουκάλι με λάδι και το κρεμούν στον ήλιο, όλο το
καλοκαίρι. Στο τέλος του καλοκαιριού έχει κοκκινίσει, τότε το σουρώνουν και το φυλάνε σαν
γιατρικό. 2. Βοτάνι από το οποίο παρασκευάζεται η ομώνυμη αλοιφή.
κοκοϊδού (η): χαρακτηρισμός σε στίχο παιδικού άσματος: Μωρή τσίχλα κοκοϊδού, κάνε με τσαι με
γαμπρό. Δε σε κάνω σε γαμπρό, τι ’σαι μαύρος τσ’ άσχημος τσαι κατσικοπόδαρος.
κοκολόι (το): ο ελάχιστος σκόρπιος καρπός (ελιών) που έχει απομείνει στο έδαφος, μετά και από
το χαμολόγισμα. Φυσικά είναι πολύ κακής ποιότητας. Παλιά το κοκολόι μάζευαν τα κορίτσια για το
χαρτζιλίκι τους. Ρ. κοκολογίζω: μαζεύω κοκολόι. Ουσ. κοκολόγισμα (το) και κοκολογίστρα (η).
κοκονέλα (η): η μεγάλη πέτρα, το χοντρό χαλίκι. Φρ. Στο ποτάμι έχει κάτι κοκονέλες, που δεν
μπορείς να περπατήσεις.
-237-

κοκοροβιθιά (η): είδος χαμηλού δένδρου με ροζ άνθη και με καρπό ο οποίος μοιάζει με μικρό
χαρούπι. Φυτεύεται ως διακοσμητικό. Ουσ. κοκοροβίθι (το): ο καρπός της κοκοροβιθιάς, είναι σαν
μικρό χαρούπι.
κολοκυθοκορφάδες (οι): φαγητό από τα άνθη της κολοκυθιάς με ρύζι και μυρωδικά.
κολοκυθομαγέρεμα (το): φαγητό από το φύλλωμα της κολοκυθιάς με πατάτες κλπ.
κολοτούμπλα (η): το πέσιμο με το κεφάλι, η κολοτούμπα. Φρ. Πήρε μια κολοτούμπλα τσ’ έφαε τη
μούρη του.
κολοτσίνα (η): η κρεμμύδα που φυτρώνει στα χωράφια το χειμώνα.
κομματιαστός, -ή, -ό: ο ασταθής στη θέληση ή στις απόψεις. Εκείνος που αλλάζει εύκολα γνώμη.
Επίρ. κομματιαστά.
κονάκι (το): είδος φιδιού.
κόνιδα (η): ο γόνος, η προνύμφη της ψείρας των μαλλιών. Σατιρικό στίχο: Ψείρα ζύμωνε, κόνιδα
θερμολόγα.
κοντοθόδωρος (ο): κοντόχοντρο, δηλητηριώδες φίδι με σταχτί δέρμα.
κοντόκουρο (το): κοντό ξύλο. Φρ. Θα πιάσω ένα κοντόκουρο τσαι θα σ’ αρχινίσω.
κοντοποδαρούσα (η): ποικιλία αχλαδιάς. Συν. κοντούλα (η). Επίθ. κοντοποδαρούσ’κος, -ο. Τα
κοντοποδαρούσ’κα αχλάδια.
κοντούλα (η): ποικιλία αχλαδιάς. Συν. κοντοποδαρούσα (η).
κόπανος (ο): ξύλινο χοντρό ραβδί για το κοπάνισμα των υφασμάτων μετά το πλύσιμο ή των ο-
σπρίων [π.χ. των λούπινων] για το διαχωρισμό του καρπού. Τοπων. Κόπανον ή Κόπανοι (Ακρογιάλι).
κοπός (ο): ο ιδρώτας. Φρ. Ο σκύλος ακλουθάει τον κοπό.
κόρα (η): το ξερό εξωτερικό περίβλημα του καρβελιού. Κατάρα: Κόρα τσαι κασίδα να σε πιάσει!
κοράκι (το): ακρόπρωρο, ξύλινη προεξοχή στην πλώρη της βάρκας στην οποία δένουν το
παλαμάρι της άγκυρας.
κορασάνι (το): οικοδομικό υλικό, μίγμα από
τριμμένο κεραμίδι, ασβέστη και χώμα. Το
κοπανούσαν δυνατά με πέτρες για να γίνει
συμπαγές και υδατοστεγές. Το χρησιμοποιού-
σαν για να στρώνουν τη στέρνα και το λιακό.
κόρδα (η): η ξύλινη οριζόντια δοκός η οποία
συνδέει τα απέναντι ξύλα του ορθογώνιου
πλαισίου της σκεπής και δένει όλη την ξυλω-
σιά. Στις κόρδες κρεμούσαν τρόφιμα για να μη
τα φτάνουν τα ποντίκια, π.χ. τα καλάμια στα
οποία μασούριζαν κουλούρια κ.ά.
κορέος (ο): ο κοριός. Ποιηματάκι που
λέγεται το Σάββατο του Λαζάρου: Έξω ψύλλοι
τσαι κορέοι, νάν’ καλά οι νοικοτσυραίοι! Μεγ. Μαντίνεια, εξωκλήσι Άγ. Γεωργίου
κορίτο (το): η ποτίστρα των ζώων. των Σκιαίων. Καλαμένια σκεπή. Διακρίνονται
Παλαιότερα ήταν ένας σκαμμένος κορμός ο κορφιάς (το οριζόντιο ξύλο της κορυφής), τα
δέντρου. Τα νεότερα χρόνια το κορίτο είναι ψαλίδια (τα λοξά ξύλα που συνδέουν τον κορφιά
ξύλινο, φτιαγμένο από τάβλες ή μεταλλικό. με την ξυλωσιά πάνω στα τοιχία) και οι κόρδες (τα
κόρυζα (η): η τσίμπλα. Πρμ. Σκαλίζ’ η κότα να οριζόντια εγκάρσια ξύλα που «δένουν» την όλη
βγάλει την κόρυζα τσαι βγάνει το μάτι της. κατασκευή).
κορφιάς (ο): το κεντρικό οριζόντιο ξύλο στην κορυφή της σκεπής.
κόσκινο (το): σκεύος κοσκινίσματος δημητριακών και αλεύρων αλλά και πρόχειρο μέτρο
υπολογισμού της παραγωγής σιτηρών. Φρ. Έκαμα εκατό κόσκινα γέννημα.
-238-

κοτάω: τολμώ. Παρατ. κόταγα, κοτούσα. Φρ. Α σου κοτάει, έβγα όξω να τα πούμε. Κοτάς; Δεν
κοτάς! - Μπροστά στον πατέρα δεν κοτάγαμε (κοτούσαμε) να καπνίσουμε.
κότσι (το): 1. ο αστράγαλος. 2. παιδικό παιχνίδι με το οστό της επιγονατίδας του πρόβατου. Φρ.
Έλα να παίξουμε το κότσι. Οι παίχτες ρίχνουν το κότσι όπως το ζάρι και κάθε μια από τις τέσσερις
πλευρές επιβάλλει στους παίχτες αντίστοιχο ρόλο: το βασιλίτσι (πλαϊνή κοίλη πλευρά) διατάζει (π.χ.
δώσε τρεις ξυλιές), ο στρούμπος (πλαϊνή επίπεδη) εκτελεί τις διαταγές, το ψυχάρι (γούβα)
υφίσταται τις διαταγές και ο γάιδαρος (κυρτή) περιμένει υπομονετικά τη σειρά του.
κουβέλι (το): η κυψέλη. Πρμ. Αν όλες οι μέλισσες είχαν μέλι, θα ’καμες τσαι συ κουβέλι. Από εδώ
τα επώνυμα Κούβελας, -έας.
κουβέρτα (η): η ξύλινη επάνω επιφάνεια της βάρκας. Διακρίνουν την μπροστινή και την πισινή
κουβέρτα.
κουβερτούρα (η): υφαντό πανί, συνήθως στούπινο, το οποίο στρώνουν κάτω από το στρώμα,
πάνω στις σανίδες ή στο σομιέ του κρεβατιού.
κουδούνας (ο): ο βαρήκοος. Συχνό ως παρωνύμιο.
κουκκί (το): κόκκος (σπόρος) βίκου, φακής, αρακά, λούπινου κλπ. Πληθ. κουκκία (τα). Επίθ. κούκ-
κινος, -η -ο. Π.χ. κούκκινο αλεύρι, κούκκινο ψωμί: το αλεύρι και το ψωμί από αλεσμένο βίκο. Το-
πων. Κούκκινος (ο) είτε διότι το έδαφος θύμιζε κούκκινο αλεύρι είτε διότι καλλιεργούσαν κουκκία.
κούκλα (η): 1. το καλαμπόκι. Επίθ. κούκλινος, -η, -ο: καλαμποκίσιος π.χ. το κούκλινο ψωμί: ψωμί
από αραβοσιτάλευρο. 2. Η τυλιγμένη κλωστή. Φρ. Τύλιξε τη σε κούκλες - Κάν’ την κούκλες, μη γίνει
γαρδούνι (για να μη μπερδευτεί).
κουκουβάγια (η): αναρριχώμενο ζιζάνιο του αγρού. Φρ. Φτάσανε οι κουκουβάγιες στα
σταυρώματα - Το φάγανε οι κουκουβάγιες (το δένδρο).
κουκουτσά (η): οι σπόροι (κουκούτσια) ενός πολύσπορου καρπού. Πιο συνηθισμένος ο πληθ.
κουκουτσές (οι). Φρ. Μαζώνω τις κουκουτσές (π.χ. του πεπονιού ή του καρπουζιού) για σπόρο.
κουλουμώνω: περιτριγυρίζω με επιθετικές διαθέσεις, κυκλώνω. Φρ. Τόνε κουλουμώσανε οι σφίγ-
γες τσαι τόνε κάμανε τούμπανο - Κουλουμώσανε το γέρο οι διακονιαραίοι τσαι του γυρεύανε ψωμί.
κουμούτσουλο (το): το ξεροκόμματο.
κουνούπισμα (το): η γονιμοποίηση του ήμερου σύκου, η οποία γίνεται με τη βοήθεια ενός μικρού
εντόμου, το οποίο μοιάζει με κουνούπι.
κουπαστή (η): ξύλινο περίγραμμα: στο κατάστρωμα της βάρκας, στη σκάλα του σπιτιού κ.ά.
κουπιά (η): αναρριχώμενη κολοκυθιά που βγάζει φουσκωτές κολοκύθες, τις λεγόμενες κούπες,
επειδή χρησίμευαν για μεταφορά ζεστού νερού από το καζάνι. και για σημαδούρες στη θάλασσα.
κούρβουλο (το): χοντρό ξύλο από κορμό ελιάς.
κουρόπαρτος (ο): ο ευέξαπτος.
κούρος (ο): 1. Ο γιος. Χρησιμοποιείται περισσότερο ως χαϊδευτική προσφώνηση. Φρ. Έχου ένα
κούρο τσαι δύο δυχατέρες. Συνών. δράκος (ο), παιδί (το). Αντίθ. δυχατέρα-θυγατέρα (η), δρακού
(η). 2. Ο πετεινός. Φρ. Άκο, πώς κράζει ο κούρος; Πρμ. Κράζει ο κούρος; Αλλαξοκαιρία θα ’χομε.
κουρούμπελο (το): μικρή, κιονωτή στήλη (ξερολιθιά ή χτισμένη) με απαγορευτικό ή αποτρεπτικό
χαρακτήρα. Με ένα κουρούμπελο που φτιάχνει σε εμφανές σημείο, ο ιδιοκτήτης απαγορεύει τη βό-
σκηση ζώων στο χωράφι του. Μέχρι το 1985 περίπου σωζόταν το Κουρούμπελο της Αγ. Τριάδας, κο-
ντά στην ομώνυμη εκκλησία της Μεγ. Μαντίνειας που είχε αποτρεπτικό χαρακτήρα κατά των επιδη-
μιών. Διηγούνται, ότι υπήρχαν τέσσερα στα πέριξ του χωριού και είχαν κτιστεί στα χρόνια του Κρι-
μαϊκού πολέμου (1854-56), για να αποτρέψουν την επέκταση επιδημίας χολέρας στο χωριό.
κουρούπι (το): δοχείο νυκτός. Συνών. αγγείο (το).
κουσκούνι (το): καρούμπαλο που βγαίνει στο κεφάλι έπειτα από ένα δυνατό χτύπημα.
κουταλίδα (η): είδος τηγανίτας (λουκουμά). Τρώγεται με ζάχαρη ή μέλι. Συνηθίζουν να φτιάχνουν
κουταλίδες όταν ξεμαζέψουν από τις ελιές. Επίσης, στη γιορτή των Αγίων Σαράντα (9 Μαρτίου)
φτιάχνουν σαράντα κουταλίδες.
-239-

κουτουλάω: κτυπώ με το κούτελο. Φρ. Κουτούλησα τσαι μάτωσα την κούτρα μου - Κουτουλάω
από τη νύστα. Συνών. τουμπάω.
κουτούνι (το): καμπυλόγραμμη προεξοχή του στεφανιού (γκρεμού).
κουτουπώνω: χτυπώ κάποιον στο κεφάλι, πέφτω πάνω σε κεφάλι. Φρ. Τόνε κουτουπώσανε οι
σφίγγες τσαι πρήστηκε.
κουτουράδα (η): τολμηρή, ριψοκίνδυνη ενέργεια. ανόητη, άσκεφτη πράξη
κούτρα (η): το κρανίο, το κεφάλι. Πρμ. Αλιά που το ’χει η κούτρα του, να κατεβάζει ψείρες.
κούτσαυλος, -η, -ο: χωλός, κουτσός.
κουτσούνα (η): κούκλα, ανθρωπόμορφο παιδικό παιχνίδι κοριτσιών. Λέγεται και ως χαϊδευτική
επίκληση προς τη θυγατέρα: Κουτσούνα μου!
κουφώνω: ανοίγω τρύπες, σκάβω κουφάλες. Φρ. Το γκουζί κουφώνει.
κόφα (η): μεγάλο κοφίνι. Σε κόφες μαζεύουν τα στεγνά ρούχα για το σιδέρωμα, μεταφέρουν
καρβέλια ψωμιού κλπ.
κοφινέλο (το): είδος κοφινιού ψαρέματος που φτιάχνεται από καλάμια και βούρλα. Ουσ.
κοφινελού (η): η τεχνίτρια που κατασκευάζει κοφινέλα ψαρέματος. Φρ. Του γιαλού τα κοφινέλα: τα
πιο κοντινά στην ακτή. - Τα μέσα κοφινέλα: τα βαθύτερα.
κοφινίδα (η): η κωνική κατασκευή στα παλιά ελαιοτριβεία, στην οποία άδειαζαν τον ελαιόκαρπο
από τα σακιά και τον διοχέτευαν στα λιθάρια.
κοφινώνω: βάζω τα σαπουνισμένα ασπρόρουχα μέσα σε μεγάλα κοφίνια (πούργια). Τα έβαζαν σε
στρώσεις μαζί με αλισίβα. Στο βάθος στρώνανε ένα χοντρό, στούπινο ύφασμα και χαμηλά έβαζαν
τα πιο βρώμικα. Τα περιχύνανε πολλές φορές με καυτό νερό με στάχτη και τα άφηναν μια μέρα να
μουλιάσουν ώστε να καθαρίσουν. Μετά τα ξέβγαζαν. Ουσ. κοφίνωμα (το). Το κοφίνωμα γινόταν
δυο-τρεις φορές το χρόνο για να καθαρίζουν τις δύσκολες βρωμιές από φρούτα κλπ.
κόφτης (ο): τυροκομικό εργαλείο για το ανακάτεμα του γάλακτος όταν αρχίζει να πήζει.
κράζω: βγάζω κραυγή (για άνθρωπο), λαλώ (για πτηνό). Φρ. Κράζει ο κούρος (λαλεί ο πετεινός).
κρεβατίνα (η): η αναρριχώμενη κληματαριά, όταν απλωθεί σε μορφή υπόστεγου.
κρεμανταλάς (ο): ξύλινη κατασκευή στην οποία κρεμούν τα λουκάνικα, το παστό ή το χοιρινό
κρέας για να καπνιστούν.
κρεμάω το Φάντη (ιδιωμ.): τη Μεγ. Παρασκευή οι τακτικοί χαρτοπαίκτες δεν παίζουν. Αλλά για να
μην παραβεί κάποιος το έθιμο, συνηθίζουν να κρεμάνε το Φάντη, δηλ. το Βαλέ της τράπουλας, από
την οροφή του καφενείου, παραλληλίζοντας το κρέμασμα αυτό με εκείνο του Ιούδα.
κρένω: εκφέρω κρίση. Φρ. Τι μου κρένεις;
κρησάρα (η): λεπτό κόσκινο για αλεύρι, η σήτα (βλ.λ.). Ρ. κρησαρίζω: κοσκινίζω το αλεύρι. Ουσ.
κρησάρισμα (το): κοσκίνισμα.
κριτσέλι (το): κρικέλι, σιδερένιος ή ξύλινος κρίκος στο ζυγό, στον οποίο δένονται τα λουριά.
Συγκρατιέται από το κλειδί.
κυματοπάλη (η): πάλη της βάρκας με τα κύματα, όταν έχει θαλασσοταραχή.
κυμοθάλασσο (το): η ακροθαλασσιά, το σημείο όπου σκάει το κύμα.
κυνηγός (ο): μεταναστευτικό ψάρι που εμφανίζεται στη θαλάσσια περιοχή της Μαντίνειας από τα
τέλη Αυγούστου μέχρι τα μέσα Οκτωβρίου. Φρ. Φανήκανε κυνηγοί; Συνών. λαμπόρδα (η). Σύνθ.
κυνηγοπαράγαδο (το): ειδικό παραγάδι για το ψάρεμα του κυνηγού. Το ρίχνουν σε μια θέση και
μένει εκεί μόνιμα σε όλη τη διάρκεια της περιόδου ψαρέματος των κυνηγών. Καθημερινά το
ελέγχουν, μαζεύουν τα αγκιστρωμένους κυνηγούς και το ξαναδολώνουν.
κυπαρισσώνας (ο): περιοχή πυκνοφυτεμένη με κυπαρίσσια.
κυρά ή κυρούλα (η): η γιαγιά. Πληθ. κυράδες-τσυράδες (οι): γυναίκες, κυρίες (προσφώνηση). Φρ.
Τι καρτεράτε δωχάμω, τσυράδες; - Για πού το βάλατε, τσυράδες;
κωλάνι (το): το λουρί που δένει το σαμάρι στα καπούλια του ζώου. Πρμ. Άμα γεράσει ο γάιδαρος,
σπάζει τα κωλάνια.
-240-

κωλοβρεμένος, -η, -ο: εκείνος που το ρούχο του είναι νοτισμένο στα οπίσθια. Πρμ. Η Λαμπρή
κωλοβρεμένη, η σακούλα γιομισμένη.

-Λ-
λαγουδέρα (η): το ξύλινο χέρι του τιμονιού της βάρκας, το δοιάκι. Συνών. ρεγουδέλα (η).
λαδάκονο (το): ακόνι που ακονίζει (δουλεύει) με λάδι.
λαδία (η): η λαδιά, η χρονιά -ανά διετία- που οι ελιές έχουν μεγάλη παραγωγή. Αντίθ. αναλαδιά.
λαδούσα (η): μεταλλικό δοχείο ημικυλινδρικού σχήματος, με το οποίο μετέφεραν το λάδι
φορτώνοντας το στα ζώα. Χωρούσε 40 οκάδες (20 μπότσες).
λαιμαριά (η): ελλειψοειδής κατασκευή για το ζέψιμο του υποζυγίου στο ζυγό ή στο κάρο. Από
ξύλο ή μέταλλο με επικάλυψη από δέρμα ή λινάτσα, ενισχυμένη εσωτερικά με άχυρο και μαλλί
ώστε να μην τραυματίζει το λαιμό του ζώου.
λακάω: φεύγω γρήγορα, εξαφανίζομαι. Συνηθίζονται οι τύποι: λάκα! (προστ.): φεύγα και λάκισε
(αόρ.): την κοπάνησε, εξαφανίστηκε.
λάκκος (ο): ο αργαλειός. Φρ. Έχω λάκκο τσαι υφαίνω. Μέχρι να αρχίσει η ύφανση στον αργαλειό,
το νήμα έπρεπε να δουλευτεί κατά σειρά από τη ρόκα, το αδράχτι, τον κλώστη (μόνο όταν έπρεπε
να γίνει διπλή κλωστή), το τυλιγάδι, την ανέμη, τη σβίγα και το μασούρι.
λαλάγγι (το): η λαλαγγίδα, είδος τηγανίτας σε σχήμα -Β- που τρώγεται με τυρί. Συνήθως, λαλάγγια
φτιάχνουν την πρωτάγιαση (παραμονή των Θεοφανείων).
λαμπόρδα (η): το μεταναστευτικό ψάρι κυνηγός (βλ.λ.), που εμφανίζεται στη θαλάσσια περιοχή
της Μαντίνειας από τα τέλη Αυγούστου μέχρι τα μέσα Οκτωβρίου.
λανάρι (το): εργαλείο που μοιάζει με συρμάτινη βούρτσα, με το οποίο γινόταν το λανάρισμα
(βούρτσισμα) του μαλλιού ή του λιναριού. Έτσι ξεχώριζαν το μαλλί σε πρώτης και δεύτερης
ποιότητας. Πριν γίνει το λανάρισμα είχε προηγηθεί το πλύσιμο και το στέγνωμα του μαλλιού. Μετά
το λανάρισμα έφτιαχναν τις τουλούπες του μαλλιού ή του λιναριού, τις οποίες έβαζαν στη ρόκα
ώστε να φτιαχτεί το νήμα. Ρ. λαναρίζω: 1. Βουρτσίζω, χτενίζω με το λανάρι το μαλλί ή το λινάρι. 2.
Μτφ. παιδεύω, ταλαιπωρώ κάποιον, ζητώντας του φορτικά το ίδιο πράγμα (επειδή το λανάρισμα
απαιτούσε μονότονη, συνεχή προσπάθεια). Φρ. Μη με λαναρίζεις (μην ζητάς φορτικά κάτι). Ουσ.
λανάρισμα (το): 1. Το βούρτσισμα του μαλλιού. 2. Μτφ. η επίμονη απαίτηση. Μτχ. λαναρισμένος, -
η, -ο: ο βουρτσισμένος.
λάτζα (η): 1. Η παραφυάδα της συκιάς. 2. Το πλύσιμο των πιάτων.
λατζόνα (η): η λυγερόκορμη κοπέλα.
λάχανο (το): κάθε βρώσιμο αγριόχορτο που τρώγεται βραστό. Σύνθ. αγριολάχανο (το): το άγριο
χόρτο, παστολάχανο (το): είδος βρώσιμου άγριου χόρτου.
λαχίδι (το): το χωράφι. Μεγεθ. λαχίδα (η): το μακρόστενο μεγάλο χωράφι.
λαψάνα (η): βρώσιμο αγριόχορτο.
λεβέτι (το): ο λέβητας, το τεπόζιτο, το καζάνι. Συνών. κακκάβι (το), χαρανί (το), πινιάτα (η).
λειτουργιά (η): το πρόσφορο για την τέλεση του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας.
λεκάνι (το): χαμηλό σημείο του εδάφους, όπου μαζεύονται νερά. Και τοπων. Λεκάνι (το).
λένε-λένε: φρ. για τα ξύλα που σφυρίζουν στο τζάκι κι υποτίθεται ότι μιλάνε για τους ανθρώπους
του σπιτιού. Φρ. Λένε-λένε! Αν λένε για καλό, καλό να ’χουν, αν λένε για κακό, κακό να τους εύρει!
λεύτερος, -η, -ο: ανύπαντρος. Φρ. Ακόμη λεύτερο είν’ το παιδί σου;
ληνό (το) ή ληνός (ο): το πατητήρι. Ο αρχ. ληνός.
λιάδα (τροπ. επίρ.): στη φρ. έγινε λιάδα (μέθυσε υπερβολικά).
λιάζω τα σύκα (ιδιωμ.): αφήνω τα σύκα στον ήλιο να αφυδατωθούν, να ξεραθούν.
λιακό (το): το λιακωτό, η λιοτέρα.
-241-

λιανός, -ή, -ό: λεπτός, ψιλός, αδύνατος. Ουσ. λιανό (το): το λεπτό, ξερό κλαδάκι, το κατάλληλο για
προσάναμμα, λιανά (τα): τα ψιλά, τα κέρματα στη φρ. Δεν έχεις λιανά; Πρόθ. λιανο-: σε σύνθ. λέξεις
όπως: λιανοκούκι (το): είδος ψιλού κουκιού με στρογγυλό σπόρο, το οποίο αλέθουν και φτιάχνουν
φάβα, λιανάντερα (τα): τα λεπτά έντερα που περιβάλλουν τη συκωταριά . θέλουν πλύσιμο με πολύ
νερό, γιατί μυρίζουν. Ρ. λιανίζω: 1. Κομματιάζω, κόβω κάτι σε λιανά κομμάτια. 2. Μτφ. δέρνω πολύ,
στη φρ. Τον λιάνισε στο ξύλο. Μτχ. λιανισμένος, -η, -ο: 1. Λεπτοκομμένος. 2. Κατάκοπος, στη φρ.
Είμαι λιανισμένος, δούλευα όλη μέρα. Αντίθ. αλιάνιστος, -η, -ο: ακομμάτιαστος, αδούλευτος.
λιγοθυμώ: λιποθυμώ. Φρ. Κόντεψα να λιγοθυμήσω από την πείνα. Ουσ. λιγοθυμιά (η): λιποθυμία.
Επίθ. λιγόθυμος, -η, -ο.
λιγοστεμάρα (η): ατονία, αδυναμία λόγω πείνας. Φρ. Μ’ έπιασε λιγοστεμάρα. Πάω να βάλω κάτι
στο στόμα μου.
λιγούλι-λιγουλάκι (χρον. και ποσοτ. επίρ.): παρά πολύ λίγο. Συγκριτικός και υπερθετικός βαθμός
του επιρ. λίγο. Φρ. Ήμουνα χάλια αλλά τώρα συνήλθα λιγουλάκι.
λιδόνα (η): πολυπλόκαμο μαλάκιο που μοιάζει με χταπόδι.
λιθάρι (το): λίθος του ελαιοτριβείου. Υπάρχουν ένα μεγάλο κατωλίθι και ένα ή δύο μικρότερα
πανωλίθια.
λιμπί (το): 1. Η πέτρινη δεξαμενή στην οποία συλλέγουν το μούστο μετά το πάτημα στο ληνό. 2.
Το βαθούλωμα στον πυθμένα της στέρνας, όπου μαζευόταν το νερό αλλά και τα σκουπίδια ώστε να
συλλέγονται. Τοπων. Λιμπία (τα) στη Σάνταβα.
λιοβόρι (το): ο ζεστός ΒΑ άνεμος που φυσά ανάμεσα
στην Καλαμάτα και στο όρος Καλάθι της Σέλιτσας, στο
ύψος περίπου της Αγιασού.
λιοκόκκι (το): η πυρήνα, υπόλειμμα της έκθλιψης του
ελαιόκαρπου. Κατάλληλο για παραγωγή πυρηνέλαιου
αλλά και για χοιροτροφή. Ουσ. λιοκοτσάδικο (το): χώρος
αποθήκευσης της πυρήνας.
λιόπανο (το): το ελαιόπανο που απλώνεται κάτω από
την ελιά για τη συγκομιδή του καρπού.
λιοτέρα (η): το λιακωτό, το λιακό.
λιπιά ή λιμπιά (η): πολυετές, φυλλοβόλο χαμηλό
δέντρο με κοκκινωπά φύλλα και μοβ λουλούδια. Το-
πων. Λιμπιάς το λαχίδι (της). Συνών. μαμουκαλιά (η).
λιτριβείο-λιτριβειό (το): το ελαιοτριβείο.
λογαριάζω: υπολογίζω, σκέφτομαι, φαντάζομαι. Φρ. Τι
τράβηξα, μη λογαριάζεις! (Τι δυσκολίες βρήκα, δεν
μπορείς να φανταστείς).
λότζα (η): υπόστεγο με λοξή σκεπή προσκολλημένο σε Αρχοντικό: λιτριβειό Φραγκούλη.
έναν τοίχο του σπιτιού ή σε μια μάντρα, στο οποίο Τα πανωλίθια και ο μηχανισμός
συνήθως βάζουν τα ζώα. Παράγωγο: λοτζωτό (το): περιστροφής με τα γρανάζια και
κατασκευή που μοιάζει με λότζα αλλά έχει κτιστεί τη μανέλα (χοντρό ξύλο).
καλύτερα και χρησιμοποιείται ως δωμάτιο.
λουθ’νάρι (το): το κακό σπυρί, ο καλόγηρος. Το λουθινάρι μαζεύει πύο εσωτερικά και πονά. Για να
μαλακώσει και να ανοίξει γρήγορα το αλείφουν με ελατόπισσα.
λούμος (ο): γεροδεμένος, καλοφτιαγμένος άνδρας, λεβέντης. Φρ. Είν’ ο κούρος σου ένας λούμος!
λούρα (η) ή λουρί (το): χωράφι που βρίσκεται σε πλαγιά λόφου. Συχνό τοπων. Λούρες (οι),
Λουράκια (τα), Απάνου Λούρα (η), Αποσκιαδερές Λούρες (οι), της Γιαννούς οι Λούρες κ.ά. Συνών.
πλεύρη (η), πλάγι (το). Αντίθ. λαγκάδι (το). Επίθ. λουρωτός, -ή, -ό: ο αποτελούμενος από λουρίδες,
-242-

π.χ. λουρωτή κουβέρτα (η): υφαντή κουβέρτα με πολύχρωμες λουρίδες. Χρησιμοποιείται τόσο για
σκέπασμα, όσο και για στρωσίδι, ενώ η βουλωτή χρησιμεύει μόνο για σκέπασμα.
λουστάρι (το): ο λοστός.
λουτσίζομαι: καταβρέχομαι, γίνομαι λούτσα.
λυγιά (η): η λυγαριά. Συνών. αλυγαριά (η).
λυκοκάντζαρο (το): ο καλικάντζαρος.
λύκος (ο): ζιζάνιο των αγρών. Φρ. Όπου βγει λύκος, δε φυτρώνει τίποτε. - Άμα βγει λύκος στα
κουκιά τα τσαίει.
λυκοτσαρτό (το): είδος ζώου, από διασταύρωση λύκου και τσακαλιού.
λυχνοσβήστες (οι): οι νυχτοπεταλούδες που πετάνε κοντά στο φως. Πολλές φορές καίγονται και
σβήνουν το λυχνάρι.
λωβισιάρης, -α: ο άσημης καταγωγής, ο φαμέγιος. Αντίθ. φυσικάρης (ο).
λωβός, -ή, -ό: 1. Ο κακός, ο άσχημος. Φρ. Ο καιρός είναι λωβός, σήμερα. 2. Ο άσημος, ασήμαντος.

-Μ-
μαγαρίζω: βρωμίζω, μολύνω (κυριολεκτικά και μτφ.). Φρ. Μην το φας, το μαγάρισε η γάτα. Μτχ.
μαγαρισμένος, -η, -ο: μολυσμένος, π.χ. τα αποφάγια είναι μαγαρισμένα. Επίθ. μαγαρτός, -ή, -ό: ο
βρώμικος, ο βρομιάρης, ο ανεπιθύμητος (μτφ.). Αντίθ. αμαγάριστος, -η, -ο: ο καθαρός.
μαγεριά (η): ποσότητα τροφής ικανή για ένα μαγείρεμα. Φρ. Μάζωξα μια μαγεριά ζοχούς.
μάγκανο (το): ξύλινο, οδοντωτό εργαλείο με το οποίο χτυπούν το λινάρι, για
να σπάσει το καλάμι και να μείνουν οι ίνες. Ακολουθεί το λανάρισμα και το
γνέσιμο. Ρ. μαγκανίζω: χτυπώ το λινάρι με το μάγκανο. Ουσ. μαγκάνισμα (το).
μαγκουνίδα (η): βρώσιμο αγριόχορτο, κατάλληλο για χορτόπιτα.
μαγκούφης, -α, -ι: έρημος, μόνος, άκληρος, χωρίς οικογένεια. Φρ. Δεν τα
θέλω τα μαγκούφια [π.χ. τα ακίνητα από άκληρο]. Ρ. μαγκουφιάζω. Μτχ.
μαγκουφιασμένος, -η, -ο: Φρ. Μαγκουφιασμένε! (ύβρις).
μαζώνω: μαζεύω, συλλέγω, συγκεντρώνω, π.χ. μαζώνω ελιές. Αόρ.
εμάζωξα. Ουσ. μάζωξη (η): το μάζεμα, η συγκέντρωση. Επίθ. αμάζωγος, -η, -ο:
αμάζευτος. Φρ. Έχω τις ελιές αμάζωγες. Παθ. μαζώνομαι: συμμαζεύομαι,
συρρικνώνομαι, υποχωρώ. Φρ. Σαν πολύ αέρα δεν πήρες; Για μαζώξου! -
Μόλις του ’βαλε τις φωνές, μαζώχτηκε.
μαθές (σύνδ.): λοιπόν, πλέον, κι όμως. Φρ. Γέρασα, μαθές! - Πέρασα,
μαθές, μα δε σε βρήκα. Το μάγκανο
μακαράς (ο): μεγάλη βελόνα για το ράψιμο σακιών, τουλουμιών κλπ.
μακάριση (η), το φαγητό που ετοιμάζουν τα ψυχοσάββατα για να μνημονεύσουν τους
πεθαμένους. Είναι νηστίσιμο και συνήθως αποτελείται από χταπόδι με μακαρόνια ή σπανάκι, φάβα
και απαραίτητα χόντρο. Στη μακάριση καλούν τους συγγενείς και τους γνωστούς.
μακρίος, -α, -ο: ο επιμήκης: η μακρία λαχίδα. Ο υψηλός στο ανάστημα: ο Στέλιος ο Μακρίος.
μαλλί (το): χνούδι που μαζεύει ένα ακαθάριστο για πολύ καιρό σημείο. Φρ. Έβγαλε μαλλιά η
κουζίνα της! (ενν. της βρώμικης νοικοκυράς). Επίσης, μαλλί πιάνει η καρίνα της βάρκας. Φρ. Το
χειμώνα που θα τη βγάλω έξω (ενν. τη βάρκα), θα την παλαμίσω για να της βγάλω το μαλλί.
μάμα (η): ο πρόλοβος των πτηνών, το προγούλι. Φρ. Κάλλιο η μάμα μου παρά η μάνα μου (για τον
πλεονέκτη, τον αχόρταγο) - Ήτανε γιομάτη η μάμα της. Συνών. γκούσα (η).
μαμουκαλιά (η): πολυετές, φυλλοβόλο χαμηλό δέντρο με κοκκινωπά φύλλα και μοβ λουλούδια.
Συνών. λιπιά ή λιμπιά (η). Ουσ. μαμούκαλο (το): ο καρπός της μαμουκαλιάς, έχει χρώμα καφέ και
μοιάζει με το χαρούπι.
μαμουτσέλι (το): το βλαστάρι που βγάζει η ώριμη κολοτσίνα (κρεμμύδα).
-243-

μανέλα (η): ο μοχλός, ο λοστός για το ανασήκωμα π.χ. ενός βράχου. Ουδ. μανέλι (το):
συγκεκριμένος μοχλός που εφαρμόζει στον εργάτη του ελαιοτριβείου.
μαντέμι (το): το εύφορο, το πλούσιο μέρος (μτφ.). Φρ. Η Μαντίνεια είναι μαντέμι (πλούσιος,
ευλογημένος τόπος). Τη φρ. αυτή έλεγαν οι ορεσίβιοι Μανιάτες, διότι στις Μαντίνειες εύρισκαν
εποχιακή εργασία, στη συγκομιδή της ελιάς ή των σύκων.
μαραγκούλα (η): ο ώριμος καρπός, ο μαλακός. Συνήθως μαραγκούλες αποκαλούν τα μαλακά,
παραγινωμένα γκόρτσα. Ρ. μαραγκουλιάζω: ωριμάζω, παραγίνομαι.
μαρίτσα (η): καλάμι με ιδιότυπο φυλλοειδές άνθος.
μαρκαλίζω: βατεύω, επιβαίνω (για τα ζώα). Ουσ. μαρκάλισμα (το): το βάτεμα. Μτχ.
μαρκαλισμένος, -η, -ο: το βατεμένο ζώο. Επίθ. αμαρκάλιστος, -η, -ο: το ζώο που δεν βατεύτηκε.
μασιά (η): σιδερένια λαβίδα για το σκάλισμα της φωτιάς στο τζάκι και τη μετατόπιση των ξύλων
και των κάρβουνων.
μασουρίζω: φτιάχνω μασούρι, δηλ. περνώ σε ένα μακρύ εξάρτημα (ξύλο, βέργα, καλάμι) ομοειδή
αντικείμενα που έχουν τρύπα στο κέντρο (π.χ. κουλούρια). Π.χ. μασουρίζουν τα κουλούρια σε
καλάμια και τα κρεμάνε στην κόρδα, για να μη τα σώνουν τα ποντίκια.
μαστέλο (το): ο κάδος συλλογής των βρωμόνερων. Μαστέλο υπήρχε στα καφενεία.
μαστιχορακία (η): σύνθετη λέξη, με την οποία οι θαμώνες των καφενείων παράγγελναν ρακή με
μεζέ, που συνήθως ήταν ένα κομμάτι παστέλι.
μαστραπάς (ο): πήλινη, μεταλλική ή γυάλινη κανάτα για το σερβίρισμα νερού ή κρασιού.
μάτι (το): 1. Ο οφθαλμός. 2. Ο οφθαλμός του δέντρου. 3. Η βασκανία, επίσης: κακό μάτι (το). Ρ.
ματιάζω: βασκαίνω, κοιτάζω, λένε: ματιαστήκαμε, δηλ. κοιταχτήκαμε. Ουσ. μάτιασμα (το): η
βασκανία, το κοίταγμα. 4. Για τον καιρό: έκανε μάτι: άνοιξε, καλυτερεύει. 5. Στο κοφινέλο: μάτια
(τα): τα τριγωνικά ανοίγματα που σχηματίζονται ανάμεσα στα βούρλα καθώς πλέκονται σταυρωτά.
ματίζω: φέρνω σε επαφή και συνενώνω, συνδέω δυο κλωστές, δυο ξυλαράκια, δυο καλάμια κλπ,
ώστε να αποτελούν ένα σώμα. Μτχ. ματισμένος, -η, -ο. Ουσ. μάτισμα (το): η συνένωση, η σύνδεση.
μάτσα (η): ποικιλία μικρής, πράσινης, βρώσιμης ελιάς. Οι μάτσες τρώγονται συνήθως τσακιστές.
Παραλλαγή τους είναι οι χοντρολιές.
μαυλάω ή μαυλίζω: φωνάζω, καλώ τα ζώα, ιδίως για τις όρνιθες λένε: Μαύλισέ τες. Ουσ.
μαύλισμα (το): το κάλεσμα του ζώου με κάποιο χαρακτηριστικό επιφώνημα.
μαυροσυκιά (η): είδος φαγουλάρας συκιάς. Ουσ. μαυρόσυκο (το): ο καρπός της μαυροσυκιάς.
Είναι σκουρόχρωμος.
μέλαινο (το): η ελατόπισσα, ουσία που παράγεται σε εξογκώματα του κορμού του έλατου. Τη
βράζουν και παρασκευάζουν μαύρη μπογιά.
μέλι απ’ τον πάτο τσαι λάδι απ’ την κορφή: γνωμικό, οδηγία για την άντληση μελιού χωρίς αφρό
(από τον πάτο) και λαδιού χωρίς μούργα (από την κορυφή).
μελίγκι (το): 1. Ο κρόταφος του ανθρώπου, συνήθως στον πληθ. μελίγκια (τα). 2. Η μύτη του
εύρωστου κλαδιού της συκιάς, το οποίο έχει μάτι και μεγαλώνει. Βγάζει μια τούφα από 3-4 φύλλα
και άλλα τόσα σύκα. Φρ. Άμα κοπεί το μελίγκι, το κλαρί δεν κάνει σύκα. Αντίθ. μούλος (ο).
μελιγκόνι (το): το μερμήγκι.
μελισσά (η): η άσπρη μουριά, κατάλληλη για εκτροφή μεταξοσκώληκα. Πληθ. μελισσές (οι).
μέλος (ο): είδος δένδρου που μοιάζει με κυπαρίσσι.
μερεμέτι (το): η επιδιόρθωση μιας ατέλειας, το μπάλωμα, η μικροεπισκευή στο σπίτι, στον τοίχο,
στην υδραυλική ή ηλεκτρική εγκατάσταση. Ρ. μερεμετίζω: επισκευάζω, επιδιορθώνω. Ουσ.
μερεμέτισμα (το): η εργασία της επιδιόρθωσης.
μερία (η): η μεριά. Φρ. Στην απάνου μερία τόχω.
μεριάζω: παραμερίζω, κάνω στην άκρη. Φρ. Μέριασε να περάσει ο παππούλης - Μέριασε να
χωρέσω τσ’ εγώ - Μέριασε το τραπέζι να κάτσεις.
μέρος (το): η παλιά υπαίθρια τουαλέτα, ο καμπινές.
-244-

μεσάλι (το): είδος τραπεζομάνδηλου το οποίο έστρωναν στις τάβλες για να ακουμπούν το ψωμί.
μεσάνυχτα έχω (ιδιωμ.): έχω άγνοια, δεν έχω αντιληφθεί απολύτως τίποτα. Φρ. Η θυγατέρα του
γυρίζει, αλλά τσείνος έχει μεσάνυχτα. Συνών. είμαι βαθιά νυχτιωμένος.
μεστώνω: ωριμάζω, για τους καρπούς και μτφ. για τους ανθρώπους. Μτχ. μεστωμένος, -η, -ο:
ώριμος. Επίθ. μεστός, -ή, -ό: ώριμος.
μεταλαβαίνω: κοινωνώ των αχράντων μυστηρίων. Συνήθεις οι τύποι μετάλαβα (αόρ.) και θα
μεταλάβω (μέλ.). Ουσ. μεταλαβιά (η): η θεία κοινωνία, η μετάληψη.
μηδέ: ούτε, μήτε. Πρμ. Ο λύκος τσ’ αν εγέρασε τσ’ άσπρισε το μαλλί του, μηδέ τη γνώση άλλαξε
μηδέ την τσεφαλή του.
μηχανεύομαι: επινοώ, σκαρφίζομαι, εφευρίσκω.
μιντέρι (το): το ντιβάνι, το μικρό κρεβάτι.
μιριαλήθρα (η): βρώσιμο αγριόχορτο. Φρ. Στη σπανακόπιτα να βάνεις τσαι μιριαλήθρα, τη
νοστιμίζει.
μισακά (ποσοτ. επίρ.): μισά-μισά. Φρ. Τα ’δωσα μισακά (νοίκιασα τα χωράφια σε κάποιον, με τη
συμφωνία να τα καλλιεργεί και να μοιραζόμαστε το εισόδημα).
μισάντρα (η): ξύλινο ή καλαμένιο εσωτερικό χώρισμα του σπιτιού, που σοβατίζεται με τσατμά.
μισοπέλαγα (τοπ. επίρ.): στα ανοιχτά, στα βαθιά. Φρ. Εδιάη στα μισοπέλαγα.
μισοφούστανο (το): η φούστα, το κάτω τμήμα του φουστανιού. Είναι συνήθως βαμβακερό, με
σούρα στη μέση, όπου περνιέται και δένεται ένα κορδόνι. Στο πλάι έχει τσέπες.
μιτάρι (το): εξάρτημα του αργαλειού, στο οποίο μπαίνει το νήμα (μίτος).
Μιχάλης (ο): ο Χάρος, ο αρχάγγελος Μιχαήλ. Φρ. Ήρθ’ ο Μιχάλης και θέρισε πεντ’ έξι.
μοιρασμένες (ή μισομοιρασμένες) οι ελιές (ιδιωμ.): φρ. που σημαίνει ότι τα ελαιόδενδρα έχουν
την ίδια περίπου απόδοση κάθε χρόνο, αντί του συνηθισμένου που είναι να αποδίδουν κάθε διετία.
Αντίθ. μονοχρονιά.
μοναξός, -ή, -ό: μοναχός, -ή, -ό. Φρ. Εφύγασι ούλοι τσ’ απομείναμε μοναξοί.
μοναχοδυχατέρα (η): μοναχοκόρη.
μονελός, -ή, -ό: μονός. Π.χ. μονελό σχοινί: αυτό που αποτελείται από ένα έμπουλο. Πρμ. Μονελό
δεν φτάνει, διπλό φτάνει τσαι περισσεύει. Σύνθ. μονελοτοίχι (το): τοιχίο που αποτελείται από μονή
σειρά πλίνθων, τούβλων ή τσιμεντόλιθων.
μονήτατος, -η, -ο: μονοκόμματος. Φρ. Το μονήτατο λαχίδι.
μονοζεύγαρο ύφασμα (το): ύφασμα μονής ύφανσης. Αντίθ. δίμιτο.
μονοχρονιά (τροπ. επίρ.): για τις ελιές, όταν δεν μοιράζονται αλλά αποδίδουν τον ένα χρόνο τα
μέγιστα και τον άλλον ελάχιστα. Αντίθ. μοιρασμένες ελιές ή μοιράστηκαν οι ελιές.
μούλος (ο): το μικρό, ασθενικό κλαράκι, που φυτρώνει σαν παραφυάδα και εξασθενεί το μελίγκι.
Γι’ αυτό το κόβουν έγκαιρα. Όταν μεγαλώσει, βγάζει απόσ’κα.
μουλουχισμένος, -η, -ο: ο ευνουχισμένος (για τα ζώα). Φρ. Το ’χεις μουλουχισμένο;
μούργα (η): το κατακάθι του λαδιού στο τεπόζιτο.
μουργούτα (η): σούπα από μίγμα διάφορων οσπρίων και λαχανικών.
μουρόβεργα (η): βέργα από κλαδί μουριάς. Φρ. Μού ’ριξε ο δάσκαλος κάμποσες με τη
μουρόβεργα.
μουρόφλουδα (η): φλούδα από κλαδί μουριάς.
μουσαφιρλής (ο): ο επισκέπτης, αυτός που έρχεται από μακριά. Πληθ. μουσαφιραίοι (οι). Αντίθ.
μπενετάς (ο).
μουστρούχι (το): συρμάτινο φίμωτρο που φοράνε στα βόδια, για να μην κάνουν ζημιές όταν
ζευγαρίζουν, να μην τρώνε φύλλα, μελίγκια από τις συκιές κλπ. Ρ. μουστρουχώνω: 1. βάζω
μουστρούχι στο βόδι, 2. φιμώνω (μτφ.), 3. πασαλείβω, βάφω επιπόλαια, επιφανειακά. Ουσ.
μουστρούχωμα (το): επιφανειακό βάψιμο.
μπάκα (η): κοιλιά. Φρ. ιδιωμ. Από την μπάκα της τα βγάζει: λέει φαντασίες, ψέματα.
-245-

μπαλάδα (η): είδος ψαριού σαν μικρό λιθρίνι.


μπαλαφουμάδα (η): η αθόρυβη κροτίδα που αφήνει πολύ καπνό.
μπαλντούμια (τα): λουριά ή σχοινιά, με τα οποία δένουν το σαμάρι στα πισωκάπουλα του ζώου.
μπάμπαλος (ο): ο ανόητος, ο επιπόλαιος, αυτός που φλυαρεί και λέει ανοησίες. Ρ. μπαμπαλίζω:
φλυαρώ, λέω ανοησίες. Φρ. Πάψε πλιά, ούλο μπαμπαλίζεις!
μπαμπουγέρια (τα): τα ζουζούνια που εμφανίζονται στους σπόρους της φακής, του σίτου κλπ,
όταν πολυχρονίσουν. Ρ. ξεμπαμπουγεριάζω: ψειριάζω, γεμίζω μαμούνια. Φρ. Ξεμπαμπουγέριασε η
φακή (ψείριασε).
μπαμπούλα (η): είδος όσπριου με γλυκιά γέυση. Φυτρώνει μαζί με το βίκο και μοιάζει με αρακά.
μπάρκος (ο) ή μπάρκο (το): το φόρτωμα των σύκων στις μαούνες. Ο πρώτος μπάρκος γινόταν το
Δεκαπενταύγουστο και συνεχιζόταν μια φορά την εβδομάδα μέχρι να μεταφερθούν όλα τα σύκα.
μπαρμπούτα (η): αποκριάτικη μάσκα προσώπου που φορούν τις απόκριες. Ουσ. μπαρμπουτάς (ο):
μασκαράς, μασκαρεμένος.
μπασία (η): προσέλευση, είσοδος στο σπίτι επισκέπτη. Φρ. Έχου μπασία (έχω επισκέπτες) -
Μεγάλη μπασία σήμερα (σήμερα ήλθαν πολλοί στο σπίτι).
μπεζερίζω: δυσκολεύομαι, τυραννιέμαι. Αόρ. μπεζέρισα. Φρ. Μπεζέρισα ν’ ανέβω τη σκάλα.
μπελάζω: βελάζω, κάνω μπε, μπε! Ουσ. μπελετό (το), πληθ. μπελετά (τά): τα βελάσματα.
μπελερίνα (η): είδος γυναικείου ρούχου. Μεγάλη τετράγωνη, πλεχτή, μάλλινη μπέρτα, η οποία
διπλώνεται στα δύο ώστε να πάρει σχήμα τριγωνικό. Φοριέται ριχτή στην πλάτη και στους ώμους
έτσι ώστε οι δυο μυτερές άκρες να σταυρώνουν στο στήθος. Όταν δεν κάνει πολύ κρύο αφήνουν τις
άκρες να κρέμονται λυτές. Το χειμώνα τις σταυρώνουν και τις δένουν πίσω από τη μέση.
μπέλιτσος, -α, -ο: σκουρόχρωμο πρόβατο με άσπρη μουσούδα. Σύνθ. ασπρομπέλιτσος, -η, -ο.
μπενετάς (ο): ο αναχωρητής, αυτός που φεύγει για ταξίδι. Φρ. Σήμερα τσερνάνε οι μπενετάδες
(συνηθίζεται όποιος αναχωρεί να κερνά). Αντίθ. μουσαφιρλής (ο).
μπεσίκι (το): η ξύλινη κούνια του βρέφους.
μπινάς (ο): το οίκημα, το κτίριο, το σπίτι. Πρμ. Το οικόπεδο τρώει τον μπινά.
μπιρσίμι (το): η μεταξωτή κλωστή με την οποία δένουν τ’ αγκίστρια για τις τσίχλες.
μπιχλιμπένια (τα): τα μπιχλιμπίδια. Ό,τι χοροπηδάει κρεμασμένο στο λαιμό. Σε σκανδαλιστικό
δίστιχο: Πάνω γένια, κάτω γένια τσαι στη μέση μπιχλιμπένια.
μπλάβο (το): γαλάζιο, κυανόχρωμο.
μπλάστρης (ο): το έμπλαστρο. Ρ. μπλαστρώνω: τοποθετώ έμπλαστρο, καλύπτω μια επιφάνεια με
κάτι επίπεδο, π.χ. ένα πανί.
μπλατσάρας (ο): ο μπρατσωμένος, ο γεροδεμένος. Συχνό ως παρωνύμιο.
μπογασενία (η): ύφασμα για σεντόνι σεντουκιού.
μπογασί (το): κόκκινη ταινία με πλάτος ως 30 εκατοστά, την οποία τοποθετούν οι κοπέλες στη
φορεσιά τους στο ύψος του γόνατου μετά τον αρραβώνα τους. Το μπογασί φορούν μόνο οι
παντρεμένες. Οι χήρες το αφαιρούν.
μποδάω: εμποδίζω, βάζω εμπόδια. Φρ. Φύγε από δω χάμου. Με μποδάς!
μποδίζω ή αμποδίζω: δεν επιτρέπω, εμποδίζω, στη φρ. Το μποδίζει το λαχίδι του (δεν επιτρέπει να
μπουν πρόβατα για βοσκή).
μπόι (το), πληθ. μπόγια (τα): 1. Το σωματικό ύψος. Φρ. Για δες μπόι που πέταξε! - Κρίμας το μπόι
σου! 2. Μέτρο υπολογισμού του θαλάσσιου βάθους. Φρ. Κόντεψα να πινιγώ σε μισό μπόι νερό! -
Είναι πάνω από δυο μπόγια (το βάθος του νερού).
μπόλι (το): εμβόλιο. Ουσ. μπόλιασμα (το): εμβολιασμός δένδρου. Συνών. κέντρωμα (βλ.λ.). Ρ.
μπολιάζω: εμβολιάζω δένδρο. Φρ. Μπόλιασα δυο αγριελιές φέτο, τις έκαμα μπουράκλες. Συνών.
κεντρώνω (βλ.λ.).
μπόλια (η): 1. Η πετσέτα, το προσόψιο, η μαντήλα. 2. Η ξιγκιά του σφαχτού που μοιάζει με
υφαντή πετσέτα.
-246-

μπόλικος, -η, -ο: αρκετός, πλήρης, πολύς, ευρύχωρος. Φρ. Έχω μπόλικη εργατία (έχω πολλούς
εργάτες) - Είναι μπόλικο το ρούχο (είναι φαρδύ) - Είναι μπόλικα, με πορεύουν (είναι αρκετά, με
φτάνουν) - Βάλε μπόλικο λάδι στο φαΐ.
μπόλκα (η): γυναικεία πουκαμίσα με μακριά μανίκια και κουμπιά στο στήθος. Υποκ. μπολκάκι
(το): γυναικείο πουκάμισο, φτιαγμένο από καλύτερο ύφασμα (ταφτά), πιο επίσημο.
μπόρεγα (ρήμα παρατ.): μπορούσα. Φρ. Δεν μπόρεγα να ρθω.
μπορμπόλα (τροπ. επίρ.): φορτωτά στην πλάτη. Φρ. παιδιού σε γονιό: Πάρε με μπορμπόλα, γιατί
κουράστηκα. Συνών. ζαλωτά.
μπότσα (η): 1. Δοχείο ογκομέτρησης ελαιολάδου χωρητικότητας δύο οκάδων. 2. Μέτρο ελαιολά-
δου που χρησιμοποιούσαν ως το 1940 περίπου. Φρ. Έκαμα εκατό μπότσες λάδι. 3. Δοχείο παρόμοι-
ου μεγέθους με τη μπότσα του λαδιού.
μπουγέλο (το): μεταλλικός κουβάς με χειρολαβή. Συνών. σίγκλος (ο).
μπουζί (το): το γουρούνι. Φρ. Για τα μπουζία τα ’χουμε (τ’ αποφάγια). Συνών. γρούνι, μπουζί (το).
μπουκαδούρα (η): θερινή θαλασσινή αύρα, τοπικός ΝΔ άνεμος που μπουκάρει από το ακρωτήριο
Ακρίτας της μεσσηνιακής χερσονήσου γύρω στο μεσημεράκι, δροσίζοντας τις μανιάτικες ακτές.
μπουκιά (η): είδος σπιτικού, χειροποίητου ζυμαρικού. Τρώγεται βραστό και τσιγαρισμένο με λάδι.
μπουκουβάλα (η): φαγητό από τριμμένο ξερό ψωμί μαλακωμένο σε νερό, με λάδι και αλάτι. Σύνθ.
ξιδομπουκουβάλα (η): μπουκουβάλα με ξίδι.
μπούμπουλα (τα): μικρά κλαράκια και φύλλα που πέφτουν κατά το
ράβδισμα της ελιάς μέσα στο λιόπανο. Ρ. ξεμπουμπουλίζω: μαζεύω τα
μπούμπουλα σε ένα σημείο του λιόπανου και τα ραβδίζω να πέσει ο
καρπός που έχουν.
μπουμπουλώνω, -ομαι: κουκουλώνω (-ομαι), σκεπάζω (-ομαι) καλά.
Φρ. Μπουμπουλώθη να μην τον ιδούν. Αντίθ. ξεμπουμπουλώνω, -ομαι.
μπουντέλι (το): το μεγάλο κεντρικό ξύλινο δοκάρι της σκεπής, συνή-
θως από κυπαρισσόξυλο, πάνω στο οποίο στηρίζονται τα πατερά.
μπουράκλα (η): ποικιλία μαύρης, βρώσιμης ελιάς. Η γνωστή ελιά Κα-
λαμών, η καλαματιανή. Οι μπουράκλες τρώγονται συνήθως χαρακτές.
μπουρί (το): ο θυμός. Ρ. μπουρώνω: θυμώνω, συχνοί οι τύποι:
μπούριασε, έχει μπουρώσει, είναι μπουρωμένος. Μτχ. μπουρωμένος, -
η, -ο ή μπουριασμένος, -η, -ο. Σύνθ. στο τοπων. Μπουρολίβας (ο). Φρ.
Συλλογή καρπού
για τον θυμωμένο: Τον πλάκωσε ο Μπουρολίβας.
από ελιά μπουράκλα
μπουρνελιά (η): δέντρο της οικογένειας της κορομηλιάς. Ο καρπός:
μπουρνέλα (η), έχει μπλε-μοβ χρώμα και γλυκιά γεύση.
μπουρού (η): είδος κοχυλιού, μεγάλου μεγέθους, που χρησιμοποιείται ως βούκινο.
μπουχός (ο): η σκόνη, ο καπνός. Φρ. Γίνηκε μπουχός (έγινε καπνός, εξαφανίστηκε).
μπροκάσι (το): βρώσιμο αγριόχορτο με ελαφρώς πικρή γεύση. Φρ. Αυτά είναι μπροκάσια, μη τα
μαζώνεις.
μπρουλιάζω: περνώ τα σύκα σε βούρλα, φτιάχνω τσαπέλες. Ουσ. μπρούλιασμα (το). Επίθ.
μπρουλιασμένος, -η, -ο.
μπρούμυτα (επίρ.): με το πρόσωπο στο έδαφος. Αντίθ. ανάσκελα ή ανάσκελο. Ρ. μπρουμυτίζω:
πέφτω μπρούμυτα. Αντίθ. ανασκελώνω. Φρ. Ανασηκώθηκε, μα ήταν ζαβλακωμένος τσαι διάη
μπρούμυτα, μπρουμύτισε.
μύλιοι (οι): μύριοι, αμέτρητοι. Αίνιγμα: Χίλιοι, μύλιοι καλογέροι σ’ ένα ράσο τυλιμένοι (το ρόδι).
μύτακας (ο): η μυτερή προεξοχή βράχου, συνήθως πάνω από φαράγγι. Τοπων. στη Μεγ.
Μαντίνεια πάνω από το φαράγγι της Σάνταβας: Μύτακας (ο).
-247-

-Ν-
νάκα (η): δερμάτινη ή πάνινη κούνια με δυο ξύλα στις άκρες για το βρέφος. Την κρεμούν στο
δένδρο ή τη μεταφέρουν στην πλάτη. Φρ. Ζαλώσου τη νάκα τσαι πάμε - Ξέχασα τη νάκα τσαι το
’βαλα στο σαμάρι (ενν. το βρέφος).
νεκροπούλι (το): νυκτόβιο πτηνό του οποίου η κραυγή θεωρείται κακός οιωνός. Φρ. Τ’ ακούεις το
νεκροπούλι; Κάποιονε θα πάρει ο Μιχάλης απόψε.
νεράκονο (το): ακόνι που ακονίζει (δουλεύει) με νερό.
νετάρω: ξεμπερδεύω το παραγάδι. Μτχ. νεταρισμένος, -η, -ο. Επίθ. ανετάριστος, -η, -ο.
νεφραμιά (η): τεμάχιο σφαχτού από την περιοχή των νεφρών.
νια: μία. Φρ. πήρα νια τρομάρα!
νίβω, -ομαι: πλένω (-ομαι) το πρόσωπο. Αόρ. ένιψα (ενεργ.), νίφτηκα (μέσ.). Επίθ. άνιφτος, -η, -ο:
άπλυτος. Πρμ. Άνιφτος, κακάνιφτος, κακά μουντζουρωμένος, με την πανιάρα νίβεται, με τα σκ...
σφουγγίζεται.
νιτερέσο (το): αντιπαλότητα, διαφορά προσωπικής, οικογενειακής ή οικονομικής φύσεως. Φρ.
Έχουνε νιτερέσα.
νογάω: εννοώ, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, γνωρίζω, κατέχω. Φρ. Δε νογάς από μαστοράντζα
(δεν ξέρεις από μαστορέματα).
νοματαίοι (οι): τα άτομα. Φρ. Είμαστε πολλοί νοματαίοι.
νόμου: δώσε μου. Φρ. Θειά, νόμου ’να κουλούρι.
ντέε!, ντίι! (επιφ.): κάλεσμα ζώου να ξεκινήσει.
ντενετσές ξεγάνωτος: ψεύτης, ασυνεπής, άνθρωπος που δεν μπορείς να του έχεις εμπιστοσύνη,
που δεν τηρεί το λόγο του.
ντορβάς (ο): πάνινη ή μάλλινη τσάντα που κρέμεται από τον ώμο, με την οποία κουβαλούν τροφή
και νερό για το δρόμο ή για το διάλειμμα της γεωργικής εργασίας.
ντουβαλίθι (το): η πετσέτα.
ντούρος, -ο: ο δυνατός. Το θηλ. ντούρα δεν χρησιμοποιείται.
νυστάγρα (η): υπνηλία. Φρ. Μ’ έπιασε νυστάγρα τσαι κουτουλάω.
νυχτιωμένος βαθιά (ιδιωμ.): έχω άγνοια, δεν έχω αντιληφθεί απολύτως τίποτα. Φρ. Α νομίζεις ότι
σου λέει την αλήθεια, είσαι βαθιά νυχτιωμένος. Συνών. έχω μεσάνυχτα.
νύχτιωσε (ρ. αόρ.): 1. νύχτωσε, σκοτείνιασε. 2. άργησε, καθυστέρησε (μτφ). Φρ. Βιάσου λίγο,
νυχτιώσαμε στο χτήμα.

-Ξ-
ξάγναντο (το): παρατηρητήριο, θέση με καλή θέα, από την οποία μπορεί κάποιος να αγναντέψει.
Συνών. αγνάντιο (το). Φρ. Βγήκα στο ξάγναντο τσαι σε περίμενα.
ξαλμπουρίζω: ξεμένω από χρήματα, χρεοκοπώ. Συχνός ο αόρ. ξαλμπούρισα.
ξαμολάω: αφήνω, ελευθερώνω. Φρ. Ξαμόλα το, θα σε ρίξει! (ενν. το αφηνιασμένο ζώο).
ξα(μ)πολιέμαι: αφήνομαι, ξεφεύγω, ελευθερώνομαι. Επίθ. ξαμπολυτός, -ή, -ό: αδέσμευτος,
ελεύθερος.
ξαμώνω: απειλώ με χειρονομίες. Φρ. Μη μου ξαμώνεις εμένα!
ξανάστροφη (η): η ανάστροφη πλευρά της παλάμης, η εξωτερική. Φρ. Πρόσεξε καλά, μη φας
καμιά ξανάστροφη. Συν. ανάποδη (η).
ξαρίζω: σκαλίζω το χώμα. Πρμ. Ξαρίζει η κότα να βγάλει την κόρυζα τσαι βγάζει το μάτι της.
ξασπρίζω: γίνομαι άσπρος, αποκτώ ξανά το άσπρο χρώμα.
ξεβιάζει: ξανοίγει ο καιρός, σταματά η βροχή. Φρ. Ξέβιαξε - Έχω ότι θα ξεβιάξει - Δεν έχω που θα
βραχώ, έχω που θα ξεβιάξει.
-248-

ξεβροχιάζω: μουλιάζω σε νερό τις ελιές, τα λούπινα, τα χόρτα, για να ξεπικρίσουν. Ουσ. ξεβρόχια-
σμα (το).
ξεβρυσουλιάζω: στραγγίζω. Μετά τη βροχή τα χώματα ξεβρυσουλιάζουν, δηλ. βγάζουν νερά.
ξεθυμαίνω: ηρεμώ, βγάζω τον αναβρασμό που έχω μέσα μου. Φρ. Τάειπα τσαι ξεθύμανα - Κλείσ’
το φούρνο γιατί ξεθυμαίνει - Άφ’ το κατσαρόλι ανοιχτό να ξεθυμάνει. Ουσ. ξεθυμάστρα (η): τρύπα
με δυο κεραμιδάκια που αφήνουν στο πλάι του φούρνου, για να ξεθυμαίνει όταν τελειώσει το
ψήσιμο. Όσο καίει ο φούρνος τη στουπώνουν με ένα πανί.
ξεκάβισε (ρ. αόρ.): φάνηκε πίσω από τον κάβο (η βάρκα), φάνηκε από τη γωνιά του δρόμου (μτφ).
ξεκόλλησε η καρδιά μου από το κρύο (ιδιωμ.): κρυώνω πάρα πολύ.
ξεκουκουτσίζω: βγάζω το κουκούτσι από τον καρπό. Φρ. Θα τις ξεκουκουτσίσετε ούλες τις ελιές
(θα τις φάτε όλες, μτφ.).
ξεκούρι (επίρ.): γουλί, τρόπος κουρέματος με την ψιλή μηχανή που αφήνει ελάχιστο μαλλί.
ξεκούτρουλος, -η, -ο: ο ασκεπής, ο παραγεμισμένος (μτφ.), π.χ. το ξεκούτρουλο κοφίνι. Πρμ. Της
Άγια-Μαρίνης ρώγα, του Άγιο-Λιός σταφύλι τσαι τ’ Άγιο-Παντελέημονος ξεκούτρουλο κοφίνι.
ξεκωλώνω: ξεχώνω ρίζες, αγριόχορτα, πέτρες κλπ. Φρ. Ξεκώλωσα τις αγριάδες.
ξελημεριάζω: περνάω την ημέρα μου. Φρ. Ξελημέριασα στο χωράφι.
ξέμαι: ξύνομαι, έχω φαγούρα. Φρ. Ούλο ξέται τσαι ματώνει τα χέρια του - Μη ξέσαι ούλη την
ώρα! - Ξέται η πλάτη σου για ξύλο, μου φαίνεται!
ξεμπροστιάζω: εκθέτω, αποκαλύπτω, φανερώνω κάτι κρυφό, π.χ. μια πονηρή σκέψη, ένα μυστικό.
Μέσ. ξεμπροστιάζομαι: αποκαλύπτομαι ακούσια, εκτίθεμαι. Συχνή η μορφή ξεμπροστιάστηκε:
αυτοαποκαλύφθηκε, φανέρωσε τις προθέσεις του χωρίς να το καταλάβει.
ξενογωνιά (η): θυγατέρα (υποτιμητικά). Παλιότερα αποκαλούσαν τα κορίτσια ξενογωνιές, διότι
μετά το γάμο τους εγκαθίσταντο στο σπίτι του γαμπρού.
ξεπαίρνω: καλύπτω, φθάνω, είμαι αρκετός. Φρ. όταν στρώνουν ένα λιόπανο: Ξεπαίρνεις; (σε
φτάνει για να καλύψει τα κλαδιά του δέντρου, έτσι ώστε ο καρπός να μην πέφτει έξω).
ξεπετάω: ξαφνιάζω κάποιον και βγαίνει από την κρυψώνα του. Φρ. Το σκυλί ξεπέταξε το λαγό -
Τήνε ξεπέταξες από το μπάνιο.
ξέρα (η): ύφαλος, υποθαλάσσιος βράχος. Φρ. Τήρα καλά, μη τη ρίξεις σε καμιά ξέρα (τη βάρκα).
Τοπων. της Παναγιάς η ξέρα.
ξέρεγκλος, -η, -ο: ψηλός κι αδύναμος. Φρ. Κοίτα τα σπανάκια μου, ξέρεγκλα γινήκανε. Τσάμπα ο
κόπος μου.
ξέρη (η): ξηρασία. Φρ. Αν δεν κάμει ξέρη να στεγνώσουν τα δέντρα, δεν βγαίνουμε για ράβδο.
ξεροτρόχαλο (το): η ξερολιθιά, τοιχίο χωρίς λάσπη.
ξεσηκώνω το λαχίδι (ιδιωμ.): καθαρίζω το χτήμα από πέτρες, ξύλα, σαβούρες ώστε να είναι έτοιμο
για καμάτεμα. Φρ. Έχου να ξεσηκώσω το λαχίδι.
ξέσκουρα (επίρ.): ξυστά. Φρ. Ευτυχώς, τον πήρε ξέσκουρα (π.χ. η πετριά) τσαι τη γλίτωσε.
ξεσκούφωτος, -η, -ο: ο ασκεπής, που δεν φορά καπέλο ή σκουφί. Τον παλιό καιρό κανείς δεν
διεννοείτο να κυκλοφορήσει σε υπαίθριο χώρο ξεσκούφωτος.
ξεστριφτάρι (το): εξάρτημα της πετονιάς, το οποίο παρεμβάλλεται στο νήμα, για να μη στρίβει και
μπλέκεται.
ξεσούρνω: παρασύρω, παρασύρομαι. Φρ. Ήταν δυνατή η φουρτούνα και φοβήθηκα μη ξεσούρει
η βάρκα και πέσει στις ξέρες.
ξετεμπλίζω: ρίχνω τις ελιές από το δέντρο με την τέμπλα.
ξεφανερώνω: δημοσιοποιώ, επισημοποιώ το συμπεθεριό. Φρ. Ψες βράδυ τα ξεφανερώσανε.
Ουσ. ξεφανέρωμα (το), ξεφανέρωση (η). Φρ. Πάμε στη ξεφανέρωση να κλέψουμε τσαι τον κούρο
τους (κατά το έθιμο, στα ξεφανερώματα οι συμπέθεροι κλέβουν τον πετεινό από το κοτέτσι της
νύφης).
-249-

ξεφυλλίζω: ξεχωρίζω τον ελαιόκαρπο από τα φύλλα. Ουσ. ξεφύλλισμα (το), το οποίο γίνεται
αμέσως μετά το ράβδισμα.
ξεχαρβαλώνω, -ομαι: διαλύω, -ομαι. Φρ. Πάει το σαμάρι, ξεχαρβαλώθηκε. Ουσ. ξεχαρβάλωμα:
πλήρης διάλυση. Φρ. Νέα τάξις πραγμάτων τσαι ξεχαρβαλωμάτων! (ειρωνική έκφραση που λεγόταν
την περίοδο της κατοχής για τη «νέα τάξη» που επαγγέλονταν οι Γερμανοί).
ξιγκιά (η): τα ξίγκια που περιβάλλουν τα εσωτερικά όργανα του σφαχτού. Συνών. μπόλια (η).
ξιδομπουκουβάλα (η): πρόχειρο κολατσιό με βρεγμένο παξιμάδι ή ξερό ψωμί με λάδι και ξίδι.
ξιμυτός, -ή, -ό: ο μυτερός. Ο ξιμυτός μακαράς, η ξιμυτή σακοράφα. Φρ. Πρόσεξε τη βελόνα, είναι
ξιμυτή τσαι θα σ’ αγκελώσει!
ξινά (τα): τα ξινόδεντρα, τα εσπεριδοειδή. Φρ. Τα ξινά δε μεταφυτεύονται.
ξινοτρίφυλλο (το): είδος τριφυλλιού με ξινή γεύση. Τα ζώα δεν το τρώνε, διότι τα πιάνει διάρροια.
Φρ. Φάγασι ξινοτρίφυλλο τσαι τα θέρισε.
ξυλοκερατιά (η): η χαρουπιά (δένδρο). Ουσ. ξυλοκέρατο (το): το χαρούπι, ο καρπός της
ξυλοκερατιάς.
ξυλοφρύγανα (τα): τα λιανά (βλ.λ.) και πιο χοντρά ξύλα για το άναμμα της φωτιάς.
ξυλωσιά (η): ο ξύλινος σκελετός σε κάποια κατασκευή, π.χ. η ξυλωσιά της σκεπής.
ξύνω: χτενίζω το προβατίσιο μαλλί. Ουσ. ξύστρα (η): ξύλινο εργαλείο, σε μορφή χτένας, με το
οποίο γίνεται το πρώτο ξύσιμο (χτένισμα) των μαλλιών των προβάτων.
ξύπνα!: βγες από την πλάνη, προσπάθησε να αντιληφθείς την πραγματικότητα. Φρ. Ξύπνα! Η
θυγατέρα σου γυρίζει με τσείνο το ντενετσέ τσαι συ ’σαι νυχτιωμένος.

-Ο-
οβριές (οι): βρώσιμα αγριόχορτα.
ογρός, -ή, -ό: υγρός, βρεγμένος, νοτισμένος. Φρ. Έβρεχε ούλη νύχτα, θάναι ογρά τα λαχίδια. -
Είναι ογρά τα ρούχα, μη τα μαζώνεις ακόμα.
ολάκερος, -η, -ο: ολόκληρος. Φρ. Ολάκερο καρβέλι δε σε πορεύει.
οληνώρα (χρον. επίρ.): όλη την ώρα, ανά πάσα στιγμή, συνεχώς. Φρ. Οληνώρα στον μπαξέ
ανακατώνεται - Οληνώρα τσακώνονται - Οληνώρα δουλεύει, είναι πολύ προκομμένος. Συνών. ούλο.
ολούθε (τοπ. επίρ.): παντού, οπουδήποτε.
ομπρός (τοπ. επίρ.): εμπρός, μπροστά.
-ονε: ιδιωμ. κατάληξη αιτ. ενικού. Φρ. Τόνε ξέρεις αυτόνε; - Άστονε.
όξω (τοπ. επίρ.): έξω. Φρ. Βγάτε όξω στο λιακό, να καθίσωμε.
-όπουλος, -οπούλα, -όπουλο: 1. Πατρωνυμική κατάληξη που δηλώνει το τέκνο κάποιου. Ο θηλ.
τύπος για τα κορίτσια, π.χ. η Μπελιτσοπούλα: η θυγατέρα Μπελίτσου, η Παπαδοπούλα: η κόρη του
παπα, η Πατσοπούλα: η θυγατέρα Πατσέα κλπ. Ο ουδ. τύπος για τα αγόρια, π.χ. το Μπελιτσόπουλο,
το Παπαδόπουλο, το Πατσόπουλο κλπ. 2. Πατρωνυμική κατάληξη επωνύμων, π.χ. Γεωργακόπουλος,
Νικητόπουλος, Νικολόπουλος κλπ.
οργιά (η): μέτρο μήκους ίσου με το άνοιγμα των δυο χεριών. Σε οργιές μετρούν τα σκοινιά, τα πα-
ραγάδια, υπολογίζουν το βάθος της θάλασσας. Φρ. Βουτάει ίσαμε πέντε οργιές και βγάνει πάτο.
όρσε! ή όρισε!: ορίστε! Απάντηση σε κλήση κάποιου.
όσο (χρον. επίρ.): μέχρι να, ώσπου. Φρ. Τάιζε τ’ αλώνι, όσο να γυρίσω. Τήρα το φαΐ, όσο θα λείπω.
-ου: κατάληξη που δηλώνει τη σύζυγο κάποιου, προστιθέμενη είτε στο βαφτιστικό: Ανδρεού,
Γιαννού, Γληγορού, Θοδωρού είτε στο επώνυμο: Μπαρουτού, Πιπινού, Σκιού. Τοπων. της Γιαννούς
της Πιπινούς οι Λούρες.
ούλος, -η, -ο: όλος, -η, -ο. Φρ. Ούλη μέρα στυλώνει τ’ αρμάκια - Φύγαν ούλοι για την Αθήνα. Πληθ.
ολουνών(ε) (γεν. αρσ. θηλ. ουδ.), ολουνούς (αιτ. αρσ.). Φρ. Τους κάλεσες ολουνούς για θα
-250-

παρεξηγηθούμε; Τόειπα ολουνώνε, μη νοιάζεσαι. Επίρ. ούλο: συνεχώς, όλο. Φρ. Ούλο μ’ αγκελώνει
(συνεχώς με τσιμπάει). Συνών. οληνώρα.
όχτος (ο): η άκρη του χωραφιού, το τελείωμα, το οποίο είναι λίγο υπερυψωμένο. Φρ. για τον τε-
μπέλη: Στυλώνει τους όχτους (αράζει σε κάποιον όχτο και δεν δουλεύει). Συνών. χωματάρμακο (το).
όψα (επίρ.): από την όψη, από την κανονική μεριά, σωστά. Αντίθ. ανάποδα. Φρ. Έβαλες τη
φανέλα σου ανάποδα, γύρισε την όψα.

-Π-
παγαίνω: πηγαίνω, πάω.
παγκιάζω: προφυλάσσομαι, κρύβομαι, κουρνιάζω. Φρ. Πάγκιασα στ’ αρμάκι. Συνών. αγκωνιάζω.
παιδί (το): ο γιος, ο σερνικός. Φρ. Έχου δυο παιδιά κι νια δυχατέρα. Συνών. δράκος, κούρος (ο).
Αντίθ. δυχατέρα, δρακού (η).
παλαμίζω: καθαρίζω την καρίνα της βάρκας από το μαλλί. Φρ. Το χειμώνα που θα τη βγάλω έξω
(ενν. τη βάρκα), θα την παλαμίσω για να της βγάλω το μαλλί. Ουσ. παλάμισμα (το).
παλάτζα (η): φορητός ζυγός πλανόδιων εμπόρων. Ρ. παλατζάρω: ταλαντεύομαι και μτφ. είμαι
αναποφάσιστος.
πανάθεμα! (επιφ.): ήπια κατάρα, μάλωμα σε σκανταλιάρικα παιδιά. Φρ. Βρε, πανάθεμά σε, τι μού
καμες;
πανιάρα (η): μακρύ ξύλο με πανί στην άκρη, με το οποίο σκουπίζουν το φούρνο. Φρ. Άνιφτος,
κακάνιφτος, κακά μουντζουρωμένος, με την πανιάρα νίβεται, με τα σκ... σφουγγίζεται.
πανταλέος ή παντολέος (ο): το διπλό, κακοφτιαγμένο σύκο, που είναι αποτέλεσμα διπλής
γονιμοποίησης.
πανωλίθι (το): το κινητό επάνω λιθάρι του ελαιοτριβείου, το οποίο περιστρέφεται. Τα ζωοκίνητα
ελαιοτριβεία είχαν ένα πανωλίθι, διότι ήταν βαρύ και τα ζώα δεν μπορούσαν να περιστρέψουν δύο,
ενώ τα μηχανοκίνητα έχουν δύο. Αντίθ. κατωλίθι (το).
παούρες (οι): τα βάσανα, οι δυσκολίες, οι ταλαιπωρίες, οι αναποδιές, τα βασανιστήρια. Φρ.
Τράβηξε παούρες στη ζωή του!
παππούλης (ο): ο ιερέας. Φρ. Πλάλα να φιλήσεις ο χέρι του παππούλη.
παραβουλιάζω: οργώνω το πρώτο και δεύτερο αυλάκι του χωραφιού που είναι και το
δυσκολότερο, διότι το χώμα είναι σκληρότερο, έχει πέτρες, το ζώο δεν ισοπατάει, δεν έχει χαραχτεί
η διαδρομή κλπ. Φρ. Κόπο έχει να το παραβουλιάσει. Ουσ. παραβούλιασμα (το): το ξεκίνημα του
οργώματος. Στο παραβούλιασμα το πιο δυνατό ζώο μπαίνει στη δεξιά μεριά του ζυγού. Το πρώτο
όργωμα ξεκινά από την περιφέρεια του χωραφιού και καταλήγει στο κέντρο, ακολουθώντας
κοχλιωτή διαδρομή. Το δεύτερο γινόταν αντίστροφα.
παραγάδι (το): μέθοδος αλιείας με πολλά αγκίστρια δεμένα σε μια μεγάλη πετονιά. Σύνθ.
κυνηγοπαράγαδο (το): ειδικό παραγάδι για το ψάρεμα του κυνηγού.
παραδηγάω: καθυστερώ κάποιον. Φρ. Θα σε παραδηγήσω λίγο (Θα σε καθυστερήσω).
παραμαγούλες (οι): η παρωτίτιδα, οι μαγουλάδες, παιδική ασθένεια.
παράμαλο (το): το παρακλάδι του παραγαδιού με το αγκίστρι.
παραμάμαλο (το): τα παρακλάδια (ριζικά τριχίδια) της ρίζας της ελιάς που αναπτύσσονται λίγο
κάτω από την επιφάνεια του χώματος σαν χνούδι.
παραμίνα (η): ειδικό εργαλείο με το οποίο ανοίγουν τρύπες για τα φουρνέλα.
παραξύνω: λειαίνω κάτι για να γίνει κοφτερό, π.χ. ένα μαχαίρι, ένα εργαλείο κ.ά.
παραυλακιά (η): χέρσο κομμάτι του χωραφιού που δεν ζευγαρίστηκε από αμέλεια ή αβλεψία του
ζευγολάτη. Φρ. Αυτός δεν οργώνει καλά, αφήνει παραυλακιές.
παραφασάδα (η): διπλοραμμένο σημείο υφάσματος, στο οποίο η εξογκωμένη ραφή ξεχωρίζει.
παρέκει (τοπ. επίρ.): παραδίπλα, εκεί δίπλα.
-251-

πάσαρο (το), πάσαρα (η): σκάφος, ψαρόβαρκα με ε-


πίπεδη πρύμνη, σε αντίθεση με τη γαΐτα (βλ.λ.). Υποκ.
πασαράκι (το): βαρκάκι με κοφτή πρύμνη. Φρ. Έχω ένα
πασαράκι με κουπιά.
πάσκα (η): βότανο που μοιάζει με τη φασκομηλιά αλ-
λά ο ζωμός του δεν πίνεται.
πασκομηλιά (η): φασκομηλιά.
πασπαλίζω: πιτσιλίζω κάτι με νερό ή σκόνη. Μτχ. πα-
σπαλισμένος, -η, -ο: ψωμί πασπαλισμένο με ζάχαρη. Το πασαράκι [φωτ. Ηλ. Κοτσόβολος]
πάσπαρος, -η, -ο: συμπαγής, σκληρός. Κυρίως για το χώμα που σκάβεται δύσκολα. Είτε ως ουσ.
πάσπαρος (ο) είτε ως επίθ. το πάσπαρο χώμα, η πάσπαρη γη.
παστολάχανο (το): βρώσιμο αγριόχορτο.
παστούλα (η): λιπαρό μέρος του κρέατος που είναι λευκό από το πολύ λίπος. Φρ. Μ’ αρέσουν οι
παστούλες, μα ο γιατρός δε μ’ αφήνει - Τσείνες οι παστούλες τόνε φάγανε!
πατερά (τα): ξύλα στα οποία στηρίζονται οι σανίδες του ξύλινου πατώματος.
πατικώνω: συμπιέζω κάτι μαλακό ανάμεσα σε δυο σκληρές επιφάνειες για να πάρει επίπεδο
σχήμα. Πατικώνουν το φρέσκο τυρί με δυο σανίδες.
πατσά (η): κοιλιά του ανθρώπου και του ζώου. Πληθ. πατσές (οι).
παχνιά (τα): ξύλινα χωρίσματα στο πάτωμα του ελαιοτριβείου, στα οποία άδειαζαν τις ελιές από
τα κοφίνια όσοι δεν είχαν τσουβάλια. Ρ. Παχνιάσανε οι ελιές: μουχλιάσανε, σαπίσανε επειδή
έμειναν πολύ καιρό στα παχνιά.
πελεκούδα (η): μικρό κομματάκι ξύλου που πετάγεται κατά το πελέκημα ενός χοντρού ξύλου με
τσεκούρι. Σε γύρισμα κλέφτικου τραγουδιού: Πετάχτ’ η πελεκούδα τσαι της το χτύπησε τ’ άσπρο της
το ποδάρι τσαι το μελάνιασε.
πενηνταριά (η): ομάδα πενήντα αντικειμένων. Σε πενηνταριές μετρούν τα καρύδια. Μία
πενηνταριά σημαίνει είτε πενήντα καρύδια είτε πενήντα ζεύγη καρυδιών, δηλ. εκατό.
πενταριά (η): σχοινί φτιαγμένο από πέντε έμπουλα (πλεξίδες).
περδούκλα (η): το σχοινί με το οποίο δένουν το μπροστινό με το πισινό πόδι του ζώου, για να μην
μπορεί να απομακρυνθεί ή για να μην μπορεί να ανασηκωθεί και να τρώει τα κλαδιά των δέντρων.
Ρήματα: περδουκλώνω: δένω με την περδούκλα, περδουκλώνομαι ή περδικλώνομαι: μπερδεύω τα
πόδια μου σε κάτι (π.χ. σχοινί, ξύλο, άλλο πόδι) και παραπατάω.
περίσταση (η): περίπτωση, γεγονός. Φρ. Σε τούτη την περίσταση έκαμα λάθος - Είναι μια δύσκολη
περίσταση, να ιδώ πώς θα τα καταφέρω.
περνάει (ρήμα, γ΄ ενικό): αξίζει, πιάνει καλή τιμή, πουλιέται, ζητιέται. Φρ. Έχωμε το λάδι. Μήπως
περνάει; (έχουμε λάδι, αλλά δεν πιάνει καλή τιμή).
περνάρι (το): το πουρνάρι. Και τοπων. Περνάρι (το). Συνών. φρύγανο (βλ.λ.).
πεσκέσι (το): φαγώσιμο δώρο που φέρνει κάθε καλεσμένος για το γαμήλιο γλέντι. Συνίσταται σε
κρέας, κρασί, ψωμί ή τυρί. Φρ. Οι αδιάντροποι, ήρθαν χωρίς πεσκέσι! (ενν. στο γάμο).
πετάκι (το): σκουλήκι του τυριού το οποίο όταν έβγαινε στην επιφάνεια τιναζόταν, πετούσε. Φρ.
Το τυρί έπιασε πετάκι.
πέτρα ή σαπουνόπετρα (η): χημική ουσία για την παρασκευή σαπουνιού από ελαιόλαδο.
πετριά (η): χτύπημα από πέταγμα πέτρας.
πετροπούλι (το): πτηνό που συχνάζει στα βράχια κι όχι στα δένδρα. Φρ. Για δες τα πετροπούλια
στο στεφάνι.
πετροσκότωμα (το): σπυρί που βγαίνει κάτω από τη φτέρνα.
πιεσά (η): η εργασία, η διαδικασία της συμπιέσης. Φρ. Μια πιεσά δώστου και πορεύει, δηλ. Πίεσε
το μόνο μια φορά και είναι αρκετή.
πιθαμή (η): εμπειρική μονάδα μήκους όσο το μέγεθος της ανοιχτής παλάμης.
-252-

πιθαρούλα (η): μικρή στάμνα με χερούλια και μεγάλο άνοιγμα, στην οποία βάζουν ελιές,
λουκάνικα, παστές τσίχλες και σπάνια λάδι.
πικέτο (το): παίχνιδι της τράπουλας που παίζεται με 32 φύλλα, από το επτά ως τον άσσο.
πιλατεύω: ενοχλώ, πειράζω με χειρονομίες. Φρ. Όχου! Μη με πιλατεύεις άλλο.
πίμα (το): πιοτό, κατανάλωση ποτού. Φρ. Μη τόνε συνερίζεσαι, από το πίμα δεν ξέρει τι λέει.
πινακούλι (το): πήλινο δοχείο (ευρύστομο σταμνί), στο οποίο διατηρείται το προζύμι.
πινακωτή (η): μακρόστενη ξύλινη κατασκευή με χωρίσματα, στα οποία αφήνονται σκεπασμένα τα
ζυμωμένα ψωμιά (καρβέλια) για να φουσκώσουν.
πινιάτα (η): καζάνι μεσαίου μεγέθους. Υποκ. πινιατούλα (η): μικρό καζάνι με χειρολαβές. Ουδ.
πινιάτι (το): το μικρό καζάνι. Συνών. χαρανί, λεβέτι, κακκάβι (το).
πινίγω, -ομαι: πνίγομαι. Αόρ. πίνιξα - πινίγηκα. Φρ. Πρόσεξε, μη πινιγείς! - Σιγά, θα τόνε πινίξεις! -
Πινίγηκα, φέρε μου λίγο νερό!

Η πινακωτή

πιράφι (το): το ξυλαράκι (πίρος) που κλείνει το άνοιγμα στο πάνω μέρος του βαρελιού από το
οποίο δοκιμάζουν το νέο κρασί. Φρ. Πάρε κρασί απ’ το πιράφι - Δεν έχει πιράφι το βαρέλι - Τράβηξα
πιράφι (άνοιξα να δοκιμάσω το κρασί).
πισκίρι (το): η πετσέτα. Το μακρύ ύφασμα που στρώνουν στην πινακωτή, όταν φτιάχνουν ψωμί.
πισωκάπουλα (επίρ.): το πίσω μέρος του ζώου, τα καπούλια. Φρ. Καβάλησε πισωκάπουλα - Τόνε
φέρανε πισωκάπουλα (για το νεκρό).
πισωκέντι (το): η κουραστική επανάληψη της ίδιας κουβέντας. Φρ. Τι το θες το πισωκέντι; δηλ.
Γιατί ανακατώνεις τις κουβέντες και ξαναλές τα ίδια και τα ίδια;
πίτουρο (το): ό,τι απομένει από το κρησάρισμα του αλευριού.
πλάγι (το): το πλευρικό χωράφι. Συχνό σε τοπων. Μακρύ Πλάγι (το). Συνών. λούρα, πλεύρη (η).
Συνήθως στον πληθ. πλάγια (τα): τα πλευρικά χωράφια, οι λούρες. Φρ. Μαζέψαμε πρώτα τα πλάγια
τσαι μετά το λαγκάδι.
πλαγουμάλι (το): είδος μεγάλου κουκιού. Συνήθως στον πληθ. πλαγουμάλια (τα).
πλαδένα (η): το μνημόσυνο. Σκεύασμα από κόλλυβα, ζάχαρη, κουφέτα, σταφίδες, ρόδια κ.ά. το
οποίο φτιάχνουν στα μνημόσυνα: στα σαράντα, στα εξάμηνα και στο χρόνο.
πλάκα (η): 1. Κομμάτι, π.χ. πλάκα σαπουνιού 2. Παγίδα για πουλιά. Αποτελείται από ένα φύλλο
φραγκοσυκιάς στηριγμένο σε ένα ξυλαράκι, το οποίο στήνουν πάνω από ένα σκουλήκι ή ένα σημείο
σκαλισμένου χώματος. Το πουλί παρασύρεται και μόλις πλησιάσει ρίχνει το ξυλαράκι και το
φραγκοσυκόφυλλο το πλακώνει.
πλαλάω: τρέχω. Φρ. Πλάλα, να μη σε πιάσουν! Αόρ. πλάλησα. Ουσ. πιλάλα (η): η τρεχάλα.
πλάστης (ο): ξύλινο ραβδόσχημο εργαλείο για το ζύμωμα και το άνοιγμα φύλλου. Υπάρχει σε
διάφορα μεγέθη ως προς το μήκος και το πάχος.
πλάτσα (η): πλατεία.
πλεονεχτώ: είμαι πλεονέχτης, εκτός από το μερίδιό μου ζητάω κι εκείνα που δεν μου ανήκουν.
Φρ. Ο αδερφός μου πλεονέχτησε τσαι με ρίξε στη μοιρασιά.
πλερώνω: πληρώνω. Ουσ. πλερωμή (η): πληρωμή. Επίθ. απλέρωτος, -η, -ο: απλήρωτος.
-253-

πλεύρος (ο): το πλευρό του σώματος (ανθρώπου ή ζώου). Συχνά προφέρεται μπλεύρος. Πληθ.
(μ)πλεύρα (τα). Θηλ. (μ)πλεύρη (η): η πλαγιά, το πλευρικό χωράφι, η λούρα. Πληθ. (μ)πλεύρες (οι).
Επίθ. πλευριανός, -ή, –ό: τα πλευριανά λαχίδια. Συνών. πλάγι (το), λούρα (η).
πληβινά (η): αγριόχορτο που μοιάζει με βούρλο και φυτρώνει στα κατάρμακα. Συχνά προφέρεται
μπληβινά. Πιο συχνός ο πληθ. πληβινές (οι). Τοπων. Πληβινά (η), -ές. Σύνθ. αλογομπληβινές (οι):
χορτάρια που τρώνε τα ζώα.
πλήμμα (η): η πλημμύρα. Ρ. πλημμάρω: πλημμυρίζω. Φρ. Στόμωσαν οι ρεύτες και πλημμάραμε.
πλια: πια (επιβεβαιωτικό μόριο). Φρ. Γίνηκε ο γάμος; Γίνηκε πλια, με βιολιά τσαι με λαγούτα. -
Στερνά, πλια, το μετάνιωσε, μα ήταν αργά.
πλια: πλέον (επίρ.). Φρ. Γέρασα τσαι δεν ημπορώ πλια να ανεβαίνω τ’ αρμάκια.
ποδαράτο (το): μικρό μαλάκιο, συνήθως ξενιστής σε ξένο κοχύλι, με ποδαράκια και δαγκάνες, σαν
καβουράκι. Χρησιμοποιείται ως δόλωμα ψαρέματος.
ποδαρία (η): κεντρικό, οριζόντιο, μακρύ κλαδί του δένδρου που ξεκινά από τα σταυρώματα και
εκτείνεται προς τα πλάγια.
ποδαρικό (το): πρώτο πάτημα, πρώτη είσοδος σε κάποιο χώρο (σπίτι, κατάστημα κλπ.). Φρ. Ποίος
σου έκαμε ποδαρικό; Πληθ. ποδαρικά (τα): τα δυο ή τέσσερα πόδια που πατούν στον αργαλειό.
ποδιά (η): χαμηλό κλαδί της ελιάς που κρέμεται προς τα κάτω. Φρ. Άμα έχουσι γιόμο οι ποδιές,
κρέμουνται.
ποδιές (οι): άχυρα που απλώνονταν στον περίγυρο του αλωνιού κατά το αλώνισμα. Φρ. Στάσου,
να μαζέψωμε τις ποδιές (σταμάτα το αλώνισμα, για να μαζέψουμε τα άχυρα από τις άκρες).
ποίος (αντων.): ποιος; (ερωτημ.). Φρ. Τράβα τήρα ποίος είναι; (στην εξώπορτα).
ποκάμισο (το): υποκάμισο.
πολεμώ: προσπαθώ. Φρ. Τι πολεμάς φτουχάμου; - Πολέμαγε να μου το πάρει, μα δεν τον άφηκα!
πολυκαιρινός, -ή, -ο: παλιός, ξεπερασμένος, αρχαίος, μπαγιάτικος (για φαγητό).
πόμολο (το): μικρό βελονάκι πλεξίματος για δαντέλες. Υπάρχει σε διάφορα μεγέθη: χοντρό, ψιλό.
πομονεύω: υπομένω, κάνω υπομονή. Αόρ. πομόνεψα. Φρ. Μη βιάζεσαι! Πομόνεψε λιγάκι!
πόντης (ο): η ξύλινη αποβάθρα, η σκάλα, στην οποία ποντίζουν οι βάρκες.
πορδάτζαχτος (ο): ο ιδιότροπος. Βλ.λ. άτζαγμα (το), ατζασμός (ο).
πορεύω: φτάνω, είμαι αρκετός. Συνήθως στο γ΄ πρ. Φρ. Δε με πορεύει το αλεύρι για το ψωμί - Σε
πορεύει το φαΐ ή να σου βάλω τσ’ άλλο; Συν. σώνω.
ποριά ή μποριά ή πορεία (η): η πρόχειρη είσοδος ενός φραγμένου χώρου, συνήθως φτιαγμένη
από ένα κλαδί ή μια φάνα. Τοπων. Πορία (τα).
πότης (ο): μπεκρής. Φρ. Ο Πότης είναι πότης, όνομα τσαι πράμα.
Πότης, -α: Παναγιώτης, Παναγιώτα. Υποκ. Ποτούλης, Ποτούλα.
πουντιάζω: κρυώνω, ξεπαγιάζω, συναχώνομαι. Φρ. Δεν πήρα την μπελερίνα μου τσαι πούντιασα
(ξεπάγιασα ή συναχώθηκα) - Είμαι πουντιασμένος (συναχωμένος). Ουσ. πούντιασμα (το) ή πούντος
(ο) ή πούντα (η): κρύωμα, συνάχι. Φρ. Πήρα ένα πούντιασμα τσαι δε λέει να μου περάσει - Ντύσου,
θ’ αρπάξεις κάνα πούντο (ή καμιά πούντα).
πούντος (ο): αντίχειρας. Τοπων. θηλ. Πούντα (η) σε πλατύ βράχο που προεξέχει πάνω από τη
θάλασσα σαν αντίχειρας.
πούργι (το): το μεγάλο ψηλό κοφίνι για το κουβάλημα των σύκων. Δυο πούργια αποτελούν ένα
φόρτωμα, που αντιστοιχεί σε πενήντα οκάδες σύκων περίπου.
πράσινο σύκο (το): το άγουρο σύκο. Φρ. Τα σύκα είναι ακόμα πράσινα. Αντίθ. άσπρο σύκο (το).
πράσινο φασόλι (το): όσπριο με σφαιρικούς πράσινους σπόρους στο μέγεθος της φακής, γνωστό
αλλού ως ροβίτσα. Τρώγεται ως χυλός. Κατά το βράσιμο στην κατσαρόλα αποφλοιώνεται και
αφαιρείται ο φλοιός με τρυπητή κουτάλα. Σήμερα καλλιεργείται ελάχιστα.
-254-

πρατζί (το): το μπράτσο. Πληθ. πρατζία ή πρατζά (τα). Σε παιδικό χιουμοριστικό τραγουδάκι:
Έκαψε τ’ ατζά του, τα πρατζά του. Επίθ.: πρατζάτος, -η, -ο: μπρατσωμένος, με γερά μπράτσα,
χεροδύναμος. Φρ. Ατζάτος τσαι πρατζάτος (ο άνδρας που έχει δυνατά πόδια και μπράτσα).
πραχάλι (το): το δόντι, η προεξοχή, η διακλάδωση. Φρ. Το διχάλι έχει δυο πραχάλια ενώ το
δικριάνι έχει τρία.
πρέδα (η): η αμοιβή του αγροφύλακα, όταν βρίσκει κάποιο χαμένο ζώο. Φρ. σε κάποιον που
αναζητά κάτι χαμένο: Θα δώσεις πρέδα!
πρέζα (η): μικρή ποσότητα υλικού που έχει μορφή σκόνης, π.χ. μια πρέζα αλάτι, πιπέρι, κανέλα,
αλεύρι κ.ά.
πρίσκουλο (το): το ώριμο σύκο, το οποίο δεν έχει ακόμα σταφιδιάσει και μπορεί να φαγωθεί.
πρόβαλαν τα σύκα (ιδιωμ.): φάνηκαν τα πρώτα ώριμα σύκα στις συκιές.
προκάνω: προφταίνω, προλαβαίνω. Φρ. Δεν πρόκαμα ν’ ασπρίσω φέτο. - Δεν τόνε πρόκαμα,
ήμουν αγέννητος. Συν. σώνω.
προσκεφαλάδα (η): η μεγάλη μαξιλάρα που χωρά δυο-τρία άτομα.
προσφαΐζω: εκτός από ψωμί τρώω κάτι επιπλέον, συνήθως τυρί, ελιές ή ντομάτα. Φρ. Είχα λίγες
ελιές και προσφάισα (έφαγα ψωμί μ’ ελιές).
Πρωτάγιαση (η): η παραμονή των Θεοφανείων, κατά την οποία περνά ο ιερέας και αγιάζει τα
σπίτια. Την Πρωτάγιαση συνηθίζουν να φτιάχνουν λαλάγγια.
πρωτείο (το): το πρώτο σαπούνι που παρασκευάζεται. Είναι σε μορφή κόκκινης λάσπης και έχει
ισχυρή απορρυπαντική ιδιότητα. Το χρησιμοποιούν για να καθαρίζουν δύσκολες βρωμιές, όπως
λαδωμένα πατώματα, λιόπανα κλπ.
πωριά (τα): πέτρες από πωρόλιθο, σφηνωμένες στον εξωτερικό τοίχο του σπιτιού, συνήθως κάτω
από τα παράθυρα. Πάνω τους στερέωναν μια τάβλα και τοποθετούσαν γλάστρες. Επίθ. πώρινος, -η,
-ο: από πωρόλιθο. Σύνθ. πωρόπετρα (η): ο πωρόλιθος.

-Ρ-
ράβδος (ο): το ράβδισμα της ελιάς, η εργασία του ραβδίσματος. Λέγανε οι παλιοί: τ’ Άγιο-
Φιλίππου βγαίνουμε στο ράβδο. Ρ. ραβδίζω: κτυπώ τον ελαιόκαρπο με ένα ραβδί (κατσώνι), ώστε
να πέσει στο λιόπανο.
ραδίκι (το): βρώσιμο αγριόχορτο.
ρακολούκουμο (το): σύνθετη λέξη, με την οποία οι θαμώνες των καφενείων παράγγελναν ρακή με
λουκούμι.
ράπη (η): καλαμένιος βλαστός του σιταριού. Με ράπες φτιάχνουν καπέλα.
ράχη (η): κορυφή του λόφου, χωράφι σε ύψωμα. Τοπων. των Πατσέων η Ράχη, η Ρέντα Ράχη.
ρεγάλια (τα): κρεατομεζεδάκια που πρόσφερε ο χασάπης στην παρέα του κρασιού από διάφορα
περισσεύματα του σφαχτού: γλυκάδια, ελιές, λαιμός κ.ά. Από το regalo (ιταλ.): δώρο. Φρ. Βάλε τα
ρεγάλια στο τηγάνι να πιούμε κάνα δραμάκι.
ρέγομαι: 1. Λιγουρεύομαι, ορέγομαι. 2. Ρεύομαι. Αόρ. ρέχτηκα.
ρεγουδέλα (η): το ξύλινο χέρι του τιμονιού της βάρκας, το δοιάκι. Συνών. λαγουδέρα (η).
ρεμπεούνι (το): ένα είδος τσιγκελιού με τρία ή τέσσερα άγκιστρα, με το οποίο βγάζουν από το
πηγάδι τον κουβά όταν πέφτει μέσα.
ρέστια (η): ιδιαίτερα ισχυρός νότιος άνεμος που φυσά κυρίως το χειμώνα και φέρνει έντονη
θαλασσοταραχή (φουρτούνα) στον Μεσσηνιακό κόλπο.
ρεύτης (ο): το κεραμίδι ή η λαμαρίνα που τοποθετούν στο τελείωμα της σκεπής, για να ρέουν τα
νερά μακριά από τους τοίχους. Φρ. Στόμωσαν οι ρεύτες από σαρίδια και πλημμάραμε.
ρέψα (η): αδυναμία. Φρ. Ρέψα έχουν τα χέρια σου τσαι σου ’πεσε η πιατέλα;
-255-

Ριγανάς (ο): προσωνύμιο του Αγίου Ιωάννου (24 Ιουνίου): Αϊ-Γιάννης ο Ριγανάς. Προήλθε από τη
συνήθεια μετά του Αϊ-Γιαννιού του Ριγανά να μαζεύουν τη ρίγανη.
ρίζα (η): 1. Το ελαιόδενδρο ή η συκιά. Φρ. Πόσες ρίζες έχεις; (πόσα λιόδενδρα ή συκιές) - Πόσο
ρίχνεις σε κάθε ρίζα; (για το λίπασμα). 2. Μέτρο επιφάνειας, 17-18 ρίζες ελιών ή συκιών
αντιστοιχούν σε ένα στρέμμα. Φρ. Έχω εκατό ρίζες τόπο.
ρίχνει σαμάρια (ιδιωμ.): βρέχει πολύ έντονα.
ρίχνω τ’ αγκίστρια (ιδιωμ.): βάζω αγκίστρια για τσίχλες σε κάποια θέση. Φρ. Τα ’ριξα στο Μύτακα.
Σήμερα το κυνήγι με αγκίστρια απαγορεύεται. Τα αγκίστρια δένονταν με μπιρσίμι (βλ.λ.) σε ένα
κοντό ξυλαράκι καρφωμένο στο χώμα. Βλ.λ. αγκιστρολόγος.
ροβολάω: κατηφορίζω. Ουσ. ροβόλα (η): η κατηφοριά, η κλίση. Επίθ. ρόβολος, -ο: το κατηφορικό,
το επικλινές μονοπάτι ή δρομάκι.
ρογί (το): το λαδορόι, το ειδικό σκεύος για το σερβίρισμα του λαδιού.
ρόιδι (το): το ρόδι, ο καρπός της ροδιάς.
ρόιδο (επίρ.): σκορποχώρι, διάλυση. Στη φρ. Τα έκαμες ρόιδο: τα διέλυσες όλα, τα σκόρπισες.
ρόκα (η): οικοτεχνικό εργαλείο για το γνέσιμο του μαλλιού. Πρμ. Την κότα σου, τη ρόκα σου τσ’
όξω από την πόρτα.
Ροφαήλης (ο): ο Ραφαήλ. Φρ. Ο γέρο-Ροφαήλης. Τοπων. Ροφαήλη η λαχίδα (του).

-Σ-
σα-: πρόθ. σε τοπ. επιρ. με δεικτικό χαρακτήρα, π.χ. 1. σαπέρα: εκεί πέρα. Στη φρ. άντε σαπέρα,
έχει την έννοια: άντε, φύγε από δω. 2. σακάτου: εκεί κάτω. 3. σαπάνου: εκεί πάνω. 4. σαχάμου: εκεί
χάμω. Και σε παρωνύμιο στις Μαντίνειες: ο Σαχάμ.
σαΐτα (η): 1. Εξάρτημα του αργαλειού για το πέρασμα του νήματος. 2. Είδος ερπετού που κινείται
γρήγορα και απότομα. Έχει την ικανότητα να τινάζει το σώμα του ψηλά, ιδίως στα αρμάκια.
σακοράφα (η): η μεγάλη γαμψή βελόνα για το ράψιμο των σάκων.
σακοτινάζω: ταρακουνάω κάποιον όπως το σακί.
σαλαγκιά (το): αλιευτικό εργαλείο αποτελούμενο από τρία ενωμένα αγκίστρια σε μορφή τρίαινας.
σαλεύω: κινούμαι χωρίς να αλλάζω θέση. Αόρ. σάλεψα. Φρ. Ίσα ίσα που σαλεύει - Δε σάλεψε.
σαλίβατο (το): είδος αναρριχώμενου, πλατύφυλλου βάτου χωρίς αγκάθια, που μοιάζει με κισσό.
σαλτάω: πηδάω, υπερπηδώ, τρέχω με πηδήματα. Φρ. Σάλτα να φέρεις λιγουλάκι νερό, σαν παιδί
που ’σαι. Ουσ. σάλτος (ο): το άλμα, το πήδημα.
σανός (ο): το άχυρο.
σαπουνόπετρα ή πέτρα(η): χημική ουσία για την παρασκευή σαπουνιού από ελαιόλαδο.
σαρίδι (το): το σκουπίδι. Υποκ. σαριδάκι. Φρ. Είναι γιοματάρι το κρασί και έχει σαριδάκια.
σαρώνω: σκουπίζω. Σε αγιογραφία του 18ου αιώνα στον Άγιο Σπυρίδωνα Μικρής Μαντίνειας
αναγράφεται: Κι όποιος σαρώνει την εκκλησία να τήνε βρέχη πρώτα. Ουσ. σάρωμα (το): η σκούπα
που φτιάχνεται από ψάθα, βούρλα, φάνα ή θρούμπα.
σάχνω: φτιάχνω, επισκευάζω, διορθώνω, ισιώνω. Αόρ. έσαξα. Στιγμ. μέλ. θα σάξω. Παρακ. έχω
σάξει. Προστ. σάχ’ το ή σάξε. Φρ. Σάξε το μαλλί σου, που είσαι σαν τον αγριοκόκορα.
-σβ-, -σγ-, -σδ-: φθόγγοι που στην ομιλία ακούγονται ως: -ζβ-, -ζγ-, -ζδ-.
σβάρνα (η): αγροτικό εργαλείο το οποίο ισοπεδώνει το χωράφι από τους βώλους. Ρ. σβαρνίζω:
ισοπεδώνω. Επίθ. ασβάρνιστος, -η, -ο.
σβήνω το χορήγι (ιδιωμ.): ρίχνω νερό στον ασβέστη για να σβήσει.
σβίγα (η): το εργαλείο με το οποίο φτιάχνουν μασούρια με το νήμα που βρίσκεται σε θηλιές στην
ανέμη, ώστε να πάει στον αργαλειό για υφάδι ή για στημόνι.
σβιλάδα (η): ριπή ανέμου, απότομο φύσημα.
σβουνιά (η): η κοπριά του βοδιού.
-256-

σβραγιά (η): η αυλακιά στο χώμα με την οποία το νερό οδηγείται μακριά από τον κήπο. Το μικρό
ανάχωμα για την καθοδήγηση των υδάτων.
σβώλος (ο): ο βώλος, μικρή ποσότητα μαλακού υλικού σε σφαιρικό σχήμα. Ουδ. σβωλί (το). Φρ.
Βάλε ένα σβωλί τυρί στη σαλάτα. Ρήμα σβωλιάζω: φτιάχνω σβώλους ή γίνομαι σα σβώλος. Φρ.
Σβώλιασε η ζύμη, θέλει κι άλλο νερό.
σγούβω: σκύβω. Αόρ. έσγουψα. Συχνή η προστ. σγούψε: σκύψε. Επίθ. σγουφτός, -ή, -ό: σκυφτός,
σγουμπός, -ή, -ό: καμπούρης. Ουσ. σγουβαίος (ο):
σγούρνα (η): γούρνα, λακκούβα με νερό. Τοπων. στη Μεγ. Μαντίνεια Σγούρνα (η). Φρ. Γινήκανε
σγούρνες τα λαχίδια (από την πολύ δυνατή βροχή).
σείομαι: κινούμαι, μετακινούμαι, αλλάζω θέση. Φρ. για να ξορκίσουν ένα κακό λόγο: Σείσου από
τη θέση σου.
σειρία (η): η σειρά, η θέση, η οικογένεια.
Σελιτσάνος, -α: κάτοικος του χωριού Σέλιτσα (σήμερα Βέργα). Επίθ. σελιτσάνικος, -η, -ο. Τοπων.
Σελιτσάνικα Καλύβια (τα).
σέμπρος (ο): ο συνεταίρος, αυτός που έχει μισακά τα χωράφια. Ουσ. σεμπριά (η): συμφωνία,
εταιρεία, συνεργασία. Επίθ. σεμπριακός, -ή, -ό: συνεταιρικός, μισακός. Ρ. σεμπρεύω: συμφωνώ,
συνεταιρίζομαι. Αντίθ. ξεσεμπρεύω: χαλάω τη σεμπριά, τελειώνω τη συνεργασία, (μτφ.) χαλάω το
συμπεθέρι. Φρ. Ξεσεμπρέψαμε (ξεσυμπεθερέψαμε).
σέσκουλο (το): πλατύφυλλο, μυρωδικό χορταρικό που το βάζουν στις πίτες αλλά τρώγεται και
βραστό με λάδι.
σέσουλα (η): παλιό μέτρο υπολογισμού οσπρίων, πίτουρου κλπ. Είχε ημικυλινδρικό σχήμα με
λαβή και υπήρχε σε διάφορα μεγέθη: οκάς, μισής οκάς κλπ.
σημαδούρα (η): σημάδι που επιπλέει στο νερό (φελλός ή κούφια κολοκύθα) και είναι δεμένο στην
άκρη του κοφινέλου ή του παραγαδιού, ώστε να το εντοπίζουν εύκολα στη θάλασσα.
σήτα (η): λεπτό κόσκινο για αλεύρι, η κρησάρα (βλ.λ.).
σίγκλος (ο): ο κουβάς, το μπουγέλο (βλ.λ.).
σιδεροκούταλο (το): 1. Το μεγάλο τρυπητό κουτάλι με το οποίο απομονώνουν την ψίχα (αφρό),
που μαζεύεται στην κορυφή του λαδιού στο ελαιοτριβείο. 2. Κουτάλα με την οποία σερβίρουν τη
μακαρονάδα.
σιδεροστιά (η): το τριγωνικό στήριγμα που βάζουν πάνω από την εστία. Πάνω στη σιδεροστιά
τοποθετούν το κακκάβι.
σιδώνω: νοτίζω, μαλακώνω. Φρ. Σιδώσαν τα μύγδαλα ή τα φιστίκια.
σιμαμίδι ή σιαμαμίδι (το): η μικροσκοπική λευκή σαύρα που ζει συνήθως μέσα στα σπίτια.
σινάζι (το): το ξύλινο στήριγμα της σκεπής.
σιργιάνι (το): το βάδισμα, το περπάτημα, η βόλτα. Σε τραγουδάκι: Το κέντισμα είναι γλέντισμα κι
η ρόκα είναι σιργιάνι τσαι ο καημένος αργαλειός είναι σκλαβιά μεγάλη. Ρ. σιργιανίζω: περπατώ,
βαδίζω. Φρ. Πάμε να σιργιανίσουμε στο περιβόλι.
σκαλούνι (το): το μικρό σκαλοπάτι.
σκαμπίλι (το): 1. είδος χαρτοπαίγνιου. 2. το εθιμικό χαστούκι που δίνουν στο γαμπρό όσοι τον
χαιρετάνε στο γάμο. Φρ. Έφαγε μπόλικα σκαμπίλια (ήρθε πολύς κόσμος στο γάμο).
σκαπετώ: πετάγομαι απότομα και τρέχω μακριά. Φρ. Βρε τον τσερατένιο, τήρα τόνε πού
σκαπέτησε!
σκαρίζω: αφήνω ελεύθερο το ζώο για να βοσκήσει. Φρ. Ήβγα κειχάμου να σκαρίσω τις γίδες.
σκαρμός (ο): μικρό ξύλο που σφηνώνεται στην κουπαστή της βάρκας. πάνω του στηρίζεται το
κουπί.
σκαφίδα (η): ξύλινη σκάφη για το ζύμωμα του ψωμιού. Φρ. Μη τρίβεις τη σκαφίδα (στο πλύσιμο),
γιατί βγάνει ατζίδες.
-257-

σκαφίδι (το): πέτρινη σκάφη σκαμμένη συνήθως σε σταθερό βράχο κοντά σε πηγή ή πηγάδι, στην
οποία πλένουν τα ρούχα ή ποτίζουν τα ζώα.
σκιάζαρο (το): 1. Το σκιάχτρο. 2. (μτφ.) ο άσχημος. Φρ. για κάποιον που αδυνάτισε πολύ: Σα
σκιάζαρο έγινε.
σκιάζω, -ομαι: τρομάζω, φοβίζω κάποιον, φοβάμαι (μέσ.). Συνήθως λέγεται όταν η τρομάρα
προέρχεται από ζώα ή από σκιές, όχι από άλλον άνθρωπο. Όταν πεταχτεί κάτι ξαφνικά, λένε
σκιάχτηκα.
σκίνο ή σχίνο (το): είδος θάμνου. Από εδώ το τοπων. Σχινέας (ο) στη Σάνταβα.
σκνίδα (τροπ. επίρ.): πολύ γεμάτος, παραγεμισμένος. Φρ. για τις ελιές: Φέτο είναι σκνίδα
(παραφορτωμένες). Πρβλ. την έκφραση σκνιά-σκνιά: πλήθος (Λήμνος).
σκολιάμπρι (το): ζιζάνιο του αγρού.
σκούζω: κραυγάζω, φωνάζω δυνατά. Ουσ. σκούξιμο (το): η κραυγή.
σκουλί (το): δέμα ακατέργαστου μαλλιού ή λινού που δεν το έχουν γνέσει ακόμα σε νήμα, άτυπο
μέτρο ποσότητας μαλλιού ή λινού. Φρ. Έκανα δυο σκουλιά λινάρι.
σκουντουφλάω: σκοντάφτω σε εμπόδιο. Φρ. Δεν το είδα το γουβί, τσαι σκουντούφλησα. Επίρ.
σκουντουφλώντα: παραπατώντας. Φρ. Από το πολύ πιοτό πάγαινε σκουντουφλώντα.
σκουράτζος (ο): 1. η καπνιστή ρέγκα. Φρ. όταν τρώνε φασολάδα: Να ’χαμε κι ένα σκουράτζο. 2. ο
δικηγόρος (σκωπτικά).
σκούρκος (ο): είδος μεγαλόσωμης σφήκας με κεντρί που προκαλεί οδυνηρό τσίμπημα. Σύνθ.
σκουρκοφωλιά (η): 1. Η φωλιά των σκούρκων. 2. Μτφ. επικίνδυνο μέρος, γειτονιά με
κουτσομπόληδες κατοίκους, σπίτι με κακούς ενοίκους κλπ. Φρ. Πήγες νύφη σ’ εκείνη τη
σκουρκοφωλιά; Σε λυπάμαι, κακομοίρα μου!
σκουτέλι (το): βαθύ, πήλινο πιατάκι. Μεγεθ. σκουτέλα (η): το μεγάλο σκουτέλι. Υποκ. σκουτελίτσα
(η): λεκανίτσα. Αίνιγμα: Μια σκουτελίτσα βούτυρο ούλο τον κόσμο αλείφει (ο ήλιος).
σκουτί (το): το ρούχο, πληθ. σκουτιά (τα). Φρ. Δο μου ’να σκουτί να ρίξω πάνω μου - Τίναξα το
σκουτί μου (για να ξορκίσουν κάποιο κακό ή ανεπιθύμητο συναπάντημα).
σκροπάω: σκορπίζω, διασκορπίζομαι, διαλύομαι. Φρ. Ήτανε καθόλου χάρβαλο τσαι σκρόπισε.
σκύλος (ο): το σκυλόψαρο.
σκώτι (το): το συκώτι. Φρ. μτφ. Μού ’πρηξε τα σκώτια: με κούρασε με τις επίμονες απαιτήσεις
του, με το πείσμα του.
σμίγω: ενώνω, φέρνω κοντά. Αόρ. έσμιξα. Σύνθ. ξανασμίγω: συναντιέμαι πάλι, ξαναφέρνω κοντά.
Φρ. Ξανασμίξαμε φέτος μετά από χρόνια.
σμυρτιά (η): η μυρτιά. σμούρτο (το): το μύρτο, ο καρπός τη σμυρτιάς.
σου! κάλεσμα σε ζώο να σταματήσει.
σούγελο (το): το λούκι, η μεταλλική υδρορροή.
σουγλί (το): το σουβλί, μικρό εργαλείο με το οποίο ανοίγουν τρύπες σε δέρματα κ.ά. Ρ. σουγλάω:
κεντίζω με το σουγλί ή με κάτι μυτερό. Φρ. Σούγλα το να ξεκινήσει (το ζώο). Επίθ. σουγλερός, -ή, -ό:
μυτερός, οξύς.
σουραύλι (το): μακρύ, στενό και κούφιο αντικείμενο. Φρ. Σα σουραύλι είναι το πανταλόνι σου.
σούρμα ή σουρμί (το): μικρό, κατηφορικό και απότομο μονοπάτι. Σύνθ. γιδοσουρμί (το): δρομάκι
που έχει δημιουργηθεί από το συχνό πέρασμα γιδιών. Φρ. Γιδοσουρμί άνοιξες! (σε κάποιον που
συχνοπερνάει από ένα μέρος).
σούρνω: 1. Σέρνω, σύρω. 2. Μαλώνω, παρατηρώ, επιπλήττω. Φρ. Θα του τα σούρω (θα τον
επιπλήξω). Μέσ. σούρνομαι: σέρνομαι, σύρομαι. Συχνή η μτχ. σούρνοντας και το επίρ. σούρνοντα.
Φρ. Πάει σούρνοντας (για κάποιον που έχει σωματική αδυναμία) - Κατέβηκα σούρνοντα (λόγω
σωματικής αδυναμίας ή λόγω απότομης κατηφοριάς). Σύνθ. ξεσούρνω (βλ.λ.).
σουρτοθηλιά (η): τρόπος δεσίματος του σκοινιού, τέτοιος ώστε όσο το τραβάς, τόσο να σφίγγει.
-258-

σουσαμένιος, -α, -ο: ο αποτελούμενος ή ο περιέχων σουσάμι. Π.χ. σουσαμένιο κουλούρι (το):
είδος πασχαλινού κουλουριού με επικάλυψη σουσαμιού. Είναι υπόξινο και τρώγεται με τυρί.
σουσουράδα (η): 1. είδος πτηνού. 2 Μτφ. η ζωηρή, η πονηρή γυναίκα. Φρ. Είναι τούτη μια
σουσουράδα!
σοφράς (ο): ξύλινο χαμηλό τραπέζι φαγητού, στρογγυλό, γύρω από το οποίο κάθονταν κατάχαμα.
σπάει το κεραμίδι (ιδιωμ.): έθιμο, κατά το οποίο ο γαμπρός σταυρώνει και σπάει ένα κεραμίδι στο
σπίτι της νύφης.
σπαράγγι (το): βρώσιμο αγριόχορτο.
σπαρδάκλι ή σπορδάκλι (το): 1. Το βατράχι. Μεγεθ. σπάρδακλας ή σπόρδακλας (ο): ο βάτραχος. 2.
(μτφ.) ο αεικίνητος άνθρωπος. Φρ. Πηδάει σα σπαρδάκλι - Τήρα τον το σπόρδακλα, πώς πλαλάει
(για το ζωηρό παιδί).
σπερνά (τα): τα κόλλυβα. Κατάρα: Να φάει τα σπερνά του!
σπήλιο (το): η σπηλιά, το σπήλαιο. Τοπων. στη Μαντίνεια: τα Καλογερικά Σπήλια, του Αντράκη τα
Σπήλια. Παροιμία: Είδες ήλιο; Πιάσε σπήλιο.
σπιθούρι (το): το σπυρί, το εξάνθημα του δέρματος. Υποκ. σπιθουράκι (το). Φρ. Κάτι τόνε πείραξε
τσαι γιόμισε σπιθουράκια.
σπινούρι ή σπεντζούρι ή σπιγγιούρι (το): το σπουργίτι, για την ακρίβεια ένα είδος λίγο διαφορετι-
κό από το κοινό σπουργίτι. Από εδώ το οικογ. όνομα Σπεντζούρης (παλαιότερο: Σπιγγιούρης).
σπορείο (το): η σπορά. Φρ. Βγήκα στο σπορείο (ξεκίνησα να σπέρνω).
σποριά (η): ένα τμήμα μεγάλου χωραφιού, το οποίο οργώνουν πρώτο ώστε το ζώο να μην
κουραστεί. Τα πολύ μεγάλα λαχίδια τα χωρίζουν σε σποριές, διότι τα ζώα δεν αντέχουν να τα
οργώσουν μονοκόμματα. Φρ. Το ’κοψα σε σποριές, για να το καματέψω καλύτερα.
σπορίζω: κάνω κόπρανα μαλακά, νερουλά, είμαι ευκοίλιος. Φρ. Κάτι έφαγε τσαι τη σπόρισε (π.χ.
τη γίδα).
στάκα (ρ. προστ.): στάσου. Φρ. σε παιδικό παιχνίδι: Στάκα Τζον!
σταλίζουν τα πρόβατα: μαζεύονται στον ίσκιο το ένα δίπλα στο άλλο, όταν ανεβαίνει ο ήλιος. Πρμ.
Άγια Βαρβάρα μίλησε, τσ’ ο Σάββας αποκρίθη, Άγιο Νικόλας έρχεται τα χιόνια φορτωμένος ή θα
βρέχει ή θα χιονίζει ή τα πρόβατα σταλίζει. Ουσ. στάλισμα (το).
στάμα (το): το σύνολο των τσαντίλων με χαμούρι που στοιβάζονταν κάθε φορά στο πιεστήριο. Φρ.
Μια πιεσά είναι ένα στάμα. - Δυο στάματα έχω και τελειώνω.
στανιό (το): ζόρι, καταναγκασμός. Φρ. Το ’καμα με το στανιό. Πρμ. Και το στανιό ψυχικό κάνει.
στατέρι (το): καντάρι, στατήρας.
σταυρός (ο): η σταυρόσχημη τσαπέλα.
σταυρώματα (τα): το σημείο που ο κορμός αρχίζει να διακλαδίζεται. Φρ. Φτάσανε οι
κουκουβάγιες στα σταυρώματα (για το ακαθάριστο λαχίδι) - Γέρασα πλια, μόνο μέχρι τα
σταυρώματα ανεβαίνω.
σταυρώνω: εμποδίζω κάποιον να συνεχίσει την πορεία του μπαίνοντας στο δρόμο του. Φρ. Άσε
με, μη με σταυρώνεις!
σταφινίτσα (η): η όρθια, πέτρινη πλάκα (τίκλα), η οποία περιβάλλει το αλώνι, ώστε να μη
βγαίνουν έξω τα άχυρα κατά το αλώνισμα.
στερνός, -ή, -ό: τελευταίος, έσχατος, πρόσφατος. Πρμ. Στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα. Ουσ.
στερνά (τα): τα τελευταία έτη της ζωής. Πρμ. Τα στερνά μαρτυρούν τα πρώτα. Φρ. Κακόπεσε στα
στερνά του, η δυχατέρα του δεν τόνε κοίταξε. Επίρ. χρον. στερνά: ύστερα, στο τέλος. Φρ. Ε πλιο,
στερνά το παραδέχτηκε (στο τέλος το παραδέχτηκε). Σύνθ. στερνοπούλι (το): το μικρότερο τέκνο.
στέρφα (η): γίδα ή προβατίνα που δεν γεννά. Αντίθ. γαλάρι (το). Επίθ. στέρφος, -α, -ο.
στεφάνι (το): η άκρη του απότομου ψηλού κρημνού.
στημόνι (το): το κεντρικό νήμα του αργαλειού, το οποίο είναι στο αντί.
-259-

στουμπώνω: συμπιέζω, παραγεμίζω το χώρο πιέζοντας και στριμώχνοντας το περιεχόμενο. Φρ.


Στούμπωξέ τα τσ’ άλλο, θα χωρέσουνε - Έτσι που το στουμπώνεις με φαΐ, θα το πινίξεις το μωρό.
Επίθ. στουμπηχτός, -ή, -ό: ο συμπιεσμένος. Φρ. Φασολάδα με κρομμύδι στουμπηχτό. Ουσ.
στούμπος (ο): ο κοντοστούπης.
στουπί (το): το λινάρι. Μάζευαν (ξερίζωναν) το λινάρι τον Ιούνιο, σχημάτιζαν δεμάτια και το έρι-
χναν στη θάλασσα να μαλακώσει. Μετά το άπλωναν να στεγνώσει και το χτυπούσαν με το μάγκανο.
Επίθ. στούπινος, -η, -ο: ο λινός, ύφασμα φτιαγμένο από λινάρι (στουπί). Στούπινα ήταν συνήθως τα
λιόπανα, τα λευκά τσουβάλια για το αλεύρι, τα στρωσίδια για το πάτωμα του σπιτιού, οι κουβέρτες,
οι κουβερτούρες. Ρ. στουπώνω: καλύπτω ένα άνοιγμα με στουπί. Φρ. Στούπωσε την ξεθυμάστρα,
γιατί τσαίει ο φούρνος.
στόφα (η): ξυλόσομπα, η οποία έχει φούρνο και μάτια για να ψήνουν ή να βράζουν φαγητό.
στράβηνα (ρ. αόρ.): στράβωσα, αόρ. του ρ. στραβώνω. Φρ. Στράβηνε η πρόκα τσαι δε βγαίνει -
Μη κρεμιέσαι από τη σωλήνα, θα τη στραβήνεις.
στραβογκούζελος, -η, -ο: στρεβλός, τεθλασμένος, με ακανόνιστο σχήμα. Φρ. Τήρα τα ποδάρια της,
τι στραβογκούζελα που είναι.
στραβοκατινιάζω, -ομαι: στρεβλώνω, παραμορφώνω κάποιο μέλος του σώματος. Φρ. στραβοκατι-
νιάστηκε, δηλ. παραμορφώθηκε.
στρήνια (η): η γκρίνια, που συνοδεύεται με φωνή και κλάμα. Ρ. στρηνιάζω: γκρινιάζω. Ουσ. στρη-
νιάρης, -α: ο γκρινιάρης. Μεγεθ. στρηνιάουλας (ο): ο υπερβολικά γκρινιάρης. Επίθ. στρηνιάρικος, -η
-ο, π.χ. το στρηνιάρικο μωρό.
στρίμμα (το): αλαγή πορείας, στρίψιμο. Φρ. Ο αέρας έχει στρίμματα (αλλάζει κατεύθυνση, δεν
έχει σταθερή φορά).
στρούμπος (ο): η επίπεδη πλαϊνή πλευρά στο κότσι και ο αντίστοιχος ρόλος στο σχετικό παιδικό
παιχνίδι.
στρώση του φούρνου (η): η επιφάνεια του φούρνου που αποτελείται από ασπρόχωμα/πυρόχωμα
στσάζομαι: σκιάζομαι, φοβάμαι.
στύβω: στερεύω. Φρ. Έστυψε η βρύση (στέρεψε) - Έχει στύψει (έχει στερέψει π.χ. η πηγή).
στυλώνω: στηρίζω. Φρ. Στυλώνει τ’ αρμάκια (για τον τεμπέλη).
συγγενήδες (οι): το σόι, οι συγγενείς. Φρ. Είν’ ούλοι συγγενήδες, πλιά.
σύγκλινο (το): το καπνιστό, παστό χοιρινό κρέας.
σύγνεφο (το): το σύννεφο. Ρ. συγνεφιάζω: συννεφιάζω.
σύγυρα (τα): ο γύρω τόπος, ο χώρος γύρω από το σπίτι, γύρω από την αυλή. Φρ. Σαρώνω τα
σύγυρα: σκουπίζω γύρω από το σπίτι.
συγυρίζω: διαρρυθμίζω, τακτοποιώ, βάζω στη θέση τους. Φρ. Έχω να συγυρίζω τα ζα.
συδαυλίζω: ανακατεύω τη φωτιά για να δυναμώσει, να μη σβήσει. Φρ. Συδαύλισε τη φωτία. Ουσ.
συδαύλιστρο (το): σιδερένιο εργαλείο με ξύλινη λαβή για το ανακάτεμα της φωτιάς.
συκοκάλαμο (το): το καλάμι με το οποίο τινάζουν τα σύκα. Είναι διχαλωτό για να τα κόβει χωρίς
να τα τραυματίζει.
συμπεθέρι (το): το εξ αγχιστείας συγγενολόι. Ουσ. συμπέθερος, -α. Ρ. συμπεθερεύω: συγγενεύω
εξ αγχιστείας.
σύσταση (η): η ταχυδρομική διεύθυνση. Φρ. Δο μου τη σύστασή σου, να σου γράψω.
συχαριάζω: συγχαίρω. Φρ. Ψες βράδυ τα ξεφανερώσανε, να τον συχαριάσεις.
συχώριο (το): το γεύμα που δίνεται στα σαράντα του πεθαμένου προς τους συγγενείς του για να
τον συχωρέσουν.
σφέλλα (η): 1. Η φέτα ψωμιού, τυριού κλπ. Συνών. φελί. 2. Τύπος άσπρου, σκληρού τυριού.
σφίγγω: γίνομαι σκληρός. Φρ. Σφίξανε τα χώματα - Πρέπει να κάνω (οργώσω) τις κοκκινογειές
πρώτα, γιατί σφίγγουνε.
σφολίκι ή σφολίτσι (το): μυρωδικό χορτάρι. Το βάζουν στις πίτες: χορτόπιτες, σπανακόπιτες.
-260-

σφουγγίζω, -ομαι: σκουπίζω τα νερά με πετσέτα ή σφουγγαρίστρα. Μέσ. σκουπίζομαι με την


πετσέτα μετά το πλύσιμο. Φρ. Σφουγγίσου, τσαι γιόμισες τον τόπο νερά. Πρμ. Άνιφτος, κακάνιφτος,
κακά μουντζουρωμένος, με την πανιάρα νίβεται, με τα σκ... σφουγγίζεται.
σφραγίδι (το): η ξύλινη σφραγίδα για το σφράγισμα της λειτουργιάς (βλ.λ.).
σφύριγκλας (ο): πτηνό του οποίου το κελάδημα μοιάζει με σφύριγμα.
σφυριδόνι (το) ή [ελαιο]σφυρίδα(η): ψάθινη, ανθεκτική, στρογγυλή κατασκευή, διαμέτρου 60-70
εκ. με τρύπα στη μέση, που χρησιμοποιούσαν πολύ παλιά στα ελαιοτριβεία. Αντικαταστάθηκε από
την τσαντίλα (βλ.λ.). Ο γεμιστής σφυρίδων με μια καραβάνα (βλ.λ) έβαζε χαμούρι (βλ.λ.) στις σφυρί-
δες και τις στοίβαζε στο ελαιοπιεστήριο. Το σύνολο των σφυρίδων στο πιεστήριο αποτελούσε ένα
στάμα (βλ.λ). Ο κενωτής σφυρίδων έβγαζε τις σφυρίδες από το στάμα και άδειαζε τα υπολείμματα
(λιοκόκκι ή πυρήνα).
σώνομαι: σώζομαι, γλιτώνω. Φρ. Αυτόνα πήρες για εργάτη; Σώθηκες! Θα στυλώνει τ’ αρμάκια
ούλη μέρα! (ειρωνεία).
σώνω: 1. Φτάνω κάτι που βρίσκεται σε δυσπρόσιτο σημείο. Φρ. -Το σώνεις; -Όχι, δεν το σώνω (για
κάτι που είναι ψηλά ή μακριά). 2. Προφθαίνω, προλαβαίνω (χρον.). Φρ. Δεν τον έσωσα, ήμουν
αγέννητος. Σε κατάρα: Πού να μη σώσεις! (να μη προλάβεις να κάνεις ή να δεις κάτι). Συν. προκάνω.
3. Φθάνω, είμαι αρκετός. Φρ. Δε θα μας σώσει το γάλα για τις χυλοπίτες. Στο γ΄ πρ. ως ποσοτ. επίρ.
σώνει: αρκετά. Φρ. Μη βάνεις άλλο λάδι, σώνει! Πρμ. Κορώνη, Μεθώνη, σώνει! (για το λάδι, να μη
το σπαταλάς). Συν. πορεύω.
σωριάζω: συγκεντρώνω σε σωρό ποσότητα ξύλων, χόρτων, αλωνισμένου καρπού κλπ. Μέσ.
σωριάζομαι: πέφτω απότομα στο έδαφος χωρίς να προλάβω να συγκρατηθώ από κάπου.
Σωτήρος (της): του Σωτήρος (6 Αυγούστου). Φρ. Της Σωτήρος δεν κάνει να κολυμπάς.

-Τ-
τάβλα (η): η μικρή, ελλειψοειδής, ξύλινη τάβλα, στην οποία στήριζαν τη βελόνα του
μπρουλιάσματος των σύκων.
ταγή (η): η διατροφή, η θρέψη του ζώου. Πρμ. Αν πάει από την ταγή, ας πάει στην οργή.
ταΐζω: 1. δίνω τροφή σε ζώο, άνθρωπο. 2. προσθέτω υλικό σε μια εργασία που εξελίσσεται, π.χ.
ταΐζω τ’ αλώνι: ρίχνω στο αλώνι νέα δεμάτια καρπού καθώς προχωράει το αλώνισμα - ταΐζω τη
φωτιά - ταΐζω το φούρνο - ταΐζω το καμίνι: προσθέτω ξύλα.
ταμάμ (επίρ.): ίσα-ίσα, ακριβώς.
τανιάλα (η): η τανάλια (εργαλείο).
τάνωσα (ρ. αόρ.): τέντωσα. Του ασυνήθιστου ρ. τανώνω. Φρ. Τάνωσε την αρίδα σου. Μτχ.
τανωμένος, -η, -ο: τεντωμένος. Μάλλον από το αρχ. τανύω.
τάρα (η): το απόβαρο.
τάραμα (το): ο ετοιμόρροπος άνθρωπος, αυτός ο οποίος μοιάζει έτοιμος να καταρρεύσει, που έχει
όψη ταλαιπωρημένου και αδύναμου ανθρώπου.
τάχαμου: δήθεν, τάχατες. Επαναλαμβανόμενο δίνει έμφαση. Φρ. τάχαμου-τάχαμου ότι δε σ’
αρέσει (κάνεις πως δεν σ’ αρέσει, κάνεις τον δύσκολο).
ταχιά (χρον. επίρ.): αύριο. Φρ. Καλά ταχιά! [βραδινός αποχαιρετισμός].
τεζάκι (το): ο πάγκος του καφετζή στο καφενείο με τα ποτήρια, φλυτζάνια, μπουκάλια κλπ.
τεμπεσίρι (το): η κιμωλία με την οποία σημείωναν τα βερεσέδια στα μαγαζιά πάνω σε κάποιον
πίνακα, στο κρασοβάρελο ή στο πίσω μέρος της πόρτας.
τέμπλα (η): το μακρύ, ξύλινο ραβδί, συνήθως από κυπαρισσόξυλο, με το οποίο ραβδίζουν τα
ψηλά κλαδιά της ελιάς. Επίθ. τεμπλωτός, -ή, -ό: εκείνος που χρειάζεται τέμπλα. Π.χ. το τεμπλωτό
λιόπανο. Επίρ. τεμπλωτά: με τη βοήθεια της τέμπλας.
-261-

τηράω ή τηράζω: κοιτάζω προσεκτικά, παρατηρώ. Αόρ. τήραξα. Φρ. Τήρα τον (πρόσεξέ τον,
παρατήρησέ τον) - Τήρα να ιδείς! (απειλητικά) - Τήρα το να ιδείς! (φρ. αγανάκτησης, όταν
εμφανίζεται κάποιο πρόβλημα: κοίτα να δεις πώς έμπλεξα). Σύνθ. αγριοτηράζω: αγριοκοιτάζω.
τίκλα (η): η πέτρινη πλάκα, η βραχώδης περιοχή. Τοπων. Τίκλα (η), Τίκλες οι).
τίλογου (ερωτημ. σύνδ.): πώς, με τι τρόπο. Φρ. Τήρα, τίλογου κάθεται;
τινάζω τα σύκα (ιδιωμ.): ρίχνω τα σύκα από το δένδρο με τη βοήθεια του συκοκάλαμου. Ουσ.
τίναγμα (το): το ρίξιμο των σύκων.
τουλούμι (το): ασκός φτιαγμένος από δέρμα αιγοπροβάτων, στον οποίο αποθηκεύουν τυρί ή,
παλιότερα, μετέφεραν μούστο και κρασί. Τα τουλούμια μεταφοράς κρασιού ήταν μεγαλύτερα και
είχαν βαλβίδες φτιαγμένες από καλάμι ώστε να ξεθυμαίνει ο μούστος. Ρ. τουλουμιάζω: βάζω στο
τουλούμι. Επίθ. τουλουμίσιος, -α, -ο: ο φυλασσόμενος στο τουλούμι, π.χ. το τουλουμίσιο τυρί. Σύνθ.
τουλουμοτύρι (το).
τουλούπες (οι): λαναρισμένο μαλλί τυλιγμένο σε σχήμα φραντζόλας, για να το βάλουν στη ρόκα
και να το γνέσουν.
τουμπάω: χτυπάω με το κούτελο. Φρ. Φυσάει το βόιδι, θα σε τουμπήσει. Συνών. κουτουλάω.
τουράτσο (το), το πεζούλι.
τουρκοπούλα (η): είδος μικροσκοπικού πτηνού.
τραγάνα (η): κοράλλι της θάλασσας, το οποίο σκαλώνει στα δίχτυα και τα σκίζει. Φρ. Το δίχτυ
έπιασε τραγάνα (μπλέχτηκε σε κοράλλια).
τράγιος, -α, -ο: τραγίσιος, σχετικός με τράγο. Φρ. υβριστική: Τα τσέρατά σου τα τράγια!
τραγουδάνε τα προικιά (ιδιωμ.): τα τακτοποιούν οι φίλες και οι συγγενείς της νύφης την Πέμπτη
πριν από το γάμο και ταυτόχρονα αφήνουν χρήματα για τα καλορίζικα.
τρακάδα (η): ο γιούκος, σωρός καθαρών ρούχων που είναι σκεπασμένα με ένα σεντόνι για να μη
λερώνονται. Συνήθως τα κλινοσκεπάσματα και οι κουβέρτες. Επίρ. τρακάδα: σε σωρό. Φρ. Βάλ’ τα
τρακάδα.
τραχηλιά (η): η παιδική πετσέτα που τη δένουν γύρω από τον τράχηλο.
τρελοκαμπέρω (η): η αλλοπρόσαλλη γυναίκα, η οποία μιλά και ενεργεί παράλογα. Συνών.
ζουρλοκαμπέρω (η).
τρίβολο (το): τριπλό όργωμα. Φρ. Οι συκιές θέλουν τρίβολο. Ρ. τριβολίζω: οργώνω τρεις φορές
ένα χωράφι.
τρίβω τον τραχανά (ιδιωμ.): τον περνάω από το κόσκινο. Φρ. Άφ’ τονε να σκληρύνει τσαι μετά
τόνε τρίβεις (τον τραχανά).
τριγκανό (το): το στέρνο στο στήθος. Φρ. εγιατρεψα τον καμπουλελο μπαλοτηα στο τριγανόν.1
τριγκώνια (τα): τα πλευρά, στο σημείο που σχηματίζουν τριγωνική απόληξη κάτω από το στήθος.
Φρ. Με πονάν τα τριγκώνια μου.
τρίκω (η): παμπόνηρη, πανέξυπνη γυναίκα. Φρ. Είν’ αυτή μια τρίκω, τίποτα δεν της ξεφεύγει.
τριχιά (η): σχοινί, τυλιγμένο σε πλεξούδα, που κρέμεται στο σαμάρι του ζώου για κάθε αγροτική
χρήση. Φρ. Για τη ζαλιά να πλέξεις κόζινο σχοινί, γιατί η τριχιά θα σου γδάρει την πλάτη.
τρογκάνι ή τροκάνι (το): μεγάλο κουδούνι πρόβατου. Ρ. τρο(γ)κανίζω: κουδουνίζω.
τρόμπα (η): αντλία. Επίρ. τροπ. τρόμπα: όπως η τρόμπα. Φρ. Ρίχνει το νερό τρόμπα (βρέχει πολύ).
τρούπα (η): η τρύπα. Ρ. τρουπώνω: τρυπώνω, χώνομαι σε τρύπα, κρύβομαι σε κρυψώνα. Αόρ.
τρούπωσα. Φρ. Τρούπωσε σε νια φρυγανιά κι άιντε να τόνε βρεις! Αντίθ. ξετρουπώνω: ξετρυπώνω,
βγάζω από την τρύπα, (μτφ.) ανακαλύπτω. Φρ. Πού το ξετρούπωσες;

1
Χειρόγραφο του ιατρού Παπαδάκη από τη Λάγια (18ος αιώνας), φ. 28, περ. Μάνη: χθες, σήμερα, αύριο,
τ. 22 (Μάιος-Ιούνιος 2005), σ. 30.
-262-

τρόχαλο (το): η μικρή πέτρα. Τρόχαλα χρησιμοποιούν στην τοιχοποιία ως γεμίδια. Φρ. Το λαχίδι
είναι ούλο τρόχαλα. Συνών. ζόμπολο (το). Ο μεγεθ. τύπος σε τοπων. Τροχάλα (η). Σύνθ. ξεροτρόχαλο
(το): η ξερολιθιά, τοιχίο χωρίς λάσπη.
τρώει ο φούρνος (ιδιωμ.): καίει ξύλα. Φρ. Τρώει πολύ ο φούρνος σου (καίει πολλά ξύλα).
τρώει τα χέρια (ιδιωμ.): ερεθίζει. Φρ. Μη κόβεις φλόμους, θα σου φάνε τα χέρια!
-τσ-: ιδιωμ. φθόγγος αντί για -κ- ανάμεσα σε φωνήεντα ή στην αρχή λέξεων. Π.χ. τσοιμάμαι, τσαί,
τσείνος, κότσινος, σπηλιαράτσι, Παναγιωτάτσης, παιδάτσι κλπ.
τσάγγρα (η): το μονόκαννο κυνηγετικό όπλο.
τσαί (σύνδ.): και. Προ φωνήεντος γίνεται τσ’, π.χ. τσ’ εγώ.
τσαίω: καίω (βλ.λ.).
τσάκα πέντε! (επιφ.): χαιρετισμός κάποιων που συναντιούνται στο δρόμο με ταυτόχρονο χτύπημα
στις παλάμες. Φρ. Τσάκα πέντε ρε Πότη, τι χαμπάρια;
τσακανάω: χτυπάω τα δόντια μου. Φρ. Τσακανάνε τα δόντια μου από το κρύο.
τσακιστή ελιά (η): βρώσιμη ελιά την οποία έχουν τσακίσει, δηλ. κοπανίσει με κάποια πέτρα, ώστε
να ξεπικρίσει πιο εύκολα. Τσακιστές φτιάχνονται οι μάτσες και οι χοντρολιές.
τσακώνω: πιάνω εξ απήνης, αιφνιδιάζω. Φρ. Σε τσάκωσα, κατεργάρη!
τσάμπα (η): κλαράκι γεμάτο με ελιές σαν τσαμπί σταφυλιού. Υποκ. τσαμπούδι (το). Συνών.
φουντάδα (η).
τσαντίλα (η): 1. Αραιοϋφασμένο πανί, διαπερατό από το νερό, στο οποίο βάζουν τυρί ή μυζήθρα
να στραγγίξει. 2. Τσόχινη, ανθεκτική τσάντα. Στις τσαντίλες έβαζαν το χαμούρι (βλ.λ.) και τις στοίβα-
ζαν στο ελαιοπιεστήριο. Το σύνολο των τσαντίλων στο πιεστήριο αποτελούσε ένα στάμα (βλ.λ).
τσαπαρί (το): τρόπος αλιείας με πετονιά που έχει ψεύτικα δολώματα (π.χ. φτερά) αντί για
αληθινά. Φρ. Πήγα για τσαπαρί τσ’ έβγαλα καμιά δεκαριά κολιούς.
τσατμάς (ο): η λάσπη με την οποία σοβατίζουν τις μισάντρες των σπιτιών.
τσαχάλα (η): ο θόρυβος, το ανακάτωμα που δημιουργεί φασαρία. Ρ. τσαχαλεύω: ανακατώνω
κάνοντας θόρυβο.
τσει (τοπ. επίρ.): κει, εκεί. Σύνθ. τσείθε: κείθε, προς τα εκεί, τσειχάμου: εκεί χάμω, παρατσεί:
παρακεί, παρατσείθε: παρακείθε, πιο κει.
τσείνος, -η, -ο: κείνος, εκείνος.
τσέλιγκας (ο): ο βοσκός κατσικιών (όχι προβάτων).
τσεραία (η): η κεραία. Φρ. Λουκούμι με τσεραία, δηλ. με καρφωμένη οδοντογλυφίδα.
τσέρατο (το): το κέρατο. Φρ. υβριστική: Τα τσέρατά σου τα τράγια. Ουσ. τσερατάς (ο): πονηρός,
καταφερτζής. Φρ. Α, βρε τσερατά, μου την έφερες! Επίθ. τσερατένιος, -ια, -ιο: πονηρός,
καταφερτζής, ικανός. Φρ. Βρε το τσερατένιο (το παιδί), τήρα το πού σκαπέτησε!
τσερβέλο (το): το κρανίο, το μυαλό. Φρ. ιδιωμ. Δεν το χωράει το τσερβέλο μου: Είναι απίστευτο.
τσεφαλή (η), ή τσεφάλι (το): το κεφάλι, το μυαλό, ο νους. Φρ. Μπα, π’ ανάθεμα το τσεφάλι σου!
(σε κάποιον που κάνει ανοησίες). Πρμ. Ο λύκος τσ’ αν εγέρασε τσ’ άσπρισε το μαλλί του, μηδέ τη
γνώση άλλαξε μηδέ την τσεφαλή του.
-τσης, -τσι: υποκ. κατάληξη.
τσιβί (το): μικροσκοπικό άγκιστρο με το οποίο σφαλίζουν, μανταλώνουν, ένα ξύλινο ντουλάπι, ένα
παράθυρο κλπ. Υποκ. τσιβάκι (το).
τσιγαρίζω: μαγειρεύω, αφού κάψω με λίγο λάδι το φαΐ. Ουσ. τσιγάρισμα (το). Επίθ. τσιγαρτός ή
τσιγαριστός, -ή, -ό, π.χ. τσιγαρτές πατάτες (κοκκινιστές, βραστές με κόκκινη σάλτσα). Σύνθ. Τσιγαρο-
λάχανο (το): κάθε ποικιλία βρώσιμου αγριόχορτου που μαγειρεύεται τσιγαριστό ως μυρωδικό μαζί
με άλλα χόρτα. Φρ. Τούτα κάνουν για τσιγαρολάχανα (είναι κατάλληλα χόρτα για τσιγάρισμα).
τσιγκέλι (το): διπλό μεταλλικό άγκιστρο στο οποίο κρεμούν τα σφαχτά. Φρ. Θα σε κρεμάσω απ’ το
τσιγκέλι (απειλή). Επίθ. τσιγκελωτός, -ή, -ό: ο έχων σχήμα τσιγκελιού, π.χ. τσιγκελωτό μουστάκι.
-263-

τσιγκλάω, -ώ: ενοχλώ, πειράζω με χειρονομίες (όχι με λόγια). Φρ. σε κάποιον που προσπαθεί να
τσιμπήσει, να γαργαλήσει ή να ακουμπήσει πειραχτικά: Μη με τσιγκλάς! Ουσ. τσίγκλημα (το).
τσικλαρίδης (ο): αυτός που έχει τεντωμένες αρίδες.
τσικούρι (το): ο πέλεκυς, το τσεκούρι. Σύνθ. τσικουροστείλιαρο (το): το στειλιάρι του τσεκουριού.
τσιλαηδάω: κελαηδώ. Σε δίστιχο: Πουλάτσ’ είναι τσ’ ας τσιλαηδεί, πουλάτσ’ είναι τσ’ ας λέει.
τσιμπερέκι (το): η πετούγια της παλιότερης εποχής με το βαρδαλάμι (πεταλούδα).
τσουγκράνα (η): γεωργικό εργαλείο. Στειλιάρι με μεταλλικά δόντια για την απομάκρυνση φύλλων
και μικρών κλαριών από το χώμα. Βλ.λ. γράβαλο.
τσούζω: ρίχνω καυτό νερό στο σφαχτό για να καεί το τρίχωμα και η επιδερμίδα, ώστε να ψηθεί
άγδαρτο. Τσούζουν τη γουρ’νοπούλα. Ουσ. τσούξιμο (το): ζεμάτισμα με καυτό νερό. Επίθ. τσουχτός,
-ή, -ό: ζεματιστός. Φρ. Γδαρτό ή τσουχτό; (με γδάρσιμο ή με ζεμάτισμα θα ετοιμαστεί το σφάγιο).
τσουλοπατώ ή τσιλοπατώ: τσαλαπατάω, ζουπάω. Φρ. Μπήκε το βόιδι τσαι τα τσουλοπάτησε.
τσουλώνω τ’ αυτί μου: 1. Μαζεύω τ’ αυτιά μου προς τα πίσω. Φρ. για τα αυτιά των ζώων, όταν
αγριευτούν: Τήρα πώς τσουλώνει τ’ αυτία του. 2. Στήνω αυτί για να ακούσω καλύτερα.
τσούπρα (η): 1. Το κορίτσι. 2. Η γίδα.
τσουρέκι του γάμου (το): τσουρέκι με κουφέτα και γαρύφαλλα που ετοιμάζεται ειδικά για το
γάμο. Όταν ο ιερεύς ψάλει «γεμίσατε τας υδρίας έως άνω», γεμίζουν ένα ποτήρι κρασί και πάνω
του βάζουν ένα κομμάτι από το τσουρέκι σε σχήμα σταυρού. Ο ιερεύς το βρέχει με κρασί και το
δίνει στη νύφη και στο γαμπρό. Έπειτα, η μάνα του γαμπρού το βάζει πάνω στο κεφάλι της σε μιαν
άσπρη πετσέτα και το κόβει σε δυο κομμάτια. Κρατάει το ένα και δίνει το άλλο στο σπίτι της νύφης.
τσοχός ή τζοχός (ο): βρώσιμο αγριόχορτο.
τσυρίτσης (ο): ο αδελφός.
τυλιγάδι (το): ξύλινο εργαλείο σχήματος -Ζ- στο οποίο τύλιγαν το νήμα, έτσι ώστε να κάνει
ομοιόμορφες θηλιές, για να ταιριάζουν στην ανέμη.

-Υ-
υποκόντριος, -α, -ο: ο υποχόνδριος, ο ιδιότροπος, ο πεισματάρης.
υφάδι (το): νήμα του αργαλειού που υφαίνει με τις σαΐτες.

-Φ-
φαγουλάρα (η): γενική ονομασία για κάθε είδος συκιάς που κάνει βρώσιμα σύκα αλλά ακατάλλη-
λα για ξήρανση. Φαγουλάρες είναι οι ασπροσυκιές, αβγοσυκιές, μαυροσυκιές κ.ά. Αντίθ. ασκα-
δοσ’κιά (η). Ουσ. φαγουλάρικο (το): βρώσιμο σύκο, ο καρπός της φαγουλάρας. Αντίθ. ασκάδι (το).
φαλάρω: αστοχώ, αποτυγχάνω. Φρ. Τούτος δε φαλάρει ποτέ (ποτέ δεν αστοχεί).
φαμέγιος (ο): ο άσημης καταγωγής, ο προσκολλημένος σε κάποια μεγάλη φαμελιά.
φάνα ή αφάνα (η): πολυετής αγκαθωτός ξηροφυτικός θάμνος που χρησιμοποιείται κυρίως για
προσάναμμα ή ως φράχτης για τις κότες. Σύνθ. κατσόφανα (η).
φανάρι (το): μεταλλικό ή ξύλινο ντουλάπι αποθήκευσης τροφίμων με σήτες εξαερισμού, το οποίο
κρεμούν σε σκιερό σημείο και ψηλά ώστε να μη το φτάνουν τα ποντίκια και οι γάτες.
Φάντης (ο): ο βαλές (το τραπουλόχαρτο). Φρ. τη Μεγ. Παρασκευή: Σήμερα κρεμάμε το Φάντη.
φάσα (η): μεγαλόσωμο πτηνό που μοιάζει με περιστέρι.
φασκελώνω: μουντζώνω, υβριστική χειρονομία. Σύνθ. φασκελοκουκούλωστα: παράτα τα όπως
είναι, διότι έτσι που κατάντησαν δεν διορθώνονται.
φέγα (ρ. προστ.): φύγε. Φρ. Φέγα από δω! - Φέγα σαπέρα!
φελί (το): η φέτα ψωμιού ή τυριού. Συνών. σφέλλα (βλ.λ.).
φελλά (τα): οι φελλοί, ιδιωμ. πληθ. της λέξης φελλός (ο).
-264-

φελώ: ωφελώ. Σύνηθες στο β΄και γ΄ πρόσωπο: φελάς, φελάει – φελάτε, φελάνε. Φρ. Άχρηστος
είσαι, δεν φελάς πουθενά! Πρμ. Όταν δεν έχεις ριζικό, η γνώση δε φελάει.
φέτο (χρον. επίρ.): εφέτος.
φιρί-φιρί: επιφ. που επισημαίνει πρόκληση, επιδίωξη. Φρ. Φιρί-φιρί το πας να τις αρπάξεις.
φλισκούνι (το): θεραπευτικό βότανο. Το ζουμί του θεωρείται φάρμακο για τον στομαχόπονο.
φλόμος (ο): ποώδες φυτό που εκκρίνει γαλακτώδες ερεθιστικό υγρό. Φρ. Μη κόβεις φλόμους, θα
σου φάνε τα χέρια! Σύνθ. φλομοτρύγονο (το): είδος τρυγονιού που εμφανίζεται τον Αύγουστο και
τρώει τους ανθισμένους φλόμους.
φόρτωμα (το): η ποσότητα του φορτίου που μεταφέρει το ζώο, π.χ. ένα φόρτωμα σύκα είναι δυο
πούργια, δηλαδή περίπου πενήντα οκάδες σύκα συνολικά. Συνών. γουμάρι (το).
φούγα (η): η μεγάλη πίεση στο μάζεμα των σύκων που συνέβαινε στα μέσα Αυγούστου, όταν όλες
σχεδόν οι συκιές θέλανε τίναγμα.
φουγγαρία (η): έντονη φωτιά, με πολλές φλόγες. Φρ. Άναψε φουγγαρία για να κάμεις θράκα - Τ’
Αϊ-Γιαννιού ανάψαμε φουγγαρία. Αντίθ. αφουγγία (η).
φουντάδα (η): κλαράκι γεμάτο με ελιές. Συνών. τσάμπα (η), τσαμπούδι (το).
φούρκα (η): κρεμάλα, αγχόνη. Ρ. φουρκίζομαι:
1. απαγχονίζομαι, κρεμιέμαι. Φρ. Ελωλάθη τσε
φουρκίστηκε. – Το λώλαναν οι ζόλοι το ζώο τσε
φουρκίστηκε. 2 (μτφ.) εκνευρίζομαι. Μτχ. φουρ-
κισμένος, -η, -ο: εκνευρισμένος.
φουρκάδα (η): μακρύ ξύλο που καταλήγει σε
διχάλα σχήματος -Υ-, το οποίο σφηνώνουν σε
μία από τις τρύπες της κουπαστής της βάρκας
για να κρεμούν και να μεταφέρουν τα κοφινέλα
ή να στηρίζουν το διπλωμένο πανί.
φουρκέτα (η): ραβδί μεταλλικό ή ξύλινο, με το Η κωπήλατη γαΐτα Τηλέμαχου Δικαιάκου, 1950.
οποίο στερεώνουν τη ζεύλα (βλ.λ.) στο ζυγό. Στο πλάι, στις φουρκάδες, στηρίζεται το πανί.
φουσκί (το): η κοπριά των ζώων που χρησιμοποιείται ως λίπασμα. Ρ. (ενεργ.) φουσκίζω: λιπαίνω,
(μέσ.) φουσκίζομαι: κοπρίζομαι, λιπαίνομαι. Παλιά έδεναν δυο πρόβατα κάθε μέρα σ’ ένα δέντρο
για να φουσκίζεται.φουστέρα (η): η σαύρα. Σύνθ. κιτρινοφούστερας (ο): μεγάλη κίτρινη φουστέρα.
φράπα (η): ποικιλία λεμονιάς και ο καρπός της. Οι φράπες έχουν χοντρή φλούδα, η οποία γίνεται
γλυκό κομπόστα: γλυκό φράπα.
φρατζάτο (το): το πρόχειρο υπόστεγο που έστηναν δίπλα στο συκόσπιτο. Χρησίμευε ως μαγεριό,
καθιστικό και υπνωτήριο.
φρύγανο (το): το πουρνάρι, ο θάμνος. Επίσης, φρυγανιά (η): θαμνώδης περιοχή. Φρ. Τρούπωσε
σε νια φρυγανιά τσαι χάε να το βρεις! (κρύφτηκε μέσα σε ένα θάμνο). Συνών. περνάρι (βλ.λ.).
φτερά (τα): προεξοχές, πτερύγια, στο αλετροπόδι (βλ.λ.).
φτερωτή (η): κατασκευή με πτερύγια που υπήρχε στα λιθάρια του λιτριβειού, η οποία ανακάτευε
το χαμούρι (βλ.λ.) για να μην κολλάει στα τοιχώματα όπου το έσπρωχναν τα λιθάρια.
φτου ή αυτού ή ευτού (τοπ. επίρ.): εκεί, σ’ αυτή τη θέση. Φρ. Φύγ’ από φτου!
φτουπέρα (τοπ. επίρ.): εκεί πέρα. Φρ. Φτουπέρα τ’ άφησα, για τήρα καλύτερα.
φτουχάμου (τοπ. επίρ.): εκεί κάτω. Φρ. Φτουχάμου είναι, δεν το γλέπεις;
φυκιάδα (η): η περιοχή του θαλάσσιου βυθού που είναι καλυμμένη με πυκνά φύκια.
φύλλα (τα): μέτρο υπολογισμού για τις χυλοπίτες, π.χ. έκαμα δέκα φύλλα (ζύμης).
φυράδα (η): η σχισμή, το κενό π.χ. σε ένα κομμάτι ξύλου.
φυρνάω: λιγοστεύω σιγά-σιγά. Λέγεται για υλικά τα οποία από μόνα τους λιγοστεύουν, επειδή
π.χ. στεγνώνουν, όπως το κρέας, το χταπόδι, το σιτάρι κ.ά.
φυσάει το βόιδι: αγρίεψε και ξεφυσά. Φρ. Πρόσεξε, φυσάει, θα σε τουμπήσει!
-265-

φυσικάρης (ο): ο ευγενής στην καταγωγή (από τη φύση του).


φυσικό (το): η συνήθεια. Φρ. Είναι το φυσικό μου, δηλ. το συνηθίζω.
φώτημα (το): ξημέρωμα, χάραμα. Ρ. φωτίζει (γ΄ πρ.): χαράζει, ξημερώνει. Συχνός ο αόρ. φώτισε.
φωτία (η): 1. φωτιά. Φρ. Αύριο είναι τ’ Αγιαννιού, θα κάμωμε τον κλήδωνα, θ’ ανάψωμε τσαι
φωτία. Συνών. φουγγαρία (η). 2. κακό, συμφορά. Φρ. Τ’ αγι-Αντωνιού φωτία (του αγίου Αντωνίου
δεν εργάζονται γιατί θα πάθουν συμφορά).
φωτοκαίω, -ομαι: καίω (-ομαι) με τη θερμότητα που εκπέμπει η φλόγα. Φρ. Σιγά, με φωτόκαψες
με το δαυλί.

-Χ-
χαβάνι (το): μπρούτζινο οικιακό σκεύος για κοπάνισμα τροφών. Εξέλιξη του γουδιού (βλ.λ.).
χαβιά (η): σχοινί που μπαίνει στο στόμα του υποζυγίου και συνδέεται με το καπίστρι.
χαγιάτι (το): ο σκεπαστός εξώστης.
χάε (προστ.): πήγαινε. Φρ. Χάε να φέρεις το ψωμί - Τρούπωσε σε νια φρυγανιά τσαι χάε να τόνε
βρεις. Αόρ. χάει: πήγε. Φρ. Χάει να δέσει το ζω τσαι δε γύρισε ακόμη.
χαζοβιόλης (ο), -α (η): ο ανόητος, ο οποίος κάνει επιλήψιμες ενέργειες.
χάιντε! (επιφ.): άντε, πήγαινε. Φρ. Για χάιντε να ιδείς πού είν’ ο πατέρας σου.
χαιράμενος, -η, -ο: ευχή για τις χαρές. και καθημερινός χαιρετισμός αντί για καλημέρα ή χαίρετε.
χαΐρι (το): προκοπή.
χάλκωμα (το): χάλκινο σκεύος: ταψί, χαρανί κλπ. Φρ. Έχω ένα σωρό χαλκώματα από τη μάνα μου.
χαμόβρακας (ο): ο φέρων χαμηλοζωσμένα βρακιά.
χαμολόι (το): ο καρπός (ελιές, σύκα) ο οποίος συλλέγεται από το χώμα, αφού πέσει από το δεν-
δρο. Είναι κακής ποιότητας. Ρ. χαμολογίζω: συλλέγω χαμολόι. Ουσ. χαμολόγισμα (το), χαμολογίστρα
(η). Επίθ. χαμολογίσιος, -α, -ο: π.χ. το χαμολογίσιο λάδι.
χάμου (τοπ. επίρ.): χάμω, χαμηλά, κάτω.
χαμούρι (το): το παχύρρευστο προϊόν (ελαιοπολτός) που προκύπτει από την έκθλιψη του ελαιόκα-
ρπου. Ουσ. χαμουριντζής (ο): ο βοηθός καραβοκύρη (βλ.λ.) στα παλιά ελαιοτριβεία που ήταν υπεύ-
θυνος για την τροφοδοσία του ελαιοπιεστηρίου με χαμούρι.
χαμούστι (το): το χταπόδι. Σύνθ. χαμουστοκυνηγός (ο): αλιεύς χταποδιών. Σε στίχους: Είναι χαμου-
στοκυνηγοί, ούλοι μεγάλοι τσαι μικροί. Στην Πούντα, στο Χειροπιαστό, χαμούστι δεν αφήκαν.1
χάντρωμα (το): εγκοπή σκαλισμένη σε ένα ξύλο, στην οποία προσαρμόζεται (καρφώνεται) ένα
άλλο ξύλο ώστε να δέσει η όλη ξυλωσιά σε μια κατασκευή. Ρ. χαντρώνω, μτχ. χαντρωμένος, -η, -ο.
χαρακτή ελιά (η): η βρώσιμη ελιά, η οποία έχει χαρακτεί με ένα μαχαίρι σε δύο ή τρία σημεία για
να ξεπικρίσει.
χαρανί (το): το καζάνι μεγάλου μεγέθους. Συνών. κακκάβι (το), λεβέτι (το), πινιάτα (η).
χαράρια (τα): μεγάλα λινά υφάσματα με τα οποία μεταφέρουν άχυρο. Τα γεμίζουν με άχυρο, τα
διπλώνουν σταυρωτά και τα κουβαλούν στην πλάτη. Φρ. Ζαλωθήκαμε τα χαράρια.
χάρβαλο (το): ερείπιο, μισοδιαλυμένο, ετοιμόρροπο. Φρ. Ήτανε καθόλου χάρβαλο τσαι σκρόπισε.
χαρές (οι): τα χαρούμενα γεγονότα: γάμος ή αρραβώνας. Ευχή σε κοπέλα: Στις χαρές σου.
χάρη (η): 1. ευεργεσία, εξυπηρέτηση, κέρασμα. Πρμ. Η χάρη θέλει αντίχαρη τσαι πάλι χάρη μένει.
2. το γαμήλιο δώρο: π.χ. δαχτυλίδι για τη νύφη και μαντήλι για το γαμπρό. Φρ. Δεν έχω χάρη,
πρέπει ν’ αγοράσω. Πιο συχνός ο πληθ. χάρες (οι). Φρ. Για χάρες είχα πολλά χαλκώματα (ως
γαμήλια δώρα είχα πολλά χάλκινα σκεύη).
χάσικο ψωμί (το): το λευκό μαλακό ψωμί ή το καρβέλι του. Φρ. Φέρε μου ένα χάσικο.
χάσκω: ανοίγω το στόμα μου. Πρμ. Άλλος χάσκει κι άλλος μεταλαβαίνει.

1
Πούντα, Χειροπιαστό: τοπωνύμια παράκτιων θέσεων στο Ακρογιάλι.
-266-

χείλος (ο): τα χείλη του κοφινιού, του πουργιού, του πηγαδιού κλπ.
χερόβολο (το): το μικρό δεμάτι, όσο χωράει η παλάμη, που δένεται με σιτοκάλαμο. Σαράντα ως
πενήντα χερόβολα φτιάχνουν ένα δεμάτι. Πρμ. Τσαι γω κακό χερόβολο τσαι συ κακό δεμάτι.
χοντρίδια (τα): ό,τι απομένει μετά το δριμόνισμα του σίτου, που το δίνουν τροφή στις κότες.
χοντρό λάδι (το): λάδι κακής ποιότητας, με οξέα ή με πολλή μούργα. Φρ. Το χαμολόι βγάζει
χοντρό λάδι.
χοντρολιά (η): είδος ελιάς (δένδρου και καρπού). Ο καρπός είναι πράσινος, λίγο μεγαλύτερος από
τις λαδολιές και τις μάτσες. Οι χοντρολιές τρώγονται τσακιστές.
χόντρος (ο): βρασμένο σιτάρι, χοντροαλεσμένο σε χειρόμυλο.
χορήγι (το): ο ασβέστης. Σύνθ. χορηγοκάμινο (το): το ασβεστοκάμινο.
χουγιάζω: τρομάζω, απειλώ, μαλώνω με φωνές. Φρ. Χούγιαξέ τα, τρώνε το στάρι (ενν. τα πουλιά)
- Ούλο το χουγιάζεις το παιδί τσαι σκιάζεται.
χοχολέος (ο): πτηνό κίτρινου χρώματος που εμφανίζεται το καλοκαίρι.
χρυσουζά (η): η γρουσουζιά.
χύνουν οι ελιές (ιδιωμ.): βγάζουν λάδι, έχουν απόδοση. Φρ. Δε χύνουνε οι ελιές φέτο.
χωματάρμακο (το): χωματένιο αρμάκι, χαμηλό ανισόπεδο χώρισμα δυο αγρών. Συνών. όχτος (ο).
Χώρα ή Κάτω Χώρα (η): παλαιότερη ονομασία της Παλιόχωρας, όταν η πλειοψηφία των κατοίκων
ζούσαν στη Μεγ. Μαντίνεια. Σε στίχους: Η Πάνω Χώρα χάλασε, η Κάτω έγινε πόλη...
Χωριό (το): τοπική ονομασία της Μεγ. Μαντίνειας. Έτσι την αποκαλούν οι κάτοικοι των παράλιων
οικισμών της κοινότητας Αβίας (Παλιόχωρας, Αρχοντικού, Ακρογιαλιού), επειδή αποτελεί τον
μητρικό οικισμό της περιοχής. Φρ. Πήγα στο Χωριό - Γιορτάζει το Χωριό.

-Ψ-
ψαλίδα (η): μικροσκοπικό καρκινοειδές ζωύφιο με ψαλιδωτή ουρά. Συχνά ζει σε αγκιναριές.
ψαλίδι (το): το λοξό ξύλο της σκεπής που συνδέει τον κορφιά με την ορθογώνια ξυλωσιά πάνω
στο τοιχίο. Τα ψαλίδια είναι χαντρωμένα στην ξυλωσιά και δίνουν το σχήμα της σκεπής.
ψένω: ψήνω. Φρ. Τσαίω το φούρνο, πλια, τσαι τα ψένω (ενν. τα ψωμιά, τα φαγιά κλπ.).
ψες (χρον. επίρ.): χθες.
ψήσιμο (το): η διαδικασία της ωρίμανσης του τυριού. Ρ. ψήνω. Αφήνουν το τυρί στην κάδη να
ψηθεί. Φρ. Ψήθηκε το τυρί: ωρίμασε.
ψικάζω: ψεκάζω, ψιχαλίζω, πιτσιλίζω. Συχνό στο γ΄ πρ. του αόρ. Φρ. Σε ψίκασε; (σε πιτσίλισε;).
Ουσ. ψικαστήρας (ο) ή ψικαστήρα (η): συσκευή ψεκασμού. Φρ. Ράντισα με την ψικαστήρα.
ψίχαλο (το): το ψίχουλο. Φρ. Έκαστε ένα ψίχαλο στον καταπίτη μου τσαι πινίγηκα.
ψόφος (ο): ο θάνατος. Πρμ. Κακό στσυλί, ψόφο δεν έχει.
ψύλληθρο (το): μυρωδικό χορτάρι, το έβαζαν σε στάβλους ή αυλές, γιατί διώχνει τους ψύλλους.
ψυλλίζομαι: σκοτώνω τους ψύλλους, χασομεράω (μτφ.). Πρμ. Το Μάρτη βάλε εργάτη τσ’ άφ’ τονε
να ψυλλίζεται.
ψυχάρι (το): η κοίλη εσωτερική πλευρά στο κότσι. ο αντίστοιχος ρόλος στο σχετικό παιχνίδι.
ψυχικό (το): ελεημοσύνη, δωρεά, ευεργεσία. Φρ. Δώσ’ τους λίγο λάδι, ψυχικό θα κάμεις. Πρμ. Και
το στανιό, ψυχικό κάνει.
ψωματσούλες (οι): βρώσιμα αγριόχορτα.
ψώνισα από σβέρκο (ιδιωμ.): με ξεγέλασαν στην ποιότητα του προϊόντος.
ψώρα (η): ζωύφιο, παράσιτο της συκιάς, που γεμίζει τα κλαριά της.

-Ω-
-ωνε ή -ώνε: κατάληξη γεν. πληθ. π.χ. των ανθρώπωνε, των παιδιώνε, ουλονώνε κλπ.
-267-

Παροιμίες και λαϊκές φράσεις

1. Αγάλια, αγάλια γίνεται η αγουρίδα μέλι.


2. Άγια Βαρβάρα μίλησε, τσ’ ο Σάββας αποκρίθη, Άγιο Νικόλας έρχεται τα χιόνια φορτωμέ-
νος. Ή θα βρέχει ή θα χιονίζει ή τα πρόβατα σταλίζει.
3. Αγοραστή ζωή, μη την κλαις.
4. Αλιά που το ’χει η κούτρα του, να κατεβάζει ψείρες.
5. Άλλος χάσκει κι άλλος μεταλαβαίνει.
6. Άμυαλος ο νους, διπλός ο κόπος.
7. Αν όλες οι μέλισσες είχαν μέλι, θα ’κανες τσαι συ κουβέλι.
8. Αν πάει απ’ την ταγή [το ζώο], ας πάει στην οργή.
9. Άνιφτος, κακάνιφτος, κακά μουντζουρωμένος, με την πανιάρα νίβεται, με τα σκ... σφουγ-
γίζεται.
10. Απ’ το Θεό τσαι από το γείτονα δεν κρύβεσαι.
11. Από τ’ Αϊ-Γιωργιού τσαι πέρα, δός του φουστανιού σου αγέρα.
12. Δεν έχω που θα βραχώ, έχω που θα ξεβιάξει.
13. Είδες ήλιο; Πιάσε σπήλιο.
14. Η καλή νοικοκυρά είναι δούλα τσαι κυρά.
15. Η Λαμπρή κωλοβρεμένη, η σακούλα γιομισμένη.
16. Ή φώναζε να σε φοβούνται ή να κλαις να σε λυπούνται.
17. Η χάρη θέλει αντίχαρη τσαι πάλι χάρη μένει.
18. Η χήρα κι ο καλόγηρος, όπου νυχτώσει, μένει.
19. Και το στανιό ψυχικό κάνει.
20. Κακό στσυλί, ψόφο δεν έχει.
21. Κάλλιο γαϊδουρόδεμα, παρά γαϊδουρογύρεμα.
22. Κάλλιο η μάμα μου, παρά η μάνα μου [για τον πλεονέκτη, τον αχόρταγο].
23. Κόρα τσαι κασίδα να σε πιάσει! [κατάρα].
24. Κορώνη, Μεθώνη, σώνει! [κάνε οικονομία στο λάδι].
25. Κράζει ο κούρος; Αλλαξοκαιρία θα ’χομε.
26. Λίγα λόγια τσαι δεμένα, για να τα ’χεις κερδεμένα.
27. Μάης άβροχος, μούστος άμετρος.
28. Μέλι απ’ τον πάτο τσαι λάδι απ’ την κορφή.
29. Μια σκουτελίτσα βούτυρο, ούλο τον κόσμο αλείφει [αίνιγμα: ο ήλιος].
30. Μικροί δουλέψουνε, μεγάλοι πεινάσουνε.
31. Μοναχός σου χόρευε κι όσο θέλεις πήδα!
32. Μονελό δεν φτάνει, διπλό φτάνει τσαι περισσεύει.
33. Να φάει τα σπερνά του! [κατάρα].
34. Ξυλιές (ή κλωτσές) στην προβατίνα, χαρές του λύκου.
35. Ο αγουροφάγος τρώει.
36. Ο αχόρταγος πεθαίνει νηστικός (ή πεινασμένος).
37. Ο καιρός είναι γαρμπής; Ας ξημερώσει τσαι θα ιδείς.
38. Ο λύκος έκανε το σβέρκο του χοντρό, για να κάνει τις δουλειές του μόνος του.
39. Ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται.
-268-

40. Ο λύκος τσ’ αν εγέρασε, τσ’ άσπρισε το μαλλί του, μηδέ τη γνώση άλλαξε μηδέ την τσεφα-
λή του.
41. Ο Μανόλης με τα λόγια χτίζει ανώγια τσαι κατώγια.
42. Όποιος είναι καλός στα ξύλα, είναι τσαι στα λάχανα.
43. Όποιος καλά είναι τσαι καλύτερα γυρεύει, ο διάολος του κώλου του κουκιά του μαγειρεύ-
ει.
44. Σήμερα κι αύριο είμαι εδώ, ίσως τσαι το Σαββάτο, την Κυριακή σ’ αφήνω γεια πουλί μου
λευτεράτο (ή μήλο μου ζαχαράτο) [δίστιχο αποχαιρετισμού].
45. Σκαλίζ’ η κότα να βγάλει την κόρυζα τσαι βγάνει το μάτι της.
46. Στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα.
47. Στη βράση κολλάει το σίδερο.
48. Σύννεφα στη Μάνη, το νερό δε φτάνει. Σύννεφα στην Καλαμάτα, το νερό με την κανάτα.
49. Τ’ Άγι’ Αντριός αντρειεύει η μέρα ένα κατσουλοπάτημα.
50. Τα στερνά μαρτυρούν τα πρώτα.
51. Τα τσέρατά σου τα τράγια! [ύβρις].
52. Τέτοια βόδια τρώει ο λύκος [για τον ανόητο άνθρωπο].
53. Την κότα σου, τη ρόκα σου, τσ’ όξω από την πόρτα.
54. Της Αγια-Μαρίνης ρώγα, τ’ Άγιο-Λιος σταφύλι τσαι τ’ Άγιο Παντελέημονος ξεκούτρουλο
κοφίνι.
55. Της νύχτας τα καμώματα, τα γλέπει η μέρα τσαι γελά.
56. Της ρούγας τα καθίσματα, του κώλου κοπανίσματα.
57. Το αγώι ξυπνάει τον αγωγιάτη.
58. Το Γενάρη είναι κοπριά τσαι το Μάρτη ’ναι φωτιά [αίνιγμα: το χιόνι].
59. Το ινάτι βγάζει μάτι.
60. Το κάθε καρφί να μπει στη θέση του [να μπει τάξη].
61. Το κέντισμα είναι γλέντισμα κι η ρόκα είναι σιργιάνι τσαι ο καημένος αργαλειός είναι
σκλαβιά μεγάλη.
62. Το μαζικό γαϊδούρι το τρώει ο λύκος.
63. Το Μάρτη βάλε εργάτη τσ’ άφ’ τονε να ψυλλίζεται.
64. Το μάτι του νοικοκύρη, φουσκί στο χτήμα.
65. Το οικόπεδο τρώει τον μπινά.
66. Το στόμα άρα-μάρα τσαι το χέρι κουλαμάρα.
67. Το φεγγάρι του Γενάρη, παραλίγο σαν ημέρα.
68. Του ήλιου κύκλος άνεμος, του φεγγαριού χειμώνας.
69. Του φτωχού το βρέσιμο, για καρφί για πέταλο.
70. Τσαι γω κακό χερόβολο τσαι συ κακό δεμάτι.
71. -Φάε κουμπάρε λάχανα. -Καλά είν’ τσαι τα ψαράκια!
72. Φεύγω τσαι σας αφήνω γεια τσαι σας αφήνω τα κλειδιά! [φράση βαριά άρρωστου που
προαισθάνεται το τέλος του].
73. Χίλιοι, μύλιοι καλογέροι σ’ ένα ράσο τυλιμένοι [αίνιγμα: το ρόδι].
74. Ψείρα ζύμωνε, κόνιδα θερμολόγα.
-269-

Τραγούδια

Τα δημοτικά τραγούδια που παρουσιάζονται εδώ, τα τραγουδούσαν παλιότερα σε εορταστι-


κές συνάξεις, σε γάμους, σε αρραβωνιάσματα κλπ. Τα παιδικά μας χρόνια σημαδεύτηκαν από
αυτά τα τραγούδια, αφού οι πιο ηλικιωμένοι της οικογένειας αρέσκονταν να τα τραγουδάνε.
Έτσι το άκουσμά τους φέρνει στο νου γλυκές αναμνήσεις.
Σήμερα η «αξιοποίηση» της περιοχής και η εξέλιξή της σε τουριστικό θέρετρο, σε συνδυασμό
με τη μετανάστευση, τείνει να εξαφανίσει τον παραδοσιακό χαρακτήρα της. Έτσι, όσο λιγο-
στεύει αριθμητικά η τελευταία προπολεμική γενιά, σιγά-σιγά ξεχνιούνται τα παλιά πατροπα-
ράδοτα τραγούδια. Επιβάλλεται, λοιπόν, η καταγραφή τους ώστε να διασωθούν τουλάχιστον
σε γραπτή μορφή.
Παραλλαγές τους σίγουρα υπάρχουν και αλλού. Όσες εντόπισα δημοσιευμένες σε παλιότερα
1
έντυπα τις αναφέρω σε υποσημειώσεις.

ΣΤΑΖΟΥΝ ΤΑ ΚΕΡΑΜΙΔΙΑ ΣΟΥ2


(τσάμικο αργό)

Στάζουν τα κε, κι αμάν-αμάν -Γεια σου χαρά, κι αμάν-αμάν


στάζουν τα κεραμίδια σου γεια σου χαρά σου λυγερή
στάζουν τα κεραμίδια σου γεια σου χαρά σου λυγερή.
μαύρα, γλαρά είν’ τα φρύδια σου. -Καλώς τη μάνα τη χρυσή.

Στάζει και με, κι αμάν-αμάν -Κόρη ο γιο, κι αμάν-αμάν


στάζει και με η καρδούλα μου κόρη ο γιος μου σ’ αγαπεί
στάζει και με η καρδούλα μου κόρη ο γιος μου σ’ αγαπεί
για μια γειτονοπούλα μου. και ντρέπεται να σου το ειπεί.

Σύρε μάνα, κι αμάν-αμάν -Σα ντρέπεται, κι αμάν-αμάν


σύρε μάνα και πες της το σα ντρέπεται, σα ντρέπεται
σύρε μάνα και πες της το σα ντρέπεται, σα ντρέπεται
γλυκά κουβέντιασέ της το. στο σπίτι για δεν έρχεται.

Παίρνει τη ρο, κι αμάν-αμάν Πες του να ’ρθεί, κι αμάν-αμάν


παίρνει τη ρόκα της και πα’ πες του να ’ρθεί ένα πρωί
παίρνει τη ρόκα της και πα’ πες του να ’ρθεί ένα πρωί
βρίσκει την κόρη να κεντά. να πιούμε τον καφέ μαζί.

1
Ενώ η ιστορία της περιοχής έχει ερευνηθεί εκτεταμένα, αντιθέτως δεν έγινε εγκαίρως σοβαρή επιτόπια
λαογραφική έρευνα. Έτσι, μεγάλο μέρος πληροφοριών λαογραφικού και εθνογραφικού χαρακτήρα έχει
απολεσθεί, μάλλον οριστικά. Μεμονωμένες υπήρξαν οι δύο συλλογές του φιλόλογου Χρήστου Φραγκού-
λη στις αρχές του 20ού αιώνα, Φραγκούλης: 1917 και «Αβία Λακωνικής, χωρίον Μεγάλη Μαντίνεια Καλα-
μάτας», χφ 788 (1927) στο ΚΕΕΛ της Ακαδημίας Αθηνών.
2
Πηγή μας ήταν η Αικατερίνη Τηλεμ. Δικαιάκου (1903-88) το γένος Χρ. Γεωργουλέα.
-270-

ΤΟΥ ΛΑΧΑΝΙΟΥ ΤΟ ΦΥΛΛΟ1 ΕΜΠΑ ΛΕΒΕΝΤΗ ΣΤΟ ΧΟΡΟ


(συρτό) (καλαματιανό)
Του λαχανιού το φύλλο, Έμπα λεβέντη στο χορό
του λαχανιού το φύλλο με το βαρύ σου νάζι
του σέλινου η καρδιά αμάν και γω τραγούδι θα σου ειπώ
της Ελενιώς τα νάζια, λεβέντη να σου μοιάζει
της Ελενιώς τα νάζια
δεν τα ’χει άλλη καμιά. να ειπώ για τα ματάκια σου
που είναι σαν του πετρίτη
Στον Άδη θα κατέβω αμάν να τα ’χα να τα φίλαγα
στον Άδη θα κατέβω Παρασκευή και Τρίτη
και στον Παράδεισο
το Χάρο ν’ ανταμώσω να ειπώ για τα φρυδάκια σου
το Χάρο ν’ ανταμώσω που είναι σαν το γαϊτάνι
δυο λόγια να του ειπώ. αμάν στην Πόλη και στη Βενετιά
ζωγράφος δεν τα φτιάνει
-Χάρε για χάρισέ μου
Χάρε για χάρισέ μου να ειπώ για τα δοντάκια σου
σαΐτες κοφτερές τα δασοφυτρωμένα
να πα να βεργιοκόψω αμάν αγγέλοι στα φυτεύανε
να πα να βεργιοκόψω μικρό μου ένα-ένα
δυο-τρεις μελαχρινές.
να ειπώ για τα μαλλάκια σου
Τη μια τη λεν’ Ελένη που είναι σαν το μετάξι
τη μια τη λεν’ Ελένη αμάν κάθε τριχούλα γίνεται
την άλληνε Μαριώ μαχαίρι να με σφάξει.
την τρίτη την καημένη
την τρίτη την καημένη
θα τη στεφανωθώ.

ΤΡΕΙΣ ΑΔΕΛΦΟΥΛΕΣ ΕΙΜΑΣΤΕ


(καλαματιανό γρήγορο)
2
Τρεις αδελφούλες είμαστε , γαϊτάνι-γαϊτάνι
κι οι τρεις θα παντρευτούμε, γαϊτάνι-γαϊτανάκι.
Η μια παίρνει το λοχαγό, γαϊτάνι-γαϊτάνι
κι η άλλη το γυφτάκι, γαϊτάνι-γαϊτανάκι.
Η τρίτη η καλύτερη, γαϊτάνι-γαϊτάνι
γαϊτάνι-γαϊτανάκι, παίρνει το γεροντάκι.
Στου λοχαγού σφάζουν αρνιά, γαϊτάνι-γαϊτάνι
στου γύφτου μοσχαράκι, γαϊτάνι-γαϊτανάκι
στου γέρου, στου παλιόγερου, γαϊτάνι-γαϊτάνι
γαϊτάνι-γαϊτανάκι, σφάζουνε κατσικάκι.

1
Πηγή μας ήταν η Αγγελική Γρ. Μπελίτσου (1928-2005) το γένος Τηλεμ. Δικαιάκου. Η ίδια υπήρξε πηγή
μας και για τα υπόλοιπα τραγούδια, εκτός από εκείνα για τα οποία αναφέρεται διαφορετική πηγή.
2
Η θεια-Γεωργία Π. Κοτσώνη (σύζ. Δημ. Σκιά), όταν το χόρευε σχολίαζε: «Αμ, είμαστε τέσσερις!».
-271-

ΚΑΠΟΙΑ ΦΟΡΑ ΗΜΟΥΝΑ ΠΟΥΛΙ1


(καλαματιανό)

Κάποια φορά ήμουνα πουλί και μ’ αγαπούσανε πολλοί


τώρα έγινα αηδόνι και κανείς δε με ζυγώνει.
Τώρα μου κόψαν τα φτερά και περπατώ λυπητερά
δεν μπορώ για να πετάξω, στην αγάπη μου να φτάσω.
Παίρνω ’να έρημο στρατί, παν τα ματάκια μου βροχή
το στρατί, το μονοπάτι, βάσανα πόχει η αγάπη.
το μονοπάτι μ’ έβγαλε στην κόρη που μου λέγανε
μέσ’ της Βαγγελιώς την πόρτα, που την αγαπούσα πρώτα.
Αν είσαι μέσα Βαγγελιώ, έβγα δυο λόγια να σου πω
κι άμα είναι κι η μαμά σου, φέρτηνε κι αυτή κοντά σου.

ΤΟ ΜΗΛΟ ΠΟΥ ’ΝΑΙ ΣΤΗ ΜΗΛΙΑ2 ΣΤΟ ΓΙΑΛΟ-ΓΙΑΛΟ ΠΗΓΑΙΝΩ


(καλαματιανό) (καλαματιανό γρήγορο)
Το μήλο, το μήλο Στο γιαλό-γιαλό πηγαίνω
που ’ναι στη μηλιά πέστε το ματάκια μου
το μήλο που ’ναι στη μηλιά στο γιαλό, γιαλό, γιαλό
το παραγινωμένο την αγάπη μου να βρω.

δεν πέφτει, δεν πέφτει Μα πηγαίνω και τη βρίσκω


δεν μαραίνεται πέστε το ματάκια μου
δεν πέφτει δεν μαραίνεται σ’ ασημένιον αργαλειό
ούτε πουλιά το τρώνε. πέστο όπως το λέω και γω.

Το τρώνε, το τρων’ Της μιλώ δε μου μιλεί


τα ’λάφια και ψοφούν πέστε το ματάκια μου
το τρων’ τα ’λάφια και ψοφούν της μιλώ δε μου μιλεί
τ’ αρκούδια και ημερώνουν. μάλλον με περιφρονεί.

Να ’χε ωχ! να ’χε Τη βαρώ με μανταρίνι


το φάει κι η μάνα μου πέστε το ματάκια μου
να ’χε το φάει κι η μάνα μου της μιλώ δε μου μιλεί
να μη με κάνει εμένα. μάλλον με περιφρονεί.

Κι αν με ωχ! κι αν μ’ έκανε Τη βαρώ με πορτοκάλι


τι μ’ ήθελε; πέστε το ματάκια μου
κι αν μ’ έκανε, τι μ’ ήθελε της μιλώ δε μου μιλεί
κι αν μ’ έχει, τι με θέλει; μάλλον με περιφρονεί.

1
Βλ. Ιθώμη 31-32 (1991), σ. 54: «Μια φορά ήμουνα πουλί».
2
Βλ. Ιθώμη 2 (Ιούλιος 1973), σ. 16 40: «Ο ξενιτεμένος» (συλλογή Α. Θέρου).
-272-

Η ΒΛΑΧΑ ΕΣΕΙΣ ΠΟΥΛΙΑ ΤΟΥ ΜΑΗ1


(επιτραπέζιο αργό) (συρτό)
- Αφήνω γεια, βρε γεια στις έμορφες Εσείς πουλιά του Μάη
και γεια στις μαυρομάτες εσείς πουλιά του Μά, του Μάη
εγώ είμ’ η βλά, η βλάχα η έμορφη και της ανοίξεως
εγώ είμ’ η βλά, η βλάχα η έμορφη
η βλάχα η παινεμένη εκεί ψηλά που πάτε
πόχω τα χι, τα χίλια πρόβατα εκεί ψηλά που πα, που πάτε
για χαμηλώσετε.
πόχω τα χι, τα χίλια πρόβατα
τα πεντακόσια γίδια Τι έχω γράμμα να στείλω
στο ’να βουνό, βουνό είν’ τα πρόβατα τι έχω γράμμα να στεί, να στείλω
στο ’να βουνό, βουνό είν’ τα πρόβατα στη μανούλα μου
και στ’ άλλο είναι τα γίδια
κι ανάμεσα, μέσα στα δυο βουνά τα θλιβερά μαντάτα
τα θλιβερά μαντά, μαντάτα
κι ανάμεσα, μέσα στα δυο βουνά πως επαντρεύτηκα
δώδεκα μύλοι αλέθουν
οι έξι αλέ, αλέθουν με νερό και πήρα εβριοπούλα
οι έξι αλέ, αλέθουν με νερό και πήρα εβριοπού, εβριοπούλα
κι οι έξι με το γάλα μάγισσας παιδί.
και στον αφρό, αφρό του γάλακτος
Μαγεύει τα καράβια
και στον αφρό, αφρό του γάλακτος μαγεύει τα καρά, καράβια
τρία κορίτσια πλένουν και δεν αρμενούν.
η μια πλένει, πλένει τους άρρωστους
με μάγεψε κι εμένα
η μια πλένει, πλένει τους άρρωστους
με μάγεψε κι εμέ, κι εμένα
κι η άλλη τους λαβωμένους
και δεν μπορώ να ’ρθώ.
κι η τρίτη η, βρε η καλύτερη
Όταν κινήσω να ’ρθώ
κι η τρίτη η, βρε η καλύτερη
όταν κινήσω να ’ρθώ
τους αρρεβωνιασμένους
αστράφτει και βροντά
λύκος να φα, να φάει τα πρόβατα
λύκος να φα, να φάει τα πρόβατα κι όταν γυρίσω πίσω
λύκος να φάει τα γίδια κι όταν γυρίσω πίσω
φεύγω και πα, και πάω στα Γιάννενα ο ήλιος ξαστεριά.
φεύγω και πα, και πάω στα Γιάννενα
στου μπέη τα σαράγια.
γεια σου χαρά, χαρά σου μπέη μου
γεια σου χαρά, χαρά σου μπέη μου
-Καλώς τηνε τη βλάχα
-Εγώ είμ’ η βλά, η βλάχα η έμορφη.

1
Βλ. Ιθώμη 3 (Οκτώβριος 1973), σ. 5 57: «Η Μαγοπούλα».
-273-

ΟΛΑ ΤΑ ΠΟΥΛΑΚΙΑ1 Ο ΠΛΑΤΑΝΟΣ2


(καλαματιανό) (επιτραπέζιο αργό)

Όλα τα πουλάκια, βρ’ αμάν, αμάν - Τι έχεις καημέ, καημένε πλάτανε


όλα τα πουλάκια μονά, ζυγά και στέκεις μαραμένος
όλα τα πουλάκια μονά, ζυγά μέρα και νύ, και νύχτα στη δροσιά, αμάν
τα χελιδονάκια ζευγαρωτά. μέρα και νύ, και νύχτα στη δροσιά;

το ’ρημο τ’ αηδόνι, βρ’ αμάν, αμάν - Παιδιά σα με, σα με ρωτήσετε


το ’ρημο τ’ αηδόνι το μοναχό θα σας το μολογήσω
το ’ρημο τ’ αηδόνι το μοναχό Αλή πασάς, πασάς επέρασε, αμάν
περιπατεί στους κάμπους με τον αϊτό. Αλή πασάς, πασάς επέρασε

Περπατεί και λέγει, βρ’ αμάν, αμάν Αλή πασάς, πασάς επέρασε
περπατεί και λέγει κι κιλαηδεί μ’ εξήντα δυο χιλιάδες3
περπατεί και λέγει κι κιλαηδεί: κι όλοι στον ί, στον ίσκιο μ’ έκατσαν, αμάν
- Ανδριανουπολίτη πραματευτή κι όλοι στον ί, στον ίσκιο μ’ έκατσαν.

που την επετύχες, βρ’ αμάν, αμάν Κι όλοι στον ί, στον ίσκιο μ’ έκατσαν
που την επετύχες αυτή τη νια και όλοι στα κλωνιά μου4
που την επετύχες αυτή τη νια κι όλοι σημά, σημάδι μ’ έβαλαν, αμάν
τη ξανθομαλλούσα, την Πατρινιά; κι όλοι σημά, σημάδι μ’ έβαλαν.

- Απ’ την Πόλη ερχόμουν, βρ’ αμάν, αμάν Κι όλοι σημά, σημάδι μ’ έβαλαν
απ’ την Πόλη ερχόμουν κι απ’ τα νησιά κι όλοι με τουφεκάνε
απ’ την Πόλη ερχόμουν κι απ’ τα νησιά άλλοι βαρούν, βαρούν τα φύλλα μου, αμάν
κι απ’ τη γειτονιά της επέρασα. άλλοι βαρούν, βαρούν τα φύλλα μου.

Τα βασιλικά της, βρ’ αμάν, αμάν Άλλοι βαρούν, βαρούν τα φύλλα μου
τα βασιλικά της επότιζε και άλλοι τα κλαριά μου
τα βασιλικά της επότιζε κι αυτός ο γέ, ο γέρο- Αλή πάσας, αμάν
και τη μαντζουράνα εδρόσιζε. κι αυτός ο γέ, ο γέρο- Αλή πάσας.

Έκοψε κλωνάρι, βρ’ αμάν, αμάν Κι αυτός ο γέ, ο γέρο- Αλή πάσας
έκοψε κλωνάρι και μου ’δωσε βαραίνει την καρδιά μου.
έκοψε κλωνάρι και μου ’δωσε -Τι έχεις καημέ, καημένε πλάτανε
μου ’πε κι ένα λόγο και μ’ άρεσε. τι έχεις καημέ, καημένε πλάτανε;

1
Βλ. Ιθώμη 31-32 (1991), σ. 56: «Όλα τα πουλάκια».
2
Πηγή μας ήταν η εκατοχρονίτισσα Αργυρώ Θ. Μπελίτσου (Μεγ. Μαντίνεια 1896 - Παλιόχωρα 1997) το
γένος Σταύρου Κουτίβα.
3
Αλλιώς: «μ’ εξήντα δυο λεβέντες» ή «με όλο του τ’ ασκέρι».
4
Αλλιώς: «κι όλοι στους κλώνους μου έκατσαν, κι όλοι στην αποσκιάδα».
-274-

ΑΣΠΡΟ ΓΑΡΥΦΑΛΛΟ ΒΑΣΤΩ ΤΗΣ ΕΛΙΑΣ ΤΑ ΦΥΛΛΑΡΑΚΙΑ


(καλαματιανό γρήγορο) (συρτό)
Άσπρο γαρύφαλλο βαστώ, γυαλένια, γυαλένια Της ελιάς τα φυλλαράκια
γυαλένια, κρυσταλλένια και θέλω να το βάψω της ελιάς τα φυλλαράκια
θα τα κάνω φορεσιά
κι αν το πετύχω στη βαφή, γυαλένια, γυαλένια θα τα κάνω φορεσιά.
γυαλένια, κρυσταλλένια, πολλές καρδιές θα κάψω.
Να περνώ απ’ τη γειτονιά σου
θα κάψω νιους, θα κάψω νιες, γυαλένια, γυαλένια
να περνώ απ’ τη γειτονιά σου
γυαλένια, κρυσταλλένια και μαργαριταρένια
να σου καίω την καρδιά
θα κάψω την αγάπη μου, γυαλένια, γυαλένια να σου καίω την καρδιά.
γυαλένια, κρυσταλλένια, μέσα στα φυλλοκάρδια.

-ο-ο-ο-

ΜΕΣ’ ΤΗΝ ΑΓΙΑ-ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΝΑ ’ΧΑ ΕΝΑ ΜΗΛΟ ΝΑ ’ΡΙΧΝΑ


(καλαματιανό) (καλαματιανό)
Μέσ’ την Αγιά, κι αμάν ωχ αμάν Να ’χα ένα μη, να ’χα ένα μήλο
μέσ’ την Αγιά-Παρασκευή να ’ριχνα, ρόιδο μου
μέσ’ την Αγιά-Παρασκευή να ’χα ένα μήλο να, να ’ριχνα
κοιμάται η κόρη μοναχή στο πέ, μανά, στο πέρα πανεθύρι.

κοιμάται κι ο, κι αμάν ωχ αμάν Να τσάκιζα, να τσάκιζα


κοιμάται κι ονειριάζεται το μαστραπά, ρόιδο μου
κοιμάται κι ονειριάζεται να τσάκιζα το μα - να - στραπά
βλέπει αρρεβωνιάζεται πόχει, μανά, πόχει το καρυοφύλλι.1

και δυο ποτά, κι αμάν ωχ αμάν Και μέσα η κό, και μέσα η κόρη
και δυο ποτάμια με νερό κάθεται, ρόιδο μου
και δυο ποτάμια με νερό και μέσα η κόρη κά - να - θεται
- Ξήγα το μάνα τ’ όνειρο. κεντά, μανά, κεντά χρυσό μαντήλι.

- Ο πύργος ει, κι αμάν ωχ αμάν Το μαντηλά, το μαντηλάκι


ο πύργος είν’ ο άντρας σου που κεντάς, ρόιδο μου
ο πύργος είν’ ο άντρας σου το μαντηλάκι που, που κεντάς
το περιβόλι ο γάμος σου σε με, μανά μ’, σε μένα να το στείλεις.

και δυο ποτά, κι αμάν ωχ αμάν Να μη το στεί, να μη το στείλεις


και δυο ποτάμια με νερό μοναχό, ρόιδο μου
και δυο ποτάμια με νερό να μη το στείλεις μό, μόναχο
είν’ όλο το συμπεθεριό. παρά, μανά, παρά με την αγάπη.

1
Αλλιώς: «που ’ναι το μόσχο μέσα».
-275-

ΔΥΟ ΗΛΙΟΙ, ΔΥΟ ΦΕΓΓΑΡΙΑ ΣΕ ΩΡΑΙΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ


(καλαματιανό αργό) (επιτραπέζιο αργό)
Δυο ήλιοι, δυο φεγγάρια, δυο φεγγάρια Σε ωραί, μαύρα γλαρά μου μάτια
δυο ήλιοι, δυο φεγγάρια, δυο φεγγάρια σε ωραίο περιβόλι
αμάν, βγήκανε σήμερα, μελαχρινό μου σε ωραίο περιβόλι
αμάν, βγήκανε σήμερα αγαπώ ’να χιλιδόνι.

το ’να στο πρόσωπό σου, πρόσωπό σου Τ’ αγαπώ, μαύρα γλαρά μου μάτια,
το ’να στο πρόσωπό σου, πρόσωπό σου τ’ αγαπώ και κείνο κλαίει
αμάν, τ’ άλλο στ’ αχείλι σου, μελαχρινό μου τ’ αγαπώ και κείνο κλαίει
αμάν, τ’ άλλο στ’ αχείλι σου. της μανούλας του το λέει.

Διαμάντι δαχτυλίδι, δαχτυλίδι -Χελιδό, μαύρα γλαρά μου μάτια


διαμάντι δαχτυλίδι, δαχτυλίδι χελιδόνι μου ν’ απέχεις
αμάν, φοράς στο χέρι σου, μελαχρινό μου χελιδόνι μου ν’ απέχεις
αμάν, φοράς στο χέρι σου γιατί διάφορο δεν έχεις.

κι απάνω γράφει η πέτρα, γράφει η πέτρα -Πώς ν’ απέ, μαύρα γλαρά μου μάτια
κι απάνω γράφει η πέτρα, γράφει η πέτρα πώς ν’ απέχω το καημένο
αμάν, θα γίνω ταίρι σου, μελαχρινό μου πώς ν’ απέχω το καημένο
αμάν, θα γίνω ταίρι σου. πού ’μαι ορφανό και ξένο.

ΠΕΡΑΣΑ ΑΠΟ ’ΝΑ ΓΙΟΦΥΡΙ ΚΡΙΜΑΣ ΗΤΑΝΕ ΠΟΥ ΓΕΡΑΣΑ


(καλαματιανό γρήγορο) (συρτό)
Πέρασα, μιτζιράμ, βιρβιλάμ Κρίμας ήτανε, μωρέ παιδιά
μαυρογάλανά μου μάτια κρίμας ήτανε που γέρασα
πέρασα από ’να γιοφύρι κρίμας ήτανε που γέρασα
πέρασα από ’να γιοφύρι τα νιάτα μου δε γλέντησα.
κι είδα μια στο παραθύρι. Τούτη η γη, μωρέ παιδιά
Κι έπλεχε, μιτζιράμ, βιρβιλάμ τούτη η γης που την πατούμε
μαυρογάλανά μου μάτια τούτη η γης που την πατούμε
κι έπλεχε το σύρ-γαϊτάνι όλοι μέσα θε να μπούμε.
κι έπλεχε το σύρ-γαϊτάνι Τούτη η γη, μωρέ παιδιά
δεκαοχτώ λογιών το κάνει. τούτη η γης με τα χορτάρια
-Πλέχε το, μιτζιράμ, βιρβιλάμ τούτη η γης με τα χορτάρια
μαυρογάλανά μου μάτια τρώει νιους και παλικάρια.
πλέχε το και κρούσταινέ το
πλέχε το και κρούσταινέ το ΤΟΥ ΑΡΓΑΛΕΙΟΥ
και για μένα φύλαγέ το.
(αργόσυρτο)
Να το βά, μιτζιράμ, βιρβιλάμ
μαυρογάλανά μου μάτια Το κέντισμα είναι γλέντισμα, η ρόκα είναι σεργιάνι
να το βάλω στ’ άρματά μου και ο καημένος αργαλειός είναι σκλαβιά μεγάλη.
να το βάλω στ’ άρματά μου Τάκου-τάκου ο αργαλειός μου
στην αρματοφορεσιά μου. άκου κι έρχεται ο καλός μου.
-276-

ΧΕΛΙΔΟΝΑΚΙ ΘΑ ΓΙΝΩ
(καλαματιανό)
1. Χελι, καλέ μου χελι, χελιδονάκι θα γινώ
χελιδονάκι θα γινώ, στα χείλη σου να κάτσω
2. να σε, καλέ μου να σε, να σε φιλήσω μια και δυο
να σε φιλήσω μια και δυο και πάλι να πετάξω.
3. Τα πα, καλέ μου τα πα, τα παλικάρια τα καλά
τα παλικάρια τα καλά θέλουν καλές γυναίκες
4. να ξέ, καλέ μου να ξέ, να ξέρουν ρόκα κι αργαλειό
να ξέρουν ρόκα κι αργαλειό, να ξέρουν να κεντάνε.
5. το κέ, καλέ μου το κέ, το κέντισμα είναι γλέντισμα
το κέντισμα είναι γλέντισμα κι η ρόκα είναι σιργιάνι
6. και ο, καλέ μου και ο, και ο καημένος αργαλειός
και ο καημένος αργαλειός είναι σκλαβιά μεγάλη.

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΕΙΝ’ Η ΛΕΒΕΝΤΙΑ


(καλαματιανό)
1. Μία, καλέ μου μία, μία φορά είν’ η λεβεντιά
μία φορά είν’ η λεβεντιά, μία φορά είν’ τα νιάτα
2. μία, καλέ μου μία, μία φορά επέρασα
μία φορά επέρασα και γω απ’ την Καλαμάτα.
3. ’ξήντα, καλέ μου ’ξήντα, ’ξήντα κορίτσια φίλησα
’ξήντα κορίτσια φίλησα κι εξήντα παντρεμένες
και δυο αρρεβωνιασμένες.
4. το μη, καλέ μου το μη, το μήλο είν’ οι ανύπαντρες
το μήλο είν’ οι ανύπαντρες, το ρόιδο οι παντρεμένες
5. το κό, καλέ μου το κό, το κόκκινο τριαντάφυλλο
το κόκκινο τριαντάφυλλο οι αρρεβωνιασμένες.

ΠΥΡΓΟΣ ΓΥΑΛΙΝΟΣ
(Επιτραπέζιο αργό)
1. Το βλέπεις κείνο το βουνό
που είν’ πιο ψηλό από τ’ άλλα
εκεί ’ναι πύργος γυάλινος
με κρυσταλλένια τζάμια
2. μέσα κοιμάται μια ξανθιά
μιας χήρας θυγατέρα
και πώς θα την ξυπνήσουμε
και πώς θα της το ειπούμε
3. ξύπνα καημένη Αναστασιά
ξύπνα καημένη κόρη (και μη βαρυκοιμάσαι)
-277-

ΛΕΛΛΟΥΔΙ ΤΗΣ ΜΟΝΕΒΑΣΙΑΣ


(αργόσυρτο)
1. Λελλούδι,1 λελλούδι της Μονεμβασιάς,
λελλούδι της Μονεμβασιάς και κάστρο της Λαμίας
και Πα, ωχ! και Παλαμήδι τ’ Αναπλιού
και Παλαμήδι τ’ Αναπλιού ανοίχτε να μπω μέσα.
5. Να ιδώ, ωχ! να ιδώ τις Αναπλιώτισσες,
να ιδώ τις Αναπλιώτισσες, τις Αναπλιωτοπούλες.
Πώς πλέ, ωχ! πώς πλένουν, πώς λευκαίνουνε,
πώς πλένουν, πώς λευκαίνουνε, πώς μοσχοσαπουνάνε.
Με το, ωχ! με το ’να χέρι πλένουνε,
10. με το ’να χέρι πλένουνε, με τ’ άλλο σαπουνάνε
και με τα δυο τα δάχτυλα βάζουν το κοτσινάδι.

Γυρίσματα κλέφτικων τραγουδιών

Τα κλέφτικα τραγούδια είναι αργά, καθιστικά. Συνήθως τραγουδιούνται από έναν μόνο
τραγουδιστή, ο οποίος, όπως είναι φυσικό, κάποια στιγμή κουράζεται. Τότε, για να ξανασάνει,
λέει ένα γύρισμα, το οποίο επαναλαμβάνει όλη η συντροφιά. Έτσι παίρνει μια-δυο ανάσες και
συνεχίζει. Τα γυρίσματα είναι δίστιχα, είτε αυτοσχέδια, είτε παραλλαγές προσαρμοσμένες
2
στην παρέα, είτε δίστιχα από άλλα τραγούδια. Τέσσερα τέτοια αναφέρονται παρακάτω :

1. Κρέμεται το κάπα στην αλυγαριά


ντέρτι και μαράζι δε βάνω στην καρδιά.
2. Κρέμεται το κάπα στα Κουτιβαίικα
Θεός να τα φυλάει τα Μπελιτσαίικα.3
3. Πετάχτ’ η πελεκούδα και της το χτύπησε
τ’ άσπρο της το ποδάρι και το μελάνιασε.
4. Το λένε τα πουλάκια κάτω στα ρέματα
πως σ’ αγαπώ μικρό μου δεν είναι ψέματα.

1
Λελλούδι < λαλλούδι, δηλ. βράχος, κάστρο και όχι λουλούδι (άνθος), βλ. Δ. Β. Βαγιακάκου, «Λαλλούδι -
λαλλάρι - λαλλάτζιν - λάλλαι, συνώνυμα και παράγωγα, Λαλλούδι της Μονοβασιάς», Λακωνικαί Σπουδαί
15 (2000), σσ. 5-68, όπου υπάρχει αναλυτική παρουσίαση όλων των γνωστών παραλλαγών του.
2
Τραγουδιόντουσαν στις οικογενειακές συνάξεις των παιδικών μου χρόνων.
3
Ο συχωρεμένος παππούς μου, ο Θεόδωρος Γρ. Μπελίτσος (Αλτομιρά 1904 - Παλιόχωρα 1978), αγαπού-
σε ιδιαίτερα τα κλέφτικα τραγούδια και τα τραγουδούσε με τη βαριά μπάσα φωνή του, αναπολώντας,
ίσως, τα παιδικά του χρόνια στα Αλτομιρά. Με το συγκεκριμένο δίστιχο, που ήταν δική του παραλλαγή,
υπονοούσε τους φερώνυμους αραιοκατοικημένους συνοικισμούς.
-278-

ΣΗΜΕΡΑ ΓΑΜΟΣ ΓΙΝΕΤΑΙ


(του γάμου αργό)

1. Σήμερα γά, σήμερα γάμος γίνεται


σ’ ωραίο περιβόλι, σ’ ωραίο περιβόλι
σήμερα απο, σήμερα αποχωρίζεται
η μάνα από την κόρη, η μάνα από την κόρη.
2. Σήκω γαμπρέ, σήκω γαμπρέ μου αϊτέ
κι άνοιξε τα φτερά σου, κι άνοιξε τα φτερά σου
να πεταχτεί, να πεταχτεί η πέρδικα
μέσα στην αγκαλιά σου, μέσα στην αγκαλιά σου.
3. Σήμερα λά, σήμερα λάμπει ο ουρανός
σήμερα λάμπει η μέρα, σήμερα λάμπει η μέρα
σήμερα στε, σήμερα στεφανώνεται
αϊτός την περιστέρα, αϊτός την περιστέρα.
4. Η μέρα η, η μέρα η σημερινή
δεν είναι σαν τις άλλες, δεν είναι σαν τις άλλες
παντρεύω το, παντρεύω το παιδάκι μου
κι έχω χαρές μεγάλες, κι έχω χαρές μεγάλες.
5. Γαμπρέ μου σε, γαμπρέ μου σε παρακαλώ
να μη μου τη μαλώνεις, να μη μου τη μαλώνεις
γαρύφαλλο, γαρύφαλλο να το κρατάς
και μήλο να το παίζεις, και μήλο να το παίζεις
6. και κάθε Σα, και κάθε Σαββατόβραδο
βόλτα να το πηγαίνεις, βόλτα να το πηγαίνεις.
Άιντε παιδί, άιντε παιδί μας στο καλό
και στην καλή την ώρα, και στην καλή την ώρα
7. με την ευχή, με την ευχή μας κόρη μας
να πας στο σπιτικό σου, να πας στο σπιτικό σου
να πας στο σπιτικό σου, μαζί με τον καλό σου.
8. Σαν κυπαρί, σαν κυπαρίσσι να σταθείς
σα δένδρο να ριζώσεις, σα δένδρο να ριζώσεις
και σα μηλιά, και σα μηλιά γλυκομηλιά
ν’ αρχίσεις να καρπίζεις, ν’ αρχίσεις να καρπίζεις
9. να κάνεις τους, να κάνεις τους εννέα γιους
και την πανέρια κόρη, και την πανέρια κόρη.

Τελειώνει με την ευχή:


«Να ζήσετε, να ευτυχήσετε, χώμα να πιάνετε και μάλαμα να γίνεται».
-279-

ΤΟΥ ΓΑΜΠΡΟΥ
(αργό επαναλαμβανόμενο από την παρέα)

1. Γαμπρέ, ωχ! γαμπρέ μου σε παρακαλώ


γαμπρέ μου σε παρακαλώ μια χάρη να μας κάνεις
2. το α, ωχ! το άνθος που εφέραμε
το άνθος που εφέραμε, να μη μας το μαράνεις
3. γαρύ, ωχ! γαρύφαλλο να το κρατάς
γαρύφαλλο να το κρατάς και μήλο να το παίζεις.
4. Ένα, ωχ! ένα τραγούδι θε να πω
ένα τραγούδι θε να πω απάνω στο κεράσι
5. να ζή, ωχ! να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός
να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός, να ζήσει να γεράσει.
6. Ένα, ωχ! ένα τραγούδι θε να πω
ένα τραγούδι θε να πω απάνω στο κυδώνι
7. να ζή, ωχ! να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός
να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός κι οι συμπεθέροι όλοι.
8. Στο σπί, ωχ! στο σπίτι αυτό που ήρθαμε
στο σπίτι αυτό που ήρθαμε πέτρα να μη ραγίσει
9. κι ο νοι, ωχ! κι ο νοικοκύρης του σπιτιού
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει.

ΤΗΣ ΝΥΦΗΣ
(αργό επαναλαμβανόμενο)

1. -Νύφη, ωχ! νύφη μου ωραιότατη


νύφη μου ωραιότατη και στρογγυλό φεγγάρι
2. νύφη, ωχ! νύφη πόσο τ’ αγόρασες
νύφη πόσο τ’ αγόρασες αυτό το παλικάρι;
3. -Χίλια, ωχ! χίλια φλουριά τ’ αγόρασα
χίλια φλουριά τ’ αγόρασα και πεντακόσια γρόσια
και πεντακόσια γρόσια για τη γλυκιά του γλώσσα.

ΤΟΥ ΚΟΥΜΠΑΡΟΥ
(αργό επαναλαμβανόμενο)

1. Κουμπά, ωχ! κουμπάρε καλορίζικα


κουμπάρε καλορίζικα που έβαλες στεφάνι
2. να σ’ α, ωχ! να σ’ αξιώσει ο Θεός
να σ’ αξιώσει ο Θεός, να βάλεις και το λάδι.
-280-

ΤΑΧΤΑΡΙΣΜΑΤΑ - ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑΤΑ1

1. Τιριρί και τιριρό


το παιδί θέλει χορό.
το παιδί θέλει τραγούδια
τα βιολιά δεν είν’ εδώ
κι όποιος πάει και μας τα φέρει
πέντε τάλιρα στο χέρι.
2. Τιριρί ριρίστε το μου
κι όλοι τραγουδήστε το μου.
Της Μηλίτσας2 μου το γάμο
καλοκαίρι θα τον κάμω,
να μη βρέξει και βραχούνε
και μου το καταραθούνε.3
3. Τιριρί ριρίστε το
κι όλοι τραγουδήστε το.
Όλοι πέστε του να ζήσει
χρόνους να τους κατοστήσει.
4. Το παιδί μου το καλό και το παρακαλετό
θα τ’ αλλάξω, θα το λούσω,
θα το στείλω στη δασκάλα,
ναν’ καλύτερο από τ’ άλλα.
5. Έλα ύπνε υπνησέ το
και γλυκ’ αποκοίμισέ το
ώσπου να ’ρθεί η μάνα του
από τα ξυλοφρύγανα4
να του δώσει πέντε αβγά
πέντε κόσκινα φλωριά.

Ο ΛΑΖΑΡΟΣ
(Παιδικό ποιηματάκι που λένε το Σάββατο του Λαζάρου)

Ο Λάζαρος επήδησεν από το παραθύρι


κι’ η μάνα του τον φώναξε:
«Πού πάς καλέ Ζαφείρη;»
«Πάω στην Πόλη γι’ άρματα
. και στη Φραγκιά για ρούχα».
Έξω ψύλλοι και κορέοι
νάν’ καλά οι νοικοκυραίοι!

1
Πηγή μας για το πρώτο ταχτάρισμα ήταν η Αργυρώ Θ. Μπελίτσου (1896-1997) και για τα υπόλοιπα η
Αγγελική Γρ. Μπελίτσου (1928-2005).
2
Αντί «της Μηλίτσας», μπορεί να ταιριάξει το όνομα του παιδιού. Π.χ. της Μαρίτσας, της Αγγέλως, του
Κωστάκη, του Γιαννάκη κλπ.
3
Δηλαδή: καταραστούνε.
4
Δηλαδή από το κουβάλημα με ζαλιές (στην πλάτη) ξύλων για τη φωτιά.
-281-

(†) ΕΥΘΥΜΙΑ ΓΕΩΡΓΟΥΛΕΑ

Δυο λαϊκές ρίμες κι ένα μοιρολόι

Η Ευθυμία σύζ. Σπύρου Γεωργουλέα, θυγ. Ιωάννη Κοτσώνη.


Γεννήθηκε το 1902 και απεβίωσε το 1992.
Έζησε σχεδόν όλη τη ζωή της στην Παλιόχωρα.
Είχε διαύγεια και γερό μνημονικό ως τα τελευταία της.
Υπήρξε το «προφορικό ληξιαρχείο» της Παλιόχωρας.
[φωτ. αρχείο: Ηλίας Γεωργουλέας]

Τις ρίμες και το μοιρολόι της Ευθυμίας Γεωργουλέα κατέγραψαν σε κασετόφωνο οι αδερφοί
Ανδρέας και Παύλος Λ. Κοτσώνης στις 9 Αυγούστου 1985, «Παρασκευή, η ώρα 10.20 περίπου»,
όπως σημειώνουν. Τους απομαγνητοφωνημένους στίχους μού ενεχείρισε ο Λάμπρος Π. Κοτσώ-
νης, ο οποίος ήταν παρών στην καταγραφή, τον οποίο και ευχαριστώ.

Στα εννιακόσια δώδεκα

Το στιχούργημα αναφέρεται στους βαλκανικούς πολέμους 1912-1913 και ιδιαιτέρως στην


πολιορκία των Ιωαννίνων, η οποία υπήρξε η πιο μακροχρόνια ελληνοτουρκική στρατιωτική
αντιπαράθεση καθώς κράτησε τέσσερις μήνες, ως τις 21 Φεβρουαρίου 1913 που η πόλη
παραδόθηκε στους Έλληνες. Η θεια-Ευθυμία, στο τέλος της απαγγελίας, σε ερώτηση από πότε
το θυμάται, απάντησε: «Από τότε που ήμουν δέκα χρονώνε, που πρωτοπήγα σχολείο». Την
1
περίοδο αυτή στη Μεγ. Μαντίνεια αναφέρεται ο δάσκαλος Παν. Παπαδόπουλος . Αποτελεί ένα
από τα πολλά αυτοσχέδια ποιήματα που κυκλοφορούσαν τότε, με σκοπό τη διατήρηση του
πατριωτικού φρονήματος στα μετόπισθεν και οι δάσκαλοι τα έδιναν στα παιδιά προς
απομνημόνευση. Είναι γραμμένο από φιλοβασιλικό ριμαδόρο καθώς εξυμνεί το διάδοχο
Κωνσταντίνο, αρχιστράτηγο του ελληνικού στρατού.
Αποτελείται από 64 στίχους, δεκαπεντασύλλαβους κατά κανόνα, αν και κάποιες φορές δεν
τηρείται το μέτρο είτε λόγω αδεξιότητας του στιχουργού, είτε λόγω κακής απαγγελίας, είτε
κακής καταγραφής των στίχων. Ο στιχοπλόκος είναι γνώστης των γεγονότων, όσον αφορά σε
ημερομηνίες και ονόματα (ο Σαπουτζιάνης που αναφέρει ήταν ο αρχηγός της Στρατιάς Ηπείρου
Κων. Σαπουντζάκης), ενώ παραθέτει και ανεκδοτολογικές λεπτομέρειες, πιθανότητα δικά του
εφευρήματα, «ποιητική αδεία».

Στα εννιακόσια δώδεκα, στις 6 Οκτωβρίου,


ο πόλεμος αρχίνησε με θέλημα Κυρίου.

1
Καπετανάκης: 1996, σ. 239.
-282-

Τα κράτη τα βαλκανικά, τα τέσσερα ενωμένα,


για να χτυπήσουν την Τουρκιά ήταν συμφωνημένα.
Να διώξουνε τους τύραννους, να φύγουν οι Μουσουλμάνοι,
να πάψουνε τα βάσανα στους Χριστιανούς που κάνουν.
Βούλγαροι άπιστος λαός, Σέρβοι μ’ αντρειωμένοι
και Μαυροβούνιοι ξακουστοί, στον πόλεμο ενωμένοι.
Έλληνες με το στόλο μας και με τη βασιλεία
και με το Βενιζέλο μας λάβαμε την αξία.
Ζήτω του διαδόχου μας, ζήτω του Κωνσταντίνου,
που αρχηγό τον κάναμε και του στρατού διευθύνο.
Ζήτω του Ελληνικού Στρατού, ζήτω τα παλληκάρια,
που με τους Τούρκους μάχονται ωσάν τα λεοντάρια.
Ένα Εβραίος έφυγε απ’ τη Φιλιππιάδα,
πήρε έν’ αυτοκίνητο και του ’δωσε τροχάδα.
Πολεμοφόδια έμπασε, στερνά θε να πεθάνει,
στα Γιάννενα τα έφερε που ήταν Μουσουλμάνοι.
Οι Τούρκοι τον επήρανε και στον πασά τον πάνε.
Πολλή χαρά ελάβανε κι όλοι τόνε ρωτάνε:
«Πες μας Ισραηλίτη μας, καλό μας πατριωτάκι,
να μάθουμε για το Στρατό και για το Σαπουτζιάνη».
«Τρεις μήνες ήμουν στο Στρατό, δεν είδα Σαπουτζιάνη,
στην Άρτα μου είπαν κάθεται και τόχει το γιαταγάνι».
«Πέσε μας για το διάδοχο, πού τόχει το λημέρι;»
«Πού μένει με το στρατόπεδο, κανένας δεν το ξέρει».
«Πες μας για το στρατό του, ποιον αριθμό θε φθάνει;»
«’Κατό χιλιάδες έφερε, όλον για το Μπιζάνι.
Κανόνια έφερε πολλά και μπόλικες οβίδες
να καταστρέψει την Τουρκιά και σας τους Αραβίδες».
Στενά το πολιόρκησε το ισχυρό Μπιζάνι
κι ο Δάδοχός μας του Πασά επιστολή του κάνει.
Πιάνει του γράφει λιανικά, μ’ Ελληνικά στοιχεία,
«Πασά μου να παραδοθείς χωρίς ’ματοχυσία».
Και ο Πασάς του απαντά με τούρκικο φιρμάνι:
«Έχω στρατιώτες Αλβανούς επάνω στο Μπιζάνι».
Στις δυο ’πό τα μεσάνυχτα άρχισε το κανόνι
και στα συρματοπλέγματα βρέθηκαν οι Ευζώνοι.
Τα είχαν πλέξει τεχνικά, τα είχε η Γερμανία,
μα οι Εύζωνοι τα κάψανε σα μάλλινα σχοινία.
Όταν επήρε η χαραυγή, πήρε πλατιά η μέρα,
τότε και οι Έλληνες εις το Μπιζάνι στήσανε Ελληνική Σημαία.
Δέκα χιλιάδες ιππικό εμπήκε μες την πόλη,
οι Τούρκοι από το φόβο τους παραδοθήκαν όλοι.
Σκλάβο τον πιάσαν τον Πασά, τον πήραν οι Ευζώνοι,
στο διάδοχο τον πήγανε και το σπαθί του δώνει.
«Σε σένα πρέπουν τα σπαθιά, δεν πρέπουν στους πασάδες,
τ’ όνομά σου θα γραφεί μ’ ολόχρυσες αράδες».
-283-

Ο Διάδοχός μας πήρε χώρες και χωριά, κοτζάμ Μακεδονία


Και στα χωριά της έφθασε, σαράντα δυο χωρία.
Έπιασε αγάδες και πασάδες
και στη Θεσσαλονίκη έφθασε τριάντα τρεις χιλιάδες.
Ο Διάδοχός πήγε κι έκατσε στ’ ανάκτορα Σουλτάνου,
εδώ είναι η κρίση του ντουνιά, στον κόσμο τον επάνου.
Πριγκίπισσες έχουμε τρανές, πήραμ’ βασιλοπούλες
[… ένας τουλάχιστον στίχος λείπει …]
Κρήτες και Κρητικόπουλα που μάλωναν όλη μέρα,
ήρθε καιρός π’ ενώθηκαν παιδιά με τη μητέρα.
Σαν της Κρήτης το νησί δεν είν’ άλλο κανένα,
είν’ άντρες για τον πόλεμο, είναι και για την πέννα.
Όσοι Έλληνες σκοτώθησαν, νάναι συχωρεμένοι
και στον παράδεισο μαζί να είναι ενωμένοι.
Γιατί για την πατρίδα τους θυσιάσαν τη ζωή τους,
στο ιερό Βαγγέλιο θα βρίσκεται η γραφή τους.

Ο θάνατος του Γεωργίου Α΄

Το δεύτερο στιχούργημα αναφέρεται στη δολοφονία του Έλληνα βασιλιά Γεωργίου Α΄, που
συνέβη στη Θεσσαλονίκη στις 18 Μαρτίου 1913. Αποτελείται από 19 στίχους, κυρίως δεκαεξα-
σύλλαβους, ενώ παρεμβάλλονται δύο οκτασύλλαβα ημιστίχια. Ο άγνωστος ριμαδόρος αποδί-
δει με σαφήνεια την αμηχανία της εποχής, καθώς τα κίνητρα του αναρχικού δολοφόνου Αλέ-
ξανδρου Σχινά ουδέποτε διευκρινίστηκαν. Όπως και το προηγούμενο ποίημα, εκφράζεται με
συμπάθεια προς τη βασιλική οικογένεια.

Θε μου ρίξε κεραυνούς και κάψε τους αναρχικούς.


Κάμανε κακή δουλειά, σκοτώσανε το Βασιλιά.
Στης Σαλονίκης τα στενά του δώσαν μια περιστροφιά,
τον βρήκαν μέσα στην καρδιά.
Στον Πύργο το Λευκό εξετελέσθη το κακό.
Μα τόνε πιάσαν το φονιά, ένα ζαγάρι του ντουνιά.
Δεν ξέρουνε πούθε είν’ αυτός, Βούλγαρος είναι ή Γραικός.
Μην είναι ξένος και φερτός, μην είναι πληρωματικός.
Τον πιάσαν χωροφύλακες, του Βασιλιά οι φύλακες.
Και τόνε πάνε στον κατή και τόνε κόβουν το χαρτί
πως θα τον πάνε φυλακή
Στρατιώτες και πολιτικοί λάβετε λίγη ’πομονή.
Ο Διάδοχος δεν είναι εδώ, στα Γιάννενα με το στρατό.
Και του το στείλανε γραφτό πως του συνέβη το κακό.
Πως εσκοτώθη ο μπαμπάς, ο των Ελλήνων Βασιλιάς.
Στρατιώτες κι Αξιωματικοί για βάλτε πένθος στο χακί.
Βάλτε και στην παντιέρα μας, σκοτώθη ο πατέρας μας.
Μόνο μια λέξη ευτύχησα, να ειπώ για τη Βασίλισσα
να παραδώσει το σκαμνί για να καθίσει το παιδί.
-284-

Μανιάτικο μοιρολόι

Σχετικά με το μοιρολόι οι δυο καταγραφείς, Ανδρέας και Παύλος Κοτσώνης, παραθέτουν το


ακόλουθο προλογικό σημείωμα:

«Ακολουθεί ένα μανιάτικο μοιρολόι. Η ιστορία που περιγράφεται έχει συμβεί στην
πραγματι-κότητα μας είπε. Ανέφερε ότι το άκουσε σε ηλικία 19 ετών περίπου [σ.σ. το
1920-21 περίπου] από γυναίκες της Μέσα Μάνης, που ερχόντουσαν στο χωριό της
Αβίας για τη συγκομιδή του καρπού της ελιάς ή των σύκων. Πιθανόν έγινε στο Λιμένι ή
στην Πλάτσα.
Η ιστορία περιληπτικά έχει ως εξής: Ήταν δυο παιδιά που πέθανε ο πατέρας και η
μάνα τους. Οι μπαρμπάδες λένε τότε να παντρέψουν το κορίτσι που ήταν μεγαλύτερο,
για να προστατέψει το αγόρι. Την πάντρεψαν λοιπόν μ’ έναν φτωχό. Αυτός με τον
κουμπάρο της [σ.σ. κουνιάδο λέει το μοιρολόι] αποφασίζουν να σκοτώσουν το μικρό
αδερφό της, για να πάρουν όλη την κληρο-νομιά της. Έλα όμως που αυτή τους
εκδικείται… όπως θα δούμε».

-ο-ο-ο-

Μια σκόλη και μια Κυριακή και μια Δευτέρα της Λαμπρής
σηκώθηκε η Σταυριανή να φτιάξει τις τυρόπιττες.
.
Ζυμώνει, ξεζυμώνονται πλάθει, εξεπλάθονται. Πάει και στον πεθερό.
1
-Για πέσε μου, πατέρα μου, πες μου τ’ είν’ τούτο το κακό και το κακό προφατικό;
. .
Ζυμώνω τις τυρόπιττες ζυμώνω, ξεζυμώνονται πλάθω και μου ξεπλάθονται
.
-Τι να σου πω νυφούλα μου; Ζημιά γένη στη στάνη μας σήκω νυφούλα μου να πας.
.
Βάζει κουλούρια στην ποδιά, κόκκιν’ αβγά στη ζωναριά βάζει το δρόμο στα μπροστά.
Στο δρόμο όπου πήγαινε, απάντησε τον άντρα της μαζί με τον κουνιάδο της.
-Πέστε μου πού είναι ο Κωνσταντής, όπου δεν έρχεται μαζί;
-Στη στάνη τόνε αφήσαμε ν’ αρμέγει, να τυροκομεί και να σκαρίζει τα σφαχτά.
-Γύρισε πίσω, Σταυριανή, της είπε ο κουνιάδος της,
σήμερα που είναι Λαμπρή, να φάμε και να πιούμ’ μαζί.
-Εγώ, σαν ήρθα ως εδώ, θα πάω στη στάνη για να ιδώ.
Μόλις τους πισωκώλιασε, τα φίδια την εζώσανε.
Πάει τα μαλλιά τραβίζοντας, στο στήθος κοπανίζοντας.
Τη στάνη κοντοζύγωσε, τήνε βαυίσαν τα σκυλιά.
-Τι με βαυίζετε σκυλιά, βρε έρημα, βρε σκοτεινά, που ’μαι και γω νοικοκυρά;
Εγώ είμ’ η Σταυριανή, είμαι του Κώστα η αδερφή.
Μόλις ζύγωσε κοντύτερα, τότες την εγνωρίσανε και την ουρά κουνήσανε.
Ανοίγει, μπαίνει στο μαντρί, κοιτάει εδώ, κοιτάει εκεί.
Βλέπει τα γίδια στην αυλή, τα κατσικούλια στο μαντρί.
Κοιτάει και σε μια γωνή, βλέπει τον Κωνσταντή σιμά.
-Χριστός Ανέστη! Κωνσταντή. -Καλώς τη δόλια μ’ αδερφή.
-Πέσε μ’ αφέντη Κωνσταντή, τούτ’ τίνος είν’ η μαχαιριά και τίνος είν’ η κουμπουριά;

1
«προφατικό»: προφητικό, επιβίωση του δωρικού «α» αντί «η».
-285-

-Τι να σου πω μωρ’ αδερφή, που δε φοράς αντρός βρακί και δε μπορείς να γδικιθείς.
-Πες το μ’ αφέντη Κωνσταντή και θα τους εκδικηθώ, στη ’φημερίδα θα γραφτώ.
.
Βγάζει το γεμενάκι(*) της, βγάζει το ζωναράκι της πιάνει τον εζαλώνεται.
-Κουράγιο αφέντη Κωνσταντή κι εμείς θα πάμε στο γιατρό, να μας γιατρέψει το κακό.
Στο δρόμο που επήγαινε, εκεί της εξεψύχησε.
Ανοίγει μια ρημοκλησιά και μέσα τον απόθεσε. Φεύγει να πάει στο σπίτι της.
Στο δρόμο που επήγαινε, περνάει απ’ το χασάπικο και παίρνει κρέας μπόλικο.
Περνάει κι από το φαρμακοποιό και παίρνει φαρμάκι μέλισο.
Εκεί την ερωτήσανε: «Βρε τι το θέλεις Σταυριανή, συ το φαρμάκι το πολύ;»
-Να φαρμακώσω τα σκυλιά, γιατί μου κάνανε ζημιά. Φεύγει και πάει στο σπίτι της.
Ανοίγει το μπαούλο της, φοράει άσπρα, κόκκινα και πάει μες την εκκλησιά.
.
Έφυγε μπροστά, νωρίτερα έβαλε και μαγείρεψε κι όλους τους επροσκάλεσε:
τον πεθερό, την πεθερά, τον άντρα, τον κουνιάδο της.
-Ελάτ’ για να φάμ’ μαζί, σήμερα που ’ναι η Λαμπρή.
Πρώτη μπουκιά που φάγανε, νόστιμο όλοι τό ειπανε.
Την ξαναδευτερώσανε, πολύ αλάτι του ’ριξε.
Στην τρίτη όπου επήρανε: «Σκύλα, μας εφαρμάκωσες!»,
της είπε τότ’ ο πεθερός, πό ’μεινε λίγο ζωντανός.
-Ύπαγε γέρο, κερατά, πως και να σκατοψυχάς!

(*) γεμενάκι=τσεμπέρι.

-ο-ο-ο-

Οι δυο γιαγιάδες: βασικές πηγές μου στη συλλογή λαογραφικού υλικού.


Αργύρω Θ. Μπελίτσου, Παλιόχωρα, Ιούνιος 1991.
Αικατερίνη Τηλ. Δικαιάκου, Κούκκινος, Πάσχα 1979.
-286-

(†) ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΟΤΣΩΝΗΣ

Συλλογή παροιμιών

Ανδρέας Λ. Κοτσώνης (1921-2008)


Ο Ανδρέας Λ. Κοτσώνης υπήρξε λόγιος, φιλομαθής, φιλίστορας και φανατικός αναγνώστης.
Ήταν μέλος των Εταιρειών Λακωνικών και Πελοποννησιακών Σπουδών. Αγαπούσε τη γλώσσα,
το λαϊκό πολιτισμό και την παράδοση. Αρεσκόταν να ακούει και να καταγράφει παλιές ιστο-
ρίες, τραγούδια, ποιήματα, μοιρολόγια, παροιμίες, γενεαλογικές πληροφορίες. Ήταν μανιώδης
συλλέκτης εφημερίδων, περιοδικών, εγγράφων και αντικειμένων καθώς και καταγραφέας των,
κατά τη γνώμη του, αξιομνημόνευτων. Επαγγελματικά εργάστηκε ως υπάλληλος στον ΟΤΕ, ό-
που έφτασε ως το βαθμό του Διευθυντή. Μετά τη συνταξιοδότησή του το μεγαλύτερο διάστη-
μα της χρονιάς ζούσε στην Παλιόχωρα, όπου κατέγραφε ακόμα και τα μετεωρολογικά φαινό-
μενα.
Υπήρξε τακτικός συνεργάτης του περιοδικού ΙΘΩΜΗ της Καλαμάτας από το τεύχος 26 ως το
θάνατό του με αφηγήματα και νοσταλγικά κείμενα. Τα γραπτά του συχνά έχουν ένα λεπτό
χιούμορ και διακρίνονται για το ιδιαίτερο, προσωπικό τους ύφος.
Χαρακτηριστικοί τίτλοι πεζογραφημάτων του Ανδρέα Κοτσώνη:
Η ναυμαχία του ανέμου ή Όταν η φαντασία καλπάζει (ΙΘΩΜΗ τ. 53/54), Το πρώτο μας κου-
στούμι (52), Επίσκεψη σε θαλαμηγό (51), Μονομαχία αδελφών (50), Η εκδίκηση του μπάρμπα-
Σαράντου (49), Πασχαλινά γεννητούρια (48), Γεράσιμος ο Συνταξιόπληκτος (47), Η δύναμη της
συνήθειας (46), Ο γάτος μας (45), Αναδρομή στα μαθητικά χρόνια. Το ημίψηλο (43/44), Η
χοντρή ελιά (41/42), Ο Χάρος (33/34), Υποβρύχιο κατά ψαρόβαρκας (31/32), Χαρούμενες
αναδρομές (29/30), Ο από μηχανής θεός (28), Ένα ψέμα (27), Μεγάλη Μαντίνεια (26).
-287-

Η Συλλογή παροιμιών
Μεταξύ των άλλων ενδιαφερόντων του ο Ανδρέας Κοτσώνης κατέγραφε λαϊκές παροιμίες.
Ξεκίνησε τον Οκτώβριο 1980 και συνέχισε ως τον Ιούνιο 2006, καταγράφοντας συνολικά 1.845
παροιμίες σε τρία σχολικά τετράδια [Πίνακας 1]. Τα τετράδια αυτά έχει διαφυλάξει η σύζυγός
του Μαρία (Σακελλαροπούλου), η οποία με προθυμία μας τα εμπιστεύτηκε, όπως και η φιλό-
λογος θυγατέρα του Σέβη, ώστε να δημοσιεύσουμε αυτόν τον αποθηκευμένο λαϊκό πλούτο.

[1] Καταγραφή των παροιμιών ανά τετράδιο


Τετράδια Σελίδες Αύξων αριθμός Ημερομηνίες
ον 1
1 Παροιμιών 1-80 1-973 1/10/1980 ως 4/2/1983
ον 2
2 Παροιμιών 81-120 974-1.489 19/2/1983 ως 22/12/1986
ον 3
3 Παροιμιών 121-148 1.490-1.845 26/12/1986 ως 23/6/2006
1. Σχολικό τετράδιο ‘‘ΑΘΗΝΑ’’ 40 φύλλων, χρώματος μπλε. Στο εσώφυλλο φέρει τη σημείωση: Καλαμά-
τα, 30-9-1980 (Από Παπαχρίστου) Δρχ. 16.
2. Σχολικό τετράδιο ‘‘LUX’’ 20 φύλλων, χρώματος μπλε.
3. Σχολικό τετράδιο ‘‘SPECIAL’’ 40 φύλλων, χρώματος μπλε. Στο εσώφυλλο φέρει τη σημείωση: 23-12-
1986 Δρχ. 55 (από οδ. Βερανζέρου). Είναι γραμμένο ως τη σελ. 28 και το υπόλοιπο είναι άγραφο.

Προηγείται μια μικρή εισαγωγή, στην οποία ο Α. Κοτσώνης σημειώνει πως ξεκινά την συλλο-
γή: «γιατί πολύ με γοητεύει η συμπύκνωσις τόσης λαϊκής σοφίας σε λίγες λέξεις». Τις παροι-
μίες καταγράφει με σχολαστικότητα, με αύξουσα αρίθμηση και με ημερομηνία καταγραφής. Η
πλειονότητα των παροιμιών (1.635) έχει καταγραφεί τα πρώτα χρόνια, ως το 1986. Στη συνέ-
χεια η καταγραφή είχε φθίνουσα πορεία, με ρυθμό μερικών δεκάδων ανά έτος, για να μειωθεί
κι άλλο ο ρυθμός μετά το 1995 [Πίνακας 2].

[2] Καταγραφή των παροιμιών ανά έτος


Έτος Αύξων αριθμός Ποσότητα Έτος Αύξων αριθμός Ποσότητα
1980 1-232 232 1994 1.792-1.794 3
1981 233-326 94 1995 1.795-1.809 15
1982 327-910 584 1996 1.810-1.815 6
1983 911-1.016 106 1997 1.816-1.817 2
1984 1.017-1.289 273 1998 1.818-1.823 6
1985 1.290-1.388 99 1999 1.824 1
1986 1.389-1.635 247 2000 1.825-1.827 3
1987 1.636-1.668 33 2001 1.828 1
1988 1.669-1.695 27 2002 1.829-1.836 8
1989 1.696-1.731 36 2003 1.837-1.841 5
1990 1.732-1.745 14 2004 1.842 1
1991 1.746-1.758 13 2005 1.843 1
1992 1.759-1.781 23 2006 1.844-1.845 2
1993 1.782-1.791 10

Μετά από κάθε παροιμία υπάρχει πάντα μια κενή γραμμή, στην οποία σε αρκετές περιπτώ-
σεις παρατίθεται «βραχυλογικώς και η αλληγορική της σημασία», όπως σημειώνει στην εισα-
γωγή. Σε λιγοστές περιπτώσεις αναφέρεται ο πληροφορητής ή η πηγή προέλευσης της παροι-
μίας [Πίνακας 3].
-288-

[3] Παροιμίες που σημειώνεται η πηγή


Πρόσωπα Ποσότητα Δημοσιεύματα Ποσότητα
Χρήστος Φραγκούλης [Χ.Φ.] 52 Λεξικόν ΠΡΩΪΑΣ 44
Χρυσάνθη [αδελφή του, σύζ. Δημ. Νικολέα] 16 ΠΑΝΛΕΞΙΚΟΝ 8
Ν. Νάκος 5 Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 8
Νίκος 4 Μέγας Καζαμίας 5
γιαγιά Χρίσταινα 1 T.V. 4
Ιωάννα [σύζ. Χρ.] Φραγκούλη 1
Δημ. Πατριαρχέας 1
Παν. Θ. Μπελίτσος 1
Κούλης Μπαμπουρέας 1
Σέβη Νικολέα 1
ΣΥΝΟΛΟ 83 ΣΥΝΟΛΟ 69

Τα πρώτα χρόνια, εκτός από ελληνικές, κατέγραφε και ξένες παροιμίες αλλά σύντομα σταμά-
τησε. Συνολικά η συλλογή περιέχει 89 ξένες παροιμίες από 19 χώρες [Πίνακας 4].

[4] Ξένες παροιμίες ανά λαό προέλευσης


Προέλευση Ποσότητα Προέλευση Ποσότητα Προέλευση Ποσότητα
Αγγλικές 25 Πολωνικές 3 Τουρκικές 1
Αραβικές 12 Ολλανδικές 2 Πορτογαλικές 1
Γαλλικές 10 Νορβηγικές 2 Σουηδικές 1
Ιταλικές 8 Αυστριακές 2 Αρμενικές 1
Ισπανικές 5 Ρωσικές 2 Περσικές 1
Γερμανικές 5 Ινδικές 2 Εβραϊκές 1
Κινεζικές 5
ΣΥΝΟΛΟ: 89

Κάποιες καταγραφές δεν αφορούν σε λαϊκές παροιμίες αλλά πρόκειται για γνωμικά, απο-
φθέγματα, λόγια ρητά ή παραινέσεις, όπως:
Με την υπομονή κερδίζεις τα πάντα (596), Ποτέ μην αστειεύεσαι με τους μεγαλυτέρους σου
(611), Πρέπει να υπακούς πρώτα κι ύστερα να διατάζεις (614), Ό,τι δεν θέλεις να σου κάνουν,
μην το κάνεις σ’ άλλους (616), Ο καλός λόγος δεν κοστίζει τίποτα (1084), Όπου υπάρχει ο Θεός,
εκεί και η ευτυχία (1134), Το καλό βιβλίο είναι καλός σύμβουλος (1163), Η φιλία ζει με την
εκτίμηση και τον αλληλοσεβασμό (1311), Τα παιδιά είναι η χαρά του σπιτιού (1445), Το μέλλον
ενός έθνους είναι η νεολαία του (1459), Ελευθερία δεν θα πει κι αναρχία (1469), Στην
προσευχή βρίσκεται η γαλήνη της ψυχής (1471), Το πολυτιμότερο αγαθό είναι η υγεία (1480),
Τον Θεό φοβού, τους γονείς τίμα, στους νόμους πείθου (1541), Φύσιν πονηράν μεταβαλείν ου
ράδιον (1646), Μάχαιραν έδωκες, μάχαιραν θα λάβεις (1704).
Η γλώσσα του Α. Κοτσώνη είναι η απλή, υπηρεσιακή καθαρεύουσα, την οποία διατηρήσαμε
αλλά στο μονοτονικό, με κάποιες σιωπηρές διορθώσεις. Όπου υπάρχουν αριθμοί σε παρένθε-
ση, παραπέμπουν σε παροιμίες είτε με παρόμοιο νόημα είτε όμοιες καταγραμμένες εις δι-
πλούν. Για οικονομία χώρου παραλείψαμε τις διπλό- ή τριπλό-γραμμένες, οπότε ας μην ξενί-
ζουν οι ελλείποντες αριθμοί.

Θ. Μπελίτσος, Φεβρουάριος 2016


-289-

Εισαγωγικό κείμενο

Από ημέρες τώρα, παρά τις τόσες ενασχολήσεις που έχω ημέρα και νύχτα με το νεόδμητο
σπίτι, μου ήρθε η επιθυμία να γράψω όσες παροιμίες ξέρω και όσες ακούω, γιατί πολύ με
γοητεύει η συμπύκνωσις τόσης λαϊκής σοφίας σε λίγες λέξεις. Πήρα λοιπόν χθες αυτό το
τετράδιο και από σήμερα το βράδυ άρχισα να γράφω. Στο περιθώριο δεξιά σημειώνω την
ημερομηνία που εγράφη η παροιμία.
Αβία, 1-10-1980
Α. Κοτσώνης (υπογραφή)

[Παροιμία είναι έκφρασις, στην οποία αποσταλάζονται, με άκρα συντομία και με θαυμαστή
συνήθως παραστατικότητα, πορίσματα της λαϊκής πείρας και παρατηρήσεως, δια παρομοιώ-
σεων ως επί το πλείστον και υπό σκωπτικόν πνεύμα].

Οι παροιμίες έχουν αλληγορική σημασία, γι’ αυτό και πολλοί δυσκολεύονται μερικές φορές
να εύρουν το αλληγορικό τους νόημα. Για τον λόγον αυτόν, κάτω από κάθε μία, θα επιδιωχθεί
να γράφεται βραχυλογικώς και η αλληγορική της σημασία.

Η πρώτη σελίδα του τετραδίου


-290-

Παροιμίες
1. Στου κουφού την πόρτα, όσο θέλεις βρόντα. (Επί των αναισθήτων ή πεισμόνων, οίτινες δεν
συζητούνται ή δεν μεταβάλλουν γνώμην κατ’ ουδένα τρόπον).
2. Λόγια του κόσμου άκουγε, του κεφαλιού σου κάνε.
3 (1387). Αλλοί στο νιο που δέρνεται, στο γέρο που κοιμάται.
4. Χαρά στο γέρο που ξυπνά, στο νέο που κοιμάται.
5. Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά. (Ότι θα έλθει η ώρα της δυσαρέστου εκβάσεως, ή της τιμωρίας κακής
τινός πράξεως ή διαγωγής).
6. Όσα απίδια φαγωθούνε, κάτσε μέτρα τις ουρές τους.
.
7. Του ζουρλού το σκοινί μονό δεν φθάνει διπλό φθάνει και περισσεύει.
8. Έβρισε (Είπε) ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα. (Επί των κατηγορούντων τους άλλους δι’ ελάττωμα,
όπερ έχουν οι ίδιοι εις μεγαλύτερον βαθμόν).
9. Βόηθα (Βάστα) με να σε βοηθώ (βαστώ), ν’ ανεβούμε το βουνό. (Ότι πρέπει να βοηθά ο εις τον άλλον
εις την ζωήν).
10 (125). Το ‘να χέρι νίβει τ’ άλλο και τα δυο το πρόσωπο. (Αλληλοβοήθεια).
11. Τα μεταξωτά βρακιά θέλουν κι επιδέξιους κώλους.
12. Με πορδές αβγά δεν βάφονται. (Ότι άνευ σοβαρών προσπαθειών ουδέν κατορθούται).
13. Της γριάς στο μισοχείμωνο αγγούρι της ορέχτη.
14. Σ’ αγαπώ κυρά να κλάνεις, μα εσύ το παρακάνεις.
15. Από το ολότελα, καλή κι η Παναγιώταινα.
16. Στην αναβροχιά καλό και το χαλάζι.
17. Γενάρη μήνα κλάδευε, φεγγάρι μην κοιτάζεις.
18. Όποιος τσιγκλάει το γάιδαρο, δέχεται και τις πορδές του. (Ο προκαλών τι, φυσικόν είναι να υποστεί
και τας συνεπείας).
19. Όποιου του μέλλει να πνιγεί, ποτέ του δεν πεθαίνει.
20. Βασιλικός κι αν μαραθεί, την μυρωδιά την έχει.
21. Άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο.
22. Σιγά-σιγά κοτούλα μου, κι εγώ σε μαγειρεύω.
23 (169). Αδικομαζέματα, ανεμοσκορπίσματα. (Τα ανόμως κτηθέντα δεν παραμένουν εις χείρας του
αποκτήσαντος).
24. Το ράσο δεν κάνει τον παπά.
25 (189). Το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται.
26. Όσο θέλεις δούλευε κι όσα θέλει ο Θεός θα σου δώσει.
27. Του κυνηγού και του ψαρά το πιάτο, δέκα φορές είν’ αδειανό και μια φορά γεμάτο.
28 (290). Αν δεν βρέξεις κώλο, ψάρι δεν τρως. (Ότι άνευ ταλαιπωριών δεν επιτυγχάνει τις του
ποθουμένου).
29. Μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και την κακή του μέρα.
30. Αγάλια-αγάλια γίνεται η αγουρίδα μέλι.
31. Φασούλι το φασούλι γεμίζει το σακούλι. (Ότι δια της αποταμιεύσεως, σχηματίζεται συν τω χρόνω
ικανόν ποσόν).
32. Δάσκαλε που δίδασκες και νόμον δεν εκράτεις.
33. Άπιαστα πουλιά, χίλια στον παρά.
34. Όσα δεν φτάνει η αλεπού, τα κάνει κρεμαστάρια. (Επί των υποκρινομένων αδιαφορίαν δι’ ό,τι δεν
έχουν την δύναμιν να επιτύχουν). Αντίστοιχος προς την αρχαίαν «όμφακές εισιν».
35. Η αλεπού είχ’ εργατιά και κείνη ακριδολόγαγε. (Επί των αμελούντων τας ιδικάς των υποθέσεις και
απασχολουμένων με τας των άλλων).
36. Αν ρίξει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σε κείνον τον ζευγά πούχει πολλά
σπαρμένα.
37. Ψωμί δεν έχουμε, τυρί γυρεύουμε.
38. Από πίτα που δεν τρως, τι σε μέλει κι αν καεί. (Επί αναμιγνυομένων εις ξένας υποθέσεις).
-291-

39. Παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είν’ και μπαλωμένο. (Ότι προτιμότερος ο γάμος μετά
συμπατριώτου).
40. Ο χορτάτος (χορτασμένος) του νηστικού δεν πιάνει (πιστεύει) βίρα. (Ο πλούσιος δεν αντιλαμβάνεται
τας ανάγκας των πτωχών).
41. Κάηκε η γριά στο χυλό, φυσά και τη γιαούρτη.
42. Αλί που τόχει η κούτρα του να κατεβάζει ψείρες. (Ότι εκείνος που έχει γεννηθεί άτυχος, αδέξιος,
ανίκανος, βγαίνει εις κάθε περίπτωσιν ζημιωμένος, λόγω της ατυχίας, της αδεξιότητος ή της ανικανότητός
του).
43. Δυο γαϊδάροι μάλωναν σε ξένον αχεριώνα.
44. Λογαριάζει χωρίς τον ξενοδόχο.
45. Όποιος κατηγορεί το σπίτι του, πέφτει και τον πλακώνει. (Ότι οι μη ευχαριστημένοι εκ των όσων
έχουν τιμωρούνται χάνοντας και ταύτα).
46. Κάποιον λάκκο έχει η φάβα.
47. Χόρευε κυρά Μαρού κι έχε κι έννοια του σπιτιού.
48. Τα κακά σιγουρεμένα τα σκυλιά τα τρώνε.
49. Αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννούν οι κότες.
50. Κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει. (Ότι προτιμότερον το μικρόν άμεσον όφελος από
άλλο μεγαλύτερον, όπερ μας υπόσχονται).
51 (533, 1702). Άμα δεν ταιριάζανε, δεν συμπεθεριάζανε. Ή: Αν δεν μοιάζαμε, δεν συμπεθεριάζαμε.
52. Αν δε σε θέλει το χωριό, μη ρωτάς για του παπά το σπίτι.
53. Τζίτζικας ελάλησε, μαύρη ρώγα γυάλισε.
54. Ανάρια-ανάρια το φιλί για νάχει νοστιμάδα.
55 (1758). Ο καλός καραβοκύρης (ο καπετάνιος) στη φουρτούνα φαίνεται. (Ότι εις τας δυσκόλους
περιστάσεις αναδεικνύεται η ικανότης τινός).
56. Τα ήθελες και τάπαθες (ήθελές τα, έπαθές τα).
57. Θέρος, τρύγος, πόλεμος. (Ότι ο θερισμός και ο τρυγητός απαιτούσι σύντομον ενέργειαν και δεν
επιδέχονται αναβολήν, όπως και ο πόλεμος, όταν εκραγεί).
58. Το καλό το παλληκάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι. (Επί των επιδεξίως υπερνικούντων τα εμπόδια).
59. Στους τυφλούς βασιλεύει ο μονόφθαλμος.
60. Είπαν του ζουρλού να χάσει, κι έπιασε και ξεκωλιάστη.
61. Είδε ο ζουρλός (τρελός) τον μεθυσμένο κι έκανε στην πάντα (και φοβήθηκε). (Ότι επικινδυνότερος
του παράφρονος καθίσταται πολλάκις ο μέθυσος).
62. Η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει. (Ότι αι συκοφαντίαι και αι διαβολαί γίνονται
μεγάλων κακών πρόξενοι).
63. Με όποιον δάσκαλό καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις.
64. Το πολύ «Κύριε ελέησον» και του Θεού βαρυέται.
65 (1691). Μάθε τέχνη κι άστηνε, κι αν πεινάσεις πιάστηνε. (Ότι είναι αναγκαίο εις πάντας η γνώσις
επαγγέλματος τινός).
66. Τώρα στα γεράματα, μάθε γέρο γράμματα.
67. Της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελάει. (Ότι πάσα νυκτερινή εργασία, είναι χειροτέρα
από την κατά την ημέραν εκτελουμένην).
68. Όποιος δεν θέλει να ζυμώσει, πέντε μέρες κοσκινίζει.
69. Θέλεις θέριζε και δένε, θέλεις δένε και κουβάλα.
70. Κόρακας κοράκου μάτι δεν βγάζει.
71. Μήνα που δεν έχει ρω, θέλει το κρασί νερό.
72. Άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας. (Επί προσώπων ή πραγμάτων εχόντων τι το
κοινόν, αλλά διαφερόντων ουσιωδώς κατά την ποιότητα, την αξίαν, κλπ).
73. Χέρι, μαχαίρι, ποταμός και θάλασσα μαγάρα δεν έχουν.
74. Του Γενάρη το φεγγάρι παρ’ ολίγο σαν ημέρα.
75 (185). Βάζει κι κοσκινού τον άντρα της με τους πραματευτάδες.
76. Από μωρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια.
-292-

77 (732). Από κακό χρεοφειλέτη κι ένα σακί άχερα. (Από τον κακοπληρωτήν και το ελάχιστον αν λάβει
τις, κέρδος είναι).
78. Ή παπάς, παπάς ή ζευγάς, ζευγάς. (Ότι δεν πρέπει να περισπάται τις εις πολλά).
79 (126, 1661). (Θέλει) και τον σκύλο χορτάτο και την πίτα (το ψωμί) ακέρια(ο). (Επί των επιζητούντων
να κερδίσουν χωρίς να δαπανήσουν τίποτε).
80. Ένας κούκος (ένα χελιδόνι) δεν φέρνει την άνοιξη.
81. Έκλασε η νύφη, χάλασε ο γάμος.
82. Ό,τι πάρει η νύφη στην καβάλα.
83 (935). Όπου λαλούν πολλοί κοκόροι, αργεί να ξημερώσει. (Ότι όπου πολλοί διευθύνουν, αι
υποθέσεις δεν ευοδούνται). Ταυτόσημος προς την αρχαίαν «κακόν πολυκοιρανίη» [το ορθόν: ουκ
αγαθόν…].
84. Ο ψεύτης και ο κλέφτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται. (Ότι ταχέως οι ψεύται και οι κλέφται
αποκαλύπτονται).
85. Κάλλιο γαϊδουρόδενε, παρά γαϊδουρογύρευε. (Καλύτερα ν’ ασφαλίζωμεν τα πράγματά μας, παρά
να τ’ αναζητώμεν απωλεσθέντα).
86. Πάω κι εγώ μάνα μου με τα καράβια.
87. έλα παππού να σου δείξω τ’ αμπελοχώραφά σου.
88. Ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τον εβγάλαμε. (Επί των θεμελιούντων μελλοντικά σχέδια επί
αβεβαίων και αορίστων προσδοκιών).
89 (232). Έχε τους πόδας σου ζεστούς, την κεφαλή σου κρύα, γιατρού δεν έχεις χρεία.
90. Ο παθώς είναι γιατρός.
91. Ψείρα που δε σε τρώει, μην την ξύνεις.
92. Έκανε κι η ψείρα κώλο κι έχεσε τον κόσμον όλο.
93. Μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια.
94 (117). Όποιος γυρεύει τα πολλά, χάνει και τα λίγα. (Επί των πλεονεκτών).
95 (927). Πώς πάνε αράπη τα παιδιά σου; Όσο πάνε και μαυρίζουνε.
96 (886). Ο λύκος κι αν εγέρασε κι έπεσε (άσπρισε, άλλαξε) το μαλλί του, ούτε τη γνώμη άλλαξε ούτε
την κεφαλή του. (Επί των διατηρούντων τα ελαττώματά των ή τας κακάς των έξεις και κατά το γήρας).
97. Από ρόδο βγαίνει αγκάθι κι απ’ αγκάθι βγαίνει ρόδο.
98. Όλα τα γρούνια μια μούρη έχουνε.
99. Χέρι που δεν μπορείς να το δαγκώσεις, φίλα το. (Υπόκυπτε εις εχθρόν, ον είσαι ανίσχυρος να
βλάψεις).
100. Κόψ’ τ’ αγκάθι από μικρό, μη χωθεί μέσ’ το μυαλό.
101. Ή μικρός παντρέψου ή μικρός καλογερέψου.
102. Όταν ακούς πολλά κεράσα, βάσταγε μικρό καλάθι.
103. Ο κόσμος τόχει τούμπανο κι εμείς κρυφό καμάρι. (Επί πραγμάτων τοις πάσι γνωστών, τα οποία οι
ενδιαφερόμενοι κρατούν ως μυστικά).
104. Βρήκε ο σκύλος τη γενιά του κι αναγάλλιασε η καρδιά του.
105. Η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη.
106. Κατά τον πύργο και τα θεμέλια.
107 (648). Άρπαξε να φας και κλέψε νάχεις. (Ότι με την εντιμότητα και την χρηστότητα δεν σχηματίζεται
περιουσία).
108. Έχω ράμματα για τη γούνα σου.
109. Τρεις το λάδι, τρεις το ξύδι, έξι το ξυδόλαδο.
110. Ο λόγος σου με χόρτασε και το φαΐ (ψωμί) σου φά’ το. (Οι πικροί λόγοι δεν εξαλείφονται με
περιποιήσεις), (Ή: οι προσηνείς λόγοι αξίζουν περισσότερον από την υλικήν προσφοράν).
111. Πενία τέχνας κατεργάζεται. (Ότι η στέρησις ή αι δυσχερείς περιστάσεις κάμνουν τον άνθρωπον να
επινοεί μέσα προσπορισμού των αναγκαίων).
112. Σαράντα πέντε Γιάννηδες ενού κοκόρου γνώσι.
113. Η γριά δεν είχε διάβολο (δαίμονα) ‘κονόμησ’ ένα γρούνι.
114. Ουδέν μωρότερον των ιατρών, αν δεν υπήρχον διδάσκαλοι.
-293-

115. Η τιμή, τιμή δεν έχει και χαρά στον που την έχει. (Ότι η κοινωνική υπόληψις είναι το πλέον
ανεκτίμητον, πολύτιμον αγαθόν).
116. Όλα ψυχρά κι ανάποδα κι ο γάμος την Τετάρτη.
117 (94). Όποιος θέλει τα πολλά χάνει και τα λίγα. (Επί των πλεονεκτών).
118. Άφησε το γάμο και πήγε για πουρνάρια.
119 (247). Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει. Μα αν σώσει και κακιώσει μέσ’ το χιόνι
θα μας χώσει.
120 (247). Από Μάρτη καλοκαίρι κι από Αύγουστο χειμώνα.
121. Όποιος σκάβει το λάκκο του αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα.
122. Των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν.
123. Με το νου πλουταίνει η κόρη, με τον ύπνο η ακαμάτρα. (Επί των βαυκαλιζομένων με ματαίας
ελπίδας).
124 (975). Στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό.
127 (246). Φτηνός στη ζάχαρη και ακριβός στ’ αλεύρι.
128. Θεωρία επισκόπου και καρδία μυλωνά.
129. Κεφάλι χωρίς βάσανα πέσ’ το κολοκυθένιο. [Χρήστου Φραγκούλη, στο εξής: Χ.Φ.].
130. Του κυνηγού μένουν τα πούπουλα και του ψαρά τα φύκια. [Χ.Φ.]
131. Ο χτίστης είναι χτικιό κι ο μαραγκός μαράζι. [Ιωάννα Φραγκούλη].
132. Παπά παιδί, διαβόλου ’γγόνι.
133. Το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό. (Ότι το δίκαιον του ισχυροτέρου επικρατεί).
134 (965). Η μικρή φάνα έχει το λαγό.
135. Κάλλιο η μάμα μου παρά η μάνα μου.
136. Όποιος έχει τα γένια έχει και τα χτένια. (Ότι ο έχων ή επιχειρών τι είναι και ο αρμοδιότερος ή ο
υπόχρεος δια τας περί αυτού μερίμνας).
137 (195). Αντί να βογγά ο γάιδαρος, βογγάει το σαμάρι. (Όταν παραπονείται ουχί ο παθών, αλλ’ ο
ζημιώσας).
138. Η καλή ημέρα φαίνεται από το πρωί. (Ότι η έκβασις έργου τινός και ο χαρακτήρ, η τύχη κ.τ.λ. τινός,
φαίνονται ευθύς εξ αρχής).
139. Έξω απ’ άδικο κι από κακιά γυναίκα.
.
140. Φύλαξε και το άχερο έρχεται ο καιρός του. [Χ.Φ.].
141. Ρωμαίικος καυγάς, τούρκικος χαλβάς [Χ.Φ.].
142 (626). Βγάζει κι από τη μύγα ξύγκι. (Επί φιλαργύρων).
143. Όσο μια γερόκοτα, σαράντα πουλακίδες.
144. Δύο κεφάλια σε μια σκούφια δε χωράνε.
145 (1693). Όλα τα έχει η Μαργιορή κι ο φερετζές της λείπει. (Επί των στερουμένων τα απαραίτητα και
ζητούντων τα περιττά). Βλ. και 1146 (1785).
146. Αν έχεις τύχη διάβαινε και ριζικό περπάτει. (Ο τυχηρός δεν διατρέχει κινδύνους).
147. Ο ποντικός στην τρύπα του μεγάλος κατεργάρης.
148. Όσα φέρνει η ώρα, δεν τα φέρνει ο χρόνος. (Ότι εν μια στιγμή πολλά απρόοπτα και ανέλπιστα
δύνανται να συμβούν).
149. Είπαμε πολλά και σώνει κι ας λαλήσει κι άλλο αηδόνι. [Χ.Φ.].
150. Το ζουμί ζημιά δεν κάνει.
151. Κάτσε στ’ αβγά σου.
152. Με των εννιά το φαγητό τρώνε και οι δέκα.
153. Η φτώχεια θέλει καλοπέραση.
154. Λέω τα σύκα, σύκα και τη σκάφη, σκάφη.
155. Έχει ο καιρός γυρίσματα.
156 (953). Στη ρούγα τριαντάφυλλο κι αγκάθι μέσ’ στο σπίτι. [Χ.Φ.].
157. Του κερατά και ραβδιές. [Χ.Φ.].
158. Έγινες θέατρο! [Χ.Φ.].
159. Μην κάμεις χάρη στον αχάριστο γιατί θα τον κάμεις οχτρό σου. [Χ.Φ.].
-294-

160. Τον πάτησε στον κάλο. [Χ.Φ.].


161. Θέλεις να μετρήσεις τα δόντια του διαβόλου; Κάμε τον να γελάσει. [Χ.Φ.].
162 (524). Δεν έχει ανάγκη ο καβαλάρης που κρέμονται τα πόδια του. [Χ.Φ.].
163. Όμοιος τον όμοιον αγαπά κι η κοπριά τα λάχανα. (Επί κακοήθων συνδεδεμένων δια φιλίας) [Χ.Φ.].
164 (251). Πάρτονε στο γάμο σου να σου ειπεί και του χρόνου. [Χ.Φ.].
165. Στραβά πηγαίνεις κάβουρα, να ιδώ την προκοπή σου. [Χ.Φ.].
166. Εδώ ντελίνια μάχονται και σεις παλιοβαρκούλες. [Χ.Φ.].
167. Άναψε το λυχνάρι σου πριν να σε πάρ’ η νύχτα. [Χ.Φ.].
168 (288). Το μήλο θα πέσει κάτω από τη μηλιά. [Χ.Φ.].
169 (23). Ανεμομαζώματα, διαβολοσκορπίσματα. [Χ.Φ.].
170. Το λύκο πήγαιναν να τον σκοτώσουν και κείνος έλεγε, πούθε παν τα πρόβατα; [Χ.Φ.].
171. Καλός-καλός ο χοίρος μας και βρέθη χαλαζάρης. [Χ.Φ.].
172. Το μυαλό του είναι από την τελευταία καζανιά. [Χ.Φ.].
173. Βρου-βρου-βρου και τ’ αμπέλια ξέφραγα. [Χ.Φ.].
174 (1830). Είπαν της καμήλας: τον ανήφορο θες να πας ή τον κατήφορο; Κι απάντησε: μα χάθηκε ο
ίσιος δρόμος; [Χ.Φ.].
175 (1718). Αν κάναν όλες οι μέλισσες μέλι, θάκανα κι εγώ κουβέλι. [Χ.Φ.].
176. Η σφήκα εκδικείται με το κεντρί της, αλλά πεθαίνει αφήνοντάς το αλλού. [Χ.Φ.].
177. Τους μωρούς να διορθώνεις μια μωρία είναι κι αυτό. [Χ.Φ.].
178. Πάρε σκυλί από μαντρί και γυναίκα από σπίτι. [Χ.Φ.].
179 (1090). Ο μύλος δεν αλέθει με νεροκουβάλημα. [Χ.Φ.].
180. Τον Μανιάτη τάιζαν ψωμί σιμιγδάλι και κείνος είπε: κάλλιο είναι το κριθάρι. [Χ.Φ.].
181. «Όπου τις πονεί εκεί και τον νουν έχει». [Χ.Φ.].
182. Έκαψα την καλύβα μου να μη με τρων’ οι ψύλλοι. [Χ.Φ.].
183. «Δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται». [Χ.Φ.].
184. Γαϊδουρινά μούτρα, βασιλική ζωή. [Χ.Φ.].
185 (75). Βάνει η αλεπού τον άντρα της με τους πραματευτάδες. [Χ.Φ.].
186. «Σταγόνες ύδατος κοιλαίνουσι πέτρας, χρυσός δε ταις αφαίς των χειρών εκτρίβεται». [Χ.Φ.].
187. «Μάχονται περί όνου σκιάς». [Χ.Φ.].
188. Μαλώνανε για το γαϊδάρου την αποσκιάδα.
189 (25). Το έξυπνο πουλί πιάνεται κι από τα 4 πόδια. [Χ.Φ.].
190 (1831). Ο πεινασμένος (νηστικός) καρβέλια ονειρεύεται. (Ότι ο ζωηρώς επιθυμών τι έχει απαύστως
κατά νουν το ποθούμενον). [Χ.Φ. και Λεξ. Πρωΐας στη λέξη «πεινώ»].
191 (802). Κίνησε ο Οβριός να πάει στο παζάρι κι έτυχε ημέρα Σάββατο. [Χ.Φ.].
192. Του τάζει λαγούς με πετραχήλια και πράσιν’ άλογα. [Χ.Φ.].
193. Τα νταβούλια στου Μπασάκου κι ο χορός στου Μπεζενάκου. [Χ.Φ.].
194 (238). Γεια σου Γιάννη, κουκιά σπέρνω. (Εις απαντώντας άλλ’ αντ’ άλλων) [Χ.Φ.].
195 (137). Αντί να τρίξει ο ζυγός, τρίζει τ’ αλέτρι. [Χ.Φ.].
196 (1211). Άπλωσε τα πόδια σου ως εκεί που είναι στο στρώμα. [Χ.Φ.].
197 (309). Κοντά στα (ξύλα τα) ξερά καίγονται και τα χλωρά. (Ότι συχνά μετά των ενόχων, υφίστανται
ζημίας και οι αθώοι) [Χ.Φ.].
198. Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τον τρών’ οι κότες. [Χ.Φ.].
199 (216, 1654). Όπου (Ό,τι) μικρο(παιδο)-μάθει, δεν γερονταφήνει. [Χ.Φ.].
200. Σπίτι μου, σπιτάκι μου και ψαροκαλυβάκι μου. [Χ.Φ.].
201. Ο Μανώλης με τα λόγια κάνει ανώγεια και κατώγεια.
202. Πες μου τους φίλους σου (Πες μου με ποιον πας) να σου ειπώ ποιος είσαι..
203. Καλό, κακό στραμπούληγμα κάνει σαράντα ημέρες.
204 (804). Εγώ κακά χερόβολα κι εσύ κακά δεμάτια. (Επί αμοιβαίας αποτυχίας).
205. Πολλά χέρια στο μαλλί και ολίγα στο τυρί. [Χ.Φ.].
206. Λαγός τη φτέρη έσειε (έτριβε), κακό του κεφαλιού (της κεφαλής) του. (Μη δίδεις αφορμήν να σε
προσέξουν, να σ’ ενθυμηθούν, όταν εκ τούτου κινδυνεύεις να πάθεις ή να ζημιωθείς) [Χ.Φ.].
-295-

207. Είναι κώλος και βρακί. [Χ.Φ.].


208. Του χαρίζανε γάιδαρο και τον κοίταζε στα δόντια. Ή: Κάποιου του χάριζαν γάιδαρο κι ήθελε και
σαμάρι. (Ότι δεν πρέπει να είμεθα πλεονέκται).
209. Να κλαίνε οι χήρες, να κλαίνε και οι χαιράμενες;
210. Τα λέει της πεθεράς (Σένα τα λέω πεθερά), για να τ’ ακούει η νύφη. (Επί εμμέσου παρατηρήσεως ή
επιτιμήσεως).
211. Ο γαμπρός, γυιός δε γίνεται κι η νύφη θυγατέρα.
212. Αφού δεν ήξερες να φτιάνεις μακαρόνια, κυρά μου τι τον ήθελες τον άντρα με γαλόνια.
213. Παπάς τον παπά δεν χωνεύει. (Επί αντιζηλίας ομοτέχνων).
214. Εδώ σε θέλω κάβουρα να πηδάς στα κάρβουνα.
215 (1747). Εγώ διατάζω το σκύλο μου (Εγώ τον σκύλον ώριζα) κι εκείνος την ουρά του. (Επί των
αποφευγόντων να εκτελέσουν εντολήν τινα, αναθέτοντες αυτήν εις άλλους) [και Λ. Πρωΐας: ορίζω].
217. Το βιός μου στην ανάγκη μου.
218 (1200). Φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη.
219. Χέστηκε η φοράδα στ’ αλώνι. (Δεν αξίζει να γίνεται λόγος δια το ασήμαντον).
220. Όποιος είν’ έξω απ’ το χορό πολλά τραγούδια ξέρει.
221. Δεν είναι Γιάννης, είναι Γιαννάκης.
222. Κάθε πράγμα στον καιρό του κι ο κολιός τον Αύγουστο.
223 (412). Κάνε το καλό και ρίχτο στο γιαλό. (Ότι αυτή καθ’ εαυτήν η καλή πράξις έχει αξίαν).
224. Καλομελέτα κι έρχεται. (Ότι η αισιοδοξία επιδρά ως και επί των γεγονότων).
225. Τράβα το γάιδαρο, να μη στάξει η ουρά του.
226. Ο φόβος φυλάει τα έρημα.
227 (654). Στερνή μου γνώσι να σ’ είχα πρώτη. (Επί των συνετιζομένων κατά το γήρας των, ότε πλέον
είναι αργά).
228. Λέγε-λέγε το κοπέλι, κάνει την κυρά και θέλει.
229. Όποιος φυλάει τα ρούχα του έχει τα μισά.
230. Με το στόμα μπάρα-μπάρα και το χέρι κουλαμάρα.
231. Ξάρι-ξάρι η κότα (να βγάλει την κόρυζα), έβγαλε το μάτι της. (Επί των εξ ιδίου σφάλματος
παθόντων).
232 (89). Αν θες νάχεις υγεία, έχε τους πόδας σου ζεστούς, την κεφαλή σου κρύα.
233. Καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά τ’ όνομα.
234. Από τα μετρημένα τρώει ο λύκος.
235 (1014). Τον αράπη να λευκάνεις, άδικα τον κόπο χάνεις.
236 (1685, 1717). Ο κλέφτης (λύκος) στην αναμπουμπούλα (ανεμοζάλη) χαίρεται. (Επί των
αναζητούντων ανωμάλους περιστάσεις προς πλουτισμόν ή άλλας επιδιώξεις).
237. Γέλια αδιάκοπα, μυαλά κουρκουτιασμένα.
239. Με τη (Κατά) φωνή κι ο γάιδαρος. (Επί εμφανιζομένου απροσδοκήτως, καθ’ ην στιγμήν
αναφέρεται το όνομά του).
240. Τι είναι ο κάβουρας, τι το ζουμί του.
241. Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει.
242. Νηστικό αρκούδι δεν χορεύει.
243. Το φτηνό κρέας τα σκυλιά το τρώνε. (Ότι τα φθηνά πράγματα είναι άχρηστα).
244. Ωμό τσιτσί, κόκκινα μάγουλα.
245. Ούτε στο σακκί ούτε στο σακκούλι.
246 (127). Ακριβός στα πίτουρα και φτηνός στ’ αλεύρι.
247 (119, 120, 360). Μάρτης, γδάρτης και κακός παλουκοκάφτης.
248 (284). Για τον γαμπρό γεννάει κι ο κόκορας. (Επί των τυχηρών).
249. Καινούργιο κοσκινάκι μου και πού να σε κρεμάσω.
250 (1730). Δέκα μέτρα, μια κόβε. Ή: Πέντε μέτρα κι ένα κόβε. (Σκέψου καλώς, προτού επιχειρήσεις τι).
251 (164). Πάρτονε στο γάμο σου, να σου ειπεί και του χρόνου.
252. Πήρε γρούνι στο σακκί.
-296-

253. Μαζί με το βασιλικό (Για χάρη του βασιλικού) ποτίζεται κι η γλάστρα. (Επί των μετεχόντων αγαθών
προωρισμένων δι’ άλλους).
254. Αν είσαι και παπάς, με την αράδα σου θα πας. (Έκαστος με τη σειρά του).
255. Μη σε γελάσει ο Μάρτης το πρωί και χάσεις την ημέρα.
256. Πήγε σαν το σκυλί στ’ αμπέλι. (Επί φονευθέντος, του οποίου ο φόνος παρέμεινε ατιμώρητος).
257 (298). Κακό σκυλί ψόφο δεν έχει. (Οι κακοί άνθρωποι είναι μεγάλης αντοχής εις τα δεινά,
μακροβιώτατοι).
258 (307, 1638). Δεν γνωρίζει (Χάνει) το σκυλί τον αφέντη του. (Επί μεγάλης αταξίας, ακαταστασίας ή
συνωστισμού).
259. Τον πέρασε από του σκυλιού το άντερο. (Τον κατεξηυτέλησε, τον εξύβρισε δεινώς).
260. Βασιλική διαταγή και τα σκυλιά δεμένα. (Εις τας διαταγάς του ανωτέρου ή της αρχής, οφείλεται
τυφλή υπακοή).
261 (1114, 1366). Αμπέλι του χεριού σου και ελιά απ’ τον παππού σου.
262. Οι ακαμάτρες κι οι λωλές έχουν τις τύχες τις καλές.
263. Ο διάβολος έχει πολλά ποδάρια. (Παρά πάσαν προφύλαξιν, δεν αποκλείεται το ενδεχόμενον ενός
ατυχήματος).
264. Τά ’φερε ο διάβολος κι η σκούφια του Μιχάλη. (Επί αδοκήτου συμπτώσεως ή συρροής
περιστάσεων).
265 (849, 1461). Ουδέ διάβολο να ιδείς, ουδέ σταυρό να κάμεις. (Απόφευγε τους κακούς και όταν
ακόμη δεν τους θεωρείς ικανούς να σε βλάψουν).
266 (1588). Απ’ του διαβόλου την αυλή μήτ’ ερίφι, μήτ’ αρνί. (Δεν πρέπει να έχωμεν σχέσεις και
συναλλαγάς προς πονηρούς και κακοπίστους).
267. Παλιά μου τέχνη, κόσκινο.
268 (1689). Τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου.
269. Όποιος λυπάται το ραβδί του, δεν αγαπάει το παιδί του.
270. Ο ακαμάτης είναι αδελφός του ζητιάνου.
271. Αντάμα δεν μονοιάζουνε και χώρια δεν μπορούνε.
272. Ζήσε Μάη να φας τριφύλλι και τον Αύγουστο σταφύλι. (Επί πραγμάτων, τα οποία πρόκειται να
συμβούν εις το απώτερον μέλλον, ενώ η ανάγκη επείγει).
273. Άνοιξες ποριά; Πες που ανοίγεις δρόμο. (Ότι ο πρώτος επιχειρών τι ακολουθείται υπό πολλών
άλλων).
274 (1793). Έβγα όξω και πομπέψου, έμπα μέσα και πορέψου. (Επί των εκτεθειμένων εις εξευτελισμούς
προς χρηματικήν ωφέλειαν). [Λεξ. Πρωΐας, λέξις «πορεύομαι»].
275 (1770). Ηύρε χήνα και την μαδά. (Περί εκμεταλλευομένου άλλον αφελή).
276. Με ν’ απάθεια βράζει η πάπια. (Δια της απαθείας και της υπομονής κατανικώνται τα εμπόδια).
277 (1545). Άσπρα στο πουγκί, ψάρια στο βουνί. (Ότι δια του χρήματος κατορθούνται και τα
δυσκολώτερα).
278 (289). Φάτε μάτια ψάρια κι η κοιλιά περίδρομος. (Επί των δια του βλέμματος μόνον
απολαμβανόντων τι).
279 (437). Τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι.
280. Πήγε για μαλλί και ήρθε κουρεμένος. (Επί των παθόντων αντίθετα εκείνων τα οποία επεδίωκον).
281. Ούτε είχαμε, ούτε χάσαμε.
282. Έμαθε γδυτός και ντρέπεται ντυμένος.
283. Τι είχαμε και τι χάσαμε.
285. Τι έχει (Πότε) ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του τον πονεί.
286. Όταν γερνάει ο γάιδαρος, σπάζει τα κωλάνια.
287 (1287). Ούτε η γάτα, ούτε η ζημιά της.
291. Άλλαξε ο Μανωλιός κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς.
292 (760). Φοβάται τον ίσκιο του.
293. Αλλού το όνειρο κι αλλού το θαύμα.
294. Άσκεπτος (Άσκοπος) ο νους, διπλός ο κόπος. (Ότι ο απερισκέπτως ενεργών, ματαίως κοπιάζει).
-297-

295. Ένας γάιδαρος έχει αφτιά;


296. Ο καυγάς για το πάπλωμα.
297. Να τρώει η μάνα και του παιδιού να μη δίνει.
298 (257). Το κακό σκυλί ψόφο δεν έχει.
299. Πάρε τον ένα και χτύπα τον άλλο. (Επί δύο ή περισσοτέρων προσώπων της αυτής κακής
ποιότητος).
300. Ο καλός καλό δεν έχει.
301. Παρηγοριά στον άρρωστο ως που να βγει η ψυχή του. (Επί απατηλών υποσχέσεων).
302 (1383). Τ’ αμπέλι θέλει αμπελουργό, το σπίτι νοικοκύρη.
303. Άρμεγε λαγούς και κούρευε χελώνες.
304. Χίλια χειροφιλήματα στην αμπελοκουτσούρα, όπου σε κάνει και ξεχνάς τα βάσανά σου ούλα.
305. Δανεικά κι αγύρευτα (αγύριστα).
306. Ο Θεός αγαπάει τον κλέφτη, αγαπάει και τον νοικοκύρη.
308. Μπάτε σκύλοι, αλέστε, κι αλεστικά μη δώστε. (Επί οικιών, έργων, κτλ ανεπιτηρήτων).
309 (197). Μαζί με τα (Κοντά στα) ξερά καίγονται και τα χλωρά.
310. Της φυλακής τα σίδερα είναι για τους λεβέντες.
311. Χωριό που φαίνεται, κολαούζο δε θέλει. (Επί πράγματος φανερού, αυταποδείκτου).
312. Αλλοί που τον δέρνουν εκατό και δεν τον δέρνει ο νους του.
313. Νιά ήμουν και γέρασα. (Για τους ματαίως αναμένοντας).
314. (Από) Το σιγαλό ποτάμι να φοβάσαι. (Από άνθρωπον αθορύβως ενεργούντα, ύπουλον και
υποκριτήν).
315 (1645, 1668). Πέρυσι κάηκε, φέτος μύρισε.
316. Κάνε με μάγο, να σου δώσω τα μισά.
317. Ο διάβολος πουλάει τυρί, χωρίς να έχει γίδια.
318. Κάθε θαύμα τρεις μέρες και το πιο μεγάλο τέσσερες.
319. Φωνάζει ο κλέφτης, για να φοβηθεί ο νοικοκύρης. (Ο αδικήσας εμφανίζεται ως αδικηθείς, δια να
διαφύγει την τιμωρίαν).
320. Όπου κλέφτης και φονιάς και γυιός του σκοτωμένου.
321. Κύλισε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι. (Επί ανθρώπων ομοίου ποιού ή χαρακτήρος,
συνδεομένων δια φιλίας).
322. Το καλύτερο πουλί για την καρακάξα είναι το καρακαξάκι.
323. Ρωτώντας κανείς, φθάνει στην Πόλη.
324. Κάθε πέρυσι και καλύτερα.
325 (925). Από δήμαρχος, κλητήρας.
326. Θέλει η κουρούνα να κρυφτεί και η χαρά δεν την αφήνει.
327. Αλλού με τρίβεις γούμενε κι αλλού έχω τον πόνο.
328. Πάρτε με και ας κλαίω.
329 (1671). Τρώγοντας έρχεται η όρεξη. (Ότι εφ’ όσον δοκιμάζει τις, γλυκαίνεται και επιθυμεί
περισσότερα).
330 (584). Τα παθήματα γίνονται μαθήματα. (Ότι τα εξ απερισκεψίας ατυχήματα πρέπει να μας
καθιστούν προσεκτικούς εν τω μέλλοντι).
332. Όταν η τύχη δεν βοηθά, η γνώσι δεν αξίζει (φελάει).
333 (1834). Η τύχη και το γυαλί δεν βαστούν πολύν καιρό. (Ότι αι επωφελείς ευκαιρίαι παρέρχονται
ταχέως) [και ΠΡΩΪΑ, λ. «τύχη»].
334. Μεγάλες μπουκιές τρώγε, μεγάλα λόγια μη λες.
.
335. Έχεις λεφτά, έχεις μιλιά δεν έχεις λεφτά, δεν έχεις ούτε μιλιά ούτε λαλιά.
336. Όταν ο γέρος δεν νοεί, θέλει δυο με το ραβδί.
337. Ο ζουρλός και η εξουσία, ό,τι θέλουν κάνουν.
338. Την πορδή του γέρου απόφευγέ την, την συμβουλή του όμως άκουσέ την.
339. Αν δεν έχεις γέρο, πήγαινε κι αγόρασε.
340. Στου κασίδη του κεφάλι έμαθε μπαρμπέρης.
-298-

341. Πίτα έχεις, έννοια έχεις.


342. Η ομόνοια σπίτια χτίζει κι η διχόνοια τα γκρεμίζει.
343. Ανάθρεψε φίδι τον χειμώνα, να σε φάει το καλοκαίρι.
344. Σαν θα ρίξεις πέτρα, τα στερνά σου μέτρα.
345. Έτσι την παθαίνουν όσοι έχουνε κοκόρου γνώσι.
346. Όποιος κυνηγά πολλούς λαγούς, κανένα δεν τσακώνει. (Ότι οι καταμερίζοντες τας δυνάμεις των εις
πολλάς συγχρόνως επιδιώξεις, αποτυγχάνουν εις όλας).
347. Κάλλιο στο κλαρί, παρά στο κλουβί.
348. Όταν μαλώνουν δυο, κερδίζει ο τρίτος.
349 (464, 1540, 1829). Όποιος κοιμάται το πρωί, παλιά ρούχα έχει τη Λαμπρή. Ή: Γλυκός ο ύπνος το
πρωί, παλιά φορέματα η Λαμπρή. (Ότι οι υπεραγαπώντες τον ύπνον πένονται).
350. Και τα καλά δεχούμενα και τα κακά δεχούμενα.
351 (848). Η χάρη θέλει αντίχαρη και πάλι χάρη μένει.
352. Αν δεν ξέρεις να χαμογελάς, μην ανοίγει μαγαζί.
353 (946). Το αίμα νερό δεν γίνεται.
354. Το μάτι του νοικοκύρη κάνει το χωράφι και πλουτίζει.
355. Έβγα χέστρα μου, να ιδείς τον κατουρλή σου.
356. Τι γυρεύει η αλεπού στο παζάρι; (Δεν πρέπει να αναμιγνύεται τις εις υποθέσεις, επί των οποίων
δεν έχει ενδιαφέρον ή αρμοδιότητα).
357. Όποιος βιάζεται, σκοντάφτει. (Ότι όποιος βιάζεται, παθαίνει ζημίας).
358. Μη σε γελάσει το πουλί ή το χελιδονάκι, αν δε λαλήσει ο τζίτζικας δεν είν’ καλοκαιράκι.
359. Κότα, πίτα το Γενάρη και παπί τον Αλωνάρη.
.
360 (247). Μάρτης είναι, χάδια κάνει πότε και πότε γελάει.
361 (994). Κάλλιο λάχανα με γλύκα, παρά ζάχαρη με πίκρα.
362 (1334). Νέος ακαμάτης, γέρος δυστυχής
363. Η αλήθεια είν’ του Θεού, το ψέμα του διαβόλου.
364. Τον αδερφό σου αγάπαε, όχι το μερδικό του.
365. Του παπά και το γαϊδούρι, του παπά και το σαμάρι.
366. Λείπει ο Γιάννης, λείπει κι έννοια του.
367. Αντιπατώ κι αντιλαλώ για τους λωβούς γειτόνους.
368 (892). Κάλλιο ψείρα με ουρά, παρά σφάχτη στα πλευρά. (Ήτοι δύο κακών προκειμένων, το μη
χείρον βέλτιστον).
.
369. Αν δώσεις στον πεινασμένο ένα ψάρι, θα χορτάσει μια φορά αν τον μάθεις να ψαρεύει, θα
χορταίνει κάθε ημέρα.
370 (556). Γερόντων έπαιρνε βουλή κι ανθρώπων μαθημένων, που έχουνε πολύ ψωμί κι αλάτι
φαγωμένο.
. .
371. Γαμπρέ τρέχει η μύτη σου μα είναι χειμώνας σε ξέραμε κι από το καλοκαίρι.
372 (476, 1583). Όποιος κάθεται παγώνει κι όποιος περπατάει μαζώνει.
373. Άκουε πολλά και λέγε λίγα.
374. Του Αγίου Λουκά σπείρε τα κουκιά.
375. Του Αγίου Αντρέου αντρειώνει το κρύο.
376. Η σακκούλα γεμίζει αργά, αλλά αδειάζει γρήγορα.
377. Το ινάτι βγάζει μάτι. (Ότι το πείσμα δύναται να φθάσει και μέχρις εγκλήματος).
378. Έχω πράμα καλό και δεν περικαλώ.
379. Χέστηκε η γριά κι αλείφτη η κοπελίτσα.
380. Το λωβό μου το παιδί κληρονόμος θα γενεί.
381 (1140, 1466, 1616). Δες ούγια και πάρε πανί, δες μάνα και πάρε παιδί.
382. Τα πάχη μου, τα κάλλη μου.
383. Το σκυλάκι σου και το παιδάκι σου, όπως τα μάθεις
384. Τα στερνά τιμούν τα πρώτα.
385. Χέρι που δεν πάρει, τόπος δεν αδειάζει.
-299-

386. Όπου βάτο, και το νερό από κάτω.


387 (2, 630). Ολωνών τις γνώμες πάρε, και του κεφαλιού σου κάνε.
388. Καλύτερα από γύρω, παρά από κιντύνο.
389. Χέσε θέατρο, κατούρα παράσταση.
390. Το σπληγιαζόμενο (πιεζόμενο) νερό πάει και προς τα πίσω.
391 (910). Μοναχός σου πάλευε, να πέσεις μη φοβάσαι.
392 (1286, 1325). Το μισακό γαϊδούρι το τρώνε οι λύκοι.
393. Του λύκου ο σβέρκος είναι χοντρός, γιατί κάνει τις δουλειές μοναχός του.
394. Από τον θέρο ως τις ελιές, δεν απολείπουν οι δουλειές.
395. Αφορμή γυρεύει ο χάρος, να πάρει τον κουμπάρο.
396. Εγώ καλά καθόμουνα, τι ’θελα πάω να χέσω, να σπάσουνε τα πατερά, μέσ’ τα σκατά να πέσω;
397. Αλλού ο κάβουρας, αλλού η φωλιά του.
398. Αλλού ο λαγός, αλλού τα πούπουλά του.
399. Κλείσ’ το σπίτι σου, να μη βγάλεις το γείτονά σου κλέφτη.
400. Κακιά γειτόνισσα, κάνει καλή νοικοκυρά.
401. Όποιος πηδάει πολλά παλούκια, κάποιο χώνεται στον πισινό του.
402. Της καλομάνας το παιδί, το πρώτο να ν’ κορίτσι.
403. Το γαϊδούρι το δεμένο, τρώει χορτάρι αναπαμένο.
404. Η φτώχεια τριγυρίζει στο σπίτι του εργατικού, αλλά δεν τολμά να μπει μέσα.
405. Ό,τι λάμπει, χρυσός δεν είναι.
406. Η δουλειά ντροπή δεν είναι.
407. Εργαλείο που δουλεύει, δεν σκουριάζει.
408. Φαίνε, λύχνε, και σίγα.
409. Από κάθε σπόρο δεν φυτρώνει άνθος.
410 (637, 592, 1422). Γονιού ευχή αγόραζε και τα βουνά περπάτει.
411. Ο φθόνος είναι σαράκι της ψυχής.
412 (223). Κάμε καλό κι ας κείτεται.
413. Της αδικίας το σπυρί κι αν φυτρώσει, δεν σταχυάζει.
414. Η βιασύνη ψήνει το ψωμί, μα δεν το καλοψήνει.
415. Όσο βιάζεται η γριά, τόσο κόβεται η κλωστή.
416. Η αρχοντιά από μακριά μυρίζει.
417. Ακαμασιά, σπιτιού ξεθεμελιώστρα.
418. Τα γράμματα είναι καλά, μα να ’χεις νου και γνώσι.
419 (1521, 1826). Όπου φτώχεια και γκρίνια. (Ότι η έλλειψις των αναγκαίων γεννά διαρκώς αφορμάς
ερίδων και μουρμούρας). [Λεξ. ΠΡΩΪΑΣ, σ. 643, λ. «γκρίνια»].
420. Η σκύλα απ’ τη βιασύνη της γεννά τυφλά κουτάβια.
421 (1379). Η πέτρα που κυλάει, μούχλα ποτέ δεν πιάνει.
422. Μην τσιγκουνεύεσαι την καλωσύνη στο φτωχό, όταν το χέρι σου μπορεί και το καλό να κάνει.
.
423. Στραβός υγιός, καλός υγιός στραβός γαμπρός, γιατί γαμπρός;
424. Πάρε νύφη ν’ ανασάνεις κι ό,τι έκανες να κάνεις.
425. Σακκί δεμένο δεν ξέρεις τι έχει.
426. Χαμηλά φόρτωνε και ψηλά τραγούδα.
427. Από κακιά κολοκυθιά, ούτε κολοκυθόσπορο.
428. Το φορώ και το γυρεύω.
429. Τώρα που έγινε η θάλασσα γιαούρτη, χάσαμε τα κουτάλια.
430. Άλλος χάσκει κι άλλος μεταλαβαίνει.
431. Από τ’ Αγιωργιού και πέρα, δώσ’ του φουστανιού σου αέρα.
432. Αλλού ο παπάς κι αλλού τα ράσα του.
433. Απ’ όλα τα γλυκύτερα, γλυκύτερ’ είν’ η μάνα.
434. Ένας καλός κι ένας κακός ποτέ τους δεν μαλώνουν.
435 (1647). Του φτωχού το βρέσιμο (εύρημα) ή (για) καρφί ή (για) πέταλο (ή βελόνα ή καρφί).
-300-

436. Βοηθείστε, προσβοηθείστε στης ορφανής το γάμο.


437 (279). Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια.
438. Ο ωριμοφάγος έφαγε, ο αγουροφάγος όχι. (Αντιστρόφως πρέπει να διατυπωθεί).
439. Η στρίμα βγάνει λάδι.
440. Βρήκε η νύφη μας το υνί πίσω απ’ την πόρτα. (Επί του νομίζοντος ότι ανεκάλυψε πράγμα
φανερώτατον).
441. Ο γαμπρός είναι λαμπρός κι η νύφη είναι νυφίτσα.
442. Ράβε, ξήλωνε, δουλειά να μη σου λείπει. (Επί ασκόπων ή ανωφελών απασχολήσεων).
443. Σαν τ’ αβγό στα δυο λιθάρια.
444. Μαύρο είναι το χαβιάρι, μα πουλιέται με το δράμι.
445. Όσο αραιώνουν τα σκόρδα, τόσο χοντραίνουν.
446. Τον ξένο κήπο πότιζε, μην ξεραθεί ο δικός σου.
447 (540). Κάλλιο καλά γεράματα, παρά όμορφα νιάτα (ή: και νιάτα παιδεμένα).
448. Του γείτονα σου το σπίτι καίγεται; Περίμενε και το δικό σου.
449. Όποιος μαγειρεύει ψέματα, η κοιλιά του το ξέρει.
450. Το μακρύ και το φαρδύ ντρέπεται να ξεσκιστεί.
451. Όποιος δεν μπορεί να ξεθυμάνει στο γαϊδούρι, ξεθυμαίνει στο σαμάρι.
452. Μη δώσεις του φτωχού πόρτα και παραθύρι και πάπλωμα να σκεπαστεί και σηκωθεί και φύγει.
453. Όταν καταραστεί ο Θεός τον μέρμηγκα, του δίνει φτερά και φεύγει.
454. Βρήκε ζουρλόν παπά και ψάλλει όλη μέρα.
455. Ψάλε παπά, με πονεί το δαχτυλάκι μου.
456. Κατά μάνα κατά τάτα, κατά γιό και θυγατέρα. Ή: Κατά μάνα, κατά κύρη, κάνανε και γιο Ζαφείρη.
(Επί υιών εχόντων τα αυτά ελαττώματα προς τους γονείς).
457. Ό,τι πάρει η νύφη από μπρος της, τόχει διάφορο τ’ αντρός της.
458. Την κότα και τη ρόκα κι όξω από την πόρτα.
459. Άλλοι παπάδες, άλλα ευαγγέλια.
460. Ασκί, γάιδαρο, μούστο και βαγένι. (Ζητούσε κάποιος που ήθελε να βάλει κρασί).
461. Τα πολλά στολίδια χαλάν τη νύφη.
462. Ξένα θερίζεις, τραγουδάς, μαύρο χειμώνα βγάζεις.
.
463. Όταν γεράσει ο άνθρωπος, δεν έχει πια αξία είναι σαν το γραμμάτιο που λήγει η προθεσμία.
464 (349, 1540, 1829). Καλός ύπνος το πρωί, κακά είν’ τα ρέγκλια τη Λαμπρή.
465. Άει χασάνη κάνε ρούχα, έχασα κι εκείνα πούχα.
466. Του παπά η κοιλιά είν’ αμπάρι, για να φάει κα για να πάρει.
467. Το καλό αργεί, το κακό δεν αργεί.
468. Πολλές φορές πάει η στάμνα στη βρύση, μα μία πάει και δεν γυρίζει.
469 (1769). Πάρε με όταν με βρεις, να με ’χεις όταν με χρειαστείς. [Χρυσάνθη].
470. Όταν βλέπεις την ευδία, ξύλα, λάχανα Μαρία.
471. Δεν είναι η δουλειά του, είναι η χρεία του.
472. Η γριά κότα έχει το ζουμί.
473. Το μεσίσκλι κρέμεται κι η κοιλιά μαραίνεται.
474. Αφού έχω το κουτάλι μου, γιατί να καίω το χέρι μου.
475. Ό,τι μείνει τη Λαμπρή, όλο το καλοκαίρι.
476 (372, 1583). Όποιος κάθεται βρωμίζει κι όποιος περπατεί μυρίζει.
.
477. Άντρα μου αν θες να γιάνω, στο κρασί νερό μη βάνεις το κρασί το νερωμένο, δεν σηκώνει
αρρωστημένο.
478. Κόβει το γύρο και μπαλώνει την ποδιά.
479. Καθαρός ουρανός, αστραπές δεν φοβάται. (Ο ηθικός και έντιμος άνθρωπος δεν φοβάται τας
συκοφαντίας).
480. Όπου βγάνεις και δε βάνεις, κάτω και τον πάτο πιάνεις. (Ότι όταν δαπανά τις συνεχώς, χωρίς
παραλλήλως να εσοδεύει, περιέρχεται τελικώς εις ένδειαν).
481 (868). Μάης άβροχος, μούστος άμετρος.
-301-

482. Όπου σπείρει και δεν σπείρει, τον Μάη μετανοιώνει.


483. Ένας το κόβει κι άλλος το ράβει.
484. Μπερδεύτηκε μια λεμονιά με μια νεραντζοπούλα.
485. Αλάργα-αλάργα κατουρεί, μα κείνο στάζει εμπρός του.
486. Το κρέας τιμάει τα κόκκαλα.
487. Πνίγηκε σε μια κουταλιά νερό.
488 (1835). Τύχη νάχουν τα προικιά κι ας είν’ κι από λινάτσα (κροκύδια). (Ότι ουχί η πλουσία προιξ, αλλ’
η καλή τύχη φέρει τον καλόν γαμβρόν) [και ΠΡΩΪΑ, λ. «τύχη»].
489. Ή βάρε να σε φοβούνται, ή κλαίγε να σε λυπούνται.
490. Η νύφη όταν γεννηθεί, της πεθεράς θα μοιάσει.
491. Από τη μάνα ή απ’ τη μαμή, χάθη το παιδί.
492. Ανύπαντρος συμπέθερος (προξενητής), για λόγου του γυρεύει. (Ότι ο στερούμενος τινός και ζητών
τούτο υπέρ άλλου, υπέρ εαυτού ζητεί).
493. Το δικό μου όνομα παρ’ το συ γειτόνισσα.
494. Η κοιλιά με τ’ άντερα δεν νοχλιέται.
495. Δεν κάθεται μυίγα στο σπαθί του.
496. Όποιος μ’ αγαπάει, με κάνει και κλαίω.
497. Οι στραβοί γαϊδάροι τη νύχτα βόσκουνε.
498. Έχει ο σκύλος Τετάρτη;
499. Ούτε ψύλλος στον κόρφο του.
500 (501). Περισσεύει από το λύκο να φάει κι η αλεπού;
501. Περισσεύει από το Μαύρο να φάει κι ο Τραχήλης;
502. Άμα σου δώσουνε αβγό, δεν θα ’χει κορκό.
503. Κακομοίρης ο ένας, κακομοίρης ο άλλος, με τον άντρα μου παιδί δεν έκανα.
504. Δώσε μου, και του παιδιού μου, κι ο άντρας μου στην πόρτα στέκει.
505. Δος μου κυρά τον άντρα σου και συ κράτα τον κόπανο.
506. Ευτού που είσαι ήμουνα κι εδώ που είναι θάρθεις.
507. Μικροί δουλέψουνε, μεγάλοι πεινάσουνε.
508. Του σπιτιού ο λογαριασμός, δε βγαίνει στο παζάρι.
509. Αν δεν αστράψει δεν βροντά, κι αν δεν βροντά δεν βρέχει
510. Μου είπε (Του είπα) όσα σούρνει το σάρωμα.
511 (1423). Η καλή νοικοκυρά είναι δούλα και κυρά.
512. Όσοι φούρνοι καπνίζουνε, όλοι καρβέλια βγάζουνε;
513. Η κακιά σκύλα φυλάει το μαντρί.
514. Παιδί που δεν κλάψει, βυζί δεν τρώει. (Ότι ο μη απαιτών επιμόνως το δίκαιόν του, ουδέποτε θα το
εύρει).
515. Έκαμε κι ο μπούφος κυνήγι.
516. Το σκυλί, όπου τρώει γαυγίζει.
517. Κι από τ’ αυγό μεράδι.
518. Αν ήταν η ζήλεια ψώρα, θα γέμιζε όλη η χώρα.
519. Είναι για ξύλα και για λάχανα.
520. Έκανε και το κακό χωράφι στάρι.
521. Πήρε ο στραβός κατήφορο.
522. Πώς πάνε οι στραβοί στον Άδη; Ο ένας πίσω από τον άλλον.
523. Έχασε η Βενετιά βελόνι.
524 (162). Τον καβαλάρη βλαστημάς που κρέμονται τα πόδια του;
525. Του ζουρλού η φωτιά στην κορφή ανάβει.
526. Φάγαμε το βόιδι, στην ουρά θα δειλιάσουμε;
527. Λάδι απ’ την κορφή, κρασί απ’ τη μέση και μέλι απ’ τον πάτο.
528 (1106). Η γριά κι αν παινευότανε, στ’ ανήφορο φαινότανε.
529. Πάω εγώ, πάει η ουρά μου, πάνε τα πόδια μου μπροστά μου.
-302-

530. Μικρή βοήθεια, μεγάλη σωτηρία. (Η εν καιρώ βοήθεια και μικρά ούσα, σώζει από μέγαν κίνδυνον).
531. Από τότε που βγήκε το συγγνώμη, έχασ’ ο φτωχός το δίκιο του.
532. Πολλοί μαγείροι κι ο χόντρος άβραστος.
534. Όπου αγρύπνα, τρώει πίττα.
535. Δε μιλάς κακά, μιλάς κατακαημένα.
536. Το ακίνητο νερό βρωμάει.
537. Μην κάνεις, να μη σου κάνουν.
538. Μην πεις, να μη σου πούνε.
539. Τον γονιό σου αν πικράνεις, τη ζωή σου θα μαράνεις.
541 (1701). Το ξύλο βγήκε απ’ τον παράδεισο. (Ότι η τιμωρία των ατακτούντων παιδίων φέρει άριστα
αποτελέσματα).
542 (1097, 1464). Αρνί που βλέπει ο Θεός, ο λύκος δεν το τρώει.
543. Ό,τι σπείρεις, θα θερίσεις.
544. Άλλος κάνει την πορδή κι άλλος παίρνει το φλωρί.
545 (1806). Όσα ξέρει ο νοικοκύρης, δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος.
546 (939). Κι ο άγιος φοβέρα θέλει.
547. Μπροστά πύρα και πίσω κλαδευτήρα.
548. Σαν το πρώτο μου στεφάνι, στο δρόμο δεν εφάνη.
549. Η πρώτη δούλα, η δεύτερη κυρά.
550. Δάχτυλο που σου δείχνει το δρόμο, ποτέ να μη το κόβεις.
551. Η φτώχεια μπαίνει από την πόρτα και η αγάπη από το παράθυρο.
552. Η καθαρή συνείδηση είναι το καλύτερο πράγμα.
553. Ο φρόνιμος κι αν γελαστεί, σε λίγο δεν γελιέται.
554. Τα λόγια των πολλών κάνουν τον άνθρωπο τρελό.
555. Μυστικό που το ξέρουν δύο, το ξέρει ο κόσμος όλος.
556 (370). Άκουγε γέρου συμβουλή και παιδεμένου γνώσι.
557. Νύφη που αργοστολίζεται, εδώ θα μείνει ακόμα.
558. Ποτέ δεν θα μετανοιώσει, όποιος ξέρει να σιωπά.
559. Με κακούς πηγαίνεις, κακό θα μάθεις.
560. Οι πολλοί καραβοκύρηδες βουλιάζουν το καράβι.
561. Η δουλειά είναι ο μεγαλύτερος πλούτος.
562. Πρώτα να κρίνεις τον εαυτό σου κι ύστερα τους άλλους.
563. Όποιος πολύ απλώνεται, γρήγορα μαζεύεται.
564 (1086). Ο φίλος στη δυστυχία μας φαίνεται.
565. Πρέπει να σπουδάσεις πολύ, για να ξέρεις λίγα.
566. Να σκέφτεσαι καλά κι ύστερα να κάνεις.
567. Όσο λαμπερή αν είναι η φωτιά, μαύρη στάχτη αφήνει.
568. Καλύτερα γέρος μαθητής, παρά άνθρωπος άμαθής.
569. Στου πολυτέχνη το σπίτι, καταδίκη και συμφορά.
570. Η κακολογία ασχημίζει και το ωραιότερο στόμα.
571. Η κακή νοικοκυρά με το λυχνάρι γνέθει.
572. Άνθρωπος χωρίς δουλειά, της χώρας η κακολογιά.
573 (764). Όπου φθάνει το χέρι σου, κρέμα και το καλάθι σου.
574. Θάψε το μυστικό σου και κρύβε τη χαρά σου.
575. Αν δεν κοπιάσουν τα γόνατα, η καρδιά δεν χαίρεται.
576. Το λεοντάρι όταν γεράσει και τα σκουλήκια το δαγκώνουν.
578 [το 577 λείπει]. Καλύτερα άδεια τσέπη, παρά άδειο κεφάλι.
579. Άνθισαν τ’ αγκαθόχορτα και βγάλανε αγκάθια.
580 (1193, 1431). Η μάνα είναι η ψυχή της οικογένειας.
581 (1110, 1533). Πες τι (ποιος) είσαι συ κι άσε τι ήτανε ο πατέρας σου.
582 (1242, 1428). Το δουλευτή σου πλήρωνε και ψυχικό μην κάνεις.
-303-

583. Του πρώτου τα πατήματα, γεφύρι του δευτέρου.


584 (330). Των πρώτων τα παθήματα, των αλλωνών μαθήματα.
585. Το πιο μεγάλο αγαθό είναι η ελευθερία.
586. Το πιο βρώμικο επάγγελμα είναι του κόλακα.
587. Να σκέπτεσαι πολύ, μα να ενεργείς αμέσως.
588. Του παιδιού μου το παιδί, δυο φορές παιδί μου.
589. Το καλό χωράφι θέλει και καλόν καλλιεργητή.
590. Στην καρδιά του ρόδου κρύβεται το σκουλήκι.
591. Η τύχη δεν βοηθάει, όταν δεν την κυνηγήσεις.
592 (410, 637, 1422). Ευχή γονιού αγόραζε και σ’ ερημιά περπάτα.
593. Του φτωχού λείπουν πολλά, του φιλάργυρου τα πάντα.
594 (1171). Ο θυμός είναι αδελφός της τρέλας.
595. Η περιέργεια είναι ενοχλητική, όπως και ο βήχας.
596. Με την υπομονή κερδίζεις τα πάντα
597. Ο χρόνος θεραπεύει και την πιο μεγάλη λύπη.
598 (1372). Όποιος λυπάται τα εννιά, χάνει και τα δέκα.
599. Μην κοιτάς πολύ ψηλά, γιατί θε να σκοντάψεις.
600. Ένας αχάριστος βλάπτει όλους τους άλλους.
601. Στων αμαρτωλών τη χώρα, άδικος δικαστής δικάζει.
602. Πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή.
603. Οι κουμπαριές τον πρώτο χρόνο έχουν χάρη.
604. Μίσος αγοράζει, όποιος βοηθάει τον αχάριστο.
605. Του ζευγολάτη η προκοπή φαίνεται στ’ αλώνι.
606. Το χρήμα ξεχνιέται εύκολα, η μόρφωση ποτέ.
607. Απόδειξη της δύναμης είναι τα έργα.
608. Άμα ζητάς φίλο χωρίς ελάττωμα, θα μείνεις χωρίς φίλους.
609. Στο πιάτο του πόνου, ο καθένας έχει το μερίδιό του.
610 (1299). Η φιλία παύει, όταν αρχίσουν τα δανεικά.
611. Ποτέ μην αστειεύεσαι με τους μεγαλυτέρους σου.
612. Αν δεν πικραθείς, δεν νοιώθεις τη χαρά.
613 (1506). Η πεθερά ξεχνά πώς ήτανε κι αυτή νύφη.
614 (1627). Πρέπει να υπακούς πρώτα κι ύστερα να διατάζεις. Ή: Μάθε πρώτα να υπακούεις, πριν
μάθεις να διατάζεις.
615. Ο τρελός κι η εξουσία ό,τι θέλουν κάνουν.
616. Ό,τι δεν θέλεις να σου κάνουν, μην το κάνεις σ’ άλλους.
617 (1043). Ο δειλός κάνει τον παλληκαρά, όταν είναι ασφαλισμένος.
618 (1309). Είναι διπλή ευχαρίστηση να ξεγελάς έναν απατεώνα.
619 (1499). Όσοι δεν τιμωρούν τους κακούς, αδικούν τους καλούς.
620. Τα ξένα ρούχα ζεστασιά δεν κρατάνε.
621. Το βερεσέ κρασί δύο φορές μεθάει.
622 (1489). Κάνε μεγάλα έργα, χωρίς να λες μεγάλα λόγια.
623. Η κότα όταν πίνει νερό, κοιτάει τον ουρανό.
624. Τα νόμιμα κέρδη μένουν, τα παράνομα έχουν φτερά.
625. Εκείνος που λέει ψέματα, μισεί την αλήθεια.
626 (142). Κι από τη μύγα ξύγκι βγάνει.
627. Από ένα σφαχτό δεν βγαίνουν δυο τομάρια.
628. Όποιος σε παινεύει, το κακό σου θέλει.
629. Το σπίτι που σε σκέπασε, ποτέ μη το λες καλύβι.
630 (2, 387). Δέξου την ξένη συμβουλή, μα κράτα τη δικιά σου.
631 (1310). Η τέχνη θέλει μάστορες κι η φάβα θέλει λάδι.
632. Πιο πολλούς έπνιξε το κρασί, παρά η θάλασσα.
-304-

633. Μετά το θάνατο έρχεται η δόξα.


634. Σπάταλα νιάτα, άσχημα γεράματα.
635. Να τραβάς το σχοινί, μα ποτέ μην το κόβεις.
636. Φταίει ο γάιδαρος και δέρνουν το σαμάρι.
637 (592, 410, 1422). Η ευχή του γονιού, είναι το μεγαλύτερο φυλαχτό.
638. Παντρέψου κυρά, καλή νοικοκυρά.
639. Οι καλές πράξεις βραβεύονται, οι κακές τιμωρούνται.
640. Στις μεγάλες στεναχώριες, σιγοτραγούδα.
641 (1515). Η μεγαλοφυΐα είναι αδελφή της τρέλας.
642 (1239). Η αμαρτία μόνο αρχή έχει, τέλος ποτέ.
643.Ο Θεός δίνει καρύδια, μα δεν τα σπάει.
644. Όπλα χωρίς δικαιοσύνη, γίνονται όπλα ληστών.
645 (835). Όταν λείπει η γάτα, χορεύουν τα ποντίκια. (Όταν λείψει ο επιβλέπων, οι υφιστάμενοι
αποθρασύνονται).
646. Σε τραπέζι που δεν έβαλες, το χέρι μην απλώνεις.
647 (1165, 1210). Κατά το πουλί κι η φωλιά, κατά τον άνθρωπο το σπίτι.
648 (107). Δούλευε να τρως και κρύψε νάχεις.
649. Θέλεις να μάθεις αν σ’ αγαπούν; Ζήτα δανεικά.
650. Πρώτα χάνεις το μυαλό κι ύστερα τα πλούτη.
651 (1238, 1305, 1523). Η λογική είναι πιο δυνατή από τη βία.
652 (1690). Ό,τι πούνε τα θεμέλια, τα κεραμίδια προσκυνούνε. Ή: Ό,τι κάνουν τα θεμέλια, προσκυνούν
τα κεραμίδια. (Ότι οι εξαρτώμενοι εξ άλλων είναι υποχρεωμένοι να δέχονται τα υπ’ αυτών τελούμενα
αγογγύστως).
653. Όποιος κρατά τη γλώσσα του, σώζει το κεφάλι του.
654 (227). Η δεύτερη σκέψη είναι η πιο καλύτερη.
655. Η αμαρτία γράφει ιστορίες, ενώ η καλωσύνη σιωπά.
656 (1230). Η υπομονή είναι πικρή, μα ο καρπός της γλυκύς.
657. Γυναίκα που αγαπάει τα πεθερικά, τον άντρα της λατρεύει.
658. Η αλήθεια είναι κοντή, μα πάντα φτάνει.
659. Τη γυναίκα και το ρούχο, τη νύχτα μην τα βλέπεις.
660 (811, 1245). Ποτέ δεν είναι αργά να κάνεις το καλό.
661 (1070). Η τεμπελιά έχει σύντροφό της τη φτώχεια.
662 (1243). Πρώτα βγαίνει η ψυχή κι ύστερα το χούι. (Ότι αι έμφυτοι και επίκτητοι ιδιότητες του
ανθρώπου είναι ανεξάλειπτοι).
663. Όποιος χάσει την πίστη του, τα έχει όλα χάσει.
664. Ο βρεγμένος δεν φοβάται τη βροχή.
665. Όπου υπάρχει τάξη, εκεί υπάρχει και πρόοδος.
666. Ο γάμος είναι εύκολος, το νοικοκυριό δύσκολο.
667 (1237, 1298). Γυναίκες μάλωναν, τις αλήθειες έλεγαν.
668. Η τύχη κάνει τους συγγενείς κι η εκλογή τους φίλους. (Ελλην.),
669 (673). Πολλοί χορεύουν στο χορό, μα λίγοι είναι τεχνίτες. (Ελλην.).
670. Ας φάει λαιμάρα κι ας κοπεί ποδάρα.
671. Το κεφάλι δίχως μέτρα, θέλει χτύπημα στην πέτρα.
672. Ζήσε γέρο να μαθαίνεις.
674. Όποιος δεν αγαπάει το χορό, δεν χρειάζεται βιολί. (Πολων.).
675. Στου βιολιτζή το σπίτι, όλοι είν’ χορευταράδες. (Αγγλ.).
676. Πιο όμορφα χορεύει εκείνος, στον οποίον η τύχη τραγουδά. (Ισπαν.).
677. Όποιος ακολουθεί τη φύση, δεν χάνει ποτέ το δρόμο του. (Ολλανδ.).
678. Η χαρά είναι σαν το χειμωνιάτικο ήλιο, που ανατέλλει αργά και δύει νωρίς. (Γαλλ.).
679. Όλες οι χάρες του κόσμου δεν μπορούν να διώξουν ούτε μια άσπρη τρίχα από το κεφάλι (Ινδ).
680. Η φύσις είναι μια αμείλικτη μητριά γι’ αυτούς που θέλουν να την ξεπεράσουν (Γερμ.).
-305-

681. Η χαρά και η ευτυχία γεννήθηκαν δίδυμες. (Νορβηγ.).


682. Η φύσις κυνηγάει τη φύση κι η γάτα τον ποντικό. (Γαλλ.).
683. Η χαρά κι ο πόνος είν’ ανδρόγυνο. (Γερμ.).
684. Η φύσις μας προμηθεύει γνήσιο χρυσάφι, μα η τέχνη το ψευτίζει. (Γερμ.).
685. Εκείνος που δεν έχει τίποτα, δεν χρωστάει τίποτα. (Ελλην.).
686. Ή χορεύετε καλά ή αφήστε το χορό. (Ελλην.).
687. Δύο άνθρωποι, τρεις γνώμες. (Ιταλ.).
688. Αγάπαγ’ η Μάρω το χορό, ηύρε και άνδρα χορευτή. (Ελλην.).
689. Κι ο γάιδαρος της χορεύτρας κουνάει την ουρά του με τον ρυθμό του ντεφιού. (Αραβ.).
690. Όποιος κοιμάται νηστικός, ξυπνάει δίχως χρέη. (Ελλην.).
691. Κάθε ζωή έχει τη χαρά της και κάθε χαρά το όριό της. (Ιταλ.).
692. Η ξαφνική χαρά συχνά σκοτώνει πιο γρήγορα από την πιο μεγάλη θλίψη. (Πολων.).
693. Το σπίτι μένει και άδειο, αλλά το βουνό άδειο δεν απομένει. (Ελλην.).
694. Το αποτέλεσμα της παράνομης χαράς είναι η νόμιμη λύπη. (Αγγλ.).
695. Οι ώρες της χαράς είναι πάντα λίγες στη ζωή. (Κινέζ.).
696. Η φύσις έφτιαξε στο κάθε ζώο και τον εχθρό του. (Αραβ.).
697. Ο χαρακτήρας είναι το διαμάντι που χαράσσει κάθε άλλο λιθάρι. (Αγγλ.).
698. Ο κακός χρεοφειλέτης, μήτε αρνιέται, μήτε δίνει. (Ελλην.).
699. Παρά φίλο δολερό, έχε φανερό εχθρό. (Ελλην.).
700. Το φιλί δεν ξεκινάει πάντα από την καρδιά (Ιταλ.).
701. Το μικρό παιδί αποστρέφεται το φιλί, ο νέος το αρπάζει και ο γέρος το αγοράζει. (Γαλλ.).
702 (1552). Παλιός οχτρός, φίλος δε γίνεται. (Ελλην.).
703. Το φιλί δεν είναι κρίμα. (Ελλην.).
704. Όποιος θέλει να φιλήσει, πρέπει να χασομερήσει. (Ελλην.).
705. Τα φιλιά είναι κλειδιά. (Αγγλ.).
706. Πολλοί φιλούν τα παιδιά για το χατήρι της παραμάνας. (Ισπαν.).
707. Το φίλημα δεν αγγίζει πάντα την καρδιά. (Αγγλ.).
708. Φιλί από φιλί διαφέρει. (Γαλλ.).
709. Κάμε καλό στους φίλους σου, να τό βρεις στην ανάγκη. (Ελλην.).
710. Το φιλί είναι το πλουσιότερο δώρο της φτωχότερης μητέρας. (Αγγλ.).
711. Το αγνό φιλί είναι το χάδι της καρδιάς. (Γερμ.).
712. Μην αφήνεις ένα τρελό να σε φιλήσει, ούτε ένα φιλί να σε τρελάνει. (Αυστρ.)
713 (1475). Όπου έχει φίλο ακριβό, έχει μεγάλο θησαυρό. (Ελλην.).
714. Φιλία αναγεννημένη μοιάζει με σούπα ξαναζεσταμένη. (Ελλην.).
715. Το φιλί είναι μια στενή συμφωνία. (Γαλλ.).
716. Το παιχνίδι είναι μια μάχη, από την οποία κανείς δεν βγαίνει νικητής. (Αγγλ.).
717. Ο διάβολος παίρνει μερίδιο απ’ τα χαρτιά. (Αγγλ.).
718. Τα χαρτιά, οι γυναίκες και το κρασί ενώ γελούν, κάνουν τους ανθρώπους να αναστενάζουν.
719. Καλύτερα μια τσίχλα πληρωμένη, παρά μια γαλοπούλα οφειλομένη. (Αυστρ.).
720. Και το πιο μικρό σου χρέος, σε σκλαβώνει. (Αγγλ.).
721 (730). Όποιος χάνει στα χαρτιά, κερδίζει στην αγάπη. (Σκωπτικώς, επί των ατυχούντων εις το
χαρτοπαίγνιον).
722. Από τα κερδισμένα παίρνει ο διάβολος τα μισά. (Αγγλ.).
723. Ο χαρτοπαίκτης και ο απατεών είναι γείτονες. (Ιταλ.).
724. Χίλια δάκρυα δεν πληρώνουν ένα χρέος. (Ισπαν.).
725. Παλιός γάιδαρος, καινούργια περπατησιά δεν κάνει.
726. Στραβό δέντρο δεν ισιώνει.
727. Η χαρτοπαιξία είναι το παιδί της φιλαργυρίας και ο πατέρας της απελπισίας. (Αγγλ.).
728. Μόνο χρέη μπορείς να κάνεις δίχως λεπτά. (Γαλλ.).
729. Να είσαι φρόνιμος σαν το φίδι, ατάραχος σαν τη χελώνα, σιωπηλός σαν τη νύχτα (Κινέζ).
730 (721). Τυχερός στα χαρτιά, άτυχος στον έρωτα. (Αγγλ.).
-306-

731. Φρόντιζε ν’ αφήνεις το παιχνίδι, την ώρα που κερδίζεις. (Γαλλ.).


732 (77). Από κακοπληρωτή, πάρε ό,τι μπορείς. (Αγγλ.).
733. Όποιος παίξει τα χρήματά του, θα πρέπει να μην τα εκτιμά. (Αγγλ.).
734. Κι εκείνος που χάνει, νοιώθει συχνά ηδονή. (Αγγλ.).
735. Δεν χρειάζεται τέχνη για να παίξεις αλλά ν’ αφήνεις το παιχνίδι την κατάλληλη στιγμή. (Πολ).
736. Τα χαρτιά είναι το Ευαγγέλιο του διαβόλου. (Αγγλ.).
737. Ένας παίχτης έχει συναδέλφους, φίλους όμως ποτέ. (Ιταλ.).
738. Η εργασία εξοφλεί τα χρέη και η απελπισιά τ’ αυξάνει. (Ιταλ.).
739. Όταν όλοι οι άνθρωποι λένε ότι είσαι γάιδαρος, είναι καιρός να γκαρίσεις. (Αγγλ.).
740. Ο χαρακτήρας δεν αλλάζει.
741. Το κορίτσι να το κρίνεις από το ζύμωμα που κάνει κι όχι από τον τρόπο που χορεύει. (Δαν.)
742. Μην παίρνεις το γιατρικό σου σε πολλά ποτήρια. (Ρωσ.).
743. Και στο θηκάρι μέσα το σπαθί εμπνέει φόβο. (Αραβ.).
744 (889, 1007, 1798). Οι φρόνιμοι με του τρελού το χέρι βγάζουν το φίδι από την τρύπα. (Γαλλ.).
745 (748). Αν δεν τάλεγες, γυναίκα, δεν θα τάξεραν οι γειτόνοι.
746. Άκουγά σε κι ίδρωσα, είδα σε και ξίδρωσα.
747. Όποιος φοβάται τον λύκο, δεν πηγαίνει στο δάσος.
748 (745). Αν δεν τάλεγες, κουμπάρα, δεν θα τάλεγαν στη ρούγα.
749. Ο φλύαρος δεν αγαπάει το φλύαρο. (Εβρ.).
750. Να φοβάσαι, όποιον σε φοβάται. (Ισπαν.).
751. Μη διατάζεις τους άλλους να κάνουν εκείνο που φοβάσαι να κάνεις εσύ. (Κινεζ.).
752. Όποιος φλυαρεί για κείνο που τ’ αρέσει, οφείλει ν’ ακούει κι εκείνο που δεν τ’ αρέσει. (Αγγλ.).
753. Οι φρόνιμοι άνθρωποι κλείνουν τις πόρτες τους στο βασίλεμα του ήλιου. (Αρμ.).
754. Δεν έβγαλε ούτε γρυ (από το φόβο του).
755. Ο φόβος δίνει φτερά.
756. Πάψε πρώτος και μίλα τελευταίος. (Κινεζ.).
757. Μεγάλη ρητορεία, μικρή συνείδηση. (Αγγλ.).
758. Η κακή ψυχή ποτέ δεν φοβάται τον Θεό, παρά σαν πέφτει αστροπελέκι. (Αγγλ.).
759. Ο φοβητσιάρης άνθρωπος φοβάται και το δίκιο του. (Αραβ.).
760 (292). Φοβάται τον ίσκιο του.
761. Κάτσε καλόγερε φρόνιμα στο κελλί σου, νάχεις τ’ άσπρα σου και την τιμή σου.
762. Όποιος πολυλογεί χωρίς να σκέπτεται, τουφεκίζει χωρίς να σημαδεύει. (Ιταλ.).
763. Έχεις δυο αυτιά, αλλά μην ακούς διπλά τα λόγια. (Ρωσ).
765. Χείμαρρος λέξεων δεν είναι απόδειξις σοφίας. (Ισπαν.).
766. Όποιος ανοίγει την καρδιά του στη φιλοδοξία, την κλείνει στην ησυχία. (Κινεζ.).
767. Ποιος τολμά να πει στο λύκο, πως το μάτι του είναι θολό; (Αραβ.).
768. Αν φοβάσαι μη μιλάς, μα αν μιλήσεις μη φοβάσαι. (Αραβ.).
769. Η διαφορά μεταξύ φιλόδοξου και ματαιόδοξου είναι ότι ο ένας θέλει να είναι κάτι και ο δεύτερος
να φαίνεται κάτι. (Γαλλ.).
770. Για το καρφί χάνει το πέταλο.
771. Ο φόβος κλείνει το στόμα.
772. Εκείνος που αγαπάει τα τριαντάφυλλα, δεν πρέπει να φοβάται τ’ αγκάθια τους. (Ολλανδ.).
773. Παλιό κρασί και παλιός φίλος είναι καλές προμήθειες. (Αγγλ.).
774. Ο φόβος φυλάει τον κήπο καλύτερα από τον κηπουρό. (Αγγλ.).
775. Πιο φτωχός κι από τον σπάταλο είναι ο φιλάργυρος. (Αραβ.).
776. Δεν δίνει του αγγέλου του νερό.
777. Φλύαρος, σαν δικαστής συνταξιούχος. (Αραβ.).
778. Ο φίλος στα δυστυχήματα, το παλληκάρι στον πόλεμο κι η γυναίκα στο τέλος των χρημάτων
φαίνονται. (Περσ.).
779. Ο φτωχός φίλος γρήγορα λησμονιέται. (Ινδ.).
780. Κλείσε το στόμα σου για να μη σε κλείσουν στη φυλακή. (Αραβ.).
-307-

781. Θες να χάσεις τον φίλο σου, δάνεισέ του χρήματα. (Ιταλ.).
782. Αν καινούργιους φίλους κάνεις, τους παλιούς μη λησμονήσεις.
783. Όταν λαλούν τα κοράκια, σωπαίνουν τ’ αηδόνια. (Αραβ.).
784. Της πολυλογούς η γλώσσα κι αν κοπεί, πάλι θα μιλάει.
785 (1477, 1507). Όσο έχει το πουγκί σου, όλοι οι φίλοι είναι μαζί σου.
786. Αγάπαγε το φίλο σου με το ελάττωμά του. (Η πραγματική φιλία συγχωρεί τα ελαττώματα).
787. Αυτός που σε φοβάται όταν είσαι μπροστά, σε μισεί όταν λείπεις. (Νορβ.).
788. Κείνος που έσφαλε, φοβάται. (Αραβ.).
789. Αυτός που έπαψε να είναι φίλος, ποτέ του δεν ήταν. (Γαλλ.).
790. Αν έχεις φίλο να τον επισκέπτεσαι συχνά, γιατί σε δρόμο που δεν πατιέται φυτρώνουν αγκάθια.
(Τουρκ.).
791. Όποια δεν συγκρατεί τη γλώσσα της, δεν συγκρατεί ούτε τη βρακοζώνα της. (Αραβ.).
792. Δεν υπάρχουν πολλά λόγια για κείνους που δεν θέλουν να φλυαρούν. (Αρχαιοελλην.).
793. Ζέει ο τέντζερης, ζει η φιλία.
794. Δοκίμαζε τους φίλους σου, πριν λάβεις την ανάγκη τους. (Γερμ.).
795. Ένας Θεός και πολλοί φίλοι. (Πορτογ.).
796. Εκείνος γνωρίζει πολλά, που μιλάει λίγο. (Αγγλ.).
797. Μπορεί κανείς να ζήσει χωρίς αδελφό, αλλ’ όχι χωρίς φίλο. (Σουηδ.).
798. Η φτήνια τρώει τον παρά.
799. Ο τόπος τρώει τον μπινά.
800. Στην τούρλα του Σαββάτου.
801. Στου φούρνου την κουτρούλα.
802 (191). Κίνησε ο Εβραίος να πάει στο παζάρι κι έτυχε ημέρα Σάββατο.
803. Ήτανε στραβό το κλήμα, το ’φαγε κι ο γάιδαρος.
804 (204). Κι εγώ κακά χερόβολα κι εσύ κακά δεμάτια.
805. Νέος γιατρός και γέρος δικηγόρος.
806 (1670). Με το στανιό, πιε γάιδαρε αγιασμό. Ή: Θες, δε θες, πιε γάιδαρε το αγίασμα.
807. Όποιος έχει τη μύγα, μυγιάζεται. (Ο μη ων εν απολύτω τάξει, εκλαμβάνει ως υπαινιγμόν εναντίον
του και τον μη αφορώντα αυτόν λόγον).
808. Βουνό με βουνό σε σμίγει. (Ότι οι άνθρωποι συναντώνται).
809 (1760). Πέθανε να σ’ αγαπώ, ζήσε να σ’ έχω αμάχη. Ή: Απόθανε να σ’ αγαπώ και ζε να μη σε θέλω.
(Για συγγενείς που μισούνται, Επί των θρηνούντων δι’ απώλειαν μισητού συγγενούς) [Μέγ. Καζαμ. ’91].
810. Όποιος αγαπάει τον άσσο, πάει στο σπίτι του χωρίς ράσο. (Ότι ο χαρτοπαίκτης περιέρχεται εις
ένδειαν).
811 (660, 1245). Κάλλιο αργά, παρά ποτέ. (Ότι το καλόν είναι ευπρόσδεκτον, έστω και την τελευταίαν
στιγμήν προσφερόμενον).
812. Το αψύ το ξύδι, τ’ αγγειό του χαλάει. (Ο οξύθυμος βλάπτει τον εαυτό του).
813. Σαν πεθάνω ’γώ, φούρνος μην καπνίσει. (Ανάλογος προς αρχαίαν «Εμού θανόντος, γαία πυρί
μιχθήτω»).
814 (1414, 1636). Έχει ο αφέντης μας αφέντη. (Έκαστος έχει τον ανώτερόν του).
815. Αρχοντοσυμπεθέρεψες; Κακή φωτιά που άναψες. (Διότι ο συμπεθερεύων με άρχοντας, αυξάνει
τας δαπάνας της ζωής του και καταστρέφεται).
816. Αχαλίνωτη κυρά με τα ρούχα της τα βάζει. (Ότι η γλωσσού και καυγατζού γυναίκα, όταν δεν έχει με
ποιόν να μαλώσει, μαλώνει με τον εαυτόν της).
817. Ήρθα βασιλιάς και φεύγω γύφτος. (Επί των μεγάλως ζημιωθέντων είς τινα επιχείρησιν, ή των
υποστάντων άλλην μεγάλην αποτυχίαν).
818. Βρεμένο το θέλει το παξιμάδι. (Επί των οκνηρών, οίτινες τα πάντα περιμένουν από άλλους).
819. Όπου δουλεύει βασιλιά, πρέπει τον νου του νάχει. (Τα υψηλά υπουργήματα συνεπάγονται
σοβαράς ευθύνας).
820. Βοήθαμε να σε ξαναγκρεμίσω. (Επί αχαρίστων ανταποδιδόντων κακόν αντί καλού).
821 (1711). Λίγο βιός, ξανάσαση. (Ο έχων ολίγα, έχει και ολιγωτέρας μερίμνας από τον πλούσιον).
-308-

822 (872, 1406, 1712). Ο βιός, στο βιό πάει. (Επί πλουσίων, όταν ιδία πορισθώσιν απροσδόκητόν τι
κέρδος, [οίον λαχείον]).
823. Απ’ το κεφάλι βρωμάει το ψάρι. (Ότι η διαφθορά και η ανηθικότης εκπορεύονται από τους
αρχηγούς, από τους ιθύνοντας).
824 (1713). Ο βιός παντρεύει κούτσουρα. (Η έχουσα προίκα δυσειδής και ανόητος κόρη υπανδρεύεται
ευκολώτερον της πτωχής και ευειδούς).
825 (928, 1526). Ο βλάχος άρχος κι αν γενεί, πάλι βλαχιά μυρίζει. (Ότι ο από καταγωγής χυδαίος, και
προαγόμενος κοινωνικώς, δεν αποβάλλει τας παλαιάς του έξεις).
826 (900). Γάιδαρος πάντα γάιδαρος κι ας φορεί και σέλλα. (Ούτε η στολή ούτε τα αξιώματα
εξευγενίζουν τον φύσει χυδαίον).
827. Κι από στέρφα γίδα γάλα. (Επί των ικανών να κερδίζουν και εκ των μάλλον επισφαλών
επιχειρήσεων).
828 (1391, 1584). Μόνο του σπανού τα γένια δεν γίνονται. (Ότι όλα είναι κατορθωτά δια τον θέλοντα
και επιθυμούντα).
829. Σαν τη γάτα με το σκύλο. (Επί των μη ομονοούντων και διαρκώς εριζόντων).
830. Του φτωχού τ’ αρνί ποτέ δεν γίνεται κριάρι.
831. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. (Επί δυσχερών περιστάσεων, καθ’ ας ούτε η προχώρησις, ούτε η
οπισθοχώρησις σώζουν).
832. Μεταξύ κατεργαρέων να υπάρχει και ειλικρίνεια.
833. Το σκουλήκι στην πικροδάφνη χαίρεται. (Επί ανοήτου έξεως).
834. Ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται. (Επί των ζητούντων εν τη εσχάτη των απογνώσει να
σωθούν δι’ ανωφελών προσπάθειών).
835 (645). Άμα λείψει ο γάτος, χορεύουν τα ποντίκια.
836. Γέλασες και γιομάτισες, μα δε θα δειλινήσεις. (Ότι οι ψεύσται και οι απατεώνες μίαν φοράν
επιτυγχάνουν).
837 (1375, 1528). Που γεννηθεί στη φυλακή, της φυλακής θυμάται. (Αι κακαί έξεις δεν εκριζούνται).
838 (1650). Γυναίκα και χειμωνικό η τύχη τα διαλέγει. (Ότι η εκλογή καλής συζύγου είναι εξ ολοκλήρου
ζήτημα τύχης).
839. Τα γενόμενα ουκ απογίνονται. (Ότι είναι μάταιον να ασχολείται τις επί τετελεσμένων γεγονότων).
840. Ομπρός φίλος και πίσω σκύλος. (Επί υποκρινομένων τον φίλον εχθρών).
841. Γλαύκ’ Αθήναζε κομίζειν. (Επί των λεγόντων ως νέα, πράγματα κοινότατα και πασίγνωστα).
842. Η γλώσσα αμαρτάνουσα, τ’ αληθή λέγει. (Επί των εκ παραδρομής της γλώσσης μαρτυρούντων την
αλήθειαν).
843. Ελάτε σεις οι γνωστικοί να φάτε του τρελού το βιός. (Ότι οι πονηροί τρώγουν την περιουσίαν του
ανοήτου ή σπατάλου πλουσίου).
844. Γράφ’ τα, κλάφ’ τα. (Ότι ο πωλών επί πιστώσει χάνει τα οφειλόμενα).
845 (1254).Στραβός βελόνα γύρευε μέσα σε αχεριώνα. (Επί ματαίων λεπτολογικών διερευνήσεων)
846 (1751). Διψά η αυλή σου για νερό και συ το ρίχνεις έξω. (Επί των ευεργετούντων άλλους, ενώ οι
ίδιοι έχουν ανάγκην του διδομένου - Επί των χαριζόντων πράγματα, ων οι ίδιοι έχουν ανάγκην).
847. Το δώρο και μικρό, μεγάλη χάριν έχει. (Ότι όσον και μικρόν είναι το δώρον, είναι αρεστόν εις τον
λαμβάνοντα).
848 (351). Το δώρο έχει αντίδωρο. (Δημιουργεί υποχρεώσεις ανταποδόσεως).
849 (265, 1461). Ουδέ το διάβολο να ιδείς, ουδέ σταυρό να κάμεις.
850. Βγάνουν οι σκύλοι δάκρυα; (Επί των υποκριτικώς συμπονούντων).
851. Όλα τα δάχτυλα δεν είναι ίσα. (Όλοι οι άνθρωποι δεν είναι της αυτής αξίας).
852. Χωρίς δόλο ψάρι δεν πιάνεται. (Άνευ δαπάνης ή κόπου, ουδέν κατορθούται).
853. Κάλλιο δειλός, παρά μακαρίτης. (Προτιμότερον να φοβείται τις τον κίνδυνον, παρά να τον αψηφά
και να καταστρέφεται).
854 (1397). Το πολύ το διάφορο τρώει και το κεφάλι. (Ο πολύς τόκος περιάγει τον οφειλέτην εις την
ανάγκην να μην πληρώσει ούτε αυτό το κεφάλαιον).
-309-

855. Όποιος έχει πολύ πιπέρι, βάζει και στα λάχανα. (Επί των και εις τα μη δέοντα δαπανούντων), (Επί
των πλουσίων και σπατάλων).
856. Πολυτεχνίτης και ερημοκαλυβίτης (ερημοσπίτης). (Ότι ο πολλά επιχειρών, εις ουδέν επιτυγχάνει).
857 (1710). Μ’ ευγενικόν κουβέντιαζε και ξόδευε το βιός σου. (Ότι πρέπει να επιδιώκει τις την
συναναστροφήν με ανθρώπους έχοντας ευγενείς τρόπους).
858. Κάθε τόπος και ζακόνι, κάθε μαχαλάς και τάξη. (Ότι διάφορα τα κατά τόπους ήθη και έθιμα).
859. Με τον ήλιο τα μπάζω, με τον ήλιο τα βγάζω, τι έχουνε τα έρμα και ψοφούν; (ότι ο αργά αρχόμενος
της ημερησίας του εργασίας και ενωρίς καταπαύων αυτήν, δεν προκόπτει).
860 (1126). Σπίτι που δεν το βλέπει ο ήλιος, το βλέπει ο γιατρός. (Ότι αι ανήλιοι οικίαι είναι
ανθυγιειναί).
861 (1663). Αν κάθεσαι στη θέση σου, κανείς δεν σε σηκώνει. (Ότι δεν υφίστανται ενοχλήσεις ή ζημίας
οι μη αναμιγνυόμενοι εις ξένας υποθέσεις ή οι μη επιχειρούντες ανώτερα των δυνάμεών των).
862. Μην τηράς τα στραβά μου πόδια, τήρα την τύχη μου την ίσια. (Επί τυχηρών).
863 (901). Καλόμαθε η γριά στα σύκα και μπαινόβγαινε και ζήτα. (Ότι δυσκόλως αποβάλλεται η έξις, αν
μάλιστα παρέχει ηδονήν τινα).
864. Οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους. (Ήτοι η ακρίβεια εις τας δοσοληψίας διατηρεί
την φιλίαν).
865. Μεις οι βλάχοι όπως λάχει. (Επί των ολιγαρκών).
866. Λείπει ο Μάρτης από τη Σαρακοστή; (Επί των πανταχού παρευρισκομένων).
867 (1264). Κοιμήσου χαϊδεμένη μου κι η μοίρα σου δουλεύει. (Επί των οκνηρών).
868 (481).Στον καταραμένο τόπο τον Μάη μήνα βρέχει. (Ότι αι κατά Μάιον βροχαί είναι λίαν επιζήμιοι
εις την γεωργίαν και την αμπελουργίαν).
869 (1801). Ό,τι γράφει, δεν ξεγράφει. (Ότι το πεπρωμένον δεν δύναταί τις να διαφύγει), (Της Μοίρας
αι βουλαί είναι αμετάτρεπτοι.
870. Βρήκε ο Φίλιππος τον Ναθαναήλ. (Επί ανθρώπων οι οποίοι ταιριάζουν αναμεταξύ των).
871. Όξω νου και πέρα βρέχει. (Επί αδιαφορίας).
872 (822, 1406, 1712). Όπου πάνε τα πολλά, πάνε και τα λίγα. (Ότι και αι μικραί πρόσοδοι των πτωχών
περιέρχονται εις τας χείρας των πλουσίων).
873. Περί ορέξεως ουδείς λόγος. (Εις ζητήματα γούστου δεν χωρεί συζήτησις).
874. Μη το πολυτεντώνεις το σχοινί, να μη σπάσει. (Ότι δέον να αποφεύγομεν τας ακρότητας).
875 (926, 1746). Πέσε πίττα να σε φάω. (Επί των άκρως οκνηρών που ελπίζουν στην τύχη).
876. Είναι και φτωχό τ’ αρνί, έχει και πλατειά ουρά. (Δια τους ανοήτως κομπάζοντας).
877 (1662). Έχεις πλούτη; Έχεις γνώσι. (Ότι οι πλούσιοι επιβάλλονται δια του πλούτου των, έστω και αν
είναι μωροί).
878 (936). Όπου φτύσουν πολλοί, πηγάδι γίνεται. (Φέρει πάντοτε αποτέλεσμα ο συνεταιρισμός πολλών
ευεργετών).
879. Όπου δεν πείθει λόγος, πίπτει ράβδος. (Ότι οι παρακούοντες πρέπει να δέρωνται).
880. Στρογγυλά ’ναι και κυλάνε. (Επί χρημάτων, ότι ταχέως εξοδεύονται).
881 (1199). Όπως στρώσεις, θα κοιμηθείς. (Η ευτυχία σου θα εξαρτηθεί εκ των φροντίδων τας οποίας
δι’ αυτήν έλαβες).
882. Να μη φυτρώνεις όπου δεν σε σπέρνουνε. (Να μην επεμβαίνεις όπου δεν έχεις αρμοδιότητα).
883 (1819). Το πολύ ταμάχι χαλάει το στομάχι. (Επί φιλαργύρων και ακορέστων), (ταμάχι=απληστία,
πλεονεξία) [και Λ. ΠΡΩΪΑΣ, σ. 2346, λ. «ταμάχι»].
884. Του τζογαδόρου η μάνα μια μέρα γελά και μια μέρα κλαίει. (Ότι τα κέρδη των χαρτοπαικτών είναι
εφήμερα).
885. Θρέψε λύκο το χειμώνα, να σε φάει το καλοκαίρι. (Ότι οι κακοί αποδίδουν κακόν αντί καλού).
886 (96). Ο λύκος την τρίχα αλλάζει, τη γνώμη δεν την αλλάζει. (Ότι η πονηρά φύσις δεν μεταβάλλεται).
887 (1757, 1837). Η αλεπού στην τρύπα της δεν χωρούσε, κολοκύθια μάζευε. (Επί του επιχειρούντος
ανώτερα των δυνάμεών του).
888. Απ’ ακριβό βλέπεις, από φαγά δε βλέπεις. (Ότι ευκολώτερον είναι να δώσει ο φιλάργυρος
χρήματα, παρά ο λαίμαργος εκ του φαγητού του).
-310-

889 (744, 1007, 1798). Βάλανε τον τρελό να βγάλει το φίδι από την τρύπα. (Ανέθεσαν εις τον
αφελέστερον να εκτελέσει το μάλλον επικίνδυνον μέρος ενός έργου) [και Λεξ. Πρωΐας, λ. «βάζω»].
890 (1755). Αντί του μάννα, χολήν. (Επί αχαρίστων).
891. Έχανε η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα. (Επί μεγάλης κοσμοσυρροής, αναμπουμπούλας).
892 (368). Κάλλιο ψυλλοφαγωμένος, παρά λυκοφαγωμένος.
893. Ούτε ωμός ούτε ψημένος ούτε και τηγανισμένος. (Επί των δυστρόπων και ανοικονομήτων
χαρακτήρων).
894. Τέτοια ώρα, τέτοια λόγια. (Επί ακαταλλήλων ενεργειών ή περιστάσεων), (Επί λόγων λεγομένων εις
ακατάλληλον στιγμήν).
895. Με τους ανωτέρους σου σκόρδα μη φυτεύεις.
896. Μάζευε κι ας είν’ και ρώγες. (Ότι πρέπει τις αδιακρίτως να συναθροίζει, ν’ αποταμιεύει
ο,τιδήποτε).
897 (1296). Ο Οβριός σα μουφλουζέψει, τα παλιά δεφτέρια πιάνει. (Επί αναδρομής εις παλαιούς
λογαριασμούς ή αναμνήσεις του παρελθόντος).
898. Αν δεν κλωτσήσει ο γάιδαρος, δεν τον ξεφορτώνουν. (Ο αδικούμενος δέον να ζητά μόνος του το
δίκαιόν του).
899. Γάιδαρος αμολητός, κύρης και νοικοκύρης. (Επί των αναιδών, οίτινες κάμνουν κατάχρησιν
ελευθερίας).
900 (826). Ο γάιδαρος, πάντα γάιδαρος κι ας φορεί και σέλλα.
901 (863). Έμαθε η γριά στα σύκα και μπαινόβγαινε και ζήτα.
902. Αφού την έπαθε η γριά, έβαζε το μάνταλο. (Επί των συνετιζομένων, αφού πρώτον πάθωσιν).
903. Σκατόψυχος δεν ώριζε, για την ψυχή του μοίραζε.
904. Καλώστηνε τη συμφορά πούρχεται μοναχή της, μην έρθει με τη μάνα και με την αδελφή της.
905. Οι πολλοί πήραν την Πόλη. (Ότι ο μέγας αριθμός κατισχύει πάντοτε).
906 (1672). Παίζει ο λύκος με τ’ αρνί. (Επί ανίσου πάλης).
907 (1353). Άλλα λογαριάζει ο γάιδαρος κι άλλα ο γαϊδουρολάτης. (Άλλα ελπίζει τις κι άλλα
συμβαίνουν).
908. Ο ανόητος και τα λεφτά του σύντομα χωρίζονται. (Αγγλ).
909. Τέλος καλό, όλα καλά.
910 (391). Μοναχός χόρευε κι όσο θέλεις πήδα.
911. Πήγε για μαμή κι έκατσε λεχώνα.
912. Το καλοκαίρι βάστα ράσο, το χειμώνα έτσι κι έτσι (το βαστάει κανείς).
913. Ο τεμπέλης κι ο φαγάς ή δραγάτης ή παπάς.
914. Καλόγερος κρεμάμενος έγραφε κι απόγραφε.
915. Δύσκολοι καιροί για πρίγκηπες.
916 (1263). Το καλό κρασί φτιάχνει κακό κεφάλι.
917. Χωρίς φίλους μπορείς να ζήσεις, χωρίς γείτονες όχι. (Αγγλ.).
918. Νοικοκύρης μ’ ένα ζευγάρι κότες.
919. Τα δικά σου αμπέλια φράξε, για τα ξένα μη σε μέλει.
920. Σαν θα πας στο μύλο, θα λερωθείς.
921. Ο διάβολος δίνει δουλειά στον τεμπέλη.
922. Οι όμορφες γυρεύονται κι οι άξιες παντρεύονται.
923 (1731, 1814). Τσάμπα ξύδι (Ξύδι χάρισμα), γλυκό σαν μέλι. [και ΠΑΝΛΕΞΙΚΟΝ, λ. «τζάμπα»].
924 (1303). Απ’ έξω κούκλα κι από μέσα πανούκλα.
925 (325). Από το άλογο στο γάιδαρο. (Από την αρχαία «αφ’ ίππων επ’ όνους»).
927 (95). Πώς πάνε αράπη τα παιδιά σου; Όσο πάνε και μαυρίζουν. (Επί δυσαρέστων καταστάσεων, που
ολοένα χειροτερεύουν).
928 (825, 1526). Τον γύφτο θέλαν βασιλιά, μ’ αυτός ήθελ’ αμόνι. (Για όσους, που χωρίς να έχουν αξία,
ανυψώθηκαν από την τύχη, αλλά δεν απέβαλαν τις παλιές κακές τους συνήθειες).
929. Ο δρόμος ανοιχτός και τα σκυλιά δεμένα.
930. Ο καθένας τον πόνο του κλαίει.
-311-

931. Του νοικοκύρη το μάτι κοπρίζει το χωράφι.


932. Φωνή λαού, οργή Θεού.
933. Η αλεπού στον ύπνο της κοκόρια ονειρεύεται.
934. Ματάκια που δεν βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται.
935. Οι πολλοί μαγείροι χαλούν το φαΐ. [Βλ. επεξήγησιν εις α/α 83].
936 (878). Όπου φτύσουν πολλοί, πηγάδι γίνεται. (Φέρει πάντοτε αποτελέσματα ο συντονισμός πολλών
ενεργειών).
937. Κατά το νιο και τ’ άρματα.
938. Το καλό πράγμα αργεί να γίνει.
939 (546). Τ’ άγια φοβέρα θέλουνε κι η Παναγιά ματσούκα.
.
940. Φάει κουμπάρε λάχανα καλά είν’ και τα ψαράκια.
941. Δέσε κόμπο στην κλωνά σου, μη χαθεί η βελονιά σου.
942 (961). Για την καλή του κανείς δε έχει, για την κακή του έχει και παράχει.
.
943. Μην παραψηλώνεσαι, γιατί ψηλή δεν είσαι στη γειτονιά που κάθεσαι σε ξέρουνε ποια είσαι.
944. Όποιος καβαλήσει ξένο γάιδαρο, γρήγορα ξεκαβαλάει.
945. Εγώ βαστώ την κλείδα μου, μαγκούφα η καλύβα μου.
946 (353). Το αίμα νερό δεν γίνεται κι αν γίνει δεν θολώνει.
947. Τι το λες και δεν το κάνεις, άδικα τον κόπο χάνεις.
948. Το δικό σου πράγμα μην τ’ αφήνεις, και το ξένο μην το παίρνεις.
949. Όσους κλείνει η πόρτα το βράδυ.
950. Μπρος τα κάλλη τι είν’ ο πόνος.
951. Ο λόγος δεν φέρνει θάνατο.
952. Όταν ακούς βαφτίσι σήκω επάνω, όταν ακούς συμπεθέρι κάτσε κάτω.
953 (156). Γαρύφαλλο στη γειτονιά κι αγκάθι μέσ’ στο σπίτι.
954. Με δικό σου άνθρωπο φάε, πιέ, νταραβέρι μην κάνεις.
955. Βόηθα με φτωχέ, να μη σου μοιάσω.
.
956. Φύσα γριά το μονοδαύλι το φυσώ και δεν ανάβει.
957. Μην τα σκορπάς τα λόγια σου σαν τ’ άχυρα στ’ αλώνι, γιατί τα παίρνει ο άνεμος και δεν τα
συμμαζώνει.
958. Έβαλε το δυάσμο μάνταλο.
959. Όπου βρεις φαΐ κάτσε φάε, όπου βρεις ξύλο σήκω φύγε.
960 (980). Άσχημο παιδί στην κούνια, όμορφο παιδί στη ρούγα.
961 (942). Για την καλή του κανείς δεν έχει, για την κακή του έχει και παράχει.
962. Τούτη η κουπίτσα που κερνάει, γύρω τριγύρω θάρθει.
963. Η αδερφή τον αδερφό χρυσό σταυρό τον έχει, κι ο αδερφός την αδερφή σακκί άχερα.
964. Όποιος δεν τον ξέρει, ακριβά τον αγοράζει.
965 (134). Ποια φάνα έχει το λαγό δεν ξέρεις.
966. Να ξέρανε οι ανύπαντρες τι περνάν οι παντρεμένες, θα παίρνανε τα ρούχα τους να φύγουν οι
καημένες.
967. Είδες ήλιο, πιάσε σπήλιο.
968. Δεν τον νοιάζει πόσο πάει το καλαμπόκι.
969. Κείνο που σου βαρεί, μην το κάνεις τ’ αλλουνού.
970. Έβαλε και τα πουλιά βεργάτες.
971. Περηφάνια δίχως «έχει», μούντζα του όπου την έχει.
972. Οι άνθρωποι είναι τα πράγματα, τ’ ασήμια, τα μαλάματα.
973. Καιρός φέρνει τα λάχανα, καιρός τα παραπούλια.
974. Ήρθαν τ’ άγρια να διώξουν τα ήμερα.
975 (124). Στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό.
976. Κυριακή, κοντή γιορτή. (Επί υποθέσεων των οποίων δεν θα βραδύνει η έκβασις).
977. Τρία βόιδα, δυο ζευγάρια.
978. Όποιος κουνιέται, δεν πεθαίνει. (Ο εργαζόμενος ζει).
-312-

979 (1255). Μάρτης καλός στα κάρβουνα και κακός στον ήλιο. (Ότι ο Μάρτης είναι καλός για τις
καλλιέργειες όταν ο καιρός είναι άσχημος και αντιστρόφως).
980 (960). Άσκημο στην κούνια, όμορφο στη ρούγα. (Ότι ο άσχημος ως νήπιον γίνεται ωραίος όταν
ενηλικιωθεί).
981 (1724). Και του κουμπάρου ο σκύλος, σύντεκνος κι εκείνος. (Ότι ο αληθώς αγαπών τινά, πρέπει ν’
αγαπά και τους φίλους τούτου).
982 (1725). Για καλού κουμπάρου σπίτι. (Επί νυκτός βροχεράς, ψυχράς και χιονώδους).
983. Ο καθένας την πορδή του, μοσχολίβανο την έχει. (Ότι έκαστος είναι επιεικής δια τα ίδια αυτού
ελαττώματα).
984. Είπε η χέστρα της πορδούς, φεύγα γιατί με βρώμισες.
985. Δικός μου είσαι δάχτυλος κι αν βρωμάς κι αν δε βρωμάς. (Ότι η συμπάθεια προς τους ιδικούς μας,
μας κάμνει να παραβλέπωμεν τα ελαττώματά των).
986. Η γλυκειά γλώσσα βυζαίνει δυο βυζιά. (Οι ευπροσήγοροι ευρίσκουν πολλαπλήν υποστήριξιν).
987. Σαββάτο νάναι μάστορα κι ας είναι χίλιες ώρες.
988. Κουκιά έφαγες και κουκιά μαρτυράς. (Επί ανθρώπου ακρίτως επαναλαμβάνοντός τι ή τον οποίον
δεν βοηθεί η κρίσις του να κατανοήσει τι).
989. Χαρά στα Γέννα τα στεγνά, τα Φώτα χιονισμένα, και τη Λαμπρή βρεχούμενη, τ’ αμπάρια γεμισμένα.
990. Στο σπίτι του κρεμασμένου δεν μιλάνε για σκοινί.
991. Το σκοινί το μαλακό τρώει την πέτρα την ξερή. (Ότι δια της επιμονής και της υπομονής τα πάντα
επιτυγχάνονται).
992. Ο ύπνος θρέφει μάγουλα και ξεγυμνώνει κώλους. (Ότι οι οκνηροί παχύνονται μεν, αλλά και
πτωχαίνουν).
993. Κάλλιο χόρτα με ειρήνη, παρά ψάρια με την γκρίνη.
994 (361). Κάλλιο λάχανα με γλύκα, παρά ζάχαρη με πίκρα.
995. Ο θυμός μάτια δεν έχει. (Τυφλώνει τον άνθρωπον).
996. Θυμός του χωριάτη, ζημιά του πουγκιού του.
997. Σόι (ή Σειριά) πάει το βασίλειο. (Επί περιπτώσεων καθ’ ας τα τέκνα έχουσι τα ίδια με τους γονείς ή
άλλους στενούς συγγενείς των ελαττώματα).
998. Κοντός ψαλμός αλληλούια. (Δεν χρειάζεται πολυλογία).
999. Λέει ο ένας το μακρύ του κι ο άλλος το κοντό του. (Επί εκφερόντων αντιτιθέμενας γνώμας επί τινος
θέματος ή εις βάρος προσώπου τινός κατηγορίας).
1000. Ο άντρας να κουβαλάει με το τσουβάλι κι η γυναίκα να τραβάει με το κουτάλι. (Ότι η σύζυγος
πρέπει να είναι φειδωλή, όσον άφθονα και αν είναι τα υπό του συζύγου εισκομιζόμενα).
1001. Έρημα μαντριά γεμάτα λύκους.
1002. Σαν έχει φίλο ακριβό, έχεις μεγάλο θησαυρό.
1003. Αν τον γλυκάνεις, θα κολλήσει στη ράχη σου. (Ήτοι δεν πρέπει τις να ικανοποιήσει απαίτησιν
αναιδούς, διότι θα του γίνει φόρτωμα διαρκές).
1004. Άλλοι πιθυμούν τα γένια κι άλλοι φτυούν και ρίχνουν τα. (Ότι οι έχοντες περίσσειαν πράγματός
τινος, δεν του αποδίδουν εκτίμησιν).
1005. Ο παπάς πρώτα τα γένια του βλογάει. (Ότι έκαστος περί εαυτού φροντίζει πρώτον και κατόπιν
περί του άλλου).
1006. Έπιασε (ή Βαστά) τον παπά από τα γένια. (Επί καυχησιολόγων και κομπορρημονούντων).
1008. Τρελός παπάς σε βάφτισε. (Είσαι τρελός, ανόητος).
1009. Τρελού κεφάλι δε γερνά. (Ότι ο άφροντις είναι πάντοτε εύθυμος και νεάζων).
1010. Εκεί που τρέχει το νερό, πάλι να τρέξει θέλει. (Οι απωλέσαντες τ’ αγαθά των θα τ’ αποκτήσουν
πάλι).
1011. Δεν σε τρέχει καβαλάρη, μη σκοτώνεις τ’ άλογο. (Όταν δεν σε βοηθεί η τύχη, εις μάτην οι μόχθοι).
.
1012. Σαν δε σου τρέχει, μην τρέχεις κι αν σου τρέχει, μην τρέχεις. (Αν η τύχη δεν σε βοηθεί, μην
κοπιάζεις, και αν σε βοηθεί, περιττόν πάλι να κοπιάζεις).
1013. Όσο ο νους μου στο ζευγάρι, τόσο να βρεθούν τα βόιδα.
1014 (235). Τον αράπη να λευκάνεις, άδικα τον κόπο χάνεις.
-313-

1015 (1424). Όπου ο (Κάθε) φτωχός κι οι μοίρα του.


1016. Ασημένια μου μιλιά, χρυσή μου βουβαμάρα. (Ότι η σιωπή πολλώ κρείττων της ομιλίας).
1017 (1092). Όποιος αγαπάει το δέντρο, αγαπάει και τα κλαδιά του.
1018. Το κακό χωριό έχει λίγα σπίτια.
1019. Ο λόγγος έχει αυτιά κι ο κάμπος έχει μάτια.
1020 (1113). Κοιλιά γεμάτη αφτιά δεν έχει. (Ότι οι πλούσιοι είναι ασυγκίνητοι εις τας ικεσίας των
δυστυχών).
1021. Κι οι τοίχοι έχουν αφτιά κι οι κάμποι έχουνε μάτια. (Ότι τα μυστικά δεν πρέπει να λέγονται
μεγαλοφώνως και όταν ακόμη δεν φαίνεταί τις παρών).
1022. Από τ’ αφτί και στο δάσκαλο. (Επί ταχείας ενεργείας και ιδία επί αμέσου κολασμού).
1023. Μεγάλα αφτιά, πολύχρονος. (Ότι οι έχοντες μεγάλα ώτα είναι μακρόβιοι).
1024. Κρέας μισοψημένο, ψάρι παραψημένο.
1025. Η παλιά αλεπού σε παγίδα δεν πιάνεται.
1026. Όταν το δεντρί γερνά, ξεράδια δεν του λείπουν.
1027. Νιάτα και μυαλά δύσκολα ταιριάζουν.
1028. Συμπεθεριά και κουμπαριά αλάργα απ’ τη γειτονιά.
1029. Η πληγή μπορεί να γιάνει, μα το σημάδι μένει.
1030. Κάλλιο νάχεις δύναμη στην ψυχή, παρά στο σώμα.
1031. Όπου δεις μεγάλη αγάπη, δέξου και μεγάλη έχθρα.
1032. Όποιος πρώτα δεν σκέπτεται, στερνά αναστενάζει.
1033. Ο αητός ποτέ δεν πιάνει μύγες.
1034. Κατά τον εργάτη και τα εργαλεία του.
1035. Όποιον δεν αγαπούν και τα χνώτα του βρωμούν.
1036. Όποιος κοιτά πολύ ψηλά, πατάει λάσπες και νερά.
1037. Άγιος που δεν θαυματουργεί, ποτέ δε δοξολογείται.
1038. Όσοι σκέπτονται λίγο, λένε πολλά.
1039. Άκουγε πολλά και λέγε λίγα.
1040. Ανάποδα φορτώματα με τα κεφάλια κάτω.
1041. Είπαμε ν’ ανασάνουμε κι ηύραμε μαλλιά να ξάνουμε. (Επί τροπής επί τα χείρω, αντί
προσδοκωμένης βελτιώσεως).
1042. Τ’ αγκάθι από μικρό αγκυλώνει.
1043 (617). Ο δειλός κάνει τον παλληκαρά, όταν είναι ασφαλισμένος.
1045. Ό,τι μπορείς να κάνεις σήμερα, μη τ’ αφήσεις γι’ αύριο.
1046. Ο κλέφτης όπως αγοράζει, έτσι πουλάει.
1047. Όπου υπάρχει ντροπή, υπάρχει και φόβος.
1048 (1105). Η αλεπού κρυβότανε, μα η ουρά της φαινότανε.
1049. Κανένα μεγάλο έργο δεν γίνεται χωρίς ενθουσιασμό.
1050. Όποιος αγοράζει τα περιττά, πουλάει και τ’ αναγκαία.
1051. Η κακολογία ασχημίζει και το πιο ωραίο στόμα.
1052. Το ψέμα δεν ζει για να γεράσει.
1503. Πρώτα κοίταξε κι ύστερα πάτησε.
1054. Όλοι δεν είναι άγιοι, που πάνε στην εκκλησιά.
1055. Τα λόγια είναι βαρύτερα από τις πέτρες.
1056. Του διαβόλου τα παιδιά είναι πάντα τυχερά.
1057. Μόνο ο φτωχός νοιώθει τον πόνο της φτώχειας.
1058. Ο καθρέπτης ενός έθνους είναι η ιστορία του.
1059. Η παχειά κότα δε γεννά αυγά.
1060. Και το πιο μικρό χρέος σε σκλαβώνει.
1061. Ήταν στραβή και κουτσή κι αγόρασε καθρέπτη.
1062. Κατά την πληρωμή και η δουλειά.
1063. Ο τεμπέλης πόδια έχει και πόδια δεν έχει.
-314-

1064. Κάλλιο σήμερα ένα αυγό, παρά αύριο μια κότα.


1065. Στο σπίτι του ο διάβολος φωτιά ποτέ δε βάζει.
1066. Ήταν καραφλός και μάλωνε για χτένα.
1067. Όλα μπορούν να περιμένουν, όχι όμως κι ο καιρός.
1068. Ο φθόνος σκοτώνει τον ίδιο που τον έχει.
1069. Και τον πιο τρανό άρχοντα η γη θα τόνε φάει.
1070. Ο καλός κλέφτης στη γειτονιά του δεν κλέβει.
1071 (1768). Καλά ξέρει και ξύνει το δικό σου χέρι.
1072. Στην κόλαση γιορτές δεν υπάρχουν.
1073. Δώσε πιοτό για να βγει η αλήθεια.
1074. Είναι βρισιά η συμβουλή που την ακούνε όλοι.
1075. Φύλαγε λίγον παρά για τη μαύρη μέρα.
1076. Φτώχεια και κακός χαρακτήρας ζωντανή κόλαση.
1077 (1753). Η αρκούδα δεν χορταίνει μόνο με μύγες. Ή: Με μύγες ο λύκος δεν χορταίνει.
1078 (661). Η τεμπελιά έχει συγγενείς την φτώχεια και την κλεψιά.
1079. Έπειτα από μια ζημιά έρχονται κι άλλες.
1080. Άκουσε εκατό φορές και μόνο μία μίλα.
1081. Εκεί που βρέχει φαίνεται κι όπου χιονίζει ασπρίζει.
1082. Ο ένας χρόνος δεν έχει δυο καλοκαίρια.
1083. Τα σκεπασμένα κάρβουνα κρατούν τη ζέστη.
1084. Ο καλός λόγος δεν κοστίζει τίποτα.
1085. Ποτέ σου μην ξυπνάς λιοντάρι που κοιμάται.
1086 (564). Ο φίλος των κακών ημερών είναι πραγματικός φίλος.
1087. Ο πλούτος κι η δόξα διώχνουν το μνημονικό.
1088. Ό,τι αρχίζει, ποτέ μην τ’ αφήνεις στη μέση.
1089. Όπου σπέρνει η οργή, θερίζει η μετάνοια.
1090 (179). Το λιγοστό νερό δε γυρίζει μύλο.
1091. Η ημέρα έχει τη σκέψη και η νύχτα τ’ όνειρο.
1092 (1017). Όποιος αγαπάει το δέντρο, αγαπάει και τα κλαδιά του.
1093. Αν δε βρέξει στο χωράφι, άδειο μένει το ράφι.
1094. Με την υπομονή κι επιμονή νικάς τα πάντα.
1095. Του κοράκου το αυγό δε βγάζει περιστέρι.
1096. Τα δέντρα κάνουν καρπό, όταν έρθει ο καιρός.
1098. Η καινούργια μέρα φέρνει νέα γνώμη.
1099 (1163). Το καλό βιβλίο είναι καλός σύμβουλος.
1100. Και το Θεό με το νου τον βρήκανε.
1101. Το παλιό μπαμπάκι δεν κάνει για πανί.
1102. Η κοιλιά παράθυρο δεν έχει.
1103. Τα καρύδια τα καλά λίγα είναι κι ακριβά.
1104. Το καλό πουλί από μικρό κελαηδεί.
1105 (1048). Η αλεπού κι αν κρύβεται η ουρά της φαίνεται.
1106 (528). Ο γέρος κι αν στολίζεται, στον ανήφορο γνωρίζεται.
1107. Εργάτης αργοκίνητος δρεπάνι όλο αλλάζει.
1108. Εδώ ψωμί δεν έχομε, η γάτα ψάρια τρώει.
1109. Χέρι που σου δίνεται, ποτέ μην το δαγκώνεις.
1111. Η καινούργια λύπη ξυπνάει την παλιά.
1112. Όσο κι αν βρέξει ο Θεός, πάντα η γη διψάει.
1113 (1020). Το πεινασμένο στομάχι αυτιά δεν έχει.
1114 (861, 1366). Φύτεψε ελιά για το παιδί σου και συκιά για τη ζωή σου.
1115. Όπου γάμος και χαρά, τρέχεις Γιάννη μασκαρά.
1116. Ό,τι κάνεις κι ό,τι πεις, τα στερνά να θυμηθείς.
-315-

1117. Η νύχτα γεννά επίσκοπο κι η αυγή μητροπολίτη.


1118. Ό,τι κάνει ο διάβολος, το κάνει κι η γυναίκα.
1119. Η καλή καρδιά είναι καλύτερη από τα πλούτη.
1120. Οι πλούσιοι έχουν τους κόλακες και οι φτωχοί τους φίλους.
1121. Η ελπίδα είναι ο καλύτερος γιατρός.
1122 (1361). Βρήκε ο καλός γαμπρός την κακιά πεθερά.
1123. Το ακίνητο νερό γρήγορα μουχλιάζει.
1124. Όποιος έχει πολλά γένια, έχει λίγο μυαλό.
1125 (1300). Όσο μικρός κι αν είναι ο Άγιος, το κερί το θέλει.
1126 (860). Εκεί που δεν φτάνει ο ήλιος, φτάνει ο γιατρός.
1127. Καλύτερα άδεια τσέπη, παρά άδειο κεφάλι.
1128. Τον τεμπέλη άνθρωπο όλοι τον κουβεντιάζουνε.
1129. Τον κουφό κι αν συμβουλεύεις, κρύο σίδερο δουλεύεις.
1130 (1522). Τα πόδια του δειλού είναι φτιαγμένα για να τρέχουν.
1131. Τον ακάλεστο στο γάμο, κατακάτω τον καθίζουν.
1132. Τέντωνέ το τό σχοινί, μα ποτέ σου μην το κόβεις.
1133. Χαρά στο νιο που νοιάζεται, στο γέρο που γελάει.
1134. Όπου υπάρχει ο Θεός, εκεί και η ευτυχία.
1135. Ο Θεός μπορεί να αργεί, αλλά ποτέ δεν λησμονεί.
1136. Το βαθύ ποτάμι κρότο δεν κάνει.
1137. Καλύτερα έξυπνος, παρά δυνατός.
1138 (1681). Η γάτα για το ψάρι, τ’ αμπέλι της πουλάει. Ή: Η γάτα ψάρι για να φάει, ακόμη και τ’ αμπέλι
ξεπουλάει.
1139. Σπαθί η γλώσσα δεν είναι, κι όμως κόβει.
1140 (381, 1466, 1616). Κοίταξε τη μάνα και παντρέψου την κόρη.
1141. Τα δαχτυλίδια βγήκανε, τα δάχτυλα όμως μείνανε.
1142. Πριν αγοράσεις το πανί, κοίταξε την ούγια του.
1143. Όποιος δεν έχει μυαλό, έχει μακριά ποδάρια (έχει πόδια).
1144. Γάμος βιαστικός, σύντομο διαζύγιο.
1145. Ύστερα από τον ανήφορο, υπάρχει ο κατήφορος.
1146 (1785). Τι του λείπει του ψωριάρη; Σκούφια και (Θέλει το) μαργαριτάρι. [Χρυσάνθη, 9-10-92].
1147 (1531). Ό,τι κοροϊδεύεις, γρήγορα το λούζεσαι.
1148 (1532). Κράτα το θυμό σου και κάνε το σταυρό σου.
1149. Φτηνό κρέας ψώνισες, το ζουμί του πέταξες.
1150. Η καλύτερη συγγένεια είναι η πιστή φιλία.
1151. Η τύχη είναι του κόσμου βασιλιάς.
1152 (1227, 1536). Βλέμμα χαμηλά, μυρίζει πονηρά.
1153. Έργο που αναβλήθηκε, έργο αποτυχημένο.
1154 (1371, 1433, 1537). Τεμπέλης στα νιάτα, ζητιάνος στα γεράματα.
1155. Αν ίσως βρέξει ο Τρυγητής, χαρά στον τυροκόμο.
1156 (1257). Τον Τρυγητή σιτάρι έσπειρε ο φρόνιμος ξωμάχος
1157 (1257). Τρυγητή σιτάρι σπέρνεις, όσο θες στο θέρο παίρνεις.
1158. Σέμπρης (Σεπτέμβριος), σέμπρο γύρευε, ζυγάλετρα ’κονόμα.
1159. Αύγουστε καλέ μου μήνα, νάσουν δυο φορές το χρόνο.
1160. Του Αυγούστου οι δρίμες στα πανιά και του Μαρτιού στα ξύλα.
1161. Τη σκιά δεν την κάνει μόνον ο ήλιος.
1162. Πλούτος χωρίς καλή διαχείριση, γρήγορη φτώχια.
1163 (1099). Ο καλύτερος σύμβουλος, ένα καλό βιβλίο.
1164. Όταν έρχονται τα πλούτη, το μυαλό ξεχνάει.
1166. Κανείς δεν χάνει τίποτα, όταν περιμένει λίγο.
1167. Πόνος όπου πέρασε, γρήγορα λησμονιέται.
-316-

1168. Αυτός που ψάχνει άσχημα, βρίσκει δυσκολίες.


1169 (1251, 1572). Όταν μιλάς σπέρνεις κι όταν ακούς θερίζεις.
1170. Πριν παντρευτείς, κοίτα την πεθερά σου.
1171 (594). Μπροστά στο θυμό σβήνει κάθε λογική.
1172 (1585). Τα μακριά φορέματα σκεπάζουν τις πομπές.
1173 (1501, 1617). Ο πιο τυραννικός αφέντης είναι η κακιά συνήθεια.
1174 (1615). Με νερό και κοπριά, γίνονται λάχανα καλά.
1175 (1573). Ο φρόνιμος συζητάει, ενώ ο ανόητος αποφασίζει.
1176 (1586). Το τσουκάλι και η παντρειά θέλουν μεγάλη γνώση.
1177. Κάθε νύχτα έχει το δικό της όνειρο.
1178 (1789). Αν αγαπάς το μέλι, μη φοβάσαι τις μέλισσες.
1179. Η σιωπή είναι πιο πολύτιμη κι απ’ το χρυσό.
1180 (1437). Καλό και γρήγορα, είναι εχθροί κι όχι φίλοι.
1181. Ό,τι τραγουδάει ο μπούφος, τραγουδάει και το παιδί του.
1182 (1614). Κατά τον φούρναρη και το ψωμί του.
1183. Όταν σ’ αγαπά ο επίσκοπος, τύφλα νάχουν οι παπάδες.
1184 (1658). Η καλή αρχή είναι το ήμισυ του επιτυχίας. Ή: Αρχή, το ήμισυ του παντός.
1185 (1341, 1576). Το μεγαλύτερο εισόδημα είναι η οικονομία.
1186. Ο χρόνος γιατρεύει κάθε πληγή.
1187. Η λάσπη και αν δεν κολλά, πάντως λερώνει.
1188. Κατά τον άρχοντα και το πεσκέσι.
1189. Η πείνα, ο πιο κακός σύμβουλος.
1190. Σκυλί που δε δαγκώνει, άστο να γαυγίζει.
1191. Εκεί που δε σου λένε ουστ! μη γαυγίζεις. (Αν δεν προσβληθείς, μην επιτίθεσαι.).
1192. Ο ανήφορος δείχνει το παλληκάρι.
1193 (580, 1431). Η ψυχή της οικογένειας είναι η μάνα.
1194. Η μεγάλη φτώχεια θολώνει κάθε λογισμό.
1195. Να φοβάσαι τον άνθρωπο που δεν πιστεύει στον Θεό.
1196 (1449). Όλα συγχωρούνται, εκτός της αχαριστίας.
1197. Κράτος χωρίς δικαιοσύνη, γίνεται κράτος ληστών.
1198. Πρώτο παζάρι, καλό παζάρι.
1199 (881). Όπως στρώσεις, θα κοιμηθείς.
1200 (218). Φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη.
1201 (1225). Μετά τα βαφτίσια βρίσκεις πολλούς νονούς.
1202. Το ξένο μάτι είναι σπαθί, το ξένο αυτί ντουφέκι.
1203. Στην ανάγκη και το γαϊδούρι πες το αφέντη.
1204. Καλύτερα νηστικός, παρά γεμάτος χρέη.
1205. Τον πρωινό θυμό κρύφτον για το βράδυ.
1206. Τραπέζι που δεν έστρωσες, το χέρι μην απλώνεις.
1207. Η πέτρα κει που κάθεσαι, εκεί μαλλιάζει κιόλας.
1208 (1232). Τι το θέλεις το καλό, χωρίς καλή καρδιά.
1209. Ξένο ψωμί, μα δικό σου μαχαίρι.
1211 (196). Κρέμα το καλάθι σου, όπου το χέρι φτάνει.
1212 (1737). Του φιλαργύρου τα λεφτά τα τρώνε οι γλεντοκόποι. [Χρυσάνθη].
1213. Φιλία, φιλία, μα συμφέρο, συμφέρο.
1214. Όποιος κουράζεται το χειμώνα, ξεκουράζεται τον Αλωνάρη.
1215. Η υπομονή είναι το κλειδί για όλες τις κλειδαριές.
1216. Όταν χτυπιούνται δυο σταμνιά, το ένα θα σπάσει.
1217. Το άδειο βαρέλι κάνει περισσότερο κρότο.
1218. Μην απελπίζεις άνθρωπο με τη δική σου γνώμη.
1219. Να λυπάται πιο πολύ τον κακό, παρά τον τυφλό.
-317-

1220 (1549). Το καλό σύκο το τρώει η καλιακούδα.


1221. Καλύτερα ο θάνατος, παρά διχόνοια.
1222 (1308, 1550). Διάλεγε-διάλεγε, στην κοπριά κατάντησε.
1223. Τα λόγια των πολλών κάναν τον άνθρωπο τρελό.
1224. Γύρευε παλιό γαμπρό και γέρο καπετάνιο.
1225 (1201). Μετά το γάμο βρίσκονται πολλοί γαμπροί.
1226. Χάνεις κόπο και σαπούνι, σαπουνίζοντας γουρούνι.
1227 (1152, 1536). Φυλάξου από κείνον που βλέπει κατά γης.
1228. Τα λάθη είναι δάνειο, που αργότερα πληρώνεις.
1229. Λίγα τρώει ο άρρωστος, μα πιο πολλά ξοδεύει.
1230 (656). Η υπομονή είναι πικρή, αλλά ο καρπός της γλυκός.
1231. Φάει, δεν φάει ο λύκος, απ’ όλους κυνηγιέται.
1232 (1208). Τι τα θέλεις τα πλούτη, χωρίς καλή καρδιά.
1233. Μπροστά στο σιγανό ποτάμι, σήκωσε ψηλά τα ρούχα.
1234. Η δεύτερη απόφαση καλύτερη απ’ την πρώτη.
1235. Στην καρδιά του ρόδου κρύβεται το σκουλήκι.
1236. Ποτέ μην κυνηγάς κουτσό, γατί εσένα περιγελάνε.
1237 (667, 1298). Όταν μαλώνουν γυναικούλες, βγαίνουν πολλές αλήθειες.
1238 (651, 1305, 1523). Η λογική είναι πιο δυνατή από τη βία.
1239 (642). Η αμαρτία αρχή έχει, τέλος όμως ποτέ.
1240. Χάλασε ο καλόγερος κι έκαψε τα ράσα του.
1241. Φίλους κι εχθρούς, ο θάνατος σ’ ένα τραπέζι σμίγει.
1242 (582, 1428). Το δουλευτή σου πλήρωνε και ψυχικό μην κάνεις.
1243 (662). Πρώτα βγαίνει η ψυχή και ύστερα το χούι.
1244. Κλαίει από το λύκο ο βοσκός, κλαίει κι ο καρβουνιάρης.
1245 (660, 811). Ποτέ δεν είναι αργά, για να κάνεις το καλό.
1246. Όποιος μάθει να ζητά, άλλη δουλειά δεν κάνει.
1247. Το καλύτερο έμβλημα του ανθρώπου είναι η ειλικρίνεια.
1248. Όποιος ψέματα μιλά, άντρας δε λογιέται.
1249. Η αλήθεια είναι κουτσή, μα πάντα στο τέρμα φθάνει.
1250. Το σήμερα είναι νωρίς, το αύριο αργά θα είναι.
1251 (1169, 1572). Εκείνος που ακούει θερίζει κι εκείνος που μιλάει σπέρνει.
1252. Όσο τρανοί κι αν είναι οι τάφοι, πεθαμένους σκεπάζουν.
1253. Στον ουρανό το γύρευε και στη γη το βρήκε. (Επί επιτυχίας ανελπίστου).
1255 (979). Κάλλιο Μάρτης στις γωνιές, παρά Μάρτης στις αυλές.
1256. Ο Αη-Λιας κόβει σταφύλια κι η Αγιά Μαρίνα σύκα.
1257 (1156, 1157). Τον Τρυγητή σιτάρι σπείρε και σε πανηγύρι σύρε.
1258. Οκτώβρη και δεν έσπειρες; Οκτώ σακκιά δεν έκανες.
1259. Βρήκαμε μαλλιά να ξάνουμε.
1260. Ξαίνει, ξαίνει η παπαδιά κι ο παπάς ξεβράκωτος. (Επί των διαρκώς ασχολουμένων εις τι, άνευ
θετικού αποτελέσματος).
1261. Πολλά μαλλιά, λίγα μυαλά. (Ότι οι γυναίκες είναι ανόητοι).
1262. Σε πήρα για τριαντάφυλλο, μα βρέθεις γαϊδουράγκαθο.
1263 (916). Κρασί σε πίνω για καλό και συ με πας στον τοίχο. Ή: Καλό κρασί, κακό κεφάλι. (Επί των
οινοποτών, οίτινες μεθύοντες παραπαίουν ή εκτελούν πράξεις κακάς).
1265. Η μύτη του να πέσει, δεν θα σκύψει να τη σηκώσει. (Επί των πτωχαλαζόνων, ψωροπερήφανων,
ψωροφαντασμένων).
1266. Αν δεν κουνήσει η σκύλα την ουρά της, δεν πάνε τα σκυλιά κοντά της. (Ότι αι δίδουσαι αφορμήν,
αι προκαλούσαι τους άνδρας γυναίκες υπέχουσιν αι ίδιαι ευθύνην της ατιμωσεώς των).
1267. Ποιος την γην επάτησε και δεν εκριμάτισε. (Ότι ουδείς αναμάρτητος).
1268. Καίει και δεν καπνίζει. (Επί δολίου και υπούλου).
-318-

1269 (1807). Ο κόσμος χάνεται και η γριά χτενίζεται.


1270. Φκήσου τ’ οχτρού σου το δεντρί, ν’ ανθίσει το δικό σου. (Ότι ο Θεός ανταμείβει τον ευχόμενον
την ευτυχίαν των άλλων).
1271. Που δεν κουράσει γόνατα, κοιλιά δεν θεραπεύει. (Ότι ο μη φιλόπονος υπόκειται εις πενίαν).
1272. Του παιδιού η κοιλιά κοφίνι και τρελός όπου του δίνει. (Τα παιδιά τρώγουν ασυναισθήτως).
1273. Η καλή δουλειά με το κολάι γίνεται.
1274. Όλοι φοβούνται τον Θεό και οι Κορωνιοί τους τοίχους. (Διότι από τους τοίχους των σοκακιών
κινδύνευαν τα φορτωμένα στα ζώα πιθάρια).
1275. Όποιος κρυφακούει, τις πομπές του ακούει.
1276. Ύφανα τον άντουλο (αντί), κέρδισα τον άντρουλο (άντρα).
1277 (1416). Όσο πίνει η συμπεθέρα, τόσο σεμνοκουβεντιάζει (καλοκουβεντιάζει). (Ότι ο πότος φέρει
ευδιαθεσίαν).
1278. Η Παναγιά η Υπαπαντή τις βάνει όλες στο σακκί.
1279. Κάθου κόρη ανύπαντρη, να κάνω γιο να πάρεις.
1280. Μακρύ σου κόπει φόρεσ’ το, κοντό σου κόπει λειώσ’ το.
1281. Άδουλος δουλειά δεν έχει, το βρακί του λύνει και δένει.
1282. Αγκυλώθη η νύφη στην αλευροδόχη.
1283. Μήδε φας μήδε πιείς, μέγα λόγο μην ειπείς.
1284. Φίλε μου στην ανάγκη μου, κι οχτρέ μου στη χαρά μου.
1285. Σαν το μπόι μου βρήκα, σαν τη γνώμη μου δε βρήκα.
1286 (392, 1325). Το μισακό γαϊδούρι το τρώει ο λύκος.
1287 (287). Ούτε κείνος ούτε τα έργατά του.
1288. Όλοι οι γύφτοι μια σειριά. (Ότι οι φαύλοι είναι όλοι όμοιοι).
1289. Κάθε μέρα δεν είναι τ’ Αγιαννιού. (Ότι τα ευχάριστα περιστατικά δεν επαναλαμβάνονται καθ’
εκάστην).
1290. Όποιος δεν είδε κάστρο, είδε φούρνο και θαμάχτηκε. (Δια τους επαινούντας τα ανάξια λόγου, εξ
αγνοίας των σημαντικοτέρων).
1291. Σκόρδο ό ένας, κρεμμύδι ο άλλος. (Επί διαφωνίας).
1292 (1452). Κατά το μαστρογιάννη και τα κοπέλια του. (Επί υφισταμένων ή τέκνων εχόντων τα αυτά
ελαττώματα προς τους κυρίους ή τους γονείς).
1293. Άλλα λεν τα χείλη σου και αλλού ο νους σου τρέχει.
1294. Πίνω ’γω γιατ’ είμαι εγώ, τρεις ο φίλος κι έξι εγώ. [Από Νίκον, 9-3-85].
1295. Άλλο πίνει κι άλλο χύνει κι άλλο στην ποδιά του ρίχνει. [Από Νίκον, 9-3-85].
1296 (897). Ο μουφλούζης σαν φτωχαίνει στα παλιά κιτάπια πηαίνει. [Από Νίκον, 9-3-85].
1297. Άδειο σακκί δε στέκει. (Ότι ο πεινών δεν δύναται να εργασθεί, ή επί μικρονόων οίτινες δεν έχουν
ιδίαν γνώμην αλλά παρασύρονται υπό των άλλων).
1298 (667, 1237). Όταν μαλώνουν οι γυναίκες, μαθαίνει η γειτονιά την αλήθεια.
1299 (610). Θέλεις να κάνεις εχθρούς; Δάνειζε λεφτά.
1300 (1125). Κάθε άγιος θέλει το κερί του.
1301. Ο ξένος και το ψάρι την τρίτη μέρα βρωμάνε.
1302 (1426). Τεμπέλης εργάτης, άσχημα εργαλεία.
1303 (924). Απ’ έξω κούκλα κι από μέσα πανούκλα.
1304. Χωρίς ψωμί, χωρίς κρασί, παγώνει κι η αγάπη.
1305 (651, 1238, 1523). Η γνώση είναι πιο δυνατή απ’ τ’ άρματα.
1306. Άλλα λέει τ’ αφεντικό κι άλλα ακούει ο υπηρέτης.
1307. Το ξένο αυγό είναι πάντα πιο καλό.
1308 (1222, 1550). Όποιος πολυδιαλέγει, παίρνει τ’ απομεινάρια.
1309 (618). Είναι διπλή ευχαρίστηση να εξαπατάς έναν απατεώνα.
1311. Η φιλία ζει με την εκτίμηση και τον αλληλοσεβασμό.
1312. Γάτα που κοιμάται, ποντικούς δεν πιάνει.
1313. Το ακριβό πράγμα έχει τον παρά του.
-319-

1314 (1374). Με τις λύπες περνάει πιο αργά ο χρόνος.


1315. Άνθρωπος χωρίς αγάπη, στάχυ χωρίς καρπό.
1316. Όταν ξέρεις λίγο απ’ όλα, δεν ξέρεις τίποτα.
1317 (1438). Στο γυιό σου λέγε ψέματα, ποτέ όμως στο γαμπρό σου.
1318. Οι κακοί χρεωφειλέτες κάνουν τους κακούς δανειστές.
1319. Στη σιγανή βρύση πίνεις πιο καλά νερό.
1320. Όλες οι κλειδωνιές έχουν αντικλείδι τα λεφτά.
1321. Η επιείκεια συνήθως σημαίνει αδιαφορία.
1322. Σκέψου τα δικά σου και μίλα στα παιδιά σου.
1323. Πάρε ό,τι μπορείς και φύλαγε ό,τι έχεις.
1324 (1436). Μη χαίρεσαι στην αρχή, προτού να ιδείς το τέλος.
1325 (392, 1286). Πρόβατο με πολλούς αφεντικούς το τρώει ο λύκος.
1326 (1505). Καλύτερα μόνος, παρά με κακή παρέα.
1327. Ζύγιαζε και χάριζε, μα βερεσέ μη δίνεις.
1328. Η δουλειά νικάει τη φτώχεια.
1329. Ο αργός κάθε μέρα έχει γιορτή.
1330. Και με τα χίλια βάσανα, πάλι η ζωή γλυκειά ’ναι.
1331. Η οικογένεια από μάνα ορφανεύει.
1332. Άκουσέ τα όλα κι όσα θέλεις πίστευε.
1333. Ό,τι κάνουν οι γονείς και τα παιδιά το κάνουν.
1334 (362). Νέος ακαμάτης, γέρος διακονιάρης.
1335. Όποιος θέλει να διώξει το σκύλο του, κατηγορεί τη ράτσα του.
1336. Νέος χωρίς αγάπη, λουλούδι μαραμένο.
1337. Ο πόλεμος είναι η επιστήμη της καταστροφής.
1338. Όπου μεγάλος όρκος, εκεί και το ψέμα.
1339. Άλλη η δόξα του φεγγαριού και άλλη του ήλιου.
1340. Ο θυμωμένος κι ο τρελός, πολύ κι οι δύο μοιάζουν.
1341 (1185, 1576). Όποιος ζει οικονομικά, είναι πάντα πλούσιος.
1342. Αν δεν ξέρεις να φυλάς, πολύ φτωχός πεθαίνεις.
1343. Άλειψε τον άξονα και ο τροχός πηγαίνει.
1344. Η πείνα είναι πιο κοφτερή από το σπαθί.
1345. Δώσε κρασί, η αλήθεια να βγει.
1346. Τα δόντια υπάρχουν για να κρατούν τη γλώσσα.
1347. Αν δεν υπάρχει η ψευτιά, πως θα βρεθεί η αλήθεια.
1348. Όταν θέλει ο Θεός, τύφλα νάχει ο γιατρός.
1349. Μικρή τρύπα βουλιάζει μεγάλο καράβι.
1350. Πούλα ακριβά, μα ζύγιζε σωστά.
1351 (1454). Μήτε νεκρός αγέλαστος, μήτε γάμος άκλαυτος.
1352. Άλλοι σκάφτουν και κλαδεύουν κι άλλοι πίνουν και μεθάνε. (Επί των καρπουμένων τους μόχθους
άλλων).
1353 (907). Άλλα λογαριάζει ο γάιδαρος κι άλλα ο γαϊδουρολάτης. (Αντίστοιχος προς την αρχαίαν
«Άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων, άλλα δε Θεός κελεύει»).
1354. Βράζει το τσουκάλι, τι θα βγει δεν ξέρουμε. (Κάτι σπουδαίον συντελείται, ου άγνωστος η
έκβασις).
1355. Σ’ ένα καζάνι βράζουμε. (Αι δυστυχίαι μας είναι κοιναί).
1356. Καθένας βράζει με το ζουμί του. (Έκαστος κατατρύχεται υπό των ιδίων του φροντίδων).
1357. Άβρακος βρακίν εφόρει, κάθε πόρτα και τον θώρει. (Επί των νεοπλούτων, οίτινες επιδεικνύονται
ή αυτοθαυμάζονται).
1358. Αν δεν ήταν βόιδα τα καματερά μας, ποιος θα μπόρειε να τα ζέψει. (Επί των μη εχόντων
συνείδησιν της δυνάμεώς των, ους εκμεταλλεύονται οι επιτηδειότεροι).
1359. Με το ψωμί όλες οι συμφορές είναι γλυκές.
-320-

1360. Ούτε δέντρο χωρίς ξεράδι, ούτε άνθρωπος χωρίς ψεγάδι.


1361 (1122). Βρήκε ο καλός γαμπρός την καλή(;) πεθερά.
1362. Ο καλύτερος γιατρός είναι ελπίδα.
1363. Καλύτερα άδεια τσέπη, παρά άδειο κεφάλι.
1364. Για να φας καρύδια, πρέπει να τα σπάσεις.
1365. Για το άλογο που τρέχει, δεν χρειάζονται σπιρούνια.
1366 (261, 1114). Αμπέλι του χεριού σου, κι ελιά απ’ τον παππού σου.
1367. Ο τεχνίτης ποτέ του δεν πεινάει.
1368. Δείξε μου τα έργα σου, να σου πω τι αξίζεις.
1369. Όποιος περπατάει τη νύχτα, λασπώνεται.
1370. Ανάλογο με τον καλλιεργητή είναι και το χωράφι.
1371 (1154, 1433, 1537). Ο τεμπέλης είναι αδελφός του ζητιάνου.
1373. Σκέψου καλά κι ύστερα ξεκίνα.
1374 (1314). Ο χρόνος φεύγει αργά, όταν περνά με λύπες.
1375 (837, 1528). Όποιος γεννηθεί στη φυλακή, τη φυλακή θυμάται.
1376. Από σημαδεμένον άνθρωπο αλάργα τα ρούχα σου. (Επειδή είναι κακός).
1377. Του φαφούτη τυχαίνει το παξιμάδι. (Εις τον ήττον ικανόν τυγχάνει η δυσκολωτέρα εργασία).
1378. Από πέτρα σε λιθάρι. (Από κακού εις κακόν).
1379 (421). Πέτρα που κυλά, μαλλί δεν πιάνει. (Ότι ο αλλάσσων καταστάσεις -διαμονήν, επάγγελμα,
ασχολίας- δεν προκόπτει).
.
1380 (1787, 1844). Κύλισ’ η πέτρα στ’ αυγό, αλί στ’ αυγό κύλισε τ’ αυγό στην πέτρα, αλί στ’ αυγό. (Ότι
πάντοτε είτε αμυνόμενος είτε επιτιθέμενος, ο ασθενέστερος πάσχει).
1381. Ο γύφτος παπάς δεν γίνεται και να γίνει δεν βλογάει.
1382. Κάλλιο κακιά χώρα, παρά κακό χωριό. (Ότι ο ατυχών εις μεγάλην πόλιν ευκολώτερον επανορθοί
τας ζημίας του και απαλλάσσεται της κακολογίας των ανθρώπων).
1383 (302). Το αμπέλι θέλει αμπελουργό, το σπίτι νοικοκύρη.
1384. Το γοργόν και χάριν έχει.
1385. Γέρο είδες, λύκο είδες. (Οι γέροντες είναι επικίνδυνοι εις τας μετά των γυναικών σχέσεις).
1386. Είν’ του γέρου τα κανάκια σα νερόβραστα σπανάκια. (Ότι οι ερωτικοί χαριεντισμοί των γερόντων
είναι αηδείς).
1387 (03). Αλί στο νιο τον άυπνο στο γέρο τον κοιμήση.
1388. Γερόν το στρώμα δε χωρεί κι ούδ’ άρρωστον η τάβλα. (Ο υγιής δεν μένει πολύ επί της κλίνης, ούδ’
ο ασθενής παρακάθηται εις τράπεζαν).
1389. Τα γενόμενα ουκ απογίνονται. (Ότι είναι μάταιον να ασχολείται τις επί τετελεσμένων).
1390. Κι αν κελαϊδάει η οχιά, δεν γίνεται γαρδέλι. (Η κακή φύσις παραμένει αμετάβλητος παρά τας
επιφανειακάς μεταβολάς).
1391 (828, 1584). Μόνο οι τρίχες του σπανού δεν γίνονται.
1392. Τ’ αγγειά γενήκαν θυμιατά και οι κοπριές λιβάνι. (Επί των αναξίως καταλαβόντων υψηλά
αξιώματα ή προαχθέντων εν τη κοινωνική ιεραρχία).
1393. Το δείπνος είναι πραματειά κι ο ύπνος είν’ καζάντι. (Ότι το δείπνον δέον να γίνεται μετά φειδούς -
να είναι λιτόν).
1394. Η πραμάτεια θέλει μάτια. (Ότι ο αγοραστής δέον να προσέχει πολύ μην απατηθεί).
1395. Το διάφορο ξυπνάει το ναύτη. (Η ελπίς του κέρδους).
1396. Πήρε τον κόπο διάφορο και τα παπούτσια χάρη. (Επί των ουδεμίαν λαμβανόντων αμοιβήν).
1397 (854). Το πολύ το διάφορο τρώει και το κεφάλι.
1398 (1692). Ο Θεός παιδιά δε μού δωσε, μα ’γγόνια χόρτασέ με. (Επί των απηλλαγμένων ιδίων
φροντίδων και βεβαρημένων δια ξένων).
1399. Του θηλυκού πρέπει να δέρνεται κι ο τόπος που κάθεται. (Ότι αι γυναίκες μόνον δια του ξύλου
συμμορφώνονται).
1400. Το θηλυκό παιδί είναι ξένο. (Ήτοι δεν αγαπιέται από τους γονείς του, όπως το αρσενικόν).
-321-

1401. Αγκάθια του καλοκαιριού, μαρούλια του χειμώνα. (Επί των κοπιαζόντων εις την νεότητά των δια
να εξασφαλίσουν το γήρας).
1402. Ας με λένε υπουργίνα κι ας ψοφάω από την πείνα.
1403. Το ανάντιο να βάνεις πάντα μπροστά. (Ότι εις τας επιχειρήσεις πρέπει να υπολογίζει τις τας
πιθανότητας αντιξόων περιστάσεων).
1404. Του κακού κι αν κάμεις χάρη, σε κακό θενά την πάρει.
1405. Ο κακός, κακά λογιάζει.
1407. Καλά ’ναι τα κουμαρόφυλλα με το ρογί το λάδι. (Ότι οιαδήποτε, και τα ευτελέστερα, λάχανα είναι
νόστιμα εάν παρασκευασθούν με πολύ έλαιον).
1408. Του ’μεινε ο κόπος διάφορο. (Επί των ανωφελώς εργασθέντων ή μη πληρωθέντων).
1409. Ο μύλος νερό θέλει, ευκές δε θέλει. (Επί των διδόντων κενάς ευχάς αντί υλικής βοηθείας).
1410. Στα καταστρεμμένα υποστατικά ευκή δεν πιάνει. (Ότι αι ευχαί δεν θεραπεύουσι).
1411. Άρρητα θέματα, κουκιά μαγειρεμένα. (Επί λόγων μωρών και ασυναρτήτων), [Κατά παρερμηνείαν
της αρχαίας φράσεως «άρρητ’ αθέμιτα…»].
1412. Σαλιάγκων σπίτι καίγεται κι εκείνος τραγουδάει. (Επί των μωρών, των μη δυναμένων να
αντιληφθούν το μέγεθος ιδίας αυτών συμφοράς).
1413. Κάλλιο του Χάρου σκέπασμα παρά του κόσμου νείδι (όνειδος). (Προτιμότερος ο θάνατος της
ατιμώσεως).
1414 (814, 1636). Έχει αφέντης μας αφέντη κι η κυρά μας άλλον άνδρα.
1415. Το γέρικο άλογο γιοργάδα δε βγάνει.
1416 (1277). Όσο πίνει η συννυφάδα, τόσο γλυκοχαιρετάει.
1417. Ντελοκόπησε η καημένη, πάνω κάτω στο βαγένι.
1418. Να λείψουν τα κοψίδια σου, να ιδώ τα μαγειριά σου.
1419. Δεν τόχω όπου πνίγομαι, παρά που μπονατσάρω.
1420. Μικρό καράβι παίνευε, μεγάλο καββαλίκα.
1421. Ήρθε ο σκάρος των προβάτων, ήρθε ο χάρος των παιδιών.
1422 (637, 592, 410). Η ευχή του γονιού θεμέλια στηρίζει.
1423 (511). Καλή νοικοκυρά, σκλάβα μα και κυρά
1425. Το χρυσό χαλινάρι δεν φτιάχνει το άλογο.
1426 (1302). Ο καλός εργάτης από τα εργαλεία του φαίνεται.
1427. Πολλοί έχουν τη δύναμη, λίγοι όμως τη θέληση.
1428 (582, 1242). Τον παραγιό σου πλήρωνε και ψυχικό μην κάνεις.
1429. Χωρίς αυτοπεποίθηση, τίποτα δεν γίνεται.
1430. Το παιδί και το σκυλί όπως το μάθεις.
1431 (580, 1193). Η μάνα είναι η ψυχή του σπιτιού.
1432. Ο στολισμός κι η παλληκαριά δεν κρύβουνε τα χρόνια.
1433 (1154, 1371, 1537). Ο τεμπέλης είναι πάντοτε φτωχός.
1434. Λίγοι καταστρέφουν το χωριό.
1435. Μόνο ο πεινασμένος ξέρει από φτώχια.
1436 (1324). Πριν δεις το τέλος, μην παινεύεις τη δουλειά.
1437 (1180). Το γρήγορο και καλό ποτέ δεν συμβαδίζουν.
1438 (1317). Στη γυναίκα σου πες ψέματα, στο γαμπρό σου όχι.
1439. Η τύχη σπάνια πάει σ’ αυτόν που κλαίγεται.
1440. Τα σχολεία κι οι φυλακές δείχνουν τον πολιτισμό.
1441. Η κακή διαχείριση καταστρέφει τα πλούτη.
1442 (1525). Το σιγανό νερό τρυπάει το βουνό.
1443. Σκέψου καλά πριν μιλήσεις.
1444. Το κακό μάτι πύργους γκρεμίζει.
1445. Τα παιδιά είναι η χαρά του σπιτιού.
1446. Τα πολλά λεφτά καταστρέφουν χαρακτήρες.
1447. Ό,τι γίνει το παιδί, στη μάνα το χρωστάει.
-322-

1448. Μια καλή πράξη αξίζει θησαυρό.


1449 (1196). Το μεγαλύτερο αμάρτημα είναι η αχαριστία.
1450. Τα λεφτά εξαγοράζουν κάθε αμαρτία.
1451. Η δύναμη βρίσκεται στην ένωση, στο χωρισμό η καταστροφή.
1452 (1292). Κατά τα κοπέλια κι ο αρχηγός τους.
1453. Να μισείς την κακία, αλλά να συγχωρείς το κακό.
1454 (1351). Γάμος χωρίς δάκρυα δεν γίνεται.
1455. Δικαιοσύνη είναι μια αληθινή πράξη.
1456. Η πιο μεγάλη αγάπη είναι της μάνας.
1457. Κάλλιο η μάνα του φονιά, παρά του σκοτωμένου.
1458. Γυναίκα κι υφαντό δεν βλέπονται τη νύχτα.
1459. Το μέλλον ενός έθνους είναι η νεολαία του.
1460 (1569). Καλύτερα άσχημο πρόσωπο, παρά άσχημη καρδιά.
1461 (265, 849). Ούτε το διάβολο να δεις, ούτε το σταυρό σου να κάνεις.
1462. Αγάπη δίχως δάκρυα, δεν λέγεται αγάπη.
1463. Όποιος δεν έχει αρετές, ζηλεύει την αρετή των άλλων.
1465. Πολλές φορές η σιωπή λέει περισσότερα από το στόμα.
1466 (381, 1140, 1616). Ό,τι είναι η μάνα, θα γίνει κι η θυγατέρα.
1467. Ο δρόμος της δόξας είναι στρωμένος με αγκάθια.
1468. Η ευτυχία δεν μένει σε μαρμάρινα παλάτια.
1469. Ελευθερία δεν θα πει κι αναρχία.
1470. Αν θέλεις δόξα, κάνε καλά έργα.
1471. Στην προσευχή βρίσκεται η γαλήνη της ψυχής.
1472. Στο σχολείο της ζωής κοίτα να είσαι πρώτος.
1473. Μάθε πρώτα ν’ ακούς κι ύστερα μάθε να διαβάζεις.
1474. Ο κακός άνθρωπος ποτέ δεν έχει φίλους.
1475 (713). Ο καλός φίλος αξίζει ολόκληρο θησαυρό.
1476 (1619). Χαρούμενο πρόσωπο, χαρούμενη καρδιά.
1477 (785, 1507). Το γεμάτο πορτοφόλι έχει πολλούς φίλους.
1478. Τα μικρά λάθη φέρνουν μεγάλες καταστροφές.
1479. Ο τσιγκούνης πάντα βγαίνει ζημιωμένος.
1480. Το πολυτιμότερο αγαθό είναι η υγεία.
1481. Στο πιάτο του πόνου ο καθένας έχει τη μερίδα του.
1482. Ευτυχισμένες στιγμές υπάρχουν, ημέρες όμως όχι.
1483. Όποιος ζηλεύει τον ευεργέτη, ας μιμηθεί την πράξη του.
1484. Η συκοφαντία λερώνει και το πιο γλυκό στόμα.
1485. Με τα τούμπανα δεν πιάνεται ο λαγός.
1486. Στις δύσκολες στιγμές φαίνεται ο καλός φίλος.
1487. Θέλεις να ευτυχήσεις, χρησιμοποίησε καλά το χρόνο σου.
1488. Ο κακός ευχαριστείται με τα σφάλματα των άλλων.
1489 (622). Κάνε έργα, χωρίς να υπόσχεσαι μεγάλα πράγματα.
1490. Του ανθρώπου ο κυβερνήτης είναι το μυαλό.
1491. Ο καθένας ξέρει την πίκρα του δικού του πόνου.
1492. Πρώτα ρώτα, ύστερα μάθε και μετά μίλα.
1493. Κανείς σωστός άνθρωπος δεν πλούτισε γρήγορα.
1494. Πρόσεχε αυτόν που κατηγορεί τους άλλους
1495. Οι εχθροί θαυμάζουν και τιμούν τους γενναίους.
1496. Προσπάθησε να ζεσταθείς, όσο καίει η φωτιά.
1497. Ο εγωισμός είναι εχθρός κάθε αγάπης και ωραίου.
1498. Τον ανόητο συμβουλεύεις, τα λόγια σου χάνεις.
1499 (619). Αδικεί τους καλούς, όταν δεν τιμωρούνται οι κακοί.
-323-

1500. Ο κακός φίλος ή θα σε κάψει ή θα σε λερώσει.


1501 (1173, 1617). Η συνήθεια είναι ο τύραννος του ανθρώπου.
1502. Τη θλίψη την θεραπεύει μόνο η εργασία.
1503. Ντροπή και τιμιότητα υπάρχει πιο πολύ στη φτώχεια.
1504. Μπορεί να βαδίζεις πλάγια, μα να μιλάς ίσα.
1505 (1326). Καλύτερα μόνος, παρά με κακιά συντροφιά.
1506 (613). Πάντα ξεχνά, η πεθερά πως κάποτε ήταν νύφη.
1507 (785, 1477). Ο πλούσιος έχει πολλούς συγγενείς.
1508. Κάθε αρχή έχει και το τέλος της.
1509. Κέρδος και ζημιά περπατούν κοντά-κοντά
1510. Η ζωή δεν είναι δώρο, αλλά ένα δάνειο.
1511. Ο Θεός γιατρεύει, μα ο γιατρός πληρώνεται.
1512. Πάντα να φαίνεσαι αυτός που είσαι.
1513. Ο βλάκας κάνει πάντα τον έξυπνο.
1514. Όποιος ανησυχεί για το μέλλον είναι δυστυχισμένος.
1515 (641). Η μεγαλοφυΐα κι η τρέλα είναι δίδυμες αδελφές.
1516. Μεγάλος είναι εκείνος που ξέρει να αγωνίζεται.
1517. Την αδικία δεν τη θέλει ούτε ο διάβολος.
1518. Καλύτερα να κοιμηθείς λυπημένος παρά μετανοιωμένος.
1519. Οι διάσημοι άνθρωποι έχουν πολλούς εχθρούς.
1520. Ο κακός, κακό τέλος έχει.
1522 (1130). Τα πόδια του δειλού είναι φτιαγμένα για να τρέχουν.
1523 (651, 1238, 1305). Όπου δουλεύει η λογική, τα όπλα είναι άχρηστα.
1524. Ο λύκος έχει τ’ όνομα, μα η αλεπού τη χάρη.
1525 (1442). Στάλα-στάλα το νερό τρυπάει το βουνό.
1526 (825, 928). Ο γύφτος κι άρχοντας να γίνει, πάντα τη γυφτιά θυμάται.
1527. Κατά τον άρχοντα κι ο λαός.
1528 (837, 1375). Όποιος γεννηθεί στη φυλακή, τη φυλακή θυμάται.
1529. Παλιά παντιέρα, τιμή του καπετάνιου. (Ότι άξιος τιμής είναι ο διασώζων επί μακρόν αβλαβές ό,τι
εμπιστεύονται αυτώ).
1530. Το μυριστικό κυδώνι, από κείνα πόχει δώνει.
1531 (1147). Ό,τι περιπαίζεις, το κουκουλώνεσαι.
1532 (1148). Κράτα το θυμό σου και κάνε το σταυρό σου.
1534. Καλή φιλία, δεύτερη συγγένεια.
1535. Που ντρέπεται, κακά ζει.
1536 (1152, 1227). Βλέμμα χαμηλό, βλέμμα πονηρό.
1537 (1154, 1371, 1433). Τεμπέλης στα νιάτα του, ζητιάνος στα γηρατειά του.
1538. Πλούτος με κακή διαχείριση, φτώχεια προμηνύει.
1539. Άνθρωπος χωρίς πίστη, άλογο χωρίς χαλινό.
1541. Τον Θεό φοβού, τους γονείς τίμα, στους νόμους πείθου.
1542. Ου με πείσεις κάν με πείσεις. (Επί των εις άκρον πεισμόνων ή δυστρόπων).
1543 (1744). Η πείνα κάστρα καταλεί (πολεμά) και κάστρα παραδίνει. (Ότι ο πειναλέος, ο στερούμενος
των βιοτικών μέσων, χάνει την δύναμιν της ηθικής αντοχής και αντιστάσεως) [και ΚΑΘΗΜ. 30/11/90].
1544. Ξένα χτίζεις, όξω χτίζεις.
1545 (277). Άσπρα στο πουγκί, ψάρια στο βουνί.
1546. Όποιος γεννήθηκε ζουρλός, ποτέ δεν φρονιμεύει.
1547. Ψόφησε το βόδι μας κι εχάθη η κοληγιά μας.
1548. Φτώχεια και γηρατειά, πληγές αγιάτρευτες.
1549 (1220). Το καλό το σύκο, το τρώει η καλιακούδα.
1550 (1222, 1308). Διάλεξε, διάλεξε, στην κοπριά κατάντησε.
1551. Απ’ τη δουλειά γνωρίζεται ο τεχνίτης.
-324-

1552 (702). Παλιός εχθρός, φίλος δε γίνεται.


1553. Καθένας απ’ το δώμα του, όπως θέλει κατεβαίνει.
1554. Το κακό δέντρο όσο μεγαλώνει, τόσο πλαταίνει ο ίσκιος του.
1555. Γελά ο τρελός στ’ αγέλαστα.
1556. Αργός εργάτης, δρεπάνι αλλάζει.
1557. Βάρα τον κακό, να γίνει χειρότερος.
1558. Βάρα τον καλό, να γίνει καλύτερος.
1559. Καινούργια μέρα, καινούργια τύχη.
1560.Κρίση βιαστική, συχνά άδικη.
1561. Όποιος δεν έχει γνώση, πιστεύει το κάθε τι.
1562. Η επιτυχία κάνει τον ανόητο να φαίνεται σοφός.
1563. Κι η τρίχα έχει τον ίσκιο της.
1564 (1734). Εγώ γελώ με δώδεκα κι οι δώδεκα (δεκατρείς) με μένα.
1565. Μόνο η κουτάλα ξέρει τι κρύβει στον πάτο η χύτρα.
1566. Καθώς κανοναρχείς, σου ψέλνουν.
1567. Γαϊδάρου μιλάς, πορδές ακούς.
1568. Η μορφή είναι η εικόνα της ψυχής.
1569 (1460). Κάλλιο άσχημο πρόσωπο, παρά άσχημο μυαλό.
1570. Η σπατάλη κρυώνει το νοικοκυριό.
1571. Το βιβλίο, ο καλύτερός μου σύντροφος.
1572 (1251, 1169). Όταν μιλάς σπέρνεις, κι όταν ακούς θερίζεις.
1573 (1175). Ο φρόνιμος συζητάει, ο ανόητος αποφασίζει.
1574. Όταν τραγουδάει ο κόρακας, τραγουδάει και το παιδί του.
1575. Μικρή αμέλεια, μεγάλη ζημιά.
1576 (1341, 1185). Η οικονομία είναι το μεγαλύτερο εισόδημα.
1577. Το λαό προβάτων κυβερνούν οι λύκοι.
1578. Αγάπα τον γείτονα, το φράχτη όμως μη γκρεμίζεις.
1579. Από μακριά κι αγαπημένοι.
1580. Οι λύπες κόβουν γόνατα κι οι λογισμοί γερνάνε.
1581. Το σφάλλειν ανθρώπινον, το συγχωρείν θείον.
1582. Το καλό βιβλίο είναι πλούτος.
1583 (372, 476). Όποιος γυρίζει, μυρίζει.
1584 (1391). Μόνο του σπανού τα γένια δεν γίνονται.
1585 (1172). Μακρύναν οι ποδιές, να σκεπάσουν τις πομπές.
1586 (1176). Η παντρειά και το τσουκάλι, γνώση θέλουνε μεγάλη.
1587. Ας μ’ αγαπούν οι επίσκοποι κι ας με μισούν οι διάκοι.
1588 (266). Απ’ του διαόλου την αυλή, μήτ’ ερίφι μήτ’αρνί.
1589. Η αλεπού που κοιμάται, όρνιθες δεν πιάνει.
1590. Όποιος εγέλα το ταχύ, κλαίει προτού βραδυάσει.
1591. Κάλλιο να σε ζηλεύουν, παρά να σ’ ελεούν.
1592. Ο μικρός πάντα θυμάται.
1593. Ο εγωισμός διατηρεί τον άνθρωπο, όπως ο πάγος το κρέας.
1594. Η ελπίδα βγαίνει κάτω από λαμπρό ήλιο κι επιστρέφει με βροχή.
1595. Όποιος ζει μ’ ελπίδες, πεθαίνει μ’ ανέμους.
1596. Κάλλιο ξερό ψωμί με ησυχία, παρά γλέντι με μελαγχολία.
1597. Οι κόποι γεννούν δόξα κι οι κάματοι στεφάνια.
1598. Η ανατροφή κι η μόρφωση του παιδιού είναι σοφία της γυναίκας.
1599. Ζήτα το καλό, πρόσμενε όμως και το κακό.
1600. Η καλή πράξη δε χάνεται.
1601. Αργυρό το μίλημα, χρυσό το σώπα.
1602. Ξένο ρούχο, ζέστη δεν πιάνει.
-325-

1603. Όποιος πίνει με πίστωση, μεθά δυο φορές.


1604. Απ’ τα έργα του κρίνεται ο άνθρωπος.
1605. Πολλά λόγια, πολλά ψέματα.
1606. Απ’ τον καρπό του κρίνεται το δέντρο.
1607. Ο χρόνος είναι φάρμακο, κάθε πληγή να γιάνει.
1608. Η μέθη είναι μητέρα της κακίας κι εχθρός της αρετής.
1609. Τρέμε άνθρωπο, που Θεό δε φοβάται.
1610. Η άγκυρα που κρατά στη ζωή τη μάνα είναι τα παιδιά της.
1611. Η πιο κουτή ερώτηση είναι προτιμότερη από ένα λάθος.
1612. Το τριμμένο ρούχο του τίμιου ανθρώπου λάμπει.
1613. Πονεί η πληγή εκείνη, που ο φίλος σου τη δίνει.
1614 (1182). Κατά το φούρνο και τα παξιμάδια.
1615 (1174). Η κοπριά και το νερό, τρέφουν το λάχανο το καλό.
1616 (381, 1140, 1466). Σαν πάρεις κόρη, τη μάνα θώρει.
1617 (1173, 1501). Τίποτα πιο δυνατό απ’ τη συνήθεια.
1618. Τίποτε μονιμότερο από το προσωρινό.
1619 (1476). Χαρούμενη καρδιά, πρόσωπο ανθισμένο.
1620. Η λύπη κι αν δεν κολλά, λερώνει.
1621. Κείνες οι λάσπες, φέραν τούτες τις σκόνες.
1622. Η ανία είναι η ομίχλη του εγκεφάλου.
1623. Ο ενθουσιασμός, το ήμισυ της επιτυχίας,
1624. Νικούν, όσοι πιστεύουν ότι θα νικήσουν.
1625. Δεν το λέει η κατσίκα, το λέει το κέρατό της.
1626. Κάθε ώρα έχει τη σκέψη της, κάθε νύχτα τ’ όνειρό της.
1628. Τέτοιος άγιος, τέτοιο θαύμα.
1629. Δεν υπάρχει τριαντάφυλλο χωρίς αγκάθια.
1630. Τα φρούτα ωριμάζουν πριν έλθει ο χειμώνας.
1631. Τέσσερα μάτια βλέπουν καλύτερα από δύο.
1632. Το χρυσάφι δοκιμάζεται στη φωτιά κι ο φίλος στην ανάγκη.
1633. Τζίτζικας ελάλησε, πάρτε τα δρεπάνια σας.
1634. Στη βάση του φάρου είναι πάντα σκοτάδι.
1635. Ο Μάης έχει τ’ όνομα και ο Απρίλης τα λουλούδια.
1637. Αν δεν κερατωθεί, ο αφέντης δε μερώνει. (Μόνον η ύβρις της οικογενειακής τιμής του ταπεινώνει
τον δεσποτικόν και αλαζόνα).
1639. Όσα έμπουν κι όσα έβγουν. (Επί αμελείας και αφροντισιάς).
1640. Όγιος πολεμά, δε χάνει. (Ο εργαζόμενος δεν μένει ποτέ ζημιωμένος).
1641. Τα χρόνια φέρνουν τα φρόνια. (Εφ’ όσον προχωρεί η ηλικία, καθίσταταί τις σωφρονέστερος).
1642. Εκατό χρονώ γάιδαρος περπατησιά δε μαθαίνει. (Ότι αι χρόνιαι, κακαί έξεις δεν διορθώνονται).
1643. Πότε αυγά, πότε τυρί, δε μας λείπει η αρτυμή. (Επί πτωχών, οίτινες στερούνται του κρέατος καθ’
ας ημέρας επιτρέπεται η χρήσις του).
1644. Ηύρες άγιο, ν’ ανάψεις κερί! (Επί των περιποιουμένων ανθρώπους μη ανταποδίδοντας την χάριν)
1645 (315, 1668). Πέρσι ψόφησε ο λαγός, φέτος βρώμισε. (Επί παλαιωθέντων γεγονότων
αναφερομένων ως πρόσφατα).
1646. Φύσιν πονηράν μεταβαλείν ου ράδιον. (Ότι αδύνατον να διορθωθεί ο κακός και διεστραμμένος
χαρακτήρ).
1648. Ακάλεστη δεν έρχεται η αρρώστια. (Ότι η νόσος προέρχεται εξ υπαιτιότητος του πάσχοντος).
1649. Η σιούτα γίδα βάνει κέρατα τ’ αφεντικού της. (Επί πλουσίων, οίτινες εκλαμβάνονται δια το
ταπεινόν ήθος των ως φτωχοί).
1651. Αγέρας και γυναίκα δεν κλειδώνονται. (Ότι δια γυναίκα ρέπουσαν προς την διαφθοράν, μάταιαι
είναι αι προφυλάξεις).
1652. Κάλλια να θάφτεις γυναίκα, παρά να παίρνεις.
-326-

1653. Τα σέρνει τρίχα γυναικός, αμάξι δεν τα σέρνει. (Παραστατική των μεγάλων συνεπειών, ας
δύνανται να έχει η επιρροή της γυναικός είτε επί καλώ είτε επί κακώ).
1655. Στη δουλειά τεντώνεται, στο φαΐ μαζώνεται.
1656. Αδόλωτο αγκίστρι ψάρι δεν πιάνει
1657. Τα χωρατά είναι τ’ ακόνι του καυγά.
1659. Κακή αρχή, κακό τέλος.
1660. Καλή αρχή, καλό τέλος. (Ότι εκ της καλής ή κακής αρχής ενός έργου εξαρτάται σημαντικώς η
έκβασίς του).
1664. Μαζεύει γράμματα για τους αποθαμένους. (Επί των ετοιμοθανάτων).
1665. Σαν την κάτω πέτρα του μύλου. (Επί οκνηρών).
1666. Δίχως νερό ο μύλος δεν αλέθει. (Ότι άνευ των αναγκαίων μέσων δεν επιτυγχάνεταί τι).
1667. Κώλος που κλάνει, γιατρό δε φοβάται. (Ότι η πορδή είναι σημείον υγείας).
1668 (315, 1645). Πέρυσι έκλασε ο λαγός, φέτος βρώμισε.
1669. Τον φτωχό και το χωριάτη ξένη έννοια τον γερνάει.
1671 (329). Το φαΐ κι η ξύση, όσο ν’ αρχινίσει. (Αντίστοιχος προς την «Τρώγοντας ανοίγει η όρεξη»).
1673. Του απόχηρου το δέμα τρεις ημέρες δε βαστάει. (Ο πεπειραμένος εις τι δεν καταβάλλεται υπό
των εμποδίων).
1674. Τούτο το χύμα (κατωφέρεια) θα φέρει και τ’ αναβόλεμα. (Ότι συνήθης είναι η εκ της δυστυχίας
εις την ευτυχίαν στροφή της τύχης).
1675. Χύθηκε το λάδι μας μέσα στο τηγάνι μας. (Επί ατυχημάτων, εξ ων δεν προκύπτει ζημία αλλά
μάλλον ωφέλεια).
1676. Αναγκασμένα λάχανα, σακκούλα δε γεμίζουν.
1677. Ο κώλος, ο βαρύκωλος, ποτέ δε λέει σήκω.
1678. Μην αναμπαίξεις λάχανο, στον κήπο σου φυτρώνει.
1679. Στενό σακκί, φτωχού χαρά.
1680. Αν ήξερα που θα καταντήσω, δε θ’ άνοιγα το στόμα μου για κανένα να μιλήσω.
1682. Ελεείστε τυφλοί τους ανοιχτομάτηδες.
1683. Ο Μάρτης, ο πεντάγνωμος, πέντε φορές εχιόνισε και πάλι το μετάνιωσε που δεν εξαναχιόνισε.
1684. Οι θλίψεις κόβγουν γόνατα κι οι έγνοιες φέρνουν γέρα.
1686. Βάλανε το λύκο τσομπάνο (ή: να φυλάει τα πρόβατα). (Ότι ενεπιστεύθησαν την φύλαξιν
πραγμάτων εις τον άρπαγα).
1687. Όλ’ οι κουτσοί, στραβοί, στον άγιο Παντελέημονα. (Επί γενικού συναγερμού ή επί ενοχλήσεων,
τας οποίας υφίσταταί τις εκ μέρους πολλών προσώπων).
1688. Θέλει τέχνη το βιλάρι και μαράζι ο αργαλειός.
1694. Εννιά λείπονται ως τα δέκα. (Ήτοι ότι όλα σχεδόν λείπουν).
1695. Κοντά στο νου κι η γνώση.
1696. Βούρλα μου φέρνεις; Καλάθι σου πλέκω. (Η εργασία είναι ανάλογος προς την φύσιν των
παρεχομένων υλικών).
1697. Όσο κάθεται το μήλο, μυρίζει. (Ότι όσον περισσότερον μελετά τις μιαν επιχείρησιν, τόσον
περισσότερον επιτυγχάνει).
1698. Όπου κάθεται, λερώνει. (Επί των κακοήθων, οίτινες πάντοτε αισχρά εργάζονται).
1699. Των καθούμενων τα λόγια, οι στεκούμενοι τα ξέρουν. (Ότι οι εκτελούντες διαταγάς ανωτέρων,
αυτοί γνωρίζουν τας δυσκολίας).
1700. Αλί τ’ αγγειό που να ραεί. (Επί ανεπανορθώτου κλονισμού της υγείας τινός).
1703 (1743). Αν δε σε ήξερα θάλασσα, θα σ’ έπαιρνα κολύμπι. [γιαγιά Χρίσταινα].
1704. Μάχαιραν έδωκες, μάχαιραν θα λάβεις. (Ότι οι βλάπτοντες τους άλλους θα υποστούν αντίστοιχον
τιμωρίαν ή ανταπόδοσιν).
1705. Έχεις μαχαίρι; Τρως πεπόνι. (Ότι χωρίς τα αναγκαία εφόδια ουδέν κατορθούται).
1706. Όσοι φορούν μαχαίρι, δεν είναι όλοι μαγέροι. (Ότι τα φαινόμενα πολλάκις απατούν).
1707. Άρχος εφταρνίστηκε, άκουσμα και βούκινο. (Των αρχόντων και αι παραμικρόταται πράξεις
θεωρούνται σημαντικαί).
-327-

1708. Άρχου και μωρού καθώς τους δόξει. (Ο άρχοντας και το μωρό κάμνουν ό,τι τους κατέβη, είναι
ασύδοτοι).
1709. Μαζί μιλούμε και χώρια καταλαβαίνουμε. (Επί των μη δυναμένων να συνεννοηθούν).
1714. Θέλεις το τρανό χουλιάρι; Πάρε και μεγάλο φτυάρι. (Ότι οι έχοντες μεγάλας αξιώσεις, πρέπει να
προσφέρουν και μεγάλας υπηρεσίας).
1715. Μεγάλο καράβι, μεγάλη φουρτούνα. (Ότι εις τας σοβαράς υποθέσεις παρουσιάζονται και
σοβαραί δυσκολίαι).
1716. Ο ζευγίτης κάθε χρόνο έχει ελπίδα να πλουτίσει. (Επί απόρων διαρκώς ελπιζόντων εις
καλυτέρευσιν της τύχης των).
1718 (175). Αν κάναν κι οι μπαμπούροι μέλι, θα ’τρωγαν κι οι Κατσιβέλοι. (Ότι δεν είναι πάντες ικανοί
να κατορθώνουν τα δύσκολα).
1719. Πάσκασε ο καλόγηρος, πάλι κουκιά μαγέρευε. (Περί των πτωχών, οίτινες δι’ έλλειψιν χρημάτων
τρώγουν νηστίσιμα και κατά τας πασχαλινάς ημέρας).
1720. Ούτε φέτος Λαμπρή, ούτε του χρόνου Πάσχα. (Επί των αναβαλλόντων πάντοτε την εκτέλεσιν των
υπεσχημένων).
1721. Μάκρυνε το γαϊδουράκι, κόντυνε το σαμαράκι. (Εις παίδα γοργώς αναπτυχθέντα και ούτως τα
ρούχα του να του έρχονται πλέον κοντά).
1722. Ή στραβός είν’ ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε.
1723. Ο ύπνος είναι θάνατος και το κρεβάτι μνήμα. [Ακολουθεί ξανά το ν. 1723]
1723. Χάθηκε η μαγεριά μας, πάει η κουμπαριά μας. (Επί δεσμών εξαρτωμένων εκ του συμφέροντος).
1726. Ακόμα δεν εστήθη το χωριό, διακονιαραίοι φτάσανε.
1727. Πρώτη βοήθεια του Θεού, δεύτερη του γείτονα.
1728. Στο καλάθι δε χωρούν και στο κοφίνι περισσεύουν.
1729. Με τον ίδιο πήχυ τα μετράει όλα. (Επί του μη συμμορφουμένου προς τας περιστάσεις).
1732. Όλη μέρα αλέθαμε και το βράδυ πίτουρα. (Επί των ματαίως μοχθούντων).
1733. Φάγε λάδι κι έλα βράδυ. (Διότι το λάδι διεγείρει αφροδισιακώς).
1735. Το κρίμα ας πάει στο κλήμα. (Επί των αδιαφορούντων περί αμαρτήματος).
1736. Άντρα μου καντηλανάφτη, αχ και να ’μοιαζες του ναύτη. [Ν. Νάκος].
1738. Θα γυρίσει ο τροχός, θα γελάσει κι ο φτωχός. [Ν. Νάκος].
1739. Πήραμε για νύφη χίλια μπίρμπιρα και την Κοκοϊδού γυναίκα. Τα μπίρμπιρα τα φάγαμε κι η
Κοκοϊδού μας μένει. [Χρυσάνθη].
1740. Μισό έφαγες, μισό έσπειρες, μισό ’κονόμα να έχεις. 21 Νοεμβρίου. [Χρυσάνθη].
1741. Όποιος φορέσει την προβιά, τον τρων οι λύκοι. [T.V. 31-8-90].
1742. Χίλιοι καλοί χωράνε, ένας κακός περισσεύει. [ΚΑΘΗΜ. 31/8/90].
1745. Ο χωριάτης νίβεται κι η ποδιά του χαίρεται. (Επί των ρυπαρών, οι οποίοι διαρκώς σκουπίζονται
στην ποδιά των) [Λεξ. Πρωΐας, σ. 1971].
1748. Κάλλιο όρεξη, παρά καλό φαΐ.
1749. Όλα ’ναι φάδια της κοιλιάς και το ψωμί στημόνι, και το καημένο το κρασί στύλος κι αντιστυλώνει.
(Ήτοι κυριωτέρα τροφή ο άρτος, ο δε οίνος αναγκαίον συμπλήρωμα τονωτικόν).
1750. Λεμονιά μες την αυλή μου κι αν ανθίσει, δεν ανθίσει. (Δια πράγμα το οποίον μοι ανήκει, δεν δίδω
λογαριασμόν εις κανένα).
1752. Ή δείρε το βασιλόπουλο ή μη το μαλώνεις.
1754. Δώσε θάρρος στο χωριάτη, να σ’ ανέβη στο κρεβάτι. [ΚΑΘΗΜ. 20/2/91, σελ. 24].
1756. Τον Τούρκο κάνε φίλο και κράτα κι ένα ξύλο.
1757 (887, 1837). Ο ποντικός δεν χωρούσε στην τρύπα του, έσερνε και κολοκύθα. (Επί των
αναλαμβανόντων υποχρεώσεις υπερβαίνουσας τας δυνάμεις των). [ΠΡΩΪΑ, λ. «ποντικός»].
1759. Αν δεν θολώσει, δεν λαγαρίζει. (Ότι χωρίς κινδύνους και θυσίες δεν απολαμβάνονται τα
ποθούμενα) [Μέγας Καζαμ. ’91].
1761. Άνεμον τηγανισμένον, χιόνι στο σουβλί. (Προς εκείνους οι οποίοι προσδοκούν κάποιο όφελος από
πράγματα αδύνατα) [Μέγ. Καζαμ. ’91].
-328-

1762. Ας έχω κόκορα στην αυλή μου κι ας μη λαλάει. (Προς εκείνους που έχουν ανάγκη ηθικής
προστασίας) [Μέγ. Καζαμ. ’91].
1763. Δεν είναι σανίδι χωρίς ρόζο. (Ότι δεν υπάρχει κανείς χωρίς ελάττωμα) [Μέγ. Καζαμ. ’91].
1764. Καθένας με τον πήχυ του μετράει το πανί του. [Ν. Νάκος].
1765. Ξέρει η πάπια που είν’ η λίμνη. [Ν. Νάκος].
1766. Όσο καθίζει ο κερατάς, το κέρατό του αξαίνει. (Επί των ανεχομένων τας απιστίας των συζύγων
των) [Λεξ. Πρωΐας: κερατάς].
1767. Του φτωχού το κέρατο στο κούτελο, και τ’ άρχοντα στο γόνατο. (Ότι η ατιμία των πτωχών είναι
πασιφανής, ενώ των πλουσίων καλύπτεται δια των χρημάτων) [Λεξ. Πρωΐας: κέρας].
1768 (1071). Μόνο το δικό σου νύχι ξέρει να σε ξύσει. [Χρυσάνθη].
1771. Αν δεν πέσουν οι γιατροί, δε σκώνονται οι αρρώστοι. (ειρων. εν τη εννοία ότι οι ιατροί μάλλον
βλάβην προξενούν εις τους ασθενείς).
1772. Στου γαϊδάρου το χωριό, ούλοι κάνουν το γιατρό. (Όπου δεν υπάρχει έλεγχος, όλοι επιδεικνύουν
σοφίαν).
1773. Πόθε να πιάσεις αχινό και να μη σε δαγκώσει; (Επί των κακών ανθρώπων, μεθ’ ων πάσα σχέσις
είναι επικίνδυνος).
1774. Όσο στέκεται το μάλαμα, τόσο βαραίνει. (Ότι η πραγματική αξία δεν χάνεται, αλλά μάλλον
αυξάνει συν τω χρόνω).
1775. Όποιος περπατεί με μέτρα, στέκει πάντα σαν την πέτρα. (Ότι οι συνετοί ευδοκιμούν)
[ΠΑΝΛΕΞΙΚΟΝ, λέξις «μέτρον»].
1776. Ανάθεμα δυο πράματα, τη φτώχεια και γεράματα. [ΠΑΝΛΕΞΙΚΟΝ, σελ. 808].
1777. Γάμος στα γεράματα ή σταυρός ή κέρατα.
1778. Γεράματα, σκοντάματα.
1779 (1816). Άκουσε ο κουφός πορδή και την έκανε νταούλι. [ΚΑΘΗΜ. 25-8-92 σ. 16 και 31-8-97 σ. 32].
1780. Κλέφτης άπιαστος, καθάριος νοικοκύρης. [ΚΑΘΗΜ. 19-11-92, σελ. 9, επιστολή «εν κρυπτώ…»].
1781. Η γυναίκα με το κλάμα και ο κλέφτης με τους όρκους.
1782. Έχεις λιλιά, έχεις λαλιά. [ΠΑΝΛΕΞΙΚΟΝ, λέξις «λιλί»].
1783. Κλωτσές στην προβατίνα, χαρές στο λύκο. [Παν. Θ. Μπελίτσος, 28-6-93].
1784. Κάλλιο να νογάς, παρά να δύνεσαι. [Χρυσάνθη, 6-8-93].
1786. Από τον κακό τσομπάνο ψώριασαν τα πρόβατα. [Χρυσάνθη, 9-10-92].
1787 (1380, 1844). Είτε το αυγό κυλήσει στην πέτρα είτε η πέτρα στο αυγό, το αυγό θα σπάσει.
[Χρυσάνθη, 31-10-92].
1788. Σε βοηθάνε οι λυγεροί και βγαίνεις αντρειωμένος. [Χρυσάνθη, 25-3-93].
1789 (1178). Όποιος αγαπάει το μέλι, δεν φοβάται τα μελίσσα. [Χρυσάνθη, 7-2-93].
1790. Τρώγε μήλο να μιλάς και ρόδι να ροδίζεις. [Χρυσάνθη, 7-2-93].
1791. Της κουφής το παιδί ποτέ δεν κλαίει. (Διότι δεν το ακούει) [Λεξ. Πρωΐας, λέξις «κουφός»].
1792. Καλλιά ’ναι ένα ρώτημα, παρά χίλια γυρέματα. (Ότι η λήψις πληροφοριών είναι σκοπιμωτέρα από
την ακαθοδήγητον αναζήτησιν) [Λεξ. Πρωΐας, λέξις «ρώτημα»].
1794. Ας δένει ο κόμπος κι ας λέει ο κόσμος. (Δικαιολογία αισχρών και αναιδών) [Λεξ. Πρωΐας, λέξις
«κόμβος»].
1795. Κάλλιο μόνος και ρεμάλι, παρά σκοτούρες στο κεφάλι. [Από Χρυσάνθην, 6-1-95].
1796. Αν η νύφη μας έχει βηχιό, ρωτάτε τους γειτόνους. (Ότι κανέν οικογενειακόν μυστικόν δεν
διαφεύγει τους γείτονας) [«ΠΑΝΛΕΞΙΚΟΝ», γείτων].
1797. Ο κακός γείτονας κάνει τον καλό νοικοκύρη. (Ότι ο μη ευρίσκων ενίσχυσιν από άλλους,
Αναγκάζεται να μεριμνά ο ίδιος περί των αναγκών του) [«ΠΑΝΛΕΞΙΚΟΝ», γείτων].
1799. Μια φορά το χρόνο τρώει η κατσίκα την πικροδάφνη. (Ήτοι: ο άπαξ παθών κακόν τι,
προφυλάσσεται απ’ αυτού εις το μέλλον) [Λεξ. Πρωΐας, λ. «πικροδάφνη»].
1800. Η κλάψα του μικρού παιδιού είναι τ’ άρματά του. [Λεξ. Πρωΐας, λ. «κλάψα»].
1801 (869). Ό,τι μέλλει, δεν ξεμέλλει και ό,τι γράφει, δεν ξεγράφει. (Ότι το μοιραίον δεν είναι
αποφευκτόν) [Λεξ. Πρωΐας, λ. «μέλλω»].
1802. Αφεντικό στη βόλτα, μαγαζί «κιομένο» (με την έννοια «φαλιρισμένο», ναυαγισμένο). [Χρυσάνθη].
-329-

1803. Μην τάξεις του Άγιου κερί και του παιδιού κουλούρι. [Χρυσάνθη, από T.V.].
1804. Άλλα λένε της καμπάνας κι άλλα καμπανίζει εκείνη. [«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»].
1805. Όποιος ξει την ψώρα τ’ άλλου, δροσίζει τη δική του. (Ότι ο ανακουφίζων τους άλλους,
ανακουφίζεται ο ίδιος) [Λεξ. ΠΡΩΪΑΣ, λ. «ψώρα»].
1806 (545). Όσα ξέρει ο νοικοκύρης, δεν τα ξέρει ο μουσαφίρης. [Δημ. Πατριαρχέας τηλεφ/κώς].
1807 (1269). Η γης καταποντίζεται κι η Μάρω καθρεφτίζεται. (Επί των αναισθήτων, οίτινες αδιαφορούν
δια τας γενομένας ή επερχομένας συμφοράς) [Λεξ. ΠΡΩΪΑΣ, λ. «γη»].
1808. Η γη κουβάρι δε γίνεται (Δεν δύναταί τις να κατορθώσει τα αδύνατα) [Λεξ. ΠΡΩΪΑΣ, λ. «γη»].
1809. Τρέμ’ η γης, μα δε βουλάει. (Ο ισχυρός άνθρωπος δεν καταβάλλεται υπό των δεινών) [Λεξ.
ΠΡΩΪΑΣ, λ. «γη»] [Τη λέει και ο Ν. Νάκος].
1810. Χίλιες οκάδες βούτυρο σε σκύλινο τομάρι. (Επί εχόντων πολλά προτερήματα ή πολλήν παιδείαν,
αλλά χυδαίων τους τρόπους) [Λεξ. ΠΡΩΪΑΣ, λ. «σκύλινος»].
1811 (331). Κάλλιο λίγο ριζικό, παρά περίσσεια γνώση. (Ότι οι έχοντες τύχην ευδοκιμούσιν εις την ζωήν
των περισσότερον των ευφυών) [Λεξ. ΠΡΩΪΑΣ, λ. «ριζικό»].
1812. Εκεί που κλαις τη μοίρα σου, καλύτερα να δουλεύεις. [Λεξ. ΠΡΩΪΑΣ, λ. «εκεί»].
1813. Τζάμπα πράμα, καλό πράμα. [ΠΑΝΛΕΞΙΚΟΝ, λ. «τζάμπα»].
1815. Στο χειμωνικό (=καρπούζι) χερούλι δεν κολλάει. (Δεν είναι πιστευταί αι συκοφαντίαι κατά ατόμου
γνωστής εντιμότητος) [Λεξ. Πρωΐας, λ. «χειμωνικό»].
1817. Την νύχτα της σήκωσης κι οι σκύλοι χορτασμένοι. («σήκωση» στην Κύπρο λέγεται η Απόκρεω) [Λ.
Πρωΐας, σ. 2157, σήκωση].
1818. Ετότες ήταν οι κβούροι χλωροί. (Επί παρελθόντος ευτυχούς εποχής) [Λ. Πρωΐας, λ. «τότε»].
1820. Αχαμνό γαϊδούρι, δυο σακκιά η ταγή του. (Το αδύνατο γαϊδούρι και ολιγώτερον εργάζεται και
περισσότερον πρέπει να τρώγει) [Λ. ΠΡΩΪΑΣ, σ. 510, λ. «αχαμνός»].
1821. Όταν τσακώνονται τα βασικά άλογα, τις κλωτσές τις τρώνε τα γαϊδούρια. [ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 5-2-98,
σελ. 3, κάτω δεξιά].
1822. Αν δεν τ’ αργάσεις το πετσί, παπούτσι δεν το κάνεις. (Αν δε πάθει τις πολλά, δεν μορφώνεται)
[Λεξ. ΠΡΩΪΑΣ, σ. 402, λ. «αργάζω»].
1823. Όταν τα σκυλιά τρώγονται, ο λύκος τρώει τα πρόβατα. [«ΠΑΝΛΕΞΙΚΟΝ»].
1824. Κάθε πουλάκι με τη λαλιά του. (Ο καθένας με τον χαρακτήρα του, με τα βάσανά του, κλπ) [Λεξ.
ΠΡΩΪΑΣ, σ. 1465, λέξ. «λαλιά»].
1825. Με σκατά τράμπα δεν γίνεται. (Ότι ζητούνται ανταλλάγματα ανάλογα προς τα προσφερόμενα)
[Λεξ. Πρωΐας, σ. 2403, λ. «τράμπα=ανταλλαγή»].
1827. Αν είχε ο χοίρος διάκριση, δε θα παραπάχαινε. (Επί των μη θυσιαζόντων την άνεσίν των, ίνα
φανώσιν ευπρεπείς) [Λεξ. ΠΡΩΪΑΣ, σ. 732, λ. «διάκρισις»].
1828. Οι πολλοί θέλουν πολλά και ο ένας θέλει απ’ όλα. [Από Κούλην Μπαμπουρέα, 21-11-2001,
επιστρέφοντας με ψώνια από Καλαμάτα, ότι την έλεγε η αδελφή τού πατέρα του Ποτίτσα Σαράντου
Φελουκαντζή].
1829 (349, 464, 1540). Γλυκός ο ύπνος την αυγή, γυμνός ο κώλος τη Λαμπρή. [Από Σέβην Νικολέα, 13-1-
02].
1830 (174). Τύφλα νάχει ο κατήφορος μπροστά στον ίσιο δρόμο. (Ότι αι μεμετρημέναι πράξεις και
ενέργειαι είναι προτιμότεραι των παρατόλμων) [Λεξ. ΠΡΩΪΑΣ, στη λέξη «κατήφορος»].
1832. Οπού ’χει τύχη, γεννά κι ο πετεινός του. (Η τύχη και ανέλπιστα ενίοτε δίδει κέρδη) [ΠΡΩΪΑ, λέξις
«τύχη»].
1833. Αν δεν έρθει μοναχή της, μην την καρτερείς την τύχη. (Ότι είναι αδύνατον να την εκβιάσωμεν)
[ΠΡΩΪΑ, λ. «τύχη»].
1836. Ο διάολος δεν χαλάει τη φωλιά του. (Ο κακοποιός δεν βλάπτει τους υποθάλποντας αυτόν)
[ΠΡΩΪΑ, λ. «φωλεά»].
1838. Ένας ποντικός έφαγε τ’ αλεύρι, όλοι το φάγανε. (Ότι δια τα πταίσματα ενός ατόμου, ενοχοποιείται
το σύνολον) [ΠΡΩΪΑ, λ. «ποντικός»].
1839. Η χήρα μέσα κάθεται κ όξω την κουβεντιάζουν. (Ότι αι χήραι υπόκεινται εις κακολογίας) [ΠΡΩΪΑ,
λ. «χήρα»].
-330-

1840. Η χήρα πάντρευε την κόρη της, το πλειότερο για λόγου της. (Επί των προσποιουμένων ότι
φροντίζουν δι’ άλλον, ενώ αποβλέπουν εις ίδιον όφελος) [ΠΡΩΪΑ, λ. «χήρα»].
1841. Το ξένο χέρι αναπεύει, αλλά δεν θεραπεύει. [Χρυσάνθη].
1842. Η προξενιά και το τσουκάλι θέλει ανάγκαση μεγάλη. (Δεν επιδέχονται χρονοτριβάς και παραμελή-
σεις) [ΠΡΩΪΑ, λ. «προξενιά»].
1843. «Ει χωλώ παροικήσεις, υποσκάζειν μαθήσει». (Ότι οι μετά των πονηρών και φαύλων συναναστρε-
φόμενοι γίνονται και ούτοι πονηροί και φαύλοι) [Λεξ. ΠΡΩΪΑΣ, λ. «χωλός», σ. 2633].
.
1844 (1380, 1787). Κυλάει η πέτρα, κακά τ’ αυγό κυλάει τ’ αυγό, κακά τ’ αυγό. (Επί των αδυνάτων,
οίτινες πάντοτε ζημιούνται εν συγκρίσει προς τους δυνατούς, είτε δίκαιον έχουν είτε άδικον) [ΟΡΘ. ΛΕΞ.
ΠΡΩΪΑΣ, λ. «αυγό»].
1845. Κούρεψε τ’ αυγό και πάρ’ το μαλλί του. (Επί των επιζητούντων να κερδίσουν και από όπου αδύνα-
τον είναι το κέρδος) [ΟΡΘ. ΛΕΞ. ΠΡΩΪΑΣ, λ. «αυγό»].

-ο-ο-ο-

Οι αδελφοί Παύλος, Ανδρέας και Ντίνος Λ. Κοτσώνης στο Κουρούμπελο


της Αγ. Τριάδας Μεγ. Μαντίνειας (Μάρτιος 1976).

Μεγάλη Μαντίνεια, η Αγία Τριάδα. Ανακαινίσθηκε το 2000. Ο πρόναος, το κωδωνοστάσιο και η


στέγη κατασκευάστηκαν δαπάναις Γεωργίου και Νίκης Κοζομπόλη εις μνήμην του υιού τους
Αναστάσιου με δωρεάν τεχνική συνδρομή του Γεωργίου Θ. Κωστέα.
-331-

ΦΩΤΟ-ΠΑΡΕΛΘΟΝ

Παλιόχωρα 1948 ή 1949.


Από αριστερά:
Γιώργης Κουκούτσης, Γιώργης Κουτίβας,
βιολιτζής Αφεντάκης από τα Σωτηριάνικα.
Άγνωστος οργανοπαίκτης.
Κωστής Μπελίτσος, Χρήστος Δάκαρης.
Γιάννης Παπαδέας, Θόδωρος Μπελίτσος.

Παλιόχωρα 1950. Καφενείο Ηλία Πουλέα (όρ- Παλιόχωρα 1946. Καφεοινοπαντοπωλείον


θιος στο τεζάκι), καθιστός ο Γιώργος Πουλέας. «Η Αγάπη» του Θ. Μπελίτσου.
[φωτ. αρχείο Τάκη Πουλέα]

Κούκκινος, 1945. Στο αλώνι.


Πίσω διακρίνονται τα
καλαμωτά για τα σύκα.
Από αριστερά, όρθιες: Αγγελική
Ν. Φραγκούλη, Κοκκώνα Ι. Φρα-
γκούλη, Δήμητρα Γ. Κωττή (του
τελώνη), Μαίρη [;], Αγγελική Δι-
καιάκου, Ελένη Τσαλακουβέρ-
τα, Σοφία Μπακετέα. Στη μέση
ο Γεώργιος Ν. Φραγκούλης.
Καθιστοί: Ηλίας Κωνσταντινέας,
Λίτσα Φραγκούλη, Παναγιώτης
Ι. Φραγκούλης, Ουρανία Χρη-
στέα.
-332-

1958. Μπελιτσαίοι, από αριστερά: Θοδωρής, Γιώργης Ηλ., Ανδρέας, Βούλα σύζ. Κωστή,
Κική σύζ. Γρηγόρη, Γιώργης Θεοδ., Αργύρω σύζ. Θεοδώρου, Κωστής και Παναγιώτης.

Ο Χαραλάμπης
Λαϊκή φιγούρα, πλάνητος, σαλού κοσμοκαλόγηρου. Τριγυρνούσε κατά το
πρώτο μισό του 20ου αιώνα στα χωριά της Μάνης και Μεσσηνίας. Λερός, ρα-
κένδυτος, σχεδόν ανυπόδητος, κοιμόταν σε ξωκλήσια. Διακόνευε έμμεσα αλλά
ήταν λιτοδίαιτος, άκακος και ευγενής. Έψελνε και κήρυττε το Ευαγγέλιο από
μνήμης με τον δικό του τρόπο μαζεύοντας πλήθος κόσμου όπου εμφανιζόταν.
Γνώριζε τα τυπικά της εκκλησίας και το εορτολόγιο τηρώντας το παλαιό ημερο-
λόγιο. Κατά μία εκδοχή ονομαζόταν Χαράλαμπος Παπαδογιάννης, ήταν γιος ιε-
ρέα από το Δυρράχι Αρκαδίας και πριν σαλέψει σπούδαζε θεολογία. Κατά μια
άλλη λεγόταν Καίσαρης και είχε φοιτήσει στην Ιατρική. Απεβίωσε το 1974 σε
ηλικία περίπου 90 ετών και τάφηκε στο μοναστήρι των παλαιοημερολογιτών
Καλαμάτας.
[Προπολεμική φωτογραφία στον Ταΰγετο]

Βασίλειος Π. Πατσέας (1928-2001)


Εργάστηκε σκληρά επί 40 χρόνια στην πρωτεύουσα δουλεύοντας ταξί. Το
όνειρό του ήταν να επιστρέψει στο χωριό και να ζήσει στο συκόσπιτο των
γονιών του. Όταν πήρε σύνταξη εγκαταστάθηκε στην καλύβα των Πατσέων
στα Κουτρουμάνια, αρχικά χωρίς ηλεκτρισμό, χωρίς καν νερό τρεχούμενο!
Από κει αγνάντευε την ακρογιαλιά της Σάνταβας και ήταν πρόθυμος μαζί με
την Αθηνά, τη γυναίκα του, να προσφέρει καφέ και φραγκόσυκα σε όποιον
περαστικό ανέβαινε προς τη Μαντίνεια. Παρέα του, στην πρέφα του καφε-
νείου οι παλιοί συνάδελφοί του ταξιτζήδες: Μίμης Γεωργουλέας, Πότης
Κοκκινέας, Γρηγόρης Μπελίτσος. Τον μνημονεύω ως φόρο τιμής στους αξιο-
πρεπείς, άσημους, καλούς ανθρώπους του χωριού μας που έζησαν αθόρυ-
βα, με τις αξίες του παλιού καιρού.
-333-

Αρχοντικό, 1950. Πίσω: Μαρία μετέπειτα σύζ. Δημ. Γκούζου, άγνωστος,


Κων. Γερασιμόπουλος (παπά-Κώστας), Αγγελική μετέπειτα σύζ. Γρ. Μπελίτσου.
Καθιστές: θεια-Πότα Ζαχαρού με το μωρό, Παναγιώτα Γερασιμέα (θεια-Παμεινώνταινα).

Ακρογιάλι δεκ. ’60.


Οι παραλίες Πέστι και Πολιάνα,
με την οικία Νικ. Ζωγράφου.
Εικονίζονται από αριστερά:
Πίσω: Δήμητρα [;], Βούλα Μανέα,
Βούλα Κοτσόβολου.
Μπροστά: Γεωργία Σύρμα, Ναυσικά
Καντιάνη, Αφροδίτη Καραμπίνη,
Άννα Τσουνάκα.
[φωτ. Ηλίας Κοτσόβολος]

Ακρογιάλι 1950. Η Περσεφόνη Στ. Γεωργουλέα. 1947. Μαθήματα ραφτομηχανής


Στο βάθος μετά τα δύο πρώτα σπίτια φαίνεται ο για τα κορίτσια του χωριού.
παλιός ναός της Ανάληψης.
-334-

Κούκκινος 1948. Κάτω: Πόπη Κοτσώνη, [;], Κική Κούκκινος 1948. Με φόντο τα καλαμωτά για τα
Δικαιάκου, Χρυσούλα Π. Γεωργουλέα. Επάνω: σύκα. Καίτη και Γιώργος Σπ. Γεωργουλέα, Γεωργία
[;], Χρυσάνθη Κοτσώνη, [;]. Π. Κοτσώνη, Πόπη Λ. Κοτσώνη, Κική Δικαιάκου.

Αϊ Γιώργης 1949. Στο βάθος το


ελαιοτριβείο και το αποστειρωτήριο
σύκων, στο Αρχοντικό. Αναγνωρίζο-
νται: ο καθηγητής Χρηστάκης
Φραγκούλης [όρθιος δεξιά], Κική
Δικαιάκου [2η όρθια γυναίκα από
δεξιά], Ιωάννα συζ. Χρ. Φραγκούλη
[3η όρθια γυναίκα από δεξιά],
Ευαγγελία [φίλη Ιωάννας, δίπλα
της], Βασίλης και Ηλίας
παιδιά του Χρ. Φραγκούλη
[με τα κοψομάνικα πουλόβερ].

Παλιόχωρα 1949. Μπροστά στο


μαγαζί Σπ. Γεωργουλέα. Όρθιοι
από αριστερά: Λάμπρος
Κοτσώνης, άγνωστος με γραβάτα,
Σπύρος Γεωργουλέας, Ιωάννα
συζ. Χρ. Φραγκούλη, άγνωστος
[μισοκρυμμένος], Τάκος
Χανδρινός, άγνωστος
[μισοκρυμμένος], παπά-Πότης
Γεωργουλέας, άγνωστος παπάς,
άγνωστος, δύο κοπέλες
άγνωστες, Πόπη Λ. Κοτσώνη,
Περσεφόνη Στυλ. Γεωργουλέα,
Ιωάννης Π. Γεωργουλέας
[ψηλός], Ευθυμία σύζ. Σπ.
Γεωργουλέα [πίσω], Σεβαστή σύζ. Λ. Κοτσώνη [με τσεμπέρι και γυαλιά], Ελένη σύζ. Χρ. Μπακετέα [με
γυαλιά], Χρηστάκης Φραγκούλης, Βασίλης Χρ. Φραγκούλης. Καθιστές από δεξιά: Κική Δικαιάκου, Καίτη
Γεωργουλέα, Χρυσάνθη Λ. Κοτσώνη και Γιώργης Σπ. Γεωργουλέας [τελευταίο παιδί αριστερά].
-335-

Από γενιά σε γενιά


Κούκκινος, αλώνι Αϊ Γιώργη 1948 περίπου.
Πίσω: Σταύρος Φραγκούλης, Νίκος
Γεωργακόπουλος (Μπαρουτάς), Τηλέμαχος
Δικαιάκος, Στέλιος Δάκαρης, Σαράντος
Στρογγύλης (Σακουλές, όρθιος) ,
Παναγιώτης Χρηστέας, Γεώργιος Μανέας,
Γεώργιος Μπακετέας.
Τα παιδιά: Γεώργιος Πουλέας, Κώστας
Γεωργακόπουλος (Μπαρουτάς).
[φωτ. αρχείο Τάκη Γ. Μανέα]

Μεγ. Μαντίνεια, δεκ. ’50, μαγαζί Κοζομπόλη. Ευάγγελος Καντιάνης, Γεώργιος Μανέας, Κώστας
Παπαμικρουλέας, Ηλίας Κοτσόβολος, Στέλιος Δάκαρης, Νίκος Παπαδόπουλος (δάσκαλος), Πανα-
γιώτης Καραμπίνης, Βασίλης Πουλέας, Γιάννης Κοζομπόλης (όρθιος). [φωτ. αρχείο Ηλ. Κοτσόβολου]

Τέλη δεκ. ’40, μαγαζί Θόδ. Μπελίτσου. Αριστερά: Γιάννης Παπαδέας, Θ. Μπελίτσος (με γραβάτα),
Γιώργης Κουτίβας, ο βιολιτζής Αφεντάκης από τα Σωτηριάνικα, άγνωστος μπουζουκτσής, Γιώργης
Κουκούτσης. Δεξιά: Σπύρος Φραγκούλης [παιδί], Γιώργης Κοντράρος, Θ. Μπελίτσος (όρθιος), Νιό-
νιος Μοιρέας, Ανδρέας Μανέας.
-336-

Ακρογιάλι δεκ. ’60. Όρθιες:


Δημητρούλα Θεοχάρη, Περσεφό-
νη Σκιά, Μαρία Παπαδοπούλου,
Αφροδίτη Καραμπίνη, Ντίνα Μα-
νέα, Ολγα Μοιρέα, Ποτίτσα Σύρμα
Περσεφόνη Γ. Γεωργουλέα, Αγγε-
λική Κοζομπόλη, Νίτσα Γ. Γεωρ-
γουλέα. Καθιστές: Θεώνη Αβράμη
Ανθή Παπαδέα(;), Αικατερίνη
Παπαδοπούλου, Σταυρούλα
Κοτσόβολου, Βούλα Μανέα.
[φωτ. Ηλ. Κοτσόβολος]

Οικία/μαγαζί Λεουτσέα (Βράχος) δεκ. 50. Από αριστερά. Όρθιοι: Κώστας Παπαγιαννόπουλος Τάκης Φρα-
γκούλης, Θεόδωρος Κωστέας, άγνωστος. Καθιστοί: Γιώργης Πουλέας, Τάκης Γεωργουλέας (πίσω), Ανδρέ-
ας Σκιάς, Πότης Κουκούτσης, Βασίλης Κωστέας, Σωκράτης Σκιάς, Κώστας Γεωργακόπουλος "Μπαρουτάς",
Σταύρος Αγγελέας. [φωτ. αρχείο Τάκη Πουλέα]

Παλιόχωρα 1970, μαγαζί Θ. Μπελίτσου. Μεγάλη Μαντίνεια,


Σπύρος Γεωργουλέας (1894-1971), παπά-Πότης το παλιό μαγαζί του Κωστέα.
Γεωργουλέας (1905-81), Σπύρος Νικολέας (1902-
85), Λάμπρος Κοτσώνης (1889-1974), Θεόδωρος
Μπελίτσος (1904-78).
[φωτ. Γεώργιος Σπ. Γεωργουλέας]
-337-

Παλιόχωρα 1963 ή 1964,


πριν επεκταθεί το μουράγιο.
Από αριστερά:
Παναγιώτης Γ. Τυρέας,
Θοδωρής Γρ. Μπελίτσος,
Σπύρος Χρ. Γεωργουλέας,
Πάνος Καπουλέας.
[φωτ. Γεώργιος Σπ. Γεωργουλέας]

Παλιόχωρα, 1970 περίπου,


στο μαγαζί Ηλία Πουλέα.
Χορός σε εθνική επέτειο.
Χορεύουν από αριστερά
(εκτός από τους χωροφύλακες):
Γεώργιος Τυρέας (πρόεδρος),
Δημητράκης Σκιάς, Ηλ. Πουλέας,
Λάμπρος Κοτσώνης, Τηλέμαχος
Δικαιάκος. Πίσω σε δεύτερο
πλάνο: Ζωή Γεωργουλέα
(παπαδιά), Γιώργος Σκιάς (παιδί),
Γεώργιος και Σαράντος Μανέας
(καθιστοί), Σταύρος Κωστέας,
Αργύρης Πουλέας (στην πόρτα).
Δεξιά σκυφτός: Τάκης Πουλέας.
[φωτ. αρχείο Τάκη Πουλέα]

Αρχοντικό 1977. Όρθιες:


Κλαίρη (αριστερά) και Όλγα (δεξιά
με τη μπάλα) Πλεμμένου.
Στη μέση: Θοδωρής Παναγιωταρέας,
Βασίλης Κοζομπόλης,
Θοδωρής Μπελίτσος.
Μπροστά: Νώντας και Τάκης
Γερασιμόπουλος
-338-

Μεγάλη Μαντίνεια, ο ενοριακός ναός της Κοίμησης. Άγιοι Σαράντα, το πανηγύρι (δεκ. ’80).
[φωτ. Ηλίας Κοτσόβολος]

Παλιόχωρα, τέλη δεκ. ’80.


1980 περίπου: Τάκης Πουλέας, Νώντας Γερασιμόπουλος,
Ανδρέας Χανδρινός, Τάκης Γερασιμόπουλος. [φωτ. αρχείο Τάκη Πουλέα]

Παλιόχωρα, μαγαζί Παν. Μπελίτσου, 1998. Σαράντος και Αικατερίνη Σπεντζούρη, Γιώργος και Ελένη
Γεωργουλέα. Μαγαζί Γιώργη Σκιά, 2008. Γρηγόρης Πιπερίδης, Γιάννης Ηλιόπουλος, Τάκης
Γερασιμόπουλος, Γ. Σκιάς, Ανδρέας Πιπερίδης, Γιώργης Πουλέας, Νίκος Κωστέας.
-339-

ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΕΣ
Οι Μαντιναίοι αγαπούν τα γράμματα και έχουν σε εκτίμηση όσους διακρίνονται σε αυτά.
Από τις παλιότερες γενιές αναδείχθηκαν κορυφαίοι ιερωμένοι, εκπαιδευτικοί, νομικοί, ιατροί,
στρατιωτικοί, ανώτεροι υπάλληλοι και άλλοι διακριθέντες στο δημόσιο βίο, στους οποίους
έχει αναφερθεί εν πολλοίς ο έγκριτος ιστορικός συγγραφέας Σταύρος Καπετανάκης στο έργο
του «Οι Μαντίνειες της Μάνης» (1996).
Στην ενότητα αυτή παρουσιάζονται προσωπικότητες του χωριού μας, από την απερχόμενη
γενιά, που διακόνησαν τα γράμματα και τις τέχνες ή διακρίθηκαν στο δημόσιο βίο. Εκτός από
την εξέχουσα περίπτωση του νυν Προέδρου της Δημοκρατίας, αναφερόμαστε μόνο στους εκ
γενετής Μαντιναίους [της απερχόμενης γενιάς, το ξανατονίζω προς άρσιν παρεξηγήσεων] και
όχι στους εκ καταγωγής, διότι ο μεγάλος αριθμός τους θα υπερέβαινε τις διαθέσιμες σελίδες
του βιβλίου.
Ασφαλώς δεν είναι οι μοναδικοί που άξιζαν κάποιας μνείας, οπότε ας μας συγχωρεθούν τυ-
χόν παραλείψεις, οι οποίες σε καμιά περίπτωση δεν είναι εσκεμμένες.
-340-

Προκόπης Παυλόπουλος
Η μαντιναίικη ρίζα του Προέδρου της Δημοκρατίας
Αποτελεί τιμή για το χωριό το γεγονός πως ο νυν Πρόεδρος της
Δημοκρατίας, ο διαπρεπής συνταγματολόγος Προκόπης Παυλό-
πουλος, έχει μαντιναίικη ρίζα εκ μητρός. Το πλούσιο βιογραφικό
του μπορεί να το βρει κάποιος εύκολα στο διαδίκτυο. Εδώ παρα-
θέτω μερικές γενεαλογικές πληροφορίες για τη σχέση του με τη
Μεγάλη Μαντίνεια.
Πατέρας του Προκόπη Παυλόπουλου ήταν ο φιλόλογος Βασί-
λειος Πρ. Παυλόπουλος (1910-2001), από την Πελεκανάδα Μεσ-
σηνίας, ένα ημιορεινό χωριό του Δήμου Μεσσήνης. Ο πατέρας
του υπηρέτησε ως καθηγητής σε διάφορα σχολεία της Μεσσηνίας
όπως στα Γυμνάσια-Λύκεια Χατζή και Μεσσήνης και στο Εκκλησιαστικό Φροντιστήριο της Ι.Μ.
Μεσσηνίας. Συνταξιοδοτήθηκε ως Γυμνασιάρχης. Άφησε καλό όνομα ως εκπαιδευτικός και ως
1
διευθυντής, όπως αναφέρεται σε αναμνήσεις παλιών μαθητών του . Υπήρξε λόγιος, δημοσίευ-
2
σε ποιήματα και το 1984 εξέδωσε την ιστορική-λαογραφική μελέτη «Πελεκανάδα», που ανα-
3
φέρεται στην ιστορία και στους ανθρώπους του χωριού του .
Η μητέρα του Προκόπη Παυλόπουλου ήταν κόρη του Δημητρίου Καραμπίνη. Η οικογένεια
Καραμπίνη έχει καταγωγή από τη Μεγ. Μαντίνεια, με αναφορές από τα χρόνια του Εικοσιένα.
Τρία μέλη της οικογένειας από τη Μεγ. Μαντίνεια τιμήθηκαν με σιδηρούν μετάλλιο ανδρείας
για τις υπηρεσίες τους στον αγώνα: Καραμπίνης Γεώργιος, Καραμπίνης Κωνσταντίνος, Καρα-
μπίνης ή Καραμπινέας Παναγιώτης. Το 19ο αιώνα σε εκλογικούς καταλόγους της Μεγ. Μαντί-
νειας αναφέρονται: την περίοδο 1844-1856 Καραμπίνης Θεμιστοκλής, Καραμπίνης Καλόγερος,
Καραμπίνης Κωνσταντίνος, Καραμπίνης Παναγιώτης και το 1871 Καραμπίνης Κωνσταντίνου Κα-
4
λόγερος 37 ετών, κτηματίας.
Στα τέλη του 19ου αιώνα διάφορα μέλη της οικογένειας εγκαταστάθηκαν στην Καλαμάτα. Ο
Τζανής Καραμπίνης από το 1880 περίπου διατηρούσε ονομαστό καφενείο στη βορινή πλευρά
της κεντρικής πλατείας της πόλης, στο οποίο δημιούργησε την πρώτη οργανωμένη θεατρική
αίθουσα, το «Νέον Θέατρον», όπου έρχονταν για παραστάσεις αθηναϊκοί θίασοι. Η έμπροσθεν
του θεάτρου πλατεία ήταν γνωστή ως «πλατεία Τζανή». Αργότερα απέκτησε διάφορα επίσημα
ονόματα ανάλογα με την πολιτική συγκυρία, όπως: Διαδόχου Κωνσταντίνου (1912), Βενιζέλου
(1926), Γεωργίου Β΄ (1938), Ηρώων (1942), ΕΛΑΣ (1944), Γεωργίου Β΄ (1945), Εθν. Αντίστασης
5
(1982) και ξανά Γεωργίου Β΄ (1992).

1
Γ.Δ. Κούβελας, Βασίλειος Παυλόπουλος, Φιλόλογος-Γυμνασιάρχης, ΙΘΩΜΗ 46 (Φεβρ. 2002), σ. 79.
2
Στο ΙΘΩΜΗ εντοπίσαμε τα ποιήματά του: Παλμοί και πόθοι (τ. 17, Ιαν. 1977), Φθινόπωρο (18, Ιούν.
1977), Αίνιγμα (20, Ιαν. 1978), Καλότυχος (21/22, Απρ. 1978), Σκοτεινό Δεφτέρι (25, 1979).
3
Π.Δ. Κοσμόπουλος, Παρουσίαση βιβλίου: Βασιλείου Πρ. Παυλόπουλου «Πελεκανάδα» (Μελέτη ιστορική
και λαογραφική, 138 σελ.), ΙΘΩΜΗ 26 (Μάρ. 1985), σ. 51.
4
Καπετανάκης: 1996, του ιδίου, Μανιάτες αγωνιστές του Εικοσιένα (2005), Αριστεία του 1821 σε Μανιά-
τες αγωνιστές (2008), Εκλογικοί κατάλογοι Μάνης (ιστοσελίδα Ετ. Λακωνικών Σπουδών).
5
Μηλίτση-Νίκα, Θεοφιλοπούλου-Στεφανούρη: 2010, σ. 104.
-341-

Συγγενής του Τζανή Καραμπίνη ήταν ο παπ-


πούς του Προκόπη Παυλόπουλου, Δημήτρης
Καραμπίνης ή μπάρμπα-Μήτσος, λαϊκός, θε-
οσεβούμενος άνθρωπος, ελαιοχρωματιστής
στο επάγγελμα και άτεχνος αγιογράφος. Με-
ταξύ άλλων καταπιανόταν με εξωραϊσμούς
ιερών ναών. Διατηρούσε επαφές με το χωριό
καταγωγής του, τη Μεγ. Μαντίνεια, είχε στε-
νές σχέσεις με τον ιερέα του χωριού παπά-
Πότη Γεωργουλέα και επιχρωμάτισε (εξωράι-
σε) τον Ι.Ν. Κοίμησης Θεοτόκου Αβίας. Η πλατεία Τζανή Καραμπίνη και το θέατρό του
Εκτός από τη μητέρα του Παυλόπουλου, ο στις αρχές του 20ού αιώνα
Μήτσος Καραμπίνης είχε ένα γιο τον Ιωάννη (1914-93), θεολόγο, ο οποίος ακολούθησε τον ιε-
ρατικό κλάδο και ως αρχιμανδρίτης έλαβε το όνομα Μελέτιος (1914-93). Την περίοδο της κατο-
χής υπηρετούσε στη μητρόπολη Γυθείου-Οιτύλου και εντάχθηκε στο ΕΑΜ. Για το λόγο αυτό με-
τά την απελευθέρωση διώχθηκε και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Το 1953 χειροτονήθηκε βοη-
θός επίσκοπος Μ. Βρετανίας και το 1963 μητροπολίτης Γαλλίας. Παρέμεινε ως το 1988, οπότε
παραιτήθηκε λόγω ασθενείας. Διατήρησε στενές σχέσεις με την Καλαμάτα και την Αβία και
διευκόλυνε πολλούς συντοπίτες που βρέθηκαν στη Γαλλία για λόγους ανάγκης.
Ο Προκόπης Παυλόπουλος είχε στενούς δεσμούς με τον θείο του, ο οποίος φρόντισε να τον
διευκολύνει όταν μετέβη για μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι, τη δεκαετία του ’70, ώστε να
εξασφαλίσει υποτροφία από τη γαλλική κυβέρνηση, την οποία απέδειξε πως άξιζε καθώς αρί-
στευσε στο διδακτορικό του. Τα υπόλοιπα βιογραφικά του νυν Προέδρου της Ελληνικής Δημο-
κρατίας, η ακαδημαϊκή και η πολιτική του καριέρα, είναι γνωστά και δεν θα αναφερθούμε.

«Μανιάτικη Αλληλεγγύη» 192 (Μάρτιος 2015).

Ο Μελέτιος Καραμπίνης, θείος του Πρ. Παυλόπουλου. Δεξιά: με προσκόπους του Παρισιού στην
Αθήνα, καταθέτουν στεφάνι στο μνημείο Αγνώστου Στρατιώτη, το 1952.
-342-

Κωνσταντίνος Λ. Κοτσώνης (1918-2014)


Ο ταξίαρχος Κωνσταντίνος Κοτσώνης, γέννημα θρέμμα της Αβίας,
ανέβηκε ψηλά τόσο στη στρατιωτική ιεραρχία όσο και στον πνευματικό
στίβο. Όμως, παρέμεινε απλός και ήταν πάντοτε ο «Ντίνος» για τους
συγγενείς και γνωστούς. Ως στρατιωτικός πολέμησε στον πόλεμο του
’40, μετείχε στην εθνική αντίσταση, τραυματίστηκε δύο φορές στη
διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, πολέμησε στην Κορέα ως υποδιοικη-
τής του Ελληνικού Εκστρατευτικού Σώματος το 1952-53 και τιμήθηκε με
ανώτατα παράσημα και μετάλλια ανδρείας. Όμως, η μεγάλη αγάπη του
υπήρξε η ιστορική έρευνα και η λογοτεχνία.
Στους τομείς αυτούς διέπρεψε σε μια «δεύτερη» ζωή, μετά την αποστράτευση και συνταξιο-
δότησή του. Συνέγραψε 80 περίπου ιστορικές μελέτες και άρθρα για τη Μάνη και την Πελο-
πόννησο, τα οποία δημοσίευσε κυρίως στα περιοδικά «Πελοποννησιακά», «Λακωνικαί Σπου-
δαί», «Μνημοσύνη» και «Ιθώμη». Διετέλεσε γεν. γραμματέας (1986-1999) και πρόεδρος της
Ετ. Πελοπ. Σπουδών (1999-2014), γεν. γραμματέας και αντιπρόεδρος της Ετ. Λακ. Σπουδών
(1996-2012) και μέλος στις κορυφαίες επιστημονικές εταιρείες: Εταιρεία Ιστορικών Σπουδών
επί του Νεωτέρου Ελληνισμού, Ιστορική-Εθνολογική Εταιρεία, Νομισματική Εταιρεία, Φιλολο-
γικός Σύλλογος Παρνασσός κ.ά. Ήταν φίλος της λογοτεχνίας και κατείχε πλήρη συλλογή του
περιοδικού «Νέα Εστία», του οποίου ήταν συνδρομητής από τα χρόνια της νεότητάς του και
έγραψε ένα άρθρο για το Μυριβήλη. Τις μελέτες του συγκέντρωσε σε δύο τόμους.
«Ο Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο» (1999). Δεκαέξι μελέτες για την παρουσία του Ιμπραήμ στην
Πελοπόννησο που θεωρούνται πλέον κλασικές. Όλα του τα δημοσιεύματα συνοδεύονται από
λεπτομερείς χάρτες δικής του σχεδίασης.
«Μελετήματα και Άρθρα» (2012). Είκοσι άρθρα, τα οποία αναφέρονται κυρίως σε ιστορικά
γεγονότα και προσωπικότητες που σχετίζονται με την ευρύτερη περιοχή της ιδιαίτερης πατρί-
δας του: Μαντίνειες, Βέργα, Ζαρνάτα, Έξω Μάνη, Καλαμάτα, Μεσσηνία.
Μια τρίτη θεματική ομάδα συνιστούν οι μελέτες του περί Μαυρομιχαλαίων: Ανέκδοτα
έγγραφα Μαυρομιχαλαίων. Ο Πετρομπέης εις το Μεσολόγγι, Νοέμβριος 1822 - Φεβρουάριος
1823. Νικόλαος Πιερράκος-Μαυρομιχάλης. Κωνσταντίνος Π. Μαυρομιχάλης, πρώτος νεκρός
Μανιάτης αρχηγός του 1821. Αντώνιος Μαυρομιχάλης (1793-1873). Κυριακούλης Πιέρου
Μαυρομιχάλης, ήρως Βαλτετσίου και Ηπειρωτικών χωρίων. Ηλίας Πέτρου Μαυρομιχάλης,
ήρως Βαλτετσίου και Στύρων Ευβοίας.
Δεκάδες άλλα έργα του αναφέρονται είτε στη Λακωνική είτε σε περιοχές του Μοριά και της
1
Ρούμελης, όπως: Κεντρικόν Πολεμικόν Σχολείον (Ευελπίδων), οι πρώτες εξετάσεις. Ο Κύπριος
αγωνιστής Χαράλ. Μάλης. Ο στρατηγός Dentzel και η στρατιωτική ανταρσία στη Δυτ. Στερεά Ελ-
λάδα (1829). Έκθεσις εκδουλεύσεων Ηλία Ι. Γιατράκου. Ηλία Π. Χρυσοσπάθη ‘‘Εκστρατείαι και
διατριβαί’’ 1821. Μετά το Μυστρά οι λαϊκοί κτίστες και αγιογράφοι στη Νότ. Πελοπόννησο.
Αιχμαλωσία τουρκικών πλοίων εις Γύθειον. Παναγιώτης Α. Αναγνωστόπουλος, Έκτ. Επίτροπος
Σπάρτης 1831-32. Δημήτριος Π. Τσόκρης κατά την Επανάστασιν του 1821. Μάχη Γηροκομείου
Πατρών. Προσπάθειες αναχαιτίσεως του Δράμαλη εις Δερβένια Γερανείων. Η πρώτη πολιορκία
του Μεσολογγίου κατά περιγραφήν αυτόπτου. Ο εθνομάρτυς επίσκοπος Μεθώνης Γρηγόριος.

1
Λεπτομερέστερη εργο-βιογραφία του Κων. Λ. Κοτσώνη, βλ. Θ. Μπελίτσου, Μανιάτικη Αλληλεγγύη 185
(Αύγουστος 2014), σ. 11 και Λακωνικαί Σπουδαί ΚΑ΄ (2015-16).
-343-

Σταύρος Γ. Καπετανάκης
Γεννήθηκε το 1933. Σπούδασε Ιατρική στο Αριστοτέλειο Πανεπ.
Θεσσαλονίκης (1951-1957) και το 1961 πήρε την ειδικότητα του
Νευρολόγου-Ψυχιάτρου. Το 1963 αναγορεύθηκε διδάκτωρ της Ια-
τρικής και επί δύο έτη μετεκπαιδεύτηκε στο Λονδίνο. Το 1971 διο-
ρίσθηκε άμισθος υφηγητής της Ψυχιατρικής και Νευρολογικής Κλι-
νικής του Αριστοτελείου. Το 1972 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και
τον Ιανουάριο του 1973 ανέλαβε τη διεύθυνση του Νευρολογικού
Κέντρου του θεραπευτηρίου «Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ». Από το 1985 έως
το 2000 που συνταξιοδοτήθηκε κατείχε θέση Διευθυντή Ψυχιατρι-
κού Τμήματος στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής.
Παράλληλα με την ιατρική ασχολήθηκε με τη μελέτη της ιστορίας της Μάνης. Έχει δημοσιεύ-
σει βιβλία και άρθρα σε επιστημονικά περιοδικά και εφημερίδες. Μετέχει πολλά χρόνια στην
Εταιρεία Λακωνικών Σπουδών, της οποίας σήμερα είναι πρόεδρος. Είναι παντρεμένος με τη
Λιάνα Γ. Σπανέα και έχουν δύο παιδιά, τη Σοφία και τον Γιώργο. Κάποια από τα έργα του:
Βιβλία: «Οι Μαντίνειες της Μάνης». «Μανιάτες αγωνιστές του 1821». «Αριστεία του 1821 σε
1
Μανιάτες αγωνιστές». «Η Μάνη στη δεύτερη τουρκοκρατία (1715-1821)» . «Τετράδια Ιστορίας
της Μάνης» [ηλεκτρονικό]. «Οι Μανιάτες στην Επανάσταση του 1821» [ηλεκτρονικό]. «Οι
Χρηστέοι του 1821 από τον Άγ. Δημήτριο Λεύκτρου».
Στο «Λακωνικαί Σπουδαί»: Θανασούλης Καπετανάκης: Ο μάρτυρας στο Μανιάκι. Ο γέρο-
Παναγιωτάκης Καπετανάκης: Η ζωή του, ο τόπος του και η διαθήκη του. Έγγραφα της μονής
Παναγίας Φανερωμένης Δολών. Ο Πούλος Μαυρίκος: Μια αμφιλεγόμενη μορφή του 1821. Η
οικογένεια Κουτήφαρη ή Κουτούφαρη. Η οικογένεια Δουράκη της Καστάνιας. Μπεηζαντές
Κωνσταντίνος Τζανετάκης-Κουτήφαρης. Ο Παναγιώτης Μπενάκης και οι Μανιάτες. Οι
Κυβελαίοι της Γραμπελιάς στα χρόνια του 1821. Βασίλειος Πολιτάκος: Ένας αγωνιστής του 1821
από την Τσεροβά. Απονομή δικαίου στη Μάνη από τοπική συνέλευση. Η αιρετοκρισία
(διαιτησία) στην Μάνη. Τα σύνορα της Μάνης κατά την ιστορική της πορεία.
Στο ΙΘΩΜΗ: Η μάχη της Μαντίνειας στα 1415. Οι Γαϊτσές και το μοναστήρι της Παναγίας του
Χελμού. Η καταστροφή του Δράμαλη το 1822 και η οικογένεια Καρύγιαννη της Γιάννιτσας. Η
Σέλιτσα (Βέργα) της Έξω Μάνης και ο αγωνιστής του 1821 Δημήτρης Δραγώνας. Από τα
παραλειπόμενα της Επανάστασης του 1821. Ο Παναγιώτης Μπενάκης και η συμβολή του στην
Επανάσταση του 1770. Κωνσταντίνος Π. Κυριακός.
Στο «ΜΑΝΗ χθες, σήμερα, αύριο»: Η Μανιάτισσα ιατροχειρούργισσα του Γυθείου Καλίτζα
Αναγνώστου. Ηλίας Λυκουρέζος από τον Κάμπο Αβίας: Η συμβολή του στην παράδοση των
Τούρκων της Καλαμάτας στις 23/3/1821. Ο Αναστάσιος Π. Μαυρομιχάλης όμηρος στην
Τριπολιτζά και οι σωματοφύλακές του. Ο Δημήτριος Δραγώνας και το φυλαχτό του Πατριάρχη
Γρηγορίου Ε΄. Παναγιώτης Δημητρόπουλος, ένας ξεχασμένος Μανιάτης Φιλικός. Η εκστρατεία
του Ιμπραήμ το 1826 κατά της Ανατολικής Μάνης. Οι απόγονοι του Ηλία Τσαφατίνου. Ο
Οικονόμος Βαχού Νικόλαος Παναγιωτουνάκος.
Σε άλλα έντυπα: Νικόλαος Πιερράκος (Ελευθερία Καλαμάτας). Η θυσία του παπα-Πανάγου
Ρούσσου στον πύργο του Μαχμούτμπεη (Λακωνικά). Ο Γαλάνης Κουμουνδουράκης, ένας
Μανιάτης που προτίμησε να ζήσει στην Ανδρούσα (Μεσσηνιακά Χρονικά).

1
Θ. Μπελίτσου βιβλιοκρισίες, Μαν. Αλληλεγγύη 77 (Αύγ. 2005), σ. 3, Λακων. Σπουδαί ΚΑ΄ (2015-2016).
-344-

Αιδ. Κωνσταντίνος Γερασιμόπουλος (1932-2016)


Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Μεγάλη Μαντίνεια. Ήταν γόνος της πα-
λαιάς οικογένειας των Γερασιμέων, παιδί του Επαμεινώνδα και της Πα-
ναγιώτας (Μπεγέτη). Από μικρός εκδήλωσε την κλίση του στον εκκλησια-
στικό κλάδο. Αν και ορφάνεψε από πατέρα σε μικρή ηλικία, κατάφερε να
σπουδάσει στη Θεολογική Αθηνών. Στη συνέχεια χειροτονήθηκε. Από το
1958 ως το 2000 υπηρέτησε στον Προφήτη Ηλία Παγκρατίου διαδοχικά
ως διάκονος, ιερεύς, πρωθιερεύς και πρωτοπρεσβύτερος. Για πολλά έτη
διετέλεσε προϊστάμενος του Γραφείου Γάμων Διαζυγίων Αρχιεπισκοπής
Αθηνών. Το 1972 εξέδωσε δύο εργασίες: «Εορταστικαί εκδηλώσεις του
Κέντρου Συμπαραστάσεως Οικογενείας» και «Ιερά εξομολόγησις και
προβλήματα εν τη οικογενεία».
Δημιούργησε πολυμελή οικογένεια με την πρεσβυτέρα Χρυσούλα Ι. Γεωργουλέα. Ο παπα-
Κώστας, όπως ήταν γνωστός σε μας τους Αβιάτες, έσπευδε πάντα με προθυμία να συμμετά-
σχει στις χαρές και στις λύπες μας. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι είχε ευλογήσει το σύνολο
των γάμων και πάμπολλες βαφτίσεις μαντιναίικων οικογενειών. Και φυσικά τα καλοκαίρια δεν
παρέλειπε να συλλειτουργεί μαζί με τον εκάστοτε ιερέα του χωριού μας στο καθολικό του να-
ού. Ήπιος, προσηνής και ταπεινός, ιερουργούσε πάντα με ένα λιτό άμφιο, ακόμα κι όταν συλ-
λειτουργούσε με χρυσοφορτωμένους ιεράρχες.Το 2002 το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο του Προ-
φήτη Ηλία Παγκρατίου, με την ευκαιρία της συμπληρώσεως εξήντα ετών από της κτίσεως του
ναού, του απένειμε τιμητική πλακέτα, αναγνωρίζοντας την επί σαράντα και πλέον έτη διακονία
1
του στον ιερό ναό. Παραθέτουμε το κείμενο της τιμητικής πλακέτας:
ΕΞΗΚΟΣΤΗΣ ΑΜΦΙΕΤΗΡΙΔΟΣ ΑΓΟΜΕΝΗΣ - ΑΠΟ ΕΓΚΑΙΝΙΩΝ ΤΟΥ ΠΑΝΣΕΠΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΝΑΟΥ
ΤΟΥ ΘΕΗΛΑΤΟΥ ΠΡΟΦΗΤΟΥ ΗΛΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΣΒΙΤΟΥ ΠΑΓΚΡΑΤΙΟΥ
ΤΟ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΝ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΝ - ΚΑΤ’ ΙΔΙΑΝ ΑΥΤΟΥ ΦΙΛΟΤΙΜΙΑΝ ΚΑΙ ΠΡΟΑΙΡΕΣΙΝ
ΤΙΜΗΣΑΙ ΒΟΥΛΟΜΕΝΟΝ - ΤΟΝ ΠΟΛΛΑ ΤΩι ΝΑΩι ΠΡΟΣΕΝΕΓΚΟΝΤΑ ΘΕΟΦΙΛΩΣ ΚΑΙ ΘΕΑΡΕΣΤΩΣ
ΑΠΟ ΤΗΣ ΘΕΣΕΩΣ ΤΟΥ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΥ ΤΟΥΤΟΥ ΔΙΑΚΟΝΗΣΑΝΤΑ
ΑΙΔΕΣΙΜΟΛΟΓΙΩΤΑΤΟΝ ΠΡΩΤΟΠΕΡΕΣΒΥΤΕΡΟΝ - κ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΝ ΓΕΡΑΣΙΜΟΠΟΥΛΟΝ
ΕΓΝΩ ΑΠΟΝΕΙΜΑΙ ΑΥΤΩι - ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑΝ ΤΙΜΗΤΙΚΗΝ ΔΙΑΚΡΙΣΗΝ

Ο παπά-Κώστας (δεξιά) συλλειτουργεί με τον εφημέριο της


Αβίας Σωτήριο Χριστοφιλέα. [φωτ. Χάρης Γιαβής]

1
«Τιμητική διάκριση στο συμπατριώτη μας ιερέα π. Κων. Γερασιμόπουλο», Μανιάτικη Αλληλεγγύη 48
(Μάρτιος 2003), σ. 17.
-345-

Γεώργιος Στυλ. Γεωργουλέας (1933-2003)

Γεννήθηκε το 1933. Εργάστηκε ως διοικητικός υπάλληλος του Πανεπιστη-


μίου Αθηνών και από το 1986 που συνταξιοδοτήθηκε ζούσε το μεγαλύτερο
διάστημα του έτους στο πατρικό του σπίτι στο Ακρογιάλι. Αρεσκόταν στην
τοπική ιστορική έρευνα. Ήταν μέλος του Συνδέσμου προς Διάδοσιν των
Γραμμάτων Καλαμάτας και των Εταιρειών Πελοποννησιακών και Λακωνι-
κών Σπουδών. Την Ετ. Λακ. Σπουδών υπηρέτησε σε θέσεις του Δ.Σ. από το
1996 ως το θάνατό του, το Σεπτέμβριο του 2003. Δημοσίευσε ευάριθμες
μελέτες και άρθρα για την περιοχή της Έξω Μάνης και για την Καλαμάτα,
κυρίως στο περιοδικό ΙΘΩΜΗ. Ξεχωρίζουν τα άρθρα:

Οι μαθηταί του Αλληλοδιδακτικού σχολείου Καλαμάτας στα 1829 (ΙΘΩΜΗ τ. 28).


Επιγραφές από την Παναγίτσα της Καστάνιας (29/30).
Ανδρέας Νικ. Σκιάς (1861-1922) (33/34).
Οι μαθηταί του Αλληλοδιδακτικού σχολείου των Δολών στα 1829 (37/38).
Η διαθήκη του μητροπολίτη πρώην Ζαρνάτας Γαβριήλ (41/42).
Συμβολή στην ιστορία της βιομηχανικής ανάπτυξης της Καλαμάτας και η Εταιρεία Οίνων και
Οινοπνευμάτων (43/44).
Ο Φάρος των Κιτριών (45).
Ο Έκτακτος Γεν. Έφορος των λιμένων της επικράτειας στο Αλμυρό το 1839 (51).
Επίσης, συνέθεσε τα Ευρετήρια Περιεχομένων της ΙΘΩΜΗΣ των τόμων: Γ΄ (1979-1993) τ. 25
ως 35/36 (ΙΘΩΜΗ 35/36) και Δ΄ (1995-2001) τ. 37 ως 45 (ΙΘΩΜΗ 45).
Στην επετηρίδα Μεσσηνιακά Χρονικά Β΄ (2000-2002) δημοσίευσε δύο αρχειακά έγγραφα:
Ένας εκλογικός κατάλογος του 1828. - Αναφορά (1831) του αγωνιστή του ’21 Πιέρου Αλούπη
για κινήσεις αντικαποδιστριακών στοιχείων στην περιοχή του Κάμπου Αβίας.
Στον αγνό και φιλότιμο χαρακτήρα του Γ. Γεωργουλέα ανέφερεται το παρακάτω δημοσίευμα:
«Ένας άνθρωπος αληθινός, πάντοτε πρόθυμος να εξυπηρετήσει, εγκάρδια να χαιρετίσει, με
ευγένεια να καλωσορίσει και ευτυχής να φιλοξενήσει… Άρχοντας στις σχέσεις του… σε κοίταζε
με ματιά ζεστή, γεμάτη ενδιαφέρον… Γενναιόδωρος, ευγενικός, ήπιος, απαριθμούσε τα καλά
του χωριού του και της Μάνης… της φιλόξενης γης που τον γέννησε που ήθελε όλα να σου τα
χαρίσει για να σε ευχαριστήσει. Χαιρόταν έτσι με τη χαρά σου… κέρδισε επάξια κρυστάλλινη
1
υστεροφημία, χωρίς τυμπανοκρουσίες και παχιά λόγια».
Προσωπικά, πάντα θα θυμάμαι με ευγνωμοσύνη την προθυμία με την οποία πρόστρεξε στο
αρχείο του Πανεπιστημίου Αθηνών, προκειμένου να συνδράμει την έρευνά μου κατά τη συγ-
2
γραφή της βιογραφίας του «Αργυρίου Μοσχίδη».

1
Βούλα Λαμπροπούλου, «Γεώργιος Στυλ. Γεωργουλέας», ΙΘΩΜΗ 49 (Δεκ. 2003), σ. 97.
2
Θ. Μπελίτσος, «Αργύριος Μοσχίδης. Ο Ιστορικός της Λήμνου», εκδ. Αιγέας, 1996.
-346-

Δημητράκης Λ. Χανδρινός (1921-2012)


Γεννήθηκε το 1921. Υπηρέτησε ως δικαστικός υπάλ-
ληλος στην εισαγγελία Καλαμάτας, φθάνοντας ως τη
θέση του γραμματέα εφετών. Ήταν ο πρώτος που ε-
ξέδωσε βιβλίο με την ιστορία του χωριού, το 1990,
με τίτλο «ΙΡΗ-ΑΒΙΑ-ΜΑΝΤΙΝΕΙΕΣ-ΠΑΛΗΟΧΩΡΑ». Αξιο-
ποιώντας τη βιβλιογραφία, τα αρχαιολογικά ευρήμα-
τα και προφορικές μαρτυρίες, κατάφερε σε 24 κεφά-
λαια να καταγράψει την ιστορική διαδρομή της περι-
οχής, από την προϊστορική περίοδο ως τις μέρες μας,
σε μια λιτή έκδοση 64 σελίδων. Παραθέτει επίσης
θρύλους, παραδόσεις και μικρή συλλογή παροιμιών.

Ανδρέας Π. Σκιάς (1935-1995)


Μαθηματικός, υιός του επί πολλά έτη γραμματέα της κοινότητας Αβίας
Παναγιώτη Δ. Σκιά. Δίδαξε στο Γυμνάσιο Καλαμάτας. Το 1977 δημοσίευσε
το αξιόλογο ιστορικό άρθρο «Απρίλιος 1941: Επιβιβάσεις από το λιμάνι
της Καλαμάτας», ΙΘΩΜΗ 17 (Ιαν.-Μάιος 1977), σ. 23-25, στο οποίο εξιστο-
ρεί με λεπτομέρειες την διαδικασία επιβίβασης σε πλοία και αναχώρησης
των αγγλικών στρατευμάτων από την Καλαμάτα, από 26 ως 30/4/1941.

Ευαγγελία Γ. Κοτσώνη (Γκέλη Γεωργίου)


Η Ευαγγελία Πατριαρχέα (1924-2013), σύζ. Γεωργίου Λ. Κοτσώνη, διέθετε αξιόλογο στιχουρ-
γικό τάλαντο. Δημοσίευσε ποιήματα σε περιοδικά της Καλαμάτας, κάποια με το ψευδώνυμο
Γκέλη Γεωργίου. Τα περισσότερα είναι γραμμένα σε παραδοσιακό ομοιοκατάληκτο στίχο και
διακρίνονται για το ρομαντισμό και τη νοσταλγική τους διάθεση. Χαρακτηριστικοί τίτλοι: Μείνε
κοντά μου. Θέλω βάρκα. Της λησμονιάς η βρύση. Ο γέρος και η θάλασσα. Πλατύφυλλος βασιλι-
κός. Η κιθάρα. Κι όλο θυμάμαι. Το καλύβι του ψαρά. Η βάρκα η παλιά. Η γοργόνα. Σε περιμέ-
νουμε Χριστέ. Έφυγες. Το καράβι που σε πήρε. Η φιλημένη. Των ονείρων η βάρκα.
Στων ονείρων τη βάρκα που χρόνι’ αρμενίζω
και το πού… και το πώς δεν ρωτώ
πότ’ εδώ, πότ’ εκεί το πανί μου γυρίζω
κι ακρογιάλι να βρω δεν ζητώ.
Ευαγγελία Γ. Κοτσώνη, «Των ονείρων η βάρκα».
-347-

Ηλίας Δ. Κοτσόβολος
Ο Ηλίας Δημ. Κοτσόβολος, ο Μπαρμπαλιάς, γεννήθηκε το 1934
στη Μεγάλη Μαντίνεια. Από μικρός ρίχτηκε στη βιοπάλη, καθώς
ορφάνεψε από πατέρα, ενώ έχασε δυο μεγαλύτερα αδέρφια από
τη θανατηφόρα επιδημία καλαζάρι. Αυτή ήταν η αιτία που διέκοψε
τη φοίτηση στο γυμνάσιο. Εργάστηκε σε ποικίλες εργασίες για τον
επιούσιο: εργάτης στο Levis, στη ΔΕΗ Μεγαλόπολης, γκαρσόνι στο
Πέραμα, πλανόδιος λαχειοπώλης, ώσπου συνταξιοδοτήθηκε. Με τη
σύζυγό του Σταυρούλα αξιώθηκαν να αναθρέψουν τρεις θυγατέ-
ρες, σήμερα αξιοπρεπείς επιστήμονες και οικογενειάρχες.
Η μεγάλη του αγάπη ήταν η φωτογραφία, με την οποία ασχολήθηκε και επαγγελματικά. Με
τις φωτογραφικές μηχανές του απαθανάτισε πλείστες στιγμές του οικογενειακού και του δημό-
σιου βίου από τη δεκαετία του ’50 και μετέπειτα. Έγινε στην κυριολεξία ο φωτογράφος του χω-
ριού μας καθώς διέσωσε στιγμιότυπα από την καθημερινότητα του παρελθόντος, που πλέον
δεν υπάρχουν. Ο Μπαρμπαλιάς δεν είναι τόσο φωτογράφος του τοπίου, όσο της ανθρώπινης
δράσης. Τον ενδιέφεραν κυρίως οι καθημερινές ανθρώπινες δραστηριότητες: μια εκδρομή, μια
σχολική εκδήλωση, μια μάζωξη σε ένα πανηγύρι, μια γιορτή, ένας γάμος φυσικά. Ως επαγγελ-
ματίας κάλυψε σημαντικές στιγμές, όπως την επίσκεψη του Μακάριου στην Καλαμάτα (1958),
του βασιλικού ζεύγους στη Μάνη (1956), τα εγκαίνια της κοινοτικής βρύσης στη Μεγ. Μαντί-
νεια από τον τοπικό βουλευτή και υπουργό Ιωάννη Ψαρρέα, την κοίμηση του μητροπολίτη
1
Μεσσηνίας Χρυσόστομου Δασκαλάκη, τους εορτασμούς της μάχης της Βέργας κλπ.

Με το φακό του Μπαρμπαλιά

Ο νεαρός Ηλίας Κοτσόβολος στη βόλτα και εν ώρα εργασίας: σερβιτόρος στο Πέραμα.
Δεξιά ο υπουργός Ιωάννης Ψαρρέας εγκαινιάζει τη Βρύση της Μεγ. Μαντίνειας.
Πίσω του ο κοινοτάρχης Αβίας Γεώργιος Τυρέας

1
Αθηνά Κοτσόβολου, «ΚΟΤΣΟΒΟΛΟΣ ΗΛΙΑΣ - Ασπρόμαυρη εποχή μέσα από το φακό», Homo Universalis,
2 Νοεμβρίου 2013.
-348-

Διάλειμμα στο εργοστάσιο της Levis στην Καλαμάτα.

Ο Μακάριος στην Καλαμάτα, στις 23 Μαρτίου 1958.

Εορτασμός της μάχης της Βέργας, στις αρχές της δεκαετίας του ’60.
-349-

Στο πανηγύρι των Αγίων Σαράντα, 1955 περίπου. Εικονίζονται από αριστερά:
Πίσω: Αθαν. Μπελίτσος, Σωκράτης Σκιάς, Χρήστος Καραβίτης, Σταύρος Φραγκούλης (με καπέλο),
Παναγιώτης Κοζομπόλης («Σαχάμ»), Παναγιώτης Κουκούτσης, Κωνστ. Κομπότης (με τη σούβλα), Αρί-
στος Κομπότης (με καπέλο), Γεωργαντάς Γεωργουλέας («καπετάνιος»), Παν. Κωστέας, Κων. Παπαμι-
κρουλέας, Νίκος Γεωργουλέας, Γιάνκος Γ. Μανέας («Καλογερέας»), Γεώργιος Στυλ. Γεωργουλέας,
Γιωργάκης Ι. Γεωργουλέας (με καπέλο), Πάνος Γεωργουλέας.
Μέση όρθιοι (κυρίως παιδιά): Παναγιώτης Κων. Αβράμης (με τα χέρια στις τσέπες), Θεόδωρος Π.
Κοζομπόλης, Σταύρος Θ. Κωστέας, Θανάσης Παπαμικρουλέας, Νίκος Θ. Κωστέας (με το χέρι στη σού-
βλα), Βασίλης Παπουτσής (με μουστάκι), Θεώνη Αβράμη.
Μπροστά καθιστοί: Τάκης Φραγκούλης (με γραβάτα), Γιώργης Κουκούτσης, Σαράντος Στρογγύλης
(«Σακουλές», μπροστά με λευκό μουστάκι, διοργανωτής του πανηγυριού), Χρήστος Δάκαρης, Σωτή-
ρης Παπαδέας («Κοκκόνης»), Τάκης Πουλέας, Γεώργιος Κακούρος, Θεώνη Κοζομπόλη.

Εορτασμός 25ης Μαρτίου στο παλιό ηρώο. Ιερείς:


ο παπά-Κώστας Γερασιμόπουλος και ο παπά-Πότης Γεωργουλέας.
-350-

Δημοτικό Σχολείο Παλιόχωρας 1971-72


Εικονίζονται από αριστερά:

Μπροστά: Γιώργος Μανέας (Γιάνκου), Παναγ. Γ.


Πατσέας, θυγ. Δημ. Γκούζου, Αικατερίνη Ξυπόλυτου,
θυγ. Δημ. Γκούζου, Νίκος Κακούρος, Βασ. Αβράμης.
Δεύτερη σειρά: Ευσταθία Ψωρομύτη, Ιουλία
Κακούρου, Θεώνη Π. Κοζομπόλη, Ιωάννης Π.
Κοζομπόλης, Γιώργος Σκιάς.
Τρίτη σειρά: Στέλιος Τυρέας (Λάκης), Αφρούλα
Κουντούρη, Έφη Γκούζου, Σούλα Κοτσόβολου.
Πίσω: Παναγιώτης Αβράμης, Φρόσω Αβράμη,
Γεωργία Κοτσόβολου, Παναγιώτα Ψωρομύτη, Βάσω
Κουκούτση, Ηλίας Αθ. Ψωρομύτης,
Σταύρος Κοζομπόλης, Ανδρέας Χανδρινός, Ηλίας Γ.
Ψωρομύτης, Μιχάλης Κουντούρης και ο δάσκαλος
Γεώργιος Μουργής.

Θεοφάνεια: Ο αγιασμός των υδάτων στην Παλιόχωρα


από τον παπά-Πότη Γεωργουλέα.
-351-

18 Απριλίου 1961: Εκδημία του μητροπολίτη Μεσσηνίας Χρυσόστομου Δασκαλάκη.

Η διάνοιξη του δρόμου Μεγ. Μαντίνειας – Παλιόχωρας με εθελοντική εργασία (δεκ. ’60).

Ο αγροτικός ιατρός Βενετσάνος Η. Σαράβας με τη λευκή φοράδα του.


-352-

Παλιόχωρα. Εορτασμός εθνικής επετείου


επί δικτατορίας μπροστά στο υπό ανέγερση
Γραφείο της Κοινότητας. Στο βάθος η οικία
παπά-Πότη Γεωργουλέα.

Δεκαετία ’60. Χορωδία στη Μονή οσίου


Ιωήλ Καλαμάτας. Αριστερά: Λάμπρος
Κοτσώνης, Ηλίας Κοτσόβολος. Στη μέση:
μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος,
Γιάννης Αναπλιώτης.

Λυκοτροπία, αρχές δεκ.


’70. Από δεξιά: οικία
Χρηστάκη Φραγκούλη,
Αϊ-Γιώργης, νεόκτιστη οικία
Γεωργίου Λ. Κοτσώνη.
Στο βάθος, στο Αρχοντικό,
διακρίνεται το παλιό
ελαιοτριβείο.
Ψηλά δεσπόζει η οροσειρά
του Ταϋγέτου, με το βουνό
Καλάθι (1.350 μ) της
Σέλιτσας.
-353-

Παναγιώτης Γρ. Μπελίτσος (1917-2003)

Ο Παναγιώτης Μπελίτσος, ο αγαπητός σε όλους μπάρμπα-


Πότης, έζησε όλη του τη ζωή στη Μεγάλη Μαντίνεια. Ήταν ο
τελευταίος επιζών από την παλαιά φρουρά της γενιάς των
Μπελιτσαίων, γιος του Γρηγόρη Θ. Μπελίτσου από τα Αλτο-
μιρά και της Σταυρούλας Κων. Κοζομπόλη. Σε ηλικία 40 ημε-
ρών έχασε τον πατέρα του, με αποτέλεσμα από μικρός να
μπει στη δουλειά κοντά στο μεγάλο αδερφό του το Θοδωρή.
Αγαπούσε τα γράμματα και παρά τις δυσκολίες τελείωσε το
Γυμνάσιο Καλαμάτας, σημαντικό επίτευγμα εκείνα τα χρό-
νια. Για δεκαετίες υπήρξε ο ψάλτης της ενορίας του χωριού
μας, ενώ εργάστηκε και στη ΣΥΚΙΚΗ. Διετέλεσε πρόεδρος της
κοινότητας Αβίας την περίοδο 1975-1978. Μεγάλωσε πέντε
Παναγιώτης Γρ. Μπελίτσος και παιδιά, οικογενειάρχες και επιστήμονες, και γνώρισε εννιά
παπά-Πότης Γεωργουλέας εγγόνια.
[φωτ. Ηλίας Κοτσόβολος]

Μανιάτικος αποχαιρετισμός
Σήμερα μαζωχτήκαμε
για να αποχαιρετήσουμε Μπάρμπα μας άμε στο καλό
τον τελευταίο της φρουράς αφού έτσι θέλησε ο Θεός
της Μπελιτσαίικης γενιάς. να φύγεις απ’ τον κόσμο αυτό.

Γνώρισε πίκρες και χαρές Σύρε να βρεις τα αδέρφια σου,


φουρτούνες και αποθαλασσιές. το Θοδωρή, τη Στασινή
Από σαράντα ημερώ και τη Γιωργίτσα τη μικρή.
από πατέρα ορφανό.
Να πεις τα χαιρετίσματα
Μικρός εμπήκε στη δουλειά στο Γιώργη και στο Φίλιππα.
μα έμαθε τα γράμματα. και στην Κοντύλω την καλή.
Και στο ψαλτήρι κάθοταν
χρόνους πολλούς, αμέτρητους. Και να κοιμάσαι ήσυχος.
Τι έπραξες το χρέος σου.
Έκαμε οικογένεια
με πέντε άξια παιδιά. Θεόδ. Μπελίτσος
Έκαμε νύφες και γαμπρούς «Μανιάτικη Αλληλεγγύη»
και εννιά εγγόνια διαλεχτά. 52 (Ιούνιος 2003), σ. 19
-354-

«Α-βία»
Κάνε λίγο ακόμα υπομονή πατρίδα του αίματος.
Οι ξεφλουδισμένες πλάτες ετοιμάζουν ήδη τα σακίδια της αναχώρησης.
Οι βιαστές των υδάτων φόρτωσαν τις εξωλέμβιες στα τρέιλερ.
Οι διασκεδαστές αναζητούν κοινό στα άλση και τις πλατείες.
Ας πάνε στο καλό!
Πλησιάζει η ώρα της αποθεραπείας σου από τη θερινή τουριστίτιδα.
Για να μυρίσει πάλι η ελιά και η κάπαρη.
Για να ακουστεί το μουρμούρισμα του κύματος στο ακροθαλάσσι.
Για να ξεμυτίσουν οι συντηρητές της ψυχής σου από τα κατώγια.
Τότε θα έχεις όλο το χρόνο να επαληθεύσεις το όνομά σου:
«Α-βία»: χωρίς βία, χαλαρά.1
Θ. Μ. 20 Αυγούστου 2015.

Παλιόχωρα 1972 (αριστερά) και 1982 (δεξιά), με άφθονο χαλίκι. Διακρίνονται:


ο πόντης, οι τέντες μπροστά στο μαγαζί Παν. Μπελίτσου και το 1982 το ψαροκάικο
του Γεωργίου Κουκούτση, οι τέντες μπροστά στο ξενοδοχείο Γεωργίου Κοτσώνη,
στο ισόγειο του οποίου τότε λειτουργούσε ταβέρνα.

1
Παρετυμολόγηση… «ποιητική αδεία».
-355-

ΕΥΘΥΜΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
Την παλιά εποχή στις Μαντίνειες της Μάνης ζούσαν παροιμιώδεις τύποι με χιούμορ και
σκανδαλιστικό χαρακτήρα, οι οποίοι συχνά σκαρφίζονταν αθώες φάρσες για να σπάνε τη
μονοτονία της καθημερινότητας. Τα στιγμιότυπα αυτά έμειναν στην προφορική παράδοση του
τόπου και οι μεταγενέστεροι τα διηγούνται μέχρι σήμερα ως ανέκδοτα. Τέτοιοι εύθυμοι και
σκαμπρόζικοι τύποι υπήρξαν πολλοί. Η γενιά μου πρόλαβε τους: Λάμπρο Κοτσώνη, Ευθύμιο
Φραγκούλη, Βασίλη Πουλέα, μπάρμπα-Αναγνώστη, Γιώργη Κοντράρο κ.ά. Καταγράφοντας κά-
ποιες από αυτές τις εύθυμες ιστοριούλες, μνημονεύουμε τους προγόνους μας και διασκεδά-
ζουμε τον φιλοπερίεργο αναγνώστη.

Η πενία τέχνας κατεργάζεται


Ο Θοδωρής Μπελίτσος ήταν ο χασάπης του χωριού, όπως θα θυμούνται οι παλαιοί. Κάθε
Σάββατο έσφαζε ένα-δυο αρνιά ή κατσίκια και πουλούσε το κρέας τους. Φυσικά έσφαζε ανά-
λογα με τις παραγγελίες που είχε, διότι ψυγεία τότε δεν υπήρχαν και το κρέας έπρεπε οπω-
σδήποτε να καταναλωθεί.
Ο Λάμπρος Κοτσώνης είχε μεγάλη οικογένεια, που την αποτελούσαν έξι παιδιά, και το εισό-
δημά του ήταν πάντα λιγοστό. Έτσι όποτε αγόραζε κρέας ήθελε με λίγα χρήματα να φτιάξει μια
όσο το δυνατόν πιο χορταστική μαγεριά. Παράγγελνε λοιπόν πάντα αρνίσιο πατσά με τα ποδα-
ράκια του και το κεφάλι για να γίνει παχιά η σούπα και να γεμίσει πολλά πιάτα. Ποτέ δεν έπαι-
ρνε κατσικίσιο, διότι ο κατσικίσιος πατσάς είναι άπαχος και δε φτουράει.
Εκείνο το Σάββατο ο Θοδωρής ο Μπελίτσος είχε σφάξει ένα αρνί κι ένα κατσίκι. Τον αρνίσιο
πατσά τον είχε παραγγείλει ο Ζωγράφος και του τον είχε φυλάξει σε μια χασαπόκολα. Ο Λά-
μπρος, χωρίς να έχει παραγγείλει, ήρθε το απογευματάκι να πάρει κρέας. Όμως προς μεγάλη
του λύπη περίσσευε μόνο ο κατσικίσιος πατσάς. Ο Θόδωρος στενοχωρέθηκε, διότι την επαύ-
ριον, που ήταν Κυριακή, το κρέας δεν πόρευε για το τσουκάλι του Λάμπρου. Από την άλλη είχε
υποσχεθεί τον αρνίσιο πατσά στο Ζωγράφο και εκείνα τα χρόνια ο λόγος ήταν συμβόλαιο.
Αλλά ο Λάμπρος δεν έχασε το κουράγιο του. Όπως βρίσκονταν οι δυο πατσάδες πάνω στον
πάγκο, πήρε τα κατσικίσια ποδαράκια και τα έβαλε στον αρνίσιο πατσά, λέγοντας:
- Μη στεναχωριέσαι Θόδωρε κι εγώ αρνίσιο πατσά θα φάω και ο Ζωγράφος.
Έτσι βολεύτηκαν και οι δυο. Ο Λάμπρος πήρε τον αρνίσιο πατσά με τα κατσικίσια ποδαράκια
κι έφτιαξε μια παχιά σούπα για την πολύτεκνη οικογένειά του. Αλλά κι ο Ζωγράφος έμεινε ικα-
νοποιημένος, αφού τα αρνίσια ποδαράκια αποτελούσαν απόδειξη ότι πήρε αυτό που είχε
παραγγείλει.
-356-

Του έκοψε την Ανάσταση!


Είναι Μέγα Σάββατο, η αναστάσιμη βραδιά. Όλοι οι Μαντιναίοι με τις λαμπάδες τους προ-
σμένουν το σεβάσμιο λευίτη, τον παπά-Πότη με τη βιβλική μορφή, να προβάλει από την Ωραία
Πύλη για το «Δεύτε λάβετε φως!». Συναγωνισμός ανάμεσα στο εκκλησίασμα για το πρώτο
άναμμα της λαμπάδας, το οποίο αμέσως από κερί σε κερί φτάνει σε όλους τους πιστούς.
Ο μπάρμπα-Πάνος Γεωργουλέας, επίτροπος εκείνα τα χρόνια, ανάβει τους πολυελαίους (που
τότε είχαν κεριά, μια και δεν υπήρχε ακόμα ηλεκτρισμός στο χωριό) και όλοι ετοιμάζονται για
τη μεγάλη στιγμή. Μετά από λίγο ο ιερέας προβάλλει ψάλλοντας το «Χριστός Ανέστη». Και κα-
θώς ψάλλει μαζί του όλο το εκκλησίασμα ο μπάρμπα-Πάνος, σύμφωνα με την παλιά συνήθει-
α, κουνά τους τρεις πολυελαίους, τους δύο μπρος-πίσω και το μεσαίο δεξιά-αριστερά έτσι ώ-
στε να σχηματίζουν ένα σταυρό στον αέρα. Όλοι ανταλλάσσουν το φιλί της αγάπης ενώ στο
προαύλιο η νεολαία συναγωνίζεται για τη δυνατότερη μπόμπα, γιορτάζοντας και αυτή με τον
τρόπο της το χαρμόσυνο άγγελμα.
Κι ενώ ο Πότης ο Μπελίτσος, με το αυθεντικό βυζαντινό του ύφος, ψέλνει τα αναστάσιμα
τροπάρια, ο κόσμος παίρνει θέση για το προσκύνημα. Πρώτα προσκυνούν το Ευαγγέλιο, που
βαστά ο ιερέας, φιλώντας του το χέρι και στη συνέχεια την εικόνα της Ανάστασης που βαστά ο
επίτροπος, ο μπάρμπα-Πάνος, αφήνοντας μια-δυο πεντάρες στο δίσκο.
Το προσκύνημα προχωράει κανονικά. Κοντεύουν να τελειώσουν οι άντρες, που κατά παλαιά
μανιάτικη συνήθεια προηγούνταν σε αυτές τις περιπτώσεις (αντίδωρο, προσκυνήματα κλπ).
Πλησιάζει η σειρά του γέρο-Μπούσκου που ήταν μεγάλο πειραχτήρι. Προσκυνάει κανονικά το
ευαγγέλιο και φιλάει το χέρι του παπά-Πότη. Έπειτα προσκυνάει την εικόνα και τότε αποφασί-
ζει να δράσει! Σκύβει και προσπαθεί να φιλήσει το χέρι του μπάρμπα-Πάνου. Ο επίτροπος δεν
χάνει καιρό, σηκώνει την εικόνα και του την κοπανάει στο κεφάλι, λέγοντας:
-Δεσπότης είμ’ εγώ βρε ξεμωραμένε!
Χάχανα στο εκκλησίασμα. Κι ενώ ο Μπούσκος αποχωρεί μειδιώντας μεν αλλά με το χέρι στο
πονεμένο του κούτελο, ακούγεται από το πλήθος μια ανώνυμη φωνή:
-Βρε Πάνο, του ’κοψες την Ανάσταση!
Και το φαιδρό επεισόδιο έλαβε τέλος.

Κυνηγοί τζιτζικιών
Μια από τις παιδικές ενασχολήσεις του καλοκαιριού ήταν το κυνήγημα των τζιτζικιών. Ποικί-
λες τεχνικές και μεθόδους σκαρφιζόμασταν, η πιτσιρικαρία, για να συλλάβουμε τους ατυχείς
θερινούς τραγουδιστάδες των δέντρων. Η σχέση κυνηγού και θηράματος σε όλο της το μεγα-
λείο. Το αθόρυβο πλησίασμα στο δέντρο ήταν απαραίτητο, διότι στο παραμικρό τσάκισμα κλα-
διού ο τζίτζικας αρχικά σιωπούσε, για να κρύψει τη θέση του και στη συνέχεια αναχωρούσε
βουίζοντας, χαρίζοντας στον υποψήφιο κυνηγό ένα μεγαλοπρεπές ψέκασμα με τα ούρα του.
-Με ψίκασε ο άτιμος, φώναζε ο «κυνηγός» και έψαχνε για άλλον.
Πιρούνια, καλάμια, κλαδιά και άλλα σύνεργα επιστρατεύονταν για τη σύλληψη του θύματος.
Οι πιο ικανοί και θαρραλέοι θηρευτές πλησίαζαν κοντά και καπάκωναν το τζιτζίκι με τη φούχτα
τους. Το δυστυχές τζιτζίκι που συλλαμβανόταν πάθαινε του Χριστού τα πάθη. Κατ’ αρχήν του
έκοβαν τα φτερά για να μην μπορεί να φύγει. Το έδεναν με σπάγκο και το άφηναν να πετάει
γύρω-γύρω τιτιβίζοντας. Το κάρφωναν με καρφίτσα σε ξυλάκια. Το έβαζαν μέσα στα ρούχα
-357-

των άλλων, συνήθως των κοριτσιών, για να τα τρομάξουν. Και τελικά κατέληγε τροφή για τις
γάτες που το θεωρούσαν νόστιμο μεζέ.
Ορισμένοι φύλαγαν τζιτζίκια αποξηραμένα, σε κουτιά, κάνοντας συλλογή. Συναγωνίζονταν
ποιος θα βρει τα πιο πολλά και τα πιο μεγάλα. Για τους συλλογείς περιζήτητοι ήταν οι
«γούβαλοι», μεγάλα τζιτζίκια που ήταν σπάνια στα παραθαλάσσια μέρη.
Οι ηλικιωμένοι του χωριού, θέλοντας να διασκεδάσουν τη μονοτονία του καλοκαιριού, αλλά
και με κάποια ζήλια ίσως, αφού δεν μπορούσαν πλέον να ασχοληθούν και αυτοί με το κυνήγι
των τζιτζικιών, σκαρφίζονταν διάφορες φάρσες ώστε να συμμετέχουν στο παιδικό παιχνίδι.
Ο Βασίλειος Πουλέας, που έλειπε χρόνια στην Αμερική, σκέφτηκε ένα καλοκαίρι να επιδοτή-
σει τη συλλογή τζιτζικιών. Κάλεσε λοιπόν τους πιτσιρίκους και τους έταξε μια πεντάρα για κάθε
τζιτζίκι που θα μάζευαν. Ξαμολήθηκαν όλοι ενθουσιασμένοι, διαδίδοντας το νέο:
- Ο Αμερικάνος δίνει μια πεντάρα το τζιτζίκι!
Το βραδάκι μάζεψαν τη λεία τους και περιχαρείς την πήγαν στο καφενείο που τους περίμενε
ο μπάρμπα-Βασίλης. Όμως εκείνος με διάφορες προφάσεις απέρριπτε τις συλλογές:
- Με κομμένα φτερά μού τους φέρατε; Τι να τους κάνω;
- Πολύ μικρούς μάζεψες. Τους μικρούς δεν τους πληρώνω. Να φέρεις μεγαλύτερους.
- Ψόφια τζιτζίκια μου έφερες; Από κάτω τα μάζεψες;
Την επαύριον φτου και από την αρχή στο κυνήγημα. Αφού συνεννοήθηκαν, οι πιτσιρίκοι,
αποφάσισαν να μαζέψουν μόνο μεγάλους και να μη τους κόψουν τα φτερά. Για να μη φεύ-
γουν, τους έβαζαν μέσα σε σπιρτόκουτα.
Το βραδάκι περιχαρείς που είχαν κάνει σωστή δουλειά μαζεύτηκαν με τα σπιρτόκουτά τους
στο καφενείο. Ο Βασίλης φυσικά δεν είχε σκοπό να πληρώσει για τα τζιτζίκια. Όμως καθόταν
σοβαρός σοβαρός και περίμενε τους πελάτες. Έναν-έναν που έφτανε του έκανε ερωτήσεις
σχετικά με την ποιότητα του κυνηγιού του, αν βρήκε μεγάλους, αν είναι ζωντανοί, αν έχουν
όλα τους τα φτερά και αφού δήθεν έμενε ικανοποιημένος από τις απαντήσεις, ρωτούσε:
-Και πόσους έπιασες, βρε;
-Πέντε, θείο.
-Για να τους μετρήσω.
Ανυποψίαστο και αθώο το παιδί έδινε το σπιρτόκουτο. Ο Βασίλης το άνοιγε για να μετρήσει
δήθεν τη σοδειά. Φυσικά τα τζιτζίκια απελευθερωμένα πέταγαν ψηλά και εξαφανίζονταν, προς
τέρψιν του φιλοθεάμονος κοινού του καφενείου, αφήνοντας άφωνο τον απονήρευτο μικρό,
που έβλεπε να χάνεται στον αέρα το χαρτζιλίκι που περίμενε.

-ο-ο-ο-

Μια άλλη φάρσα σχετική με τα τζιτζίκια οφείλεται στον Λάμπρο Κοτσώνη, μέγα χιουμορίστα
και φαρσέρ της Παλιόχωρας.
Κάποτε είχε καταπλεύσει στο λιμάνι της Καλαμάτας ένα μεγάλο φορτηγό καράβι. Ήταν πολύ
μεγαλύτερο από τα συνηθισμένα και όπως έπλεε στο Μεσσηνιακό κόλπο, το θέαμά του από
την ακτή της Παλιόχωρας ήταν εντυπωσιακό. Το νέο διαδόθηκε αμέσως και μικροί-μεγάλοι
έσπευσαν στην ακρογιαλιά και το χάζευαν.
Όπως ήταν μαζεμένοι, κάποιο παιδάκι ρώτησε με αφέλεια.
-Τι θα φορτώσει αυτό το καράβι, μπάρμπα;
-Τζιτζίκια, απάντησε χωρίς να το σκεφτεί και πολύ ο μπάρμπα-Λάμπρος και συνέχισε:
-Μαζέψτε τζιτζίκια και θα τα πληρωθείτε καλά.
-Αλήθεια, μπάρμπα;
-358-

-Αλήθεια.
Το τι έγινε εκείνες τις μέρες, δεν περιγράφεται. Αληθινή γενοκτονία των τζιτζικιών. Ο
μπάρμπα-Λάμπρος τα μάζευε και υποσχόταν ότι θα τα πάει στο καράβι για να τα πουλήσει.
Ώσπου το καράβι έφυγε και απόμειναν απλήρωτοι οι αθώοι τζιτζικοκυνηγοί.

Υποδεκανεύς ε.α.
Κάποτε, στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, τρεις συγχωριανοί μας χρειάστηκε να συνυπογρά-
ψουν κάποιο επίσημο έγγραφο. Ήταν ο Βασίλης Φραγκούλης, ο Νιόνιος Μοιρέας, απόστρατοι
στρατιωτικοί και οι δύο και ο Ευθύμιος Φραγκούλης που είχε κάνει αρκετά χρόνια μετανάστης
στις ΗΠΑ.
Αφού το συνέταξε και τους το διάβασε ο συμβολαιογράφος, τους κάλεσε να το υπογράψουν.
Πράγματι, οι δύο πρώτοι υπέγραψαν. Μόλις πλησίασε ο Ευθύμιος αντίκρισε έκπληκτος δύο
εντυπωσιακές υπογραφές συνοδευόμενες από τους τίτλους των κατόχων τους:
Φραγκούλης Βασίλειος, συνταγματάρχης ε.α.
Μοιρέας Διονύσιος, ταγματάρχης ε.α.
Χωρίς να τα χάσει ο Ευθύμιος, που ήταν γνωστός για την ετοιμότητά του και το παροιμιώδες
πνεύμα του, συμπλήρωσε σοβαρά-σοβαρά από κάτω:
Φραγκούλης Ευθύμιος, υποδεκανεύς ε.α.
-Μα τι έκανες εκεί Ευθύμιε; τον ρώτησαν λίγο πειραγμένοι οι άλλοι δύο.
-Γιατί διαμαρτύρεστε; Τους βαθμούς σας δεν βάλατε; Το βαθμό μου έβαλα και εγώ, υποδε-
κανέας στον αμερικανικό στρατό ήμουνα.
Και αποχώρησε γελώντας κάτω από τα μουστάκια του αφήνοντάς τους άφωνους.

Πλούσιος με ένα τάλιρο!


Μια χαρακτηριστική φυσιογνωμία της Παλιόχωρας υπήρξε ο μπάρμπα-Γιώργης ο Κοντράρος.
Καλοκάγαθος άνθρωπος και πνευματώδης τύπος ζούσε φτωχικά με τη γυναίκα του, τη
Σμαράγδω, ασκώντας την τέχνη του παπουτσή.
Το γραφικό σπιτάκι του υπάρχει ακόμα στα όρια της Παλιόχωρας, λίγο μετά τον Άγιο Δημή-
τρη. Στα χρόνια της παιδικής μας αθωότητας αποτελούσε το μακρινότερο σημείο που μας επέ-
τρεπαν γονείς και παππούδες να φτάσουμε στο απογευματινό μας σουλάτσο. Στου μπάρμπα-
Γιώργη, λοιπόν, κατέληγαν οι βόλτες μας. Τον βρίσκαμε να δουλεύει με ένα λουλούδι πάντα
στο αυτί και ξέραμε ότι κάποιο αστείο παιχνίδι θα μας κάνει.
Χαρακτηριστικό ήταν το τραγούδι που έλεγε συχνά:
Τάκα-τάκα τα πεταλάκια.
Ντρίγκι-ντρίγκι τα κουδουνάκια.
Και όπως το τραγουδούσε τραβούσε συγχρόνως με αστείο τρόπο πότε τα αυτιά και πότε τη
μύτη μας. Το καλοκαίρι έφευγε για τις κατασκηνώσεις της Αλαγονίας, στον Ταΰγετο, όπου
εργαζόταν. Και μεις με λαχτάρα περιμέναμε πότε θα γυρίσει για να μας φέρει τα καλάθια από
κουκουνάρια που μας υποσχόταν.
Όνειρό του απραγματοποίητο ήταν να αποκτήσει περιουσία. Παρ’ όλα αυτά αντιμετώπιζε με
καρτερία και με χιούμορ τη ζωή και συχνά αυτοσαρκαζόταν. Τους πρώτους μετακατοχικούς
-359-

μηνες, παρασυρμένος, όπως πολλοί, από το κλίμα της εποχής, συμμετείχε σε διαδηλώσεις φω-
νάζοντας το σύνθημα: «Κάτω τα ψηλά μπαλκόνια». Όμως, έπειτα από κάποια σύλληψη, έπαψε
να ασχολείται με τα πολιτικά. Όταν κάποιος τον ρώτησε γιατί δε συμμετέχει πια, απάντησε
χαρακτηριστικά:
-Του Γιώργη η πλάτη δεν αντέχει άλλο ξύλο.
Προσδοκώντας μια πιο άνετη ζωή, αραιά και πού έδινε ένα ταλιράκι και αγόραζε λαχείο. Αλ-
λά και με αυτό αστειευόταν. Όταν πήγαινε στο καφενείο πάντα έβαζε το λαχείο στην εξωτερι-
κή τσέπη τού υποκάμισου και κάθε λίγο το μισοέβγαζε και το κοίταγε, δήθεν κρυφά.
-Τι έχεις εκεί Γιώργη; τον ρωτούσαν.
-Το λαχείο μου! απαντούσε με έκπληκτο ύφος. Έτσι και κερδίσω, να δεις τι έχει να γίνει!
-Δηλαδή, τι θα γίνει;
-Έτσι και κερδίσω το εκατομμύριο, θα παραγγείλω τρεις άμαξες. Στην πρώτη θα πηγαίνουν
τα βιολιά. Στη δεύτερη θα πηγαίνει ο Γιώργης με τη Σμαράγδω. Και στην τρίτη θα βάλω το
καπέλο μου! Θα πάω στα καλύτερα μαγαζιά και θα το φάω όλο σε μια μέρα.
-Καλά, θα φας ένα εκατομμύριο σε μια μέρα; τον ρωτούσαν απορημένοι.
-Α!, τι κουτοί που είστε; απαντούσε ο μπάρμπα-Γιώργης. Και, βγάζοντας το λαχείο από την
τσέπη, συμπλήρωνε με νόημα:
-Ένα τάλιρο θα φάω, μόνο ένα τάλιρο!

-ο-ο-ο-

Μεγάλη Μαντίνεια, 1997.


Ο Κοτρωτσέικος πύργος πριν μετατραπεί σε πολυτελή ξενώνα.
-360-

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΥΝΕΡΓΑΤΩΝ
Γεωργουλέας Ηλίας (Καλαμάτα, 1962). Σπούδασε φωτογραφία στη
Ρώμη, στο “Instituto Europeo di Design”. Από το 1990 διατηρεί στούντιο
στο Νέο Ψυχικό. Ασχολείται επαγγελματικά με διαφημιστική, βιομηχανική,
αρχιτεκτονική, εκδοτική και αρχαιολογική φωτογραφία. Έχει συνεργαστεί
με τις εκδόσεις Αδάμ, Μέλισσα, Εκδοτική Αθηνών, το Ταμ. Αρχαιολογικών
Πόρων του Υπ. Πολιτισμού, Υπ. Αιγαίου, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο,
Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων, Μουσείο Μπενάκη, Εθνική Πινακοθή-
κη, Πινακοθήκη Κουβουτσάκη, Εθνική Τράπεζα, Τράπεζα Πειραιώς, Μονή
Κουτλουμουσίου, Μονή Φιλανθρωπινών, Ι.Μ. Καλαβρύτων-Αιγιαλείας, Οργανισμό Προώθησης Ελ-
ληνικού Πολιτισμού. Τα τελευταία χρόνια αισθάνεται την ανάγκη την επαγγελματική και καλλιτεχνι-
κή του γνώση στη φωτογραφία να τη διοχετεύσει μέσα σε πιο εικαστικά μονοπάτια. Το Μάιο του
2016, στην αίθουσα τέχνης Καπλανών 5, διοργάνωσε την ατομική έκθεση «Στοές, περιπλάνηση
εντός». Επίσης, έχει λάβει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις στις αίθουσες τέχνης: Καπλανών 5 [Η Αθήνα
σήμερα 2012, Αρχαία και σύγχρονη πόλη: Ένας διάλογος 2013, Κ.Π. Καβάφης 2013, Πλατεία
Ομονοίας 2014], IANOS [ΣΤΑΔΙΟΥ 2013, Τέχνη στο Πατάρι 2014], ena [Δείγμα γραφής 2014],
Πολιτιστικό Κέντρο ‘‘Μελίνα Μερκούρη’’ [Μικρό καλοκαίρι 2015].

Δημητριάδου Πηνελόπη. Είναι μουσικός και εργάστηκε ως καθηγήτρια στη δευτεροβάθμια εκ-
παίδευση. Ζει στη Νέα Σμύρνη. Ζωγραφίζει από χόμπι.

Κακούρος Π. Ιωάννης (Καλαμάτα, 6/4/1986). Είναι αρχαιολόγος, αρι-


στούχος του τμήματος Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμι-
κών Αγαθών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Κάτοχος μεταπτυχιακού
διπλώματος ειδικεύσεως «Ηθική Φιλοσοφία». Έχει λάβει μέρος σε πολλές
ανασκαφές στην Πελοπόννησο (Αρκαδία, Μεσσηνία) και στα Κύθηρα. Από
το 2010 έως σήμερα συμμετέχει ενεργά στις ανασκαφές που διεξάγονται
στην αρχαία Θουρία.
Δημοσιεύσεις: «Βυζαντινά μνημεία της Μεσσηνίας» στο Μεσσηνία: Συμβολές στην Ιστορία και
στον Πολιτισμό της, επιστημ. επιμέλεια: Α.Ν. Δουλαβέρας – Ι.Κ. Σπηλιοπούλου, εκδόσεις Παπαζήση,
Αθήνα 2012, σσ. 199-261. «Η εξέλιξη των ελαιοτριβείων από την αρχαιότητα μέχρι τα μέσα του
20ου αι.» στο περιοδικό Αρχαιολογία και Τέχνες, 2016 (υπό έκδοση).
Έρευνα: Συνεργάστηκε με το «Ίδρυμα Καπετάν - Βασίλη», που εδρεύει στην Πύλο Μεσσηνίας, από
1η Οκτωβρίου 2013 έως 31 Μαρτίου 2014. Η έρευνα επικεντρώθηκε στη συγκέντρωση και επεξερ-
γασία λαογραφικού υλικού (παραδοσιακά σκεύη και εργαλεία, τεχνικές παραγωγής, λαϊκό και θρη-
σκευτικό εορτολόγιο) από όλη τη Μεσσηνία, προκειμένου να υλοποιηθεί ένα Πρόγραμμα του Ιδρύ-
ματος με τον τίτλο «Εικονικό Μουσείο Μεσσηνιακής Διατροφής» ‘http://www.messiniandiet.gr/’.
Είναι μόνιμος κάτοικος Παλιόχωρας Αβίας.

Καπετανάκη Σ. Σοφία. Είναι πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανε-


πιστημίου Αθηνών και διδάκτορας του Πανεπιστημίου του Λονδίνου. Είναι
Επίκουρη καθηγήτρια του Τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πελο-
ποννήσου. Έχει συμμετάσχει σε ερευνητικά προγράμματα του Πανεπιστημίου
του Λονδίνου, της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος, της Ακαδημίας Αθηνών
και του Μουσείου Μπενάκη. Έχει κυκλοφορήσει ένα βιβλίο της, ενώ άρθρα
της φιλολογικού και ιστορικού περιεχομένου έχουν δημοσιευθεί σε έγκριτα
περιοδικά.
-361-

Καράκοντη Άννα. Γεννήθηκε και μένει στην Αθήνα. Σπούδασε άλλα απ’
αυτά που αγαπούσε, αλλά, επειδή ήταν πολύ δυνατά αυτά, κατάφεραν να
γεμίσουν τη ζωή της. Γράφοντας και φωτογραφίζοντας εκφράζει τα συναι-
σθήματά της. Εικονοποιεί τις σκέψεις της και τις ιστορίες της. Έχει πάρει
μέρος σε συλλογικές εκδόσεις διηγημάτων και σε πολλές ομαδικές εκθέσεις
φωτογραφίας. Το Νοέμβριο του 2015 έκανε την πρώτη της ατομική έκθεση
φωτογραφίας με τίτλο «Παράθυρα Ψυχής». Τον Μάρτιο του 2016 εξέδωσε
την ποιητική συλλογή «Core ’ngrato» από τις «Μικρές εκδόσεις». Είναι παντρεμένη με τον Ηλία
Γεωργουλέα και έχουν μια κόρη.

Κατεινά Μαρία. Γεννήθηκε στον Καναδά από Έλληνες γονείς. Σε ηλικία


πέντε ετών επέστρεψε στην Αθήνα, όπου ζει μέχρι και τώρα. Τελείωσε το
Ιστορικό-Αρχαιολογικό της Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών
και εργάζεται ως καθηγήτρια στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Τον τελευ-
ταίο καιρό δοκιμάζεται στη φωτογραφία και στην ποίηση.

Κοτσόβολου Αθηνά. Σπούδασε νομικά και εργάζεται στην Καλαμάτα.


Γράφει ποίηση και δημοσιεύει σε περιοδικά και ιστοτόπους. Λέει η ίδια:
«Γεννημένη στις 7 Ιανουαρίου του 1965 στην Αβία Μεσσηνίας “ξημερώνο-
ντας τ’ Αγιαννιού με την αύριο των Φώτων” aν μη τι άλλο με στοιχειώνει η
ποίηση του Ελύτη a priori… Αργότερα κατάλαβα πως η ποίηση με στοιχειώ-
νει γενικώς. Φανατική στην ανάγνωση της ποίησης του Αναγνωστάκη και
του Χικμέτ, παθιασμένη με τη μουσική… Ποιήματα έγραψα αρκετά νωρίς
από μαθήτρια, ένα ποίημα μου δημοσιευμένο σε ένα περιοδικό των Αθη-
νών στα 15 μου, αργότερα φοιτήτρια πήρα έπαινο στο λογοτεχνικό διαγωνισμό των ‘‘Νέων’’ το
1986, για το ποίημα ‘‘ΝΟΜΙΚΗ 1985’’. Εργάστηκα σα δημοσιογράφος σε τοπικές εφημερίδες της Κα-
λαμάτας [Σημαία και Πατρίδα] και στα πρώτα ‘‘Φύλλα της Πελοποννήσου’’ ενώ ποιήματά μου δημο-
σιεύθηκαν στο περιοδικό ‘‘Ιθώμη’’» (Homo Universalis, 8/2/2013).

Κοτσώνης Λάμπρος. Ζυγός στο ζώδιο. Γεννημένος στις 8 Οκτωβρίου 1962


πράγμα που σημαίνει πως ο αριθμός 2 κινεί τη ζωή μου. Δίδυμος στην κοιλιά της
μάνας μου, μόνος στη συνέχεια... Μεγάλωσα και κατοικώ στο Βύρωνα Αθηνών.
Σπούδασα στο Πανεπιστήμιο Πατρών Μαθηματικά. Εργάζομαι στο διοικητικό
τμήμα της Βρετανικής Πρεσβείας στην Αθήνα. Δύο γάμοι. Στην Αθήνα με την
Ελένη Κολοβού και πρώτο παιδί τον Παύλο (1992) που ζει σήμερα στην Αγγλία.
Με τη Λαμπρινή Λάσκαρη στις Συρακούσες και δεύτερο παιδί την Ευαγγελία-
Ελευθερία-Κωνσταντίνα ή Ευελίνα (2014).
-362-

Κωστέας Κωνσταντίνος (Καλαμάτα, 1990). Είναι φιλόλογος, αριστούχος


απόφοιτος της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών και Πολιτισμικών Σπου-
δών του Πανεπ. Πελοποννήσου. Κατοικεί στην Καλαμάτα. Κατάγεται από
τη Μεγάλη Μαντίνεια. Τα επιστημονικά του ενδιαφέροντα εκτείνονται στη
μελέτη της Αρχαίας και Νέας Ελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας, της
Γλωσσολογίας, της Ιστορίας και της Φιλοσοφίας. Το 2015, με τον Κων.
Σίσσα, εξέδωσαν το σχολικό βοήθημα «Εισαγωγή στη γνώση της Αρχαίας
Ελληνικής για μαθητές Γυμνασίου». Ασχολείται με την ποίηση και έχει
δημοσιεύσει σε ιστοτόπους.

Μπελίτσου Καίτη (Αθήνα, 1960). Κατάγεται από την Αβία. Είναι οικονομο-
λόγος, πτυχιούχος της Σχολής Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Α-
θηνών. Από το 1980 ως το 2014 εργάστηκε στο Υπουργείο Αγροτικής Ανά-
πτυξης και Τροφίμων (Γεωργίας), όπου έφτασε ως τη θέση Διευθύντριας και
αναπληρώτριας Γενικού Διευθυντή. Τα περισσότερα χρόνια της καριέρας της
ασχολήθηκε στον τομέα των αγροτικών κοινοτικών ενισχύσεων. Διετέλεσε
εκπρόσωπος του Ελληνικού Κράτους σε διάφορες ομάδες της Ευρωπαϊκής
Επιτροπής και του Συμβουλίου Υπουργών Γεωργίας και εμπειρογνώμονας σε
Ευρωπαϊκά Προγράμματα. Τα τρία τελευταία χρόνια έγινε Οικονομική Επιθε-
ωρήτρια μέχρι την συνταξιοδότησή της. Είναι παντρεμένη και έχει δύο γιούς.

-ο-ο-ο-

Αρμυρό, δεκ. ’60.


Ο Άγ. Νικόλαος και το μνημείο του στρατηγού Κων. Βεντήρη.
-363-

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αναπλιώτης Γιάννης: 1956, «Ιρή-Αβία-Παλιόχωρα» (ανάτ. από Μεσσηνιακά Γράμματα), Καλαμάτα.
Αναπλιώτης Γιάννης: 1970, «Ιρή η ποιήεσσα», Τουριστ. Οδηγός Μεσσηνίας, Καλαμάτα, σσ. 59-65.
Βαγιακάκος Δ. Β.: 1961, «Ο Ιμπραήμ εναντίον της Μάνης», Αθήναι.
Γαβαλά Γ. Πέπη: 2002, «Κοινωνία και Εκπαίδευση (Λακωνία, τέλη 19ου – αρχές 20ού αιώνα)», Λακωνι-
καί Σπουδαί Παράρτημα 7, Εταιρεία Λακωνικών Σπουδών.
Γαβαλά Γ. Πέπη: 2006, «Η Μέση Εκπαίδευση στη Δυτική Μάνη», Μάνη, χθες, σήμερα, αύριο 27 (Απρ.-
Ιούν. 2006).
Γεωργουλέας Γ.: 1992, «Ανδρέας Σκιάς: Φιλόλογος-Αρχαιολόγος 1861-1922», Ιθώμη 33-34, σ. 91.
Ελευθερουδάκη, «Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν», λήμματα: Αβία, Αρχοντικόν, Μαντίνεια.
Ελευθερουδάκης: 1965, «Δημογραφικόν Παράρτημα Α-Ω», Αθήναι.
Ιονική Τράπεζα: 1995, «Συλλογή Χαρακτικής της Ιονικής Τράπεζας».
Καπετανάκη Σοφία: 1990, «Περιγραφή της διαδρομής Καλαμάτας - Κιτριών από τον W. Gell», Λακωνι-
καί Σπουδαί Ι΄, σσ. 499-524.
Καπετανάκης Σταύρος: 1996, «Οι Μαντίνειες της Μάνης», Αθήνα.
Κάσσης Κυρ.: 1982, «Το γλωσσικό ιδίωμα της Μάνης», τόμ. Α΄, Αθήνα.
Κατσαφάδος Π.: 1992, «Τα Κάστρα της Μαΐνης», Αθήνα.
ΚΕΔΚΕ-ΕΕΤΑΑ: 2002, «Λεξικό Διοικητικών Μεταβολών των Δήμων και Κοινοτήτων (1912-2001)», Αθήνα,
τόμ. Α΄, σ. 2 (Αβία) και τόμ. Β΄, σσ. 97 (Μεγάλη Μαντίνεια) και 132 (Μικρά Μαντίνεια).
Κόκκωνας Γιάννης: 1997, «Οι μαθητές του Κεντρικού Σχολείου (1830-1834)», Ιστ. Αρχείο Ελλ. Νεολαίας,
Γ.Γ.Ν. Γενιάς, ΙΝΕ-ΕΙΕ.
Κόμης Κ.: 1995, «Πληθυσμός και οικισμοί της Μάνης (15ος-19ος αιώνας)».
Κόμης Κ.: 1998, «Βενετικά κατάστιχα Μάνης-Μπαρδουνίας (αρχές 18ου αι.)».
Κόμης Κ.: 1999, «Κατάστιχο παραγωγής ελαιολάδου περιοχής Ζαρνάτας (1704)», Μεσσηνιακά Χρονικά
Α΄, σσ. 363-383.
Κοσιώρης Ιωάννης: 1992, «Το χρονικό της Εθνικής Αντιστάσεως Πελοποννήσου 1941-1945», Αθήνα.
Κοτσόβολου Αθηνά: 1995, «Αβία» (ποίημα), Ιθώμη 37-38, σ. 110.
Κοτσώνης Ανδρέας; 1977, «Μεγάλη Μαντίνεια (Τρία άγνωστα μνημεία της)», Ιθώμη 17, σ. 45
Κοτσώνης Ανδρέας: 1992, «Ο Χάρος», Ιθώμη 33-34, σσ. 93-95.
Κοτσώνης Ντίνος: 1977, «Η Μεγάλη Μαντίνεια και ο καθηγητής Τζανής Παπαδόπουλος», Ιθώμη 19.
Κοτσώνης Ντίνος; 1978, «Δύο ενδιαφέροντα κείμενα του καθηγητή Τζανή Παπαδόπουλου», Ιθώμη 20.
Κουγέας Σ.: 1933, «Συμβολαί εις την ιστορίαν και τοπογραφίαν της ΒΔ Μάνης», Ελληνικά 6, 276-277.
Μηλίτση-Νίκα Αναστασία και Θεοφιλοπούλου-Στεφανούρη Χριστίνα: 2010, «Καλαμάτα 1830-1940»,
ΓΑΚ Ν. Μεσσηνίας, Καλαμάτα.
Μπελίτσος Θεόδωρος: 1998, «Τα Αλτομιρά της Έξω Μάνης» Λακωνικαί Σπουδαί ΙΔ΄, σσ. 293-346.
Μπελίτσος Θ.: 2002, Οι Μαντίνειες του 1700, Πρακτικά Α΄ Τοπ. Συνεδρ. Λακων. Σπουδών, σσ. 430-432.
Μπελίτσος Θεόδωρος: 2006, «Το ‘‘Βιβλίον Γάμων’’ της Μεγ. Μαντίνειας Αβίας (1869-1891)», Πρακτικά
Β΄ Τοπικού Συνεδρίου Λακωνικών Σπουδών, σσ. 241-298.
Παπαδόπουλος Ιωάννης: 1954, «Μαντίνεια η Βυζαντινή», εφ. Έθνος (19/6/1954).
Παπαδόπουλος Ιωάννης: 1955, «Η Βυζαντινή Ριβιέρα», εφ. Έθνος (29/3/1955).
Πετρίδης Αθανάσιος: 1886, «Περί των εν Μεσσηνία πόλεων...», Παρνασσός 10 (1886).
Πετρίδης Αθανάσιος: 2005, «Περί της λακωνικής αρχαίας πόλεως Γερηνίας (IV)», Μανιάτ. Αλληλεγγύη
(Μάιος 2005) αναδημοσίευση από την εφ. «Απόλλων» Πειραιά (1883-1892).
Πετρίδης Δ.Γ.: 1881, «Στοιχειώδεις Πρακτικαί Οδηγίαι περί διδασκαλίας μαθημάτων εν τοις Δημοτικοίς
Σχολείοις, Εγκριθείσαι υπό του επί της Εκπαιδεύσεως Υπουργείου», εν Αθήναις, εκ του Τυπογραφείου
Σ.Κ. Βλαστού.
Ρέππας Κ. Χρήστος: «Το πρώτο Δημοτικόν Σχολείον των Κορασίων Καλαμάτας», Μεσσηνιακά Χρονικά Β΄
(2000-2002), σσ. 269-304.
Σκιάς Α.: 1977, «Απρίλιος 1941: Επιβιβάσεις από το λιμάνι της Καλαμάτας», ΙΘΩΜΗ 17, σσ. 23-25.
-364-

Σταυρίδου Στέλλα: 1993, «Η χαρτογράφηση της Λακωνίας από βυζαντινά χειρόγραφα (13ος-19ος αι.)»
στον τόμο «Μάνη - Μαρτυρίες για το χώρο και την κοινωνία. Περιηγητές και επιστημονικές αποστολές
(15ος-19ος αι.)», Πρακτικά Συμποσίου, Λιμένι 4-7 Νοεμβρίου 1993, εκδ. Κ.Ν.Ε.-Ε.Ι.Ε.
Σταυρόπουλος Σπύρος: 1996, «Τα Ασκληπιεία της Πελοποννήσου», Πάτρα.
Σφηκόπουλος Ι.: 1987, «Τα μεσαιωνικά κάστρα του Μορηά».
ος ος
Τάντουλος Αντ.: 1993, «Η έντυπη χαρτογράφηση της Μάνης (16 -18 αι.)», στον τόμο «Μάνη – Μαρ-
τυρίες για το χώρο και την κοινωνία…», Πρακτικά Συμποσίου, εκδ. Κ.Ν.Ε.-Ε.Ι.Ε.
Τσιλιβής Ν.: 2003, «Στην σκιά του κάστρου της Ζαρνάτας».
Υπ. Αιγαίου: 1998, «Αιγαίο αρχιπέλαγος και Κύπρος - Έντυποι χάρτες από τις συλλογές Χ. Ζαχαράκι και
Μ. Σαμούρκα».
Φερέτος Μίμης: 1968, Μεσσηνιακά 1968.
Φραγκούλης Χρήστος: 1917, «Σύμμεικτα», Λαογραφία 6, σ. 243.
Χανδρινός Δημήτριος: 1990, «Ιρή-Αβία-Μαντίνειες-Παληόχωρα», Καλαμάτα.
Fougères Gustave: 1898, «Mantinée et l’Arcadie Orientale», Paris.
Hopf Κ.: 1873, «Chroniques Greco-Romanes».
-365-

You might also like