Professional Documents
Culture Documents
Ορισμός και αρχές του Συμβολισμού
Ορισμός και αρχές του Συμβολισμού
Ορισμός και αρχές του Συμβολισμού
Οι Έλληνες συμβολιστές
«Ο μεσοπόλεμος ήταν μια περίοδος αληθινά γόνιμη για τη
λογοτεχνία μας και ιδιαίτερα σημαντική για την κατοπινή της
πορεία. Ίσαμε τότε, λίγο ως πολύ, η λογοτεχνική μας
παράδοση ακολουθούσε την ίδια κατεύθυνση. […] Εκείνο τον
καιρό, ανάμεσα στα 1910 και στα 1920, κάνει την εμφάνισή
της μια ομάδα ποιητών, με διαφορά μιας περίπου δεκαετίας
αναμεταξύ τους, φέρνοντας έναν εντελώς άγνωστο ίσαμε την
ώρα τόνο. Ήδη πριν από το 1910, σχεδόν ταυτόχρονα με τον
Σικελιανό, τον Βάρναλη και τον Αυγέρη, είχαν παρουσιαστεί,
αδιαμόρφωτοι ακόμα: ο Ρώμος Φιλύρας, ο Ναπολέων
Λαπαθιώτης, ο Φώτος Γιοφύλλης και τελευταίοι, με τα
εντελώς πρωτόλειά τους, ο Κώστας Ουράνης κι ο Λευτέρης
Αλεξίου, για ν’ ακολουθήσουν στη συνέχεια μέσα στα
επόμενα δέκα χρόνια: ο Κλέων Παράσχος, ο Ιωσήφ
Ραφτόπουλος, ο Κ.Γ. Καρυωτάκης, ο Ν. Χάγερ-Μπουφίδης, ο
Τέλλος Άγρας, ο Κωστής Βελμύρας, ο Μήτσος Παπανικολάου,
ο Γ. Σταυρόπουλος, που μαζί με κάποιους πιο
καθυστερημένους στην εμφάνιση δίνουν μιαν αποφασιστική
στροφή στην ποιητική μας παράδοση και γίνονται οι φορείς
της “νέας ευαισθησίας’’.
Οι ποιητές αυτοί, βέβαια, ούτε έχουν απόλυτη κι αδιατάρακτη
ομοιογένεια στο σύνολό τους ούτε προωθήθηκαν όλοι τελικά
στον ίδιο βαθμό. Οπωσδήποτε όμως, αν εξαιρέσουμε τον
άνισο και ακαταστάλακτο Φώτο Γιοφύλλη, που διακυμάνθηκε
από τους παλαιοπαραδοσιακούς τρόπους ως τον πιο
επιδεικτικό κι επιφανειακό μοντερνισμό, πριν καταλήξει
στην άγονη συντήρηση […], οι υπόλοιποι κινούνται σε ενιαίο
κλίμα, εμφανίζουν κοινά γνωρίσματα, ώστε να δημιουργούν
σχολή: την αθηναϊκή σχολή τον Νεορρομαντισμού και του
Νεοσυμβολισμού. Πρώτα ο Φιλύρας, ο Λαπαθιώτης κι ο
Ουράνης, έπειτα ο Κλέων Παράσχος, ο Καρυωτάκης, ο
Μπουφίδης, ο Άγρας, ο Παπανικολάου, κατόπιν μερικοί απ’
όσους παρουσιάστηκαν ύστερα από το 1920 έρχονται, ο ένας
μετά τον άλλο, να πυκνώσουν τις τάξεις της και να ταράξουν
την ορθοδοξία της παράδοσης, ανακατεύοντας τα μέτρα και
τους ρυθμούς, σπάζοντας την ως εκείνη τη στιγμή
λογοκρατική αντίληψη και προετοιμάζοντας έτσι το έδαφος
για τις νέες τάσεις και τη μεγάλη στροφή που έμελλε ν’
ακολουθήσει.
Πρόκειται για μια αλλαγή γλώσσας και κλίματος, που φέρνει
τους τελευταίους τούτους ανανεωτές του παραδοσιακού
στίχου σε αισθητή αντίθεση με το παλαιοπαραδοσιακό
πνεύμα. Η τέχνη τους εκφράζει μια γενική κόπωση και
απαισιοδοξία, συνδυασμένη με την αίσθηση του
ανικανοποίητου και του αδιέξοδου. Κλείνεται στο
απομονωμένο άτομο και υψώνει “τείχη”, βρίσκει τόνους
αβρούς για να τραγουδήσει τη φθορά, καταφεύγει στη μνήμη
και στην ομορφιά ή κραυγάζει από απόγνωση και απιστία.
Άλλωστε, δεν μπορεί κανένας πλατύτερος πνευματικός
ορίζοντας να τους ανοιχτεί και να τους τραβήξει. Δεν υπάρχει
ούτε κι η πίστη για μια οποιαδήποτε αντίσταση. Υπάρχει
μονάχα η αίσθηση, μαζί με μιαν αξεδίψαστη περιπάθεια, — κι
όσο τα ερεθίσματα διατηρούν τη γοητεία τους, η ποίηση γι’
αυτούς είναι ένα μελαγχολικό καταφύγιο […].
Την ίδια εποχή, καθώς είδαμε, μα και κάμποσα χρόνια πριν
αρχίσουν οι νεορρομαντικοί κι οι νεοσυμβολιστές να
δημιουργούν το κλίμα της “νέας ευαισθησίας”, έγραφε στην
Αλεξάνδρεια ο Καβάφης. Η απόσταση, χωρίς άλλο, είναι
αρκετή —πάντως, όχι μεγαλύτερη απ’ όση μεσολαβεί από την
Αλεξάνδρεια ως την Αθήνα. Η διαφορά τους δεν είναι διαφορά
πνεύματος, αλλά κλίματος. Η αίσθηση της φθοράς, το
απομονωμένο άτομο, η απουσία πίστης και ιδανικών
αποτελούν γνωρίσματα κοινά ή περίπου κοινά. Και των δύο
το πνεύμα είναι πνεύμα παρακμής. Και των δύο η ποίηση
είναι πιο πολύ ποίηση σιωπής παρά λόγου.
Η σύμπτωση δεν ήρθε τυχαία. Όταν ο λόγος έμεινε χωρίς
έρεισμα κι άρχισε να φθείρεται από τη στενή προστριβή του
με τα πράγματα και τα “ηχηρά παρόμοια”, η ποίηση, για να
εκφραστεί, αναγκάστηκε να καταφύγει στη σιωπή και στην
υποβολή. Ίσαμε τότε, έβγαινε από το λόγο. Τώρα, αρχίζει να
βγαίνει από τα πράγματα. Η παλαιότερη θεματογραφία
στηριζόταν στην κεντρική ιδέα του ποιήματος, στην έξαρση
του ποιητή και στη συγκίνηση που δημιουργούσε ο λόγος.
Εδώ, όλα αυτά υποχωρούν, για να προβληθεί η περιρρέουσα
ατμόσφαιρα των πραγμάτων και των αισθημάτων, και το
παλιό ποιητικό θέμα εξατμίζεται ή γίνεται περισσότερο
πεζογραφικό. Ο λόγος, αντί να παρουσιάζει και να μεγεθύνει,
προτιμάει να σημαίνει μόνο και να υποβάλλει. Τέτοια η
ποίηση του Καβάφη, τέτοια και των ποιητών της
νεορρομαντικής και νεοσυμβολιστικής σχολής.
Τι είναι, ωστόσο, αυτό πού χωρίζει τον Καβάφη από τους
Αθηναίους παρακμίες, και τι κάνει άραγε την ποίησή τους
τόσο διαφορετική; Ο ίδιος ο Καβάφης, σε μια συνομιλία του
με τον Γιώργο Θεοτοκά, φέρνοντας με τρόπο την κουβέντα
στους “ποιητάς των Αθηνών”, όπως τους έλεγε, είχε
καθορίσει μόνος του τη διαφορά: “Είναι ρομαντικοί!
Ρομαντικοί! Ρομαντικοί!”. Κι αληθινά, ο Ρομαντισμός
αποτελεί μια απ’ τις πιο βασικές αντιθέσεις ανάμεσά τους.
Είναι η διαφορά του κλίματος που αντιδιαστέλλει τη
νοοτροπία της Αθήνας από τη νοοτροπία της Αλεξάνδρειας
και τοποθετεί τους νεώτερους τούτους ρομαντικούς στην
τελευταία φάση μιας παράδοσης, αρχινισμένης κάπου εκατό
χρόνια πριν.
[…] Με τους νεορρομαντικούς και τους νεοσυμβολιστές
επιχειρείται πιο οργανωμένα και πιο επίσημα η μεταφύτευση
των ξένων ρευμάτων. […] Η ποίησή τους αποτελεί μια
περίεργη διασταύρωση της καβαφικής πολιτείας με τη
ρομαντική Αθήνα, που επέτυχε χάρη στη μεσολάβηση του
γαλλικού συμβολισμού και των ευρωπαίων esthetes του
περασμένου αιώνα ή των αρχών του δικού μας. Ο
Ρομαντισμός και η επιστροφή στο παρελθόν, ο εκλεκτικισμός
κι η λεπταισθησία, η απαισιοδοξία, ο Συμβολισμός κι ο
Αισθητισμός, ο κοσμοπολιτισμός, η τάση της φυγής και η
στροφή προς τα πράγματα και τα αισθητά είναι τα κυριότερα
γνωρίσματά τους.
Ωστόσο, εκτός απ’ τα παραπάνω ιδιαίτερα χαρακτηριστικά
της σχολής και μαζί με τη “νέα ευαισθησία” και την
εκφραστική ανανέωση, οι ποιητές αυτοί έφερναν και κάτι
άλλο, αρκετά σπάνιο ως εκείνη την ώρα: την ειλικρίνεια του
βιώματος και την αίσθηση του απτού γεγονότος,
συνδυάζοντας την κουρασμένη ρομαντική διάθεση με μιαν
αμεσότερη και λεπτότερη γεύση των πραγμάτων — κι από
την άποψη τούτη, η προσφορά τους παρουσιάζει απόλυτη
συνέπεια. Όλοι τους ή σχεδόν όλοι τους είχαν συνταυτίσει τη
ζωή τους με την τέχνη τους, πράμα που το πλήρωσαν ακριβά.
Κι αν περιορίστηκαν στην ατομική τους περιπέτεια, με τη
γνησιότητα της φωνής τους, χωρίς να το επιδιώξουν,
κατάληξαν τελικά να δώσουνε μιαν ανθρώπινη υπόθεση.
Κάποτε, οι ποιητές σκηνοθετούσαν δυστυχίες, για να
γράφουν. Αυτοί, αντίθετα, κυνηγούσαν τη μέθη και τη
συγκίνηση, για να ζουν πιο έντονα, και κατάντησαν να
γράφουν από απελπισία. Μπορεί, βέβαια, να μην ήταν τα
μεγάλα ποιητικά αναστήματα του πρόσφατου παρελθόντος,
έστω κι αν απ’ ανάμεσά τους ξεπήδησε μια τόσο καίρια και
δραματική κραυγή σαν του Καρυωτάκη. Αλλά τέτοιες
παρουσίες δεν τις ευνοούσε ούτε η ιστορική στιγμή ούτε η
γύρω πραγματικότητα. Κι από τη φύση τους όμως, ήταν ξένοι
προς την κίνηση της μεγάλης γραμμής — και τούτο στάθηκε
άλλος ένας απ’ τους βασικούς παράγοντες της μοναδικότητάς
τους».
Ορισμοί
* Η ηθογραφία του
* Η γλώσσα
---------------------------------------------------------------------
...Σε µια άλλη ενότητα (πολύ πιο συµβατή, από την άποψη του
περιεχοµένου, µε τις σοσιαλιστικές αρχές του Θεοτόκη) θα
µπορούσαµε να κατατάξουµε τη νουβέλα Η τιµή και το χρήµα,
(1912) και το µυθιστόρηµα Οι σκλάβοι στα δεσµά τους (1922). Εάν
στα προηγούµενα πρώιµα ηθογραφικά ρεαλιστικά διηγήµατα το
κυρίαρχο θεµατικό µοτίβο είναι η σύγκρουση ανάµεσα στα φυσικά
ερωτικά ένστικτα και τις κοινωνικές προλήψεις, στα δύο
συγκεκριµένα έργα η δράση µεταφέρεται σε µια προαστική και
αστική -αντιστοίχως- κοινωνία και το ενδιαφέρον επικεντρώνεται
στην επιρροή των κοινωνικών και οικονοµικών όρων στα πρόσωπα.
Στη νουβέλα Η τιµή και το χρήµα, η ανθρώπινη συνείδηση
δοκιµάζει τα όρια και την αντοχή της, καθώς όλα τα πρόσωπα
-λίγο ή περισσότερο- κινούνται σ’ έναν κλοιό, ο οποίος ορίζεται από
τη διαβρωτική κυριαρχία του χρήµατος. Από τον κλοιό δραπετεύει,
στο τέλος της αφήγησης, η Ρήνη (η κεντρική ηρωίδα), αρνούµενη
την εξαγορά της αγάπης της, αποφασισµένη να ορίσει η ίδια τη
ζωή της µε την εργασία της. Με τον τρόπο αυτό ο Θεοτόκης
επιχειρεί ένα άνοιγµα σ’ έναν άλλο κύκλο, αφήνοντας -κατ’
επέκταση- ανοιχτή την υπόθεση για µια αλλαγή· ένα διαφορετικό
τρόπο ζωής, ο οποίος βρίσκεται περά από τη δικαιοδοσία του
χρήµατος.
---------------------------------------------------------------------
---------------------------------------------------------------------
«Η προσφιλής τάση του Θεοτόκη να προξενεί στον αναγνώστη του
φρίκη, η εμμονή του στην περιγραφή, με όλες της τις λεπτομέρειες,
της κόλασης στην οποία βυθίζεται η, έστω και πραγματικά
αξιοκαταφρόνητη, ύπαρξη του Καραβέλα, πηγάζουν από την
πεποίθηση ότι την εξιλέωση θα διαδεχθεί η στιγμή της λύτρωσης
και της δικαιοσύνης για τον άνθρωπο και την κοινωνία.
Παρουσιάζοντας την κοινωνική κόλαση, ο Θεοτόκης ακολουθεί με
ακρίβεια τα μεγάλα ίχνη του γερμανικού ανθρωπισμού, όπως
εμπλουτίστηκε και από το ρωσικό μυθιστόρημα, και ανοίγει στην
πεζογραφία ένα δρόμο παράλληλο με εκείνον της ποίησης (του
Παλαμά, κυρίως, στα χρόνια αυτά, του Σικελιανού και του
Καζαντζάκη αργότερα), που και αυτή ήθελε να καταστρέψει τον
κόσμο, σε ένα αποκορύφωμα εξιλέωσης, για να τον δει να
ξαναγεννιέται καθαρός, παρθένος, σωστός. Με τον Καραβέλα η
ηθογραφία έχει εξαντλήσει πλέον όλες της τις δυνατότητες, έχει
τερματίσει την ιστορική της διαδρομή.»
---------------------------------------------------------------------
---------------------------------------------------------------------
• Το ποίημα γράφτηκε το 1910 και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1911।Στην έκτη
ενότητα ο ποιητής προσπαθεί να αποτρέψει τον αποδέκτη από την απογοήτευση που
μπορεί να νοιώσει όταν φτάσει στον προορισμό στ.34. Η προσφορά της Ιθάκης είναι
ανεκτίμητη στ.35 πλουτη= οι περιπέτεις και οι γνώσεις του ταξιδιού ταυτίζονται με
την σοφία, την ικανότητα του ανθρώπου να κατανοεί το βαθύτερο νόημα της ζωής.
• Πηγή έμπνευσής του ο μύθος του Οδυσσέα και ο προορισμός του τελευταίου,
η «Ιθάκη». Η «Ιθάκη» υποδηλώνει την πραγματοποίηση ενός στόχου που έχει
θέσει ο άνθρωπος.
Τι άλλο μπορεί να μας προσφέρει η «Ιθάκη»; Ως τέλος, ως σκοπός μας έδωσε
ό,τι μπορούσε να μας δώσει: μας έδειξε το δρόμο και μας ώθησε πρακτικά να
τον βαδίσουμε.
Η «Ιθάκη» όμως δεν είναι μία, αλλά πολλές. Ο καθένας, ως φαίνεται,
προορίζεται να έχει τη δική του «Ιθάκη» Το ποίημα ανήκει στα φιλοσοφικά
ποιήματα του Καβάφη, αλλά περικλείει και διδακτική πρόθεση. Δεν κρίνεται
ορθή η μονοσήμαντη κατηγοριοποίησή του ως διδακτικού ποιήματος από
ορισμένους ερμηνευτές. Έχει τη μορφή διδακτικού μονολόγου που μπορεί να
διαβαστεί και ως εσωτερικός μονόλογος «εις εαυτόν». Το περιεχόμενο
αντανακλά βίωμα και εμπειρία ζωής δεν είναι θεωρητική κατασκευή που
επιχειρεί έξωθεν να καθορίσει τη ζωή.
• Για το βαθύτερο νόημα του ποιήματος είναι προτιμότερο ν' αφήσουμε τον ίδιο
τον ποιητή να μιλήσει... "Το νόημα του ποιήματος τούτου είναι απλούν και
σαφές।Ο άνθρωπος εις την ζωήν του επιδιώκει ένα σκοπόν "Ιθάκην", αποκτά
πείραν, γνώσεις και ενίοτε αγαθά ανώτερα του σκοπού του ιδίου.
Κάποτε δε την Ιθάκην, όταν φθάνει στο τέρμα των προσπαθειών του, την
ευρίσκει πτωχικήν, κατωτέρα των προσδοκιών του. Εντούτοις η Ιθάκη δεν τον
γέλασε".
Λεχωνίτης, Γ., Καβαφικά αυτοσχόλια, (με εισαγωγικό σημειώμα Τίμου
Μαλάνου), Β’ έκδοση
Ερμηνευτική προσέγιση
Δομή:
– Πρώτη ενότητα (στ. 1-3): η στάση ζωής που οφείλει να έχει αυτός που κάνει το
ταξίδι της ζωής.
– Δεύτερη ενότητα (στ. 4-12): εάν υπάρχει η υψηλή σκέψη και η εκλεκτή συγκίνησις
είναι αντιμετωπίσιμοι όλοι οι εξωτερικοί κίνδυνοι.
– Τρίτη ενότητα (στ.13-23): οι υλικές και πνευματικές απολαύσεις που μας
προσφέρει το ταξίδι.
– Τέταρτη ενότητα (στ. 24-30): το ταξίδι έχει σημασία που χρειάζεται να διαρκέσει
ως τα γεράματα.
– Πέμπτη ενότητα (στ. 31-33): η προσφορά της Ιθάκης.
– Έκτη ενότητα (στ. 34-36): η βαθύτερη, συμβολική, σημασία της Ιθάκης.
Θέμα: Η συσσώρευση εμπειριών και γνώσεων στο πλαίσιο της πορείας προς έναν
ανώτερο σκοπό.
• Στους τρείς πρώτους στίχους συνοψίζει την άποψη που εκφράζει σε ολόκληρο
το ποίημα με συμβουλευτικό ύφος. Τον συμβουλευτικό- διδακτικό τόνο
αισθητοποιεί με την επιλογή του β' ενικού προσώπου και τη συνακόλουθη
τεχνική του δραματικού μονολόγου.
Σύμβολα: Ιθάκη= κίνητρο πορείας πιο σημαντικό από τον σκοπό που θέτουμε,
εφόσον προσφέρει στον άνθρωπο εμπειρία και γνώσεις
• Στη δεύτερη ενότητα προσπαθεί να αποδείξει την θέση που παρουσίασε στην
πρώτη ενότητα.
Προτρέπει τον αναγνώστει να αγνοήσει τους κινδύνους (Λαιστρυγόνας,
Κύκλωπας, Πσειδώνα) γιατί ουσιάστικά υπάρχουν μόνο στο μυαλό μας. Η
προϋπόθεση για να χειραγωγηθεί ο φόβος δίνεται στους στίχους 7-8 "αν είναι
η σκέψη σου υψηλή,αν εκλεκτή/ συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου
αγγίζει". Επομένως οι καβαφικές παραινέσεις δεν απευθύνονται σε όλους τους
ανθρώπους αλλά σε κάποιους εκλεκτούς με ιδιαίτερα ψυχικά και πνευματικά
χαρίσματα.
[Ιθάκη
Ποίημα διδακτικό, γραμμένο σε δεύτερο πρόσωπο για να γίνεται εντονότερη η
αίσθηση της παραίνεσης του ποιητή προς τον αναγνώστη. Με τη χρήση του δεύτερου
προσώπου το ποίημα κερδίζει σε αμεσότητα και ο κάθε αναγνώστης αισθάνεται πως
το ποίημα απευθύνεται στον ίδιο.
Στίχοι 1 -3: Αν και το ποίημα αναφέρεται στην Ιθάκη, δεν είναι ένα ποίημα
επιστροφής, ένα ποίημα νόστου, όπως ήταν το ταξίδι του Οδυσσέα. Είναι ένα ταξίδι
πηγαιμού. Ο ταξιδιώτης του ποιήματος ξεκινά προς την Ιθάκη, δεν επιστρέφει στην
Ιθάκη.
Το ταξίδι θα πρέπει να ευχόμαστε να διαρκέσει πολύ και να είναι γεμάτο με
περιπέτειες και γνώσεις. Σε αντίθεση με τον Οδυσσέα που ευχόταν το δικό του ταξίδι,
το ταξίδι της επιστροφής του να είναι σύντομο, το ταξίδι του αναγνώστη προς την
Ιθάκη θα πρέπει να διαρκέσει πολύ, ώστε να του προσφέρει πολλές εναλλαγές της
τύχης – περιπέτειες – και πολλές εμπειρίες.
Στίχοι 4 – 8: Στο ταξίδι προς την Ιθάκη δε θα υπάρξουν εμπόδια όπως αυτά που
συνάντησε ο Οδυσσέας στο δικό του ταξίδι. Το ταξίδι προς την Ιθάκη δε θα έχει
ανυπέρβλητες δυσκολίες αν ο ταξιδιώτης κρατά τη σκέψη του σε υψηλό επίπεδο, αν
δεν ασχολείται με μικροπράγματα και ασήμαντα ζητήματα. Αν ο ταξιδιώτης έχει στο
μυαλό του το στόχο του και επιμένει στην πραγματοποίησή του, δεν πρόκειται στην
πορεία να βρει μεγάλες δυσκολίες. Πρέπει, όμως, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού να
προσφέρει στο πνεύμα του, όπως και στο σώμα του, συγκινήσεις υψηλής ποιότητας
και όχι να ασχολείται με ανούσιες απολαύσεις. Αν ο ταξιδιώτης φροντίζει να
καλύπτει τις πνευματικές του ανάγκες με αξιόλογες αναζητήσεις, θα κατορθώσει να
κρατήσει τη σκέψη του καθαρή και δυνατή και θα μπορέσει να συνεχίσει το ταξίδι
του χωρίς να χρειάζεται να ανησυχεί για τις όποιες δυσκολίες ενδέχεται να του
παρουσιαστούν. Αν ο ταξιδιώτης δε φροντίζει για την πνευματική του καλλιέργεια, δε
θα χρειαστούν οι Κύκλωπες για να τερματίσει το ταξίδι του, ένα οποιοδήποτε
ασήμαντο εμπόδιο θα είναι αρκετό για να τον βγάλει από την πορεία του.
Στίχοι 9 – 12: Οι δυσκολίες που συνάντησε ο Οδυσσέας ήταν πολύ μεγάλες και
χρειάστηκε πολύ προσπάθεια από μέρους του για να τις ξεπεράσει. Για τον ταξιδιώτη
όμως, του ποιήματος, δεν υπάρχει κίνδυνος να εμφανιστούν τόσο σημαντικά
προβλήματα. Μόνο αν ο ταξιδιώτης φοβάται και σκέφτεται αρνητικά ενδέχεται να
προκύψουν δυσκολίες στο ταξίδι του, μόνο αν ο ίδιος μεγαλοποιεί τα προβλήματά
του θα δυσκολευτεί να συνεχίσει το ταξίδι του. Αν ο ταξιδιώτης δε φοβάται και δεν
έχει την τάση να δραματοποιεί τα μικρά προβλήματα της ζωής του, θα μπορέσει να
συνεχίσει ανεμπόδιστος το ταξίδι του. Οι ίδιοι οι άνθρωποι είναι αυτοί που στήνουν
εμπόδια στο δρόμο τους, γιατί φοβούνται να τολμήσουν, γιατί φοβούνται να
διεκδικήσουν τα όνειρά τους.
Στίχος 13: Για άλλη μια φορά ο ποιητής μας προτρέπει να ευχόμαστε να διαρκέσει
πολύ το ταξίδι μας. Ο ποιητής επαναλαμβάνει την προτροπή του γιατί θεωρεί ότι
είναι πολύ σημαντικό να μη βιαστούμε να ολοκληρώσουμε το ταξίδι μας. Το ταξίδι
αυτό ουσιαστικά ταυτίζεται με τη ζωή μας και γι’ αυτό θα πρέπει να ευχόμαστε να
έχει μεγάλη διάρκεια.
Στίχοι 14 – 16: Πολλά να είναι τα πρωινά που θα μπαίνουμε για πρώτη φορά σε νέα
λιμάνια. Η προτροπή αυτή μπορεί να θεωρηθεί κυριολεκτική, δηλαδή να εκφράζει
την αξία που έχει η γνωριμία με πολλούς νέους τόπους, ή μεταφορική, με την έννοια
ότι κάθε νέα εμπειρία, κάθε νέος άνθρωπος που γνωρίζουμε, θα πρέπει να θεωρείται
από εμάς κέρδος. Οι εμπειρίες που θα αποκομίσουμε από το ταξίδι μας, θα έρθουν
μέσα από τους νέους τόπους που θα γνωρίσουμε αλλά και μέσα από τις διάφορες
εμπειρίες που θα βιώσουμε.
Στίχοι 17 – 19: Η Φοινίκη, (ο σημερινός Λίβανος) ήταν γνωστή στην αρχαιότητα ως
σημαντικό εμπορικό κέντρο, εκεί συγκεντρώνονταν προϊόντα αλλά και άνθρωποι από
όλες τις γύρω περιοχές καθώς και από τη μακρινή ανατολή. Ο ποιητής, λοιπόν, μας
προτρέπει να βρεθούμε σε χώρους όπου θα μπορέσουμε να έχουμε την ευκαιρία να
έρθουμε σε επαφή με ξένους πολιτισμούς, μέσω των οποίων θα μπορέσουμε να
διευρύνουμε τις γνώσεις μας αλλά και τον τρόπο σκέψης μας. Η γνωριμία με
διαφορετικούς πολιτισμούς είναι κατά τον ποιητή ένα παράθυρο προς τη γνώση και
ένας μοναδικός τρόπος διεύρυνσης των εμπειριών μας.
Ο ποιητής περιγράφει πολύτιμα προϊόντα τα οποία μας προτρέπει να αποκτήσουμε.
Ό,τι πολυτιμότερο έχει να προσφέρει κάθε λαός είναι κάτι που θα πρέπει να το
γνωρίσουμε και κυρίως τα προϊόντα της πνευματικής κουλτούρας κάθε ξένου λαού.
Στίχοι 20 – 21: Ο ποιητής δεν περιορίζεται μόνο στον πλουτισμό των γνώσεων του
ανθρώπου αλλά μας προτρέπει να γνωρίσουμε και τον έρωτα, μιας και ο άνθρωπος
δεν έχει μόνο πνευματικές ανάγκες. Για να μπορεί, δηλαδή, ο άνθρωπος να είναι
πλήρης θα πρέπει να φροντίζει τόσο το πνεύμα του όσο και το σώμα του.
Στίχοι 22 – 23: Σε πόλεις Αιγυπτιακές, μας προτρέπει ο ποιητής να κατευθυνθούμε,
δηλώνοντας αφενός το θαυμασμό του για τον αιγυπτιακό πολιτισμό, ο οποίος υπήρξε
από τους σημαντικότερους και άρα είναι πλούσιος σε πολύτιμες γνώσεις, και
αφετέρου εκφράζει την ευγνωμοσύνη του προς την Αίγυπτο τη χώρα στην οποία ο
ίδιος γεννήθηκε και έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του.
«Να μάθεις και να μάθεις…» Η γνώση για τον ποιητή είναι το σημαντικότερο
απόκτημα στη ζωή του ανθρώπου και γι’ αυτό συχνά μέσα σε αυτό το ποίημα μας
προτρέπει να αποκτήσουμε όσο το δυνατόν περισσότερες γνώσεις. Γνώσεις οι οποίες
θα προκύψουν και μέσα από τις εμπειρίες που θα αποκτήσουμε κατά τη διάρκεια του
ταξιδιού αλλά και μέσα από τη γνωριμία μας με μορφωμένους ανθρώπους, οι οποίοι
θα μας βοηθήσουν στην προσπάθειά μας να μάθουμε νέα πράγματα.
Στίχοι 24 – 25: Θα πρέπει ο ταξιδιώτης να έχει πάντοτε στο νου του την Ιθάκη, το
στόχο που έχει θέσει στη ζωή του, τον προορισμό του, γιατί αν δεν σκέφτεται
διαρκώς την πραγματοποίηση του στόχου του υπάρχει κίνδυνος να εγκαταλείψει την
αρχική του προσπάθεια και να παρεκτραπεί σε κάτι λιγότερο σημαντικό. Αν δεν
έχουμε στο μυαλό μας συνεχώς το στόχο που έχουμε εξαρχής θέσει, υπάρχει
περίπτωση να συμβιβαστούμε με κάτι λιγότερα, να εγκαταλείψουμε την προσπάθειά
μας και να μην ολοκληρώσουμε σωστά το ταξίδι μας.
Στίχοι 26 – 28: Ο ποιητής μας λέει ότι δεν υπάρχει λόγος να βιαστούμε και αυτό
γιατί το ταξίδι είναι η ζωή μας και το τέλος του ταξιδιού ταυτίζεται με το τέλος της
ζωής μας. Το ταξίδι είναι ο μόνος τρόπος να ζήσουμε πολλές εμπειρίες, να
αποκτήσουμε πολλές γνώσεις και να ζήσουμε μια σειρά από εκπληκτικά γεγονότα,
οπότε δεν υπάρχει λόγος να το επισπεύσουμε. Όταν πια έχουμε γεράσει και το τέλος
της ζωής μας πλησιάζει, τότε μπορούμε να φτάσουμε στην Ιθάκη, στον τερματισμό
του ταξιδιού μας.
Στίχοι 29 – 30: Στην Ιθάκη θα φτάσουμε πλούσιοι από γνώσεις και εμπειρίες που θα
έχουμε αποκτήσει κατά τη διάρκεια του ταξιδιού μας. Οι Ιθάκη δεν έχει να μας δώσει
πλούτη, η Ιθάκη είναι το τέλος του ταξιδιού.
Στίχοι 31 – 33: Η Ιθάκη αποτέλεσε το κίνητρο γι’ αυτό το ταξίδι, ήταν ο λόγος για
τον οποίο ξεκινήσαμε την πορεία μας, ήταν για χάρη της Ιθάκης που μπορέσαμε να
γνωρίσουμε τόσα νέα μέρη, τόσους ανθρώπους και να αποκτήσουμε τόσες γνώσεις
και τόσες εμπειρίες. Η Ιθάκη δεν έχει κάτι άλλο να δώσει πέρα από το ταξίδι.
Στίχοι 34 – 36: Όταν ξεκινά ο ταξιδιώτης για πρώτη φορά την πορεία του στη ζωή
είναι άπειρος και χωρίς πολλές γνώσεις και θεωρεί ότι η Ιθάκη είναι κάτι το
ξεχωριστό που αξίζει κάθε προσπάθεια από μέρους του. Όταν όμως φτάνει εκεί, στο
τέλος του προορισμού του έχει πια αποκτήσει τόσες γνώσεις ώστε πια είναι σε θέση
να κατανοήσει ότι η μεγαλύτερη αξία της Ιθάκης είναι ότι αποτέλεσε το κίνητρο για
να ξεκινήσει το ταξίδι του. Κατανοεί ότι η Ιθάκη υπήρξε ο στόχος που του έδινε το
κουράγιο να ξεπερνά τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε στη ζωή του και να συνεχίζει να
προσπαθεί μέχρι να τα καταφέρει. Η Ιθάκη αποτέλεσε το ιδανικό που έθεσε στη ζωή
του και ο λόγος που συνέχιζε την πορεία του παρά τα εμπόδια παρά τις αντιξοότητες.
Η Ιθάκη ήταν το κίνητρο, ήταν η πηγή της δύναμης, για να μπορέσει να αντεπεξέλθει
στις ανάγκες της ζωής και γι’ αυτό άξιζε τελικά κάθε προσπάθεια.
Η αλήθεια είναι, μάλιστα, ότι δεν υπάρχει μόνο μια Ιθάκη, υπάρχουν πολλές, όπως
πολλοί είναι και οι στόχοι που θέτουμε στη ζωή μας. Κάθε φορά που επιτυγχάνουμε
ένα στόχο θέτουμε αμέσως έναν επόμενο και έτσι συνεχίζουμε τις προσπάθειες να
κάνουμε διαρκώς ό,τι καλύτερο μπορούμε στη ζωή μας. Κάθε φορά που φτάνουμε
στην Ιθάκη, θέτουμε έναν υψηλότερο στόχο και συνεχίζουμε την πορεία μας προς τη
νέα Ιθάκη, προς το νέο στόχο που θέσαμε.
Η Ιθάκη είναι ο προορισμός αλλά δεν έχει να μας προσφέρει τίποτε περισσότερο
πέρα από το ταξίδι που κάνουμε για να φτάσουμε σε αυτήν, έστω και γι’ αυτό όμως
αξίζει κάθε προσπάθεια, αξίζει όλη μας την αφοσίωση, και όλη μας την ευγνωμοσύνη
που μας κρατά σε μια διαρκή εγρήγορση και προσπάθεια. Πηγή:
latistor.blogspot.com]
Γλώσσα
Ιδιότυπη. Δημοτική με στοιχεία αλεξανδρινών και κωνσταντινουπολίτικων ιδιωμάτων
άλλά και στοιχεία καθαρεύουσας.
Όπως είναι γνωστό, ο Καβάφης έζησε και έγραψε το έργο του κατά την περίοδο του
«γλωσσικού ζητήματος», της διαμάχης μεταξύ καθαρεύουσας και δημοτικής. Το όλο
ζήτημα ήταν ποια γλώσσα έπρεπε να είναι η επίσημη γλώσσα του ελληνικού έθνους
στον γραπτό και προφορικό λόγο. Σχετικά με την στάση του Καβάφη ως προς το
θέμα αυτό η Ρίκα Σεγκοπούλου αναφέρει πως ο Καβάφης ήταν άριστος γνώστης τόσο
της καθαρεύουσας όσο και της δημοτικής γλώσσας. Τα κείμενά του δεν ήταν αμιγώς
γραμμένα στην καθαρεύουσα καθώς χρησιμοποιούσε, όπου πίστευε ότι το νόημα θα
αποδιδόταν πιο ολοκληρωμένα, και στη δημοτική. Το συμπέρασμα στο οποίο είχε
καταλήξει ο ίδιος είναι πως χωρίς να αποκλείει την πλούσια καθαρεύουσα, παραμένει
πεπεισμένος ότι γράφει στη δημοτική.
Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι, ο Καβάφης αν και γεννημένος στην
Αλεξάνδρεια, κατά βάθος ήταν Φαναριώτης, αλλά και λάτρης του Αρχαίου Ελληνικού
κόσμου. Επίσης η γλώσσα που χρησιμοποιούσαν, κατά κανόνα, στα τέλη του 19ου
αιώνα, όταν ο ποιητής άρχισε να γράφει, ήταν η καθαρεύουσα. Παρόλα αυτά δεν
μπορούμε να πούμε πως ήταν καθαρευουσιάνος 100%, αφού χρησιμοποιούσε και
λέξεις της δημοτικής όταν τις εύρισκε κατάλληλες. Θα έλεγα, πως άπλωνε τις λέξεις του
πάνω στο στίχο με τέτοια τέχνη, όπως ο μουσικός τις νότες του πάνω στο πεντάγραμμο,
ώστε να δημιουργούν μια ιδιόμορφη μελωδία, γι’αυτό χρησιμοποιούσε χωρίς
διάκριση λέξεις της καθαρεύουσας και της δημοτικής. […] Πάντως στο συμπέρασμα
που είχε καταλήξει, ήταν, πώς η καθαρεύουσα συγκρινόμενη με τη δημοτική είναι πολύ
πιο πλούσια και δεν ήταν δυνατόν με την παραλλαγή λογίων λέξεων ή και τη
χρησιμοποίηση πολλών λέξεων για την
απόδοση κάποιου νοήματος, που στην καθαρεύουσα αποδίδεται μονολεκτικά, να
φτιάξουμε μια σωστή δημοτική(Καραπαναγόπουλος Αλέκος 1985)
Ο Καβάφης βρέθηκε αντιμέτωπος αυτού του γλωσσικού ζητήματος και ως
διανοούμενος και άνθρωπος των γραμμάτων, ήταν γνώστης αλλά και χρήστης και
των δύο μορφών της γλώσσας – της καθαρεύουσας και της δημοτικής. Παρόλα αυτά,
φαίνεται πως «οι άκρατοι δημοτικιστές δεν του συγχώρησαν ποτέ τη μη προσαρμογή
του, αλλά και οι καθαρευουσιάνοι δύσκολα θα τον δέχονταν στη χορεία τους.» (Λίνος
Πολίτης, ΙΝΕΛ) Οπότε ο Καβάφης θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ελεύθερος
λογοτέχνης σε σχέση με το θέμα της γλώσσας που χρησιμοποιεί στην ποίησή του
(Γεωργίου Ελένη, 2009)
Η αναφορά σε πραγματικά ιστορικά γεγονότα γίνεται από τον ποιητή κυρίως για να
σχολιάσει τις συνθήκες που επικρατούσαν και τις πράξεις των ιστορικών προσώπων,
μεταδίδοντας με αυτόν τον τρόπο ένα μήνυμα προς τους σύγχρονους αναγνώστες. Για
παράδειγμα, στο ποίημα «Αλεξανδρινοί Βασιλείς» ο ποιητής ασχολείται με την
τελετή που διοργάνωσε το 34 π.Χ. η Κλεοπάτρα για να μοιράσει στα παιδιά της τα
εδάφη της υποτιθέμενης επικράτειάς της. Στην πραγματικότητα όμως τα εδάφη αυτά
δεν ανήκαν όλα στην Κλεοπάτρα και η γιορτή αυτή έγινε περισσότερο για να
μπορέσει η βασίλισσα να εντυπωσιάσει τους υπηκόους της. Οι Αλεξανδρινοί βέβαια,
όπως μας λέει ο ποιητής, γνώριζαν ότι όλα αυτά ήταν λόγια και θεατρικά, και
καθόλου δεν είχαν ξεγελαστεί από την πολυτελή τελετή της Κλεοπάτρας. Εντούτοις,
πάντως, έσπευσαν όλοι με ενθουσιασμό να την παρακολουθήσουν καθώς ο καιρός
ήταν υπέροχος, ο χώρος τέλεσης ένα θριαμβικό κατόρθωμα της τέχνης και η
πολυτέλεια των αυλικών εξαιρετική. Στα πλαίσια μιας αμοιβαίας εξαπάτησης η
Κλεοπάτρα θαρρεί ότι μπορεί να ξεγελάσει τους υπηκόους της κι εκείνοι αν και
γνώστες της κατάστασης συμμετέχουν στο θεατρικό της υπόθεσης με ενθουσιασμό.
Το ποίημα αυτό παρουσιάζει με ιδιαίτερο τρόπο την ηθική πτώση μιας βασίλισσας
που καταφεύγει σε ανούσιες εκδηλώσεις για να ενισχύσει το κύρος της, αλλά και την
ένοχη συμμετοχή των υπηκόων της που ενώ γνωρίζουν την αλήθεια δίνουν το παρόν
σε μια παρωδία, αντί να δείξουν με την αντίδρασή τους τη διαφωνία τους για τα
τερτίπια της Κλεοπάτρας.
Στην ίδια ιστορική περίοδο, αλλά τέσσερα χρόνια μετά, αναφέρεται το ποίημα
«Καισαρίων» του Καβάφη, στο οποίο ο ποιητής επικεντρώνει την προσοχή του στον
μεγαλύτερο γιο της Κλεοπάτρας. Ο Καισαρίων υπήρξε άτυχο θύμα της καταγωγής
του και ήρθε αντιμέτωπος με το θάνατο μόνο και μόνο γιατί, όπως ισχυριζόταν η
Κλεοπάτρα, ήταν γιος του Ιουλίου Καίσαρα. Το ποίημα αυτό παρόλο που αναφέρεται
σε ένα υπαρκτό ιστορικό πρόσωπο, δε λειτουργεί ως ένα αμιγώς ιστορικό ποίημα
μιας και δεν είναι αυτή η πρόθεση του ποιητή. Εδώ ο Καβάφης μας αποκαλύπτει το
πώς η ιστορία λειτουργεί ως πηγή έμπνευσης γι’ αυτόν και πώς ακόμη και μια μικρή
αναφορά στο όνομα ενός προσώπου ενδέχεται να τον οδηγήσει στην ποιητική
δημιουργία. Ο Καβάφης γοητευμένος από την αδιόρατη παρουσία του Καισαρίωνα
στην ελληνιστική ιστορία, γοητευμένος από τον δεκαεπτάχρονο γιο της Κλεοπάτρας
για τον οποίο η ιστορία δεν παρέχει παρά ελάχιστες πληροφορίες, αρχίζει να τον
φαντάζεται, με όλη την ελευθερία που του δίνει η έλλειψη πληροφοριών, κι έξαφνα
αισθάνεται σα να έχει εμφανιστεί ο Καισαρίων στο δωμάτιό του. Στο ποίημα αυτό
όπου η ιστορία αποτελεί την αυθεντική πηγή έμπνευσης, βρισκόμαστε ακριβώς στο
κέντρο της καβαφικής τέχνης όπου η γένεση του ποιήματος προκύπτει με τη
συνεργεία της ποιητικής φαντασίας αλλά και της ιστορικής πραγματικότητας.
Η ιστορική πραγματικότητα όμως δεν είναι πάντοτε απαραίτητο συστατικό για την
ποιητική δημιουργία, πολλές φορές λειτουργεί απλώς ως το σκηνικό στο οποίο τα
πρόσωπα του Καβάφη κινούνται για να εξυπηρετήσουν τις προθέσεις του ποιητή. Ο
Καβάφης, δηλαδή, κάποιες φορές δημιουργεί ποιήματα που δεν αναφέρονται σε
πραγματικά ιστορικά γεγονότα, κι ενώ το πλαίσιο στο οποίο διαδραματίζονται τα
γεγονότα μοιάζει ιστορικό, στην ουσία πρόκειται για φανταστικά περιστατικά που
μεταφέρουν όμως με μεγάλη παραστατικότητα τα μηνύματα του ποιητή. Ένα
χαρακτηριστικό παράδειγμα ιστορικοφανούς ή ψευδοϊστορικού ποιήματος είναι το
«Περιμένοντας τους Βαρβάρους», στο οποίο ο ποιητής μιλώντας για τη σύγκλητο,
τον αυτοκράτορα και τους πραίτορες δημιουργεί την εντύπωση ότι αναφέρεται σε
κάποιο ιστορικό γεγονός που διαδραματίστηκε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, αλλά
στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα φανταστικό διάλογο που μετατίθεται από τον
ποιητή χρονικά για να αποφευχθούν οι άμεσες συγκρίσεις με το ιστορικό παρόν του.
Η επιθυμία που εκφράζεται από τα πρόσωπα του ποιήματος για την έλευση των
Βαρβάρων, για την επιστροφή δηλαδή σε μια απλούστερη μορφή κοινωνικής ζωής,
λειτουργεί καλύτερα όταν ο αναγνώστης φαντάζεται την παρακμάζουσα κοινωνία να
βρίσκεται σε μια παλαιότερη εποχή. Ο σκοπός, άλλωστε, του ποιητή είναι να μιλήσει
γενικότερα για την επιθυμία των ανθρώπων να απλουστεύσουν τη ζωής τους και όχι
συγκεκριμένα για τη δική του ιστορική εποχή.
Είναι εμφανές ότι η ιστορία λειτουργεί με ποικίλους τρόπους στην ποίηση του
Καβάφη, καθώς ακόμη κι όταν δεν του παρέχει άμεσα την έμπνευση και το υλικό για
τα ποιήματά του, λειτουργεί ως άλλοθι για τη δημιουργία μιας κατάστασης που ενώ
δεν είναι ιστορικά πραγματική είναι όμως ποιητικά έγκυρη και επιτρέπει στον ποιητή
να εκφράσει με αποτελεσματικότητα τις σκέψεις και τους προβληματισμούς του. Ο
Καβάφης αξιοποιεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την ιστορία για να αντλήσει
συμπεριφορές, περιστατικά και γεγονότα που εν δυνάμει μπορούν να λειτουργήσουν
ως φορείς σημαντικών μηνυμάτων για το σύγχρονο αναγνώστη κι όταν δεν βρίσκει
ιστορικά γεγονότα που να εξυπηρετούν πλήρως την ποιητική του ιδέα δε διστάζει να
αναδημιουργήσει ο ίδιος το ιστορικό πλαίσιο που επιθυμεί.
Το τέλος της μικρής μας πόλης είναι μία συλλογή διηγημάτων του Δ. Χατζή με
ενιαίους θεματικούς άξονες που συνδέουν τα επτά αφηγήματα, επιτρέποντας την
ανάγνωσή του ως ενιαίο έργο. Σύμφωνα με τον Λίνο Πολίτη τα διηγήματα της
συλλογής «δίνουν κυρίως έναν κόσμο που φθίνει, επειδή έχουν αλλάξει οι οικονομικές
και οι κοινωνικές συνθήκες». Εντοπίζεται επίσης ο σημαντικός αντίκτυπος που έχουν
οι κοινωνικοί και οικονομικοί μετασχηματισμοί στους κεντρικούς χαρακτήρες στα
διηγήματα της συλλογής, ενώ παράλληλα προβάλλεται η σύγκρουση μεταξύ ατόμου
και κοινωνικού συνόλου, ο εντοπισμός του προσωπικού οφέλους και η διαχείριση της
διαφοράς από τους άλλους, ο κοινωνικός αποκλεισμός και η περιθωριοποίηση
ορισμένων χαρακτήρων.
Πίνακας περιεχομένων
[Απόκρυψη]
• 4 Βιβλιογραφία
Κοινός, επίσης, θεματικός άξονας είναι η ηθογραφική ανάλυση των ηρώων του[8], των
απλών ανθρώπων γύρω από τους οποίους πλέκει ο Δ. Χατζής τους λογοτεχνικούς του
μύθους, ή η οπτική γωνία με την οποία διερευνά αληθινούς χαρακτήρες[9]. Στην
προκειμένη περίπτωση ο συγγραφέας στη συγκεκριμένη συλλογή παρουσιάζει μια
φανερή ή κρυφή αφηγηματική στάση που λειτουργεί ενοποιητικά στο συνολικό ύφος
του έργου μαζί με τη χρονολογική θα έλεγε κανείς παράταξη των διηγημάτων.
Αντίθετα, σε ένα άλλο διήγημα της συλλογής στο «Ο τάφος» καμία αναφορά δεν
κάνει ο συγγραφέας, έστω και έμμεση για την πόλη, ζωγραφίζει μονάχα ένα τοπίο
στα περίχωρα που σήμερα έχει αλλάξει. Εδώ έχει σημασία η σημαντική αντίθεση
ανάμεσα στον κυρ Αντώνη τον Τσιάγαλο ευηπόληπτο πολίτη και στήριγμα της
κοινωνίας και τον μπάρμπα Σπούργο, τον μιαρό ξένο, τον ολομόναχο[15].
Ο ένας είναι απόλυτα ενταγμένος στο δικό του σύστημα αστικών αξιών, […] με τη
δραστήρια συμμετοχή του στις δημοτικές εκλογές και με τη θέση του επιτρόπου […] ο
άλλος διωγμένος από τον τόπο του, από τη δίνη μιας εσωτερικής σύγκρουσης της
οικογένειας για ζητήματα κληρονομικά. Είναι περιθωριοποιημένος όπου και να πάει,
δεν μπορεί καν να διαχειριστεί τη διαφορά του από τα κοινωνικά σύνολα με τα οποία
έρχεται σε επαφή.
Και οι δύο χαρακτήρες ενοικιάζουν από μία δημοτική παράγκα στα περίχωρα της
πόλης. Ο ένας τη θεωρεί κεφάλαιο, […] αποκούμπι των γερατειών του […][16], ο
άλλος απλά ένα τόπο ήρεμο για να γαληνέψει. Εκείνος που θεωρεί την καλύβα του
«κεφάλαιο» θα προσπαθήσει και θα τα καταφέρει να διώξει τον ξένο, προσάπτοντάς
του φονικά που δεν έκανε, διώχνοντάς τον με τη συνεργασία της υπόλοιπης
κοινότητας, με τον ίδιο τρόπο δηλαδή που έδιωχναν τον «ξένο» τα κλειστά κοινωνικά
συστήματα ήδη από την πρώτη αστική επανάσταση στο διάβα της ιστορίας και τις
αρχέγονες συγκρούσεις γαιοκτησίας[17].
Για διαφορετικούς λόγους κανένας από τους δύο δεν επιχειρεί να βελτιώσει τις
δημοτικές καλύβες. Ο κυρ Αντώνης γιατί περιμένει τη δημιουργία ενός δρόμου που
θα του φέρει πελατεία, ο μπάρμπα Σπούργος γιατί δεν ενδιαφέρεται παρά μόνο για τη
γαλήνη του. Όταν ο δρόμος έρχεται ο Σπούργος πρέπει να βγει από τη μέση χάριν της
επιδίωξης του προσωπικού κέρδους του κυρ Αντώνη που τον […] Σπούργο –στο χέρι
τον είχε […][18]. Παρόλα αυτά ο ανταγωνισμός θα έρθει με τη μορφή νέων κεφαλαίων
και καλοσχεδιασμένων επιχειρήσεων με αποτέλεσμα να μη χαρεί καθόλου ο κυρ
Αντώνης για την πύρρεια νίκη του. Με τη βοήθεια δικηγόρων και της αστυνομίας, με
τη βοήθεια δηλαδή του συστήματος που ευνοεί το «οικείο», ο Σπούργος
απομακρύνεται και τη θέση του στον ανταγωνισμό του κυρ Αντώνη παίρνει το
πραγματικό μαγαζί. Ο κυρ Αντώνης βρίσκεται σε ευθεία σύγκρουση με τις νεοτερικές
εξελίξεις και την τουριστική αξιοποίηση του τόπου, σε ευθεία δηλαδή σύγκρουση με
το κοινωνικό σύνολο. Θαμμένος στις παραδοσιακές αξίες του αρνείται και αυτός να
δει ότι οι γυναίκες χορεύουν πλέον εδώ και καιρό στην αγκαλιά των ανδρών[19].,
αρνείται να δει στο βάθος πως ο μπάρμπα Σπούργος, ο ενάντιος, ήταν στην
πραγματικότητα ο σύντροφος και συμπλήρωμά του. Είναι φυσικό, λοιπόν, να νιώσει
την απέραντη μοναξιά του τάφου, όταν συνειδητοποιεί πως ο Σπούργος επέστρεψε
μονάχα για να πεθάνει.