Professional Documents
Culture Documents
Δίκαιο Απόδειξης Δεκ2015
Δίκαιο Απόδειξης Δεκ2015
Π. Κοντογεωργακόπουλος
Δεκ2015
ΔΙΚΑΙΟ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Α. ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ
ΓΕΝΙΚΑ
Η λογική θεώρηση του κανόνα δικαίου οδηγεί, όπως είναι γνωστό, στη
διάκρισή του στο «πραγματικό» (ή «αντικειμενικό») και στην «έννομη συνέπεια».
Το πραγματικό είναι η αφηρημένη περιγραφή των προϋποθέσεων εκείνων που
πρέπει να πραγματοποιηθούν για να προκληθεί στη συγκεκριμένη περίπτωση η
έννομη συνέπεια, η συνέπεια δηλαδή που επαπειλεί ο κανόνας αυτός του δικαίου.
Από το άλλο μέρος η επιστήμη του αστικού δικονομικού δικαίου έχει από καιρό
διευκρινίσει ότι η δικαστική απόφαση διατυπώνεται με τη μορφή συλλογισμού. Την
ελάσσονα πρόταση του συλλογισμού αποτελούν τα πραγματικά γεγονότα που
τίθενται υπό την κρίση του δικαστηρίου, όπως και η κρίση για την υπαγωγή τους ή
όχι στο «πραγματικό» του κανόνα δικαίου που αρμόζει σε κάθε περίπτωση. Τη
μείζονα πρόταση πάλι αποτελούν οι κανόνες δικαίου που αρμόζουν στα γεγονότα
αυτά, και μάλιστα τόσο ως προς το πραγματικό τους, όσο και ως προς την έννομή
τους συνέπεια. Από το συνδυασμό των δύο αυτών προτάσεων συνάγει ο δικαστής
το συμπέρασμά του, το διατακτικό δηλαδή της αποφάσεώς του.
Το δίκαιο της αποδείξεως συνδέεται με την ελάσσονα πρόταση του
δικαστικού συλλογισμού, ακριβώς επειδή τα πραγματικά γεγονότα που τίθενται
υπό την κρίση του δικαστή έχουν ανάγκη αποδείξεως.
ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΟΡΙΣΜΟΣ:
Απόδειξη είναι η διαδικαστική ενέργεια του δικαστή (αυτοψία), του διαδίκου
(εξέταση διαδίκων) ή του τρίτου (μάρτυρες) που αποβλέπει στη διαπίστωση της
αλήθειας των στοιχείων που είναι αναγκαία για την κρίση της υποθέσεως. Δίκαιο
αποδείξεως είναι το σύνολο των κανόνων που ρυθμίζουν τη διαδικαστική αυτή
ενέργεια.
Από τον ορισμό της αποδείξεως προκύπτει ότι: α) Η απόδειξη είναι ενέργεια
διαδικαστική, πραγματοποιείται δηλαδή στα πλαίσια εκκρεμούς δίκης ή σε
αναφορά προς ορισμένη δίκη. β) Ως ενέργεια η απόδειξη αναλύεται σε πράξεις
του δικαστηρίου, π.χ. στην αυτοψία, των διαδίκων, π.χ. στην ομολογία, ή και
τρίτων προσώπων, π.χ. στους μάρτυρες. Υποκείμενα ώστε της αποδείξεως μπορεί
να είναι το δικαστήριο, οι διάδικοι ή και τρίτα πρόσωπα.
1
Σημειώσεις - δίκαιο απόδειξης
Π. Κοντογεωργακόπουλος
Δεκ2015
2
Σημειώσεις - δίκαιο απόδειξης
Π. Κοντογεωργακόπουλος
Δεκ2015
3
Σημειώσεις - δίκαιο απόδειξης
Π. Κοντογεωργακόπουλος
Δεκ2015
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ:
Άρθρο 335: μόνο τα ουσιώδη πραγματικά γεγονότα, δηλαδή όσα ασκούν ουσιώδη
επιρροή στην έκβαση της δίκης, διότι αποτελούν στοιχεία του εφαρμοστέου κανόνα
δικαίου.
Πραγματικό γεγονός είναι κάθε τι που εκδηλώνεται στην καθημερινή ζωή ως
εμπειρικό περιεχόμενο του «πραγματικού» ενός κανόνα δικαίου, ως προϋπόθεση
δηλαδή της επελεύσεως της έννομης συνέπειας που επικαλούνται οι διάδικοι.
Πραγματικά γεγονότα είναι έτσι τα συγκεκριμένα, κατά τόπο και χρόνο ορισμένα,
γεγονότα του εξωτερικού κόσμου και του ψυχικού βίου.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ: Πράξεις (αφαίρεση πράγματος, τραυματισμός) ή παραλείψεις
(πχ παράλειψη του ενάγοντος να αποτρέψει ή περιορίσει τη ζημία του κατά άρθρο
300 § 1 ΑΚ), ψυχικές καταστάσεις (π.χ. πλάνη, δόλος, συναίνεση, γνώση), τοπικές
και χρονικές σχέσεις (π.χ. τόπος ή χρόνος εκτέλεσης της παροχής).
Τα πραγματικά γεγονότα είναι καταρχήν πάντοτε αντικείμενο αποδείξεως. Ο
δικαστής δεν μπορεί να πάρει υπόψη του πραγματικό γεγονός που δεν έχει
προταθεί και δεν έχει αποδειχθεί. Ως προς αυτά ισχύει η αρχή “Quod non est in
actis, non est in mundo”(ότι δεν υπάρχει στη δικογραφία δεν υπάρχει στον κόσμο).
Αντικείμενο αποδείξεως δεν είναι οι έννομες σχέσεις, επειδή αυτές, ως η έννομη
συνέπεια του εφαρμοστέου κάθε φορά κανόνα δικαίου, αποτελούν ακριβώς το
αντικείμενο δικαστικής διαγνώσεως με βάση τα πραγματικά γεγονότα που
αποδεικνύονται.
Αντικείμενο αποδείξεως, αφού δεν είναι πραγματικά γεγονότα με την έννοια του
άρθρ. 335, δεν αποτελεί η ερμηνεία των δικαιοπραξιών. Αυτό είναι έργο του
δικαστή που προχωρεί στην ερμηνεία τους ανέλεγκτα και χωρίς να διατάσσει
αποδείξεις, με τη συνδρομή των αρθρ. 173, 200 ΑΚ. Αν όμως οι διάδικοι
επικαλούνται πραγματικά γεγονότα εκτός της δικαιοπραξίας, που αποσκοπούν στην
αποσαφήνιση του περιεχομένου της, όπως π.χ. η ύπαρξη μεταγενέστερης
συμφωνίας ως προς την έννοια προγενέστερης δηλώσεως βουλήσεως, τα τελευταία
αυτά γεγονότα μπορούν να είναι αντικείμενο αποδείξεως.
Αντικείμενο αποδείξεως είναι τα πραγματικά γεγονότα που ασκούν «ουσιώδη
επιρροήν εις την έκβασιν της δίκης».
Πότε είναι ουσιώδες το πραγματικό γεγονός προκύπτει καταρχήν αμέσως από τον
εφαρμοστέο κανόνα δικαίου: αν αυτό είναι στοιχείο του «πραγματικού» του κανόνα
δικαίου του οποίου γίνεται επίκληση, αν δηλαδή αποτελεί προϋπόθεση της έννομής
του συνέπειας, το πραγματικό γεγονός θεωρείται ουσιώδες.
Για να αποτελέσουν αντικείμενο αποδείξεως τα πραγματικά γεγονότα πρέπει ν’
αμφισβητούνται.
4
Σημειώσεις - δίκαιο απόδειξης
Π. Κοντογεωργακόπουλος
Δεκ2015
ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ:
Πλήρης απόδειξη-Πιθανολόγηση. Με κριτήριο το βαθμό της σχηματιζόμενης
δικανικής πεποίθησης σχετικά με την ύπαρξη του αποδεικτέου πραγματικού
γεγονότος (βλ. Νίκα, Πολιτική Δικονομία, ΙΙ, 2005, § 74, αρ. 7 επ.).
Πλήρης απόδειξη: Βεβαιότητα στο δικαστή για την αλήθεια του αποδεικτέου
θέματος. Υποκειμενική όμως κατά βάση η εκτίμηση του δικαστή (βλ. εδώ και άρθρο
340).
Πιθανολόγηση (347): όταν ένα γεγονός είναι πολύ πιθανόν με αποτέλεσμα να
δημιουργείται και να αρκεί ήσσων βαθμός δικανικής πεποίθησης (π.χ. ασφαλιστικά
μέτρα 690 § 1. Επίσης: 51 εδ β’, 190 § 3, 349 § 2 δ’). Στην πιθανολόγηση ο
δικαστής χρησιμοποιεί κάθε πρόσφορο αποδεικτικό μέσο (και αποδεικτικά μέσα που
δεν πληρούν τους όρους του νόμου π.χ. ανυπόγραφα ιδιωτικά έγγραφα, ένορκες
βεβαιώσεις χωρίς να κληθεί ο αντίδικος, εξαιρετέους μάρτυρες κ.ο.κ.)
ΚΥΡΙΑ ΑΠΟΔΕΙΞΗ-ΑΝΤΑΠΟΔΕΙΞΗ:
Κύρια η απόδειξη του διαδίκου που φέρει το αντικειμενικό βάρος απόδειξης.
5
Σημειώσεις - δίκαιο απόδειξης
Π. Κοντογεωργακόπουλος
Δεκ2015
ΑΜΕΣΗ-ΕΜΜΕΣΗ ΑΠΟΔΕΙΞΗ:
Η άμεση τείνει κατά τρόπο άμεσο χωρίς παρεμβολή του συλλογισμού του δικαστή
στην διαπίστωση του αποδεικτέου γεγονότος (π.χ. ο Α ισχυρίζεται ότι
τραυματίστηκε από τον μοτοποδηλάτη Β. Αυτό βεβαιώνεται στο δικαστήριο από τον
Χ που ήταν αυτόπτης μάρτυρας του ατυχήματος).
Η έμμεση ή δια τεκμηρίων απόδειξη: αποτελεί η απόδειξη πραγματικού γεγονότος
μη ουσιώδους από την οποία ο δικαστής με βάση τους κανόνες τις λογικής και τα
διδάγματα της κοινής πείρας συνάγει συμπέρασμα ως προς την ύπαρξη του
αποδεικτέου γεγονότος (π.χ. στο ίδιο παράδειγμα: Δεν υπάρχει αυτόπτης μάρτυρας,
βρέθηκαν όμως στο μοτοποδήλατο του Β ίχνη αίματος που ανήκουν στον Α. Αν
αποδειχθεί ότι το αίμα αυτό ανήκει στον Α, ο δικαστής μπορεί να συμπεράνει, κατά
τους κανόνες της κοινής πείρας, ότι τον τραυματισμό τον προκάλεσε ο Β).
Είναι τρόπος συλλογισμού του δικαστή και διακρίνεται από τα δικαστικά τεκμήρια
(339, 395).
Π.χ. ο εναγόμενος απέδειξε ότι βρισκόταν στο εξωτερικό τότε που ο ενάγων
ισχυρίζεται ότι τον τραυμάτισε. Επομένως δεν είναι αληθινός ο ισχυρισμός του
ενάγοντος.
Για την έμμεση απόδειξη βλ. άρθρο 336 § 3.
6
Σημειώσεις - δίκαιο απόδειξης
Π. Κοντογεωργακόπουλος
Δεκ2015
7
Σημειώσεις - δίκαιο απόδειξης
Π. Κοντογεωργακόπουλος
Δεκ2015
8
Σημειώσεις - δίκαιο απόδειξης
Π. Κοντογεωργακόπουλος
Δεκ2015
ΒΑΡΟΣ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ:
Κατά το άρθρο 338 § 1 ο κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τα πραγματικά
γεγονότα που είναι αναγκαία για να υποστηρίξει την αυτοτελή αίτηση ή ανταίτησή
του. Π.χ. ο ενάγων οφείλει να αποδείξει την ιστορική βάση της αγωγής του και ο
εναγόμενος της ανταγωγής του (αφού έχει τη δικονομική θέση του ενάγοντος) ή
της ένστασης του. Εξαιρέσεις: Π.χ. στην ένσταση της μη εκπλήρωσης της
συμβάσεως (μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος, ΑΚ 374), στην ένσταση έλλειψη
κάποιας διαδικαστικής προϋπόθεσης (κατ’ ακριβολογία δεν αποτελεί ένσταση άλλα
9
Σημειώσεις - δίκαιο απόδειξης
Π. Κοντογεωργακόπουλος
Δεκ2015
άρνηση της συνδρομής μιας κρίσιμης διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης), όταν
υπάρχει νόμιμο μαχητό τεκμήριο, όπου το β.α. μετατίθεται στον αντίδικο.
Η επιβολή του β.α στον έναν ή στον άλλον διάδικο έχει σπουδαιότατη σημασία,
γιατί ισχύει ο κανόνας ότι ο αναπόδεικτος ισχυρισμός απορρίπτεται ακόμα και αν ο
αντίδικος εκείνου που φέρει το β.α. δεν προσκομίσει καμία απόδειξη ή ανταπόδειξη.
Η απάντηση στο ερώτημα ποιος διάδικος πρέπει να αποδείξει τους ευνοϊκούς
κανόνες δικαίου διευκολύνεται από τον διαχωρισμό τους σε δικαιογόνους (εκείνοι
οι οποίοι καθορίζουν τις προϋποθέσεις της γενέσεως των δικαιωμάτων) από τη μια
πλευρά (βασικός) και δικαιοκωλυτικούς (εκείνοι οι οποίοι παρά την ύπαρξη των
προϋποθέσεων των δικαιογόνων, παρεμποδίζουν τη γέννηση του δικαιώματος, π.χ.
174, 178 ΑΚ, αναβλητικές αιρέσεις 201 ΑΚ, 1054 ΑΚ), δικαιοανασταλτικούς
(αναστέλλουν την ενέργεια γεννημένου δικαιώματος, π.χ. άρθρο 855 Α.Κ.) και
δικαιοφθόρους (καταλύουν το γεννημένο ήδη δικαίωμα, 416 ΑΚ) από την άλλη
(αντίθετοι).
Ο ενάγων οφείλει καταρχήν να αποδείξει του δικαιογόνους κανόνες δικαίου που
συνδέονται δηλαδή με τη γέννηση του δικαιώματος του, το οποίο αποτελεί τη βάση
της αγωγής του (ΑΠ 390/2012, ΝΟΜΟΣ).
Λ.χ επί αγωγής για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης για την αποκατάσταση
ψυχικής οδύνης λόγω θανάτου από αδικοπραξία, ο ενάγων οφείλει καταρχήν να
επικαλεστεί και να επιδείξει όλα τα στοιχεία του κανόνα δικαίου του άρθρου 914 ΑΚ
(ΑΠ 625/2009, ΝοΒ 2010, 335). Αντίθετα ο εναγόμενος οφείλει να αποδείξει τη
βάση των δικαιοκωλυτικών κ.λπ. κανόνων (λ.χ ακυρότητα της σύμβασης άρθρα
174, 178 ΑΚ, εξόφληση με καταβολή-άρθρο 416 ΑΚ, συντρέχον πταίσμα). Τα
γεγονότα δηλαδή που κατά τους ισχυρισμούς του εμπόδισαν, κατέλυσαν,
ανέστειλαν κ.λπ. τη γέννηση ή την περαιτέρω ύπαρξη του επικαλούμενου αγωγικού
δικαιώματος (βλ. Νίκα, Πολιτική Δικονομία, τομ. ΙΙ, § 77 ΙΙΙ 1, αρ. 3-4).
Λ.χ. επί αγωγής αδικαιολόγητου πλουτισμού (904 επ. ΑΚ), το γεγονός της απώλειας
ή μείωσης του πλουτισμού συγκροτεί καταχρηστική ένσταση καταλυτική του
αγωγικού δικαιώματος προς απόδοση της ωφέλειας και επομένως το βάρος
επίκλησης και της απόδειξης φέρει ο λήπτης ως εναγόμενος (ΑΠ 1484/2008 ΝοΒ
2009, 428).
Σημειώνεται ότι η κατανομή του β.α. δεν επηρεάζεται από το δικονομικό ρόλο των
διαδίκων αλλά από την ουσιαστική έννομη σχέση που τους συνδέει. Έτσι το β.α. επί
αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής ακολουθεί τους ίδιους κανόνες που ισχύουν και
στη θετική αναγνωριστική αγωγή. Ο εναγόμενος της αρνητικής οφείλει να αποδείξει
ότι θα αποδείκνυε αν ήταν ενάγων στην περίπτωση της θετικής αναγνωριστικής
10
Σημειώσεις - δίκαιο απόδειξης
Π. Κοντογεωργακόπουλος
Δεκ2015
ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟ-ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟ Β.Α.:
Το ποιος θα φέρει την πρωτοβουλία να προσκομίσει τα μέσα αποδείξεως αποτελεί
το λεγόμενο υποκειμενικό βάρος απόδειξης.
Αντικειμενικό βάρος απόδειξης καλείται στη δικονομική επιστήμη η απάντηση
το ερώτημα ποιον διάδικο θα βαρύνουν οι συνέπειες της μη απόδειξης των
πραγματικών γεγονότων που χρειάζονται απόδειξη.
Η υποχρέωση των διαδίκων να προτείνουν όσους πραγματικούς ισχυρισμούς
θεμελιώνουν τον επικαλούμενο κανόνα δικαίου, καλείται βάρος επίκλησης. Η
υποχρέωση αυτή υπάρχει μόνο επί συζητητικού συστήματος.
Η εννοιολογική διαφορά μεταξύ β.α. και β.ε. εκδηλώνεται κυρίως με το δικονομικό
χαρακτηρισμό των συνεπειών σε περίπτωση που ο διάδικος αποτύχει να
ανταποκριθεί: αν πρόκειται για βάρος επικλήσεως, η αγωγή απορρίπτεται ως νόμω
αβάσιμη, αν πρόκειται για βάρος αποδείξεως ως ουσία αβάσιμη.
ΓΕΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Νίκας, Πολιτική Δικονομία ΙΙ, 2005, § 74 επ., σ. 361 επ.
Νικολόπουλος, Δίκαιο Αποδείξεως, β’ εκδ., 2011, § 2 επ., σ. 23 επ.
Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αποδείξεως, 3η εκδ., 1986, § 1 επ., σ. 17 επ.
Κλαμαρής-Κουσούλης-Πανταζόπουλος, Πολιτική Δικονομία, 2012, § 6, σ. 587 επ. (για το βάρος
απόδειξης).
Καλαβρός, ΠολΔ, Γενικό μέρος , 2012, σελ. 355 επ.
11
Σημειώσεις - δίκαιο απόδειξης
Π. Κοντογεωργακόπουλος
Δεκ2015
ΓΕΝΙΚΑ
Το σημαντικότερο μέσο απόδειξης. Ρυθμίζεται στα άρθρα 432-465 ΚΠολΔ.
Στις σχέσεις του με το αποδεικτέο δικαίωμα το έγγραφο εμφανίζεται στο νομικό
κόσμο με τις εξής βασικές μορφές: α) Ως έγγραφο που ενσωματώνει ορισμένο
δικαίωμα, οπότε το εμπράγματο δικαίωμα επί του εγγράφου, συνδέεται με το
ενοχικό στο οποίο αφορά. Το έγγραφο αυτό λέγεται αξιόγραφο (βλ. λ.χ. επιταγή,
συναλλαγματική, μετοχές κ.λπ.). β) Ως συστατικός τύπος, οπότε η τήρηση του
εγγράφου αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για το κύρος της δικαιοπραξίας στην
οποία αφορά και την γένεση των δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτήν (άρθρο
160 ΑΚ. Βλ. λ.χ. άρθρο 369 ΑΚ για τις εμπράγματες συμβάσεις επί ακινήτων, 1211
ΑΚ για το ενέχυρο, 498 ΑΚ, σύσταση δωρεάς μόνο με συμβολαιογραφικό έγγραφο,
βλ. επίσης άρθρα 158 ΑΚ –τύπος δικαιοπραξίας- 159 ΑΚ –ακυρότητα-). γ) Ως
αποδεικτικός τύπος. Αποδεικτικό ορισμένου δικαιώματος. Στην περίπτωση αυτή το
έγγραφο όχι μόνο δεν ενσαρκώνει το δικαίωμα, αλλά ούτε και είναι απαραίτητη
προϋπόθεση της ύπαρξης του. Το δικαίωμα παράγεται και χωρίς το έγγραφο, όμως
σε περίπτωσης αμφισβητήσεως του μόνο κατ’ εξαίρεση μπορεί να αποδειχθεί με
μάρτυρες (βλ. άρθρο 393 § 2 περ. γ’: τυχαία απώλεια). Επιτρεπτή η δικαστική
ομολογία.
Το δίκαιο της απόδειξης ενδιαφέρει το έγγραφο ως συστατικός ή
αποδεικτικός τύπος.
Αντιδιαστολή εγγράφων ως μέσου αποδείξεως με διαδικαστικά έγγραφα: Τα
διαδικαστικά έγγραφα πιστοποιούν την τέλεση των διαδικαστικών πράξεων. Ακόμα
και αν περικλείουν μέσα απόδειξης (π.χ. έκθεση πραγματογνωμοσύνης, πρακτικά
μαρτυρικών καταθέσεων, έκθεση αυτοψίας, πρακτικό ομολογίας κ.ο.κ.) κατά
κανόνα δεν αποτελούν το αποδεικτικό μέσο του εγγράφου, αλλά το επώνυμο μέσο
που κάθε φορά εμπεριέχουν (μαρτυρική εξέταση, πραγματογνωμοσύνη, ομολογία
κ.ο.κ.).
ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ
Τα έγγραφα διακρίνονται:
Ανάλογα με τον συντάκτη τους: Σε δημόσια (438 επ. ΚΠολΔ) και ιδιωτικά (443
επ. ΚΠολΔ).
Με κριτήριο το περιεχόμενο τους: Σε έγγραφα διάθεσης, δηλαδή σε αυτά που
περιέχουν δικαιοπρακτική δήλωση βουλήσεως ή ενσωματώνουν νομική πράξη (π.χ.
μισθωτήριο, έγγραφο εγγυήσεως άρθρο 849 § 1 ΑΚ) και σε έγγραφα μαρτυρίας,
12
Σημειώσεις - δίκαιο απόδειξης
Π. Κοντογεωργακόπουλος
Δεκ2015
δηλαδή σε αυτά που περιλαμβάνουν βεβαίωση του εκδότη τους για συγκεκριμένο
γεγονός (π.χ. απόδειξη είσπραξης ορισμένου ποσού, ληξιαρχική πράξη θανάτου
κ.ο.κ.).
Ανάλογα με τον τρόπο σύνταξης τους: Σε πρωτότυπα, δηλαδή σε αυτά που
προέρχονται αμέσως από τον εκδότη τους και σε αντίγραφα, δηλαδή σε αυτά που
συντάσσονται κατ’ απομίμηση του πρωτοτύπου. Τα αντίγραφα διακρίνονται σε
απλά (όταν συντάσσονται από τον οποιονδήποτε) και κεκυρωμένα ή
αντιπεφωνημένα (όταν συντάσσονται από αρμόδιο λειτουργό που βεβαιώνει την
ακρίβεια της αντιγραφής του πρωτοτύπου. Π.χ. δημόσια αρχή ή δικηγόρο). Τα
αντιπεφωνημένα έχουν ίση αποδεικτική ισχύ με το πρωτότυπο (άρθρο 449).
Ανάλογα με τη σχέση που υπάρχει μεταξύ τους: Σε αναφέροντα, δηλαδή σε όσα
μνημονεύουν στο περιεχόμενο τους άλλα έγγραφα (δημόσια ή ιδιωτικά) και σε
αναφερόμενα, δηλαδή τα έγγραφα που μνημονεύονται σε άλλο δημόσιο ή
ιδιωτικό έγγραφο (άρθρο 436 ΚΠολΔ).
Με κριτήριο τον προορισμό τους σε κυρίως έγγραφα και σε αντέγγραφα,
δηλαδή τα έγγραφα που εκμηδενίζουν την αποδεικτική δύναμη του κυρίως
εγγράφου, π.χ. το έγγραφο που προορίζεται να αποδείξει την εικονικότητα της
δικαιοπραξίας, η οποία περιέχεται στο κυρίως έγγραφο.
ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΓΓΡΑΦΑ
Ορισμός: (βλ. και άρθρο 438). Δημόσιο είναι κάθε έγγραφο που συντάσσεται από
δημόσιο υπάλληλο ή δημόσιο λειτουργό ή πρόσωπο που ασκεί δημόσια υπηρεσία ή
λειτουργία, καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο, στο πλαίσιο της άσκησης των
13
Σημειώσεις - δίκαιο απόδειξης
Π. Κοντογεωργακόπουλος
Δεκ2015
14
Σημειώσεις - δίκαιο απόδειξης
Π. Κοντογεωργακόπουλος
Δεκ2015
1036, ΑΠ 796/2006, ΝοΒ 54. 1282, ΑΠ 11/2004, Δ 35. 704). Π.χ. η βεβαίωση του
συμβολαιογράφου ότι καταβλήθηκε ενώπιον του το τίμημα του συμβολαίου.
Ανταπόδειξη στην παραπάνω περίπτωση δεν επιτρέπεται, παρά μόνο προσβολή
τους ως πλαστών (455 εδ. α’) κατά τη διαδικασία των διατάξεων των άρθρων 460-
465 ΚΠολΔ. Το βάρος απόδειξης έχει εκείνος που επικαλείται την πλαστότητα.
Συνεπώς δεν κινδυνεύει αυτός που επικαλείται το έγγραφο, αλλά αυτός που το
προσβάλει ως πλαστό. Τα ίδια ισχύουν και ως προς τα αλλοδαπά δημόσια έγγραφα
(439 ΚΠολΔ).
Το δικαστήριο όμως μπορεί αν έχει αμφιβολίες για τη γνησιότητα του εγγράφου –
ακόμα και αν δεν προσβάλλεται ως πλαστό- να ζητήσει αυτεπαγγέλτως εξηγήσεις
από αυτόν που εμφανίζεται ως συντάκτης του (455 εδ. β’).
Εάν στο δημόσιο έγγραφο βεβαιώνονται γεγονότα, την αλήθεια των οποίων
ο συντάκτης του εγγράφου όφειλε να διαπιστώσει, δημιουργείται και για
αυτό πλήρης απόδειξη έναντι πάντων, επιτρέπεται όμως η ανταπόδειξη
(440 ΚΠολΔ), με κάθε αποδεικτικό μέσο (και με μάρτυρες Νίκας, ΠολΔ ΙΙ, 2005, §
85, αρ. 28). Το βάρος απόδειξης φέρει ο ο ισχυριζόμενος το αντίθετο από το
βεβαιούμενο στο έγγραφο. Π.χ. έκθεση επιδόσεως, ως προς τη βεβαίωση του
δικαστικού επιμελητή ότι το σπίτι που έγινε η θυροκόλληση, είναι η κατοικία του
παραλήπτη, πράγμα που όφειλε να ελέγξει. Π.χ. επίδοση από τον δικαστικό
επιμελητή σε σύνοικο. Ο επιμελητής όφειλε να ελέγξει την ιδιότητα του συνοίκου.
Βεβαίωση από το συμβολαιογράφο σε σύνταξη δημόσιας διαθήκης ότι ο διαθέτης
είχε πλήρη διαύγεια- δικαιοπρακτική ικανότητα (ΑΠ 654/1993, ΕΕΝ 1994. 356)
Στον κανόνα της διάταξης 438 ΚΠολΔ υπόκειται το δημόσιο έγγραφο και ως προς
την σε αυτό βεβαίωση του συντάκτη δημοσίου υπαλλήλου ή λειτουργού ότι
συντάχθηκε σε ορισμένη χρονολογία, αφού ο χρόνος σύνταξης είναι από τα
γεγονότα που υποπίπτουν στην αντίληψη του συντάκτη του και
βεβαιώνονται από αυτόν. Μη επιτρεπτή συνεπώς και εδώ η ανταπόδειξη. Μόνο
η προσβολή για πλαστότητα είναι δυνατή (ΕφΑθ 8265/1985, ΕλλΔνη 28. 1250).
ΙΔΙΩΤΙΚΑ ΕΓΓΡΑΦΑ
Ορισμός: Όλα τα έγγραφα που δεν είναι δημόσια (εξ αντιδιαστολής).
Για το κύρος του ιδιωτικού εγγράφου απαιτείται η υπογραφή του εκδότη του ή
άλλο σημείο κατά τα ειδικότερα στο άρθρο 443.
Εκδότης είναι το πρόσωπο που αναλαμβάνει με την υπογραφή του τις υποχρεώσεις
που πηγάζουν από το έγγραφο και όχι το πρόσωπο που απλά έγραψε ή συνέταξε
το έγγραφο (ΕφΠατρ 143/2008, ΕπισκΕΔ 2008. 571, ΕφΑθ 7897/1986, ΑρχΝ 1987.
779).
15
Σημειώσεις - δίκαιο απόδειξης
Π. Κοντογεωργακόπουλος
Δεκ2015
17
Σημειώσεις - δίκαιο απόδειξης
Π. Κοντογεωργακόπουλος
Δεκ2015
παραδοσιακή του μορφή κατά τον ΚΠολΔ, λόγω κυρίως έλλειψης του
στοιχείου της σταθερότητας κατά την ενσωμάτωσή του σε υλικό που
παρουσιάζει διάρκεια ζωής, αλλά δεν αποτελεί αντικείμενο αυτοψίας (όπως
κατά μία άποψη υποστηρίζεται), αλλά πρόκειται για μία ενδιάμεση
μορφή, την οποία ο νομοθέτης εξομοίωσε προς τα ιδιωτικά
έγγραφα, ενόψει της εγγύτητας προς αυτά (ΕφΑθ 32/2011 ΔΕΕ2011. 591,
ΜΠρΑθ 1963/2004 Δ 2005. 587).
o Ο καθορισμός της ηλεκτρονικής διεύθυνσης κατά τρόπο μοναδικό,
από τον ίδιο το χρήστη και η δήλωσή της σε κάθε αποστελλόμενο
ηλεκτρονικό μήνυμα συνιστά απόδειξη της ταυτότητας του εκδότη του
και κατ’ αναλογίαν με τα οριζόμενα για το παραδοσιακό έγγραφο του
άρθρου 443 ΚΠολΔ, η μηχανική του απεικόνιση σε έντυπο, σύμφωνα με τις
διατάξεις του άρθρου 444 § 1 περ. γ΄ και παρ. 2 ΚΠολΔ εμπίπτει στην έννοια
του ιδιωτικού εγγράφου, με αποδεικτική δύναμη εις βάρος του εκδότη του
(συνδυασμός των άρθρων 443, 444, 445 ΚΠολΔ), διότι αυτή ακριβώς η
μοναδική για κάθε χρήστη ηλεκτρονική διεύθυνση, που έχει ορισθεί και
εφαρμοστεί από τον ίδιο τον αποστολέα, έχει το χαρακτήρα της ιδιόχειρης
υπογραφής, έστω και αν δεν έχει την παραδοσιακή μορφή της τελευταίας.
Το επικυρωμένο κατά το νόμο αντίγραφο του αποσταλέντος ηλεκτρονικού
μηνύματος, το οποίο περιέχεται στο σκληρό δίσκο του παραλήπτη αποτελεί
πλήρη απόδειξη ότι η περιλαμβανόμενη σε αυτό δήλωση προέρχεται από τον
εκδότη - αποστολέα του σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 445 του
ΚΠολΔ (ΜΠρΑθ 1963/2004 Δ 2005. 587, ΜΠρΑθ 6302/2004 Αρμ 2005. 239).
o Άτυπες συμβάσεις μπορούν να καταρτισθούν μέσω ηλεκτρονικών
εγγράφων και ειδικά μέσω του διαδικτύου με ανταλλαγή δηλώσεων
βούλησης μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Με τη μέθοδο αυτή τα
συμβαλλόμενα μέρη αναγνωρίζουν ότι συμβάλλονται εγκύρως, ακριβώς διότι
δεν αμφισβητείται η ταυτότητα του αποστολέα και το περιεχόμενο της
δήλωσης βούλησής του, έτσι όπως αυτή εξασφαλίζεται κατά τα ανωτέρω
εκτιθέμενα με την αναφορά στο ηλεκτρονικό μήνυμα της ηλεκτρονικής
διεύθυνσής του. Κατόπιν αυτών, στις συμβάσεις που καταρτίζονται μέσω
ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και στις οποίες εφαρμογή έχει το ελληνικό
δίκαιο, η απόδειξη της δήλωσης βούλησης των συμβαλλομένων είναι
δυνατόν να συντελεσθεί μέσω επικυρωμένων από πληρεξούσιο δικηγόρο
αντιγράφων των περιεχομένων στο σκληρό δίσκο του ηλεκτρονικού
υπολογιστή μηνυμάτων των συμβαλλομένων (ΜΠρΑθ 6302/2004 Αρμ 2005.
239)
19
Σημειώσεις - δίκαιο απόδειξης
Π. Κοντογεωργακόπουλος
Δεκ2015
ως προς την προέλευση της δήλωσης από τον εκδότη του εγγράφου, όσο και ως
προς την αλήθεια του περιεχομένου των δικαιοπρακτικών δηλώσεων, ενώ τα
ιδιωτικά έγγραφα μαρτυρίας αποτελούν πλήρη απόδειξη μόνο ως προς την
προέλευση της δήλωσης από τον εκδότη τους και κατά τα λοιπά εκτιμώνται
ελεύθερα. Σε όλες δε τις περιπτώσεις επιτρέπεται ανταπόδειξη ή αντίθετη (κύρια)
απόδειξη (βλ. ΑΠ 1283/1993, ΕλλΔνη 1995. 154, ΑΠ 508/1993 ΕΕΝ 1994. 333).
Παρέχουν δηλαδή τα έγγραφα αυτά πλήρη απόδειξη ως προς την κατάρτιση της
δικαιοπραξίας που περιέχεται σε αυτά, χωρίς να υπάρχουν περιθώρια για περαιτέρω
απόδειξη της αλήθειας. Αν, ενδεχομένως, αυτή δεν είναι αληθινή αλλά εικονική ή
υφίσταται άλλο ελάττωμα βούλησης (πλάνη, απάτη, απειλή, κ.λπ.), η μόνη
δυνατότητα που έχει αυτός που την αμφισβητεί είναι να επικαλεστεί, με ένσταση,
και να αποδείξει, όχι με απλή ανταπόδειξη, αλλά με κύρια απόδειξη, την
επικαλούμενη εικονικότητα, πλάνη κ.λπ. (ΑΠ 93/2007 ΝοΒ 55. 1347, ΕλλΔνη 48.
1932). Αναφορικά με το περιεχόμενο των καταχωρημένων σε αυτά δηλώσεων των
συμβαλλομένων, τα ιδιωτικά έγγραφα έχουν έτσι την ίδια αποδεικτική βαρύτητα με
τα δημόσια έγγραφα, παράγοντας πλήρη απόδειξη. Ως προς την έννοια του
περιεχομένου του ιδιωτικού έγγραφου δεν αποτελεί αυτό πλήρη απόδειξη, γιατί η
ερμηνεία του ανήκει αποκλειστικά στο δικαστήριο. Το ιδιωτικό έγγραφο του οποίου
ο εκδότης δεν αμφισβητεί τη γνησιότητα υπογραφής, αποτελεί πλήρη απόδειξη
εναντίον του (ΑΠ 1211/1975 ΝοΒ 24. 518, ΕφΘεσ 864/1983 Αρμ 37. 860).
Ανταπόδειξη. Κατά της αποδείξεως αυτής (ιδιωτικά έγγραφα διάθεσης = πλήρης
απόδειξη ως προς το περιεχόμενο των δικαιοπρακτικών δηλώσεων) επιτρέπεται
ανταπόδειξη, όπως και στα δημόσια έγγραφα (441 ΚΠολΔ) Αντικείμενο της
ανταποδείξεως, είναι ο ισχυρισμός του διαδίκου, ότι η υπογραφή του είναι γνήσια,
αλλά από αβλεψία ή οποιοδήποτε άλλο ανυπαίτιο ως προς αυτόν λόγο (λ.χ. ότι το
έγγραφο του αφαιρέθηκε ακούσια) έχει τεθεί κάτω από άσχετο κείμενο ( Μπέης,
ΠολΔ 445, σελ. 1750-1751, Σινανιώτης, ΕρμΚΠολΔ 445, II σελ. 350). Η
ανταπόδειξη μπορεί να πραγματοποιηθεί με κάθε μέσο αποδείξεως, εκτός από
μάρτυρες (ΕφΑθ 2624/1975 ΕΕμπΔ 1976, 404, Γέσιου-Φάλτση, Δίκαιο Αποδείξεως3,
§ 17 σ. 290, αντίθετα, Μπέης, ΠολΔ, άρθρο 445, 1750, 1751), επειδή πρόκειται για
απόδειξη κατά του περιεχομένου εγγράφου (393 § 2 ΚΠολΔ). Από τα παραπάνω
προκύπτει συμπερασματικά ότι η αποδεικτική δύναμη των ιδιωτικών
εγγράφων διαθέσεως διαφέρει από αυτήν των δημόσιων, ως προς το ότι
στα ιδιωτικά έγγραφα δεν μπορεί να υπάρξει θέμα αποδεικτικής
δυνάμεως για γεγονότα που επιχειρήθηκαν από τον εκδότη τους δημόσιο
υπάλληλο ή λειτουργό ή υπέπεσαν στην άμεση αντίληψη του (438, 440
ΚΠολΔ), ούτε συνακόλουθα και για προσβολή τους για πλαστότητα
21
Σημειώσεις - δίκαιο απόδειξης
Π. Κοντογεωργακόπουλος
Δεκ2015
(Ράμμος, ό.π., σελ. 902-903, σημ. 28). Αντ’ αυτού εισάγεται η πλήρης αποδεικτική
δύναμη ως προς το ότι τα ιδιωτικά έγγραφα προέρχονται από τον εκδότη τους (445
ΚΠολΔ), κατά της οποίας μάλιστα, αντίθετα από ό,τι συμβαίνει στα δημόσια
έγγραφα (438 ΚΠολΔ), επιτρέπεται απλή ανταπόδειξη χωρίς να χρειάζεται να
χρησιμοποιηθεί η τυπική διαδικασία της προσβολής για πλαστότητα ( Ράμμος, ό.π.,
σ. 903). Κατά τα άλλα, ως προς το περιεχόμενο δηλαδή των δικαιοπρακτικών
δηλώσεων των μερών, τόσο τα δημόσια, όσο και τα ιδιωτικά έγγραφα έχουν την
ίδια αποδεικτική δύναμη (Γέσιου-Φάλτση, ό.π., σ. 290).
Αποδεικτική δύναμη υπέρ του εκδότη. - Έννοια. Ο κανόνας είναι ότι το
ιδιωτικό έγγραφο αποδεικνύει μόνο αν περιέχει γεγονός σε βάρος του εκδότη του.
Μάλιστα δεν μπορεί να χρησιμεύσει ούτε ως αρχή εγγράφου αποδείξεως. Η
ρύθμιση αυτή του νόμου είναι εύλογη. Αν το ιδιωτικό έγγραφο απεδείκνυε υπέρ
του εκδότη, ο καθένας θα μπορούσε να καταγράψει σε ένα έγγραφο ό,τι είναι
ευνοϊκό για αυτόν, θα το υπέγραφε και θα το προσκόμιζε στο δικαστήριο, για να
αποδείξει τους ισχυρισμούς του. Μόνο κατ’ εξαίρεση αποτελεί το ιδιωτικό έγγραφο
απόδειξη υπέρ του εκδότη, αν το προσήγαγε ο αντίδικος, οπότε, είναι κοινό μέσο
αποδείξεως, κατά τη διάταξη του άρθρου 346 ΚπολΔ ή αν πρόκειται για
επαγγελματικά βιβλία (άρθρο 444 παρ. 1 περ. α΄ και β΄ ΚΠολΔ). Στην παραπάνω
εξαίρεση δεν συμπεριλαμβάνονται οι φωτογραφικές ή κινηματογραφικές
αναπαραστάσεις, φωνοληψίες και κάθε άλλη μηχανική απεικόνιση (άρθρο 447 όπως
αντικαταστάθηκε από το άρθρο 41 παρ. 1 του Ν 3994/2011). Εφόσον το ιδιωτικό
έγγραφο αποδεικνύει μόνο εις βάρος του εκδότη, περιέχει εξώδικη ομολογία, οπότε
εκτιμάται ελεύθερα κατά το άρθρο 352 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Αποδεικτική δύναμη κυρωμένου αντιγράφου. Κατά τη διάταξη του άρθρου
449 ΚΠολΔ, αντίγραφο την ακρίβεια του οποίου βεβαιώνει αρμόδιος υπάλληλος,
έχει αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο (ΕφΑθ 10172/2002 ΕλλΔνη 46. 208,
ΕφΑθ 13547/1995 ΠοινΧρ 1996. 105), εφόσον δεν προσβάλλεται ως πλαστό (438
ΚΠολΔ). Φωτογραφίες ή φωτοτυπίες εγγράφων έχουν αποδεικτική δύναμη ίση προς
το πρωτότυπο, εφόσον η ακρίβειά τους βεβαιώνεται από πρόσωπο αρμόδιο για την
έκδοση αντιγράφου (ΑΠ 1579/2005 ΕλλΔνη 2008. 752, ΕφΘρ 79/2003 ΕλλΔνη 47.
1105) (κατά συνέπεια διάδικος δεν μπορεί να εκδώσει κυρωμένο αντίγραφο, αφού
ο νόμος απαιτεί την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου και ειδικός νόμος σε κάθε
περίπτωση ορίζει ποιος είναι ο αρμόδιος προς τούτο υπάλληλος). Τέτοιο αρμόδιο
πρόσωπο είναι και ο δικηγόρος (άρθρο 52 του Δικηγορικού Κώδικα), για τα
έγγραφα που έχει στην κατοχή του έστω και για ελάχιστο χρόνο.
Αντίγραφα, φωτογραφίες ή φωτοτυπίες μη επικυρωμένα (απλά
αντίγραφα) δεν έχουν αποδεικτική δύναμη εγγράφου. Έχει κριθεί ότι η
22
Σημειώσεις - δίκαιο απόδειξης
Π. Κοντογεωργακόπουλος
Δεκ2015
23
Σημειώσεις - δίκαιο απόδειξης
Π. Κοντογεωργακόπουλος
Δεκ2015
24
Σημειώσεις - δίκαιο απόδειξης
Π. Κοντογεωργακόπουλος
Δεκ2015
γνησιότητας αρκεί και γενική (ΑΠ 1273/1998 ΕλλΔνη 1999. 82). ε) Το βάρος
απόδειξης φέρει αυτός που προσβάλλει το έγγραφο ενώ στην αμφισβήτηση
γνησιότητας αυτός που επικαλείται και προσάγει το έγγραφο ( Μπέης, ΠολΔ, υπό
άρθρο 460 παρ. II 2 Ε΄, σ. 1761 και ΑΠ 649/2009 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ - ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΑθ
1542/2000 ΕλλΔνη 43. 1458].
Χρόνος υποβολής εγγράφου ως πλαστού. Ο τρόπος και ο χρόνος προσβολής
ενός εγγράφου ως πλαστού διαφοροποιείται, ανάλογα με το εάν η πλαστογραφία
αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο ή όχι (ΑΠ 578/1993 ΕλλΔνη 1994. 1544, 1545):
α) Εάν η πλαστογραφία αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο (δηλαδή κατονομάζεται
ο πλαστογράφος), μπορεί να προταθεί σε κάθε στάση της δίκης και β) Εάν η
πλαστογραφία δεν αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο, μπορεί να προταθεί μόνο κατ’
ένσταση και υπό τους περιορισμούς των διατάξεων των άρθρων (269 πλέον βλ.
237) και 527.
Αγωγή κήρυξης πλαστότητας. Η αγωγή περί πλαστότητας είναι αναγνωριστική
(ΠΠρΑθ 14566/1975 ΕλλΔνη 1980. 736, ΜΠρΘεσ 654/1976 Αρμ 1977. 473), κατ’
εξαίρεση όμως από τον κανόνα, έχει ως αίτημα την αναγνώριση της πλαστότητας,
που αποτελεί πραγματικό γεγονός και όχι έννομη σχέση (ΠΠρΑθ 14566/1975
ΕλλΔνη 1980, 763).
Προαπόδειξη πλαστότητας. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 463 ΚΠολΔ,
εκείνος που προσβάλλει το έγγραφο ως πλαστό, πρέπει να προσάγει ταυτόχρονα τα
έγγραφα που αποδεικνύουν την πλαστότητα και να αναφέρει ονομαστικά τους
μάρτυρες και τα άλλα αποδεικτικά μέσα (ΕφΘεσ 394/2009 Αρμ 2010. 1337). Ο
ισχυρισμός για πλαστότητα είναι απαράδεκτος, αν δεν συνοδεύεται από την
ταυτόχρονη προσαγωγή των εγγράφων και την επίκληση των άλλων αποδεικτικών
μέσων.
ΚΤΗΣΗ ΒΕΒΑΙΑΣ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑΣ ΕΓΓΡΑΦΩΝ
Με τη βέβαιη χρονολογία ενός εγγράφου βεβαιώνεται η σύνταξή του πριν από ένα
ορισμένο χρονικό σημείο και όχι μετά.
Τα δημόσια έγγραφα έχουν βέβαιη χρονολογία όχι μόνο μεταξύ αυτών που
συνέπραξαν στη σύνταξή τους, αλλά και έναντι των τρίτων έως την προσβολή τους
για πλαστότητα, διότι το γεγονός του χρόνου σύνταξής τους είναι από εκείνα που
υποπίπτουν στην άμεση αντίληψη του συντάκτη τους δημόσιου υπαλλήλου ή
λειτουργού (Γέσιου-Φαλτσή, ό.π., σ. 296, Κεραμεύς, ΕρμΚΠολΔ, άρθρο 446, σ.
802-803, Ράμμος, ό.π., σ. 903, Κοροτζής, Η έγγραφη απόδειξη (1986), σ. 56-57,
ΑΠ 93/2007 ΝοΒ 55. 1347, ΕλλΔνη 48. 1932, ΕφΠειρ 1136/1981, ΠειρΝ 1981. 302,
304).
25
Σημειώσεις - δίκαιο απόδειξης
Π. Κοντογεωργακόπουλος
Δεκ2015
ΕΠΙΔΕΙΞΗ ΕΓΓΡΑΦΩΝ
Προϋποθέσεις υποχρέωσης επιδείξεως εγγράφων. Η εφαρμογή των
διατάξεων των άρθρων 450-452 ΚΠολΔ για την επίδειξη εγγράφων εκτείνεται στην
περίπτωση που η ανάγκη επίδειξης αυτών ανακύπτει στη διάρκεια εκκρεμούς δίκης.
26
Σημειώσεις - δίκαιο απόδειξης
Π. Κοντογεωργακόπουλος
Δεκ2015
27
Σημειώσεις - δίκαιο απόδειξης
Π. Κοντογεωργακόπουλος
Δεκ2015
άρθρων 450-452 του ΚΠλοΔ, οι οποίες αφορούν, επίσης, την επίδειξη εγγράφων. Οι
τελευταίες αυτές διατάξεις δεν κατάργησαν τις σχετικές διατάξεις του ΑΚ, είναι
ειδικότερες και ρυθμίζουν την υποχρέωση των διαδίκων ή των τρίτων προς επίδειξη
κατά τη διάρκεια εκκρεμούς δίκης, στην οποία το επιδεικτέο έγγραφο πρόκειται να
χρησιμεύσει για απόδειξη. Αντίθετα, οι διατάξεις του ΑΚ, οι προϋποθέσεις και οι
περιορισμοί που αναφέρονται σε αυτές ως προς τη δημιουργία της αξιώσεως για
επίδειξη, εφαρμόζονται μόνο όταν δεν υπάρχει εκκρεμής δίκη. Στην
περίπτωση άσκησης της αγωγής αυτοτελώς στο πλαίσιο του άρθρου 902 ΑΚ καθ’
ύλην αρμόδιο είναι πάντοτε το πολυμελές πρωτοδικείο ως δικαστήριο γενικής
αρμοδιότητας (άρθρο 18 ΚΠολΔ) (Βλ. Νίκα, ΠολΔ ΙΙ, 2005, § 85, αρ. 64, υποσημ.
223. Βλ. επίσης σε γενικότερη βάση Κρουσταλάκη, Δ 1. 648 και
Δεληκωστόπουλο/Σινανιώτη, ΕρμΚΠολΔ, τόμ. Α’, 1968, υπό άρθρο 18, σ. 75,
ΜΠρΑθ 14918/1970 ΝοΒ 1971. 491),
Αίτηση επίδειξης εγγράφων. Η αξίωση προς επίδειξη εγγράφων, στα πλαίσια
εκκρεμούς δίκης, δύναται να ζητηθεί, κατά τη διάταξη του άρθρου 451 § 1 ΚΠολΔ,
με παρεμπίπτουσα αγωγή, στην περίπτωση που υπόχρεος προς επίδειξη
είναι τρίτος, δηλαδή πρόσωπο που είναι αμέτοχο της κύριας δίκης ή και με τις
προτάσεις, αν υπόχρεος προς τούτο είναι ο αντίδικος του διαδίκου, οι οποίες
επίσης πρέπει να περιέχουν όλα τα στοιχεία της αγωγής για το ορισμένο αυτής.
Όπου δεν είναι υποχρεωτική η υποβολή προτάσεων μπορεί η επίδειξη εγγράφου να
ζητηθεί και με προφορική δήλωση, η οποία και καταχωρείται στα πρακτικά του
δικαστηρίου (πλέον μόνο στις υποθέσεις των μικροδιαφορών, βλ. άρθρο 115 § 3).
Διαδικασία και αρμοδιότητα. Ως προς τη διαδικασία η συζήτηση και η απόδειξη
γίνονται κατά τις γενικές διατάξεις (451 § 2 ΚΠολΔ), δηλαδή ακολουθείται η τακτική
διαδικασία αποδείξεως και δεν αρκεί πιθανολόγηση, αλλ’ απαιτείται πλήρης απόδειξη
των σχετικών ορισμών (Σινανιώτης, ΕρμΚΠολΔ, τόμ. Γ’, 1974, υπό άρθρο 451, σ.
356-357 και Σταυρόπουλος, ΕρμΚΠολΔ, 1969, υπό άρθρο 468 (451), σ. 646, 3α).
Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της σχετικής αγωγής είναι το δικαστήριο της
κυρίας δίκης (Σινανιώτης, ό.π., υπό άρθρο 451, σ. 357). Φια την εκδίκηση της
παρεμπίπτουσας αγωγής προς επίδειξη, είτα αυτή στρέφεται κατά του αντιδίκου
της κύριας δίκης είτε κατά τρίτου, αποκλειστικώς αρμόδιο λόγω συνάφειας είναι το
δικαστήριο στο οποίο εκκρεμεί η αγωγή (ΜΠρΘεσ 8620/2006 Αρμ 2006. 1257).
Χρόνος υποβολής αίτησης ή αγωγής για επίδειξη εγγράφου. Η αίτηση ή η
αγωγή για επίδειξη μπορεί να υποβληθεί σε κάθε στάση της δίκης και μάλιστα το
πρώτον και ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου.
Περιεχόμενο αίτησης επίδειξης εγγράφου. Η αίτηση διαδίκου με την οποία
ζητείται από το δικαστήριο να διατάξει την, από τον αντίδικο του αιτούντος ή τον
28
Σημειώσεις - δίκαιο απόδειξης
Π. Κοντογεωργακόπουλος
Δεκ2015
τρίτο, επίδειξη εγγράφου, για να είναι παραδεκτή και σύννομη, προϋπόθεση έχει
την επίκληση της κατοχής του εγγράφου από τον αντίδικό του ή τον τρίτο, τον
σαφή προσδιορισμό του περιεχομένου του εγγράφου που είναι πρόσφορο προς
απόδειξη (άμεση ή έμμεση) λυσιτελούς ισχυρισμού του αιτούντος ή ανταπόδειξη
που αναφέρεται σε τέτοιο ισχυρισμό (ΑΠ 1771/1988 ΕΕΝ 1989. 850).
Αγωγή περί επιδείξεως εγγράφων. Για το ορισμένο περί αγωγής επιδείξεως
εγγράφων, πρέπει: α) να αναφέρει ότι το έγγραφο βρίσκεται στην κατοχή του
αντιδίκου (ΑΠ 209/1994 ΕΕΝ 1995. 195, 196, ΑΠ 1073/1973 ΝοΒ 1974. 758) και β)
να προσδιορίζει το έγγραφο και να περιγράφει με ακρίβεια το περιεχόμενό του
(Γέσιου-Φαλτσή, ό.π., σ. 308-309, ΑΠ 1565/1998 ΔΕΕ 1999. 491, ΑΠ 291/1993
ΕλλΔνη 1994. 1299, 1300).
Συντηρητική απόδειξη. Η επίδειξη εγγράφου μπορεί να ζητηθεί και με αίτηση
συντηρητικής απόδειξης (437 ΚΠολΔ) ( Γέσιου-Φαλτσή, ό.π., σ. 308-309). Και στην
περίπτωση αυτή η βασιμότητα της αίτησης κρίνεται κατά τη διάταξη του άρθρου
450 ΚΠολΔ και όχι εκείνης του άρθρου 902 ΑΚ.
Βάρος απόδειξης. Το βάρος απόδειξης με την υποβολή αίτησης επίδειξης
εγγράφου φέρει ο διάδικος που ζητεί την επίδειξη, ο οποίος και βαρύνεται με
την απόδειξη της συνδρομής των προϋποθέσεων του νόμου για την επίδειξη του
εγγράφου (ΑΠ 1254/1983 Δ 15. 399).
Εκτέλεση απόφασης επιδείξεως εγγράφων. Σύμφωνα με το άρθρο 452 παρ. 1
ΚΠολΔ, η εκτέλεση της απόφασης που διατάζει την επίδειξη γίνεται κατά τις
διατάξεις που αφορούν την εκτέλεση για την ικανοποίηση απαιτήσεων που
συνίστανται στην απόδοση και στην παράδοση πράγματος ή την ενέργεια πράξης.
Τέτοιες είναι αυτές των άρθρων 941 και 946 ΚΠολΔ, από το συνδυασμό των
οποίων σαφώς προκύπτει ότι το αντικείμενο της εκτελέσεως πρέπει να είναι
εντελώς εξατομικευμένο, άλλως η εκτέλεση δεν είναι εφικτή (ΑΠ 776/2005 ΕλλΔνη
2008. 157).
29
Σημειώσεις - δίκαιο απόδειξης
Π. Κοντογεωργακόπουλος
Δεκ2015
Κατά το άρθρο 444 § 1 αριθ. 3 ΚΠολΔ ιδιωτικά έγγραφα θεωρούνται και οι φωτογραφικές
ή κινηματογραφικές αναπαραστάσεις, φωνοληψίες και κάθε άλλη μηχανική απεικόνιση,
συνεπώς και οι μαγνητοταινίες, αφού αποτελούν την κύρια μορφή της φωνοληψίας.
Κατά την § 2 του ίδιου άρθρου μηχανική απεικόνιση, είναι και κάθε μέσο το οποίο
χρησιμοποιείται από υπολογιστή ή περιφερειακή μνήμη υπολογιστή, με ηλεκτρονικό,
μαγνητικό ή άλλο τρόπο, για εγγραφή, αποθήκευση, παραγωγή ή αναπαραγωγή στοιχείων,
που δεν μπορούν να διαβαστούν άμεσα, όπως επίσης και κάθε μαγνητικό, ηλεκτρονικό ή
άλλο υλικό στο οποίο εγγράφεται οποιαδήποτε πληροφορία, εικόνα, σύμβολο ή ήχος,
αυτοτελώς ή σε συνδυασμό, εφόσον τα μέσα και τα υλικά αυτά προορίζονται ή είναι
πρόσφορα να αποδείξουν γεγονότα που έχουν έννομη σημασία.
Κατά τη θεμελιώδη, όμως, διάταξη του άρθρου 2 § 1 του Συντάγματος «ο σεβασμός και η
προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της
Πολιτείας». Στην προστατευόμενη από το Σύνταγμα και μάλιστα «πρωταρχικά», αξία του
ανθρώπου περιλαμβάνεται και η ελευθερία της επικοινωνίας, αφού μέσω και αυτής
εκφράζεται και πραγματώνεται η αξία του ανθρώπου.
Η συνταγματική κατοχύρωση της ελευθερίας αυτής προκύπτει και από το άρθρο 9 § 1 εδ.
β΄ του Συντάγματος, που ορίζει ότι «η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι
απαραβίαστη», καθώς και από το άρθρο 19 του Συντάγματος, που ορίζει ότι «το απόρρητο
των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο
τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο. Νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική
αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση
ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων».
Το τελευταίο αυτό άρθρο αναφέρεται μεν στο απόρρητο της ελεύθερης ανταπόκρισης ή
επικοινωνίας, είναι, όμως, πρόδηλο ότι προϋποθέτει την ελευθερία της ανταπόκρισης ή
επικοινωνίας ως συνταγματικάπροστατευόμενο έννομο αγαθό.
Ανάλογα προκύπτουν και από την αντίστοιχη ρύθμιση του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής
Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που οποία κυρώθηκε με το ν.δ.
53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος,
Εφόσον αποδεικτικό μέσο αποτελεί δέσμευση και περιορισμό στην ελεύθερη άσκηση της
επικοινωνίας, είναι συνταγματικά απαγορευμένο αποδεικτικό μέσο και δεν επιτρέπεται να
χρησιμοποιηθεί σε πολιτική δίκη.
Πράγματι, η απονομή της δικαιοσύνης δεν πρέπει να γίνεται έναντι οιουδήποτε τιμήματος.
Η αντίθετη άποψη θα μπορούσε να οδηγήσει –υπό την επίκληση της ανάγκης απόκτησης
αποδεικτικού μέσου για ενδεχόμενα δικαιώματα– στη γενίκευση της χρήσης π.χ.
μαγνητοφώνων από τους συνομιλητές προσώπων, η φωνή των οποίων θα καταγραφόταν
χωρίς τη συναίνεση τους.
30
Σημειώσεις - δίκαιο απόδειξης
Π. Κοντογεωργακόπουλος
Δεκ2015
Κατ’ αυτόν, όμως, τον τρόπο η ελευθερία της επικοινωνίας θα περιοριζόταν, διότι τότε ο
καθένας θα ζούσε με το καταθλιπτικό συναίσθημα ότι κάθε αστόχαστη ή υπερβολική,
έστω, έκφραση του, στα πλαίσια μιας ιδιωτικής συζήτησης, θα μπορούσε να
χρησιμοποιηθεί στη συνέχεια υπό άλλες περιστάσεις ως αποδεικτικό μέσο εναντίον του,
πολύ περισσότερο μάλιστα όταν τα σύγχρονα τεχνικά μέσα παρέχουν ευρείες δυνατότητες
αλλοίωσης του περιεχομένου των αποτυπώσεων, οι οποίες (αλλοιώσεις) είναι πολύ
δύσκολο ή και αδύνατο να διαγνωσθούν.
Εξ άλλου, χωρίς την ανωτέρω κύρωση (απαράδεκτο του αποδεικτικού μέσου) η
προπαρατεθείσα, συνταγματικής ισχύος, ρύθμιση θα είχε περιορισμένη
αποτελεσματικότητα, παρά την απειλή κατά του παραβάτη της ποινικής κύρωσης, που
προβλέπεται στο άρθρο 370Α του ΠΚ. Εξαίρεση από τον, συνταγματικής ισχύος, κανόνα
της απαγόρευσης των εν λόγω αποδεικτικών μέσων ισχύει μόνο χάριν της προστασίας
συνταγματικά υπέρτερων έννομων αγαθών, όπως είναι η ανθρώπινη ζωή. Κάθε άλλη
εξαίρεση από την ως άνω απαγόρευση, εισαγόμενη τυχόν με διάταξη κοινού νόμου, όπως
είναι και ο Ποινικός Κώδικας, είναι ανίσχυρη κατά το μέτρο που υπερβαίνει το κριτήριο της
προστασίας συνταγματικά υπέρτερου έννομου αγαθού (ΟλΑΠ 1/2001 ΕλλΔνη 2001. 374,
ΑΠ 981/2009 ΕφΑΔ 2009. 1372, ΑΠ 1351/2007 ΝοΒ 2007. 2390).
Κατά την ειδική διάταξη του άρθρου 4 «Στοιχεία επικοινωνίας» του π.δ. 47/2005
«Διαδικασίες-εγγυήσεις άρσης απορρήτου επικοινωνιών και διασφάλισή του», το οποίο
εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 9 του ν. 3115/2003: «1. Τα συγκεκριμένα
στοιχεία επικοινωνίας, στα οποία είναι δυνατόν να αναφέρεται μία διάταξη άρσης του
απορρήτου εξαρτώνται από το είδος της επικοινωνίας και εξειδικεύονται κατά περίπτωση
ως εξής: … γ. Τηλεφωνική επικοινωνία: Επί συγκεκριμένου φυσικού ή νομικού προσώπου,
που είναι συνδρομητής ή χρήστης παρόχου υπηρεσιών σταθερής ή κινητής τηλεφωνίας,
είναι δυνατόν να ζητηθούν τα ακόλουθα συγκεκριμένα στοιχεία εισερχόμενων και
απερχόμενων κλήσεων. αα. Καλών και καλούμενος αριθμός κλήσης και στις αναπάντητες
κλήσεις. ββ. Καλών και καλούμενος συνδρομητής και πελάτης και στις αναπάντητες
κλήσεις. γγ. Ώρα έναρξης και ώρα λήξης της επικοινωνίας. δδ. Γεωγραφικός εντοπισμός
καλούντος και καλούμενου (στις κινητές επικοινωνίες) είτε ομιλούν, είτε πρόκειται για SMS,
είτε είναι σε θέση stand by, είτε πραγματοποιούν αναπάντητη κλήση. εε. Περιεχόμενο
επικοινωνίας (φωνή, εικόνα κ.λπ.) … ».
Στην ένδικη περίπτωση αμφότεροι οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν
πλήθος αποτυπώσεων μηνυμάτων SMS, είτε σε εκτυπωμένο κείμενο είτε σε
φωτογραφίες (κλασικές ή ψηφιακές) οθόνης κινητού τηλεφώνου, χωρίς
κανένας από αυτούς να επικαλείται και να προσκομίζει συγκεκριμένη
εισαγγελική ή ανακριτική διάταξη ή βούλευμα δικαστικού συμβουλίου
επιτρεπτικό μιας τέτοιας αποτύπωσης, δεδομένου ότι κατά το παραπάνω άρθρο του 4
31
Σημειώσεις - δίκαιο απόδειξης
Π. Κοντογεωργακόπουλος
Δεκ2015
του π.δ. 47/2005 το κείμενο των μηνυμάτων αυτών, ως περιεχόμενο της εν λόγω μορφής
τηλεφωνικής επικοινωνίας, εμπίπτει στα προστατευόμενα από το απόρρητο της
τηλεφωνικής επικοινωνίας στοιχεία.
Αυτή η χωρίς τις νόμιμες προϋποθέσεις αποτύπωση (εξωτερίκευση) των κειμένων αυτών
και αποδεικτική χρήση τους σε υπόθεση που δεν αφορά απόπειρα ανθρωποκτονίας δεν
μπορεί να γίνει ανεκτή, όχι μόνο κατά το γράμμα των ανωτέρω διατάξεων, αλλά και την
προαναφερόμενη ratio απαγόρευσης της αποδεικτικής αξιοποίησής τους, και ως εκ τούτου,
καμία από τις προσκομιζόμενες αποτυπώσεις κειμένου SMS δεν μπορεί νασυναξιολογηθεί
αποδεικτικά, καθώς αυτές συνιστούν απαγορευμένα αποδεικτικά μέσα.
Σχόλιο
Κατά τον Καθηγητή Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσ/νίκης, Ιωάννης
Ιγγλεζάκης, η παραπάνω απόφαση θεωρεί ότι τα μηνύματα SMS δεν μπορούν να
χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικό υλικό σε πολιτική δίκη, διότι αυτό θα είχε ως συνέπεια
την παραβίαση του συνταγματικού δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή και του δικαιώματος
στο απόρρητο της επικοινωνίας (άρθρα 9 § 1 εδ. β' και 19 του Συντάγματος), καθώς της
διάταξης του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ. Είναι θετικό ότι το δικαστήριο εφαρμόζει τη διάταξη του
άρθρου 4 του π.δ. 47/2005 βάσει της οποίας το περιεχόμενο των μηνυμάτων SMS
αποτελούν περιεχόμενο τηλεφωνικής επικοινωνίας και ως τέτοιο, η αποκάλυψή τους
προϋποθέτει να έχει γίνει άρση απορρήτου. Η απόφαση κατέληξε στην κρίση περί μη
αξιοποίησης του εν λόγω αποδεικτού υλικού, δίχως να έχει προηγηθεί ένσταση ή άλλος
ισχυρισμός από έναν από τους διαδίκους, αλλά κρίνει ότι το κύρος των αποδεικτικών
μέσων κρίνεται αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο. Αυτό, βεβαίως, ισχυροποιεί έτι
περαιτέρω την προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών και τον κανόνα της
απαγόρευσης χρήσης παράνομων αποδεικτικών μέσων.
ΓΕΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Νίκας, Πολιτική Δικονομία ΙΙ, 2005, § 85 επ., σ. 498 επ.
Απαλαγάκη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 3 η εκδ. 2013,
άρθρα 432 επ., σ. 866 επ.
Νικολόπουλος, Δίκαιο Αποδείξεως, β’ εκδ., 2011, § 18, σ. 281 επ.
Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αποδείξεως, 3η εκδ., 1986, § 17 επ., σ. 271 επ.
32