Download as doc, pdf, or txt
Download as doc, pdf, or txt
You are on page 1of 32

Σημειώσεις - δίκαιο απόδειξης

Π. Κοντογεωργακόπουλος
Δεκ2015

ΔΙΚΑΙΟ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Α. ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

ΓΕΝΙΚΑ
 Η λογική θεώρηση του κανόνα δικαίου οδηγεί, όπως είναι γνωστό, στη
διάκρισή του στο «πραγματικό» (ή «αντικειμενικό») και στην «έννομη συνέπεια».
Το πραγματικό είναι η αφηρημένη περιγραφή των προϋποθέσεων εκείνων που
πρέπει να πραγματοποιηθούν για να προκληθεί στη συγκεκριμένη περίπτωση η
έννομη συνέπεια, η συνέπεια δηλαδή που επαπειλεί ο κανόνας αυτός του δικαίου.
 Από το άλλο μέρος η επιστήμη του αστικού δικονομικού δικαίου έχει από καιρό
διευκρινίσει ότι η δικαστική απόφαση διατυπώνεται με τη μορφή συλλογισμού. Την
ελάσσονα πρόταση του συλλογισμού αποτελούν τα πραγματικά γεγονότα που
τίθενται υπό την κρίση του δικαστηρίου, όπως και η κρίση για την υπαγωγή τους ή
όχι στο «πραγματικό» του κανόνα δικαίου που αρμόζει σε κάθε περίπτωση. Τη
μείζονα πρόταση πάλι αποτελούν οι κανόνες δικαίου που αρμόζουν στα γεγονότα
αυτά, και μάλιστα τόσο ως προς το πραγματικό τους, όσο και ως προς την έννομή
τους συνέπεια. Από το συνδυασμό των δύο αυτών προτάσεων συνάγει ο δικαστής
το συμπέρασμά του, το διατακτικό δηλαδή της αποφάσεώς του.
 Το δίκαιο της αποδείξεως συνδέεται με την ελάσσονα πρόταση του
δικαστικού συλλογισμού, ακριβώς επειδή τα πραγματικά γεγονότα που τίθενται
υπό την κρίση του δικαστή έχουν ανάγκη αποδείξεως.

ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΟΡΙΣΜΟΣ:
 Απόδειξη είναι η διαδικαστική ενέργεια του δικαστή (αυτοψία), του διαδίκου
(εξέταση διαδίκων) ή του τρίτου (μάρτυρες) που αποβλέπει στη διαπίστωση της
αλήθειας των στοιχείων που είναι αναγκαία για την κρίση της υποθέσεως. Δίκαιο
αποδείξεως είναι το σύνολο των κανόνων που ρυθμίζουν τη διαδικαστική αυτή
ενέργεια.
 Από τον ορισμό της αποδείξεως προκύπτει ότι: α) Η απόδειξη είναι ενέργεια
διαδικαστική, πραγματοποιείται δηλαδή στα πλαίσια εκκρεμούς δίκης ή σε
αναφορά προς ορισμένη δίκη. β) Ως ενέργεια η απόδειξη αναλύεται σε πράξεις
του δικαστηρίου, π.χ. στην αυτοψία, των διαδίκων, π.χ. στην ομολογία, ή και
τρίτων προσώπων, π.χ. στους μάρτυρες. Υποκείμενα ώστε της αποδείξεως μπορεί
να είναι το δικαστήριο, οι διάδικοι ή και τρίτα πρόσωπα.

1
Σημειώσεις - δίκαιο απόδειξης
Π. Κοντογεωργακόπουλος
Δεκ2015

ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΑΠΟΔΕΙΞΕΩΣ/ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΗ:


 Η δικονομική απόδειξη στηρίζεται στο άρθρο 20 § 1 Σ. Η αξίωση για παροχή
δικαστικής προστασίας περιλαμβάνει και το δικαίωμα αποδείξεως, το δικαίωμα
δηλαδή κάθε διαδίκου να επικαλεσθεί, προσάγει και χρησιμοποιήσει όλα τα
πρόσφορα αποδεικτικά μέσα προκειμένου να αποδείξει τους πραγματικούς
ισχυρισμούς του. Συνταγματικά κατοχυρωμένο και το δικαίωμα
ανταποδείξεως και ως δικαίωμα ακροάσεως/ και ως εκδήλωση της αρχής της
ισότητας των διαδίκων. (βλ. εδώ και Νίκα, Πολιτική Δικονομία, ΙΙ, 2005, § 74, αρ.
4).

ΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΑΠΟΔΕΙΞΕΩΣ (ΔΑ):


 Η ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας.
Καθήκον του δικαστή και θεμελιώδης δικονομικής αρχή του ΔΑ. Προϋπόθεση
προκειμένου να ξεκινήσει η δικανική πορεία προς γνώση της αλήθειας είναι
καταρχήν η υποβολή προς το δικαστήριο αίτησης για παροχή δικαστικής
προστασίας που να θεμελιώνεται σε πραγματικούς ισχυρισμούς.

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥ:


 Το υλικό που χρησιμοποιεί ο δικαστής για να οικοδομήσει την απόφασή του είναι
δυνατό να διακριθεί σε τέσσερις κατηγορίες: 1) Κανόνες δικαίου, 2) Διδάγματα
κοινής πείρας, 3) Γνώσεις ειδικής πείρας, 4) Πραγματικά γεγονότα. Η συστηματική
άρα διερεύνηση του αντικειμένου της αποδείξεως θα πρέπει να γίνει με βάση τις
παραπάνω διακρίσεις.
 Κανόνες δικαίου είναι οι υποχρεωτικοί, γενικοί και αφηρημένοι κανόνες που
ετερόνομα ρυθμίζουν την κοινωνική συμβίωση. Ακριβώς επειδή η απονομή της
δικαιοσύνης σημαίνει εξ ορισμού κρίση κατά το δίκαιο, οι κανόνες του δικαίου δεν
μπορούν ν’ αποτελούν αντικείμενο αποδείξεως. Ο δικαστής γνωρίζει το δίκαιο και το
εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως.
 Δεν είναι ώστε δυνατό να επιβληθεί στο δικαστή να γνωρίζει τους κανόνες του
αλλοδαπού δικαίου. Ως προς αυτούς δεν ισχύει για το λόγο αυτό απαρεγκλίτως ο
κανόνας iura novit curia. Αν βέβαια ο δικαστής γνωρίζει τον αλλοδαπό νόμο, μπορεί
να τον εφαρμόσει αυτεπαγγέλτως. Εάν όμως τον αγνοεί έχει τη δυνατότητα να
διατάξει αποδείξεις. Στην τελευταία περίπτωση το αλλοδαπό δίκαιο γίνεται
αντικείμενο αποδείξεως (337).
 Τα συναλλακτικά ήθη, δηλαδή οι τρόποι ενέργειας που επιβλήθηκαν στις
συναλλαγές, εφαρμόζονται καταρχήν αυτεπαγγέλτως αλλά, όπως συμβαίνει και με

2
Σημειώσεις - δίκαιο απόδειξης
Π. Κοντογεωργακόπουλος
Δεκ2015

το αλλοδαπό δίκαιο και το έθιμο, το δικαστήριο έχει την ευχέρεια να διατάξει


αποδείξεις (337).
 Το έθιμο εφαρμόζεται καταρχήν και αυτό αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη
(337). Δυνατό όμως και εδώ να διαταχθεί απόδειξη. Το έθιμο αποτελεί κανόνα
δικαίου (1 ΑΚ).
 Διδάγματα της κοινής πείρας είναι οι γνώσεις που έχει ο μέσης μορφώσεως
άνθρωπος σε ορισμένο τόπο και χρόνο από τη σχολική του εκπαίδευση και την
κοινωνική του πείρα.
 Σε αντίθεση επομένως με τα συναλλακτικά ήθη και το έθιμο, που δικονομικά
αντιμετωπίζονται ως κανόνες δικαίου για τους οποίους μπορεί κατ’ εξαίρεση να
διαταχθεί και απόδειξη, οι γνώσεις ως προς τα χρηστά ήθη που επικρατούν σε
δεδομένο χρόνο και τόπο δικονομικά θεωρούνται ότι πρέπει να είναι κτήμα του
κάθε δικαστή.
 Τα διδάγματα της κοινής πείρας χρησιμοποιούνται από το δικαστή στην
ερμηνεία των κανόνων δικαίου, στην εφαρμογή τους, δηλαδή στην υπαγωγή σ’
αυτούς των πραγματικών γεγονότων, στη διαπίστωση της αλήθειας των
πραγματικών γεγονότων, στην εκτίμηση των αποδείξεων και στη συναγωγή
δικαστικών τεκμηρίων (έμμεση απόδειξη). Τα διδάγματα της κοινής πείρας
διαφέρουν από τα πραγματικά γεγονότα, μολονότι χρησιμεύουν για τη διάγνωσή
τους, επειδή τα διδάγματα της κοινής πείρας αποτελούν αφηρημένες γενικές
γνώσεις.
 Τα διδάγματα της κοινής πείρας δεν μπορούν ν’ αποτελέσουν αντικείμενο
αποδείξεως, επειδή αυτά αποτελούν γνώσεις που θεωρούνται κτήμα του δικαστή.
Το δικαστήριο εφαρμόζει τα διδάγματα της κοινής πείρας αυτεπαγγέλτως (336 § 4).
Η παράβασή τους αποτελεί μάλιστα και λόγο αναιρέσεως, μόνον όμως όταν
πρόκειται για διδάγματα της κοινής πείρας που χρησιμοποιούνται για την ερμηνεία
των κανόνων δικαίου, την κατάστρωση δηλαδή της μείζονος προτάσεως, και την
υπαγωγή σ’ αυτούς των πραγματικών γεγονότων.
 Γνώσεις ειδικής πείρας είναι οι γνώσεις επιστήμης, τέχνης, καλλιτεχνίας και κάθε
άλλης ειδικής εμπειρίας.
 Οι γνώσεις της ειδικής πείρας χρησιμοποιούνται στη δίκη για την εκτίμηση των
αποδείξεων και την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων στους κανόνες δικαίου.
Αντίθετα από τα διδάγματα της κοινής πείρας, οι γνώσεις ειδικής πείρας αποτελούν
αντικείμενο αποδείξεως. Οι γνώσεις αυτές εισφέρονται στη δίκη από τους
πραγματογνώμονες.

3
Σημειώσεις - δίκαιο απόδειξης
Π. Κοντογεωργακόπουλος
Δεκ2015

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ:
 Άρθρο 335: μόνο τα ουσιώδη πραγματικά γεγονότα, δηλαδή όσα ασκούν ουσιώδη
επιρροή στην έκβαση της δίκης, διότι αποτελούν στοιχεία του εφαρμοστέου κανόνα
δικαίου.
 Πραγματικό γεγονός είναι κάθε τι που εκδηλώνεται στην καθημερινή ζωή ως
εμπειρικό περιεχόμενο του «πραγματικού» ενός κανόνα δικαίου, ως προϋπόθεση
δηλαδή της επελεύσεως της έννομης συνέπειας που επικαλούνται οι διάδικοι.
Πραγματικά γεγονότα είναι έτσι τα συγκεκριμένα, κατά τόπο και χρόνο ορισμένα,
γεγονότα του εξωτερικού κόσμου και του ψυχικού βίου.
 ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ: Πράξεις (αφαίρεση πράγματος, τραυματισμός) ή παραλείψεις
(πχ παράλειψη του ενάγοντος να αποτρέψει ή περιορίσει τη ζημία του κατά άρθρο
300 § 1 ΑΚ), ψυχικές καταστάσεις (π.χ. πλάνη, δόλος, συναίνεση, γνώση), τοπικές
και χρονικές σχέσεις (π.χ. τόπος ή χρόνος εκτέλεσης της παροχής).
 Τα πραγματικά γεγονότα είναι καταρχήν πάντοτε αντικείμενο αποδείξεως. Ο
δικαστής δεν μπορεί να πάρει υπόψη του πραγματικό γεγονός που δεν έχει
προταθεί και δεν έχει αποδειχθεί. Ως προς αυτά ισχύει η αρχή “Quod non est in
actis, non est in mundo”(ότι δεν υπάρχει στη δικογραφία δεν υπάρχει στον κόσμο).
 Αντικείμενο αποδείξεως δεν είναι οι έννομες σχέσεις, επειδή αυτές, ως η έννομη
συνέπεια του εφαρμοστέου κάθε φορά κανόνα δικαίου, αποτελούν ακριβώς το
αντικείμενο δικαστικής διαγνώσεως με βάση τα πραγματικά γεγονότα που
αποδεικνύονται.
 Αντικείμενο αποδείξεως, αφού δεν είναι πραγματικά γεγονότα με την έννοια του
άρθρ. 335, δεν αποτελεί η ερμηνεία των δικαιοπραξιών. Αυτό είναι έργο του
δικαστή που προχωρεί στην ερμηνεία τους ανέλεγκτα και χωρίς να διατάσσει
αποδείξεις, με τη συνδρομή των αρθρ. 173, 200 ΑΚ. Αν όμως οι διάδικοι
επικαλούνται πραγματικά γεγονότα εκτός της δικαιοπραξίας, που αποσκοπούν στην
αποσαφήνιση του περιεχομένου της, όπως π.χ. η ύπαρξη μεταγενέστερης
συμφωνίας ως προς την έννοια προγενέστερης δηλώσεως βουλήσεως, τα τελευταία
αυτά γεγονότα μπορούν να είναι αντικείμενο αποδείξεως.
 Αντικείμενο αποδείξεως είναι τα πραγματικά γεγονότα που ασκούν «ουσιώδη
επιρροήν εις την έκβασιν της δίκης».
 Πότε είναι ουσιώδες το πραγματικό γεγονός προκύπτει καταρχήν αμέσως από τον
εφαρμοστέο κανόνα δικαίου: αν αυτό είναι στοιχείο του «πραγματικού» του κανόνα
δικαίου του οποίου γίνεται επίκληση, αν δηλαδή αποτελεί προϋπόθεση της έννομής
του συνέπειας, το πραγματικό γεγονός θεωρείται ουσιώδες.
 Για να αποτελέσουν αντικείμενο αποδείξεως τα πραγματικά γεγονότα πρέπει ν’
αμφισβητούνται.

4
Σημειώσεις - δίκαιο απόδειξης
Π. Κοντογεωργακόπουλος
Δεκ2015

 Επομένως αποδείξεις τάσσονται μόνον αν δεν υπάρχει ομολογία, δικαστική ή


εξώδικη, επειδή σε αντίθετη περίπτωση εκλείπει η αμφισβήτηση. Ακόμη όμως και
όταν υπάρχει αμφισβήτηση από τον αντίδικο, απόδειξη δεν τάσσεται σε
περιπτώσεις όπου το δικαστήριο έχει ήδη σχηματίσει δικανική πεποίθηση ως προς
την αλήθεια του αποδεικτέου θέματος από μέσα αποδείξεως που προσκομίζονται
προαποδεικτικώς.
 Τα πραγματικά γεγονότα δεν μπορούν να καταστούν αντικείμενο αποδείξεως αν
είναι πασίδηλα, ακόμη και όταν αμφισβητούνται από τους διαδίκους (336 § 1).
 Πασίδηλα είναι τα συγκεκριμένα πραγματικά γεγονότα τα οποία είναι τόσο κοινώς
γνωστά, ώστε να μην υπάρχει εύλογη αιτία για αμφιβολία ως προς την αλήθεια
τους (π.χ. πόλεμος στο Ιράκ, πτώση δίδυμοι πύργοι, σεισμός Θεσσαλονίκης 1978).
 Κύριο στοιχείο της έννοιας του πασίδηλου είναι πάντως το κοινώς γνωστό: Πρέπει
τα πασίδηλα γεγονότα να είναι γνωστά στους πολλούς, άρα και στο δικαστή. Στα
πολυμελή δικαστήρια αρκεί η γνώση της πλειοψηφίας. Ο δικαστής κρίνοντας αν το
πραγματικό γεγονός είναι πασίδηλο, λαμβάνει υπόψη τι μπορεί να γνωρίζει ο
άνθρωπος με γενικότερη μόρφωση.
 Τα πραγματικά γεγονότα δεν μπορούν επίσης να γίνουν αντικείμενο αποδείξεως
όταν είναι γνωστά στο δικαστήριο, όταν δηλαδή τα γνωρίζει ο δικαστής από άλλη
δικαστική ενέργειά του, εφ’ όσον ή αλήθεια αυτή ισχύει απέναντι όλων (336 § 2).

ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ:
 Πλήρης απόδειξη-Πιθανολόγηση. Με κριτήριο το βαθμό της σχηματιζόμενης
δικανικής πεποίθησης σχετικά με την ύπαρξη του αποδεικτέου πραγματικού
γεγονότος (βλ. Νίκα, Πολιτική Δικονομία, ΙΙ, 2005, § 74, αρ. 7 επ.).
 Πλήρης απόδειξη: Βεβαιότητα στο δικαστή για την αλήθεια του αποδεικτέου
θέματος. Υποκειμενική όμως κατά βάση η εκτίμηση του δικαστή (βλ. εδώ και άρθρο
340).
 Πιθανολόγηση (347): όταν ένα γεγονός είναι πολύ πιθανόν με αποτέλεσμα να
δημιουργείται και να αρκεί ήσσων βαθμός δικανικής πεποίθησης (π.χ. ασφαλιστικά
μέτρα 690 § 1. Επίσης: 51 εδ β’, 190 § 3, 349 § 2 δ’). Στην πιθανολόγηση ο
δικαστής χρησιμοποιεί κάθε πρόσφορο αποδεικτικό μέσο (και αποδεικτικά μέσα που
δεν πληρούν τους όρους του νόμου π.χ. ανυπόγραφα ιδιωτικά έγγραφα, ένορκες
βεβαιώσεις χωρίς να κληθεί ο αντίδικος, εξαιρετέους μάρτυρες κ.ο.κ.)

ΚΥΡΙΑ ΑΠΟΔΕΙΞΗ-ΑΝΤΑΠΟΔΕΙΞΗ:
 Κύρια η απόδειξη του διαδίκου που φέρει το αντικειμενικό βάρος απόδειξης.

5
Σημειώσεις - δίκαιο απόδειξης
Π. Κοντογεωργακόπουλος
Δεκ2015

 Ανταπόδειξη η αποδεικτική προσπάθεια που κατευθύνεται κατά της κύριας


απόδειξης και αποβλέπει στην ματαίωση της. Στην ανταπόδειξη επιτρέπονται τα ίδια
αποδεικτικά μέσα και ισχύουν οι ίδιες προθεσμίες (λ.χ. ως προς την κατάθεση
προτάσεων). Π.χ. Ο Α ασκεί αγωγή αποζημιώσεως κατά του Β εξαιτίας σωματικής
βλάβης που ο Β του προκάλεσε κατά τη διάρκεια φιλονικίας. Ο Α οφείλει/βαρύνεται
να αποδείξει όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για τη θεμελίωση του αιτήματος του
(914 ΑΚ). Ο Β έχει δικαίωμα να προχωρήσει σε ανταπόδειξη με το να επιχειρήσει να
αποδείξει ότι δεν ήταν υπαίτιος σωματικής βλάβης.
 Η κύρια απόδειξη επιτυγχάνει αν σχηματιστεί στο δικαστήριο πλήρης δικανική
πεποίθηση για την αλήθεια του αποδεικτέου, η ανταπόδειξη αντίθετα αν κλονίσει
απλώς την πεποίθηση του δικαστή για το ίδιο θέμα.
 Η ανταπόδειξη είναι περιττή αν ο διάδικος που φέρει το βάρος απόδειξης δεν
προσκόμισε καθόλου αποδείξεις.
 Δεν υπάρχουν περιθώρια ανταποδείξεως, όπου υπάρχει απόδειξη από δικαστική
ομολογία ή δημόσιο έγγραφο (ως προς τα γενόμενα από τον συντάκτη του ή
ενώπιον του) ή αμάχητο νόμιμο τεκμήριο (σπάνια, π.χ. 2ετης διάσταση άρθρο 1439
§ 3 ΑΚ).

ΑΜΕΣΗ-ΕΜΜΕΣΗ ΑΠΟΔΕΙΞΗ:
 Η άμεση τείνει κατά τρόπο άμεσο χωρίς παρεμβολή του συλλογισμού του δικαστή
στην διαπίστωση του αποδεικτέου γεγονότος (π.χ. ο Α ισχυρίζεται ότι
τραυματίστηκε από τον μοτοποδηλάτη Β. Αυτό βεβαιώνεται στο δικαστήριο από τον
Χ που ήταν αυτόπτης μάρτυρας του ατυχήματος).
 Η έμμεση ή δια τεκμηρίων απόδειξη: αποτελεί η απόδειξη πραγματικού γεγονότος
μη ουσιώδους από την οποία ο δικαστής με βάση τους κανόνες τις λογικής και τα
διδάγματα της κοινής πείρας συνάγει συμπέρασμα ως προς την ύπαρξη του
αποδεικτέου γεγονότος (π.χ. στο ίδιο παράδειγμα: Δεν υπάρχει αυτόπτης μάρτυρας,
βρέθηκαν όμως στο μοτοποδήλατο του Β ίχνη αίματος που ανήκουν στον Α. Αν
αποδειχθεί ότι το αίμα αυτό ανήκει στον Α, ο δικαστής μπορεί να συμπεράνει, κατά
τους κανόνες της κοινής πείρας, ότι τον τραυματισμό τον προκάλεσε ο Β).
 Είναι τρόπος συλλογισμού του δικαστή και διακρίνεται από τα δικαστικά τεκμήρια
(339, 395).
 Π.χ. ο εναγόμενος απέδειξε ότι βρισκόταν στο εξωτερικό τότε που ο ενάγων
ισχυρίζεται ότι τον τραυμάτισε. Επομένως δεν είναι αληθινός ο ισχυρισμός του
ενάγοντος.
 Για την έμμεση απόδειξη βλ. άρθρο 336 § 3.

6
Σημειώσεις - δίκαιο απόδειξης
Π. Κοντογεωργακόπουλος
Δεκ2015

ΑΥΣΤΗΡΗ-ΕΛΕΥΘΕΡΗ-ΕΝ ΜΕΡΕΙ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΑΠΟΔΕΙΞΗ:


 Αυστηρή όταν η απόδειξη διεξάγεται με την τήρηση όλων των κανόνων της
απόδειξης που διέπουν το επιτρεπτό των αποδεικτικών μέσων και την αποδεικτική
διαδικασία. Ο δικαστής μπορεί να σχηματίσει δικανική πεποίθηση μόνο από τα
επώνυμα αποδεικτικά μέσα του άρθρου 339. Αυστηρή απόδειξη καθιερώνεται στο
άρθρο 270 § 2 εδ. α΄.
 Ελεύθερη όταν ο δικαστής αποδεσμεύεται τόσο από τον κατάλογο του 339, όσο
και από τις δεσμεύσεις και τους περιορισμούς σχετικά με το παραδεκτό, την
αποδεικτική δύναμη και τους κανόνες της αποδεικτικής διαδικασίας. Υπό καθεστώς
ελεύθερης απόδειξης επιτρέπεται η αυτεπάγγελτη ενέργεια του δικαστή, εκτιμάται
ελεύθερα το αποδεικτικό υλικό και δεν ισχύουν οι περιορισμοί ως προς την εκτίμηση
της ομολογίας (352 § 1) και των εγγράφων (438, 442, 446). Και εδώ πλήρης
δικανική πεποίθηση. Ελεύθερη απόδειξη: διαδικασία εκουσίας (759), μικροδιαφορές
(468 § 2), κατά τον προσδιορισμό του αντικειμένου της διαφοράς (8), κατά την
έρευνα του αλλοδαπού δικαίου (337). Ουσιαστικά και στην διαδικασία των
ασφαλιστικών μέτρων (690).
 Εν μέρει ελεύθερη: Ενδιάμεσο μέσο απόδειξης που καθιερώνεται στις ειδικές
διαδικασίες (591 επ. Βλ. 650 § 1, 671 § 1, 681, 681Α, 681Β, 681Δ § 1). Το
δικαστήριο αποδεσμεύεται από τον κατάλογο του 339 και λαμβάνει υπόψη του και
αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου. Υποχρεώνεται όμως να
εφαρμόζει τους κανόνες της αποδείξεως (λ.χ. αμεσότητας, κοινότητας αποδεικτικών
μέσων, της προφορικότητας, της προαπόδειξης).
 Μη πληρούντα τους όρους του νόμου: Υποστατά αποδεικτικά μέσα, τα οποία
εμφανίζουν κάποιο ελάττωμα ως προς τη διαδικασία παραγωγής τους ή ως προς το
κύρος τους (λ.χ. ημιτελής μαρτυρική κατάθεση, έγγραφο ανυπόγραφο, μη νόμιμα
χαρτοσημασμένο, εκπρόθεσμη πραγματογνωμοσύνη, εξαιρετέοι μάρτυρες). Όχι τα
παρανόμως αποκτηθέντα μέσα (δεν λαμβάνονται υπόψη σε καμία διαδικασία, ούτε
στην ελεύθερη).
 Εν μέρει ελεύθερη απόδειξη καθιερώνεται πλέον και στη διαδικασία στα
πρωτοβάθμια δικαστήρια υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 270 § 2.
 Τι σημαίνει συμπληρωματικά: Σύμφωνα με την μέχρι σήμερα ισχύουσα διάταξη
του άρθρου 270 παρ. 2 «το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τα αποδεικτικά μέσα που
πληρούν τους όρους του νόμου, σύμφωνα με την προβλεπόμενη αποδεικτική του
καθενός. Συμπληρωματικά μπορεί να λαμβάνει υπόψη και να εκτιμά ελεύθερα και
αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, με την επιφύλαξη των
άρθρων 393 και 394». Η νόθευση αυτή που πραγματοποιείται στο δεύτερο εδάφιο
της παραπάνω διάταξης στο σύστημα της αυστηρής απόδειξης που καθιερώνει το

7
Σημειώσεις - δίκαιο απόδειξης
Π. Κοντογεωργακόπουλος
Δεκ2015

πρώτο εδάφιο, με την πρόβλεψη της «συμπληρωματικότητας» ερμηνεύθηκε από τη


θεωρία ποικιλοτρόπως. Κατά μια άποψη λαμβάνονται υπόψη μόνο τα αποδεικτικά
μέσα του άρθρου 339 και αν ο δικαστής δεν σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση
από αυτά, τότε και τα μη πληρούντα (βλ. μόνο Καλαβρό, Πολιτική Δικονομία3, 2012,
Γεν. μέρος, αρ. 91 επ., σ. 358 επ. με αναλυτική παράθεση αμφότερων των
απόψεων· τον ίδιο, Το σύστημα και τα μέσα απόδειξης στην τακτική διαδικασία
ενώπιον του πολυμελούς πρωτοδικείου, ΧρΙΔ 2005, σ. 9· Μανιώτη στον τόμο: Ο
ΚΠολΔ μετά το Ν. 2915/2001, σ. 72· Κολοτούρο, στον τόμο: Τα μη πληρούντα
τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα και τα δικαστικά τεκμήρια, σ. 103-104· τον
ίδιο, Θεωρητικά ζητήματα της δικονομικής αποδείξεως και το πρόβλημα των ατύπων
ή ατελών αποδεικτικών μέσων, ΧρΙδΔ 2003, σ. 208). Κατά μια άλλη άποψη
κρατούσα και στη νομολογία (Βλ. έτσι Κιουπτσίδου, στον τόμο: Ο ΚΠολΔ μετά τον
Ν. 2915/2001, σ. 101-102· Ρήγα, στον ίδιο τόμο, σ. 242-243· Κεραμέα, στον ίδιο
τόμο, σ. 272· Μπακόπουλο, στον ίδιο τόμο, σ. 255· Γέσιου-Φαλτσή, στον ίδιο τόμο,
248-250· Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΣυμπλΚΠολΔ, 3· Μακρίδου, Η τακτική διαδικασία
στην πρωτοβάθμια δίκη μετά το ν. 2915/2001, Αρμ 2001, σ. 1455· Νίκα, Πολιτική
Δικονομία, ΙΙ, 2005, § 79, αρ. 9· Νικολόπουλο, Το δίκαιο της αποδείξεως 2, 2011, σ.
127, σ. 161 επ.· ΑΠ 1/2011 ΕλλΔνη 2011. 731· ΑΠ 1707/2009 ΕφΑΔ 2010. 356· ΑΠ
2034/2009 ΝΟΜΟΣ· ΕφΠειρ 242/2012 ΠειρΝομ 212. 322 ΕφΠειρ 884/2005 ΕλλΔνη
2006. 1102· ΕφΑθ 1577/2005 ΕλλΔνη 2006. 544) λαμβάνονται υπόψη σωρευτικά
και παράλληλα με τα επώνυμα αποδεικτικά μέσα του άρθρου 339. Η σχετική
ρύθμιση (άρθρο 340) στον νέο ΚΠολΔ που ψηφίστηκε με τον Ν. 4335/2015
τάσσεται υπέρ της δεύτερης από τις ανωτέρω θέσεις, η οποία δέχεται πληρούντα
και μη πληρούντα αποδεικτικά μέσα σωρευτικά. Η νέα διάταξη τοποθετείται στο
δίκαιο της απόδειξης, όπου και συστηματικά ανήκει. Το δικαστήριο λαμβάνει πλέον
υπόψη του τα αποδεικτικά μέσα που πληρούν τους όρους του νόμου και αξιολογεί
αυτά κατά την αποδεικτική δύναμη που έχει το καθένα σύμφωνα με τον νόμο.
Λαμβάνει όμως υπόψη του σωρευτικά και παράλληλα και αποδεικτικά μέσα που δεν
πληρούν τους όρους του νόμου, με τις εξαιρέσεις που ισχύουν για το μη επιτρεπτό
της εμμάρτυρης απόδειξης, τα οποία και εκτιμά ελεύθερα. Με το νέο άρθρο 340
εισάγεται σημαντική κάμψη στο σύστημα της αυστηρής απόδειξης, με την
κατάργηση της «επικουρικότητας» των μη πληρούντων τους όρους του νόμου
αποδεικτικών μέσων, το οποίο έχει ως συνέπεια ότι πλέον πληρούντα και μη
πληρούντα λαμβάνονται υπόψη ισότιμα και όχι συμπληρωματικά (ανάλογα με την
αποδεικτική δύναμη του καθενός), για το σχηματισμό δικανικής πεποίθησης.

8
Σημειώσεις - δίκαιο απόδειξης
Π. Κοντογεωργακόπουλος
Δεκ2015

ΑΡΧΕΣ ΠΟΥ ΔΙΕΠΟΥΝ ΤΗΝ ΑΠΟΔΕΙΞΗ:


 Αρχή της αυτεπάγγελτης διεξαγωγής των αποδείξεων. Άρθρο 107. Συνιστά
κάμψη της αρχής της συζήτησης υπέρ της αρχής της ανάκρισης. Αφορά κυρίως την
αυτοψία, την πραγματογνωμοσύνη και την εξέταση των διαδίκων. Βλ. αντίθετα
άρθρο 108: Οι διαδικαστικές πράξεις της αποδεικτικής διαδικασίας διενεργούνται με
την πρωτοβουλία και την επιμέλεια των διαδίκων.
 Αρχή της ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων. Άρθρο 340. Το δικαστήριο
κρίνει ελεύθερα τα αποδεικτικά μέσα και αποφασίζει κατά συνείδηση αν οι
ισχυρισμοί είναι αληθινοί. Τα αποδεικτικά μέσα έχουν κατ’ αρχήν τυπικά ίση
αποδεικτική δύναμη. Η ουσιαστική αποδεικτική τους αξία εκτιμάται σε κάθε
συγκεκριμένη περίπτωση ελεύθερα από το δικαστή, ο οποίος έχει τη δυνατότητα
να προσδώσει σε κάποιο αποδεικτικό μέσο μεγαλύτερη βαρύτητα (να βασιστεί στη
μια ή την άλλη μαρτυρική κατάθεση, να βασιστεί σε τεκμήρια και όχι μαρτυρικές
καταθέσεις, να βασιστεί σε γνωμοδότηση πραγματογνώμονα κ.λπ.). Η αρχή της
ελεύθερης εκτίμησης υποχωρεί σε συγκεκριμένες από τον νόμο περιπτώσεις
(έγγραφα: 438, 439, 440, 441, 445, 447, 448, ομολογία: 352 § 1).
 Αρχή της κοινότητας των αποδεικτικών μέσων. Άρθρο 346. Κοινά καθίστανται
όχι μόνο με την επίκληση αλλά με την προσκομιδή τους (είναι αυτό που συνήθως
γράφεται στο δικόγραφο «προσάγω και επικαλούμαι… κατ’ επίκληση προσάγω…
κ.ο.κ.). Πότε θεωρείται ότι προσκομίζεται ένα αποδεικτικό μέσο είναι θέμα
ερμηνείας. Μάρτυρες: Από την εξέταση τους. Έγγραφα: Από την προσκομιδή τους
στο δικαστήριο. Αυτοψία ή πραγματογνωμοσύνη: Από τη διεξαγωγή τους.
Αποδεικτικά μέσα που προσάγονται από τον έναν διάδικο λαμβάνονται υπόψη και
για την απόδειξη ισχυρισμών του αντιδίκου, αλλά μόνο αν και ο τελευταίος τα
επικαλέστηκε. Δεν χρειάζεται επίκληση από τον αντίδικο, αν είχε ήδη προηγηθεί
επίκληση από τον διάδικο που τα είχε προσαγάγει.

ΒΑΡΟΣ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ:
 Κατά το άρθρο 338 § 1 ο κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τα πραγματικά
γεγονότα που είναι αναγκαία για να υποστηρίξει την αυτοτελή αίτηση ή ανταίτησή
του. Π.χ. ο ενάγων οφείλει να αποδείξει την ιστορική βάση της αγωγής του και ο
εναγόμενος της ανταγωγής του (αφού έχει τη δικονομική θέση του ενάγοντος) ή
της ένστασης του. Εξαιρέσεις: Π.χ. στην ένσταση της μη εκπλήρωσης της
συμβάσεως (μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος, ΑΚ 374), στην ένσταση έλλειψη
κάποιας διαδικαστικής προϋπόθεσης (κατ’ ακριβολογία δεν αποτελεί ένσταση άλλα

9
Σημειώσεις - δίκαιο απόδειξης
Π. Κοντογεωργακόπουλος
Δεκ2015

άρνηση της συνδρομής μιας κρίσιμης διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης), όταν
υπάρχει νόμιμο μαχητό τεκμήριο, όπου το β.α. μετατίθεται στον αντίδικο.
 Η επιβολή του β.α στον έναν ή στον άλλον διάδικο έχει σπουδαιότατη σημασία,
γιατί ισχύει ο κανόνας ότι ο αναπόδεικτος ισχυρισμός απορρίπτεται ακόμα και αν ο
αντίδικος εκείνου που φέρει το β.α. δεν προσκομίσει καμία απόδειξη ή ανταπόδειξη.
 Η απάντηση στο ερώτημα ποιος διάδικος πρέπει να αποδείξει τους ευνοϊκούς
κανόνες δικαίου διευκολύνεται από τον διαχωρισμό τους σε δικαιογόνους (εκείνοι
οι οποίοι καθορίζουν τις προϋποθέσεις της γενέσεως των δικαιωμάτων) από τη μια
πλευρά (βασικός) και δικαιοκωλυτικούς (εκείνοι οι οποίοι παρά την ύπαρξη των
προϋποθέσεων των δικαιογόνων, παρεμποδίζουν τη γέννηση του δικαιώματος, π.χ.
174, 178 ΑΚ, αναβλητικές αιρέσεις 201 ΑΚ, 1054 ΑΚ), δικαιοανασταλτικούς
(αναστέλλουν την ενέργεια γεννημένου δικαιώματος, π.χ. άρθρο 855 Α.Κ.) και
δικαιοφθόρους (καταλύουν το γεννημένο ήδη δικαίωμα, 416 ΑΚ) από την άλλη
(αντίθετοι).
 Ο ενάγων οφείλει καταρχήν να αποδείξει του δικαιογόνους κανόνες δικαίου που
συνδέονται δηλαδή με τη γέννηση του δικαιώματος του, το οποίο αποτελεί τη βάση
της αγωγής του (ΑΠ 390/2012, ΝΟΜΟΣ).
 Λ.χ επί αγωγής για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης για την αποκατάσταση
ψυχικής οδύνης λόγω θανάτου από αδικοπραξία, ο ενάγων οφείλει καταρχήν να
επικαλεστεί και να επιδείξει όλα τα στοιχεία του κανόνα δικαίου του άρθρου 914 ΑΚ
(ΑΠ 625/2009, ΝοΒ 2010, 335). Αντίθετα ο εναγόμενος οφείλει να αποδείξει τη
βάση των δικαιοκωλυτικών κ.λπ. κανόνων (λ.χ ακυρότητα της σύμβασης άρθρα
174, 178 ΑΚ, εξόφληση με καταβολή-άρθρο 416 ΑΚ, συντρέχον πταίσμα). Τα
γεγονότα δηλαδή που κατά τους ισχυρισμούς του εμπόδισαν, κατέλυσαν,
ανέστειλαν κ.λπ. τη γέννηση ή την περαιτέρω ύπαρξη του επικαλούμενου αγωγικού
δικαιώματος (βλ. Νίκα, Πολιτική Δικονομία, τομ. ΙΙ, § 77 ΙΙΙ 1, αρ. 3-4).
 Λ.χ. επί αγωγής αδικαιολόγητου πλουτισμού (904 επ. ΑΚ), το γεγονός της απώλειας
ή μείωσης του πλουτισμού συγκροτεί καταχρηστική ένσταση καταλυτική του
αγωγικού δικαιώματος προς απόδοση της ωφέλειας και επομένως το βάρος
επίκλησης και της απόδειξης φέρει ο λήπτης ως εναγόμενος (ΑΠ 1484/2008 ΝοΒ
2009, 428).
 Σημειώνεται ότι η κατανομή του β.α. δεν επηρεάζεται από το δικονομικό ρόλο των
διαδίκων αλλά από την ουσιαστική έννομη σχέση που τους συνδέει. Έτσι το β.α. επί
αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής ακολουθεί τους ίδιους κανόνες που ισχύουν και
στη θετική αναγνωριστική αγωγή. Ο εναγόμενος της αρνητικής οφείλει να αποδείξει
ότι θα αποδείκνυε αν ήταν ενάγων στην περίπτωση της θετικής αναγνωριστικής

10
Σημειώσεις - δίκαιο απόδειξης
Π. Κοντογεωργακόπουλος
Δεκ2015

αγωγής, δηλαδή τα γενεσιουργά της επίδικης έννομης σχέση πραγματικά γεγονότα


(βλ. Νίκα, ό.π., σ. 398).

ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟ-ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟ Β.Α.:
 Το ποιος θα φέρει την πρωτοβουλία να προσκομίσει τα μέσα αποδείξεως αποτελεί
το λεγόμενο υποκειμενικό βάρος απόδειξης.
 Αντικειμενικό βάρος απόδειξης καλείται στη δικονομική επιστήμη η απάντηση
το ερώτημα ποιον διάδικο θα βαρύνουν οι συνέπειες της μη απόδειξης των
πραγματικών γεγονότων που χρειάζονται απόδειξη.
 Η υποχρέωση των διαδίκων να προτείνουν όσους πραγματικούς ισχυρισμούς
θεμελιώνουν τον επικαλούμενο κανόνα δικαίου, καλείται βάρος επίκλησης. Η
υποχρέωση αυτή υπάρχει μόνο επί συζητητικού συστήματος.
 Η εννοιολογική διαφορά μεταξύ β.α. και β.ε. εκδηλώνεται κυρίως με το δικονομικό
χαρακτηρισμό των συνεπειών σε περίπτωση που ο διάδικος αποτύχει να
ανταποκριθεί: αν πρόκειται για βάρος επικλήσεως, η αγωγή απορρίπτεται ως νόμω
αβάσιμη, αν πρόκειται για βάρος αποδείξεως ως ουσία αβάσιμη.

ΚΑΤΑΝΟΜΗ Β.Α. ΑΠΟ ΤΟ ΝΟΜΟ:


 Για λόγους εγγύτητας των αποδείξεων, επιείκειας, προστασίας του αδυνάτου μέρους
κ.λπ., η κατανομή του β.α. καθορίζεται σε ορισμένες περιπτώσεις ρητά από το
νόμο, όπως λ.χ. 336 § 1 ΑΚ (υπαιτιότητα για αδυναμία του οφειλέτη), 342 ΑΚ
(πταίσμα υπερήμερου οφειλέτη), 418 ΑΚ (μη προσήκουσα οφειλή), 517 ΑΚ (νομικά
ελαττώματα).

ΓΕΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
 Νίκας, Πολιτική Δικονομία ΙΙ, 2005, § 74 επ., σ. 361 επ.
 Νικολόπουλος, Δίκαιο Αποδείξεως, β’ εκδ., 2011, § 2 επ., σ. 23 επ.
 Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αποδείξεως, 3η εκδ., 1986, § 1 επ., σ. 17 επ.
 Κλαμαρής-Κουσούλης-Πανταζόπουλος, Πολιτική Δικονομία, 2012, § 6, σ. 587 επ. (για το βάρος
απόδειξης).
 Καλαβρός, ΠολΔ, Γενικό μέρος , 2012, σελ. 355 επ.

11
Σημειώσεις - δίκαιο απόδειξης
Π. Κοντογεωργακόπουλος
Δεκ2015

Β. ΕΙΔΙΚΟ ΜΕΡΟΣ: ΕΓΓΡΑΦΑ

ΓΕΝΙΚΑ
 Το σημαντικότερο μέσο απόδειξης. Ρυθμίζεται στα άρθρα 432-465 ΚΠολΔ.
 Στις σχέσεις του με το αποδεικτέο δικαίωμα το έγγραφο εμφανίζεται στο νομικό
κόσμο με τις εξής βασικές μορφές: α) Ως έγγραφο που ενσωματώνει ορισμένο
δικαίωμα, οπότε το εμπράγματο δικαίωμα επί του εγγράφου, συνδέεται με το
ενοχικό στο οποίο αφορά. Το έγγραφο αυτό λέγεται αξιόγραφο (βλ. λ.χ. επιταγή,
συναλλαγματική, μετοχές κ.λπ.). β) Ως συστατικός τύπος, οπότε η τήρηση του
εγγράφου αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για το κύρος της δικαιοπραξίας στην
οποία αφορά και την γένεση των δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτήν (άρθρο
160 ΑΚ. Βλ. λ.χ. άρθρο 369 ΑΚ για τις εμπράγματες συμβάσεις επί ακινήτων, 1211
ΑΚ για το ενέχυρο, 498 ΑΚ, σύσταση δωρεάς μόνο με συμβολαιογραφικό έγγραφο,
βλ. επίσης άρθρα 158 ΑΚ –τύπος δικαιοπραξίας- 159 ΑΚ –ακυρότητα-). γ) Ως
αποδεικτικός τύπος. Αποδεικτικό ορισμένου δικαιώματος. Στην περίπτωση αυτή το
έγγραφο όχι μόνο δεν ενσαρκώνει το δικαίωμα, αλλά ούτε και είναι απαραίτητη
προϋπόθεση της ύπαρξης του. Το δικαίωμα παράγεται και χωρίς το έγγραφο, όμως
σε περίπτωσης αμφισβητήσεως του μόνο κατ’ εξαίρεση μπορεί να αποδειχθεί με
μάρτυρες (βλ. άρθρο 393 § 2 περ. γ’: τυχαία απώλεια). Επιτρεπτή η δικαστική
ομολογία.
 Το δίκαιο της απόδειξης ενδιαφέρει το έγγραφο ως συστατικός ή
αποδεικτικός τύπος.
 Αντιδιαστολή εγγράφων ως μέσου αποδείξεως με διαδικαστικά έγγραφα: Τα
διαδικαστικά έγγραφα πιστοποιούν την τέλεση των διαδικαστικών πράξεων. Ακόμα
και αν περικλείουν μέσα απόδειξης (π.χ. έκθεση πραγματογνωμοσύνης, πρακτικά
μαρτυρικών καταθέσεων, έκθεση αυτοψίας, πρακτικό ομολογίας κ.ο.κ.) κατά
κανόνα δεν αποτελούν το αποδεικτικό μέσο του εγγράφου, αλλά το επώνυμο μέσο
που κάθε φορά εμπεριέχουν (μαρτυρική εξέταση, πραγματογνωμοσύνη, ομολογία
κ.ο.κ.).

ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ
Τα έγγραφα διακρίνονται:
 Ανάλογα με τον συντάκτη τους: Σε δημόσια (438 επ. ΚΠολΔ) και ιδιωτικά (443
επ. ΚΠολΔ).
 Με κριτήριο το περιεχόμενο τους: Σε έγγραφα διάθεσης, δηλαδή σε αυτά που
περιέχουν δικαιοπρακτική δήλωση βουλήσεως ή ενσωματώνουν νομική πράξη (π.χ.
μισθωτήριο, έγγραφο εγγυήσεως άρθρο 849 § 1 ΑΚ) και σε έγγραφα μαρτυρίας,

12
Σημειώσεις - δίκαιο απόδειξης
Π. Κοντογεωργακόπουλος
Δεκ2015

δηλαδή σε αυτά που περιλαμβάνουν βεβαίωση του εκδότη τους για συγκεκριμένο
γεγονός (π.χ. απόδειξη είσπραξης ορισμένου ποσού, ληξιαρχική πράξη θανάτου
κ.ο.κ.).
 Ανάλογα με τον τρόπο σύνταξης τους: Σε πρωτότυπα, δηλαδή σε αυτά που
προέρχονται αμέσως από τον εκδότη τους και σε αντίγραφα, δηλαδή σε αυτά που
συντάσσονται κατ’ απομίμηση του πρωτοτύπου. Τα αντίγραφα διακρίνονται σε
απλά (όταν συντάσσονται από τον οποιονδήποτε) και κεκυρωμένα ή
αντιπεφωνημένα (όταν συντάσσονται από αρμόδιο λειτουργό που βεβαιώνει την
ακρίβεια της αντιγραφής του πρωτοτύπου. Π.χ. δημόσια αρχή ή δικηγόρο). Τα
αντιπεφωνημένα έχουν ίση αποδεικτική ισχύ με το πρωτότυπο (άρθρο 449).
 Ανάλογα με τη σχέση που υπάρχει μεταξύ τους: Σε αναφέροντα, δηλαδή σε όσα
μνημονεύουν στο περιεχόμενο τους άλλα έγγραφα (δημόσια ή ιδιωτικά) και σε
αναφερόμενα, δηλαδή τα έγγραφα που μνημονεύονται σε άλλο δημόσιο ή
ιδιωτικό έγγραφο (άρθρο 436 ΚΠολΔ).
 Με κριτήριο τον προορισμό τους σε κυρίως έγγραφα και σε αντέγγραφα,
δηλαδή τα έγγραφα που εκμηδενίζουν την αποδεικτική δύναμη του κυρίως
εγγράφου, π.χ. το έγγραφο που προορίζεται να αποδείξει την εικονικότητα της
δικαιοπραξίας, η οποία περιέχεται στο κυρίως έγγραφο.

ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΚΥΡΟΥΣ ΚΑΙ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΗΣ ΔΥΝΑΜΗΣ


 Βλ. άρθρο 432 ΚΠολΔ.
 Να έχουν συνταχθεί με τους νόμιμους τύπους, αυτούς δηλαδή που καθορίζει κάθε
φορά ο νόμος ανάλογα με τον τύπο του εγγράφου (δημόσιο ή ιδιωτικό).
 Να μην είναι τεμαχισμένα, διαγραμμένα, τρυπημένα, να μην έχουν ξύσματα ή
εξαλείψεις. Τα παραπάνω τεκμαίρεται ότι έγιναν με σκοπό την εκμηδένιση της
αποδεικτικής δύναμης του εγγράφου (433 ΚΠολΔ). Το τεκμήριο όμως είναι μαχητό.
Όποιος επικαλείται τέτοιο έγγραφο πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει πλήρως,
ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν υπήρχε σκοπός εκμηδένισης της αποδεικτικής
του δύναμης (π.χ. σχίστηκε ή μουτζουρώθηκε από λάθος). Αυτό επιτρέπεται με
κάθε μέσο απόδειξης (και με μάρτυρες) ακόμα και αν το έγγραφο είναι συστατικό.
 Να είναι δυνατή η ανάγνωση τους. Το έγγραφο δεν μπορεί να θεωρηθεί
αναγνώσιμο όταν για την κατανόηση του χρειάζεται μαντική δύναμη ή φαντασία.

ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΓΓΡΑΦΑ
 Ορισμός: (βλ. και άρθρο 438). Δημόσιο είναι κάθε έγγραφο που συντάσσεται από
δημόσιο υπάλληλο ή δημόσιο λειτουργό ή πρόσωπο που ασκεί δημόσια υπηρεσία ή
λειτουργία, καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο, στο πλαίσιο της άσκησης των

13
Σημειώσεις - δίκαιο απόδειξης
Π. Κοντογεωργακόπουλος
Δεκ2015

καθηκόντων του, σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους (ΑΠ 1152/2008, ΕλλΔνη


2008. 753, ΑΠ 358/2007, ΧρΙΔ 2007. 803, ΑΠ 259/2007, ΧρΙΔ 2007. 730).
 Άσκηση από δημόσιο υπάλληλο κ.λπ.: Η ιδιότητα πρέπει να υφίσταται κατά τον
χρόνο της σύνταξης, δηλαδή της υπογραφής του εγγράφου (όχι απολυθείς, παυθείς
κ.λπ. έστω και προσωρινά). Η κατάθεση ιδιωτικού εγγράφου σε δημόσια υπηρεσία
δεν το κάνει δημόσιο έγγραφο.
 Έκδοση εντός των ορίων της καθ’ ύλην, κατά τόπον και λειτουργικής
αρμοδιότητας του οργάνου που το έχει εκδώσει. Διαφορετικά δεν έχει καμία
αποδεικτική δύναμη, ούτε ως αρχή έγγραφης απόδειξης μπορεί να χρησιμεύσει
(π.χ. έκθεση επιδόσεως που συντάχθηκε από δικηγόρο δεν είναι δημόσιο έγγραφο,
έχει επίσης κριθεί ότι τα έγγραφα του ΝΣΚ και των τοπογράφων του Υπουργείου
Γεωργίας που καταρτίζουν κτηματολογικά διαγράμματα και πίνακες για κάποιες
περιοχές δεν συνιστούν πλήρη απόδειξη της κυριότητας ακινήτων, διότι οι
παραπάνω αρχές δεν είναι αρμόδιες να αποφαίνονται ως προς την κυριότητα. Βλ.
ΑΠ 358/2007, ό.π.)
 Τήρηση των νομίμων τύπων που προβλέπονται για την έκδοση του.
Καταρχήν τα δημόσια έγγραφα δεν υποβάλλονται σε ορισμένο τύπο. Για το κύρος
τους αρκεί η υπογραφή του εκδότη τους (δημοσίου οργάνου). Η σύνταξη του
εγγράφου με τις νόμιμες διατυπώσεις και η απόδειξη της τηρήσεως τους πρέπει να
προκύπτουν από το ίδιο το έγγραφο. Χρονολογία, τόπος έκδοσης, αριθμ. πρωτ.,
σφραγίδα είναι συνηθισμένα και κανονικά στοιχεία του δημόσιου εγγράφου, όχι
όμως και απαραίτητα προσόντα για το κύρος του. Βλ. εδώ και τις ιδιαίτερες
διατυπώσεις που επιβάλλονται από τον Κώδικα Συμβολαιογράφων (άρθρα 8-11 Ν.
2830/2000) ή για τις δημόσιες και μυστικές διαθήκες (άρθρα 1724-1748 ΑΚ). Η μη
τήρηση των υποχρεωτικών εκεί όρων μπορεί να προκαλέσει ακυρότητα.
 Τα άκυρα δημόσια έγγραφα μπορεί να ισχύσουν ως ιδιωτικά κατά μετατροπή (442
ΚΠολΔ). Εφόσον βέβαια συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 432.

ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΗ ΔΥΝΑΜΗ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΓΓΡΑΦΩΝ


 Παράγουν πλήρη απόδειξη, έναντι πάντων για τα γεγονότα που περιέχουν (βλ.
και άρθρο 438).
 Ο δικαστής οφείλει να θεωρήσει τα γεγονότα αυτά ως αληθή (δηλαδή όπως στο
έγγραφο αναφέρονται), είτε δικάζει μεταξύ αυτών που συνέταξαν το έγγραφο είτε
μεταξύ τρίτων.
 Εφόσον στο δημόσιο έγγραφο αναφέρονται γεγονότα που βεβαιώνεται ότι έγιναν
από τον συντάκτη του δημοσίου εγγράφου ή ενώπιον του, δημιουργείται για αυτά
πλήρης απόδειξη (Νίκας, ΠολΔ ΙΙ, 2005, § 85, αρ. 26, ΑΠ 547/2003, ΕλλΔνη 45.

14
Σημειώσεις - δίκαιο απόδειξης
Π. Κοντογεωργακόπουλος
Δεκ2015

1036, ΑΠ 796/2006, ΝοΒ 54. 1282, ΑΠ 11/2004, Δ 35. 704). Π.χ. η βεβαίωση του
συμβολαιογράφου ότι καταβλήθηκε ενώπιον του το τίμημα του συμβολαίου.
 Ανταπόδειξη στην παραπάνω περίπτωση δεν επιτρέπεται, παρά μόνο προσβολή
τους ως πλαστών (455 εδ. α’) κατά τη διαδικασία των διατάξεων των άρθρων 460-
465 ΚΠολΔ. Το βάρος απόδειξης έχει εκείνος που επικαλείται την πλαστότητα.
Συνεπώς δεν κινδυνεύει αυτός που επικαλείται το έγγραφο, αλλά αυτός που το
προσβάλει ως πλαστό. Τα ίδια ισχύουν και ως προς τα αλλοδαπά δημόσια έγγραφα
(439 ΚΠολΔ).
 Το δικαστήριο όμως μπορεί αν έχει αμφιβολίες για τη γνησιότητα του εγγράφου –
ακόμα και αν δεν προσβάλλεται ως πλαστό- να ζητήσει αυτεπαγγέλτως εξηγήσεις
από αυτόν που εμφανίζεται ως συντάκτης του (455 εδ. β’).
 Εάν στο δημόσιο έγγραφο βεβαιώνονται γεγονότα, την αλήθεια των οποίων
ο συντάκτης του εγγράφου όφειλε να διαπιστώσει, δημιουργείται και για
αυτό πλήρης απόδειξη έναντι πάντων, επιτρέπεται όμως η ανταπόδειξη
(440 ΚΠολΔ), με κάθε αποδεικτικό μέσο (και με μάρτυρες Νίκας, ΠολΔ ΙΙ, 2005, §
85, αρ. 28). Το βάρος απόδειξης φέρει ο ο ισχυριζόμενος το αντίθετο από το
βεβαιούμενο στο έγγραφο. Π.χ. έκθεση επιδόσεως, ως προς τη βεβαίωση του
δικαστικού επιμελητή ότι το σπίτι που έγινε η θυροκόλληση, είναι η κατοικία του
παραλήπτη, πράγμα που όφειλε να ελέγξει. Π.χ. επίδοση από τον δικαστικό
επιμελητή σε σύνοικο. Ο επιμελητής όφειλε να ελέγξει την ιδιότητα του συνοίκου.
Βεβαίωση από το συμβολαιογράφο σε σύνταξη δημόσιας διαθήκης ότι ο διαθέτης
είχε πλήρη διαύγεια- δικαιοπρακτική ικανότητα (ΑΠ 654/1993, ΕΕΝ 1994. 356)
 Στον κανόνα της διάταξης 438 ΚΠολΔ υπόκειται το δημόσιο έγγραφο και ως προς
την σε αυτό βεβαίωση του συντάκτη δημοσίου υπαλλήλου ή λειτουργού ότι
συντάχθηκε σε ορισμένη χρονολογία, αφού ο χρόνος σύνταξης είναι από τα
γεγονότα που υποπίπτουν στην αντίληψη του συντάκτη του και
βεβαιώνονται από αυτόν. Μη επιτρεπτή συνεπώς και εδώ η ανταπόδειξη. Μόνο
η προσβολή για πλαστότητα είναι δυνατή (ΕφΑθ 8265/1985, ΕλλΔνη 28. 1250).

ΙΔΙΩΤΙΚΑ ΕΓΓΡΑΦΑ
 Ορισμός: Όλα τα έγγραφα που δεν είναι δημόσια (εξ αντιδιαστολής).
 Για το κύρος του ιδιωτικού εγγράφου απαιτείται η υπογραφή του εκδότη του ή
άλλο σημείο κατά τα ειδικότερα στο άρθρο 443.
 Εκδότης είναι το πρόσωπο που αναλαμβάνει με την υπογραφή του τις υποχρεώσεις
που πηγάζουν από το έγγραφο και όχι το πρόσωπο που απλά έγραψε ή συνέταξε
το έγγραφο (ΕφΠατρ 143/2008, ΕπισκΕΔ 2008. 571, ΕφΑθ 7897/1986, ΑρχΝ 1987.
779).

15
Σημειώσεις - δίκαιο απόδειξης
Π. Κοντογεωργακόπουλος
Δεκ2015

 Υπογραφή είναι η σημείωση του ονόματος του στο τέλος εγγράφου με


δική του γραφική ενέργεια που εμφανίζει τον γραφικό του χαρακτήρα. Η υπογραφή
σύγκειται κατ’ αρχήν από το πλήρες όνομα του υπογράφοντα (κύριο όνομα και
επώνυμο), επιτρέπεται όμως και η σύντμηση, εφόσον είναι δυνατή η διάγνωση της
ταυτότητας του εκδότη. Απλή μονογραφή δεν αρκεί. Η υπογραφή είναι έγκυρη και
στις περιπτώσεις που εμφανίζεται ως ιερογλυφικό μελάνωμα, του οποίου η
ανάγνωση είναι αδύνατη. Έγκυρη επίσης και η υπογραφή με ψευδώνυμο (εφόσον ο
συντάκτης εμφανίζεται δημόσια με το ψευδώνυμο αυτό). Μπορούμε να
αρκεστούμε σε υπογραφή που τίθεται με σφραγίδα μόνο εκεί όπου με έθιμο
διαμορφωμένο στις συναλλαγές αναγνωρίζεται τέτοια υπογραφή.
 Η υπογραφή πρέπει να είναι ιδιόχειρη (βλ. και άρθρο 160 § 1 ΑΚ). Δεν είναι
απαραίτητο να γραφεί το ιδιωτικό έγγραφο με το χέρι του εκδότη (εκτός από την
ιδιόγραφη διαθήκη) και να μνημονεύει χρονολογία. Π.χ. σε αναγνώριση χρέους,
αρκεί η ιδιόχειρη υπογραφή. Η μη αναγραφή ημερομηνίας ή τόπου εκδόσεως δεν
καθιστούν άκυρο ή ανυπόστατο το έγγραφο (ΑΠ 236/1979, ΝοΒ 1979. 1273).
 Η υπογραφή πρέπει να τίθεται στο τέλος του εγγράφου, ώστε να καλύπτει
το περιεχόμενο του. Όταν το έγγραφο έχει περισσότερα φύλλα που δεν είναι
ενωμένα μεταξύ τους, ώστε να είναι πρόδηλο ότι αποτελούν ενιαίο σύνολο, πρέπει
να έχει υπογραφή το καθένα.
 Δεν υπάρχει υπογραφή, όταν το όνομα σημειώνεται με γραφομηχανή, πολύγραφο
ή άλλο μηχανικό μέσο που μόνο κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται (163 ΑΚ: ανώνυμοι
τίτλοι: τραπεζογραμμάτια, λαχεία, χρεόγραφα, ανώνυμες μετοχές κ.λπ.).
 Με την ιδιόχειρη υπογραφή εξομοιώνεται πλέον και η ηλεκτρονική
υπογραφή, σύμφωνα με το άρθρο 2 αρ. 1 ΠΔ 151/2001, το οποίο ρυθμίζει
περαιτέρω τις ειδικότερες μορφές της απλής ηλεκτρονικής υπογραφής, προηγμένης
ηλεκτρονικής υπογραφής, της ασφαλούς προηγμένης ηλεκτρονικής υπογραφής και
της ηλεκτρονικής βεβαίωσης, καθώς και τη διαδικασία διαπίστευσης και ελέγχου,
τους αρμόδιους φορείς και την ευθύνη τους. Η εξομοίωση αυτή έχει συνέπεια την
εξομοίωση των ηλεκτρονικών εγγράφων με τα ιδιωτικά.

ΙΔΙΩΤΙΚΑ ΕΓΓΡΑΦΑ ΘΕΩΡΟΥΝΤΑΙ ΕΠΙΣΗΣ:


 Τα βιβλία που τηρούν οι έμποροι και οι επαγγελματίες (444 § 1 περ. α’),
καθώς και τα βιβλία που τηρούν οι δικηγόροι, δικαστικοί επιμελητές,
γιατροί κ.λπ. (444 § 1 περ. β’).
o Τα εμπορικά βιβλία και τα βιβλία των επαγγελματιών έχουν την πλήρη
αποδεικτική δύναμη των ιδιωτικών εγγράφων (445 ΚΠολΔ) και εάν έχουν
συνταχθεί με τους νόμιμους τύπους (448 § 1), μολονότι αποτελούν
16
Σημειώσεις - δίκαιο απόδειξης
Π. Κοντογεωργακόπουλος
Δεκ2015

ιδιωτικά έγγραφα αποδεικνύουν και υπέρ του εκδότη τους κατ’


εξαίρεση του αντίθετου κανόνα που ισχύει για τα υπόλοιπα
έγγραφα.
o Η έκταση της αποδεικτικής τους δύναμης ποικίλει ανάλογα με το πρόσωπο
κατά του οποίου προβάλλονται: α) Κατά προσώπου υποχρέου σε τήρηση
όμοιων βιβλίων παρέχουν απόδειξη τόσο ως προς την ύπαρξη, όσο και ως
προς το μέγεθος της απαίτησης (448 § 1 εδ. α’ ΚΠολΔ), οπότε επιτρέπεται
και ανταπόδειξη. β) Κατά προσώπου μη υποχρέου, αποδεικνύουν μόνο το
μέγεθος της απαίτησης, εφόσον η ύπαρξη αυτής αποδεικνύεται με άλλον
τρόπο και μόνο για ένα έτος από την εγγραφή της απαίτησης (εκτός αν
μεσολάβησε αναγνώριση της οφειλής με την υπογραφή του υποχρέου).
Μετά την πάροδο του έτους μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως δικαστικά
τεκμήρια.
 Οι μηχανικές απεικονίσεις (444 § 1 περ. γ’): Φωτογραφικές ή
κινηματογραφικές αναπαραστάσεις, φωνοληψίες και κάθε άλλη μηχανική
απεικόνιση.
o Η απαρίθμηση είναι ενδεικτική (ΑΠ 203/2006, ΝοΒ 54. 1503).
o Προϋπόθεση της εξομοίωσης των μηχανικών απεικονίσεων με ιδιωτικά
έγγραφα είναι να έχουν αυτές ως άμεσο αντικείμενο το αποδεικτέο γεγονός.
Αλλιώς εξομοιώνονται με έγγραφα μαρτυρίας και συνακόλουθα μπορούν να
ληφθούν υπόψη μόνο ως δικαστικά τεκμήρια (339 ΚΠολΔ), υπό την
προϋπόθεση ότι κατασκευάστηκαν συγχρόνως με το αποδεικτέο γεγονός και
δεν κατασκευάστηκαν για να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικό μέσο στη
δίκη.
o Ο όρος μηχανική απεικόνιση αναλύεται στο άρθρο 444 § 2 (προστέθηκε με
το άρθρο 40 § 1 Ν. 3994/2011). Η διευκρίνηση έγινε προκειμένου να
απαλλαγεί η θεωρία και η νομολογία από την αναζήτηση θεωρητικών
κατασκευών για την έννοια του ηλεκτρονικού εγγράφου και για λόγους
νομοθετικής ενότητας για το θέμα του ηλεκτρονικού εγγράφου (βλ.
προϋπάρχον άρθρο 13 περ. γ’ ΠΚ).
 Περιπτωσιολογία:
o Τηλεομοιότυπο (telefax). Τηλεομοιοτυπία είναι η πιστή αναπαραγωγή
από απόσταση, κειμένων, σχεδίων και κάθε μορφής εντύπων με τη βοήθεια
κατάλληλων τερματικών συσκευών. Τα λαμβανόμενα αντίτυπα στο σταθμό
λήψεως ονομάζονται τηλεομοιότυπα. Το telefax, δηλαδή το αντίτυπο που
λαμβάνεται στο σταθμό λήψης και με αυτονόητη προϋπόθεση ότι

17
Σημειώσεις - δίκαιο απόδειξης
Π. Κοντογεωργακόπουλος
Δεκ2015

απεικονίζει την υπογραφή του εκδότη, αποτελεί μηχανική απεικόνιση


κατά την έννοια του άρθρου 444 παρ. 2 ΚΠολΔ. Προκειμένου να γίνεται
δεκτό το τηλετύπημα που καταχωρίζεται στη συσκευή του αποδέκτη και
εκτυπώνεται από αυτήν, ως αποδεικτικό μέσο κατ’ άρθρο 444 § 3 ΚΠολΔ, να
εκτυπώνονται επ’ αυτού, τόσον ο αριθμός της τηλεφωνικής
συνδέσεως του αποστολέως, όσον και ο αριθμός και η ημερομηνία
της αποστολής (ΠειθΣυμβΔΣΑ 68/2008 ΝοΒ 56, 1392. Βλ. και ΑΠ
2206/2009 ΝοΒ 2010, 1330).
o Φωνοληψία, φωτογραφία, κινηματογραφική αναπαράσταση.
Αντιπροσωπευτικές μηχανικές απεικονίσεις ήταν αρχικά, κατά την έννοια του
άρθρου 444 § 1 περ. γ΄ ΚΠολΔ, η μαγνητοταινία (ΑΠ 1351/2007 ΝοΒ 55.
2390 = ΕλλΔνη 48. 1443), η κινηματογραφική απεικόνιση, η βιντεοταινία ή
βιντεοκασέτα, CD, DVD κ.λπ. Για να ληφθούν οι παραπάνω φορείς ήχου και
εικόνας υπόψη ως αποδεικτικό μέσο, πρέπει να προταθούν προσκομιστούν
με επίκληση στη δίκη (ΑΠ813/2010 ΝοΒ 2010. 2480, ΑΠ 71/1973 ΝοΒ 21.
758), και το περιεχόμενό τους να εκτίθεται στις προτάσεις του διαδίκου που
επικαλείται τα μέσα αυτά, καθώς επίσης να βεβαιώνεται από τον
πληρεξούσιο δικηγόρο ότι η απομαγνητοφώνηση αφορά το περιεχόμενο του
μέσου.
o Η εν αγνοία, όμως, και χωρίς τη συναίνεση ενός των συνομιλητών
μαγνητοφώνηση ιδιωτικής συνομιλίας ενέχει παγίδευσή του και συνεπώς,
αποτελεί δέσμευση και περιορισμό στην ελεύθερη άσκηση της επικοινωνίας.
Για αυτό, ασχέτως του χώρου όπου έγινε η συνομιλία, η μαγνητοταινία και
λοιποί φορείς ήχου και εικόνας, στους οποίους αυτή, χωρίς τη συναίνεση του
ετέρου των συνομιλητών, αποτυπώθηκε, είναι συνταγματικά
απαγορευμένο αποδεικτικό μέσο και δεν επιτρέπεται να
χρησιμοποιηθεί εναντίον του σε πολιτική δίκη, ανεξαρτήτως του
προσώπου που επιχείρησε τη μαγνητοφώνηση, δηλαδή έστω κι αν
πρόκειται για πρόσωπο που μετείχε στη μαγνητοφωνηθείσα
συζήτηση (ολΑΠ 1/2001 Δ 32. 517 = ΕλλΔνη 42,374).
o Ηλεκτρονικά έγγραφα. Ως ηλεκτρονικό έγγραφο θεωρείται το σύνολο
των έγγραφων δεδομένων στο μαγνητικό δίσκο ενός ηλεκτρονικού
υπολογιστή, τα οποία, αφού γίνουν αντικείμενο επεξεργασίας από την
κεντρική μονάδα επεξεργασίας, αποτυπώνονται με βάση τις εντολές του
προγράμματος, κατά τρόπο αναγνώσιμο από τον άνθρωπο είτε στην οθόνη
του μηχανήματος είτε σε προσαρτημένο εκτυπωτή του. Το ηλεκτρονικό
έγγραφο δεν συγκεντρώνει μεν τα στοιχεία του εγγράφου υπό την
18
Σημειώσεις - δίκαιο απόδειξης
Π. Κοντογεωργακόπουλος
Δεκ2015

παραδοσιακή του μορφή κατά τον ΚΠολΔ, λόγω κυρίως έλλειψης του
στοιχείου της σταθερότητας κατά την ενσωμάτωσή του σε υλικό που
παρουσιάζει διάρκεια ζωής, αλλά δεν αποτελεί αντικείμενο αυτοψίας (όπως
κατά μία άποψη υποστηρίζεται), αλλά πρόκειται για μία ενδιάμεση
μορφή, την οποία ο νομοθέτης εξομοίωσε προς τα ιδιωτικά
έγγραφα, ενόψει της εγγύτητας προς αυτά (ΕφΑθ 32/2011 ΔΕΕ2011. 591,
ΜΠρΑθ 1963/2004 Δ 2005. 587).
o Ο καθορισμός της ηλεκτρονικής διεύθυνσης κατά τρόπο μοναδικό,
από τον ίδιο το χρήστη και η δήλωσή της σε κάθε αποστελλόμενο
ηλεκτρονικό μήνυμα συνιστά απόδειξη της ταυτότητας του εκδότη του
και κατ’ αναλογίαν με τα οριζόμενα για το παραδοσιακό έγγραφο του
άρθρου 443 ΚΠολΔ, η μηχανική του απεικόνιση σε έντυπο, σύμφωνα με τις
διατάξεις του άρθρου 444 § 1 περ. γ΄ και παρ. 2 ΚΠολΔ εμπίπτει στην έννοια
του ιδιωτικού εγγράφου, με αποδεικτική δύναμη εις βάρος του εκδότη του
(συνδυασμός των άρθρων 443, 444, 445 ΚΠολΔ), διότι αυτή ακριβώς η
μοναδική για κάθε χρήστη ηλεκτρονική διεύθυνση, που έχει ορισθεί και
εφαρμοστεί από τον ίδιο τον αποστολέα, έχει το χαρακτήρα της ιδιόχειρης
υπογραφής, έστω και αν δεν έχει την παραδοσιακή μορφή της τελευταίας.
Το επικυρωμένο κατά το νόμο αντίγραφο του αποσταλέντος ηλεκτρονικού
μηνύματος, το οποίο περιέχεται στο σκληρό δίσκο του παραλήπτη αποτελεί
πλήρη απόδειξη ότι η περιλαμβανόμενη σε αυτό δήλωση προέρχεται από τον
εκδότη - αποστολέα του σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 445 του
ΚΠολΔ (ΜΠρΑθ 1963/2004 Δ 2005. 587, ΜΠρΑθ 6302/2004 Αρμ 2005. 239).
o Άτυπες συμβάσεις μπορούν να καταρτισθούν μέσω ηλεκτρονικών
εγγράφων και ειδικά μέσω του διαδικτύου με ανταλλαγή δηλώσεων
βούλησης μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Με τη μέθοδο αυτή τα
συμβαλλόμενα μέρη αναγνωρίζουν ότι συμβάλλονται εγκύρως, ακριβώς διότι
δεν αμφισβητείται η ταυτότητα του αποστολέα και το περιεχόμενο της
δήλωσης βούλησής του, έτσι όπως αυτή εξασφαλίζεται κατά τα ανωτέρω
εκτιθέμενα με την αναφορά στο ηλεκτρονικό μήνυμα της ηλεκτρονικής
διεύθυνσής του. Κατόπιν αυτών, στις συμβάσεις που καταρτίζονται μέσω
ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και στις οποίες εφαρμογή έχει το ελληνικό
δίκαιο, η απόδειξη της δήλωσης βούλησης των συμβαλλομένων είναι
δυνατόν να συντελεσθεί μέσω επικυρωμένων από πληρεξούσιο δικηγόρο
αντιγράφων των περιεχομένων στο σκληρό δίσκο του ηλεκτρονικού
υπολογιστή μηνυμάτων των συμβαλλομένων (ΜΠρΑθ 6302/2004 Αρμ 2005.
239)

19
Σημειώσεις - δίκαιο απόδειξης
Π. Κοντογεωργακόπουλος
Δεκ2015

o Βιβλιάριο Καταθέσεως Ταμιευτηρίου. Το βιβλιάριο καταθέσεως


Ταμιευτηρίου αποτελεί «απόδειξη καταθέσεως χρημάτων», το οποίο εκδίδει
και παραδίδει στον καταθέτη η Τραπεζική Ανώνυμη Εταιρία και στο οποίο
απεικονίζονται, από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή της, τόσον η αρχική
κατάθεση όσον και οι μεταγενέστερες καταθέσεις ή αναλήψεις χρημάτων με
βάση τα γραμμάτια καταθέσεως ή αναλήψεως χρημάτων, που ο τελευταίος
υπογράφει και διατηρούνται στο αρχείο της τράπεζας και στην μνήμη του
ηλεκτρονικού υπολογιστή. Επιτρέπεται μόνον ανταπόδειξη κατά της αληθείας
των εγγράφων (ΑΠ 844/2006 Αρμ 2007. 243 = ΝοΒ 55.423, ΑΠ 405/2007
ΝοΒ 55. 1163].
o Ταχογράφος. Οι εκτυπώσεις των αυτόματων συσκευών καταγραφής
στοιχείων αποτελούν αποδεικτικό στοιχείο για τον προσδιορισμό της
παροχής εργασίας από τον οδηγό του οχήματος (ΑΠ 925/2008 ΕΕργΔ 2010.
445).

ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΗ ΔΥΝΑΜΗ ΙΔΙΩΤΙΚΩΝ ΕΓΓΡΑΦΩΝ


 Ιδιωτικά έγγραφα, τα οποία έχουν συνταχθεί με τους νόμιμους τύπους, εάν
αναγνωρίσθηκε ή αποδείχθηκε η γνησιότητά τους (ΑΠ 1211/1975 ΝοΒ 24. 518,
Εφθεσ 864/1983 Αρμ 37. 860), αποτελούν πλήρη απόδειξη (άρθρο 445
ΚΠολΔ). Πρέπει να τονισθεί, ότι η πλήρης απόδειξη, δεν αναφέρεται στα
γεγονότα, που περιέχονται στο έγγραφο αλλά μόνο στο ότι η δήλωση
προέρχεται από τον εκδότη (Νίκας, ΠολΔ ΙΙ, 2005, § 85, αρ. 34).
 Ιδιωτικά έγγραφα μαρτυρίας. Τα ιδιωτικά έγγραφα μαρτυρίας, τα ιδιωτικά,
δηλαδή, έγγραφα που περιέχουν απλά πραγματικά γεγονότα χωρίς δικαιοπρακτικό
χαρακτήρα, έχουν την τυπική ή εξωτερική αποδεικτική δύναμη που ορίζει η διάταξη
του άρθρου 445 ΚΠολΔ, αποτελούν, δηλαδή, πλήρη απόδειξη ότι η δήλωση
προέρχεται από τον εκδότη τους, ενώ η ουσιαστική ή εσωτερική αποδεικτική τους
δύναμη είναι ίδια με αυτή των δημόσιων εγγράφων μαρτυρίας, δηλαδή της
εξώδικης ομολογίας (ΑΠ 54/1990, ΕλλΔνη 1991, 62), η οποία εκτιμάται ελεύθερα
(352 § 2 ΚΠολΔ). Ως έγγραφο μαρτυρίας χαρακτηρίζεται και η εξοφλητική απόδειξη
(ΑΠ 1179/1994 ΕΕΝ 1995, 691). Η εξοφλητική απόδειξη αποτελεί έγγραφη
μαρτυρία του δανειστή, η οποία παρέχει, αν δεν αμφισβητηθεί η γνησιότητα της
υπογραφής, πλήρη απόδειξη υπέρ του οφειλέτη για το γεγονός της αναφερόμενης
καταβολής, επιτρέπεται όμως ανταπόδειξη ότι η βεβαίωση αυτή δεν είναι αληθής
(αντίθετα ΑΠ 439/1987 ΝοΒ 1988. 915).
 Ιδιωτικά έγγραφα διαθέσεως (βλ. παράθεση απόψεων σε Νίκα, ΠολΔ ΙΙ, 2005,
§ 85, αρ. 34 επ.). Τα ιδιωτικά έγγραφα διάθεσης αποτελούν πλήρη απόδειξη τόσο
20
Σημειώσεις - δίκαιο απόδειξης
Π. Κοντογεωργακόπουλος
Δεκ2015

ως προς την προέλευση της δήλωσης από τον εκδότη του εγγράφου, όσο και ως
προς την αλήθεια του περιεχομένου των δικαιοπρακτικών δηλώσεων, ενώ τα
ιδιωτικά έγγραφα μαρτυρίας αποτελούν πλήρη απόδειξη μόνο ως προς την
προέλευση της δήλωσης από τον εκδότη τους και κατά τα λοιπά εκτιμώνται
ελεύθερα. Σε όλες δε τις περιπτώσεις επιτρέπεται ανταπόδειξη ή αντίθετη (κύρια)
απόδειξη (βλ. ΑΠ 1283/1993, ΕλλΔνη 1995. 154, ΑΠ 508/1993 ΕΕΝ 1994. 333).
Παρέχουν δηλαδή τα έγγραφα αυτά πλήρη απόδειξη ως προς την κατάρτιση της
δικαιοπραξίας που περιέχεται σε αυτά, χωρίς να υπάρχουν περιθώρια για περαιτέρω
απόδειξη της αλήθειας. Αν, ενδεχομένως, αυτή δεν είναι αληθινή αλλά εικονική ή
υφίσταται άλλο ελάττωμα βούλησης (πλάνη, απάτη, απειλή, κ.λπ.), η μόνη
δυνατότητα που έχει αυτός που την αμφισβητεί είναι να επικαλεστεί, με ένσταση,
και να αποδείξει, όχι με απλή ανταπόδειξη, αλλά με κύρια απόδειξη, την
επικαλούμενη εικονικότητα, πλάνη κ.λπ. (ΑΠ 93/2007 ΝοΒ 55. 1347, ΕλλΔνη 48.
1932). Αναφορικά με το περιεχόμενο των καταχωρημένων σε αυτά δηλώσεων των
συμβαλλομένων, τα ιδιωτικά έγγραφα έχουν έτσι την ίδια αποδεικτική βαρύτητα με
τα δημόσια έγγραφα, παράγοντας πλήρη απόδειξη. Ως προς την έννοια του
περιεχομένου του ιδιωτικού έγγραφου δεν αποτελεί αυτό πλήρη απόδειξη, γιατί η
ερμηνεία του ανήκει αποκλειστικά στο δικαστήριο. Το ιδιωτικό έγγραφο του οποίου
ο εκδότης δεν αμφισβητεί τη γνησιότητα υπογραφής, αποτελεί πλήρη απόδειξη
εναντίον του (ΑΠ 1211/1975 ΝοΒ 24. 518, ΕφΘεσ 864/1983 Αρμ 37. 860).
 Ανταπόδειξη. Κατά της αποδείξεως αυτής (ιδιωτικά έγγραφα διάθεσης = πλήρης
απόδειξη ως προς το περιεχόμενο των δικαιοπρακτικών δηλώσεων) επιτρέπεται
ανταπόδειξη, όπως και στα δημόσια έγγραφα (441 ΚΠολΔ) Αντικείμενο της
ανταποδείξεως, είναι ο ισχυρισμός του διαδίκου, ότι η υπογραφή του είναι γνήσια,
αλλά από αβλεψία ή οποιοδήποτε άλλο ανυπαίτιο ως προς αυτόν λόγο (λ.χ. ότι το
έγγραφο του αφαιρέθηκε ακούσια) έχει τεθεί κάτω από άσχετο κείμενο ( Μπέης,
ΠολΔ 445, σελ. 1750-1751, Σινανιώτης, ΕρμΚΠολΔ 445, II σελ. 350). Η
ανταπόδειξη μπορεί να πραγματοποιηθεί με κάθε μέσο αποδείξεως, εκτός από
μάρτυρες (ΕφΑθ 2624/1975 ΕΕμπΔ 1976, 404, Γέσιου-Φάλτση, Δίκαιο Αποδείξεως3,
§ 17 σ. 290, αντίθετα, Μπέης, ΠολΔ, άρθρο 445, 1750, 1751), επειδή πρόκειται για
απόδειξη κατά του περιεχομένου εγγράφου (393 § 2 ΚΠολΔ). Από τα παραπάνω
προκύπτει συμπερασματικά ότι η αποδεικτική δύναμη των ιδιωτικών
εγγράφων διαθέσεως διαφέρει από αυτήν των δημόσιων, ως προς το ότι
στα ιδιωτικά έγγραφα δεν μπορεί να υπάρξει θέμα αποδεικτικής
δυνάμεως για γεγονότα που επιχειρήθηκαν από τον εκδότη τους δημόσιο
υπάλληλο ή λειτουργό ή υπέπεσαν στην άμεση αντίληψη του (438, 440
ΚΠολΔ), ούτε συνακόλουθα και για προσβολή τους για πλαστότητα

21
Σημειώσεις - δίκαιο απόδειξης
Π. Κοντογεωργακόπουλος
Δεκ2015

(Ράμμος, ό.π., σελ. 902-903, σημ. 28). Αντ’ αυτού εισάγεται η πλήρης αποδεικτική
δύναμη ως προς το ότι τα ιδιωτικά έγγραφα προέρχονται από τον εκδότη τους (445
ΚΠολΔ), κατά της οποίας μάλιστα, αντίθετα από ό,τι συμβαίνει στα δημόσια
έγγραφα (438 ΚΠολΔ), επιτρέπεται απλή ανταπόδειξη χωρίς να χρειάζεται να
χρησιμοποιηθεί η τυπική διαδικασία της προσβολής για πλαστότητα ( Ράμμος, ό.π.,
σ. 903). Κατά τα άλλα, ως προς το περιεχόμενο δηλαδή των δικαιοπρακτικών
δηλώσεων των μερών, τόσο τα δημόσια, όσο και τα ιδιωτικά έγγραφα έχουν την
ίδια αποδεικτική δύναμη (Γέσιου-Φάλτση, ό.π., σ. 290).
 Αποδεικτική δύναμη υπέρ του εκδότη. - Έννοια. Ο κανόνας είναι ότι το
ιδιωτικό έγγραφο αποδεικνύει μόνο αν περιέχει γεγονός σε βάρος του εκδότη του.
Μάλιστα δεν μπορεί να χρησιμεύσει ούτε ως αρχή εγγράφου αποδείξεως. Η
ρύθμιση αυτή του νόμου είναι εύλογη. Αν το ιδιωτικό έγγραφο απεδείκνυε υπέρ
του εκδότη, ο καθένας θα μπορούσε να καταγράψει σε ένα έγγραφο ό,τι είναι
ευνοϊκό για αυτόν, θα το υπέγραφε και θα το προσκόμιζε στο δικαστήριο, για να
αποδείξει τους ισχυρισμούς του. Μόνο κατ’ εξαίρεση αποτελεί το ιδιωτικό έγγραφο
απόδειξη υπέρ του εκδότη, αν το προσήγαγε ο αντίδικος, οπότε, είναι κοινό μέσο
αποδείξεως, κατά τη διάταξη του άρθρου 346 ΚπολΔ ή αν πρόκειται για
επαγγελματικά βιβλία (άρθρο 444 παρ. 1 περ. α΄ και β΄ ΚΠολΔ). Στην παραπάνω
εξαίρεση δεν συμπεριλαμβάνονται οι φωτογραφικές ή κινηματογραφικές
αναπαραστάσεις, φωνοληψίες και κάθε άλλη μηχανική απεικόνιση (άρθρο 447 όπως
αντικαταστάθηκε από το άρθρο 41 παρ. 1 του Ν 3994/2011). Εφόσον το ιδιωτικό
έγγραφο αποδεικνύει μόνο εις βάρος του εκδότη, περιέχει εξώδικη ομολογία, οπότε
εκτιμάται ελεύθερα κατά το άρθρο 352 παρ. 2 ΚΠολΔ.
 Αποδεικτική δύναμη κυρωμένου αντιγράφου. Κατά τη διάταξη του άρθρου
449 ΚΠολΔ, αντίγραφο την ακρίβεια του οποίου βεβαιώνει αρμόδιος υπάλληλος,
έχει αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο (ΕφΑθ 10172/2002 ΕλλΔνη 46. 208,
ΕφΑθ 13547/1995 ΠοινΧρ 1996. 105), εφόσον δεν προσβάλλεται ως πλαστό (438
ΚΠολΔ). Φωτογραφίες ή φωτοτυπίες εγγράφων έχουν αποδεικτική δύναμη ίση προς
το πρωτότυπο, εφόσον η ακρίβειά τους βεβαιώνεται από πρόσωπο αρμόδιο για την
έκδοση αντιγράφου (ΑΠ 1579/2005 ΕλλΔνη 2008. 752, ΕφΘρ 79/2003 ΕλλΔνη 47.
1105) (κατά συνέπεια διάδικος δεν μπορεί να εκδώσει κυρωμένο αντίγραφο, αφού
ο νόμος απαιτεί την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου και ειδικός νόμος σε κάθε
περίπτωση ορίζει ποιος είναι ο αρμόδιος προς τούτο υπάλληλος). Τέτοιο αρμόδιο
πρόσωπο είναι και ο δικηγόρος (άρθρο 52 του Δικηγορικού Κώδικα), για τα
έγγραφα που έχει στην κατοχή του έστω και για ελάχιστο χρόνο.
 Αντίγραφα, φωτογραφίες ή φωτοτυπίες μη επικυρωμένα (απλά
αντίγραφα) δεν έχουν αποδεικτική δύναμη εγγράφου. Έχει κριθεί ότι η

22
Σημειώσεις - δίκαιο απόδειξης
Π. Κοντογεωργακόπουλος
Δεκ2015

επίδοση αντιγράφου οριστικής αποφάσεως, του οποίου δεν βεβαιώνεται η ακρίβεια


σε σχέση με το πρωτότυπο από το δικηγόρο που το εξέδωσε, ισούται με παράλειψη
επιδόσεως και δεν κινεί την προθεσμία του ενδίκου μέσου (ΑΠ 2/1993 ΕλλΔνη
1995. 1084). Τα μη επικυρωμένα αντίγραφα, αν προσκομίζονται με νόμιμη
χαρτοσήμανση και η γνησιότητα τους δεν αμφισβητείται, ή εάν αμφισβητηθεί
αποδειχθεί η γνησιότητά τους, μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως τεκμήρια (ΑΠ
1286/2003 ΕλλΔνη 46. 406, ΑΠ 1064/1987, ΕΕΝ 1988. 525).

ΓΝΗΣΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΠΛΑΣΤΟΤΗΤΑ ΕΓΓΡΑΦΩΝ


 Γνησιότητα δημοσίων εγγράφων. Τα δημόσια έγγραφα είναι γνήσια αν
πραγματικά προέρχονται από τον δημόσιο λειτουργό που εμφανίζεται ως εκδότης
τους και αν τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται σε αυτά και που φέρονται
ότι έχουν υποπέσει στην άμεση αντίληψη του συντάκτη τους πραγματικά έχουν
συμβεί ενώπιον του.
 Η γνησιότητα των δημοσίων εγγράφων είναι αυταπόδεικτη. Τεκμαίρονται
γνήσια ως την προσβολή τους για πλαστότητα (455 ΚΠολΔ). Ανατρέπονται δηλαδή
όχι με απλή ανταπόδειξη, αλλά μόνο με την προβολή και απόδειξη της πλαστότητας
τους.
 Γνησιότητα ιδιωτικών εγγράφων. Είναι γνήσια, εάν πραγματικά εκδόθηκαν από
το πρόσωπο που εμφανίζεται ως εκδότης τους (ΕφΑθ 4587/1977 Αρμ 13. 68) και
δεν αλλοιώθηκε η αρχική μορφή τους. Αντίθετα από τα δημόσια, τα ιδιωτικά
έγγραφα δεν έχουν αυταπόδεικτη γνησιότητα (τεκμήριο γνησιότητας, ΑΠ
718/2010 ΝοΒ 2010. 2337, ΑΠ 780/1994 ΕλλΔνη 1995. 840). Αν αμφισβητηθεί η
γνησιότητα ιδιωτικών εγγράφων από διάδικο κατά του οποίου προσάγονται, αυτή
πρέπει να αποδειχθεί, ανεξάρτητα αν πρόκειται για έγγραφο που προέρχεται από
κείνον κατά του οποίου προσάγεται ή από τρίτο ή εάν πρόκειται για έγγραφο που
χρησιμεύει για άμεση ή έμμεση απόδειξη (ΑΠ 310/1996 ΕλλΔνη 1997. 87).
 Απόδειξη. Η γνησιότητα του ιδιωτικού εγγράφου, εφόσον αμφισβητείται, πρέπει
να αποδεικνύεται (Νίκας, ΠολΔ ΙΙ, 2005, § 85, αρ. 23, Μπέης, ΠολΔικ, άρθρο 457,
σ. 1759, ΑΠ 780/1994 ΕλλΔνη 1995. 840, ΑΠ 806/1976 ΝοΒ 25. 180) από εκείνον
που το επικαλείται και το προσάγει (457 § 1, ΑΠ 1149/2002 ΕλλΔνη 45. 484,
ΕφΠατρ 27/1976 Αρμ 1976. 345), διαφορετικά δεν λαμβάνεται υπόψη ούτε ως
τεκμήριο ή μη πληρούν τους όρους του νόμου αποδεικτικό μέσο ( Νίκας, ό.π.). Η
απόδειξη είναι περιττή, αν το έγγραφο του οποίου αμφισβητείται η γνησιότητα είναι
προδήλως τόσο αλλοιωμένο, ώστε το δικαστήριο να μπορεί αμέσως και ασφαλώς
να διαπιστώσει ότι δεν είναι γνήσιο (Γέσιου-Φαλτσή, ό.π., σ. 282-283, ΑΠ 578/1993
ΕλλΔνη 1994. 1544). Ο ισχυρισμός του διαδίκου ότι η υπογραφή δεν είναι

23
Σημειώσεις - δίκαιο απόδειξης
Π. Κοντογεωργακόπουλος
Δεκ2015

γνήσια συνιστά άρνηση. Η αμφισβήτηση της γνησιότητας πρέπει να είναι σαφής,


ρητή και ειδική.
 Αποδεικτικά μέσα. Η γνησιότητα των ιδιωτικών εγγράφων αποδεικνύεται με κάθε
αποδεικτικό μέσο (458 ΚΠολΔ). Μπορούν επομένως να χρησιμοποιηθούν και
μάρτυρες.
 Αντιπαραβολή. Μπορεί ακόμη να γίνει και παραβολή του αμφίβολου εγγράφου με
άλλα γνήσια που φέρουν την υπογραφή του ίδιου προσώπου (459 ΚΠολΔ). Η
αντιπαραβολή γίνεται με «αναμφισβητήτως» γνήσια έγγραφα (459 § 2 ΚΠολΔ).
 Βάρος απόδειξης. Εκείνος κατά του οποίου προσάγεται ιδιωτικό έγγραφο, πρέπει
να δηλώσει αμέσως, αν αναγνωρίζει ή αρνείται τη γνησιότητα της υπογραφής,
αλλιώς θεωρείται ότι διαπιστώθηκε η γνησιότητα του περιεχομένου (457 § 2
ΚΠολΔ).
 Συνέπειες αναγνώρισης ή απόδειξης γνησιότητας υπογραφής. Η
αναγνώριση ή απόδειξη γνησιότητας υπογραφής δημιουργεί αμάχητο τεκμήριο για
τη γνησιότητα του καλυπτόμενου από την υπογραφή περιεχομένου του εγγράφου
(ΑΠ 1086/2004 ΧρΙΔ 2005. 157, ΑΠ 62/1989 ΕΕΝ 1989. 941), οπότε δυνατή είναι
μόνον η προσβολή του εγγράφου ως πλαστού.
 Πλαστότητα: Βλ. αναλυτικά Νίκα, ΠολΔ ΙΙ, 2005, § 85, αρ. 72 επ.
 Προβολή γνήσιων ιδιωτικών εγγράφων ως πλαστών. Σύμφωνα με τη
διάταξη του άρθρου 460 ΚΠολΔ κάθε έγγραφο, είτε δημόσιο, είτε ιδιωτικό, μπορεί
να προσβληθεί ως πλαστό, καθόσον ο νόμος περιέχει γενική και χωρίς διακρίσεις
διατύπωση. Η διαφορά συνίσταται στο γεγονός ότι στα μεν δημόσια
έγγραφα τεκμαίρεται η γνησιότητά τους και ο καθ’ ου μπορεί να
καταλύσει τη γνησιότητά τους μόνο με την προσβολή τους για
πλαστότητα. Αντίθετα στα ιδιωτικά έγγραφα δεν τεκμαίρεται η
γνησιότητα τους και αυτός που τα προσάγει, σε περίπτωση
αμφισβήτησης, πρέπει να αποδείξει τη γνησιότητά τους.
 Πληρεξουσιότητα. Για την προσβολή εγγράφου ως πλαστού απαιτείται ειδική
πληρεξουσιότητα του δικηγόρου, εκτός αν έχει υποβληθεί μήνυση για
πλαστογραφία στον εισαγγελέα, οπότε η σχετική ένσταση προβάλλεται και χωρίς
ειδική πληρεξουσιότητα.
 Διαφορές πλαστότητας και γνησιότητας εγγράφων. α) Η προσβολή του
εγγράφου ως πλαστού αναφέρεται και στο περιεχόμενο του εγγράφου ενώ η
αμφισβήτηση της γνησιότητας μόνο στην υπογραφή. β) Είναι ένσταση ενώ η
αμφισβήτηση γνησιότητας άρνηση (ΑΠ 649/2009 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ - ΤΝΠ ΔΣΑ). γ)
Προτείνεται σε κάθε στάση της δίκης και μετά την τελεσιδικία της απόφασης (544
αρ. 6 ΚΠολΔ). δ) Απαιτείται ειδική πληρεξουσιότητα ενώ για την αμφισβήτηση της

24
Σημειώσεις - δίκαιο απόδειξης
Π. Κοντογεωργακόπουλος
Δεκ2015

γνησιότητας αρκεί και γενική (ΑΠ 1273/1998 ΕλλΔνη 1999. 82). ε) Το βάρος
απόδειξης φέρει αυτός που προσβάλλει το έγγραφο ενώ στην αμφισβήτηση
γνησιότητας αυτός που επικαλείται και προσάγει το έγγραφο ( Μπέης, ΠολΔ, υπό
άρθρο 460 παρ. II 2 Ε΄, σ. 1761 και ΑΠ 649/2009 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ - ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΑθ
1542/2000 ΕλλΔνη 43. 1458].
 Χρόνος υποβολής εγγράφου ως πλαστού. Ο τρόπος και ο χρόνος προσβολής
ενός εγγράφου ως πλαστού διαφοροποιείται, ανάλογα με το εάν η πλαστογραφία
αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο ή όχι (ΑΠ 578/1993 ΕλλΔνη 1994. 1544, 1545):
α) Εάν η πλαστογραφία αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο (δηλαδή κατονομάζεται
ο πλαστογράφος), μπορεί να προταθεί σε κάθε στάση της δίκης και β) Εάν η
πλαστογραφία δεν αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο, μπορεί να προταθεί μόνο κατ’
ένσταση και υπό τους περιορισμούς των διατάξεων των άρθρων (269 πλέον βλ.
237) και 527.
 Αγωγή κήρυξης πλαστότητας. Η αγωγή περί πλαστότητας είναι αναγνωριστική
(ΠΠρΑθ 14566/1975 ΕλλΔνη 1980. 736, ΜΠρΘεσ 654/1976 Αρμ 1977. 473), κατ’
εξαίρεση όμως από τον κανόνα, έχει ως αίτημα την αναγνώριση της πλαστότητας,
που αποτελεί πραγματικό γεγονός και όχι έννομη σχέση (ΠΠρΑθ 14566/1975
ΕλλΔνη 1980, 763).
 Προαπόδειξη πλαστότητας. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 463 ΚΠολΔ,
εκείνος που προσβάλλει το έγγραφο ως πλαστό, πρέπει να προσάγει ταυτόχρονα τα
έγγραφα που αποδεικνύουν την πλαστότητα και να αναφέρει ονομαστικά τους
μάρτυρες και τα άλλα αποδεικτικά μέσα (ΕφΘεσ 394/2009 Αρμ 2010. 1337). Ο
ισχυρισμός για πλαστότητα είναι απαράδεκτος, αν δεν συνοδεύεται από την
ταυτόχρονη προσαγωγή των εγγράφων και την επίκληση των άλλων αποδεικτικών
μέσων.
ΚΤΗΣΗ ΒΕΒΑΙΑΣ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑΣ ΕΓΓΡΑΦΩΝ
 Με τη βέβαιη χρονολογία ενός εγγράφου βεβαιώνεται η σύνταξή του πριν από ένα
ορισμένο χρονικό σημείο και όχι μετά.
 Τα δημόσια έγγραφα έχουν βέβαιη χρονολογία όχι μόνο μεταξύ αυτών που
συνέπραξαν στη σύνταξή τους, αλλά και έναντι των τρίτων έως την προσβολή τους
για πλαστότητα, διότι το γεγονός του χρόνου σύνταξής τους είναι από εκείνα που
υποπίπτουν στην άμεση αντίληψη του συντάκτη τους δημόσιου υπαλλήλου ή
λειτουργού (Γέσιου-Φαλτσή, ό.π., σ. 296, Κεραμεύς, ΕρμΚΠολΔ, άρθρο 446, σ.
802-803, Ράμμος, ό.π., σ. 903, Κοροτζής, Η έγγραφη απόδειξη (1986), σ. 56-57,
ΑΠ 93/2007 ΝοΒ 55. 1347, ΕλλΔνη 48. 1932, ΕφΠειρ 1136/1981, ΠειρΝ 1981. 302,
304).

25
Σημειώσεις - δίκαιο απόδειξης
Π. Κοντογεωργακόπουλος
Δεκ2015

 Κτήση βέβαιης χρονολογίας από ιδιωτικό έγγραφο. Οι τρόποι κτήσης βέβαιης


χρονολογίας αναφέρονται περιοριστικά στη διάταξη του άρθρου 446 ΚΠολΔ, διότι
σε αυτή χρησιμοποιείται το στερητικό μόριο «μόνο», δηλωτικό του περιοριστικού
χαρακτήρα της απαρίθμησης (ΕφΔωδ 213/2006 ΕφΑδ 2008. 288). Ειδικότερα: α) Η
θεώρηση από συμβολαιογράφο (ΑΠ 1482/1996 ΕλλΔνη 1997. 602). β) Η θεώρηση
από αρμόδιο κατά το νόμο υπάλληλο (π.χ. υπάλληλο της γραμματείας των
δικαστηρίων για τις προτάσεις, ΜΠρΣυρ 143/1971 ΑρχΝ 1972. 82), της εισαγγελίας,
υπουργείου, νομαρχίας, οικονομικής εφορίας (π.χ. μισθωτηρίου, ΠΠρΚω 107/1988
ΕλλΔνη 1989. 380) ή αστυνομικό υπάλληλο (θεώρηση του γνησίου της
υπογραφής). γ) Αν το περιεχόμενο του ιδιωτικού εγγράφου αναφέρεται κατά τα
ουσιώδη του σημεία σε δημόσιο έγγραφο (π.χ. έκθεση επιδόσεως), οπότε το
ιδιωτικό έγγραφο αποκτά ως βέβαιη χρονολογία τη χρονολογία του αναφερόντος
δημοσίου εγγράφου. δ) Αν ένας από τους εκδότες απεβίωσε, οπότε το έγγραφο
αποκτά ως βέβαιη χρονολογία την ημέρα του θανάτου του και ε) Αν μεσολάβησε
γεγονός, το οποίο κατ’ ανάλογο τρόπο καθιστά βέβαιη τη χρονολογία του
εγγράφου, δηλαδή γεγονός που καθιστά αδύνατη τη διαφορετική χρονολογία του
εγγράφου, και μάλιστα την προχρονολόγησή του (ΕφΠειρ 1136/1981 ΠειρΝ 1981,
302. 304), π.χ. παράλυση ή αποκοπή των χεριών του εκδότη, οπότε το ιδιωτικό
έγγραφο αποκτά βέβαιη χρονολογία από την ημέρα που συνέβη το γεγονός αυτό
(ΕιρΛαμίας 109/2007 ΑρχΝ 2007. 474). Στις προαναφερόμενες περιπτώσεις η
χρονολογία του ιδιωτικού εγγράφου, έχει ως αφετηρία το χρόνο κατά τον οποίο
έλαβαν χώρα τα γεγονότα.
 Αμφισβήτηση βέβαιης χρονολογίας. Το αβέβαιο της χρονολογίας ιδιωτικού
εγγράφου έναντι τρίτων δεν ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο.
Απόδειξη για τη χρονολογία του εγγράφου διεξάγεται μόνο όταν ο τρίτος, κατά του
οποίου προσκομίζεται το έγγραφο, αμφισβητεί τη χρονολογία και έχει έννομο
συμφέρον. Ο σχετικός ισχυρισμός δεν αποτελεί ένσταση πλαστότητας (ΑΠ
1754/2007 ΕλλΔνη 48. 1393, ΑΠ 867/1992 ΕΕΝ 1993. 606). Ο εκδότης όμως του
εγγράφου και οι προς αυτόν ταυτιζόμενοι, αν ισχυρίζονται ότι η χρονολογία του
εγγράφου είναι αναληθής, φέρουν το βάρος αποδείξεως, διότι και η χρονολογία
αποτελεί περιεχόμενο του εγγράφου καλυπτόμενο από την ουσιαστική αποδεικτική
δύναμη του άρθρου 445 ΚΠολΔ (ΕιρΛαμίας 109/2007 ΑρχΝ 2007. 474).

ΕΠΙΔΕΙΞΗ ΕΓΓΡΑΦΩΝ
 Προϋποθέσεις υποχρέωσης επιδείξεως εγγράφων. Η εφαρμογή των
διατάξεων των άρθρων 450-452 ΚΠολΔ για την επίδειξη εγγράφων εκτείνεται στην
περίπτωση που η ανάγκη επίδειξης αυτών ανακύπτει στη διάρκεια εκκρεμούς δίκης.

26
Σημειώσεις - δίκαιο απόδειξης
Π. Κοντογεωργακόπουλος
Δεκ2015

Οι προϋποθέσεις είναι οι εξής: α) Υποβολή αιτήματος έως την (πρώτη) συζήτηση


στον πρώτο βαθμό (για τη νέα τακτική διαδικασία βλ. άρθρο 237 § 1). β) Ο αιτών
πρέπει να έχει έννομο συμφέρον για την επίδειξη. Το έννομο συμφέρον συνδέεται
βασικά με την κατωτέρω υπό ε΄ προσφορότητα του εγγράφου. γ) Ο καθ’ ου η
αίτηση ή ο τρίτος να κατέχει το έγγραφο (ΑΠ 209/1994 ΕΕΝ 1995. 195, 196) κατά
τον χρόνο δίκης. Στην περίπτωση που αμφισβητηθεί η κατοχή, πρέπει αυτή να
αποδειχθεί από τον αιτούντα. δ) Προσδιορισμός του περιεχομένου του. ε) Το
έγγραφο να είναι πρόσφορο για την άμεση ή έμμεση απόδειξη ή ανταπόδειξη
λυσιτελούς ισχυρισμού.
 Περιπτώσεις υποχρεωτικής επίδειξης εγγράφων. Η πρώτη περίπτωση του
άρθρου 450 § 1 αφορά το διάδικο, ο οποίος υποχρεούται σε επίδειξη των
εγγράφων που χρησιμοποίησε και ενδεχομένως μετά απέσυρε ή που επικαλέσθηκε
στη δίκη χωρίς να προσκομίσει. Η δεύτερη περίπτωση του άρθρου 450 § 2 που
πρακτικά είναι πολύ πιο σημαντική, αφορά τόσο το διάδικο, όσο και τον τρίτο.
Αναφέρεται στην περίπτωση που τα πρόσωπα αυτά κατέχουν έγγραφα, τα οποία
μπορούν να χρησιμεύσουν για απόδειξη.
 Άρνηση επίδειξης. Ο υπόχρεος διάδικος προς επίδειξη εγγράφων που
χρησιμοποίησε ήδη ή επικαλέσθηκε στη δίκη δεν έχει δικαίωμα να προβάλει
οποιονδήποτε λόγο αρνήσεως. Αντίθετα η γενική υποχρέωση των διαδίκων ή των
τρίτων (Γεσίου-Φαλτσή, ό.π., σελ. 304) να επιδείξουν τα έγγραφα, τα οποία
μπορούν να χρησιμεύσουν για απόδειξη, τελεί υπό την επιφύλαξη της μη
συνδρομής σπουδαίου λόγου που θα δικαιολογούσε τη μη επίδειξή τους. Ο
σπουδαίος λόγος (Μπέης, ΠολΔικ, άρθρο 450, 1754, Ράμμος, ό.π., 913, ΑΠ
781/1974 ΝοΒ 1975. 328), ως αόριστη νομική έννοια, διευκρινίζεται από τον ίδιο το
νόμο (450 § 2 εδ. β΄) με την εξήγηση ότι τέτοιος λόγος συντρέχει «ιδία» στις
περιπτώσεις όπου επιτρέπεται άρνηση μαρτυρίας. Προκύπτει λοιπόν ότι νόμιμο
λόγο αρνήσεως επιδείξεως συνιστούν πρώτα ο κίνδυνος ποινικής ευθύνης ή
προσβολής της τιμής του κατόχου του εγγράφου ή στενών συγγενών του ή η
ύπαρξη επαγγελματικού ή καλλιτεχνικού απορρήτου. Αποτελεί λόγο αρνήσεως η
διαφύλαξη του απορρήτου πληροφοριών σχετικών με τραπεζικά δάνεια ή πιστώσεις
(ΕφΑθ 1483/1976, ΝοΒ 1976. 444), εμπιστευτικών εισηγήσεων ή προτάσεων περί
της σκοπιμότητας ενεργειών που γίνονται από υπαλλήλους ΝΠ προς όργανά του
(ΜΠρΑθ 14918/1970 ΝοΒ 1971, 491. 492) ή του φορολογικού απορρήτου, και
μάλιστα ανεξαρτήτως αν το αίτημα επιδείξεως απευθύνεται κατά της φορολογικής
αρχής ή του αντίδικου φορολογουμένου (ΑΠ 567/1995 ΕΕΝ 1996. 497).
 Σχέση της διάταξης του άρθρου 450 ΚΠολΔ με τις διατάξεις των άρθρων
902 και 903 ΑΚ. Εκτός από τα άρθρα 901-903 ΑΚ, υπάρχουν και οι διατάξεις των

27
Σημειώσεις - δίκαιο απόδειξης
Π. Κοντογεωργακόπουλος
Δεκ2015

άρθρων 450-452 του ΚΠλοΔ, οι οποίες αφορούν, επίσης, την επίδειξη εγγράφων. Οι
τελευταίες αυτές διατάξεις δεν κατάργησαν τις σχετικές διατάξεις του ΑΚ, είναι
ειδικότερες και ρυθμίζουν την υποχρέωση των διαδίκων ή των τρίτων προς επίδειξη
κατά τη διάρκεια εκκρεμούς δίκης, στην οποία το επιδεικτέο έγγραφο πρόκειται να
χρησιμεύσει για απόδειξη. Αντίθετα, οι διατάξεις του ΑΚ, οι προϋποθέσεις και οι
περιορισμοί που αναφέρονται σε αυτές ως προς τη δημιουργία της αξιώσεως για
επίδειξη, εφαρμόζονται μόνο όταν δεν υπάρχει εκκρεμής δίκη. Στην
περίπτωση άσκησης της αγωγής αυτοτελώς στο πλαίσιο του άρθρου 902 ΑΚ καθ’
ύλην αρμόδιο είναι πάντοτε το πολυμελές πρωτοδικείο ως δικαστήριο γενικής
αρμοδιότητας (άρθρο 18 ΚΠολΔ) (Βλ. Νίκα, ΠολΔ ΙΙ, 2005, § 85, αρ. 64, υποσημ.
223. Βλ. επίσης σε γενικότερη βάση Κρουσταλάκη, Δ 1. 648 και
Δεληκωστόπουλο/Σινανιώτη, ΕρμΚΠολΔ, τόμ. Α’, 1968, υπό άρθρο 18, σ. 75,
ΜΠρΑθ 14918/1970 ΝοΒ 1971. 491),
 Αίτηση επίδειξης εγγράφων. Η αξίωση προς επίδειξη εγγράφων, στα πλαίσια
εκκρεμούς δίκης, δύναται να ζητηθεί, κατά τη διάταξη του άρθρου 451 § 1 ΚΠολΔ,
με παρεμπίπτουσα αγωγή, στην περίπτωση που υπόχρεος προς επίδειξη
είναι τρίτος, δηλαδή πρόσωπο που είναι αμέτοχο της κύριας δίκης ή και με τις
προτάσεις, αν υπόχρεος προς τούτο είναι ο αντίδικος του διαδίκου, οι οποίες
επίσης πρέπει να περιέχουν όλα τα στοιχεία της αγωγής για το ορισμένο αυτής.
Όπου δεν είναι υποχρεωτική η υποβολή προτάσεων μπορεί η επίδειξη εγγράφου να
ζητηθεί και με προφορική δήλωση, η οποία και καταχωρείται στα πρακτικά του
δικαστηρίου (πλέον μόνο στις υποθέσεις των μικροδιαφορών, βλ. άρθρο 115 § 3).
 Διαδικασία και αρμοδιότητα. Ως προς τη διαδικασία η συζήτηση και η απόδειξη
γίνονται κατά τις γενικές διατάξεις (451 § 2 ΚΠολΔ), δηλαδή ακολουθείται η τακτική
διαδικασία αποδείξεως και δεν αρκεί πιθανολόγηση, αλλ’ απαιτείται πλήρης απόδειξη
των σχετικών ορισμών (Σινανιώτης, ΕρμΚΠολΔ, τόμ. Γ’, 1974, υπό άρθρο 451, σ.
356-357 και Σταυρόπουλος, ΕρμΚΠολΔ, 1969, υπό άρθρο 468 (451), σ. 646, 3α).
Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της σχετικής αγωγής είναι το δικαστήριο της
κυρίας δίκης (Σινανιώτης, ό.π., υπό άρθρο 451, σ. 357). Φια την εκδίκηση της
παρεμπίπτουσας αγωγής προς επίδειξη, είτα αυτή στρέφεται κατά του αντιδίκου
της κύριας δίκης είτε κατά τρίτου, αποκλειστικώς αρμόδιο λόγω συνάφειας είναι το
δικαστήριο στο οποίο εκκρεμεί η αγωγή (ΜΠρΘεσ 8620/2006 Αρμ 2006. 1257).
 Χρόνος υποβολής αίτησης ή αγωγής για επίδειξη εγγράφου. Η αίτηση ή η
αγωγή για επίδειξη μπορεί να υποβληθεί σε κάθε στάση της δίκης και μάλιστα το
πρώτον και ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου.
 Περιεχόμενο αίτησης επίδειξης εγγράφου. Η αίτηση διαδίκου με την οποία
ζητείται από το δικαστήριο να διατάξει την, από τον αντίδικο του αιτούντος ή τον

28
Σημειώσεις - δίκαιο απόδειξης
Π. Κοντογεωργακόπουλος
Δεκ2015

τρίτο, επίδειξη εγγράφου, για να είναι παραδεκτή και σύννομη, προϋπόθεση έχει
την επίκληση της κατοχής του εγγράφου από τον αντίδικό του ή τον τρίτο, τον
σαφή προσδιορισμό του περιεχομένου του εγγράφου που είναι πρόσφορο προς
απόδειξη (άμεση ή έμμεση) λυσιτελούς ισχυρισμού του αιτούντος ή ανταπόδειξη
που αναφέρεται σε τέτοιο ισχυρισμό (ΑΠ 1771/1988 ΕΕΝ 1989. 850).
 Αγωγή περί επιδείξεως εγγράφων. Για το ορισμένο περί αγωγής επιδείξεως
εγγράφων, πρέπει: α) να αναφέρει ότι το έγγραφο βρίσκεται στην κατοχή του
αντιδίκου (ΑΠ 209/1994 ΕΕΝ 1995. 195, 196, ΑΠ 1073/1973 ΝοΒ 1974. 758) και β)
να προσδιορίζει το έγγραφο και να περιγράφει με ακρίβεια το περιεχόμενό του
(Γέσιου-Φαλτσή, ό.π., σ. 308-309, ΑΠ 1565/1998 ΔΕΕ 1999. 491, ΑΠ 291/1993
ΕλλΔνη 1994. 1299, 1300).
 Συντηρητική απόδειξη. Η επίδειξη εγγράφου μπορεί να ζητηθεί και με αίτηση
συντηρητικής απόδειξης (437 ΚΠολΔ) ( Γέσιου-Φαλτσή, ό.π., σ. 308-309). Και στην
περίπτωση αυτή η βασιμότητα της αίτησης κρίνεται κατά τη διάταξη του άρθρου
450 ΚΠολΔ και όχι εκείνης του άρθρου 902 ΑΚ.
 Βάρος απόδειξης. Το βάρος απόδειξης με την υποβολή αίτησης επίδειξης
εγγράφου φέρει ο διάδικος που ζητεί την επίδειξη, ο οποίος και βαρύνεται με
την απόδειξη της συνδρομής των προϋποθέσεων του νόμου για την επίδειξη του
εγγράφου (ΑΠ 1254/1983 Δ 15. 399).
 Εκτέλεση απόφασης επιδείξεως εγγράφων. Σύμφωνα με το άρθρο 452 παρ. 1
ΚΠολΔ, η εκτέλεση της απόφασης που διατάζει την επίδειξη γίνεται κατά τις
διατάξεις που αφορούν την εκτέλεση για την ικανοποίηση απαιτήσεων που
συνίστανται στην απόδοση και στην παράδοση πράγματος ή την ενέργεια πράξης.
Τέτοιες είναι αυτές των άρθρων 941 και 946 ΚΠολΔ, από το συνδυασμό των
οποίων σαφώς προκύπτει ότι το αντικείμενο της εκτελέσεως πρέπει να είναι
εντελώς εξατομικευμένο, άλλως η εκτέλεση δεν είναι εφικτή (ΑΠ 776/2005 ΕλλΔνη
2008. 157).

SMS ΩΣ ΜΗΧΑΝΙΚΗ ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗ: Η ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. ΠΠΡΘΕΣ 3256/2015


Μία ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα απόφαση σχετικά με την επίκληση και προσκόμιση
μηνυμάτων SMS εξέδωσε το Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Συγκεκριμένα, το
δικαστήριο έκρινε ότι τα μηνύματα SMS δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικό
υλικό σε πολιτική δίκη, διότι αυτό θα είχε ως συνέπεια την παραβίαση του συνταγματικού
δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή και του δικαιώματος στο απόρρητο της επικοινωνίας.
Η απόφαση ΠΠρΘεσ 3256/2015

29
Σημειώσεις - δίκαιο απόδειξης
Π. Κοντογεωργακόπουλος
Δεκ2015

Κατά το άρθρο 444 § 1 αριθ. 3 ΚΠολΔ ιδιωτικά έγγραφα θεωρούνται και οι φωτογραφικές
ή κινηματογραφικές αναπαραστάσεις, φωνοληψίες και κάθε άλλη μηχανική απεικόνιση,
συνεπώς και οι μαγνητοταινίες, αφού αποτελούν την κύρια μορφή της φωνοληψίας.
Κατά την § 2 του ίδιου άρθρου μηχανική απεικόνιση, είναι και κάθε μέσο το οποίο
χρησιμοποιείται από υπολογιστή ή περιφερειακή μνήμη υπολογιστή, με ηλεκτρονικό,
μαγνητικό ή άλλο τρόπο, για εγγραφή, αποθήκευση, παραγωγή ή αναπαραγωγή στοιχείων,
που δεν μπορούν να διαβαστούν άμεσα, όπως επίσης και κάθε μαγνητικό, ηλεκτρονικό ή
άλλο υλικό στο οποίο εγγράφεται οποιαδήποτε πληροφορία, εικόνα, σύμβολο ή ήχος,
αυτοτελώς ή σε συνδυασμό, εφόσον τα μέσα και τα υλικά αυτά προορίζονται ή είναι
πρόσφορα να αποδείξουν γεγονότα που έχουν έννομη σημασία.
Κατά τη θεμελιώδη, όμως, διάταξη του άρθρου 2 § 1 του Συντάγματος «ο σεβασμός και η
προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της
Πολιτείας». Στην προστατευόμενη από το Σύνταγμα και μάλιστα «πρωταρχικά», αξία του
ανθρώπου περιλαμβάνεται και η ελευθερία της επικοινωνίας, αφού μέσω και αυτής
εκφράζεται και πραγματώνεται η αξία του ανθρώπου.
Η συνταγματική κατοχύρωση της ελευθερίας αυτής προκύπτει και από το άρθρο 9 § 1 εδ.
β΄ του Συντάγματος, που ορίζει ότι «η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι
απαραβίαστη», καθώς και από το άρθρο 19 του Συντάγματος, που ορίζει ότι «το απόρρητο
των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο
τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο. Νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική
αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση
ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων».
Το τελευταίο αυτό άρθρο αναφέρεται μεν στο απόρρητο της ελεύθερης ανταπόκρισης ή
επικοινωνίας, είναι, όμως, πρόδηλο ότι προϋποθέτει την ελευθερία της ανταπόκρισης ή
επικοινωνίας ως συνταγματικάπροστατευόμενο έννομο αγαθό.
Ανάλογα προκύπτουν και από την αντίστοιχη ρύθμιση του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής
Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που οποία κυρώθηκε με το ν.δ.
53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος,
Εφόσον αποδεικτικό μέσο αποτελεί δέσμευση και περιορισμό στην ελεύθερη άσκηση της
επικοινωνίας, είναι συνταγματικά απαγορευμένο αποδεικτικό μέσο και δεν επιτρέπεται να
χρησιμοποιηθεί σε πολιτική δίκη.
Πράγματι, η απονομή της δικαιοσύνης δεν πρέπει να γίνεται έναντι οιουδήποτε τιμήματος.
Η αντίθετη άποψη θα μπορούσε να οδηγήσει –υπό την επίκληση της ανάγκης απόκτησης
αποδεικτικού μέσου για ενδεχόμενα δικαιώματα– στη γενίκευση της χρήσης π.χ.
μαγνητοφώνων από τους συνομιλητές προσώπων, η φωνή των οποίων θα καταγραφόταν
χωρίς τη συναίνεση τους.

30
Σημειώσεις - δίκαιο απόδειξης
Π. Κοντογεωργακόπουλος
Δεκ2015

Κατ’ αυτόν, όμως, τον τρόπο η ελευθερία της επικοινωνίας θα περιοριζόταν, διότι τότε ο
καθένας θα ζούσε με το καταθλιπτικό συναίσθημα ότι κάθε αστόχαστη ή υπερβολική,
έστω, έκφραση του, στα πλαίσια μιας ιδιωτικής συζήτησης, θα μπορούσε να
χρησιμοποιηθεί στη συνέχεια υπό άλλες περιστάσεις ως αποδεικτικό μέσο εναντίον του,
πολύ περισσότερο μάλιστα όταν τα σύγχρονα τεχνικά μέσα παρέχουν ευρείες δυνατότητες
αλλοίωσης του περιεχομένου των αποτυπώσεων, οι οποίες (αλλοιώσεις) είναι πολύ
δύσκολο ή και αδύνατο να διαγνωσθούν.
Εξ άλλου, χωρίς την ανωτέρω κύρωση (απαράδεκτο του αποδεικτικού μέσου) η
προπαρατεθείσα, συνταγματικής ισχύος, ρύθμιση θα είχε περιορισμένη
αποτελεσματικότητα, παρά την απειλή κατά του παραβάτη της ποινικής κύρωσης, που
προβλέπεται στο άρθρο 370Α του ΠΚ. Εξαίρεση από τον, συνταγματικής ισχύος, κανόνα
της απαγόρευσης των εν λόγω αποδεικτικών μέσων ισχύει μόνο χάριν της προστασίας
συνταγματικά υπέρτερων έννομων αγαθών, όπως είναι η ανθρώπινη ζωή. Κάθε άλλη
εξαίρεση από την ως άνω απαγόρευση, εισαγόμενη τυχόν με διάταξη κοινού νόμου, όπως
είναι και ο Ποινικός Κώδικας, είναι ανίσχυρη κατά το μέτρο που υπερβαίνει το κριτήριο της
προστασίας συνταγματικά υπέρτερου έννομου αγαθού (ΟλΑΠ 1/2001 ΕλλΔνη 2001. 374,
ΑΠ 981/2009 ΕφΑΔ 2009. 1372, ΑΠ 1351/2007 ΝοΒ 2007. 2390).
Κατά την ειδική διάταξη του άρθρου 4 «Στοιχεία επικοινωνίας» του π.δ. 47/2005
«Διαδικασίες-εγγυήσεις άρσης απορρήτου επικοινωνιών και διασφάλισή του», το οποίο
εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 9 του ν. 3115/2003: «1. Τα συγκεκριμένα
στοιχεία επικοινωνίας, στα οποία είναι δυνατόν να αναφέρεται μία διάταξη άρσης του
απορρήτου εξαρτώνται από το είδος της επικοινωνίας και εξειδικεύονται κατά περίπτωση
ως εξής: … γ. Τηλεφωνική επικοινωνία: Επί συγκεκριμένου φυσικού ή νομικού προσώπου,
που είναι συνδρομητής ή χρήστης παρόχου υπηρεσιών σταθερής ή κινητής τηλεφωνίας,
είναι δυνατόν να ζητηθούν τα ακόλουθα συγκεκριμένα στοιχεία εισερχόμενων και
απερχόμενων κλήσεων. αα. Καλών και καλούμενος αριθμός κλήσης και στις αναπάντητες
κλήσεις. ββ. Καλών και καλούμενος συνδρομητής και πελάτης και στις αναπάντητες
κλήσεις. γγ. Ώρα έναρξης και ώρα λήξης της επικοινωνίας. δδ. Γεωγραφικός εντοπισμός
καλούντος και καλούμενου (στις κινητές επικοινωνίες) είτε ομιλούν, είτε πρόκειται για SMS,
είτε είναι σε θέση stand by, είτε πραγματοποιούν αναπάντητη κλήση. εε. Περιεχόμενο
επικοινωνίας (φωνή, εικόνα κ.λπ.) … ».
Στην ένδικη περίπτωση αμφότεροι οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν
πλήθος αποτυπώσεων μηνυμάτων SMS, είτε σε εκτυπωμένο κείμενο είτε σε
φωτογραφίες (κλασικές ή ψηφιακές) οθόνης κινητού τηλεφώνου, χωρίς
κανένας από αυτούς να επικαλείται και να προσκομίζει συγκεκριμένη
εισαγγελική ή ανακριτική διάταξη ή βούλευμα δικαστικού συμβουλίου
επιτρεπτικό μιας τέτοιας αποτύπωσης, δεδομένου ότι κατά το παραπάνω άρθρο του 4

31
Σημειώσεις - δίκαιο απόδειξης
Π. Κοντογεωργακόπουλος
Δεκ2015

του π.δ. 47/2005 το κείμενο των μηνυμάτων αυτών, ως περιεχόμενο της εν λόγω μορφής
τηλεφωνικής επικοινωνίας, εμπίπτει στα προστατευόμενα από το απόρρητο της
τηλεφωνικής επικοινωνίας στοιχεία.
Αυτή η χωρίς τις νόμιμες προϋποθέσεις αποτύπωση (εξωτερίκευση) των κειμένων αυτών
και αποδεικτική χρήση τους σε υπόθεση που δεν αφορά απόπειρα ανθρωποκτονίας δεν
μπορεί να γίνει ανεκτή, όχι μόνο κατά το γράμμα των ανωτέρω διατάξεων, αλλά και την
προαναφερόμενη ratio απαγόρευσης της αποδεικτικής αξιοποίησής τους, και ως εκ τούτου,
καμία από τις προσκομιζόμενες αποτυπώσεις κειμένου SMS δεν μπορεί νασυναξιολογηθεί
αποδεικτικά, καθώς αυτές συνιστούν απαγορευμένα αποδεικτικά μέσα.
Σχόλιο
Κατά τον Καθηγητή Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσ/νίκης, Ιωάννης
Ιγγλεζάκης, η παραπάνω απόφαση θεωρεί ότι τα μηνύματα SMS δεν μπορούν να
χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικό υλικό σε πολιτική δίκη, διότι αυτό θα είχε ως συνέπεια
την παραβίαση του συνταγματικού δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή και του δικαιώματος
στο απόρρητο της επικοινωνίας (άρθρα 9 § 1 εδ. β' και 19 του Συντάγματος), καθώς της
διάταξης του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ. Είναι θετικό ότι το δικαστήριο εφαρμόζει τη διάταξη του
άρθρου 4 του π.δ. 47/2005 βάσει της οποίας το περιεχόμενο των μηνυμάτων SMS
αποτελούν περιεχόμενο τηλεφωνικής επικοινωνίας και ως τέτοιο, η αποκάλυψή τους
προϋποθέτει να έχει γίνει άρση απορρήτου. Η απόφαση κατέληξε στην κρίση περί μη
αξιοποίησης του εν λόγω αποδεικτού υλικού, δίχως να έχει προηγηθεί ένσταση ή άλλος
ισχυρισμός από έναν από τους διαδίκους, αλλά κρίνει ότι το κύρος των αποδεικτικών
μέσων κρίνεται αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο. Αυτό, βεβαίως, ισχυροποιεί έτι
περαιτέρω την προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών και τον κανόνα της
απαγόρευσης χρήσης παράνομων αποδεικτικών μέσων.

ΓΕΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
 Νίκας, Πολιτική Δικονομία ΙΙ, 2005, § 85 επ., σ. 498 επ.
 Απαλαγάκη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 3 η εκδ. 2013,
άρθρα 432 επ., σ. 866 επ.
 Νικολόπουλος, Δίκαιο Αποδείξεως, β’ εκδ., 2011, § 18, σ. 281 επ.
 Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αποδείξεως, 3η εκδ., 1986, § 17 επ., σ. 271 επ.

32

You might also like