Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 61

ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΟΡΓΑΝΟ ΚΕΝΤΡΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ


ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ

ΤΟΜΟΣ 35ος

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2018
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
Ευάγγελος Χρυσός, Πανεπιστήμιο Αθηνών
Μητρ. Μεσσηνίας Χρυσόστομος Σαββάτος, Πανεπιστήμιο Αθηνών
Ταξιάρχης Κόλιας, Πανεπιστήμιο Αθηνών
Φωτεινή Κολοβού, Πανεπιστήμιο Λειψίας
Αθανάσιος Μαρκόπουλος, Πανεπιστήμιο Αθηνών
Θεοχάρης Παζαράς, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Ελευθερία Παπαγιάννη, Πανεπιστήμιο Αθηνών
Ελένη Σαράντη, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου
Αθανάσιος Σέμογλου, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ
Χριστίνα Παπακυριακού, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Αναστασία Π. Πλιώτα, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

© ΚΕΝΤΡΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ ΑΠΘ 2018


Βασιλίσσης Όλγας 36
54641 Θεσσαλονίκη
Τηλ.: 2310 992002 – Fax: 2310 992004
e-mail: info@kbe.auth.gr · www.kbe.auth.gr

Οι οδηγίες προς τους συγγραφείς για τη συστηματοποίηση της μορφής των άρθρων που
υποβάλλουν στο περιοδικό βρίσκονται στην ιστοσελίδα:
www.kbe.auth.gr
Formatting guidelines for contributors to the journal can be found at:
www.kbe.auth.gr

ISSN 1105-0772

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ 7-12
LJUBOMIR MAKSIMOVIĆ, Το Βυζάντιο ως πρόκληση 13-32
PANAGIOTIS A. AGAPITOS, Dangerous literary liaisons:
Byzantium and Neohellenism 33-126
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΚΑΛΙΔΗΣ, Η αφήγηση της κοσμοποιίας και της
δημιουργίας του ανθρώπου στη Χρονική Σύνοψη του
Κωνσταντίνου Μανασσή (στ. 27-285) 127-144
ILIAS TAXIDIS, Ekphraseis of persons with deviational
behaviour in Constantine Manasses’ Synopsis Chronike 145-159
CYRIL PAVLIKIANOV, False chrysobull of czar Stephen Dušan
in the archives of the athonite monastery of Zographou 161-186
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΕΛΕΝΗΣ, Το έτος κατασκευής της μαρμάρινης
τράπεζας στη μονή Πετριτσονιτίσης (Μπατσκόβου) 187-194
NATALIA POULOU, Transport amphoras and trade in the
Aegean from the 7th to the 9th century AD. Containers for
wine or olive oil? 195-216
ΙΩΑΝΝΗΣ Γ. ΗΛΙΑΔΗΣ, Ο ναός της Αγίας Αικατερίνης
Θεσσαλονίκης: Η γεωμετρία και το φυσικό φως 217-241
ΕΙΡΗΝΗ Ν. ΘΕΟΧΑΡΟΠΟΥΛΟΥ, ‘Η γραπτή ἐπιγραφή τοῦ
ναοῦ τῆς Χρυσοπηγῆς Αἴνου. Ἕνα ἀφανές τεκμήριο στό φῶς
τῆς ἔρευνας 243-281
KONSTANTINOS M. VAPHEIADES, The byzantine painting
after 1341: Stylistic tendencies and devices 283-314
ΜΑΡΙΖΑ Β. ΤΣΙΑΠΑΛΗ, Η επίδραση του «καστοριανού
εργαστηρίου» σε μνημεία της περιοχής Γρεβενών και
Κοζάνης 315-329
ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ ΠΑΡΧΑΡΙΔΟΥ, Η λατρευτική εικόνα
της μονής της Παναγίας της Κοσίνιτσας (ή Εικοσιφοίνισσας) 331-357
ΛΥΔΙΑ ΠΑΠΑΡΡΗΓΑ-ΑΡΤΕΜΙΑΔΗ, Αρχές και κατευθύνσεις
στην απονομή της κοσμικής δικαιοσύνης κατά τη μέση
βυζαντινή περίοδο 359-410
ΧΡΟΝΙΚΑ 411-428
ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΣΙΕΣ 429-468

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΑΑΑ Αρχαιολογικά Ανάλεκτα εξ Αθηνών


AASS Acta Sanctorum
ΑΒ Ανάλεκτα Βλατάδων
ΑΒΜΕ Αρχείον Βυζαντινών Μνημείων της Ελλάδος
ABSA The Annual of the British School at Athens
ActaAntHung Acta antiqua Academiae scientiarum Hungaricae
ΑΔ Αρχαιολογικόν Δελτίον
AE L’Année épigraphique
ΑΕΜΘ Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και Θράκη
AfD Archiv für Diplomatik
AHC Annuarium Historiae Conciliorum
AHR American Historical Review
AJPh The American Journal of Philology
AIPhO Annuaire de l’Institut de Philologie et d’Histoire Orientales et
Slaves
ΑnBoll Analecta Bollandiana
ΑnnPisa Annali della Scuola Normale Superiore di Pisa
AnTard Antiquité Tardive
AS Anatolian Studies
ASAtene Annuario della Scuola Archeologica di Atene e delle Missioni
Italiane in Oriente
Atti Venezia Atti del Reale Istituto Veneto di Scienze, Lettere ed Arti
B Basilicorum Libri LX
BAR British Archaeological Reports
BCH Bulletin de Correspondence Héllenique
BF Byzantinische Forschungen
BHG Bibliotheca Hagiographica Graeca
BHO Bibliothèque Hagiographique Orientale
Bizantinistica Bizantinistica, Rivista di Studi Bizantini e Slavi
ΒΚΜ Βυζαντινά Κείμενα και Μελέτες. Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών
ΑΠΘ
ΒΜ Βυζαντινά Μνημεία. Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών ΑΠΘ
ΒΜGS Byzantine and Modern Greek Studies
BNJ Byzantintisch-neugriechische Jahrbücher
BollClass Bollettino dei Classici
BollGrott Bolletino della Badia Greca di Grottaferrata
8 Συντομογραφίες

BS Basilicorum Libri LX, Series B, Scholia


BSl Byzantinoslavica
BT Basilicorum Libri LX, Series A, Textus
Byz Byzantion
ΒυζΣυμ Βυζαντινά Σύμμεικτα (πριν το 2008 Σύμμεικτα)
ΒΧΜ Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο
BZ Byzantinische Zeitschrift
CahArch Cahiers Archéologiques
CAH Cambridge Ancient History
CB Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, Bonn 1827-1897
CCSG Corpus Christianorum Series Graeca
CFHB Corpus Fontium Historiae Byzantinae
CIC Corpus Iuris Civilis
CIL Corpus Inscriptionum Latinarum
CJ Codex Iustinianus (CIC II)
CM Chronica Minora I-III, έκδ. Th. Mommsen
C&M Classica et Medievalia
CorsiRav Corsi di cultura sull’arte Ravennate e Βizantina
CParG Corpus Paroemiographorum Graecorum
CPG Clavis Patrum Graecorum
CPh Classical Philology
CQ Classical Quarterly
CRAI Comptes Rendues des Séances de l’Académie des Inscriptions
et Belles Lettres
CSEL Corpus Scriptorum Ecclesiasticorum Latinorum
CSEO Corpus Scriptorum Ecclesiasticorum Orientalium
CTh Theodosiani libri XVI cum constitutionibus Sirmondianis et leges
novellae ad Theodosianum pertinentes [Codex Theodosianus]
D Digesta Iustiniani (CIC I)
DACL Dictionnaire d’ Archéologie Chrétienne et de Liturgie
DHGE Dictionnaire d’ Histoire et de Géographie Ecclésiastique
DOP Dumbarton Oaks Papers
DOS Dumbarton Oaks Studies
DOSeals Catalogue of Byzantine Seals at Dumbarton Oaks and in the Fogg
Museum of Art, τ. 1-3, έκδ. J. W. Nesbitt / N. Oikonomides,
Washington, D.C., 1991, 1994, 1996· τ. 4-5, έκδ. E. McGeer / J. W.
Nesbitt / N. Oikonomides, Washington, D.C., 2001, 2005· τ. 6,
έκδ. J. W. Nesbitt /C. Morrisson, Washington, D.C., 2009
DOT Dumbarton Oaks Texts
DS Dictionaire de spiritualité
ΔXAE Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας
ΔωδΧρον Δωδεκανησιακά Χρονικά
Συντομογραφίες 9

ΕΑ Εκκλησιαστική Αλήθεια
ΕΑΙΕΔ-ΕΚΕΙΕΔ Επετηρίς του Κέντρου (έως και τον 9ο τόμο: του Αρχείου) της
Ιστορίας του Δικαίου της Ακαδημίας Αθηνών
ÉB Études Balcaniques
EclB Ecloga Basilicorum, έκδ. L. Burgmann
EEBΣ Επετηρίς της Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών
ΕΕΠΣΑΠΘ Επιστημονική Επετηρίδα της Πολυτεχνικής Σχολής ΑΠΘ
ΕΕΦΣΠΑ Επιστημονική Επετηρίς Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου
Αθηνών
ΕΕΦΣΠΘ Επιστημονική Επετηρίς της Φιλοσοφικής Σχολής ΑΠΘ
EI2 Encyclopaedia of Islam, Second Edition, Leiden 1960-2002
EI3 Encyclopaedia of Islam, Third Edition, Leiden / Boston 2007
ΕΙΕ Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών
EMΣ Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών
ÉΟ Échos d’Orient
ΕΦΣΚ Ο Εν Κωνσταντινουπόλει Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος
FIRA Fontes Iuris Romani Anteiustiniani
FM Fontes Minores. Forschungen zur Byzantinischen
Rechtsgeschichte
GCS Die griechischen christlichen Schriftsteller der ersten [drei]
Jahrhunderte
GRBS Greek, Roman, and Byzantine Studies
HispAnt Hispania antiqua. Revista de Historia Antigua
ΗπειρΧρον Ηπειρωτικά Χρονικά
HSPh Harvard Studies in Classical Philology
HZ Historische Zeitschrift
ΙΒΕ Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών (ΕΙΕ)
ΙΕΕ Ιστορία του Ελληνικού Έθνους
IG Inscriptiones Graecae
IJTS International Journal of Turkish Studies
Inst. Institutiones Iustiniani (CIC I)
IRAIK Izvestija Russkago Archeologičeskago Instituta v Konstantinopolje
ΙstMitt Istanbuler Mitteilungen
JAOS Journal of the American Oriental Society
JbAC Jahrbuch für Antike und Christentum
JECS Journal of Early Christian Studies
JEH Journal of Ecclesiastical History
JEMH Journal of Early Modern History
JFA Journal of Field Archaeology
JGR Jus Graecoromanum
JHA Journal for the History of Astronomy
JHP Journal of the History of Philosophy
10 Συντομογραφίες

JHS Journal of Hellenic Studies


JLA Journal of Late Antiquity
JMedHist Journal of Medieval History
JMEMS Journal of Medieval and Early Modern Studies
JÖB Jahrbuch der Österreichischen Byzantinistik
JÖBG Jahrbuch der Österreichischen Byzantinischen Gesselschaft
JOUHS Journal of the Oxford University History Society
JRA Journal of Roman Archaeology
JRS Journal of Roman Studies
JThS Journal of Theological Studies
JWarb Journal of the Warburg and Courtauld Institutes
Klearchos Klearchos. Bollettino dell'Associazione Amici del Museo nazionale
di Reggio Calabria
ΚρητΕστ Κρητική Εστία
ΚρητΧρον Κρητικά Χρονικά
ΛακΣπουδ Λακωνικαί Σπουδαί
LBG Lexikon zur byzantinischen Gräzität (besonders des 9.-12.
Jahrhunderts)
LCL Loeb Classical Library
ΛΕΒΟ Λεξικό Βυζαντινής Ορολογίας. Οικονομικοί όροι. Κέντρο
Βυζαντινών Ερευνών ΑΠΘ
LLJ Law Library Journal
LMA Lexikon des Mittelalters
LRCW Late Roman Coarse Wares, Cooking Wares and Amphorae in the
Mediterranean: Archaeology and Archaeometry
LSJ H.G. Liddell / R. Scott / H.S. Jones, A Greek-English Lexicon
LThK Lexikon für Theologie und Kirche
ΜΑΑ Mediterranean Archaeology and Archaeometry
MEFRM Mélanges de l’École française de Rome. Moyen Âge
MEG Medioevo Greco
MGH AA Monumenta Germaniae Historica. Auctores antiquissimi
MiChA Mitteilungen zur Christlichen Archäologie
ΜΟΧΕ Μεγάλη Ορθόδοξη Χριστιανική Εγκυκλοπαίδεια
Ν Novellae Iustiniani (CIC III)
ΝΕ Νέος Ελληνομνήμων
NME Neograeca Medii Aevi
Νόμος Επιστημονική Επετηρίδα του Τμήματος Νομικής της Σχολής
Νομικών και Οικονομικών Επιστημών ΑΠΘ
NομΧρον Νομισματικά Χρονικά
OC Orientalia Christiana
OCA Orientalia Christiana Analecta
OCP Orientalia Christiana Periodica
Συντομογραφίες 11

ODB Oxford Dictionary of Byzantium


OrChris Oriens Christianus
PG Patrologia Graeca
PL Patrologia Latina
PLP Prosopographishes Lexikon der Palaiologenzeit
PLRE The Prosopography of the Later Roman Empire
PmbZ Prosopographie der mittelbyzantinischen Zeit
PO Patrolologia Orientalis
PTS Patristische Texte und Studien
RAC Reallexikon für Antike und Christentum
RaChr Revue de l’art chrétien
RbK Reallexikon zur byzantinischen Kunst
RE Paulys Real-Encyclopädie der classischen Altertumswissenschaft
RÉB Revue des Études Βyzantines
REG Revue des Études Grecques
REL Revue des Études Latines
RendPontAcc Atti della Pontificia Accademia Romana di Archeologia,
Rendiconti
RÉSEE Revue des études sud-est européennes
RevNum Revue Numismatique
RIC The Roman Imperial Coinage
RM Mitteilungen des deutschen archäologischen Instituts. Römische
Abteilung
RSBN Rivista di Studi Byzantini e Neoellenici
SANU Serbian Academy of Sciences and Arts
ΣΒΜΑΤ Συμπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας και
Τέχνης, ΧΑΕ
SBN Studi Bizantini e Neoellenici
SBS Studies in Byzantine Sigillography
SC Sources Chrétiennes
SDHI Studia et Documenta Historiae et Iuris
SEG Supplementum Epigraphicum Graecum
SG Subseciva Groningana
Sh Subsidia hagiographica
SOsl Symbolae Osloenses
StOrCr Studi sull’ Oriente Cristiano
StudStor Studi Storici
StVen Studi Veneziani
ΘΒΣ Θεσσαλονικείς Βυζαντινοί Συγγραφείς. Κέντρο Βυζαντινών
Ερευνών ΑΠΘ
Θεσσαλονίκη Η Θεσσαλονίκη. Επιστημονική Επετηρίδα του Κέντρου Ιστορίας
Θεσσαλονίκης
12 Συντομογραφίες

TIB Tabula Imperii Byzantini


TLG Thesaurus Linguae Graecae
ΤM Travaux et mémoires
TRE Theologische Realenzyklopädie
TU Texte und Untersuchungen zur Geschichte der altchristlichen
Literatur
VC Vigiliae Christianae
VizVrem Vizantijskij Vremennik
WBS Wiener Byzantinistische Studien
WSt Wiener Studien
ΧΑΕ Χριστιανική Αρχαιολογική Εταιρεία
ZKG Zeitschrift für Kirchengeschichte
ZLU Zbornik za Likovne Umetnosti
ZPE Zeitschrift für Papyrologie und Epigraphik
ZRG GA Zeitschrift der Savigny-Stiftung für Rechtsgeschichte.
Germanistische Abteilung
ZRG KA Zeitschrift der Savigny-Stiftung für Rechtsgeschichte.
Kanonistische Abteilung
ZRG RA Zeitschrift der Savigny-Stiftung für Rechtsgeschichte.
Romanistische Abteilung
ZRVI Zbornik Radova Vizantološkog Instituta
Λυδία Παπαρρήγα-Αρτεμιάδη

ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΠΟΝΟΜΗ ΤΗΣ


ΚΟΣΜΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΜΕΣΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟ

H κοσμική εξουσία του βυζαντινού βασιλέα και το ιδεολογικό της περίβλημα


έχει επανειλημμένως αναλυθεί απο πολλούς μελετητές.1 Στον τομέα ειδικό-
τερα της απονομής της κοσμικής δικαιοσύνης ο ύψιστος θεσμικός ρόλος του
ηγεμόνα ως ανώτατου δικαστικού οργάνου ανέλεγκτου από οποιοδήποτε
άλλο δικαστήριο2 εκδηλώνεται καταρχήν στη δικονομική του δυνατότητα
να διεξάγει τη δίκη σε πρώτο και τελευταίο βαθμό3 αναλαμβάνοντας την εκ-

1. Από την εκτενέστατη σχετική βιβλιογραφία βλ. ενδεικτικά Αἰκατερίνη Χριστοφιλο-
πούλου, Ἐκλογή, ἀναγόρευσις και στέψις τοῦ βυζαντινοῦ αὐτοκράτορος [Πραγματεῖαι τῆς
Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν 22.2], Ἐν Ἀθήναις 1956· η ίδια, Περὶ τὸ πρόβλημα ἀναδείξεως τοῦ
βυζαντινοῦ αὐτοκράτορος, ΕΕΦΣΠΑ 12 (1961-1962) 458-497· H. Hunger, Reihe der Neuen
Mitte. Der christliche Geist der byzantinischen Kultur, Graz / Wien / Köln 1965· ο ίδιος,
Phänomen Byzanz aus europäischer Sicht, München 1984· Hélène Ahrweiler, L’idéologie
politique de l’empire byzantin, Paris 1975 (= Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, Η πολιτική ιδεολογία
της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, μτφρ. Τ. Δρακοπούλου / Ά. Μαράντη, Αθήνα 22007)· Ι.
Καραγιαννόπουλος, Η πολιτική θεωρία των Βυζαντινών, Θεσσαλονίκη 1988 (α´ ανατ. 1992)· ο
ίδιος, Der frühbyzantinischen Kaiser, BZ 49 (1956) 369-384· M. Anastos, Byzantine Political
Theory. Its Classical Precedents and Legal Embodiment: The «Past» in Medieval and Modern
Greek Culture, Malibu 1978, 13-53· A. Krawczuk, Le portrait des empereus byzantins, Warsawa
1992· πρβλ. και Α. Γκουτζιουκώστας, Η απονομή δικαιοσύνης στο Βυζάντιο (9ος-12ος αιώνες).
Τα κοσμικά δικαιοδοτικά όργανα και δικαστήρια της πρωτεύουσας [Βυζαντινά Κείμενα και
Μελέται, 37], Θεσσαλονίκη 2004 (= Γκουτζιουκώστας, Απονομή δικαιοσύνης), 10 σημ. 36, 53-
100, όπου και περαιτέρω βιβλιογραφικές αναφορές.
2. Πρβλ. CJ1.14.12 (Imp. Iustinianus, έτ. 529) σχετικά με την ισχύ των αυτοκρατορικών
δικαστικών αποφάσεων ως νόμων όχι μόνον για τις συγκεκριμένες υποθέσεις για τις οποίες
εκδόθηκαν αλλά και για όλες τις υποθέσεις που εμφανίζουν ανάλογο (όμοιο) περιεχόμενο.
3. Οι αποφάσεις του βασιλέως ή του βασιλικοῦ κριτηρίου ή τον δοτών από αυτόν δι-
καστών (αυτοκρατορικά σημειώματα ή σημειώσεις ή λύσεις που κοινοποιούνταν με
αυτοκρατορικά rescripta) δεν μπορούσαν να κριθούν εκ νέου από άλλο δικαστήριο ή να
προσβληθούν με τα ένδικα μέσα της ἐκκλήτου ή της ἀναψηλαφήσεως, αλλά μόνον να
επανεξετασθούν από το ίδιο δικαστήριο. Βλ. Ν113 Κεφ. 1 pr.: … τὰ γὰρ παρ᾽ ἡμῶν διὰ θείας
(ὡς εἴρηται) κρίσεως διατυπούμενα ἢ τεμνόμενα οὐ προσδέεται τῆς ἑτέρων ἐξετάσεως ἢ κρίσεως
ἢ ἀναψηλαφήσεώς τινος. ἡμεῖς γὰρ οἷς ὁ θεὸς καὶ τὴν τοῦ νομοθετεῖν ἐξουσίαν ἐδωρήσατο, εἴ
τινα κρίσιν ἐπί τινι ὑποθέσει προσενέγκωμεν, οὐχ ἑτέρῳ δικαστῇ ταύτην ἐπιτρέπομεν εἴτε διὰ
τύπων εἴτε διὰ καταθέσεων τῶν περιβλέπτων ἡμῶν ῥεφερενδαρίων ἢ ἑτέρου τινός, ὅπως δέοι

Βυζαντινά 35 (2017) 359-410


360 Λυδία Παπαρρήγα-Αρτεμιάδη

δίκαση μίας υπόθεσης κατά κανόνα ύστερα από άσκηση προσφυγής (δεήσε-
ως, supplicatio)4 του βυζαντινού υπηκόου.5 Μέσα στο πλαίσιο αυτό ο βασι-


τὴν τοιαύτην ὑπόθεσιν ἐξετάζεσθαι ἢ κρίνεσθαι, οἷα παρ᾽ ἡμῶν ἅπαξ κεκριμένην καὶ
ἀναψηλαφᾶσθαι παρ᾽ οὐδενὸς δυναμένην ...· Β2.6.17· Β7.17.5· Ἐπαναγωγὴ τοῦ νόμου ὑπὸ
Βασιλείου καὶ Λέοντος καὶ Ἀλεξάνδρου (Epanagoge Legis Basilii et Leonis et Alexandri), JGR ΙΙ
229-368 [= Εἰσαγωγή]) 11.5· Πεῖρα, ἤγουν διδασκαλία ἐκ τῶν πράξεων τοῦ μεγάλου κυροῦ
Εὐσταθίου τοῦ Ρωμαίου (Practica ex actis Eustathii Romani), JGR IV 7-260 [= Πεῖρα]) 74.2.
Πρβλ. όμως και μία εξαίρεση από τον γενικό κανόνα του ανεκκλήτου των βασιλικών
αποφάσεων που αναφέρεται στο σχόλιο της EclB στο χωρίο των Βασιλικῶν 9.1.1.1, 2 (πιο
κάτω σημ. 114).
4. Η προσφυγή αυτή (δέησις) ελάμβανε τη μορφή εγγράφου λιβέλλου ή σπανιότερα προ-
φορικής δεήσεως κυρίως επί ποινικών υποθέσεων υψίστης σημασίας.
5. Για τη δικονομική αυτή δυνατότητα των βυζαντινών υπηκόων η οποία ίσχυε υπό την
αναγκαία προϋπόθεση ότι η συγκεκριμένη υπόθεση δεν εκκρεμοδικούσε σε άλλο δικαστήριο
καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (πρόσφορον δικαστήριον) βλ. ιδίως CJ1.21.1 (Imp. Alexan-
der, έτ. 232)· CJ2.4.41 (Imp. Arcadius, Honorius, έτ. 395)· N17 Κεφ. 3· B6.3.24· Β11.2.58·
Β2.5.12. Για τη συναφή απαγόρευση κατάτμησης των δικών με την υποβολή μέρους της
υπόθεσης στο αρμόδιο δικαστήριο και μέρους στον αυτοκράτορα βλ. Ι. Παναγιωτίδης, Η Δέη-
σις/Supplicatio ενώπιον του αυτοκράτορα στο βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο (4ος-15ος αι.) [Πηγές
και Μελέτες Ιστορίας Ελληνικού και Ρωμαϊκού Δικαίου (επιμ. Γ. Νάκος) 6], Θεσσαλονίκη
2011 (= Παναγιωτίδης, Δέησις), 219. Για την αντίστοιχη δικονομική δυνατότητα στο πλαίσιο
της διοικητικής δικαιοδοσίας βλ. F. Goria, La Giustizia nell’Impero Romano d’ Oriente:
organizzazione giudiziaria, La giustizia nell’alto medioevo, secoli V-VIII [Settimane di studio
del Centro italiano di studi sull’Alto medioevo XLII], Spoleto 1995 (= Goria, Giustizia), 259 επ.
(= P. Garbarino / A. Trisciuoglio / E. Sciandrello [επιμ.], Diritto Romano d’Oriente. Scritti
scelti di F. Goria, Alessandria 2016 [= Garbarino / Trisciuoglio / Sciandrello, Diritto Romano
d’Oriente], 259-260. Για τον τύπο και το περιεχόμενο των δεήσεων αυτών (λιβέλλων), τις
προϋποθέσεις και τα δεόμενα πρόσωπα βλ. Παναγιωτίδης, Δέησις, ό.π., 210-215, 216-218,
225-227, ενώ για τις επανειλημμένες νομοθετικές προσπάθειες περιορισμού της ροής των
προσφυγών αυτών προς τον αυτοκράτορα βλ. ο ίδιος, Δέησις, ό.π.· Goria, Giustizia, ό.π., 260
σημ. 57 και 58. Για τον ρόλο του βυζαντινού αξιωματούχου ἐπὶ τῶν δεήσεων κατά τη δια-
δικασία αυτή βλ. Rosemary Morris, What did the epi tôn deêseôn actually do?, στο: D. Feissel /
J. Cascou (επιμ.), La Pétition à Byzance [Centre de Recherche d’Histoire et Civilisation de
Byzance Monographies 14], Paris 2004 (= Feissel / Cascou, La Pétition), 125-
140· Γκουτζιουκώστας, Απονομή δικαιοσύνης (όπως σημ.1), 110-115, ενώ για τον ρόλο του
κοιαίστωρα (τουλάχιστον από τον τελευταίο τέταρτο του 4ου αι.) κατά τη συλλογή και
ταξινόμηση των δεήσεων των υπηκόων, την υποβολή τους στον βασιλέα και τη σύνταξη και
κοινοποίηση των αυτοκρατορικών απαντήσεων (με τη συμμετοχή και άλλων μελών της
αυτοκρατορικής γραμματείας) βλ. Γκουζιουκώστας, Ο θεσμός του κοιαίστωρα του ιερού
παλατίου. Η γένεση, οι αρμοδιότητες και η εξέλιξή του, Θεσσαλονίκη 2001, 86-88, 116-118 (=
Γκουτζιουκώστας, Ο θεσμός του κοιαίστωρα). Γενικότερα για τη δομή και την τυπολογία των
δεήσεων και των αυτοκρατορικών απαντήσεων κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο βλ. τις
μελέτες των D. Feissel, J.-L. Fournet, C. Zuckerman, J. Cascou, στο La Pétition à Byzance, ό.π.,
33-52, 61-74, 75-92, 93-104, ενώ για την προγενέστερη περίοδο βλ. κυρίως M. Kaser / K.
Αρχές και κατευθύνσεις στην απονομή της κοσμικής δικαιοσύνης 361

λεύς μπορούσε κατά την απόλυτη διακριτική του ευχέρεια να εκδικάσει ο


ίδιος την υπόθεση αυτοπροσώπως, –συνήθως δια του βασιλικοῦ κριτηρίου
(πρώην sacrum consistorium, αυτοκρατορικό συμβούλιο)–6 ή να την παρα-
πέμψει προς κρίση σε κάποιο από τα ανώτερα δικαστήρια της βασιλεύουσας7

Ηackl, Das römische Zivilprozessrecht, München 21996, 540-541, 613-614, 617-623 (= Kaser /
Ηackl, Zivilprozessrecht).
6. Κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο το αυτοκρατορικό δικαστήριο δίκαζε ως audito-
rium ύστερα από παραπομπή του αυτοκράτορα δεήσεις υπηκόων κατά αποφάσεων των
επάρχων των πραιτωρίων ή σοβαρές ποινικές υποθέσεις. Ομοίως ύστερα από παραπομπή του
αυτοκράτορα γνωμοδοτούσε για σοβαρά νομικά ζητήματα, τα οποία είχαν παραπεμφθεί στον
αυτοκράτορα προς επίλυση από δικαστές. Επίσης κατ’ εντολή του αυτοκράτορα δίκαζε σε
κοινή συνεδρία με τη Σύγκλητο ως silentium cum conventu (σιλέντιον) σοβαρά ποινικά αδι-
κήματα ή μείζονος σημασίας εκκλησιαστικά ζητήματα, σπανιότερα δε ιδιωτικές διαφορές. Για
το ζήτημα βλ. ενδεικτικά C. Cicogna, Consilium principis. Consistorium. Richerche di diritto
romano publico e di diritto privato, Torino 1902 (Roma 1971), σποραδικά· Αἰκατερίνη Χρι-
στοφιλοπούλου, Ἡ Σύγκλητος εἰς τὸ Βυζαντινὸν κράτος, ΕΑΙΕΔ 2 (1949) 110-106· η ίδια, Σι-
λέντιον, ΒΖ 44 (1951) 79-85· D. Simon, Rechtsfinung am byzantinischen Reichsgericht,
Frankfurt a.M. 1973 (= D. Simon, Η εύρεση του δικαίου στο ανώτατο βυζαντινό δικαστήριο,
μτφρ. Ι. Κονιδάρης, Αθήνα 1982), 7-39· Παναγιωτίδης, Δέησις (όπως σημ. 5), 202-203. Για τη
λειτουργία της Συγκλήτου ως δικαστικού οργάνου κατά την ιουστινιάνεια περίοδο έως τις
αρχές του 9ου αι. βλ. ενδεικτικά P. Garbarino, Contributo allo studio del senato in età
giustinianea, [Univerisità di Torino. Memorie dell’Istituto Giuridico, Serie IV, Mem. II],
Napoli 1992.
7. Κατά τον 12ο αι. ως ανώτερα δικαστήρια της βασιλεύουσας μνημονεύονται το δικαστή-
ριο του μεγάλου δρουγγαρίου, του πρωτοασηκρήτου, του δικαιοδότου, του προκαθημένου τῶν
δημοσιακῶν δικαστηρίων, και αργότερα, από το 1329 (ή 1330/1331), το δικαστήριο των
καθολικῶν κριτῶν τῶν Ῥωμαίων (πρβλ. O. Kresten, Ein Indizienprozess gegen die von Kaiser
Andronikos III. Palaiologos eingesetzten καθολικοί κριταί, FM IX [1993] 299-337, κυρίως 323).
Από την εκτενέστατη βιβλιογραφία σχετικά με το βασιλικὸν κριτήριον και τα άλλα ανώτερα
δικαστήρια βλ. ενδεικτικά K. E. Zachariae von Lingenthal, Geschichte des griechisch-romischen
Rechts, Berlin 31892 (ανατύπ. Aalen 1955) (= Zachariae von Lingenthal, Geschichte), 374, 385-
387· P. Lemerle, Le juge général des Grecs et la réforme judiciaire d’Andronic III, στο:
Mémorial Louis Petit, Bucarest / Paris 1948, 292-316 (= ο ίδιος, Le monde de Byzance. Histoire
et Institutions [Variorum Collected Studies 86], London 1978 [= Lemerle, Monde de Byzance],
X)· ο ίδιος, Documents et problèmes nouveaux concernant les Juges généraux», ΔXAE 4
(1964-1965), Στη μνήμη του Γεωργίου Α. Σωτηρίου (1881-1965), 29-44 (= ο ίδιος, Monde de
Byzance, ό.π., XIV)· Γ. Θεοχαρίδης, Τέσσαρες βυζαντινοὶ καθολικοὶ κριταὶ λανθάνοντες ἐν
βυζαντινῷ γνωστῷ κειμένῳ, Μακεδονικά 4 (1955-1960) 495-500· N. Oikonomides,
L’évolution de l’organisation administrative de l’empire byzantin au XIe siècle (1025-1118),
TM 6 (1976) 125-152 (= ο ίδιος, Byzantium from the Ninth Century to the Fourth Crusade,
Studies, Texts, Monuments [Variorum Collected Studies 369], Hampshire / Brookfield 1992
[=ο ίδιος, Byzantium from the Ninth Century to the Fourth Crusade], X [= Oikonomides,
L’évolution de l’organisation administrative)· Αἰκατερίνη Χριστοφιλοπούλου, Τά βυζαντινά
δικαστήρια κατά τούς αἰῶνες Ι-ΙΑ, Δίπτυχα 4 (1986) 168-171 (= Χριστοφιλοπούλου, Βυζα-
ντινά δικαστήρια)· Γκουτζιουκώστας, Απονομή δικαιοσύνης (όπως σημ. 1), κυρίως 238-245,
362 Λυδία Παπαρρήγα-Αρτεμιάδη

ή σε άλλο ad hoc συνιστώμενο με ειδική αυτοκρατορική εντολή (θεία ἀντι-


γραφή) μονομελές ή πολυμελές δικαστήριο.8
Πέραν όμως από τη μορφή αυτή αυτοκρατορικής δικαιοδοσίας, η οποία
εμφανίζεται άλλοτε ως αποκλειστική9 και άλλοτε ως συντρέχουσα με αντί-

302-306, όπου και περαιτέρω βιβλιογραφικές αναφορές. Όσον αφορά στο αμφισβητούμενο
ζήτημα της λειτουργίας του σεκρέτου τῶν δικῶν ως ανωτάτου δικαστηρίου με πιθανο-
λογούμενη ίδρυση από τον Κωνσταντίνο Θ´ Μονομάχο (μεταξύ των ετών 1043-1045) ή ως
διοικητικής υπηρεσίας βλ. τις αντικρουόμενες απόψεις των Oikonomides, L’évolution de
l’organisation administrative, ό.π., 134, 148-149· Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινά δικαστήρια
ό.π., 174-176· Σταυρούλα Δ. Χονδρίδου, Ο Κωνσταντίνος Θ´ Μονομάχος και η εποχή του
(ενδέκατος αιώνας μ.Χ.), Αθήνα 2002, 127-140· Γκουτζιουκώστας, Απονομή δικαιοσύνης
(όπως σημ. 1), 206-207, 235 σημ. 1074, όπου και πρόσθετα τεκμήρια υπέρ της απόψεως των
Χριστοφιλοπούλου, Χονδρίδου. Για την εκδοχή της αναβίωσής του κατά την περίοδο του
Μιχαήλ Η´ Παλαιολόγου (1259-1282) βλ. D. Kyritses, Some Remarks about Imperial Courts
of Justice in Late Byzantium, στο: Φλ. Ευαγγελάτου-Νοταρά / Τ. Μανιάτη-Κοκκίνη (επιμ.),
Κλητόριον εις μνήμην Νίκου Οικονομίδη, Αθήνα / Θεσσαλονίκη 2005, 303-313 αλλά και τις
συναφείς αντιρρήσεις του Α. Γκουτζιουκώστα στην πρόσφατη μελέτη του: Παρατηρήσεις για
την απονομή δικαιοσύνης κατά τους παλαιολόγειους χρόνους: «To βασιλικόν σέκρετον», στο:
Β. Λεονταρίτου / Κ. Α. Μπουρδάρα / Ε. Σπ. Παπαγιάννη (συντ. επιτρ.), Αντικήνσωρ. Τιμη-
τικός Τόμος Σπύρου Ν. Τρωιάνου για τα ογδοηκοστά γενέθλιά του, Αθήνα 2013 (= Λεοντα-
ρίτου / Μπουρδάρα / Παπαγιάννη, Αντικήνσωρ), 402-403. Για τη λειτουργία του βασιλικοῦ
σεκρέτου ως δικαστηρίου πλέον, από το 1261/2 έως και τις αρχές του 15ο αι. βλ. ο ίδιος, ό.π.,
402-403, 404-415, όπου και συναφείς πηγές και περαιτέρω βιβλιογραφικές αναφορές.
8. Για τη δικονομική δυνατότητα παράκαμψης του κατά νόμον αρμοδίoυ δικαστηρίου
ύστερα από υποβολή δεήσεως του βυζαντινού υπηκόου προς τον βασιλέα και εκδόσεως
σχετικής θείας ἀντιγραφῆς βλ. CJ3.13.5 (Imp. Arcadius-Honorius, έτ. 397) (= Β7.3.41): Καὶ ἐν
οἷς ἐγκλήμασι τῷ φόρῳ τοῦ ἐναγομένου ὁ κατήγορος ἀκολουθείτω. Ἐὰν δέ τις ἐν ἐγκληματικῇ ἢ
χρηματικῇ ὑποθέσει δίχα θείας ἀντιγραφῆς εἰς ἀνεπιτήδειον δικαστήριον ἑλκύσῃ τὸν διάδικον
αὐτοῦ … εἰ μὲν ἐνάγων ἐστίν, ἐκπιπτέτω τῆς δίκης, εἰ δὲ ἐναγόμενος, καταδικαζέσθω· CJ3.11.12
(Imp. Constantinus, έτ. 314) (=Β7.17.12): Ὁ ἀπὸ θείας ἀντιγραφῆς εἰς ἄλλον φόρον ἕλκων τὸν
ἴδιον ἀντίδικον μὴ λαμβανέτω προθεσμίαν ...· πρβλ. και σχόλιο της EclB στη Β7.3.41, 264, 30-31:
Γίνωσκε καὶ τοῦτο καθόλου, ὅτι πᾶς δικαστὴς ἀπρόσφορος, εἰ μετὰ λύσεως βασιλικῆς δικάζει,
πρόσφορός ἐστιν. Βλ. όμως και τη Β7.3.37 (= CJ3.14.1) σχετικά με τη δυνατότητα ακύρωσης
των αυτοκρατορικών ἀντιγραφῶν με τις οποίες είχε επέλθει αλλαγή δωσιδικίας σε υποθέσεις
όπου εναγόμενοι ήσαν πρόσωπα δεόμενα προστασίας όπως άνηβοι, χήρες, ασθενείς ή
ανάπηροι. Για το ειδικότερο αυτό ζήτημα βλ. Παναγιωτίδης, Δέησις (όπως σημ. 5), 229-230.
9. Η «αποκλειστική» αυτοκρατορική δικαιοδοσία αφορά κυρίως την εκδίκαση συγκεκρι-
μένων ζητημάτων ποινικού δικαίου (επιβολή των πλέον αυστηρών ποινών, απονομή χάριτος,
αμνήστευση, άφεση ή μείωση της ποινής). Βλ. ενδεικτικά Μ. Τουρτόγλου, Περὶ τῆς ἀπονομῆς
χάριτος κατὰ τὸ βυζαντινὸν καὶ μεταβυζαντινὸν δίκαιον μέχρι καὶ τοῦ Καποδιστρίου, ΕΚΕΙΕΔ
20-21 (1976) 3-13 (= ο ίδιος, Μελετήματα Ιστορίας Ελληνικού Δικαίου, τ. 1, Αθήνα / Κομοτη-
νή 1984, 67-77)· Σπ. Τρωιάνος, Οι ποινές στο βυζαντινό δίκαιο, στο: ο ίδιος (επιμ.), Έγκλημα
και Τιμωρία στο Βυζάντιο, Αθήνα 1997, 59-60· Καλλιόπη Μπουρδάρα, Καθοσίωσις καὶ
τυραννὶς κατὰ τοὺς μέσους βυζαντινοὺς χρόνους, Μακεδονικὴ δυναστεία (867-1056), Αθήνα
1981, 148 επ. Ομοίως αποκλειστική αυτοκρατορική δικαιοδοσία μπορούσε να συντρέχει για
Αρχές και κατευθύνσεις στην απονομή της κοσμικής δικαιοσύνης 363

στοιχες δικαστικές αρμοδιότητες άλλων αρχών,10 η ιδιότητα του βασιλέα ως


του ανώτατου δικαστικού οργάνου εκδηλώνεται και στη δικονομική του δυ-
νατότητα να παρεμβαίνει στην άσκηση του δικαιοδοτικού έργου των δικα-
στών μέσω διαφόρων δικονομικών οδών, ορισμένες από τις οποίες έκδηλα
παρακάμπτουν τη θεσμοθετημένη διοικητική-δικαστική ιεραρχία.11 Ανάμεσα
στις πλέον καίριες παρεμβάσεις του στο έργο της απονομής της κοσμικής δι-
καιοσύνης μπορούν να αναφερθούν:
α) Σύμφωνα με το χωρίο της Εἰσαγωγῆς 11.9, η επανεξέταση από τον βα-
σιλέα (μέμψις, ἀναψηλάφησις, πρώην retractatio), η εκ νέου δηλαδή κρίση,
των ανέκκλητων δικαστικών αποφάσεων του κοιαίστωρος12 και των δικαστι-


την εκδίκαση ορισμένης κατηγορίας υποθέσεων με βάση τη χορήγηση ειδικού προνομίου (βλ.
ενδεικτικά Ν. Οικονομίδης, Το δικαστικό προνόμιο της Νέας Μονής Χίου, ΒυζΣύμ 11 (1997)
50-55, όπου και αναφορά στον χρυσόβουλλον λόγον του Κωνσταντίνου Θ´ Μονομάχου του
έτους 1045 για την εκδίκαση διαφορών με διάδικο την Ιερά Νέα Μονή στη Χίο).
10. Για την παράλληλη δικαιοδοσία του βασιλικοῦ κριτηρίου με άλλο αρμόδιο δικαστήριο
βλ. ενδεικτικά την ειδική περίπτωση που αναφέρεται από τον Παναγιωτίδη, Δέησις (όπως
σημ. 5), 212 σημ. 352 (δίκες μεταξύ κληρικών και κοσμικών σύμφωνα με τη Νεαρά 18 του
Αλεξίου Κομνηνού, έτ. 1081).
11. Για τις δικονομικές αυτές οδούς βλ. όσον αφορά τη βυζαντινή περίοδο Παναγιωτίδης,
Δέησις (όπως σημ. 5), σποραδικά, κυρίως 234 επ., 267 επ., 272, 282 επ., όπου και συναφείς
πηγές και βιβλιογραφικές παραπομπές. Για τη δυνατότητα ασκήσεως του ενδίκου μέσου της
δεήσεως (μάλλον υπό την έννοια της υποβολής αναψηλάφησης· πρβλ. Εἰσαγωγή [όπως σημ. 3]
11.7 και κυρίως σχόλιο της EclB στη B9.1.28, 362, 10-11) ενώπιον του αυτοκράτορα κατά των
ανεκκλήτων αποφάσεων των ἐπάρχων τῶν πραιτωρίων στην πρώιμη βυζαντινή περίοδο βλ. ο
ίδιος, ό.π., 234 επ. Για την τυπολογία και την ορολογία των προσφυγών αυτών από τον 10ο αι.
και μετά βλ. Μarie Nystazopoulou-Pélékidou, Les déiseis et les lyseis. Une forme de pétition à
Byzance du Xe siècle au début du XIVe, στο: Feissel / Cascou, La pétition (όπως σημ. 5), 105-
124. Πρβλ. και τις παρατηρήσεις των Chr. Gastgeber / O. Kresten, BZ 99 (2006) 466-467.
12. Οι δικαστικές αποφάσεις του κοιαίστωρος υπόκεινταν απευθείας σε αναψηλάφηση
ενώπιον του βασιλέως και όχι ενώπιον του ἐπάρχου τῆς πόλεως παρά το γεγονός ότι το
κριτήριον τοῦ ἐπάρχου τῆς πόλεως ήταν ανώτερο ιεραρχικά στην τάξιν των δικαστηρίων από
αυτό του κοιαίστωρος. Όπως ειδικότερα επισημαίνεται στην Εἰσαγωγή (όπως σημ. 3) 11.8
προκειμένου να αιτιολογηθεί η παράκαμψη του ἐπάρχου τῆς πόλεως στη συγκεκριμένη
περίπτωση: οὐδὲν ἄτοπον τὰ ἐκ μιᾶς ἀρχῆς προερχόμενα τάξει μὲν ἀλλήλων προέχειν, μὴ δεῖ-
σθαι δὲ ἕτερον ἑτέρου πρὸς διόρθωσιν. Η παρέκκλιση αυτή από την ιεραρχία της τάξεως των
δικαστηρίων θα πρέπει μάλλον να αποδοθεί στο γεγονός ότι ο κοιαίστωρ τοῦ ἱεροῦ παλατίου
παραμένει ακόμα και κατά τον 10ο αι. πρόσωπο σημαντικότερο στη διοίκηση από τον ἔπαρχον
τῆς πόλεως (βλ. σχετικά N. Svorοnos, Les Novelles des empereurs Macédoniens concernant la
terre et les stratiotes [éd. posthume et index établis par. P. Gounaridis], Athènes 1994, 243) το
οποίο οφείλει, λόγω άλλωστε και της συμμετοχής του στη νομοθετική παραγωγή έως το πρώ-
το ήμισυ του 10ου αι., να συνδυάζει ευρύτερη μόρφωση και ρητορική και νομική παιδεία. Σχε-
τικά με την εισαγωγή του θεσμού του κυαισίτωρα (πρώην ἐρευνάδων [quaesitores] της ρω-
μαϊκής εποχής· βλ. N80, έτ. 539), ως αξιώματος με ποικίλες διοικητικές και δικαστικές αρμο-
364 Λυδία Παπαρρήγα-Αρτεμιάδη

κών αποφάσεων των ἀρχοντικῶν κριτηρίων.13 Όσον αφορά ειδικότερα στη


δυνατότητα αναψηλάφησης των αποφάσεων των ἀρχοντικῶν κριτηρίων, ό-

διότητες που αποσκοπούσαν στην (προ)διερεύνηση και περαιτέρω διοικητική ή δικαστική
διεκπεραίωση των διοικητικών και δικαστικών διαφορών (κυρίως αστικής φύσεως) ή στην
εξέταση άλλων ζητημάτων των επαρχιωτών ώστε να απαλλάσσονται από τα συγκεκριμένα
έργα ο βασιλεύς και οι αρμόδιοι άρχοντες της πόλεως και να εξασφαλίζεται ασφάλεια δικαίου
βλ. Γκουτζιουκώστας, Ο θεσμός του κοιαίστωρα (όπως σημ. 5), 106-112· ο ίδιος, Απονομή
δικαιοσύνης (όπως σημ. 1), 107-110, όπου και οι συναφείς πηγές και περαιτέρω βιβλι-
ογραφικές αναφορές. Για τη μετέπειτα συγχώνευση (ή συνέχεια) του θεσμού του κοιαίστωρα
με τον θεσμό του κυαισίτωρα (πιθανόν ήδη από τον 6ο αι., με μεγαλύτερη όμως βεβαιότητα
από τον 9ο αι. και μετά) βλ. τις απόψεις των Γ. Κόλλια, Μέτρα του Ιουστινιανού εναντίον της
αστυφιλίας και ο θεσμός του κυαισίτωρος, Τόμος Κωνσταντίνου Αρμενοπούλου, Θεσσαλονίκη
1952, 39-77· Γκουτζιουκώστας, Ο θεσμός του κοιαίστωρα (όπως σημ. 5), 86-88, 116-118.
13. Σύμφωνα με το χωρίο της Εἰσαγωγῆς (όπως σημ. 3) 11.9, αρμόδιοι για την αναψηλά-
φηση των δικαστικών αποφάσεων των ἀρχοντικῶν κριτηρίων ήταν ο βασιλεύς (ή άλλοι
δικαστές ad hoc διοριζόμενοι κατ’ εντολή του· βλ. και Β7.1.15 [= N82 Κεφ. 2]· Νόμιμον κατὰ
στοιχεῖον ἢ Μικρὰ Σύνοψις [Liber Juridicus Alphabeticus sive Synopsis Minor], JGR VI, 319-547
[= Μικρὰ Σύνοψις] Τίτλος Ε.77: ... ἕτεροι κριταὶ βασιλικῇ προσταγῇ ἀναθεωρῶσι καὶ ἀναψη-
λαφῶσι τὴν προτέραν κρίσιν), ο Πατριάρχης (ως ἡ ἀρχὴ τῶν ἐκκλησιαστικῶν κριτηρίων κατά
το σύστημα των «δύο εξουσιών» που φαίνεται να εγκαινιάζει η Εἰσαγωγή· για το ζήτημα βλ.
αναλυτικότερα Σπ. Τρωιάνος, Οι πηγές του βυζαντινού δικαίου, Αθήνα / Κομοτηνή 32011 (=
Τρωιάνος, Οι πηγές), 243-244, όπου και οι σχετικές βιβλιογραφικές παραπομπές· πρβλ. και
Εἰσαγωγή [όπως σημ. 3] 11.6). Εναλλακτικά ωστόσο το κείμενο της Εἰσαγωγῆς αναφέρει και
τη δυνατότητα αναψηλάφησης των δικαστικών αποφάσεων των ἀρχοντικῶν κριτηρίων
ενώπιον ενός διμελούς δικαιοδοτικού οργάνου στη σύνθεση του οποίου μετείχαν από κοινού
ο ἔπαρχος και ο κοιαίστωρας (τοῦ ἱεροῦ παλατίου) υπό την αυτή αιτιολογία που αναφέρεται
και σχετικά με τη δυνατότητα ασκήσεως της ἐκκλήτου εναλλακτικά ενώπιον πλειόνων
δικαιοδοτικών αρχών (βλ. αναλυτικότερα πιο κάτω σημ. 25-26)· για την ανάλογη δικονομική
δυνατότητα διάζευξη δωσιδικίας να ασκηθεί το ένδικο μέσο της αναψηλάφησης κατά
αποφάσεως καθολικῶν κριτῶν ενώπιον πλειόνων δικαστικών αρχών (βασιλεύς ή καθολικός
κριτής ή αιρετοί δικαστές) κατά την ύστερη βυζαντινή περίοδο βλ. Δέσποινα Τσούρκα-
Παπαστάθη, Παρατηρήσεις για την δραστηριότητα των «καθολικῶν κριτῶν» στην Μακε-
δονία από τα έγγραφα Μονών του Αγίου Όρους (14ος-15ος αι.), Πρακτικά Γ´ Επιστημονικού
Συμποσίου «Βυζαντινή Μακεδονία», 14-15 Μαΐου 2016 (υπό δημοσίευση) (= Τσούρκα-Παπα-
στάθη, Παρατηρήσεις για την δραστηριότητα των «καθολικῶν κριτῶν»). Για την παράλληλη
ισχύ και ενίοτε επικάλυψη πολλαπλών δικονομικών επιλογών (οδών) στον χώρο της ποινικής
δικαιοσύνης ήδη από την πρώιμη ρωμαϊκή περίοδο (ήδικτα Κυρηναϊκής, 6ος-4ος π.Χ.) βλ.
αναλυτικότερα Ι. Ε. Τζαμτζής, Cognitio, ius gladii και θανατώσεις Xριστιανών κατά την
περίοδο της Ηγεμονίας, στο: Μ. Γ. Βαρβούνης / Παν. Τζουμέρκας (επιμ.), Αλεξανδρινός
Αμητός. Αφιέρωμα στη μνήμη του Ι. Μ. Χατζηφώτη, τ. Β´, Αθήνα 2009 (= Τζαμτζής, Cognitio,
ius gladii και θανατώσεις Xριστιανών), 553 σημ. 46, όπου και οι σχετικές πηγές και
βιβλιογραφικές αναφορές.
Ενδεχομένως επιτρεπτή ήταν και η αναψηλάφηση των ανέκκλητων αποφάσεων των αἱ-
ρετῶν δικαστῶν εφόσον ανάλογη αρμοδιότητα διέθεταν οι ἔμβαθμοι δικασταί (για τους οποί-
ους βλ. πιο κάτω σημ. 45) υπό την αναγκαία προϋπόθεση ότι ο καταδικασθείς είχε προβάλει
Αρχές και κατευθύνσεις στην απονομή της κοσμικής δικαιοσύνης 365

πως προκύπτει ειδικότερα από το σχόλιο της EclΒ στη Β9.1.19 (= D49.1.19)
(359, 18-30, 360, 1-14) σε αναψηλάφηση υπόκεινταν οι παράνομες14 δικαστικές
αποφάσεις κατά των οποίων, όπως επισημαίνει ένα άλλο σχόλιο της ΕclΒ,
οὐκ ἔστι χρείαν ἐκκλήτου15 για να ανατραπούν: Κανονικῶς γίνωσκε, ὅτι ἡ
ἔκκλητος τότε χώραν ἔχει, ὅτε ἀπόφασίς ἐστιν ἄδικος, οὐ μὴν παράνομος. Καὶ
ἄδικος μέν ἐστιν ἀπόφασις ἡ τὸ πρόσωπον ἀδικήσασα τοῦ δικαζομένου ...
παράνομος δὲ ἡ προσκρούουσα τῷ νόμῳ προφανῶς ἥτις καὶ τριακονταετίας
ἀναψηλαφᾶται καὶ ἀνατρέπεται (359, 18-25). Μια πιθανή αιτιολογία για την
προσβολή των παρανόμων αποφάσεων μόνον με αναψηλάφηση είναι αυτή
που αναφέρει ο σχολιαστής της ΕclΒ σε άλλο σχόλιό του στο χωρίο Β9.1.134
(381, 15-17), όπου διαβάζουμε ότι ἡ ἀνίσχυρος ἀπόφασις αὐτόθεν ἔχει τὸ διαπί-
πτον, είναι δηλαδή ανυπόστατη. Ενδεικτικά ως ανίσχυρες (ἄχρηστες, ἀνυπό-
στατες) ή παράνομες αποφάσεις, οι οποίες καταφανώς προσέκρουαν (ήταν
προφανῶς ἐνάντιοι) στον νόμο, χαρακτηρίζονται σε χωρία των Βασιλικῶν οι
αποφάσεις που δεν είχαν εκδοθεί από το καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο
δικαστήριο (πρόσφορον δικαστήριον),16 οι αποφάσεις που είχαν παραβιάσει
τους νόμιμους τύπους που έπρεπε να τηρούνται για την έκδοση και τη δημο-


τὴν τοῦ δόλου παραγραφή· πρβλ. Β7.2.32, 14 και το εκτεταμένο σχόλιο της ΕclΒ (246-247).
Για το ζήτημα πρβλ. και Δάφνη Παπαδάτου, Ο θεσμός της αιρετοκρισίας στη βυζαντινορω-
μαϊκή έννομη τάξη και πρακτική, Βυζαντιακά 14 (1994) (= Παπαδάτου, Ο θεσμός της
αιρετοκρισίας) 23-26· για την πρώιμη βυζαντινή περίοδο πρβλ. CJ7.62.35· N82 Κεφ. 12· N115
Κεφ. 1· N119 Κεφ. 5. Κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο επιτρεπτή ήταν επίσης η
αναψηλάφηση ενώπιον του βασιλέα των ανέκκλητων αποφάσεων του ἐπάρχου τῶν
πραιτωρίων· βλ. σχετικά Β9.1.55 και το σχόλιο της ΕclΒ στο χωρίο αυτό (370), όπου ο
σχολιαστής αναφέρει ότι αναψηλάφηση των ανέκκλητων αποφάσεων του επάρχου
πραιτωρίων ενώπιον του βασιλέα χωρεί ακόμα και αν η απόφαση έχει εκδοθεί υπέρ πόλεως.
Στις περιπτώσεις αυτές επισημαίνεται ότι η προθεσμία της αναψηλάφησης είναι διετής. Πρβλ.
επίσης και Εἰσαγωγή (όπως σημ. 3) 11.7· Μικρὰ Σύνοψις (όπως σημ. 13) Ε.77. Για το ζήτημα
βλ. και Παναγιωτίδης, Δέησις (όπως σημ. 5), κυρίως 234 επ. Για την παύση της ισχύος του
αξιώματος του ἐπάρχου τῶν πραιτωρίων κατά τη μέση βυζαντινή περίοδο βλ. σημ. 28.
14. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η έννοια της παρανόμου αποφάσεως αντιδιαστέλλεται
σαφώς στα σχόλια της ΕclΒ από την έννοια της ἀδίκου ή κατὰ ἀπειρίαν αποφάσεως, η οποία
υπόκειται σε ἔκκλητον. Ειδικότερα, ως ἄδικος χαρακτηρίζεται στο σχόλιο της ΕclΒ στη
Β9.1.19, η απόφαση η οποία τὸ πρόσωπον ἀδικεῖ τοῦ δικαζομένου, διότι, όπως επεξηγεί
περαιτέρω ο σχολιαστής, τυχὸν εὔλογά τινα δικαιολογήματα λεγόμενα ἀπεμπέψατο (εννοεί: ο
δικαστής) ὡς ἀνεύλογα (359, 19-21). Πρβλ. τα σχόλια της ΕclΒ στη Β9.1.1 pr., 352, 7-14, στη
Β9.1.19, 359 18 -21, στη Β9.1.44, 2, 368 18 -21, στη Β9.1.64, στη Β9.1.66, στη Β9.1.70, στη Β9.1.89,
στη Β9.1.91, στη Β9.1.95, όπου και σχετικά παραδείγματα του σχολιαστή.
15. Βλ. σχόλιο της ΕclΒ στη Β9.1.44, 2, 368, 18-19.
16. Πρβλ. B9.1.89 (= CJ7.48.2) και σχόλιο της ΕclΒ, 375, 31-34, 376, 1-7 · Β9.1.91 (= CJ7.48.4)
και σχόλιο της ΕclΒ, 376, 11-15. Για το πρόσφορον δικαστήριον βλ. πιο κάτω σημ. 98.
366 Λυδία Παπαρρήγα-Αρτεμιάδη

σιοποίηση των δικαστικών αποφάσεων,17 οι αποφάσεις που είχαν εκδοθεί


ύστερα από δόλιες ενέργειες των διαδίκων,18 αλλά και η δεύτερη απόφαση
που είχε εκδόσει ο ἴδιος δικαστής επί της ιδίας υποθέσεως με περιεχόμενο
αντίθετο προς εκείνο προγενέστερης δικαστικής του αποφάσεως (αντιφατι-
κή απόφαση). 19 Εξάλλου, όπως διευκρινίζεται στο σχόλιο της EclB στη
Β9.2.11, 385, 27-32, το ένδικο μέσο της αναψηλαφήσεως είχε τριακονταετή
προθεσμία ασκήσεως20 και δεν είχε ανασταλτικό αποτέλεσμα,21 σε αντίθεση
με το ένδικο μέσο της εφέσεως, το οποίο διέθετε, κατά κανόνα τουλάχι-
στον,22 ανασταλτική δύναμη εφόσον είχε ασκηθεί εντός δέκα ημερών από
την έκδοση της αποφάσεως.23 Στην περίπτωση ασκήσεως αναψηλάφησης, ο
ηττηθείς κατ᾽ ἔκκλητον διάδικος είχε το δικαίωμα να ζητήσει από τον αντίδι-
κό του την παροχή αξιόπιστων εγγυήσεων ισοβαρών με την καταδίκη ώστε,
εάν τελικά η απόφαση του δικαστηρίου που είχε εκδικάσει την ἔκκλητον α-
νατρεπόταν, να μπορεί να ζητήσει την αποκατάσταση των πραγμάτων πλέ-
ον των νομίμων επαυξήσεων. 24
β) Σύμφωνα με το χωρίο της Εἰσαγωγῆς 11.9, οι δικαστικές αποφάσεις
των ἀρχοντικῶν κριτηρίων υπόκεινταν στο ένδικο μέσο της ἐκκλήτου όχι μό-
νον ενώπιον του βασιλέα (ή του πατριάρχη, σύμφωνα με το σύστημα των
«δύο εξουσιών» που επέβαλε επιμερισμό των δικαστικών αρμοδιοτήτων των
υπέρτατων φορέων της εξουσίας) αλλά, διαζευκτικά, και ενώπιον διμελούς
δικαιοδοτικού οργάνου συναποτελούμενου από τον ἔπαρχο και τον κοιαί-
στωρα με την αιτιολογία ότι: ὅσον πόῤῥω ἀφίστανται τῆς ἀρχῆς (πιθανόν εν-
νοεί τους διαδίκους), τοσοῦτον πλείονος καὶ τῆς βοηθείας καὶ πλειόνων τῶν


17. Βλ. Β9.1.70 (= CJ7.45.4)· Β9.1.64 (= CJ7.44.1)· Β9.1.66 (= CJ7.44.3)· Β9.1.70 (= CJ
7.45.4)· Β9.1.72 (= CJ7.45.6)· B9.1.88 (= CJ7.48.1)· B9.1.89 (= CJ7.48.2).
18. Ως παράδειγμα αποφάσεως που είναι παράνομος, διότι αποτελεί προϊόν δολίων ενερ-
γειών, χαρακτηρίζεται η δικαστική απόφαση που εκδόθηκε από δικαστή που έχει δωροδοκη-
θεί (η πράσιμος ἀπόφασις). Βλ. Β9.1.139 (= CJ7.64.7).
19. Βλ. Β9.1.134 (= CJ7.64.1). Θα πρέπει πάντως να διευκρινισθεί ότι ἴδιος δικαστής θεω-
ρείται ο δικαστής, όχι μόνον όσον αφορά στο πρόσωπο που εκδίκασε μία υπόθεση αλλά και ό-
σον αφορά στο αξίωμα. Κατά συνέπεια ο δικαστής που ανατρέπει προγενέστερη απόφαση κά-
ποιου δικαστή που είχε το ίδιο ὀφφίκιον, ἀνισχύρως ἀποφαίνεται (βλ. σχόλιο της ΕclΒ στη
Β9.1.134, 381, 19-21).
20. Βλ. όμως και το σχόλιο της ΕclΒ στη Β9.1.55, 370,13-18, όπου αναφέρεται διετής προθε-
σμία ειδικώς για την αναψηλάφηση που ασκείται ενώπιον του βασιλέα κατά των ανεκκλήτων
αποφάσεων του επάρχου πραιτωρίων κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο.
21. Βλ. και σχόλιο της ΕclΒ στη Β9.1.19, 359, 24-25.
22. Για τις προβλεπόμενες εξαιρέσεις βλ. παρακάτω σημ. 84.
23. Βλ. σχόλιο της ΕclΒ στη Β9.1.55, 370,14-16 και σχόλιο της ΕclΒ στη Β9.2.11, 385, 27-29.
24. N119 Κεφ. 5· πρβλ. και σχόλιο της ΕclΒ στη Β9.1.55, 370, 15-18.
Αρχές και κατευθύνσεις στην απονομή της κοσμικής δικαιοσύνης 367

διορθουμένων καὶ ἀναψηλαφούντων δέονται (διαζευκτική δωσιδικία).25 Ω-


στόσο, όπως αναφέρει το χωρίο των Β9.1.122 (= CJ7.62.32, Imp. Theodosius,
Valentinianus) κατά την προγενέστερη χρονική περίοδο η εκδίκαση κατ’ ἔκ-
κλητον των δικαστικών αποφάσεων των περιβλέπτων ἀρχόντων υπαγόταν
στην αποκλειστική αρμοδιότητα του βασιλέα26 σύμφωνα με σχετικό δικονο-
μικό έθιμο (πρὸ τούτου συνήθεια).27 Η αιτιολογία της νομοθετικής αυτής αλ-
λαγής με βάση την οποία ήδη από την πρώιμη βυζαντινή περίοδο επιχειρή-
θηκε να μετατοπισθεί το κέντρο βάρος της εκδίκασης των εφέσεων κατά των
δικαστικών αποφάσεων των περιβλέπτων ἀρχόντων από τον βασιλέα (και ει-
δικότερα το ἱερόν κονσιστόριον) στην αρμοδιότητα του ἐπάρχου τῶν πραιτω-
ρίων τοῦ ἐν τῷ κομητάτῳ παρόντος καὶ τοῦ κοιαίστωρος εκτίθεται στη συνέ-
χεια του ιδίου ως άνω χωρίου των Βασιλικῶν, σύμφωνα με το οποίο οι απο-
φάσεις των περιβλέπτων ἀρχόντων, τουτέστιν ἀνθυπάτου, Αὐγουσταλίου, κο-
μήτος ἀνατολῆς, βικαρίου, θα πρέπει να παύσουν να εκδικάζονται κατ᾽ ἔκ-
κλητον από τον βασιλέα ἵνα μὴ περὶ πολλὰ ἀπησχολημένος ἐκ τῆς ὑπερθέσε-
ως τοῦ χρόνου βλάβης αἴτιος γένηται τοῖς δικαζομένοις. Τα ίδια περίπου θα
επαναληφθούν και στο σχόλιο της EclB στο χωρίο των Βασιλικῶν 9.2.14
(386, 10-11), όπου περαιτέρω διευκρινίζεται ότι οι εφέσεις κατὰ τῶν νομίμων
ἀποφάσεων τῶν περιβλέπτων ἀρχόντων εκδικάζονται την περίοδο αυτή από
το διμελές αυτό δικαιοδοτικό όργανο ανεξάρτητα εάν το επίδικο αντικείμε-
νο υπερέβαινε την αξία των δέκα λιτρών χρυσού. Εν προκειμένῳ όμως η α-
ναφορά του ανώνυμου συντάκτη της ΕclΒ στον ἔπαρχο τῶν πραιτωρίων θα


25. Παρά το γεγονός ότι, σύμφωνα με το παραπάνω χωρίο της Εἰσαγωγῆς (όπως σημ. 3)
11.9, αλλά και τα χωρία των Βασιλικῶν 9.1.115 και 9.2.14 και το σχόλιο της ΕclΒ στο χωρίο
Β9.2.14, η άσκηση ἐκκλήτου κατά των αποφάσεων των ἀρχόντων, δηλαδή των μειζόνων δικα-
στών της αυτοκρατορίας (βλ. αναλυτικότερα πιο κάτω υπό 1. Τάξις δικαστηρίων καὶ μικτὸν
κράτος) γίνεται ενώπιον του ἐπάρχου (της πόλεως) και του κοιαίστωρος, είναι αμφίβολο αν
τούτο ίσχυε πλέον κατά τον 12ο αι., εφόσον, σύμφωνα με τη Νεαρά του Μανουήλ Κομνηνού
(έτ. 1166), ως ανώτερα δικαστήρια της βασιλεύουσας κατά την περίοδο αυτή αναφέρονται το
δικαστήριον του μεγάλου δρουγγαρίου, του προκαθημένου τῶν δημοσιακῶν δικαστηρίων, του
πρωτοασηκρήτου και του δικαιοδότου (βλ. πιο κάτω σημ.45).
26. … εἴωθεν ἀπὸ συνελεύσεως ἀρχόντων παρὰ τῷ βασιλεῖ ἐξετάζεσθαι ἐν θείῳ ἀκροατη-
ρίῳ. Ανάμεσα στα μέλη του ἱεροῦ κονσιστωρίου, το οποίο μνημονεύεται εν προκειμένῳ, συ-
γκαταλέγονταν οι πλέον υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι, όπως ο ἔπαρχος τῆς πόλεως και ο κοιαί-
στωρας, οι αξιωματούχοι δηλαδή στους οποίους αργότερα κατεξοχήν περιέρχεται η αρμοδιό-
τητα της εκδίκασης των εφέσεων κατά των αποφάσεων των αρχόντων των επαρχιών· πρβλ.
Γκουτζιουκώστας, Ο θεσμός του κυαίστωρα (όπως σημ. 5), 75 επ., 96, όπου και περαιτέρω
βιβλιογραφικές αναφορές.
27. Για την ιουστινιάνεια περίοδο βλ. κυρίως Kaser / Hackl, Zivilprozessrecht (όπως σημ.
5), 536-537· Goria, Giustizia (όπως σημ. 5), 260-309.
368 Λυδία Παπαρρήγα-Αρτεμιάδη

πρέπει να θεωρηθεί ως αναχρονισμός δεδομένου ότι το αξίωμα αυτό δεν υφί-


σταται κατά τη μέση βυζαντινή περίοδο, αλλά οι συναφείς αρμοδιότητές του
έχουν πλέον περιέλθει στον ἔπαρχο τῆς πόλεως.28
γ) Ο έλεγχος από τον βασιλέα ενδεχόμενης πλημμελοῦς συμπεριφοράς
του καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμοδίου δικαστή. Ο έλεγχος αυτός διεξάγε-
ται κυρίως κατά τη διαδικασία της ασκήσεως του ενδίκου μέσου της ἐκκλή-
του29 εάν ο εκκαλών προσέφευγε με δέησιν στον βασιλέα. Ως πλημμελής συ-

28. Με δεδομένο ότι ο ἔπαρχος πραιτωρίων τῆς Ἀνατολῆς είχε απωλέσει τις αρμοδιότητές
του ήδη από τον 7ο αι. (πρβλ. Goria, Giustizia [όπως σημ. 5], 135-316), ενώ εξάλλου στο αξί-
ωμά του τον έχει διαδεχθεί από τον 9ο αι. ο ἔπαρχος τῆς πόλεως (βλ. Zachariae von Lingenthal,
Geschichte [όπως σημ. 7], 365 [κατά τον οποίο τα δύο αυτά αξιώματα συγχωνεύονται]· J.B.
Bury, The Imperial Administrative System in the Ninth Century. With a Revised Text of the
Kletorologion of Philotheos, London 1911 [New York 1958], 69· L. Bréhier, Les Institutions de
l’empire byzantin. Le mode byzantin II [L’évolution de l’Humanité, Synthèse collective 32 bis],
Paris 1948, 189, 225· R. Guilland, Études sur l’histoire administrative de l’empire byzantin.
L’Éparque. I. L’éparque de la ville. Ὁ ἔπαρχος τῆς πόλεως, BSl 41 [1980] 17· Γκουτζιουκώστας,
Απονομή δικαιοσύνης [όπως σημ. 1], 38 σημ. 143), θα πρέπει να θεωρηθεί ότι η αναφορά στο
συγκεκριμένο σχόλιο της ΕclΒ γίνεται στον ἔπαρχο τῆς πόλεως (ο οποίος συγκαταλέγεται
ανάμεσα στους μείζονες δικαστές της αυτοκρατορίας· βλ. πιο κάτω σημ. 45). Για την παύση
του αξιώματος του ἐπάρχου πραιτωρίων κατά τη μέση βυζαντινή περίοδο βλ. επίσης Β9.1.55
και σχόλιο της ΕclΒ (370, 10)· Β9.2.11 και σχόλιο της ΕclΒ (385, 21-26)· Β9.1.115· Β9.1.110 και
σχόλιο της ΕclΒ (379, 14-16)· ειδικά για τις δικαστικές αρμοδιότητες του praefectus praetorio
κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο πρβλ. Goria, Giustizia (όπως σημ. 5), 273-277, ενώ για τη
συμμετοχή του στο νομοθετικό έργο βλ. κυρίως A. Arcaria, Sul potere normativo del praefetto
praetorio, SDHI 63 (1997) 301-341· πρβλ. και Γκουτζιουκώστας, Απονομή δικαιοσύνης (όπως
σημ.1), 19 σημ. 80· o ίδιος, Ο θεσμός του κυαίστωρα (όπως σημ. 5), 93 σημ. 256, όπου και
περαιτέρω βιβλιογραφικές αναφορές. Θα πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι εντός του θεματι-
σμού που χρησιμοποιεί ο ανώνυμος σχολιαστής της ΕclΒ στη Β9.1.110 μνημονεύεται η άσκη-
ση της ἐκκλήτου κατά αποφάσεως του πραίτωρος Πισιδίας ή του πραίτωρος Λυκαονίας, αξιώ-
ματα τα οποία δεν υφίστανται την περίοδο αυτή (βλ. σχετικά Hélène Glykatzi-Ahrweiler,
Recherches sur l’administration de l’empire byzantin aux IΧe-Xe siècles, BCH 84 (1960) 68 σημ.
2). Με δεδομένο ότι ο σχολιαστής σπεύδει να διευκρινίσει στο δεύτερο εδάφιο του σχολίου
του ότι ως πραίτωρες εννοεί γενικά τους ἄρχοντες τῶν ἐπαρχιῶν και όχι τον ἔπαρχον τῶν
πραιτωρίων (379, 17) μπορεί να εντοπισθεί με ασφάλεια ένας αναχρονισμός του σχολιαστή στο
σημείο αυτό, ο οποίος ωστόσο αναχρονισμός ενδέχεται να αφορά και τη μνεία της δικονο-
μικής δυνατότητας να ασκηθεί η ἔκκλητος ενώπιον του διμελούς δικαιοδοτικού οργάνου του
ἐπάρχου τῆς πόλεως και του κοιαίστωρος. Για το ζήτημα βλ. παραπάνω σημ. 25· πρβλ. ομοίως
Γκουτζιουκώστας, Ο θεσμός του κυαίστωρα (όπως σημ. 5), 137 σημ. 407.
29. Η ἔκκλητος μπορούσε να ασκηθεί από τον ηττηθέντα διάδικο ακόμη και δύο φορές,
όχι όμως και τρίτη φορά· βλ. το σχόλιο των Βασιλικῶν (Θεοδώρου) στη Β7.1.7 (= BS 37/10),
το σχόλιο της ΕclΒ στη Β9.2.27, 389 33-34 , το σχόλιο της ΕclΒ στη Β7.1.7, 236, 16 και το σχόλιο
της ΕclΒ στη Β9.2.27, 389, 31-34. Εξαίρεση από τον κανόνα αυτό ίσχυε, σύμφωνα με το σχόλιο
της ΕclΒ στη Β9.1.28 (362, 11), μόνον για τις δικαστικές αποφάσεις του ἐπάρχου τῆς πόλεως,
κατά των οποίων μπορούσε να ασκηθεί ἔκκλητος μόνον μία φορά ενώπιον του βασιλέα (πρβλ.
Αρχές και κατευθύνσεις στην απονομή της κοσμικής δικαιοσύνης 369

μπεριφορά δικαστή θεωρείται οποιαδήποτε δικονομική συμπεριφορά παρέ-


βαινε την αρχή της αμεροληψίας του δικαστή,30 όπως για παράδειγμα η πα-
ρεμπόδιση του διαδίκου να έχει πρόσβαση στα έγγραφα της δίκης ή η αναιτι-
ολόγητη άρνηση του δικαστή να γίνει τυπικώς δεκτή η έφεση που είχε ασκη-
θεί ή η αναιτιολόγητη κωλυσιεργία του να διαβιβάσει τον φάκελο της υπόθε-
σης στον εφέτη δικαστή ή η εξύβριση των διαδίκων κατά την άσκηση εφέ-
σεως.31 Στις περιπτώσεις αυτές, εάν ο βασιλεύς έκρινε ότι συνέτρεχαν οι νο-

και Εἰσαγωγή [όπως σημ. 3] 11.7), λόγω της ιδιαίτερης ιεραρχικής θέσεως του αξιώματος αυ-
τού (πρβλ. Εἰσαγωγή [όπως σημ. 3] 4.11: ἐν τῇ πόλει μείζων πάντων ἐστὶ μετὰ τὸν βασιλέα).
Ανέκκλητες ήταν βεβαίως και οι αποφάσεις του βασιλέα, της συγκλήτου (βλ. D49.2.1 [=
B9.1.28] και σχόλιο της ΕclΒ στη Β9.1.28, 362, 5-6· Εἰσαγωγή [όπως σημ. 3] 11.5) διότι, όπως
επισημαίνεται (ΕclΒ στη Β9.1.28, 362, 6), δεν υπάρχει άλλος μείζων αυτών ἵνα ἀκροάσηται τῆς
ἐκκλήτου αλλά και οι δικαστικές αποφάσεις του κοιαίστωρος (βλ. πιο πάνω σημ. 12). Βλ. σχε-
τικά CJ7.62.19· B9.1.112· N. 23 Κεφ.1· πρβλ. και τα εύγλωττα σχόλια της ΕclΒ στη Β9.1.28,
362, 10-11, στη Β9.1.110, 379, 18, στη Β9.2.11, 385, 25-26, στη Β9.1.55, 370,13. Εξάλλου, ανέκκλητες
ήταν οι αποφάσεις των αἱρετῶν δικαστῶν· πρβλ. Β7.2.53 και σχόλιο της ΕclΒ· Β7.2.32, 14 και
σχόλιο της ΕclΒ. Τέλος, κατά την ύστερη βυζαντινή περίοδο, ανέκκλητες ήταν και οι αποφά-
σεις των καθολικῶν κριτῶν (βλ. Τσούρκα-Παπαστάθη, Παρατηρήσεις για την δραστηριότητα
των «καθολικῶν κριτῶν» [όπως σημ. 13]).
30. Γενικότερα για την αρχή της αμεροληψίας των δικαστών κατά την πρώιμη βυζαντινή
περίοδο βλ. F. Goria, Valori e princìpi del processo civile nella legislazione tardoantica: brevi
note, στο: S. Puliatti / U. Agnati Princìpi generali e tecniche operative del processo civile
romano nei secoli IV-VI d.C., Atti del Convegno, Parma 18 e 19 giugno 2009, Parma 2010, 11
επ. (= Garbarino / Trisciuoglio / Sciandrello, Diritto Romano d’Oriente [όπως σημ. 5] [=
Goria, Valori e princìpi], 527 επ.).
31. Β2.5.12· Β9.1.24. Πρβλ. CTh11.30.17· Ν82 Κεφ. 13. Η συμπεριφορά αυτή δεν θα πρέ-
πει να ήταν ασυνήθης δεδομένου ότι το ένδικο μέσο της εφέσεως δεν υποβαλλόταν από τον
ἐκκαλεσάμενον (εφεσείοντα) απευθείας στο ανώτερο δικαστήριο που θα την έκρινε κατ’ ἔκ-
κλητον αλλά στον δικαστή που είχε εκδόσει την πρωτοβάθμια απόφαση (τῷ ἐκκλήτωρι
δικαστῇ). Εάν ο δικαστής αυτός την έκανε τυπικώς δεκτή, τότε και μόνον την προωθούσε
προς τον ανώτερο δικαστή, τὸν μέλλοντα κρίναι (τηρῆσαι) τὴν ἔκκλητον. Βλ. σχετικά CJ7.62.5
(= B9.1.99). Για τη διαδικασία, η οποία κατὰ παλαιὸν ἔθος επακολουθούσε εάν η έφεση
γινόταν τυπικώς δεκτή (αποστολή των εγγράφων με τα στοιχεία της υπόθεσης [ἀποστόλων]
από τον δικαστή που είχε εκδόσει την απόφαση προς τον εφεσείοντα προκειμένου να
παραδοθεί στη συνέχεια από αυτόν τον δεύτερο ο φάκελος της υπόθεσης στον εφέτη δικα-
στή), βλ. το σχόλιο της ΕclΒ στη Β9.1.99, 377, 22-31. Ιδιαίτερα χαρακτηριστική είναι ως προς το
ζήτημα αυτό η διάταξη της Πείρας (όπως σημ. 3) 75.2, όπου ο μάγιστρος Ευστάθιος ο Ρωμαίος
διευκρινίζει ότι, σε περίπτωση κατά την οποία κάποιος θυμώδης δικαστής δεν δεχθεί την
ἔκκλητον αλλά εκδιώξει μετ᾽ ὀργῆς τον εκκαλούντα, τότε δεν αποκλείεται ο εκκαλών από την
άσκηση εφέσεως αλλά μπορεί να απευθυνθεί απευθείας στον βασιλέα (ή στον δικαστή που θα
ορίσει εκείνος) για να κρίνει εάν η έφεση μπορεί να γίνει δεκτή (δοκιμάζεται τὸ ἐφετικόν,
κρίνεται δηλαδή εάν η έφεση είναι τυπικώς δεκτή). Πρβλ. και το σχόλιο της ΕclΒ στη Β9.1.24,
361, 9-11, όπου αναφέρεται ότι ο υβριστής δικαστής κρίνεται ένοχος του δημοσίου εγκλήματος
της βίας οπότε υπόκειται στην ποινή της ατιμίας και δημεύεται όλη του η περιουσία. Για την
370 Λυδία Παπαρρήγα-Αρτεμιάδη

μικές πλημμέλειες που προαναφέρθηκαν, δεν ανελάμβανε ο ίδιος την εκδίκα-


ση της υπόθεσης, αλλά την παρέπεμπε εκ νέου με αυτοκρατορικό rescriptum
στον δικαστή που είχε εκδόσει την πρωτόδικη απόφαση προκειμένου ο τε-
λευταίος αυτός να διαβιβάσει τον φάκελο της υπόθεσης στον εφέτη δικα-
στή32 και
δ) Η παρέμβαση του βασιλέα σε υπόθεση που εκκρεμοδικούσε σε πρώτο
ή σε δεύτερο βαθμό ύστερα από υποβολή σχετικής ἀναφορᾶς-ἔκθεσης (rela-
tio) από τον καθ’ ύλην αρμόδιο δικαστή.33 Δικαστική αναφορά, κατά τη δι-
άρκεια εκκρεμοδικίας, μπορούσε να υποβληθεί προς τον βασιλέα για ποικί-
λους λόγους, όπως για παράδειγμα για την επίλυση δυσερμήνευτων ζητημά-
των ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου που ανέκυπταν κατά τη διάρκεια της
δίκης ή για την παροχή οδηγιών σχετικά με την ερμηνεία των νομικών κανό-
νων που θα έπρεπε να εφαρμοσθούν στην κρινόμενη υπόθεση34 ή για τη δια-
λεύκανση του ζητήματος της εφαρμογής ενός παλαιότερου νόμου (ο οποίος
ενδεχομένως είχε περιέλθει σε αχρησία)35 ή για την επιβολή των πλέον αυ-

υποχρέωση των διαδίκων να προσφύγουν σε ένα πρώτο στάδιο στον επιχώριο επίσκοπο ως
ένα μέτρο περιορισμού του υπερβολικού όγκου των δεήσεων που υποβάλλονταν προς τον
σκοπό αυτό απευθείας προς τον βασιλέα βλ. Παναγιωτίδης, Δέησις (όπως σημ. 5), 220-221.
Πρβλ. και σημ. 98.
32. Βλ. CJ1.21.1 (Imp. Alexander, έτ. 232) (= B2.5.11).
33. Πρβλ. πιο κάτω σημ. 114. Για τη δικονομική αυτή δέηση, τις προϋποθέσεις της και τη
διαδικασία που ακολουθείται κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο (διεκπεραίωση των ανα-
φορών από το αυτοκρατορικό scrinium epistolarium) βλ. αναλυτικότερα Παναγιωτίδης,
Δέησις (όπως σημ. 5), 271 επ., όπου και οι συναφείς πηγές· πρβλ. Γκουτζιουκώστας, Ο θεσμός
του κοιαίστωρα (όπως σημ. 5), 100-101. Η υποβολή ἀναφορᾶς επαφίεται κατά κανόνα στη
διακριτική ευχέρεια του δικάζοντος, είναι όμως υποχρεωτική για τον δικαστή όταν κατά τη
διάρκεια της δίκης ανέκυπτε ζήτημα επιβολής ποινής που δεν μπορούσε να επιδικασθεί έστω
και από κάποιον μείζονα δικαστή παρά μόνον από τον βασιλέα λόγω του ἄκρατου ή καθαροῦ
κράτους (δίκαιον τοῦ ξίφους, ius gladii) που διέθετε πρωταρχικά ο ανώτερος ηγεμών (βλ.
παρακάτω σημ. 46).
34. Βλ. παρακάτω σημ. 118.
35. Σχετικά με το ιδιαίτερα αμφιλεγόμενο ζήτημα της ισχύος του σύνολου των ρυθμίσεων
του ιουστινιάνειου κυρίως δικαίου κατά τις διαδοχικές εξελικτικές φάσεις της βυζαντινής
έννομης τάξης βλ. τις παρατηρήσεις των P. Speck και D. Simon εις Rechtshistorisches Journal 2
(1983) 5-11 και 11-13· D. Simon, Περί της αξίας του βυζαντινού δικαίου, Ελληνική Δικαιοσύνη
30 (1989) 274-281· Marie Theres Fögen, Gesetz und Gesetzgebung in Byzanz.Versuch einer
Funktions-analyse, Jus Commune 14 (1987) 137-158· η ίδια, Legislation und Kodifikation des
Kaisers Leon VI, SG III, Proceedings of the Symposium on the Occasion of the Completion of a
New Edition of the Basilica, Groningen, 1-4 June, 1988 (1989) 23-35· Τρωιάνος, Οι πηγές, ό.π.
(όπως σημ.. 13), 50 επ., 68-69· B. Stolte, Balsamon and the Basilica, SG III (1989) 118-121· o
ίδιος, Balancing Byzantine Law, FM XI (2005) 57-75, ιδίως 69-70· J. H. A. Lokin, The
Significance of Law and Legislation in the Law Books, of the Ninth to Eleventh Centuries, στο:
Αρχές και κατευθύνσεις στην απονομή της κοσμικής δικαιοσύνης 371

στηρών ποινών.36 Επιπλέον δε, ἀναφορά-ἔκθεση μπορούσε να υποβληθεί από


τον δικάζοντα και για όσα άλλα ζητήματα κατά την προσωπική του εκτίμη-
ση παρεκώλυαν την έκδοση δικαστικής απόφασης.37 Η αντίκρουση της δικα-
στικής ἀναφορᾶς ήταν επιτρεπτή στους διαδίκους κατά τη διάρκεια ειδικής
συζητήσεως-ακροάσεως ενώπιον του δικαστή που είχε υποβάλει την ἀναφο-
ρά, οι δε ισχυρισμοί τους (ειδικού τύπου δέησις σε αντίκρουση της δικαστι-
κής ἀναφορᾶς) καταχωρίζονταν στα πρακτικά της δίκης τα οποία και διαβι-
βάζονταν μαζί με την ἀναφορά και όλα τα αναγκαία συνοδευτικά έγγραφα
του φακέλου της υπόθεσης στον βασιλέα. Σε περίπτωση υποβολής ἀναφορᾶς
από τον δικάζοντα ο βασιλεύς μπορούσε να ενεργήσει, κατά τη διακριτική
του ευχέρεια, με δύο εναλλακτικούς τρόπους, είτε:
i) να «κρατήσει» την υπόθεση και να την εκδικάσει αυτοπροσώπως, πα-
ραπέμποντάς την συνήθως προς επίλυση στο αυτοκρατορικό δικαστήριο ή
σε άλλο ανώτερο δικαστήριο της βασιλεύουσας ή ακόμη και σε άλλον ad hoc
οριζόμενο δικαστή, είτε
ii) να επεξεργασθεί (μέσω του αυτοκρατορικού γραφείου ή κάποιου
εντεταλμένου ἄρχοντος) το υποβληθέν ζήτημα και να απευθύνει στον καθ᾽
ύλην αρμόδιο δικαστή ειδική μορφή rescriptum (βασιλικῆς ἀντιγραφῆς), 38
τη λεγομένη epistula, η οποία περιελάμβανε οδηγίες ή συστάσεις για τη συ-
νέχιση της εκδίκασης της υπόθεσης από τον ίδιο δικαστή.39 Εάν η απάντηση
του αυτοκράτορα (rescriptum, λύσις) περιείχε οδηγίες, διασαφήσεις ή λύσεις
νομικών ζητημάτων γενικότερου ενδιαφέροντος, αντίγραφα του αυτοκρατο-
ρικού rescriptum κοινοποιούνταν στη συνέχεια στα αρμόδια διοικητικά όρ-
γανα της βυζαντινής επικράτειας.

A. E. Laiou / D. Simon (επιμ.), Law and Society in Byzantium: Ninth-Twelfth Centuries,
Washington 1994 (= Laiou / Simon, Law and Society), 71-91. Πρβλ. και τις παρατηρήσεις της
Joëlle Beaucamp για την πρωτοβυζαντινή περίοδο στη μελέτη της L’histoire du droit byzantin
face à la papyrologie juridique. Bilan et perspectives, FM XI (2005) 5-55.
36. Τις ποινές αυτές μπορούσε να επιβάλει, καταρχήν, μόνον ο βασιλεύς εφόσον ήταν
πρωταρχικά εκείνος που διέθετε το ἄκρατον κράτος (δίκαιον τοῦ ξίφους καὶ τοῦ μεταλλίζειν).
Βλ. παρακάτω σημ. 46-48.
37. Για τις νομοθετικές προσπάθειες περιστολής των ἀναφορῶν αυτών προς τον αυτο-
κράτορα βλ. παρακάτω σημ. 120.
38. Για τη διαδικασία της προεξέτασης του περιεχομένου των αυτοκρατορικών απαντή-
σεων που επρόκειτο να εκδοθούν από τον κοιαίστωρα και δύο viri illustres (οριζόμενους, κατά
περίπτωση, από τον αυτοκράτορα) βλ. CJ7.62.4 (Iustinus, έτ. 520/524)· για το θέμα βλ.
αναλυτικά Γκουτζιουκώστας, Ο θεσμός του κοιαίστωρα (όπως σημ. 5), 98 σημ. 279, όπου και
σχετικές βιβλιογραφικές αναφορές.
39. Στην περίπτωση αυτή το ένδικο μέσο ασκείται κατά της απόφασης του δικαστή και
όχι κατά του αυτοκρατορικού rescriptum. Βλ. B9.1.1 και το σχετικό σχόλιο της ΕclB, 353, 5-33.
372 Λυδία Παπαρρήγα-Αρτεμιάδη

1. Τάξις δικαστηρίων και μικτὸν κράτος


Η εκτεταμένη άσκηση δικαστικών καθηκόντων από τον βασιλέα, της οποίας
ορισμένες μόνον βασικές παράμετροι έχουν προεκτεθεί, δεν σημαίνει ότι η
συμβολή του βυζαντινού δικαστή στο έργο της απονομής της κοσμικής δι-
καιοσύνης είχε δευτερεύουσα σημασία. Όπως έχει επισημανθεί, παρά την ορ-
γανική (θεσμική) και λειτουργική σύνδεση της διοικητικής με τη δικαστική
λειτουργία, η απονομή της δικαιοσύνης εμφανίζει κάποιες τάσεις «επαγγελ-
ματικής εξατομίκευσης» τουλάχιστον από τον 9ο αι. και μετά, περίοδο κατά
την οποία οι πλέον υψηλόβαθμοι δικαστές (ἔπαρχος πόλεως, κοιαίστωρας και
ο τῆς δεήσεως) εντάσσονται στους κριτάς, διακεκριμένη κατηγορία των ἀξι-
ῶν διὰ λόγου των βυζαντινών αξιωματούχων.40
Κατά τη μέση βυζαντινή περίοδο ειδικότερα, το πολιτικὸν λειτούργημα
(ὀφφίκιον) τοῦ δικάζειν 41 ασκούσαν δύο διακεκριμένες κατηγορίες δικα-

40. Βλ. σχετικά F. Goria, Il giurista nell’impero romano d’Oriente (da Giustiniano agli
inizi del secolo XI), στο: Garbarino / Trisciuoglio / Sciandrello, Diritto Romano d’Oriente
(όπως σημ. 5) (= FM XI [2005] 147 επ.) (= Goria, Il giurista), 758 σημ. 161, όπου και αναφορά
στην ειδική κατηγορία των κριτῶν, ως μίας μεταξύ των έξι διά λόγου κατηγοριών, δηλαδή των
αξιωμάτων των βυζαντινών αξιωματούχων· για την περίοδο αυτή ως κριταί μνημονεύονται ο
ἔπαρχος πόλεως, ο κοιαίστωρας και ο τῆς δεήσεως (βλ. Ἀκριβολογία τῆς τῶν βασιλικῶν κλη-
τορίων καταστάσεως [Κλητορολόγιον] του πρωτοσπαθάριου και τελετάρχη της Αυλής και
μετέπειτα ἐπάρχου τῆς πόλεως Φιλόθεου, έτ. 899 στον N. Oikonomidès, Les listes de préséance
byzantines des IXe et Xe siècles. Introduction, texte, traduction et commentaire, Paris 1972, 89.6,
107. 4-7, 319-323 [= Oikonomidès, Listes], όπου και αναφορά στα νομικά επιτελεία που
πλαισίωναν τους δικαστές αυτούς). Για τους επαγγελματίες δικαστές τοῦ βήλου και ἐπὶ τοῦ
ἱπποδρόμου από τον 9ο αι. και μετά και τη μεταξύ τους ιεραρχία βλ. Γκουτζιουκώστας,
Απονομή δικαιοσύνης (όπως σημ. 1), 138-181, όπου και εξαντλητική παράθεση και κριτική
των αντικρουόμενων απόψεων που έχουν υποστηριχθεί στο παρελθόν από πολλούς
μελετητές. Για τη νομοθετική ρύθμιση του Iουστινιανού (N82 Κεφ. 1) με την οποία
θεσμοθετείται ένα ευέλικτο δικαιοδοτικό όργανο από δώδεκα δικαστές (διαιτηταί ή iudices
pedanei), οι οποίοι ενδεχομένως δεν δίκαζαν ως συλλογικό σώμα αλλά ξεχωριστά, διέθεταν
νομική κατάρτιση και υποβοηθούνταν στα καθήκοντά τους από δύο παρέδρους και δύο
γραφείς έκαστος βλ. τη σχετική εκτενή βιβλιογραφία στο Γκουτζιουκώστας, Απονομή
δικαιοσύνης (όπως σημ.1), 32-35, 159-165. Για την αντίκρουση της απόψεως του Κ. Ε.
Zachariae von Lingenthal (Geschichte [όπως σημ. 7], 358-360) ότι οι δώδεκα κριτές ἐπὶ τοῦ
ἱπποδρόμου και τοῦ βήλου αποτελούν μετεξέλιξη του θεσμού των δώδεκα δικαστών βλ.
Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινά δικαστήρια (όπως σημ. 7), 171 και ομοίως Γκουτζιουκώστας,
Απονομή δικαιοσύνης (όπως σημ. 1), 34-35 ιδίως σημ. 131, 164.
41. Βλ. σχόλιο της ΕclΒ στη Β7.5.12,2, 271, 1-12. Ως πολιτικά λειτουργήματα αναφέρονται,
εκτός από τὸ δικάζειν, τὸ συνηγορεῖν, τὸ γίνεσθαι ἐπίτροπον καὶ τὰ παρόμοια. Για την έννοια
της πολιτικής λειτουργίας βλ. D50.14 pr.-1,3 (Callistratus)· για την απαλλαγή από τη
λειτουργία τοῦ δικάζειν βλ. D50.5.13 (Ulpianus).
Αρχές και κατευθύνσεις στην απονομή της κοσμικής δικαιοσύνης 373

στών,42 οι λεγόμενοι μείζονες (ή μεγάλοι) και οι ἐλάσσονες (ή μικροί ή ἁπλῶς)


δικαστές.43 Μεταξύ αυτών η πρώτη κατηγορία, αυτή των μειζόνων ή ἐμπρά-
(κ)των44 ή ὀρδιναρίων ή ἐμβάθμων δικαστῶν ή των προκαθημένων δικαστη-
ρίου,45 διέθετε το λεγόμενο μικτὸν κράτος (ή μικτὸν ἰμπέριον). Όπως προκύ-

42. Η ευρύτερη έννοια του βυζαντινού δικαστοῦ σε συνάρτηση με την πηγή από την ο-
ποία απέρρεε το λειτούργημα του δικάζειν αναφέρεται στο χωρίο Β7.5.74 (= D5.1.81): Οὐ δύ-
ναται δικαστὴς εἶναι ὁ μήτε δικαιοδοσίαν ἔχων μήτε ἀπὸ βασιλέως ἐξουσίαν λαβὼν μήτε δοθεὶς
ἀπὸ τοῦ δυναμένου δοῦναι δικαστὴν μήτε ἀπὸ νόμου βεβαιούμενος μήτε αἱρετὸς ὤν. Βλ. ομοί-
ως Σύνοψις τῶν Βασιλικῶν (Synopsis Basilicorum), JGR V (= Σύνοψις τῶν Βασιλικῶν), 4.66.21.
43. Βλ. τα σχόλια της ΕclΒ στη Β7.3.1 (251, 13-15), Β7.2.32, 6 (244, 20-25), Β7.3.1 (250, 24-32)
κ.ά. Για τη διάκριση μεταξύ αφενός μεν των ἀρχόντων δικαστῶν (iudices cui aliqua iurisdictio
est) αφετέρου δε των δικαστών οι οποίοι ορίζονταν από τους ἄρχοντες για να κρίνουν συγκε-
κριμένη υπόθεση και οι οποίοι δεν είχαν δική τους δικαιοδοσία, αλλά μόνον την εὐχέρειαν τοῦ
δικάζειν (qui propriam iurisdictionem non habent, sed tantummodo iudicandi facultatem) βλ.
CJ2.46.3 (Imp. Iustinianus έτ. 531). Οι δικαστές αυτοί τελούσαν sub dispositione του μείζονος
(ἄρχοντος) δικαστή σύμφωνα με τη γενική αρχή που ίσχυσε με βάση τα οριζόμενα στη Notitia
dignitatum omnium tam civilium quam militarium (έτ. 425) τόσο για την πολιτική όσο και
για τη στρατιωτική διοίκηση. Εξάλλου, σύμφωνα με τη CJ3.3.5 (Imp. Iulianus, έτ. 362), οι
συγκεκριμένοι δικαστές ορίζονται σε περίπτωση απουσίας του διοικητή επαρχίας και μόνον
για να κρίνουν τις ευτελέστερες υποθέσεις. Ανάλογα προκύπτουν και από το σχόλιο της ΕclΒ
στη Β7.3.29 (260, 3-4), όπου επίσης αναφέρεται ότι ο χαμαιδικαστής δεν είναι ὀφφικιάλιος ούτε
έχει οποιαδήποτε ἀρχήν, διοικητικό δηλαδή αξίωμα, αλλά ορίζεται από ἄρχοντα δικαστή για
να κρίνει τη συγκεκριμένη και μόνον υπόθεση που του έχει ανατεθεί (βλ. και παρακάτω σημ.
121 και 122). Κατά τούτο επομένως, ως προς την έλλειψη δηλαδή οποιουδήποτε διοικητικού
αξιώματος, διακρίνονται οι χαμαιδικαστές και από τους ἐλάσσονες (μικρούς) κριτές, οι οποίοι,
όπως θα δούμε παρακάτω, στερούνταν μεν των ειδικοτέρων δικαιοδοσιῶν του μείζονος
δικαστή (εκτός εάν συνέτρεχε παραπομπή δικαιοδοσίας από μείζονα δικαστή), διέθεταν όμως
διοικητικό αξίωμα (βλ. σχόλιο [1] των Βασιλικῶν στη B7.1.3 [BS36/14-16] [= N60 Κεφ. 2]).
Όσον αφορά την έννοια και την αρμοδιότητα του αἱρετοῦ δικαστῆ και τη διάκρισή του από
τον κυρίως δικαστή (ἔμβαθμον δικαστήν ή δικαστηρίου προκαθήμενον) ο οποίος διέθετε, όπως
θα εκτεθεί στη συνέχεια, ἀρχὴν καὶ δικαιοδοσίαν βλ. ιδίως τα σχόλια της ΕclΒ στη Β7.2.1-2,
στη Β7.2.7-8, στη Β7.2.32,6, στη Β7.2.32,7, στη Β7.2.32,14 (246, 18-26) και στη Β7.2.53. Για το
ζήτημα βλ. αναλυτικότερα Παπαδάτου, Ο θεσμός της αιρετοκρισίας (όπως σημ. 13), 21-
24· Δέσποινα Τσούρκα-Παπαστάθη, Τὸ αἱρετὸν δικαστήριον ἔοικε κυρίῳ δικαστηρίῳ, Νόμος
13 (2013), Πνεύματος δώρημα Γ. Νάκῳ, 477-483 (= Τσούρκα-Παπαστάθη, Τὸ αἱρετὸν
δικαστήριον). Τέλος, για τη διάκριση του αἱρετοῦ διαγνώμονος (δικαστοῦ) από τον απλό
διαγνώμονα ή δοκιμαστή βλ. το σχόλιο (2) των Βασιλικῶν στη Β7.1.14 (BS 37/2).
44. Για τη σημασία του όρου αυτού, ο οποίος ενδέχεται να συνδέεται κατά τους 9ο-10ο αι.
με το ωνητό των αξιωμάτων βλ. σχετικά Oikonomidès, Listes (όπως σημ. 40), 290. Πρβλ. και
σημ. 143.
45. Στην κατηγορία των μειζόνων δικαστών συμπεριλαμβάνονταν οι πλέον υψηλόβαθμοι
αξιωματούχοι, όπως ο ἔπαρχος τῆς πόλεως (Κωνσταντινουπόλεως), οι ἄρχοντες των θεμάτων,
ο κοιαίστωρ, ο δρουγγάριος τῆς βίγλης και μετέπειτα μέγας δρουγγάριος (από τον 11ο αι.), ο
δικαιοδότης (ενδεχομένως από τον 12ο αι.), ο πρωτοασηκρῆτις (από τον 10ο αι.), ο ἐπὶ τῶν
κρίσεων (ενδεχομένως κατά τον 11ο ή αργότερα κατά τον 12ο αι.), o προκαθήμενος τῶν
374 Λυδία Παπαρρήγα-Αρτεμιάδη

πτει από τα σχόλια της ΕclΒ, το μικτὸν κράτος διακρίνεται με σαφήνεια από
το ἄκρατον κράτος (βασιλικὸν ή καθαρὸν κράτος ή καθαρὸν ἰμπέριον ή ἐξου-
σία [ποτεστάτεμ]), δηλαδή την εξουσία επιβολής των πλέον αυστηρών ποι-
νών, όπως ο αποκεφαλισμός, η εκτομή μελών του ανθρωπίνου σώματος και
ο μεταλλισμός, δηλαδή η καταδίκη σε καταναγκαστικά έργα σε ορυχεία και
μεταλλεία (τὸ δίκαιον ξίφους καὶ τοῦ μεταλλίζειν/ius gladii).46 Όπως διευκρι-
νίζεται, την ξίφους ἐξουσίαν47 (ἄκρατον ή καθαρὸν κράτος)48 διέθετε πρωταρ-

δημοσιακῶν πραγμάτων ή δικαστηρίων (ή καθολικός), ο οποίος κατ’ άλλους μελετητές ταυ-
τίζεται με το αξίωμα του λογοθέτου τῶν σεκρέτων και κατ’ άλλους με το αξίωμα του μεγάλου
λογαριαστοῦ, και οι λοιποί τῶν δικαστηρίων προκαθήμενοι οι οποίοι ήσαν όλοι ὀφφικιάλιοι, εί-
χαν δηλαδή ἀρχήν, διοικητικό λειτούργημα το οποίο καθόριζε την καθ᾽ ύλην και κατά τόπον
αρμοδιότητά τους, διοικητική και δικαστική λόγω της έλλειψης της οργανικής διάκρισης
μεταξύ της διοικητικής και της δικαστικής λειτουργίας· πρβλ. σχόλιο των Βασιλικῶν στη Β7.1
(BS 36/4-7)· σχόλιο της ΕclΒ στη Β7.3.1, 250, 24-32. Από τη Nεαρά (έτ. 1166) του Μανουήλ
Κομνηνού αντλούμε την πληροφορία ότι τον 12ο αι. τέσσερα είναι τα ανώτερα δικαστήρια της
βασιλεύουσας στα οποία ο βασιλεύς διατάσσει να γίνει επιμερισμός των δικαζόντων και των
συνηγόρων προκειμένου να εξασφαλισθεί η εύρυθμη λειτουργία όλων των δικαστηρίων της
πόλεως: το δικαστήριον του μεγάλου δρουγγαρίου, του προκαθημένου τῶν δημοσιακῶν δικα-
στηρίων, τοῦ πρωτοασηκρήτου και τοῦ δικαιοδότου (βλ. ενδεικτικά Ruth J. Macrides, Justice
under Manuel I Komnenos: Four Novels on Court Business and Murder, FM 6 [1984] (=
Kinship and Justice in Byzantium, 11th-15th Centuries [Variorum Collected Studies 642],
Aldershot / Brookfield 1999, IX) [= Macrides, Justice under Manuel I Komnenos], 137-138 σε
συνδυασμό με 124-125, 36 επ.).
46. Μεταξύ των πλέον αυστηρών ποινών περιλαμβανόταν και η ποινή της δημεύσεως πε-
ριουσίας, την οποία μπορούσε να επιβάλει πρωταρχικά ο βασιλεύς, ακολούθως δε καὶ οἱ δικα-
σταὶ οἵτινες ἐν τῇ ἄκρᾳ τῆς διοικήσεώς εἰσι κείμενοι ἐξουσίᾳ. Πρβλ. Β60.67.1 (= CJ
9.48.1)· Σύνοψις τῶν Βασιλικῶν (όπως σημ. 42) Δ7.4. Κατά συνέπεια, όταν κατά την εκδίκαση
μίας υπόθεσης από δικαστή προέκυπτε ζήτημα επιβολής των αυστηρών ποινών που προανα-
φέρθηκαν ή ζήτημα επιβολής της ποινής της δημεύσεως περιουσίας, η υπόθεση έπρεπε με
αναφορά του να διαβιβασθεί στον αυτοκράτορα ή στον διοικητή της επαρχίας του
εναγομένου.
47. Βλ. D2.1.3 (Ulpianus): … Merum est imperium habere gladii potestatem ad ani-
madvertendum facinorosos homines ... Για το ζήτημα βλ. ενδεικτικά Th. Mommsen, Le droit
pénal romain, I, Paris 1907 (= Mommsen, Droit pénal), κυρίως 283 επ.· T. Spagnuolo Vigorita,
Imperium mixtum. Ulpiano, Alessandro e la giuridizione procuratoria, Index 18 (1990) 113-
166. Πρβλ. και Τζαμτζής, Cognitio, ius gladii και θανατώσεις Xριστιανών (όπως σημ. 13),
κυρίως 342 σημ. 1 και 2, 546-548, όπου και περαιτέρω βιβλιογραφικές αναφορές.
48. Βλ. στο σχόλιο της ΕclΒ στη Β7.3.3-4: Καὶ ἄκρατον μέν ἐστι τὸ ἔχειν ἐξουσίαν
ἐκτέμνειν κεφαλάς, κόπτειν χεῖρας καὶ τιμωρεῖν τοὺς κακούργους ἤτοι τοὺς πλημελλοῦντας,
ὅπερ καὶ ποτεστάτεμ ὀνομάζεται, ἤτοι ἐξουσία, οἷόν ἐστι τὸ βασιλικὸν κράτος καὶ ἡ
ἐξουσία· μόνος γὰρ ὁ βασιλεὺς ἄκρατον ἐξουσίαν ἔχει ὡς δυνάμενος καὶ ἀποκεφαλίζειν καὶ
χεῖρας ἐκτέμνειν καὶ τὰ σφοδρότερα τούτων ποιεῖν, καὶ μετ᾽ αὐτὸν οἱ τῶν ἐπαρχιῶν ἄρχοντες –
ἔχουσι γὰρ και οὗτοι δίκαιον ξίφους καὶ τοῦ μεταλλίζειν– καὶ ὁ ἀνθύπατος. Πρβλ. B6.1.38 (=
D1.18.4): Ὁ ἄρχων ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ μεῖζον πάντων κράτος ἔχει μετὰ τὸν βασιλέα. Βλ. επίσης τα
Αρχές και κατευθύνσεις στην απονομή της κοσμικής δικαιοσύνης 375

χικά ο βασιλεύς και, ύστερα από αυτόν, οι ἄρχοντες τῶν ἐπαρχιῶν και ο ἀν-
θύπατος,49 ενώ εξάλλου μόνον οι μείζονες δικαστές, και όχι οι ἐλάσσονες,50
διέθεταν την μεγάλην ἀρχήν (ή μικτὸν κράτος). Περαιτέρω, σύμφωνα με
τους βυζαντινούς σχολιαστές, η μεγάλη ἀρχή ή μικτόν κράτος προσδιορίζε-
ται από τη συνένωση (μίξη, εξ ού και ο χαρακτηρισμός μικτόν) του κράτους
με τη δικαιοδοσία, δηλαδή του κράτους (υπό την έννοια της τιμωρητικής

σχόλια της ΕclΒ στα χωρία Β2.2.207, Β2.3.70, Β7.2.1-2, Β7.2.17,7, Β7.2.18, Β7.2.32,6, Β7.3.1,
Β7.3.3-4, Β7.3.10, Β7.3.13, Β7.3.29, Β7.5.12,1, Β7.6.5, Β7.6.14, Β9.1.64, Β9.1.79.
49. Πρβλ. Β6.1.35 (= D1.18.1): Τὸ τοῦ ἄρχοντος ὄνομα γενικόν ἐστι καὶ σημαίνει καὶ ἀν-
θύπατον καὶ τοὺς λεγάτους τοῦ βασιλέως καὶ πάντας τοὺς ἐπαρχιῶν διοικητάς, εἰ καὶ συγκλη-
τικοὶ εἰσίν· τὸ δὲ ὄνομα τοῦ ἀνθυπάτου ἰδικόν ἐστιν, αὐτὸν μόνον σημαῖνον τὸν ἀνθύπατον.
Πρβλ. Β6.15 (Περὶ τοῦ ἀνθυπάτου Καππαδοκίας) και Β6.17 (Περὶ τοῦ ἀνθυπάτου
Παλαιστίνης). Για τη συνάφεια του ἀνθυπάτου με το αξίωμα του στρατηγού του θέματος και
με άλλα αξιώματα από τον 9ο αι. και μετά βλ. Γκουτζιουκώστας, Απονομή δικαιοσύνης (όπως
σημ. 1), 45 σημ. 169. Πρβλ. και τις σχετικές απόψεις του J. F. Haldon για τη συνέχιση του
λειτουργικού ρόλου του ἀνθυπάτου και των πραιτώρων στη βυζαντινή διοίκηση (Byzantium
in the Seventh Century, Cambridge 1990, 205). Για το imperium του ἀνθυπάτου από το οποίο
εκπορεύεται η τιμωρητική εξουσία (coercere et animadvertere) και την εννοιολογική διάκριση
μεταξύ του imperium του αυτοκράτορα και του imperium του legatus και procurator κατά τη
ρωμαϊκή περίοδο βλ. Mommsen, Droit pénal (όπως σημ. 47), III, 280 επ. Πρβλ. και A. N.
Swerwin-White, Roman Society and Roman Law in the New Testament, Oxford University
Press 1963 (= Swerwin-White, Roman Society and Roman Law), 4, 9.
50. Βλ. το σχόλιο της ΕclΒ στη Β7.3.1, 251, 38, 252, 1-3: … οὗτοι γὰρ πάντες (εννοεί: οἱ
ἐλάττονες κριταί) οὔτε δικαστὰς δύνανται δοῦναι οὔτε εἰς νομὴν πέμψαι ἢ διακατοχὴν δοῦναι ἢ
ἐπιτρόπους ἢ κουράτωρας, εἰ μὴ ἐνταλθῶσι παρὰ τῶν μεγάλων, τῶν ἐχόντων δικαιοδοσίαν καὶ
κράτος, οἷον τοῦ δρουγγαρίου, τοῦ κοιαίστωρος, τοῦ ἐπὶ τῶν κρίσεων. Για τους συμπεριλαμ-
βανόμενους στην κατηγορία των ἐλασσόνων δικαστῶν βλ. Πεῖρα 51.29 (όπου αναφορά στον
παραθαλασσίτη, δρουγγάριο του πλωΐμου κ.ά.). Για το δικαιοδοτικό έργο των αξιωματούχων
αυτών βλ. ενδεικτικά Oikonomidès, L’evolution de l’organisation administrative (όπως σημ. 7)
126-127· Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ιστορία, Γ.1 (1081-1204), Θεσσαλονίκη
2001, 265-266· η ίδια, Βυζαντινά δικαστήρια (όπως σημ. 7) 163-177· L. Burgmann, Vier
Richter des 12. Jahrhunderts, XVI. Internationaler Byzantinistenkongress, Wien 4-9 Oktober
1981, Akten II/2, JÖB 32/2 (1982) 369-372· ο ίδιος, Zur Organisation der Rechtsprechung in
Byzanz (Mittelbyzantinische Epoche), στο: La giustizia nell’Alto Medioevo (secoli IX-XI),
Settimane di studio del Centro Italiano di Studi sul l’Alto medioevo, XLIV, 11-17 aprile 1996,
Spoleto 1997, 905-930 (= Burgmann, Zur Organisation)· Ruth J. Macrides, The Competent
Court, στο: Laiou / Simon, Law and Society (όπως σημ. 35) (= Kinship and Justice in
Byzantium, 11th-15th Centuries [Variorum Collected Studies 642], Aldershot / Brookfield 1999,
no VIII, 120 σημ. 10, 126, όπου και οι συναφείς πηγές της ΕclΒ κατά αξίωμα) (= Macrides,
The Competent Court)· η ίδια, Justice under Manuel I Κomnenos (όπως σημ. 45), 181· P.
Magdalino, Justice and Finance in the Byzantine State. Ninth to Twelfth centuries, στο: Laiou
/ Simon, Law and Society (όπως σημ. 35), 106-111· Γκουτζιουκώστας, Απονομή δικαιοσύνης
(όπως σημ. 1), κυρίως 103-106, 109, 115, 131, 152 επ., 171, 184 επ., 206-207, 224-225, 239 επ.,
245.
376 Λυδία Παπαρρήγα-Αρτεμιάδη

εξουσίας) με τη δικαιοδοσία.51 Πρόκειται συγκεκριμένα για τις ακόλουθες


εξουσίες ή αρμοδιότητες:
1.1. Την ἐξουσίαν τοῦ τιμωρεῖν ἢ ἑτέρως κολάζειν (ή τιμωρητικὴν ἐξουσίαν ή
ἐξουσίαν τοῦ σωφρονεῖν μετρίως). Προς τη συγκεκριμένη αυτή έννοια προ-
σομοιάζει, όπως επισημαίνει ο σχολιαστής της ΕclΒ στο χωρίο των Βασιλι-
κῶν 7.3.3-4 (252, 23-25), η δικαιοδοσία τοῦ κελεύειν ἐπερωτᾶσθαι πραιτωρίαν
ἐπερώτησιν για παροχή ασφαλείας από τον διάδικο που προξενεί βλάβη και η
δικαιοδοσία τοῦ εἰς νομὴν πέμπειν,52 δικαιοδοσίες τις οποίες επίσης διέθεταν
αποκλειστικά και μόνον οι μείζονες δικαστές λόγω ακριβώς του τιμωρητικοῦ
τους χαρακτήρα.53 Διευκρινίζεται πάντως ότι οι παραπάνω δικαιοδοσίες των
μειζόνων δικαστών, όπως και η δικαιοδοσία τους να ορίζουν ἐπιτρόπους
στους ἀνήβους και κουράτορες στους ἀφήλικες, μπορούν να εκχωρηθούν
από τον μείζονα δικαστή σε κάποιον ἐλάσσονα (μικρό) δικαστή54 και
1.2. Τη δικαιοδοσία, έννοια συνυφασμένη ή απορρέουσα από το imperium
(ἀρχήν) που διαθέτει ο μείζων δικαστής.55 Βασικό χαρακτηριστικό της δικαι-
οδοσίας αποτελεί το γεγονός ότι η εκδίκαση μίας υποθέσεως από το κυρίως
δικαστήριον ἀναιρεῖ τὴν δίκην δηλαδή επιφέρει, όταν ο δικαστής έχει πλέον


51. Β7.3.3-4 (= D2.1.3-4, Ulpianus): Τὸ κράτος ἢ ἄκρατον ἤτοι καθαρόν ἐστιν, ὡς τὸ ἔχειν
ξίφους ἐξουσίαν ὅπερ καὶ ἐξουσία λέγεται, ἢ μικτόν, ᾧτινι ἥνωται ἡ δικαιοδοσία, ὡς τὸ δοῦναι
διακατοχήν. Δικαιοδοσία δέ ἐστι καὶ τὸ ἔχειν ἄδειαν δοῦναι δικαστήν. Τὸ δὲ κελεύειν δοθῆναι
πραιτωρίαν ἀσφάλειαν καὶ τὸ εἰς νομὴν πέμψαι τιμωρητικῆς ἐξουσίας ἐστὶ μᾶλλον ἤπερ
δικαιοδοσίας. Πρβλ. και D2.1.3: … mixtum est imperio, cui etiam iurisdictio inest…. Πρβλ. και
το σχετικό σχόλιο της ΕclΒ, 252, 18-20: Μικτὸν δέ ἐστιν ἰμπέριον τὸ ἔχειν τι καὶ δικαιοδοσίας
ἐχόμενον· γνωρίζεται δὲ τοῦτο ἐν τῷ δύνασθαι τὸν ἔχοντα τοῦτο διδόναι διακατοχάς ...
ὡσαύτως καὶ δικαστὰς καὶ σὺν τούτοις σωφρονεῖν μετρίως. Πρβλ. ομοίως για τη ρωμαϊκή
περίοδο L. Wenger, Institutes of the Roman Law of Civil Procedure, tr. O. Harrison Fisk with
an introduction by R. Pound, New York 1940 (= Wenger, Institutes), §4.I. Κατά τον L.
Wenger, σε όσες περιπτώσεις στις πηγές η iurisdictio εμφανίζεται ως λειτουργία διακεκριμένη
ή απογυμνωμένη από το imperium, πρόκειται για τη λεγομένη «κατώτερη» iurisdictio (απλή
potestas) των επαρχιακών αξιωματούχων. Την αντιστοιχία της κατώτερης αυτής δικαιοδοσίας
των επαρχιακών ρωμαίων αξιωματούχων διακρίνουμε στη δικαιοδοτική αρμοδιότητα των
βυζαντινών ἐλασσόνων κριτῶν. Βλ. επίσης Kaser / Hackl, Zivilprozessrecht (όπως σημ. 5), §25
Ι.2 και σημ. 10 και §§78.ΙΙ.2-4, 82 και σημ. 7.
52. Βλ. σχετικό ενδεικτικό παράδειγμα στο σχόλιο της ΕclΒ στο χωρίο Β7.3.3-4, 253, 1-7.
53. Τὸ δὲ κελεύειν ἐπερωτᾶσθαι πραιτωρίαν ἐπερώτησιν καὶ εἰς νομὴν πέμπειν μᾶλλόν ἐ-
στιν τοῦ κράτους ἢ τῆς ἰουρισδικτίονος ἤτοι τῆς δικαιοδοσίας ὡς τιμωρητικόν. Βλ. ομοίως
D2.1.4 (Ulpianus).
54. Βλ. σχόλιο της ΕclΒ στη Β7.3.1, 251,38, 252, 1-3 καθώς και σχόλιο της ΕclΒ στη Β7.3.3-4,
252, 33.
55. Βλ. Kaser / Hackl, Zivilprozessrecht (όπως σημ. 5), 178 σημ. 49, 246 επ.
Αρχές και κατευθύνσεις στην απονομή της κοσμικής δικαιοσύνης 377

εκδόσει οριστική απόφαση56 την ἀνάλωσιν ή ἀναίρεσιν της ασκηθείσας αγω-


γής. Το στοιχείο αυτό είναι εκείνο που διακρίνει ουσιαστικά την απόφαση
του κυρίως δικαστηρίου από την απόφαση του αἱρετοῦ δικαστηρίου η οποία,
όπως διευκρινίζεται, συναλλάγματος εἶδός ἐστι και κατά συνέπεια, ως ένα
απλό σύμφωνο, έπρεπε να ενισχυθεί με ποινική ρήτρα για να καταστεί αγώ-
γιμο. Για τον λόγο αυτό, όπως επεξηγεί ο σχολιαστής της ΕclΒ, η απόφαση
του αιρετού δικαστηρίου δὲν ἀναιρεῖ τὴν ἀγωγήν αλλά παράγει μόνον την
ποινῆς ἀπαίτησιν, δηλαδή απαίτηση για καταβολή του προστίμου ὅπερ ἔγκει-
ται τῇ συμφωνίᾳ.57 Αντιθέτως, η λύσις τῆς ὑποθέσεως από τον κυρίως δι-
καστή γεννᾷ τὴν «περὶ καταδίκης ἀγωγὴν (ἰουδικάτου) με την οποία ο ενά-
γων απαιτεί όσα του έχουν επιδικασθεί στην καταδικαστική απόφαση (τὰ
ἀπὸ καταδίκης). Σε περίπτωση πάλι όπου ο εναγόμενος είναι εκείνος που
έχει πρωτοδίκως δικαιωθεί μπορεί αυτός πλέον να ασκήσει τὴν παραγραφὴν
τῶν κεκριμένων (ῥεϊουδικάτου αγωγή).58 Άμεση δε συνέπεια της ἀναιρέσεως
τῆς ἀγωγῆς59 με την απόφαση τοῦ κυρίως δικαστηρίου είναι ότι η οριστική
απόφαση μπορεί πλέον να προσβληθεί μόνον με άσκηση εφέσεως (ἐκκλή-
του).60
Κατά τους βυζαντινούς σχολιαστές, στην ευρύτερη έννοια της δικαιοδο-
σίας του μείζονος δικαστή εμπεριέχονται ορισμένες ειδικότερες δικαιοδοσίες
οι οποίες, όπως θα δούμε στη συνέχεια, είναι ακριβώς εκείνες που την διακρί-
νουν από την «κατώτερη», θα λέγαμε, ή «απλή δικαιοδοσία» των ἐλασσόνων
κριτῶν.61 Πρόκειται συγκεκριμένα για τη δικαιοδοσία τοῦ δοῦναι διακατοχήν,
τη δικαιοδοσία τοῦ εἰς νομὴν πέμπειν, τη δικαιοδοσία του κελεύειν ἐπερω-
τᾶσθαι πραιτωρίαν ἐπερώτησιν για παροχή ασφαλείας ή αποζημιώσεως, τη
δικαιοδοσία να κρίνουν ζητήματα που εμπίπτουν στην κατάστασιν ἐλευθε-
ρίας ἢ εὐγενείας και τη δικαιοδοσία τοῦ δίδειν ἐπιτρόπους καὶ δικαστάς. Ειδι-
κότερα:
1.2.1. Η δικαιοδοσία τοῦ δοῦναι διακατοχήν συνδέεται στο σχόλιο της ΕclΒ
στη Β7.3.1(251, 1-16) με ένα ειδικότερο τύπο πραιτωρικού αποκαταστατικού


56. Βλ. σχόλιο ΕclΒ στη Β7.2.1-2, 237, 20-21: … ἐὰν κρίνωσιν ὑπόθεσιν καὶ ἐξενέγκωσιν
ἀπόφασιν, τήν τε ὑπόθεσιν λύουσιν καὶ πᾶσαν τὴν ἀμφιβολίαν ἀναιροῦσι.
57. Βλ. σχόλιο της ΕclΒ στη Β7.2.53, 249, 10-21. Για τα ένδικα βοηθήματα που χορηγούνταν
σε περίπτωση που δεν είχε συνομολογηθεί μεταξύ των διαδίκων πρόστιμο βλ. Τσούρκα-Πα-
παστάθη, Τὸ αἱρετὸν δικαστήριον (όπως σημ. 43), 480-481.
58. Βλ. σχόλιο ΕclΒ στη Β7.2.1-2, 237, 19-25.
59. Βλ. σχόλιο της ΕclΒ στη Β7.2.32,14, 246, 25.
60. Βλ. εξ αντιδιαστολής το σχόλιο της ΕclΒ στη Β7.2.32,14, 18-26.
61. Πρβλ. πιο κάτω σσ. 384-385, 391-392.
378 Λυδία Παπαρρήγα-Αρτεμιάδη

παραγγέλματος (interdictum restitutorium), συγκεκριμένα δε με το


interdictum adipiscendae posessionis causa το οποίο διέθετε ο διακάτοχος
κληρονομίας υπό το ειδικότερο όνομα quorum bonorum (πρβλ. Inst. 4.15.3).
Με το παράγγελμα αυτό μπορούσε να διαταχθεί η αποκατάσταση της διακα-
τοχής της κληρονομίας (restituere posessio) σε περίπτωση διαταράξεώς της
στο πρόσωπο εκείνο στο οποίο ήδη αναγνωρισθεί το δικαίωμα να κατέχει
την κληρονομία ως κληρονόμος (pro herede possidere). 62 Κατά τη βυζαντι-
νή περίοδο η έννοια της διακατοχῆς προσδιορίζεται στο χωρίο της Πείρας
52.1 σύμφωνα με το οποίο: ... ἐστὶ δὲ διακατοχή, ἵνα, ὅταν καταλείψῃ μοί τις
κληρονομίαν, προσέρχομαι τῷ πραίτωρι,63 καὶ αἰτῶ πεμφθῆναί με εἰς τὴν δια-
κατοχήν, τουτέστι καταστῆσαί με κληρονόμον καὶ δοῦναί μοι τὰ πράγματα.
Κατά συνέπεια δεν υφίσταται ουσιαστική διάκριση της διακατοχῆς (bono-
rum possesio) από την πραγματική κληρονομική διαδοχή.64 Ειδικότερα το
σχόλιο της ΕclΒ στη Β7.3.1 (251, 1-16) κάνει αναφορά αφενός μεν στη σεκούν-
δουμ ταβούλλας διακατοχήν, τη διακατοχή δηλαδή που παρεχόταν σύμφωνα
με τις διατάξεις της διαθήκης (secundum tabullas bonorum possessio),65 αφε-
τέρου δε στην εξ αδιαθέτου διακατοχή και συγκεκριμένα στις τρεις πρώτες
τάξεις αυτής, δηλαδή: i) στην οὐδελίβερι διακατοχήν (unde liberi bonorum
possessio),66 ii) στην οὐδελεγιτίμι διακατοχήν (bonorum possessio unde legi-
timi), δηλαδή στη διακατοχή των εξ αρρενογονίας κληρονόμων οι οποίοι
καλούνται στη διακατοχή κατά τη σειρά της εξ αδιαθέτου κληρονομικής δια-
δοχής που όριζε το ius civile,67 τέλος δε iii) στην οὐνδεκογνάτι διακατοχήν,
δηλαδή στην διακατοχή των εξ αίματος συγγενών του κληρονομουμένου
(bonorum possessio unde cognati). 68 Όπως τέλος διευκρινίζεται στο ίδιο

62. Βλ. Gai Institutionorum Commentarii IV, I. Baviera / I. Furlani (έκδ.), Fontes Juris
Romani anteiustiniani, II , 1940) (= Gai, Ιnst.) 4.144· Inst. 4.15.3· D43,2,1 pr.· D43.1.1 pr.
63. Ενδεχομένως γίνεται αναφορά είτε στον λογοθέτη τοῦ πραιτωρίου (πρβλ. και Πεῖρα
[όπως σημ. 3] 51.29· Oikonomidès, L’évolution de l’organisation administrative [όπως σημ. 7],
133 σημ. 43· Burgmann, Zur Organisation [όπως σημ. 50], 916) είτε στον πραίτωρα της Κων-
σταντινούπολης (Γκουτζιουκώστας, Απονομή δικαιοσύνης [όπως σημ. 1], 192 σημ. 866).
64. Πρβλ. D50.16.119 (Pomponius)· B2.2.116: Τῷ ὀνόματι τῆς κληρονομίας καὶ τῆς δια-
κατοχῆς καὶ ἡ ἐπιζήμιος δηλοῦται, δικαίου γάρ ἐστιν ὄνομα.
65. Για την εκ διαθήκης διακατοχή κληρονομίας βλ. D37.1.9.
66. Διακατοχή των νομίμων εξ αίματος κατιόντων στην πατρική κληρονομία (γνήσιοι
[heredes sui]), αλλά και των χειραφετηθέντων κατιόντων κατά παρέκκλιση από το ius civile.
Πρβλ. Gai, Inst. (όπως σημ. 62), 3.25-26.
67. D38.7.2,4 (Ulpianus).
68. Πρβλ. D38.8.13 (Ulpianus). Για την έννοια των διακατοχῶν περιουσίας (bonorum
possessio) (παροχή των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της κληρονομίας και της κυριότητας
επί των πραγμάτων αυτής) βλ. κυρίως D37.1.1,3. Για την παροχή του «ευεργετήματος» αυτού
Αρχές και κατευθύνσεις στην απονομή της κοσμικής δικαιοσύνης 379

σχόλιο (ΕclΒ στη Β7.3.1, 251, 36, 252, 1): ... οἱ μικροὶ δικασταὶ ἤγουν οἱ ἐλάττο-
νες οὐ δύνανται.. δοῦναι διακατοχήν ..., εἰ μὴ ἐνταλθῶσι παρὰ τῶν μεγάλων,
τῶν ἐχόντων δικαιοδοσίαν καὶ κράτος, οἷον τοῦ δρουγγαρίου, τοῦ κοιαίστωρος,
τοῦ ἐπὶ τῶν κρίσεων. Επρόκειτο συνεπώς περί δικαιοδοσίας την οποία διέθε-
ταν καταρχήν μόνον οι μείζονες δικαστές, ενώ οι ἐλάττονες μπορούσαν να
την ασκήσουν μόνον κατόπιν παραπομπής (εκχωρήσεως της δικαιοδοσίας)
από τον αρμόδιο μείζονα δικαστή.
1.2.2. Η δικαιοδοσία τοῦ εἰς νομὴν πέμπειν (missio in possesionem) αποτελεί
κυρίως μέτρο προληπτικό και εξασφαλιστικό έναντι διαδίκων που κρίνονται
ως στρεψόδικοι, δύστροποι ή απειθείς.69 Μνεία της δικαιοδοσίας αυτής γίνε-
ται στα σχόλια της ΕclΒ στα χωρία των Βασιλικῶν 7.3.1, 251, 15-34 και 7.3.3-4,
253, 1-7. Από τα σχόλια αυτά, το μεν πρώτο αναφέρεται στη λεγατόρουμ σε-
βαρδόρουμ καῦσαν, ἤτοι τὴν ὀνόματι ληγάτου νομήν (legatorum servando-
rum causa), ενώ το δεύτερο στη βέντρις νόμινε νομήν ἤτοι εἰς τὴν γαστρὸς
ὀνόματι (ventris nomine).70
Όπως ειδικότερα αναφέρεται στον θεματισμό του πρώτου σχολίου της
ΕclΒ στο χωρίο Β7.3.1 (253, 1-7), ο ληγατάριος (κληροδόχος) δύναται να ζη-
τήσει από μείζονα δικαστή την εγκατάστασή του στη νομή και κατοχή των
κληρονομιαίων πραγμάτων (λεγατόρουμ σεβαρδόρουμ καῦσαν, ἤτοι τὴν ὀνό-
ματι ληγάτου νομήν) έως την πλήρωση της αιρέσεως ή της προθεσμίας που
προβλέπεται στο ληγᾶτον, εάν ο κληρονόμος αρνείται να του καταβάλει ικα-
νοδοσία (ενέχυρα ή εγγυητές) για τη διασφάλιση της πληρωμής του ληγάτου
κατά τον χρόνο πληρώσεως της αναβλητικής αιρέσεως ή της προθεσμίας.
Στον συγκεκριμένο θεματισμό γίνεται αναφορά στην πραιτωρική missio le-
gatorum servandorum causa την οποία ειδικώς αναφέρει και η διάταξη του
ιουστινιάνειου Πανδέκτη 36.4.5 pr. (Ulpianus). Εξάλλου, η συγκεκριμένη πε-

ενώπιον δικαστηρίου βλ. D37.1.3,8. Για την εξ αδιαθέτου διακατοχή κληρονομίας πρβλ.
D38.6-9. Για τις τρεις πρώτες τάξεις που τηρούνταν με βάση το πραιτωρικό δίκαιο στις διακα-
τοχές εξ αδιαθέτου βλ. D38.15. Για το ζήτημα, όπως εξελίσσεται κατά τη ρωμαϊκή και
ιουστινιάνεια περίοδο, βλ. ενδεικτικά R. Monier, Manuel élémentaire de droit romain, I, Paris
1947 (Aalen 1970), 478-484.
69. Για τις ποικίλες μορφές των πραιτωρικών missiones in possesionem με τις οποίες
παρέχεται ένδικη προστασία έναντι διαφόρων προσώπων (κατά του iudicatus που αρνείται να
πληρώσει τα επιδικασθέντα, κατά του indefensus, κατά του κληρονόμου [in possesionem
legatorum servandorum causa], κατά του ιδιοκτήτη γης που απειλεί να προξενήσει ζημία [in
possesionem ως cautio damni infecti] κ.λπ.) βλ. ενδεικτικά Wenger, Institutes (όπως σημ. 51),
§23 σημ. 13-20· Kaser / Hackl, Zivilprocessrecht (όπως σημ. 5), §65.III. και σημ. 29 όπου και
περαιτέρω βιβλιογραφικές αναφορές.
70. Πρβλ. D36.4· D25.5.
380 Λυδία Παπαρρήγα-Αρτεμιάδη

ρίπτωση διακατοχῆς αναφέρεται και στη διάταξη των Βασιλικῶν 9.6.1 ως η


μία από τις τρεις αιτίες λόγω των οποίων πέμπεταί τις εἰς νομήν και συγκε-
κριμένα ως η διακατοχή του ληγαταρίου ἐπὶ φυλακῇ τῶν πραγμάτων. Την
ίδια αυτή περίπτωση σχολιάζει ο ανώνυμος συντάκτης της ΕclΒ (419, 18-26) με
ειδικό παράδειγμα από το οποίο προκύπτει ότι σε περίπτωση κινδύνου για
την κληρονομία λόγω δαπανών του κληρονόμου ο κληροδόχος μπορούσε να
απευθυνθεί στον δικαστή και να ζητήσει, εάν ο κληρονόμος δεν συμφωνούσε
να αποδώσει ικανά περιουσιακά στοιχεία προς ασφάλεια, τη θέση του στη
νομή της κληρονομίας προκειμένου να διασφαλισθεί η κληροδοσία: ... ἵνα
φυλάττῃ τὰ τῆς κληρονομίας πράγματα, ὡς ἂν μὴ σκορπίζωνται παρὰ τοῦ
κληρονόμου καὶ διελθόντος τοῦ ἑνιαυτοῦ ἱκανωθῇ τὸ ἴδιον ληγᾶτον.
Η δεύτερη περίπτωση θέσεως σε νομή από μείζονα δικαστή παρατίθεται
στον θεματισμό του σχολίου της ΕclΒ στο χωρίο Β7.3.3-4 (253, 1-7). Ο σχολι-
αστής αναφέρεται σε αγώγιμο αίτημα της κυοφορούσας κατά τον χρόνο του
θανάτου του αποβιώσαντος συζύγου της ο οποίος δεν είχε αφήσει διαθήκη. 71
Με την αγωγή η κυοφορούσα ζητά από τον μείζονα δικαστή να πεμφθεί το
κυοφορούμενο ακόμη τέκνο της στη νομή και κατοχή της κληρονομίας του
πατέρα του (βέντρις νόμινε νομήν ἤτοι εἰς τὴν γαστρὸς ὀνόματι) αντί για τον
θείο του ο οποίος είχε σπεύσει να αναλάβει τη νομή της κληρονομίας του
αποβιώσαντος αδελφού του.72 Τέλος, όπως διευκρινίζεται στο ίδιο σχόλιο
(ΕclΒ στη Β7.3.1, 251, 36, 252, 1):... οἱ μικροὶ δικασταὶ ἤγουν οἱ ἐλάττονες οὐ
δύνανται.. εἰς νομὴν πέμψαι..., εἰ μὴ ἐνταλθῶσι παρὰ τῶν μεγάλων, τῶν ἐχό-
ντων δικαιοδοσίαν καὶ κράτος, οἷον τοῦ δρουγγαρίου, τοῦ κοιαίστωρος, τοῦ
ἐπὶ τῶν κρίσεων. Επρόκειτο συνεπώς και εδώ περί δικαιοδοσίας την οποίαν
διέθεταν καταρχήν μόνον οι μείζονες δικαστές, ενώ οι ἐλάττονες μπορούσαν
να την ασκήσουν μόνον εάν η ειδική αυτή δικαιοδοσία τούς είχε εκχωρηθεί
από τον αρμόδιο μείζονα δικαστή.


71. Όπως η περίπτωση θέσεως στη νομή των κληρονομιαίων πραγμάτων του ληγατάριου
έτσι και η περίπτωση αυτή της θέσεως στη νομή επί του συνόλου της κληρονομίας του
αποβιώσαντος συζύγου απαριθμείται στο σχόλιο της ΕclΒ στη Β9.6.1, 419, 27-31 όπου ο
σχολιαστής αναφέρει τα ακόλουθα: ... προτιμᾶται τῶν συγγενῶν (εννοεί: του ἀποβιώσαντος
χωρίς διαθήκη συζύγου) ἡ γαστὴρ ἤτοι ὁ κυοφορούμενος. .. Πέμπεται οὖν ἡ μήτηρ τοῦ ἐμβρύου
εἰς νομὴν τῶν τοῦ τελευτήσαντος ἀνδρὸς αὐτῆς πραγμάτων πάντων. Για το ζήτημα βλ.
ενδεικτικά F. de Robertis, Di una pretesa innovazione di Antonio Caracalla. La missio in
possesionem in bona heredis e la portata effetiva dell’intervento imperiale, Βari 1938.
72. Πρβλ. D38.16.3, 9-12.
Αρχές και κατευθύνσεις στην απονομή της κοσμικής δικαιοσύνης 381

1.2.3. Η δικαιοδοσία του κελεύειν ἐπερωτᾶσθαι πραιτωρίαν ἐπερώτησιν για


παροχή ασφαλείας ή αποζημιώσεως.73 Η περίπτωση πραιτωρίας επερωτή-
σεως που παραθέτει το σχόλιο της ΕclΒ στο χωρίο Β7.3.3-4 (252, 25-30) παρα-
πέμπει σε μία αρχαϊκή πραιτωρική stipulatio και συγκεκριμένα στην επερώ-
τηση για καταβολή αποζημιώσεως από τον ιδιοκτήτη σαθράς οικίας στον κύ-
ριο γειτονικού ακινήτου για τη ζημία που ενδέχεται να προκαλέσει η πτώση
του ετοιμόρροπου ακινήτου του επί της οικίας του γείτονα (damnum infec-
tum, δηλαδή ζημία που δεν έχει ακόμα προκληθεί αλλά προβλέπεται ότι θα
επέλθει [επαπειλούμενη]).74 Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι η συγκεκριμέ-
νη περίπτωση αναφέρεται στη διάταξη των Βασιλικῶν 9.6.1 ως διακατοχή εἰς
τὸ πρᾶγμα, ἐξ οὗ τὴν ζημίαν φοβούμεθα και συνιστά τη μία από τις τρεις νό-
μιμες αιτίες για τις οποίες επιτρέπεται να εκδοθεί δικαστική εντολή για mis-
sio in possesionem. Πρόκειται ειδικότερα, όπως προκύπτει από το σχετικό
σχόλιο της ΕclΒ στη Β9.6.1 (420, 1-7), για την θέση στη νομή επί σαθρού οικο-
δομήματος κατόπιν ασκήσεως της αγωγής ἐλπίδι συμπτώσεως (damnum in-
fectum). Στις περιπτώσεις αυτές η θέση στη συγκεκριμένη νομή παρέχεται
στον ενάγοντα με εντολή του ἄρχοντος δικαστή ως ασφαλιστικό μέτρο, εάν
ο ιδιοκτήτης της σαθράς οικίας αρνείται να ανοικοδομήσει την οικία του ή
να δώσει αποζημίωση για την επαπειλούμενη βλάβη.75
1.2.4. Η δικαιοδοσία να κρίνουν ζητήματα που εμπίπτουν στην κατάστασιν
ἐλευθερίας ἢ εὐγενείας. Η συγκεκριμένη δικαιοδοσία δεν αναφέρεται στα
σχόλια της ΕclΒ που επεξηγούν τις ειδικότερες δικαιοδοσίες των μειζόνων δι-
καστών. Μνημονεύεται ωστόσο στον θεματισμό του σχολίου της ΕclΒ στη
Β7.2.32,7 (245, 15-20), χωρίο το οποίο απαριθμεί τις δικαστικές αρμοδιότητες
τις οποίες απαγορεύεται να ασκούν αἱρετοὶ δικαστές.76


73. Για τις πραιτωρικές stipulationes οι οποίες κατά τον Ulpianus διακρίνονται σε iudi-
ciales, cautionales, communes βλ. D45.1.52 pr .-3· D46.5· Inst.1.24.3. Για το ζήτημα βλ.
ενδεικτικά Wenger, Institutes (όπως σημ. 51), §23· Kaser / Hackl, Zivilprocessrecht (όπως σημ.
5), §65 όπου και περαιτέρω βιβλιογραφικές παραπομπές.
74. Βλ. σχετικά Gai, Ιnst. (όπως σημ. 62), 4.31 (stipulatio damni infecti).
75. Ἔστι δὲ καὶ ἑτέρα νομὴ ἡ ἐλπίδι συμπτώσεως γινομένη, ἡ κατὰ ῥωμαϊκὴν διάλεκτον
δάμνι ἰμφέκτι λεγομένη. Ἔστι δὲ τοιαύτη· ὁ γείτων μου ἔχει σαθρὰν οἰκίαν, καὶ ἐλπίζεται κατα-
πεσεῖν καὶ βλάψαι καὶ τὴν ἐμήν· ἔξεστί μοι προσέρχεσθαι τῷ δικαστῇ καὶ ἀναγκάζειν τοῦτον
κτίσαι τὴν κατοικίαν αὐτοῦ ἢ δοῦναί μοι ἱκανὰ περὶ τῆς ἐλπιζομένης ζημίας. Εἰ οὖν ἐκεῖνος οὐκ
εὐσυνθετεῖ θάτερον ποιῆσαι τῶν δύο τούτων, πέμπομαι παρὰ τοῦ ἄρχοντος εἰς νομὴν τοῦ μέ-
ρους ἐκείνου τοῦ ἐλπιζομένου βλάψαι με (420, 1-7).
76. ... Οἷον ἐπὶ θέματος· ἐνεμόμην ἐγὼ τὴν ἐλευθερίαν διάγων ὡς ἐλεύθερος καὶ συναλ-
λάττων μετὰ τῶν βουλομένων καὶ διοικῶν τὰ ἐμὰ κατὰ τὸ βουλητόν μοι, καὶ δικαζομένου ἐν
δικαστηρίῳ ἐπεφύη κατ’ ἐμοῦ ὁ Γεώργιος καὶ ἔλεγεν εἶναί με δοῦλον αὐτοῦ. Οὐ δύναται ἐπὶ
382 Λυδία Παπαρρήγα-Αρτεμιάδη

1.2.5. Η δικαιοδοσία τοῦ δίδειν ἐπιτρόπους, κουράτορας καὶ δικαστάς. Η δι-


καιοδοσία τοῦ δίδειν ἐπιτρόπους συνίσταται, σύμφωνα με το σχόλιο της ΕclΒ
στη Β7.3.1, 251, 35-38, στην παροχή ἐπιτρόπων τοῖς ἀνήβοις παισίν, οἷς ὁ τελευ-
τήσας πατὴρ οὐ κατέλιπεν ἐπίτροπον και κουράτωρας τοῖς ἀφήλιξιν .... Πρό-
κειται επομένως περί της δοτής επιτροπείας (tutela a magistratu dativa) την
οποία παρείχε ο ἄρχων δικαστής εάν δεν είχε ορισθεί με διαθήκη από τον
αποβιώσαντα πατέρα κάποιο πρόσωπο που θα αναλάμβανε την επιτροπεία
του ἀνήβου τέκνου του (από το έβδομο έως το δέκατο τέταρτο έτος επί αρ-
ρένων ή το δωδέκατο έτος επί θηλέων).77 Ως περίπτωση ορισμού κηδεμόνος
(κουράτωρος) από τον ἄρχοντα δικαστή αναφέρεται από την ΕclΒ η ειδικό-
τερη περίπτωση της κηδεμονίας ἀφήλικος (cura minoris),78 δηλαδή ο ορι-
σμός κηδεμόνα ως διαχειριστή της περιουσίας του ανηλίκου ο οποίος είχε
μεν υπερβεί το δωδέκατο έτος επί θηλέων και το δέκατο τέταρτο επί αρρέ-
νων δεν είχε όμως ακόμα συμπληρώσει το εικοστό πέμπτο έτος της ηλικίας
του (κατά το διάστημα αυτό ο ἀφῆλιξ είχε μεν τη δικαιοπρακτική ικανότητα


ταύτῃ τῇ ἀμφιβολίᾳ αἱρετὸς προσληφθῆναι δικαστής· τὸ γὰρ τῆς εὐγενείας δικαστήριον μέγα
τυγχάνει καὶ διὰ τοῦτο καὶ παρὰ δικασταῖς μείζοσιν ὀφείλει ζητεῖσθαι. Ἤ πολλάκις ἐν δουλείᾳ
διῆγον κατεχόμενος παρά τινος ὡς δοῦλος καὶ ἐξυπηρετῶν καὶ αὐτὸς ὡς δοῦλος ἐν ἀγνοίᾳ τοῦ
εἶναι ἐλεύθερος.... Βλ. επίσης Ἐκλογὴ Νόμων τῶν ἐν Ἐπιτόμῳ ἐκτεθειμένων (Ecloga Legum in
Epitome expositarum,) JGR IV 276-585 (= Ἐπιτομὴ Νόμων) 38.80: Καὶ ὁ ἄρχων δύναται παρ᾽
ἑαυτῷ ἐλευθεροῦν, οὐκ ἐπὶ βήματι μόνῳ, ἀλλὰ καὶ ἐν παρόδῳ καὶ ἐν κώμῃ, κἂν μὴ παρῇ τῷ
ἄρχοντι ῥαβδοῦχος· πρβλ. D40.2.5 (Iulianus)· D40.2.7 (Gaius)· D40.2.8 (Ulpianus). Βλ. και
Ἐπιτομὴ Νόμων (ό.π.) 38.52: Δοῦλος ἐκ τοῦ ἰδίου πάκτου τινὰ χρήματα δοὺς τῷ αὐτοῦ δεσπότῃ
ἐπὶ τῷ ἐλευθερωθῆναι τὰ οἰκεῖα τέκνα, οὐκ ἀναλαμβάνει ἃ δέδωκε καὶ τῶν τέκνων αὐτοῦ μὴ
ἐλευθερουμένων, τοῦτο γὰρ ἐπὶ ἐλευθέρου προβαίνει. ἀλλὰ προσέρχεται τῷ ἄρχοντι καὶ αἰτεῖ
μετὰ τιμῆς τὸν δεσπότην αὐτοῦ πληρῶσαι τὰ δόξαντα περὶ ἐλευθερίας. Ενδέχεται, ωστόσο,
ορισμένοι μόνον μείζονες δικαστές να διέθεταν αυτή τη δικαιοδοσία, οι πλέον υψηλόβαθμοι,
όπως ρητώς αυτή αναφέρεται για τον ἔπαρχο της πόλεως στο σχόλιο της ΕclΒ στη Β6.4.2 pr.-2,
229, 4-21. Πρβλ. και D1.16.2, χωρίο του ιουστινιάνειου Πανδέκτη σύμφωνα με το οποίο
επρόκειτο περί ανθυπατικής δικαιοδοσίας (που απέρρεε από το imperium του ανθυπάτου).
Για τον λόγο αυτόν ο legatus proconsuli δεν διέθετε τη συγκεκριμένη δικαιοδοσία.
77. Βλ. επίσης Ὁ Πρόχειρος Νόμος (Prochiron Basilii, Constantin et Leonis), JGR II 107-
228 (= Πρόχειρος Νόμος) 36.5: Καὶ ὁ ἔπαρχος καὶ ὁ ἄρχων καὶ ὁ πρὸς καιρὸν ἐπιτραπεὶς
ἐπαρχίας διοίκησιν, ἴσως τοῦ ἄρχοντος ἀποθανόντος, ἐπιτρόπους δύναται δοῦναι· Πρόχειρος
Νόμος (ό.π.) 36.7. Πρβλ. Inst.1.20,4· CJ1.50.2 (Imp. Theodosius, Valentinianus, έτ. 427) όπου
η συγκεκριμένη δικαιοδοσία επαφίεται μόνον στους διοικητές των επαρχιών· D26.5.1 pr., 2, 3
(Ulpianus)· D27.8.1, 3 (Ulpianus).
78. Βλ. Inst. 1.23 pr.
Αρχές και κατευθύνσεις στην απονομή της κοσμικής δικαιοσύνης 383

δεν είχε όμως το δικαίωμα της ελεύθερης διαχείρισης της περιουσίας του κατ’
αναλογίαν με όσα ίσχυαν επί ασώτων).79
Η δεύτερη δικαιοδοσία του μείζονος δικαστή που μνημονεύεται στο
σχόλιο της ΕclΒ στη Β7.3.1 (251, 35-38) είναι από δικονομική άποψη η σημα-
ντικότερη όλων δικαιοδοσία, η οποία και συνίσταται στην εὐχέρειαν τοῦ δοῦ-
ναι δικαστήν.80 Όπως διασαφηνίζεται, πηγή της δικαιοδοσίας αυτής μπορού-
σε να είναι όχι μόνον ο γραπτός νόμος αλλά και η συνήθεια, πράγμα που
ίσχυσε στις περιπτώσεις του ἐπάρχου τῆς πόλεως και των λοιπών ἀρχόντων
της Κωνσταντινουπόλεως (της νέας Ῥώμης), δηλαδή του μεγάλου δρουγγά-
ριου, του δικαιοδότου, του ἐπὶ τῶν κρίσεων, του ἀνθυπάτου (πρβλ. και το
σχόλιο της ΕclΒ στη Β7.5.12, 1, 270, 3-11).81 Η αιτιολογία της προέλευσης της
δικαιοδοσίας αυτής από τη συνήθεια παρέχεται στη D5.12.1,1, όπου ο ρω-
μαίος νομομαθής Paulus επεξηγεί ότι η άσκηση της συγκεκριμένης δικαιοδο-
σίας νοείται ως απόρροια της «ισχύος του κράτους» των πλέον υψηλόβαθ-
μων αξιωματούχων της Ρώμης (propter vim imperii).82 Μάλιστα, όπως διευ-
κρινίζεται στη διάταξη των Βασιλικῶν 6.1.42, επρόκειτο περί δικαιοδοσίας
την οποία διέθετε ο μείζων δικαστής ακόμα και εάν είχε παραπεμφθεί σε
αυτόν η υπόθεση μετά ἀπὸ θείαν κέλευσιν, με αυτοκρατορική δηλαδή εντο-


79. Στο χωρίο της Πείρας (όπως σημ. 3) 16.5, ως αρμόδιος για τον ορισμό επιτρόπου
στην ειδική εκείνη περίπτωση όπου υπήρχε διαθήκη που περιελάμβανε τον ορισμό ενός και
μόνου επιτρόπου ο οποίος όμως είχε αποβιώσει, αναφέρεται μόνον ο κοιαίστωρ: ... ἀλλ᾽ εἰ μὲν
ἐστὶ συνεπίτροπος, πρὸς ἐκεῖνον μεταποιεῖται ἡ ἐπιτροπή, εἰ δὲ μή ἐστιν, ὁ κοιαίστωρ φροντίσει
τῆς τῶν παίδων διοικήσεως καὶ δόσει αὐτοῖς κουράτωρα. Επίσης ο κοιαίστωρ αναφέρεται ως
αρμόδιος για την εποπτεία της επιτροπείας στα χωρία της Πείρας (όπως σημ. 3) 16.13, και
58.4. Πάντως, η δικαιοδοσία του ορισμού επιτρόπου ή κηδεμόνος στις ειδικές εκείνες περι-
πτώσεις όπου δεν περιλαμβανόταν ορισμός επιτρόπου ή κηδεμόνος στη διαθήκη του αποβιώ-
σαντος πατέρα (περιπτώσεις δοτής επιτροπείας), αναφέρεται στην ΕclΒ ως δικαιοδοσία όλων
αδιακρίτως των μειζόνων δικαστών· πρβλ. ομοίως D26.5.1, pr.,3 (Ulpianus) όπου αναφέρεται
ότι τη δικαιοδοσία αυτή έχουν όλοι οι άρχοντες των πόλεων· Πρόχειρος Νόμος (όπως σημ. 77)
36.5.
80. D1.18.8 (Iulianus)· D1.18.9 (Callistratus). Βλ. σχετικά Kaser / Hackl, Zivilprozessrecht
(όπως σημ.5), 461 σημ.10, 470 σημ. 26.
81. Για το ζήτημα βλ. Βλ. Δέσποινα Τσούρκα-Παπαστάθη, Συμβολή στην έννοια της δι-
καιοδοσίας (iurisdictio) του δικαστή σύμφωνα με τις νομικές πηγές της μέσης βυζαντινής πε-
ριόδου, στο: Λεονταρίτου / Μπουρδάρα / Παπαγιάννη, Αντικήνσωρ (όπως σημ. 7) (= Τσούρ-
κα-Παπαστάθη, Συμβολή στην έννοια της δικαιοδοσίας του δικαστή), 1789 σημ. 14.
82. Τούτο ίσχυε για παράδειγμα στην περίπτωση του επάρχου της πόλεως (praefectus
urbi) και των λοιπών αρχόντων της πόλεως της Ρώμης, των αυτοκρατορικών δηλαδή αξιωμα-
τούχων με δικαιοδοσία στην πόλη της Ρώμης. Πρβλ. CJ1.28.3 (Imp. Valens, Gratia-
nus/Valentinianus, έτ. 376): Praefectura urbis cunctis quae intra urbem sunt, antecellat
potestatibus ....
384 Λυδία Παπαρρήγα-Αρτεμιάδη

λή.83 Επρόκειτο πάντως περί δικαιοδοσίας την οποία διέθετε ο μείζων δικα-
στής μόνον όταν εκδίκαζε υποθέσεις σε πρώτο βαθμό εφόσον, όπως προκύ-
πτει από το σχόλιο (2) των Βασιλικῶν στη Β7.1.3 (BS 36 /24), ο μείζων δικα-
στής στον οποίον είχε παραπεμφθεί η υπόθεση κατ᾽ ἔκκλητον (o ἐφέτης δι-
καστής)84 δεν διέθετε τη δυνατότητα να παραπέμψει περαιτέρω την κατ᾽ ἔκ-
κλητον εκδικαζόμενη υπόθεση σε άλλον δικαστή.85
Σε αντιδιαστολή με τους άρχοντες που προαναφέρθηκαν, όπως διευκρι-
νίζεται στο σχόλιο της ΕclΒ στη Β7.3.1, 251, 36, 252, 1): ... οἱ μικροὶ δικασταὶ
ἤγουν οἱ ἐλάττονες οὐ δύνανται ... δοῦναι δικαστάς ... οὔτε (δύνανται ... δοῦ-
ναι) ἐπιτρόπους ἢ κουράτωρας ..., εἰ μὴ ἐνταλθῶσι παρὰ τῶν μεγάλων, τῶν
ἐχόντων δικαιοδοσίαν καὶ κράτος, οἷον τοῦ δρουγγαρίου, τοῦ κοιαίστωρος,
τοῦ ἐπὶ τῶν κρίσεων. Επρόκειτο συνεπώς για δικαιοδοσίες τις οποίες διέθε-
ταν καταρχήν μόνον οι μείζονες δικαστές, ενώ οι ἐλάττονες μπορούσαν να
τις ασκήσουν μόνον μετά από εντολή του αρμόδιου μείζονος δικαστή. Το
ίδιο επαναλαμβάνεται και στην αρχή του ίδιου σχολίου (250, 28-32), σύμφωνα

83. Βλ. Β6.1.42 (= D1.18.9): Οὔτε ἄρχων οὔτε ἀνθύπατος ἢ λεγάτος ἀναγκάζεται δι᾽ ἑαυ-
τοῦ δικάζειν, ἀλλὰ ἄδειαν ἔχει διδόναι δικαστήν, κἂν ἀπὸ θείας κελεύσεως παραπεμφθῇ τῷ
ἄρχοντι ἡ ζήτησις.
84. Το ένδικο μέσο της ἐκκλήτου μπορούσε να ασκηθεί κατά των ἀδίκων ή κατὰ ἀπειρίαν
ἐξενεχθεισῶν αποφάσεων των περιβλέπτων αξιωματούχων της αυτοκρατορίας με τις οποίες
είχε επέλθει τελεία τομή τῆς δίκης επί χρηματικῶν ή ἐγκληματικῶν δικών (Β9.1.108) και
αδιακρίτως της αξίας του επίδικου αντικειμένου (Β9.1.113). Για την έννοια της ἀδίκου ή κατά
ἀπειρίαν αποφάσεως η οποία μπορούσε να εφεσιβληθεί και τη διάκρισή της από την παρά-
νομον απόφαση η οποία, ως ανυπόστατη, μπορούσε να προσβληθεί με αναψηλάφηση βλ. τα
σχόλια της ΕclΒ στη Β9.1.1 pr., 352, 7-14, στη Β9.1.19, 359 18 -21, στη Β9.1.44,2, 368, 18 -21 , στη
Β9.1.64, στη Β9.1.66, στη Β9.1.70, στη Β9.1.89, στη Β9.1.91 και στη Β9.1.95, όπου και σχετικά
παραδείγματα του σχολιαστή (πρβλ. και σημ. 16-19). Για την έννοια της τελείας τομῆς της
δίκης, απόρροια της έκδοσης απαλλακτικής ή καταδικαστικής αποφάσεως, βλ. το σχόλιο της
ΕclΒ στη Β9.1.148, 383, 15-18 (όπου ακολουθεί σχετικό παράδειγμα του σχολιαστή). Το ένδικο
μέσο της ἐκκλήτου είχε κατά κανόνα ανασταλτικό αποτέλεσμα με εξαίρεση τις τελεσίδικες
εκείνες δικαστικές αποφάσεις οι οποίες έπρεπε άμεσα να εκτελεσθούν για λόγους δημοσίου
συμφέροντος, όπως λ.χ. όταν είχε επιβληθεί στον δράστη εγκληματικής πράξεως τιμωρία η
οποία έπρεπε να εκτελεσθεί αμέσως και δημοσίως για λόγους παραδειγματισμού των υπο-
λοίπων (D49.116 [Modestinus]· Β.9.1.16). Ως ενδεικτικά παραδείγματα τελεσίδικων δικαστι-
κών αποφάσεων με μη ανασταλτικό αποτέλεσμα αναφέρονται στο σχόλιο της ΕclΒ στη
Β9.1.16, 359, 4-13 (όπoυ και η σχετική αιτιολογία) η περίπτωση καταδίκης για το έγκλημα της
ληστείας ή για διέγερση του λαού πρὸς στάσεις καὶ θορύβους καὶ φόνους τῶν ἀρχόντων ή για
τη σύσταση οποιασδήποτε φατρίας υπό την έννοια ἑταιρείας καὶ ὡσανεὶ συστήματα χάριν τοῦ
κλέπτειν ἢ συνιστᾶν ἀνταρσίας.
85. Σημείωσαι ὅτι ἐφέται αὐτοὶ δι᾽ ἑαυτῶν ἀκροῶνται τῆς ἐφέσεως, καὶ οὐχὶ πρὸς ἑτέρους
παραπέμπουσι τὰς ἐκκλητευομένας δίκας. Βλ. ομοίως και το σχόλιο της ΕclΒ στη Β9.1.100, 378,
4-9, όπου και σχετικό παράδειγμα του σχολιαστή.
Αρχές και κατευθύνσεις στην απονομή της κοσμικής δικαιοσύνης 385

με το οποίο την κυριότερη δικαιοδοσία, δηλαδή τη δικαιοδοσία τοῦ δοῦναι


δικαστήν, διέθεταν αποκλειστικά και μόνον ... οἱ προκαθήμενοι δικαστηρίων
δηλαδή οἱ ὀφφικιάλιοι, ὡς ὁ μέγας δρουγγάριος, ὡς ὁ δικαιοδότης, ὡσαύτως
καὶ οἱ τῶν ἐπαρχιῶν ἄρχοντες .... Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον οι διάδι-
κοι δεν μπορούσαν να απευθύνουν σε ἐλάσσονα δικαστή (τον ἁπλῶς κριτή)
αγώγιμο αίτημα για διακατοχή ή για εγκατάσταση στη νομή των κληρονομι-
αίων πραγμάτων ή για την παροχή ἐπιτρόπου σε ἄνηβο ή κουράτωρα σε ἀφή-
λικα, αλλά ήσαν υποχρεωμένοι, για την επίλυση παρόμοιων ζητημάτων, να
απευθύνονται σε μείζονα δικαστή, ο οποίος ήταν και ο μόνος αρμόδιος να
παραπέμψει προς επίλυση τη συγκεκριμένη υπόθεση σε ἐλάσσονα δικαστή
της δικής του επιλογής.86 Σε περίπτωση μετεντολῆς της δικαιοδοσίας από
μείζονα δικαστή, ορισμού δηλαδή από αυτόν ενός άλλου προσώπου για να
κρίνει στη θέση του τη συγκεκριμένη διένεξη (καθιστᾶν αὐτὸν εἰς τὸ κρίνειν
προσώπῳ αὐτοῦ, σχόλιο ΕclΒ στη Β7.5.12, 270, 14-15), το πρόσωπο στον
οποίον είχε δοθεί με πρόσταγμα η σχετική ἐντολή δεν διέθετε δική του δικαι-
οδοσία (οἰκείῳ δικαίῳ δικαιοδοσίαν). Επομένως δεν μπορούσε να παρα-
πέμψει περαιτέρω την υπόθεση προς εκδίκαση σε άλλον κριτή, αλλά όφειλε
να δικάσει ο ίδιος την υπόθεση που του είχε ανατεθεί.87 Σε αντίθετη πε-
ρίπτωση όλα όσα θα διεξαχθούν κατά περαιτέρω παραπομπή πάσχουν από
ακυρότητα, η δε δικαστική απόφαση που θα εκδοθεί είναι ανίσχυρη (ανυπό-
στατη), με αποτέλεσμα να μην παρέχεται δυνατότητα προσβολής της με το
ένδικο μέσο της ἐκκλήτου από τον ηττηθέντα διάδικο (Β7.3.31 = CJ3.4.1)
αλλά μόνον αναψηλάφησης ενώπιον του βασιλέα λόγω παράβασης του νό-
μου. Η αιτιολογία της απαγόρευσης να εκχωρείται περαιτέρω η δικαιοδοσία
αναφέρεται από τον ανώνυμο σχολιαστή της ΕclΒ στον θεματισμό του στο
χωρίο Β7.5.12,1 (= D5.1.12) όπου επεξηγεί ότι εκείνος που δικάζει κάποια


86. Βλ. σχόλιο της ΕclΒ στη Β7.3.1, 251, 11-15: .. Εἰ οὖν γραφῇ τις κληρονόμος καὶ βούλεται
ζητῆσαι τὴν σεκούνδουμ ταβούλλας διακατοχὴν ἢ καλούμενος ἐξ ἀδιαθέτου θελήσει ζητῆσαι
τὴν οὐνδελίβερι διακατοχὴν παῖς ὢν αὐτεξούσιος ἢ ὑπεξούσιος τοῦ τελευτήσαντος, οὐκ ὀφείλει
προσέρχεσθαι ἁπλῶς δικαστῇ, οἷός ἐστιν ὁ Ἀλωπός, ὁ Σερβίας καὶ ὁ Τιμωνίτης, ἀλλὰ τῷ ἔχοντι
δικαιοδοσίαν καὶ κράτος, τῷ δρουγγαρίῳ ἢ τῷ κοιαίστωρι ... και πιο κάτω, στο ίδιο σχόλιο, 251,
28-32: .. Εἰ οὖν ὁ κληρονόμος ἐπιζητούμενος τὰ ἱκανὰ οὐ δίδωσι ταῦτα καὶ βούλεται ὁ ληγατάριος
πεμφθῆναι εἰς νομὴν τῶν τῆς κληρονομίας, οὐκ ὀφείλει προσέρχεσθαι δικαστῇ ἐλάττονι, ἀλλὰ
μεγάλῳ καὶ ἔχοντι δικαιοδοσίαν καὶ κράτος, τῷ δρουγγαρίῳ, τῷ κοιαίστωρι καὶ τοῖς λοιποῖς τοῖς
προκαθημένοις δικαστηρίου ... Βλ. επίσης σχόλιο της ΕclΒ στη Β7.3.13, 255, 25-32. Βλ. επίσης το
σχόλιο της ΕclΒ στη Β2.3.70, 112, 4-5 (όπου ως παράδειγμα δικαστών που υπάγονται στην
κατηγορία των μικρῶν αναφέρονται οἱ τοῦ βήλου κριταί).
87. Βλ. και Β7.3.5: Ὁ οἰκείῳ δικαίῳ καὶ οὐκ ἀλλοτρίῳ ἔχων δικαιοδοσίαν δύναται αὐτὴν
ἐντέλλεσθαι.
386 Λυδία Παπαρρήγα-Αρτεμιάδη

υπόθεση προσώπῳ τοῦ ἐπάρχου δεν έχει οἰκείῳ δικαίῳ δικαιοδοσίαν διότι
αντλεί το δίκαιον τοῦ κρίνειν από τον ἔπαρχον.88 Αντιθέτως δε, όπως αναφέ-
ρει στη συνέχεια του θεματισμού του ο σχολιαστής, ο λεγάτος τοῦ ἀνθυπάτου,
ο οποίος έχει με βάση τα οριζόμενα στον ίδιο τον νόμο89 δική του δικαιοδο-
σία κι επομένως δεν αντλεί τη δικαιοδοσία του αυτή από τον ἀνθύπατο –ό-
πως στο προηγούμενο παράδειγμα ο κρίνων προσώπῳ τοῦ ἐπάρχου– διαθέ-
τει πλήρως τη δικαιοδοσία τοῦ δοῦναι δικαστήν, όπως ακριβώς και οι ἄρχο-
ντες τῶν ἐπαρχιῶν.90 Για τον ίδιο λόγο, επειδή δηλαδή ο νόμος του παραχω-
ρεί τη συγκεκριμένη δικαιοδοσία, σύμφωνα με ένα άλλο σχόλιο της ΕclΒ στη
Β6.2.19 (222, 19-20), ο λεγάτος του ανθυπάτου έχει και δικαιοδοσία να εκδίδει
δικαστικές αποφάσεις επί ἐγκληματικῶν ὑποθέσεων.91 Εξαίρεση από τον κα-
νόνα της απαγόρευσης να εκχωρηθεί περαιτέρω η δικαιοδοσία αυτή προβλέ-
πεται μόνον για τον θεῖον δικαστή, δηλαδή για τον δικαστή ο οποίος έχει ο-
ρισθεί από τον βασιλέα για να δικάσει μία υπόθεση προσώπῳ τοῦ βασιλέως.92
Ο δικαστής αυτός μπορεί να ορίσει άλλον δικαστή για να εκδικάσει την υπό-
θεση που του έχει ανατεθεί από τον βασιλέα διότι, όπως αναφέρει ο σχολια-
στής της ΕclΒ στο σχόλιό του στη Β7.6.5, ο δικαστής που ορίζεται από τον η-
γεμόνα που είναι ο μόνος που διαθέτει το ἄκρατον κράτος, υπέρκειται από ό-
λους τους δικαστές που ορίζονται από τους ἄρχοντες και για τον λόγο αυτό


88. ... Οὗτος μὲν οὖν ὁ προσώπῳ τοῦ ἐπάρχου κρίνων δύναται μὲν δικάζειν, ἐντέλλεσθαι δὲ
ἑτέρῳ δικάζειν οὐ δύναται ἢ διδόναι δικαστήν. Διὰ τί; Ὅτι οὐκ ἔχει οἰκείῳ δικαίῳ δικαιοδοσίαν,
τουτέστιν οὐκ ἔχει ἀπὸ τῶν νόμων ἀρχήν, ἀλλ᾽ ἐκ τοῦ ἐπάρχου λαμβάνει τὸ δίκαιον τοῦ κρί-
νειν ... (270, 15-19.) Βλ. ομοίως και το σχόλιο της ΕclΒ στη Β7.6.5, 279, 26-34.
89. Βλ. CJ 1.35.1.
90. Βλ. σχόλιο της ΕclΒ στη Β7.5.12,1: Ὁ δὲ λεγάτος τοῦ ἀνθυπάτου οὐκ ἐκ τοῦ ἀνθυπάτου
λαμβάνει τὴν δικαιοδοσίαν, ἀλλ᾽ ἐκ τῶν νόμων ὥρισται καὶ διὰ τοῦτο δίδωσι καὶ δικαστήν, ὥ-
σπερ καὶ οἱ τῶν ἐπαρχιῶν ἄρχοντες (270, 19-21).
91. Βλ. σχόλιο της ΕclΒ στη Β6.2.19, 222, 19-22. Αντιθέτως, όπως διευκρινίζεται στο ίδιο
σχόλιο: ὁ κρίνων προσώπῳ τινός οὐ δύναται κρίνειν καὶ ἐγκλήματα, ὠς μὴ ἀπὸ νόμου λαμβά-
νων τὴν δικαιοδοσίαν, ἀλλ᾽ ἐκ προσώπου. Όπως αναφέρεται λίγο παραπάνω στο ίδιο σχόλιο
(222, 13-18) ο ἐκ προσώπου τοῦ άνθυπάτου δεν μπορεί να εκδίδει αποφάσεις σε εγκληματικές υ-
ποθέσεις, αλλά μόνον να τις εξετάζει, ενώ στη συνέχεια υποχρεούται να αναφέρει το πόρισμά
του στον ἀνθύπατον που είναι ο μόνος αρμόδιος γιά να εκδόσει τη δικαστική απόφαση. Για
την έκταση της ανθυπατικής δικαιοδοτικής αρμοδιότητας και τον συγκεντρωτισμό της στα
μέσα του 2ου αι. μ.Χ. βλ. D1.16.6 pr.· D1.16.7,2. Πρβλ. Swerwin-White, Roman Society and
Roman Law (όπως σημ. 49), 4.
92. Ως θεῖοι δικασταί αναφέρονται στο σχόλιο (1) των Βασιλικῶν στη Β7.1.3, οἱ κριταὶ
τοῦ ἱπποδρόμου (BS 36/15). Γενικότερα για τον όρο θεῖος δικαστής βλ. Γκουτζιουκώστας, Α-
πονομή δικαιοσύνης (όπως σημ. 1), 33-34, όπου και συναφείς πηγές και βιβλιογραφικές ανα-
φορές. Για τον διορισμό θείου δικαστή από τον αυτοκράτορα όταν είχε παύσει η θητεία του
αρμοδίου δικαστή βλ. Ν82 Κεφ. 8.
Αρχές και κατευθύνσεις στην απονομή της κοσμικής δικαιοσύνης 387

μπορεί, με τη σειρά του, να ορίσει άλλον δικαστή.93 Παρατηρούμε λοιπόν


ότι οι θεῖοι δικαστές, παρότι κατά τα λοιπά δεν έχουν δικαιοδοσίες κι επομέ-
νως έπονται ιεραρχικά των ἀρχόντων δικαστῶν, μειζόνων και ἐλασσόνων –ό-
πως άλλωστε ρητά αναφέρεται και στο σχόλιο (1) των Βασιλικῶν στη Β7.1.3
(BS 36/15)– υπέρκεινται, ως προς τη δικονομική τους και μόνον αυτή δυνα-
τότητα από τους ἐλάσσονες κριτές·94 μπορούν δηλαδή να εκχωρούν την υπό-
θεση σε άλλον δικαστή και συνεπώς διαθέτουν την οἰκείῳ δικαίῳ δικαιο-
δοσίαν (πρβλ. Β7.3.5). Στην περίπτωση δε εκχωρήσεως της δικαιοδοσίας
τους αυτής, δηλαδή της δικαιοδοσίας τοῦ δοῦναι δικαστήν, η απόφαση του
δικάζοντος που έχουν ορίσει μπορεί να προσβληθεί με το ένδικο μέσο της
ἐκκλήτου ενώπιον του θείου δικαστή που παρέπεμψε τη δίκη (Β7.3.31, 10-
12· Πεῖρα 50.6). Σύμφωνα ωστόσο με το χωρίο της Πείρας 50.6, ο δικαστής
αυτός που ορίζεται να δικάσει με εντολή του θείου δικαστή95 δεν έχει εξουσία
να εκδόσει απαλλακτική ή καταδικαστική απόφαση,96 αλλά διαγνώμονος μό-
νον ἔχει τάξιν, μπορεί δηλαδή να εξετάσει την υπόθεση, αλλά την απόφαση
θα πρέπει να εκδόσει ο θεῖος δικαστής που του έδωσε τη σχετική εντολή. Εν-
δέχεται το συγκεκριμένο χωρίο της Πείρας να αναφέρεται μόνον σε αποφά-

93. ... ὥσπερ γὰρ ὁ βασιλεὺς πάντων ὑπέρκειται τῶν ἐχόντων ἀρχὰς καὶ ἔχει κράτος ἄκρα-
τον, οὕτω καὶ ὁ παρ᾽αὐτοῦ διδόμενος δικαστὴς ὑπέρκειται τῶν διδομένων παρὰ ἀρχόντων καὶ
δύναται διδόναι ἕτερον δικαστήν (280, 3-6).
94. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι προβάδισμα στους δικαστές που είναι ειδικώς
εντεταλμένοι από τον βασιλέα, όπως και στους δικαστές που έχουν διορισθεί προς τον σκοπό
αυτό από τους διοικητές των επαρχιών, παρέχεται στη διάταξη του ιουστινιάνειου Κώδικα
2.46.3, pr.-1 (Imp. Iustinianus, έτ. 531). Στη διάταξη αυτή αναφέρεται ότι οι δικαστές αυτοί
(iudices, quos augusta dederit maiestas aut nostrae rei publicae administratores vel in hac
regia civitate vel in pronvinciis) μπορούν να εκδικάσουν υποθέσεις στις οποίες εγείρεται ζήτη-
μα αποκαταστάσεως εις το ακέραιον (utpote in tribunali cognoscens et in integrum dare resti-
tutionem et causas eius examinare sic etenim non difficilis erit causam examinatio). Αντιθέ-
τως οι δικαστές στους οποίους δίδεται εντολή από άλλους άρχοντες (εννοεί εκτός από τους
διοικητές των επαρχιών και τον διοικητή της Κωνσταντινουπόλεως) δεν έχουν οἰκείαν δικαιο-
δοσίαν αλλά μόνον την εὐχέρειαν τοῦ δικάζειν, όπως εξάλλου και οι αιρετοί δικαστές (com-
promissarios iudices vel arbitros ex communi sententia electos vel apud eos, qui dantur iudici-
bus, qui propriam iurisdictionem non habent, sed tantummodo iudicandi facultatem). Κατά
συνέπεια δεν μπορούν να προβούν σε κρίση υποθέσεων όπου τίθεται ζήτημα αποκαταστά-
σεως εις το ακέραιον. Για τη διάκριση μεταξύ της οἰκείῳ δικαίῳ δικαιοδοσίας και της απλής εὐ-
χέρειας τοῦ δικάζειν (κρίνειν προσώπῳ τινός, κρίνειν δικαίῳ τοῦ ποιήσαντος αὐτὸν ἐκ προ-
σώπου) βλ. σχόλιο της EclB στη B7.5.12,1, 270, 13-21 όπου και η σχετική αιτιολογία. .Πρβλ. και
το σχόλιο της ΕclΒ στη Β7.3.10, 254, 15-34, 255, 1-14.
95. Πεῖρα (όπως σημ. 3) 50.6: ... εἴ τινι δικαστῇ παραπεμφθῇ παρά τινος τῶν ἀντιπροσωπό-
ντων τῷ βασιλεῖ.
96. Πεῖρα (όπως σημ. 3) 50.6: οὐκ ἔχει οὗτος ὁ δικαστὴς ἐξουσίαν ἀπολύειν ἢ καταδικάζειν
τὸ μέρος.
388 Λυδία Παπαρρήγα-Αρτεμιάδη

σεις επί ἐγκληματικῶν υποθέσεων όπου ο δικάζων κατ᾽ εντολή θείου δικα-
στή δεν μπορούσε να εκδόσει δικαστική απόφαση, εφόσον ενεργούσε απλώς
ἐκ προσώπου του θείου δικαστή χωρίς να διαθέτει οἰκείῳ δικαίῳ την τιμωρη-
τική εξουσία.97
Εξάλλου, εφόσον η δικαιοδοσία του δοῦναι δικαστήν, την οποία διέθετε
αποκλειστικά και μόνον ο μείζων δικαστής, αποτελούσε απόρροια του μι-
κτοῦ κράτους, είναι αυτονόητο ότι η δικαιοδοσία αυτή δεν μπορούσε να υ-
περβεί τα όρια της καθ’ ύλην και κατά τόπον δικαστικής αρμοδιότητας, ό-
πως αυτά τα όρια προσδιορίζονταν από τον βυζαντινό νόμο σε συνάρτηση
με το διοικητικό αξίωμα (την ἀρχήν) που διέθετε ο μείζων δικαστής.98 Για τον


97. Βλ. παραπάνω τα αναφερόμενα στο σχετικό σχόλιο της ΕclΒ στη Β6.2.19, 222, 13-18
(σημ. 91).
98. Για την αρχή της καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμοδιότητας (πρόσφορον δικαστήριον)
βλ. ιδίως το αναλυτικό σχόλιο της ΕclΒ στη Β7.5.5 (268, 5-35). Η καθ’ ύλην αρμοδιότητα προσ-
διοριζόταν κατά κανόνα με βάση το κριτήριο της ratione personae (κατά κανόνα, με βάση τον
τόπο μόνιμης κατοικίας του εναγομένου, τόσον επί χρηματικών [πολιτικών], όσο και επί εγ-
κληματικών υποθέσεων [Β7.3.41 και σχόλιο της ΕclΒ, 264, 6-9· Β7.5.20 και σχόλιο της ΕclΒ,
274, 24-25· πρβλ. όμως και την ενδιαφέρουσα διασταλτική ερμηνεία περί του τόπου κατοικίας
του εναγομένου στο σχόλιο της ΕclΒ στη Β7.5.5,268, 26-35 όπου η συναφής επεξήγηση του σχο-
λιαστή ότι η Κωνσταντινούπολη, ως η νέα Ρώμη, είναι η κοινὴ πατρίς ὄλων τῶν παρευρι-
σκομένων ἐν αὐτῇ, αλλά και τις εξαιρέσεις από την αρχή αυτή [269, 1-21]). Κατ’ εξαίρεση όμως
η καθ’ ύλην αρμοδιότητα προσδιοριζόταν με βάση το λεγόμενο privilegium fori που προέκυ-
πτε είτε από την υπηρεσιακή ή επαγγελματική ιδιότητα του εναγόμενου (όταν πρόκειται για
στρατιωτικό ή εκκλησιαστικό αξιωματούχο, μοναχό, στρατιώτη, συγκλητικό, μέλος συντεχνί-
ας κ.λπ.) είτε από την εθνική του προέλευση. Άλλοτε πάλι, όπως προαναφέρθηκε, το αρμόδιο
δικαστήριο καθοριζόταν κατά παρέκκλιση από τα παραπάνω με ειδική παραπομπή από τον
αυτοκράτορα (θεία ἀντιγραφή) σε άλλο δικαστήριο, παραπομπή η οποία είχε ως κύριο κριτή-
ριο αυτό της ratione materiae, το είδος δηλαδή της υποθέσεως που πρόκειται να εκδικασθεί
(λ.χ. υπόθεση στρεφόμενη κατά του δημοσίου, διαθήκη κλπ.). Για το ζήτημα βλ. αναλυτικό-
τερα Macrides, The Competent Court (όπως σημ. 50), 121-122 σημ. 24-25, 123-124 σημ. 32,
33· Γκουτζιουκώστας, Απονομή δικαιοσύνης (όπως σημ. 1), ιδίως 101-230, 251-257 (όπου και
περαιτέρω βιβλιογραφικές αναφορές ιδίως για το καθεστώς ετεροδικίας Βενετών, Γενουατών
και Πιζάνων), 287-306· Τσούρκα-Παπαστάθη, Συμβολή στην έννοια της δικαιοδοσίας του δι-
καστή (όπως σημ. 81), 1792. Για τις ειδικές δωσιδικίες (περιεχόμενο και αρμόδια δικαιοδοτικά
όργανα) στην πρώιμη βυζαντινή περίοδο βλ. F. Goria, Giudici civili e giudici militari nell’età
giustinianea, στο: Garbarino / Trisciuoglio / Sciandrello, Diritto Romano d’Oriente (όπως σημ.
5), 225-239 (= SDHJ 61[1995], 447 επ.)· ο ίδιος, Giustizia (όπως σημ. 5), 268-269, 273-277. Για
τη δυνατότητα αλλαγής της νόμιμης δωσιδικίας και αναθέσεως της εκδίκασης μίας συγκεκρι-
μένης υπόθεσης σε προκαθήμενο δικαστηρίου που δεν ήταν ο καθ’ ύλην αρμόδιος δικαστής
κατόπιν υποβολής του σχετικού αιτήματος με συναίνεση των αντιδίκων σε ἄρχοντα (μείζονα)
δικαστή και υπό την προϋπόθεση ότι δεν υπήρχε αντίθετη γνώμη του αυτοκράτορα βλ.
Τσούρκα-Παπαστάθη, Συμβολή στην έννοια της δικαιοδοσίας του δικαστή (όπως σημ. 81),
1792, σημ. 25-26, και 1793 όπου και παραπομπή στα χωρία των Βασιλικῶν 7.5.1 και 7.5.46 και
Αρχές και κατευθύνσεις στην απονομή της κοσμικής δικαιοσύνης 389

λόγο αυτό, όπως επισημαίνει ο σχολιαστής της ΕclΒ στο χωρίο Β7.3.13 (255,
33-35), η δικαιοδοσία αυτή έληγε αυτοδικαίως με την παύση του αξιώματος
του ἄρχοντος, πράγμα που σήμαινε ότι ο ἄρχων ο οποίος είχε αυτοπροσώπως
αναλάβει την κρίση μιας υπόθεσης δεν μπορούσε να συνεχίσει την εκδίκασή
της μετά τη λήξη του διοικητικού του αξιώματος (ἀρχῆς), ούτε και να δώσει
εντολή σε άλλον δικαστή για να κρίνει κάποια υπόθεση σε χρόνο κατά τον
οποίο εγνώριζε ότι θα είχε επέλθει η παύση του αξιώματός του.99 Ωστόσο,
εάν ο κριτής που είχε ορισθεί από κάποιον άρχοντα ως εντεταλμένος για
την κρίση μιας συγκεκριμένης διένεξης είχε προχωρήσει ήδη στην προκάταρ-
ξιν της δίκης πριν από την παύση του αξιώματος του ἐντειλαμένου τὴν δικαι-
οδοσίαν ἄρχοντος, η δίκη συνεχιζόταν από τον ίδιο κριτή. 100 Επειδή δε
ακριβώς η προκάταρξις101 της δίκης ήταν το κρίσιμο χρονικό σημείο για τη

στο χωρίο της Πείρας (όπως σημ. 3) 51.29. Πρβλ. και D5.1.1 (Ulpianus)· D50.1.28
(Paulus)· CJ3.13.3 (Diocletianus-Maximianus, έτ. 293)· σχόλιο της ΕclΒ στη Β7.3.13 (255, 20-32).
Για την αντίστοιχη διαδικασία στην εκκλησιαστική δικονομία, δηλαδή τη δικονομική δυνατό-
τητα προσφυγής στον οικείο επίσκοπο, ύστερα από κοινή συμφωνία των διαδίκων, για την
επίλυση ιδιωτικής διαφοράς, σε περίπτωση όπου δεν έδρευε άρχοντας σε κάποιο τόπο (Ν87
Κεφ. 7) ή όταν ο άρχοντας στον οποίον είχαν αρχικά απευθυνθεί οι διάδικοι καθυστερούσε να
κρίνει την υπόθεση ή δεν τηρούσε το δίκαιο κατά την εκδίκαση της υποθέσεως (Ν86. Κεφ. 1)
βλ. Σπ. Τρωιάνος, Η εκκλησιαστική δικονομία μέχρι του θανάτου του Ιουστινιανού, Αθήναι
1964 (= Τρωιάνος, Εκκλησιαστική δικονομία), 13. Για τη διαδικασία που επακολουθούσε, εάν
οι διάδικοι, προφανώς μετά την έκδοση δικαστικής αποφάσεως από τον άρχοντα της επαρ-
χίας τους, προσέφευγαν στον κατά τόπον επίσκοπο και επικαλούνταν το γεγονός ότι είχαν α-
δικηθεί από τον άρχοντα βλ. Ν86. Κεφ. 4 (= Β6.22.14), όπου αναφέρεται κρίση του ζητήματος
από τον επίσκοπο, αναπομπή της υπόθεσης στον άρχοντα, εάν διαπιστωνόταν περίπτωση κα-
κοδικίας, τέλος δε η παραπομπή του ζητήματος στον αυτοκράτορα σε περίπτωση μη συμμόρ-
φωσης του άρχοντα. Για την τηρούμενη διαδικασία εάν οι διάδικοι είχαν υποψίες (κακοδικίας)
κατά του άρχοντα της επαρχίας τους, οπότε προβλεπόταν κοινή εκδίκαση της υποθέσεως από
τον κατά τόπον άρχοντα και τον κατά τόπον επίσκοπο, ως ένα είδος «αναχώματος» της ροής
των προσφυγών αυτών προς τον αυτοκράτορα βλ. Ν86 Κεφ. 2 (= Β6.22.2). Εξαίρεση ίσχυε για
τις αγωγές που στρέφονταν κατά προσώπων στα οποία είχε χορηγηθεί το privilegium fori, οι
οποίες εκδικάζονταν υποχρεωτικά από τα εκκλησιαστικά δικαστήρια (Ν79 Κεφ. 1, Ν83 pr.,
Ν123 Κεφ. 8) (βλ. αναλυτικότερα Τρωιάνος, Εκκλησιαστική δικονομία [ό.π.], 69).
99. Βλ. Β7.3.13 (= D2.1.13): Οὐ δύναται δὲ ἐπιτρέπειν δικάζειν ἐν ἐκείνῳ τῷ χρόνῳ, ἐν ᾧ
μέλλει ἰδιώτης εἶναι καθώς και το σχόλιο της ΕclΒ, 255, 33-35, 256, 1-9 : Πλὴν εἰ καὶ δύνανται δι-
δόναι δικαστήν (εννοεί: οἱ ἄρχοντες, ἤτοι προκαθήμενοι δικαστηρίου καὶ ὀφφικιάλιοι), ἀλλ᾽
οὐκ ἔχουσιν ἐξουσίαν ἐντέλλεσθαι τούτοις (εννοεί: τοῖς ἁπλῶς κριταῖς), ἵνα, μεθ᾽ ὃ παυθῶσιν
οὗτοι τῆς ἰδίας ἀρχῆς, ἄρξωνται κρίνειν οἱ παρ᾽αὐτῶν δοθέντες δικασταί ... (ακολουθεί ο θεμα-
τισμός με ειδικό παράδειγμα).
100. Βλ. ΕclΒ στη Β7.3.13, 256, 10-15 και ΕclΒ στη Β6.7.4, 234, 5-17, όπου παρατίθεται και η
σχετική αιτιολογία από τον σχολιαστή.
101. Η προκάταρξις της δίκης επέρχεται μετά την πάροδο είκοσι ημερών από την κατά-
θεση του λιβέλλου (βλ. σχόλιο της ΕclΒ στη Β9.1.82, 373, 14). Βλ. ομοίως και Γ. Ράλλης / Μ.
390 Λυδία Παπαρρήγα-Αρτεμιάδη

συνέχιση της δίκης από τον ίδιο εντεταλμένο δικαστή, το πρόσταγμα τῆς
ἐντολῆς με την οποία είχε γίνει εκχώρηση της δικαιοδοσίας για την εκδίκαση
συγκεκριμένης υπόθεσης έπαυε να έχει οποιαδήποτε ισχύ εάν ο ἐντειλάμενος
ἄρχων απεβίωνε πριν από την προκάταρξιν της δίκης από τον ἐνταλθέντα
ἐλάσσονα κριτήν.102
Εξάλλου, με δεδομένο ότι η τιμωρητική εξουσία του μείζονος δικαστή
συνιστούσε την «πεμπτουσία» της έννοιας του κράτους, είναι εύλογο ότι η
εξουσία τοῦ τιμωρεῖν ἢ ἑτέρως κολάζειν δεν μπορούσε να αποτελέσει αντικεί-
μενο περαιτέρω εκχώρησης (μετεντολῆς) από τον ἄρχοντα σε άλλον ἐλάσ-
σονα κριτή.103 Σύμφωνα λοιπόν με τον σχολιαστή της ΕclΒ: ἄλλοις γὰρ οὐκ
ἐφεῖται τιμωρεῖν, εἰ μὴ τοῖς μεγάλοις ἄρχουσιν, ἤτοι ἐὰν ζήτησις ἐστι περὶ
ἐγκλήματος μεγάλου καὶ μέλους ἐκτομὴν ἐπάγοντος, τὴν τοιαύτην ζήτησιν οὐ
δύναται ὁ ἄρχων ἐντείλασθαι ἄλλῳ τινί, ἀλλὰ αὐτὸς ἐξ ἀνάγκης ὀφείλει δικά-
σαι (σχόλιο της ΕclΒ στο Β2.3.70, 112, 30-31, 113, 1-3). Ομοίως, σε άλλο σχόλιο
της ΕclΒ στη Β7.2.32,6 θα διευκρινισθεί ότι μόνον οι μείζονες δικαστές, δηλα-
δή οι δικαστές που έχουν δικαιοδοσίαν καὶ κράτος (τὴν μεγάλην ἀρχήν) –ε-
πομένως όχι οι αἱρετοὶ δικαστές–, είναι αρμόδιοι για να εκδικάζουν τα δη-
μόσια (μεγάλα) ἐγκλήματα104 καθώς και τα ἰδιωτικά (πριβάτα) καὶ ἐξ ἁμαρτή-
ματος ἀγωγὴν ἀτιμοποιὸν ἔχοντα, όπως λ.χ. το έγκλημα της κλοπής ή της
ύβρεως,105 χωρίς να μπορούν να εκχωρήσουν περαιτέρω την τιμωρητική τους
αυτή εξουσία σε άλλους δικαστές.106 Με το ίδιο σκεπτικό (επειδή δηλαδή δεν
διαθέτουν την οἰκείῳ δικαίῳ δικαιοδοσίαν), οι δικαστές στους οποίους έχει

Ποτλῆς, Σύνταγμα τῶν θείων καὶ ἱερῶν κανόνων, τ. 1, Ἀθῆναι 1852 (= Ράλλης / Ποτλῆς, Σύ-
νταγμα), 166, 24, 167, 13 όπου αναφορά σε σχετική πρόσταξιν του Αλεξίου Κομνηνού.
102. Βλ. Β7.3.36 και σχόλιο της ΕclΒ , 253, 11-18.
103. Για τον λόγο αυτό, όπως αναφέρεται στη Β6.2.8: ...οὔτε γὰρ δύναταί τις ἣν ἔχει ξί-
φους ἢ τιμωρίας ἑτέρας ἐξουσίαν μεταφέρειν εἰς ἄλλον.
104. Βλ. ΕclΒ στη Β7.2.32,6, 244, 20-21, 25-26 : τὰ μεγάλα καὶ παρὰ παντὸς ἀνθρώπου κινούμε-
να οἷον τὸ περὶ φόνου, τὸ περὶ βίας ἐνόπλου καὶ παραπλήσια (όπως λ.χ. η μοιχεία, η ιεροσυλία).
105. Βλ. ΕclΒ στη Β7.2.32,6, 244, 27-30: οὐ παρὰ παντὸς τοῦ βουλομένου κινοῦνται ἀλλὰ
παρὰ μόνον ἐκείνων τῶν παθόντων, οἷον τοῦ κλαπέντος ἢ ὑβρισθέντος.
106. Βλ. τα σχόλια της ΕclΒ στα χωρία Β2.3.70 (112, 29-32 και 113, 1-3), Β7.3.1 (251 13-15, 28-32)
και Β7.2.32,6 (244 20-25). Βλ. επίσης το σχόλιο της ΕclΒ στο χωρίο Β7.5.12,1 όπου προκειμένου
περί ἐντολῆς της δικαιοδοσίας του ἐπάρχου τῆς πόλεως, ο οποίος είχε δικαιοδοσία επί όλων
των εγκληματικών και χρηματικών υποθέσεων εντός της Κωνσταντινουπόλεως και σε ακτίνα
εκατό μιλίων από αυτήν (πρβλ. Β6.4.2 και σχόλιο της ΕclΒ στη Β6.4.2, 4 230, 1-3), ορίζεται ρη-
τά ότι η εντολή δικαιοδοσίας από τον ἔπαρχον τῆς πόλεως σε άλλον δικαστή μπορεί να γίνει
μόνον για χρηματικές και όχι για εγκληματικές υποθέσεις: Ὡς ἐπὶ θέματος· ὁ ἔπαρχος τῆς πό-
λεως ἔχει δικαιοδοσίαν καὶ κράτος καὶ προκάθηται δικαστηρίου καὶ δύναται ἐντέλλεσθαι ἑτέρῳ
γενικῶς, ἣν ἔχει δικαιοδοσίαν, ἐπὶ ταῖς χρηματικαῖς ὑποθέσεσι καὶ μόναις οὐ μὴν ἐπὶ ταῖς ἐγκλη-
ματικαῖς ... (270, 12-14).
Αρχές και κατευθύνσεις στην απονομή της κοσμικής δικαιοσύνης 391

παραπεμφθεί παρόμοια υπόθεση από άλλον αρμόδιο δικαστή (μείζονα ή


θεῖον δικαστή) δεν μπορούν να εκδόσουν απόφαση, αλλά μόνον να εξετά-
σουν την υπόθεση και να παραπέμψουν στη συνέχεια το πόρισμά τους στον
δικαστή που τους είχε δώσει εντολή προς διερεύνηση για να εκδόσει αυτός
πλέον την οριστική απόφαση, απαλλακτική ή καταδικαστική, και να επιβάλει
ποινές στους ενόχους.107 Ενδέχεται ωστόσο η απαρίθμηση αυτή δικαστικών
αρμοδιοτήτων που δεν μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο εκχώρησης
(μετεντολῆς) σε άλλον δικαστή να είναι απλώς ενδεικτική δεδομένου ότι στο
σχόλιο της ΕclΒ επί του Β2.3.70 (= D50.17.70) (112, 26-27) ως παράδειγμα
αστικής διενέξεως που δεν μπορεί να μεταβιβασθεί από τον μείζονα σε άλλον
δικαστή, αναφέρεται η περίπτωση κληρονομικού χρέους και συγκεκριμένα
καταβολής διατροφών των οποίων το ακριβές ποσόν έχει αμφισβητήσει ο
κληρονόμος ενδεχομένως διότι επρόκειτο περί μελλουσών κληρονομικών υ-
ποχρεώσεων.108

Συμπερασματικά
Από το σύνολο των δικαιοδοσιῶν που συνθέτουν την έννοια του μικτοῦ κρά-
τους προκύπτει ότι, σε αντιδιαστολή με τους ἐλάσσονες ή μικροὺς κριτές, ο
μείζων δικαστής διέθετε τη λεγόμενη «πλήρη» δικαιοδοσία (iudicatio) η
οποία περιελάμβανε αφενός μεν τη δυνατότητα να οργανώνει την εύρυθμη
και αποτελεσματική απονομή της κοσμικής δικαιοσύνης –πράγμα που επε-
τύγχανε με την εκχώρηση (μετεντολή) δικαιοδοσίας του στον ἐλάσσονα δι-

107. Βλ. παραπάνω σημ. 97-98.
108. Καὶ αὐτοὶ δὲ οἱ μείζονες δικασταί, εἰ καὶ δύνανται ἐντέλλεσθαι ἐτέρῳ δικάσαι, ἀλλ᾽
οὖν εἰσί τινα, ἅτινα οὐ δύνανται ἐντέλλεσθαι, οἷον ἐὰν καταλειφθῶσί τινι διατροφαὶ καὶ ἀμφι-
βάλῃ ὁ κληρονόμος πόσον ὀφείλει διδόναι, ὁ πραίτωρ (για τις αναφορές των πηγών στο αξίωμα
του πραίτωρος πρβλ. σχετικά Γκουτζιουκώστας, Απονομή δικαιοσύνης [όπως σημ. 1], 191-192,
όπου και σχετικές μνείες των απόψεων που έχουν διατυπωθεί) μόνος περὶ τούτου διαγινώσκει
καὶ οὐ μετεντέλλεται ἑτέρῳ ... (112, 24-28). Ενδεχομένως στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται
περί πραιτωρίας επερωτήσεως η οποία παραπέμπει όχι μόνον σε ενεστώσες αλλά και σε μέλ-
λουσες υποχρεώσεις της κληρονομίας τις οποίες, εφόσον πρόκειται για ενοχές που προκειται
να προκύψουν στο μέλλον, αρνείται ο κληρονόμος. Πρβλ. Gai, Ιnst. (όπως σημ. 62) 4.131,
όπου περιγράφεται η περίπτωση obligatio, από την οποία πηγάζουν ειδικότερες υποχρεώσεις
από τις οποίες ορισμένες πρέπει να εκπληρωθούν στον παρόντα χρόνο και άλλες στο μέλλον,
όπως για παράδειγμα όταν συμφωνείται ότι ένα ορισμένο ποσόν θα πρέπει να καταβάλλεται
ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Κατά τον Paulus (D45.1.76, 1), στις περιπτώσεις αυτές οι ε-
περωτήσεις είναι έγκυρες μόνον εάν προστεθεί η φράση «θα πρέπει» (oportebit) ή «στο παρόν
ή υπό προθεσμία» (praesens in diemve), η οποία καταλαμβάνει και τις μέλλουσες ενοχές, και
όχι η φράση «ό,τι πρέπει να δώσεις» (quidquid te dare oportet) η οποία δηλώνει μόνον τα
χρήματα τα οποία ήδη οφείλονται (στον ενεστώτα χρόνο). Πρβλ. και D45.1.89· D45.1.125.
392 Λυδία Παπαρρήγα-Αρτεμιάδη

καστή που ο ίδιος επέλεγε για να κρίνει συγκεκριμένη υπόθεση– αφετέρου


δε τη δυνατότητα να παρέχει έννομη προστασία με ποικίλα ένδικα βοηθήμα-
τα ή ευεργετήματα σε όσες περιπτώσεις υπήρχε επιτακτική ανάγκη να προ-
στατευθούν κάποιοι διάδικοι έναντι των κακόπιστων, στρεψόδικων ή δύ-
στροπων αντιδίκων τους ή όταν επαπειλούνταν βλάβες περιουσιακών αγα-
θών, τα οποία κρίνονταν άξια γρήγορης και αποτελεσματικής ένδικης προ-
στασίας. Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι όλες οι επί μέρους περιπτώσεις
δικαιοδοσίας που μνημονεύονται από τους βυζαντινούς σχολιαστές (bono-
rum possesiones, cautiones damni infecti, ορισμοί επιτρόπων [tutores], mis-
siones) αντιστοιχούν στις περιπτώσεις εκείνες όπου ο ρωμαίος άρχοντας δι-
καιοδοτούσε pro tribunali (ἐπὶ τῷ βήματι), δηλαδή ενεργούσε υπό την επί-
σημη ιδιότητά του.109 Πρόκειται επομένως για τις πλέον σπουδαίες εκδηλώ-
σεις της δικαιοδοσίας του ρωμαίου magistratus τις οποίες, ίσως έντεχνα, επι-
λέγει ο ανώνυμος συντάκτης της ΕclΒ ως τις πλέον χαρακτηριστικές για να
καταδείξει και κατ’ επέκταση να αναδείξει την ουσία της διάκρισης των μει-
ζόνων δικαστών από τους λοιπούς δικαστές της βυζαντινής αυτοκρατορίας,
τους ἐλάσσονες κριτές.
Στο σημείο λοιπόν αυτό ανακύπτει το ερώτημα εάν οι αναφορές που κά-
νουν τα βυζαντινά σχόλια σε συγκεκριμένες stipulationes, missiones in pos-
sesionem ή interdicta είναι εξαντλητικές ή απλώς ενδεικτικές.
Έχοντας ως δεδομένα ότι:
i) στο σχόλιο της ΕclΒ στη Β2.3.70 (112, 26-27) αναφέρεται μία ακόμη περί-
πτωση δικαιοδοσίας μείζονος δικαστή η οποία δεν μπορεί να εκχωρηθεί σε ἐ-
λάσσονα, χωρίς όμως να έχει τιμωρητικό χαρακτήρα, συγκεκριμένα δε η πε-
ρίπτωση της πραιτωρίας επερωτήσεως για μέλλουσες κληρονομικές υποχρε-
ώσεις,110
ii) στο σχόλιο της ΕclΒ στη Β7.2.32,7 (245, 15-20) αναφέρεται ότι μόνον μείζο-
νες δικαστές μπορούν να κρίνουν υποθέσεις που σχετίζονται με ζητήματα
καταστάσεως ελευθερίας ή ευγενείας, δικαιοδοσία η οποία ωστόσο δεν μνη-
μονεύεται στα σχόλια που πραγματεύονται ad hoc το ζήτημα της δικαιοδο-
σίας των μειζόνων δικαστών και
iii) στο σχόλιο της ΕclΒ στη Β9.6.1 (419, 12-17) μνημονεύεται, εκτός από τις
περιπτώσεις θέσεως στη νομή του κληροδόχου, του κυοφορουμένου τέκνου

109. Συνήθως, επί ρωμαϊκής Ηγεμονίας, στις περιπτώσεις αυτές εκδίκαζε σε κλειστό
χώρο (basilicae, auditoria) ή, στις επαρχίες, στην επίσημη έδρα της διοικήσεως ή στην έδρα
του δικαστηρίου της επαρχίας. Πρβλ. Wenger, Institutes (όπως σημ. 51), §§7, 12a· Kaser /
Hackl, Zivilprocessrecht (όπως σημ. 5), §71.
110. Βλ. πιο πάνω σημ. 108.
Αρχές και κατευθύνσεις στην απονομή της κοσμικής δικαιοσύνης 393

και την περίπτωση της θέσεως στη νομή σαθράς οικίας του ιδιοκτήτη γειτο-
νικού ακινήτου (αγωγή damni infecti), και μία τέταρτη περίπτωση missio in
possesionem, αυτή της θέσεως σε νομή του δανειστή επί των οφειλομένων
σε αυτόν πραγμάτων (κατά την περίπτωση όπου ο οφειλέτης του ή ο δεφεν-
δεύων αὐτόν 111 αρνείται να παρουσιασθεί), κλίνουμε μάλλον προς την εκδο-
χή ότι οι θεματισμοί που αναφέρονται στα σχόλια της ΕclΒ στις διατάξεις
των Βασιλικῶν 7.3.1 (251, 15-34) και 7.3.3-4 (252, 25-30, 253, 1-7) κάνουν απλώς
χρήση ενδεικτικών παραδειγμάτων για να καταστήσουν αντιληπτό τον τρό-
πο παροχής έννομης προστασίας μέσω της missio in possesionem ή της
πραιτωρίας επερωτήσεως. Μία υπόθεση η οποία, εάν τελικώς ευσταθεί, μας
οδηγεί στη σκέψη ότι η δικαιοδοσία των βυζαντινών μειζόνων δικαστών
στους συγκεκριμένους τομείς, στους οποίους εκδηλώνεται συχνά διάπλαση ή
συμπλήρωση του δικαίου, δεν διαφοροποιείται αισθητά από τη ρωμαϊκή iu-
risdictio αλλά συνιστά κατ’ ουσίαν μία μετεξέλιξή της προσαρμοσμένη στα
νέα δεδομένα της βυζαντινής περιόδου. Eξαίρεση ενδεχομένως συνέτρεχε
μόνον όσον αφορά την εξέταση του έκτακτου ενδίκου βοηθήματος της ἀπο-
καταστάσεως εἰς τὸ ἀκέραιον το οποίο, σύμφωνα με τη διάταξη του ιουστινι-
άνειου Κώδικα 2.46.3 pr.-1, μπορούσε να εκδικασθεί όχι μόνον από τους δι-
καστές pro tribunali huiusmodi causa cognitiones proponi, δηλαδή από τους
πλέον υψηλόβαθμους δικαστές,112 αλλά και από τους δικαστές οι οποίοι εί-
χαν ορισθεί με ειδική εντολή (specialiter eis fuerit mandatum· CJ46.3,2) από
τον αυτοκράτορα ή από τον διοικητή της βασιλεύουσας ή από τον διοικητή
άλλης επαρχίας για να κρίνουν παρόμοιες υποθέσεις.113 Πιθανολογούμε ότι
για τον λόγο αυτό η ἀποκατάστασις εἰς τὸ ἀκέραιον δεν μνημονεύεται στην
ΕclΒ μεταξύ των ειδικοτέρων δικαιοδοσιών που εμπεριέχονται στην ευρύτε-
ρη έννοια της δικαιοδοσίας των μειζόνων δικαστών της αυτοκρατορίας.


111. Για την έννοια του δεφενδεύοντος βλ. ΕclΒ στη Β9.6.6,1, 420, 23-24: ὁ δεφενδεύων αὐ-
τὸν ἤτοι ὁ ὑποδεχόμενος τὰς κινουμένας δίκας παρὰ τῶν δανειστῶν καὶ δικαζόμενος ...
112. Πρβλ. D50.1.16 όπου αναφέρεται ότι η restitutio in integrum ανήκει στα ένδικα
βοηθήματα τα οποία είναι μάλλον magis imperii παρά iurisdictionis. Συνεπώς μόνον εκείνος
που διαθέτει το καθαρό imperium μπορεί να χορηγεί restitutio in integrum.
113. CJ46.3, pr.-1: ... sancimus non solum apud iudices pro tribunali huiusmodi causa
cognitiones proponi, sed etiam apud eos iudices, qos augusta dederit maiestas aut nostrae rei
publicae administatores vel in hac regia civitate vel in pronviciis, ut videatur ipse, qui iudicem
destinaverit, utpote pro tribunali cognoscens et in integrum dare restitutionem et causas eius
examinare ...
394 Λυδία Παπαρρήγα-Αρτεμιάδη

2. «Τομὴ τῶν φάκτων» και «περὶ τοῦ νόμου ἀμφιβολία»


Πέραν όμως όσων έχουν προεκτεθεί, η αναγκαιότητα να ενισχυθεί περαιτέ-
ρω το δικαιοδοτικό έργο των βυζαντινών δικαστών είναι έκδηλη στις νομο-
θετικές εκείνες ρυθμίσεις, με τις οποίες γίνεται προσπάθεια να περιορισθεί η
ροή των νομικών ζητημάτων τα οποία οι αρμόδιοι δικαστές παρέπεμπαν κα-
τά τη διάρκεια εκκρεμοδικίας (σε πρώτο ή δεύτερο βαθμό) προς κρίση στον
βασιλέα μέσω της διαδικασίας της ἀναφορᾶς-ἔκθεσης (relatio).114 Όπως ειδι-


114. Βλ. και πιο πάνω σημ. 33. Για τη διαδικασία αυτή μέσω της οποίας παραπέμπονταν
από τον δικαστή, κατά τη διακριτική του ευχέρεια, δυσερμήνευτα νομικά ζητήματα ή θέματα
σχετιζόμενα με την πλήρωση κενών του δικαίου που παρεμπόδιζαν την έκδοση απόφασης σε
οποιοδήποτε στάδιο της δίκης με βάση τη θεμελιώδη αρχή ότι αρμόδιος για την αυθεντική ερ-
μηνεία των νόμων ήταν ο βυζαντινός αυτοκράτορας βλ. ενδεικτικά Παναγιωτίδης, Δέησις
(όπως σημ. 5), 272-277, όπου και συναφείς προϊουστινιάνειες και βυζαντινές νομικές πηγές.
Βλ. επίσης B2.6.16 (= CJ1.14.11): Τὸν μὴ κρατήσαντα νόμον ἐν συνηθείᾳ καὶ ἀμφιβολίαν δεξά-
μενον ἀναφορὰ δικαστοῦ καὶ βασιλέως αὐθεντίᾳ τεμνέτω· B2.6.17 (= CJ1.14.12): Ἡ μεταξὺ δύο
τινῶν τοῦ βασιλέως ἀπόφασις καὶ ἐπὶ τῶν παραπλησίων κρατείτω. Νόμου τάξιν ἐχέτω καὶ ὅπερ
ἂν νόμον ἑρμηνεύων ὁ βασιλεὺς εἰσηγήσεται· σχόλιο (1) των Βασιλικῶν στο χωρίο B7.1 (=
Ν125 Κεφ. 1) (BS36/1): Ζήτει βιβ. θʹ. τιτ. αʹ. κεφ. ϛϟ τὸ λέγον καὶ θείου βασιλικοῦ γράμματος
προενεχθέντος ἐκ τοῦ ἑνὸς μέρους δύναται τὸ ἕτερον μέρος ἐκκαλεῖσθαι. Καὶ μή σοι ἐναντιωθῇ,
ἀλλ’ εἰπέ, ὡς δικαστὴς ἀμφιβάλλων περὶ νόμου ἀναφέρει περὶ τοῦτο τῷ βασιλεῖ. Ἐκέλευσε δὲ
θατέρῳ τῶν λεγατόρων προσενεγκεῖν τὰ παρὰ τοῦ βασιλέως γενόμενα ἀντίγραφα. Καὶ γὰρ ἐκ
νόμου ἐφεῖται τῷ δικαστῇ, εἰ περὶ νόμου ἀμφιβάλλει, τὸν βασιλέα ἐρωτᾶν... καθώς και το σχό-
λιο (2) των Βασιλικῶν στο Β7.1 (BS36/2): Τὸ μὲν παρὸν κεφ. περὶ φάκτου φησὶ μὴ δεῖν ἐρω-
τᾶσθαι τὸν βασιλέα ὁποίαν δεῖ τὴν ἀπόφασιν ποιεῖσθαι. ... Τὰς γὰρ ἐπὶ τοῖς νόμοις ἀμφιβολίας
παρὰ τοῦ βασιλέως δεῖ ἑρμηνεύεσθαι, φησὶν ὁ νόμος. Καὶ οὐ μόνον τοὺ<ς δικαστὰς τὸν βασιλέα
δεῖ ἐρωτᾶν, ἀλλ’ ἐνίοτε καὶ τοὺς ἄρχοντας, ὥς φησι τὸ οθʹ. κεφ.τοῦ εʹ.> τιτ. τούτου <τοῦ> βιβ.
οὕτω λέγον· περὶ νόμου, οὐ μὴν περὶ φάκτου. Καὶ νεαρὰ ιγʹ. καὶ ὡς βιβ. βʹ. τιτ. ἐσχάτῳ, κεφ. κγ.
Τέλος, ιδιαίτερα διαφωτιστικό, ως προς τη διαδικασία παραπομπής στην κρίση του βυζαντι-
νού αυτοκράτορα των αμφιβόλων νομικών ζητημάτων που ανέκυπταν κατά την πορεία μίας
δίκης από τους προκαθημένους δικαστηρίου δικαστές, μεταξύ των οποίων και ο μέγας δρουγ-
γάριος, είναι το σχόλιο της ΕclΒ στο χωρίο των Βασιλικῶν 9.1.1.1-2 (= D49.1.1.1-2): Γίνωσκε
ὡς ἐν προθεωρίᾳ, ὅτι δύνανται οἱ ἄρχοντες ἤγουν οἱ προκαθήμενοι δικαστηρίου καὶ ἔχοντες δι-
καιοδοσίαν νομικῆς παρεμπιπτούσης ἀμφιβολίας ἐρωτᾶν περὶ ταύτης τὸν βασιλέα καὶ κατὰ τὴν
ἐκεῖθεν ἐκφερομένην λύσιν ἐκφέρειν τὴν οἰκείαν ἀπόφασιν. Τοῦτο μαθὼν ἐλθὲ ἐπὶ τὸ προκείμε-
νον· ὁ μέγας δρουγγάριος δικάζων τὸν Πέτρον καὶ τὸν Παῦλον λόγου χάριν εὗρεν ἀνακύψασαν
ἀμφιβολίαν νομικήν· ἴσως γὰρ προεκομίσθη νόμος, ὃς ἡρμηνεύετο καὶ παρ’ ἀμφοτέρων τῶν με-
ρῶν πρὸς τὸ συμφέρον αὐτοῖς, καὶ ἦσαν καὶ αἱ ἑρμηνεῖαι νόμιμοι καὶ γενναῖαι· ἀμηχανῶν οὖν ὁ
μέγας δρουγγάριος καὶ μὴ δυνάμενος ἑνὶ μέρει προστεθῆναι ἀνήνεγκε περὶ τῆς ἀμφιβολίας τῷ
βασιλεῖ· καὶ ὁ βασιλεὺς ὥρισεν, ὅπως ὀφείλει τμηθῆναι ἡ ὑπόθεσις ... (353 8-13). Μάλιστα, όπως
διευκρινίζεται στη συνέχεια του σχολίου αυτού, στις περιπτώσεις αυτές η αυτοκρατορική από-
φαση, η οποία επιλύει οριστικά το αμφιλεγόμενο νομικό ζήτημα (ἐκφέρει τομὴ ἀπὸ τῆς ἀναφο-
ρᾶς), είναι εκκλητή με βάση το σκεπτικό ότι η βασιλική κρίση βασίσθηκε στην πεπλανημένη ἢ
Αρχές και κατευθύνσεις στην απονομή της κοσμικής δικαιοσύνης 395

κότερα υπογραμμίζουν τα σχόλια των Βασιλικῶν και της ΕclΒ, όλα τα φάκτα,
οτιδήποτε, δηλαδή, εντάσσεται στην έννοια του «πραγματικού» μιας νομικής
διαφοράς, δεν θα πρέπει να αποτελούν αντικείμενο παραπομπής στην αυτο-
κρατορική κρίση. Ως εκ τούτου, ο καθ᾽ ύλην αρμόδιος δικαστής οφείλει να
αναλαμβάνει ο ίδιος την επίλυση των ζητημάτων αυτών. Σύμφωνα ειδικότε-
ρα με το σχετικό επεξηγηματικό σχόλιο (62) του Αγιοθεοδωρήτου στο χωρίο
των Βασιλικῶν 60.1.10 (Pe) (BS3060/62): Τὸ μὲν γὰρ ζητεῖν τὴν ὑπόθεσιν, καὶ
ἐξετάζειν, καὶ τέμνειν ἐπιτέτραπται τῷ δικαστῇ, καὶ ὡς συμφέρον καὶ δίκαιον
† γνώσεται· τὰ γὰρ ἐν φάκτοις ἀνακύπτοντα ὀφείλει τέμνειν, οἷον μαρτυρίαν,
οἵαν αὐτὸς δοκιμάζει, ταύτην καὶ δέχεσθαι· τῆς γὰρ τοῦ δικαστοῦ γνώμης
ἤρτηται πιστεῦσαι καὶ μή. Ὁμοίως καὶ σύμφωνα φήσομεν καὶ ἄλλα, ὅσα ἐκεί-
νου δοκιμασίας ἐξήρτηται … 115 Όπως επισημαίνει ο Αγιοθεοδωρίτης, στο
πραγματικό μιας υπόθεσης που άγεται προς κρίση ενώπιον δικαστηρίου (δη-
λαδή το «νομικό πραγματικό») μπορεί να ενταχθεί μία πληθώρα νομικών αμ-
φιβολιών που ανακύπτουν κατά την κρίση μιας υπόθεσης, όπως λ.χ. η αμφι-
βολία που ανακύπτει ως προς την αξιοπιστία μίας μαρτυρικής κατάθεσης116 ή
ως προς το ακριβές περιεχόμενο των δηλώσεων βουλήσεων των συμβαλλο-
μένων που κατατείνουν στην κατάρτιση μιας συμφωνίας.117 Από το σχόλιο
επομένως προκύπτει ότι ως φάκτα, τα οποία οφείλει σε κάθε περίπτωση να ε-
ξετάσει ο αρμόδιος δικαστής, νοούνται όχι μόνον τα καθαρώς εξωτερικά ή
περιγραφικά στοιχεία του «πραγματικού» ενός κανόνα δικαίου αλλά και
στοιχεία υποκειμενικά ή/και αξιολογικά από τα οποία όμως εξαρτάται η δια-
πίστωση των πραγματικών περιστατικών της επίδικης υποθέσεως προκειμέ-
νου τα πραγματικά αυτά περιστατικά να υπαχθούν στη συνέχεια στις νομι-
κές έννοιες του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου. Με τα δεδομένα αυτά μπορεί
κανείς να αντιληφθεί όχι μόνον την ποικιλία αλλά και τη βαρύτητα των ζη-
τημάτων τα οποία ο βυζαντινός νομοθέτης εναποθέτει στη νομική ευθυκρι-
σία του αρμόδιου δικαστή.118


ἐλλιπὴ ἀναφορά του προκαθημένου δικαστηρίου που παρέπεμψε το θέμα στη κρίση του βυζα-
ντινού ηγεμόνα (353, 20-26).
115. Τα ίδια επαναλαμβάνονται και στο σχόλιο (2) των Βασιλικῶν στο χωρίο Β7.1.18 (P)
(BS39/2): Τὸ μὲν παρὸν κεφ. περὶ φάκτου φησὶ μὴ δεῖν ἐρωτᾶσθαι τὸν βασιλέα ὁποίαν δεῖ τὴν
ἀπόφασιν ποιεῖσθαι…
116. Βλ. στο σχόλιο του Αγιοθεοδωρήτου: ...οἷον μαρτυρίαν, οἵαν αὐτὸς δοκιμάζει, ταύτην
καὶ δέχεσθαι· τῆς γὰρ τοῦ δικαστοῦ γνώμης ἤρτηται πιστεῦσαι καὶ μή.
117. Βλ. στο παραπάνω σχόλιο του Αγιοθεοδωρήτου: ... Ὁμοίως καὶ σύμφωνα φήσομεν
καὶ ἄλλα, ὅσα ἐκείνου δοκιμασίας ἐξήρτηται.
118. Σε αντιδιαστολή με το πραγματικό της υπόθεσης (τα λεγόμενα φάκτα), τα δυσεπί-
λυτα νομικά ζητήματα οφείλουν να αποτελέσουν, σε περίπτωση αμφιβολίας, αντικείμενο πα-
396 Λυδία Παπαρρήγα-Αρτεμιάδη

Προς την αυτή όμως κατεύθυνση, της αποσυμφόρησης δηλαδή της αυ-
τοκρατορικής δικαιοδοσίας από τον μεγάλο όγκο των υποθέσεων, συμβάλ-
λουν και οι νομοθετικές εκείνες οδηγίες, με τις οποίες καλούνται όλοι αδια-
κρίτως οι ἄρχοντες, δηλαδή οἱ προκαθήμενοι δικαστηρίου και οι λοιποί οἱ ἔχο-
ντες ὀφφίκια καθώς και οι ἄρχοντες τῶν ἐπαρχιῶν,119 να μην παραπέμπουν α-
νενδοίαστα στην αυτοκρατορική κρίση τις διενέξεις που άγονται προς εκδί-
καση ενώπιόν τους.120 Στο πλαίσιο της ίδιας νομοθετικής προσπάθειας να
μην παρακάμπτεται μέσω διαφόρων δικονομικών οδών η καθ᾽ ύλην αρμοδι-
ότητα, καλείται ακόμη και ο χαμαιδικαστής, δηλαδή το πρόσωπο εκείνο το


ραπομπής στη κρίση του βασιλέα. Βλ. στο ίδιο σχόλιο του Αγιοθεοδωρήτου (62) στο χωρίο
των Βασιλικῶν 60.1.10 (Pe) (BS3060/62): … Ἡ δὲ τοῦ νόμου ἐπεξέλευσις οὐκ ἀνήκει τῷ δικα-
στῇ, τοὐτέστιν, ἡ δὲ διάνοια τοῦ νόμου, καὶ ὅπερ ὁ νόμος ῥητῶς διέξεισι, καὶ περὶ οὗ ῥητῶς ἐπε-
ξέρχεται … Ομοίως και στο σχόλιο (2) των Βασιλικῶν στη Β7.1.18 (= N125 Κεφ. 1) (BS39/2),
14-21: Τὸ μὲν παρὸν κεφ. περὶ φάκτου φησὶ μὴ δεῖν ἐρωτᾶσθαι τὸν βασιλέα ὁποίαν δεῖ τὴν ἀπό-
φασιν ποιεῖσθαι. Οὕτω γὰρ νοητέον τοῦτο. Τὸ δὲ βʹ. θεμ.κεφ. βʹ. τοῦ αʹ. τιτ. τοῦ θʹ. βιβ. ἐπιτρέ-
πει ἀναφέρειν τὸν ἄρχοντα τῷ βασιλεῖ. Τὴν τοῦ νόμου ἀμφιβολίαν νοητέον. Τὰς γὰρ ἐπὶ τοῖς
νόμοις ἀμφιβολίας παρὰ τοῦ βασιλέως δεῖ ἑρμηνεύεσθαι, φησὶν ὁ νόμος. Καὶ οὐ μόνον τοὺς δι-
καστὰς τὸν βασιλέα δεῖ ἐρωτᾶν, ἀλλ’ ἐνίοτε καὶ τοὺς ἄρχοντας, ὥς φησι τὸ οθʹ. κεφ.τοῦ <εʹ.>
τιτ. τούτου <τοῦ> βιβ. οὕτω λέγον· περὶ νόμου, οὐ μὴν περὶ φάκτου … Καὶ νεαρὰ ιγ καὶ ὡς βιβ.
βʹ. τιτ. ἐσχάτῳ, κεφ. κ… Ομοίως και στο επόμενο σχόλιο (3) στην ίδια διάταξη των Βασιλικῶν
(BS39/3): Τουτέστι περὶ φάκτου· περὶ γὰρ νόμου δεῖ ἐρωτᾶσθαι τοὺς ἄρχοντα καὶ τὸν βασιλέα
παρὰ τῶν δικαστῶν, ὡς βιβ. αʹ. τιτ. εʹ. κεφ. τελευτ., καὶ τιτ. εʹ. τούτου τοῦ βιβ. κεφ. οθʹ. Για τη
θεμελιώδη αυτή παρέμβαση του βασιλέα βλ. επίσης B2.6.16 (= CJ 1.14.11)· B2.6.17 (= CJ
1.14.12)· σχόλιο των Βασιλικῶν (1) στη B7.1.18 (= Ν125 Κεφ. 1) (BS39/1): Ζήτει βιβ. θʹ. τιτ. αʹ.
κεφ. <ϟ>ς΄ τὸ λέγον καὶ θείου βασιλικοῦ γράμματος προενεχθέντος ἐκ τοῦ ἑνὸς μέρους δύνα-
ται τὸ ἕτερον μέρος ἐκκαλεῖσθαι. Καὶ μή σοι ἐναντιωθῇ, ἀλλ’ εἰπέ, ὡς δικαστὴς ἀμφιβάλλων πε-
ρὶ νόμου ἀναφέρει περὶ τοῦτο τῷ βασιλεῖ. Ἐκέλευσε δὲ θατέρῳ τῶν λεγατόρων προσενεγκεῖν τὰ
παρὰ τοῦ βασιλέως γενόμενα ἀντίγραφα. Καὶ γὰρ ἐκ νόμου ἐφεῖται τῷ δικαστῇ, εἰ περὶ νόμου
ἀμφιβάλλει, τὸν βασιλέα ἐρωτᾶν.... Πρβλ. επίσης και το σχόλιο της ΕclΒ στο χωρίο των Βα-
σιλικῶν 23.85,2, 121, 12-13.
119. Για την έννοια του ἄρχοντος βλ. κυρίως τα σχόλια της ΕclΒ στο χωρίο Β7.3.29,260 1-5
και στο χωρίο Β7.3.13, 255, 19-35.
120. Βλ. CJ3.1.11· B7.6.11· Β6.3.24: ... καὶ μὴ συγχωρεῖν ἐκ ῥᾳθυμίας τοὺς τῆς ἐπαρχίας, ἧς
ἄρχεις, εἰς ταύτην τρέχειν τὴν εὐδαίμονα πόλιν καὶ ἡμᾶς ἐνοχλεῖν. Εἰ δέ τις μὴ προσελθών σοι
παραγενέσθαι τῇ βασιλίδι ταύτῃ θαρρήσειε πόλει, καὶ ἀντιπέμψομεν αὐτὸν σὺν ἐπιτιμήσει πάσῃ
καὶ ἀποκρίσεως οὐ μεταδώσομεν. Βλ. επίσης και σχόλιο της ΕclΒ, 225, 31-33, 226, 1-3 , ... Καὶ πα-
ρεγγυᾶται τῷ ἄρχοντι μὴ παραχωρεῖν τοῖς ἐπαρχεώταις εἰς τὴν μεγαλόπολιν εἰσέρχεσθαι διὰ τὸ
δικασθῆναι, ἀλλὰ κρίνειν αὐτοὺς ἐκεῖσε μετὰ τῶν ἀδικούντων ἴσως αὐτοὺς ἢ ἄλλως ἐπηρεα-
ζόντων καὶ ἐκδικεῖν καὶ τιμωρεῖν κατὰ νόμους τὰς μοιχείας, τὰς ἁρπαγάς, τοὺς φόνους καὶ τὰ
λοιπὰ ἁμαρτήματα ... Πρβλ. Ν17.3· Ν125. Για το ζήτημα στην πρώιμη βυζαντινή περίοδο βλ.
Goria, Giustizia (όπως σημ. 5), 259-260, όπου πηγές και συναφείς βιβλιογραφικές αναφορές.
Αρχές και κατευθύνσεις στην απονομή της κοσμικής δικαιοσύνης 397

οποίο έχει ορισθεί από κάποιον ἄρχοντα δικαστή121 για να εκδικάσει μία συ-
γκεκριμένη υπόθεση122 χωρίς να έχει την ιδιότητα του ὀφφικιαλίου, χωρίς δη-
λαδή να διαθέτει οποιοδήποτε διοικητικό αξίωμα (ἀρχήν), να μην αναπέμπει
τα νομικά ζητήματα στην κρίση του ἄρχοντος δικαστή που του ανέθεσε να
κρίνει τη συγκεκριμένη διένεξη, αλλά να αναλαμβάνει (τέμνει) ο ίδιος την
κρίση της υποθέσεως αυτής ἀπ᾽ ἀρχῆς μέχρι τέλους.123


121. Συγκεκριμένα πρέπει να έχει ορισθεί από προκαθήμενον δικαστηρίου (σχόλιο της
ΕclΒ στη Β7.3.29). Όπως αναφέρεται (στο ίδιο σχόλιο, ό.π., 260, 1-2) προκαθήμενοι δικαστηρίου
ήσαν κατά τον 12ο αι. ὁ δρουγγάριος, ὁ δικαιοδότης καὶ ὁ ἔπαρχος καὶ οἱ λοιποὶ οἱ ἔχοντες ὀφ-
φίκια καὶ οἱ τῶν ἐπαρχιῶν ἄρχοντες.
122. Βλ. στο σχόλιο της ΕclΒ στη Β7.3.29, 260, 3-4: ... χαμαιδικασταὶ δὲ οἱ μήτε ὀφφικιάλιοι
μήτε ἀρχὴν ἔχοντες, ἀλλ᾽ ὁριζόμενοι παρὰ ἄρχοντος δικάσαι τήνδε τὴν ὑπόθεσιν. Πρβλ. και
Πεῖρα (όπως σημ. 3) 51.10, όπου αναφέρεται ότι ο μάγιστρος Ευστάθιος ο Ρωμαίος έκρινε,
σύμφωνα με τη διάταξη βιβ. ζ τίτ. α ἐπὶ δίκῃ κινηθείσῃ εἰς τὸ στενὸν (είναι άγνωστο εάν πρό-
κειται για το δικαστήριο που δίκαζε υπό τον στρατηγὸν τοῦ στενοῦ, δηλ. τον στρατηγό που
ήταν υπεύθυνος για το στενό του Βοσπόρου ή γίνεται αναφορά σε δίκη που έγινε στην περιο-
χή αυτή· πρβλ. Oikonomidès, Listes [όπως σημ. 40], 358 σημ. 394) κατὰ τοῦ μητροπολίτου με-
λιτηνῆς, ὀμοίως καὶ εἰς τοῦ δομεστίκου τοῦ μαρίνου, ... Ὅτι χαμαιδικαστὴς λέγεται ὁ δοθεὶς εἰς
δίκην διαγνώμων παρὰ ἄρχοντος θεματικοῦ ἐκ πρώτου, οὐ μὴν αὐτὸς ὢν δικαστὴς οὐδὲ παρὰ
βασιλέως δοθείς ... (κατά τον Ευστάθιο μόνον ἄρχων θέματος μπορεί να ορίσει χαμαιδικαστή
και όχι άλλος δικαστής, όπως είχε γίνει προφανώς στις περιπτώσεις των δικών που μνημονεύ-
ονται). Παρατηρούμε ότι στο χωρίο της Πείρας διευκρινίζεται ότι ο χαμαιδικαστής δεν είναι
δικαστής (εννοεί μάλλον ότι δεν διέθετε δικαιοδοσία είτε αυτοδικαίως [όπως ο μείζων] είτε
κατά παραπομπή [όπως ο ἐλάσσων] και όχι ότι δεν έχει την ικανότητα να δικάζει, εφόσον, ό-
πως προκύπτει από το παραπάνω σχόλιο της ΕclΒ στη Β7.3.29, ήσαν υποχρεωμένοι να εκδι-
κάσουν τη συγκεκριμένη υπόθεση που τους είχε ανατεθεί· πρβλ. και την επόμενη σημ. 123),
ενώ διακρίνεται επίσης και από τον θεῖον δικαστήν, δηλαδή τον δικαστή που ορίζει ο βασι-
λεύς για να κρίνει συγκεκριμένη υπόθεση. Οι αποφάσεις των χαμαιδικαστῶν προσβάλλονταν
με το ένδικο μέσο της ἐκκλήτου ενώπιον του προκαθημένου δικαστηρίου που τους είχε αναθέ-
σει την υπόθεση (βλ. στο σχόλιο της ΕclΒ στη Β7.3.29, 260, 14-15).
123. Βλ. Β7.3.29 και το σχετικό σχόλιο της ΕclΒ, 260, 7-11: ... μὴ ὑπολαμβανέτωσαν οἱ χα-
μαιδικασταί, ὅτι συγκεχώρηται αὐτοῖς τὰς παραπεμφθείσας αὐτοῖς δίκαις ἀναφέρειν πάλιν πρὸς
τὸν παραπέμψαντα –τοῦτο γὰρ οὐ διδόασι οἱ νόμοι–, ἀλλ᾽ αὐτοὶ τεμνέτωσαν αὐτὰς καὶ ἀπ᾽ ἀρ-
χῆς μέχρι τέλους δικάζοντες τὴν ὑπόθεσιν διδότωσαν καὶ ἀπόφασιν. Πρβλ. N125.1 έτ. 543: Κε-
λεύομεν τοίνυν μηδένα τῶν δικαστῶν καθ᾽ οἰονδήποτε τρόπον ἢ χρόνον ἐπὶ ταῖς παρ᾽ αὐτοῖς
προτιθεμέναις δίκαις μηνύειν πρὸς τὴν ἡμετέραν γαληνότητα, ἀλλ᾽ ἐξετάζειν τελείως τὸ πρᾶγ-
μα καὶ ὅπερ αὐτοῖς δίκαιον καὶ νόμιμον φανείη κρίνειν … Για τη νομοθετική προσπάθεια επιτά-
χυνσης των δικών κατά τον 12ο αι. βλ. επίσης τις Νεαρές ΙΙ και ΙΙΙ του Μανουήλ Κομνηνού, οι
οποίες απευθύνονται στους δικαστές (Macrides, Justice under Manuel I Κomnenos [όπως σημ.
45], 122-139· πρβλ. και Θ. Κοζύρης, Η Νεαρά του Αυτοκράτορος Μανουήλ Α΄ Κομνηνού του
έτους 1166 περί δικονομικών και άλλων νομικών θεμάτων, Βυζαντιναί Μελέται 2 (1990), 189-
199).
398 Λυδία Παπαρρήγα-Αρτεμιάδη

3. Ἀκρίβεια / εἴδησις τοῦ νόμου και νομική ευθύνη


Η ενδυνάμωση του ρόλου του βυζαντινού δικαστή στον τομέα της νομικής
ερμηνευτικής κατά τη μέση βυζαντινή περίοδο θα προωθηθεί ωστόσο περαι-
τέρω μέσω της υποχρέωσης του δικαστή να διαφυλάττει την ἀκρίβειαν τῶν
νόμων124 αλλά και μέσω της νομοθετικής κατοχύρωσης της ανεξαρτησίας της
γνώμης του. Η ανεξαρτησία αυτή φαίνεται προοδευτικά να διασφαλίζεται
όχι μόνον έναντι προγενέστερων δικαστικών αποφάσεων αλλά και έναντι
των παράνομων θείων ἀντιγραφῶν που αποφαίνονταν για νομικά ζητήματα
που είχαν ανακύψει κατά τη διάρκεια μιας εκκρεμοδικίας. Όπως επεξηγεί ο

124. Για την υποχρέωση του δικαστή να δικάζει και να αποφαίνεται σύμφωνα με τους νόμους
βλ. Ν113 Κεφ. 1, Κεφ. 3 (έτ. 543)· B7.1.16 (= Ν82 Κεφ. 13): Πᾶς δὲ δικαστὴς εἴτε ἀρχὴν ἔχων
εἴτε ἄλλως δικάζων τηρείτω τοὺς νόμους καὶ κατὰ τούτους φερέτω τὰς ψήφους, καὶ κἂν εἰ συμ-
βαίη κέλευσιν ἡμετέραν ἐν μέσῳ κἂν εἰ θεῖον τύπον, κἂν εἰ πραγματικὸς εἴη φοιτήσας λέγων
τοιῶσδε χρῆναι τὴν δίκην τεμεῖν, ἀκολουθείτω τῷ νόμῳ. Ἡμεῖς γὰρ βουλόμεθα κρατεῖν, ὅπερ οἱ
ἡμέτεροι βούλονται νόμοι ...· Β7.6.11(= CJ3.1.11). Βλ. επίσης το ιδιαιτέρως εύγλωττο κείμενο
της θεωρούμενης ως γνησίας Νεαρᾶς του Λέοντος ΣΤ´ του Σοφού (Νεαρὰ κατάκρισις ἐκτεθεῖ-
σα εἰς τοὺς κριτὰς παρὰ Λέοντος καὶ Ἀλεξάνδρου τῶν εὐσεβῶν βασιλέων) η οποία, κατά τον
Σπ. Τρωιάνο, προβλέπει κυρώσεις τελείως ασυμβίβαστες με το κυρωτικό σύστημα των Νεα-
ρῶν του Λέοντος ΣΤ´ (P. Noailles / A. Dain (έκδ.), Les Novelles de Leon VI le Sage, Paris 1944,
377-378· Σπ. Τρωιάνος (έκδ.), Οι Νεαρές Λέοντος ΣΤ´ του Σοφού, Αθήνα 2007 (= Τρωιάνος,
Νεαρές Λέοντος ΣΤ´), 321-322· ο ίδιος, Οι πηγές (όπως σημ. 13), 232, όπου και σχετικές βι-
βλιογραφικές παραπομπές. Ενδιαφέρουσα είναι επίσης η διατύπωση του σχολίου (2) των Βα-
σιλικῶν στη Β7.1.18 (BS39/2), όπου ο σχολιαστής αναφέρει ότι: Τὰς γὰρ ἐπὶ τοῖς νόμοις ἀμφι-
βολίας παρὰ τοῦ βασιλέως δεῖ ἑρμηνεύεσθαι, φησὶν ὁ νόμος. Καὶ οὐ μόνον τοὺς δικαστὰς τὸν
βασιλέα δεῖ ἐρωτᾶν, ἀλλ᾽ ἐνίοτε καὶ τοὺς ἄρχοντας... Σύμφωνα με το σχόλιο, οι δικαστές
όφειλαν να παραπέμπουν τις αμφιβολίες τους που ανέκυπταν κατά τη διάρκεια μιας δίκης για
νομικά ζητήματα στον βασιλέα. Ως δικαστές στο συγκεκριμένο χωρίο θα πρέπει να νοηθούν
ακόμη και οι ἐλάσσονες δικαστές και οι χαμαιδικαστές, τούτο δε προκύπτει εξ αντιδιαστολής
από τη συνέχεια του χωρίου, όπου ο σχολιαστής τονίζει ότι ακόμη και οι ἄρχοντες, οι μείζονες
δηλαδή δικαστές, όφειλαν, όμως, όχι κατά κανόνα, αλλά μόνον ἐνίοτε, να απευθύνονται στον
βασιλέα για τα πλέον δυσεπίλυτα νομικά ζητήματα. Βλ. ομoίως και στο σχόλιο της ΕclΒ στη
Β2.3.85, 2 (121, 11-13), όπου αναφέρονται τα ακόλουθα: Οὐδὲν οὖν ἄλλῳ λείπεται ἢ τῇ ψήφῳ δι-
καστικῇ τῶν ἀρχόντων τοῦτο λυθῆναι (εννοεί: τὴν τοῦ νόμου ἀμφιβολίαν), μᾶλλον δὲ προστά-
ξει βασιλικῇ, ᾧ καὶ μόνῳ σήμερον ἐφεῖται τὰ τῶν νόμων ἀμφίβολα τέμνειν. Από τη διατύπωση
του σχολίου προκύπτει ότι παρ’ ότι ο κατεξοχήν (κυρίως) υπεύθυνος για την επίλυση των αμ-
φίβολων νομικών ζητημάτων ήταν ο βασιλεύς, ωστόσο οι ἄρχοντες δικαστές μπορούσαν και
αυτοί να επιλύουν τα νομικά αμφίβολα, τα δυσερμήνευτα δηλαδή νομικά ζητήματα, ακόμα
και εάν η κρίση αφορούσε το ένδικο βοήθημα της ἀποκαταστάσεως εἰς τὸ ἀκέραιον (βλ. το
σχετικό παράδειγμα στο παραπάνω χωρίο της ΕclΒ). Για το ζήτημα βλ. αναλυτικότερα Lydia
Paparriga-Artemiadi, Interventions de l'herméneutique juridique dans la résolution des ambi-
guïtés de la loi lors des contestations en justice à l'époque byzantine, Humanitas (Imprensa da
Universidade de Coimbra) 69 (2017), 92-95 (https://doi.org/10.14195/2183-1718_69_4).
Αρχές και κατευθύνσεις στην απονομή της κοσμικής δικαιοσύνης 399

σχολιαστής της ΕclΒ σε σχόλιό του στη Β7.6.11: Ἡ παροῦσα διάταξις κελεύει
μηδέποτε τὸν δικαστὴν παρὰ τὸ δίκαιον καὶ τὸ νόμιμον κρίνειν, κἂν πρόσταξιν
δέξηται βασιλικὴν διοριζομένην αὐτῷ δικάσαι παρὰ τὸ δίκαιον, ἀλλὰ τὴν μὲν
πρόσταξιν παραβλέψασθαι, τὴν δὲ ἀπόφασιν αὐτοῦ δικαίαν ποιῆσαι καὶ νόμι-
μον (281, 5-8). 125 Υπό την αυτή οπτική, σε ένα εκτεταμένο σχόλιο της ΕclΒ
στη Β9.1.79 (373, 3-9), θα διευκρινισθεί ότι έχει παύσει πλέον να ισχύει παλαι-
ότερη δικονομική πρακτική σύμφωνα με την οποία οι ἐλάσσονες δικαστές ό-
φειλαν να ακολουθούν προγενέστερες δικαστικές αποφάσεις που έχουν εκ-
δοθεί σε υποθέσεις ομοίου περιεχομένου και μάλιστα ακόμη και αν οι απο-
φάσεις αυτές προέρχονταν από μείζονες δικαστές ή από τη σύγκλητο.126 Κα-
τά τον σχολιαστή ο δικάζων, ακόμη και εάν πρόκειται για ἐλάσσονα δικαστή,
οφείλει να διερευνά ο ίδιος εξ αρχής τί ἐστιν ἀκόλουθον τοῖς νό-
μοις· επομένως δεν θα πρέπει να κατακολουθεῖ, δηλαδή να ασπάζεται
ανενδοίαστα την προγενέστερη απόφαση (τὴν ψῆφο) άλλου δικαστή, χωρίς


125. Πρβλ. και το σχόλιο της ΕclΒ στη Β9.1.38 (365, 16-18): ... ἃ γὰρ ἡ τῶν νόμων αὐθεντία
ἔφθασε διορίσασθαι, πῶς ὀφείλειν λύεσθαι, ταῦτα βασιλικὴ ἀντιγραφὴ ἢ οἰκονομεῖν ἢ μετατυ-
ποῦν οὐ δύναται. Το συγκεκριμένο ζήτημα είχε απασχολήσει τον βυζαντινό νομοθέτη ήδη από
τον 6ο αι., όπως προκύπτει τόσο από το περιεχόμενο της Νεαρᾶς 113 Κεφ. 2 του Ιουστινιανού
(έτ. 541), νομοθετική ρύθμιση την οποία ο Ιουστινιανός χαρακτηρίζει ως νόμον γιὰ τὴν τήρη-
σιν τῶν νόμων (βλ. Ν113 Κεφ. 3, 14-20), όσο και από το περιεχόμενο της ελληνόγλωσσης διά-
ταξης του ιουστινιάνειου Κώδικα 3.1.11 (= Β7.6.11), όπου ειδικότερα αναφέρεται: Κατὰ τοὺς
νόμους οἱ διοικηταὶ πρὸς τὸ φαινόμενον αὐτοῖς δίκαιον καὶ μὴ φοβείτωσαν βασιλικὴν ἀντιγρα-
φὴν παράνομόν τι ποιῆσαι αὐτοῖς κελεύουσαν ὡς ἀνίσχυρον. Πολύ αργότερα το ίδιο ζήτημα ε-
πιχειρήθηκε να αντιμετωπισθεί με τη Νεαρά Μανουήλ Κομνηνού 74 έτ. 1170 (JGR Ι, 422) με
την οποία απαγορεύθηκε στους δικαστές να λαμβάνουν υπόψιν τους παρόμοιες βασιλικές ἀ-
ντιγραφές –η έκδοση των οποίων είχε προκληθεί από διαδίκους που επιχειρούσαν παράκαμψη
της κρίσεως του δικάζοντος– ακόμα κι αν έφεραν κηρόβουλλο σφραγίδα. Βλ. επίσης και τα α-
ναφερόμενα στις Νεαρές 63 και 68 του Μανουήλ Κομνηνού έτ. 1166 (βλ. JGR Ι, 385-387 και
403-410)· Macrides, Justice under Manuel I Komnenos (όπως σημ. 45), no I, 120-121, 29-38, και
no IV, 164-165, 129-130). Για το θέμα βλ. επίσης Κ. Τριανταφυλλόπουλος, Ιεραρχία νόμων και βυ-
ζαντινόν δίκαιον, στο: Π. Τσούκας (επιμ.), Άπαντα, Β2, Αθήνα 2009, 988επ ·Χριστοφιλοπούλου,
Βυζαντινά δικαστήρια (όπως σημ. 7), 165 με παραπομπή στη Β 60.36.15· η ίδια, Πολιτειακά
όργανα και κράτος δικαίου στη βυζαντινή αυτοκρατορία, στο: Αφιέρωμα στον Ν. Σβορώνο, Α´,
Ρέθυμνο 1986, 195 επ.· Σπ. Τρωιάνος, Νόμοι και κανόνες. Η αναζωπύρωση κατά τον 12ο αι.
της συζητήσεως γύρω από τη σχέση τους, στο: «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγὼ ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός». Ἀφιέ-
ρωμα ἀγάπης καὶ σεβασμοῦ στὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀμερικῆς Δημήτριο, Αθήνα 2002, 902-903. Για
την πρώιμη βυζαντινή περίοδο βλ. Goria, Valori e princìpi (όπως σημ. 30), 526 επ., ιδίως σημ.
33, όπου πηγές και συναφείς βιβλιογραφικές αναφορές.
126. Ἔθος ἐκράτει το παλαιὸν τοιοῦτον, εἴπερ ἐδίκαζέ τις ὑπόθεσιν δικαστὴς καὶ ἔφθασεν
ἕτερος δικαστὴς ἄρχων ὢν καὶ μέγας κρῖναι τοιαύτην ὑπόθεσιν ὁμοίαν ἢ ἡ σύγκλητος ἐδεδώκει
ἐπὶ ὑποθέσει παρομοίᾳ ἀπόφασιν, κατηκολούθει καὶ αὐτὸς τῇ ἐξενεχθείσῃ ψήφῳ ἢ παρὰ τοῦ ἄρ-
χοντος ἢ παρὰ τῆς συγκλήτου.
400 Λυδία Παπαρρήγα-Αρτεμιάδη

να την έχει υποβάλει στον δικό του νομικό έλεγχο.127 Τα ίδια επαναλαμβά-
νονται και στο χωρίο της Πείρας 51.33, όπου στην κατὰ πόδας ερμηνεία δι-
ευκρινίζεται ότι τα οριζόμενα στο χωρίο αυτό δεν αφορούν μόνον τη συμ-
βουλευτική διαδικασία128 αλλά και τις δικαστικές αποφάσεις των διαφόρων
μειζόνων δικαστών διότι: οὐχ ὑποδείγματι ἀλλὰ νόμῳ κριτέον ἐστίν.129 Ο-
μοίως η δυνατότητα της άσκησης δικαστικού ελέγχου προγενέστερων δικα-
στικών αποφάσεων ανεξάρτητα από τη συγκεκριμένη θέση που κατείχε ο
αρμόδιος δικαστής στη βυζαντινή ιεραρχία είναι έκδηλη στη δυνατότητα της
μη αναγνώρισης και επομένως της ανατροπής (αναίρεσης) εθίμων που είχε
αναγνωρίσει ως έγκυρα η δικαστηριακή πρακτική, εάν και εφόσον ο δικα-
στής έκρινε με αφορμή συγκεκριμένη διένεξη ότι τα έθιμα αυτά είναι αντί-
θετα με τους γραπτούς νόμους130 ή στερούνται εμφανώς κάποιας λογικής βά-

127. Τοῦτο οὖν ἀναιροῦσα ἡ παροῦσα διάταξις ὁρίζει τὸν δικάζοντα μηκέτι κατακολουθεῖν
ἑτέρᾳ ψήφῳ δικαστοῦ, ἀλλὰ σκοπεῖν, τί ἐστιν ἀκόλουθον τοῖς νόμοις, καὶ τοῦτο ἀποφαίνεσθαι.
128. Για τη διαδικασία per consultationem ενώπιον του κοιαίστωρος του ιερού παλατίου
στην πρώιμη βυζαντινή περίοδο βλ. Goria, Giustizia (όπως σημ. 5), 260 σημ. 59, όπου και πε-
ραιτέρω βιβλιογραφικές αναφορές.
129. ... Μηδεὶς δικαστὴς ἢ διαιτητὴς νομιζέσθω μηδὲ τοῖς κατὰ κονσουλτατίονα, ἅστινας
μὴ ὀρθῶς νοήσει, ἀκολουθητέον, καὶ πολλῷ πλέον τῶν ἐξοχωτάτων ἐπάρχων ἢ καὶ τῶν ἄλλων
ἐξάρχων, οὐ γὰρ εἰ μὴ καλῶς κριθῇ, ταῦτα καὶ εἰς ἄλλων δικαστῶν ἐλάττωσιν ἐκτείνεσθαι χρή,
ὁπότε οὐχ ὑποδείγματι ἀλλὰ νόμῳ κριτέον ἐστίν. Πρβλ. CJ7.45.13 (Iustinianus, έτ. 529).
130. Βλ. το σχόλιο του Ανωνύμου (Εναντιοφανούς) στη Β2.1.42 (BS7/1): Ὥστε τότε κε-
χρήμεθα τῇ συνηθείᾳ τινὸς πόλεως ἢ ἐπαρχίας, ὅτε ἀμφισβητηθεῖσα ἐν δικαστηρίῳ ἐβεβαιώθη.
Τὰ εἰρημένα νόει, ἐὰν τὸ κρατοῦν ἔθος οὐκ ἔστι παράνομον και το σχόλιο (1) των Βασιλικῶν
στη Β2.1.44 (BS7/1): ... ἐν ᾧ δηλονότι κἀνταῦθα μὴ ἐγγράφοις διαμάχεται νόμοις (εννοεί: τὰ
βεβαιωθέντα τῇ μακρᾷ συνηθείᾳ καὶ ἐπὶ πολλοὺς ἐνιαυτοὺς φυλαχθέντα ὡσανεὶ σιωπηρᾶς συν-
θήκης τε καὶ συναινέσεως τὼν πολιτῶν). Βλ. επίσης το σχόλιο της ΕclΒ στη Β2.1.44-45 (13, 18-
19, 20-23): ... ὅτι ἡ μακρὰ συνήθεια τότε κρατεῖ, ὅτε οὐ κεῖται νόμος προφανῶς ταύτῃ ἐναντιού-
μενος ... Ἀκολούθως οὖν τοῖς κεφαλαίοις ἐκείνοις καὶ τὸ παρὸν βαδίζον κεφάλαιόν φησιν, ὅτι τὰ
δοκιμασθέντα ἐπὶ χρόνον πολὺν καὶ δόξαντα καλῶς πολιτεύεσθαι, εἰ μὴ πρὸς νόμον ἐναντιοῦ-
νται, ὀφείλουσιν ἀντὶ ἐγγράφου νόμου κρατεῖν ... καθώς και το σχόλιο της ΕclΒ στη Β2.1.47: ...
ἐκεῖνο τὸ ἔθος κρατεῖ καὶ παραφυλάττεται ἐν τοῖς ὁμοίοις καὶ ἐκείνην τὴν συνήθειαν παραφυ-
λάττειν χρὴ ἐγγράφου νόμου μὴ ὄντος ... (14, 11-12). Βλ. ομοίως και Εἰσαγωγή (όπως σημ. 3) 2.7:
Ἐν τῇ τῶν νόμων ἑρμηνείᾳ δεῖ καὶ τῇ συνηθείᾳ προσέχειν τῆς πόλεως· τὸ δὲ παρὰ κανόνας
πραττόμενον οὐ δεῖ λαμβάνειν παράδειγμα, καθώς και το σχόλιο της ΕclΒ στη Β2.1.42 (12, 27-
30): ... Ὅρα οὖν καὶ ἀπὸ τοῦ παρόντος κεφαλαίου ἀληθεύουσαν ἐκείνην τὴν ἑρμηνείαν καὶ γίνω-
σκε λόγῳ καθολικῷ, ὅτι τότε κρατεῖ ἀντὶ νόμου ἡ συνήθεια, ὅτε νόμος οὐ κεῖται προφανῶς τῇ
συνηθείᾳ ἐναντιούμενος. Ἔχε δὲ ἰδικὸν τὸ περὶ τῆς ὑπογραφῆς τῶν διαθηκῶν, ὅπερ σοι ἐκεῖ πα-
ραδέδωκα. Πρβλ. και τα σχόλια του Θεοδώρου Βαλσαμώνος τα οποία βασίζονται σε παλαιά
σχόλια του ἀντικήνσορος Στεφάνου (Φωτίου Πατριάρχου Νομοκάνων [Ράλλης / Ποτλῆς, Σύ-
νταγμα, όπως σημ. 101], Τίτλ. Α΄, Κεφ. Γ΄, 39, 27-31, 40, 1-3: Διδάσκει δὲ ὁ καὶ Στέφανος ἐν τῷ μβ´
κεφ. διδασκαλίαν ἀρίστην, καὶ λύει τὰς περὶ ἀγράφου συνηθείας ἐναντιοφανείας, λέγων οὕ-
τως· Ἡ χρονία συνήθεια τότε ὡς νόμος κρατεῖ, ὅτε μὴ ἐγγράφῳ διαμάχηται νόμῳ. Καὶ μὴ νόμιζε
Αρχές και κατευθύνσεις στην απονομή της κοσμικής δικαιοσύνης 401

σης, του λεγόμενου εὐλόγου λογισμοῦ.131 Σύμφωνα ειδικότερα με ένα σχόλιο


της ΕclΒ στη Β2.1.47 (= D1.3.39), ο βυζαντινός δικαστής οφείλει κάθε φορά
που καλείται να κρίνει μία υπόθεση να ελέγχει από την αρχή, χωρίς δηλαδή
να δεσμεύεται από προηγούμενες δικαστικές αποφάσεις, εάν το συγκεκρι-
μένο έθιμο, το οποίο επικαλείται κάποιος διάδικος, παρουσιάζει προφανή α-
ντίθεση με την ἐνδεχομένην μέντοιγε διαίρεσιν καὶ ... τὸν πρέποντα λογι-
σμόν.132 Ως ενδεικτικά παραδείγματα δικαστηριακών πρακτικών με τις oποί-
ες είχαν γίνει δεκτά έθιμα ἀλογίστως εἰσενεχθέντα καὶ κατὰ πλάνην και τα ο-
ποία, για τον λόγο αυτό, οφείλουν να ανατραπούν από μεταγενέστερες δι-
καστικές αποφάσεις, αναφέρονται η αναγνώριση της εγκυρότητας διαθήκης
ανηλίκου κάτω των δεκατεσσάρων ετών (σχόλιο της ΕclΒ στη Β2.1.47 (14, 23-
133
33), καθώς και η ανάκληση της αυτεξουσιότητας των χειράφετων τέκνων
(Νεαρά 25 Λέοντος ΣΤ´ του Σοφού).134

τοῦτο ἐναντίον εἶναι τῷ τέλει τοῦ προλαβόντος διατάγματος ἐκεῖ μὲν γὰρ περὶ συνηθείας λέγον
φησί, ὅτι δύναται αὐτὴ νόμου ἀνελεῖν· ἐνταῦθα δὲ περὶ συνηθείας φησὶ καὶ λέγει, ὅτι καινὸν οὐκ
εἰσάγει νόμιμον ἡ συνήθεια, εἰ παλαιῷ τινι νόμῳ μάχηται· δυνατὸν μὲν γὰρ ἐκ τῆς ἀσυνηθείας
μὴ κεχρῆσθαι νομίμῳ, οὐ μὴ καὶ ἐναντίως κεχρῆσθαι, και πιο κάτω, Ἕτερον σχόλιον [41, 14, 1-8]: ...
συνηθείας οὔσης τοῖς Ἰουδαίοις δικάζεσθαι παρὰ μόνῳ τῷ στρατηγῷ τοῦ στενοῦ, ὁ κραταιὸς καὶ
ἅγιος ἡμῶν βασιλεὺς διωρίσατο παρὰ παντὸς δικαστηρίου κατὰ νόμους τούτους δικάζεσθαι· καὶ
ἡ συνήθεια ἐλογίσθη ὡσεὶ οὐδὲν μὴ στηριχθεῖσα νομίμως.
131. Πρβλ. και το σχόλιο των Βασιλικῶν (1) στο χωρίο Β2.1.47 (BS8/1), όπου ως ενδει-
κτικό παράδειγμα εθίμου που στερήθηκε με την πάροδο του χρόνου οποιασδήποτε λογικής
βάσεως και το οποίο ακριβώς για τον λόγο αυτόν καταργήθηκε με αυτοκρατορική διάταξη, α-
ναφέρεται η χειρονομία του ραπίσματος προς το υπεξούσιο τέκνο, η οποία αποτελούσε μέρος
της πανηγυρικής δηλώσεως της βουλήσεως του πατέρα για την απελευθέρωσή του: ... Ὡς τὸ
διδόναι ῥάπισμα τῷ ἐλευθερουμένῳ· ὅπερ ἀλόγιστον ὃν ἐσχόλασεν ἐκ βασιλικῆς διατάξεως. Τό-
τε γὰρ κρατεῖ τὸ ἔθος ὡς ἔθος, ὅταν ἐστὶν εὔλογον· πρβλ. ομοίως και την κατά πολύ προγενέ-
στερη ρητή αποδοκιμασία της πρακτικής αυτής με τη διάταξη CJ8.48 (49).6 (Imp. Iustinianus,
έτ. 531), όπου γίνεται ρητή αναφορά στα iniuriosa rhapismata (υβριστικά ραπίσματα) για τα
οποία δεν υπάρχει λογικός σκοπός (quorum nullus rationabilis invenitur). Το έθιμο του ραπί-
σματος του χειραφετουμένου τέκνου οφείλεται στην αντιμετώπιση της emancipatio κατά τη
ρωμαϊκή περίοδο ως πράξεως που επέφερε στον χειραφετούμενο κοινωνική απομόνωση.
132. Τὴν γὰρ συνήθειαν καὶ τὸ ἔθος, ὅπερ πολλάκις εἰσήχθη καὶ ἐπράχθη εἰς δικαστήρια,
παρὰ τὴν ἐνδεχομένην μέντοιγε διαίρεσιν καὶ παρὰ τὸν πρέποντα λογισμόν, τουτέστι τὸ ἔθος τὸ
ἀλογίστως εἰσενεχθὲν καὶ κατὰ πλάνην κρατῆσαν καὶ συνήθειαν λαβὸν γίνεσθαι, οὐχ ἕλκεται
εἰς τὰ ὅμοια ... (14, 14-18) και λίγο πιο κάτω: ... σήμερον γὰρ πολλὰ γίνονται ἐν τοῖς πλείοσι τῶν
δικαστηρίων παρὰ τὸν νόμον καὶ τὴν τούτου διαίρεσιν καὶ ἀκρίβειαν καὶ ἕλκονται ἐν τοῖς ὁμοί-
οις διὰ μόνον τοῦτο, ὅτι ἔθος ἐκράτησεν οὕτως γίνεσθαι καὶ ἐν πολλοῖς ἐπράχθη (14, 23-26).
133. Πρβλ. ομοίως και το προηγούμενο σχόλιο της ΕclΒ στη Β2.1.42 (12, 29-30).
134. Ἔδοξε γάρ τισι τῶν κρίνειν λαχόντων, καὶ θαυμάζω πῶς ἔδοξε, μὴ τοὺς καταστάντας
αὐτεξουσίους τῶν παίδων ἁπλῶς ἔχειν ἣν ἔλαβον ἐξουσίαν, ἀλλ᾽, εἰ μὴ παίδων ὀφθεῖεν πατέρες,
ἀποχειροτονεῖσθαι τὸ αὐτεξούσιον καὶ πάλιν ὑπὸ τὴν τοῦ γονέως ἐπιτροπὴν καθίστασθαι και
παρακάτω: ... Τοῦτό τισιν εἰς δόξαν ἐλθὸν καὶ ῤᾳδίως παραδεχθὲν τοῖς ὕστερον μέχρι τοῦ νῦν ὁ-
402 Λυδία Παπαρρήγα-Αρτεμιάδη

Επιπλέον όμως ο βυζαντινός νομοθέτης φαίνεται να αναγνωρίζει ως ιδι-


αίτερα σημαντική τη συμβολή στη νομική θεμελίωση της δικαιοδοτικής κρί-
σης όχι μόνον των δικαστών αλλά και των λοιπών βοηθητικών προσώπων
της δίκης που εκτελούσαν χρέη νομικού συμβούλου των βυζαντινών κριτών,
όπως οι λεγόμενοι σύμπονοι ή πάρεδροι ή συγκάθεδροι.135 Τούτο προκύπτει
με σαφήνεια από την αυξημένη ευθύνη που έφεραν τα πρόσωπα αυτά, όχι
μόνον για την περίπτωση κατά την οποία θα τύχαινε να υποστηρίξουν μία
παράνομη ή άδικη νομική θέση ή να διατυπώσουν νομική κρίση αντίθετη ως
προς το γράμμα του νόμου, αλλά ακόμη και όταν παρέλειπαν να διατυπώ-
σουν εύλογα νομικά αντεπιχειρήματα σε μία παράνομη δικαστική απόφαση.
Όπως επισημαίνεται σε σχόλιο της ΕclΒ στο χωρίο Β7.3.24 (= D2.2.2
[Paulus]),136 άγνοια του νόμου (έλλειψη εἰδήσεως τοῦ νόμου) ή νομική απει-
ρία (έλλειψη νομικής ἐμπειρίας) δεν συγχωρείται στον σύμπονο, διότι το πρό-
σωπο αυτό ασκεί καθήκοντα επαγγελματία νομικού συμβούλου ακριβώς λό-
γω αυτής της νομικής του κατάρτισης και εμπειρίας.137 Με βάση λοιπόν το

ρᾶται πολιτευόμενον τῆς παλαιᾶς ἀτιμαζομένης νομοθεσίας (Τρωιάνος, Νεαρές Λέοντος ΣΤ´
[όπως σημ. 124], 108). Πρβλ. CJ8.55(56).9 (Imp. Theodosius-Valentinanus, έτ. 426). Η πρα-
κτική της ανάκλησης της αυτεξουσιότητας των τέκνων δημιουργήθηκε κατ᾽ αναλογίαν
(ἄτοπη ωστόσο, όπως επεξηγείται στους τελευταίους στίχους της Νεαρᾶς 25 Λέοντος ΣΤ´ του
Σοφού) με τη ανάκληση της αυτεξουσιότητας των δούλων οι οποίοι είχαν δολίως διαπράξει
διάφορα αδικήματα.
135. Οι σύμπονοι ή πάρεδροι, δηλαδή, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει το σχετικό σχόλιο
της ΕclΒ στο χωρίο Β7.1.7, οἱ ἀκροώμενοι μετ᾽ αὐτῶν (εννοεί: τῶν ἐμπράτων δικαστῶν) τῶν
δικῶν (235, 14-15), δεν μπορούσαν να εκδόσουν δικαστική απόφαση ούτε να ποιοῦν προκάταρ-
ξιν τῆς δίκης. Μπορούσαν όμως να εξετάσουν μεμονωμένα τμήματα της υποθέσεως κατά την
ακροαματική διαδικασία (σχόλιο της ΕclΒ στο Β7.1.1, 235, 10-11) αλλά και να προβούν σε δια-
γνώσεις και να καταρτίσουν και να σφραγίσουν τα σημειώματα, δηλαδή τις δικαστικές απο-
φάσεις, υπό την προϋπόθεση ωστόσο ότι οι ἔμπρατοι δικαστές ήταν παρόντες κατά τις διερ-
γασίες αυτές (για τη συναφή παράνομη δικονομική πρακτική που είχε καθιερωθεί πρβλ. πιο
κάτω σημ. 155). Βλ. σχετικά το σχόλιο της ΕclΒ στη Β7.1.7, 235, 15-17: ... οὐκ ὀφείλουσιν αὐτοὶ
κρίνοντες μόνοι μὴ παρόντων τῶν ἀρχόντων διαγνώσεις ἐκφέρειν καὶ σημειώματα ποιεῖν καὶ
ἐντιθέναι τοῖς σημειώμασι τὰ ὀνόματα τῶν άρχόντων ὡς παρόντων καὶ ἐξετασάντων τὴν ὑπόθε-
σιν. Για τη συμμετοχή των assessores της ρωμαϊκής περιόδου στο consilium που επικουρούσε
τους ρωμαίους άρχοντες κατά την άσκηση της iurisdictio με την παροχή συμβουλευτικού νο-
μικού έργου βλ. Wenger, Institutes (όπως σημ. 51), §4 σημ. 6, όπου και οι συναφείς πηγές της
ρωμαϊκής περιόδου και βιβλιογραφικές αναφορές.
136. Τὸν δόλον ἐπιζητοῦμεν τοῦ ἄρχοντος· ἐὰν γὰρ ἀπειρίᾳ τοῦ συνέδρου ἄλλως ψηφισθῇ,
ὁ ἄρχων οὐκ ἀδικεῖται, ἀλλ᾽ ὁ σύμπονος.
137. Βλ. το σχόλιο της ΕclΒ: … τοῖς δὲ τούτων συμπόνοις καὶ παρέδροις, ἐπεὶ μία φροντίς
ἐστιν ἡ τῶν νόμων εἴδησις καὶ ἐμπειρία … διὰ τὴν τῶν νόμων εἴδησιν καὶ ἐμπειρίαν τοῖς ἄρχου-
σιν ὡρίσθησαν συμπονεῖν, ὡς ἄν, ὅπερ οἱ ἄρχοντες οἴκοθεν οὐκ οἴδασι, τοῦτο παρὰ τῶν συμπό-
νων ἀναδιδάσκωνται … (259, 21-25). Πρβλ. ομοίως και Ν82 pr. (έτ. 533): ... τοῖς μὲν γὰρ
Αρχές και κατευθύνσεις στην απονομή της κοσμικής δικαιοσύνης 403

σκεπτικό ότι οι νομικές επαγγελματικές διεξιότητες του συμπόνου είναι ικα-


νές για να τον αποτρέψουν από τη διατύπωση νομικών επιχειρημάτων που
δεν μπορούν να στηριχθούν σε ισχύουσες νομοθετικές ρυθμίσεις ή, ακόμη
περισσότερο, αντιβαίνουν εμφανώς σε αυτές, τυχόν πλημμελής συμπεριφορά
στην άσκηση του νομικού έργου του138 που θα συνέβαλε με οποιονδήποτε


ἡμετέροις ἄρχουσι πάρεισι πάντως καὶ πάρεδροι τὰ ἐκ τῶν νόμων ὑφηγούμενοι καὶ τὰς ἀσχο-
λίας ἀναπληροῦντες τὰς αὐτῶν, ἐπειδήπερ πολλαῖς περιεχόμενοι φροντίσιν, ἃς ὑφ᾽ ἡμῖν ἔχουσιν
εἰκότως τὸ δικαστικὸν ἀναπληροῦσι μέρος τῇ τῶν οἰκείων παρουσίᾳ παρέδρων· οἱ δὲ οὔτε ἀρ-
χὴν ἔχοντες οὔτε ἡμῖν ὑπηρετούμενοι ... Για τη νομική παιδεία των παρέδρων ή συμπόνων, οι ο-
ποίοι κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο προέρχονταν από τις τάξεις των νομικῶν (σχετικά
με το ὀφφίκιον αυτό της βυζαντινής Εκκλησίας βλ. J. Darrouzès, Recherches sur les ὀφφίκια de
l’eglise byzantine, Paris 1970, 119-121, 258-259, 381-382, 569· Βασιλική Νεράντζη-Βαρμάζη,
Οι βυζαντινοί ταβουλλάριοι, Ελληνικά 35 [1984] 261-274, 269-270) ή των συνηγόρων και συ-
νεπώς έπρεπε να διαθέτουν γνώση του δικαίου ή διοικητική ή δικαστική εμπειρία βλ. Goria, Il
giurista (όπως σημ. 40), κυρίως 731-734, όπου πηγές και περαιτέρω βιβλιογραφικές αναφορές.
Γενικότερα για τη νομική παιδεία στη μεσοβυζαντινή περίοδο, η οποία συνδέεται άμεσα με
την εκτεταμένη παραγωγή ιδιαίτερα αξιόλογων νομικών έργων, βλ. ενδεικτικά F. Fuchs, Die
höheren Schulen von Konstantinopel im Mittelalter, Amsterdam 1964· P. Lemerle, Le premier
humanisme byzantin. Notes et remarques sur enseignement et culture à Byzance des origines au
Xe siècle, Paris 1971 (= σε ελλ. μετ. Μαρίας Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, Ο πρώτος βυζαντινός
ουμανισμός: σημειώσεις και παρατηρήσεις για την εκπαίδευση και την παιδείαν στο Βυζάντιο
από τις αρχές ως τον 10ο αιώνα, Αθήνα 1981)· P. Speck, Die kaiserliche Universität von Kon-
stantinopel: Präzisierungen zur Frage des höheren Schulwesens in Byzanz im 9. und 10. Jahr-
hundert, Munich 1974· Wanda Wolska-Conus, Les écoles de Psellos et de Xiphilin sous Con-
stantin IX Monomaque, TM 6 (1976) 223-243· η ίδια, Les termes νομή et παιδοδιδάσκαλος
νομικός du «Livre de l’Éparque», TM 8 (1981) 532-541· Helen Saradi, The Byzantine Τribun-
als. Problems in the Application of Justice and State Policy (9th-12th c.), REB 53 (1995) 194-198
(= Saradi, Byzantine Τribunals)· η ίδια, Le notariat byzantin du IXe au XVe siècles, Athens
1991· Σπ. Τρωιάνος, Οι σπουδές του δικαίου στο Βυζάντιο ιδιαίτερα στη Μακεδονία, κατά
τον δέκατο τέταρτο αιώνα, Βυζαντινά 21 (2000) 478 επ.· Th E. Van Bohove, Tenth Century
Constantinople: Centre of Legal Learning? Second Thoughts Concerning the Addition of
Older Scholia to the Basilica Text, FM 12 (2014) 69 επ.
138. Πρβλ. επί θεμάτων του Ακουϊλίου νόμου D9.2.31 (Paulus)· Β60.3.31 : ἀμέλειά ἐστι τὸ
μὴ προγνῶναι ὅπερ ἐπιμελὴς ἠδύνατο προγνῶναι ... και το συναφές σχόλιο των Βασιλικῶν (BS
3143/1): ... ῥᾳθυμίαν δὲ αὐτοῦ νοεῖσθαι, ὅπερ ἕτερος μὲν ἐπιμελὴς ἠδύνατο παραφυλάξαι τὸ μὴ
πληγῆναί τινα, οὗτος δὲ οὐ παρεφύλαξεν. Για τη διαμόρφωση και τον μετασχηματισμό της
culpa στο ρωμαϊκό ιδιωτικό δίκαιο η οποία, σύμφωνα με ορισμένους μελετητές, οφείλεται εν
μέρει σε ελληνικά φιλοσοφικά πρότυπα βλ. ενδεικτικά O. Lenel, Culpa lata und culpa levis,
ZRG RA 38 (1917) 263 επ.· R. Maschke, Die Willenslehre im griechiscen Recht, 1926, 71 επ.,
170· E. Albertario, Studi di diritto romano, III.Obbligazioni, Milano 1936, 131 επ.· B. Kuebler,
Degrés de faute dans les systèmes juridiques de l’Antiquité, Recueil d’ études en l’honneur d’Ed.
Lambert, I, Paris 1938, 174 επ.· H. Coing, Zum Einfluss der Philosophie des Aristoteles und
die Entwicklung des römischen Rechts, ZRG RA 69 (1952) 51 επ.· Κ. Tριανταφυλλόπουλος,
Ἑλληνικαί νομικαί ἰδέαι ἐν τῷ βυζαντινῷ ποινικῷ δικαίῳ, Ἀρχεῖον Ἰδιωτικοῦ Δικαίου 16 (1953)
404 Λυδία Παπαρρήγα-Αρτεμιάδη

τρόπο στην έκδοση μίας παράνομης δικαστικής απόφασης,139 εξομοιώνεται


με δόλο140 και τιμωρείται με την ποινή της ταυτοπαθείας, δηλαδή με την ίδια
ακριβώς ποινή που επέβαλε η απόφαση του ἄρχοντος (μείζονος) δικαστή
στον παρανόμως ηττηθέντα διάδικο.141 Όπως πολύ χαρακτηριστικά επεξη-
γείται σε άλλο σχόλιο της ΕclΒ στη Β7.3.23, 2 (257, 31-32): ... καὶ ἡρμηνεύσαμεν
πλατύτερον καὶ μετὰ θεματισμῶν, τί ἐστι τό· ὃ δίκαιον εἴπῃ τις κατά τινος ἢ
λεχθῆναι παρασκευάσαι τούτῳ καὶ ὑπόκειται. Αντίθετα δε από εκείνο που θα
ανέμενε κανείς, η νομική άγνοια του μείζονος δικαστή, του προκαθημένου δι-
καστηρίου, τιμωρείται με την ποινή της ταυτοπαθείας μόνον εάν αυτός είχε
εκδόσει παράνομη δικαστική απόφαση κινούμενος από δολία πρόθεση, εφό-
σον δηλαδή διέθετε πλήρη επίγνωση ότι η απόφασή του είναι άδικη και πα-
ράνομη και, παρά ταύτα, προχώρησε στην έκδοσή της με σκοπό να επιφέρει

180· M. Kaser, Das römische Privatrecht, München 1971, v. II, §258 IV 1, §260 II σημ. 5-6,
§271 II.2 σημ. 24-29.
139. Σε κάθε περίπτωση προϋπόθεση sine qua non για την επιβολή της ποινής της ταυτο-
παθείας ήταν να έχει εκδοθεί δικαστική απόφαση. Βλ. σχετικά ΕclΒ στη Β7.3.23 pr.: Γίνωσκε δὲ
τοῦτο, ὅτι τότε τιμωρεῖται καὶ ὑπόκειται τῇ ταυτοπαθείᾳ ὁ ἄδικόν τι εἰσαγαγὼν κατά τινος, ὅτε
καὶ παρὰ τοῦ δικαστηρίου δεχθῇ καὶ ἐπακολουθήσει καὶ ἀπόφασις … (257, 19-21).. Ως μία περί-
πτωση όπου δεν επιβάλλεται η ποινή της ταυτοπαθείας αναφέρεται η περίπτωση της παραβία-
σης της βασικής δικονομικής αρχής του προσφόρου δικαστηρίου διότι η συγκεκριμένη δικα-
στική απόφαση είναι ανυπόστατη: ... ἐστι ἀνίσχυρος καὶ οὐ κρατεῖ· ὅθεν, κἂν ἄδικόν τι καὶ πα-
ρὰ τὸν νόμον ἐστὶ τὸ ἀποφανθέν, ἐπεὶ μὴ ἔρρωται μηδὲ κρατεῖ κατὰ τοῦ ἀνθρώπου, καθ᾽ οὗ ἀ-
πεφάνθη, οὐδ᾽ αὐτὸς ὁ δικάσας ὑποπίπτει τῇ αὐτῇ καταδίκῃ καὶ τιμωρίᾳ ἐναχθεὶς μετὰ ταῦτα
παρὰ τινός (βλ. σχόλιο της ΕclΒ στη Β7.3.23,2, 258, 26-34 και σχόλιο της ΕclΒ στη Β7.3.23 pr.,
257, 22-25 : ... ἀπρακτεῖ δὲ ἡ ἀπόφασις καὶ μένει ἀνενέργητος, ὅτε δοθῇ ἢ παρὰ ἀνθρώπου μήτε δι-
καιοδοσίαν ἔχοντος ἢ δικαστικὴν ἀξιοπιστίαν ἢ παρὰ ἀπροσφόρου βιαίως δικάσαντος, ὡς ἐπὶ
τοῦ ἐπάρχου κρίνοντος κληρικὸν μὴ βουλόμενον. Πρβλ. ομοίως D2.1,2 (Ulpianus).
140. Βλ. στο σχόλιο της ΕclΒ, Β7.3.24, 259, 18: … δόλον γὰρ ἄντικρυς πλημμελεῖ ἀγνοῶν,
ὅπερ ἐπαγγέλλεται εἰδέναι.
141. Πρβλ. Β7.3.23: Ὅπερ δίκαιόν τις εἴπῃ κατά τινος ἢ λεχθῆναι παρασκευάσει, τῷ αὐτῷ
καἰ αὐτὸς ὑπόκειται. Σύμφωνα με τη D2.2.1,1 (Ulpianus) η ποινή αυτή υπαγορεύεται από λό-
γους ίσης μεταχείρισης (aequitas) ανάμεσα στο πρόσωπο εκείνο που έχει ἀρχήν (κράτος, po-
testas) και στο πρόσωπο στο οποίο επιβάλλεται το δίκαιο: Qui magistratum potestatemve ha-
bebit, si quid in aliquem novi iuris statuerit … Για την ποινή της ταυτοπαθείας βλ. Αναλυτικό-
τερα A. Steinwenter, Der antike kirchliche Rechtsgegung und seine Quellen, ZRG KA 23
(1934) 1-116· Μ. Τουρτόγλου, Επιεικείς και φιλάνθρωπες διατάξεις του βυζαντινού ποινικού
δικαίου αμβλύνουσες την τραχύτητα του ποινικού κολασμού, Μελετήματα Ιστορίας Ελληνι-
κού Δικαίου 4, Αθήνα 2004 (= Τουρτόγλου, Επιεικείς και φιλάνθρωπες διατάξεις), 13· Σπ.
Τρωιάνος, Εκδίκηση και σκοπός της ποινής, Αθήνα 1999, 260· ο ίδιος, Ταυτοπάθεια, spie-
gelnde Strafen und Nasenabschneiden, στο: R.M. Kiesow / R. Ogorek / Sp. Simitis (επιμ.),
Summa. Dieter Simon zum 70.Geburtstag, Frankfurt a.M. 2005, 569-578. Για τις ποινές που ε-
πιβάλλονταν στους παρέδρους κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο βλ. Ν60 Κεφ. 2, 1-2· Ν134
Κεφ. 4.
Αρχές και κατευθύνσεις στην απονομή της κοσμικής δικαιοσύνης 405

βλάβη σε έναν από τους διαδίκους (dolus malus).142 Κατά την έκθεση του
σκεπτικού, το οποίο υποκρύπτει αυτό το παράδοξο για τις σημερινές μας α-
ντιλήψεις περί δικαίου και ιεραρχίας, ο ανώνυμος συντάκτης της ΕclΒ σπεύ-
δει να επισημάνει ότι ο μείζων δικαστής κατέχει τη θέση αυτή λόγω του υψη-
λού αξιώματός του στη διοικητική ιεραρχία ή λόγω της ιδιαίτερης, προσωπι-
κής του σχέσης με τον βασιλέα (πίστις ή συγγένεια)143 και όχι λόγω της νομι-

142. Βλ. στο ίδιο σχόλιο της ΕclΒ, Β7.3.24.259, 6-9 και 14-25: ... ὅτι ὁ μὲν ἄρχων ἄδικόν τι ψη-
φισάμενος οὐκ ἄλλως ὑποπίπτει τῇ ταυτοπαθείᾳ, εἰ μὴ κατὰ δόλον ἐψηφίσατο, τουτέστιν εἰδὼς
καὶ αὐτὸς, ὡς ἄδικον καὶ παράνομόν ἐστιν, ὃ ἀποφαίνεται, διὰ δὲ δόλον ἤτοι διὰ τὸ θέλειν βλά-
ψαι τὸν δικαζόμενον ἐξάγων τὴν ἀπόφασιν ... Ὁ μὲν οὖν ἄρχων, ὡς εἶπον, οὐκ ἄλλως ὑποπίπτει
τῇ ταυτοπαθείᾳ, εἰ μὴ κατὰ δὀλον ἐψηφίσατο· ὁ δὲ τούτου σύμπονος ψηφισάμενος ἄδικόν τι ἢ
τοῦ ἄρχοντος ἀποφαινομένου τοῦτο μὴ ἀντειπὼν καὶ ἀναδιδάξας αὐτὸν τὸ δίκαιον καὶ ἔννομον
ἀδιαστίκτως ὑπόκειται τῇ ταυτοπαθείᾳ μὴ συγγινωσκόμενος ἐπὶ τῇ ἀγνοίᾳ ἢ ἀπειρίᾳ ... διὰ τὴν
τῶν νόμων εἴδησιν καὶ ἐμπειρίαν τοῖς ἄρχουσιν ὡρίσθησαν συμπονεῖν, ὠς ἂν, ὅπερ οἱ ἄρχοντες
οἴκοθεν οὐκ οἴδασι, τοῦτο παρὰ τῶν συμπόνων ἀναδιδάσκωνται. Για τη γενική αρχή του βυζα-
ντινού ποινικού δικαίου σύμφωνα με την οποία η έλλειψη δολίας προαιρέσεως του δράστη
ήταν καθοριστική για την ηπιότερη μεταχείρισή του βλ. Τουρτόγλου, Επιεικείς και φιλάνθρω-
πες διατάξεις, (όπως σημ. 141), 32 σημ. 103, όπου και τα σχετικά χωρία της βυζαντινής νομι-
κής γραμματείας.
143. Όπως έχει διαπιστωθεί, εκτός από το στοιχείο της συνήθους κοινωνικής προέλευσης
των αξιωματούχων που ασκούσαν καθήκοντα μείζονος δικαστή από την κοινωνική τάξη των
δυνατῶν (βλ. ενδεικτικά Saradi, Byzantine Tribunals [όπως σημ. 137], 180 σημ. 64, όπου και
περαιτέρω βιβλογραφικές αναφορές), στη σχέση αυτή παρεμβάλλεται αισθητά και η καθαρά
συναλλακτική διάσταση, δηλαδή η τιμή για την αγορά του ἀξιώματος (ἀξία διὰ βραβείου
[ἔργῳ λαμβανομένου] ή λόγου ή ὀφφικίου), η οποία συνιστούσε αντικείμενο ελεύθερης δια-
πραγμάτευσης και τελούσε κατά κανόνα, όσον αφορά ειδικώς το ἀξίωμα, σε αναλογική συ-
νάρτηση με την ρόγα, δηλαδή την πρόσοδο που απέφερε η άσκηση του αξιώματος στον προ-
σωρινό του κάτοχο. Για το ζήτημα βλ. ιδίως P. Lemerle, «Roga» et rente d’État aux Xe-XIe
siècles, REB 25 (1967), Mélanges V. Grumel II, 77-100 (= Lemerle, Monde de Byzance [όπως
σημ. 7], αρ. XVI [= Lemerle, «Roga» et rente d’État], όπου και παραπέμπεται)· Oikonomidès,
Listes (όπως σημ. 40), 283-284, 322-323· Δέσποινα Τσούρκα-Παπαστάθη, Πώληση οφφικίου.
Παρατηρήσεις στην «Πεῖρα» Ευσταθίου του Ρωμαίου, 38,74, Αρμενόπουλος (Επιστ. Επετ. Δι-
κηγ. Συλλ. Θεσσαλονίκης) 21 (2000) 265-266 (= Vente d’office. Obsevations sur la Peira Ευ-
σταθίου του Ρωμαίου|, 38,74, στο: Ch. Papastathis (επιμ.), Byzantine Law. Proceedings of the
International Symposium of Jurists, Thessaloniki, 10-13 December 1998, Thessaloniki 2001,
229-234), όπου πηγές και περαιτέρω βιβλιογραφικές αναφορές. Επιπλέον όμως από την ρόγα,
η οποία επίσης μπορούσε να αυξηθεί με αντάλλαγμα την καταβολή προσθέτου τιμήματος, ο
βασιλεύς είχε τη δυνατότητα να προβεί και σε παροχή ποικίλων προνομιακών παροχών που
διόγκωναν την τακτική πρόσοδο του αξιώματος (Lemerle, «Roga» et rente d’État [ό.π.], 82).
Πρβλ. και την έντονη ανάμιξη των ανωτέρων δικαστών της Κωνσταντινουπόλεως στο έργο
της οικονομικής διαχείρισης των βυζαντινών επαρχιών, η οποία ήταν κατά κανόνα ιδιαίτερα
προσοδοφόρος· βλ. ενδεικτικά N. Oikonomides, The «Peira» of Eustathios Romaios: an
Abortive Attempt to Innovate in Byzantine Law, Forschungen zur Byzantinischen Rechtsge-
schichte VII (1986) (= Oikonomides, Byzantium from the Ninth Century to the Fourth
406 Λυδία Παπαρρήγα-Αρτεμιάδη

κής του κατάρτισης.144 Τη νομική αυτή κατάρτιση διέθετε, κατά κανόνα του-
λάχιστον, ο σύμπονος, ενδεχομένως κατ’ επέκταση του status των πρώην as-
sesores της ρωμαϊκής και πρώιμης βυζαντινής περιόδου.145
Τα ίδια όμως θα επαναληφθούν και στο σχόλιο του κανονολόγου του
ου
12 αι. Θεοδώρου Βαλσαμώνος (στον Κανόνα ΙΕ´ (ΙΔ´) της ἐν Καρθαγένῃ
Συνόδου).146 Σύμφωνα με τον Θεόδωρο Βαλσαμώνα, ο προκαθήμενος ή ἄρ-
χων δικαστής, δηλαδή ο δικαστής ο οποίος διέθετε την προεδρική εξουσία
και έφερε εξ ολοκλήρου την τυπική ευθύνη της έκδοσης αυτοτελούς δικαστι-
κής απόφασης,147 είχε σαφώς περιορισμένη ευθύνη (ευθύνη μόνον για δόλο)
έναντι της ευθύνης που έφεραν οι κριταί που δεν ήσαν προκαθήμενοι δικα-
στηρίου.148 Στο συγκεκριμένο σχόλιο τα πρόσωπα των κριτῶν φαίνεται να


Crusade [όπως σημ. 7], ΧΙΙ), 172· ο ίδιος, L’évolution de l’organisation administrative (όπως
σημ. 7), 148.
144. Βλ. στο ίδιο σχόλιο της ΕclΒ, Β7.3.24.259, 11-13 και 19-20 : ... πολλάκις οἱ ἄρχοντες, ἤτοι
οἱ τῶν δικαστηρίων προκαθήμενοι οὐκ ἴσασιν ἀκριβῶς τοὺς νόμους προβαλλόμενοι οὐχὶ διὰ τὸ
καλῶς εἰδέναι τοὺς νόμους, ἀλλὰ διὰ τὴν ἀξίαν καὶ τὴν περὶ τὸν βασιλέα ἢ πίστιν ἢ συγγέ-
νειαν ... τοῖς μὲν γὰρ ἄρχουσιν αἱ ἐπικείμεναι φροντίδες πολλαὶ καὶ συχναὶ οὖσαι καὶ ἡ περὶ τὸν
βασιλέα ἀσχολία συγγνώμην διδόασι ἐπὶ τῇ ἀγνοίᾳ ... Παρά ταύτα θα πρέπει να σημειωθεί ότι η
κατάληψη ορισμένων υψηλών θέσεων, όπως αυτών του πρωτασηκρήτου, του δικαιοδότου, του
κυαίστωρος, του ἐπάρχου, του νομοφύλακος, του χαρτοφύλακος, του δικαιοφύλακος και του
πρωτεκδίκου προϋπέθετε, κατά κανόνα τουλάχιστον, νομικές γνώσεις (Oikonomidès, Listes
[όπως σημ. 40], 323· Σπ. Τρωιάνος, Η θέση του νομικού/δικαστή στη βυζαντινή νομοθεσία, Α-
θήνα 1993, 40). Για την πρώιμη βυζαντινή περίοδο βλ. Saradi, Byzantine Tribunals (όπως σημ.
137), 166 όπου και αναφορά στη νομοθετική προσπάθεια (Ν82, έτ. 539) να βελτιωθεί το μορ-
φωτικό επίπεδο των ανωτέρων δικαστών και να προσαρμοσθεί ανάλογα η όλη διαδικασία.
145. Βλ. σχετικά Goria, Il giurista, (όπως σημ. 40), 732 σημ. 83-84, όπου πηγές και συνα-
φείς βιβλιογραφικές αναφορές.
146. Βλ. σχετικά Ράλλης / Ποτλῆς (όπως σημ. 101), τ. Γ´, Ἀθῆναι 1853, 339, 2-15: Οἱ ἄρ-
χοντες, ἤτοι οἱ προκαθήμενοι τῶν δικαστηρίων, οὐκ ἀναγκάζονται ἀκριβῶς εἰδέναι τοὺς νόμους,
ὡς ἐφ’ ἑτέραις μεγάλαις δουλείαις ἐνασχολούμενοι καὶ διὰ τοῦτο ἐξ ἀπειρίας ἀποφαινόμενοι
συγγινώσκονται ...· αντιθέτως οι κριτές: ... παρανόμως ψηφιζόμενοι, κολάζονται ... Καὶ ὁ λογι-
σμὸς εὔλογος οἱ μὲν γὰρ ἄρχοντες, δι᾽ ἥν εἴρηται αἰτίαν, οὐκ αἰτιῶνται οἱ δὲ κριταί, τὸ δικάζειν
καὶ μόνον ἔργον ἔχοντες, ἐὰν παρανομήσωσιν, ἐνἐχονται ὡς δόλον ποιήσαντες ...
147. Πρβλ. και Ελευθερία Παπαγιάννη, Αγιορειτικές μαρτυρίες για τη δικαστική εξουσία,
στον Αναμνηστικό τόμο Στ. Ν. Κουσούλη, Αθήνα, 425 (= Παπαγιάννη, Αγιορειτικές μαρτυρί-
ες) .
148. Είναι σαφής η αντιδιαστολή που γίνεται εδώ μεταξύ ἄρχοντος δικαστή και κριτοῦ, ο
οποίος κριτής, όπως διευκρινίζεται, ἔχει τὸ δικάζειν καὶ μόνον ἔργον (εὐχέρειαν τοῦ δικά-
ζειν· πρβλ. σημ. 94). Ομοίως στο σχόλιο της ΕclΒ στη Β7.3.13 (255, 20-32) ο ἁπλῶς κριτής δια-
κρίνεται από τον ἄρχοντα δικαστή στον οποίον μόνον μπορούν να απευθυνθούν τα αντίδικα
μέρη για να ζητήσουν τον ορισμό δικαστή. Κατά συνέπεια ο όρος ἁπλῶς κριτής θα πρέπει να
θεωρηθεί ταυτόσημος με αυτόν του ἐλάσσονος δικαστή ο οποίος δεν διέθετε την δικαιοδοσίαν,
Αρχές και κατευθύνσεις στην απονομή της κοσμικής δικαιοσύνης 407

ταυτίζονται, όσον αφορά ειδικότερα την έκταση της νομικής τους ευθύνης,
με τους συνέδρους ή συμπόνους του χωρίου των Βασιλικῶν 7.3.24.,149, ενώ, ό-
πως ρητά αναφέρεται, η νομική ευθύνη όλων αδιακρίτως των πολιτικῶν δι-
καστῶν (κριτῶν και συμπόνων) εκτείνεται και στις περιπτώσεις νομικής τους
άγνοιας (ἀπειρίας) διότι: ... Δόλον τις ποιεῖ, μὴ ειδὼς ἀκριβῶς ὅ ἐπαγγέλεται
είδέναι. Η εξομοίωση αυτή της νομικής ευθύνης των κριτῶν που δεν ήσαν
προκαθήμενοι δικαστηρίου με τη νομική ευθύνη των συμπόνων ή παρέδρων ή
συνέδρων θα πρέπει ενδεχομένως να αποδοθεί στο γεγονός ότι οι λεγόμενοι
πάρεδροι ή σύμπονοι ή συγκάθεδροι, οι οποίοι εμφανίζονταν ως νομικοί σύμ-
βουλοι των μειζόνων δικαστών για τη διεξαγωγή διαδικαστικών πράξεων ή
για τη διερεύνηση νομικών ζητημάτων,150 αρχίζουν σταδιακά να αναλαμβά-
νουν εκτός από τα παραπάνω καθαρά νομικά συμβουλευτικά τους καθή-
κοντα και καθήκοντα εντεταλμένου δικαστή επί συγκεκριμένης υποθέσε-

δηλαδή την αρμοδιότητα τοῦ διδόναι δικαστάς τοῖς ἔχουσι δίκας (βλ. το σχόλιο της ΕclΒ στη
Β7.3.1 (250, 24-32). Για το ζήτημα βλ. αναλυτικότερα πιο πάνω 384-385. Πρβλ. και σημ. 94.
149. Ο Βαλσαμών χρησιμοποιεί μέσα στο ίδιο χωρίο εναλλακτικά τους όρους σύμπονος,
σύνεδρος και κριτής αποδίδοντάς τους την ίδια νομική ευθύνη: Φησὶ γὰρ ὁ νόμος ἐν βιβλίῳ ζ᾽.
τίτ.γ᾽. κεφ. κδ᾽. Τὸν δόλον ἐπιζητοῦμεν τοῦ ἄρχοντος· ἐὰν γὰρ ἀπειρίᾳ τοῦ συνέδρου ἄλλως
ψηφισθῇ, ὁ ἄρχων οὐκ ἀδικεῖται, ἀλλ᾽ ὁ σύμπονος. Καὶ ὁ λογισμός εὔλογος· οἱ μὲν γὰρ ἄρχοντες,
δι᾽ ἣν εἴρηται αἰτίαν, οὐκ αἰτιῶνται· οἰ δὲ κριταί, τὸ δικάζειν καὶ μόνον ἔργον ἔχοντες, ἐὰν πα-
ρανομήσωσιν, ἐνέχονται ὡς δόλον ποιήσαντες, κατὰ τὸν νόμον τὸν λέγοντα, Ἡ ἀπειρία ἔοικε τῇ
ἀμελεἰᾳ· καὶ πάλιν· Δόλον τις ποιεῖ, μὴ εἰδὼς ἀκριβῶς ὃ ἐπαγγέλλεται εἰδέναι: καὶ τοῦτο μὲν
ἐξεφωνήθη περὶ τῶν πολιτικῶν δικαστῶν. Πρβλ. και το σχετικό σχόλιο της EclB στη σημ. 140.
150. Οὐ γὰρ ἔχουσι τὸ ὀφφίκιον τοῦ δικάζειν ἀλλὰ τοῦ συμπονεῖν τῷ ἄρχοντι (σχόλιο των
Βασιλικῶν στη Β7.1 rubr. (BS36/1). Πρβλ. και Ομιλία ΙΕ´ Μακαρίου του Αιγυπτίου (πιθανόν
του Συμεώνος Μεσοποταμίας) εις PG 34, στ. 604: … καὶ ὅταν γένηται ἄρχων (ὁ σχολαστικός),
λαμβάνει ἑαυτῷ βοηθὸν τὸν συγκάθεδρον· Ν82 pr. (έτ. 539)· για το θέμα βλ. ενδεικτικά Saradi,
Byzantine Tribunals (όπως σημ. 137), 166 σημ. 3, 167, όπου και περαιτέρω συναφείς πηγές.
Για την εκδοχή ότι οι σύνεδροι δεν ταυτίζονται, τουλάχιστον από τον 10ο αι. και μετά με τους
συμπόνους ή παρέδρους βλ. Γκουτζιουκώστας, Απονομή δικαιοσύνης (όπως σημ. 1), 247-249
και ομοίως Παπαγιάννη, Αγιορειτικές μαρτυρίες (όπως σημ. 147) 423 επ. κατά την οποία οι
σύνεδροι αποτελούσαν απλώς βοηθητικά πρόσωπα της δίκης που πιθανόν μετείχαν μόνον στο
σκέλος της απόδειξης, και διακρίνονταν από τους συμπόνους ή παρέδρους που είχαν ρόλο νο-
μικού συμβούλου του δικαστή· πρβλ. και η ίδια, Περί πολυμελών δικαστηρίων: Παρατηρήσεις
με βάση μία υπόθεση του έτους 1196, στο: Δ. Αποστολόπουλος / Ευ. Χρυσός (επιμ.), Πρακτι-
κά ημερίδας στη μνήμη Κ.Γ. Πιτσάκη «Ἡ τῶν πλειόνων ψῆφος κρατείτω». Η τύχη της αρχής
της πλειονοψηφίας από τη μετακλασική περίοδο ως τους νεότερους χρόνους, Αθήνα 2017, 119-
120· για τη ρωμαϊκή και ιουστινιάνεια περίοδο βλ. H. Hitzig, Die Assessoren der roemischen
Magistrate u. Richter, München 1893· O. Behrends, Der Assessor zur Zeit der klassischen
Rechtswissenschaft, ZRG RA 99 (1969) 192-226· Wenger, Institutes (όπως σημ. 51), §4 σημ.
6· Goria, Il giurista (όπως σημ. 40), 714-715 ιδίως σημ. 25, 764-765, όπου και συναφείς βιβλιο-
γραφικές αναφορές· πρβλ. και ο ίδιος, Giustizia (όπως σημ. 5), 301 σημ. 204· Γκουτζιουκώστας,
Απονομή δικαιοσύνης (όπως σημ. 1), 18 σημ. 72, 75.
408 Λυδία Παπαρρήγα-Αρτεμιάδη

ως.151 Εξάλλου συχνά παρατηρείται και το αντίστροφο φαινόμενο, δηλαδή


κριτές με νομική παιδεία να διορίζονται στα μεγάλα δικαστήρια της πρωτεύ-
ουσας σε θέσεις παρέδρων ή συμπόνων, βοηθητικών δηλαδή προσώπων της
δίκης.152

Αντί επιλόγου
Η ιδιομορφία αυτή ως προς τη σύνθεση των δικαστηρίων και, κατ᾽ επέκταση,
ως προς τη νομική ευθύνη των βυζαντινών δικαστών, της οποίας ορισμένες
μόνον παράμετροι έχουν εκτεθεί, εκτός από πιθανή ένδειξη «της ρευστότη-
τας ως προς τη σύνθεση των δικαστηρίων και της έλλειψης διάκρισης των ε-
ξουσιών στο Βυζάντιο» όπως έχει ειπωθεί,153 αποτελούν, κατά την προσωπική
μας εκτίμηση, ενδείξεις μίας πορείας προς έναν ευρύτερο και ουσιαστικότερο
καταμερισμό του νομικού ερμηνευτικού έργου τόσο κατά την προπαρασκευή
της δίκης, όσο και κατά την ακροαματική διαδικασία. Πολύ χαρακτηριστικό
είναι το σχόλιο της ΕclΒ στο χωρίο των Βασιλικῶν 7.3.24, 259, 24-25, όπου δια-
βάζουμε : ... διὰ τὴν τῶν νόμων εἴδησιν καὶ ἐμπειρίαν τοῖς ἄρχουσιν ὡρίσθησαν
συμπονεῖν, ὡς ἄν, οἱ ἄρχοντες οἴκοθεν οὐκ οἴδασι, τοῦτο παρὰ τῶν συμπόνων
ἀναδιδάσκωνται.154 Ακόμη λοιπόν και στην περίπτωση όπου ένα και μοναδι-
κό πρόσωπο (ο ἄρχων ή προκαθήμενος δικαστηρίου) είναι τυπικά υπεύθυνο
για την εκδίκαση της υπόθεσης και την έκδοση της δικαστικής απόφασης, η
ίδια η απόφαση αποτελεί κατ' ουσίαν προϊόν της νομικής συμβολής των βοη-


151. Για την εξέλιξη αυτή, την οποία έμμεσα αποκαλύπτει η αντιπαραβολή του σχολίου
στο χωρίο των Βασιλικῶν 7.1 ad rubr. με το σχόλιο της ΕclΒ στη Β7.3.29, βλ. Τσούρκα-Παπα-
στάθη, Συμβολή στην έννοια της δικαιοδοσίας του δικαστή (όπως σημ. 81), 1791 σημ. 20, 21,
22 και 23. Πρβλ. και Ν82 pr. (έτ. 539), όπου επίσης αναφέρεται η αναπλήρωση του δικαστικού
έργου των ἀρχόντων από τους παρέδρους. Βλ. επίσης Γκουτζιουκώστας, Απονομή δικαιοσύ-
νης (όπως σημ. 1), 17-18 και σημ. 429, όπου αναφορά σε σφραγίδες που δημοσιεύει ο V.
Laurent και στις οποίες οι σύμπονοι συνδυάζουν σε αρκετές περιπτώσεις δικαστικά αξιώματα,
όπως εκείνα του κριτοῦ τοῦ βήλου ή ἐπὶ τοῦ ἱπποδρόμου ή του δικαιοπόλου (κριτοῦ).
152. Βλ. σχετικά Oikonomidès, Listes (όπως σημ. 40), 322 σημ. 204, όπου και αναφορά
στις συναφείς νομικές πηγές· Saradi, Byzantine Tribunals (όπως σημ. 137), 173.
153. Παπαγιάννη, Αγιορειτικές μαρτυρίες (όπως σημ. 147), 427.
154. Το χωρίο αυτό κατ’ ουσίαν επαναλαμβάνει το ειδικότερο καθήκον του παρέδρου ή
συμπόνου για την ορθή ερμηνεία του νόμου, το οποίο αναφέρουν τα χωρία του ιουστινιάνειου
Πανδέκτη 1.22.1 (Paulus) και 2.2.2 (Paulus) καθώς και οι Νεαρές του Ιουστινιανού 17 Κεφ. 5,
2 (έτ. 535) και 82 Κεφ. 2 (έτ. 539). Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Νεαρά του Ιουστινιανού
17 Κεφ. 5, 2: ... Σπεύσεις δὲ καὶ πάρεδρον καὶ εἴ τις ἐστὶ τῶν περί σε λαμβάνειν ἄνδρα χρηστὸν
καὶ καθαρεύοντα πανταχόθεν καὶ ἀρκούμενον τοῖς παρὰ τοῦ δημοσίου, καὶ εἴ γέ τις παρ᾽ ἐλπί-
δας γένοιτο, καὶ οὐχ εὕροις αύτόν φυλάττοντά σοι πίστιν δικαίαν, τὸν μὲν ἀπελάσεις, ἑτέρῳ δὲ
χρήσῃ παρέδρῳ τὸν νόμον καὶ τὸ δίκαιον μετὰ καθαρῶν φυλάττοντι τῶν χειρῶν ...
Αρχές και κατευθύνσεις στην απονομή της κοσμικής δικαιοσύνης 409

θητικών ή συμβουλευτικών προσώπων της δίκης, τα οποία άλλωστε φέρουν


έναντι των διαδίκων την κύρια επαγγελματική ευθύνη.155 Το στοιχείο αυτό,
σε συνδυασμό με ποικίλες άλλες εξελίξεις που παρατηρούνται στον χώρο α-
πονομής της κοσμικής δικαιοσύνης κατά τη μέση βυζαντινή περίοδο, όπως· i)
η πληρέστερη αναγνώριση της ανεξαρτησίας της γνώμης των δικαστών, ii) η
ευρεία εκχώρηση δικαιοδοσιών των μειζόνων δικαστών προς τους ἐλάσσονες
κριτές ή χαμαιδικαστές, αλλά και iii) οι συχνές νομοθετικές παραινέσεις για
την επίλυση των φάκτων από τους ίδιους τους δικαστές, μείζονες και ἐλάσσο-
νες, και την αποφυγή της αναπομπής των νομικών ζητημάτων στην βασιλική
κρίση, αποτυπώνει, κατά την προσωπική μας εκτίμηση, την εμβάθυνση του
νομικού ερμηνευτικού έργου του βυζαντινού δικαστή (ή συνδικάζοντος ή
συμβούλου). Το ενδεχόμενο ότι οι ίδιες αυτές παράμετροι συνέβαλαν στην
προώθηση της ουσιαστικής αυτονομίας της δικαστικής λειτουργίας προς τον
σκοπό της «θεραπείας» των σοβαρών ατελειών και τριβών που απέρρεαν
από ένα σύστημα θεμελιωμένο στη διασύνδεση της διοικητικής ἀρχῆς με το
πολιτικὸ λειτούργημα τοῦ δικάζειν δεν θα πρέπει να αποκλεισθεί.

Κέντρον Ερεύνης της Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου


Ακαδημία Αθηνών
papariga@academyofathens.gr


155. Ενδεικτικό εξάλλου για τον ρόλο που διεδράματιζαν στην πράξη οι σύμπονοι ή πά-
ρεδροι των ἐμπράκτων δικαστών είναι το σχόλιο της ΕclΒ στο χωρίο των Βασιλικῶν 7.1.7: ...
οὐκ ὀφείλουσιν αὐτοὶ κρίνοντες μόνοι μὴ παρόντων τῶν ἀρχόντων διαγνώσεις ἐκφέρειν καὶ ση-
μειώματα ποιεῖν καὶ ἐντιθέναι τοῖς σημειώμασι τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχόντων ὡς παρόντων καὶ
ἐξετασάντων τὴν ὑπόθεσιν· τοῦτο γὰρ ἄντικρυς καὶ πλαστογραφία ἐστίν (235, 15-18). Από το συ-
γκεκριμένο σχόλιο προκύπτει ότι θα πρέπει να ήταν διαδεδομένη η παράτυπη δικαστηριακή
πρακτική να διεξάγουν οι πάρεδροι μόνοι τους χωρίς παρουσία δικαστών την ακροαματική δι-
αδικασία και να εκδίδουν δικαστικές αποφάσεις (σημειώματα), τις οποίες υπέγραφαν οι ίδιοι
με το όνομα των δικαστών που είχαν δήθεν παραστεί και διεξαγάγει τη δίκη.
410 Λυδία Παπαρρήγα-Αρτεμιάδη

RÉSUMÉ

PRINCIPES ET ORIENTATIONS DE LA JUSTICE SÉCULIÈRE


AU COURS DE LA PÉRIODE MÉSO-BYZANTINE

Se fondant sur les amples scolies de l’auteur, inconnu mais fort expert, du
traité du XIIe siècle intitulé Ecloga librorum Ι-Χ Basilicorum, la présente étude
aborde certains paramètres qui, semble-t-il, déterminent la façon de rendre
la justice séculière au cours de la période méso-byzantine. C’est ainsi que
sont étudiées principalement :
a) la notion de μικτό κράτος dont disposaient les juges μείζονες de l’Empire
byzantin ainsi que les juridictions spéciales comprises dans cette notion
suivant les scoliastes byzantins,
b) les limites de la juridiction du δοῦναι δικαστήν et du contenu de la juri-
diction que peut exercer, sur ordre du juge μείζων, le ἐλάσσων κριτής,
c) les questions juridiques qui peuvent constituer un objet de renvoi au juge-
ment impérial (distinction des φάκτα de la περὶ τοῦ νόμου ἀμφιβολίαν)
d) les tendances en faveur de l’indépendance de l’opinion du magistrat
chargé de juger un litige face aux décisions judiciaires antérieures et
e) la responsabilité professionnelle accrue du personnel assesseur ou auxili-
aire du procès en tant qu’indices d’un renforcement probable de l’autonomie
essentielle de la fonction judiciaire au cours de la période méso-byzantine.

You might also like