Professional Documents
Culture Documents
Απονομή Κοσμικής Δικαιοσύνης Κατά Τη Μέση Βυζαντινή Περίοδο - Παπαρρήγα
Απονομή Κοσμικής Δικαιοσύνης Κατά Τη Μέση Βυζαντινή Περίοδο - Παπαρρήγα
ΤΟΜΟΣ 35ος
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2018
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
Ευάγγελος Χρυσός, Πανεπιστήμιο Αθηνών
Μητρ. Μεσσηνίας Χρυσόστομος Σαββάτος, Πανεπιστήμιο Αθηνών
Ταξιάρχης Κόλιας, Πανεπιστήμιο Αθηνών
Φωτεινή Κολοβού, Πανεπιστήμιο Λειψίας
Αθανάσιος Μαρκόπουλος, Πανεπιστήμιο Αθηνών
Θεοχάρης Παζαράς, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Ελευθερία Παπαγιάννη, Πανεπιστήμιο Αθηνών
Ελένη Σαράντη, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου
Αθανάσιος Σέμογλου, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ
Χριστίνα Παπακυριακού, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Αναστασία Π. Πλιώτα, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Οι οδηγίες προς τους συγγραφείς για τη συστηματοποίηση της μορφής των άρθρων που
υποβάλλουν στο περιοδικό βρίσκονται στην ιστοσελίδα:
www.kbe.auth.gr
Formatting guidelines for contributors to the journal can be found at:
www.kbe.auth.gr
ISSN 1105-0772
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ 7-12
LJUBOMIR MAKSIMOVIĆ, Το Βυζάντιο ως πρόκληση 13-32
PANAGIOTIS A. AGAPITOS, Dangerous literary liaisons:
Byzantium and Neohellenism 33-126
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΚΑΛΙΔΗΣ, Η αφήγηση της κοσμοποιίας και της
δημιουργίας του ανθρώπου στη Χρονική Σύνοψη του
Κωνσταντίνου Μανασσή (στ. 27-285) 127-144
ILIAS TAXIDIS, Ekphraseis of persons with deviational
behaviour in Constantine Manasses’ Synopsis Chronike 145-159
CYRIL PAVLIKIANOV, False chrysobull of czar Stephen Dušan
in the archives of the athonite monastery of Zographou 161-186
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΕΛΕΝΗΣ, Το έτος κατασκευής της μαρμάρινης
τράπεζας στη μονή Πετριτσονιτίσης (Μπατσκόβου) 187-194
NATALIA POULOU, Transport amphoras and trade in the
Aegean from the 7th to the 9th century AD. Containers for
wine or olive oil? 195-216
ΙΩΑΝΝΗΣ Γ. ΗΛΙΑΔΗΣ, Ο ναός της Αγίας Αικατερίνης
Θεσσαλονίκης: Η γεωμετρία και το φυσικό φως 217-241
ΕΙΡΗΝΗ Ν. ΘΕΟΧΑΡΟΠΟΥΛΟΥ, ‘Η γραπτή ἐπιγραφή τοῦ
ναοῦ τῆς Χρυσοπηγῆς Αἴνου. Ἕνα ἀφανές τεκμήριο στό φῶς
τῆς ἔρευνας 243-281
KONSTANTINOS M. VAPHEIADES, The byzantine painting
after 1341: Stylistic tendencies and devices 283-314
ΜΑΡΙΖΑ Β. ΤΣΙΑΠΑΛΗ, Η επίδραση του «καστοριανού
εργαστηρίου» σε μνημεία της περιοχής Γρεβενών και
Κοζάνης 315-329
ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ ΠΑΡΧΑΡΙΔΟΥ, Η λατρευτική εικόνα
της μονής της Παναγίας της Κοσίνιτσας (ή Εικοσιφοίνισσας) 331-357
ΛΥΔΙΑ ΠΑΠΑΡΡΗΓΑ-ΑΡΤΕΜΙΑΔΗ, Αρχές και κατευθύνσεις
στην απονομή της κοσμικής δικαιοσύνης κατά τη μέση
βυζαντινή περίοδο 359-410
ΧΡΟΝΙΚΑ 411-428
ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΣΙΕΣ 429-468
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΕΑ Εκκλησιαστική Αλήθεια
ΕΑΙΕΔ-ΕΚΕΙΕΔ Επετηρίς του Κέντρου (έως και τον 9ο τόμο: του Αρχείου) της
Ιστορίας του Δικαίου της Ακαδημίας Αθηνών
ÉB Études Balcaniques
EclB Ecloga Basilicorum, έκδ. L. Burgmann
EEBΣ Επετηρίς της Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών
ΕΕΠΣΑΠΘ Επιστημονική Επετηρίδα της Πολυτεχνικής Σχολής ΑΠΘ
ΕΕΦΣΠΑ Επιστημονική Επετηρίς Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου
Αθηνών
ΕΕΦΣΠΘ Επιστημονική Επετηρίς της Φιλοσοφικής Σχολής ΑΠΘ
EI2 Encyclopaedia of Islam, Second Edition, Leiden 1960-2002
EI3 Encyclopaedia of Islam, Third Edition, Leiden / Boston 2007
ΕΙΕ Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών
EMΣ Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών
ÉΟ Échos d’Orient
ΕΦΣΚ Ο Εν Κωνσταντινουπόλει Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος
FIRA Fontes Iuris Romani Anteiustiniani
FM Fontes Minores. Forschungen zur Byzantinischen
Rechtsgeschichte
GCS Die griechischen christlichen Schriftsteller der ersten [drei]
Jahrhunderte
GRBS Greek, Roman, and Byzantine Studies
HispAnt Hispania antiqua. Revista de Historia Antigua
ΗπειρΧρον Ηπειρωτικά Χρονικά
HSPh Harvard Studies in Classical Philology
HZ Historische Zeitschrift
ΙΒΕ Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών (ΕΙΕ)
ΙΕΕ Ιστορία του Ελληνικού Έθνους
IG Inscriptiones Graecae
IJTS International Journal of Turkish Studies
Inst. Institutiones Iustiniani (CIC I)
IRAIK Izvestija Russkago Archeologičeskago Instituta v Konstantinopolje
ΙstMitt Istanbuler Mitteilungen
JAOS Journal of the American Oriental Society
JbAC Jahrbuch für Antike und Christentum
JECS Journal of Early Christian Studies
JEH Journal of Ecclesiastical History
JEMH Journal of Early Modern History
JFA Journal of Field Archaeology
JGR Jus Graecoromanum
JHA Journal for the History of Astronomy
JHP Journal of the History of Philosophy
10 Συντομογραφίες
δίκαση μίας υπόθεσης κατά κανόνα ύστερα από άσκηση προσφυγής (δεήσε-
ως, supplicatio)4 του βυζαντινού υπηκόου.5 Μέσα στο πλαίσιο αυτό ο βασι-
τὴν τοιαύτην ὑπόθεσιν ἐξετάζεσθαι ἢ κρίνεσθαι, οἷα παρ᾽ ἡμῶν ἅπαξ κεκριμένην καὶ
ἀναψηλαφᾶσθαι παρ᾽ οὐδενὸς δυναμένην ...· Β2.6.17· Β7.17.5· Ἐπαναγωγὴ τοῦ νόμου ὑπὸ
Βασιλείου καὶ Λέοντος καὶ Ἀλεξάνδρου (Epanagoge Legis Basilii et Leonis et Alexandri), JGR ΙΙ
229-368 [= Εἰσαγωγή]) 11.5· Πεῖρα, ἤγουν διδασκαλία ἐκ τῶν πράξεων τοῦ μεγάλου κυροῦ
Εὐσταθίου τοῦ Ρωμαίου (Practica ex actis Eustathii Romani), JGR IV 7-260 [= Πεῖρα]) 74.2.
Πρβλ. όμως και μία εξαίρεση από τον γενικό κανόνα του ανεκκλήτου των βασιλικών
αποφάσεων που αναφέρεται στο σχόλιο της EclB στο χωρίο των Βασιλικῶν 9.1.1.1, 2 (πιο
κάτω σημ. 114).
4. Η προσφυγή αυτή (δέησις) ελάμβανε τη μορφή εγγράφου λιβέλλου ή σπανιότερα προ-
φορικής δεήσεως κυρίως επί ποινικών υποθέσεων υψίστης σημασίας.
5. Για τη δικονομική αυτή δυνατότητα των βυζαντινών υπηκόων η οποία ίσχυε υπό την
αναγκαία προϋπόθεση ότι η συγκεκριμένη υπόθεση δεν εκκρεμοδικούσε σε άλλο δικαστήριο
καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (πρόσφορον δικαστήριον) βλ. ιδίως CJ1.21.1 (Imp. Alexan-
der, έτ. 232)· CJ2.4.41 (Imp. Arcadius, Honorius, έτ. 395)· N17 Κεφ. 3· B6.3.24· Β11.2.58·
Β2.5.12. Για τη συναφή απαγόρευση κατάτμησης των δικών με την υποβολή μέρους της
υπόθεσης στο αρμόδιο δικαστήριο και μέρους στον αυτοκράτορα βλ. Ι. Παναγιωτίδης, Η Δέη-
σις/Supplicatio ενώπιον του αυτοκράτορα στο βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο (4ος-15ος αι.) [Πηγές
και Μελέτες Ιστορίας Ελληνικού και Ρωμαϊκού Δικαίου (επιμ. Γ. Νάκος) 6], Θεσσαλονίκη
2011 (= Παναγιωτίδης, Δέησις), 219. Για την αντίστοιχη δικονομική δυνατότητα στο πλαίσιο
της διοικητικής δικαιοδοσίας βλ. F. Goria, La Giustizia nell’Impero Romano d’ Oriente:
organizzazione giudiziaria, La giustizia nell’alto medioevo, secoli V-VIII [Settimane di studio
del Centro italiano di studi sull’Alto medioevo XLII], Spoleto 1995 (= Goria, Giustizia), 259 επ.
(= P. Garbarino / A. Trisciuoglio / E. Sciandrello [επιμ.], Diritto Romano d’Oriente. Scritti
scelti di F. Goria, Alessandria 2016 [= Garbarino / Trisciuoglio / Sciandrello, Diritto Romano
d’Oriente], 259-260. Για τον τύπο και το περιεχόμενο των δεήσεων αυτών (λιβέλλων), τις
προϋποθέσεις και τα δεόμενα πρόσωπα βλ. Παναγιωτίδης, Δέησις, ό.π., 210-215, 216-218,
225-227, ενώ για τις επανειλημμένες νομοθετικές προσπάθειες περιορισμού της ροής των
προσφυγών αυτών προς τον αυτοκράτορα βλ. ο ίδιος, Δέησις, ό.π.· Goria, Giustizia, ό.π., 260
σημ. 57 και 58. Για τον ρόλο του βυζαντινού αξιωματούχου ἐπὶ τῶν δεήσεων κατά τη δια-
δικασία αυτή βλ. Rosemary Morris, What did the epi tôn deêseôn actually do?, στο: D. Feissel /
J. Cascou (επιμ.), La Pétition à Byzance [Centre de Recherche d’Histoire et Civilisation de
Byzance Monographies 14], Paris 2004 (= Feissel / Cascou, La Pétition), 125-
140· Γκουτζιουκώστας, Απονομή δικαιοσύνης (όπως σημ.1), 110-115, ενώ για τον ρόλο του
κοιαίστωρα (τουλάχιστον από τον τελευταίο τέταρτο του 4ου αι.) κατά τη συλλογή και
ταξινόμηση των δεήσεων των υπηκόων, την υποβολή τους στον βασιλέα και τη σύνταξη και
κοινοποίηση των αυτοκρατορικών απαντήσεων (με τη συμμετοχή και άλλων μελών της
αυτοκρατορικής γραμματείας) βλ. Γκουζιουκώστας, Ο θεσμός του κοιαίστωρα του ιερού
παλατίου. Η γένεση, οι αρμοδιότητες και η εξέλιξή του, Θεσσαλονίκη 2001, 86-88, 116-118 (=
Γκουτζιουκώστας, Ο θεσμός του κοιαίστωρα). Γενικότερα για τη δομή και την τυπολογία των
δεήσεων και των αυτοκρατορικών απαντήσεων κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο βλ. τις
μελέτες των D. Feissel, J.-L. Fournet, C. Zuckerman, J. Cascou, στο La Pétition à Byzance, ό.π.,
33-52, 61-74, 75-92, 93-104, ενώ για την προγενέστερη περίοδο βλ. κυρίως M. Kaser / K.
Αρχές και κατευθύνσεις στην απονομή της κοσμικής δικαιοσύνης 361
την εκδίκαση ορισμένης κατηγορίας υποθέσεων με βάση τη χορήγηση ειδικού προνομίου (βλ.
ενδεικτικά Ν. Οικονομίδης, Το δικαστικό προνόμιο της Νέας Μονής Χίου, ΒυζΣύμ 11 (1997)
50-55, όπου και αναφορά στον χρυσόβουλλον λόγον του Κωνσταντίνου Θ´ Μονομάχου του
έτους 1045 για την εκδίκαση διαφορών με διάδικο την Ιερά Νέα Μονή στη Χίο).
10. Για την παράλληλη δικαιοδοσία του βασιλικοῦ κριτηρίου με άλλο αρμόδιο δικαστήριο
βλ. ενδεικτικά την ειδική περίπτωση που αναφέρεται από τον Παναγιωτίδη, Δέησις (όπως
σημ. 5), 212 σημ. 352 (δίκες μεταξύ κληρικών και κοσμικών σύμφωνα με τη Νεαρά 18 του
Αλεξίου Κομνηνού, έτ. 1081).
11. Για τις δικονομικές αυτές οδούς βλ. όσον αφορά τη βυζαντινή περίοδο Παναγιωτίδης,
Δέησις (όπως σημ. 5), σποραδικά, κυρίως 234 επ., 267 επ., 272, 282 επ., όπου και συναφείς
πηγές και βιβλιογραφικές παραπομπές. Για τη δυνατότητα ασκήσεως του ενδίκου μέσου της
δεήσεως (μάλλον υπό την έννοια της υποβολής αναψηλάφησης· πρβλ. Εἰσαγωγή [όπως σημ. 3]
11.7 και κυρίως σχόλιο της EclB στη B9.1.28, 362, 10-11) ενώπιον του αυτοκράτορα κατά των
ανεκκλήτων αποφάσεων των ἐπάρχων τῶν πραιτωρίων στην πρώιμη βυζαντινή περίοδο βλ. ο
ίδιος, ό.π., 234 επ. Για την τυπολογία και την ορολογία των προσφυγών αυτών από τον 10ο αι.
και μετά βλ. Μarie Nystazopoulou-Pélékidou, Les déiseis et les lyseis. Une forme de pétition à
Byzance du Xe siècle au début du XIVe, στο: Feissel / Cascou, La pétition (όπως σημ. 5), 105-
124. Πρβλ. και τις παρατηρήσεις των Chr. Gastgeber / O. Kresten, BZ 99 (2006) 466-467.
12. Οι δικαστικές αποφάσεις του κοιαίστωρος υπόκεινταν απευθείας σε αναψηλάφηση
ενώπιον του βασιλέως και όχι ενώπιον του ἐπάρχου τῆς πόλεως παρά το γεγονός ότι το
κριτήριον τοῦ ἐπάρχου τῆς πόλεως ήταν ανώτερο ιεραρχικά στην τάξιν των δικαστηρίων από
αυτό του κοιαίστωρος. Όπως ειδικότερα επισημαίνεται στην Εἰσαγωγή (όπως σημ. 3) 11.8
προκειμένου να αιτιολογηθεί η παράκαμψη του ἐπάρχου τῆς πόλεως στη συγκεκριμένη
περίπτωση: οὐδὲν ἄτοπον τὰ ἐκ μιᾶς ἀρχῆς προερχόμενα τάξει μὲν ἀλλήλων προέχειν, μὴ δεῖ-
σθαι δὲ ἕτερον ἑτέρου πρὸς διόρθωσιν. Η παρέκκλιση αυτή από την ιεραρχία της τάξεως των
δικαστηρίων θα πρέπει μάλλον να αποδοθεί στο γεγονός ότι ο κοιαίστωρ τοῦ ἱεροῦ παλατίου
παραμένει ακόμα και κατά τον 10ο αι. πρόσωπο σημαντικότερο στη διοίκηση από τον ἔπαρχον
τῆς πόλεως (βλ. σχετικά N. Svorοnos, Les Novelles des empereurs Macédoniens concernant la
terre et les stratiotes [éd. posthume et index établis par. P. Gounaridis], Athènes 1994, 243) το
οποίο οφείλει, λόγω άλλωστε και της συμμετοχής του στη νομοθετική παραγωγή έως το πρώ-
το ήμισυ του 10ου αι., να συνδυάζει ευρύτερη μόρφωση και ρητορική και νομική παιδεία. Σχε-
τικά με την εισαγωγή του θεσμού του κυαισίτωρα (πρώην ἐρευνάδων [quaesitores] της ρω-
μαϊκής εποχής· βλ. N80, έτ. 539), ως αξιώματος με ποικίλες διοικητικές και δικαστικές αρμο-
364 Λυδία Παπαρρήγα-Αρτεμιάδη
πως προκύπτει ειδικότερα από το σχόλιο της EclΒ στη Β9.1.19 (= D49.1.19)
(359, 18-30, 360, 1-14) σε αναψηλάφηση υπόκεινταν οι παράνομες14 δικαστικές
αποφάσεις κατά των οποίων, όπως επισημαίνει ένα άλλο σχόλιο της ΕclΒ,
οὐκ ἔστι χρείαν ἐκκλήτου15 για να ανατραπούν: Κανονικῶς γίνωσκε, ὅτι ἡ
ἔκκλητος τότε χώραν ἔχει, ὅτε ἀπόφασίς ἐστιν ἄδικος, οὐ μὴν παράνομος. Καὶ
ἄδικος μέν ἐστιν ἀπόφασις ἡ τὸ πρόσωπον ἀδικήσασα τοῦ δικαζομένου ...
παράνομος δὲ ἡ προσκρούουσα τῷ νόμῳ προφανῶς ἥτις καὶ τριακονταετίας
ἀναψηλαφᾶται καὶ ἀνατρέπεται (359, 18-25). Μια πιθανή αιτιολογία για την
προσβολή των παρανόμων αποφάσεων μόνον με αναψηλάφηση είναι αυτή
που αναφέρει ο σχολιαστής της ΕclΒ σε άλλο σχόλιό του στο χωρίο Β9.1.134
(381, 15-17), όπου διαβάζουμε ότι ἡ ἀνίσχυρος ἀπόφασις αὐτόθεν ἔχει τὸ διαπί-
πτον, είναι δηλαδή ανυπόστατη. Ενδεικτικά ως ανίσχυρες (ἄχρηστες, ἀνυπό-
στατες) ή παράνομες αποφάσεις, οι οποίες καταφανώς προσέκρουαν (ήταν
προφανῶς ἐνάντιοι) στον νόμο, χαρακτηρίζονται σε χωρία των Βασιλικῶν οι
αποφάσεις που δεν είχαν εκδοθεί από το καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο
δικαστήριο (πρόσφορον δικαστήριον),16 οι αποφάσεις που είχαν παραβιάσει
τους νόμιμους τύπους που έπρεπε να τηρούνται για την έκδοση και τη δημο-
τὴν τοῦ δόλου παραγραφή· πρβλ. Β7.2.32, 14 και το εκτεταμένο σχόλιο της ΕclΒ (246-247).
Για το ζήτημα πρβλ. και Δάφνη Παπαδάτου, Ο θεσμός της αιρετοκρισίας στη βυζαντινορω-
μαϊκή έννομη τάξη και πρακτική, Βυζαντιακά 14 (1994) (= Παπαδάτου, Ο θεσμός της
αιρετοκρισίας) 23-26· για την πρώιμη βυζαντινή περίοδο πρβλ. CJ7.62.35· N82 Κεφ. 12· N115
Κεφ. 1· N119 Κεφ. 5. Κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο επιτρεπτή ήταν επίσης η
αναψηλάφηση ενώπιον του βασιλέα των ανέκκλητων αποφάσεων του ἐπάρχου τῶν
πραιτωρίων· βλ. σχετικά Β9.1.55 και το σχόλιο της ΕclΒ στο χωρίο αυτό (370), όπου ο
σχολιαστής αναφέρει ότι αναψηλάφηση των ανέκκλητων αποφάσεων του επάρχου
πραιτωρίων ενώπιον του βασιλέα χωρεί ακόμα και αν η απόφαση έχει εκδοθεί υπέρ πόλεως.
Στις περιπτώσεις αυτές επισημαίνεται ότι η προθεσμία της αναψηλάφησης είναι διετής. Πρβλ.
επίσης και Εἰσαγωγή (όπως σημ. 3) 11.7· Μικρὰ Σύνοψις (όπως σημ. 13) Ε.77. Για το ζήτημα
βλ. και Παναγιωτίδης, Δέησις (όπως σημ. 5), κυρίως 234 επ. Για την παύση της ισχύος του
αξιώματος του ἐπάρχου τῶν πραιτωρίων κατά τη μέση βυζαντινή περίοδο βλ. σημ. 28.
14. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η έννοια της παρανόμου αποφάσεως αντιδιαστέλλεται
σαφώς στα σχόλια της ΕclΒ από την έννοια της ἀδίκου ή κατὰ ἀπειρίαν αποφάσεως, η οποία
υπόκειται σε ἔκκλητον. Ειδικότερα, ως ἄδικος χαρακτηρίζεται στο σχόλιο της ΕclΒ στη
Β9.1.19, η απόφαση η οποία τὸ πρόσωπον ἀδικεῖ τοῦ δικαζομένου, διότι, όπως επεξηγεί
περαιτέρω ο σχολιαστής, τυχὸν εὔλογά τινα δικαιολογήματα λεγόμενα ἀπεμπέψατο (εννοεί: ο
δικαστής) ὡς ἀνεύλογα (359, 19-21). Πρβλ. τα σχόλια της ΕclΒ στη Β9.1.1 pr., 352, 7-14, στη
Β9.1.19, 359 18 -21, στη Β9.1.44, 2, 368 18 -21, στη Β9.1.64, στη Β9.1.66, στη Β9.1.70, στη Β9.1.89,
στη Β9.1.91, στη Β9.1.95, όπου και σχετικά παραδείγματα του σχολιαστή.
15. Βλ. σχόλιο της ΕclΒ στη Β9.1.44, 2, 368, 18-19.
16. Πρβλ. B9.1.89 (= CJ7.48.2) και σχόλιο της ΕclΒ, 375, 31-34, 376, 1-7 · Β9.1.91 (= CJ7.48.4)
και σχόλιο της ΕclΒ, 376, 11-15. Για το πρόσφορον δικαστήριον βλ. πιο κάτω σημ. 98.
366 Λυδία Παπαρρήγα-Αρτεμιάδη
17. Βλ. Β9.1.70 (= CJ7.45.4)· Β9.1.64 (= CJ7.44.1)· Β9.1.66 (= CJ7.44.3)· Β9.1.70 (= CJ
7.45.4)· Β9.1.72 (= CJ7.45.6)· B9.1.88 (= CJ7.48.1)· B9.1.89 (= CJ7.48.2).
18. Ως παράδειγμα αποφάσεως που είναι παράνομος, διότι αποτελεί προϊόν δολίων ενερ-
γειών, χαρακτηρίζεται η δικαστική απόφαση που εκδόθηκε από δικαστή που έχει δωροδοκη-
θεί (η πράσιμος ἀπόφασις). Βλ. Β9.1.139 (= CJ7.64.7).
19. Βλ. Β9.1.134 (= CJ7.64.1). Θα πρέπει πάντως να διευκρινισθεί ότι ἴδιος δικαστής θεω-
ρείται ο δικαστής, όχι μόνον όσον αφορά στο πρόσωπο που εκδίκασε μία υπόθεση αλλά και ό-
σον αφορά στο αξίωμα. Κατά συνέπεια ο δικαστής που ανατρέπει προγενέστερη απόφαση κά-
ποιου δικαστή που είχε το ίδιο ὀφφίκιον, ἀνισχύρως ἀποφαίνεται (βλ. σχόλιο της ΕclΒ στη
Β9.1.134, 381, 19-21).
20. Βλ. όμως και το σχόλιο της ΕclΒ στη Β9.1.55, 370,13-18, όπου αναφέρεται διετής προθε-
σμία ειδικώς για την αναψηλάφηση που ασκείται ενώπιον του βασιλέα κατά των ανεκκλήτων
αποφάσεων του επάρχου πραιτωρίων κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο.
21. Βλ. και σχόλιο της ΕclΒ στη Β9.1.19, 359, 24-25.
22. Για τις προβλεπόμενες εξαιρέσεις βλ. παρακάτω σημ. 84.
23. Βλ. σχόλιο της ΕclΒ στη Β9.1.55, 370,14-16 και σχόλιο της ΕclΒ στη Β9.2.11, 385, 27-29.
24. N119 Κεφ. 5· πρβλ. και σχόλιο της ΕclΒ στη Β9.1.55, 370, 15-18.
Αρχές και κατευθύνσεις στην απονομή της κοσμικής δικαιοσύνης 367
25. Παρά το γεγονός ότι, σύμφωνα με το παραπάνω χωρίο της Εἰσαγωγῆς (όπως σημ. 3)
11.9, αλλά και τα χωρία των Βασιλικῶν 9.1.115 και 9.2.14 και το σχόλιο της ΕclΒ στο χωρίο
Β9.2.14, η άσκηση ἐκκλήτου κατά των αποφάσεων των ἀρχόντων, δηλαδή των μειζόνων δικα-
στών της αυτοκρατορίας (βλ. αναλυτικότερα πιο κάτω υπό 1. Τάξις δικαστηρίων καὶ μικτὸν
κράτος) γίνεται ενώπιον του ἐπάρχου (της πόλεως) και του κοιαίστωρος, είναι αμφίβολο αν
τούτο ίσχυε πλέον κατά τον 12ο αι., εφόσον, σύμφωνα με τη Νεαρά του Μανουήλ Κομνηνού
(έτ. 1166), ως ανώτερα δικαστήρια της βασιλεύουσας κατά την περίοδο αυτή αναφέρονται το
δικαστήριον του μεγάλου δρουγγαρίου, του προκαθημένου τῶν δημοσιακῶν δικαστηρίων, του
πρωτοασηκρήτου και του δικαιοδότου (βλ. πιο κάτω σημ.45).
26. … εἴωθεν ἀπὸ συνελεύσεως ἀρχόντων παρὰ τῷ βασιλεῖ ἐξετάζεσθαι ἐν θείῳ ἀκροατη-
ρίῳ. Ανάμεσα στα μέλη του ἱεροῦ κονσιστωρίου, το οποίο μνημονεύεται εν προκειμένῳ, συ-
γκαταλέγονταν οι πλέον υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι, όπως ο ἔπαρχος τῆς πόλεως και ο κοιαί-
στωρας, οι αξιωματούχοι δηλαδή στους οποίους αργότερα κατεξοχήν περιέρχεται η αρμοδιό-
τητα της εκδίκασης των εφέσεων κατά των αποφάσεων των αρχόντων των επαρχιών· πρβλ.
Γκουτζιουκώστας, Ο θεσμός του κυαίστωρα (όπως σημ. 5), 75 επ., 96, όπου και περαιτέρω
βιβλιογραφικές αναφορές.
27. Για την ιουστινιάνεια περίοδο βλ. κυρίως Kaser / Hackl, Zivilprozessrecht (όπως σημ.
5), 536-537· Goria, Giustizia (όπως σημ. 5), 260-309.
368 Λυδία Παπαρρήγα-Αρτεμιάδη
πτει από τα σχόλια της ΕclΒ, το μικτὸν κράτος διακρίνεται με σαφήνεια από
το ἄκρατον κράτος (βασιλικὸν ή καθαρὸν κράτος ή καθαρὸν ἰμπέριον ή ἐξου-
σία [ποτεστάτεμ]), δηλαδή την εξουσία επιβολής των πλέον αυστηρών ποι-
νών, όπως ο αποκεφαλισμός, η εκτομή μελών του ανθρωπίνου σώματος και
ο μεταλλισμός, δηλαδή η καταδίκη σε καταναγκαστικά έργα σε ορυχεία και
μεταλλεία (τὸ δίκαιον ξίφους καὶ τοῦ μεταλλίζειν/ius gladii).46 Όπως διευκρι-
νίζεται, την ξίφους ἐξουσίαν47 (ἄκρατον ή καθαρὸν κράτος)48 διέθετε πρωταρ-
δημοσιακῶν πραγμάτων ή δικαστηρίων (ή καθολικός), ο οποίος κατ’ άλλους μελετητές ταυ-
τίζεται με το αξίωμα του λογοθέτου τῶν σεκρέτων και κατ’ άλλους με το αξίωμα του μεγάλου
λογαριαστοῦ, και οι λοιποί τῶν δικαστηρίων προκαθήμενοι οι οποίοι ήσαν όλοι ὀφφικιάλιοι, εί-
χαν δηλαδή ἀρχήν, διοικητικό λειτούργημα το οποίο καθόριζε την καθ᾽ ύλην και κατά τόπον
αρμοδιότητά τους, διοικητική και δικαστική λόγω της έλλειψης της οργανικής διάκρισης
μεταξύ της διοικητικής και της δικαστικής λειτουργίας· πρβλ. σχόλιο των Βασιλικῶν στη Β7.1
(BS 36/4-7)· σχόλιο της ΕclΒ στη Β7.3.1, 250, 24-32. Από τη Nεαρά (έτ. 1166) του Μανουήλ
Κομνηνού αντλούμε την πληροφορία ότι τον 12ο αι. τέσσερα είναι τα ανώτερα δικαστήρια της
βασιλεύουσας στα οποία ο βασιλεύς διατάσσει να γίνει επιμερισμός των δικαζόντων και των
συνηγόρων προκειμένου να εξασφαλισθεί η εύρυθμη λειτουργία όλων των δικαστηρίων της
πόλεως: το δικαστήριον του μεγάλου δρουγγαρίου, του προκαθημένου τῶν δημοσιακῶν δικα-
στηρίων, τοῦ πρωτοασηκρήτου και τοῦ δικαιοδότου (βλ. ενδεικτικά Ruth J. Macrides, Justice
under Manuel I Komnenos: Four Novels on Court Business and Murder, FM 6 [1984] (=
Kinship and Justice in Byzantium, 11th-15th Centuries [Variorum Collected Studies 642],
Aldershot / Brookfield 1999, IX) [= Macrides, Justice under Manuel I Komnenos], 137-138 σε
συνδυασμό με 124-125, 36 επ.).
46. Μεταξύ των πλέον αυστηρών ποινών περιλαμβανόταν και η ποινή της δημεύσεως πε-
ριουσίας, την οποία μπορούσε να επιβάλει πρωταρχικά ο βασιλεύς, ακολούθως δε καὶ οἱ δικα-
σταὶ οἵτινες ἐν τῇ ἄκρᾳ τῆς διοικήσεώς εἰσι κείμενοι ἐξουσίᾳ. Πρβλ. Β60.67.1 (= CJ
9.48.1)· Σύνοψις τῶν Βασιλικῶν (όπως σημ. 42) Δ7.4. Κατά συνέπεια, όταν κατά την εκδίκαση
μίας υπόθεσης από δικαστή προέκυπτε ζήτημα επιβολής των αυστηρών ποινών που προανα-
φέρθηκαν ή ζήτημα επιβολής της ποινής της δημεύσεως περιουσίας, η υπόθεση έπρεπε με
αναφορά του να διαβιβασθεί στον αυτοκράτορα ή στον διοικητή της επαρχίας του
εναγομένου.
47. Βλ. D2.1.3 (Ulpianus): … Merum est imperium habere gladii potestatem ad ani-
madvertendum facinorosos homines ... Για το ζήτημα βλ. ενδεικτικά Th. Mommsen, Le droit
pénal romain, I, Paris 1907 (= Mommsen, Droit pénal), κυρίως 283 επ.· T. Spagnuolo Vigorita,
Imperium mixtum. Ulpiano, Alessandro e la giuridizione procuratoria, Index 18 (1990) 113-
166. Πρβλ. και Τζαμτζής, Cognitio, ius gladii και θανατώσεις Xριστιανών (όπως σημ. 13),
κυρίως 342 σημ. 1 και 2, 546-548, όπου και περαιτέρω βιβλιογραφικές αναφορές.
48. Βλ. στο σχόλιο της ΕclΒ στη Β7.3.3-4: Καὶ ἄκρατον μέν ἐστι τὸ ἔχειν ἐξουσίαν
ἐκτέμνειν κεφαλάς, κόπτειν χεῖρας καὶ τιμωρεῖν τοὺς κακούργους ἤτοι τοὺς πλημελλοῦντας,
ὅπερ καὶ ποτεστάτεμ ὀνομάζεται, ἤτοι ἐξουσία, οἷόν ἐστι τὸ βασιλικὸν κράτος καὶ ἡ
ἐξουσία· μόνος γὰρ ὁ βασιλεὺς ἄκρατον ἐξουσίαν ἔχει ὡς δυνάμενος καὶ ἀποκεφαλίζειν καὶ
χεῖρας ἐκτέμνειν καὶ τὰ σφοδρότερα τούτων ποιεῖν, καὶ μετ᾽ αὐτὸν οἱ τῶν ἐπαρχιῶν ἄρχοντες –
ἔχουσι γὰρ και οὗτοι δίκαιον ξίφους καὶ τοῦ μεταλλίζειν– καὶ ὁ ἀνθύπατος. Πρβλ. B6.1.38 (=
D1.18.4): Ὁ ἄρχων ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ μεῖζον πάντων κράτος ἔχει μετὰ τὸν βασιλέα. Βλ. επίσης τα
Αρχές και κατευθύνσεις στην απονομή της κοσμικής δικαιοσύνης 375
χικά ο βασιλεύς και, ύστερα από αυτόν, οι ἄρχοντες τῶν ἐπαρχιῶν και ο ἀν-
θύπατος,49 ενώ εξάλλου μόνον οι μείζονες δικαστές, και όχι οι ἐλάσσονες,50
διέθεταν την μεγάλην ἀρχήν (ή μικτὸν κράτος). Περαιτέρω, σύμφωνα με
τους βυζαντινούς σχολιαστές, η μεγάλη ἀρχή ή μικτόν κράτος προσδιορίζε-
ται από τη συνένωση (μίξη, εξ ού και ο χαρακτηρισμός μικτόν) του κράτους
με τη δικαιοδοσία, δηλαδή του κράτους (υπό την έννοια της τιμωρητικής
σχόλια της ΕclΒ στα χωρία Β2.2.207, Β2.3.70, Β7.2.1-2, Β7.2.17,7, Β7.2.18, Β7.2.32,6, Β7.3.1,
Β7.3.3-4, Β7.3.10, Β7.3.13, Β7.3.29, Β7.5.12,1, Β7.6.5, Β7.6.14, Β9.1.64, Β9.1.79.
49. Πρβλ. Β6.1.35 (= D1.18.1): Τὸ τοῦ ἄρχοντος ὄνομα γενικόν ἐστι καὶ σημαίνει καὶ ἀν-
θύπατον καὶ τοὺς λεγάτους τοῦ βασιλέως καὶ πάντας τοὺς ἐπαρχιῶν διοικητάς, εἰ καὶ συγκλη-
τικοὶ εἰσίν· τὸ δὲ ὄνομα τοῦ ἀνθυπάτου ἰδικόν ἐστιν, αὐτὸν μόνον σημαῖνον τὸν ἀνθύπατον.
Πρβλ. Β6.15 (Περὶ τοῦ ἀνθυπάτου Καππαδοκίας) και Β6.17 (Περὶ τοῦ ἀνθυπάτου
Παλαιστίνης). Για τη συνάφεια του ἀνθυπάτου με το αξίωμα του στρατηγού του θέματος και
με άλλα αξιώματα από τον 9ο αι. και μετά βλ. Γκουτζιουκώστας, Απονομή δικαιοσύνης (όπως
σημ. 1), 45 σημ. 169. Πρβλ. και τις σχετικές απόψεις του J. F. Haldon για τη συνέχιση του
λειτουργικού ρόλου του ἀνθυπάτου και των πραιτώρων στη βυζαντινή διοίκηση (Byzantium
in the Seventh Century, Cambridge 1990, 205). Για το imperium του ἀνθυπάτου από το οποίο
εκπορεύεται η τιμωρητική εξουσία (coercere et animadvertere) και την εννοιολογική διάκριση
μεταξύ του imperium του αυτοκράτορα και του imperium του legatus και procurator κατά τη
ρωμαϊκή περίοδο βλ. Mommsen, Droit pénal (όπως σημ. 47), III, 280 επ. Πρβλ. και A. N.
Swerwin-White, Roman Society and Roman Law in the New Testament, Oxford University
Press 1963 (= Swerwin-White, Roman Society and Roman Law), 4, 9.
50. Βλ. το σχόλιο της ΕclΒ στη Β7.3.1, 251, 38, 252, 1-3: … οὗτοι γὰρ πάντες (εννοεί: οἱ
ἐλάττονες κριταί) οὔτε δικαστὰς δύνανται δοῦναι οὔτε εἰς νομὴν πέμψαι ἢ διακατοχὴν δοῦναι ἢ
ἐπιτρόπους ἢ κουράτωρας, εἰ μὴ ἐνταλθῶσι παρὰ τῶν μεγάλων, τῶν ἐχόντων δικαιοδοσίαν καὶ
κράτος, οἷον τοῦ δρουγγαρίου, τοῦ κοιαίστωρος, τοῦ ἐπὶ τῶν κρίσεων. Για τους συμπεριλαμ-
βανόμενους στην κατηγορία των ἐλασσόνων δικαστῶν βλ. Πεῖρα 51.29 (όπου αναφορά στον
παραθαλασσίτη, δρουγγάριο του πλωΐμου κ.ά.). Για το δικαιοδοτικό έργο των αξιωματούχων
αυτών βλ. ενδεικτικά Oikonomidès, L’evolution de l’organisation administrative (όπως σημ. 7)
126-127· Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ιστορία, Γ.1 (1081-1204), Θεσσαλονίκη
2001, 265-266· η ίδια, Βυζαντινά δικαστήρια (όπως σημ. 7) 163-177· L. Burgmann, Vier
Richter des 12. Jahrhunderts, XVI. Internationaler Byzantinistenkongress, Wien 4-9 Oktober
1981, Akten II/2, JÖB 32/2 (1982) 369-372· ο ίδιος, Zur Organisation der Rechtsprechung in
Byzanz (Mittelbyzantinische Epoche), στο: La giustizia nell’Alto Medioevo (secoli IX-XI),
Settimane di studio del Centro Italiano di Studi sul l’Alto medioevo, XLIV, 11-17 aprile 1996,
Spoleto 1997, 905-930 (= Burgmann, Zur Organisation)· Ruth J. Macrides, The Competent
Court, στο: Laiou / Simon, Law and Society (όπως σημ. 35) (= Kinship and Justice in
Byzantium, 11th-15th Centuries [Variorum Collected Studies 642], Aldershot / Brookfield 1999,
no VIII, 120 σημ. 10, 126, όπου και οι συναφείς πηγές της ΕclΒ κατά αξίωμα) (= Macrides,
The Competent Court)· η ίδια, Justice under Manuel I Κomnenos (όπως σημ. 45), 181· P.
Magdalino, Justice and Finance in the Byzantine State. Ninth to Twelfth centuries, στο: Laiou
/ Simon, Law and Society (όπως σημ. 35), 106-111· Γκουτζιουκώστας, Απονομή δικαιοσύνης
(όπως σημ. 1), κυρίως 103-106, 109, 115, 131, 152 επ., 171, 184 επ., 206-207, 224-225, 239 επ.,
245.
376 Λυδία Παπαρρήγα-Αρτεμιάδη
51. Β7.3.3-4 (= D2.1.3-4, Ulpianus): Τὸ κράτος ἢ ἄκρατον ἤτοι καθαρόν ἐστιν, ὡς τὸ ἔχειν
ξίφους ἐξουσίαν ὅπερ καὶ ἐξουσία λέγεται, ἢ μικτόν, ᾧτινι ἥνωται ἡ δικαιοδοσία, ὡς τὸ δοῦναι
διακατοχήν. Δικαιοδοσία δέ ἐστι καὶ τὸ ἔχειν ἄδειαν δοῦναι δικαστήν. Τὸ δὲ κελεύειν δοθῆναι
πραιτωρίαν ἀσφάλειαν καὶ τὸ εἰς νομὴν πέμψαι τιμωρητικῆς ἐξουσίας ἐστὶ μᾶλλον ἤπερ
δικαιοδοσίας. Πρβλ. και D2.1.3: … mixtum est imperio, cui etiam iurisdictio inest…. Πρβλ. και
το σχετικό σχόλιο της ΕclΒ, 252, 18-20: Μικτὸν δέ ἐστιν ἰμπέριον τὸ ἔχειν τι καὶ δικαιοδοσίας
ἐχόμενον· γνωρίζεται δὲ τοῦτο ἐν τῷ δύνασθαι τὸν ἔχοντα τοῦτο διδόναι διακατοχάς ...
ὡσαύτως καὶ δικαστὰς καὶ σὺν τούτοις σωφρονεῖν μετρίως. Πρβλ. ομοίως για τη ρωμαϊκή
περίοδο L. Wenger, Institutes of the Roman Law of Civil Procedure, tr. O. Harrison Fisk with
an introduction by R. Pound, New York 1940 (= Wenger, Institutes), §4.I. Κατά τον L.
Wenger, σε όσες περιπτώσεις στις πηγές η iurisdictio εμφανίζεται ως λειτουργία διακεκριμένη
ή απογυμνωμένη από το imperium, πρόκειται για τη λεγομένη «κατώτερη» iurisdictio (απλή
potestas) των επαρχιακών αξιωματούχων. Την αντιστοιχία της κατώτερης αυτής δικαιοδοσίας
των επαρχιακών ρωμαίων αξιωματούχων διακρίνουμε στη δικαιοδοτική αρμοδιότητα των
βυζαντινών ἐλασσόνων κριτῶν. Βλ. επίσης Kaser / Hackl, Zivilprozessrecht (όπως σημ. 5), §25
Ι.2 και σημ. 10 και §§78.ΙΙ.2-4, 82 και σημ. 7.
52. Βλ. σχετικό ενδεικτικό παράδειγμα στο σχόλιο της ΕclΒ στο χωρίο Β7.3.3-4, 253, 1-7.
53. Τὸ δὲ κελεύειν ἐπερωτᾶσθαι πραιτωρίαν ἐπερώτησιν καὶ εἰς νομὴν πέμπειν μᾶλλόν ἐ-
στιν τοῦ κράτους ἢ τῆς ἰουρισδικτίονος ἤτοι τῆς δικαιοδοσίας ὡς τιμωρητικόν. Βλ. ομοίως
D2.1.4 (Ulpianus).
54. Βλ. σχόλιο της ΕclΒ στη Β7.3.1, 251,38, 252, 1-3 καθώς και σχόλιο της ΕclΒ στη Β7.3.3-4,
252, 33.
55. Βλ. Kaser / Hackl, Zivilprozessrecht (όπως σημ. 5), 178 σημ. 49, 246 επ.
Αρχές και κατευθύνσεις στην απονομή της κοσμικής δικαιοσύνης 377
56. Βλ. σχόλιο ΕclΒ στη Β7.2.1-2, 237, 20-21: … ἐὰν κρίνωσιν ὑπόθεσιν καὶ ἐξενέγκωσιν
ἀπόφασιν, τήν τε ὑπόθεσιν λύουσιν καὶ πᾶσαν τὴν ἀμφιβολίαν ἀναιροῦσι.
57. Βλ. σχόλιο της ΕclΒ στη Β7.2.53, 249, 10-21. Για τα ένδικα βοηθήματα που χορηγούνταν
σε περίπτωση που δεν είχε συνομολογηθεί μεταξύ των διαδίκων πρόστιμο βλ. Τσούρκα-Πα-
παστάθη, Τὸ αἱρετὸν δικαστήριον (όπως σημ. 43), 480-481.
58. Βλ. σχόλιο ΕclΒ στη Β7.2.1-2, 237, 19-25.
59. Βλ. σχόλιο της ΕclΒ στη Β7.2.32,14, 246, 25.
60. Βλ. εξ αντιδιαστολής το σχόλιο της ΕclΒ στη Β7.2.32,14, 18-26.
61. Πρβλ. πιο κάτω σσ. 384-385, 391-392.
378 Λυδία Παπαρρήγα-Αρτεμιάδη
σχόλιο (ΕclΒ στη Β7.3.1, 251, 36, 252, 1): ... οἱ μικροὶ δικασταὶ ἤγουν οἱ ἐλάττο-
νες οὐ δύνανται.. δοῦναι διακατοχήν ..., εἰ μὴ ἐνταλθῶσι παρὰ τῶν μεγάλων,
τῶν ἐχόντων δικαιοδοσίαν καὶ κράτος, οἷον τοῦ δρουγγαρίου, τοῦ κοιαίστωρος,
τοῦ ἐπὶ τῶν κρίσεων. Επρόκειτο συνεπώς περί δικαιοδοσίας την οποία διέθε-
ταν καταρχήν μόνον οι μείζονες δικαστές, ενώ οι ἐλάττονες μπορούσαν να
την ασκήσουν μόνον κατόπιν παραπομπής (εκχωρήσεως της δικαιοδοσίας)
από τον αρμόδιο μείζονα δικαστή.
1.2.2. Η δικαιοδοσία τοῦ εἰς νομὴν πέμπειν (missio in possesionem) αποτελεί
κυρίως μέτρο προληπτικό και εξασφαλιστικό έναντι διαδίκων που κρίνονται
ως στρεψόδικοι, δύστροποι ή απειθείς.69 Μνεία της δικαιοδοσίας αυτής γίνε-
ται στα σχόλια της ΕclΒ στα χωρία των Βασιλικῶν 7.3.1, 251, 15-34 και 7.3.3-4,
253, 1-7. Από τα σχόλια αυτά, το μεν πρώτο αναφέρεται στη λεγατόρουμ σε-
βαρδόρουμ καῦσαν, ἤτοι τὴν ὀνόματι ληγάτου νομήν (legatorum servando-
rum causa), ενώ το δεύτερο στη βέντρις νόμινε νομήν ἤτοι εἰς τὴν γαστρὸς
ὀνόματι (ventris nomine).70
Όπως ειδικότερα αναφέρεται στον θεματισμό του πρώτου σχολίου της
ΕclΒ στο χωρίο Β7.3.1 (253, 1-7), ο ληγατάριος (κληροδόχος) δύναται να ζη-
τήσει από μείζονα δικαστή την εγκατάστασή του στη νομή και κατοχή των
κληρονομιαίων πραγμάτων (λεγατόρουμ σεβαρδόρουμ καῦσαν, ἤτοι τὴν ὀνό-
ματι ληγάτου νομήν) έως την πλήρωση της αιρέσεως ή της προθεσμίας που
προβλέπεται στο ληγᾶτον, εάν ο κληρονόμος αρνείται να του καταβάλει ικα-
νοδοσία (ενέχυρα ή εγγυητές) για τη διασφάλιση της πληρωμής του ληγάτου
κατά τον χρόνο πληρώσεως της αναβλητικής αιρέσεως ή της προθεσμίας.
Στον συγκεκριμένο θεματισμό γίνεται αναφορά στην πραιτωρική missio le-
gatorum servandorum causa την οποία ειδικώς αναφέρει και η διάταξη του
ιουστινιάνειου Πανδέκτη 36.4.5 pr. (Ulpianus). Εξάλλου, η συγκεκριμένη πε-
ενώπιον δικαστηρίου βλ. D37.1.3,8. Για την εξ αδιαθέτου διακατοχή κληρονομίας πρβλ.
D38.6-9. Για τις τρεις πρώτες τάξεις που τηρούνταν με βάση το πραιτωρικό δίκαιο στις διακα-
τοχές εξ αδιαθέτου βλ. D38.15. Για το ζήτημα, όπως εξελίσσεται κατά τη ρωμαϊκή και
ιουστινιάνεια περίοδο, βλ. ενδεικτικά R. Monier, Manuel élémentaire de droit romain, I, Paris
1947 (Aalen 1970), 478-484.
69. Για τις ποικίλες μορφές των πραιτωρικών missiones in possesionem με τις οποίες
παρέχεται ένδικη προστασία έναντι διαφόρων προσώπων (κατά του iudicatus που αρνείται να
πληρώσει τα επιδικασθέντα, κατά του indefensus, κατά του κληρονόμου [in possesionem
legatorum servandorum causa], κατά του ιδιοκτήτη γης που απειλεί να προξενήσει ζημία [in
possesionem ως cautio damni infecti] κ.λπ.) βλ. ενδεικτικά Wenger, Institutes (όπως σημ. 51),
§23 σημ. 13-20· Kaser / Hackl, Zivilprocessrecht (όπως σημ. 5), §65.III. και σημ. 29 όπου και
περαιτέρω βιβλιογραφικές αναφορές.
70. Πρβλ. D36.4· D25.5.
380 Λυδία Παπαρρήγα-Αρτεμιάδη
71. Όπως η περίπτωση θέσεως στη νομή των κληρονομιαίων πραγμάτων του ληγατάριου
έτσι και η περίπτωση αυτή της θέσεως στη νομή επί του συνόλου της κληρονομίας του
αποβιώσαντος συζύγου απαριθμείται στο σχόλιο της ΕclΒ στη Β9.6.1, 419, 27-31 όπου ο
σχολιαστής αναφέρει τα ακόλουθα: ... προτιμᾶται τῶν συγγενῶν (εννοεί: του ἀποβιώσαντος
χωρίς διαθήκη συζύγου) ἡ γαστὴρ ἤτοι ὁ κυοφορούμενος. .. Πέμπεται οὖν ἡ μήτηρ τοῦ ἐμβρύου
εἰς νομὴν τῶν τοῦ τελευτήσαντος ἀνδρὸς αὐτῆς πραγμάτων πάντων. Για το ζήτημα βλ.
ενδεικτικά F. de Robertis, Di una pretesa innovazione di Antonio Caracalla. La missio in
possesionem in bona heredis e la portata effetiva dell’intervento imperiale, Βari 1938.
72. Πρβλ. D38.16.3, 9-12.
Αρχές και κατευθύνσεις στην απονομή της κοσμικής δικαιοσύνης 381
73. Για τις πραιτωρικές stipulationes οι οποίες κατά τον Ulpianus διακρίνονται σε iudi-
ciales, cautionales, communes βλ. D45.1.52 pr .-3· D46.5· Inst.1.24.3. Για το ζήτημα βλ.
ενδεικτικά Wenger, Institutes (όπως σημ. 51), §23· Kaser / Hackl, Zivilprocessrecht (όπως σημ.
5), §65 όπου και περαιτέρω βιβλιογραφικές παραπομπές.
74. Βλ. σχετικά Gai, Ιnst. (όπως σημ. 62), 4.31 (stipulatio damni infecti).
75. Ἔστι δὲ καὶ ἑτέρα νομὴ ἡ ἐλπίδι συμπτώσεως γινομένη, ἡ κατὰ ῥωμαϊκὴν διάλεκτον
δάμνι ἰμφέκτι λεγομένη. Ἔστι δὲ τοιαύτη· ὁ γείτων μου ἔχει σαθρὰν οἰκίαν, καὶ ἐλπίζεται κατα-
πεσεῖν καὶ βλάψαι καὶ τὴν ἐμήν· ἔξεστί μοι προσέρχεσθαι τῷ δικαστῇ καὶ ἀναγκάζειν τοῦτον
κτίσαι τὴν κατοικίαν αὐτοῦ ἢ δοῦναί μοι ἱκανὰ περὶ τῆς ἐλπιζομένης ζημίας. Εἰ οὖν ἐκεῖνος οὐκ
εὐσυνθετεῖ θάτερον ποιῆσαι τῶν δύο τούτων, πέμπομαι παρὰ τοῦ ἄρχοντος εἰς νομὴν τοῦ μέ-
ρους ἐκείνου τοῦ ἐλπιζομένου βλάψαι με (420, 1-7).
76. ... Οἷον ἐπὶ θέματος· ἐνεμόμην ἐγὼ τὴν ἐλευθερίαν διάγων ὡς ἐλεύθερος καὶ συναλ-
λάττων μετὰ τῶν βουλομένων καὶ διοικῶν τὰ ἐμὰ κατὰ τὸ βουλητόν μοι, καὶ δικαζομένου ἐν
δικαστηρίῳ ἐπεφύη κατ’ ἐμοῦ ὁ Γεώργιος καὶ ἔλεγεν εἶναί με δοῦλον αὐτοῦ. Οὐ δύναται ἐπὶ
382 Λυδία Παπαρρήγα-Αρτεμιάδη
ταύτῃ τῇ ἀμφιβολίᾳ αἱρετὸς προσληφθῆναι δικαστής· τὸ γὰρ τῆς εὐγενείας δικαστήριον μέγα
τυγχάνει καὶ διὰ τοῦτο καὶ παρὰ δικασταῖς μείζοσιν ὀφείλει ζητεῖσθαι. Ἤ πολλάκις ἐν δουλείᾳ
διῆγον κατεχόμενος παρά τινος ὡς δοῦλος καὶ ἐξυπηρετῶν καὶ αὐτὸς ὡς δοῦλος ἐν ἀγνοίᾳ τοῦ
εἶναι ἐλεύθερος.... Βλ. επίσης Ἐκλογὴ Νόμων τῶν ἐν Ἐπιτόμῳ ἐκτεθειμένων (Ecloga Legum in
Epitome expositarum,) JGR IV 276-585 (= Ἐπιτομὴ Νόμων) 38.80: Καὶ ὁ ἄρχων δύναται παρ᾽
ἑαυτῷ ἐλευθεροῦν, οὐκ ἐπὶ βήματι μόνῳ, ἀλλὰ καὶ ἐν παρόδῳ καὶ ἐν κώμῃ, κἂν μὴ παρῇ τῷ
ἄρχοντι ῥαβδοῦχος· πρβλ. D40.2.5 (Iulianus)· D40.2.7 (Gaius)· D40.2.8 (Ulpianus). Βλ. και
Ἐπιτομὴ Νόμων (ό.π.) 38.52: Δοῦλος ἐκ τοῦ ἰδίου πάκτου τινὰ χρήματα δοὺς τῷ αὐτοῦ δεσπότῃ
ἐπὶ τῷ ἐλευθερωθῆναι τὰ οἰκεῖα τέκνα, οὐκ ἀναλαμβάνει ἃ δέδωκε καὶ τῶν τέκνων αὐτοῦ μὴ
ἐλευθερουμένων, τοῦτο γὰρ ἐπὶ ἐλευθέρου προβαίνει. ἀλλὰ προσέρχεται τῷ ἄρχοντι καὶ αἰτεῖ
μετὰ τιμῆς τὸν δεσπότην αὐτοῦ πληρῶσαι τὰ δόξαντα περὶ ἐλευθερίας. Ενδέχεται, ωστόσο,
ορισμένοι μόνον μείζονες δικαστές να διέθεταν αυτή τη δικαιοδοσία, οι πλέον υψηλόβαθμοι,
όπως ρητώς αυτή αναφέρεται για τον ἔπαρχο της πόλεως στο σχόλιο της ΕclΒ στη Β6.4.2 pr.-2,
229, 4-21. Πρβλ. και D1.16.2, χωρίο του ιουστινιάνειου Πανδέκτη σύμφωνα με το οποίο
επρόκειτο περί ανθυπατικής δικαιοδοσίας (που απέρρεε από το imperium του ανθυπάτου).
Για τον λόγο αυτόν ο legatus proconsuli δεν διέθετε τη συγκεκριμένη δικαιοδοσία.
77. Βλ. επίσης Ὁ Πρόχειρος Νόμος (Prochiron Basilii, Constantin et Leonis), JGR II 107-
228 (= Πρόχειρος Νόμος) 36.5: Καὶ ὁ ἔπαρχος καὶ ὁ ἄρχων καὶ ὁ πρὸς καιρὸν ἐπιτραπεὶς
ἐπαρχίας διοίκησιν, ἴσως τοῦ ἄρχοντος ἀποθανόντος, ἐπιτρόπους δύναται δοῦναι· Πρόχειρος
Νόμος (ό.π.) 36.7. Πρβλ. Inst.1.20,4· CJ1.50.2 (Imp. Theodosius, Valentinianus, έτ. 427) όπου
η συγκεκριμένη δικαιοδοσία επαφίεται μόνον στους διοικητές των επαρχιών· D26.5.1 pr., 2, 3
(Ulpianus)· D27.8.1, 3 (Ulpianus).
78. Βλ. Inst. 1.23 pr.
Αρχές και κατευθύνσεις στην απονομή της κοσμικής δικαιοσύνης 383
δεν είχε όμως το δικαίωμα της ελεύθερης διαχείρισης της περιουσίας του κατ’
αναλογίαν με όσα ίσχυαν επί ασώτων).79
Η δεύτερη δικαιοδοσία του μείζονος δικαστή που μνημονεύεται στο
σχόλιο της ΕclΒ στη Β7.3.1 (251, 35-38) είναι από δικονομική άποψη η σημα-
ντικότερη όλων δικαιοδοσία, η οποία και συνίσταται στην εὐχέρειαν τοῦ δοῦ-
ναι δικαστήν.80 Όπως διασαφηνίζεται, πηγή της δικαιοδοσίας αυτής μπορού-
σε να είναι όχι μόνον ο γραπτός νόμος αλλά και η συνήθεια, πράγμα που
ίσχυσε στις περιπτώσεις του ἐπάρχου τῆς πόλεως και των λοιπών ἀρχόντων
της Κωνσταντινουπόλεως (της νέας Ῥώμης), δηλαδή του μεγάλου δρουγγά-
ριου, του δικαιοδότου, του ἐπὶ τῶν κρίσεων, του ἀνθυπάτου (πρβλ. και το
σχόλιο της ΕclΒ στη Β7.5.12, 1, 270, 3-11).81 Η αιτιολογία της προέλευσης της
δικαιοδοσίας αυτής από τη συνήθεια παρέχεται στη D5.12.1,1, όπου ο ρω-
μαίος νομομαθής Paulus επεξηγεί ότι η άσκηση της συγκεκριμένης δικαιοδο-
σίας νοείται ως απόρροια της «ισχύος του κράτους» των πλέον υψηλόβαθ-
μων αξιωματούχων της Ρώμης (propter vim imperii).82 Μάλιστα, όπως διευ-
κρινίζεται στη διάταξη των Βασιλικῶν 6.1.42, επρόκειτο περί δικαιοδοσίας
την οποία διέθετε ο μείζων δικαστής ακόμα και εάν είχε παραπεμφθεί σε
αυτόν η υπόθεση μετά ἀπὸ θείαν κέλευσιν, με αυτοκρατορική δηλαδή εντο-
79. Στο χωρίο της Πείρας (όπως σημ. 3) 16.5, ως αρμόδιος για τον ορισμό επιτρόπου
στην ειδική εκείνη περίπτωση όπου υπήρχε διαθήκη που περιελάμβανε τον ορισμό ενός και
μόνου επιτρόπου ο οποίος όμως είχε αποβιώσει, αναφέρεται μόνον ο κοιαίστωρ: ... ἀλλ᾽ εἰ μὲν
ἐστὶ συνεπίτροπος, πρὸς ἐκεῖνον μεταποιεῖται ἡ ἐπιτροπή, εἰ δὲ μή ἐστιν, ὁ κοιαίστωρ φροντίσει
τῆς τῶν παίδων διοικήσεως καὶ δόσει αὐτοῖς κουράτωρα. Επίσης ο κοιαίστωρ αναφέρεται ως
αρμόδιος για την εποπτεία της επιτροπείας στα χωρία της Πείρας (όπως σημ. 3) 16.13, και
58.4. Πάντως, η δικαιοδοσία του ορισμού επιτρόπου ή κηδεμόνος στις ειδικές εκείνες περι-
πτώσεις όπου δεν περιλαμβανόταν ορισμός επιτρόπου ή κηδεμόνος στη διαθήκη του αποβιώ-
σαντος πατέρα (περιπτώσεις δοτής επιτροπείας), αναφέρεται στην ΕclΒ ως δικαιοδοσία όλων
αδιακρίτως των μειζόνων δικαστών· πρβλ. ομοίως D26.5.1, pr.,3 (Ulpianus) όπου αναφέρεται
ότι τη δικαιοδοσία αυτή έχουν όλοι οι άρχοντες των πόλεων· Πρόχειρος Νόμος (όπως σημ. 77)
36.5.
80. D1.18.8 (Iulianus)· D1.18.9 (Callistratus). Βλ. σχετικά Kaser / Hackl, Zivilprozessrecht
(όπως σημ.5), 461 σημ.10, 470 σημ. 26.
81. Για το ζήτημα βλ. Βλ. Δέσποινα Τσούρκα-Παπαστάθη, Συμβολή στην έννοια της δι-
καιοδοσίας (iurisdictio) του δικαστή σύμφωνα με τις νομικές πηγές της μέσης βυζαντινής πε-
ριόδου, στο: Λεονταρίτου / Μπουρδάρα / Παπαγιάννη, Αντικήνσωρ (όπως σημ. 7) (= Τσούρ-
κα-Παπαστάθη, Συμβολή στην έννοια της δικαιοδοσίας του δικαστή), 1789 σημ. 14.
82. Τούτο ίσχυε για παράδειγμα στην περίπτωση του επάρχου της πόλεως (praefectus
urbi) και των λοιπών αρχόντων της πόλεως της Ρώμης, των αυτοκρατορικών δηλαδή αξιωμα-
τούχων με δικαιοδοσία στην πόλη της Ρώμης. Πρβλ. CJ1.28.3 (Imp. Valens, Gratia-
nus/Valentinianus, έτ. 376): Praefectura urbis cunctis quae intra urbem sunt, antecellat
potestatibus ....
384 Λυδία Παπαρρήγα-Αρτεμιάδη
λή.83 Επρόκειτο πάντως περί δικαιοδοσίας την οποία διέθετε ο μείζων δικα-
στής μόνον όταν εκδίκαζε υποθέσεις σε πρώτο βαθμό εφόσον, όπως προκύ-
πτει από το σχόλιο (2) των Βασιλικῶν στη Β7.1.3 (BS 36 /24), ο μείζων δικα-
στής στον οποίον είχε παραπεμφθεί η υπόθεση κατ᾽ ἔκκλητον (o ἐφέτης δι-
καστής)84 δεν διέθετε τη δυνατότητα να παραπέμψει περαιτέρω την κατ᾽ ἔκ-
κλητον εκδικαζόμενη υπόθεση σε άλλον δικαστή.85
Σε αντιδιαστολή με τους άρχοντες που προαναφέρθηκαν, όπως διευκρι-
νίζεται στο σχόλιο της ΕclΒ στη Β7.3.1, 251, 36, 252, 1): ... οἱ μικροὶ δικασταὶ
ἤγουν οἱ ἐλάττονες οὐ δύνανται ... δοῦναι δικαστάς ... οὔτε (δύνανται ... δοῦ-
ναι) ἐπιτρόπους ἢ κουράτωρας ..., εἰ μὴ ἐνταλθῶσι παρὰ τῶν μεγάλων, τῶν
ἐχόντων δικαιοδοσίαν καὶ κράτος, οἷον τοῦ δρουγγαρίου, τοῦ κοιαίστωρος,
τοῦ ἐπὶ τῶν κρίσεων. Επρόκειτο συνεπώς για δικαιοδοσίες τις οποίες διέθε-
ταν καταρχήν μόνον οι μείζονες δικαστές, ενώ οι ἐλάττονες μπορούσαν να
τις ασκήσουν μόνον μετά από εντολή του αρμόδιου μείζονος δικαστή. Το
ίδιο επαναλαμβάνεται και στην αρχή του ίδιου σχολίου (250, 28-32), σύμφωνα
83. Βλ. Β6.1.42 (= D1.18.9): Οὔτε ἄρχων οὔτε ἀνθύπατος ἢ λεγάτος ἀναγκάζεται δι᾽ ἑαυ-
τοῦ δικάζειν, ἀλλὰ ἄδειαν ἔχει διδόναι δικαστήν, κἂν ἀπὸ θείας κελεύσεως παραπεμφθῇ τῷ
ἄρχοντι ἡ ζήτησις.
84. Το ένδικο μέσο της ἐκκλήτου μπορούσε να ασκηθεί κατά των ἀδίκων ή κατὰ ἀπειρίαν
ἐξενεχθεισῶν αποφάσεων των περιβλέπτων αξιωματούχων της αυτοκρατορίας με τις οποίες
είχε επέλθει τελεία τομή τῆς δίκης επί χρηματικῶν ή ἐγκληματικῶν δικών (Β9.1.108) και
αδιακρίτως της αξίας του επίδικου αντικειμένου (Β9.1.113). Για την έννοια της ἀδίκου ή κατά
ἀπειρίαν αποφάσεως η οποία μπορούσε να εφεσιβληθεί και τη διάκρισή της από την παρά-
νομον απόφαση η οποία, ως ανυπόστατη, μπορούσε να προσβληθεί με αναψηλάφηση βλ. τα
σχόλια της ΕclΒ στη Β9.1.1 pr., 352, 7-14, στη Β9.1.19, 359 18 -21, στη Β9.1.44,2, 368, 18 -21 , στη
Β9.1.64, στη Β9.1.66, στη Β9.1.70, στη Β9.1.89, στη Β9.1.91 και στη Β9.1.95, όπου και σχετικά
παραδείγματα του σχολιαστή (πρβλ. και σημ. 16-19). Για την έννοια της τελείας τομῆς της
δίκης, απόρροια της έκδοσης απαλλακτικής ή καταδικαστικής αποφάσεως, βλ. το σχόλιο της
ΕclΒ στη Β9.1.148, 383, 15-18 (όπου ακολουθεί σχετικό παράδειγμα του σχολιαστή). Το ένδικο
μέσο της ἐκκλήτου είχε κατά κανόνα ανασταλτικό αποτέλεσμα με εξαίρεση τις τελεσίδικες
εκείνες δικαστικές αποφάσεις οι οποίες έπρεπε άμεσα να εκτελεσθούν για λόγους δημοσίου
συμφέροντος, όπως λ.χ. όταν είχε επιβληθεί στον δράστη εγκληματικής πράξεως τιμωρία η
οποία έπρεπε να εκτελεσθεί αμέσως και δημοσίως για λόγους παραδειγματισμού των υπο-
λοίπων (D49.116 [Modestinus]· Β.9.1.16). Ως ενδεικτικά παραδείγματα τελεσίδικων δικαστι-
κών αποφάσεων με μη ανασταλτικό αποτέλεσμα αναφέρονται στο σχόλιο της ΕclΒ στη
Β9.1.16, 359, 4-13 (όπoυ και η σχετική αιτιολογία) η περίπτωση καταδίκης για το έγκλημα της
ληστείας ή για διέγερση του λαού πρὸς στάσεις καὶ θορύβους καὶ φόνους τῶν ἀρχόντων ή για
τη σύσταση οποιασδήποτε φατρίας υπό την έννοια ἑταιρείας καὶ ὡσανεὶ συστήματα χάριν τοῦ
κλέπτειν ἢ συνιστᾶν ἀνταρσίας.
85. Σημείωσαι ὅτι ἐφέται αὐτοὶ δι᾽ ἑαυτῶν ἀκροῶνται τῆς ἐφέσεως, καὶ οὐχὶ πρὸς ἑτέρους
παραπέμπουσι τὰς ἐκκλητευομένας δίκας. Βλ. ομοίως και το σχόλιο της ΕclΒ στη Β9.1.100, 378,
4-9, όπου και σχετικό παράδειγμα του σχολιαστή.
Αρχές και κατευθύνσεις στην απονομή της κοσμικής δικαιοσύνης 385
86. Βλ. σχόλιο της ΕclΒ στη Β7.3.1, 251, 11-15: .. Εἰ οὖν γραφῇ τις κληρονόμος καὶ βούλεται
ζητῆσαι τὴν σεκούνδουμ ταβούλλας διακατοχὴν ἢ καλούμενος ἐξ ἀδιαθέτου θελήσει ζητῆσαι
τὴν οὐνδελίβερι διακατοχὴν παῖς ὢν αὐτεξούσιος ἢ ὑπεξούσιος τοῦ τελευτήσαντος, οὐκ ὀφείλει
προσέρχεσθαι ἁπλῶς δικαστῇ, οἷός ἐστιν ὁ Ἀλωπός, ὁ Σερβίας καὶ ὁ Τιμωνίτης, ἀλλὰ τῷ ἔχοντι
δικαιοδοσίαν καὶ κράτος, τῷ δρουγγαρίῳ ἢ τῷ κοιαίστωρι ... και πιο κάτω, στο ίδιο σχόλιο, 251,
28-32: .. Εἰ οὖν ὁ κληρονόμος ἐπιζητούμενος τὰ ἱκανὰ οὐ δίδωσι ταῦτα καὶ βούλεται ὁ ληγατάριος
πεμφθῆναι εἰς νομὴν τῶν τῆς κληρονομίας, οὐκ ὀφείλει προσέρχεσθαι δικαστῇ ἐλάττονι, ἀλλὰ
μεγάλῳ καὶ ἔχοντι δικαιοδοσίαν καὶ κράτος, τῷ δρουγγαρίῳ, τῷ κοιαίστωρι καὶ τοῖς λοιποῖς τοῖς
προκαθημένοις δικαστηρίου ... Βλ. επίσης σχόλιο της ΕclΒ στη Β7.3.13, 255, 25-32. Βλ. επίσης το
σχόλιο της ΕclΒ στη Β2.3.70, 112, 4-5 (όπου ως παράδειγμα δικαστών που υπάγονται στην
κατηγορία των μικρῶν αναφέρονται οἱ τοῦ βήλου κριταί).
87. Βλ. και Β7.3.5: Ὁ οἰκείῳ δικαίῳ καὶ οὐκ ἀλλοτρίῳ ἔχων δικαιοδοσίαν δύναται αὐτὴν
ἐντέλλεσθαι.
386 Λυδία Παπαρρήγα-Αρτεμιάδη
υπόθεση προσώπῳ τοῦ ἐπάρχου δεν έχει οἰκείῳ δικαίῳ δικαιοδοσίαν διότι
αντλεί το δίκαιον τοῦ κρίνειν από τον ἔπαρχον.88 Αντιθέτως δε, όπως αναφέ-
ρει στη συνέχεια του θεματισμού του ο σχολιαστής, ο λεγάτος τοῦ ἀνθυπάτου,
ο οποίος έχει με βάση τα οριζόμενα στον ίδιο τον νόμο89 δική του δικαιοδο-
σία κι επομένως δεν αντλεί τη δικαιοδοσία του αυτή από τον ἀνθύπατο –ό-
πως στο προηγούμενο παράδειγμα ο κρίνων προσώπῳ τοῦ ἐπάρχου– διαθέ-
τει πλήρως τη δικαιοδοσία τοῦ δοῦναι δικαστήν, όπως ακριβώς και οι ἄρχο-
ντες τῶν ἐπαρχιῶν.90 Για τον ίδιο λόγο, επειδή δηλαδή ο νόμος του παραχω-
ρεί τη συγκεκριμένη δικαιοδοσία, σύμφωνα με ένα άλλο σχόλιο της ΕclΒ στη
Β6.2.19 (222, 19-20), ο λεγάτος του ανθυπάτου έχει και δικαιοδοσία να εκδίδει
δικαστικές αποφάσεις επί ἐγκληματικῶν ὑποθέσεων.91 Εξαίρεση από τον κα-
νόνα της απαγόρευσης να εκχωρηθεί περαιτέρω η δικαιοδοσία αυτή προβλέ-
πεται μόνον για τον θεῖον δικαστή, δηλαδή για τον δικαστή ο οποίος έχει ο-
ρισθεί από τον βασιλέα για να δικάσει μία υπόθεση προσώπῳ τοῦ βασιλέως.92
Ο δικαστής αυτός μπορεί να ορίσει άλλον δικαστή για να εκδικάσει την υπό-
θεση που του έχει ανατεθεί από τον βασιλέα διότι, όπως αναφέρει ο σχολια-
στής της ΕclΒ στο σχόλιό του στη Β7.6.5, ο δικαστής που ορίζεται από τον η-
γεμόνα που είναι ο μόνος που διαθέτει το ἄκρατον κράτος, υπέρκειται από ό-
λους τους δικαστές που ορίζονται από τους ἄρχοντες και για τον λόγο αυτό
88. ... Οὗτος μὲν οὖν ὁ προσώπῳ τοῦ ἐπάρχου κρίνων δύναται μὲν δικάζειν, ἐντέλλεσθαι δὲ
ἑτέρῳ δικάζειν οὐ δύναται ἢ διδόναι δικαστήν. Διὰ τί; Ὅτι οὐκ ἔχει οἰκείῳ δικαίῳ δικαιοδοσίαν,
τουτέστιν οὐκ ἔχει ἀπὸ τῶν νόμων ἀρχήν, ἀλλ᾽ ἐκ τοῦ ἐπάρχου λαμβάνει τὸ δίκαιον τοῦ κρί-
νειν ... (270, 15-19.) Βλ. ομοίως και το σχόλιο της ΕclΒ στη Β7.6.5, 279, 26-34.
89. Βλ. CJ 1.35.1.
90. Βλ. σχόλιο της ΕclΒ στη Β7.5.12,1: Ὁ δὲ λεγάτος τοῦ ἀνθυπάτου οὐκ ἐκ τοῦ ἀνθυπάτου
λαμβάνει τὴν δικαιοδοσίαν, ἀλλ᾽ ἐκ τῶν νόμων ὥρισται καὶ διὰ τοῦτο δίδωσι καὶ δικαστήν, ὥ-
σπερ καὶ οἱ τῶν ἐπαρχιῶν ἄρχοντες (270, 19-21).
91. Βλ. σχόλιο της ΕclΒ στη Β6.2.19, 222, 19-22. Αντιθέτως, όπως διευκρινίζεται στο ίδιο
σχόλιο: ὁ κρίνων προσώπῳ τινός οὐ δύναται κρίνειν καὶ ἐγκλήματα, ὠς μὴ ἀπὸ νόμου λαμβά-
νων τὴν δικαιοδοσίαν, ἀλλ᾽ ἐκ προσώπου. Όπως αναφέρεται λίγο παραπάνω στο ίδιο σχόλιο
(222, 13-18) ο ἐκ προσώπου τοῦ άνθυπάτου δεν μπορεί να εκδίδει αποφάσεις σε εγκληματικές υ-
ποθέσεις, αλλά μόνον να τις εξετάζει, ενώ στη συνέχεια υποχρεούται να αναφέρει το πόρισμά
του στον ἀνθύπατον που είναι ο μόνος αρμόδιος γιά να εκδόσει τη δικαστική απόφαση. Για
την έκταση της ανθυπατικής δικαιοδοτικής αρμοδιότητας και τον συγκεντρωτισμό της στα
μέσα του 2ου αι. μ.Χ. βλ. D1.16.6 pr.· D1.16.7,2. Πρβλ. Swerwin-White, Roman Society and
Roman Law (όπως σημ. 49), 4.
92. Ως θεῖοι δικασταί αναφέρονται στο σχόλιο (1) των Βασιλικῶν στη Β7.1.3, οἱ κριταὶ
τοῦ ἱπποδρόμου (BS 36/15). Γενικότερα για τον όρο θεῖος δικαστής βλ. Γκουτζιουκώστας, Α-
πονομή δικαιοσύνης (όπως σημ. 1), 33-34, όπου και συναφείς πηγές και βιβλιογραφικές ανα-
φορές. Για τον διορισμό θείου δικαστή από τον αυτοκράτορα όταν είχε παύσει η θητεία του
αρμοδίου δικαστή βλ. Ν82 Κεφ. 8.
Αρχές και κατευθύνσεις στην απονομή της κοσμικής δικαιοσύνης 387
σεις επί ἐγκληματικῶν υποθέσεων όπου ο δικάζων κατ᾽ εντολή θείου δικα-
στή δεν μπορούσε να εκδόσει δικαστική απόφαση, εφόσον ενεργούσε απλώς
ἐκ προσώπου του θείου δικαστή χωρίς να διαθέτει οἰκείῳ δικαίῳ την τιμωρη-
τική εξουσία.97
Εξάλλου, εφόσον η δικαιοδοσία του δοῦναι δικαστήν, την οποία διέθετε
αποκλειστικά και μόνον ο μείζων δικαστής, αποτελούσε απόρροια του μι-
κτοῦ κράτους, είναι αυτονόητο ότι η δικαιοδοσία αυτή δεν μπορούσε να υ-
περβεί τα όρια της καθ’ ύλην και κατά τόπον δικαστικής αρμοδιότητας, ό-
πως αυτά τα όρια προσδιορίζονταν από τον βυζαντινό νόμο σε συνάρτηση
με το διοικητικό αξίωμα (την ἀρχήν) που διέθετε ο μείζων δικαστής.98 Για τον
97. Βλ. παραπάνω τα αναφερόμενα στο σχετικό σχόλιο της ΕclΒ στη Β6.2.19, 222, 13-18
(σημ. 91).
98. Για την αρχή της καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμοδιότητας (πρόσφορον δικαστήριον)
βλ. ιδίως το αναλυτικό σχόλιο της ΕclΒ στη Β7.5.5 (268, 5-35). Η καθ’ ύλην αρμοδιότητα προσ-
διοριζόταν κατά κανόνα με βάση το κριτήριο της ratione personae (κατά κανόνα, με βάση τον
τόπο μόνιμης κατοικίας του εναγομένου, τόσον επί χρηματικών [πολιτικών], όσο και επί εγ-
κληματικών υποθέσεων [Β7.3.41 και σχόλιο της ΕclΒ, 264, 6-9· Β7.5.20 και σχόλιο της ΕclΒ,
274, 24-25· πρβλ. όμως και την ενδιαφέρουσα διασταλτική ερμηνεία περί του τόπου κατοικίας
του εναγομένου στο σχόλιο της ΕclΒ στη Β7.5.5,268, 26-35 όπου η συναφής επεξήγηση του σχο-
λιαστή ότι η Κωνσταντινούπολη, ως η νέα Ρώμη, είναι η κοινὴ πατρίς ὄλων τῶν παρευρι-
σκομένων ἐν αὐτῇ, αλλά και τις εξαιρέσεις από την αρχή αυτή [269, 1-21]). Κατ’ εξαίρεση όμως
η καθ’ ύλην αρμοδιότητα προσδιοριζόταν με βάση το λεγόμενο privilegium fori που προέκυ-
πτε είτε από την υπηρεσιακή ή επαγγελματική ιδιότητα του εναγόμενου (όταν πρόκειται για
στρατιωτικό ή εκκλησιαστικό αξιωματούχο, μοναχό, στρατιώτη, συγκλητικό, μέλος συντεχνί-
ας κ.λπ.) είτε από την εθνική του προέλευση. Άλλοτε πάλι, όπως προαναφέρθηκε, το αρμόδιο
δικαστήριο καθοριζόταν κατά παρέκκλιση από τα παραπάνω με ειδική παραπομπή από τον
αυτοκράτορα (θεία ἀντιγραφή) σε άλλο δικαστήριο, παραπομπή η οποία είχε ως κύριο κριτή-
ριο αυτό της ratione materiae, το είδος δηλαδή της υποθέσεως που πρόκειται να εκδικασθεί
(λ.χ. υπόθεση στρεφόμενη κατά του δημοσίου, διαθήκη κλπ.). Για το ζήτημα βλ. αναλυτικό-
τερα Macrides, The Competent Court (όπως σημ. 50), 121-122 σημ. 24-25, 123-124 σημ. 32,
33· Γκουτζιουκώστας, Απονομή δικαιοσύνης (όπως σημ. 1), ιδίως 101-230, 251-257 (όπου και
περαιτέρω βιβλιογραφικές αναφορές ιδίως για το καθεστώς ετεροδικίας Βενετών, Γενουατών
και Πιζάνων), 287-306· Τσούρκα-Παπαστάθη, Συμβολή στην έννοια της δικαιοδοσίας του δι-
καστή (όπως σημ. 81), 1792. Για τις ειδικές δωσιδικίες (περιεχόμενο και αρμόδια δικαιοδοτικά
όργανα) στην πρώιμη βυζαντινή περίοδο βλ. F. Goria, Giudici civili e giudici militari nell’età
giustinianea, στο: Garbarino / Trisciuoglio / Sciandrello, Diritto Romano d’Oriente (όπως σημ.
5), 225-239 (= SDHJ 61[1995], 447 επ.)· ο ίδιος, Giustizia (όπως σημ. 5), 268-269, 273-277. Για
τη δυνατότητα αλλαγής της νόμιμης δωσιδικίας και αναθέσεως της εκδίκασης μίας συγκεκρι-
μένης υπόθεσης σε προκαθήμενο δικαστηρίου που δεν ήταν ο καθ’ ύλην αρμόδιος δικαστής
κατόπιν υποβολής του σχετικού αιτήματος με συναίνεση των αντιδίκων σε ἄρχοντα (μείζονα)
δικαστή και υπό την προϋπόθεση ότι δεν υπήρχε αντίθετη γνώμη του αυτοκράτορα βλ.
Τσούρκα-Παπαστάθη, Συμβολή στην έννοια της δικαιοδοσίας του δικαστή (όπως σημ. 81),
1792, σημ. 25-26, και 1793 όπου και παραπομπή στα χωρία των Βασιλικῶν 7.5.1 και 7.5.46 και
Αρχές και κατευθύνσεις στην απονομή της κοσμικής δικαιοσύνης 389
λόγο αυτό, όπως επισημαίνει ο σχολιαστής της ΕclΒ στο χωρίο Β7.3.13 (255,
33-35), η δικαιοδοσία αυτή έληγε αυτοδικαίως με την παύση του αξιώματος
του ἄρχοντος, πράγμα που σήμαινε ότι ο ἄρχων ο οποίος είχε αυτοπροσώπως
αναλάβει την κρίση μιας υπόθεσης δεν μπορούσε να συνεχίσει την εκδίκασή
της μετά τη λήξη του διοικητικού του αξιώματος (ἀρχῆς), ούτε και να δώσει
εντολή σε άλλον δικαστή για να κρίνει κάποια υπόθεση σε χρόνο κατά τον
οποίο εγνώριζε ότι θα είχε επέλθει η παύση του αξιώματός του.99 Ωστόσο,
εάν ο κριτής που είχε ορισθεί από κάποιον άρχοντα ως εντεταλμένος για
την κρίση μιας συγκεκριμένης διένεξης είχε προχωρήσει ήδη στην προκάταρ-
ξιν της δίκης πριν από την παύση του αξιώματος του ἐντειλαμένου τὴν δικαι-
οδοσίαν ἄρχοντος, η δίκη συνεχιζόταν από τον ίδιο κριτή. 100 Επειδή δε
ακριβώς η προκάταρξις101 της δίκης ήταν το κρίσιμο χρονικό σημείο για τη
στο χωρίο της Πείρας (όπως σημ. 3) 51.29. Πρβλ. και D5.1.1 (Ulpianus)· D50.1.28
(Paulus)· CJ3.13.3 (Diocletianus-Maximianus, έτ. 293)· σχόλιο της ΕclΒ στη Β7.3.13 (255, 20-32).
Για την αντίστοιχη διαδικασία στην εκκλησιαστική δικονομία, δηλαδή τη δικονομική δυνατό-
τητα προσφυγής στον οικείο επίσκοπο, ύστερα από κοινή συμφωνία των διαδίκων, για την
επίλυση ιδιωτικής διαφοράς, σε περίπτωση όπου δεν έδρευε άρχοντας σε κάποιο τόπο (Ν87
Κεφ. 7) ή όταν ο άρχοντας στον οποίον είχαν αρχικά απευθυνθεί οι διάδικοι καθυστερούσε να
κρίνει την υπόθεση ή δεν τηρούσε το δίκαιο κατά την εκδίκαση της υποθέσεως (Ν86. Κεφ. 1)
βλ. Σπ. Τρωιάνος, Η εκκλησιαστική δικονομία μέχρι του θανάτου του Ιουστινιανού, Αθήναι
1964 (= Τρωιάνος, Εκκλησιαστική δικονομία), 13. Για τη διαδικασία που επακολουθούσε, εάν
οι διάδικοι, προφανώς μετά την έκδοση δικαστικής αποφάσεως από τον άρχοντα της επαρ-
χίας τους, προσέφευγαν στον κατά τόπον επίσκοπο και επικαλούνταν το γεγονός ότι είχαν α-
δικηθεί από τον άρχοντα βλ. Ν86. Κεφ. 4 (= Β6.22.14), όπου αναφέρεται κρίση του ζητήματος
από τον επίσκοπο, αναπομπή της υπόθεσης στον άρχοντα, εάν διαπιστωνόταν περίπτωση κα-
κοδικίας, τέλος δε η παραπομπή του ζητήματος στον αυτοκράτορα σε περίπτωση μη συμμόρ-
φωσης του άρχοντα. Για την τηρούμενη διαδικασία εάν οι διάδικοι είχαν υποψίες (κακοδικίας)
κατά του άρχοντα της επαρχίας τους, οπότε προβλεπόταν κοινή εκδίκαση της υποθέσεως από
τον κατά τόπον άρχοντα και τον κατά τόπον επίσκοπο, ως ένα είδος «αναχώματος» της ροής
των προσφυγών αυτών προς τον αυτοκράτορα βλ. Ν86 Κεφ. 2 (= Β6.22.2). Εξαίρεση ίσχυε για
τις αγωγές που στρέφονταν κατά προσώπων στα οποία είχε χορηγηθεί το privilegium fori, οι
οποίες εκδικάζονταν υποχρεωτικά από τα εκκλησιαστικά δικαστήρια (Ν79 Κεφ. 1, Ν83 pr.,
Ν123 Κεφ. 8) (βλ. αναλυτικότερα Τρωιάνος, Εκκλησιαστική δικονομία [ό.π.], 69).
99. Βλ. Β7.3.13 (= D2.1.13): Οὐ δύναται δὲ ἐπιτρέπειν δικάζειν ἐν ἐκείνῳ τῷ χρόνῳ, ἐν ᾧ
μέλλει ἰδιώτης εἶναι καθώς και το σχόλιο της ΕclΒ, 255, 33-35, 256, 1-9 : Πλὴν εἰ καὶ δύνανται δι-
δόναι δικαστήν (εννοεί: οἱ ἄρχοντες, ἤτοι προκαθήμενοι δικαστηρίου καὶ ὀφφικιάλιοι), ἀλλ᾽
οὐκ ἔχουσιν ἐξουσίαν ἐντέλλεσθαι τούτοις (εννοεί: τοῖς ἁπλῶς κριταῖς), ἵνα, μεθ᾽ ὃ παυθῶσιν
οὗτοι τῆς ἰδίας ἀρχῆς, ἄρξωνται κρίνειν οἱ παρ᾽αὐτῶν δοθέντες δικασταί ... (ακολουθεί ο θεμα-
τισμός με ειδικό παράδειγμα).
100. Βλ. ΕclΒ στη Β7.3.13, 256, 10-15 και ΕclΒ στη Β6.7.4, 234, 5-17, όπου παρατίθεται και η
σχετική αιτιολογία από τον σχολιαστή.
101. Η προκάταρξις της δίκης επέρχεται μετά την πάροδο είκοσι ημερών από την κατά-
θεση του λιβέλλου (βλ. σχόλιο της ΕclΒ στη Β9.1.82, 373, 14). Βλ. ομοίως και Γ. Ράλλης / Μ.
390 Λυδία Παπαρρήγα-Αρτεμιάδη
συνέχιση της δίκης από τον ίδιο εντεταλμένο δικαστή, το πρόσταγμα τῆς
ἐντολῆς με την οποία είχε γίνει εκχώρηση της δικαιοδοσίας για την εκδίκαση
συγκεκριμένης υπόθεσης έπαυε να έχει οποιαδήποτε ισχύ εάν ο ἐντειλάμενος
ἄρχων απεβίωνε πριν από την προκάταρξιν της δίκης από τον ἐνταλθέντα
ἐλάσσονα κριτήν.102
Εξάλλου, με δεδομένο ότι η τιμωρητική εξουσία του μείζονος δικαστή
συνιστούσε την «πεμπτουσία» της έννοιας του κράτους, είναι εύλογο ότι η
εξουσία τοῦ τιμωρεῖν ἢ ἑτέρως κολάζειν δεν μπορούσε να αποτελέσει αντικεί-
μενο περαιτέρω εκχώρησης (μετεντολῆς) από τον ἄρχοντα σε άλλον ἐλάσ-
σονα κριτή.103 Σύμφωνα λοιπόν με τον σχολιαστή της ΕclΒ: ἄλλοις γὰρ οὐκ
ἐφεῖται τιμωρεῖν, εἰ μὴ τοῖς μεγάλοις ἄρχουσιν, ἤτοι ἐὰν ζήτησις ἐστι περὶ
ἐγκλήματος μεγάλου καὶ μέλους ἐκτομὴν ἐπάγοντος, τὴν τοιαύτην ζήτησιν οὐ
δύναται ὁ ἄρχων ἐντείλασθαι ἄλλῳ τινί, ἀλλὰ αὐτὸς ἐξ ἀνάγκης ὀφείλει δικά-
σαι (σχόλιο της ΕclΒ στο Β2.3.70, 112, 30-31, 113, 1-3). Ομοίως, σε άλλο σχόλιο
της ΕclΒ στη Β7.2.32,6 θα διευκρινισθεί ότι μόνον οι μείζονες δικαστές, δηλα-
δή οι δικαστές που έχουν δικαιοδοσίαν καὶ κράτος (τὴν μεγάλην ἀρχήν) –ε-
πομένως όχι οι αἱρετοὶ δικαστές–, είναι αρμόδιοι για να εκδικάζουν τα δη-
μόσια (μεγάλα) ἐγκλήματα104 καθώς και τα ἰδιωτικά (πριβάτα) καὶ ἐξ ἁμαρτή-
ματος ἀγωγὴν ἀτιμοποιὸν ἔχοντα, όπως λ.χ. το έγκλημα της κλοπής ή της
ύβρεως,105 χωρίς να μπορούν να εκχωρήσουν περαιτέρω την τιμωρητική τους
αυτή εξουσία σε άλλους δικαστές.106 Με το ίδιο σκεπτικό (επειδή δηλαδή δεν
διαθέτουν την οἰκείῳ δικαίῳ δικαιοδοσίαν), οι δικαστές στους οποίους έχει
Ποτλῆς, Σύνταγμα τῶν θείων καὶ ἱερῶν κανόνων, τ. 1, Ἀθῆναι 1852 (= Ράλλης / Ποτλῆς, Σύ-
νταγμα), 166, 24, 167, 13 όπου αναφορά σε σχετική πρόσταξιν του Αλεξίου Κομνηνού.
102. Βλ. Β7.3.36 και σχόλιο της ΕclΒ , 253, 11-18.
103. Για τον λόγο αυτό, όπως αναφέρεται στη Β6.2.8: ...οὔτε γὰρ δύναταί τις ἣν ἔχει ξί-
φους ἢ τιμωρίας ἑτέρας ἐξουσίαν μεταφέρειν εἰς ἄλλον.
104. Βλ. ΕclΒ στη Β7.2.32,6, 244, 20-21, 25-26 : τὰ μεγάλα καὶ παρὰ παντὸς ἀνθρώπου κινούμε-
να οἷον τὸ περὶ φόνου, τὸ περὶ βίας ἐνόπλου καὶ παραπλήσια (όπως λ.χ. η μοιχεία, η ιεροσυλία).
105. Βλ. ΕclΒ στη Β7.2.32,6, 244, 27-30: οὐ παρὰ παντὸς τοῦ βουλομένου κινοῦνται ἀλλὰ
παρὰ μόνον ἐκείνων τῶν παθόντων, οἷον τοῦ κλαπέντος ἢ ὑβρισθέντος.
106. Βλ. τα σχόλια της ΕclΒ στα χωρία Β2.3.70 (112, 29-32 και 113, 1-3), Β7.3.1 (251 13-15, 28-32)
και Β7.2.32,6 (244 20-25). Βλ. επίσης το σχόλιο της ΕclΒ στο χωρίο Β7.5.12,1 όπου προκειμένου
περί ἐντολῆς της δικαιοδοσίας του ἐπάρχου τῆς πόλεως, ο οποίος είχε δικαιοδοσία επί όλων
των εγκληματικών και χρηματικών υποθέσεων εντός της Κωνσταντινουπόλεως και σε ακτίνα
εκατό μιλίων από αυτήν (πρβλ. Β6.4.2 και σχόλιο της ΕclΒ στη Β6.4.2, 4 230, 1-3), ορίζεται ρη-
τά ότι η εντολή δικαιοδοσίας από τον ἔπαρχον τῆς πόλεως σε άλλον δικαστή μπορεί να γίνει
μόνον για χρηματικές και όχι για εγκληματικές υποθέσεις: Ὡς ἐπὶ θέματος· ὁ ἔπαρχος τῆς πό-
λεως ἔχει δικαιοδοσίαν καὶ κράτος καὶ προκάθηται δικαστηρίου καὶ δύναται ἐντέλλεσθαι ἑτέρῳ
γενικῶς, ἣν ἔχει δικαιοδοσίαν, ἐπὶ ταῖς χρηματικαῖς ὑποθέσεσι καὶ μόναις οὐ μὴν ἐπὶ ταῖς ἐγκλη-
ματικαῖς ... (270, 12-14).
Αρχές και κατευθύνσεις στην απονομή της κοσμικής δικαιοσύνης 391
Συμπερασματικά
Από το σύνολο των δικαιοδοσιῶν που συνθέτουν την έννοια του μικτοῦ κρά-
τους προκύπτει ότι, σε αντιδιαστολή με τους ἐλάσσονες ή μικροὺς κριτές, ο
μείζων δικαστής διέθετε τη λεγόμενη «πλήρη» δικαιοδοσία (iudicatio) η
οποία περιελάμβανε αφενός μεν τη δυνατότητα να οργανώνει την εύρυθμη
και αποτελεσματική απονομή της κοσμικής δικαιοσύνης –πράγμα που επε-
τύγχανε με την εκχώρηση (μετεντολή) δικαιοδοσίας του στον ἐλάσσονα δι-
107. Βλ. παραπάνω σημ. 97-98.
108. Καὶ αὐτοὶ δὲ οἱ μείζονες δικασταί, εἰ καὶ δύνανται ἐντέλλεσθαι ἐτέρῳ δικάσαι, ἀλλ᾽
οὖν εἰσί τινα, ἅτινα οὐ δύνανται ἐντέλλεσθαι, οἷον ἐὰν καταλειφθῶσί τινι διατροφαὶ καὶ ἀμφι-
βάλῃ ὁ κληρονόμος πόσον ὀφείλει διδόναι, ὁ πραίτωρ (για τις αναφορές των πηγών στο αξίωμα
του πραίτωρος πρβλ. σχετικά Γκουτζιουκώστας, Απονομή δικαιοσύνης [όπως σημ. 1], 191-192,
όπου και σχετικές μνείες των απόψεων που έχουν διατυπωθεί) μόνος περὶ τούτου διαγινώσκει
καὶ οὐ μετεντέλλεται ἑτέρῳ ... (112, 24-28). Ενδεχομένως στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται
περί πραιτωρίας επερωτήσεως η οποία παραπέμπει όχι μόνον σε ενεστώσες αλλά και σε μέλ-
λουσες υποχρεώσεις της κληρονομίας τις οποίες, εφόσον πρόκειται για ενοχές που προκειται
να προκύψουν στο μέλλον, αρνείται ο κληρονόμος. Πρβλ. Gai, Ιnst. (όπως σημ. 62) 4.131,
όπου περιγράφεται η περίπτωση obligatio, από την οποία πηγάζουν ειδικότερες υποχρεώσεις
από τις οποίες ορισμένες πρέπει να εκπληρωθούν στον παρόντα χρόνο και άλλες στο μέλλον,
όπως για παράδειγμα όταν συμφωνείται ότι ένα ορισμένο ποσόν θα πρέπει να καταβάλλεται
ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Κατά τον Paulus (D45.1.76, 1), στις περιπτώσεις αυτές οι ε-
περωτήσεις είναι έγκυρες μόνον εάν προστεθεί η φράση «θα πρέπει» (oportebit) ή «στο παρόν
ή υπό προθεσμία» (praesens in diemve), η οποία καταλαμβάνει και τις μέλλουσες ενοχές, και
όχι η φράση «ό,τι πρέπει να δώσεις» (quidquid te dare oportet) η οποία δηλώνει μόνον τα
χρήματα τα οποία ήδη οφείλονται (στον ενεστώτα χρόνο). Πρβλ. και D45.1.89· D45.1.125.
392 Λυδία Παπαρρήγα-Αρτεμιάδη
και την περίπτωση της θέσεως στη νομή σαθράς οικίας του ιδιοκτήτη γειτο-
νικού ακινήτου (αγωγή damni infecti), και μία τέταρτη περίπτωση missio in
possesionem, αυτή της θέσεως σε νομή του δανειστή επί των οφειλομένων
σε αυτόν πραγμάτων (κατά την περίπτωση όπου ο οφειλέτης του ή ο δεφεν-
δεύων αὐτόν 111 αρνείται να παρουσιασθεί), κλίνουμε μάλλον προς την εκδο-
χή ότι οι θεματισμοί που αναφέρονται στα σχόλια της ΕclΒ στις διατάξεις
των Βασιλικῶν 7.3.1 (251, 15-34) και 7.3.3-4 (252, 25-30, 253, 1-7) κάνουν απλώς
χρήση ενδεικτικών παραδειγμάτων για να καταστήσουν αντιληπτό τον τρό-
πο παροχής έννομης προστασίας μέσω της missio in possesionem ή της
πραιτωρίας επερωτήσεως. Μία υπόθεση η οποία, εάν τελικώς ευσταθεί, μας
οδηγεί στη σκέψη ότι η δικαιοδοσία των βυζαντινών μειζόνων δικαστών
στους συγκεκριμένους τομείς, στους οποίους εκδηλώνεται συχνά διάπλαση ή
συμπλήρωση του δικαίου, δεν διαφοροποιείται αισθητά από τη ρωμαϊκή iu-
risdictio αλλά συνιστά κατ’ ουσίαν μία μετεξέλιξή της προσαρμοσμένη στα
νέα δεδομένα της βυζαντινής περιόδου. Eξαίρεση ενδεχομένως συνέτρεχε
μόνον όσον αφορά την εξέταση του έκτακτου ενδίκου βοηθήματος της ἀπο-
καταστάσεως εἰς τὸ ἀκέραιον το οποίο, σύμφωνα με τη διάταξη του ιουστινι-
άνειου Κώδικα 2.46.3 pr.-1, μπορούσε να εκδικασθεί όχι μόνον από τους δι-
καστές pro tribunali huiusmodi causa cognitiones proponi, δηλαδή από τους
πλέον υψηλόβαθμους δικαστές,112 αλλά και από τους δικαστές οι οποίοι εί-
χαν ορισθεί με ειδική εντολή (specialiter eis fuerit mandatum· CJ46.3,2) από
τον αυτοκράτορα ή από τον διοικητή της βασιλεύουσας ή από τον διοικητή
άλλης επαρχίας για να κρίνουν παρόμοιες υποθέσεις.113 Πιθανολογούμε ότι
για τον λόγο αυτό η ἀποκατάστασις εἰς τὸ ἀκέραιον δεν μνημονεύεται στην
ΕclΒ μεταξύ των ειδικοτέρων δικαιοδοσιών που εμπεριέχονται στην ευρύτε-
ρη έννοια της δικαιοδοσίας των μειζόνων δικαστών της αυτοκρατορίας.
111. Για την έννοια του δεφενδεύοντος βλ. ΕclΒ στη Β9.6.6,1, 420, 23-24: ὁ δεφενδεύων αὐ-
τὸν ἤτοι ὁ ὑποδεχόμενος τὰς κινουμένας δίκας παρὰ τῶν δανειστῶν καὶ δικαζόμενος ...
112. Πρβλ. D50.1.16 όπου αναφέρεται ότι η restitutio in integrum ανήκει στα ένδικα
βοηθήματα τα οποία είναι μάλλον magis imperii παρά iurisdictionis. Συνεπώς μόνον εκείνος
που διαθέτει το καθαρό imperium μπορεί να χορηγεί restitutio in integrum.
113. CJ46.3, pr.-1: ... sancimus non solum apud iudices pro tribunali huiusmodi causa
cognitiones proponi, sed etiam apud eos iudices, qos augusta dederit maiestas aut nostrae rei
publicae administatores vel in hac regia civitate vel in pronviciis, ut videatur ipse, qui iudicem
destinaverit, utpote pro tribunali cognoscens et in integrum dare restitutionem et causas eius
examinare ...
394 Λυδία Παπαρρήγα-Αρτεμιάδη
114. Βλ. και πιο πάνω σημ. 33. Για τη διαδικασία αυτή μέσω της οποίας παραπέμπονταν
από τον δικαστή, κατά τη διακριτική του ευχέρεια, δυσερμήνευτα νομικά ζητήματα ή θέματα
σχετιζόμενα με την πλήρωση κενών του δικαίου που παρεμπόδιζαν την έκδοση απόφασης σε
οποιοδήποτε στάδιο της δίκης με βάση τη θεμελιώδη αρχή ότι αρμόδιος για την αυθεντική ερ-
μηνεία των νόμων ήταν ο βυζαντινός αυτοκράτορας βλ. ενδεικτικά Παναγιωτίδης, Δέησις
(όπως σημ. 5), 272-277, όπου και συναφείς προϊουστινιάνειες και βυζαντινές νομικές πηγές.
Βλ. επίσης B2.6.16 (= CJ1.14.11): Τὸν μὴ κρατήσαντα νόμον ἐν συνηθείᾳ καὶ ἀμφιβολίαν δεξά-
μενον ἀναφορὰ δικαστοῦ καὶ βασιλέως αὐθεντίᾳ τεμνέτω· B2.6.17 (= CJ1.14.12): Ἡ μεταξὺ δύο
τινῶν τοῦ βασιλέως ἀπόφασις καὶ ἐπὶ τῶν παραπλησίων κρατείτω. Νόμου τάξιν ἐχέτω καὶ ὅπερ
ἂν νόμον ἑρμηνεύων ὁ βασιλεὺς εἰσηγήσεται· σχόλιο (1) των Βασιλικῶν στο χωρίο B7.1 (=
Ν125 Κεφ. 1) (BS36/1): Ζήτει βιβ. θʹ. τιτ. αʹ. κεφ. ϛϟ τὸ λέγον καὶ θείου βασιλικοῦ γράμματος
προενεχθέντος ἐκ τοῦ ἑνὸς μέρους δύναται τὸ ἕτερον μέρος ἐκκαλεῖσθαι. Καὶ μή σοι ἐναντιωθῇ,
ἀλλ’ εἰπέ, ὡς δικαστὴς ἀμφιβάλλων περὶ νόμου ἀναφέρει περὶ τοῦτο τῷ βασιλεῖ. Ἐκέλευσε δὲ
θατέρῳ τῶν λεγατόρων προσενεγκεῖν τὰ παρὰ τοῦ βασιλέως γενόμενα ἀντίγραφα. Καὶ γὰρ ἐκ
νόμου ἐφεῖται τῷ δικαστῇ, εἰ περὶ νόμου ἀμφιβάλλει, τὸν βασιλέα ἐρωτᾶν... καθώς και το σχό-
λιο (2) των Βασιλικῶν στο Β7.1 (BS36/2): Τὸ μὲν παρὸν κεφ. περὶ φάκτου φησὶ μὴ δεῖν ἐρω-
τᾶσθαι τὸν βασιλέα ὁποίαν δεῖ τὴν ἀπόφασιν ποιεῖσθαι. ... Τὰς γὰρ ἐπὶ τοῖς νόμοις ἀμφιβολίας
παρὰ τοῦ βασιλέως δεῖ ἑρμηνεύεσθαι, φησὶν ὁ νόμος. Καὶ οὐ μόνον τοὺ<ς δικαστὰς τὸν βασιλέα
δεῖ ἐρωτᾶν, ἀλλ’ ἐνίοτε καὶ τοὺς ἄρχοντας, ὥς φησι τὸ οθʹ. κεφ.τοῦ εʹ.> τιτ. τούτου <τοῦ> βιβ.
οὕτω λέγον· περὶ νόμου, οὐ μὴν περὶ φάκτου. Καὶ νεαρὰ ιγʹ. καὶ ὡς βιβ. βʹ. τιτ. ἐσχάτῳ, κεφ. κγ.
Τέλος, ιδιαίτερα διαφωτιστικό, ως προς τη διαδικασία παραπομπής στην κρίση του βυζαντι-
νού αυτοκράτορα των αμφιβόλων νομικών ζητημάτων που ανέκυπταν κατά την πορεία μίας
δίκης από τους προκαθημένους δικαστηρίου δικαστές, μεταξύ των οποίων και ο μέγας δρουγ-
γάριος, είναι το σχόλιο της ΕclΒ στο χωρίο των Βασιλικῶν 9.1.1.1-2 (= D49.1.1.1-2): Γίνωσκε
ὡς ἐν προθεωρίᾳ, ὅτι δύνανται οἱ ἄρχοντες ἤγουν οἱ προκαθήμενοι δικαστηρίου καὶ ἔχοντες δι-
καιοδοσίαν νομικῆς παρεμπιπτούσης ἀμφιβολίας ἐρωτᾶν περὶ ταύτης τὸν βασιλέα καὶ κατὰ τὴν
ἐκεῖθεν ἐκφερομένην λύσιν ἐκφέρειν τὴν οἰκείαν ἀπόφασιν. Τοῦτο μαθὼν ἐλθὲ ἐπὶ τὸ προκείμε-
νον· ὁ μέγας δρουγγάριος δικάζων τὸν Πέτρον καὶ τὸν Παῦλον λόγου χάριν εὗρεν ἀνακύψασαν
ἀμφιβολίαν νομικήν· ἴσως γὰρ προεκομίσθη νόμος, ὃς ἡρμηνεύετο καὶ παρ’ ἀμφοτέρων τῶν με-
ρῶν πρὸς τὸ συμφέρον αὐτοῖς, καὶ ἦσαν καὶ αἱ ἑρμηνεῖαι νόμιμοι καὶ γενναῖαι· ἀμηχανῶν οὖν ὁ
μέγας δρουγγάριος καὶ μὴ δυνάμενος ἑνὶ μέρει προστεθῆναι ἀνήνεγκε περὶ τῆς ἀμφιβολίας τῷ
βασιλεῖ· καὶ ὁ βασιλεὺς ὥρισεν, ὅπως ὀφείλει τμηθῆναι ἡ ὑπόθεσις ... (353 8-13). Μάλιστα, όπως
διευκρινίζεται στη συνέχεια του σχολίου αυτού, στις περιπτώσεις αυτές η αυτοκρατορική από-
φαση, η οποία επιλύει οριστικά το αμφιλεγόμενο νομικό ζήτημα (ἐκφέρει τομὴ ἀπὸ τῆς ἀναφο-
ρᾶς), είναι εκκλητή με βάση το σκεπτικό ότι η βασιλική κρίση βασίσθηκε στην πεπλανημένη ἢ
Αρχές και κατευθύνσεις στην απονομή της κοσμικής δικαιοσύνης 395
κότερα υπογραμμίζουν τα σχόλια των Βασιλικῶν και της ΕclΒ, όλα τα φάκτα,
οτιδήποτε, δηλαδή, εντάσσεται στην έννοια του «πραγματικού» μιας νομικής
διαφοράς, δεν θα πρέπει να αποτελούν αντικείμενο παραπομπής στην αυτο-
κρατορική κρίση. Ως εκ τούτου, ο καθ᾽ ύλην αρμόδιος δικαστής οφείλει να
αναλαμβάνει ο ίδιος την επίλυση των ζητημάτων αυτών. Σύμφωνα ειδικότε-
ρα με το σχετικό επεξηγηματικό σχόλιο (62) του Αγιοθεοδωρήτου στο χωρίο
των Βασιλικῶν 60.1.10 (Pe) (BS3060/62): Τὸ μὲν γὰρ ζητεῖν τὴν ὑπόθεσιν, καὶ
ἐξετάζειν, καὶ τέμνειν ἐπιτέτραπται τῷ δικαστῇ, καὶ ὡς συμφέρον καὶ δίκαιον
† γνώσεται· τὰ γὰρ ἐν φάκτοις ἀνακύπτοντα ὀφείλει τέμνειν, οἷον μαρτυρίαν,
οἵαν αὐτὸς δοκιμάζει, ταύτην καὶ δέχεσθαι· τῆς γὰρ τοῦ δικαστοῦ γνώμης
ἤρτηται πιστεῦσαι καὶ μή. Ὁμοίως καὶ σύμφωνα φήσομεν καὶ ἄλλα, ὅσα ἐκεί-
νου δοκιμασίας ἐξήρτηται … 115 Όπως επισημαίνει ο Αγιοθεοδωρίτης, στο
πραγματικό μιας υπόθεσης που άγεται προς κρίση ενώπιον δικαστηρίου (δη-
λαδή το «νομικό πραγματικό») μπορεί να ενταχθεί μία πληθώρα νομικών αμ-
φιβολιών που ανακύπτουν κατά την κρίση μιας υπόθεσης, όπως λ.χ. η αμφι-
βολία που ανακύπτει ως προς την αξιοπιστία μίας μαρτυρικής κατάθεσης116 ή
ως προς το ακριβές περιεχόμενο των δηλώσεων βουλήσεων των συμβαλλο-
μένων που κατατείνουν στην κατάρτιση μιας συμφωνίας.117 Από το σχόλιο
επομένως προκύπτει ότι ως φάκτα, τα οποία οφείλει σε κάθε περίπτωση να ε-
ξετάσει ο αρμόδιος δικαστής, νοούνται όχι μόνον τα καθαρώς εξωτερικά ή
περιγραφικά στοιχεία του «πραγματικού» ενός κανόνα δικαίου αλλά και
στοιχεία υποκειμενικά ή/και αξιολογικά από τα οποία όμως εξαρτάται η δια-
πίστωση των πραγματικών περιστατικών της επίδικης υποθέσεως προκειμέ-
νου τα πραγματικά αυτά περιστατικά να υπαχθούν στη συνέχεια στις νομι-
κές έννοιες του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου. Με τα δεδομένα αυτά μπορεί
κανείς να αντιληφθεί όχι μόνον την ποικιλία αλλά και τη βαρύτητα των ζη-
τημάτων τα οποία ο βυζαντινός νομοθέτης εναποθέτει στη νομική ευθυκρι-
σία του αρμόδιου δικαστή.118
ἐλλιπὴ ἀναφορά του προκαθημένου δικαστηρίου που παρέπεμψε το θέμα στη κρίση του βυζα-
ντινού ηγεμόνα (353, 20-26).
115. Τα ίδια επαναλαμβάνονται και στο σχόλιο (2) των Βασιλικῶν στο χωρίο Β7.1.18 (P)
(BS39/2): Τὸ μὲν παρὸν κεφ. περὶ φάκτου φησὶ μὴ δεῖν ἐρωτᾶσθαι τὸν βασιλέα ὁποίαν δεῖ τὴν
ἀπόφασιν ποιεῖσθαι…
116. Βλ. στο σχόλιο του Αγιοθεοδωρήτου: ...οἷον μαρτυρίαν, οἵαν αὐτὸς δοκιμάζει, ταύτην
καὶ δέχεσθαι· τῆς γὰρ τοῦ δικαστοῦ γνώμης ἤρτηται πιστεῦσαι καὶ μή.
117. Βλ. στο παραπάνω σχόλιο του Αγιοθεοδωρήτου: ... Ὁμοίως καὶ σύμφωνα φήσομεν
καὶ ἄλλα, ὅσα ἐκείνου δοκιμασίας ἐξήρτηται.
118. Σε αντιδιαστολή με το πραγματικό της υπόθεσης (τα λεγόμενα φάκτα), τα δυσεπί-
λυτα νομικά ζητήματα οφείλουν να αποτελέσουν, σε περίπτωση αμφιβολίας, αντικείμενο πα-
396 Λυδία Παπαρρήγα-Αρτεμιάδη
Προς την αυτή όμως κατεύθυνση, της αποσυμφόρησης δηλαδή της αυ-
τοκρατορικής δικαιοδοσίας από τον μεγάλο όγκο των υποθέσεων, συμβάλ-
λουν και οι νομοθετικές εκείνες οδηγίες, με τις οποίες καλούνται όλοι αδια-
κρίτως οι ἄρχοντες, δηλαδή οἱ προκαθήμενοι δικαστηρίου και οι λοιποί οἱ ἔχο-
ντες ὀφφίκια καθώς και οι ἄρχοντες τῶν ἐπαρχιῶν,119 να μην παραπέμπουν α-
νενδοίαστα στην αυτοκρατορική κρίση τις διενέξεις που άγονται προς εκδί-
καση ενώπιόν τους.120 Στο πλαίσιο της ίδιας νομοθετικής προσπάθειας να
μην παρακάμπτεται μέσω διαφόρων δικονομικών οδών η καθ᾽ ύλην αρμοδι-
ότητα, καλείται ακόμη και ο χαμαιδικαστής, δηλαδή το πρόσωπο εκείνο το
ραπομπής στη κρίση του βασιλέα. Βλ. στο ίδιο σχόλιο του Αγιοθεοδωρήτου (62) στο χωρίο
των Βασιλικῶν 60.1.10 (Pe) (BS3060/62): … Ἡ δὲ τοῦ νόμου ἐπεξέλευσις οὐκ ἀνήκει τῷ δικα-
στῇ, τοὐτέστιν, ἡ δὲ διάνοια τοῦ νόμου, καὶ ὅπερ ὁ νόμος ῥητῶς διέξεισι, καὶ περὶ οὗ ῥητῶς ἐπε-
ξέρχεται … Ομοίως και στο σχόλιο (2) των Βασιλικῶν στη Β7.1.18 (= N125 Κεφ. 1) (BS39/2),
14-21: Τὸ μὲν παρὸν κεφ. περὶ φάκτου φησὶ μὴ δεῖν ἐρωτᾶσθαι τὸν βασιλέα ὁποίαν δεῖ τὴν ἀπό-
φασιν ποιεῖσθαι. Οὕτω γὰρ νοητέον τοῦτο. Τὸ δὲ βʹ. θεμ.κεφ. βʹ. τοῦ αʹ. τιτ. τοῦ θʹ. βιβ. ἐπιτρέ-
πει ἀναφέρειν τὸν ἄρχοντα τῷ βασιλεῖ. Τὴν τοῦ νόμου ἀμφιβολίαν νοητέον. Τὰς γὰρ ἐπὶ τοῖς
νόμοις ἀμφιβολίας παρὰ τοῦ βασιλέως δεῖ ἑρμηνεύεσθαι, φησὶν ὁ νόμος. Καὶ οὐ μόνον τοὺς δι-
καστὰς τὸν βασιλέα δεῖ ἐρωτᾶν, ἀλλ’ ἐνίοτε καὶ τοὺς ἄρχοντας, ὥς φησι τὸ οθʹ. κεφ.τοῦ <εʹ.>
τιτ. τούτου <τοῦ> βιβ. οὕτω λέγον· περὶ νόμου, οὐ μὴν περὶ φάκτου … Καὶ νεαρὰ ιγ καὶ ὡς βιβ.
βʹ. τιτ. ἐσχάτῳ, κεφ. κ… Ομοίως και στο επόμενο σχόλιο (3) στην ίδια διάταξη των Βασιλικῶν
(BS39/3): Τουτέστι περὶ φάκτου· περὶ γὰρ νόμου δεῖ ἐρωτᾶσθαι τοὺς ἄρχοντα καὶ τὸν βασιλέα
παρὰ τῶν δικαστῶν, ὡς βιβ. αʹ. τιτ. εʹ. κεφ. τελευτ., καὶ τιτ. εʹ. τούτου τοῦ βιβ. κεφ. οθʹ. Για τη
θεμελιώδη αυτή παρέμβαση του βασιλέα βλ. επίσης B2.6.16 (= CJ 1.14.11)· B2.6.17 (= CJ
1.14.12)· σχόλιο των Βασιλικῶν (1) στη B7.1.18 (= Ν125 Κεφ. 1) (BS39/1): Ζήτει βιβ. θʹ. τιτ. αʹ.
κεφ. <ϟ>ς΄ τὸ λέγον καὶ θείου βασιλικοῦ γράμματος προενεχθέντος ἐκ τοῦ ἑνὸς μέρους δύνα-
ται τὸ ἕτερον μέρος ἐκκαλεῖσθαι. Καὶ μή σοι ἐναντιωθῇ, ἀλλ’ εἰπέ, ὡς δικαστὴς ἀμφιβάλλων πε-
ρὶ νόμου ἀναφέρει περὶ τοῦτο τῷ βασιλεῖ. Ἐκέλευσε δὲ θατέρῳ τῶν λεγατόρων προσενεγκεῖν τὰ
παρὰ τοῦ βασιλέως γενόμενα ἀντίγραφα. Καὶ γὰρ ἐκ νόμου ἐφεῖται τῷ δικαστῇ, εἰ περὶ νόμου
ἀμφιβάλλει, τὸν βασιλέα ἐρωτᾶν.... Πρβλ. επίσης και το σχόλιο της ΕclΒ στο χωρίο των Βα-
σιλικῶν 23.85,2, 121, 12-13.
119. Για την έννοια του ἄρχοντος βλ. κυρίως τα σχόλια της ΕclΒ στο χωρίο Β7.3.29,260 1-5
και στο χωρίο Β7.3.13, 255, 19-35.
120. Βλ. CJ3.1.11· B7.6.11· Β6.3.24: ... καὶ μὴ συγχωρεῖν ἐκ ῥᾳθυμίας τοὺς τῆς ἐπαρχίας, ἧς
ἄρχεις, εἰς ταύτην τρέχειν τὴν εὐδαίμονα πόλιν καὶ ἡμᾶς ἐνοχλεῖν. Εἰ δέ τις μὴ προσελθών σοι
παραγενέσθαι τῇ βασιλίδι ταύτῃ θαρρήσειε πόλει, καὶ ἀντιπέμψομεν αὐτὸν σὺν ἐπιτιμήσει πάσῃ
καὶ ἀποκρίσεως οὐ μεταδώσομεν. Βλ. επίσης και σχόλιο της ΕclΒ, 225, 31-33, 226, 1-3 , ... Καὶ πα-
ρεγγυᾶται τῷ ἄρχοντι μὴ παραχωρεῖν τοῖς ἐπαρχεώταις εἰς τὴν μεγαλόπολιν εἰσέρχεσθαι διὰ τὸ
δικασθῆναι, ἀλλὰ κρίνειν αὐτοὺς ἐκεῖσε μετὰ τῶν ἀδικούντων ἴσως αὐτοὺς ἢ ἄλλως ἐπηρεα-
ζόντων καὶ ἐκδικεῖν καὶ τιμωρεῖν κατὰ νόμους τὰς μοιχείας, τὰς ἁρπαγάς, τοὺς φόνους καὶ τὰ
λοιπὰ ἁμαρτήματα ... Πρβλ. Ν17.3· Ν125. Για το ζήτημα στην πρώιμη βυζαντινή περίοδο βλ.
Goria, Giustizia (όπως σημ. 5), 259-260, όπου πηγές και συναφείς βιβλιογραφικές αναφορές.
Αρχές και κατευθύνσεις στην απονομή της κοσμικής δικαιοσύνης 397
οποίο έχει ορισθεί από κάποιον ἄρχοντα δικαστή121 για να εκδικάσει μία συ-
γκεκριμένη υπόθεση122 χωρίς να έχει την ιδιότητα του ὀφφικιαλίου, χωρίς δη-
λαδή να διαθέτει οποιοδήποτε διοικητικό αξίωμα (ἀρχήν), να μην αναπέμπει
τα νομικά ζητήματα στην κρίση του ἄρχοντος δικαστή που του ανέθεσε να
κρίνει τη συγκεκριμένη διένεξη, αλλά να αναλαμβάνει (τέμνει) ο ίδιος την
κρίση της υποθέσεως αυτής ἀπ᾽ ἀρχῆς μέχρι τέλους.123
121. Συγκεκριμένα πρέπει να έχει ορισθεί από προκαθήμενον δικαστηρίου (σχόλιο της
ΕclΒ στη Β7.3.29). Όπως αναφέρεται (στο ίδιο σχόλιο, ό.π., 260, 1-2) προκαθήμενοι δικαστηρίου
ήσαν κατά τον 12ο αι. ὁ δρουγγάριος, ὁ δικαιοδότης καὶ ὁ ἔπαρχος καὶ οἱ λοιποὶ οἱ ἔχοντες ὀφ-
φίκια καὶ οἱ τῶν ἐπαρχιῶν ἄρχοντες.
122. Βλ. στο σχόλιο της ΕclΒ στη Β7.3.29, 260, 3-4: ... χαμαιδικασταὶ δὲ οἱ μήτε ὀφφικιάλιοι
μήτε ἀρχὴν ἔχοντες, ἀλλ᾽ ὁριζόμενοι παρὰ ἄρχοντος δικάσαι τήνδε τὴν ὑπόθεσιν. Πρβλ. και
Πεῖρα (όπως σημ. 3) 51.10, όπου αναφέρεται ότι ο μάγιστρος Ευστάθιος ο Ρωμαίος έκρινε,
σύμφωνα με τη διάταξη βιβ. ζ τίτ. α ἐπὶ δίκῃ κινηθείσῃ εἰς τὸ στενὸν (είναι άγνωστο εάν πρό-
κειται για το δικαστήριο που δίκαζε υπό τον στρατηγὸν τοῦ στενοῦ, δηλ. τον στρατηγό που
ήταν υπεύθυνος για το στενό του Βοσπόρου ή γίνεται αναφορά σε δίκη που έγινε στην περιο-
χή αυτή· πρβλ. Oikonomidès, Listes [όπως σημ. 40], 358 σημ. 394) κατὰ τοῦ μητροπολίτου με-
λιτηνῆς, ὀμοίως καὶ εἰς τοῦ δομεστίκου τοῦ μαρίνου, ... Ὅτι χαμαιδικαστὴς λέγεται ὁ δοθεὶς εἰς
δίκην διαγνώμων παρὰ ἄρχοντος θεματικοῦ ἐκ πρώτου, οὐ μὴν αὐτὸς ὢν δικαστὴς οὐδὲ παρὰ
βασιλέως δοθείς ... (κατά τον Ευστάθιο μόνον ἄρχων θέματος μπορεί να ορίσει χαμαιδικαστή
και όχι άλλος δικαστής, όπως είχε γίνει προφανώς στις περιπτώσεις των δικών που μνημονεύ-
ονται). Παρατηρούμε ότι στο χωρίο της Πείρας διευκρινίζεται ότι ο χαμαιδικαστής δεν είναι
δικαστής (εννοεί μάλλον ότι δεν διέθετε δικαιοδοσία είτε αυτοδικαίως [όπως ο μείζων] είτε
κατά παραπομπή [όπως ο ἐλάσσων] και όχι ότι δεν έχει την ικανότητα να δικάζει, εφόσον, ό-
πως προκύπτει από το παραπάνω σχόλιο της ΕclΒ στη Β7.3.29, ήσαν υποχρεωμένοι να εκδι-
κάσουν τη συγκεκριμένη υπόθεση που τους είχε ανατεθεί· πρβλ. και την επόμενη σημ. 123),
ενώ διακρίνεται επίσης και από τον θεῖον δικαστήν, δηλαδή τον δικαστή που ορίζει ο βασι-
λεύς για να κρίνει συγκεκριμένη υπόθεση. Οι αποφάσεις των χαμαιδικαστῶν προσβάλλονταν
με το ένδικο μέσο της ἐκκλήτου ενώπιον του προκαθημένου δικαστηρίου που τους είχε αναθέ-
σει την υπόθεση (βλ. στο σχόλιο της ΕclΒ στη Β7.3.29, 260, 14-15).
123. Βλ. Β7.3.29 και το σχετικό σχόλιο της ΕclΒ, 260, 7-11: ... μὴ ὑπολαμβανέτωσαν οἱ χα-
μαιδικασταί, ὅτι συγκεχώρηται αὐτοῖς τὰς παραπεμφθείσας αὐτοῖς δίκαις ἀναφέρειν πάλιν πρὸς
τὸν παραπέμψαντα –τοῦτο γὰρ οὐ διδόασι οἱ νόμοι–, ἀλλ᾽ αὐτοὶ τεμνέτωσαν αὐτὰς καὶ ἀπ᾽ ἀρ-
χῆς μέχρι τέλους δικάζοντες τὴν ὑπόθεσιν διδότωσαν καὶ ἀπόφασιν. Πρβλ. N125.1 έτ. 543: Κε-
λεύομεν τοίνυν μηδένα τῶν δικαστῶν καθ᾽ οἰονδήποτε τρόπον ἢ χρόνον ἐπὶ ταῖς παρ᾽ αὐτοῖς
προτιθεμέναις δίκαις μηνύειν πρὸς τὴν ἡμετέραν γαληνότητα, ἀλλ᾽ ἐξετάζειν τελείως τὸ πρᾶγ-
μα καὶ ὅπερ αὐτοῖς δίκαιον καὶ νόμιμον φανείη κρίνειν … Για τη νομοθετική προσπάθεια επιτά-
χυνσης των δικών κατά τον 12ο αι. βλ. επίσης τις Νεαρές ΙΙ και ΙΙΙ του Μανουήλ Κομνηνού, οι
οποίες απευθύνονται στους δικαστές (Macrides, Justice under Manuel I Κomnenos [όπως σημ.
45], 122-139· πρβλ. και Θ. Κοζύρης, Η Νεαρά του Αυτοκράτορος Μανουήλ Α΄ Κομνηνού του
έτους 1166 περί δικονομικών και άλλων νομικών θεμάτων, Βυζαντιναί Μελέται 2 (1990), 189-
199).
398 Λυδία Παπαρρήγα-Αρτεμιάδη
σχολιαστής της ΕclΒ σε σχόλιό του στη Β7.6.11: Ἡ παροῦσα διάταξις κελεύει
μηδέποτε τὸν δικαστὴν παρὰ τὸ δίκαιον καὶ τὸ νόμιμον κρίνειν, κἂν πρόσταξιν
δέξηται βασιλικὴν διοριζομένην αὐτῷ δικάσαι παρὰ τὸ δίκαιον, ἀλλὰ τὴν μὲν
πρόσταξιν παραβλέψασθαι, τὴν δὲ ἀπόφασιν αὐτοῦ δικαίαν ποιῆσαι καὶ νόμι-
μον (281, 5-8). 125 Υπό την αυτή οπτική, σε ένα εκτεταμένο σχόλιο της ΕclΒ
στη Β9.1.79 (373, 3-9), θα διευκρινισθεί ότι έχει παύσει πλέον να ισχύει παλαι-
ότερη δικονομική πρακτική σύμφωνα με την οποία οι ἐλάσσονες δικαστές ό-
φειλαν να ακολουθούν προγενέστερες δικαστικές αποφάσεις που έχουν εκ-
δοθεί σε υποθέσεις ομοίου περιεχομένου και μάλιστα ακόμη και αν οι απο-
φάσεις αυτές προέρχονταν από μείζονες δικαστές ή από τη σύγκλητο.126 Κα-
τά τον σχολιαστή ο δικάζων, ακόμη και εάν πρόκειται για ἐλάσσονα δικαστή,
οφείλει να διερευνά ο ίδιος εξ αρχής τί ἐστιν ἀκόλουθον τοῖς νό-
μοις· επομένως δεν θα πρέπει να κατακολουθεῖ, δηλαδή να ασπάζεται
ανενδοίαστα την προγενέστερη απόφαση (τὴν ψῆφο) άλλου δικαστή, χωρίς
125. Πρβλ. και το σχόλιο της ΕclΒ στη Β9.1.38 (365, 16-18): ... ἃ γὰρ ἡ τῶν νόμων αὐθεντία
ἔφθασε διορίσασθαι, πῶς ὀφείλειν λύεσθαι, ταῦτα βασιλικὴ ἀντιγραφὴ ἢ οἰκονομεῖν ἢ μετατυ-
ποῦν οὐ δύναται. Το συγκεκριμένο ζήτημα είχε απασχολήσει τον βυζαντινό νομοθέτη ήδη από
τον 6ο αι., όπως προκύπτει τόσο από το περιεχόμενο της Νεαρᾶς 113 Κεφ. 2 του Ιουστινιανού
(έτ. 541), νομοθετική ρύθμιση την οποία ο Ιουστινιανός χαρακτηρίζει ως νόμον γιὰ τὴν τήρη-
σιν τῶν νόμων (βλ. Ν113 Κεφ. 3, 14-20), όσο και από το περιεχόμενο της ελληνόγλωσσης διά-
ταξης του ιουστινιάνειου Κώδικα 3.1.11 (= Β7.6.11), όπου ειδικότερα αναφέρεται: Κατὰ τοὺς
νόμους οἱ διοικηταὶ πρὸς τὸ φαινόμενον αὐτοῖς δίκαιον καὶ μὴ φοβείτωσαν βασιλικὴν ἀντιγρα-
φὴν παράνομόν τι ποιῆσαι αὐτοῖς κελεύουσαν ὡς ἀνίσχυρον. Πολύ αργότερα το ίδιο ζήτημα ε-
πιχειρήθηκε να αντιμετωπισθεί με τη Νεαρά Μανουήλ Κομνηνού 74 έτ. 1170 (JGR Ι, 422) με
την οποία απαγορεύθηκε στους δικαστές να λαμβάνουν υπόψιν τους παρόμοιες βασιλικές ἀ-
ντιγραφές –η έκδοση των οποίων είχε προκληθεί από διαδίκους που επιχειρούσαν παράκαμψη
της κρίσεως του δικάζοντος– ακόμα κι αν έφεραν κηρόβουλλο σφραγίδα. Βλ. επίσης και τα α-
ναφερόμενα στις Νεαρές 63 και 68 του Μανουήλ Κομνηνού έτ. 1166 (βλ. JGR Ι, 385-387 και
403-410)· Macrides, Justice under Manuel I Komnenos (όπως σημ. 45), no I, 120-121, 29-38, και
no IV, 164-165, 129-130). Για το θέμα βλ. επίσης Κ. Τριανταφυλλόπουλος, Ιεραρχία νόμων και βυ-
ζαντινόν δίκαιον, στο: Π. Τσούκας (επιμ.), Άπαντα, Β2, Αθήνα 2009, 988επ ·Χριστοφιλοπούλου,
Βυζαντινά δικαστήρια (όπως σημ. 7), 165 με παραπομπή στη Β 60.36.15· η ίδια, Πολιτειακά
όργανα και κράτος δικαίου στη βυζαντινή αυτοκρατορία, στο: Αφιέρωμα στον Ν. Σβορώνο, Α´,
Ρέθυμνο 1986, 195 επ.· Σπ. Τρωιάνος, Νόμοι και κανόνες. Η αναζωπύρωση κατά τον 12ο αι.
της συζητήσεως γύρω από τη σχέση τους, στο: «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγὼ ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός». Ἀφιέ-
ρωμα ἀγάπης καὶ σεβασμοῦ στὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀμερικῆς Δημήτριο, Αθήνα 2002, 902-903. Για
την πρώιμη βυζαντινή περίοδο βλ. Goria, Valori e princìpi (όπως σημ. 30), 526 επ., ιδίως σημ.
33, όπου πηγές και συναφείς βιβλιογραφικές αναφορές.
126. Ἔθος ἐκράτει το παλαιὸν τοιοῦτον, εἴπερ ἐδίκαζέ τις ὑπόθεσιν δικαστὴς καὶ ἔφθασεν
ἕτερος δικαστὴς ἄρχων ὢν καὶ μέγας κρῖναι τοιαύτην ὑπόθεσιν ὁμοίαν ἢ ἡ σύγκλητος ἐδεδώκει
ἐπὶ ὑποθέσει παρομοίᾳ ἀπόφασιν, κατηκολούθει καὶ αὐτὸς τῇ ἐξενεχθείσῃ ψήφῳ ἢ παρὰ τοῦ ἄρ-
χοντος ἢ παρὰ τῆς συγκλήτου.
400 Λυδία Παπαρρήγα-Αρτεμιάδη
να την έχει υποβάλει στον δικό του νομικό έλεγχο.127 Τα ίδια επαναλαμβά-
νονται και στο χωρίο της Πείρας 51.33, όπου στην κατὰ πόδας ερμηνεία δι-
ευκρινίζεται ότι τα οριζόμενα στο χωρίο αυτό δεν αφορούν μόνον τη συμ-
βουλευτική διαδικασία128 αλλά και τις δικαστικές αποφάσεις των διαφόρων
μειζόνων δικαστών διότι: οὐχ ὑποδείγματι ἀλλὰ νόμῳ κριτέον ἐστίν.129 Ο-
μοίως η δυνατότητα της άσκησης δικαστικού ελέγχου προγενέστερων δικα-
στικών αποφάσεων ανεξάρτητα από τη συγκεκριμένη θέση που κατείχε ο
αρμόδιος δικαστής στη βυζαντινή ιεραρχία είναι έκδηλη στη δυνατότητα της
μη αναγνώρισης και επομένως της ανατροπής (αναίρεσης) εθίμων που είχε
αναγνωρίσει ως έγκυρα η δικαστηριακή πρακτική, εάν και εφόσον ο δικα-
στής έκρινε με αφορμή συγκεκριμένη διένεξη ότι τα έθιμα αυτά είναι αντί-
θετα με τους γραπτούς νόμους130 ή στερούνται εμφανώς κάποιας λογικής βά-
127. Τοῦτο οὖν ἀναιροῦσα ἡ παροῦσα διάταξις ὁρίζει τὸν δικάζοντα μηκέτι κατακολουθεῖν
ἑτέρᾳ ψήφῳ δικαστοῦ, ἀλλὰ σκοπεῖν, τί ἐστιν ἀκόλουθον τοῖς νόμοις, καὶ τοῦτο ἀποφαίνεσθαι.
128. Για τη διαδικασία per consultationem ενώπιον του κοιαίστωρος του ιερού παλατίου
στην πρώιμη βυζαντινή περίοδο βλ. Goria, Giustizia (όπως σημ. 5), 260 σημ. 59, όπου και πε-
ραιτέρω βιβλιογραφικές αναφορές.
129. ... Μηδεὶς δικαστὴς ἢ διαιτητὴς νομιζέσθω μηδὲ τοῖς κατὰ κονσουλτατίονα, ἅστινας
μὴ ὀρθῶς νοήσει, ἀκολουθητέον, καὶ πολλῷ πλέον τῶν ἐξοχωτάτων ἐπάρχων ἢ καὶ τῶν ἄλλων
ἐξάρχων, οὐ γὰρ εἰ μὴ καλῶς κριθῇ, ταῦτα καὶ εἰς ἄλλων δικαστῶν ἐλάττωσιν ἐκτείνεσθαι χρή,
ὁπότε οὐχ ὑποδείγματι ἀλλὰ νόμῳ κριτέον ἐστίν. Πρβλ. CJ7.45.13 (Iustinianus, έτ. 529).
130. Βλ. το σχόλιο του Ανωνύμου (Εναντιοφανούς) στη Β2.1.42 (BS7/1): Ὥστε τότε κε-
χρήμεθα τῇ συνηθείᾳ τινὸς πόλεως ἢ ἐπαρχίας, ὅτε ἀμφισβητηθεῖσα ἐν δικαστηρίῳ ἐβεβαιώθη.
Τὰ εἰρημένα νόει, ἐὰν τὸ κρατοῦν ἔθος οὐκ ἔστι παράνομον και το σχόλιο (1) των Βασιλικῶν
στη Β2.1.44 (BS7/1): ... ἐν ᾧ δηλονότι κἀνταῦθα μὴ ἐγγράφοις διαμάχεται νόμοις (εννοεί: τὰ
βεβαιωθέντα τῇ μακρᾷ συνηθείᾳ καὶ ἐπὶ πολλοὺς ἐνιαυτοὺς φυλαχθέντα ὡσανεὶ σιωπηρᾶς συν-
θήκης τε καὶ συναινέσεως τὼν πολιτῶν). Βλ. επίσης το σχόλιο της ΕclΒ στη Β2.1.44-45 (13, 18-
19, 20-23): ... ὅτι ἡ μακρὰ συνήθεια τότε κρατεῖ, ὅτε οὐ κεῖται νόμος προφανῶς ταύτῃ ἐναντιού-
μενος ... Ἀκολούθως οὖν τοῖς κεφαλαίοις ἐκείνοις καὶ τὸ παρὸν βαδίζον κεφάλαιόν φησιν, ὅτι τὰ
δοκιμασθέντα ἐπὶ χρόνον πολὺν καὶ δόξαντα καλῶς πολιτεύεσθαι, εἰ μὴ πρὸς νόμον ἐναντιοῦ-
νται, ὀφείλουσιν ἀντὶ ἐγγράφου νόμου κρατεῖν ... καθώς και το σχόλιο της ΕclΒ στη Β2.1.47: ...
ἐκεῖνο τὸ ἔθος κρατεῖ καὶ παραφυλάττεται ἐν τοῖς ὁμοίοις καὶ ἐκείνην τὴν συνήθειαν παραφυ-
λάττειν χρὴ ἐγγράφου νόμου μὴ ὄντος ... (14, 11-12). Βλ. ομοίως και Εἰσαγωγή (όπως σημ. 3) 2.7:
Ἐν τῇ τῶν νόμων ἑρμηνείᾳ δεῖ καὶ τῇ συνηθείᾳ προσέχειν τῆς πόλεως· τὸ δὲ παρὰ κανόνας
πραττόμενον οὐ δεῖ λαμβάνειν παράδειγμα, καθώς και το σχόλιο της ΕclΒ στη Β2.1.42 (12, 27-
30): ... Ὅρα οὖν καὶ ἀπὸ τοῦ παρόντος κεφαλαίου ἀληθεύουσαν ἐκείνην τὴν ἑρμηνείαν καὶ γίνω-
σκε λόγῳ καθολικῷ, ὅτι τότε κρατεῖ ἀντὶ νόμου ἡ συνήθεια, ὅτε νόμος οὐ κεῖται προφανῶς τῇ
συνηθείᾳ ἐναντιούμενος. Ἔχε δὲ ἰδικὸν τὸ περὶ τῆς ὑπογραφῆς τῶν διαθηκῶν, ὅπερ σοι ἐκεῖ πα-
ραδέδωκα. Πρβλ. και τα σχόλια του Θεοδώρου Βαλσαμώνος τα οποία βασίζονται σε παλαιά
σχόλια του ἀντικήνσορος Στεφάνου (Φωτίου Πατριάρχου Νομοκάνων [Ράλλης / Ποτλῆς, Σύ-
νταγμα, όπως σημ. 101], Τίτλ. Α΄, Κεφ. Γ΄, 39, 27-31, 40, 1-3: Διδάσκει δὲ ὁ καὶ Στέφανος ἐν τῷ μβ´
κεφ. διδασκαλίαν ἀρίστην, καὶ λύει τὰς περὶ ἀγράφου συνηθείας ἐναντιοφανείας, λέγων οὕ-
τως· Ἡ χρονία συνήθεια τότε ὡς νόμος κρατεῖ, ὅτε μὴ ἐγγράφῳ διαμάχηται νόμῳ. Καὶ μὴ νόμιζε
Αρχές και κατευθύνσεις στην απονομή της κοσμικής δικαιοσύνης 401
ἡμετέροις ἄρχουσι πάρεισι πάντως καὶ πάρεδροι τὰ ἐκ τῶν νόμων ὑφηγούμενοι καὶ τὰς ἀσχο-
λίας ἀναπληροῦντες τὰς αὐτῶν, ἐπειδήπερ πολλαῖς περιεχόμενοι φροντίσιν, ἃς ὑφ᾽ ἡμῖν ἔχουσιν
εἰκότως τὸ δικαστικὸν ἀναπληροῦσι μέρος τῇ τῶν οἰκείων παρουσίᾳ παρέδρων· οἱ δὲ οὔτε ἀρ-
χὴν ἔχοντες οὔτε ἡμῖν ὑπηρετούμενοι ... Για τη νομική παιδεία των παρέδρων ή συμπόνων, οι ο-
ποίοι κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο προέρχονταν από τις τάξεις των νομικῶν (σχετικά
με το ὀφφίκιον αυτό της βυζαντινής Εκκλησίας βλ. J. Darrouzès, Recherches sur les ὀφφίκια de
l’eglise byzantine, Paris 1970, 119-121, 258-259, 381-382, 569· Βασιλική Νεράντζη-Βαρμάζη,
Οι βυζαντινοί ταβουλλάριοι, Ελληνικά 35 [1984] 261-274, 269-270) ή των συνηγόρων και συ-
νεπώς έπρεπε να διαθέτουν γνώση του δικαίου ή διοικητική ή δικαστική εμπειρία βλ. Goria, Il
giurista (όπως σημ. 40), κυρίως 731-734, όπου πηγές και περαιτέρω βιβλιογραφικές αναφορές.
Γενικότερα για τη νομική παιδεία στη μεσοβυζαντινή περίοδο, η οποία συνδέεται άμεσα με
την εκτεταμένη παραγωγή ιδιαίτερα αξιόλογων νομικών έργων, βλ. ενδεικτικά F. Fuchs, Die
höheren Schulen von Konstantinopel im Mittelalter, Amsterdam 1964· P. Lemerle, Le premier
humanisme byzantin. Notes et remarques sur enseignement et culture à Byzance des origines au
Xe siècle, Paris 1971 (= σε ελλ. μετ. Μαρίας Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, Ο πρώτος βυζαντινός
ουμανισμός: σημειώσεις και παρατηρήσεις για την εκπαίδευση και την παιδείαν στο Βυζάντιο
από τις αρχές ως τον 10ο αιώνα, Αθήνα 1981)· P. Speck, Die kaiserliche Universität von Kon-
stantinopel: Präzisierungen zur Frage des höheren Schulwesens in Byzanz im 9. und 10. Jahr-
hundert, Munich 1974· Wanda Wolska-Conus, Les écoles de Psellos et de Xiphilin sous Con-
stantin IX Monomaque, TM 6 (1976) 223-243· η ίδια, Les termes νομή et παιδοδιδάσκαλος
νομικός du «Livre de l’Éparque», TM 8 (1981) 532-541· Helen Saradi, The Byzantine Τribun-
als. Problems in the Application of Justice and State Policy (9th-12th c.), REB 53 (1995) 194-198
(= Saradi, Byzantine Τribunals)· η ίδια, Le notariat byzantin du IXe au XVe siècles, Athens
1991· Σπ. Τρωιάνος, Οι σπουδές του δικαίου στο Βυζάντιο ιδιαίτερα στη Μακεδονία, κατά
τον δέκατο τέταρτο αιώνα, Βυζαντινά 21 (2000) 478 επ.· Th E. Van Bohove, Tenth Century
Constantinople: Centre of Legal Learning? Second Thoughts Concerning the Addition of
Older Scholia to the Basilica Text, FM 12 (2014) 69 επ.
138. Πρβλ. επί θεμάτων του Ακουϊλίου νόμου D9.2.31 (Paulus)· Β60.3.31 : ἀμέλειά ἐστι τὸ
μὴ προγνῶναι ὅπερ ἐπιμελὴς ἠδύνατο προγνῶναι ... και το συναφές σχόλιο των Βασιλικῶν (BS
3143/1): ... ῥᾳθυμίαν δὲ αὐτοῦ νοεῖσθαι, ὅπερ ἕτερος μὲν ἐπιμελὴς ἠδύνατο παραφυλάξαι τὸ μὴ
πληγῆναί τινα, οὗτος δὲ οὐ παρεφύλαξεν. Για τη διαμόρφωση και τον μετασχηματισμό της
culpa στο ρωμαϊκό ιδιωτικό δίκαιο η οποία, σύμφωνα με ορισμένους μελετητές, οφείλεται εν
μέρει σε ελληνικά φιλοσοφικά πρότυπα βλ. ενδεικτικά O. Lenel, Culpa lata und culpa levis,
ZRG RA 38 (1917) 263 επ.· R. Maschke, Die Willenslehre im griechiscen Recht, 1926, 71 επ.,
170· E. Albertario, Studi di diritto romano, III.Obbligazioni, Milano 1936, 131 επ.· B. Kuebler,
Degrés de faute dans les systèmes juridiques de l’Antiquité, Recueil d’ études en l’honneur d’Ed.
Lambert, I, Paris 1938, 174 επ.· H. Coing, Zum Einfluss der Philosophie des Aristoteles und
die Entwicklung des römischen Rechts, ZRG RA 69 (1952) 51 επ.· Κ. Tριανταφυλλόπουλος,
Ἑλληνικαί νομικαί ἰδέαι ἐν τῷ βυζαντινῷ ποινικῷ δικαίῳ, Ἀρχεῖον Ἰδιωτικοῦ Δικαίου 16 (1953)
404 Λυδία Παπαρρήγα-Αρτεμιάδη
βλάβη σε έναν από τους διαδίκους (dolus malus).142 Κατά την έκθεση του
σκεπτικού, το οποίο υποκρύπτει αυτό το παράδοξο για τις σημερινές μας α-
ντιλήψεις περί δικαίου και ιεραρχίας, ο ανώνυμος συντάκτης της ΕclΒ σπεύ-
δει να επισημάνει ότι ο μείζων δικαστής κατέχει τη θέση αυτή λόγω του υψη-
λού αξιώματός του στη διοικητική ιεραρχία ή λόγω της ιδιαίτερης, προσωπι-
κής του σχέσης με τον βασιλέα (πίστις ή συγγένεια)143 και όχι λόγω της νομι-
142. Βλ. στο ίδιο σχόλιο της ΕclΒ, Β7.3.24.259, 6-9 και 14-25: ... ὅτι ὁ μὲν ἄρχων ἄδικόν τι ψη-
φισάμενος οὐκ ἄλλως ὑποπίπτει τῇ ταυτοπαθείᾳ, εἰ μὴ κατὰ δόλον ἐψηφίσατο, τουτέστιν εἰδὼς
καὶ αὐτὸς, ὡς ἄδικον καὶ παράνομόν ἐστιν, ὃ ἀποφαίνεται, διὰ δὲ δόλον ἤτοι διὰ τὸ θέλειν βλά-
ψαι τὸν δικαζόμενον ἐξάγων τὴν ἀπόφασιν ... Ὁ μὲν οὖν ἄρχων, ὡς εἶπον, οὐκ ἄλλως ὑποπίπτει
τῇ ταυτοπαθείᾳ, εἰ μὴ κατὰ δὀλον ἐψηφίσατο· ὁ δὲ τούτου σύμπονος ψηφισάμενος ἄδικόν τι ἢ
τοῦ ἄρχοντος ἀποφαινομένου τοῦτο μὴ ἀντειπὼν καὶ ἀναδιδάξας αὐτὸν τὸ δίκαιον καὶ ἔννομον
ἀδιαστίκτως ὑπόκειται τῇ ταυτοπαθείᾳ μὴ συγγινωσκόμενος ἐπὶ τῇ ἀγνοίᾳ ἢ ἀπειρίᾳ ... διὰ τὴν
τῶν νόμων εἴδησιν καὶ ἐμπειρίαν τοῖς ἄρχουσιν ὡρίσθησαν συμπονεῖν, ὠς ἂν, ὅπερ οἱ ἄρχοντες
οἴκοθεν οὐκ οἴδασι, τοῦτο παρὰ τῶν συμπόνων ἀναδιδάσκωνται. Για τη γενική αρχή του βυζα-
ντινού ποινικού δικαίου σύμφωνα με την οποία η έλλειψη δολίας προαιρέσεως του δράστη
ήταν καθοριστική για την ηπιότερη μεταχείρισή του βλ. Τουρτόγλου, Επιεικείς και φιλάνθρω-
πες διατάξεις, (όπως σημ. 141), 32 σημ. 103, όπου και τα σχετικά χωρία της βυζαντινής νομι-
κής γραμματείας.
143. Όπως έχει διαπιστωθεί, εκτός από το στοιχείο της συνήθους κοινωνικής προέλευσης
των αξιωματούχων που ασκούσαν καθήκοντα μείζονος δικαστή από την κοινωνική τάξη των
δυνατῶν (βλ. ενδεικτικά Saradi, Byzantine Tribunals [όπως σημ. 137], 180 σημ. 64, όπου και
περαιτέρω βιβλογραφικές αναφορές), στη σχέση αυτή παρεμβάλλεται αισθητά και η καθαρά
συναλλακτική διάσταση, δηλαδή η τιμή για την αγορά του ἀξιώματος (ἀξία διὰ βραβείου
[ἔργῳ λαμβανομένου] ή λόγου ή ὀφφικίου), η οποία συνιστούσε αντικείμενο ελεύθερης δια-
πραγμάτευσης και τελούσε κατά κανόνα, όσον αφορά ειδικώς το ἀξίωμα, σε αναλογική συ-
νάρτηση με την ρόγα, δηλαδή την πρόσοδο που απέφερε η άσκηση του αξιώματος στον προ-
σωρινό του κάτοχο. Για το ζήτημα βλ. ιδίως P. Lemerle, «Roga» et rente d’État aux Xe-XIe
siècles, REB 25 (1967), Mélanges V. Grumel II, 77-100 (= Lemerle, Monde de Byzance [όπως
σημ. 7], αρ. XVI [= Lemerle, «Roga» et rente d’État], όπου και παραπέμπεται)· Oikonomidès,
Listes (όπως σημ. 40), 283-284, 322-323· Δέσποινα Τσούρκα-Παπαστάθη, Πώληση οφφικίου.
Παρατηρήσεις στην «Πεῖρα» Ευσταθίου του Ρωμαίου, 38,74, Αρμενόπουλος (Επιστ. Επετ. Δι-
κηγ. Συλλ. Θεσσαλονίκης) 21 (2000) 265-266 (= Vente d’office. Obsevations sur la Peira Ευ-
σταθίου του Ρωμαίου|, 38,74, στο: Ch. Papastathis (επιμ.), Byzantine Law. Proceedings of the
International Symposium of Jurists, Thessaloniki, 10-13 December 1998, Thessaloniki 2001,
229-234), όπου πηγές και περαιτέρω βιβλιογραφικές αναφορές. Επιπλέον όμως από την ρόγα,
η οποία επίσης μπορούσε να αυξηθεί με αντάλλαγμα την καταβολή προσθέτου τιμήματος, ο
βασιλεύς είχε τη δυνατότητα να προβεί και σε παροχή ποικίλων προνομιακών παροχών που
διόγκωναν την τακτική πρόσοδο του αξιώματος (Lemerle, «Roga» et rente d’État [ό.π.], 82).
Πρβλ. και την έντονη ανάμιξη των ανωτέρων δικαστών της Κωνσταντινουπόλεως στο έργο
της οικονομικής διαχείρισης των βυζαντινών επαρχιών, η οποία ήταν κατά κανόνα ιδιαίτερα
προσοδοφόρος· βλ. ενδεικτικά N. Oikonomides, The «Peira» of Eustathios Romaios: an
Abortive Attempt to Innovate in Byzantine Law, Forschungen zur Byzantinischen Rechtsge-
schichte VII (1986) (= Oikonomides, Byzantium from the Ninth Century to the Fourth
406 Λυδία Παπαρρήγα-Αρτεμιάδη
κής του κατάρτισης.144 Τη νομική αυτή κατάρτιση διέθετε, κατά κανόνα του-
λάχιστον, ο σύμπονος, ενδεχομένως κατ’ επέκταση του status των πρώην as-
sesores της ρωμαϊκής και πρώιμης βυζαντινής περιόδου.145
Τα ίδια όμως θα επαναληφθούν και στο σχόλιο του κανονολόγου του
ου
12 αι. Θεοδώρου Βαλσαμώνος (στον Κανόνα ΙΕ´ (ΙΔ´) της ἐν Καρθαγένῃ
Συνόδου).146 Σύμφωνα με τον Θεόδωρο Βαλσαμώνα, ο προκαθήμενος ή ἄρ-
χων δικαστής, δηλαδή ο δικαστής ο οποίος διέθετε την προεδρική εξουσία
και έφερε εξ ολοκλήρου την τυπική ευθύνη της έκδοσης αυτοτελούς δικαστι-
κής απόφασης,147 είχε σαφώς περιορισμένη ευθύνη (ευθύνη μόνον για δόλο)
έναντι της ευθύνης που έφεραν οι κριταί που δεν ήσαν προκαθήμενοι δικα-
στηρίου.148 Στο συγκεκριμένο σχόλιο τα πρόσωπα των κριτῶν φαίνεται να
Crusade [όπως σημ. 7], ΧΙΙ), 172· ο ίδιος, L’évolution de l’organisation administrative (όπως
σημ. 7), 148.
144. Βλ. στο ίδιο σχόλιο της ΕclΒ, Β7.3.24.259, 11-13 και 19-20 : ... πολλάκις οἱ ἄρχοντες, ἤτοι
οἱ τῶν δικαστηρίων προκαθήμενοι οὐκ ἴσασιν ἀκριβῶς τοὺς νόμους προβαλλόμενοι οὐχὶ διὰ τὸ
καλῶς εἰδέναι τοὺς νόμους, ἀλλὰ διὰ τὴν ἀξίαν καὶ τὴν περὶ τὸν βασιλέα ἢ πίστιν ἢ συγγέ-
νειαν ... τοῖς μὲν γὰρ ἄρχουσιν αἱ ἐπικείμεναι φροντίδες πολλαὶ καὶ συχναὶ οὖσαι καὶ ἡ περὶ τὸν
βασιλέα ἀσχολία συγγνώμην διδόασι ἐπὶ τῇ ἀγνοίᾳ ... Παρά ταύτα θα πρέπει να σημειωθεί ότι η
κατάληψη ορισμένων υψηλών θέσεων, όπως αυτών του πρωτασηκρήτου, του δικαιοδότου, του
κυαίστωρος, του ἐπάρχου, του νομοφύλακος, του χαρτοφύλακος, του δικαιοφύλακος και του
πρωτεκδίκου προϋπέθετε, κατά κανόνα τουλάχιστον, νομικές γνώσεις (Oikonomidès, Listes
[όπως σημ. 40], 323· Σπ. Τρωιάνος, Η θέση του νομικού/δικαστή στη βυζαντινή νομοθεσία, Α-
θήνα 1993, 40). Για την πρώιμη βυζαντινή περίοδο βλ. Saradi, Byzantine Tribunals (όπως σημ.
137), 166 όπου και αναφορά στη νομοθετική προσπάθεια (Ν82, έτ. 539) να βελτιωθεί το μορ-
φωτικό επίπεδο των ανωτέρων δικαστών και να προσαρμοσθεί ανάλογα η όλη διαδικασία.
145. Βλ. σχετικά Goria, Il giurista, (όπως σημ. 40), 732 σημ. 83-84, όπου πηγές και συνα-
φείς βιβλιογραφικές αναφορές.
146. Βλ. σχετικά Ράλλης / Ποτλῆς (όπως σημ. 101), τ. Γ´, Ἀθῆναι 1853, 339, 2-15: Οἱ ἄρ-
χοντες, ἤτοι οἱ προκαθήμενοι τῶν δικαστηρίων, οὐκ ἀναγκάζονται ἀκριβῶς εἰδέναι τοὺς νόμους,
ὡς ἐφ’ ἑτέραις μεγάλαις δουλείαις ἐνασχολούμενοι καὶ διὰ τοῦτο ἐξ ἀπειρίας ἀποφαινόμενοι
συγγινώσκονται ...· αντιθέτως οι κριτές: ... παρανόμως ψηφιζόμενοι, κολάζονται ... Καὶ ὁ λογι-
σμὸς εὔλογος οἱ μὲν γὰρ ἄρχοντες, δι᾽ ἥν εἴρηται αἰτίαν, οὐκ αἰτιῶνται οἱ δὲ κριταί, τὸ δικάζειν
καὶ μόνον ἔργον ἔχοντες, ἐὰν παρανομήσωσιν, ἐνἐχονται ὡς δόλον ποιήσαντες ...
147. Πρβλ. και Ελευθερία Παπαγιάννη, Αγιορειτικές μαρτυρίες για τη δικαστική εξουσία,
στον Αναμνηστικό τόμο Στ. Ν. Κουσούλη, Αθήνα, 425 (= Παπαγιάννη, Αγιορειτικές μαρτυρί-
ες) .
148. Είναι σαφής η αντιδιαστολή που γίνεται εδώ μεταξύ ἄρχοντος δικαστή και κριτοῦ, ο
οποίος κριτής, όπως διευκρινίζεται, ἔχει τὸ δικάζειν καὶ μόνον ἔργον (εὐχέρειαν τοῦ δικά-
ζειν· πρβλ. σημ. 94). Ομοίως στο σχόλιο της ΕclΒ στη Β7.3.13 (255, 20-32) ο ἁπλῶς κριτής δια-
κρίνεται από τον ἄρχοντα δικαστή στον οποίον μόνον μπορούν να απευθυνθούν τα αντίδικα
μέρη για να ζητήσουν τον ορισμό δικαστή. Κατά συνέπεια ο όρος ἁπλῶς κριτής θα πρέπει να
θεωρηθεί ταυτόσημος με αυτόν του ἐλάσσονος δικαστή ο οποίος δεν διέθετε την δικαιοδοσίαν,
Αρχές και κατευθύνσεις στην απονομή της κοσμικής δικαιοσύνης 407
ταυτίζονται, όσον αφορά ειδικότερα την έκταση της νομικής τους ευθύνης,
με τους συνέδρους ή συμπόνους του χωρίου των Βασιλικῶν 7.3.24.,149, ενώ, ό-
πως ρητά αναφέρεται, η νομική ευθύνη όλων αδιακρίτως των πολιτικῶν δι-
καστῶν (κριτῶν και συμπόνων) εκτείνεται και στις περιπτώσεις νομικής τους
άγνοιας (ἀπειρίας) διότι: ... Δόλον τις ποιεῖ, μὴ ειδὼς ἀκριβῶς ὅ ἐπαγγέλεται
είδέναι. Η εξομοίωση αυτή της νομικής ευθύνης των κριτῶν που δεν ήσαν
προκαθήμενοι δικαστηρίου με τη νομική ευθύνη των συμπόνων ή παρέδρων ή
συνέδρων θα πρέπει ενδεχομένως να αποδοθεί στο γεγονός ότι οι λεγόμενοι
πάρεδροι ή σύμπονοι ή συγκάθεδροι, οι οποίοι εμφανίζονταν ως νομικοί σύμ-
βουλοι των μειζόνων δικαστών για τη διεξαγωγή διαδικαστικών πράξεων ή
για τη διερεύνηση νομικών ζητημάτων,150 αρχίζουν σταδιακά να αναλαμβά-
νουν εκτός από τα παραπάνω καθαρά νομικά συμβουλευτικά τους καθή-
κοντα και καθήκοντα εντεταλμένου δικαστή επί συγκεκριμένης υποθέσε-
δηλαδή την αρμοδιότητα τοῦ διδόναι δικαστάς τοῖς ἔχουσι δίκας (βλ. το σχόλιο της ΕclΒ στη
Β7.3.1 (250, 24-32). Για το ζήτημα βλ. αναλυτικότερα πιο πάνω 384-385. Πρβλ. και σημ. 94.
149. Ο Βαλσαμών χρησιμοποιεί μέσα στο ίδιο χωρίο εναλλακτικά τους όρους σύμπονος,
σύνεδρος και κριτής αποδίδοντάς τους την ίδια νομική ευθύνη: Φησὶ γὰρ ὁ νόμος ἐν βιβλίῳ ζ᾽.
τίτ.γ᾽. κεφ. κδ᾽. Τὸν δόλον ἐπιζητοῦμεν τοῦ ἄρχοντος· ἐὰν γὰρ ἀπειρίᾳ τοῦ συνέδρου ἄλλως
ψηφισθῇ, ὁ ἄρχων οὐκ ἀδικεῖται, ἀλλ᾽ ὁ σύμπονος. Καὶ ὁ λογισμός εὔλογος· οἱ μὲν γὰρ ἄρχοντες,
δι᾽ ἣν εἴρηται αἰτίαν, οὐκ αἰτιῶνται· οἰ δὲ κριταί, τὸ δικάζειν καὶ μόνον ἔργον ἔχοντες, ἐὰν πα-
ρανομήσωσιν, ἐνέχονται ὡς δόλον ποιήσαντες, κατὰ τὸν νόμον τὸν λέγοντα, Ἡ ἀπειρία ἔοικε τῇ
ἀμελεἰᾳ· καὶ πάλιν· Δόλον τις ποιεῖ, μὴ εἰδὼς ἀκριβῶς ὃ ἐπαγγέλλεται εἰδέναι: καὶ τοῦτο μὲν
ἐξεφωνήθη περὶ τῶν πολιτικῶν δικαστῶν. Πρβλ. και το σχετικό σχόλιο της EclB στη σημ. 140.
150. Οὐ γὰρ ἔχουσι τὸ ὀφφίκιον τοῦ δικάζειν ἀλλὰ τοῦ συμπονεῖν τῷ ἄρχοντι (σχόλιο των
Βασιλικῶν στη Β7.1 rubr. (BS36/1). Πρβλ. και Ομιλία ΙΕ´ Μακαρίου του Αιγυπτίου (πιθανόν
του Συμεώνος Μεσοποταμίας) εις PG 34, στ. 604: … καὶ ὅταν γένηται ἄρχων (ὁ σχολαστικός),
λαμβάνει ἑαυτῷ βοηθὸν τὸν συγκάθεδρον· Ν82 pr. (έτ. 539)· για το θέμα βλ. ενδεικτικά Saradi,
Byzantine Tribunals (όπως σημ. 137), 166 σημ. 3, 167, όπου και περαιτέρω συναφείς πηγές.
Για την εκδοχή ότι οι σύνεδροι δεν ταυτίζονται, τουλάχιστον από τον 10ο αι. και μετά με τους
συμπόνους ή παρέδρους βλ. Γκουτζιουκώστας, Απονομή δικαιοσύνης (όπως σημ. 1), 247-249
και ομοίως Παπαγιάννη, Αγιορειτικές μαρτυρίες (όπως σημ. 147) 423 επ. κατά την οποία οι
σύνεδροι αποτελούσαν απλώς βοηθητικά πρόσωπα της δίκης που πιθανόν μετείχαν μόνον στο
σκέλος της απόδειξης, και διακρίνονταν από τους συμπόνους ή παρέδρους που είχαν ρόλο νο-
μικού συμβούλου του δικαστή· πρβλ. και η ίδια, Περί πολυμελών δικαστηρίων: Παρατηρήσεις
με βάση μία υπόθεση του έτους 1196, στο: Δ. Αποστολόπουλος / Ευ. Χρυσός (επιμ.), Πρακτι-
κά ημερίδας στη μνήμη Κ.Γ. Πιτσάκη «Ἡ τῶν πλειόνων ψῆφος κρατείτω». Η τύχη της αρχής
της πλειονοψηφίας από τη μετακλασική περίοδο ως τους νεότερους χρόνους, Αθήνα 2017, 119-
120· για τη ρωμαϊκή και ιουστινιάνεια περίοδο βλ. H. Hitzig, Die Assessoren der roemischen
Magistrate u. Richter, München 1893· O. Behrends, Der Assessor zur Zeit der klassischen
Rechtswissenschaft, ZRG RA 99 (1969) 192-226· Wenger, Institutes (όπως σημ. 51), §4 σημ.
6· Goria, Il giurista (όπως σημ. 40), 714-715 ιδίως σημ. 25, 764-765, όπου και συναφείς βιβλιο-
γραφικές αναφορές· πρβλ. και ο ίδιος, Giustizia (όπως σημ. 5), 301 σημ. 204· Γκουτζιουκώστας,
Απονομή δικαιοσύνης (όπως σημ. 1), 18 σημ. 72, 75.
408 Λυδία Παπαρρήγα-Αρτεμιάδη
Αντί επιλόγου
Η ιδιομορφία αυτή ως προς τη σύνθεση των δικαστηρίων και, κατ᾽ επέκταση,
ως προς τη νομική ευθύνη των βυζαντινών δικαστών, της οποίας ορισμένες
μόνον παράμετροι έχουν εκτεθεί, εκτός από πιθανή ένδειξη «της ρευστότη-
τας ως προς τη σύνθεση των δικαστηρίων και της έλλειψης διάκρισης των ε-
ξουσιών στο Βυζάντιο» όπως έχει ειπωθεί,153 αποτελούν, κατά την προσωπική
μας εκτίμηση, ενδείξεις μίας πορείας προς έναν ευρύτερο και ουσιαστικότερο
καταμερισμό του νομικού ερμηνευτικού έργου τόσο κατά την προπαρασκευή
της δίκης, όσο και κατά την ακροαματική διαδικασία. Πολύ χαρακτηριστικό
είναι το σχόλιο της ΕclΒ στο χωρίο των Βασιλικῶν 7.3.24, 259, 24-25, όπου δια-
βάζουμε : ... διὰ τὴν τῶν νόμων εἴδησιν καὶ ἐμπειρίαν τοῖς ἄρχουσιν ὡρίσθησαν
συμπονεῖν, ὡς ἄν, οἱ ἄρχοντες οἴκοθεν οὐκ οἴδασι, τοῦτο παρὰ τῶν συμπόνων
ἀναδιδάσκωνται.154 Ακόμη λοιπόν και στην περίπτωση όπου ένα και μοναδι-
κό πρόσωπο (ο ἄρχων ή προκαθήμενος δικαστηρίου) είναι τυπικά υπεύθυνο
για την εκδίκαση της υπόθεσης και την έκδοση της δικαστικής απόφασης, η
ίδια η απόφαση αποτελεί κατ' ουσίαν προϊόν της νομικής συμβολής των βοη-
151. Για την εξέλιξη αυτή, την οποία έμμεσα αποκαλύπτει η αντιπαραβολή του σχολίου
στο χωρίο των Βασιλικῶν 7.1 ad rubr. με το σχόλιο της ΕclΒ στη Β7.3.29, βλ. Τσούρκα-Παπα-
στάθη, Συμβολή στην έννοια της δικαιοδοσίας του δικαστή (όπως σημ. 81), 1791 σημ. 20, 21,
22 και 23. Πρβλ. και Ν82 pr. (έτ. 539), όπου επίσης αναφέρεται η αναπλήρωση του δικαστικού
έργου των ἀρχόντων από τους παρέδρους. Βλ. επίσης Γκουτζιουκώστας, Απονομή δικαιοσύ-
νης (όπως σημ. 1), 17-18 και σημ. 429, όπου αναφορά σε σφραγίδες που δημοσιεύει ο V.
Laurent και στις οποίες οι σύμπονοι συνδυάζουν σε αρκετές περιπτώσεις δικαστικά αξιώματα,
όπως εκείνα του κριτοῦ τοῦ βήλου ή ἐπὶ τοῦ ἱπποδρόμου ή του δικαιοπόλου (κριτοῦ).
152. Βλ. σχετικά Oikonomidès, Listes (όπως σημ. 40), 322 σημ. 204, όπου και αναφορά
στις συναφείς νομικές πηγές· Saradi, Byzantine Tribunals (όπως σημ. 137), 173.
153. Παπαγιάννη, Αγιορειτικές μαρτυρίες (όπως σημ. 147), 427.
154. Το χωρίο αυτό κατ’ ουσίαν επαναλαμβάνει το ειδικότερο καθήκον του παρέδρου ή
συμπόνου για την ορθή ερμηνεία του νόμου, το οποίο αναφέρουν τα χωρία του ιουστινιάνειου
Πανδέκτη 1.22.1 (Paulus) και 2.2.2 (Paulus) καθώς και οι Νεαρές του Ιουστινιανού 17 Κεφ. 5,
2 (έτ. 535) και 82 Κεφ. 2 (έτ. 539). Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Νεαρά του Ιουστινιανού
17 Κεφ. 5, 2: ... Σπεύσεις δὲ καὶ πάρεδρον καὶ εἴ τις ἐστὶ τῶν περί σε λαμβάνειν ἄνδρα χρηστὸν
καὶ καθαρεύοντα πανταχόθεν καὶ ἀρκούμενον τοῖς παρὰ τοῦ δημοσίου, καὶ εἴ γέ τις παρ᾽ ἐλπί-
δας γένοιτο, καὶ οὐχ εὕροις αύτόν φυλάττοντά σοι πίστιν δικαίαν, τὸν μὲν ἀπελάσεις, ἑτέρῳ δὲ
χρήσῃ παρέδρῳ τὸν νόμον καὶ τὸ δίκαιον μετὰ καθαρῶν φυλάττοντι τῶν χειρῶν ...
Αρχές και κατευθύνσεις στην απονομή της κοσμικής δικαιοσύνης 409
155. Ενδεικτικό εξάλλου για τον ρόλο που διεδράματιζαν στην πράξη οι σύμπονοι ή πά-
ρεδροι των ἐμπράκτων δικαστών είναι το σχόλιο της ΕclΒ στο χωρίο των Βασιλικῶν 7.1.7: ...
οὐκ ὀφείλουσιν αὐτοὶ κρίνοντες μόνοι μὴ παρόντων τῶν ἀρχόντων διαγνώσεις ἐκφέρειν καὶ ση-
μειώματα ποιεῖν καὶ ἐντιθέναι τοῖς σημειώμασι τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχόντων ὡς παρόντων καὶ
ἐξετασάντων τὴν ὑπόθεσιν· τοῦτο γὰρ ἄντικρυς καὶ πλαστογραφία ἐστίν (235, 15-18). Από το συ-
γκεκριμένο σχόλιο προκύπτει ότι θα πρέπει να ήταν διαδεδομένη η παράτυπη δικαστηριακή
πρακτική να διεξάγουν οι πάρεδροι μόνοι τους χωρίς παρουσία δικαστών την ακροαματική δι-
αδικασία και να εκδίδουν δικαστικές αποφάσεις (σημειώματα), τις οποίες υπέγραφαν οι ίδιοι
με το όνομα των δικαστών που είχαν δήθεν παραστεί και διεξαγάγει τη δίκη.
410 Λυδία Παπαρρήγα-Αρτεμιάδη
RÉSUMÉ
Se fondant sur les amples scolies de l’auteur, inconnu mais fort expert, du
traité du XIIe siècle intitulé Ecloga librorum Ι-Χ Basilicorum, la présente étude
aborde certains paramètres qui, semble-t-il, déterminent la façon de rendre
la justice séculière au cours de la période méso-byzantine. C’est ainsi que
sont étudiées principalement :
a) la notion de μικτό κράτος dont disposaient les juges μείζονες de l’Empire
byzantin ainsi que les juridictions spéciales comprises dans cette notion
suivant les scoliastes byzantins,
b) les limites de la juridiction du δοῦναι δικαστήν et du contenu de la juri-
diction que peut exercer, sur ordre du juge μείζων, le ἐλάσσων κριτής,
c) les questions juridiques qui peuvent constituer un objet de renvoi au juge-
ment impérial (distinction des φάκτα de la περὶ τοῦ νόμου ἀμφιβολίαν)
d) les tendances en faveur de l’indépendance de l’opinion du magistrat
chargé de juger un litige face aux décisions judiciaires antérieures et
e) la responsabilité professionnelle accrue du personnel assesseur ou auxili-
aire du procès en tant qu’indices d’un renforcement probable de l’autonomie
essentielle de la fonction judiciaire au cours de la période méso-byzantine.