Το 10 Καραγάτση

You might also like

Download as docx, pdf, or txt
Download as docx, pdf, or txt
You are on page 1of 45

Το «10»

Μ. Καραγάτση

ΜΕΡΟΣ Α

ΣΚΗΝΗ 1 Θέμα της γειτονιάς 1:40

ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ/ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Εκείνη η νύχτα ήταν η βραχύτερη της χρονιάς


μα ίσως και η θερμότερη του καλοκαιριού. Ύστερα από άνοιξη
δροσισμένη από βροχές και ψύχρες, τα κυνικά καύματα ήρθαν απότομα
περιττά μέσα στον Ιούνιο, καταπιέζοντας και εξουδετερώνοντας κάτω
από την τεράστια καυτερή και ιδωμένη παλάμη τους, την ευεξία των
ανθρώπων.
Άξαφνα γίνηκε η μεταβολή του καιρού. Οι οργανισμοί δεν έχουν
ευχέρεια να βολευτούν όπως θα γινόταν σε μια κλιμακωτή αλλαγή. Το
άξαφνο χτύπημα της κάψας τους συγκλόνισε, τους έριξε σε ατονία και
χαύνωμα. Ο ίδρος ανάβλυζε απ’ τους πόρους και κάλυψε τα κορμιά με
τη γλιτσιασμένη δυσοσμία του.
Η μεγάλη πολιτεία δέχτηκε παθητικά τη λάβα κι αποκάρωσε. Η λίμνη
του λιμανιού έπηξε σε υγρό παχύρευστο, κίτρινο ασάλευτο και
πεθαμένο.
Τα βαπόρια εισέπλεγαν βαριεστημένα μέσα σε τούτη την κόλαση,
σκίζοντας με προσπάθεια το πηχτό και θολό, χλεμπονιάρικο νερό. Οι
εργάτες του λιμανιού έκαναν τη δουλειά τους με μηχανικές κινήσεις
σαν ρομπότ υπνωτισμένα.
Μικρή κίνηση στα μαγαζιά, τα πνιγμένα στην ασφυξία της κάψας.
Ελάχιστοι πελάτες, όσοι είχαν απόλυτη ανάγκη από κάτι,
εξυπηρετούμενοι από πωλητάδες ξεκουρντισμένους, ιδρωκοπημένους,
νυσταγμένους.
Κανείς δεν χόρταινε ύπνο. Τη νύχτα μόνο δρόσιζε, μετά τα μεσάνυχτα
κάπως στο ύπαιθρο, γιατί τα σπίτια ήσαν μέσα έξω φούρνος και οι
άνθρωποι αποκάτιαζαν στις αυλές, στα λιακωτά, στα μπαλκόνια, μα ο
ήλιος ανατέλλοντας από τις πέντε τους ξυπνούσε.
Απ’ τις τέσσερις κιόλας γλυκοάρπαζε στον Υμηττό. Μια χλωμή φωτάδα
απλωνόταν σ’ όλο το μάκρος της βουνοκορφής.
Η χαραυγή προχωρούσε σιγανά, καλύπτοντας όλο και περισσότερο
τον ουρανό. (ΠΑΎΣΗ)
Αυτή η ενδιάμεση κατάσταση ήταν πιο φανερή στο μεγάλο λιμάνι,
όπου σ’ όλο το μάκρος της προκυμαίας, τα φώτα ξακολουθούσαν να
είναι αναμμένα. Ψηλότερα στις στέγες των ψηλών κτιρίων, οι
πολύχρωμες φωτεινές ταμπέλες και επιγραφές συνέχιζαν να
διαφημίζουν τα προϊόντα τους στους ελάχιστους διαβατικούς της
πόλης. Μια μόνο γωνιά του λιμανιού ήταν ζωντανεμένη από κίνηση και
φωνές. Η ψαρόσκαλα. Έρχονταν οι ψαρόβαρκες και τρύπωναν γοργά
στο λιμάνι. Αμέσως ξεφόρτωναν τα καφάσια με τα ψάρια στην
προκυμαία, όπου οι λιανοπουλητάδες τα κύκλωναν για να κλείσουν μια
καλή αγοραπωλησία. Όταν τελείωναν, φόρτωναν την πραμάτεια σε
τρίτροχες μοτοσυκλέτες και βουρ για τα στέκια στο απέραντο
συγκρότημα της πολιτείας. Όλοι τούτοι οι θόρυβοι προετοίμαζαν το
γενικό ξύπνημα.
Οι παρέες που είχαν αρχίσει τα ούζα από νωρίς της προηγούμενης
νύχτας, γυρνούσαν απ’ το μεθοκόπι και την αγρύπνια για να πέσουν
κατάκοπες στα στρώματά τους.
Σβάρνα οι γειτονιές. Αγορά προλιμένα αλλά και στου Ξαβερίου, στο
ταβερνείο του Βάλβη.
Παρασάγγη στον αριθμό δέκα…
Εκεί στην πρόσοψη του <<10>>, διακρίνεται ακόμη μισοσβησμένα η
επιγραφή <<ΟΙΝΟΠΟΙΊΑ ΚΑΛΟΓΕΡΑ>>
Όλος ο τόπος ολόγυρα ήταν σχεδόν έρημος. Μα τι κάνει τούτο το
θεριό εδώ απογυμνωμένο από μηχανήματα;
Λαϊκή πολυκατοικία με πολλά μικρά διαμερίσματα για τη φτωχολογιά…
Κι η ιστορία αρχινά…
ΚΑΛΟΓΕΡΑΣ: (Κατεβαίνει από τη σκάλα κρατώντας χαρτοφύλακα και με
το μαντήλι του σκουπίζει τον ιδρώτα. Οι δυο Βάλβηδες κάθονται στο
καφενείο. Ο μικρός καπνίζει, παίζει κομπολόι και πίνει καφέ. Ο μεγάλος
διαβάζει εφημερίδα. Σηκώνονται αμέσως μόλις δουν τον Καλογερά.
Χαιρετά τον μεγάλο Βάλβη.) Καλημέρα!
Μ. ΒΑΛΒΗΣ: (καθαρίζει το τραπεζάκι και χαιρετά τον Καλογερά)
Καλημέρα αφεντικό!
(Ο Καλογεράς κάθεται στο τραπεζάκι του καφενείου, ανοίγει τσάντα,
βγάζει τεφτέρι και μολύβι.)
Μ. ΒΑΛΒΗΣ: (Ο μεγάλος διατάζει τον μικρό να φτιάξει καφέ) Σήκω ρε,
κάνε καμμιά δουλειά!
ΕΛΕΝΑΡΑ: (Βγαίνει από το δωμάτιό της, πίσω από μια κουρελού.
Κατευθύνεται προς τα σκαλάκια, κάνει δουλειές, τινάζει μια κουρελού.)
Χα χα! Βράζει το μπουρδέλο μας! Βράζει!
(Έρχεται από το παρασκήνιο η κυρά Μαρίνα με ένα κουβά νερό. Ρίχνει
με μανία τα νερά πάνω στην κρεμασμένη μπουγάδα. Τη βλέπει η κυρά
Ντόμενα, έρχεται από τα σκαλιά του κοινού)
ΝΤΟΜΕΝΑ: Μωρή παλιοπατσαβούρα, άμα ξαναδώ τ’ απονέρια σου, θα
σε βάλω να τα πιεις, μ’ ακούς;
ΜΩΡΟΥ: Βρε ουστ! (της ρίχνει το υπόλοιπο νερό με τον κουβά)
ΝΤΟΜΕΝΑ: Δε μιλάς, δε μιλάς, μας κάνεις και την κυρία!
ΜΩΡΟΥ: Βρε σάλτα στου Σκουλούδη μπας και ξεβρωμίσει ο τόπος!
ΝΤΟΜΕΝΑ: Βρε ουστ!
ΜΩΡΟΥ: Θα σε σκίσω, μωρή!
(Ξεκινά καβγάς, πιάνονται στα χέρια, μαλλιοτραβήγματα, σπρωξίματα.
Της Ελενάρας της αποσπά την προσοχή, ο τσακωμός των γειτονισσών.
Σταματά να τινάζει την κουρελού, τις κοιτά με ύφος σαρκαστικό και τις
κοροϊδεύει. Πιάνει να συνεχίσει με τη σκούπα της. Ο καβγάς τελειώνει
με το που τελειώνει το μουσικό κομμάτι).
ΣΚΗΝΉ 2 Παιχνιδίσματα 2:52

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Ο Καλογεράς, κάποια ωραία πρωία κηρύχθηκε σε


φτώχεψη. Οι πιστωτές δεν συμφώνησαν που θα παίρναν συνεταιρικά
την εκμετάλλευση της επιχείρησης και για να καλυφθούν προτίμησαν
να βγάλουν στο σφυρί τα μηχανήματα του εργοστασίου. Έτσι απόμεινε
στον Καλογερά μόνο το κτήριο του. Με τα στερνά μετρητά που του
απόμειναν μίσθωσε μαστόρους και το διαρρύθμισε στα δωμάτια και τις
κάμαρες που τα νοίκιασε στην εργατικά, προς διακόσιες δραχμές κατά
δωμάτιο το μήνα.
Ν. ΒΑΛΒΗΣ: (φέρνει καφέ με δίσκο στον Καλογερά.) Ο καφές σου
αφεντικό.
(Ο Καλογεράς πίνει κι ετοιμάζεται να μαζέψει τα χρήματα, κοιτάει τα
κιτάπια του. Οι γειτόνισσες ισιώνουν τα ρούχα τους απ’ τον καβγά.
Πλησιάζει πρώτη να πληρώσει η κυρά Μαρίνα. Η Ντόμενα στέκεται ένα
μέτρο πιο πίσω και την κοιτά με ειρωνεία.)
ΜΩΡΟΥ: Μπορώ να σας αφήσω τις εκατό, κύριε Καλογερά; Δεν
διευκολύνομαι και τις διακόσιες.
ΚΑΛΟΓΕΡΑΣ: Κυρά Μαρίνα, ξέρεις πόσο έφτασε το χρέος σου; Μου
χρωστάς από τον μήνα… (τσεκάρει) Οκτώβριο. Και τώρα έχουμε Ιούνιο.
Ήδη είναι 1600…
ΜΩΡΟΥ: Είχα άρρωστη τη μικρή, καλέ μου άνθρωπε! Έτρεχα όλη τη
βδομάδα στους γιατρούς.
ΚΑΛΟΓΕΡΑΣ: Κι εγώ τι φταίω κυρά Μαρίνα; Μην με αναγκάσεις να σου
κάνω έξωση.
ΜΩΡΟΥ: Έξωση; Δείτε, καλέ, τα χεράκια μου, τα’ λιωσα στη σκάφη η
έρμη, τι να κάνω!
ΚΑΛΟΓΕΡΑΣ: Βαρέθηκα το ίδιο τροπάρι! Άκου, κυρά Μαρίνα, θα σου
κάνω έξωση!
(Φεύγει η κυρά Μαρίνα. Έχει ακούσει η Ντόμενα, κουνά το κεφάλι
χαιρέκακα. Πλησιάζει να πληρώσει.)
ΝΤΟΜΕΝΑ: (δίνει όλα τα χρήματα, αλλά με το στανιό) Τώρα έβγαλε
υγρασίες και το ταβάνι. Φαίνεται θα’ σπασε κανένας σωλήνας.
Φοβάμαι μήπως μας πέσουνε τίποτα σοβάδες στο κεφάλι, κύριε
Καλογερά μου!
ΚΑΛΟΓΕΡΑΣ: Θα στείλω άνθρωπο από βδομάδα να το δει, κυρά
Ντόμενα.
ΝΤΟΜΕΝΑ: Μμμ…
ΚΑΛΟΓΕΡΑΣ: Τίποτ’ άλλο;
(Φεύγει κι έρχεται ο Μιχάλης Βάλβης, βγάζει πάκο με λεφτά.)
Μ. ΒΑΛΒΗΣ: Αυτά για το μαγαζί, αυτά για την κάμαρα. (Σκουπίζει το
μέτωπό του) Ζέστη σήμερα!
ΚΑΛΟΓΕΡΑΣ: Τα κυνικά καύματα ήρθαν νωρίς φέτος.
{Μ.ΒΑΛΒΗΣ: Τ’ άκουσες πάλι τα σχολιανά σου αφεντικό, ε; Γκρίνιες,
κλάψες και τα ρέστα! Τον άλλο μήνα να σε δω, με τη αύξηση, εκεί σε
θέλω!
ΚΑΛΟΓΕΡΑΣ: Θα βουλώσω τ’ αυτιά μου με κερί να μην ακούω, όπως
εσύ.}
ΒΑΛΒΗΣ: Τι είπατε; Δεν άκουσα;
ΚΑΛΟΓΕΡΑΣ: {Τίποτα, τίποτα. Πήγαινε!} Κουφάλογο!

( Η Ερηνούλα κοιτάει απ’ το παράθυρό της τον Καλογερά, αν τελείωσε.


Μετά έχουν ραντεβού).

ΣΚΗΝΉ 3 Αναμονή Ι 1:30

Α) Οι Βάλβηδες κάνουν δουλειές στο καφενείο.


Β) Η Ελενάρα ξεκινά σιγά σιγά να μαζεύει ξύλα. Μετά κάθεται, ανάβει
τσιγάρο.
Γ) Μπαίνει η Δέσποινα απ’ τις σκάλες (απ’ έξω), πέρνα μπροστά απ’ τον
Καλογερά. Ο Καλογεράς την έχει δει, σηκώνεται και της κόβει τον
δρόμο.)

ΚΑΛΟΓΕΡΑΣ: Καλησπέρα!
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Καλησπέρα! Τι κάνετε;
ΚΑΛΟΓΕΡΑΣ: Εδώ, τα ίδια. Σφίξανε και οι ζέστες…
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Πράγματι.
ΚΑΛΟΓΕΡΑΣ: Σε είδα που ερχόσουν και… Δεν διψάς να σε κεράσω κάτι; (
Κάνει νόημα προς τον Βάλβη να της φέρει κάτι.)
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Όχι, ευχαριστώ. Λείπω ώρα από το σπίτι και θα με ψάχνουν.
ΚΑΛΟΓΕΡΑΣ: Χαίρομαι που σε βλέπω. Το εννοώ.
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Ο Ευάγγελος;
ΚΑΛΟΓΕΡΑΣ: Δεν τον πήρε το μάτι μου.
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Πάω να τον φωνάξω…
ΚΑΛΟΓΕΡΑΣ: Είσαι πάντα τόσο βιαστική. Πότε θα κάτσεις να σε δω
λιγάκι; Δεν δαγκώνω, ξέρεις…
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Μιαν άλλη φορά… Έχω αργήσει.
ΚΑΛΟΓΕΡΑΣ: Καλά, μιαν άλλη φορά… Θα περιμένω. Καλό βράδυ!
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Καλό βράδυ. ( Επιστρέφει απογοητευμένος πίσω στη θέση
του. )
ΕΛΕΝΑΡΑ: Γεια σου Νταγιώργαινα!

ΣΚΗΝΉ 4 Θέμα γειτονιάς παραλλαγή ΙΙ 0:50

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Και ήταν τόσο μεγάλη η οικοδομή κι έσπεψε τόσο πρόθυμα


ο φτωχόκοσμος να επωφεληθεί από τα χαμηλά ενοίκια, ώστε ο
Καλογεράς καθάριζε κάπου δέκα χιλιάρικα το μήνα και περνούσε άνετα
τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Σημειωτέον ότι ήταν
γεροντοπαλίκαρο…
ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ
Α) Ντόμενα και Μαρίνα ξαναμπαίνουν και απλώνουν ρούχα σε ένα
σχοινί.
Β) Κατεβαίνει η Ερηνούλα από τη σκάλα, κουνιστή-λυγιστή και περνά
μπροστά απ’ τον Καλογερά, κοιτώντας τον κλεφτά. Στέκεται στην άκρη
της σκηνής και κοιτάζει για λίγο το ρολόι της.
Γ) Ο Καλογεράς πίνει καφέ, συνεχίζει να γράφει σημειώσεις, κοιτάζει
την Ερηνούλα που περνάει από μπροστά του.
Δ) Η Ελενάρα συνεχίζει να μαζεύει ξύλα, κοίτα την Ερηνούλα με τον
Καλογερά και κουνάει το κεφάλι της υποτιμητικά.
Ε) Εμφανίζεται ο Κίτσος με το που περάσει η Ερηνούλα από τον
Καλογερά, μπαίνει στο καφενείο, χαιρετά όλους στο καφενείο και
κάθεται σε τραπέζι πίσω απ’ τον Καλογερά.
ΣΤ) Ο Νίκος Βάλβης χτυπάει στην πλάτη τον Κίτσο σαν χαιρετισμό, του
βάζει τσίπουρο και κάθεται μαζί του στο τραπέζι. Ο μεγάλος Βάλβης
καθαρίζει τα τραπεζάκια και κοιτάζει τριγύρω του. Ο Κίτσος κοιτάει
προς την κάμαρά της.)

ΚΙΤΣΟΣ: Που είναι η Μαρία;


Ν. ΒΑΛΒΗΣ: Μην κοιτάς. Έχει φύγει από νωρίς.

ΣΚΗΝΉ 5 Νοσταλγικό σε 5/8 Παραλλαγή ΙΙΙ. 2:12

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Η Μαρία Μακρή, με νευριασμένες χειρονομίες έβγαλε το


φόρεμά της και το πέταξε σε μια καρέκλα. Απέμεινε ολόγυμνη. Είχε
όμορφο κορμί, σταράτο, καλοκρεατωμένο αλλά με αρμονικές
αναλογίες. Στήθος πλούσιο, καλοστεκούμενο, κοιλιά ρουφηχτή με
πυκνό καστανό τρίχωμα στο υπογάστριό της. Το ίδιο και στις μασχάλες
της, δυο πλούσιες τούφες. Μεριά μακριά, όχι κυλιντρικά, αλλά
πιασμένα στην μπάντα, γάμπα τοξωτή, πόδι λιγνό με φτέρνα ντελικάτη
και δάχτυλα χωρισμένα, άνετα. Ήταν από εκείνες τις γυναίκες που μόνο
γυμνές φανερώνουν την ομορφιά τους και που και το πιο καλοραμμένο
φόρεμα τις ασχημίζει. Ίσως η απάτη αυτή να χρωστιέται στο κάπως
άχαρο πρόσωπό της που βλέποντας το ήταν αδύνατο να το
συνταιριάσεις με το τόσο τέλειο κορμί.

ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ
Α) Μπαίνει η Μαρία, επιστρέφει από τη δουλειά ξενυχτισμένη,
περπατάει κάπως τρεκλίζοντας.
Β) Ο Κίτσος την πλησιάζει, παίζει κομπολόι, την κοιτάζει από πάνω ως
κάτω και της κόβει τον δρόμο.
Γ) Η Μαρία προσπαθεί σκυμμένη ελαφρά να βγάλει το παπούτσι της, το
βγάζει και μετά φορώντας το ένα μόνο παπούτσι, προσπαθεί να
προσπεράσει τον Κίτσο.
Δ) Ο Κίτσος ξαναβγαίνει μπροστά της και της ξανακλείνει το δρόμο. Της
προσφέρει τσιγάρο, εκείνη το παίρνει και βγάζει να της δώσει φωτιά.
Μιλάνε για λίγο.

ΜΑΡΙΑ: Από που ξεφύτρωσες εσύ;


ΚΙΤΣΟΣ: Ήμουν στου Μιχάλη κι έπινα και κοίταγα κατά την κάμαρά σου.
Αλλά πού εσύ…
ΜΑΡΙΑ: Σουρωμένος είσαι;
ΚΙΤΣΟΣ: Δεν με πιάνει τίποτα εμένα. Τσιγάρο;
ΜΑΡΙΑ: Φέρε ένα για το δρόμο και κοπάνα τη.
ΚΙΤΣΟΣ: Για μας δηλαδή δεν έχει τίποτα;
ΜΑΡΙΑ: Άσε ρε Κίτσο!

Ε) Η Μαρία παίρνει το τσιγάρο, φεύγει και γυρίζει τον κοιτάζει καθώς


απομακρύνεται. Πηγαίνει προς την Ελενάρα.
ΣΤ) Η Ελενάρα που τόση ώρα μαζεύει ξύλα, μόλις αντιλαμβάνεται την
Μαρία τα παρατάει και πάει να κάτσει μαζί της.
Η Μαρία βγάζει ένα πούρο από την τσάντα της και το προσφέρει στην
Ελενάρα.

ΕΛΕΝΑΡΑ: Νωρίς νωρίς γύρισες απόψε…


ΜΑΡΙΑ: Τσάκα ένα!
ΕΛΕΝΑΡΑ: (το επεξεργάζεται, το μυρίζει) Τι ειν’ τούτο;

ΣΚΗΝΉ 6 Πρωινό ξύπνημα. 1:24

Α) Ο Κίτσος και οι Βάλβηδες κάθονται στο καφενείο. Άλλος διαβάζει


εφημερίδα, άλλος πίνει τσίπουρο, άλλος παίζει κομπολόι.
Β) Η Δέσποινα τινάζει κάτι απ’ το παράθυρό της και ανταλλάσσει ματιές
με τον Καλογερά.
Γ) Η Ελενάρα με τη Μαρία συζητούν για τον εισαγωγαί-εξαγωγαί
καπνίζοντας.

ΕΛΕΝΑΡΑ: Χμ! Ξοδεύτηκε! Άη μαρή, δε νογάτε να τους τα φάτε… Όταν


ερχόντουσαν στης Ελενάρας, εξώ από τα τάλαρα, πέφτανε και τα
χρυσαφικά.
ΜΑΡΙΑ: Και που’ ντα;
ΕΛΕΝΑΡΑ: Εκεί που θα παν και τα δικά σου με τα μυαλά που
κουμαντάρεις… (γελάνε) Γελάς, ε; Τι λέει ο εισαγωγαί;
ΜΑΡΙΑ: Όλοι σε λίγο καιρό θα μιλάνε για ένα πράγμα… Τηλεόραση!
ΕΛΕΝΑΡΑ: Τι ειν’ τούτο πάλι;
ΜΑΡΙΑ: Είναι κάτι σαν σινεμά, αλλά μέσα στο σπίτι σου…
ΕΛΕΝΑΡΑ: Εδώ δεν χωράμε εμείς μέσα στα σπίτια μας, θα βάλουμε και
σινεμά; Μωρή, ποιος θα κλειστεί μέσα στο σπίτι του να κοιτάει ένα
κουτί;
ΜΑΡΙΑ: Αυτά μου λέει, αυτά σου λέω!
ΕΛΕΝΑΡΑ: Τούτονα τί θα τον κάνουμε μαρή; (κοιτάνε προς το καφενείο,
τον Κίτσο) Άϊ πλύσου να ξεθολώσει το μάτι του, που τονε σέρνουνε οι
μυρωδιές απ’ τη μύτη…
ΜΑΡΙΑ: Πάω να ξαπλώσω. Όταν τη φουντώσεις, βάλε μια φωνή να ρίξω
έναν πήδο για το καλό.

ΣΚΗΝΉ 7. Το ταξίμι του λιμανιού. 1:53

Α) Η Μαρία φεύγει, πάει για ύπνο.

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Η σημερινή μέρα προμηνυόταν πιο ζεστή από τη χθεσινή.


Σήμανε η καμπάνα του Αγιάννη του Ριγανά σήμερα.

Β) Η Ελενάρα μαζεύει κι άλλα ξύλα, τα στοιβάζει σε σωρό με σκοπό να


βάλει φωτιά.

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Πέρα στο δρόμο, η Ελενάρα σηκώθηκε με κόπο.


Τ’ αρρωστιάρικα πάχια των γερατειών της, την έκαναν δυσκίνητη. Ίσως
να μην ήταν μόνο τα πάχια μα και το πρήξιμο, η καρδιά της δεν δούλευε
καλά. Εκείνη η σύφιλη, όσο και να τη θεράπεψε, έκανε τις ζημιές της.

Γ) Ο Καλογεράς τα μαζεύει και σηκώνεται να φύγει. Πλησιάζει,


κοντοστέκεται και τη ρώτα γιατί ανάβει φωτιά στην αυλή.
ΚΑΛΟΓΕΡΑΣ: Εδώ θα βάλεις τσουκάλι εσύ;
ΕΛΕΝΑΡΑ: Εμένα μου μαγειρεύουν άλλοι, Καλογερά. Έχω υπηρέτριες
εγώ, για ποια με πέρασες…
ΚΑΛΟΓΕΡΑΣ: Άμα έχεις, να σε βάλω να πληρώσεις κι εσύ.
ΕΛΕΝΑΡΑ: Και δεν με βάζεις; Ντάγκα-ντάγκα θα το έχω κάθε μήνα το
ενοίκιο. Χριστιανός σου λέει ο άλλος! Παραμονή του Άη-Γιάννη του
Ριγανά, απόψε Καλογερά… Θα πάρει φωτιά ο Πειραιάς! (ανάβει το
σπίρτο για τη φωτιά.)
ΚΑΛΟΓΕΡΑΣ: Σε αυτά είσαι πρώτη. Άντε γειά σου!

Δ) Μπαίνει ο Λέφας (απ’ έξω) και κάθεται στη θέση του Καλογερά.
Ε) Η Αννούλα εμφανίζεται από μια γωνιά, χαιρετά την Ελενάρα, κρατάει
στα χέρια ένα στεφανάκι με λουλούδια. Χαιρετά τις φίλες της, φτιάχνει
την κοτσίδα της και κοιτάζει προς τον Βάλβη. Ο Βάλβης την κοιτά και
σκουπίζει τον ιδρώτα του.
ΣΤ) Η σκηνή κλείνει με την Ελενάρα να πετά το σπίρτο και να ανάβει την
φωτιά.

ΣΚΗΝΉ 8. Θέμα της φωτιάς 3:28

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Συχνή εστία κουτσομπολιού ήταν το μπακάλικο του Νίκου


Βάλβη, στο ισόγειο του <<10>>, δεξιά στην είσοδο. Από εκεί περνούσαν
κάθε πρωί όλες οι νοικοκυρές της γειτονιάς για τα ψώνια τους, για το
κατιτίς τους και με την ευκαιρία αυτή, έλεγαν αναμεταξύ τους καναδυό
κουβέντες, κατά πως η κοινωνικότητα προστάζει. Ο Νίκος Βάλβης, ο
επιλεγόμενος μπακαλάκης, ένεκα που το μαγαζί ήταν μικροσκοπικό,
περιποιόταν την πάσα μια με προθυμία και σβελτάδα.
Είχε καλό εμπόρευμα, φτηνές τιμές και έκανε και πίστωση. Δεν ήθελε
να παντρευτεί πριν αποκαταστήσει τις δύο αδερφάδες του, το ίδιο κι ο
αδερφός του ο Μιχάλης ο κουφός, που εκμεταλλευόταν το πλαϊνό
καφενείο.
Ο Μιχάλης γύρω στα εξήντα και περασμένης ηλικίας. Δούλευε σκυλίσια
και τα βάζε στην μπάντα κι όλο κοινολογούσε ότι η προίκα των
αδερφάδων του αυγάταινε.
<<Του κάκου! >>, σκέφτηκε ο Μιχάλης. Είδε πια ξεκάθαρα ότι τίποτα
δεν μπορεί να γίνει. Άδικα εκείνος κι ο αδερφός του χαραμίζουν τη ζωή
τους, στερούνται τα πάντα και δεν παντρεύτηκαν να ανοίξουν το δικό
τους σπιτικό. Καιρός να κοιτάξουν και αυτοί τον εαυτό τους…
Η Αννούλα λίγα μέτρα πιο πέρα περπατούσε σιγά, διστακτικά, σαν
κάτι να περίμενε…
Είκοσι ετών, κινούνταν βιαστικά με συνάμενους γλουτούς. Στο λαιμό τα
μαλλάκια της σχημάτιζαν μπουκλάκια. Είχε σφυρά ντελικάτα. Φτέρνα
μικρή, καλοπλασμένη και ρόδινη…Παραπέρα στο καφενείο ο Γιώργος
Λέφας-ο αδερφός της-ο σκυλομαγκάς με τις μπαρμπέτες και την
άφθονη, λαδωμένη χαίτη. Έριχνε επίμονες ματιές στα κορίτσια….

ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ
Α) Οι δυο Βάλβηδες προετοιμάζουν το καφενείο για τη γιορτή.
Β) Η Ελενάρα χαιρετά την Αννούλα που περνάει. Παρακολουθεί τη
δράση, χαζεύει τη φωτιά.
Γ) Ο Κίτσος στο πιο πίσω τραπέζι, πίνει αλκοόλ και κοιτάζει προς την
κάμαρα της Μαρίας.
Δ) Ο Λέφας στο μπροστινό τραπέζι πίνει αλκοόλ και καπνίζει χασίς.
Ε) Μπαίνει πρώτα η Ντόμενα και πάει και κάθεται κοντά στο καφενείο
κι ακολουθεί η κυρά Μαρίνα που την πλησιάζει δειλά. Κάθονται και
κουτσομπολεύουν όποιον περνάει.

ΜΩΡΟΥ: (για Λέφα) Κοίτα! Κοίτα τον χασικλή! Απ’ το’ να καφενείο
βγαίνει, στ’ άλλο μπαίνει!
Ζ) Ο Φουντούκος μπαίνει από το κοινό στο καφενείο, επιστρέφοντας
από τη δουλειά, με βαλίτσα στο χέρι. Τους χαιρετάει όλους και κάθεται
μαζί με Κίτσο. Του φέρνουν μπύρα.

ΜΩΡΟΥ: (για Φουντούκο) Δε βάζω πάνω μου εκείνα που πουλάει, που
να με χρύσωνε!
ΝΤΟΜΕΝΑ: Παρομοίως! Μμ! Κρέμα της βασιλίσσης! Θα ξεράσω τα
μπαρμπούνια που έφαγα!
ΜΩΡΟΥ: Μπαρμπούνια; Δεν μύρισε τίποτα…

ΣΤ) Η Αννούλα πηδάει 3 φορές τη φωτιά μόνη της, φτιάχνει τα μαλλιά


της, ανταλλάσσει κρυφές ματιές με Βάλβη, χαιρετάει τις φίλες της,
πηδάει 3 φορές τη φωτιά εναλλάξ με Μαρία.
Ζ) Η Ελενάρα πάει προς το καφενείο για κέρασμα, η Μαρία βγαίνει από
την κάμαρά της και πάει στη φωτιά και πηδάει 3 φορές εναλλάξ με την
Αννούλα. Ανταλλάσσει βλέμματα με τον Κίτσο.
Η) Ο Κίτσος πίνει άσπρο πάτο ένα ποτηράκι (να πάρει κουράγιο), το
ξαναγεμίζει, ρουφάει μια τζούρα το τσιγάρο και το πετάει, πάει με το
ποτηράκι στη Μαρία, κοιτάζονται διεισδυτικά. Η Μαρία πίνει και πετάει
στη φωτιά το ποτήρι, τον κοιτάει, γελάει, πηδάει τη φωτιά. Ο Κίτσος την
κυνηγάει, πηδάει κι αυτός τη φωτιά. Πηδούν μαζί τη φωτιά άλλες δύο
φορές (σύνολο τρεις δλδ). Στην τέταρτη, ο Κίτσος στέκεται ακίνητος ενώ
αυτή του απομακρύνεται οπισθοχωρώντας, έχει σηκωθεί ο Λέφας,
κατευθύνεται προς τη Μαρία, εκείνη δεν τον αντιλαμβάνεται, πέφτει
πάνω του. (Στο καφενείο το γλέντι συνεχίζεται κανονικά). Ο Λέφας
αρπάζει τη Μαρία απ τον καρπό και προσπαθεί να την πείσει με το ζόρι
να φύγουν μαζί, εκείνη αντιστέκεται και τραβάει απότομα το χέρι της. Ο
Λέφας την ξαναπιάνει και επιμένει πιο έντονα. Ο Κίτσος όλη αυτή την
ώρα τους παρακολουθεί, πηγαίνει και ζητάει τα ρέστα από τον Λέφα.

ΛΕΦΑΣ: Τις έβαλες κάτω όλες απόψε. Στην ταβέρνα όλοι για σένα
λέγανε.
ΜΑΡΙΑ: Ασ’ τους να λένε.
ΛΕΦΑΣ: Σε καμαρώνανε. Μπέσα σου μιλάω! Να σου πω, δεν πάμε στην
κάμαρα να σε καμαρώσω κι εγώ;
ΜΑΡΙΑ: Ίσα ρε, μαστουρόμαγκα!
ΛΕΦΑΣ: Ρε, πάμε που σου λέω!
ΜΑΡΙΑ: Άσε με, γιατί θα σου…
ΛΕΦΑΣ: Να μου, κουκλάρα μου, να μου!
ΚΙΤΣΟΣ: Αφού σου λέει όχι το κορίτσι.
ΛΕΦΑΣ: Ρε, πάρε τη μπαλίτσα σου και δίνε του. Γκε-γκε;
ΚΙΤΣΟΣ: Γυρεύεις τσαμπουκά, ρε; Ε; Σε μένα;
ΛΕΦΑΣ: Τι είσαι εσύ, ρε, ο νταβάς της είσαι; Τι είσαι;

Θ) Ξεκινάει καβγάς ανάμεσα σε Λέφα και Κίτσο. Ο καβγάς φουντώνει


και το καφενείο σπεύδει να τους χωρίσει. Κυρίως στη μέση μπαίνει ο
Μιχάλης Βάλβης. Τους χωρίζουν αλλά αυτοί προσπαθούν άλλες δύο
φορές να συνεχίσουν τον καβγά.

ΝΤΟΜΕΝΑ: Καλά, είναι σοβαρά πράματα τώρα αυτά; Για μια παστρικιά
πιάνεστε στα χέρια;

Ι) Ο καβγάς τελειώνει, ο Κίτσος αποχωρεί από τη σκηνή, ο Λέφας


επιστρέφει στο καφενείο.
ΙΑ) Η Μαρία τρέχει προς την καμάρα της ενώ οι γειτόνισσες
κουτσομπολεύουν. Οι υπόλοιποι επιστρέφουν πίσω στο καφενείο.
ΙΒ) Η Ερηνούλα επιστρέφει από την έξοδο της, συνάμενη κουνάμενη,
χωρίς να έχει πάρει είδηση από τον καβγά που έχει προηγηθεί, τους
χαιρετάει όλους και πηγαίνει προς το σπίτι της.

ΝΤΟΜΕΝΑ: Τούτη δω, πού γύρναγε;


ΜΩΡΟΥ: Ε ρε Χαριτάκη, έρμε και σκότεινε!... Τα ξέφτια της όσα και της
κουρελούς!
(Φεύγουν όλοι απ’ τη σκηνή. Στα κρυφά εμφανίζεται η Ντόμενα με την
μπουγάδα της κι την απλώνει γρήγορα στη μεριά που απλώνει τη δική
της η Μώρου. Φεύγει.)

ΜΕΡΟΣ Β

ΣΚΗΝΉ 9. Το ταγκό του έρωτα 1:47

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Κληρονόμος του Καλογερά ήταν ο Νταηγιώργης ο ανεψιός


του, μα ο γέρος δεν τον συμπαθούσε. Έλεγε πως θα κάνει διαθήκη
ν’ αφήσει το <<10 >> στο ορφανοτροφείο Χατζηκώστα. Το‘ μαθε ο
Νταηγιώργης και χέστηκε. Τι να κάνει για να μην αφήσει την
κληρονομιά;
Σκέφτηκε, σκέφτηκε, το βρήκε!
Ο γέρος Καλογεράς ήταν μέγας μπήχτης, τράγος σωστός! Λύσσαγε για
τις μικρές. Τα ‘ξερε αυτά ο Νταηγιώργης. Παίρνει λοιπόν κατά μέρος τη
γυναίκα του, τη Δέσποινα, και της σκάει το μυστικό.
-Ο γέρος είναι γυναικάς, σε νοστιμεύεται… όσες φορές σε είδε, δεν
ξεκόλλαγε τα μάτια του από πάνω σου. Σε γέμιζε κοπλιμέντα. Στο χέρι
σου είναι να το πάρουμε και να γίνουμε πλούσιοι…
-Εσύ θέλεις να γίνω ερωμένη του θείου σου για να σου αφήσει εσένα
κληρονομιά το <<10 >>. Εσένα; Γιατί εσένα; Ξεχνάς πως με τις ίδιες
προϋποθέσεις, πιθανότερο είναι ο Καλογεράς να κάνει εμένα
κληρονόμο του;
Ο ανυποψίαστος κυνισμός της τον τρόμαξε.
-Είσαι πολύ πόρνη!
-Περισσότερο απ’ ότι θα‘ θελες;…
Δεν είμαι κι ούτε πρόκειται να γίνω… και μη φοβάσαι, δεν θα δουλέψω
για τον εαυτό μου. Το δέκα δεν θα γίνει δικό μου ποτέ. Πώς όμως να
εγγυηθώ πως θα γίνει δικό σου;

ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ
Α) Η Δέσποινα εμφανίζεται, κατεβαίνει τη σκάλα του σπιτιού της και
κατευθύνεται προς το σπίτι του Καλογερά. Ανεβαίνει τη σκάλα του και
φτάνει ως την πόρτα. Περνάει στο σαλόνι, προηγείται του Καλογερά,
κάθεται σε μια πολυθρόνα. Με ένα μαντήλι σκουπίζει τον ιδρώτα της,
πίνει λίγο αλκοόλ από το ποτήρι και σηκώνεται από τη θέση της.
Κοιτάζονται στο πρόσωπο, βγάζει τη βέρα της και την αφήνει στο
τραπέζι. Κοιτάζονται στα μάτια. Κάνει ένα βήμα πίσω. Περπατά με τον
Καλογερά ως ένα σημείο. Η Δέσποινα επιστρέφει μόνη προς το σπίτι
της.

ΚΑΛΟΓΕΡΑΣ: Εσύ εδώ; Δεν σε περίμενα. Κάθισε! Χρειάζεσαι κάτι;


ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Οτιδήποτε με αλκοόλ.
ΚΑΛΟΓΕΡΑΣ: Κάνει ζέστη, αλλά… αν το χρειάζεσαι να σου φέρω.

Β) Ο Καλογεράς ξαφνιασμένος υποδέχεται τη Δέσποινα, φοράει γυαλιά,


κρατά εφημερίδα και δεν φορά σακάκι. Την ακολουθεί με τα μάτια,
βάζει σε ένα ποτήρι αλκοόλ και της το δίνει. Κοιτάζονται πρόσωπο με
πρόσωπο. Ο Καλογεράς της χαϊδεύει το σβέρκο και μετά της πιάνει το
πρόσωπο με τα δύο του χέρια. Κοιτάζονται στα μάτια. Παίρνει το
σακάκι του και τη συνοδεύει ως την έξοδο του σπιτιού του.
Γ) Η Ελενάρα, όλη αυτή την ώρα, χαλάει τη φωτιά της προηγούμενης
σκηνής.

ΣΚΗΝΉ 10. Το νυχτερινό 1:27


Α) Η Ελενάρα σκουπίζει την αυλή.
Β) Ο Νίκος Βάλβης διαβάζει βαριεστημένα εφημερίδα στο καφενείο.
Γ) Η Δέσποινα επιστρέφει βιαστικά σπίτι της, η Ελενάρα πάει να την
χαιρετήσει, η Δέσποινα την προσπερνά χωρίς να ασχοληθεί, η Ελενάρα
παρεξηγείται.

ΕΛΕΝΑΡΑ: Μίλα μας και μη μας αγαπάς…


ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Συγγνώμη, δεν σε είδα… (φεύγει)
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Μπρος κι αριστερά, ένα δρόμο ψηλότερα απ’ την
προκυμαία, ορθωνόταν ο μεγάλος σταχτής κύβος του <<10 >>. Ο ήλιος
του καλοκαιριάτικου μεσημεριού που εξωράιζε τα πάντα, δεν
κατόρθωνε την επίφαση της πιο ταπεινής ομορφιάς. Η εσωτερική
αθλιότητα, λες πως διαπέρασε τους χονδρούς τοίχους κι άπλωσε στην
πρόσοψη την άχρωμη ουσία της.

Δ) Ο Κίτσος μπαίνει, μόλις φύγει η Δέσποινα, πηγαίνει στο καφενείο και


κάθεται με τον Νίκο Βάλβη.
Ε) Ο Μιχάλης Βάλβης έρχεται από το υπόγειο κουβαλώντας έναν τενεκέ
λάδι. Εκείνη την ώρα χτυπάει το τηλέφωνο, αφήνει τον τενεκέ κι
απαντά στο τηλέφωνο.

Μ. ΒΑΛΒΗΣ: Λέγετε; Ποια θέλετε; Ναι, μισό λεπτό…


(Βιαστικά κατευθύνεται στην καμάρα της Μαρίας και την φωνάζει να
έρθει να μιλήσει στο τηλέφωνο.)
Μ. ΒΑΛΒΗΣ: Μακρή! Μαρία Μακρή! Τηλέφωνο!
(Επιστρέφει στο καφενείο και ξεκινάει να σκουπίζει.)
ΣΤ) Η Μαρία, μόλις την φωνάξει ο Βάλβης, έρχεται βιαστικά από την
κάμαρά της για να μιλήσει στο τηλέφωνο. Ο Κίτσος, όση ώρα εκείνη
μιλάει στο τηλέφωνο, την κοιτάζει αρπαγμένος. Εκείνη αντιλαμβάνεται
την ενόχλησή του και συνεχίζει να μιλάει στο τηλέφωνο κοιτώντας τον
προκλητικά.

ΜΑΡΙΑ: Ναι, ναι… Στις 10.

(Τελειώνει το τηλέφωνο κι επιστρέφει βιαστικά στην κάμαρή της για να


φορέσει τα ρούχα της «δουλειάς». Βγαίνει από το δωμάτιο βιαστική, με
τα ρούχα της δουλειάς.)

ΕΛΕΝΑΡΑ: Απόψε κάνεις μπαμ! Για που το’ βαλες εσύ έτσι βιαστική;
ΜΑΡΙΑ: Ο…« εισαγωγαί-εξαγωγαί»!
ΕΛΕΝΑΡΑ: Δεν του λες και για μένα; Όχι που να το παινευτώ, ούτε
πρόκα δεν θα άφηνα να σκουριάσει!

( Κίτσος σηκώνεται απ’ το καφενείο και την παίρνει από πίσω. )


ΕΛΕΝΑΡΑ: …πάει να βάλει μάνταλο στα ξεμανταλωμένα!

ΣΚΗΝΉ 11. Χαμένα όνειρα 1:37

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Στη δουλειά του είναι πολύ μυαλωμένος και βγάζει παρά
με ουρά. Τι κι αν έχει πετριά πως είναι ο Άρχοντας του κόσμου. Για
λοξάτος, η τρέλα του πάει μονόπαντα και κανέναν δεν πειράζει ο
Φουντούκος. Διακόσια μέτρα πιο πέρα ένα καλοφτιαγμένο δίπατο σπίτι
ήταν η ανορθογραφία πλούτου μέσα στη συνοικία της φτωχολογιά. Η
Δέσποινα καθισμένη δίπλα στη μισάνοιχτη γρίλια προσπαθεί να
ρουφήξει μια στάλα δροσιά. Δροσιά δεν ερχόταν. Έφταναν όμως ως
τ’ αυτιά της, οι πνιχτές κουβέντες από κάτω, από το δρόμο.
Α) Ο Φουντούκος μπαίνει από το κοινό, επιστρέφει από τη δουλειά με
τη βαλίτσα και κάθεται στο καφενείο. Πίνει μπύρα.
Β) Ο Μιχάλης Βάλβης κάνει δουλειές στο καφενείο, χαιρετάει τον
Φουντούκο και του φέρνει μια μπύρα να πιει.
Γ) Η Δέσποινα βγαίνει στο παράθυρό της και χτενίζει τα μαλλιά της.
Δείχνει σκεπτική.
Δ) Ο Καλογεράς αντίστοιχα, με χαλαρή γραβάτα κάθεται στο μπαλκόνι
και καπνίζει μελαγχολικά, σκέπτεται τη Δέσποινα. Τις σκέψεις του,
διακόπτει το τηλεφώνημα της Ερηνούλας.
Ε) Η Ερηνούλα κατεβαίνει με τα ρούχα της πρόβας, πάει στο καφενείο
και τηλεφωνεί στην Τίτσα, την ‘μοδίστρα’.

ΕΡΗΝΟΥΛΑ: Ναι, Τίτσα. Σε λίγο θα είμαι εκεί.

(Τελειώνει το τηλεφώνημα και φεύγει συνάμενη- κουνάμενη για του


Καλογερά.
ΣΤ) Την ώρα που η Ερηνούλα είναι στο τηλέφωνο, ο Φουντούκος μαζί
με το Μιχάλη Βάλβη την σχολιάζουν.
Ζ) Καθώς η Ερηνούλα αποχωρεί, περνάει κοντά από την Ελενάρα. Η
Ελενάρα της τραγουδάει ειρωνικά.

ΕΛΕΝΑΡΑ: …«μπέμπα, μην κουνιέσαι μπέμπα»…

ΣΚΗΝΉ 12. Νοσταλγικό σε 5/8. Παραλλαγή 1. 0:46

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Κανονικά τον Καλογερά θα τον κληρονομούσε ο ανεψιός


του ο Ευάγγελος, γιος της αδερφής του. Όταν όμως μετά το θάνατό του
ανοίχτηκε η διαθήκη, διαπιστώθηκε πως άφηνε γενική κληρονόμο τη
μικρανεψιά του, κόρη δεύτερης ξαδέρφης του. Ειρήνη, σύζυγο Χρίστου
Χαριτάκη.
Το γιατί προτιμήθηκε η μακρινή συγγένισά του από πολλούς άλλους
κοντινότερους ή κιόλας από φιλανθρωπικούς σκοπούς, διόλου δύσκολο
να μαντέψουμε. Το νόστιμο ήταν ότι ο σύζυγος δεν είχε μυριστεί τίποτα
από τα κάτω από τη μύτη του. Στα κρυφά ο σεβαστός θείος συναντούσε
και ‘’περιβούταγε’’ τη χαριτωμένη μικρανεψιά του.

Α) Η Ερηνούλα μπαίνει στο σπίτι του Καλογερά. Ο Καλογεράς ήρεμος,


κάθεται στον καναπέ του και διαβάζει εφημερίδα. Την υποδέχεται με
χαρά. Η Ερηνούλα του κάνει τρυφερά μασάζ στους ώμους, εκείνος της
φιλά τα χέρια, αγκαλιάζονται.

ΚΑΛΟΓΕΡΑΣ: Να υποθέσω πως σήμερα είσαι πιο περιποιητική… λόγω


της…
ΕΡΗΝΟΥΛΑ: (ενοχικά)…τι; …της διαθήκης; Δεν είμαστε καλά! Με
προσβάλλεις. Αν είναι έτσι να στη φέρω πίσω.
ΚΑΛΟΓΕΡΑΣ: Έλα, έλα, μπουμπού, σε πειράζω.
(αγκαλιάζονται)

ΣΚΗΝΉ 13. Το ακορντεόν του δρόμου. 0:55

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Η Άννα κοντοστάθηκε, κοίταξε ολόγυρά της, διαπίστωσε


πως δεν την βλέπει κανείς και άφησε το Μιχάλη να πλησιάσει.
{-Απόψε στις 21:00 εκεί που ξέρεις…
Η κοπέλα απομακρύνθηκε τρέχοντας… }
Α) Μπαίνει η Αννούλα, στο μαγαζί του Μιχάλη Βάλβη, με πρόφαση ότι
θέλει κάτι να ψωνίσει. Είναι νευρική, πάει στα ράφια με τα προϊόντα,
πιάνει μια φυτινη στο χέρι, κάνει ότι κοιτά το προϊόν. Ο Βάλβης τη
ρωτάει τι έπαθε και είναι έτσι. Εκείνη απαντά ότι είχε πάει στο γιατρό
της. Ο Βάλβης τη ρωτάει, γιατί πήγε στο γιατρό. Εκείνη απαντά ότι έχει
ανακάτωμα στο στομάχι από αυτή την κατάσταση, μεταξύ τους. Ο
Βάλβης της λέει να κάνει υπομονή, η Αννούλα ταράζεται και φεύγει
τσαντισμένη από το μαγαζί.

ΑΝΝΟΥΛΑ: Γεια σου Μιχάλη.


Μ. ΒΑΛΒΗΣ: Τι κάνεις ματάκια μου; Που ήσουνα;
ΑΝΝΟΥΛΑ: Στο γιατρό.
Μ. ΒΑΛΒΗΣ: Στο γιατρό; Τι έπαθες ψυχούλα μου;
ΑΝΝΟΥΛΑ: Η κοιλιά μου.
Μ. ΒΑΛΒΗΣ: Ε;
ΑΝΝΟΥΛΑ: Η κοιλιά μου λέω.
Μ. ΒΑΛΒΗΣ: Γιατί βρε αγάπη μου; Τι έγινε;
ΑΝΝΟΥΛΑ: Τι γιατί βρε Μιχάλη; Σαν τις αδερφές σου θα καταντήσω. Δε
με σκέφτεσαι καθόλου.
Μ. ΒΑΛΒΗΣ: Βρε ματάκια μου, δεν είπαμε λίγη υπομονή;
ΑΝΝΟΥΛΑ: Σκατά υπομονή! Δε μπορώ να περιμένω άλλο.
Μ. ΒΑΛΒΗΣ: Έλα, ηρέμησε!

Β) Η Ερηνούλα βγάζει απ’ την τσάντα της την διαθήκη, τη φιλάει και την
παραχώνει στον κόρφο της και πάει στο σπίτι της.
Γ) Η Ελενάρα προσπαθεί να κρυφοκοιτάξει τι είναι αυτό το χαρτί που
κρύβει φιλώντας το η Ερηνούλα.
ΣΚΗΝΉ 14. Θέμα βαλς, παραλλαγή Ι. 2:11

Α) Η Μαρία επιστρέφει από τη δουλειά της. Συναντά την Ελενάρα.


Μπαίνει στην κάμαρή της, φορά τη ρόμπα της, επιστρέφει στα
σκαλάκια της Ελενάρας, κάθονται μαζί, τα λένε.

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Η Μαρία Μακρή ανήκει στην κατηγορία των γυναικών που


εξασκούσαν το επάγγελμα κρυφά, μόνο με πελατεία συστημένη. Κάθε
νέος πελάτης είναι συστημένος από παλιό. Δίνει ραντεβού, τηλεφωνεί
ορισμένες ημέρες και ώρες. Συνήθως πηγαίνει στο σπίτι, το γραφείο, το
μαγαζί του πελάτη ή κιόλας εκείνος φροντίζει να την πάει σε ξενοδοχείο
κατ’ επίφαση ευπρεπές. Βέβαια τίποτα δεν μπορεί να μείνει κρυφό.
Όλοι στο <<10 >> και τη γειτονιά γνωρίζουν πως ζει η Μαρία Μακρή.
Μα τα πάντα γίνονταν πίσω απ’ τη βιτρίνα της ευπρέπειας, μια βιτρίνα
που σκεπάζει ανυποψίαστα μεγάλο αριθμό κατ’ επίφαση <<καθώς
πρέπει>> γυναικών. Πάμπολλες οι φτωχογυναίκες που έχουν την κρυφή
πορνεία για κύριο επάγγελμα. Κι αμέτρητες όσες το έχουν για
πεπρωμένο.
ΕΛΕΝΑΡΑ: Κάτι νωρίς γύρισες σήμερα. Τι καμώθηκε μωρή; Δεν ακούω
παράδες να κουδουνάνε πάνω σου.
ΜΑΡΙΑ: Τι ανάγκη έχεις εσύ; Το κρέμασες το βρακί σου και ησύχασες.
ΕΛΕΝΑΡΑ: Ναι, κρεμασμένο το είχα απ’ τα 16…
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Η Μαρία Μακρή μπορούσε να κερδίζει σήμερα τη ζωή της
με την κρυφή πορνεία. Όντας ακόμα νέα και καλοφτιαγμένη.
ΕΛΕΝΑΡΑ: Τα μπούτια μας και τα βυζιά μας να μην πέσουνε, γιατί τότε
«κλαύτα Χαράλαμπε»…
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Σε λίγα χρόνια όμως τι θα γινόταν; Θα άρχιζε η κατρακύλα
σε όρους εργασίας και τιμολόγιο; Ο δημόσιος εξευτελισμός;…
ΜΑΡΙΑ: Ο ποδοσφαιριστής… Τσούκου-τσούκου μου την κατάφερε
απόψε… Μες στα πόδια μου βρέθηκε.
ΕΛΕΝΑΡΑ: Ρε, μπας και τα θέλει ο κώλος σου;
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Οπωσδήποτε όχι… Κάτι άλλο έπρεπε να βρει να
τακτοποιήσει τη ζωή της. Τι;
ΕΛΕΝΑΡΑ: Βρε, ξέρεις που θα΄μουνα εγώ τώρα; Με βαπόρια! Για γύρνα
να σε δω.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Δεν το είχε σκεφτεί ακόμα, καταλάβαινε όμως πως έπρεπε
να σκεφτεί να βρει και να επιδιώξει κάποια λύση.
ΕΛΕΝΑΡΑ: Βάζε καμμιά κομπρέσα να σου πάρει την κάψα. Ακούς μωρή;
Καζάνι σήμερα. Ζέστη! (Η Μαρία με την Ελενάρα συνεχίζουν τον
διάλογο (off) )

ΣΚΗΝΉ 15. Νοσταλγικό 5/8,παραλλαγή ΙΙ. 2:16

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Στο σαλόνι με τα παλιά καρυδένια έπιπλα, τα παχιά χαλιά


και τους πολύτιμους πίνακες..
Από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα μπαίνει το μελένιο ανοιξιάτικο δειλινό
της Αθήνας. Γαλήνη κι ομορφιά, ευφορία ψυχής κι ευγενικότητα
στοχασμού. Στιγμή που χαίρεσαι την ανθρώπινη υπόστασή σου.
Μισοξαπλωμένη στο μεγάλο ντιβάνι σιγόπινε ουίσκι και κάπνιζε η
Δέσποινα.
Ο Καλογεράς, όρθιος μπροστά της, γύρισε απότομα και της μίλησε…
-Αύριο κλείνω τα εξήντα πέντε. Η ζωή μου βρίσκεται στο τέλος. Ζωή
ενδιαφέρουσα, γεμάτη δράση και απόλαυση. Περισσότερο το δεύτερο
παρά το πρώτο…
Σιωπηρή, γύρισε και τον κοίταξε. Ήταν ωραίος άντρας παρόλα τα χρόνια
του. Ψηλός, λιγνός, πολύ μελαμψός με μάτια δυνατά. Τα λευκά μαλλιά
και το ψαρί γένι πλαισίωναν μ’ αισθητική αντίθεση τη βαθύχρωμη
μορφή. Απ’ όλη του την υπόσταση ακτινοβολούσε νοημοσύνη,
ευαισθησία, δύναμη και δίψα ηδονής.
-Σ’ ευχαριστώ που ήρθες να γεμίσεις τις στενές μέρες μου με τα νιάτα
σου, είπε ξανά. Άλλου είδους υπολογισμοί σε έφεραν κοντά μου…
Αλλά…
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Αλλά σ αγάπησα και μ αγάπησες…
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: …είπε η γυναίκα.

ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ
Α) Η Μαρία με την Ελενάρα συνεχίζουν τον διάλογο (off)
Β) Η Δέσποινα κατεβαίνει τη σκάλα του σπιτιού της, κοντοστέκεται στην
είσοδο του Καλογερά, μπαίνει μέσα, αφήνει την τσάντα της, χορεύουν.
Γ) Ο Καλογεράς στο σαλονάκι του σπιτιού του, πίνει λικέρ, καπνίζει.
Μόλις έρχεται η Δέσποινα, πηγαίνει προς την πόρτα, ανοίγει, βάζει
μουσική στο πικάπ, την πιάνει και χορεύουν αγκαλιασμένοι.

ΣΚΗΝΉ 16. Το χασάπικο του 10. 2:32

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Στο δρόμο ερημιά. Μερικοί περαστικοί μόνο-άνθρωποι


λαϊκοί, αν όχι ύποπτοι-.
Ο Κίτσος πλησίασε θαρρετά, την καλησπέρισε και στάθηκε βέβαιος πως
κι εκείνη θα ανταποκρινόταν. Η Μαρία έκανε πως δεν κατάλαβε. Ο
άνδρας πήρε το πράγμα αλλιώς.
ΚΙΤΣΟΣ: Πολύ την ψηλομύτα μας κάνεις!! Γιατί δηλαδή; Δεν σου
γουστάρουμε;
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Τα λόγια του την ξύπνησαν, την ξαναέφεραν στην
πραγματικότητα. Η Μαρία πέρασε στο απέναντι πεζοδρόμιο και
περπάτησε γοργά. Ο Κίτσος την ακολούθησε χωρίς να της μιλά.
Την έπιασε από το μπράτσο και την ανάγκασε να σταματήσει κάτω από
το φανοστάτη.
Την εξέτασε προσεκτικά απ’ την κορφή ως τα νύχια και είπε.
ΚΙΤΣΟΣ: Είσαι πολύ όμορφη…
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Η Μαρία δεν το περίμενε. Σάστισε. «θεέ μου», είπε μέσα
της. «Πως θα τον ξεφορτωθώ;»
Κατάλαβε πως ο λεγάμενος ήταν φανερά πιωμένος και ζόρικος. Και
άξαφνα, μια απροσδόκητη σκέψη γεννήθηκε στο μυαλό της…. Γιατί όχι;
Επειδή είναι άνθρωπος του λαού και όχι καθώς πρέπει κύριος; Της
φάνηκε καλύτερος απ’ τους «καθώς πρέπει», άλλωστε ήταν νέος κι
έδειχνε δυνατός, με κορμί όλο μούσκουλα, που αχτινοβολούσε
αρσενικάδα.
Την κοίταξε με μάτι θολό από επιθυμία και είπε:
ΚΙΤΣΟΣ: Γυναίκα σαν και σένα ούτε στ’ όνειρό μου!
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Δεν είπαν άλλο λόγο. Μπήκαν μέσα.
Η γυναίκα, με σιγανές χειρονομίες, άρχισε να γδύνεται. Ο άντρας άναψε
τσιγάρο.
Το κάπνιζε με βουλιμία, έχοντας τα μάτια του στυλωμένα στο κορμί που
σιγοφανέρωνε τη γύμνια του…

Α) Η Δέσποινα επιστρέφει σπίτι της απ’ του Καλογερά.


Β) Η Μαρία κάθεται ακόμα και κουβεντιάζει με την Ελενάρα.
Γ) Μπαίνει ο Κίτσος, φτάνει στα μισά της σκηνής, κάνει νεύμα στη
Μαρία να μιλήσουν. Η Μαρία κοίτα την Ελενάρα, σηκώνεται και πάει
στον Κίτσο, μιλούν, τον τραβάει απόμακρα.

ΚΙΤΣΟΣ: Ψιτ! Να σου πω…


ΜΑΡΙΑ: Τι θέλεις;
Δ) Ο Κίτσος κλείνει την Μαρία με το χέρι του στον τοίχο, συζητούν,
εκείνη του κλέβει παιχνιδιάρικα το κομπολόι του. Ο Κίτσος κάνει να την
φιλήσει, εκείνη του ξεφεύγει, τον οδηγεί στην κάμαρή της, κλείνονται
μέσα.

ΣΚΗΝΉ 17. Θέμα της γειτονιάς. 1:25

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Η Μάρθα Μετζελή, σεμνή, καλοβαλμένη, έξυπνη και με


τρόπους, θεωρούνταν η αριστοκράτισσα του «10». Η φίνα, η τσαχπίνικη
ομορφιά της, γέμιζε με όνειρα απροσπέλαστα τον ύπνο των ταπεινών
αρσενικών. Πως καταδέχτηκε η Μάρθα Μετζελή να κατοικεί στο 10
είναι άλλη υπόθεση, μα οι δύο κάμαρές της στην πρόσοψη ήσαν
επιπλωμένες με ευπρέπεια και γούστο, πεντακάθαρες,
μοσχομυρωδάτες, κάτι το ξεχωριστό μέσα στη φτώχεια και τη βρωμισιά
του «10».
Πολύ ενοχλιόταν η δεσποινίς Μάρθα, αλλά όπως έλεγε, ζήτημα μικρής
υπομονής ήταν διότι σύντομα θα μετακόμιζε κάπου αλλού…

Α) Μπαίνει η Μάρθα κρατώντας την τσάντα της και μια βαλίτσα, με


ύφος μπλαζέ, στην αυλή του 10. Κοιτάζει δεξιά κι αριστερά,
επεξεργαστικά, το περιβάλλον γύρω. Στην περιήγησή της στην γειτονιά,
συναντά το Νίκο Βάλβη. Του χαμόγελα μηχανικά και αποχωρεί.
Ανεβαίνει στη μία σκάλα και μπαίνει σπίτι της.
Β) Ο Νίκος Βάλβης πρωτοβλέπει τη Μάρθα και σηκώνεται από την
καρέκλα του. Στέκεται όρθιος, τα μάτια του πετάνε σπίθες (με το στόμα
ανοιχτό). Βγάζει σιγά σιγά την πόδια του, φτιάχνει το μουστάκι του, την
ακολουθεί με τα μάτια, παραμένει με τα χαμόγελο ακίνητο καθώς
εκείνη έχει αποχωρήσει.
Γ) Η κυρά Ντόμενα μαζί με την κυρά Μαρίνα, πλησιάζουν δειλά κι
επεξεργαστικά προς τη Μάρθα. Στέκονται σε κάποια απόσταση, κοιτούν
προς τη Μάρθα, κουτσομπολεύουν, κουνάνε ειρωνικά τα κεφάλια. Τα
χέρια στη μέση. Διερωτούνται ποια είναι αυτή και τι γυρεύει στο δέκα.

ΜΩΡΟΥ: Τι έχουμε εδώ περικαλώ;


ΝΤΟΜΕΝΑ: Να δεις σκαλιστά έπιπλα! 2 κομό, μπουφέδες και που να
δεις τον καναπέ!
ΜΩΡΟΥ: Πότε πρόλαβες, μωρή και τα δες όλα!
ΝΤΟΜΕΝΑ: Έχει και κάτι κορνίζες ζωγραφικής, να! Πίνακες!
Αριστοκράτισσα θα είναι!
ΜΩΡΟΥ: Μμ, αριστοκράτισσα στο 10;! Στο κώλο θα την έχει την
κορώνα!

Δ) Η Ερηνούλα κατεβαίνει από το σπίτι της, κοντοστέκεται και


φτιάχνεται στο καθρεφτάκι της.
Ε) Οι γειτόνισσες πάνε στο Βάλβη.

ΝΤΟΜΕΝΑ: Μωρ’ τι ειν’ τούτη δω;


Ν.ΒΑΛΒΗΣ: Δεν ξέρω… Ήρθε με ταξί. Το φυσάει το παραδάκι.
ΜΩΡΟΥ: Ό,τι και να λέτε, τούτη δω είναι…
Ν. ΒΑΛΒΗΣ: (με θαυμασμό) …είναι αλλιώτικη γυναίκα!

ΣΚΗΝΉ 18. Χαμένα όνειρα. 1:37

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Η ζωή παρουσιάζει περίεργες αντινομίες. Μια τέτοια


περίπτωση ήταν και η κυρία Ερηνούλα. Από τη μια μεριά δεν υπήρχε
εσωτερικό εμπόδιο για την ικανοποίηση του αισθησιασμού της. Θα
πέφταμε σε σφάλμα αν εκρίναμε ότι αυτή η πλευρά της υπόστασής της
χρωστιόταν σε αδενική παρόρμηση, τόσο έντονη, ώστε να υπερνικά τις
ηθικές αντιδράσεις της. Απεναντίας, η κυρία Ερηνούλα πίστευε
ακράδαντα πως δεν παρέβαινε κανένα νόμο ηθικής ικανοποιώντας τις
ορμές της. Η δικαιολογία της ανικανότητας του άντρα της ήταν
παρεπόμενη. Μην ξεχνάμε ότι τον απάτησε με τον Καλογερά, την εποχή
που ο Χαριτάκης ήταν νέος κι ερωτευμένος μαζί της. Εκείνη όμως η
περιπέτειά της υπήρξε μοναδική σ’ όλο το διάστημα της γενετήσιας
ακμής του άντρα της και είχε μοναδικό ελατήριο τον έρωτα. Αγάπησε η
ωραία και νέα Ερηνούλα τον γοητευτικό βιομήχανο. Ύστερα απ’ αυτόν,
άλλον δεν αγάπησε.

( Ο Καλογεράς κάθεται στον καναπέ του. Διαβάζει εφημερίδα και


καπνίζει. Αδιαφορεί για την παρουσία της Ερηνούλας. Του λέει,
δείχνοντας το φόρεμά της:…)

ΕΡΗΝΟΥΛΑ: Καλό;
ΚΑΛΟΓΕΡΑΣ: (Της απαντά αδιάφορα) Καλό, καλό, μπράβο.
(Αντιδρά όταν πάει να του κάνει μασάζ.)
ΚΑΛΟΓΕΡΑΣ: Δεν έχω όρεξη μπέμπα.
(Του παίρνει την εφημερίδα. Αυτός τσαντίζεται. Πάει να κάτσει στα
πόδια του. Σηκώνεται όρθιος, της φοράει το πανωφόρι και τη
συνοδεύει προς τα έξω. )

ΣΚΗΝΉ 19 Το βαλς της βροχής 2:59

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Ο Μιχάλης Φουντούκος εκείνο το απόγευμα αντί στις


επτάμιση, όπως συνήθως, γύρισε στο σπίτι του αργοπορημένος στις
οκτώ παρά είκοσι. Ουδέν κακόν αμιγές καλού.
Ο ξέχειλος ενθουσιασμός δεν του άφησε υπομονή να περιμένει…
πλησιάζοντας, τρεις από τις πέντε του αισθήσεις δέχτηκαν ευχάριστο
ερεθισμό. Πρώτη η όσφρηση…
ΜΑΡΘΑ: Καλησπέρα! Κλείσατε;
Ν. ΒΑΛΒΗΣ: Όχι, για σας είμαστε πάντα ανοιχτά!
ΑΦΗΓΗΤΗΣ:… από το σύμμεικτο άρωμα που αναδύει το
μοσκοσαπωνισμένο κορμί νέας και όμορφης γυναίκας.
ΜΑΡΘΑ: Θα ήθελα να αγοράσω κάποια πράγματα. Έχω τη λίστα (Του τη
δίνει).
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Δεύτερον η ακοή…
ΜΑΡΘΑ: Θέλω από την καλή ποιότητα.
Ν. ΒΑΛΒΗΣ: Βέβαια, έχουμε τα καλύτερα για εσάς! Τα καλύτερα!
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: … από τη γλυκύτατη, απαλή φωνή της ίδιας νέας γυναίκας.
ΜΑΡΘΑ: Να περιμένω να τα ετοιμάσετε;
Ν. ΒΑΛΒΗΣ: Όχι, όχι! Θα σας τα φέρω εγώ!
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Τρίτον, η όραση της όψης…
ΜΑΡΘΑ: Να σας δείξω που μένω. Το δωμάτιό μου είναι αυτό εδώ. Α!
Και μην αργήσετε! Ευχαριστώ πολύ!
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: … της ίδιας πάντοτε νέας κι όμορφης γυναίκας.

ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ
Α) Η Μάρθα έχει κατέβει στην αυλή και με ύφος μπλαζέ κάνει βόλτα
στο δέκα. Περπατά με ύφος αφ’ υψηλού. Κατευθύνεται στο μαγαζί του
Βάλβη, προκειμένου να ψωνίσει. Του δίνει μια λίστα με τα πράγματα,
του χαμόγελα κι αποχωρεί προς το σπίτι της. Καθώς ανεβαίνει τη
σκάλα προς το σπίτι της, αντιλαμβάνεται ότι κάποιοι την ακολουθούν,
σταμάτα απότομα και γυρίζει το κεφάλι της και κοιτάζει αυστηρά.
Συνεχίζει να ανηφορίζει τη σκάλα.
Β) Ο Νίκος Βάλβης, μόλις η Μάρθα μπαίνει στο μαγαζί, παρατάει τις
δουλειές που έκανε και κάνει σαν υπνωτισμένος. Θέλει να την
εξυπηρετήσει και της προτείνει να πάρει τη λίστα με τα ψώνια και να
της τα πάει εκείνος στο σπίτι της. Όταν η Μάρθα φεύγει προς το σπίτι
της, την ακολουθεί σαν υπνωτισμένος.
Γ) Ο Φουντούκος εμφανίζεται από το κοινό, επιστρέφει από τη δουλειά
του κρατώντας βαλίτσα στο χέρι του και μπαίνει στο μαγαζί του Βάλβη.
Βλέπει τη Μάρθα για πρώτη φορά και τα «χάνει». Παγώνει. Ακολουθεί
κι αυτός σαν υπνωτισμένος το Νίκο Βάλβη, που ακολουθεί τη Μάρθα
στη σκάλα. Όταν τους καταλαβαίνει η Μάρθα, κάνει βήμα εμπρός αντί
για οπισθοχώρηση και πέφτει πάνω στο Νίκο Βάλβη που κάνει κίνηση
προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ο ένας τα βάζει με τον άλλο για τη
σύγκρουση, υποχωρούν και πάνε να κάτσουν στο καφενείο.

ΣΚΗΝΗ 20 ΑΝΑΜΟΝΗ ΙΙ. 1:11

Α) Η Δέσποινα στο παράθυρο της ανάβει τσιγάρο.


Β) Η Μαρία βγαίνει στην πόρτα της κάμαρας και καπνίζει μελαγχολική.
Γ) Ο Κίτσος βγαίνει από την κάμαρα της Μαρίας στο δρόμο, συναντά
τον Λέφα, ανταλλάσσουν εχθρικές ματιές.
Δ) Ο Λέφας έρχεται από το λιμάνι στο καφενείο
ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Ο ήλιος έγερνε προς τα βουνά της Σαλαμίνας. Θ’ αργούσε
να βασιλέψει, στις μεγαλύτερες μέρες του χρόνου βρισκόμαστε.
Ο ψηλός και πλατύς όγκος έφραζε τη θέα προς το λιμάνι, επιβάλλοντας
όλο και περισσότερο τη δική του μεγαλοπρέπεια.
Η Άννα προχώρησε προς το καφενείο. Περιεργάστηκε το κατάστημα,
ωσάν να το πρωτοέβλεπε. Οι δύο εσωτερικοί τοίχοι άπλωναν τη γυμνή
τους επιφάνεια, την κομμένη από τρεις διαφημίσεις και μια
χρωμολιθογραφία ενός χιονισμένου τοπίου. Στη γωνία το τεζάκι με τα
βάζα των γλυκών, πίσω του η πορτούλα του παραμάγαζου. Οι δυο
εξωτερικοί τοίχοι με τις μεγάλες τζαμένιες πόρτες και τα παράθυρα,
πρόσφεραν θέα στην οδό Παρασάγγη, τη φραγμένη από τα μονοόροφα,
άχαρα σπιτάκια με τις χαμηλές στέγες. Η ζέστη είχε αποκάμει το
Μιχάλη, όπως και όλο τον κόσμο. Οι έγνοιες, του είχαν κόψει και την
όρεξη. Έγνοιες κυρίως ερωτικές, που έπαιρναν προεκτάσεις
οικογενειακές.
Αγαπούσε την Άννα Λέφα και ένιωθε ευδαιμονία που άγγιζε την
παραφροσύνης, όταν συλλογιζόταν ότι η νέα και όμορφη κοπέλα τον
αγαπούσε κι εκείνη, παρόλα τα χρόνια, την ασκήμια και την κουφαμάρα
του.
Που θα πήγαινε αυτή η ιστορία; Όσο και να τον αγαπούσε η Άννα,
απίθανο να παραδεχόταν να γίνει ερωμένη του. Έτσι άβγαλτη μάλιστα
που ήταν.

Ε) Η Αννούλα έρχεται στο μπακάλικο να ψωνίσει.


Μ. ΒΑΛΒΗΣ: Ματάκια μου, τι ευχάριστη έκπληξη είναι αυτή;
ΑΝΝΟΥΛΑ: Ήρθα να πάρω κάποια πράγματα για το σπίτι.
Μ. ΒΑΛΒΗΣ: Τι θες να σου φέρω;
ΑΝΝΟΥΛΑ: Φέρε μου ένα σύγκλινο.
Μ. ΒΑΛΒΗΣ: Αμέσως! Ό,τι θέλουν τα ματάκια μου! Θες να σου φέρω και
τίποτα άλλο;
ΑΝΝΟΥΛΑ: Φέρε μου και λίγο βούτυρο.
Μ. ΒΑΛΒΗΣ: Έλα, πάρε. Και πάρε και λίγα μακαρόνια από μένα δώρο.
ΑΝΝΟΥΛΑ: Ευχαριστώ.
Μ. ΒΑΛΒΗΣ: Να σου πω, θα τα πούμε το βράδυ;
ΑΝΝΟΥΛΑ: Όχι, δε μπορώ.
Μ. ΒΑΛΒΗΣ: Γιατί βρε αγάπη μου; Λίγο να συζητήσουμε…
ΑΝΝΟΥΛΑ: Δεν έχουμε να πούμε τίποτα. Ό,τι είχαμε να πούμε, το
είπαμε.
Μ. ΒΑΛΒΗΣ: Έλα βρε αγάπη μου να σε δω…
(Η Αννούλα βλέπει την γειτόνισσα, τραβάει το χέρι της και του κάνει με
χειρονομία: «γραφ’τα». Ο Μιχάλης Βάλβης τσαντίζεται με την κυρά
Μαρίνα που τους ‘διακόπτει ’, βγάζει την ποδιά του, την πετάει
παραπέρα και την βγάζει έξω από το μαγαζί τσαντισμένος.)
Μ. ΒΑΛΒΗΣ: Τι θες κυρά Μαρίνα;
ΜΩΡΟΥ: Δέκα δράμια φακές.
Μ. ΒΑΛΒΗΣ: Δεν έχουμε πια δράμια, γραμμάρια είπαμε.
ΜΩΡΟΥ: Ναι, καλά. Και να σου πω, δωσ’ μου από τις καλές, όχι σαν
εκείνες που μου’ δωσες προχθές κι ήταν μέσα στα ζουζούνια…
Μ. ΒΑΛΒΗΣ: Ε, τότε δεν έχουμε καθόλου.
ΜΩΡΟΥ: Ε, σαν πολλά νεύρα δεν έχεις;
Μ. ΒΑΛΒΗΣ: Έλα, κλείσαμε!
ΜΩΡΟΥ: Άι μάζεψε τα νεύρα σου!
Μ. ΒΑΛΒΗΣ: Έλα τώρα σου λέω, κλείσαμε!
ΜΩΡΟΥ: Βρε ουστ!
Μ. ΒΑΛΒΗΣ: Έλα, έξω!
ΜΩΡΟΥ: ΟΥΣΤ!

ΣΚΗΝΉ 21. Ταγκό ΙV 0:55

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Η Μάρθα γύρισε προς το ανοιχτό παράθυρο. Αυτό που


είδε, την έκανε να οπισθοδρομήσει και να πλησιάσει το παράθυρο. Το
νυχτερινό λιμάνι απλωνόταν άνετα, κάτω απ’ το βλέμμα της.
(Μπαίνει ηχητικό)
Ανώμαλα κυκλική επιφάνεια μαύρης λάκας, χαραγμένη με πολύχρωμα,
διασταυρούμενα αντιφεγγίσματα και πλαισιωμένη από εναλλαγή
φωτεινών και άφωτων όγκων.
Δεξιά στο μυχό, τα φώτα των κτιρίων και των επιβατικών βαποριών
δημιουργούσαν εστία έντονου φωτός, με κλιμακωτά ελαττούμενη
ακτινοβολία προς όλες τις κατευθύνσεις. Αριστερά, ο λόφος της
Δραπετσώνας άπλωνε την επιμήκη πλαγιά του, τη διάστικτη από τα
μύρια φώτα των σπιτιών. Ακόμα πιο αριστερά, οι φωτισμένοι,
κιτρινωποί κύβοι των λιπασμάτων, με τις ψηλές καπνοδόχους, έφραζαν
επιβλητικά ένα μεγάλο τμήμα του ορίζοντα.
ΜΑΡΘΑ: Δεν είναι άσχημη καμάρα…
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: …μονολόγησε.
ΜΑΡΘΑ: …έχει τις χάρες της…

Α) Βγαίνει η Μάρθα στο παράθυρό της. Αντιλαμβάνεται τον Φουντούκο


που είναι από κάτω, αλλά υποκρίνεται πως δεν το έχει καταλάβει.
Ρεμβάζει. Απολαμβάνει το αεράκι. Αγκαλιάζει τον εαυτό της γιατί κάνει
ψύχρα. Κλείνει απότομα το παράθυρό της και μπαίνει μέσα.
Β) Έρχεται ο Φουντούκος από το σπίτι του, βλέπει τη Μάρθα στο
παράθυρό της, στέκεται από κάτω, την κοιτάζει «ερωτοχτυπημένος».
Κρατάει ένα κουτί με γυναικείο καπέλο, όταν η Μάρθα κλείσει το
παράθυρό της, το αποθέτει σ’ ένα απ’ τα σκαλιά της και αποχωρεί
στεναχωρημένος.
Γ) Ο Λέφας ξεκινά να παίζει τάβλι με τον Νίκο Βάλβη στο καφενείο
(μέχρι και το τέλος της σκηνής 23)

ΣΚΗΝΉ 22. Θέμα της γειτονιάς. 1:37

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Με ύφος αγέρωχο, η Μάρθα προχώρησε στην οδό


Παρασάγγη. Τον Φουντούκο τον έκοψε κρύος ίδρος.
-Στάσου!, είπε
Στάθηκε και τον κοίταξε η Μάρθα, με τα όμορφα, τα παιχνιδιάρικα και
ηδυπαθή μάτια της. Χαμογέλασε γλυκά και με γατίσια κίνηση, τίναξε τα
μεταξένια, καστανά μαλλάκια της…

ΦΟΥΝΤΟΥΚΟΣ: Δεσποινίς Μετζελή, σταθείτε! Λέγομαι Μιχαήλ


Φουντούκος.

ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ
Α) Ο Νίκος Βάλβης κάθεται στο καφενείο, παρέα με το Λέφα, και
παίζουν τάβλι.
Β) Η Δέσποινα κατεβαίνει από τη σκάλα του σπιτιού της και πάει προς
το σπίτι του Καλογερά.
Γ) Η Αννούλα διασχίζει τη σκηνή, την φωνάζει ο Μιχάλης Βάλβης από το
μαγαζί του με ένα «ψιτ», εκείνη κάνει πως δεν τον ακούει και βγαίνει
εκτός σκηνής.
Δ) Η Μάρθα κατεβαίνει τη σκάλα του σπιτιού της. Συναντιέται τετ α τετ
με τον Φουντούκο. Του χαμογελά πονηρά και με τουπέ και τον
προσπερνά. Συνεχίζει το δρόμο της, χωρίς να ανταποκριθεί στην
απόπειρά του να της συστηθεί και βγαίνει από το δέκα (προς το κοινό).
Ε) Έρχεται ο Φουντούκος με την βαλίτσα του από τη δουλειά, συναντά
τη Μάρθα, τα χάνει. Αφήνει κάτω την βαλίτσα του, με το άλλο χέρι
(αριστερό) βγάζει το καπέλο του. Προτείνει το χέρι του για χειραψία, να
της συστηθεί. Εκείνη τον προσπερνά κι ο Φουντούκος στέκει άναυδος.
Γυρίζει το κεφάλι του και την ακολουθεί με το βλέμμα, καθώς εκείνη
αποχωρεί.

ΣΚΗΝΉ 23. Θέμα της φωτιάς Ι. 0:52

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Ένα περιστατικό που συνέβη προ καιρού, ήταν η αφορμή


να εισαχθεί το πρώτο δοχείο νυχτός στο λαϊκό τμήμα του «10». Σε δυο
καμαρούλες που βλέπαν στην οδό Βεύης κατοικούσε η κυρία Μαρίνα
με τις δυο θυγατέρες της, τη Μαρία και τη Σία. Η μητέρα ήταν γύρω στα
πενήντα, παχιά, κόκκινη, πάντα αχτένιστη, μ’ ένα σταχτί τσουλούφι να
της κρέμεται στο μέτωπο και άλλο ένα στο σβέρκο. Τα μικρά, σταχτιά
της μάτια, πνιγμένα στο ξίγκι της πληθωρική της μορφής, έπαιζαν
ανήσυχα, ψάχνοντας να βρουν το κουσούρι του καθενού, που κατόπιν η
γλώσσα της σχολίαζε με λεξιλόγιο πλούσιο σε χαρακτηρισμούς. Με
ύφος μάλιστα προκλητικά μαχητικό, στηλίτευε τα όσα αξιόμεμπτα
υπέπεφταν στην αντίληψή της. Επαγγέλονταν την πλύστρα και καναδυό
φορές την εβδομάδα, έφευγε από τα χαράματα να μπουγαδιάσει ξένα
σπίτια. Η μεγάλη κόρη της, ήταν κοπέλα τροφαντή, γεροδεμένη και
δουλευταρού. Όσο για τη μικρή, εκείνο τον καιρό ήταν κοριτσόπουλο
αδυνατούλι και ντελικάτο, με πρόσωπο άχρωμο. Σωστό ξέπλυμα.
Κάποια νύχτα, μόλις η Σία ξεπόρτισε για ανάγκη, ένιωσε και η Μαρίνα
διάθεση να ανακουφιστεί. Φτάνοντας όμως στα αποχωρητήρια,
ξαφνιάστηκε βλέποντας και τις δυο πόρτες ανοιχτές…
Μεγάλη φασαρία γίνηκε: ουρλιαχτά, κλάματα, τσιριξιές υστερικές.
Ξύπνησε όλο το Δέκα και μαζεύτηκε. Το άλλο πρωί, γενικό θέμα
συζήτησης ήταν η νυχτερινή περιπέτεια της Σίας, με την κυρά Ντόμενα
επικεφαλής, την ανταγωνίστρια της κυρά Μαρίνας στην κακογλωσσιά.
Χρόνια τώρα οι δυο μέγαιρες συνεχίζουν αγώνα κρατερό και άκαρπο,
ποια θα εξουδετερώσει την άλλη. Αλληλοκαραδοκούσαν να
αλληλοβρούν κάποιο ψεγάδι αλληλοεξοντωτικό. Μα και οι δυο
φαμίλιες ήσαν άμεμπτες. Έτσι οι δυο αντίζηλες διαμοιράζονταν το
κενσορικό λειτούργημα της γειτονιάς, στηλιτεύοντας τους πάντες. Και
να που η Σία τα έκανε μούσκεμα… Ημέρα θριάμβου για την κυρα-
Ντόμενα.

ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ
Α) Ο Νίκος Βάλβης είναι ακόμα στο καφενείο και παίζει τάβλι με το
Λέφα. Στο τέλος της σκηνής ο Λέφας αποχωρεί από το καφενείο προς το
κοινό.
Β) Ο Κίτσος πάει να πάρει τη Μαρία από το σπίτι της, εκείνη βγαίνει
από την κάμαρά της, αγκαλιάζονται.
Γ) Η Δέσποινα μπαίνει στο σπίτι του Καλογερά, εκείνος την υποδέχεται,
αγκαλιάζονται κι αποχωρούν.
Δ) Η κυρά Ντόμενα έχει απλώσει τα ρούχα της στα σχοινιά της κυρά
Μαρίνας (δύο τρία ρούχα). Πιάνονται για λίγο στα χέρια. (Όταν
τελειώσει η σκηνή, αποχωρούν προς αντίθετες κατευθύνσεις).
Ε) Η κυρά Μαρίνα πλησιάζει στα απλωμένα ρούχα και, αν και πολύ
νευριασμενη, προκλητικά, πετάει ένα-ένα τα ρούχα της Ντόμενας στο
πάτωμα. Πιάνονται για λίγο στα χέρια.

ΝΤΟΜΕΝΑ: Άστο κάτω το ρούχο! Κάτω τα χέρια σου από το ρούχο,


είπα!

ΣΚΗΝΉ 24. Romance. 3:37

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Η αποψινή σκηνή ήταν συνηθισμένη μα και ασυνήθιστη.


Απ’ το παράθυρό της η γειτόνισσα δυσκολεύεται να αναγνωρίσει… Μια
γυναίκα νέα και καλό φτιαγμένη. Α ναι! Είναι η Μαρία, η Μαρία Μακρή,
που άγνωστο πούθε κρατάει η σκούφια της και πως ζει. Δηλαδή όλοι
ξέρουν περί τίνος πρόκειται, αλλά καμώνονται πως αγνοούν, γιατί η
Μαρία κάνει το επάγγελμά της πολύ διακριτικά. Που να πηγαίνει τέτοια
ώρα; Σκυμμένη στο παράθυρο, η κυρά γειτόνισσα ξαφνιάζεται τώρα,
βλέποντας την Άννα Λέφα να βγαίνει γοργά, σχεδόν κλεφτά και παίρνει
τον ανήφορο, με περπατησιά τρεχάτη. Φοράει ένα τσίτινο φορεματάκι
και ένα ζακετάκι. Μέσα στο μισοσκόταδο, η άσπρη νεανική σάρκα των
γυμνών ποδιών της, μοιάζει σα να φωσφορίζει. Δεν είναι όμορφη, μα
είναι νέα, καλοκρεατωμένη, κορεσμένη ίμερους ερωτισμού.
Στο μυαλό της κυρά-γειτόνισσας στριφογυρίζουν διάφορες υποθέσεις,
μα η έξοδος τεσσάρων ατόμων οδηγεί το νου της σε άλλες σκέψεις… και
να και η κυρά-Μαρίνα, στολισμένη σαν φρεγάδα. Η κυρά-γειτόνισσα
κούνα το κεφάλι με οικτιρμό.
Ο Μιχάλης Βάλβης, ο κουφός, τώρα βγαίνει από το «10» και τραβάει
τον ανήφορο.
Είναι ντυμένος με κοστούμι και γραβάτα. Σάββατο βράδυ ο Μιχάλης
παρατάει την ταβέρνα του για να πάει που;;; Φαινόμενο αλλόκοτο,
δυσεξήγητο!
Ώσπου όμως η κυρά-γειτόνισσα να το επεξεργαστεί μες στο μυαλό της,
νέα απίθανη εμφάνιση την ρίχνει σε νέα ταραχή : ο Μιχάλης ο
Φουντούκος παρέα με τη Μάρθα, την καινούργια. Ντυμένος επίσημα,
με σακάκι, σκούρο παντελόνι και γραβάτα. Λυγερόκορμη κι εκείνη, με
ωραίες αναλογίες – θηλυκιά ως το στερνό της κύτταρο – φοράει το καλό
της φουστάνι. Απ’ το ψηλό τακούνι ξεχωρίζεις τα ντελικάτα ποδαράκια
της που απλώνουν τον καταρράκτη της σάρκινης αρμονίας.

ΝΤΟΜΕΝΑ: «Με τον Μιχάλη τον Φουντούκο βγαίνει η Μάρθα…


ΑΦΗΓΗΤΗΣ: …συλλογίζεται η γριά.
ΝΤΟΜΕΝΑ: Βγαίνει φανερά, λες να τα φτιάξαν;»
ΜΩΡΟΥ: Όλοι θα βγουν απόψε;;,
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: μονολογεί ενδόμυχα η γριά γειτόνισσα.
Για λίγα λεπτά, ο δρόμος ερήμωσε.
Νύχτα Σαββάτου… ο κόσμος της βδομαδιάτικης δουλειάς πηγαίνει προς
άλλες περιοχές, να φάει, να πιει, να σουλατσάρει, να τραγουδήσει, να
χορέψει, να κάνει έρωτα. Να ξεσκάσει. Κάθε φορά που η Δέσποινα
έβγαινε να «πάει επίσκεψη», ζήλια κατάτρωγε τον άντρα της. Λύσσαγε
για την συμβατικότητα που δεχότανε τα χάδια του, χορτασμένη απ’ τις
περιπτύξεις του γέρου…

ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ
Α) Ο Κίτσος και η Μαρία αγκαλιασμένοι, ξεκινούν την βόλτα τους.
Β) Ο Καλογεράς με τη Δέσποινα έχουν ραντεβού στα σκαλάκια.
Γ) Ο Φουντούκος με την Μάρθα κάνουν περίπατο.
ΦΟΥΝΤΟΥΚΟΣ: Αυτή είναι η κρέμα της βασιλίσσης Όλγας! Είναι η κρυφή
συνταγή της μητέρας μου που την αποκόμισε από τη βασίλισσα γιατί
ήτανε θαλαμηπόλος…

Δ) Οι γειτόνισσες είναι πιασμένες αγκαζέ, κάνουν περίπατο και


κουτσομπολεύουν τα ζευγάρια.
Ε) Ο Μιχάλης ετοιμάζεται και περιμένει την Αννούλα.
ΣΤ) Η Ελενάρα φέρνει σκαμπώ να καθίσει και παρακολουθεί.

*****Ο Κίτσος κι η Μαρία κάνουν βόλτα σε όλο το πλάτος της


θεατρικής σκηνής. Στάση και φιλί στο καφενείο, κυνηγητό στην
μπουγάδα, στο τέλος κάθονται στην παρυφή της σκηνής σα να κάθονται
στην προβλήτα του λιμανιού αγκαλιασμένοι. Ο Καλογεράς και η
Δέσποινα στα σκαλιά, της κρατάει τα χέρια, της εξομολογείται τον
έρωτά του, εκείνη ρομαντικά, με τη ζακέτα ριγμένη στους ώμους της. Ο
Φουντούκος ακολουθεί κατά πόδας την Μάρθα που προπορεύεται,
προσπαθεί να την εντυπωσιάσει με τα επαγγελματικά του σχέδια,
εκείνη τον ακούει με συγκαταβατικό ύφος, είναι σε αναμονή. Οι
γειτόνισσες αγκαζέ, σχολιάζουν τα φανερά ζευγάρια, κάνουν στάσεις σε
διάφορα σημεία της σκηνής. Η Άννα και ο Βλάβης κάτω από τη γέφυρα
στο ημίφως ρομαντικά, αγκαλιά, ερωτευμένοι τις χαϊδεύει τα μαλλιά
μιλούν για τη σχέση τους. ************

ΣΚΗΝΉ 25. Χαμένα όνειρα. 2:20

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Η ανθρωπότητα είναι μια τεράστια παρεξήγηση. Ο καθένας


λαχταράει να εξηγήσει τον εαυτό του στον άλλο, μα ο άλλος
δυναστευμένος απ’ την ίδια λαχτάρα, δεν δίνει προσοχή σε κείνο που
του λένε. Όλοι μας μονολογούμε κι ακούμε αλλ’ αντ’ άλλων.
Κανείς δεν θέλει να είναι κακός. Όλοι διψούν να δώσουν και να δεχτούν
καλοσύνη, και να γιατί δεν το πετυχαίνουν και γίνονται κακοί και
πικραίνουν και πικραίνονται.
Γιατί δεν υπάρχει συνεννόηση, γιατί υπάρχει καχυποψία, γιατί ο αγαθός
δεν έχει πίστη στην αγαθοσύνη του αλλουνού και θαρρώντας τον κακό,
γίνεται κακός από αυτοάμυνα πρώτα και ύστερα για εκδίκηση…
Στο αναμεταξύ, λίγο πιο πέρα, μπροστά στην είσοδο του «10», δυο
άτομα συζητούσαν έντονα, γοργά η συζήτηση ξεφυλλιζόταν σε
διαπληκτισμό, με συνέπεια οι φωνές να φτάνουν ξεκάθαρα στα
παράθυρα της γειτονιάς.

Α) Καθώς η Μαρία και ο Κίτσος βολτάρουν εκείνη, περνά ο ΑΦΗΓΗΤΗΣ


από μπροστά της και γυρίζει όλο της το κεφάλι προς εκείνον. Ο Κίτσος
τσαντίζεται και θυμώνει πολύ μαζί της. Την τραβάει από το χέρι
(βραχίονα) προς την καμάρα της εκείνη αντιστέκεται αλλά μάταια…
μπαίνουν μέσα.

ΚΙΤΣΟΣ: …μαχαίρι είπαμε!


ΝΤΟΜΕΝΑ: Κοίτα την παστρικιά πως τον τύληξε! Και θα’ ταν καλός για
την Σοφούλα μου.
ΜΩΡΟΥ: Για την κόρη σου; Και γιατί όχι για τη δική μου;
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Είναι ώρα να φύγουμε. (στον Καλογερά.)

Β) Η Δέσποινα κοίτα το ρολόι της, είναι ώρα να φύγουν. Όταν ο


Καλογεράς πάει να σηκωθεί παθαίνει Έμφραγμα, με δυσκολία στέκεται
υποβασταζόμενος από τη Δέσποινα. Ανεβαίνουν τη σκάλα μαζί.
Γ) Ο Φουντούκος δεν έχει πείσει τη Μάρθα για τα μεγαλεπήβολα
σχέδια του, εκείνη αντιδρά και προχώρα μπροστά και αποκρίνεται πως
δεν μπορεί να πιστέψει όσα της λέει. Βγαίνουν από τη σκηνή.
ΜΑΡΘΑ: Αν είναι δυνατόν κύριε Φουντούκο! Σ’ αυτή τη βρωμογειτονιά
να πουλάτε αυτή την κρέμα; Την επόμενη φορά που θα επιχειρήσετε να
με ενοχλήσετε, να έχετε κάτι σοβαρό να μου πείτε!
ΝΤΟΜΕΝΑ: Παστρική καλή Θοδώρα, το τσαρούχι μες στη πίτα… Το’ χεις
ακούσει που το λένε;
ΜΩΡΟΥ: Τι θέλεις να πεις;Τι υπαινίσσεσαι;;;
ΝΤΟΜΕΝΑ: Για τα νυχτερινά ξεπορτίσματα της κόρης σου λέω!

Δ) Η Άννα ζητά από το Μιχάλη να επισημοποιήσουνε τη σχέση τους


αλλιώς θα σκεφτεί για το προξενιό με το λαδέμπορα που της κάνει η
θεία της. Φεύγει μπροστά. Ο Βάλβης την κυνηγά και ζητά εξηγήσεις.
Νευρικός προσπαθεί να την καλοπιάσει. Κλωτσά ένα πετραδάκι στο
δρόμο.

ΑΝΝΟΥΛΑ: Δεν αντέχω άλλο Μιχάλη!


Μ. ΒΑΛΒΗΣ: Βρε καρδιά μου, έλα να συζητήσουμε λίγο. Τι σε έπιασε
τώρα! Έλα δω!
ΑΝΝΟΥΛΑ: Όχι, Μιχάλη, τελείωσε. 3 μήνες! Και αν θες να ξέρεις, η θεία
μου με πιέζει να πάρω ένα λαδέμπορα.
Μ. ΒΑΛΒΗΣ: Τι είναι αυτά που λες; Θες να με τρελάνεις; Παίζετε μαζί
μου θεία κι ανηψιά;
ΑΝΝΟΥΛΑ: Για τέτοια μ’ έχεις; Πάει, τελείωσε!
Μ. ΒΑΛΒΗΣ: Έλα εδώ βρε αγάπη μου! Αννούλα!

Ε) Η φιλία και το κουτσομπολιό γύρισε σε καβγά. Οι δύο γειτόνισσες


κατευθύνονται προς την μπουγάδα. Πιάνονται στα χέρια μπρος στην
μπουγάδα. Δεν μπορούσαν να μην αρπαχτούν, αφού η Ντόμενα έθιξε
την αγνότητα της κόρης της Μαρίνας.

ΝΤΟΜΕΝΑ: Όποιος έχει πουτάνες στο σόι του, καλό να μη μιλάει!


ΜΩΡΟΥ: Άη βούλωσ’ το μωρή τ’ ανοιγμένο σου! Κλείσ’το μη στο κλείσω
εγώ! Σκρόφα!
ΝΤΟΜΕΝΑ: Σκρόφα είσαι και φαίνεσαι! Ποιος σε θρέφει μωρή εσένα
και τις δυο πουτάνες σου; Τα μεροκάματα; Σα δε ντρέπεσαι χήρα
γυναίκα να τετειώνεσαι!
ΜΩΡΟΥ: Ιούδα θηλυκέ! Φωτιά να πέμψει ο Θεός και να σε κάψει,
μωρή! Σκούληκας να φάει την καρδιά σου! Κάβουρας να δαγκώνει τ’
άντερό σου! Στάχτη και μπούρμπερη να σε κάνει!
Βαστάτε με μωρέ, θα τη σκοτώσω! Θα τη ξεσκίσω! Θα τη ξεμαλλιάσω!

ΜΕΡΟΣ Γ’

ΣΚΗΝΉ 26. Χαμένα όνειρα ΙΙ. 0:50

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Με το ερχόμενο φως της ημέρας, τα σουσούμια του


δρόμου άρχισαν να αχνοφαίνονται.
Η Δέσποινα Νταηγιώργη αναστέναξε… το προηγούμενο βράδυ ήταν με
τον Καλογερά. Τον βρήκε πολύ καταβεβλημένο, με ταχύπνοια κι
άρρυθμη καρδιά. Ο γιατρός μόλις είχε φύγει. Του έδωσε φάρμακα και
του επέστησε την προσοχή. Ήταν κίτρινος, με την άκρη της μύτης του
και τα χείλη μελανά. Τα δάκτυλά του φάνταζαν σαν κεριά. Ανάσανε
γρήγορα και με δυσκολία…
ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ
Α) Η Ελενάρα, με δραματική αγωνία, στέκεται έξω από την κάμαρά της
Μαρίας.
Β) Ο Μιχάλης Βάλβης, με τα χέρια στο κεφάλι, απελπισμένος στο
καφενείο.
Γ) Ο Φουντούκος κάτω απ’ το παράθυρο της Μάρθας κόβει βόλτες
στεναχωρημένος.
Δ) Η Δέσποινα, καπνίζει με αγωνία, περιμένει τι θα πουν οι γιατροί στα
σκαλιά του Καλογερά.

ΣΚΗΝΉ 27 Νοσταλγικό. 2:28

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Βγαίνοντας στο δρόμο, δεν έπαιρνε καμία προφύλαξη.


Κακό προαίσθημα πάγωσε την καρδιά της…
ΝΤΟΜΕΝΑ: (στην Ελενάρα) Ο Καλογεράς… πέθανε!

Α) Συγκεντρώνονται οι ένοικοι του 10 στην αρχή της σκάλας του


Καλογερά, αναρωτιούνται τι συμβαίνει.
Β) Η Δέσποινα στεναχωρημένη, κατεβαίνει τη σκάλα, περνά ανάμεσά
τους ανοίγοντας δρόμο με τα χέρια της και πάει στο σπίτι της
τρέχοντας.

ΣΚΗΝΉ 28. Αναμονή ΙΙΙ. 1:11

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: -Τι συμβαίνει;


-Τι έγινε;;
-Πέθανε ο Καλογεράς!!!
Τα λόγια ετούτα ειπώθηκαν δυνατά και έφτασαν στ’ αυτιά της
Δέσποινας…
Η μορφή της έγινε σκληρή, αποτρόπαιη.
Όλος ο πόνος μετάλλαξε σε δύναμη… και άρχισε να κλαίει…
ΕΡΗΝΟΥΛΑ: Τι έγινε;
Μ. ΒΑΛΒΗΣ: Ο Καλογεράς… πάει!
ΕΛΕΝΑΡΑ: …για βρούβες.
ΦΟΥΝΤΟΥΚΟΣ: Σοβαρά; Πέθανε;

Α) Η Δέσποινα βρίσκεται στο παράθυρό της και κλαίει.


Β) Οι υπόλοιποι κατευθύνονται προς το καφενείο, κάθονται άλλοι σε
καρέκλες, άλλοι στέκονται όρθιοι. Πίνουν κονιάκ. Διάθεση κηδείας
(καταλαβαίνουμε ότι κάποιος πέθανε). Οι Βάλβηδες τους σερβίρουν.

Μ. ΒΑΛΒΗΣ: Ανάπαυσον κύριε τον δούλον σου…


ΕΡΗΝΟΥΛΑ: …μετά των αγίων!
ΕΛΕΝΑΡΑ: …μετά των αγίων! Το συζητάς; Δίπλα θα τον βάλει!
ΕΡΗΝΟΥΛΑ: Μάζεψε το βρωμόστομά σου, μωρή! Βλάσφημη!
ΕΛΕΝΑΡΑ: …Αχ! Ας πάει στο καλό.
Ν. ΒΑΛΒΗΣ: (Στην Ερηνούλα) Να ζήσεις να τον θυμάσαι Ερηνούλα!
ΝΤΟΜΕΝΑ: Τώρα είναι που θα μας χορέψει στο ταψί ο Νταηγιώργης…
ΜΩΡΟΥ: Μπρος, γειτόνοι, μαζεύτε τα να φεύγουμε. Αν είναι να γενούμε
δούλοι εκείνου τ’ αχαϊρευτου τ’ ανηψιού του…
ΕΛΕΝΑΡΑ: Σιγά, μαρή! Αν άκουγε ο Θεός τον κόρακα, θα’ χαν ψοφήσει
οι γαιδάροι!
ΝΤΟΜΕΝΑ: Μία σήμερα που τον φυτεύουνε και δύο που μας παίρνει
και μας σηκώνει και μας από δώ μέσα, να το θυμάστε…
ΑΝΝΟΥΛΑ: Σώπα, κυρά Παντοφλού μου! Τη συντέλεια έφερες!
ΜΩΡΟΥ: Αμ τι νόμιζες! Στα χέρια του αγαρηνού που πέφτει… Τι να
περιμένεις; Ξέρεις τι θα γυρίσει να μας πει;
Ν. ΒΑΛΒΗΣ: Ψυχραιμία, γειτόνοι, ψυχραιμία…
ΝΤΟΜΕΝΑ: Μαζεύτε τα και δρόμο! Αυτό θα μας πει…
ΜΩΡΟΥ: Εδώ είναι το βιος μου! Κάτσε και θα δεις…
Μ. ΒΑΛΒΗΣ: Κι άμα λέει άλλα η διαθήκη; Δεν μπορεί. Εδώ λέγανε ότι
μπορεί ο συγχωρεμένος να τ’ αφήσει όλα και σε ίδρυμα…
ΕΡΗΝΟΥΛΑ: Ποιοι το λέγανε, βρε Μιχάλη;
Μ. ΒΑΛΒΗΣ: Ε, το λέγανε…
ΝΤΟΜΕΝΑ: Εκείνοι που παίρνουνε και λένε απ’ το σωρό, το γένος
Χαλιμά, σαν τα παραμύθια… Ξεσπίτωτοι μένουμε.
Ν. ΒΑΛΒΗΣ: Θε μου, μεγαλοδύναμε, βάλε το χέρι σου… Κι εσύ
Πλατυτέρα, τι θ’ απογίνουν τόσες οικογένειες…
ΑΝΝΟΥΛΑ: Πωπωπω, τον κατακλυσμό έχετε φέρει!
ΝΤΟΜΕΝΑ: Ε, βέβαια, τι ανάγκη έχετε εσείς; Δεν κινδυνεύετε σαν και
του λόγου μας! Να’ ναι καλά ο λαδέμπορας…
ΑΝΝΟΥΛΑ: Καλε, τι λόγια είναι αυτά! Ακόμα στα λόγια είμαστε…
(κοιτάει τον Βάλβη)
Μ. ΒΑΛΒΗΣ: Στα λόγια να μείνετε και να μην προκάμετε!
ΕΛΕΝΑΡΑ: Ο καθένας με τον πόνο του. 12 οι Απόστολοι; 12 τα
Ευαγγέλια!
ΕΡΗΝΟΥΛΑ: Να δούμε που μας έριξεν η τύχη μας, γειτόνοι. Πρέπει
να’ μαστε ενωμένοι.
ΕΛΕΝΑΡΑ: Αχ…«μάραινε την καρδούλα μου απ’ το πικρό μαράζι…»
ΜΑΡΙΑ: Το’ χασες τελείως, μωρή Ελενάρα; Τραγούδι τέτοια ώρα;
ΕΛΕΝΑΡΑ: Δεν είν’ τραγούδι, μαρή, ξόδι είναι… «…μια καρδιά
ξαβεργιώτισσα όλο καημούς μου βάζει… μια καρδιά ξαβεργιώτισσα όλο
καημούς μου βάζει.»

ΣΚΗΝΉ 29. Χαμένα όνειρα ΙΙΙ. 1:14

***********Αποχωρούν όλοι από το καφενειο***************


Η Δέσποινα μπαίνει μέσα, δεν την βλέπουμε πια.
Στη σκηνή μόνο ο Αφηγητής.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Το βράδυ, όταν ο Νταηγιώργης γύρισε σπίτι, την βρήκε
ήρεμη. Απόφυγε να της μιλήσει για την κηδεία. Θαρρούσε πως ο
θάνατος του Καλογερά τη λύτρωσε από μια δυσάρεστη περιπέτεια. Τι
γινόταν με την κληρονομιά; Λαχταρούσε να τη ρωτήσει… Η Δέσποινα
ήξερε, μα δεν τολμούσε…
Η μπόρα ξέσπασε την μεθεπόμενη. Έξαλλος γύρισε ο Ευάγγελος.
Κοιτούσε τη γυναίκα του κοντανασαίνοντας, με μάτια όλο αγριεμένη
απορία.
-Δημόσια διαθήκη δεν υπάρχει… μόνο μια ιδιόγραφος που καθιστά
γενική κληρονόμο τη μικρανεψιά του, Ειρήνη Χαριτάκη! Μα πως;…
πως;; εξήγησέ μου!!
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Έκανα το κατά δύναμην. Δεν τα κατάφερα. Η άλλη ήταν πιο
καπάτσα.

ΣΚΗΝΉ 30. Θέμα ταγκό ΙΙ. 1:03

(Στο παράθυρό της επανέρχεται η Δέσποινα. Καίει τη διαθήκη και


πετάει το φλεγόμενο χαρτί από το παράθυρο.)

ΣΚΗΝΉ 31 Χασαποσέρβικο του γάμου 2:30

( Θέσεις για υπόκλιση. )

ΤΕΛΟΣ

You might also like