Η ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΙΣ ΘΕΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ

You might also like

Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 18

I.2.

- Η ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΙΣ ΘΕΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ

[Κείμενο από μια διάλεξη]

Ο αποψινός ομιλητής δέν έχει βέβαια τη φιλολογική γνώση της κ. Αναστασιάδη, ούτε την
αγωνιστική ιστορία του κ. Χρηστίδη. Και δέ διαθέτει και την οπτικο-ακουστική υποδομή της ομιλίας
του κ. Δοξιάδη…

Εμπλέχτηκε όμως σ’ αυτή την ιστορία (παίρνοντας μάλιστα κι όλα τα ρίσκα του
ερασιτεχνισμού), απ’ την ανάγκη ν’ ακουστεί η φωνή όλων, να πούμε, των «καταναλωτών» της
γλώσσας. Και καταλαβαίνει, νομίζω, ο καθένας, πόσο δύσκολοι πελάτες θά ’ναι οι θετικοί
επιστήμονες. Θα απαιτούν ενα εργαλείο για «να κάνουν τη δουλειά-τους» με άνεση και με ακρίβεια,
χωρίς να νοιάζονται πολύ-πολύ για τα προβλήματα των ειδικών της γλώσσας.

Είναι πολύ σκόπιμο να συγκρατήσουμε την ψυχολογία αυτής της απαιτήσεως, παρόλο που
κρύβει μια χοντρή ανακρίβεια: Το «εργαλείο» αυτό δέν το κατασκευάζουν οι ειδικοί της γλώσσας· το
μελετάνε μόνο. Την ευθύνη για τη συντήρηση, για τον τροχισμό, για τις επισκευές κλπ, την έχουμε
όλοι. Κι έτσι νομιμοποιείται κι ενος Μηχανικού ο γλωσσικός προβληματισμός.

Α’ Η θέση του προβλήματος

1. Αισιοδοξία-απαισιοδοξία

Και πρώτα-πρώτα, δέ συμμερίζομαι τον πρόσφατο ενθουσιασμό γύρω απ’ το θέμα, παρα μόνο
όσο λίγο χρειάζεται για κίνητρο του τεράστιου έργου που μας περιμένει. Αλλιώτικα, ο πολύς
ενθουσιασμός μπορεί ν’ αφήσει ανεντόπιστα προβλήματα, μπορεί να ενθαρρύνει το κάποιο-μας
πλέγμα για υπεραπλοποίηση, κοντολογίς μπορεί να δ ι α ι ω ν ί σ ε ι το πρόβλημα.

Είμαι, μάλιστα, και κομμάτι απαισιόδοξος. Οι τελευταίες φούριες που μας πιάσανε,
εγκυμονούν και κάποιους κινδύνους – οταν μάλιστα ένας κοτζάμ Λίνος Πολίτης σου λέει οτι «όποιος
αποφασίζει σήμερα να γράψει στη δημοτική, είναι ουσιαστικά αυτοδίδακτος»[1].

Ο ίδιος ο κ. Χρηστίδης σ’ αυτήν εδώ την αίθουσα έλεγε πόσο «λάθος είναι η θεαματική
επιβολή της δημοτικής στις δημόσιες υπηρεσίες», χωρίς συστηματική προεργασία.

Τελευταία, λοιπόν, η μεταφραστική ψύχωση και το σύνδρομο της γλωσσικής επιδειξιομανίας


δίνουν και παίρνουν: Ο «σανισμός» (η άκριτη χρήση του «σαν»), η «νυφοβία» (το σουσουδίστικο
ξόρκισμα των «ν»), η «βασικίτις» (δεν υπάρχει φράση που να μήν αρχίζει απ’ το ταλαίπωρο επίρρημα
«βασικά»), και τράβα κορδέλα.

Εδώ θά ’σαστε και θα δείτε τί παρά με ουρά θα κάνουν σε λίγο κάμποσοι (ύποπτης
εμπνεύσεως) εκδότες, δημοσιεύοντας τόνους τα μαργαριτάρια της εποχής…

14
Νά γιατί ο Κώστας ο Τριανταφυλλίδης έλεγε πέρσι [1] πως «ο κίνδυνος είναι μήπως
ξεστρατίσει ο κόσμος προς ένα άλλο ι δ ί ω μ α , το ίδιο γελοίο όσο κι η καθαρεύουσα – και, επι πλέον,
ασυνάρτητο και βάρβαρο». Συντάσσομαι λοιπόν με τον κ. Τσοπανάκη: Τα προβλήματά-μας τώρα
αρχίζουν. [1].

Οι άλλες εθνικές ευρωπαϊκές γλώσσες, όταν παραμερίστηκαν τα Λατινικά, είχαν όλη την
άνεση να διαμορφωθούν οργανικά, μ έ σ α σ ε π ε ρ ι σ σ ό τ ε ρ ο υ ς α ι ώ ν ε ς . (Ι. Θ. Κακριδής,
1965). Προσοχή, λοιπόν. Εμείς, παρά το χρονικό στρίμωγμα, πρέπει να γεννήσουμε σωστά – να μήν
πάθουμε έκτρωση.

2. Συνοπτικές προδιαγραφές για τη γλώσσα στην επιστήμη

Ποιό είναι το πρόβλημά μας στις θετικές επιστήμες; Ζητάμε εναν κώδικα με τα ακόλουθα
περίπου χαρακτηριστικά:

α) Να είναι υπο-κώδικας της μητρικής κοινής γλώσσας, με τον μικρότερο δυνατό όγκο
τεχνητών στοιχείων.

β) Να έχει μεγάλη πυκνότητα και αφαιρετικότητα.

γ) Να διαθέτει αρκετήν ορολογία (καθώς κι ευκαμψία για την επέκταση της ορολογίας), με
όρους μονοσήμαντους και με τη μικρότερη δυνατή «αυτοπροβολή».

Φυσικά, θα χρειαστεί κάποια βελτιστοποίηση ανάμεσα στα χαρακτηριστικά αυτά (που μπορεί
νά ’ναι μερικώς αντιφατικά) – κι εκεί βρίσκεται το τελικό ζήτημα. Κι η καθαρεύουσα ανταποκρίνεται
λίγο ώς πολύ στους όρους αυτούς. Υποστηρίζουμε όμως οτι το τελικό αποτέλεσμα είναι συνολικά
πολύ καλύτερο με την κοινή νεοελληνική.

Στο κάτω-κάτω, «όταν μια μορφή γλώσσας δέν μπορεί να δώσει αβίαστα και ακέραια τα πάντα,
απο την ποίηση […] ώς τον πιό νηφάλιο επιστημονικό λόγο, δέν μπορεί να γίνει ή να μείνει ζωντανή»,
(Π. Κανελλόπουλος, [2]).

Β’ Μικρό ιστορικό

1 «Δημοτική ιδεολογία» και στροφή προς τις θετικές επιστήμες

Αναγνωρίζουμε τον τεράστιο ρόλο που έπαιξε η λόγια στροφή προς την αρχαιότητα [3], για
χάρη μιας θερμότερης εθνικής συνειδήσεως κι άλλων πρακτικών οφελημάτων. Μια τραγική όμως
παρενέργεια αυτής της στροφής ήταν ο λογιοτατισμός, η αποστροφή απ’ τα άμεσα πραχτικά
προβλήματα του λαού και η καθαρεύουσα.

15
Είναι, παρα ταύτα, χαρακτηριστικό κι ένα αντίθετο ρεύμα που είχε έγκαιρα εκδηλωθεί, με την
μορφή της καλλιέργειας των θετικών επιστημών – ακόμα και με αρχαιότροπο γλωσσικό ένδυμα. Και
δέν είναι τυχαίο οτι οσοι παρωθούσαν το λαό προς τις θετικές επιστήμες τότε, ήταν κι οι πιο
φιλελεύθεροι κι οι πιο αντι-ρητορικοί.

Είχαν δηλαδή κάμποσα απ’ τα χαρακτηριστικά του δημοτικισμού, ακόμα κι όταν δέν έγραφαν
ατόφια λαϊκή γλώσσα:

1) Ο Κορυδαλλεύς διδάσκει στην Αθήνα (1615) Αστρονομία και Γεωγραφία.


2) Ο Δαμωδός (1700) γράφει «φυσική», και μιλάει πλέον για «επιστήμη πρακτικήν».
3) Ο Ανθρακίτης με την «Οδόν Μαθηματικής» (1749) θα συγκρουστεί με το παλιό πνεύμα και
θ’ αφορεστεί απ’ την Ιερά Σύνοδο.
4) Ο πραγματισμός κι ο δημοτικισμός του Μοισιόδακος θέλει μέσα στην «Υγιή Φιλοσοφία» τα
Μαθηματικά και τη Φυσική. Ο ίδιος διδάσκει Τριγωνομετρία στο Ιάσι, το 1776.
5) Ο Μεγάλος Ρήγας διαλέγει τον πρόλογο του «Φυσικής απάνθισμα» για να διακηρύξει τη
συνδρομή του, ώστε να «αναλάβη το πεπτωκός ελληνικόν γένος», (1790).
6) Ο Ψαλλίδας μεταφράζει κι αυτός «Αριθμητική» στα 1791, ενώ είχε προηγουμένως επιτεθεί
ορθολογιστικά κατά των «εξ αποκαλύψεως αληθειών».
7) Ο Φιλιππίδης γράφει με τον Κωσταντά τη «Νεωτερική Γεωγραφία» στη δημοτική (1791) και
με μοντέρνα κοινωνικοοικονομικά ενδιαφέροντα.
8) Ο Βενιαμίν ο Λέσβιος με την «Αριθμητική» του (1818) θ’ αγωνιστεί κατά της «ρητορικής
και ποιητικής επιπολαιότητος», όπως λέει.
9) Τελειώνω αυτή την πολύ εύγλωττη, νομίζω, ανθολόγηση, με τον ανοιχτόστομον εκείνο
λαρσινό, τον Κωσταντίνο Κούμα, το κορύφωμα της προσπάθειας για μια στροφή της
ελληνικής Παιδείας προς τις θετικές επιστήμες. Τον καιρό που ο αντιδραστικός Νεόφυτος
Δούκας εμυκτήριζε τα πειράματα της φυσικής, ο Κούμας ζητούσε να μετατοπιστούν τα
ενδιαφέροντα απ’ τη γραμματική στις επιστήμες και να κοπούν οι φιοριτούρες στην
έκφραση. Δίδασκε φυσική σε λαϊκά σεμινάρια τα σαββατόβραδα στη Σμύρνη (1809) κι
έγραφε και τη φιλοσοφία-του σε γλώσσα στρωτή – άσχετα αν δέν ήταν η κοινή. Λοιπόν, απ’
αυτές τις απόψεις καί ο Κούμας είχε καθαρή νοοτροπία δημοτικιστή – κι έχει νομίζω μια
ειδικότερη σημασία αυτό, όταν συμβαίνει σ’ έναν άνθρωπο των θετικών επιστημών.
Με όλα ετούτα, θέλω να υποστηρίξω οτι πρόκειται για ενα επιστημόφιλο ρεύμα, που
διασταυρώνεται αξεχώριστα με το γλωσσικό ρεύμα του προεπαναστατικού δημοτικισμού. Απ’ την
ίδια πηγή του ρεαλισμού και του λαϊκισμού μου φαίνεται πως τράφηκαν και τα δυο. Και στην ίδια
κοινωνική και πολιτισμική οπισθοδρόμηση μας έριξε η αποτυχία και των δυο.

16
Θέλω, πάντως, να κρατήσω ενα εμπειρικό συμπέρασμα: Δημοτικισμός και θετικές επιστήμες
έχουν κάποτε συμπλεύσει ιστορικά. Κι είναι υποχρέωσή-μας να τους μεθοδεύσουμε μια πετυχημένη
πορεία στο μέλλον, ανεξάρτητα απ’ τη μεγάλη διακοπή ενός σχεδόν αιώνα.

2. Οι σύγχρονοι πρωτοπόροι.

Ενός αιώνα για να φτάσουμε λ.χ. στο «Μεγάλο Πρόβλημα» του Ελισσαίου Γιαννίδη (1925) ή
στην Αστρονομία του (1934) ή στη Γεωμετρία του (1938).

Για να φτάσουμε στο Νίκο τον Κριτικό με την αποστολική χρήση της δημοτικής, δεκάδες
χρόνια μές στο Πολυτεχνείο.

Για να φτάσουμε στη «Γυναικολογία» του Λούρου και τη «Φυσική» του Μάζη, και τόσα άλλα
– όπως η ρωμαλέα συμβολή του Γιάννη Γιαννόπουλου με τις «Ηλεκτρολογίες»-του, κλπ.

Όλοι αυτοί οι μεγάλοι, σε στρωμένο τραπέζι δέ φάγανε. Ξωμάχοι ήταν μέσα σ’ ένα δάσος απο
απέραντες δυσκολίες. Και τις άμβλυναν για λογαριασμό του Γένους, τις μίκρυναν ή τις εξαφάνισαν.
Και στην κατεξοχήν εμπειρική περιπέτεια της γλώσσας, η πράξη έχει τα πρωτεία και οι πρώτοι αυτοί
«πρακτικοί» έχουν την ευγνωμοσύνη-μας.

Γ’ Πλεονεκτήματα της δημοτικής

1. Η αμεσότητα του κώδικα και η δημιουργική σκέψη

Επιστημονική γνώση του κόσμου σημαίνει γνώση δ ο μ ή ς , γνώση των σχέσεων ανάμεσα στα
συστατικά και τα περιστατικά του κόσμου. Κι επειδή αυτές οι σχέσεις, αυτές οι εκδηλώσεις
αλληλεξαρτήσεως, έχουν κάποια κανονικότητα και κάποια τάξη, επιτρέπουνε να σχηματίσουμε τις
πρώτες έ ν ν ο ι ε ς για τις φυσικές οντότητες.

΄Ετσι τελικά, η γνώση γίνεται συσχέτιση εννοιών, που πρέπει τώρα να συνελεστεί με κάποιον
συμβολισμό, δηλαδή με κάποια γ λ ώ σ σ α . (Γι’ αυτό κι η επιστημονική σκέψη λέγεται «σιωπηλή
ομιλία»). Νά, λοιπόν, που η γλώσσα δέν είναι μόνο μέσο εξωτερικής εκφράσεως · αυτό έρχεται
αργότερα. Στο πιό υψηλό σημείο της επιστημονικής δημιουργίας, η γλώσσα είναι το ίδιο το υφάδι της
γνώσεως, δηλ. της συσχετίσεως εννοιών. (Γίνεται μάλιστα σήμερα δεκτό οτι κι η μαθηματική γλώσσα
είναι ακριβώς η π ρ ο β ο λ ή των τάσεων που ανακαλύφτηκαν στη φυσική γλώσσα).

Θα υποστηρίξω, λοιπόν, οτι σ’ εκείνες τις δημιουργικές κι ευαίσθητες αιχμές της


επιστημονικής σκέψεως, εκεί οπου βρίσκεσαι «ενώπιος ενωπίω», η αμεσότητα μιας μητρικής
ζωντανής γλώσσας συντομεύει τον δρόμο προς την ανακάλυψη. Όσοι συνειδητοποιούν εμπειρικά τις
φάσεις της εσωτερικής διεργασίας «λύσεως προβλημάτων» μπορούν να το μαρτυρήσουν.

17
2. Διανοητική τιμιότητα-γνησιότητα

«Νιώθοντας, αυτά που διαβάζουμε και λέμε, δέ γινόμαστε επιπόλαιοι» (Γιάννης


Γιαννόπουλος). Απ’ τον Ψυχάρη μέχρι σήμερα έχει συνειδητοποιηθεί καλά αυτή η αλήθεια.

Όσο ψάχνεις αυθόρμητα για την προσωπική σου έκφραση, όσο δέν δανείζεσαι τις
προκατασκευασμένες και γυαλιστερές φράσεις των άλλων, δέν κινδυνεύεις να ’πείς ψέματα. Κι απ’
αυτήν την άποψη, η δημοτική γλώσσα είναι συντελεστική μιας διανοητικής τιμιότητας, μιας
πειθαρχίας που, άσχετα απ’ την ανθρωποπλαστική-της αξία, έχει μια βασική επιστημονική σημασία.

Μία λέξη ακόμα εδώ. Ό,τι ισχύει για την καθαρεύουσα, ισχύει και για κάθε τυποποιημένο
ιδίωμα. Έτσι, επιτρέψτε-μου να νομίζω οτι κάμποσες δημοτικίζουσες τυποποιημένες εκφράσεις με
δυσανάλογα μεγάλη συχνότητα επανόδου στο λόγο (δηλωτική ενός συρμού), την καθαρεύουσα
μιμούνται. Και την περιβόητη «ευκολία»-της1.…

3.4 Διευκόλυνση στην επικοινωνία – γέφυρα παιδείας

Όσοι έκαμαν το δάσκαλο, έστω και περιστασιακά, ξέρουν τί κοστίζει η κρυάδα της
καθαρεύουσας. Θές να μυήσεις μιά ομάδα ανθρώπων σ’ ένα φυσικό φαινόμενο, κι αντί να τους
πλησιάσεις για να διευκολύνεις τη «γεφύρωση παιδείας», αποστασιοποιείσαι με μερικές άκαιρες
ψευτο-αφαιρέσεις που σου επιβάλλει η γλώσσα. Η εκπαιδευτική αυτή αστοχία είναι σαφέστερη στις
θετικές επιστήμες, γι’ αυτό την αναφέρω εδώ ξεχωριστά.

Λοιπόν, μια δουλεμένη δημοτική προορίζεται να υπηρετήσει αποδοτικότερα αυτήν την


επικοινωνία.

Δ’ Ζητήματα δομής και ορολογίας


Άς μνημονεύσουμε τώρα μερικά απ’ τα ζητήματα που γεννιούνται όταν εκφράζεσαι στη
δημοτική, στον χώρο των θετικών επιστημών.

Είδαμε τα σημαντικά πλεονεκτήματα του κώδικα που ανήκει στη μητρική φυσική γλώσσα. Το
θετικό αυτό γεγονός δέν μένει όμως χωρίς μερικές αποθετικές συνέπειες. Καθώς οι μητρικές γλώσσες

1
Πρέπει μάλιστα να σημειώσει κανείς εδώ και κάποιες νέο-ρητορικές τάσεις σ’ αυτά τα φαινόμενα
18
καλλιεργούνται περισσότερο στο χρηστικό επίπεδο της βιωματικής και της συναλλακτικής, αποχτούν
κάποια πολυσημία, κάποια περιφραστικότητα και μιά συναισθηματικότητα, που δέν ανταποκρίνονται
πάντα στις υπόλοιπες προδιαγραφές που θέσαμε για τον επιστημονικό λόγο.

Είναι, λοιπόν, καθήκον μας, να συζητήσουμε ανοιχτά τα ζητήματα αυτά, με σύστημα και με
σαφήνεια. Μόνον ετσι θα δούμε πού πονάμε και τί θεραπεία θέλουμε. Οι ενθουσιασμοί οδηγούν στη
μάχη – όχι στη φ υ γ ο μ α χ ί α .

1. Πυκνότητα

Είναι γνωστή η εννοιολογική διασπορά που προκαλούν οι πλατειασμοί. Η ευστοχία του


νεοελληνικού επιστημονικού λόγου θα εξαρτηθεί κι απ’ τη βραχυλογία και την περιεκτικότητά του.
Καθώς δέν έχω τη θεωρητική γλωσσολογική αρμοδιότητα να μιλήσω γενικότερα για το θέμα αυτό, θα
περιοριστώ να ’πώ μια γνώμη που βγαίνει απ’ την προσωπική-μου εμπειρία (πάνε δεκαπέντε χρόνια
πού ’γραψα το πρώτο μου επιστημονικό βιβλίο στη δημοτική): Διαθέτουμε πολλά μέσα για να
εξισορροπήσουμε τις σύγχρονες τάσεις για αναλυτική συντακτική κατασκευή. Στις θετικές επιστήμες,
τουλάχιστον, μπορούμε να θεσπίσουμε τη χρήση συγκεκριμένων συντομολογιών σε τυπικές
περιπτώσεις (λ.χ. «συμπέρασμα»: αντί «έτσι βγαίνει το συμπέρασμα ότι», κλπ). Η αποφασιστικότερη
όμως παρέμβαση πυκνότητας χρειάζεται να γίνει μέσα στη φράση.

Γι’ αυτόν τον σκοπό, η φυσιολογική τροφοδότηση με λόγια στοιχεία δέν είναι ανάγκη να
περιοριστεί σε όρους-ονόματα, παρα μπορεί να φτάσει και σε μερικούς όρους-επιρρήματα, (όπως:
ενίοτε, βάσει, συναρτήσει, εις βάρος, εξ άλλου, υπόψη κλπ) ή και σε όρους-επίθετα (όπως λ.χ.
αμφότεροι κ.α).1 Στον ίδιο σκοπό θα συμβάλουν και οι μετοχές για τις οποίες μιλάμε πιο κάτω.

2. Αφαιρετικότητα

«Στους πρώτους αιώνες της τουρκοκρατίας, η κοινή προφορική (…) φτώχυνε στις αφηρημένες
έννοιες», μας λέει ο R. Browning [4]. Κι είναι αλήθεια. Μετά το ξανάνιωμα όμως της Ελληνικής
Σκέψεως μετά τον 18ον αιώνα ουσιαστικά, όσο άτακτα (και πολλές φορές αυθαίρετα) κι αν έγινε η
καλλιέργειά της, η νεοελληνική ξαναβρήκε την τεράστια αφαιρετική της ικανότητα. Νομίζω οτι
τέτοιο πρόβλημα σήμερα δέν υπάρχει.

1
Έχομε και το προηγούμενο ακόμη και των λατινικών εκφράσεων που χρησιμοποιούνται κανονικά
μές στον επιστημονικό λόγο των ευρωπαϊκών χωρών].
19
3. Η προβληματική της ορολογίας.
Γύρω απ’ το θέμα αυτό έχουν ειπωθεί και κάποιες ανακρίβειες.

Γι’ αυτό, δέν είναι άσκοπο να θυμίσω εδώ τις πολύτιμες γνώμες του ίδιου του Ψυχάρη:

«Το ζήτημα δέν είναι για λέξεις. Είναι για κατι πιό γενικό, πιό βάσιμο σε κάθε γλώσσα, πιό
χαρακτηριστικό της (…), το τυπικό της», (Ρόδα και Μήλα, 1909).

«Όταν η δημοτική μας γλώσσα δέν έχει μια λέξη που μας χρειάζεται, παίρνω τη λέξη απο την αρχαία
και προσπαθώ ό σ ο ε ί ν α ι δ υ ν α τ ό να την ταιριάξω με τη γραμματική του λαού», (Ταξίδι, 1905).

Και του Γιάννη Γιαννόπουλου: «Άν καλοχωνέψουμε πως το κύριο γνώρισμα κάθε γλώσσας είναι μόνο
(…) το σύνολο των γραμματικών και συνταχτικών κανόνων-της, κι όχι το λεξιλόγιό-της, τότε το ζήτημα
γίνεται απλούστατο», (απο γράμμα-του, 17.4.76). Μ’ αυτά τα δεδομένα, ακολουθεί εδώ μια πρόχειρη
ανάλυση του θέματος της ορολογίας (με κάμποσες κοινοτοπίες μαζί).

Λοιπόν, ενας όρος (απ’ την ίδια τη διεργασία που πρωτογεννάει την ανάγκη-του) δέν είναι παρά ενα
καινούργιο σ ύ μ β ο λ ο .3 Απ’ τα δύο αυτά κατηγορήματά-του, βγαίνουν τα ακόλουθα απλά
συμπεράσματα: Σαν «σύμβολο» που είναι, ο όρος επιτρέπει εναν πρώτο βαθμό αυθαιρεσίας – φτάνει να
συμφωνηθεί το σύμβολο, και να τροφοδοτηθεί εννοιολογικά απ’ την ίδια τη χρήση-του.

Σαν «καινούργιος» που είναι, ο όρος ενέχει κάποιο χαρακτήρα τεχνητού – φτάνει να σέβεται τη
γλωσσική πραγματικότητα. Φυσικά, όσο λιγότερο αυθαίρετος και τεχνητός είναι, τόσο ευκολότερα θα γίνει
αποδεκτός ένας όρος. Και, το κυριότερο, θά ’ναι εκφραστικά ε υ σ τ ο χ ό τ ε ρ ο ς .

Μ’ αυτά λοιπόν τα δεδομένα, είναι φυσικό (ακολουθώντας τη συμβουλή του Ψυχάρη, του
Παπανούτσου, του Γιαννόπουλου και τόσων άλλων) ν’ αναζητούμε τα κατάλληλα λήμματα στην πανελλήνια
γλώσσα των τελευταίων τριών χιλιάδων χρόνων.

Εδώ όμως γεννιέται το επόμενο πρόβλημα: Γιατί όχι μόνο σημερινά λαϊκά λήμματα; Χρωστάμε ενα
αναλυτικότερο σχόλιο σ’ αυτό το πρόβλημα:

α) Πρώτα-πρώτα, άς ξεκαθαρίσουμε οτι ζητάμε όρους – δέν προσπαθούμε (σ’ αυτό το στάδιο)
να κάνουμε εκλαΐκευση. Η πολύτιμη φάση της εκλαϊκεύσεως της επιστήμης θα ακολουθήσει,
αλλα θα αφορά τα νοήματα – όχι τους όρους.
β) Τη μεγαλύτερη ευστοχία την έχουν πραγματικά οι όροι που βγαίνουν μέσα απ’ το σημερινό
λεξιλόγιο – με ορισμένες προϋποθέσεις, όμως, σαν αυτές που ακολουθούν.

3
Ενα σύμβολο, μάλιστα, δ ι α φ α ν έ ς· που δέν πρέπει να πολυπροβάλλεται ανάμεσα σε μάς και στην έννοια
που συμβολίζει. Δέν πρέπει να «στεκόμαστε» απάνω του, δηλαδή.
20
γ) Ένας όρος π α ρ ι σ τ ά ν ε ι μια καινούργια έννοια. Έτσι, ο πρώτος κίνδυνος που τον απειλεί
είναι να χρωματιστεί με το εννοιολογικό φορτίο του σύγχρονου λεξιλογίου – κι αυτό είναι το
πιό συνηθισμένο σφάλμα στην ορολογία.
Η «ποντικένια κλωστή» της Παπαμόσχου, αντί για τη «μυϊκή ίνα», είναι τυπικό παράδειγμα
αυτού του κινδύνου.
Έτσι, γι’ άλλη μια φορά, έχομε ένα πρόβλημα βελτιστοποιήσεως ανάμεσα στη
«δημοτικότητα» του όρου και στην ενδεχόμενη εννοιολογική του εκτροπή4.
Άν, λοιπόν, χρειαστεί να στραφούμε λίγο ή πολύ προς τα πίσω στην ελληνική γραμματεία, ας μήν
κακοφανεί στους ρομαντικούς συνδημοτικιστές μας. Κι ας μή χαιρεκακίσουν κι οι καθαρολόγοι · μια ματιά
στο «Λεξικό της μεσαιωνικής δημώδους γραμματείας» του Κριαρά, θα τους πείσει οτι η ελληνική γλώσσα
είναι δικός-μας κορμός – άσχετο αν απ’ τον ίδιο κορμό κατέβηκε κι η καταβολάδα της καθαρεύουσας.

Η χρήση της Ελληνικής απ’ την καθαρεύουσα, δέν της δημιούργησε βεβαίως δικαίωμα
χρησικτησίας…

Μα, κι η πολυτυπία που ενθαρρύνεται έτσι; Πρώτα-πρώτα, πολυτυπία δέν παει να πεί πολυγλωσσία.
Η πολυτυπία, όταν ανταποκρίνεται σε πλήθος εννοιολογικών αποχρώσεων, είναι πλούτος κι είναι και
φαινόμενο διεθνές. Θα λέμε λ.χ. δύναμη «ελκτική» (attractive) κι όχι «τραβηχτική» (pulling), όπως θα λέμε
«ταχύτητα» του κινητού (velocity), όχι «γρηγοράδα» (quickness)· για ν’ αποφύγουμε απλούστατα άστοχους
συνειρμούς (συναισθηματικούς, μάλιστα, στα παραδείγματα αυτά). Απ’ αυτήν την άποψη μάταια καμάρωσαν
οι κακόζηλοι συντάκτες του δικτατορικού λίβελλου «Εθνική γλώσσα» (1973), όταν έπιασαν τον Γ. Λαμψίδη
να χρησιμοποιεί τον επιστημονικό όρο «σωμάτιο» (particle) αντί, λένε, να πεί «σωματάκι» (little body). Δέν
το ξέραμε οτι η ελληνική είναι φραγμένο τιμάριο της καθαρεύουσας…

Αυτά για την ψευτο-πολυτυπία5.

Προσοχή όμως. Ένα σωρό κίνδυνοι μας περιμένουν απ’ την άλλη μεριά: Η ευκολία των άσκοπων
αρχαιότροπων νεολογισμών μπορεί να μας παρασύρει μακριά. Ενδέχεται, κερδίζοντας σε εννοιολογική
παρθενιά, να γινόμαστε τόσο «ακοινώνητοι», ώστε η ορολογία να τρώει τη γλώσσα· το ανταλλακτικό να
φθείρει τη μηχανή. Εκεί είναι αυτό που είπε ο Τριανταφυλλίδης: «να βάλουμε φραγμό απ’ τα δεξιά της
δημοτικής».

Δύο λέξεις ακόμη πριν φύγουμε απ’ αυτό το κεφάλαιο. Ελληνική επιστημονική ορολογία υπάρχει, σε
κάποια σημαντική έκταση. Είναι φυσικό να την υιοθετήσουμε μετά τις αναγκαίες γραμματικές προσαρμογές.

4
Στην Τεχνολογία έχομε πολύ λιγότερη ευαισθησία απ’ αυτήν την άποψη. Οι όροι αντέχουν περσότερο στην
«οικειότητα». Η αμερικανική τεχνική ορολογία είναι ενα αξιοσημείωτο παράδειγμα ανοίγματος προς τις
σύγχρονες λαϊκές γλωσσικές πηγές
5
Ας θυμηθούμε και μερικά ακόμη παραδείγματα της αναγκαίας αυτής πολυτυπίας, σε διάφορα χρηστικά
επίπεδα, που τ’ αναφέρει ο Κριαράς [5]: Προώθηση (όχι σπρώξιμο), απρόοπτος (όχι αναπάντεχος), διέλευση
(όχι πέρασμα), ενίσχυση (όχι δυνάμωμα), διευρύνομαι (όχι πλαταίνω), εμφανής (όχι φανερός) κλπ, για
ορισμένες ανάγκες του θεωρητικού λόγου.
21
Σκεφτείτε με τί μόχθο έχει θεσπιστεί, όπου υπάρχει· η νεοελληνική επιστημονική γλώσσα υπηρετείται απο
πολύ μικρόν αριθμό επιστημόνων.

Ύστερα, όταν θελήσει κανείς ν’ αλλάξει ριζικά τώρα αυτή την ορολογία, φανταστείτε τί παρεξηγήσεις
και τί ασυνεννοησία θα γεννηθεί με κείνους που έχουν μάθει την παλιά ορολογία ή με κείνους που θ’
ανατρέχουν στη βιβλιογραφία μας.

Σίγουρα, υπάρχουν πολλοί-πολλοί λόγοι γι’ αυτήν την υιοθεσία. Ο τόπος δεν έχει περιθώρια γι’ άλλες
εσωτερικές απώλειες και μετατόπιση στόχων. Έτσι κι αλλιώς, πάσχουμε που πάσχουμε απο ορολογία, η
εύκολη λύση των ξένων όρων μας απειλεί κάθε στιγμή. Κανένα, λοιπόν, πρόβλημα απ’ αυτή την πλευρά6.

Είναι, επίσης, σημαντικό να αναμνησθούμε εδώ οτι η δημοτική διαθέτει επεκτασιμότητα. Τα σύνθετά
της σχηματίζονται ελεύθερα. Κι έχει καινούριες ποικιλίες απο παραγωγικές καταλήξεις. Αυτά, η
καθαρεύουσα δέν τα πολυείχε. Απ’ αυτές, λοιπόν, τις απόψεις η δημοτική προσφέρεται καλά για μια άνετη
επέκταση κι εμπλουτισμό της ορολογίας.

Τέλος, για ν’ αναπτυχθεί φυσιολογικά η ελληνική ορολογία, χρειάζεται νά ’μαστε έγκαιρα ενήμεροι
για τις επιστημονικές εξελίξεις· να αρχίζει η χρήση των ελληνικών όρων απ’ τις ηγετικές κλαδικές ομάδες,
πρίν να διαδοθεί η καινούργια θεωρία (μαζί με τον ξένο όρο-πακέτο). Βέβαια, μια τέτοια έγκαιρη δράση
ενέχει και κινδύνους βαρβαρισμών. Νά μια πρακτική δικαίωση της διακλαδικής μορφώσεως των θετικών
επιστημόνων: Απαιτείται καλή γνώση της ελληνικής γλώσσας και άνεση στην αναδίφηση του τεράστιου
κεφαλαίου των αρχαίων και μεσαιωνικών λημμάτων.

4. Η γραμματική προσαρμογή

Υπάρχει μεγάλος αριθμός απο όρους που δέν προσαρμόζονται εύκολα στο τυπικό της δημοτικής χωρίς
να δημιουργήσουν προβλήματα. Προβλήματα, που ανάγονται στην κατηγορία «προσβολής του γλωσσικού
αισθήματος», όσο αμφιλεγόμενο κι άν είναι το αίσθημα αυτό.

Ας δούμε λίγο τους όρους αυτούς:

α) Πολλοί απ’ αυτούς μπορούν να ενδώσουν στο τυπικό της δημοτικής με κάποια προσπάθεια, μέχρι
που να νομιμοποιηθούν απ’ την πολλή χρήση.
π.χ. «ατέρμων διαίρεσις» ατέρμονη διαίρεση
«πούς της καθέτου» ο πόδας της κάθετης
β) Άλλοι, πάλι, όροι δέν μπορούν ν’ ανεχθούν αυτόν τον βιασμό.
Π.χ. Ο Γιάννης Γιαννόπουλος το είπε «συνεχές ρεύμα» (το συνεχές, του συνεχούς) παρ’ όλο που
σκέφτηκε να το ’πεί «συνεχιστό».

6
Και για να φαιδρύνω το λόγο: Ας μήν ανησυχεί ο κ. Άγγελος Τσουκαλάς («Έθνος, Γλώσσα, Κομμουνισμός»,
Αθήναι, 1976). Το σύν και το πλήν στα μαθηματικά θα παραμείνουν. Δέν είναι «Verboten” (Sic).
22
Τέτοιοι όροι (κι είναι πολλοί) θα ανήκουν στην ομάδα των α ρ χ α ι ό κ λ ι τ ω ν ονομάτων7.

Το όριο ανάμεσα στις δύο δυνατότητες δέν είναι ενιαίο φυσικά. Το «γλωσσικό αίσθημα» που λέγαμε,
δέν είναι ούτε ίδιο σ’ όλους, ούτε τόσο γνήσιο όσο το πιστεύει ο καθένας μας. Όμως, υπάρχει κάποιο
γλωσσικό αίσθημα. Και κατά κάποιο μέσον τρόπο, γίνεται η λυδία λίθος που θα μας προφυλάξει να μή
φύγουμε απο μια παλιά τεχνητή γλώσσα για να πέσουμε σ’ ένα καινούριο τεχνητό ιδίωμα…

Υπάρχει βέβαια και μια δεύτερη λύση γι’ αυτούς τους δυσποσάρμοστους όρους. Να αποδοθούν με
άλλες ρίζες, ώστε να φτιάνουν τύπους ανεκτούς στη σύγχρονη γλωσσική ορθοδοξία: Μια «μονοκλινής» στέγη
γίνεται «μονόριχτη» (κι όχι βέβαια μονόκλινη–σαν δωμάτιο ξενοδοχείου…) Είναι λοιπόν κι αυτό εφικτό, ώς
ένα σημείο. Δέν μπορεί όμως να πάει μακριά, για πολλούς λόγους που τους έχουμε εξηγήσει στην παράγρ.
4.3.

5. Οι μετοχές

Η γλωσσική πραχτική 25 χρόνων επιστημονικού λόγου μου δίνει το θάρρος να ριψοκινδυνεύσω μιαν
ακρότητα: Μιά γλώσσα που δέ θα είχε μετοχές κάθε είδους, θά ’πρεπε να τις εφεύρει.

«Η οικονομία τής γλώσσας και η ανάγκη για μια περισσότερο συνοπτική, επιστημονική και
φιλοσοφική διατύπωση, επιβάλλουν πολλές φορές τη χρήση μετοχών που (…) ανήκουν στο τυπικό της
αρχαίας», (Νίκος Βαρμάζης, [1].).

Κι ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης για τις μετοχές σε «-όμενος» και (τις λόγιες) σε «-ούμενος»: «Είναι
περιστάσεις όπου βοηθούν την έκφραση στο συνθετότερο επιστημονικό λόγο» ([6] § 979).

Γιατί διστάζουμε, λοιπόν, και κρυβόμαστε πίσω απ’ το δάχτυλό μας; Ο πρόχειρος πίνακας που ακολουθεί
ξαναθυμίζει οτι η παθητική μετοχή του ενεστώτα και του παρακειμένου δέν παρουσιάζουν προβλήματα, ενώ
η παθητική του αορίστου δέ μοιάζει απαραίτητη. Θα συνηγορήσω όμως για κάμποσες αρσενικές και
ουδέτερες ενεργητικές του ενεστώτα, όσο άβολες κι αν είναι · αγκαλά έχουμε χωνέψει ένα σωρό άλλα
αρχαιόκλιτα. Όσοι διστάζουν, άς μελετήσουν λίγο ρώσικα, να καταλάβουν πόσο μια δουλεμένη παλιά
γλώσσα διαφέρει απ’ την Esperanto.

6. Άς έρθουμε τώρα στους ξένους όρους κι ιδίως στα ξένα άκλιτα, που κάμποσες φορές αντέχουν στο χρόνο
(ρακόρ, μπετόν, τραντζίστορ). Εδώ πρέπει να ’πώ την αμαρτία μου. Προτιμώ να επιμένουμε κάμποσο με
φτιαχτούς ελληνογενείς όρους. Το κακό είναι μικρότερο απ’ τους κινδύνους να μας πλημμυρίσει η ξενολογία
και να υπονομέψει τη γλώσσα. Όλα τούτα, πάντως, χωρίς καμιά διάθεση «καθαρότητας». Δεν είναι εκεί το
πρόβλημα.

7
Θα γεννηθεί ακόμα και ενα θέμα γραμματικής επάρκειας των νέων επιστημόνων μας, για το σωστό χειρισμό
αυτών των αρχαιόκλιτων…
23
Η δημοτική έχει αφομοιωτική ικανότητα και, στο κάτω-κάτω, ποιά γλώσσα αποφεύγει τελείως το
φαινόμενο;

Αξίζει όμως τον κόπο να κάνουμε έ γ κ α ι ρ ε ς προσπάθειες, πρίν να μπουκάρουν οι ξένες λέξεις
απ’ το παράθυρο. Και τούτο προϋποθέτει ενημερότητα και επιστημονική εγρήγορση: Αν ένας δύο άξιοι
επιστήμονες ρίξουν έγκαιρα τον νεολογισμό στη χρήση, όλη η εννοιολογική φόρτιση που θα ακολουθήσει,
θά ’ρθει να τροφοδοτήσει αυτόν τον καινούριο ελληνικό όρο, αντί για τον ξένο (που, αλλιώτικα, θά ’χει και
απαιτήσεις μετά, και δέν θα ξεκουμπιζόταν).

Χωρίς αυτή την προσπάθεια, ο νόμος της «ήσσονος προσπαθείας» δουλεύει σίγουρα για μιά λεκτική
ξενοπλημμύρα. Στον αγαπητό-μου Γιάννη Γιαννόπουλο που με συμβουλεύει «μή φοβάσαι πως η ξενολογία
θα υπονομέψει τη γλώσσα», απαντώ οτι στ’ αλήθεια φοβάμαι. Στήστε αυτί σε κουβεντολόι ειδικών μεταξύ-
τους· θα φρίξετε απ’ το εγγλέζικο. Κι άντε να διαψεύσετε τον Wagner ύστερα! «Τα ειδικά λεξιλόγια
κυκλοφορούν, ανάμεσα στους όρους-τους, λέξεις που θα πλουτίσουν το αυριανό κοινό λεξιλόγιο». Στο κάτω-
κάτω με την έγκαιρη οροπλασία «θα ζωογονηθούν οι βαθύριζες καταβολές της δημοτικής απο το παρελθόν
του Έθνους», όπως λέει κι ο Κ. Δεσποτόπουλος [2].

7. Το ύφος

Θέλω να τελειώσω αυτή την αμέθοδη παράθεση των προβλημάτων, με μιαν αναφορά σ’ εκείνη την
άπιαστη (και πολυσύνθετη) ιδιότητα που τη λένε «ύφος». Και πρώτα-πρώτα, «άλλο γλώσσα δημοτική, κι
άλλο ύφος χωριάτικο», φωνάζει ο Ελισσαίος Γιαννίδης, («Γλωσσικά Πάρεργα»). Άς τον ακούσουν καλά κατι
όψιμοι δημοτικιστές που κορδακίζονται πάνω στις ανάπηρες φράσεις τους.

Υποστηρίζω πως όποιος ευνουχίζει την ελληνική γλώσσα απ’ τα αφηρημένα ουσιαστικά-της κι απ’
τις προθέσεις-της, ή όποιος θέλει να επιβάλει μιαν εσπεράντο για το χατίρι της γραμματικής κομψότητας (;),
υπονομεύει τη νίκη της δημοτικής, και πρέπει να ξεσκεπάζεται. Άμεσα, εκεί που μιλάει. Έχω έναν στοχαστικό
φίλο που σε τέτοιες περιστάσεις πετάει ήρεμα τη μαγική φράση: «Γιατί σφίγγεσαι, μωρέ;» Με τέτοια
ηλεκτροσόκ γιατρεύεται το σύνδρομο της «γλωσσικής επιδειξιομανίας»8 που έλεγα στην αρχή…

Και διοτι η ευστοχία του επιστημονικού λόγου μετριέται με τη διαφάνειά-του: Όταν υπηρετεί, χωρίς
να προβάλλεται, όταν εκφράζει χωρίς να σε σταματάει απάνω-του.

Ε’ Τά νέα καθήκοντα

8
Σ’ αυτή την κατηγορία υπάγονται τα «μηνιάτικα» περιοδικά, οι «αμίλητες» γλώσσες, τα επιρρήματα με τις
ξουραφισμένες καταλήξεις που προκαλούν σύγχυση απέραντη («ενδεχόμενα», «πιθανά»), κ.ά. ηχηρά
παρόμοια.

24
Μπροστά στην έκταση των προβλημάτων που πρέπει να λυθούν στο κατώφλι του λαμπρού μέλλοντος του
νεοελληνικού λόγου, μια συγκεφαλαίωση των (πολύ γνωστών άλλωστε) καθηκόντων-μας θά ’ταν ίσως
χρήσιμη:

1. Ό,τι κι αν είναι να γίνει μακροπρόθεσμα, ας μήν αμελήσουμε στο μεταξύ τη συστηματική


ενημέρωση των νέων-μας Επιστημόνων γύρω απ’ την ουσία του θέματος, προτού να μονταριστούν
τα βαρβαρικά ενδιάμεσα ιδιώματα που φοβόμαστε. Εκείνους που πέρασαν μέσα απ’ τις
συμπληγάδες της αλληλοαναιρούμενης εκπαιδευτικής πολιτικής-μας κι έφτασαν ώς εδώ με πολλή
καλή θέληση, αλλά και με πολύ πιθανές παρεξηγήσεις.
Ας εξηγήσουν οι αρμόδιοι γλωσσικοί επιστήμονες οτι τα κομμένα «ν», κάμποσα «σαν», μαζί με
λεκτικές τζιριτζάτζολες δέν είναι δημοτική9 Κι ότι, αντιστρόφως, κάθετί που είναι ελληνικό δέν είναι
αναγκαστικά καθαρευουσιάνικο.

2. Να συστηματοποιηθούν οι επιστημονικές εργασίες αλλά και οι διακλαδικές συζητήσεις, γύρω στο


θέμα της γραμματικής. Αλλά και του συντακτικού. Ο Ι. Κακριδής έλεγε στον Πεπονή, τον καιρό που
ο Πεπονής ήταν Διευθυντής Ραδιοφωνίας: «Δώστε-τους στα χέρια (στους υπαλλήλους της
Ραδιοφωνίας)και το Συντακτικό του Τζάρτζανου, κι όχι μονάχα τη Γραμματική του
Τριανταφυλλίδη».
3. Να λαβαίνουν τον κόπο οι ώριμοι επιστήμονες να δουλεύουν τη γλώσσα, γράφοντας όλο και
περσότερες πρωτότυπες εργασίες, μεταφράσεις και διδακτικά κείμενα στη δημοτική. Και να
μεγαλώνουν τη γενική τους Παιδεία. Απ’ αυτή βγαίνει η ικανότητα να εκφράζεσαι σωστά.
4. Ν’ αρχίσει συστηματικά (αλλά χωρίς βιασμούς και βιασύνες) η σύνταξη λεξιλογίων ορολογίας, κατα
στενούς επιστημονικούς κλάδους. Ξέρω οτι το εγχείρημα είναι καί δύσκολο καί επικίνδυνο, αλλά
πρέπει ν’ αρχίσει, ακόμα και για λόγους παιδείας (δικιάς-μας, των θετικών επιστημόνων εννοώ).
5. Να αποκηρύξουμε και εδώ το μεσσιανισμό (τον οποιοδήποτε), που τάζει πώς όλα είναι απλά και
λυμένα, φτάνει να εφαρμόσουμε μια μαγική φόρμουλα

9
Εμείς είμαστε υπεύθυνοι για τα βαρβαρικά αμβλώματα σάν ετούτο εδώ, όχι αυτοί που τα γράφουν: «Είμαι
πεισμένος πως η ακρίβεια της λήψης της μέτρησης στάθηκε μπορετή μόλις μας μπήκε σα θέμα ανάλυσης»…
25
Παραπομπές

1. Ν. ΒΑΡΜΟΖΗΣ: «Προβλήματα της δημοτικής γλώσσας», Τέχνη, Μακεδονική Καλλιτεχνική Εταιρεία,


Θεσσαλονίκη, 1976.
2. Κ. ΔΕΣΠΟΤΟΠΟΥΛΟΣ: «Λογοτεχνία και δημοτικισμός», Νέα Εστία, Χριστούγεννα 1976.
3. Θ. ΤΑΣΙΟΣ: «Οι συνιστώσες της ελευθερίας», Αλκαίος,, Αθήνα, 1974.
4. R. BROWNING: «Η ελληνική γλώσσα, μεσαιωνική και νέα», Δ. Παπαδήμας, Αθήνα, 1972.
5. ΕΜΜ. ΚΡΙΑΡΑΣ: «Αρχαϊστικά στοιχεία και δημοτικός λόγος», Το Βήμα, 21.6.76.
6. Μ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗ: «Νεοελληνική Γραμματική», ΟΕΣΒ, Αθήναι, 1941.

26
Χρόνος ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΜΕΣΗ ΠΑΘΗΤΙΚΗ
παρών παρούσα δεχόμενος

δεσπόζων δεσπόζουσα εργαζόμενος

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ Πδ. τυχών αορ. τυχούσα (αορ.) επόμενος

φθίνων φθίνουσα εκτελούμενος

ηρεμούν ηρεμούσα ακολουθούμενος (+ρηματικά επίθετα)

Εύκολα ως (Γραμματικώς
Σχόλια (καλώς)
κατηγορούμενα1 περπατάνε)
αποδειχθείς
(αποδειχθείσα)
διαδεχθείς
ΑΟΡΙΣΤΟΣ Πδ. — —
(διαδεχθείσα)
απολυθείς
(απολυθείσα)

Σχόλια Όχι απαραίτητα


επεξεργασμένος

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ Πδ. — συγκεκριμένος2

τονισμένος

Σχόλια (καλώς)

1
Θερμή συνηγορία του Γ. Μιχαηλίδη-Νουάρου [2]. Μερική ανοχή Κριαρά [5].
2
Εδώ, τον εσωτερικό αναδιπλασιασμό τον χωνεύουμε σαν μια ανωμαλία.
27
ΣΥΖΗΤΗΣΗ

ΤΑΣΙΟΣ: Υπάρχει ένα θέμα διαλόγου απο τη μιά μεριά, και κοπώσεως απο την άλλη. Με μια συμβολική
διακοπή ενός λεπτού, για να φύγουν πραγματικά όσοι βιάζονται και όσοι είναι πολύ κουρασμένοι, μπορούμε
να ξοδέψουμε μερικά λεπτά, για όσους νομίζουν οτι θα μπορούσα εγώ ν’ απαντήσω σε οτιδήποτε (πράγμα
που είναι λίγο αμφίβολο), για να κλείσει λογικότερα αυτός ο μονόλογος.

(Σε ερώτηση ακροατή που δέν ακούστηκε με ευκρίνεια, ο ομιλητής απάντησε τα ακόλουθα).

ΤΑΣΙΟΣ: Η παρατήρησή-σας φαντάζομαι οτι έχει δύο σκέλη, το ένα είναι οτι χρησιμοποίησα τη φράση
«ήσσονος προσπαθείας». Είναι και στο κείμενό-μου και είναι με γράμματα Λειψίας. Τη χρησιμοποίησα
λοιπόν, γιατί υπάρχει γλωσσική συνέχεια · υπάρχει αυτό που είπαμε τροφοδότηση εννοιολογική πολύτιμη,
που δέν πρέπει να πάει χαμένη σε ορισμένα θέματα. Άλλωστε στις Ευρωπαϊκές γλώσσες με γράμματα
Λειψίας, όπως ξέρετε, αναφέρουν ατόφιους λατινικούς όρους.

Αυτή είναι η απολογία-μου, για τη χρήση της εκφράσεως «ήσσονος προσπαθείας» (με γράμματα Λειψίας,
επαναλαμβάνω).

Το δεύτερο σκέλος της παρατηρήσεώς-σας είναι οτι και εγώ χρησιμοποιώ εκφράσεις της καθαρεύουσας. Άν
αυτό εννοούσατε, απάντησα ήδη. Άν μιλούσατε γενικότερα, θα έλεγα όχι, για όνομα του Θεού, όχι της
καθαρεύουσας. Η καθαρεύουσα δέν μπόρεσε να κάνει τιμάριο την ελληνική γλώσσα και να την περιφράξει
και να γράφει «φερμπότεν» σε στύλ Τσουκαλά. Δικιά μας είναι η γλώσσα και επομένως, πραγματικά, χωρίς
ακρότητες πρέπει να νιώσουμε την άνεση που χρειάζεται για να θεραπεύσουμε τις ανάγκες-μας. Και πάντα
με τον κανόνα του Τριανταφυλλίδη «φραγμός απ’ τα δεξιά της δημοτικής».

ΕΡΩΤΗΣΗ: Έχω δύο ερωτήσεις, μάλλον δύο παρατηρήσεις να κάνω, σχετικά με τους ξενόγλωσσους όρους.
Πραγματικά έχω και εγώ βρεθεί ανάμεσα σε ανθρώπους, στους οποίους, άν είναι αμερικανομαθημένοι, σε
κάθε 3 λέξεις οι 2 είναι αμερικάνικες. Νόμιζα οτι αυτό συμβαίνει στους χημικούς, γιατί είμαι χημικός, αλλά
τώρα τελευταία που ανακατεύομαι με οικονομολόγους, είδα οτι και αυτοί έχουν τα ίδια προβλήματα.

Μιλώ για ανθρώπους που έχουν κάνει σπουδές στον ίδιο τόπο, επομένως δέν κάνει φιγούρα ο ένας
στον άλλον – απλώς διευκολύνονται μ’ αυτόν τον τρόπο. Και δέν ξέρω αν αυτό οφείλεται στο οτι, όταν πήγαν
στην Αμερική, μάθανε σωστά 5 πράγματα και μήπως όταν σπουδάσανε στην Ελλάδα, (γιατί οι άνθρωποι
αυτοί που ξέρω, το πρώτο κομμάτι των σπουδών τους το κάνανε στην Ελλάδα), μήπως, ή δέ μάθανε τίποτα
εδώ στην Ελλάδα απο τους Έλληνες δασκάλους-τους ή τα μάθανε σε μια ψυχρή καθαρεύουσα και επομένως
δέν τους έμεινε τίποτα. Δέν ξέρω πού οφείλεται αυτή η ξενογλωσσία. Αυτό είναι το ένα κομμάτι.

Και μια δεύτερη ερώτηση είναι: υπάρχουν ένα σωρό Ελληνικές λέξεις σε ξένες γλώσσες. Πώς τις
ξαναφέρνουμε στα ελληνικά;

ΤΑΣΙΟΣ: Θα προσπαθήσω να απαντήσω, δέν είμαι καθόλου σίγουρος οτι θα τα καταφέρω.


28
Ώς προς το πρώτο μέρος, θα έλεγα οτι είναι δύσκολο να πούμε οτι ήταν εδώ και δέν μάθανε τίποτα.
Είναι κάτι που δέν περιγράφει την κατάσταση. Και αν δέν περιγράφεις σωστά μια κατάσταση, δέν μπορείς να
τη θεραπεύσεις. Κάτι μάθανε. Το κακό είναι οτι ανάμεσα στην εποχή που σπούδασαν στην Ελλάδα και στην
εποχή που πήγανε έξω μεταπτυχιακά και στην εποχή που γύρισαν πίσω, μεσολαβεί πάρα πολύ μεγάλο χρονικό
διάστημα. Όχι μόνο φυσιολογικού χρόνου, αλλά και αυτού του «κενού ενημερότητας» που έχουν τα
Πανεπιστήμιά-μας και που μετράει λιγάκι για τη δύναμη κάθε Πανεπιστημίου.

Αυτή λοιπόν η συνολική διαφορά χρόνου γεννάει μια πλημμύρα απο καινούριους όρους. Άρα,
τουλάχιστον αυτούς τους όρους, που είναι όλο και ειδικότεροι, όλο και πιό μοντέρνοι, όλο και πιό δύσκολοι,
αυτούς του όρους ενδέχεται να τους ξέρανε να τους πούνε Ελληνικά οι άνθρωποι, και να είναι εντάξει. Το
καθήκον λοιπόν βαραίνει αυτούς που θεραπεύουν εδώ στην Ελλάδα τον αντίστοιχο επιστημονικό κλάδο. Θά
’πρεπε να έχουν φροντίσει να έχουν ρίξει αυτό το σπέρμα της κρυσταλλώσεως (για να μιλήσω στη γλώσσα
σας) για έναν έγκαιρο ε θ ι σ μ ό σε νέους ελληνικούς όρους.

Στο δεύτερο σκέλος της ερωτήσεώς σας λέτε τί γίνεται με τον επαναπατρισμό των ελληνογενών ξένων
όρων. Είναι ένα πρόβλημα. Το πρόβλημα ξεκίνησε με τον κινηματογράφο, που από ελληνικό δευτερόκλιτο
και πολυσύλλαβο, κατάντησε να γίνει τουρκόκλιτο, ο σινεμάς–του σινεμά. Τέτοιου είδους επαναπατρισμοί
είναι επικίνδυνοι. Όπως άλλωστε λένε και οι ομότεχνοί σας, και το «ιόν» ακόμα είναι ένας κακός
επαναπατρισμός. Πιστεύω όμως οτι εκεί τα πράγματα δέν είναι φοβερά δύσκολα.

Πρόσφατα έχουμε ένα θέμα με το «stochastic approach». Υποστηρίζω οτι δέν μπορείς να το ’πείς
«στοχαστική» θεώρηση, γιατι η λέξη στοχαστικός θυμίζει Rodin, δέν είναι πράγματα αυτά. Πρέπει να το
πούμε «πιθανοτικός» ή δέν ξέρω τί. Σπάνιες όμως είναι κάτι τέτοιες παγίδες. Νομίζω οτι με λίγο μερεμέτι
έρχεται ο ελληνικός όρος πίσω.

ΑΚΡΟΑΤΗΣ: Είπατε μερεμέτι.

ΤΑΣΙΟΣ: Ναί, μερεμέτι. Μερεμέτι είναι η ψιλο-επισκευή. Υπάρχει ο όρος επισκευή, η μικρο-επισκευή όμως
είναι μερεμέτι. Είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ευνοϊκής πολυτυπίας, που δέν πρέπει να μας ενοχλεί.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Η γλώσσα μας προέρχεται απο την αρχαία Ελληνική. Πολλές λέξεις-μας έχουν τη ρίζα-τους
απο 3.000 και 2.000 χρόνια πρίν. Και σήμερα λέμε: πόνος, άλγος και πολλές άλλες, νερό, ψωμί. Ή λέξη όμως
νερό έχει σχέση με το Νηρέα, το ψωμί με το ρήμα ψώω (τρίβω). Θέλω να ’πώ οτι οι λέξεις έχουν φτάσει ώς
εμάς, υπάρχουν στη γλώσσα-μας εδώ και 3.000 σχεδόν χρόνια. Λέμε τώρα, το «εις τον τάδε» είναι στην
καθαρεύουσα, ενώ «στον τάδε» είναι δημοτική. Στη λέξη όμως εισβολή, στη λέξη εισέρχομαι, πού είναι η
ετυμολογία της αρχαίας Ελληνικής; Πώς πρέπει να γίνει «σβολή»; Η οικία στη δημοτική είναι σπίτι. Αλλά
λέμε και οικότροφος, οικονομία, οικογένεια. Θα τα ξεχάσουν αυτά οι επόμενες γενεές;

ΤΑΣΙΟΣ: Το επιχείρημα αυτό κρύβει μια μεγάλη παρεξήγηση, νομίζω.

29
Έλεγα πρίν, με αφορμή άλλη αιτία, οτι η γλώσσα είναι μια κατεξοχήν πρακτική υπόθεση. Όσο σου
χρειάζεται η λέξη και είναι ζωντανή, την χρησιμοποιείς και κάνεις τη δουλειά σου. Εάν πιάσεις νυστέρι και
πείς, ποιό είναι ποιό και απο πού, τότε θα πάμε πίσω στη ρίζα της σανσκριτικής και αλίμονό-μας. Σας θυμίζω
τη λέξη «ούτε». Κανείς μας δέν χρησιμοποιεί πιά το «ου» και το «τε». Κι όμως η σύνθεσή-τους «ούτε», ζεί
και βασιλεύει.

Ώστε, πρέπει να ξεκινήσουμε απο το δεδομένο οτι η γλώσσα είναι μια πρακτική υπόθεση. Θέσατε
νομίζω και το ερώτημα γιατί «στο σημείο» και όχι «εις το σημείο». Απλούστατα, διοτι καθως το νόημα του
[εις το] και του [στο] συμπίπτουν απολύτως, δέν ενοχλούμαστε απ’ την ηχητική μεταβολή που συνέβη.

Λέγατε επίσης, τί θα γίνει με την εισβολή: Θα μείνει εισβολή. Επαναλαμβάνω, οι λέξεις δεν είναι
τιμάρια της καθαρεύουσας ή οποιουδήποτε συστήματος. Είναι ελληνικές και άν έχετε τον πρακτικό κανόνα
για οδηγό, θα δείτε οτι όλα αμβλύνονται. Επειδή η καθαρεύουσα χρησιμοποίησε αυτό το «εις», δέν σημαίνει
οτι το λήμμα λερώθηκε ανεπανόρθωτα και δέν μπορώ να το χρησιμοποιώ.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Και εγώ ως τεχνικός θα μιλήσω. Και γι’ αυτό, το λεξιλόγιό-μου μπορεί να μήν είναι το
κατάλληλο για κάθε τι που θα λέω. Πρώτα-πρώτα, το να δώσουμε την επιστήμη στην καθημερινή γλώσσα,
είναι απαραίτητο, γιατι σήμερα ξέρουμε πιά ότι η γνώση γίνεται και με τη γλώσσα. Είναι απαραίτητο για την
συναγωνιστικότητα του γένους-μας στο διεθνές επίπεδο της επιστήμης, να μπορέσουμε να έχουμε μια γλώσσα
καθημερινή, ώστε να μή χάνουμε χώρο στον εγκέφαλό-μας αποθηκεύοντας άλλα στην καθαρεύουσα, άλλα
στη δημοτική, και μετά η ανάκληση βέβαια είναι πολύ δύσκολη. Αυτά στο θεωρητικό τομέα.

Τώρα, στον πρακτικό. Μεταφράζοντας βιβλία και γράφοντας, βρήκα μεγάλη δυσκολία στο θέμα των
επιστημονικών όρων. Άλλο είναι η γαλή και άλλο είναι η γάτα. Γαλή είναι το είδος της γαλής, αρσενικό και
θηλυκό. Όταν πούμε η γάτα, ίσως, είναι και πιό όμορφο μέσα στο κείμενο, ο αναγνώστης να περιορίσει την
έννοια στη θηλυκή γάτα, οπότε δέν του δίνω εγώ αυτό που θέλω να πώ. Εγώ θέλω να πώ «γαλή», εννοώντας
και την αρσενική και την θηλυκή γάτα.

Καμια φορά είμαστε υποχρεωμένοι να χρησιμοποιούμε όρους της καθαρεύουσας, όρους


επιστημονικούς που μοιάζουν της καθαρεύουσας, ενώ υπάρχει δημοτικός όρος για να ακριβολογούμε, όσο
και αν ξενίζουμε τον φιλόλογο που θα διαβάσει το κείμενο.

ΤΑΣΙΟΣ: Νομίζω οτι το παράδειγμά-σας πιθανόν να μήν ήταν πολύ πειστικό για εκείνο που θέλατε να
υποστηρίξετε. Αυτό που θέλετε να υποστηρίξετε, εγώ νομίζω πως το δέχομαι. Όλος ο κόσμος το λέει οτι όταν
θέλεις πραγματικά να έχεις μια τελείως διαφορετική έννοια, θα χρησιμοποιήσεις έναν όρο λόγιο. Για το
ερώτημά-σας όμως φοβούμαι οτι και η γαλή είναι θηλυκιά. Επομένως είναι θέμα συμφραζομένων. Δέν μπορώ
λοιπόν να απαντήσω γενικά. Είμαι εμπειρικός. Ο κ. Δοξιάδης εδώ τις προάλλες μας έλεγε οτι στα Αγγλικά το
μάτι είναι eye, ο οπτικός που φτιάχνει τα γυαλιά είναι optician και ο οφθαλμίατρος είναι oculist. ΄Εχετε 3
διαφορετικούς όρους, που όφειλαν να είχαν μια συγγένεια «εν σειρά» – και δέν την έχουν. Αυτό όμως
σημαίνει ιστορία και ζωντάνια της γλώσσας. Επιφυλάσσομαι πάντως για το παράδειγμα που δώσατε. Ίσως ο
30
όρος «γάτα» είναι πράγματι η λύση. Σε κάποιο μάθημα, όπου είπα ότι το τάδε λιμάνι «παραχώθηκε», αντί να
’πώ «προσχώθηκε», ανακάλυψα οτι παρ’ όλο που αυτό το «παραχώθηκε» έχει ένα κάποιο ελαφρό
συναισθηματικό φορτίο συνειρμικό, δέν μου ερχόταν άσχημα. Δηλαδή πρέπει λιγάκι να τολμήσουμε προς τα
εκεί. Επίτηδες, για να μήν μας πάρει η μπάλα και μπάσουμε πολλά λόγια στοιχεία.

Το καθήκον μας είναι όπως το λέτε. Πρέπει εμείς σε μικρούς κλαδικούς χώρους στα Πανεπιστήμια
και στους επιστ. συλλόγους να κάνουμε λεξιλόγια. Είναι ιδίως σημαντικό να βλέπουμε τί γίνεται σήμερα στην
διεθνή βιβλιογραφία, και σε ποιόν βαθμό κάθε επιστήμονας πιάνει τον «αέρα» της επιστήμης που έρχεται,
όλους εκείνους τους καινούριους όρους που θα χρειαστούν την επόμενη πενταετία. Αλλά μια τέτοια
συλλογική δράση θέλει μια μεθόδευση καλύτερη, κι είναι απ’ τους πρώτους στόχους που πρέπει να βάλουμε.

31

You might also like