Professional Documents
Culture Documents
1 CCB 74 A 44 B 08032 DD 150
1 CCB 74 A 44 B 08032 DD 150
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Όπως είναι γνωστό, το κύριο σημείο που χωρίζει τις δύο μεγάλες χριστιανικές
παραδόσεις, Ανατολής και Δύσεως, είναι το σύστημα διακυβέρνησης της Εκκλησίας.
Στην Ανατολική παράδοση υφίσταται η Συνοδικότητα, δηλαδή η από κοινού
διακυβέρνηση της Εκκλησίας από τους επισκόπους. Ενώ στη Δυτική Εκκλησία είναι ο
Πάπας που διοικεί την εξωτερική δομή της Εκκλησίας, στην οποία ωστόσο, η
συνοδικότητα ασκεί, χτες και σήμερα, έναν μεγάλο ρόλο. Αρκεί να σκεφθεί κάνεις πως
μέχρι σήμερα έχει τελέσει πληθώρα από γενικούς και περιφερικούς συνόδους.
Η καθολική Εκκλησία ωστόσο είναι πεπεισμένη, σήμερα παρά ποτέ, πως πρέπει
να αξιοποιήσει περεταίρω το συνοδικό σύστημα διακυβέρνησης της Εκκλησίας. Και
αυτό αντικειμενικά για εκκλησιολογικούς και οικουμενικούς λόγους. Έτσι τον
Οκτώβριο του 2023, θα τελέσει στη Ρώμη την 16 η Τακτική Σύνοδο των Επισκόπων, η
οποία θα έχει ως θέμα: «Προς μία Εκκλησία Συνοδική: κοινωνία, συμμετοχή,
αποστολή». Πριν πραγματοποιηθεί αυτή η γενική Σύνοδος, σε κάθε Επισκοπή του
κόσμου, πρέπει να προηγηθεί μια προσυνοδική φάση που θα αφορά στη «μέγιστη
δυνατή ένταξη και συμμετοχή» των βαπτισμένων Καθολικών στην επισκοπική
συνοδική διαδικασία. Αυτή η φάση θα αρχίσει τις 17 Οκτωβρίου 2021 και θα διαρκέσει
μέχρι το τέλος Απριλίου 2022. Τα αποτελέσματα των τοπικών συνόδων, θα σταλθούν
στη Ρώμη και, βάση αυτών, θα προετοιμαστεί το κείμενο εργασίας που θα απασχολήσει
τους Συνοδικούς Ιεράρχες τον Οκτώβριο του 2023.
Στην περίοδο κατά την οποίαν οι δύο εκκλησίες ήταν ενωμένες (πρώτη
χιλιετία), η πιο συνηθισμένη μορφή συνοδικότητας, υπήρξε η λεγόμενη «πενταρχία»,
δηλαδή η κοινωνία των πέντε Πρεσβυγενών Πατριαρχείων (Ρώμης, Κωνσταντινούπολης,
Αλεξάνδρειας, Αντιόχειας, Ιεροσολύμων).
Αυτό το θέμα θα μας απασχολήσει στην συνέχεια, αλλά πρώτα θα αναφερθούμε
στα αποτελέσματα του διαλόγου μεταξύ Καθολικής και Ορθόδοξης Εκκλησίας που
είχαν και έχουν ως αντικείμενο συζήτησης αυτού του διαλόγου ακριβώς τη
συνοδικότητα.
Είναι αναγκαίο επίσης να αναφερθούμε στο το πώς ο Πάπας Φραγκίσκος βλέπει
τη συνοδικότητα στις διάφορες συχνές αναφορές που κάνει σχετικά με αυτό το θέμα.
Αυτά τα δύο κείμενα πέρασαν δια πυρός και σιδήρου μέχρι να λάβουν την
τελική τους μορφή. Άλλα κείμενα, ύστερα από πολύχρονη και κοπιώδη -από κοινού-
επεξεργασία, εγκαταλείφθηκαν καθώς δεν ήταν αρεστά, κυρίως από την αντιπροσωπεία
του Πατριαρχείου της Μόσχας. Σαν ναυάγια, σε μια φουρτουνιασμένη θάλασσα,
επιβίωσαν μονάχα τα κείμενα της Ραβέννας και του Chieti.
Παρά τις δυσκολίες και τη βραδύτητα αυτού του διάλογου, προσωπικά ως μέλος
της Μικτής Επιτροπής και της Συντονιστικής Επιτροπής αυτού του Διαλόγου, είμαι
βαθιά πεπεισμένος πως αυτά τα δύο κείμενα αποτελούν ένα βήμα εμπρός, στον διάλογο
των δύο χριστιανικών παραδόσεων. Πράγματι και τα δύο κείμενα επαναλαμβάνουν κάτι
το πολύ απλό, αλλά εκκλησιολογικά ουσιαστικό, δηλαδή τη θεολογική αναγκαιότητα
της ύπαρξης στην Εκκλησία του συνοδικού θεσμού και ταυτόχρονα ενός πρώτου, όχι
μόνο σε τοπικό και επαρχιακό, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο. Είναι χαρακτηριστικά
τα λόγια του Κειμένου της Ραβέννας: «Το πρωτείο σε όλα τα επίπεδα αποτελεί πρακτική
στερεά εδραιωμένη στην κανονική παράδοση της Εκκλησίας. Το πρωτείο και η
συνοδικότητα είναι θεσμοί αμοιβαία αλληλοεξαρτώμενοι, γι’ αυτό, το πρωτείο στα
διάφορα επίπεδα της ζωής της Εκκλησίας, τοπικό, περιφερειακό και παγκόσμιο, θα
πρέπει να θεωρείται στο πλαίσιο της συνοδικότητας, και κατά τον ίδιο τρόπο η
συνοδικότητα στο πλαίσιο του πρωτείου» (Κείμενο της Ραβέννας, αρ. 43).
Αυτά τα δύο κείμενα διακηρύττουν μία άλλη σπουδαία αρχή: «Η πενταρχία δεν
αποτελούσε την κέφαλη της Εκκλησίας», δηλαδή δεν εξασκούσε κάποια εξουσία πάνω σε
όλη την Εκκλησία. Πράγματι και τα δύο Κείμενα, αυτό της Ραβέννας όπως και αυτό του
Chieti, επαναλαμβάνουν την πεποίθηση ότι μεταξύ των πέντε Πατριαρχών υπήρχε μια
«τάξη», υπήρξε ένας «πρώτος», χωρίς αυτό να σημαίνει, όμως, ότι αυτός ο πρώτος
εξασκούσε κάποια εξουσία δικαιοδοσίας πάνω στους άλλους. Το Κείμενο του Chieti
αναφέρει μεταξύ των άλλων: «Μεταξύ του 4ου και του 7ου αιώνα η «τάξις» των πέντε
πατριαρχικών εδρών, όπως συστήθηκε και εγκρίθηκε από τις διάφορες Οικουμενικές
Συνόδους, αναγνώρισε την έδρα της Ρώμης ότι κατείχε την πρωτοκαθεδρία και ασκούσε
το πρωτείον τιμής, ακολουθούμενη από τα Πατριαρχεία της Κωνσταντινουπόλεως,
Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιερουσαλήμ, σύμφωνα με μία συγκεκριμένη «τάξη» που
όριζε η κανονική παράδοση» (Κείμενο του Chieti, αρ. 15).
Το κείμενο της Ραβέννας, στις παραγράφους 44 και 45, επιμένει στην ιστορική
και κανονική ύπαρξη ενός πρώτου στους κόλπους της πενταρχίας, και συγκεκριμένα
αυτού της Ρώμης, έστω και αν αυτός ο πρώτος, ερμηνεύεται πολύ διαφορετικά στην
Ορθόδοξη και στην Καθολική Εκκλησία και αυτή η διαφορετική ερμηνεία αποτελεί τα
προβλήματα που ακόμα σήμερα οι δύο Εκκλησίες δεν μπόρεσαν να λύσουν.
Ωστόσο είναι μεγάλη η επιθυμία της Ρώμης ο θεσμός της συνοδικότητας, με ένα
σύγχρονο τρόπο, να γίνει, για την Καθολική Εκκλησία, πιο εμφανής και πιο
αποτελεσματικός. Αυτό δείχνουν οι συχνές αναφορές του Πάπα Φραγκίσκου στο θέμα
της συνοδικότητας.
Η ΣΥΝΟΔΙΚΟΤΗΤΑ
ΣΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΠΑΠΑ ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΥ
Η Συνοδικότητα είναι ένα θέμα που απασχολεί όλο και περισσότερο τον Πάπα
Φραγκίσκο. Με την ευκαιρία της 50ής επετείου από τη θεσμοθέτηση της Συνόδου των
Επισκόπων, ο Πάπας, στις 17 Οκτωβρίου 2015, είπε τα εξής: «Αυτό που κατά κάποιον
τρόπο ο Κύριος μας ζητά, το περιέχει ήδη μία λέξη: ΣΥΝΟΔΟΣ. Οφείλουμε να
βαδίσουμε μαζί – λαϊκοί, ποιμένες, ο Επίσκοπος Ρώμης – ωστόσο δεν είναι εύκολο
πρακτικά να εφαρμοστεί».
Ενώ στον αρ. 246, ο Πάπας επαναλαμβάνει μια πεποίθησή του, την οποία είχε
την ευκαιρία να εκφράσει σε άλλες περιπτώσεις κατά τη διάρκεια «ανταλλαγής δώρων»
με την Ορθόδοξη Εκκλησία: «Είναι πολλά και πολύτιμα αυτά που μας ενώνουν! Και αν
πραγματικά πιστεύουμε στην ελεύθερη και γενναιόδωρη δράση του Αγίου Πνεύματος,
πόσα πράγματα μπορούμε να διδαχτούμε οι μεν από τους δε! Το ζήτημα δεν είναι μόνο να
έχουμε πληροφορίες για τους άλλους, προκειμένου να τους γνωρίσουμε καλύτερα, αλλά
να συλλέξουμε αυτό που το Πνεύμα έσπειρε σ’ αυτούς ως μια δωρεά και για εμάς. Μόνο
ως παράδειγμα αναφέρω ότι, στον διάλογο με τους αδελφούς Ορθοδόξους, εμείς οι
Καθολικοί έχουμε τη δυνατότητα να μάθουμε κάτι περισσότερο για τη σημασία της
συλλογικότητας των Επισκόπων και για τη δική τους εμπειρία της συνοδικότητας. Μέσω
της ανταλλαγής τέτοιων δώρων, το Άγιο Πνεύμα μπορεί να μας οδηγήσει όλο και
περισσότερο στην αλήθεια και στο καλό».
Στη συνέντευξή του στο περιοδικό La Civiltà Cattolica (19 Σεπτεμβρίου 2013,
αρ. 3918, σελ. 466), στην ερώτηση του δημοσιογράφου: «Πώς μπορεί να συμφιλιωθεί
αρμονικά το Πέτρειο πρωτείο και η συνοδικότητα; Ποιοι δρόμοι είναι πρακτικά
εφαρμόσιμοι από οικουμενική οπτική;», ο Πάπας απάντησε: «Πρέπει να βαδίσουμε
μαζί, ο λαός, οι Επίσκοποι και ο Πάπας. Η συνοδικότητα πρέπει να βιωθεί σε διάφορα
επίπεδα. Ίσως είναι καιρός να αλλάξουμε τη μεθοδολογία της Συνόδου, διότι η τρέχουσα
μου φαίνεται στατική. Αυτό θα μπορούσε επίσης να έχει μια οικουμενική αξία, ειδικά με
τους Ορθόδοξους αδελφούς μας. Από αυτούς μπορούμε να μάθουμε περισσότερα για το
νόημα της επισκοπικής συλλογικότητας και για την παράδοση της συνοδικότητας. Η
προσπάθεια μιας κοινής περίσκεψης, εξετάζοντας πώς κυβερνήθηκε η Εκκλησία τους
πρώτους αιώνες, πριν από τη ρήξη μεταξύ Ανατολής και Δύσεως, θα αποφέρει καρπούς
εν ευθέτω χρόνω. Στις οικουμενικές σχέσεις αυτό είναι το σημαντικό: όχι μόνο να
γνωρίσουμε ο ένας τον άλλον καλύτερα, αλλά και να αναγνωρίσουμε τι έχει σπείρει το
Πνεύμα στους άλλους, κάτι το οποίο αποτελεί δώρο και για εμάς».
Ένας από αυτούς τους τρόπους με τους οποίους η Εκκλησία κυβερνιόταν κατά
τους πρώτους αιώνες, εκτός από τη συνοδικότητα, ήταν και το σύστημα της πενταρχίας,
με το οποίο εκφραζόταν στις Εκκλησίες της εποχής όχι τόσο μια διακυβέρνηση, αλλά
κυρίως το σημείο της κοινωνίας, της αρμονίας ή της δυσαρμονίας, μεταξύ των
Εκκλησιών. Οι πέντε μεγάλοι Πατριάρχες (Ρώμης, Κωνσταντινουπόλεως,
Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων) δεν κυβερνούσαν την Εκκλησία στο
σύνολό της, αλλά η μεταξύ τους κοινωνία ήταν η πιο απτή μαρτυρία της ενότητας και
της ειρήνης της Χριστιανοσύνης εκείνης της εποχής, όταν ο γνωστός κόσμος
περιορίζονταν στους γεωγραφικούς λαούς της Μεσογείου, της Ευρώπης και της Μέσης
Ανατολής.
Δεν είναι της στιγμής να υπεισέλθουμε στο περίπλοκο ζήτημα της πενταρχίας,
ειδικά, αναφορικά με το νόημα και την αξία που είχε αυτός ο τίτλος στη Λατινική
Εκκλησία. Κάποιοι καθολικοί μελετητές υποστηρίζουν - λανθασμένα κατά τη γνώμη
μας - ότι η Λατινική Εκκλησία δεν θεώρησε ποτέ τον εαυτό της ως Πατριαρχείο
αναφορικά με τα άλλα τέσσερα πρεσβυγενή Πατριαρχεία. Ωστόσο, πιστεύουμε ότι
αποτελεί μια απλή πράξη καλής θελήσεως, στον διάλογο με τους Ορθοδόξους, να
επανενταχθεί αυτός ο παπικός τίτλος στην Ποντιφική Επετηρίδα.
Εξάλλου, η πενταρχία είναι γνωστή και στη Ρώμη. Μία από τις πιο προσφιλείς
εικόνες των Βυζαντινών για να παρουσιάσουν την πενταρχία ήταν αυτή των «πέντε
αισθήσεων». Όπως το σώμα έχει πέντε αισθήσεις, για να μπορεί να ζει με κανονικό
τρόπο, το ίδιο ισχύει και με τις κεφαλές της Εκκλησίας. Οι πέντε πνευματικές αισθήσεις
που στόλιζαν το σώμα της Εκκλησίας, ήταν οι πέντε Πατριάρχες. Αν τύχαινε να λείψει
από την Εκκλησία μία από τις αισθήσεις της, θα έλειπε κάτι από την ακεραιότητά της.
Ένας Βυζαντινός λόγιος, που πέθανε το 1117, σε μια διαμάχη του με τους Λατίνους, η
οποία διεξήχθη στην Κωνσταντινούπολη το 1112, προσκαλεί τους Λατίνους να
ενωθούν με τον αληθινό Αρχηγό της Εκκλησίας, τον Χριστό, υποστηρίζοντας:
«Εγκαταλείψτε, σας παρακαλώ, τον υπερβολικό σας ζήλο για την κατανόηση της
αλήθειας και ελάτε, όπως αρμόζει, να ενωθείτε με την ολότητα του σώματος της
καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας, από την οποία αδίκως έχετε χωριστεί.
Ενεργώντας έτσι, δεν θα στερείτε πια από τον κοινό αρχηγό μας, τον Χριστό, τη μία από
τις αισθήσεις του, ακρωτηριάζοντας, με αυτό τον τρόπο, την ενότητα και δυσαρεστώντας
τον Κύριο. Πράγματι, απ’ όσο εγώ γνωρίζω, οι πέντε Πατριάρχες είναι σαν μια εικόνα
των πέντε αισθήσεων» ( R. GAHBAUER, Gegen den Primat des Papstes. Studien zu
Niketas Seides: Edition, Einfurrung, Kommentar, München 1975, 73).
Αυτή η εικόνα των πέντε αισθήσεων δεν ήταν άγνωστη ούτε στη Δύση. Ο
Αναστάσιος, βιβλιοθηκάριος της Εκκλησίας της Ρώμης (817-897), ο οποίος γνώριζε
καλά τον Ανατολικό Χριστιανισμό, στην εισαγωγή της λατινικής μετάφρασης των
Πράξεων της Δ’ Συνόδου της Κωνσταντινούπολης (869-870), υιοθετεί αυτή την εικόνα
και προσπαθεί να ερμηνεύσει την πενταρχία με τρόπο αποδεκτό και από τη Ρωμαϊκή
Εκκλησία. Γράφει: «Στην Εκκλησία που είναι το σώμα του Χριστού, υπάρχουν τόσες
πατριαρχικές έδρες όσες είναι οι αισθήσεις στο ανθρώπινο σώμα. Η ευημερία του
εκκλησιαστικού σώματος μετράται από την αμοιβαία αρμονία των πέντε Πατριαρχών. Η
Ρωμαϊκή Έδρα, ωστόσο, κατέχει μια ανώτερη θέση ως προς τις άλλες, διότι συγκρίνεται
με την όραση που αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα με περισσότερη οξύτητα και
βρίσκεται σε σχέση με τις άλλες αισθήσεις όπως καμία άλλη».
Είναι ένα γεγονός που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί: για τους Ανατολικούς, ο
Πάπας γινόταν κατανοητός και εντασσόταν στο άθροισμα των Πατριαρχών. Ένα από τα
κριτήρια για την αναγνώριση της οικουμενικότητας των Συνόδων ήταν, όχι μόνο η
έγκριση του Πάπα, αλλά του συνόλου των Πατριαρχών. Σχετικά με αυτό, είναι
χαρακτηριστικές οι παρατηρήσεις του Πατριάρχη Ιγνάτιου, με αφορμή την Δ’ Σύνοδο
της Κωνσταντινουπόλεως (869-970) (βλ. MANSI XVI, 132E). Επίσης, ο Αναστάσιος ο
Βιβλιοθηκάριος, στην εισαγωγή της μεταφράσεως των Πράξεων αυτής της Συνόδου,
αναφέρει ότι επρόκειτο στην πραγματικότητα για μια Οικουμενική Σύνοδο, επειδή και
οι πέντε Πατριάρχες εκπροσωπούντο σε αυτήν. (Βλ. MANSI XVI, 7 CB).
Ιδού ένα χαρακτηριστικό κείμενο του Αγίου Νικηφόρου που συνοψίζει όλα
αυτά: «Είναι ένας παλαιός νόμος της Εκκλησίας, σύμφωνα με τον οποίο, όταν
προκύπτουν αμφιβολίες και αντιπαραθέσεις μέσα στην Εκκλησία, να λύνονται και να
καθορίζονται από μια Οικουμενική Σύνοδο με τη συγκατάθεση και την έγκριση των
επιφανών Πατριαρχών που κρατούν τους αποστολικούς θρόνους» (MANSI XVI,
140-141).
Είναι αλήθεια ότι οι Βυζαντινοί, από τον 12ο αιώνα και μετά, χρησιμοποίησαν
την πενταρχία ενάντια στη «monarchia Petri» (την μοναρχία του Πέτρου), όπως είναι
εξίσου αληθινή η τάση της Ρώμης τότε, να απορροφά τα άλλα πατριαρχεία στον εαυτό
της.
Είμαστε πεπεισμένοι ότι η πενταρχία στη Δύση δεν έπαιξε τον ίδιο ρόλο με
εκείνον στην Ανατολή, και ότι επιπλέον σήμερα, η γεωπολιτική κατάσταση των
μεγάλων επισκοπικών εδρών έχει αλλάξει ριζικά από την περίοδο της πενταρχίας στην
εποχή του Ιουστινιανού. Ωστόσο, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τον πολύ αρχαίο θεσμό
της συνοδικότητας, όπως βιώθηκε με τη μορφή της πενταρχίας στην πρώτη χιλιετία,
κατά την οποία η Ρώμη δεν αποκλειόταν αλλά, αντιθέτως, καταλάμβανε την πρώτη
θέση. Επομένως, δεν θα ήταν χωρίς νόημα, για τους χριστιανούς αδελφούς μας της
Ανατολής, αν ο Πάπας Φραγκίσκος - συνηθισμένος σε προφητικές χειρονομίες -
επανέφερε τον αρχαίο τίτλο στην Ποντιφική Επετηρίδα: ο Πάπας «Πατριάρχης της
Δύσεως».
+ Ιωάννης Σπιτέρης
Αρχιεπίσκοπος