Download as doc, pdf, or txt
Download as doc, pdf, or txt
You are on page 1of 7

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΡΩΜΗΣ

ΣΤΗΝ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΙΚΟΤΗΤΑΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Όπως είναι γνωστό, το κύριο σημείο που χωρίζει τις δύο μεγάλες χριστιανικές
παραδόσεις, Ανατολής και Δύσεως, είναι το σύστημα διακυβέρνησης της Εκκλησίας.
Στην Ανατολική παράδοση υφίσταται η Συνοδικότητα, δηλαδή η από κοινού
διακυβέρνηση της Εκκλησίας από τους επισκόπους. Ενώ στη Δυτική Εκκλησία είναι ο
Πάπας που διοικεί την εξωτερική δομή της Εκκλησίας, στην οποία ωστόσο, η
συνοδικότητα ασκεί, χτες και σήμερα, έναν μεγάλο ρόλο. Αρκεί να σκεφθεί κάνεις πως
μέχρι σήμερα έχει τελέσει πληθώρα από γενικούς και περιφερικούς συνόδους.

Η καθολική Εκκλησία ωστόσο είναι πεπεισμένη, σήμερα παρά ποτέ, πως πρέπει
να αξιοποιήσει περεταίρω το συνοδικό σύστημα διακυβέρνησης της Εκκλησίας. Και
αυτό αντικειμενικά για εκκλησιολογικούς και οικουμενικούς λόγους. Έτσι τον
Οκτώβριο του 2023, θα τελέσει στη Ρώμη την 16 η Τακτική Σύνοδο των Επισκόπων, η
οποία θα έχει ως θέμα: «Προς μία Εκκλησία Συνοδική: κοινωνία, συμμετοχή,
αποστολή». Πριν πραγματοποιηθεί αυτή η γενική Σύνοδος, σε κάθε Επισκοπή του
κόσμου, πρέπει να προηγηθεί μια προσυνοδική φάση που θα αφορά στη «μέγιστη
δυνατή ένταξη και συμμετοχή» των βαπτισμένων Καθολικών στην επισκοπική
συνοδική διαδικασία. Αυτή η φάση θα αρχίσει τις 17 Οκτωβρίου 2021 και θα διαρκέσει
μέχρι το τέλος Απριλίου 2022. Τα αποτελέσματα των τοπικών συνόδων, θα σταλθούν
στη Ρώμη και, βάση αυτών, θα προετοιμαστεί το κείμενο εργασίας που θα απασχολήσει
τους Συνοδικούς Ιεράρχες τον Οκτώβριο του 2023.

Το θέμα της συνοδικότητας απασχόλησε και τον Θεολογικό Διάλογο μεταξύ


Καθολικής και Ορθοδόξου Εκκλησίας κατά την τελευταία δεκαετία.

Στην περίοδο κατά την οποίαν οι δύο εκκλησίες ήταν ενωμένες (πρώτη
χιλιετία), η πιο συνηθισμένη μορφή συνοδικότητας, υπήρξε η λεγόμενη «πενταρχία»,
δηλαδή η κοινωνία των πέντε Πρεσβυγενών Πατριαρχείων (Ρώμης, Κωνσταντινούπολης,
Αλεξάνδρειας, Αντιόχειας, Ιεροσολύμων).
Αυτό το θέμα θα μας απασχολήσει στην συνέχεια, αλλά πρώτα θα αναφερθούμε
στα αποτελέσματα του διαλόγου μεταξύ Καθολικής και Ορθόδοξης Εκκλησίας που
είχαν και έχουν ως αντικείμενο συζήτησης αυτού του διαλόγου ακριβώς τη
συνοδικότητα.
Είναι αναγκαίο επίσης να αναφερθούμε στο το πώς ο Πάπας Φραγκίσκος βλέπει
τη συνοδικότητα στις διάφορες συχνές αναφορές που κάνει σχετικά με αυτό το θέμα.

Η ΣΥΝΟΔΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΟΝ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΔΙΑΛΟΓΟ

Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια μεγάλη κινητικότητα αναφορικά με το θέμα


«Συνοδικότητα και Πρωτείο». Είναι το θέμα που απασχόλησε και απασχολεί τη Διεθνή
Επιτροπή για τον θεολογικό διάλογο μεταξύ της Καθολικής και της Ορθόδοξης
Εκκλησίας.
Από το 2006 μέχρι σήμερα, η Μικτή Επιτροπή Διαλόγου μεταξύ Καθολικής και
Ορθόδοξης Εκκλησίας, στις διάφορες Συνελεύσεις της, ασχολήθηκε ουσιαστικά με ένα
μόνο θέμα: «Συνοδικότητα και Πρωτείο» μέσα στην Εκκλησία. Σε όλα αυτά τα χρόνια
εξεδόθησαν μόνο δύο κείμενα: εκείνο της Ραβέννας: (14 Οκτωβρίου 2007) με τίτλο
«Εκκλησιολογικές και Κανονικές συνέπειες της μυστηριακής φύσης της Εκκλησίας:
Εκκλησιαστική Κοινωνία, Συνοδικότητα και Εξουσία μέσα στην Εκκλησία» και αυτό του
Chieti (21 Σεπτεμβρίου 2016): «Συνοδικότητα και πρωτείο κατά την πρώτη χιλιετία:
κάθοδος προς μια κοινή κατανόηση στην υπηρεσία της ενότητας της Εκκλησίας».

Αυτά τα δύο κείμενα πέρασαν δια πυρός και σιδήρου μέχρι να λάβουν την
τελική τους μορφή. Άλλα κείμενα, ύστερα από πολύχρονη και κοπιώδη -από κοινού-
επεξεργασία, εγκαταλείφθηκαν καθώς δεν ήταν αρεστά, κυρίως από την αντιπροσωπεία
του Πατριαρχείου της Μόσχας. Σαν ναυάγια, σε μια φουρτουνιασμένη θάλασσα,
επιβίωσαν μονάχα τα κείμενα της Ραβέννας και του Chieti.

Παρά τις δυσκολίες και τη βραδύτητα αυτού του διάλογου, προσωπικά ως μέλος
της Μικτής Επιτροπής και της Συντονιστικής Επιτροπής αυτού του Διαλόγου, είμαι
βαθιά πεπεισμένος πως αυτά τα δύο κείμενα αποτελούν ένα βήμα εμπρός, στον διάλογο
των δύο χριστιανικών παραδόσεων. Πράγματι και τα δύο κείμενα επαναλαμβάνουν κάτι
το πολύ απλό, αλλά εκκλησιολογικά ουσιαστικό, δηλαδή τη θεολογική αναγκαιότητα
της ύπαρξης στην Εκκλησία του συνοδικού θεσμού και ταυτόχρονα ενός πρώτου, όχι
μόνο σε τοπικό και επαρχιακό, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο. Είναι χαρακτηριστικά
τα λόγια του Κειμένου της Ραβέννας: «Το πρωτείο σε όλα τα επίπεδα αποτελεί πρακτική
στερεά εδραιωμένη στην κανονική παράδοση της Εκκλησίας. Το πρωτείο και η
συνοδικότητα είναι θεσμοί αμοιβαία αλληλοεξαρτώμενοι, γι’ αυτό, το πρωτείο στα
διάφορα επίπεδα της ζωής της Εκκλησίας, τοπικό, περιφερειακό και παγκόσμιο, θα
πρέπει να θεωρείται στο πλαίσιο της συνοδικότητας, και κατά τον ίδιο τρόπο η
συνοδικότητα στο πλαίσιο του πρωτείου» (Κείμενο της Ραβέννας, αρ. 43).

Αυτά τα δύο κείμενα διακηρύττουν μία άλλη σπουδαία αρχή: «Η πενταρχία δεν
αποτελούσε την κέφαλη της Εκκλησίας», δηλαδή δεν εξασκούσε κάποια εξουσία πάνω σε
όλη την Εκκλησία. Πράγματι και τα δύο Κείμενα, αυτό της Ραβέννας όπως και αυτό του
Chieti, επαναλαμβάνουν την πεποίθηση ότι μεταξύ των πέντε Πατριαρχών υπήρχε μια
«τάξη», υπήρξε ένας «πρώτος», χωρίς αυτό να σημαίνει, όμως, ότι αυτός ο πρώτος
εξασκούσε κάποια εξουσία δικαιοδοσίας πάνω στους άλλους. Το Κείμενο του Chieti
αναφέρει μεταξύ των άλλων: «Μεταξύ του 4ου και του 7ου αιώνα η «τάξις» των πέντε
πατριαρχικών εδρών, όπως συστήθηκε και εγκρίθηκε από τις διάφορες Οικουμενικές
Συνόδους, αναγνώρισε την έδρα της Ρώμης ότι κατείχε την πρωτοκαθεδρία και ασκούσε
το πρωτείον τιμής, ακολουθούμενη από τα Πατριαρχεία της Κωνσταντινουπόλεως,
Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιερουσαλήμ, σύμφωνα με μία συγκεκριμένη «τάξη» που
όριζε η κανονική παράδοση» (Κείμενο του Chieti, αρ. 15).

Το κείμενο της Ραβέννας, στις παραγράφους 44 και 45, επιμένει στην ιστορική
και κανονική ύπαρξη ενός πρώτου στους κόλπους της πενταρχίας, και συγκεκριμένα
αυτού της Ρώμης, έστω και αν αυτός ο πρώτος, ερμηνεύεται πολύ διαφορετικά στην
Ορθόδοξη και στην Καθολική Εκκλησία και αυτή η διαφορετική ερμηνεία αποτελεί τα
προβλήματα που ακόμα σήμερα οι δύο Εκκλησίες δεν μπόρεσαν να λύσουν.

Ωστόσο είναι μεγάλη η επιθυμία της Ρώμης ο θεσμός της συνοδικότητας, με ένα
σύγχρονο τρόπο, να γίνει, για την Καθολική Εκκλησία, πιο εμφανής και πιο
αποτελεσματικός. Αυτό δείχνουν οι συχνές αναφορές του Πάπα Φραγκίσκου στο θέμα
της συνοδικότητας.

Η ΣΥΝΟΔΙΚΟΤΗΤΑ
ΣΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΠΑΠΑ ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΥ

Η Συνοδικότητα είναι ένα θέμα που απασχολεί όλο και περισσότερο τον Πάπα
Φραγκίσκο. Με την ευκαιρία της 50ής επετείου από τη θεσμοθέτηση της Συνόδου των
Επισκόπων, ο Πάπας, στις 17 Οκτωβρίου 2015, είπε τα εξής: «Αυτό που κατά κάποιον
τρόπο ο Κύριος μας ζητά, το περιέχει ήδη μία λέξη: ΣΥΝΟΔΟΣ. Οφείλουμε να
βαδίσουμε μαζί – λαϊκοί, ποιμένες, ο Επίσκοπος Ρώμης – ωστόσο δεν είναι εύκολο
πρακτικά να εφαρμοστεί».

Ο αρ. 32 της Μετασυνοδικής Παραίνεσης του Πάπα Φραγκίσκου Evangelii


Gaudium («Η Χαρά του Ευαγγελίου») λέει το εξής: «Από τη στιγμή που καλούμαι να ζω
αυτό που ζητώ από τους άλλους, οφείλω επίσης να σκεφθώ μια μεταστροφή της
παποσύνης [...] Η παποσύνη και οι κεντρικές δομές της παγκόσμιας Εκκλησίας, οφείλουν
επίσης να ακούσουν την έκκληση για μια ποιμαντική μεταστροφή. Η Β’ Σύνοδος του
Βατικανού, διαβεβαίωσε ότι, κατά τρόπο ανάλογο με τις παλαιές πατριαρχικές
Εκκλησίες, οι Σύνοδοι των Επισκόπων μπορούν “να συμβάλουν, με πολλούς και
γόνιμους τρόπους, ώστε η έννοια της συλλογικότητας να λάβει συγκεκριμένη μορφή”»
(Lumen Gentium, 23)».

Ενώ στον αρ. 246, ο Πάπας επαναλαμβάνει μια πεποίθησή του, την οποία είχε
την ευκαιρία να εκφράσει σε άλλες περιπτώσεις κατά τη διάρκεια «ανταλλαγής δώρων»
με την Ορθόδοξη Εκκλησία: «Είναι πολλά και πολύτιμα αυτά που μας ενώνουν! Και αν
πραγματικά πιστεύουμε στην ελεύθερη και γενναιόδωρη δράση του Αγίου Πνεύματος,
πόσα πράγματα μπορούμε να διδαχτούμε οι μεν από τους δε! Το ζήτημα δεν είναι μόνο να
έχουμε πληροφορίες για τους άλλους, προκειμένου να τους γνωρίσουμε καλύτερα, αλλά
να συλλέξουμε αυτό που το Πνεύμα έσπειρε σ’ αυτούς ως μια δωρεά και για εμάς. Μόνο
ως παράδειγμα αναφέρω ότι, στον διάλογο με τους αδελφούς Ορθοδόξους, εμείς οι
Καθολικοί έχουμε τη δυνατότητα να μάθουμε κάτι περισσότερο για τη σημασία της
συλλογικότητας των Επισκόπων και για τη δική τους εμπειρία της συνοδικότητας. Μέσω
της ανταλλαγής τέτοιων δώρων, το Άγιο Πνεύμα μπορεί να μας οδηγήσει όλο και
περισσότερο στην αλήθεια και στο καλό».

Στη συνέντευξή του στο περιοδικό La Civiltà Cattolica (19 Σεπτεμβρίου 2013,
αρ. 3918, σελ. 466), στην ερώτηση του δημοσιογράφου: «Πώς μπορεί να συμφιλιωθεί
αρμονικά το Πέτρειο πρωτείο και η συνοδικότητα; Ποιοι δρόμοι είναι πρακτικά
εφαρμόσιμοι από οικουμενική οπτική;», ο Πάπας απάντησε: «Πρέπει να βαδίσουμε
μαζί, ο λαός, οι Επίσκοποι και ο Πάπας. Η συνοδικότητα πρέπει να βιωθεί σε διάφορα
επίπεδα. Ίσως είναι καιρός να αλλάξουμε τη μεθοδολογία της Συνόδου, διότι η τρέχουσα
μου φαίνεται στατική. Αυτό θα μπορούσε επίσης να έχει μια οικουμενική αξία, ειδικά με
τους Ορθόδοξους αδελφούς μας. Από αυτούς μπορούμε να μάθουμε περισσότερα για το
νόημα της επισκοπικής συλλογικότητας και για την παράδοση της συνοδικότητας. Η
προσπάθεια μιας κοινής περίσκεψης, εξετάζοντας πώς κυβερνήθηκε η Εκκλησία τους
πρώτους αιώνες, πριν από τη ρήξη μεταξύ Ανατολής και Δύσεως, θα αποφέρει καρπούς
εν ευθέτω χρόνω. Στις οικουμενικές σχέσεις αυτό είναι το σημαντικό: όχι μόνο να
γνωρίσουμε ο ένας τον άλλον καλύτερα, αλλά και να αναγνωρίσουμε τι έχει σπείρει το
Πνεύμα στους άλλους, κάτι το οποίο αποτελεί δώρο και για εμάς».

Η ΠΕΝΤΑΡΧΙΑ ΩΣ ΜΙΑ ΜΟΡΦΗ ΣΥΝΟΔΙΚΟΤΗΤΑΣ


Ο ΠΑΠΑΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΡΩΜΗΣ

Ένας από αυτούς τους τρόπους με τους οποίους η Εκκλησία κυβερνιόταν κατά
τους πρώτους αιώνες, εκτός από τη συνοδικότητα, ήταν και το σύστημα της πενταρχίας,
με το οποίο εκφραζόταν στις Εκκλησίες της εποχής όχι τόσο μια διακυβέρνηση, αλλά
κυρίως το σημείο της κοινωνίας, της αρμονίας ή της δυσαρμονίας, μεταξύ των
Εκκλησιών. Οι πέντε μεγάλοι Πατριάρχες (Ρώμης, Κωνσταντινουπόλεως,
Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων) δεν κυβερνούσαν την Εκκλησία στο
σύνολό της, αλλά η μεταξύ τους κοινωνία ήταν η πιο απτή μαρτυρία της ενότητας και
της ειρήνης της Χριστιανοσύνης εκείνης της εποχής, όταν ο γνωστός κόσμος
περιορίζονταν στους γεωγραφικούς λαούς της Μεσογείου, της Ευρώπης και της Μέσης
Ανατολής.

Ως γνωστόν, το 2006, ο τίτλος του Πάπα «Πατριάρχης της Δύσεως»


απαλείφθηκε από τους παπικούς τίτλους στην Ποντιφική Επετηρίδα. Οι Ορθόδοξοι,
ερμήνευσαν αυτήν την επιλογή ως μια σοβαρή επίθεση εναντίον της πενταρχίας, η
οποία γι’ αυτούς αποτελούσε μια πολύ αρχαία μορφή κανονικής συνοδικότητας. Το
Ποντιφικό Συμβούλιο για την Προώθηση της Ενότητας των Χριστιανών, ωστόσο, στο
ανακοινωθέν της 22ας Μαρτίου 2006, ανέφερε την πεποίθησή του πως αυτή η
«παραίτηση θα μπορούσε να είναι επωφελής για τον οικουμενικό διάλογο». Ειλικρινά
αμφιβάλλουμε αν αυτή η διαβεβαίωση αντιστοιχεί στην πραγματικότητα. Κατά τη
διάρκεια του επίσημου θεολογικού διαλόγου Καθολικών και Ορθοδόξων,
επανειλημμένως, από ορθοδόξου πλευράς, υπήρχε μια έντονη κριτική σχετικά με την
αφαίρεση αυτού του παπικού τίτλου.

Δεν είναι της στιγμής να υπεισέλθουμε στο περίπλοκο ζήτημα της πενταρχίας,
ειδικά, αναφορικά με το νόημα και την αξία που είχε αυτός ο τίτλος στη Λατινική
Εκκλησία. Κάποιοι καθολικοί μελετητές υποστηρίζουν - λανθασμένα κατά τη γνώμη
μας - ότι η Λατινική Εκκλησία δεν θεώρησε ποτέ τον εαυτό της ως Πατριαρχείο
αναφορικά με τα άλλα τέσσερα πρεσβυγενή Πατριαρχεία. Ωστόσο, πιστεύουμε ότι
αποτελεί μια απλή πράξη καλής θελήσεως, στον διάλογο με τους Ορθοδόξους, να
επανενταχθεί αυτός ο παπικός τίτλος στην Ποντιφική Επετηρίδα.

Εξάλλου, η πενταρχία είναι γνωστή και στη Ρώμη. Μία από τις πιο προσφιλείς
εικόνες των Βυζαντινών για να παρουσιάσουν την πενταρχία ήταν αυτή των «πέντε
αισθήσεων». Όπως το σώμα έχει πέντε αισθήσεις, για να μπορεί να ζει με κανονικό
τρόπο, το ίδιο ισχύει και με τις κεφαλές της Εκκλησίας. Οι πέντε πνευματικές αισθήσεις
που στόλιζαν το σώμα της Εκκλησίας, ήταν οι πέντε Πατριάρχες. Αν τύχαινε να λείψει
από την Εκκλησία μία από τις αισθήσεις της, θα έλειπε κάτι από την ακεραιότητά της.
Ένας Βυζαντινός λόγιος, που πέθανε το 1117, σε μια διαμάχη του με τους Λατίνους, η
οποία διεξήχθη στην Κωνσταντινούπολη το 1112, προσκαλεί τους Λατίνους να
ενωθούν με τον αληθινό Αρχηγό της Εκκλησίας, τον Χριστό, υποστηρίζοντας:
«Εγκαταλείψτε, σας παρακαλώ, τον υπερβολικό σας ζήλο για την κατανόηση της
αλήθειας και ελάτε, όπως αρμόζει, να ενωθείτε με την ολότητα του σώματος της
καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας, από την οποία αδίκως έχετε χωριστεί.
Ενεργώντας έτσι, δεν θα στερείτε πια από τον κοινό αρχηγό μας, τον Χριστό, τη μία από
τις αισθήσεις του, ακρωτηριάζοντας, με αυτό τον τρόπο, την ενότητα και δυσαρεστώντας
τον Κύριο. Πράγματι, απ’ όσο εγώ γνωρίζω, οι πέντε Πατριάρχες είναι σαν μια εικόνα
των πέντε αισθήσεων» ( R. GAHBAUER, Gegen den Primat des Papstes. Studien zu
Niketas Seides: Edition, Einfurrung, Kommentar, München 1975, 73).

Είναι άκρως χαρακτηριστικό αυτό το κείμενο. Για τους βυζαντινούς θεολόγους


της εποχής εκείνης, η «απομάκρυνση» του Πατριάρχη της Ρώμης από τους άλλους
Πατριάρχες, «ακρωτηριάζει» το σώμα της Εκκλησίας και κάνει να λείπει κάτι από την
ακεραιότητα αυτού του σώματος.

Αυτή η εικόνα των πέντε αισθήσεων δεν ήταν άγνωστη ούτε στη Δύση. Ο
Αναστάσιος, βιβλιοθηκάριος της Εκκλησίας της Ρώμης (817-897), ο οποίος γνώριζε
καλά τον Ανατολικό Χριστιανισμό, στην εισαγωγή της λατινικής μετάφρασης των
Πράξεων της Δ’ Συνόδου της Κωνσταντινούπολης (869-870), υιοθετεί αυτή την εικόνα
και προσπαθεί να ερμηνεύσει την πενταρχία με τρόπο αποδεκτό και από τη Ρωμαϊκή
Εκκλησία. Γράφει: «Στην Εκκλησία που είναι το σώμα του Χριστού, υπάρχουν τόσες
πατριαρχικές έδρες όσες είναι οι αισθήσεις στο ανθρώπινο σώμα. Η ευημερία του
εκκλησιαστικού σώματος μετράται από την αμοιβαία αρμονία των πέντε Πατριαρχών. Η
Ρωμαϊκή Έδρα, ωστόσο, κατέχει μια ανώτερη θέση ως προς τις άλλες, διότι συγκρίνεται
με την όραση που αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα με περισσότερη οξύτητα και
βρίσκεται σε σχέση με τις άλλες αισθήσεις όπως καμία άλλη».

Εδώ ωστόσο, είναι απαραίτητο να παρατηρήσουμε πως αποτελεί ένα ιστορικό


γεγονός το ότι, ακόμη και σε ήρεμες περιόδους, ακόμα και σε εκείνους που δεν ήταν
εχθρικοί προς τη Ρώμη, η εξουσία της Ρωμαϊκής Έδρας γίνεται κατανοητή πέρα και όχι
μόνον εντός της συνοδικότητας ή και εντός του θεσμού της πενταρχίας, ο οποίος ούτως
ή άλλως, θεωρείται ως μια φυσιολογική έκφραση κοινωνίας μεταξύ των Εκκλησιών.
Σχετικά με αυτό το θέμα έχουμε ασχοληθεί σε ένα προηγούμενο κείμενό μας.

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΠΕΝΤΑΡΧΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥΣ

Για τους Έλληνες, ο Πάπας εθεωρείτο ανέκαθεν ως ο Πατριάρχης της Δυτικής


Εκκλησίας, ο οποίος, μαζί με τους άλλους τέσσερις Πατριάρχες (Κωνσταντινουπόλεως,
Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων) σχηματίζει «το πεντακόρυφον σώμα τῆς
Ἐκκλησίας», όπως συχνά επαναλάμβανε ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης (759 – 826).

Είναι ένα γεγονός που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί: για τους Ανατολικούς, ο
Πάπας γινόταν κατανοητός και εντασσόταν στο άθροισμα των Πατριαρχών. Ένα από τα
κριτήρια για την αναγνώριση της οικουμενικότητας των Συνόδων ήταν, όχι μόνο η
έγκριση του Πάπα, αλλά του συνόλου των Πατριαρχών. Σχετικά με αυτό, είναι
χαρακτηριστικές οι παρατηρήσεις του Πατριάρχη Ιγνάτιου, με αφορμή την Δ’ Σύνοδο
της Κωνσταντινουπόλεως (869-970) (βλ. MANSI XVI, 132E). Επίσης, ο Αναστάσιος ο
Βιβλιοθηκάριος, στην εισαγωγή της μεταφράσεως των Πράξεων αυτής της Συνόδου,
αναφέρει ότι επρόκειτο στην πραγματικότητα για μια Οικουμενική Σύνοδο, επειδή και
οι πέντε Πατριάρχες εκπροσωπούντο σε αυτήν. (Βλ. MANSI XVI, 7 CB).

Γι’ αυτούς, η συγκατάθεση των πέντε Πατριαρχών είναι η απαραίτητη


προϋπόθεση για τη διασφάλιση της εκκλησιαστικής ενότητας και της ορθοδοξίας της
πίστεως. Ιδού πώς εκφράζεται κατά τη διάρκεια της Ιγνατιανής Συνόδου (869-870) ο
Βαάνης, εκπρόσωπος του αυτοκράτορα Βασιλείου του Α’: «Ο Θεός ίδρυσε την
Εκκλησία Του επί των πέντε Πατριαρχών και στα Ευαγγέλιά Του όρισε ότι αυτή δεν
μπορεί ποτέ να εκλείψει εντελώς, καθώς αυτοί είναι οι επικεφαλής της Εκκλησίας.
Πράγματι, ο Χριστός είπε... “και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής”. Αυτό σημαίνει
ότι εάν υπάρξουν δύο που θα εκλείψουν, θα στραφούν στους άλλους τρεις· και αν
υπάρξουν τρεις που θα εκλείψουν, θα στραφούν στους άλλους δύο· και αν τυχόν
υπάρξουν τέσσερις που θα εκλείψουν, ο τελευταίος ο οποίος παραμένει ενωμένος με
τον Χριστό, τον Θεό μας και κεφαλή των πάντων, θα επαναφέρει το υπόλοιπο του
σώματος της Εκκλησίας» (Mansi XVI, 140-141).

Ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης και ο Άγιος Νικηφόρος Α’, οι δύο πιο


πεπεισμένοι υποστηρικτές του πρωτείου της Εκκλησίας της Ρώμης, επιμένουν με την
ίδια ένταση στη συλλογική λειτουργία της πενταρχίας μέσα στην παγκόσμια Εκκλησία.
Και για τους δύο, οι πέντε Πατριάρχες, επομένως και εκείνος της
Κωνσταντινουπόλεως, είναι «αποστολικοί θρόνοι», και αυτό σε προφανή αντίθεση με
τη ρωμαϊκή θέση, η οποία -αντιθέτως- τείνει να περιορίζει την αποστολικότητα μόνο
στους τρεις Πετρίνειους θρόνους (Ρώμης, Αντιοχείας και Αλεξανδρείας). Για τον
Νικηφόρο και τον Θεόδωρο, το κριτήριο της αποστολικότητας δε βασίζεται τόσο στην
αποστολική διαδοχή, όσο στην διακήρυξη της αληθινής αποστολικής πίστεως, της
οποίας οι πέντε Πατριάρχες είναι εγγυητές, ιδίως στο πλαίσιο της Οικουμενικής
Συνόδου.

Ιδού ένα χαρακτηριστικό κείμενο του Αγίου Νικηφόρου που συνοψίζει όλα
αυτά: «Είναι ένας παλαιός νόμος της Εκκλησίας, σύμφωνα με τον οποίο, όταν
προκύπτουν αμφιβολίες και αντιπαραθέσεις μέσα στην Εκκλησία, να λύνονται και να
καθορίζονται από μια Οικουμενική Σύνοδο με τη συγκατάθεση και την έγκριση των
επιφανών Πατριαρχών που κρατούν τους αποστολικούς θρόνους» (MANSI XVI,
140-141).

Είναι αλήθεια ότι οι Βυζαντινοί, από τον 12ο αιώνα και μετά, χρησιμοποίησαν
την πενταρχία ενάντια στη «monarchia Petri» (την μοναρχία του Πέτρου), όπως είναι
εξίσου αληθινή η τάση της Ρώμης τότε, να απορροφά τα άλλα πατριαρχεία στον εαυτό
της.
Είμαστε πεπεισμένοι ότι η πενταρχία στη Δύση δεν έπαιξε τον ίδιο ρόλο με
εκείνον στην Ανατολή, και ότι επιπλέον σήμερα, η γεωπολιτική κατάσταση των
μεγάλων επισκοπικών εδρών έχει αλλάξει ριζικά από την περίοδο της πενταρχίας στην
εποχή του Ιουστινιανού. Ωστόσο, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τον πολύ αρχαίο θεσμό
της συνοδικότητας, όπως βιώθηκε με τη μορφή της πενταρχίας στην πρώτη χιλιετία,
κατά την οποία η Ρώμη δεν αποκλειόταν αλλά, αντιθέτως, καταλάμβανε την πρώτη
θέση. Επομένως, δεν θα ήταν χωρίς νόημα, για τους χριστιανούς αδελφούς μας της
Ανατολής, αν ο Πάπας Φραγκίσκος - συνηθισμένος σε προφητικές χειρονομίες -
επανέφερε τον αρχαίο τίτλο στην Ποντιφική Επετηρίδα: ο Πάπας «Πατριάρχης της
Δύσεως».

+ Ιωάννης Σπιτέρης
Αρχιεπίσκοπος

You might also like