Professional Documents
Culture Documents
4-ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΜΕ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΟΛΙΤΣΑΡΑ - ΤΡΕΜΠΕΛΑ-7
4-ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΜΕ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΟΛΙΤΣΑΡΑ - ΤΡΕΜΠΕΛΑ-7
2/192
ἠμπόρεσαν νὰ τὸ ἐξουδετερώσουν καὶ νὰ τὸ κατανικήσουν.
3/192
ἠρνήθησαν σὰν ξένον καὶ ἐχθρόν.
1,12 Ὅσοι δὲ ἔλαβον αὐτόν, 12 Ἄλλοι ὅμως τὸν ἐδέχθησαν. Εἰς ὅσους δὲ 12 Ὅσοι ὅμως τὸν ἐδέχθησαν καὶ τὸν ἐνεκολπώθησαν ὡς σωτῆρα
4/192
Υἱὸς μονογενὴς τοῦ Πατρὸς ὑπῆρχε ἤδη, κηρυττόμενος ἀπὸ ὅλους τοὺς πατριάρχας καὶ προφήτας, διότι ὡς
5/192
ἠρνήσατο· καὶ ὡμολόγησεν ὅτι ὡμολόγησεν ὅτι «δὲν εἶμαι ἐγὼ ὁ Χριστός». ἐγὼ ὁ Χριστός.
οὐκ εἰμὶ ἐγὼ ὁ Χριστός.
6/192
μέσος δὲ ὑμῶν ἕστηκεν ὃν ὑμεῖς ἀνάμεσά σας δὲ στέκει καὶ θὰ ἐμφανισθῇ νερόν. Στέκει δὲ μεταξύ σας καὶ μετ’ ὀλίγον θὰ ἐμφανισθῇ
οὐκ οἴδατε. ἐντὸς ὀλίγου ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖον σεῖς δὲν ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖον σεῖς δὲν ξεύρετε.
7/192
βαπτίζων. ἐγὼ καὶ βαπτίζω εἰς τὰ ὕδατα τοῦ τοῦ Ἰορδάνου.
Ἰορδάνου».
8/192
ἀκολουθοῦντας λέγει αὐτοῖς· ὁμιλήσουν, τοὺς εἶπε·
9/192
Γαλιλαίαν· καὶ εὑρίσκει διὰ τὴν Γαλιλαίαν. Εὑρίσκει τὸν Φίλιππον με εἰς τὸ ταξίδιον, τὸ ὁποῖον πρόκειται νὰ κάμω.
Φίλιππον καὶ λέγει αὐτῷ· (μαθητὴν καὶ αὐτὸς τοῦ Βαπτιστοῦ, ἀπὸ
10/192
ὑπερφυσικὸν καὶ θεῖον μάτι μου σὲ εἶδα.
1,50 Ἀπεκρίθη Ναθαναὴλ καὶ 50 Ἀπεκρίθη τότε ὁ Ναθαναὴλ καὶ τοῦ εἶπε· 50 Ἀπεκρίθη τότε ὁ Ναθαναὴλ καὶ τοῦ εἶπε· Διδάσκαλε, πράγματι
11/192
2,2 ἐκλήθη δὲ καὶ ὁ Ἰησοῦς καὶ οἱ 2 Προσεκλήθη καὶ ὁ Ἰησοῦς καὶ οἱ μαθηταί 2 Προσεκλήθη δὲ καὶ ὁ Ἰησοῦς καὶ οἱ μαθηταί του εἰς τὸν γάμον.
μαθηταὶ αὐτοῦ εἰς τὸν γάμον. του εἰς τὸν γάμον.
12/192
ἀρχιτρίκλινος τὸ ὕδωρ οἶνον νερό, ποὺ εἶχε γίνει κρασί - καὶ δὲν ἐγνώριζε γίνει κρασί, - καὶ δὲν ἐγνώριζε ἀπὸ ποὺ εἶναι καὶ ποῖος ἔφερε
γεγενημένον - καὶ οὐκ ᾔδει αὐτὸς ἀπό ποῦ προέρχεται· οἱ ὑπηρέται τοῦτο, οἱ ὑπηρέται ὅμως, ποὺ εἶχαν βγάλει τὸ νερὸν καὶ
13/192
πωλοῦντας βόας καὶ πρόβατα τὰς αὐλὰς τοῦ ναοῦ, αὐτοὺς ποὺ ἐπωλοῦσαν ποὺ ἐπωλοῦσαν βώδια καὶ πρόβατα καὶ περιστέρια δι’ ἐκείνους,
καὶ περιστεράς, καὶ τοὺς βώδια καὶ πρόβατα καὶ περιστέρια, ὅπως ποὺ θὰ προσέφεραν μὲ αὐτὰ θυσίας. Εὗρεν ἀκόμη καὶ τοὺς
14/192
αὐτόν. ἐνοοῦσε: Θανατώσατε σεῖς τὸν ναὸν τοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ ἀθάνατος κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας μου, ἡ ὁποία θὰ
σώματός μου, καὶ ἐγὼ μετὰ τρεῖς ἡμέρας θὰ ἀντικαταστήσῃ διὰ παντὸς τὸν ναόν σας, ποὺ θὰ καταστροφῇ·
15/192
ἐγνώριζε καλὰ ὅλους, τὸν ἄστατον δηλαδὴ καλὰ ὅλους καὶ ἤξευρε πόσον ἄστατος ἦτο ὁ ἐνθουσιασμός των.
χαρακτῆρα των, τὰς προκαταλήψεις καὶ τὰς
16/192
3,3 Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν 3 Ἀπήντησε ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπε· «σὲ 3 Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ τοῦ εἶπε· Ἐν πάσῃ ἀληθείᾳ σὲ διαβεβαιῶ,
αὐτῷ· ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοι, ἐὰν διαβεβαιώνω, ὅτι ἐὰν δὲν γεννηθῇ κανεὶς ὅτι ἐὰν κανεὶς δέν γεννηθῇ ἀπό ἐπάνω, δηλαδὴ ἀπὸ τὸν οὐρανόν,
17/192
ἄνω.
3,8 Τὸ πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ, 8 Ὁ ἀέρας ὅπου θέλει φῦσᾳ καὶ ἀκούεις τὴν 8 Ὁ ἄνεμος πνέει ὅπου θέλει, καὶ ἀκούεις τὴν βοήν του, ἀλλὰ δὲν
18/192
3,13 Καὶ οὐδεὶς ἀναβέβηκεν εἰς 13 Κανεὶς δὲ δὲν ἀνέβηκε εἰς τὸν οὐρανόν, 13 Καὶ ὅμως μόνον ἀπὸ ἐμὲ θὰ μάθετε τὰ ἐπουράνια ταῦτα. Διότι
τὸν οὐρανὸν εἰ μὴ ὁ ἐκ τοῦ διὰ νὰ μάθῃ ἐκεῖ καὶ διδάξῃ εἰς σᾶς αὐτὰς κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους δὲν ἔχει ἀναβῇ εἰς τὸν οὐρανὸν διὰ νὰ
19/192
3,17 Οὐ γὰρ ἀπέστειλεν ὁ Θεὸς 17 Διότι δὲν ἔστειλεν ὁ Θεὸς τὸν Υἱόν του εἰς 17 Διότι δὲν ἀπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν Υἱόν του εἰς τὸ ἁμαρτωλὸν
τὸν υἱὸν αὐτοῦ εἰς τὸν κόσμον τὸν κόσμον διὰ νὰ κρίνῃ καὶ καταδικάσῃ γένος τῶν ἀνθρώπων, διὰ νὰ κατακρίνῃ καὶ καταδικάσῃ τὸ γένος
20/192
ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς, ἵνα μὲ τὴν ἀλήθειαν τοῦ Θεοῦ, ἔρχεται εἰς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖον εἶναι ἀλήθεια, ὅπως ἀλήθεια εἶναι καὶ
φανερωθῇ αὐτοῦ τὰ ἔργα, ὅτι φῶς, πλησιάζει μὲ ἐμπιστοσύνην εἰς τὸν αὐτὸς ὁ Θεός, ἔρχεται κοντὰ εἰς τὸ φῶς καὶ πλησιάζει εἰς τὸν
21/192
Ἰωάννην καὶ εἶπον αὐτῷ· ραββί, του μαζῆ μὲ τὸν Ἰουδαῖον καὶ τοῦ εἶπαν· Ἰουδαῖον διὰ τὴν ἀξίαν τοῦ βαπτίσματος τοῦ Ἰωάννου, ἦλθαν εἰς
ὃς ἦν μετὰ σοῦ πέραν τοῦ «διδάσκαλε, αὐτός, ποὺ ἦτο μαζῆ σου πέραν αὐτὸν καὶ τοῦ εἶπαν· Διδάσκαλε, ἐκεῖνος ποὺ ἦτο μαζί σου πέραν
22/192
(Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ νυμφίος, νύμφη ἡ θὰ ἀποτελέσουν τὴν νύμφην του, τὴν Ἐκκλησίαν. Καὶ αὐτὴ ἡ χαρὰ
Ἐκκλησία. Χαίρω βαθύτατα, διότι βλέπω ποὺ δοκιμάζω, διότι ἐπέτυχεν ὁ πνευματικὸς αὐτὸς γάμος εἰς τὸν
23/192
τὰ ρήματα τοῦ Θεοῦ λαλεῖ· οὐ ἀπέστειλε, δηλαδὴ ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἀληθής, διότι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, τὸν ὁποῖον ἀπέστειλεν ὁ Θεός, δὲν
γὰρ ἐκ μέτρου δίδωσιν ὁ Θεὸς διδάσκει τὸ λόγια τοῦ Θεοῦ ἀλάνθαστα καὶ λέγει τίποτε τὸ ἰδικόν του, ἀλλὰ λαλεῖ τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ. Διδάσκει
24/192
4,2 καίτοιγε Ἰησοῦς αὐτὸς οὐκ 2 - ἂν καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς δὲν ἐβάπτιζεν, 2 μολονότι ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς δὲν ἐβάπτιζεν, ἀλλ’ ἐβάπτιζον οἱ
25/192
Σαμαρεῖτις· πῶς σὺ Ἰουδαῖος ὢν σύ, ποῦ εἶσαι Ἰουδαῖος, ζητεῖς νερὸ νὰ ὁποῖος εἶσαι Ἰουδαῖος, καταδέχεσαι καὶ ζητεῖς νὰ πίῃς νερὸν ἀπὸ
26/192
ἡμῶν Ἰακώβ, ὃς ἔδωκεν ἡμῖν τὸ πατέρα μας τὸν Ἰακώβ, ὁ ὁποῖος ἔδωκε τὸ πατέρα μας τὸν Ἰακώβ, ὁ ὁποῖος ἔδωκεν εἰς ἡμᾶς κληρονομίαν τὸ
φρέαρ, καὶ αὐτὸς ἐξ αὐτοῦ ἔπιε πηγάδι εἰς ἡμᾶς, καὶ ἀπὸ τὸ νερὸ τοῦ πηγάδι αὐτὸ καὶ δὲν ἐζήτησεν ἄλλο καλύτερον νερόν, ἀλλ’ ἀπὸ
27/192
νῦν ὃν ἔχεις οὐκ ἔστι σου ἀνήρ· τοῦ ἄλλου ἐπῆρες καὶ τώρα αὐτόν ποὺ Καὶ τώρα μὲ αὐτόν, ποὺ ἔχεις, εἶσαι συνδεδεμένη μαζί του κρυφὰ
τοῦτο ἀληθὲς εἴρηκας. ἔχεις δὲν εἶναι νόμιμος σύζυγός σου· καὶ δι’ αὐτὸ δὲν εἶναι ἄνδρας σου. Αὐτὸ τὸ εἶπες ἀλήθεια.
28/192
τοὺς Ἰουδαίου.
4,23 Ἀλλ' ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν 23 Ἀλλὰ ἔρχεται πλέον ὥρα, καὶ μάλιστα 23 Πολὺ σύντομα ὅμως ἔρχεται ὥρα, καὶ μπορῶ νὰ εἴπω, ὅτι ἡ ὥρα
29/192
ὁμιλῶ».
4,27 Καὶ ἐπὶ τούτῳ ἦλθον οἱ 27 Καὶ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ὥρα ἦλθαν οἱ 27 Καὶ κατ’ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν στιγμὴν ἦλθαν οἱ μαθηταί του καὶ
30/192
4,33 Ἔλεγον οὖν οἱ μαθηταὶ πρὸς 33 Ἔλεγαν τότε μεταξύ των οἱ μαθηταί· 33 Ἐπειδὴ λοιπὸν δὲν ἐκατάλαβαν τὴν σημασίαν τῶν λόγων αὐτῶν
ἀλλήλους· μή τις ἤνεγκεν αὐτῷ «μήπως τοῦ ἔφερε κανεὶς νὰ φάγῃ;» τοῦ Κυρίου, ἔλεγαν μεταξύ τους οἱ μαθηταί· Μήπως τὴν ὥραν, ποὺ
31/192
ποὺ σπείρει, δηλαδὴ ἐγώ, χαίρει, ὅπως ὁ σπορεὺς χαίρω μαζὶ μὲ σᾶς, ποὺ θὰ θερίσετε.
ἐπίσης χαίρετε καὶ σεῖς ποὺ θὰ θερίσετε.
32/192
οὐκέτι διὰ τὴν σὴν λαλιὰν Ἰησοῦν δὲν πιστεύομεν πλέον ἀπὸ ὅσα σὺ ὅσα μᾶς εἶπες σύ· διότι ἡμεῖς οἱ ἴδιοι ἔχομεν ἀκούσει αὐτὸν καὶ
πιστεύομεν· αὐτοὶ γὰρ μᾶς εἶπες περὶ αὐτοῦ, ἀλλὰ διότι ἡμεῖς, οἱ γνωρίζομεν, ὅτι αὐτὸς εἶναι ἀληθῶς ὁ Σωτὴρ ὁλοκλήρου τοῦ
33/192
Γαλιλαίαν, ἀπῆλθε πρὸς αὐτὸν Γαλιλαίαν, ἔφυγε ἀπὸ τὴν Καπερναούμ, συνάντησίν του καὶ τὸν παρεκάλει νὰ καταβῇ ἀπὸ τὴν Κανᾶ εἰς
καὶ ἠρώτα αὐτὸν ἵνα καταβῇ καὶ ἦλθε πρὸς τὸν Ἰησοῦν καὶ τὸν τὴν Καπερναοὺμ καὶ νὰ θεραπεύσῃ τὸν υἱόν του· διότι λόγῳ τῆς
34/192
πυρετός. τὴν μίαν μετὰ τὸ μεσημέρι τὸ ἀφῆκεν μίαν μετὰ τὸ μεσημέρι, τὸν ἀφῆκεν ὁλότελα ὁ πυρετός.
ἐντελῶς ὁ πυρετός.
35/192
χολῶν, ξηρῶν, ἐκδεχομένων τὴν ἄνθρωποι μὲ ἀκίνητο καὶ σὰν ξερὸ πιασμένον καὶ ἀναίσθητον ἢ ἀτροφικόν, καὶ ὅλοι αὐτοὶ ἐπερίμεναν
τοῦ ὕδατος κίνησιν κάποιο μέλος τοῦ σώματός των καὶ οἱ νὰ κινηθῇ τὸ νερὸ τῆς κολυμβήθρας.
36/192
5,9 Καὶ εὐθέως ἐγένετο ὑγιὴς ὁ 9 Καὶ ἀμέσως ἔγινε ὑγιὴς ὁ ἄνθρωπος, 9 Καὶ ἀμέσως ἔγινεν ὑγιὴς ὁ ἄνθρωπος καὶ ἐπῆρε τὸ κρεββάτι του
ἄνθρωπος, καὶ ἦρε τὸν ἐπῆρε τὸ κρεββάτι του καὶ ἤρχισε νὰ καὶ ἐπεριπάτει ἐλεύθερα. Ἦτο ὅμως Σάββατον κατ’ ἐκείνην τὴν
37/192
χάσῃς.
5,15 Ἀπῆλθεν ὁ ἄνθρωπος καὶ 15 Ἔφυγε τότε ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν ναόν, 15 Ἔφυγε τότε ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ ἱερὸν καὶ ἀφοῦ συνήντησε τοὺς
38/192
ποιῶν τῷ Θεῷ. του, κατὰ ἕνα ἀποκλειστικὸν καὶ
μοναδικὸν τρόπον, Πατέρα τὸν Θεὸν καὶ
39/192
οὐδένα, ἀλλὰ τὴν κρίσιν πᾶσαν κρίνῃ τοὺς πάντας, διότι ὁ Πατὴρ δὲν ἀπεριόριστον, διότι ὁ Πατὴρ οὔτε τὸ ἔργον τοῦ κριτοῦ δὲν ἐφύλαξε
δέδωκε τῷ υἱῷ, κρίνει καὶ δὲν δικάζει κανένα, ἀλλὰ ὅλην διὰ τὸν ἑαυτόν του. Ὁ Πατὴρ δὲν δικάζει κανένα, ἀλλὰ τὴν
40/192
ζωὴν ἐν ἑαυτῷ, οὕτως ἔδωκε καὶ μέσα του καὶ εἶναι ἡ ζωὴ καὶ ἡ πηγὴ τῆς ὁποίου ὑπακούουν, εἶναι πηγὴ ζωῆς. Πράγματι. Καθὼς ὁ Πατὴρ
τῷ υἱῷ ζωὴν ἔχειν ἐν ἑαυτῷ· ζωῆς, ἔτσι ἔδωκε καὶ εἰς τὸν Υἱόν του, ποὺ ἔχει ζωὴν μέσα του καὶ εἶναι ζωὴ ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του, ἔτσι ἔδωκε
41/192
ἐμόν, ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ μεταξὺ ἐμοῦ καὶ τοῦ Πατρός. Δι' αὐτό, ἐνανθρωπήσαντα Υἱόν του λέγει· καὶ ἡ κρίσις μου λοιπὸν εἶναι
πέμψαντός με πατρός. καθὼς ἀκούω ἀπὸ τὸν Πατέρα, κρίνω, δικαία· διότι δὲν ζητῶ νὰ στήσω τὸ θέλημά μου, ἀλλὰ τὸ θέλημα
42/192
μαρτυρίαν τοῦ Ἰωάννου, διὰ νὰ πεισθῆτε
σεῖς εἰς αὐτόν, ποὺ τὸν θεωρεῖτε, καὶ
43/192
ἀπέστειλεν ἐκεῖνος, τούτῳ ὑμεῖς δεχθῇ μὲ ὅλην σας τὴν καρδιά, ὥστε νὰ ἀπόδειξις τούτου εἶναι τὸ ὅτι εἰς αὐτόν, τὸν ὁποῖον ἐκεῖνος (ὁ
οὐ πιστεύετε. μένῃ μέσα σας. Καὶ ἀπόδειξις ὅτι δὲν Πατὴρ) ἀπέστειλεν εἰς τὸν κόσμον, εἰς τοῦτον σεῖς δὲν πιστεύετε.
44/192
δεχθῆτε διότι θὰ κολακεύῃ τὰς
ἀδυναμίας σας.
45/192
Γαλιλαίας τῆς Τιβεριάδος· μαζῆ μὲ τοὺς μαθητάς του εἰς τὸ
46/192
ἀρκοῦσιν αὐτοῖς ἵνα ἕκαστος ἀρκοῦν εἰς αὐτούς, ὄχι νὰ χορτάσουν, καθένας των ἕνα μικρὸ κομμάτι.
αὐτῶν βραχύ τι λάβῃ. ἀλλὰ διὰ νὰ πάρῃ ὁ κάθε ἕνας ἕνα μικρὸ
47/192
6,13 Συνήγαγον οὖν καὶ 13 Τὰ ἐμάζεψαν, λοιπόν, καὶ ἐγέμισαν 13 Ἐμάζευσαν λοιπὸν καὶ ἐγέμισαν δώδεκα κοφίνια μὲ κομμάτια
ἐγέμισαν δώδεκα κοφίνους δώδεκα κοφίνια ἀπὸ τὰ κομμάτια τῶν ἀπὸ τὰ πέντε κριθαρένια ψωμιά, τὰ ὁποῖα εἶχαν περισσεύσει εἰς
48/192
ἀγριώτερα κύματα. βίαιος.
6,19 Ἐληλακότες οὖν ὡς 19 Ἀφοῦ, λοιπόν, εἶχαν προχωρήσει 19 Ἀφοῦ λοιπὸν εἶχαν προχωρήσει περίπου εἴκοσι πέντε ἢ τριάκοντα
49/192
6,23 ἄλλα δὲ ἦλθε πλοιάρια ἐκ 23 Ἐν τῷ μεταξὺ ἦλθαν ἄλλα πλοιάρια 23 ἐν τῷ μεταξὺ ὅμως κατὰ τὸ πρωῒ ἦλθαν ἄλλα πλοιάρια ἀπὸ
Τιβεριάδος ἐγγὺς τοῦ τόπου, ἀπὸ διάφορα σημεῖα τῆς Τιβεριάδος, διάφορα σημεῖα τῆς λίμνης τῆς Τιβεριάδος πλησίον εἰς τὸν τόπον,
50/192
ἐσφράγισεν ὁ Θεός. αἰωνίαν ζωήν. Αὐτὴν δὲ τὴν τροφὴν θὰ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου καὶ μόνος αὐτός. Διότι αὐτὸν ὁ Πατήρ, δηλαδὴ
σᾶς τὴν δώσῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου. Διότι αὐτὸς ὁ Θεός, ἀπέδειξε καὶ ἐφανέρωσε διὰ τῆς σφραγῖδος καὶ
51/192
ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐ διαβεβαιώνω, ὅτι ὁ Μωϋσῆς δὲν σᾶς Ἰησοῦς· Ἐν πάσῃ ἀληθείᾳ σᾶς λέγω, ὅτι δὲν σᾶς ἔδωκεν ὁ Μωϋσῆς
Μωϋσῆς δέδωκεν ὑμῖν τὸν ἄρτον ἔδωσε τὸν ἀληθινὸν καὶ αἰώνιον ἄρτον τὸν πραγματικὸν οὐράνιον ἄρτον. Διότι τὸ μάννα οὔτε ὁ ἀληθινὸς
52/192
πιστεύει εἰς ἐμέ, ποτὲ δὲν θὰ διψάσῃ. ψυχῆς του.
6,36 Ἀλλ' εῖπον ὑμῖν ὅτι καὶ 36 Ἀλλὰ σᾶς εἶπα, ὅτι σεῖς, ἂν καὶ εἴδατε 36 Ἀλλὰ σᾶς εἶπα ὅτι, καίτοι μὲ ἔχετε ἴδει, ποῖος εἶμαι καὶ ποῖος
53/192
6,41 Ἐγόγγυζον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι 41 Ἐγόγγυζαν τότε ἀναντίον του οἱ 41 Ἐγόγγυζον λοιπὸν ἐναντίον του καὶ μὲ πολλὴν δυσμένειαν τὸν
περὶ αὐτοῦ ὅτι εἶπεν, ἐγώ εἰμι ὁ Ἰουδαῖοι, διότι εἶπε, ἐγὼ εἶμαι ὁ ἄρτος ἐπέκριναν οἱ Ἰουδαῖοι, διότι εἶπεν, ὅτι ἐγὼ εἶμαι ὁ ἄρτος, ποὺ
54/192
καὶ μανθάνει ἔτσι τὴν ἀλήθειαν, ἔρχεται μάθῃ αὐτά, ποὺ ὁ Πατήρ μου τὸν διδάσκει, ἔρχεται πρὸς ἐμέ.
εἰς ἕμενα.
55/192
φάγῃ ἐκ τούτου τοῦ ἄρτου, ἀπὸ τὸν ἄρτον τοῦτον, θὰ ζήσῃ αἰωνίως. οὐρανόν. Ὁποιοσδήποτε φάγῃ ἀπὸ τὸν ἄρτον αὐτόν, θὰ ζήσῃ
ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα. Καὶ ὁ Καὶ ὁ ἄρτος, τὸν ὁποῖον ἐγὼ θὰ σᾶς αἰωνίως. Σᾶς προσθέτῳ δὲ καὶ τοῦτο, ὅτι ὁ ἄρτος, τὸν ὁποῖον ἐγὼ θὰ
56/192
καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοὶ καὶ πίνει τὸ αἷμα μου, ἐνώνεται μαζῆ μου ἐνώνεται μαζί μου εἰς ἕνα σῶμα καὶ συνεπῶς μένει αὐτὸς μέσα μου
μένει, κἀγὼ ἐν αὐτῷ. στενότατα εἰς ἕνα πνευματικὸν σῶμα, γινόμενος μέλος ἰδικόν μου καὶ ἐγὼ μένω εἰς τὸ ἐσωτερικόν του, τὸ
57/192
δύναται αὐτοῦ ἀκούειν; τὸν ἀκούῃ καὶ νὰ τὸν πιστεύει; Πῶς εἶναι ὁποίου παρουσιάζεται ὡς ὑποχρεωτικὸν καὶ ἀπαραίτητον τὸ νὰ
δυνατὸν νὰ φάγῃ κανεὶς σάρκα τρώγῃ κανεὶς σάρκα ἀνθρωπίνην;
58/192
6,65 Καὶ ἔλεγε· διὰ τοῦτο εἴρηκα 65 Καὶ ἔλεγεν ὁ Χριστός· «διὰ τοῦτο σᾶς 65 Καὶ ἔλεγεν ὁ Ἰησοῦς· ἐπειδὴ ἐγνώριζα, ὅτι μερικῶν ἀπὸ σᾶς θὰ
ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς δύναται ἐλθεῖν εἶπα ὅτι κανεὶς δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἔλθῃ εἰς ἐκλονίζετο ἡ πίστις καὶ δὲν θὰ παρέμενον μέχρι τέλους μαθηταί μου,
59/192
6,71 Ἔλεγε δὲ τὸν Ἰούδαν 71 Ὑπονοοῦσε δὲ τὸν Ἰούδαν τὸν υἱὸν τοῦ 71 Ἔλεγε δὲ ταῦτα διὰ τὸν Ἰούδαν, τὸν υἱὸν τοῦ Σίμωνος τὸν
60/192
παρησίᾳ εἶναι. Εἰ ταῦτα ποιεῖς, φανερὰ γνωστὸς καὶ νὰ ἀναγνωρισθῇ ἡ Ἐφ’ ὅσον κάνεις τὰ θαυμαστὰ αὐτὰ ἔργα, φανέρωσε τὸν ἑαυτόν σου
φανέρωσον σεαυτὸν τῷ κόσμῳ. ἀξία του ἀπὸ ὅλους. Ἀφοῦ τέτοια ἔργα εἰς τὸ πολὺ πλῆθος, ποὺ θὰ συναχθῇ κατὰ τὴν ἑορτὴν εἰς τὰ
61/192
7,10 Ὡς δὲ ἀνέβησαν οἱ ἀδελφοὶ 10 Ὅταν δὲ ἀνέβησαν οἱ ἀδελφοί του εἰς 10 Ὅταν δὲ ἀνέβησαν οἱ ἀδελφοί του εἰς Ἱεροσόλυμα, τότε καὶ αὐτὸς
αὐτοῦ, τότε καὶ αὐτὸς ἀνέβη εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, τότε καὶ αὐτὸς ἀνέβηκε ἀνέβη εἰς τὴν ἑορτήν, ὄχι φανερὰ καὶ μὲ συνοδείαν πολλῶν, ἀλλ’
62/192
πέμψαντός με, ραββίνοι εἰς τὰς σχολάς των, ἀλλὰ οὔτε μὲ ἔστειλεν εἰς τὸν κόσμον, διὰ νὰ τὴν καταστήσω γνωστὴν εἰς τοὺς
καὶ ἰδική μου· εἶναι διδασκαλία ἐκείνου, ὁ ἀνθρώπους.
63/192
7,21 Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν 21 Ἀπήντησεν ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς εἶπε· 21 Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς εἶπεν· Ἕνα μόνον ἔργον ἔκαμα.
αὐτοῖς· ἓν ἔργον ἐποίησα, καὶ «ἔκαμα ἕνα ἔργον (ἐθεράπευσα τὸν Ἐθεράπευσα τὸν παράλυτον. Καὶ ὅλοι ἐκυριεύθητε ἀπὸ ταραχὴν καὶ
64/192
Σαββάτου παρουσιάζεται ὡς παράβασις τοῦ νόμου. Πραγματικῶς
ὅμως εἶναι συμμόρφωσις πρὸς τὸ πνεῦμα τοῦ νόμου, ὁ ὁποῖος μᾶς
65/192
αὐτοῦ εἰμι κἀκεῖνός με γεννηθῆ προαιωνίως ἀπὸ αὐτὸν καὶ ἔχω, Θεὸς τὴν αὐτὴν φύσιν καὶ οὐσίαν μὲ αὐτόν. Ἀλλ’ ἐπὶ πλέον αὐτὸς μὲ
ἀπέστειλεν. ὡς Θεός, τὴν αὐτὴν μὲ ἐκεῖνον οὐσίαν καὶ ἀπέστειλεν εἰς τὸν κόσμον καὶ δι’ αύτὸ μὲ βλέπετε μεταξύ σας ὡς
66/192
Πατρὸς εἰς τοὺς οὐρανούς, ποὺ εἶμαι ὡς διότι μόνον ἐγώ, εἰς τὸν ὁποῖον σεῖς ἀπιστεῖτε, δύναμαι ἐκεῖ νὰ σᾶς
Θεός, πηγαίνω δὲ καὶ ὡς ἄνθρωπος, δὲν ὁδηγησω.
67/192
7,39 Τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ 39 Αὐτὸ δὲ εἶπε ὁ Κύριος διὰ τὸ Ἅγιον 39 Τοὺς λόγους δὲ αὐτοὺς εἶπεν ὁ Κύριος διὰ τὸ Πνεῦμα, τὸ ὁποῖον
Πνεύματος οὗ ἔμελλον Πνεῦμα, τὸ ὁποῖον ἔμελλον νὰ λάβουν ἔμελλον μετὰ τὴν ἀνάληψίν του εἰς τοὺς οὐρανοὺς νὰ λαμβάνουν
68/192
7,45 Ἦλθον οὖν οἱ ὑπηρέται 45 Ἐπέστρεψαν, λοιπόν, οἱ ὑπηρέται εἰς 45 Ἐπειδὴ λοιπὸν κανεὶς δὲν ἠδύνατο νὰ τὸν συλλάβῃ, ἦλθαν εἰς
πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ Φαρισαίους, χωρὶς νὰ τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ εἰς τοὺς Φαρισαίους οἱ ὑπηρέται, χωρὶς νὰ κάμουν
69/192
ποιεῖ; μάθῃ τί ἔχει κάμει;»
70/192
συγκεντρωμένου πλήθους,
8,4 λέγουσιν αὐτῷ· διδάσκαλε, 4 τοῦ λέγουν· «Διδάσκαλε, αὐτὴ ἡ γυναίκα 4 εἶπαν εἰς αὐτόν· Διδάσκαλε, αὐτὴ ἡ γυναῖκα ἔχει συλληφθῇ κατ’
71/192
Ἰησοῦς καὶ ἡ γυνὴ ἐν μέσῳ γεροντοτέρους (διότι ὅλοι ἤρχισαν νὰ ἀπὸ τοὺς γεροντοτέρους μέχρι τῶν τελευταίων. Καὶ ἔτσι ἔμεινε
οὖσα. δοκιμάζουν ἐλέγχους τῆς συνειδήσεως διὰ μοναχὸς ὁ Ἰησοῦς καὶ ἡ γυναῖκα ἔστεκε ἐν μέσῳ τῶν ἄλλων
72/192
8,14 Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν 14 Ἀπήντησεν ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς εἶπε· «καὶ 14 Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς εἶπε· Καὶ ἐὰν ἐγὼ δίδω μαρτυρίαν διὰ
αὐτοῖς· κἂν ἐγὼ μαρτυρῶ περὶ ἐὰν ἀκόμη ἐγὼ μόνος μαρτυρῶ διὰ τὸν τὸν ἑαυτόν μου, ἡ μαρτυρία μου εἶναι ἀληθὴς καὶ ἀξιόπιστος, διότι
73/192
ὁποῖος μὲ ἔστειλε». μεμονωμένη ἡ μαρτυρία μου, ἀλλὰ βασίζεται καὶ ἐπὶ τῆς μαρτυρίας
τοῦ Πατρός μου.
74/192
μήτι ἀποκτενεῖ ἑαυτόν, ὅτι θανατώσῃ μόνος του τὸν εὐατόν του; μόνος του τὸν ἑαυτόν του; Διότι λέγει, ὅπου ἐγὼ πηγαίνω, σεῖς δὲν
λέγει, ὅπου ἐγὼ ὑπάγω, ὑμεῖς Διότι λέγει, ὅτι ὅπου ἐγὼ πηγαίνω, σεῖς ἠμπορεῖτε νὰ ἔλθετε. Ὡρισμένως δέ, ἐὰν σκέπτεται νὰ αὐτοκτονήση,
75/192
λαλεῖν καὶ κρίνειν· ἀλλ' ὁ νὰ σᾶς κρίνῳ, δὲν θὰ τὰ δεχθῆτε ὅμως. προσθέτω, ὅτι ἔχω ἀκόμη πολλὰ νὰ εἰπῶ διὰ σᾶς καὶ νὰ σᾶς
πέμψας με ἀληθής ἐστι, κἀγὼ ἃ Ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ μὲ ἔστειλε, εἶναι κατακρίνω δι’ αὐτά. Καὶ δὲν θὰ δεχθῆτε μὲν σεῖς ὡς ἀληθῆ καὶ
76/192
μαθηταί μού ἐστε, εἰς τὴν ζωήν σας, τότε θὰ εἶσθε ἀληθινοὶ αὐτήν, εἶσθε πράγματι καὶ ἀληθινοὶ μαθηταί μου.
μαθηταί μου
77/192
τὸν πατέρα του αὐτὰ τὰ δικαιώματα. του, μένει παντοτεινὰ εἰς τὴν οἰκίαν.
8,36 Ἐὰν οὖν ὁ υἱὸς ὑμᾶς 36 Ἐὰν λοιπὸν ὁ σαρκωθεὶς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ 36 Ἐὰν λοιπὸν ὁ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ σᾶς δώσῃ τὴν ἐλευθερίαν,
78/192
πατρὸς ὑμῶν. Εἶπον οὖν αὐτῷ· δηλαδὴ τοῦ διαβόλου». Εἶπαν τότε εἰς κατονομάσω. Κατόπιν λοιπὸν τῆς κατηγορίας ταύτης τοῦ Κυρίου,
ἡμεῖς ἐκ πορνείας οὐ αὐτόν· «ἡμεῖς δὲν ἔχομεν γεννηθῇ ἀπὸ εἶπαν πρὸς αὐτὸν οἱ Ἰουδαῖοι· Ἡμεῖς δὲν ἔχομεν γεννηθῆ ἀπὸ
79/192
ἰδίων λαλεῖ, ὅτι ψεύστης ἐστὶ ἐπιθυμία διὰ τὴν ἀλήθειαν. Ὅταν λέγῃ τὸ αὐτὴν καὶ διάθεσις νὰ εἶπῃ κάποτε τὴν ἀλήθειαν. Ὅταν λαλῇ τὸ
καὶ ὁ πατὴρ αὐτοῦ. ψεῦδος, τὸ ἀνασύρει καὶ τὸ λέγει ἀπὸ τὸν ψεῦδος, τὸ βγάζει ἀπὸ μέσα του καὶ τὸ λέγει, διότι εἶναι ψεύστης καὶ
80/192
δαιμόνιον οὐκ ἔχω, ἀλλὰ τιμῶ λέγω καὶ πράττω, τιμῶ τὸν Πατέρα μου μῖσος ἢ διατάραξιν φρενῶν ἐκ διαβολικῆς ἐπιδράσεως
τὸν πατέρα μου, καὶ ὑμεῖς καὶ σεῖς ἀντὶ νὰ δεχθῆτε ὅσα διὰ τὸν προερχομένην, ἀλλ’ ὅταν σᾶς λέγω, ὅτι δὲν ἔχετε πατέρα τὸν Θεόν,
81/192
ἀπέθανε; Καὶ οἱ προφῆται ἐπέθανε; Καὶ οἱ προφῆται, ποὺ ἐτήρησαν φαντάζεσαι, ὅτι εἶσαι καὶ πόσον μεγάλον κάνεις σὺ τὸν ἑαυτόν σου;
ἀπέθανον· τίνα σεαυτὸν σὺ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐκεῖνοι
82/192
ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, πρὶν διαβεβαιώνω, ὅτι πρὶν λάβῃ ὕπαρξιν ὁ νὰ γίνῃ καὶ γεννηθῇ ὁ Ἀβραάμ, ἐγὼ ὑπάρχω ἀϊδίως καὶ πρὸ τῶν
Ἀβραὰμ γενέσθαι ἐγὼ εἰμι. Ἀβραὰμ ἐγὼ ὑπάρχω. (Δηλαδὴ αἰώνων.
83/192
τοῦ Θεοῦ.
9,4 Ἐμὲ δεῖ ἐργάζεσθαι τὰ ἔργα 4 Ἐγὼ πρέπει νὰ ἐργάζωμαι τὰ ἔργα τοῦ 4 Ἐγὼ πρέπει νὰ ἐργάζωμαι τὰ πρὸς σωτηρίαν τοῦ ἀνθρώπου ἔργα
84/192
9,9 Ἄλλοι ἔλεγον ὅτι οὗτός 9 Ἄλλοι ἔλεγαν ὅτι «αὐτὸς εἶναι». Ἄλλοι 9 Ἄλλοι ἔλεγαν, ὅτι αὐτὸς εἶναι. Ἄλλοι ὅμως ἔλεγαν ὅτι δὲν εἶναι
ἐστιν· ἄλλοι δὲ ὅτι ὅμοιος αὐτῷ δὲ ὅτι «κάποιος ἄλλος, ὅμοιος μὲ αὐτὸν αὐτός, ἄλλα κάποιος ἄλλος, ὅμοιος πρὸς αὐτόν. Ἐκεῖνος ἔλεγεν, ὅτι
85/192
πηλὸν ἐπέθηκέ μου ἐπὶ τοὺς ἔβαλε πηλὸν ἐπάνω εἰς τὰ μάτια μου καὶ πηλὸν ἐπάνω εἰς τὰ μάτια μου καὶ κατόπιν αὐτοῦ ἐγὼ ἐνίφθην καὶ
ὀφθαλμούς, καὶ ἐνιψάμην, καὶ ἐγὼ ἐνίφθηκα καὶ τώρα βλέπω». βλέπω.
86/192
9,20 Ἀπεκρίθησαν δὲ αὐτοῖς οἱ 20 Ἀπήντησαν δὲ οἱ γονεῖς αὐτοῦ καὶ τοὺς 20 Ἀπεκρίθησαν δὲ εἰς αὐτοὺς οἱ γονεῖς του καὶ εἶπαν· Γνωρίζομεν
γονεῖς αὐτοῦ καὶ εἶπον· οἴδαμεν εἶπαν· «ξέρομεν καλὰ ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ καλά, ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ υἱός μας καὶ ὅτι ἐγεννήθη τυφλός.
87/192
καὶ εἶπον αὐτῷ· δὸς δόξαν τῷ «δόξασε τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος σὲ κατάκρισιν τοῦ Ἰησοῦ, ἐφώναξαν οἱ Ἰουδαῖοι διὰ δευτέραν φορὰν τὸν
Θεῷ· ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἐθεράπευσε, ἀλλὰ φυλάξου ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον, ποὺ ἦτο τυφλός, καὶ τοῦ εἶπαν· Δόξασε τὸν Θεόν,
88/192
ἄγνωστος καὶ δὲν γνωρίζομεν ἀπὸ ποῦ ποὺ εἶναι καὶ ἀπὸ ποὺ ἐστάλῃ.
εἶνα καὶ ἀπὸ ποῦ ἔρχεται».
89/192
αὐτὸν εἶπεν αὐτῷ· σὺ πιστεύεις παρ' ὅλα ὅσα λέγουν οἱ ἄρχοντες τῶν ηὗρε, τοῦ εἶπε· Σὺ, ἀντιθέτως πρὸς τοὺς ἀπίστους Ἰουδαίους,
εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ; Ἑβραίων, πιστεύεις εἰς τὸν Υἱὸν τοῦ πιστεύεις εἰς τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ;
90/192
αὐτοῦ, καὶ εἶπον αὐτῷ· μὴ καὶ κοντά του, καὶ τοῦ εἶπαν· «μήπως εἵμεθα ἔθνους διδάσκαλοι, εἴμεθα πνευματικῶς τυφλοὶ καὶ πρέπει νὰ
ἡμεῖς τυφλοί ἐσμεν; καὶ ἡμεῖς τυφλοὶ πνευματικῶς;» γίνωμεν μαθηταί σου διὰ νὰ ἀνοίξουν τὰ μάτια μας;
91/192
προβάτων. ποιμὴν τῶν προβάτων.
92/192
Ἰησοῦς· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν Ἰησοῦς· «ἀληθινὰ καὶ εἰλικρινὰ σᾶς λέγω, τοὺς εἶπε πάλιν ὁ Ἰησοῦς καθαρώτερα καὶ σαφέστερα τὰ ἑξῆς·
ὅτι ἐγώ εἰμι ἡ θύρα τῶν ὅτι ἐγὼ εἶμαι ἡ θύρα, ἀπὸ τὴν ὁποίαν τὰ Ἀληθῶς, ἀληθῶς σᾶς λέγω, ὅτι ἐγὼ εἶμαι ἡ πόρτα, διὰ τῆς ὁποίας τὰ
93/192
Ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν πονετικός. Ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς καὶ τὴν ἐνδιαφέρομαι εἰλικρινῶς διὰ τὰ πρόβατα. Ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς
αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν ζωήν του ἀκόμα θυσιάζει διὰ νὰ παραδίδει τὴν ζωήν του διὰ νὰ ἀπομακρύνῃ κάθε κίνδυνον ἀπὸ τὰ
94/192
κἀγὼ γινώσκω τὸν πατέρα, καὶ Πατὴρ καὶ ἐγὼ ἐπίσης γνωρίζω καὶ δεσμοὺς στοργῆς καὶ οἰκειότητα ἀγάπης, διὰ τῶν ὁποίων συνδέομαι
τὴν ψυχήν μου τίθημι ὑπὲρ τῶν ἀγαπῶ τὸν Πατέρα, ἔτσι γνωρίζω καὶ πρὸς αὐτά. Καθὼς μὲ γνωρίζει ὡς φυσικὸν Υἱόν του ὁ Πατὴρ καὶ μὲ
95/192
λαβεῖν αὐτήν· ταύτην τὴν μου, καὶ ἔχω ἐξουσίαν νὰ τὴν πάρω τὸν πατέρα μου, νὰ θυσιάσω τὴν ζωήν μου ἐπὶ τοῦ σταυροῦ καὶ νὰ
ἐντολὴν ἔλαβον παρὰ τοῦ πάλιν. Αὐτὴν τὴν ἐντολὴν καὶ τὴν τὴν πάρω πάλιν διὰ τῆς ἀναστάσεως, διὰ νὰ ἀναδειχθῶ οὕτως ὁ
96/192
παρρησία. ἀγωνίαν; Ἐὰν σὺ εἶσαι πράγματι ὁ
Χριστός ποὺ περιμένομεν, πές μας τὸ
97/192
οὐδεὶς δύναται ἁρπάζειν ἐκ τῆς ἰσχυρότερος ἀπὸ ὅλους, εἶναι ὁ ἀρπάξῃ διὰ τῆς βίας αὐτὰ ἀπὸ τὴν παντοδύναμον χεῖρα τοῦ Πατρός
χειρὸς τοῦ πατρός μου. παντοδύναμος Θεός. Καὶ κανείς, οὔτε αἱ μου.
98/192
εἶπα, εἶσθε θεοί;
10,35 Εἰ ἐκείνους εἶπε Θεούς, 35 Ἐὰν ἡ Γραφὴ ὠνόμασε θεοὺς τοὺς 35 Ἐὰν ἐκείνους ὠνόμασεν ἡ Γραφὴ θεούς, πρὸς τοὺς ὁποίους ἔγινε
99/192
10,40 Καὶ ἀπῆλθε πάλιν πέραν 40 Καὶ ἀνεχώρησε πάλιν πέρα ἀπὸ τὸν 40 Καὶ ἐπῆγε πάλιν πέραν ἀπὸ τὸν Ἰορδάνην εἰς τὴν Περαίαν, εἰς τὸν
τοῦ Ἰορδάνου, εἰς τὸν τόπον Ἰορδάνην, εἰς τόπον, ὅπου κατ' ἀρχὰς τόπον, ὅπου ἐβάπτιζε κατὰ τὰς πρώτας ἡμέρας τῆς δημοσίας του
100/192
ἰδοὺ αὐτός, τὸν ὁποῖον τόσον πολὺ
ἀγαπᾷς, εἶναι ἀσθενής».
101/192
Ἐάν τις περιπατῇ ἐν τῇ ἡμέρᾳ, κατὰ τὸ διάστημα τῆς ἡμέρας, δὲν ἀλλὰ βαδίζει ἀσφαλῶς, διότι βλέπει τὸν ἥλιον, ὁ ὁποῖος φωτίζει τὸν
οὐ προσκόπτει, ὅτι τὸ φῶς τοῦ σκοντάπτει, διότι βλέπει μὲ τὸ φῶς τοῦ κόσμον τοῦτον τὸν ὑλικόν. Οὕτω καὶ ἐγὼ ἔχω ἐπακριβῶς ὡρισμένον
102/192
11,13 Εἰρήκει δὲ ὁ Ἰησοῦς περὶ 13 Ὁ Ἰησοῦς ὅμως ὠμιλοῦσε διὰ τὸν 13 Ὁ Ἰησοῦς ὅμως εἶχεν εἴπει διὰ τὸν θάνατον τοῦ Λαζάρου· ἐκεῖνοι
τοῦ θανάτου αὐτοῦ· ἐκεῖνοι δὲ θάνατον τοῦ Λαζάρου. Ἀλλ' έκεῖνοι δὲ ἐνόμισαν, ὅτι λέγει διὰ τὴν ἀποκοίμησιν τοῦ ὕπνου.
103/192
τῶν Ἱεροσολύμων ὡς ἀπὸ Ἱεροσόλυμα, τρία περίπου χιλιόμετρα. περίπου δεκαπέντε παλαιῶν σταδίων, ἤτοι ὀλιγώτερον ἀπὸ τρία
σταδίων δεκαπέντε, στάδια σημερινά.
104/192
11,26 Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κάν 26 Ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει εἰς ἐμέ, καὶ ἂν 26 Ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει εἰς ἐμέ, καὶ ἀν ἀποθάνῃ σωματικῶς, ὅπως
ἀποθάνῃ, ζήσεται· καὶ πᾶς ὁ πεθάνῃ σωματικῶς, θὰ ζήσῃ πνευματικῶς ἀπέθανεν ὁ ἀδελφός σου, θὰ ζήσῃ, διότι ἐκτὸς τῆς οὐρανίας καὶ
105/192
ἐν τῷ τόπῳ ὅπου ὑπήντησεν ὅπου τὸν εἶχε προϋπαντήσει ἡ Μάρθα. ἐπιθυμῶν, ἵνα μόνος μετὰ τῶν μαθητῶν του καὶ τῶν δύο ἀδελφῶν
αὐτῷ ἡ Μάρθα. τοῦ Λαζάρου ἐπισκεφθῇ τὸν τάφον αὐτοῦ.
106/192
πόνον τῶν δύο ἀδελφῶν.
11,36 Ἔλεγον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι· 36 Οἱ Ἰουδαῖοι, ὅταν εἶδαν τὰ δάκρυα αὐτὰ 36 Ὅταν λοιπὸν οἱ Ἰουδαῖοι τὸν εἶδαν νὰ δακρύῃ ἔλεγον· Κύτταξε
107/192
ὁ τεθνηκὼς κείμενος. Ὁ δὲ εἴσοδον τοῦ σπηλαίου, ὅπου εἶχε τεθῇ ὁ ἐσήκωσαν τὸν λίθον ἀπὸ τὸ στόμιον τοῦ σπηλαίου, ὅπου εὑρίσκετο ὁ
Ἰησοῦς ἦρε τοὺς ὀφθαλμοὺς πεθαμένος. Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐσήκωσε τὰ πεθαμένος. Ὁ Ἰησοῦς δὲ ὕψωσε τότε τοὺς ὀφθαλμούς του πρὸς τὸν
108/192
11,46 Τινὲς δὲ ἐξ αὐτῶν 46 Μερικοὶ ὅμως ἄλλοι ἀπὸ αὐτούς, 46 Μερικοὶ ὅμως ἀπὸ αὐτούς, ποὺ εὑρέθησαν νὰ εἶναι ἐκεῖ καὶ οἱ
ἀπῆλθον πρὸς τοὺς Φαρισαίους μοχθηροὶ καὶ ἄπιστοι, ἐπῆγαν εἰς τοὺς ὁποῖοι δὲν ἔτρεφον ἀγαθὰς διαθέσεις διὰ τὸν Ἰησοῦν, ἐπῆγαν εἰς
109/192
λαοῦ καὶ μὴ ὅλον τὸ ἔθνος τὸ ἔθνος».
ἀπόληται.
110/192
διέτριβε μετὰ τῶν μαθητῶν τοὺς μαθητάς του.
αὐτοῦ.
111/192
νεκρῶν.
12,2 Ἐποίησαν οὖν αὐτῷ 2 Παρέθεσαν, λοιπόν, εἰς αὐτὸν δεῖπνον 2 Λόγῳ δὲ τοῦ σεβασμοῦ καὶ τῆς εὐγνωμοσύνης, ποὺ ἐξ αἰτίας τοῦ
112/192
γλωσσόκομον εἶχε καὶ τὸ εἰσφορῶν, καὶ ἐκρατοῦσε διὰ τὸν εὐατόν χρήματα.
βαλλόμενα ἐβάσταζεν. του τὰ χρήματα, ποὺ ἔρριπταν εἰς αὐτό.
113/192
ἀκούσαντες ὅτι ἔρχεται Ἰησοῦς ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἔρχεται εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, Ἱεροσόλυμα,
εἰς Ἱεροσόλυμα,
114/192
12,17 Ἐμαρτύρει οὖν ὁ ὄχλος ὁ 17 Κατὰ τὰς ὥρας τῆς μεγάλης ἐκείνης 17 Κατὰ τὴν ὑποδοχὴν λοιπὸν ἐκείνην ἔδιδε μαρτυρίαν περὶ τοῦ
ὢν μετ' αὐτοῦ ὅτε τὸν Λάζαρον ὑποδοχῆς ὁ λαός, ποὺ ἦτο μαζῆ του ὅταν ὁ θαύματος τοῦ Λαζάρου εἰς ὅσους δὲν τὸ εἶχαν ἴδει, ὁ λαός, ποὺ ἦτο
115/192
Ἀνδρέας καὶ Φίλιππος λέγουσι σεβασμοῦ, ὁ Ἀνδρέας καὶ ὁ Φίλιππος συμμαθητήν του Ἀνδρέαν. Καὶ πάλιν ὁ Ἀνδρέας καὶ ὁ Φίλιππος
τῷ Ἰησοῦ· λέγουν εἰς τὸν Ἰησοῦν ὅτι οἱ Ἕλληνες λέγουν εἰς τὸν Ἰησοῦν, ὅτι οἱ Ἕλληνες προσήλυτοι θέλουν νὰ τὸν
116/192
αἰώνιον ζωήν.
12,26 Ἐὰν ἐμοὶ διακονῇ τις, ἐμοὶ 26 Ὅποιος μὲ ὑπηρετεῖ μὲ πίστιν, ἂς μὲ 26 Ἐὰν κανεὶς μὲ ὑπηρετῇ καὶ εἶναι μαθητῆς μου, ἂς μὲ ἀκολουθῇ εἰς
117/192
ἀκούσας ἔλεγε βροντὴν τὴν φωνήν, ἔλεγεν ὅτι ἔγινε βροντή. καὶ ἤκουσαν τὸν ἦχον της, χωρὶς νὰ ξεχωρίσουν καὶ τοὺς λόγους της,
γεγονέναι· ἄλλοι ἔλεγον· Ἄλλοι ἔλεγαν ὅτι ἄγγελος ὡμίλησεν εἰς ἔλεγαν ὅτι ἔγινε βροντή· ἄλλοι ἔλεγαν, ὅτι ἄγγελος ὡμίλησεν εἰς
118/192
ἀνθρώπου; Τίς ἐστιν οὗτος ὁ ἀνθρώπου; Ποῖος εἶναι αὐτὸς ὁ υἱὸς τοῦ ὁποίου ὁμιλεῖς;
υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου; ἀνθρώπου; Εἶναι ὁ Χριστὸς ἢ ὄχι;»
119/192
12,39 Διὰ τοῦτο οὐκ ἠδύναντο 39 Ἕνεκα δὲ αὐτῆς τῆς σκληροκαρδίας 39 Ἕνεκα δὲ τῆς δυστροπίας των αὐτῆς, τὴν ὁποίαν προεῖδεν ὁ Θεὸς
πιστεύειν, ὅτι πάλιν εἶπεν των, δὲν ἠμποροῦσαν νὰ πιστεύσουν, καὶ προεῖπεν ὁ Ἡσαΐας, ἐπειδὴ ἦλθεν ἡ ὥρα νὰ πληρωθῇ ἡ
120/192
εἶπεν· ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ «ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει εἰς ἐμέ, δὲν πιστεύει φοβεῖσθε νὰ ὁμολογήσετε τὴν εἰς ἐμὲ πίστιν σας; Μάθετε, ὅτι ἐκεῖνος
πιστεύει εἰς ἐμέ, ἀλλ' εἰς τὸν εἰς ἐμέ, ἀλλὰ εἰς τὸν Θεὸν ποὺ μὲ ἔστειλε. ποὺ πιστεύει εἰς ἐμέ, δὲν πιστεύει εἰς ἐμέ, ἀλλ’ εἰς τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος
121/192
12,50 καὶ οἶδα ὅτι ἡ ἐντολὴ 50 Καὶ γνωρίζω ὅτι ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ 50 Καὶ γνωρίζω, ὅτι ἡ ἐντολή του εἶναι ζωὴ αἰώνιος, διότι ὁ λόγος τοῦ
122/192
εἰς τοὺς ἐχθρούς του,
13,3 εἰδὼς ὁ Ἰησοῦς ὅτι πάντα 3 ὁ Ἰησοῦς, ἂν καὶ ἐγνώριζε πολὺ καλὰ ὅτι 3 ὁ Ἰησοῦς μολονότι εἶχεν ἐπίγνωσιν τοῦ θεοπρεποῦς μεγαλείου του
123/192
αἰῶνα. Ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ πλύνῃς ἐσὺ τὰ πόδια». Ἀπήντησεν εἰς παράδειγμα τῆς ταπεινοφροσύνης, ποὺ σᾶς δίδω, ἀλλ’
Ἰησοῦς· ἐὰν μὴ νίψω σε, οὐκ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς· «ἐὰν δὲν σοῦ πλύνω τώρα ἑξακολουθήσῃς νὰ ἀνθίστασαι ἐγωϊστικῶς διὰ νὰ μὴ σὲ νίψω, δὲν
124/192
αὐτοῖς· γινώσκετε τί πεποίηκα τοὺς εἶπε· «γνωρίζετε τί νόημα ἔχει αὐτό,
ὑμῖν; τὸ ὁποῖον ἔκαμα εἰς σᾶς;
125/192
ἐφαρμόζετε.
13,18 Οὐ περὶ πάντων ὑμῶν 18 Καὶ αὐτὰ δὲν τὰ λέγω δι' ὅλους σας, 18 Καὶ ὅταν σᾶς προτρέπω νὰ ἐφαρμόζετε ταῦτα διὰ νὰ γίνετε
126/192
ἐμαρτύρησε καὶ εἶπεν· ἀμὴν λύπην τὸ φρικτὸν κατάντημα τοῦ σαφῆ μαρτυρίαν περὶ τοῦ προδότου καὶ εἶπεν· Ὀσονδήποτε καὶ ἂν
ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἶς ἐξ ὑμῶν προδότου μαθητοῦ καὶ καθαρὰ καὶ σᾶς φανῇ ἀπίστευτον, ἐν πάσῃ ἀληθείᾳ σᾶς λέγω, ὅτι ἕνας ἀπὸ σᾶς
127/192
τὸ πιάτο ἕνα κόμματι ψωμί, τὸ ἔδωσεν εἰς Σίμωνος.
τὸν Ἰούδαν τὸν Ἰσκαριώτην, τὸν υἱὸν τοῦ
13,28 Τοῦτο δὲ οὐδεὶς ἔγνω τῶν 28 Αὐτὸν τὸν τελευταῖον λόγον κανεὶς 28 Τοὺς τελευταίους δὲ αὐτοὺς λόγους τοὺς ἤκουσαν μὲν ὅλοι, κανεὶς
ἀνακειμένων πρὸς τί εἶπεν ἀπὸ τοὺς μαθητάς, ποὺ ἐκάθητο εἰς τὸ ὅμως ἀπὸ αὐτούς, ποὺ ἐκάθηντο εἰς τὴν τράπεζαν, δὲν ἐκατάλαβε,
αὐτῷ· τραπέζι, δὲν ἐκατάλαβε, πρὸς ποῖον μὲ ποίαν ἔννοιαν καὶ πρὸς ποῖον σκοπὸν ὁ Ἰησοῦς εἶπε τούτους εἰς
σκοπὸν τὸν εἶπε ὁ Κύριος. αὐτόν.
13,29 τινὲς γὰρ ἐδόκουν, ἐπεὶ τὸ 29 Ἐπειδὴ δὲ ὁ Ἰούδας εἶχε τὸ κουτὶ τοῦ 29 Καὶ δὲν τοὺς ἐκατάλαβαν, διότι μερικοὶ ἐνόμιζαν ὅτι, ἐπειδὴ ὁ
γλωσσόκομον εἶχεν ὁ Ἰούδας, κοινοῦ ταμείου, μερικοὶ ἐνόμισαν ὅτι τοῦ Ἰούδας εἶχε τὸ κουτὶ τῶν συνεισφορῶν, εἶπεν εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς·
ὅτι λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς, εἶπε ὁ Ἰησοῦς: Ἀγόρασε αὐτὰ ποὺ μᾶς ἀγόρασε ἐκεῖνα, ποὺ χρειαζόμεθα διὰ τὴν ἑορτήν· ἢ τοῦ εἶπε ταῦτα
ἀγόρασον ὧν χρείαν ἔχομεν εἰς χρειάζονται διὰ τὴν ἑορτὴν ἢ ὅτι τοῦ εἶπε διὰ νὰ δώσῃ κάποιο ποσὸν χρημάτων πρὸς βοήθειαν τῶν πτωχῶν.
τὴν ἑορτήν, ἢ τοῖς πτωχοῖς ἵνα νὰ δώσῃ κάτι εἰς τοὺς πτωχούς.
τι δῷ.
13,30 Λαβὼν οὖν τὸ ψωμίον 30 Ὅταν, λοιπόν, ἐκεῖνος ἐπῆρε τὸ ψωμί, 30 Ὅταν λοιπὸν ἐκεῖνος ἔλαβε τὸ τεμάχιον τοῦ ἄρτου, ἀμέσως
ἐκεῖνος εὐθέως ἐξῆλθεν· ἦν δὲ ἐβγῆκε ἀμέσως ἔξω ἀπὸ τὸ ὑπερῶον. Εἶχε ἐβγῆκεν. Ἦτο δὲ νύκτα καὶ ὑπὸ τὸ φρικῶδες σκοτάδι της ἐπιχειρεῖ ὁ
νύξ. δὲ πέσει πλέον ἡ νύκτα ὅταν ἡ σκοτεινὴ Ἰούδας τὸ σκοτεινὸν καὶ ἀπαίσιον ἔργον τῆς προδοσίας του.
καὶ φρικτὴ νύκτα τῆς ἀποστασίας καὶ τῆς
128/192
προδοσίας εἶχε κυριεύσει τὸν Ἰούδαν.
13,31 Ὅτε οὖν ἐξῆλθε, λέγει ὁ 31 Ὅταν, λοιπόν, ἔφυγε ὁ Ἰούδας, τότε 31 Ὅταν λοιπὸν ἐξῆλθεν ἀπὸ τὴν αἴθουσαν τοῦ δείπνου ὁ Ἰούδας,
129/192
γῆν, διὰ νὰ κηρύξετε ὡς ἀπόστολοί μου
τὴν σωτηρίαν εἰς τοὺς ἀνθρώπους.
130/192
μὴ ἀλέκτωρ φωνήσει ἕως οὗ λαλήσῃ ὁ πετεινός, μέχρις ὅτου σὺ μὲ
ἀπαρνήσῃ με τρίς. ἀπαρνηθῇς τρεῖς φορές».
131/192
εἰμὶ ἐγώ, καὶ ὑμεῖς ἦτε. δευτέρας παρουσίας καὶ θὰ σᾶς πάρω ἐγώ.
κοντά μου, ὥστε νὰ εἶσθε καὶ σεῖς ἐκεῖ,
132/192
μεγαλεῖον του, τὰς σωτηριώδεις βουλάς του καὶ τὸ θέλημά του.
Ἐπειδὴ δὲ αὐτὸ θὰ γίνῃ ἀσφαλῶς εὐθὺς μετὰ τὸ πάθημά μου καὶ τὴν
133/192
τῷ πατρὶ καὶ ὁ πατὴρ ἐν ἐμοί,· καμμίαν ἐπιφύλαξιν, καὶ νὰ τὸ κάμετε καὶ ὁ Πατὴρ εἶναι ἐν ἐμοί, ὥστε ἐγὼ καὶ ἐκεῖνος, μολονότι
εἰ δὲ μή, διὰ τὰ ἔργα αὐτὰ σταθερὸν φρόνημα, ὅτι ἐγὼ μένω εἰς τὸν διακρινόμεθα εἰς ξεχωριστὰ πρόσωπα, ἀποτελοῦμεν συγχρόνως ἕνα
134/192
τῆς ἀγάπης σας πρὸς ἐμέ. τηρήσατε τὰς ἐντολάς μου καὶ δείξατε οὕτως, ὅτι ἡ πρὸς ἐμὲ ἀγάπη
σας εἶναι ἀληθὴς καὶ εἰλικρινής.
135/192
καίτοι ἕντος ὀλίγου θὰ ἀποθάνω ἐπὶ τοῦ πνευματικὴν ζωήν, τὴν ὁποῖαν θὰ λάβετε ἀπὸ ἐμὲ.
σταυροῦ, ζῶ καὶ θὰ ζῶ αἰωνίως. Καὶ σεῖς
136/192
14,23 Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ 23 Τοῦ ἀπήντησε ὁ Ἰησοῦς καὶ τοῦ εἶπεν· 23 Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν εἰς αὐτόν· Ἡ ἐμφάνισις, περὶ τῆς
εἶπεν αὐτῷ· ἐάν τις ἀγαπᾷ με, «ἡ ἐμφάνισίς μου ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ὁποίας σᾶς ὁμιλῶ, θὰ εἶναι ἐσωτερικὴ καὶ πνευματικὴ εἰς τὸ
137/192
οὐ καθὼς ὁ κόσμος δίδωσιν, εἰρήνην, τὴν ὁποίαν ἐγὼ ἔχω ἀπὸ τὸν εἰς τὸν συνταρασσόμενον ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν κόσμον. Δὲν σᾶς δίδω
ἐγὼ δίδωμι ὑμῖν. Μὴ ἑαυτόν μου εἰς ἄπειρον βαθμόν. Δὲν σᾶς ἐγὼ εἰρήνην ὑποκριτικὴν καὶ ἀπατηλὴν καὶ ἀσταθῆ, σὰν αὐτὴν ποὺ
138/192
μεθ' ὑμῶν· ἔρχεται γὰρ ὁ τοῦ Δὲν ἔχω τὸν καιρόν. Διότι τώρα ὁ καιρὸς διὰ νὰ σᾶς εἴπω περισσότερα. Διότι ἔρχεται ὁ σατανᾶς, ποὺ
κόσμου ἄρχων, καὶ ἐν ἐμοὶ οὐκ διάβολος, ποὺ κυριαρχεῖ εἰς τὸν ἐξουσιάζει τὸν μακρὰν τοῦ Θεοῦ κόσμον. Καὶ ἔρχεται ἐδῶ νὰ
139/192
ἀμπελουργός.
15,2 Πᾶν κλῆμα ἐν ἐμοὶ μὴ 2 Κάθε κλῆμα, ποὺ εἶναι ἐνωμένο μὲ ἐμέ, 2 Κάθε ἄνθρωπον, ποὺ σὰν ἄλλος κλάδος καὶ σὰν κλῆμα
140/192
καρπὸν πολύν, ὅτι χωρὶς ἐμοῦ αὐτὸς καὶ μόνον φέρνει πολὺν καρπόν. τὴν ζωτικὴν δύναμιν, ποὺ πηγάζει ἀπὸ ἐμέ, δὲν ἠμπορεῖτε νὰ κάνετε
οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν. Διότι χωρὶς ἐμέ, χωρὶς τὴν σωτήριον χάριν τίποτε διὰ τὴν δικαίωσιν καὶ τὸν ἐξαγιασμόν σας.
141/192
τὴν ἀγάπην μου δεικνυόμενοι ἄξιοι αὐτῆς.
15,10 Ἐὰν τὰς ἐντολάς μου 10 Θὰ μείνετε δὲ εἰς τὴν ἀγάπη μου, ἐὰν 10 Θὰ μείνετε δὲ εἰς τὴν ἀγάπην ποὺ σᾶς ἔχω, ἐὰν φυλάξετε τὰς
142/192
δούλους, ὅτι ὁ δοῦλος οὐκ οἶδε δοῦλος δὲν γνωρίζει τί πράττει ὁ κύριός του. ἁπλοῦν ὄργανον ἀπὸ τὸν κύριόν του καὶ δὲν γνωρίζει, ποῖον σκοπὸν
τί ποιεῖ αὐτοῦ ὁ κύριος· ὑμᾶς Σᾶς ὠνόμασα δὲ καὶ σᾶς ὀνομάζω φίλους καὶ ποῖον λόγον ἔχει ἐκεῖνο, ποὺ πράττει δι’ αὐτοῦ ὁ κύριός του. Σᾶς
143/192
ἀλλ' ἐγὼ ἐξελεξάμην ὑμᾶς ἐκ ἀγαποῦσε, διότι θὰ σᾶς ἐθεωροῦσε ὡς τὸν κόσμον καὶ σᾶς ἐξεχώρισα ἀπὸ αὐτόν, δι’ αὐτὸ σᾶς μισεῖ ὁ
τοῦ κόσμου, διὰ τοῦτο μισεῖ ἰδικούς του. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν εἶσθε ἀπὸ τὸν κόσμος.
144/192
15,24 Εἶ τὰ ἔργα μὴ ἐποίησα ἐν 24 Ἐὰν δὲν εἶχα κάμει ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια 24 Ἐὰν δὲν εἶχα κάμει ἐν μέσῳ αὐτῶν τὰ καταπληκτικὰ καὶ
αὐτοῖς ἃ οὐδεὶς ἄλλος των τόσα καὶ τέτοια ὑπερφυσικὰ ἔργα, τὰ ὑπερφυσικὰ ἔργα, τὰ ὁποῖα κανεὶς ἄλλος ἀπὸ τοὺς ἐν τῇ Π. Διαθήκῃ
145/192
μὲ παρρησίαν.
146/192
ὑμῶν ἥμην. καὶ τὸ ἔργον σας. Δὲν σᾶς τὰ εἶπα δὲ εὐθὺς ἐγνωρίσατε καὶ μὲ ἠκολουθήσατε, διότι ἦμην μαζί σας καὶ ἡ
ἐξ ἀρχῆς, ποὺ σᾶς ἐκάλεσα ὡς μαθητάς μου, παρουσία μου ἦτο ἀρκετὴ ἐνίσχυσις διὰ σᾶς.
147/192
ποὺ ἐτοιμάζουν τὴν σταύρωσίν μου καὶ περὶ
κατακρίσεως καὶ καταδίκης τοῦ διαβόλου.
148/192
ἀλήθειαν· οὐ γὰρ λαλήσει τῆς σωτηρίας. Διότι δὲν θὰ ὁμιλήσῃ καὶ θεότητος, ἀλλὰ θὰ σᾶς εἴπῃ ὅσα θὰ ἀκούσῃ παρὰ τοῦ Πατρός, θὰ
ἀφ' ἑαυτοῦ, ἀλλ' ὅσα ἂν ἐκεῖνος ἀπὸ τὸν εὐατόν του, ἄσχετα ἀπὸ τὸν σᾶς ἀναγγείλῃ δὲ καὶ τὰ μέλλοντα νὰ συμβοῦν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν
149/192
λέγει ἡμῖν, μικρὸν καὶ οὐ πάλιν ἔπειτα ἀπὸ ὀλίγο θὰ μὲ ἴδετε καὶ ὅτι πηγαίνω πρὸς τὸν Πατέρα;
θεωρεῖτέ με, καὶ πάλιν ἐγὼ πηγαίνω πρὸς τὸν Πατέρα;»
150/192
22 Καὶ ὑμεῖς οὖν λύπην μὲν 22 Καὶ σεῖς, λοιπόν, τώρα μὲν ἔχετε λύπην, 22 Καὶ σεῖς λοιπὸν τώρα μέν, ποὺ ἀποχωριζόμεθα, ἔχετε λύπην· θὰ
νῦν ἔχετε· πάλιν δὲ ὄψομαι πάλιν ὅμως θὰ σᾶς ἴδω μετὰ τὴν ἀνάστασίν σᾶς ἴδω ὅμως πάλιν, ὅχι μόνον ὅταν μετὰ τὴν ἀνάστασίν μου θὰ
151/192
ἀλληγορίες, ἀλλὰ θὰ σᾶς ἀναγγείλω τὸν ὁποῖον θὰ γνωρίσετε ὡς Πατέρα ὄχι μόνον ἰδικόν μου, ἀλλὰ καὶ
καθαρὰ καὶ ξάστερα τὰ περὶ τοῦ Πατρὸς καὶ ἰδικόν σας.
152/192
ἐξῆλθες. διὰ νὰ γνωρίσῃς τί σκέπτεται. Ἀκριβῶς λόγῳ ἐρωτᾷ κανείς, ἀλλὰ τὸν προλαμβάνεις καὶ δίδεις ἀπόκρισιν εἰς τὰς
τῆς παγγνωσίας σου αὐτῆς πιστεύομεν ὅτι ἀπορίας του. Λάγω τῆς ὑπερφυσικῆς αὐτῆς γνώσεώς σου
153/192
οὐρανὸν καὶ εἶπε· πάτερ, τὴν ὁποίαν ἡ ἀγαθότης καὶ ἡ σοφία σου αὐτήν. Δέχθητι τὴν θυσίαν τοῦ παθήματός μου καὶ δόξασε τὸν Υἱόν
ἐλήλυθεν ἡ ὥρα· δόξασόν ὥρισε. Δόξασε καὶ ὡς ἄνθρωπον τὸν Υἱόν σου καὶ κατὰ τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν αὐτοῦ, διὰ νὰ σὲ δοξάσῃ καὶ ὁ
154/192
εἶναι παρὰ σοί. ὁ κόσμος. τὴν ὁποίαν εἶχον κοντά σου, προτοῦ νὰ δημιουργηθῇ ὁ κόσμος.
17,6 Ἐφανέρωσά σου τὸ 6 Ἐφανέρωσα τὸ ὄνομά σου εἰς τοὺς 6 Ἐφανέρωσα τὸ ὄνομά σου καὶ ἔκαμα γνωστὰς τὰς ἀπείρους
155/192
δεδόξασμαι ἐν αὐτοῖς. μαθηταί μου ἦσαν ἰδικοί σου καὶ ἔγιναν ἰδικοί μου, ἀλλὰ καὶ ὡς ἰδικοί μου ἑξακολουθοῦν νὰ εἶναι ἰδικοί σου.
ἰδικοί μου καὶ ἐξακολουθοῦν νὰ εἶναι ἰδικοί Καὶ ἔχω δοξασθῇ δι’ αὐτῶν, διότι ἀνεγνώρισαν τὴν θείαν μου φύσιν
156/192
λόγον σου, καὶ ὁ κόσμος ὁ κόσμος τῆς ἁμαρτίας τοὺς ἐμίσησε, διότι μακρὰν τῆς ἀληθείας κόσμος ἐμίσησεν αὐτούς, διότι δὲν ἔχουν τὰ
ἐμίσησεν αὐτούς, ὅτι οὐκ δὲν ἀνήκουν πλέον εἰς τὸν κόσμον αὐτὸν φρονήματα τοῦ κόσμου καὶ δὲν εἶναι ἀπὸ τὸν κόσμον, καθὼς ἐγὼ δὲν
157/192
17,20 Οὐ περὶ τούτων δὲ 20 Δὲν σὲ παρακαλῶ δὲ δι' αὐτοὺς μόνον, 20 Δὲν σὲ παρακαλῶ δὲ μόνον δι’ αὐτοὺς τοὺς ἕνδεκα, ἀλλὰ καὶ δι’
ἐρωτῶ μόνον, ἀλλὰ καὶ περὶ ἀλλὰ καὶ δι' ἐκείνους οἱ ὁποῖοι, χάρις εἰς τὴν ἐκείνους, ποὺ θὰ πιστεύουν διὰ τοῦ κηρύγματός των εἰς ἐμέ.
158/192
προσελκύωνται εἰς τὴν πίστιν, 0ά αἰσθάνωνται ἐκ πείρας ὅτι
ἠγάπησας αὐτούς, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἐνωμένοι μαζί μου, ὅπως
159/192
ἐγὼ εἶμαι μέσα εἰς τὸν καθένα ἀπὸ αὐτοὺς θὰ ζοῦν, θὰ εἶμαι μέσα τους καὶ ἐγὼ καὶ θὰ συναποτελοῦν ἓν σῶμα
καὶ εἰς ὅλους μαζῆ, ὥστε νὰ ἀποτελοῦν ἕνα μετ’ ἐμοῦ.
160/192
ἐξελθὼν εἶπεν αὐτοῖς· τίνα ἐβγῆκεν ἔξω ἀπὸ τὸν κῆπον καὶ εἶπεν εἰς τὸν κῆπον καὶ προχωρήσας ἀτάραχος καὶ ἀποφασιστικὸς τοὺς εἶπε·
ζητεῖτε; αὐτούς· «Ποῖον ζητεῖτε;» Ποῖον ζητεῖτε;
161/192
τὸ ὠτίον τὸ δεξιόν· ἦν δὲ ὥραν ἐκείνην μάχαιραν, τὴν ἔσυρε καὶ δεξιὸν αὐτί. Ὠνομάζετο δὲ ὁ δοῦλος Μάλχος.
ὄνομα τῷ δούλῳ Μάλχος. ἐκτύπησε τὸν δοῦλον τοῦ ἀρχιερέως καὶ τοῦ
162/192
ἀπολέσθαι ὑπὲρ τοῦ λαοῦ. ἔνας ἄνθρωπος, καὶ ὡς τέτοιον ἐννοῦσε τὸν αὐτὸς τὸν θάνατον τοῦ Ἰησοῦ.
Χριστόν, τοῦ ὁποίου τὸν φόνον, ἕνεκα τῆς
163/192
αὐτῶν ὁ Πέτρος ἑστὼς καὶ Πέτρος καὶ ἐζεσταίνετο.
θερμαινόμενος.
164/192
εἰ δὲ καλῶς, τί μὲ δέρεις; καλὰ καὶ σωστὰ ἀπήντησα, διατὶ μὲ
δέρνεις;»
165/192
διότι ἐκεῖ ἔμπαιναν εἰδωλολάτραι καὶ
ἐδικάζοντο ἐγκληματίαι) διὰ νὰ μὴ
166/192
ἀποθνῄσκειν. ποῖον εἶδος θανάτου ἔμελλε νὰ ἀποθάνῃ. δεικνύων ἐκ προτέρου μὲ ποῖον θάνατον ἔμελλε νὰ ἀποθάνῃ, ἤτοι
(Διότι οἱ Ρωμαῖοι κατεδίκαζαν εἰς σταυρικὸν μὲ θάνατον σταυρικόν, ὅπως οἱ Ρωμαῖοι ἐθανάτωναν τοὺς
167/192
τοῖς Ἰουδαίοις· νῦν δὲ ἡ προέρχεται ἀπὸ τοῦτον ἐδῶ τὸν κόσμον οὐρανὸν καὶ δι’ αὐτὸ οὔτε δι’ ἐπαναστάσεως καὶ πολέμου
βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἐστὶν οὔτε στηρίζεται εἰς τὴν δύναμιν τῶν ἐπιβάλλεται, οὔτε τὴν δύναμιν τῆς βίας καὶ τῶν ὑλικῶν ὅπλων
168/192
ἀλλὰ τὸν Βαραββᾶν. Ἦν δὲ ὁ Ἦτο δὲ ὁ Βαραββᾶς, τὸν ὁποῖον Βαραββᾶς δὲ αὐτός, ποὺ ἐπροτίμησαν ἀπὸ τὸν Ἰησοῦν οἱ Ἰουδαῖοι,
Βαραββᾶς λῃστής. ἐπροτίμησαν ἀπὸ τὸν ἀπολύτως ἀθῶον καὶ ἦτο λῃστής.
169/192
γνῶτε ὅτι ἐν αὐτῷ οὐδεμίαν «ἰδού, σᾶς τὸν φέρνω ἔξω. Τὸν ἀνέκρινα μὲ ὅτι δὲν εὑρίσκω εἰς αὐτὸν κανὲν ἔγκλημα καὶ δὲν σκοπεύω νὰ τὸν
αἰτίαν εὑρίσκω. βασανιστήρια, τὸν ἐτιμώρησα πρὸς χάριν τιμωρήσω περισσότερον.
170/192
Θεοῦ υἱὸν ἐποίησεν. τὸν εὐατόν του Υἱὸν Θεοῦ καὶ ἔδειξε ἔτσι ἔκαμε τὸν ἑαυτόν του υἱὸν τοῦ Θεοῦ καὶ ἔτσι ἐβλασφήμησε κατὰ τοῦ
θανάσιμον ἀσέβειαν κατὰ τοῦ Θεοῦ». Θεοῦ.
171/192
χέρια σου, ἔχουν μεγαλυτέραν ἐνοχήν ἀπὸ
σέ, ὁ ὁποῖος δὲν τολμᾷς νὰ ἀποδώσης
172/192
ἆρον, σταύρωσον αὐτόν. Λέγει μῖσος εἰς τὴν καρδιάν των, ἐκραύγασαν· ἐφώναζαν δυνατά· Πάρε τον, πάρε τον, νὰ μὴ τὸν βλέπωμεν·
αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· τὸν βασιλέα «πάρε τον ἀπὸ ἐδῶ ! Πάρε τον ἀπὸ τὰ μάτια σταύρωσέ τον. Λέγει εἰς αὐτοὺς ὁ Πιλᾶτος· Τὸν βασιλέα σας νὰ
173/192
Πιλᾶτος καὶ ἔθηκεν ἐπὶ τοῦ τὴν ἔβαλε εἰς τὸ ἐπάνω μέρος τοῦ σταυροῦ. ἐπάνω μέρος τοῦ σταυροῦ. Ἦτο δὲ γραμμένον εἰς τὴν ἐπιγραφήν·
σταυροῦ· ἦν δὲ γεγραμμένον· Ἦτο δὲ γραμμένον εἰς αὐτήν· «Ἰησοῦς ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος, ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων.
174/192
τὸν χιτῶνα· ἦν δὲ ὁ χιτὼν ἰδιαίτερον μερίδιον. Ἦτο δὲ ὁ χιτὼν αὐτὸς
ἄρραφος, ἐκ τῶν ἄνωθεν χωρὶς καμμίαν ραφήν, ὑφαντὸς ὁλόκληρος
175/192
19,28 Μετὰ τοῦτο εἰδὼς ὁ 28 Ἔπειτα ἀπὸ τὸ συμβὰν αὐτὸ ὁ Ἰησοῦς, 28 Ὕστερα ἀπ’ αὐτό, ἀφοῦ ἐβεβαιώθη ὁ Ἰησοῦς, ὅτι ὅλα, ὅσα
Ἰησοῦς ὅτι πάντα ἤδη ἀφοῦ ἐγνώρισε καθαρώτατα ὅτι ὅλα ὅσα ἐπρόκειτο σύμφωνα μὲ τὰς προφητείας νὰ πάθῃ, εἶχαν πλέον
176/192
παρασκευὴ ἦν· ἦν γὰρ μεγάλη διάρκειαν τοῦ Σαββάτου. Διότι ἡ ἡμέρα ἔγινεν ἡ σταύρωσις, ἦτο ἡμέρα προπαρασκευῆς καὶ προετοιμασίας
ἡ ἡμέρα ἐκείνου τοῦ αὐτὴν τῆς σταυρώσεως ἦτο ἡμέρα ἐκτάκτου καὶ ἐξαιρετικῆς· διότι ἡ ἡμέρα τοῦ Σαββάτου ἐκείνου, ποὺ
177/192
καθαρὸν αἷμα καὶ διαυγὲς ὕδωρ.
19,35 Καὶ ὁ ἑωρακὼς 35 Αὐτὸ τὸ μέγα καὶ συμβολικὸν γεγονός, 35 Τὸ γεγονὸς ὅμως αὐτὸ εἶναι ἀληθὲς καὶ βεβαία ἡ ὑπ’ αὐτοῦ
178/192
19,39 Ἦλθε δὲ καὶ Νικόδημος 39 Μαζῆ δὲ μὲ αὐτὸν ἦλθε καὶ ὁ Νικόδημος, 39 Μαζὶ δὲ μὲ τὸν Ἰωσὴφ ἦλθε καὶ ὁ Νικόδημος, ὁ ὁποῖος εἶχεν ἔλθει
ὁ ἐλθὼν πρὸς τὸν Ἰησοῦν ὁ ὁποῖος τὴν πρώτην φορὰν εἶχεν ἔλθει εἰς εἰς τὸν Ἰησοῦν ἐν καιρῷ νυκτός, ὅταν διὰ πρώτην φορὰν συνωμίλησε
179/192
Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἔρχεται δηλαδὴ τὴν Κυριακήν, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἑβδομάδος ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἔρχεται εἰς τὸ μνημεῖον
πρωῒ σκοτίας ἔτι οὔσης εἰς τὸ ἔρχεται πρωῒ εἰς τὸ μνημεῖον, ἐνῶ ἀκόμη ἦτο πρωΐ, ὅταν ἦτο ἀκόμη σκοτάδι, καὶ βλέπει ὅτι ὁ λίθος, ποὺ
180/192
θεωρεῖ τὰ ὀθόνια κείμενα, τοῦ πλησίον, ὅτι οἱ νεκρικοὶ ἐπίδεσμοι ἦσαν κατὰ γῆς καὶ δὲν
ἔλειπαν, ὅπως ἦτο φυσικὸν νὰ συμβῇ, ἐὰν τὸ σῶμα εἶχε κλαπῇ.
181/192
πρὸς τῇ κεφαλῇ καὶ ἕνα πρὸς ὅπου πρωτύτερα ἔκειτο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. ὑπηρέται τοῦ ἀναστάντος Κυρίου, ὁ ἕνας πρὸς τὸ μέρος τῆς
τοῖς ποσίν, ὅπου ἔκειτο τὸ κεφαλῆς καὶ ὁ ἄλλος πρὸς τὸ μέρος τῶν ποδῶν, ὅπου
182/192
ἀναβέβηκα πρὸς τὸν πατέρα ἐγγίζεις, διότι δὲν ἀνέβηκα ἀκόμη εἰς τὸν Πατέρα ζῇ σωματικῶς, ὅπως καὶ πρὸ τοῦ παθήματος, μετὰ τῶν
μου· πορεύου δὲ πρὸς τοὺς μου καὶ δὲν ἤρχισεν ἀκόμη ἡ νέα περίοδος τῆς μαθητῶν του, λέγει εἰς αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς· Μὴ μὲ ἐγγίζῃς καὶ μὴ
183/192
αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τὴν χέρια καὶ τὴν πλευρὰν του, διὰ νὰ ἴδουν τὰ πλευράν του διὰ να ἴδουν τὰ σημάδια τῶν πληγῶν καὶ
πλευρὰν αὐτοῦ. Ἐχάρησαν σημάδια τῶν πληγῶν καὶ πιστεύσουν ὅτι αὐτὸς πεισθοῦν, ὅτι αὐτὸς ἦτο ὁ σταυρωθεὶς Διδάσκαλός των.
184/192
αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, σημάδι τῶν καρφιῶν, καὶ ἂν δὲν βάλω τὸ χέρι τὸ χέρι μου εἰς τὴν πλευράν του, ὥστε ὄχι μόνον μὲ τὰ μάτια
καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου μου εἰς τὴν πλευράν, ποὺ τὴν ἐτρύπησε ἡ λόγχη, μου, ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ δάκτυλά μου νὰ βεβαιωθῶ, δὲν θὰ
185/192
πιστεύσαντες. μὲ εἶδαν, ἐπίστευσαν». ἐπίστευσαν. Καὶ θὰ πιστεύσουν οὕτως ὅλα τὰ μέλη τῆς
Ἐκκλησίας μου κατὰ τὰς ἐπερχομένας γενεάς.
186/192
Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οἱ τοῦ υἱοὶ τοῦ Ζεβεδαίου καὶ ἄλλοι δύο ἀπὸ τοὺς μαθητάς του.
Ζεβεδαίου καὶ ἄλλοι ἐκ τῶν μαθητάς του.
187/192
ἐκεῖνος, ὃν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς, τῷ ἰδιαιτέρως ὁ Ἰησοῦς, ἐθυμήθηκε τότε καὶ ἄλλην, ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖον ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς, εἰς τὸν
Πέτρῳ· ὁ Κύριός ἐστι. Σίμων πρὸ τριῶν ἐτῶν, θαυμαστὴν ἁλιείαν πλήθους Πέτρον· Αὐτός, ποὺ τὸν ἐνομίσαμεν ὡς ξένον, εἶναι ὁ Κύριος.
188/192
μεστὸν ἰχθύων μεγάλων ἀπὸ ἑκατὸν πενήντα τρία μεγάλα ψάρια. Καὶ Σίμων Πέτρος ὡς ἐμπειρότερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους εἰς τὸ
ἑκατὸν πεντήκοντα τριῶν· καὶ ἐνῶ τόσον πολλὰ καὶ μεγάλα ἦσαν τὰ ψάρια, πλοιάριον καὶ ἐτράβηξε τὸ δίκτυον εἰς τὴν ξηράν, γεμᾶτον
189/192
(Δίδαξε τὴν ἀλήθειαν εἰς τοὺς καλοπροαιρέτους
ἀνθρώπους, ποὺ θὰ γίνουν μέλῃ τῆς
190/192
καὶ οἴσει ὅπου οὐ θέλεις. θὰ ἀπλώσῃς τὰ χέρια σου καὶ ἄλλος θὰ σὲ τὴν προαίρεσίν σου θὰ τὸ ἀσπάζεσαι, λόγῳ ὅμως τῆς φυσικῆς
ζώσῃ καὶ θὰ σὲ φέρῃ ἐκεῖ, ὅπου δὲν θέλεις· (θὰ άποστροφῆς τῶν ἀνθρώπων πρὸς τὸν θάνατον, φυσικὰ καὶ σὺ
191/192
21,23 Ἐξῆλθεν οὖν ὁ λόγος 23 Διαδόθηκε λοιπὸν ἡ φήμη αὐτῇ μεταξὺ τῶν 23 Ἐκ παρεξηγήσεως λοιπὸν τῶν λόγων τούτων τοῦ Ἰησοῦ
οὗτος εἰς τοὺς ἀδελφοὺς ὅτι ὁ ἀδελφῶν, ὅτι ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος δὲν πεθαίνει. διεδόθη μεταξὺ τῶν ἀδελφῶν Χριστιανῶν ἡ φήμη αὐτή, ὅτι
192/192
Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης