Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 192

1/192

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 1Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Αρχαίο Κείμενο Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
1,1 Εν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Εἰς τὴν ἀρχὴν τῆς πνευματικῆς καὶ ὑλικῆς Κατὰ τὴν ἀρχὴν τῆς δημιουργίας ὑπῆρχεν ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ
Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ δημιουργίας, ἄναρχος καὶ προαιώνιος, ἐγεννήθη ἀπὸ τὸν Πατέρα ὡς ἄπειρος καὶ ζωντανὸς Λόγος ἀπὸ
Θεὸς ἦν ὁ Λόγος. ὑπῆρχεν ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὁ ἀπειροτέλειον καὶ πάνσοφον Νοῦν. Καὶ ὁ Λόγος ὡς δεύτερον
Λόγος ἦτο πάντοτε ἀχώριστος ἀπὸ τὸν πρόσωπον τῆς Θεότητος ὑπῆρχεν ἀχώριστος ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ἦτο
Θεὸν καὶ πλησιέστατα πρὸς αὐτόν, καὶ ὁ πάντοτε πλησιέστατα πρὸς αὐτόν. Καὶ ἦτο Θεὸς τέλειος ὁ Λόγος.
Λόγος ἦτο Θεὸς ἀπειροτέλειος, ὅπως ὁ
Πατὴρ καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα.
1,2 Οὗτος ἦν ἐν ἀρχῇ πρὸς τὸν 2 Αὐτὸς ὑπῆρχεν εἰς τὴν ἀρχὴν τῆς 2 Οὗτος ὑπῆρχε κατὰ τὴν ἀρχὴν τῆς δημιουργίας ἠνωμένος πρὸς
Θεόν. δημιουργίας ἠνωμένος πρὸς τὸν Θεόν. τὸν Θεόν.
1,3 Πάντα δι'αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ 3 Ὅλα τὰ δημιουργήματα ἔγιναν δι' αὐτοῦ 3 Ὅλα τὰ δημιουργήματα ἔγιναν διὰ τῆς συνεργασίας του μὲ τὸν
χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἓν ὃ καὶ χωρὶς αὐτὸν δὲν ἔλαβε ὕπαρξιν κανένα, Πατέρα καὶ ἄνευ αὐτοῦ δὲν ἔγινεν οὔτε τὸ παραμικρὸν ἀπὸ ὅσα
γέγονεν. ἀπὸ ὅσα ἔχουν γίνει. ἔχουν γίνει.
1,4 Ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ 4 Εἰς αὐτὸν ὑπῆρχε ζωὴ καὶ ὡς ἄπειρος 4 Εἶχε μέσα του ζωήν, καὶ αὐτὸς ὡς πηγὴ τῆς ζωῆς ἐδημιούργησε
ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων. πηγὴ ζωῆς ἐδημιούργησε καὶ διατηρεῖ κάθε καὶ συντηρεῖ κάθε ζωήν. Διὰ τοὺς λογικοὺς δὲ ἀνθρώπους ἦτο ἐξ
ζωήν. Διὰ δὲ τοὺς ἀνθρώπους δὲν εἶναι ἀρχῆς καὶ τὸ πνευματικὸν καὶ ἠθικὸν φῶς, ποὺ φωτίζει τὸν νοῦν
μόνον ἡ φυσικὴ ζωή, ἀλλὰ καὶ τὸ τους καὶ τοὺς ὁδηγεῖ εἰς τὴν ἀλήθειαν.
πνευματικὸν φῶς, ποὺ φωτίζει τὸν νοῦν
των εἰς κατανόησιν καὶ ἀποδοχὴν τῆς
ἀληθείας.
1,5 Καὶ τὸ φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ 5 Καὶ τὸ φῶς λάμπει μέσα εἰς τὸ σκοτάδι 5 Καὶ τὸ φῶς σκορπίζει τὴν λάμψιν του καὶ μεταξὺ τῶν
φαίνει, καὶ ἡ σκοτία αὐτὸ οὐ καὶ τὸ σκοτάδι δὲν ἠμπόρεσε ποτὲ νὰ τὸ σκοτισμένων ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν καὶ τὴν πλάνην ἀνθρώπων, διὰ
κατέλαβεν. ἐπισκιάσῃ καὶ τὸ ἐξουδετερώσῃ. νὰ φωτίσῃ καὶ αὐτούς, ἀλλ’ οἱ σκοτισμένοι αὐτοὶ ἄνθρωποι δὲν τὸ
ἀντελήφθησαν καὶ δὲν τὸ ἐνεκολπώθησαν, ἀλλὰ καὶ δὲν

2/192
ἠμπόρεσαν νὰ τὸ ἐξουδετερώσουν καὶ νὰ τὸ κατανικήσουν.

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


1,6 Ἐγένετο ἄνθρωπος 6 Προάγγελος αὐτοῦ τοῦ φωτὸς κατὰ τὰς 6 Διὰ νὰ γνωρίσουν δὲ οἱ ἄνθρωποι τὸ φῶς, ἐνεφανίσθη κάποιος
ἀπεσταλμένος παρὰ Θεοῦ, ἡμέρας ἐκείνας ἔγινεν ἔνας ἄνθρωπος, ἄνθρωπος ἀπεσταλμένος ἀπὸ τὸν Θεόν, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα ἦτο
ὄνομα αὐτῷ Ἰωάννης· σταλμένος ἀπὸ τὸν Θεόν, τοῦ ὁποίου τὸ Ἰωάννης.
ὄνομα ἦτο Ἰωάννης.
1,7 οὗτος ἦλθε εἰς μαρτυρίαν, 7 Αὐτὸς ἦλθε μὲ κύριον σκοπὸν νὰ 7 Αὐτὸς ἦλθε ἔχων ὡς κυρίαν ἀποστολήν του νὰ δώσῃ μαρτυρίαν·
ἵνα μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ φωτός, μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ φωτός, δηλαδὴ περὶ ἦλθε δηλαδὴ νὰ μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅτι αὐτὸς
ἵνα πάντες πιστεύσωσι δι' τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ μὲ τὸ κήρυγμά του εἶναι τὸ φῶς, διὰ νὰ πιστεύσουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι διὰ τοῦ
αὐτοῦ. νὰ προπαρασκευάσῃ τοὺς ἀνθρώπους, κηρύγματος αὐτοῦ (τοῦ Ἰωάννου).
ὥστε νὰ πιστεύσουν ὅλοι εἰς τὸ φῶς.
1,8 Οὐκ ἦν ἐκεῖνος τὸ φῶς, ἀλλ' 8 Δὲν ἦτο ἐκεῖνος τὸ φῶς, ἀλλ' ἦλθε νὰ 8 Δὲν ἦτο ἐκεῖνος τὸ φῶς, ἀλλ’ ἦλθεν ἀπεσταλμένος ἀπὸ τὸν Θεὸν
ἵνα μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ φωτός. μαρτυρήσῃ διὰ τὸ φῶς. διὰ νὰ μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι τὸ φῶς.
1,9 Ἦν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ὃ 9 Ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἦτο πάντοτε 9 Ὡς Λόγος καὶ ὡς δεύτερον πρόσωπον τῆς Θεότητος ἦτο πάντοτε
φωτίζει πάντα ἄνθρωπον τὸ ἀληθινὸν φῶς, τὸ ὁποῖον φωτίζει κάθε ὁ Χριστὸς τὸ ἀπολύτως τέλειον φῶς, ἡ μοναδικὴ πηγὴ τοῦ φωτὸς
ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον. ἄνθρωπον, ποὺ ἔρχεται εἰς τὸν κόσμον. ποὺ φωτίζει κάθε ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος ἔρχεται εἰς τὸν κόσμον.
1,10 Ἐν τῷ κόσμῳ ἦν, καὶ ὁ 10 Ἦτο ἐξ ἀρχῆς εἰς τὸν κόσμον, ὡς 10 Ἦτο ἀνέκαθεν καὶ ἐξ ἀρχῆς εἰς τὸν κόσμον καὶ ἐπρονόει καὶ
κόσμος δι' αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ ὁ δημιουργὸς καὶ κυβερνήτης, καὶ ὁ κόσμος ἐκυβέρνα τὸν κόσμον, ὅλα δὲ τὰ ὁρατὰ καὶ ἀόρατα κτίσματα, ἐκ
κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω. ὅλος, ὁρατὸς καὶ ἀόρατος, ἔλαβεν ὕπαρξιν τῶν ὁποίων ἀποτελεῖται ὁ ἐπίγειος καὶ οὐράνιος κόσμος, ἔγιναν
δι' αὐτοῦ. Καὶ ὅμως ὅταν τὸ φῶς, ὁ Υἱὸς τοῦ δι’ αὐτοῦ. Καὶ ὅμως ὅταν τὸ φῶς ἐσαρκώθη καὶ ἔγινεν ἄνθρωπος,
Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος, ὁ κόσμος δὲν τὸν ὁ διεφθαρμένος καὶ εἰς τὰ γήϊνα προσκολλημένος κόσμος τῶν
ἀνεγνώρισε καὶ δὲν τὸν ἐδέχθη. ἀνθρώπων δὲν τὸν ἀνεγνώρισεν ὡς δημιουργόν του.
1,11 Εἰς τὰ ἴδια ἦλθε, καὶ οἱ ἴδιοι 11 Ἦλθε μεταξὺ τῶν ἰδικῶν του, δηλαδὴ 11 Καὶ ὄχι μόνον ὁ κόσμος, ἀλλὰ καὶ οἱ ἰδικοί του, οἱ Ἰουδαῖοι, τὸν
αὐτὸν οὐ παρέλαβον. τῶν Ἰουδαίων, τοὺς ὁποίους μὲ ἰδιαιτέραν ἀπέρριψαν. Ἦλθεν ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ ἔζησεν ὡς ἄνθρωπος εἰς
στοργὴν διὰ μέσου τῶν αἰώνων εἶχε τὴν χώραν, ἡ ὁποία ὡς γῆ τῆς ἐπαγγελίας ἦτο ξεχωρισμένη πρὸ
προστατεύσει, καὶ αὐτοὶ οἱ ἰδικοί του δὲν πολλοῦ ἀπὸ τὸν Θεὸν ὡς ἰδιαιτέρως ἰδική του. Καὶ οἱ ἄνθρωποι τοῦ
τὸν ἐδέχθησαν ὡς Σωτῆρα καὶ Θεόν των. σπιτιοῦ του, οἱ Ἰουδαῖοι, δὲν τὸν παρεδέχθησαν, ἀλλὰ τὸν

3/192
ἠρνήθησαν σὰν ξένον καὶ ἐχθρόν.
1,12 Ὅσοι δὲ ἔλαβον αὐτόν, 12 Ἄλλοι ὅμως τὸν ἐδέχθησαν. Εἰς ὅσους δὲ 12 Ὅσοι ὅμως τὸν ἐδέχθησαν καὶ τὸν ἐνεκολπώθησαν ὡς σωτῆρα

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα τὸν ἐδέχθησαν μὲ πίστιν ὡς Σωτῆρα καὶ τους, ἔδωκεν εἰς αὐτοὺς τὸ δικαίωμα καὶ τὴν χάριν νὰ γίνουν
Θεοῦ γενέσθαι, τοῖς Θεόν των ἔδωκε τὸ δικαίωμα νὰ γίνουν τέκνα Θεοῦ. Ναί· Ἔδωκε τὸ προνόμιον αὐτὸ εἰς ἐκείνους, ποὺ τὸν
πιστεύουσιν εἰς τὸ ὄνομα αὐτοῦ τέκνα Θεοῦ, εἰς αὐτοὺς δηλαδὴ ποὺ πιστεύουν ὡς ἐνανθρωπήσαντα Υἱὸν τοῦ Θεοῦ καὶ ὡς Σωτῆρα τῶν
πιστεύουν εἰς τὸ ὄνομά του. ἀνθρώπων.
1,13 οἳ οὐκ ἐξ αἱμάτων, οὐδὲ ἐκ 13 Αὐτοὶ δὲν ἐγεννήθησαν ἀπὸ ἀνθρώπινα 13 Αὐτοὶ δὲν ἐγεννήθησαν ἀπὸ γυναικεῖα αἵματα, οὔτε ἀπὸ
θελήματος σαρκός, οὐδὲ ἐκ αἵματα οὔτε ἀπὸ θέλημα σαρκὸς οὔτε ἀπὸ ἐπιθυμίαν σαρκικήν, οὔτε ἀπὸ ἐπιθυμίαν καὶ θέλημα ἀνδρός, ἀλλ’
θελήματος ἀνδρός, ἀλλ' ἐκ Θεοῦ θέλημα ἀνδρός, ἀλλὰ ἐγεννήθησαν ἀπὸ ἐγεννήθησαν ἀπὸ τὸν Θεόν.
ἐγεννήθησαν. τὸν Θεόν.
1,14 Καὶ ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο 14 Καὶ ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔγινε 14 Διὰ νὰ ἐντυπωθῇ δὲ περισσότερον εἰς τὸν καθένα τὸ μέσον τῆς
καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν, καὶ ἄνθρωπος κατὰ ὑπερφυσικὸν τρόπον καὶ ὑπερφυσικῆς αὐτῆς γεννήσεως καὶ υἱοθεσίας, ἐπαναλαμβάνω ὅτι
ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ κατεσκήνωσεν μὲ οἰκειότητα ἐν τῷ μέσῳ ὁ Λόγος ἔγινεν ἐν χρόνῳ ἄνθρωπος. Καὶ ἔχων ὡς σκηνὴν καὶ ὡς
δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ ἡμῶν καὶ ἡμεῖς εἴδαμεν τὴν μεγαλειώδη ναὸν ἅγιον τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν, παρέμεινε μὲ πολλὴν
πατρός, πλήρης χάριτος καὶ δόξαν του, δόξαν ὄχι ἀνθρωπίνην, ἀλλὰ οἰκειότητα μεταξύ μας σὰν ἕνας ἀπὸ ἡμᾶς. Καὶ ἐχορτάσαμεν μὲ
ἀληθείας. θείαν καὶ ἀπέραντον, τὴν ὁποίαν εἶχεν ὡς τὰ μάτια μας τὴν ὑπέρλαμπρον καὶ θεοπρεπῆ δόξαν του, ποὺ
φυσικήν του κατάστασιν ἀπὸ τὸν Πατέρα, ἐφανερώνετο μὲ τὰ θαύματά του καὶ τὴν διδασκαλίαν του καὶ τὴν
σὰν Υἱὸς τοῦ Θεοῦ μονογενής, γεμᾶτος ἄλλην λαμπρότητα τῆς ἀναμαρτήτου καὶ κατὰ πάντα ἁγίας ζωῆς
χάριν καὶ ἀλήθειαν. του. Ἦτο δόξα τὴν ὁποίαν δὲν ἔλαβε κατὰ χάριν καὶ δωρεάν, ὅπως
τὴν λαμβάνουν τὰ λογικὰ δημιουργήματα, ἀλλὰ τὴν εἶχε φυσικὴν
ἀπὸ τὸν Πατέρα, του Υἱὸς μονάκριβος ποὺ ἦτο, γεμᾶτος χάριν μὲ
τὴν ὁποίαν τότε ἐθαυματούργει καὶ τώρα μᾶς ἀναγεννᾷ, καὶ
γεμᾶτος ἀλήθειαν μὲ τὴν ὁποίαν μᾶς φωτίζει καὶ μᾶς διδάσκει.
1,15 Ἰωάννης μαρτυρεῖ περὶ 15 Ὁ Ἰωάννης μαρτυρεῖ δι' αὐτὸν καὶ κράζει 15 Ὁ Ἰωάννης μαρτυρεῖ δι’ αὐτὸν καὶ φωνάζει δημοσίᾳ καὶ χωρὶς
αὐτοῦ καὶ κέκραγε λέγων· οὗτος μὲ μεγάλην φωνήν, λέγων· «αὐτὸς ἦτο κανένα δισταγμόν, μὲ παρρησίαν, καὶ λέγει· Αὐτὸς ἦτο περὶ τοῦ
ἦν ὃν εἶπον, ὁ ὀπίσω μου ἐκεῖνος, διὰ τὸν ὁποῖον σᾶς εἶπα, ὅτι ὁ ὁποίου εἶπα, ὅτι ἐκεῖνος, ποὺ ἔρχεται εἰς τὴν δημοσίαν δρᾶσιν
ἐρχόμενος ἔμπροσθέν μου ἐρχόμενος ὕστερα ἀπὸ ἐμὲ εἶναι ὕστερα ἀπὸ ἐμέ, ὑπῆρξεν ἀσυγκρίτως λαμπρότερος, καὶ
γέγονεν, ὅτι πρῶτός μου ἦν. ἀσυγκρίτως ἀνώτερος ἀπὸ ἐμέ, διότι ὡς ἐνδοξότερος πολὺ προτήτερα ἀπὸ ἐμέ, βλεπόμενος καὶ

4/192
Υἱὸς μονογενὴς τοῦ Πατρὸς ὑπῆρχε ἤδη, κηρυττόμενος ἀπὸ ὅλους τοὺς πατριάρχας καὶ προφήτας, διότι ὡς

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


πρὶν ἐγὼ γεννηθῶ». πρωτότοκος καὶ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ὑπῆρχε πρὸ ἐμοῦ.
1,16 Καὶ ἐκ τοῦ πληρώματος 16 Καὶ ἀπὸ τὸν ἄπειρον πνευματικὸν 16 Καὶ ἀπὸ τὸν ἀνεξάντλητον πλοῦτον τῆς τελειότητος καὶ τῶν
αὐτοῦ ἡμεῖς πάντες ἐλάβομεν, πλοῦτον αὐτοῦ ὅλοι ἡμεῖς ἐλάβαμεν καὶ δωρεῶν του ἐλάβομεν ὅλοι ἡμεῖς. Καὶ ἐλάβομεν χάρη ἐπάνω εἰς
καὶ χάριν ἀντὶ χάριτος· χάριν ἐπάνω εἰς τὴν χάριν. τὴν ἄλλην χάριν· καὶ μετὰ τὴν χάριν τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν
μας ἐλάβομεν καὶ τὴν χάριν τῆς υἱοθεσίας καὶ τῆς μακαρίας ζωῆς
καὶ ὁλονὲν προστίθεται νέα ὑπεράφθονος χάρις εἰς ἐκείνην, ποὺ
προηγουμένως ἐλάβομεν.
1,17 ὅτι ὁ νόμος διὰ Μωϋσέως 17 Διότι ἐνῶ ὁ νόμος ἐδόθη διὰ τοῦ 17 Διότι ὁ νόμος, ποὺ τὸν παρέβαινον οἱ ἄνθρωποι καὶ ἐγίνοντο ὡς
ἐδόθη, ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια διὰ Μωϋσέως, δούλου τοῦ Θεοῦ, ἡ χάρις καὶ ἡ ἐκ τούτου ἔνοχοι καὶ ἀνάξιοι νὰ λάβουν τὴν χάριν τῆς υἱοθεσίας,
᾿Ιησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο. ἀλήθεια ἦλθαν διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, Υἱοῦ ἐδόθη δι’ ἀνθρώπου καὶ δούλου, διὰ τοῦ Μωϋσέως, ἐνῷ ἡ χάρις καὶ
τοῦ Θεοῦ. ἡ ἀντικαταστήσασα τὰς σκιὰς καὶ τὰ σύμβολα τοῦ νόμου τελεία
ἀποκάλυψις τῆς ἀληθείας, ποὺ ἐλευθερώνουν τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ
τὴν δουλείαν τῆς ἁμαρτίας καὶ τὸν ἀναγεννοῦν, ἦλθαν διὰ τοῦ
Ἰησοῦ Χριστοῦ.
1,18 Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε 18 Τὸν Θεὸν κανείς ποτὲ δὲν ἔχει ἴδει. Ὁ 18 Φυσικὸν δὲ ἦτο ἀπὸ τὸν Χριστὸν νὰ λάβωμεν τὴν τελείαν
πώποτε· ὁ μονογενὴς υἱὸς ὁ ὢν Υἱὸς ὁ μονογενής, ποὺ ὑπάρχει προαιωνίως ἀποκάλυψιν τῆς ἀληθείας. Διότι κανεὶς δὲν ἔχει ἴδει ποτὲ τὸν
εἰς τὸν κόλπον τοῦ πατρός, πάντοτε εἰς τὸν κόλπον τοῦ Πατρός, Θεόν. Ὁ Υἱός, ποὺ μόνον αὐτὸς ἐγεννήθη ἀπὸ τὴν οὐσίαν τοῦ
ἐκεῖνος ἐξηγήσατο. ἐκεῖνος ἐφανέρωσεν εἰς ἡμᾶς καὶ Πατρὸς καὶ εἶναι εἰς τὸν κόλπον του ἀχώριστος πάντοτε ἀπὸ
κατέστησε γνωστὸν τὸν Θεόν. αὐτόν, ἐκεῖνος μᾶς ἐξήγησε καὶ μᾶς ἐγνώρισε τὸν Θεόν.
1,19 Καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ μαρτυρία 19 Καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ μαρτυρία τοῦ Ἰωάννου, 19 Καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ μαρτυρία, ποὺ ἔδωκεν ὁ Ἰωάννης, ὅταν
τοῦ Ἰωάννου, ὅτε ἀπέστειλαν οἱ ὅταν ἔστειλαν οἱ Ἰουδαῖοι ἀπὸ τὰ ἔστειλαν οἱ Ἰουδαῖοι ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα ἱερεῖς καὶ λευΐτας διὰ νὰ
Ἰουδαῖοι ἐξ Ἱεροσολύμων ἱερεῖς ῾Ἱεροσόλυμα ἱερεῖς καὶ Λευΐτας νὰ τὸν τὸν ἐρωτήσουν· Σὺ ποῖος εἶσαι; Εἶσαι ὁ Μεσσίας; Ἢ εἶσαι κάποιος
καὶ Λευΐτας ἵνα ἐρωτήσωσιν ἐρωτήσουν· «σὺ ποιὸς εἶσαι;» ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ θὰ ἔλθουν προτήτερα ἀπὸ αὐτόν;
αὐτόν· σὺ τίς εἶ;
1,20 Καὶ ὡμολόγησε, καὶ οὐκ 20 Καὶ ὡμολόγησε, καὶ δὲν ἠρνήθη. Καὶ 20 Καὶ ὡμολόγησε καὶ δὲν ἠρνήθη. Καὶ ὡμολόγησεν, ὅτι δὲν εἶμαι

5/192
ἠρνήσατο· καὶ ὡμολόγησεν ὅτι ὡμολόγησεν ὅτι «δὲν εἶμαι ἐγὼ ὁ Χριστός». ἐγὼ ὁ Χριστός.
οὐκ εἰμὶ ἐγὼ ὁ Χριστός.

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


1,21 Καὶ ἠρώτησαν αὐτόν· τί 21 Καὶ τὸν ἠρώτησαν πάλιν· «λοιπὸν ποῖος 21 Καὶ τὸν ἠρώτησαν· Τί εἶσαι λοιπὸν καὶ τί συνάγεται ἀπὸ τὴν
οὖν; Ἠλίας εἶ σύ; Καὶ λέγει· οὐκ εἶσαι; Μήπως εἶσαι ὁ Ἠλίας;» Καὶ εἶπεν ὁ ἄρνησίν σου αὐτήν; Εἶσαι ὁ Ἠλίας, ὁ ὁποῖος πρόκειται νὰ
εἶμι. Ὁ προφήτης εἶ σύ; Καὶ Ἰωάννης· «δὲν εἶμαι».»Εἶσαι σὺ ὁ προφήτης, ἐμφανισθῇ πρὸ τοῦ Μεσσίου; Καὶ ὁ Ἰωάννης εἶπε· δὲν εἶμαι. Εἶσαι
ἀπεκρίθη, οὔ. ὁ ἕνας καὶ μοναδικός, τὸν ὁποῖον σὺ ὁ προφήτης, ποὺ προανήγγειλεν ὁ Μωϋσῆς; Καὶ ἀπεκρίθη· Ὄχι,
προανήγγειλε ὁ Μωϋσῆς;» καὶ ἀπήντησεν· οὔτε ὁ προφήτης, περὶ τοῦ ὁποίου εἶπεν ὁ Μωϋσῆς, εἶμαι.
«ὄχι».
1,22 Εἶπον οὖν αὐτῷ· τίς εἶ; Ἵνα 22 Εἶπαν ἐν τέλει εἰς αὐτόν· «ποῖος εἶσαι; 22 Κατόπιν λοιπὸν τῶν ἐπανειλημμένων αὐτῶν ἀρνήσεων τοῦ
ἀπόκρισιν δῶμεν τοῖς πέμψασιν Πές μας, διὰ νὰ δώσωμεν ἀπάντησιν εἰς εἶπαν ἐκεῖνοι· Ποῖος εἶσαι; Εἰπέ μας διὰ νὰ δώσωμεν ἀπόκρισιν εἰς
ἡμᾶς· τί λέγεις περὶ σεαυτοῦ; ἐκείνους ποὺ μᾶς ἔστειλαν. Τί λέγεις διὰ ἐκείνους, ποὺ μᾶς ἔστειλαν. Τί λέγεις διὰ τὸν ἑαυτόν σου;
τὸν εὐατόν του;»
1,23 Ἔφη· ἐγὼ φωνὴ βοῶντος ἐν 23 Εἶπεν ὁ Ἰωάννης· «ἐγὼ εἶμαι ἡ φωνὴ τοῦ 23 Εἶπεν ὁ Ἰωάννης· Ἐγὼ εἶμαι φωνὴ κάποιου, ποὺ φωνάζει
τῇ ἐρήμῳ, εὐθύνατε τὴν ὁδὸν ἀνθρώπου, ποὺ φωνάζει δυνατὰ εἰς τὴν δυνατὰ εἰς τὴν ἔρημον καὶ λέγει, καθὼς εἶπεν ὁ Ἡσαΐας ὁ
Κυρίου, καθὼς εἶπεν Ἡσαῒας ὁ ἔρημον τὰ λόγια τοῦ προφήτου Ἡσαΐου· προφήτης: Κάμετε ἴσιον τὸν δρόμον, ἀπὸ τὸν ὁποῖον πρόκειται νὰ
προφήτης. κάμετε εὐθὺν τὸν δρόμον τοῦ Κυρίου· περάσῃ ὁ Κύριος· προετοιμάσατε δηλαδὴ τὰς ψυχάς σας διὰ νὰ
προετοιμάσατε τὰς ψυχάς σας, διὰ νὰ δεχθῆτε τὸν Κύριον, ποὺ πρόκειται νὰ ἔλθῃ.
ὑποδεχθοῦν τὸν Χριστόν».
1,24 Καὶ οἱ ἀπεσταλμένοι ἦσαν 24 Καὶ οἱ ἀπεσταλμένοι ἦσαν ἀπὸ τὴν τάξιν 24 Καὶ οἱ ἀπεσταλμένοι, ποὺ ἔλαβαν τώρα τὸν λόγον, ἦσαν ἀπὸ
ἐκ τῶν Φαρισαίων· τῶν Φαρισαίων. τὴν τάξιν τῶν Φαρισαίων, εἰς τοὺς ὁποίους τὸ βάπτισμα τοῦ
Ἰωάννου παρουσιάζετο ὡς καινοτομία.
1,25 καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν καὶ 25 Καὶ μὲ τόνον ἐπιτιμητικὸν τὸν ἠρώτησαν 25 Καὶ ἠρώτησαν τὸν Ἰωάννην καὶ τοῦ εἶπαν· διατὶ λοιπὸν
εἶπον αὐτῷ· τί οὖν βαπτίζεις, εἰ καὶ τοῦ εἶπαν· «διατὶ λοιπὸν βαπτίζεις, βαπτίζεις, ἀφοῦ σὺ δὲν εἶσαι οὔτε ὁ Χριστός, οὔτε ὁ Ἠλίας, οὔτε ὁ
σὺ οὐκ εἶ ὁ Χριστὸς οὔτε Ἠλίας ἀφοῦ σὺ δὲν εἶσαι ὁ Χριστὸς οὔτε ὁ Ἠλίας προφήτης; Μόνοι αὐτοὶ θὰ ἔχουν δικαίωμα καὶ ἐξουσίαν νὰ
οὔτε ὁ προφήτης; οὔτε ὁ προφήτης;» κάνουν αὐτό, ποὺ κάνεις σύ.
1,26 Ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ Ἰωάννης 26 Ἀπήντησεν εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰωάννης καὶ 26 Τοὺς ἀπεκρίθη ὁ Ἰωάννης καὶ εἶπεν· Ἡ ἐποχή μας εἶναι ἡ ἐποχὴ
λέγων· ἐγὼ βαπτίζω ἐν ὕδατι· εἶπε· «ἐγὼ μὲν σᾶς βαπτίζω μὲ νερό· τοῦ Μεσσίου. Καὶ ἐγὼ ὡς πρόδρομος τοῦ Μεσσίου βαπτίζω μὲ

6/192
μέσος δὲ ὑμῶν ἕστηκεν ὃν ὑμεῖς ἀνάμεσά σας δὲ στέκει καὶ θὰ ἐμφανισθῇ νερόν. Στέκει δὲ μεταξύ σας καὶ μετ’ ὀλίγον θὰ ἐμφανισθῇ
οὐκ οἴδατε. ἐντὸς ὀλίγου ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖον σεῖς δὲν ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖον σεῖς δὲν ξεύρετε.

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


γνωρίζετε.
1,27 Αὐτός ἐστιν ὁ ὀπίσω μου 27 Αὐτὸς εἶναι ποὺ ἔρχεται ὕστερα ἀπὸ ἐμέ, 27 Αὐτὸς ἔρχεται καὶ θὰ φανῇ εἰς τὴν δημοσίαν δρᾶσιν ὕστερα
ἐρχόμενος, ὃς ἔμπροσθέν μου ὁ ὁποῖος ὅμως ὑπῆρξε πρὸ ἐμοῦ ὡς ἀπὸ ἐμέ, ἀλλ’ ὑπῆρξεν ἀσυγκρίτως λαμπρότερος καὶ ἐνδοξότερος
γέγονεν, οὗ ἐγὼ οὐκ εἶμὶ ἄξιος προαιώνιος Λόγος τοῦ Θεοῦ, καὶ τοῦ ὁποίου πολὺ προτήτερα ἀπὸ ἐμέ, ὡς προαιώνιος Λόγος τοῦ Θεοῦ
ἵνα λύσω αὐτοῦ τὸν ἱμάντα τοῦ ἐγὼ δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ λύσω οὔτε τὸ λωρὶ βλεπόμενος καὶ προκηρυττόμενος ἀπὸ τοὺς πατριάρχας καὶ
ὑποδήματος. τοῦ ὑποδήματός του». προφήτας. Αὐτοῦ δὲν εἶμαι ἐγὼ ἄξιος οὔτε ὡς ὁ τελευταῖος δοῦλος
νὰ λύσω τὸ λωρίον τοῦ ὑποδήματός του.
1,28 Ταῦτα ἐν Βηθανίᾳ ἐγένετο 28 Αὐτὰ συνέβησαν εἰς τὴν Βηθανίαν, 28 Αὐτὰ ἔγιναν εἰς τὴν Βηθανίαν πέραν ἀπὸ τὸν Ἰορδάνην, ὅπου ὁ
πέραν τοῦ Ἰορδάνου, ὅπου ἦν πέραν ἀπὸ τὸν Ἰορδάνην ὅπου ἐβάπτιζεν ὁ Ἰωάννης ἐξηκολούθει νὰ βαπτίζῃ.
Ἰωάννης βαπτίζων. Ἰωάννης.
1,29 Τῇ ἐπαύριον βλέπει ὁ 29 Τὴν ἑπομένην ἡμέραν βλέπει ὁ Ἰωάννης 29 Κατὰ τὴν ἄλλην ἡμέραν εἶδεν ὁ Ἰωάννης τὸν Ἰησοῦν νὰ ἔρχεται
Ἰωάννης τὸν Ἰησοῦν ἐρχόμενον τὸν Ἰησοῦν νὰ ἔρχεται εἰς αὐτὸν καὶ λέγει· πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπεν· Ἰδοὺ ἐκεῖνος, ποὺ ἐπροφήτευσεν ὁ Ἡσαΐας
πρὸς αὐτὸν καὶ λέγει· ἴδε ὁ «ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐπροφήτευσεν ὁ καὶ τὸν ὁποῖον μᾶς ἀπέστειλεν ὁ Θεὸς διὰ θυσιασθῇ ὡς ἀρνίον καὶ
ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν Ἡσαῒας, ὁ Μεσσίας καὶ Λυτρωτής, ὁ ὁποῖος σηκώσῃ μὲ τὴν σφαγὴν καὶ θυσίας του ὁλόκληρον τὴν ἁμαρτίαν
ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου. θὰ θυσιασθῇ διὰ νὰ πάρῃ ἐπάνω του καὶ καὶ ἐνοχὴν τοῦ κόσμου ἐξαλείφων αὐτήν.
ἐξαλείψη τὴν ἁμαρτίαν καὶ τὴν ἐνοχήν τοῦ
κόσμου.
1,30 Οὗτός ἐστι περὶ οὗ ἐγὼ 30 Αὐτὸς εἶναι, διὰ τὸν ὁποῖον σᾶς εἶπα· 30 Αὐτὸς εἶναι, διὰ τὸν ὁποῖον σᾶς εἶπα ἐγώ· Ὕστερον ἀπὸ ἐμὲ
εἶπον· ὀπίσω μου ἔρχεται ἀνὴρ ὕστερα ἀπὸ ἐμὲ ἔρχεται ἄνθρωπος, ὁ ἔρχεται ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος πολὺ προτήτερα ἀπὸ ἐμὲ ὑπῆρξεν
ὃς ἔμπροσθέν μου γέγονεν, ὅτι ὁποῖος σὰν αἰώνιος Θεὸς ὑπάρχει πολὺ ἀσυγκρίτως λαμπρότερος καὶ ἐνδοξότερος, διότι ὡς Θεὸς ὑπῆρχε
πρῶτός μου ἦν. πρωτύτερα ἀπὸ ἐμέ, ἀσύγκριτα πρὸ ἐμοῦ.
λαμπρότερος καὶ ἐνδοξότερος.
1,31 Κἀγὼ οὐκ ᾔδειν αὐτόν, ἀλλ' 31 Καὶ ἐγὼ δὲν τὸν ἐγνώριζα 31 Καὶ ἐγὼ ὁ ἴδιος δὲν τὸν ἤξευρα, οὔτε ὑπωπτευόμην ποτέ, ὅτι
ἵνα φανερωθῇ τῷ Ἰσραήλ, διὰ προηγουμένως, ἀλλὰ διὰ νὰ φανερωθῇ αὐτὸς ἦτο ὁ Μεσσίας. Ἀλλὰ διὰ νὰ γίνῃ γνωστὸς καὶ φανερὸς εἰς
τοῦτο ἦλθον ἐγὼ ἐν τῷ ὕδατι αὐτὸς εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας, διὰ τοῦτο ἦλθα τοὺς Ἰσραηλίτας, δι’ αὖτο ἦλθον ἐγὼ καὶ βαπτίζω εἰς τὰ νερὰ αὐτὰ

7/192
βαπτίζων. ἐγὼ καὶ βαπτίζω εἰς τὰ ὕδατα τοῦ τοῦ Ἰορδάνου.
Ἰορδάνου».

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


1,32 Καὶ ἐμαρτύρησεν Ἰωάννης 32 Καὶ ἐβεβαίωσεν ὁ Ἰωάννης λέγων ὅτι 32 Καὶ ἔδωκε μαρτυρίαν ὁ Ἰωάννης καὶ εἶπεν ὅτι: Ἔχω ἴδει Πνεῦμα
λέγων ὅτι τεθέαμαι τὸ Πνεῦμα «εἶδα τὸ Ἅγιον Πνεῦμα νὰ κατεβαίνῃ ὡσὰν νὰ κατεβαίνῃ σὰν περιστέρι ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ ἔμεινεν ἐπ’
καταβαῖνον ὡς περιστερὰν ἐξ περιστερὰ ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ ἔμεινεν εἰς αὐτοῦ μονίμως καὶ διαρκῶς καὶ οὐχὶ ὅπως εἰς προφήτας, οἱ ὁποῖοι
οὐρανοῦ, καὶ ἔμεινεν ἐπ' αὐτόν. αὐτὸν μονίμως. προσκαίρους μόνον ἐμπνεύσεις τοῦ Πνεύματος ἐλάμβανον.
1,33 Κἀγὼ οὐκ ᾔδειν αὐτόν, ἀλλ' 33 Καὶ ἐγώ, ὅπως καὶ σεῖς, δὲν τὸν 33 Ὅπως σεῖς, ἔτσι καὶ ἐγὼ δὲν τὸν ἐγνώριζα, ὅτι εἶναι ὁ Μεσσίας·
ὁ πέμψας μὲ βαπτίζειν ἐν ὕδατι, ἐγνώριζα, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ μὲ ἔστειλε νὰ ἀλλ’ ὁ Θεός, ποὺ μὲ ἔστειλε νὰ βαπτίζω μὲ ἁπλοῦν νερόν, ἐκεῖνος
ἐκεῖνός μοι εἶπον· ἐφ' ὃν βαπτίζω μὲ νερό, ἐκεῖνος μοῦ εἶπε· Εἰς μοῦ εἶπεν· εἰς ὅποιον ἴδῃς τὸ Ἅγιον Πνεῦμα να κατεβαίνῃ καὶ νὰ
ἂν ἴδης τὸ Πνεῦμα καταβαῖνον ὅποιον ἴδῃς νὰ κατεβαίνῃ τὸ Πνεῦμα τὸ μένῃ μονίμως ἐπ’ αὐτοῦ, αὐτὸς εἶναι ποὺ βαπτίζει μὲ Πνεῦμα
καὶ μένον ἐπ' αὐτόν, οὗτός ἐστιν Ἅγιον καὶ νὰ μένῃ εἰς αὐτόν, αὐτὸς εἶναι, Ἅγιον, καὶ αὐτὸς χορηγεῖ τὰς δωρεὰς καὶ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου
ὁ βαπτίζων ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ. ποὺ βαπτίζει μὲ Πνεῦμα Ἅγιον. Πνεύματος εἰς τοὺς λαμβάνοντας τὸ βάπτισμά του.
1,34 Κἀγὼ ἑώρακα καὶ 34 Καὶ ἐγὼ πράγματι εἶδα, ὅπως μοῦ εἶπεν 34 Πράγματι δὲ ἐγὼ εἶδα τὸ Πνεῦμα νὰ κατεβαίνῃ καὶ να μένει ἐπ’
μεμαρτύρηκα ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ ὁ Θεός, καὶ ἔχω δώσει μαρτυρίαν καὶ αὐτόν. Καὶ ἔχω δώσει μαρτυρίαν, ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ ἐνανθρωπήσας
υἱὸς τοῦ Θεοῦ. ὁμολογίαν ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ.
ποὺ ἔγινεν ἄνθρωπος».
35 Τῇ ἐπαύριον πάλιν εἰστήκει ὁ 35 Τὴν ἑπομένην ἡμέραν ἔστεκε πάλιν ὁ 35 Κατὰ τὴν ἄλλην ἡμέραν ἔστεκε πάλιν ὁ Ἰωάννης εἰς τὸ
Ἰωάννης καὶ ἐκ τῶν μαθητῶν Ἰωάννης εἰς τὸν τόπον αὐτὸν καὶ δύο ἀπὸ συνηθισμένον μέρος, ποὺ ἐκήρυττε, καὶ μαζί του ἦσαν καὶ δύο ἀπὸ
αὐτοῦ δύο, τοὺς μαθητάς του. τοὺς μαθητάς του.
1,36 καὶ ἐμβλέψας τῷ Ἰησοῦ 36 Καὶ καθὼς μὲ ἀπέραντον σεβασμὸν 35 Κατὰ τὴν ἄλλην ἡμέραν ἔστεκε πάλιν ὁ Ἰωάννης εἰς τὸ
περιπατοῦντι λέγει· ἴδε ὁ ἀμνὸς ἐκύτταξε τὸν Ἰησοῦν, ποὺ περιπατοῦσε συνηθισμένον μέρος, ποὺ ἐκήρυττε, καὶ μαζί του ἦσαν καὶ δύο ἀπὸ
τοῦ Θεοῦ. κάπου ἐκεῖ, λέγει· «ἰδοὺ ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ». τοὺς μαθητάς του.
1,37 Καὶ ἤκουσαν αὐτοῦ οἱ δύο 37 Καὶ οἱ δύο μαθηταί του ἤκουσαν τὰ 37 Καὶ οἱ δύο μαθηταὶ ἤκουσαν αὐτὸν νὰ λέγῃ ταῦτα καὶ
μαθηταὶ λαλοῦντος, καὶ λόγια του αὐτὰ καὶ ἠκολούθησαν τὸν ἠκολούθησαν τὸν Ἰησοῦν.
ἠκολούθησαν τῷ Ἰησοῦ. Ἰησοῦν.
1,38 Στραφεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς καὶ 38 Ἐγύρισε δὲ ὁ Ἰησοῦς καὶ ὅταν τοὺς εἶδε 38 Ἔστρεψε δὲ ὀπίσω ὁ Ἰησοῦς καὶ ὅταν τοὺς εἶδε νὰ τὸν
θεασάμενος αὐτοὺς νὰ τὸν ἀκολουθοῦν, λέγει εἰς αὐτούς. ἀκολουθοῦν σιωπηλοὶ παρ’ ὅλον τὸν πόθον, ποὺ εἶχαν νὰ τοῦ

8/192
ἀκολουθοῦντας λέγει αὐτοῖς· ὁμιλήσουν, τοὺς εἶπε·

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


1,39 τί ζητεῖτε; Οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· 39 «Τί ζητεῖτε;» Ἐκεῖνοι δὲ τοῦ εἶπαν· 39 Τί θέλετε καὶ τί ζητεῖτε ἀπὸ ἐμέ; Ἐκεῖνοι δὲ τοῦ εἶπαν· Ραββί, (τὸ
ραββί, ὃ λέγεται ἑρμηνευόμενον «ραββί - ποὺ σημαίνει εἰς τὰ ἑλληνικὰ ὁποῖον ὅταν μεταφρασθῇ σημαίνει διδάσκαλε), ποὺ μένεις, διὰ νὰ
διδάσκαλε· ποῦ μένεις; διδάσκαλε - ποῦ μένεις;» σὲ ἐπισκεφθῶμεν ἐκεῖ καὶ συνομιλήσωμεν;
1,40 Λέγει αὐτοῖς· ἔρχεσθε καὶ 40 Εἶπεν εἰς αὐτούς· «ἐλᾶτε καὶ ἰδέτε ποῦ 40 Εἶπε πρὸς αὐτούς· Ἐλᾶτε τώρα καὶ ἴδετε, ποὺ μένω. Ἦλθον
ἴδετε. Ἦλθον οὖν καὶ εἶδον ποῦ μένω». Ἦλθαν, λοιπόν, καὶ εἶδαν ποῦ μένει λοιπὸν καὶ εἶδον ποὺ μένει. Καὶ παρέμειναν πλησίον του τὴν
μένει, καὶ παρ' αὐτῷ ἔμειναν καὶ ἔμειναν κοντά του τὴν ἡμέραν ἐκείνην. ἡμέραν ἐκείνην. Ἡ ὥρα δέ, ποὺ συνήντησαν τὸν Ἰησοῦν οἱ δύο
τὴν ἡμέραν ἐκείνην· ὥρα ἦν ὡς Ἡ ὥρα δὲ ἦτο τέσσαρες τὸ ἀπόγευμα. μαθηταί, ἦτο περίπου δέκα ἀπὸ τὴν ἀνατολὴν τοῦ ἡλίου, δηλαδὴ
δεκάτη. τέσσαρες τὸ ἀπόγευμα.
1,41 Ἦν Ἀνδρέας ὁ ἀδελφὸς 41 Ἕνας δὲ ἀπὸ τοὺς δύο, ποὺ ἤκουσαν τὰ 41 Ἕνας δὲ ἀπὸ τοὺς δύο αὐτοὺς μαθητάς, ποὺ ἤκουσαν ἀπὸ τὸν
Σίμωνος Πέτρου εἰς ἐκ τῶν δύο ὅσα ὁ Ἰωάννης εἶπε περὶ τοῦ Ἰησοῦ καὶ Ἰωάννην τὰ ὅσα εἶπε περὶ τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἠκολούθησαν αὐτόν, ἦτο
τῶν ἀκουσάντων παρὰ Ἰωάννου ἠκολούθησαν αὐτόν, ἦτο ὁ Ἀνδρέας, ὁ ὁ Ἀνδρέας, ὁ ἀδελφὸς τοῦ Σίμωνος Πέτρου.
καὶ ἀκολουθησάντων αὐτῷ. ἀδελφὸς τοῦ Σίμωνος Πέτρου.
1,42 Εὑρίσκει οὗτος πρῶτος τὸν 42 Αὐτός, λοιπόν, πρῶτος εὑρίσκει τὸν 42 Προτοῦ δὲ καὶ ὁ ἄλλος μαθητὴς εὕρῃ τὸν ἀδελφόν του, εὑρίσκει
ἀδελφὸν τὸν ἴδιον Σίμωνα καὶ ἀδελφόν του τὸν Σίμωνα καὶ τοῦ λέγει· ὁ Ἀνδρέας πρῶτος τὸν ἀδελφὸν τοῦ Σίμωνα καὶ λέγει πρὸς αὐτόν·
λέγει αὐτῷ· εὑρήκαμεν τὸν «εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν, ὄνομα πού Εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν, (ὄνομα ποὺ μεταφράζεται εἰς τὴν
Μεσσίαν· ὅ ἐστι ἑρμηνεύεται εἰς τὴν ἑλληνικὴν Χριστός». Ἑλληνικὴν Χριστός).
μεθερμηνευόμενον Χριστός·
1,43 καὶ ἤγαγεν αὐτὸν πρὸς τὸν 43 Καὶ ὠδήγησεν αὐτὸν πρὸς τὸν Ἰησοῦν. 43 Καὶ μολονότι εἶχεν ἀρχίσει πλέον νὰ νυκτώνῃ, τὸν ἔφερε κατὰ
Ἰησοῦν. Ἐμβλέψας αὐτῷ ὁ Καὶ ὁ ᾿Ιησοῦς ἀφοῦ τὸν ἐκύτταξε μὲ τὴν αὐτὴν ἡμέραν εἰς τὸν Ἰησοῦν. Καὶ ὁ Ἰησοῦς τὸν ἐκύτταξε μὲ
Ἰησοῦς εἶπε· σὺ εἶ Σίμων ὁ υἱὸς βλέμμα βαθὺ καὶ στοργικὸν εἶπε· «σὺ εἶσαι βλέμμα ἐρευνητικὸν καὶ εὐμενὲς καὶ τοῦ εἶπε· Σὺ εἶσαι ὁ Σίμων, ὁ
Ἰωνᾶ, σὺ κληθήσῃ Κηφᾶς, ὃ Σίμων, ὁ υἱὸς τοῦ Ἰωνᾶ· σὺ θὰ ὀνομασθῇς υἱὸς τοῦ Ἰωνᾶ· σὺ λόγῳ τοῦ ὅτι θὰ γίνῃς σὰν πέτρα στερεὸς εἰς τὴν
ἑρμηνεύεται Πέτρος. Κηφᾶς, ὄνομα ποὺ ἑρμηνεύεται εἰς τὴν πίστιν, θὰ ὀνομασθῇς Κηφᾶς (τὸ ὁποῖον μεταφράζεται Πέτρος).
ἑλληνικὴν Πέτρος».
1,44 Τῇ ἐπαύριον ἠθέλησεν ὁ 44 Τὴν ἄλλην ἡμέραν ἀπεφάσισεν ὁ 44 Τὴν ἄλλην ἡμέραν ἀπεφάσισεν ὁ Ἰησοῦς νὰ ἀναχωρήσῃ εἰς τὴν
Ἰησοῦς ἐξελθεῖν εἰς τὴν Χριστὸς νὰ ἀναχωρήσῃ ἀπὸ τὴν Ἰουδαίαν Γαλιλαίαν· καὶ εὑρίσκει τὸν Φίλιππον καὶ τοῦ λέγει· Ἀκολούθησέ

9/192
Γαλιλαίαν· καὶ εὑρίσκει διὰ τὴν Γαλιλαίαν. Εὑρίσκει τὸν Φίλιππον με εἰς τὸ ταξίδιον, τὸ ὁποῖον πρόκειται νὰ κάμω.
Φίλιππον καὶ λέγει αὐτῷ· (μαθητὴν καὶ αὐτὸς τοῦ Βαπτιστοῦ, ἀπὸ

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


ἀκολούθει μοι. τὸν ὁποῖον πολλὰ εἶχε ἀκούσει περὶ τοῦ
Μεσσίου) καὶ τοῦ λέγει· «ἔλα κοντά μου».
1,45 Ἦν δὲ ὁ Φίλιππος ἀπὸ 45 Ὁ δὲ Φίλιππος κατήγετο ἀπὸ τὴν 45 Ἦτο δὲ ὁ Φίλιππος ἀπὸ τὴν Βησθαϊδά, ἀπὸ τὴν πατρίδα τοῦ
Βηθσαϊδά, ἐκ τῆς πόλεως Βηθσαϊδά, ἀπὸ τὴν πατρίδα τοῦ Ἀνδρέου Ἀνδρέου καὶ τοῦ Πέτρου.
Ἀνδρέου καὶ Πέτρου. καὶ τοῦ Πέτρου.
1,46 Εὑρίσκει Φίλιππος τὸν 46 Εὑρίσκει ὁ Φίλιππος τὸν Ναθαναὴλ καὶ 46 Εὑρίσκει ἐν τῷ μεταξὺ ὁ Φίλιππος τὸν Ναθαναὴλ καὶ εἶπε πρὸς
Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτῷ· ὃν τοῦ λέγει· «αὐτὸν ποὺ ἔγραψε ὁ Μωϋσῆς εἰς αὐτόν· Ἐκεῖνον, διὰ τὸν ὁποῖον ἔγραψεν ὁ Μωϋσῆς εἰς τὸν νόμον
ἔγραψε Μωϋσῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ τὸν Νόμον καὶ προανήγγειλαν οἱ προφῆται καὶ τὸν ὁποῖον προανήγγειλαν οἱ προφῆται, τὸν εὑρήκαμεν. Καὶ
οἱ προφῆται, εὑρήκαμεν, Ἰησοῦν εἰς τὰ προφητικά των βιβλία τὸν αὐτὸς εἶναι ὁ Ἰησοῦς, ὁ υἱὸς τοῦ Ἰωσήφ, καὶ κατάγεται ἀπὸ τὴν
τὸν υἱὸν τοῦ Ἰωσὴφ τὸν ἀπὸ εὑρήκαμεν· εἶναι ὁ Ἰησοῦς, ὁ υἱὸς τοῦ Ναζαρέτ.
Ναζαρέτ. Ἰωσήφ, ἀπὸ τὴν Ναζαρέτ».
1,47 Καὶ εἶπεν αὐτῷ Ναθαναήλ· 47 Ὁ Ναθαναὴλ ὅμως εἶπεν εἰς αὐτόν· «ἀπὸ 47 Ἀλλ’ ὁ Ναθαναὴλ εἶπε πρὸς αὐτόν· Ἀπὸ τὴν Ναζαρέτ, τὸ κακὸ
ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀγαθὸν τὴν Ναζαρὲτ εἶναι δυνατὸν νὰ βγῇ κάτι καὶ ἄσημον αὐτὸ χωριό, μπορεῖ νὰ βγῇ τίποτε καλόν; Λέγει πρὸς
εἶναι; Λέγει αὐτῷ Φίλιππος· καλόν;» Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Φίλιππος· «ἔλα αὐτὸν ὁ Φίλιππος· Ἔλα καὶ ὅταν τὸν ἴδῃς μὲ τὰ μάτια σου, θὰ
ἔρχου καὶ ἴδε. καὶ ἰδὲ μόνος σου, διὰ νὰ πεισθῇς». πεισθῇς.
1,48 Εἶδεν ὁ Ἰησοῦς τὸν 48 Εἶδεν ὁ Ἰησοῦς τὸν Ναθαναὴλ νὰ 48 Εἶδεν ὁ Ἰησοῦς τὸν Ναθαναὴλ νὰ ἔρχεται πρὸς αὐτὸν καὶ λέγει
Ναθαναὴλ ἐρχόμενον πρὸς ἔρχεται πρὸς αὐτὸν καὶ λέγει περὶ αὐτοῦ· δι’ αὐτόν· Νὰ ἕνας γνήσιος καὶ πραγματικὸς Ἰσραηλίτης, εἰς τὸν
αὐτὸν καὶ λέγει περὶ αὐτοῦ· ἴδε «ἰδοὺ ἔνας γνήσιος Ἰσραηλίτης, εἰς τὸν ὁποῖον δὲν ὑπάρχει πονηρία καὶ ἀνειλικρίνεια, ἀλλ’ ὁ ὁποῖος μὲ
ἀληθῶς Ἰσραηλίτης ἐν ᾧ δόλος ὁποῖον δὲν ὑπάρχει πονηρία». εὐθύτητα ποθεῖ νὰ ἀνεύρῃ τὴν ἀλήθειαν.
οὐκ ἐστί.
1,49 Λέγει αὐτῷ Ναθαναήλ· 49 Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Ναθαναήλ· «ἀπὸ ποῦ 49 Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Ναθαναήλ· Ἀπὸ ποὺ μὲ γνωρίζεις; Καὶ πῶς
πόθεν μὲ γινώσκεις; Ἀπεκρίθη μὲ γνωρίζεις;» Ἀπήντησεν ὁ Ἰησοῦς καὶ τοῦ εἶσαι πληροφορημένος περὶ τῆς εἰλικρινείας τῶν ἀποκρύφων
Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· πρὸ τοῦ εἶπε· «προτοῦ σὲ φωνάξῃ ὁ Φίλιππος, ὅταν σκέψεων καὶ ἐλατηρίων μου; Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ τοῦ εἶπε·
σὲ Φίλιππον φωνῆσαι, ὄντα ὑπὸ ἤσουνα κάτω ἀπὸ τὴν συκῆν, μακρυὰ ἀπὸ Προτοῦ νὰ σὲ φωνάξῃ ὁ Φίλιππος, ὅταν μακρὰν ἀπὸ κάθε μάτι
τὴν συκῆν εἶδόν σε. κάθε ἀνθρώπινον μάτι, ἐγὼ σὲ εἶδα». ἀνθρώπου ἦσο κάτω ἀπὸ τὴν συκῆν καὶ προσηύχεσο, ἐγὼ μὲ τὸ

10/192
ὑπερφυσικὸν καὶ θεῖον μάτι μου σὲ εἶδα.
1,50 Ἀπεκρίθη Ναθαναὴλ καὶ 50 Ἀπεκρίθη τότε ὁ Ναθαναὴλ καὶ τοῦ εἶπε· 50 Ἀπεκρίθη τότε ὁ Ναθαναὴλ καὶ τοῦ εἶπε· Διδάσκαλε, πράγματι

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


λέγει αὐτῷ· ραββί, σὺ εἶ ὁ υἱὸς «Διδάσκαλε, σὺ εἶσαι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ σὺ εἶσαι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶσαι ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ, ποὺ
τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τοῦ εἶσαι ὁ Βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ, τὸν ὁποῖον, ἐπεριμέναμε σύμφωνα μὲ τὰς προφητείας.
Ἰσραήλ. σύμφωνα μὲ τὶς προφητεῖες,
ἐπεριμέναμεν».
1,51 Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν 51 Τοῦ ἀπήντησεν δὲ ὁ ᾿Ἰησοῦς· «Διότι σοῦ 51 Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ τοῦ εἶπεν· Ἐπειδὴ σοῦ εἶπα, ὅτι σὲ εἶδα
αὐτῷ· ὅτι εἶπόν σοι, εἶδόν σε εἶπα ὅτι σὲ εἶδα κάτω ἀπὸ τὴν συκῆν, κάτω ἀπὸ τὴν συκῆν, πιστεύεις; Θὰ ἴδῃς μεγαλύτερα καὶ
ὑποκάτω τῆς συκῆς, πιστεύεις; πιστεύεις; Θὰ ἴδῃς ἀκόμη μεγαλύτερα ἀπὸ θαυμαστότερα ἀπὸ αὐτά.
Μείζω τούτων ὄψει. αὐτά».
1,52 Καὶ λέγει αὐτῷ· ἀμὴν ἀμὴν 52 Καὶ ἐν συνεχείᾳ λέγει πρὸς αὐτόν, ὥστε 52 Καὶ λέγει εἰς αὐτόν· Ἐν πάσῃ ἀληθείᾳ σᾶς διαβεβαιῶ, ὅτι ἀπὸ
λέγω ὑμῖν, ἀπ' ἄρτι ὄψεσθε τὸ νὰ ἀκούσουν καὶ οἱ ἄλλοι μαθηταί· «σᾶς τώρα, ποὺ ἤνοιξε κατὰ τὴν βάπτισίν μου ὁ οὐρανός, θὰ τὸν ἴδετε
οὐρανὸν ἀνεῳγότα, καὶ τοὺς διαβεβαιώνω, ὅτι ἀπὸ τώρα θὰ ἴδετε καὶ σεῖς ἀνοιγμένον καὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ να ἀνεβαίνουν
ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ ἀνοικτὸν τὸν οὐρανὸν καὶ τοὺς ἀγγέλους καὶ νὰ κατεβαίνουν ἐπὶ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔγινε καὶ τέλειος
ἀναβαίνοντας καὶ τοῦ Θεοῦ ν' ἀνεβαίνουν καὶ νὰ ἄνθρωπος καὶ ὡς υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι μοναδικὸς
καταβαίνοντας ἐπὶ τὸν υἱὸν τοῦ κατεβαίνουν, νὰ συνοδεύουν καὶ νὰ ἀντιπρόσωπος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καὶ πρόκειται νὰ ἔλθῃ
ἀνθρώπου. ὑπηρετοῦν τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου (ὁ πάλιν κριτὴς ἔνδοξος καθήμενος ἐπὶ τῶν νεφελῶν. Θὰ
ὁποῖος ὡς Θεὸς εἶναι κύριος καὶ τῶν ἀνεβαίνουν δὲ καὶ θὰ κατεβαίνουν οἱ ἄγγελοι διὰ νὰ ὑπηρετοῦν
ἀγγέλων)». αὐτὸν καὶ τὴν Ἐκκλησίαν του.

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 2Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ


Αρχαίο Κείμενο Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
2,1 Καὶ τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ γάμος Καὶ τὴν τρίτην ἡμέραν, ἔπειτα ἀπὸ τὰ Καὶ τὴν τρίτην ἡμέραν μετὰ τὴν ἀναχώρησίν των ἀπὸ τὴν
ἐγένετο ἐν Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, γεγονότα αὐτά, ἔγινε γάμος εἰς τὴν Κανᾶ ἔρημον τοῦ Ἰορδάνου ἔγινε γάμος εἰς τὴν Κανᾶ τῆς Γαλιλαῖος
καὶ ἦν ἡ μήτηρ τοῦ Ἰησοῦ ἐκεῖ· τῆς Γαλιλαίας καὶ ἦτο ἐκεῖ καὶ ἡ μητέρα τοῦ καὶ ἦτο ἐκεῖ ἡ μητέρα τοῦ Ἰησοῦ.
Ἰησοῦ.

11/192
2,2 ἐκλήθη δὲ καὶ ὁ Ἰησοῦς καὶ οἱ 2 Προσεκλήθη καὶ ὁ Ἰησοῦς καὶ οἱ μαθηταί 2 Προσεκλήθη δὲ καὶ ὁ Ἰησοῦς καὶ οἱ μαθηταί του εἰς τὸν γάμον.
μαθηταὶ αὐτοῦ εἰς τὸν γάμον. του εἰς τὸν γάμον.

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


2,3 Καὶ ὑστερήσαντος οἴνου 3 Ἐπειδὴ δὲ ἔλειψεν ὁ οἶνος, λέγει ἡ μητέρα 3 Καὶ ἐπειδὴ ἐν τῷ μεταξὺ ἔλειψεν ὁ οἶνος, λέγει ὁ μητέρα τοῦ
λέγει ἡ μήτηρ τοῦ Ἰησοῦ πρὸς τοῦ Ἰησοῦ πρὸς αὐτόν· «οἶνον δὲν ἔχουν». Ἰησοῦ εἰς αὐτόν· Δὲν ἔχουν οἶνον.
αὐτόν· οἶνον οὐκ ἔχουσι.
2,4 Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· τί ἐμοὶ 4 Τῆς λέγει δὲ ὁ Ἰησοῦς· «τί κοινὸν ὑπάρχει, 4 Λέγει εἰς αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς· Τί κοινὸν ὑπάρχει, γυναῖκα, μεταξὺ
καὶ σοί, γύναι; Οὔπω ἥκει ἡ ὥρα ὦ γύναι, μεταξὺ ἐμοῦ τοῦ Μεσσίου καὶ σοῦ, ἐμοῦ, ποὺ τώρα ὡς Μεσσίας διαχειρίζομαι τὴν θείαν δύναμιν τοῦ
μου. ποὺ μὲ ἐγέννησες ὡς ἄνθρωπον; Δὲν ἦλθεν Πατρός μου, καὶ σοῦ, ποὺ μὲ ἐγέννησες ὡς ἄνθρωπον; Δὲν ἦλθεν
ἀκόμη ἡ ὥρα μου νὰ κάμω θαύματα ἐμπρὸς ἀκόμη ἡ ὥρα νὰ κάμω θαύματα καὶ νὰ φανερωθῶ δημοσίᾳ ὡς ὁ
εἰς τοὺς ἀνθρώπους». Μεσσίας.
2,5 Λέγει ἡ μήτηρ αὐτοῦ τοῖς 5 Ἡ μητέρα του ἀπὸ τὸν τόνον τῆς φωνῆς 5 Οἱ λόγοι οὔτοι ἐν τούτοις ἐλέχθησαν εἰς τοιοῦτον τόνον, ὥστε ἡ
διακόνοις· ὅ,τι ἂν λέγῃ ὑμῖν, του ἐκατάλαβε, ὅτι θὰ ἐπραγματοποιοῦσε Μαρία ἐκατάλαβεν, ὅτι θὰ εἱσήκουεν ὁ Ἰησοῦς τὸ αἴτημά της.
ποιήσατε. τὴν παράκλησίν της καὶ δι' αὐτὸ εἶπεν εἰς Λέγει λοιπὸν εἰς τοὺς ὑπηρέτας· Συμμορφωθῆτε πρὸς τὰς
τοὺς ὑπηρέτας· «ὅ,τι σᾶς πῇ κάμετέ το» ὁδηγίας του καὶ ὀ,τιδήποτε σᾶς εἴπῃ, κάμετέ το.
2,6 Ἦσαν δὲ ἐκεῖ ὑδρίαι λίθιναι 6 Ὑπῆρχαν δὲ ἐκεῖ ἓξ λίθινες στάμνες, ποὺ 6 Ἦσαν δὲ ἐκεῖ ἓξ λίθιναι στάμναι, αἱ ὁποῖαι εἶχαν τεθῆ
ἓξ κείμεναι κατὰ τὸν σκοπὸν εἶχαν νὰ χρησιμοποιοῦνται διὰ νὰ σύμφωνα μὲ τὴν συνήθειαν, ποὺ εἶχαν οἱ Ἰουδαῖοι νὰ πλύνωνται
καθαρισμὸν τῶν Ἰουδαίων, πλύνωνται, κατὰ τὴν συνήθειάν των, οἱ καὶ νὰ καθαρίζωνται προτοῦ φάγουν. Ἡ κάθε μία δὲ ἀπὸ αὐτὰς
χωροῦσαι ἀνὰ μετρητὰς δύο ἢ Ἰουδαῖοι πρὶν φάγουν. Κάθε μία δὲ ἀπὸ ἐχωροῦσε δύο ἢ τρεῖς μετρητάς, δηλαδὴ περίπου ἑκατὸν κιλά.
τρεῖς. αὐτὰς ἐχωροῦσε ἀπὸ δύο ἢ τρεῖς μετρητάς,
δηλαδὴ 35 ἕως 54 περίπου κιλὰ ἐκάστη.
2,7 Λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· 7 Λέγει εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· «γεμίσατε τὶς 7 Λέγει εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Γεμίσατε τὰς στάμνας νερό. Καὶ τὰς
γεμίσατε τὰς ὑδρίας ὕδατος. Καὶ στάμνες μὲ νερό». Καὶ τὰς ἐγέμισαν ἕως ἐγέμισαν ἐκεῖνοι ἕως ἐπάνω, ὥστε δὲν ἔμεινεν εἰς αὐτὰς χῶρος
ἐγέμισαν αὐτὰς ἕως ἄνω. ἐπάνω. διὰ νὰ προστεθῇ εἰς τὸ νερὸν καὶ ἄλλο τίποτε.
2,8 Καὶ λέγει αὐτοῖς· ἀντλήσατε 8 Καὶ ἔπειτα τοὺς εἶπε· «βγάλτε τώρα καὶ 8 Καὶ ὕστερα λέγει ὁ Ἰησοῦς εἰς αὐτούς· Βγάλετε τώρα ἀπὸ τὰς
νῦν καὶ φέρατε τῷ φέρτε εἰς τὸν ἀρχιτρίκλινον, εἰς αὐτόν ποὺ στάμνας καὶ φέρετε εἰς αὐτόν, ποὺ προεξάρχει εἰς τὸ τραπέζι καὶ
ἀρχιτρικλίνῳ. Καὶ ἤνεγκαν. ἐπιβλέπει τὰ τοῦ συμποσίου». Καὶ ἔφεραν. φροντίζει διὰ τὸ συμπόσιον. Καὶ ἐκεῖνοι ἀμέσως ἔφεραν.
2,9 Ὡς δὲ ἐγεύσατο ὁ 9 Μόλις δὲ ἐδοκίμασε ὁ ἀρχιτρίκλινος τὸ 9 Καθὼς δὲ ἐδοκίμασεν ὁ ἀρχιτραπεζάριος τὸ νερόν, ποὺ εἶχε

12/192
ἀρχιτρίκλινος τὸ ὕδωρ οἶνον νερό, ποὺ εἶχε γίνει κρασί - καὶ δὲν ἐγνώριζε γίνει κρασί, - καὶ δὲν ἐγνώριζε ἀπὸ ποὺ εἶναι καὶ ποῖος ἔφερε
γεγενημένον - καὶ οὐκ ᾔδει αὐτὸς ἀπό ποῦ προέρχεται· οἱ ὑπηρέται τοῦτο, οἱ ὑπηρέται ὅμως, ποὺ εἶχαν βγάλει τὸ νερὸν καὶ

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


πόθεν ἐστίν· οἱ δὲ διάκονοι μόνον ἐγνώριζαν ποὺ εἶχαν βγάλει τὸ νερὸ ἐγέμισαν μὲ αὐτὸ τίς στάμνες, τὸ ἐγνωριζαν, - φωνάζει τὸν
ᾔδεισαν οἱ ἠντληκότες τὸ ὕδωρ - καὶ γεμίσει τὶς στάμνες - φωνάζει τὸν γαμβρὸν ὁ ἀρχιτραπεζάριος
φωνεῖ τὸν νυμφίον ὁ γαμβρὸν ὁ ἀρχιτρίκλινος
ἀρχιτρίκλινος
2,10 καὶ λέγει αὐτῷ· πᾶς 10 καὶ λέγει εἰς αὐτόν· «κάθε ἄνθρωπος ποὺ 10 καὶ λέγει εἰς αὐτόν· Κάθε ἄνθρωπος, ποὺ καλεῖ τραπέζι, βάνει
ἄνθρωπος πρῶτον τὸν καλὸν κάμνει τραπέζι βάζει, σύμφωνα μὲ τὴν εἰς τοὺς καλεσμένους πρῶτον τὸ καλὸ κρασί, καὶ ὅταν αὐτοὶ
οἶνον τίθησι, καὶ ὅταν συνήθειαν ποὺ ὑπάρχει, πρῶτα τὸ καλὸ ἔμβουν εἰς εὐθυμίαν, ὁπότε ζητοῦν πλέον ποσότητα κρασιοῦ καὶ
μεθυσθῶσι, τότε τὸν ἐλάσσω· σὺ κρασί καὶ ὅταν οἱ ἄνθρωποι πιοῦν μέχρι ὄχι τόσον πολὺ ποιότητα, τότε παρουσιάζει τὸ κατώτερον. Σὺ
τετήρηκας τὸν καλὸν οἶνον ἕως μέθης, τότε προσφέρει τὸ κατώτερον. Σὺ ἐφύλαξες τὸ καλὸ καὶ ἐκλεκτὸ κρασὶ ἕως τὴν στιγμὴν αὐτήν.
ἄρτι. ὅμως ἐφύλαξες τὸ ἐκλεκτὸ κρασὶ ἕως αὐτὴν
τὴν στιγμήν».
2,11 Ταύτην ἐποίησε τὴν ἀρχὴν 11 Αὐτὸ τὸ θαῦμα ἔκαμε ὡς ἀρχὴν τῶν 11 Ἀπὸ τὸ θαῦμα αὐτὸ ἔκαμεν εἰς τὴν Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας τὴν
τῶν σημείων ὁ Ἰησοῦς ἐν Κανᾶ θαυμάτων του ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν Κανᾶ τῆς ἔναρξιν τῶν ἀποδεικτικῶν θαυμάτων του ὁ Ἰησοῦς καὶ
τῆς Γαλιλαίας καὶ ἐφανέρωσε Γαλιλαίας καὶ ἐφανέρωσε τὸ μεγαλεῖον τῆς ἐφανέρωσε τὴν δόξαν καὶ τὸ μεγαλεῖον τῆς θείας δυνάμεως καὶ
τὴν δόξα αὐτοῦ, καὶ ἐπίστευσαν θείας ἐξουσίας του καὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν ἐξουσίας του, καὶ μὲ αὐτὸ ἐστηρίχθησαν οἱ μαθηταί του εἰς τὴν
εἰς αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ. οἱ μαθηταί του. πίστιν τους πρὸς αὐτόν.
2,12 Μετὰ τοῦτο κατέβη εἰς 12 Ὕστερα ἀπὸ τὸ γεγονὸς αὐτὸ κατέβηκε 12 Ὕστερα ἀπὸ τὸ θαῦμα τοῦτο κατέβη εἰς τὴν Καπερναοὺμ
Καπερναοὺμ αὐτὸς καὶ ἡ μήτηρ εἰς τὴν Καπερναούμ, αὐτὸς καὶ ἡ μητέρα του αὐτὸς καὶ ἡ μητέρα του καὶ αὐτοί, ποὺ ἐνομίζοντο ἀπὸ τὸν πολὺν
αὐτοῦ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ καὶ καὶ οἱ θεωρούμενοι ἀπὸ τοὺς ἄλλους ὡς κόσμον ἀδελφοί του, καὶ οἱ μαθηταί του καὶ ἔμειναν ἐκεῖ ὅχι
οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ ἐκεῖ ἀδελφοί του καὶ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ καὶ ἐκεῖ πολλὰς ἡμέρας.
ἔμεινεν οὐ πολλὰς ἡμέρας. ἔμειναν ὀλίγας ἡμέρας.
2,13 Καὶ ἐγγὺς ἦν τὸ πάσχα τῶν 13 Ἐπλησίαζε δὲ τὸ Πάσχα τῶν Ἰουδαίων καὶ 13 Καὶ ἐπλησίαζε τὸ Πάσχα τῶν Ἰουδαίων, καὶ ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς
Ἰουδαίων, καὶ ἀνέβη εἰς ἀνέβηκε ὁ Ἰησοῦς εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα. εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα.
Ἱεροσόλυμα ὁ Ἰησοῦς.
2,14 Καὶ εὗρεν ἐν τῷ ἱερῷ τοὺς 14 Καὶ εὑρῆκε εἰς τὸ ἱερόν, δηλαδὴ μέσα εἰς 14 Καὶ εὗρε μέσα εἰς τὸν ἱερὸν περίβολον τοῦ ναοῦ ἀνθρώπους,

13/192
πωλοῦντας βόας καὶ πρόβατα τὰς αὐλὰς τοῦ ναοῦ, αὐτοὺς ποὺ ἐπωλοῦσαν ποὺ ἐπωλοῦσαν βώδια καὶ πρόβατα καὶ περιστέρια δι’ ἐκείνους,
καὶ περιστεράς, καὶ τοὺς βώδια καὶ πρόβατα καὶ περιστέρια, ὅπως ποὺ θὰ προσέφεραν μὲ αὐτὰ θυσίας. Εὗρεν ἀκόμη καὶ τοὺς

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


κερματιστὰς καθημένους. ἐπίσης καὶ τοὺς ἀργυραμοιβούς, ποὺ ἀργυραμοιβούς, ποὺ ἀντήλλασσαν τὰ ξένα νομίσματα τῶν
ἐκάθηντο κοντὰ εἰς τὰ τραπέζια των, διὰ νὰ προσκυνητῶν μὲ Ἰουδαϊκά, νὰ κάθηνται κοντὰ εἰς τὰ τραπέζια
ἀνταλλάσουν τὰ ξένα νομίσματα τῶν τους.
προσκυνητῶν μὲ ἐβραϊκά.
2,15 Καὶ ποιήσας φραγγέλλιον 15 Καὶ ἀφοῦ ἔκαμε φραγγέλλιον ἀπὸ 15 Καὶ ἀφοῦ ἐτοίμασε μαστίγιον ἀπὸ σχοινία, ἔβγαλεν ἔξω
ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ σχοινιά, ἔβγαλε ἔξω ἀπὸ τὴν αὐλὴν ὅλους ὅλους ἀπὸ τὸν περίβολον, μαζὶ δὲ μὲ αὐτοὺς καὶ τὰ πρόβατα καὶ
τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ καὶ τὰ πρόβατα καὶ τὰ βόδια, τῶν δὲ τὰ βώδια, καὶ τῶν ἀργυραμοιβῶν ἐσκόρπισε κάτω τὰ νομίσματα
τοὺς βόας, καὶ τῶν κολλυβιστῶν ἀργυραμοιβῶν ἐσκόρπισε κάτω τὰ καὶ ἀναποδογύρισε τὰ τραπέζια.
ἐξέχεε τὸ κέρμα καὶ τὰς νομίσματα καὶ ἀναποδογύρισε τὰ τραπέζια
τραπέζας ἀνέστρεψε, των.
2,16 καὶ τοῖς τὰς περιστερὰς 16 Εἰς ἐκείνους δὲ ποὺ ἐπωλοῦσαν τὰ 16 Καὶ εἰς ἐκείνους ποὺ ἐπωλοῦσαν τὰ περιστέρια εἶπε·
πωλοῦσιν εἶπεν· ἄρατε ταῦτα περιστέρια εἶπε· «πάρετέ τα ἀπὸ ἐδῶ καὶ μὴ Σηκώσατε τὰ ἀπ’ ἐδῶ. Μὴ μεταβάλλετε τὸ σπίτι τοῦ πατέρα μου
ἐντεῦθεν· μὴ ποιεῖτε τὸν οἶκον κάμνετε τὸν οἶκον τοῦ Πατρός μου, οἶκον εἰς ἐμπορικὸν κατάστημα.
τοῦ πατρός μου οἶκον ἐμπορίου. ἐμπορίου».
2,17 Ἐμνήσθησαν δὲ οἱ μαθηταὶ 17 Ἐθυμήθηκαν δὲ τότε οἱ μαθηταί του αὐτό, 17 Ἐνεθυμήθησαν δὲ οἱ μαθηταί του, ὅτι εἶχε γραφῆ εἰς τοὺς
αὐτοῦ ὅτι γεγραμμένον ἐστίν, ὁ ποὺ εἶχε γραφῆ εἰς τοὺς ψαλμούς· «ὁ ζῆλος, Ψαλμούς· Ὁ ζῆλος, Πάτερ μου, τὸν ὁποῖον ἔχω διὰ τὴν δόξαν τοῦ
ζῆλος τοῦ οἴκου σου πάτερ μου, διὰ τὴν δόξαν τοῦ οἴκου σου, ὡς οἴκου σου, σὰν ἄλλη φωτιὰ θὰ καταφλέξῃ καὶ θὰ καταφάγῃ
καταφάγεταί με. ἄλλη φωτιὰ θὰ μὲ καταφάγῃ». ὁλόκληρον τὸ ἐσωτερικόν μου.
2,18 Ἀπεκρίθησαν οὖν οἱ 18 Τοῦ ὡμίλησαν τότε οἱ Ἰουδαῖοι καὶ τοῦ 18 Ὕστερον λοιπὸν ἀπὸ αὐτά, ποὺ ἔκαμεν εἰς τὸ ἱερόν, ἔλαβαν
Ἰουδαῖοι καὶ εἶπον αὐτῷ· τί εἶπαν· «ποῖον σημεῖον σὺ μᾶς δείχνεις καὶ τὸν λόγον οἱ Ἰουδαῖοι καὶ τοῦ εἶπαν· Ποῖον σημεῖον ἔχεις νὰ
σημεῖον δεικνύεις ἡμῖν ὅτι ποίαν ἀπόδειξιν μᾶς παρουσιάζεις, ὅτι ἔχεις δείξῃς, ποὺ νὰ μαρτυρῇ καὶ νὰ ἐπιβεβαιώνῃ, ὅτι ἔχεις πράγματι
ταῦτα ποιεῖς; τὴν ἐξουσίαν νὰ κάμνῃς αὐτά;» ἐξουσίαν νὰ πράττῃς αὐτά;
2,19 Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν 19 Ἀπήντησεν ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς εἶπε· 19 Ἀπεκρίθη δὲ ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς εἶπε· Κρημνίσατε τὸν ναὸν
αὐτοῖς· λύσατε τὸν ναὸν τοῦτον, «κρημνίσατε τὸν ναὸν τοῦτον καὶ ἐγὼ εἰς αὐτὸν καὶ εἰς τρεῖς ἡμέρας θὰ τὸν ἀνεγείρω μὲ μόνην τὴν
καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις ἐγγερῶ τρεῖς ἡμέρας θὰ τὸν ἀνοικοδομήσω». (Καὶ δύναμίν μου, διότι θὰ ἀναστηθῶ ἐκ τοῦ τάφου ζωντανὸς ναὸς

14/192
αὐτόν. ἐνοοῦσε: Θανατώσατε σεῖς τὸν ναὸν τοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ ἀθάνατος κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας μου, ἡ ὁποία θὰ
σώματός μου, καὶ ἐγὼ μετὰ τρεῖς ἡμέρας θὰ ἀντικαταστήσῃ διὰ παντὸς τὸν ναόν σας, ποὺ θὰ καταστροφῇ·

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


ἀναστηθῶ ἀπὸ τὸν τάφον).
2,20 Εἶπον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι· 20 Εἶπαν λοιπόν, οἱ Ἰουδαῖοι· «σαράντα ἓξ 20 Εἶπον λοιπὸν οἱ Ἰουδαῖοι· Ἐχρειάσθησαν σαρανταὲξ χρόνια
τεσσαράκοντα καὶ ἓξ ἔτεσιν χρόνια ἐχρειάσθησαν, διὰ νὰ κτισθῇ ὁ ναὸς διὰ νὰ κτισθῇ ὁ ναὸς αὐτός, καὶ σὺ θὰ τὸν κτίσῃς μέσα εἰς τρεῖς
ᾠκοδομήθη ὁ ναὸς οὗτος, καὶ σὺ αὐτὸς καὶ σὺ λέγεις, ὅτι θὰ τὸν ἡμέρας;
ἐν τρισὶν ἡμέραις ἐγερεῖς αὐτόν; ἀνοικοδομήσῃς ἐντὸς τριῶν ἡμερῶν;»
21 Ἐκεῖνος δὲ ἔλεγε περὶ τοῦ 21 Ἐκεῖνος ὅμως ἔλεγε διὰ τὸν ναὸν τοῦ 21 Ἐκεῖνος ὅμως ἔλεγε διὰ τὸν ἀσυγκρίτως λαμπρότερον καὶ
ναοῦ τοῦ σώματος αὐτοῦ, σώματός του. ἁγιώτερον ναὸν τοῦ σώματός του, βεβαιώνων προφητικῶς, ὅτι
μετὰ τὸν σταυρικὸν θάνατόν του θὰ ἀνέσταινε τὸν ναὸν τοῦτον
ζωντανὸν ἐκ τοῦ τάφου.
2,22 ὅτε οὖν ἠγέρθη ἐκ νεκρῶν, 22 Ὅταν δὲ ἀνεστήθη ἐκ νεκρῶν, 22 Ὅταν λοιπὸν ἀνεστήθη ἐκ νεκρῶν, ἐνεθυμήθησαν οἱ μαθηταί
ἐμνήσθησαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐθυμήθηκαν οἱ μαθηταί του ὅτι τοῦτο του, ὅτι εἰς τὴν περίστασιν αὐτὴν ἔλεγε περὶ τῆς ἐκ νεκρῶν
ὅτι τοῦτο ἔλεγε, καὶ ἐπίστευσαν ἀκριβῶς, τὸ θαυμαστὸν γεγονὸς ἐνοοῦσε ἀναστάσεως του, καὶ ἐνισχύθη ἡ πίστις των τόσον εἰς τὴν Ἁγίαν
τῇ γραφῆ καὶ τῷ λόγῳ ᾦ εἶπεν ὁ τότε καὶ ἐπίστευσαν εἰς τὴν Ἁγίαν Γραφήν, Γραφήν, ὅπου εἶχε προφητευθῇ ἡ ἀνάστασις αὐτή, ὅσον καὶ εἰς
Ἰησοῦς. ποὺ εἶχε προφητεύσει τὴν ἀνάστασιν, καὶ εἰς τὸν λόγον τὸν ὁποῖον εἶπεν ὁ Ἰησοῦς.
τὸν λόγον, τὸν ὁποῖον εἶχε πεῖ κατὰ τὴν
περίστασιν ἐκείνην ὁ Ἰησοῦς.
2,23 Ὡς δὲ ἦν ἐν τοῖς 23 Ὅταν δὲ εὑρίσκετο εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα 23 Ὅταν δὲ ἦτο εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα κατὰ τὴν ἑορτὴν τοῦ Πάσχα,
Ἱεροσολύμοις ἐν τῷ πάσχα ἐν τῇ κατὰ τὴν ἑορτὴν τοῦ πάσχα, πολλοὶ κατὰ τὴν διάρκειαν τῶν λαμπρῶν καὶ πανηγυρικῶν τελετῶν τῆς
ἑορτῇ, πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς τὸ ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν ὡς Μεσσίαν διότι ἑορτῆς, ποὺ διέθετον εὐλαβῶς τοὺς προσκυνητάς, πολλοὶ
ὄνομα αὐτοῦ, θεωροῦντες αὐτοῦ ἔβλεπαν τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε καὶ τὰ ἐπίστευσαν εἰς τὸ ὄνομά του ὡς Μεσσίου, ἐπειδὴ ἔβλεπον τὰ
τὰ σημεῖα ἃ ἐποίει. ὁποῖα ἀπεδείκνυαν τὴν θείαν ἀποστολὴν θαύματα, τὰ ὁποῖα ὡς ἀποδείξεις καὶ σημάδια τῆς θείας τοῦ
του. ἀποστολῆς ἔκανεν.
2,24 Αὐτὸς δὲ ὁ Ἰησοῦς οὐκ 24 Ὁ ἴδιος ὅμως ὁ Ἰησοῦς δὲν ἐνεπιστεύετο 24 Ὁ ἴδιος ὅμως ὁ Ἰησοῦς δὲν ἤρχετο εἰς μεγάλην οἰκειότητα
ἐπίστευεν ἑαυτὸν αὐτοῖς διὰ τὸ εἰς αὐτοὺς τὸν εὐατόν του καὶ τὰ ὑψηλὰ πρὸς αὐτοὺς καὶ δὲν ἐνεπιστεύετο τὸν ἑαυτόν του καὶ τὰ
αὐτὸν γινώσκειν πάντας. νοήματα τῆς διδασκαλίας του, διότι αὐτὸς μυστήρια τῆς διδασκαλίας του εἰς αὐτούς, διότι αὐτὸς ἐγνώριζε

15/192
ἐγνώριζε καλὰ ὅλους, τὸν ἄστατον δηλαδὴ καλὰ ὅλους καὶ ἤξευρε πόσον ἄστατος ἦτο ὁ ἐνθουσιασμός των.
χαρακτῆρα των, τὰς προκαταλήψεις καὶ τὰς

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


ἀτελείας των.
2,25 Καὶ ὅτι οὐ χρείαν εἶχεν ἵνα 25 Καὶ δὲν εἶχεν ἀνάγκην νὰ τὸν κατατοπίσῃ 25 Καὶ δὲν εἶχεν ἀνάγκην νὰ τοῦ δώσῃ κανένας ἄλλος μαρτυρίαν
τις μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ κανεὶς καὶ τὸν πληροφορήσῃ περὶ τοῦ καὶ πληροφορίαν δι’ οἰονδηποτε ἄγνωστον ἄνθρωπον διότι ὁ
ἀνθρώπου· αὐτὸς γὰρ ἐγίνωσκε ἀνθρώπου, διότι αὐτὸς ὁ ἴδιος ἐγνώριζε πολὺ ἴδιος ἐγνώριζε καλά, τί εἶχε μέσα του ὁ κάθε ἄνθρωπος.
τί ἦν ἐν τῷ ἀνθρώπῳ. καλά, τί ὑπῆρχε μέσα εἰς τὸν κάθε
ἄνθρωπον.

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 3Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ


Αρχαίο Κείμενο Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
3,1 Ήν δὲ ἄνθρωπος ἐκ τῶν Υπῆρχε δὲ ἐκεῖ εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, Ήτο δὲ κάποιος ἄνθρωπος, ἀπὸ τὴν τάξιν τῶν Φαρισαίων, ποὺ
Φαρισαίων, Νικόδημος ὄνομα κάποιον ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν τάξιν τῶν ἐλέγετο Νικόδημος, μέλος τοῦ συνεδρίου καὶ ὡς ἐκ τούτου ἄρχων
αὐτῷ, ἄρχων τῶν Ἰουδαίων. Φαρισαίων, ὀνόματι Νικόδημος, ἄρχων τῶν τῶν Ἰουδαίων.
Ἰουδαίων, διότι ἦτο μέλλος τοῦ συνεδρίου.
3,2 Οὗτος ἦλθε πρὸς αὐτὸν 2 Αὐτὸς ἦλθε νύκτα πρὸς τὸν Ἰησοῦν καὶ 2 Οὗτος διὰ νὰ ἀποφύγῃ τὰ σχόλια καὶ τὴν δυσμένειαν τῶν
νυκτὸς καὶ εἶπεν αὐτῷ· ραββί, τοῦ εἶπε· «Διδάσκαλε, γνωρίζομεν ὅτι σὺ συναδέλφων του, ἦλθε νύκτα πρὸς τὸν Ἰησοῦν καὶ τοῦ εἶπε·
οἴδαμεν ὅτι ἀπὸ Θεοῦ ἐλήλυθας ἦλθες ἀπὸ τὸν Θεὸν ὡς ὁ μοναδικὸς Διδάσκαλε, καὶ ἐγὼ καὶ μερικοὶ ἄλλοι συνάδελφοί μου ἡξεύρομεν,
διδάσκαλος· οὐδεὶς γὰρ ταῦτα διδάσκαλος τῶν πλέον ὑψηλῶν ἀληθειῶν. ὅτι ἦλθες ἀπὸ τὸν Θεὸν ἀπεσταλμένος καὶ φωτισμένος
τὰ σημεῖα δύναται ποιεῖν ἃ σὺ Διότι κανένας δὲν ἠμπορεῖ νὰ κάνῃ τὰ διδάσκαλος. Τὸ καταλαβαίνομεν δὲ αὐτό, διότι κανεὶς δὲν ἡμπορεῖ
ποιεῖς, ἐὰν μὴ ᾖ ὁ Θεὸς μετ' καταπληκτικὰ αὐτὰ θαύματα, τὰ ὁποῖα νὰ κάμῃ τὰ θαύματα, ποὺ κάνεις σύ, ἐὰν δὲν εἶναι ὁ Θεὸς μαζί του.
αὐτοῦ. κάμνεις σύ, ἐὰν ὁ Θεὸς δὲν εἶναι μαζῆ του. Δίδαξέ μας λοιπὸν περὶ τοῦ πῶς θὰ ἀπολαύσωμεν καὶ ἡμεῖς τὰ
(ἀπὸ σὲ λοιπὸν περιμένομεν νὰ ἀκούσωμεν ἀγαθὰ τῆς βασιλείας.
καθαρὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν
τρόπον, μὲ τὸν ὁποῖον θὰ ἠμπορέσωμεν νὰ
ἀποκτήσωμεν τὰ ἀγαθὰ τῆς βασιλείας)».

16/192
3,3 Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν 3 Ἀπήντησε ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπε· «σὲ 3 Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ τοῦ εἶπε· Ἐν πάσῃ ἀληθείᾳ σὲ διαβεβαιῶ,
αὐτῷ· ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοι, ἐὰν διαβεβαιώνω, ὅτι ἐὰν δὲν γεννηθῇ κανεὶς ὅτι ἐὰν κανεὶς δέν γεννηθῇ ἀπό ἐπάνω, δηλαδὴ ἀπὸ τὸν οὐρανόν,

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


μή τις γεννηθῇ ἄνωθεν, οὐ ἀπὸ τὸν οὐρανόν, δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἴδῃ καὶ νὰ δὲν δύναται νὰ ἴδῃ τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἀπολαύσῃ τὰ
δύναται ἰδεῖν τὴν βασιλείαν τοῦ ἀπολαύσῃ τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ». ἀγαθά της.
Θεοῦ.
3,4 Λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ 4 Λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ Νικόδημος· «πῶς εἶναι 4 Λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ Νικόδημος· Πῶς ἡμπορεῖ νὰ γεννηθῆ πάλιν ὁ
Νικόδημος· πῶς δύναται δυνατὸν νὰ γεννηθῇ πάλιν ὁ ἄνθρωπος, καὶ ἄνθρωπος, ὅταν ἔχῃ πλέον γηράσει; Μήπως ἠμπορεῖ νὰ ἔμβῃ διὰ
ἄνθρωπος γεννηθῆναι γέρων μάλιστα ὅταν εἶναι γέρων; Μήπως ἠμπορεῖ δευτέραν φορὰν εἰς τὴν κοιλίαν τῆς μητέρας του καὶ νὰ
ὤν; Μὴ δύναται εἰς τὴν κοιλίαν νὰ εἰσέλθῃ διὰ δευτέραν φορὰν εἰς τὴν ξαναγεννηθῇ;
τῆς μητρὸς αὐτοῦ δεύτερον κοιλίαν τῆς μητρός του καὶ νὰ γεννηθῇ
εἰσελθεῖν καὶ γεννηθῆναι; πάλιν;»
3,5 Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· ἀμὴν 5 Ἀπήντησεν ὁ Ἰησοῦς· «ἀληθῶς σοῦ λέγω, 5 Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς· ἀληθῶς, ἀληθῶς, σοῦ λέγω ὅτι, ἐὰν δὲν
ἀμὴν λέγω σοι, ἐὰν μή τις ὅτι ἐὰν δὲν ἀναγενηθῇ κανεὶς πνευματικῶς γεννηθῇ κανεὶς πνευματικῶς ἀπό τὸ νερὸν τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος,
γεννηθῇ ἐξ ὕδατος καὶ ἀπὸ τὸ νερὸ τοῦ βαπτίσματος καὶ ἀπὸ τὴν καὶ ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, τὸ ὁποῖον ἀοράτως διὰ τοῦ νεροῦ τούτου
Πνεύματος, οὐ δύναται χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἐνεργεῖ τὴν ἀναγέννησιν τοῦ ἀνθρώπου, δὲν ἡμπορεῖ νὰ ἔμβῃ εἰς
εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ εἰσέλθῃ εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.
Θεοῦ.
3,6 Τὸ γεγεννημένον ἐκ τῆς 6 Κάθε τι ποὺ ἔχει γεννηθῇ κατὰ τρόπον 6 Κάθε τι ποὺ ἔχει γεννηθῆ μὲ φυσικὴν γέννησιν ἀπὸ τὴν σάρκα,
σαρκὸς σάρξ ἐστι, καὶ τὸ φυσικὸν ἀπὸ τὴν σάρκα, εἶναι καὶ αὐτὸ εἶναι καὶ αὐτὸ σαρκικόν, καὶ δὲν ἡμπορεῖ νὰ εἰσέλθη εἰς τὴν
γεγεννημένον ἐκ τοῦ σαρκικόν, δηλαδὴ γεμᾶτο ἀτελείας καὶ πνευματικὴν ταύτην βασιλείαν. Καὶ ἐκεῖνο, ποὺ ἔχει γεννηθῆ ἀπὸ
Πνεύματος πνεῦμά ἐστι. ἀδυναμίας. Καὶ ἐκεῖνο ποὺ ἔχει γεννηθῇ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, εἶναι ὕπαρξις καὶ προσωπικότης πνευματική, καὶ
ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, εἶναι πνευματικὴ αὐτὴ θὰ ἀπολαύσῃ τὴν πνευματικὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.
ὕπαρξις, ποὺ θὰ ἀπολαύσῃ τὴν βασιλείαν
τοῦ Θεοῦ.
3,7 Μὴ θαυμάσῃς ὅτι εἶπόν σοι, 7 Μὴ ἀπορεῖς, διότι σοῦ εἶπα ὅτι πρέπει ὅλοι 7 Μὴν ἀπορήσῃς, διότι σοῦ εἶπα· Πρέπει σεῖς ὅλοι νὰ γεννηθῆτε
δεῖ ὑμᾶς γεννηθῆναι ἄνωθεν. σας νὰ ἀναγεννηθῆτε ἀπὸ τὴν χάριν τοῦ ἀπὸ τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία καταβαίνει ἀπὸ τὸν
Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ κατεβαίνει ἐκ τῶν οὐρανόν.

17/192
ἄνω.
3,8 Τὸ πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ, 8 Ὁ ἀέρας ὅπου θέλει φῦσᾳ καὶ ἀκούεις τὴν 8 Ὁ ἄνεμος πνέει ὅπου θέλει, καὶ ἀκούεις τὴν βοήν του, ἀλλὰ δὲν

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


καὶ τὴν φωνὴν αὐτοῦ ἀκούεις, βοήν του, ἀλλὰ δὲν γνωρίζεις ἀπό ποῦ ἡξεύρεις, ἀπὸ ποὺ ἀκριβῶς ἐξεκίνησε καὶ ποὺ θὰ σταματήσῃ. Ἔτσι
ἀλλ' οὐκ οἶδᾳς πόθεν ἔρχεται ἔρχεται καὶ ποῦ θὰ καταλήξῃ. Ἔτσι γίνεται γίνεται καὶ εἰς κάθε ἄνθρωπον, ποὺ ἀναγεννᾶται ἀπὸ τὸ Ἅγιον
καί ποῦ ὑπάγει· οὕτως ἐστὶ πᾶς καὶ μὲ κάθε ἕνα, ὁ ὁποῖος ἀναγεννᾶται ἀπὸ Πνεῦμα. Ὁ τρόπος τῆς ἀναγεννήσεώς του μένει μυστηριώδης, ἡ
ὁ γεγεννημένος ἐκ τοῦ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ὁ τρόπος αὐτῆς τῆς ἐπενέργεια ὅμως τοῦ Πνεύματος εἶναι δραστικὴ καὶ τὸ ἀποτέλεσμα
Πνεύματος. ἀναγεννήσεως εἶναι ἀκατάληπτος τὸ αὐτῆς γίνεται φανερόν.
ἀποτέλεσμα ὅμως φανερόν».
3,9 Ἀπεκρίθη Νικόδημος καὶ 9 Ἀπήντησεν ὁ Νικόδημος καὶ τοῦ εἶπε· 9 Ἀπεκρίθη ὁ Νικόδημος καὶ εἶπε εἰς αὐτόν· Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ
εἶπεν αὐτῷ· πῶς δύναται ταῦτα «πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ γίνουν αὐτά;» γίνουν αὐτὰ καὶ νὰ πραγματοποιηθῇ ἡ πνευματικὴ αὐτὴ καὶ
γενέσθαι; οὐράνια ἀναγέννησις;
3,10 Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν 10 Ἀπεκρίθη δὲ εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς· «σὺ 10 Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ τοῦ εἶπε· Σὺ εἶσαι ἀνεγνωρισμένος
αὐτῷ· σὺ εἶ ὁ διδάσκαλος τοῦ εἶσαι ὁ ἐπίσημος διδάσκαλος τοῦ Ἰσραὴλ διδάσκαλος τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, καὶ δὲν γνωρίζεις αὐτά, διὰ τὰ
Ἰσραὴλ καὶ ταῦτα οὐ γινώσκεις; καὶ δὲν γνωρίζεις αὐτά, διὰ τὰ ὁποῖα ὁποῖα ἔκαμαν λόγον οἱ προφῆται;
ὁμιλοῦν αἱ Γραφαί;
3,11 Ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοι ὅτι ὃ 11 Ἀληθῶς σοῦ λέγω, ὅτι ἐκεῖνο ποὺ 11 Ἐν πάσῃ ἀληθείᾳ σοῦ λέγω, ὅτι ἐκεῖνο, ποῦ γνωρίζομεν καλά,
οἴδαμεν λαλοῦμεν καὶ ὃ γνωρίζομεν καλά, λέγομεν· καὶ αὐτὸ ποὺ αὐτὸ λέγομεν, καὶ περὶ ἐκείνου, τὸ ὁποῖον ἐξ ἀμέσου ἀντιλήψεως
ἑωράκαμεν μαρτοῦμεν, καὶ τὴν εἴδαμεν μαρτυροῦμεν. Κάθε τι ποὺ λέγομεν καὶ θεωρίας ἔχομεν ἴδει, περὶ αὐτοῦ μαρτυροῦμεν. Καὶ ὅμως δὲν
μαρτυρίαν ἡμῶν οὐ λαμβάνετε. εἶναι ἡ ἀπόλυτος καὶ καθαρὰ ἀλήθεια. Καὶ δέχεσθε τὴν μαρτυρίαν μας.
ὅμως σεῖς δὲν δέχεσθε τὴν μαρτυρίαν μας.
3,12 Εἶ τὰ ἐπίγεια εἶπον ὑμῖν 12 Ἐὰν σᾶς εἶπα διδασκαλίας θείας, αἱ 12 Ἐὰν σᾶς εἶπα θείας μὲν ἀληθείας, ἀλλ’ αἱ ὁποῖαι ἀναφέρονται
καὶ οὐ πιστεύετε, πῶς ἐὰν εἴπω ὁποῖαι σχετίζονται μὲ ὅσα συμβαίνουν εἰς εἰς ἐκεῖνα, ποὺ συμβαίνουν ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ τῶν ὁποίων λαμβάνουν
ὑμῖν τὰ ἐπουράνια πιστεύσετε; τὴν γῆν καὶ εἶναι ἐπομένως εὔκολον νὰ τὰς οἱ πιστοὶ πεῖραν ἐν τῇ ἐπιγείῳ ζωῇ των, καὶ ὅμως δὲν πιστεύετε εἰς
ἐννοήσετε καὶ ὅμως δὲν τὰς πιστεύετε, πῶς, αὐτάς, πῶς θὰ πιστεύσετε, ἐὰν σᾶς εἴπω ἀληθείας ὑψηλάς, ποὺ
ἐὰν σᾶς εἴπω ὑψηλὰς ἀληθείας, ποὺ ἀναφέρονται εἰς οὐράνια μυστήρια;
ἀναφέρονται εἰς τὸν ἐπουράνιον κόσμον,
θὰ τὰς παραδεχθῆτε καὶ θὰ τὰς πιστέψετε;

18/192
3,13 Καὶ οὐδεὶς ἀναβέβηκεν εἰς 13 Κανεὶς δὲ δὲν ἀνέβηκε εἰς τὸν οὐρανόν, 13 Καὶ ὅμως μόνον ἀπὸ ἐμὲ θὰ μάθετε τὰ ἐπουράνια ταῦτα. Διότι
τὸν οὐρανὸν εἰ μὴ ὁ ἐκ τοῦ διὰ νὰ μάθῃ ἐκεῖ καὶ διδάξῃ εἰς σᾶς αὐτὰς κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους δὲν ἔχει ἀναβῇ εἰς τὸν οὐρανὸν διὰ νὰ

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


οὐρανοῦ καταβάς, ὁ υἱὸς τοῦ τὰς ἀληθείας, παρὰ μόνον αὐτὸς ποὺ μάθῃ τὰ ἐπουράνια καὶ νὰ σᾶς διδάξῃ περὶ αὐτῶν, παρὰ μόνον
ἀνθρώπου ὃ ὧν ἐν τῷ οὐρανῷ. κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ ἔγινε διὰ τῆς ἐκεῖνος, ποὺ κατέβη ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ ἔγινε διὰ τῆς
ἐνανθρωπήσεως υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὁ ἐνανθρωπήσεως υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος, ἐνῷ τώρα εἶναι εἰς
ὅποιος ἐξακολουθεῖ, καθ' ὃν χρόνον ζῇ εἰς τὴν γῆν, ἐξακολουθεῖ ὡς πανταχοῦ παρὼν Θεός, νὰ εἶναι καὶ εἰς
τὴν γῆν, νὰ εἶναι καὶ εἰς τὸν οὐρανὸν ὡς τὸν οὐρανόν.
Θεός.
3,14 Καὶ καθὼς Μωϋσῆς ὕψωσε 14 Ὅπως δὲ ὁ Μωϋσῆς ἐκρέμεσε ὑψηλὰ τὸ 14 Καὶ διὰ νὰ σοῦ ἀποκαλύψω καὶ ἄλλην ἄγνωστον καὶ
τὸν ὄφιν ἐν τῇ ἐρήμῳ, οὕτως χάλκινι φίδι εἰς τὴν ἔρημον, διὰ νὰ τὸ ψυχοσωτήριον ἀλήθειαν, σοῦ λέγω· Ὅπως ἄλλοτε ὁ Μωϋσῆς
ὑψωθήναι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀντικρύζουν μὲ πίστιν οἱ Ἰσραηλῖται καὶ νὰ ἐκρέμασεν ὑψηλὰ τὸ χάλκινο φίδι, διὰ νὰ σώζωνται δι’ αὐτοῦ οἱ
ἀνθρώπου, σῴζωνται ἀπὸ τὸ θανατηφόρον δηλητήριον Ἰσραηλῖται ἀπὸ τὰ θανατηφόρα δαγκώματα τῶν φιδιῶν τῆς
τῶν φιδιῶν τῆς ἐρήμου, ἔτσι, σύμφωνα μὲ ἐρήμου, ἔτσι σύμφωνα μὲ τὸ μυστηριῶδες σχέδιον τοῦ Θεοῦ πρέπει
τὸ πάνσοφον σχέδιον τοῦ Θεοῦ, πρέπει νὰ νὰ κρεμασθῇ ὑψηλὰ ἐπὶ τοῦ σταυροῦ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου
κρεμασθῇ καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπάνω προσλαμβάνων τὸ ὁμοίωμα τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ μὴ ἔχων καμμίαν
εἰς τὸν σταυρόν. πραγματικὴν σχέσιν μὲ αὐτήν.
3,15 ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς 15 Καὶ τοῦτο, διὰ νὰ μὴ καταδικασθῇ εἰς τὴν 15 Καὶ θὰ ὑψωθῇ ἐπὶ τοῦ σταυροῦ, διὰ νὰ μὴ χαθῇ εἰς τὸν αἰώνιον
αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ' ἔχῃ αἰωνίαν ἀπώλειαν κανένας ἀπὸ ἐκείνους, θάνατον κανένας ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ πιστεύουν εἰς αὐτόν, ἀλλὰ νὰ
ζωὴν αἰώνιον. ποὺ θὰ πιστεύσουν εἰς αὐτόν, ἀλλὰ νὰ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον.
κερδήσῃ καὶ νὰ ἔχῃ τὴν αἰώνιον ζωήν.
3,16 Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ 16 Διότι τόσον πολὺ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν 16 Μὴ σοῦ φαίνεται δὲ παράδοξον τὸ ὅτι πρόκειται διὰ τὴν
Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν βυθισμένον εἰς τὰς ἁμαρτίας κόσμον, ὥστε σωτηρίαν σας νὰ ὑψωθῇ ἐπὶ τοῦ σταυροῦ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου.
αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, παρέδωκεν εἰς σταυρικὸν θάνατον τὸν Διότι τόσον πολὺ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον τῶν ἀνθρώπων,
ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μονογενῆ του Υἱόν· διὰ νὰ μὴ καταδικασθῇ ποὺ ἔζῃ εἰς τὴν ἁμαρτίαν, ὥστε παρέδωκεν εἰς θάνατον τὸν
μὴ ἀπόληται, ἀλλ' ἔχῃ ζωὴν εἰς τὴν αἰωνίαν ἀπώλειαν κάθε ἔνας ποὺ θὰ μονάκριβον Υἱόν του, διὰ νὰ μὴ χαθῇ εἰς αἰώνιον θάνατον
αἰώνιον. πιστεύῃ εἰς αὐτόν, ἀλλὰ νὰ ἔχῃ ζωὴν καθένας, ποὺ πιστεύει εἰς αὐτόν, ἀλλὰ νὰ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον.
αἰώνιον.

19/192
3,17 Οὐ γὰρ ἀπέστειλεν ὁ Θεὸς 17 Διότι δὲν ἔστειλεν ὁ Θεὸς τὸν Υἱόν του εἰς 17 Διότι δὲν ἀπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν Υἱόν του εἰς τὸ ἁμαρτωλὸν
τὸν υἱὸν αὐτοῦ εἰς τὸν κόσμον τὸν κόσμον διὰ νὰ κρίνῃ καὶ καταδικάσῃ γένος τῶν ἀνθρώπων, διὰ νὰ κατακρίνῃ καὶ καταδικάσῃ τὸ γένος

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


ἵνα κρίνῃ τὸν κόσμον, ἀλλ' ἵνα τὸν κόσμον, ἀλλὰ διὰ νὰ σωθῇ ὁ κόσμος μὲ αὐτό, ὅπως φρονεῖτε σεῖς οἱ Ἰουδαῖοι περὶ τοῦ Μεσσίου, ὅτι θὰ
σωθῇ ὁ κόσμος δι' αὐτοῦ. τὴν θυσίαν αὐτοῦ. σώσῃ μόνον τοὺς Ἰουδαίους καὶ θὰ κατακρίνῃ τὰ λοιπὰ ἔθνη. Ἀλλὰ
τὸν ἀπέστειλε διὰ νὰ σωθῇ ὁλόκληρος ὁ κόσμος τῶν ἀνθρώπων δι’
αὐτοῦ.
3,18 Ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν οὐ 18 Κάθε ἕνας ποὺ πιστεύει εἰς αὐτόν, εἰς 18 Ὅποιος πιστεύει εἰς αὐτὸν εἴτε Ἰουδαῖος εἶναι, εἴτε ἐθνικός, δὲν
κρίνεται, ὁ δὲ μὴ πιστεύων ἤδη ὁποιοδήποτε ἔθνος καὶ ἂν ἀνήκῃ, δὲν κατακρίνεται· ὅποιος ὅμως δὲν πιστεύει, ἔχει κατακριθῇ μόνος του
κέκριται, ὅτι μὴ πεπίστευκεν εἰς καταδικάζεται. Ὅποιος ὅμως δὲν πιστεύει, ἀπὸ τώρα, διότι δὲν ἔχει πιστεύσει εἰς τὸ ὄνομα τοῦ μονογενοῦς
τὸ ὄνομα τοῦ μονογενοῦς υἱοῦ ἔχει καταδικασθῇ ἀπὸ τώρα, ἀκριβῶς διότι Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ διὰ τῆς ἀπιστίας του ἀπέκλεισε μόνος τὸν
τοῦ Θεοῦ. δὲν ἐπίστεψε εἰς τὸ ὄνομα τοῦ μονογενοῦς ἑαυτόν του ἀπὸ τὸν προσκαλοῦντα αὐτὸν εἰς σωτηρίαν Λυτρωτήν.
Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ μὲ τὴν ἀπιστίαν του
ἀπέκλεισεν αὐτὸς μόνος τὸν ἑαυτόν του
ἀπὸ τὴν σωτηρίαν.
3,19 Αὕτη δέ ἐστιν ἡ κρίσις, ὅτι 19 Αὐτὴ δὲ εἶναι καὶ ἡ αἰτία τῆς καταδίκης 19 Ὁ λόγος λοιπὸν καὶ ἡ αἰτία, διὰ τὴν ὁποίαν κρίνονται καὶ
τὸ φῶς ἐλήλυθεν εἰς τὸν τῶν ἀπίστων· ὅτι δηλαδὴ τὸ φῶς, ὁ Υἱὸς τοῦ καταδικάζονται οἱ ἄπιστοι, εἶναι οὗτος, ὅτι τὸ φῶς τῆς ἀληθείας, ὁ
κόσμον, καὶ ἠγάπησαν οἱ Θεοῦ, ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον, ἀλλὰ οἱ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον, ἀλλ’ οἱ ἄνθρωποι
ἄνθρωποι μᾶλλον τὸ σκότος ἢ ἄνθρωποι ἠγάπησαν καὶ ἔδωσαν μᾶλλον ἐπροτίμησαν τὸ σκοτάδι τῆς πλάνης καὶ ὄχι τὸ φῶς. Καὶ ἔκαμαν
τὸ φῶς· ἦν γὰρ πονηρὰ αὐτῶν τὴν καρδιά τους εἰς τὸ σκοτάδι καὶ ὄχι εἰς τὸ τὴν προτίμησιν αὐτήν, διότι ἦσαν πονηρὰ τὰ ἔργα τους.
τὰ ἔργα. φῶς. Καὶ τοῦτο, διότι τὰ ἔργα των ἦσαν
πονηρά.
3,20 Πᾶς γὰρ ὁ φαῦλα πράσσων 20 Διότι κάθε ἔνας ποὺ ἀμετανοήτως 20 Διότι καθένας, ποὺ ἐπιμένει νὰ πράττῃ ἔργα πονηρὰ καὶ κακά,
μισεῖ τὸ φῶς καὶ οὐκ ἔρχεται πράττει ἔργα κακὰ καὶ διεστραμμένα, δὲν ἀδιαφορεῖ ἁπλῶς, ἀλλ’ ἀποστρέφεται τὸ φῶς καὶ δὲν ἔρχεται
πρὸς τὸ φῶς, ἵνα μὴ ἐλεχθῇ τὰ ἀντιπαθεῖ καὶ ἀποστρέφεται τὸ φῶς καὶ δὲν εἰς τὸ φῶς, διὰ νὰ μὴ γίνῃ φανερὰ ἡ ἀσχημία καὶ ἡ φαυλότης τῶν
ἔργα αὐτοῦ· ἔρχεται εἰς τὸ φῶς, διὰ νὰ μὴ φανερωθοῦν ἔργων του καὶ προκληθῇ οὕτως ἡ ἀποδοκιμασία του καὶ ἡ
τὰ φαῦλα ἔργα του. ἐξέγερσις τῆς συνειδήσεώς του.
3,21 ὁ δὲ ποιῶν τὴν ἀλήθειαν 21 Καθένας δὲ ποὺ ζῇ καὶ πράττει σύμφωνα 21 Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ πράττει τὰ ἔργα, τὰ ὁποῖα ἐπιβάλλει τὸ

20/192
ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς, ἵνα μὲ τὴν ἀλήθειαν τοῦ Θεοῦ, ἔρχεται εἰς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖον εἶναι ἀλήθεια, ὅπως ἀλήθεια εἶναι καὶ
φανερωθῇ αὐτοῦ τὰ ἔργα, ὅτι φῶς, πλησιάζει μὲ ἐμπιστοσύνην εἰς τὸν αὐτὸς ὁ Θεός, ἔρχεται κοντὰ εἰς τὸ φῶς καὶ πλησιάζει εἰς τὸν

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


ἐν Θεῷ ἐστιν εἰργασμένα. Κύριον Ἰησοῦν, διὰ νὰ φανερωθῇ ἡ ποιότης Ἰησοῦν παραδιδόμενος εἰς αὐτὸν μετὰ πάσης ἐμπιστοσύνης.
καὶ ἡ ἀξία τῶν ἔργων του, νὰ πληροφορηθῇ Πράττει δὲ τοῦτο, διότι θέλει νὰ γίνῃ φανερὰ ἡ ποιότης καὶ ἡ ἠθικὴ
δὲ καὶ ὁ ἴδιος ὅτι πράγματι αὐτὰ ἔχουν γίνει ἀξία τῶν ἔργων του, διὰ νὰ βεβαιωθῇ ἔτσι καὶ αὐτὸς καὶ
σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ». πληροφορηθῇ ἡ συνείδησίς του, ὅτι τὰ ἔργα αὐτὰ ἔχουν γίνει
σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
3,22 Μετὰ ταῦτα ἦλθεν ὁ 22 Ὕστερα ἀπὸ αὐτά, ποὺ συνέβησαν εἰς τὰ 22 Ὕστερον ἀπὸ αὐτά, ποὺ συνέβησαν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, ἦλθεν ὁ
Ἰησοῦς καὶ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ εἰς Ἱεροσόλυμα, ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς καὶ οἱ μαθηταί Ἰησοῦς καὶ οἱ μαθηταί του εἰς τὴν χώραν τῆς Ἰουδαίας καὶ ἔμεινεν
τὴν Ἰουδαίαν γῆν, καὶ ἐκεῖ του εἰς τὴν ἄλλην περιοχὴν τῆς Ἰουδαίας ἐκεῖ μαζὶ μὲ αὐτοὺς καὶ ἔβαπτιζε δι’ μέσου τῶν μαθητῶν του, οἱ
διέτριβε μετ' αὐτῶν καὶ καὶ ἐκεῖ ἔμενε μαζῆ τους καὶ ἐβάπτιζε διὰ ὁποῖοι εἰς τοὺς προσερχομένους νὰ βαπτισθοῦν ἐδείκνυον τὸν
ἐβάπτιζεν. μέσῳ αὐτῶν ἐκείνους ποὺ ἤρχοντο μὲ τὴν φανερωθέντα Μεσσίαν.
διάθεσιν νὰ πιστεύσουν εἰς αὐτόν.
3,23 Ἦν δὲ καὶ Ἰωάννης 23 Ὁ δὲ Ἰωάννης ἐβάπτιζε τότε εἰς τὴν 23 Ἐξηκολούθει δὲ καὶ ὁ Ἰωάννης νὰ βαπτίζῃ εἰς τὴν πηγὴν Αἰνὼν
βαπτίζων ἐν Αἰνὼν ἐγγὺς τοῦ πηγὴν Αἰνών, πλησίον τῆς πόλεως Σαλείμ, πλησίον τῆς πόλεως Σαλείμ. Καὶ εἶχε προτιμήσει ὁ Ἰωάννης τὴν
Σαλείμ, ὅτι ὕδατα πολλὰ ἦν διότι ἐκεῖ ἦσαν πολλὰ ὕδατα, καὶ ἤρχοντο Αἰνών, διότι ἦσαν ἐκεῖ ἄφθονα νερά, καὶ ἤρχοντο καὶ ἐβαπτίζοντο.
ἐκεῖ, καὶ παρεγίνοντο καὶ ἄνθρωποι καὶ ἐβαπτίζοντο.
ἐβαπτίζοντο·
3,24 οὔπω γὰρ ἦν βεβλημένος 24 Δὲν εἶχε δὲ ἀκόμη συλληφθῇ καὶ 24 Ἐσυνεχίζετο λοιπόν ἀκόμη ἡ δράσις καὶ τὸ βάπτισμα τοῦ
εἰς τὴν φυλακὴν ὁ Ἰωάννης. φυλακισθῆ ἀπὸ τὸν Ἡρῴδην ὁ Ἰωάννης. Ἰωάννου, διότι οὗτος δὲν εἶχεν ἀκόμη ριφθῇ εἰς τὴν φυλακήν.
3,25 Ἐγένετο οὖν ζήτησις ἐκ 25 Ἔγινε λοιπὸν συζήτησις ἀπὸ τοὺς 25 Ἐπειδὴ λοιπὸν καὶ ὁ Ἰωάννης καὶ οἱ μαθηταὶ τοῦ Ἰησοῦ
τῶν μαθητῶν Ἰωάννου μετὰ μαθητὰς τοῦ Ἰωάννου μὲ κάποιον Ἰουδαῖον ἐβάπτιζον, ἔγινε συζήτησις ἀπὸ τοὺς μαθητὰς τοῦ Ἰωάννου μὲ
Ἰουδαίου περὶ καθαρισμοῦ. διὰ τὸν καθαρισμόν, τὸν ὁποῖον τὸ κάποιον Ἰουδαῖον διὰ τὸν καθαρισμόν, τὸν ὁποῖον τὰ βαπτίσματα
βάπτισμα τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ ταῦτα ἔδιδαν.
βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου ἔδιδεν εἰς τοὺς
ἀνθρώπους.
3,26 Καὶ ἦλθον πρὸς τὸν 26 Καὶ ἦλθαν πρὸς τὸν Ἰωάννην οἱ μαθηταί 26 Καὶ ἐπειδὴ οἱ μαθηταὶ αὐτοὶ δὲν ἠμπόρεσαν νὰ πείσουν τὸν

21/192
Ἰωάννην καὶ εἶπον αὐτῷ· ραββί, του μαζῆ μὲ τὸν Ἰουδαῖον καὶ τοῦ εἶπαν· Ἰουδαῖον διὰ τὴν ἀξίαν τοῦ βαπτίσματος τοῦ Ἰωάννου, ἦλθαν εἰς
ὃς ἦν μετὰ σοῦ πέραν τοῦ «διδάσκαλε, αὐτός, ποὺ ἦτο μαζῆ σου πέραν αὐτὸν καὶ τοῦ εἶπαν· Διδάσκαλε, ἐκεῖνος ποὺ ἦτο μαζί σου πέραν

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


Ἰορδάνου, ᾧ σὺ μεμαρτύρηκας, ἀπὸ τὸν Ἰορδάνην καὶ διὰ τὸν ὁποῖον σὺ ἀπὸ τὸν Ἰορδάνην, διὰ τὸν ὁποῖον σὺ ἔδωκες μαρτυρίαν καὶ τὸν
ἴδε οὗτος βαπτίζει καὶ πάντες ἐμαρτύρησες καὶ ἐβεβαίωσες περὶ τῆς ἀνέδειξες μὲ τὰς συστάσεις, ποὺ ἔκαμες δι’ αὐτὸν εἰς τοὺς
ἔρχονται πρὸς αὐτόν. ἀποστολῆς του εἰς τοὺς ἀνθρώπους, ἀνθρώπους, κύτταξε αὐτὸς τώρα βαπτίζει καὶ ὅλοι πηγαίνουν εἰς
κύτταξε βαπτίζει τώρα καὶ ὅλοι πηγαίνουν αὐτόν.
εἰς αὐτόν».
3,27 Ἀπεκρίθη Ἰωάννης καὶ 27 Ἀπεκρίθη ὁ Ἰωάννης καὶ εἶπε· «τίποτε 27 Ἀπεκρίθη ὁ Ἰωάννης καὶ εἶπε· Τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ λάβῃ ὁ
εἶπεν· οὐ δύναται ἄνθρωπος δὲν ἠμπορεῖ νὰ πάρῃ ὁ ἄνθρωπος ἐὰν δὲν ἄνθρωπος, ἐὰν δὲν τοῦ ἔχῃ δοθῆ τοῦτο ἀπὸ τὸν ἐν οὐρανοῖς Θεόν.
λαμβάνειν οὐδέν, ἐὰν μὴ ᾖ τοῦ ἔχῃ δοθῇ ἀπὸ τὸν οὐρανόν. Ἀπὸ τὸν Θεὸν λοιπὸν ἔλαβε καὶ ὁ Ἰησοῦς τὴν προτίμησιν καὶ τἠν
δεδομένον αὐτῷ ἐκ τοῦ δόξαν αὐτήν, τὴν ὁποίαν οἱ ἄνθρωποι τοῦ ἀποδίδουν, ἀλλὰ καὶ ἐγὼ
οὐρανοῦ. τὸ περιωρισμένον μέτρον τῆς τιμῆς καὶ τῆς δράσεως, διὰ τὸ ὁποῖον
παραπονεῖσθε.
3,28 Αὐτοὶ ὑμεῖς μοι μαρτυρεῖτε 28 Σεῖς, ἄλωστε, οἱ ἴδιοι ποὺ μὲ ἠκούσατε, 28 Σεῖς οἱ ἴδιοι μὲ ἠκούσατε καὶ εἶσθε μάρτυρές μου, ὅτι εἶπα· Δὲν
ὅτι εἶπον· οὐκ εἰμὶ ἐγὼ ὁ ἐπιβεβαιώνετε ὅτι ἐγὼ εἶπα· Δὲν εἶμαι ἐγὼ ὁ εἶμαι ἐγὼ ὁ Χριστός, ἀλλ’ ὅτι εἶμαι ἀπεσταλμένος ἀπὸ τὸν Θεὸν
Χριστός, ἀλλ' ὅτι ἀπεσταλμένος Χριστός, ἀλλ' ὅτι ἐγὼ εἶμαι ἀπεσταλμένος προτήτερα ἀπὸ ἐκεῖνον ὡς πρόδρομός του. Διατὶ λοιπὸν τώρα
εἰμὶ ἔμπροσθεν ἐκείνου. ἀπὸ τὸν Θεὸν ἐνωρίτερα ἀπὸ ἐκεῖνον, διὰ δυσαρεστεῖσθε, ἐπειδὴ βλέπετε τὸν Χριστὸν νὰ εὐδοκιμῇ
νὰ προπαρασκευάσω τοὺς ἀνθρώπους. περισσότερον ἀπὸ ἐμέ;
3,29 Ὁ ἔχων τὴν νύμφην 29 Ἔπειτα δὲ μὴ λησμονεῖτε ὅτι αὐτός ποὺ 29 Μὴ παραξενεύεσθε, ἐὰν ὅλοι πηγαίνουν εἰς αὐτὸν καὶ τὸν
νυμφίος ἐστίν· ὁ δὲ φίλος τοῦ ἔλαβε καὶ ἔχει τὴν νύμφην εἶναι ὁ νυμφίος, ἀκολουθοῦν. Ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖον ἀκολουθεῖ ἡ νύμφη καὶ πηγαίνει
νυμφίου, ὁ ἐστηκὼς καὶ ἀκούων ὁ δὲ φίλος τοῦ νυμφίου, ὁ ὁποῖος κατὰ τὸν εἰς αὐτὸν ὡς ἰδική του, εἶναι ὁ γαμβρός· ὁ φίλος δὲ τοῦ γαμβροῦ, ὁ
αὐτοῦ χαρᾷ χαίρει διὰ τὴν γάμον στέκεται κοντὰ εἰς αὐτὸν καὶ τὸν παράνυμφος καὶ κουμπάρος, ποὺ ἐμεσίτευσεν εἰς τὸ συνοικέσιον
φωνὴν τοῦ νυμφίου. Αὕτη οὖν ἡ ἀκούει, χαίρει πάρα πολὺ διὰ τὰ λόγια, μὲ καὶ κατὰ τὸν γάμον στέκεται κοντά του καὶ τὸν ἀκούει, χαίρει
χαρὰ ἡ ἐμὴ πεπλήρωται. τὰ ὁποῖα ὁ νυμφίος ἐκδηλώνει τὴν χαράν ὑπερβολικὰ διὰ τὴν φωνήν, μὲ τὴν ὁποίαν ὁ γαμβρός ἐκδηλώνει
του. Αὐτή, λοιπόν, εἶναι ἡ ἰδική μου χαρά, τὴν ἀγάπην του πρὸς τὴν νύμφην καὶ τὴν εὐχαρίστησίν του διὰ τὸν
νὰ βλέπω τὸν νυμφίον εὐχαριστημένον καὶ γάμον του μετ’ αὐτῆς. Χαίρω λοιπὸν καὶ ἐγὼ ὡς φίλος τοῦ οὐρανίου
ἡ ὁποία χαρά μου εἶναι πλήρης καὶ τελεία. γαμβροῦ, εἰς τὸν ὁποῖον πηγαίνουν τώρα ὅλοι, οἱ ὁποῖοι μετ’ ὀλίγον

22/192
(Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ νυμφίος, νύμφη ἡ θὰ ἀποτελέσουν τὴν νύμφην του, τὴν Ἐκκλησίαν. Καὶ αὐτὴ ἡ χαρὰ
Ἐκκλησία. Χαίρω βαθύτατα, διότι βλέπω ποὺ δοκιμάζω, διότι ἐπέτυχεν ὁ πνευματικὸς αὐτὸς γάμος εἰς τὸν

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ θὰ ἐνταχθοῦν εἰς τὴν ὁποῖον ἐμεσίτευσα, εἶναι πλήρης καὶ τελεία.
Ἐκκλησίαν του, νὰ τὸν ἀκολουθοῦν).
3,30 Ἐκεῖνον δεῖ αὐξάνειν, ἐμὲ 30 Ἐκεῖνος πρέπει νὰ αὐξάνῃ, ἐγὼ δέ, ὁ 30 Σύμφωνα μὲ τὸ σχέδιον τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἀπεστάλην,
δὲ ἐλαττοῦσθαι. πρόδρομός του, νὰ μικραίνω, ὥστε ὅλοι ἐκεῖνος πρέπει νὰ αὐξάνῃ εἰς ἐπιρροὴν καὶ δόξαν, ἐγὼ δὲ νὰ
πλέον νὰ ἀκολουθοῦν ἐκεῖνον καὶ ὄχι ἐμέ. μικραίνω, ὥστε ὅλοι νὰ μὴ ἀκολουθοῦν πλέον ἐμὲ, ἀλλ’ ἐκεῖνον.
3,31 Ὁ ἄνωθεν ἐρχόμενος 31 Ἐκεῖνος ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὸν οὐρανόν, 31 Ἐκεῖνος, ποὺ ἔρχεται ἀπ’ ἐπάνω καὶ κατάγεται ἀπὸ τὸν
ἐπάνω πάντων ἐστίν. Ὁ ὢν ἐκ δηλαδὴ ὁ Χριστός, εἶναι ἐπάνω ἀπὸ ὅλους. οὐρανόν, εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ ὅλους. Ἐκεῖνος, ποὺ ἐγεννήθη εἰς τὴν
τῆς γῆς ἐκ τῆς γῆς ἐστι καὶ ἐκ Ἐκεῖνος δὲ ποὺ εἶναι ἀπὸ τὴν γῆν, ὅπως γῆν ἀπὸ γονεῖς, ποὺ ἔζησαν εἰς τὴν γῆν, ὅπως εἶμαι ἐγώ, εἶναι ἀπὸ
τῆς γῆς λαλεῖ· ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ εἶμαι ἐγώ, ἀπὸ γονεῖς ποὺ εἶναι ἐπίσης τῆς τὴν γῆν καὶ ὁμιλεῖ περὶ τῶν οὐρανίων τόσον μόνον, ὅσον ἠμπορεῖ
ἐρχόμενος ἐπάνω πάντων ἐστί, γῆς, ὁμιλεῖ περὶ τοῦ θελήματος καὶ τῶν ἀπὸ τὴν γῆν νὰ τὰ διακρίνῃ καὶ νὰ τὰ γνωρίσῃ. Ἐκεῖνος, ποὺ
ἔργων τοῦ Θεοῦ, σὰν ἄνθρωπος ἐκ τῆς γῆς, ἔρχεται ἀπὸ τοὺς οὐρανούς, ὅπως εἶναι ὁ Ἰησοῦς, εἶναι ἀνώτερος
δηλαδὴ ἀτελῶς. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ ἔρχεται ἀπὸ ὅλους.
ἀπὸ τὸν οὐρανὸν εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ ὅλους.
3,32 καὶ ὃ ἑώρακε καὶ ἤκουσε, 32 Καὶ αὐτὸ ποὺ εἶδε καὶ ἤκουσε καὶ τὸ 32 Καὶ ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον λόγῳ τῆς σχέσεώς του πρὸς τὸν ὲν
τοῦτο μαρτυρεῖ, καὶ τὴν γνωρίζει ἄριστα καὶ κάλλιστα, αὐτὸ καὶ μὲ οὐρανοῖς Πατέρα του ἔχει ἴδει μόνος αὐτὸς καὶ ἤκουσε παρ’ αὐτοῦ
μαρτυρίαν αὐτοῦ οὐδεὶς ἀπόλυτον βεβαιότητα καὶ σαφήνειαν καὶ τὸ ἠξεύρει καλά, ὅπως κανένας ἄλλος, αὐτὸ μαρτυρεῖ.
λαμβάνει. κηρύσσει. Ἀλλὰ τὴν μαρτυρίαν αὐτοῦ Δυστυχῶς ὅμως τὴν μαρτυρίαν του πολὺ ὀλίγοι τὴν πιστεύουν καὶ
ὀλίγοι τὴν δέχονται. τὴν δέχονται.
3,33 Ὁ λαβὼν αὐτοῦ τὴν 33 Ἐκεῖνος δὲ ποὺ ἐπίστευσε καὶ ἐδέχθη 33 Ἐκεῖνος, ποὺ ἐπίστευσεν εἰς τὴν μαρτυρίαν του καὶ ἐνεκολπώθη
μαρτυρίαν ἐσφράγισεν ὅτι ὁ αὐτὴν τὴν διδασκαλίαν, αὐτὸς ἔβαλε τὴν τὴν διδασκαλίαν του, αὐτὸς ἔβαλε τὴν σφραγίδα του ὑποκάτω ἀπὸ
Θεὸς ἀληθής ἐστιν. σφραγῖδα του καὶ ὑπέγραψε μὲ τὸ ὄνομά τοὺς λόγους τούτους τοῦ υἱοῦ καὶ ἀπεσταλμένου τοῦ Θεοῦ καὶ
του τοὺς λόγους τοῦ Υἱοῦ καὶ ἐπεβεβαίωσεν ἐπισήμως, ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀληθὴς καὶ δὲν ψεύδεται.
ἀπεσταλμένου τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπεβεβαίωσε
ἔτσι ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι πάντοτε ἀληθινός.
3,34 ῝Ον γὰρ ἀπέστειλεν ὁ Θεός, 34 Καὶ ὅτι αὐτός, τὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς 34 Ἐπεβεβαίωσε δὲ οὗτος διὰ τῆς πίστεως ταύτης, ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι

23/192
τὰ ρήματα τοῦ Θεοῦ λαλεῖ· οὐ ἀπέστειλε, δηλαδὴ ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἀληθής, διότι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, τὸν ὁποῖον ἀπέστειλεν ὁ Θεός, δὲν
γὰρ ἐκ μέτρου δίδωσιν ὁ Θεὸς διδάσκει τὸ λόγια τοῦ Θεοῦ ἀλάνθαστα καὶ λέγει τίποτε τὸ ἰδικόν του, ἀλλὰ λαλεῖ τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ. Διδάσκει

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


τὸ Πνεῦμα. πλήρη, διότι ὁ Θεὸς δὲν ἔδωσεν εἰς αὐτὸν δὲ αὐτὰ ἀλανθάστως, διότι ὁ Θεὸς δὲν ἔδωκε καὶ εἰς αὐτὸν τὸ
περιωρισμένον τὸν φωτισμὸν καὶ τὴν Πνεῦμα, ὅπως ἄλλοτε εἰς τοὺς προφήτας μὲ μέτρον καὶ εἰς
ἐνέργειαν τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, ὅπως εἰς ὡρισμένας στιγμὰς τῆς ζωῆς των, ἀλλὰ τοῦ τὸ ἔδωκεν ἀφθόνως,
τοὺς προφήτας, ἀλλὰ ἔδωκεν εἰς αὐτὸν συνεχῶς καὶ ἀπεριορίστως, καὶ συνεπῶς αὐτὸς κατέχει τἠν πλήρη
αὐτὸ τοῦτο τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. καὶ ἀπόλυτον θείαν ἀποκάλυψιν καὶ διδάσκει ἀκριβῶς τὴν
διδασκαλίαν τοῦ Θεοῦ.
3,35 Ὁ πατὴρ ἀγαπᾷ τὸν υἱὸν 35 Καὶ τοῦτο, διότι ὁ Πατὴρ ἀγαπᾷ τὸν Υἱὸν 35 Ναί· τοῦ ἔδωκεν ὁλόκληρον τὸ Πνεῦμα, διότι ὁ Πατὴρ ἀγάπησε
καὶ πάντα δέδωκεν ἐν τῇ χειρὶ καὶ ἀπὸ τότε ποὺ ὁ Υἱὸς ἔγινε ἄνθρωπος τὸν Υἱόν, καὶ λόγῳ τῆς ἀγάπης του ταύτης, ἀπὸ τότε ποὺ ὁ Υἱός του
αὐτοῦ. τοῦ ἔχει δώσει ὅλα ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν του, ἔγινεν ἄνθρωπος, ἔχει δώσει ὅλα εἰς τὴν ἐξουσίαν του, ὥστε νὰ τὰ
ὥστε καὶ ὡς ἄνθρωπος νὰ δύναται νὰ ὁρίζῃ καὶ ὡς ἄνθρωπος καὶ νᾳ ἔχῃ δικαίωμα νὰ διαθέτῃ ταῦτα πρὸς
ἐνεργῇ καὶ νὰ πράττῃ καὶ νὰ διαχειρίζεται σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων.
τὰ πάντα πρὸς σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων.
3,36 Ὁ πιστεύων εἰς τὸν υἱὸν 36 Ἔτσι δὲ καθένας ποὺ πιστεύει εἰς τὸν 36 Πράγματι δὲ ἐκεῖνος, ποὺ πιστεύει εἰς τὸν Υἱόν, ἔχει ἀπὸ τὸν
ἔχει ζωὴν αἰώνιον· ὁ δὲ Υἱόν, ἔχει ἐξασφαλίσει τὴν αἰωνίαν ζωήν. παρόντα βίον ζωήν αἰώνιον. Ἐκεῖνος δὲ πού, ἕνεκα τῆς ἀπιστίας
ἀπειθῶν τῷ υἱῷ οὐκ ὄψεται Ἐκεῖνος δὲ ποὺ δὲν πιστεύει καὶ δὲν του, ἀπειθεῖ εἰς τὸν Υἱόν, ὄχι μόνον δὲν θὰ κληρονομήσῃ, ἀλλ’ οὐδὲ
ζωήν, ἀλλ' ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ὑπακούει εἰς τὸν Υἱόν, δὲν θὰ ἴδῃ τὴν θὰ ἴδῃ ποτὲ τὴν μακαρίαν ζωήν, καὶ ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ μένει
μένει ἐπ' αὐτόν. μακαρίαν ζωήν, ἀλλὰ ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ θὰ διαπαντὸς ἐπάνω του, τιμωροῦσα καὶ κολάζουσα αὐτὸν αἰωνίως.
μένῃ συνεχῶς ἐπάνω του».

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 4Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ


Αρχαίο Κείμενο Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
4,1 Ως οὖν ἔγνω ὁ Κύριος ὅτι Όταν, λοιπόν, ἔμαθε ὁ Κύριος ὅτι οἱ Όταν λοιπὸν ἔμαθεν ὁ Κύριος, ὅτι οἱ Φαρισαῖοι ἤκουσαν, ὅτι ὁ
ἤκουσαν οἱ Φαρισαῖοι ὅτι Ἰησοῦς Φαρισαῖοι ἐπληροφορήθησαν, πὼς ὁ Ἰησοῦς προσελκύει καὶ βαπτίζει περισσοτέρους μαθητὰς παρὰ ὁ
πλείονας μαθητὰς ποιεῖ καὶ Ἰησοῦς κάμνει καὶ βαπτίζει Ἰωάννης, -
βαπτίζει ἢ ᾿Ιωάννης - περισσοτέρους μαθητὰς παρὰ ὁ Ἰωάννης

24/192
4,2 καίτοιγε Ἰησοῦς αὐτὸς οὐκ 2 - ἂν καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς δὲν ἐβάπτιζεν, 2 μολονότι ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς δὲν ἐβάπτιζεν, ἀλλ’ ἐβάπτιζον οἱ

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


ἐβάπτιζεν, ἀλλ' οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἀλλὰ οἱ μαθηταί του ἐβάπτιζαν - μαθηταί του, -
-
4,3 ἀφῆκε τὴν Ἰουδαίαν καὶ 3 ἐγκατέλειψε τὴν Ἰουδαίαν καὶ 3 διὰ νὰ μὴ ἐρεθίζῃ τὸν φθόνον τῶν ἐχθρῶν του, ἀφῆκε τὴν
ἀπῆλθεν εἰς τὴν Γαλιλαίαν. ἀνεχώρησε διὰ τὴν Γαλιλαίαν. Ἰουδαίαν καὶ ἀνεχώρησε πάλιν διὰ τὴν Γαλιλαίαν, ὅπου δὲν
ὑπῆρχον ἀντίζηλοι πολλοί.
4,4 Ἔδει δὲ αὐτὸν διέρχεσθαι διὰ 4 Ἔπρεπε δὲ νὰ περάσῃ διὰ μέσου τῆς 4 Ἐπειδὴ δὲ λόγῳ τῆς ἐποχῆς ἐπροτίμησε τὸν συντομώτερον
τῆς Σαμαρείας. Σαμαρείας. δρόμον, ἔπρεπε νὰ περάσῃ διὰ μέσου τῆς Σαμαρείας.
4,5 Ἔρχεται οὖν εἰς πόλιν τῆς 5 Ἔρχεται, λοιπόν, εἰς πόλιν τῆς 5 Ἔρχεται λοιπὸν εἰς κάποιαν πόλιν τῆς Σαμαρείας, ἡ ὁποία
Σαμαρείας λεγομένην Συχάρ, Σαμαρείας, ἡ ὁποία ἐλέγετο Συχάρ, ἐλέγετο Συχάρ, ποὺ ἦτο πλησίον εἰς τὸ μέρος, τὸ ὁποῖον ἔδωκεν ὁ
πλησίον τοῦ χωρίου ὃ ἔδωκεν πλησίον εἰς τὸ μέρος ποὺ εἶχε δώσει ὁ Ἰακὼβ εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Ἰωσήφ.
Ἰακὼβ Ἰωσὴφ τῷ υἱῷ αὐτοῦ. Ἰακὼβ εἰς τὸν υἱόν του τὸν Ἰωσήφ.
4,6 Ἦν δὲ ἐκεῖ πηγὴ τοῦ Ἰακώβ. Ὁ 6 Ὑπῆρχε δὲ ἐκεῖ τὸ πηγάδι τοῦ Ἰακώβ. Ὁ 6 Ὑπῆρχε δὲ ἐκεῖ πηγάδι, τὸ ὁποῖον εἶχεν ἀνοιχθῆ ἀπὸ τὸν Ἰακώβ.
οὖν Ἰησοῦς κεκοπιακὼς ἐκ τῆς Ἰησοῦς, λοιπόν, κουρασμένος καθὼς ἦτο Ὁ Ἰησοῦς λοιπόν, ὅπως ἦτο κοπιασμένος ἀπὸ τὴν πεζοπορίαν,
ὁδοιπορίας ἐκαθέζετο οὕτως ἐπὶ ἀπὸ τὴν ὁδοιπορίαν, ἐκάθισε μὲ ἁπλότητα ἐκάθητο κοντὰ εἰς τὸ πηγάδι. Ἡ ὥρα ἦτο περίπου ἓξ ἀπὸ τὴν
τῇ πηγῇ· ὥρᾳ ἦν ὡσεὶ ἕκτῃ. κοντὰ εἰς τὸ πηγάδι. Ἡ ὥρα δὲ ἦτο ἓξ ἀπὸ ἀνατολὴν τοῦ ἡλίου, δηλαδὴ μεσημβρία.
τὴν ἀνατολὴν τοῦ ἡλίου, δηλαδὴ δώδεκα
μεσημέρι.
4,7 Ἔρχεται γυνὴ ἐκ τῆς 7 Τὴν ὥραν ἐκείνην ἔρχεται μία γυναίκα 7 Ἔρχεται τότε μία γυναῖκα, ποὺ κατήγετο ἀπὸ τὴν Σαμάρειαν, διὰ
Σαμαρείας ἀντλῆσαι ὕδωρ. Λέγει ἀπὸ τὴν Σαμάρειαν, νὰ βγάλῃ νερό. Τῆς νὰ βγάλῃ ἀπὸ τὸ πηγάδι νερό. Καὶ ὁ Ἰησοῦς, ὁ ὁποῖος πραγματικῶς
αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· δός μοι πιεῖν. εἶπε ὁ Ἰησοῦς· «δός μου νὰ πιῶ». ἐδιψοῦσε, τῆς εἶπε· Δός μου νὰ πίω.
4,8 Οἱ γὰρ μαθηταὶ αὐτοῦ 8 Διότι οἱ μαθηταί του, ποὺ θὰ ἐφρόντιζαν 8 Ἐζήτησε δὲ ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὴν γυναῖκα νερό, διότι οἱ μαθηταί του,
ἀπεληλύθεισαν εἰς τὴν πόλιν ἵνα νὰ βγάλουν νερὸ ἀπὸ τὸ πηγάδι, εἶχαν ποὺ θὰ ἐφρόντιζαν νὰ βγάλουν νερὸ ἀπὸ τὸ πηγάδι, εἶχον ὑπάγει
τροφὰς ἀγοράσωσι. ὑπάγει εἰς τὴν πόλιν, διὰ νὰ ἀγοράσουν εἰς τὴν πόλιν διὰ νὰ ἀγοράσουν τρόφιμα.
τροφάς.
4,9 Λέγει οὖν αὐτῷ ἡ γυνὴ ἡ 9 Λέγει τότε εἰς αὐτὸν ἡ Σαμαρεῖτις· «πῶς 9 Λέγει λοιπὸν εἰς αὐτὸν ἡ γυναῖκα ἡ Σαμαρείτισσα: Πῶς σύ, ὁ

25/192
Σαμαρεῖτις· πῶς σὺ Ἰουδαῖος ὢν σύ, ποῦ εἶσαι Ἰουδαῖος, ζητεῖς νερὸ νὰ ὁποῖος εἶσαι Ἰουδαῖος, καταδέχεσαι καὶ ζητεῖς νὰ πίῃς νερὸν ἀπὸ

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


παρ' ἐμοῦ πιεῖν αἰτεῖς, οὔσης πιῇς ἀπὸ ἐμέ, ἡ ὁποία εἶμαι ἐμέ, ἡ ὁποία εἶμαι γυναῖκα Σαμαρείτισσα; Ἔκαμε δὲ τὴν ἐρώτησιν
γυναικὸς Σαμαρείτιδος; Οὐ γὰρ Σαμαρείτισσα;» Εἶπε δὲ αὐτό, διότι οἱ αὐτὴν ἡ γυναῖκα, διότι οἱ Ἰουδαῖοι ἐμίσουν τοὺς Σαμαρείτας καὶ δὲν
συγχρῶνται Ἰουδαῖοι Ἰουδαῖοι ἐμισοῦσαν καὶ ἀπεστρέφοντο ἤρχοντο εἰς σχέσεις μὲ αὐτούς.
Σαμαρείταις. τοὺς Σαμαρείτας καὶ δὲν ἤθελαν νὰ ἔχουν
καμμίαν ἐπικοινωνίαν καὶ σχέσιν μὲ
αὐτούς.
4,10 Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν 10 Ἀπήντησεν ὁ Ἰησοῦς καὶ τῆς εἶπε· «ἐὰν 10 Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ τῆς εἶπεν· Ἐὰν ἐγνώριζες τὴν δωρεὰν τοῦ
αὐτῇ· εἰ ᾔδεις τὴν δωρεὰν τοῦ ἐγνώριζες τὴν δωρεάν, τὴν ὁποίαν ὁ Θεὸς Ἁγίου Πνεύματος, τὴν ὁποίαν δίδει εἰς τοὺς ἀνθρώπους ὁ Θεός, καὶ
Θεοῦ, καὶ τίς ἐστιν ὁ λέγων σοι, δίδει εἰς τοὺς ἀνθρώπους, καὶ ποιὸς εἶναι ποῖος εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ σοῦ λέγει τώρα, δός μου νὰ πίω, σὺ θὰ τοῦ
δός μοι πιεῖν, σὺ ἂν ᾔτησας αὐτὸς ποὺ σοῦ λέγει, δός μου νὰ πιῶ, σὺ ἐζητοῦσες καὶ θὰ σοῦ ἔδιδε νερὸ τρεχούμενον, ποὺ δὲν στειρεύει
αὐτόν, καὶ ἔδωκεν ἄν σοι ὕδωρ θὰ ἐζητοῦσες ἀπὸ αὐτὸν καὶ θὰ σοῦ ἔδιδε ποτέ· θὰ σοῦ ἔδιδεν αὐτὸς τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία
ζῶν. πηγαῖο νερό, ποὺ δὲν στειρεύει ποτὲ (τὰς σὰν ἄλλο πνευματικὸ νερὸ καθαρίζει, δροσίζει, παρηγορεῖ καὶ
ἀνεκτιμήτους δωρεὰς τοῦ Ἁγίου ζωοποιεῖ τὰς ψυχάς, χωρὶς νὰ στειρεύῃ ποτέ.
Πνεύματος, ποὺ καθαρίζουν, δροσίζουν
καὶ ζωογονοῦν τὴν ψυχὴν καὶ τὴν
κάμνουν νὰ ἀνθίζῃ καὶ νὰ καρποφορῇ τὸν
πλοῦτον τῶν ἀρετῶν καὶ τῶν καλῶν
ἔργων, τοὺς πολυτίμους καὶ εὐαρέστους
εἰς τὸν Θεὸν πνευματικοὺς καρπούς)».
4,11 Λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· Κύριε, 11 Λέγει εἰς αὐτὸν ἡ γυναίκα· «Κύριε, οὔτε 11 Λέγει εἰς αὐτὸν ἡ γυνή· Κύριε, ἀσφαλῶς τὸ νερὸ αὐτό, περὶ τοῦ
οὔτε ἄντλημα ἔχεις, καὶ τὸ φρέαρ δοχεῖον ἔχεις, διὰ νὰ βγάλῃς νερό, καὶ τὸ ὁποίου ὁμιλεῖς, δὲν εἶναι ἀπὸ τὸ πηγάδι αὐτό. Διότι οὔτε ἀγγεῖον,
ἐστὶ βαθύ· πόθεν οὖν ἔχεις τὸ πηγάδι εἶναι βαθύ. Ἀπό ποῦ λοιπὸν ἔχεις, μὲ τὸ ὁποῖον θὰ μποροῦσες νὰ βγάλῃς ἀπὸ ἐδῶ νερό, ἔχεις, ἀλλὰ
ὕδωρ τὸ ζῶν; καὶ μάλιστα τὴν ὥρα αὐτήν, τὸ δροσερὸ καὶ τὸ πηγάδι εἶναι βαθύ. Ἀπὸ ποὺ λοιπὸν ἔχεις τὸ τρεχούμενον
νερό; καὶ ἀστείρευτον νερόν;
4,12 Μὴ σὺ μείζων εἶ τοῦ πατρὸς 12 Μήπως σὺ εἶσαι ἀνώτερος ἀπὸ τὸν 12 Μήπως σὺ εἶσαι ἀνώτερος κατὰ τὴν ἀξίαν καὶ δύναμιν ἀπὸ τὸν

26/192
ἡμῶν Ἰακώβ, ὃς ἔδωκεν ἡμῖν τὸ πατέρα μας τὸν Ἰακώβ, ὁ ὁποῖος ἔδωκε τὸ πατέρα μας τὸν Ἰακώβ, ὁ ὁποῖος ἔδωκεν εἰς ἡμᾶς κληρονομίαν τὸ
φρέαρ, καὶ αὐτὸς ἐξ αὐτοῦ ἔπιε πηγάδι εἰς ἡμᾶς, καὶ ἀπὸ τὸ νερὸ τοῦ πηγάδι αὐτὸ καὶ δὲν ἐζήτησεν ἄλλο καλύτερον νερόν, ἀλλ’ ἀπὸ

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ καὶ τὰ θρέμματα ὁποίου ἔπιε καὶ αὐτὸς καὶ τὰ παιδιά του αὐτὸ ἔπιε καὶ ὁ ἴδιος, καθὼς καὶ τὰ παιδιά του καὶ τὰ ζῷα, ποὺ
αὐτοῦ; καὶ ὅλα τὰ ζῶα ποὺ ἔβοσκε;» ἔτρεφε καὶ ἔβοσκε;
4,13 Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν 13 Ἀπήντησεν ὁ Ἰησοῦς καὶ τῆς εἶπε· 13 Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ τῆς εἶπε· Βεβαίως δὲν ἐννοῶ τὸ νερὸ τοῦ
αὐτῇ· πᾶς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδατος «καθένας, ποὺ πίνει ἀπὸ τὸ νερὸ αὐτό, θὰ πηγαδιοῦ αὐτοῦ. Διότι καθένας ποὺ πίνει ἀπὸ τὸ νερὸ αὐτό, θὰ
τούτου διψήσει πάλιν· διψάσῃ πάλιν. διψάσῃ πάλιν.
4,14 ὃς δ' ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ 14 Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ θὰ πιῇ ἀπὸ τὸ νερό, 14 Ἐκεῖνος ὅμως, ποὺ θὰ πίῃ ἀπὸ τὸ νερό, τὸ ὁποῖον θὰ τοῦ δώσω
ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσῃ εἰς τὸ ὁποῖον ἐγὼ θὰ τοῦ δώσω, δὲν θὰ ἐγώ, δὲν θὰ διψάσῃ ποτὲ εἰς τὸν αἰῶνα, ἄλλα τὸ νερὸ ποὺ θὰ τοῦ
τὸν αἰῶνα, ἀλλὰ τὸ ὕδωρ ὃ δώσω διψάσῃ ποτέ, ἀλλὰ τὸ νερό, ποὺ ἐγὼ θὰ δώσω, θὰ μεταβληθῇ μέσα του εἰς πηγὴν νεροῦ, ποὺ δὲν θὰ
αὐτῷ, γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγὴ τοῦ δώσω, θὰ μεταβληθῇ μέσα του εἰς στερεύῃ, ἀλλὰ θὰ ἀναβλύζῃ καὶ θὰ πηδᾷ καὶ θὰ τρέχῃ πάντοτε, διὰ
ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν ἀστείρευτον πηγὴν πνευματικοῦ ὕδατος, νὰ τοῦ παρέχῃ ζωὴν αἰώνιον.
αἰώνιον. ποὺ θὰ ἀναβλύζῃ πάντοτε καὶ θὰ τοῦ
χαρίζῃ αἰωνίαν ζωήν».
4,15 Λέγει πρὸς αὐτὸν ἡ γυνή· 15 Λέγει πρὸς αὐτὸν ἡ γυναίκα· «Κύριε, 15 Λέγει τότε πρὸς αὐτὸν ἡ γυναῖκα· Κύριε, δός μου τὸ νερὸ αὐτό,
Κύριε, δός μοι τοῦτο τὸ ὕδωρ, ἵνα δός μου αὐτὸ τὸ νερό, γιὰ νὰ μὴ διψῶ καὶ διὰ νὰ μὴ διψῶ καὶ διὰ νὰ μὴ ὑποβάλλωμαι εἰς τὸν τόσον κόπον
μὴ διψῶ μηδὲ ἔρχομαι ἐνθάδε νὰ μὴ ἔρχωμαι ἐδῶ, νὰ βγάζω νερό». τοῦ νὰ ἔρχωμαι ἐδῶ διὰ νὰ βγάζω νερὸ ἀπὸ τὸ πηγάδι.
ἀντλεῖν.
4,16 Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· ὕπαγε 16 Τότε εἶπε πρὸς αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς· 16 Λέγει εἰς αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς· Ἐφ’ ὅσον τὸ νερὸ αὐτὸ δὲν τὸ θέλεις
φώνησον τὸν ἄνδρα σου καὶ ἐλθὲ «πήγαινε, φώναξε τὸν ἄνδρα σου καὶ ἔλα μόνον διὰ τὸν ἑαυτόν σου, ἀλλὰ καὶ δι’ ἐκείνους μὲ τοὺς ὁποίους
ἐνθάδε. ἐδῶ μαζῆ μὲ αὐτόν». συζῇς, πήγαινε φώναξε τὸν ἄνδρα σου, καὶ ἔλα ἐδῶ μαζὶ μὲ αὐτόν,
ὥστε καὶ ἐκεῖνος νὰ λάβῃ μαζί σου τὴν δωρεὰν αὐτήν.
4,17 Ἀπεκρίθη ἡ γυνὴ καὶ εἶπεν· 17 Ἀπεκρίθη ἡ γυναῖκα καὶ εἶπε· «δὲν ἔχω 17 Ἀπεκρίθη ἡ γυνὴ καὶ εἶπε· Δὲν ἔχω ἄνδρα. Λέγει πρὸς αὐτὴν ὁ
οὐκ ἔχω ἄνδρα. Λέγει αὐτῇ ὁ ἄνδρα». Λέγει εἰς αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς· «καλὰ Ἰησοῦς· Καλὰ εἶπες, ὅτι δὲν ἔχω ἄνδρα.
Ἰησοῦς· καλῶς εἶπας ὅτι ἄνδρα εἶπες ὅτι, δὲν ἔχω ἄνδρα.
οὐκ ἔχω·
4,18 πέντε γὰρ ἄνδρας ἔσχες, καὶ 18 Διότι πέντε συζύγους τὸν ἕνα κατόπιν 18 Διότι ἔχεις πάρει πέντε ἄνδρας, τὸν ἕνα ὕστερα ἀπὸ τὸν ἄλλον.

27/192
νῦν ὃν ἔχεις οὐκ ἔστι σου ἀνήρ· τοῦ ἄλλου ἐπῆρες καὶ τώρα αὐτόν ποὺ Καὶ τώρα μὲ αὐτόν, ποὺ ἔχεις, εἶσαι συνδεδεμένη μαζί του κρυφὰ
τοῦτο ἀληθὲς εἴρηκας. ἔχεις δὲν εἶναι νόμιμος σύζυγός σου· καὶ δι’ αὐτὸ δὲν εἶναι ἄνδρας σου. Αὐτὸ τὸ εἶπες ἀλήθεια.

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


τοῦτο ποὺ εἶπες ἀληθινὸ εἶναι».
4,19 Λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· Κύριε, 19 Λέγει εἰς αὐτὸν ἡ γυναίκα· «Κύριε, ἀπὸ 19 Λέγει πρὸς αὐτὸν ἡ γυναῖκα· Κύριε, ἀπὸ τὰ μυστικὰ τῆς ζωῆς
θεωρῶ ὅτι προφήτης εἶ σύ. ὅσα μοῦ ἐφανέρωσες, βλέπω ὅτι σὺ εἶσαι μου, τὰ ὁποῖα μοῦ εἶπες, μολονότι δὲν μὲ ἔχεις συναντήσει ἄλλοτε,
προφήτης. Θὰ ἐπωφεληθῶ ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀλλὰ μόλις σήμερον μὲ βλέπεις διὰ πρώτην φοράν, καταλαβαίνω,
εὐκαιρίαν νὰ σὲ ρωτήσω δι' ἕνα πολὺ ὅτι σὺ εἶσαι προφήτης. Σὲ παρακαλῶ λοιπὸν νὰ μὲ διαφωτίσῃς ἐπὶ
σοβαρὸν θρησκευτικὸν ζήτημα. τοῦ ἀκολούθου σπουδαίου ζητήματος.
4,20 Οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν τῷ ὅρει 20 Οἱ πατέρες μας ἐλάτρευσαν τὸν Θεὸν 20 Οἱ πατέρες μας ἐπροσκύνησαν κι’ ἐλάτρευσαν τὸν Θεὸν εἰς τὸ
τούτῳ προσεκύνησαν· καὶ ὑμεῖς εἰς τοῦτο ἐδῶ τὸ ὅρος, τὸ Γαριζίν. Σεῖς ὅρος αὐτό, τὸ Γαριζεῖν, καὶ σεῖς οἱ Ἰουδαῖοι λέγετε, ὅτι εἰς τὰ
λέγετε ὅτι ἐν Ἱεροσολύμοις ἐστὶν ὅμως οἱ Ἰουδαῖοι λέγετε ὅτι εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα εἶναι ὁ τόπος, ὅπου πρέπει νὰ λατρεύωμεν τὸν Θεόν.
ὁ τόπος ὅπου δεῖ προσκυνεῖν. Ἱεροσόλυμα εἶναι ὁ τόπος, ὅπου πρέπει νὰ Σὺ λοιπὸν ὡς προφήτης, τί λέγεις δι’ αὐτό;
λατρεύωμεν τὸν Θεόν».
4,21 Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· γύναι, 21 Λέγει εἰς αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς· «πίστευσέ με, 21 Λέγει εἰς αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς· Πίστευσέ με, γυναῖκα, ὅτι γρήγορα
πίστευσόν μοι ὅτι ἔρχεται ὥρα γυναίκα, ὅτι ἔρχεται πολὺ σύντομα ἔρχεται καιρός, ὁπότε οὔτε εἰς τὸ ὅρος αὐτὸ τὸ Γαριζεῖν μόνον, οὔτε
ὅτε οὔτε ἐν τῷ ὅρει τούτῳ οὔτε ἐν καιρός, ποὺ οὔτε εἰς τὸ ὅρος τοῦτο οὔτε εἰς εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα ἀποκλειστικὰ θὰ λατρεύσετε τὸν οὐράνιον
Ἱεροσολύμοις προσκυνήσετε τῷ τὰ Ἱεροσόλυμα μόνον θὰ λατρεύσετε τὸν Πατέρα.
πατρί, οὐράνιον Πατέρα.
4,22 Ὑμεῖς προσκυνεῖτε ὃ οὐκ 22 Σεῖς οἱ Σαμαρεῖται, ποὺ ἔχετε 22 Σεῖς οἱ Σαμαρεῖται, οἱ ὁποῖοι ἀπερρίψατε τὰ βιβλία τῶν
οἴδατε, ἡμεῖς προσκυνοῦμεν ὃ ἀπορρίψει τὰ περισσότερα βιβλία τῆς προφητῶν, προσκυνεῖτε ἐκεῖνο, διὰ τὸ ὁποῖον δὲν ἔχετε σαφῆ καὶ
οἴδαμεν· ὅτι ἡ σωτηρία ἐκ τῶν Παλαιᾶς Διαθήκης, προσκυνεῖτε ἐκεῖνο, πλήρη γνῶσιν. Ἡμεῖς οἱ Ἰουδαῖοι προσκυνοῦμεν ἐκεῖνο, ποὺ
Ἰουδαίων ἐστίν. τὸ ὁποῖον πολὺ ὀλίγον γνωρίζετε. Ἡμεῖς γνωρίζομεν περισσότερον ἀπὸ κάθε ἄλλον. Ἀπόδειξις δὲ τούτου
οἱ Ἰουδαῖοι προσκυνοῦμεν ἐκεῖνο ποὺ εἶναι, ὅτι ὁ Μεσσίας, ποὺ θὰ σώσῃ τὸν κόσμον, προέρχεται ἀπὸ
περισσότερον ἀπὸ σᾶς καὶ ἀπὸ τοὺς τοὺς Ἰουδαίους, τοὺς ὁποίους ὁ Θεὸς ἐξέλεξεν ὡς λαὸν ἰδικόν του
ἄλλους λαοὺς γνωρίζομεν. Διότι ὁ καὶ οἱ ὁποῖοι τελειότερον ἀπὸ κάθε ἄλλον τὸν ἐγνώρισαν καὶ τὸν
Μεσσίας, ὁ ὁποῖος θὰ δώσῃ τὴν σωτηρίαν ἐλάτρευσαν.
εἰς ὅλους τοὺς λαούς, προέρχεται ἀπὸ

28/192
τοὺς Ἰουδαίου.
4,23 Ἀλλ' ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν 23 Ἀλλὰ ἔρχεται πλέον ὥρα, καὶ μάλιστα 23 Πολὺ σύντομα ὅμως ἔρχεται ὥρα, καὶ μπορῶ νὰ εἴπω, ὅτι ἡ ὥρα

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


ἐστιν, ὅτε οἱ ἀληθινοὶ τώρα ἦλθε, ὁπότε οἱ γνήσιοι καὶ αὐτὴ ἦλθε τώρα, ὁπότε οἱ πραγματικοὶ προσκυνηταὶ θὰ
προσκυνηταὶ προσκυνήσουσι τῷ πραγματικοὶ προσκυνηταὶ θὰ τιμήσουν προσκυνήσουν καὶ θὰ λατρεύσουν τὸν Πατέρα μὲ θεοφωτίστους
πατρὶ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ· καὶ θὰ λατρεύσουν τὸν οὐράνιον Πατέρα τὰς πνευματικὰς δυνάμεις των, καὶ μὲ λατρείαν ὄχι τυπικὴν καὶ
καὶ γὰρ ὁ πατὴρ τοιούτους ζητεῖ μὲ τὸ φωτισμένον καὶ καθαρὸν πλέον σκιώδη, ἀλλὰ πραγματικὴν καὶ ἐμπνευσμένην ἀπὸ πλήρη
τοὺς προσκυνοῦντας αὐτόν. πνεῦμα των καὶ μὲ λατρείαν ὄχι τυπικὴν ἐπίγνωσιν τῆς ἀληθείας. Διότι καὶ ὁ Πατὴρ ζητεῖ ἐπιμόνως τέτοιοι
καὶ συμβολικήν, ἀλλὰ ἀληθινὴν καὶ ἀληθινοὶ καὶ πραγματικοὶ προσκυνηταὶ νὰ εἶναι ἐκεῖνοι, ποὺ τὸν
σαφῆ. Διότι καὶ ὁ Πατὴρ ζητεῖ τέτοιοι νὰ λατρεύουν.
εἶναι, φωτισμένοι τὸν νοῦν καὶ καθαροὶ
κατὰ τὴν καρδίαν, αὐτοί ποὺ θὰ τὸν
λατρεύουν.
4,24 Πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς 24 Ὁ Θεὸς εἶναι Πνεῦμα, πανυπερτέλειον 24 Ὁ Θεὸς εἶναι πνεῦμα, δι’ αὐτὸ καὶ δὲν περιορίζεται εἰς τόπους.
προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν καὶ πανταχοῦ παρὸν καὶ δὲν κατοικεῖ εἰς Καὶ ἐκεῖνοι, ποὺ τὸν λατρεύουν, πρέπει νὰ τὸν προσκυνοῦν μὲ τὰς
πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ ὡρισμένους μόνον τόπους. Καὶ ἐκεῖνοι, οἱ ἐσωτερικάς των πνευματικὰς δυνάμεις, μὲ ἀφοσίωσιν τῆς καρδίας
προσκυνεῖν. ὁποῖοι τὸν λατρεύουν πρέπει νὰ τὸν καὶ τοῦ νοῦ, ἀλλὰ καὶ μὲ ἀληθῆ ἐπίγνωσιν τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς
προσκυνοῦν μὲ ὅλην των τὴν ψυχήν, μὲ λατρείας, ποὺ τοῦ πρέπει.
ἀφωσιωμένην τὴν καρδίαν καὶ τὴν
διάνοιάν των εἰς αὐτόν, μὲ φωτισμένην
καὶ ἀληθινὴν γνῶσιν περὶ αὐτοῦ καὶ τῆς
λατρείας, ποὺ τοῦ ταιριάζει».
4,25 Λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· οἶδα ὅτι 25 Λέγει πρὸς αὐτὸν ἡ γυναίκα· «γνωρίζω 25 Λέγει εἰς αὐτὸν ἡ γυναῖκα· Γνωρίζω, ὅτι ἔρχεται ὁ Μεσσίας,
Μεσσίας ἔρχεται ὁ λεγόμενος ὅτι ἔρχεται ὁ Μεσσίας, ποὺ ἑλληνικὰ ὄνομα τὸ ὁποῖον εἰς τὴν Ἑλληνικὴν μεταφράζεται μὲ τὴν λέξιν
Χριστός· ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος, λέγεται Χριστός. Ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος, θὰ Χριστός. Ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος, θὰ μᾶς τὰ διδάξῃ ὅλα.
ἀναγγελεῖ ἡμῖν πάντα. μᾶς τὰ ἀναγγείλῃ ὅλα».
4,26 Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· ἐγώ εἰμι 26 Λέγει εἰς αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς· «ἐγὼ εἶμαι ὁ 26 Λέγει εἰς αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς· Ὁ Μεσσίας εἶμαι ἐγώ, ποὺ τὴν στιγμὴν
ὁ λαλῶν σοι. Χριστός, ὁ ὁποῖος αὐτὴν τὴν στιγμὴν σοῦ αὐτὴν σοῦ ὁμιλῶ.

29/192
ὁμιλῶ».
4,27 Καὶ ἐπὶ τούτῳ ἦλθον οἱ 27 Καὶ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ὥρα ἦλθαν οἱ 27 Καὶ κατ’ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν στιγμὴν ἦλθαν οἱ μαθηταί του καὶ

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ ἐθαύμασαν μαθηταί του καὶ ἠπόρησαν, διότι ὁ ἐθαύμασαν, διότι ὁ Διδάσκαλος ὡμίλει δημοσίᾳ μὲ γυναῖκα,
ὅτι μετὰ γυναικός ἐλάλει· οὐδείς διδάσκαλός των συνωμιλοῦσε μὲ γυναῖκα πρᾶγμα ποὺ ἀπηγορεύετο ἀπὸ τὰς παραδόσεις τῶν ραββίνων.
μέντοι εἶπε, τί ζητεῖς ἢ τί λαλεῖς εἰς δημόσιον τόπον (πρᾶγμα τὸ ὁποῖον Κανεὶς ὅμως δὲν εἶπεν· εἰς τί ζητεῖς νὰ σὲ ὑπηρετήσῃ ἡ γυναῖκα
μετ' αὐτῆς; ἀπηγόρευαν οἱ ραββῖνοι τῶν Ἰουδαίων). αὐτὴ ἢ περὶ ποίου θέματος ὁμιλεῖς μαζί της;
Ἀλλὰ κανεὶς δὲν εἶπε· τί ζητεῖς ἀπὸ αὐτὴν
ἢ διὰ ποῖον θέμα συζητεῖς μαζῆ της.
4,28 Ἀφῆκεν οὖν τὴν ὑδρίαν 28 Ἡ δὲ γυναίκα ἀφῆκε ἀπὸ τὴν μεγάλην 28 Ἡ γυναῖκα δὲ γεμᾶτη συγκίνησιν ὕστερον ἀπὸ αὐτά, ποὺ
αὐτῆς ἡ γυνὴ καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν της συγκίνησιν τὴν στάμνα της εἰς τὸ ἤκουσεν, ἀφῆκε τὴν στάμναν της εἰς τὸ πηγάδι καὶ ἐπῆγε τρέχουσα
πόλιν, καὶ λέγει τοῖς ἀνθρώποις· πηγάδι καὶ ἔφυγε διὰ τὴν πόλιν, ὅπου καὶ εἰς τὴν πόλιν καὶ εἶπεν εἰς τοὺς ἀνθρώπους·
εἶπεν εἰς τοὺς ἀνθρώπους·
4,29 δεῦτε ἴδετε ἄνθρωπον ὃς εἶπέ 29 «ἐλᾶτε νὰ ἰδῆτε ἕνα ἄνθρωπον, ὁ 29 Ἐλᾶτε νὰ ἴδετε ἔναν ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος μοῦ εἶπεν ὅλα ὅσα
μοι πάντα ὅσα ἐποίησα· μήτι ὁποῖος μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔχω κάμει. ἔκαμα, καὶ αὐτὰ ἀκόμη τὰ μυστικὰ καὶ ἰδιαίτερά μου. Μήπως εἶναι
οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός; Μήπως αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός;» αὐτὸς ὁ Χριστός;
4,30 Ἐξῆλθον οὖν ἐκ τῆς πόλεως 30 Ἐβγῆκαν, λοιπόν, ἀπὸ τὴν πόλιν οἱ 30 Ἐβγῆκαν λοιπὸν ἀπὸ τὴν πόλιν οἱ Σαμαρεῖται καὶ ἤρχοντο πρὸς
καὶ ἤρχοντο πρὸς αὐτόν. ἄνθρωποι καὶ ἤρχοντο πρὸς αὐτόν. αὐτόν.
4,31 Ἐν δὲ τῷ μεταξὺ ἠρώτων 31 Ἐν τῷ μεταξὺ οἱ μαθηταὶ 31 Ἐν τῷ μεταξὺ δέ, ἕως ὅτου εἰδοποιηθοῦν οἱ Σαμαρεῖται καὶ
αὐτὸν οἱ μαθηταὶ λέγοντες· παρακαλοῦσαν τὸν διδάσκαλον καὶ ἔλθουν εἰς συνάντησιν τοῦ Ἰησοῦ, ἐπειδὴ ὁ Κύριος εἶχεν
ραββί, φάγε. ἔλεγαν· «ραββί, φάγε». ἀπορροφηθῆ ἀπὸ τὸ πνευματικόν του ἔργον καὶ δὲν ἐνδιεφέρετο
διόλου διὰ τὸ φαγητόν, τὸν παρεκάλουν οἱ μαθηταὶ καὶ τοῦ ἔλεγον:
Διδάσκαλε, φάγε.
4,32 Ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἐγὼ 32 Αὐτὸς δὲ ἀπορροφημένος ἀπὸ τὸ 32 Αὐτὸς ὅμως τοὺς εἶπεν· Ἐγὼ ἔχω φαγητὸν νὰ φάγω, τὸ ὁποῖον
βρῶσιν ἔχω φαγεῖν, ἣν ὑμεῖς οὐκ ὑψηλὸν πνευματικὸν ἔργον του καὶ σεῖς δὲν ἠξεύρετε.
οἴδατε. ἀδιάφορος διὰ τὸ ὑλικὸν φάγητον, τοὺς
εἶπε· «ἐγὼ ἔχω φάγητον νὰ φάγω, ποὺ
σεῖς δὲν τὸ ξέρετε».

30/192
4,33 Ἔλεγον οὖν οἱ μαθηταὶ πρὸς 33 Ἔλεγαν τότε μεταξύ των οἱ μαθηταί· 33 Ἐπειδὴ λοιπὸν δὲν ἐκατάλαβαν τὴν σημασίαν τῶν λόγων αὐτῶν
ἀλλήλους· μή τις ἤνεγκεν αὐτῷ «μήπως τοῦ ἔφερε κανεὶς νὰ φάγῃ;» τοῦ Κυρίου, ἔλεγαν μεταξύ τους οἱ μαθηταί· Μήπως τὴν ὥραν, ποὺ

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


φαγεῖν; ἐλείπαμεν ἡμεῖς, τοῦ ἔφερε κανένας ἄλλος φαγητὸν καὶ ἔφαγε;
4,34 Λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἐμὸν 34 Λέγει εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· «ἰδικόν μου 34 Λέγει εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Ἰδικόν μου φαγητόν, τὸ ὁποῖον μὲ
βρῶμά ἐστιν ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα πολυτιμότατον φαγητόν εἶναι νὰ πράττω χορταίνει καὶ μὲ τρέφει, εἶναι νὰ πράττω πάντοτε τὸ θέλημα
τοῦ πέμψαντός με καὶ τελειώσω τὸ θέλημα Ἐκείνου, ὁ ὁποῖος μὲ ἔστειλε ἐκείνου, ποὺ μὲ ἀπέστειλεν εἰς τὸν κόσμον καὶ νὰ φέρω εἰς τέλειον
αὐτοῦ τὸ ἔργον. καὶ νὰ ἀποπερατώσω εἰς τὸν τέλειον πέρας τὸ ἔργον του, τὸ ὁποῖον εἶναι ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Καὶ
βαθμὸν καὶ μὲ τὸν τέλειον τρόπον τὸ τὸ θερμὸν ἐνδιαφέρον μου διὰ τὸ ἔργον αὐτὸ μὲ ἀπερρόφησεν
ἔργον του, δηλαδὴ τὴν σωτηρία τῶν ὁλόκληρον τώρα, ποὺ πρόκειται νὰ ἔλθουν ἐδῶ οἱ Σαμαρεῖται, καὶ
ἀνθρώπων. μοῦ ἔκοψε κάθε ὄρεξιν, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν φυσικὴν πεῖναν.
4,35 Οὐχ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἔτι 35 Δὲν λέγετε σεῖς, ὅτι τετράμηνος εἶναι 35 Δὲν λέγετε σεῖς, ὅτι τέσσαρες μῆνες ὑπολείπονται ἀκόμη καὶ ὁ
τετράμηνός ἐστι καὶ ὁ θερισμὸς ἀκόμη καὶ ὁ θερισμὸς ἔρχεται; ᾿Ἐκτὸς θερισμὸς ἔρχεται; Εἰς τὴν πνευματικὴν ὅμως σπορὰν εἶναι δυνατὸν
ἔρχεται; Ἰδοὺ λέγω ὑμῖν, ἐπάρατε ὅμως ἀπὸ τὸν ὑλικὸν θερισμόν, ὑπάρχει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ νὰ καρποφορήσῃ καὶ εἰς χρονικὸν διάστημα πολὺ
τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν καὶ καὶ ὁ πνευματικός. Ἰδοὺ σᾶς λέγω, σύντομον. Καὶ διὰ νὰ πεισθῆτε περὶ αὐτοῦ, ποὺ σᾶς λέγω,
θεάσασθε τὰς χώρας, ὅτι λευκαί σηκώσατε τὰ μάτια σας καὶ κυττάξατε σηκώσατε τὰ μάτια σας καὶ κυττάξετε τὸ πλῆθος αὐτὸ τῶν
εἰσι πρὸς θερισμὸν ἤδη. τοὺς Σαμαρείτας, ποὺ ἔρχονται, καὶ τὰς Σαμαρειτῶν, ποὺ ἔρχονται. Εἶναι αὐτοὶ λογικὰ χωράφια, εἱς τὰ
ἄλλας χώρας καὶ θὰ ἰδῆτε ὅτι εἶναι ὁποῖα δὲν ἐπρόφθασε νὰ σπαρῇ ὁ λόγος τῆς ἀληθείας καὶ ὅμως
ἕτοιμοι πλέον διὰ τὸν θερισμόν, ὅπως, εἶναι λευκὰ καὶ ὥριμα πλέον, ἕτοιμα διὰ νὰ θερισθοῦν. Ἔτσι καὶ εἰς
ὅταν ἀπὸ πράσινα σιτηρὰ ὠριμάσουν καὶ ὅλα τὰ μέρη τοῦ κόσμου αἱ ψυχαὶ τῶν ἀνθρώπων εἶναι τώρα ὥριμοι
φαίνωνται λευκὰ τὰ στάχυα, εἶναι ἕτοιμα διὰ νὰ δεχθοῦν τὴν σωτηρίαν.
πρὸς θερισμόν.
4,36 Καὶ ὁ θερίζων μισθὸν 36 Καὶ ἐκεῖνος, ποὺ θερίζει εἰς τὸν 36 Καὶ ἐκεῖνος, ποὺ θερίζει εἰς τὸν πνευματικὸν αὐτὸν ἀγρὸν
λαμβάνει καὶ συνάγει καρπὸν εἰς πνευματικὸν αὐτὸν ἀγρόν, παίρνει τὸν λαμβάνει μισθόν, ὄχι μόνον διότι χαίρει καὶ ἐδῶ βλέπων τὴν
ζωὴν αἰώνιον, ἵνα καὶ ὁ σπείρων μισθόν του καὶ χαίρει, διότι προσκαλεῖ καὶ πνευματικὴν συγκομιδήν, ἀλλὰ καὶ διότι θὰ ἀνταμειφθῇ καὶ εἰς
ὁμοῦ χαίρῃ καὶ ὁ θερίζων. συγκεντρώνει τοὺς ἀνθρώπους διὰ τὴν τὸν μέλλοντα βίον ὑπὸ τοῦ Κυρίου. Ἐπειδὴ δὲ ἑλκύει εἰς τὴν
αἰώνιον ζωήν. Ἔτσι καὶ εἰς τὴν σωτηρίαν ψυχὰς ἀθανάτους, συναθροίζει καρπὸν διὰ τὴν αἰώνιον
πνευματικὴν καλλιέργειαν καὶ ἐκεῖνος ζωήν. Καὶ ἔτσι εἰς τὴν πνευματικὴν σποράν, ποὺ γίνεται τώρα, ἐγὼ

31/192
ποὺ σπείρει, δηλαδὴ ἐγώ, χαίρει, ὅπως ὁ σπορεὺς χαίρω μαζὶ μὲ σᾶς, ποὺ θὰ θερίσετε.
ἐπίσης χαίρετε καὶ σεῖς ποὺ θὰ θερίσετε.

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


4,37 Ἐν γὰρ τούτῳ ὁ λόγος ἐστὶν ὁ 37 Καὶ εἰς τὴν περίστασιν αὐτὴν 37 Διότι εἰς αὐτήν, τὴν ἰδικήν μας δηλαδὴ περίπτωσιν, ἐφαρμόζεται
ἀληθινός, ὅτι ἄλλος ἐστὶν ὁ ἐφαρμόζεται ἡ ἀληθινὴ παροιμία, ποὺ ἡ σωστὴ παροιμία, ὅτι ἄλλος ἔσπειρε καὶ ἄλλος θερίζει. Ἔσπειρα
σπείρων καὶ ἄλλος ὁ θερίζων. λέγει ὅτι ἄλλος ἔχει σπείρει καὶ ἄλλος ἐγὼ καὶ θὰ θερίσετε σεῖς, ὅπως καὶ εἰς τὸ μέλλον θὰ σπείρετε σεῖς
θερίζει. Ἐγὼ ἔσπειρα, σεῖς καὶ οἱ διάδοχοί καὶ θὰ θερίσουν οἱ διάδοχοί σας.
σας θὰ θερίσετε.
4,38 Ἐγὼ ἀπέστειλα ὑμᾶς 38 Ἐγὼ σᾶς ἔστειλα διὰ νὰ θερίσετε 38 Ἐγώ, ὁ Κύριος τοῦ ἀγροῦ, σᾶς ἔστειλα, διὰ νὰ θερίζετε ἐκεῖνο,
θερίζειν ὃ οὐχ ὑμεῖς κεκοπιάκατε· ἐκεῖνο, διὰ τὸ ὁποῖον σεῖς δὲν ἔχετε ποὺ σεῖς δὲν ἔχετε κοπιάσει διὰ νὰ σπαρῇ. Ἄλλοι, ἤτοι ἐγὼ καὶ οἱ
ἄλλοι κεκοπιάκασι, καὶ ὑμεῖς εἰς κοπιάσει. Ἄλλοι, ἐγὼ καὶ οἱ πρὸ ἐμοῦ πρὸ ἐμοῦ προφῆται, ἔχουν κοπιάσει καὶ ἔχουν σπείρει, καὶ σεῖς
τὸν κόπον αὐτῶν εἰσεληλύθατε. προφῆται, ἐκοπίασαν, καὶ σεῖς ἔχετε ἔχετε ἔμβει εἰς τοὺς κόπους καὶ τὴν σποράν τους διὰ νὰ θερίσετε.
εἰσέλθει εἰς τοὺς κόπους των, διὰ νὰ
θερίσετε.
4,39 Ἐκ δὲ τῆς πόλεως ἐκείνης 39 Ἀπὸ δὲ τὴν πόλιν ἐκείνην πολλοὶ 39 Ἀπὸ τὴν πόλιν δὲ ἐκείνην Συχὰρ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Σαμαρείτας
πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν τῶν Σαμαρεῖται ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν ἀπὸ τὰ ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν, ὅτι ἦτο ὁ Μεσσίας, ἕνεκα τοῦ λόγου τῆς
Σαμαρειτῶν διὰ τὸν λόγον τῆς λόγια τῆς γυναικὸς ἐκείνης, ποὺ γυναικός, ποὺ ἐμαρτύρει, ὅτι μοῦ εἶπεν ὅλα ὅσα ἔπραξα, καὶ αὐτὰ
γυναικός, μαρτυρούσης ὅτι εἶπέ ἐπεβεβαίωνε ὅτι μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα. ἀκόμη τὰ ἰδιαίτερά μου, τὰ ὁποῖα δὲν ἤξευραν οὔτε ἐκεῖνοι, μὲ τοὺς
μοι πάντα ὅσα ἐποίησα. ὁποίους συζῶ καὶ ἀπὸ χρόνον πολὺν μὲ γνωρίζουν.
4,40 Ὡς οὖν ἦλθον πρὸς αὐτὸν οἱ 40 Ὅταν, λοιπόν, ἦλθον εἰς αὐτὸν οἱ 40 Ὅταν λοιπὸν ἦλθον πρὸς αὐτὸν οἱ Σαμαρεῖται, τὸν παρεκάλουν
Σαμαρεῖται, ἠρώτων αὐτὸν μεῖναι Σαμαρεῖται, τὸν παρακαλοῦσαν νὰ μείνῃ νὰ μείνῃ διὰ παντὸς μαζί τους. Καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ δύο ἡμέρας.
παρ' αὐτοῖς· καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ δύο μαζῆ τους· καὶ ἔμεινε ἐκεῖ δύο ἡμέρας.
ἡμέρας.
4,41 Καὶ πολλῷ πλείους 41 Καὶ ἀπὸ τὴν διδασκαλίαν, ποὺ τοὺς 41 Καὶ ἀπὸ τὴν διδασκαλίαν, τὴν ὁποίαν τοὺς ἔκαμε κατὰ τὰς δύο
ἐπίστευσαν διὰ τὸν λόγον αὐτοῦ, ἔκαμε, ἐπίστευσαν πολὺ περισσότεροι εἰς αὐτὰς ἡμέρας, ἐπίστευσαν πολὺ περισσότεροι ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ
αὐτόν. ἦλθαν εἰς τὸ πηγάδι καὶ τὸν προσεκάλεσαν νὰ μείνῃ εἰς τὴν πόλιν
των.
4,42 τῇ τε γυναικὶ ἔλεγον ὅτι 42 Καὶ εἰς τὴν γυναῖκα ἔλεγαν ὅτι «εἰς τὸν 42 Καὶ εἰς τὴν γυναῖκα ἔλεγον, ὅτι δὲν πιστεύομεν πλέον διὰ τὰ

32/192
οὐκέτι διὰ τὴν σὴν λαλιὰν Ἰησοῦν δὲν πιστεύομεν πλέον ἀπὸ ὅσα σὺ ὅσα μᾶς εἶπες σύ· διότι ἡμεῖς οἱ ἴδιοι ἔχομεν ἀκούσει αὐτὸν καὶ
πιστεύομεν· αὐτοὶ γὰρ μᾶς εἶπες περὶ αὐτοῦ, ἀλλὰ διότι ἡμεῖς, οἱ γνωρίζομεν, ὅτι αὐτὸς εἶναι ἀληθῶς ὁ Σωτὴρ ὁλοκλήρου τοῦ

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


ἀκηκόαμεν, καὶ οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἴδιοι τὸν ἔχομεν ἀκούσει καὶ γνωρίζομεν κόσμου, ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας, ὁ Χριστός.
ἐστιν ἀληθῶς ὁ σωτὴρ τοῦ καλὰ ὅτι πράγματι αὐτὸς εἶναι ὁ Σωτὴρ
κόσμου ὁ Χριστός. τοῦ κόσμου, ὁ Χριστός».
4,43 Μετὰ δὲ τὰς δύο ἡμέρας 43 Ὕστερα δὲ ἀπὸ τὰς δύο αὐτὰς ἡμέρας 43 Ὕστερα δὲ ἀπὸ τὰς δύο ἡμέρας ποὺ ἔμεινεν εἰς τὴν πόλιν Συχάρ,
ἐξῆλθεν ἐκεῖθεν καὶ ἀπῆλθεν εἰς ἀνεχώρησεν ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἐπῆγεν ἔφυγεν ἀπ’ ἐκεῖ ὁ Ἰησοῦς καὶ ἀνεχώρησεν εἰς τὴν Γαλιλαίαν.
τὴν Γαλιλαίαν. εἰς τὴν Γαλιλαίαν.
4,44 Αὐτὸς γὰρ ὁ Ἰησοῦς 44 Ἀπέφευγε δὲ νὰ μεταβῇ εἰς τὴν 44 Ἀπέφυγε δὲ νὰ μεταβῇ εἰς τὴν πατρίδα του Ναζαρέτ, διότι αὐτὸς
ἐμαρτύρησεν ὅτι προφήτης ἐν τῇ Ναζαρέτ, ποὺ ἐθεωρεῖτο ἰδιαιτέρα του ὁ Ἰησοῦς εἶχε διακηρύξει, ὅτι κάθε προφήτης δὲν τιμᾶται εἰς τὴν
ἰδίᾳ πατρίδι τιμὴν οὐκ ἔχει. πατρίς, διότι ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς εἶχε πατρίδα του μὲ τὴν τιμήν, ἡ ὁποία τοῦ ἀξίζει.
διαβεβαιώσει ὅτι κανεὶς προφήτης δὲν
τιμᾶται εἰς τὴν πατρίδα του.
4,45 Ὅτε οὖν ἦλθεν εἰς τὴν 45 Ὅταν, λοιπόν, ἦλθεν εἰς τὴν 45 Ὅταν λοιπὸν ἦλθεν εἰς τὴν Γαλιλαίαν, τὸν ὑπεδέχθησαν οἱ
Γαλιλαίαν, ἐδέξαντο αὐτὸν οἱ Γαλιλαίαν, τὸν ὑπεδέχθησαν οἱ Γαλιλαίοι, Γαλιλαίοι, ἐπειδὴ εἶχον ἴδει τὰ θαύματα, ποὺ ἔκαμεν εἰς τὰ
Γαλιλαῖοι, πάντα ἑωρακότες ἃ διότι εἶχαν ἴδει ὅλα τὰ θαύματα, ποὺ Ἱεροσόλυμα κατὰ τὴν ἑορτὴν τοῦ Πάσχα. Καὶ τὰ εἶχον ἴδει, διότι
ἐποίησεν ἐν Ἱεροσολύμοις ἐν τῇ ἔκανε εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα κατὰ τὴν ἑορτὴν καὶ αὐτοὶ ἦλθον εἰς τὴν ἑορτήν.
ἑορτῇ· καὶ αὐτοὶ γὰρ ἦλθον εἰς τοῦ Πάσχα. Διότι καὶ αὐτοὶ εἶχαν ἔλθει εἰς
τὴν ἑορτήν. τὴν ἑορτήν.
4,46 Ἦλθεν οὖν πάλιν ὁ Ἰησοῦς 46 Ἦλθε, λοιπόν, πάλιν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν 46 Ἦλθε λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς πάλιν εἰς τὴν Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, ὅπου
εἰς τὴν Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, ὅπου Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, ὅπου εἶχε μεταβάλει εἶχε μεταβάλει τὸ νερὸ εἰς οἶνον. Ὑπῆρχε δὲ κάποιος ἄνθρωπος,
ἐποίησε τὸ ὕδωρ οἶνον, καὶ ἦν τις τὸ νερὸ εἰς κρασί. Ὑπῆρχε δὲ ἐκεῖ κάποιος ποὺ ἀνῆκεν εἰς τὴν βασιλικὴν αὐλὴν τοῦ Ἡρῴδου, τοῦ ὁποίου τὸ
βασιλικός, οὖν ὁ υἱὸς ἠσθένει ἐν αὐλικὸς τοῦ βασιλέως Ἡρῴδου, τοῦ παιδὶ ἦτο ἄρρωστον εἰς τὴν Καπερναούμ.
Καπερναούμ· ὁποίου τὸ παιδὶ εἰς τὴν Καπερναοὺμ ἦτο
ἄρρωστον.
4,47 οὗτος ἀκούσας ὅτι Ἰησοῦς 47 Αὐτός, ὅταν ἤκουσε ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶχεν 47 Αὐτὸς λοιπόν, ὅταν ἤκουσεν, ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶχεν ἔλθει ἀπὸ τὴν
ἥκει ἐκ τῆς Ἰουδαίας εἰς τὴν ἔλθει ἀπὸ τὴν Ἰουδαίαν εἰς τὴν Ἰουδαίαν εἰς τὴν Γαλιλαίαν, ἀνεχώρησε ἀπὸ τὴν Καπερναοὺμ πρὸς

33/192
Γαλιλαίαν, ἀπῆλθε πρὸς αὐτὸν Γαλιλαίαν, ἔφυγε ἀπὸ τὴν Καπερναούμ, συνάντησίν του καὶ τὸν παρεκάλει νὰ καταβῇ ἀπὸ τὴν Κανᾶ εἰς
καὶ ἠρώτα αὐτὸν ἵνα καταβῇ καὶ ἦλθε πρὸς τὸν Ἰησοῦν καὶ τὸν τὴν Καπερναοὺμ καὶ νὰ θεραπεύσῃ τὸν υἱόν του· διότι λόγῳ τῆς

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


ἰάσηται αὐτοῦ τὸν υἱόν· ἤμελλε παρακαλοῦσε νὰ κατεβῇ ἀπὸ τὴν Κανᾶ βαρείας ἀσθενείας του ἐκινδύνευε νὰ ἀποθάνῃ.
γὰρ ἀποθνῄσκειν. εἰς τὴν Καπερναοὺμ καὶ νὰ θεραπεύσῃ τὸ
παιδί του· διότι αὐτὸ ἐκινδύνευε νὰ
ἀποθάνῃ.
4,48 Εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς πρὸς 48 Εἶπε, λοιπόν, ὁ Ἰησοῦς πρὸς αὐτόν· 48 Εἶπε λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς εἰς αὐτόν, τὸ ἤκουον δὲ καὶ οἱ ἄλλοι, ποὺ
αὐτόν· ἐὰν μὴ σημεῖα καὶ τέρατα «ἐὰν δὲν ἴδετε θαύματα μεγάλα καὶ ἦσαν ἐκεῖ· Ἐὰν δὲν ἴδετε θαύματα, ποὺ νὰ δείχνουν φανερὰ τὴν
ἴδητε, οὐ μὴ πιστεύσητε. παράδοξα ἔξω ἀπὸ τοὺς φυσικοὺς νόμους, δύναμιν τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ προκαλοῦν τρόμον καὶ κατάπληξιν, δὲν
δὲν θὰ πιστεύσετε». θὰ πιστεύσετε.
4,49 Λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ 49 Λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ βασιλικός· «Κύριε, 49 Λέγει πρὸς αυτὸν ὁ αὐλικός· Κύριε, κατέβα εἰς τὴν Καπερναοὺμ
βασιλικός· Κύριε, κατάβηθι πρὶν σὲ παρακαλῶ, κατέβα γρήγορα εἰς τὴν γρήγορα, προτοῦ ν' ἀποθάνῃ το παιδί μου.
ἀποθανεῖν τὸ παιδίον μου. Καπερναοὺμ πρὶν πεθάνῃ τὸ παιδί μου».
4,50 Λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· 50 Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς· «πήγαινε, τὸ 50 Λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς· Πήγαινε· τὸ παιδί σου ζῇ καὶ δὲν
πορεύου· ὁ υἱός σου ζῇ. Καὶ παιδί σου ζῇ καὶ εἶναι καλά». Καὶ κινδυνεύει πλέον. Καὶ ἐπίστευσεν ὁ ἄνθρωπος εἰς τὸν λόγον, ποὺ
ἐπίστευσεν ὁ ἄνθρωπος τῷ λόγῳ ἐπίστευσεν ὁ ἄνθρωπος εἰς τὸν λόγον, τοῦ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἐλεύθερος ἀπὸ κάθε ἀνησυχίαν
ὧ εἶπεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς, καὶ ποὺ τοῦ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἐπέστρεψε ἐπέστρεφεν εἰς Καπερναούμ.
ἐπορεύετο. εἰρηνικὸς καὶ χαρούμενος εἰς τὴν
Καπερναούμ.
4,51 Ἤδη δὲ αὐτοῦ 51 Ἐνῶ δὲ αὐτὸς κατέβαινε πρὸς τὴν 51 Ὅταν δὲ αὐτὸς κατέβαινεν εἱς τὴν πόλιν καὶ εὑρίσκετο ἀκόμη εἰς
καταβαίνοντος οἱ δοῦλοι αὐτοῦ πόλιν, τὸν προϋπήντησαν οἱ δοῦλοι του τὸν δρόμον, τὸν συνήντησαν οἱ δοῦλοι του, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν
ἀπήντησαν αὐτῷ καὶ ἀπήγγειλαν καὶ τοῦ ἀνήγγειλαν ὅτι «τὸ παιδί σου ζῇ». καλυτέρευσιν τῆς ὑγείας τοῦ ἀσθενοῦς ἔτρεξαν εἰς ἀπάντησίν του,
λέγοντες ὅτι ὁ παῖς σου ζῇ. καὶ μὲ χαρὰν τοῦ ἀνήγγειλαν, ὅτι τὸ παιδίον σου ζῇ.
4,52 Ἐπύθετο οὖν παρ' αὐτῶν τὴν 52 Ἐζήτησε τότε ἀπὸ αὐτοὺς νὰ 52 Πεπεισμένος λοιπὸν ὁ αὐλικός, ὅτι ὁ Ἰησοῦς διὰ τοῦ λόγου του
ὥραν ἐν ᾗ κομψότερον ἔσχε. Καὶ πληροφορηθῇ, ποίαν ὥραν τὸ παιδί του ἐθεράπευσε τὸν ἀσθενῆ, διὰ νὰ ἐπιβεβαιώσῃ τὴν πίστιν του,
εἶπον αὐτῷ ὅτι χθὲς ὥραν ἐπῆρε τὸ καλύτερον καὶ ἐκεῖνοι τοῦ εἶπαν ἠρώτησε τοὺς δούλους καὶ διὰ τὴν ὥραν, ποὺ ἐπῆρε τὸ καλύτερον ὁ
ἑβδόμην ἀφῆκεν αὐτὸν ὁ ὅτι, χθὲς κατὰ τὴν ἑβδόμην ὥραν, δηλαδὴ υἱός του. Καὶ αὐτοὶ τοῦ εἶπαν, ὅτι χθὲς εἰς τὰς ἑπτά, ἤτοι εἰς τὴν

34/192
πυρετός. τὴν μίαν μετὰ τὸ μεσημέρι τὸ ἀφῆκεν μίαν μετὰ τὸ μεσημέρι, τὸν ἀφῆκεν ὁλότελα ὁ πυρετός.
ἐντελῶς ὁ πυρετός.

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


4,53 Ἔγνω οὖν ὁ πατὴρ ὅτι ἐν 53 Ἐκατάλαβε, λοιπόν, ὁ πατέρας ὅτι τὸ 53 Ἐκατάλαβε λοιπὸν ὁ πατέρας, ὅτι ἐθεραπεύθη τὸ παιδί του κατ’
ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ ἐν ᾗ εἶπεν αὐτῷ ὁ παιδί του ἔγινε καλὰ κατὰ τὴν ὥρα ἐκείνην ἀκριβῶς τὴν ὥραν, κατὰ τὴν ὁποίαν τοῦ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς, ὅτι
Ἰησοῦς ὅτι ὁ υἱός σου ζῇ· καὶ ἀκριβῶς ποὺ ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶχεν εἴπει ὅτι ὁ ὁ υἱός σου ζῇ. Καὶ ἐστηρίχθη πολὺ περισσότερον τώρα εἰς τὴν
ἐπίστευσεν αὐτὸς καὶ ἡ οἰκία υἱός σου ζῇ. πίστιν αὐτὸς καὶ ὅλοι ὅσοι ἦσαν εἰς τὸ σπίτι του.
αὐτοῦ ὅλη.
4,54 Τοῦτῳ πάλιν δεύτερον 54 Αὐτὸ πάλιν ἦτο τὸ δεύτερον θαῦμα ποὺ 54 Αὐτὴν τὴν θεραπείαν, ὡς δεύτερον θαῦμα, ποὺ ἐδείκνυε τὴν
σημεῖον ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς ἔκαμεν ὁ Ἰησοῦς (τὸ πρῶτον ἦτο ἡ ἀποστολήν του, ἔκαμε πάλιν εἰς τὴν Κανᾶ ὁ Ἰησοῦς, ὅταν ἦλθε ἀπὸ
ἐλθὼν ἐκ τῆς Ἰουδαίας εἰς τὴν μεταβολὴ τοῦ ὕδατος εἰς οἶνον κατὰ τὸν τὴν Ἰουδαίαν εἰς τὴν Γαλιλαίαν.
Γαλιλαίαν. γάμον τῆς Κανᾶ) ὅταν ἦλθεν ἀπὸ τὴν
Ἰουδαίαν εἰς τὴν Γαλιλαίαν.

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 5Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ


Αρχαίο Κείμενο Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
5,1 Μτὰ ταῦτα ἦν ἡ ἑορτὴ τῶν Έπειτα ἀπὸ αὐτὰ ἦλθεν ἡ ἑορτὴ τῶν Μετὰ ταῦτα ἦτο ἡ ἑορτὴ τῶν Ἰουδαίων, πιθανώτατα ἡ ἑορτὴ τῶν
Ἰουδαίων, καὶ ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς Ἰουδαίων καὶ ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς τὰ Πουρίμ, ποὺ συνέπιπτεν ἕνα περίπου μῆνα πρὸ τοῦ Πάσχα. Καὶ
Ἱεροσόλυμα. Ἱεροσόλυμα. κατὰ τὴν ἑορτὴν αὐτὴν ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα.
5,2 Ἔστι δὲ ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις 2 Ἐκεῖ δὲ εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, κοντὰ εἰς 2 Ὑπάρχει δὲ εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα πλησίον τῆς προβατικῆς πύλης τοῦ
ἐπὶ τῇ προβατικῇ κολυμβήθρᾳ, ἡ τὴν προβατικὴν πύλην τοῦ τείχους, τείχους τῆς πόλεως κάποια λίμνη, εἰς τὴν ὁποίαν ἐκολυμβοῦσαν,
ἐπιλεγομένη Ἑβραϊστὶ Βηθεσθά, ὑπῆρχε μία δεξαμενὴ νεροῦ, ἡ ὁποία εἰς καὶ ἡ ὁποία εἶχεν ὡς πρόσθετον ὄνομα εἰς τὴν ἑβραϊκὴν γλῶσσαν
πέντε στοὰς ἔχουσα. τὴν ἑβραϊκὴν γλῶσσαν εἶχε τὸ ὄνομα Βηθεσδά. Εἶχε δὲ τριγύρω της ἡ κολυμβήθρα αὐτὴ πέντε θολωτὰ
Βηθεσθά. Γύρω ἀπὸ αὐτὴν ἦσαν καὶ ὑπόστεγα.
πέντε ὑπόστεγα.
5,3 Ἐν ταύταις κατέκοιτο πλῆθος 3 Εἰς αὐτὰ τὰ ὑπόστεγα εὑρίσκετο πολὺ 3 Εἰς αὐτὰ τὰ θολωτὰ ὑπόστεγα εὑρίσκοντο ξαπλωμένοι πλῆθος
πολὺ τῶν ἀσθενούντων, τυφλῶν, πλῆθος ἀπὸ ἀρρώστους, τυφλοί, χωλοί, πολὺ ἀρρώστων, τυφλῶν, κουτσῶν, ἀνθρώπων μὲ κάποιο μέλος

35/192
χολῶν, ξηρῶν, ἐκδεχομένων τὴν ἄνθρωποι μὲ ἀκίνητο καὶ σὰν ξερὸ πιασμένον καὶ ἀναίσθητον ἢ ἀτροφικόν, καὶ ὅλοι αὐτοὶ ἐπερίμεναν
τοῦ ὕδατος κίνησιν κάποιο μέλος τοῦ σώματός των καὶ οἱ νὰ κινηθῇ τὸ νερὸ τῆς κολυμβήθρας.

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


ὁποῖοι ὅλοι ἐπερίμεναν νὰ κινηθῇ τὸ
νερό.
5,4 Ἄγγελος γὰρ κατὰ καιρὸν 4 Διότι κατὰ καιροὺς κατέβαινε ἄγγελος 4 Ἐπερίμεναν δὲ τὴν κίνησιν τοῦ νεροῦ, διότι ἄγγελος κατέβαινεν
κατέβαινεν ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ, εἰς αὐτὴν τὴν κολυβήθρα καὶ ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν εἰς τὴν κολυμβήθραν καὶ ἐτάρασσε τὸ νερό.
καὶ ἐταράσσετο τὸ ὕδωρ· ὁ οὖν ἀνεταράσσετο τὸ νερό. ῾Ο πρῶτος, Ἐκεῖνος λοιπόν, ποὺ θὰ ἔμβαινε πρῶτος εἰς αὐτὴν μετὰ τὴν
πρῶτος ἐμβὰς μετὰ τὴν ταραχὴν λοιπόν, ποὺ θὰ ἔμπαινε μετὰ τὴν ταραχὴν τοῦ νεροῦ, ἐγίνετο ὑγιής, ἀπὸ ὁποιονδήποτε νόσημα καὶ
τοῦ ὕδατος ὑγιὴς ἐγίνετο ᾧ ταραχὴν τοῦ νεροῦ, ἐθεραπεύετο, ἀπὸ ἂν κατείχετο.
δήποτε κατείχετο νοσήματι. ὁποιοδήποτε νόσημα καὶ ἂν κατείχετο.
5,5 Ἦν δέ τις ἄνθρωπος ἐκεῖ 5 Ὑπῆρχε δὲ ἐκεῖ ἔνας ἄνθρωπος, ὁ 5 Ὑπῆρχε δὲ ἐκεῖ μεταξὺ τοῦ πλήθους τῶν ἀσθενῶν καὶ κάποιος
τριάκοντα καὶ ὀκτὼ ἔτη ἔχων ἐν ὁποῖος ἦτο ἀσθενὴς τριάντα ὀκτὼ χρόνια. ἄνθρωπος, ποὺ ἦτο ἄρρωστος ἐπὶ τριάκοντα καὶ ὀκτὼ χρόνια.
τῇ ἀσθενείᾳ αὐτοῦ.
5,6 Τοῦτον ἱδὼν ὁ Ἰησοῦς 6 Ὅταν τὸν εἶδε ὁ Ἰησοῦς νὰ κατάκειται, 6 Αὐτὸν τὸν ἀσθενῆ ὅταν τὸν εἶδε ὁ Ἰησοῦς νὰ εἶναι ξαπλωμένος
κατακείμενον, καὶ γνοὺς ὅτι καὶ σὰν Θεὸς ποὺ ἦτο ἐγνώρισε ὅτι πολὺν κάτω καὶ μὲ τὸ θεῖον του βλέμμα διέκρινεν, ὅτι ἀπὸ πολὺν καιρὸν
πολὺν ἤδη χρόνον ἔχει, λέγει καιρὸν εἶναι ἄρρωστος, τοῦ λέγει· «θέλεις εἶχε τὴν ἀσθένειάν του, εἶπε πρὸς αὐτόν· Θέλεις νὰ γίνης ὑγιής; Διὰ
αὐτῷ· θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι; νὰ γίνῃς ὑγιής;» τῆς ἐρωτήσεως δὲ ταύτης ὁ Κύριος ἔδιδεν ἀφορμὴν εἰς τὸν
παραλυτικὸν νὰ ζητήσῃ τὴν βοήθειάν του.
5,7 Ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ ἀσθενῶν· 7 Ἀπεκρίθη ὁ ἀσθενής· «θέλω, Κύριε, 7 Πράγματι δὲ ὁ ἀσθενὴς ἀπεκρίθη εἰς αὐτόν· Κύριε, δὲν ἔχω
Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ἀλλὰ δὲν ἔχω ἄνθρωπον, ὥστε ὅταν ἄνθρωπον νὰ μὲ ρίψῃ εἰς τὴν κολυμβήθραν, ἀμέσως ὅταν ταραχθῇ
ὅταν ταραχθῇ τὸ ὕδωρ, βάλῃ με ταραχθῇ τὸ νερὸ νὲ μὲ ρίψῃ εἰς τὴν τὸ νερό. Ἐνῶ δὲ προσπαθῶ νὰ ἔλθω ἐγώ, προλαμβάνει ἄλλος καὶ
εἰς τὴν κολυμβήθραν· ἐν ᾧ δὲ κολυμβήθραν. Ἐνῶ δὲ ἐγὼ σύρομαι πρὸς καταβαίνει αὐτὸς προτήτερα ἀπὸ ἐμέ.
ἔρχομαι ἐγώ, ἄλλος πρὸ ἐμοῦ αὐτήν, ἄλλος πρὶν ἀπὸ μένα κατεβαίνει
καταβαίνει. εἰς τὴν κολυμβήθραν».
5,8 Λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἔγειρε, 8 Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς· «σήκω ἐπάνω, 8 Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς· Σήκω ἐπάνω, πάρε τὸ κρεββάτι σου εἰς
ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ πάρε τὸ κραββάτι σου καὶ περιπάτει». τὸν ὦμον σου καὶ περιπάτει.
περιπάτει.

36/192
5,9 Καὶ εὐθέως ἐγένετο ὑγιὴς ὁ 9 Καὶ ἀμέσως ἔγινε ὑγιὴς ὁ ἄνθρωπος, 9 Καὶ ἀμέσως ἔγινεν ὑγιὴς ὁ ἄνθρωπος καὶ ἐπῆρε τὸ κρεββάτι του
ἄνθρωπος, καὶ ἦρε τὸν ἐπῆρε τὸ κρεββάτι του καὶ ἤρχισε νὰ καὶ ἐπεριπάτει ἐλεύθερα. Ἦτο ὅμως Σάββατον κατ’ ἐκείνην τὴν

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


κράβαττον αὐτοῦ καὶ περιεπάτει. περιπατῇ, ὅπως ὅλοι οἱ ὑγιεῖς. Ἦτο δὲ ἡμέραν.
Ἦν δὲ σάββατον ἐν ἐκείνῃ τῇ Σάββατον κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην.
ἡμέρᾳ.
5,10 Ἔλεγον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι τῷ 10 Ἔλεγαν, λοιπόν, οἱ Ἰουδαῖοι εἰς τὸν 10 Ὡς ἐκ τούτου λοιπὸν ἔλεγαν οἱ πρόκριτοι Ἰουδαῖοι εἰς τὸν
τεθεραπευμένῳ· σάββατόν ἐστιν· θεραπευθέντα· «σήμερα εἶναι Σάββατον. ἰατρευμένον· Σήμερον εἶναι Σάββατον· δὲν σοῦ ἐπιτρέπεται νὰ
οὐκ ἔξεστί σοι ἆραι τὸν Καὶ δὲν σοῦ ἐπιτρέπεται νὰ σηκώνῃς τὸ σηκώσῃς καὶ νὰ μεταφέρῃς τὸ κρεββάτι.
κράββατον. κρεββάτι σου».
5,11 Ἀπεκρίθη αὐτοῖς· ὁ ποιήσας 11 Ἀπήντησε εἰς αὐτούς· «ἐκεῖνος, ποὺ μὲ 11 Ἀπεκρίθη εἰς αὐτούς· Ἐκεῖνος, ποὺ μὲ ἔκαμεν ὑγιῆ διὰ θαύματος
με ὑγιῆ, ἐκεῖνός μοι εἶπεν ἆρον θαῦμα μοῦ ἔδωσε τὴν ὑγείαν μου, μοῦ καὶ θείας δυνάμεως, αὐτός μου εἶπε· Πάρε τὸ κρεββάτι σου καὶ
τὸν κράββατόν σου καὶ εἶπε· Πάρε τὸ κρεββάτι σου, καὶ περιπάτει.
περιπάτει. περιπάτει».
5,12 Ἠρώτησαν οὖν αὐτόν· τίς 12 Ἠρώτησαν, λοιπόν, αὐτόν· «ποῖος 12 Κατόπιν λοιπὸν τῆς ἀπαντήσεως αὐτῆς τὸν ἡρώτησαν ἐκεῖνοι·
ἐστιν ὁ ἄνθρωπος ὁ εἰπών σοι, εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ποὺ σοῦ εἶπε· «πάρε τὸ Ποῖος εἶναι ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ὁ ὁποῖος σοῦ εἶπε· Πάρε τὸ κρεββάτι
ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ κρεββάτι σου καὶ περιπάτει;» σου καὶ περιπάτει;
περιπάτει;
5,13 Ὁ δὲ ἰαθεὶς οὐκ ἤδει τίς ἐστιν· 13 Ὁ θεραπευθεὶς ὅμως δὲν ἐγνώριζε 13 Ὁ θεραπευθεὶς ὅμως παράλυτος δὲν ἤξευρε, ποῖος εἶναι· διότι ὁ
ὁ γὰρ Ἰησοῦς ἐξένευσεν ὄχλου ποιὸς εἶναι, διότι ὁ Ἰησοῦς εἶχε Ἰησοῦς ἀπεμακρύνθη καὶ ἐξηφανίσθη. Ἦτο δὲ εὔκολον νὰ
ὄντος ἐν τῷ τόπῳ. ἀπομακρυνθῆ μέσα εἰς τὸν ὄχλον, ποὺ ἑξαφανισθῇ, διότι ὑπῆρχε πολὺς λαὸς εἰς τὸν τόπον, ποὺ ἔγινε τὸ
εὑρίσκετο εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον. θαῦμα.
5,14 Μετὰ ταῦτα εὑρίσκει αὐτὸν ὁ 14 Ἔπειτα ἀπὸ αὐτὰ τὸν εὑρῆκε ὁ Ἰησοῦς 14 Ὕστερα ἀπὸ κάμποσον καιρὸν ηὗρεν αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ ἱερὸν
Ἰησοῦς ἐν τῷ ἱερῷ καὶ εἶπεν αὐτῷ· εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ ναοῦ καὶ τοῦ εἶπε· καὶ τοῦ εἶπεν· Ἰδοὺ τώρα ἔχεις γίνει ὑγιῆς. Πρόσεξε λοιπὸν νὰ μὴ
ἴδε ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι «πρόσεξε· ἔγινες ὑγιής· μὴν ἁμαρτάνῃς ἁμαρτάνῃς πλέον, διὰ νὰ μὴ σοῦ συμβῇ τίποτε χειρότερον ἀπὸ τὴν
ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι πλέον, διὰ νὰ μὴ σοῦ συμβῇ κάτι τὸ ἀσθένειαν ποὺ εἶχες, καὶ ἡ ὁποία σοῦ συνέβη ἐξ ἁμαρτιῶν σου.
γένηται. χειρότερον». Πρόσεξε μήπως καὶ εἰς συμφορὰν τοῦ σώματος χειροτέραν
ἐμπέσῃς, συγχρόνως δὲ καὶ τὴν ψυχήν σου μετὰ τοῦ σώματος

37/192
χάσῃς.
5,15 Ἀπῆλθεν ὁ ἄνθρωπος καὶ 15 Ἔφυγε τότε ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν ναόν, 15 Ἔφυγε τότε ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ ἱερὸν καὶ ἀφοῦ συνήντησε τοὺς

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


ἀνήγγειλε τοῖς Ἰουδαίοις ὅτι ἐπῆγε εἰς τοὺς Ἰουδαίους καὶ τοὺς Ἰουδαίους ἀνήγγειλεν εἰς αὐτούς, ὅτι αὐτός, ποὺ μὲ ἔκαμεν ὑγιῆ,
Ἰησοῦς ἐστιν ὁ ποιήσας αὐτὸν ἀνήγγειλε, ὅτι αὐτός ποὺ τὸν ἔκαμε ὑγιῆ εἶναι ὁ Ἰησοῦς.
ὑγιῆ. εἶναι ὁ Ἰησοῦς. (Θὰ ἔπρεπε ἀπὸ λόγους 16 Καὶ δι’ αὐτὸ οἱ Ἰουδαῖοι κατεδίωκον τὸν Ἰησοῦν καὶ ἐζήτουν νὰ
καὶ μόνον εὐγνωμοσύνης νὰ εἶχε κινηθῇ τὸν φονεύσουν, διότι ἔκανε τὰς θεραπείας αὐτὰς κατὰ τὴν ἡμέραν
ὁ τέως παράλυτος, διὰ νὰ γνωστοποιήσῃ τοῦ Σαββάτου.
εἰς τοὺς Ἰουδαίους, ὅτι ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶχε
δώσει τὴν ὑγείαν ).
5,16 Καὶ διὰ τοῦτο ἐδίωκον τὸν 16 Καὶ δι' αὐτὸ οἱ Ἰουδαῖοι κατεδίωκαν 16 Καὶ δι’ αὐτὸ οἱ Ἰουδαῖοι κατεδίωκον τὸν Ἰησοῦν καὶ ἐζήτουν νὰ
Ἰησοῦν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ ἐζήτουν τὸν Ἰησοῦν καὶ ἐζητοῦσαν νὰ τὸν τὸν φονεύσουν, διότι ἔκανε τὰς θεραπείας αὐτὰς κατὰ τὴν ἡμέραν
αὐτὸν ἀποκτεῖναι, ὅτι ταῦτα φονεύσουν, διότι αὐτὰ τὰ θαύματα τὰ τοῦ Σαββάτου.
ἐποίει ἐν σαββάτῳ. ἔκαμνε κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου.
5,17 Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀπεκρίνατο 17 Ὁ Ἰησοῦς ὅμως ἀπεκρίθη εἰς τοὺς 17 Ὁ Ἰησοῦς ὅμως εἰς τοὺς Ἰουδαίους, ποὺ τόσον πολὺ τὸν ἐμίσουν,
αὐτοῖς· ὁ πατήρ μου ἕως ἄρτι Ἰουδαίους, ποὺ αὐτὰ ἐκέπτοντο ἐναντίον ἔδωκε τὴν ἑξῆς ἀπάντησιν· Ὁ Θεὸς καὶ Πατήρ μου ἐργάζεται ἕως
ἐργάζεται, κἀγὼ ἐργάζομαι. του· «ὁ Πατήρ μου ἐργάζεται τώρα συνεχῶς καὶ ἄνευ διακοπῆς, διότι ὄχι μόνον ἐδημιούργησεν,
ἀκατάπαυστα ἕως τώρα (διότι δὲν ἀλλὰ καὶ κυβερνᾷ τὸν κόσμον καὶ προνοεῖ περὶ αὐτοῦ. Καὶ ἐγὼ
ἐδημιούργησε μόνον ἀλλὰ καὶ κυβερνᾷ λοιπὸν ὁ Υἱός του συνεχῶς ἐργάζομαι ὡς ὁ Πατήρ μου, χωρὶς νὰ
τὸν κόσμον). Καὶ ἐγὼ ὁ Υἱός του διακόπτω τὸ σωτήριον ἔργον μου κατὰ τὰ Σάββατα.
ἐργάζομαι συνεχῶς διὰ τὴν σωτηρίαν
τῶν ἀνθρώπων (χωρὶς νὰ διακόπτω τὸ
ἔργον μου οὔτε καὶ τὸ Σάββατον)».
5,18 Διὰ τοῦτο οὖν μᾶλλον 18 Δι' αὐτὰ τὰ λόγια ποὺ ἤκουσαν 18 Ὅταν λοιπὸν ἤκουσαν τοὺς λόγους αὐτοὺς οἱ Ἰουδαῖοι, ἐζήτουν
ἐζήτουν αὐτὸν οἱ Ἰουδαῖοι ἐζητούσαν ἀκόμη περισσότερον οἱ ἀκόμη περισσότερον νὰ τὸν φονεύσουν δι’ αὐτό, ἐπειδὴ δηλαδὴ ὄχι
ἀποκτεῖναι, ὅτι οὐ μόνον ἔλυε τὸ Ἰουδαῖοι νὰ τὸν φονεύσουν, διότι ὄχι μόνον κατέλυε τὴν ἀργίαν τοῦ Σαββάτου, ἀλλὰ καὶ ἔλεγεν, ὅτι ἔχει
σάββατον, ἀλλὰ καὶ πατέρα ἴδιον μόνον κατέλυε τὴν ἀργίαν τοῦ Πατέρα του τὸν Θεὸν καὶ ἔκανε τὸν ἑαυτόν του ἴσον πρὸς τὸν Θεόν.
ἔλεγε τὸν Θεόν, ἴσον ἑαυτὸν Σαββάτου, ἀλλὰ καὶ ἔλεγε ὅτι ἔχει ἰδικόν

38/192
ποιῶν τῷ Θεῷ. του, κατὰ ἕνα ἀποκλειστικὸν καὶ
μοναδικὸν τρόπον, Πατέρα τὸν Θεὸν καὶ

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


ἔκαμνε τὸν εὐατόν του ἴσον μὲ τὸν Θεόν.
5,19 Ἀπεκρίνατο οὖν ὁ Ἰησοῦς καὶ 19 Ἀπεκρίθη τότε ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς εἶπε· 19 Ἀπεκρίθη λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς εἶπεν· Ἐν πάσῃ ἀληθείᾳ σᾶς
εἶπεν αὐτοῖς· ἀμὴν ἀμὴν λέγω «σᾶς διαβεβαιώνω, ὅτι δὲν ἠμπορεῖ ὁ Υἱὸς βεβαιῶ, ὅτι ὑπάρχει ἀπόλυτος συμφωνία μεταξὺ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ
ὑμῖν, οὐ δύναται ὁ υἱὸς ποιεῖν ἀφ' νὰ πράττῃ ἀπὸ τὸν εὐατόν του τίποτε, Πατρὸς καὶ διὰ τοῦτο ὁ Υἱὸς εἶναι ἠθικῶς ἀδύνατον νὰ πράττῃ ἀπὸ
ἑαυτοῦ οὐδέν, ἐὰν μή τι βλέπῃ ἐὰν δὲν βλέπῃ τὸν Πατέρα νὰ πράττῃ. τὸν ἑαυτόν του τίποτε, ἐὰν δὲν βλέπῃ τὸν Πατέρα νὰ πράττῃ τοῦτο.
τὸν πατέρα ποιοῦντα· ἃ γὰρ ἂν Ὑπάρχει ἀπόλυτος ὁμοφωνία μεταξὺ Διότι ἐκεῖνα, ποὺ ἐνεργεῖ ὁ Πατήρ, ταῦτα πράττει καὶ ὁ Υἱός,
ἐκεῖνος ποιῇ, ταῦτα καὶ ὁ υἱὸς Πατρὸς καὶ Υἱοῦ, διότι ἐκεῖνα ποὺ ἐνεργεῖ ἀκριβῶς ὅπως πράττει αὐτὰ ὁ Πατήρ, εἰς τρόπον ὥστε κοινὴ καὶ μία
ὁμοίως ποιεῖ. ὁ Πατήρ, κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον, τὰ ἴδια εἶναι ἡ θέλησις καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ ἐνέργεια Πατρὸς καὶ Υἱοῦ.
πράττει καὶ ὁ Υἱός.
5,20 Ὁ γὰρ πατὴρ φιλεῖ τὸν υἱὸν 20 Διότι ὁ Πατὴρ ἀγαπᾷ τὸν Υἱὸν καὶ 20 Ἡ συμφωνία δὲ αὐτὴ καὶ ἡ μία ἐνέργεια Πατρὸς καὶ Υἱοῦ
καὶ πάντα δείκνυσιν αὐτῷ ἃ φανερώνει εἰς αὐτὸν πλήρως καὶ τελείως βασίζεται καὶ ἐπὶ τῆς ἀγάπης, ποὺ τοὺς συνδέει. Διότι ὁ Πατὴρ
αὐτὸς ποιεῖ, καὶ μείζονα τούτων ὅλα ὅσα πράττει εἰς τὸν οὐρανὸ καὶ τὴν ἀγαπᾷ μὲ ἄπειρον στοργὴν τὸν Υἱὸν καὶ δὲν κρύπτει τίποτε ἀπ'
δείξει αὐτῷ ἔργα, ἵνα ὑμεῖς γῆν. Καὶ τοῦ δίδει τὸ δικαίωμα τὰ ἴδια καὶ αὐτόν, ἀλλὰ φανερώνει εἰς αὐτὸν ὅλα, ὅσα πράττει ὁ Πατήρ, ὥστε
θαυμάζητε. αὐτὸς νὰ πράττῃ. Καὶ θὰ τοῦ φανερώσῃ καὶ διὰ τοῦ Υἱοῦ νὰ ἐνεργοῦνται ταῦτα. Καὶ ὑπερφυσικὰ ἔργα
ἀκόμη μεγαλύτερα καὶ σπουδαιότερα μεγαλύτερα ἀπὸ τὰ θαύματα αὐτά, ποὺ ἕως τώρα εἴδατε, θὰ δείξῃ
ἀπὸ αὐτά, ποὺ ἕως τώρα εἴδατε, διὰ νὰ εἰς τὸν ἐνανθρωπήσαντα Υἱόν του, ὥστε νὰ ἐνεργήσῃ καὶ ταῦτα ὁ
θαυμάζετε καὶ σεῖς ἀκόμη, ποὺ μένετε εἰς Υἱός, διὰ νὰ θαυμάζετε σεῖς, οἱ ὁποῖοι τώρα ἀπιστεῖτε.
τὴν ἀπιστίαν σας.
5,21 Ὥσπερ γὰρ ὁ πατὴρ ἐγείρει 21 Διότι, ὅπως ὁ Πατὴρ ἀνασταίνει τοὺς 21 Ἀκόμη καὶ νεκροὺς θὰ ἀναστήσῃ ὁ Υἱός. Διότι, καθὼς ο Πατὴρ
τοὺς νεκροὺς καὶ ζωοποιεῖ, οὓτω νεκροὺς καὶ τοὺς δίδει ζωήν, ἔτσι καὶ ὁ ἀνασταίνει τοὺς νεκροὺς καὶ δίδει ζωὴν εἰς αὐτούς, ἔτσι καὶ ὁ Υἱὸς
καὶ ὁ υἱὸς οὓ θέλει ζωοποιεῖ. Υἱὸς ἔχει ἀπεριόριστον ἐξουσίαν νὰ δίδῃ ἔχει ἀπεριόριστον ἐξουσίαν καὶ δύναμιν, ὥστε νὰ δίδῃ ζωὴν ὄχι
ζωὴν εἰς ὁποῖον θέλει καὶ κρίνει ἄξιον. μόνον φυσικήν, ἀλλὰ καὶ ἠθικὴν καὶ πνευματικήν. Καὶ τὴν ἠθικὴν
αὐτὴν ζωὴν τὴν μεταδίδει εἰς ὅποιον θέλει καὶ εἰς ὅποιον κρίνει
ἄξιον νὰ τὴν μεταδώσῃ.
5,22 Οὐδὲ γὰρ ὁ πατὴρ κρίνει 22 Ἔχει δὲ ἀκόμη τὸ δικαίωμα ὁ Υἱὸς νὰ 22 Ἔχει δὲ ὁ Υἱὸς τὴν ἐξουσίαν καὶ τὴν δύναμιν αὐτὴν

39/192
οὐδένα, ἀλλὰ τὴν κρίσιν πᾶσαν κρίνῃ τοὺς πάντας, διότι ὁ Πατὴρ δὲν ἀπεριόριστον, διότι ὁ Πατὴρ οὔτε τὸ ἔργον τοῦ κριτοῦ δὲν ἐφύλαξε
δέδωκε τῷ υἱῷ, κρίνει καὶ δὲν δικάζει κανένα, ἀλλὰ ὅλην διὰ τὸν ἑαυτόν του. Ὁ Πατὴρ δὲν δικάζει κανένα, ἀλλὰ τὴν

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


τὴν ἐξουσίαν τῆς κρίσεως τὴν ἔχει δώσει ἐξουσίαν ὅλην τοῦ νὰ δικάζῃ καὶ νὰ κρίνῃ, ποῖος εἶναι καὶ ποῖος δὲν
εἰς τὸν Υἱόν. εἶναι ἄξιος νὰ λάβῃ ζωήν, τὴν ἔχει δώσει εἰς τὸν ἐνανθρωπήσαντα
Υἱόν.
5,23 ἵνα πάντες τιμῶσι τὸν υἱὸν 23 Καὶ ἔδωκεν ὅλα αὐτὰ εἰς τὸν Υἱόν, διὰ 23 Καὶ ἔδωκεν ὁ Πατὴρ ὅλην αὐτὴν τὴν ἐξουσίαν εἰς τὸν Υἱόν, διὰ
καθὼς τιμῶσι τὸν πατέρα. Ὁ μὴ νὰ τιμοῦν καὶ προσκυνοῦν τὸν Υἱὸν ὅλοι, νὰ τιμοῦν καὶ λατρεύουν ὅλοι τὸν Υἱόν, καθὼς τιμοῦν καὶ
τιμῶν τὸν υἱὸν οὐ τιμᾷ τὸν ὅπως τιμοῦν καὶ προσκυνοῦν τὸν λατρεύουν τὸν Πατέρα. Ἐκεῖνος ποὺ δὲν τιμᾷ τὸν Υἱόν, δὲν τιμᾷ
πατέρα τὸν πέμψαντα αὐτόν. Πατέρα. Ἐκεῖνος ποὺ δὲν τιμᾷ τὸν Υἱόν, οὔτε τὸν Πατέρα, ὁ ὁποῖος ἀπέστειλεν αὐτὸν εἰς τὸν κόσμον.
δὲν τιμᾷ οὔτε τὸν Πατέρα, ὁ ὁποῖος τὸν
ἔστειλεν εἰς τὸν κόσμον.
5,24 Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὁ 24 Σᾶς διαβεβαιώνω, ὅτι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος 24 Ναί· ὁ Πατὴρ παρεχώρησεν εἰς τὸν Υἱὸν ἐξουσίαν νὰ δίδῃ ζωήν.
τὸν λόγον μου ἀκούων καὶ ἀκούει τὴν διδασκαλίαν μου καὶ πιστεύει Ἀληθῶς, ἀληθῶς σᾶς λέγω, ὅτι ἐκεῖνος, ποὺ ἀκούει καὶ
πιστεύων τῷ πέμψαντί με ἔχει εἰς τὸν Πατέρα, ποὺ μὲ ἔστειλε, αὐτὸς ἐγκολπώνεται τὴν διδασκαλίαν μου καὶ πιστεύει εἰς τὸν Πατέρα
ζωὴν αἰώνιον, καὶ εἰς κρίσιν οὐκ ἔχει κερδήσει τὴν αἰώνιον ζωὴν καὶ δὲν μου, ὁ ὁποῖος μὲ ἔστειλεν εἰς τὸν κόσμον, ἔχει ἀπὸ αὐτῆς τῆς
ἔρχεται, ἀλλὰ μεταβέβηκεν ἐκ θὰ περάσῃ ἀπὸ δίκην καὶ κρίσιν, ἀλλὰ στιγμῆς ποὺ ἐπίστευσε, ζωὴν αἰώνιον καὶ δὲν θὰ ὑποβληθῇ αὐτὸς
τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν. ἔχει μεταβῆ πλέον ἀπὸ τὸν πνευματικὸν εἰς δίκην καὶ εἰς κρίσιν, ἀλλ’ ἔχει ἤδη μεταβῆ ἀπὸ τὸν πνευματικὸν
θάνατον τῆς ἁμαρτίας εἰς τὴν αἰώνιον τῆς ἁμαρτίας θάνατον εἰς τὴν ἀθάνατον καὶ αἰωνίαν ζωήν.
ζωήν.
5,25 Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι 25 Ἀληθῶς σᾶς λέγω, ὅτι ἔρχεται ὥρα, 25 Ἀληθῶς, ἀληθῶς σᾶς λέγω, ὅτι ἔρχεται ὥρα, καὶ ἡ ὥρα αὐτὴ
ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐστιν, ὅτε οἱ καὶ ἡ ὥρα αὐτὴ εἶναι τώρα, ποὺ οἱ νεκροὶ ἦλθε τώρα, ὁπότε οἱ ἕνεκα τῆς ἁμαρτίας νεκροὶ πνευματικῶς
νεκροὶ ἀκούσονται τῆς φωνῆς τοῦ πνευματικῶς ἄνθρωποι θὰ ἀκούσουν τὴν ἄνθρωποι θὰ ἀκούσουν τὴν διδασκαλίαν τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ποὺ ὡς
υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ οἱ ἀκούσαντες διδασκαλίαν τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ ὅσοι ἄλλη φωνὴ προσκλήσεως θὰ ἀπευθυνθῇ πρὸς αὐτούς, καὶ ὅσοι θὰ
ζήσονται· θὰ τὴν ἀκούσουν καὶ θὰ τὴν δεχθοῦν, θὰ ἀκούσουν μὲ πρόθυμα τὰ αὐτιὰ τῆς ψυχῆς των τὴν φωνὴν αὐτήν,
ζήσουν εἰς αἰῶνας αἰώνων πλησίον τοῦ καὶ θὰ ἐγκολπωθοῦν τὰ ὅσα αὕτη διδάσκει καὶ παραγγέλλει, θὰ
Θεοῦ. ζήσουν τὴν αἰωνίαν ζωήν.
5,26 ὥσπερ γὰρ ὁ πατὴρ ἔχει 26 Διότι ὅπως ὁ Πατὴρ ἔχει αἰωνίως ζωὴν 26 Θὰ ζήσουν δέ, διότι ὁ Υἱός, εἰς τὴν φωνὴν καὶ διδασκαλίαν τοῦ

40/192
ζωὴν ἐν ἑαυτῷ, οὕτως ἔδωκε καὶ μέσα του καὶ εἶναι ἡ ζωὴ καὶ ἡ πηγὴ τῆς ὁποίου ὑπακούουν, εἶναι πηγὴ ζωῆς. Πράγματι. Καθὼς ὁ Πατὴρ
τῷ υἱῷ ζωὴν ἔχειν ἐν ἑαυτῷ· ζωῆς, ἔτσι ἔδωκε καὶ εἰς τὸν Υἱόν του, ποὺ ἔχει ζωὴν μέσα του καὶ εἶναι ζωὴ ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του, ἔτσι ἔδωκε

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


ἔγινε ἄνθρωπος, καὶ αὐτὸ τὸ μοναδικὸν καὶ εἰς τὸν ἐνανθρωπήσαντα Υἱόν του νὰ ἔχῃ μέσα του ζωὴν καὶ νὰ
μέσα εἰς ὅλην τὴν ἄλλην δημιουργίαν μεταδίδῃ αὐτὴν καὶ εἰς τοὺς ἄλλους.
προσόν, νὰ ἔχῃ ζωὴν μέσα του καὶ νὰ
μεταδίδῃ ζωὴν εἰς τοὺς ἄλλους.
5,27 καὶ ἐξουσίαν ἔδωκεν αὐτῷ 27 Καὶ τοῦ ἔδωκε ἀκόμη τὴν ἐξουσίαν νὰ 27 Καὶ ἔδωκεν ἀκόμη εἰς αὐτὸν ἐξουσίαν νὰ δικάζῃ καὶ νὰ ἐνεργῇ
καὶ κρίσιν ποιεῖν, ὅτι υἱὸς κρίνῃ καὶ νὰ δικάζῃ τοὺς ἀνθρώπους. ὡς Κριτής, διότι εἶναι ὁ Μεσσίας, ποὺ ἔγινεν ἄνθρωπος καὶ
ἀνθρώπου ἐστί. Διότι αὐτὸς ὁ μονογενὴς υἱός του ἔλαβε ἐξωμοιώθη πρὸς ἐκείνους, τῶν ὁποίων εἶναι Κριτής.
σάρκα καὶ ἔγινε ἄνθρωπος.
5,28 Μὴ θαυμάζετε τοῦτο· ὅτι 28 Μὴ θαυμάζετε δι' αὐτὸ ποὺ σᾶς εἶπα. 28 Μὴ ἐκπλήττεσθε δι’ αὐτό, ποὺ σᾶς εἶπα. Θὰ συμβοῦν πολὺ
ἔρχεται ὥρα ἐν ᾗ πάντες οἱ ἐν Θὰ συμβοῦν καὶ ἄλλα πολὺ θαυμαστότερα ἀπὸ αὐτό. Διότι ἔρχεται ὥρα, κατὰ τὴν ὁποίαν ὅλοι
τοῖς μνημείοις ἀκούσονται τῆς περισσότερον ἀξιοθαύμαστα, διότι οἱ πεθαμένοι, ποὺ θὰ εὑρίσκωνται ἕως τότε εἰς τὰ μνήματα, θὰ
φωνῆς αὐτοῦ, ἔρχεται ὥρα, ποὺ ὅλοι οἱ νεκροί, οἱ ὁποῖοι ἀκούσουν τὴν φωνὴν τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ποὺ θὰ τοὺς διατάσσῃ νὰ
εὑρίσκονται θαμμένοι εἰς τὰ μνημεῖα, θὰ ἀναστηθοῦν.
ἀκούσουν τὴν φωνὴν τοῦ Θεοῦ.
5,29 καὶ ἐκπορεύσονται οἱ τὰ 29 Καὶ θὰ ἀναστηθοῦν καὶ θὰ βγοῦν ἀπὸ 29 Καὶ θὰ βγοῦν ὅλοι ἀπὸ τὰ μνήματα, καὶ ὅσοι μὲν ἔπραξαν κατὰ
ἀγαθὰ ποιήσαντες εἰς ἀνάστασιν τὰ μνημεῖα· καὶ ὅσοι μὲν κατὰ τὴν τὸν ἐπίγειον βίον τους τὰ ἀγαθά, θὰ ἀναστηθοῦν διὰ νὰ
ζωῆς, οἱ δὲ τὰ φαῦλα πράξαντες ἐπίγειον ζωήν των ἔπραξαν τὰ ἀγαθά, ἀπολαύσουν ζωὴν αἰώνιον καὶ μακαρίαν, ἐκεῖνοι δὲ ποὺ ἔπραξαν
εἰς ἀνάστασιν κρίσεως. θὰ ἀναστηθοῦν διὰ νὰ ἀπολαύσουν τὴν τὰ κακά, θὰ ἀναστηθοῦν διὰ νὰ δικασθοῦν καὶ κατακριθοῦν.
αἰωνίαν καὶ μακαρίαν ζωήν. Ὅσοι ὅμως
ἔπραξαν τὰ κακά, θὰ ἀναστηθοῦν, διὰ νὰ
κριθοῦν καὶ καταδικασθοῦν.
5,30 Οὐ δύναμαι ἐγὼ ποιεῖν ἀπ' 30 Ἐγὼ θὰ εἶμαι ὁ κριτής των, ἀλλὰ ἐγὼ 30 Θὰ δικασθοῦν δὲ ἀπὸ ἐμὲ μὲ πᾶσαν δικαιοσύνην. Διότι ἐγὼ καὶ
ἐμαυτοῦ οὐδέν. Καθὼς ἀκούω δὲν ἠμπορῶ νὰ πράττω τίποτε ἀπὸ τὸν τώρα καὶ πάντοτε δὲν δύναμαι νὰ πράττω τίποτε ἀπὸ τὸν ἑαυτόν
κρίνῳ, καὶ ἡ κρίσις ἡ ἐμὴ δικαία ἑαυτόν μου, τὸ ὁποῖον νὰ μὴ τὸ θέλῃ ὁ μου, τὸ ὁποῖον νὰ μὴ θέλῃ καὶ ὁ Πατήρ μου. Καθὼς ἀκούω ἀπὸ τὸν
ἐστίν· ὅτι οὐ ζητῶ τὸ θέλημα τὸ Πατήρ. Ἀπόλυτος ἁρμονία ὑπάρχει Πατέρα, κρίνω σύμφωνα πρὸς ὅ,τι ὁ Πατὴρ πρὸς ἐμὲ τὸν

41/192
ἐμόν, ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ μεταξὺ ἐμοῦ καὶ τοῦ Πατρός. Δι' αὐτό, ἐνανθρωπήσαντα Υἱόν του λέγει· καὶ ἡ κρίσις μου λοιπὸν εἶναι
πέμψαντός με πατρός. καθὼς ἀκούω ἀπὸ τὸν Πατέρα, κρίνω, δικαία· διότι δὲν ζητῶ νὰ στήσω τὸ θέλημά μου, ἀλλὰ τὸ θέλημα

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


καὶ ἡ κρίσις μου εἶναι πάντοτε δικαία. τοῦ Πατρός μου, ὁ ὁποῖος μὲ ἔστειλεν εἰς τὸν κόσμον καὶ ὁ ὁποῖος
Διότι ἐγὼ δὲν ζητῶ νὰ κάμνω τὸ θέλημά εἶναι εἰς ὅλα δίκαιος.
μου, ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ Πατρός, ποὺ μὲ
ἔστειλεν εἰς τὸν κόσμον.
5,31 Ἐὰν ἐγὼ μαρτυρῶ περὶ 31 Ἐὰν δὲ ἐγὼ μόνος μου δίδω διὰ τὸν 31 Ἴσως θὰ μοῦ εἴπητε, ὅτι δὲν πιστεύομεν εἰς αὐτά, ποὺ λέγεις διὰ
ἐμεαυτοῦ, ἡ μαρτυρία μου οὐκ εὐατόν μου μίαν τέτοιαν μαρτυρία, θὰ τὸν ἑαυτόν σου, διότι στηρίζονται εἰς ἰδικήν σου ἐγωϊστικὴν
ἐστὶν ἀληθής. πῆτε ἴσως ὅτι ἡ μαρτυρία μου δὲν εἶναι μαρτυρίαν. Πράγματι· ἐὰν ἐγὼ μόνος δίδω μαρτυρίαν διὰ τὸν
ἀληθινὴ καὶ ἀξιόπιστος. ἑαυτόν μου, ἡ μαρτυρία μου δὲν εἶναι ἀξιόπιστος.
5,32 Ἄλλος ἐστὶν ὁ μαρτυρῶν περὶ 32 Ὅμως ἄλλος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ 32 Ἄλλος ὅμως δίδει μαρτυρίαν δι’ ἐμέ, ὁ ἐπουράνιος Πατήρ, καὶ
ἐμοῦ, καὶ οἶδα ὅτι ἀληθής ἐστιν ἡ μαρτυρεῖ δι' ἐμέ, ὁ Πατήρ μου ὁ λόγῳ τῆς ἰδιαιτέρας σχέσεώς μου πρὸς αὐτὸν πληροφορεῖται
μαρτυρία ἣν μαρτυρεῖ περὶ ἐμοῦ. ἐπουράνιος, καὶ γνωρίζω ἄριστα καὶ ἀλανθάστως ἡ συνείδησίς μου καὶ γνωρίζω καλῶς, ὅτι εἶναι ἀληθὴς
κάλλιστα ὅτι εἶναι ἀπολύτως ἀληθινὴ ἡ ἡ μαρτυρία, τὴν ὁποίαν μαρτυρεῖ δι’ ἐμέ.
μαρτυρία, τὴν ὁποίαν μαρτυρεῖ δι' ἐμέ.
5,33 Ὑμεῖς ἀπεστάλκατε πρὸς 33 Σᾶς ὑπενθυμίζω δέ, ὅτι σεῖς ἐστείλατε 33 Ἐπειδὴ ὅμως σεῖς δὲν ἀκούετε τὴν φωνὴν αὐτὴν τοῦ Πατρός μου,
Ἰωάννην, καὶ μεμαρτύκε τῇ πρεσβείαν εἰς τὸν Ἰωάννην τὸν καὶ ἐπιμένετε νὰ ζητῆτε ἐξωτερικὰς μαρτυρίας, σᾶς ὑπενθυμίζω,
ἀληθείᾳ· Βαπτιστὴν καὶ ἐκεῖνος ἔχει δώσει ὅτι σεῖς ἔχετε στείλει ἀπεσταλμένους πρὸς τὸν Ἰωάννην καὶ ἐκεῖνος
βαρυσήμαντον μαρτυρίαν διὰ τὴν ἔχει δώσει πρὸ πολλοῦ μαρτυρίαν διὰ τὴν ἀλήθειαν.
ἀλήθειαν.
5,34 ἐγὼ δὲ οὐ παρὰ ἀνθρώπου 34 Ἐγὼ ὅμως, ποὺ ἔχω κατ' εὐθεῖαν τὴν 34 Ἐγὼ ὅμως, ὁ ὁποῖος ἔχω τὴν πληροφορίαν, τὴν ὁποίαν ὁ Πατὴρ
τὴν μαρτυρίαν λαμβάνω, ἀλλὰ μαρτυρίαν τοῦ Πατρός, δὲν ἔχω ἀνάγκην παρέχει ἀμέσως εἰς τὸ ἐσωτερικὸν τῆς συνειδήσεώς μου, δὲν
ταῦτα λέγω ἵνα ὑμεῖς σωθῆτε. νὰ στηριχθῶ εἰς τὴν μαρτυρίαν βασίζομαι εἰς τὴν μαρτυρίαν, ἡ ὁποία δίδεται ἀπὸ ἄνθρωπον, ἔστω
ἀνθρώπου, ἔστω καὶ ἂν ὁ ἄνθρωπος καὶ ἐὰν ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶναι ὁ Ἰωάννης. Ἀλλὰ λέγω ταῦτα διὰ
αὐτὸς εἶναι ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, ὁ τὴν μαρτυρίαν τοῦ Ἰωάννου, διὰ νὰ πεισθῆτε τουλάχιστον ἀπὸ τὴν
μέγας μεταξὺ τῶν προφητῶν. Ἀλλὰ σᾶς μαρτυρίαν ἀνθρώπου, τὸν ὁποῖον θεωρεῖτε καὶ σεῖς ἀξιόπιστον, καὶ
τὰ λέγω αὐτὰ καὶ σᾶς ὑπενθυμίζω τὴν σωθῆτε.

42/192
μαρτυρίαν τοῦ Ἰωάννου, διὰ νὰ πεισθῆτε
σεῖς εἰς αὐτόν, ποὺ τὸν θεωρεῖτε, καὶ

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


πολὺ δικαίως, ὡς ἀξιόπιστον, καὶ βρῆτε
ἔτσι τὴν σωτηρίαν.
5,35 Ἐκεῖνος ἦν ὁ λύχνος ὁ 35 Ἐκεῖνος ἦτο ἁπλῶς ὁ λύχνος, ποὺ τὸ 35 Ἐκεῖνος δὲν ἦτο, ὅπως ἐγώ, ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, ἀλλ' ἦτο ὁ
καιόμενος καὶ φαίνων, ὑμεῖς δὲ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον τὸν ἤναψε καὶ ἔτσι λύχνος, ποὺ δὲν εἶχεν ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του φῶς, ἀλλ’ ἤναψεν αὐτὸν
ἠθελήσατε ἀγαλλιαθῆναι πρὸς ἐφώτιζε. Σεῖς δὲ ἠθελήσατε νὰ χαρῆτε μὲ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ δι’ αὐτὸ ἐφώτιζε, σεῖς δὲ ἠθελήσατε νὰ χαρῆτε
ὥραν ἐν τῷ φωτὶ αὐτοῦ. τὸ φῶς τῆς διδασκαλίας του, ἀλλὰ δι' μὲ τὸ φῶς τῆς διδασκαλίας του, ἀλλὰ δυστυχῶς δι’ ὀλίγον μόνον
ὀλίγον μόνον χρόνον. καιρόν.
5,36 Ἐγὼ δὲ ἔχω τὴν μαρτυρίαν 36 Ἐγώ, ποὺ ὡς ἄλλος ἥλιος εἶμαι ἀπὸ 36 Ἐγὼ ὅμως ἔχω νὰ σᾶς προβάλω ἀλάνθαστον μαρτυρίαν, ἡ ὁποία
μείζω τοῦ Ἰωάννου· τὰ γὰρ ἔργα τὸν εὐατόν μου φῶς, ἔχω μαρτυρίαν εἶναι μεγαλυτέρα ἀπὸ τὴν μαρτυρίαν τοῦ Ἰωάννου· διότι ἡ ὅλη
ἃ ἔδωκέ μοι ὁ πατὴρ ἵνα μεγαλυτέραν ἀπὸ τὴν μαρτυρίαν τοῦ θαυμαστὴ δρᾶσις μου ὡς Μεσσίου μὲ τὰ θαύματα καὶ
τελειώσω αὐτά, αὐτὰ τὰ ἔργα ἃ Ἰωάννου καὶ αὐτὴ εἶναι τὰ καταπληκτικὰ καταπληκτικὰ ἔργα, ποὺ μοῦ ἀνέθεσεν ὁ Πατὴρ διὰ νὰ φέρω εἰς
ἐγὼ ποιῶ, μαρτυρεῖ περὶ ἐμοῦ ὅτι θαύματα, ποὺ ἔδωκε τὴν ἐξουσίαν εἰς ἐμὲ πέρας μὲ τὴν δύναμίν του, αὐτὰ τὰ ἔργα, τὰ ὁποῖα μόνος ἐγὼ
ὁ πατὴρ μὲ ἀπέσταλκε. τὸν ἐνανθρωπήσαντα Υἱὸν ὁ Πατήρ, νὰ ἐπιτελῶ, μαρτυροῦν δι’ ἐμέ, ὅτι ὁ Πατὴρ μὲ ἔχει ἀποστείλει εἰς τὸν
πραγματοποιήσω εἰς τὸν τέλειον βαθμόν. κόσμον.
Αὐτὰ λοιπὸν τὰ ἔργα, τὰ ὁποῖα ἐγὼ
κάμνω, μαρτυροῦν δι' ἐμέ, ὅτι ὁ Πατὴρ μὲ
ἔχει στείλει εἰς τὸν κόσμον.
5,37 Καὶ ὁ πέμψας με πατήρ, 37 Καὶ ὁ Πατήρ, ποὺ μὲ ἔστειλε ἔχει ἀπὸ 37 Καὶ ὁ Πατήρ, ποὺ μὲ ἀπέστειλεν εἰς τὸν κόσμον, αὐτὸς ἔχει δώσει
αὐτὸς μεμαρτύρηκε περὶ ἐμοῦ. πολὺ καιρὸν μαρτυρήσει δι' ἐμὲ μέσα εἰς πρὸ πολλοῦ εἰς τὰς Ἁγίας Γραφὰς μαρτυρίαν δι’ ἐμέ. Οὔτε τὴν
Οὔτε φωνὴν αὐτοῦ ἀκηκόατε τὰ βιβλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ἀλλὰ σεῖς φωνήν του ἔχετε ἀκούσει ποτὲ ἕως τώρα, οὔτε τὴν μορφήν του ἔχετε
πώποτε οὔτε εἶδος αὐτοῦ οὔτε τὴν φωνὴν αὐτοῦ ἔχετε ποτὲ ἕως ἴδει, διότι ὁ Θεὸς εἶναι ἀόρατος καὶ δὲν τὸν ἀντιλαμβάνεται κανεὶς
ἑωράκατε, τώρα ἀκούσει οὔτε τὴν μορφήν του μὲ τὰς σωματικὰς αἰσθήσεις. Συνεπῶς καὶ τὴν μαρτυρίαν του δι’
εἴδατε. ἐμὲ θὰ ἔπρεπε νὰ τὴν ζητήσετε εἰς τὰς Γραφάς.
5,38 καὶ τὸν λόγον αὐτοῦ οὐκ 38 Καὶ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ποὺ 38 Ἀλλὰ σεῖς καὶ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ποὺ περιέχεται εἰς τὰς Ἁγίας
ἔχετε μένοντα ἐν ὑμῖν, ὅτι ὃν περιέχεται εἰς τὰς Γραφὰς δὲν τὸν ἔχετε Γραφάς, δὲν τὸν ἔχετε ἐγκολπωθῇ, ὥστε νὰ κατοικῇ μέσα σας· καὶ

43/192
ἀπέστειλεν ἐκεῖνος, τούτῳ ὑμεῖς δεχθῇ μὲ ὅλην σας τὴν καρδιά, ὥστε νὰ ἀπόδειξις τούτου εἶναι τὸ ὅτι εἰς αὐτόν, τὸν ὁποῖον ἐκεῖνος (ὁ
οὐ πιστεύετε. μένῃ μέσα σας. Καὶ ἀπόδειξις ὅτι δὲν Πατὴρ) ἀπέστειλεν εἰς τὸν κόσμον, εἰς τοῦτον σεῖς δὲν πιστεύετε.

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


πιστεύετε εἰς ἐκεῖνον, τὸν ὁποῖον ὁ
Πατὴρ ἔστειλε εἰς τὸν κόσμον.
5,39 Ἐρευνᾶτε τὰς γραφάς, ὅτι 39 Λοιπόν, σεῖς πρέπει νὰ ἐρευνᾶτε τὰς 39 Ἐξετάζετε μὲ προσκόλλησιν εἰς τὸ ἐξωτερικὸν γράμμα τὰς Ἁγίας
ὑμεῖς δοκεῖτε ἐν αὐταῖς ζωὴν Γραφὰς καὶ νὰ συλλαμβάνετε τὰ Γραφάς, διότι νομίζετε, ὅτι μὲ μόνην τὴν ἀνάγνωσιν καὶ τὴν
αἰώνιον ἔχειν· καὶ ἐκεῖναί εἰσιν αἱ βαθύτερα αὐτῶν νοήματα, διότι καὶ σεῖς ἐξέτασιν ταύτην θὰ ἔχετε ζωὴν αἰώνιον. Καὶ ἐκεῖναι εἶναι, ποὺ
μαρτυροῦσαι περὶ ἐμοῦ· οἱ ἴδιοι πιστεύετε ὅτι μὲ τὴν ἔρευναν καὶ μαρτυροῦν δι’ ἐμέ.
τὴν πίστιν εἰς αὐτὰς θὰ ἔχετε ζωὴν
αἰώνιον. Καὶ αὐταὶ ἀκριβῶς αἱ Γραφαὶ
εἶναι ποὺ μαρτυροῦν δι' ἐμέ.
5,40 καὶ οὐ θέλετε ἐλθεῖν πρὸς με 40 Ἀλλὰ σεῖς, παρ' ὅλα ὅσα λέγουν αἱ 40 Καὶ ὅμως παρὰ τὴν περὶ ἐμοῦ μαρτυρίαν τῶν Γραφῶν δὲν θέλετε
ἵνα ζωὴν ἔχητε. Γραφαί, δὲν θέλετε νὰ ἔλθετε μὲ πίστιν νὰ ἔλθετε πρὸς ἐμὲ διὰ νὰ ἔχητε ζωὴν αἰώνιον.
πρὸς ἐμέ, διὰ νὰ ἔχετε ζωὴν αἰώνιον.
5,41 Δόξαν παρὰ ἀνθρώπων οὐ 41 Ἐγὼ δὲν ζητῶ νὰ λάβω δόξαν ἐκ 41 Μὴ νομίσετε, ὅτι ἀπὸ ματαιοδοξίαν ζητῶ νὰ ἔλθετε πρὸς ἐμὲ ὡς
λαμβάνω· μέρους τῶν ἀνθρώπων, μαθηταί μου. Ὄχι. Δὲν ἐπιδιώκω νὰ λάβω δόξαν ἀπὸ ἀνθρώπους.
5,42 ἀλλ' ἔγνωκα ὑμᾶς ὅτι τὴν 42 Ἀλλὰ σᾶς ἐγνώρισα πολὺ καλὰ καὶ 42 Ἀλλὰ ἀπὸ τὴν συναναστροφήν μου μὲ σᾶς καὶ ἀπὸ τὴν
ἀγάπην τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔχετε ἐν εἶδα ὅτι δὲν ἔχετε μέσα σας τὴν ἀληθινὴν προσωπικήν μου πεῖραν σᾶς ἔχω μάθει πολὺ καλὰ καὶ εἶμαι
ἑαυτοῖς. ἀγάπην πρὸς τὸν Θεόν. βέβαιος, ὅτι δὲν ἔχετε μέσα σας τὴν ἀγάπην πρὸς τὸν Θεόν.
5,43 Ἐγὼ ἐλήλυθα ἐν τῷ ὀνόματι 43 Καὶ τοῦτο μαρτυρεῖται ἀπὸ τὸ γεγονὸς 43 Ἀποδεικνύεται δὲ τοῦτο ἀπὸ τὸ ὅτι ἐγὼ ἦλθον ἐξ ὀνόματος τοῦ
τοῦ πατρός μου, καὶ οὐ ὅτι ἐνῶ ἐγὼ ἔχω ἔλθει ἐξ ὀνόματος τοῦ Πατρός μου, ὡς ἀντιπρόσωπός του, ποὺ φανερώνει τὸ ὄνομά του
λαμβάνετέ με· ἐὰν ἄλλος ἔλθῃ ἐν Πατρός μου, σεῖς ἐν τούτοις δὲν μὲ καὶ τὸ θέλημά του, καὶ ὅμως δὲν μὲ δέχεσθε καὶ δὲν πιστεύετε εἰς
τῷ ὀνόματι τῷ ἰδίῳ, ἐκεῖνος δέχεσθε καὶ δὲν πιστεύετε εἰς τὴν θείαν τὴν θείαν ἀποστολήν μου. Ἐὰν ἔλθῃ ἄλλος, ψευδὴς Μεσσίας, ποὺ
λήψεσθε. μου ἀποστολὴν καὶ διδασκαλίαν. Ἐὰν θὰ ἐπιδιώκῃ τὸ ἰδικόν του συμφέρον καὶ τὴν δόξαν τοῦ ἰδικοῦ του
ὅμως ἔλθῃ κανένας ψευδομεσσίας, ποὺ ὀνόματος, ἐκεῖνον θὰ τὸν ὑποδεχθῆτε.
θὰ κινῆται ἀπὸ ἰδιοτέλειαν καὶ
προσωπικὴν φιλοδοξίαν, ἐκεῖνον θὰ τὸν

44/192
δεχθῆτε διότι θὰ κολακεύῃ τὰς
ἀδυναμίας σας.

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


5,44 Πῶς δύνασθε ὑμεῖς 44 Καὶ πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ πιστέψετε 44 Ἀλλὰ πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ πιστεύσετε, σεῖς, οἱ ὁποῖοι
πιστεῦσαι, δόξαν παρὰ ἀλλήλων εἰς τὴν ἀλήθειαν σεῖς, οἱ ὁποῖοι ἐπιδιώκετε νὰ λαμβάνετε δόξαν ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον καὶ δὲν
λαμβάνοντες, καὶ τὴν δόξαν τὴν ἐπιδιώκετε νὰ παίρνετε δόξαν καὶ τιμὴν ὁ ζητεῖτε τὴν δόξαν, ἡ ὁποία πηγάζει ἀπὸ τὸν ἕνα καὶ μόνον Θεόν;
παρὰ τοῦ μόνου Θεοῦ οὐ ζητεῖτε; ἔνας ἀπὸ τὸν ἄλλον καὶ δὲν ζητεῖτε τὴν
ἀληθινὴν δόξαν, ἡ ὁποία προέρχεται ἀπὸ
τὸν ἔναν καὶ μόνον Θεόν;
5,45 Μὴ δοκεῖτε ὅτι ἐγὼ 45 Μὴ νομίζετε ὅτι ἐγὼ θὰ σᾶς 45 Μὴ φαντάζεσθε, ὅτι ἐγὼ θὰ σᾶς κατηγορήσω εἰς τὸν Πατέρα.
κατηγορήσω ὑμῶν πρὸς τὸν κατηγορήσω εἰς τὸν Πατέρα. Ὑπάρχει Ὑπάρχει ἄλλος, ποὺ σᾶς κατηγορεῖ, ὁ Μωϋσῆς, εἰς τὸν ὁποῖον σεῖς
πατέρα· ἐστὶν ὁ κατηγορῶν ὑμῶν ἄλλος ποὺ σᾶς κατηγορεῖ καὶ αὐτὸς εἶναι ἔχετε στηρίξει τὰς ἐλπίδας σας.
Μωϋσῆς, εἰς ὃν ὑμεῖς ἠλπίκατε. ὁ Μωϋσῆς, εἰς τὸν ὁποῖον σεῖς ἔχετε
στηρίξει τὰς ἐλπίδας σας.
5,46 Εἰ γὰρ ἐπιστεύετε Μωϋσεῖ, 46 Διότι ἐὰν ἐπιστεύατε εἰς τὸν Μωϋσέα, 46 Καὶ εἶναι κατήγορός σας ὁ Μωϋσῆς, διότι οὔτε εἰς ἐκείνου τοὺς
ἐπιστεύετε ἂν ἐμοί· περὶ γὰρ ἐμοῦ θὰ ἐπιστεύατε καὶ εἰς ἐμέ· Ἐπειδὴ ἐκεῖνος λόγους πιστεύετε. Διότι ἐὰν ἐπιστεύατε εἰς τὸν Μωϋσῆν, θὰ
ἐκεῖνος ἔγραψεν. πολλὰ ἔγραψε καὶ προεικόνισε καὶ ἐπιστεύατε καὶ εἰς ἐμέ. Διότι περὶ ἐμοῦ ἐκεῖνος ἔγραψε προφητικῶς
προδιετύπωσε δι' ἐμέ. καὶ εἰς πολλὰ μέρη τῶν συγγραμμάτων του, εἴτε μὲ τύπους καὶ
εἰκόνας, εἴτε μὲ σαφεῖς προρρήσεις προλέγεται ὁ ἔρχομός μου.
5,47 Εἰ δὲ τοῖς ἐκείνου γράμμασιν 47 Ἐάν, λοιπόν, εἰς τὰ γραμμένα ἀπὸ 47 Ἐὰν δὲ δὲν πιστεύετε εἰς ὅσα ἔχει γράψει ἐκεῖνος, ποὺ τόσον
οὐ πιστεύετε, πῶς τοῖς ἐμοῖς ἐκεῖνον δὲν πιστεύετε, πῶς θὰ πολὺ τὸν ὑπολήπτεσθε, πῶς θὰ πιστεύσετε εἰς τοὺς λόγους τοὺς
ρήμασι πιστεύσετε; πιστεύσετε εἰς τὰ ἰδικά μου λόγια;» ἰδικούς μου, τὸν ὁποῖον διὰ πρώτην φορὰν βλέπετε καὶ ἀκούετε;

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 6Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ


Αρχαίο Κείμενο Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
6,1 Μετὰ ταῦτα ἀπῆλθεν ὁ Έπειτα ἀπὸ αὐτὰ ἀνεχώρησεν ὁ Ἰησοῦς Μετὰ ταῦτα ἀνεχώρησεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος τῆς λίμνης
Ἰησοῦς πέραν τῆς θαλάσσης τῆς εἰς τὰ μέρη τῆς Γαλιλαίας καὶ ἐπέρασε τῆς Γαλιλαίας, ἡ ὁποία ὀνομάζεται καὶ Τιβεριάς.

45/192
Γαλιλαίας τῆς Τιβεριάδος· μαζῆ μὲ τοὺς μαθητάς του εἰς τὸ

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


ἀπέναντι μέρος τῆς θαλάσσης τῆς
Γαλιλαίας, ἡ ὁποία ὀνομάζεται καὶ
θάλασσα τῆς Τιβεριάδος.
6,2 καὶ ἠκολούθει αὐτῷ ὄχλος 2 Καὶ τὸν ἀκολουθοῦσε πολὺς λαός, διότι 2 Καὶ τὸν ἠκολούθει πολὺς λαός, διότι ἔβλεπε τὰ θαύματά του, ποὺ
πολύς, ὅτι ἑώρων αὐτοῦ τὰ ἔβλεπαν τὰ θαύματα ποὺ ἔκαμνε διὰ τὴν ἔκανεν ἐπὶ τῶν ἀρρώστων.
σημεῖα ἃ ἐποίει ἐπὶ τῶν θεραπείαν τῶν ἀσθενῶν.
ἀσθενούντων.
6,3 Ἀνῆλθε δὲ εἰς τὸ ὅρος ὁ 3 Ἀνέβηκε δὲ εἰς τὸ ὅρος ὁ Ἰησοῦς καὶ 3 Ἀνέβη δὲ εἰς τὸ πλησίον ὅρος ὁ Ἰησοῦς καὶ ἐκάθητο ἐκεῖ μαζὶ μὲ
Ἰησοῦς καὶ ἐκεῖ ἐκάθητο μετὰ ἐκεῖ ἐκάθισε μαζῆ μὲ τοὺς μαθητάς του. τοὺς δώδεκα μαθητάς του.
τῶν μαθητῶν αὐτοῦ.
6,4 Ἦν δὲ ἐγγὺς τὸ πάσχα, ἡ 4 Ἐπλησίαζε δὲ τὸ πάσχα, ἡ μεγάλη αὐτὴ 4 Ἐπλησίαζε δὲ τὸ Πάσχα, ἡ μεγάλη ἑορτὴ τῶν Ἰουδαίων.
ἑορτὴ τῶν Ἰουδαίων. ἑορτὴ τῶν Ἰουδαίων.
6,5 Ἐπάρας οὖν ὁ Ἰησοῦς τοὺς 5 Καὶ καθὼς ἐσήκωσε ὁ Ἰησοῦς τὰ μάτια 5 Ἐνῷ λοιπὸν ἦτο ἀπησχολημένος καὶ ἐδίδασκε τοὺς μαθητάς του,
ὀφθαλμοὺς καὶ θεασάμενος ὅτι καὶ εἶδεν ὅτι πολὺς λαὸς ἔρχεται πρὸς ἐσήκωσεν ὁ Ἰησοῦς τὰ μάτια του καὶ ὅταν παρετήρησεν, ὅτι ἔρχεται
πολὺς ὄχλος ἔρχεται πρὸς αὐτόν, εἶπε πρὸς τὸν Φίλιππον· «ἀπὸ ποῦ πρὸς αὐτὸν πολὺς λαός, λέγει πρὸς τὸν Φίλιππον, ποὺ κατήγετο ἀπὸ
αὐτόν, λέγει πρὸς τὸν Φίλιππον· καὶ μὲ τί χρήματα θὰ ἁγοράσωμεν τὴν περιφέρειαν ἐκείνην· Ἀπὸ ποῖον μέρος καὶ μὲ τί χρήματα θὰ
πόθεν ἀγοράσωμεν ἄρτους ἵνα ψωμιά, διὰ νὰ φάγουν αὐτοὶ οἱ ἀγοράσωμεν ψωμιά, διὰ νὰ φάγουν οἱ ἄνθρωποι αὐτοί;
φάγωσιν οὗτοι; ἄνθρωποι;».
6,6 Τοῦτο δὲ ἔλεγε πειράζων 6 Ἔλεγε δὲ τοῦτο ὁ Κύριος, διὰ νὰ 6 Ἔλεγε δὲ τοῦτο ὁ Κύριος δοκιμάζων τὴν πίστιν τοῦ Φιλίππου, καὶ
αὐτόν· αὐτὸς γὰρ ᾔδει τί ἔμελλε δοκιμάσῃ τὴν πίστιν τοῦ Φιλίππου. Διότι ὄχι ἐπειδὴ εὑρίσκετο πραγματικῶς εἰς ἀπορίαν περὶ τοῦ τί νὰ κάμῃ.
ποιεῖν. αὐτὸς ἐγνώριζε πολὺ καλὰ τί ἐπρόκειτο Διότι ὁ Κύριος εἶχε λάβει πλέον τὰς άποφάσεις του καὶ ἐγνώριζε τί
μὲ τὴν παντοδυναμίαν του νὰ κάμῃ ἔμελλε νὰ κάμῃ.
ἐντὸς ὀλίγου.
6,7 Ἀπεκρίθη αὐτῷ Φίλιππος· 7 Ἀπήντησεν εἰς αὐτοὺς ὁ Φίλιππος· 7 Ἀπεκρίθη εἰς αὐτὸν ὁ Φίλιππος· ψωμιὰ ἀξίας διακοσίων δηναρίων
διακοσίων δηναρίων ἄρτοι οὐκ «οὔτε διακοσίων δηναρίων ψωμιὰ δὲν δὲν φθάνουν εἰς αὐτούς, ὅχι διὰ νὰ χορτασθοῦν, ἀλλὰ διὰ νὰ πάρῃ ὁ

46/192
ἀρκοῦσιν αὐτοῖς ἵνα ἕκαστος ἀρκοῦν εἰς αὐτούς, ὄχι νὰ χορτάσουν, καθένας των ἕνα μικρὸ κομμάτι.
αὐτῶν βραχύ τι λάβῃ. ἀλλὰ διὰ νὰ πάρῃ ὁ κάθε ἕνας ἕνα μικρὸ

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


κόμματι».
6,8 Λέγει αὐτῷ εἷς ἐκ τῶν 8 Λέγει εἰς αὐτὸν ἔνας ἀπὸ τοὺς μαθητάς 8 Λέγει εἰς αὐτὸν ἕνας ἀπὸ τοὺς μαθητάς του, ὁ Ἀνδρέας ὁ ἀδελφὸς
μαθητῶν αὐτοῦ, Ἀνδρέας ὁ του, ὁ Ἀνδρέας, ὁ ἀδελφὸς τοῦ Σίμωνος τοῦ Σίμωνος Πέτρου·
ἀδελφὸς Σίμωνος Πέτρου· Πέτρου·
6,9 ἔστι παιδάριον ἓν ὧδε ὃς ἔχει 9 «εἶναι ἐδῶ κάποιος νέος, ποὺ ἔχει πέντε 9 Ὑπάρχει ἐδῶ κάποιος νέος, ποὺ ἔχει πέντε ψωμιὰ κρίθινα καὶ δύο
πέντε ἄρτους κριθίνους καὶ δύο κρίθινα ψωμιὰ καὶ δύο ψάρια· ἀλλὰ τί ψάρια. Ἀλλὰ τί εἶναι αὐτὰ τὰ ὁλίγα διὰ τόσον πολὺν λαόν;
ὀψάρια· ἀλλὰ ταῦτα τί ἐστιν εἰς εἶναι αὐτὰ ἐμπρὸς εἰς τόσο πλῆθος
τοσούτους; ἀνθρώπων;»
6,10 Εἶπε δὲ ὁ Ἰησοῦς· ποιήσατε 10 Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τοὺς εἶπε· «Βάλτε τοὺς 10 Άλλ’ ὁ Ἰησοῦς εἶπε τότε· Βάλετε τοὺς ἀνθρώπους νὰ καθήσουν
τοὺς ἀνθρώπους ἀναπεσεῖν· ἦν ἀνθρώπους νὰ καθίσουν». Ὑπῆρχε δὲ κάτω. Ἦτο δὲ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην χόρτος πολὺς φυτρωμένος εἰς τὸν
δὲ χόρτος πολὺς ἐν τῷ τόπῳ. πολὺ χορτάρι εἰς τὸν τόπον, διότι ἦτο τόπον. Ἐκάθησαν λοιπὸν κάτω πρῶτον οἱ ἄνδρες, τῶν ὁποίων ὁ
Ἀνέπεσον οὖν οἱ ἄνδρες τὸν ἄνοιξις. Ἐκάθισαν, λοιπόν, πρῶτον οἱ ἀριθμὸς ἔφθανε περίπου τὰς πέντε χιλιάδας.
ἀριθμὸν ὡσεὶ πεντακισχίλιοι. ἄνδρες τῶν ὁποίων ὁ ἀριθμὸς ἔφθανε
περίπου τὰς πέντε χιλιάδας.
6,11 Ἔλαβε δὲ τοὺς ἄρτους ὁ 11 Ἐπῆρε δὲ ὁ Ἰησοῦς εἰς τὰ χέρια του τὰ 11 Ἐπῆρε δὲ ὁ Ἰησοῦς εἰς τὰς χεῖρας του τοὺς ἄρτους καὶ ἀφοῦ
Ἰησοῦς καὶ εὐχαριστήσας ψωμιὰ καὶ ἀφοῦ εὐχαρίστησε τὸν ηὐχαρίστησε τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος μᾶς παρέχει ὅλα τὰ ἀγαθά,
διέδωκε τοῖς μαθηταῖς, οἱ δὲ πατέρα, ἐμοίρασε εἰς τοὺς μαθητάς, οἱ δὲ διεμοίρασεν εἰς τοὺς μαθητάς, οἱ δὲ μαθηταὶ διένειμαν τὰ κομμάτια
μαθηταὶ τοῖς ἀνακοιμένοις· μαθηταὶ ἐμοίρασαν εἰς τοὺς καθισμένους εἰς τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ἐκάθηντο· ὁμοίως ἐμοίρασαν καὶ ἀπὸ τὰ
ὁμοίως καὶ ἐκ τῶν ὀψαρίων ὅσον ἐκεῖ ἀνθρώπους. Τὸ ἴδιο ἔκαμαν καὶ μὲ ψάρια, ὅσον ἤθελεν ὁ καθένας διὰ νὰ χορτάσῃ.
ἤθελον. τὰ ψάρια καὶ ἔδιδαν εἰς τὸν καθένα ὄσο
ἤθελε, διὰ νὰ χορτάσῃ.
6,12 Ὡς δὲ ἐνεπλήσθησαν, λέγει 12 Ἀφοῦ δὲ ἐχόρτασαν ὅλοι, εἶπεν ὁ 12 Ἀφοῦ δὲ ἐχορτάσθησαν ὅλοι, λέγει ὁ Ἰησοῦς εἰς τοὺς μαθητάς του·
τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· Ἰησοῦς εἰς τοὺς μαθητάς του· «μαζέψτε Μαζεύσατε τὰ κομμάτια, ποὺ ἐπερίσσευσαν, ὥστε νὰ μὴ χαθῇ
συναγάγετε τὰ περισσεύσαντα τὰ κομμάτια ποὺ ἐπερίσσεψαν, διὰ νὰ μὴ τίποτε.
κλάσματα, ἵνα μή τι ἀπόληται. χαθῇ τίποτε».

47/192
6,13 Συνήγαγον οὖν καὶ 13 Τὰ ἐμάζεψαν, λοιπόν, καὶ ἐγέμισαν 13 Ἐμάζευσαν λοιπὸν καὶ ἐγέμισαν δώδεκα κοφίνια μὲ κομμάτια
ἐγέμισαν δώδεκα κοφίνους δώδεκα κοφίνια ἀπὸ τὰ κομμάτια τῶν ἀπὸ τὰ πέντε κριθαρένια ψωμιά, τὰ ὁποῖα εἶχαν περισσεύσει εἰς

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


κλασμάτων ἐκ τῶν πέντε ἄρτων πέντε κριθίνων ἄρτων, τὰ ὁποῖα ἐκείνους, ποὺ εἶχαν φάγει.
τῶν κριθίνων ἃ ἐπερίσσευσε τοῖς ἐπερίσσεψαν εἰς ἐκείνους ποὺ εἶχαν
βεβρωκόσιν. φάγει.
6,14 Οἱ οὖν ἄνθρωποι, ἰδόντες ὃ 14 Οἱ ἄνθρωποι, λοιπόν, ὅταν εἶδαν αὐτὸ 14 Οἱ ἄνθρωποι λοιπόν, ὅταν εἶδαν τὸ θαῦμα αύτό, ποὺ ἔκαμεν ὁ
ἐποίησε σημεῖον ὁ Ἰησοῦς, τὸ καταπληκτικὸ θαῦμα, ποὺ ἔκαμεν ὁ Ἰησοῦς, ἔλεγαν ὅτι· Αὐτὸς εἶναι πραγματικῶς ὁ προφήτης, ὁ ὁποῖος
ἔλεγον ὅτι αὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ Ἰησοῦς, ἔλεγαν ὅτι αὐτὸς πράγματι εἶναι σύμφωνα μὲ τὴν εἰς τὸ Δευτερονόμιον προφητείαν τοῦ Μωϋσέως
προφήτης ὁ ἐρχόμενος εἰς τὸν ὁ προφήτης ἐκεῖνος, ποὺ σύμφωνα μὲ πρόκειται νὰ ἔλθῃ εἰς τὸν κόσμον.
κόσμον. τὴν προφητείαν τοῦ Μωϋσέως ἔρχεται
εἰς τὸν κόσμον.
6,15 Ἰησοῦς οὖν γνοὺς ὅτι 15 Ὁ Ἰησοῦς, λοιπόν, ἐπειδὴ ἀντελήφθη 15 Κατόπιν λοιπὸν ἀπὸ τὴν ἐντύπωσιν καὶ τὸν ἐνθουσιασμὸν αὐτὸν
μέλλουσιν ἔρχεσθαι καὶ καθαρώτατα, ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι τοῦ πλήθους, ὁ Ἰησοῦς, ἐπειδὴ ἀντελήφθη, ὅτι σκοπεύουν νὰ ἔλθουν
ἁρπάζειν αὐτὸν ἵνα ποιήσωσιν ἐπάνω εἰς τὸν ἐνθουσιασμόν των, καὶ νὰ τὸν ἁρπάσουν διὰ νὰ τὸν κάμουν διὰ τῆς βίας βασιλέα,
αὐτὸν βασιλέα, ἀνεχώρησε ἐπρόκειτο νὰ ἔλθουν νὰ τὸν ἁρπάξουν, ἀνεχώρησε πάλιν εἰς τὸ ὅρος ὁλομόναχος, ἀφοῦ προηγουμένως
πάλιν εἰς τὸ ὅρος αὐτὸς μόνος. διὰ νὰ τὸν ἀνακηρύξουν βασιλέα, ἔφυγε ἠνάγκασε τοὺς μαθητάς του νὰ ἀναχωρήσουν μὲ πλοῖον.
πάλιν μόνος του εἰς τὸ ὅρος.
6,16 Ὡς δὲ ὀψία ἐγένετο, 16 Καὶ οἱ μαθηταί, ὅταν ἐνύκτωσε, 16 Πράγματι δὲ ὅταν ἔγινε βράδυ, κατέβησαν οἱ μαθηταί του ἀπὸ τὸ
κατέβησαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐπὶ κατέβηκαν, ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ εἶχε γίνει τὸ μέρος, ποὺ ἔγινε τὸ θαῦμα τῆς διατροφῆς, εἰς τὴν θάλασσαν.
τὴν θάλασσαν, θαῦμα, εἰς τὴν θάλασσαν.
6,17 καὶ ἐμβάντες εἰς τὸ πλοῖον 17 Καὶ ἀφοῦ ἐμπῆκαν εἰς τὸ πλοῖον, 17 Καὶ ἀφοῦ ἐμβῆκαν εἰς τὸ πλοῖον, ἐπήγαιναν εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος
ἤρχοντο πέραν τῆς θαλάσσης εἰς ἐπήγαιναν εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος τῆς τῆς λίμνης, εἰς τὴν Καπερναούμ. Καὶ εἶχε γίνει πλέον σκοτάδι καὶ ὁ
Καπερναούμ. Καὶ σκοτία ἤδη θαλάσσης, εἰς τὴν Καπερναούμ. Καὶ ἐνῶ Ἰησοῦς δὲν εἶχεν ἔλθει εἰς αὐτούς.
ἐγεγόνει καὶ οὐκ ἐληλύθει πρὸς εἶχε πλέον γίνει σκοτάδι, ὁ Ἰησοῦς δὲν
αὐτοὺς ὁ ᾿Ιησοῦς, εἶχεν ἔλθει εἰς αὐτούς.
6,18 ἥ τε θάλασσα ἀνέμου 18 Ἐπειδὴ δὲ ἐφυσοῦσε δυνατὸς ἄνεμος, 18 Καὶ ἡ θάλασσα ἐν τῷ μεταξὺ ἐφούσκωνε καὶ ἐσηκώνετο ὀλονὲν
μεγάλου πνέοντος διηγείρετο. ἡ θάλασσα ὅλο καὶ ἐσηκώνετο εἰς ἀγριωτέρα λόγῳ τῶν κυμάτων, ἐπειδὴ ἔπνεεν ἄνεμος σφοδρὸς καὶ

48/192
ἀγριώτερα κύματα. βίαιος.
6,19 Ἐληλακότες οὖν ὡς 19 Ἀφοῦ, λοιπόν, εἶχαν προχωρήσει 19 Ἀφοῦ λοιπὸν εἶχαν προχωρήσει περίπου εἴκοσι πέντε ἢ τριάκοντα

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


σταδίους εἴκοσι πέντε ἢ εἴκοσι πέντε μὲ τριάντα στάδια, δηλαδὴ στάδια, δηλαδὴ περίπου ἓξ χιλιόμετρα, ἔξαφνα καὶ χωρὶς νὰ τὸ
τριάκοντα θεωροῦσι τὸν Ἰησοῦν πέντε ἕως πεντέμισυ χιλιόμετρα, περιμένουν βλέπουν τὸν Ἰησοῦν νὰ περιπατῇ ἐπάνω εἰς τὴν
περιπατοῦντα ἐπὶ τῆς θαλάσσης βλέπουν ἔξαφνα τὸν Ἰησοῦν νὰ θάλασσαν καὶ νὰ ἔρχεται πλησίον τοῦ πλοίου, καὶ ἐκυριεύθησαν
καὶ ἐγγὺς τοῦ πλοίου γινόμενον, περιπατῇ ἐπάνω εἰς τὴν θάλασσαν, νὰ ἀπὸ φόβον.
καὶ ἐφοβήθησαν. ἔρχεται κοντὰ εἰς τὸ πλοῖον καὶ
ἐφοβήθησαν.
6,20 Ὁ δὲ λέγει αὐτοῖς· ἐγὼ εἶμι· 20 Ἀλλ' ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε· «ἐγὼ εἶμαι, 20 Ἀλλ’ ὁ Ἰησοῦς εἶπε τότε πρὸς αὐτούς· Ἐγὼ εἶμαι· δὲν σᾶς
μὴ φοβεῖσθε. μὴ φοβεῖσθε». παρουσιάσθη κανένα φάντασμα, μὴ φοβεῖσθε.
6,21 Ἤθελον οὖν λαβεῖν αὐτὸν 21 Ὅταν πλέον ἐπείσθησαν οἱ μαθηταὶ 21 Κατόπιν λοιπὸν τῆς βεβαιώσεως αὐτῆς, οἱ μαθηταὶ ἐξεδήλωσαν
εἰς τὸ πλοῖον, καὶ εὐθέως τὸ ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ διδάκαλος, ἔσπευσαν νὰ πολλὴν σπουδὴν καὶ προθυμίαν νὰ τὸν πάρουν εἰς τὸ πλοῖον. Καὶ
πλοῖον ἐγένετο ἐπὶ τῆς γῆς εἰς τὸν πάρουν εἰς τὸ πλοῖον. Καὶ ἀμέσως ἅμα τὸν ἐπῆραν, ἀμέσως τὸ πλοῖον ἔφθασεν εἰς τὴν ξηράν, εἰς τὴν
ἣν ὑπῆγον. μόλις τὸν ἐπῆραν, τὸ πλοῖον ἔφθασεν εἰς ὁποίαν ἐπήγαιναν.
τὴν ξηράν, ὅπου ἐπήγαιναν.
6,22 Τῇ ἐπαύριον ὁ ὄχλος ὁ 22 Τὴν ἄλλην ἡμέραν πολλοὶ ἀπὸ τὸν 22 Τὴν ἄλλην ἡμέραν πολλοὶ ἀπὸ τὰ πλήθη ἐπέμεναν νὰ στέκουν εἰς
ἐστηκὼς πέραν τῆς θαλάσσης λαόν, οἱ ὁποῖοι εὑρίσκοντο ἀκόμη εἰς τὸ τὴν ἀπέναντι παραλίαν τῆς θαλάσσης, ὅπου εἶχε γίνει τὸ θαῦμα τοῦ
ἱδὼν ὅτι πλοιάριον ἄλλο οὐκ ἦν ἀπέναντι μέρος τῆς θαλάσσης, ὅπου εἶχε πολλαπλασιασμοῦ τῶν πέντε ἄρτων. Καὶ ἐπέμεναν νὰ στέκουν ἐκεῖ,
ἐκεῖ εἰ μὴ ἓν ἐκεῖνο εἰς ὃ γίνει τὸ θαῦμα, εἶχαν ἴδει ὅτι ἄλλο ἐπειδὴ εἶχαν ἴδει τὴν προηγουμένην ἡμέραν, ὅτι ἄλλο πλοιάριον δὲν
ἐνέβησαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ πλοιάριον δὲν ὑπῆρχεν ἐκεῖ παρὰ μόνον ἦτο ἐκεῖ παρὰ μόνον ἕνα, ἐκεῖνο ποὺ εἶχαν ἔμβει οἱ μαθηταί του καὶ
ὅτι οὐ συνεισῆλθε τοῖς μαθηταῖς ἕνα, ἐκεῖνο εἰς τὸ ὁποῖον εἶχαν ὅτι δὲν ἐμβῆκεν ὁ Ἰησοῦς μαζὶ μὲ τοὺς μαθητάς του εἰς τὸ πλοιάριον,
αὐτοῦ ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ πλοιάριον, ἐπιβιβασθῆ οἱ μαθηταί, καὶ ὅτι δὲν ἀλλὰ μόνοι οἱ μαθηταί του ἀνεχώρησαν. Ἐνόμιζαν, λοιπόν, ὅτι ὁ
ἀλλὰ μόνοι οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐμπῆκε μαζῆ μὲ τοὺς μαθητὰς εἰς τὸ Ἰησοῦς ἦτο ἀκόμη ἐκεῖ·
ἀπῆλθον· πλοιάριον ὁ Ἰησοῦς, ἀλλὰ μόνοι οἱ
μαθηταί του εἶχαν ἀναχωρήσει.
(Ἔμειναν, λοιπόν, μὲ τὴν ἰδέαν ὅτι ὁ
Ἰησοῦς εὑρίσκετο ἀκόμη ἐκεῖ).

49/192
6,23 ἄλλα δὲ ἦλθε πλοιάρια ἐκ 23 Ἐν τῷ μεταξὺ ἦλθαν ἄλλα πλοιάρια 23 ἐν τῷ μεταξὺ ὅμως κατὰ τὸ πρωῒ ἦλθαν ἄλλα πλοιάρια ἀπὸ
Τιβεριάδος ἐγγὺς τοῦ τόπου, ἀπὸ διάφορα σημεῖα τῆς Τιβεριάδος, διάφορα σημεῖα τῆς λίμνης τῆς Τιβεριάδος πλησίον εἰς τὸν τόπον,

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


ὅπου ἔφαγον τὸν ἄρτον πλησίον εἰς τὸ τόπον, ὅπου τὰ πλήθη ὅπου τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ ἔφαγαν τὸν ἄρτον, ὁ ὁποῖος εἶχε πληθυνθῇ
εὐχαριστήσαντος τοῦ Κυρίου· εἶχαν φάγει χθὲς ψωμί, τὸ ὁποῖον εἶχε μὲ τὴν εὐχαριστίαν, ποὺ ἔκαμεν ὁ Κύριος.
πληθυνθῆ μὲ τὴν εὐχαριστίαν καὶ τὸ
θαῦμα τοῦ Κυρίου.
6,24 ὅτε οὖν εἶδεν ὁ ὄχλος ὅτι 24 Ὁταν, λοιπόν, εἶδεν ὁ λαὸς καὶ 24 Ὅταν λοιπὸν εἶδεν ὁ λαός, ὅτι ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶναι ἐκεῖ, οὔτε οἱ
Ἰησοῦς οὐκ ἔστιν ἐκεῖ οὐδὲ οἱ ἐπείσθη, ὅτι ὁ Ἰησοῦς δὲν εὑρίσκεται ἐκεῖ μαθηταί του, ἐμβῆκαν καὶ αὐτοὶ εἰς τὰ πλοῖα ἐκεῖνα καὶ ἦλθον εἰς
μαθηταὶ αὐτοῦ, ἐνέβησαν αὐτοὶ οὔτε οἱ μαθηταί του, ἐμπῆκαν καὶ αὐτοὶ τὴν Καπερναοὺμ ζητοῦντες νὰ εὕρουν τὸν Ἰησοῦν.
εἰς τὰ πλοῖα καὶ ἦλθον εἰς εἰς τὰ πλοῖα καὶ ἦλθαν εἰς τὴν
Καπερναοὺμ ζητοῦντες τὸν Καπερναοὺμ ἀναζητοῦντες τὸν Ἰησοῦν.
Ἰησοῦν.
6,25 Καὶ εὑρόντες αὐτὸν πέραν 25 Καὶ ἀφοῦ τὸν εὐρῆκαν εἰς τὸ ἀπέναντι 25 Καὶ ὅταν τὸν ηὔραν εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος τῆς θαλάσσης, τὸ
τῆς θαλάσσης εἶπον αὐτῷ· μέρος τῆς θαλάσσης, τὸ πρὸς τὴν δυτικόν, τοῦ εἶπαν· Διδάσκαλε, πότε ἐπρόφθασες τόσον σύντομα νὰ
ραββί, πότε ὧδε γέγονας; Καπερναούμ, τοῦ εἶπον· «διδάσκαλε, ἔλθῃς ἐδῶ ἀπὸ τὸ ἀπέναντι μέρος;
πότε ἦλθες ἐδῶ;»
6,26 Ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς 26 Ὁ Ἰησοῦς ἀπεκρίθη καὶ τοὺς εἶπε· 26 Τοὺς ἀπεκρίθη τότε ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς εἶπεν· Ἐν πάσῃ ἀλήθείᾳ σᾶς
καὶ εἶπεν· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, «εἰλικρινῶς σᾶς λέγω, ζητεῖτε νὰ μὲ λέγω, ὅτι ζητεῖτε νὰ μὲ εὕρετε ὄχι διότι εἴδατε θαύματα, ποὺ σᾶς
ζητεῖτέ με, οὐχ ὅτι εἴδετε σημεῖα, εὕρετε, ὄχι διότι εἴδατε τὰ θαύματά μου ἔπεισαν διὰ τὴν θείαν ἀποστολήν μου καὶ τὴν σωτηριώδη ἀλήθειαν
ἀλλ' ὅτι ἐφάγετε ἐκ τῶν ἄρτων καὶ ἔχετε πεισθῇ διὰ τὴν θείαν μου τῆς διδασκαλίας μου, ὥστε νὰ ὠφεληθῆτε πνευματικῶς, ἀλλὰ διότι
καὶ ἐχορτάσθητε. ἀποστολήν, ἀλλὰ διότι ἐφάγατε χθὲς καὶ ἐφάγατε ἀπὸ τοὺς ἄρτους καὶ ἐχορτάσθητε καὶ ζητεῖτε πάλιν νὰ σᾶς
ἐχορτάσατε ἀπὸ τοὺς ἄρτους. δώσω ὑλικὰ ἀγαθά.
6,27 Ἐργάζεσθε μὴ τὴν βρώσιν 27 Μὴ φροντίζετε ἀποκλειστικὰ καὶ 27 Δὲν πρέπει ὅμως τὸ ἐνδιαφέρον σας ὁλόκληρον νὰ στρέφεται εἰς
τὴν ἀπολλυμένην, ἀλλὰ τὴν μόνον καὶ μὴ ἐργάζεσθε διὰ τὴν ὑλικὴν τὰ ὑλικὰ ψωμιά, ἀλλὰ νὰ ἐργάζεσθε μὲ ζῆλον, ὅπως ἀποκτήσετε ὅχι
βρώσιν τὴν μένουσαν εἰς ζωὴν τροφήν, ποὺ εἶναι προσωρινὴ καὶ τὴν ὑλικὴν τροφήν, ποὺ εἶναι προσωρινὴ καὶ φθείρεται, ἀλλὰ τὴν
αἰώνιον, ἣν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου χάνεται, ἀλλὰ διὰ τὴν πνευματικὴν πνευματικὴν τροφήν, ποὺ μένει ἄφθαρτος καὶ παράγει ὡς
ὑμῖν δώσει· τοῦτον γὰρ ὁ πατὴρ τροφήν, ἡ ὁποία ἐξασφαλίζει τὴν ἀποτέλεσμα τὴν αἰώνιον ζωήν. Τὴν τροφὴν αὐτὴν θὰ σᾶς δώσῃ ὁ

50/192
ἐσφράγισεν ὁ Θεός. αἰωνίαν ζωήν. Αὐτὴν δὲ τὴν τροφὴν θὰ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου καὶ μόνος αὐτός. Διότι αὐτὸν ὁ Πατήρ, δηλαδὴ
σᾶς τὴν δώσῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου. Διότι αὐτὸς ὁ Θεός, ἀπέδειξε καὶ ἐφανέρωσε διὰ τῆς σφραγῖδος καὶ

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


ὁ Πατὴρ αὐτὸν μόνον μὲ τὰ μαρτυρίας τῶν θαυμάτων του ὡς τὸν μόνον χορηγὸν τῆς τροφῆς καὶ
καταπληκτικὰ θαύματα, ποὺ τοῦ ἔδωσε τῆς ζωῆς ταύτης.
τὴν ἐξουσίαν νὰ κάνῃ, τὸν ἀπέδιξε
ἐπισήμως καὶ σὰν νὰ ἔβαλε τὴν
σφραγῖδα του, ὅτι αὐτὸς εἶναι ποὺ δίνει
τὴν πνευματικὴν τροφὴν καὶ τὴν αἰώνιον
ζωήν».
6,28 Εἶπον οὖν πρὸς αὐτόν· τί 28 Εἶπαν, λοιπόν, πρὸς αὐτόν· «τί νὰ 28 Κατόπιν λοιπὸν τῆς παρατηρήσεως ταύτης τοῦ Ἰησοῦ εἶπαν
ποιῶμεν ἵνα ἐργαζώμεθα τὰ κάμωμεν, ὥστε νὰ ἐργαζώμεθα τὰ ἔργα, ἐκεῖνοι πρὸς αὐτόν· Τί πρέπει νὰ πράττωμεν διὰ νὰ ἐργαζώμεθα
ἔργα τοῦ Θεοῦ; ποὺ θέλει ὁ Θεός;» ἐκεῖνα τὰ ἔργα, ποὺ ὁ Θεὸς ζητεῖ ἀπὸ ἡμᾶς ὡς ὅρον ἀπαραίτητον διὰ
νὰ μᾶς δώσῃ τὴν ἄφθαρτον τροφήν;
6,29 Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν 29 Ἀπήντησε ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς εἶπε· 29 Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς εἶπεν· Αὐτὸ εἶναι τὸ ἔργον, ποὺ ὁ
αὐτοῖς· τοῦτό ἐστι τὸ ἔργον τοῦ «τοῦτο εἶνα τὸ ἔργον, ποὺ θέλε ὁ Θεός, Θεὸς ζητεῖ, τὸ νὰ πιστεύσετε ζωντανὰ καὶ ἐμπράκτως εἰς αὐτόν, τὸν
Θεοῦ, ἵνα πιστεύσητε εἰς ὃν νὰ πιστεύετε εἰς αὐτόν ποὺ ἐκεῖνος ἔχει ὁποῖον ἀπέστειλεν ἐκεῖνος.
ἀπέστειλεν ἐκεῖνος. στείλει».
6,30 Εἶπον οὖν αὐτῷ· τί οὖν 30 Εἶπαν τότε εἰς αὐτόν· «ποῖον ὅμως 30 Κατόπιν λοιπὸν τῶν λόγων τούτων εἶπον πρὸς αὐτὸν οἱ πρόκριτοι
ποιεῖς σὺ σημεῖον ἵνα ἴδωμεν καὶ ἀποδεικτικὸν θαῦμα κάμνεις σύ, διὰ νὰ Ἰουδαῖοι· Ποῖον θαῦμα, τὸ ὁποῖον νὰ δεικνύῃ τὴν ἀποστολήν σου,
πιστεύσωμέν σοι; Τί ἐργάζῃ; ἴδωμεν καὶ πιστεύσωμεν εἰς τὴν ἐνεργεῖς σύ, διὰ νὰ τὸ ἴδωμεν καὶ πιστεύσωμεν εἰς σέ; Ποῖον ἔργον
ἀποστολήν σου; Ποῖον ὑπερφυσικὸν θαυμαστὸν καὶ ὑπερφυσικὸν ἐργάζεσαι;
ἔργον ἐργάζεσαι;
6,31 Οἱ πατέρες ἡμῶν τὸ μάννα 31 Οι πατέρες μας ἔφαγαν τὸ μάννα εἰς 31 Οἱ πατέρες μας ἔφαγαν τὸ μάννα εἰς τὴν ἔρημον σύμφωνα μὲ
ἔφαγον ἐν τῇ ἐρήμῳ, καθώς ἐστι τὴν ἔρημον, ὅπως ἄλωστε ἔχει γραφῆ καὶ ἐκεῖνο, ποὺ ἔχει γραφῇ εἰς τοὺς Ψαλμούς· Ἄρτον, ὁ ὁποῖος παρήχθη
γεγραμμένον· ἄρτον ἐκ τοῦ εἰς τοὺς ψαλμούς: Ἄρτον ἀπὸ τὸν μὲ ὑπερφυσικὴν καὶ οὐράνιον ἐνέργειαν, ἔδωκεν ὁ Θεὸς εἰς αὐτοὺς
οὐρανοῦ ἔδωκεν αὐτοῖς φαγεῖν. οὐρανὸν ἔδωκεν εἰς αὐτοὺς νὰ φάγουν». νὰ φάγουν.
6,32 Εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· 32 Εἶπε, λοιπόν, εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· «σᾶς 32 Κατόπιν λοιπὸν ἀπὸ αὐτά, ποὺ εἶπαν οἱ Ἰουδαῖοι, τοὺς εἶπεν ὁ

51/192
ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐ διαβεβαιώνω, ὅτι ὁ Μωϋσῆς δὲν σᾶς Ἰησοῦς· Ἐν πάσῃ ἀληθείᾳ σᾶς λέγω, ὅτι δὲν σᾶς ἔδωκεν ὁ Μωϋσῆς
Μωϋσῆς δέδωκεν ὑμῖν τὸν ἄρτον ἔδωσε τὸν ἀληθινὸν καὶ αἰώνιον ἄρτον τὸν πραγματικὸν οὐράνιον ἄρτον. Διότι τὸ μάννα οὔτε ὁ ἀληθινὸς

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, ἀλλ' ὁ πατήρ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, ἀλλὰ ὑλικόν, οὐράνιος ἄρτος ἦτο, οὔτε ἀπὸ τὸν Μωϋσέα ἐδόθη εἰς τοὺς προγόνους
μου δίδωσιν ὑμῖν τὸν ἄρτον ἐκ προεικόνισμα καὶ τύπον τοῦ σας. Ἀλλ’ ἐδόθη ἀπὸ τὸν Πατέρα μου, ὁ ὁποῖος ἀπὸ τώρα καὶ εἰς τὸ
τοῦ οὐρανοῦ τὸν ἀληθινόν. πνευματικοῦ ἄρτου. Ὁ Πατήρ μου ὅμως, μέλλον ἑξακολουθεῖ νὰ σᾶς δίδῃ ἀνελλιπῶς τὸν ἀληθινὸν οὐράνιον
ὁ ὁποῖος καὶ τότε διὰ τοῦ Μωϋσέως, σᾶς ἄρτον.
ἔδωσε τὸν ὑλικὸν ἐκεῖνον ἄρτον, σᾶς
δίδει τώρα καὶ τὸν ἀληθινὸν
πνευματικὸν ἄρτον ἀπὸ τὸν οὐρανόν.
6,33 Ὁ γὰρ ἄρτος τοῦ Θεοῦ ἐστιν 33 Διότι ὁ ἀληθινὸς ἄρτος τοῦ Θεοῦ εἶναι 33 Διότι ὁ ἄρτος, ποὺ πολὺ περισσότερον ἀπὸ τὸν ὑλικὸν ἄρτον
ὁ καταβαίνων ἐκ τοῦ οὐρανοῦ αὐτός, ποὺ κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανὸν δίδεται ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ εἶναι δι’ αὐτὸ ὁ κατ’ ἐξοχὴν ἄρτος τοῦ
καὶ ζωὴν διδοὺς τῷ κόσμῳ. καὶ δίδει ζωὴν ἀτελεύτητον καὶ αἰωνίαν Θεοῦ, εἶναι αὐτὸς ποὺ κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ μεταδίδει
εἰς ὅλον τὸν κόσμον». ζωὴν ἀθάνατον ὄχι εἰς ὀλίγους μόνον, ἀλλ’ εἰς ὁλόκληρον τὸν
κόσμον.
6,34 Εἶπον οὖν πρὸς αὐτόν· 34 Ἔπειτα, λοιπόν, ἀπὸ αὐτὰ καὶ χωρὶς 34 Ὕστερον λοιπὸν ἀπὸ τοὺς περὶ τοῦ οὐρανίου ἄρτου λόγους
Κύριε, πάντοτε δὸς ἡμῖν τὸν νὰ τὰ ἐννοήσουν, τοῦ εἶπαν· «Κύριε, δός τούτους τοῦ Κυρίου, τοὺς ὁποίους ἐκεῖνοι παρεξήγησαν καὶ ἐξέλαβον
ἄρτον τοῦτον. μας πάντοτε αὐτὸν τὸν ἄρτον». παχυλῶς, εἶπον πρὸς αὐτόν· Κύριε, δός μας τὸν ἄρτον τοῦτον
πάντοτε, ὅπως ἄλλοτε καθημερινῶς ἐδίδετο καὶ τὸ μάννα εἰς τοὺς
πατέρας μας.
6,35 Εἶπε δὲ αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἐγὼ 35 Τότε τοὺς εἶπε ὁ Ἰησοῦς· «ἐγὼ εἶμαι ὁ 35 Ἀλλ’ ὁ Ἰησοῦς τότε εἶπεν εἰς αὐτούς· Ἐγὼ εἶμαι ὁ ἄρτος, ποὺ
εἶμι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς· ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς (ἐγὼ μὲ τὴν μετάληψιν μεταδίδω διὰ τῆς μεταλήψεως τοῦ σώματος καὶ αἵματός μου, ἀλλὰ
ἐρχόμενος πρὸς με οὐ μὴ τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματός μου, ἀλλὰ καὶ διὰ τῆς διδασκαλίας μου καὶ τῆς χάριτος τοῦ Πνεύματός μου,
πεινάσῃ, καὶ ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ καὶ μὲ τὴν διδασκαλίαν μου καὶ τὴν ζωὴν πραγματικήν. Ἐκεῖνος ποὺ διὰ τῆς μετανοίας καὶ τῆς πίστεως
οὐ μὴ διψήσῃ πώποτε. χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μεταδίδω ἔρχεται πρὸς ἐμέ, δὲν θὰ πεινάσῃ πνευματικῶς, καὶ ἐκεῖνος ποὺ
τὴν πραγματικὴν καὶ αἰωνίαν ζωήν). πιστεύει εἰς ἐμέ, δὲν θὰ διψάσῃ πνευματικῶς οὐδέποτε· θὰ λάβῃ
Ἐκεῖνος ποὺ ἔρχεται κοντά μου, ποτὲ δὲν ἐνίσχυσιν καὶ νέας δυνάμεις πνευματικὰς καὶ θὰ εὕρῃ τὴν
θὰ πεινάσῃ πνευματικῶς καὶ ἐκεῖνος ποὺ ἀνάπαυσιν καὶ τὴν ἰκανοποίησιν τῆς καρδίας του καὶ ὁλοκλήρου τῆς

52/192
πιστεύει εἰς ἐμέ, ποτὲ δὲν θὰ διψάσῃ. ψυχῆς του.
6,36 Ἀλλ' εῖπον ὑμῖν ὅτι καὶ 36 Ἀλλὰ σᾶς εἶπα, ὅτι σεῖς, ἂν καὶ εἴδατε 36 Ἀλλὰ σᾶς εἶπα ὅτι, καίτοι μὲ ἔχετε ἴδει, ποῖος εἶμαι καὶ ποῖος

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


ἑωράκατέ μὲ καὶ οὐ πιστεύετε. ἐμὲ καὶ τὰ ἔργα μου, ἐν τούτοις δὲν ἀποδεικνύομαι διὰ τῶν θαυμάτων μου, ὅμως σεῖς δὲν κιοτεύετε ὅτι
πιστεύετε, ὅτι ἐγὼ εἶμαι ὁ Μεσσίας. εἶμαι ὁ Μεσσίας.
6,37 Πᾶν ὃ δίδωσί μοι ὁ πατήρ, 37 Θὰ πιστεύσουν ὅμως ἄλλοι, κάθε 37 Ἀλλ’ ἐὰν σεῖς ἀπιστῆτε, ὑπάρχουν ἄλλοι, ποὺ θὰ πιστεύσουν.
πρὸς ἐμὲ ἥξει, καὶ τὸν ἐρχόμενον λογικὸν πλάσμα, κάθε ἄνθρωπος ποὺ Κάθε λογικὸν πλάσμα καὶ κάθε ἄνθρωπος, ποὺ μοῦ δίδει ὁ Πατήρ,
πρὸς μὲ οὐ μὴ ἐκβάλω ἔξω· μοῦ δίνει ὁ Πατὴρ θὰ ἔρθῃ εἰς ἐμὲ καὶ θὰ διὰ νὰ γίνῃ ἰδικός μου καὶ σωθῇ δι’ ἐμοῦ, θὰ πιστεύσῃ καὶ θὰ ἔλθῃ
γίνῃ μαθητής μου. Καὶ ἐκεῖνον, ποὺ ἀσφαλῶς εἰς ἐμέ. Καὶ ἐκεῖνον, ποὺ ἔρχεται εἰς ἐμέ, δὲν θὰ τὸν
ἔρχεται εἰς ἐμέ, ποτὲ δὲν θὰ τὸν βγάλω πετάξω ἔξω μὲ περιφρόνησιν, ἀλλὰ θὰ τὸν δεχθῶ μετὰ πάσῃς
ἔξω μὲ περιφρόνησιν. στοργῆς.
6,38 ὅτι καταβέβηκα ἐκ τοῦ 38 Διότι ἔχω κατεβῆ ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ 38 Θὰ τὸν δεχθῶ δέ, διότι ἔχω καταβῆ ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ εἶμαι ἤδη
οὐρανοῦ οὐχ ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα εἶμαι ὡς ἄνθρωπος εἰς τὴν γῆν, ὄχι διὰ ἐν τῇ γῇ ὡς ἄνθρωπος, ὄχι διὰ νὰ πράττω τὸ θέλημο τὸ ἰδικόν μου
τὸ ἐμόν, ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ νὰ πράττω τὸ ἰδικόν μου θέλημα, ἀλλὰ ἀλλὰ τὸ θέλημα ἐκείνου, ποὺ μὲ ἔστειλεν ἐδῶ.
πέμψαντός με. τὸ θέλημα ἐκείνου, ποὺ μὲ ἔστειλε.
6,39 Τοῦτο δέ ἐστι τὸ θέλημα τοῦ 39 Τὸ δὲ θέλημα τοῦ Πατρός, ποὺ μὲ 39 Τὸ θέλημα δὲ τοῦ Πατρός, ὁ ὁποῖος μὲ ἀπέστειλεν εἰς τὸν κόσμον,
πέμψαντός με πατρός, ἵνα πᾶν ὃ ἔστειλεν εἰς τὸν κόσμον, εἶναι ἀκριβῶς εἶναι τοῦτο ἀκριβῶς: Ἀπὸ ὅλους ἐκείνους ποὺ μοῦ ἔχει δώσει, νὰ μὴ
δέδωκέ μοι μὴ ἀπολέσω ἐξ τοῦτο, νὰ μὴ χάσω κανέναν ἀπὸ ὅλους χάσω ἐξ αὐτῶν οὐδὲ μέρος τι ἐλάχιστον, ἀλλὰ νὰ ἀναστήσω ὅλους
αὐτοῦ, ἀλλὰ ἀναστήσω αὐτὸν ἐν ἐκείνους ποὺ μοῦ ἔχει δώσει, ἀλλὰ νὰ αὐτοὺς ἐνδόξως κατὰ τὴν ἐσχάτην τῆς δευτέρας παρουσίας μου καὶ
τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ. ἀναστήσω αὐτοὺς κατὰ τὴν μεγάλην τῆς παγκοσμίου Κρίσεως ἡμέραν
ἐκείνην ἡμέραν τῆς δευτέρας παρουσίας
μου.
6,40 Τοῦτο δέ ἐστι τὸ θέλημα τοῦ 40 Καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ θέλημα ἐκείνου, ποὺ 40 Ναί, θὰ τοὺς ἀναστήσω. Διότι τοῦτο εἶναι τὸ θέλημα ἐκείνου, ποὺ
πέμψαντός με, ἵνα πᾶς ὁ μὲ ἔστειλε· δηλαδὴ κάθε ἔνας ποὺ βλέπει μὲ ἀπέστειλεν εἰς τὸν κόσμον, καθένας, ποὺ ἔχει τὰ μάτια τῆς ψυχῆς
θεωρῶν τὸν υἱὸν καὶ πιστεύων τὸν Υἱὸν καὶ πιστεύει εἰς αὐτὸν νὰ ἔχῃ καθαρὰ καὶ βλέπει μὲ αὐτὰ τὸν Υἱὸν καὶ πιστεύει εἰς αὐτόν, νὰ ἔχῃ
εἰς αὐτὸν ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον, καὶ ζωὴν αἰώνιον. Καὶ ἐγὼ θὰ τὸν ἀναστήσω ἤδη ἀπὸ τὸν παρόντα βίον ζωὴν αἰώνιον. Καὶ ὠρισμένως ἐγὼ θὰ
ἀναστήσω αὐτὸν ἐγὼ τῇ ἐσχάτῃ ἔνδοξον κατὰ τὴν μεγάλην ἡμέραν τῆς ἀναστήσω αὐτὸν ἔνδοξον κατὰ τὴν ἐσχάτην τῆς Κρίσεως ἡμέραν.
ἡμέρᾳ. κρίσεως.

53/192
6,41 Ἐγόγγυζον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι 41 Ἐγόγγυζαν τότε ἀναντίον του οἱ 41 Ἐγόγγυζον λοιπὸν ἐναντίον του καὶ μὲ πολλὴν δυσμένειαν τὸν
περὶ αὐτοῦ ὅτι εἶπεν, ἐγώ εἰμι ὁ Ἰουδαῖοι, διότι εἶπε, ἐγὼ εἶμαι ὁ ἄρτος ἐπέκριναν οἱ Ἰουδαῖοι, διότι εἶπεν, ὅτι ἐγὼ εἶμαι ὁ ἄρτος, ποὺ

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


ἄρτος ὁ καταβὰς ἐκ τοῦ ποὺ ἔχω κατεβῆ ἀπὸ τὸν οὐρανόν. κατέβηκα ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ συνεπῶς δὲν ἐγεννήθην, ὅπως
οὐρανοῦ, γεννῶνται ὅλοι οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι.
6,42 καὶ ἔλεγον· οὐχ οὗτός ἐστιν 42 Καὶ ἔλεγαν· «δὲν εἶναι αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς, 42 Καὶ ἔλεγαν· Δὲν εἶναι αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς, ὁ υἱὸς τοῦ Ἰωσῆ. Δὲν εἶναι
᾿Ἰησοῦς ὁ υἱὸς Ἰωσήφ, οὗ ἡμεῖς ὁ υἱὸς τοῦ Ἰωσήφ, τοῦ ὁποίου ἡμεῖς αὐτός, τοῦ ὁποίου ἡμεῖς γνωρίζομεν τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα; Πῶς
οἴδαμεν τὸν πατέρα καὶ τὴν γνωρίζομεν τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα; λοιπὸν λέγει αὐτός, ποὺ τὸν ξεύρομεν τόσον καλά, ὅτι ἔχω καταβῇ
μητέρα; Πῶς οὖν λέγει οὗτος ὅτι Πῶς, λοιπόν, λέγει ὅτι ἔχει κατεβῆ ἀπὸ ἀπὸ τὸν οὐρανόν;
ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβέβηκα; τὸν οὐρανόν;»
6,43 Ἀπεκρίθη οὖν ὁ Ἰησοῦς καὶ 43 Ἀπεκρίθη τότε ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς εἶπε· 43 Κατόπιν λοιπὸν τοῦ γογγυσμοῦ καὶ τῶν ἐπικρίσεων αὐτῶν
εἶπεν αὐτοῖς· μὴ γογγύζετε μετ' «μὴ γογγύζετε καὶ μὴ μὲ ἐπικρίνετε ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν εἰς αὐτούς· Μὴ ἀγανακτῆτε καὶ μὴ μὲ
ἀλλήλων. μεταξύ σας. Ὁ γογγυσμός σας εἶναι ἐπικρίνετε μεταξύ σας.
ἀποτέλεσμα τῆς ἀπιστίας σας.
6,44 Οὐδεὶς δύναται ἐλθεῖν πρὸς 44 Κανεὶς δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἔλθῃ μὲ πίστιν 44 Ὁ γογγυσμός σας αὐτὸς προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀπιστίαν σας. Καὶ
με, ἐὰν μὴ ὁ πατὴρ ὁ πέμψας με κοντά μου, ἐὰν ὁ Πατὴρ ποὺ μὲ ἀπιστεῖτε, διότι ὁ Πατήρ μου σᾶς εὗρεν ἀναξίους νὰ σᾶς τραβήξῃ
ἑλκύσῃ αὐτόν, καὶ ἐγὼ ἀπέστειλε, δὲν τὸν προσελκύσῃ μὲ τὴν πρὸς ἐμέ. Κανεὶς δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἔλθῃ πρὸς ἐμὲ μὲ πίστιν εἰς τὴν
ἀναστήσω αὐτὸν τῇ ἐσχάτῃ θείαν χάριν. Καὶ ἐγὼ αὐτὸν θὰ τὸν θείαν προέλευσιν καὶ ἀποστολήν μου, ἐὰν ὁ Πατήρ, ποὺ μὲ ἔστειλεν
ἡμέρᾳ. ἀναστήσω κατὰ τὴν μεγάλην ἡμέραν τῆς εἰς τὸν κόσμον, δὲν μεταβάλει τὸ ἐσωτερικόν του καὶ δὲν τὸν ἑλκύσῃ
κρίσεως. διὰ τῆς θείας του δυνάμεως. Καὶ ἐγώ, ὅταν οὗτος ἑλκυσθῇ πρὸς ἐμέ,
θὰ φέρω εἰς πέρας τὸ ἔργον τῆς σωτηρίας του καὶ θὰ τὸν ἀναστήσω
κατὰ τὴν ἐσχάτην ἡμέραν τῆς Κρίσεως.
6,45 Ἔστι γεγραμμένον ἐν τοῖς 45 Ὅτι δὲ πιστεύουν εἰς ἐμέ, ἐκεῖνοι ποὺ 45 Ὅτι δὲ μόνον ἐκεῖνοι, ποὺ ἑλκύονται ἀπὸ τὸν Πατέρα μου,
προφήταις· καὶ ἔσονται πάντες ἑλκύονται ἀπὸ τὸν Πατέρα μου, ἔχει ἔρχονται πρὸς ἐμέ, ἔχει προφητευθῇ εἰς τὴν Ἁγίαν Γραφήν.
διδακτοὶ Θεοῦ. Πᾶς ὁ ἀκούων γραφῆ εἰς τὰ προφητικὰ βιβλία· Καὶ ὅλοι Πράγματι· εἶναι γραμμένον εἰς τὰ προφητικὰ βιβλία τὸ ἑξῆς: Καὶ
παρὰ τοῦ πατρὸς καὶ μαθὼν ὅσοι πιστεύσουν εἰς τὸν Μεσσίαν, θὰ ὅλοι, ὅσοι θὰ ἀκολουθήσουν τὸν Μεσσίαν, θὰ εἶναι διδαγμένοι ἀπὸ
ἔρχεται πρός με· ἔχουν διδαχθῇ ἀπὸ τὸν Θεόν. Κάθε ἔνας τὸν Θεόν. Κάθε ἕνας, ποὺ θὰ ἀκούσῃ τὴν ἐσωτερικὴν πρόσκλησιν
ποὺ ἀκούει τὴν φωνὴν τοῦ Πατρός μου τοῦ Πατρός μου καὶ θὰ δεχθῇ τὸν παρ’ αὐτοῦ φωτισμόν, ὥστε νὰ

54/192
καὶ μανθάνει ἔτσι τὴν ἀλήθειαν, ἔρχεται μάθῃ αὐτά, ποὺ ὁ Πατήρ μου τὸν διδάσκει, ἔρχεται πρὸς ἐμέ.
εἰς ἕμενα.

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


6,46 οὐχ ὅτι τὸν πατέρα τις 46 Βεβαίως τὸν Πατέρα κανεὶς δὲν τὸν 46 Καὶ ὅταν σᾶς λέγω, ὅτι οἱ ἄνθρωποι διδάσκονται ἀπὸ τὸν Θεόν,
ἑώρακεν, εἰ μὴ ὁ ὢν παρὰ τοῦ ἔχει ἴδει, εἰ μὴ μόνον ἐκεῖνος, ποὺ εἶναι δὲν ἐννοῶ, ὅτι συνομιλοῦν προσωπικῶς καὶ ἔρχονται εἰς ἄμεσον
Θεοῦ, οὗτος ἑώρακε τὸν πατέρα. σταλμένος ἀπὸ τὸν Θεόν, αὐτὸς μόνος ἐπικοινωνίαν πρὸς αὐτόν. Οὔτε ὅτι ἔχει ἴδει καὶ ἄλλος κανεὶς τὸν
εἶδε τὸν Πατέρα. Πατέρα, ἐκτὸς μόνον ἐκείνου, ὁ ὁποῖος ὄχι μόνον ἀπεστάλη, ἀλλὰ
καὶ ἐγεννήθη ἀπὸ τὸν Θεόν. Αὐτὸς μόνος ἔχει ἴδει τὸν Πατέρα.
6,47 Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὁ 47 Σᾶς διαβεβαιώνω, ὅτι ἐκεῖνος ποὺ 47 Ἐν πάσῃ ἀληθείᾳ σᾶς διαβεβαιῶ, ὅτι λόγῳ τῆς ἰδιαιτέρας ταύτης
πιστεύων εἰς ἐμὲ ἔχει ζωὴν πιστεύει εἰς ἐμὲ ἔχει τὴν αἰώνιον ζωήν. σχέσεώς μου πρὸς τὸν Πατέρα, ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει εἰς ἐμέ, ἔχει ἤδη
αἰώνιον. ἀπὸ τοῦ παρόντος βίου ζωὴν αἰώνιον.
6,48 Ἐγὼ εἶμι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς. 48 Ἐγὼ εἶμαι ὁ ἄρτος, ποὺ δίδω τὴν 48 Ἐγὼ εἶμαι ὁ ἄρτος, ποὺ μεταδίδει ζωὴν πραγματικήν. Ὅπως ὁ
πραγματικήν, τὴν αἰωνίαν ζωήν. ὑλικὸς ἄρτος ἐνισχύει καὶ παρατείνει τὴν σωματικὴν ζωήν, ἔτσι καὶ
ἐγὼ διὰ τῆς διδασκαλίας μου καὶ τοῦ σώματός μου τρέφω καὶ
ζωοποιῷ τὰς ψυχάς σας.
6,49 Οἱ πατέρες ὑμῶν ἔφαγον τὸ 49 Οἱ πατέρες σας ἔφαγαν τὸ μάννα εἰς 49 Οἱ πατέρες σας ἔφαγαν τὸ μάννα εἰς τὴν ἔρημον καὶ μολονότι
μάννα ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ τὴν ἔρημον, τὸν θαυμαστὸν πράγματι τοῦτο τοὺς ἐδόθη κατὰ τρόπον ὑπερφυσικόν, δὲν εἶχε τὴν δύναμιν νὰ
ἀπέθανον· ἄρτον, καὶ ἀπέθανον, διότι ἐπρόκειτο τοὺς ἀσφαλίσῃ ἀπὸ τὸν σωματικὸν θάνατον, καὶ ἐπὶ τέλους
περὶ ὑλικῆς τροφῆς. ἀπέθανον.
6,50 οὗτός ἐστιν ὁ ἄρτος ὁ ἐκ τοῦ 50 Αὐτὸς ὅμως ποὺ σᾶς λέγω ἐγὼ τώρα 50 Ἡ ἀληθῶς θεία καὶ οὐρανία τροφή, ὁ ἄρτος, ποὺ πράγματι
οὐρανοῦ καταβαίνων, ἵνα τις ἐξ εἶναι ὁ ἄρτος ποὺ κατεβαίνει ἀπὸ τὸν κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανόν, εἶναι αὐτός, ὁ ὁποῖος μεταδίδει τέτοιαν
αὐτοῦ φάγῃ καὶ μὴ ἀποθάνῃ. οὐρανὸν καὶ ἔχει τέτοιαν ἀνυπολόγιστον δύναμιν καὶ ζωήν, ὥστε ἐὰν φάγῃ κανεὶς ἀπὸ αὐτὸν νὰ μὴ ἀποθάνῃ,
δύναμιν, ὥστε, ἐὰν φάγῃ κανεὶς ἀπὸ ἀλλὰ νὰ ἀπολαύσῃ δι’ αὐτοῦ τὴν αἰώνιον ζωήν.
αὐτόν, νὰ μὴ πεθάνῃ ποτέ. (Δηλαδὴ νὰ
μὴ ἀποθάνῃ πνευματικῶς, ἀλλὰ νὰ
ἀπολαύσῃ τὴν αἰώνιον ζωήν).
6,51 Ἐγὼ εἶμι ὁ ἄρτος ὁ ζῶν ὁ ἐκ 51 Ἐγὼ εἶμαι ὁ ἄρτος ὁ ζῶν, ποὺ ἔχω 51 Ἐγὼ εἶμαι ὁ ἄρτος, ὁ ὁποῖος ἔχω μέσα μου ζωήν, τὴν ὁποίαν
τοῦ οὐρανοῦ καταβάς· ἐάν τις κατεβῆ ἀπὸ τὸν οὐρανόν· ὅποιος φάγῃ μεταδίδω καὶ εἰς τοὺς ἄλλους, καὶ ὁ ὁποῖος κατέβην ἀπὸ τὸν

55/192
φάγῃ ἐκ τούτου τοῦ ἄρτου, ἀπὸ τὸν ἄρτον τοῦτον, θὰ ζήσῃ αἰωνίως. οὐρανόν. Ὁποιοσδήποτε φάγῃ ἀπὸ τὸν ἄρτον αὐτόν, θὰ ζήσῃ
ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα. Καὶ ὁ Καὶ ὁ ἄρτος, τὸν ὁποῖον ἐγὼ θὰ σᾶς αἰωνίως. Σᾶς προσθέτῳ δὲ καὶ τοῦτο, ὅτι ὁ ἄρτος, τὸν ὁποῖον ἐγὼ θὰ

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


ἄρτος δὲ ὃν ἐγὼ δώσω, ἡ σάρξ δώσω, εἶναι ἡ σάρξ μου, ἡ ἀνθρωπίνη δώσω διὰ νὰ τὸν κοινωνοῦν καὶ τρέφωνται μὲ αὐτὸν οἱ πιστοί, εἶναι ἡ
μού ἐστιν, ἣν ἐγὼ δώσω ὑπὲρ τῆς μου ὑπόστασις τὴν ὁποίαν θὰ προσφέρω ἀνθρωπίνη μου φύσις, τὴν ὁποίαν ἐγὼ θὰ προσφέρω θυσίαν, διὰ νὰ
τοῦ κόσμου ζωῆς. θυσίαν διὰ τὴν σωτηρίαν καὶ ζωὴν τοῦ ζωοποιηθῇ ὁλόκληρος ὁ κόσμος.
κόσμου».
6,52 Ἐμάχοντο οὖν πρὸς 52 Ἐφιλονεικοῦσαν, λοιπόν, μεταξύ των 52 Ἐλογομάχουν λοιπὸν μεταξύ των οἱ Ἰουδαῖοι καὶ ἔλεγον· Πῶς
ἀλλήλους οἱ Ἰουδαῖοι λέγοντες· οἱ Ἰουδαῖοι καὶ ἔλεγαν· «πῶς ἠμπορεῖ ἠμπορεῖ αὐτὸς ἐδῶ νὰ μᾶς δώσῃ νὰ φάγωμεν τὴν σάρκα του, καὶ νὰ
πῶς δύναται οὗτος ἡμῖν δοῦναι αὐτὸς νὰ μᾶς δώσῃ τὴν σάρκα του νὰ μένῃ συγχρόνως ἄρτος ζωντανός;
τὴν σάρκα φαγεῖν; φάγωμεν;»
6,53 Εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· 53 Τοὺς εἶπε τότε ὁ Ἰησοῦς· «εἰλικρινῶς 53 Τοὺς εἶπε λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς· Ἀληθῶς, ἀληθῶς σᾶς λέγω, ἐὰν δὲν
ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ καὶ ἀληθῶς σᾶς λέγω, ἐὰν δὲν φάγετε ἐμπιστευθῆτε ἐξ ὁλοκλήρου τὴν σωτηρίαν σας εἰς τὴν θυσίαν, τὴν
φάγητε τὴν σάρκα τοῦ υἱοῦ τοῦ τὴν σάρκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου, διὰ ὁποίαν θὰ προσφέρω καὶ ἐὰν μὲ τὴν ἐμπιστοσύνην καὶ πίστιν
ἀνθρώπου καὶ πίητε αὐτοῦ τὸ τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας, καὶ ταύτην δὲν φάγετε διὰ τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας τὴν
αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωὴν ἐν ἑαυτοῖς. πίετε τὸ αἷμα αὐτοῦ, δὲν ἔχετε μέσα σας σάρκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ δὲν πίετε τὸ αἷμα του, δὲν εἶναι
ζωήν. δυνατὸν νὰ ἔχετε μέσα σας ζωήν.
6,54 Ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα 54 Ἐκεῖνος ποὺ τρώγει τὴν σάρκα μου, 54 Ὅποιος τρώγει τὴν σάρκα μου καὶ πίνει τὸ αἷμα μου καὶ διὰ μέσου
καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἔχει ζωὴν διὰ τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας, τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας γίνεται κοινωνὸς καὶ
αἰώνιον, καὶ ἐγὼ ἀναστήσω καὶ πίνει τὸ αἷμά μου, ἔχει ζωὴν αἰώνιον συμμέτοχος τῆς ζωῆς μου καὶ τῆς θυσίας μου, ἔχει ἤδη ἀπὸ τοῦ
αὐτὸν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ. καὶ ἐγὼ θὰ τὸν ἀναστήσω ἔνδοξον κατὰ παρόντος βίου ζωὴν αἰώνιον, καὶ ἐγὼ θὰ ἀναστήσω αὐτὸν ἐνδόξως
τὴν μεγάλην ἡμέραν τῆς κρίσεως. κατὰ τὴν ἐσχάτην τῆς κρίσεως ἡμέραν.
6,55 Ἡ γὰρ σάρξ μου ἀληθῶς 55 Διότι ἡ σάρξ μου εἶναι πράγματι 55 Θὰ ἔχῃ δὲ οὗτος ζωὴν αἰώνιον, διότι ἡ σάρξ μου εἶναι ἡ ἀληθὴς
ἐστι βρῶσις, καὶ τὸ αἷμά μου πνευματικὴ τροφὴ καὶ τὸ αἷμα μου εἶναι καὶ πραγματικὴ τροφή, ἀπὸ τὴν ὁποίαν δὲν λαμβάνει ὁ πιστὸς
ἀληθῶς ἐστι πόσις. πράγματι πνευματικὸν ποτόν. Καὶ προσωρινὴν μόνον καὶ πρόσκαιρον ἐνίσχυσιν καὶ ζωήν. Καὶ τὸ αἷμα
ἐκεῖνος ποὺ κοινωνεῖ ἀπὸ αὐτὰ ἔχει ζωὴν μου εἶναι τὸ ἀληθὲς ποτόν, τὸ ὁποῖον δὲν ἰκανοποιεῖ προσκαίρως
αἰώνιον. μόνον τὴν δίψαν τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ τὸν χορταίνει αἰωνίως.
6,56 Ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα 56 Καθένας ποὺ τρώγει τὴν σάρκα μου 56 Ἐκεῖνος, ποὺ τρώγει τὴν σάρκα μου καὶ πίνει τὸ αἷμα μου,

56/192
καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοὶ καὶ πίνει τὸ αἷμα μου, ἐνώνεται μαζῆ μου ἐνώνεται μαζί μου εἰς ἕνα σῶμα καὶ συνεπῶς μένει αὐτὸς μέσα μου
μένει, κἀγὼ ἐν αὐτῷ. στενότατα εἰς ἕνα πνευματικὸν σῶμα, γινόμενος μέλος ἰδικόν μου καὶ ἐγὼ μένω εἰς τὸ ἐσωτερικόν του, τὸ

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


ὥστε αὐτὸς νὰ μένῃ μέσα εἰς ἐμὲ καὶ ἐγὼ ὁποῖον γίνεται ναός μου.
νὰ μένω μέσα εἰς αὐτὸν καὶ νὰ τὸν
μεταβάλλω εἰς κατοικητήριον τῆς
θεότητος.
6,57 Καθὼς ἀπέστειλέ με ὁ ζῶν 57 Καθὼς μὲ ἔστειλε ὁ Πατήρ, ὁ ὁποῖος 57 Καρπὸς δέ, τὸν ὁποῖον θὰ ἀπολαύσῃ ἀπὸ τὴν ἕνωσιν αὐτήν, θὰ
πατὴρ κἀγὼ ζῶ διὰ τὸν πατέρα, ἔχει ἀπὸ τὸν εὐατόν του τὴν ζωὴν καὶ εἶναι ἡ αἰώνιος ζωή. Διότι, καθὼς μὲ ἀπέστειλεν εἰς τὸν κόσμον ὁ
καὶ ὁ τρώγων μὲ κἀκεῖνος εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς, καὶ ἐγὼ ὡς Πατήρ, ὁ ὁποῖος ἔχει ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του τὴν ζωήν, καὶ ἐγὼ ὡς
ζήσεται δι' ἐμέ. ἄνθρωπος ἔχω ζωὴν ἀθάνατον ἀπὸ τὸν ἄνθρωπος ἔχω ζωὴν ἀθάνατον λόγῳ τοῦ ὅτι ὁ Πατήρ μου ἔδωκεν
Πατέρα, καὶ ζῶ διὰ τὸν Πατέρα, ἔτσι καὶ αὐτήν, ἔτσι καὶ ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος μὲ τρώγει, θὰ ζήσῃ λόγῳ τοῦ ὅτι
ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος διὰ τῆς θείας ἐγὼ θὰ τοῦ δώσω τὴν ζωήν.
Εὐχαριστίας μὲ μεταλαμβάνει, θὰ ζήσῃ,
διότι θὰ πάρῃ ἀπὸ ἐμὲ τὴν ζωήν.
6,58 Οὗτός ἐστιν ὁ ἄρτος ὁ ἐκ τοῦ 58 Αὐτὸς ποὺ σᾶς εἶπα εἶναι ὁ ἄρτος ποὺ 58 Αὐτὸς εἶναι ὁ ἄρτος, ποὺ πράγματι κατέβη ἀπὸ τὸν οὐρανόν. Δὲν
οὐρανοῦ καταβάς, οὐ καθὼς ἔχει κατεβῆ ἀπὸ τὸν οὐρανόν. Δὲν εἶναι εἶναι ἄρτος καθὼς τὸ μάννα, τὸ ὁποῖον ἔφαγαν οἱ πατέρες σας καὶ
ἔφαγον οἱ πατέρες ὑμῶν τὸ σὰν τὸ μάννα ποὺ ἔφαγαν οἱ πατέρες διετηρήθησαν εἰς τὴν ζωὴν προσωρινῶς καὶ προσκαίρως, εἰς τὸ τέλος
μάννα καὶ ἀπέθανον· ὁ τρώγων σας εἰς τὴν ἔρημον καὶ ἔζησαν ἐπὶ ὀλίγα δὲ ἀπέθανον. Ἐκεῖνος, ποὺ τρώγει τὸν ἄρτον αὐτὸν τὸν πράγματι
τοῦτον τὸν ἄρτον ζήσεται εἰς τὸν ἔτη καὶ εἰς τὸ τέλος ἀπέθαναν· ἐκεῖνος οὐράνιον, θὰ ἀναστηθῇ ἐκ τοῦ τάφου ἐνδόξως καὶ θὰ ζήσῃ αἰωνίως.
αἰῶνα. ποὺ τρώγει αὐτὸν τὸν ἄρτον θὰ ζήσῃ
αἰωνίως».
6,59 Ταῦτα εἶπεν ἐν συναγωγῇ 59 Αὐτὰ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς μέσα εἰς τὴν 59 Ταῦτα εἶπεν ὁ Ἰησοῦς διδάσκων δημοσίᾳ καὶ ἐν πλήρει
διδάσκων ἐν Καπερναούμ. συναγωγὴν τῆς Καπερναούμ, διδάσκων συναθροίσει μέσα εἰς τὴν συναγωγὴν ἐν Καπερναούμ.
τὰ πλήθη.
6,60 Πολλοὶ οὖν ἀκούσαντες ἐκ 60 Πολλοὶ τότε ἀπὸ τοὺς μαθητάς του, 60 Πολλοὶ λοιπὸν ἀπὸ τοὺς μαθητάς του, ὅταν ἤκουσαν αὐτά, εἶπαν·
τῶν μαθητῶν αὐτοῦ εἶπον· ὅταν ἤκουσαν αὐτὰ εἶπον· «εἶναι Βαρὺς καὶ ἀποκρουστικὸς εἶναι ὁ λόγος αὐτός. Ποῖος μπορεῖ νὰ τὸν
σκληρός ἐστιν ὁ λόγος· τὶς σκληρὸς αὐτὸς ὁ λόγος· ποιὸς ἠμπορεῖ νὰ ἀκούῃ ἀπαθῶς καὶ χωρὶς ἀγανάκτησιν τὸν λόγον αὐτόν, διὰ τοῦ

57/192
δύναται αὐτοῦ ἀκούειν; τὸν ἀκούῃ καὶ νὰ τὸν πιστεύει; Πῶς εἶναι ὁποίου παρουσιάζεται ὡς ὑποχρεωτικὸν καὶ ἀπαραίτητον τὸ νὰ
δυνατὸν νὰ φάγῃ κανεὶς σάρκα τρώγῃ κανεὶς σάρκα ἀνθρωπίνην;

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


ἀνθρωπίνην;»
6,61 Εἰδὼς δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐν ἑαυτῷ 61 Ὁ Ἰησοῦς ἀντελήφθη, μὲ τὴν θείαν 61 Ὁ Ἰησοῦς ὅμως διὰ τῆς ὑπερφυσικῆς γνώσεώς του ἀντελήφθη, ὅτι
ὅτι γογγύζουσι περὶ τούτου οἱ του γνῶσιν, ὅτι γογγύζουν διὰ τὸ ζήτημα γογγύζουν δι’ αὐτὸ οἱ μαθηταὶ καὶ τοὺς εἶπε· Αὐτό, ποὺ εἶπα, σᾶς
μαθηταὶ αὐτοῦ, εἶπεν αὐτοῖς· αὐτὸ οἱ μαθηταί του καὶ τοὺς εἶπε· «αὐτὸ σκανδαλίζει καὶ κλονίζει τὴν πίστιν σας;
τοῦτο ὑμᾶς σκανδαλίζει; σᾶς σκανδαλίζει;
6,62 Ἐὰν οὖν θεωρῆτε τὸν υἱὸν 62 Ἐὰν λοιπόν, ἴδετε τὸν υἱὸν τοῦ 62 Ἐὰν λοιπὸν συμβῇ νὰ ἴδετε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἀνεβαίνῃ
τοῦ ἀνθρώπου ἀναβαίνοντα ἀνθρώπου νὰ ἀνεβαίνῃ ἐκεῖ ὅπου διὰ τῆς ἀναλήψεώς του ἐκεῖ, ὅπου ἦτο προτήτερα, προτοῦ νὰ καταβῇ
ὅπου ἦν τὸ πρότερον; εὑρίσκετο πρὶν λάβῃ σάρκα ἀνθρωπίνην, ἐπὶ τῆς γῆς ὡς ἄνθρωπος, θὰ πιστεύσετε τότε εἰς τὸ πρωτοφανὲς
θὰ πιστεύσετε τότε εἰς τὸ πρωτάκουστον αὐτὸ γεγονός, καὶ δὲν θὰ σκανδαλισθῆτε κλονιζόμενοι εἰς τὴν πίστιν
αὐτὸ γεγονός; πρὸς αὐτόν, ὁ ὁποῖος θὰ φύγῃ πλέον ἀπὸ τὰ μάτια σας διαπαντός;
6,63 Τὸ πνεῦμά ἐστι τὸ 63 Σᾶς λέγω δὲ καὶ τοῦτο· Τὸ Ἅγιον 63 Ἐσκανδαλίσθητε, διότι σᾶς εἶπα, ὅτι διὰ νὰ λάβετε ζωὴν αἰώνιον,
ζωοποιοῦν, ἡ σὰρξ οὐκ ὠφελεῖ Πνεῦμα εἶναι ἐκεῖνο ποὺ ζωοποιεῖ. Ἡ δὲ πρέπει νὰ φάγετε τὴν σάρκα μου. Σᾶς προσθέτω λοιπὸν πρὸς
οὐδέν· τὰ ρήματα ἃ ἐγὼ λαλῶ σάρξ μου δίδει ζωὴν αἰώνιον, διότι μεγαλυτέραν διασάφησιν καὶ τὰ ἑξῆς: Τὸ θεῖον Πνεῦμα εἶναι ἐκεῖνο,
ὑμῖν, πνεῦμά ἐστι καὶ ζωή ἐστιν. ἀκριβῶς ἔχει συλληφθῇ ἀπὸ τὸ Πνεῦμα ποὺ ζωοποιεῖ. Καὶ ἡ σάρξ μου δίδει ζωὴν αἰώνιον, διότι συνελήφθη ἐκ
τὸ Ἅγιον καὶ κατοικεῖ εἰς αὐτὴν τὸ τοῦ ζωοποιοῦ Πνεύματος καὶ κατοικεῖ εἰς αὐτὴν τὸ Πνεῦμα. Πᾶσα
Πνεῦμα. Κάθε ἄλλη σὰρξ δὲν ὠφελεῖ ἅλλη σάρξ, ἐπειδὴ δὲν κατοικεῖ ἐν αὐτῇ ἡ θεότης, δὲν ὠφελεῖ τίποτε.
τίποτε. Τὰ λόγια, τὰ ὁποῖα ἐγὼ σᾶς Καὶ τὰ λόγια, τὰ ὁποῖα ἐγὼ σᾶς λέγω, ἐπειδὴ εἶναι λόγια Θεοῦ, ἔχουν
διδάσκω, εἶναι πνεῦμα Θεοῦ, δι' αὐτὸ δὲ μέσα των Πνεῦμα καὶ δι’ αὐτὸ μεταδίδουν ζωήν.
ἔχουν καὶ μεταδίδουν ζωήν.
6,64 Ἀλλ' εἰσὶν ἐξ ὑμῶν τινες οἳ 64 Ἀλλὰ ὑπάρχουν μερικοὶ ἀπὸ σᾶς, οἱ 64 Ἀλλ’ εἶναι μερικοὶ ἀπὸ σᾶς, οἱ ὁποῖοι δὲν πιστεύουν εἰς τοὺς
οὐ πιστεύουσιν. Ἤδει γὰρ ἐξ ὁποῖοι δὲν πιστεύουν». Εἶπε δὲ αὐτὰ ὁ λόγους μου, καὶ δι’ αὐτό, ἀντὶ νὰ ζωοποιοῦνται, σκανδαλίζονται ἀπὸ
ἀρχῆς ὁ Ἰησοῦς τίνες εἰσὶν οἱ μὴ Ἰησοῦς, διότι ἐγνώριζε εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς, αὐτούς. Προσέθεσε δὲ τοὺς τελευταίους τούτους λόγους ὁ Ἰησοῦς,
πιστεύοντες καὶ τίς ἐστιν ὁ ποῖοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ δὲν πιστεύουν καὶ διότι ἐξ ἀρχῆς, ἀφ’ ὅτου τὸν ἠκολούθησαν οἱ σκανδαλισθέντες
παραδώσων αὐτόν. ποῖος εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἔμελλε νὰ μαθηταί, ἐγνώριζεν ἕνεκα τῆς ὑπερφυσικῆς του γνώσεως, ποῖοι δὲν
τὸν παραδώσῃ. ἐπίστευον, ἀκόμη δὲ καὶ ποῖος ἐπρόκειτο νὰ τὸν παραδώσῃ.

58/192
6,65 Καὶ ἔλεγε· διὰ τοῦτο εἴρηκα 65 Καὶ ἔλεγεν ὁ Χριστός· «διὰ τοῦτο σᾶς 65 Καὶ ἔλεγεν ὁ Ἰησοῦς· ἐπειδὴ ἐγνώριζα, ὅτι μερικῶν ἀπὸ σᾶς θὰ
ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς δύναται ἐλθεῖν εἶπα ὅτι κανεὶς δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἔλθῃ εἰς ἐκλονίζετο ἡ πίστις καὶ δὲν θὰ παρέμενον μέχρι τέλους μαθηταί μου,

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


πρὸς μέ, ἐὰν μὴ ᾖ δεδομένον ἐμὲ καὶ νὰ μὲ ἀκολουθήσῃ μὲ πίστιν, ἐὰν δι’ αὐτὸ σᾶς εἶπον, ὅτι κανεὶς δὲν ἡμπορεῖ νὰ αἰσθανθῆ μέσα του, ὅτι
αὐτῷ ἐκ τοῦ πατρός μου. δὲν τοῦ ἔχῃ δοθῇ αὐτὸ τὸ χάρισμα ἀπὸ εἶμαι ὁ Σωτὴρ καὶ ὁ Λυτρωτής, καὶ μὲ τὴν πίστιν αὐτὴν νὰ ἔλθη πρὸς
τὸν Πατέρα μου». ἐμέ, ἐὰν δὲν ἔχῃ δοθῇ τοῦτο εἰς αὐτὸν ἀπὸ τὸν Πατέρα μου.
6,66 Ἐκ τούτου πολλοὶ ἀπῆλθον 66 Ἀπὸ τὴν ἡμέραν αὐτὴν πολλοὶ ἐκ τῶν 66 Ἀπὸ τῆς στιγμῆς αὐτῆς πολλοὶ ἀπὸ τοὺς μαθητάς του, ὅσοι δὲν
ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ εἰς τὰ μαθητῶν του ἐγύρισαν εἰς τὰ σπίτια των ἦσαν σταθεροί, ἔφυγαν καὶ ἐπέστρεψαν εἰς τὰ συνήθη των
ὀπίσω καὶ οὐκέτι μετ' αὐτοῦ καὶ τὰς ἐργασίας των καὶ δὲν ἐπήγαιναν ἐπαγγέλματα, καὶ δὲν ἐπήγαιναν πλέον μαζί του εἰς τὰς περιοδείας
περιπάτουν. πλέον μαζῆ του. του.
6,67 Εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς τοῖς 67 Λαβὼν ἀφορμὴν ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὴν 67 Συνεπείᾳ λοιπὸν τῆς ἀποχωρήσεως τούτων εἶπεν ὁ Ἰησοῦς πρὸς
δώδεκα· μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε ἀποχώρησιν ἐκείνων εἶπεν εἰς τοὺς τοὺς δώδεκα· Μήπως θέλετε καὶ σεῖς νὰ φύγετε;
ὑπάγειν; δώδεκα· «μήπως καὶ σεῖς θέλετε νὰ
φύγετε;»
6,68 Ἀπεκρίθη οὖν αὐτῷ Σίμων 68 Ἀπήντησε τότε εἰς αὐτὸν ὁ Σίμων 68 Εἰς τὴν ἐρώτησιν λοιπὸν τούτην ἀπήντησεν εἰς αὐτὸν ὁ Σίμων
Πέτρος· Κύριε, πρὸς τίνα Πέτρος· «Κύριε, πρὸς ποῖον ἄλλον νὰ Πέτρος· Κύριε, πρὸς ποῖον ἄλλον διδάσκαλον νὰ ἀπέλθωμεν; Σὺ
ἀπελευσόμεθα; Ρήματα ζωῆς πᾶμε; Μένομεν πάντοτε μαζῆ σου, διότι ἔχεις λόγια, ποὺ μεταδίδουν ζωὴν αἰώνιον.
αἰωνίου ἔχεις· σὺ ἔχεις λόγια ποὺ δίδουν ζωὴν αἰωνίαν.
6,69 καὶ ἡμεῖς πεπιστεύκαμεν 69 Καὶ ἡμεῖς ἔχομεν πιστεύσει εἰς σὲ καὶ 69 Καὶ ἡμεῖς οἱ δώδεκα ἔχομεν πλέον πιστεύσει καὶ ἔχομεν γνωρίσει
καὶ ἐγνώκαμεν ὅτι σὺ εἶ ὁ ἔχομεν ἀπὸ τὴν προσωπικήν μας πεῖραν διὰ τῆς προσωπικῆς μας πείρας, ὅτι σὺ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ
Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ γνωρίσει, ὅτι σὺ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς Θεοῦ, ποὺ δὲν εἶναι νεκρὸς σὰν τὰ εἴδωλα, ἀλλ’ ἔχει ἀπὸ τὸν ἑαυτόν
ζῶντος. τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος». του ζωὴν καὶ μεταδίδει αὐτὴν καὶ εἰς τοὺς ἀνθρώπους.
6,70 Ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· 70 Ἀπεκρίθη εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· «ἐγὼ 70 Ἀπεκρίθη εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Μὴ παραξενεύεσθε, ἐὰν ἔφυγαν
οὐκ ἐγὼ ὑμᾶς τοὺς δώδεκα δὲν ἐξέλεξα καὶ ἐκάλεσα ἐσᾶς τοὺς ἐκεῖνοι. Προσέξατε, μήπως ἀπὸ τὸν αὐτὸν κίνδυνον δὲν ξεφύγετε καὶ
ἐξελεξάμην; Καὶ ἐξ ὑμῶν εἰς δώδεκα; Προσέξατε μήπως καὶ σεῖς σεῖς. Δὲν ἐξέλεξα ἐγὼ σᾶς τοὺς δώδεκα; Καὶ ὅμως ἕνας ἀπὸ σᾶς,
διάβολός ἐστιν. σκανδαλισθῆτε. Διότι ἔνας ἀπὸ σᾶς εἶναι λόγῳ τοῦ ὅτι ἔγινεν ὅργανον τοῦ διαβόλου, ἐξωμοιώθη πρὸς τὸν
διάβολος διὰ τὸ φοβερὸν ἔργον, τὸ διάβολον.
ὁποῖον πρόκειται νὰ κάμῃ».

59/192
6,71 Ἔλεγε δὲ τὸν Ἰούδαν 71 Ὑπονοοῦσε δὲ τὸν Ἰούδαν τὸν υἱὸν τοῦ 71 Ἔλεγε δὲ ταῦτα διὰ τὸν Ἰούδαν, τὸν υἱὸν τοῦ Σίμωνος τὸν

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


Σίμωνος Ἰσκαριώτην· οὗτος γὰρ Σίμωνος, τὸν Ἰσκαριώτην. Διότι αὐτὸς Ἰσκαριώτην. Διότι αὐτὸς ἔμελλε νὰ τὸν παραδώσῃ εἰς τοὺς ἐχθρούς
ἔμελλεν αὐτὸν παραδιδόναι, εἶς ἔμελλε νὰ τὸν παραδώσῃ εἰς τοὺς του, καίτοι ἦτο ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα Ἀποστόλους.
ὢν ἐκ τῶν δώδεκα. ἐχθρούς, μολονότι ἦτο ἔνας ἀπὸ τοὺς
δώδεκα.

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 7Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ


Αρχαίο Κείμενο Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
7,1 Καὶ περιεπάτει ὁ Ἰησοῦς Καὶ ὕστερα ἀπὸ τὰ γεγονότα αὐτὰ Καὶ ἐπὶ ἀρκετὸν χρόνον ὕστερον ἀπὸ αὐτὰ ὁ Ἰησοῦς περιώδευεν εἰς
μετὰ ταῦτα ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ· οὐ περιώδευεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν Γαλιλαίαν. τὴν Γαλιλαίαν. Διότι δὲν ἤθελε να κάμῃ τὰς περιοδείας τοῦ
γὰρ ἤθελεν ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ Διότι δὲν ἤθελε νὰ περιέρχεται τὴν κηρύγματός του εἰς τὴν Ἰουδαίαν, ἐπειδὴ οἱ Ἰουδαῖοι ἐζήτουν νὰ τὸν
περιπατεῖν, ὅτι ἐζήτουν αὐτὸν Ἰουδαίαν, ἐπειδὴ ἐζητοῦσαν οἱ Ἰουδαῖοι νὰ φονεύσουν.
οἱ Ἰουδαῖοι ἀποκτεῖναι. τὸν θανατώσουν.
7,2 Ἦν δὲ ἐγγὺς ἡ ἑορτὴ τῶν 2 Ἐπλησίαζε δὲ τότε ἡ ἑορτὴ τῶν 2 Ἐπλησίαζε δὲ ἡ ἑορτὴ τῶν Ἰουδαίων, ἡ καλουμένη σκηνοπηγία,
Ἰουδαίων ἡ σκηνοπηγία. Ἰουδαίων, ἡ Σκηνοπηγία. κατὰ τὴν ὁποίαν ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρας παρέμενον οἱ Ἰουδαῖοι κάτω ἀπὸ
σκηνάς, εἰς ἀνάμνησιν τῆς ζωῆς, τὴν ὁποίαν ὡς σκηνῖται ἐπέρασαν
οἱ πρόγονοι των εἰς τὴν ἔρημον.
7,3 Εἶπον οὖν πρὸς αὐτὸν οἱ 3 Εἶπαν, λοιπόν, πρὸς αὐτὸν οἱ 3 Ἐξ ἀφορμῆς λοιπὸν τῆς ἑορτῆς αὐτῆς τοῦ εἶπον οἱ νομιζόμενοι
ἀδελφοὶ αὐτοῦ· μετάβηθι θεωρούμενοι ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους ἀδελφοί του, τὰ τέκνα δηλαδὴ τοῦ Ἰωσὴφ ἐκ τῆς γυναικός, ποὺ εἶχε
ἐντεῦθεν καὶ ὕπαγε εἰς τὴν ἀδελφοί του· «φύγε ἀπ' ἐδῶ καὶ πήγαινε προτοῦ ἀρραβωνιασθῇ μὲ τὴν Μαρίαν· Φύγε ἀπὸ ἐδῶ καὶ πήγαινε εἰς
Ἰουδαίαν, ἵνα καὶ οἱ μαθηταί εἰς τὴν Ἰουδαίαν, ὥστε νὰ ἴδουν τὰ τὴν Ἰουδαίαν, διὰ νὰ ἰδοῦν τὰ θαυμαστὰ ἔργα, ποὺ κάνεις ἐδῶ, τόσον
σου θεωρήσωσι τὰ ἔργα σου ἃ θαύματα, τὰ ὁποῖα κάμνεις καὶ οἱ ἐκεῖ οἱ ἐκεῖ μαθηταί σου, ὅσον καὶ ἐκεῖνοι, ποὺ ἕνεκα τῆς ἑορτῆς θὰ
ποεῖς· μαθηταί σου. ἀναβοῦν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα.
7,4 οὐδεὶς γὰρ ἐν κρυπτῷ τι 4 Διότι κανεὶς δὲν κάνει τίποτε εἰς τὰ 4 Πήγαινε ἐκεῖ, διότι κανένας δὲν κάνει τίποτε κρυφά, ὅταν ζητῇ
ποιεῖ καὶ ζητεῖ αὐτὸς ἐν κρυφὰ καὶ μάλιστα ὅταν ζητῇ νὰ γίνῃ αὐτὸς νὰ γίνῃ δημοσίως γνωστός, ὥστε νὰ τὸν ἀναγνωρίσουν ὅλοι.

60/192
παρησίᾳ εἶναι. Εἰ ταῦτα ποιεῖς, φανερὰ γνωστὸς καὶ νὰ ἀναγνωρισθῇ ἡ Ἐφ’ ὅσον κάνεις τὰ θαυμαστὰ αὐτὰ ἔργα, φανέρωσε τὸν ἑαυτόν σου
φανέρωσον σεαυτὸν τῷ κόσμῳ. ἀξία του ἀπὸ ὅλους. Ἀφοῦ τέτοια ἔργα εἰς τὸ πολὺ πλῆθος, ποὺ θὰ συναχθῇ κατὰ τὴν ἑορτὴν εἰς τὰ

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


κάνεις, φανέρωσε τὸν εὐατόν σου εἰς τὸν Ἱεροσόλυμα.
πολυπληθῆ κόσμον, ποὺ θὰ μαζευθῇ εἰς
τὴν Ἱερουσαλὴμ κατὰ τὴν ἑορτήν».
7,5 Οὐδὲ γὰρ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ 5 Τοῦ ἐφέροντο δὲ ἔτσι οἱ ἀδελφοί του, 5 Τοῦ ὡμίλησαν δὲ μὲ τὸν τρόπον αὐτόν, διότι οὔτε αὐτοὶ οἱ ἀδελφοί
ἐπίστευον εἰς αὐτόν. διότι οὔτε αὐτοὶ δὲν τὸν ἐπίστευαν ὡς του ἐπίστευον εἰς αὐτόν, ὅτι εἶναι ὁ Μεσαίας.
Μεσσίαν.
7,6 Λέγει οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ὁ 6 Λέγει, λοιπόν, εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· «ὁ 6 Λέγει λοιπὸν πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Ὁ ἰδικός μου χρόνος, ὁ
καιρὸς ὁ ἐμὸς οὔπω πάρεστιν, ὁ ἰδικός μου καιρός, διὰ νὰ φανερωθῶ εἰς προκαθωρισμένος ἀπὸ τὸν Πατέρα μου ὡς κατάλληλος διὰ νὰ
δὲ καιρὸς ὁ ὑμέτερος πάντοτέ τοὺς Ἰουδαίους ὡς Μεσσίας, δὲν ἦλθεν φανερώσω τὸν ἑαυτόν μου εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα ὡς Μεσσίαν, ὁπότε καὶ
ἐστιν ἕτοιμος. ἀκόμη, ὁ ἰδικός σας ὅμως καιρός, ποὺ θὰ σταυρωθῶ, δὲν ἦλθεν ἀκόμη· ὁ ἰδικός σας ὅμως χρόνος, ὁ
πρέπει νὰ ἀνεβῆτε εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, κατάλληλος διὰ νὰ ἀναβῆτε ὡς προσκυνηταὶ Ἰουδαῖοι εἰς τὰ
εἶναι πάντοτε ἕτοιμος. Ἱεροσόλυμα, εἶναι πάντοτε ἕτοιμος.
7,7 Οὐ δύναται ὁ κόσμος μισεῖν 7 Σᾶς δὲν ἠμπορεῖ καὶ δὲν ἔχει κανένα 7 Δὲν ὑπάρχει λόγος ὁ κόσμος νὰ σᾶς μισῇ, καὶ δι’ αὐτὸ δὲν
ὑμᾶς· ἐμὲ δὲ μισεῖ, ὅτι ἐγὼ λόγον νὰ σᾶς μισῇ ὁ κόσμος, ἐμὲ ὅμως μὲ ἐμποδίζεσθε νὰ ὑπάγετε ὀποτεδήποτε εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα. Ἐμὲ ὅμως
μαρτυρῶ περὶ αὐτοῦ ὅτι τὰ μισεῖ, διότι ἐγὼ μαρτυρῶ καὶ φανερώνω, ὁ κόσμος μὲ μισεῖ, διότι ἐγὼ μαρτυρῶ δι’ αὐτόν, ὅτι τὰ ἔργα του εἶναι
ἔργα αὐτοῦ πονηρά ἐστιν. ὅτι τὰ ἔργα του εἶναι πονηρά. πονηρά, καὶ τὸν ἐλέγχω δι’ αὐτά. Ὅταν λοιπὸν ὑπάγω εἰς τὰ
Ἱεροσόλυμα, θὰ μὲ θανατώσουν.
7,8 Ὑμεῖς ἀνάβητε εἰς ἑορτὴν 8 Σεῖς νὰ ἀνεβῆτε εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα διὰ 8 Σεῖς νὰ ἀναβῆτε εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ νὰ λάβετε μέρος εἰς τὴν
ταύτην, ἐγὼ οὔπω ἀναβαίνω εἰς τὴν ἑορτὴν αὐτήν· ἐγὼ δὲν ἀνεβαίνω ἑορτὴν αὐτὴν τῆς σκηνοπηγίας· δι’ ἐμὲ δὲν ἦλθεν ἀκόμη ἡ ὥρα διὰ
τὴν ἑορτὴ ταύτην, ὅτι ὁ καιρὸς ὁ ἀκόμη φανερὰ καὶ ἐπίσημα εἰς αὐτὴν τὴν νὰ ἀναβῶ ἐπισήμως καὶ φανερὰ εἰς τὴν ἑορτὴν αὐτήν, διότι ὁ καιρὸς
ἐμὸς οὔπω πεπλήρωται. ἑορτήν, διότι δὲν ἔχει συμπληρωθῇ ἀκόμη ὁ ἰδικός μου, κατὰ τὸν ὁποῖον θὰ ἔχῃ περατωθῆ τὸ ἔργον μου καὶ θὰ
ὁ κατάλληλος καιρός. Δὲν ἔφθασε ἀκόμη σταυρωθῶ, δὲν ἔχει ἀκόμη συμπληρωθῇ.
ἡ ὥρα τῆς μεγάλης θυσίας».
7,9 Ταῦτα δὲ εἰπὼν αὐτοῖς 9 Αὐτὰ δὲ ἀφοῦ τοὺς εἶπε, ἔμεινε εἰς τὴν 9 Ἀφοῦ δὲ εἶπεν εἰς αὐτοὺς ταῦτα, ἔμεινεν εἰς τὴν Γαλιλαίαν.
ἔμεινεν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ. Γαλιλαίαν.

61/192
7,10 Ὡς δὲ ἀνέβησαν οἱ ἀδελφοὶ 10 Ὅταν δὲ ἀνέβησαν οἱ ἀδελφοί του εἰς 10 Ὅταν δὲ ἀνέβησαν οἱ ἀδελφοί του εἰς Ἱεροσόλυμα, τότε καὶ αὐτὸς
αὐτοῦ, τότε καὶ αὐτὸς ἀνέβη εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, τότε καὶ αὐτὸς ἀνέβηκε ἀνέβη εἰς τὴν ἑορτήν, ὄχι φανερὰ καὶ μὲ συνοδείαν πολλῶν, ἀλλ’

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


τὴν ἑορτήν, οὐ φανερῶς, ἀλλ' εἰς τὴν ἑορτήν, ὄχι φανερὰ καὶ ἐπίσημα, ἰδιωτικῶς καὶ σὰν κρυφά.
ὡς ἐν κρυπτῷ. ἀλλὰ σὰν εἰς τὰ κρυφά.
7,11 Οἱ οὖν Ἰουδαῖοι ἐζήτουν 11 Οἱ Ἰουδαῖοι, λοιπόν, τὸν ἀναζητοῦσαν 11 Ἀφοῦ λοιπὸν ἀνέβη, χωρὶς νὰ γίνῃ δημοσίᾳ ἀντιληπτός, οἱ
αὐτὸν ἐν τῇ ἑορτῇ καὶ ἔλεγον· κατὰ τὰς ἡμέρας τῆς ἑορτῆς καὶ ἔλεγαν· Ἰουδαῖοι τὸν ἐζήτουν κατὰ τὴν διαρκειαν τῆς ἑορτῆς καὶ ἔλεγον· Ποὺ
ποῦ ἐστι ἐκεῖνος; «ποῦ εἶναι ἐκεῖνος;» εἶναι ἐκεῖνος;
7,12 Καὶ γογγυσμὸς πολὺς περὶ 12 Καὶ πολλοὶ ψυθιρισμοὶ καὶ σχόλια 12 Καὶ πολλὰ κρυφομιλήματα μὲ παράπονα καὶ σχόλια ἄλλοτε
αὐτοῦ ἦν ἐν τοῖς ὄχλοις, οἱ μὲν ἐγίνοντο δι' αὐτὸν μεταξὺ τοῦ λαοῦ. Ἄλλοι δυσμενῆ καὶ ἄλλοτε εὐμενῆ ἐγίνοντο δι’ αὐτὸν μεταξὺ τῶν διαφόρων
ἔλεγον ὅτι ἀγαθός ἐστιν· ἄλλοι μὲν ἔλεγαν, ὅτι εἶναι ἀγαθός, ἄλλοι δὲ ὁμάδων τοῦ λαοῦ. Καὶ ἄλλοι μὲν ἔλεγον, ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι καλὸς
ἔλεγον, οὔ, ἀλλὰ πλανᾷ τὸν ἔλεγαν «ὄχι, ἀλλὰ ξεγελᾷ τὸν λαόν». καὶ εἰλικρινής, ἄλλοι δὲ ἔλεγον· ὄχι, δὲν εἶναι καλός, ἀλλ’ ἐξαπατᾷ
ὄχλον. τὸν εὔπιστον λαόν.
7,13 Οὐδεὶς μέντοι παρρησίᾳ 13 Κανένας ὅμως δὲν ὠμιλοῦσε δι' αὐτὸν 13 Κανένας ὅμως δὲν ὡμίλει περὶ αὐτοῦ ἐλεύθερα καὶ φανερά, ἕνεκα
ἐλάλει περὶ αὐτοῦ διὰ τὸν φανερὰ καὶ μὲ θάρρος, διότι ἐφοβοῦντο τοῦ φόβου πρὸς τοὺς Ἰουδαίους ἄρχοντας, οἱ ὁποῖοι ἐμίσουν τὸν
φόβον τῶν Ἰουδαίων. τοὺς ἄρχοντας τῶν Ἰουδαίων, ποὺ εἶχαν Ἰησοῦν καὶ κατεδίωκον τοὺς ὀπαδούς του.
πλέον κηρυχθῇ ἐχθροὶ τοῦ Χριστοῦ.
7,14 Ἤδη δὲ τῆς ἑορτῆς 14 Ὅταν δὲ ἡ ἑορτὴ εὑρίσκετο εἰς τὸ μέσον, 14 Ἀλλ’ ὅταν πλέον ἡ ἑορτὴ ἦτο εἰς τὸ μέσον καὶ εἶχον περάσει αἱ
μεσούσης ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ δηλαδὴ κατὰ τὴν τετάρτην ἡμέραν, τέσσαρες πρῶται ἡμέραι της, ὁ Ἰησοῦς ἀνέβη εἰς τὸν ἱερὸν περίβολον
ἱερὸν καὶ ἐδίδασκε. ἀνέβηκε ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ ναοῦ τοῦ ναοῦ καὶ ἐδίδασκεν ἐκεῖ δημοσίᾳ.
καὶ ἐδίδασκε τὰ πλήθη.
7,15 Καὶ ἐθαύμαζον οἱ Ἰουδαῖοι 15 Καὶ ἐθαύμαζαν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ ἔλεγαν· 15 Καὶ ἐξέφραζαν τὴν ἀπορίαν καὶ ἔκπληξίν των οἱ Ἰουδαῖοι καὶ
λέγοντες· πῶς οὗτος γράμματα «πῶς αὐτὸς γνωρίζει γράμματα, χωρὶς νὰ ἔλεγαν· Πῶς αὐτὸς γνωρίζει γράμματα, χωρὶς νὰ ἔχῃ φοιτήσει ὡς
οἵδε μὴ μεμαθηκώς; ἔχῃ μαθητεύσει εἰς καμμίαν ραββινικὴν μαθητὴς εἰς ραββινικὴν σχολήν;
σχολήν;»
7,16 Ἀπεκρίθη οὖν αὐτοῖς ὁ 16 Ἀπήντησεν εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς καὶ 16 Εἰς αὐτοὺς λοιπόν, οἱ ὁποῖοι ἀποροῦσαν, ποῦ ἔμαθε τὰ γράμματα,
Ἰησοῦς καὶ εἶπεν· ἡ ἐμὴ διδαχὴ εἶπε· «ἡ διδασκαλία μου δὲν εἶναι ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν· Ἡ διδασκαλία, τὴν ὁποίαν διδάσκω,
οὐκ ἐστὶν ἐμή, ἀλλὰ τοῦ ἀνθρωπίνη, ὡσὰν αὐτήν ποὺ διδάσκουν οἱ δὲν εἶναι ἐπινόησις ἰδική μου, ἀλλ’ εἶναι διδασκαλία τοῦ Θεοῦ, ποὺ

62/192
πέμψαντός με, ραββίνοι εἰς τὰς σχολάς των, ἀλλὰ οὔτε μὲ ἔστειλεν εἰς τὸν κόσμον, διὰ νὰ τὴν καταστήσω γνωστὴν εἰς τοὺς
καὶ ἰδική μου· εἶναι διδασκαλία ἐκείνου, ὁ ἀνθρώπους.

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


ὁποῖος μὲ ἔστειλε εἰς τὸν κόσμον.
7,17 ἐάν τις θέλῃ τὸ θέλημα 17 Ὅποιος θέλει εἰλικρινῶς νὰ πράττῃ τὸ 17 Ὅποιος ἔχει πόθον καὶ εἰλικρινῆ διάθεσιν νὰ πράττῃ τὸ θέλημα
αὐτοῦ ποιεῖν, γνώσεται περὶ θέλημα τοῦ Θεοῦ, θὰ γνωρίσῃ ἀπὸ τὴν τοῦ Θεοῦ, θὰ γνωρίσῃ αὐτὸς ἐκ πείρας περὶ τῆς διδασκαλίας μου,
τῆς διδαχῆς, πότερον ἐκ τοῦ προσωπικήν του πεῖραν, ποῖον ἀπὸ τὰ δύο ποῖον ἐκ τῶν δύο εἶναι ἀληθές· προέρχεται δηλαδὴ αὕτη ἐκ τοῦ Θεοῦ
Θεοῦ ἐστιν ἢ ἐγὼ ἀπ' ἐμαυτοῦ εἶναι ἀληθινό· Ἀπὸ τὸν Θεὸν προέρχεται ἡ ἢ ἐγὼ ἀπὸ τὸν ἑαυτόν μου καὶ κατὰ ἐπινοήσεις ἴδικάς μου διδάσκω.
λαλῶ. διδασκαλία μου ἢ ἐγὼ ἀπὸ τὸν εὐατόν μου
τὴν ἔχω ἐπινοήσει.
7,18 Ὁ ἀφ' ἑαυτοῦ λαλῶν τὴν 18 Ἐκεῖνος ποὺ διδάσκει ἀπὸ τὸν εὐατόν 18 Ἐκεῖνος, ποὺ διδάσκει ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του, διδασκαλίαν δηλαδὴ
δόξαν τὴν ἰδίαν ζητεῖ, ὁ δὲ του, ζητεῖ νὰ δοξασθῇ ὁ ἴδιος ὡς ποὺ ἐπενόησε μόνος του, ἐπιδιώκει νὰ ἐπιβάλῃ τὸν ἑαυτόν του εἰς
ζητῶν τὴν δόξαν τοῦ διδάσκαλος. Αὐτὸς ὅμως ποὺ ζητεῖ τὴν τοὺς ἄλλους ὡς διδάσκαλον καὶ ζητεῖ τὴν δόξαν τὴν ἰδικήν του·
πέμψαντος αὐτόν, οὗτος δόξαν ἐκείνου ποὺ τὸν ἔχει στείλει, αὐτὸς ὅποιος ὅμως ζητεῖ τὴν δόξαν ἐκείνου, ὁ ὁποῖος τὸν ἀπέστειλεν, ὅπως
ἀληθής ἐστι, καὶ ἀδικία ἐν αὐτῷ εἶναι ἀληθινὸς εἰς ὅλα ὅσα λέγει, διότι εἶμαι ἐγώ, αὐτὸς ὁμιλεῖ μὲ ἀνιδιοτελῆ ἐλατήρια τὴν ἀλήθειαν καὶ δὲν
οὐκ ἔστιν. κινεῖται ἀπὸ ἀνιδιοτελῆ ἐλατήρια καὶ δὲν ὑπάρχει εἰς αὐτὸν καμμία παράβασις τοῦ νόμου καὶ ἁμαρτία.
ὑπάρχει εἰς αὐτὸν καμμία ἁμαρτία.
7,19 Οὐ Μωϋσῆς δέδωκεν ὑμῖν 19 Ὁ Μωϋσῆς δὲν ἔδωκε εἰς σᾶς τὸν νόμον; 19 Σεῖς ὅμως μὲ θεωρεῖτε παραβάτην τοῦ νόμου καὶ δὲν δέχεσθε τὴν
τὸν νόμον; Καὶ οὐδεὶς ἐξ ὑμῶν Καὶ ὅμως κανεὶς ἀπὸ σᾶς δὲν φυλάσσει διδασκαλίαν μου. Ἀλλὰ πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ δεχθῆτε αὐτήν, ἀφοῦ
ποιεῖ τὸν νόμον. Τί μὲ ζητεῖτε τὸν νόμον. Διότι ἐὰν τηρῆτε τὸν νόμον, ἀπορρίπτετε καὶ τὴν διδασκαλίαν τοῦ Μωϋσέως, τὸν ὁποῖον τόσον
ἀποκτεῖναι; τότε διατὶ ζητεῖτε νὰ μὲ φονεύσετε, ἀφοῦ ὁ πολὺ τιμᾶτε; Δὲν σᾶς ἔχει δώσει τὸν νόμον ὁ Μωϋσῆς; Καὶ ὅμως
νόμος ρητὸς ἀπαγορεύει τὸν φόνον;» κανεὶς ἀπὸ σᾶς δὲν φυλάττει τὸν νόμον. Πράγματι· ἐὰν φυλάττετε
τὰς ἐντολὰς τοῦ νόμου, τότε διατὶ ἀντίθετα πρὸς τὴν ἕκτην ἐντολὴν
ζητεῖτε νὰ μὲ φονεύσετε;
7,20 Ἀπεκρίθη ὁ ὄχλος καὶ εἶπε· 20 Ἀπήντησεν ὁ ὄχλος καὶ εἶπε· «ἔχεις 20 Ἀπεκρίθη ὁ πολὺς λαὸς καὶ εἶπεν· Εἶσαι δαιμονισμένος καὶ τὸ
δαιμόνιον ἔχεις· τίς σε ζητεῖ δαιμόνιον ποὺ σοῦ σκοτίζει τὸν νοῦν. δαιμόνιον σοῦ διετάραξε τὰς φρένας καὶ σοῦ δημιουργεῖ
ἀποκτεῖναι; Ποιὸς ζητεῖ νὰ σὲ φονεύσῃ;» μελαγχολίαν καὶ μανίαν καταδιώξεως, ὥστε νὰ νομίζῃς, ὅτι ζητοῦν
νὰ σὲ φονεύσουν. Ποῖος ζητεῖ νὰ σὲ φονεύσῃ;

63/192
7,21 Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν 21 Ἀπήντησεν ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς εἶπε· 21 Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς εἶπεν· Ἕνα μόνον ἔργον ἔκαμα.
αὐτοῖς· ἓν ἔργον ἐποίησα, καὶ «ἔκαμα ἕνα ἔργον (ἐθεράπευσα τὸν Ἐθεράπευσα τὸν παράλυτον. Καὶ ὅλοι ἐκυριεύθητε ἀπὸ ταραχὴν καὶ

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


πάντες θαυμάζετε διὰ τοῦτο. παράλυτον) καὶ ὅλοι ἀπορήσατε, διότι ἀπορίαν, ἐπειδὴ νομίζετε, ὅτι μὲ αὐτὸ κατελύθη ἡ ἐντολὴ τοῦ
ἐνομίσατε ὅτι κατέλυσα τὴν ἀργίαν τοῦ Σαββάτου.
Σαββάτου.
7,22 Μωϋσῆς δέδωκεν ὑμῖν τὴν 22 Ὁ Μωϋσῆς σᾶς ἔδωσε τὴν περιτομήν. 22 Ἀλλὰ διότι τοιαύτη εἶναι ἡ αἰτία τῆς ταραχῆς σας, σᾶς λέγω τὰ
περιτομήν, οὐχ ὅτι ἐκ τοῦ Διὰ τὴν ἀκρίβειαν, δὲν ἔχει καθιερωθῆ ἑξῆς: Σᾶς ἔδωκεν ὁ Μωϋσῆς τὴν περιτομήν, ἀφοῦ γίνεται λόγος περὶ
Μωϋσέως ἐστίν, ἀλλ' ἐκ τῶν ἀπὸ τὸν Μωϋσέα ἡ περιτομή, ἀλλὰ ἀπὸ αὐτῆς εἰς τὸν μωσαϊκὸν νόμον. Λέγω δέ, ὅτι σᾶς ἔδωκεν ὁ Μωϋσῆς
πατέρων, καὶ ἐν σαββάτῳ τὴν παράδοσιν τῶν παλαιοτέρων τὴν περιτομήν, ὄχι διότι ἡ περιτομὴ ὡρίσθη ἀπὸ τὸν Μωϋσὴν καὶ
περιτέμνετε ἄνθρωπον. προγόνων σας. Καὶ ἐὰν τύχῃ ἡ ὀγδόη ἔλαβεν ἀρχὴν ἀπὸ τὴν νομοθεσίαν του, ἀλλ’ εἶναι αὕτη παράδοσις
ἡμέρα ἀπὸ τὴν γέννησιν τοῦ βρέφους νὰ ἐκ τῶν παλαιῶν προγόνων μας. Καὶ ἐὰν τύχῃ νὰ εἶναι Σάββατον ἡ
εἶναι Σάββατον, καὶ τότε κάνετε ὀγδόη ἡμέρα τοῦ βρέφους, κατὰ τὴν ὁποίαν γίνεται ἡ περιτομή του,
περιτομὴν εἰς τὸν ἄνθρωπον. δὲν ἀναβάλλετε αὐτὴν διὰ τὴν ἑπομένην ἡμέραν, ἀλλὰ περιτέμνετε
κατὰ τὸ Σάββατον τὸν ἄνθρωπον.
7,23 Εἰ περιτομὴν λαμβάνει 23 Ἐάν, λοιπόν, ὑποχρεωτικῶς παίρνῃ ὁ 23 Ἐὰν λοιπὸν θεωρῆτε ἐπιβεβλημένον νὰ λαμβάνῃ περιτομὴν ὁ
ἄνθρωπος ἐν σαββάτῳ ἵνα μὴ ἄνθρωπος περιτομὴν κατὰ τὸ Σάββατον, ἄνθρωπος κατὰ τὸ Σάββατον, διὰ νὰ μὴ ἀθετηθῇ ὁ νόμος τοῦ
λυθῇ ὁ νόμος Μωϋσέως, ἐμοὶ διὰ νὰ μὴ καταλυθῇ ὁ νόμος τοῦ Μωϋσέως, ὁ ὁποῖος ὁρίζει νὰ γίνεται ἡ περιτομὴ κατὰ τὴν ὀγδόην
χολᾶτε ὅτι ὅλον ἄνθρωπον ὑγιῆ Μωϋσέως, ποὺ ὁρίζει πὼς ὀπωσδήποτε ἀπὸ τῆς γεννήσεως ἡμέραν, πῶς θυμώνετε ἔναντίον μου, διότι οὐχὶ
ἐποίησα ἐν σαββάτῳ! κατὰ τὴν ὀγδόην ἡμέραν πρέπει νὰ γίνῃ ἡ μέλος τι τοῦ σώματος ἐπεμελήθην, ὅπως γίνεται ἐν τῇ περιτομῇ,
περιτομή, σεῖς ἐκδηλώνετε ὅλην τὴν ἀλλ’ ἄνθρωπον ὁλόκληρον ἰάτρευσα κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ
πικρίαν σας ἐναντίον μου, διότι Σαββάτου, ἀποδώσας τὴν ὑγείαν εἰς τὸ παραλυμένον σῶμα του καὶ
ὁλόκληρον ἄνθρωπον τὸν ἔκαμα ὑγιῆ ὁδηγήσας τὴν ψυχήν του διὰ τῆς πίστεως εἰς τὸν δρόμον τῆς
κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου! σωτηρίας;
7,24 Μὴ κρίνετε κατ' ὄψιν, ἀλλὰ 24 Μὴ σχηματίζετε κρίσεις ἀπὸ τὰ 24 Μὴ δικάζετε καὶ μὴ σχηματίζετε κρίσεις μὲ ἐπιπολαιότητα
τὴν δικαίαν κρίσιν κρίνατε. ἐξωτερικὰ φαινόμενα, ἀλλὰ νὰ κρίνετε σύμφωνα μὲ τὴν ἐξωτερικὴν ὄψιν καὶ τὰ ἐξωτερικὰ φαινόμενα.
δικαίως, ὅπως ἐπιβάλλουν τὰ πράγματα, Ἀλλὰ κρίνατε δίκαια. Κρίνατε τὴν κρίσιν, ποὺ βγαίνει ἀπὸ αὐτὰ τὰ
ἡ λογικὴ καὶ ὁ Θεός». πράγματα. Φαινομενικῶς ἡ θεραπεία τοῦ παραλύτου ἐν ἡμέρᾳ

64/192
Σαββάτου παρουσιάζεται ὡς παράβασις τοῦ νόμου. Πραγματικῶς
ὅμως εἶναι συμμόρφωσις πρὸς τὸ πνεῦμα τοῦ νόμου, ὁ ὁποῖος μᾶς

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


ἐπιβάλλει νὰ μὴ χάνωμεν καμμίαν εὐκαιρίαν πρὸς ἀγαθοεργίαν.
7,25 Ἔλεγον οὖν τινες ἐκ τῶν 25 Ἔλεγαν, λοιπόν, μερικοὶ ἀπὸ τοὺς 25 Ὕστερα λοιπὸν ἀπὸ αὐτά, ποὺ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς, ἔλεγον μερικοὶ ἀπὸ
Ἱεροσολυμιτῶν· οὐχ οὗτός ἐστιν Ἱεροσολυμίτας· «δὲν εἶναι αὐτός, ποὺ οἱ τοὺς Ἱεροσολυμίτας. Δὲν εἶναι αὐτός, τὸν ὁποῖον οἱ ἄρχοντες ζητοῦν
ὃν ζητοῦσιν ἀποκτεῖναι; ἄρχοντες ζητοῦν νὰ τὸν φονεύσουν; νὰ φονεύσουν;
7,26 Καὶ ἴδε παρρησίᾳ λαλεῖ, καὶ 26 Καὶ ἰδού, ὅτι ὁμιλεῖ ἄφοβα καὶ φανερὰ 26 Καὶ ὅμως ἰδού, ὅτι ὁμιλεῖ ἐλεύθερα καὶ φανερὰ καὶ δὲν τὸν
οὐδὲν αὐτῷ λέγουσι. Μήποτε καὶ τίποτε δὲν ἀντιλέγουν εἰς αὐτόν. διακόπτει κανείς, οὔτε τοῦ λέγουν τίποτε. Μήπως εἰς τὰ σωστὰ
ἀληθῶς ἔγνωσαν οἱ ἄρχοντες Μήπως πραγματικὰ ἐκατάλαβαν οἱ ἀνεγνώρισαν οἱ ἄρχοντες, ὅτι αὐτὸς εἶναι πράγματι ὁ Χριστός;
ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ ἄρχοντες, ὅτι αὐτὸς ἀληθῶς εἶναι ὁ
Χριστός; Χριστός;
7,27 Ἀλλὰ τοῦτον οἴδαμεν 27 Ἀλλὰ τοῦτον ἐδῶ γνωρίζομεν καλὰ ἀπὸ 27 Ἀλλὰ αὐτὸς ἐδῶ γνωρίζομεν ἀπὸ ποὺ εἶναι καὶ ἀπὸ ποίους
πόθεν ἐστίν· ὁ δὲ Χριστὸς ὅταν ποῦ καὶ ἀπὸ ποιοὺς κατάγεται. Ὁ Χριστὸς κατάγεται· ὁ Χριστὸς ὅμως, ὅταν θὰ ἔλθῃ, κανεὶς δὲν ἠξεύρει οὔτε
ἔρχηται, οὐδεὶς γινώσκει πόθεν ὅμως ὅταν ἔλθῃ, κανεὶς δὲν γνωρίζει ἀπὸ τὸν χρόνον τῆς ἐμφανίσεώς του, ἀλλ’ οὔτε καὶ τὸν τρόπον μὲ τὸν
ἐστίν. ποῦ καὶ πότε ἔρχεται». ὁποῖον θὰ ἔλθῃ.
7,28Ἔκραξεν οὖν ἐν τῷ ἱερῷ 28 Ἐφώναξε μὲ μεγάλην φωνὴν ὁ Ἰησοῦς 28 Κατόπιν λοιπὸν τῆς ἀπιστίας καὶ τῆς θεληματικῆς τυφλώσεως,
διδάσκων ὁ Ἰησοῦς καὶ λέγων· τότε εἰς τὰς αὐλὰς τοῦ ναοῦ διδάσκων καὶ ποὺ ἐδείκνυον οἱ Ἰουδαῖοι, ὕψωσεν ὁ Ἰησοῦς τὴν φωνήν του μέσα εἰς
κἀμέ οἴδατε, καὶ οἴδατε πόθεν λέγων· «καὶ ἐμὲ γνωρίζετε καὶ ἀπό ποῦ τὸν ἱερὸν περίβολον τοῦ ναοῦ διδάσκων καὶ λέγων· Καὶ ἐμὲ
εἰμί· καὶ ἀπ' ἐμαυτοῦ οὐκ εἶμαι γνωρίζετε. Ἡ γνῶσις σας ὅμως εἶναι γνωρίζετε καὶ ἠξεύρετε ἀπὸ ποὺ εἶμαι. Ἀλλ’ ἡ γνῶσις σας αὐτὴ περὶ
ἐλήλυθα, ἀλλ' ἔστιν ἀληθινὸς ὁ ἀτελής. Διότι δὲν γνωρίζετε, ὅτι ἐγὼ δὲν ἐμοῦ δὲν εἶναι πλήρης. Σεῖς γνωρίζετε μόνον, ὅτι εἶμαι ἀπὸ τὴν
πέμψας με, ὃν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε· ἔχω ἔλθει ἀπὸ τὸν ἑαυτόν μου, ἀλλὰ ἔχω Ναζαρέτ. Καὶ ὅμως δὲν ἔχω ἔλθει ἀπὸ τὸν ἑαυτόν μου, ὅπως
ἔλθει ἀπὸ τὸν Θεόν, ποὺ μὲ ἔστειλε καὶ ὁ ὑποθέτετε σεῖς, ἀλλ’ ἡ ἀποστολή μου εἶναι γνησία καὶ ἀληθινή, διότι
ὁποῖος εἶναι ὁ ἀπολύτως ἀληθινός. Αὐτὸν πραγματικὸς καὶ ἀληθινὸς εἶναι ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος μὲ ἔστειλε, τὸν
ὅμως ἐσεῖς δὲν τὸν γνωρίζετε. Δι' αὐτὸ δὲ ὁποῖον σεῖς δὲν ἠξεύρετε.
καὶ δὲν εἶσθε εἰς θέσιν νὰ γνωρίσετε τὴν
γνησίαν καὶ ἀληθῆ ἀποστολή μου.
7,29 ἐγὼ οἶδα αὐτόν, ὅτι παρ' 29 Ἐγὼ ὅμως τὸν γνωρίζω, διότι ἔχω 29 Ἐγὼ ὅμως τὸν γνωρίζω, διότι ἔχω γεννηθῇ ἀπὸ αὐτὸν καὶ ἔχω ὡς

65/192
αὐτοῦ εἰμι κἀκεῖνός με γεννηθῆ προαιωνίως ἀπὸ αὐτὸν καὶ ἔχω, Θεὸς τὴν αὐτὴν φύσιν καὶ οὐσίαν μὲ αὐτόν. Ἀλλ’ ἐπὶ πλέον αὐτὸς μὲ
ἀπέστειλεν. ὡς Θεός, τὴν αὐτὴν μὲ ἐκεῖνον οὐσίαν καὶ ἀπέστειλεν εἰς τὸν κόσμον καὶ δι’ αύτὸ μὲ βλέπετε μεταξύ σας ὡς

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


φύσιν, καὶ ἐκεῖνος μὲ ἔστειλεν εἰς τὸν ὅμοιόν σας ἄνθρωπον.
κόσμον».
7,30 Ἐζήτουν οὖν αὐτὸν πιάσαι, 30 Ἐξ αἰτίας αὐτῶν ποὺ εἶπε, ἐζητοῦσαν 30 Ἕνεκα λοιπὸν τῶν διακηρύξεων καὶ ἀξιώσεων αὐτῶν τοῦ Ἰησοῦ
καὶ οὐδεὶς ἐπέβαλεν ἐπ' αὐτὸν πάλιν νὰ τὸν πιάσουν οἱ Ἰουδαῖοι. Κανεὶς ἐπεδίωκον οἱ Ἰουδαῖοι νὰ τὸν συλλάβουν, καὶ ὅμως κανεὶς δὲν
τὴν χεῖρα, ὅτι οὔπω ἐληλύθει ἡ ὅμως δὲν ἄπλωσε εἰς αὐτὸν τὸ χέρι, διότι ἔβαλεν ἐπάνω του χέρι, διότι δὲν εἶχεν ἔλθει ἀκόμη ὁ ὑπὸ τῆς θείας
ὥρα αὐτοῦ. ἀκόμη δὲν εἶχεν ἔλθει ἡ ὥρα, ἡ ὡρισμένη Προνοίας ὡρισμένος καιρὸς καὶ ἡ προκαθορισμένη ὥρα, κατὰ τὴν
ἀπὸ τὸν Θεόν. ὁποίαν θὰ ὑφίστατο τὸν σταυρικόν του θάνατον.
7,31 Πολλοὶ δὲ ἐκ τοῦ ὄχλου 31 Πολλοὶ δὲ ἀπὸ τὸν λαὸν ἐπίστευσαν εἰς 31 Πολλοὶ δὲ ἀπὸ τὰς κατωτέρας τάξεις τοῦ λαοῦ ἐπίστευσαν εἰς
ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν καὶ αὐτὸν καὶ ἔλεγαν, ὅτι «ὁ Χριστός, ὅταν αὐτὸν καὶ ἔλεγαν, ὅτι· Ὅταν ἔλθῃ ὁ Χριστός, μήπως θὰ κάμῃ
ἔλεγον ὅτι ὁ Χριστὸς ὅταν ἔλθῃ, ἔλθῃ, μήπως θὰ κάμῃ περισσότερα περισσότερα θαύματα ἀπὸ αὐτά, τὰ ὁποῖα ἔκαμεν αὐτός;
μήτι πλείονα σημεῖα τούτων θαύματα ἀπὸ ὅσα ἔκαμε αὐτός;»
ποιήσει ὧν οὗτος ἐποίησεν;
7,32 Ἤκουσαν οἱ Φαρισαῖοι τοῦ 32 Ἤκουσαν οἱ Φαρισαῖοι τὸν ὄχλον νὰ 32 Ἤκουσαν οἱ Φαρισαῖοι τὸν πολὺν λαὸν νὰ κρυφομιλῇ τὰ εὐνοϊκὰ
ὄχλου γογγύζοντος περὶ αὐτοῦ κρυφομιλοῦν εὐνοϊκὰ διὰ τὸν Χριστὸν καὶ αὐτὰ σχόλια δι’ αὐτόν, καὶ ἀπέστειλαν ὑπηρέτας οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ
ταῦτα, καὶ ἀπέστειλαν νὰ γογγύζουν κατὰ τῶν ἀρχόντων καὶ ἀρχιερεῖς διὸ νὰ τὸν συλλάβουν.
ὑπηρέτας οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ ἔστειλαν ὑπηρέτας οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ
ἀρχιερεῖς ἵνα πιάσωσιν αὐτόν. ἀρχιερεῖς, διὰ νὰ τὸν συλλάβουν.
7,33 Εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς· ἔτι 33 Εἶπε, λοιπόν, τότε ὁ Ἰησοῦς· «ἀκόμη 33 Ὡς ἐκ τούτου λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς, ὁ ὁποῖος διέκρινε τὰς προθέσεις
μικρὸν χρόνον μεθ' ὑμῶν εἰμι ὀλίγον χρόνον εἶμαι μαζῆ σας καὶ αὐτὰς τῶν ἀρχόντων, εἶπεν· Ἀκόμη ὀλίγον χρόνον εἶμαι μαζί σας ἐπὶ
καὶ ὑπάγω πρὸς τὸν πέμψαντά πηγαίνω πρὸς τὸν Πατέρα, ὁ ὁποῖος μὲ τῆς γῆς φροντίζων διὰ τὴν σωτηρίαν σας. Σπεύσατε λοιπὸν νὰ
με. ἔστειλεν εἰς τὸν κόσμον. πιστεύσητε καὶ νὰ σωθῆτε. Διότι φεύγω καὶ πηγαίνω πάλιν πρὸς τὸν
Πατέρα, ὁ ὁποῖος μὲ ἀπέστειλεν εἰς τὸν κόσμον.
7,34 Ζητήσετέ με καὶ οὐχ 34 Θὰ μὲ ζητήσετε κάποτε (ὅταν βαρειὲς 34 Καὶ ἐὰν ὑποτεθῇ, ὅτι εἰς τὴν ἀπελπισίαν σας μὲ ζητήσετε κάποτε,
εὑρήσετε· καὶ ὅπου εἰμὶ ἐγώ, πέσουν ἐπάνω σας οἱ συμφορές), καὶ δὲν δὲν θὰ μὲ εὕρετε. Καὶ ἐκεῖ, ὅπου εἶμαι καὶ τώρα ὡς Θεὸς καὶ ὅπου θὰ
ὑμεῖς οὐ δύνασθε ἐλθεῖν. θὰ μὲ εὕρετε. Καὶ ἐκεῖ, πλησίον τοῦ ὑπάγω μετ’ ὀλίγον καὶ ὡς ἄνθρωπος, σεῖς δὲν ἠμπορεῖτε νὰ ἔλθετε,

66/192
Πατρὸς εἰς τοὺς οὐρανούς, ποὺ εἶμαι ὡς διότι μόνον ἐγώ, εἰς τὸν ὁποῖον σεῖς ἀπιστεῖτε, δύναμαι ἐκεῖ νὰ σᾶς
Θεός, πηγαίνω δὲ καὶ ὡς ἄνθρωπος, δὲν ὁδηγησω.

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


ἠμπορεῖτε σεῖς νὰ ἔλθετε».
7,35 Εἶπον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι πρὸς 35 Εἶπαν, λοιπόν, οἱ Ἰουδαῖοι μεταξύ των· 35 Εἶπον λοιπὸν οἱ Ἰουδαῖοι μεταξύ των· Εἰς ποῖον μέρος πρόκειται
ἑαυτούς· ποῦ οὗτος μέλλει «ποῦ αὐτὸς πρόκειται νὰ ὑπάγῃ καὶ ἡμεῖς νὰ ὑπάγῃ αὐτός, ὥστε ἡμεῖς δὲν θὰ τὸν εὕρωμεν πλέον; Μήπως
πορεύεσθαι, ὅτι ἡμεῖς οὐχ δὲν θὰ τὸν εὕρωμεν; Μήπως πρόκειται νὰ πρόκειται νὰ ἀφήσῃ τὴν εὐλογημενην χώραν τοῦ Ἰσραὴλ καὶ νὰ
εὑρήσομεν αὐτόν; Μὴ εἰς τὴν πορευθῇ εἰς τοὺς διασκορπισμένους ὑπάγῃ εἱς τοὺς μεταξὺ τῶν Ἑλλήνων ἐγκατεστημένους καὶ
διασπορὰν τῶν Ἑλλήνων μεταξὺ τῶν Ἑλλήνων Ἰουδαίους καὶ νὰ διεσπαρμένους Ἰουδαίους καὶ νὰ διδάσκῃ τοὺς Ἕλληνας ἐξευτελίζων
μέλλει πορεύεσθαι καὶ διδάκῃ τοὺς Ἕλληνας; οὕτω τὸν ἑαυτόν του;
διδάσκειν τοὺς Ἕλληνας;
7,36 Τίς ἐστιν οὗτος ὁ λόγος ὃν 36 Ποῖον εἶναι τὸ νόημα αὐτοῦ τοῦ λόγου 36 Τί σημαίνει αὐτὸς ὁ λόγος, τὸν ὁποῖον εἶπε· θὰ μὲ ζητήσετε καὶ
εἶπε, ζητήσετέ με καὶ οὐχ ποὺ εἶπε, ὅτι δηλαδὴ θὰ μὲ ἀναζητήσετε δὲν θὰ μὲ εὕρετε, καὶ ὅπου εἶμαι ἐγώ, σεῖς δὲν μπορεῖτε νὰ ἔλθετε;
εὑρήσετε, καὶ ὅπου εἰμὶ ἐγώ, καὶ δὲν θὰ μὲ εὕρετε καὶ ὅπου εἶμαι ἐγώ,
ὑμεῖς οὐ δύνασθε ἐλθεῖν; σεῖς δὲν ἠμπορεῖτε νὰ ἔλθετε;»
7,37 Ἐν δὲ τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ 37 Κατὰ τὴν τελευταίαν δὲ μεγάλην 37 Κατὰ τὴν τελευταίαν δὲ καὶ ἐπισημοτέραν ἀπὸ ὅλας τὰς ἄλλας
μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς εἰστήκει ὁ ἡμέραν τῆς ἑορτῆς ἐστάθη ὁ Ἰησοῦς καὶ μὲ ἡμέρας τῆς ἑορτῆς ἔστεκεν ὄρθιος ὁ Ἰησοῦς καὶ μὲ ζωηρὰν φωνὴν
Ἰησοῦς καὶ ἔκραξε λέγων· ἐάν ἰσχυρὰν φωνὴν εἶπεν· «ἐὰν κανεὶς διψᾷ εἶπεν· Ἐὰν κανεὶς αἰσθάνεται πόθον καὶ δίψαν ὄχι δι’ ἀγαθὰ ὑλικὰ
τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πνευματικὰ καὶ αἰώνια ἀγαθά, λύτρωσιν, καὶ φθαρτά, ἀλλὰ διὰ τὴν ἐσωτερικὴν γαλήνην καὶ τὴν μακαριότητα
πινέτω. εἰρήνην καὶ χαράν, ἂς ἔλθῃ κοντά μου καὶ τῆς θείας ζωῆς, ἂς ἔρχεται πρὸς ἐμὲ διὰ τῆς πίστεως καὶ ἂς πίνῃ
ἂς πίνῃ τὴν ἀλήθειαν ποὺ προσφέρω, διὰ ἐλεύθερα. Πλησίον μου θὰ ἰκανοποιηθοῦν ὅλοι οἱ εὐγενεῖς του πόθοι
νὰ ἰκανοποιηθοῦν ἔτσι οἱ πλέον βαθεῖς καὶ θὰ εὕρῃ ἀνάπαυσιν ἡ ψυχή του.
καὶ εὐγενεῖς πόθοι του.
7,38 Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς 38 Ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει εἰς ἐμέ, ὅπως εἶπε 38 Ἀπὸ τὴν καρδίαν καὶ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς ἐκείνου, ποὺ πιστεύει εἰς
εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς καὶ ἡ Γραφή, θὰ γίνῃ ἀστείρευτος ἐμέ, σύμφωνα μὲ τοὺς λόγους τῆς Γραφῆς, θὰ τρέξουν ποταμοὶ
κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν πνευματικὴ πηγή· καὶ ἀπὸ τὴν καρδίαν ὕδατος, ποὺ θὰ εἶναι πάντα τρεχούμενο, διὰ νὰ ποτίζεται ὄχι μόνον
ὕδατος ζῶντος. του θὰ ἀναβλύζουν καὶ θὰ τρέχουν ὁ ἴδιος, ἀλλὰ καὶ οἱ ἄλλοι, ποὺ ἔρχονται εἰς σχέσιν μὲ αὐτόν.
ποταμοὶ ἀπὸ ὁλόδροσο τρεχούμενο νερό».

67/192
7,39 Τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ 39 Αὐτὸ δὲ εἶπε ὁ Κύριος διὰ τὸ Ἅγιον 39 Τοὺς λόγους δὲ αὐτοὺς εἶπεν ὁ Κύριος διὰ τὸ Πνεῦμα, τὸ ὁποῖον
Πνεύματος οὗ ἔμελλον Πνεῦμα, τὸ ὁποῖον ἔμελλον νὰ λάβουν ἔμελλον μετὰ τὴν ἀνάληψίν του εἰς τοὺς οὐρανοὺς νὰ λαμβάνουν

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς ὅσοι θὰ ἐπίστευον εἰς αὐτόν, διότι ἡ χάρις ἐκεῖνοι ποὺ θὰ ἐπίστευον εἰς αὐτόν. Διότι εἶχον μὲν δοθῇ προτήτερα
αὐτόν· οὔπω γὰρ ἦν Πνεῦμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ ἀναγεννᾷ καὶ χαρίσματα προφητικὰ καὶ θαυματουργικὰ εἰς ἄνδρας δικαίους καὶ
Ἅγιον, ὅτι Ἰησοῦς οὐδέπω σῴζει, δὲν εἶχε ἀκόμη δοθῇ εἰς κανένα, προφήτας, ἀλλ’ ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ ἀναγεννᾷ τοὺς
ἐδοξάσθη. ἐπειδὴ ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶχε ἀκόμη δοξασθῇ ἀνθρώπους, καὶ μεταδίδει εἰς αὐτοὺς τὴν θείαν καὶ μακαρίαν ζωήν,
μὲ τὴν μεγάλην θυσίαν καὶ μὲ τὴν δὲν εἶχε δοθῇ εἰς κανένα. Καὶ δὲν εἶχε δοθῇ ἡ χάρις αὐτὴ τοῦ
ἔνδοξον ἀνάληψίν του. Πνεύματος, διότι ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶχεν ἀκόμη δοξασθῆ διὰ τοῦ
παθήματος καὶ τῆς ἀναλήψεώς του.
7,40 Πολλοὶ οὖν ἐκ τοῦ ὄχλου 40 Πολλοί, λοιπόν, ἀπὸ τὸν λαόν, ὅταν 40 Πολλοὶ λοιπὸν ἀπὸ τὸν λαόν, οἱ ὁποῖοι ἤκουσαν τοὺς λόγους
ἀκούσαντες τὸν λόγον ἔλεγον· ἤκουσαν τὴν διδασκαλίαν αὐτήν, ἔλεγαν· αὐτούς, ποὺ ἐκήρυξεν ὁ Κύριος κατὰ τὴν διαρκειαν τῆς ἑορτῆς,
οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ «αὐτὸς εἶναι πράγματι ὁ προφήτης, ποὺ ἔλεγον· Πράγματι αὐτὸς εἶναι ὁ προφήτης, ποὺ μᾶς προανήγγειλεν ὁ
προφήτης· ἔχει προαναγγείλει ὁ Μωϋσῆς. Μωϋσῆς.
7,41 ἄλλοι ἔλεγον· οὗτός ἐστιν ὁ 41 Ἄλλοι ἔλεγαν· «αὐτὸς εἶναι πράγματι ὁ 41 Ἄλλοι ἔλεγον· Αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός. Ἄλλοι ἔλεγον· Δὲν εἶναι
Χριστός· ἄλλοι ἔλεγον· μὴ γὰρ Χριστός». Ἄλλοι ἔλεγαν· «δὲν εἶναι ὁ δυνατὸν νὰ εἶναι ὁ Χριστός· διότι μήπως ἔρχεται ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὴν
ἐκ τῆς Γαλιλαίας ὁ Χριστὸς Χριστός, διότι μήπως ἀπὸ τὴν Γαλιλαίαν Γαλιλαίαν;
ἔρχεται; θὰ ἔλθῃ ὁ Χριστός;
7,42 Οὐχὶ ἡ γραφὴ εἶπεν ὅτι ἐκ 42 Δὲν εἶπε ἡ Γραφή, ὅτι ὁ Χριστὸς 42 Δὲν εἶπεν ἡ Γραφή, ὅτι ὁ Χριστὸς ἔρχεται ἀπὸ τὸ γένος τοῦ Δαβὶδ
τοῦ σπέρματος Δαυῒδ καὶ ἀπὸ κατάγεται ἀπὸ τὸ γένος τοῦ Δαυΐδ καὶ καὶ ἀπὸ τὸ χωρίον Βηθλεέμ, ὅπου ἐγεννήθη καὶ ἐμεγαλωσεν ὁ
Βηθλεὲμ τῆς κώμης, ὅπου ἦν ἔρχεται ἀπὸ τὸ χωρίον Βηθλεέμ, ὅπου Δαβίδ;
Δαυΐδ, ὁ Χριστὸς ἔρχεται; ἐγεννήθη καὶ ἔζησεν ὁ Δαυΐδ;»
7,43 Σχίσμα οὖν ἐν τῷ ὄχλῳ 43 Ἔγινε, λοιπόν, ἀντιγνωμία καὶ 43 Προεκλήθη λοιπὸν διαίρεσις καὶ διαφωνία μεταξὺ τοῦ λαοῦ δι’
ἐγένετο δι' αὐτόν. διαίρεσις μεταξὺ τοῦ λαοῦ ἐξ αἰτίας αὐτόν.
αὐτοῦ.
7,44 Τινὲς δὲ ἤθελον ἐξ αὐτῶν 44 Μερικοὶ δὲ ἀπὸ αὐτοὺς ἤθελαν νὰ τὸν 44 Μερικοὶ δὲ ἀπὸ αὐτοὺς ἤθελον νὰ τὸν συλλάβουν, ἀλλὰ κανεὶς
πιάσαι αὐτόν, ἀλλ' οὐδεὶς πιάσουν, ἀλλὰ κανεὶς δὲν ἄπλωσε ἐπάνω δὲν ἐτόλμησε νὰ βάλῃ ἐπάνω του τὰς χεῖρας, καθ’ ὅσον ἀόρατος
ἐπέβαλεν ἐπ' αὐτὸν τὰς χεῖρας. του τὸ χέρι. δύναμις συνεκράτει καὶ παρημπόδιζεν αὐτούς.

68/192
7,45 Ἦλθον οὖν οἱ ὑπηρέται 45 Ἐπέστρεψαν, λοιπόν, οἱ ὑπηρέται εἰς 45 Ἐπειδὴ λοιπὸν κανεὶς δὲν ἠδύνατο νὰ τὸν συλλάβῃ, ἦλθαν εἰς
πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ Φαρισαίους, χωρὶς νὰ τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ εἰς τοὺς Φαρισαίους οἱ ὑπηρέται, χωρὶς νὰ κάμουν

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


Φαρισαίους, καὶ εἶπον αὐτοῖς ἔχουν συλλάβει τὸν Χριστὸν καὶ τοὺς τίποτε. Καὶ εἶπον εἰς αὐτοὺς ἐκεῖνοι· Διατὶ δὲν τὸν ἐφέρατε, ἀφοῦ καὶ
ἐκεῖνοι· διατὶ οὐκ ἠγάγετε εἶπαν ἐκεῖνοι· «διατὶ δὲν τὸν ἐφέρατε ἐδῶ;» δημοσίᾳ ἐνεφανίσθη καὶ πολλοὶ ἀπὸ τὸ πλῆθος μὲ δυσμένειαν τὸν
αὐτόν; ἤκουαν καὶ ἦσαν ἕτοιμοι νὰ σᾶς βοηθήσουν διὰ νὰ μὴ σᾶς διαφύγῃ;
7,46 Ἀπεκρίθησαν οἱ ὑπηρέται· 46 Ἀπεκρίθησαν οἱ ὑπηρέται· «ποτὲ μέχρι 46 Ἀπεκρίθησαν οἱ ὑπηρέται· Ποτὲ ἄλλοτε δὲν ἐδίδαξεν ἄλλος
οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν σήμερα ἄλλος ἄνθρωπος δὲν ἐδίδαξε ἔτσι, ἄνθρωπος μὲ τόσην σοφίαν καὶ δύναμιν καὶ χάριν, μὲ ὅσην διδάσκει
ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ὅπως διδάσκει αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος». ὁ ἄνθρωπος αὐτός.
ἄνθρωπος.
7,47 Ἀπεκρίθησαν οὖν αὐτοῖς οἱ 47 Ἀπεκρίθησαν τότε οἱ Φαρισαῖοι εἰς 47 Ὕστερα λοιπὸν ἀπὸ τὴν ἀνέλπιστον αὐτὴν ἀπάντησιν τῶν
Φαρισαῖοι· μὴ καὶ ὑμεῖς αὐτούς· «μήπως καὶ σεῖς ἔχετε παρασυρθῆ ὑπηρετῶν ἀπεκρίθησαν πρὸς αὐτοὺς οἰ Φαρισαῖοι· Μήπως καὶ σεῖς,
πεπλάνησθε; ἀπὸ αὐτὸν εἰς τὴν πλάνην; ποὺ εἶσθε πάντοτε πλησίον μας καὶ ἀκούετε τὴν διδασκαλίαν μας,
ἔχετε πλανηθῇ ἀπὸ αὐτόν, ὅπως τὰ ἀμαθῆ πλήθη τοῦ λαοῦ;
7,48 Μή τις ἐκ τῶν ἀρχόντων 48 Μήπως ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν κανεὶς 48 Μήπως ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἄρχοντας, μόνους
ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν ἢ ἐκ τῶν ἀπὸ τοὺς ἄρχοντας ἢ ἀπὸ τοὺς ἁρμοδίους νὰ κρίνουν ἐπὶ θρησκευτικῶν ζητημάτων, ἢ ἀπὸ τοὺς
Φαρισαίων; Φαρισαίους; Κανεὶς δὲν ἐπίστευσε, διότι Φαρισαίους, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἄγρυπνοι φύλακες τῶν παραδόσεων καὶ
αὐτοὶ μόνοι γνωρίζουν τὴν ἀλήθειαν καὶ τῆς ὀρθῆς πίστεως;
ἔχουν ὀρθὴ κρίσιν.
7,49 Ἀλλ' ὁ ὄχλος οὗτος ὁ μὴ 49 Ἀλλὰ ἐπίστευσεν αὐτὸς ὁ ἀγράμματος 49 Κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς δὲν ἐπίστευσεν, ἀλλὰ μόνον ὁ ὄχλος αὐτός,
γινώσκων τὸν νόμον ὄχλος, ποὺ δὲν γνωρίζει τὸν νόμον καὶ δι' ποὺ δὲν ἠξεύρει τὸν νόμον καὶ δι’ αὐτὸ εἶναι καταραμένοι.
ἐπικατάρατοί εἰσι! αὐτὸ εἶναι καταράμενοι!»
7,50 Λέγει Νικόδημος πρὸς 50 Λέγει τότε πρὸς αὐτοὺς ὁ Νικόδημος, 50 Λέγει πρὸς αὐτοὺς ὁ Νικόδημος, ἐκεῖνος ποὺ ἦλθεν εἰς τὸν Ἰησοῦν
αὐτούς, ὁ ἐλθὼν νυκτὸς πρὸς ποὺ ἦτο ἔνας ἀπὸ αὐτοὺς καὶ ὁ ὁποῖος ἐν καιρῷ νυκτὸς καὶ ὁ ὁποῖος ἦτο ἕνας ἀπὸ αὐτούς, διότι ἦτο καὶ
αὐτόν, εἶς ὧν ἐξ αὐτῶν· εἶχεν ἐπισκεφθῇ νύκτα τὸν Χριστόν· αὐτὸς μέλος τοῦ συνεδρίου.
7,51 μὴ ὁ νόμος ἡμῶν κρίνει τὸν 51 «μήπως ὁ νόμος μας καταδικάζει τὸν 51 Μήπως ὁ νόμος μας καταδικάζει τὸν ἄνθρωπον, ἐὰν δὲν τὸν
ἄνθρωπον, ἐὰν μὴ ἀκούσῃ παρ' ἄνθρωπον, ἐὰν ὁ δικαστὴς δὲν ἀκούσῃ ἀκούσῃ προτήτερα ὁ δικαστής, ποὺ ἐκπροσωπεῖ τὸν νόμον καὶ μάθῃ
αὐτοῦ πρότερον καὶ γνῷ τί πρῶτον ἀπὸ αὐτὸν τὴν ἀπολογίαν του καὶ ἀπὸ τὴν ἀπολογίαν του τί ἀξιοκατάκριτον καὶ ἀξιόποινον ἔκαμε;

69/192
ποιεῖ; μάθῃ τί ἔχει κάμει;»

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


7,52 Ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον 52 Ἀπήντησαν καὶ τοῦ εἶπαν· «μήπως καὶ 52 Ἀπεκρίθησαν ἐκεῖνοι καὶ τοῦ εἶπαν· Μήπως καὶ σὺ εἶσαι ἀπὸ τὴν
αὐτῷ· μὴ καὶ σὺ ἐκ τῆς σὺ εἶσαι ἀπὸ τὴν Γαλιλαίαν; Ἐρεύνησε καὶ Γαλιλαίαν; Ἐξέτασε καὶ εὔκολα θὰ ἴδῃς καὶ θὰ πεισθῇς ἀπὸ τὰ
Γαλιλαίας εἶ; Ἐρεύνησον καὶ ἴδε μάθε, ὅτι προφήτης δὲν ἔχει ἕως τώρα βγῆ πράγματα ὅτι προφήτης ἀπὸ τὴν Γαλιλαίαν δὲν ἔχει βγῇ ἕως τώρα.
ὅτι προφήτης ἐκ τῆς Γαλιλαίας ἀπὸ τὴν Γαλιλαίαν». (Ἡ ἀξία τοῦ
οὐκ ἐγήγερται. ἀνθρώπου δὲν ἔγκειται εἰς τὸν τόπον
καταγωγῆς, ἀλλὰ εἰς τὴν ἀρετὴν καὶ τὰ
ἔργα του).
7,53 Καὶ ἀπῆλθεν ἕκαστος εἰς 53 Διέλυσαν τότε τὴν συνεδρίασίν των μὲ 53 Καὶ ἐπῆγεν ὁ καθένας των εἰς τὸ σπίτι του, διαλύσαντες ἐν
τὸν οἶκον αὐτοῦ. ταραχὴν καὶ ἐπῆγε ὁ καθένας εἰς τὸ σπίτι ταραχῇ καὶ συγχύσει τὴν συνεδρίαν των.
του.

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 8Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ


Αρχαίο Κείμενο Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
8,1 Ιησοῦς δὲ ἐπορεύθη εἰς τὸ Ο δὲ Ἰησοῦς ἐπῆγεν εἰς τὸ ὅρος τῶν Ο Ἰησοῦς ὅμως ἐπῆγεν εἰς τὸ ὅρος τῶν ἐλαιῶν, ὅπου ἐσυνήθιζε νὰ
ὅρος τῶν ἐλαιῶν· ἐλαιῶν. περνᾷ τὴν νύκτα του.
8,2 ὄρθρου δὲ πάλιν 2 Ἐνῶ δὲ ἀκόμη ἦτο πρωΐ, ἦλθεν πάλιν εἰς 2 Πολὺ πρωῒ δὲ ἦλθε πάλιν εἰς τὸν ἱερὸν περίβολον τοῦ ναοῦ καὶ
παρεγένετο εἰς τὸ ἱερόν, καὶ τὸν ναὸν καὶ ὅλος ὁ λαὸς ἤρχετο πρὸς ὅλος ὁ λαὸς ἤρχετο πρὸς αὐτόν. Καὶ ἀφοῦ ἐκάθισε, τοὺς ἐδίδασκε.
πᾶς ὁ λαὸς ἤρχετο πρὸς αὐτόν· αὐτόν. Καὶ ἀφοῦ ἐκάθισε, τοὺς ἐδίδασκε.
καὶ καθίσας ἐδίδασκεν αὐτούς.
8,3 Ἄγουσι δὲ οἱ γραμματεῖς καὶ 3 Οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι φέρουν 3 Ἐν τῷ μεταξὺ δὲ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι φέρουν ἐκεῖ μίαν
οἱ Φαρισαῖοι γυναῖκα ἐπὶ τότε μίαν γυναῖκα, ἡ ὁποία εἶχε γυναῖκα ἔγγαμον, ἡ ὁποία εἶχε συλληφθῇ ἐπάνω εἰς τὴν πρᾶξιν τῆς
μοιχεία κατειλημμένην, καὶ συλληφθῆ ἐπ' αὐτοφώρῳ καταπατοῦσα μοιχείας, καὶ ἀφοῦ τὴν ἔστησαν εἰς τὸ μέσον τοῦ συνηγμένου
στήσαντες αὐτὴν ἐν μέσῳ τὴν συζυγικὴν πίστιν. Καὶ ἀφοῦ τὴν πλήθους,
ἔβαλαν ὀρθίαν εἰς τὸ μέσον τοῦ

70/192
συγκεντρωμένου πλήθους,
8,4 λέγουσιν αὐτῷ· διδάσκαλε, 4 τοῦ λέγουν· «Διδάσκαλε, αὐτὴ ἡ γυναίκα 4 εἶπαν εἰς αὐτόν· Διδάσκαλε, αὐτὴ ἡ γυναῖκα ἔχει συλληφθῇ κατ’

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


αὕτη ἡ γυνὴ κατείληπται ἐπ' ἔχει συληφθῆ ἐπ' αὐτοφώρῳ νὰ καταπατῇ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ὥραν, ποὺ ἀτιμάζετο.
αὐτοφώρῳ μοιχευομένη· τὴν συζυγικὴν πίστιν·
8,5 καὶ ἐν τῷ νόμῳ ἡμῶν 5 καὶ εἰς τὸν νόμον μας ὁ Μωϋσῆς διέταξε 5 Καὶ εἰς τὸν νόμον μας ὁ Μωϋσῆς μᾶς ἐδίδαξεν αἱ τοιαῦται γυναῖκες
Μωϋσῆς ἐνετείλατο τὰς νὰ λιθοβολοῦνται αὐταὶ αἱ γυναῖκες. νὰ λιθοβολοῦνται.
τοιαύτας λιθάζειν.
8,6 Σὺ οὖν τί λέγεις; Τοῦτο δὲ 6 Σύ, λοιπόν, τί λέγεις;» Αὐτὸ δὲ εἶπαν, διὰ 6 Τί λέγεις λοιπὸν σὺ διὰ τὴν περίπτωσιν αὐτήν; Εἶπον δὲ αὐτὸ μὲ τὸν
εἶπον ἐκπειράζοντες αὐτόν, ἵνα νὰ τὸν θέσουν εἰς πειρασμὸν καὶ νὰ ἔχουν σκοπὸν νὰ τὸν παγιδεύσουν καὶ νὰ τοῦ δημιουργήσουν πειρασμόν,
σχῶσι κατηγορίαν κατ' αὐτοῦ. ἐναντίον του κατηγορίαν. (Διότι ἐὰν διὰ νὰ ἔχουν ἐναντίον του κατηγορίαν ἢ ὅτι εἶναι ἐπιεικὴς ἀντιθέτως
Ὁ δὲ Ἰησοῦς κάτω κύψας τῷ ἠμπόδιζε τὸν λιθοβολισμόν, θὰ ἐφαίνετο πρὸς τὰς διατάξεις τοῦ νόμου, ἢ ὅτι συνέστησε τὸν λιθοβολισμὸν καὶ
δακτύλῳ ἔγραφεν εἰς τὴν γῆν. καταλύων τὸν μωσαϊκὸν νόμον, ἐὰν τὸν δὲν ἐσεβάσθη τὴν ρωμαϊκὴν ἐξουσίαν. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως διὰ νὰ τοὺς
ἐπέτρεπε, θὰ παρέβαινε τὸν ρωμαϊκὸν ἀποφύγῃ, ἔσκυψε κάτω καὶ ἐπροσποιεῖτο, ὅτι ἔγραφεν εἰς τὸ χῶμα μὲ
νόμον). Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἔσκυψε κάτω καὶ μὲ τὸν δάκτυλον, χωρὶς νὰ τοὺς προσέχῃ.
τὸ δάκτυλόν του ἔγραφεν εἰς τὸ ἔδαφος.
8,7 Ὡς δὲ ἐπέμενον ἐρωτῶντες 7 Ἐπειδὴ δὲ ἐκεῖνοι ἐπέμενον νὰ τὸν 7 Ἐπειδὴ δὲ ἐπέμεναν νὰ τὸν ἐρωτοῦν, ἐσήκωσε τὴν κεφαλήν του καὶ
αὐτόν, ἀνέκυψε καὶ εἶπεν ἐρωτοῦν, ἐσήκωσε τὴν κεφαλὴν καὶ τοὺς εἶπεν· Ὁ ἀναμάρτητος ἀπὸ σᾶς ἂς κάμῃ τὴν ἀρχὴν καὶ ἂς ρίψῃ
αὐτοῖς· ὁ ἀναμάρτητος ὑμῶν εἶπεν· «ὁ ἀναμάρτητος ἀπὸ σᾶς ἂς ρίψῃ πρῶτος τὸν λίθον κατ’ αὐτῆς.
πρῶτος βαλέτω λίθον ἐπ' πρῶτος λίθον ἐπάνω της».
αὐτήν.
8,8 Καὶ πάλιν κάτω κύψας 8 Καὶ ἀφοῦ ἔσκυψε πάλιν κάτω, διὰ νὰ 8 Καὶ ἀφοῦ ἔσκυψε πάλιν κάτω, ἔγραφεν εἰς τὴν γῆν διὰ νὰ τοὺς
ἔγραφεν εἰς τὴν γῆν. τοὺς δώσῃ καιρὸν νὰ συναισθανθοῦν τὴν δώσῃ καιρὸν νὰ φύγουν.
ἰδικήν των ἁμαρτωλότητα ἔγραφεν εἰς
τὴν γῆν.
8,9 Οἱ δὲ ἀκούσαντες ἐξήρχοντο 9 Ἐκεῖνοι δέ, ὅταν ἤκουσαν τὸ λόγια του, 9 Οἱ γραμματεῖς δὲ καὶ οἱ Φαρισαῖοι, ὅταν ἤκουσαν τοὺς λόγους
εἷς καθ' εἷς, ἀρξάμενοι ἀπὸ τῶν ἤρχισαν ὁ ἔνας μετὰ τὸν ἄλλον νὰ αὐτοὺς καὶ ἐπειδὴ ἠλέγχοντο ἀπὸ τὴν συνείδησίν τους, διότι δὲν
πρεσβυτέρων, καὶ κατελείφθη ὁ φεύγουν, ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τοὺς ἦσαν ἀναμάρτητοι, ἤρχισαν νὰ βγαίνουν ἕνας - ἕνας, ἀρχίσαντες

71/192
Ἰησοῦς καὶ ἡ γυνὴ ἐν μέσῳ γεροντοτέρους (διότι ὅλοι ἤρχισαν νὰ ἀπὸ τοὺς γεροντοτέρους μέχρι τῶν τελευταίων. Καὶ ἔτσι ἔμεινε
οὖσα. δοκιμάζουν ἐλέγχους τῆς συνειδήσεως διὰ μοναχὸς ὁ Ἰησοῦς καὶ ἡ γυναῖκα ἔστεκε ἐν μέσῳ τῶν ἄλλων

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


τὰ ἰδικά των ἁμαρτήματα). Καὶ ἀπέμεινεν ἀνθρώπων, ποὺ ἤκουαν τὴν διδασκαλίαν του.
ὁ Ἰησοῦς καὶ ἡ γυναίκα, ἡ ὁποία ἐστέκετο
ὀρθία εἰς τὸ μέσον τῶν ἄλλων.
8,10 Ἀνακύψας δὲ ὁ Ἰησοῦς 10 Ἐσήκωσε τότε ὁ Ἰησοῦς τὴν κεφαλὴν 10 Ἐσήκωσε δὲ τότε τὴν κεφαλήν του ὁ Ἰησοῦς καὶ τῆς εἶπε· Γυναῖκα,
εἶπεν αὐτῇ· γύναι, ποῦ εἶσιν; καὶ τῆς εἶπε· «γυναίκα, ποῦ εἶναι αὐτοὶ ποὺ εἶναι οἱ κατήγοροί σου; Κανεὶς δὲν σὲ κατέκρινεν ὡς ἀξίαν
Οὐδεὶς σὲ κατέκρινεν; ποὺ σὲ κατηγόρησαν; Κανεὶς δὲν σὲ τιμωρίας;
κατέκρινε ἀξίαν λιθοβολισμοῦ;»
8,11 Ἡ δὲ εἶπεν· οὐδείς, Κύριε. 11 Ἐκείνη δὲ εἶπε· «κανείς, Κύριε». Εἶπε δὲ 11 Αὐτὴ δὲ εἶπε· Κανένας, Κύριε. Εἶπε δὲ πρὸς αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς· Οὔτε
Εἶπε δὲ ὁ Ἰησοῦς· οὐδὲ ἐγὼ σὲ ὁ Ἰησοῦς· «οὔτε ἐγώ, ποὺ εἶμαι ἐγώ, ποὺ εἶμαι ἀναμάρτητος καὶ μπορῶ νὰ ρίψω τὸν πρῶτον λίθον
κατακρίνω· πορεύου καὶ ἀπὸ ἀναμάρτητος, σὲ κατακρίνω. Πήγαινε καὶ κατὰ σοῦ, δὲν σὲ καταδικάζω. Πήγαινε καὶ ἀπὸ τώρα καὶ εἰς τὸ ἑξῆς
τοῦ νῦν μηκέτι ἁμάρτανε. ἀπὸ τώρα καὶ πέρα μὴ ἁμαρτάνεις μὴ ἁμαρτάνῃς πλέον.
πλέον».
8,12 Πάλιν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς 12 Πάλιν, λοιπόν, ὡμίλησε πρὸς αὐτοὺς ὁ 12 Πάλιν λοιπὸν ὡμίλησε πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς εἶπεν· Ἐγὼ
ἐλάλησε λέγων· ἐγώ εἰμι τὸ Ἰησοῦς λέγων· «ἐγὼ εἶμαι τὸ φῶς ὅλου τοῦ εἶμαι τὸ φῶς ὄχι μόνον τῶν Ἰουδαίων, ἀλλ’ ὁλοκλήρου τοῦ κόσμου.
φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν κόσμου, ἐκεῖνος ποὺ μὲ ἀκολουθεῖ πιστὰ Ἐκεῖνος ποὺ μὲ ἀκολουθεῖ μὲ πλήρῃ ἐμπιστοσύνην καὶ ἐλπίδα καὶ μὲ
ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ δὲν θὰ περιπατήσῃ εἰς τὸ σκότος μὲ πρόθυμον ὑπακοὴν εἰς τοὺς λόγους μου, δὲν θὰ περιπατήσῃ οὔτε θὰ
σκοτίᾳ, ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ἄμεσον τὸν κίνδυνον νὰ κρημνισθῇ εἰς τὰ εὑρεθῇ ποτὲ εἰς τὸ σκότος τῆς πλάνης καὶ τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ θὰ ἔχῃ
ζωῆς. βάραθρα, ἀλλὰ θὰ ἔχῃ τὸ πνευματικὸν μέσα του τὸ ζωηφόρον καὶ πνευματικὸν φῶς, ποὺ προέρχεται ἀπὸ
φῶς ποὺ ἀκτινοβολεῖται ἀπὸ τὸν Θεόν, τὴν ἀληθινὴν ζωήν, τὸν Θεόν.
τὴν πηγὴν τῆς ζωῆς.
8,13 Εἶπον οὖν αὐτῷ οἱ 13 Εἶπαν τότε πρὸς αὐτὸν οἱ Φαρισαῖοι· 13 Κατόπιν λοιπὸν ἀπὸ τὴν τολμηρὰν αὐτὴν βεβαίωσιν τοῦ Ἰησοῦ
Φαρισαῖοι· σὺ περὶ σεαυτοῦ «σὺ δίδεις μόνος σου μαρτυρίαν διὰ τὸν περὶ τοῦ ἑαυτοῦ του, εἶπαν πρὸς αὐτὸν οἱ Φαρισαῖοι· Σὺ
μαρτυρεῖς· ἡ μαρτυρία σου οὐκ εὐατόν σου. Ἡ μαρτυρία σου ὅμως αὐτὴ αὐτοσυσταινόμενος ἐγωϊστικῶς δίδεις μαρτυρίαν διὰ τὸν ἑαυτόν σου.
ἐστὶν ἀληθής. δὲν εἶναι ἀληθινή, ἐφ' ὅσον κανεὶς ἄλλος Διὰ τὴν μαρτυρίαν σου ὅμως αὐτὴν δὲν ἐγγυᾶται κανείς, ὅτι εἶναι
δὲν τὴν ἐπιβεβαιώνει». ἀληθὴς καὶ δὲν προέρχεται ἐκ φιλαυτίας καὶ αὐτοθαυμασμοῦ.

72/192
8,14 Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν 14 Ἀπήντησεν ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς εἶπε· «καὶ 14 Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς εἶπε· Καὶ ἐὰν ἐγὼ δίδω μαρτυρίαν διὰ
αὐτοῖς· κἂν ἐγὼ μαρτυρῶ περὶ ἐὰν ἀκόμη ἐγὼ μόνος μαρτυρῶ διὰ τὸν τὸν ἑαυτόν μου, ἡ μαρτυρία μου εἶναι ἀληθὴς καὶ ἀξιόπιστος, διότι

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


ἐμαυτοῦ, ἀληθής ἐστιν ἡ εὐατόν μου, ἡ μαρτυρία μου εἶναι ἐγὼ γνωρίζω καλῶς ἀπὸ ποὺ ἦλθον διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεώς μου καὶ
μαρτυρία μου, ὅτι οἶδα πόθεν ἀληθινή, διότι τὴν ἀλήθειαν πάντοτε ποὺ θὰ ὑπάγω μετὰ τὴν ἀνάληψίν μου. Ἦλθον ἀπὸ τὸν ἐν οὐρανοῖς
ἦλθον καὶ ποῦ ὑπάγω· ὑμεῖς δὲ λέγω καὶ διότι ἐγὼ γνωρίζω πολὺ καλά, Πατέρα μου καὶ θὰ ὑπάγω πάλιν εἰς αὐτόν. Ἡ ἀποστολὴ δὲ καὶ ἡ
οὐκ οἴδατε πόθεν ἔρχομαι ἢ ἀπό ποῦ ἦλθα καὶ ποῦ ὑπάγω. Ἦλθα ἀπὸ ἐπάνοδός μου αὐτὴ ἐγγυῶνται περὶ τοῦ ὅτι ἡ μαρτυρία μου εἶναι
ποῦ ὑπάγω. τὸν Πατέρα καὶ ἐπιστρέφω πρὸς τὸν ἀληθής. Σεῖς ὅμως δὲν ἐλάβετε ἐνδιαφέρον νὰ μάθετε καὶ δι’ αὐτὸ
Πατέρα. Σεῖς ὅμως δὲν γνωρίζετε ἀπὸ ποῦ δὲν ἠξεύρετε ἀπὸ ποὺ ἦλθον ἢ ποὺ θὰ ὑπάγω.
ἔρχομαι καὶ ποῦ πηγαίνω.
8,15 Ὑμεῖς κατὰ τὴν σάρκα 15 Σεῖς σχηματίζετε κρίσιν σύμφωνα μὲ 15 Σεῖς κρίνετε ἐπιπόλαια, σύμφωνα μὲ τὸ ἐξωτερικὸν φαινόμενον
κρίνετε· ἐγὼ οὐ κρίνῳ οὐδένα. τὰ ἐξωτερικὰ φαινόμενα τῆς ἀνθρωπίνης τῆς ἀνθρωπίνης μου φύσεως. Ἐγὼ δὲ πρὸς τὸ παρὸν καὶ πρὸ τῆς
μου φύσεως. Ἐγὼ καίτοι ἔχω τὸ δικαίωμα δευτέρας μου παρουσίας δὲν καταδικάζω κανένα, ὥστε νὰ σᾶς
νὰ κρίνω καὶ νὰ ἐπιβάλω τιμωρίας, δὲν τιμωρήσω διὰ τὴν ἀπιστίαν σας αὐτήν.
κρίνω καὶ δὲν καταδικάζω κανένα μέχρι
τῆς δευτέρας παρουσίας μου.
8,16 Καὶ ἐὰν κρίνῳ δὲ ἐγώ, ἡ 16 Καὶ ἐὰν ἀπὸ τώρα θελήσω ἐγὼ νὰ 16 Καὶ ἐὰν δὲ ἀναλάβω ἀπὸ τώρα τὸ ἔργον τοῦ Κριτοῦ, ἡ ἀπόφασίς
κρίσις ἡ ἐμὴ ἀληθής ἐστιν, ὅτι κρίνω, ἡ κρίσις μου θὰ εἶναι ἀληθινή, διότι μου καὶ ἡ κρίσις μου θὰ εἶναι ἀληθὴς καὶ δικαία, διότι δὲν εἶμαι
μόνος οὐκ εἰμί, ἀλλ' ἐγὼ καὶ ὁ δὲν εἶμαι ἐγὼ μόνος, ἀλλὰ εἴμεθα ἐγὼ καὶ μόνος, ἀλλ’ εἴμεθα ἐγὼ καὶ ὁ Πατήρ, ὁ ὁποῖος μὲ ἀπέστειλε, καὶ
πέμψας με πατήρ. ὁ Πατήρ, ὁ ὁποῖος μὲ ἔστειλε, καὶ ἡ κρίσις κρίνομεν καὶ οἱ δύο μαζί.
μας εἶναι ἀπολύτως ὀρθὴ καὶ δικαία.
8,17 Καὶ ἐν τῷ νόμῳ δὲ τῷ 17 Ἄλλωστε καὶ εἰς τὸν νόμον σας ἔχει 17 Καὶ εἰς τὸν νόμον δέ, διὰ τὸν ὁποῖον καυχᾶσθε, ὅτι εἶναι ἰδικός
ὑμετέρῳ γέγραπται ὅτι δύο γραφῆ, ὅτι ἡ μαρτυρία δύο ἀνθρώπων σας, εἶναι γραμμένον ὅτι δύο ἀνθρώπων ἡ μαρτυρία εἶναι ἔγκυρος
ἀνθρώπων ἡ μαρτυρία ἀληθής εἶναι ἀληθινὴ καὶ βάσει αὐτῆς δύναται ὁ καὶ δύναται εἰς αὐτὴν νὰ στηριχθῇ ἀπόφασις νόμιμος καὶ ἰσχυρά.
ἐστιν. δικαστὴς νὰ ἀποφασίσῃ.
8,18 Ἐγώ εἰμι ὁ μαρτυρῶν περὶ 18 Καὶ ἐπὶ τοῦ προκειμένου ἐγὼ εἶμαι ὁ 18 Καὶ εἰς τὴν προκειμένην περίστασιν, ἐγὼ εἶμαι ὁ ἕνας μάρτυς, ποὺ
ἐμαυτοῦ, καὶ μαρτυρεῖ περὶ ἔνας ποὺ μαρτυρῶ διὰ τὸν ἑαυτόν μου, μαρτυρῷ διὰ τὸν ἑαυτόν μου, καὶ δεύτερος μάρτυς μαρτυρεῖ δι’ ἐμὲ ὁ
ἐμοῦ ὁ πέμψας με πατήρ. ἀλλὰ δι' ἐμὲ μαρτυρεῖ καὶ ὁ Πατήρ, ὁ Πατήρ, ποὺ μὲ ἔστειλεν εἰς τὸν κόσμον. Δὲν εἶναι λοιπὸν

73/192
ὁποῖος μὲ ἔστειλε». μεμονωμένη ἡ μαρτυρία μου, ἀλλὰ βασίζεται καὶ ἐπὶ τῆς μαρτυρίας
τοῦ Πατρός μου.

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


8,19 Ἔλεγον οὖν αὐτῷ· ποῦ 19 Ἔλεγαν τότε πρὸς αὐτόν· «ποῦ εἶναι ὁ 19 Ἔλεγον λοιπὸν πρὸς αὐτόν· Ποὺ εἶναι ὁ πατήρ σου διὰ νὰ
ἐστιν ὁ πατήρ σου; Ἀπεκρίθη Πατήρ σου, διὰ τὸν ὁποῖον λέγεις ὅτι ἀκούσωμεν τὴν μαρτυρίαν του; Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς· Οὔτε ἐμὲ
Ἰησοῦς· οὔτε ἐμὲ οἴδατε οὔτε μαρτυρεῖ;» Ἀπήντησεν ὁ Ἰησοῦς· «οὔτε ἐμὲ γνωρίζετε, ὅτι εἶμαι φύσει Υἱός τοῦ Θεοῦ, οὔτε τὸν Πατέρα μου. Ἐὰν
τὸν πατέρα μου· εἰ ἐμὲ ᾔδειτε, ὡς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Θεὸν γνωρίζετε οὔτε ἐξ ἀρχῆς ἐδίδετε ἐμπιστοσύνην εἰς ἐμὲ καὶ διὰ τῆς συμμορφώσεώς
καὶ τὸν πατέρα μου ᾔδειτε ἄν. τὸν Πατέρα μου. Ἐὰν εἴχατε γνωρίσει ἐμέ, σας πρὸς τὴν διδασκαλίαν μου εἶχατε ἐκ πείρας γνωρίσει ποῖος εἶμαι,
θὰ ἐγνωρίζατε καὶ τὸν Πατέρα μου, διότι θὰ ἐγνωρίζατε καὶ τὸν Πατέρα μου. τὸν ὁποῖον φανερώνω εἰς τοὺς
ἐγὼ περὶ αὐτοῦ πολλὲς φορὲς ὡμίλησα πιστοὺς ἀκολούθους μου μὲ τὸ φῶς τῆς διδασκαλίας μου καὶ τὴν
καὶ αὐτὸν εἰς τοὺς πιστοὺς ἀκροατάς μου θείαν ζωήν μου.
ἐφανέρωσα».
8,20 Ταῦτα τὰ ρήματα 20 Αὐτὰ τὰ λόγια εἶπεν ὁ Ἰησοῦς κοντὰ εἰς 20 Αὐτούς, τοὺς τόσον σοβαροὺς καὶ τολμηροὺς λόγους, τοὺς εἶπεν ὁ
ἐλάλησεν ὁ Ἰησοῦς ἐν τῷ τὸ θησαυροφυλάκιον τῶν προσφορῶν καὶ Ἰησοῦς πλησίον τοῦ θησαυροφυλακίου τοῦ ναοῦ, διδάσκων εἰς αὐτὸν
γαζοφυλακίῳ, διδάσκων ἐν τῷ βοηθημάτων, διδάσκων εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ τὸν ἱερὸν περίβολον τοῦ ναοῦ. Καὶ ὅμως, μολονότι τὸ
ἱερῷ, καὶ οὐδεὶς ἐπίασεν αὐτόν, ναοῦ καὶ κανεὶς δὲν συνέλαβεν αὐτόν, θησαυροφυλάκιον ἦτο πολὺ πλησίον τῆς αἰθούσης, ὅπου ἐδίκαζε τὸ
ὅτι οὔπω ἐληλύθει ἡ ὥρα διότι δὲν εἶχε ἔλθει ἀκόμη ἡ συνέδριον, κανεὶς δὲν τὸν συνέλαβε, διότι δὲν εἶχεν ἔλθει ἀκόμη ἡ
αὐτοῦ. προσδιωρισμένη ἀπὸ τὸν Θεὸν ὥρα του. ὡρισμένη ἀπὸ τὸν Θεὸν ὥρα τῆς συλλήψεως καὶ τοῦ θανάτου του.
8,21 Εἶπεν οὖν πάλιν αὐτοῖς ὁ 21 Εἶπε, λοιπόν, πάλιν εἰς αὐτοὺς ὁ 21 Ἐφ’ ὅσον λοιπὸν κανεὶς δὲν ἐτόλμα νὰ τὸν ἐμποδίσῃ ἀπὸ τοῦ νὰ
Ἰησοῦς· ἐγὼ ὑπάγω καὶ Ἰησοῦς· «ἐγὼ πηγαίνω πρὸς τὸν Πατέρα διδάσκῃ, εἶπε πάλιν εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Ἐγὼ φεύγω ἀπὸ τὴν
ζητήσετέ με, καὶ ἐν τῇ ἁμαρτίᾳ μου, ἀφοῦ τελειώσω τὸ ἔργον μου, καὶ θὰ παροῦσαν ζωὴν καὶ πηγαίνω πρὸς τὸν ἐν οὐρανοῖς Πατέρα μου. Εἰς
ὑμῶν ἀποθανεῖσθε· ὅπου ἐγὼ μὲ ἀναζητήσετε ὡς Σωτῆρα σας, ὅταν αἱ στιγμὰς δὲ ἀπελπισίας θὰ μὲ ζητήσετε ὡς Μεσσίαν καὶ λυτρωτήν
ὑπάγω, ὑμεῖς οὐ δύνασθε συμφοραὶ ἐπιπέσουν ἐναντίον σας, ἀλλὰ σας. Λόγῳ τῆς ἀπιστίας σας ὅμως θὰ ἀποθάνετε μέσα εἰς τὴν
ἐλθεῖν. διὰ τὴν ἀπιστίαν σας θὰ ἀποθάνετε ἁμαρτίαν σας, χωρισμένοι ἐντελῶς ἀπὸ τὸν Θεόν. Ἐκεῖ ποὺ πηγαίνω
ζυμωμένοι μὲ τὴν ἁμαρτίαν σας. Δι' αὐτὸ ἐγώ, σεῖς δὲν ἠμπορεῖτε νὰ ἔλθετε, διὰ νὰ εὔρετε πλησίον μου τὴν
καὶ ὅπου ἐγὼ πηγαίνω, δὲν ἠμπορεῖτε σεῖς σωτηρίαν σας.
νὰ ἔλθετε».
8,22 Ἔλεγον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι· 22 Ἔλεγαν τότε οἱ Ἰουδαῖοι· «μήπως 22 Ἔλεγον λοιπὸν οἱ Ἰουδαῖοι· Μήπως αὐτοκτονήσῃ καὶ θανατώσῃ

74/192
μήτι ἀποκτενεῖ ἑαυτόν, ὅτι θανατώσῃ μόνος του τὸν εὐατόν του; μόνος του τὸν ἑαυτόν του; Διότι λέγει, ὅπου ἐγὼ πηγαίνω, σεῖς δὲν
λέγει, ὅπου ἐγὼ ὑπάγω, ὑμεῖς Διότι λέγει, ὅτι ὅπου ἐγὼ πηγαίνω, σεῖς ἠμπορεῖτε νὰ ἔλθετε. Ὡρισμένως δέ, ἐὰν σκέπτεται νὰ αὐτοκτονήση,

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


οὐ δύνασθε ἐλθεῖν; δὲν ἠμπορεῖτε νὰ ἔλθετε». ἡμεῖς δὲν θὰ τὸν ἀκολουθήσωμεν ποτὲ εἰς τὸν Ἅδην.
8,23 Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ὑμεῖς ἐκ 23 Καὶ εἶπεν πρὸς αὐτούς· «σεῖς εἶσθε ἀπὸ 23 Καὶ εἶπεν εἰς αὐτούς· Σεῖς εἶσθε ἀπὸ τὰ κάτω, ἀπὸ τὴν γῆν, καὶ
τῶν κάτω ἐστέ, ἐγὼ ἐκ τῶν ἄνω τὰ κάτω, ἀπὸ τὴν γῆν καὶ ἔχετε γήϊνα καὶ εἶσθε κυριευμένοι ἀπὸ γηΐνας σκέψεις καὶ ἐλατήρια. Ἐγὼ εἶμαι ἀπὸ
εἰμί· ὑμεῖς ἐκ τοῦ κόσμου ὑλικὰ φρονήματα καὶ ἐλατήρια. Ἐγὼ τὰ ἐπάνω, ἀπὸ τὸν οὐρανόν, μὲ φρονήματα καὶ σκέψεις ἐντελῶς
τούτου ἐστέ, ἐγὼ οὐκ εἰμὶ ἐκ τοῦ ὅμως εἶμαι ἐκ τῶν ἄνω, ἀπὸ τὸν οὐρανὸν ἀντίθετα ἀπὸ τὰ ἰδικά σας. Σεῖς εἶσθε ἀπὸ τὸν μάταιον καὶ
κόσμου τούτου. μὲ οὐράνιον πνευματικὸν πλοῦτον. Σεῖς ἁμαρτωλὸν αὐτὸν κόσμον, διότι κατέχεσθε ἀπὸ τὰ σαρκικὰ
εἶσθε ἀπὸ τὸν ἁμαρτωλὸν τοῦτον κόσμον, φρονήματα τῶν μακρὰν τοῦ Θεοῦ ἀνθρώπων. Ἐγὼ δὲν εἶμαι ἀπὸ τὸν
ποὺ ζῇ μακρὰν ἀπὸ τὸν Θεόν. Ἐνῶ ἐγώ, κόσμον αὐτόν. Πῶς λοιπὸν εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ χωρισθῶμεν διὰ
καίτοι ζῶ τώρα εἰς τὸν κόσμον, δὲν παντός;
προέρχομαι ἀπὸ τὸν κόσμον τοῦτον.
8,24 Εἶπον οὖν ὑμῖν ὅτι 24 Δι' αὐτὸ καὶ σᾶς εἶπα ὅτι θὰ ἀποθάνετε 24 Ἀφοῦ λοιπὸν εἶσθε ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτόν, σᾶς εἶπα, ὅτι θὰ
ἀποθανεῖσθε ἐν ταῖς ἁμαρτίαις ζυμωμένοι μὲ τὰς ἁμαρτίας σας, διότι ἀποθάνετε βυθισμένοι εἰς τὰς ἁμαρτίας σας. Διότι, ἐὰν δὲν
ὑμῶν· ἐὰν γὰρ μὴ πιστεύσητε εἶσθε, καὶ ἐπιμένετε νὰ εἶσθε, ἄνθρωποι πιστεύσετε, ὅτι ἐγὼ εἶμαι ὁ μόνος καὶ πραγματικὸς Σωτήρ, θὰ
ὅτι ἐγώ εἰμι, ἀποθανεῖσθε ἐν τοῦ ἁμαρτωλοῦ τούτου κόσμου. Ἐὰν δὲ ἀποθάνετε θαμμένοι εἰς τὰς ἁμαρτίας σας.
ταῖς ἁμαρτίαις ὑμῶν. δὲν πιστεύσετε ὅτι ἐγὼ εἶμαι ὁ Μεσσίας, ὁ
ἀληθινὸς καὶ μοναδικὸς Σωτήρ, θὰ
ἀποθάνετε βυθισμένοι εἰς τὰς ἁμαρτίας
σας».
8,25 Ἔλεγον οὖν αὐτῷ· σὺ τίς εἶ; 25 Εἶπαν τότε πρὸς αὐτόν· «ποῖος εἶσαι σύ, 25 Κατόπιν λοιπὸν τῆς βεβαιώσεως αὐτῆς τοῦ Ἰησοῦ, τοῦ ἔλεγαν
Καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· τὴν ποὺ ἰσχυρίζεσαι ὅτι χωρὶς σὲ δὲν ἐκεῖνοι: Καὶ ποῖος εἶσαι σύ, ὥστε χωρὶς σὲ νὰ εἶναι ἀδύνατον νὰ
ἀρχὴν ὅ,τι καὶ λαλῶ ὑμῖν. ἠμποροῦμεν νὰ σωθῶμεν;» Καὶ σωθῶμεν; Καὶ εἰς ἀπάντησιν ὁ Ἰησοῦς εἶπεν εἰς αὐτούς· Ἀκριβῶς καὶ
ἀπήντησεν εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· «εἶμαι ὅ,τι ἐξ ὁλοκλήρου εἶμαι ἐκεῖνο, ποὺ σᾶς λέγω τώρα.
εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς καὶ συνεχῶς λέγω πρὸς
σᾶς.
8,26 Πολλὰ ἔχω περὶ ὑμῶν 26 Πολλὰ ἀκόμη ἔχω νὰ πῶ διὰ σᾶς καὶ 26 Καὶ διὰ νὰ ἐπανέλθω εἰς τὴν σειρὰν τῶν λόγων μου, σᾶς

75/192
λαλεῖν καὶ κρίνειν· ἀλλ' ὁ νὰ σᾶς κρίνῳ, δὲν θὰ τὰ δεχθῆτε ὅμως. προσθέτω, ὅτι ἔχω ἀκόμη πολλὰ νὰ εἰπῶ διὰ σᾶς καὶ νὰ σᾶς
πέμψας με ἀληθής ἐστι, κἀγὼ ἃ Ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ μὲ ἔστειλε, εἶναι κατακρίνω δι’ αὐτά. Καὶ δὲν θὰ δεχθῆτε μὲν σεῖς ὡς ἀληθῆ καὶ

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


ἤκουσα παρ' αὐτοῦ, ταῦτα λέγω ἀπολύτως ἀληθινός, καὶ ἐγὼ ὅσα ἤκουσα δικαίαν τὴν κρίσιν μου. Ἀλλ’ ἐκεῖνος ποὺ μὲ ἔστειλεν, εἶναι ἀληθής,
εἰς τὸν κόσμον. ἀπὸ αὐτόν, αὐτὰ ἀκριβῶς λέγω εἰς τὸν καὶ δὲν πλανᾶται, οὔτε ψεύδεται ποτέ. Καὶ ἐγὼ ἐκεῖνα, ποὺ ἤκουσα
κόσμον, πάντοτε δηλαδὴ ἀληθινὰ καὶ ἀπὸ αὐτόν, αὐτὰ λέγω εἰς τὸν κόσμον, καὶ συνεπῶς ὅσα λέγω, εἶναι
δίκαια». δίκαια καὶ ἀληθῆ.
8,27 Οὐκ ἔγνωσαν ὅτι τὸν 27 Οἱ Ἰουδαῖοι ὅμως δὲν ἀντελήφθησαν 27 Οἱ Ἰουδαῖοι ὅμως δὲν ἐκατάλαβαν, ὅτι τοὺς ἔλεγε διὰ τὸν Πατέρα
πατέρα αὐτοῖς ἔλεγεν. ὅτι τοὺς ἔκανε λόγον διὰ τὸν οὐράνιον του καὶ διὰ τὴν ἰδιαιτέραν σχέσιν καὶ κοινωνίαν, εἰς τὴν ὁποίαν καὶ
Πατέρα του. ὡς ἄνθρωπος διετέλει πρὸς αὐτόν.
8,28 Εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· 28 Εἶπε τότε πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· «ὅταν 28 Εἶπε λοιπὸν εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Ὅταν ὑψώσετε ἐπὶ τοῦ σταυροῦ
ὅταν ὑψώσητε τὸν υἱὸν τοῦ ὑψώσετε ἐπάνω εἰς τὸν σταυρὸν τὸν υἱὸν τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου, τότε θὰ μάθετε ὅτι ἐγὼ εἶμαι ὁ μόνος Σωτήρ,
ἀνθρώπου, τότε γνώσεσθε ὅτι τοῦ ἀνθρώπου, τότε θὰ μάθετε ὅτι εἶμαι ὁ καὶ ὅτι τίποτε ἀπολύτως δὲν κάμνω ἀπὸ τὸν ἑαυτόν μου, ἀλλὰ
ἐγώ εἰμι, καὶ ἀπ' ἐμαυτοῦ ποιῶ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Σωτὴρ τοῦ κόσμου καὶ συμφωνῶ ἀπολύτως πρὸς τὸν Πατέρα μου. Καὶ διὰ νὰ σᾶς ὁμιλήσω
οὐδέν, ἀλλὰ καθὼς ἐδίδαξέ με ὁ ὅτι ἀπὸ τὸν εὐατόν μου ἐγὼ δὲν κάνω σύμφωνα μὲ ἐκεῖνα, ποὺ συμβαίνουν μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, ὥστε
πατήρ μου, ταῦτα λαλῶ. τίποτε ἀπολύτως, ἀλλὰ ὅπως μὲ ἐδίδαξε ὁ νὰ μὲ καταλάβετε καλύτερα, σᾶς προσθέτω: Καθὼς μὲ ἐδίδαξεν ὁ
Πατήρ μου, αὐτὰ ἀκριβῶς λέγω. Πατήρ μου, ἔτσι ὁμιλῶ καὶ αὐτὰ ἀκριβῶς λέγω.
8,29 Καὶ ὁ πέμψας με μετ' ἐμοῦ 29 Καὶ ἐκεῖνος, ποὺ μὲ ἔστειλε, εἶναι μαζῆ 29 Καὶ ἐκεῖνος, ποὺ μὲ ἔστειλεν, εἶναι μαζί μου. Δὲν μὲ ἀφῆκε ποτὲ
ἐστιν· οὐκ ἀφῆκέ με μόνον ὁ μου. Δὲν μὲ ἀφῆκε ποτὲ μόνον ὁ Πατήρ, μοναχὸν ὁ Πατήρ, διότι ἐγὼ πράττω πάντοτε ἐκεῖνα, ποὺ τοῦ
πατήρ, ὅτι ἐγὼ τὰ ἀρεστὰ αὐτῷ ἀλλὰ ἔχει συνεχῆ καὶ ἀδιατάρακτον ἀρέσουν, καὶ δι’ αὐτὸ διατηρῶ ἀδιάσπαστον πάντοτε καὶ πολὺ
ποιῶ πάντοτε. ἐπικοινωνίαν μὲ ἐμέ, διότι ἐγὼ πράττω στενὴν τὴν ἐπικοινωνίαν καὶ σχέσιν πρὸς τὸν Πατέρα μου.
πάντοτε αὐτά ποὺ τοῦ εἶναι εὐάρεστα».
8,30 Ταῦτα αὐτοῦ λαλοῦντος 30 Ἐνῶ δὲ ἐδίδασκεν αὐτὰ ὁ Ἰησοῦς, 30 Ὅταν δὲ ἔλεγε αὐτὰ ὁ Ἰησοῦς, πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν, ὅτι
πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν. πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν. εἶναι ὁ Μεσσίας.
8,31 Ἔλεγεν οὖν ὁ Ἰησοῦς πρὸς 31 Πρὸς αὐτούς, λοιπόν, τοὺς Ἰουδαίους 31 Διὰ νὰ καταστήσῃ λοιπὸν βαθυτέραν καὶ στερεωτέραν τὴν πίστιν
τοὺς πεπιστευκότας αὐτῷ ποὺ εἶχαν πιστεύσει, εἶπεν ὁ Ἰησοῦς καὶ των ὁ Ἰησοῦς, ἔλεγε πρὸς τοὺς Ἰουδαίους αὐτούς, οἱ ὁποῖοι εἶχον
Ἰουδαίους· ἐὰν ὑμεῖς μείνητε ἐν τὰ ἐξῆς· «ἐὰν σεῖς μείνετε ἀκλόνητοι εἰς πιστεύσει εἰς αὐτόν· Ἐὰν σεῖς μείνετε στερεοὶ εἰς τὴν διδασκαλίαν
τῷ λόγῳ τῷ ἐμῷ,ἀληθῶς τὴν διδασκαλίαν μου καὶ τὴν ἐφαρμόζετε μου καὶ συμμορφώσετε τὴν συμπεριφορὰν καὶ τὴν ζωήν σας πρὸς

76/192
μαθηταί μού ἐστε, εἰς τὴν ζωήν σας, τότε θὰ εἶσθε ἀληθινοὶ αὐτήν, εἶσθε πράγματι καὶ ἀληθινοὶ μαθηταί μου.
μαθηταί μου

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


8,32 καὶ γνώσεσθε τὴν 32 καὶ θὰ γνωρίσετε, ὄχι μόνον ἀπὸ τὴν 32 Καὶ καθ’ ὅσον θὰ ζῆτε αὐτά, ποὺ σᾶς διδάσκω, θὰ μάθετε
ἀλήθειαν καὶ ἡ ἀλήθεια διδασκαλίαν μου, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν πειραματικῶς τὴν ἀλήθειαν καὶ ἡ ἀλήθεια θὰ σᾶς ἐλευθερώσῃ ἀπὸ
ἐλευθερώσει ὑμᾶς. προσωπικήν σας πεῖραν, τὴν ἀλήθειαν τὴν δουλείαν τῆς ἁμαρτίας.
καὶ ἡ ἀλήθεια θὰ σᾶς ἐλευθερώσῃ ἀπὸ
τὴν τυραννίαν καὶ τὸν θάνατον, ποὺ
φέρνει ἡ ἁμαρτία».
8,33 Ἀπεκρίθησαν αὐτῷ· 33 Ἐκεῖνοι δὲν ἐνόησαν τὰ λόγια του, 33 Ἀπεκρίθησαν εἰς αὐτὸν οἰ Ἰουδαῖοι, οἰ ὁποῖοι ὑπὸ τὸ κράτος τῆς
σπέρμα Ἀβραάμ ἐσμεν καὶ ἐνόμισαν ὅτι τοὺς ἀποκαλεῖ δούλους παραφορᾶς των ἐλησμόνησαν τὴν δουλείαν τῆς Αἰγύπτου καὶ τῆς
οὐδενὶ δεδουλεύκαμεν πώπωτε· ξένων κατακτητῶν, καὶ μὲ ἔξαψιν εἶπον· Βαβυλῶνος, καθὼς καὶ τὸν ρωμαϊκὸν ζυγόν· Εἴμεθα ἀπόγονοι καὶ
πῶς σὺ λέγεις ὅτι ἐλεύθεροι «ἡμεῖς εἴμεθα ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραὰμ κληρονόμοι τοῦ Ἀβραάμ, προωρισμένοι νὰ κατακτήσωμεν
γενήσεσθε; προωρισμένοι νὰ κατακτήσωμεν τὸν ὁλόκληρον τὸν κόσμον καὶ δὲν ἐγίναμεν ποτὲ ἕως τώρα δοῦλοι εἰς
κόσμον καί ποτὲ ἕως τώρα δὲν ἐγίναμεν κανένα, ἀλλὰ μόνον κυβερνήτην καὶ Κύριόν μας ἔχομεν τὸν Θεόν.
δοῦλοι εἰς κανένα. Πῶς, λοιπόν, σὺ λέγεις Πῶς σὺ λέγεις, ὅτι θὰ γίνετε ἐλεύθεροι;
ὅτι θὰ γίνετε ἐλεύθεροι;» (Καὶ ἔλεγον
αὐτὰ λησμονοῦντες ὅτι τὸ ἔθνος των εἰς
πολλοὺς κατακτητὰς εἶχεν ὑποδουλωθῆ,
ὅπως καὶ τώρα εἰς τοὺς Ρωμαίους).
8,34 Ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· 34 Τοὺς ἀπήντησεν ὁ Ἰησοῦς· «σᾶς 34 Ἀπεκρίθη εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Σᾶς διαβεβαιῶ κατηγορηματικῶς,
ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ διαβεβαιώνω ὅτι καθένας, ποὺ πράττει ὅτι καθένας, ποὺ συστηματικῶς ἐπιμένει νὰ κάνῃ τὴν ἁμαρτίαν καὶ
ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν δοῦλός τὴν ἁμαρτίαν καὶ μένει ἀμετανόητος εἰς δὲν μετανοεῖ διὰ νὰ ἐγκολπωθῇ τὴν ἀλήθειαν, εἶναι δοῦλος καὶ
ἐστι τῆς ἁμαρτίας. τὴν ἁμαρτίαν, εἶναι δοῦλος τῆς ἁμαρτίας. αἰχμάλωτος τῆς ἁμαρτίας.
8,35 Ὁ δὲ δοῦλος οὐ μένει ἐν τῇ 35 Ὁ δὲ δοῦλος δὲν μένει εἰς τὴν οἰκίαν 35 Ὁ δοῦλος δὲ δὲν παραμένει ὡς κληρονόμος καὶ παντοτεινὸς
οἰκίᾳ εἰς τὸν αἰῶνα· ὁ υἱὸς μένει τοῦ κυρίου του, κληρονόμος καὶ κάτοχος εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ κυρίου, διότι δὲν ἔχει δικαιώματα εἰς
εἰς τὸν αἰῶνα. ἰδιοκτήτης. Ὁ Υἱὸς ὅμως μένει πάντοτε εἰς αὐτήν, καὶ ἐκδιώκεται ἐκ ταύτης, ὅταν καταστῇ ἀνεπιθύμητος.
τὴν οἰκίαν, διότι ἔχει κληρονομικῶς ἀπὸ Τουναντίον ὁ υἱός, ἐπειδὴ κληρονομεῖ ὅλα τὰ δικαιώματα τοῦ πατρός

77/192
τὸν πατέρα του αὐτὰ τὰ δικαιώματα. του, μένει παντοτεινὰ εἰς τὴν οἰκίαν.
8,36 Ἐὰν οὖν ὁ υἱὸς ὑμᾶς 36 Ἐὰν λοιπὸν ὁ σαρκωθεὶς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ 36 Ἐὰν λοιπὸν ὁ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ σᾶς δώσῃ τὴν ἐλευθερίαν,

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


ἐλευθερώσῃ ὄντως ἐλεύθεροι σᾶς ἐλευθερώσῃ ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, τότε τότε θὰ εἶσθε πράγματι ἐλεύθεροι καὶ θὰ ἀποκτήσετε τὴν ἀληθινὴν
ἔσεσθε. πράγματι θὰ εἶσθε ἐλεύθεροι. ἐλευθερίαν τῆς ψυχῆς.
8,37 Οἶδα ὅτι σπέρμα Ἀβραὰμ 37 Γνωρίζω ὅτι εἶσθε ἀπόγονοι τοῦ 37 Γνωρίζω, ὅτι κατὰ τὴν σαρκικὴν καταγωγὴν εἶσθε ἀπόγονοι τοῦ
ἔστε· ἀλλὰ ζητεῖτέ με Ἀβραάμ. Ἀλλὰ δὲν τοῦ ὁμοιάζετε καὶ Ἀβραάμ. Παρὰ ταῦτα ὅμως, ἐπειδὴ δὲν ὁμοιάζετε κατὰ τὴν ἀρετὴν
ἀποκτεῖναι, ὅτι ὁ λόγος ὁ ἐμὸς ζητεῖτε νὰ μὲ φονεύσετε, διότι ἡ πρὸς τὸν Ἀβραάμ, δὲν εἶσθε ἐλεύθερα τέκνα του, ἀλλ’ εἶσθε δοῦλοι
οὐ χωρεῖ ἐν ὑμῖν. διδασκαλία μου δὲν εἰσχωρεῖ εἰς τὴν τῆς ἁμαρτίας. Καὶ ἀπόδειξις τούτου εἶναι, ὅτι ζητεῖτε νὰ μὲ
ψυχήν σας, ποὺ εἶναι δούλη τῆς ἁμαρτίας. φονεύσετε, μόνον καὶ μόνον διότι ὁ λόγος μου καὶ ἡ διδασκαλία μου
δὲν εἰσχωρεῖ καὶ δὲν ἔχει τόπον μέσα σας.
8,38 Ἐγὼ ὃ ἑώρακα παρὰ τῷ 38 Ἐγὼ ἐκεῖνο ποὺ ἔχω ἰδεῖ πλησίον τοῦ 38 Ἐγὼ ἐκεῖνο, ποὺ ἔχω ἴδει καὶ ἔμαθα μὲ πλήρη βεβαιότητα πλησίον
πατρί μου λαλῶ· καὶ ὑμεῖς οὖν οὐρανίου Πατρός μου αὐτὸ καὶ διδάσκω. τοῦ ἐν οὐρανοῖς Πατρός μου, αὐτὸ καὶ μόνον λέγω. Καὶ σεῖς πάλιν
ὃ ἑωράκατε παρὰ τῷ πατρὶ Καὶ σεῖς αὐτὸ ποὺ εἴδατε καὶ ἐμάθατε ἐκεῖνο, ποὺ ἐμάθατε ἀπὸ τὸν πατέρα σας διάβολον, αὐτὸ πράττετε.
ὑμῶν ποιεῖτε. πλησίον τοῦ πατρός σας, τὸν ὁποῖον δὲν Πῶς εἶναι λοιπὸν δυνατὸν ὁ λόγος τοῦ Πατρός μου νὰ εἰσχωρήσῃ καὶ
θέλω νὰ ὀνομάσω, αὐτὸ κάνετε». νὰ εὕρῃ θέσιν μέσα σας;
8,39 Ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον 39 Ἀπεκρίθησαν καὶ τοῦ εἶπαν· «ὁ πατὴρ 39 Ἀπεκρίθησαν καὶ τοῦ εἶπαν· Ὁ πατήρ μας εἶναι ὁ Ἀβραάμ, καὶ
αὐτῷ· ὁ πατὴρ ἡμῶν Ἀβραάμ μας εἶναι ὁ Ἀβραὰμ καὶ ὄχι ἐκεῖνος τὸν κανένας ἄλλος. Λέγει εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Ἐὰν ἤσασθε τέκνα τοῦ
ἐστι. Λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· εἰ ὁποῖον ὑπονοεῖς σύ». Εἶπαν εἰς αὐτούς· Ἀβραάμ, θὰ τοῦ ὠμοιάζατε καὶ εἰς τὴν ἀρετὴν καὶ θὰ ἐκάνατε τὰ
τέκνα τοῦ Ἀβραὰμ ἦτε, τὰ ἔργα «ἐὰν πράγματι ἤσασθε τέκνα τοῦ ἔργα τοῦ Ἀβραάμ.
τοῦ Ἀβραὰμ ἐποιεῖτε. Ἀβραάμ, θὰ ἐκάνατε τὰ ἔργα τοῦ
Ἀβραάμ.
8,40 Νῦν δὲ ζητεῖτέ με 40 Τώρα δὲ ζητεῖτε νὰ μὲ φονεύσετε, 40 Τώρα ὅμως σεῖς θέλετε νὰ μὲ θανατώσετε, ἄνθρωπον ὁ ὁποῖος
ἀποκτεῖναι, ἄνθρωπον ὃς τὴν ἄνθρωπον ὁ ὁποῖος σᾶς εἶπα τὴν εἶπα εἰς σᾶς τὴν ἀλήθειαν. Ποίαν δὲ ἀλήθειαν; Αὐτὴν τὴν ὁποίαν
ἀλήθειαν ὑμῖν λελάληκα, ἣν ἀλήθειαν, ποὺ ἔχω ἀκούσει ἀπὸ τὸν Θεόν. ἤκουσα ἀπὸ τὸν Θεόν. Τὸ ἔγκλημα αὐτὸ δὲν τὸ ἔκαμεν ὁ Ἀβραάμ.
ἤκουσα παρὰ τοῦ Θεοῦ· τοῦτο Αὐτὸ τὸ ἐγκληματικὸν ἔργον ὁ Ἀβραὰμ
Ἀβραὰμ οὐκ ἐποίησεν. δὲν τὸ ἔκανε.
8,41 Ὑμεῖς ποιεῖτε τὰ ἔργα τοῦ 41 Σεῖς πράττετε τὰ ἔργα τοῦ πατρός σας, 41 Σεῖς πράττετε τὰ ἔργα τοῦ πατρός σας, τὸν ὁποῖον ἀποφεύγω νὰ

78/192
πατρὸς ὑμῶν. Εἶπον οὖν αὐτῷ· δηλαδὴ τοῦ διαβόλου». Εἶπαν τότε εἰς κατονομάσω. Κατόπιν λοιπὸν τῆς κατηγορίας ταύτης τοῦ Κυρίου,
ἡμεῖς ἐκ πορνείας οὐ αὐτόν· «ἡμεῖς δὲν ἔχομεν γεννηθῇ ἀπὸ εἶπαν πρὸς αὐτὸν οἱ Ἰουδαῖοι· Ἡμεῖς δὲν ἔχομεν γεννηθῆ ἀπὸ

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


γεγεννήμεθα· ἕνα πατέρα παράνομον ἐπιμιξίαν μὲ τοὺς ἀθέμιτον καὶ πορνικὴν ἐπιμιξίαν μὲ εἰδωλολάτρας, ὥστε νὰ ἔχῃ
ἔχομεν, τὸν Θεόν. εἰδωλολάτρας. Δὲν ἔχομεν πατέρα τὸν νοθευθῇ ἡ καταγωγή μας ἀπὸ τὸν Ἀβραάμ. Δὲν ἀνήκομεν εἰς τὴν
διάβολον. Ἕνα πατέρα ἔχομεν, τὸν Θεόν». οἰκογένειαν τοῦ σατανᾶ, τοὺς εἰδωλολάτρας, ἀλλ’ ἀνήκομεν εἰς τὸν
ἐκ τοῦ Ἀβραὰμ καταγόμενον λαὸν τοῦ Θεοῦ. Ἕνα πατέρα ἔχομεν,
τὸν Θεόν.
8,42 Εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· 42 Ἀπεκρίθη εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· «ἐὰν 42 Εἰς ἀπάντησιν λοιπὸν τῆς καυχησιολογίας των ταύτης εἶπε πρὸς
εἰ ὁ Θεὸς πατὴρ ὑμῶν ἦν, πράγματι ὁ Θεὸς ἦτο πατήρ σας, θὰ αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Ἐὰν ὁ Θεὸς ἦτο πατέρας σας, θὰ εἴχατε ἀγάπην καὶ
ἠγαπᾶτε ἂν ἐμέ· ἐγὼ γὰρ ἐκ τοῦ ἀγαπούσατε ἐμέ· διότι ἐγὼ ἔχω προέλθει εἰς ἐμέ, διότι ἐγὼ ἀπὸ τὸν Θεὸν ἐβγῆκα διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεώς μου
Θεοῦ ἐξῆλθον καὶ ἥκω· οὐδὲ ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ἔχω ἔλθει εἰς σᾶς μὲ τὴν καὶ ἔχω ἔλθει μεταξύ σας. Ναί· εἶμαι ἐν μέσῳ ὑμῶν ὡς πρέσβυς
γὰρ ἀπ' ἐμαυτοῦ ἐλήλυθα, ἀλλ' ἐνανθρώπησίν μου. Διότι καὶ εἰς τὸν ἀντιπροσωπεύων τὸν Θεόν· διότι καὶ εἰς τὸν κόσμον, ποὺ ἦλθα, δὲν
ἐκεῖνός με ἀπέστειλε. κόσμον δὲν ἦλθα ἀπὸ τὸν εὐατόν μου, ἔχω ἔλθει ἀπὸ τὸν ἑαυτόν μου, ἀλλὰ μὲ ἀπέστειλεν ἐκεῖνος.
ἀλλὰ μὲ ἔστειλεν Ἐκεῖνος.
8,43 Διατὶ τὴν λαλιὰν τὴν ἐμὴν 43 Διατὶ δὲ δὲν κατανοεῖτε καὶ δὲν 43 Διατὶ δὲν ἐννοεῖτε καὶ δὲν ἐκτιμᾶτε ἐκεῖνο, ποὺ σᾶς λέγω μὲ τὴν
οὐ γινώσκετε; Ὅτι οὐ δύνασθε δέχεσθε τὴν διδασκαλίαν μου; Διότι, σᾶς διδασκαλίαν μου καὶ τὸ κήρυγμά μου; Θὰ σᾶς εἶπω ἐγὼ τὴν αἰτίαν.
ἀκούειν τὸν λόγον τὸν ἐμόν. τὸ λέγω ἐγώ, δὲν ἠμπορεῖτε λόγῳ τῆς Δὲν ἐννοεῖτε τὴν διδασκαλίαν μου, διότι ἕνεκα τῆς κακίας καὶ
ἁμαρτωλότητός σας νὰ ἀκούετε μὲ διαφθορᾶς τῶν ψυχῶν σας δὲν ἠμπορεῖτε νὰ τὴν παρακολουθῆτε μὲ
ἠρεμίαν καὶ μὲ εὐλάβειαν τὰ λόγια μου. ἐνδιαφέρον καὶ εὐλάβειαν.
8,44 Ὑμεῖς ἐκ τοῦ πατρὸς τοῦ 44 Σεῖς ἔχετε πατέρα τὸν διάβολον, ἀπὸ 44 Σεῖς, οἱ ὁποῖοι καυχᾶσθε ὅτι εἶσθε τέκνα τοῦ Θεοῦ, πατέρα, ἀπὸ
διαβόλου ἐστέ, καὶ τὰς τὸν ὁποῖον καὶ κατάγεσθε καὶ θέλετε νὰ τὸν ὁποῖον κατάγεσθε καὶ τοῦ ὁποίου τὸν χαρακτῆρα καὶ τὰ
ἐπιθυμίας τοῦ πατρὸς ὑμῶν ἐκτελῆτε τὰς πονηρὰς ἐπιθυμίας τοῦ ἰδιώματα ἐκληρονομήσατε, ἔχετε τὸν διάβολον καὶ τὰς ἁμαρτωλὰς
θέλετε ποιεῖν. Ἐκεῖνος πατρός σας. Ἐκεῖνος ἀπὸ τὴν ἀρχὴν τῆς καὶ φονικὰς ἐπιθυμίας τοῦ πατέρα σας αὐτοῦ θέλετε καὶ εἶσθε
ἀνθρωποκτόνος ἦν ἀπ' ἀρχῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου ἦτο ἀποφασισμένοι νὰ πράττετε. Ἐκεῖνος ἀπ’ ἀρχῆς τῆς δημιουργίας τοῦ
καὶ ἐν τῇ ἀληθείᾳ οὐχ ἕστηκεν, ἀνθρωποκτόνος καὶ ποτὲ δὲν ἔχει σταθῇ ἀνθρώπου ἦτο φονέας τοῦ ἀνθρώπου, καὶ μὲ τὸ ψεῦδος του
ὅτι οὐκ ἔστιν ἀλήθεια ἐν αὐτῷ· οὔτε καὶ στέκεται εἰς τὴν ἀλήθειαν, διότι παρέσυρεν αὐτὸν εἰς τὴν ἁμαρτίαν καὶ τὸν θάνατον. Καὶ δὲν
ὅταν λαλῇ τὸ ψεῦδος, ἐκ τῶν δὲν ὑπάρχει μέσα του, οὔτε ἀλήθεια οὔτε στέκεται εἰς τὴν ἀλήθειαν, διότι δὲν ὑπάρχει μέσα του πόθος πρὸς

79/192
ἰδίων λαλεῖ, ὅτι ψεύστης ἐστὶ ἐπιθυμία διὰ τὴν ἀλήθειαν. Ὅταν λέγῃ τὸ αὐτὴν καὶ διάθεσις νὰ εἶπῃ κάποτε τὴν ἀλήθειαν. Ὅταν λαλῇ τὸ
καὶ ὁ πατὴρ αὐτοῦ. ψεῦδος, τὸ ἀνασύρει καὶ τὸ λέγει ἀπὸ τὸν ψεῦδος, τὸ βγάζει ἀπὸ μέσα του καὶ τὸ λέγει, διότι εἶναι ψεύστης καὶ

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


εὐατόν του, διότι εἶναι ψεύτης, καὶ ὁ πατέρας τοῦ ψεύδους, ὁ πρῶτος ἐπινοητὴς καὶ ὁ κύριος ὑποβολεὺς
πατὴρ καὶ ὁ ἐφευρέτης τοῦ ψεύδους. αὐτοῦ.
8,45 Ἐγὼ δὲ ὅτι τὴν ἀλήθειαν 45 Ἐγὼ ὅμως λέγω πάντοτε τὴν ἀλήθειαν, 45 Ἐγὼ ὅμως εἶμαι τὸ στόμα τῆς ἀληθείας καὶ διότι λέγω τὴν
λέγω, οὐ πιστεύετέ μοι. καὶ ἐν τούτοις σεῖς δὲν μὲ πιστεύετε, διότι ἀλήθειαν, δι’ αὐτὸ σεῖς, ποὺ εἶσθε τέκνα τοῦ ψεύστου διαβόλου, δὲν
ἀκριβῶς σεῖς εἶσθε τέκνα τοῦ ψεύτου μὲ πιστεύετε.
διαβόλου.
8,46 Τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει μὲ περὶ 46 Ποῖος ἀπὸ σᾶς εἶναι δυνατὸν νὰ μὲ 46 Ποῖος ἀπὸ σᾶς ἠμπορεῖ ἐξετάζων καὶ ἐλέγχων τὴν ζωήν μου νὰ
ἁμαρτίας; Εἰ δὲ ἀλήθειαν λέγω, ἐλέγξῃ ἔστω καὶ διὰ τὴν παραμικροτέραν ἀποδείξῃ, ὅτι ὑπέπεσα ἔστω καὶ εἰς κάποιαν παραμικρὰν ἁμαρτίαν;
διατὶ ὑμεῖς οὐ πιστεύετέ μοι; ἁμαρτίαν; Ἐὰν δὲ ἐγώ, καθὸ Κανείς. Καὶ συνεπῶς οὔτε ὡς ψεύστην ἠμπορεῖτε νὰ μὲ
ἀναμάρτητος, λέγω πάντοτε τὴν κατηγορήσετε. Ἀλλ’ ἐὰν λέγω πάντοτε τὴν ἀλήθειαν, διατὶ σεῖς δὲν
ἀλήθειαν, διατὶ σεῖς δὲν μὲ πιστεύετε; μὲ πιστεύετε;
8,47 Ὁ ὢν ἐκ τοῦ Θεοῦ τὰ 47 Ἐκεῖνος ποὺ κατάγεται ἀπὸ τὸν Θεόν, 47 Ἐκεῖνος ποὺ κατάγεται ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ἀπέκτησε διὰ τῆς
ρήματα τοῦ Θεοῦ ἀκούει· διὰ ἀκούει μὲ προσοχὴν καὶ εὐλάβειαν τὰ ἀσκήσεως τῆς ἀρετῆς πραγματικὴν συγγένειαν πρὸς τὸν Θεόν,
τοῦτο ὑμεῖς οὐκ ἀκούετε, ὅτι ἐκ λόγια τοῦ Θεοῦ· διὰ τοῦτο σεῖς δὲν δίδετε ἀκούει μὲ προσοχὴν καὶ ἐνδιαφέρον τοὺς λόγους τοῦ Θεοῦ, καὶ
τοῦ Θεοῦ οὐκ ἐστέ. σημασίαν εἰς τοὺς λόγους τοῦ Θεοῦ, διότι ἐγκολπώνεται αὐτούς. Δι’ αὐτὸ σεῖς ἀδιαφορεῖτε καὶ δὲν ἀκούετε
δὲν εἶσθε ἀπὸ τὸν Θεόν». τοὺς λόγους τοῦ Θεοῦ, διότι ἡθικῶς δὲν κατάγεσθε ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ
δὲν ἔχετε πραγματικὴν συγγένειαν πρὸς αὐτόν.
8,48 Ἀπεκρίθησαν οὖν οἱ 48 Ὠργισμένοι, διότι ἐθεώρησαν αὐτὰ 48 Ὕστερα λοιπὸν ἀπὸ τὸν ἔλεγχον αὐτὸν ἀπεκρίθησαν οἱ Ἰουδαῖοι
Ἰουδαῖοι καὶ εἶπον αὐτῷ· οὐ ὕβριν ἐναντίον των οἱ Ἰουδαῖοι, καὶ τοῦ εἶπαν· Ἀφοῦ τόσον περιφρονητικὰ ἐκφράζεσαι διὰ τοὺς
καλῶς λέγομεν ἡμεῖς ὅτι ἀπήντησαν καὶ τοῦ εἶπαν· «καλὰ δὲν Ἰσραηλίτας, καλὰ δὲν λέγομεν ἡμεῖς ὅτι εἶσαι Σαμαρείτης καὶ ὅτι
Σαμαρείτης εἶ σὺ καὶ δαιμόνιον λέγομεν ἡμεῖς, ὅτι εἶσαι Σαμαρείτης, ἔχεις δαιμόνιον, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἐμπνέεσαι τὴν τρελλὴν αὐτὴν ἰδέαν,
ἔχεις; δηλαδὴ ἐχθρὸς τῶν Ἰουδαίων, καὶ ὅτι ποὺ ἔχεις διὰ τὸν ἑαυτόν σου;
ἔχεις δαιμόνιον, ποῦ σὲ κινεῖ νὰ λέγῃς
αὐτὰς τὰς ὕβρεις ἐναντίον μας;»
8,49 Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· ἐγὼ 49 Ἐγὼ δὲν ἔχω δαιμόνιον, ἀλλὰ μὲ ὅσα 49 Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς· Ἐγὼ δὲν ἔχω δαιμόνιον καὶ δὲν σᾶς ὁμιλῶ ἀπὸ

80/192
δαιμόνιον οὐκ ἔχω, ἀλλὰ τιμῶ λέγω καὶ πράττω, τιμῶ τὸν Πατέρα μου μῖσος ἢ διατάραξιν φρενῶν ἐκ διαβολικῆς ἐπιδράσεως
τὸν πατέρα μου, καὶ ὑμεῖς καὶ σεῖς ἀντὶ νὰ δεχθῆτε ὅσα διὰ τὸν προερχομένην, ἀλλ’ ὅταν σᾶς λέγω, ὅτι δὲν ἔχετε πατέρα τὸν Θεόν,

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


ἀτιμάζετέ με. Πατέρα λέγω, μὲ ἐξευτελίζετε καὶ μὲ τιμῶ τὸν Πατέρα μου, διὰ τὸν ὁποῖον θὰ ἦτο ἐντροπὴ καὶ ὕβρις νὰ
ὑβρίζετε, ἔχῃ τέτοια παιδιά. Ἀλλὰ σεῖς, ἀντὶ νὰ δεχθῆτε τὴν τιμητικὴν αὐτὴν
διὰ τὸν Πατέρα μου μαρτυρίαν καὶ να διορθωθῆτε, μὲ ἀτιμάζετε καὶ
μὲ ὑβρίζετε.
8,50 Ἐγὼ δὲ οὐ ζητῶ τὴν δόξαν 50 Δὲν δίδω ὅμως σημασίαν εἰς τὰς ὕβρεις 50 Ἐγὼ ὅμως δὲν ζητῶ νὰ δοξάσω τὸν ἑαυτόν μου καὶ δι’ αὐτὸ δὲν μὲ
μου· ἐστὶν ὁ ζητῶν καὶ κρίνων. σας, διότι ἐγὼ δὲν ζητῶ νὰ δοξασθῶ ἐκ μέλει, ἐὰν μὲ ἀτιμάζετε. Ὑπάρχει ὁ Πατήρ, ὁ ὁποῖος ζητεῖ τὴν δόξαν
μέρους τῶν ἀνθρώπων. Ὑπάρχει ὁ Πατήρ, μου καὶ θὰ κάμῃ αὐτὸς τὴν κρίσιν μεταξὺ ἐμοῦ καὶ τῆς ἰδικῆς σας
ὁ ὁποῖος θέλει καὶ ζητεῖ νὰ μὲ δοξάσῃ καὶ ἀπιστίας καὶ τυφλότητος.
ὁ ὁποῖος θὰ κρίνῃ ἀνάμεσα εἰς ἐμὲ καὶ εἰς
σᾶς.
8,51 Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐάν 51 Σᾶς διαβεβαιώνω, ὅτι ὅποιος 51 Κατηγορηματικῶς σᾶς βεβαιῶ ὅτι, ἐὰν κανεὶς φυλάξῃ καὶ
τις τὸν λόγον τὸν ἐμὸν τηρήσῃ, ἐφαρμόσει τὰ λόγια μου εἰς τὴν ζωήν του, ἐφαρμόσῃ εἰς τὴν ζωήν του τὸν λόγον μου, δὲν θὰ ἴδῃ ποτὲ μὲ τὰ
θάνατον οὐ μὴ θεωρήσῃ εἰς τὸν δὲν θὰ ἀντικρύσῃ ποτὲ τὸν αἰώνιον μάτια του τὸν πνευματικὸν καὶ αἰώνιον θάνατον, ποὺ χωρίζει
αἰῶνα. πνευματικὸν θάνατον - δηλαδὴ τὸν διαπαντὸς τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ τὸν καταδικάζει εἰς τὴν
χωρισμόν του ἀπὸ τὸν Θεόν - τὴν αἰωνίαν αἰωνίαν κόλασιν.
κόλασιν».
8,52 Εἶπον οὖν αὐτῷ οἱ Ἰουδαῖοι· 52 Εἶπαν τότε εἰς αὐτὸν οἱ Ἰουδαῖοι· «τώρα 52 Κατόπιν λοιπὸν τῆς νέας ταύτης διακηρύξεως τοῦ Ἰησοῦ, τοῦ
νῦν ἐγνώκαμεν ὅτι δαιμόνιον πλέον ἐκαταλάβαμε καλά, ὅτι ἔχεις εἶπαν οἱ Ἰουδαῖοι· Τώρα ἐπείσθημεν τελείως, ὅτι ἔχεις δαιμόνιον. Ὁ
ἔχεις. Ἀβραὰμ ἀπέθανε καὶ οἱ δαιμόνιον. Ὁ Ἀβραὰμ ἐπέθανε καὶ οἱ Ἀβραὰμ καθὼς καὶ οἱ προφῆται, μολονότι ἐτήρησαν τὸν λόγον τοῦ
προφῆται, καὶ σὺ λέγεις, ἐάν τις προφῆται ἐπέθαναν καὶ σὺ λέγεις· Θεοῦ, ἀπέθανον, καὶ σὺ λέγεις, ἐὰν κανεὶς τηρήσῃ τὸν λόγον μου,
τὸν λόγον μου τηρήσῃ, οὐ μὴ Ὅποιος τηρήσει τὸν λόγον μου δὲν θὰ δὲν θὰ ἀποθάνῃ ποτέ;
γεύσηται θανάτου εἰς τὸν παθάνῃ ποτέ;
αἰῶνα;
8,53 Μὴ σὺ μείζων εἶ τοῦ 53 Μήπως εἶσαι σὺ ἀνώτερος ἀπὸ τὸν 53 Μήπως εἶσαι σὺ ἀνώτερος ἀπὸ τὸν πατέρα μας τὸν Ἀβραάμ, ὁ
πατρὸς ἡμῶν Ἀβραάμ, ὅστις πατέρα μας τὸν Ἀβραάμ, ὁ ὁποῖος ὁποῖος μ’ ὅλα ταῦτα ἀπέθανε; Καὶ οἱ προφῆται ἀπέθανον. Ποῖος

81/192
ἀπέθανε; Καὶ οἱ προφῆται ἐπέθανε; Καὶ οἱ προφῆται, ποὺ ἐτήρησαν φαντάζεσαι, ὅτι εἶσαι καὶ πόσον μεγάλον κάνεις σὺ τὸν ἑαυτόν σου;
ἀπέθανον· τίνα σεαυτὸν σὺ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐκεῖνοι

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


ποιεῖς; ἐπέθαναν. Σὰν ποιὸν ἐσὺ θεωρεῖς τὸν
ἑαυτόν σου; Πόσον μεγάλον; Τί θέλεις νὰ
μᾶς παραστήσῃς;»
8,54 Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· ἐὰν ἐγὼ 54 Ἀπήντησεν ὁ Ἰησοῦς· «ἐὰν ἐγὼ μόνος 54 Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς· Ἐὰν ἐγὼ τιμῶ καὶ δοξάζω τὸν ἑαυτόν μου, ἡ
δοξάζω ἐμαυτόν, ἡ δόξα μου μου τιμῶ καὶ δοξάζω τὸν εὐατόν μου, ἡ δόξα μου δὲν εἶναι τίποτε, διότι ἐκεῖνοι, ποὺ καυχῶνται καὶ ἐπαινοῦν
οὐδέν ἐστιν· ἔστιν ὁ πατήρ μου δόξα μου, δὲν εἶναι τίποτε. Ὑπάρχει ὅμως μόνοι των τοὺς ἑαυτούς των, γίνονται καταγέλαστοι. Δι’ ἐμὲ ὅμως
ὁ δοξάζων με, ὃν ὑμεῖς λέγετε ὁ Πατήρ μου, ὁ ὁποῖος μὲ δοξάζει μὲ τὰ ὑπάρχει ὁ Πατήρ μου, ὁ ὁποῖος μὲ δοξάζει διὰ τῶν θαυμάτων, ποὺ
ὅτι Θεὸς ὑμῶν ἐστι, θαύματα καὶ τὰ σημεῖα τὰ ὁποῖα κάνω, διὰ τῆς δυνάμεώς του ἐνεργῶ. Καὶ ὁ Πατήρ μου εἶναι ἐκεῖνος
καὶ τὸν ὁποῖον σεῖς, ποὺ μὲ περιφρονεῖτε, ἀκριβῶς, διὰ τὸν ὁποῖον λέγετε σεῖς, ὅτι εἶναι Θεὸς ἀποκλειστικῶς
λέγετε ὅτι εἶναι Θεός σας. καὶ μόνον ἰδικός σας.
8,55 καὶ οὐκ ἐγνώκατε αὐτόν· 55 Εἰς τὴν πραγματικότητα ὅμως δὲν τὸν 55 Καὶ ὅμως δὲν τὸν ἐγνωρίσατε, διότι ἀγνοεῖτε καὶ τὴν φύσιν του καὶ
ἐγὼ δὲ οἶδα αὐτόν, καὶ ἐὰν εἴπω ἔχετε γνωρίσει. Ἐγὼ ὅμως τὸν γνωρίζω. τὴν ἀγάπην του καὶ τὸ θέλημά του. Ἐγὼ ὅμως τὸν γνωρίζω καλά.
ὅτι οὐκ οἶδα αὐτόν, ἔσομαι Καὶ ἐὰν εἴπω ὅτι δὲν τὸν γνωρίζω, θὰ Καὶ ἐὰν εἴπω, ὅτι δὲν τὸν γνωρίζω, θὰ εἶμαι ὅμοιός σας ψεύστης.
ὅμοιος ὑμῶν ψεύστης· ἀλλ' οἶδα εἶμαι ὅμοιος μὲ σᾶς, ψεύτης. Ἀλλὰ τὸν Ἀλλὰ τὸν γνωρίζω καλῶς, ἀκριβῶς δὲ δι’ αὐτὸ καὶ φυλάττω τὸν
αὐτὸν καὶ τὸν λόγον αὐτοῦ γνωρίζω πολὺ καλὰ καὶ τὸ θέλημα αὐτοῦ λόγον του.
τηρῶ. φυλάττω πάντοτε.
8,56 Ἀβραὰμ ὁ πατὴρ ὑμῶν 56 Ὁ Ἀβραάμ, ὁ πατέρας σας, γεμᾶτος 56 Ὁ Ἀβραάμ, ποὺ καυχάσθε ὅτι τὸν ἔχετε πατέρα, γεμᾶτος ἐλπίδα,
ἠγαλλιάσατο ἵνα ἵδῃ τὴν ἀγαλλίασιν καὶ χαρὰν ἐπόθησε νὰ ἴδῃ τὴν ποὺ τοῦ ἐπροκάλει μεγάλην χαράν, ἐπεθύμησε νὰ ἴδῃ τὰς ἡμέρας
ἡμέραν τὴν ἐμήν, καὶ εἶδε καὶ ἡμέραν τῆς ἐνανθρωπήσεώς μου καὶ τὴν τῆς ἐνανθρωπήσεώς μου καὶ τὰς εἶδε τώρα ἀπὸ τὸν τόπον τῆς
ἐχάρη. εἶδε καὶ ἐχάρη». μακαριότητος, ὅπου ζῇ, καὶ ἐχάρῃ.
8,57 Εἶπον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι πρὸς 57 Τοῦ εἶπαν τότε οἱ Ἰουδαῖοι· «δὲν ἔχεις 57 Τοῦ εἶπαν λοιπὸν οἱ Ἰουδαῖοι· Δὲν εἶσαι οὔτε πεντήκοντα ἐτῶν
αὐτόν· πεντήκοντα ἔτη οὔπω ἀκόμη οὔτε πενήντα ἐτῶν ἡλικίαν καὶ ἀκόμη καὶ ἔχεις ἴδει τὸν Ἀβραάμ, ποὺ ἔζησε πρὸ δύο χιλιάδων
ἔχεις καὶ Ἀβραὰμ ἑώρακας; εἶδες τὸν Ἀβραάμ, ποὺ ἔζησε ἐδῶ καὶ δύο περίπου ἐτῶν;
χιλιάδες χρόνια;»
8,58 Εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· 58 Τοὺς εἶπε τότε ὁ Ἰησοῦς· «σᾶς 58 Εἶπε τότε εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Ἐν πάσῃ ἀληθείᾳ σᾶς λέγω, προτοῦ

82/192
ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, πρὶν διαβεβαιώνω, ὅτι πρὶν λάβῃ ὕπαρξιν ὁ νὰ γίνῃ καὶ γεννηθῇ ὁ Ἀβραάμ, ἐγὼ ὑπάρχω ἀϊδίως καὶ πρὸ τῶν
Ἀβραὰμ γενέσθαι ἐγὼ εἰμι. Ἀβραὰμ ἐγὼ ὑπάρχω. (Δηλαδὴ αἰώνων.

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


προαιωνίως ὑπάρχω)».
8,59 Ἦραν οὖν λίθους ἵνα 59 Ἀγανακτησμένοι τότε οἱ Ἰουδαῖοι 59 Κατόπιν λοιπὸν τῆς διαβεβαιώσεως αὐτῆς, ποὺ ἔκαμε διὰ τὸν
βάλωσιν ἐπ' αὐτόν. Ἰησοῦς δὲ ἐπῆραν λιθάρια, διὰ νὰ ρίψουν ἐναντίον ἑαυτόν του ὁ Ἰησοῦς, ἐπῆραν ἀπὸ τὸ ἔδαφος πέτρας διὰ νὰ τὰς
ἐκρύβη, καὶ ἐξῆλθεν ἐκ τοῦ του. Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐχάθη ἀπὸ τὰ μάτια των ρίψουν κατ’ αὐτοῦ. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως διὰ θαυμαστῇς ἐπεμβάσεως τῆς
ἱεροῦ διελθὼν διὰ μέσου αὐτῶν, καὶ ἐβγῆκεν ἀπὸ τὰς αὐλὰς τοῦ ναοῦ, θείας Προνοίας ἐχάθη ἀπὸ τὰ μάτια τους καὶ ἐβγῆκεν ἀπὸ τὸ ἱερόν,
καὶ παρῆγεν οὕτως. περιπατώντας διὰ μέσου αὐτῶν ἀφοῦ ἐπέρασεν ἀπαρατήρητος διὰ μέσου αὐτῶν. Καὶ ἐβάδιζεν ἔτσι,
ἀπαρατήρητος. Καὶ ἐβάδιζεν ἔτσι, χωρὶς χωρὶς νὰ φαίνεται εἰς αὐτούς.
νὰ τὸν βλέπουν.

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 9Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ


Αρχαίο Κείμενο Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
9,1 Καὶ παράγων εἶδεν Καὶ καθὼς ἐπερνοῦσεν ὁ Κύριος κάποιον Καὶ ἐνῷ διέβαινεν ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὸ μέσον τῆς πόλεως, εἶδεν
ἄνθρωπον τυφλὸν ἐκ γενετῆς· δρόμον τῆς πόλεως, εἶδε ἕνα τυφλὸν ἐκ ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος εἶχε γεννηθῇ τυφλός.
γενετῆς.
9,2 καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν οἱ 2 Καὶ τὸν ἠρώτησαν οἱ μαθηταί του, 2 Καὶ τὸν ἡρώτησαν οἱ μαθηταί του καὶ τοῦ εἶπαν· Διδάσκαλε, ποῖος
μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· ραββί, λέγοντες· «Διδάσκαλε, ποιὸς ἡμάρτησε, ἡμάρτησε, διὰ νὰ γεννηθῇ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς τυφλός; Ἡμάρτησεν
τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἢ οἱ γονεῖς αὐτὸς ἢ οἱ γονεῖς του, διὰ νὰ γεννηθῇ αὐτός, ὅταν ἦτο άκόμη μέσα εἰς τὴν κοιλίαν τῆς μητέρας του, ἢ
αὐτοῦ, ἵνα τυφλὸς γεννηθῇ; τυφλός; (Τὸ πρῶτο εἶναι ἀδύνατον, τὸ ἡμάρτησαν οἱ γονεῖς του καὶ διὰ τὰς ἁμαρτίας ἐκείνων τιμωρεῖται
δεύτερον εἶναι ἄδικον. Τότε διατὶ αὐτός;
ἐγεννήθη τυφλός;)»
9,3 Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· οὔτε οὗτος 3 Ἀπήντησεν ὁ Ἰησοῦς· «οὔτε αὐτὸς 3 Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς· οὔτε αὐτὸς ἡμάρτησεν, οὔτε οἱ γονεῖς του. Ἀλλ’
ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἡμάρτησε οὔτε οἱ γονεῖς του. Ἀλλὰ ἐγεννήθη τυφλός, διὰ νὰ φανερωθοῦν διὰ τῆς ὑπερφυσικῆς
ἀλλ' ἵνα φανερωθῇ τὰ ἔργα τοῦ ἐγεννήθη τυφλός, διὰ νὰ φανερωθοῦν, μὲ θεραπείας τῶν ὀφθαλμῶν του τὰ ἔργα, ποὺ ἡ δύναμις καὶ ἡ
Θεοῦ ἐν αὐτῷ. τὴν θαυματουργικὴν θεραπείαν, τὰ ἔργα ἀγαθότης τοῦ Θεοῦ ἐργάζεται.

83/192
τοῦ Θεοῦ.
9,4 Ἐμὲ δεῖ ἐργάζεσθαι τὰ ἔργα 4 Ἐγὼ πρέπει νὰ ἐργάζωμαι τὰ ἔργα τοῦ 4 Ἐγὼ πρέπει νὰ ἐργάζωμαι τὰ πρὸς σωτηρίαν τοῦ ἀνθρώπου ἔργα

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


τοῦ πέμψαντός με ἕως ἡμέρα Θεοῦ, ὁ ὁποῖος μὲ ἔστειλεν εἰς τὸν τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος μὲ ἔστειλεν εἰς τὸν κόσμον, ἐφ’ ὅσον ζῶ εἰς τὴν
ἐστίν· ἔρχεται νὺξ ὅτε οὐδεὶς κόσμον, ἕως ὅτου εἶναι ἡμέρα. Ἔρχεται ἡ παροῦσαν ζωήν. Ἔρχεται ὁ μέλλων βίος, ὁπότε, ὅπως καὶ κατὰ τὴν
δύναται ἐργάζεσθαι. νύκτα δηλαδὴ ἡ ἐκδημία ἀπὸ τὸν κόσμον διάρκειαν τῆς νυκτὸς καταπαύουν τὰ ἔργα των οἱ ἄνθρωποι, ἔτσι καὶ
αὐτόν, κατὰ τὴν ὁποίαν κανεὶς πλέον ἀπὸ τότε κανεὶς πλέον δὲν θὰ δύναται νὰ ἐργάζεται πρὸς πλήρωσιν τῆς
τοὺς ἀνθρώπους δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἀποστολῆς του. Δὲν πρέπει λοιπὸν οὔτε στιγμὴν νὰ χάνω.
πραγματοποιῇ ἔργα.
9,5 Ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ὦ, φῶς 5 Ἐγώ, ἐφ' ὅσον εὑρίσκομαι εἰς τὸν 5 Ἐφ’ ὅσον εἶμαι εἰς τὸν κόσμον, μὲ τὴν διδασκαλίαν καὶ τὰ θαύματά
εἰμι τοῦ κόσμου. κόσμον, εἶμαι φῶς τοῦ κόσμου μὲ τὴν μου εἶμαι φῶς τοῦ κόσμου.
διδασκαλίαν μου, μὲ τὰ θαύματά μου, μὲ
τὴν ζωήν μου».
9,6 Ταῦτα εἰπὼν ἔπτυσε χαμαὶ 6 Ἀφοῦ δὲ εἶπε αὐτὰ ἔπτυσε κάτω, ἔκαμε 6 Ὅταν δὲ εἶπεν αὐτά, ἔπτυσε χάμω καὶ ἔκαμε πηλὸν καὶ ἔχρισε μὲ
καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῦ πηλὸν καὶ ἔβαλε τὸν πηλὸν εἰς τοὺς αὐτὸν τὰ μάτια τοῦ τυφλοῦ.
πτύσματος, καὶ ἐπέχρισε τὸν ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ
πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ
τυφλοῦ
9,7 καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὕπαγε νίψαι 7 καὶ τοῦ εἶπε· «πήγαινε καὶ νίψου εἰς τὴν 7 Καὶ δοκιμάζων τὴν πίστιν τοῦ τυφλοῦ, εἶπεν εἰς αὐτόν· Πήγαινε,
εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ δεξαμενὴν τοῦ Σιλωάμ»-αὐτὸ τὸ ὄνομα νίψου εἰς τὴν στέρναν τοῦ Σιλωάμ (ὄνομα ἑβραϊκὸν ποὺ
Σιλωάμ, ὃ ἑρμηνεύεται μεταφράζεται εἰς τὴν ἑλληνικὴν μεταφράζεται εἰς τὴν ἑλληνικὴν ἀπεσταλμένος). Ὕστερα λοιπὸν ἀπὸ
ἀπεσταλμένος. Ἀπῆλθεν οὖν ἀπεσταλμένος. Ἐπῆγε τότε ἐκεῖνος καὶ τὴν παραγγελίαν αὐτὴν τοῦ Ἰησοῦ ἐπῆγεν ὁ τυφλὸς ἐκεῖ καὶ ἐνίφθη,
καὶ ἐνίψατο, καὶ ἦλθε βλέπων. ἐνίφθη καὶ ἦλθε εἰς τὸ σπίτι του βλέπων. καὶ ἦλθεν εἰς τὸ σπίτι του μὲ μάτια ὑγιῆ.
9,8 Οἱ οὖν γείτονες καὶ οἱ 8 Οἱ γείτονες, λοιπόν, καὶ ὅσοι τὸν 8 Οἱ γείτονες λοιπὸν καὶ ὅσοι τὸν ἔβλεπαν προτήτερα, ὅτι ἦτο
θεωροῦντες αὐτὸν τὸ πρότερον ἔβλεπαν προηγουμένως ὅτι ἦτο τυφλός, τυφλός, ἔλεγαν· Δὲν εἶναι αὐτός, ποὺ ἐκάθητο καὶ ἐζήτει ἀπὸ τοὺς
ὅτι τυφλὸς ἦν, ἔλεγον· οὐχ ἔλεγαν· «δὲν εἶναι αὐτός, ποὺ ἐκάθητο καὶ διαβάτας ἐλεημοσύνην;
οὗτός ἐστιν ὁ καθήμενος καὶ ἐζητοῦσε ἐλεημοσύνην;»
προσαιτῶν;

84/192
9,9 Ἄλλοι ἔλεγον ὅτι οὗτός 9 Ἄλλοι ἔλεγαν ὅτι «αὐτὸς εἶναι». Ἄλλοι 9 Ἄλλοι ἔλεγαν, ὅτι αὐτὸς εἶναι. Ἄλλοι ὅμως ἔλεγαν ὅτι δὲν εἶναι
ἐστιν· ἄλλοι δὲ ὅτι ὅμοιος αὐτῷ δὲ ὅτι «κάποιος ἄλλος, ὅμοιος μὲ αὐτὸν αὐτός, ἄλλα κάποιος ἄλλος, ὅμοιος πρὸς αὐτόν. Ἐκεῖνος ἔλεγεν, ὅτι

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


ἐστι. Ἐκεῖνος ἔλεγεν ὅτι ἐγώ εἶναι». Ἐκεῖνος ὅμως ἔλεγεν ὅτι «ἐγὼ ἐγὼ εἶμαι ὁ τυφλός, ποὺ προτήτερα ἐζήτουν ἐλεημοσύνην.
εἰμι. εἶμαι, ὁ τέως τυφλός».
9,10 Ἔλεγον οὖν αὐτῷ· πῶς 10 Τότε τὸν ἐρωτοῦσαν ἐκεῖνοι «πῶς 10 Κατόπιν λοιπὸν τῆς βεβαιώσεως αὐτῆς τοῦ τυφλοῦ, τοῦ ἔλεγαν
ἀνεῴχθησάν σου οἱ ὀφθαλμοί; ἀνοίχθησαν καὶ ἐθεραπεύθηκαν τὰ μάτια ἐκεῖνοι· Πῶς ἐθεραπεύθησαν τὰ μάτια σου;
σου;»
9,11 Ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· 11 Ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· «ἔνας 11 Ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· Ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ ὀνομάζεται
ἄνθρωπος λεγόμενος Ἰησοῦς ἄνθρωπος, λεγόμενος Ἰησοῦς, ἔκαμε Ἰησοῦς, ἔκαμε πηλόν, καὶ μοῦ ἄλειψε μὲ αὐτὸν τὰ μάτια καὶ μοῦ εἶπε·
πηλὸν ἐποίησε καὶ ἐπέχρισέ πηλόν, μοῦ ἄλειψε τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ Πήγαινε εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωὰμ καὶ νίψου. Ἀφοῦ δὲ ἐπῆγα
μου τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ εἰπέ μοῦ εἶπε· Πήγαινε στὴν κολυμβήθρα τοῦ ἐκεῖ καὶ ἐνίφθην, ἀπέκτησα τὸ φῶς μου.
μοι· ὕπαγε εἰς τὴν Σιλωὰμ καὶ νίψου. Ἐπῆγα, ἐνίφθηκα καὶ
κολυμβήθραν τοῦ Σιλωὰμ καὶ ἀπέκτησα τὸ φῶς μου».
νίψαι· ἀπελθὼν δὲ καὶ
νιψάμενος ἀνέβλεψα.
9,12 Εἶπον οὖν αὐτῷ· ποῦ ἐστιν 12 Τοῦ εἶπαν· «ποῦ εἶναι ἐκεῖνος;» Τοὺς 12 Κατόπιν λοιπὸν τῆς πληροφορίας ταύτης τοῦ θεραπευθέντος
ἐκεῖνος; Λέγει· οὐκ οἶδα. λέγει· «δὲν ξέρω». τυφλοῦ, τοῦ εἶπαν οἱ Ἰουδαῖοι· Ποὺ εἶναι ἐκεῖνος; Ἀπεκρίθη αὐτός·
δὲν ἠξεύρω.
9,13 Ἄγουσιν αὐτὸν πρὸς τοὺς 13 Ὁδηγοῦν τότε τὸν τέως τυφλὸν πρὸς 13 Ὠδήγησαν τότε πρὸς τοὺς Φαρισαίους αὐτόν, ποὺ ἄλλοτε ἦτο
Φαρισαίους, τόν ποτε τυφλόν. τοὺς Φαρισαίους. τυφλὸς καὶ ἤδη εἶχε θεραπευθῆ ὁριστικῶς.
9,14 Ἦν δὲ σάββατον ὅτε τὸν 14 Ἦτο δὲ Σάββατον, ὅταν ὁ Ἰησοῦς 14 Ὅταν δὲ ὁ Ἰησοῦς ἔκαμε τὸν πηλὸν καὶ ἤνοιξε τὰ μάτια τοῦ
πηλὸν ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔκαμε τὸν πηλὸν καὶ ἄνοιξε τὰ μάτια τοῦ τυφλοῦ, ἦτο ἡμέρα Σαββάτου.
ἀνέῳξεν αὐτοῦ τοὺς τυφλοῦ.
ὀφθαλμούς
9,15 Πάλιν οὖν ἠρώτων αὐτὸν 15 Οἱ Φαρισαῖοι τὸν ἠρώτησαν καὶ αὐτοὶ 15 Ὅταν λοιπὸν τὸν ὠδήγησαν πρὸς τοὺς Φαρισαίους, τὸν ἐξήταζαν
καὶ οἱ Φαρισαῖοι πῶς πάλιν, πὼς ἀπέκτησεν τὸ φῶς του. καὶ τὸν ἡρώτων αὐτοὶ πάλιν, πῶς ἐθεραπεύθη καὶ ἀπέκτησε τὸ φῶς
ἀνέβλεψεν. Ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Ἐκεῖνος δὲ τοὺς εἶπεν· «ἕνας ἄνθρωπος του. Ἐκεῖνος δὲ τοὺς εἶπεν· Αὐτὸς ποὺ μὲ ἐθεράπευσε, μοῦ ἔβαλε

85/192
πηλὸν ἐπέθηκέ μου ἐπὶ τοὺς ἔβαλε πηλὸν ἐπάνω εἰς τὰ μάτια μου καὶ πηλὸν ἐπάνω εἰς τὰ μάτια μου καὶ κατόπιν αὐτοῦ ἐγὼ ἐνίφθην καὶ
ὀφθαλμούς, καὶ ἐνιψάμην, καὶ ἐγὼ ἐνίφθηκα καὶ τώρα βλέπω». βλέπω.

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


βλέπω.
9,16 Ἔλεγον οὖν ἐκ τῶν 16 Ἔλεγαν, λοιπόν, μερικοὶ ἀπὸ τοὺς 16 Ἔλεγον λοιπὸν μερικοὶ ἀπὸ τοὺς Φαρισαίους· Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος
Φαρισαίων τινές· οὗτος ὁ Φαρισαίους· «αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι δὲν ἔχει σταλῇ ἀπὸ τὸν Θεόν, διότι δὲν φυλάττει τὴν ἀργίαν τοῦ
ἄνθρωπος οὐκ ἐστὶ παρὰ τοῦ ἀπὸ τὸν Θεόν, διότι δὲν τηρεῖ τὴν ἀργίαν Σαββάτου. Ἄλλοι ἔλεγον· Πῶς εἶναι δυνατὸν ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς
Θεοῦ, ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ. τοῦ Σαββάτου». Ἄλλοι ἔλεγαν· «πῶς εἶναι νὰ κάμνῃ τέτοια ἀποδεικτικὰ καὶ σημαδιακὰ θαύματα; Καὶ
Ἄλλοι ἔλεγον· πῶς δύναται δυνατὸν ἔνας ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος νὰ διεφώνουν μεταξύ των.
ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς τοιαῦτα κάνῃ τέτοια καταπληκτικὰ θαύματα;»
σημεῖα ποιεῖν; Καὶ σχίσμα ἦν ἐν Διχογνωμία καὶ διαίρεσις ἔγινε μεταξύ
αὐτοῖς. των.
9,17 Λέγουσι τῷ τυφλῷ πάλιν· 17 Λέγουν πάλιν εἰς τὸν τυφλόν· «σὺ τί 17 Καὶ ἐπειδὴ ἡ διαφωνία των παρετείνετο, ἤρχισαν πάλιν νὰ
σὺ τί λέγεις περὶ αὐτοῦ, ὅτι λέγεις διὰ τὸν ἄνθρωπον αὐτόν; ἐξετάζουν τὸν τυφλὸν καὶ εἶπαν πρὸς αὐτόν· Σὺ τί λέγεις διὰ τὸν
ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; Ὁ Ζητοῦμεν τὴν γνώμην σου, διότι τοὺς ἄνθρωπον αὐτόν; Ἀξίζει νὰ ἀκουσθῇ καὶ ἡ ἰδική σου γνώμη, διότι τὰ
δὲ εἶπεν ὅτι προφήτης ἐστίν. ἰδικούς σου ὀφθαλμοὺς ἄνοιξε». ᾿Εκεῖνος ἰδικά σου μάτια ἐθεράπευσεν ἐκεῖνος καὶ σὺ περισσότερον ἀπὸ κάθε
ἀπήντησεν· «λέγω, ὅτι εἶναι προφήτης». ἄλλον γνωρίζεις τὰ περιστατικὰ τῆς θεραπείας σου. Αὐτὸς δὲ τοὺς
εἶπεν· Ἐγὼ λέγω, ὅτι εἶναι προφήτης.
9,18 Οὐκ ἐπίστευσον οὖν οἱ 18 Δὲν ἐπίστευσαν οἱ Ἰουδαῖοι δι' αὐτὸν 18 Κατόπιν λοιπὸν ἀπὸ τὸν χαρακτηρισμὸν αὐτόν, ποὺ ἔκαμεν ὁ
Ἰουδαῖοι περὶ αὐτοῦ ὅτι τυφλὸς ὅτι ἦτο τυφλὸς καὶ ἐθεραπεύθη, ἕως ὅτου θεραπευθεῖς τυφλὸς διὰ τὸν Ἰησοῦν, καὶ διὰ τὸν ὁποῖον
ἦν καὶ ἀνέβλεψεν, ἕως ὅτου ἐκάλεσαν τοὺς γονεῖς του δυσηρεστήθησαν οἱ Ἰουδαῖοι, ἐκεῖνοι δὲν ἐπίστευσαν δι’ αὐτόν, ὅτι
ἐφώνησαν τοὺς γονεῖς αὐτοῦ ἦτο τυφλὸς καὶ ἀπέκτησε πραγματικὰ τὸ φῶς του, ἕως ὅτου
τοῦ ἀναβλέψαντος ἀπεφάσισαν καὶ ἐφώναξαν τοὺς γονεῖς αὐτοῦ, ποὺ ἀνέβλεψε.
9,19 καὶ ἠρώτησαν αὐτοὺς 19 καὶ τοὺς ἠρώτησαν, λέγοντες· «αὐτὸς 19 Καὶ τοὺς ἠρώτησαν καὶ εἶπαν· Αὐτὸς εἶναι ὁ υἱός σας, διὰ τὸν
λέγοντες· οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς εἶναι ὁ υἱός σας, διὰ τὸν ὁποῖον σεῖς ὁποῖον σεῖς ἐπιμένετε νὰ βεβαιώνετε, ὅτι ἐγεννήθη τυφλός; Πῶς
ὑμῶν, ὃν ὑμεῖς λέγετε ὅτι λέγετε ὅτι ἐγεννήθη τυφλός; Πῶς λοιπὸν λοιπόν, ἀφοῦ ἐγεννήθη τυφλός, βλέπει τώρα;
τυφλὸς ἐγεννήθη; Πῶς οὖν ἄρτι τώρα βλέπει;»
βλέπει;

86/192
9,20 Ἀπεκρίθησαν δὲ αὐτοῖς οἱ 20 Ἀπήντησαν δὲ οἱ γονεῖς αὐτοῦ καὶ τοὺς 20 Ἀπεκρίθησαν δὲ εἰς αὐτοὺς οἱ γονεῖς του καὶ εἶπαν· Γνωρίζομεν
γονεῖς αὐτοῦ καὶ εἶπον· οἴδαμεν εἶπαν· «ξέρομεν καλὰ ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ καλά, ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ υἱός μας καὶ ὅτι ἐγεννήθη τυφλός.

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ἡμῶν καὶ υἱός μας καὶ ὅτι ἐγεννήθη τυφλός.
ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη·
9,21 πῶς δὲ νῦν βλέπει οὐκ 21 Πῶς ὅμως τώρα βλέπει δὲν ξέρομεν, ἢ 21 Πῶς ὅμως βλέπει τώρα, δὲν ἠξεύρομεν· ἢ ποῖος τοῦ ἐθεράπευσε
οἴδαμεν, ἢ τίς ἤνοιξεν αὐτοῦ ποιὸς τοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια ἡμεῖς δὲν καὶ τοῦ ἤνοιξε τὰ μάτια, ἡμεῖς δὲν ἠξεύρομεν. Αὐτὸς ἔχει ἡλικίαν, καὶ
τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμεῖς οὐκ γνωρίζομεν. Αὐτὸς ἡλικίαν ἔχει, συνεπῶς ἀντελήφθη, πῶς καὶ ἀπὸ ποῖον ἔγινεν ἡ θεραπεία του·
οἴδαμεν· αὐτὸς ἡλικίαν ἔχει, ἐρωτήσατέ τον, καὶ αὐτὸς διὰ τὸν εὐατόν αὐτὸν λοιπὸν ἐρωτήσατε, αὐτὸς θὰ ὁμιλήσῃ διὰ τὸν ἑαυτόν του, καὶ
αὐτὸν ἐρωτήσατε, αὐτὸς περὶ του θὰ σᾶς ὁμιλήσῃ». (Δὲν θὰ σᾶς εἴπῃ τί τοῦ συνέβη.
ἑαυτοῦ λαλήσει. ὑπερασπίζονται οἱ γονεῖς τὸν Χριστόν,
τὸν ὁποῖον ἄλωστε καὶ δὲν εἶχαν ἰδεῖ, ἀλλ'
οὔτε καὶ τὸν κατηγοροῦν. Ἀφίνουν τὸν
υἱόν των, καθὸ ἐνήλικον καὶ ἀρκετὰ
ἱκανὸν νὰ ὑπερασπισθῇ τὸν εὐεργέτην
του).
9,22 Ταῦτα εἶπον οἱ γονεῖς 22 Ὡμίλησαν δὲ ἔτσι οἱ γονεῖς του, διότι 22 Ὡμίλησαν δὲ οὕτω πως οἱ γονεῖς τοῦ τυφλοῦ, ἐπειδὴ ἐφοβοῦντο
αὐτοῦ, ὅτι ἐφοβοῦντο τοὺς ἐφοβοῦντο τοὺς Ἰουδαίους· ἐπειδὴ ἀπὸ τοὺς προκρίτους Ἰουδαίους· διότι εἶχαν πρὸ πολλοῦ συμφωνήσει οἱ
Ἰουδαίους· ἤδη γὰρ καιρὸν εἶχαν συμφωνήσει καὶ ἀποφασίσει Ἰουδαῖοι νὰ ἀποκηρυχθῇ καὶ ἀποδιωχθῇ ἀπὸ τὴν συναγωγήν, ὅποιος
συνετέθειντο οἱ Ἰουδαῖοι ἵνα, οἱ ἄρχοντες τῶν Ἑβραίων νὰ διωχθῇ καὶ θὰ ὡμολόγει αὐτὸν ὅτι εἶναι ὁ Χριστός.
ἐάν τις ὁμολογήσῃ Χριστόν, νὰ μὴ γίνῃ δεκτὸς εἰς τὴν συναγωγήν,
ἀποσυνάγωγος γένηται. ὅποιος θὰ ὠμολογοῦσε ὅτι αὐτὸς ποὺ
κάνει τὰ θαύματα εἶναι ὁ Χριστός.
9,23 Διὰ τοῦτο οἱ γονεῖς αὐτοῦ 23 Διὰ τοῦτο καὶ οἱ γονεῖς τοῦ τυφλοῦ 23 Ἐξ αἰτίας λοιπὸν τοῦ φόβου των, μήπως ἀποδιωχθοῦν καὶ αὐτοὶ
εἶπον ὅτι ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν εἶπαν ὅτι «ὁ υἱός μας ἡλικίαν ἔχει, ἀπὸ τὴν συναγωγήν, εἶπαν οἱ γονεῖς του, ὅτι ἔχει ὥριμον ἡλικίαν ὁ
ἐρωτήσατε. ἐρωτήσατέ τον». υἱός μας, αὐτὸν ἐρωτήσατε.
9,24 Ἐφώνησαν οὖν ἐκ δευτέρου 24 Ἐκάλεσαν τότε δευτέραν φορὰν τὸν 24 Ἀφοῦ λοιπὸν ἀπὸ τοὺς γονεῖς τοῦ τυφλοῦ δὲν ἠμπόρεσαν νὰ
τὸν ἄνθρωπον ὃς ἦν τυφλός, ἄνθρωπον, ποὺ ἦτο τυφλὸς καὶ τοῦ εἶπαν· πληροφορηθοῦν τίποτε πρὸς διάψευσιν τῆς θεραπείας του ἢ πρὸς

87/192
καὶ εἶπον αὐτῷ· δὸς δόξαν τῷ «δόξασε τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος σὲ κατάκρισιν τοῦ Ἰησοῦ, ἐφώναξαν οἱ Ἰουδαῖοι διὰ δευτέραν φορὰν τὸν
Θεῷ· ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἐθεράπευσε, ἀλλὰ φυλάξου ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον, ποὺ ἦτο τυφλός, καὶ τοῦ εἶπαν· Δόξασε τὸν Θεόν,

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός ἄνθρωπον αὐτόν, τὸν ὁποῖον ὁμολογῶν ὅτι ἐπλανήθης καὶ ἀναγνωρίζων τὴν ἀλήθειαν περὶ
ἐστιν. προηγουμένως ὠνόμασες προφήτην. αὐτοῦ, ὁ ὁποῖος σὲ ἐθεράπευσε· ἡμεῖς λόγῳ τῆς θέσεως καὶ τοῦ
Ἡμεῖς ποὺ μελετῶμεν τὸ θέλημα τοῦ ἀξιώματός μας εἴμεθα εἰς θέσιν νὰ ἠξεύρωμεν καλά, ὅτι ὁ ἄνθρωπος
Θεοῦ, γνωρίζομεν καλὰ καὶ αὐτός, ποὺ καταλύει τὴν ἀργίαν τοῦ Σαββάτου, εἶναι ἁμαρτωλός.
διαβεβαιώνομεν ὅτι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος
εἶναι ἁμαρτωλός».
9,25 Ἀπεκρίθη οὖν ἐκεῖνος καὶ 25 Ἀπήντησε τότε ἐκεῖνος καὶ τοὺς εἶπε· 25 Ἀπεκρίθη λοιπὸν ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶναι
εἶπεν· εἰ ἁμαρτωλός ἐστιν οὐκ «ἐὰν εἶναι ἁμαρτωλός, δὲν ἠξεύρω, ἕνα ἁμαρτωλός, δὲν ἠξεύρω, καὶ δι’ αὐτὸ ἀποφεύγω νὰ ἐκφράσω γνώμην
οἶδα· ἓν οἶδα, ὅτι τυφλὸς ὢν μόνον ἠξεύρω καλά· ὅτι ἐνῶ ἤμουν περὶ αὐτοῦ· ἠξεύρω ὅμως καλὰ ἕνα γεγονός, ὅτι δηλαδὴ ἐνῷ
ἄρτι βλέπω. τυφλός, τώρα βλέπω». προτήτερα ἦμουν τυφλός, τώρα βλέπω.
9,26 Εἶπον δὲ αὐτῷ πάλιν· τί 26 Εἶπαν δὲ πάλιν εἰς αὐτόν· «τί σοῦ 26 Ἐπειδὴ δὲ ἡ νέα αὐτὴ βεβαίωσις τοῦ θεραπευθέντος τυφλοῦ δεν
ἐποίησέ σοι; Πῶς ἤνοιξέ σου ἔκαμε; Πῶς σοῦ ἐθεράπευσε τὰ μάτια;» τοὺς ἔκαμε καλὴν ἐντύπωσιν, εἶπον πάλιν εἰς αὐτόν· Τί σοῦ ἔκαμε;
τοὺς ὀφθαλμούς; Πῶς σὲ ἐθεράπευσε καὶ πῶς σου ἄνοιξε τὰ μάτια;
9,27 Ἀπεκρίθη αὐτοῖς· εἶπον 27 Ἀπήντησεν εἰς αὐτούς· «πρὸ ὀλίγου 27 Ἀπεκρίθη εἰς αὐτούς· Μόλις πρὸ ὀλίγου σᾶς εἶπα καὶ δὲν
ὑμῖν ἤδη, καὶ οὐκ ἠκούσατε· τί σᾶς εἶπα καὶ δὲν τὸ ἐπροσέξατε· διατὶ ἠθελήσατε νὰ προσέξετε καὶ νὰ παραδεχθῆτε ὅ,τι σᾶς εἶπα. Διατὶ
πάλιν θέλετε ἀκούειν; Μὴ καὶ θέλετε πάλιν νὰ ἀκούσετε τὰ ἴδια; Μήπως τώρα θέλετε νὰ ἀκούσετε πάλιν τὰ ἴδια; Μήπως καὶ σεῖς θέλετε νὰ
ὑμεῖς θέλετε αὐτοῦ μαθηταὶ καὶ σεῖς θέλετε νὰ γίνετε μαθηταί του;» γίνετε μαθηταί του;
γενέσθαι;
9,28 Ἐλοιδόρησαν αὐτὸν καὶ 28 Τὸν ὕβρισαν τότε καὶ μὲ περιφρόνησιν 28 Τοῦ ὡμίλησαν τότε ὑβριστικῶς καὶ περιφρονητικῶς καὶ τοῦ εἶπαν·
εἶπον· σὺ εἶ μαθητὴς ἐκείνου· τοῦ εἶπαν· «σὺ εἷσαι μαθητὴς ἐκείνου. Σὺ εἶσαι μαθητῆς ἐκείνου· ἡμεῖς ὅμως εἴμεθα τοῦ Μωϋσέως μαθηταί.
ἡμεῖς δὲ τοῦ Μωϋσέως ἐσμὲν Ἡμεῖς ὅμως εἵμεθα μαθηταὶ τοῦ
μαθηταί. Μωϋσέως.
9,29 Ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι Μωϋσεῖ 29 Ἡμεῖς οἱ μορφωμένοι καὶ ἄρχοντες τοῦ 29 Ἡμεῖς ποὺ εἴμεθα σπουδασμένοι καὶ ἀνεγνωρισμένοι ἄρχοντες
λελάληκεν ὁ Θεός· τοῦτον δὲ λαοῦ, ξέρομεν ὅτι εἰς τὸν Μωϋσέα τοῦ ἔθνους, ἠξεύρομεν, ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει ὁμιλήσει εἰς τὸν Μωϋσην καὶ
οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν. ὡμίλησεν ὁ Θεός. Αὐτὸς δὲ μᾶς εἶναι εἰς κανένα ἄλλον· αὐτὸς μᾶς εἶναι ἄγνωστος καὶ δὲν ἠξεύρομεν ἀπὸ

88/192
ἄγνωστος καὶ δὲν γνωρίζομεν ἀπὸ ποῦ ποὺ εἶναι καὶ ἀπὸ ποὺ ἐστάλῃ.
εἶνα καὶ ἀπὸ ποῦ ἔρχεται».

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


9,30 Ἀπεκρίθῃ ὁ ἄνθρωπος καὶ 30 Ἀπήντησεν ὁ ἄνθρωπος καὶ τοὺς εἶπεν· 30 Ἀπεκρίθη ὁ ἄνθρωπος καὶ τοὺς εἶπεν· Ἀλλ’ ἀκριβῶς τὸ γεγονὸς
εἶπεν αὐτοῖς· ἐν γὰρ τούτῳ «ἐδῶ εἶναι τὸ παράδοξον· ὅτι σεῖς δὲν αὐτὸ προκαλεῖ θαυμασμὸν καὶ ἔκπληξιν, ὅτι δηλαδὴ σεῖς δὲν ξεύρετε
θαυμαστόν ἐστιν, ὅτι ὑμεῖς οὐκ ξέρετε ἀπὸ ποῦ εἶναι, ἐὰν εἶναι ἀπὸ τὸν τὸν ἄνθρωπον αὐτόν, ἐὰν ἔχῃ σταλῇ ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ἀπὸ ποὺ
οἴδατε πόθεν ἐστί, καὶ ἀνέῳξέ Θεὸν ἢ ὄχι, καὶ ὅμως μοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια εἶναι· καὶ ὅμως ἄγνωστος αὐτὸς εἰς σᾶς μοῦ ἤνοιξε τὰ μάτια.
μου τοὺς ὀφθαλμούς. νὰ βλέπω.
9,31 Οἴδαμεν δὲ ὅτι ἁμαρτωλῶν 31 Ξέρομε δὲ ὅλοι πολὺ καλά, ὅτι ὁ Θεὸς 31 Εἶναι δὲ γνωστὸν καὶ τὸ ἠξεύρομεν ὅλοι, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἀκούει
ὁ Θεὸς οὐκ ἀκούει, ἀλλ' ἐάν τις ἁμαρτωλοὺς δὲν ἀκούει, ἀλλὰ ἂν κανεὶς τοὺς ἁμαρτωλούς. Ἀλλ’ ἐὰν κανεὶς σέβεται τὸν Θεὸν καὶ ἐκτελῇ τὸ
θεοσεβὴς ᾖ καὶ τὸ θέλημα εἶναι θεοσεβὴς καὶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ θέλημά του, τοῦτον ὁ Θεὸς ἀκούει.
αὐτοῦ ποιῇ, τούτου ἀκούει. πράττῃ αὐτὸν ὁ Θεὸς ἀκούει.
9,32 Ἐκ τοῦ αἰῶνος οὐκ ἠκούσθη 32 Ἀπὸ τότε δὲ ποὺ ὑπάρχει ὁ κόσμος ἕως 32 Ἀφ’ ὅτου ὑπάρχει κόσμος, δὲν ἠκούσθῃ ποτέ, ὅτι ἐθεράπευσε
ὅτι ἤνοιξέ τις ὀφθαλμοὺς σήμερα δὲν ἔχει ἀκουσθῇ ποτὲ ὅτι κάποιος μάτια ἀνθρώπου, ποὺ νὰ ἔχῃ γεννηθῇ τυφλός. Πρώτην
τυφλοῦ γεγεννημένου. ἐθεράπευσε κάποιος ἄνθρωπος τοὺς φορὰν συνετελέσθῃ ἕνα τέτοιο θαῦμα, καὶ αὐτός, ποὺ τὸ ἔκαμε,
ὀφθαλμοὺς τυφλοῦ ἐκ γενετῆς. πρέπει νὰ ἔχῃ ἀποστολὴν θείαν.
9,33 Εἰ μὴ ἦν οὗτος παρὰ Θεοῦ, 33 Ἐὰν αὐτὸς δὲν ἦτο σταλμένος ἀπὸ τὸν 33 Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δὲν ἦτο ἀπεσταλμένος ἀπὸ τὸν Θεόν, δὲν
οὐκ ἡδύνατο ποιεῖν οὐδέν. Θεόν, δὲν θὰ ἠμποροῦσε νὰ κάνῃ οὔτε τὸ θὰ ἠμποροῦσε νὰ κάμῃ τίποτε, οὔτε παραμικρόν τι θαῦμα.
παραμικρὸν θαῦμα».
9,34 Ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον 34 Γεμᾶτοι ἀγανάκτησιν ἐκεῖνοι τοῦ 34 Ἀπεκρίθησαν ἐκεῖνοι καὶ τοῦ εἶπαν· Σὺ ἐγεννήθης βουτηγμένος
αὐτῷ· ἐν ἁμαρτίαις σὺ ἀπήντησαν· «ἐκ γενετῆς σὺ εἷσαι ὁλόκληρος εἰς τὴν ἁμαρτίαν, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὴν τύφλωσιν,
ἐγεννήθης ὅλος, καὶ σὺ ζυμωμένος ὁλόκληρος μὲ τὰς ἁμαρτίας ποὺ ἀπὸ τὴν κοιλίαν τῆς μητρός σου εἶχες. Καὶ σὺ ὁ ἄθλιος καὶ
διδάσκεις ἡμᾶς; Καὶ ἐξέβαλον καὶ σὺ τολμᾷς νὰ διδάσκῃς ἡμᾶς;» Καὶ τὸν ἁμαρτωλὸς διδάσκεις ἡμᾶς, ποὺ εἴμεθα οἱ περισσότερον
αὐτὸν ἔξω. ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τὸν τόπον τῆς σπουδασμένοι ὅλου τοῦ ἔθνους; Καὶ τὸν ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τὸν τόπον,
συνεδριάσεώς των. ποὺ συνεδρίαζαν, μὲ τὴν διάθεσιν νὰ τὸν ἀποκόψουν καὶ ἀπὸ τὴν
συμμετοχὴν τῆς θρησκευτικῆς λατρείας.
9,35 Ἤκουσεν ὁ Ἰησοῦς ὅτι 35 Ἤκουσεν ὁ Ἰησοῦς ὅτι τὸν ἔβγαλαν 35 Ἤκουσεν ἐν τῷ μεταξὺ ὁ Ἰησοῦς, ὅτι τὸν ἔβγαλαν ἔξω διὰ τὴν
ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω, καὶ εὐρὼν ἔξω καὶ ὅταν τὸν εὑρῆκε, τοῦ εἶπε· «σὺ παρρησίαν, μὲ τὴν ὁποίαν διεκήρυττε τὴν ἀλήθειαν καὶ ἀφοῦ τὸν

89/192
αὐτὸν εἶπεν αὐτῷ· σὺ πιστεύεις παρ' ὅλα ὅσα λέγουν οἱ ἄρχοντες τῶν ηὗρε, τοῦ εἶπε· Σὺ, ἀντιθέτως πρὸς τοὺς ἀπίστους Ἰουδαίους,
εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ; Ἑβραίων, πιστεύεις εἰς τὸν Υἱὸν τοῦ πιστεύεις εἰς τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ;

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


Θεοῦ;»
9,36 Ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπε· 36 Ἀπήντησεν ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· «καὶ 36 Ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπε· Καὶ ποῖος εἶναι, Κύριε, διὰ νὰ τὸν
καὶ τίς ἐστι, Κύριε, ἵνα πιστεύσω ποιὸς εἶναι, Κύριε, διὰ νὰ πιστεύσω εἰς πιστεύσω;
εἰς αὐτόν; αὐτόν;»
9,37 Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· καὶ 37 Τοῦ εἶπε δὲ ὁ Ἰησοῦς· «καὶ τὸν εἶδες καὶ 37 Εἶπε δὲ τότε εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς· Καὶ τὸν ἔχεις ἴδει τώρα μὲ τὰ
ἑώρακας αὐτὸν καὶ ὁ λαλῶν αὐτὸς ποὺ ὁμιλεῖ μαζῆ σου ἐκεῖνος εἶναι». μάτια σου καὶ αὐτός, ποὺ ὁμιλεῖ τὴν στιγμὴν αὐτὴν μαζί σου, ἐκεῖνος
μετὰ σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν. εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ.
9,38 Ὁ δὲ ἔφη· πιστεύω, Κύριε· 38 Αὐτὸς δέ, φωτισθεὶς ἀπὸ χάριν Θεοῦ, 38 Αὐτὸς δὲ εἶπε· Πιστεύω, Κύριε· καὶ τὸν ἐπροσκύνησεν ὡς Υἱὸν τοῦ
καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ. εἶπε· «πιστεύω μὲ ὅλην μου τὴν ψυχήν, Θεοῦ καὶ Κύριον.
Κύριε»· καὶ ἐπροσκύνησε αὐτὸν ὡς
ἀπεσταλμένος πράγματι ἀπὸ τὸν Θεόν.
9,39 Καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· εἰς 39 Εἶπε τότε ὁ Ἰησοῦς· «ἐγὼ ἦλθα εἰς τὸν 39 Καὶ κατόπιν ἀπὸ τὴν πίστιν αὐτήν, ποὺ ἐξεδήλωσεν ὁ
κρῖμα ἐγὼ εἰς τὸν κόσμον κόσμον αὐτόν, διὰ νὰ γίνῃ κρίσις καὶ θεραπευθεὶς τυφλὸς κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ἀπιστίαν τῶν
τοῦτον ἦλθον, ἵνα οἱ μὴ διάκρισις μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, νὰ Ἰουδαίων, εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· Ἦλθον ἐγὼ εἰς τὸν κόσμον αὐτὸν διὰ νὰ
βλέποντες βλέπωσι καὶ οἱ ξεχωρίσουν οἱ ἀγαθοὶ ἀπὸ τοὺς κακούς. γίνῃ κρίσις καὶ διὰ νὰ ξεχωρισθοῦν οἱ καλοπροαίρετοι ἀπὸ τοὺς
βλέποντες τυφλοὶ γένωνται. Καὶ ἔτσι αὐτοὶ ποὺ θεωροῦνται ἀπὸ τοὺς διεστραμμένους. Καὶ ἔτσι θὰ ἐπακολουθήσῃ ὡς ἀποτέλεσμα τοῦτο:
γραμματεῖς καὶ Φαρισαίους ὅτι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ θεωροῦνται ἀπὸ τοὺς ἐντριβεῖς τοῦ νόμου γραμματεῖς ὡς
βυθισμένοι εἰς τὸ σκοτάδι τῆς ἀγνοίας, ὅτι τυφλοὶ καὶ βυθισμένοι εἰς τὸ σκότος τῆς ἀγνοίας καὶ τῆς πλάνης,
εἶναι τυφλοὶ καὶ δὲν βλέπουν, θὰ ἴδουν τὸ αὐτοὶ θὰ ἴδουν τὸ φῶς τῆς ἀληθείας· καὶ ἐκεῖνοι ποὺ παρουσιάζουν
φῶς τῆς ἀληθείας. Καὶ ἐκεῖνοι ποὺ τοὺς ἑαυτούς των ὡς γνώστας τῶν Γραφῶν καὶ φρονοῦν ἀλαζονικῶς
θεωροῦν τὸν ἑαυτόν των φωτισμένον, θὰ ὅτι βλέπουν, θὰ καταντήσουν εἰς πνευματικὴν τύφλωσιν.
καταντήσουν ἕνεκα τῆς ὑψηλοφροσύνης
τῶν τυφλοὶ πνευματικῶς».
9,40 Καὶ ἤκουσαν ἐκ τῶν 40 Καὶ ἤκουσαν αὐτὰ μερικοὶ ἀπὸ τοὺς 40 Καὶ ἤκουσαν αὐτὰ ἐκεῖνοι ἀπὸ τοὺς Φαρισαίους, ποὺ ἦσαν
Φαρισαίων ταῦτα οἱ ὄντες μετ' Φαρισαίους, ποὺ ἔτυχε νὰ βρίσκονται πλησίον του καὶ τοῦ εἶπαν· Μήπως καὶ ἡμεῖς, οἱ ἀνεγνωρισμένοι τοῦ

90/192
αὐτοῦ, καὶ εἶπον αὐτῷ· μὴ καὶ κοντά του, καὶ τοῦ εἶπαν· «μήπως εἵμεθα ἔθνους διδάσκαλοι, εἴμεθα πνευματικῶς τυφλοὶ καὶ πρέπει νὰ
ἡμεῖς τυφλοί ἐσμεν; καὶ ἡμεῖς τυφλοὶ πνευματικῶς;» γίνωμεν μαθηταί σου διὰ νὰ ἀνοίξουν τὰ μάτια μας;

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


9,41 Εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· εἰ 41 Τοὺς εἶπε δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς· «ἐὰν ἤσαστε 41 Εἶπε δὲ πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Ἐὰν ἤσασθε τυφλοὶ καὶ δὲν εἴχατε
τυφλοὶ ἦτε, οὐκ ἂν εἴχετε τυφλοὶ καὶ δὲν ἐγνωρίζατε τὰς Γραφάς, γνῶσιν τῆς Γραφῆς, δὲν θὰ εἴχατε ἁμαρτίαν διὰ τὴν ἀπιστίαν, ποὺ
ἁμαρτίαν· νῦν δὲ λέγετε ὅτι δὲν θὰ εἴχατε ἁμαρτίαν. Τώρα ὅμως δεικνύετε εἰς ἐμέ. Διότι ἡ ἀπιστία σας θὰ προήρχετο ἐξ ἀγνοίας καὶ
βλέπομεν· ἡ οὖν ἁμαρτία ὑμῶν λέγετε ὅτι· Γνωρίζομεν τὰς Γραφὰς καὶ οὐχὶ ἐκ πονηρᾶς καὶ διεστραμμένης διαθέσεως. Τώρα ὅμως λέγετε,
μένει. βλέπομεν. Διὰ τοῦτο ἡ ἁμαρτία σας μένει ὅτι γνωρίζομεν καλὰ τὸν νόμον καὶ βλέπομεν μὴ ἔχοντες ἀνάγκην
ἀσυγχώρητος, ἐπειδὴ γίνεται μὲ νὰ μᾶς διδάξῃ καὶ νὰ μᾶς ὁδηγήσῃ ἄλλος. Ἡ ἁμάρτια σας λοιπόν,
ἐπίγνωσιν». ἀφοῦ εἶναι ἁμαρτία ἐν γνώσει, μένει καὶ δὲν συγχωρεῖται.

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 10Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ


Αρχαίο Κείμενο Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
10,1 Αμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὁ μὴ Σᾶς διαβεβαιώνω, ὅτι ἐκεῖνος ποὺ δὲν Νομίζετε διὰ τὸν ἑαυτόν σας, ὅτι εἶσθε οἱ ἀνεγνωρισμένα ὁδηγοὶ καὶ
εἰσερχόμενος διὰ τῆς θύρας εἰς εἰσέρχεται εἰς τὴν μάντραν τῶν διδάσκαλοι τοῦ Ἰσραήλ. Σᾶς διαβεβαιῶ ὅμως ἐν πάσῃ ἀληθείᾳ, ὅτι
τὴν αὐλὴν τῶν προβάτων, ἀλλὰ προβάτων ἀπὸ τὴν θύραν, ἀλλὰ εἶσθε ἐκμεταλλευταὶ τοῦ ποιμνίου καὶ κλέπται τῶν προβάτων.
ἀναβαίνων ἀλλαχόθεν, ἐκεῖνος ἀνεβαίνει καὶ πηδᾷ, διὰ νὰ μὴ τὸν Ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἐμβαίνει ἀπὸ τὴν πόρταν εἰς τὴν μάνδραν, εἰς τὴν
κλέπτῃς ἐστὶ καὶ λῃστής· ἀντιληφθοῦν, ἀπὸ ἄλλο μέρος, εἶναι ὁποίαν φυλάττονται τὰ πρόβατα, ἀλλ’ ἀνεβαίνει ἀπὸ ἄλλο μέρος διὰ
κλέπτῃς καὶ λῃστής». (Ἐκεῖνος ποὺ νὰ πηδήσῃ μέσα κρυφίως, ἐκεῖνος εἶναι κλέπτης καὶ λῃστής. (Μὲ
γίνεται ποιμὴν τῶν λογικῶν προβάτων ἄλλας λέξεις εἶναι κλέπτης καὶ λῃστὴς ἐκεῖνος, ποὺ χωρὶς νὰ κληθῇ
ἀναξίως καὶ παρανόμως, εἶναι ἱερόσυλος καὶ ἀναβιβασθῇ ἀπὸ τὸν Θεὸν εἰς τὸ ἀξίωμα τοῦ ποιμένος καὶ
ἐκμεταλλευτὴς καὶ τῶν πιστῶν καὶ τῆς ὁδηγοῦ τῶν προβάτων τοῦ Θεοῦ, ζητεῖ νὰ τὸ σφετεριστῇ καὶ νὰ τὸ
Ἐκκλησίας). ἁρπάσῃ, ὅπως τὸ ἐκάματε σεῖς οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ Γραμματεῖς, οἱ
ὁποῖοι μολονότι βλέπετε ἀπὸ τὰ θαύματά μου, ὅτι εἶμαι ὁ
ἀνεγνωρισμένος ἀπὸ τὸν Θεὸν ποιμήν, σφετερίζεσθε τὰ δικαιώματά
μου καὶ τὴν ἐξουσίαν μου).
10,2 ὁ δὲ εἰσερχόμενος διὰ τῆς 2 Ἐκεῖνος ὅμως, ποὺ εἰσέρχεται φανερὰ 2 Τουναντίον ἐκεῖνος, ποὺ έμβαίνει εἰς τὴν μάνδραν ὄχι λαθραίως,
θύρας ποιμήν ἐστι τῶν ἀπὸ τὴν θύραν, εἶναι ὁ πραγματικὸς ἀλλὰ φανερὰ ἀπὸ τὴν πόρταν, εἶναι ποιμὴν τῶν προβάτων.

91/192
προβάτων. ποιμὴν τῶν προβάτων.

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


10,3 Τούτῳ ὁ θυρωρὸς ἀνοίγει, 3 Εἰς αὐτὸν ὁ θυρωρὸς ἀνοίγει τὴν θύραν, 3 Εἰς αὐτὸν ὁ θυρωρός, ποὺ φυλάττει τὴν μάνδραν, ἀνοίγει τὴν
καὶ τὰ πρόβατα τῆς φωνῆς καὶ τὰ πρόβατα ἀκούουν καὶ γνωρίζουν πόρταν, ἀλλὰ καὶ τὰ πρόβατα ἀκούουν τὴν φωνήν του καὶ γνωρίζουν
αὐτοῦ ἀκούει, καὶ τὰ ἴδια τὴν φωνήν του, καὶ αὐτὸς καλεῖ τὰ αὐτήν, καὶ αὐτὸς πάλιν γεμᾶτος ἐνδιαφέρον διὰ τὰ πρόβατά του
πρόβατα καλεῖ κατ' ὄνομα καὶ πρόβατα τὸ καθένα μὲ τὸ ὄνομά του, καὶ φωνάζει τὸ καθένα μὲ τὸ ὄνομά του καὶ τὰ βγάζει ἀπὸ τὴν μάνδραν
ἐξάγει αὐτά. τὰ βγάζει διὰ τὴν βοσκήν. διὰ νὰ τὰ βοσκήσῃ.
10,4 Καὶ ὅταν τὰ ἴδια πρόβατα 4 Καὶ ὅταν βγάλῃ τὰ πρόβατά του ἀπὸ 4 Καὶ ὅταν ἀπὸ τὴν μάνδραν, εἰς τὴν ὁποίαν μένουν καὶ ἄλλα
ἐκβάλῃ, ἔμπροσθεν αὐτῶν τὴν μάνδραν, πηγαίνει ἐμπρὸς ἀπὸ αὐτὰ ποίμνια μαζί, βγάλῃ αὐτὸς ἔξω τὰ ἰδικά του πρόβατα, πηγαίνει
πορεύεται, καὶ τὰ πρόβατα καὶ τὰ πρόβατα τὸν ἀκολουθοῦν, διότι ἐμπρὸς ἀπὸ αὐτά, καὶ τὰ πρόβατα τὸν ἀκολουθοῦν, διότι γνωρίζουν
αὐτῷ ἀκολουθεῖ, ὅτι οἴδασι τὴν γνωρίζουν τὴν φωνήν του. τὴν φωνήν του καὶ τὸ σφύριγμά του, μὲ τὸ ὁποῖον ἀπὸ καιροῦ εἰς
φωνὴν αὐτοῦ· καιρὸν τὰ φωνάζει.
10,5 ἀλλοτρίῳ δὲ οὐ μὴ 5 Ξένον ὅμως δὲν θὰ τὸν ἀκολουθήσουν, 5 Δὲν θὰ ἀκολουθήσουν ὅμως ποτὲ ὁποιονδήποτε ξένον, ἀλλὰ θὰ
ἀκολουθήσωσιν, ἀλλὰ ἀλλὰ θὰ φύγουν ἀπὸ αὐτόν, διότι δὲν φύγουν μακρὰν ἀπὸ αὐτόν, διότι δὲν γνωρίζουν τὴν φωνὴν τῶν
φεύξονται ἀπ' αὐτοῦ, ὅτι οὐκ ἀναγνωρίζουν τὴν φωνὴν τῶν ξένων. ξένων. Ἔτσι καὶ τὰ λογικὰ πρόβατά μου θὰ μὲ ἀναγνωρίσουν ὡς
οἴδασι τῶν ἀλλοτρίων τὴν Ἐμέ, τὸν πραγματικὸν καὶ στοργικὸν ποιμένα των, θὰ ἀκούσουν τὴν διδασκαλίαν μου, καὶ θὰ αἰσθανθοῦν
φωνήν. ποιμένα, μὲ γνωρίζουν, μὲ ἀναγνωρίζουν τὸ δι’ αὐτὰ ἐνδιαφέρον μου καὶ τὴν πρὸς αὐτὰ στοργήν μου καὶ δὲν
καὶ μὲ ἀκολουθοῦν τὰ πρόβατα. (Τοὺς θὰ παραπλανηθοῦν ἀπὸ τοὺς ἀπατεῶνας, οἱ ὁποῖοι θὰ ἐπιζητήσουν
ψευδεῖς καὶ ἰδιοτελεῖς ποιμένας δὲν ἔχουν νὰ τὰ ἀποσπάσουν ἀπὸ ἐμέ.
τὴν διάθεσιν καὶ δὲν θέλουν νὰ τοὺς
ἀκολουθήσουν, διότι δὲν τοὺς
ἀναγνωρίζουν ποιμένας των)».
10,6 Ταύτην τὴν παροιμίαν 6 Αὐτὴν τὴν παραβολὴν τοὺς εἶπεν ὁ 6 Αὐτὸν τὸν ἀλληγορικὸν λόγον τοὺς εἶπεν ὁ Ἰησοῦς. Ἐκεῖνοι ὅμως
εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἐκεῖνοι δὲ Ἰησοῦς. Ἐκεῖνοι ὅμως δὲν ἐκατάλαβαν, τί δὲν ἐνόησαν, ποίαν σημασίαν εἶχον αὐτά, ποὺ τοὺς ἔλεγε.
οὐκ ἔγνωσαν τίνα ἦν ἃ ἐλάλει ἐσήμαιναν αὐτά ποὺ τοὺς ἔλεγε.
αὐτοῖς.
10,7 Εἶπεν οὖν πάλιν αὐτοῖς ὁ 7 Διὰ τοῦτο καὶ πάλιν εἶπε πρὸς αὐτοὺς ὁ 7 Ἀφοῦ λοιπὸν δὲν ἐκατάλαβαν τὴν ἔννοιαν τῆς ἀλληγορίας ταύτης,

92/192
Ἰησοῦς· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν Ἰησοῦς· «ἀληθινὰ καὶ εἰλικρινὰ σᾶς λέγω, τοὺς εἶπε πάλιν ὁ Ἰησοῦς καθαρώτερα καὶ σαφέστερα τὰ ἑξῆς·
ὅτι ἐγώ εἰμι ἡ θύρα τῶν ὅτι ἐγὼ εἶμαι ἡ θύρα, ἀπὸ τὴν ὁποίαν τὰ Ἀληθῶς, ἀληθῶς σᾶς λέγω, ὅτι ἐγὼ εἶμαι ἡ πόρτα, διὰ τῆς ὁποίας τὰ

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


προβάτων. πρόβατα μπαίνουν εἰς τὴν μάνδρα, διὰ νὰ πρόβατα ἐμβαίνουν εἰς τὴν μάνδραν διὰ νὰ ἀσφαλισθοῦν καὶ ἀπὸ
εὔρουν ἀσφάλειαν καὶ ἀπὸ τὴν ὁποίαν τὴν ὁποίαν βγαίνουν διὰ νὰ βοσκήσουν.
βγαίνουν διὰ τὴν βοσκήν.
10,8 Πάντες ὅσοι ἦλθον πρὸ 8 Ὅλοι ὅσοι ἦλθαν πρὶν ἀπὸ ἐμέ, χωρὶς 8 Ὅλοι ὅσοι ἦλθον κατὰ τοὺς τελευταίους αὐτοὺς χρόνους, προτοῦ
ἐμοῦ, κλέπται εἰσὶ καὶ λῃσταί· κανεὶς νὰ τοὺς ἀναθέσῃ τὴν ποίμανσιν νὰ ἔλθω ἐγώ, καὶ ἐπῆραν μόνοι τους τὸ ἀξίωμα τοῦ ὁδηγοῦ τῶν
ἀλλ' οὐκ ἤκουσαν αὐτῶν τὰ τῶν προβάτων, ἀλλὰ αὐθαιρέτως μόνοι προβάτων, εἶναι κλέπται καὶ λῃσταί, διότι ἀποβλέπουν εἰς τὸ νὰ
πρόβατα. των ἐπῆραν τὸ ἀξίωμα, αὐτοὶ ἦσαν ἐκμεταλλευθοῦν καὶ καταφάγουν τὰ πρόβατα. Ἀλλὰ τὰ πρόβατα δὲν
κλέπται καὶ λῃσταί. Τὰ πρόβατα ὅμως τοὺς ἤκουσαν.
δὲν τοὺς ἤκουσαν καὶ οὔτε τοὺς
ἀκολούθησαν.
10,9 Ἐγώ εἰμι ἡ θύρα· δι' ἐμοῦ 9 Ἐγὼ εἶμαι ἡ θύρα. Δι' ἐμοῦ ἐὰν κανεὶς 9 Ἐγὼ εἶμαι ἡ θύρα. Δι’ ἐμοῦ καὶ μόνον ἐὰν ἔμβῃ κανείς, θὰ σωθῇ.
ἐάν τις εἰσέλθῃ, σωθήσεται, καὶ εἰσέλθῃ, θὰ σωθῇ. Καὶ θὰ εἰσέλθῃ εἰς τὴν Καὶ θὰ εἰσέλθῃ ὡς τὸ πρόβατον εἰς τὴν μάνδραν πρὸς ἀνάπαυσιν καὶ
εἰσελεύσεται καὶ ἐξελεύσεται, μάνδραν, διὰ νὰ εὔρη ἀσφάλειαν καὶ ἀσφάλειαν ἐν καιρῷ νυκτὸς καὶ θὰ ἐξέλθῃ κατὰ τὴν πρωΐαν ἐκ τῆς
καὶ νομὴν εὑρήσει. ἀνάπαυσιν, καὶ θὰ βγῇ, ὅταν εἶναι καιρὸς μάνδρας πρὸς βοσχὴν καὶ θὰ εὔρὴ τροφήν. Δι’ ἐμοῦ μὲ ἄλλας λέξεις
βοσκῆς καὶ θὰ εὕρῃ τροφήν. πᾶσα ψυχὴ θὰ ἀσφαλισθῇ ἀπὸ κάθε πνευματικὸν κίνδυνον, θὰ
τραφῇ ἀφθόνως διὰ τῆς σωτηριώδους ἀληθείας καὶ θὰ κατακτήσῃ
τὴν αἰώνιον ζωήν.
10,10 Ὁ κλέπτης οὐκ ἔρχεται 10 Ὁ κλέπτῃς δὲν ἔρχεται, εἰ μὴ μόνον διὰ 10 Ὁ κλέπτῃς δὲν ἔρχεται παρὰ διὰ νὰ κλέψῃ καὶ διὰ νὰ σφάξῃ καὶ
εἰμὴ ἵνα κλέψῃ καὶ θύσῃ καὶ νὰ κλέψῃ καὶ νὰ σφάξῃ καὶ νὰ διὰ νὰ παραδώσῃ εἰς τὴν πλήρη καταστροφὴν τὰ πρόβατα. Αὐτὸ
ἀπολέσῃ· ἐγὼ ἦλθον ἵνα ζωὴν καταστρέψῃ. Τέτοιοι ἦσαν οἱ κακοὶ κάνουν οἱ αὐθαιρέτως καταλαβόντες τὰ πρῶτα ἀξιώματα εἰς τὴν
ἔχωσι καὶ περισσὸν ἔχωσιν. ποιμένες τοῦ Ἰσραήλ. Ἐγὼ ὅμως ἦλθα, συναγωγὴν τοῦ Ἰσραήλ. Ἀντιθέτως ἐγὼ ἦλθον διὰ νὰ ἔχουν τὰ
διὰ νὰ ἔχουν τὰ πρόβατα ζωήν, διὰ νὰ πρόβατα ζωὴν καὶ διὰ νὰ ἔχουν ἐν ἀφθονίᾳ τροφὴν πνευματικὴν καὶ
ἔχουν μὲ τὸ παραπάνω τὴν τροφήν των πᾶν ἀγαθόν.
καὶ κάθε τι καλὸν καὶ χρήσιμον.
10,11 Ἐγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός. 11 Ἐγὼ εἶμαι ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς καὶ 11 Ἐγὼ εἶμαι ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς καὶ στοργικός, ποὺ πονῷ καὶ

93/192
Ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν πονετικός. Ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς καὶ τὴν ἐνδιαφέρομαι εἰλικρινῶς διὰ τὰ πρόβατα. Ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς
αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν ζωήν του ἀκόμα θυσιάζει διὰ νὰ παραδίδει τὴν ζωήν του διὰ νὰ ἀπομακρύνῃ κάθε κίνδυνον ἀπὸ τὰ

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


προβάτων· προφυλάξῃ τὰ πρόβατα ἀπὸ κάθε πρόβατά του καὶ διὰ νὰ ὑπερασπισθῇ τὴν ζωὴν αὐτῶν.
κίνδυνον.
10,12 ὁ μισθωτὸς δὲ καὶ οὐκ ὠν 12 Ὁ μισθωτὸς δὲ βοσκός, ποὺ δὲν εἶναι 12 Ὁ μισθωτὸς δὲ ὑπηρέτης, ποὺ δὲν εἶναι ποιμήν, καὶ δὲν εἶναι τὰ
ποιμήν, οὗ οὐκ εἰσὶ τὰ πρόβατα ἰδικά του τὰ πρόβατα καὶ τὰ βόσκει μόνον πρόβατα ἰδικά του, βλέπει τὸν λύκον νὰ ἔρχεται, καὶ ἐπειδὴ δὲν ἔχει
ἴδια, θεωρεῖ τὸν λύκον καὶ μόνον διὰ τὸν μισθόν του, βλέπει τὸν οὔτε στοργὴν διὰ τὰ πρόβατα, οὔτε αὐταπάρνησιν, ἀφίνει
ἐρχόμενον καὶ ἀφίησι τὰ λύκον νὰ ἔρχεται καὶ ἀφίνει τὰ πρόβατα ἀνυπεράσπιστα τὰ πρόβατα καὶ φεύγει διὰ νὰ μὴ ἐκθέσῃ εἰς τὸν
πρόβατα καὶ φεύγει· καὶ ὁ λύκος καὶ φεύγει. Καὶ τότε ἀνενόχλητος ὁ λύκος παραμικρὸν κίνδυνον τὴν ζωήν του. Καὶ ἐλεύθερος τότε ὁ λύκος
ἁρπάζει αὐτὰ καὶ σκορπίζει τὰ ἁρπάζει, κατασπαράσσει καὶ ἁρπάζει καὶ σκορπίζει τὰ πρόβατα. Τέτοιοι μισθωτοὶ εἶσθε καὶ σεῖς,
πρόβατα. διασκορπίζει τὰ πρόβατα. (Οἱ ἀνάξιοι οἱ σημερινοὶ λειτουργοῖ τοῦ ἱεροῦ καὶ οἱ νομοδιδάσκαλοι, ποὺ μόνον
πνευματικοὶ ποιμένες, ποὺ ἔχουν τὸ διὰ τὰ πρόσκαιρα ὀφέλῃ ἔχετε προσκολληθῇ εἰς τὸ ποίμνιον τοῦ
ἔργον των μόνον καὶ μόνον ὡς Θεοῦ, τὸ ὁποῖον ἐπιβουλεύεται ὡς ἄλλος λύκος ὁ διάβολος, καθὼς
προσδοφόρον ἐπάγγελμα, δὲν καὶ ὅλοι ὅσοι γίνονται ὄργανά του.
ἐνδιαφέρονται νὰ προφυλάξουν τὰ
λογικὰ πρόβατα ἀπὸ τὸν διάβολον καὶ τὰ
ὄργανά του).
10,13 Ὁ δὲ μισθωτὸς φεύγει, ὅτι 13 Ὁ μισθωτὸς βοσκὸς φεύγει, ἀκριβῶς 13 Μὴ σᾶς φαίνεται δὲ παράδοξον, τὸ ὁτι ὁ μισθωτὸς ὑπηρέτης, ὅταν
μισθωτός ἐστι καὶ οὐ μέλλει διότι εἶναι μισθωτὸς καὶ δὲν ἔχει καμμίαν ἴδῃ τὸν λύκον νὰ ἐπιπίπτῃ κατὰ τοῦ ποιμνίου, φεύγει. Φεύγει, διότι
αὐτῷ περὶ τῶν προβάτων. διάθεσιν νὰ ἐκθέσῃ εἰς κίνδυνον τὴν εἶναι ὑπηρέτης μὲ μισθὸν καὶ ἐπειδὴ δὲν εἶναι ἰδικά του τὰ πρόβατα,
ζωήν του διὰ τὰ πρόβατα, διότι δὲν δὲν τὰ πονεῖ. Αὐτὸς ἐνδιαφέρεται κυρίως νὰ πάρῃ τὸν μισθόν του καὶ
ἐνδιαφέρεται δι' αὐτά, παρὰ μόνον διὰ δὲν διακινδυνεύει ποτὲ τὴν ζωήν του, ὅπως ἐκεῖνος, ποὺ πονεῖ καὶ
τὸν μισθόν του. αἰσθάνεται στοργὴν διὰ τὰ πρόβατα.
10,14 Ἐγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός, 14 Ἐγὼ εἶμαι ὁ καλὸς ποιμὴν καὶ γνωρίζω 14 Ἐγὼ εἶμαι ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς καὶ στοργικός, ποὺ ἐνδιαφέρομαι διὰ
καὶ γινώσκω τὰ ἐμὰ καὶ τὰ ἰδικά μου πρόβατα καὶ γνωρίζομαι τὰ πρόβατα. Καὶ διότι ἔχω τὸ ἐνδιαφερον αὐτό, γνωρίζω καλὰ τὰ
γινώσκομαι ὑπὸ τῶν ἐμῶν, ἀπὸ τὰ ἰδικά μου. ἰδικά μου πρόβατα, ἀλλὰ καὶ γνωρίζομαι ἀπὸ τὰ ἰδικά μου.
15 καθὼς γινώσκει με ὁ πατὴρ 15 Ὅπως μὲ γνωρίζει καὶ μὲ ἀγαπᾷ ὁ 15 Καὶ ἡ γνωριμία αὐτὴ πρὸς τὰ πρόβατά μου προέρχεται ἀπὸ

94/192
κἀγὼ γινώσκω τὸν πατέρα, καὶ Πατὴρ καὶ ἐγὼ ἐπίσης γνωρίζω καὶ δεσμοὺς στοργῆς καὶ οἰκειότητα ἀγάπης, διὰ τῶν ὁποίων συνδέομαι
τὴν ψυχήν μου τίθημι ὑπὲρ τῶν ἀγαπῶ τὸν Πατέρα, ἔτσι γνωρίζω καὶ πρὸς αὐτά. Καθὼς μὲ γνωρίζει ὡς φυσικὸν Υἱόν του ὁ Πατὴρ καὶ μὲ

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


προβάτων. γνωρίζομαι ἀπὸ τὰ πρόβατα, ἔτσι ἀγαπῶ ἀγαπᾷ, γνωρίζω δὲ καὶ ἐγὼ τὸν Πατέρα καὶ τὸν ἀγαπῶ, ἔτσι γνωρίζω
καὶ ἀγαπῶμαι ἀπὸ τὰ πρόβατα, διὰ τοῦτο καὶ τὰ πρόβατά μου καὶ γνωρίζομαι ὑπ’ αὐτῶν, διότι συνεδέθην
καὶ παραδίδω τὴν ψυχήν μου εἰς θάνατον στενῶς καὶ φυσικῶς μὲ αὐτὰ διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεώς μου. Λόγῳ δὲ
χάριν τῶν προβάτων. τῆς οἰκειότητος ταύτης, παραδίδω τὴν ζωήν μου χάριν τῶν
προβάτων.
10,16 Καὶ ἄλλα πρόβατα ἔχω, ἃ 16 Ἔχω καὶ ἄλλα πρόβατα, τὰ ὁποῖα δὲν 16 Ἔχω ὅμως καὶ ἄλλα πρόβατα, τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι ἀπὸ τὴν μάνδραν
οὐκ ἔστιν ἐκ τῆς αὐλῆς ταύτης· εἶναι ἀπὸ αὐτὴν τὴν μάνδραν, δὲν αὐτὴν τῆς Ἰουδαϊκῆς συναγωγῆς, άλλ’ εἶναι διεσκορπισμένα μεταξὺ
κἀκεῖνά με δεῖ ἀγαγεῖν, καὶ τῆς ἀνήκουν εἰς τὸ ἔθνος τῶν Ἑβραίων. Καὶ τοῦ εἰδωλολατρικοῦ κόσμου. Καὶ πρέπει ἐγὼ νὰ ὁδηγήσω καὶ ἐκεῖνα
φωνῆς μου ἀκούσουσι, καὶ ἐκεῖνα πρέπει ἐγὼ νὰ τὰ ὁδηγήσω καὶ νὰ καὶ νὰ τὰ ἐνώσω μὲ τὰ ἄλλα. Καὶ ὅταν ἐγὼ θὰ τὰ καλῶ διὰ νὰ τὰ
γενήσεται μία ποίμνη, εἰς τὰ ποιμάνω μαζῆ μὲ τὰ ἄλλα ὡς καλὸς συναθροίσω, ὠρισμένως ἐκεῖνα θὰ ἀκούσουν τὴν φωνήν μου, καὶ
ποιμήν. ποιμήν. Καὶ ἐκεῖνα θὰ μὲ γνωρίσουν καὶ ἔτσι θὰ γίνῃ ἀπὸ τὰ ἐδῶ πρόβατα καὶ ἀπὸ ἐκεῖνα μία ποίμνη, ἡ
ὅταν τὰ καλῶ θὰ ἀκούσουν τὴν φωνήν χριστιανικὴ Ἐκκλησία, καὶ ἕνας ποιμήν, ὁ Χριστός.
μου, ὅπως καὶ τὰ ἄλλα· καὶ θὰ γίνῃ ἔτσι
μία ποίμνη, ἡ Ἐκκλησία, καὶ ἔνας ποιμήν,
ὁ Χριστός.
10,17 Διὰ τοῦτο ὁ πατὴρ μὲ 17 Διὰ τοῦτο ὁ Πατήρ μου μὲ ἀγαπᾷ, διότι 17 Δι’ αὐτὸ δὲ ὁ Πατὴρ μὲ ἀγαπᾷ, διότι ἐγὼ μόνος μου καὶ χωρὶς
ἀγαπᾷ, ὅτι ἐγὼ τίθημι τὴν ἐγὼ θυσιάζω τὴν ζωήν μου πρὸς χάριν κανεὶς νὰ μὲ ἀναγκάζῃ παραδίδω τὴν ζωήν μου εἰς θάνατον, διὰ νὰ
ψυχήν μου, ἵνα πάλιν λάβω τῶν προβάτων, διὰ νὰ τὴν πάρω καὶ τὴν λάβω πάλιν καὶ ἑξακολουθήσω ὡς αἰώνιος ἀρχιερεὺς καὶ μετὰ
αὐτήν. πάλιν μὲ τὴν ἀνάστασίν μου καὶ νὰ εἶμαι τὴν ἀνάστασίν μου τὸ ἔργον τῆς καθοδηγήσεως τῶν προβάτων μου
ὁ αἰώνιος ποιμὴν καὶ ἀρχιερεύς. καὶ τῆς σωτηρίας αὐτῶν διὰ τῆς συνενώσεώς των εἰς μίαν ποίμνην
καὶ εἰς ἓν σῶμα.
10,18 Οὐδεὶς αἴρει αὐτὴν ἀπ' 18 Κανεὶς δὲν ἔχει τὴν δύναμιν νὰ μοῦ 18 Κανεὶς δὲν ἔχει τὴν δύναμιν νὰ πάρῃ τὴν ζωήν μου καὶ νὰ μὲ
ἐμοῦ, ἀλλ' ἐγὼ τίθημι αὐτὴν ἀπ' ἀφαιρέση τὴν ζωήν. Ἀλλὰ ἐγὼ ἀπὸ τὸν θανατώσῃ παρὰ τὴν θέλησίν μου. Ἀλλ’ ἐγὼ ἀπὸ τὸν ἑαυτόν μου καὶ
ἐμαυτοῦ· ἐξουσίαν ἔχω θεῖναι εὐατόν μου καὶ τὴν θέλησίν μου θυσιάζω μόνος μου παραδίδω αὐτήν. Ἔχω ἐξουσίαν νὰ δώσω τὴν ζωήν μου
αὐτήν, καὶ ἐξουσίαν ἔχω πάλιν αὐτήν. Ἔχω ἐξουσίαν νὰ δώσω τὴν ζωήν καὶ ἔχω ἐξουσίαν πάλιν νὰ τὴν λάβω. Αὐτὴν τὴν ἐντολὴν ἔλαβα ἀπὸ

95/192
λαβεῖν αὐτήν· ταύτην τὴν μου, καὶ ἔχω ἐξουσίαν νὰ τὴν πάρω τὸν πατέρα μου, νὰ θυσιάσω τὴν ζωήν μου ἐπὶ τοῦ σταυροῦ καὶ νὰ
ἐντολὴν ἔλαβον παρὰ τοῦ πάλιν. Αὐτὴν τὴν ἐντολὴν καὶ τὴν τὴν πάρω πάλιν διὰ τῆς ἀναστάσεως, διὰ νὰ ἀναδειχθῶ οὕτως ὁ

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


πατρός μου. ἐξουσίαν ἔχω λάβει καὶ ὡς ἄνθρωπος αἰώνιος ἀρχιερεὺς καὶ μεσίτης πρὸς σωτηρίαν τῶν προβάτων μου.
ἀπὸ τὸν Πατέρα μου».
10,19 Σχίσμα οὖν πάλιν ἐγένετο 19 Ὕστερα, λοιπόν, ἀπὸ τοὺς λόγους 19 Ὕστερα λοιπὸν ἀπὸ αὐτά, ποὺ διεκήρυξεν ὁ Ἰησοῦς, ἔγινε πάλιν
ἐν τοῖς Ἰουδαίοις διὰ τοὺς αὐτοὺς τοῦ Κυρίου ἔγινεν ἀντιγνωμία καὶ διαίρεσις μεταξὺ τῶν Ἰουδαίων ἐξ αἰτίας τῶν λόγων τούτων.
λόγους τούτους. διαίρεσις μεταξὺ τῶν Ἰουδαίων.
10,20 Ἔλεγον δὲ πολλοὶ ἐξ 20 Πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἔλεγαν· «ἔχει 20 Πολλοὶ δὲ ἀπὸ αὐτοὺς ἔλεγον· Διὰ νὰ τρέφῃ τοιαύτας ἰδέας διὸ τὸν
αὐτῶν· δαιμόνιον ἔχει καὶ δαιμόνιον, ἕνεκα τοῦ ὁποίου εἶναι ἐκτὸς ἑαυτόν του, πρέπει νὰ ἔχῃ δαιμόνιον καὶ δι’ αὐτὸ παραλογίζεται.
μαίνεται· τί αὐτοῦ ἀκούετε; τοῦ εὐατοῦ του καὶ παραλογίζεται. Τί τὸν Διατὶ τὸν προσέχετε καὶ ἀκούετε αὐτὰ ποὺ λέγει;
ἀκούετε;»
10,21 Ἄλλοι ἔλεγον· ταῦτα τὰ 21 Ἄλλοι ἔλεγον· «αὐτὰ τὰ λόγια δὲν εἶναι 21 Ἄλλοι ἔλεγον· Αὐτὰ τὰ λόγια δὲν εἶναι λόγια δαιμονιζομένου. Καὶ
ρήματα οὐκ ἔστι λόγια δαιμονιζομένου. Ἔπειτα ἡμεῖς τὸν ἐπὶ πλέον τὰ λόγια του συνοδεύονται καὶ ἀπὸ τὰς ὑπερφυσικὰς
δαιμονιζομένου· μὴ δαιμόνιον βλέπομεν νὰ κάνῃ καὶ θαύματα· μήπως θεραπείας καὶ τὰ θαύματά του. Μήπως μπορεῖ δαιμόνιον νὰ ἀνοίγῃ
δύναται τυφλῶν ὀφθαλμοὺς τὸ δαιμόνιον ἠμπορεῖ νὰ ἀνοίγῃ μάτια μάτια τυφλῶν;
ἀνοίγειν; τυφλῶν;»
10,22 Ἐγένετο δὲ τὰ ἐγκαίνια ἐν 22 Ἔγινε δὲ ἀργότερα εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα 22 Ἔγινε δὲ τότε εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα ἡ ἑορτὴ τῶν ἐγκαινίων καὶ ἦτο
τοῖς Ἱερουσολύμοις, καὶ χειμὼν ἡ ἑορτὴ τῶν ἐγκαινίων καὶ ἦτο χειμών, ἐποχὴ χειμῶνος, περὶ τὰ μέσα τοῦ ἰδικοῦ μας μηνὸς Δεκεμβρίου.
ἦν· δηλαδὴ περὶ τὰ μέσα Δεκεμβρίου.
10,23 καὶ περιεπάτει ὁ Ἰησοῦς ἐν 23 Καὶ περιπατοῦσε ὁ Ἰησοῦς μέσα εἰς τὴν 23 Καὶ ἐβάδιζεν ὁ Ἰησοῦς μέσα εἰς τὸν ἱερὸν περίβολον τοῦ ναοῦ εἰς
τῷ ἱερῷ ἐν τῇ στοᾷ τοῦ αὐλὴν τοῦ Σολομῶντος. τὸ παλαιὸν ὑπόστεγον, τὸ ὁποῖον ἐθεωρεῖτο, ὅτι εἶχε κτισθῇ ὑπὸ τοῦ
Σολομῶντος. Σολομῶντος μαζὶ μὲ τὸν πρῶτον ναόν, ποὺ κατεστράφη ἀπὸ τοὺς
Βαβυλωνίους.
10,24 Ἐκύκλωσαν οὖν αὐτὸν οἱ 24 Τὸν περιεκύκλωσαν, λοιπόν, οἱ 24 Εἰς τὸ πολυσύχναστον λοιπὸν αὐτὸ μέρος τὸν περιεκύκλωσαν οἱ
Ἰουδαῖοι καὶ ἔλεγον αὐτῷ· ἕως Ἰουδαῖοι καὶ ἔλεγαν εἰς αὐτόν· «ἕως πότε Ἰουδαῖοι καὶ τοῦ εἶπαν· Ἕως πότε θὰ κρατῇς εἰς ἀγωνίαν καὶ ἀπορίαν
πότε τὴν ψυχὴν ἡμῶν αἴρεις; Εἰ θὰ κρατῇς τὴν ψυχήν μας μετέωρον; Ἕως μεγάλην τὰς ψυχάς μας; Ἐὰν σὺ εἶσαι ὁ Χριστός, πές μάς το καθαρά.
σὺ εἶ ὁ Χριστός, εἰπὲ ἡμῖν πότε θὰ μᾶς κρατῇς εἰς ἀπορίαν καὶ

96/192
παρρησία. ἀγωνίαν; Ἐὰν σὺ εἶσαι πράγματι ὁ
Χριστός ποὺ περιμένομεν, πές μας τὸ

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


καθαρὰ καὶ φανερά».
10,25 Ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· 25 Ἀπήντησε εἰς αὐτοὺς ὁ Χριστός· «σᾶς 25 Ἀπεκρίθη εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς: Σᾶς εἶπον περὶ αὐτοῦ ποὺ μὲ
εἶπον ὑμῖν, καὶ οὐ πιστεύετε· τὰ τὸ εἶπα καὶ δὲν πιστεύετε. Ἀλλὰ καὶ ἐρωτᾶτε καὶ ὅμως σεῖς δὲν πιστεύετε. Ἀλλα καὶ ἐὰν δὲν σᾶς εἶχον
ἔργα ἃ ἐγὼ ποιῶ ἐν τῷ ὀνόματι τίποτε ἂν δὲν σᾶς εἶχα πῇ, τὰ ἔργα, τὰ εἴπει τίποτε περὶ τοῦ ποῖος εἶμαι, τὰ ἔργα τὰ ὁποῖα ἐγὼ πράττω κατ’
τοῦ πατρός μου, ταῦτα μαρτυρεῖ ὁποῖα ἐγὼ κάνω ἐν ὀνόματι τοῦ Πατρός ἐντολὴν καὶ ἐξουσιοδότησιν τοῦ πατρός μου, ταῦτα δίδουν
περὶ ἐμοῦ· μου, αὐτὰ μαρτυροῦν δι' ἐμὲ καὶ μαρτυρίαν περὶ ἐμοῦ καὶ ἐπιβεβαιοῦν, ὅτι εἶμαι ὁ Χριστός.
ἀποδεικνύουν ὅτι εἶμαι ὁ Χριστός.
10,26 ἀλλ' ὐμεῖς οὐ πιστεύετε· οὐ 26 Ἀλλὰ σεῖς δὲν πιστεύετε οὔτε εἰς τὰ 26 Σεῖς ὅμως δὲν πιστεύετε, διότι, καθὼς σᾶς εἶπα, λόγῳ τῶν κακῶν
γὰρ ἐστε ἐκ τῶν προβάτων τῶν λόγια μου οὔτε εἰς τὰ ἔργα μου. Καὶ διαθέσεών σας, δὲν εἶσθε ἐξ ἐκείνων, τοὺς ὁποίους ὁ Πατὴρ
ἐμῶν, καθὼς εἶπον ὑμῖν. τοῦτο, διότι λόγῳ τῆς κακῆς σας προώρισε νὰ γίνουν πρόβατά μου καὶ πιστοὶ ἀκόλουθοί μου.
διαθέσεως καὶ τῆς ἁμαρτωλῆς
καταστάσεώς σας, δὲν ἀνήκετε εἰς τὰ
πρόβατά μου ὅπως σᾶς εἶχα πῇ.
10,27 Τὰ πρόβατα τὰ ἐμὰ τῆς 27 Τὰ δικά μου πρόβατα ἀκούουν μὲ 27 Τὰ πρόβατα τὰ ἰδικά μου ἀκούουν μὲ προθυμίαν καὶ εὐπείθειαν
φωνῆς μου ἀκούει, κἀγὼ χαρὰν καὶ μὲ ὑποταγὴν τὴν φωνήν μου τὴν φωνήν μου καὶ τὴν διδασκαλίαν μου. Καὶ ἐγὼ τὰ γνωρίζω ὡς
γινώσκω αὐτά, καὶ ἀκολουθοῦσί καὶ ἐγὼ τὰ γνωρίζω ὅτι εἶναι δικά μου καὶ ἰδικά μου καὶ ἐνδιαφέρομαι καὶ πονῶ καὶ φροντίζω δι’ αὐτά, καθὼς
μοι, μὲ ἀκολουθοῦν. καὶ ἐκεῖνα μὲ γνωρίζουν καὶ μὲ ἀκολουθοῦν ὑπακούοντα εἰς πάσας
τὰς ἐντολάς μου.
10,28 κἀγὼ ζωὴν αἰώνιον δίδωμι 28 Καὶ ἐγὼ ἀνταμείβων τὴν ὑπακοήν των, 28 Καὶ ἐγὼ εἰς ἀνταμοιβὴν τῆς ὑπακοῆς των πρὸς ἐμὲ δίδω εἰς αὐτὰ
αὐτοῖς, καὶ οὐ μὴ ἀπόλωνται εἰς τοὺς δίδω τὴν αἰωνίαν ζωὴν καὶ δὲν θὰ ζωὴν αἰώνιον, καὶ δὲν θὰ ἀπολεσθοῦν ποτὲ εἰς τὸν αἰῶνα. Καὶ οὔτε
τὸν αἰῶνα, καὶ οὐχ ἁρπάσει τις χαθοῦν ποτὲ καὶ κανεὶς δὲν θὰ τὰ λύκος, οὔτε κλέπτης, οὔτε κανένας ἄλλος κακοποιὸς δὲν θὰ μπορέσῃ
αὐτὰ ἐκ τῆς χειρός μου. ἁρπάξῃ ἀπὸ τὰ χέρια μου. ποτὲ νὰ τὰ ἀποσπάσῃ μὲ τὴν βίαν καὶ νὰ τὰ ἁρπάσῃ ἀπὸ τὴν
δυνατὴν καὶ προστατευτικὴν χεῖρα μου.
10,29 Ὁ πατήρ μου, ὃς δέδωκέ 29 Ὁ Πατήρ μου, ὁ ὁποῖος μοῦ ἔχει δώσει 29 Ὁ Πατήρ μου, ποὺ μοῦ ἔχει δώσει τὰ πρόβατα αὐτά, εἶναι
μοι, μείζων πάντων ἐστί, καὶ τὰ πρόβατα εἶναι ἀνώτερος καὶ μεγαλύτερος καὶ δυνατώτερος ἀπὸ ὅλους, καὶ κανεὶς δὲν ἠμπορεῖ νὰ

97/192
οὐδεὶς δύναται ἁρπάζειν ἐκ τῆς ἰσχυρότερος ἀπὸ ὅλους, εἶναι ὁ ἀρπάξῃ διὰ τῆς βίας αὐτὰ ἀπὸ τὴν παντοδύναμον χεῖρα τοῦ Πατρός
χειρὸς τοῦ πατρός μου. παντοδύναμος Θεός. Καὶ κανείς, οὔτε αἱ μου.

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


λεγεῶνες τῶν πονηρῶν πνευμάτων, δὲν
ἠμποροῦν νὰ ἁρπάξουν τὰ πρόβατα ἀπὸ
τὸ χέρι του.
10,30 Ἐγὼ καὶ ὁ πατὴρ ἕν ἐσμέν. 30 Μὲ τὴν ἰδίαν δύναμιν καὶ ἐξουσίαν καὶ 30 Ναί· τὰ πρόβατα αὐτὰ ἀνήκουν καὶ εἰς τὸν Πατέρα μου καὶ εἰς ἐμέ.
ἀγάπην ποιμαίνω καὶ ἐγὼ καὶ κρατῶ τὰ Καὶ κρατοῦνται συγχρόνως καὶ ἀπὸ τὴν ἰδικήν μου προστατευτικὴν
πρόβατα, διότι ἐγὼ καὶ ὁ Πατὴρ εἴμεθα χεῖρα καὶ ἀπὸ τὴν χεῖρα τοῦ Πατρός μου. Διότι ἐγὼ καὶ ὁ Πατήρ μου
ἕνα, ἔχομεν τὴν αὐτὴν φύσιν καὶ οὐσίαν, εἴμεθα ἕνα καὶ ἔχομεν τὴν αὐτὴν φύσιν καὶ οὐσίαν καὶ τὴν αὐτὴν
τὰ ἴδια ἄπειρα ἰδιώματα». δύναμιν καὶ θέλησιν καὶ ἐξουσίαν καὶ ὅλα ἐν γένει τὰ ἔχομεν κοινά.
10,31 Ἐβάστασαν οὖν πάλιν 31 Ὅταν οἱ Ἰουδαῖοι τὸν ἄκουσαν νὰ λέγῃ 31 Ὅταν λοιπὸν ἤκουσαν οἱ Ἰουδαῖοι, ὅτι ἔκαμε τὸν ἑαυτόν του ἕνα
λίθους οἱ Ἰουδαῖοι ἵνα ὅτι εἶνα ἕνα μὲ τὸν Θεόν, ἐπῆραν πάλιν μὲ τὸν Θεόν, ἐπῆραν καὶ πάλιν εἰς τὰς χεῖρας των λίθους διὰ νὰ τὸν
λιθάσωσιν αὐτόν. λιθάρια, διὰ νὰ τὸν λιθοβολήσουν. λιθοβολήσουν.
10,32 Ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· 32 Ἀπήντησε τότε εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· 32 Ἀπεκρίθη τότε εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Πολλὰ εὐεργετικὰ καὶ κατὰ
πολλὰ καλὰ ἔργα ἔδειξα ὑμῖν «πολλὰ καλὰ ἔργα ἔδειξα καὶ ἔκανα εἰς πάντα θαυμαστὰ καὶ ἀξιέπαινα ἔργα σᾶς ἔδειξα, τὰ ὁποῖα
ἐκ τοῦ πατρός μου, διὰ ποῖον ἐσᾶς ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὸν Πατέρα. προέρχονται ἀπὸ τὸν Πατέρα μου καὶ μόνον μὲ τὴν δύναμιν τοῦ
αὐτῶν ἔργον λιθάζετέ με; Διὰ ποῖον ἀπὸ ὅλα εἶσθε ἕτοιμοι νὰ μὲ Πατρός μου εἶναι δυνατὸν νὰ συντελεσθοῦν. Διὰ ποῖον ἔργον ἀπὸ
λιθοβολήσετε;» αὐτὰ θέλετε νὰ μὲ λιθοβολήσετε;
10,33 Ἀπεκρίθησαν αὐτῷ οἱ 33 Ἀπήντησαν εἰς αὐτὸν οἱ Ἰουδαῖοι, 33 Ἀπεκρίθησαν πρὸς αὐτὸν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ εἶπαν· Δὲν σὲ
Ἰουδαῖοι λέγοντες· περὶ καλοῦ λέγοντες· «δὲν σὲ λιθοβολοῦμεν διὰ λιθοβολοῦμεν διὰ κανὲν καλὸν ἔργον ἀπὸ ἐκεῖνα, ποὺ λέγεις, ὅτι
ἔργου οὐ λιθάζομέν σε, ἀλλὰ καλὸν ἔργον, ἀλλὰ διὰ τὴν φοβερὰν ἔκαμες. Ἀλλὰ σὲ λιθοβολοῦμεν διὰ τὴν βλασφημίαν, ποὺ
περὶ βλασφημίας, καὶ ὅτι σὺ βλασφημίαν ποὺ εἶπες, διότι ἐνῶ σὺ εἶσαι ἐξεστόμισες, καὶ διότι σύ, ἐνῷ εἶσαι ἄνθρωπος, κάνεις τὸν ἑαυτόν
ἄνθρωπος ὢν ποιεῖς σεαυτὸν ἄνθρωπος, κάνεις τὸν ἑαυτόν σου Θεὸν σου Θεὸν καὶ λέγεις, ὅτι εἶσαι ἕνα μὲ τὸν Θεόν.
Θεόν. καὶ λέγεις ὅτι εἶσαι ἕνα μὲ τὸν Θεόν».
10,34 Ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· 34 Τοὺς ἀπήντησεν ὁ Ἰησοῦς· «εἰς τὸν 34 Ἀπεκρίθη εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Δὲν εἶναι γραμμένον εἰς τὸν νόμον
οὐκ ἐστι γεγραμμένον ἐν τῷ νόμον σας, ἐκεῖ ποὺ ὁμιλεῖ ὁ Θεὸς πρὸς σας διὰ τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ἀσκοῦν τὴν δικαστικὴν ἐξουσίαν· Ἐγὼ
νόμῳ ὑμῶν, ἐγὼ εἶπα, θεοὶ ἐστε; τοὺς δικαστάς, δὲν εἶναι γραμμένον· Ἐγὼ εἶπα· εἶσθε θεοί;

98/192
εἶπα, εἶσθε θεοί;
10,35 Εἰ ἐκείνους εἶπε Θεούς, 35 Ἐὰν ἡ Γραφὴ ὠνόμασε θεοὺς τοὺς 35 Ἐὰν ἐκείνους ὠνόμασεν ἡ Γραφὴ θεούς, πρὸς τοὺς ὁποίους ἔγινε

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


πρὸς οὓς ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ δικαστὰς ἐκείνους, τοὺς ὁποίους ἐκάλεσε κλῆσις ἀπὸ Θεοῦ καὶ διὰ θείας ἀναδείξεως ἀνετέθη εἰς αὐτοὺς νὰ
ἐγένετο, καὶ οὐ δύναται εἰς αὐτὸ τὸ ἔργον ὁ Θεός - καὶ δὲν εἶναι διαχειρίζωνται ἐπὶ τῆς γῆς τὴν δικαστικὴν ἐξουσίαν, (καὶ δὲν εἶναι
λυθῆναι ἡ γραφή, δυνατὸν νὰ καταλυθῇ ἡ Γραφή - δυνατὸν νὰ χάσῃ τὸ κῦρος της ἡ Γραφή, ὥστε ὅ,τι λέγει νὰ μὴ ἔχῃ
πλέον καμμίαν ἀξίαν),
10,36 ὃν ὁ πατὴρ ἡγίασε καὶ 36 εἰς ἐκεῖνον, τὸν ὁποῖον ὁ Πατὴρ 36 εἰς ἐκεῖνον, τὸν ὁποῖον, ὅταν ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου διὰ νὰ
ἀπέστειλεν εἰς τὸν κόσμον, καθιέρωσε διὰ τὸ μέγα ἔργον τοῦ γίνῃ ἄνθρωπος, ὁ Πατὴρ ἐξεχώρισε καὶ ἐξέλεξε καὶ καθιέρωσεν
ὑμεῖς λέγετε ὅτι βλασφημεῖς, Μεσσίου καὶ τὸν ἔστειλε εἰς τὸν κόσμον, αὐτὸν διὰ τὸ ὑψηλὸν ἔργον τοῦ Μεσσίου καὶ τὸν ἀπέστειλεν εἰς τὸν
ὅτι εἶπον, υἱὸς τοῦ Θεοῦ εἰμι; σεῖς λέγετε ὅτι βλασφημεῖς, ἐπειδὴ εἶπα κόσμον διὰ νὰ φέρῃ τοῦτο εἰς πέρας, σεῖς λέγετε, ὅτι βλασφημεῖς,
ὅτι εἶμαι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ; ἐπειδὴ εἶπον, ὅτι εἶμαι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ;
10,37 Εἰ οὐ ποιῶ τὰ ἔργα τοῦ 37 Ἐὰν δὲν κάνω τὰ ὑπερφυσικὰ ἔργα, τὰ 37 Ἐὰν δὲν ἐνεργῶ τὰ ὑπερφυσικὰ ἔργα, τὰ ὁποῖα ὁ Πατήρ μου
πατρός μου, μὴ πιστεύετέ μοι· ὁποῖα εἶναι ἔργα τοῦ Πατρός μου, τότε μὴ παραγγέλλει καὶ μὲ βοηθεῖ νὰ ἐκτελῶ, καὶ τὰ ὁποῖα εἶναι αὐτὰ ταῦτα
πιστεύετε εἰς ἐμέ. τὰ ἔργα τοῦ Πατρός μου, μὴ πιστεύετε εἰς τὴν μαρτυρίαν τοῦ
στόματός μου καὶ εἰς τὰς ἰδικάς μου διαβεβαιώσεις.
10,38 εἰ δὲ ποιῶ, κἂν ἐμοὶ μὴ 38 Ἐφ' ὅσον ὅμως κάνω τὰ ἔργα τοῦ 38 Ἐφ’ ὅσον ὅμως ἐνεργῶ τὰ ἔργα τοῦ Πατρός μου, καὶ ἐὰν δὲν
πιστεύητε, τοῖς ἔργοις Πατρός μου, πιστεύσατε εἰς αὐτὰ τὰ ἔργα πιστεύετε εἰς ὅ,τι λέγω ἐγώ, πιστεύσατε ὅμως εἰς τὰ ἔργα αὐτά, διὰ
πιστεύσατε, ἵνα γνῶτε καὶ καὶ τότε θὰ ἐννοήσετε καλὰ καὶ θὰ νὰ μάθετε καὶ ὁδηγηθῆτε ἀπὸ αὐτὰ εἰς τὴν τελείαν πίστιν. Καὶ τότε
πιστεύσητε, ὅτι ἐν ἐμοὶ ὁ πατὴρ πιστεύσετε εἰς ἐμὲ καὶ θὰ βεβαιωθῆτε, ὅτι θὰ βεβαιωθῆτε ὅτι μέσα μου εἶναι καὶ μένει ὁ Πατὴρ καὶ ἐγὼ εἶμαι
κἀγὼ ἐν αὐτῷ. ἐγὼ ζῶ καὶ ὑπάρχω ἐν τῷ Πατρί, ὅπως καὶ μένω μέσα εἰς τὸν Πατέρα. Ἔχω δηλαδὴ ὡς Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ
καὶ ὁ Πατὴρ ζῇ καὶ ὑπάρχει ἐν ἐμοί». Θεοῦ τὴν αὐτὴν φύσιν καὶ οὐσίαν πρὸς τὸν Πατέρα, καὶ εἶμαι
ἄπειρος καὶ ἐγώ, ὥστε νὰ χωρῇ μέσα μου ὁ Πατήρ, εἴμεθα δὲ καὶ
ἀχώριστοι ὁ εἰς ἀπὸ τὸν ἄλλον, διότι καὶ ἐγὼ εἶμαι καὶ μένω μέσα εἰς
τὸν Πατέρα μου.
10,39 Ἐζήτουν οὖν πάλιν πιάσαι 39 Ἐζητοῦσαν καὶ πάλιν οἱ Ἰουδαῖοι νὰ 39 Ὕστερα λοιπὸν ἀπὸ τοὺς λόγους τοῦ αὐτοὺς ἐζήτουν καὶ πάλιν νὰ
αὐτόν· καὶ ἐξῆλθεν ἐκ τῆς τὸν πιάσουν, ἀλλὰ αὐτὸς ἔφυγεν τὸν συλλάβουν διὰ νὰ τὸν καταδικάσουν καὶ τὸν θανατώσουν, ἀλλ’
χειρὸς αὐτῶν. ἀνάμεσα ἀπὸ τὰ χέρια των. ἐξέφυγεν ἀπὸ τὰς χεῖρας των.

99/192
10,40 Καὶ ἀπῆλθε πάλιν πέραν 40 Καὶ ἀνεχώρησε πάλιν πέρα ἀπὸ τὸν 40 Καὶ ἐπῆγε πάλιν πέραν ἀπὸ τὸν Ἰορδάνην εἰς τὴν Περαίαν, εἰς τὸν
τοῦ Ἰορδάνου, εἰς τὸν τόπον Ἰορδάνην, εἰς τόπον, ὅπου κατ' ἀρχὰς τόπον, ὅπου ἐβάπτιζε κατὰ τὰς πρώτας ἡμέρας τῆς δημοσίας του

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


ὅπου ἦν Ἰωάννης τὸ πρῶτον ἐβάπτιζεν ὁ Ἰωάννης καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ. ἐμφανίσεως ὁ Ἰωάννης, καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ.
βαπτίζων, καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ.
10,41 Καὶ πολλοὶ ἦλθον πρὸς 41 Καὶ πολλοὶ ἦλθαν πρὸς αὐτὸν καὶ 41 Καὶ πολλοὶ ἦλθον πρὸς αὐτὸν καὶ ὅταν ἤκουσαν τὴν διδασκαλίαν
αὐτὸν καὶ ἔλεγον ὅτι Ἰωάννης ἔλεγαν μεταξύ των ὅτι ὁ Ἰωάννης δὲν του καὶ εἶδαν τὰ θαύματά του, ἔλεγον, ὅτι ὁ Ἰωάννης δὲν ἔκαμε μὲν
μὲν σημεῖον ἐποίησεν οὐδέν, ἔκαμε κανένα θαῦμα, ὅλα δὲ ὅσα ὁ κανένα θαῦμα, ὅλα ὅμως ὅσα εἶπεν ὁ Ἰωάννης δι’ αὐτόν, ἀπεδείχθη
πάντα δὲ ὅσα εἶπεν Ἰωάννης Ἰωάννης εἶπε δι' αὐτὸν ἀπεδείχθησαν τώρα ὅτι ἦσαν ἀληθῆ.
περὶ τούτου, ἀληθῆ ἦν. ἀληθινά.
10,42 Καὶ ἐπίστευσαν πολλοὶ 42 Καὶ πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν. 42 Καὶ ἐπίστευσαν ἐκεῖ πολλοὶ εἰς αὐτόν.
ἐκεῖ εἰς αὐτόν.

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 11Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ


Αρχαίο Κείμενο Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
11,1 Ήν δέ τις ἀσθενῶν Ήτο δὲ κάποιος ἀσθενής, ὀνόματι Ήτο δὲ κάποιος ἀσθενής, ποὺ ἐλέγετο Λάζαρος καὶ κατήγετο ἀπὸ
Λάζαρος ἀπὸ Βηθανίας, ἐκ τῆς Λάζαρος, ἀπὸ τὴν Βηθανίαν, ἀπὸ τὸ τὴν Βηθανίαν, ἀπὸ τὸ χωρίον Μαρίας καὶ τῆς Μάρθας τῆς ἀδελφῆς
κώμης Μαρίας καὶ Μάρθας τῆς χωρίον τῆς Μαρίας καὶ Μάρθας τῆς της.
ἀδελφῆς αὐτῆς. ἀδελφῆς της.
11,2 Ἦν δὲ Μαρία ἡ ἀλείψασα 2 Ἡ δὲ Μαρία ἦτο ἐκείνη, ποὺ ἄλειψε τὸν 2 Ἡ Μαρία δὲ ἦτο ἐκείνη, ποὺ ὀλίγον πρὸ τοῦ θανάτου του ἄλειψε
τὸν Κύριον μύρῳ καὶ ἐκμάξασα Κύριον, ὀλίγας ἡμέρας πρὸ τῆς τὸν Κύριον μὲ μύρον καὶ ἐσφόγγισε τοὺς πόδας του μὲ τὰ μαλλιά
τοὺς πόδας αὐτοῦ ταῖς θριξὶν σταυρώσεως, μὲ μύρον καὶ ἐσπόγγισε τὰ της. Τῆς Μαρίας αὐτῆς ὁ ἀδελφὸς Λάζαρος ἦτο ἄρρωστος.
αὐτῆς, ἧς ὁ ἀδελφὸς Λάζαρος πόδια του μὲ τὰ μαλλιά της. Αὐτῆς λοιπὸν
ἠσθένει. ὁ ἀδελφὸς Λάζαρος ἦτο ἀσθενής.
11,3 Ἀπέστειλαν οὖν αἱ ἀδελφαὶ 3 Ἔστειλαν τότε αἱ δύο ἀδελφαὶ πρὸς τὸν 3 Ἔστειλαν λοιπὸν πρὸς αὐτὸν αἱ δύο ἀδελφαὶ ἀνθρώπους
πρὸς αὐτὸν λέγουσαι· Κύριε, ἴδε Ἰησοῦν ἀνθρώπους νὰ τὸν εἰδοποιήσουν, ἐξεπίτηδες νὰ τὸν εἰδοποιήσουν καὶ τοῦ εἶπαν· Κύριε, νά, αὐτός, ποὺ
ὃν φιλεῖς ἀσθενεῖ. οἱ ὁποῖοι τοῦ εἶπαν ἐκ μέρους των· «Κύριε, τόσον πολὺ ἀγαπᾷς, εἶναι ἄρρωστος.

100/192
ἰδοὺ αὐτός, τὸν ὁποῖον τόσον πολὺ
ἀγαπᾷς, εἶναι ἀσθενής».

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


11,4 Ἀκούσας δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· 4 Ὅταν ὅμως ἤκουσεν ὁ Ἰησοῦς τοῦτο, 4 Ὅταν ὅμως ἤκουσε τοῦτο ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· Αὐτὴ ἡ ἀσθένεια δὲν θὰ
αὕτη ἡ ἀσθένεια οὐκ ἔστι πρὸς εἶπεν· «αὐτὴ ἡ ἀσθένεια δὲν εἶναι γιὰ καταλήξῃ εἰς ἀνεπανόρθωτον θάνατον, ἀλλὰ συνέβη διὰ νὰ
θάνατον, ἀλλ' ὑπὲρ τῆς δόξῃς θάνατο, ἀλλὰ διὰ νὰ φανῇ ἡ δόξα τοῦ ἐκλάμψῃ ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ· συνέβη δηλαδὴ διὰ νὰ
τοῦ Θεοῦ, ἵνα δοξασθῇ ὁ υἱὸς Θεοῦ καὶ νὰ δοξασθῇ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ μὲ δοξασθῇ διὰ τῆς ἀσθενείας αὐτῆς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, διότι θὰ δοθῇ
τοῦ Θεοῦ δι' αὐτῆς. τὴν ἀσθένειαν αὐτήν, διότι θὰ δοθῇ εὐκαιρία νὰ δείξῃ τὴν ὑπερφυσικὴν δύναμίν του καὶ νὰ ἐπιβεβαιώσῃ
εὐκαιρία ἄλλο μεγάλο θαῦμα νὰ περιτράνως τὴν θείαν φύσιν καὶ ἀποστολήν του.
πραγματοποιηθῇ».
11,5 Ἠγάπα δὲ ὁ Ἰησοῦς τὴν 5 Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀγαποῦσε πολὺ ὁλόκληρον 5 Ἠγάπα δὲ ὁ Ἰησοῦς τὴν Μάρθαν καὶ τὴν ἀδελφήν της καὶ τὸν
Μάρθαν καὶ τὴν ἀδελφὴν αὐτὴν τὴν οἰκογένειαν, δηλαδὴ τὴν Λάζαρον. Καὶ ἐὰν δὲν ἀνεχώρησεν ἀμέσως πρὸς ἐπίσκεψιν καὶ
αὐτῆς καὶ τὸν Λάζαρον. Μάρθαν καὶ τὴν ἀδελφήν της καὶ τὸν θεραπείαν τοῦ Λαζάρου, δὲν ἔπραξε τοῦτο ἐξ ἀδιαφορίας, ἀλλὰ διότι
Λάζαρον. ἀπέβλεπεν εἰς τὴν φανέρωσιν τῆς δόξης καὶ δυνάμεως τοῦ Θεοῦ.
11,6 Ὡς οὖν ἤκουσεν ὅτι 6 Ὅταν, λοιπόν, ἤκουσεν ὅτι ὁ Λάζαρος 6 Ὅταν λοιπὸν ἤκουσεν ὅτι ὁ Λάζαρος ἀσθενεῖ, τότε μέν, ποὺ ὅλοι
ἀσθενεῖ, τότε μὲν ἔμεινεν ἐν ᾧ ἀσθενεῖ, τότε μὲν ἔμεινεν εἰς τὸν τόπον, ὅσοι ἤξευραν τὴν ἀγάπην του πρὸς αὐτὸν θὰ ἐπερίμεναν νὰ
ἦν τόπῳ δύο ἡμέρας· ὅπου εὑρίσκετο, δύο ἀκόμη ἡμέρας. ἀναχωρήσῃ ἀμέσως, παρέμεινεν ἐπὶ δύο ἀκόμη ἡμέρας εἰς τὸν
τόπον, ὅπου εὑρίσκετο.
11,7 ἔπειτα μετὰ τοῦτο λέγει 7 Ἔπειτα, ἀφοῦ ἐπέρασε καὶ αὐτὸ τὸ 7 Ἔπειτα δέ, ἀφοῦ ἐπέρασαν αἱ δύο ἡμέραι, εἶπεν εἰς τοὺς μαθητάς·
τοῖς μαθηταῖς· ἄγωμεν εἰς τὴν χρονικὸν διάστημα, λέγει εἰς τοὺς Ἂς ὑπάγωμεν πάλιν εἰς τὴν Ἰουδαίαν.
Ἰουδαίαν πάλιν. μαθητάς του· «ἂς πᾶμε πάλιν εἰς τὴν
Ἰουδαίαν».
11,8 Λέγουσιν αὐτῷ οἱ μαθηταί· 8 Οἱ μαθηταὶ ὅμως τοῦ εἶπαν· «Διδάσκαλε, 8 Ἀλλὰ τότε οἱ μαθηταί, οἱ ὁποῖοι εἶχον φοβηθῆ ἀπὸ τὴν ἀντίδρασιν,
ραββί, νῦν ἐζήτουν σὲ λιθάσαι τώρα πρὸ ὀλίγου ἐζητοῦσαν οἱ Ἰουδαῖοι ποὺ συνήντησεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, τοῦ εἶπαν· Διδάσκαλε,
οἱ Ἰουδαῖοι, καὶ πάλιν ὑπάγεις νὰ σὲ λιθοβολήσουν καὶ σὺ πηγαίνεις πρὸ ὀλίγου ἐζήτουν οἱ Ἰουδαῖοι νὰ σὲ λιθοβολήσουν καὶ πάλιν
ἐκεῖ; πάλιν ἐκεῖ;» πηγαίνεις ἐκεῖ;
11,9 Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· οὐχὶ 9 Ἀπήντησεν ὁ Ἰησοῦς· «δώδεκα δὲν εἶναι 9 Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς· Δὲν εἶναι δώδεκα αἱ ὧραι τῆς ἡμέρας; Ἐὰν
δώδεκά εἰσιν ὧραι τῆς ἡμέρας; αἱ ὧραι τῆς ἡμέρας; Ὅποιος περιπατεῖ κανεὶς περιπατῇ κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς ἡμέρας, δὲν σκοντάπτει,

101/192
Ἐάν τις περιπατῇ ἐν τῇ ἡμέρᾳ, κατὰ τὸ διάστημα τῆς ἡμέρας, δὲν ἀλλὰ βαδίζει ἀσφαλῶς, διότι βλέπει τὸν ἥλιον, ὁ ὁποῖος φωτίζει τὸν
οὐ προσκόπτει, ὅτι τὸ φῶς τοῦ σκοντάπτει, διότι βλέπει μὲ τὸ φῶς τοῦ κόσμον τοῦτον τὸν ὑλικόν. Οὕτω καὶ ἐγὼ ἔχω ἐπακριβῶς ὡρισμένον

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


κόσμου τούτου βλέπει· κόσμου τούτου. (Ἡ ἡμέρα τῆς ζωῆς μου ἀπὸ τὸν Πατέρα μου τὸν χρόνον τῆς ἐπὶ γῆς ἀποστολῆς μου. Καὶ οἱ
ἐξακολουθεῖ ἀκόμη καὶ ἐγὼ προχωρῶ εἰς Ἰουδαῖοι δὲν δύνανται νὰ μοῦ ἀφαιρέσουν οὔτε δευτερόλεπτον ἐκ τοῦ
τὸ ἔργον μου μὲ βεβαιότητα καὶ χρόνου τούτου. Δὲν διατρέχω λοιπὸν κανένα κίνδυνον ἀπὸ τοὺς
ἀσφάλειαν). Ἰουδαίους, ἐφ’ ὅσον ἀκολουθῶ τὸν δρόμον, ὁ ὁποῖος φωτίζεται ἀπὸ
τὸ θέλημα τοῦ Πατρός μου, ἀλλὰ καὶ σεῖς, ἐφόσον μὲ ἀκολουθεῖτε,
δὲν διατρέχετε μαζί μου κανένα κίνδυνον, διότι ἐγὼ ὡς ἥλιος τῆς
δικαιοσύνης θὰ φωτίζω τὸν δρόμον σας καὶ θὰ ἀσφαλίζω τὴν
πορείαν σας.
11,10 ἐὰν δέ τις περιπατῇ ἐν τῇ 10 Ἐὰν ὅμως κανεὶς περιπατῇ κατὰ τὴν 10 Ἐὰν ὅμως κανεὶς περιπατῇ κατὰ τὴν νύκτα,σκοντάπτει,διότι τὸ
νυκτί, προσκόπτει, ὅτι τὸ φῶς νύκτα, σκοντάπτει, διότι δὲν ὑπάρχει εἰς φῶς δὲν ὑπάρχει εἰς αὐτὸν διὰ νὰ τὸν φωτίζῃ. Οὕτω καὶ ἐκεῖνοι, οἱ
οὐκ ἐστὶν ἐν αὐτῷ. αὐτὸν φῶς νὰ τὸν φωτίζῃ. (Εἰς τὸ σκοτάδι ὁποῖοι δὲν θὰ μείνουν εἰς τὸ φῶς τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, θὰ σκοντάψουν
τῆς ἀγνοίας καὶ τῆς πλάνης βαδίζουν ὅλοι καὶ θὰ πέσουν.
ὅσοι ἐπιμένουν εἰς τὴν ἀπιστίαν των καὶ
δὲν θέλουν νὰ δεχθοῦν τὸ φῶς, ποὺ ἐγὼ
τοὺς προσφέρω)».
11,11 Ταῦτα εἶπε, καὶ μετὰ 11 Αὐτὰ εἶπε καὶ ἔπειτα τοὺς λέγει· «ὁ 11 Ταῦτα εἶπεν ὁ Ἰησοῦς, καὶ ὕστερον ἀπὸ ὀλίγον λέγει εἰς αὐτούς· Ὁ
τοῦτο λέγει αὐτοῖς· Λάζαρος ὁ Λάζαρος, ὁ φίλος μας, ἔχει κοιμηθῇ· ἀλλὰ φίλος μας Λάζαρος ἔχει κοιμηθῇ. Ἀλλὰ πηγαίνω διὰ νὰ τὸν
φίλος ἡμῶν κεκοίμηται· ἀλλὰ ἐγὼ πηγαίνω νὰ τὸν ἐξυπνήσω». ἐξυπνήσω.
πορεύομαι ἵνα ἐξυπνήσω
αὐτόν·
11,12 εἶπον οὖν οἱ μαθηταὶ 12 Οἱ μαθηταί, ἐπειδὴ ἐνόμισαν ὅτι 12 Ὅταν λοιπὸν ἤκουσαν οἱ μαθηταί του, ὅτι ὁ Λάζαρος ἐκοιμήθη,
αὐτοῦ· Κύριε, εἰ κεκοίμηται, πρόκειται περὶ φυσικοῦ ὕπνου, τοῦ εἶπαν· νομίσαντες ὅτι ἐπρόκειτο περὶ φυσικοῦ ὕπνου, τοῦ εἶπαν· Κύριε, ἐὰν
σωθήσεται. «Κύριε, ἐὰν ἔχῃ κοιμηθῇ, αὐτὸ εἶναι ἔχῃ κοιμηθῇ, ὁ ὀργανισμός του διὰ τῆς ἀναπαύσεως τοῦ ὕπνου θὰ
δεῖγμα ὅτι πηγαίνει καλύτερα καὶ θὰ ἔχῃ ἀναλάβει καὶ συνεπῶς ὁ Λάζαρος θὰ γίνῃ καλά. Πρὸς τί νὰ τὸν
σωθῇ ἀπὸ τὴν ἀσθένειάν του». ἐξυπνήσωμεν;

102/192
11,13 Εἰρήκει δὲ ὁ Ἰησοῦς περὶ 13 Ὁ Ἰησοῦς ὅμως ὠμιλοῦσε διὰ τὸν 13 Ὁ Ἰησοῦς ὅμως εἶχεν εἴπει διὰ τὸν θάνατον τοῦ Λαζάρου· ἐκεῖνοι
τοῦ θανάτου αὐτοῦ· ἐκεῖνοι δὲ θάνατον τοῦ Λαζάρου. Ἀλλ' έκεῖνοι δὲ ἐνόμισαν, ὅτι λέγει διὰ τὴν ἀποκοίμησιν τοῦ ὕπνου.

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


ἔδοξαν ὅτι περὶ τῆς κοιμήσεως ἐνόμισαν ὅτι ὁμιλεῖ περὶ τοῦ φυσικοῦ
τοῦ ὕπνου λέγει. ὕπνου.
11,14 Τότε οὖν εἶπεν αὐτοῖς ὁ 14 Τότε, λοιπόν, τοὺς εἶπε ὁ Ἰησοῦς 14 Τότε λοιπὸν τοὺς εἶπεν ὁ Ἰησοῦς καθαρά· Ὁ Λάζαρος ἀπέθανε,
Ἰησοῦς παρρησίᾳ· Λάζαρος καθαρά· «ὁ Λάζαρος ἀπέθανε.
ἀπέθανε,
11,15 καὶ χαίρω δι' ὑμᾶς, ἵνα 15 Καὶ χαίρω γιὰ σᾶς, διότι αὐτὸ τὸ 15 καὶ χαίρω διὰ σᾶς, διὰ νὰ στηριχθῆτε περισσότερον εἰς τὴν πίστιν.
πιστεύσητε, ὅτι οὐκ ἥμην ἐκεῖ· γεγονὸς θὰ σᾶς κάμῃ νὰ πιστεύσετε Χαίρω, διότι δὲν ἤμουν ἐκεῖ, ὁπότε θὰ τὸν ἐθεράπευον προτοῦ
ἀλλ' ἄγωμεν πρὸς αὐτόν. περισσότερον. Χαίρω διότι δὲν ἤμουν ἐκεῖ ἀποθάνῃ καὶ δὲν θὰ ἐγίνετο τὸ θαῦμα τῆς ἀναστάσεώς του, ποὺ θὰ
κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς ἀσθενείας του, διὰ σᾶς στηρίξῃ εἰς τὴν πίστιν. Ἀλλ’ ἀς ὑπάγωμεν εἰς αὐτόν.
νὰ τοῦ δώσω τὴν ὑγείαν, ἀλλὰ πηγαίνω
τώρα ποὺ εἶναι νεκρός, διὰ νὰ τὸν
ἀναστήσω καὶ νὰ ἴδετε ἔτσι καὶ σεῖς ἕνα
ἄλλο μεγάλο θαῦμα. Ἀλλὰ ἂς πᾶμε πρὸς
αὐτόν».
11,16 Εἶπεν οὖν Θωμᾶς ὁ 16 Τότε, λοιπόν, ὁ Θωμᾶς - ὁ ὁποῖος εἰς 16 Κατόπιν λοιπὸν τῆς προτροπῆς αὐτῆς τοῦ Κυρίου, ὅπως
λεγόμενος Δίδυμος τοῖς τὴν ἑλληνικὴν λέγεται Δίδυμος - εἶπεν εἰς ἀναχωρήσουν διὰ τὴν Βηθανίαν, εἶπεν εἰς τοὺς συμμαθητάς του ὁ
συμμαθηταῖς· ἄγωμεν καὶ ἡμεῖς τοὺς συμμαθητάς του· «ἂς πᾶμε καὶ ἡμεῖς Θωμᾶς, τὸν ὁποῖον, ἐκεῖνοι ποὺ ὡμίλουν τὴν ἑλληνικὴν καὶ
ἵνα ἀποθάνωμεν μετ' αὐτοῦ. ἐκεῖ ὅπου περιμένουν οἱ ἐχθροί του νὰ τὸν μετέφραζον τὸ ὄνομά του εἰς τὴν γλῶσσαν αὐτῶν, τὸν ἔλεγαν
φονεύσουν, διὰ νὰ πεθάνωμε μαζῆ του». Δίδυμον· ἀφοῦ θέλει νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὸ μέρος, ὅπου οἱ ἐχθροί του
ζητοῦν νὰ τὸν φονεύσουν, ἀς ὑπάγωμεν καὶ ἡμεῖς ἐκεῖ διὰ νὰ
ἀποθάνωμεν μαζί του.
11,17 Ἐλθὼν οὖν ὁ Ἰησοῦς εὗρεν 17 Ὅταν, λοιπόν, ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς, εὑρῆκε 17 Ὅταν λοιπὸν ἦλθεν εἰς τὴν Βηθανίαν ὁ Ἰησοῦς, εὗρε πλέον
αὐτὸν τέσσαρας ἡμέρας ἤδη τὸν Λάζαρον νὰ ἔχῃ τέσσαρας πλέον πεθαμένον τὸν Λάζαρον καὶ νὰ ἔχῃ τέσσαρας ἡμέρας μέσα εἰς τὸν
ἔχοντα ἐν τῷ μνημείῳ. ἡμέρας μέσα εἰς τὸν τάφον. τάφον.
11,18 Ἦν δὲ ἡ Βηθανία ἐγγὺς 18 Ἡ δὲ Βηθανία εὑρίσκετο κοντὰ εἰς τὰ 18 Ἦτο δὲ ἡ Βηθανία πλησίον τῶν Ἱεροσολύμων εἰς ἀπόστασιν

103/192
τῶν Ἱεροσολύμων ὡς ἀπὸ Ἱεροσόλυμα, τρία περίπου χιλιόμετρα. περίπου δεκαπέντε παλαιῶν σταδίων, ἤτοι ὀλιγώτερον ἀπὸ τρία
σταδίων δεκαπέντε, στάδια σημερινά.

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


11,19 καὶ πολλοὶ ἐκ τῶν 19 Καὶ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους εἶχαν 19 Καὶ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἐχθρευομένους τὸν Ἰησοῦν Ἰουδαίους εἶχον
Ἰουδαίων ἐληλύθεισαν πρὸς ἔλθει πρὸς τὰς ἀδελφάς, Μάρθαν καὶ ἔλθει πρὸς τὰς συντροφευμένας καὶ ἀπὸ ἄλλους Μάρθαν καὶ
τὰς περὶ Μάρθαν καὶ Μαρίαν Μαρίαν, ποὺ τὰς ἐσυντρόφευαν κατὰ τὰς Μαρίαν, διὰ νὰ παρηγορήσουν αὐτὰς διὰ τὸν ἀδελφόν τους.
ἵνα παραμυθήσωνται αὐτὰς ἡμέρας ἐκείνας καὶ ἄλλοι, διὰ νὰ τὰς
περὶ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτῶν. παρηγορήσουν διὰ τὸν θάνατον τοῦ
ἀδελφοῦ των.
11,20 Ἡ οὖν Μάρθα ὡς ἤκουσεν 20 Ἡ Μάρθα λοιπὸν μόλις ἄκουσε, ὅτι 20 Ἡ Μάρθα λοιπὸν εὐθὺς ὅταν ἤκουσεν, ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἦλθεν, ἔτρεξε
ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἔρχεται, ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς, ἔτρεξε ἀμέσως νὰ τὸν καὶ τὸν προϋπάντησεν ἔξω ἀπὸ τὸ χωρίον. Ἡ Μαρία δὲ ἐν τῷ μεταξὺ
ὑπήντησεν αὐτῷ· Μαρία δὲ ἐν συναντήσῃ. Ἡ δὲ Μαρία ἔμενεν εἰς τὸ ἐκάθητο εἰς τὸ σπίτι.
τῷ οἴκῳ ἐκαθέζετο. σπίτι.
11,21 Εἶπεν οὖν ἡ Μάρθα πρὸς 21 Εἶπε, λοιπόν, ἡ Μάρθα πρὸς τὸν 21 Ὅταν λοιπὸν ἡ Μάρθα συνήντησε τὸν Ἰησοῦν, εἶπε πρὸς αὐτόν·
τὸν Ἰησοῦν· Κύριε, εἰ ἧς ὧδε, ὁ Ἰησοῦν· «Κύριε, ἐὰν ἤσουνα ἐδῶ, δὲν θὰ Κύριε, ἐὰν ἤσουν ἐδῶ, δὲν θὰ εἶχεν ἀποθάνει ὁ ἀδελφός μου.
ἀδελφός μου οὐκ ἂν ἐτεθνήκει. ἐπέθαινεν ὁ ἀδελφός μου.
11,22 Ἀλλὰ καὶ νῦν οἶδα ὅτι ὅσα 22 Ἀλλὰ καὶ τώρα, ξέρω ὅτι ὅσα καὶ ἂν 22 Ἀλλὰ καὶ τώρα, ποὺ ὁ ἀδελφός μου εἶναι πεθαμένος, γνωρίζω, ὅτι
ἂν αἰτήσῃ τὸν Θεόν, δώσει σοι ὁ ζητήσῃς ἀπὸ τὸν Θεόν, θὰ σοῦ τὰ δώσῃ ὁ ὅσα καὶ ἄν ζητήσῃς ἀπὸ τὸν Θεόν, θὰ σοῦ τὰ δώσῃ ὁ Θεός.
Θεός. Θεός».
11,23 Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· 23 Λέγει εἰς αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς· «θὰ 23 Λέγει πρὸς αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς· θὰ ἀναστηθῇ ὁ ἀδελφός σου.
ἀναστήσεται ὁ ἀδελφός σου. ἀναστηθῇ ὁ ἀδελφός σου».
11,24 Λέγει αὐτῷ Μάρθα· οἶδα 24 Εἶπε τότε εἰς αὐτὸν ἡ Μάρθα· «ξέρω ὅτι 24 Εἶπε τότε πρὸς αὐτὸν ἡ Μάρθα· Γνωρίζω, ὅτι ὁ ἀδελφός μου θὰ
ὅτι ἀναστήσεται ἐν τῇ θὰ ἀναστηθῇ κατὰ τὴν γενικὴν ἀναστηθῇ κατὰ τὴν ἀνάστασιν, ποὺ θὰ γίνῃ εἰς τὴν πιὸ τελευταίαν
ἀναστάσει ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ. ἀνάστασιν, κατὰ τὴν μεγάλην ἐκείνην καὶ καὶ ἐσχάτην ἡμέραν τοῦ προσκαίρου αὐτοῦ αἰῶνος, ὕστερα ἀπὸ τὴν
ἐπίσημον ἡμέραν». ὁποίαν θὰ ἐπακολουθήσῃ ὁ μέλλων ἔνδοξος καὶ ἀτελείωτος αἰών.
11,25 Εἶπεν αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· ἐγώ 25 Τῆς εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· «ἐγὼ εἶμαι ἡ 25 Εἶπεν εἰς αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς· Ἐγὼ εἶμαι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή. Ἔχω
εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή. ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή. τὴν δύναμιν νὰ ἀνασταίνω, διότι εἶμαι ἐγὼ ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς.

104/192
11,26 Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κάν 26 Ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει εἰς ἐμέ, καὶ ἂν 26 Ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει εἰς ἐμέ, καὶ ἀν ἀποθάνῃ σωματικῶς, ὅπως
ἀποθάνῃ, ζήσεται· καὶ πᾶς ὁ πεθάνῃ σωματικῶς, θὰ ζήσῃ πνευματικῶς ἀπέθανεν ὁ ἀδελφός σου, θὰ ζήσῃ, διότι ἐκτὸς τῆς οὐρανίας καὶ

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ εἰς τὴν μακαρίαν ζωήν, θὰ λάβῃ δὲ πνευματικῆς ζωῆς, τὴν ὁποίαν ἀπὸ τώρα θὰ μεταδώσω εἰς τὴν ψυχήν
ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα. ἀναστημένον, ἄφθαρτον καὶ αἰώνιον τὸ του, ἐν καιρῷ θὰ ἀναστηθῇ οὗτος ἀπὸ ἐμὲ καὶ κατὰ τὸ σῶμα. Καὶ
Πιστεύεις τοῦτο; σῶμα του. Καὶ καθένας ποὺ ζῇ εἰς τὴν καθένας ἐξ ἐκείνων, ποὺ δὲν ἀπέθαναν ἀκόμη, ἀλλὰ ζοῦν τὴν
παροῦσαν ζωὴν καὶ πιστεύει εἰς ἐμέ, δὲν ἐπίγειον ζωήν, ἐφ’ ὅσον πιστεύει εἰς ἐμέ, θὰ ἀντιμετωπίσῃ γεμᾶτος
θὰ πεθάνῃ ποτέ, ἀλλὰ θὰ ζῇ ἀφοβίαν τὸν πρόσκαιρον θάνατον, τὸν ὁποῖον οἱ μακρὰν ἐμοῦ
πνευματικῶς εἰς τὸν αἰῶνα, ὁ δὲ ἄνθρωποι τρέμουν καὶ φοβοῦνται, ἐπειδὴ δὲ θὰ μένῃ πάντοτε
σωματικός του θάνατος θὰ εἶναι ἡ ἐνωμένος μὲ τὸν Θεόν, δὲν θὰ δοκιμάσῃ ποτὲ πνευματικὸν θάνατον,
γέφυρα, ποὺ θὰ τὸν μεταφέρῃ εἰς τὴν ὁ ὁποῖος εἶναι καὶ ὁ πραγματικὸς καὶ ἀνεπανόρθωτος θάνατος. Τὸ
αἰωνιότητα. Πιστεύεις τοῦτο;» πιστεύεις αὐτό;
11,27 Λέγει αὐτῷ· ναί, Κύριε, 27 Εἶπε εἰς αὐτὸν ἡ Μάρθα· «ναί, Κύριε, 27 Λέγει εἰς αὐτὸν ἡ Μάρθα· Ναί, Κύριε· ἐγὼ ἔχω πρὸ πολλοῦ
ἐγὼ πεπίστευκα ὅτι σὺ εἶ ὁ ἐγὼ ἔχω πιστεύσει ὅτι σὺ εἶσαι ὁ Χριστός, πιστεύσει, ὅτι σὺ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος σύμφωνα
Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ ὁ εἰς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος σύμφωνα μὲ τὰς πρὸς τὰς θείας ὑποσχέσεις καὶ προφητείας ἐπρόκειτο νὰ ἔλθῃ εἰς τὸν
τὸν κόσμον ἐρχόμενος. προφητείας θὰ ἤρχετο εἰς τὸν κόσμον, διὰ κόσμον. Ἐφ’ ὅσον δὲ ἔχω πεποίθησιν, ὅτι σὺ εἶσαι ὁ Χριστός, πιστεύω
νὰ σώσῃ τὸν κόσμον. Δι' αὐτὸ καὶ πιστεύω καὶ εἰς ὅσα κατὰ τὴν στιγμὴν αὐτὴν λέγεις καὶ διακηρύττεις διὰ τὸν
ὅλα ὅσα λέγεις». ἑαυτόν σου.
11,28 Καὶ ταῦτα εἰποῦσα 28 Καὶ ἀφοῦ εἶπεν αὐτὰ ἔφυγε, ἐκάλεσε 28 Καὶ ἀφοῦ εἶπε ταῦτα ἔφυγε καὶ ἐφώναξε τὴν ἀδελφήν της
ἀπῆλθε καὶ ἐφώνησε Μαρίαν τὴν ἀδελφήν της καὶ τῆς εἶπε κρυφά· «ὁ Μαρίαν, εἰς τὴν ὁποίαν εἶπε κρυφά· Ὁ Διδάσκαλος εἶναι ἐδῶ καὶ σὲ
τὴν ἀδελφὴν αὐτῆς λάθρᾳ Διδάσκαλος εἶναι ἐδῶ καὶ σὲ φωνάζει». φωνάζει.
εἰποῦσα· ὁ διδάσκαλος πάρεστι
καὶ φωνεῖ σε.
11,29 Ἐκείνη ὡς ἤκουσεν, 29 Ἐκείνη μόλις ἤκουσε, ἀμέσως 29 Ἐκείνη ἀμέσως, καθὼς ἤκουσε τοῦτο, σηκώνεται γρήγορα καὶ
ἐγείρεται ταχὺ καὶ ἔρχεται πρὸς σηκώνεται καὶ ἔρχεται εἰς συνάντησίν ἔρχεται πρὸς συνάντησιν αὐτοῦ.
αὐτόν. του.
11,30 Οὔπω δὲ ἐληλύθει ὁ 30 Ὁ δὲ Ἰησοῦς δὲν εἶχεν εἰσέλθει ἀκόμα 30 Ἐν τῷ μεταξὺ ὅμως ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶχεν ἔλθει ἀκόμη μέσα εἰς τὸ
Ἰησοῦς εἰς τὴν κώμην, ἀλλ' ἦν εἰς τὸ χωρίον, ἀλλὰ ἔμεινε εἰς τὸν τόπον, χωρίον, ἀλλ’ ἦτο εἰς τὸ μέρος, ὅπου τὸν εἶχεν ὑποδεχθῇ ἡ Μάρθα,

105/192
ἐν τῷ τόπῳ ὅπου ὑπήντησεν ὅπου τὸν εἶχε προϋπαντήσει ἡ Μάρθα. ἐπιθυμῶν, ἵνα μόνος μετὰ τῶν μαθητῶν του καὶ τῶν δύο ἀδελφῶν
αὐτῷ ἡ Μάρθα. τοῦ Λαζάρου ἐπισκεφθῇ τὸν τάφον αὐτοῦ.

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


11,31 Οἱ οὖν Ἰουδαῖοι οἱ ὄντες 31 Οἱ Ἰουδαῖοι, λοιπόν, ποὺ ἦσαν μαζῆ της 31 Οἱ Ἰουδαῖοι λοιπόν, ποὺ ἦσαν μαζὶ μὲ τὴν Μαρίαν εἰς τὸ σπίτι καὶ
μετ' αὐτῆς ἐν τῇ οἰκίᾳ καὶ εἰς τὸ σπίτι καὶ τὴν παρηγοροῦσαν, ὅταν τὴν παρηγοροῦσαν, ὅταν εἶδαν τὴν Μαρίαν, ὅτι ἐσηκώθη γρήγορα
παραμυθούμενοι αὐτήν, εἶδαν τὴν Μαρίαν ὅτι ἐσηκώθη γρήγορα καὶ ἐβγῆκεν ἀπὸ τὸ σπίτι μὲ κατεύθυνσιν, ποὺ θὰ τὴν ἔφερεν ἔξω
ἰδόντες τὴν Μαρίαν ὅτι ταχέως καὶ ἐβγῆκε ἔξω, τὴν ἠκολούθησαν ἀπὸ τὸ χωρίον, τὴν ἠκολούθησαν λέγοντες, ὅτι πηγαίνει εἰς τὸ
ἀνέστη καὶ ἐξῆλθεν, λέγοντες ὅτι πηγαίνει εἰς τὸ μνημεῖον, διὰ μνημεῖον διὰ νὰ κλαύσῃ ἐκεῖ.
ἠκολούθησαν αὐτῇ, λέγοντες νὰ κλάψῃ ἐκεῖ τὸν ἀδελφόν της.
ὅτι ὑπάγει εἰς τὸ μνημεῖον ἵνα
κλαύσῃ ἐκεῖ.
11,32 Ἡ οὖν Μαρία ὡς ἦλθεν 32 Ἡ Μαρία ὅμως ἀμέσως μόλις ἦρθε εἰς 32 Ὅταν λοιπὸν ἡ Μαρία ἦλθεν ἐκεῖ, ποὺ ἦτο ὁ Ἰησοῦς, μόλις τὸν
ὅπου ἦν ὁ Ἰησοῦς, ἰδοῦσα αὐτὸν τὸν τόπον, ὅπου εὑρίσκετο ὁ Ἰησοῦς, ὅταν εἶδεν, ἔπεσεν εἰς τὰ πόδια του καὶ τοῦ εἶπε· Κύριε, ἐὰν ἤσουν ἐδῶ, δὲν
ἔπεσεν αὐτοῦ εἰς τοὺς πόδας τὸν εἶδε, ἔπεσεν εἰς τὰ πόδια του καὶ τοῦ θὰ μοῦ ἐπέθαινεν ὁ ἀγαπημένος ἀδελφός, διότι θὰ τὸν ἐθεράπευες.
λέγουσα αὐτῷ· Κύριε, εἰ ἧς ὧδε, ἔλεγε «Κύριε, ἐὰν ἤσουνα ἐδῶ, δὲν θά μοῦ
οὐκ ἂν ἀπέθανέ μου ὁ ἐπέθαινε ὁ ἀδελφός».
ἀδελφός.
11,33 Ἰησοῦς οὖν ὡς εἶδεν αὐτὴν 33 Ὁ Ἰησοῦς ὅταν εἶδε αὐτὴν νὰ κλαίῃ καὶ 33 Ὁ Ἰησοῦς λοιπόν, ὅταν εἶδεν αὐτὴν νὰ κλαίῃ καθὼς καὶ τοὺς
κλαίουσαν καὶ τοὺς τοὺς Ἰουδαίους, ποὺ εἶχαν ἔλθει μαζῆ της, Ἰουδαίους, οἱ ὁποῖοι ἦλθαν μαζί της, νὰ κλαίουν καὶ αὐτοί, ἐπέπληξε
συνελθόντας αὐτῇ Ἰουδαίους νὰ κλαίουν ἐπίσης, ἐπεβλήθη μὲ μεγάλην τὸ ἐσωτερικὸν τῆς ψυχῆς του συγκρατῶν τὴν συγκίνησίν του καὶ
κλαίοντας, ἐνεβριμήσατο τῷ δύναμιν ἐπὶ τοῦ ἐσωτερικοῦ του, διὰ νὰ ἀντέδρασεν ἐντόνως ἐπιβαλλόμενος ἐπὶ τοῦ ἑαυτοῦ του.
πνεύματι καὶ ἐτάραξεν ἑαυτόν, κρατήσῃ τὴν συγκίνησιν, ἡ ὁποία τὸν
ἐπλημμύριζε
11,34 καὶ εἶπε· ποῦ τεθείκατε 34 καὶ εἶπε μὲ φωνὴν ἤρεμον· «ποῦ τὸν 34 Καὶ μὲ φωνὴν ἤρεμον καὶ μὴ διακοπτομένην ἀπὸ λυγμοὺς εἶπε·
αὐτόν; ἔχετε βάλει;» Ποὺ τὸν ἔχετε βάλει;
11,35 Λέγουσιν αὐτῷ· Κύριε, 35 Καὶ ἐκεῖνοι τοῦ λέγουν· «Κύριε, ἔλα νὰ 35 Εἶπαν οἱ παριστάμενοι εἰς αὐτόν· Κύριε, ἔλα νὰ ἰδῇς. Καθὼς δὲ
ἔρχου καὶ ἴδε. Ἐδάκρυσεν ὁ ἰδῇς». Καὶ καθὼς ἐπήγαιναν, ἐδάκρυσεν ὁ ἐπήγαινε εἰς τὸν τάφον, ἐκ συμπαθείας πρὸς τὴν θλῖψιν τῶν δύο
Ἰησοῦς. Ἰησοῦς ἀπὸ συμπάθειαν διὰ τὸν βαθὺν ἀδελφῶν, ἐδάκρυσεν ὁ Ἰησοῦς.

106/192
πόνον τῶν δύο ἀδελφῶν.
11,36 Ἔλεγον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι· 36 Οἱ Ἰουδαῖοι, ὅταν εἶδαν τὰ δάκρυα αὐτὰ 36 Ὅταν λοιπὸν οἱ Ἰουδαῖοι τὸν εἶδαν νὰ δακρύῃ ἔλεγον· Κύτταξε

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


ἴδε πῶς ἐφίλει αὐτόν· ἔλεγαν· «γιὰ κύτταξε, πόσον πολὺ τὸν πόσον τὸν ἀγαποῦσε!
ἀγαποῦσε!»
11,37 τινὲς δὲ ἐξ αὐτῶν εἶπον· 37 Μερικοὶ δὲ ἀπὸ αὐτοὺς εἶπαν· «αὐτὸς 37 Μερικοὶ ὅμως ἀπὸ αὐτοὺς ἔλαβαν ἀφορμὴν νὰ ἐκδηλώσουν τὴν
οὐκ ἠδύνατο οὗτος, ὁ ἀνοίξας ποὺ ἤνοιξε τὰ μάτια τοῦ ἐκ γενετῆς δυσμένειάν των καὶ εἶπον· Δὲν εἶχε τὴν δύναμιν αὐτός, ποὺ ἤνοιξε τὰ
τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ, τυφλοῦ, δὲν ἠμποροῦσε νὰ κάμῃ κάτι μάτια τοῦ τυφλοῦ, νὰ κάμῃ ἐγκαίρως ὅ,τι ἐχρειάζετο, ὥστε καὶ αὐτὸς
ποιῆσαι ἵνα καὶ οὗτος μὴ ἐνωρίτερα, διὰ νὰ μὴ ἀποθάνῃ καὶ αὐτός; νὰ μὴ ἀποθάνῃ;
ἀποθάνῃ; Διατὶ καὶ ἐδῶ δὲν ἔκανε θαῦμα,
θεραπεύων τὴν ἀσθένειαν τοῦ φίλου του;
Ἐξαντλήθηκε ἡ δύναμίς του;»
11,38 Ἰησοῦς οὖν, πάλιν 38 Ὁ Ἰησοῦς, λοιπόν, ἐπιβαλλόμενος 38 Ὁ Ἰησοῦς λοιπόν, ἐνῷ πάλιν ἐπέπληττε μέσα του τὴν συγκίνησίν
ἐμβριμώμενος ἐν ἑαυτῷ, συνεχῶς ἐπὶ τοῦ ἑαυτοῦ του, διὰ νὰ μὴ του διὰ νὰ συγκρατήσῃ αὐτήν, ἦλθεν εἰς τὸ μνημεῖον. Ἦτο δὲ τὸ
ἔρχεται εἰς τὸ μνημεῖον· ἦν δὲ ἐκδηλωθῇ ἡ συγκίνησίς του, ἔρχεται εἰς τὸ μνημεῖον σπήλαιον ἀνοιγμένον εἰς βράχον καὶ λίθος βαρὺς εἶχε τεθῇ
σπήλαιον, καὶ λίθος ἐπέκειτο μνημεῖον. Αὐτὸ δὲ ἦτο ἕνα σπήλαιον καὶ εἰς τὸ στόμιον του.
ἐπ' αὐτῷ. εἰς τὴν εἴσοδόν του εἶχε τοποθετηθῆ ἔνας
βαρὺς λίθος.
11,39 Λέγει ὁ Ἰησοῦς· ἄρατε τὸν 39 Λέγει ὁ Ἰησοῦς· «σηκῶστε τὸν λίθον 39 Εἶπε τότε ὁ Ἰησοῦς· Σηκώσατε τὸν λίθον. Λέγει εἰς αὐτὸν ἡ ἀδελφὴ
λίθον. Λέγει αὐτῷ ἡ ἀδελφὴ τοῦ αὐτόν». Τοῦ λέγει ἡ ἀδελφὴ τοῦ νεκροῦ, ἡ τοῦ ἀποθαμένου, ἡ Μάρθα, Κύριε βρωμᾷ πλέον· διότι εἶναι τεσσάρων
τεθνηκότος Μάρθα· Κύριε, ἤδη Μάρθα· «Κύριε, μυρίζει πλέον, διότι εἶναι ἡμερῶν νεκρός.
ὄζει· τεταρταῖος γάρ ἐστι. τέσσαρες ἡμέρες ἀποθαμένος».
11,40 Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· οὐκ 40 Τῆς λέγει ὁ Ἰησοῦς· «δὲν σοῦ εἶπα ὅτι 40 Λέγει εἰς αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς· Δὲν σοῦ εἶπα, ὅτι ἐὰν πιστεύσῃς, θὰ ἴδῃς
εἶπόν σοι ὅτι ἐὰν πιστεύσῃς, ἐὰν πιστεύσῃς, θὰ ἴδῃς τὴν δόξαν καὶ τὸ διὰ τῆς ἀναστάσεως τοῦ ἀδελφοῦ σου, ἡ ὁποία θὰ εἶναι σύμβολον
ὄψει τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ; μεγαλεῖον τοῦ Θεοῦ, ὅπως αὐτὰ καὶ προμήνυμα τῆς κοινῆς ἀναστάσεως πάντων τῶν ἀνθρώπων, τὸν
φαίνονται εἰς τὰ μεγάλα θαύματα ποὺ ἔνδοξον θρίαμβον τῆς παντοδυναμίας τοῦ Θεοῦ κατὰ τοῦ θανάτου;
κάνω;»
11,41 Ἦραν οὖν τὸν λίθον οὗ ἦν 41 Ἐπῆραν, λοιπόν, τὸν λίθον ἀπὸ τὴν 41 Κατόπιν λοιπὸν ἀπὸ τὴν παρατήρησιν αὐτὴν τοῦ Κυρίου

107/192
ὁ τεθνηκὼς κείμενος. Ὁ δὲ εἴσοδον τοῦ σπηλαίου, ὅπου εἶχε τεθῇ ὁ ἐσήκωσαν τὸν λίθον ἀπὸ τὸ στόμιον τοῦ σπηλαίου, ὅπου εὑρίσκετο ὁ
Ἰησοῦς ἦρε τοὺς ὀφθαλμοὺς πεθαμένος. Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐσήκωσε τὰ πεθαμένος. Ὁ Ἰησοῦς δὲ ὕψωσε τότε τοὺς ὀφθαλμούς του πρὸς τὸν

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


ἄνω καὶ εἶπε· πάτερ, εὐχαριστῶ μάτια του ἐπάνω καὶ εἶπε· «Πάτερ μου, σ' οὐρανὸν καὶ εἶπε· Πάτερ, εἶμαι βέβαιος, ὅτι θὰ συντελεσθῇ ἀμέσως
σοι ὅτι ἤκουσάς μου. εὐχαριστῶ, διότι μὲ ἤκουσες καὶ θὰ γίνῃ τὸ θαῦμα καὶ σὲ εὐχαριστῶ, διότι μὲ ἤκουσες.
καὶ τοῦτο τὸ θαῦμα.
11,42 Ἐγὼ δὲ ᾔδειν ὅτι πάντοτέ 42 Ἐγὼ ἐγνώριζα πολὺ καλὰ ὅτι πάντοτε 42 Ἐγὼ δὲ ἐγνώριζον, ὅτι πάντοτε μὲ ἀκούεις· ἀλλὰ εἶπον
μου ἀκούεις· ἀλλὰ διὰ τὸν μὲ ἀκούεις, ἀλλὰ εἶπα αὐτό, διὰ νὰ μεγαλοφώνως τὸ Εὐχαριστῶ, διὰ νὰ ἀκούσῃ ὁ λαός, ποὺ στέκεται
ὄχλον τὸν περιεστῶτα εἶπον, ἀκούσῃ ὁ λαὸς ποὺ στέκεται ἐδῶ γύρω καὶ γύρω μου, καὶ ἔτσι βλέποντες πόσην πεποίθησιν ἔχω ἐκ προτέρου ὅτι
ἵνα πιστεύσωσιν ὅτι σὺ μὲ νὰ πιστέψουν ὅτι σὺ μὲ ἔχεις στείλει». θὰ εἰσακουσθῶ, πιστεύσουν, ὅταν θὰ ἐπακολουθήσῃ τὸ θαῦμα, ὅτι
ἀπέστειλας. σὺ μὲ ἀπέστειλας.
11,43 Καὶ ταῦτα εἰπὼν φωνῇ 43 Καὶ ἀφοῦ εἶπεν αὐτὰ ἐφώναξε μὲ 43 Καὶ ἀφοῦ εἶπε ταῦτα, δεικνύων τὴν κυριαρχικὴν ἐξουσίαν του καὶ
μεγάλῃ ἐκραύγασε· Λάζαρε, μεγάλην φωνήν· «Λάζαρε ἔβγα ἔξω». ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ θανάτου, ἐφώναξε μὲ φωνὴν μεγάλην· Λάζαρε, ἔβγα
δεῦρο ἔξω. ἔξω.
11,44 Καὶ ἐξῆλθεν ὁ τεθνηκὼς 44 Καὶ ἀμέσως ἐβγῆκεν ὁ πεθαμένος. Εἶχε 44 Καὶ ἐβγῆκεν ἀπὸ τὸ μνημεῖον ὁ ἀποθαμένος μὲ δεμένους δι’
δεδεμένος τοὺς πόδας καὶ τὰς δὲ τὰ πόδια καὶ τὰ χέρια τυλιγμένα μὲ ἐπιδέσμων τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας του, καὶ τὸ πρόσωπόν του εἶχε
χεῖρας κειρίαις καὶ ἡ ὄψις αὐτοῦ λωρίδες ἀπὸ σεντόνι καὶ τὸ πρόσωπον τριγύρω δεθῆ καὶ σκεπασθῆ μὲ φακιόλιον. Εἶπε δὲ τότε ὁ Ἰησοῦς εἰς
σουδαρίῳ περιεδέδετο. Λέγει τυλιγμένο μὲ ἕνα εἰδὸς πετσέτας, ὅπως ἐκείνους, ποὺ παρευρίσκοντο ἐκεῖ· Λύσατέ τον καὶ ἀφήσατέ τον
αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· λύσατε αὐτὸν ἐσυνήθιζαν νὰ σαβανώνουν τότε οἱ μόνον καὶ χωρὶς βοηθὸν νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸ σπίτι του.
καὶ ἄφετε ὑπάγειν. Ἑβραῖοι τοὺς νεκρούς των. Λέγει εἰς
αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· «λῦστε τον καὶ ἀφῆστε
τον μόνον, χωρὶς κανεὶς νὰ τὸν βοηθήσῃ,
διὰ νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸ σπίτι».
11,45 Πολλοὶ οὖν ἐκ τῶν 45 Πολλοὶ τότε ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, ποὺ 45 Μετὰ τὸ θαῦμα τοῦτο λοιπὸν πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, αὐτοὶ
Ἰουδαίων, οἱ ἐλθόντες πρὸς τὴν εἶχαν ἔλθει νὰ ἐπισκεφθοῦν καὶ δηλαδὴ ποὺ ἦλθον πρὸς ἐπίσκεψιν τῆς Μαρίας καὶ εἶδαν μὲ τὰ μάτια
Μαρίαν καὶ θεασάμενοι ἃ παρηγορήσουν τὴν Μαρίαν, ὅταν εἶδαν τὰ των ἐκεῖνα, ποὺ ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν.
ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, ἐπίστευσαν μεγάλα ἐκεῖνα θαύματα, ποὺ ἔκαμεν ὁ
εἰς αὐτόν. Ἰησοῦς, ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν.

108/192
11,46 Τινὲς δὲ ἐξ αὐτῶν 46 Μερικοὶ ὅμως ἄλλοι ἀπὸ αὐτούς, 46 Μερικοὶ ὅμως ἀπὸ αὐτούς, ποὺ εὑρέθησαν νὰ εἶναι ἐκεῖ καὶ οἱ
ἀπῆλθον πρὸς τοὺς Φαρισαίους μοχθηροὶ καὶ ἄπιστοι, ἐπῆγαν εἰς τοὺς ὁποῖοι δὲν ἔτρεφον ἀγαθὰς διαθέσεις διὰ τὸν Ἰησοῦν, ἐπῆγαν εἰς

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


καὶ εἶπον αὐτοῖς ἃ ἐποίησεν ὁ Φαρισαίους καὶ τοὺς ἐγνωστοποίησαν ὅλα τοὺς Φαρισαίους καὶ τοὺς εἶπαν ὅλα τὰ περιστατικὰ καὶ τὰς
Ἰησοῦς. ὅσα ἔκαμεν ἐκεῖ ὁ Ἰησοῦς. λεπτομερείας τοῦ θαύματος, ποὺ ἔκαμεν ὁ Ἰησοῦς.
11,47 Συνήγαγον οὖν οἱ 47 Τότε, λοιπόν, οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ 47 Κατόπιν τούτου λοιπὸν συνεκάλεσαν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι
ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι Φαρισαῖοι ἐκάλεσαν εἰς συνεδρίασιν τὰ εἰς σύσκεψιν τὰ μέλη τοῦ συνεδρίου καὶ ἔλεγον· Τί θὰ κάμωμεν; Ὁ
συνέδριον καὶ ἔλεγον· τί μέλῃ τοῦ συνεδρίου καὶ ἔλεγαν· «τί κίνδυνος, ποὺ μᾶς παρουσιάζεται, εἶναι μεγάλος, διότι αὐτὸς ὁ
ποιοῦμεν, ὅτι οὗτος ὁ κάνομεν τώρα; Πολλοὶ θὰ πιστεύσουν εἰς ἄνθρωπος ἐνεργεῖ πολλὰ θαύματα.
ἄνθρωπος πολλὰ σημεῖα ποιεῖ; αὐτόν, διότι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς κάνει
πολλὰ θαύματα.
11,48 Ἐὰν ἀφῶμεν αὐτὸν οὕτω, 48 Ἐὰν τὸν ἀφήσωμεν ἔτσι ἐλεύθερον, θὰ 48 Ἐὰν ἀφήσωμεν αὐτὸν ἐλεύθερον, ὅπως τὸν εἶχαμεν ἕως τώρα,
πάντες πιστεύσουσιν εἰς αὐτόν, ἐξακολουθῇ νὰ κάνῃ θαύματα καὶ ὅλοι οἱ ὅλοι θὰ πιστεύσουν εἰς αὐτόν, ὅτι εἶναι ὁ Μεσσίας, καὶ ἑπόμενον
καὶ ἐλεύσονται οἱ Ρωμαῖοι καὶ Ἰουδαῖοι θὰ πιστεύσουν ὅτι εἶναι ὁ εἶναι νὰ γίνῃ κάποια ἐπανάστασις. Καὶ τότε θὰ ἔλθουν οἱ Ρωμαῖοι
ἀροῦσιν ἡμῶν καὶ τὸν τόπον Μεσσίας καὶ ὁ βασιλεύς των. Εἶναι δὲ καὶ θὰ μᾶς πάρουν καὶ τὸν τόπον τοῦ ναοῦ τὸν ἅγιον καὶ τὴν
καὶ τὸ ἔθνος. βέβαιον, ὅτι θὰ παρασυθοῦν εἰς ἀνεξαρτησίαν τοῦ ἔθνους μας θὰ καταλύσουν.
ἐπανάστασιν καὶ τότε οἱ Ρωμαῖοι θὰ
ἔλθουν ἐναντίον μας καὶ θὰ καταλάβουν
καὶ τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ ὅλον τὸ ἔθνος
μας καὶ θὰ μᾶς ὑποδουλώσουν πλήρως
εἰς τὴν ἐξουσίαν των».
11,49 Εἷς δέ τις ἐξ αὐτῶν 49 Ἕνας δὲ ἀπὸ αὐτούς, Καϊάφας ὀνόματι, 49 Κάποιος δὲ ἀπὸ αὐτούς, ἕνας ποὺ ἐκαλεῖτο Καϊάφας, ὁ ὁποῖος ἦτο
Καϊάφας, ἀρχιερεὺς ὤν τοῦ ποὺ ἦτο ἀρχιερεὺς κατὰ τὸ ἰστορικὸν ἀρχιερεὺς τοῦ ἀξιομνημονεύτου καὶ σωτηριώδους ἐκείνου ἔτους,
ἐνιαυτοῦ ἐκείνου, εἶπεν αὐτοῖς· ἐκεῖνο ἔτος, τοὺς εἶπε· «σεῖς δὲν ξέρετε εἶπεν εἰς αὐτούς· Λόγῳ τῆς ἀτολμίας καὶ ἀβουλίας σας δὲν ἠξεύρετε
ὑμεῖς οὐκ οἴδατε οὐδέν, τίποτε τίποτε ἀπὸ ἐκεῖνα, ποὺ πρέπει νὰ γίνουν.
11,50 οὐδὲ διαλογίζεσθε ὅτι 50 οὔτε καὶ συλλογίζεσθε ὅτι μᾶς 50 Οὔτε σᾶς περνᾷ ἀπὸ τὸν νοῦν, ὅτι μᾶς συμφέρει νὰ θανατωθῇ
συμφέρει ἡμῖν ἵνα εἷς συμφέρει νὰ θανατωθῇ ἔνας ἄνθρωπος ἕνας ἄνθρωπος διὰ τὸν ἐκλεκτὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ μὴ χαθῇ
ἄνθρωπος ἀποθάνῃ ὑπὲρ τοῦ διὰ τὸν λαὸν καὶ νὰ μὴ χαθῇ ὁλόκληρον ὁλόκληρον τὸ ἔθνος διὰ τῆς ὑποδουλώσεώς του εὶς τοὺς Ρωμαίους.

109/192
λαοῦ καὶ μὴ ὅλον τὸ ἔθνος τὸ ἔθνος».
ἀπόληται.

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


11,51 Τοῦτο δὲ ἀφ' ἑαυτοῦ οὐκ 51 Καὶ εἶπε τοῦτο, αὐτὴν τὴν ἀλήθειαν, 51 Τοῦτο δὲ δὲν τὸ εἶπεν ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του, ἀλλ’ ἐπειδὴ ἦτο
εἶπεν, ἀλλὰ ἀρχιερεὺς ὤν τοῦ ὄχι ἀπὸ τὸν εὐατόν του, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἦτο ἀρχιερεὺς τοῦ ἀξιομνημονεύτου καὶ σωτηριώδους ἐκείνου ἔτους,
ἐνιαυτοῦ ἐκείνου προεφήτευσεν ἀρχιερεὺς κατὰ τὸ ἔτος ἐκεῖνο, ἐπροφήτευσεν, ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἦτο προωρισμένον, σύμφωνα μὲ τὸ
ὅτι ἔμελλεν ὁ Ἰησοῦς ἐπροφήτευσε, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβῃ, ὅτι σχέδιον τοῦ Θεοῦ, νὰ ἀποθάνῃ διὰ τὸ καλὸν καὶ τὴν σωτηρίαν τοῦ
ἀποθνῄσκειν ὑπὲρ τοῦ ἔθνους, ἔμελλε πράγματι ὁ Ἰησοῦς, σύμφωνα μὲ Ἰουδαϊκοῦ ἔθνους.
τὸ σχέδιον τοῦ Θεοῦ, νὰ ἀποθάνῃ διὰ τὴν
σωτηρίαν τοῦ ἔθνους.
11,52 καὶ οὐχ ὑπὲρ τοῦ ἔθνους 52 Καὶ ὄχι μόνον διὰ τὴν σωτηρίαν τοῦ 52 Καὶ θὰ ἀπέθνησκεν ὅχι μόνον διὰ τὸ καλὸν καὶ τὴν σωτηρίαν τοῦ
μόνον, ἀλλ' ἱνα καὶ τὰ τέκνα Ἰουδαϊκοὺ ἔθνους, ἀλλὰ καὶ διὰ νὰ Ἰουδαϊκοῦ ἔθνους, ἀλλὰ καὶ διὰ νὰ συναθροίσῃ εἰς ἕνα ποίμνιον καὶ
τοῦ Θεοῦ τὰ διασκορπισμένα συναθροίσῃ εἰς μίαν ποίμνην ὅλους τοὺς σῶμα τοὺς διασκορπισμένους εἰς ὅλον τὸν κόσμον καλοπροαιρέτους
συναγάγῃ εἰς ἐν. διασκορπισμένους εἰς τὴν οἰκουμένην ἐθνικούς, οἱ ὁποῖοι ἔμελλον διὰ τῆς πίστεως νὰ γίνουν τέκνα τοῦ
καλοπροαιρέτους ἐθνικούς, οἱ ὁποῖοι μὲ Θεοῦ.
τὴν πίστιν εἰς αὐτὸν θὰ ἐγίνοντο τέκνα
τοῦ Θεοῦ.
11,53 Ἀπ' ἐκείνης οὖν τῆς 53 Ὕστερα, λοιπόν, ἀπὸ τὴν ἡμέραν 53 Ὕστερα λοιπὸν ἀπὸ τοὺς λόγους αὐτοὺς τοῦ Καϊάφα, ἀπεφάσισαν
ἡμέρας συνεβουλεύσαντο ἵνα ἐκείνην, ποὺ εἶπε αὐτὰ τὰ λόγια ὁ ἀπὸ τὴν ἡμέραν ἐκείνην ὅλοι των νὰ τὸν θανατώσουν.
ἀποκτείνωσιν αὐτόν. Καϊάφας, ἐπῆραν πλέον ὁριστικὴν τὴν
ἀπόφασιν τὰ μέλῃ τοῦ συνεδρίου νὰ τὸν
θανατώσουν.
11,54 Ἰησοῦς οὖν οὐκέτι 54 Διὰ τοῦτο καὶ ὁ Ἰησοῦς δὲν 54 Ἐξ αἰτίας λοιπὸν τῶν φονικῶν τούτων διαθέσεων καὶ σχεδίων τῶν
παρρησίᾳ περιεπάτει ἐν τοῖς ἐπεριπατοῦσε πλέον φανερὰ μεταξὺ τῶν ἐχθρῶν του ὁ Ἰησοῦς δὲν ἐπεριπάτει πλέον φανερὰ καὶ ἐλεύθερα
Ἰουδαίοις, ἀλλὰ ἀπῆλθεν Ἰουδαίων, ἀλλὰ ἀνεχώρησεν ἀπὸ ἐκεῖ καὶ μεταξὺ τῶν Ἰουδαίων, ποὺ τὸν ἐμίσουν, ἀλλ’ ἀνεχώρησεν ἀπ’ ἐκεῖ
ἐκεῖθεν εἰς τὴν χώραν ἐγγὺς ἦλθεν εἰς μίαν περιοχὴν πλησίον τῆς καὶ ἦλθεν εἰς τὴν χώραν, ἡ ὁποία κεῖται πλησίον τῆς έρήμου, εἰς μίαν
τῆς ἐρήμου, εἰς Ἐφραὶμ ἐρήμου καὶ συγκεκριμένα εἰς μίαν πόλιν, πόλιν, ποὺ ἐλέγετο Ἐφραίμ, καὶ ἐκεῖ ἔμενε μαζὶ μὲ τοὺς μαθητάς του.
λεγομένην πόλιν, κἀκεῖ ποὺ ἐλέγετο Ἐφραίμ. Καὶ ἐκεῖ ἔμενε μὲ

110/192
διέτριβε μετὰ τῶν μαθητῶν τοὺς μαθητάς του.
αὐτοῦ.

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


11,55 Ἦν δὲ ἐγγὺς τὸ πάσχα 55 Ἐπλησίαζε δὲ τὸ πάσχα τῶν Ἰουδαίων 55 Ἐπλησίαζε δὲ τὸ Πάσχα τῶν Ἰουδαίων καὶ πολλοὶ ἀπὸ τὰ διάφορα
τῶν Ἰουδαίων, καὶ ἀνέβησαν καὶ πολλοὶ ἀπὸ τὰ διάφορα μέρη τῆς μέρη τῆς Παλαιστίνης ἀνέβησαν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα πρὸ τοῦ Πάσχα
πολλοὶ εἰς Ἱεροσόλυμα ἐκ τῆς Παλαιστίνης ἀνέβηκαν εἰς τὰ διὰ νὰ ἑξαγνισθοῦν μὲ τὰς τελετάς, εἰς τὰς ὁποίας ἐσυνηθίζετο νὰ
χώρας πρὸ τοῦ πάσχα ἵνα Ἱεροσόλυμα, διὰ νὰ ἐξαγνισθοῦν καὶ ὑποβάλλωνται πρὸ τῆς ἑορτῆς.
ἀγνίσωσιν ἑαυτούς. καθαρισθοῦν ἀπὸ τὸν μολυσμὸν τῆς
ἁμαρτίας πρὸ τοῦ πάσχα, μὲ διαφόρους
τελετὰς καὶ θυσίας, ὅπως ἐσυνήθιζαν.
11,56 Ἐζήτουν οὖν τὸν Ἰησοῦν 56 Ἀναζητοῦσαν, λοιπόν, τὸν Ἰησοῦν καὶ 56 Ἐζητοῦσαν λοιπὸν τὸν Ἰησοῦν, ὅπως καὶ ἄλλοτε καὶ ἔλεγον
καὶ ἔλεγον μετ' ἀλλήλων ἐν τῷ ἔλεγαν μεταξύ των καθὼς ἐσύχναζαν καὶ μεταξύ των ἱστάμενοι εἰς τὸν ἱερὸν περίβολον τοῦ ναοῦ· Τί ἰδέαν
ἱερῷ ἐστηκότες· τί δοκεῖ ὑμῖν, ἐστέκοντο εἰς τὰς αὐλὰς τοῦ ναοῦ· «τί ἔχετε; Νομίζετε, ὅτι δὲν θὰ ἔλθῃ εἰς τὴν ἑορτήν;
ὅτι οὐ μὴ ἔλθῃ εἰς τὴν ἑορτήν; νομίζετε; Τάχα δὲν θὰ ἔλθῃ εἰς τὴν
ἑορτήν;»
11,57 Δεδώκεισαν δὲ καὶ οἱ 57 Εἶχαν δὲ δώσει ἐντολὴν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ 57 Εἶχαν δώσει δὲ ἐντολὴν καὶ οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι, ἐὰν
ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι οἱ Φαρισαῖοι, ἐὰν κανεὶς μάθῃ ποῦ εἶναι ὁ κανεὶς μάθῃ τὸν τόπον, ὅπου ἦτο ὁ Ἰησοῦς, νὰ δώσῃ μήνυμα καὶ
ἐντολὴν ἵνα ἐάν τις γνῶ ποῦ Ἰησοῦς, νὰ τὸ καταστήσῃ γνωστὸν εἰς εἴδησιν περὶ τούτου, διὰ νὰ τὸν συλλάβουν.
ἐστι, μηνύσῃ, ὅπως πιάσωσιν αὐτούς, διὰ νὰ τὸν συλλάβουν.
αὐτόν.

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 12Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ


Αρχαίο Κείμενο Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
12,1 Ο οὖν Ἰησοῦς πρὸ ἓξ Ο δὲ Ἰησοῦς, ἐξ ἡμέρας πρὸ τοῦ πάσχα Ο Ἰησοῦς, λοιπόν, χωρὶς νὰ ἐμποδισθῇ ἀπὸ τὴν ἐπιβουλὴν αὐτὴν τῶν
ἡμερῶν τοῦ πάσχα ἦλθεν εἰς ἦλθεν εἰς τὴν Βηθανίαν, ὅπου ἦτο ὁ ἐχθρῶν του, ἓξ ἡμέρας πρὸ τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα, ἦλθεν εἰς τὴν
Βηθανίαν, ὅπου ἦν Λάζαρος ὁ Λάζαρος, ὁ ὁποῖος εἶχε πεθάνει καὶ τὸν Βηθανίαν, ὅπου ἦτο ὁ Λάζαρος, ὁ ὁποῖος εἶχεν ἀποθάνει καὶ τὸν
τεθνηκώς, ὃν ἤγειρεν ἐκ ὁποῖον εἶχε ἀναστήσει ἐκ νεκρῶν. ὁποῖον ὁ Κύριος ἀνέστησεν ἐκ νεκρῶν.

111/192
νεκρῶν.
12,2 Ἐποίησαν οὖν αὐτῷ 2 Παρέθεσαν, λοιπόν, εἰς αὐτὸν δεῖπνον 2 Λόγῳ δὲ τοῦ σεβασμοῦ καὶ τῆς εὐγνωμοσύνης, ποὺ ἐξ αἰτίας τοῦ

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


δεῖπνον ἐκεῖ, καὶ ἡ Μάρθα ἐκεῖ καὶ ἡ Μάρθα ὑπηρετοῦσε. Ὁ Λάζαρος θαύματος ᾐσθάνοντο οἱ συγγενεῖς τοῦ Λαζάρου πρὸς αὐτόν, τοῦ
διηκόνει· ὁ δὲ Λάζαρος εἰς ἦν ἦτο ἔνας ἀπὸ τοὺς συνδαιτυμόνας. ἔκαμαν δεῖπνον ἐκεῖ καὶ ἡ Μάρθα ὑπηρέτει. Ὁ δὲ Λάζαρος ἦτο ἕνας
τῶν ἀνακειμένων σὺν αὐτῷ. ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ ἐκάθηντο καὶ συνέτρωγον εἰς τὸ τραπέζι μαζί του.
12,3 Ἡ οὖν Μαρία, λαβοῦσα 3 Ἐν τῷ μεταξὺ ἡ Μαρία ἐπῆρε μίαν 3 Ἐν τῷ μεταξὺ ἡ Μαρία, ἀφοῦ ἠγόρασε περὶ τὰ ἑκατὸν δράμια
λίτραν μύρου νάρδου πιστικῆς λίτραν μύρου γνησίου καὶ πολυτίμου, μύρον κατασκευασμένον ἀπὸ ἓν εἶδος τοῦ ἀρωματικοῦ φυτοῦ τῆς
πολυτίμου, ἤλειψε τοὺς πόδας καμωμένου ἀπὸ τὸ ἀρωματικὸν φυτὸν βαλεριάνας, τὸ ὁποῖον καλεῖται νάρδος, μύρον γνήσιον καὶ
τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἐξέμαξε ταῖς ποὺ λέγεται νάρδος, καὶ ἄλειψε τὰ πόδια ἀνόθευτον καὶ πάρα πολὺ ἀκριβόν, ἤλειψε μὲ αὐτὸ τοὺς πόδας τοῦ
θριξὶν αὐτῆς τοὺς πόδας αὐτοῦ· τοῦ Ἰησοῦ, τὰ ὁποῖα καὶ ἐσπόγγισε Ἰησοῦ. Καὶ ἔπειτα ἐκδηλοῦσα τὴν βαθεῖαν ταπείνωσίν της πρὸς τὸν
ἡ δὲ οἰκία ἐπληρώθη ἐκ τῆς κατόπιν μὲ τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς της. Ἰησοῦν ἐκαθάρισε μὲ τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς της τοὺς πόδας του· ἡ
ὀσμῆς τοῦ μύρου. (Τοῦτο δὲ ἔκαμε ἀπὸ βαθεῖαν πίστιν πρὸς οἰκία δὲ ἐγέμισεν ἀπὸ τὴν εὐωδίαν τοῦ μύρου.
τὸν Σωτῆρα καὶ ἀπὸ θερμὴν
εὐγνωμοσύνην πρὸς αὐτόν, ποὺ εἶχεν
ἀναστήσει τὸν ἀδελφόν της). Ὅλο δὲ τὸ
σπίτι ἐγέμισε ἀπὸ τὴν εὐωδίαν τοῦ μύρου.
12,4 Λέγει οὖν εἶς ἐκ τῶν 4 Λέγει τότε ἕνας ἀπὸ τοὺς μαθητὰς τοῦ 4 Ὕστερα λοιπὸν ἀπὸ τὴν πρᾶξιν αὐτὴν τῆς Μαρίας εἶπεν ἕνας ἀπὸ
μαθητῶν αὐτοῦ, ᾿Ιούδας Ἰησοῦ, ὁ Ἰούδας, ὁ υἱὸς τοῦ Σίμωνος ὁ τοὺς μαθητάς του, ὁ Ἰούδας ὁ υἱὸς τοῦ Σίμωνος ὁ Ἰσκαριώτης, ἐκεῖνος
Σίμωνος Ἰσκαριώτης, ὁ μέλλων Ἰσκαριώτης, ὁ ὁποῖος μετ' ὁλίγον ἔμελε νὰ ποὺ ἔμελλε νὰ τὸν παραδώσῃ διὰ προδοσίας εἰς τοὺς σταυρωτάς του.
αὐτὸν παραδιδόναι· τὸν παραδώσῃ εἰς τοὺς σταυρωτάς·
12,5 διατὶ τοῦτο τὸ μύρον οὐκ 5 «διατὶ τὸ μύρον αὐτὸ δὲν ἐπωλήθη ἀντὶ 5 Τὸ μύρον αὐτὸ ἀντὶ νὰ χυθῇ καὶ σπαταληθῇ ἄσκοπα, διατὶ δὲν
ἐπράθη τριακοσίων δηναρίων τριακοσίων δηναρίων, ἀντὶ ἑξῆντα ἐπωλήθη ἀντὶ τριακοσίων δηναρίων, ἤτοι ἀντὶ διακοσίων
καὶ ἐδόθη πτωχοῖς; περίπου χρυσῶν λιρῶν καὶ δὲν ἐδόθη τὸ πεντήκοντα περίπου χρυσῶν δραχμῶν, καὶ δὲν ἐδόθη τὸ ἀντίτιμόν
ἀντίτιμόν του εἰς τοὺς πτωχούς;» του ἐλεημοσύνη εἰς τοὺς πτωχούς;
12,6 Εἶπε δὲ τοῦτο οὐχ ὅτι περὶ 6 Εἶπε αὐτό, ὄχι διότι εἶχε κανένα 6 Εἶπε δὲ τοῦτο, ὄχι διότι ἐνδιεφέρετο διὰ τοὺς πτωχούς, ἀλλὰ διότι
τῶν πτωχῶν ἔμελεν αὐτῷ, ἀλλ' ἐνδιαφέρον διὰ τοὺς πτωχούς, ἀλλὰ διότι ἦτο κλέπτῃς καὶ εἶχεν αὐτὸς τὸ κυτίον τῶν συνεισφορῶν καὶ
ὅτι κλέπτῃς ἦν, καὶ τὸ ἦτο κλέπτης, καὶ εἶχε τὸ κουτὶ τῶν κατεκράτει κρυφίως ὑπὲρ τοῦ ἑαυτοῦ του τὰ ριπτόμενα εἰς αὐτὸ

112/192
γλωσσόκομον εἶχε καὶ τὸ εἰσφορῶν, καὶ ἐκρατοῦσε διὰ τὸν εὐατόν χρήματα.
βαλλόμενα ἐβάσταζεν. του τὰ χρήματα, ποὺ ἔρριπταν εἰς αὐτό.

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


12,7 Εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς· ἄφες 7 Εἶπε τότε ὁ Ἰησοῦς· «ἀφῆστε ἤσυχην 7 Ὅταν λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς ἤκουσε τὴν ἐπίκρισιν αὐτήν, εἶπεν· Ἄφησέ
αὐτήν, εἰς τὴν ἡμέραν τοῦ αὐτὴν τὴν γυναῖκα· ἐφύλαξε τὸ μύρον την ἥσυχον καὶ μὴ τὴν ἐλέγχῃς. Ἡ γυναῖκα αὐτὴ σὰν νὰ
ἐνταφιασμοῦ μου τετήρηκεν αὐτὸ σὰν νὰ προῃσθάνετο καὶ τὸ προησθάνετο, ὅτι πρόκειται μετ’ ὀλίγον νὰ ταφῶ, ἔχει φυλάξει τὸ
αὐτό. ἐχρησιμοποίησε δι' ἐμὲ τώρα, τὰς μύρον αὐτὸ ὡς συμβολισμὸν καὶ προαναγγελίαν τῆς διὰ μύρου
παραμονὰς τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου. ἑτοιμασίας τοῦ σώματός μου κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς ταφῆς μου.
12,8 Τοὺς πτωχοὺς γὰρ πάντοτε 8 Διότι τοὺς πτωχοὺς τοὺς ἔχετε πάντοτε 8 Μὴ τὴν ἐμποδίζετε λοιπόν. Διότι τοὺς πτωχοὺς τοὺς ἔχετε πάντοτε
ἔχετε μεθ' ἑαυτῶν, ἐμὲ δὲ οὐ μαζῆ σας, ἐμὲ ὅμως δὲν μὲ ἔχετε πάντοτε. μαζί σας, καὶ μπορεῖτε εἰς οἰανδήποτε στιγμὴν νὰ τοὺς ἐλεήσετε, ἐμὲ
πάντοτε ἔχετε. Μετ' ὁλίγον θὰ παραδοθῶ εἰς χεῖρας τῶν ὅμως δὲν μὲ ἔχετε πάντοτε, διότι μετ’ ὀλίγον θὰ ἀποθάνω.
σταυρωτῶν μου».
12,9 Ἔγνω οὖν ὄχλος πολὺς ἐκ 9 Ἐπληροφορήθηκε τότε πολὺς λαὸς ἀπὸ 9 Ἀπὸ τὸ δεῖπνον λοιπὸν αὐτὸ καὶ ἀπὸ ὅσα συνέβησαν κατ’ αὐτό,
τῶν Ἰουδαίων ὅτι ἐκεῖ ἐστι, καὶ τοὺς Ἰουδαίους ὅτι ὁ Ἰησοῦς εὑρίσκετο εἰς ἔμαθε λαὸς πολὺς ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, ὅτι ὁ Ἰησοῦς εὑρίσκετο εἰς
ἦλθον οὐ διὰ τὸν Ἰησοῦν μόνον, τὴν Βηθανίαν καὶ ἦλθαν ἐκεῖ, ὄχι μόνον Βηθανίαν καὶ ἦλθον ἐκεῖ ὄχι μόνον διὰ τὸν Ἰησοῦν, ἀλλὰ διὰ νὰ
ἀλλ' ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον διὰ τὸν Ἰησοῦν, ἀλλὰ διὰ νὰ ἴδουν καὶ τὸν ἴδουν καὶ τὸν Λάζαρον, τὸν ὁποῖον ἀνέστησεν ἐκ νεκρῶν.
ἴδωσιν ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν. Λάζαρον, τὸν ὁποῖον εἶχεν ἀναστήσει ἐκ
νεκρῶν.
12,10 Ἐβουλεύσαντο δὲ οἱ 10 Οἱ ἀρχιερεῖς ὅταν ἐπληροφορήθησαν 10 Κατόπιν ὅμως αὐτοῦ ἀπεφάσισαν οἱ ἀρχιερεῖς νὰ θανατώσουν καὶ
ἀρχιερεῖς ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον αὐτά, ἀπεφάσισαν νὰ φονεύσουν καὶ τὸν τὸν Λάζαρον,
ἀποκτείνωσιν, Λάζαρον,
12,11 ὅτι πολλοὶ δι' αὐτὸν 11 διότι πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους 11 διότι ἐξ αἰτίας του πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους ἐπῆγαν εἰς τὴν
ὑπῆγον τῶν Ἰουδαίων καὶ ἐπῆγαν δι' αὐτὸν εἰς τὴν Βηθανίαν καὶ Βηθανίαν διὰ νὰ βεβαιωθοῦν, ἐὰν πράγματι ἀνεστήθη ἐκ νεκρῶν καὶ
ἐπίστευον εἰς τὸν Ἰησοῦν. ὅταν τὸν ἔβλεπαν ζωντανὸν καὶ ὑγιῆ, ὅταν διεπίστωναν τοῦτο, ἐπίστευον εἰς τὸν Ἰησοῦν.
ἀναστημένον ἐκ νεκρῶν, ἐπίστευαν εἰς
τὸν Ἰησοῦν.
12,12 Τῇ ἐπαύριον ὄχλος πολὺς 12 Τὴν ἄλλην ἡμέραν πολὺς λαός, ποὺ 12 Τὴν κατόπιν ἀπὸ τὸ δεῖπνον ἡμέραν λαὸς πολύς, ὁ ὁποῖος εἶχεν
ὁ ἐλθὼν εἰς τὴν ἑορτήν, εἶχε ἔλθει διὰ τὴν ἑορτήν, ὅταν ἤκουσαν ἔλθει εἰς τὴν ἑορτήν, ὅταν ἤκουσαν ὅτι ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς εἰς τὰ

113/192
ἀκούσαντες ὅτι ἔρχεται Ἰησοῦς ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἔρχεται εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, Ἱεροσόλυμα,
εἰς Ἱεροσόλυμα,

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


12,13 ἔλαβον τὰ βαΐα τῶν 13 ἐπῆραν εἰς τὰ χέρια των κλάδους ἀπὸ 13 ἐπῆραν εἰς τὰ χέρια τους κλαδιὰ ἀπὸ τὶς χουρμαδιές, ποὺ ἦσαν
φοινίκων καὶ ἐξῆλθον εἰς φοίνικας καὶ ἐβγῆκαν νὰ τὸν κατὰ μῆκος τοῦ δρόμου καὶ ἐβγῆκαν ἀπὸ τὴν πόλιν διὰ νὰ τὸν
ὑπάντησιν αὐτῷ, καὶ ἔκραζον· προϋπαντήσουν καὶ ἐφώναζαν· «δόξα καὶ ὑποδεχθοῦν καὶ ἐφώναζαν δυνατά· Δόξα καὶ τιμὴ εἰς αὐτὸν ποὺ
ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ τιμὴ εἰς αὐτόν· εὐλογημένος καὶ ὑποδεχόμεθα· εὐλογημένος καὶ δοξασμένος νὰ εἶναι αὐτός, ποὺ
ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, ὁ δοξασμένος ἂς εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔρχεται ἐκ ἔρχεται ἀπεσταλμένος ἀπὸ τὸν Κύριον ὡς ἀντιπρόσωπός του. Αὐτὸς
βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ. μέρους τοῦ Κυρίου, αὐτὸς ποὺ εἶναι ὁ εἶναι ὁ ἔνδοξος βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ, ποὺ τόσον καιρὸν
ἔνδοξος καὶ ἀληθινὸς βασιλεὺς τοῦ ἐπεριμέναμεν.
Ἰσραήλ.
12,14 Εὐρῶν δὲ ὁ Ἰησοῦς 14 Εὑρῆκε δὲ ὁ Ἰησοῦς ἕνα πουλάρι καὶ 14 Ἐζήτησε δὲ καὶ εὗρεν ὁ Ἰησοῦς ἕνα πουλαράκι καὶ ἐκάθησεν ἐπ’
ὀνάριον ἐκάθισεν ἐπ' αὐτό, ἐκάθισεν ἐπάνω εἰς αὐτό, σύμφωνα μὲ αὐτοῦ, σύμφωνα μὲ ἐκεῖνο ποὺ εἶναι γραμμένον εἰς τὸν προφήτην
καθώς ἐστι γεγραμμένον· ἐκεῖνο ποὺ εἶναι γραμμένο εἰς τὶς Ζαχαρίαν·
προφητεῖες·
12,15 μὴ φοβοῦ, θύγατερ Σιών· 15 Μὴ φοβᾶσαι, Ἱερουσαλήμ, κόρη τῆς 15 Μὴ φοβεῖσαι, Ἱερουσαλήμ, κόρη τοῦ ὄρους Σιών· ἰδοὺ ὁ βασιλεύς
ἰδοὺ ὀ βασιλεύς σου ἔρχετε Σιών, ἰδοὺ ὁ βασιλεὺς σου ἔρχεται σου ἔρχεται, ὄχι σὰν τύραννος καὶ κατακτητὴς ἐπὶ ἵππου ἢ ἅρματος
καθήμενος ἐπὶ πῶλον ὄνου. ταπεινός, γλυκύς, γεμᾶτος ἀγάπην διὰ σέ, πολεμικοῦ, ἀλλὰ καθήμενος ἐπάνω εἰς πουλάριον ὄνου.
καθισμένος ἐπάνω εἰς πουλάρι ὄνου.
12,16 Ταῦτα δὲ οὐκ ἔγνωσαν οἱ 16 Τί ἐσήμαιναν τὰ λόγια καὶ τὰ γεγονότα 16 Τί ἐσήμαιναν δὲ οἱ λόγοι αὐτοὶ τοῦ Ζαχαρίου, δὲν ἐνόησαν οἱ
μαθηταὶ αὐτοῦ τὸ πρῶτον, ἀλλ' αὐτὰ δὲν εἶχαν ἐννοήσει οἱ μαθηταί του μαθηταί του εἰς τὰς ἀρχάς, κατὰ τὴν ὥραν τῆς θριαμβευτικῆς του
ὅτε ἐδοξάσθη ὁ Ἰησοῦς, προηγουμένως, ἀλλ' ὅταν ὁ Ἰησοῦς μὲ τὴν ταύτης εἰσόδου, ἀλλ’ ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἐδοξάσθη διὰ τῆς ἀναστάσεως
τότε ἐμνήσθησαν ὅτι ταῦτα ἦν θριαμβευτικὴν ἀνάστασιν του καὶ τὴν καὶ ἀναλήψεως αὐτοῦ, τότε, ποὺ ἐφωτίσθησαν ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα,
ἐπ' αὐτῷ γεγραμμένα, καὶ ἔνδοξον ἀνάληψίν του ἐδοξάσθη, τότε ἐνεθυμήθησαν, ὅτι τὰ προφητικὰ αὐτὰ λόγια τοῦ Ζαχαρίου ἦσαν δι’
ταῦτα ἐποίησαν αὐτῷ. ἐθυμήθηκαν, ὅτι αὐτὰ ὅλα εἶχαν γραφῆ αὐτὸν γραμμένα. Καὶ ἀκριβῶς διὰ νὰ πληρωθῇ ἡ προφητεία αὐτή,
ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ δι' αὐτὸν καὶ εἰς συνειργάσθησαν χωρὶς νὰ τὸ ἐννοοῦν καὶ αὐτοὶ καὶ ἔκαμαν διὰ τὸν
τὴν ἐκπλήρωσιν αὐτῶν συνείργησαν Ἰησοῦν ταῦτα.
αὐτοὶ καὶ ὁ λαός, χωρὶς νὰ τὸ ἐνοοῦν.

114/192
12,17 Ἐμαρτύρει οὖν ὁ ὄχλος ὁ 17 Κατὰ τὰς ὥρας τῆς μεγάλης ἐκείνης 17 Κατὰ τὴν ὑποδοχὴν λοιπὸν ἐκείνην ἔδιδε μαρτυρίαν περὶ τοῦ
ὢν μετ' αὐτοῦ ὅτε τὸν Λάζαρον ὑποδοχῆς ὁ λαός, ποὺ ἦτο μαζῆ του ὅταν ὁ θαύματος τοῦ Λαζάρου εἰς ὅσους δὲν τὸ εἶχαν ἴδει, ὁ λαός, ποὺ ἦτο

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


ἐφώνησεν ἐκ τοῦ μνημείου καὶ Ἰησοῦς ἐφώναξε τὸν Λάζαρον ἀπὸ τὸ τότε μαζί του, ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἐφώναξεν ἀπὸ τὸ μνημεῖον τὸν
ἤγειρεν αὐτὸν ἐκ νεκρῶν. μνημεῖον καὶ καὶ τὸν ἀνέστησε ἐκ νεκρῶν, Λάζαρον καὶ τὸν ἀνέστησεν ἐκ νεκρῶν.
ἐμαρτυροῦσε καὶ ἐπεβεβαίωνε εἰς τὰ
ἄλλα πλήθη τὸ μεγάλο αὐτὸ θαῦμα.
12,18 Διὰ τοῦτο καὶ ὑπάντησεν 18 Δι' αὐτὸ δὲ καὶ τὰ πολλὰ πλήθη τοῦ 18 Δι’ αὐτὸ καὶ τὸν προϋπάντησαν τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ, διότι ἤκουσαν
αὐτῷ ὁ ὄχλος, ὅτι ἤκουσαν λαοῦ τὸν προϋπήντησαν, διότι εἶχαν ἀπὸ τοὺς αὐτόπτας μάρτυρας, ὅτι αὐτὸς εἶχε κάμει τὸ μέγα τοῦτο
τοῦτο αὐτὸν πεποιηκέναι τὸ πληροφορηθῇ ἀπὸ αὐτόπτας μάρτυρας, θαῦμα.
σημεῖον. ὅτι αὐτὸς εἶχε κάμει τὸ μεγάλο τοῦτο
θαῦμα.
12,19 Οἱ οὖν Φαρισαῖοι εἶπον 19 Οἱ Φαρισαῖοι εἶπον τότε μεταξύ των· 19 Ὕστερα λοιπὸν ἀπὸ τὸν ἐνθουσιασμὸν αὐτὸν τοῦ λαοῦ εἶπαν οἱ
πρὸς ἑαυτούς· θεωρεῖτε ὅτι οὐκ «βλέπετε ὅτι δὲν ὠφελεῖσθε τίποτε μὲ τὸ Φαρισαῖοι μεταξύ τους· Βλέπετε, ὅτι δὲν κερδίζετε τίποτε μὲ τὸ νὰ
ὠφελεῖτε οὐδέν; Ἴδε ὁ κόσμος νὰ ἀναβάλλετε τὴν σύλληψίν του; Ἰδοὺ περιμένετε καὶ νὰ ἀναβάλλετε τὴν σύλληψίν του; Ἰδοὺ τώρα, ὅτι
ὀπίσω αὐτοῦ ἀπῆλθεν. ὅτι ὅλος ὁ κόσμος τώρα ἐπῆγε κοντά του». ὅλος ὁ λαὸς μᾶς ἐγκατέλειψε καὶ ἠκολούθησεν αὐτόν.
12,20 Ἦσαν δέ τινες Ἕλληνες 20 Ἦσαν δὲ ἐκεῖ κατὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας 20 Ἦσαν δὲ τότε μερικοὶ Ἕλληνες προσήλυτοι ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ
ἐκ τῶν ἀναβαινόντων ἵνα μερικοὶ προσήλυτοι Ἕλληνες, οἱ ὁποῖοι συνήθως ἀνέβαινον εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα διὰ νὰ προσκυνήσουν κατὰ
προσκυνήσωσιν ἐν τῇ ἑορτῇ. εἶχαν ἀνεβῆ εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, διὰ νὰ τὴν ἑορτὴν τοῦ Πάσχα.
προσκυνήσουν κατὰ τὴν ἑορτὴν τοῦ
Πάσχα.
12,21 Οὗτοι οὖν προσῆλθον 21 Αὐτοί, λοιπόν, ἦλθαν εἰς τὸν Φίλιππον, 21 Αὐτοὶ λοιπὸν ἦλθαν πρὸς τὸν Φίλιππον, ποὺ ἦτο ἀπὸ τὴν
Φιλίππῳ τῷ ἀπὸ Βηθσαϊδὰ τῆς ποὺ κατήγετο ἀπὸ τὴν Βηθσαϊδὰ τῆς Βηθσαϊδὰ τῆς Γαληλαίας, καὶ τὸν παρεκάλουν λέγοντες· Κύριε,
Γαλιλαίας, καὶ ἠρώτων αὐτὸν Γαλιλαίας καὶ τὸν παρακαλοῦσαν, θέλομεν νὰ ἴδωμεν ἰδιαιτέρως τὸν Ἰησοῦν καὶ νὰ συνομιλήσωμεν
λέγοντες· κύριε, θέλομεν τὸν λέγοντες· «κύριε, θέλομεν νὰ ἴδωμεν τὸν μετ’ αὐτοῦ.
Ἰησοῦν ἰδεῖν. Ἰησοῦν καὶ νὰ ὁμιλήσωμεν μαζῆ του».
12,22 Ἔρχεται Φίλιππος καὶ 22 Ἔρχεται ὁ Φίλιππος καὶ λέγει τοῦτο εἰς 22 Ἐπειδὴ δὲ ὁ Φίλιππος ἐδίσταζε νὰ ἀναγγείλῃ τοῦτο εἰς τὸν
λέγει τῷ Ἀνδρέᾳ, καὶ πάλιν τὸν Ἀνδρέαν, μαζῆ δὲ κατόπιν, διὰ λόγους Διδάσκαλον, ἦλθε καὶ ἀνεκοίνωσεν αὐτὸ εἰς τὸν συμπολίτην καὶ

115/192
Ἀνδρέας καὶ Φίλιππος λέγουσι σεβασμοῦ, ὁ Ἀνδρέας καὶ ὁ Φίλιππος συμμαθητήν του Ἀνδρέαν. Καὶ πάλιν ὁ Ἀνδρέας καὶ ὁ Φίλιππος
τῷ Ἰησοῦ· λέγουν εἰς τὸν Ἰησοῦν ὅτι οἱ Ἕλληνες λέγουν εἰς τὸν Ἰησοῦν, ὅτι οἱ Ἕλληνες προσήλυτοι θέλουν νὰ τὸν

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


θέλουν νὰ τὸν ἴδουν. ἴδουν.
12,23 ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀπεκρίνατο 23 Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀπεκρίθη καὶ τοὺς εἶπε· 23 Ὁ Ἰησοῦς δὲ ἀπεκρίθη πρὸς αὐτοὺς καὶ εἶπεν· Ἦλθεν ἡ ὥρα ἡ
αὐτοῖς λέγων· ἐλήλυθεν ἡ ὥρα «ἔφθασε τώρα ἡ ὡρισμένη ἀπὸ τὸν Θεὸν ὡρισμένη κατὰ τὸ προκαθωρισμένον σχέδιον τοῦ Θεοῦ διὰ νὰ
ἵνα δοξασθῇ ὁ υἱὸς τοῦ ὥρα, διὰ νὰ δοξασθῇ μὲ τὴν σταύρωσιν δοξασθῇ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου διὰ τοῦ θανάτου του καὶ τῆς
ἀνθρώπου. καὶ τὴν ἀνάληψίν του ὁ υἱὸς τοῦ ἀναλήψεώς του, ὁπότε καὶ θὰ ἀναγνωρισθῇ ὡς Μεσσίας καὶ ὑπὸ τῶν
ἀνθρώπου καὶ νὰ ἀναγνωρισθῇ ὡς ἐθνικῶν.
Μεσσίας καὶ Λυτρωτὴς ἀπὸ τοὺς
Ἕλληνας, οἱ ὁποῖοι αὐτὴν τὴν στιγμὴν
ἀντιπροσωπεύουν καὶ ὅλον τὸν ἐθνικὸν
κόσμον.
12,24 Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, 24 Σᾶς διαβεβαιώνω, ἐὰν ὁ κόκκος τοῦ 24 Ἐν πάσῃ ἀληθείᾳ σᾶς λέγω, ἐὰν τὸ μικρὸ σπυρὶ τοῦ σιταριοῦ δὲν
ἐὰν μὴ ὁ κόκκος τοῦ σίτου σιταριοῦ δὲν πέσῃ εἰς τὸ χῶμα καὶ δὲν πέσῃ εἰς τὴν γῆν καὶ δὲν σαπίσῃ μέσα εἰς τὸ χῶμα, μένει μοναχό του
πεσὼν εἰς τὴν γῆν ἀποθάνῃ, ἀποθάνῃ, αὐτὸς μένει μόνος. Ἐὰν ὅμως καὶ δὲν πολλαπλασιάζεται. Ἐὰν ὅμως διὰ τῆς σπορᾶς του εἰς τὴν γῆν
αὐτὸς μόνος μένει· ἐὰν δὲ σπαρῇ καὶ ταφῇ εἰς τὴν γῆν, τότε ἀποθάνῃ καὶ ταφῇ, βγάζει πολὺν καρπόν. Ἔτσι καὶ ἐγὼ ἐὰν
ἀποθάνῃ, πολὺν καρπὸν φέρει. βλαστάνει καὶ φέρει πολὺν καρπόν. (Ἔτσι ἀποθάνω, καθὼς ὁ Πατήρ μου ὥρισε, θὰ καρποφορήσω τὴν
καὶ ἐγὼ θὰ ἀποθάνω ἐπὶ τοῦ σταυροῦ, διὰ σωτηρίαν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
νὰ φέρω μὲ τὴν μεγάλην αὐτὴν θυσίαν
πολλὴν καρποφορίαν).
12,25 Ὁ φιλῶν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ 25 Ἐκεῖνος, ποὺ τὴν ἀγαπᾷ τὴν ζωήν του 25 Ἐκεῖνος, ποὺ ἀγαπᾷ τὴν ζωήν του καὶ ἀποφεύγει τὸν θάνατον,
ἀπολέσει αὐτήν, καὶ ὁ μισῶν καὶ ἀποφεύγει νὰ τὴν θυσιάσῃ, ὅταν τὸ τὸν ὁποῖον τοῦ ἐπιβάλλει τὸ καθῆκον, θὰ τὴν χάσῃ ἐν τῇ αἰωνίᾳ
τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἐν τῷ κόσμῳ καθῆκον τὸ ἐπιβάλλῃ, αὐτὸς θὰ τὴν χάσῃ βασιλείᾳ· καὶ ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος διὰ τὸ καθῆκον περιφρονεῖ καὶ μισεῖ
τούτῳ, εἰς ζωὴν αἰώνιον εἰς τὴν αἰωνιότητα. Καὶ ἐκεῖνος, ποὺ χάριν τὴν ζωήν του εἰς τὸν κόσμον αὐτόν, θὰ διατηρήσῃ καὶ θὰ φυλάξῃ
φυλάξει αὐτήν. τοῦ καθήκοντός του δὲν ὑπολογίζει τὴν αὐτήν, διὰ νὰ ἀπολαύσῃ τὴν αἰώνιον ζωὴν τοῦ μέλλοντος.
ζωήν του εἰς τὸν κόσμον αὐτόν, θὰ τὴν
ἐξασφαλίσῃ καὶ θὰ ἀπολαύσῃ τὴν

116/192
αἰώνιον ζωήν.
12,26 Ἐὰν ἐμοὶ διακονῇ τις, ἐμοὶ 26 Ὅποιος μὲ ὑπηρετεῖ μὲ πίστιν, ἂς μὲ 26 Ἐὰν κανεὶς μὲ ὑπηρετῇ καὶ εἶναι μαθητῆς μου, ἂς μὲ ἀκολουθῇ εἰς

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


ἀκολουθείτω, καὶ ὅπου εἰμὶ ἀκολουθήσῃ μὲ αὐταπάρνησιν. Καὶ ὅπου τὴν ὁδὸν τῆς αὐταπαρνήσεως μιμούμενος τὸ παράδειγμά μου. Καὶ
ἐγώ, ἐκεῖ καὶ ὁ διάκονος ὁ ἐμὸς εἶμαι ἐγώ, μετὰ τὴν σταύρωσιν εἰς τὴν ὅπου εἶμαι ἐγώ, τώρα μὲν κακοπαθῶν καὶ θυσιαζόμενος, εἰς τὸ
ἔσται· καὶ ἐάν τις ἐμοὶ διακονῇ, αἰωνίαν δόξαν, ἐκεῖ θὰ εἶναι καὶ ὁ ἰδικός μέλλον ὅμως δοξαζόμενος εἰς τοὺς οὐρανούς, ἐκεῖ θὰ εἶναι καὶ ὁ
τιμήσει αὐτὸν ὁ πατήρ. μου διάκονος. Μάθετε δὲ καὶ τοῦτο, ὅτι ἰδικός μου διάκονος. Πρέπει λοιπὸν καὶ αὐτὸς νὰ εἶναι πρόθυμος εἰς
ἐκεῖνον ποὺ μὲ ὑπηρετεῖ, θὰ τὸν δοξάσῃ ὁ θυσίας ἐδῶ, διὰ νὰ δοξάζεται μαζί μου εἰς τὸ μέλλον. Καὶ ἐὰν κανεὶς
Πατήρ. μὲ ὑπηρετῇ, θὰ τὸν τιμήσῃ καὶ θὰ τὸν δοξάσῃ ἐν τῷ αἰωνίῳ μέλλοντι
ὁ Πατήρ.
12,27 Νῦν ἡ ψυχή μου 27 Τώρα ποὺ πλησιάζει ἡ μεγάλη ὥρα τοῦ 27 Τώρα, ὅταν ἡ ὥρα τοῦ θανάτου μου ἐπλησίασεν, ἡ ψυχή μου ἔχει
τετάρακται, καὶ τί εἴπω; Πάτερ, σταυρικοῦ μου θανάτου, ἡ ψυχή μου ἔχει ταραχθῇ ἐκ τῆς ἀγωνίας, τὴν ὁποίαν φυσικῶς δοκιμάζει ὁ ἄνθρωπος,
σῶσόν με ἐκ τῆς ὥρας ταύτης. ταραχθῇ ἀπὸ τὴν τόσον φυσικὴν ὀδύνην ὅταν ἀντιμετωπίζῃ τὸν θάνατον. Καὶ τί νὰ εἴπω; Πάτερ μου, σῶσε μὲ
Ἀλλὰ διὰ τοῦτο ἦλθον εἰς τὴν ἕνεκα τοῦ ὑψίστου αὐτοῦ μαρτυρίου. Καὶ καὶ ἁπάλλαξέ με ἀπὸ τὴν σκληρὰν αὐτὴν ὥραν τοῦ μαρτυρικοῦ μου
ὥραν ταύτην. τί νὰ εἴπω; Πάτερ, γλύτωσέ με ἀπὸ τὴν θανάτου. Ἀλλὰ ἔφθασα μετ’ ἐγκαρτερήσεως καὶ αὐταπαρνήσεως
ὥραν αὐτήν. Ἀλλὰ διὰ τοῦτο ἀκριβῶς μέχρι τῆς ὥρας αὐτῆς, ἀκριβῶς δι’ αὐτό, διὰ νὰ ὑποστῶ τουτέστι τὸν
ἔφθασα εἰς τὴν ὥραν αὐτήν, διὰ νὰ θάνατον αὐτὸν καὶ αὐτὸ ὑπῆρξεν ὁ ὅλος σκοπὸς τῆς ζωῆς μου. Θὰ
προσφέρω τὴν μεγάλην λυτρωτικὴν εἶπω λοιπὸν τοῦτο:
θυσίαν πρὸς σωτηρίαν τοῦ κόσμου.
12,28 Πάτερ, δόξασόν σου τὸ 28 Πάτερ, μὲ τὴν θυσίαν καὶ τὸ ὅλον 28 Πάτερ, ὁ,τιδήποτε καὶ ἂν πρόκειται νὰ πάθω ἐγώ, φέρε σὺ εἰς
ὄνομα. Ἦλθεν οὖν φωνὴ ἐκ τοῦ ἔργον μου, κάμε νὰ δοξασθῇ τὸ ὄνομά αἴσιον πέρας τὸ ἔργον τῆς σωτηρίας καὶ ἀπολυτρώσεως τῶν
οὐρανοῦ· καὶ ἐδόξασα καὶ σου». Ἦλθε τότε φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανὸν ἀνθρώπων καὶ δόξασε οὕτω τὸ ὄνομά σου. Εἰς ἀπάντησιν λοιπὸν τῆς
πάλιν δοξάσω. καὶ εἶπε· «καὶ ἐδόξασα τὸ ὄνομά μου μὲ ἐπικλήσεως αὐτῆς τοῦ Ἰησοῦ ἦλθε φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανόν, ἡ ὁποία
ὅλην τὴν μέχρι σήμερα ἁγιωτάτην ζωήν ἔλεγε· Καὶ ἐδόξασα τὸ ὄνομά μου διὰ τῆς μέχρι τοῦδε ἐν μέσῳ τοῦ
σου καὶ δρᾶσιν σου καὶ πάλιν θὰ τὸ Ἰσραὴλ δράσεώς σου καὶ πάλιν θὰ δοξάσω αὐτὸ διὰ τοῦ ἐνδόξου
δοξάσω μὲ τὴν λυτρωτικὴν θυσίαν σου παθήματος καὶ τῆς ἀναστάσεώς σου καὶ διὰ τῆς ἑξαπλώσεως τοῦ
καὶ τὴν ἔνδοξον ἀνάστασίν σου». εὐαγγελίου εἰς τὰ ἔθνη.
12,29 Ὁ οὖν ὄχλος ὁ ἑστὼς καὶ 29 Ὁ λαός, ποὺ ἐστέκετο ἐκεῖ καὶ ἤκουσε 29 Κατόπιν λοιπὸν τῆς φωνῆς αὐτῆς ὁ πολὺς λαός, ποὺ ἐστέκετο ἐκεῖ

117/192
ἀκούσας ἔλεγε βροντὴν τὴν φωνήν, ἔλεγεν ὅτι ἔγινε βροντή. καὶ ἤκουσαν τὸν ἦχον της, χωρὶς νὰ ξεχωρίσουν καὶ τοὺς λόγους της,
γεγονέναι· ἄλλοι ἔλεγον· Ἄλλοι ἔλεγαν ὅτι ἄγγελος ὡμίλησεν εἰς ἔλεγαν ὅτι ἔγινε βροντή· ἄλλοι ἔλεγαν, ὅτι ἄγγελος ὡμίλησεν εἰς

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


ἄγγελος αὐτῷ λαλάληκεν. αὐτόν. αὐτόν.
30 Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν· 30 Ἀπήντησεν ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπε· «ἡ φωνὴ 30 Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπε· Δὲν ἔγινε ἡ φωνὴ αὐτὴ δι’ ἐμέ, ὁ
οὐ δι' ἐμὲ αὕτη ἡ φωνὴ γέγονεν, δὲν ἔγινε δι' ἐμέ, ἀλλὰ ἔγινε γιὰ σᾶς, διὰ ὁποῖος γνωρίζω τὴν πρὸς ἐμὲ ἀγάπην τοῦ Πατρός μου, ἀλλὰ διὰ σᾶς,
ἀλλὰ δι' ὑμᾶς. νὰ βεβαιωθῆτε δηλαδὴ ὅτι πράγματι μὲ διὰ νὰ πληροφορηθῆτε ὅτι ἀπεστάλην ἀπὸ τὸν Θεόν.
ἔστειλε ὁ Θεός.
12,31 Νῦν κρίσις ἐστὶ τοῦ 31 Τώρα, ποὺ ἐγὼ θὰ σταυρωθῶ, κρίνεται 31 Τώρα, ποὺ θὰ μὲ ἴδουν οἱ ἄνθρωποι περιφρονημένον καὶ
κόσμου τούτου, νῦν ὁ ἄρχων ὁ κόσμος καὶ θὰ ξεχωρίσουν οἱ πιστοὶ ἀπὸ σταυρωμένον, θὰ κριθῇ ὁ κόσμος αὐτὸς καὶ θὰ χωρισθοῦν οἱ πιστοὶ
τοῦ κόσμου τούτου τοὺς ἀπίστους. Τώρα ὁ ἄρχων τοῦ ἀπὸ τοὺς ἀπίστους. Τώρα ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου, ὁ σατανᾶς, θὰ
ἐκβληθήσεται ἔξω· ἁμαρτωλοῦ τούτου κόσμου θὰ κρημνισθῇ πεταχθῇ ἔξω ἀπὸ τὸ κράτος του καὶ θὰ χάσῃ τὴν ἐξουσίαν του.
ἀπὸ τὴν ἐξουσίαν του, θὰ χάσῃ τοὺς
ὑπηκόους του καὶ θὰ ριφθῇ ἔξω.
12,32 κἀγὼ ἐὰν ὑψωθῶ ἐκ τῆς 32 Τουναντίον ὅμως ἐγώ, ἐὰν ὑψωθῶ 32 Τουναντίον δὲ ἐγώ, ἐὰν ὑψωθῶ διὰ τοῦ σταυροῦ ἀπὸ τὴν γῆν καὶ
γῆς, πάντας ἑλκύσω πρὸς ἐπάνω εἰς τὸν σταυρὸν καὶ διὰ τοῦ ἀναληφθῶ εἰς τοὺς οὐρανούς, θὰ ἀποσπάσω ἀπὸ τὴν δουλείαν τοῦ
ἐμαυτόν. σταυροῦ ἀναληφθῶ εἰς τοὺς οὐρανούς, διαβόλου καὶ θὰ ἑλκύσω πρὸς τὸν ἑαυτόν μου ὅλους, ὄχι μόνον τοὺς
ὅλους τοὺς καλοπροαιρέτους Ἰουδαίους Ἰουδαίους, ἀλλὰ καὶ τοὺς Ἕλληνας, ὅσοι θὰ πιστεύσουν εἰς ἐμέ.
καὶ Ἕλληνας θὰ ἑλκύσω πρὸς τὸν εὐατόν
μου».
12,33 Τοῦτο δὲ ἔλεγε σημαίνων 33 Ἔλεγε δὲ τοῦτο, ὑποδουλώνων τὸν 33 Ἔλεγε δὲ τοὺς περὶ τῆς ὑψώσεώς του ἐκ τῆς γῆς λόγους τούτους
ποίῳ θανάτῳ ἤμελλεν σταυρικὸν θάνατον, μὲ τὸν ὁποῖον ὑποδεικνύων συνεσκιασμένως μὲ ποῖον εἶδος θανάτου ἔμελλε νὰ
ἀποθνῄσκειν. ἐπρόκειτο νὰ πεθάνῃ. ἀποθάνῃ.
12,34 Ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ ὄχλος· 34 Ἀπήντησεν εἰς αὐτὸν ὁ λαός· «ἡμεῖς 34 Ἀπεκρίθη εἰς αὐτὸν τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ· Ἡμεῖς ἔχομεν ἀκούσει
ἡμεῖς ἠκούσαμεν ἐκ τοῦ νόμου ἔχομεν πληροφορηθῆ ἀπὸ τὸν νόμον ὅτι ὁ ἀπὸ τὴν ἀνάγνωσιν τοῦ νόμου, ποὺ γίνεται εἰς τὰς συναγωγάς, ὅτι ὁ
ὅτι ὁ Χριστὸς μένει εἰς τὸ Χριστὸς μένει ἀθάνατος εἰς τὸν αἰῶνα· καὶ Χριστὸς μένει εἰς τὸν αἰῶνα καὶ δὲν ἀποθνήσκει ποτέ. Καὶ πῶς σὺ
αἰῶνα, καὶ πῶς σὺ λέγεις, δεῖ πῶς σὺ λέγεις ὅτι πρέπει νὰ ὑψωθῇ λέγεις, ὅτι πρέπει νὰ ὑψωθῇ ἐπὶ τοῦ σταυροῦ καὶ νὰ ἀποθάνῃ ὁ υἱὸς
ὑψωθήναι τὸν υἱὸν τοῦ ἐπάνω εἰς τὸν σταυρὸν ὁ υἱὸς τοῦ τοῦ ἀνθρώπου; Ποῖος εἶναι αὐτὸς ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, περὶ τοῦ

118/192
ἀνθρώπου; Τίς ἐστιν οὗτος ὁ ἀνθρώπου; Ποῖος εἶναι αὐτὸς ὁ υἱὸς τοῦ ὁποίου ὁμιλεῖς;
υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου; ἀνθρώπου; Εἶναι ὁ Χριστὸς ἢ ὄχι;»

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


12,35 Εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· 35 Εἶπε τότε εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· «ὀλίγον 35 Κατόπιν λοιπὸν τῆς ἐρωτήσεώς των αὐτῆς εἶπε πρὸς αὐτοὺς ὁ
ἔτι μικρὸν χρόνον τὸ φῶς μεθ' ἀκόμη χρόνον ἔχετε μαζῆ σας ἐμέ, ποὺ Ἰησοῦς· Ὀλίγον χρόνον ἀκόμη ἔχετε μαζί σας ἐμέ, ὁ ὁποῖος εἶμαι τὸ
ὑμῶν ἐστι· περιπατεῖτε ἕως τὸ εἶμαι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· βαδίζετε, ἕως φῶς τοῦ κόσμου. Ἐφ’ ὅσον λοιπὸν ἔχετε τὸ φῶς μεταξύ σας,
φῶς ἔχετε, ἵνα μὴ σκοτία ὑμᾶς ὅτου ἔχετε τὸ φῶς, διὰ νὰ μὴ σᾶς περιπατεῖτε ὑπὸ τὴν ὁδηγίαν του καὶ τὸν φωτισμόν του, διὰ νὰ μὴ
καταλάβῃ· καὶ ὁ περιπατῶν ἐν καταλάβῃ τὸ σκοτάδι. Καὶ ἐκεῖνος, ποὺ σᾶς κατακυριεύσῃ τὸ σκότος τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς πλάνης. Διότι
τῇ σκοτίᾳ οὐκ οἵδε ποῦ ὑπάγει. περιπατεῖ μέσα εἰς τὸ σκοτάδι, δὲν ξέρει ἐκεῖνος, ποὺ περιπατεῖ εἰς τὸ σκότος, δὲν ξεύρει ποὺ πηγαίνει.
ποῦ πηγαίνει.
12,36 Ἕως τὸ φῶς ἔχετε, 36 Ἕως ὅτου ἔχετε μεταξύ σας τὸ φῶς, 36 Ἕως ὅτου ἔχετε μεταξύ σας ἐμέ, ποὺ εἶμαι τὸ φῶς, πιστεύετε εἰς τὸ
πιστεύετε εἰς τὸ φῶς ἵνα υἱοὶ πιστεύετε εἰς τὸ φῶς, δηλαδὴ εἰς ἐμέ, ποὺ φῶς καὶ ἀναγνωρίσατε, ὅτι ἐγὼ εἶμαι τὸ φῶς, διὰ νὰ γίνετε παιδιὰ
φωτὸς γένησθε. Ταῦτα εἶμαι τὸ φῶς τοῦ κόσμου, διὰ νὰ γίνετε τοῦ φωτός, ὁλόκληροι φωτισμένοι ἀπὸ τὸ φῶς τῆς ἀληθείας καὶ τῆς
ἐλάλησεν ὁ Ἰησοῦς, καὶ καὶ σεῖς παιδιὰ τοῦ φωτός, φωτισμένοι ἁγιότητος. Αὐτὰ ἐλάλησεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἀναχωρήσας ἀπὸ τὸ ἱερὸν
ἀπελθὼν ἐκρύβη ἀπ' αὐτῶν. ἀπὸ τὴν διδασκαλίαν μου». Αὐτὰ ἐδίδαξεν καὶ τὰ Ἱεροσόλυμα ἐκρύβη ἀπὸ αὐτούς, διὰ νὰ μὴ ἐρεθίζωνται ἀπὸ
ὁ Ἰησοῦς καὶ ἐβγῆκεν ἔξω ἀπὸ τὴν τὴν παρουσίαν του περισσότερον.
Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐκρύβη ἀπὸ αὐτούς, διὰ
νὰ μὴ ἐξερεθίζωνται περισσότερον οἱ
ἐχθροί του.
12,37 Τοσαύτα δὲ αὐτοῦ σημεῖα 37 Καίτοι δὲ τόσα πολλὰ θαύματα εἶχε 37 Καίτοι δὲ τόσον πολλὰ θαύματα εἶχε κάμει ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια
πεποιηκότος ἔμπροσθεν αὐτῶν κάμει ἐνώπιόν των, δὲν ἐπίστευαν ἀκόμη των ὁ Ἰησοῦς, ὅμως αὐτοὶ ἐπέμεναν νὰ μὴ πιστεύουν εἰς αὐτόν,
οὐκ ἐπίστευον εἰς αὐτόν, εἰς αὐτόν.
12,38 ἵνα ὁ λόγος Ἡσαΐου τοῦ 38 Διὰ νὰ πραγματοποιηθῇ ἡ προφητεία 38 διὰ νὰ πραγματοποιηθῇ καὶ ἐπαληθεύσῃ ὁ λόγος τοῦ προφήτου
προφήτου πληρωθῇ ὃν εἶπε· τοῦ Ἡσαΐου, ποὺ εἶχεν εἴπει· «Κύριε, ποιὸς Ἡσαΐου, τὸν ὁποῖον εἶπε· Κύριε, ποῖος ἐπίστευσεν εἰς τὸ κήρυγμα,
Κύριε, τὶς ἐπίστευσε τῇ ἀκοῇ ἐπίστευσεν εἰς τὸ ἰδικόν μας κήρυγμα, ποὺ ἀκούεται ἀπὸ τὸ στόμα μας; Καὶ ἡ δύναμις τοῦ Κυρίου, ποὺ
ἡμῶν; Καὶ ὁ βραχίων Κυρίου ποὺ τοὺς ἐκάμαμε νὰ ἀκούσουν, καὶ ἡ εἰργάσθη διὰ τοῦ Χριστοῦ θαύματα, εἰς ποῖον ἐφανερώθη; Εἰς
τίνι ἀπεκαλύφθη; δύναμις τοῦ Κυρίου, μὲ τὰ τόσα θαύματά ἐλαχίστους μόνον.
της, εἰς ποῖον ἐφανερώθη;»

119/192
12,39 Διὰ τοῦτο οὐκ ἠδύναντο 39 Ἕνεκα δὲ αὐτῆς τῆς σκληροκαρδίας 39 Ἕνεκα δὲ τῆς δυστροπίας των αὐτῆς, τὴν ὁποίαν προεῖδεν ὁ Θεὸς
πιστεύειν, ὅτι πάλιν εἶπεν των, δὲν ἠμποροῦσαν νὰ πιστεύσουν, καὶ προεῖπεν ὁ Ἡσαΐας, ἐπειδὴ ἦλθεν ἡ ὥρα νὰ πληρωθῇ ἡ

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


Ἡσαῒας· διότι καὶ πάλιν εἶχε προείπει ὁ Ἡσαΐας· προφητεία αὐτή, δὲν ἠμποροῦσαν νὰ πιστεύσουν, διότι πάλιν εἶπεν ὁ
Ἡσαΐας·
12,40 τετύφλωκεν αὐτῶν τοὺς 40 «διὰ τὴν κακίαν των παρεχώρησεν ὁ 40 Λόγῳ τῆς κακῆς των διαθέσεως καὶ προαιρέσεως παρεχώρησεν ὁ
ὀφθαλμοὺς καὶ πεπώρωκεν Θεὸς νὰ τυφλωθοῦν τὰ μάτια τῆς ψυχῆς Θεὸς νὰ τυφλωθοῦν οἱ ὀφθαλμοὶ τῆς διανοίας των καὶ νὰ σκοτισθῇ ἡ
αὐτῶν τὴν καρδίαν, ἵνα μὴ των καὶ νὰ σκληρυνθῇ ἡ καρδιάν των, διὰ καρδία των, διὰ νὰ μὴ ἴδουν μὲ τοὺς πνευματικοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ νὰ
ἴδωσιν τοῖς ὀφθαλμοῖς καὶ νὰ μὴν ἴδουν μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς των μὴ ἐννοήσουν μὲ τὴν καρδίαν τους καὶ ἐπιστραφοῦν διὰ τῆς
νοήσωσι τῇ καρδίᾳ καὶ τὰ θαυμαστὰ ἔργα καὶ νὰ μὴ ἐννοήσουν μετανοίας καὶ ἰατρεύσω τὰς ψυχάς των.
ἐπιστραφῶσι, καὶ ἰάσομαι μὲ τὴν ἀσύνετον καρδιάν των καὶ
αὐτούς. γυρίσουν μετανοημένοι εἰς ἐμέ, διὰ νὰ
τοὺς θεραπεύσω».
12,41 Ταῦτα εἶπεν Ἡσαῒας ὅτε 41 Αὐτὰ εἶπεν ὁ Ἡσαΐας, ὅταν εἰς ἕνα 41 Ταῦτα εἶπεν ὁ Ἡσαΐας, ὅταν δι’ ἀποκαλυπτικῆς ὀπτασίας εἶδε τὴν
εἶδε τὴν δόξαν αὐτοῦ καὶ ἀποκαλυπτικὸν ὅραμα εἶδε ἔνδοξον τὸν δόξαν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἐκάθητο πρὸ τῆς ἐνανθρωπήσεώς του
ἐλάλησε περὶ αὐτοῦ. Χριστὸν νὰ κάθεται εἰς ὑψηλὸν θρόνον εἰς θρόνον ὑψηλόν, καὶ ὡμίλησεν ἀκολούθως περὶ αὐτῶν, ποὺ εἶδεν.
καὶ ὡμίλησε ἔπειτα δι'αὐτόν.
12,42 Ὅμως μέντοι καὶ ἐκ τῶν 42 Ὅμως καὶ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἄρχοντας 42 Μ’ ὅλα ταῦτα καὶ ἀπὸ τοὺς ἄρχοντας πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς
ἀρχόντων πολλοὶ ἐπίστευσαν ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν, ἀλλὰ διὰ τὸν φόβον αὐτόν, ἐξ αἰτίας ὅμως τῶν Φαρισαίων δὲν ὡμολόγουν φανερὰ τὴν
εἰς αὐτόν, ἀλλὰ διὰ τοὺς τῶν Φαρισαίων δὲν ὠμολογοῦσαν τὴν πίστιν των, διὰ νὰ μὴ ἀφορισθοῦν καὶ διωχθοῦν ἀπὸ τὴν συναγωγήν.
Φαρισαίους οὐχ ὡμολόγουν, πίστιν των, διὰ νὰ μὴ διωχθοῦν ἀπὸ τὴν
ἵνα μὴ ἀποσυνάγωγοι συναγωγὴν καὶ γίνουν ἀποσυνάγωγοι.
γένωνται·
12,43 ἠγάπησαν γὰρ τὴν δόξαν 43 Καὶ τοῦτο, διότι εἶχαν ἀγαπήσει τὴν 43 Τοὺς ἐφόβιζε δὲ ὁ ἀφορισμὸς αὐτός, διότι ἠγάπησαν τὴν τιμὴν καὶ
τῶν ἀνθρώπων μᾶλλον ἤπερ δόξαν καὶ τὴν τιμὴν ἐκ μέρους τῶν ἐπιδοκιμασίαν τῶν ἀνθρώπων πολὺ περισσότερον, παρὰ τὴν δόξαν
τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ. ἀνθρώπων περισσότερον, παρὰ τὴν δόξαν καὶ ἐπιδοκιμασίαν τοῦ Θεοῦ.
καὶ τὴν τιμήν, ποὺ θὰ τοὺς ἔδιδεν ὁ Θεός.
12,44 Ἰησοῦς δὲ ἔκραξε καὶ 44 Ὁ Ἰησοῦς δὲ ἐφώναξε δυνατὰ καὶ εἶπε· 44 Ὁ Ἰησοῦς δὲ ἐφώναξε διὰ νὰ τὸν ἀκούσουν ὅλοι καὶ εἶπε· Διατί

120/192
εἶπεν· ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ «ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει εἰς ἐμέ, δὲν πιστεύει φοβεῖσθε νὰ ὁμολογήσετε τὴν εἰς ἐμὲ πίστιν σας; Μάθετε, ὅτι ἐκεῖνος
πιστεύει εἰς ἐμέ, ἀλλ' εἰς τὸν εἰς ἐμέ, ἀλλὰ εἰς τὸν Θεὸν ποὺ μὲ ἔστειλε. ποὺ πιστεύει εἰς ἐμέ, δὲν πιστεύει εἰς ἐμέ, ἀλλ’ εἰς τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


πέμψαντά με, μὲ ἔστειλε.
12,45 καὶ ὁ θεωρῶν ἐμὲ θεωρεῖ 45 Καὶ ἐκεῖνος ποὺ βλέπει ἐμὲ μὲ τὸ φῶς 45 Καὶ ἐκεῖνος ποὺ μὲ τὰ πνευματικὰ μάτια, τὰ ὁποῖα ἀνοίγει καὶ
τὸν πέμψαντά με. τῆς πίστεως, βλέπει ἐκεῖνον ποὺ μὲ φωτίζει ἡ πίστις, βλέπει ἐμέ, βλέπει τὸν Πατέρα ποὺ μὲ ἀπέστειλεν
ἔστειλε. εἰς τὸν κόσμον.
12,46 Ἐγὼ φῶς εἰς τὸν κόσμον 46 Ἐγὼ φῶς πνευματικὸν ἦλθα εἰς τὸν 46 Ἐγὼ ἦλθα εἰς τὸν κόσμον διὰ νὰ εἶμαι φῶς πνευματικὸν δι’ αὐτόν,
ἐλήλυθα, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων κόσμον, διὰ νὰ μὴ μείνῃ εἰς τὸ σκοτάδι τῆς διὰ νὰ μὴ μείνῃ εἰς τὸ ἠθικὸν σκότος τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς πλάνης
εἰς ἐμὲ ἐν τῇ σκοτίᾳ μὴ μείνῃ. πλάνης καὶ τῆς ἁμαρτίας κανένας ἀπὸ κανεὶς ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ πιστεύουν εἰς ἐμέ.
ἐκείνους ποὺ πιστεύουν εἰς ἐμέ.
12,47 Καὶ ἐάν τίς μου ἀκούσῃ 47 Καὶ ἐὰν κανεὶς ἀκούσῃ τοὺς λόγους 47 Καὶ ἐὰν κανεὶς ἀκούσῃ τοὺς λόγους μου καὶ δὲν τοὺς πιστεύσῃ,
τῶν ρημάτων καὶ μὴ πιστεύσῃ, μου καὶ δὲν τοὺς πιστεύσῃ, ἐγὼ δὲν ὥστε νὰ ἐγκολπωθῇ αὐτοὺς καὶ νὰ τοὺς τηρήσῃ εἰς τὸν βίον του, ἐγὼ
ἐγὼ οὐ κρίνῳ αὐτόν· οὐ γὰρ καταδικάζω αὐτόν. Διότι δὲν ἦλθα τώρα δὲν καταδικάζω αὐτὸν ἀπὸ τώρα, οὔτε θὰ εἶμαι ἐγὼ ὁ κύριος αἴτιος
ἦλθον ἵνα κρίνῳ τὸν κόσμον, διὰ νὰ κρίνω τὸν κόσμον, ἀλλὰ διὰ νὰ τῆς καταδίκης του. Διότι δὲν ἦλθα διὰ νὰ κατακρίνω τὸν κόσμον,
ἀλλ' ἵνα σώσω τὸν κόσμον. σώσω τὸν κόσμον. ἀλλὰ διὰ νὰ σώσω τὸν κόσμον.
12,48 Ὁ ἀθετῶν ἐμὲ καὶ μὴ 48 Αὐτός, ποὺ παρακούει εἰς ἐμὲ καὶ δὲν 48 Ἐκεῖνος ποὺ μὲ παρακούει καὶ δὲν δέχεται τὰ λόγια μου, ἔχει
λαμβάνων τὰ ρήματά μου, ἔχει δέχεται τὰ λόγια μου, ἔχει ἐκεῖνον, ὁ μόνος του δημιουργήσει αὐτόν, ποὺ θὰ τὸν καταδικάσῃ· ὁ λόγος τὸν
τὸν κρίνοντα αὐτόν· ὁ λόγος ὃν ὁποῖος μέλλει νὰ τὸν κρίνῃ· ἐκεῖνος ὁποῖον ἐλάλησα, ἐκεῖνος θὰ τὸν κρίνῃ κατὰ τὴν ἐσχάτην ἡμέραν τῆς
ἐλάλησα, ἐκεῖνος κρινεῖ αὐτὸν δηλαδὴ ποὺ θὰ τὸν κρίνῃ καὶ θὰ τὸν παγκοσμίου Κρίσεως.
ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ· δικάσῃ κατὰ τὴν μεγάλην ἡμέραν τῆς
κρίσεως, θὰ εἶναι ὁ λόγος τὸν ὁποῖον ἐγὼ
ἐκήρυξα.
12,49 ὅτι ἐγὼ ἐξ ἐμαυτοῦ οὐκ 49 Διότι ἐγὼ δὲν ἐδίδαξα τίποτε ἀπὸ τὸν 49 Θὰ κρίνῃ δὲ ὁ λόγος μου κάθε ἄπιστον κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην,
ἐλάλησα, ἀλλ' ὁ πέμψας με εὐατόν μου, ἀλλὰ ὁ Πατήρ, ὁ ὁποῖος μὲ διότι ἐγὼ δὲν ἐλάλησα ποτὲ ἀπὸ τὸν ἑαυτόν μου, ἀλλ’ ὁ Πατήρ, ποὺ
πατὴρ αὐτός μοι ἐντολὴν ἔδωκε ἔστειλε εἰς τὸν κόσμον, ἐκεῖνος μοῦ μὲ ἀπέστειλεν, αὐτὸς μοῦ ἔδωκεν ἐντολήν, τί νὰ διδάξω καὶ μὲ
τί εἴπω καὶ τί λαλήσω· ἔδωσεν ἐντολὴν τί νὰ εἴπω καὶ τί νὰ ποίους λόγους νὰ τὸ εἴπω.
διδάξω.

121/192
12,50 καὶ οἶδα ὅτι ἡ ἐντολὴ 50 Καὶ γνωρίζω ὅτι ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ 50 Καὶ γνωρίζω, ὅτι ἡ ἐντολή του εἶναι ζωὴ αἰώνιος, διότι ὁ λόγος τοῦ

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


αὐτοῦ ζωὴν αἰώνιόν ἐστιν. Ἂ εἶναι ζωὴ αἰώνιος, διότι ὁδηγεῖ τὸν Θεοῦ ἐγκλείει ζωοποιὸν καὶ ἀνακαινιστικὴν δύναμιν. Δι’ αὐτὸ λοιπὸν
οὖν λαλῶ ἐγώ, καθὼς εἴρηκέ ἄνθρωπον εἰς τὴν αἰώνιον ζωήν. Ἐκεῖνα, καὶ ἐγώ, ποὺ ἦλθα διὰ νὰ σᾶς μεταδώσω ζωὴν αἰώνιον, ἐκεῖνα, τὰ
μοι ὁ πατήρ, οὕτω λαλῶ. λοιπόν, τὰ ὁποῖα ἐγὼ λαλῶ, σᾶς τὰ ὁποῖα λέγω καὶ διδάσκω, ὅπως μου τὰ ἔχει εἴπει ὁ Πατήρ, ἔτσι
διδάσκω, ὅπως ἀκριβῶς μοῦ τὰ ἔχει εἴπει ὁ ἀκριβῶς τὰ λέγω καὶ τὰ διδάσκω.
Πατήρ».

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 13Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ


Αρχαίο Κείμενο Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
13,1 Πρὸ δὲ τῆς ἑορτῆς τοῦ Πρὸ τῆς ἑορτῆς δὲ τοῦ Πάσχα, ἐπειδὴ Προτοῦ ἔλθῃ δὲ ἡ ἑορτὴ τοῦ Πάσχα, ἐπειδὴ ἐγνώριζεν ὁ Ἰησοῦς, ὅτι
πάσχα εἰδὼς ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐγνώριζεν ὁ Ἰησοῦς καθαρώτατα, ὅτι ἦλθεν ἡ προκαθωρισμένη ἀπὸ τὴν θείαν Πρόνοιαν ὥρα του νὰ φύγῃ
ἐλήλυθεν αὐτοῦ ἡ ὥρα ἵνα ἔφθασε ἡ προσδιωρισμένη ἀπὸ τὸν Θεὸν ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτὸν καὶ νὰ μεταβῇ πρὸς τὸν Πατέρα του, εἰς τοὺς
μεταβῇ ἐκ τοῦ κόσμου τούτου ὥρα, νὰ προσφέρῃ τὴν μεγάλη θυσίαν καὶ ἰδικούς του, τοὺς ὁποίους τώρα ἄφινεν εἰς τὸν κόσμον, καὶ τοὺς
πρὸς τὸν πατέρα, ἀγαπήσας νὰ μεταβῇ ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτὸν πρὸς ὁποίους καθ’ ὅλην τὴν διάρκειαν τῆς γνωριμίας των εἶχεν ἀγαπήσει,
τοὺς ἰδίους τοὺς ἐν τῷ κόσμῳ, τὸν Πατέρα, καὶ τώρα μὲ στοργικωτάτην ἔδειξεν εἰς αὐτοὺς καὶ τώρα θερμὴν καὶ στοργικωτάτην ἀγάπην.
εἰς τέλος ἠγάπησεν αὐτούς. καὶ τελεία ἀγάπην ἠγάπησε τοὺς
μαθητάς του, τοὺς ὁποίους καθὸ ἰδικούς
του ἰδιαιτέρως εἶχε ἀγαπήσει εἰς τὸν
κόσμον αὐτόν.
13,2 Καὶ δείπνου γενομένου, 2 Καὶ ὅταν εἶχε ἐτοιμασθῇ τὸ δεῖπνον, 2 Καὶ ὅταν εἶχεν ἐτοιμασθῇ δεῖπνον, εἰς καιρὸν ποὺ ὁ διάβολος εἶχε
τοῦ διαβόλου ἤδη βεβληκότος ὅταν πλέον καὶ ὁ διάβολος εἶχε βάλει πλέον βάλει μέσα εἰς τὴν καρδίαν τοῦ Ἰσκαριώτου Ἰούδα, υἱοῦ τοῦ
εἰς τὴν καρδίαν Ἰούδα Σίμωνος μέσα εἰς τὴν καρδίαν τοῦ Ἰούδα τοῦ Σίμωνος, τὴν πονηρὰν σκέψιν καὶ ἀπόφασιν νὰ τὸν παραδώσῃ εἰς
Ἰσκαριώτου ἵνα αὐτὸν παραδῶ, Ἰσκαριώτου, υἱοῦ τοῦ Σίμωνος, τὴν κακὴν τοὺς σταυρωτάς του,
σκέψιν καὶ ἀπόφασιν, νὰ τὸν παραδώσῃ

122/192
εἰς τοὺς ἐχθρούς του,
13,3 εἰδὼς ὁ Ἰησοῦς ὅτι πάντα 3 ὁ Ἰησοῦς, ἂν καὶ ἐγνώριζε πολὺ καλὰ ὅτι 3 ὁ Ἰησοῦς μολονότι εἶχεν ἐπίγνωσιν τοῦ θεοπρεποῦς μεγαλείου του

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


δέδωκεν αὐτῷ ὁ πατὴρ εἰς τὰς ὁ Πατὴρ τοῦ εἶχε παραδώσει τὰ πάντα εἰς καὶ ἐγνώριζεν, ὅτι τοῦ εἶχε παραδώσει ὁ Πατὴρ τὰ πάντα εἰς τὰς
χεῖρας, καὶ ὅτι ἀπὸ Θεοῦ τὰ χέρια του καὶ ὅτι ἀπὸ τὸν Θεὸν ἐξῆλθε, χεῖρας καὶ εἰς τὴν ἐξουσίαν του καὶ ὅτι ἀπὸ τὸν Θεὸν ἐγεννήθη καὶ
ἐξῆλθε καὶ πρὸς τὸν Θεὸν διὰ νὰ ἔλθῃ εἰς τὸν κόσμον καὶ πρὸς τὸν ἀπεστάλη εἰς τὸν κόσμον καὶ εἰς τὸν Θεὸν ἐπρόκειτο μετ’ ὀλίγον νὰ
ὑπάγει, Θεὸν τώρα ἐπιστρέφει, ἐπιστρέψῃ πάλιν, ἐν τούτοις ὑπηρέτησεν ἤδη τοὺς μαθητάς του ὡς
δοῦλος.
13,4 ἐγείρεται ἐκ τοῦ δείπνου 4 παρὰ τὸ θεῖον καὶ ἄπειρον μεγαλεῖον 4 Σηκώνεται δηλαδὴ ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ δείπνου εἰς ὤραν, ποὺ εἶχαν
καὶ τίθησι τὰ ἱμάτια, καὶ λαβὼν του, σηκώνεται ἀπὸ τὸ τραπέζι, διὰ νὰ καταλάβει ὅλοι τὰς θέσεις των εἰς αὐτὸ καὶ βγάζει τὰ ἐξωτερικά του
λέντιον διέζωσεν ἑαυτόν. ἀναλάβῃ ἔργον δούλου καὶ βγάζει τὰ ἐνδύματα καὶ ἀφοῦ ἔλαβε μίαν ἐμπροσθέλλαν ἐζώσθη μὲ αὐτήν.
ἐξωτερικά του ἐνδύματα καὶ ἀφοῦ ἐπῆρε
μίαν ποδιάν, ἐζώσθη μὲ αὐτήν.
13,5 Εἴτα βάλλει ὕδωρ εἰς τὸν 5 Ἔπειτα ρίπτει νερὸ εἰς τὴν λεκάνην, 5 Ἔπειτα ρίπτει νερὸ εἰς τὴν λεκάνην τοῦ νιψίματος καὶ ἤρχισε νὰ
νιπτῆρα, καὶ ἤρξατο νίπτειν ὅπου ἔπλυναν τὰ πόδια οἱ ἄνθρωποι τοῦ πλύνῃ τοὺς πόδας τῶν μαθητῶν καὶ νὰ τοὺς σφογγίζῃ μὲ τὴν
τοὺς πόδας τῶν μαθητῶν καὶ σπιτιοῦ καὶ ἤρχισε νὰ πλύνῃ τὰ πόδια τῶν πετσέταν, μὲ τὴν ὁποίαν ἦτο ζωσμένος.
ἐκμάσσειν τῷ λεντίῳ ᾧ ἦν μαθητῶν καὶ νὰ τὰ σπογγίζῃ μὲ τὴν
διεζωσμένος. πετσέτα, μὲ τὴν ὁποία ἦτο ζωσμένος.
13,6 Ἔρχεται οὖν πρὸς Σίμωνα 6 Ἔρχεται, λοιπόν, καὶ πρὸς τὸν Σίμωνα 6 Ἔρχεται λοιπὸν πρὸς τὸν Σίμωνα Πέτρον διὰ νὰ πλύνῃ καὶ τούτου
Πέτρον, καὶ λέγει αὐτῷ ἐκεῖνος· Πέτρον καὶ λέγει εἰς αὐτὸν ἐκεῖνος· τοὺς πόδας καὶ λέγει εἰς αὐτὸν ἐκεῖνος· Κύριε, σὺ ὁ Διδάσκαλος καὶ
Κύριε, σύ μου νίπτεις τοὺς «Κύριε, σὺ ὁ Διδάσκαλος καὶ ὁ Κύριος θὰ Θεός μου θὰ μοῦ νίψῃς τοὺς πόδας;
πόδας; μοῦ πλύνῃς τὰ πόδια;».
13,7 Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν 7 Ἀπήντησε ὁ Ἰησοῦς καὶ τοῦ εἶπε· «τί 7 Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ τοῦ εἶπε· Τὴν σημασίαν καὶ τὴν ἔννοιαν
αὐτῷ· ὃ ἐγὼ ποιῶ, σὺ οὐκ οἶδᾳς σημαίνει αὐτό, τὸ ὁποῖον ἐγὼ κάμνω, δὲν αὐτοῦ, τὸ ὁποῖον ἐγὼ πράττω αὐτὴν τὴν στιγμήν, σὺ δὲν τὴν ἐννοεῖς
ἄρτι, γνώσῃ δὲ μετὰ ταῦτα. τὸ καταλαβαίνεις τώρα, θὰ τὸ γνωρίσῃς τώρα, θὰ τὴν καταλάβῃς ὅμως ὑστερώτερα.
καὶ θὰ τὸ ἐννοήσῃς ὕστερα ἀπὸ αὐτά».
13,8 Λέγει αὐτῷ Πέτρος· οὐ μὴ 8 Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Πέτρος· «ποτὲ εἰς τὸν 8 Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Πέτρος· Ποτὲ δὲν θὰ δεχθῶ νὰ μοῦ πλύνῃς σὺ τὰ
νίψῃς τοὺς πόδας μου εἰς τὸν αἰῶνα τὸν ἅπαντα δὲν θὰ δεχθῶ νά μοῦ πόδια. Ἀπεκρίθη εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς· Ἐὰν δὲν διδαχθῇς ἀπὸ τὸ

123/192
αἰῶνα. Ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ πλύνῃς ἐσὺ τὰ πόδια». Ἀπήντησεν εἰς παράδειγμα τῆς ταπεινοφροσύνης, ποὺ σᾶς δίδω, ἀλλ’
Ἰησοῦς· ἐὰν μὴ νίψω σε, οὐκ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς· «ἐὰν δὲν σοῦ πλύνω τώρα ἑξακολουθήσῃς νὰ ἀνθίστασαι ἐγωϊστικῶς διὰ νὰ μὴ σὲ νίψω, δὲν

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


ἔχεις μέρος μετ' ἐμοῦ. τὰ πόδια, ἐὰν μὲ ταπεινοφροσύνην καὶ ἔχεις καμμίαν θέσιν μαζί μου, οὔτε θὰ συμμετάσχῃς εἰς τὴν δόξαν
ἐμπιστοσύνην εἰς ἐμὲ δὲν ὑπακούσῃς, δὲν μου.
εἶναι δυνατὸν νὰ ἔχῃς πλέον μέρος μαζῆ
μου».
13,9 Λέγει αὐτῷ Σίμων Πέτρος· 9 Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Σίμων Πέτρος· «Κύριε, 9 Λέγει τότε πρὸς αὐτὸν ὁ Σίμων Πέτρος· Κύριε, ἂν πρόκειται νὰ
Κύριε, μὴ τοὺς πόδας μου ἐὰν ἡ ἀνυπακοή μου αὐτὴ πρόκειται νὰ μὲ πάθω τὴν συμφορὰν αὐτήν, πλύνε ὄχι μόνον τὰ πόδια μου, ἀλλὰ καὶ
μόνον, ἀλλὰ καὶ τὰς χεῖρας καὶ χωρίσῃ ἀπὸ σέ, τότε πλύνε μου ὄχι μόνον τὰς χεῖρας καὶ τὴν κεφαλήν μου.
τὴν κεφαλήν. τὰ πόδια, ἀλλὰ καὶ τὰ χέρια καὶ τὸ
κεφάλι».
13,10 Λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ὁ 10 Τοῦ λέγει ὁ Ἰησοῦς· «ἐκεῖνος ποὺ εἶναι 10 Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς· Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει λούσει ὁλόκληρον τὸ
λελουμένος οὐ χρείαν ἔχει ἢ λουσμένος εἰς ὁλόκληρον τὸ σῶμα, δὲν σῶμα του, δὲν ἔχει ἀνάγκην παρὰ νὰ πλύνῃ τὰ πόδια του μόνον, τὰ
τοὺς πόδας νίψασθαι, ἀλλ' ἔστι ἔχει ἀνάγκην παρὰ μόνον τὰ πόδια νὰ ὁποῖα λερώνονται διαρκῶς ἀπὸ τὴν σκόνην καὶ τὴν λάσπην τοῦ
καθαρὸς ὅλος· καὶ ὑμεῖς πλύνῃ, ποὺ λερώνονται εὔκολα καθὼς ἐδάφους. Τὸ ὑπόλοιπον ὅμως σῶμα του παραμένει ὁλόκληρον
καθαροὶ ἐστε, ἀλλ' οὐχὶ πάντες. βαδίζει εἰς τὸν δρόμον, διότι εἶναι καθαρόν. Ἔτσι καὶ σεῖς, ποὺ προσεκολλήθητε εἰς ἐμὲ καὶ ἐχωρίσθητε
καθαρὸς κατὰ τὸ ὑπόλοιπον σῶμα. Καὶ διὰ παντὸς ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν. Μόνον ἀπὸ ἐλαφροὺς τίνας
σεῖς, παρὰ τὰς μικρὰς ἀτελείας ποὺ μολυσμούς, εἰς τοὺς ὁποίους ἐξ ἀσθενείας συναρπάζεσθε, ἔχετε
παρουσιάζετε, εἶσθε καθαροὶ ἀνάγκην νὰ καθαρίζεσθε. Κατὰ τὰ ἄλλα δὲ εἶσθε καθαροί· δυστυχῶς
πνευματικῶς. Ἀλλὰ ὄχι ὅλοι». ὅμως δὲν εἶσθε καθαροὶ ὅλοι.
13,11 Ἦδει γὰρ τὸν 11 Καὶ εἶπεν ὁ Κύριος ὅτι δὲν εἶσθε 11 Καὶ εἶπε τοῦτο ὁ Ἰησοῦς, διότι ἐγνώριζεν ἐκεῖνον, ποὺ ἐπρόκειτο
παραδιδόντα αὐτόν· διὰ τοῦτο καθαροὶ ὅλοι, διότι ἐγνώριζε ἐκεῖνον ὁ νὰ τὸν παραδώσῃ εἰς τοὺς σταυρωτάς του. Δι’ αὖτο εἶπε· Δὲν εἶσθε
εἶπεν· οὐχὶ πάντες καθαροί ὁποῖος ἔμελλε νὰ τὸν παραδώσῃ. ὅλοι καθαροί.
ἐστε.
13,12 Ὅτε οὖν ἔνιψε τοὺς πόδας 12 Ὅταν, λοιπόν, ἔπλυνε τὰ πόδια των καὶ 12 Ὅταν λοιπὸν ἔπλυνε τὰ πόδια των καὶ ξαναφόρεσε τὰ ἐξωτερικὰ
αὐτῶν καὶ ἔλαβε τὰ ἱμάτια ξαναφόρεσε τὰ ἐξωτερικά του ἐνδύματα, ἐνδύματά του, ἑξαπλώθη πάλιν πλησίον τῆς τραπέζης καὶ τοὺς εἶπε·
αὐτοῦ, ἀναπεσὼν πάλιν εἶπεν ἐκάθισε πάλιν κοντὰ εἰς τὸ τραπέζι καὶ Γνωρίζετε τὴν σημασίαν αὐτοῦ, ποὺ σᾶς ἔκαμα διὰ νὰ σᾶς διδάξω;

124/192
αὐτοῖς· γινώσκετε τί πεποίηκα τοὺς εἶπε· «γνωρίζετε τί νόημα ἔχει αὐτό,
ὑμῖν; τὸ ὁποῖον ἔκαμα εἰς σᾶς;

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


13,13 Ὑμεῖς φωνεῖτέ με, ὁ 13 Θὰ σᾶς τὸ ἐξηγήσω. Σεῖς μὲ ὀνομάζετε, 13 Ἰδοὺ αὐτή· Σεῖς μὲ φωνάζετε· ὁ Διδάσκαλος καὶ ὁ Κύριος. Καὶ
Διδάσκαλος καὶ ὁ Κύριος, καὶ ὁ Διδάσκαλος καὶ ὁ Κύριος καὶ καλὰ λέτε. καλῶς λέγετε. Διότι εἶμαι καὶ ὁ Διδάσκαλος καὶ ὁ Κύριος.
καλῶς λέγετε· εἰμὶ γάρ. Διότι πράγματι εἷμαι.
13,14 Εἶ οὖν ἐγὼ ἔνιψα ὑμῶν 14 Ἐάν, λοιπόν, ἐγώ, ὁ Κύριος καὶ ὁ 14 Ἐὰν λοιπὸν ἔπλυνα τὰ πόδια σας, ἐγώ, ποὺ εἶμαι ὁ Κύριος καὶ ὁ
τοὺς πόδας, ὁ Κύριος καὶ ὁ Διδάσκαλος, ἔπλυνα τὰ πόδια σας, Διδάσκαλος, ὀφείλετε πολὺ περισσότερον καὶ σεῖς ὑπὸ τῆς
Διδάσκαλος, καὶ ὑμεῖς ὀφείλετε ὀφείλετε καὶ σεῖς μὲ ταπεινοφροσύνη καὶ ταπεινοφροσύνης καὶ τῆς ἀγάπης ἐμπνεόμενοι νὰ πλύνετε μεταξύ
ἀλλήλων νίπτειν τοὺς πόδας. ἀγάπην νὰ πλύνετε ὁ ἔνας τοῦ ἄλλου τὰ σας ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου τὰ πόδια καὶ νὰ ἔχετε τὴν διάθεσιν καὶ εἰς τὴν
πόδια. ταπεινωτικωτέραν ὑπηρεσίαν χάριν τοῦ πλησίον νὰ ὑποβληθῆτε.
13,15 Ὑπόδειγμα γὰρ δέδωκα 15 Διότι ἐγὼ σᾶς ἔδωσα ἕνα τέλειον 15 Διότι μὲ αὐτὸ ποὺ σᾶς ἔκαμα, σᾶς ἔδωκα τέλειον παράδειγμα,
ὑμῖν, ἵνα καθὼς ἐγὼ ἐποίησα παράδειγμα, νὰ πράττετε καὶ σεῖς ὅπως ὥστε καθὼς ἐγὼ ἔκαμα εἰς σᾶς, ἔτσι καὶ σεῖς νὰ κάνετε ὁ ἕνας εἰς τὸν
ὑμῖν, καὶ ὑμεῖς ποιῆτε. καὶ ἐγὼ ἔπραξα εἰς σᾶς. ἄλλον καὶ ἐξ ἀγάπης νὰ ταπεινοῦσθε καὶ νὰ ὑπηρετῆσθε μεταξύ
σας.
13,16 Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, 16 Σᾶς διαβεβαιώνω, ὅτι δὲν ὑπάρχει 16 Ἀληθῶς, ἀληθῶς σᾶς λέγω, δὲν εἶναι δοῦλος μεγαλύτερος καὶ
οὐκ ἔστι δοῦλος μείζων τοῦ δοῦλος ἀνώτερος ἀπὸ τὸν κύριόν του οὔτε ἀνώτερος ἀπὸ τὸν κύριον του, οὔτε ἀπεσταλμένος μεγαλύτερος ἀπὸ
κυρίου αὐτοῦ, οὐδὲ ἀπόστολος ἀπεσταλμένος μεγαλύτερος ἀπὸ ἐκεῖνον, ἐκεῖνον, ποὺ τὸν ἔστειλεν. Ἐὰν λοιπὸν ἐγώ, τοῦ ὁποίου εἶσθε δοῦλοι
μείζων τοῦ πέμψαντος αὐτόν. ποὺ τὸν ἔστειλε. Ἐγὼ εἶμαι ὁ Κύριος καὶ ὁ καὶ ἀπόστολοι, ἐταπεινώθην ἐξ ἀγάπης καὶ σᾶς ὑπηρέτησα, πολὺ
Διδάσκαλος, σεῖς δὲ οἱ δοῦλοι καὶ οἱ περισσότερον ὀφείλετε νὰ τὸ πράξετε καὶ σεῖς εἰς τοὺς ἄλλους, οἱ
Ἀπόστολοί μου. Ἐὰν ἐγὼ τόσον ὁποίοι δὲν εἶναι δοῦλοι σας, ἀλλὰ συνάδελφοι καὶ σύνδουλοί σας.
ἐταπεινώθηκα ἀπέναντί σας, ὥστε νὰ
πλύνω τὰ πόδια σας καὶ σεῖς, ποὺ εἶσθε
σύνδουλοι καὶ συνάδελφοι μεταξύ σας,
πρέπει νὰ ὑπηρετῆτε ὁ ἔνας τὸν ἄλλον μὲ
πρόθυμον ταπεινοφροσύνην καὶ ἀγάπην.
13,17 Εἰ ταῦτα οἴδατε, μακάριοι 17 Ἐὰν καταλαβαίνετε καλὰ αὐτὰ ποὺ 17 Ἐὰν γνωρίζετε καὶ καταλαβαίνετε αὐτὰ ποὺ σᾶς εἶπον, εἶσθε
ἔστε ἐὰν ποιῆτε αὐτά. σᾶς εἶπα, θὰ εἶσθε μακάριοι, ἐὰν τὰ μακάριοι ἐὰν τὰ ἐπιτελῆτε.

125/192
ἐφαρμόζετε.
13,18 Οὐ περὶ πάντων ὑμῶν 18 Καὶ αὐτὰ δὲν τὰ λέγω δι' ὅλους σας, 18 Καὶ ὅταν σᾶς προτρέπω νὰ ἐφαρμόζετε ταῦτα διὰ νὰ γίνετε

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


λέγω· ἐγὼ οἶδα οὓς ἐξελεξάμην· διότι δὲν εἶσθε ὅλοι πρόθυμοι να τὰ μακάριοι, δὲν λέγω τοῦτο δι’ ὅλους σας· Ἐγὼ ἀπὸ τῆς πρώτης
ἀλλ' ἵνα ἡ γραφὴ πληρωθῇ, ὁ τηρήσετε. Ἐγὼ εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς ξέρω πολὺ στιγμῆς τῆς ἐκλογῆς ἠξεύρω καλὰ τί εἴδους ἄνθρωποι ἦσαν ἐκεῖνοι,
τρώγων μετ' ἐμοῦ τὸ ἄρτον καλὰ ποίας ποιότητος ἄνθρωποι ἦσαν τοὺς ὁποίους ἐξέλεξα διὰ τὸ ἀποστολικὸν ἀξίωμα. Ἐν γνώσει μου
ἐπῇρεν ἐπ' ἐμὲ τὴν πτέρναν αὐτοὶ τοὺς ὁποίους ἐξέλεξα ὡς στενούς ὄμως εἰσεχώρησε μεταξύ σας καὶ κάποιος ἀνάξιος, διὰ νὰ πληρωθῇ ὁ
αὐτοῦ. μου μαθητάς. Ἐγνώριζα πολὺ καλὰ ὅτι προφητικὸς λόγος τῆς Γραφῆς· Ἐκεῖνος ποὺ τρώγει μαζί μου ὡς
καὶ ἔνας ἀνάξιος εἰσεχώρησε μεταξύ σας, οἰκεῖος καὶ φίλος μου τὸν ἄρτον τῆς τραπέζης μου, ἐσήκωσεν
διὰ νὰ ἐκπληρωθῇ ἔτσι ἡ προφητεία τῆς ἐναντίον μου τὴν πτέρναν του καὶ μὲ ἐκλώτσησε.
Γραφῆς· Ἐκεῖνος ποὺ τρώγει συνεχῶς
μαζῆ μου ὡς φίλος τὸ ψωμὶ εἰς τὸ αὐτὸ
τραπέζι, ἐσήκωσε τὴν πτέρναν του καὶ μὲ
ἐκλώτσησε.
13,19 Ἐπ' ἄρτι λέγω ὑμῖν πρὸ 19 Σᾶς ἀναγγέλῳ αὐτὰ ἀπὸ τώρα, πρὶν 19 Σᾶς προλέγω ἀπὸ τώρα, ὅτι θὰ μὲ κλωτσήσῃ καὶ θὰ μὲ προδώσῃ
τοῦ γενέσθαι, ἵνα ὅταν γένηται πραγματοποιηθοῦν, ὥστε ὅταν ἡ κάποιος, προτοῦ νὰ πραγματοποιήσῃ ἡ ἐπιβουλὴ καὶ ἡ προδοσία
πιστεύσητε ὅτι ἐγώ εἰμι. προδοσία γίνῃ, νὰ πιστεύσετε ὅτι ἐγὼ αὐτή, ὥστε ὅταν γίνῃ νὰ πιστεύσετε, ὅτι ἐγὼ εἶμαι ὁ Μεσσίας, ποὺ
εἶμαι ὁ Χριστός, διὰ τὸν ὁποῖον ὅλα αὐτὰ προανήγγειλαν οἱ προφῆται.
εἶχαν προαναγγείλει οἱ προφῆται.
13,20 Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὁ 20 Σᾶς διαβεβαιώνω, ὅτι ἐκεῖνος ποὺ 20 Σᾶς ὠνόμασα προηγουμένως δούλους καὶ ἀποστόλους μου. Μὴ
λαμβάνων ἐάν τινα πέμψω, ἐμὲ δέχεται κάποιον ποὺ ἐγὼ θὰ στείλω, νομίσετε, ὅτι μὲ αὐτὸ ἐλαττοῦται ἡ ἀξία σας. Σᾶς διαβεβαιῶ
λαμβάνει, ὁ δὲ ἐμὲ λαμβάνων δέχεται ἐμέ. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ δέχεται ἐμέ, κατηγορηματικῶς ὅτι, ἐκεῖνος ποὺ δέχεται κάποιον, ποὺ θὰ στείλω
λαμβάνει τὸν πέμψαντά με. δέχεται αὐτὸν ποὺ μ' ἔστειλε. Ἐπομένως ἐγώ, δέχεται ἐμέ. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ δέχεται ἐμέ, δέχεται τὸν Πατέρα
ἐκεῖνος ποὺ δέχεται σᾶς τοὺς μαθητὰς καὶ μου, ποὺ μὲ ἔστειλεν εἰς τὸν κόσμον.
᾿Αποστόλους μου, εἶναι ὡσὰν νὰ δέχεται
ἐμὲ καὶ τὸν Πατέρα».
13,21 Ταῦτα εἰπὼν ὁ Ἰησοῦς 21 Ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ ὁ Ἰησοῦς, ἐταράχθη 21 Ὅταν εἶπε ταῦτα ὁ Ἰησοῦς, λυπούμενος διὰ τὸ κατάντημα τοῦ
ἐταράχθη τῷ πνεύματι, καὶ ἐσωτερικῶς πολύ, διότι εἶδε μὲ ἀπέραντον Ἰούδα, ἐταράχθη εἰς τὸ βάθος τῆς ψυχῆς του καὶ ἔδωκε καθαρὰν καὶ

126/192
ἐμαρτύρησε καὶ εἶπεν· ἀμὴν λύπην τὸ φρικτὸν κατάντημα τοῦ σαφῆ μαρτυρίαν περὶ τοῦ προδότου καὶ εἶπεν· Ὀσονδήποτε καὶ ἂν
ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἶς ἐξ ὑμῶν προδότου μαθητοῦ καὶ καθαρὰ καὶ σᾶς φανῇ ἀπίστευτον, ἐν πάσῃ ἀληθείᾳ σᾶς λέγω, ὅτι ἕνας ἀπὸ σᾶς

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


παραδώσει με. ξάστερα ἐμαρτύρησε περὶ αὐτοῦ καὶ εἶπε· θὰ μὲ παραδώσῃ εἰς τοὺς ἐχθρούς μου.
«σᾶς ἀποκαλύπτω καὶ σᾶς διαβεβαιώνω
κατὰ τὸν πλέον ἐπίσημον τρόπον, ὅτι
ἔνας ἀπὸ σᾶς θὰ μὲ παραδώσῃ».
13,22 Ἔβλεπον οὖν εἰς 22 Ἐκύτταζαν τότε μὲ ἀνησυχίαν καὶ 22 Κατόπιν λοιπὸν τῆς βεβαιώσεως αὐτῆς, ποὺ δὲν τὴν ἐπερίμενε
ἀλλήλους οἱ μαθηταί, φόβον ὁ ἔνας τὸν ἄλλον οἱ μαθηταὶ καὶ κανείς, οἱ μαθηταὶ ἔβλεπαν μεταξύ των ὁ ἕνας τὸν ἄλλον καὶ
ἀπορούμενοι περὶ τίνος λέγει. εὑρίσκοντο εἰς ἀπορίαν διὰ ποῖον τὰ εὑρίσκοντο εἰς ἀπορίαν διὰ ποῖον ἔλεγε τοῦτο ὁ Κύριος.
ἔλεγε αὐτὰ ὁ Κύριος.
13,23 Ἦν δὲ ἀνακείμενος εἶς ἐκ 23 Κατὰ τὴν ὥραν ἐκείνην εἶχε γείρει εἰς 23 Κατ’ ἐκείνην δὲ τὴν στιγμὴν ἦτο γυρμένος πλησίον εἰς τὸ στῆθος
τῶν μαθητῶν αὐτοῦ ἐν τῷ τὸ στῆθος τοῦ Ἰησοῦ ἔνας ἀπὸ τοὺς τοῦ Ἰησοῦ ἕνας ἀπὸ τοὺς μαθητάς του, τὸν ὁποῖον ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς.
κόλπῳ τοῦ Ἰησοῦ, ὃν ἠγάπα ὁ μαθητάς του - ὁ Ἰωάννης - τὸν ὁποῖον Αὐτὸς δὲ ἦτο ὁ Ἰωάννης, ὁ συγγραφεὺς τοῦ Εὐαγγελίου, ὁ ὁποῖος ἐκ
Ἰησοῦς· ἰδιαιτέρως ἀγαποῦσε ὁ Ἰησοῦς. ταπεινοφροσύνης ἀποφεύγει νὰ ἀναφέρῃ τὸ ὄνομά του.
13,24 νεύει οὖν τούτῳ Σίμων 24 Ἔκαμε, λοιπόν, νόημα εἰς αὐτὸν ὁ 24 Ἔκαμε λοιπὸν πρὸς αὐτὸν νεῦμα ὁ Σίμων Πέτρος νὰ ἐρωτήσῃ,
Πέτρος πυθέσθαι τίς ἂν εἴη Σίμων Πέτρος, νὰ ἐρωτήσῃ ποιὸς ἆράγε ποῖος ἄραγε νὰ εἶναι ἐκεῖνος, περὶ τοῦ ὁποίου εἶπε τοῦτο ὁ Ἰησοῦς.
περὶ οὐ λέγει. εἶναι αὐτός, διὰ τὸν ὁποῖον λέγει ὁ
διδάσκαλος.
13,25 Ἐπιπεσὼν δὲ ἐκεῖνος ἐπὶ 25 Ἀφοῦ δὲ ἔπεσε μὲ στοργὴν καὶ 25 Ἔπεσε δὲ ἐκεῖνος μὲ πολλὴν στοργὴν εἱς τὸ στῆθος τοῦ Ἰησοῦ καὶ
τὸ στῆθος τοῦ Ἰησοῦ λέγει εὐλάβειαν ἐκεῖνος εἰς τὸ στῆθος τοῦ τοῦ εἶπε· Κύριε, ποῖος εἶναι αὐτός, ποὺ θὰ σὲ προδώσῃ,
αὐτῷ· Κύριε, τίς ἐστιν; Ἰησοῦ, τὸν ἠρώτησε· «Κύριε, ποιὸς εἶναι
ἐκεῖνος ποὺ θὰ σὲ παραδώσῃ;»
13,26 Ἀποκρίνεται ὁ Ἰησοῦς· 26 Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς· «εἶναι ἐκεῖνος πρὸς 26 Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς· Ἐκεῖνος εἶναι ὁ προδότης, εἰς τὸν ὁποῖον ἐγώ,
ἐκεῖνός ἐστιν ᾧ ἐγὼ βάψας τὸ τὸν ὁποῖον ἐγώ, εἰς ἀπόδειξιν τῆς ἀγάπης ἀφοῦ βάψω εἰς τὸν ζωμὸν τὸ τεμάχιον τοῦ ἄρτου, θὰ τοῦ τὸ δώσω,
ψωμίον ἐπιδώσω. Καὶ ἐμβάψας μου, θὰ τοῦ δώσω ψωμί, ἀφοῦ δεικνύων δι’ αὐτοῦ ὅτι ἑξακολουθῶ καὶ τώρα νὰ τὸν ἀγαπῶ καὶ νὰ
τὸ ψωμίον δίδωσιν Ἰούδᾳ προηγουμένως τὸ βουτήξω εἰς τὸν τὸν προτιμῶ. Καὶ ἀφοῦ ἐβούτηξε τὸ τεμάχιον τοῦ ἄρτου εἰς τὴν
Σίμωνος Ἰσκαριώτῃ. ζωμόν». Καὶ ἀφοῦ πράγματι ἐβούτηξε εἰς πιατέλλαν, ἔδωκεν αὐτὸ εἰς τὸν Ἰούδαν τὸν Ἰσκαριώτην τὸν υἱὸν τοῦ

127/192
τὸ πιάτο ἕνα κόμματι ψωμί, τὸ ἔδωσεν εἰς Σίμωνος.
τὸν Ἰούδαν τὸν Ἰσκαριώτην, τὸν υἱὸν τοῦ

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


Σίμωνος, διὰ νὰ τοῦ δείξῃ μὲ τὸν τρόπον
αὐτόν, ὅτι καὶ αὐτὴν ἀκόμη τὴν στιγμὴν
τὸν κατεδίωκε μὲ τὴν ἀγάπην καὶ τὸ ἔλεός
του.
13,27 Καὶ μετὰ τὸ ψωμίον τότε 27 Καὶ εἰς τὸν Ἰούδαν, ἀφοῦ ἐπῆρε τὸ ψωμὶ 27 Καὶ ὅταν ἔδωκεν ὁ Ἰησοῦς τὸ τεμάχιον τοῦ ἄρτου εἰς τὸν Ἰούδαν,
εἰσῆλθεν εἰς ἐκεῖνον ὁ σατανᾶς. ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Διδασκάλου, εἰσῆλθεν ἐπειδὴ αὐτὸς παρέμεινε σκληρὸς καὶ ἀσυγκίνητος πρὸ τῆς εὐνοίας
Λέγει οὖν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ὃ εἰς αὐτὸν ὁ σατανᾶς καὶ τὸν ἐκυρίευσε ἐξ καὶ τῆς τιμῆς ταύτης τοῦ Κυρίου, ὁ Θεὸς τὸν ἐγκατέλιπεν ὁλοτελῶς
ποιεῖς, ποίησον τάχιον. ὁλοκλήρου. Ἀδιόρθωτον καθὼς τὸν εἶδε ὁ καὶ ἐμβῆκεν εἰς ἐκεῖνον ὁ σατανᾶς καὶ τὸν ἐκυρίευσεν. Ἐφ’ ὅσον
Κύριος, τοῦ εἶπε· «αὐτὸ ποὺ πρόκειται νὰ λοιπὸν ὁ Ἰούδας ἀπεδείχθη ἀδιόρθωτος, λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς·
κάμῃς, κάμε το τὸ ταχύτερον». Ἐκεῖνο ποὺ μελετᾶς να κάμῃς, κάμε το τὸ ταχύτερον.

13,28 Τοῦτο δὲ οὐδεὶς ἔγνω τῶν 28 Αὐτὸν τὸν τελευταῖον λόγον κανεὶς 28 Τοὺς τελευταίους δὲ αὐτοὺς λόγους τοὺς ἤκουσαν μὲν ὅλοι, κανεὶς
ἀνακειμένων πρὸς τί εἶπεν ἀπὸ τοὺς μαθητάς, ποὺ ἐκάθητο εἰς τὸ ὅμως ἀπὸ αὐτούς, ποὺ ἐκάθηντο εἰς τὴν τράπεζαν, δὲν ἐκατάλαβε,
αὐτῷ· τραπέζι, δὲν ἐκατάλαβε, πρὸς ποῖον μὲ ποίαν ἔννοιαν καὶ πρὸς ποῖον σκοπὸν ὁ Ἰησοῦς εἶπε τούτους εἰς
σκοπὸν τὸν εἶπε ὁ Κύριος. αὐτόν.
13,29 τινὲς γὰρ ἐδόκουν, ἐπεὶ τὸ 29 Ἐπειδὴ δὲ ὁ Ἰούδας εἶχε τὸ κουτὶ τοῦ 29 Καὶ δὲν τοὺς ἐκατάλαβαν, διότι μερικοὶ ἐνόμιζαν ὅτι, ἐπειδὴ ὁ
γλωσσόκομον εἶχεν ὁ Ἰούδας, κοινοῦ ταμείου, μερικοὶ ἐνόμισαν ὅτι τοῦ Ἰούδας εἶχε τὸ κουτὶ τῶν συνεισφορῶν, εἶπεν εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς·
ὅτι λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς, εἶπε ὁ Ἰησοῦς: Ἀγόρασε αὐτὰ ποὺ μᾶς ἀγόρασε ἐκεῖνα, ποὺ χρειαζόμεθα διὰ τὴν ἑορτήν· ἢ τοῦ εἶπε ταῦτα
ἀγόρασον ὧν χρείαν ἔχομεν εἰς χρειάζονται διὰ τὴν ἑορτὴν ἢ ὅτι τοῦ εἶπε διὰ νὰ δώσῃ κάποιο ποσὸν χρημάτων πρὸς βοήθειαν τῶν πτωχῶν.
τὴν ἑορτήν, ἢ τοῖς πτωχοῖς ἵνα νὰ δώσῃ κάτι εἰς τοὺς πτωχούς.
τι δῷ.
13,30 Λαβὼν οὖν τὸ ψωμίον 30 Ὅταν, λοιπόν, ἐκεῖνος ἐπῆρε τὸ ψωμί, 30 Ὅταν λοιπὸν ἐκεῖνος ἔλαβε τὸ τεμάχιον τοῦ ἄρτου, ἀμέσως
ἐκεῖνος εὐθέως ἐξῆλθεν· ἦν δὲ ἐβγῆκε ἀμέσως ἔξω ἀπὸ τὸ ὑπερῶον. Εἶχε ἐβγῆκεν. Ἦτο δὲ νύκτα καὶ ὑπὸ τὸ φρικῶδες σκοτάδι της ἐπιχειρεῖ ὁ
νύξ. δὲ πέσει πλέον ἡ νύκτα ὅταν ἡ σκοτεινὴ Ἰούδας τὸ σκοτεινὸν καὶ ἀπαίσιον ἔργον τῆς προδοσίας του.
καὶ φρικτὴ νύκτα τῆς ἀποστασίας καὶ τῆς

128/192
προδοσίας εἶχε κυριεύσει τὸν Ἰούδαν.
13,31 Ὅτε οὖν ἐξῆλθε, λέγει ὁ 31 Ὅταν, λοιπόν, ἔφυγε ὁ Ἰούδας, τότε 31 Ὅταν λοιπὸν ἐξῆλθεν ἀπὸ τὴν αἴθουσαν τοῦ δείπνου ὁ Ἰούδας,

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


Ἰησοῦς· νῦν ἐδοξάσθη ὁ υἱὸς εἶπε ὁ Ἰησοῦς· «τώρα, ποὺ τὸ ἔργον τῆς εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· Τώρα ποὺ πηγαίνει ὁ Ἰούδας νὰ μὲ παραδώσῃ καὶ
τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ὁ Θεὸς προδοσίας ἀρχίζει νὰ πραγματοποιῆται ποὺ ἀρχίζει τὸ πάθημά μου, ἐδοξάσθη ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου διὰ τοῦ
ἐδοξάσθη ἐν αὐτῷ. καὶ ἡ σταυρικὴ λυτρωτικὴ θυσία μου θὰ σταυρικοῦ του θανάτου, ἀφοῦ δι’ αὐτοῦ καταργεῖ τὴν ἁμαρτίαν καὶ
γίνῃ πραγματικότης, τώρα ἐδοξάσθη ὁ τὸν θάνατον. Καὶ ὁ Θεὸς ἐδοξάσθη μὲ ὅλον ἐν γένει τὸν βίον τοῦ υἱοῦ
υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου. Μὲ τὴν μέχρι τοῦ ἀνθρώπου, μάλιστα δὲ μὲ τὴν μέχρι σταυρικοῦ θανάτου ὑπακοήν
σταυρικοῦ θανάτου δὲ ὑπακοήν του του.
ἐδοξάσθη καὶ ὁ Θεός.
13,32 Εἰ ὁ Θεὸς ἐδοξάσθη ἐν 32 Ἐὰν δὲ ὁ Θεὸς ἐδοξάσθη δι' αὐτοῦ καὶ ὁ 32 Ἐὰν δὲ ὁ Θεὸς ἐδοξάσθη διὰ τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὁ Θεὸς θὰ
αὐτῷ, καὶ ὁ Θεὸς δοξάσει αὐτὸν Θεὸς θὰ δοξάσῃ αὐτὸν κατ' εὐθεῖαν διὰ δοξάσῃ αὐτόν, οὐχὶ δι’ ἀγγέλου ἢ ἄλλης δυνάμεως, ἀλλὰ κατ’
ἐν ἑαυτῷ, καὶ εὐθὺς δοξάσει τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ εἰς τὸν ἑαυτόν του μὲ εὐθεῖαν διὰ τοῦ ἑαυτοῦ του, διότι θὰ ἀναστήσῃ μὲ τὴν δύναμίν του
αὐτόν. τὴν ἄπειρον θείαν του δύναμιν καὶ τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν του καὶ θὰ ὑψώσῃ αὐτὴν ἐνδόξως εἰς τὸν
μεγαλειότητα, διότι θὰ τὸν ἀναστήσῃ καὶ οὐρανόν. Ἡ ἀνάστασις δὲ καὶ ἡ ἔνδοξος ἀνάληψις, μὲ τὴν ὁποῖαν θὰ
θὰ τὸν ἀνυψώσῃ ἐνδόξως καὶ ὡς δοξασθῇ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, θὰ ἐπακολουθήσουν ἐντὸς ὀλίγου.
ἄνθρωπον εἰς τὴν μακαριότητα καὶ τὴν
λαμπρότητα τοῦ οὐρανοῦ. Καὶ θὰ τὸν
δοξάσῃ ἐντὸς ὀλίγου.
13,33 Τεκνία, ἔτι μικρὸν μεθ' 33 Παιδιά μου, ἀγαπημένα μου παιδιά, 33 Παιδάκια μου, ἀκόμη ὀλίγον χρόνον εἶμαι μαζί σας, μὲ τὴν ὁρατὴν
ὑμῶν εἰμι. Ζητήσετέ με, καὶ ὀλίγον ἀκόμη θὰ εἶμαι μαζῆ σας. Καὶ σάρκα ὡς άνθρωπος ἐξ ὁλοκλήρου ὅμοιός σας. Καὶ ὅπως εἶπα εἰς
καθὼς εἶπον τοῖς Ἰουδαίοις ὅτι ὅπως εἶπα εἰς τοὺς Ἰουδαίους, ὅτι ἐκεῖ ποὺ τοὺς Ἰουδαίους, ὅτι ἐκεῖ ποὺ πηγαίνω ἐγώ, δηλαδὴ εἰς τοὺς οὐρανούς,
ὅπου ὑπάγω ἐγώ, ὑμεῖς οὐ πηγαίνω ἐγώ, δὲν ἠμπορεῖτε σεῖς νὰ σεῖς δὲν δύνασθε νὰ ἔλθετε, τὸ ἴδιο λέγω τώρα καὶ εἰς σᾶς, οἱ ὁποῖοι
δύνασθε ἐλθεῖν, καὶ ὑμῖν λέγω ἔλθετε, τὸ ἴδιο λέγω καὶ εἰς σᾶς τώρα, ὅτι δὲν ἐτελειώσατε ἀκόμη τὴν ἀποστολήν σας καὶ δὲν πρόκειται
ἄρτι. δηλαδὴ θὰ μὲ ἀναζητήσετε, ἀλλὰ δὲν θὰ ἀμέσως τώρα νὰ ἀποθάνετε, ὥστε νὰ συναντηθῶμεν ἀμέσως τώρα
μὲ εὕρετε, διότι ἐγὼ θὰ εἶμαι εἰς τοὺς καὶ εἰς τοὺς οὐρανούς. Ὁ ἀποχωρισμός μας ὅμως αὐτὸς πρέπει νὰ
οὐρανούς, ἐνῶ σεῖς θὰ εὑρίσκεσθε ἐπὶ σᾶς ἐνώσῃ στενώτερον.
ἀρκετὸν ἀκόμη χρονικὸν διάστημα εἰς τὴν

129/192
γῆν, διὰ νὰ κηρύξετε ὡς ἀπόστολοί μου
τὴν σωτηρίαν εἰς τοὺς ἀνθρώπους.

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


13,34 Ἐντολὴ καινὴν δίδωμι 34 Σᾶς δίδω μίαν νέαν ἐντολήν· νὰ 34 Καὶ σᾶς δίδω πρὸς τοῦτο ἐντολὴν νέαν: νὰ ἀγαπᾶτε δηλαδὴ ὁ ἕνας
ὑμῖν ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, ἀγαπᾶτε μὲ ὅλην σας τὴν δύναμιν ὁ ἔνας τὸν ἄλλον· καθὼς ἐγὼ σᾶς ἠγάπησα, ἔτσι καὶ σεῖς νὰ ἀγαπᾶσθε
καθὼς ἠγάπησα ὑμᾶς ἵνα καὶ τὸν ἄλλον· ὅπως ἐγὼ σᾶς ἠγάπησα μὲ μεταξύ σας.
ὑμεῖς ἀγαπᾶτε ἀλλήλους. πλήρη καὶ τελείαν ἀγάπην, ἔτσι καὶ σεῖς
μὲ τὴν ἴδιαν ἀγάπην πρέπει νὰ συνδέεσθε
μεταξύ σας.
13,35 Ἐν τούτῳ γνώσονται 35 Μὲ αὐτὸ θὰ μάθουν καὶ θὰ πεισθοῦν 35 Μὲ αὐτὸ θὰ μάθουν ὅλοι, ὅτι εἶσθε μαθηταὶ ἰδικοί μου, ἐὰν ἔχετε
πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταὶ ἐστε, ὅλοι ὅτι εἶσθε μαθηταί μου, ἐὰν ἔχετε ἀγάπην μεταξύ σας. Ἡ ἀγάπη αὐτὴ θὰ σᾶς ἑξασφαλίσῃ τὸν
ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις. ἀγάπην μεταξύ σας». σεβασμὸν καὶ τὴν ἐκτίμησιν τῶν ἀνθρώπων περισσότερον ἀπὸ τὴν
θαυματουργικήν σας δρᾶσιν.
13,36 Λέγει αὐτῷ Σίμων Πέτρος· 36 Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Σίμων Πέτρος· 36 Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Σίμων Πέτρος· Κύριε, ποὺ πηγαίνεις; Ἀπεκρίθη
Κύριε, ποῦ ὑπάγεις; Ἀπεκρίθη «Κύριε, ποῦ πηγαίνεις;» Τοῦ ἀπήντησεν ὁ εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς· Ὅπου πηγαίνω ἐγὼ δὲν δύνασαι τώρα νὰ μὲ
αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ὅπου ἐγὼ Ἰησοῦς· «ὅπου ἐγὼ πηγαίνω, σὺ δὲν ἀκολουθήσῃς, ὕστερον ὅμως, ἀφοῦ πληρώσῃς τὴν ἐπὶ γῆς
ὑπάγω, οὐ δύνασαί μοι νῦν ἠμπορεῖς τώρα νὰ μὲ ἀκολουθήσῃς. ἀποστολήν σου, θὰ μὲ ἀκολουθήσῃς.
ἀκολουθῆσαι, ὕστερον δὲ Ὕστερα δέ, ἀφοῦ τελειώσῃς τὴν
ἀκολουθήσεις μοι. ἀποστολήν σου, θὰ μὲ ἀκολουθήσῃς».
13,37 Λέγει αὐτῷ ὁ Πέτρος· 37 Τοῦ λέγει ὁ Πέτρος· «Κύριε, διατὶ δὲν 37 Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Πέτρος· Κύριε, διατὶ δὲν ἡμπορῶ νὰ σὲ
Κύριε, διατὶ οὐ δυνάμαί σοι ἠμπορῶ τώρα νὰ σὲ ἀκολουθήσω; Εἶμαι ἀκολουθήσω τώρα; Ό,τιδήποτε καὶ ἂν χρειασθῇ νὰ ὑποστῶ, θὰ σὲ
ἀκολουθῆσαι ἄρτι; Τὴν ψυχήν ἕτοιμος καὶ τὴν μεγαλυτέραν θυσίαν νὰ ἀκολουθήσω. Καὶ αὐτὴν τὴν ζωήν μου ἀκόμη θὰ διαθέσω πρὸς χάριν
μου ὑπὲρ σοῦ θήσω. προσφέρω καὶ τὴν ζωήν μου νὰ θυσιάσω σου.
πρὸς χάριν σου, ἐὰν ἔτσι δὲν θὰ χωρισθῶ
ποτὲ ἀπὸ σέ».
13,38 Ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· 38 Τοῦ ἀπήντησεν ὁ Ἰησοῦς· «τὴν ζωήν 38 Ἀπεκρίθη εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς· Τὴν ζωήν σου θὰ δώσῃς δι’ ἐμέ; Σὲ
τὴν ψυχήν σου ὑπὲρ ἐμοῦ σου θὰ θυσιάσῃς πρὸς χάριν μου! Σὲ διαβεβαιῶ, ὅτι προτοῦ λαλήσῃ ἀπόψε ὁ πετεινός, θὰ μὲ ἀρνηθῇς
θήσεις! Ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοι, οὐ διαβεβαιώνω ὅτι αὐτὴν τὴν νύκτα δὲν θὰ τρεῖς φοράς.

130/192
μὴ ἀλέκτωρ φωνήσει ἕως οὗ λαλήσῃ ὁ πετεινός, μέχρις ὅτου σὺ μὲ
ἀπαρνήσῃ με τρίς. ἀπαρνηθῇς τρεῖς φορές».

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 14Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Αρχαίο Κείμενο Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
14,1 Μὴ ταρασσέσθω ὑμῶν ἡ Ας μὴ ταράσσεται ἡ καρδία σας μὲ αὐτὰ Αλλ’ ἂς μὴ ταράσσεται ἡ καρδία σας, ἐπειδὴ ἠκούσατε, ὅτι πρόκειται
καρδία· πιστεύετε εἰς τὸν Θεόν, ποὺ ἀπόψε σᾶς εἶπα, τόσον διὰ τὴν νὰ μὲ ἀρνηθῇ ὁ Πέτρος. Πιστεύετε εἰς τὸν Θεὸν ὁ ὁποῖος προνοεῖ
καὶ εἰς ἐμὲ πιστεύετε. προδοσίαν τοῦ ᾿Ιούδα, ὅσον καὶ διὰ τὴν περὶ τοῦ ἔργου μου, καὶ ὁ ὁποῖος θὰ προνοήσῃ καὶ διὰ σᾶς, οἱ ὁποῖοι
ἄρνησιν τοῦ Πέτρου. Νὰ ἔχετε πίστιν εἰς ἐτάχθητε εἰς τὸ ἔργον αὐτό. Πιστεύετε ἀκόμη καὶ εἰς ἐμέ, ὁ ὁποῖος,
τὸν Θεόν, τὸν Παντοδύναμον προνοητὴν ὡς Μεσσίας καὶ ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ, θὰ ἐξακολουθῶ καὶ μετὰ
καὶ κυβερνήτην· νὰ ἔχετε πίστιν καὶ εἰς ἐμὲ τὸν θάνατόν μου εἰς τοὺς οὐρανοὺς νὰ συμπληρώνω τὸ ἔργον μου.
τὸν Μεσσίαν, ὁ ὁποῖος καὶ μετὰ τὴν
σταυρικήν μου θυσίαν θὰ ἐξακολουθῶ
ἀπὸ τὸν οὐρανὸν νὰ συμπαρίσταμαι εἰς τὸ
ἔργον σας ὅλας τὰς ἡμέρας.
14,2 Ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ πατρός 2 Ἐκεῖ εἰς τὸν οὐρανόν, εἰς τὸ ἀπέραντον 2 Εἰς τὴν ἐν οὐρανοῖς οἰκοίαν τοῦ Πατρός μου ὑπάρχουν πολλοὶ
μου μοναὶ πολλαί εἰσιν· εἰ δὲ ἀνάκτορον τοῦ Πατρός μου, ὑπάρχουν τόποι διαμονῆς, ἀρκετοὶ διὰ νὰ δεχθοῦν καὶ σᾶς καὶ ὅλους τοὺς
μή, εἶπον ἂν ὑμῖν. Πορεύομαι πολλὰ πλούσια διαμερίσματα νὰ δεχθοῦν πιστούς. Δι’ αὐτὸ λοιπὸν ἔχετε πίστιν καὶ ἐμπιστοσύνην εἰς τὸν
ἑτοιμάσαι τόπον ὑμῖν· σᾶς καὶ ὅλους τοὺς πιστούς. Ἐὰν δὲν Θεόν. Ἐὰν δὲν ὑπῆρχον πολλοὶ τόποι διαμονῆς εἰς τὸν οὐρανόν, θὰ
ὑπῆρχον, θὰ σᾶς τὸ ἔλεγα· ἀλλὰ ὑπάρχουν σᾶς τὸ ἔλεγα. Ἀλλ’ ὑπάρχουν. Καὶ ἐγὼ πηγαίνω τώρα νὰ σᾶς
καὶ πηγαίνω ἐγὼ τώρα εἰς τὸν οὐρανόν, ἑτοιμάσω τόπον, διότι διὰ νὰ ἀνοιχθῇ ἡ εἴσοδος τοῦ οὐρανοῦ εἰς τους
διὰ νὰ ἀνοίξω ὡς πρωτοπόρος τὰς ἀνθρώπους, εἶναι ἀπαραίτητος ἡ μεσιτεία μου. Δι’ αὐτὸ δὲ πρέπει νὰ
κλεισμένας πύλας τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ πιστεύετε καὶ εἰς ἐμέ.
καὶ διὰ νὰ ἑτοιμάσω διὰ σᾶς τόπον.
14,3 καὶ ἐὰν πορευθῶ καὶ 3 Καὶ ἐὰν ὑπάγω ἐκεῖ καὶ ἑτοιμάσω διὰ 3 Καὶ ἐὰν ὑπάγω καὶ σᾶς ἑτοιμάσω εἰς τους οὐρανοὺς τόπον, πάλιν
ἑτοιμάσω ὑμῖν τόπον, πάλιν σᾶς τόπον, πάλιν θὰ ἔλθω ἀπὸ τοὺς θὰ ἔλθω πλησίον σας κατὰ τὴν ὥραν τοῦ θανάτου δι’ ἕνα ἕκαστον
ἔρχομαι καὶ παραλήψομαι οὐρανοὺς καὶ κατὰ τὴν ὥραν τῆς ἐκδημίας ἀπὸ σᾶς, καὶ κατὰ τὴν δευτέραν παρουσίαν μου δι’ ὅλους σας, καὶ θὰ
ὑμᾶς πρὸς ἐμαυτόν, ἵνα ὅπου σας καὶ κατὰ τὴν μεγάλην ἡμέραν τῆς σᾶς παραλάβω πλησίον μου, διὰ νὰ εἶσθε καὶ σεῖς ἐκεῖ, ὅπου εἶμαι

131/192
εἰμὶ ἐγώ, καὶ ὑμεῖς ἦτε. δευτέρας παρουσίας καὶ θὰ σᾶς πάρω ἐγώ.
κοντά μου, ὥστε νὰ εἶσθε καὶ σεῖς ἐκεῖ,

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


ὅπου καὶ ἐγὼ θὰ εἶμαι.
14,4 Καὶ ὅπου ἐγὼ ὑπάγω 4 Καὶ τὸν τόπον ὅπου ἐγὼ πηγαίνω καὶ τὸν 4 Καὶ τὸ μέρος, εἰς τὸ ὁποῖον πηγαίνω ἐγὼ τώρα, τὸ ξεύρετε, καθὼς
οἴδατε, καὶ τὴν ὁδὸν οἴδατε. δρόμον ποὺ ὁδηγεῖ εἰς αὐτόν, τὰ ξεύρετε καὶ τὸν δρόμον, ὁ ὁποῖος ὁδηγεῖ ἐκεῖ.
γνωρίζετε, ὕστερα ἀπ' ὅσα σᾶς ἔχω εἴπει».
14,5 Λέγει αὐτῷ Θωμᾶς· Κύριε, 5 Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Θωμᾶς· «Κύριε, δὲν 5 Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Θωμᾶς· Κύριε, δὲν ξεύρομεν ποὺ πηγαίνεις τώρα,
οὐκ οἴδαμεν ποῦ ὑπάγεις· καὶ ξέρομε ποῦ πηγαίνεις. Καὶ ἐφ' ὅσον δὲν καὶ πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ γνωρίζωμεν τὸν δρόμον;
πῶς δυνάμεθα τὴν ὁδὸν γνωρίζομεν τὸν τόπον, εἰς τὸν ὁποῖον
εἰδέναι; κατευθύνεσαι, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ
γνωρίζωμεν καὶ τὸν δρόμον ποὺ ὁδηγεῖ εἰς
αὐτόν;»
14,6 Λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἐγώ 6 Τοῦ λέγει ὁ Ἰησοῦς· «ἐγὼ εἶμαι ὁ 6 Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς· Ἐγὼ εἶμαι ὁ μοναδικὸς δρόμος, διὰ τοῦ
εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ἀσφαλὴς δρόμος, ποὺ ὁδηγεῖ εἰς τὸν ὁποῖου ἡμπορεῖ κανεὶς νὰ φθάσῃ εἰς τὸν οὐρανόν. Διότι συγχρόνως
ζωή· οὐδεὶς ἔρχεται πρὸς τὸν οὐρανόν, ἐγὼ εἶμαι ἡ ἀπόλυτος καὶ εἶμαι καὶ ἡ ἀπόλυτος ἀλήθεια καὶ ἡ πραγματικὴ καὶ πηγαία ζωή.
πατέρα εἰ μὴ δι' ἐμοῦ. καθαρὰ ἀλήθεια, ποὺ φωτίζει τὸν Κανεὶς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἔλθῃ πρὸς τὸν Πατέρα καὶ νὰ μετάσχῃ
ἄνθρωπον διὰ τὴν σωτηρίαν, ἐγὼ εἶμαι ἡ τῆς μακαρίας του ζωῆς παρὰ μόνον δι’ ἐμοῦ, ὁ ὁποῖος διὰ τῆς
ζωὴ καὶ ὁ χορηγὸς τῆς αἰωνίου ζωῆς δι' διδασκαλίας μου σᾶς γνωρίζω τὸν Πατέρα μου καὶ τὴν ἀλήθειαν
ὅλους τοὺς πιστούς. Κανεὶς δὲ δὲν ἠμπορεῖ αὐτοῦ καὶ διὰ τῆς θυσίας μου ὡς αἰώνιος ἀρχιερεὺς σᾶς συμφιλιώνω
νὰ ἔλθῃ πρὸς τὸν Πατέρα, διὰ νὰ πρὸς αὐτόν.
ἀπολαύσῃ τὴν αἰώνιον ζωήν, παρὰ μόνον
διὰ μέσου ἐμοῦ.
14,7 Εἰ ἐγνώκειτέ με, καὶ τὸν 7 Έὰν εἴχατε γνωρίσει καλὰ ἐμέ, θὰ εἴχατε 7 Ἐὰν μὲ εἴχατε γνωρίσει καλά, θὰ ἐγνωρίζατε καὶ τὸν Πατέρα μου.
πατέρα μου ἐγνώκειτε ἄν. Καὶ γνωρίσει καὶ τὸν Πατέρα. Ἀλλὰ ἀπὸ ἐδῶ Καὶ ἀπὸ τώρα, ὁπότε θὰ δοξασθῶ καὶ θὰ σᾶς στείλω τὸ Ἅγιον
ἀπ' ἄρτι γινώσκετε αὐτὸν καὶ καὶ πέρα, ἀφοῦ σᾶς στείλω τὸ Πνεῦμα τὸ Πνεῦμα, αὐτὸ θὰ σᾶς φωτίσῃ καὶ θὰ τὸν γνωρίσετε. Καὶ διὰ τῆς νέας
ἑωράκατε αὐτόν. Ἅγιον, θὰ γνωρίσετε τὸν Πατέρα καὶ θὰ ζωῆς, ποὺ θὰ σᾶς μεταδώσῃ, ἡ ὁποῖα θὰ σᾶς ἑνώσῃ μὲ ἐμέ, θὰ τὸν
τὸν ἴδετε μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς σας». ἴδετε μὲ τοὺς ὁφθαλμοὺς τῆς ψυχῆς σας καὶ θὰ καταλάβετε τὸ

132/192
μεγαλεῖον του, τὰς σωτηριώδεις βουλάς του καὶ τὸ θέλημά του.
Ἐπειδὴ δὲ αὐτὸ θὰ γίνῃ ἀσφαλῶς εὐθὺς μετὰ τὸ πάθημά μου καὶ τὴν

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


ἐπὶ τοῦ σταυροῦ θυσίαν μου, δι’ αὐτὸ ἡμπορῶ ἀπὸ τώρα νὰ εἴπω, ὅτι
ἐγνωρίσατε καὶ ἔχετε ἴδει τὸν Πατέρα.
14,8 Λέγει αὐτῷ Φίλιππος· 8 Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Φίλιππος· «Κύριε, δεῖξε 8 Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Φίλιππος· Κύριε, δεῖξε μας δι’ ἀποκαλυπτικῆς
Κύριε, δεῖξον ἡμῖν τὸν πατέρα μας τὸν Πατέρα, φανέρωσέ μας τὴν ὀπτασίας τὸν Πατέρα καὶ τὴν μεγαλοπρεπῆ δόξαν του, ὥστε νὰ
καὶ ἀρκεῖ ἡμῖν. μεγαλοπρεπῆ δόξαν του, καὶ αὐτὸ μᾶς ἴδωμεν αὐτήν, ὅπως ἄλλοτε ὁ Μωϋσῆς καὶ ὁ Ἡσαΐας, καὶ μᾶς εἶναι
φθάνει». ἀρκετὸν τοῦτο.
14,9 Λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· 9 Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς· «τόσον καιρὸν 9 Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς· Τόσον καιρὸν εἶμαι μαζί σας, Φίλιππε,
τοσούτον χρόνον μεθ' ὑμῶν εἶμαι μαζῆ σας, Φίλιππε, καὶ δὲν μὲ καὶ δὲν μὲ ἐγνώρισες ἀκόμη, ποιὸς εἶμαι κατὰ τὴν θείαν μου φύσιν;
εἰμι, καὶ οὐκ ἔγνωκάς με, ἐγνώρισες ἀκόμη, ὅτι δηλαδὴ εἶμαι ὁ Υἱὸς Ἐκεῖνος, ποὺ ἔχει ἴδει ἐμὲ καὶ ἐξετίμησε πρεπόντως τὴν ἀλήθειαν
Φίλιππε; Ὁ ἑωρακὼς ἐμὲ τοῦ Θεοῦ, Θεὸς ὅπως ὁ Πατήρ; Ἐκεῖνος τῆς διδασκαλίας μου καὶ τὴν ἁγιότητα τῆς ζωῆς μου καὶ τὴν
ἑώρακε τὸν πατέρα· καὶ πῶς σὺ ποὺ εἶδε ἐμὲ καὶ εἰσεχώρησε εἰς τὸ θαυματουργικὴν δράσιν μου, εἶδε καὶ τὸν Πατέρα, διότι ἐγὼ εἶμαι ὁ
λέγεις, δεῖξον ἡμῖν τὸν πατέρα; μυστήριον τῆς ἐνανθρωπήσεώς μου, εἶδε φυσικὸς Υἱός του καὶ ἐν τὴ ἀνθρωπίνῃ φύσει μου ἐκλάμπει ἡ
τὸν Πατέρα. Καὶ πῶς σὺ λέγεις· Δεῖξε μας ἀλήθεια καὶ ἡ δόξα καὶ ἡ ἁγιότης τοῦ Πατρός μου. Καὶ πῶς σὺ
τὸν Πατέρα; λέγεις· Δεῖξε μας τὸν Πατέρα;
14,10 Οὐ πιστεύεις ὅτι ἐγὼ ἐν 10 Δὲν πιστεύεις ὅτι ἐγὼ εἶμαι ἀχώριστα 10 Δὲν πιστεύεις, ὅτι ἐγὼ εἶμαι ἀχώριστα συνηνωμένος μὲ τὸν
τῷ πατρὶ καὶ ὁ πατὴρ ἐν ἐμοί ἐνωμένος μὲ τὸν Πατέρα, ὅτι εἶμαι καὶ Πατέρα, ὥστε ἐγὼ νὰ εἶμαι καὶ νὰ μένω μέσα εἰς τὸν Πατέρα καὶ ὁ
ἐστι; Τὰ ρήματα ἃ ἐγὼ λαλῶ μένω μέσα εἰς τὸν Πατέρα καὶ ὅτι ὁ Πατὴρ Πατὴρ νὰ εἶναι καὶ νὰ μένῃ μέσα μου; Εἶμαι δὲ τόσον πολὺ
ὑμῖν, ἀπ' ἐμαυτοῦ οὐ λαλῶ· ὁ εἶναι καὶ μένει εἰς ἐμέ; Ἀκριβῶς διότι εἶμαι ἡνωμένος μὲ τὸν Πατέρα μου, ὥστε τὰ λόγια, τὰ ὁποῖα ἐγὼ σᾶς λέγω
δὲ πατὴρ ὁ ἐν ἐμοὶ μένων ἐνωμένος μὲ τὸν Πατέρα, τὰ λόγια τὰ καὶ σᾶς διδάσκω, δὲν τὰ λέγω ἀπὸ τὸν ἑαυτόν μου. Ἀλλ’ ὁ Πατήρ μου
αὐτὸς ποιεῖ τὰ ἔργα. ὁποῖα ἐγὼ σᾶς διδάσκω, δὲν τὰ λέγω ἀπὸ ποὺ μένει μέσα μου, αὐτὸς ἐνεργεῖ τὰ ὑπερφυσικὰ ἔργα καὶ
τὸν εὐατόν μου, ἀλλὰ ὁ Πατήρ, ὁ ὁποῖος ἐπιβεβαιοῖ δι’ αὐτῶν, ὅτι εἴμεθα ἀχώριστοι καὶ ὅτι ἡ διδασκαλία, τὴν
μένει μέσα εἰς ἐμέ, ἐνεργεῖ δι' ἐμοῦ ὅλα ὁποῖαν διδάσκω, δὲν εἶναι ἰδική μου, ἀλλὰ προέρχεται ἐκ τῆς σοφίας
αὐτὰ τὰ θαυμαστὰ ἔργα ποὺ βλέπετε καὶ τοῦ Πατρός μου.
ἀκούετε.
14,11 Πιστεύετέ μοι ὅτι ἐγὼ ἐν 11 Νὰ παραδεχθῆτε, λοιπόν, χωρὶς 11 Νὰ πιστεύετε εἰς ἐμέ, ὅταν σᾶς λέγω, ὅτι ἐγὼ εἶμαι ἐν τῷ Πατρὶ

133/192
τῷ πατρὶ καὶ ὁ πατὴρ ἐν ἐμοί,· καμμίαν ἐπιφύλαξιν, καὶ νὰ τὸ κάμετε καὶ ὁ Πατὴρ εἶναι ἐν ἐμοί, ὥστε ἐγὼ καὶ ἐκεῖνος, μολονότι
εἰ δὲ μή, διὰ τὰ ἔργα αὐτὰ σταθερὸν φρόνημα, ὅτι ἐγὼ μένω εἰς τὸν διακρινόμεθα εἰς ξεχωριστὰ πρόσωπα, ἀποτελοῦμεν συγχρόνως ἕνα

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


πιστεύετέ μοι. Πατέρα καὶ ὁ Πατὴρ μένει εἰς ἐμέ. Ἐὰν δὲ Θεόν. Εἰ δ’ ἄλλως καὶ δὲν πιστεύετε εἰς τους λόγους μου αὐτούς,
τυχὸν καὶ κάποια ἀμφιβολία σᾶς ἔλθῃ δι' τουλάχιστον πιστεύσατε μὲ διὰ τὰ ὑπερφυσικὰ ἔργα, ποὺ ἐνεργῶ.
αὐτά ποὺ ἐγὼ λέγω, πιστέψατε
τουλάχιστον ἀπὸ τὰ πολυάριθμα μεγάλα
καὶ θαυμαστὰ ἔργα μου.
14,12 Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὁ 12 Σᾶς διαβεβαιώνω ὅτι ἐκεῖνος ποὺ 12 Καὶ δὲν ἐνεργῶ μόνον ἐγὼ τὰ ἔργα αὐτὰ τὰ ὑπερφυσικά, ἀλλὰ καὶ
πιστεύων εἰς ἐμέ, τὰ ἔργα ἃ πιστεύει εἰς ἐμὲ θὰ κάμῃ, χάρις εἰς αὐτὴν εἰς ἄλλους ἡμπορῶ νὰ μεταδώσω τὴν δύναμιν αὐτήν, μὲ τὴν ὁποῖαν
ἐγὼ ποιῶ κἀκεῖνος ποιήσει, καὶ τὴν πίστιν του, τὰ μεγάλα καὶ θαυμαστὰ γίνονται ταῦτα.Ἀληθῶς, ἀληθῶς σᾶς λέγω, ὅτι ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει
μείζονα τούτων ποιήσει, ὅτι ἔργα, τὰ ὁποῖα ἐγὼ κάνω καὶ ἀκόμη εἰς ἐμέ, τὰ ὑπερφυσικὰ ἔργα, τὰ ὁποῖα ἐνεργῶ ἐγώ, θὰ τὰ κάμῃ καὶ
ἐγὼ πρὸς τὸν πατέρα μου μεγαλύτερα ἀπὸ αὐτά, (ὅπως εἶναι ἡ ἐκεῖνος, ἀλλὰ καὶ μεγαλύτερα ἀπὸ αὐτὰ θὰ κάμῃ, διότι αὐτὸς θὰ
πορεύομαι, θεραπεία τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὴν νόσον τῆς θεραπεύῃ καὶ θὰ ἀνασταίνῃ ψυχὰς καὶ θὰ συντελῇ θαυμαστὰς
ἁμαρτίας καὶ ἡ ἀνάστασίς της εἰς ζωὴν ἀλλοιώσεις ἐπὶ τῆς ἐσωτερικῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων, θὰ ἐπιτυγχάνῃ
αἰώνιον). Ὅλα δὲ αὐτὰ μὲ τὴν χάριν ποὺ δὲ ταῦτα οὗτος, διότι ἐγὼ πηγαίνω πρὸς τὸν ἐν οὐρανοῖς Πατέρα μου
θὰ πηγάζῃ ἀπὸ τὴν σταυρικήν μου θυσίαν, διὰ νὰ συμβασιλεύσω μαζί του,
διότι ἐγὼ πηγαίνω τώρα πρὸς τὸν Πατέρα
μου, ἀφοῦ ἐτελείωσα τὸ ἔργον μου ἐπὶ τῆς
γῆς.
14,13 καὶ ὅ,τι ἂν αἰτήσητε ἐν τῷ 13 Καὶ κάθε τι ποὺ μὲ πίστιν θὰ ζητήσετε 13 καὶ κάθε τι, ποὺ θὰ ζητήσετε διὰ προσευχῆς ἐπικαλούμενοι τὸ
ὀνόματί μου, τοῦτο ποιήσω, ἵνα ἐν τῷ ὀνόματί μου, θὰ τὸ κάμω, διὰ νὰ ὄνομά μου καὶ διατελοῦντες εἰς στενὴν κοινωνίαν καὶ ἕνωσιν μὲ ἐμέ,
δοξασθῇ ὁ πατὴρ ἐν τῷ υἱῷ. δοξασθῇ ἔτσι ὁ Πατὴρ διὰ τοῦ Υἱοῦ. θὰ τὸ κάμω, διὰ νὰ δοξασθῇ ὁ Πατὴρ διὰ τοῦ Υἱοῦ.
14,14 Ἐάν τι αἰτήσητε ἐν τῷ 14 Ἐάν, λοιπόν, ζητήσετε κάτι, 14 Ἐὰν ζητήσετε κάτι ἐπικαλούμενοι μὲ πίστιν ζωντανὴν τὸ ὄνομά
ὀνόματί μου, ἐγὼ ποιήσω. ἐπικαλούμενοι μὲ πίστιν φωτισμένην καὶ μου, ἐγὼ ὡς ἔχων πᾶσαν ἐξουσίαν καὶ δύναμιν πλησίον του Πατρός
ζωντανὴν τὸ ὄνομά μου, ἐγὼ θὰ τὸ κάμω. μου θὰ τὸ κάμω.
14,15 Ἐὰν ἀγαπᾶτέ με, τὰς 15 Ἐὰν μὲ ἀγαπᾶτε, τηρήσατε τὰς ἐντολάς 15 Ἀλλὰ διὰ νὰ σᾶς εἰσακούω καὶ διὰ νὰ λάβετε μεγάλας δωρεὰς
ἐντολὰς τὰς ἐμᾶς τηρήσατε, μου, διότι αὐτὸ εἶναι ἀπόδειξις καὶ καρπὸς ἀπὸ τὸν Πατέρα μου, πρέπει νὰ μὲ ἀγαπᾶτε. Ἐὰν δὲ μὲ ἀγαπᾶτε,

134/192
τῆς ἀγάπης σας πρὸς ἐμέ. τηρήσατε τὰς ἐντολάς μου καὶ δείξατε οὕτως, ὅτι ἡ πρὸς ἐμὲ ἀγάπη
σας εἶναι ἀληθὴς καὶ εἰλικρινής.

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


14,16 καὶ ἐγὼ ἐρωτήσω τὸν 16 Καὶ ἐγὼ θὰ παρακαλέσω τὸν Πατέρα 16 Καὶ ὅταν σεῖς μὲ ἀγαπᾶτε καὶ τηρῆτε τὰς ἐντολάς μου, ἐγὼ θὰ
πατέρα καὶ ἄλλον παράκλητον καὶ θὰ σᾶς δώσῃ ἐκεῖνος ἄλλον ὁδηγὸν καὶ παρακαλέσω τὸν Πατέρα καὶ ἄλλον βοηθὸν καὶ ὁδηγὸν καὶ
δώσει ὑμῖν, ἵνα μένῃ μεθ' ὑμῶν Παράκλητον, διὰ νὰ μένῃ μαζῆ σας παρήγορον θὰ σᾶς δώσῃ διὰ νὰ μένῃ μαζί σας αἰωνίως.
εἰς τὸν αἰῶνα, αἰωνίως.
14,17 τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, 17 Θὰ σᾶς δώσῃ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, τὸ 17 Θὰ σᾶς δώσῃ τὸ Πνεῦμα, ποὺ φανερώνει καὶ διδάσκει εἰς τὰς
ὃ ὁ κόσμος οὐ δύναται λαβεῖν, ὁποῖον εἶναι ἡ καθαρὰ καὶ ἀπόλυτος καλοδιαθέτους ψυχὰς τὴν ἀλήθειαν, καὶ τὸ ὁποῖον ὁ μακρὰν τοῦ
ὅτι οὐ θεωρεῖ αὐτὸ οὐδὲ ἀλήθεια καὶ φανερώνει τὴν ἀλήθειαν εἰς Θεοῦ κόσμος τῶν ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων δὲν δύναται νὰ λάβῃ, διότι
γινώσκει αὐτό· ὑμεῖς δὲ τοὺς καλοπροαιρέτους. Αὐτὸ ὅμως ὁ ἔχει μόνον τὰ αἰσθητὰ μάτια καὶ μὲ αὐτὰ δὲν τὸ βλέπει καὶ ὡς ἐκ
γινώσκετε αὐτό, ὅτι παρ' ὑμῖν κόσμος ὁ ἁμαρτωλὸς δὲν ἠμπορεῖ νὰ τὸ τούτου δὲν γνωρίζει τὴν ἀξίαν του καὶ δὲν τὸ ζητεῖ. Σεῖς ὅμως, ποὺ
μένει καὶ ἐν ὑμῖν ἔσται. πάρῃ, διότι δὲν ἔχει ἀνοικτὰ τὰ μάτια τῆς παρηκολουθήσατε τὰ θαύματά μου καὶ τὴν διδασκαλίαν μου, τὸ
ψυχῆς καὶ ἕνεκα τούτου δὲν τὸ βλέπει οὔτε γνωρίζετε, διότι τώρα μὲν μένει πλησίον σας, ἐπειδὴ κατοικεῖ
καὶ τὸ γνωρίζει. Σεῖς ὅμως τὸ γνωρίζετε, ὁλόκληρον μέσα εἰς ἐμέ, ποὺ εἶμαι κοντά σας, μετὰ τὴν
διότι ἐγὼ σᾶς τὸ ἐφανέρωσα καὶ μένει Πεντηκοστὴν δὲ θὰ κατοικήσῃ καὶ μεταξύ σας, ἀλλὰ καὶ μέσα εἰς
πλησίον σας· ἔπειτα δὲ ἀπὸ τὴν τὰς ψυχάς σας.
ἐπιφοίτησίν του θὰ κατοικῇ καὶ μέσα εἰς
τὰς ψυχάς σας.
14,18 Οὐκ ἀφήσω ὑμᾶς 18 Δὲν θὰ σᾶς ἀφήσω ἐγὼ ὀρφανοὺς καὶ 18 Δὲν θὰ σᾶς ἀφήσω λοιπὸν ὁρφανοὺς καὶ μοναχούς. Θὰ ἔλθω
ὀρφανούς· ἔρχομαι πρὸς ὑμᾶς. ἀπροστάτευτους. Ἔρχομαι καὶ πάλιν ἐντὸς ὁλίγου πλησίον σας διὰ τοῦ ἄλλου τούτου Παρακλήτου, ποὺ
κοντά σας διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. θὰ κατοικήσῃ μέσα σας καὶ θὰ σᾶς ἐνώσῃ μαζί μου ὡς μέλη ἰδικά
μου.
14,19 Ἔτι μικρὸν καὶ ὁ κόσμος 19 Ὁλίγον ἀκόμη καιρὸν καὶ ὁ κόσμος δὲν 19 Ἀκόμη ὀλίγον χρόνον καὶ ὁ μακράν τοῦ Θεοῦ κόσμος δὲν θὰ μὲ
μὲ οὐκέτι θεωρεῖ, ὑμεῖς δὲ θὰ μὲ βλέπῃ, διότι δὲν θὰ ζῶ εἰς τὴν γῆν βλέπῃ πλέον, διότι δὲν θὰ ὑπάρχω σωματικῶς εἰς τὴν γῆν, ὅπως
θεωρεῖτέ μέ, ὅτι ἐγὼ ζῶ καὶ σωματικῶς, ὅπως τώρα. Σεῖς ὅμως μὲ τὰ εἶμαι τώρα. Σεῖς ὅμως θὰ μὲ βλέπετε μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς σας καὶ
ὑμεῖς ζήσεσθε. φωτισμένα ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα μάτια θὰ μὲ αἰσθάνεσθε, διότι ἐγὼ, μολονότι μετ’ ὀλίγον θὰ σταυρωθῶ καὶ
τῆς ψυχῆς σας θὰ μὲ βλέπετε, διότι ἐγώ, θὰ ἀποθάνω, θὰ ἐξακολουθῶ νὰ ζῶ. Καὶ σεῖς θὰ ζήσετε νέαν,

135/192
καίτοι ἕντος ὀλίγου θὰ ἀποθάνω ἐπὶ τοῦ πνευματικὴν ζωήν, τὴν ὁποῖαν θὰ λάβετε ἀπὸ ἐμὲ.
σταυροῦ, ζῶ καὶ θὰ ζῶ αἰωνίως. Καὶ σεῖς

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


θὰ ζήσετε τὴν αἰωνίαν ζωήν, ποὺ θὰ
πάρετε ἀπὸ ἐμέ.
14,20 Ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ 20 Κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην τῆς 20 Κατ’ ἐκείνην τὴν ἡμέραν, κατὰ τὴν ὁποῖαν θὰ λάβετε τὸ Ἅγιον
γνώσεσθε ὑμεῖς ὅτι ἐγὼ ἐν τῷ ἐπιφοιτήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος θὰ Πνεῦμα, ὁ νέος αὐτὸς Παράκλητος θὰ ἀνοίξῃ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς
πατρί μου καὶ ὑμεῖς ἐν ἐμοὶ γνωρίσετε σεῖς καλά, ὅτι ἐγὼ ὑπάρχω σας διὰ νὰ μὲ βλέπετε, καὶ θὰ μάθετε τότε διὰ τῆς ἐσωτερικῆς πείρας
κἀγὼ ἐν ὑμῖν. ὁλόκληρος μέσα εἰς τὸν Πατέρα ὡς Υἱὸς σας, ὅτι ἐγὼ ὑπάρχω ὁλόκληρος μέσα εἰς τὸν Πατέρα μου ὡς
καὶ Θεὸς καὶ σεῖς θὰ εἶσθε ἠνωμένοι μὲ φυσικὸς Υἱὸς αὐτοῦ, καὶ σεῖς διὰ τῆς χάριτος τοῦ Παρακλήτου θὰ
ἐμὲ καὶ ἐγὼ μὲ σᾶς, ὥστε νὰ ἀποτελοῦμεν εἶσθε ἐνσωματωμένοι εἰς ἐμὲ καὶ ἐγὼ θὰ ἔχω μορφωθῆ μέσα σας,
ἕνα ἀδιάσπαστον πνευματικὸ σῶμα. ὥστε ἐγὼ καὶ σεῖς νὰ εἴμεθα ἀχώριστοι καὶ νὰ ἀποτελῶμεν ἕνα
σῶμα.
14,21 Ὁ ἔχων τὰς ἐντολάς μου 21 Αὐτὸ θὰ γίνῃ πραγματικότης, ἐφ' ὄσον 21 Ἀλλὰ διὰ νὰ σᾶς μεταδοθῇ ἡ νέα αὐτὴ ζωή, ποὺ θὰ σᾶς κάμῃ ἕνα
καὶ τηρῶν αὐτάς, ἐκεῖνός ἐστιν θὰ μὲ ἀγαπᾶτε καὶ θὰ μὲ ὑπακούετε, διότι μὲ ἐμὲ, πρέπει πρωτίστως νὰ μὲ ἀγαπᾶτε. Σᾶς ἐπαναλαμβάνω ὅτι
ὁ ἀγαπῶν με· ὁ δὲ ἀγαπῶν με ἐκεῖνος ποὺ γνωρίζει καὶ κατέχει τὰς αὐτός, ποὺ ἐνεκολπώθη τὰς ἐντολάς μου καὶ φυλάττει αὐτάς,
ἀγαπηθήσεται ὑπὸ τοῦ πατρός ἀντολάς μου καὶ τὰς τηρεῖ, ἐκεῖνος ἐκεῖνος καὶ μόνον μὲ ἀγαπᾶ. Ὅποιος δὲ μὲ ἀγαπᾶ, θὰ ἀγαπηθῆ
μου, καὶ ἐγὼ ἀγαπήσω αὐτὸν πράγματι μὲ ἀγαπᾷ. Ὅποιος δὲ μὲ ἀγαπᾷ στοργικῶς ἀπὸ τὸν Πατέρα μου καὶ ἐγὼ θὰ ἀγαπήσω αὐτὸν καὶ διὰ
καὶ ἐμφανίσω αὐτῷ ἐμαυτόν. θὰ ἀγαπηθῇ ἀπὸ τὸν Πατέρα μου, καὶ ἐγὼ τοῦ ἐσωτερικοῦ πνευματικοῦ φωτισμοῦ καὶ τῆς νέας ζωῆς, ποὺ θὰ
θὰ ἀγαπήσω αὐτὸν καὶ μὲ ἕνα τρόπον τοῦ μεταδώσω, θὰ καταστήσω τὸν ἑαυτόν μου φανερὸν εἰς αὐτόν.
πνευματικὸν καὶ πειστικὸν θὰ φανερώσω
τὸν εὐατόν μου εἰς ἐκεῖνον».
14,22 Λέγει αὐτῷ Ἰούδας, οὐχ ὁ 22 Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Ἰούδας, ὄχι ὁ 22 Λέγει πρὸς αὐτὸν Ἰούδας, ὄχι ὁ Ἰσκαριώτης, ἀλλ’ αὐτὸς ποὺ
Ἰσκαριώτης· Κύριε, καὶ τί Ἰσκαριώτης· «Κύριε, πῶς ἐξηγεῖται, ὅτι τὸν ἐλέγετο Θαδδαῖος καὶ Λεββαῖος· Κύριε, τί ἔχει συμβῆ καὶ τί σὲ
γέγονεν ὅτι ἡμῖν μέλλεις ἑαυτόν σου θὰ φανερώνῃς εἰς ἡμᾶς καὶ ὄχι ἐμποδίζει, ὥστε εἰς τὸ μέλλον νὰ ἐμφανίζῃς ἐνδόξως τὸν ἑαυτόν σου
ἐμφανίζειν σεαυτὸν καὶ οὐχὶ εἰς τὸν κόσμον;» μόνον εἰς ἡμᾶς καὶ ὄχι εἰς ὅλον τὸν κόσμον, ὥστε νὰ πείσῃς αὐτόν,
τῷ κόσμῳ; ὅτι εἶσαι ὁ Μεσσίας καὶ νὰ κυριαρχήσῃς ἐπ’ αὐτοῦ ὡς παγκόσμιος
καὶ αἰώνιος βασιλεύς;

136/192
14,23 Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ 23 Τοῦ ἀπήντησε ὁ Ἰησοῦς καὶ τοῦ εἶπεν· 23 Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν εἰς αὐτόν· Ἡ ἐμφάνισις, περὶ τῆς
εἶπεν αὐτῷ· ἐάν τις ἀγαπᾷ με, «ἡ ἐμφάνισίς μου ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ὁποίας σᾶς ὁμιλῶ, θὰ εἶναι ἐσωτερικὴ καὶ πνευματικὴ εἰς τὸ

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


τὸν λόγον μου τηρήσει, καὶ ὁ ἀγάπην, ποὺ θὰ ἔχουν οἱ ἄνθρωποι εἰς ἐσωτερικὸν ἐνὸς ἐκάστου πιστοῦ καὶ ἀφωσιωμένου εἰς ἐμέ. Ὅποιος
πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, ἐμέ. Ἐὰν κανεὶς μὲ ἀγαπᾷ, θὰ τηρήσῃ εἰς δηλαδὴ μὲ ἀγαπᾷ, θὰ φυλάξῃ τὸν λόγον μου καὶ ὁ Πατήρ μου θὰ
καὶ πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα τὴν ζωήν του τὰς ἐντολάς μου, καὶ ὁ ἀγαπήσῃ αὐτὸν καὶ θὰ ἔλθωμεν πρὸς αὐτὸν ἐγὼ καὶ ὁ Πατήρ μου
καὶ μονὴν παρ' αὐτῷ Πατήρ μου θὰ τὸν ἀγαπήσῃ καὶ θὰ καὶ θὰ κατοικήσωμεν μονίμως εἰς αὐτὸν μεταβάλλοντες τὴν καρδίαν
ποιήσομεν. ἔλθωμεν εἰς αὐτὸν καὶ θὰ μεταβάλωμεν του εἰς ἔμψυχον καὶ ζωντανὸν ναόν μας.
τὴν καρδίαν του εἰς μόνιμον κατοικίαν
μας, ὥστε αὐτὸς νὰ εἶναι ὁ ἔμψυχος ναὸς
τοῦ ζῶντος Θεοῦ.
14,24 Ὁ μὴ ἀγαπῶν με τοὺς 24 Ἐξ ἀντιθέτου ἐκεῖνος ποὺ δὲν μὲ 24 Ὅποιος δὲν μὲ ἀγαπᾷ, δὲν φυλάττει τοὺς λόγους μου. Ἀλλ’ ὅμως ὁ
λόγους μου οὐ τηρεῖ· καὶ ὁ ἀγαπᾷ, δὲν τηρεῖ τοὺς λόγους μου· λόγος καὶ ἡ διδασκαλία, ποὺ ἀκούετε ἀπὸ τὸ στόμα μου, δὲν εἶναι
λόγος ὃν ἀκούετε οὐκ ἐστὶν μολονότι ὁ λόγος μου, τὸν ὁποῖον ἀκούετε, ἰδικός μου, ἀλλ’ εἶναι λόγος τοῦ Πατρός, ποὺ μὲ ἔστειλε. Πῶς εἶναι
ἐμός, ἀλλὰ τοῦ πέμψαντός με δὲν εἶναι ἰδικός μου, ἀλλὰ τοῦ Πατρὸς ποὺ λοιπὸν δυνατὸν νὰ φανερώσω τὸν ἑαυτόν μου εἰς ἐκεῖνους, ποὺ δὲν
πατρός. μὲ ἔστειλε. τηροῦν τὸν λόγον τοῦ Πατρός μου;
14,25 Ταῦτα λελάληκα ὑμῖν 25 Αὐτὰ σᾶς τὰ εἶπα τώρα, καθ' ὅν χρόνον 25 Αὐτὰ σᾶς εἶπα τώρα, προτοῦ νὰ ἀπέλθω εἰς τους οὐρανοὺς καὶ
παρ' ὑμὶν μένων· μένω ἀκόμη μαζῆ σας. καθ’ ὂν χρόνον μένω ἀκόμη μαζί σας.
14,26 ὁ δὲ παράκλητος, τὸ 26 Ἀλλὰ ὁ Παράκλητος, τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, 26 Ὁ Παράκλητος ὅμως, δηλαδὴ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, τὸ ὁποῖον θὰ
Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ὃ πέμψει ὁ τὸ ὁποῖον ὁ Πατὴρ θὰ στείλῃ ἐν τῷ στείλῃ ὁ Πατὴρ διὰ νὰ ἀποκαλύπτῃ εἰς τους πιστοὺς τὴν ἀποστολήν
πατὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ὀνόματί μου (διὰ νὰ ἐπεκτείνῃ τὸ ἔργον μου, τὸ ἔργον μου καὶ ὅ,τι σχετίζεται μὲ τὸ ὄνομά μου καὶ τὸ
ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καὶ μου εἰς τὴν οἰκουμένην καὶ μεταδώσῃ τὴν πρόσωπόν μου, ἐκεῖνος θὰ σᾶς διδάξῃ ὄλας τὰς σωτηριώδεις
ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον σωτηρίαν εἰς τὰς ψυχὰς τῶν ἀληθείας καὶ θὰ σᾶς ἐνθυμίσῃ ὅλα, ὅσα σᾶς εἶπα ἐγώ.
ὑμῖν. καλοπροαιρέτων) αὐτὸς θὰ σᾶς διδάξῃ
ὅλα καὶ θὰ σᾶς ὑπενθυμίσῃ ὅλα ὅσα σᾶς
εἶπα.
14,27 Εἰρήνην ἀφίημι ὑμῖν, 27 Ἐγὼ φεύγω καὶ σᾶς ἀφίνω τὴν εἰρήνην, 27 Φεύγω καὶ σᾶς ἀφίνω εἰρήνην. Σᾶς δίδω τὴν ἀληθινὴν καὶ
εἰρήνην τὴν ἐμὴν δίδωμι ὑμῖν· σᾶς δίδω τὴν ἀληθινὴν καὶ ἀναφαίρετον βαθείαν εἰρήνην, τὴν ὁποίαν ἔχω ἐγὠ καὶ τὴν ὁποίαν ἦλθα νὰ φέρω

137/192
οὐ καθὼς ὁ κόσμος δίδωσιν, εἰρήνην, τὴν ὁποίαν ἐγὼ ἔχω ἀπὸ τὸν εἰς τὸν συνταρασσόμενον ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν κόσμον. Δὲν σᾶς δίδω
ἐγὼ δίδωμι ὑμῖν. Μὴ ἑαυτόν μου εἰς ἄπειρον βαθμόν. Δὲν σᾶς ἐγὼ εἰρήνην ὑποκριτικὴν καὶ ἀπατηλὴν καὶ ἀσταθῆ, σὰν αὐτὴν ποὺ

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


ταρασσέσθω ὑμῶν ἡ καρδία δίδω ἐγὼ ψευδῆ εἰρήνην, ὅπως δίδει ὁ δίδει ὁ κόσμος. Ἂς μὴ ταράσσεται ἀπὸ φόβους ἐσωτερικοὺς καὶ ἂς μὴ
μηδὲ δειλιάτω. κόσμος. Λοιπὸν ἂς μὴ ταράσσεται ἀπὸ δειλιάζῃ ἀπὸ ἐξωτερικὰ φόβητρα καὶ ἀπειλὰς ἡ καρδία σας.
ἐσωτερικὰς ἀνησυχίας ἡ καρδία σας καὶ ἂς
μὴ δειλιάζῃ ἐμπρὸς εἰς τοὺς ἐξωτερικοὺς
κινδύνους, ἀφοῦ θὰ ἔχετε ἐμὲ καὶ τὴν
εἰρήνην μου μέσα εἰς τὰς ψυχάς σας.
14,28 Ἠκούσατε ὅτι ἐγὼ εἶπον 28 Ἠκούσατε ὅτι σᾶς εἶπα, πηγαίνω πρὸς 28 Ὄχι μόνον δὲν πρέπει νὰ ταράσσεσθε, ἀλλὰ μᾶλλον θὰ ἔπρεπε
ὑμῖν, ὑπάγω καὶ ἔρχομαι πρὸς τὸν Πατέρα καὶ πάλιν ἔρχομαι κοντά σας. νὰ χαίρετε. Ἡκούσατε ὅτι ἐγὼ σᾶς εἶπον, πηγαίνω πρὸς τὸν Πατέρα
ὑμᾶς· εἰ ἠγαπᾶτέ με, ἐχάρητε Ἐὰν εἴχατε πλουσίαν καὶ σταθερὰν καὶ ἐντὸς ὀλίγου θὰ ἔλθω πάλιν πρὸς σᾶς. Ἐὰν μὲ ἡγαπᾶτε, θὰ
ἂν ὅτι εἶπον, πορεύομαι πρὸς ἀγάπην πρὸς ἐμέ, θὰ ἐδοκιμάζατε εἴχατε καταληφθῆ ἀπὸ χαράν, διότι σᾶς εἶπα· Πηγαίνω πρὸς τὸν
τὸν πατέρα· ὅτι ὁ πατήρ μου μεγάλην χαράν, διότι σᾶς εἶπα· Πηγαίνω Πατέρα· διότι ὁ Πατήρ μου εἶναι μεγαλύτερος ἀπὸ ἐμέ. Καὶ εἶναι
μείζων μού ἐστι· πρὸς τὸν Πατέρα. Διότι ὁ Πατήρ μου εἶναι μεγαλύτερος, διότι ἐγὼ φέρω τώρα δούλου μορφήν, διὰ τῆς
ἀνώτερος ἀπὸ ἐμέ, ἐπειδὴ ἐγὼ τώρα ἔχω ἐπανόδου ὅμως εἰς τὸν Πατέρα πρόκειται καὶ ὡς ἄνθρωπος νὰ
λάβει τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν καὶ τὴν ὑψωθῶ καὶ νὰ δοξασθῶ, ὑψώνων καὶ δοξάζων τὴν ὅλην ἀνθρωπίνην
μορφὴν δούλου καὶ συνεπῶς ὡς ἄνθρωπος φύσιν, συνεπῶς δὲ καὶ σᾶς καὶ ὅλους ἐν γένει τοὺς πιστούς. Δι’ αὐτὸ
εἶμαι κατώτερος τοῦ Πατρός. Ἔπειτα ὅμως ἔπρεπε νὰ χαρῆτε. Ἀλλὰ σεῖς ἐλυπήθητε.
ἀπὸ ὀλίγον θὰ ἀποκτήσω καὶ ὡς
ἄνθρωπος τὴν θείαν δόξαν καὶ
μεγαλειότητα.
14,29 καὶ νῦν εἴρηκα ὑμῖν πρὶν 29 Καὶ τώρα σᾶς τὰ ἔχω πεῖ αὐτά, πρὶν 29 Καὶ δὲν θὰ ἤθελα μὲν νὰ σᾶς προκαλέσω λύπην, ἡναγκάσθην
γενέσθαι, ἵνα ὅταν γένηται ἀκόμα γίνουν, ὥστε, ὅταν ὅμως τώρα νὰ σᾶς εἴπω περὶ τῆς ἀναχωρήσεως καὶ ἐπανόδου μου
πιστεύσητε. πραγματοποιηθοῦν, νὰ πεισθῆτε ἀπὸ τὰ προτοῦ νὰ γίνουν ταῦτα, ὥστε ὅταν γίνουν, νὰ πιστεύσετε εἰς ἐμὲ
πράγματα καὶ νὰ πιστεύσετε σταθερὰ εἰς βλέποντες τὴν ἐπαλήθευσιν τῆς προφητείας μου.
ἐμέ.
14,30 Οὐκέτι πολλὰ λαλήσω 30 Δὲν θὰ εἴπω πλέον πολλὰ μαζῆ σας. 30 Δὲν θὰ ὁμιλήσω πλέον πολλὰ μαζί σας. Δὲν μένει ἄλλως τε

138/192
μεθ' ὑμῶν· ἔρχεται γὰρ ὁ τοῦ Δὲν ἔχω τὸν καιρόν. Διότι τώρα ὁ καιρὸς διὰ νὰ σᾶς εἴπω περισσότερα. Διότι ἔρχεται ὁ σατανᾶς, ποὺ
κόσμου ἄρχων, καὶ ἐν ἐμοὶ οὐκ διάβολος, ποὺ κυριαρχεῖ εἰς τὸν ἐξουσιάζει τὸν μακρὰν τοῦ Θεοῦ κόσμον. Καὶ ἔρχεται ἐδῶ νὰ

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


ἔχειν οὐδέν· ἁμαρτωλὸν κόσμον, ἔρχεται μὲ μανίαν καὶ ἐνεργήσῃ τὴν τελευταίαν καὶ βιαιοτέραν ἐπίθεσίν του κατ' ἐμοῦ.
λύσσαν ἐναντίον μου, διὰ νὰ ἐξαπολύση Ἀλλ’ εἰς ἐμὲ δὲν θὰ εὔρῃ τίποτε τὸ ἰδικόν του, τὸ ὁποῖον θὰ τοῦ δίδῃ
τὸν μεγαλύτερον πειρασμὸν καὶ πόλεμον. ἐξουσίαν ἢ κάποιον δικαίωμα ἐπ’ ἐμοῦ.
Ἀλλὰ εἰς ἐμὲ δὲν ἔχει καμμίαν ἀπολύτως
ἐξουσίαν, κανένα ἀπολύτως δικαίωμα.
14,31 ἀλλ' ἵνα γνῷ ὁ κόσμος ὅτι 31 Θὰ μὲ παραδώσῃ κατὰ παραχώρησιν 31 Θὰ παραχωρηθῇ ὅμως εἰς αὐτὸν νὰ μὲ θανατώσῃ, διὰ νὰ μάθῃ ὁ
ἀγαπῶ τὸν πατέρα, καὶ καθὼς τοῦ Πατρὸς εἰς τὸν σταυρικὸν θάνατον καὶ κόσμος, ὅτι ἀγαπῶ τὸν Πατέρα καὶ ὅπως μοῦ ἔδωκεν ἐντολὴν ὁ
ἐνετείλατό μοι ὁ πατήρ, οὕτω θὰ γίνῃ ἀφορμή, χωρὶς νὰ τὸ θέλῃ, νὰ Πατήρ, ὁ ὁποῖος θέλει μὲ τὸν θάνατόν μου νὰ σωθοῦν οἱ ἄνθρωποι,
ποιῶ. Ἐγείρεσθε ἄγωμεν μάθῃ ὁ κόσμος ὅτι ἐγὼ ἀγαπῶ τὸν Πατέρα ἔτσι ἀκριβῶς πράττω. Σηκωθῆτε. Ἂς φύγωμεν ἀπ’ ἐδῶ.
ἐντεῦθεν. καὶ ὅτι πράττω ἀκριβῶς σύμφωνα μὲ τὴν
ἐντολὴν τοῦ Πατρός, ὁ ὁποῖος θέλει τὴν
σταυρικήν μου θυσίαν διὰ τὴν σωτηρίαν
τῶν ἀνθρώπων. Σηκωθῆτε, ἂς
ἀναχωρήσωμεν ἀπὸ ἐδῶ.

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 15Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ


Αρχαίο Κείμενο Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
15,1 Εγώ εἰμι ἡ ἄμπελος ἡ Εγὼ εἶμαι ἡ ἀληθινὴ κληματαριὰ (καὶ ὄχι ἡ Εγὼ εἶμαι ἡ κληματαριὰ ἡ πραγματικὴ καὶ ἄφθαρτος καὶ
ἀληθινή, καὶ ὁ πατήρ μου ὁ παλαιὰ καὶ ἄκαρπος ἄμπελος τῆς ἑβραϊκῆς πνευματικὴ καὶ διὰ τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ὁποῖας θὰ εἶμαι ἡ κεφαλή, θὰ
γεωργός ἐστι. συναγωγῆς, τὴν ὁποίαν ὁ Πατὴρ μετέφερε ἀντικαταστήσω καὶ θὰ ξανακαινουργώσω τὴν παλαιὰν ἄμπελον τῆς
ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον καὶ ἐφύτευσεν ἐδῶ, ὅπως συναγωγῆς· καὶ ὁ Πατήρ μου εἶναι ὁ ἀμπελουργός.
λέγει καὶ ὁ ψαλμωδός). Ἐγὼ εἶμαι ἡ
ἀληθινὴ ἄμπελος καὶ ὁ Πατήρ μου εἶναι ὁ

139/192
ἀμπελουργός.
15,2 Πᾶν κλῆμα ἐν ἐμοὶ μὴ 2 Κάθε κλῆμα, ποὺ εἶναι ἐνωμένο μὲ ἐμέ, 2 Κάθε ἄνθρωπον, ποὺ σὰν ἄλλος κλάδος καὶ σὰν κλῆμα

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


φέρον καρπόν, αἴρει αὐτό, καὶ ἀλλὰ δὲν φέρει καρπόν, τὸ κόβει καὶ τὸ πνευματικὸν εἶναι μὲν ἑνωμένος μὲ ἐμὲ διὰ τῆς πίστεως, δὲν παράγει
πᾶν τὸν καρπὸν φέρον, ἀφαιρεῖ ὁ Πατήρ. Κάθε κλῆμα, τὸ ὁποῖον ὅμως καρποὺς ἀρετῆς, ὁ ἀμπελουργὸς Πατήρ μου τὸν ἀποκόπτει καὶ
καθαίρει αὐτό, ἵνα πλείονα φέρει καρπόν, τὸ καθαρίζει καὶ τὸ τὸν ἀποχώριζει ἀπὸ τὴν κληματαριά. Καὶ κάθε πνευματικὸν κλῆμα,
καρπὸν φέρῃ. περιποιεῖται, διὰ νὰ φέρῃ περισσότερον ποὺ εἶναι καρποφόρον, τὸ καθαρίζει καὶ τὸ κλαδεύει διὰ νὰ φέρῃ
καρπόν. (Κάθε ἄνθρωπον, ποὺ λέγει ὅτι περισσότερον καρπόν.
πιστεύει εἰς ἐμέ, ἀλλὰ δὲν ἔχει ὡς καρπὸν
τῆς πίστεώς του τὴν ἀρετήν, τὸν ἀποκόπτει
καὶ τὸν ἀποχωρίζει ἀπὸ ἕμενα ὁ Πατήρ. Ἐξ
ἀντιθέτου, τὸν πιστόν, ποὺ ἔχει ἔργα
ἀρετῆς, τὸν φωτίζει, τὸν ἐνισχύει, τὸν
καθαρίζει, ὥστε νὰ κάμῃ περισσότερα
ἐνάρετα ἔργα).
15,3 Ἤδη ὑμεῖς καθαροὶ ἔστε 3 Καὶ σεῖς χάρις εἰς τὴν διδασκαλίαν ποὺ 3 Σεῖς δὲ τώρα εἶσθε καθαροί. Καὶ σᾶς ἔχει καθαρίσει ὁ λόγος τῆς
διὰ τὸν λόγον ὃν λελάληκα σᾶς ἔχω διδάξει, εἶσθε καθαροί, εἶσθε σὰν ἀληθείας, τὸν ὁποῖον σᾶς ἔχω εἴπει καὶ διδάξει. Εἶσθε λοιπὸν
ὑμῖν. πνευματικὰ κλήματα περιποιημένα καὶ πνευματικὰ κλήματα, καθαρισμένα καὶ ἑτοιμασμένα, διὰ νὰ
καρποφόρα. παραγάγετε καρπόν.
15,4 Μείνατε ἐν ἐμοί, κἀγὼ ἐν 4 Μείνετε, λοιπόν, ἐνωμένοι μὲ ἐμὲ καὶ ἐγὼ 4 Μείνατε ἑνωμένοι μὲ ἐμέ, διὰ νὰ μένω καὶ ἐγὼ ἑνωμένος μὲ σᾶς.
ὑμῖν. Καθὼς τὸ κλῆμα οὐ μὲ σᾶς. Ὅπως τὸ κλῆμα δὲν ἠμπορεῖ ἀπὸ Καθὼς τὸ κλῆμα δὲν ἠμπορεῖ νὰ φέρῃ ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του καρπόν,
δύναται καρπὸν φέρειν ἀφ' τὸν ἑαυτόν του νὰ φέρῃ καρπόν, ἐὰν δὲν ἐὰν δὲν μείνῃ προσκολλημένον εἰς τὴν κληματαριάν, ἔτσι οὔτε καὶ
ἑαυτοῦ, ἐὰν μὴ μείνῃ ἐν τῇ μείνῃ ἐνωμένον μὲ τὴν κληματαριά, ἔτσι σεῖς δὲν θὰ καρποφορήσετε ἔργα ἀρετῆς καὶ ἁγιότητος, ἐὰν δὲν
ἀμπέλῳ, οὕτως οὐδὲ ὑμεῖς, καὶ σεῖς δὲν ἠμπορεῖτε νὰ πράττετε ἔργα μείνετε ἑνωμένοι μὲ ἐμέ.
ἐὰν μὴ ἐν ἐμοὶ μείνητε. ἀρετῆς, ἐὰν δὲν μείνετε ἐνωμένοι μὲ ἐμέ.
15,5 Ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς 5 Ἐγὼ εἶμαι ἡ κληματαριὰ καὶ σεῖς εἶσθε τὰ 5 Ἐγὼ εἶμαι ἡ κληματαριὰ καὶ σεῖς εἶσθε οἱ κλάδοι της. Ἐκεῖνος ποὺ
τὰ κλήματα. Ὁ μένων ἐν ἐμοὶ κλήματα. Ἐκεῖνος ποὺ μένει μένει ἑνωμένος μαζί μου καὶ μένω καὶ ἐγὼ μέσα του, αὐτὸς φέρει
κἀγὼ ἐν αὐτῷ, οὗτος φέρει ἐνσωματωμένος εἰς ἐμὲ καὶ ἐγὼ εἰς αὐτόν, ἄφθονον καὶ ἐκλεκτὸν καρπόν, διότι χωρὶς ἐμὲ καὶ χωρὶς νὰ ἔχετε

140/192
καρπὸν πολύν, ὅτι χωρὶς ἐμοῦ αὐτὸς καὶ μόνον φέρνει πολὺν καρπόν. τὴν ζωτικὴν δύναμιν, ποὺ πηγάζει ἀπὸ ἐμέ, δὲν ἠμπορεῖτε νὰ κάνετε
οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν. Διότι χωρὶς ἐμέ, χωρὶς τὴν σωτήριον χάριν τίποτε διὰ τὴν δικαίωσιν καὶ τὸν ἐξαγιασμόν σας.

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


μου καὶ τὴν ζωτικὴν ἐνέργειάν μου, δὲν
ἠμπορεῖτε νὰ κάνετε τίποτε τὸ ἀγαθόν.
15,6 Ἐὰν μή τις μείνῃ ἐν ἐμοί, 6 Ὅποιος δὲν μείνει ἐνωμένος μαζῆ μου, 6 Ὅποιος δὲν μείνῃ ἑνωμένος μαζί μου, ὡρισμένως θὰ πεταχθῇ ἔξω
ἐβλήθη ἔξω ὡς τὸ κλῆμα καὶ ἔχει ἤδη πεταχθῆ ἔξω, ὅπως τὸ ἄχρηστο ὅπως καὶ τὸ ἄκαρπον καὶ ἄχρηστον κλῆμα. Καὶ τότε θὰ ξεραθῇ καὶ
ἐξηράνθη, καὶ συνάγουσιν κλῆμα καὶ θὰ ξηραθῇ καὶ ὅπως οἱ δὲν θὰ τοῦ μείνῃ κανὲν ἴχνος χάριτος καὶ πνευματικῆς δυνάμεως καὶ
αὐτὰ καὶ εἰς τὸ πῦρ βάλλουσι, ἄνθρωποι μαζεύουν τὰ κομμένα κλήματα, ζωῆς. Καὶ τὰ πνευματικὰ κλήματα, ποῦ ἐξεράθησαν ἔτσι, τὰ
καὶ καίεται. τὰ ρίπτουν εἰς τὸ πῦρ καὶ τὰ καίουν, ἔτσι μαζεύουν οἱ ἄγγελοι καὶ τὰ ρίπτουν εἰς τὸ πῦρ τῆς κολάσεως καὶ ἐκεῖ
καὶ ἐκεῖνοι, ποὺ χωρισμένοι ἀπὸ ἐμὲ καίονται συνεχῶς καὶ ἐξακολουθητικῶς.
μένουν ἄκαρποι καὶ ἄχρηστοι, θὰ ριφθοῦν
ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους εἰς τὸ πῦρ τῆς αἰωνίου
κολάσεως.
15,7 Ἐὰν μείνητε ἐν ἐμοὶ καὶ 7 Ἐὰν μείνετε ἐνωμένοι μαζῆ μου καὶ τὰ 7 Ἐὰν παραμείνετε ἑνωμένοι μὲ ἐμὲ καὶ ἐὰν οἱ λόγοι μου μείνουν εἰς
τὰ ρήματά μου ἐν ὑμῖν μείνῃ, λόγια μου μείνουν ὡς θησαυρὸς τῆς τὸ βάθος τῶν καρδιῶν σας ὡς παντοτεινὸς φωτισμὸς καὶ ὁδηγός σας,
ὃ ἐὰν θέλητε αἰτήσασθε, καὶ καρδιᾶς σας καὶ κατεύθυνσις εἰς τὴν ζωήν ὁ,τιδήποτε θέλετε ὑπὸ τὸ φῶς τῶν λόγων μου, ζητήσατέ το διὰ
γενήσεται. σας, κάθε τι ἀγαθὸν ποὺ θέλετε, ζητήσατέ προσευχῆς καὶ θὰ σᾶς γίνῃ. Μὴ ἀμφιβάλλετε δὲ ὅτι, ὅταν θὰ τοῦ
το καὶ θὰ γίνῃ πρὸς χάριν σας. ζητήσετε νὰ σᾶς βοηθήσῃ διὰ νὰ παραγάγετε τὸν καρπὸν τῆς ἀρετῆς
καὶ ἁγιότητος, θὰ εἰσακουσθῇ τὸ αἴτημά σας.
15,8 Ἐν τούτῳ ἐδοξάσθη ὁ 8 Αὐτὴ εἶναι ἡ δόξα τοῦ Πατρός μου, νὰ 8 Ἀκριβῶς διὰ τούτου ὁ Πατήρ μου θὰ δοξοσθῇ πραγματικῶς, ἐὰν
πατήρ μου, ἵνα καρπὸν πολὺν φέρετε σεῖς πολλοὺς καρποὺς ἀρετῆς καὶ φέρετε πολὺν καρπὸν ἀρετῆς καὶ γίνετε τέλειοι μαθηταί μου.
φέρητε, καὶ γενήσεσθε ἐμοὶ νὰ γίνετε ἄξιοι μαθηταί μου.
μαθηταί.
15,9 Καθὼς ἠγάπησέ με ὁ 9 Ὅπως μὲ ἔχει ἀγαπήσει ὁ Πατήρ, ἔτσι καὶ 9 Ὁ σύνδεσμος δέ, ποὺ μᾶς ἐνώνει σὰν κλήματα μὲ τὴν
πατήρ, κἀγὼ ἠγάπησα ὑμᾶς· ἐγὼ σᾶς ἠγάπησα. Μείνετε, λοιπόν, εἰς τὴν κληματαριάν, εἶναι σύνδεσμος ἀγάπης. Πράγματι. Καθὼς μὲ
μείνατε ἐν τῇ ἀγάπῃ τῇ ἐμῇ. ἀγάπην μου αὐτήν, νὰ φανῆτε ἄξιοι αὐτῆς. ἡγάπησεν ὁ Πατήρ, ὅταν ἔγινα ἄνθρωπος καὶ ἔδειξα ὑπακοὴν εἰς
αὐτόν, ἔτσι καὶ ἐγὼ σᾶς ἡγάπησα. Ἐξακολουθήσατε νὰ μένετε εἰς

141/192
τὴν ἀγάπην μου δεικνυόμενοι ἄξιοι αὐτῆς.
15,10 Ἐὰν τὰς ἐντολάς μου 10 Θὰ μείνετε δὲ εἰς τὴν ἀγάπη μου, ἐὰν 10 Θὰ μείνετε δὲ εἰς τὴν ἀγάπην ποὺ σᾶς ἔχω, ἐὰν φυλάξετε τὰς

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


τηρήσητε, μενεῖτε ἐν τῇ φυλάξετε καὶ ἐφαρμόσετε εἰς τὴν ζωήν σας ἐντολάς μου, καθὼς καὶ ἐγὼ, ἀφ’ ὅτου ἔγινα καὶ ἄνθρωπος, ἔχω
ἀγάπῃ μου, καθὼς ἐγὼ τὰς τὰς ἐντολάς μου, ὅπως ἐγὼ ἔχω τηρήσει τηρήσει τὰς ἐντολὰς τοῦ Πατρός μου καὶ μένω εἰς τὴν ἀγάπην του,
ἐντολὰς τοῦ πατρός μου τὰς ἐντολὰς τοῦ Πατρός μου καὶ μένω ἐξακολουθῶν πάντοτε νὰ τοῦ εἶμαι ἀγαπητός, χωρὶς ποτὲ ἡ πρὸς ἐμὲ
τετήρηκα καὶ μένω αὐτοῦ ἐν πάντοτε εἰς τὴν ἄπειρον ἀγάπην του. ἀγάπη του νὰ ὀλιγοστεύῃ.
τῇ ἀγάπῃ.
15,11 Ταύτα λελάληκα ὑμῖν 11 Αὐτὰ σᾶς τὰ εἶπα, διὰ νὰ μεταδοθῇ καὶ 11 Σᾶς εἶπα αὐτά, ἴνα ἡ χαρὰ τὴν ὁποῖαν ἔχω ἐγὼ αἰσθανόμενος, ὅτι
ἵνα ἡ χαρὰ ἡ ἐμὴ ἐν ὑμῖν μείνῃ εἰς σᾶς ἡ ἰδική μου χαρὰ καὶ νὰ γίνῃ εἶμαι ἀγαπητὸς ἀπὸ τὸν Πατέρα, μεταδοθῇ καὶ εἰς σᾶς καὶ μείνῃ
μείνῃ καὶ ἡ χαρὰ ὑμῶν ἔτσι πλήρης καὶ τελεία ἡ χαράς σας. μέσα σας. Καὶ οὕτω ἡ χαρά σας θὰ γίνῃ πλήρης καὶ τελεία, διότι
πληρωθῇ. ὅπως ἐγώ, ἔτσι καὶ σεῖς, ποῦ θὰ εἶσθε ἑνωμένοι μὲ ἐμέ, θὰ
αἰσθάνεσθε, ὅτι εἶσθε ἀγαπητοὶ ἀπὸ τὸν Πατέρα, καὶ θὰ χαίρετε,
ὅπως χαίρω καὶ ἐγώ.
15,12 Αὕτη ἐστὶν ἡ ἐντολὴ ἡ 12 Ἐπαναλαμβάνω καὶ τονίζω· αὐτὴ εἶναι ἡ 12 Δὲν εἶναι δὲ ἀνάγκη νὰ σᾶς εἴπω πολλὰ διὰ τὰς ἐντολάς, τὰς
ἐμή, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους ἰδική μου ἐντολή, νὰ ἀγαπᾶτε ὁ ἕνας τὸν ὁποῖας πρέπει νὰ τηρήσετε, διὰ νὰ μείνετε εἰς τὴν ἀγάπην ἐμοῦ καὶ
καθὼς ἠγάπησα ὑμᾶς. ἄλλον, ὅπως καὶ ἐγὼ σᾶς ἠγάπησα. τοῦ Πατρός μου, ἡ ὁποῖα θὰ σᾶς καταστήσῃ καὶ συμμετόχους τῆς
χαρᾶς μου. Μία εἶναι ἡ ἐντολὴ ἡ ἰδική μου· αὐτὴ καὶ μόνη: Νὰ
ἀγαπᾶτε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, καθὼς ἐγὼ σᾶς ἠγάπησα.
15,13 Μείζονα ταύτης ἀγάπην 13 Μεγαλυτέραν ἀγάπην ἀπὸ αὐτὴν κανεὶς 13 Μεγαλυτέραν ἀγάπην πρὸς τοὺς φίλους κανεὶς δὲν ἔχει ἀπὸ
οὐδεὶς ἔχει, ἵνα τις τὴν ψυχὴν δὲν ἔχει, ὥστε τὴν ζωήν του νὰ δώσῃ χάριν αὐτήν, ἤτοι ἀπὸ τὸ νὰ δώσῃ τὴν ζωήν του χάριν τῶν φίλων του.
αὐτοῦ θῇ ὑπὲρ τῶν φίλων τῶν φίλων του.
αὐτοῦ.
15,14 Ὑμεῖς φίλοι μού ἐστε, 14 Σεῖς δέ, διὰ τοὺς ὁποίους ἐγὼ 14 Σεῖς, πρὸς τοὺς ὁποῖους δεικνύω μὲ τὴν θυσίαν τῆς ζωῆς μου τὴν
ἐὰν ποιῆτε ὅσα ἐγὼ θυσιάζομαι, εἶσθε φίλοι μου καὶ θὰ εἶσθε τελείαν καὶ ἀνυπέρβλητον ἀγάπην μου, εἶσθε φίλοι μου, καὶ θὰ
ἐντέλλομαι ὑμῖν. πάντοτε φίλοι μου, ἐὰν πράττετε ὅσα ἐγὼ ἐξακολουθῆτε νὰ εἶσθε φίλοι μου, ἐὰν πράττετε ὅσα ἐγὼ σᾶς
σᾶς παραγγέλλω. παραγγέλλω.
15,15 Οὐκέτι ὑμᾶς λέγω 15 Δὲν σᾶς λέγω πλέον δούλους, διότι ὁ 15 Δὲν σᾶς λέγω πλέον δούλους. Διότι ὁ δοῦλος χρησιμοποιεῖται ὡς

142/192
δούλους, ὅτι ὁ δοῦλος οὐκ οἶδε δοῦλος δὲν γνωρίζει τί πράττει ὁ κύριός του. ἁπλοῦν ὄργανον ἀπὸ τὸν κύριόν του καὶ δὲν γνωρίζει, ποῖον σκοπὸν
τί ποιεῖ αὐτοῦ ὁ κύριος· ὑμᾶς Σᾶς ὠνόμασα δὲ καὶ σᾶς ὀνομάζω φίλους καὶ ποῖον λόγον ἔχει ἐκεῖνο, ποὺ πράττει δι’ αὐτοῦ ὁ κύριός του. Σᾶς

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


δὲ εἴρηκα φίλους, ὅτι πάντα ἃ μου, διότι κατέστησα εἰς σᾶς γνωστὰ ὅλα ὠνόμασα δὲ φίλους, διότι ὅλα, ὅσα ἤκουσα ἀπὸ τὸν Πατέρα μου, σᾶς
ἤκουσα παρὰ τοῦ πατρός μου ὅσα ἤκουσα ἀπὸ τὸν Πατέρα μου καὶ τὰ ἐγνωστοποίησα, διότι σᾶς θέλω συνεργάτας μου διὰ νὰ
ἐγνώρισα ὑμῖν. ἐπομένως ἔχετε πολλὴν γνῶσιν τοῦ τί συνεχίσετε μὲ πλήρη ἐπίγνωσιν τὸ ἔργον μου.
πράττω καὶ πρὸς ποῖον σκοπὸν πράττω
ἐγώ.
15,16 Οὐχ ὑμεῖς με 16 Δὲν μὲ ἐξελέξατε σεῖς, ἀλλ' ἐγὼ σᾶς 16 Δὲν μὲ ἐξελέξατε σεῖς, ἀλλ’ ἐγὼ σᾶς ἐξέλεξα, καὶ σᾶς
ἐξελέξασθε, ἀλλ' ἐγὼ ἐξέλεξα ἀνάμεσα ἀπ' ὅλους τοὺς ἄλλους ἐγκατέστησα εἰς τὸ ὑψηλὸν ἔργον σας, διὰ νὰ ὑπάγετε πρὸς
ἐξελεξάμην ὑμᾶς, καὶ ἔθηκα καὶ σᾶς ἔθεσα εἰς τὸ ὑψηλὸν ἔργον τοῦ πλήρωσιν τῆς ἀποστολῆς σας καὶ σὰν καλὰ κλήματα νὰ παράγετε
ὑμᾶς ἵνα ὑμεῖς ὑπάγητε καὶ Ἀποστόλου, διὰ νὰ ὑπάγετε καὶ κηρύξετε καρπόν, ὁδηγοῦντες πλήθη πολλὰ εἰς τὴν σωτηρίαν καὶ ὁ καρπός
καρπὸν φέρητε, καὶ ὁ καρπὸς τὸ Εὐαγγέλιον καὶ νὰ κάμετε ἔτσι καρπὸν σας αὐτὸς νὰ μένῃ αἰωνίως, διότι αἰώνιαι καὶ ἄφθαρτοι εἶναι καὶ αἱ
ὑμῶν μένῃ, ἵνα ὅ,τι ἂν σὰν τὰ καλὰ κλήματα τῆς ἀμπέλου. Καὶ ὁ ψυχαί, αἱ ὁποῖαι θὰ σωθοῦν μὲ τὸ κήρυγμά σας καὶ τὸ ἔργον σας. Σᾶς
αἰτήσητε τὸν πατέρα ἐν τῷ καρπός σας αὐτός, ἡ σωτηρία ἀθανάτων ἐγκατέστησα εἰς τὸ ἀποστολικὸν ἀξίωμα καὶ σᾶς ἔδωκα τὸ
ὀνόματί μου, δῷ ὑμῖν. ψυχῶν, θὰ μένῃ αἰώνιος. Σᾶς ἔδωσα τὸ προνόμιον καὶ τὴν χάριν τοῦ νὰ σᾶς δίδῃ καὶ πραγματοποιῇ ὁ Πατήρ
μέγα προνόμιον, ὥστε ὅ,τι ζητήσετε ἀπὸ μου κάθε τι, ποὺ θὰ τοῦ ζητῆτε διὰ προσευχῆς, ὡς πιστοὶ ἑνωμένοι μὲ
τὸν Πατέρα ἐν τῷ ὀνόματί μου, νὰ σᾶς τὸ ἐμέ.
δίδῃ.
15,17 Ταῦτα ἐντέλλομαι ὑμῖν, 17 Αὐτὰς τὰς ἐντολὰς σᾶς δίδω, νὰ 17 Σᾶς δίδω τὰς παραγγελίας αὐτὰς διὰ νὰ ἀγαπᾶτε ὁ ἕνας τὸν
ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους. ἀγαπᾶτε ὁ ἔνας τὸν ἄλλον καὶ νὰ μένετε ἄλλον. Ἔτσι ἑνωμένοι διὰ τῆς ἀγάπης θὰ παρουσιασθῆτε ἰσχυροὶ καὶ
ἐνωμένοι καὶ ἰσχυροὶ μὲ τὴν ἀγάπην αὐτήν. ἀνίκητοι εἰς ὅσους θὰ σᾶς μισοῦν.
15,18 Εἰ ὁ κόσμος ὑμᾶς μισεῖ, 18 Ἐὰν ὁ πονηρὸς καὶ κακὸς κόσμος σᾶς 18 Ἐὰν ὁ μακράν τοῦ Θεοῦ κόσμος σᾶς μισῃ, μὴ ξεχάνετε ποτέ, ὅτι
γινώσκετε ὅτι ἐμὲ πρῶτον μισῇ, μάθετε ὅτι ἐμὲ πρῶτα ἀπὸ σᾶς ἔχει προτήτερα ἀπὸ σᾶς ἐμίσησεν ἐμέ.
ὑμῶν μεμίσηκεν. μισήσει.
15,19 Εἰ ἐκ τοῦ κόσμου ἦτε, ὁ 19 Ἐὰν σεῖς ἤσαστε ἀπὸ τὸν ἁμαρτωλὸν 19 Ἐὰν ἤσασθε ἀπὸ τὸν κόσμον καὶ εἴχατε καὶ σεῖς τὰ ἁμαρτωλὰ
κόσμος ἂν τὸ ἴδιον ἐφίλει· ὅτι κόσμον καὶ εἴχατε τὴν ἁμαρτωλὴν ζωὴν φρονήματα τοῦ κόσμου, ὁ κόσμος θὰ σᾶς ἠγάπα ὡς ἰδικούς του. Διότι
δὲ ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ ἐστέ, τοῦ κόσμου, τότε ὁ κόσμος θὰ σᾶς ὅμως δὲν εἶσθε ἀπὸ τὸν κόσμον, ἀλλ’ ἐγὼ σᾶς ἐξέλεξα ἀπὸ μέσα ἀπὸ

143/192
ἀλλ' ἐγὼ ἐξελεξάμην ὑμᾶς ἐκ ἀγαποῦσε, διότι θὰ σᾶς ἐθεωροῦσε ὡς τὸν κόσμον καὶ σᾶς ἐξεχώρισα ἀπὸ αὐτόν, δι’ αὐτὸ σᾶς μισεῖ ὁ
τοῦ κόσμου, διὰ τοῦτο μισεῖ ἰδικούς του. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν εἶσθε ἀπὸ τὸν κόσμος.

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


ὑμᾶς ὁ κόσμος. κόσμον, ἀλλ' ἐγὼ σᾶς ἐδιάλεξα ἀπὸ τὸν
κόσμον, διὰ τοῦτο ὁ πονηρὸς καὶ
ἀμετανόητος κόσμος σᾶς μισεῖ.
15,20 Μνημονεύετε τοῦ λόγου 20 Νὰ ἐνθυμῆσθε δὲ τὸν λόγον, τὸν ὁποῖον 20 Μὴ παραξενεύεσθε ἀπὸ τὸ ὅτι θὰ συναντᾶτε τὸ μίσος αὐτὸ εἰς τὸν
οὗ ἐγὼ εἶπον ὑμῖν· οὐκ ἐστὶ ἐγὼ σᾶς εἶπα· δὲν ὑπάρχει δοῦλος κόσμον, ἀλλὰ νὰ ἐνθυμῆσθε τὸν λόγον, ποῦ σᾶς εἶπα· Δὲν ὑπάρχει
δοῦλος μείζων τοῦ κυρίου ἀνώτερος ἀπὸ τὸν κύριόν του. Ἐὰν ἐμὲ δοῦλος ἀνώτερος ἀπὸ τὸν κύριόν του. Ἐὰν ἐμὲ τὸν Κύριον
αὐτοῦ. Εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν, καὶ κατεδίωξαν οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου, θὰ κατεδίωξαν, θὰ καταδιώξουν καὶ σᾶς, ποὺ εἶσθε δοῦλοι μου. Ἐὰν
ὑμᾶς διώξουσιν· εἰ τὸν λόγον καταδιώξουν καὶ σᾶς· ἐὰν ἐφύλαξαν τὸν ἐφύλαξαν τὸν λόγον μου, θὰ φυλάξουν καὶ τὸν ἰδικόν σας λόγον.
μου ἐτήρησαν, καὶ τὸν λόγον μου, θὰ φυλάξουν καὶ τὸν ἰδικόν
ὑμέτερον τηρήσουσιν. σας.
15,21 Ἀλλὰ ταῦτα πάντα 21 Ἀλλὰ ὅλα αὐτὰ θὰ κάμουν εἰς σᾶς οἱ 21 Ἀλλ’ ὅλα αὐτὰ θὰ σᾶς τὰ κάμουν, ὄχι διότι θὰ τοὺς πταίετε εἰς
ποιήσουσιν ὑμῖν διὰ τὸ ὄνομά ἄνθρωποι διὰ τὴν πίστιν, ποὺ ἔχετε εἰς ἐμὲ τίποτε, ἀλλὰ διὰ τὴν πίστιν, ποὺ ἔχετε καὶ θὰ ὁμολογῆτε εἰς τὸ
μου, ὅτι οὐκ οἴδασι τὸν νὰ ὁμολογῆτε καὶ νὰ κηρύσσετε τὸ ὄνομά πρόσωπόν μου, διότι δὲν ἔχουν τὴν ὀρθὴν καὶ ἀληθῆ γνῶσιν περὶ τοῦ
πέμψαντά με. μου, διότι αὐτοὶ δὲν γνωρίζουν - διότι δὲν Θεοῦ, ὁ ὁποῖος μὲ ἀπέστειλεν εἰς τὸν κόσμον. Ἡ ἄγνοιά των ὅμως
θέλουν νὰ γνωρίσουν - ἐκεῖνον ποὺ μὲ αὐτὴ εἶναι ἀδικαιολόγητος.
ἔστειλε.
15,22 Εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα 22 Ἐὰν δὲν εἶχα ἔλθει εἰς τὴν γῆν καὶ δὲν 22 Ἐὰν δὲν εἶχον ἔλθει καὶ δὲν τοὺς εἶχον ὁμιλήσει ἀποδεικνύων εἰς
αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον· τοὺς εἶχα διδάξει τὴν ἀλήθειαν, δὲν θὰ αὐτοὺς μὲ τὴν διδασκαλίαν μου καὶ τὰ θαύματά μου, ὅτι εἶμαι ὁ
νῦν δὲ πρόφασιν οὐκ ἔχουσι εἶχαν ἁμαρτίαν διὰ τὴν ἄγνοιαν καὶ Μεσσίας, δὲν θὰ εἶχον ἁμαρτίαν διὰ τὴν ἀπιστίαν, ποὺ ἔδειξαν εἰς
περὶ τῆς ἁμαρτίας αὐτῶν. ἀπιστίαν των αὐτήν. Τώρα ὅμως δὲν ἔχουν ἐμέ. Τώρα ὅμως δὲν ἔχουν πρόφασιν, ἡ ὁποῖα νὰ δικαιολογῇ τὴν
καμμίαν πρόφασιν, ποὺ νὰ δικαιολογῇ τὴν ἁμαρτίαν των. Εἶναι δὲ βαρεῖα καὶ ἀσυγχώρητος ἡ ἁμαρτία των
ἁμαρτίαν των. Διὰ τοῦτο καὶ εἶναι αύτή.
ὑπεύθυνοι τιμωρίας ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ.
15,23 Ὁ ἐμὲ μισῶν καὶ τὸν 23 Διότι ἐκεῖνος ποὺ μισεῖ ἐμένα, μισεῖ καὶ 23 Διότι ἐκεῖνος ποὺ μισεῖ ἐμέ, μισεῖ συγχρόνως καὶ τὸν Πατέρα μου,
πατέρα μου μισεῖ. τὸν Πατέρα μου. ὁ ὁποῖος μὲ ἀπέστειλε.

144/192
15,24 Εἶ τὰ ἔργα μὴ ἐποίησα ἐν 24 Ἐὰν δὲν εἶχα κάμει ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια 24 Ἐὰν δὲν εἶχα κάμει ἐν μέσῳ αὐτῶν τὰ καταπληκτικὰ καὶ
αὐτοῖς ἃ οὐδεὶς ἄλλος των τόσα καὶ τέτοια ὑπερφυσικὰ ἔργα, τὰ ὑπερφυσικὰ ἔργα, τὰ ὁποῖα κανεὶς ἄλλος ἀπὸ τοὺς ἐν τῇ Π. Διαθήκῃ

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


πεποίηκεν, ἁμαρτίαν οὐκ ὁποῖα κανεὶς ἄλλος ποτὲ δὲν ἔκαμε, τότε προφήτας καὶ ἀπεσταλμένους τοῦ Θεοῦ δὲν ἔχει κάμει, δὲν θὰ εἶχαν
εἶχον· νῦν δὲ καὶ ἑωράκασι καὶ δὲν θὰ εἶχαν ἁμαρτίαν καὶ ἐνοχήν. Τώρα ἁμαρτίαν. Τώρα ὅμως ἡ ἐνοχή των διὰ τὴν ἀπιστίαν των εἶναι
μεμισήκασι καὶ ἐμὲ καὶ τὸν ὅμως ἔχουν ἁμαρτίαν, διότι καὶ εἶδαν τὰ μεγάλη. Διότι καὶ ἔχουν ἴδει τὰ θαύματά μου αὐτὰ καὶ ἔχουν μισήσει
πατέρα μου. ἔργα μου καὶ ἐμίσησαν ἐμὲ καὶ τὸν Πατέρα καὶ ἐμέ, ἐν τῷ προσώπῳ δὲ ἐμοῦ καὶ τὸν Πατέρα μου.
μου, ποὺ μὲ ἔστειλε εἰς τὴν γῆν.
15,25 Ἀλλ' ἵνα πληρωθῇ ὁ 25 Αὐτὸ ὅμως συνέβη, διὰ νὰ 25 Ἀλλ’ αὐτὸ συνέβη, διὰ νὰ πληρωθῇ ὁ προφητικὸς λόγος, ποὺ ἔχει
λόγος ὁ γεγραμμένος ἐν τῷ πραγματοποιηθῇ καὶ ὁ προφητικὸς λόγος, γραφῆ εἰς τὸν νόμον, ὁ ὁποῖος ἐδόθη εἰς αὐτοὺς καὶ διὰ τὸν ὁποῖον
νόμῳ αὐτῶν, ὅτι ἐμίσησάν με ποὺ εἶναι γραμμένος εἰς τὸν νόμον των, ὅτι καυχῶνται. Ἐπαληθεύει δηλαδὴ μὲ τὸ μίσος των αὐτὸ ἐκεῖνο, ποὺ
δωρεάν. μὲ ἐμίσησαν δωρεάν. λέγουν οἱ εἰς τὸν νόμον περιλαμβανόμενοι ψαλμοί, ὅτι μὲ ἐμίσησαν
χωρὶς λόγον καὶ αἰτίαν.
15,26 Ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ 26 Ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ Παράκλητος, τὸν ὁποῖον 26 Ἀντιθέτως ὅμως πρὸς τὸ ἀδικαιολόγητον καὶ ἀσυγχώρητον αὐτὸ
παράκλητος ὃν ἐγὼ πέμψω ἐγὼ θὰ στείλω εἰς σᾶς ἐκ μέρους τοῦ μίσος τῶν Ἰουδαίων, θὰ φανερωθῇ εἰς τοὺς καλοπροαιρέτους
ὑμῖν παρὰ τοῦ πατρός, τὸ Πατρός, τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ποὺ εἶναι ἡ ἀνθρώπους, ποῖος εἶμαι. Ὅταν δηλαδὴ θὰ ἔλθῃ ὁ Παράκλητος, τὸν
Πνεῦμα τῆς ἀληθείας ὃ παρὰ ἀλήθεια καὶ ἡ πηγὴ τῆς ἀληθείας καὶ τὸ ὁποῖον ἐγὼ ὡς ὁδηγὸν καὶ βοηθόν σας θὰ σᾶς στείλω ἀπὸ τὸν
τοῦ πατρὸς ἐκπορεύεται, ὁποῖον ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν Πατέρα, Πατέρα, τὸ Ἅγιον Πνεῦμα δηλαδή, τὸ ὁποῖον ὡς πηγὴ τῆς ἀληθείας
ἐκεῖνος μαρτυρήσει περὶ ἐκεῖνος θὰ μαρτυρήσῃ δι' ἐμέ. φανερώνει καὶ εἰς τοὺς ἀνθρώπους τὴν ἀλήθειαν καὶ τὸ ὁποῖον
ἐμοῦ· ἐκπορεύεται ἀπὸ τοὺς κόλπους τοῦ Πατρός, ὅπως ἀναπηδᾷ ὁ
ποταμὸς ἀπὸ τὴν φυσικὴν πηγήν του, ἐκεῖνος θὰ μαρτυρήσῃ περὶ
ἐμοῦ.
15,27 καὶ ὑμεῖς δὲ μαρτυρεῖτε, 27 Καὶ σεῖς ἐπίσης θὰ δώσετε τὴν καλὴν 27 Ἀλλὰ καὶ σεῖς θὰ μαρτυρῆτε δι’ ἐμέ, διότι ἀπ’ ἀρχῆς τῆς δημοσίας
ὅτι ἀπ' ἀρχῆς μετ' ἐμοῦ ἐστε. μαρτυρίαν, διότι εἶσθε ἀπὸ τὴν ἀρχὴν μαζῆ δράσεώς μου εἶσθε μαζί μου ἄμεσοι μάρτυρες τῆς διδασκαλίας μου
μου καὶ εἴδατε καὶ ἀκούσατε ὅσα ἐγὼ καὶ τῶν ἔργων μου, φωτιζόμενοι δὲ τώρα καὶ ἀπὸ τὸν Παράκλητον
ἔπραξα καὶ εἶπα καὶ τὰ ὁποῖα μὲ τὸν θὰ δίδετε περὶ ἐμοῦ σύμφωνον μαρτυρίαν πρὸς αὐτόν.
φωτισμὸν τοῦ Ἅγίου Πνεύματος θὰ
ἐννοήσετε βαθύτερα καὶ θὰ τὰ κηρύσσεται

145/192
μὲ παρρησίαν.

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 16Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Αρχαίο Κείμενο Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
16,1 Ταῦτα λελάληκα ὑμῖν Αὐτὰ σᾶς τὰ εἶπα, διὰ νὰ μὴν κλονισθῆτε εἰς Σᾶς εἶπα αὐτά, διὰ νὰ μὴ σκανδαλισθῆτε καὶ ἐξ αἰτίας τοῦ μίσους,
ἵνα μὴ σκανδαλισθῆτε. τὴν πίστιν σας, ὅταν θὰ ἀντικρύσετε τὸ ποὺ ἐκδηλώνει ἐναντίον μου ὁ κόσμος, κλονισθῆτε εἰς τὴν πρὸς ἐμὲ
μῖσος, ποὺ ὁ κόσμος αἰσθάνεται καὶ πίστιν σας.
ἐκδηλώνει ἐναντίον μου.
2 Ἀποσυναγώγους 2 Θὰ σᾶς ἀποκόψουν καὶ θὰ σᾶς 2 Θὰ σᾶς ἀφορίσουν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ θὰ σᾶς ἀποκλείσουν ἀπὸ τὰς
ποιήσουσιν ὑμᾶς· ἀλλ' ἀποκλείσουν ἀπὸ τὰς συναγωγὰς των οἱ συναγωγάς των ὡς αἱρετικούς· ἀλλ’ ὡς νὰ μὴ ἦτο ἀρκετὸν αὐτό,
ἔρχεται ὥρα ἵνα πᾶς ὁ Ἑβραῖοι. Καὶ ἀκόμη περισσότερον, ἔρχεται ἔρχεται ὥρα, κατὰ τὴν ὁποίαν καθένας ποὺ θὰ σᾶς φονεύσῃ, θὰ
ἀποκτείνας ὑμᾶς δόξῃ ὥρα, κατὰ τὴν ὁποίαν καθένας ποὺ θὰ σᾶς νομίσῃ, ὅτι ὄχι μόνον δὲν ἐγκληματεῖ, ἀλλ’ ὅτι μὲ τὸν φόνον αὐτὸν
λατρείαν προσφέρειν τῷ φονεύσῃ θὰ νομίσῃ ὅτι προσφέρει λατρείαν προσφέρει λατρείαν εἰς τὸν Θεόν.
Θεῷ. εἰς τὸν Θεόν. (Τυφλωμένοι οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ
τὴν κακότητά των θὰ θεωροῦν εὐάρεστον εἰς
τὸν Θεὸν καὶ ἀξιέπαινον ἔργον τὸν φόνον
σας).
3 Καὶ ταῦτα ποιήσουσιν, ὅτι 3 Καὶ θὰ κάμουν ὅλα αὐτὰ ἐναντίον σας, 3 Καὶ τοὺς σκληροὺς αὐτοὺς διωγμοὺς θὰ τοὺς κάμουν, διότι ἐξ ἰδίας
οὐκ ἔγνωσαν τὸν πατέρα διότι, ἕνεκα τῆς ἀμετανοήτου των ὑπαιτιότητος καὶ τυφλώσεως δὲν ἐγνώρισαν τὸν Πατέρα οὐδὲ
οὐδὲ ἐμέ. σκληροκαρδίας των, δὲν ἐγνώρισαν τὸν ἐμέ. Δὲν ἔμαθαν δηλαδή, ὅτι ὁ Πατήρ μου ἐξ ἀγαθότητος ἄκρας
Πατέρα οὔτε ἐμέ, μολονότι τόσα καὶ τόσα ἠθέλησε νὰ σώσῃ τὸν κόσμον καὶ ὅτι ἐγὼ ὁ Υἱός του ἀπεστάλην παρ’
ἤκουσαν. αὐτοῦ σωτὴρ καὶ λυτρωτὴς ἐν τῷ κόσμῳ.
4 Ἀλλὰ ταῦτα λελάληκα 4 Αὐτὰ ὅμως σᾶς τὰ εἶπα, ὥστε ὅταν ἔλθῃ ἡ 4 Βλέπω ποίαν θλιβερὰν ἐντύπωσιν σᾶς προκαλοῦν αἱ προρρήσεις
ὑμῖν ἵνα ὅταν ἔλθῃ ἡ ὥρα, ὥρα, ποὺ θὰ τὰ βλέπετε νὰ μου αὐταί. Ἀλλὰ σᾶς εἶπα ὅλα αὐτά, ὥστε, ὅταν ἔλθῃ ἡ ὥρα ποὺ θὰ
μνημονεύητε αὐτῶν ὅτι ἐγὼ πραγματοποιοῦνται, νὰ ἐνθυμῆσθε τὰ λόγια συμβοῦν, νὰ ἐνθυμῆσθε κατὰ τὴν διάρκειαν τῶν διωγμῶν σας ταῦτα,
εἶπον ὑμῖν. Ταῦτα δὲ ὑμῖν ἐξ μου, ὅτι δηλαδὴ ἐγὼ σᾶς τὰ προεῖπα, διὰ νὰ καὶ ἐνθυμούμενοι, ὅτι ἐγὼ σᾶς τὰ προεῖπα, νὰ ἐνισχύεσθε εἰς τὸ νὰ
ἀρχῆς οὐκ εἶπον, ὅτι μεθ' μένετε σταθεροὶ καὶ ἄκαμπτοι εἰς τὴν πίστιν ὑπομένετε. Δὲν σᾶς τὰ εἶπα δὲ ἐξ ἀρχῇς, ἀφ’ ὅτου τὸ πρῶτον μὲ

146/192
ὑμῶν ἥμην. καὶ τὸ ἔργον σας. Δὲν σᾶς τὰ εἶπα δὲ εὐθὺς ἐγνωρίσατε καὶ μὲ ἠκολουθήσατε, διότι ἦμην μαζί σας καὶ ἡ
ἐξ ἀρχῆς, ποὺ σᾶς ἐκάλεσα ὡς μαθητάς μου, παρουσία μου ἦτο ἀρκετὴ ἐνίσχυσις διὰ σᾶς.

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


διότι ἤμουνα κατὰ τὸ διάστημα αὐτὸ καὶ
μέχρι σήμερα μαζῆ σας.
5 Νῦν δὲ ὑπάγω πρὸς τὸν 5 Τώρα δὲ πηγαίνω πρὸς Ἐκεῖνον, ποὺ μὲ 5 Τώρα ὅμως ἐγὼ πηγαίνω πρὸς ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος μὲ ἔστειλεν εἰς τὸν
πέμψαντά με, καὶ οὐδεὶς ἐξ ἔστειλε. Καὶ διότι σεῖς εἶσθε βαρυμένοι ἀπὸ κόσμον. Καὶ διότι εἶσθε ἀπερροφημένοι ἀπὸ τὴν λύπην τοῦ χωρισμοῦ
ὑμῶν ἐρωτᾷ με ποῦ ὑπάγεις! τὴν λύπην τοῦ χωρισμοῦ μας καὶ ἀπὸ τὰς μας, κανεὶς ἀπὸ σᾶς δὲν μὲ ἐρωτᾷ: Ποῦ πηγαίνεις; ὁπότε θὰ σᾶς
δυσκολίας καὶ τοὺς διωγμούς, ποὺ σᾶς ἔλεγα καὶ ποία εἶναι ἡ δόξα, ἡ ὁποία περιμένει καὶ ἐμὲ καὶ σᾶς εἰς
προανήγγειλα, κανένας ἀπὸ σᾶς δὲν μὲ τοὺς οὐρανούς.
ἐρωτᾷ, ποῦ πηγαίνεις!
6 Ἀλλ' ὅτι ταῦτα λελάληκα 6 Ἀλλά, διότι σᾶς εἶπα αὐτά, ἡ λύπη ἐγέμισε 6 Ἀλλὰ διότι σᾶς ἔκαμα λόγον περὶ τοῦ προσκαίρου χωρισμοῦ μας
ὑμῖν, ἡ λύπη πεπλήρωκε τὴν καρδίαν σας. καὶ περὶ τῶν θλίψεων καὶ διωγμῶν, ποὺ σᾶς περιμένουν, ἡ λύπη ἔχει
ὑμῶν τὴν καρδίαν. γεμίσει τὴν καρδίαν σας, ὥστε νὰ μὴν ἠμπορῆτε νὰ προσέξετε καὶ εἰς
τὰς χαροποιοὺς ὑποσχέσεις μου.
7 Ἀλλ' ἐγὼ τὴν ἀλήθειαν 7 Ἐγὼ ὅμως σᾶς λέγω τὴν ἀλήθειαν καὶ 7 Ἀλλ’ ὁσονδήποτε καὶ ἂν λυπῆσθε, βεβαιωθῆτε, ὅτι ἐγὼ σᾶς λέγω
λέγω ὑμῖν· συμφέρει ὑμῖν ἵνα προσέξατέ την· εἶναι συμφέρον σας νὰ φύγω τὴν ἀλήθειαν· Σᾶς συμφέρει ἐγὼ νὰ φύγω. Διότι, ἐὰν δὲν ἀποθάνω
ἐγὼ ἀπέλθω. Ἐὰν γὰρ ἐγὼ ἐγώ, διὰ τοῦ σταυρικοὺ θανάτου, ἀπὸ τὸν ἐπὶ τοῦ σταυροῦ καὶ δὲν φύγω, ὁ Παράκλητος δὲν θὰ ἔλθῃ εἰς σᾶς.
μὴ ἀπέλθω, ὁ παράκλητος κόσμον αὐτόν. Διότι ἐὰν ἐγὼ δὲν φύγω, ὁ Ἐὰν ὅμως προσφέρω ἐπὶ τοῦ σταυροῦ τὴν ἐξιλαστήριον θυσίαν μου
οὐκ ἐλεύσεται πρὸς ὑμᾶς· Παράκλητος δὲν θὰ ἔλθῃ εἰς σᾶς. Ἐὰν ὅμως καὶ φύγω ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτὸν διὰ νὰ ὑπάγω πρὸς τὸν Πατέρα μου,
ἐὰν δὲ πορευθῶ, πέμψω προσφέρω τὴν μεγάλην θυσίαν καὶ πορευθῶ θὰ σᾶς τὸν στείλω.
αὐτὸν πρὸς ὑμᾶς, πρὸς τὸν Πατέρα, θὰ στείλω τὸν
Παράκλητον εἰς σᾶς.
8 καὶ ἐλθὼν ἐκεῖνος ἐλέγξει 8 Καὶ ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος θὰ ἐλέγξῃ τὸν 8 Καὶ ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος, θὰ ἐξελέγξῃ τὸν κόσμον καὶ θὰ πείσῃ
τὸν κόσμον περὶ ἁμαρτίας ἁμαρτωλὸν καὶ ἀμετανόητον κόσμον περὶ ὅλους, ὅσοι εἶναι ἐπιδεκτικοί, περὶ μιᾶς μεγάλης ἁμαρτίας, τὴν
καὶ περὶ δικαιοσύνης καὶ μιᾶς μεγάλης ἁμαρτίας, τὴν ὁποίαν ὁ ὁποίαν διαπράττει τώρα ὁ κόσμος, καὶ περὶ δικαιοσύνης, τὴν ὁποίαν
περὶ κρίσεως. κόσμος διαπράττει τώρα καὶ περὶ ἠγνόησαν οἱ παρασκευάζοντες τὸν θάνατόν μου, καὶ περὶ
δικαιοσύνης, τὴν ὁποίαν καταπατοῦν αὐτοί κατακρίσεως καὶ καταδίκης τοῦ διαβόλου.

147/192
ποὺ ἐτοιμάζουν τὴν σταύρωσίν μου καὶ περὶ
κατακρίσεως καὶ καταδίκης τοῦ διαβόλου.

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


9 Περὶ ἁμαρτίας μέν, ὅτι οὐ 9 Περὶ ἁμαρτίας μὲν θὰ καταδικάσῃ τοὺς 9 Περὶ ἁμαρτίας μὲν θὰ ἐλέγξῃ καὶ θὰ πείσῃ τὸν κόσμον, διότι δὲν
πιστεύουσιν εἰς ἐμέ· ἀνθρώπους τοῦ κόσμου, διότι μολονότι τόσα πιστεύουν εἰς ἐμέ, ὁ ὁποῖος ἀπεδείχθην Υἱὸς τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν
εἶδον καὶ ἤκουσαν δὲν πιστεύουν εἰς ἐμέ. διδασκαλίαν καὶ τὰ ὑπερφυσικὰ ἔργα μου. Καὶ ἔτσι περιφρονοῦντες
τὰς ἀποδείξεις αὐτὰς καὶ ἐπιμένοντες εἰς τὴν ἀπιστίαν τῶν
διαπράττουν ἀσυγχώρητον ἁμαρτίαν.
10 περὶ δικαιοσύνης δέ, ὅτι 10 Περὶ δικαιοσύνης δέ, διότι ἀντίθετα πρὸς 10 Θὰ ἀποδώσῃ δὲ ὁ Παράκλητος καὶ δικαιοσύνην καὶ θὰ ἀποδείξῃ,
πρὸς τὸν πατέρα μου ὑπάγω ὅσα ἐναντίον ἐμοῦ, ὡς ἐὰν ἤμουν ὅτι ἀντιθέτως πρὸς τὴν κατ’ ἐμοῦ καταδικαστικὴν ἀπόφασιν τοῦ
καὶ οὐκέτι θεωρεῖτέ με· ἐγκληματίας, ἀποφασίζουν καὶ πράττουν οἱ κόσμου εἶμαι δίκαιος, διότι ἐγώ, τὸν ὁποῖον ὁ κόσμος ἀδίκως
σταυρωταί μου, θὰ ἀποδώσῃ δικαιοσύνην ὁ κατεδίκασε, πηγαίνω ὅχι εἰς τὴν κόλασιν, ποὺ θὰ περιλάβῃ τοὺς
Παράκλητος καὶ θὰ ἀποδείξῃ ὅτι εἶμαι ἐγκληματίας, ἀλλὰ πηγαίνω πρὸς τὸν ἐν οὐρανοῖς Πατέρα μου
δίκαιος καὶ ὅτι πηγαίνω πρὸς τὸν Πατέρα τιμημένος καὶ ἔνδοξος ὡς πρόσωπον εὐαρεστῆσαν εἰς αὐτόν, καὶ σεῖς
μου, διότι ἐτήρησα κατὰ πάντα τὸ θέλημά δὲν θὰ μὲ βλέπετε πλέον διὰ τῶν σωματικῶν ὀφθαλμῶν σας.
του καὶ ἔτσι σεῖς δὲν θὰ μὲ βλέπετε πλέον μὲ
τὰ μάτια τοῦ σώματός σας.
11 περὶ δὲ κρίσεως, ὅτι ὁ 11 Περὶ δὲ τῆς κρίσεως θὰ ἀποδείξῃ ὁ 11 Θὰ δώσῃ δὲ ὁ Παράκλητος ἀπόδειξιν καὶ περὶ τοῦ ὅτι συνετελέσθη
ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου Παράκλητος ὅτι ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου ὁριστικὴ καὶ τελειωτικὴ κατάκρισις καὶ καταδίκη τοῦ διαβόλου, διότι
κέκριται. ἔχει κριθῇ, καταδικασθῇ καὶ χάσει πλέον ὁ ἄρχων τοῦ ἁμαρτωλοῦ τούτου κόσμου, ἤτοι ὁ σατανᾶς, ἔχει
τὴν ἐξουσίαν του ἐπάνω εἰς τὴν κατακριθῆ διὰ τοῦ θανάτου μου καὶ ἔχασε διὰ παντὸς τὴν ἐξουσίαν
ἀνθρωπότητα. του.
12 Ἔτι πολλὰ ἔχω λέγειν 12 Ἔχω πολλὰ ἀκόμη νὰ σᾶς εἴπω, ἀλλὰ δὲν 12 Ἀλλὰ καὶ διὰ σᾶς εἶναι ἀπαραίτητον νὰ ἔλθῃ ὁ Παράκλητος. Διότι
ὑμῖν, ἀλλ' οὐ δύνασθε ἠμπορεῖτε τώρα νὰ τὰ κρατήσετε καὶ νὰ τὰ ἔχω πολλὰ ἀκόμη νὰ σᾶς εἴπω, ἀλλὰ δὲν ἡμπορῆται τώρα λάγῳ τῆς
βαστάζειν ἄρτι. ἐννοήσετε. ἀτελείας σας νὰ ἐννοήσετε καὶ νὰ συγκροτήσετε αὐτά.
13 Ὅταν δὲ ἔλθῃ ἐκεῖνος, τὸ 13 Ὅταν ὅμως ἔλθῃ ἐκεῖνος, δηλαδὴ τὸ 13 Ὅταν ὅμως ἔλθῃ ἐκεῖνος, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, θὰ σᾶς
Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, θὰ σᾶς ὁδηγήσῃ εἰς ὁδηγήσῃ εἰς πᾶσαν τὴν σωτηριώδη ἀλήθειαν. Διότι δὲν θὰ λαλήσῃ
ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς πᾶσαν τὴν κάθε ἀλήθειαν, ποὺ ἀναφέρεται εἰς τὸ ἔργον ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του καὶ ἀνεξαρτήτως ἀπὸ τὰ ἄλλα πρόσωπα τῆς

148/192
ἀλήθειαν· οὐ γὰρ λαλήσει τῆς σωτηρίας. Διότι δὲν θὰ ὁμιλήσῃ καὶ θεότητος, ἀλλὰ θὰ σᾶς εἴπῃ ὅσα θὰ ἀκούσῃ παρὰ τοῦ Πατρός, θὰ
ἀφ' ἑαυτοῦ, ἀλλ' ὅσα ἂν ἐκεῖνος ἀπὸ τὸν εὐατόν του, ἄσχετα ἀπὸ τὸν σᾶς ἀναγγείλῃ δὲ καὶ τὰ μέλλοντα νὰ συμβοῦν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


ἀκούσῃ λαλήσει, καὶ τὰ Πατέρα καὶ ἐμέ, ἀλλὰ θὰ εἴπῃ ὅσα ἀκούσει μου.
ἐρχόμενα ἀναγγελεῖ ὑμῖν. ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ θὰ σᾶς ἀναγγείλῃ ὅσα
πρόκειται νὰ συμβοῦν.
14 Ἐκεῖνος ἐμὲ δοξάσει, ὅτι 14 Ἐκεῖνος θὰ δοξάσῃ ἐμέ, διότι ἀπὸ τὸν 14 Ἐκεῖνος θὰ δοξάσῃ καὶ ἐμέ. Καὶ θὰ μὲ δοξάσῃ, διότι θὰ πάρῃ ἀπὸ
ἐκ τοῦ ἐμοῦ λήψεται καὶ ἰδικόν μου ἀπεριόριστον πλοῦτον θὰ λάβῃ τὸν ἰδικόν μου θησαυρὸν τῆς γνώσεως καὶ θὰ σᾶς τὸν ἀναγγείλῃ,
ἀναγγελεῖ ὑμῖν. καὶ θὰ τὰ ἀναγγείλῃ εἰς σᾶς. μεταδίδων εἰς σᾶς αὐτὴν τὴν ἀλήθειαν, τὴν ὁποίαν καὶ ἐγὼ σᾶς
ἐδίδαξα, καὶ ἀποκαλύπτων τὴν δόξαν τῆς ἐνανθρωπήσεώς μου καὶ
τοῦ μεγαλείου μου εἰς πάντας τοὺς πιστούς.
15 Πάντα ὅσα ἔχει ὁ πατὴρ 15 Ὅλα δὲ ὅσα ἔχει ὁ Πατὴρ εἶναι ἰδικά μου, 15 Προηγουμένως σᾶς εἶπα, ὅτι ὁ Παράκλητος θὰ σᾶς εἴπῃ ὅσα θὰ
ἐμά ἐστι· διὰ τοῦτο εἶπον ὅτι διὰ τοῦτο καὶ σᾶς εἶπα ὅτι ὁ Παράκλητος θὰ ἀκούσῃ ἀπὸ τὸν Πατέρα μου. Ὅλα ὅμως, ὅσα ἔχει ὁ Πατήρ, εἶναι
ἐκ τοῦ ἐμοῦ λήψεται καὶ λάβῃ ἀπὸ τοὺς ἰδικούς μου θησαυροὺς τῆς ἰδικά μου. Δι’ αὐτὸ σᾶς εἶπον ἐν συνεχείᾳ ὅτι ὁ Παράκλητος θὰ λάβῃ
ἀναγγελεῖ ὑμῖν. σοφίας, οἱ ὁποῖοι εἶναι καὶ τοῦ Πατρὸς καὶ θὰ ἀπὸ τὴν ἰδικήν μου γνῶσιν καὶ σοφίαν καὶ θὰ ἀποκαλύψῃ ταύτην εἰς
ἀναγγείλῃ αὐτὰ εἰς σᾶς. σᾶς.
16 Μικρὸν καὶ οὐ θεωρεῖτέ 16 Ἀκόμη ὀλίγον χρόνον καὶ δὲ θὰ μὲ 16 Ἀκόμη ὀλίγον χρόνον καὶ δὲν θὰ μὲ βλέπετε πλέον μὲ τοὺς
με, καὶ πάλιν μικρὸν καὶ βλέπετε πλέον μὲ τὰ μάτια τοῦ σώματος· σωματικοὺς ὀφθαλμούς σας. Ἀλλὰ καὶ πάλιν ὀλίγος χρόνος θὰ
ὄψεσθέ με, ὅτι ἐγὼ ὑπάγω ἀλλὰ καὶ πάλιν ἔπειτα ἀπὸ μικρὸν χρόνον παρέλθῃ καὶ θὰ μὲ ἴδετε ἀναστάντα, ἀλλὰ πρὸ παντὸς θὰ μὲ
πρὸς τὸν πατέρα. θὰ μὲ ἴδετε, ἀμέσως δηλαδὴ μετὰ τὴν αἰσθανθῆτε πνευματικῶς καὶ ἐσωτερικῶς διὰ τῆς ζωῆς μου, τὴν
ἀνάστασίν μου, καὶ θὰ μὲ ἴδετε ἐπὶ πλέον μὲ ὁποίαν θὰ σᾶς μεταδώσῃ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα· θὰ μὲ ἴδετε νοερῶς καὶ
τὰ μάτια τῆς ψυχῆς σας, διότι ἐγὼ πηγαίνω θὰ μὲ αἰσθανθῆτε ἐσωτερικῶς, διότι ἐγὼ πηγαίνω πρὸς τὸν Πατέρα
πρὸς τὸν Πατέρα, τὸν ὁποῖον καὶ θὰ καὶ θὰ σᾶς στείλω τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, τὸ ὁποῖον θὰ σᾶς ἐνώσῃ μὲ ἐμέ.
παρακαλέσω νὰ σᾶς στείλῃ τὸ Πνεῦμα τὸ
Ἅγιον».
17 Εἶπον οὖν ἐκ τῶν 17 Εἶπαν τότε μερικοὶ ἀπὸ τοὺς μαθητάς του 17 Εἶπαν λοιπὸν μερικοὶ ἀπὸ τοὺς μαθητάς του μεταξύ των· Τί εἶναι
μαθητῶν αὐτοῦ πρὸς μεταξύ των· τί σημαίνει αὐτὸ ποὺ μᾶς λέγει, αὐτό, ποὺ μᾶς λέγει, ὀλίγον καὶ μικρὸν χρόνον καὶ δὲν θὰ μὲ βλέπετε
ἀλλήλους· τί ἐστι τοῦτο ὃ ὀλίγον χρόνον καὶ δὲν θὰ μὲ βλέπετε, καὶ πλέον, καὶ πάλιν μικρὸν χρόνον καὶ θὰ μὲ ἴδετε; Καὶ τὸ διότι ἐγὼ

149/192
λέγει ἡμῖν, μικρὸν καὶ οὐ πάλιν ἔπειτα ἀπὸ ὀλίγο θὰ μὲ ἴδετε καὶ ὅτι πηγαίνω πρὸς τὸν Πατέρα;
θεωρεῖτέ με, καὶ πάλιν ἐγὼ πηγαίνω πρὸς τὸν Πατέρα;»

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


μικρὸν καὶ ὄψεσθέ με, καὶ ὅτι
ἐγὼ ὑπάγω πρὸς τὸν πατέρα;
18 Ἔλεγον οὖν· τοῦτο τί ἐστιν 18 Ἔλεγαν λοιπόν· «τί σημαίνει αὐτὸ τὸ, 18 Ἔλεγον λοιπόν· τί σημαίνει αὐτὸ ποὺ λέγει τὸ μικρόν; Δὲν
ὃ λέγει τὸ μικρόν; Οὐκ μικρόν, ποὺ λέγει; Δὲν ἐννοοῦμεν τί λέγει». ἐννοοῦμεν τί λέγει.
οἴδαμεν τί λαλεῖ.
19 Ἔγνω οὖν ὁ Ἰησοῦς ὅτι 19 Ὁ Ἰησοῦς μὲ τὴν θείαν αὐτοῦ γνῶσιν 19 Κατόπιν λοιπὸν τῆς ἀπορίας αὐτῆς, εἰς τὴν ὁποίαν περιῆλθον οἱ
ἤθελον αὐτὸν ἐρωτᾶν, καὶ ἀντελήφθη ὅτι ἤθελαν οἱ μαθηταὶ νὰ τὸν μαθηταί, ὁ Ἰησοῦς μὲ τὴν ὑπερφυσικήν του γνῶσιν ἀντελήφθη, ὅτι
εἶπεν αὐτοῖς· περὶ τούτου ἐρωτήσουν καὶ τοὺς εἶπε· «συζητεῖτε μεταξύ ἤθελαν οὔτοι νὰ τὸν ἐρωτήσουν καὶ ἐπρόλαβε καὶ τοὺς εἶπε· Περὶ
ζητεῖτε μετ' ἀλλήλων ὅτι σας περὶ αὐτοῦ ποὺ σᾶς εἶπα, ὅτι δηλαδὴ αὐτοῦ συζητεῖτε μεταξύ σας, ὅτι δηλαδὴ εἶπον: Ὀλίγον χρόνον καὶ
εἶπον, μικρὸν καὶ οὐ ὀλίγον χρόνον καὶ δὲν θὰ μὲ βλέπετε μὲ τὰ δὲν θὰ μὲ βλέπετε διὰ τῶν σωματικῶν ὀφθαλμῶν καὶ πάλιν ὀλίγον
θεωρεῖτέ με καὶ πάλιν μάτια τοῦ σώματος, καὶ πάλιν ὀλίγον χρόνον χρόνον καὶ θὰ μὲ ἴδετε;
μικρὸν καὶ ὄψεσθέ με; καὶ θὰ μὲ ἴδετε;
20 Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι 20 Σᾶς πληροφορῶ καὶ σᾶς διαβεβαιώνω, ὅτι 20 Ἀληθῶς, ἀληθῶς σᾶς λέγω, ὅτι θὰ κλαύσετε καὶ θὰ θρηνήσετε
κλαύσετε καὶ θρηνήσετε σεῖς θὰ κλάψετε καὶ θὰ θρηνήσετε διὰ τὸν σεῖς διὰ τὸν θάνατόν μου, ὁ μακρὰν δὲ τοῦ Θεοῦ κόσμος θὰ χαρῇ,
ὑμεῖς, ὁ κόσμος χαρήσεται· σταυρικόν μου θάνατον, ὁ δὲ ἁμαρτωλὸς καὶ διότι ἀπηλλάγη ἀπὸ ἐμέ, τὸν ὁποῖον θεωρεῖ ὡς ἐχθρόν του. Σεῖς ὅμως
ὑμεῖς δὲ λυπηθήσεσθε, ἀλλ' ἀμετανόητος κόσμος θὰ χαρῇ. Σεῖς θὰ θὰ λυπηθῆτε, ἀλλ’ ἡ λύπη σας θὰ μεταβληθῇ εἰς χαράν.
ἡ λύπη ὑμῶν εἰς χαρὰν ληπηθῆτε βέβαια, ἀλλὰ πολὺ σύντομα ἡ
γενήσεται. λύπη σας θὰ γίνῃ χαρά.
21 Ἡ γυνὴ ὅταν τίκτῃ, λύπην 21 Ἡ γυναίκα ὅταν γεννᾷ, ἔχει πόνους καὶ 21 Κάθε γυναῖκα, ὅταν γεννᾷ, αἰσθάνεται πόνους καὶ ἔχει λύπην,
ἔχει, ὅτι ἦλθεν ἡ ὥρα αὐτῆς· λύπην, διότι ἦλθε ἡ ὥρα της. ῞Οταν ὅμως διότι ἦλθεν ἡ ὥρα της, ποὺ θὰ γεννήσῃ. Ὅταν ὅμως γεννήσῃ τὸ
ὅταν δὲ γεννήσῃ τὸ παιδίον, γεννήσῃ τὸ παιδί, τότε δὲν ἐνθυμεῖται πλέον παιδίον, δὲν ἐνθυμεῖται πλέον τὴν θλῖψιν καὶ τοὺς πόνους τοῦ
οὐκέτι μνημονεύει τῆς τὴν θλῖψιν καὶ τοὺς πόνους, ἕνεκα τῆς χαράς τοκετοῦ λόγῳ τῆς χαρᾶς ποὺ δοκιμάζει, διότι ἐγεννήθη ἄνθρωπος εἰς
θλίψεως διὰ τὴν χαρὰν ὅτι ποὺ δοκιμάζει, διότι ἐγεννήθη ἄνθρωπος εἰς τὸν κόσμον.
ἐγεννήθη ἄνθρωπος εἰς τὸν τὸν κόσμον.
κόσμον.

150/192
22 Καὶ ὑμεῖς οὖν λύπην μὲν 22 Καὶ σεῖς, λοιπόν, τώρα μὲν ἔχετε λύπην, 22 Καὶ σεῖς λοιπὸν τώρα μέν, ποὺ ἀποχωριζόμεθα, ἔχετε λύπην· θὰ
νῦν ἔχετε· πάλιν δὲ ὄψομαι πάλιν ὅμως θὰ σᾶς ἴδω μετὰ τὴν ἀνάστασίν σᾶς ἴδω ὅμως πάλιν, ὅχι μόνον ὅταν μετὰ τὴν ἀνάστασίν μου θὰ

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


ὑμᾶς καὶ χαρήσεται ὑμῶν ἡ μου καὶ θὰ γεμίσῃ ἡ καρδιά σας ἀπὸ χαράν, ἐμφανισθῶ εἰς σᾶς, ἀλλὰ κυρίως ὅταν διὰ τῆς νέας ζωῆς καὶ
καρδία, καὶ τὴν χαρὰν ὑμῶν καὶ τὴν χαράν σας αὐτὴν κανεὶς δὲν ἠμπορεῖ κοινωνίας μετ’ ἐμοῦ θὰ μὲ αἰσθάνεσθε ἐνωμένον μὲ σᾶς. Καὶ τότε θὰ
οὐδεὶς αἴρει ἀφ' ὑμῶν. νὰ σᾶς τὴν ἀφαιρέσῃ. χαρῇ ἡ καρδία σας καὶ τὴν χαράν σας πλέον δὲν θὰ ἡμπορῇ κανεὶς
νὰ σᾶς τὴν πάρῃ, ἀλλὰ θὰ εἶναι παντοτεινὴ καὶ διαρκῇς.
23 Καὶ ἐν ἐκείνη τῇ ἡμέρᾳ 23 Κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην ποὺ θὰ κατέλθῃ 23 Καὶ κατ’ ἐκείνην τὴν ἡμέραν, κατὰ τὴν ὁποίαν θὰ λάβετε τὸ Ἅγιον
ἐμὲ οὐκ ἐρωτήσετε οὐδέν· εἰς σᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, δὲν θὰ μὲ Πνεῦμα καὶ θὰ μὲ αἰσθανθῆτε νὰ ζῶ μέσα σας, δὲν θὰ ἔχετε πλέον
ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἐρωτήσετε τίποτε, διότι θὰ σᾶς ἔχῃ φωτίσει ἀνάγκην νὰ μοῦ θέτετε ἐρωτήσεις διὰ κανὲν ἀπὸ αὐτά, τὰ ὁποῖα
ὅσα ἂν αἰτήσητε τὸν πατέρα Ἐκεῖνο. Ἀληθῶς σᾶς λέγω, ὅτι ὅσα ζητήσετε τώρα σᾶς φαίνονται ἀκατανόητα. Ἀληθῶς, ἀληθῶς σᾶς λέγω, ὅτι
ἐν τῷ ὀνόματί μου, δώσει ἀπὸ τὸν Πατέρα μου ἐν τῷ ὀνόματί μου, θὰ ὀσαδήποτε ζητήσετε διὰ προσευχῆς ἀπὸ τὸν Πατέρα ἐπικαλούμενοι
ὑμῖν. σᾶς τὰ δώσῃ. τὸ ὄνομά μου, θὰ σᾶς τὰ δώσῃ. Αὐτὸς λοιπὸν θὰ σᾶς φωτίζῃ καὶ τότε
εἰς πᾶσαν ἀπορίαν σας.
24 Ἕως ἄρτι οὐκ ᾐτήσατε 24 Ἕως τώρα δὲν ἔχετε ζητήσει τίποτε, 24 Ἕως τώρα, ποὺ δὲν εἶχεν ἀκόμη προσφερθῇ ἡ θυσία μου, δὲν
οὐδὲν ἐν τῷ ὀνόματί μου· ἐπικαλούμενοι τὸ ὄνομα ἐμοῦ, ποὺ εἶμαι ὁ ἐζητήσατε τίποτε μὲ ἐπίκλησιν τοῦ ὀνόματός μου ὡς μεσίτου καὶ
αἰτεῖτε καὶ λήψεσθε, ἵνα ἡ αἰώνιος ἀρχιερεὺς καὶ μεσίτης ἰδικός σας ἀρχιερέως σας πρὸς τὸν Πατέρα μου. Ἀπὸ τώρα ὅμως καὶ εἰς τὸ ἑξῆς
χαρὰ ὑμῶν ᾖ πεπληρωμένη. πλησίον τοῦ Πατρός. Ἀπὸ ἐδῶ ὅμως καὶ πέρα νὰ ζητᾶτε συνεχῶς καὶ θὰ λάβετε ὅ,τι ζητάτε, διὰ νὰ εἶναι τελεία ἡ
νὰ ζητῆτε πάντοτε καὶ θὰ λαμβάνετε, διὰ νὰ χαρά, τὴν ὁποίαν θὰ δοκιμάζετε ἐκ τοῦ ὅτι θὰ εἰσακούεται ἡ
εἶναι ἔτσι πλήρης καὶ τελεία ἡ χαρά σας ἐκ προσευχή σας.
τοῦ γεγονότος ὅτι ὁ Πατὴρ θὰ ἀκούῃ τὰς
προσευχάς σας.
25 Ταῦτα ἐν παροιμίαις 25 Αὐτὰ σᾶς τὰ εἶπα μὲ παραβολὰς καὶ 25 Ταῦτα εἰκονικῶς καὶ συνεσκιασμένως καὶ μὲ κάποιαν ἀσάφειαν
λελάληκα ὑμῖν· ἀλλ' ἔρχεται ἀλληγορίας, κάπως συνεσκιασμένα καὶ σᾶς ἐλάλησα, ἐπειδὴ ὁ νοῦς σας δὲν εἶναι ἀκόμη φωτισμένος, καὶ δι’
ὥρα ὅτε οὐκέτι ἐν παροιμίαις ἀσαφῆ, ἐπειδὴ ὅσον καθαρὰ καὶ ἂν σᾶς τὰ αὐτό, ὅπως καὶ ἂν σᾶς τὰ εἴπω, δὲν θὰ τὰ καταλάβετε. Ἔρχεται ὅμως
λαλήσω ὑμῖν, ἀλλὰ εἴπω, δὲν εἶσθε ἀκόμη εἰς θέσιν νὰ τὰ καιρός, κατὰ τὸν ὁποῖον δὲν θὰ σᾶς ὀμιλήσω πλέον μὲ ἀσάφειαν
παρρησίᾳ περὶ τοῦ πατρὸς ἐννοήσετε. Ἔρχεται ὅμως ὥρα, ὁπότε δὲν θὰ καὶ συνεσκιασμένως, ἄλλα διὰ μέσου τοῦ φωτισμοῦ τοῦ Ἁγίου
ἀναγγελῶ ὑμῖν. σᾶς ὁμιλήσω πλέον μὲ παραβολὲς καὶ Πνεύματος θὰ σᾶς πληροφορήσω σαφῶς καὶ καθαρὰ περὶ τοῦ Θεοῦ,

151/192
ἀλληγορίες, ἀλλὰ θὰ σᾶς ἀναγγείλω τὸν ὁποῖον θὰ γνωρίσετε ὡς Πατέρα ὄχι μόνον ἰδικόν μου, ἀλλὰ καὶ
καθαρὰ καὶ ξάστερα τὰ περὶ τοῦ Πατρὸς καὶ ἰδικόν σας.

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


τὰ ὁποῖα μὲ τὸν φωτισμὸν τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος θὰ τὰ ἐννοήσετε ἐντελῶς.
26 Ἐν ἐκείνη τῇ ἡμέρᾳ ἐν τῷ 26 Κατὰ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον θὰ ζητήσετε, ἐν 26 Κατ’ ἐκεῖνον τὸν καιρὸν θὰ ζητήσετε διὰ προσευχῆς
ὀνόματί μου αἰτήσεσθε· καὶ τῷ ὀνόματί μου, ὅτι θέλετε ἀπὸ τὸν Πατέρα. ἐπικαλούμενοι τὸ ὄνομά μου καὶ ἐνωμένοι διὰ τῆς πίστεως μὲ ἐμέ.
οὐ λέγω ὑμῖν ὅτι ἐγὼ Καὶ τότε δὲν σᾶς λέγω ὅτι ἐγὼ θὰ Καὶ λόγῳ τῆς ἀμέσου τότε σχέσεως, τὴν ὁποίαν θὰ ἔχετε μὲ τὸν
ἐρωτήσω τὸν πατέρα περὶ παρακαλέσω τὸν Πατέρα γιὰ σᾶς. Πατέρα μου, δὲν σᾶς λέγω πλέον, ὅτι ἐγὼ θὰ παρακαλέσω τὸν
ὑμῶν· Πατέρα διὰ σᾶς.
27 αὐτὸς γὰρ ὁ πατὴρ φιλεῖ 27 Καὶ τοῦτο διότι αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Πατήρ μου 27 Διότι μόνος του καὶ ἀφ’ ἑαυτοῦ ὁ Πατὴρ σᾶς ἀγαπᾷ. Καὶ σᾶς
ὑμᾶς, ὅτι ὑμεῖς ἐμὲ σᾶς ἀγαπᾷ, ἐπειδὴ καὶ σεῖς ἔχετε ἀγαπήσει ἀγαπᾷ, διότι καὶ σεῖς ἔχετε ἀγαπήσει ἐμὲ καὶ ἔχετε πιστεύσει, ὅτι ἐγὼ
πεφιλήκατε, καὶ ἐμὲ καὶ ἔχετε πιστεύσει ὅτι ἐγὼ ἐγεννήθην ἐγεννήθην ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ἀπὸ αὐτὸν ἀπεστάλην εἰς τὸν κόσμον.
πεπιστεύκατε ὅτι ἐγὼ παρὰ ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ἀπὸ αὐτὸν ἔχω σταλῇ εἰς
τοῦ Θεοῦ ἐξῆλθον. τὸν κόσμον.
28 Ἐξῆλθον παρὰ τοῦ 28 Μονογενὴς ἐγὼ Υἱὸς τοῦ Πατρός, ἐβγῆκα 28 Ἤμην εἰς τοὺς κόλπους τοῦ Πατρὸς ὡς γνήσιος υἱός του καὶ
πατρὸς καὶ ἐλήλυθα εἰς τὸν ἀπὸ τὸν Πατέρα μὲ τὴν ἐνανθρώπησίν μου ἐβγῆκα ἀπὸ τὸν Πατέρα διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεώς μου. Καὶ ἦλθα εἰς
κόσμον· πάλιν ἀφίημι τὸν καὶ ἦλθα εἰς τὸν κόσμον. Πάλιν ἀφίνω τὸν τὸν κόσμον. Πάλιν τώρα διὰ τοῦ θανάτου μου ἀφίνω τὸν κόσμον καὶ
κόσμον καὶ πορεύομαι πρὸς κόσμον καὶ πηγαίνω πρὸς τὸν Πατέρα». διὰ τῆς ἀναλήψεώς μου πηγαίνω πρὸς τὸν Πατέρα καὶ λαμβάνω καὶ
τὸν πατέρα. ὡς ἄνθρωπος τὴν δόξαν, τὴν ὁποίαν καὶ ὡς Θεὸς ἔχω ἀϊδίως.
29 Λέγουσιν αὐτῷ οἱ μαθηταὶ 29 Λέγουν πρὸς αὐτὸν οἱ μαθηταί του· «ἰδοὺ 29 Λέγουν εἰς αὐτὸν οἱ μαθηταί του· Νά, τώρα ὁμιλῆς καθαρὰ καὶ δὲν
αὐτοῦ· ἴδε νῦν παρρησίᾳ τώρα ὁμιλεῖς καθαρά, καὶ δὲν λέγεις λέγεις τίποτε συνεσκιασμένον καὶ ἀσαφές.
λαλεῖς, καὶ παροιμίαν καμμίαν δυσκολονόητον παραβολήν.
οὐδεμίαν λέγεις.
30 Νῦν οἴδαμεν ὅτι οἶδᾳς 30 Τώρα, ποὺ χωρὶς νά σοῦ εἴπωμεν τίποτε 30 Τώρα πού, χωρὶς νὰ σοῦ εἴπῃ κανεὶς τίποτε, ἐγνώρισες τὰς
πάντα καὶ οὐ χρείαν ἔχεις εἶδες τὰς ἀπορίας μας, ἐπείσθημεν ὅτι ἀπορίας μας καὶ τοὺς μυστικοὺς διαλογισμούς μας,
ἵνα τίς σὲ ἐρωτᾷ. Ἐν τούτῳ γνωρίζεις τὰ πάντα καὶ δὲν ἔχεις ἀνάγκην πληροφορούμεθα καὶ ἡμεῖς, ὅτι τὰ ἡξεύρεις ὅλα καὶ αὐτὰς ἀκόμη τὰς
πιστεύομεν ὅτι ἀπὸ Θεοῦ νά σοῦ διατυπώσῃ κανεὶς τὴν ἐρώτησίν του, ἀποκρύφους σκέψεις τῶν ἀνθρώπων· καὶ δὲν ἔχεις ἀνάγκην νὰ σὲ

152/192
ἐξῆλθες. διὰ νὰ γνωρίσῃς τί σκέπτεται. Ἀκριβῶς λόγῳ ἐρωτᾷ κανείς, ἀλλὰ τὸν προλαμβάνεις καὶ δίδεις ἀπόκρισιν εἰς τὰς
τῆς παγγνωσίας σου αὐτῆς πιστεύομεν ὅτι ἀπορίας του. Λάγω τῆς ὑπερφυσικῆς αὐτῆς γνώσεώς σου

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


κατάγεσαι ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ἀπὸ αὐτὸν πιστεύομεν, ὅτι κατάγεσαι ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ἀπὸ αὐτὸν ἀπεστάλης
ἔχεις σταλῇ εἰς τὸν κόσμον». εἰς τὸν κόσμον.
31 Ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· 31 Ἀπήντησεν εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· «τώρα 31 Ἀπεκρίθη εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Τώρα πιστεύετε. Δὲν εἶναι ὅμως
ἄρτι πιστεύετε· πιστεύετε, καὶ ὅμως θὰ κλονισθῇ ἡ πίστις ἀκόμη σταθερὰ καὶ ἀδιάσειστος ἡ πίστις σας.
σας.
32 ἰδοὺ ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν 32 Ἰδοὺ ἔρχεται ὥρα, καὶ ἔχει ἔλθει τώρα ἡ 32 Ἰδοὺ ἔρχεται ὥρα, καὶ ἔφθασε τώρα ἡ ὥρα αὐτή, διὰ νὰ
ἐλήλυθεν, ἵνα σκορπισθῆτε ὥρα, νὰ διασκορπισθῆτε καὶ νὰ γυρίσετε ὁ σκορπισθῆτε καὶ ἐπιστρέψετε ὁ καθένας σας εἰς τὰ σπίτια σας καὶ νὰ
ἕκαστος εἰς τὰ ἴδια καὶ ἐμὲ καθένας εἰς τὰ σπίτια σας καὶ νὰ μὲ ἀφήσετε μὲ ἀφήσετε μοναχόν. Καὶ ὅμως οὔτε τώρα, οὔτε τότε θὰ εἶμαι
μόνον ἀφῆτε· καὶ οὐκ εἰμὶ μόνον. Καὶ ὅμως ἐγὼ δὲν εἶμαι μόνος· διότι ὁ μοναχός, διότι ὁ Πατὴρ εἶναι μαζί μου.
μόνος, ὅτι ὁ πατὴρ μετ' ἐμοῦ Πατὴρ εἶναι μαζῆ μου.
ἐστι.
33 Ταῦτα λελάληκα ὑμῖν ἵνα 33 Αὐτὰ σᾶς τὰ εἶπα, διὰ νὰ ἔχετε εἰρήνην, 33 Σᾶς εἶπα αὐτά, διὰ νὰ ἔχετε εἰρήνην διὰ τῆς κοινωνίας καὶ
ἐν ἐμοὶ εἰρήνην ἔχητε. Ἐν τῷ καρπὸν τῆς πνευματικῆς ἐπικοινωνίας καὶ ἑνώσεως σας μὲ ἐμέ. Ἐφ’ ὅσον εἶσθε ἐν μέσῳ τοῦ κόσμου, θὰ ἔχετε
κόσμῳ θλῖψιν ἔξετε· ἀλλὰ ἐνώσεώς σας μὲ ἐμέ. Εἰς τὸν κόσμον τοῦτον θλῖψιν. Ἀλλ’ ἔχετε θάρρος· ἐγὼ ἔχω νικήσει τὸν κόσμον καὶ μὲ τὴν
θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν θὰ ἔχετε θλῖψιν, ἀλλὰ νὰ ἔχετε θάρρος. Ἐγὼ νίκην μου αὐτὴν ἐξησφάλισα καὶ εἰς σᾶς τὸν θρίαμβον καὶ τὴν
κόσμον. ἔχω νικήσει τὸν κόσμον. Καὶ σεῖς μὲ τὴν δόξαν.
ἰδικήν μου δύναμιν θὰ νικήσετε τὸν κόσμον
καὶ θὰ ἀναδειχθῆτε ἔνδοξοι θριαβευταί».

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 17Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ


Αρχαίο Κείμενο Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
17,1 Ταῦτα ἐλάλησεν ὁ 1 Αὐτὰ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς πρὸς τοὺς μαθητάς 1 Αὐτὰ ὡμίλησεν ὁ Ἰησοῦς πρὸς τοὺς μαθητάς του. Καὶ ἔπειτα
Ἰησοῦς, καὶ ἐπῆρε τοὺς του καὶ ἔπειτα ἐσήκωσε τὰ μάτια του εἰς τὸν ἐσήκωσε τὰ μάτια του εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εἶπε· Πάτερ, ἦλθεν ἡ ὥρα,
ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εἶπε· «Πάτερ ἔφθασεν ἡ ὥρα, τὴν ὁποίαν ἡ σοφία σου ὥρισε διὰ νὰ πάθω καὶ θυσιασθῶ κατ’

153/192
οὐρανὸν καὶ εἶπε· πάτερ, τὴν ὁποίαν ἡ ἀγαθότης καὶ ἡ σοφία σου αὐτήν. Δέχθητι τὴν θυσίαν τοῦ παθήματός μου καὶ δόξασε τὸν Υἱόν
ἐλήλυθεν ἡ ὥρα· δόξασόν ὥρισε. Δόξασε καὶ ὡς ἄνθρωπον τὸν Υἱόν σου καὶ κατὰ τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν αὐτοῦ, διὰ νὰ σὲ δοξάσῃ καὶ ὁ

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


σου τὸν υἱόν, ἵνα καὶ ὁ υἱός σου, ὁ ὁποῖος βαδίζει πρὸς τὴν θυσίαν, διὰ Υἱός σου διὰ τῆς ἀπολυτρώσεως καὶ τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων, ἡ
σου δοξάσῃ σε, νὰ σὲ δοξάσῃ καὶ ὁ Υἱός σου μὲ τὰ ὁποία θὰ ἀχθῇ εἰς πέρας διὰ τῆς θυσίας του ταύτης καὶ τῆς μετ’
ἀναρίθμητα πλήθη τῶν ἀνθρώπων, τὰ ὁποῖα αὐτῆς αἰωνίας ἀρχιερατικῆς μεσιτείας του.
διὰ τῆς λυτρωτικῆς του θυσίας θὰ
πιστεύσουν εἰς σὲ καὶ θὰ σωθοῦν.
17,2 καθὼς ἔδωκας αὐτῷ 2 Δόξασέ τον, ὅπως ἄλωστε καὶ τὸν ἐδόξασες 2 Δόξασε τὸν Υἱόν σου σύμφωνα μὲ τὴν ἐξουσίαν, ποὺ τοῦ ἔδωκες
ἐξουσίαν πάσης σαρκός, ἵνα ἕως τώρα, διότι τοῦ ἔδωκες ἐξουσίαν ἐπὶ ἐπὶ ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος, διὰ νὰ δώσῃ ὡς αἰώνιος ἀρχιερεὺς εἰς τὰ
πᾶν ὃ δέδωκας αὐτῷ δώσῃ ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος, διὰ νὰ δώσῃ εἰς δεξιά σου καθήμενος εἰς ὅλον τὸ πλῆθος ἐκεῖνο ποὺ τοῦ ἔδωκες, καὶ
αὐτοῖς ζωὴν αἰώνιον. ὅλους αὐτούς, ποὺ τοῦ ἔδωκες, ζωὴν αἰώνιον. οἱ ὁποῖοι ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν, ζωὴν αἰώνιον.
17,3 Αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος 3 Αὐτὴ δὲ εἶναι ἡ αἰώνιος ζωή, νὰ γνωρίζουν 3 Αὐτὴ δὲ εἶναι ἡ αἰώνιος ζωή, τὸ νὰ προάγωνται συνεχῶς διὰ τῆς
ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τὸν οἱ ἄνθρωποι σὲ τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεόν, ζώσης ἐπικοινωνίας μετὰ σοῦ καὶ τῆς ἀπολαύσεως τῶν ἀπείρων
μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν νὰ ἀπολαμβάνουν τὰς ἀπείρους τελειότητάς τελειοτήτων σου εἰς τὴν γνῶσιν Σοῦ τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ καὶ
ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν. σου μὲ τὴν στενὴν ἐπικοινωνίαν καὶ ἀγάπην τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὸν ὁποῖον ἀπέστειλας εἰς τὸν κόσμον.
πρὸς σέ, νὰ γνωρίζουν δὲ ἐπίσης καὶ τὸν
Ἰησοῦν Χριστόν, ποὺ ἔστειλες εἰς τὸν
κόσμον.
17,4 Ἐγὼ σε ἐδόξασα ἐπὶ τῆς 4 Ἐγὼ μὲ τὴν ζωὴν καὶ τὸ ἔργον μου σὲ 4 Ἐγὼ ἐγνωστοποίησα τὸ ὄνομά σου εἰς τοὺς ἀνθρώπους καὶ
γῆς, τὸ ἔργον ἐτελείωσα ὃ ἐδόξασα εἰς τὴν γῆν. Ἔκαμα γνωστὸν τὸ ὑπήκουσα τελείως εἰς τὸ θέλημά σου, ἔτσι δὲ σὲ ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς,
δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω· ὄνομά σου εἰς τοὺς ἀνθρώπους καὶ μὲ τὴν καὶ διὰ τῆς θυσίας μου, τὴν ὁποίαν θὰ προσφέρω μετ’ ὀλίγον ἐπὶ τοῦ
σταυρικήν μου θυσίαν τὴν ὁποίαν μετ' σταυροῦ, ἔφερα εἰς τέλειον πέρας τὸ ἔργον, ποὺ μοῦ ἔδωκες διὰ νὰ
ὀλίγον προσφέρω, ἐτελείωσα τὸ ἔργον, τὸ ἐπιτελέσω.
ὁποῖον μοῦ ἔδωκες νὰ πραγματοποιήσω.
17,5 καὶ νῦν δόξασόν με σύ, 5 Καὶ τώρα, δόξασέ με καὶ σύ, Πάτερ, 5 Καὶ τώρα, ὅτε ἡ ἐπὶ γῆς ἀποστολή μου ἦλθεν εἰς πέρας, ἀνάδειξόν
πάτερ, παρὰ σεαυτῷ τῇ δόξῃ πλησίον σου μὲ τὴν δόξαν τὴν ὁποίαν εἶχα με διὰ τῆς ἀναστάσεως καὶ ἀναλήψεώς μου αἰώνιον ἀρχιερέα καὶ
ᾗ εἶχον πρὸ τοῦ τὸν κόσμον κοντά σου, πρὶν ἀκόμα λάβῃ ὕπαρξιν ἀπὸ σὲ δόξασέ με καὶ ὡς ἄνθρωπον σύ, Πάτερ, πλησίον σου, μὲ τὴν δόξαν

154/192
εἶναι παρὰ σοί. ὁ κόσμος. τὴν ὁποίαν εἶχον κοντά σου, προτοῦ νὰ δημιουργηθῇ ὁ κόσμος.
17,6 Ἐφανέρωσά σου τὸ 6 Ἐφανέρωσα τὸ ὄνομά σου εἰς τοὺς 6 Ἐφανέρωσα τὸ ὄνομά σου καὶ ἔκαμα γνωστὰς τὰς ἀπείρους

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις οὓς ἀνθρώπους, τοὺς ὁποίους σὺ ἐπῆρες ἀπὸ τὸν τελειότητάς σου εἰς τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς ὁποίους ἀπέσπασες ἀπὸ
δέδωκάς μοι ἐκ τοῦ κόσμου. κόσμον καὶ μοῦ τοὺς ἔδωκες ὡς μαθητάς τοὺς κόλπους τοῦ κόσμου καὶ τοὺς ἔδωκες εἰς ἐμέ. Ἡ πρόθεσίς των
Σοὶ ἦσαν καὶ ἐμοὶ αὐτοὺς μου. Ἦσαν ἰδικοί σου, σύμφωνα μὲ τὴν ἦτο ἀγαθὴ καὶ ὡς ἐκ τούτου ἦσαν ἰδικοί σου. Καὶ σὺ ἔδωκες αὐτοὺς
δέδωκας, καὶ τὸν λόγον σου ἀγαθὴν διάθεσιν ποὺ εἶχαν, καὶ σὺ τοὺς εἰς ἐμέ, καὶ ἐτήρησαν τὸν λόγον σου, τὸν ὁποῖον ἀπεκάλυψα εἰς
τετηρήκασι. ἔδωκες εἰς ἐμέ, καὶ αὐτοὶ ἐφύλαξαν τὴν αὐτούς.
ἐντολήν σου.
17,7 Νῦν ἔγνωκαν ὅτι πάντα 7 Τώρα ἔμαθαν καλύτερα ὅτι ὅλα ὅσα μοῦ 7 Τώρα ἔμαθαν τελειότερον καὶ ἐπείσθησαν, ὅτι ἡ διδασκαλία μου
ὅσα δέδωκάς μοι παρὰ σοῦ ἔχεις δώσει προέρχονται ἀπὸ σέ. καὶ τὰ ἔργα μου καὶ ὅλα ἐν γένει ὅσα μοῦ ἔδωκες, προέρχονται ἀπὸ
ἐστιν· σέ.
17,8 ὅτι τὰ ρήματα ἃ δέδωκάς 8 Τὴν γνῶσιν των καὶ πεποίθησιν αὐτὴν 8 Ἀπόδειξις δὲ τοῦ ὅτι ἔλαβαν τὴν πληροφορίαν καὶ γνῶσιν αὐτήν,
μοι δέδωκα αὐτοῖς, καὶ αὐτοὶ μαρτυρεῖ καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι τοὺς λόγους, εἶναι τὸ ὅτι παρέδωκα μὲ τὴν διδασκαλίαν μου εἰς αὐτοὺς τοὺς
ἔλαβον, καὶ ἔγνωσαν ποὺ μοῦ ἔδωκες, τοὺς ἔδωσα εἰς αὐτοὺς καὶ λόγους, τοὺς ὁποίους μοῦ ἔδωκες διὰ νὰ ἀποκαλύψω εἰς τοὺς
ἀληθῶς ὅτι παρὰ σοῦ αὐτοὶ τοὺς ἐδέχθησαν καὶ ἐσχημάτισαν τὴν ἀνθρώπους, καὶ αὐτοὶ τοὺς παρέλαβον καὶ τοὺς ἀπεδέχθησαν. Καὶ
ἐξῆλθον, καὶ ἐπίστευσαν ὅτι βεβαίαν γνῶσιν καὶ πεποίθησιν, ὅτι ἐσχημάτισαν ἐν ἀληθείᾳ τὴν πεποίθησιν, ὅτι ἐγεννήθην καὶ ἐβγῆκα
σὺ μὲ ἀπέστειλας. πράγματι ἐγὼ ἐγεννήθηκα καὶ ἐβγῆκα εἰς ἀπὸ τοὺς κόλπους σου καὶ ἐπίστευσαν, ὅτι σὺ μὲ ἀπέστειλας εἰς τὸν
τὸν κόσμον ἀπὸ σὲ καὶ ἐπίστευσαν ὅτι σὺ μὲ κόσμον.
ἔστειλες.
17,9 Ἐγὼ περὶ αὐτῶν ἐρωτῶ· 9 Ἐγὼ εἰδικῶς δι' αὐτοὺς σὲ παρακαλῶ τώρα 9 Ἐγώ, ποὺ τόσον εἰργάσθην διὰ νὰ τοὺς ὁδηγήσω εἰς τὴν ἀληθῆ
οὐ περὶ τοῦ κόσμου ἐρωτῶ, ὡς μέγας ἀρχιερεὺς καὶ μεσίτης· δὲν σὲ αὐτὴν γνῶσιν καὶ πίστιν, σὲ παρακαλῶ ὡς μέγας ἀρχιερεὺς καὶ
ἀλλὰ περὶ ὧν δέδωκάς μοι, παρακαλῶ διὰ τὸν κόσμον τὸν ἁμαρτωλὸν μεσίτης δι’ αὐτούς· δὲν σὲ παρακαλῶ τὴν στιγμὴν αὐτὴν διὰ τὸν
ὅτι σοί εἰσι, καὶ ἄπιστον, ἀλλὰ δι' αὐτοὺς ποὺ μοῦ κόσμον τῆς ἀπιστίας καὶ τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ σὲ παρακαλῶ ὑπὲρ
ἔδωκες, διότι ἐξακολουθοῦν νὰ εἶναι καὶ θὰ ἐκείνων, τοὺς ὁποίους μοῦ ἔδωκες, διότι μολονότι μοῦ τοὺς ἔδωκες,
εἶναι ἰδικοί σου. δὲν παύουν νὰ εἶναι ἰδικοί σου.
17,10 καὶ τὰ ἐμὰ πάντα σά 10 Ἄλλωστε ὅλα τὰ ἰδικά μου εἶναι ἰδικά σου 10 Καὶ ὅλα ὅσα ἀνήκουν εἰς ἐμέ, εἰναι ἰδικά σου, καθὼς καὶ τὰ ἰδικά
ἐστι καὶ τὰ σὰ ἐμᾶ, καὶ καὶ τὰ ἰδικά σου εἶναι ἰδικά μου. Καὶ αὐτοὶ οἱ σου εἶναι ἰδικά μου. Καὶ αὐτοὶ λοιπὸν ἰδικοί σου ἦσαν καὶ ἔγιναν

155/192
δεδόξασμαι ἐν αὐτοῖς. μαθηταί μου ἦσαν ἰδικοί σου καὶ ἔγιναν ἰδικοί μου, ἀλλὰ καὶ ὡς ἰδικοί μου ἑξακολουθοῦν νὰ εἶναι ἰδικοί σου.
ἰδικοί μου καὶ ἐξακολουθοῦν νὰ εἶναι ἰδικοί Καὶ ἔχω δοξασθῇ δι’ αὐτῶν, διότι ἀνεγνώρισαν τὴν θείαν μου φύσιν

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


σου. Καὶ ἐγὼ ἔχω δοξασθῆ ἐν μέσῳ αὐτῶν, οἱ καὶ ἐπίστευσαν εἰς ἐμέ.
ὁποῖοι μὲ ἐγνώρισαν ὡς Υἱόν σου καὶ Θεόν.
17,11 Καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἐν τῷ 11 Καὶ δὲν εἶμαι πλέον εἰς τὸν κόσμον αὐτὸν 11 Καὶ δὲν θὰ εἶμαι πλέον ὅπως μέχρι τοῦδε ἐν τῷ κόσμῳ διὰ τῆς
κόσμῳ, καὶ οὗτοι ἐν τῷ αἰσθητῶς μεταξύ των μὲ τὸ σῶμα μου, καὶ σωματικῆς μου παρουσίας, διὰ νὰ τοὺς ἐνθαρρύνω καὶ ἐνισχύω δι’
κόσμῳ εἰσί, καὶ ἐγὼ πρὸς σὲ αὐτοὶ εἶναι εἰς τὸν κόσμον, διὰ νὰ αὐτῆς. Αὐτοὶ ὅμως θὰ εἶναι ἐν τῷ κόσμῳ, διότι δὲν ἐπετέλεσαν ἀκόμη
ἔρχομαι. Πάτερ ἅγιε, ἐκπληρώσουν τὴν ὑψηλὴν ἀποστολήν των. τὴν ἀποστολήν των. Καὶ ἐγὼ ἔρχομαι πρὸς σέ. Πάτερ ἅγιε, φύλαξέ
τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ Καὶ ἐγὼ ἔρχομαι πρὸς σέ. Πάτερ ἅγιε, τους διὰ τῆς πατρικῆς προστασίας καὶ δυνάμεώς σου, τὴν ὁποίαν
ὀνόματί σου οὓς δέδωκάς φύλαξέ τους μὲ τὴν θείαν σου δύναμιν καὶ ἔδωκες καὶ εἰς ἐμέ, ὥστε νὰ παραμείνουν ἐνωμένοι μετ’ ἐμοῦ καὶ
μοι, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς. ἀγάπην, αὐτοὺς τοὺς ὁποίους σὺ μοῦ ἔδωκες, μεταξύ των καὶ νὰ εἶναι διὰ τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ὁμοφροσύνης ἕνα
ὥστε νὰ εἶναι ἐνωμένοι μεταξύ των εἰς ἕνα ἠθικὸν σῶμα, ὅπως εἴμεθα ἕνα ἡμεῖς, ποὺ ἔχομεν τὴν αὐτὴν οὐσίαν
πνευματικὸν σῶμα, ὅπως εἴμεθα ἡμεῖς. καὶ φύσιν.
17,12 Ὅτε ἥμην μετ' αὐτῶν 12 Ὅταν ἤμουν μαζῆ των εἰς τὸν κόσμον, 12 Ὅταν ἤμουν μαζί τους εἰς τὸν κόσμον, ἐγὼ ἐφύλαττα αὐτοὺς διὰ
ἐν τῷ κόσμῳ, ἐγὼ ἐτήρουν ἐγὼ τοὺς ἐπροφύλασσα μὲ τὴν ἰδικήν σου τῆς πατρικῆς καὶ ἰσχυρᾶς προστασίας σου. Αὐτοὺς ποὺ μοῦ ἔδωκες,
αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου· ἀκαταγώνιστον δύναμιν καὶ προστασίαν. τοὺς ἐφύλαξα καὶ κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς δὲν ἐχάθη παρὰ μόνον ὁ υἱὸς
οὓς δέδωκάς μοι ἐφύλαξα, Ἐφύλαξα αὐτοὺς ποὺ μοῦ ἔδωκες καὶ τῆς ἀπωλείας, ὁ προδότης Ἰούδας, ὁ ὁποῖος ἐχάθη διὰ νὰ πληρωθοῦν
καὶ οὐδεὶς ἐξ αὐτῶν ἀπώλετο κανένας ἀπὸ αὐτοὺς δὲν ἐχάθηκε, παρὰ καὶ ἐπαληθεύσουν αἱ προφητεῖαι τῆς Γραφῆς.
εἰ μὴ ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας, μόνον ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας, ὁ προδότης, διὰ
ἵνα ἡ γραφὴ πληρωθῇ. νὰ ἐκπληρωθοῦν ἔτσι καὶ αἱ προφητεῖαι τῆς
Γραφῆς.
17,13 Νῦν δὲ πρὸς σὲ 13 Τώρα ὅμως ἔρχομαι πρὸς σὲ καὶ ἐνῶ 13 Τώρα ὅμως ἔρχομαι πρὸς σέ. Καὶ μὲ φωνὴν ἀκουομένην καὶ ἀπὸ
ἔρχομαι, καὶ ταῦτα λαλῶ ἐν εὑρίσκομαι ἀκόμη εἰς τὸν κόσμον, λέγω αὐτοὺς λέγω ταῦτα, ἐνῷ εὑρίσκομαι ἀκόμη εἰς τὸν κόσμον αὐτόν,
τῷ κόσμῳ ἵνα ἔχωσιν τὴν αὐτά, διὰ νὰ τὰ ἀκούσουν καὶ οἱ ἴδιοι, ὥστε ὥστε μὲ τὴν πεποίθησιν ὅτι σὺ πλέον θὰ προστατεύῃς αὐτοὺς νὰ
χαρὰν τὴν ἐμὴν νὰ ἔχουν τὴν ἰδικήν μου τελείαν χαρὰν ἔχουν καὶ αὐτοὶ μέσα τους τελείαν τὴν χαράν, ποὺ αἰσθάνομαι τώρα
πεπληρωμένην ἐν αὐτοῖς. ὁλόκληρον καὶ πλήρη ἐντὸς αὐτῶν. καὶ ἐγώ, διότι ἐπανέρχομαι πλησίον σου.
17,14 Ἐγὼ δέδωκα αὐτοῖς τὸν 14 Ἐγὼ ἔδωκα εἰς αὐτοὺς τὸν λόγον σου. Καὶ 14 Ἐγὼ ἔδωκα εἰς αὐτοὺς τὸν λόγον σου καὶ τὸ εὐαγγέλιόν σου. Καὶ ὁ

156/192
λόγον σου, καὶ ὁ κόσμος ὁ κόσμος τῆς ἁμαρτίας τοὺς ἐμίσησε, διότι μακρὰν τῆς ἀληθείας κόσμος ἐμίσησεν αὐτούς, διότι δὲν ἔχουν τὰ
ἐμίσησεν αὐτούς, ὅτι οὐκ δὲν ἀνήκουν πλέον εἰς τὸν κόσμον αὐτὸν φρονήματα τοῦ κόσμου καὶ δὲν εἶναι ἀπὸ τὸν κόσμον, καθὼς ἐγὼ δὲν

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


εἰσὶν ἐκ τοῦ κόσμου, καθὼς κατὰ τὰ φρονήματα καὶ τὴν ζωήν, ὅπως καὶ ἔχω καμμίαν σχέσιν μὲ τὸν κόσμον τῆς ἁμαρτίας καὶ δὲν εἶμαι ἀπὸ
ἐγὼ οὐκ εἰμὶ ἐκ τοῦ κόσμου. ἐγὼ δὲν εἶμαι καὶ δὲν ἀνήκω εἰς τὸν κόσμον τὸν κόσμον.
αὐτόν.
17,15 Οὐκ ἐρωτῶ ἵνα ἄρῃς 15 Δὲν σὲ παρακαλῶ νὰ τοὺς πάρῃς τώρα 15 Δὲν σὲ παρακαλῶ νὰ τοὺς πάρης ἀπὸ τὸν κόσμον μαζί μου τώρα,
αὐτοὺς ἐκ τοῦ κόσμου, ἀλλ' ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτὸν εἰς τοὺς οὐρανούς, ἀλλὰ νὰ τοὺς προφυλάξῃς ἀπὸ τὸν πονηρόν, ποὺ κυριαρχεῖ ἐν τῷ
ἵνα τηρήσῃς αὐτοὺς ἐκ τοῦ ἀλλὰ νὰ τοὺς προφυλάξῃς ἀπὸ τὸν πονηρόν, κόσμῳ.
πονηροῦ. ὁ ὁποῖος ἐμπνέει καὶ ἐξουσιάζει τὸν κόσμον.
17,16 Ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ εἰσί, 16 Δὲν προέρχονται πλέον ἐκ τοῦ κόσμου καὶ 16 Δὲν ἔχουν τὰ φρονήματα τοῦ κόσμου καὶ δὲν εἶναι ἀπὸ τὸν
καθὼς ἐγὼ ἐκ τοῦ κόσμου δὲν ἀνήκουν εἰς τὸν κόσμον, ὅπως καὶ ἐγὼ κόσμον, ὅπως ἐγὼ δὲν εἶμαι ἀπὸ τὸν κόσμον.
οὐκ εἰμί. δὲν εἶμαι ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτόν.
17,17 Ἀγίασον αὐτοὺς ἐν τῇ 17 Μὲ τὸν φωτισμὸν καὶ τὴν ἀναγέννησιν 17 Καθαγίασέ τους καὶ καθιέρωσέ τους εἰς τὸ ἔργον σου διὰ τοῦ
ἀληθείᾳ σου· ὁ λόγος ὁ σὸς ποὺ δίδει ἡ ἀλήθειά σου, ἁγίασέ τους καὶ φωτισμοῦ καὶ τῆς ἀνακαινίσεως, τὴν ὁποίαν χαρίζει καὶ δημιουργεῖ
ἀλήθειά ἐστι. καθιέρωσε τους μονίμως πλέον εἰς τὸ ἔργον εἰς τὰς ψυχὰς ἡ ἀλήθειά σου. Ὁ λόγος ὁ ἰδικός σου εἶναι ἐξ
σου. Ὁ λόγος ὁ ἰδικός σου εἶναι πάντοτε ἡ ὁλοκλήρου ἀλήθεια ἀνόθευτος.
ἀπόλυτος καὶ καθαρὰ ἀλήθεια.
17,18 Καθὼς ἐμὲ ἀπέστειλας 18 Ἀγίασέ τους, Πάτερ, διότι ὅπως σὺ 18 Εἶναι δὲ ἀπόλυτος ἀνάγκη νὰ τοὺς καταρτίσῃς καὶ νὰ τοὺς
εἰς τὸν κόσμον, κἀγὼ ἔστειλες ἐμὲ εἰς τὸν κόσμον, ἔτσι καὶ ἐγὼ καθιερώσῃς. Διότι ὅπως σὺ ἀπέστειλας ἐμὲ εἰς τὸν κόσμον, ἔτσι καὶ
ἀπέστειλα αὐτοὺς εἰς τὸν ἔστειλα αὐτοὺς ὡς ἐργάτας τοῦ εὐαγγελίου ἐγὼ σύμφωνα μὲ τὴν ἐξουσίαν, ποὺ μοῦ ἔδωκες, ἀπέστειλα αὐτοὺς
κόσμον εἰς τὸν κόσμον· καὶ δι' αὐτὸ πρέπει νὰ εἶναι εἰς τὸν κόσμον διὰ νὰ συνεχίσουν τὸ ἔργον μου.
ἅγιοι.
17,19 Καὶ ὑπὲρ αὐτῶν ἐγὼ 19 Καὶ ἐγὼ χάριν αὐτῶν ἀφιέρωσα τὸν 19 Καὶ χάριν αὐτῶν ἐγὼ ἀφιέρωσα ὁλόκληρον τὴν ζωήν μου εἰς σὲ
ἁγιάζω ἐμαυτόν, ἵνα καὶ εὐατόν μου εἰς σὲ καὶ τὸν προσφέρω θυσίαν, καὶ προσφέρω καὶ τώρα τὸν ἑαυτόν μου ὡς θῦμα καὶ σφάγιον ἱερόν,
αὐτοὶ ὦσιν ἠγιασμένοι ἐν διὰ νὰ εἶναι καὶ αὐτοὶ ἁγιασμένοι μὲ τὴν διὰ νὰ εἶναι καὶ αὐτοὶ διὰ τῆς συμμετοχῆς των εἰς τὴν θυσίαν μου
ἀληθείᾳ. ἀλήθειαν, ποὺ ἔχουν δεχθῇ, καὶ μὲ τὴν αὐτὴν ἁγιασμένοι, ἐγκολπούμενοι πρωτίστως τὸν λόγον τῆς
θυσίαν μου, εἰς τὴν ὁποίαν θὰ συμμετέχουν. ἀληθείας.

157/192
17,20 Οὐ περὶ τούτων δὲ 20 Δὲν σὲ παρακαλῶ δὲ δι' αὐτοὺς μόνον, 20 Δὲν σὲ παρακαλῶ δὲ μόνον δι’ αὐτοὺς τοὺς ἕνδεκα, ἀλλὰ καὶ δι’
ἐρωτῶ μόνον, ἀλλὰ καὶ περὶ ἀλλὰ καὶ δι' ἐκείνους οἱ ὁποῖοι, χάρις εἰς τὴν ἐκείνους, ποὺ θὰ πιστεύουν διὰ τοῦ κηρύγματός των εἰς ἐμέ.

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


τῶν πιστευόντων διὰ τοῦ διδασκαλίαν των, θὰ πιστεύουν εἰς ἐμέ.
λόγου αὐτῶν εἰς ἐμέ,
17,21 ἵνα πάντες ἐν ὦσι, 21 Σὲ παρακαλῶ δι' ὅλους αὐτούς, νὰ εἶναι 21 Σὲ παρακαλῶ δι’ ὅλους αὐτούς, διὰ νὰ εἶναι ὅλοι ἕνα διὰ τῆς
καθὼς σὺ, πάτερ, ἐν ἐμοὶ ἕνα πνευματικὸν σῶμα μὲ τὴν ἀγάπην καὶ ἀγάπης καὶ ὁμοφροσύνης, ποὺ θὰ κυριαρχῇ μεταξύ των. Καθὼς σύ,
κἀγὼ ἐν σοί, ἵνα καὶ αὐτοὶ ἐν τὴν ὁμοφροσύνην των. Ὅπως σύ, Πάτερ, Πάτερ, εἶσαι ἐνωμένος μὲ ἐμὲ καὶ ἐγὼ εἶμαι ἐνωμένος μετὰ σοῦ,
ἡμῖν ἐν ὦσιν, ἵνα ὁ κόσμος εἶσαι ἐνωμένος μὲ ἐμὲ καὶ ἐγὼ μὲ σέ, διότι λόγῳ τοῦ ὅτι ἔχομεν καὶ οἱ δύο τὴν αὐτὴν οὐσίαν καὶ φύσιν, ἔτσι, σὲ
πιστεύσῃ ὅτι σὺ μὲ ἔχομεν τὴν αὐτὴν οὐσίαν, ἔτσι σὲ παρακαλῶ, παρακαλῶ, νὰ εἶναι καὶ αὐτοὶ ἐν διὰ τῆς κοινωνίας καὶ ἑνώσεώς των
ἀπέστειλας. νὰ εἶναι καὶ αὐτοὶ ἕνα διὰ τῆς ἐνώσεως καὶ μὲ ἡμᾶς, διὰ νὰ πιστεύσῃ ὁ διῃρημένος καὶ διχασμένος μεταξύ του
ἐπικοινωνίας ποὺ θὰ ἔχουν μὲ ἡμᾶς, διὰ νὰ κόσμος, ποὺ θὰ βλέπῃ τὸ καταπληκτικὸν αὐτὸ θαῦμα τῆς δι’ ἐμοῦ
πιστεύσῃ ὁ κόσμος, βλέπων τὸ θαῦμα αὐτὸ ἑνότητος καὶ συμφωνίας των, ὅτι σὺ μὲ ἀπέστειλας.
τῆς ἑνότητος, ὅτι σὺ μὲ ἔστειλες.
17,22 Καὶ ἐγὼ τὴν δόξαν ἣν 22 Καὶ ἐγὼ τὴν ἀπεριόριστον δόξαν, τὴν 22 Μὲ ἐδόξασες καὶ ὡς ἄνθρωπον, ἀφοῦ καὶ διὰ τῆς ἀνθρωπίνης
δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, ὁποίαν μοῦ ἔδωκες ὡς πρὸς ἄνθρωπον, τὴν φύσεώς μου ἐφανέρωσας τὴν θείαν φύσιν μου ὡς Υἱοῦ σου
ἵνα ὦσιν ἐν καθὼς ἡμεῖς ἐν ἔδωκα εἰς αὐτούς, διὰ νὰ εἶναι ἕνα, ὅπως καὶ μονογενοῦς γεμᾶτου χάριν καὶ ἀληθείαν. Καὶ ἐγὼ τὴν δόξαν αὐτὴν
ἐσμεν, ἡμεῖς εἴμεθα ἕνα. τῆς υἱότητος, τὴν ὁποίαν καὶ εἰς τὴν ἀνθρωπίνην μου φύσιν ἔδωκες,
τὴν ἔδωκα καὶ εἰς αὐτούς· ἐχάρισα καὶ εἰς αὐτοὺς τὴν υἱοθεσίαν καὶ
τοὺς κατέστησα συμμετόχους τῆς θείας καὶ ἐνδόξου ζωῆς μας, διὰ νὰ
εἶναι μεταξύ τους ἕνα, καθὼς καὶ ἡμεῖς εἴμεθα ἕνα.
17,23 ἐγὼ ἐν αὐτοῖς καὶ σὺ ἐν 23 Ἐγὼ νὰ ζῶ μέσα εἰς ἕνα ἕκαστον ἀπὸ 23 Θὰ συντελεσθῇ δὲ ἡ ἑνότης αὐτή, μὲ τὸ νὰ ζῶ ἐγὼ μέσα εἰς ἕνα
ἐμοί, ἵνα ὦσι τετελειωμένοι αὐτούς, ὅπως καὶ σὺ ζῇς ἐντὸς ἐμοῦ, διὰ νὰ ἕκαστον ἀπὸ αὐτοὺς καὶ νὰ τοὺς ἐνώνω εἰς ἕνα ἠθικὸν σῶμα, καθ’ ὃν
εἰς ἕν, καὶ ἵνα γινώσκῃ ὁ ἔχουν τελειοποιηθῆ εἰς ἕνα πνευματικὸν χρόνον θὰ ὑπάρχῃς καὶ σὺ ὡς φυσικὸς Πατήρ μου μέσα μου. Ἔτσι θὰ
κόσμος ὅτι σὺ μὲ ἀπέστειλας σῶμα καὶ νὰ γνωρίζῃ ὁ κόσμος, βλέπων εἶναι τελειοποιημένοι εἰς ὁμόνοιαν καὶ ἀγάπην καὶ ἕνωσιν μεταξύ
καὶ ἠγάπησας αὐτοὺς καθὼς αὐτὸ τὸ θαῦμα τῆς ἑνότητος, καὶ πιστεύῃ ὅτι των, διὰ νὰ γνωρίζῃ ὁ κόσμος, ποὺ θὰ ἑλκύεται καὶ θὰ
ἐμὲ ἠγάπησας. σὺ μὲ ἔστειλες εἰς τὸν κόσμον καὶ ὅτι καταπλήττεται ἀπὸ τὴν πρωτοφανῆ αὐτὴν καὶ μοναδικὴν ἑνότητα,
ἠγάπησες αὐτούς, ὅπως ἠγάπησες ἐμέ. ὅτι σὺ μὲ ἀπέστειλες. Ὅσοι δὲ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ κόσμου θὰ

158/192
προσελκύωνται εἰς τὴν πίστιν, 0ά αἰσθάνωνται ἐκ πείρας ὅτι
ἠγάπησας αὐτούς, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἐνωμένοι μαζί μου, ὅπως

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


ἠγάπησας ἐμέ.
17,24 Πάτερ, οὖς δέδωκάς 24 Πάτερ, θέλω ἐκεῖνοι τοὺς ὁποίους μοῦ 24 Πάτερ, ἐκεῖνοι τοὺς ὁποίους μοῦ ἔχεις δώσει, θέλω, ὅπου εἶμαι
μοι, θέλω ἵνα ὅπου εἰμὶ ἐγὼ ἔχεις δώσει, νὰ εἶναι μαζῆ μου ὅπου εἶμαι ἐγώ, νὰ εἶναι καὶ αὐτοὶ μαζί μου, διὰ νὰ βλέπουν καὶ ἀπολαμβάνουν
κἀκεῖνοι ὦσι μετ' ἐμοῦ, ἵνα ἐγώ, διὰ νὰ βλέπουν καὶ ἀπολαμβάνουν τὴν τὴν δόξαν μου, τὴν ὁποίαν μοῦ ἔδωκες ἀϊδίως, διότι μὲ ἠγάπησας
θεωρῶσι τὴν δόξαν τὴν ἐμὴν δόξαν μου τὴν ὁποίαν προαιωνίως μοῦ ἔχεις προτοῦ νὰ θεμελιωθῇ ὁ κόσμος, καὶ ἡ ἀγάπη σου αὐτὴ ἀποτελεῖ
ἣν δέδωκάς μοι, ὅτι δώσει, διότι μὲ ἔχεις ἀγαπήσει πρὸ πάντων συγχρόνως καὶ τὴν δόξαν μου.
ἠγάπησάς με πρὸ καταβολῆς τῶν αἰώνων, πρὶν νὰ τεθοῦν τὰ θεμέλια τοῦ
κόσμου. κόσμου.
17,25 Πάτερ δίκαιε, καὶ ὁ 25 Πάτερ δίκαιε, μολονότι ὁ κόσμος, ἐξ 25 Πάτερ δίκαιε, ἂν καὶ ὁ κόσμος δὲν σὲ ἐγνώρισε λόγῳ τῆς
κόσμος σε οὐκ ἔγνω, ἐγὼ δὲ αἰτίας τῆς κακότητός του, δὲν σὲ ἐγνώρισε, θεληματικῆς του τυφλώσεως, ἐγὼ ὅμως καὶ ὡς ἄνθρωπος ἔχω τὴν
σε ἔγνων, καὶ οὗτοι ἔγνωσαν ἐγὼ ὅμως καὶ ὡς ἄνθρωπος σὲ ἐγνώρισα ἀληθῆ γνῶσιν περὶ σοῦ, εἰς βαθμὸν ποὺ κανένας ἄλλος δὲν τὴν ἔχει.
ὅτι σὺ μὲ ἀπέστειλας· σαφῶς εἰς βαθμόν, εἰς τὸν ὁποῖον κανένας Καὶ αὐτοί, ποὺ εἶναι μαθηταί μου, ἐγνώρισαν, ὅτι σὺ μὲ ἀπέστειλας
ἄλλος ἄνθρωπος οὔτε σὲ ἐγνώρισε οὔτε θὰ καὶ δι’ αὐτὸ κατέστησαν ἄξιοι τῆς ἀγάπης σου καὶ τῶν δωρεῶν, τὰς
σὲ γνωρίσῃ. Καὶ αὐτοὶ ἀκούοντες τὴν ὁποίας δι’ αὐτοὺς δικαίως σοῦ ζητῶ.
διδασκαλίαν μου καὶ βλέποντες τὰ ἔργα μου
ἐπληροφορήθησαν πλέον σαφῶς καὶ
ἐπίστευσαν, ὅτι σὺ μὲ ἀπέστειλες εἰς τὸν
κόσμον καὶ διὰ τοῦτο εἶναι ἄξιοι τῆς
πατρικῆς σου στοργῆς καὶ προστασίας.
17,26 καὶ ἐγνώρισα αὐτοῖς τὸ 26 Καὶ ἐγὼ ἐγνωστοποίησα εἰς αὐτοὺς τὸ 26 Καὶ κατέστησα γνωστὸν εἰς αὐτοὺς τὸ ὅνομά σου καὶ θὰ τοὺς τὸ
ὄνομά σου καὶ γνωρίσω, ἵνα ὄνομά σου καὶ διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος θὰ καταστήσω γνωστότερον εἰς τὸ μέλλον διὰ τῆς ἐκχύσεως τοῦ Ἁγίου
ἡ ἀγάπη ἣν ἠγάπησάς με ἐν τοὺς τὸ κάμω ἀκόμη περισσότερον γνωστόν, Πνεύματος, ὥστε νὰ γίνουν ἀκόμη περισσότερον ἄξιοι τῆς ἀγάπης
αὐτοῖς ᾖ, κἀγὼ ἐν αὐτοῖς. ὥστε ἡ ἄπειρος ἀγάπη, μὲ τὴν ὁποίαν μὲ σου. Καὶ ἔτσι ἡ ἀγάπη, μὲ τὴν ὁποίαν μὲ ἠγάπησες ἀϊδίως, νὰ εἶναι
ἔχεις ἀγαπήσει, νὰ εἶναι μέσα εἰς τὰς ψυχάς μέσα εἰς τὰς καρδίας των καὶ νὰ αἰσθάνωνται εἰς τὰ βάθη τους, ὅτι
των καὶ νὰ αἰσθάνωνται καθαρώτατα, ὅτι τοὺς ἀγαπᾷς, ὡς μέλη ἰδικά μου, ἀφοῦ διὰ τῆς νέας ζωῆς, τὴν ὁποίαν

159/192
ἐγὼ εἶμαι μέσα εἰς τὸν καθένα ἀπὸ αὐτοὺς θὰ ζοῦν, θὰ εἶμαι μέσα τους καὶ ἐγὼ καὶ θὰ συναποτελοῦν ἓν σῶμα
καὶ εἰς ὅλους μαζῆ, ὥστε νὰ ἀποτελοῦν ἕνα μετ’ ἐμοῦ.

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


πνευματικὸν σῶμα μὲ ἐμέ».

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 18Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ


Αρχαίο Κείμενο Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
18,1 Ταῦτα εἰπὼν ὁ Ἰησοῦς 1 Αφοῦ εἶπεν αὐτὰ ὁ Ἰησοῦς, ἐβγῆκε μαζῆ 1 Αφοῦ εἶπεν αὐτὰ ὁ Ἰησοῦς, ἐβγῆκε μὲ τοὺς μαθητάς του ἔξω ἀπὸ
ἐξῆλθε σὺν τοῖς μαθηταῖς μὲ τοὺς μαθητάς του πέραν ἀπὸ τὸν τὴν πόλιν τῶν Ἱεροσολύμων, εἰς κάποιο μέρος πέραν ἀπὸ τὸν
αὐτοῦ πέραν τοῦ χειμάρρου χείμαρρον τῶν Κέδρων, ὅπου ὑπῆρχε κῆπος, ξεροπόταμον τῶν Κέδρων, ὅπου ἦτο κῆπος, εἰς τὸν ὁποῖον ἐμβῆκεν
τῶν Κέδρων, ὅπου ἦν κῆπος, εἰς τὸν ὁποῖον εἰσῆλθαν αὐτὸς καὶ οἱ αὐτὸς καὶ οἱ μαθηταί του.
εἰς ὃν εἰσῆλθεν αὐτὸς καὶ οἱ μαθηταί του.
μαθηταὶ αὐτοῦ.
18,2 Ἦδει δὲ καὶ Ἰούδας ὁ 2 Ἐγνώριζε δὲ καὶ ὁ Ἰούδας, ὁ προδότης, 2 Ἤξευρε δὲ καὶ ὁ Ἰούδας, ὁ ὁποῖος τὸν παρέδιδε τότε εἰς τοὺς
παραδιδοὺς αὐτὸν τὸν τόπον, αὐτὸν τὸν τόπον, διότι πολλὲς φορὲς μαζῆ σταυρωτάς του, τὸν τόπον αὐτόν, διότι πολλὰς φορὰς ἦλθεν ἐκεῖ καὶ
ὅτι πολλάκις συνήχθη καὶ ὁ μὲ τοὺς μαθητάς του ὁ Ἰησοῦς εἶχεν ἔλθει ὁ Ἰησοῦς μαζὶ μὲ τοὺς μαθητάς του.
Ἰησοῦς ἐκεῖ μετὰ τῶν ἐκεῖ.
μαθητῶν αὐτοῦ.
18,3 Ὁ οὖν Ἰούδας λαβὼν τὴν 3 Ὁ Ἰούδας, λοιπόν, ἀφοῦ ἐπῆρε μαζῆ του τὸ 3 Ἐφ’ ὅσον λοιπὸν ὁ Ἰούδας ἐγνώριζε τὸν τόπον τοῦτον καὶ
σπεῖραν καὶ ἐκ τῶν ἀρχιερέων ρωμαϊκὸν στραιωτικὸν ἀπόσπασμα καὶ ὑπελόγισεν, ὅτι ἐκεῖ θὰ εὕρισκε τὸν Ἰησοῦν, ἀφοῦ ἐπῆρε μαζί του τὸν
καὶ Φαρισαίων ὑπηρέτας ὑπηρέτας ἀπὸ τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ λόχον τῶν Ρωμαίων στρατιωτῶν καὶ ὑπηρέτας ἀπὸ τοὺς ἀρχιερεῖς
ἔρχεται ἐκεῖ μετὰ φανῶν καὶ Φαρισαίους, ἦλθε ἐκεῖ μὲ φανάρια καὶ καὶ Φαρισαίους, ἦλθεν ἐκεῖ μὲ φανάρια καὶ λαμπάδας καὶ ὅπλα,
λαμπάδων καὶ ὅπλων. λαμπάδες καὶ ὅπλα. ὥστε ἡ διαφυγῆ τοῦ Ἰησοῦ ὑπὸ τὸ σκότος νὰ προληφθῇ καὶ πᾶσα
ἔνοπλος ἀντίστασις νὰ ἐκμηδενισθῇ.
18,4 Ἰησοῦς οὖν εἰδὼς πάντα 4 Ὁ Ἰησοῦς, λοιπόν, γνωρίζων ὅλα ἐκεῖνα, 4 Ὅταν λοιπὸν ἐκεῖνοι ἔφθασαν ἐκεῖ, ὁ Ἰησοῦς γνωρίζων ὡς
τὰ ἐρχόμενα ἐπ' αὐτόν, ποὺ ἔμελλαν νὰ συμβοῦν εἰς αὐτόν, Θεάνθρωπος ὅλα ἐκεῖνα, ποὺ ἔμελλον νὰ τοῦ συμβοῦν, ἐβγῆκεν ἀπὸ

160/192
ἐξελθὼν εἶπεν αὐτοῖς· τίνα ἐβγῆκεν ἔξω ἀπὸ τὸν κῆπον καὶ εἶπεν εἰς τὸν κῆπον καὶ προχωρήσας ἀτάραχος καὶ ἀποφασιστικὸς τοὺς εἶπε·
ζητεῖτε; αὐτούς· «Ποῖον ζητεῖτε;» Ποῖον ζητεῖτε;

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


18,5 Ἀπεκρίθησαν αὐτῷ· 5 Τοῦ ἀπήντησαν ἐκεῖνοι· «Ἰησοῦν τὸν 5 Ἀπεκρίθησαν εἰς αὐτὸν ἐκεῖνοι· Ἰησοῦν τὸν Ναζωραῖον. Λέγει εἰς
Ἰησοῦν τὸν Ναζωραῖον. Λέγει Ναζωραῖον». Λέγει εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Ἐγὼ εἶμαι ὁ Ἰησοῦς, τὸν ὁποῖον ζητεῖτε. Ἐστέκετο
αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἐγώ εἰμι. «ἐγὼ εἶμαι». Μαζῆ δὲ μὲ αὐτοὺς ἐστέκετο δὲ μαζί τους καὶ ὁ Ἰούδας ὁ προδότης του.
Εἰστήκει δὲ καὶ Ἰουδας ὁ καὶ ὁ Ἰούδας, ὁ προδότης.
παραδιδοὺς αὐτὸν μετ' αὐτῶν.
18,6 Ὡς οὖν εἶπεν αὐτοῖς ὅτι 6 Ὅταν, λοιπόν, εἶπεν εἰς αὐτούς, ὅτι ἐγὼ 6 Ἅμα λοιπὸν τοὺς εἶπε, ὅτι ἐγὼ εἶμαι, κυριευθέντες ἀπὸ φόβον πρὸ
ἐγώ εἰμι, ἀπῆλθον εἰς τὰ εἶμαι, ἐκεῖνοι καταπτοημένοι τῆς θείας δυνάμεώς του ὠπισθοχώρησαν καὶ ἔπεσαν χάμω.
ὀπίσω καὶ ἔπεσον χαμαί. ὠπισθοχώρησαν καὶ ἔπεσαν κάτω.
18,7 Πάλιν οὖν αὐτοὺς 7 Πάλιν, λοιπόν, τοὺς ἠρώτησε· «ποῖον 7 Ἐπειδὴ λοιπὸν αὐτοὶ παρέμενον ἀναποφάσιστοι καὶ ἀδρανεῖς,
ἐπηρώτησε· τίνα ζητεῖτε; Οἱ δὲ ζητεῖτε;» Ἐκεῖνοι εἶπον· «Ἰησοῦν τὸν πάλιν τοὺς ἠρώτησεν ὁ Ἰησοῦς· Ποῖον ζητάτε; Αὐτοὶ δὲ εἶπον· Ἰησοῦν
εἶπον· Ἰησοῦν τὸν Ναζωραῖον. Ναζωραῖον». τὸν Ναζωραῖον.
18,8 Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· εἶπον 8 Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς· «σᾶς εἶπα ὅτι ἐγὼ 8 Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς· Σᾶς εἶπα, ὅτι ἐγὼ εἶμαι ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος.
ὑμῖν ὅτι ἐγώ εἰμι. Εἰ οὖν ἐμὲ εἶμαι· ἐάν, λοιπόν, ζητῆτε ἐμέ, ἀφήσατε Ἐὰν λοιπὸν ζητεῖτε ἐμέ, συλλάβετέ με, ἀλλ’ ἀφήσατε αὐτοὺς νὰ
ζητεῖτε, ἄφετε τούτους αὐτοὺς νὰ φύγουν». φύγουν.
ὑπάγειν·
18,9 ἵνα πληρωθῇ ὁ λόγος ὃν 9 Καὶ εἶπε τοῦτο, διὰ νὰ ἐξασφαλίσῃ τοὺς 9 Ἔτσι καὶ κατ’ αὐτὴν ἀκόμη τὴν στιγμὴν τῆς συλλήψεώς του ἔλαβεν
εἶπεν, ὅτι οὓς δέδωκάς μοι, μαθητάς του, καὶ νὰ ἐκπληρωθῇ ἀκόμη καὶ ὁ Ἰησοῦς μέτρα προστασίας ὑπὲρ τῶν μαθητῶν του, διὰ νὰ
οὐκ ἀπώλεσα ἐξ αὐτῶν ὁ λόγος, τὸν ὁποῖον πρὸ ὀλίγου εἶχεν εἴπει ἐπαληθεύσῃ ὁ λόγος, τὸν ὁποῖον εἶπε πρὸ ὀλίγου πρὸς τὸν Πατέρα
οὐδένα. εἰς τὸν Πατέρα του, ὅτι ἐκείνους τοὺς του, ὅτι ἀπὸ ἐκείνους ποὺ μοῦ ἔδωκες, δὲν ἔχασα ἀπὸ αὐτοὺς
ὁποίους μοῦ ἔδωκες τοὺς ἐπροφύλαξα καὶ κανένα, ἀλλὰ τοὺς ἐπροστάτευσα καὶ τοὺς ἐφύλαξα τόσον ἀπὸ τοὺς
δὲν ἐχάθηκε κανένας ἀπὸ αὐτούς. πνευματικούς, ὅσον καὶ ἀπὸ τοὺς σωματικοὺς κινδύνους.
18,10 Σίμων οὖν Πέτρος ἔχων 10 Ὅταν, λοιπόν, οἱ στρατιῶται συνῆλθον 10 Ὅταν λοιπὸν ἐκεῖνοι ἐπῆραν θάρρος ἀπὸ τοὺς λόγους αὐτοὺς τοῦ
μάχαιραν εἵλκυσεν αὐτήν, καὶ κάπως ἀπὸ τὸν φόβον των καὶ Ἰησοῦ καὶ ἐπροχώρουν νὰ τὸν συλλάβουν, ὁ Σίμων Πέτρος, ὁ ὁποῖος
ἔπαισε τὸν τοῦ ἀρχιερέως ἐπροχώρησαν, διὰ νὰ συλλάβουν τὸν συνέβη τὴν στιγμὴν ἐκείνην νὰ φέρῃ ἐπάνω του μάχαιραν, ἔσυρεν
δοῦλον καὶ ἀπέκοψεν αὐτοῦ Κύριον, ὁ Σίμων Πέτρος, ποὺ εἶχε κατὰ τὴν αὐτὴν καὶ ἐκτύπησε τὸν δοῦλον τοῦ ἀρχιερέως καὶ τοῦ ἔκοψε τὸ

161/192
τὸ ὠτίον τὸ δεξιόν· ἦν δὲ ὥραν ἐκείνην μάχαιραν, τὴν ἔσυρε καὶ δεξιὸν αὐτί. Ὠνομάζετο δὲ ὁ δοῦλος Μάλχος.
ὄνομα τῷ δούλῳ Μάλχος. ἐκτύπησε τὸν δοῦλον τοῦ ἀρχιερέως καὶ τοῦ

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


ἔκοψε τὸ δέξι αὐτί. Τὸ ὄνομα δὲ τοῦ δούλου
ἐκείνου ἦτο Μάλχος. (Ὁ ζῆλος τοῦ Πέτρου
τὸν παρέσυρε εἰς ἄκριτον καὶ ἐγκληματικὴν
πρᾶξιν. Ἄκριτον, διότι ἐξέθετε ἔτσι ἐνώπιον
τῶν Ρωμαίων, τὸν ἑαυτόν του, τοὺς
μαθητὰς καὶ τὸν Κύριον ὡς στασιαστάς.
Ἐγκληματικήν, διότι ἐστρέφετο κατὰ τῆς
ζωῆς τοῦ πλησίον, ἔστω καὶ ἐχθροῦ).
18,11 Εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς τῷ 11 Εἶπε ἀμέσως τότε ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸν 11 Ἀμέσως λοιπὸν μετὰ τὸ συμβὰν αὐτὸ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸν
Πέτρῳ· βάλε τὴν μάχαιραν εἰς Πέτρον· «βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην· Πέτρον· Βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην της. Τὸ ποτήριον τοῦ
τὴν θήκην· τὸ ποτήριον ὃ τὸ ποτήριον, τὸ ὁποῖον μοῦ ἔδωκε ὁ Πατήρ, παθήματός μου, τὸ ὁποῖον μοῦ ἔδωκεν ὁ Πατὴρ νὰ τὸ πίω, θέλεις σὺ
δέδωκέ μοι ὁ πατήρ, οὐ μὴ πίω θέλεις σὺ νὰ μὴ τὸ πίω;» νὰ τὸ ἀποφύγω καὶ νὰ μὴ τὸ πίω, παρακούων πρὸς τὸν Πατέρα μου;
αὐτό;
18,12 Ἡ οὖν σπεῖρα καὶ ὁ 12 Τότε, λοιπόν, τὸ στρατιωτικὸν 12 Κατόπιν λοιπὸν τῶν παρατηρήσεων τούτων τοῦ Ἰησοῦ πρὸς τὸν
χιλίαρχος καὶ οἱ ὑπηρέται τῶν ἀπόσπασμα καὶ ὁ χιλίαρχος καὶ οἱ ὑπηρέται Πέτρον κάθε ἀντίστασις ὑπεχώρησε καὶ ὁ λόχος τῶν Ρωμαίων
Ἰουδαίων συνέλαβον τὸν τῶν Ἰουδαίων ἔπιασαν τὸν Ἰησοῦν καὶ τὸν στρατιωτῶν καὶ ὁ χιλίαρχος, ὁ ἀξιωματικός των, καὶ οἱ κλητῆρες τῶν
Ἰησοῦν καὶ ἔδησαν αὐτόν, ἔδεσαν. Ἰουδαίων συνέλαβον τὸν Ἰησοῦν καὶ τὸν ἔδεσαν.
18,13 καὶ ἀπήγαγον αὐτὸν 13 Καὶ τὸν ἐπῆγαν δεμένον πρῶτον πρὸς 13 Καὶ τὸν ἐπῆγαν πρῶτον πρὸς τὸν Ἄνναν, ὁ ὁποῖος εἶχε μεγάλην
πρὸς Ἀνναν πρῶτον· ἦν γὰρ τὸν Ἄνναν, τὸν καθῃρημένον ἀρχιερέαν, ἐπιρροὴν ἐπὶ τοῦ ἀρχιερέως, διότι ὅχι μόνον διετέλεσεν ἄλλοτε καὶ
πενθερὸς τοῦ Καϊάφα, ὃς ἦν ἀλλὰ πάρα πολὺ ἰσχυρόν, διότι ἦτο καὶ αὐτὸς ἀρχιερεύς, ἀλλὰ καὶ ἦτο πενθερὸς τοῦ Καϊάφα, ὁ ὁποῖος ἦτο
ἀρχιερεὺς τοῦ ἐνιαυτοῦ πενθερὸς τοῦ Καϊάφα, ὁ ὁποῖος ἦτο ἀρχιερεὺς τοῦ ἔτους ἐκείνου.
ἐκείνου. ἀρχιερεὺς κατὰ τὸ ἰστορικὸν ἐκεῖνο ἔτος.
18,14 Ἦν δὲ Καϊάφας ὁ 14 Ὁ δὲ Καϊάφας ἦτο ἐκεῖνος ποὺ εἶχε 14 Ἦτο δὲ ὁ Καϊάφας ἐκεῖνος, ποὺ συνεβούλευσε τοὺς Ἰουδαίους, ὅτι
συμβουλεύσας τοῖς Ἰουδαίοις συμβουλεύσει τοὺς Ἰουδαίους, ὅτι συμφέρει συμφέρει ἕνας ἄνθρωπος νὰ θανατωθῇ καὶ νὰ χαθῇ διὰ τὸ καλὸν
ὅτι συμφέρει ἕνα ἄνθρωπον πρὸς χάριν τοῦ λαοῦ νὰ θανατωθῇ καὶ χαθῇ τοῦ λαοῦ καὶ συνεπῶς ἐπόθει καὶ εἶχε προαποφασίσει ὁ ἄνθρωπος

162/192
ἀπολέσθαι ὑπὲρ τοῦ λαοῦ. ἔνας ἄνθρωπος, καὶ ὡς τέτοιον ἐννοῦσε τὸν αὐτὸς τὸν θάνατον τοῦ Ἰησοῦ.
Χριστόν, τοῦ ὁποίου τὸν φόνον, ἕνεκα τῆς

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


μοχθηρίας καὶ τοῦ φθόνου του, εἶχεν ἤδει
ἀποφασίσει.
18,15 Ἠκολούθει δὲ τῷ Ἰησοῦ 15 Ἀκολουθοῦσε δὲ τὸν Ἰησοῦν ὁ Σίμων ὁ 15 Ἠκολούθει δὲ τὸν Ἰησοῦν ὁ Σίμων Πέτρος καὶ ὁ ἄλλος μαθητής,
Σίμων Πέτρος καὶ ὁ ἄλλος Πέτρος καὶ ὁ ἄλλος μαθητής, δηλαδὴ ὁ τὸν ὁποῖον ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς. Ὁ μαθητὴς δὲ ἐκεῖνος ἦτο γνωστὸς εἰς
μαθητής. Ὁ δὲ μαθητὴς Ἰωάννης. Ὁ δὲ μαθητὴς ἐκεῖνος ἦτο τὸν ἀρχιερέα καὶ δι’ αὐτὸ δὲν τὸν ἡμπόδισε κανεὶς καὶ ἐμβῆκεν
ἐκεῖνος ἦν γνωστὸς τῷ γνωστὸς εἰς τὸν ἀρχιερέα καὶ δι' αὐτὸ ἐλεύθερα μαζὶ μὲ τὸν Ἰησοῦν εἰς τὴν ἐσωτερικὴν αὐλὴν τοῦ σπιτιοῦ
ἀρχιερεῖ, καὶ συνεισῆλθε τῷ ἐμπῆκε μαζῆ μὲ τὸν Ἰησοῦν ἐλεύθερα εἰς τοῦ ἀρχιερέως.
Ἰησοῦ εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ τὴν αὐλὴν τοῦ ἀρχιερέως.
ἀρχιερέως·
18,16 ὁ δὲ Πέτρος εἰστήκει 16 Ὁ Πέτρος ὅμως, ἄγνωστος καθὼς ἦτο, 16 Ὁ Πέτρος ὅμως, ἐπειδὴ δὲν ἐπετρέπετο εἰς τὸν καθένα νὰ ἔμβῃ,
πρὸς τῇ θύρᾳ ἔξω. Ἐξῆλθεν ἐστέκετο ἔξω, κοντὰ εἰς τὴν θύραν, διότι δὲν ἔστεκεν ἔξω εἰς τὸν δρόμον, κοντὰ εἰς τὴν ἐξώπορταν. Ἐβγῆκε
οὖν ὁ μαθητὴς ὁ ἄλλος, ὃς ἦν ἐπετρέπετο ἡ εἴσοδος. Ἐβγῆκε τότε ἔξω εἰς λοιπὸν ὁ μαθητὴς ὁ ἄλλος, ὁ γνωστὸς εἰς τὸν ἀρχιερέα, καὶ εἶπεν εἰς
γνωστὸς τῷ ἀρχιερεῖ, καὶ εἶπε τὴν πόρτα ὁ ἄλλος μαθητής, ὁ ὁποῖος ἦτο τὴν θυρωρὸν καὶ ἐπέτρεψεν ἐκείνη εἰς τὸν Πέτρον νὰ ἔμβῃ εἰς τὴν
τῇ θυρωρῷ, καὶ εἰσήγαγε τὸν γνωστὸς εἰς τὸν ἀρχιερέα, ὡμίλησε εἰς τὴν αὐλήν.
Πέτρον. θυρωρὸν καὶ ἐπέτρεψε ἐκείνη τὴν εἴσοδον
εἰς τὸν Πέτρον.
18,17 Λέγει οὖν ἡ παιδίσκη ἡ 17 Ἀλλὰ ἡ μικρὰ δούλη, ποὺ ἦτο θυρωρός, 17 Κατόπιν λοιπὸν τῆς συστάσεως αὐτῆς, ποὺ ἔκαμεν ὁ γνωστὸς ὡς
θυρωρὸς τῷ Πέτρῳ· μὴ καὶ σὺ καθὼς εἶδε τὸν Πέτρον, τοῦ λέγει· «μήπως ἀκόλουθος τοῦ Ἰησοῦ μαθητῆς, λέγει εἰς τὸν Πέτρον ἡ μικρὰ δούλη,
ἐκ τῶν μαθητῶν εἶ τοῦ καὶ σὺ εἶσαι ἀπὸ τοὺς μαθητὰς τοῦ ποὺ ἐφύλαττε τὴν πόρταν· Μήπως καὶ σὺ εἶσαι ἀπὸ τοὺς μαθητὰς
ἀνθρώπου τούτου; Λέγει ἀνθρώπου αὐτοῦ;» Ἀπήντησεν ἐκεῖνος· «δὲν τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ; Ἀπήντησεν ἐκεῖνος· Ὄχι, δὲν εἶμαι.
ἐκεῖνος· οὐκ εἰμί. εἶμαι».
18,18 Εἰστήκεισαν δὲ οἱ δοῦλοι 18 Ἐστέκοντο δὲ οἱ δοῦλοι καὶ οἱ ὑπηρέται, 18 Ἐστέκοντο δὲ ἐκεῖ οἱ δοῦλοι καὶ οἱ κλητῆρες, οἱ ὁποῖοι εἶχον
καὶ οἱ ὑπηρέται ἀνθρακιὰν ποὺ εἶχαν ἑτοιμάσει ἀνθρακιάν, σωρὸν ἑτοιμάσει ἀπὸ χωνεμένα ξύλα σωρὸν ἀπὸ κάρβουνα ἀναμένα, διότι
πεποιηκότες, ὅτι ψῦχος ἦν, ἀναμμένα κάρβουνα, διότι ἔκανε κρύο καὶ ἦτο ψῦχος, καὶ ἐζεσταίνοντο. Μαζί τους δὲ ἔστεκε καὶ ὁ Πέτρος καὶ
καὶ ἐθερμαίνοντο· ἦν δὲ μετ' ἐζεσταίνοντο. Ἔστεκε δὲ μαζῆ τους καὶ ὁ ἐζεσταίνετο.

163/192
αὐτῶν ὁ Πέτρος ἑστὼς καὶ Πέτρος καὶ ἐζεσταίνετο.
θερμαινόμενος.

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


18,19 Ὁ οὖν ἀρχιερεὺς 19 Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ ἀρχιερεὺς ἠρώτησε τὸν 19 Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ Ἰησοῦς ὑπεβλήθη εἰς ἀνάκρισιν. Ὁ ἀρχιερεὺς
ἠρώτησε τὸν Ἰησοῦν περὶ τῶν Ἰησοῦν διὰ τοὺς μαθητάς του, ποῖοι ἦσαν λοιπὸν ἠρώτησεν αὐτὸν πρῶτον μὲν διὰ τοὺς μαθητάς του ζητῶν νὰ
μαθητῶν αὐτοῦ καὶ τῆς καὶ διατὶ τὸν ἀκολουθοῦσαν, καὶ διὰ τὴν μάθῃ ποῖοι ἦσαν οὗτοι καὶ διατὶ τὸν ἠκολούθησαν, ἔπειτα δὲ καὶ διὰ
διδαχῆς αὐτοῦ. διδασκαλίαν του. τὴν διδασκαλίαν του, ἐξετάζων ἐὰν αὐτὴ συνεφώνει πρὸς τὸν νόμον
καὶ πρὸς τὰς παραδόσεις.
18,20 Ἀπεκρίθη αὐτῷ αὐτῷ ὁ 20 Ἀπήντησε εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς· «ἐγὼ 20 Εἰς τὰ ἐρωτήματα δὲ τοῦ ἀρχιερέως ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν·
Ἰησοῦς· ἐγὼ παρρησίᾳ φανερὰ ὡμίλησα εἰς τοὺς ἀνθρώπους· ἐγὼ Ἐγὼ φανερὰ ὡμίλησα εἰς τὰ πλήθη τῶν ἀνθρώπων· ἐγὼ πάντοτε
ἐλάλησα τῷ κόσμῳ· ἐγὼ πάντοτε ἐδίδαξα εἰς τὰς συναγωγὰς καὶ εἰς ἐδίδαξα εἰς μέρη δημόσια, εἰς τὴν συναγωγὴν καὶ εἰς τὸ ἱερόν, ὅπου
πάντοτε ἐδίδαξα ἐν τὰς αὐλὰς τοῦ ναοῦ, ὅπου πάντοτε, πλήθη συναθροίζονται ὅλοι οἱ Ἰουδαῖοι, καὶ κρυφὰ δὲν εἶπα τίποτε.
συναγωγῇ καὶ ἐν τῷ ἱερῷ, Ἰουδαίων συγκεντρώνονται, καὶ κρυφὰ δὲν
ὅπου πάντοτε οἱ Ἰουδαῖοι εἶπα τίποτε.
συνέρχονται, καὶ ἐν κρυπτῷ
ἐλάλησα οὐδέν.
18,21 Τί μὲ ἐπερωτᾶς; 21 Διατὶ ἐρωτᾷς ἐμέ; Ρώτησε ἐκείνους, ποὺ 21 Διατὶ ἐρωτᾷς καὶ ἀνακρίνεις ἐμέ; Ἐρώτησε ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι μὲ
Ἐπερώτησον τοὺς ἀκηκοότας μὲ ἄκουσαν νὰ σοῦ εἴπουν, τί τοὺς ἐδίδαξα. ἔχουν ἀκούσει, τί ἐκήρυξα εἰς αὐτούς. Ἰδού, αὐτοὶ γνωρίζουν καλὰ
τί ἐλάλησα αὐτοῖς· ἴδε οὗτοι Ἰδοὺ αὐτοὶ γνωρίζουν ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα εἶπα ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα εἶπα ἐγώ.
οἴδασιν ἃ εἶπον ἐγώ. ἐγώ».
18,22 Ταῦτα δὲ αὐτοῦ εἰπόντος 22 Ὅταν δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτά, ἕνας ἀπὸ 22 Ὅταν δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπε ταῦτα, ἕνας ἀπὸ τοὺς κλητῆρας, ποὺ
εἰς τῶν ὑπηρετῶν τοὺς ὑπηρέτας, ποῦ ἐστέκετο κοντά του, ἔστεκε πλησίον, ἔδωκε ράπισμα εἰς αὐτὸν καὶ εἶπε· Μὲ τέτοιαν
παρεστηκὼς ἔδωκε ράπισμα κατάφερε ράπισμα ἐναντίον τοῦ Ἰησοῦ γλῶσσαν ὁμιλεῖς καὶ ἀποκρίνεσαι εἰς τὸν ἀρχιερέα;
τῷ Ἰησοῦ εἰπών· οὕτως λέγων· «μὲ αὐτὸν τὸν ἀσεβῆ τρόπον
ἀποκρίνῃ τῷ ἀρχιερεῖ; ἀπαντᾷς εἰς τὸν ἀρχιερέα;»
18,23 Ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ 23 Τοῦ ἀπήντησεν ὁ Ἰησοῦς· «ἐὰν κακῶς 23 Ἀπεκρίθη εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς· Ἐὰν ὡμίλησα κακῶς, ἀπόδειξε μὲ
Ἰησοῦς· εἰ κακῶς ἐλάλησα, ὡμίλησα, μαρτύρησε ἐδῶ ἐνώπιον τοῦ κανονικὴν ἐνώπιον τοῦ δικαστηρίου μαρτυρίαν τὸ κακὸν τοῦτο. Ἐὰν
μαρτύρησον περὶ τοῦ κακοῦ· δικαστηρίου διὰ τὸ κακὸν αὐτό. Ἐὰν ὅμως ὅμως ὡμίλησα καλῶς, διατὶ μὲ δέρνεις;

164/192
εἰ δὲ καλῶς, τί μὲ δέρεις; καλὰ καὶ σωστὰ ἀπήντησα, διατὶ μὲ
δέρνεις;»

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


18,24 Ἀπεστειλεν αὐτὸν ὁ 24 Μὴ τολμῶν νὰ συνεχίσῃ τὴν ἀνάκρισιν ὁ 24 Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ Ἄννας ἐτελείωσε τὴν ἀνάκρισίν του καὶ κατόπιν
Ἀννας δεδεμένον πρὸς Ἄννας, ἔστειλε τὸν Ἰησοῦν δεμένον πρὸς τούτου ἀπέστειλε τὸν Ἰησοῦν δεμένον πρὸς Καϊάφαν τὸν ἀρχιερέα, ὁ
Καϊάφαν τὸν ἀρχιερέα. τὸν Καϊάφαν τὸν ἀρχιερέα. ὁποῖος ἑκατοικοῦσεν εἰς ἄλλο διαμέρισμα τῆς αὐτῆς οἰκίας.
18,25 Ἦν δὲ Σίμων Πέτρος 25 Ὁ δὲ Σίμων Πέτρος ἐξακολουθοῦσε νὰ 25 Ὁ Σίμων Πέτρος δὲ ἐξηκολούθει νὰ στέκεται κοντὰ εἰς τὴν φωτιὰ
ἑστὼς καὶ θερμαινόμενος. στέκεται κοντὰ εἰς τὴν φωτιὰ καὶ νὰ καὶ νὰ ζεσταίνεται. Τοῦ εἶπαν λοιπὸν μερικοὶ ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ
Εἶπον οὖν αὐτῷ· μὴ καὶ σὺ ἐκ ζεσταίνεται. Τοῦ εἶπαν τότε μερικοὶ ἀπὸ ἐζεσταίνοντο μαζί του· Μήπως εἶσαι καὶ σὺ ἀπὸ τοὺς μαθητάς του;
τῶν μαθητῶν αὐτοῦ εἶ; ἐκείνους ποὺ ἦσαν ἐκεῖ· «μήπως καὶ σὺ εἶσαι
ἀπὸ τοὺς μαθητὰς ἐκείνου;»
18,26 Ἠρνήσατο οὖν ἐκεῖνος 26 Ἠρνήθη τότε ὁ Πέτρος καὶ εἶπε· «δὲν 26 Ἠρνήθη ἐκεῖνος καὶ εἶπε· Δὲν εἶμαι. Λέγει τότε ἕνας ἀπὸ τοὺς
καὶ εἶπεν· οὐκ εἰμί. Λέγει εἰς εἶμαι». Τοῦ λέγει τότε ἕνας ἀπὸ τοὺς δούλους τοῦ ἀρχιερέως, ποὺ ἦτο συγγενὴς ἐκείνου, τοῦ ὁποίου ὁ
ἐκ τῶν δούλων τοῦ ἀρχιερέως, δούλους τοῦ ἀρχιερέως, συγγενὴς ἐκείνου Πέτρος ἀπέκοψε τὸ αὐτί· Δὲν σὲ εἶδα ἐγὼ εἰς τὸν κῆπον μαζί του;
συγγενὴς ὢν οὗ ἀπέκοψε τοῦ ὁποίου ὁ Πέτρος ἔκοψε τὸ αὐτί· «τί μᾶς
Πέτρος τὸ ὠτίον· οὐκ ἐγὼ σὲ λές; Ἐγὼ δὲν σὲ εἶδα εἰς τὸν κῆπον μαζῆ
εἶδον ἐν τῷ κήπῳ μετ' αὐτοῦ; του;»
18,27 Πάλιν οὖν ἠρνήσατο ὁ 27 Πάλιν λοιπὸν ἀρνήθηκε ὁ Πέτρος καὶ 27 Πάλιν λοιπὸν ἠρνήθη ὁ Πέτρος, καὶ ἀμέσως ἐλάλησε κάποιος
Πέτρος, καὶ εὐθέως ἀλέκτωρ ἀμέσως ἔνας πετεινὸς ἀλάλησε. πετεινός.
ἐφώνησεν.
18,28 Ἄγουσιν οὖν τὸν Ἰησοῦν 28 Ἀφοῦ, λοιπόν, οἱ ἀρχιερεῖς κατὰ τὴν 28 Ἀφοῦ λοιπὸν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ τὸ συνέδριον κατεδίκασαν εἰς
ἀπὸ τοῦ Καϊάφα εἰς τὸ νύκτα, καὶ τὸ συνέδριον ἀμέσως μὲ τὴν θάνατον τὸν Ἰησοῦν, τὸν ἔφεραν δεμένον ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ Καϊάφα
πραιτώριον· ἦν δὲ πρωΐ· καὶ ἀνατολὴν τοῦ ἡλίου, κατεδίκασαν τὸν εἰς τὸ μέρος, ποὺ ἔμενε καὶ ἐδίκαζεν ὁ πραίτωρ καὶ ἀντιπρόσωπος
αὐτοὶ οὐκ εἰσῆλθον εἰς τὸ Χριστὸν εἰς θάνατον, τὸν ἔφεραν δεμένον τῆς Ρώμης. Ἦτο δὲ πρωῒ καὶ αὐτοὶ δὲν ἐμβῆκαν εἰς τὸ πραιτώριον,
πραιτώριον, ἵνα μὴ εἰς τὸ πραιτώριον, ὅπου ἕμενε καὶ ἐδίκαζεν διὰ νὰ μὴ μολυνθοῦν ἀπὸ τὸ εἰδωλολατρικὸν σπίτι, ἀλλὰ νὰ εἶναι
μιανθῶσιν, ἀλλ' ἵνα φάγωσιν ὁ Ρωμαῖος ἡγεμών. Ἦτο δὲ πρωΐ. Καὶ αὐτοὶ καθαροὶ διὰ νὰ φάγουν τὸ βραδὺ τὸ δεῖπνον τοῦ Πάσχα.
τὸ πάσχα. δὲν ἐμπῆκαν εἰς τὸ πραιτώριον (εἰς τὸν
τόπον ποὺ τὸν θεωροῦσαν μολυσμένον,

165/192
διότι ἐκεῖ ἔμπαιναν εἰδωλολάτραι καὶ
ἐδικάζοντο ἐγκληματίαι) διὰ νὰ μὴ

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


μολυνθοῦν, ἀλλὰ νὰ μείνουν καὶ νὰ εἶναι
καθαροί, ὥστε νὰ φάγουν κατὰ τὸ βράδυ
αὐτὸ τῆς Παρασκευῆς τὸ πασχάλιον
δεῖπνον.
18,29 Ἐξῆλθεν οὖν ὁ Πιλᾶτος 29 Συγκαταβαίνων, λοιπόν, εἰς τὰς 29 Ἀφοῦ λοιπὸν οἱ Ἰουδαῖοι δὲν ἔμβαιναν εἰς τὸ πραιτώριον, ἐβγῆκεν
πρὸς αὐτοὺς καὶ εἶπε· τίνα προλήψεις των ὁ Πιλᾶτος, ἐβγῆκε πρὸς ἀπὸ αὐτὸ πρὸς αὐτοὺς ὁ Πιλᾶτος καὶ τοὺς εἶπε· Ποίαν κατηγορίαν
κατηγορίαν φέρετε κατὰ τοῦ αὐτοὺς καὶ τοὺς εἶπε· «ποίαν κατηγορίαν φέρνετε ἐναντίον τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ;
ἀνθρώπου τούτου; φέρνετε ἐναντίον αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου;»
18,30 Ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον 30 Ἀπήντησαν ἐκεῖνοι ἀορίστως καὶ εἶπαν· 30 Ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπαν εἰς αὐτόν· Ἐὰν δὲν ἦτο κακοποιὸς καὶ
αὐτῷ· εἰ μὴ οὗτος κακοποιός, «ἐὰν αὐτὸς δὲν ἦτο κακοποιός, δὲν θά σοῦ ἐπιβλαβὴς εἰς τὴν κοινωνίαν, δὲν θὰ σοῦ τὸν εἶχαμε παραδώσει.
οὐκ ἄν σοι παρεδώκαμεν τὸν εἴχαμε παραδώσει».
αὐτόν.
18,31 Εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ 31 Εἶπε τότε εἰς αὐτοὺς ὁ Πιλᾶτος· «ἐφ' ὄσον 31 Κατόπιν λοιπὸν τῆς ἀπαντήσεως αὐτῆς, μὲ τὴν ὁποῖαν ἐσκόπουν
Πιλᾶτος· λάβετε αὐτὸν ὑμεῖς δὲν καταθέτετε συγκεκριμένην κατηγορίαν νὰ προκαταλάβουν τὸν Πιλᾶτον διὰ νὰ δεχθῇ οὗτος ἄνευ ἄλλης
καὶ κατὰ τὸν νόμον ὑμῶν καὶ ἰσχυρίζεσθε κατὰ τρόπον ἀόριστον, ὅτι ἐξετάσεως τὴν ἐνοχὴν τοῦ Ἰησοῦ, ὁ Πιλᾶτος τοὺς εἶπε· Ἀφοῦ λοιπὸν
κρίνατε αὐτόν. Εἶπον οὖν εἶναι κακοποιός, παρέτέ τον σεῖς καὶ ἔχετε τὴν ἀξίωσιν νὰ εἶσθε μόνοι σεῖς δικασταὶ εἰς τὴν ὑπόθεσιν
αὐτῷ οἱ Ἰουδαῖοι· ἡμῖν οὐκ σύμφωνα μὲ τὸν νόμον σας δικάστε τον». αὐτήν, πάρετέ τον σεῖς καὶ σύμφωνα μὲ τὸν νόμον σας δικάσατέ τον.
ἔξεστιν ἀποκτεῖναι οὐδένα· Τοῦ εἶπαν τότε οἱ Ἰουδαῖοι· «ἡμεῖς τὸν Εἶπον λοιπὸν πρὸς αὐτὸν οἱ Ἰουδαῖοι· εἰς ἡμᾶς δὲν ἐπιτρέπεται νὰ
κρίνομεν ἄξιον θανάτου, ἀλλὰ δὲν ἔχομεν θανατώσωμεν κανένα.
τὸ δικαίωμα νὰ θανατώσωμεν διὰ σταυροῦ
κανένα, χωρὶς τὴν ἄδειαν τοῦ Ρωμαίου
ἡγεμόνος».
18,32 ἵνα ὁ λόγος τοῦ Ἰησοῦ 32 Τὰ εἶπαν δὲ αὐτά, διὰ νὰ ἐπαληθεύσῃ 32 Καὶ ἀνεγνώρισαν ἔτσι, ὅτι μόνον ὁ ἀντιπρόσωπος τῆς Ρώμης εἶχε
πληρωθῇ ὃν εἶπε σημαίνων πλήρως ὁ λόγος, τὸν ὁποῖον ὁ Ἰησοῦς εἶχεν δικαίωμα νὰ θανατώσῃ τὸν Ἰησοῦν, διὰ νὰ ἐπαληθεύσῃ ἐξ
ποίῳ θανάτῳ ἤμελλεν εἴπει, φανερώνων ἐκ τῶν προτέρων μὲ ὁλοκλήρου καὶ ἐπακριβῶς ὁ λόγος τοῦ Ἰησοῦ, τὸν ὁποῖον εἶπε,

166/192
ἀποθνῄσκειν. ποῖον εἶδος θανάτου ἔμελλε νὰ ἀποθάνῃ. δεικνύων ἐκ προτέρου μὲ ποῖον θάνατον ἔμελλε νὰ ἀποθάνῃ, ἤτοι
(Διότι οἱ Ρωμαῖοι κατεδίκαζαν εἰς σταυρικὸν μὲ θάνατον σταυρικόν, ὅπως οἱ Ρωμαῖοι ἐθανάτωναν τοὺς

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


θάνατον, ἐνῶ οἱ Ἑβραῖοι, σύμφωνα μὲ τοὺς καταδίκους των, καὶ ὅχι διὰ λιθοβολισμοῦ, ὅπως ἐσυνήθιζαν οἱ
νόμους των, καὶ ὅταν ἦσαν ἐλεύθερος λαός, Ἰουδαῖοι. Ἐν τῷ μεταξὺ οἱ Ἰουδαῖοι κατηγόρησαν τὸν Ἰησοῦν, ὅτι
κατεδίκαζαν εἰς τὸν διὰ λιθοβολισμοὺ ἐπεζήτει νὰ γίνῃ βασιλεύς.
θάνατον).
18,33 Εἰσῆλθεν οὖν εἰς τὸ 33 Εἰσῆλθεν πάλιν εἰς τὸ πραιτώριον ὁ 33 Ἐμβῆκε λοιπὸν πάλιν εἰς τὸ πραιτώριον ὁ Πιλᾶτος καὶ ἐφώναξεν
πραιτώριον πάλιν ὁ Πιλᾶτος Πιλᾶτος καὶ ἐκάλεσεν ἰδιαιτέρως τὸν ἰδιαιτέρως τὸν Ἰησοῦν καὶ τοῦ εἶπεν· Εἶσαι σὺ πράγματι ὁ βασιλεὺς
καὶ ἐφώνησε τὸ Ἰησοῦν καὶ Ἰησοῦν καὶ τοῦ εἶπε· «σὺ εἶσαι ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων;
εἶπεν αὐτῷ· σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων;»
τῶν Ἰουδαίων;
18,34 Ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ 34 Τοῦ ἀπήντησεν ὁ Ἰησοῦς· «Ἀπὸ τὸν 34 Τοῦ ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς· Ἀπὸ τὸν ἑαυτόν σου καὶ ἐξ ἰδίας
Ἰησοῦς· ἀφ' ἑαυτοῦ σὺ τοῦτο εὐατόν σου, ἀπὸ ἰδικήν σου διαπίστωσιν τὸ ἀντιλήψεως λέγεις αὐτό, ὥστε νὰ ἀποδίδῃς εἰς τὸν τίτλον τοῦ
λέγεις ἢ ἄλλοι σοι εἶπον περὶ λέγεις αὐτὸ ἢ ἄλλοι σοῦ τὸ εἶπαν, ὡς βασιλέως ἔννοιαν πολιτικὴν καὶ κοσμικήν, ἢ ἄλλοι σοῦ εἶπαν δι’ ἐμέ,
ἐμοῦ; κατηγορίαν ἐναντίον μου;» ὅτι διεξεδίκησα τὸ ἀξίωμα τοῦ βασιλέως Μεσσίου, ὁπότε πλέον ὁ
τίτλος βασιλεὺς ἔχει ἐντελῶς διαφορετικὴν ἔννοιαν;
18,35 Ἀπεκρίθη ὁ Πιλᾶτος· 35 Ἀπήντησεν ὁ Πιλᾶτος· «μήπως ἐγὼ εἶμαι 35 Ἀπεκρίθη ὁ Πιλᾶτος· Μήπως ἐγὼ εἶμαι Ἰουδαῖος, διὰ νὰ ἡξεύρω
μήτι ἐγὼ Ἰουδαῖός εἰμι; Τὸ Ἰουδαῖος, διὰ νὰ ἀνακατεύωμαι εἰς τὰ τᾶς ὑποθέσεις σας; Τὸ ἰδικόν σου ἔθνος καὶ οἱ ἀρχιερεῖς σὲ
ἔθνος τὸ σὸν καὶ οἱ ἀρχιερεῖς ζητήματα τῶν Ἑβραίων; Τὸ ἔθνος σου καὶ οἱ παρέδωκαν εἰς ἐμὲ ὡς ἔνοχον θανάτου. Τί ἔκαμες;
παρέδωκάν σε ἐμοί· τί ἀρχιερεῖς σὲ παρέδωκαν εἰς ἐμὲ ὡς ἔνοχον.
ἐποίησας; Τί ἔκαμες;»
18,36 Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· ἡ 36 Ἀπήντησεν ὁ Ἰησοῦς· «ἡ βασιλεία μου 36 Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς· Ἡ ἰδική μου βασιλεία δὲν προέρχεται ἀπὸ τὸν
βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἐστὶν ἐκ δὲν προέρχεται ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτόν. Ἐὰν κόσμον αὐτόν, οὔτε στηρίζεται ἐπὶ ἀνθρωπίνης θελήσεως ἢ
τοῦ κόσμου τούτου· εἰ ἐκ τοῦ ἦτο ἀπὸ τὸν κόσμον τοῦτον ἡ βασιλεία μου, κοσμικῆς δυνάμεως. Ἐὰν ἦτο ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτὸν ἡ βασιλεία μου,
κόσμου τούτου ἦν ἡ βασιλεία οἱ στρατιῶται μου θὰ ἀνελάμβαναν ἀγῶνα, οἱ ὑπηρέται μου θὰ ἔκαναν ἀγῶνα διὰ νὰ μὴ παραδοθῶ εἰς τοὺς
ἡ ἐμή, οἱ ὑπηρέται ἂν οἱ ἐμοὶ διὰ νὰ μὴ παραδοδῶ εἰς τοὺς Ἰουδαίους. Ἰουδαίους. Τώρα ὅμως βλέπεις καὶ σύ, ὅτι ἡ βασιλεία μου δὲν εἶναι
ἠγωνίζοντο, ἵνα μὴ παραδοθῶ Ἀλλὰ ἡ ἰδική μου βασιλικὴ ἐξουσία δὲν ἀπ’ ἐδῶ, ὅπως αἱ ἄλλαι βασιλεῖαι τοῦ κόσμου αὐτοῦ, ἀλλ’ ἀπὸ τὸν

167/192
τοῖς Ἰουδαίοις· νῦν δὲ ἡ προέρχεται ἀπὸ τοῦτον ἐδῶ τὸν κόσμον οὐρανὸν καὶ δι’ αὐτὸ οὔτε δι’ ἐπαναστάσεως καὶ πολέμου
βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἐστὶν οὔτε στηρίζεται εἰς τὴν δύναμιν τῶν ἐπιβάλλεται, οὔτε τὴν δύναμιν τῆς βίας καὶ τῶν ὑλικῶν ὅπλων

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


ἐντεῦθεν. ὅπλων». χρησιμοποιεῖ
18,37 Εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ 37 Εἶπε τότε εἰς αὐτὸν ὁ Πιλᾶτος· «λοιπὸν 37 Κατόπιν λοιπὸν τῶν λόγων τούτων περὶ βασιλείας, εἶπε πρὸς
Πιλᾶτος· οὐκοῦν βασιλεὺς εἰ εἶσαι βασιλεύς;» Ἀπήντησεν ὁ Ἰησοῦς· αὐτὸν ὁ Πιλᾶτος· Εἶσαι λοιπὸν σὺ βασιλεύς; Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς· Τὸ
σύ; Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· σὺ «ὅπως καὶ σὺ τὸ λέγεις, εἶμαι βασιλεύς». εἶπες σύ, ὅτι ἐγὼ εἶμαι βασιλεύς. Δὲν εἶμαι ὅμως βασιλεὺς κοσμικός,
λέγεις ὅτι βασιλεύς εἰμι ἐγώ. Ἐγὼ δι' αὐτὸ ἐγεννήθηκα καὶ δι' αὐτὸ ἔχω ὅπως σὺ ἀντιλαμβάνεσαι τὸν βασιλέα. Ἐγὼ δι’ αὐτὸ ἐγεννήθηκα καὶ
Ἐγὼ εἰς τοῦτο γεγέννημαι καὶ ἔλθει εἰς τὸν κόσμον νὰ κηρύξω τὴν δι’ αὐτὸ ἦλθον εἰς τὸν κόσμον, διὰ νὰ ἀποκαλύψω καὶ κηρύξω τὴν
εἰς τοῦτο ἐλήλυθα εἰς τὸν ἀλήθειαν. Καὶ κάθε ἔνας ὁ ὁποῖος ἀλήθειαν καὶ δι’ αὐτῆς νὰ κατακτήσω πνευματικῶς τὸν κόσμον. Καὶ
κόσμον, ἵνα μαρτυρήσω τῇ αἰσθάνεται μέσα του διάθεσιν καὶ πόθον καθένας ποὺ ποθεῖ καὶ ἔχει διάθεσιν νὰ μάθῃ τὴν ἀλήθειαν, ἀκούει
ἀληθείᾳ. Πᾶς ὁ ὢν ἐκ τῆς διὰ τὴν ἀλήθειαν, ἀκούει, δέχεται καὶ μὲ κατανόησιν καὶ ἀποδοχὴν τὴν φωνὴν καὶ διδασκαλίαν μου καὶ
ἀληθείας ἀκούει μου τῆς ἐφαρμόζει τὴν διδασκαλίαν μου καὶ ἔτσι συμμορφούμενος πρὸς αὐτὴν γίνεται πολίτης τῆς πνευματικῆς καὶ
φωνῆς. γίνεται πολίτης τῆς οὐρανίου βασιλείας οὐρανίου βασιλείας μου.
μου».
18,38 Λέγει αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος· τί 38 Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Πιλᾶτος. «Τί εἶναι 38 Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Πιλᾶτος· Δὲν βαρυέσαι ! Τί εἶναι ἀλήθεια; Καὶ
ἐστιν ἀλήθεια; Καὶ τοῦτο ἀλήθεια; Καὶ ποιὸς μπορεῖ νὰ τὴν βρῇ;» Καὶ ποῖος μπορεῖ νὰ τὴν εὔρῃ; Καὶ ἀφοῦ εἶπεν αὐτό, χωρὶς νὰ περιμένῃ
εἰπὼν πάλιν ἐξῆλθε πρὸς τοὺς ἀφοῦ εἶπεν αὐτό, ἐβγῆκε πάλιν ἀπὸ τὸ ἀπάντησιν, ἐβγῆκε πάλιν ἀπὸ τὸ πραιτώριον πρὸς τοὺς Ἰουδαίους
Ἰουδαίους καὶ λέγει αὐτοῖς· πραιτώριον πρὸς τοὺς Ἑβραίους καὶ τοὺς καὶ τοὺς εἶπε· Δὲν ἡξεύρω, τί λέγετε σεῖς· Ἐγὼ δὲν εὑρίσκω καμμίαν
ἐγὼ οὐδεμίαν αἰτίαν εὑρίσκω εἶπε· «παρ' ὄλα ὅσα λέγετε σεῖς, ἐγὼ δὲν ἐνοχὴν εἰς αὐτόν.
ἐν αὐτῷ· εὑρίσκω καμμίαν ἐνοχὴν εἰς αὐτόν.
18,39 ἔστι δὲ συνήθεια ὑμῖν 39 Ὑπάρχει ὅμως ἕνα ἔθιμον εἰς σᾶς, νὰ 39 Ὑπάρχει ὅμως κάποιο ἔθιμον εἰς σᾶς, σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖον
ἵνα ἕνα ὑμῖν ἀπολύσω ἐν τῷ ἀπολύω κάθε πάσχα ἕνα κατάδικον πρὸς πρέπει νὰ σᾶς ἐλευθερώσω κατὰ τὴν ἑορτὴν τοῦ Πάσχα ἕνα ἀπὸ
πάσχα· βούλεσθε οὖν ὑμῖν χάριν σας. Θέλετε, λοιπόν, ἐφέτος νὰ τοὺς φυλακισμένους ἐγκληματίας. Θέλετε λοιπὸν νὰ σᾶς
ἀπολύσω τὸν βασιλέα τῶν ἀπολύσω πρὸς χάριν σας τὸν βασιλέα τῶν ἐλευθερώσω τὸν βασιλέα τῶν Ἰουδαίων;
Ἰουδαίων; Ἰουδαίων;»
18,40 Ἐκραύγασαν οὖν πάλιν 40 Ἐκραύγασαν τότε ὅλοι λέγοντες· «μὴ 40 Κατόπιν λοιπὸν τῆς προτάσεως αὐτῆς τοῦ Πιλάτου ἐφώναξαν
πάντες λέγοντες· μὴ τοῦτον, ἀπολύσῃς αὐτόν, ἀλλὰ τὸν Βαραββᾶν». πάλιν ὅλοι καὶ εἶπαν· Μὴ ἀπολύσῃς αὐτόν, ἀλλὰ τὸν Βαραββᾶν. Ὁ

168/192
ἀλλὰ τὸν Βαραββᾶν. Ἦν δὲ ὁ Ἦτο δὲ ὁ Βαραββᾶς, τὸν ὁποῖον Βαραββᾶς δὲ αὐτός, ποὺ ἐπροτίμησαν ἀπὸ τὸν Ἰησοῦν οἱ Ἰουδαῖοι,
Βαραββᾶς λῃστής. ἐπροτίμησαν ἀπὸ τὸν ἀπολύτως ἀθῶον καὶ ἦτο λῃστής.

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


εὐεργέτην των Ἰησοῦν, ληστὴς
καταδικασμένος.

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 19Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ


Αρχαίο Κείμενο Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
19,1 Τότε οὖν ἔλαβεν ὁ 1 Τότε, λοιπόν, ὁ Πιλᾶτος ἐπῆρε τὸν Ἰησοῦν 1 Κατόπιν λοιπὸν τῆς ἐπιμονῆς αὐτῆς τοῦ πλήθους, διὰ νὰ
Πιλᾶτος τὸν Ἰησοῦν καὶ ἀπ' ἐκεῖ ποὺ ἐστέκετο, τὸν παρέδωκε εἰς καταπραΰνῃ αὐτὸ ὁ Πιλᾶτος, ἐπῆρε τὸν Ἰησοῦν ἀπὸ τὸ μέρος, ποὺ
ἐμαστίγωσε. τοὺς στρατιώτας του καὶ διέταξε καὶ τὸν ἐστέκετο, καὶ ἔδωκε διαταγὰς εἰς τοὺς στρατιώτας καὶ τὸν
ἐμαστίγωσαν. ἐμαστίγωσαν γυμνωμένον.
19,2 Καὶ οἱ στρατιῶται 2 Καὶ μετὰ τὸ φρικτὸν μαστίγωμα οἱ 2 Καὶ ἐπὶ πλέον οἱ στρατιῶται, διὰ νὰ γελοιοποιήσουν τὰς βασιλικὰς
πλέξαντες στέφανον ἐξ στρατιῶται, διὰ νὰ τὸν γελοιοποιήσουν καὶ ἀξιώσεις τοῦ Ἰησοῦ, ἀφοῦ ἔπλεξαν στέφανον ἀπὸ ἀγκάθια, τὸν
ἀκανθῶν ἐπέθηκαν αὐτοῦ τῇ ἐξευτελίσουν, ὡς βασιλέαν τῶν Ἰουδαίων, ἔβαλαν ἀντὶ στέμματος βασιλικοῦ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς του, καὶ τὸν
κεφαλῇ, καὶ ἱμάτιον ἔπλεξαν ἀπὸ ἀγκάθια στεφάνι καὶ τὸ ἐνέδυσαν μὲ κόκκινον μανδύαν ἀντὶ αὐτοκρατορικῆς πορφύρας.
πορφυροῦν περιέβαλον αὐτόν. ἔβαλαν εἰς τὸ κεφάλι του, ὡς βασιλικὸν
τάχα στέμμα, καὶ τοῦ ἐφόρεσαν ἕνα
κόκκινο μανδύαν, ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ
φοροῦσαν οἱ στρατιῶται, ὡς βασιλικὴν
τάχα πορφύραν.
19,3 Καὶ ἔλεγον· χαῖρε ὁ 3 Καὶ ἔλεγαν εἰρωνικῶς· «χαῖρε, ὁ βασιλεὺς 3 Καὶ ἔλεγαν ἐμπαικτικῶς· Χαῖρε, ὡ βασιληᾶ τῶν Ἰουδαίων. Καὶ τοῦ
βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων· καὶ τῶν Ἰουδαίων». Καὶ τοῦ κατέφεραν ἔδιδαν ραπίσματα.
ἐδίδουν αὐτῷ ραπίσματα. ραπίσματα.
19,4 Ἐξῆλθον οὖν πάλιν ἔξω ὁ 4 Μετὰ τὴν μαστίγωσιν καὶ τὸν ἐμπαιγμὸν 4 Ἀφοῦ λοιπὸν ἡ μαστίγωσις καὶ ὁ ἐξευτελισμὸς ἐτελείωσαν, ἐβγῆκε
Πιλᾶτος καὶ λέγει αὐτοῖς· ἴδε ἐβγῆκεν πάλιν ἔξω ὁ Πιλᾶτος ἀπὸ τὸ πάλιν ὁ Πιλᾶτος ἔξω ἀπὸ τὸ πραιτώριον καὶ τοὺς εἶπεν· Ἰδοὺ σᾶς τὸν
ἄγω ὑμῖν αὐτὸν ἔξω, ἵνα πραιτώριον καὶ λέγει εἰς τοὺς Ἑβραίους· φέρνω ἔξω. Ἀρκετὰ τὸν ἐτιμωρήσαμεν πρὸς χάριν σας. Βεβαιωθῆτε,

169/192
γνῶτε ὅτι ἐν αὐτῷ οὐδεμίαν «ἰδού, σᾶς τὸν φέρνω ἔξω. Τὸν ἀνέκρινα μὲ ὅτι δὲν εὑρίσκω εἰς αὐτὸν κανὲν ἔγκλημα καὶ δὲν σκοπεύω νὰ τὸν
αἰτίαν εὑρίσκω. βασανιστήρια, τὸν ἐτιμώρησα πρὸς χάριν τιμωρήσω περισσότερον.

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


σας. Δὲν εὑρῆκα τίποτε τὸ ἔνοχον. Σᾶς τὸ
δηλώνω, ἐπισήμως, διὰ νὰ πεισθῆτε καὶ
σεῖς, ὅτι ἐγὼ δὲν εὑρίσκω εἰς αὐτὸν κανένα
ἔγκλημα καὶ μάλιστα ἄξιον θανάτου».
19,5 Ἐξῆλθον οὖν ὁ Ἰησοῦς 5 Ἐβγῆκε, λοιπόν, ὁ Ἰησοῦς ἔξω, φορῶν τὸν 5 Ἐβγῆκε λοιπὸν ἔξω ὁ Ἰησοῦς φορῶν τὸν ἀκάνθινον στέφανον καὶ
ἔξω φορῶν τὸν ἀκάνθινον ἀκάνθινον στέφανον καὶ τὸν κόκκινον τὸν κόκκινον μανδύαν.
στέφανον καὶ τὸ πορφυροῦν μανδύαν.
ἱμάτιον,
19,6 καὶ λέγει αὐτοῖς· ἴδε ὁ 6 Καὶ λέγει εἰς αὐτοὺς ὁ Πιλᾶτος· «ἰδού, ὁ 6 Καὶ λέγει πρὸς αὐτοὺς ὁ Πιλᾶτος· Ἴδε εἰς ποίαν ἀθλίαν κατάστασιν
ἄνθρωπος. Ὅτε οὖν εἶδον ἄνθρωπος. Ἴδετε εἰς ποίαν τραγικὴν κατήντησεν ὁ ἄνθρωπος ! Ὅταν λοιπὸν τὸν εἶδαν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ
αὐτὸν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ κατάστασιν τὸν ἔφερα πρὸς χάριν σας μὲ ὑπηρέται τοῦ συνεδρίου, ἐφώναξαν δυνατὰ καὶ εἶπαν· Σταύρωσε,
ὑπηρέται, ἐκραύγασαν τὸ μαστίγωμα καὶ τοὺς ἐμπαγμοὺς τῶν σταύρωσε αὐτόν. Λέγει εἰς αὐτοὺς ὁ Πιλᾶτος· Πάρτε τον σεῖς καὶ
λέγοντες· σταύρωσον στρατιωτῶν». Ὅταν ὅμως τὸν εἶδαν οἱ σταυρώσατέ τον· διότι ἐγὼ δὲν εὑρίσκω καμμίαν ἐνοχὴν εἰς αὐτὸν
σταύρωσον αὐτόν. Λέγει ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ὑπηρέται τοῦ συνεδρίου, καὶ δὲν ἡμπορῶ νὰ τὸν σταυρώσω.
αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· λάβετε ἀσυγκίνητοι ἀπὸ τὸ θέαμα τοῦ πάσχοντος
αὐτὸν ὑμεῖς καὶ σταυρώσατε· ἀθώου, ἐφώναξαν δυνατὰ μὲ μανίαν
ἐγὼ γὰρ οὐχ εὑρίσκω ἐν αὐτῷ λέγοντες· «σταύρωσέ τον, σταύρωσέ τον».
αἰτίαν. Τοὺς ἀπήντησε ὁ Πιλᾶτος· «πάρτε τον σεῖς
καὶ σταυρῶστε τον, διότι ἐγὼ δὲν εὑρίσκω
καμμίαν ἐνοχήν, ὥστε νὰ τὸν καταδικάσω
εἰς σταυρικὸν θάνατον».
19,7 Ἀπεκρίθησαν αὐτῷ οἱ 7 Τοῦ ἀπήντησαν οἱ Ἰουδαῖοι· «ἡμεῖς ἔχομεν 7 Ἐπειδὴ δὲ τὸ ρωμαϊκὸν κράτος συνήθιζε νὰ ἀναγνωρίζῃ τοὺς
Ἰουδαῖοι· ἡμεῖς νόμον ἔχωμεν, νόμον, τὸν ὁποῖον καὶ αὐτὸ τὸ ρωμαϊκὸν νόμους τῶν λαῶν, τοὺς ὁποίους ὑπεδούλωνεν, ὑπενθυμίζοντες τοῦτο
καὶ κατὰ τὸν νόμον ἡμῶν κράτος σέβεται, καὶ σύμφωνα μὲ τὸν νόμον εἰς τὸν Πιλᾶτον, ἀπεκρίθησαν εἰς αὐτὸν οἱ Ἰουδαῖοι· Ἡμεῖς ἔχομεν
ὀφείλει ἀποθανεῖν, ὅτι ἑαυτὸν μας πρέπει αὐτὸς νὰ πεθάνη, διότι ἔκαμε νόμον καὶ σύμφωνα μὲ τὸν νόμον μας πρέπει νὰ ἀποθάνῃ, διότι

170/192
Θεοῦ υἱὸν ἐποίησεν. τὸν εὐατόν του Υἱὸν Θεοῦ καὶ ἔδειξε ἔτσι ἔκαμε τὸν ἑαυτόν του υἱὸν τοῦ Θεοῦ καὶ ἔτσι ἐβλασφήμησε κατὰ τοῦ
θανάσιμον ἀσέβειαν κατὰ τοῦ Θεοῦ». Θεοῦ.

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


19,8 Ὅτε οὖν ἤκουσεν ὁ 8 Ὁ Πιλᾶτος, εἰδωλολάτρης καθὼς ἦτο καὶ 8 Ὅταν λοιπὸν ὁ Πιλᾶτος, ὁ ὁποῖος ὡς εἰδωλολάτρης ποὺ ἦτο,
Πιλᾶτος τοῦτον τὸν λόγον, ἐπίστευεν εἰς πολλοὺς θεοὺς καὶ τέκνα παρεδέχετο πολλοὺς θεοὺς καὶ ἡμιθέους, ἤκουσεν αὐτὸν τὸν λόγον,
μᾶλλον ἐφοβήθη, θεῶν, ὅταν ἤκουσε τὰ λόγια αὐτὰ τῶν ὅτι δηλαδὴ ὁ Ἰησοῦς ἐθεώρει τὸν ἑαυτόν του υἱὸν τοῦ Θεοῦ, ἐτρόμαξε
Ἑβραίων, ἐφοβήθη ἀκόμη περισσότερον. περισσότερον, φοβηθεῖς μήπως πράγματι ὁ Ἰησοῦς ἦτο υἱὸς κάποιου
θεοῦ καὶ διὰ τῆς δυνάμεώς του ἐξολοθρεύσῃ αὐτόν.
19,9 καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸ 9 Καὶ εἰσῆλθεν πάλιν εἰς τὸ πραιτώριον καὶ 9 Καὶ ἐμβῆκε πάλιν εἰς τὸ πραιτώριον καὶ εἶπεν εἰς τὸν Ἰησοῦν· Ἀπὸ
πραιτώριον πάλιν καὶ λέγει λέγει εἰς τὸν Ἰησοῦν· «ἀπὸ ποῦ εἶσαι σύ; ποὺ εἶσαι σύ; Κατάγεσαι ἀπὸ τὴν γῆν ἢ ἦλθες ἀπὸ τὸν οὐρανόν; Ὁ
τῷ Ἰησοῦ· πόθεν εἶ σύ; Ὁ δὲ Εἶσαι πράγματι παιδὶ θεοῦ;» Ὁ Ἰησοῦς Ἰησοῦς ὅμως δὲν τοῦ ἔδωκεν ἀπάντησιν.
Ἰησοῦς ἀπόκρισιν οὐκ ἔδωκεν ὅμως δὲν τοῦ ἔδωσε ἀπάντησιν.
αὐτῷ.
19,10 Λέγει οὖν αὐτῷ ὁ 10 Λέγει τότε εἰς αὐτὸν ὁ Πιλᾶτος· «εἰς ἐμὲ 10 Κατόπιν λοιπὸν τῆς σιωπῆς αὐτῆς εἶπεν εἰς αὐτὸν ὁ Πιλᾶτος· Εἰς
Πιλᾶτος· ἐμοὶ οὐ λαλεῖς; Οὐκ δὲν ὁμιλεῖς; Δὲν ξεύρεις ὅτι ἔχω ἐξουσίαν ἐμὲ δὲν ὁμιλεῖς; Δὲν ἡξεύρεις, ὅτι ἔχω ἐξουσίαν νὰ σὲ σταυρώσω καὶ
οἶδᾳς ὅτι ἐξουσίαν ἔχω νὰ σὲ σταυρώσω καὶ ἐξουσίαν ἔχω νὰ σὲ ἔχω ἐξουσίαν νὰ σὲ ἀφήσω ἐλεύθερον;
σταυρῶσαί σε καὶ ἐξουσίαν ἀφήσω ἐλεύθερον;»
ἔχω ἀπολῦσαί σε;
19,11 Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· οὐκ 11 Ἀπήντησεν ὁ Ἰησοῦς· «Δὲν θὰ εἶχες 11 Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς· Δὲν θὰ εἶχες καμμίαν ἐξουσίαν ἐναντίον μου,
εἶχες ἐξουσίαν οὐδεμίαν κατ' καμμίαν ἐξουσίαν ἐναντίον μου, ἐὰν τὸ ἐὰν δὲν σοῦ εἶχε δοθῆ ἡ ἐξουσία αὐτὴ ἀπ’ ἐπάνω, δηλαδὴ ἀπὸ τὸν
ἐμοῦ, εἰ μὴ ἦν σοι δεδομένον δικαστικὸν ἀξίωμα ποὺ κατέχεις σήμερα, Θεόν. Ἡ ἀνοχὴ τοῦ Θεοῦ σὲ κρατεῖ ἄρχοντα ἐπὶ τῆς δικαστικῆς
ἄνωθεν· διὰ τοῦτο ὁ δέν σοῦ ἦτο δοσμένο ἀπὸ τὸν Θεόν. Ἡ ἕδρας, καὶ ἐπεφύλαξεν εἰς σὲ νὰ μὲ δικάσῃς. Ἐπειδὴ δὲ ἡ ἐξουσία
παραδιδούς μέ σοι μείζονα ἀνοχὴ τοῦ Θεοῦ σὲ ἀφίνει δικαστὴν κατὰ αὐτὴ ἔχει δοθῆ εἰς σὲ ἀπὸ τὸν Θεόν, καὶ δὲν δύνασαι νὰ ἀποφύγῃς τὸ
ἁμαρτίαν ἔχει. τὰς ἡμέρας αὐτὰς καὶ εἶσαι ὑποχρεωμένος νὰ μὲ δικάσῃς, δι’ αὐτὸ ὁ Καϊάφας καὶ τὸ συνέδριον τῶν Ἰουδαίων, οἱ
νὰ μὲ δικάσῃς, ἀφοῦ μὲ ἔφεραν ἐμπρός σου ὁποῖοι μὲ παρέδωκαν ἐκ φθόνου καὶ μίσους εἰς σὲ καὶ σὲ πιέζουν νὰ
ὡς κατηγορούμενον οἱ Ἰουδαῖοι. Δι' αὐτὸ ὁ μὲ καταδικάσῃς, ἔχουν μεγαλυτέραν ἁμαρτίαν ἀπὸ σέ, ὁ ὁποῖος ἐκ
Καϊάφας καὶ τὸ συνέδριον τῶν Ἑβραίων, φόβου πρὸς αὐτοὺς καταχρᾶσαι τώρα τὴν ἐξουσίαν σου.
ποὺ ἀπὸ φθόνον μὲ παρέδωκαν εἰς τὰ

171/192
χέρια σου, ἔχουν μεγαλυτέραν ἐνοχήν ἀπὸ
σέ, ὁ ὁποῖος δὲν τολμᾷς νὰ ἀποδώσης

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


δικαιοσύνην».
19,12 Ἐκ τούτου ἐζήτει ὁ 12 Ἐκ τῆς ἀπαντήσεως αὐτῆς ἐταράχθη 12 Ἡ ἀπάντησις αὐτὴ τοῦ Ἰησοῦ κατέπληξε καὶ ἐθορύβησε τὸν
Πιλᾶτος ἀπολῦσαι αὐτόν· οἱ ἀκόμη περισσότερον ὁ Πιλᾶτος καὶ Πιλᾶτον καὶ ἕνεκα τούτου ἐπεδίωκε μὲ μεγαλυτέραν τώρα ἐπιμονὴν
δὲ Ἰουδαῖοι ἔκραζον λέγοντες· ἐζητοῦσε μὲ κάθε τρόπον νὰ τὸν ἀπολύσῃ. νὰ ἐλευθερώσῃ αὐτόν. Οἱ Ἰουδαῖοι ὅμως ἐφώναζαν δυνατὰ καὶ
ἐὰν τοῦτον ἀπολύσῃς, οὐκ εἰ Οἱ Ἰουδαῖοι ὅμως ἐφώναζαν δυνατὰ ἔλεγαν· Ἐὰν τὸν ἀφήσῃς ἐλεύθερον, δὲν εἶσαι φίλος τοῦ Καίσαρος.
φίλος τοῦ Καίσαρος. Πᾶς ὁ λέγοντες· «ἐὰν ἀπολύσῃς αὐτόν, δὲν εἶσαι Καθένας ποὺ κάνει τὸν ἑαυτόν του βασιλέα, ἀντιτίθεται καὶ
βασιλέα ἑαυτὸν ποιῶν φίλος τοῦ Καίσαρος. Κάθε ἕνας ποὺ κάνει ἐπαναστατεῖ κατὰ τοῦ Καίσαρος.
ἀντιλέγει τῷ Καίσαρι. τὸν εὐατόν του βασιλέα ἀντιτίθεται κατὰ
τοῦ Καίσαρος».
19,13 Ὁ οὖν Πιλᾶτος ἀκούσας 13 Ὁ Πιλᾶτος τότε, ὅταν ἤκουσε τὰ λόγια 13 Ὁ Πιλᾶτος λοιπὸν ὅταν ἤκουσε τοὺς τελευταίους τούτους λόγους,
τοῦτον τὸν λόγον ἤγαγεν ἔξω αὐτὰ τῶν Ἰουδαίων, ποὺ ἀποτελοῦσαν μὲ τοὺς ὁποίους οἱ Ἰουδαῖοι ἀνεγνώριζαν καθαρά, ὅτι βασιλέα των
τοῦτον τὸν λόγον ἤγαγεν ἔξω ἔμμεσον ἀπειλὴν ἐναντίον του, ἔφερε εἶχον τὸν Καίσαρα, ὠδήγησε τὸν Ἰησοῦν ἔξω ἀπὸ τὸ πραιτώριον καὶ
τὸν Ἰησοῦν, καὶ ἐκάθισεν ἐπὶ πάλιν ἔξω τὸν Ἰησοῦν καὶ αὐτὸς ἐκάθισεν αὐτὸς ἐκάθισε ἐπὶ τῆς δικαστικῆς του ἕδρας, ποὺ εἶχε τοποθετηθῇ
τοῦ βήματος εἰς τόπον εἰς τὴν δικαστικὴν ἔδραν, ποὺ εἶχε πρόχειρα εἰς τὸν τόπον, ὁ ὁποῖος ἦτο στρωμένος μὲ πέτρας καὶ
λεγόμενον Λιθόστρωτον, τοποθετηθῆ τὴν ὥραν ἐκείνην εἰς τόπον μωσαϊκὰ καὶ δι’ αὐτὸ ἐλέγετο εἰς μὲν τὴν ἑλληνικὴν γλῶσσαν
Ἐβραϊστὶ δὲ Γαββαθᾶ· λεγόμενον Λιθόστρωτον καὶ εἰς τὴν Λιθόστρωτον, εἰς τὴν ἑβραϊκὴν ὅμως ἐλέγετο λόγῳ τοῦ σχήματός του
ἑβραϊκὴν γλῶσσαν Γαββαθᾶ, δηλαδὴ Γαββαθᾶ, ἤτοι ὕψωμα.
ὕψωμα.
19,14 ἦν δὲ παρασκευὴ τοῦ 14 Ἡ ἡμέρα δὲ ἐκείνη ἦτο παραμονὴ διὰ 14 Ἦτο δὲ ἡ ἡμέρα τῆς παραμονῆς καὶ προετοιμασίας τοῦ Πάσχα,
πάσχα, ὥρα δὲ ὡσεὶ ἕκτη· καὶ τὴν προπαρασκευὴν καὶ προετοιμασίαν καὶ ἡ ὥρα ἦτο περίπου ἓξ ἀπὸ τῆς ἀνατολῆς τοῦ ἡλίου, δηλαδὴ
λέγει τοῖς Ἰουδαίοις· ἴδε ὁ τοῦ πάσχα. Ἡ ὥρα ἦτο ἓξ περίπου ἀπὸ τὴν μεσημβρία. Καὶ λέγει ὁ Πιλᾶτος πρὸς τοὺς Ἰουδαίους· Ἰδοὺ εἰς ποίαν
βασιλεὺς ὑμῶν. ἀνατολὴν τοῦ ἡλίου, δηλαδὴ μεσημέρι. Καὶ ἀθλιότητα καὶ καταφρόνησιν κατήντησεν ὁ βασιλεύς σας.
λέγει ὁ Πιλᾶτος εἰς τοὺς Ἰουδαίους· «ἰδού,
πὼς κατήντησεν ὁ βασιλεύς σας».
19,15 Οἱ δὲ ἐκραύγασαν· ἆρον 15 Αὐτοὶ δέ, σκληροκάρδιοι καὶ μὲ φονικὸν 15 Αὐτοὶ ὅμως ἀντὶ νὰ κινηθοῦν εἰς συμπάθειαν καὶ οἶκτον,

172/192
ἆρον, σταύρωσον αὐτόν. Λέγει μῖσος εἰς τὴν καρδιάν των, ἐκραύγασαν· ἐφώναζαν δυνατά· Πάρε τον, πάρε τον, νὰ μὴ τὸν βλέπωμεν·
αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· τὸν βασιλέα «πάρε τον ἀπὸ ἐδῶ ! Πάρε τον ἀπὸ τὰ μάτια σταύρωσέ τον. Λέγει εἰς αὐτοὺς ὁ Πιλᾶτος· Τὸν βασιλέα σας νὰ

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


ὑμῶν σταυρώσω; μας, νὰ μὴν τὸν βλέπωμε, σταύρωσέ τον, σταυρώσω; Ἀπεκρίθησαν οἱ ἀρχιερεῖς· Δὲν ἔχομεν βασιλέα ἄλλον
Ἀπεκρίθησαν οἱ ἀρχιερεῖς· οὐκ σταύρωσέ τον». Λέγει εἰς αὐτοὺς ὁ Πιλᾶτος· παρὰ μόνον τὸν Καίσαρα.
ἔχομεν βασιλέα εἰ μὴ «τὸν βασιλέα σας νὰ σταυρώσω;»
Καίσαρα. Ἀπήντησαν οἱ ἀρχιερεῖς καταπατοῦντες
τὴν θρησκευτικήν των πίστιν καὶ τὴν
ἐθνικήν των ἀξιοπρέπειαν· δὲν ἔχομεν
ἄλλον βασιλέα, παρὰ μόνον τὸν Καίσαρα».
19,16 Τότε οὖν παρέδωκεν 16 Τότε ὁ Πιλᾶτος ὑπεχώρησε εἰς τὸ τυφλὸν 16 Ὅταν λοιπὸν οἱ Ἰουδαῖοι ἠρνήθησαν ὄχι μόνον τὸν Μεσσίαν, ἀλλὰ
αὐτὸν αὐτοῖς ἵνα σταυρωθῇ. μῖσος ἐκείνων καὶ παρέδωκεν εἰς αὐτοὺς καὶ τὴν θεμελιώδη ἀρχὴν τῆς θεοκρατίας των, κατὰ τὴν ὁποίαν
τὸν Ἰησοῦν, διὰ νὰ σταυρωθῆ. βασιλεύς των ἦτο μόνον ὁ Θεός, τότε ὁ Πιλᾶτος παρέδωκε τὸν
Ἰησοῦν εἰς αὐτοὺς διὰ νὰ σταυρωθῇ.
19,17 Παρέλαβον δὲ τὸν 17 Ἐπῆραν οἱ στρατιῶται τὸν Ἰησοῦν καὶ 17 Παρέλαβον δὲ οἱ στρατιῶται τὸν Ἰησοῦν, καὶ τὸν ὠδήγησαν νὰ τὸν
Ἰησοῦν καὶ ἤγαγον· καὶ τὸν ὠδήγησαν εἰς τὸν τόπον τῆς σταυρώσουν. Καὶ αὐτὸς βαστάζων ἐπὶ τοῦ ὤμου τὸν σταυρόν του
βαστάζων τὸν σταυρὸν αὐτοῦ σταυρώσεως· καὶ αὐτὸς βαστάζων εἰς τὸν ἐβγῆκεν ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη τῆς πόλεως εἰς κάποιον τοποθεσίαν, ποὺ
ἐξῆλθεν εἰς τὸν λεγόμενον ὦμον του τὸν σταυρόν του ἐβγῆκεν ἔξω λέγεται Κρανίου τόπος καὶ εἰς τὴν ἑβραϊκὴν γλῶσσαν λέγεται
κρανίου τόπον, ὃς λέγεται ἀπὸ τὴν πόλιν καὶ ἦλθε εἰς τοποθεσίαν, Γολγοθᾶ.
Ἑβραϊστὶ Γολγοθᾶ, ποὺ λέγεται Κρανίου τόπος, Ἑβραϊκὰ δὲ
Γολγοθᾶ.
19,18 ὅπου αὐτὸν ἐσταύρωσαν, 18 Ἐκεῖ ἐσταύρωσαν αὐτὸν καὶ μαζῆ του 18 Ἐκεῖ ἐσταύρωσαν αὐτόν, καὶ μαζί του ἐσταύρωσαν ἄλλους δύο,
καὶ μετ' αὐτοῦ ἄλλους δύο ἐσταύρωσαν δύο ἄλλους, ἕνα ἀπὸ τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἓν μέρος τὸν ἕνα καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος τὸν ἄλλον, διὰ νὰ
ἐντεῦθεν καὶ ἐντεῦθεν, μέσον μέρος καὶ τὸν ἄλλον ἀπὸ τὸ ἄλλο, εἰς τὸ ἀτιμάσουν δὲ περισσότερον τὸν Ἰησοῦν ἔδωκαν εἰς αὐτὸν τὴν
δὲ τὸν Ἰησοῦν. μέσον δὲ τῶν δύο κακούργων ἔβαλαν τὸν πρωτεύουσαν εἰς τὸ μέσον τῶν δύο κακούργων θέσιν.
Ἰησοῦν, διὰ νὰ τὸν ἐξευτελίσουν
περισσότερον.
19,19 Ἔγραψε δὲ καὶ τίτλον ὁ 19 Ἔγραψε δὲ ὁ Πιλᾶτος καὶ ἐπιγραφὴν καὶ 19 Ἔγραψε δὲ καὶ ἐπιγραφὴν ὁ Πιλᾶτος καὶ ἔθεσεν αὐτὴν εἰς τὸ

173/192
Πιλᾶτος καὶ ἔθηκεν ἐπὶ τοῦ τὴν ἔβαλε εἰς τὸ ἐπάνω μέρος τοῦ σταυροῦ. ἐπάνω μέρος τοῦ σταυροῦ. Ἦτο δὲ γραμμένον εἰς τὴν ἐπιγραφήν·
σταυροῦ· ἦν δὲ γεγραμμένον· Ἦτο δὲ γραμμένον εἰς αὐτήν· «Ἰησοῦς ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος, ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων.

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος ὁ Ναζωραῖος, ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων».
βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων.
19,20 Τοῦτον οὖν τὸν τίτλον 20 Αὐτήν, λοιπόν, τὴν ἐπιγραφὴν πολλοὶ 20 Αὐτὴν λοιπὸν τὴν ἐπιγραφήν, ποὺ διεκήρυττεν, ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἦτο
πολλοὶ ἀνέγνωσαν τῶν ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους τὴν ἐδιάβασαν, διότι βασιλεὺς τοῦ νέου Ἰσραὴλ τῆς χάριτος, τὴν ἀνέγνωσαν πολλοὶ ἀπὸ
Ἰουδαίων, ὅτι ἐγγὺς ἦν τῆς ἦτο κοντὰ εἰς τὴν πόλιν ὁ τόπος ὅπου τοὺς Ἰουδαίους, διότι ὁ τόπος, ὅπου ἐσταυρώθη ὁ Ἰησοῦς, ἦτο
πόλεως ὁ τόπος ὅπου ἐσταυρώθη ὁ Ἰησοῦς. Καὶ ἦτο γραμμένη πλησίον τῆς πόλεως. Καὶ τὸ περιεχόμενον τῆς ἐπιγραφῆς ἦτο
ἐσταυρώθη ὁ Ἰησοῦς· καὶ ἦν ἑβραϊκά, ἑλληνικὰ καὶ ρωμαϊκά. γραμμένον εἰς τρεῖς γλώσσας, εἰς τὴν Ἑβραϊκήν, ποὺ ἦτο ἐθνικὴ
γεγραμμένον Ἑβραϊστί, γλῶσσα τῶν Ἑβραίων, εἰς τὴν Ἑλληνικήν, ποὺ ἦτο γλῶσσα διεθνής,
Ἑλληνιστί, Ρωμαϊστί. καὶ εἰς τὴν Ρωμαϊκήν, ποὺ ἦτο ἡ ἐπίσημος γλῶσσα τοῦ Κράτους. Ἔτσι
ἐδόθη εἰς τὸ περιεχόμενον τῆς ἐπιγραφῆς ὅσον τὸ δυνατὸν
μεγαλυτέρα δημοσιότης.
19,21 Ἔλεγον οὖν τῷ Πιλάτῳ 21 Οἱ ἀρχιερεῖς, ἐπειδὴ ἐθεώρησαν βαρεῖαν 21 Ἐπειδὴ λοιπὸν οἱ Ἀρχιερεῖς τῶν Ἰουδαίων ἐθεώρουν ὡς προσβολὴν
οἱ ἀρχιερεῖς τῶν Ἰουδαίων· μὴ προσβολήν των νὰ διακηρύσεται μὲ τὴν καὶ ὕβριν των νὰ λέγεται βασιλεύς των ἕνας σταυρωμένος, ἔλεγον
γράφε, ὁ βασιλεὺς τῶν ἐπιγραφὴν αὐτὴν βασιλεύς των ἔνας εἰς τὸν Πιλᾶτον· Μὴ γράφῃς: Ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων, ἀλλὰ γράφε,
Ἰουδαίων, ἀλλ' ὅτι ἐκεῖνος ἐσταυρωμένος, εἶπαν εἰς τὸν Πιλᾶτον· «μὴ ὅτι ἐκεῖνος εἶπεν· Εἶμαι βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων.
εἶπε, βασιλεύς εἰμι τῶν γράφεις ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων, ἀλλ' ὅτι
Ἰουδαίων. ἐκεῖνος εἶπεν, βασιλεὺς εἶμαι τῶν
Ἰουδαίων».
19,22 Ἀπεκρίθη ὁ Πιλᾶτος· ὃ 22 Ὁ Πιλᾶτος ἀπεκρίθη μὲ ὀργὴν καὶ 22 Ὁ Πιλᾶτος ὅμως ἀπεκρίθη· Ὅ,τι ἔγραψα, τὸ ἔγραψα πλέον. Δὲν τὸ
γέγραφα γέγραφα. περιφρόνησιν· «ὅ,τι ἔγραψα, ἔγραψα». ξεγράφω.
19,23 Οἱ οὖν στρατιῶται ὅτε 23 Οἱ στρατιῶται, λοιπόν, ἀφοῦ 23 Οἱ στρατιῶται λοιπόν, ὅταν ἐσταύρωσαν τὸν Ἰησοῦν, ἐπῆραν τὰ
ἐσταύρωσαν τὸν Ἰησοῦν, ἐσταύρωσαν τὸν Ἰησοῦν ἐπῆραν τὰ φορέματά του καὶ τὰ ἔκαμαν τέσσαρα μερίδια, ἀπὸ ἕνα μερίδιον δι’
ἔλαβον τὰ ἱμάτια αὐτοῦ καὶ ἐνδύματά του καὶ τὰ ἔκαμαν τέσσαρα ἕκαστον στρατιώτην. Καὶ τὸ ἐσωτερικόν του ἔνδυμα τὸ ἔκαμαν
ἐποίησαν τέσσαρα μέρη, μερίδια, ἕνα μερίδιον διὰ κάθε στρατιώτην, ξεχωριστὸν μερίδιον. Ἦτο δὲ τὸ ὑποκάμισον αὐτὸ χωρὶς καμμίαν
ἑκάστῳ στρατιώτῃ μέρος, καὶ καὶ τὸν ἐσωτερικόν του ἔνδυμα, τὸ ἔκαμαν ραφήν, ὑφασμένον ὁλόκληρον ἀπὸ τὸ ἐπάνω μέρος ἕως κάτω.

174/192
τὸν χιτῶνα· ἦν δὲ ὁ χιτὼν ἰδιαίτερον μερίδιον. Ἦτο δὲ ὁ χιτὼν αὐτὸς
ἄρραφος, ἐκ τῶν ἄνωθεν χωρὶς καμμίαν ραφήν, ὑφαντὸς ὁλόκληρος

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


ὑφαντὸς δι' ὅλου. ἀπὸ ἐπάνω ἕως κάτω.
19,24 Εἶπον οὖν πρὸς 24 Εἶπαν, λοιπόν, μεταξύ τους· «ἂς μὴ τὸν 24 Εἶπαν λοιπὸν μεταξύ των· Ἂς μὴ τὸ σχίσωμεν, ἀλλὰ ἂς ρίψωμεν
ἀλλήλους· μὴ σχίσωμεν σχίσωμεν, ἀλλὰ ἂς βάλωμεν δι' αὐτὸν λαχνὸν δι’ αὐτὸ καὶ ὅποιος τὸ πάρῃ. Καὶ ἔγινεν ἔτσι, διὰ νὰ πληρωθῇ
αὐτόν, ἀλλὰ λάχωμεν περὶ κλῆρον εἰς ποιὸν θὰ πέσῃ». Καὶ ἔγιναν ἔτσι ἡ προφητεία τῆς Γραφῆς ποὺ λέγει· Ἐμοίρασαν μεταξύ των τὰ
αὐτοῦ τίνος ἔσται· ἵνα ἡ τὰ γεγονότα αὐτά, διὰ νὰ ἐκπληρωθῇ ἡ διάφορα τεμάχια τῆς ἐξωτερικῆς ἐνδυμασίας μου καὶ διὰ τὸ
γραφὴ πληρωθῇ ἡ λέγουσα· προφητεία τῆς Γραφῆς ποὺ λέγει· κυριώτερον ἔνδυμά μου, ἄνευ τοῦ ὁποίου μένει ὁλόγυμνον τὸ σῶμα,
διεμερίσαντο τὰ ἱμάτιά μου Ἐμοιράσθησαν μεταξύ των τὰ ἐνδύματά ἔβαλαν λάχνον.
ἑαυτοῖς, καὶ ἐπὶ τὸν ἱματισμόν μου καὶ διὰ τὸ ἐσωτερικόν μου ἔνδυμα, τὸν
μου ἔβαλον κλῆρον. χιτῶνα, ἔβαλαν κλῆρον.
19,25 Οἱ μὲν οὖν στρατιῶται 25 Οἱ μὲν στρατιῶται αὐτὰ ἔκαμαν. 25 Καὶ οἱ μὲν στρατιῶται ἔκαμαν αὐτά. Ἔστεκαν δὲ κοντὰ εἰς τὸν
ταῦτα ἐποίησαν. Εἰστήκεισαν Ἐστάθηκαν δὲ πλησίον εἰς τὸν σταυρὸν τοῦ σταυρὸν τοῦ Ἰησοῦ ἡ μητέρα του καὶ ἡ ἀδελφὴ τῆς μητέρας του, ἡ
δὲ παρὰ τῷ σταυρῷ τοῦ Ἰησοῦ Ἰησοῦ ἡ μητέρα του καὶ ἡ ἀδελφὴ τῆς Μαρία ἡ γυναῖκα τοῦ Κλωπᾶ καὶ ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή.
ἡ μήτηρ αὐτοῦ καὶ ἡ ἀδελφὴ μητέρας του, ἡ Μαρία ἡ γυναίκα τοῦ
τῆς μητρὸς αὐτοῦ, Μαρία ἡ Κλωπᾶ καὶ ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή.
τοῦ Κλωπᾶ καὶ Μαρία ἡ
Μαγδαληνή.
19,26 Ἰησοῦς οὖν ἱδὼν τὴν 26 Ὁ Ἰησοῦς τότε, ὅταν εἶδε τὴν μητέρα του 26 Ὁ Ἰησοῦς λοιπόν, ὅταν εἶδε τὴν μητέρα του καὶ τὸν μαθητήν, τὸν
μητέρα καὶ τὸν μαθητὴν καὶ τὸν μαθητήν, τὸν ὁποῖον ἰδιαιτέρως ὁποῖον ἠγάπα, νὰ στέκεται ἐκεῖ πλησίον, λέγει εἰς τὴν μητέρα του·
παρεστῶτα ὃν ἠγάπα, λέγει ἀγαποῦσε, νὰ στέκῃ ἐκεῖ κοντά, εἶπεν εἰς Γύναι, ἰδοὺ ποῖος ἀπὸ τώρα θὰ εἶναι ὁ υἱός σου.
τῇ μητρὶ αὐτοῦ· γύναι, ἴδε ὁ τὴν μητέρα του· «γύναι, αὐτὸς θὰ εἶναι ὁ
υἱός σου, υἱός σου ἀπ' ἐδῶ καὶ πέρα».
19,27 εἴτα λέγει τῷ μαθητῇ· 27 Ἔπειτα λέγει εἰς τὸν μαθητήν· «ἰδοὺ ἡ 27 Ἔπειτα λέγει εἰς τὸν μαθητήν· Ἰδοὺ ἡ μητέρα σου. Καὶ ἀπὸ τὴν
ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου. Καὶ ἀπ' μητέρα σου». Καὶ ἀπὸ ἐκείνην τὴν ὥρα ὥραν ἐκείνην τὴν ἐπῆρεν ὁ μαθητὴς εἰς τὸ κατάλυμά του.
ἐκείνης τῆς ὥρας ἔλαβεν ὁ ἐπῆρεν αὐτὴν ὁ μαθητὴς εἰς τὸ σπίτι του.
μαθητὴς αὐτὴν εἰς τὰ ἴδια.

175/192
19,28 Μετὰ τοῦτο εἰδὼς ὁ 28 Ἔπειτα ἀπὸ τὸ συμβὰν αὐτὸ ὁ Ἰησοῦς, 28 Ὕστερα ἀπ’ αὐτό, ἀφοῦ ἐβεβαιώθη ὁ Ἰησοῦς, ὅτι ὅλα, ὅσα
Ἰησοῦς ὅτι πάντα ἤδη ἀφοῦ ἐγνώρισε καθαρώτατα ὅτι ὅλα ὅσα ἐπρόκειτο σύμφωνα μὲ τὰς προφητείας νὰ πάθῃ, εἶχαν πλέον

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


τετέλεσται, ἵνα τελειωθῇ ἡ εἶχαν προείπει οἱ προφῆται καὶ ὅσα ἄλλα συντελεσθῇ καὶ τελείως πληρωθῇ, διὰ νὰ ἐπαληθεύσῃ καθ’ ὅλα καὶ
γραφή, λέγει· διψῶ. εἶχε προαποφασίσει ἡ ἀγαθότης καὶ ἡ μέχρι τῆς τελευταίας λεπτομερείας ἡ Γραφή, εἶπε· Διψῶ.
δικαιοσύνῃ τοῦ Θεοῦ ἐξεπληρώθησαν
τελείως, διὰ νὰ ἐπαληθεύσῃ ἡ Γραφὴ ἐξ
ὁλοκλήρου, μέχρι καὶ τῆς τελευταίας
λεπτομερείας εἶπε· «διψῶ».
19,29 Σκεῦος οὖν ἔκειτε ὄξους 29 Εὑρίσκετο κάτω ἐκεῖ ἕνα δοχεῖον γεμᾶτο 29 Ἦτο λοιπὸν ἐκεῖ χάμω κάποιο πήλινον δοχεῖον γεμᾶτο ξίδι.
μεστόν· οἱ δὲ πλήσαντες ξύδι. Αὐτοὶ δὲ ποὺ ἤκουσαν τὸν λόγον τοῦ Ἐκεῖνοι δέ, ποὺ ἤκουσαν τὸν λόγον αὐτὸν τοῦ Ἰησοῦ, ἀφοῦ ἐγέμισαν
σπόγγον ὄξους καὶ ὑσσώπῳ Ἰησοῦ, ἐβούτηξαν ἕνα σφουγγάρι εἰς τὸ ξίδι ἕνα σφουγγάρι καὶ ἀφοῦ τὸ ἐστήριξαν εἰς ἕνα κλωνάρι ὑσσώπου,
περιθέντες προσήνεγκαν δοχεῖον αὐτό, τὸ ἐγέμισαν ξύδι καὶ ἀφοῦ τὸ τὸ ἔφεραν πλησίον τοῦ στόματός του.
αὐτοῦ τῷ στόματι. ἔβαλαν ἀνάμεσα εἰς ἕνα κλωνάρι
ὑσσώπου, τὸ ἔφεραν κοντὰ εἰς τὸ στόμα
του.
19,30 Ὅτε οὖν ἔλαβε τὸ ὄξος ὁ 30 Ὅταν, λοιπόν, ὁ Ἰησοῦς ἐπῆρε τὸ ξύδι, 30 Ὅταν λοιπὸν ἐπῆρε τὸ ξίδι ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· Ἔχουν πλέον τελειώσει
Ἰησοῦς εἶπε, τετέλεσται, καὶ εἶπε· «ὅλα ἔχουν πλέον τελειώσει· τὸ ἅγιον ὅλα. Καὶ αἱ προφητεῖαι ὅλαι ἐπληρώθησαν, καὶ τὸ ἔργον μου ἔλαβεν
κλίνας τὴν κεφαλὴν σχέδιον τοῦ Θεοῦ καὶ ὅλαι αἱ προφητεῖαι αἴσιον πέρας καὶ τὰ ὅσα ἔπρεπε νὰ πάθω ἐτελείωσαν καὶ ἡ σωτηρία
παρέδωκε τὸ πνεῦμα. ἔχουν ἐκπληρωθῇ. Ἡ σωτηρία τῶν τῶν ἀνθρώπων ἐξησφαλίσθῃ πλήρως. Καὶ ἀφοῦ μόνος του ἀφῆκε
ἀνθρώπων εἶναι πλέον γεγονὸς τὴν κεφαλήν του νὰ γείρῃ πρὸς τὰ κάτω, παρέδωκεν ἐξουσιαστικῶς
βεβαιότατον». Καὶ ἀφοῦ ἔκλινεν τὴν καὶ ὅταν αὐτὸς ἡθέλησε τὴν ψυχήν του εἰς τὸν Πατέρα του.
κεφαλήν, παρέδωσε μόνος του, μὲ τὴν
ἐξουσίαν ποὺ εἶχε, τὸ πνεῦμα εἰς τὸν
Πατέρα.
19,31 Οἱ οὖν Ἰουδαῖοι, ἵνα μὴ 31 Οἱ Ἰουδαῖοι, ἐφρόντισαν ἐν τῷ μεταξὺ νὰ 31 Ἐν τῷ μεταξὺ οἱ Ἰουδαῖοι ἐλάμβανον τὰ μέτρα των, διὰ νὰ μὴ
μείνῃ ἐπὶ τοῦ σταυροῦ τὰ μὴ μείνουν ἐπάνω εἰς τὸν σταυρὸν τὰ μείνουν ἐπάνω εἰς τὸν σταυρὸν νεκρὰ τὰ σώματα τῶν καταδίκων καὶ
σώματα ἐν τῷ σαββάτω, ἐπεὶ σώματα τῶν κρεμασθέντων κατὰ τὴν κατὰ τὴν διάρκειαν τοῦ Σαββάτου. Ἐπειδὴ ἡ ἡμέρα, κατὰ τὴν ὁποίαν

176/192
παρασκευὴ ἦν· ἦν γὰρ μεγάλη διάρκειαν τοῦ Σαββάτου. Διότι ἡ ἡμέρα ἔγινεν ἡ σταύρωσις, ἦτο ἡμέρα προπαρασκευῆς καὶ προετοιμασίας
ἡ ἡμέρα ἐκείνου τοῦ αὐτὴν τῆς σταυρώσεως ἦτο ἡμέρα ἐκτάκτου καὶ ἐξαιρετικῆς· διότι ἡ ἡμέρα τοῦ Σαββάτου ἐκείνου, ποὺ

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


σαββάτου· ἠρώτησαν τὸν προπαρασκευῆς διὰ τὸ αὐριανὸν Πάσχα. θὰ ἤρχιζεν ἀπὸ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου, ἦτο μεγάλη καὶ ἐπίσημος,
Πιλᾶτον ἵνα κατεαγῶσιν Ἦτο δὲ μεγάλη καὶ ἐπίσημος ἡ ἡμέρα ἐπειδὴ ἐκτὸς τοῦ ὅτι ἦτο Σάββατον, συνέπιπτεν ἀκόμη καὶ ἡ πρώτη
αὐτῶν τὰ σκέλη, καὶ ἀρθῶσιν. ἐκείνη τοῦ Σαββάτου, ποὺ θὰ ἤρχιζεν ἡμέρα τῆς μεγάλης ἑορτῆς τοῦ Πάσχα. Ἀπηγορεύετο δὲ ρητῶς εἰς τὸ
ἀμέσως μόλις ἐβασίλευεν ὁ ἥλιος, διότι Δευτερονόμιον νὰ διανυκτερεύσουν ἄταφα τὰ σώματα ἐπὶ τοῦ
συνέπιπτε μὲ τὴν πρώτην ἡμέραν τοῦ σταυροῦ. Παρεκάλεσαν λοιπὸν τὸν Πιλᾶτον νὰ διατάξῃ, ὅπως
πάσχα. Παρεκάλεσαν, λοιπόν, τὸν Πιλᾶτον συντριβοῦν τὰ σκέλη τῶν καταδίκων, διὰ νὰ συντομευθῇ ἔτσι ὁ
νὰ σπάσουν οἱ στρατιῶται τὰ σκέλη τῶν θάνατός των καὶ τοὺς σηκώσουν τὸ ταχύτερον ἀπὸ ἐκεῖ.
σταυρωθέντων, διὰ νὰ συντομευθῇ ἔτσι ὁ
θάνατός των, καὶ νὰ τοὺς πάρουν ἀπ' ἐκεῖ
πρὶν δύσῃ ὁ ἥλιος, διὰ νὰ μὴ βεβηλωθῇ ἡ
ἑορτὴ τοῦ πάσχα.
19,32 Ἦλθον οὖν οἱ 32 Ἦλθαν πράγματι οἱ στρατιῶται εἰς τὸν 32 Ἦλθαν λοιπὸν οἱ στρατιῶται, διὰ νὰ συντρίψουν τὰ ὀστᾶ τῶν
στρατιῶται, καὶ τοῦ μὲν Γολγοθὰν κατὰ διαταγὴν τοῦ Πιλάτου καὶ καταδίκων, καὶ τοῦ μὲν λῃστοῦ, τὸν ὁποῖον ἐπλησίασαν πρῶτον,
πρώτου κατέαξαν τὰ σκέλη τοῦ μὲν πρώτου λῃστοῦ ἔπασαν τὰ σκέλη, ἔσπασαν τὰ σκέλη, καθὼς καὶ τοῦ ἄλλου λῃστοῦ, ποὺ ἐσταυρώθη
καὶ τοῦ ἄλλου τοῦ ὅπως ἐπίσης καὶ τοῦ ἄλλου, ποὺ εἶχε μαζὶ μὲ τὸν Ἰησοῦν.
συσταυρωθέντος αὐτῷ· σταυρωθῆ μαζῆ μὲ τὸν Ἰησοῦν.
19,33 ἐπὶ δὲ τὸν Ἰησοῦν 33 Ὅταν ὅμως ἦλθαν εἰς τὸν Ἰησοῦν, ἐπειδὴ 33 Ὅταν ὅμως ἦλθαν εἰς τὸν Ἰησοῦν, σὰν τὸν εἶδαν ὅτι ἦτο πλέον
ἐλθόντες ὡς εἶδον αὐτὸν ἤδη εἶδαν, ὅτι αὐτὸς εἶχεν ἤδη πεθάνει, δὲν τοῦ πεθαμένος, δὲν τοῦ ἔσπασαν τὰ σκέλη.
τεθνηκότα, οὐ κατέαξαν ἔσπασαν τὰ σκέλη,
αὐτοῦ τὰ σκέλη,
19,34 ἀλλ' εἷς τῶν στρατιωτῶν 34 ἀλλὰ ἔνας στρατιώτης, διὰ κάθε 34 Ἀλλ’ ἕνας ἀπὸ τοὺς στρατιώτας, διὰ νὰ διαπιστώσῃ βεβαιότερον
λόγχῃ αὐτοῦ τὴν πλευρὰν ἐνδεχόμενον, τοῦ ἐτρύπησε τὴν πλευρὰν μὲ τὸν θάνατόν του, τοῦ ἐκτύπησε τὴν πλευρὰν μὲ λόγχην καὶ ἀμέσως
ἔνυξε, καὶ εὐθέως ἐξῆλθεν τὴν λόγχην· καὶ ἀμέσως ἔτρεξε ἀπὸ ἐκεῖ ἐβγῆκεν ἀπὸ τὸ τρυπηθὲν μέρος αἷμα καὶ ὕδωρ, φαινόμενον
αἷμα καὶ ὕδωρ. αἷμα καὶ νερὸ καθαρόν, πρᾶγμα πρωτοφανὲς καὶ παράδοξον, διότι εἰς κάθε πεθαμένον τὸ αἷμα
παράδοξον καὶ πρωτοφανὲς διὰ νεκρόν. πήγνυται, ὅσον δὲ καὶ ἂν τὸν τρυπήσῃ κανείς, δὲν βγαίνει ποτὲ

177/192
καθαρὸν αἷμα καὶ διαυγὲς ὕδωρ.
19,35 Καὶ ὁ ἑωρακὼς 35 Αὐτὸ τὸ μέγα καὶ συμβολικὸν γεγονός, 35 Τὸ γεγονὸς ὅμως αὐτὸ εἶναι ἀληθὲς καὶ βεβαία ἡ ὑπ’ αὐτοῦ

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


μεμαρτύρηκε, καὶ ἀληθινὴ ἐκεῖνος ποὺ τὸ εἶδε μὲ τὰ ἴδια του τὰ μάτια σημαινομένη κάθαρσις τοῦ βαπτίσματος καὶ ὁ ἁγιασμὸς ἐκ τοῦ
αὐτοῦ ἐστιν ἡ μαρτυρία, (δηλαδὴ ὁ Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστής) τὸ αἵματος τοῦ Κυρίου, καὶ ἐκεῖνος, ποὺ τὸ εἶδε μὲ τὰ μάτια του, ἔδωκε
κἀκεῖνος οἶδεν ὅτι ἀληθῆ ἐβεβαίωσε κατὰ τὸν πλέον ἐπίσημον μαρτυρίαν περὶ αὐτοῦ, καὶ ἡ μαρτυρία του εἶναι ἀληθινὴ καὶ δὲν ἔχει
λέγει, ἵνα καὶ ὑμεῖς τρόπον καὶ ἡ μαρτυρίαν του αὐτὴ εἶναι καμμίαν περὶ τούτου ἀμφιβολίαν ἐκεῖνος, ἀλλὰ ἡξεύρει καλά, ὅτι
πιστεύσητε. ἀπολύτως ἀληθινή. Καὶ ἐκεῖνος γνωρίζει λέγει ἀλήθειαν. Καὶ ἔδωκε μαρτυρίαν τόσον περὶ τοῦ γεγονότος
πολὺ καλὰ ὅτι λέγει τὴν ἀλήθειαν διὰ τὸ αὐτοῦ, ὅσον καὶ περὶ τοῦ ὅτι δὲν ἔσπασαν τὰ σκέλη τοῦ Ἰησοῦ, ἀλλὰ
θαυμαστὸν αὐτὸ γεγονός, ὥστε καὶ σεῖς νὰ μόνον τὴν πλευράν του ἐτρύπησαν, διὰ νὰ πιστεύσετε καὶ σεῖς, ὅτι ὁ
πιστεύσετε. ἐπὶ τοῦ σταυροῦ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Χριστός, τὸν ὁποῖον προεκήρυξαν οἱ
προφῆται.
19,36 Ἐγένετο γὰρ ταῦτα, ἵνα 36 Διότι ἔγιναν ὅλα αὐτά, διὰ νὰ 36 Διότι πράγματι ὅλα αὐτὰ ἔχουν προφητευθῆ καὶ ἔγιναν, διὰ νὰ
ἡ γραφὴ πληρωθῇ, ὀστοῦν οὐ ἐκπληρωθῇ ἡ προφητεία τῆς Γραφῆς: Δὲν ἐπαληθεύσῃ τὸ χωρίον τῆς Γραφῆς· δὲν θὰ συντριβῇ κανὲν κόκκαλόν
συντριβήσεται αὐτοῦ. θὰ συντριβῇ κανένα ἀπὸ τὰ ὀστᾶ του. του.
19,37 Καὶ πάλιν ἑτέρα γραφὴ 37 Καὶ πάλιν ἄλλη προφητεία τῆς Γραφῆς 37 Καὶ πάλιν ἄλλο μέρος τῆς Γραφῆς λέγει· Ὅταν ἡ χάρις ἐπισκεφθῇ
λέγει· ὄψονται εἰς ὃν λέγει: Θὰ ἴδουν ἐκεῖνον, τὸν ὁποῖον καὶ τοὺς Ἰουδαίους, θὰ ἴδουν συντετριμμένοι καὶ ἐν μετανοίᾳ
ἐξεκέντησαν. ἐλόγχισαν. ἐκεῖνον, τὸν ὁποῖον ἐτρύπησαν, ὅπως θὰ τὸν ἴδουν περίφοβοι καὶ οἱ
ἐπιμείναντες εἰς τὴν ἀπιστίαν.
19,38 Μετὰ δὲ ταῦτα ἠρώτησεν 38 Μετὰ ταῦτα ὁ Ἰωσήφ, ποὺ κατήγετο ἀπὸ 38 Ὕστερον δὲ ἀπὸ τὰ συμβάντα ταῦτα, ὁ Ἰωσήφ, ποὺ κατήγετο ἀπὸ
τὸν Πιλᾶτον Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ τὴν Ἀριμαθαίαν καὶ ἦτο μαθητὴς τοῦ τὴν Ἀριμαθαίαν καὶ ἦτο μαθητὴς τοῦ Ἰησοῦ, ἀλλ’ ἔμενε κρυμμένος
Ἀριμαθαίας, ὢν μαθητὴς τοῦ Ἰησοῦ, ἀλλὰ ἔμενε κρυμμένος καὶ δὲν καὶ δὲν ἐφανέρωνε τοῦτο, ἐπειδὴ ἐφοβεῖτο τοὺς Ἰουδαίους,
Ἰησοῦ, κεκρυμμένος δὲ διὰ ἐφανερώνετο ὡς μαθητὴς διὰ τὸν φόβον παρεκάλεσε τὸν Πιλᾶτον νὰ ἐπιτρέψῃ εἰς αὐτόν, ἵνα σηκώσῃ ἀπὸ τὸν
τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων, ἵνα τῶν Ἰουδαίων, παρεκάλεσε τὸν Πιλᾶτον νὰ σταυρὸν τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὸ θάψῃ. Καὶ ὁ Πιλᾶτος ἔδωκε τὴν
ἄρῃ τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ· καὶ τοῦ ἐπιτρέψῃ νὰ πάρῃ τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. ἄδειαν. Ἦλθε λοιπὸν ὁ Ἰωσὴφ καὶ ἐπῆρε τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ.
ἐπέστρεψεν ὁ Πιλᾶτος. Καὶ ὁ Πιλᾶτος ἔδωσε τὴν ἄδειαν. Ἦλθε,
Ἦλθεν οὖν καὶ ἦρε τὸ σῶμα λοιπόν, καὶ ἐπῆρε τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ.
τοῦ Ἰησοῦ.

178/192
19,39 Ἦλθε δὲ καὶ Νικόδημος 39 Μαζῆ δὲ μὲ αὐτὸν ἦλθε καὶ ὁ Νικόδημος, 39 Μαζὶ δὲ μὲ τὸν Ἰωσὴφ ἦλθε καὶ ὁ Νικόδημος, ὁ ὁποῖος εἶχεν ἔλθει
ὁ ἐλθὼν πρὸς τὸν Ἰησοῦν ὁ ὁποῖος τὴν πρώτην φορὰν εἶχεν ἔλθει εἰς εἰς τὸν Ἰησοῦν ἐν καιρῷ νυκτός, ὅταν διὰ πρώτην φορὰν συνωμίλησε

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


νυκτὸς τὸ πρῶτον, φέρων τὸν Ἰησοῦν νύκτα. Ὁ Νικόδημος ἔφερε μαζί του. Καὶ ἔφερεν αὐτὸς μίγμα ἀπὸ ρητινῶδες καὶ πολυτιμότατον
μίγμα σμύρνης καὶ ἀλόης ὡς πολυτιμότατον ἄρωμα, μίγμα ἀπὸ σμύρνα ἄρωμα, ποὺ ἐλέγετο σμύρνα, καὶ ἀπὸ τὸ ἀρωματῶδες καὶ ἁπαλὸν
λίτρας ἑκατόν. καὶ ἀλόην, ἑκατὸ περίπου λίτρας, τριάντα ξύλον τῆς ἀλόης ἑκατὸν λίτρας περίπου, δηλαδὴ παραπάνω ἀπὸ
δηλαδὴ καὶ πλέον κιλά. τριάκοντα δύο κιλά.
19,40 Ἔλαβον οὖν τὸ σῶμα τοῦ 40 Ἐπῆραν, λοιπόν, τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ καὶ 40 Ἐπῆραν λοιπὸν καὶ οἱ δύο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἀφοῦ τὸ ἤλειψαν
Ἰησοῦ καὶ ἔδησεν αὐτὸ ἐν ἀφοῦ τὸ ἔπλυναν καὶ τὸ ἀλεῖψαν μὲ τὰ μὲ τὰ ἀρώματα, τὸ ἐπεριτύλιξαν μὲ ἐπιδέσμους, ὅπως ἦτο συνήθεια
ὀθονίοις μετὰ τῶν ἀρωμάτων, πολύτιμα ἀρώματα τὸ περιτύλιξαν μὲ εἰς τοὺς Ἰουδαίους νὰ ἐτοιμάζουν πρὸς ταφὴν τοὺς νεκρούς των.
καθὼς ἔθος ἐστὶ τοῖς Ἰουδαίοις λωρίδες ἀπὸ σινδόνια, ὅπως ἦτο ἡ συνήθεια
ἐνταφιάζειν. εἰς τοὺς Ἑβραίους νὰ ἐνταφιάζουν τοὺς
νεκρούς.
19,41 Ἦν δὲ ἐν τῷ τόπῳ ὅπου 41 Εἰς τὸν τόπον δὲ ὅπου εἶχε σταυρωθῆ ὁ 41 Εἰς τὸ μέρος δέ, ὅπου ἐσταυρώθη ὁ Ἰησοῦς, ἦτο κάποιος κῆπος, καὶ
ἐσταυρώθη κῆπος, καὶ ἐν τῷ Ἰησοῦς ὑπῆρχε κῆπος καὶ εἰς τὸν κῆπον μέσα εἰς τὸν κῆπον ἦτο μνημεῖον καινούργιον, εἰς τὸ ὁποῖον δὲν εἶχε
κήπῳ μνημεῖον καινόν, ἐν ὦ καινούργιο καὶ ἀχρησιμοποίητο μνημεῖον, ἀκόμη ταφῆ κανείς.
οὐδέπω οὐδεὶς ἐτέθη· εἰς τὸ ὁποῖον κανεὶς ἀκόμη δὲν εἶχε ταφῆ.
19,42 ἐκεῖ οὖν διὰ τὴν 42 Ἐπειδή, λοιπόν, τὸ μνημεῖον αὐτὸ ἦτο 42 Ἐκεῖ λοιπὸν λόγῳ τοῦ ὅτι ἡ προετοιμασία διὰ τὸ Πάσχα τῶν
παρασκευὴν τῶν Ἰουδαίων, κοντὰ εἰς τὸν τόπον τῆς σταυρώσεως καὶ Ἰουδαίων δὲν ἔδιδε καιρὸν πρὸς ἀργοπορίαν, ἀλλὰ καὶ διότι τὸ
ὅτι ἐγγὺς ἦν τὸ μνημεῖον, ἐβιάζοντο νὰ τελειώσουν τὴν ταφήν, πρὶν μνημεῖον ἦτο πλησίον, ἔθεσαν τὸν Ἰησοῦν.
ἔθηκαν τὸν Ἰησοῦν. περάσῃ ἡ ἡμέρα αὐτῇ τῆς προπαρασκευῆς
τῶν ἰουδαίων διὰ τὸ πάσχα, ἐκεῖ ἔθεσαν
τὸν Ἰησοῦν.

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 20Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ


Αρχαίο Κείμενο Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
20,1 Τῇ δὲ μιᾷ τῶν σαββάτω 1 Κατὰ τήν πρώτην ἡμέραν τοῦ Σαββάτου, 1 Αφοῦ δὲ ἐπέρασε τὸ Σάββατον, κατὰ τὴν πρώτην ἡμέραν τῆς

179/192
Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἔρχεται δηλαδὴ τὴν Κυριακήν, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἑβδομάδος ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἔρχεται εἰς τὸ μνημεῖον
πρωῒ σκοτίας ἔτι οὔσης εἰς τὸ ἔρχεται πρωῒ εἰς τὸ μνημεῖον, ἐνῶ ἀκόμη ἦτο πρωΐ, ὅταν ἦτο ἀκόμη σκοτάδι, καὶ βλέπει ὅτι ὁ λίθος, ποὺ

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


μνημεῖον, καὶ βλέπει τὸν σκοτάδι, καὶ βλέπει ὅτι ὁ λίθος, ποὺ ἔκλειε τὴν ἔφρασσε τὴν εἴσοδον τοῦ τάφου, ἦτο σηκωμένος ἀπὸ τὸ μνῆμα.
λίθον ἠρμένον ἐκ τοῦ θύραν τοῦ μνημείου, ἦτο σηκωμένος ἀπὸ ἐκεῖ.
μνημείου.
20,2 Τρέχει οὖν καὶ ἔρχεται 2 Τρέχει, λοιπόν, καὶ ἔρχεται εἰς τὸν Σίμωνα 2 Ὅταν λοιπὸν εἶδε τὸ μνῆμα ἀνοικτόν, τρέχει καὶ ἔρχεται εἰς
πρὸς Σίμωνα Πέτρον καὶ πρὸς Πέτρον καὶ εἰς τὸν ἄλλον μαθητήν, τὸν ὁποῖον τὸν Σίμωνα Πέτρον καὶ εἰς τὸν ἄλλον μαθητήν, τὸν ὁποῖον
τὸν ἄλλον μαθητὴν ὃν ἐφίλει ἰδιαιτέρως ἀγαποῦσε ὁ Ἰησοῦς, καὶ λέγει εἰς ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς, καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· Ἐπῆραν τὸν Κύριον ἀπὸ
ὁ Ἰησοῦς, καὶ λέγει αὐτοῖς· αὐτούς· «ἐπῆραν τὸν Κύριον ἀπὸ τὸ μνημεῖον καὶ τὸ μνημεῖον καὶ δὲν ἠξεύρομεν, ποὺ τὸν ἔβαλαν.
ἦραν τὸν Κύριον ἐκ τοῦ δὲν ξέρομεν ποῦ τὸν ἔχουν βάλει».
μνημείου, καὶ οὐκ οἴδαμεν ποῦ
ἔθηκαν αὐτόν.
20,3 Ἐξῆλθεν οὖν ὁ Πέτρος καὶ 3 Ἐβγῆκε τότε ὁ Πέτρος καὶ ὁ ἄλλος μαθητὴς ἀπὸ 3 Κατόπιν λοιπὸν ἀπὸ τὴν ἀνέλπιστον αὐτὴν εἴδησιν, ἐβγῆκεν
ὁ ἄλλος μαθητὴς καὶ ἤρχοντο τὸ σπίτι καὶ ἤρχοντο εἰς τὸ μνημεῖον. ἀπὸ τὸ σπίτι, ποὺ ἔμενεν, ὁ Πέτρος, μαζὶ δὲ μὲ αὐτὸν ἐβγῆκε
εἰς τὸ μνημεῖον. καὶ ὁ ἄλλος μαθητὴς καὶ ἤρχοντο εἰς τὸ μνημεῖον.
20,4 Ἔτρεχον δὲ οἱ δύο ὁμοῦ· 4 Ἔτρεχαν δὲ καὶ οἱ δύο μαζῆ. Ὁ ἄλλος μαθητής, 4 Ἔτρεχαν δὲ καὶ οἱ δύο μαζί, ἀλλ’ ὁ ἄλλος μαθητὴς ὡς
καὶ ὁ ἄλλος μαθητὴς σὰν νεώτερος, ἔτρεξε ταχύτερα ἐμπρὸς ἀπὸ τὸν νεώτερος ἔτρεξεν ἐμπρὸς γρηγορώτερα ἀπὸ τὸν Πέτρον καὶ
προέδραμε τάχιον τοῦ Πέτρου Πέτρον καὶ ἦλθε πρῶτος εἰς τὸ μνημεῖον. ἔφθασε πρῶτος εἰς τὸ μνημεῖον.
καὶ ἦλθε πρῶτος εἰς τὸ
μνημεῖον,
20,5 καὶ παρακύψας βλέπει 5 Καὶ ἀφοῦ ἔσκυψε ἀπ' ἔξω, εἶδε τὶς λωρίδες ἀπὸ 5 Καὶ ἀφοῦ ἔσκυψε, βλέπει ἀπ’ ἔξω τοὺς νεκρικοὺς ἐπιδέσμους
κείμενα τὰ ὀθόνια, οὐ μέντοι τὰ σινδόνια, μὲ τὰ ὁποῖα εἶχαν σαβανώσει τὸ νὰ εἶναι κατὰ γῆς, λόγῳ ὅμως τῆς μεγάλης συγκινήσεώς του
εἰσῆλθεν. σῶμα, νὰ εἶναι κατὰ γῆς. Ἀπὸ σεβασμὸν ὅμως δὲν ἐπροχώρησε νὰ ἔμβῃ μέσα.
πρὸς τὸν τάφον δὲν εἰσῆλθεν εἰς τὸ μνημεῖον.
20,6 Ἔρχεται οὖν Σίμων 6 Ἔρχεται, λοιπόν, ὕστερα ἀπὸ αὐτὸν ὁ Σίμων 6 Ἐνῷ λοιπὸν ἐπερίμενεν ἀπ’ ἔξω, ἔρχεται καὶ ὁ Σίμων Πέτρος
Πέτρος ἀκολουθῶν αὐτῷ, καὶ Πέτρος καὶ ἐμπῆκεν εἰς τὸ μνημεῖον καὶ εἶδε ὅτι ὕστερα ἀπὸ αὐτὸν καὶ θαρραλέος καὶ ὁρμητικός, καθὼς ἦτο
εἰσῆλθεν εἰς τὸ μνημεῖον καὶ αἱ λωρίδες τοῦ σαβάνου ἦσαν καταγῇς. ἀπὸ χαρακτῆρος, ἐμβῆκεν εἰς τὸ μνημεῖον καὶ παρετήρησεν ἐκ

180/192
θεωρεῖ τὰ ὀθόνια κείμενα, τοῦ πλησίον, ὅτι οἱ νεκρικοὶ ἐπίδεσμοι ἦσαν κατὰ γῆς καὶ δὲν
ἔλειπαν, ὅπως ἦτο φυσικὸν νὰ συμβῇ, ἐὰν τὸ σῶμα εἶχε κλαπῇ.

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


20,7 καὶ τὸ σουδάριον, ὃ ἦν ἐπὶ 7 Καὶ ἡ πετσέτα, μὲ τὴν ὁποίαν εἶχαν σκεπάσει 7 Παρετήρησεν ἀκόμη, ὅτι τὸ φακιόλιον, μὲ τὸ ὁποῖον εἶχαν
τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ, οὐ μετὰ τὴν κεφαλὴν τοῦ Ἰησοῦ, δὲν ἦτο μαζῆ μὲ τὰς σκεπάσει τὴν κεφαλὴν τοῦ Ἰησοῦ, δὲν ἦτο ἀτάκτως
τῶν ὀθονίων κείμενον, ἀλλὰ λωρίδας, ἀλλὰ χωριστά, κάπου ἐκεῖ τυλιγμένη μὲ ἀνακατευμένον μὲ τοὺς ἐπιδέσμους, ἀλλὰ μὲ τάξιν, ποὺ δὲν
χωρὶς ἐντετυλιγμένον εἰς ἕνα προσοχήν. ἐπρόδιδε βίαν καὶ σπουδήν, ἦτο τυλιγμένον χωριστὰ κάπου
τόπον. ἐκεῖ.
20,8 Τότε οὖν εἰσῆλθε καὶ ὁ 8 Τότε λοιπόν, ἐμπῆκε καὶ ὁ ἄλλος μαθητής, ὁ 8 Τότε λοιπὸν παρακινηθεὶς ἀπὸ τὸ παράδειγμα τοῦ Πέτρου
ἄλλος μαθητὴς ὁ ἐλθὼν ὁποῖος εἶχεν ἔλθει πρῶτος εἰς τὸ μνημεῖον καὶ ἐμβῆκε μέσα καὶ ὁ ἄλλος μαθητής, ποὺ ἦλθε πρῶτος εἰς τὸ
πρῶτος εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ εἶδε ἀπὸ κοντὰ αὐτὰ τὰ παράδοξα καὶ μνῆμα, καὶ εἶδε ταῦτα ἐκ τοῦ πλησίον καὶ αὐτὸς καὶ
εἶδε καὶ ἐπίστευσεν· ἐπίστευσεν, ὅτι δὲν εἶχε κλαπῇ τὸ σῶμα, ἀλλ' ὅτι ἐπίστευσεν, ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀνέστη.
εἶχεν ἀναστηθῆ ὁ Ἰησοῦς.
20,9 οὐδέπω γὰρ ᾔδεισαν τὴν 9 Διότι ἕως τότε δὲν εἶχαν ἀκόμη γνωρίσει καὶ 9 Δὲν ἐπίστευσε δὲ προτήτερα, ἀλλὰ μόλις τώρα, ποὺ εἶδεν
γραφὴν ὅτι δεῖ αὐτὸν ἐκ καλὰ ἐννοήσει τὴν Ἁγίαν Γραφήν, ἡ ὁποία εἶχε ἀδειανὸν τὸν τάφον, διότι καὶ αὐτὸς καὶ ὁ Πέτρος δὲν
νεκρῶν ἀναστῆναι. προφητεύσει ὅτι πρέπει ὁ Χριστὸς νὰ ἀναστηθῇ ἐγνώριζαν ἀκόμη τὴν ἀληθῆ ἔννοιαν τῶν προφητειῶν τῆς
ἐκ νεκρῶν. Γραφῆς, ὅτι σύμφωνα μὲ αὐτὰς ἔπρεπεν αὐτὸς νὰ ἀναστηθῇ ἐκ
νεκρῶν.
20,10 Ἀπῆλθον οὖν πάλιν πρὸς 10 Ἔφυγαν, λοιπόν, πάλιν οἱ μαθηταὶ καὶ 10 Ἀφοῦ λοιπὸν ἐξήτασαν τὸν τάφον καὶ ἐπείσθησαν, ὅτι πᾶσα
ἑαυτοὺς οἱ μαθηταί. ἐγύρισαν εἰς τὸ κατάλυμά των. ἅλλη ἔρευνα ἦτο περιττή, ἐπέστρεψαν πάλιν εἰς τὰ
καταλύματά των οἱ μαθηταί.
20,11 Μαρία δὲ εἰστήκει πρὸς 11 Ἡ Μαρία ὅμως ἐστέκετο κοντὰ εἰς τὸ μνημεῖον 11 Ἡ Μαρία ὅμως ἐν τῷ μεταξὺ ἔστεκε πλησίον τοῦ μνήματος
τῷ μνημείῳ κλαίουσα ἔξω. καὶ ἔκλαιεν ἔξω, διότι ἐπίστευσεν ὅτι εἶχαν καὶ ἔκλαιε ἔξω ἀπὸ αὐτὸ μὴ φανταζομένη ποτέ, ὅτι ὁ Ἰησοῦς
κλέψει τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. ἀνέστη.
20,12 Ὡς οὖν ἔκλαιε, 12 Καθώς, λοιπόν, ἔκλαιε, ἔσκυψε εἰς τὸ μνημεῖον 12 Ἐνῷ λοιπὸν ἐξηκολούθει νὰ κλαίῃ, ἔσκυψε σὲ μιὰ στιγμὴν
παρέκυψεν εἰς τὸ μνημεῖον καὶ βλέπει αἴφνης δύο ἀγγέλους μὲ ὁλόλευκη εἰς τὸ μνημεῖον ἀναζητοῦσα καὶ πάλιν τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Καὶ
καὶ θεωρεῖ δύο ἀγγέλους ἐν στολὴ νὰ κάθωνται ὁ ἔνας πρὸς τὸ μέρος τῆς βλέπει τότε δύο ἀγγέλους μὲ λευκὰ ἐνδύματα, οἱ ὁποῖοι
λευκοῖς καθεζομένους ἕνα κεφαλῆς καὶ ὁ ἄλλος πρὸς τὸ μέρος τῶν ποδῶν, φρουροὶ τοῦ τάφου ἔνδοξοι καὶ ἀκαταγώνιστοι ἐκάθηντο ὡς

181/192
πρὸς τῇ κεφαλῇ καὶ ἕνα πρὸς ὅπου πρωτύτερα ἔκειτο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. ὑπηρέται τοῦ ἀναστάντος Κυρίου, ὁ ἕνας πρὸς τὸ μέρος τῆς
τοῖς ποσίν, ὅπου ἔκειτο τὸ κεφαλῆς καὶ ὁ ἄλλος πρὸς τὸ μέρος τῶν ποδῶν, ὅπου

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. προτήτερα ἦτο τοποθετημένον κατὰ γῆς τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ.
20,13 Καὶ λέγουσιν αὐτῇ 13 Καὶ λέγουν ἐκεῖνοι εἰς αὐτήν· «γύναι, διατὶ 13 Καὶ λέγουν εἰς αὐτὴν ἐκεῖνοι· Γυναῖκα, διατὶ κλαίεις; Λέγει
ἐκεῖνοι· γύναι, τί κλαίεις; κλαίεις;» Λέγει εἰς αὐτούς· «κλαίω, διότι ἐπῆραν εἰς αὐτούς· Διότι ἐπῆραν τὸν Κύριόν μου ἀπὸ τὸν τάφον καὶ δὲν
Λέγει αὐτοῖς· ὅτι ἦραν τὸν τὸν Κύριόν μου ἀπὸ τὸν τάφον καὶ δὲν ξέρω ποῦ ἠξεύρω, ποὺ τὸν ἔβαλαν.
Κύριόν μου, καὶ οὐκ οἶδα ποῦ τὸν ἔβαλαν».
ἔθηκαν αὐτόν.
20,14 Καὶ τούτα εἰποῦσα 14 Καὶ ἀφοῦ εἶπαν αὐτὰ ἐγύρισε πίσῳ καὶ βλέπει 14 Καὶ ἀφοῦ εἶπεν αὐτά, ἔστρεψεν ὀπίσω καὶ βλέπει τὸν Ἰησοῦν
ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω, καὶ τὸν Ἰησοῦν νὰ στέκεται ὄρθιος καί, διότι ἴσως τὰ νὰ στέκεται ὄρθιος, ἀλλ’ εἴτε διότι τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου εἶχεν
θεωρεῖ τὸν Ἰησοῦν ἑστῶτα, καὶ μάτια τῆς ἦσαν βουρκωμένα ἀπὸ τὰ δάκρυα, δὲν ὑποστῇ μεταβολὴν διὰ τῆς Ἀναστάσεως, εἴτε διότι ἡ Μαρία δὲν
οὐκ ἤδει ὅτι Ίησοῦς ἐστι. ἀντελήφθη ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Ἰησοῦς. ὑπώπτευε κάν, ὅτι ὁ Διδάσκαλος ἀνέστη, δὲν ἤξευρεν αὐτή, ὅτι
αὐτὸς ποὺ τὴν ἠρώτα ἦτο ὁ Ἰησοῦς.
20,15 Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· 15 Λέγει εἰς αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς· «γύναι, διατὶ κλαίεις; 15 Λέγει εἰς αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς· Γυναῖκα, διατὶ κλαίεις; Ποῖον
γύναι, τί κλαίεις; Τίνα ζητεῖς; Ποιὸν ζητεῖς;» Ἐκείνη, νομίζουσα ὅτι αὐτός ποὺ ζητεῖς; Ἐκείνη ἐνόμισε, πῶς ἦτο ὁ κηπουρὸς καὶ δι’ αὐτὸ εἶπε
Ἐκείνη δοκοῦσα ὅτι ὁ τῆς ὁμιλεῖ εἶναι ὁ κηπουρός, τοῦ λέγει· «κύριε, πρὸς αὐτόν· Κύριε, ἐὰν τὸν ἐπῆρες σύ, πές μου ποὺ τὸν ἔβαλες,
κηπουρός ἐστι, λέγει αὐτῷ· ἐὰν σὺ ἐπῆρες αὐτόν, πές μου ποῦ τὸν ἔβαλες καὶ καὶ ἐγὼ θὰ τὸν πάρω ἀπὸ τὸν κῆπον σου καὶ θὰ τὸν
κύριε, εἰ σὺ ἐβάστασας αὐτόν, ἐγὼ θὰ τὸν πάρω καὶ θὰ τὸν ξαναφέρω εἰς τὸν τοποθετήσω εἰς ἄλλον τάφον.
εἰπέ μοι ποῦ ἔθηκας αὐτόν, τάφον».
κἀγὼ αὐτὸν ἀρῶ.
20,16 Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· 16 Λέγει τότε εἰς αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς· «Μαρία». 16 Τότε λέγει εἰς αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς μὲ τὸν γνωστὸν εἰς ἐκείνην
Μαρία. Στραφεῖσα ἐκείνη Ἐκείνη ἀνεγνώρισε ἀμέσως τὴν φωνήν, ἐστράφη τόνον τῆς φωνῆς του· Μαρία. Ἀναγνωρίσασα δὲ ἐκείνη εὐθὺς
λέγει αὐτῷ· ραββουνί, ὃ πρὸς αὐτὸν καὶ τοῦ εἶπε· «ραββουνί», ποὺ τὴν φωνὴν τοῦ Ἰησοῦ ἔστρεψεν ὀπίσω καὶ εἶπεν εἰς αὐτόν·
λέγεται, διδάσκαλε. σημαίνει εἰς τὴν ἑλληνικήν, διδάσκαλε. Ραββουνί, τὸ ὁποῖον εἰς τὴν Ἑλληνικὴν γλῶσσαν σημαίνει.
Διδάσκαλέ μου.
20,17 Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· μή 17 Καὶ ἐπειδὴ ἡ Μαρία ἔσπευσε νὰ ἀγκαλιάσῃ μὲ 17 Καὶ ἐπειδὴ ἡ Μαρία ἔτρεξε νὰ περιπτυχθῇ μὲ σεβασμὸν τοὺς
μου ἅπτου· οὔπω γὰρ σεβασμὸν τὰ πόδια του, ὁ Ἰησοῦς τῆς εἶπε· «μὴ μὲ πόδας του, νομίσασα, ὅτι ὁ Κύριος θὰ ἐξηκολούθει καὶ τώρα νὰ

182/192
ἀναβέβηκα πρὸς τὸν πατέρα ἐγγίζεις, διότι δὲν ἀνέβηκα ἀκόμη εἰς τὸν Πατέρα ζῇ σωματικῶς, ὅπως καὶ πρὸ τοῦ παθήματος, μετὰ τῶν
μου· πορεύου δὲ πρὸς τοὺς μου καὶ δὲν ἤρχισεν ἀκόμη ἡ νέα περίοδος τῆς μαθητῶν του, λέγει εἰς αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς· Μὴ μὲ ἐγγίζῃς καὶ μὴ

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


ἀδελφούς μου καὶ εἰπὲ αὐτοῖς· λατρείας καὶ τῆς τιμῆς, ποὺ θά μοῦ προσφέρουν συμπεριφέρεσαι πλέον πρὸς ἐμὲ σὰν νὰ πρόκειται νὰ μὲ ἔχετε
ἀναβαίνω πρὸς τὸν πατέρα ἀπ' ἐδῶ καὶ πέρα οἱ ἄνθρωποι. Ἀλλὰ πήγαινε εἰς πάλιν μεταξύ σας μὲ αὐτὴν τὴν μορφὴν τῆς ταπεινώσεως καὶ
μου καὶ πατέρα ὑμῶν, καὶ τοὺς ἀδελφούς μου καὶ πὲς τους· ἀνεβαίνω πρὸς τῆς ἀσθενείας, ὅπως ὁ ζῶν μαζί σας καὶ πρὸ τοῦ Πάθους. Μὴ
Θεόν μου καὶ Θεὸν ὑμῶν. τὸν Πατέρα μου, ὁ ὁποῖος χάρις εἰς τὴν μὲ ἐγγίζῃς, διότι δὲν ἀνέβηκα ἀκόμη πρὸς τὸν Πατέρα μου καὶ
λυτρωτικήν μου θυσίαν ἔγινε καὶ ἰδικός σας συνεπῶς δὲν ἐγκαινιάσθη ἀκόμη ἡ νέα σχέσις τῆς εὐλαβοῦς
Πατέρας, καὶ ἔγινε δι' ἐμὲ ἀπὸ τὴν ἡμέραν ποὺ καὶ λατρευτικῆς οἰκειότητος, τὴν ὁποίαν μετὰ τὴν ἀνάληψίν
πῆρα τὴν ἀνθρωπίνην σάρκα Θεός μου, ὅπως μου ὡς αἰώνιος καὶ οὐράνιος πλέον ἀρχιερεὺς καὶ ὡς κεφαλὴ
ἐπίσης εἶναι καὶ Θεὸς ἰδικός σας». τῆς Ἐκκλησίας ἐνωμένος μὲ αὐτὴν θὰ συνάψω πρὸς τοὺς
ἀνθρώπους. Πήγαινε δὲ πρὸς τοὺς ἀδελφούς μου καὶ εἰπὲ εἰς
αὐτούς· Ἀναβαίνω πρὸς τὸν Πατέρα μου, ὁ ὁποῖος δι’ ἐμοῦ
ἔγινε καὶ ἰδικός σας κατὰ χάριν Πατήρ, ἔγινε δὲ καὶ ἀφ’ ὅτου
ἐνηνθρώπησα καὶ Θεός μου, ὅπως εἶναι καὶ Θεὸς ἰδικός σας.
20,18 Ἔρχεται Μαρία ἡ 18 Ἔρχεται ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἀναγγέλει 18 Ἔρχεται Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἀναγγέλλει εἰς τοὺς
Μαγδαληνὴ ἀπαγγέλουσα εἰς τοὺς μαθητάς, ὅτι εἶδε τὸν Κύριον, καὶ ὅτι ὁ μαθητάς, ὅτι εἶδε τὸν Κύριον, ὁ ὁποῖος καὶ εἶπεν εἰς αὐτὴν τοὺς
τοῖς μαθηταῖς ὅτι ἑώρακε τὸν Κύριος τῆς εἶπε νὰ ἀναγγείλῃ εἰς αὐτοὺς τὴν λόγους αὐτούς.
Κύριον, καὶ ταῦτα εἶπεν αὐτῇ. ἀνάστασίν του.
20,19 Οὔσης οὖν ὀψίας τῇ 19 Κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην, τὴν πρώτην τῆς 19 Εἰς ἐπιβεβαίωσιν λοιπὸν τῆς μαρτυρίας ταύτης τῆς Μαρίας,
ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῇ μιᾷ τῶν ἐβδομάδος, ἐνῶ πλέον εἶχε βραδυάσει καὶ αἱ ὅταν ἐβράδυασε κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην, τὴν πρώτην τῆς
σαββάτων, καὶ τῶν θυρῶν θύραι τοῦ σπιτιοῦ, ὅπου εὑρίσκοντο ἑβδομάδος, καὶ ἐνῷ αἱ θύραι τοῦ σπιτιοῦ, ὅπου ἦσαν
κεκλεισμένων ὅπου ἦσαν οἱ συγκεντωμένοι οἱ μαθηταί, ἦσαν κλεισμέναι διὰ μαζευμένοι οἱ μαθηταί, ἦσαν κλεισταὶ ἕνεκα τοῦ φόβου, ποὺ
μαθηταὶ συνηγμένοι διὰ τὸν τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων, ἦλθεν ἔξαφνα ὁ εἶχαν οὗτοι διὰ τοὺς Ἰουδαίους, ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἐστάθη εἰς
φόβον τῶν ᾿Ιουδαίων, ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς, ἐστάθη εἰς τὸ μέσον καὶ τοὺς λέγει· τὸ μέσον καὶ εἶπεν εἰς αὐτούς· ἂς εἶναι εἰρήνη εἰς σᾶς.
᾿Ιησοῦς καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον, «εἰρήνη ἂς εἶναι εἰς σᾶς».
καὶ λέγει αὐτοῖς· εἰρήνη ὑμῖν.
20,20 Καὶ τοῦτο εἰπὼν ἔδειξεν 20 Καὶ ἀφοῦ εἶπε τοῦτο, ἔδειξεν εἰς αὐτοὺς τὰ 20 Καὶ ἀφοῦ εἶπε τοῦτο, ἔδειξεν εἰς αὐτοὺς τὰς χεῖρας καὶ τὴν

183/192
αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τὴν χέρια καὶ τὴν πλευρὰν του, διὰ νὰ ἴδουν τὰ πλευράν του διὰ να ἴδουν τὰ σημάδια τῶν πληγῶν καὶ
πλευρὰν αὐτοῦ. Ἐχάρησαν σημάδια τῶν πληγῶν καὶ πιστεύσουν ὅτι αὐτὸς πεισθοῦν, ὅτι αὐτὸς ἦτο ὁ σταυρωθεὶς Διδάσκαλός των.

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


οὖν οἱ μαθηταὶ ἰδόντες τὸν εἶναι ὁ διδάσκαλός των. Καὶ τότε οἱ μαθηταί, Κατόπιν λοιπὸν τῆς πληροφορίας, τὴν ὁποίαν διὰ τῆς
Κύριον. ὅταν εἶδαν τὸν Κύριον ἀναστημένον, ἐχάρησαν. ἐπιδείξεως αὐτῆς τῶν θεραπευθεισῶν πληγῶν ἐσχημάτισαν,
ἐχάρησαν οἱ μαθηταί, ὅταν εἶδαν τὸν Κύριον.
20,21 Εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ 21 Εἶπε, λοιπόν, τότε εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· «εἰρήνη 21 Ὅταν λοιπὸν ἡσύχασε κάπως ἡ πρώτη σφοδρὰ συγκίνησις,
Ἰησοῦς πάλιν· εἰρήνη ὑμῖν. εἰς σᾶς. Ὅπως ἔστειλεν ἐμὲ ὁ Πατήρ, διὰ νὰ ποὺ ἐδοκίμασαν ἐξ αἰτίας τῆς μεγάλης των χαρᾶς οἱ μαθηταί,
Καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, τελειώσω τὸ ἔργον τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων, εἶπε πάλιν εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς ἐν σχέσει πρὸς τὴν μέλλουσαν
κἀγὼ πέμπτῳ ὑμᾶς. ἔτσι καὶ ἐγὼ στέλνω σᾶς, νὰ μεταφέρετε εἰς τοὺς κλῆσιν καὶ ἀποστολὴν των· Ἂς εἶναι εἰρήνη εἰς σᾶς. Καθὼς μὲ
ἀνθρώπους τὴν σωτηρίαν». ἀπέστειλεν ὁ Πατὴρ διὰ τὸ ἔργον τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων,
ἔτσι καὶ ἐγὼ σᾶς στέλλω πρὸς ἑξακολούθησιν τοῦ αὐτοῦ ἔργου.
20,22 Καὶ τοῦτο εἰπὼν 22 Καὶ ἀφοῦ εἶπε τοῦτο, ἐφύσησε εἰς τὰ πρόσωπα 22 Καὶ ἀφοῦ εἶπεν αὐτό, προκειμένου νὰ μεταδώσῃ εἰς αὐτοὺς
ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς· των τὴν ζωογόνον πνοὴν τῆς νέας ζωῆς καὶ τοὺς τὴν πνοὴν τῆς νέας οὐρανίου ζωῆς, ἐνεφύσησεν εἰς τὰ
λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον, εἶπε· «λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον. πρόσωπά των, ὅπως ἄλλοτε ὁ Θεὸς εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ Ἀδάμ,
καὶ τοὺς εἶπε· Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον.
20,23 ἄν τινων ἀφῆτε τὰς 23 Εἰς ὅποιους συγχωρεῖτε τὶς ἁμαρτίες, θὰ εἶναι 23 Εἰς ὅποιους συγχωρήσετε τὰς ἁμαρτίας, τοὺς συγχωροῦνται
ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν συγχωρημένες καὶ ἀπὸ τὸν Θεόν. Εἰς ὅποιους αὐταὶ καὶ ἀπὸ τὸν Θεόν· εἰς ὅποιους δὲ τὰς κρατεῖτε
τινων κρατῆτε, κεκράτηνται. ὅμως τὶς κρατεῖτε ἄλυτες καὶ ἀσυγχώρητες, θὰ ἀσυγχώρητες, θὰ μείνουν γιὰ πάντα κρατημένες.
μείνουν αἰωνίως ἀσυγχώρητες».
20,24 Θωμᾶς δὲ εἶς ἐκ τῶν 24 Ὁ Θωμᾶς ὅμως, ἔνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα, ὁ 24 Ὁ Θωμᾶς ὅμως, ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα Ἀποστόλους, ποὺ
δώδεκα ὁ λεγόμενος Δίδυμος, ὁποῖος ἐλέγετο εἰς τὴν ἑλληνικὴν Δίδυμος, δὲν ἐλέγετο ἀπὸ τοὺς ὁμιλοῦντας τὴν ἑλληνικὴν γλῶσσαν
οὐκ ἦν μετ' αὐτῶν ὅτε ἦλθεν ὁ ἦτο μαζῆ τους, ὅταν ἦλθε ὁ ᾿Ιησοῦς. Ἑβραίους Δίδυμος, δὲν ἦτο μαζί τους, ὅταν ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς.
Ἰησοῦς.
20,25 Ἔλεγον οὖν αὐτῷ οἱ 25 Ἔλεγαν, λοιπόν, εἰς αὐτὸν οἱ ἄλλοι μαθηταί· 25 Ὅταν λοιπὸν ἦλθε, τοῦ ἔλεγαν οἱ ἄλλοι μαθηταί· Εἴδαμεν
ἄλλοι μαθηταί· ἑωράκαμεν «εἴδαμε τὸν Κύριον». Ἐκεῖνος ὅμως τοὺς εἶπε· τὸν Κύριον. Αὐτὸς ὅμως τοὺς ἀπήντησεν· Ἐὰν δὲν ἴδω μὲ τὰ
τὸν Κύριον. Ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· «ἐὰν δὲν ἴδω εἰς τὰ χέρια του τὸ σημάδι τῶν μάτια μου εἰς τὰς χεῖρας του τὸ σημάδι τῶν καρφιῶν καὶ δὲν
ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν καρφιῶν καὶ δὲν βάλω τὸ δάκτυλό μου εἰς τὸ βάλω τὸ δάκτυλό μου εἰς τὸ σημάδι τῶν καρφιῶν καὶ δὲν βάλω

184/192
αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, σημάδι τῶν καρφιῶν, καὶ ἂν δὲν βάλω τὸ χέρι τὸ χέρι μου εἰς τὴν πλευράν του, ὥστε ὄχι μόνον μὲ τὰ μάτια
καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου μου εἰς τὴν πλευράν, ποὺ τὴν ἐτρύπησε ἡ λόγχη, μου, ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ δάκτυλά μου νὰ βεβαιωθῶ, δὲν θὰ

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ δὲν θὰ πιστεύσω». πιστεύσω.
βάλω τὴν χεῖρά μου εἰς τὴν
πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ
πιστεύσω.
20,26 Καὶ μεθ' ἡμέρας ὀκτὼ 26 Καὶ ἔπειτα ἀπὸ ὀκτὼ ἡμέρας ἦσαν πάλιν οἱ 26 Πράγματι δὲ ὕστερα ἀπὸ ὀκτὼ ἡμέρας ἦσαν πάλιν μέσα εἰς
πάλιν ἦσαν ἔσω οἱ μαθηταὶ μαθηταὶ μέσα εἰς τὸ σπίτι καὶ ὁ Θωμᾶς μαζῆ μὲ τὸ σπίτι οἱ μαθηταὶ καὶ μαζὶ μὲ αὐτοὺς ἦτο καὶ ὁ Θωμᾶς.
αὐτοῦ καὶ Θωμᾶς μετ' αὐτῶν. αὐτούς. Ἔρχεται, λοιπόν, ὁ Ἰησοῦς ἔξαφνα, ἐνῶ Ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς, ἐνῷ ἦσαν κλεισταὶ αἰ θύραι καὶ ἐστάθη εἰς
Ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς τῶν θυρῶν οἱ πόρτες ἦσαν κλεισμένες, ἐστάθηκε εἰς τὸ τὸ μέσον τῶν μαθητῶν καὶ εἶπεν· ἄς εἶναι εἰρήνη εἰς σᾶς.
κεκλεισμένων, καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον καὶ εἶπε· «εἰρήνη ὑμῖν».
μέσον καὶ εἶπεν· εἰρήνη ὑμῖν.
20,27 Εἴτα λέγει τῷ Θῶμᾷ· 27 Ἔπειτα λέγει εἰς τὸν Θωμάν· «φέρε τὸ δάκτυλό 27 Ἔπειτα λέγει εἰς τὸν Θωμᾶν· Φέρε ἐδῶ τὸν δάκτυλόν σου.
φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε σου ἐδῶ, ἰδὲ καὶ μὲ τὰ μάτια σου τὰ χέρια μου καὶ Καὶ ἐνῷ μὲ τὴν ψηλάφησίν σου θὰ ἐξετάζῃς τὰ σημάδια τῶν
καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου, καὶ φέρε τὸ χέρι σου καὶ βάλε τὸ εἰς τὴν πλευράν πληγῶν μου, συγχρόνως καὶ μὲ τὰ μάτια σου ἴδε τὰς χεῖράς
φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε μου, ψηλάφησε καὶ ἰδὲ τὰ σημάδια τῶν καρφιῶν μου καὶ φέρε κάτω ἀπὸ τὰ ἐνδύματά μου τὴν χεῖρα σου καὶ
εἰς τὴν πλευράν μου, καὶ μὴ καὶ τῆς λόγχης, καὶ μὴ γίνεσαι ἄπιστος, ἀλλὰ βάλε την εἰς τὴν πλευράν μου, ποὺ ἐκτυπήθη ἀπὸ τὴν
γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός. πιστός». λόγχην,καὶ μὴ ἀφίνῃς τὸν ἑαυτόν σου νὰ κυριευθῇ ἀπὸ τὴν
ἀπιστίαν, ὥστε νὰ γίνῃς μονίμως καὶ ἀνεπανορθώτως ἄπιστος,
ἀλλὰ προόδευε καὶ στηρίζου εἰς τὴν πίστιν, ὥστε νὰ γίνῃς
ἀμετακίνητος καὶ ἀδιάσειστος εἰς αὐτήν.
20,28 Καὶ ἀπεκρίθη Θωμᾶς καὶ 28 Ἀπήντησε τότε ὁ Θωμᾶς καὶ εἶπε εἰς αὐτόν· 28 Καὶ ὁ Θωμᾶς τότε ἀπεκρίθη καὶ εἶπεν εἰς αὐτόν· Πιστεύω καὶ
εἶπεν αὐτῷ· ὁ Κύριός μου καὶ ὁ «Πιστεύω, Κύριε, ὅτι σὺ εἶσαι ὁ Κύριός μου καὶ ὁ ὁμολογῶ, ὅτι εἶσαι ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου.
Θεός μου. Θεός μου».
20,29 Λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ὅτι 29 Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς· «ἐπίστευσες, διότι μὲ 29 Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς· Ἐπίστευσες, ἐπειδὴ μὲ εἶδες.
ἑώρακάς με, πεπίστευκας· εἶδες· μακάριοι θὰ εἶναι ἀπ' ἐδῶ καὶ πέρα εἰς τοὺς Μακαριώτεροι καὶ περισσότερον καλοτύχοι εἶναι ἐκεῖνοι, οἱ
μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ αἰῶνας τῶν αἰώνων, ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι καίτοι δὲν ὁποῖοι, καίτοι δὲν εἶδαν μὲ τὰ μάτια τους, ὅπως εἶδες σύ,

185/192
πιστεύσαντες. μὲ εἶδαν, ἐπίστευσαν». ἐπίστευσαν. Καὶ θὰ πιστεύσουν οὕτως ὅλα τὰ μέλη τῆς
Ἐκκλησίας μου κατὰ τὰς ἐπερχομένας γενεάς.

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


20,30 Πολλὰ μὲν οὖν καὶ ἄλλα 30 Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ θαῦμα αὐτὸ τῆς ἀναστάσεως καὶ 30 Σύμφωνα λοιπὸν μὲ ὅσα ἐξιστορήσαμεν, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ
σημεῖα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ ὅσα ἄλλα θαύματα εἶχε κάμει θαῦμα τῆς Ἀναστάσεώς του ἔκαμεν ὁ Ἰησοῦς ἐμπρὸς εἰς τὰ
ἐνώπιον τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, προηγουμένως ὁ Ἰησοῦς, ἔκαμε καὶ πολλὰ ἄλλα, μάτια τῶν μαθητῶν του καὶ πολλὰ ἄλλα ἀποδεικτικὰ
ἃ οὐκ ἐστὶ γεγραμμένα ἐν τῷ ἐμπρὸς εἰς τοὺς μαθητάς του, τὰ ὁποῖα θαύματα, ποὺ ἐδείκνυαν τὴν θεότητά του καὶ τὰ ὁποῖα δὲν
βιβλίῳ τούτῳ, ἀπεδείκνυαν τὴν θεότητά του καὶ τὸ ἔργον του, εἶναι γραμμένα εἰς τὸ βιβλίον αὐτό.
καὶ τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι γραμμένα εἰς τὸ ἱερὸν
τοῦτο βιβλίον.
20,31 ταύτα δὲ γέγραπται ἵνα 31 Αὐτὰ δέ, ποὺ ἐξιστορήσαμεν, ἐγράφησαν, διὰ 31 Αὐτὰ δέ, ποὺ ἐξεθέσαμεν, ἐγράφησαν διὰ νὰ πιστεύσετε, ὅτι
πιστεύσητε ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ νὰ πιστεύσετε ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Χριστός, ὁ ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ ὑπὸ τῶν προφητῶν προκηρυχθεὶς Χριστός, ὁ
Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ἵνα πιστεύοντες αὐτὸν μὲ μονογενὴς Υἱός τοῦ Θεοῦ, καὶ ἵνα πιστεύοντες ἔχετε ὡς
ἵνα πιστεύοντες ζωὴν ἔχητε ἐν φωτισμένην καὶ ἐνεργὸν πίστιν, ἔχετε, ὡς ἀναφαίρετον κτῆμα σας τὴν νέαν καὶ θείαν καὶ αἰωνίαν ζωήν,
τῷ ὀνόματι αὐτοῦ. παντοτεινὸν κτῆμα σας, ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ, ἡ ὁποία μεταδίδεται εἰς τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων διὰ μέσου
τὴν αἰωνίαν ζωήν». αὐτοῦ καὶ τῆς ἐπικλήσεως τοῦ ὀνόματός του.

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 21Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ


Αρχαίο Κείμενο Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
21,1 Μετὰ ταῦτα ἐφανέρωσεν 1 Έπειτα ἀπὸ αὐτά, ἐφανέρωσε τὸν εὐατόν του 1 Μετὰ ταῦτα ἐφανέρωσε τὸν ἑαυτόν του πάλιν ὁ Ἰησοῦς εἰς
ἑαυτὸν πάλιν ὁ Ἰησοῦς τοῖς πάλιν ὁ ἰησοῦς κοντὰ εἰς τὴν λίμνην τῆς τοὺς μαθητάς του εἰς τὴν λίμνην τῆς Τιβεριάδος. Τὸν
μαθηταῖς ἐπὶ τῆς θαλάσσης Τιβεριάδος· ἐφανερώθηκε δὲ ὡς ἐξῆς· ἐφανέρωσε δὲ κατὰ τὸν ἑξῆς τρόπον.
τῆς Τιβεριάδος· ἐφανέρωσε δὲ
οὕτως.
21,2 Ἦσαν ὁμοῦ Σίμων Πέτρος, 2 Ἦσαν μαζῆ ὁ Σίμων Πέτρος καὶ ὁ Θωμᾶς, ποὺ 2 Ἦσαν μαζὶ ὁ Σίμων Πέτρος, καὶ ὁ Θωμᾶς, ποὺ ἐλέγετο
καὶ Θωμᾶς ὁ λεγόμενος ἐλέγετο Δίδυμος, καὶ ὁ Ναθαναήλ, ποὺ Δίδυμος, καὶ ὁ Ναθαναήλ, ποὺ κατήγετο ἀπὸ τὴν Κανᾶ τῆς
Δίδυμος, καὶ Ναθαναὴλ ὁ ἀπὸ κατήγετο ἀπὸ τὴν Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οἱ Γαλιλαίας, καὶ οἱ υἱοὶ τοῦ Ζεβεδαίου, καὶ ἄλλοι δύο ἀπὸ τοὺς

186/192
Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οἱ τοῦ υἱοὶ τοῦ Ζεβεδαίου καὶ ἄλλοι δύο ἀπὸ τοὺς μαθητάς του.
Ζεβεδαίου καὶ ἄλλοι ἐκ τῶν μαθητάς του.

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


μαθητῶν αὐτοῦ δύο.
21,3 Λέγει αὐτοῖς Σίμων 3 Λέγει εἰς αὐτοὺς ὁ Σίμων Πέτρος· «πηγαίνω 3 Λέγει εἰς αὐτοὺς ὁ Σίμων Πέτρος· Πηγαίνω νὰ ψαρέψω.
Πέτρος· ὑπάγω ἀλιεύειν. νὰ ψαρέψω». Λέγουν εἰς αὐτὸν καὶ ἐκεῖνοι· Λέγουν εἰς αὐτὸν ἐκεῖνοι· Ἐρχόμεθα καὶ μεῖς μαζί σου.
Λέγουσιν αὐτῷ· ἐρχόμεθα καὶ «ἐρχόμαστε καὶ ἡμεῖς μαζῆ σου». Ἐβγῆκαν, Ἐβγῆκαν λοιπὸν ἀπὸ τὸ κατάλυμά των πρὸς τὴν θάλασσαν
ἡμεῖς σύν σοί. Ἐξῆλθον καὶ λοιπόν, πρὸς τὴν θάλασσαν, ἐμπῆκαν ἀμέσως καὶ ἐμβῆκαν ἀμέσως εἰς τὸ πλοῖον καὶ ἤρχισαν νὰ ψαρεύουν.
ἐνέβησαν εἰς τὸ πλοῖον εὐθύς, εἰς τὸ πλοῖον καὶ ἤρχισαν νὰ ρίπτουν τὰ δίκτυα. Καὶ κατ’ ἐκείνην τὴν νύκτα δὲν ἔπιασαν τίποτε.
καὶ ἐν ἐκείνη τῇ νυκτὶ ἐπίασαν Ἐκείνη ὅμως τὴν νύκτα δὲν ἔπιασαν τίποτε.
οὐδέν.
21,4 Πρωΐας δὲ ἤδη γενομένης 4 Ὅταν δὲ πλέον ἔγινε πρωΐ, ἐστάθηκεν ὁ 4 Ὅταν δὲ πλέον ἔγινε πρωΐ, ἐστάθη ὁ Ἰησοῦς στὴν
ἔστη ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸν αἰγιαλόν· Ἰησοῦς εἰς τὴν παραλίαν. Οἱ μαθηταὶ ὅμως δὲν ἀκρογιαλιά. Οἱ μαθηταὶ ὅμως δὲν ἀντελήφθησαν, ὅτι αὐτός,
οὐ μέντοι ᾔδεισαν οἱ μαθηταὶ ἀντελήφθησαν ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Ἰησοῦς. ποὺ ἐστέκετο, ἦτο ὁ Ἰησοῦς.
ὅτι Ἰησοῦς ἐστι.
21,5 Λέγειν οὖν αὐτοῖς ὁ 5 Λέγει, λοιπόν, εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς σὰν 5 Σὰν νὰ ἦτο λοιπὸν ξένος καὶ ἄγνωστος διαβάτης, λέγει πρὸς
Ἰησοῦς· παιδία, μή τι ἄγνωστος διαβάτης καὶ μὲ τὴν συνηθισμένην αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Παιδιά, μήπως ἔχετε κανένα ψάρι γιὰ
προσφάγιον ἔχετε; τότε οἰκειότητα μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, προσφάγι; Ἀπεκρίθησαν εἰς αὐτόν· Ὄχι.
Ἀπεκρίθησαν αὐτῷ· οὔ. «παιδιά, μήπως ἔχετε κανένα ψάρι γιὰ
προσφάγι;» Τοῦ ἀπήντησαν· «ὄχι· δὲν ἔχομεν
τίποτε».
21,6 Ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· βάλετε 6 Ἐκεῖνος τότε τοὺς εἶπε· «ρίξτε τὸ δίκτυ εἰς τὰ 6 Ἐκεῖνος δὲ τότε εἶπε πρὸς αὐτούς· Ρίψατε τὸ δίκτυον εἰς τὰ
εἰς τὰ δεξιὰ μέρη τοῦ πλοίου τὸ δεξιὰ μέρη τοῦ πλοίου καὶ θὰ βρῆτε ψάρια». δεξιὰ τοῦ πλοίου καὶ θὰ εὕρετε. Ἔρριψαν λοιπὸν σύμφωνα μὲ
δύκτιον, καὶ εὑρήσετε. Ἔβαλον Ἔρριξαν τότε τὸ δίκτυ καὶ ἐπιασαν τόσον τὴν σύστασιν αὐτὴν καὶ δὲν ἠμπόρεσαν νὰ τραβήξουν ἐπάνω
οὖν, καὶ οὐκέτι αὐτὸ ἑλκύσαι πολλά, ὥστε δὲν ἠμπόρεσαν πλέον νὰ τὸ δίκτυον ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ψαριῶν, ποὺ εἶχε πιάσει.
ἴσχυσον ἀπὸ τοῦ πλήθους τῶν σηκώσουν τὸ δίκτυον καὶ νὰ τὸ τραβήξουν
ἰχθύων. ἐπάνω εἰς τὸ πλοῖον ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ψαριῶν
21,7 Λέγει οὖν ὁ μαθητὴς 7 Ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖον ἀγαποῦσε 7 Κατόπιν λοιπὸν ἀπὸ τὴν πρωτοφανῆ αὐτὴν ἐπιτυχίαν, λέγει

187/192
ἐκεῖνος, ὃν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς, τῷ ἰδιαιτέρως ὁ Ἰησοῦς, ἐθυμήθηκε τότε καὶ ἄλλην, ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖον ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς, εἰς τὸν
Πέτρῳ· ὁ Κύριός ἐστι. Σίμων πρὸ τριῶν ἐτῶν, θαυμαστὴν ἁλιείαν πλήθους Πέτρον· Αὐτός, ποὺ τὸν ἐνομίσαμεν ὡς ξένον, εἶναι ὁ Κύριος.

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


οὖν Πέτρος ἀκούσας ὅτι ὁ ψαριῶν καὶ λέγει εἰς τὸν Πέτρον· «αὐτὸς εἶναι ὁ Ὁ Σίμων Πέτρος λοιπόν, ὅταν ἤκουσεν, ὅτι ἐκεῖ ἦτο ὁ Κύριος,
Κύριός ἐστι, τὸν ἐπενδυτὴν Κύριος». Ὅταν, λοιπόν, ὁ Σίμων Πέτρος ἤκουσε ἐφόρεσε βιαστικὰ καὶ ἐζώσθη τὸν ἐργατικὸν σάκκον του, διότι
διεζώσατο· ἦν γὰρ γυμνός· καὶ ὅτι αὐτὸς ποὺ στέκεται ἐκεῖ εἶναι ὁ Κύριος, μέχι τῆς στιγμῆς ἐκείνης ἦτο σχεδὸν γυμνός· καὶ ὁρμητικός,
ἔβαλεν ἑαυτὸν εἰς τὴν ἔρριξε ἐπάνω του καὶ ἐζώστηκε τὸν ἐπενδύτην. καθὼς ἦτο, ἐρρίφθη εἰς τὴν θάλασσαν, διὰ νὰ συναντήσῃ τὸ
θάλασσαν· Διότι ἦτο σχεδὸν γυμνὸς κατὰ τὰς ὥρας τοῦ συντομώτερον τὸν Διδάσκαλον.
ψαρέματος. Ἐρρίφθη εἰς τὴν θάλασσαν, διὰ νὰ
ἔλθῃ ὅσον ἠμποροῦσε συντομώτερα πρὸς τὸν
Κύριον.
21,8 οἱ δὲ ἄλλοι μαθηταὶ τῷ 8 Οἱ ἄλλοι ὅμως μαθηταὶ ἦλθαν μὲ τὸ 8 Οἱ ἄλλοι μαθηταὶ ὅμως ἦλθαν πρὸς τὸν Ἰησοῦν μὲ τὸ
πλοιαρίῳ ἦλθον· οὐ γὰρ ἦσαν πλοιάριον, διότι δὲν ἀπεῖχαν πολὺ ἀπὸ τὴν πλοιάριον· διότι δὲν ἦσαν μακρὰν ἀπὸ τὴν ξηράν, ἀλλ’
μακρὰν ἀπὸ τῆς γῆς, ἀλλ' ὡς ξηράν, ἀλλὰ περίπου διακόσιες πῆχες, δηλαδὴ ἀπεῖχον περίπου διακόσιες πήχεις. Καὶ ἦλθαν σύροντες τὸ
ἀπὸ πηχῶν διακοσίων· ἑκατὸ περίπου μέτρα. Καὶ ἦλθαν σύροντες τὸ γεμᾶτον ἀπὸ τὰ συλληφθέντα ψάρια δίκτυον.
σύροντες τὸ δίκτυον τῶν δίκτυ, ποὺ ἦτο γεμᾶτο ψάρια.
ἰχθύων.
21,9 Ὡς οὖν ἀπέβησαν εἰς τὴν 9 Ἀμέσως δὲ μόλις ἐβγῆκαν εἰς τὴν ξηράν, 9 Εὐθὺς λοιπὸν ὡς ἀπεβιβάσθησαν εἰς τὴν ξηράν, κάθυγροι
γῆν, βλέπουσιν ἀνθρακιὰν βρεγμένοι καὶ πεινασμένοι, βλέπουν ἀναμμένα καὶ κατάκοποι καὶ πεινασμένοι, βλέπουν ἕτοιμον κατὰ γῆς
κειμένην καὶ ὀψάριον κάρβουνα σωρὸν καὶ ἐπάνω εἰς αὐτὰ ψάρι καὶ σωρὸν ἀπὸ κάρβουνα ἀναμμένα καὶ ἐπάνω εἰς αὐτὸν ἕνα ψάρι
ἐπικείμενον καὶ ἄρτον. κοντὰ εἰς τὴν φωτιὰ ψωμί. καὶ χωριστὰ εἰς μικρὰν ἀπόστασιν ἕνα ἄρτον. Ηὗραν δηλαδὴ
φωτιά, διὰ νὰ θερμανθοῦν καὶ ξηρανθοῦν τὰ ἐνδύματά των,
καὶ φαγητὸν διὰ τὸ πρωϊνόν τους.
21,10 Λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· 10 Λέγει εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· «φέρτε καὶ ἀπὸ τὰ 10 Καὶ διὰ νὰ συμπληρωθῇ τὸ πρωϊνὸν αὐτὸ καὶ ἀπὸ τὸ προϊὸν
ἐνέγκατε ἀπὸ τῶν ὀψαρίων ὧν ψάρια, ποὺ ἐπιάσατε τώρα». τοῦ κόπου των, λέει εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Φέρετε καὶ ἀπὸ τὰ
ἐπιάσατε νῦν. ψάρια, ποὺ ἐπιάσατε τώρα.
21,11 Ἀνέβη Σίμων Πέτρος καὶ 11 Ἀνέβηκε ὁ Σίμων Πέτρος εἰς τὸ πλοιάριον 11 Ἐπειδὴ δὲ τὸ δίκτυον ἦτο ἀκόμη μέσα εἰς τὴν λίμνην καὶ
εἵλκυσε τὸ δίκτυον ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ ἐτράβηξε εἰς τὴν ξηρὰν τὸ δίκτυ, γεμᾶτο ἕνεκα τοῦ βάρους του ἦτο δύσκολον νὰ τραβηχθῇ, ἀνέβη ὁ

188/192
μεστὸν ἰχθύων μεγάλων ἀπὸ ἑκατὸν πενήντα τρία μεγάλα ψάρια. Καὶ Σίμων Πέτρος ὡς ἐμπειρότερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους εἰς τὸ
ἑκατὸν πεντήκοντα τριῶν· καὶ ἐνῶ τόσον πολλὰ καὶ μεγάλα ἦσαν τὰ ψάρια, πλοιάριον καὶ ἐτράβηξε τὸ δίκτυον εἰς τὴν ξηράν, γεμᾶτον

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


τοσούτων ὄντων οὐκ ἐσχίσθη δὲν ἐσχίσθηκε τὸ δίκτυον. ἀπὸ ψάρια μεγάλα ἑκατὸν πεντήκοντα τρία. Καίτοι δὲ ἦσαν
τὸ δίκτυον. τόσον πολλὰ τὰ ψάρια, δὲν ἐσχίσθη τὸ δίκτυον.
21,12 Λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· 12 Λέγει εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· «ἐλᾶτε τώρα νά 12 Λέγει εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Ἔλθετε τώρα νὰ πάρετε τὸ
δεῦτε ἀριστήσατε. Οὐδεὶς δὲ φᾶτε τὸ πρωϊνὸ σας φαγητό». Κανεὶς δὲ ἀπὸ πρωϊνόν σας. Ἐν τῷ μεταξὺ δὲ κανεὶς ἀπὸ τοὺς μαθητὰς δὲν
ἐτόλμα τῶν μαθητῶν ἐξετάσαι τοὺς μαθητὰς δὲν ἐτολμοῦσε νὰ τὸν ἐξετάσῃ ἐτόλμα νὰ τὸν ἐξετάσῃ καὶ νὰ τὸν ἐρωτήσῃ· Ποῖος εἶσαι σύ;
αὐτὸν σὺ τίς εἶ, εἰδότες ὅτι ὁ καὶ νὰ τὸν ἐρωτήσῃ, ποιὸς εἶσαι σύ, διότι ὅλοι Διότι ἤξευραν, ὅτι εἶναι ὁ Κύριος. Καὶ συνεπῶς ᾐσθάνοντο
Κύριός ἐστιν. ἐγνώριζαν πολὺ καλὰ ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Κύριος. ἀπέναντι τοῦ φόβον καὶ βαθὺν σεβασμόν.
21,13 Ἔρχεται οὖν ὁ Ἰησοῦς καὶ 13 Ἔρχεται λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς καὶ παίρνει τὸ ψωμὶ 13 Ἀφοῦ λοιπὸν κατόπιν τῆς προσκλήσεως τοῦ Ἰησοῦ ἦλθαν οἱ
λαμβάνει τὸν ἄρτον καὶ εἰς τὰ χέρια του καὶ τοὺς τὸ ἐμοίρασε, ἐπίσης δὲ μαθηταὶ νὰ φάγουν, ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς καὶ παίρνει εἰς τὰς
δίδωσιν αὐτοῖς καὶ τὸ ὀψάριον καὶ τὸ ψάρι. χεῖρας του τὸν ἄρτον καὶ ἐμοίρασε τοῦτον εἰς αὐτούς, ὁμοίως
ὁμοίως. δὲ καὶ τὸ ὀψάριον.
21,14 Τοῦτο ἤδη τρίτον 14 Αὐτὴ ἦτο ἡ τρίτη φορά, ποὺ ἐφανερώθηκε ὁ 14 Αὐτὴ ἦτο ἡ τρίτη φορὰ ἕως τότε, ποὺ ἐφανερώθη ὁ Ἰησοῦς
ἐφανερώθη ὁ Ἰησοῦς τοῖς Ἰησοῦς εἰς συγκεντρωμένους μαθητάς του, ἀπὸ εἰς συναθροισμένους τοὺς μαθητάς του, ἀφ’ ὅτου ἀνεστήθη ἐκ
μαθηταῖς αὐτοῦ ἐγερθεὶς ἐκ τὴν ἡμέραν ποὺ ἀνεστήθη ἐκ νεκρῶν. νεκρῶν.
νεκρῶν.
21,15 Ὅτε οὖν ἠρίστησαν, λέγει 15 Ἀφοῦ, λοιπόν, ἐπῆραν τὸ πρωϊνό τους 15 Ὅταν λοιπὸν ἐπῆραν τὸ πρωϊνό τους, εἶπεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸν
τῷ Σίμωνι Πέτρῳ ὁ Ἰησοῦς· φαγητό, λέγει εἰς τὸν Σίμωνα Πέτρον ὁ Ἰησοῦς· Σίμωνα Πέτρον· Σίμων, υἱὲ τοῦ Ἰωνᾶ, μὲ ἀγαπᾶς περισσότερον
Σίμων Ἰωνᾶ, ἀγαπᾷς μὲ πλεῖον «Σίμων, παιδὶ τοῦ Ἰωνᾶ, μὲ ἀγαπᾷς ἀπὸ αὐτούς, τοὺς ἄλλους συμμαθητάς σου, ὅπως μοῦ ἔλεγες
τούτων; Λέγει αὐτῷ· ναί, Κύριε, περισσότερο ἀπὸ αὐτούς, ὅπως εἶχες ἰσχυρισθῆ καυχώμενος κατὰ τὴν νύκτα τῆς συλλήψεώς μου; Ὁ Πέτρος
σὺ οἶδᾳς ὅτι φιλῶ σε. Λέγει κατὰ τὴν νύκτα τῆς συλλήψεώς μου;» Ὁ τώρα διδαγμένος ἀπὸ τὸ πάθημά του ἐκφράζεται μὲ γλῶσσαν
αὐτῷ· βόσκε τὰ ἀρνία μου. Πέτρος, χωρὶς τώρα νὰ ὑποτιμήσῃ τὴν ἀγάπην ταπεινοφροσύνης καὶ λέγει εἰς αὐτόν· Ναί, Κύριε, σὺ
τῶν ἄλλων μαθητῶν, μὲ ταπεινοφροσύνην γνωρίζεις, ὅτι σὲ ἀγαπῶ. Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς· Βόσκε τὰ
πολλὴν λέγει· «ναί, Κύριε, σὺ γνωρίζεις ὅτι σὲ λογικὰ ἀρνία τῆς πνευματικῆς μου ποίμνης καὶ φρόντιζε νὰ
ἀγαπῶ». Τοῦ λέγει ὁ Ἰησοῦς· «βόσκε τὰ λογικὰ τρέφονται καὶ νὰ οἰκοδομοῦνται ταῦτα μὲ τὴν διδασκαλίαν
ἀρνιά μου τῆς πνευματικῆς μου ποίμνης. τῆς ἀληθείας καὶ μὲ κάθε μέσον πνευματικῆς παιδαγωγίας.

189/192
(Δίδαξε τὴν ἀλήθειαν εἰς τοὺς καλοπροαιρέτους
ἀνθρώπους, ποὺ θὰ γίνουν μέλῃ τῆς

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


᾿Εκκλησίας μου· θρέψε τους καὶ ἀνάθρεψέ τους
μὲ τὴν χάριν τῶν μυστηρίων)».
21,16 Λέγει αὐτῷ πάλιν 16 Λέγει εἰς αὐτὸν πάλιν δευτέραν φορὰν ὁ 16 Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς πάλιν διὰ δευτέραν φοράν· Σίμων,
δεύτερον· Σίμων Ἰωνᾶ, ἀγαπᾷς Κύριος· «Σίμων, παιδὶ τοῦ Ἰωνᾶ, μὲ ἀγαπᾷς;» υἱὲ τοῦ Ἰωνᾶ, μὲ ἀγαπᾷς; Λέγει εἰς αὐτόν· Ναί, Κύριε, σὺ
μέ; Λέγει αὐτῷ· ναί, Κύριε, σὺ Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Πέτρος· «ναί, Κύριε, σὺ γνωρίζεις, ὅτι σὲ ἀγαπῶ. Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς· Ποίμαινε
οἶδᾳς ὅτι φιλῶ σέ. Λέγει αὐτῷ· γνωρίζεις ὅτι σὲ ἀγαπῶ». Τοῦ λέγει· «ποίμαινε τὰ λογικὰ πρόβατά μου, ἐπιστατῶν καὶ ἀγρυπνῶν διὰ τὴν
ποίμαινε τὰ πρόβατά μου. τὰ λογικά μου πρόβατα». ἀσφάλειαν καὶ σωτηρίαν των.
21,17 Λέγει αὐτῷ τὸν τρίτον· 17 Λέγει εἰς αὐτὸν τρίτην φορὰν ὁ Κύριος· 17 Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς διὰ τρίτην φοράν· Σίμων, υἱὲ τοῦ
Σίμων Ἰωνᾶ, φιλεῖς με; «Σίμων, υἱὲ τοῦ Ἰωνᾶ, μὲ ἀγαπᾷς;» Ὁ Πέτρος Ἰωνᾶ, μὲ ἀγαπᾷς; Ἐπειδὴ δὲ ἐφαίνετο διὰ τῆς νέας αὐτῆς
Ἐλυπήθη ὁ Πέτρος ὅτι εἶπεν ἐλυπήθηκε, διότι τρεῖς φορὲς τοῦ εἶπε ὁ Ἰησοῦς, ἐρωτήσεως, ὅτι ὁ Διδάσκαλος ἀμφέβαλλεν ἀκόμη διὰ τὴν
αὐτῷ τὸ τρίτον, φιλεῖς με, καὶ «ἀγαπᾶς με;» ἐπειδὴ ἐνόμισε ὅτι ἀμφέβαλλεν ὁ ἀγάπην τοῦ Πέτρου, ἐλυπήθη ὁ Πέτρος, διότι εἶπεν εἰς αὐτὸν ὁ
εἶπεν αὐτῷ· Κύριε, σὺ πάντα Κύριος διὰ τὴν ἀγάπην του, καὶ τοῦ εἶπε· Κύριος διὰ τρίτην φοράν· Μὲ ἀγαπᾷς; Καὶ ἐπειδὴ ἡ τριπλὴ
οἶδᾳς, σὺ γινώσκεις ὅτι φιλῶ «Κύριε, σὺ γνωρίζεις τὰ πάντα, σὺ γνωρίζεις ὅτι ἄρνησις τὸν εἶχε διδάξει νὰ μὴ ἔχῃ πλέον ἐμπιστοσύνην εἰς
σε. Λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· βόσκε σὲ ἀγαπῶ». Καὶ ἔπειτα ἀπὸ τὴν τριπλῆν αὐτὴν τὸν ἑαυτόν του, εἶπεν εἰς αὐτόν· Κύριε, σὺ τὰ γνωρίζεις ὅλα, σὺ
τὰ πρόβατά μου. ὁμολογίαν (ποὺ ἔσβησε ὁριστικὰ πλέον τὴν ἡξεύρεις, ὅτι σὲ ἀγαπῶ. Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς· Βόσκε τὰ
τριπλῆν του ἄρνησιν καὶ τὸν ἀποκατέστησε εἰς πρόβατά μου. Καὶ ἀφοῦ μὲ τὴν τριπλῆν αὐτὴν βεβαίωσίν του ὁ
τὸ ἀποστολικόν του ἀξίωμα), ὁ Κύριος τοῦ Πέτρος ἐπανώρθωσε τὸ ἁμάρτημα τῆς τριπλῆς ἀρνήσεώς του,
λέγει· «βόσκε τὰ πρόβατά μου». καὶ ἀποκατεστάθη εἰς τὸ ἀποστολικὸν ἀξίωμα, ὁ Κύριος
πληροφορῶν αὐτόν, ὅτι δὲν θὰ τὸν ἠρνεῖτο πλέον, τοῦ
προσθέτει:
21,18 Ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοι, ὅτε 18 Καὶ πληροφορῶν αὐτὸν ὁ Κύριος, ὅτι θὰ 18 Ἀληθῶς, ἀληθῶς σοῦ λέγω, ὅταν ἤσουν νεότερος ἔζωνες
ἧς νεώτερος, ἐζώννυες σεαυτὸν μείνῃ πλέον πιστὸς μέχρι θανάτου, τοῦ λέγει· μόνος σου τὸν ἑαυτόν σου καὶ ἐβάδιζες, ὅπου ἤθελες. Ὅταν δὲ
καὶ περιεπάτεις ὅπου ἤθελες· «σὲ διαβεβαιώνω καὶ σὲ πληροφορῶ, ὅτι ὅταν θὰ γηράσῃς, θὰ ἑξαπλώσῃς τὰς χεῖρας σου καὶ ἄλλος θὰ σὲ
ὅταν δὲ γηράσῃς, ἐκτενεῖς τὰς ἤσουν νεώτερος ἔζωνες τὸν ἑαυτόν σου καὶ ζώσῃ καὶ θὰ σὲ φέρῃ ἐκεῖνος εἰς μέρος, ὅπου δὲν θέλεις.
χεῖράς σου, καὶ ἄλλος σὲ ζώσει, ἐπήγαινες, ὅπου ἤθελες. ῞Οταν ὅμως γηράσῃς Δηλαδὴ θὰ σὲ ὁδηγήσῃ εἰς τὸ μαρτύριον, τὸ ὁποῖον ἂν καὶ μὲ

190/192
καὶ οἴσει ὅπου οὐ θέλεις. θὰ ἀπλώσῃς τὰ χέρια σου καὶ ἄλλος θὰ σὲ τὴν προαίρεσίν σου θὰ τὸ ἀσπάζεσαι, λόγῳ ὅμως τῆς φυσικῆς
ζώσῃ καὶ θὰ σὲ φέρῃ ἐκεῖ, ὅπου δὲν θέλεις· (θὰ άποστροφῆς τῶν ἀνθρώπων πρὸς τὸν θάνατον, φυσικὰ καὶ σὺ

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


σὲ ὁδηγήσῃ δηλαδὴ εἰς σκληρὸν μαρτύριον, τὸ θὰ τὸ ἀποστέργῃς.
ὁποῖον θὰ δεχθῇς, παρὰ τὴν φυσικὴν
ἀποστροφὴν πρὸς τὸν θάνατον)».
21,19 Τοῦτο δὲ εἶπε σημαίνων 19 Εἶπε δὲ αὐτὰ τὰ λόγια ὁ Κύριος δηλώνων, μὲ 19 Ὁ Κύριος λοιπὸν εἶπε τοῦτο σημαίνων μὲ ποῖον εἶδος
ποίῳ θανάτῳ δοξάσει τὸν ποῖον θάνατον ἔμελλε νὰ δοξάσῃ ὁ Πέτρος τὸν θανάτου θὰ δοξάσῃ ὁ Πέτρος τὸν Θεόν. Καὶ ἀφοῦ εἶπε τοῦτο,
Θεόν. Καὶ τοῦτο εἰπὼν λέγει Θεόν. Καὶ ἀφοῦ εἶπε τοῦτο ὁ Κύριος τοῦ λέγει· λέγει εἰς αὐτόν· Ἀκολούθει με.
αὐτῷ· ἀκολούθει μοι. «ἀκολούθησε με».
21,20 Ἐπιστραφεὶς δὲ ὁ Πέτρος 20 Καθὼς δὲ ἐπροχωροῦσαν, ἐγύρισε ὁ Πέτρος 20 Ἐνῷ δὲ ἐβάδιζαν, ἔστρεψεν ὀπίσω ὁ Πέτρος καὶ εἶδε τὸν
βλέπει τὸν μαθητὴν ὃν ἠγάπα πίσω τὴν κεφαλὴν καὶ βλέπει τὸν μαθητήν, ποὺ μαθητήν, ποὺ ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς, νὰ ἀκολουθῇ καὶ αὐτός. Ὁ
ὁ Ἰησοῦς ἀκολουθοῦντα, ὃς καὶ ἀγαποῦσε ὁ Ἰησοῦς, νὰ τοὺς ἀκολουθῇ. Ὁ μαθητὴς αὐτὸς ἔπεσε καὶ κατὰ τὸ δεῖπνον ἐπὶ τοῦ στήθους τοῦ
ἀνέπεσεν ἐν τῷ δείπνῳ ἐπὶ τὸ μαθητὴς αὐτὸς ἦτο ἐκεῖνος, ποὺ εἶχε πέσει κατὰ Ἰησοῦ καὶ εἶπε· Κύριε, ποῖος εἶναι αὐτός, ποὺ πρόκειται νὰ σὲ
στῆθος αὐτοῦ καὶ εἶπε· Κύριε, τὸν μυστικὸν δεῖπνον εἰς τὸ στῆθος τοῦ Ἰησοῦ παραδώσῃ;
τίς ἐστιν ὁ παραδιδούς σε; καὶ εἶπε· «Κύριε, ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ θὰ σὲ
παραδώσῃ;»
21,21 Τοῦτον ἱδὼν ὁ Πέτρος 21 Αὐτὸν ὅταν τὸν εἶδε ὁ Πέτρος, λέγει εἰς τὸν 21 Αὐτὸν τὸν μαθητὴν ὅταν τὸν εἶδεν ὁ Πέτρος, λέγει εἰς τὸν
λέγει τῷ Ἰησοῦ· Κύριε, οὗτος δὲ Ἰησοῦν· «Κύριε, αὐτὸς τί θὰ γίνῃ; Τί θὰ τοῦ Ἰησοῦν· Κύριε, αὐτὸς δὲ τί θὰ γίνῃ καὶ τί τοῦ ἐπιφυλάσσεται;
τί; συμβῇ εἰς τὸ μέλλον;»
21,22 Λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἐὰν 22 Λέγει ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸν Πέτρον· «ἐὰν ἐγὼ 22 Τότε ὁ Ἰησοῦς εἶπεν εἰς τὸν Πέτρον· Ὑπόθεσε, ὅτι θέλω
αὐτὸν θέλω μένειν ἕως θέλω νὰ μένῃ αὐτὸς εἰς τὴν ζωήν, ἕως ὅτου θὰ αὐτὸς νὰ μείνῃ εἰς τὴν ζωὴν αὐτὴν μέχρις ὅτου ἔλθω κατὰ τὴν
ἔρχομαι, τί πρὸς σέ; Σὺ ἔλθω πάλιν κατὰ τὴν δευτέραν παρουσίαν, τί δευτέραν μου παρουσίαν. Τί σὲ ἐνδιαφέρει αὐτὸ καὶ τί ἔχεις νὰ
ἀκολούθει μοι. σὲ ἐνδιαφέρει αὐτό; Τί ἔχεις νὰ ὠφεληθῇς ἀπὸ κερδίσῃς σύ, ἐὰν μάθῃς, τί θὰ ἀπογίνῃ αὐτός; Σὺ ἀκολούθει με
ἀπόψεως πνευματικῆς, ἐὰν μάθῃς τί θὰ γίνη μὲ καὶ φρόντιζε διὰ τὴν ἰδικήν σου σωτηρίαν.
τὸν μαθητὴν αὐτόν; Σὺ ἀκολούθησέ με καὶ
φρόντισε διὰ τὸν ἑαυτόν σου, δι' αὐτά ποὺ σοῦ
λέγω ἐγὼ καί ποὺ ἀφοροῦν ἐσέ».

191/192
21,23 Ἐξῆλθεν οὖν ὁ λόγος 23 Διαδόθηκε λοιπὸν ἡ φήμη αὐτῇ μεταξὺ τῶν 23 Ἐκ παρεξηγήσεως λοιπὸν τῶν λόγων τούτων τοῦ Ἰησοῦ
οὗτος εἰς τοὺς ἀδελφοὺς ὅτι ὁ ἀδελφῶν, ὅτι ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος δὲν πεθαίνει. διεδόθη μεταξὺ τῶν ἀδελφῶν Χριστιανῶν ἡ φήμη αὐτή, ὅτι

Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης


μαθητὴς ἐκεῖνος οὐκ Καὶ δὲν εἶπεν εἰς τὸν Πέτρον ὁ Ἰησοῦς ὅτι ὁ δηλαδὴ ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος δὲν πεθαίνει. Καὶ δὲν εἶπεν ὁ
ἀποθνήσκει· καὶ οὐκ εἶπεν μαθητὴς αὐτὸς δὲν πεθαίνει, ἀλλὰ ἐὰν Ἰησοῦς εἰς τὸν Πέτρον, ὅτι ὁ μαθητὴς αὐτὸς δὲν θὰ ἀποθάνῃ.
αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς ὅτι οὐκ ὑποθέσωμεν, ὅτι θέλω νὰ μένῃ αὐτὸς εἰς τὴν Ἀλλ’ εἶπεν ὑποθετικῶς· Ἐὰν αὐτὸς θέλω νὰ μένῃ μέχρις ὅτου
ἀποθνήσκει, ἀλλ' ἐὰν αὐτὸν ζωήν, μέχρις ὅτου ἔλθω, αὐτὸ τί ἐνδιαφέρει ἔλθω, τί νοιάζεσαι σύ;
θέλω μένειν ἕως ἔρχομαι, τί ἐσένα;
πρὸς σέ;
21,24 Οὗτός ἐστιν ὁ μαθητὴς ὁ 24 Αὐτὸς εἶναι ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος, ποὺ δίδει τὴν 24 Ὁ μαθητὴς δὲ ἐκεῖνος εἶναι αὐτός, ποὺ ἑξακολουθεῖ καὶ
μαρτυρῶν περὶ τούτων καὶ μαρτυρίαν δι' ὅλα αὐτὰ καὶ ποὺ τὰ ἔγραψεν εἰς τώρα νὰ δίδῃ μαρτυρίαν δι’ αὐτά, ποὺ ἱστοροῦνται εἰς τὸ
γράψας ταῦτα, καὶ οἴδαμεν ὅτι τὸ Εὐγγέλιόν του. Καὶ γνωρίζομεν καλὰ ὅτι Εὐαγγέλιον τοῦτο, καὶ ὁ ὁποῖος κατέγραψε ταῦτα. Καὶ
ἀληθής ἐστιν ἡ μαρτυρία εἶναι ἀληθινὴ ἡ μαρτυρία του. γνωρίζομεν, ὅτι ἡ μαρτυρία του εἶναι ἀληθής.
αὐτοῦ.
21,25 Ἔστι δὲ καὶ ἄλλα πολλὰ 25 Ὑπάρχουν δὲ καὶ πολλὰ ἄλλα, ὅσα ἔκαμεν ὁ 25 Ὑπάρχουν δὲ καὶ πολλὰ ἄλλα, ὅσα ἔκαμεν ὁ Ἰησοῦς, τὰ
ὅσα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, ἄτινα Ἰησοῦς, τὰ ὁποῖα ἐὰν ἤθελαν γραφῆ ἕνα πρὸς ὁποῖα, ἐὰν γράφωνται λεπτομερῶς ἕνα - ἕνα, νομίζω ὅτι καὶ
ἐὰν γράφηται καθ' ἕν, οὐδὲ ἕνα, νομίζω ὅτι ὁλόκληρος ὁ κόσμος μὲ τὰς αὐτὸς ὁ κόσμος μὲ ὅλας τὰς βιβλιοθήκας του δὲν θὰ χωρέσῃ
αὐτὸν οἶμαι τὸν κόσμον βιβλιοθήκας του δὲ θὰ ἐχωροῦσε τὰ βιβλία, ποὺ τὰ βιβλία ποὺ θὰ γράφονται. Ἀληθῶς.
χωρῆσαι τὰ γραφόμενα βιβλία. θὰ ἐγράφοντο. Πράγματι».
Ἀμήν.

192/192
Επιμέλεια: π.Αθανάσιος Εφημέριος Ι.Ν.Αγίας Αικατερίνης Λαρίσης

You might also like