Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 13

Αριθμός 1496/2021 ΜΕ ΣΧΟΛΙΟ

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Α΄

Προεδρεύουσα: Σπ. Χρυσικοπούλου, Αντιπρόεδρος,

Μέλη : Τ. Κόμβου, Π. Μπραΐμη, Σύμβουλοι, Β. Ανδρουλάκης, Στ.


Κτιστάκη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Β. Ραφαηλάκη, Γραμματέας
του Α΄ Τμήματος.

Εισηγήτρια: Π. Μπραΐμη, Σύμβουλος.

Δικηγόροι: Αν. Κάντζια, ΝΣΚ.

Αστική Ευθύνη Δημοσίου. Τουρκική Εισβολή στην Κύπρο το 1974.


Πολεμική Δράση Στρατιωτών. Δικαιοδοσία Δικαστηρίου. Οι
αναιρεσίβλητοι ζήτησαν χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής
βλάβης, από την παράνομη, κατά τους ισχυρισμούς τους, επί 24
έτη παράλειψη του Ελληνικού Δημοσίου [από το τέλος των εν
λόγω επιχειρήσεων (1974) έως την έκδοση του ν. 2641/1998, που
δημοσιεύθηκε στις 15.9.1998], να αναγνωρίσει ως πολεμική τη
δράση των ελληνικών στρατευμάτων που απεστάλησαν στην
Κύπρο προς αντιμετώπιση της τουρκικής εισβολής τους μήνες
Ιούλιο και Αύγουστο του 1974. Η αξίωσή τους αυτή, όπως έχει
κριθεί, γεννήθηκε και κατέστη δικαστικώς επιδιώξιμη μετά την
πάροδο ευλόγου χρόνου από τη συντέλεση των ανωτέρω
γεγονότων, ο εύλογος δε αυτός χρόνος συμπληρώθηκε, πάντως,
πριν από τις 11.6.1985, που με την 31/2008 απόφαση του
Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, κρίθηκε ότι έως τότε τα πολιτικά
δικαστήρια είχαν δικαιοδοσία να επιληφθούν αγωγών κατά του
Δημοσίου περί ευθύνης αυτού σε αποζημίωση από παράνομες
πράξεις ή παραλείψεις οργάνων του κατά την άσκηση της
δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, εφόσον οι σχετικές
αξιώσεις γεννήθηκαν και κατέστησαν δικαστικώς επιδιώξιμες
πριν από την 11η Ιουνίου 1985. Επομένως, για την εκδίκαση της
αγωγής των αναιρεσιβλήτων, με το προεκτεθέν περιεχόμενο,
δικαιοδοσία έχουν τα πολιτικά δικαστήρια (αρ. 1 παρ. 2 περ. η’
του ν. 1406/1983, ν. 2641/1998, αρ. 41 του ν. 3659/2008, αρ. 39
παρ. 1 και 57 παρ. 1 εδ. δεύτερο του π.δ. 18/1989, αρ. 275 παρ. 1
εδάφιο τελευταίο του ΚΔΔ, αρ. 9 παρ. 1 και 2 περ. γ’ του ν. 105
ΕισΝΑΚ και 932 Α.Κ., αρ. 2 παρ. 1, 94 παρ. 1, 2 και 3 του
Συντάγματος).

(…) Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας
δεν απαιτείται κατά νόμο καταβολή παραβόλου, ζητείται η
αναίρεση της 3263/2011 οριστικής αποφάσεως του Διοικητικού
Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε έφεση του
αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου κατά της 9550/2008
αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την
τελευταία αυτή απόφαση είχε γίνει εν μέρει δεκτή αγωγή των
αναιρεσιβλήτων και είχε αναγνωριστεί η υποχρέωση του
Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει σε καθέναν από αυτούς το
ποσό των 100.000 ευρώ, εντόκως με το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο
του τόκου υπερημερίας, από την επίδοση της αγωγής έως την
εξόφληση, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που
υπέστησαν λόγω της παράνομης επί είκοσι τέσσερα έτη
παραλείψεως του Ελληνικού Δημοσίου να αναγνωρίσει ως
πολεμική τη στρατιωτική δράση τους στην Κύπρο προς
αντιμετώπιση της τουρκικής εισβολής κατά τους μήνες Ιούλιο και
Αύγουστο του έτους 1974.

Επειδή, νομίμως συζητείται η παρούσα αίτηση αναιρέσεως, παρά


την μη παράσταση των αναιρεσιβλήτων στο ακροατήριο, εφόσον,
όπως προκύπτει από την 4…Γ/30.5.2014 έκθεση επιδόσεως του
δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών…, αντίγραφα
της κρινόμενης αιτήσεως και της από 25.2.2014 πράξεως του
Προέδρου του Α΄ Τμήματος περί ορισμού εισηγητή και δικασίμου
επιδόθηκαν νομοτύπως στους αναιρεσιβλήτους.

Επειδή, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 94 του Συντάγματος,


όπως η διάταξη αυτή ίσχυε πριν αναθεωρηθεί με το από 6.4.2001
Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (Α΄ 84), «Η
εκδίκαση των διαφορών ουσίας ανήκει στα υφιστάμενα διοικητικά
δικαστήρια. Από τις διαφορές όσες δεν έχουν ακόμη υπαχθεί στα

1
δικαστήρια αυτά πρέπει να υπαχθούν υποχρεωτικά στη
δικαιοδοσία τους μέσα σε πέντε έτη από την ισχύ του
Συντάγματος. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί με νόμο».
Σύμφωνα δε με την παρ. 3 του ίδιου άρθρου «στα πολιτικά
δικαστήρια υπάγονται όλες οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και οι
υποθέσεις εκουσίας δικαιοδοσίας που τους ανατίθενται με νόμο».
Περαιτέρω, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 94 του
Συντάγματος, όπως έχει μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος
με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των
Ελλήνων, η οποία καταλαμβάνει την παρούσα υπόθεση, ως εκ του
χρόνου ασκήσεως της ένδικης αγωγής (10.9.2003), «Στο
Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια
υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την
επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου».
Σύμφωνα δε με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου «Στα πολιτικά
δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και υποθέσεις
εκουσίας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει». Εξάλλου, ο ν.
1406/1983 (Α΄ 183) ορίζει στην περίπτωση η΄ της παρ. 2 του
άρθρου 1 ότι στις διοικητικές διαφορές ουσίας, οι οποίες κατά τις
διατάξεις του υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών
διοικητικών δικαστηρίων, περιλαμβάνονται και αυτές που
αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας που αφορά στην
ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, σύμφωνα με το άρθρο
105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα. Περαιτέρω
στην περ. γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 9 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι
η εκδίκαση των διαφορών αυτών από τα τακτικά διοικητικά
δικαστήρια αρχίζει από 11 Ιουνίου 1985 και στην παρ. 2 του
άρθρου 9 ορίζεται ότι «για την εφαρμογή των διατάξεων της
προηγουμένης παραγράφου λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος, κατά τον
οποίο εκδόθηκε η διοικητική πράξη ή συντελέστηκε η παράλειψη
ή κατά τον οποίο γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η
δικαστική επιδίωξή της». Σύμφωνα δε με το άρθρο 10 του ν.
1406/1983 «διοικητικές πράξεις που εκδίδονται ή παραλείψεις που
συντελούνται ή αξιώσεις που γεννιούνται και είναι δικαστικώς
επιδιώξιμες μέχρι τις χρονολογίες που αναφέρονται στην
παράγραφο 1 του προηγούμενου άρθρου, εξακολουθούν να
υπόκεινται στα ένδικα ή ενδικοφανή μέσα, που προβλέπονται από
τις ισχύουσες, κατά το χρόνο της έκδοσης, συντέλεσης ή γέννησής
τους, διατάξεις και εκδικάζονται από τα προβλεπόμενα από τις
διατάξεις αυτές αρμόδια δικαστήρια ή διοικητικά όργανα». Tέλος,
στο άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (π.δ.

2
456/1984, Α΄ 164) ορίζεται ότι: «Για παράνομες πράξεις ή
παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση της
δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το Δημόσιο ενέχεται
σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά
παράβαση διάταξης, που υπάρχει για χάρη του γενικού
συμφέροντος…».

Επειδή, όπως έχει ήδη κριθεί με την 31/2008 απόφαση του


Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, κατά την έννοια των διατάξεων
που παρατέθηκαν στην προηγούμενη σκέψη, τα πολιτικά
δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία να επιληφθούν αγωγών κατά του
Δημοσίου περί ευθύνης αυτού σε αποζημίωση από παράνομες
πράξεις ή παραλείψεις οργάνων του κατά την άσκηση της
δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, εφόσον οι σχετικές
αξιώσεις γεννήθηκαν και κατέστησαν δικαστικώς επιδιώξιμες
πριν από την 11η Ιουνίου 1985. Η δικαιοδοσία αυτή των πολιτικών
δικαστηρίων εξακολουθεί να υπάρχει και στις περιπτώσεις εκείνες
κατά τις οποίες οι συνέπειες των ανωτέρω παράνομων πράξεων
ή παραλείψεων των οργάνων του Δημοσίου εκτείνονται και μετά
την ημερομηνία αυτή, με την προϋπόθεση, όμως, ότι οι σχετικές
αξιώσεις είναι, είτε πριν, είτε μετά την ως άνω ημερομηνία, κατά
τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, προσδιορίσιμες. Αντιθέτως,
εάν οι αξιώσεις αυτές γεννήθηκαν και κατέστησαν δικαστικώς
επιδιώξιμες μετά την 11η Ιουνίου 1985, η επίλυση των σχετικών
διαφορών ανήκει στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων
(βλ. ΣτΕ 3518, 3519/2013 7μ.,1485, 3523, 4604, 4607/2014,
2229/2016, 752, 2622/2017).

Επειδή, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά


τα ακόλουθα: Οι αναιρεσίβλητοι, κατά το χρονικό διάστημα από
20.7.1974 (από 21.7.1974 ο δέκατος) έως 20.8.1974, υπηρετούσαν
την στρατιωτική τους θητεία στην Κύπρο, όπου είχαν αποσταλεί
από τον Ελληνικό Στρατό προς ενίσχυση των Ελληνοκυπριακών
δυνάμεων και έλαβαν μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις κατά
την εισβολή των Τούρκων στο νησί την προαναφερόμενη
περίοδο. Ειδικότερα, ο πρώτος, ο όγδοος και ο ένατος από αυτούς
κατετάγησαν στο Πεζικό το 1973, υπηρέτησαν ακολούθως στο
Μηχανικό και απολύθηκαν το 1975, ο δεύτερος κατετάγη στον
Ελληνικό Στρατό το 1972 και υπηρέτησε μέχρι το 1974, ο τρίτος
κατετάγη στο Υγειονομικό το 1973, υπηρέτησε ακολούθως στο
Μηχανικό και απολύθηκε το 1976, ο τέταρτος και ο έβδομος
κατετάγησαν στο Πεζικό το 1972, υπηρέτησαν ακολούθως στο
Μηχανικό και απολύθηκαν το 1974, ο πέμπτος κατετάγη στον
3
Ελληνικό Στρατό το 1973 και υπηρέτησε μέχρι το 1975, ο έκτος
κατετάγη στον Ελληνικό Στρατό το 1973, υπηρέτησε ακολούθως
στο Μηχανικό και απολύθηκε το 1975 και, τέλος, ο δέκατος
κατετάγη το 1974 στο Πεζικό και υπηρέτησε έως το 1976. Η
στρατιωτική υπηρεσία των αναιρεσιβλήτων στη ζώνη των πρόσω
στην Κύπρο, κατά την προαναφερόμενη χρονική περίοδο,
βεβαιώνεται με τις βεβαιώσεις της Διεύθυνσης Ιστορίας του
Γενικού Επιτελείου Στρατού, οι οποίες εκδόθηκαν κατ’ εφαρμογή
της οικείας διατάξεως του ν. 2641/1998 που προσκόμισαν αυτοί
πρωτοδίκως και συγκεκριμένα τις: … Οι παραπάνω, με την από
10.9.2003 αγωγή τους που άσκησαν ενώπιον του Τριμελούς
Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, προέβαλαν ότι, αν και
πολέμησαν εναντίον των Τούρκων στην Κύπρο μετά από διαταγή
οργάνων του Ελληνικού Κράτους (εντεταλμένων αξιωματικών),
το αναιρεσείον, δια των αρμοδίων οργάνων του, αρνείτο να
αναγνωρίσει την πολεμική υπηρεσία τους στην Κύπρο από το
τέλος των εν λόγω επιχειρήσεων (1974) έως την έκδοση του ν.
2641/1998, που δημοσιεύθηκε στις 15.9.1998, οπότε
αναγνωρίστηκε με τις διατάξεις του νόμου αυτού η πολεμική
τους υπηρεσία. Επίσης, ισχυρίσθηκαν ότι εξαιτίας της
παραλείψεως αυτής υπέστησαν προσβολή της προσωπικότητάς
τους (ηθική βλάβη), άλλως δε, δια της παραλείψεως αυτής του
Δημοσίου, παραβιάστηκε η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των
Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) με την προσβολή της
προσωπικότητας και της υπολήψεώς τους. Περαιτέρω,
ισχυρίστηκαν ότι η εν λόγω ηθική βλάβη κατέστη βαρύτερη και
από το γεγονός ότι μερίδα των Ελλήνων θεωρεί αυτούς ως
λαβόντες μέρος στο πραξικόπημα εναντίον της νόμιμης
Κυβερνήσεως της Κύπρου. Ζήτησαν δε να αναγνωριστεί (μετά τη
μετατροπή του αιτήματος της αγωγής τους από καταψηφιστικό
σε αναγνωριστικό) η υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να
καταβάλει σε καθέναν, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων
105 ΕισΝΑΚ και 932 Α.Κ., το ποσό των 200.000 ευρώ, με το νόμιμο
τόκο υπερημερίας από την επίδοση της αγωγής έως την
εξόφληση, ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της
ανωτέρω ηθικής βλάβης. Με την πρωτόδικη απόφαση
απορρίφθηκε, καταρχάς ως αβάσιμος, ο ισχυρισμός του
αναιρεσείοντος Δημοσίου περί ελλείψεως δικαιοδοσίας των
διοικητικών δικαστηρίων να κρίνουν την ένδικη διαφορά.
Περαιτέρω, κρίθηκε ότι οι αναιρεσίβλητοι υπέστησαν βαριά
προσβολή της προσωπικότητάς τους από την παράνομη, ως

4
αντίθετη στον σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, που αποτελεί,
κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, πρωταρχική υποχρέωση
της Ελληνικής Πολιτείας, παράλειψη της τελευταίας να προβεί
επί 24 έτη στις απαραίτητες νομοθετικές ρυθμίσεις, ώστε να
χαρακτηριστεί ως πολεμική η περίοδος Ιουλίου – Αυγούστου
1974 για τις Ελληνικές Δυνάμεις που συμμετείχαν στην
απόκρουση της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο και πρόσφεραν
με γενναιότητα τις στρατιωτικές τους υπηρεσίες στην πατρίδα
και να τους αποδοθούν οι ηθικές αμοιβές και τα κοινωνικά
προνόμια που προβλέπονται από τη νομοθεσία για τους
πολεμιστές. Ενόψει αυτών, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι
έπρεπε να αναγνωριστεί η υποχρέωση του Δημοσίου να καταβάλει
στους αναιρεσιβλήτους το εύλογο και δίκαιο ποσό των 100.000
ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής
βλάβης που υπέστησαν από την ως άνω παράνομη συμπεριφορά
των οργάνων του. Έφεση του αναιρεσείοντος κατά της
πρωτόδικης αποφάσεως απορρίφθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη
απόφαση. Ειδικότερα, το διοικητικό εφετείο, με την
αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, έκρινε, ως προς το ζήτημα της
δικαιοδοσίας των διοικητικών δικαστηρίων να επιληφθούν της
υποθέσεως, ότι η παράνομη παράλειψη που αποδίδεται στα
όργανα του Ελληνικού Δημοσίου να αναγνωρίσουν με νόμο την
περίοδο από 20.7 έως 20.8.1974 ως πολεμική άρχισε μεν από το
τέλος των πολεμικών επιχειρήσεων, συνεχίστηκε όμως και μετά
την 11.6.1985 και διήρκεσε μέχρι τη θέσπιση του αναγκαίου
νομοθετικού πλαισίου (ν. 2641/1998 και Φ. 002/180006/2000
Κ.Υ.Α.), με βάση το οποίο χορηγήθηκαν στους αναιρεσιβλήτους με
ειδική διαδικασία οι σχετικές βεβαιώσεις περί της στρατιωτικής
υπηρεσίας τους στη Ζώνη των Πρόσω ή Επιχειρήσεων από τη
Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού του Γενικού Επιτελείου Στρατού, από
την έκδοση των οποίων και μόνον ήταν δυνατή η δικαστική
επιδίωξη οποιασδήποτε συναφούς αξιώσεως αυτών. Με τις
σκέψεις αυτές, το εφετείο έκρινε ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο
είχε τη δικαιοδοσία να εκδικάσει την εν λόγω αγωγή και απέρριψε
ως αβάσιμο τον σχετικό λόγο εφέσεως του Δημοσίου. Περαιτέρω
δε, το διοικητικό εφετείο έκρινε ότι η εκ μέρους της Ελληνικής
Πολιτείας παράλειψη επί 24 έτη να προβεί στις απαραίτητες
νομοθετικές ρυθμίσεις, ώστε να χαρακτηρισθεί ως πολεμική η
περίοδος 1974 για τις Ελληνικές Δυνάμεις, οι οποίες συμμετείχαν
από τον Ιούλιο έως τον Αύγουστο στην απόκρουση της τουρκικής
εισβολής στην Κύπρο – χαρακτηρισμός που για πρώτη φορά έγινε

5
με την ψήφιση του ν. 2641/1998 – και να αναγνωρισθεί η
στρατιωτική δράση όσων συμμετείχαν στις πολεμικές αυτές
επιχειρήσεις, ήταν παράνομη ως αντίθετη στο σεβασμό της αξίας
του ανθρώπου, ο οποίος, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του
Συντάγματος, αποτελεί πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας. Το
εφετείο εκτίμησε, περαιτέρω, ότι οι αναιρεσίβλητοι από την
παράνομη αυτή παράλειψη του αναιρεσείοντος υπέστησαν βαριά
προσβολή της τιμής και της προσωπικότητάς τους, διότι,
συμμετέχοντας οι ίδιοι στις πολεμικές αυτές επιχειρήσεις
ανταποκρινόμενοι στην υπέρτατη υποχρέωσή τους ως Ελλήνων
πολιτών, ανέμεναν ότι η προσφορά τους αυτή θα αναγνωριζόταν
τουλάχιστον από τη συντεταγμένη Πολιτεία και δεν θα αγνοείτο
ή αποσιωπάτο. Με τα δεδομένα αυτά, το εφετείο, εκτιμώντας το
είδος και τη βαρύτητα της προσβολής, την έκταση της βλάβης που
υπέστησαν οι αναιρεσίβλητοι, καθώς και το γεγονός ότι η
Ελληνική Πολιτεία, έστω και με μεγάλη καθυστέρηση, προέβη
τελικά στην αναγνώριση της επίμαχης περιόδου ως πολεμικής,
έκρινε ότι έπρεπε να αναγνωριστεί η υποχρέωση του
αναιρεσείοντος να καταβάλει στους αναιρεσιβλήτους ως
χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το εύλογο και δίκαιο
ποσό των 100.000 ευρώ σε καθέναν, νομιμοτόκως με βάση το
γενικώς εκάστοτε ισχύον επιτόκιο υπερημερίας και όχι με το
ποσοστό 6% που προβλέπεται στο άρθρο 21 του Κώδικα Νόμων
περί δικών του Δημοσίου, και, αφού απέρριψε όλους του λόγους
εφέσεως του Δημοσίου καθώς και την έφεσή του στο σύνολό της,
επικύρωσε την απόφαση του διοικητικού πρωτοδικείου.

Επειδή, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, οι αναιρεσίβλητοι με την


ένδικη αγωγή τους ζήτησαν να τους καταβληθεί νομιμοτόκως
ποσό 200.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής
βλάβης, την οποία υπέστησαν από την παράνομη, κατά τους
ισχυρισμούς τους, επί 24 έτη παράλειψη του Ελληνικού Δημοσίου
να αναγνωρίσει ως πολεμική τη δράση των ελληνικών
στρατευμάτων που απεστάλησαν στην Κύπρο προς αντιμετώπιση
της τουρκικής εισβολής τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο του
1974. Η αξίωσή τους αυτή, όπως έχει κριθεί (βλ. ΣτΕ 3518,
3519/2013 7μ.,1485, 3523, 4604, 4607/2014, 2229/2016, 752, 799,
2622/2017), γεννήθηκε και κατέστη δικαστικώς επιδιώξιμη μετά
την πάροδο ευλόγου χρόνου από τη συντέλεση των ανωτέρω
γεγονότων, ο εύλογος δε αυτός χρόνος συμπληρώθηκε, πάντως,
πριν από τις 11.6.1985, εντός του οποίου οι αξιώσεις αυτές
6
γεννήθηκαν και ήταν, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων,
προσδιορίσιμες. Επομένως, για την εκδίκαση της αγωγής των
αναιρεσιβλήτων, με το προεκτεθέν περιεχόμενο, δικαιοδοσία
έχουν τα πολιτικά δικαστήρια. Για τον λόγο δε αυτόν, βασίμως
προβαλλόμενο, και ανεξαρτήτως συνδρομής των προβλεπόμενων
στις παρ. 3 και 4 του π.δ. 18/1989 (Α’ 8), όπως αντικαταστάθηκαν
με το άρθρο 12 παρ.1 του ν. 3900/2010 (Α’ 213), προϋποθέσεων
παραδεκτού (βλ. ΣτΕ 800,1360-1/2021 Ολομ., 1762/2020 7μ.), η
κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή και να αναιρεθεί η
προσβαλλόμενη απόφαση, καθισταμένης περιττής της έρευνας
των λοιπών λόγων αναιρέσεως.

Επειδή, ενόψει των εκτεθέντων, η υπόθεση δεν χρειάζεται


διευκρίνιση κατά το πραγματικό και, επομένως, το Δικαστήριο την
διακρατεί, δικάζει την έφεση του Δημοσίου, την δέχεται,
εξαφανίζει την πρωτόδικη απόφαση, δικάζει την αγωγή των
αναιρεσιβλήτων και την απορρίπτει ως απαράδεκτη. Οίκοθεν
νοείται ότι ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 41 του ν. 3659/2008
(Α΄ 77) περί της δυνατότητας επανασκήσεως της αγωγής ενώπιον
του κατά δικαιοδοσία αρμοδίου δικαστηρίου, οι οποίες
αποβλέπουν στη θεραπεία των δυσμενών συνεπειών που έχουν οι
αποφάσεις που απορρίπτουν ένδικα βοηθήματα ελλείψει
δικαιοδοσίας, ενόψει του κρατούντος δικονομικού συστήματος
του χωρισμού των δικαιοδοσιών ( βλ. ΣτΕ 799/2021 Ολομ.).

Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 57 παρ. 1 εδ. δεύτερο του π.δ.


18/1989, αν γίνει δεκτή η αίτηση αναιρέσεως, διατάζεται και η
επιστροφή του ποσού που είχε τυχόν καταβληθεί δυνάμει της
αναιρουμένης αποφάσεως, εφόσον τούτο ζητήθηκε με την αίτηση
αναιρέσεως. Εν προκειμένω, το σχετικό αίτημα του
αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου πρέπει, εν πάση περιπτώσει,
να απορριφθεί, εφ' όσον αυτό δεν αποδεικνύει ότι είχε καταβάλει,
δυνάμει της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, χρηματικά ποσά
στους αναιρεσιβλήτους (ΣτΕ 1485/2014, 4716/2012 κ.ά).

9. Επειδή, το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις, απαλλάσσει


τους αναιρεσιβλήτους από τη δικαστική δαπάνη του
αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου τόσο για τη δίκη ενώπιον
του Συμβουλίου της Επικρατείας (άρθρο 39 παρ. 1 του π.δ.
18/1989), όσο και για την κατ’ έφεση και την πρωτοβάθμια δίκη

7
(άρθρο 275 παρ. 1 εδάφιο τελευταίο του Κώδικα Διοικητικής
Δικονομίας που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999,
Α΄ 97).

Διάταύτα

Δέχεται την αίτηση.

Αναιρεί την 3263/2011 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου


Αθηνών.

Απαλλάσσει τους αναιρεσιβλήτους από τη δικαστική δαπάνη του


Ελληνικού Δημοσίου για την κατ’ αναίρεση δίκη, κατά τα
εκτεθέντα στο σκεπτικό.

Διακρατεί την υπόθεση, κατά τα εκτεθέντα στο σκεπτικό.

Δέχεται την έφεση του Ελληνικού Δημοσίου.

Εξαφανίζει την 9550/2008 απόφαση του Διοικητικού


Πρωτοδικείου Αθηνών.

Απορρίπτει την αγωγή των αναιρεσιβλήτων.

(Σχόλιο στην 1496/2021 απόφαση του ΣτΕ)

ΟΤΑΝ Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΙΜΩΡΕΙ ΤΟΥΣ ΗΡΩΕΣ

«Δικαιοσύνην μάθετε οι ενοικούντες επί της γης» (Ησ. 26,9)


1.-Η Δικαιοσύνη αποτελεί διαρκή και επιτακτική ανθρώπινη
ανάγκη. Δεν απορρέει αποκλειστικά από τη Νομική Επιστήμη και
τους κανόνες του Δικαίου, ούτε αφορά μόνον την τήρηση των
νόμων και την επιβολή κυρώσεων στους παραβάτες. Η

8
Δικαιοσύνη ως ανώτερη έννοια εκπηγάζει από δύο ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά, τα οποία πρέπει να διακρίνουν και τους φορείς
της: την ηθική και τη συνείδηση. Καμία έννοια δικαιοσύνης δεν
μπορεί να σταθεί, εάν δεν την υπαγορεύει το μέτρο της αγάπης
προς τον συνάνθρωπο.

2.- Έχουν περάσει 47 ολόκληρα χρόνια από την Κυπριακή


τραγωδία. Στις 20 Ιουλίου του 1974 αρκετά Ελληνοπούλα
κλήθηκαν ν’ αντιμετωπίσουν τον «Αττίλα» και μέχρι τέλος
Αυγούστου 1974 υπηρετώντας ευσυνείδητα την Ελλάδα στα
πλαίσια της συνταγματικής του υποχρέωσης για την άμυνα της
και προσφέροντας ακόμα και την νεανική ζωή τους στον βωμό
της Πατρίδας. Οι νέοι αυτοί ,όλοι τους κληρωτοί(μαζύ με τα
μόνιμα στελέχη), πολέμησαν ηρωικά, προδομένοι και
εγκαταλειμμένοι απέναντι στον Αττίλα ενώ υπηρετούσαν την
στρατιωτική τους θητεία στην Κύπρο, όπου είχαν αποσταλεί από
τον Ελληνικό Στρατό και έλαβαν μέρος στις πολεμικές
επιχειρήσεις κατά την εισβολή των Τούρκων στο νησί την
προαναφερόμενη περίοδο. Οι φυσικοί και ηθικοί αυτουργοί της
προδοσίας πέθαναν ατιμώρητοι και με τις συντάξεις και προνόμια
τους. Η Πολιτεία αδιαφόρησε τα παιδιά της Ελλάδας που
πολέμησαν γι αυτήν μόνοι προδομένοι «πολιορκημένοι ἀπὸ στεριὰ
καὶ θάλασσα».
Με τον ν. 2641/1998 αναγνωρίσθηκε η δράση τους αυτή από την
Ελληνική Πολιτεία δηλαδή μετα 24 και πλέον χρόνια.

Η παράληψη νομοθέτησης αυτή υπήρξε την παράνομη, ως


αντίθετη στον σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, που αποτελεί,
κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος.

Απετέλεσε πρωταρχική υποχρέωση της Ελληνικής Πολιτείας, να


προβεί επί 24 έτη στις απαραίτητες νομοθετικές ρυθμίσεις, ώστε
να χαρακτηριστεί ως πολεμική η περίοδος Ιουλίου – Αυγούστου
1974 για τις Ελληνικές Δυνάμεις που συμμετείχαν στην
απόκρουση της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο και πρόσφεραν
με γενναιότητα τις στρατιωτικές τους υπηρεσίες στην πατρίδα και
να αποδοθούν οι ηθικές αμοιβές και τα κοινωνικά προνόμια που
προβλέπονται από τη νομοθεσία για τους πολεμιστές.

Η απονομή των ηθικών αμοιβών στους πολεμιστές αυτούς έγινε


μόλις με το ΠΔ 120/2012.

3.- Στο άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα
(π.δ. 456/1984, Α΄ 164) ορίζεται ότι «Για παράνομες πράξεις ή
9
παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της
δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται
σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά
παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού
συμφέροντος. …». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ευθύνη
προς αποζημίωση γεννάται όχι μόνο από την έκδοση μη νόμιμης
εκτελεστής διοικητικής πράξης ή από τη μη νόμιμη παράλειψη
έκδοσης τέτοιας πράξης, αλλά και από μη νόμιμες υλικές
ενέργειες των οργάνων του Δημοσίου ή από παραλείψεις
οφειλομένων νομίμων υλικών ενεργειών, εφόσον οι υλικές αυτές
ενέργειες ή παραλείψεις συνάπτονται με την οργάνωση και
λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών (ΣτΕ 1722/2017, 325/2017
κ.ά.). Επίσης, ευθύνη του Δημοσίου υπάρχει, τηρουμένων και των
λοιπών προϋποθέσεων του νόμου, όχι μόνο όταν με πράξη ή
παράλειψη οργάνου του Δημοσίου παραβιάζεται συγκεκριμένη
διάταξη νόμου, αλλά και όταν παραλείπονται τα ιδιαίτερα
καθήκοντα και υποχρεώσεις που προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη
υπηρεσία και προσδιορίζονται από την κείμενη εν γένει
νομοθεσία, τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις αρχές της
καλής πίστης (ΣτΕ 484/2018, 3292/2017, 596/2017, 325/2017,
2776/2016, 3539/2015, 950/2014, 2163/2013, 453/2013, 471/2011,
2172/2007, 216/2007, 2146/2004, 347/1997). Ο κατά τα ανωτέρω
παράνομος χαρακτήρας της ζημιογόνου πράξης, παράλειψης ή
υλικής ενέργειας αρκεί για να στοιχειοθετηθεί η ευθύνη του
Δημοσίου χωρίς να απαιτείται και η διαπίστωση πταίσματος του
οργάνου του (ΣτΕ 484/2018, 325/2017, 2776/2016, 2429/2014,
4133/2011 επταμ.).

4.1- Έχει κριθεί σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ 6 Συντάγματος ότι :


«επιβάλλεται ευθέως εις πάντας τους Ελληνας, του ικανούς να
φέρουν όπλα, η υποχρέωσις όπως συντελούν εις την άμυναν της
πατρίδος δια της αυτοπροσώπου υπηρεσίας των εις το στράτευμα
κατά τους ορισμούς του νόμου.» (ΣτΕ 3716/1981 ΝΟΒ/1983 (585).
4.2.-Στο άρθρο 21 του Ν 2641/1998 ορίζεται:

«1. Για τις Ελληνικές Δυνάμεις που ενεπλάκησαν με οποιονδήποτε


τρόπο στα γεγονότα, κατά τη χρονική περίοδο από 20 Ιουλίου
1974 έως 20 Αυγούστου 1974 στην Κύπρο, η περίοδος αυτή
χαρακτηρίζεται ως πολεμική. Οι ρυθμίσεις της ως άνω διάταξης
ισχύουν και για τα γεγονότα που έλαβαν χώρα το 1964 στην
Τυληρία και Λευκωσία και το 1967 στην Κοφίνου και Αγ.

10
Θεοδώρους, με όλες τις ευεργετικές συνέπειες κατά τις κείμενες
διατάξεις.»

4.3.-Το ΕλΣ με την 174/2019 Απόφαση της Ολομελείας του έκρινε


θετικά την συνταξιοδότηση των στρατιωτικών που
τραυματίστηκαν το 1974 κατά τις επιχειρήσεις στην Κύπρο,
σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Κώδικα Πολεμικών Συντάξεων.

5.-Είναι αναμφισβήτητή η προσβολή της προσωπικότητας των


ανθρώπων αυτών (ηθική βλάβη), δια της παραλείψεως του
Δημοσίου να προβεί στις αναγκαίες ρυθμίσεις τις οποίες τελικώς
έκανε μετά από 24 έτη και έτσι παραβιάστηκε η Ευρωπαϊκή
Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) με την
προσβολή της προσωπικότητας και της υπολήψεώς τους.

6.-Ο δικαστικός Γολγοθάς συνεχίζεται μέχρι σήμερα , αφού το


Ελληνικό Δημόσιο δια του ΝΣΚ ,ασκεί ένδικα μέσα κατά των
αποφάσεων που τους δικαιώνουν, επικαλούμενο ζητήματα που
όφειλε η Πολιτεία λύσει και να κλείσει το ζήτημα όπως τόσα
άλλα.

7.-Η σχολιαζομένη έκρινε: «Η αξίωσή τους αυτή, όπως έχει κριθεί


(βλ. ΣτΕ 3518, 3519/2013 7μ.,1485, 3523, 4604, 4607/2014,
2229/2016, 752, 799, 2622/2017), γεννήθηκε και κατέστη
δικαστικώς επιδιώξιμη μετά την πάροδο ευλόγου χρόνου από τη
συντέλεση των ανωτέρω γεγονότων, ο εύλογος δε αυτός χρόνος
συμπληρώθηκε, πάντως, πριν από τις 11.6.1985, εντός του οποίου
οι αξιώσεις αυτές γεννήθηκαν και ήταν, κατά την συνήθη πορεία
των πραγμάτων, προσδιορίσιμες. Επομένως, για την εκδίκαση της
αγωγής των αναιρεσιβλήτων, με το προεκτεθέν περιεχόμενο,
δικαιοδοσία έχουν τα πολιτικά δικαστήρια»
Έτσι οι ήρωες του 1974 εξαιτίας της καθυστέρησης της
πολιτείας να νομοθετήσει και την οποία εύλογα ανέμεναν να
πράξει το καθήκον της, ενεπλάκησαν στην δικονομική
αμφισβήτηση της αρμοδιότητας των δικαστηρίων και ενώ τα
δικαστήρια του πρώτου και του δεύτερου βαθμού είδαν την ουσία
και τους δικαιώσαν, το δημόσιο κατά την συνήθη τακτική του,
άσκησε Αίτηση Αναιρέσεως με τα γνωστά αποτελέσματα.

Οι υποθέσεις αυτές βρίσκονται ακόμα στα δικαστήρια που


καθυστερούν την πλήρη δικαίωση των ηρώων.

Χαρακτηριστικά της μακρόχρονης ταλαιπωρίας στην 1496/2021


απόφαση του ΣτΕ που απέρριψε την αγωγή ελλείψει δικαιοδοσίας

11
η πρωτόδικος απόφαση εκδόθηκε το 2008 (9550) η Εφετειακή το
2011 (3623), η Αίτηση Αναιρέσεως του Ελληνικού Δημοσίου
ασκήθηκε στις 26/4/2012 και η υπόθεση συζητήθηκε ερήμην των
αναιρεσιβλήτων 15/1/2018, η απόφαση δημοσιεύθηκε 4/10/2021!
Δηλαδή επί 13 και πλέον έτη μετά! Μ’ αυτό τον τρόπο και μετα
47 χρόνια καλούνται οι ήρωες του 1974 να ξαναρχίσουν μια νέα
δίκη στα πολιτικά δικαστήρια, να περιμένουν κάπου δέκα χρόνια
τουλάχιστον να δικαιωθούν και επειδή υπήρξαν κληρωτοί του
1974 να ελπίσουμε λόγω ηλικίας να προλάβουν να χαρούν και
την δικαστική τους δικαίωση.

Ορθά ο δάσκαλος πατέρας μου λοιπόν έλεγε: «το κράτος δεν έχει
καρδιά», γιατί πώς αλλιώς μπορώ να χαρακτηρίσω την στάση της
διοίκησης να σέρνει στα δικαστήρια τους ήρωες, αφού «Τιμή και
δόξα σε όσους στη ζωή τους τάχθηκαν να φυλάνε Θερμοπύλες»

ΑΝΤΩΝΗΣ Π.ΑΡΓΥΡΟΣ

12

You might also like