Professional Documents
Culture Documents
ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΔΗΜΟΣΙΟΥ-ΚΥΠΡΟΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΣΤΡΑΤΙΩΤΩΝ ΠΟΥ ΕΛΑΒΑΝ ΜΕΡΟΣ ΣΤΙΣ ΜΑΧΕΣ 1974 ΜΕ ΣΧΟΛΙΟ
ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΔΗΜΟΣΙΟΥ-ΚΥΠΡΟΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΣΤΡΑΤΙΩΤΩΝ ΠΟΥ ΕΛΑΒΑΝ ΜΕΡΟΣ ΣΤΙΣ ΜΑΧΕΣ 1974 ΜΕ ΣΧΟΛΙΟ
ΤΜΗΜΑ Α΄
(…) Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας
δεν απαιτείται κατά νόμο καταβολή παραβόλου, ζητείται η
αναίρεση της 3263/2011 οριστικής αποφάσεως του Διοικητικού
Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε έφεση του
αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου κατά της 9550/2008
αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την
τελευταία αυτή απόφαση είχε γίνει εν μέρει δεκτή αγωγή των
αναιρεσιβλήτων και είχε αναγνωριστεί η υποχρέωση του
Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει σε καθέναν από αυτούς το
ποσό των 100.000 ευρώ, εντόκως με το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο
του τόκου υπερημερίας, από την επίδοση της αγωγής έως την
εξόφληση, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που
υπέστησαν λόγω της παράνομης επί είκοσι τέσσερα έτη
παραλείψεως του Ελληνικού Δημοσίου να αναγνωρίσει ως
πολεμική τη στρατιωτική δράση τους στην Κύπρο προς
αντιμετώπιση της τουρκικής εισβολής κατά τους μήνες Ιούλιο και
Αύγουστο του έτους 1974.
1
δικαστήρια αυτά πρέπει να υπαχθούν υποχρεωτικά στη
δικαιοδοσία τους μέσα σε πέντε έτη από την ισχύ του
Συντάγματος. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί με νόμο».
Σύμφωνα δε με την παρ. 3 του ίδιου άρθρου «στα πολιτικά
δικαστήρια υπάγονται όλες οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και οι
υποθέσεις εκουσίας δικαιοδοσίας που τους ανατίθενται με νόμο».
Περαιτέρω, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 94 του
Συντάγματος, όπως έχει μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος
με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των
Ελλήνων, η οποία καταλαμβάνει την παρούσα υπόθεση, ως εκ του
χρόνου ασκήσεως της ένδικης αγωγής (10.9.2003), «Στο
Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια
υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την
επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου».
Σύμφωνα δε με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου «Στα πολιτικά
δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και υποθέσεις
εκουσίας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει». Εξάλλου, ο ν.
1406/1983 (Α΄ 183) ορίζει στην περίπτωση η΄ της παρ. 2 του
άρθρου 1 ότι στις διοικητικές διαφορές ουσίας, οι οποίες κατά τις
διατάξεις του υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών
διοικητικών δικαστηρίων, περιλαμβάνονται και αυτές που
αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας που αφορά στην
ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, σύμφωνα με το άρθρο
105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα. Περαιτέρω
στην περ. γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 9 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι
η εκδίκαση των διαφορών αυτών από τα τακτικά διοικητικά
δικαστήρια αρχίζει από 11 Ιουνίου 1985 και στην παρ. 2 του
άρθρου 9 ορίζεται ότι «για την εφαρμογή των διατάξεων της
προηγουμένης παραγράφου λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος, κατά τον
οποίο εκδόθηκε η διοικητική πράξη ή συντελέστηκε η παράλειψη
ή κατά τον οποίο γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η
δικαστική επιδίωξή της». Σύμφωνα δε με το άρθρο 10 του ν.
1406/1983 «διοικητικές πράξεις που εκδίδονται ή παραλείψεις που
συντελούνται ή αξιώσεις που γεννιούνται και είναι δικαστικώς
επιδιώξιμες μέχρι τις χρονολογίες που αναφέρονται στην
παράγραφο 1 του προηγούμενου άρθρου, εξακολουθούν να
υπόκεινται στα ένδικα ή ενδικοφανή μέσα, που προβλέπονται από
τις ισχύουσες, κατά το χρόνο της έκδοσης, συντέλεσης ή γέννησής
τους, διατάξεις και εκδικάζονται από τα προβλεπόμενα από τις
διατάξεις αυτές αρμόδια δικαστήρια ή διοικητικά όργανα». Tέλος,
στο άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (π.δ.
2
456/1984, Α΄ 164) ορίζεται ότι: «Για παράνομες πράξεις ή
παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση της
δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το Δημόσιο ενέχεται
σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά
παράβαση διάταξης, που υπάρχει για χάρη του γενικού
συμφέροντος…».
4
αντίθετη στον σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, που αποτελεί,
κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, πρωταρχική υποχρέωση
της Ελληνικής Πολιτείας, παράλειψη της τελευταίας να προβεί
επί 24 έτη στις απαραίτητες νομοθετικές ρυθμίσεις, ώστε να
χαρακτηριστεί ως πολεμική η περίοδος Ιουλίου – Αυγούστου
1974 για τις Ελληνικές Δυνάμεις που συμμετείχαν στην
απόκρουση της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο και πρόσφεραν
με γενναιότητα τις στρατιωτικές τους υπηρεσίες στην πατρίδα
και να τους αποδοθούν οι ηθικές αμοιβές και τα κοινωνικά
προνόμια που προβλέπονται από τη νομοθεσία για τους
πολεμιστές. Ενόψει αυτών, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι
έπρεπε να αναγνωριστεί η υποχρέωση του Δημοσίου να καταβάλει
στους αναιρεσιβλήτους το εύλογο και δίκαιο ποσό των 100.000
ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής
βλάβης που υπέστησαν από την ως άνω παράνομη συμπεριφορά
των οργάνων του. Έφεση του αναιρεσείοντος κατά της
πρωτόδικης αποφάσεως απορρίφθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη
απόφαση. Ειδικότερα, το διοικητικό εφετείο, με την
αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, έκρινε, ως προς το ζήτημα της
δικαιοδοσίας των διοικητικών δικαστηρίων να επιληφθούν της
υποθέσεως, ότι η παράνομη παράλειψη που αποδίδεται στα
όργανα του Ελληνικού Δημοσίου να αναγνωρίσουν με νόμο την
περίοδο από 20.7 έως 20.8.1974 ως πολεμική άρχισε μεν από το
τέλος των πολεμικών επιχειρήσεων, συνεχίστηκε όμως και μετά
την 11.6.1985 και διήρκεσε μέχρι τη θέσπιση του αναγκαίου
νομοθετικού πλαισίου (ν. 2641/1998 και Φ. 002/180006/2000
Κ.Υ.Α.), με βάση το οποίο χορηγήθηκαν στους αναιρεσιβλήτους με
ειδική διαδικασία οι σχετικές βεβαιώσεις περί της στρατιωτικής
υπηρεσίας τους στη Ζώνη των Πρόσω ή Επιχειρήσεων από τη
Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού του Γενικού Επιτελείου Στρατού, από
την έκδοση των οποίων και μόνον ήταν δυνατή η δικαστική
επιδίωξη οποιασδήποτε συναφούς αξιώσεως αυτών. Με τις
σκέψεις αυτές, το εφετείο έκρινε ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο
είχε τη δικαιοδοσία να εκδικάσει την εν λόγω αγωγή και απέρριψε
ως αβάσιμο τον σχετικό λόγο εφέσεως του Δημοσίου. Περαιτέρω
δε, το διοικητικό εφετείο έκρινε ότι η εκ μέρους της Ελληνικής
Πολιτείας παράλειψη επί 24 έτη να προβεί στις απαραίτητες
νομοθετικές ρυθμίσεις, ώστε να χαρακτηρισθεί ως πολεμική η
περίοδος 1974 για τις Ελληνικές Δυνάμεις, οι οποίες συμμετείχαν
από τον Ιούλιο έως τον Αύγουστο στην απόκρουση της τουρκικής
εισβολής στην Κύπρο – χαρακτηρισμός που για πρώτη φορά έγινε
5
με την ψήφιση του ν. 2641/1998 – και να αναγνωρισθεί η
στρατιωτική δράση όσων συμμετείχαν στις πολεμικές αυτές
επιχειρήσεις, ήταν παράνομη ως αντίθετη στο σεβασμό της αξίας
του ανθρώπου, ο οποίος, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του
Συντάγματος, αποτελεί πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας. Το
εφετείο εκτίμησε, περαιτέρω, ότι οι αναιρεσίβλητοι από την
παράνομη αυτή παράλειψη του αναιρεσείοντος υπέστησαν βαριά
προσβολή της τιμής και της προσωπικότητάς τους, διότι,
συμμετέχοντας οι ίδιοι στις πολεμικές αυτές επιχειρήσεις
ανταποκρινόμενοι στην υπέρτατη υποχρέωσή τους ως Ελλήνων
πολιτών, ανέμεναν ότι η προσφορά τους αυτή θα αναγνωριζόταν
τουλάχιστον από τη συντεταγμένη Πολιτεία και δεν θα αγνοείτο
ή αποσιωπάτο. Με τα δεδομένα αυτά, το εφετείο, εκτιμώντας το
είδος και τη βαρύτητα της προσβολής, την έκταση της βλάβης που
υπέστησαν οι αναιρεσίβλητοι, καθώς και το γεγονός ότι η
Ελληνική Πολιτεία, έστω και με μεγάλη καθυστέρηση, προέβη
τελικά στην αναγνώριση της επίμαχης περιόδου ως πολεμικής,
έκρινε ότι έπρεπε να αναγνωριστεί η υποχρέωση του
αναιρεσείοντος να καταβάλει στους αναιρεσιβλήτους ως
χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το εύλογο και δίκαιο
ποσό των 100.000 ευρώ σε καθέναν, νομιμοτόκως με βάση το
γενικώς εκάστοτε ισχύον επιτόκιο υπερημερίας και όχι με το
ποσοστό 6% που προβλέπεται στο άρθρο 21 του Κώδικα Νόμων
περί δικών του Δημοσίου, και, αφού απέρριψε όλους του λόγους
εφέσεως του Δημοσίου καθώς και την έφεσή του στο σύνολό της,
επικύρωσε την απόφαση του διοικητικού πρωτοδικείου.
7
(άρθρο 275 παρ. 1 εδάφιο τελευταίο του Κώδικα Διοικητικής
Δικονομίας που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999,
Α΄ 97).
Διάταύτα
8
Δικαιοσύνη ως ανώτερη έννοια εκπηγάζει από δύο ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά, τα οποία πρέπει να διακρίνουν και τους φορείς
της: την ηθική και τη συνείδηση. Καμία έννοια δικαιοσύνης δεν
μπορεί να σταθεί, εάν δεν την υπαγορεύει το μέτρο της αγάπης
προς τον συνάνθρωπο.
3.- Στο άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα
(π.δ. 456/1984, Α΄ 164) ορίζεται ότι «Για παράνομες πράξεις ή
9
παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της
δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται
σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά
παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού
συμφέροντος. …». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ευθύνη
προς αποζημίωση γεννάται όχι μόνο από την έκδοση μη νόμιμης
εκτελεστής διοικητικής πράξης ή από τη μη νόμιμη παράλειψη
έκδοσης τέτοιας πράξης, αλλά και από μη νόμιμες υλικές
ενέργειες των οργάνων του Δημοσίου ή από παραλείψεις
οφειλομένων νομίμων υλικών ενεργειών, εφόσον οι υλικές αυτές
ενέργειες ή παραλείψεις συνάπτονται με την οργάνωση και
λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών (ΣτΕ 1722/2017, 325/2017
κ.ά.). Επίσης, ευθύνη του Δημοσίου υπάρχει, τηρουμένων και των
λοιπών προϋποθέσεων του νόμου, όχι μόνο όταν με πράξη ή
παράλειψη οργάνου του Δημοσίου παραβιάζεται συγκεκριμένη
διάταξη νόμου, αλλά και όταν παραλείπονται τα ιδιαίτερα
καθήκοντα και υποχρεώσεις που προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη
υπηρεσία και προσδιορίζονται από την κείμενη εν γένει
νομοθεσία, τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις αρχές της
καλής πίστης (ΣτΕ 484/2018, 3292/2017, 596/2017, 325/2017,
2776/2016, 3539/2015, 950/2014, 2163/2013, 453/2013, 471/2011,
2172/2007, 216/2007, 2146/2004, 347/1997). Ο κατά τα ανωτέρω
παράνομος χαρακτήρας της ζημιογόνου πράξης, παράλειψης ή
υλικής ενέργειας αρκεί για να στοιχειοθετηθεί η ευθύνη του
Δημοσίου χωρίς να απαιτείται και η διαπίστωση πταίσματος του
οργάνου του (ΣτΕ 484/2018, 325/2017, 2776/2016, 2429/2014,
4133/2011 επταμ.).
10
Θεοδώρους, με όλες τις ευεργετικές συνέπειες κατά τις κείμενες
διατάξεις.»
11
η πρωτόδικος απόφαση εκδόθηκε το 2008 (9550) η Εφετειακή το
2011 (3623), η Αίτηση Αναιρέσεως του Ελληνικού Δημοσίου
ασκήθηκε στις 26/4/2012 και η υπόθεση συζητήθηκε ερήμην των
αναιρεσιβλήτων 15/1/2018, η απόφαση δημοσιεύθηκε 4/10/2021!
Δηλαδή επί 13 και πλέον έτη μετά! Μ’ αυτό τον τρόπο και μετα
47 χρόνια καλούνται οι ήρωες του 1974 να ξαναρχίσουν μια νέα
δίκη στα πολιτικά δικαστήρια, να περιμένουν κάπου δέκα χρόνια
τουλάχιστον να δικαιωθούν και επειδή υπήρξαν κληρωτοί του
1974 να ελπίσουμε λόγω ηλικίας να προλάβουν να χαρούν και
την δικαστική τους δικαίωση.
Ορθά ο δάσκαλος πατέρας μου λοιπόν έλεγε: «το κράτος δεν έχει
καρδιά», γιατί πώς αλλιώς μπορώ να χαρακτηρίσω την στάση της
διοίκησης να σέρνει στα δικαστήρια τους ήρωες, αφού «Τιμή και
δόξα σε όσους στη ζωή τους τάχθηκαν να φυλάνε Θερμοπύλες»
ΑΝΤΩΝΗΣ Π.ΑΡΓΥΡΟΣ
12