Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 35

Ο Σπινόζα και το τέλος του

Ολλανδικού Χρυσού Αιώνα


Αλφρέδος Σταϊνχάουερ (alf_steinhauer@yahoo.com)
ΔΠΘ, ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ
ΧΕ 2020-21
Η Ένωση της Ουτρέχτης (1581-1797)
Είδαμε πως οι Ηνωμένες
Επαρχίες, ή Ένωση της
Ουτρέχτης στα μέσα του
17ου αιώνα ήταν το πιο
ευκατάστατο κράτος της
Ευρώπης (Χρυσούς Αιών της
Ολλανδίας).
Ωστόσο η πολιτική της
σύσταση ήταν κάπως
ιδιόρρυθμη, καθώς
κυβερνούταν από μια Γενική
Συνέλευση κυρίαρχων
Κοινών Συνελεύσεων. Στο
επίπεδο του εκτελεστικού
υπάρχει μια δυαρχία
εξουσιών, του Μεγάλου
Επιτετραμμένου και του
Στρατιωτικού διοικητή
(Stadhouder).
Τα μέλη της Ένωσης αναλογικά με τη
συνεισφορά τους
Δομή της Διακυβέρνησης
• Ύψιστη αρχή εξουσίας ήταν η Γενική Συνέλευση των Τάξεων.
• Αυτή αποτελούνταν από αιρετούς (ολιγαρχικά ή φεουδαλικά) εκπρόσωπους, των οποίων η εντολή ήταν
περιορισμένη,
• Κάθε Επαρχία είχε μια ψήφο, ενώ για μια απόφαση απαιτούταν ομοφωνία.
• Κάθε Επαρχία εξάλλου είχε τη δική της Συνέλευση των Τάξεων, η οποία ήταν κυρίαρχη επί της Γενικής
Συνέλευσης
• Η Γενική Συνέλευση των Τάξεων αποφάσιζε για τον πόλεμο και την ειρήνη, τις διπλωματικές σχέσεις,
διαχειριζόταν τον στρατό και το ναυτικό, καθώς και τη φορολογία.
• Εκτελεστικό της όργανο ήταν το Συμβούλιο του Κράτους.
• Δύο πόλοι εξουσίας αρθρώνονταν στο Συμβούλιο αυτό, ο ρεπουμπλικανικός (πλούσιοι έμποροι των
πόλεων, ιδίως της Ολλανδίας), γύρω από το αξίωμα του Γενικού Επίτροπου (Pensioner General), και ο
μοναρχικός, γύρω από το αξίωμα του Stadthouder (Στρατιωτικού Διοικητή). Ο πιο σημαντικός από τους
τίτλους του Stadthouder ανήκε κληρονομικά στην οικογένεια της Οράγγης-Νασάου.
• Στην κρίση του 1650-54 ο Γιαν ντε Βιτ αποκλείει τα μέλη της οικογένειας αυτής από τα στρατιωτικά
αξιώματα.
Ο πατέρας της Πατρίδας: Ουίλιαμ ο Σιωπηλός
και ο Οίκος Οράγγης- Νασάου
Η εξουσία του Stadthouder εδραιώθηκε στην Ολλανδία με την
δράση του Ουίλιαμ της Οράγγης του Σιωπηλού ή του
Επιφυλακτικού (1533-1584).
Ο Ουίλιαμ, ιδρυτής του κλάδου της Οράγγης- Νασάου (1544),
υπήρξε ηγετική μορφή της Ολλανδικής επανάστασης.
Έως τη δολοφονία του στο Ντελφτ το 1584, η στρατιωτική του
ηγεσία είχε καταγάγει σημαντικές νίκες έναντι των Ισπανών.
Αποκαλείται ο «πατέρας της πατρίδας»: η οικογένεια που κυβερνά
ακόμα την Ολλανδία κατάγεται από αυτόν, το χρώμα του
(πορτοκαλί) κοσμεί κάθε επίσημη τελετή, ενώ ο εθνικός ύμνος της
ήταν αρχικά τραγούδι για αυτόν.
Γύρω από την μορφή αυτή οργανώνεται στην Ολλανδία το
«μοναρχικό» κόμμα.
Ωστόσο το 1650 η θέση του Stadthouder της Ολλανδίας χηρεύει,
και δεν διορίζεται κανείς για 22 χρόνια, που συμπίπτουν με την
κορύφωση της Ολλανδικής ισχύος.
Γιαν ντε Βιτ (1625-1672)
Γενικός σύμβουλος επίτροπος της Ολλανδίας, de facto
κυβερνήτης της από το 1653 ως το 1672, ο Γιαν ντε Βιτ υπήρξε
υπέρμαχος ενός ρεπουμπλικανισμού, ο οποίο αναπτύσσεται
στις ακραίες συνέπειές του στο έργο του Pierre de la Court, Το
αληθινό συμφέρον και οι πολιτικές αρχές της πολιτείας της
Ολλανδίας.
Κατά την ενηλικίωση του Γουλιέλμου Γ΄ της Οράγγης, μετά τον
επιτυχημένο Β΄ Αγγλο-Ολλανδικό πόλεμο (1665-1666),
προσπαθεί να περιορίσει τις μελλοντικές του εξουσίες.
Το 1672, το annus horribilis της Ολλανδίας, η χώρα δέχεται την
ταυτόχρονη επίθεση των Γάλλων, των Άγγλων και ορισμένων
Γερμανών ηγεμόνων. Τα Ολλανδικά στρατεύματα ηττώνται
κατά κράτος.
Τα πανικόβλητα πλήθη καθιστούν υπεύθυνο τον Γιαν ντε Βιτ
και τον αδερφό του Κορνήλιο και τους λιντσάρουν στη Χάγη.
Ο Γουλιέλμος Γ΄ της Οράγγης, πιθανός ηθικός αυτουργός της
δολοφονίας, ιδρύει ένα οιωνεί μοναρχικό καθεστώς που
διαρκεί ως το τέλος της Ένωσης της Ουτρέχτης το 1797.
Η δολοφονία των ντε Βιτ
‘Όταν δολοφονήθηκαν οι
ντε Βιτ, ο Σπινόζα λέγεται
πως θέλησε να κρεμάσει
ένα πανό με την επιγραφή
«οι ύστατοι των
βαρβάρων»,
καταγγέλλοντας του
δολοφόνους τους.
Το θρησκευτικό, κοινωνικό και πολιτισμικό
υπόβαθρο
• Οι μεγάλες θρησκευτικο-πολιτικές παρατάξεις στην Ολλανδία του 17ου αι. διαιρούνταν τόσο σε
ζητήματα πίστης, όσο και ανάλογα με το κοινωνικό και επαγγελματικό τους στάτους. Από την
άλλη η χώρα χαρακτηριζόταν από μια μεγάλη ποικιλομορφία κοινωνικών καταστάσεων.
• Η μεγαλύτερη και κυρίαρχη παράταξη ήταν οι ορθόδοξοι Καλβινιστές ή Γκομαριστές, οπαδοί του
δόγματος του προκαθορισμού. Σε αυτήν ανήκαν κυρίως μεσαίες τάξεις, ενώ συνδέονται με
αυτήν και οι «μοναρχικοί» Οραγγιστές.
• Η άλλη παράταξη, οι οπαδοί του δόγματος του αυτεξουσίου, Αρμινιανοί αλλά και άλλες
παρατάξεις συγκεντρώνει τους πλούσιους και μορφωμένους αστούς των πόλεων, ιδίως του
Άμστερνταμ (που όπως είδαμε συνεισφέρει το ¼ του κρατικού προϋπολογισμού). Ηγέτης της ο
ντε Βιτ.
• Οι ετερόδοξοι Καλβινιστές δεν είχαν αναγνωρισμένο κλήρο (μετά τη Σύνοδο του Ντoντ ή
Ντόντρεχτ, 1618-19), αλλά συνέρχονταν σε κολέγια.
• Το 1670 δημοσιεύεται στο Άμστερνταμ ένα ανώνυμο έργο, που θα κάνει πάταγο, με τίτλο
Θεολογικο-πολιτική Πραγματεία, καθώς πρεσβεύει έναν πλήρη διαχωρισμό της θρησκείας από
την φιλοσοφία και το κράτος.
Μπαρούχ ή Βενεδίκτος Σπινόζα (1632-1677)
• Ο Baruch d' Espinosa ή, εκλατινισμένα, Benedictus de Spinoza γεννήθηκε στο Άμστερνταμ το
1632 από γονείς σεφαραδίτες, οι οποίοι είχαν εγκαταλείψει την καθολική Πορτογαλία για να
εγκατασταθούν στην ανεκτικότερη Ολλανδία - στις Ηνωμένες Επαρχίες των Κάτω Χωρών.
• Μικρός διδάχθηκε την ταλμουδική παράδοση, αλλά από αρκετά νωρίς διαμόρφωσε ίδιες
απόψεις αντίθετες προς την ορθοδοξία των ραβίνων, οι οποίοι, μετά από μια αποτυχημένη
προσπάθεια συμβιβασμού, τον απέπεμψαν από την εβραϊκή κοινότητα το 1656.
• Στη συνέχεια, παρακολούθησε μαθήματα λατινικών και φυσικών επιστημών στη σχολή του
Ιησουίτη Franciscus van den Enden.
• Το 1660, μετά και από μία δολοφονική απόπειρα που φέρεται ότι έγινε εναντίον του από έναν
φανατικό Εβραίο, μετακινείται προς το Rijnsburg (σήμερα προάστιο του Λέιντεν) και, έχοντας
παραιτηθεί από τα κληρονομικά του δικαιώματα στην εμπορική επιχείρηση του πατέρα του,
κερδίζει τα προς το ζην επισκευάζοντας φακούς. Αυτό τον κάνει έναν από τους λίγους
χειρώνακτες φιλοσόφους στην ιστορία.
• Το 1670, ο Σπινόζα μετακομίζει στο Voorburg της Χάγης. Στο σπίτι αυτό θα τον επισκεφθεί ο
Λάιμπνιτς. Τρία χρόνια αργότερα, ο εκλέκτορας του Παλατινάτου τού προτείνει έδρα φιλοσοφίας
στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, την οποία όμως αρνείται. Το 1677 πεθαίνει από φθίση,
αφήνοντας ημιτελή την Πολιτική Πραγματεία του.
Κύρια έργα
• Πραγματεία για τη διόρθωση του νου [1677]
• Αρχές της φιλοσοφίας του Καρτέσιου (1663)
• Θεολογικο-πολιτική πραγματεία (1670)
• Ηθική [1677 στα Opera Posthuma]
• Πολιτική Πραγματεία (ημιτελές)
• Ο βασικότερος λόγος για τον οποίο το έργο του Σπινόζα αξίζει να μελετηθεί σήμερα
είναι η αντιφατική σχέση που διατηρεί με το κύριο ρεύμα σκέψης του πρώιμου
φιλελευθερισμού, το γεγονός δηλαδή ότι χαρακτηρίζεται από θεωρητική απόκλιση και
εν μέρει, ταυτόχρονα, από πρακτική σύγκλιση με το ρεύμα αυτό.
• Η σπινοζική σκέψη σαφώς συμμερίζεται, και μάλιστα σε ένα αρκετά πρώιμο στάδιο,
ορισμένα τουλάχιστον από τα πρακτικά αυτά αιτήματα: ενδεικτικά, συνηγορεί ρητά
υπέρ της δημοκρατικής διακυβέρνησης, υπέρ του περιορισμού του ρόλου της
εκκλησίας και του διαχωρισμού της από το κράτος και υπέρ του δικαιώματος δημόσιας
έκφρασης της γνώμης. Επίσης, για την ελευθερία οικονομικής δραστηριότητας,
μολονότι τα πράγματα είναι πιο πολύπλοκα, μπορούμε σίγουρα να πούμε ότι, πάντως,
δεν αντιτίθεται σε αυτή. Αν όμως επί του πρακτέου συχνά τοποθετείται από την ίδια
πλευρά με τους λοιπούς θεωρητικούς του φυσικού δικαίου, ωστόσο η θεωρητική
διαδρομή μέσω της οποίας οδηγείται να τοποθετηθεί εκεί είναι συνήθως η ακριβώς
αντίθετη από τη διαδρομή εκείνων (Α. Γαβριηλίδης).
• Στον Σπινόζα βρίσκουμε μια δημοκρατική πολιτική θεωρία, θεμελιωμένη σε μία
φιλοσοφία της οποίας κεντρική έννοια, από άποψη οντολογική, ηθική, ακόμα και
δικαϊκή, είναι η δύναμη (potentia).
Οι αρχές της οντολογίας του Σπινόζα
• Από γενετικής απόψεως, το μόνο πράγμα που υφίσταται είναι ο Θεός.
Όλες οι ατομικές ουσίες τείνουν και προσπαθούν να ολοκληρωθούν, όλες
για να ολοκληρωθούν διαθέτουν μια κάποια δύναμη, όλες έχουν
δικαίωμα στην ολοκλήρωση και η τάση ή η δύναμη αυτή είναι ο ίδιος ο
Θεός. Ο Θεός είναι η οντολογική προβολή της πρότασης «όλα τα δυνατά
υποκείμενα πρέπει να υπάρχουν».
• «Διότι, αφού το να μπορεί να υπάρχει κάτι είναι δύναμη, έπεται ότι όση
περισσότερη πραγματικότητα αρμόζει στη φύση κάθε πράγματος, τόση
περισσότερη ισχύ θα έχει από τον εαυτό του για να υπάρχει˙ ως εκ
τούτου, ήτοι ότι ο Θεός έχει από τον εαυτό του απολύτως άπειρη δύναμη
ύπαρξης και για αυτό υπάρχει απόλυτα.» (Ηθική, Ι, προτ.11, σχόλιο).
• Καθώς ο Θεός είναι εμμενής αιτία όλων των πραγμάτων, το κάθε
άτομο είναι το ίδιο ένας περιορισμένος Θεός. Η θεϊκή δύναμη χάρη
στην οποία υπάρχουμε και δρούμε είναι λοιπόν η δική μας δύναμη,
βοηθούμενη και καθοδηγούμενη από εκείνες όλων των άλλων
πεπερασμένων τρόπων (modus) που μας καθορίζουν από πλησίον σε
πλησίον. Και αυτή η ισχύς συγχέεται με το conatus μας, που
αποτελεί ένα μέρος της άπειρης ισχύος του Θεού.
Η θεωρία του Conatus
• Η θεωρία του conatus στηρίζεται σε τρεις θεμελιώδεις αρχές:
• 1)Υφίστανται πράγματα που είναι ατομικά
• 2)Όλα είναι εντελώς εναργή, δίχως κανένα υπόλοιπο
• 3)Υφίστανται ατομικές ουσίες [νομιναλισμός της ουσίας]
• Κάθε άτομο μπορεί να συλληφθεί ανεξάρτητα από τα άλλα και αποτελεί
το αντικείμενο ενός διακριτού ορισμού.
• Αφετέρου, εφόσον η τάξη του όντος μορφοποιείται πάνω σε εκείνη του
γνωρίζειν, ένα άτομο δεν είναι παρά η οντολογική μετάθεση του ίδιου του
του ορισμού. Τα επιμέρους πράγματα δεν περιέχουν ούτε περισσότερα,
ούτε λιγότερα από όσα περιλαμβάνονται στην έννοιά τους.
• Ωστόσο, αυτός ο ατομικισμός δεν αποτελεί τη μόνη θεωρία της
αρετής. Διότι η αρετή δεν ορίζεται από την δύναμη εν γένει, αλλά
από τη δύναμη του να κάνεις αυτό που συνάγεται μόνο από τους
νόμους της ανθρώπινης φύσης. Έτσι, δεν συμπίπτει με το δίκαιο
παρά μόνο στους λογικούς ανθρώπους.
• Αυτοί, όντως, δεν θέλουν (και άρα δεν μπορούν) να κάνουν τίποτε
άλλο από αυτό που απορρέει από την ουσία τους, θεωρούμενη
καθεαυτή, και το φυσικό δίκαιο που τους διέπει μπορεί να
διατυπωθεί τότε σε ένα σύστημα καθολικών κανόνων˙ τις επιταγές
του Λόγου που είναι κοινές σε όλους.
• Αυτό που κάνουν οι αδαείς πηγάζει επίσης από το conatus τους,
ακόμα κι αν τροποποιείται από τη φύση εξωτερικών αιτιών. Τα
εξωτερικά αίτια πάλι, που καθορίζουν τη συγκεκριμένη κατεύθυνση
των επιθυμιών τους, εκδιπλώνουν επίσης την άπειρη ισχύ του Θεού-
Φύση. Οι αξίες του άφρονα, συνεπώς, είναι νομικά εξίσου βάσιμες
με εκείνες του σοφού.
• «Διότι οι επιθυμίες, τόσο στη μια όσο και στην άλλη περίπτωση,
είναι τα αποτελέσματα της φύσης και δεν κάνουν άλλο από το να
εκδιπλώνουν τη φυσική δύναμη μέσω της οποίας ο άνθρωπος
προσπαθεί να εμμείνει στο είναι του. Σοφός ή άφρων, δεν είναι ο
άνθρωπος μέρος της φύσης;» (Π.Π. ΙΙ, § 5).
• Μεγαλύτερη ριζοσπαστικότητα από ότι στον Χομπς, καθώς
απουσιάζει η τελεολογία της διατήρησης της δικής του ζωής, από
όπου απορρέει μια διάκριση μεταξύ νόμιμων και παράνομων μέσων,
όπου τα τελευταία είναι εκείνα που δεν οδηγούν πραγματικά σε
αυτήν.
• Ο ανθρωπολογικός μονισμός του Σπινόζα δεν του επιτρέπει να
διαχωρίσει τη ζωή προς προφύλαξη από τα μέσα που τη διατηρούν:
είναι το conatus, ένα και αδιαίρετο, που είναι η νομιμοποιητική αρχή
και το conatus περικλείει όλες τις επιμέρους επιθυμίες μας με όλες
τις συμπεριφορές που απορρέουν από αυτό. Κάθε πράξη
δικαιώνεται από το γεγονός και μόνο πως την επιτελούμε, δίχως
αναφορά σε κανενός είδους γνώμονα.
Το κράτος στον Σπινόζα
• Κατά συνέπεια των παραπάνω, ο Σπινόζα δίνει αυτόν τον ορισμό για το
κράτος:
• «το δίκαιο που ορίζεται από την δύναμη του πλήθους καλείται κράτος»
(Πολιτική πραγματεία, ΙΙ, 17, σ.107)
• Το κράτος λοιπόν νοείται κυρίως ως η συλλογική δύναμη των πολλών.
• Αυτή η δύναμη του πλήθους είναι τόσο μεγαλύτερη, όσο περισσότερο
καθοδηγείται σαν από ένα κοινό πνεύμα και ενεργεί σύμφωνα με τον
ορθό λόγο.
• Το κάθε κράτος μπορεί κατ’αυτόν τον τρόπο να θεωρηθεί ως συλλογικό
άτομο, έχοντας του δικό του conatus.
Το κράτος ως άτομο
• Έχοντας το δικό του conatus, το κάθε κράτος επιδιώκει να διατηρηθεί,
εμμένοντας στο είναι του, και μάλιστα τείνει να αυξήσει την δύναμή του
να ενεργεί.
• Η ασφάλεια του κράτους σημαίνει λοιπόν διατήρηση στο είναι, δηλαδή
ύπαρξη για αόριστο χρονικό διάστημα ή και για πάντα.
• Όρος για να συνεχίσει στο κράτος να υπάρχει στην αιωνιότητα, είναι να
καταστεί απόλυτο, δηλαδή δίκαιο:
• «Προφανώς, αν ένα κράτος μπορεί να είναι αιώνιο, αυτό που κατ’ανάγκην
θα είναι το κράτος του οποίου το δίκαιο, αφού θεσμοθετήθηκε με ορθό
τρόπο, παραμένει απαραβίαστο. Γιατί το δίκαιο αποτελεί την ψυχή του
κράτους. Αν αυτό διατηρηθεί, θα διατηρηθεί αιωνίως και το κράτος.»
(Π.Π. Χ, 9)
Η δημοκρατία στον Σπινόζα
• Ο Σπινόζα ορίζει την δημοκρατία με δύο διαφορετικούς τρόπους, ενώ την
αντιμετωπίζει διαφορετικά στην Θεολογικο-πολιτική πραγματεία και στην –
ημιτελή- Πολιτική πραγματεία.
• Στην Θ.Π.Π. λέει πως: «η δημοκρατία είναι το δίκαιο που προκύπτει όταν ο
καθένας μεταβιβάζει όλη του τη δύναμη στην κοινωνία, η οποία έτσι αποκτά ένα
κυρίαρχο φυσικό δίκαιο επί όλων των πραγμάτων, δηλαδή μια υπέρτατη κρατική
εξουσία στην οποία ο καθένας πρέπει να υπακούει, είτε ελεύθερα είτε από
φόβο.» ΘΠΠ, XVI)
• Υπό την έννοια αυτή, το δημοκρατικό κράτος είναι «το πιο φυσικό και εκείνο που
πλησιάζει περισσότερο στην ελευθερία που η φύση παραχωρεί στον καθένα.
• Ωστόσο εδώ πρέπει να σημειωθεί πως η Θ.Π.Π. είναι ένα πολεμικό έργο, το
οποίο έχει ως στόχο το να υπερασπιστεί το «δημοκρατικό» πολίτευμα των
Ηνωμένων Επαρχιών από τους φανατικούς «μοναρχικούς».
Η δημοκρατία ως γνώμονας των
πολιτευμάτων
• Αντιθέτως η Πολιτική πραγματεία (Π.Π.), γραμμένη στα δύο
τελευταία χρόνια της ζωής του Σπινόζα, εμφανίζεται ως ένα έργο
συστηματικής πολιτικής επιστήμης.
• Εκεί η δημοκρατία παρουσιάζεται αφενός ως το «εντελώς απόλυτο
κράτος», αφετέρου ως αναγκαίο συστατικό όλων των πολιτευμάτων.
• Στο ημιτελές 11ο κεφάλαιο της Π.Π. πράγματι, ο Σπινόζα κατηγορεί
τους πατρίκιους των αριστοκρατικών κρατών πως παραμελούν την
αξιοκρατία.
• Τελικά φαίνεται πως κρίσιμο χαρακτηριστικό όλων των πολιτευμάτων
είναι η ενεργός συμμετοχή περισσότερων και ικανότερων ατόμων,
άρα περισσότερο η αύξηση της δύναμης παρά εκείνη της ισχύος.
Διαφορά δύναμης και ισχύος
• Η δύναμη στον Σπινόζα είναι ένα πραγματικό μέγεθος, ένα
μετρήσιμο ποσό με οντολογικό αντίκρισμα, και αφορά την
εσωτερική, ενδογενή αρετή ή ικανότητα ενός πράγματος.
• Αντιθέτως, η ισχύς ή εξουσία, παρά το γεγονός πως εκφράζει και
αυτή μια υλική πραγματικότητα, δεν στηρίζεται σε στερεή
οντολογική βάση.
• Έτσι η δύναμη, όταν είναι όντως δύναμη, είναι δυνατή, ενώ αντίθετα
η ισχύς είναι κατά βάθος αδύναμη και εύθραυστη. (Στυλιανού, 52-3)
• Αυτά απορρέουν από την ιδιότυπη σύλληψη που έχει για το φυσικό
δίκαιο.
Η εμμένεια του φυσικού δικαίου
• Το φυσικό δίκαιο είναι στον Σπινόζα αξεπέραστο, καθώς στο
σύστημά του δεν υφίσταται δυισμός μεταξύ ζωικής και ζωτικής
κίνησης. Στον Χομπς με το συμβόλαιο απαρνιόμαστε την πρώτη εις
όφελος της δεύτερης.
• Στον Σπινόζα, η μετάβαση στην πολιτική κατάσταση δεν σημαίνει τη
λήξη του φυσικού δικαίου: το πολιτικό δίκαιο δεν είναι παρά η ολική
συνισταμένη των ατομικών φυσικών δικαιωμάτων. Ο καθένας, σε
οποιαδήποτε κατάσταση, έχει πάντα το δικαίωμα να κάνει ό,τι θέλει
και ό,τι μπορεί. [Δημοκρατισμός του Σπινόζα]
• Το κράτος, από την άλλη, χάνει το δικαίωμά του όταν χάνει τη
δύναμη να εξαναγκάζει τους υποτελείς του και όχι, όπως στον Χομπς,
όταν δεν μπορεί πλέον να τους προστατέψει (Π.Π., ΙΙΙ, § 8) Παρόλα
αυτά, ο Σπινόζα μιλά τόσο την ΘΠΠ όσο και στην Ηθική για την
εγκατάλειψη του φυσικού δικαίου και την μεταβίβαση των
δικαιωμάτων.
• Π.χ.«Για να μπορέσουν λοιπόν οι άνθρωποι να ζουν με ομόνοια και
αμοιβαία αρωγή, είναι αναγκαίο να εκχωρήσουν το φυσικό τους
δικαίωμα για να σιγουρέψουν ο ένας τον άλλο ότι δεν θα
ενεργήσουν τίποτα που μπορεί να προκαλέσει βλάβη στον άλλο»
Ηθική, IV, πρότ. 37, σχόλιο 2).
• Ωστόσο, η εγκατάλειψη των φυσικών δικαιωμάτων δεν μπορεί ποτέ να είναι
ολική, αλλιώς θα σταματούσαμε να είμαστε άνθρωποι, δηλαδή να υπήρχαμε:
• «Κανένας πράγματι δεν θα μπορέσει ποτέ, όσο και να εγκαταλείψει στον άλλο
τη δύναμή, και συνεπώς και το δίκαιό του, να σταματήσει να είναι άνθρωπος˙
και δεν θα υπάρξει ποτέ κυρίαρχος που να μπορεί να εκτελέσει όλα όσα θα
επιθυμήσει» (Θ.Π.Π., XVIII).
• Έτσι η μεταβίβαση του φυσικού δικαίου γίνεται κάτι πολύ πιο απλό και
καθημερινό. Αυτό που μένει αμετακίνητο είναι το συνολικό φυσικό δίκαιο, το
ολικό conatus. Όμως στο εσωτερικό του συνόλου, το παιχνίδι των φυσικών
δυνάμεων τροποποιεί συνεχώς τις σχέσεις ισχύος μεταξύ των επιμέρους
ατόμων. Ο καθένας έτσι βλέπει τη σφαίρα του φυσικού δικαιώματός του είτε να
διευρύνεται είτε να συρρικνώνεται ανάλογα με τις τυχαίες συναντήσεις: αυτό
που χάνει το κερδίζουν άλλοι και αυτός με κάποια έννοια τους το «παραχωρεί».
.• Αρχικά, όλα επιτρέπονται στον άνθρωπο, αλλά μόνο με την έννοια του ότι δεν υφίσταται
κανένας υπερβατικός γνώμονας που να του απαγορεύει το οτιδήποτε. Παρόλα αυτά, το φυσικό
του δικαίωμα δεν παραμένει λιγότερο περιορισμένο από την κατεύθυνση των επιθυμιών του και
το εύρος της δύναμής του. Έτσι είναι δυνατές περισσότερες περιπτώσεις:
• Α) Ασκούμε ένα πραγματικό δικαίωμα σε όλα που διαθέτουμε πραγματικά: είμαστε κύριοι και
κάτοχοι, dominus. Ωστόσο το δικαίωμα αυτό μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο
προσωρινό, ανάλογα με το αν η κατοχή του αντικειμένου είναι περισσότερο ή λιγότερο
εγγυημένη: μπαίνει εδώ ένα ζήτημα βαθμού. Από την άλλη, όταν δεν θέλουμε πλέον ένα πράγμα
ή όταν χάνουμε κάθε μέσο να το διατηρήσουμε, το πραγματικό δικαίωμα που είχαμε σε αυτό
εξαφανίζεται.
• Β) Ακόμα και αν το πράγμα που επιθυμούμε είναι αντικειμενικά απρόσιτο, μπορούμε κάλλιστα
να μην το ξέρουμε, ή να μας σπρώξει η αλαζονεία μας προς αυτό. Στην περίπτωση αυτή, εάν το
θέλουμε και εάν τίποτα άλλο δεν μας εμποδίζει, προσπαθούμε αναγκαστικά να πάρουμε το
αντικείμενο αυτό και έχουμε το δικαίωμα να το πράξουμε: δεν έχουμε δικαίωμα στο ίδιο το
πράγμα, αλλά μας μένει το δικαίωμα να προσπαθήσουμε να το κατακτήσουμε, ακόμα κι αν οι
ελπίδες επιτυχίας είναι μηδαμινές, Το δικαίωμα αυτό να δοκιμάζουμε και να επιχειρούμε,
μπορεί να αποκληθεί μορφικό δικαίωμα σε αντίθεση με το πραγματικό. Παρότι στηρίζεται σε μια
αυταπάτη, ο δυναμισμός που προξενείται είναι πραγματικός και νόμιμος.
• Γ) Ωστόσο αυτό το μορφικό δικαίωμα μπορεί να σταματήσει να υφίσταται: αυτό συμβαίνει όταν
χάνουμε την φυσική δυνατότητα να ξεκινήσουμε το εγχείρημά μας ή όταν μετανιώνουμε,
φοβούμενοι τους κινδύνους στους οποίους αυτό θα μας εξέθετε και επιθυμώντας να τους
αποφύγουμε. Η εγκατάλειψη αυτού του φυσικού δικαιώματος, όμως, όχι μόνο δεν εξαλείφει
γενικά το φυσικό δίκαιο, αλλά επιτελείται στα πλαίσιά του και δεν αποτελεί παρά μια έκφανσή
του μεταξύ άλλων.
• Το δικαίωμα αυτό μας επιτρέπει να συνάπτουμε σχέσεις ανεξαρτησίας ή εξάρτησης, να
αποκτούμε ή να παραχωρούμε εξουσία πάνω σε πράγματα ή άτομα.
• Ωστόσο, τόσο η εξάρτηση, όσο και η ανεξαρτησία δεν μας βγάζουν από το πλαίσιο του
φυσικού δικαίου. Ο φυλακισμένος στις αλυσίδες του δρα όπως επιθυμεί και όπως
μπορεί˙ απλά, δεν μπορεί να κάνει και πολλά πράγματα. Σε άλλες περιπτώσεις, μια
εσωτερικευμένη σχέση ανισότητας δυνάμεων προξενεί εθελοδουλεία. Στις περιπτώσεις
που η υποταγή δεν δικαιολογείται πλήρως εσωτερικά, μας δημιουργείται η εντύπωση
ενός δικαίου που δεν ανάγεται στα γεγονότα.
• Όμως εάν απέχουμε από κάτι που επιθυμούμε, αυτό γίνεται επειδή η επιθυμία να
αποκτήσουμε το αγαθό που μας υπόσχονται ή να αποφύγουμε τα δεινά με τα οποία
μας απειλούν υπερισχύει εντέλει στην αρχική μας επιθυμία. Σε κάθε περίπτωση η
ανώτατη αρχή παραμένει η ισχυρότερη επιθυμία. Από τη στιγμή που σταματούμε να
ελπίζουμε και να φοβόμαστε, ξαναγινόμαστε νομικά ανεξάρτητοι.
Περιορισμένη ισχύς της υπόσχεσης
• Και εδώ, μικρής σημασία έχει το ότι έχουμε υποσχεθεί μια αιώνια
υποταγή: έχουμε το δικαίωμα, σε κάθε περίπτωση, ακόμα και στην
πολιτική κοινωνία, να αθετήσουμε τις υποχρεώσεις μας εάν το
κρίνουμε καλό και εάν πιστέψουμε πως είμαστε αρκετά ισχυροί
ώστε να μας το επιτρέψουμε.
• «Η υπόσχεση αυτή μένει ισχύουσα μόνο στο μέτρο που η βούληση
αυτού που δεσμεύεται δεν αλλάξει. Στα αλήθεια, από το γεγονός του
ότι κατακρατεί τη δύναμη να ξαναπάρει το λόγο του, δεν αλλοτρίωσε
καθόλου το δικαίωμά του, αλλά δεν δέσμευσε παρά λέξεις» (ΠΠ, ΙΙ, §
12)
Η φυσική κατάσταση
• Η φυσική κατάσταση, που περιγράφεται στο βιβλίο ΙΙΙ και στις πρώτες 37
προτάσεις του βιβλίου IV της Ηθικής δεν είναι άλλη από την κατάσταση
που βρισκόμαστε ένα κάνουμε αφαίρεση των θεσμών που μας διέπουν.
• Εάν ίσχυε, θα έμοιαζε περισσότερο με μια αναρχική φεουδαλική
κοινωνία, όπου οι ανθρώπινες σχέσεις θα ήταν αποκλειστικά ευθείες και
άμεσες σχέσεις προσωπικής υποταγής ή ιδιωτικού πολέμου.
• Αποτελεί έτσι μια αφαίρεση, με τονισμό των ατομικιστικών στοιχείων μιας
φεουδαλικής κοινωνίας, δίχως τις κοινοτικές δομές και τους κάθε είδους
θεσμούς που ρύθμιζαν τις σχέσεις αυτές. Μια τέτοια κατάσταση,
ανυπόφορη, εμφανίζει μια εσωτερική αντίφαση που την υποχρεώνει να
αυτοξεπεραστεί.
• Αφημένος στις δυνάμεις του, ο μόνος άνθρωπος βρίσκεται σε σχεδόν πλήρη
αδυναμία. Το σώμα μας, πολύ περίπλοκο, χρειάζεται πολλά πράγματα για να
συντηρηθεί και τα πράγματα αυτά, που η πρόνοια δεν έχει προετοιμάσει για τη
χρήση μας, πρέπει να μετατραπούν για να μας ταιριάζουν. Στην κατάσταση της
μοναξιάς, θα ήμασταν ανίκανοι να επιτελέσουμε όλες τις εργασίες που θα
απαιτούνταν˙ ποσοτικά θα απαιτούσαν πολύ χρόνο˙ ποιοτικά είναι πολύ ποικίλες
ώστε ένας άνθρωπος να διαθέτει όλες τις απαιτούμενες δεξιότητες για να τις
φέρει εις πέρας.
• Έτσι αναπτύσσεται ένα σύστημα αλληλοβοήθειας ή θετικής αμοιβαιότητας,
όπου εγκαθιδρύεται σε εμβρυακή μορφή το εμπόριο και ο καταμερισμός της
εργασίας, ενώ ο κοινωνικός δεσμός που δημιουργείται έτσι παγιώνεται με τη
συνήθεια (έξη). Ο καθένας βρίσκει σε αυτόν το συμφέρον του, οι εργασίες
γίνονται γρηγορότερα και καλύτερα, ενώ η ένωση των δυνάμεων επιτρέπει στην
καλύτερη άμυνα απέναντι στις εξωτερικές επιδρομές. Στο μέτρο αυτό, η ένωση
δύο ατόμων που συμφωνούν δημιουργεί ένα νέο άτομο, σχεδόν διπλάσιας
ισχύος.
• Έτσι η φυσική κατάσταση εμφανίζεται ως μια κατάσταση
μεταβαλλόμενης αλληλεξάρτησης όπου ο καθένας περνά σύντομες
περιόδους καθαρά μορφικής ανεξαρτησίας. Η κατάσταση αυτή
εμφανίζεται και στις σχέσεις με τα πράγματα.
• Στη φυσική κατάσταση όλα ανήκουν σε όλους: όπως αυτό σημαίνει
πως κανένας δεν αναγνωρίζεται από όλους ως κύριος και κάτοχος
ενός επιμέρους πράγματος, δηλαδή τίποτα δεν ανήκει σε κανέναν.
• Η φυσική κατάσταση εμφανίζεται πολλές φορές στον Σπινόζα ως
μεταβατική (Εβραίοι στο Σινά), είναι όμως βασική για την κατανόηση
της πολιτικής κατάστασης, καθώς της προηγείται τόσο λογικά όσο και
ιστορικά.
Η κοινωνική ένωση
• «Θα δούμε πολύ καθαρά πως, για να ζήσουν με ασφάλεια και όσο
καλύτερα είναι δυνατόν, οι άνθρωποι χρειάστηκε αναγκαστικά να
ενωθούν σε ένα σώμα και έπραξαν έτσι ώστε το δίκαιο που ο
καθένας κατείχε στη φύση πάνω σε όλα τα πράγματα να ανήκει στην
κοινότητα και να καθορίζεται όχι πια από την δύναμη και τις
επιθυμίες του ατόμου αλλά από την ισχύ και τη βούληση της
κοινότητας»
• «Κανείς δεν μεταβιβάζει το φυσικό του δίκαιο σε άλλο άτομο κατά
τρόπο ώστε ακολούθως η γνώμη του να είναι άχρηστη˙ αλλά το
μεταβιβάζει στην πλειοψηφία της κοινωνίας, της οποίας αποτελεί
μέρος, [ούτως ώστε] όλοι παραμένουν ίσοι, όπως ακριβώς ήταν
προηγουμένως στην φυσική κατάσταση» (ΘΠΠ, κεφ.16)
Οι νόμοι
• Πρώτον, ένας νόμος μπορεί να εξαρτάται είτε από μια αναγκαιότητα της
φύσης, είτε από το θέλημα των ανθρώπων. Στην τελευταία αυτή
περίπτωση, όταν δηλαδή "οι άνθρωποι, για να ζουν ασφαλέστερα και
ανετότερα, ή για άλλους λόγους, τον επιβάλλουν στους εαυτούς τους και
σε άλλους", ο νόμος αποκαλείται, ορθότερα, κανόνας δικαίου [Jus].
• Απ' αυτό όμως δεν πρέπει να βιαστούμε να συμπεράνουμε ότι η σπινοζική
θεωρία του δικαίου συνίσταται σε μια βουλησιαρχική θεωρία της
απόφασης. Εν πρώτοις, πρέπει να σημειώσουμε ότι η ακριβής διατύπωση
στο πρωτότυπο αναφέρει ότι ο κανόνας δικαίου "ab hominum placito
dependet". Η λατινική λέξη placito ενέχει ταυτόχρονα το στοιχείο της
αρέσκειας, της επιθυμίας, και πάντως δεν ταυτίζεται με την voluntas -
ιδίως όπως αυτή χρησιμοποιήθηκε ως όρος με φιλοσοφική σημασία.
Η τελεολογία του κράτους
• «Από την παραπάνω εξήγηση των θεμελίων του κράτους, απορρέει
με πλήρη ενάργεια πως ο ύστατός του στόχος δεν είναι η
κυριάρχηση˙ το κράτος δεν συστάθηκε για να βαστά τον άνθρωπο με
το φόβο και να τον κάνει να εξαρτάται από κάποιον άλλο˙ αντιθέτως
είναι για να απελευθερώσει το άτομο από το φόβο, ώστε να ζήσει
όσο είναι αυτό δυνατόν με ασφάλεια, δηλαδή να διατηρήσει, όσο
καλά γίνεται, χωρίς βλάβη για τον άλλον, το φυσικό του δικαίωμα να
είναι και να πράττει. (…) Ο στόχος του κράτους είναι λοιπόν στην
πραγματικότητα η ελευθερία.» (Θ.Π.Π., κεφ. ΧΧ)
Βιβλιογραφία
• Πηγές
• Ηθική. Μτφ. Ευ.Βανταράκης, Επ. Β. Γρηγοροπούλου, Εκκρεμές, Αθήνα
• Πολιτική πραγματεία. Εισ. Γ. Βώκος, Πατάκης, Αθήνα 2013
• Μελέτες
• Γαβριηλίδης, Άκης: Η δημοκρατία κατά του φιλελευθερισμού. Η έννοια
του φυσικού δικαίου στη φιλοσοφία του Σπινόζα. Ελληνικά Γράμματα,
Αθήνα 2000
• Μπαλιμπάρ, Ετιέν: Ο Σπινόζα και η πολιτική. Μτφ. Α. Στυλιανού. Εστία,
Αθήνα 1996
• Ντελέζ, Ζιλ: Ο Σπινόζα και το πρόβλημα της έκφρασης. Κριτική, Αθήνα
2002
• Στυλιανού, Άρης: Ο Σπινόζα και η δημοκρατία. Πόλις, Αθήνα 2016

You might also like