Εισαγωγή Στη Δραματική Ποίηση Για Ιστοσελίδα 1

You might also like

Download as doc, pdf, or txt
Download as doc, pdf, or txt
You are on page 1of 12

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ

Η δραματική ποίηση (δράμα) συνθέτει στοιχεία από την


επική και τη λυρική ποίηση και αναπαριστάνει ένα γεγονός
μπροστά στα μάτια των θεατών (δρᾶμα < δράω-ῶ = πράττω,
ενεργώ). Τα είδη της δραματικής ποίησης είναι τρία: η
τραγωδία, το σατυρικό δράμα και η κωμωδία. Το αρχαίο
ελληνικό δράμα είναι πάντα ποιητικό – θεατρικά έργα σε
πεζό λόγο δεν υπήρχαν. Κάθε έργο περιλαμβάνει μέρη που
απαγγέλλονται (απαγγελλόμενα) και ανήκουν κυρίως στους
υποκριτές και μέρη που τραγουδιούνται (αδόμενα) και
ανήκουν κυρίως στον Χορό.

Γένεση του δράματος


Το δράμα συνδέεται με τη λατρεία του θεού Διονύσου.
Προήλθε από τις θρησκευτικές τελετές, τα δρώμενα, κατά τις
γιορτές για τη γονιμότητα και τη βλάστηση προς τιμήν του
θεού Διονύσου. Οι πιστοί του Διονύσου έψαλλαν, με
συνοδεία αυλού (και με μιμητικό στοιχείο στη φωνή και στις
κινήσεις) τον διθύραμβο (θρησκευτικό και λατρευτικό άσμα
για τη ζωή και τα παθήματα του θεού) χορεύοντας γύρω από
τον βωμό του θεού.
Στην αρχή ο διθύραμβος ήταν αυτοσχέδιος και άτεχνος.
Τον 6ο αι. π.Χ. ένας ποιητής και μουσικός από τη Λέσβο, ο
Αρίων, πρώτος συνέθεσε διθύραμβο που είχε λυρική μορφή
και αφηγηματικό περιεχόμενο και τον παρουσίασε στην αυλή
του Περίανδρου, τυράννου της Κορίνθου. Τον διθύραμβο του
Αρίονα έψαλλαν οι χορευτές (Χορός) μεταμφιεσμένοι σε
Σατύρους (τραγόμορφοι ακόλουθοι του θεού) που
ονομάζονταν τραγωδοί (<τράγων ᾠδή).
Στα μέσα του 6ου αι. π.Χ. ο ποιητής Θέσπις από τον δήμο
της Ικαρίας (σημ. δήμο Διονύσου) προχώρησε σε μία
καινοτομία από την οποία γεννήθηκε η τραγωδία στην Αττική:
κατά τις διονυσιακές γιορτές στις αμπελόφυτες περιοχές της
Αττικής εισήγαγε ένα πρόσωπο, τον υποκριτή (ὑποκρίνομαι =
αποκρίνομαι), ο οποίος στάθηκε απέναντι από τον Χορό και
έκανε διάλογο μαζί του απαγγέλλοντας στίχους και όχι
τραγουδώντας, δηλαδή αντί να τραγουδήσει μία ιστορία
άρχισε να την αφηγείται. Έτσι από τη μία ο υποκριτής
μιλούσε στον Χορό (στοιχείο επικό) και από την άλλη ο Χορός
αποκρινόταν τραγουδώντας και χορεύοντας (στοιχείο
λυρικό). Από το συνδυασμό των δύο αυτών στοιχείων (επικό
– λυρικό) προήλθε το δράμα. Η πρώτη επίσημη «διδασκαλία»
(παράσταση) τραγωδίας έγινε από τον Θέσπη το 534 π.Χ. στα
Μεγάλα Διονύσια, όταν κυβερνούσε την Αθήνα ο τύραννος
Πεισίστρατος.

Οι παράγοντες που ευνόησαν τη γέννηση &


διαμόρφωση του δράματος στην αρχαία Αθήνα:
 Οι μιμικές λατρευτικές τελετές (απομίμηση σκηνών
καθημερινής ζωής).
 Οι κλιματολογικές συνθήκες (ήπιο κλίμα Αττικής).
 Οι κοινωνικές συνθήκες (άμβλυνση συγκρούσεων).
 Η δημοκρατική οργάνωση της πόλης- κράτους της
Αθήνας (άμεση συμμετοχή των πολιτών στα κοινά
ζητήματα, διάλογος – αντιπαράθεση απόψεων σε κλίμα
ελευθερίας και ισοτιμίας).
Με τη γόνιμη επίδραση της επικής και της λυρικής ποίησης,
την ανάπτυξη της ρητορείας, την εμφάνιση του φιλοσοφικού
λόγου και την ατομική συμβολή προικισμένων ατόμων η
τραγωδία εξελίχθηκε ταχύτατα και διαμορφώθηκε σε ένα νέο
λογοτεχνικό είδος με δικούς του κανόνες και στόχους.

Η ακμή της τραγωδίας


Η τραγωδία άκμασε τον 5ο αι. π.Χ. κατά τη διάρκεια του
χρυσού αιώνα, όταν η Αθήνα μετά τους Περσικούς πολέμους
αναδείχθηκε σε σπουδαίο πολιτικό, οικονομικό, πνευματικό
και πολιτιστικό κέντρο. Την εποχή αυτή μεγαλούργησαν οι
τρεις μεγάλοι τραγικοί ποιητές: ο Αισχύλος (525-456 π.Χ.), ο
Σοφοκλής (496-406/5 π.Χ.) και ο Ευριπίδης (484-406 π.Χ.).

Θρησκευτικός χαρακτήρας
Οι παραστάσεις αποτελούσαν μέρος της λατρείας του θεού
Διονύσου, αφού γίνονταν κατά τη διάρκεια των εορτών του
στο θέατρο που οικοδομήθηκε προς τιμήν του μέσα στον ιερό
χώρο του Ελευθερέως Διονύσου, κάτω από την Ακρόπολη,
στη νότια πλευρά της. Οι ιερείς μάλιστα του θεού κατείχαν
τιμητική θέση στην πρώτη σειρά των επισήμων και οι νικητές
των δραματικών αγώνων στεφανώνονταν με κισσό, ιερό φυτό
του Διονύσου. Το θέατρο του Διονύσου, που σώζεται μέχρι
σήμερα, αποτέλεσε το πρότυπο για όλα τα μεταγενέστερα
θέατρα.

Δραματικοί αγώνες
Οι επισημότεροι δραματικοί αγώνες γίνονταν κάθε χρόνο στο
θέατρο στα Μεγάλα ή ἔν ἄστει Διονύσια τον μήνα
Ελαφηβολιώνα (τέλη Μαρτίου έως μέσα Απριλίου), όπου
διαγωνίζονταν οι τραγικοί ποιητές. Οι δραματικοί αγώνες
οργανώνονταν με κρατική μέριμνα, υπό την επίβλεψη του
επώνυμου άρχοντα, και είχαν διάρκεια τριών ημερών.
Από τους ποιητές που υπέβαλλαν αίτηση για συμμετοχή
στους αγώνες επιλέγονταν από τον επώνυμο άρχοντα τρεις
και διαγωνίζονταν ο καθένας με μια τετραλογία (τρεις
τραγωδίες και ένα σατυρικό δράμα).
Τα έξοδα των παραστάσεων (για τον Χορό, τον
χοροδιδάσκαλο, τον αυλητή και τη σκευή/μάσκες,
ενδυμασία) αναλάμβαναν οι χορηγοί. Δύο μέρες πριν τους
αγώνες γινόταν στο Ωδείο (στεγασμένο θέατρο) ο προαγών (ή
προάγων), όπου οι ποιητές παρουσίαζαν στο κοινό τους
υποκριτές και τους χορευτές και έδιναν εξηγήσεις για το έργο
τους.
Τα έργα που διδάσκονταν στους δραματικούς αγώνες
έκριναν δέκα κριτές, που επιλέγονταν με κλήρωση. Οι νικητές
ποιητές βραβεύονταν με στέφανο κισσού και οι χορηγοί τους
με χάλκινο τρίποδα. Τα ονόματα των νικητών ποιητών, των
χορηγών και των πρωταγωνιστών και οι τίτλοι των έργων
χαράσσονταν σε πλάκες (διδασκαλίαι) και κατατίθεντο στο
δημόσιο αρχείο.
Χιλιάδες Αθηναίοι, μέτοικοι και ξένοι, άνδρες και
γυναίκες, κατέκλυζαν το θέατρο του Διονύσου για να
παρακολουθήσουν τους δραματικούς αγώνες, που κάθε μέρα
ξεκινούσαν με την ανατολή του ήλιου και τελείωναν με τη
δύση του. Και επειδή η τραγωδία αποτελούσε
συμπληρωματικό μέσο παίδευσης του Αθηναίου πολίτη,
καθιερώθηκαν από τον Περικλή τα «θεωρικά» (χρηματικό
βοήθημα) για τους άπορους πολίτες, ώστε να μπορούν να
παρακολουθήσουν τις παραστάσεις δωρεάν, χωρίς εισιτήριο.
Το θέατρο: Ο χώρος των παραστάσεων ήταν το θέατρο, ένας
κυκλικός χώρος που περιλάμβανε:
 Το θέατρον ή κοίλον, όπου κάθονταν οι θεατές. Τα
καθίσματα (εδώλια) είχαν ημικυκλική αμφιθεατρική
διάταξη (σε επικλινές έδαφος) και χωρίζονταν σε τρία
τμήματα με δύο οριζόντιους διαδρόμους (διαζώματα),
ενώ κάθετες κλίμακες (για να ανεβαίνουν οι θεατές σε
ψηλότερες θέσεις) χώριζαν το κοίλον σε σφηνοειδή
σύνολα εδωλίων, τις κερκίδες. Στις πρώτες σειρές του
κοίλου υπήρχαν θρόνοι μαρμάρινοι για τα επίσημα
πρόσωπα.
 Την ορχήστρα, κυκλικό ή ημικυκλικό χώρο μπροστά από
το κοίλον, στον οποίο στεκόταν ο Χορός. Στο κέντρο της
βρισκόταν η θυμέλη (ο βωμός του Διονύσου).
 Τη σκηνή, ξύλινη επιμήκη κατασκευή προς την ελεύθερη
πλευρά της ορχήστρας. Μέσα σ’ αυτή άλλαζαν
ενδυμασία οι υποκριτές. Η πλευρά της σκηνής προς τους
θεατές εικόνιζε συνήθως την πρόσοψη ανακτόρου ή
ναού με τρεις θύρες (η μεσαία χρησίμευε για την έξοδο
του βασιλιά). Ανάμεσα στη σκηνή και την ορχήστρα
υπήρχε το λογείο, ένα υπερυψωμένο δάπεδο (ξύλινο και
αργότερα πέτρινο ή μαρμάρινο), που ήταν ο κύριος
χώρος δράσης των υποκριτών. Η σκηνή διέθετε
υπερυψωμένη εξέδρα για την εμφάνιση των θεών, το
θεολογείον. Δεξιά και αριστερά της σκηνής υπήρχαν δύο
διάδρομοι, οι πάροδοι. Από τη δεξιά για τους θεατές
πάροδο έμπαιναν όσα πρόσωπα του έργου υποτίθεται
ότι έρχονταν από την πόλη ή το λιμάνι και από την
αριστερή πάροδο όσα έρχονταν από τους αγρούς ή από
άλλη πόλη.
Συντελεστές της παράστασης (εκτός από τον ποιητή) ήταν:
 Οι υποκριτές (ηθοποιοί): Ήταν μόνο άντρες,
επαγγελματίες, κυρίως Αθηναίοι πολίτες, και έπαιρναν
μισθό. Είχαν εξασφαλίσει σημαντικά προνόμια και η
κοινωνική τους θέση ήταν επίζηλη. Στην τραγωδία τον
πρώτο υποκριτή εισήγαγε ο Θέσπις. Ο Αισχύλος
πρόσθεσε τον δεύτερο και ο Σοφοκλής τον τρίτο. Στους
υποκριτές μοιράζονταν όλα τα πρόσωπα του δράματος
και τα γυναικεία, που τα υποδύονταν φορώντας
προσωπεία (μάσκες). Επειδή λοιπόν εναλλάσσονταν
στους διάφορους ρόλους του έργου, έπρεπε σε λίγο
χρόνο να αλλάζουν ενδυμασία. Στην τραγωδία οι
υποκριτές εμφανίζονταν στη σκηνή με επιβλητικότητα
και μεγαλοπρέπεια· φορούσαν έναν πλούσια
διακοσμημένο ποδήρη χιτώνα με μανίκια και στα πόδια
τους κοθόρνους (μεγάλα υποδήματα με υπερυψωμένες
σόλες). Για τον εξωραϊσμό του προσώπου (μακιγιάζ)
χρησιμοποιούσαν το ψιμύθιον (ειδική λευκή σκόνη).
 Ο Χορός: Οι χορευτές ήταν μόνο άντρες (όχι
επαγγελματίες). Στην τραγωδία αρχικά ήταν 12 και με τον
Σοφοκλή έγιναν 15. Ντυμένοι απλούστερα από τους
υποκριτές, έμπαιναν από τη δεξιά πάροδο, με
επικεφαλής τον αυλητή, και στέκονταν στην ορχήστρα,
κατανεμόμενοι σε δύο ημιχόρια. Εκτελούσαν, υπό τους
ήχους του αυλού, τα αδόμενα μέρη της τραγωδίας
(λυρικά-χορικά) και την όρχηση (ρυθμικές κινήσεις) και
διαλέγονταν με τους υποκριτές μέσω του κορυφαίου. Ο
Χορός αντιπροσώπευε στο έργο την κοινή γνώμη και
αποτελούνταν συνήθως από γέροντες ή γυναίκες (τις
υποδύονταν οι άντρες χορευτές).
Θεματική της τραγωδίας
Οι ποιητές των τραγωδιών αντλούν τα θέματά τους από τους
μύθους, και κυρίως από τους κύκλους που ήταν γνωστοί σε
όλους: τον Αργοναυτικό, τον Θηβαϊκό και τον Τρωικό.
Συνδέουν όμως τους μύθους αυτούς με τη σύγχρονη
επικαιρότητα και τους καθιστούν φορείς των
προβληματισμών τους πάνω σε κρίσιμα ζητήματα, κοινωνικά,
πολιτικά, ηθικά, υπαρξιακά (πόλεμος και ειρήνη, δικαιοσύνη,
φιλοπατρία κ.λπ.). Σπάνια το θέμα τραγωδίας είναι ιστορικό
(Πέρσαι του Αισχύλου) ή διονυσιακό (Βάκχαι του Ευριπίδη).
Οι τραγικοί ήρωες βρίσκονται συνήθως αντιμέτωποι με
μεγάλα ηθικά διλήμματα και είναι υποχρεωμένοι να
επιλέξουν και, τις πιο πολλές φορές, να συντριβούν.
Συγκρούονται με τη Μοίρα, την Ανάγκη, τη θεία δικαιοσύνη.
Το τριαδικό σχήμα ὕβρις – ἄτη – δίκη αποτελεί το ηθικό
υπόβαθρο της τραγωδίας (ὕβρις: υπεροπτική συμπεριφορά
κάποιου που πηγάζει από τη συναίσθηση της υπερβολικής
δύναμής του - ἄτη: θεϊκή δύναμη του ολέθρου που τυφλώνει
τους ανθρώπους και τους παρασύρει στην καταστροφή -
δίκη: θεία δικαιοσύνη). Η ύβρις προκαλεί τη θεϊκή τιμωρία
και έτσι επανέρχεται η τάξη με το θρίαμβο της δικαιοσύνης.

Ορισμός της τραγωδίας κατά Αριστοτέλη:

«Ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ


τελείας, μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ, χωρὶς
ἑκάστῳ τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ
δι΄ἀπαγγελίας, δι΄ ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν
τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν».
(Ἀριστοτέλης, Περὶ Ποιητικῆς, VI, 1449β)
[Η τραγωδία, δηλαδή, είναι μίμηση πράξης εξαιρετικής και
τέλειας (με αρχή, μέση και τέλος), η οποία έχει ευσύνοπτο
μέγεθος, με λόγο που τέρπει, διαφορετική για τα δύο μέρη
της (διαλογικό και χορικό), με πρόσωπα που δρουν και δεν
απαγγέλουν απλώς, και η οποία με τη συμπάθεια του θεατή
(προς τον πάσχοντα ήρωα) και τον φόβο (μήπως βρεθεί σε
παρόμοια θέση) επιφέρει στο τέλος τη λύτρωση από
παρόμοια πάθη (κάθαρση)].

Η τραγωδία, επομένως, είναι η θεατρική παρουσίαση ενός


μύθου (δράση) σε ποιητικό λόγο. Η αναπαράσταση
ανθρώπινων καταστάσεων και αντιδράσεων (αγάπη, πόνος,
μίσος, εκδίκηση κ.ά.) διευρύνει τις γνώσεις του θεατή για την
ανθρώπινη φύση και συμπληρώνει την εμπειρία του. Η
συναισθηματική συμμετοχή των θεατών στα
διαδραματιζόμενα γεγονότα, με τη δικαίωση του τραγικού
ήρωα ή την αποκατάσταση της κοινωνικής ισορροπίας και της
ηθικής τάξης, οδηγεί στη λύτρωση, στον εξαγνισμό τους· στο
τέλος της τραγωδίας «καθαίρονται» όχι οι ήρωες αλλά οι
θεατές, οι οποίοι απελευθερώνονται από τα αντικοινωνικά
τους συναισθήματα (επιθετικότητα, έλλειψη αιδούς, φόβου),
καθαρίζονται από τα πάθη (παθήματα =ψυχικά πάθη,
συναισθήματα) με τη συμμετοχή τους στην υπόθεση,
φεύγουν ανακουφισμένοι, πιο ήρεμοι, αισθητικά
καλλιεργημένοι. Έτσι η τραγωδία συμπληρώνει τη ζωή,
διευρύνει τα βιώματα του θεατή, τον κάνει καλύτερο, ο ρόλος
της είναι παιδευτικός, γι΄αυτό λεγόταν «διδασκαλία» και το
θέατρο «σχολείο του λαού».
Ο διαχρονικός χαρακτήρας της τραγωδίας: Οι τραγικοί
ποιητές έθεσαν με απαράμιλλη τέχνη τα πανανθρώπινα
προβλήματα προκαλώντας υψηλή αισθητική απόλαυση·
κάνουν τους θεατές να προβληματίζονται γύρω από ζητήματα
ανθρώπου –θεού, κύρους των θεσμών, σχέσεων πολίτη-
άρχοντα, ελευθερίας, ύπαρξης κ.ά. Έτσι εξηγείται ότι και
σήμερα το ενδιαφέρον παραμένει αμείωτο και, ενώ πέρασαν
2500 χρόνια από τη συγγραφή τους, οι σωζόμενες τραγωδίες
παίζονται και ξαναπαίζονται σε όλα τα μήκη και τα πλάτη.

Δομή της τραγωδίας


Α. Τα κατά ποσόν μέρη. Αφορούν την έκταση του έργου και
είναι:
Ι. Διαλογικά-Επικά (διάλογος-αφήγηση, κυρίως σε αττική
διάλεκτο) Απαγγέλλονται από τους υποκριτές και τον
Κορυφαίο του Χορού, χωρίς συνοδεία μουσικής.
 Πρόλογος: ο πρώτος λόγος του υποκριτή (μονόλογος ή
διάλογος ή και τα δύο), που εισάγει τους θεατές στην
υπόθεση του έργου, πριν την είσοδο του Χορού στη
σκηνή.
 Επεισόδια: (από 2 έως 5) οι πράξεις του σημερινού
θεάτρου, όπου υπάρχει πλοκή.
 Έξοδος: τα τελευταία λόγια που επισφραγίζουν τη λύση
της τραγωδίας.
ΙΙ. Λυρικά-Χορικά (με συνοδεία μουσικής και χορού, σε
δωρική διάλεκτο)
 Πάροδος: το άσμα που έψαλλε ο Χορός μπαίνοντας
στην ορχήστρα με ρυθμικό βηματισμό.
 Στάσιμα: άσματα που έψαλλε ο Χορός ανάμεσα στα
επεισόδια και ήταν σχετικά με το θέμα.
 Μονωδίες και διωδίες: άσματα που έψαλλαν ένας ή
δύο υποκριτές. Κομμοί : θρηνητικά άσματα που
έψαλλαν ο Χορός και υποκριτές.
Β. Τα κατά ποιόν μέρη. Αφορούν την ανάλυση, την ποιότητα
του έργου.
 Μῦθος: η υπόθεση της τραγωδίας, το σενάριο.
 Ἦθος: ο χαρακτήρας των δρώντων προσώπων και το
ποιόν της συμπεριφοράς τους.
 Λέξις: η γλώσσα της τραγωδίας, η στιχουργία, τα
μέτρα, η ποικιλία των εκφραστικών μέσων και το ύφος.
 Διάνοια: οι ιδέες, οι σκέψεις των προσώπων και η
επιχειρηματολογία τους.
 Μέλος: η μελωδία, η μουσική επένδυση των λυρικών
μερών και η ενόργανη μουσική.
 Ὄψις: η σκηνογραφία και η σκευή (όλα όσα φορούσε ή
κρατούσε ο υποκριτής).

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ (485-406 π.Χ.)

Ο Ευριπίδης γεννήθηκε στη Σαλαμίνα. Έλαβε αξιόλογη


μόρφωση και παιδεία. Ασχολήθηκε με τη φιλοσοφία και είχε
μάλιστα στενές σχέσεις (και ως μαθητής τους) με τους
σοφιστές Πρωταγόρα και Πρόδικο και με φιλοσόφους (τον
Αναξαγόρα, τον Σωκράτη κ.ά.). Εμφανίστηκε στο θέατρο το
455 π.Χ. και συμμετείχε στους δραματικούς αγώνες πενήντα
χρόνια περίπου, αλλά μόνο τέσσερις φορές ανακηρύχθηκε
πρώτος. Ήταν τύπος αντικοινωνικός και εσωστρεφής,
προκαλώντας την αντιπάθεια συμπολιτών του και έγινε
αντικείμενο σάτιρας από τους κωμικούς ποιητές, ιδιαίτερα
τον Αριστοφάνη. Στο τέλος της ζωής του κατέφυγε στην αυλή
του Μακεδόνα βασιλιά Αρχελάου, στην Πέλλα, όπου πέθανε
και θάφτηκε. Η είδηση του θανάτου του, ωστόσο, προκάλεσε
θλίψη στους Αθηναίους, που αναγνώριζαν την αξία του ως
ποιητή και τον τίμησαν μετά θάνατον κατασκευάζοντας
κενοτάφιο, όπου χαράχτηκε ένα ιδιαίτερα επαινετικό
επίγραμμα.

Χαρακτηριστικά της ποιητικής του τέχνης: Μονιμοποίησε


τον πρόλογο, εισήγαγε τον «ἀπό μηχανῆς θεό»,
χρησιμοποίησε τους μύθους με τόλμη, μείωσε τα χορικά, ο
Χορός έρχεται σε δεύτερη θέση, εκφράζει τις ιδέες του μέσω
των προσώπων, ενώ ο Χορός εκφράζει απόψεις σύμφωνα με
τον χαρακτήρα και το πνευματικό του επίπεδο.

Ο Ευριπίδης έζησε σε μία εποχή που τη σημάδεψαν ο


Πελοποννησιακός πόλεμος, το έργο των σοφιστών και
γενικότερα οι νέες ιδέες και οι καινούργιοι προβληματισμοί,
που ενυπάρχουν στο έργο του. Ο πατριωτισμός και το
ειρηνιστικό πνεύμα χαρακτηρίζουν αρκετές τραγωδίες του.
Ο Ευριπίδης («ὁ τραγικώτατος τῶν ποιητῶν», κατά τον
Αριστοτέλη) προσπαθεί να φέρει τον σύγχρονό του άνθρωπο
αντιμέτωπο με τον εαυτό του και με τα προβλήματά του. Οι
ήρωές του βρίσκονται πιο κοντά στον θεατή απ’ όσο οι ήρωες
των άλλων τραγικών, παρουσιάζονται με τρόπο ρεαλιστικό
σύμφωνα με τα ανθρώπινα μέτρα, πιο ανθρώπινοι με όλες τις
ατέλειες της φύσης τους· παλεύουν με τα πάθη τους,
συγκρούεται το συναίσθημα με τη λογική και μεγάλοι ήρωες
απομυθοποιούνται. Ωστόσο, πουθενά αλλού δεν έχουμε τόσο
έντονη την αίσθηση ότι ο άνθρωπος δεν ορίζει το πεπρωμένο
του , αλλά είναι έρμαιο της τύχης του όσο στο θέατρο του
Ευριπίδη.
Βαθύς ερευνητής της ανθρώπινης ψυχολογίας, ο
Ευριπίδης στα έργα του απεικονίζει με μεγάλη δύναμη τους
χαρακτήρες, ανδρικούς και γυναικείους. Στα έργα του επίσης
συζητά, διαμαρτύρεται, καταδικάζει, υποβάλλει ακόμη και
τους θεούς σε αυστηρή κριτική (δεν πιστεύει στις ανθρώπινες
αδυναμίες τους, αμφισβητεί τη σοφία και τη δικαιοσύνη
τους, έχει διαμορφώσει υψηλή ιδέα για το θείο), αμφισβητεί
καθιερωμένες αξίες, ανεβάζει κοινωνικά ταπεινούς,
προβληματίζεται για επίκαιρα θέματα. Αν και κατηγορήθηκε
για μισογυνισμό, ευαισθητοποιείται από τον παραγκωνισμό
των γυναικών στην κοινωνία της εποχής του και προβάλλει
μεγεθυσμένη την προσωπικότητα και την οξυδέρκεια της
γυναίκας. Γι’ όλα αυτά ο Ευριπίδης ονομάστηκε «ἀπό σκηνῆς
φιλόσοφος».

Το έργο του: Στον Ευριπίδη αποδίδονται 92 έργα. Σήμερα


σώζονται 18 τραγωδίες και ένα σατυρικό δράμα (Κύκλωψ).
Τραγωδίες: Ἑλένη, Ἀνδρομάχη, Ἑκάβη, Τρῳάδες, Ἱφιγένεια ἡ
ἐν Αὐλίδι, Ἰφιγένεια ἡ ἐν Ταύροις, Ἠλέκτρα, Ὀρέστης, Μήδεια,
Ἱππόλυτος (πρώτο βραβείο), Ἄλκηστις, Φοίνισσαι,
Ἡρακλεῖδαι, Ἱκέτιδες, Ἡρακλῆς, Ἴων, Βάκχαι, Ῥῆσος.

You might also like