Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 28

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΩΡΛ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 – ΤΟ ΑΥΤΙ
1. Λειτουργία ωτός
i. Ο μηχανισμός της ακοής: οφείλεται στη μεταβίβαση του ήχου από τον δονούμενο τυμπανικό υμένα και τα
οστάρια στη λέμφο του κοχλία μέσω της ωοειδούς θυρίδας. Σύμφωνα με τη θεωρία του κινούμενου κύματος
του Bekesy η κίνηση της λέμφου προκαλεί ταλάντωση του βασικού υμένα που μεταδίδεται στα τριχωτά
κύτταρα τα οποία μετατρέπουν την μηχανική ενέργεια σε ηλεκτρική. Στον κοχλία γίνεται ενίσχυση και
τονοτοπική ανάλυση της συχνότητας και της έντασης. Η ηλεκτρική διέγερση μεταβιβάζεται μέσω του
ακουστικού νεύρου στο στέλεχος και τον ακουστικό φλοιό όπου γίνεται χωροχρονική ανάλυση και ερμηνεία.
ii. Ο μηχανισμός της ισορροπίας: οι 5 αισθητηριακές περιοχές (3 ημικύκλιοι σωλήνες, σφαιρικό και ελλειπτικό
κυστίδιο) κάθε έσω αυτιού εκπέμπουν ερεθίσματα προς το ΚΝΣ που αφορούν την θέση της κεφαλής στο
χώρο καθώς και την γραμμική και γωνιακή κινητική της κεφαλής. Τα ερεθίσματα από την επιπολής και εν τω
βάθει αισθητικότητα μαζί με τα οπτικά ερεθίσματα συμπληρώνουν τον μηχανισμό της ισορροπίας.
2. Μέθοδοι εξέτασης ακοής
Αρχίζει με τη λήψη του ιστορικού. Ο εξεταστής αυξομειώνει την ένταση της φωνής του για να διαπιστώσει
τον βαθμό αντίληψης του ασθενούς. Ακολούθως εκτελούνται ακουομετρικές δοκιμασίες οι οποίες
διακρίνονται:
Υποκειμενικές
i. Δοκιμασία Weber: διαπασών στο ριζορρίνιο, ο ήχος μεταβιβάζεται εξίσου στα δύο αυτιά με την οστέινη
αγωγή. Σε μονόπλευρη βαρηκοΐα αγωγιμότητας ο ήχος πλαγιώνει στο αυτί που πάσχει. Ενώ σε μονόπλευρη
νευροαισθητήριο πλαγιώνει στο υγιές αυτί.
ii. Δοκιμασία Rinne: συγκρίνει την αέρινη με την οστέινη αγωγή του ήχου. Ο εξεταστής τοποθετεί το 512 Hz
διαπασών μπροστά από το αυτί και στη μαστοειδή απόφυση και ρωτά τον εξεταζόμενο σε ποια θέση ακούει
καλύτερα. Αν ο ήχος ακούγεται καλύτερα μέσω της αέρινης οδού τότες το Rinne χαρακτηρίζεται θετικό. Σε
βαρηκοΐα αγωγιμότητας το Rinne είναι αρνητικό στο αυτί που πάσχει.
iii. Τονική ακουομετρία: γίνεται με τον ηλεκτρονικό τονικό ακουομετρητή, χορηγώντας ήχους 0-120 dB στο
φάσμα συχνοτήτων της ομιλίας 250 Hz - 8 kΗz. Εξετάζουμε τον ακουστικό ουδό, δηλαδή την ελάχιστη ένταση
του ήχου, σε κάθε συχνότητα τόσο στην αέρινη και όσο στην οστέινη αγωγή (με οστεόφωνο). Το τονικό
ακουόγραμμα, μας πληροφορεί αν η ακοή είναι φυσιολογική ή αν υπάρχει βαρηκοΐα της οποίας ο τύπος και
ο βαθμός καθορίζονται εύκολα.
iv. Ομιλητική ακουομετρία: σύνδεση στον τονικό ακουομετρητή μαγνητοφώνου. Καθορίζεται ο ομιλητικός
ουδός και η διακριτική ικανότητα στην ομιλία από την αναγνώριση του 50% των λέξεων
Αντικειμενικές
v. Ακουομετρία ακουστικής αντίστασης: περιλαμβάνει την τυμπανομετρία και τη μέτρηση των
αντανακλαστικών του αναβολέα.
vi. Ακουστικά προκλητά δυναμικά: ηλεκτρικές απαντήσεις του ακουστικού συστήματος μετά τη χορήγηση
ειδικών ηχητικών ερεθισμάτων μέσω ηλεκτροδίων που τοποθετούνται στις μαστοειδείς αποφύσεις και στο
μέτωπο πολύ χρήσιμη για παιδιά και ενήλικες που δεν συνεργάζονται. Διαφοροδιάγνωση κοχλιακών και
οπισθοκοχλιακών βλαβών.
vii. Ωτοακουστικές εκπομπές: ήχοι χαμηλής συχνότητας που εκπέμπονται από τον κοχλία προς τον έξω
ακουστικό πόρο και καταγράφονται με ειδική συσκευή ανάλυσης σημάτων.
3. Βαρηκοΐα. Ορισμός – είδη και αίτια ανά είδος
Βαρηκοΐα είναι η μείωση της ακουστικής ικανότητας και διακρίνεται σε τρεις τύπους:
i. Βαρηκοΐα αγωγιμότητας: από βλάβες στο εξωτερικό ή και μέσο αυτί. Κυριότερα αίτια ως εξής:
1
1. Ατρησία έξω ακουστικού πόρου
2. Στένωση έξω ακουστικού πόρου
3. Βύσμα κυψελίδας
4. Εξωτερική ωτίτιδα
5. Ξένο σώμα
6. Τραυματική διάτρηση τυμπανικού υμένα
7. Οξεία και χρόνια μέση ωτίτιδα
8. Εκκριτική ωτίτιδα
9. Ωτικό χολοστεάτωμα
10. Ωτοσκλήρυνση
ii. Βαρηκοΐα νευροαισθητήρια: από βλάβες στον κοχλία ή στο ακουστικό νεύρο. Κυριότερα αίτια ως εξής:
1. Συγγενείς και επίκτητες βλάβες του κοχλία της παιδικής ηλικίας
2. Τραύμα από θόρυβο
3. Κατάγματα κροταφικού οστού
4. Ιογενείς φλεγμονές του λαβυρίνθου
5. Πρεσβυακουσία
6. Χρήση ωτοτοξικών φαρμάκων
7. Αιφνίδια βαρηκοΐα
8. Νόσος Meniere
9. Ιογενείς λοιμώξεις ακουστικού νεύρου
10. Ακουστικό νευρίνωμα
iii. Βαρηκοΐα μικτού τύπου: από βλάβες που προσβάλουν και το σύστημα αγωγής (έξω –μέσο αυτί) και το
νευροαισθητήριο σύστημα (κοχλίας και ακουστικό νεύρο)
4. Παιδική Βαρηκοΐα
Η παιδική βαρηκοΐα είναι αιτία αναστολής ανάπτυξης του λόγου. Συχνότητα 4-5%.
Η νευροαισθητήρια οφείλεται σε συγγενή (κληρονομικότητα, οικογενή σύνδρομα, παθήσεις – μεταβολικά
σύνδρομα μητέρας), σε περιγεννητικά (προωρότητα, υπερχολερυθριναιμία, ασφυξία) και σε επίκτητα
(σηψαιμία, μηνιγγίτιδα, ωτοξικά φάρμακα, κακώσεις, επιπλοκή μέσης ωτίτιδας) αίτια. Η διάγνωση της πρέπει
να γίνεται έγκαιρα για την ακουστική υποβοήθηση με ακουστικά βαρηκοΐας ή κοχλιακό εμφύτευμα και
λογοθεραπεία.
Η βαρηκοΐα αγωγιμότητας οφείλεται κυρίως στην εκκριτική ωτίτιδα, η οποία είναι η συχνότερη ωτολογική
πάθηση της μικρής παιδικής ηλικίας. Εντός του 1ου έτους της ζωής τους 60% των παιδιών έχουν
ασυμπτωματική εκκριτική ωτίτιδα. Μεταξύ 3-6 ετών πάσχει το 30% ενώ μετά το 11ο έτος η συχνότητα της
μειώνεται στο 2%. Υπάρχει εποχιακή διακύμανση της νόσου, με αύξηση κατά τους χειμερινούς μήνες.
Παρατηρείται υγρό στην κοιλότητα του μέσου αυτιού ορώδους, βλεννώδους και πυώδους σύστασης.
Οφείλεται στη δυσλειτουργία ή την απόφραξη της ευσταχιανής σάλπιγγας. Η απόφραξη είναι λειτουργική και
μηχανική από το οίδημα του βλεννογόνου και τον αποκλεισμό του στομίου από την υπερτροφία της
φαρυγγικής αμυγδαλής. Διάγνωση με ωτοσκόπηση, τυμπανομετρία και τονική ακουομετρία. Θεραπεία με
χορήγηση αντιβιοτικών και αποσυμφορητικών. Αν το υγρό επιμείνει > 3 μήνες, αφαίρεση εκβλαστήσεων,
τυμπανοτομή και τοποθέτηση σωληνίσκων αερισμού. Οι συχνές υποτροπές οδηγούν σε χρόνια συμφυτική ή
πύωδη χρόνη μέση ωτίτιτα ή τη δημιουργία χολοστεατώματος.
5. Αιφνίδια απώλεια ακοής
Οφείλεται σε βλάβες του κοχλία ή του ακουστικού νεύρου, από ιογενείς λοιμώξεις, αγγειακές ή
κυκλοφορικές διαταραχές ή από άγνωστους παράγοντες (ιδιοπαθής). Η βαρηκοΐα είναι νευροαισθητήρια,
διαφόρου βαθμού μέχρι κώφωση. Συνήθως είναι μονόπλευρη και σπάνια αμφοτερόπλευρη. Ανάλογα με την
αιτία, μπορεί να ιαθεί αυτόματα ή να παραμείνει μόνιμη και μετά από φαρμακευτική αγωγή. Απαιτεί
έγκαιρη νοσηλεία και θεραπεία με ενδοφλέβια χορήγηση κορτιζόνης και αγγειοδιασταλτικών.
2
6. Ωτοτοξικά φάρμακα
Έχουν κοχλιοτοξική – αιθουσοτοξική δράση με αποτέλεσμα την πρόκληση εμβοών, ιλίγγου και
νευροαισθητήριας βαρηκοΐας:
i. Αμινογλυκοσιδικά – αντιβιοτικά όπως η στρεπτομυκίνη
ii. Διουρητικά όπως φουροσεμίδη
iii. Αναλγητικά –αντιπυρετικά –αντιφλεγμονώδη όπως ασπιρίνη
iv. Ανθελονοσιακά όπως κινίνη
v. Βαρβιτουρικά-χημειοθεραπευτικά όπως σισπλατίνη
7. Οι τρεις κυριότερες παθήσεις του περιφερικού αιθουσαίου συστήματος που προκαλούν ίλιγγο
i. Καλοήθης παροξυσμικός ίλιγγος μετάθεσης της κεφαλής: είναι η συχνότερη πάθηση του περιφερικού
αιθουσαίου συστήματος και οφείλεται στην μετακίνηση των ωτοκονίων από την αίθουσα στον οπίσθιο
κάθετο ημικύκλιο σωλήνα. Ο άρρωστος περιγράφει σύντομα επεισόδια περιστροφικού ιλίγγου όταν
ξαπλώνει – σηκώνεται. Η πάθηση επιβεβαιώνεται με τη δοκιμασία μετάθεσης της κεφαλής κατά την οποία
παράγεται χαρακτηριστικός νυσταγμός. Αυτόματη ίαση.
ii. Μονόπλευρη αιφνίδια απώλεια της αιθουσαίας λειτουργίας: αιφνίδια πάρεση ή παράλυση του ενός
λαβύρινθου. Ο άρρωστος αναφέρει σφοδρούς ιλίγγους μεγάλης διάρκειας με έντονη διαταραχή ισορροπίας
και εμετούς. Ο νυσταγμός (η ταχεία φάση) είναι ετερόπλευρος του πάσχοντος λαβυρίνθου. Στις δοκιμασίες
στάσης και βάδισης ο εξεταζόμενος αποκλίνει προς την πλευρά που πάσχει.
iii. Νόσος Meniere - ύδρωπας του λαβυρίνθου: χαρακτηρίζεται από 1. κρίσεις περιστροφικού ιλίγγου 2.
εμβοές στο πάσχον αυτί και 3. νευροαισθητήρια βαρηκοΐα . Ως 4ο σύμπτωμα συχνά συνυπάρχει αίσθημα
πληρότητας στο αυτί. Υπάρχει ναυτία –εμετός. Ο νυσταγμός είναι ερεθιστικού τύπου με διεύθυνση προς το
πάσχον αυτί ενώ οι δοκιμασίες στάσης και βάδισης αποκλίνουν προς το υγιές αυτί.
8. Αίτια εμβοών
Εμβοές περιγράφουμε την υποκειμενική αίσθηση ήχων που αναφέρει ότι ακούει το άτομο χωρίς την
επίδραση εξωτερικού ηχητικού ερεθίσματος. Διακρίνονται ως εξής:
A. Αντικειμενικές
i. Κροταφογναθική άρθρωση
ii. Αρτηριοφλεβώδεις επικοινωνίες
iii. Παραγαγγλιώματα
iv. Όγκοι καρωτιδικού σώματος
v. Μυόκλωνος μαλθακής υπερώας
vi. Έντομα
B. Υποκειμενικές
a. Έξω αυτί: κυψελίδα, φλεγμονές, ξένα σώματα
b. Μέσο αυτί: ωτοσκλήρυνση, μέση ωτίτιδα
c. Έσω αυτί: θορυβογενής βαρηκοΐα, πρεσβυακουσία, νόσος Meniere, τραύμα, ωτοτοξικά φάρμακα,
λαβυρινθίτιδα, ακουστικό νευρίνωμα
9. Βύσμα κυψελίδας
Η κυψελίδα παράγεται από κυψελιδοποιούς αδένες και ασκεί λιπαντική - αντιβακτηριδιακή δράση. Το βύσμα
κυψελίδας δημιουργείται με συσσώρευση κυψελίδας, έκκριμα σμηγματογόνων, επιδερμικά επιθήλια και
τρίχες. Απομακρύνεται με έκπλυση του έξω ακουστικού πόρου με θερμό νερό και τον ασθενή σε καθιστή
θέση. Η εφαρμογή της μεθόδου προϋποθέτει την ακεραιότητα της τυμπανικής μεμβράνης. Να
χρησιμοποιείται αποστειρωμένο νερό ιδιαίτερα σε διαβητικούς. Γίνεται με ειδικά εργαλεία όπως
αναρρόφηση υπό τον έλεγχο μικροσκοπίου. Τέλος, για τη λύση της κυψελίδας μπορεί να χρησιμοποιηθούν
χημικές ουσίες όπως ελαιόλαδο, διττανθρακικό νάτριο και H2O2. Να αποφεύγονται σε διάτρηση
τυμπανικής μεμβράνης, εξωτερικής ωτίτιδας και δερματίτιδας εξ΄ επαφής.
10. Κατάγματα λιθοειδούς οστού.
3
Ανάλογα με τη φορά του κατάγματος διακρίνονται σε επιμήκη, εγκάρσια και μικτά.. Η κλινική εικόνα
ανάλογα από το που διέρχεται η γραμμή του κατάγματος έχει ως εξής:
i. Από την τυμπανική μεμβράνη και το μέσο αυτί: βαρηκοΐα αγωγιμότητας
ii. Από τον κοχλία: νευροαισθητήρια ή μικτού τύπου βαρηκοΐα
iii. Από την αίθουσα:διαταραχές ισορροπίας περιφερικού τύπου
iv. Από το πόρο του προσωπικού: πάρεση και παράλυση
Σε ΚΕΚ μπορεί να τραυματισθεί ο λαβύρινθος χωρίς κάταγμα λιθοειδούς και ονομάζεται διάσειση
λαβυρίνθου. Εκδηλώνεται με νευροαισθητήριο βαρηκοΐα, εμβοές, διαταραχές ισορροπίας και ίλιγγο. Η
θεραπεία είναι συμπτωματική και πολλές φορές τα συμπτώματα δεν υποχωρούν πλήρων
11. Αίτια ωταλγίας από το αυτί και άλλες περιοχές (αντανακλαστική ωταλγία)
A. Από το αυτί
i. Οξεία εξωτερική ωτίτιδα
ii. Δοθιήνας του έξω ακουστικού πόρου
iii. Κακοήθης εξωτερική ωτίτιδα
iv. Φυσαλιώδης μυριγγίτιδα
v. Περιχονδρίτιδα
vi. Οξεία μέση ωτίτιδα
vii. Βαρότραυμα
viii. Ωτικός έρπητας ζωστήρας (σύνδρομο Ramsay-Hunt)
ix. Καρκίνος του αυτιού
B. Από άλλες εντοπίσεις (αντανακλαστική ωταλγία)
I. Σε παιδιά:
i. Οξεία αμυγδαλίτιδα
ii. Οξεία φαρυγγίτιδα,
iii. 5-7 ημέρες μετά από αμυγδαλεκτομή
iv. Παθήσεις οδόντων
v. Παθήσεις ανώτερου αναπνευστικού
II. Σε ενήλικες:
i. Συχνότερα οδοντογενούς προέλευσης
ii. Ανατομικές – λειτουργικές παθήσεις κροταφογναθικής άρθρωσης όπως οστεοαρθρίτιδα και ρευματοειδής
αρθρίτιδα. Υπάρχει επώδυνη άρθρωση
iii. Αυχενική σπονδύλωση, ο πόνος επιδεινώνεται με κινήσεις της κεφαλής. Χορηγούμε αναλγητικά και
αντιφλεγμονώδη
iv. Καρκίνος ανώτερου αναπνευστικού – γαστρεντερικού
12. Οξεία εξωτερική ωτίτιδα
Συμβαίνει συχνά μετά από μικροτραυματισμούς από καθαρισμό του έξω ακουστικού πόρου. Η υγρασία και
το υγρό περιβάλλον ευνοούν τις φλεγμονές του έξω ακουστικού πόρου. Τα συνήθη μικρόβια είναι ο
σταφυλόκοκκος, ο στρεπτόκοκκος και η ψευδομονάδα. Τα συμπτώματα διαβαθμίζονται από απλό ενόχλημα
μέχρι διαξιφιστικό άλγος. Πίεση στον τράγο - ρίζα πτερυγίου επιδεινώνει τα συμπτώματα. Στα πρώιμα
στάδια ο έξω ακουστικός πόρος είναι ερυθρός και οιδηματώδεις το οποίο αργότερα αυξάνει με πλήρη
απόφραξη του έξω ακουστικού πόρου. Άλλο εύρημα είναι η ελαφριά ωτόρροια. Το έκκριμα να στέλνεται για
καλλιέργεια και αντιβιόγραμμα. Καθαρισμός και χρήση σταγόνων με αντιβιοτικό και κορτιζόνη. Χορήγηση
αναλγητικών για την ωταλγία και σύσταση για την επαφή με νερό
13. Οξεία μέση ωτίτιδα
Παθογένεια
Η φλεγμονή στο κοίλο του τυμπάνου είναι συνήθως αποτέλεσμα λοίμωξης στο ανώτερο αναπνευστικό που
εξαπλώνεται διαμέσου της ευσταχιανής σάλπιγγας. Η ευσταχιανή σάλπιγγα αποφράσσεται λόγω του
4
οιδήματος, δημιουργείται εισρόφηση της τυμπανικής μεμβράνης και προκαλείται εξίδρωση από τον
βλεννογόνο της τυμπανικής κοιλότητας
Κλινική εικόνα
Η πίεση που δημιουργείται στο μέσο αυτί επιφέρει σοβαρό άλγος και το τύμπανο γίνεται ερυθρό και
προβάλει προς τα έξω. Αποτελεί συχνή αιτία ωταλγίας στα παιδιά. Ο ασθενής παρουσιάζει έντονη αδιαθεσία
πυρετό και ταχυκαρδία. Σε αυτό το στάδιο μπορεί να προκληθεί ρήξη της τυμπανικής μεμβράνης και
αιματηρή ωτόρροια όποτε επέρχεται προοδευτική μείωση της ωταλγίας
Θεραπεία
Ανάπαυση, αντιβιοτικά ευρέως φάσματος, αποσυμφόρηση ρινικού βλεννογόνου, αναλγητικά. Η ίαση
επέρχεται σε λίγες ημέρες. Αν παραμείνει υγρό, δύναται να προκαλέσει βαρηκοΐα αγωγιμότητας ιδιαίτερα
στα παιδιά που παρουσιάζουν επανειλημμένα επεισόδια οξείας μέσης ωτίτιδας . Σε αυτή την περίπτωση
σχεδιάζεται τύμπανο-τομή με τοποθέτηση σωληνίσκων αερισμού υπό γενική αναισθησία που πολλές φορές
συνοδεύεται και από αδενοειδεκτομή. Η κυριότερη επιπλοκή της οξείας μέσης ωτίτιδας είναι η οξεία
μαστοειδίτιδα (φλεγμονή – διαπύηση μαστοειδών κυψελίδων, η οποία εκδηλώνεται με επιμονή ωτόρροια,
υψηλό πυρετό, γενική κακουχία, αποκόλληση του πτερυγίου του ωτός προς τα έξω μέχρι επώδυνη διόγκωση
και ερυθρότητα του μαστοειδούς. Σε μη βελτίωση, γίνεται χειρουργική αντιμετώπιση με μαστοειδεκτομή.
Εξέλιξη
Η δυσλειτουργία – απόφραξη της ευσταχιανής σάλπιγγας θα οδηγήσει σε μέση ωτίτιδα με υγρό με συλλογή
μη πυώδους υγρού, διαφόρων ιξωδών εντός της τυμπανικής κοιλότητας με συνοδό αίσθημα βάρους. Η
επακόλουθη επέκταση μίας φλεγμονής θα προκαλέσει οξεία μέση ωτίτιδα. Η χρόνια δυσλειτουργία –
απόφραξη της ευσταχιανής σάλπιγγας θα οδηγήσει σε χρόνια μέση ωτίτιδα χωρίς χολοστεάτωμα
(μεσοτυμπάνια) και με χολοστεάτωμα (επιτυμπάνια)
14. Τι γνωρίζεται για την ωτόρροια
Μπορεί να προέρχεται από παθήσεις του έσω ωτός αλλά πιο συχνά από παθήσεις του μέσου ωτός. Συνήθως
συνυπάρχει με κάποιου βαθμού βαρηκοΐα.
Ανάλογα με τα χαρακτηριστικά της ωτόρροιας
Βλεννώδης: χρόνια μέσης ωτίτιδα με διάτρηση και συνοδή δυσλειτουργίας της ευσταχιανής σάλπιγγας
Ορώδης: έκζεμα του έξω ακουστικού πόρου, ροή ΕΝΥ μετά από τραυματισμό
Πυώδης: σε οξεία εξωτερική ωτίτιδα (πχ. Δοθιήνας) και χρόνια μέση ωτίτιδα
Αιματηρή: σε οξεία μέση ωτίτιδα, φυσαλιδώδη μυριγγίτιδα, τραυματισμό ωτός, παραγαγγλίωμα και
καρκίνος του μέσου και του έξω ωτός
Ανάλογα με την εντόπιση (διαφορική διάγνωση)
Παθήσεις έξω ακουστικού πόρου: οξεία εξωτερική ωτίτιδα με κύριο σύμπτωμα την ωταλγία, ωτομύκωση –
μυκητιασική εξωτερική ωτίτιδα (από Candida και Ασπεργίλλο), χρόνια εξωτερική ωτίτιδα (συνήθως
αμφοτερόπλευρη) και δοθίηνας έξω ακουστικού πόρου (ωταλγία και πυώδη ωτόρροια)
Παθήσεις του μέσου ωτός: χρόνια μεσοτυμπανία μέση ωτίτιδα, χρόνια επιτυμπάνια μέση ωτίτιδα και
κατάγματα κροταφικού οστού
15. Τι γνωρίζεται για την χρόνια μέση ωτίτιδα
Στη χρόνια μέση ωτίτιδα παρατηρείται ωτόρροια, βαρηκοΐα ενώ η ωταλγία δεν είναι συχνή. Υπάρχουν δύο
είδη χρόνιας μέσης ωτίτιδας ως εξής:
Χρόνια μεσοτυμπάνια μέση ωτίτιδα: με κεντρική τυμπανική διάτρηση (στη τεταμένη μοίρα της τυμπανικής
μεμβράνης γύρω από τον ομφαλό), ενώ ο ινώδης δακτύλιος παραμένει ανέπαφος. Η ωτόρροια είναι
συνήθως βλεννώδης. Η συντηρητική θεραπεία αποβλέπει την ξήρανση του μέσου αυτιού – καθαρισμό
βλεννωδών εκκρίσεων, λήψη εκκρίματος και αντιβιόγραμμα και χορήγηση αντιβιοτικών. Επίσης
διαφυλάσσουμε τη στεγανότητα του έξω ακουστικού πόρου (με βαμβάκι – βαζελίνη). .Χειρουργικά γίνεται
τυμπανοπλαστική για την αποκατάσταση της ακουστικής αλύσου.

5
Χρόνια επιτυμπάνια μέση ωτίτιδα: σε χρόνια δυσλειτουργία της ευσταχιανής σάλπιγγας δημιουργείται
εισολκή και διατήρηση του τυμπάνου στον επιτυμπάνιο χώρο ή περιφερικά στον τυμπανικό δακτύλιο. Όταν
σε αυτό το τμήμα του τυμπάνου αρχίζει να παράγεται κερατινοποιημένο επιθήλιο με κατεύθυνση την
τυμπανική κοιλότητα, τότε σχηματίζεται χολοστεάτωμα.
16. Τι γνωρίζεται για το χολοστεάτωμα - Διαφορική Διάγνωση
Υποδηλώνει την ύπαρξη κερατινοποιημένου πολύστιβου πλακώδους επιθηλίου εντός της κοιλότητας του
μέσου ωτός. Ο απλούστερος ορισμός είναι «επιδερμίδα σε λάθος θέση». Δεν είναι όγκος, έχει όμως
οστεολυτική δράση λόγω έκκρισης ενζύμων (κολλαγενάσης), καταστρέφοντας προοδευτικά το υποκείμενο
οστό και προκαλώντας οστεΐτιδα. Έχει την όψη λευκωπής μάζας στον επιτυμπάνιο χώρο. Διακρίνεται σε
συγγενείς και επίκτητο.
Επιπλοκές
i. Επεκτεινόμενο διαβρώνει τα οστάρια της ακουστικής αλύσου και ιδιαίτερα τον άκμονα και τον αναβολέα.
ii. Επίσης, καταστρέφει τον οστέινο λαβύρινθο, τον επιτυμπάνιο χώρο και το μαστοειδές.
iii. Επίσης είναι δυνατόν να προσβάλει τον οστέινο πόρο του προσωπικού νεύρου με επακόλουθη πρόκληση
πάρεσης.
iv. Μπορεί να επεκταθεί στον μέσο ή οπίσθιο κρανιακό βόθρο προκαλώντας ενδοκράνιες φλεγμονές και
αποστήματα.
v. Χαρακτηριστική είναι η υποτροπιάζουσα ωτόρροια με κάκοσμη και πυώδη ωτόρροια.
vi. Ο ακουολογικός έλεγχος δείχνει βαρηκοΐα αγωγιμότητας ενώ αν έχει προσβάλει και το έσω αυτί δείχνει
μικτού τύπου.
Θεραπεία
Η θεραπεία του χολοστεατώματος είναι μόνο χειρουργική, κατά την οποία αφαιρείται όλο το χολοστεάτωμα
με ριζική ή τροποποιημένη ανάρτηση της μαστοειδούς (μαστοειδεκτομή ). Αν περιορίζεται μόνο στον
επιτυμπάνιο χώρο αρκεί η αφαίρεση του με επιτυμπανοτομή. Σε ίδιο χρόνο κάνουμε τυμπανοπλαστική.
Διαφορική χολοστεατώματος
i. Ενεργός χρόνια μέση ωτίτιδα με πολύποδες εντός του έξω ακουστικού πόρου
ii. Φυματιώδης μέση ωτίτιδα
iii. Χοληστερινικό κοκκίωμα
17. Ποιές παθήσεις προκαλούν δύσοσμη ωτόρροια και διαφοροδιάγνωση τους
i. Εξωτερική ωτίτιδα: χωρίς βαρηκοΐα, όπως στην αντίστοιχη ερώτηση
ii. Χολοστεάτωμα: όπως στην αντίστοιχη ερώτηση
iii. Κακοήθης εξωτερική ωτίτιδα: χωρίς βαρηκοΐα, οστεομυελίτιδα κροταφικού οστού, ανοσοκατασταλμένα
άτομα, οφείλεται στην ψευδομονάδα, κοκκιωματώδης ιστός με έντονη σαρκοφυΐα στον έξω ακουστικό πόρο.
Εμφανίζεται με παράλυση κατώτερων κρανιακών νεύρων, θρόμβωση σιγμοειδούς κόλπου και σηψαιμία.
Χορήγηση υψηλών δόσεων αντιβιοτικών και επί αποτυχίας προχωρούμε σε χειρουργική αντιμετώπιση.
18. Επιπλοκές μέσης ωτίτιδας
Εξωκράνιες
i. Οξεία μαστοειδίτιδα (η συχνότερη, κυρίως στη παιδική ηλικία, έντονο άλγος, διάτρηση τυμπάνου με
πυκνόρρευστη ωτόρροια, ταχυκαρδία, υψηλό πυρετό και κακουχία)
ii. Παράλυση προσωπικού νεύρου
iii. Λαβυρινθίτιδα (ορώδης ή πυώδη, περιστροφικός ίλιγγος, ναυτία και νευροαισθητήρια βαρηκοΐα)
Ενδοκράνιες
i. Μηνιγγίτιδα (από πνευμονιόκοκκο, συνοδεύεται από αυχενική δυσκαμψία, υψηλό πυρετό με κεφαλαλγία,
συγχυτική κατάσταση και ευερεθιστότητα, διενεργούμε οσφυοπαρακέντηση)
ii. Απόστημα (επισκληρίδιο, κροταφικού λοβού παρεγκεφαλίδας)
iii. Θρομβοφλεβίτιδα σιγμοειδούς κόλπου (από εκτεταμένο χολοστεάτωμα ή μαστοειδίτιδα)
19. Παράλυση προσωπικού νεύρου
6
Κλινική εικόνα
Βλάβη στο προσωπικό νεύρο (περιφερικά του βελονομαστοειδούς τρήματος) έχει ως αποτέλεσμα την
πάρεση μέχρι την μεγάλου βαθμού παράλυση της σύστοιχης με την βλάβη πλευράς του προσώπου. Αν η
βλάβη εντοπίζεται μεταξύ του κινητικού πυρήνα του προσωπικού νεύρου και του γονατώδους γαγγλίου τότε
παρατηρούνται επιπλέον διαταραχές της γεύσης και της έκκρισης δακρύων και σιέλου καθώς και
υπερακουσία από παράλυση του κλάδου του προσωπικού προς τον αναβολέα. Σε υπερπυρηνική εντόπιση
της βλάβης (πχ. σε εγκεφαλικό έμφρακτο) παρατηρείται παράλυση μόνο στο κάτω μέρος του προσώπου.
Αντίθετα η ρυτίδωση του μετώπου και η σύγκλιση τν βλεφάρων διατηρείται. Θεραπεία, κορτιζόνη,
φυσιοθεραπεία και επί αποτυχίας χειρουργική αποσυμπίεση του νεύρου ή τελικό – τελική αναστόμωση στη
διατομή
Αίτια ανάλογα με την εντόπιση της βλάβης
Υπερπυρινική
i. Εγκεφαλικό έμφρακτο
ii. Σκλήρυνση κατά πλάκας
iii. Όγκος εγκεφαλικού στελέχους
Υποπυρηνική – ενδροκρανιακή
i. Ιδιοπαθής παράλυση Bell
ii. Ωτικός έρπης ζωστήρας
iii. Φλεγμονή του μέσου αυτιού
iv. Τραύμα (σε χειρουργική επέμβαση ή σε κάταγμα λιθοειδούς )
v. Κακοήθης εξωτερική ωτίτιδα
Εξωκροταφική
i. Όγκος του παρωτιδικού αδένα
Ηλεκτροφυσιολογικές εξετάσεις
Οι εξετάσεις αυτές καθορίζουν την πρόγνωση της πορείας της παράλυσης του προσωπικού νεύρου. Στην
εξέταση της ελάχιστης ευερεθιστότητας του νεύρου δίνεται στον ασθενή η ελάχιστη τιμή έντασης ρεύματος
που είναι ικανή να προκαλέσει την ελάχιστη μυϊκή σύσπαση της παράλυτης πλευράς Αν η διαφορά της
ουδού μεταξύ υγιούς – πάσχουσας πλευράς >3,5 mA τότε η εξέταση είναι παθολογική και αποτελεί κακό
προγνωστικό παράγοντα. Αν είναι φυσιολογική, η πρόγνωση είναι πολύ καλή. Στην εξέταση της
ηλεκτρονευρονογραφίας εφαρμόζονται πολύ μεγαλύτερες εντάσεις με σκοπό να παραχθούν τα μέγιστα
δυναμικά ενεργείας των μιμικών μυών και να συγκριθούν για τα δύο πλάγια, με σκοπό να υπολογισθεί η
εκατοστιαία αναλογία των ινών που έχουν εκφυλισθεί. Αν η τιμή είναι >95% μεταξύ 6-14 ημέρας, τότε
έχουμε μεγάλου βαθμού βλάβη.
20. Ιδιοπαθής παράλυση του Bell
Άγνωστη αιτιολογία, εμφανίζεται από επίδραση ρεύματος αέρα ή ψύχους στο πρόσωπο, ή μετά από
κρυολόγημα – ίωση. Πιθανώς οφείλεται σε συμπίεση – στραγγαλισμό του προσωπικού στον φαλλοπιανό
πόρο από φλεγμονώδες οίδημα. Περιφερικού τύπου παράλυση των σύστοιχων μιμικών μυών, πόνος στη
μαστοειδή. Διάγνωση εξ αποκλεισμού. Η ηλεκτροφυσιολογική εξέταση δείχνει νευροαπραξία. Καλή
πρόγνωση (90% πλήρης ίαση), με τα πρώτα σημεία βελτίωσης εντός των πρώτων 6 εβδομάδων. Η θεραπεία
είναι συντηρητική με χορήγηση κορτιζόνης – αναλγητικών – βιταμινών και φυσιοθεραπείας μιμικών μυών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 –ΜΥΤΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΡΡΙΝΙΟΙ ΚΟΛΠΟΙ


1. Επικοινωνία παραρρίνιων κόλπων με την ρινική κοιλότητα (που εκβάλουν οι παραρρίνιοι κόλποι)
Το ιγμόρειο άντρο και ο μετωπιαίος κόλπος επικοινωνούν με τον μέσο ρινικό πόρο μέσω στενών και μακρών
εκφορητικών πόρων που πορεύονται ανάμεσα στις πρόσθιες ηθμοειδείς κυψέλες, οι οποίες παροχετεύονται

7
επίσης στο μέσο ρινικό πόρο. Οι οπίσθιες ηθμοειδείς κυψέλες κατευθύνουν την βλέννα στον άνω ρινικό πόρο
ενώ οι σφηνοειδείς κόλποι εκβάλλουν στο σφηνοηθμοειδικό εκκόλπωμα.
2. Ανατομικές σχέσεις παραρρίνιων κόλπων (ποιοι έρχονται σε επαφή με τον ενδοκράνιο και ποιοι με τον
οφθαλμικό κόγχο)
Γναθιαίο άντρο: τετράπλευρη πυραμίδα με βάση προς τις ρινικές θαλάμες και κορυφή στο ζυγωματικό οστό.
Η οροφή του αποτελεί το έδαφος του κόγχου και περιλαμβάνει τον υποκόγχιο πόρο. Στους ενήλικες, το
έδαφος του έρχεται σε επαφή με τους προγόμφιους και γομφίους της άνω γνάθου.
Μετωπιαίος κόλπος: έχει σχέση προς τα εμπρός με το μέτωπο, πίσω με το τον πρόσθιο κρανιακό βόθρο και
κάτω με τον οφθαλμικό κόγχο. Ένα οστέινο διάφραγμα τον διαιρεί σε αριστερό και δεξιό.
Ηθμοειδείς κυψέλες: βρίσκονται ανάμεσα στον μετωπιαίο και τον σφηνοειδή κόλπο, ανάμεσα στην ρινική
θαλάμη και τον οφθαλμικό κόγχο και ανάμεσα στο πρόσθιο κρανιακό βόθρο και το ιγμόρειο.
Σφηνοειδής κόλπος: εδράζεται εντός του αποκλίματος και συνορεύει προς τα επάνω και πίσω με το τούρκικο
εφίππιο, το βόθρο της υπόφυσης, το οπτικό χίασμα και τον πρόσθιο κρανιακό βόθρο.
3. Αιμάτωση της μύτης
Συμμετέχουν κλάδοι της έσω καθώς και της έξω καρωτίδας.
Η εξωτερική μύτη αιματώνεται από την προσωπική και την ραχιαία της ρινός αρτηρία (κλάδος έξω
καρωτίδας), ενώ το φλεβικό αίμα παροχετεύεται στην προσωπική φλέβα. Τα λεμφαγγεία παροχετεύουν
στους υπογνάθιους λεμφαδένες.
Η εσωτερική μύτη (ρινικές θαλάμες – παραρρίνιοι κόλποι) αιματώνεται από την πρόσθια και οπίσθια
ηθμοειδή (κλάδοι οφθαλμικής) και από τη σφηνοϋπερώιο αρτηρία (κλάδος έσω γναθιαίας), ενώ
παροχετεύεται μέσω της προσωπικής και της οφθαλμικής φλέβας, του πτερυγοειδούς και φαρυγγικού
πλέγματος. Η κηλίδα του Kiesselbach είναι επιπολής αγγειακό δίκτυο στο κατώτερο πρόσθιο τμήμα του
ρινικού διαφράγματος και αποτελεί συχνή εστία ρινορραγίας. Τα λεμφαγγεία παροχετεύουν στους
οπισθοφαρυγγικούς και εν τω βάθει τραχηλικούς λεμφαδένες.
4. Κλινική εξέταση και εργαστηριακός – απεικονιστικός έλεγχος ρινικής κοιλότητας και παραρρίνιων κόλπων
Η εξωτερική μύτη – ρουθούνια εξετάζονται με την επισκόπηση για αναζητούμε δυσμορφίες, φλεγμονές,
τραυματισμούς, όγκους, ρινόρροια, εξόφθαλμο και εισολκή πτερυγίων (από ανεπάρκεια ρινικής βαλβίδας).
Οι ρινικές θαλάμες εξετάζονται με την πρόσθια και οπίσθια ρινοσκόπηση. Πρόσθια με το ρινοσκόπιο,
ελέγχουμε τον πρόδρομο, το διάφραγμα, το πλάγιο ρινικό τοίχωμα (κόγχες). Στην οπίσθια ελέγχουμε τον
ρινοφάρυγγα, τις ρινικές χοάνες και το οπίσθιο τμήμα των ρινικών θαλάμων. Γίνεται με κάτοπτρο και
γλωσσοπίεστρο. Ο κλινικός έλεγχος των παθήσεων της μύτης και των παραρρίνιων κόλπων περιλαμβάνει
ενδοσκόπηση, ρινοφαρυγγοσκόπηση, έλεγχο του αναπνευστικού, αυτιών, ακοής, οφθαλμικού κόγχου,
βιοψία, ψηλάφηση τραχήλου και δακτυλική ρινοφάρυγγα. Για καθορισμό της γραμμής του κατάγματος,
ευρήματα από του κόλπους και διαταραχές οστικών δομών διενεργούμε απλές ακτινογραφές. Οι συχνότερες
προβολές είναι η μετωποϊνιακή και η πωγωνοϊνιακή
5. Αίτια Ρινικής Απόφραξης
A. Συγγενή
. Ατρησία ρινικών χοανών
. Γλοίωμα ρινός
. Μηνιγγοεγκεφαλοκήλες
B. Επίκτητα σε οξεία απόφραξη
i. Λοίμωξη, ιογενής ή μικροβιακή
ii. Τραύμα όπως αιμάτωμα ρινικού διαφράγματος
iii. Ξένο σώμα όπως μετά από τροχαίο
C. Επίκτητα σε χρόνια απόφραξη
i. Δομική όπως σκολίωση ρινικού διαφράγματος
ii. Πολύποδες ρινός
8
iii. Ρινίτιδα όπως λοιμώδης, αλλεργική, αγγειοκινητική κλπ
iv. Λοίμωξη γειτονικών δομών όπως ρινοκολπίτιδα
v. Νεοπλάσματα όπως θήλωμα και αδενοκαρκίνωμα
vi. Κοκκιωματώδεις νόσοι όπως φυματίωση και σαρκοϊδωση.
vii. Ιατρογενή αίτια όπως φαρμακευτική ρινίτιδα
viii. Ξένα σώματα όπως ρινόλιθοι
6. Αίτια Ρινόρροιας
Η ρινόρροια μπορεί να είναι μονόπλευρη ή αμφοτερόπλευρη, πρόσθια ή οπισθορινική και ανάλογα με την
σύσταση της μπορεί να οφείλεται:
Υδαρείς:
i. Αλλεργική ρινίτιδα
ii. Αγγειοκινητική ρινίτιδα
iii. Ιογενής Λοίμωξη
iv. ΕΝΥ
Βλεννοπυώδεις:
i. Βακτηριακή Ρινίτιδα
ii. Ρινοκολπίτιδα
iii. Ξένο σώμα
Αιματηρές:
i. Βαριά ρινοκολπίτιδα
ii. Ξένο σώμα
iii. Κακοήθης εξεργασία
7. Αίτια μονόπλευρης δύσοσμης ρινόρροιας και αντιμετώπιση
i. Χοανικός πολύποδας (χειρουργική αφαίρεση είτε ενδορρινικά ή σε συνδυασμό με ριζική ανάρτηση ιγμόρειου)
ii. Ατρησία χοανών (τοποθετούμε καθετήρα και τον σταθεροποιούμε με ένα ράμμα)
Ρινοκόλπιτιδα (αποσυμφορητικών σταγόνων – σπρέι ή τοποθέτηση ρινικών τολυπίων εμποτισμένων με
αγγειοσυσπαστικές ουσίες. Σε βαριές περιπτώσεις χορηγούμε αντιβιοτικά. Σε φλεγμονή του γναθιαίου
άντρου μπορεί να γίνει παρακέντηση του. Σε εμπύημα μετωπιαίου κόλπου διενεργούμε ανάρτηση κατά
Beck.
iv. Ξένο σώμα (αφαίρεση, συνήθως επί γενικής αναισθησίας)
8. Παθήσεις που προκαλούν δυσχέρεια της ρινικής αναπνοής
Διακρίνονται ως εξής:
A. Δυσχέρεια ρινικής αναπνοής με ρινικές εκκρίσεις
i. Οξεία ρινίτιδα (κοινό κρυολόγημα)
. Εποχιακή αλλεργική ρινίτιδα
. Αγγειοκινητική ρινίτιδα
B. Δυσχέρεια ρινικής αναπνοής με ελάχιστες η χωρίς εκκρίσεις
i. Υπερτροφία της φαρυγγικής αμυγδαλής (αδενοειδείς εκβλαστήσεις)
ii. Χρόνια αλλεργική ρινίτιδα
iii. Ρινικοί πολύποδες
iv. Σκολίωση ρινικού διαφράγματος
v. Όγκοι μύτης και παραρρίνιων κόλπων
C. Ρινικές εκκρίσεις με μικρού βαθμού δυσχέρεια της ρινικής αναπνοής
i. Χρόνια ιγμορίτιδα
ii. Ξένα σώματα της μύτης
iii. Ρινόρροια ΕΝΥ
iv. Επίσταξις (ρινική αιμορραγία)
9
9. Ατρησία ρινικών χοανών
Κλινική εικόνα
Εμφανίζεται συχνότερα μονόπλευρα. Όταν είναι αμφοτερόπλευρη αποτελεί μια επικίνδυνη για τη ζωή του
νεογέννητου πάθηση καθώς μέχρι την 6η εβδομάδα το παιδί αναπνέει αποκλειστικά από τη μύτη. Όταν έχει
κλειστό το στόμα παρουσιάζει έντονη δύσπνοια που οδηγεί σε υποξία, κυάνωση (παράδοξη), βραδυκαρδία
και αλλαγές στη συχνότητα της αναπνοής. Η μονόπλευρη ατρησία παρουσιάζεται με πυώδη έκκριση από την
προσβαλλόμενη πλευρά.
Η ατρησία ρινικών χοάνων μπορεί να εμφανιστέι στα πλαίσια του συνδρόμου CHARGE (κολόβωμα, καρδιακή
πάθηση, ατρησία χοανών, καθυστέρηση ανάπτυξης, ανωμαλίες ανάπτυξης ΚΝΣ, υποπλασία γεννητικού
συστήματος και ανωμαλίες ωτών) όπου συνυπάρχουν και άλλες συγγενείς δυσπλασίες
Θεραπεία
Με την διαπίστωση της ατρησίας κατά τον καθετηριασμό των ρινικών χοανών, προχωρούμε στην οξεία
αντιμετώπιση με διασωλήνωση και διάτρηση της περιοχής. Για την αποφυγή υποτροπής, τοποθετούμε
καθετήρα και τον σταθεροποιούμε με ένα ράμμα. Η τελική αντιμετώπιση είναι χειρουργική μέσα στις πρώτες
εβδομάδες – μήνες για την αμφοτερόπλευρη και μέχρι την σχολική ηλικία στην ετερόπλευρη.
10. Ρινορραγία
Η συχνότερη εντόπιση της ρινορραγίας είναι η αγγειακή κηλίδα του Kiesselbach
ΑΙΤΙΑ: διακρίνονται σε τοπικά και συστηματικά
Τοπικά
i. Αλλοιώσεις του ρινικού διαφράγματος: όπως η διάτρηση ή η ύπαρξη ακάνθων- ακρολοφιών
ii. Βλάβη του βλεννογόνου και των αγγείων: όπως ξένα σώματα, ρινόλιθοι, αλλεργία, ρινίτιδα και από
χειρισμούς εντός της ρινός
iii. Νεοπλασίες: καλοήθεις –κακοήθεις όγκοι της ρινός, των παραρρινίων κοιλοτήτων και του ρινοφάρυγγα
iv. Ιδιοπαθής
Συστηματικά
i. Παθήσεις αγγείων και κυκλοφοριακού συστήματος: όπως αρτηριοσκλήρυνση, αρτηριακή υπέρταση
ii. Φλεγμονώδεις παθήσεις: όπως γρίπη, ιλαρά και τύφος
iii. Ενδοκρινολογικά αίτια: όπως σακχαρώδης διαβήτης, φαιοχρωμοκύττωμα και εγκυμοσύνη
iv. Αιμορραγικές διαθέσεις:
 Διαταραχές πήξης όπως αιμοφιλία Α ή Β, έλλειψη βιταμίνης Κ, σύνδρομο Willenbrand, αντιπηκτική θεραπεία
και ηπατοκυτταρική ανεπάρκεια
 Θρομβοκυτταρικές διαταραχές όπως η θρομβοκυτταροπενική πορφύρα, η θρομβοπενία, η ουραιμία, οι
δυσπρωτεϊναιμίες και η λήψη ακετοσαλικυλικού
 Παθήσεις αγγείων όπως πορφύρα Schoenlein – Henoch και σύνδρομο Osler
ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ: διακρίνεται σε γενικά και τοπικά μέτρα
Γενικά μέτρα: έχουν σκοπό την μείωση της έντασης της αιμορραγίας και τον κίνδυνο εισρόφησης. Ο ασθενής
καλείται καθιστός να κρατά το κεφάλι ελαφρά σκυμμένο προς τα εμπρός και να συμπιέζει τα ρινικά πτερύγια
ενάντια προς το διάφραγμα. Κρύα επιθέματα στον αυχένα προκαλούν αντανακλαστική αγγειοσύσπαση. Σε
ισχυρές αιμορραγίες τοποθετούμε ενδοφλέβιο καθετήρα.
Τοπικά μέτρα:
i. Καυτηρίαση με νιτρικό άργυρο: να μην γίνεται αμφοτερόπλευρα σε αντίστοιχες πλευρές του διαφράγματος
λόγω κινδύνου διάτρησης του
ii. Επιπωματισμός της ρινός: πρόσθιος με γάζες εμποτισμένες με αλοιφή και έτοιμα υλικά επιπωματισμού τα
οποία δαγκώνονται. Πρέπει πάντα να επιπωματίζονται και οι δύο κοιλότητες για την ανάπτυξη αντίθετης
πίεσης

10
iii. Απολίνωση αγγείων – εμβολισμός: σε αιμορραγίες από τα οπίσθια και πλάγια τμήματα της ρινικής
κοιλότητας (σφηνοϋπερώιος αρτηρία). Αντιμετωπίζονται υπό ενδοσκοπικό έλεγχο με τη διαθερμία ή με clips
αγγείων
11. Αλλεργική και αγγειοκινητική ρινίτιδα
Αλλεργική
Προκαλείται από ταχεία αντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος εξαιτίας σύνδεσης IgE αντισωμάτων με
ξένες προς τον οργανισμό ουσίες όπως γύρη και ζωικά αλλεργιογόνα. Ανάλογα με την χρονική κατανομή
διακρίνεται σε εποχιακή (φυτικά ) και ετήσια (σκόνη και μούχλα). Τέλος η πάθηση μπορεί να προκληθεί και
από τρόφιμα –αλλεργιογόνα επαγγελματικού χώρου όπως το latex.Οι ρινικές κόγχες είναι οιδηματώδεις ,
ωχρές και καλύπτονται από διαυγή βλέννη. Συχνά συνυπάρχει επιπεφυκίτιδα με δακρύρροια και κνησμό στα
μάτια. Θεραπευτικά συνιστάται αποφυγή αλλεργιογόνων και φαρμακευτικά σταθεροποιητές
μαστοκυττάρων, αντιισταμινικά και τοπικά στεροειδή . Χειρουργικά μείωση μεγέθους ρινικών κογχών.
Αγγειοκινητική
Ομοιάζει κλινικά με την αλλεργική. Οφείλεται σε νευροαγγειακές διαταραχές του νευροφυτικού συστήματος
που ρυθμίζει τον τόνο των αγγείων του ρινικού βλεννογόνου. Παρατηρείται δυσχέρεια ρινικής αναπνοής
υδαρής έκκριση και ερεθιστικός πταρμός .Τα συμπτώματα συσχετίζονται με αλλαγές θερμοκρασίας αλκοόλ
στρες και ψυχική επιβάρυνση .Ίδια ευρήματα ρινοσκόπησης με αλλεργική . Χορήγηση ινταμινικών -
κορτιζονούχων spray καθώς και ρινικές πλύσεις με κρ΄υο νερό για αποκατάσταση της νευροφυτικής ρύθμισης
της αιμάτωσης του ρινικού βλεννογόνου . Χειρουργικά σμίκρυνση ρινικών κόγχων.
12. Οξεία ρινοκολπίτιδα
Αιτιοπαθογένεια
Οφείλεται στον μη επαρκή αερισμό των παραρρίνιων κόλπων. Στα παιδιά αφορά κατ’ εξοχήν τις ηθμοειδείς
κυψέλες. Στους ενήλικες συμμετέχουν κατά σειρά συχνότητας το γναθιαίο άντρο, οι ηθμοειδείς κυψέλες , ο
μετωπιαίος και ο σφηνοειδής κόλπος. Προκαλείται κατά κανόνα ως επέκταση της ρινίτιδας και μπορεί να
αφορά μία, πολλές ή όλες τις παραρρίνιες κοιλότητες. Σπάνια προκαλούνται οδοντογενείς ρινοκολπίτιδες.
Τα κύρια παθογόνα είναι ο αιμόφιλος της ινφλουέντζας, πνευμονιόκοκκος και ιογενή παθογόνα.
Κλινική εικόνα
Συμπτώματα οξείας ρινίτιδας συνδεόμενα με κεφαλαλγίες εντονότερες με την προς τα εμπρός κλίση της
κεφαλής. Το σημείο της κεφαλαλγίας εντοπίζεται πάνω από την αντίστοιχη παραρρίνια κοιλότητα ως εξής:
i. Ιγμορίτιδα: πάνω από το γναθιαίο άντρο, μέσο πρόσωπο και κροταφοβρεγματική χώρα
ii. Ηθμοειδίτιδα: ρίζα ρινός – έσω κανθός
iii. Μετωπιαία κολπίτιδα: πρόσθιο τοίχωμα μετωπιαίου κόλπου και βάση μετωπιαίου κόλπου προς τον έσω
κανθό
iv. Σφηνοειδίτιδα: μη χαρακτηριστικά συμπτώματα αίσθημα πίεσης στο κέντρο της κεφαλής που αντανακλά
στην ινιακή χώρα.
Διάγνωση
Διενεργούμε πρόσθια ρινοσκόπηση και ενδοσκόπηση όπου ανευρίσκουμε συνήθως πυώδη έκκριση. Οι
ακτινογραφίες των παραρρίνιων κοιλοτήτων δείχνουν εξοίδηση του βλεννογόνου, θόλωση και σε ελεύθερο
πύο ένα υδραερικό επίπεδο στον προσβαλλόμενο κόλπο. Σε άτομα που δεν θέλουμε έκθεση σε ακτινοβολία
να γίνεται εξέταση με υπερηχογράφημα
Θεραπεία
Συντηρητική: επιδιώκει τη βελτίωση του αερισμού και τη παροχέτευση των παραρρίνιων κόλπων με τη
βοήθεια αποσυμφορητικών σταγόνων – σπρέι ή τοποθέτηση ρινικών τολυπίων εμποτισμένων με
αγγειοσυσπαστικές ουσίες. Σε βαριές περιπτώσεις με επιβάρυνση γενικής κατάστασης και πυρετό.
Χορηγούμε αντιβιοτικά. Εισπνοές χαμομηλιού συμπληρωματικά.
Χειρουργική: σε φλεγμονή του γναθιαίου άντρου μπορεί να γίνει παρακέντηση του είτε διαμέσου του κάτω
ρινικού πόρου είτε διαμέσου του φυσιολογικού του στομίου του γναθιαίου άντρου στο μέσο ρινικό πόρο.
11
Επιπλοκή είναι η διάτρηση του πλάγιου τοιχώματος του άντρου με δημιουργία αποστήματος παρειάς ή της
οροφής του. Σε εμπύημα μετωπιαίου κόλπου διενεργούμε ανάρτηση κατά Beck.
13. Πολυποδίαση ρινός
Παθογένεση: παρουσιάζεται ως αντίδραση στον χρόνιο ερεθισμό της ρινικής κοιλότητας όπως στα πλαίσια
μίας χρόνια ρινίτιδας ή ρινοκολπίτιδας ή στα πλαίσια μίας αλλεργικής ρινίτιδας - δυσανεξίας στην ασπιρίνη.
Η λειτουργική ανατομική της περιοχής των οστέινων στομίων των παραρρίνιων κόλπων διαδραματίζει
σημαντικό ρόλο. Στη περιοχή αυτή, υπάρχουν περιοχές βλεννογόνου που δεν απέχουν περισσότερο από
1mm μεταξύ τους. Εάν έρθουν σε επαφή, προκαλείται διαταραχή της λειτουργίας των κροσσών με
αποτέλεσμα την αδυναμία απομάκρυνσης βλαβερών ουσιών. Οι περισσότεροι πολύποδες αναπτύσσονται
στα στενωτικά αυτά σημεία. Ρινικοί πολύποδες εμφανίζονται στην κυστική ίνωση.
Κλινική Εικόνα: παρουσιάζεται με δυσχέρεια ρινικής αναπνοής, υποανοσμία ή ανοσμία (απόφραξη
οσφρητικής σχισμής), κεφαλαλγίες (διαταραχές αερισμού παραρρίνιων κόλπων), ροχαλητό, κλειστή
ρινολαλία και ερεθιστικό βήχα. Σε επέκταση φλεγμονής στο κατώτερο αναπνευστικό προκαλείται
λαρυγγίτιδα με βράγχος φωνής και συνοδά συμπώματα από τους βρόγχους.
Διάγνωση: Ρινοσκοπική και ενδοσκοπική αξιολόγηση και κυρίως του πλαγίου τοιχώματος της ρινικής
κοιλότητας. Απεικονιστική εκλογής είναι η αξονική τομογραφία.
Θεραπεία: αρχικά συμπτωματική με χορήγηση κορτιζονούχων σπρέι και συστηματικών αντιισταμινικών. Σε η
ύφεση, ενδορρινική αφαίρεση υπό τοπική ή γενική αναισθησία ανάλογα με την δυνατότητα του ασθενή να
λάβει γενική αναισθησία. Τέλος, ενδορρινική χειρουργική των παραρρίνιων κοιλοτήτων με ακριβή εξυγίανση
των προσβαλλόμενων κόλπων που γίνεται με γενική αναισθησία υπό ενδοσκοπικό η μικροσκοπικό έλεγχο.
14. Επιπλοκές ρινοκολπίτιδας
A. Επιπλοκές οφθαλμικού κόγχου: φλεγμονώδεις επιπλοκές με τη συμμετοχή του οφθαλμικού κόγχου.
Προέρχεται συχνότερα από τις ηθμοειδείς κυψέλες και τον μετωπιαίο κόλπο. Συχνά προσβάλλονται παιδιά
<6. Διακρίνονται 4 κλινικά στάδια:
i. Οίδημα βλεφάρων: μαλακή διόγκωση, ερυθρότητα βλεφάρων, ανεπηρέαστη κινητικότητα
ii. Περιοστίτιδα: παρουσιάζεται επιπρόσθετα άλγος στον έσω κανθό
iii. Υποπεριοστικό απόστημα: όπου ξεπερνιέται ο οστέινος φραγμός παραρρίνιων κόλπων - οφθαλμικού
κόγχου και το περιόστεο του οφθαλμικού κόγχου αποκολλάται από το παπυρώδες πέταλο. Παρατηρείται
αύξηση πίεσης εντός του κόγχου και διαταραχές κινητικότητας του βολβού.
iv. Φλέγμονας του οφθαλμικού κόγχου: μεγάλη πρόπτωση του βολβού και μεγάλου βαθμού διαταραχή της
κινητικότητας του βολβού καθώς και άλγος και διαταραχές της οπτικής οξύτητας μέχρι και τύφλωση.
Πρόκειται για μια επικίνδυνη για τη ζωή του ασθενούς επείγουσα κατάσταση. Απαιτεί ταχεία χειρουργική
παροχέτευση. Μπορεί να προκληθεί σύνδρομο της κορυφής του οφθαλμικού κόγχου με προσβολή των II – VI
εγκεφαλικών συζυγιών.
B. Φλεγμονές των οστών και των μαλακών μορίων (οστεΐτιδα και οστεομυελίτιδα): οστεομυελίτιδα
προκαλείται ωε επιπλοκή της μετωπιαίας κολπίτιδας εάν η φλεγμονή επεκταθεί στο πρόσθιο τοίχωμα του
μετωπιαίου κόλπου – μετώπου με κίνδυνο επέκτασης και στα υπόλοιπα οστά του θόλου του κρανίου.
Παρουσιάζεται με επώδυνη στη πίεση, μαλακή και ερυθρή διόγκωση πάνω στο μέτωπο. Διενεργούμε CT +
αντιβιοτική αγωγή. Χειρουργικός καθαρισμός με εκτομή του οστού.
C. Ενδοκράνιες επιπλοκές: και αυτές εξορμώνται στις περισσότερες φορές από τον μετωπιαίο κόλπο. Είναι οι
εξής:
i. Επισκληρίδιο – Υποσκληρίδιο και Ενδοεγκεφαλικό απόστημα: μη ειδική συμπτωματολογία. Κατά την
εξέλιξη της νόσου εκδηλώνεται αύξηση της εγκεφαλικής πιέσεως, κεφαλαλγία, εμετός και ενδεχομένης
οίδημα της θηλής του οπτικού νεύρου, υπνηλία και επιληπτικές κρίσεις. Διάνοιξη – Παροχέτευση.
ii. Μηνιγγίτιδα: με δυσκαμψία του αυχένα, κεφαλαλγία, πυρετός, ευαισθησία στο φως, ναυτία, υπνηλία –
διαταραχές της συνείδησης καθώς και επιληπτικές κρίσεις.

12
iii. Θρόμβωση του σηραγγώδους κόλπου και θρομβοφλεβίτιδα: σπάνια, μπορεί να οδηγήσει σε μόνιμες
νευρολογικές διαταραχές ή ακόμη και θάνατο.
15. Κατάγματα σπλαγχνικού κρανίου
Ταξινόμηση
i. Κατάγματα μετωπιαίου κόλπου
ii. Κατάγματα μέσου τριτημορίου του προσώπου
iii. Κατάγματα ρινο – κογχο – ηθμοειδικού συμπλέγματος
iv. Κατάγματα ζυγωματικού οστού
v. Κατάγματα του εδάφους του κόγχου
Αρχές αντιμετώπισης
i. Αρχικά εφαρμόζουμε όλες τις βασικές αρχές αντιμετώπισης του πολυτραυματία όπως η εξασφάλιση της
βατότητας του αεραγωγού, η επίσχεση της αιμορραγίας, η εξασφάλιση της κυκλοφορίας και η αποφυγή της
καταπληξίας
ii. Η εξασφάλιση του αεραγωγού να γίνεται δια του στόματος ή με κρικοθυρεοειδοτομή/ τραχειοτομή, ενώ η
διαρρινική διασωλήνωση πρέπει να αποφέυγεται
iii. Να καταγράφεται στο ιστορικό ο μηχανισμός κάκωσης, η φορά και η ένταση της δύναμης που προκάλεσε το
τραύμα
iv. Τα τραύματα να καλύπτονται με αποστειρωμένες γάζες και να εφαρμόζετε ελαφρά πίεση
v. Να γίνεται προφύλαξη από τέτανο και προλήτικη χορήγηση παρεντερικών αντιβιοτικών που καλύπτουν gram
θετικά μικρόβια και αν υπάρχει επικοινωνία με την στοματική κοιλότητα να καλύπτουν και gram αρνητικά
16. Ανάστροφο θήλωμα
Παρουσιάζει μία τοπικά επιθετική επέκταση, ενώ μπορεί να εξαλλαγεί σε καρκίνωμα εκ πλακώδους
επιθηλίου. Κλινικά εμφανίζεται ως χωροκατακτητική εξεργασία με μη ειδικά συμπτώματα όπως δυσχέρεια
αναπνοής, κεφαλαλγίες και πιο σπάνια ρινορραγία. Η διάγνωση τίθεται ιστολογικά. CT + MRI για καθορισμό
μεγέθους. Θεραπευτικά, χειρουργική πλήρης αφαίρεση του ογκου

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 – ΣΤΟΜΑΤΙΚΗ ΚΟΙΛΟΤΗΤΑ


1. Νεύρωση στοματικής κοιλότητας
Η κινητική νεύρωση των χειλέων προέρχεται από το προσωπικό νεύρο. Υπεύθυνο για την κινητική νεύρωση
της γλώσσας είναι το υπογλώσσιο νεύρο. Η αισθητική νεύρωση της γλώσσας προέρχεται από το γλωσσικό
νεύρο (κλάδο του τριδύμου) στα πρόσθια 2/3 της γλώσσας και το γλωσσοφαρυγγικό στη ρίζα της γλώσσας.
Τα γευστικά ερεθίσματα μεταδίδονται μέσω της χορδής του τυμπάνου και του γλωσσοφαρυγγικού νεύρου. Η
κινητική αισθητική νεύρωση της υπερώας γίνεται από κλάδους του τριδύμου και η κινητική από κλάδους του
φαρυγγικού πλέγματος.
2. Προκαρκινωματώδεις βλάβες της στοματικής κοιλότητας
i. Λευκοπλακία: λευκή βλάβη σταθερά προσκολλημένη στον βλεννογόνο. Ενοχοποιούνται κυρίως το κάπνισμα,
χρόνιος τραυματισμός και αλκοόλ. Βιοψία
ii. Ερυθροπλακία: ερυθρή πλάκα, πιο επικίνδυνη, κατά τη διάγνωση 90% υψηλού βαθμού δυσπλασία

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 – Ο ΦΑΡΥΓΓΑΣ
1. Λειτουργίες του φάρυγγα
i. Μάσηση
ii. Κατάποση (στοματική, φαρυγγική και οισοφαγική φάση)
iii. Γεύση
iv. Ομιλία

13
v. Λειτουργία λεμφοεπιθηλιακού δακτυλίου του Waldeyer (φαρυγγική αμυγδαλή, παρίσθμιες αμυγδαλές,
γλωσσική αμυγδαλή, σαλπιγγική αμυγδαλή, πλάγιες φαρυγγικές δέσμες)
2. Οξεία Φαρυγγίτιδα
Οξεία φλεγμονή του βλεννογόνου του φάρυγγα και αποτελεί από τα συχνότερα αίτια πονόλαιμου.
Εκδηλώνεται στα πλαίσια μίας γενικότερης λοίμωξης ανώτερου αναπνευστικού (ιογενούς ή μικροβιακής).
Ιδιαίτερη προσοχή στα παιδιά διότι μπορεί να αποτελεί εκδήλωση λοιμώδους ή ακόμη και οξείας λευχαιμίας.
Είναι συνήθως ιογενής. Στη μικροβιακή τα στελέχη τα κυριότερα είναι ο β – αιμολυτικός στρεπτόκοκκος,
σταφυλόκοκκος και πνευμονιόκοκκος και στα παιδιά ο αιμόφιλος της ινφλουέντζας. Παρουσιάζεται με
αίσθημα καυσαλγίας, ξηρότητας και κνησμού στο λαιμό, δυσκαταποσία και ερεθιστικό βήχα. Μπορεί να
συνυπάρχει πυρετός, διόγκωση τραχηλικών λεμφαδένων και αντανάκλαση του πονόλαιμου στα αυτιά.
Επισκοπικά ο φάρυγγας είναι εξέρυθρος, συνήθως ξηρός. Θεραπεία κυρίως συμπτωματική με αναλγητικά –
αντιπυρετικά. Αντιβιοτικά μόνο σε υπόνοια μικροβιακής νόσου με πενικιλίνες.
3. Υπερτροφία αδενοειδών εκβλαστήσεων( φαρυγγική αμυγδαλή). Αδενοειδές προσωπείο.
Πρόκειται για συνάθροιση λεμφοεπιθηλιακού ιστού και βρίσκεται στο οπίσθιο και άνω τοίχωμα του
ρινοφάρρυγα. Η υπερτροφία (αδενοειδείς εκβλαστήσεις) οφείλεται σε ιδιοσυστασιακούς παράγοντες ή είναι
αποτέλεσμα επαναλαμβανόμενων λοιμώξεων του ανώτερου αναπνευστικού. Πολύ συχνή στην παιδική ηλικία
(εμφανίζονται στα 3 -5 έτη, μέγιστο ανάπτυξης 5-7 έτη), ωστόσο με την πρόοδο της ηλικίας ατροφούν.
Προκαλεί δυσχέρεια της ρινικής αναπνοής(κυριότερο σύμπτωμα), ροχαλητό, ελάττωση της όρεξης, άπνοια
κατά τον ύπνο και είναι προδιαθετικός παράγοντας της εκκριτικής ωτίτιδας λόγω της απόφραξης του
φαρυγγικού στομίου της ευσταχιανής σάλπιγγας. Η συνεχής στοματική αναπνοή μεταβάλλει τη μορφολογία
του σπλαγχνικού κρανίου και τη σύγκλειση της κάτω γνάθου και μαζί με το μισάνοιχτο στόμα διαμορφώνουν
το χαρακτηριστικό αδενοειδές προσωπείο με ωοειδές σχήμα προσώπου, στενή και θολωτή σκληρή υπερώα,
αποπλάτυνση της ράχης της μύτης, στενά ρουθούνια, εξαφάνιση της ρινοχειλικής αύλακας, μισάνοιχτο στόμα
και προβολή των άνω τομέων. Η συνολική εμφάνιση θυμίζει εντύπωση παιδιού με νοητική υστέρηση. Εξαιτίας
της κακής σύγκλεισης αναπτύσσονται ορθοδοντικές ανωμαλίες. Επακόλουθο της ρινικής απόφραξης είναι και
οι συχνές φλεγμονές του ανώτερου και κατώτερου αναπνευστικού. H διάγνωση βασίζεται στο ιστορικό, την
κλινική εξέταση και επιβεβαιώνεται με επιφαρυγγοσκόπηση και πλάγια ακτινογραφία του επιφάρυγγα. Η
διαφορική διάγνωση περιλαμβάνει την ατρησία των ρινικών χοανών, την αλλεργική ρινίτιδα, το ρινοϊωμα και
τους όγκους του επιφάρυγγα. Η θεραπεία είναι χειρουργική με αδενοειδεκτομή και αδενοτομή.
4. Οξεία Αμυγδαλίτιδα
Αίτια
Πρόκειται για την φλεγμονή των παρίσθμιων. Η συχνότερη μεταξύ αυτών του λεμφικού του Waldeyer.
Εμφανίζεται συχνότερα σε παιδιά – νεαρά άτομα. Συνυπάρχει με φλεγμονή του φάρυγγα. Η μικροβιακή ή
ιογενής αιτιολογία εξαρτάται από την ηλικία του ασθενούς και αν πρόκειται για πρωτολοίμωξη ή υποτροπή.
Το συχνότερο μικρόβιο είναι ο β – αιμολυτικός στεπτρόκοκκος. Άλλα κύρια ο χρυσίζων σταφυλόκοκκος, ο
πνευμονιόκοκκος, αναερόβια και ο αιμόφιλος της ινφλουέντζας (συχνότερο αίτιο υποτροπιάζουσας).
Κλινική εικόνα
Πονόλαιμος, δυσκαταποσία, αντανακλαστική ωταλγία, υπογνάθια λεμφαδενίτιδα, γενική κακουχία,
κεφαλαλγία και υψηλός πυρετός (39-41C)
Κλινικές μορφές
i.Καταρροϊκή: συνήθως ιογενής και σε παιδιά. Αμυγδαλές εξέρυθρες και διογκωμένες
ii.Πυώδης: αμυγδαλές εξέρυθρες, διογκωμένες και με λευκωπά βύσματα (συγκεντρώσεις μικροβίων – νεκρών
κυττάρων) που αποφράσουν τις κρύπτες
iii.Μεμβρανώδης: λευκωπό επίχρισμα στην επιφάνεια των αμυγδαλών το οποίο αποκολλάται εύκολα
iv.Ελκωτική: επιπολής έλκη μετά την απόπτωση του λευκωπού επιχρίσματος
v.Γαγγραινώδης: αμυγδαλές και βλεννογόνος του φάρυγγα με ερυθρόφαιο χρώμα, ραγδαία επιδείνωση της
κλινικής συμπτωματολογίας
14
Διαφορική Διάγνωση
i.Λοιμώδης Μονοπυρήνωση (υψηλός πυρετός, γενικευμένη λεμφαδενίτιτδα, θετική δοκιμασία Paul Bunnel)
ii.Διφθεριτιδική κυνάγχη (οι λευκωπές μεμβράνες αποκολλώνται δύσκολα)
iii.Οστρακιά(συνυπάρχει με κόκκινη γλώσσα και κατακόκκινο πρόσωπο του παιδιού)
iv.Ελκομεμβρανώδης αμυγδαλίτιδα (γκριζοκίτρινο επίχρισμα, μονόπλευρη εντόπιση)
v.Ερπητική κυνάγχη (φυσαλίδες που σπάνε εύκολα αφήνοντας έλκη, συνήθως μονόπλευρη)
vi.Λευχαιμία
vii.Ακοκκιοκυτταρική κυνάγχη (νεκρώσεις με φαιό επίχρισμα, έντονος πόνος και δυσοσμία)
viii.Ειδική οξεία αμυγδαλίτιδα (φυματιώδης και συφιλιδική)
Θεραπεία
Για την ιογενή αμυγδαλίτιδα, κατάκλιση, ενίσχυση του οργανισμού και συμπτωματική θεραπεία. Να
αποφεύγονται η χρήση αντιβιοτικών. Στην μικροβιακή αμυγδαλίτιδα το πρώτης επιλογής αντιβιοτικό είναι η
πενικιλίνες και οι ημισυνθετικές μορφές της (όπως αμοξυκιλλίνη). Η ύπαρξη ανθεκτικών στελεχών απαιτεί
χορήγηση κεφαλοσπορινών, συνδυασμό πενικιλίνης και αναστολέων β – λακταμάσης και μακρολιδικών
αντιβιοτικών. Η διάρκεια χορήγησης να είναι μεγαλύτερη των 10 ημερών.
Επιπλοκές
A. Τοπικές
i.Περιαμυγδαλικό απόστημα (μεταξύ άνω πόλου αμυγδαλής και άνω σφιγκτήρα του φάρυγγα, β – αιμολυτικός
στρεπτόκοκκος, ο ασθενής παρουσιάζει υψηλό πυρετό με ρίγος, μονόπλευρη δυσκαταποσία, ωταλγία, τρισμό)
ii.Ενδοαμυγδαλικό απόστημα (από ρήξη ή απόφραξη κρυπτών, κλινική εικόνα όπως περιαμυγδαλικό)
iii.Οπισθοφαρυγγικό απόστημα (σοβαρή, σπάνια, εμφανίζεται σε βρέφη – μικρά παιδιά, από επέκταση κατά
συνέχεια ιστών και αποστηματοποίηση, υψηλός πυρετός, άρνηση λήψης τροφής, δυσχέρεια ρινικής αναπνοής
και δυσκινησία κεφαλής)
iv.Πλαγιοφαρυγγικό απόστημα (παραφαρυγγικός χώρος, κλινική όπως περιαμυγδαλικό + ραιβόκρανο)
v.Αμυγδαλογενής σηψαιμία (θρομβοφλεβίτιδα έσω σφαγίτιδας, σηπτικοί θρόμβου στην κυκοφορία)
B. Συστηματικές
i. Ρευματικός πυρετός (μετασρεπτοκοκκικός)
ii. Σπειραματονεφρίτιδα (συχνότερη σε μικρά παιδιά και ιδιαίτερα αγόρια, β–αιμολυτικός στρεπτόκοκκος)
iii. Αρθρίτιδα
iv. Ενδοκαρδίτιδα
v. Οπτική νευρίτιδα
vi. Φλεγνονώδεις παθήσεις των αγγείων
5. Ενδείξεις Αμυγδαλεκτομής
i.Έντονη υπερτροφία που προκαλεί απόφραξη ανώτερου αναπνευστικού, σοβαρή δυσφαγία, διαταραχές
ύπνου ή καρδιοπνευμονικές επιπλοκές
ii.Υπερτροφία που προκαλέι κακή σύγκλειση οδόντων ή επηρεάζει αρνητικά την κρανιοπροσωπική ανάπτυξη
του παιδιού τεκμηριωμένη από ορθοδοντικό
iii.Υποτροπιάζουσα οξεία αμυγδαλίτιδα (5 σε ένα έτος, 4 σε ένα έτος για 2 συνεχόμενα έτη, 3 σε ένα έτος για 3
συνεχόμενα έτη) με κάθε επεισόδιο να εκδειλώνεται με πυρετό > 38C, διόγκωση των τραχηλικών
λεμφαδένων, πυώδες επίχρισμα και θετικό strep – test.
iv.Προηγηθέν περιαμυγδαλικό απόστημα
v.Μόνιμα κάκοσμη αναπνοή ή δυσάρεστη γεύση, οφειλόμενες σε χρόνια αμυγδαλίτιδα χωρίς ανταπόκριση στη
φαρμακευτική αγωγή
vi.Χρόνια ή υποτροπιάζουσα αμυγδαλίτιδα σε φορείς στρεπτόκοκκου χωρίς ανταπόκριση σε αντιβιοτικό
ανθεκτικό στην β – λακταμάση
vii.Μονόπλευρη υπερτροφία της αμυγδαλής με υποψία νεοπλασίας
6. Ενδείξεις αδενοτομής
15
i. 4 ή περισσότερα επεισόδια υποτροπιάζουσας πυώδους ρινόρροιας κατά τους προηγούμενους 12 μήνες
(τουλάχιστον 1 εξακριβωμένο ενδοσκοπικά ή ακτινολογικά)
ii. Εμμένουσα αδενοειδίτιδα παρά τη χορήγηση αντιβιοτικής αγωγής 2 φορές
iii. Διαταραχές ύπνου με σημεία απόφραξης ανώτερου αγωγού για 3 συνεχόμενους μήνες
iv. Εκκριτική ωτίτιδα > 3 μηνών και ανάγκη τοποθέτησης σωληνίσκων αερισμού για 2η φορά
v. Κακή σύγκλειση των οδόντων ή / και διαταραχή κρανιοπροσωπική ανάπτυξη του παιδιού, τεκμηριωμένη από
ορθοδοντικό
vi. Καρδιοπνευμονολικές επιπλοκές όπως χρόνια πνευμονική καρδιά, πνευμονική υπέρταση ή υπερτροφία της
δεξιάς κοιλίας
7. Αντενδείξεις αμυγδαλεκτομής και αδενοτομής
Απόλυτες Αντενδείξεις
i. Αιματολογικές παθήσεις με αιμορραγική διάθεση όπως λευχαιμία, απλαστική αναιμία, θρομβοπενική
πορφύρα και ακοκκιοκυτταραιμία
ii. Σοβαρές μη ελεγχόμενες συστηματικές παθήσεις όπως καρδιοπάθειες, σακχαρώδης διαβήτης
iii. Κατά τη διάρκεια οξέος λοιμώδους νοσήματος
Σχετικές Αντενδείξεις
iv. Υπερωιοσχιστία (πλήρης ή υποβλεννογόνια)
v. Νευρομυικές ανωμαλίες που προκαλούν ανεπάρκεια της υπερώας
vi. Κατά τη διάρκεια επιδημίας πολιομυελίτιδας
vii. Πρόσφατος εμβολιασμός
viii. Ανευμολογία πριν την παρέλευση τριμήνου
ix. Ηλικία < 3 ετών (μόνο για αμυγδαλεκτομή)
x. Χρόνια ατροφική φαρυγγίτιδα (μόνο για αμυγδαλεκτομή)
8. Υπνική αποφρακτική άπνοια
Αίτια – Παθοφυσιολογία
Διακρίνονται δύο κλινικές μορφές, η κεντρικού τύπου (σπανιότερη), ή οποία αποδίδεται σε αστάθεια του
αναπνευστικού κέντρου και η αποφρακτικού τύπου(συχνότερη), η οποία χαρακτηρίζεται από διακοπή της
ροής του αέρα παρά τη συνεχιζόμενη εισπνευστική προσπάθεια. Συνδυάζεται με ροχαλητό το οποίο
προηγείται το επεισόδιο άπνοιας. Τα συχνότερα αίτια αποφρακτικής υπνικής άπνοιας είναι:
i. Μύτη: σκολίωση ρινικού διαφράγματος, ρινίτιδα, υπερτροφία ρινικών κογχών, ρινικοί πολύποδες
ii. Φάρυγγας: όγκοι του ρινοφάρυγγα, υπερτροφία αδενοειδών εκβλαστήσεων, υπερτροφία παρίσθμιων,
ευμεγέθης σταφυλή, υπερτροφία γλωσσικής, διογκωμένη γλώσσα (μυξοίδημα/μεγαλακρία), όγκοι
υποφάρυγγα
iii. Κρανιοπροσωπικές ανωμαλίες: μικρογναθία, οπισθογναθισμός
iv. Λάρυγγας: καλοήθεις και κακοήθεις όγκοι, κύστεις και λαρυγγομαλακία
v. Η παχυσαρκία και η χρήση αλκοόλ και ηρεμιστικών αποτελούν σημαντικούς επιβαρυντικούς παράγοντες
Κλινική εικόνα
Ροχαλητό από τη δόνηση των μαλακών μορίων του στοματοφάρυγγα (κυρίως της σταφυλής και της
μαλθακής υπερώας). Η κλινική εικόνα εξαρτάται από τον αριθμό των απνοϊκών επεισοδίων. Συνήθως,
εξαιτίας των συχνών αφυπνίσεων, ο ασθενής αισθάνεται κουρασμένος και υποφέρει από υπνηλία, με
αποτέλεσμα τη σημαντική έκπτωση λειτουργικότητας στις καθημερινές δραστηριότητες. Παρατηρούνται
επίσης, πρωινοί πονοκέφαλοι, ελαττωμένη ικανότητα μνήμης – συγκέντρωσης, νυχτερινή ενούρηση και
ελάττωση της libido. Τέλος σε βαρύτερες καταστάσεις παρατηρείται δεξιά καρδιακή ανεπάρκεια και
συστηματική υπέρταση.
Διάγνωση
Λήψη ιστορικού με ιδιαίτερη βαρύτητα στις ύπαρξη συστηματικών παθήσεων, χρήση αλκοόλ –
κατασταλτικών φαρμάκων. Η κλινική εξέταση επικεντρώνεται στην ωτορινολαρυγγολογική εξέταση με
16
πρόσθια ρινοσκόπηση, στοματοφαρυγγοσκόπηση και έμμεση λαρυγγοσκόπηση. Η πιο χρήσιμη κλινική
δοκιμασία είναι ο χειρισμός κατά Mueller, με το ρινοφαρυγγοσκόπιο πάνω από τον φαρυγγοϋπερώιο
σφιγκτήρα, τους ρώθωνες κλειστούς και τον ασθενή σε μέγιστη εισπνευστική προσπάθεια (αντίστροφη
Valsava). Με αυτή τη δοκιμασία ελέγχεται ο βαθμός σύμπτωσης των ιστών στο επίπεδο του
φαρυγγοϋπερώιου σφιγκτήρα. Το σημαντικότερο τμήμα της εργαστηριακής διερεύνησης είναι η μελέτη του
ύπνου (υπνογράφημα) που γίνεται σε ειδικά εργαστήρια. Γίνεται ο διαχωρισμός απλού ροχαλητού και
ροχαλητού με υπνική άπνοια καθώς και ο τύπος και η βαρύτητα της. Καθορίζονται ο αριθμός των απνοϊκών
επεισοδίων, ο δείκτης άπνοιας, η χρονική διάρκεια, ο τύπος, ο βαθμός κορεσμού O2 και ο συνολικός χρόνος
υποξίας κατά τη διάρκεια του ύπνου.
Αντιμετώπιση
Λήψη γενικών μέτρων, όπως απώλεια βάρους, αποφυγή αλκοόλ – κατασταλτικών, θεραπεία τυχόν
υποθυρεοειδισμού και η θεραπεία τυχόν αλλεργικής ή αγγειοκινητικής ρινίτιδας. Η χειρουργική θεραπεία
περιλαμβάνει επεμβάσεις για την άρση αίτιων που προκαλούν απόφραξη όπως πλαστική ρινικού
διαφράγματος, αφαίρεση ρινικών πολύποδων, καυτηριασμό ρινικών κογχών ή τμηματική κογχοτομή. Σε
υπερτροφία φαρυγγικής ή παρίσθμιων, αδενοτομή και αμυγδαλεκτομή αντίστοιχα. Σε σοβαρότερες μορφές,
στάφυλο – φάρυγγο – υπερώιοπλαστική (αφαίρεση σταφυλής, παρίσθμιων αμυγαλών και πρόσθιων
καμάρων, τμήμα μαλθακής υπερώας και οπίσθιου φαρυγγικού τοιχώματος). Σε υπερτροφία γλώσσας, μέση
γλωσσοτομή. Τέλος γναθοχειρουργικές επεμβάσεις με σκοπό τη προς τα εμπρός της κάτω γνάθου για τη
διεύρυνση του αεραγωγού στο επίπεδο του υποφάρυγγα (ένδειξη μόνο σε ακραίες περιπτώσεις). Σε
κεντρικού τύπου άπνοια χορηγούμε στον ασθενή ειδική συσκευή CPAP για τη χορήγηση αέρα με θετική
πίεση κατά τη διάρκεια του ύπνου.
9. Καρκίνος ρινοφάρυγγα
Κλινική εικόνα
Προέρχονται από το επιθήλιο του βλεννογόνου(το συχνότερο), από τον λεμφικό ιστό ή τέλος από τον
συνδετικό ιστό. Η συμπτωματολογία έχει άμεση σχέση με την εντόπιση και το μέγεθος του όγκου καθώς και
την διήθηση των γύρω ιστών – ύπαρξης μεταστάσεων. Συνήθως, το πρώτο σύμπτωμα είναι μία ανώδυνη
μονόπλευρη ή αμφοτερόπλευρη τραχηλική διόγκωση. Λόγω της πλούσιας λεμφικής παροχέτευσης οι
τραχηλικές μεταστάσεις είναι πρώιμες (στο 70% των Τ1 όγκων). Ένα άλλο σύμπτωμα που πρέπει να εγείρει
την υποψία είναι η μονόπλευρη καταρροϊκή ωτίτιδα (40% των ασθενών κατά την διάγνωση του καρκίνου). Η
ρινολογική συμπτωματολογία (η οποία εμφανίζεται σε προχωρημένα στάδια), εκδηλώνεται με μονόπλευρη
δυσχέρεια της ρινικής αναπνοής, παρουσία βλεννοπυώδων ρινικών εκκρίσεων, συχνά με την πρόσμιξη
αίματος. Ιδιαίτερα συχνή είναι η νεύρο – οφθαλμολογική συμπτωματολογία (συγκλίνων στραβισμός, πτώση
άνω βλεφάρου και οφθαλμοπληγία) η οποία οφείλεται σε διήθηση οφθαλμοκινητικών νεύρων στην περιοχή
του σηραγγώδους κόλπου. Διήθηση του οπτικού προκαλεί τύφλωση.
Διάγνωση
Η «κρυφή» αυτή ανατομική περιοχή και η ηπιότητα των συμπτωμάτων, οδηγούν στην καθυστερημένη
διάγνωση, συνήθως σε ήδη προχωρημένα στάδια. Για αυτό απαιτείται έντονη κλινική υποψία και καλή
γνώση της συμπτωματολογίας. Λήψη βιοψίας από κάθε ύποπτη αλλοίωση με αρκετά ιστοτεμάχια από
διάφορες περιοχές. Τέλος, διενεργείται αξονική και μαγνητική τομογραφία βάσεως κρανίου, σπλαγχνικού
κρανίου και τραχήλου για την σταδιοποίηση του νεοπλάσματος.
Θεραπεία
Η πρώτη θεραπευτική επιλογή είναι η ακτινοθεραπεία, η οποία είναι επαρκής για τα πρώιμα στάδια. Στα
προχωρημένα (τα πιο πολλά), απαιτείται συμπληρωματική χημειοθεραπεία για τις μεταστάσεις. Η 5ετης
επιβίωση είναι γύρω στο 50%

17
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 – ΟΙΣΟΦΑΓΟΣ
1. Ξένα σώματα οισοφάγου
Ο αυξημένος κίνδυνος ενσφήνωσης ξένου σώματος στον οισοφάγο, προκύπτει από το μικρό εύρος του
αυλού του. Συχνότερα εμφανίζεται σε παιδιά (κέρματα - παιχνίδια), ηλικιωμένους (τμήματα βλωμού -
οδοντοστοιχία) και ψυχικά ασθενείς (διάφορα αντικείμενα). Σε υποτροπιάζουσες περιπτώσεις να τίθεται η
υπόνοια στένωσης οισοφάγου και να διενεργείται οισοφαγοκοσκόπηση και ακτινολογικός έλεγχος. Το πρώτο
που πρέπει να αποκλειστεί είναι τα νεοπλάσματα. Η συνηθέστερη θέση στα παιδιά είναι στο επίπεδο του
κρικοφαρυγγικού χόνδρου, ενώ στους ενήλικες 2,5cm κάτω από τον κρικοφαρυγγικό σφιγκτήρα, στο μέσο ή
λίγο πριν την είσοδο στο στομάχι. Τα πιο σταθερά συμπτώματα είναι η δυσφαγία και η οδυνοφαγία.
Αδυναμία κατάποσης και σιελόρροια προκαλούν τα μεγάλα ξένα σώματα. Άλγος στο μεσοθωράκιο
προκαλούν τα αιχμηρά. Διαξιφιστικό άλγος που αντανακλά στην πλάτη σημαίνει πιθανή ρήξη οισοφάγου με
συνοδό μεσοθωρακίτιδα, ταχυκαρδία, υπόταση και τελικά σηπτική καταπληξία. Άλλα συμπτώματα είναι η
άρνηση τροφής, ο βήχας, η δυσφορία και η εισρόφηση. Η θεραπεία περιλαμβάνει την αφαίρεση του ξένου
σώματος με εύκαμπτο (σε μη αιχμηρά) ή με άκαμπτο οισοφαγοσκόπιο υπό γενική αναισθησία. Ιδιαίτερα για
τα αιχμηρά αντικείμενα, υπάρχει κίνδυνος διάτρησης του οισοφάγου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 – ΣΙΕΛΟΓΟΝΟΙ
1. Σιαλολιθίαση
Κλινική εικόνα
Δημιουργία λίθων στο εκφορητικό σύστημα των σιελογόνων αδένων. Εντοπίζονται κατά 70-80% στον
υπογνάθιο και σπανιότερα (20%) στην παρωτίδα. Παρουσιάζεται με αιφνίδια διόγκωση (συχνά επώδυνη) του
προσβεβλημένου αδένα συνήθως κατά τη λήψη τροφής. Ο πόνος υποχωρεί σε μισή – δύο ώρες. Η στάση
οδηγεί σε φλεγμονή του εκφορητικού πόρου ή του αδένα που εκδηλώνεται με πόνο, διάχυτη διόγκωση,
ερυθρότητα του δέρματος και εκροή πύου από το στόμιο του εκφορητικού πόρου.
Διάγνωση
Ο λίθος στον υπογνάθιο αδένα μπορεί να ψηλαφιέται με αμφίχειρη ψηλάφηση αλλά η διάγνωση
επιβεβαιώνεται ακτινολογικά
Θεραπεία
Χειρουργική με ενδοστοματική διάνοιξη του πόρου, αφαίρεση του λίθου και μαρσιποποίηση του πόρου. Αν ο
λίθος εντοπίζεται μέσα στον αδένα, τότε αφαιρούμε όλο τον αδένα
2. Όγκοι σιελογόνων αδένων
Ταξινόμηση
Ανάλογα με την προέλευση
I. Επιθηλιακοί:
i. Αδενώματα (πλειόμορφο, μονόμορφο, αδενολέμφωμα, οξύφιλο)
ii. Αδενοκυψελιδικοί
iii. Βλεννοεπιδερμοειδείς
iv. Καρκίνωματα (αδενοκυστικό, αδενοκαρκίνωμα, εκ πλακωδών κυττάρων, αδιαφοροποίητο, καρκίνωμα σε
πλειόμορφο αδένωμα)
II. Μεσεγχυματογενείς:
i. Αγγείωμα
ii. Λεμφαγγείωμα
iii. Καλοήθης λεμφοεπιθηλιακή βλάβη
iv. Λίπωμα
v. Νευρίνωμα
vi. Λέμφωμα
18
vii. Σάρκωμα
Ανάλογα με την κλινική συμπεριφορά
I. Καλοήθεις
i. Πλειόμορφο αδένωμα
ii. Μονόμορφο αδένωμα
iii. Κυσταδενολέμφωμα
II. Με ποικίλο βαθμό κακοήθειας
i. Βλεννοεπιδερμοειδές καρκίνωμα
ii. Αδενοκυψελιδικό καρκίνωμα
III. Κακοήθεις
i. Αδενοκυστικό καρκίνωμα
ii. Κακόηθες πλειόμορφο καρκίνωμα
iii. Αδενοκαρκίνωμα
iv. Καρκίνωμα από πλακώδες επιθήλιο
v. Μη Hodgkin λέμφωμα
Κλινική εικόνα
Παρουσία ανώδυνης, μαλακής ή ελαστικής σύστασης μάζα με καλή κινητικότητα σε σιελογόνο αδένα χωρίς
άλλη συμπτωματολογία είναι ενδεικτική καλοήθους όγκου. 80% των όγκων εμφανίζονται στην παρωτίδα.
70% των όγκων είναι καλοήθεις. Στοιχεία που συνηγορούν υπέρ της κακοήθειας είναι η ταχεία αύξηση του
όγκου, η ύπαρξη επώδυνης μη κινητής διόγκωσης με ενδείξεις διήθησης των μυών, του δέρματος ή των
νεύρων της περιοχής. Τυπική εικόνα κακοήθειας στην παρωτίδα είναι μια τοπική διόγκωση με σταδιακά
αυξανόμενο πόνο, προσβολή του δέρματος της παρωτιδικής χώρας και αδυναμία των μυών του προσώπου.
Εντοπισμένη διόγκωση του υπογνάθιου αδένα με ή χωρίς πόνο θα πρέπει να θεωρείται κακοήθης μέχρι
αποδείξεως του αντιθέτου
Θεραπεία
Χειρουργική. Στην παρωτίδα το φάσμα των επεμβάσεων επεκτείνεται από την ογκεκτομή, την επιπολής
παρωτιδεκτομή και την ολική παρωτιδεκτομή έως τη ριζική παρωτιδεκτομή με συναφαίρεση και του
προσωπικού νεύρου, μυών, κάτω γνάθου και κροταφικού οστού. Εφόσον υπάρχει ένδειξη διενεργούμε και
λεμφαδενικό καθαρισμό. Επιπλοκές των επεμβάσεων αυτών είναι η πάρεση του προσωπικού, η αναισθησία
τμήματος του πτερυγίου, σιαλοχόο συρίγγιο, αναισθησία και κινητική αδυναμία και ατροφία τη γλώσσας και
το ωτοκροταφικό σύνδρομο (ερυθρότητα και εφίδρωση παρωτιδικής χώρας στα γεύματα μετά από
παρωτιδεκτομή)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 – ΛΑΡΥΓΓΑΣ
1. Να αναφέρεται τις λειτουργίες του λάρυγγα
i. Προστατευτική λειτουργία: προστασία κατώτερης αναπνευστικής οδού από την εισρόφηση τροφών,
εκκρίσεων και ξένων τροφών. Στη κατάποση, άνοδος του λάρυγγα, κατάσπαση της επιγλωττίδας και σύσπαση
των αρυταινοεπιγλωττιδικών πτυχών, των νόθων και των γνήσιων φωνητικών χορδών
ii. Αναπνευστική λειτουργία: παθητική λειτουργία, στην εισπνοή οι φωνητικές χορδές βρίσκονται σε απαγωγή.
iii. Αύξηση ενδοθωρακικής πίεσης: για την προσπάθεια ανύψωσης του βάρους, στον τοκετό, την αφόδευση, τον
βήχα και τον εμετό.
iv. Πρόκληση αντανακλαστικών: το αντανακλαστικό του βήχα, αντανακλαστικά παρασυμπαθητικού
(πνευμονογαστρικό). Μηχανικός ερεθισμός του βλεννογόνου προκαλεί βραδυκαρδία, πτώση της αρτηριακής
πίεσης ή και ανακοπή

19
v. Φωνητική λειτουργία: στον λάρυγγα παράγεται ο βασικός τόνος στο επίπεδο των φωνητικών χορδών.
Βασίζεται στο φαινόμενο του Bernoulli με πτώση της πίεσης του αέρα στο χώρο αμέσως επάνω από τις
φωνητικές χορδές με τελικά αποτέλεσμα τη δημιουργία αραιώσεων και πυκνωμάτων στον αέρα (ήχος)
2. Τα επίπεδα του λάρυγγα
i.Υπεργλωττιδική περιοχή: το τμήμα του λάρυγγα που διέρχεται πάνω από το οριζόντιο επίπεδο που διέρχεται
από τον πυθμένα των 2 λαρυγγικών κοιλιών. Εδώ ανήκουν η επιγλωττίδα, οι αρυταινοεπιγλωττιδικές πτυχές,
οι νόθες φωνητικές χορδές, οι λαρυγγικές κοιλίες και το αντίστοιχο τμήμα των αρυταινοειδών χόνδρων
ii.Γλωττιδική περιοχή: τμήμα του λάρυγγα που βρίσκεται μεταξύ του εδάφους των λαρυγγικών κοιλιών και
ενός οριζοντίου επιπέδου που διέρχεται ένα 1cm κάτω από το ελεύθερο χείλος των φωνητικών χορδών.
Περιλαμβάνει τις 2 φωνητικές χορδές και την πρόσθια και οπίσθια εντομή.
iii. Υπογλωττιδική περιοχή: τμήμα του λάρυγγα ανάμεσα στα κατώτερα όρια της γλωττιδικής περιοχής και στο
κατώτερο χείλος του κρικοειδούς χόνδρου
3. Διαταραχές φωνής με δομικές αλλοιώσεις των φωνητικών χορδών (που προκαλούν βράγχος)
i. Πολύποδες: χρόνιο εντοπισμένο οίδημα του βλεννογόνου στο ελεύθερο χείλος των φωνητικών χορδών.
Μισχωτός ή πλατυβασικός. Αίτια η κακή – υπερβολική χρήση της φωνής σε συνδυασμό με το κάπνισμα και
άλλες φλεγμονές. Κύριο σύμπτωμα το βράγχος φωνής.
ii. Κομβία: μικροί όζοι στο ελεύθερο χείλος των φωνητικών χορδών. Αμφοτερόπλευρα και συμμετρικά. Κακή –
υπερβολική χρήση φωνής. Υποχωρούν εξαλείφονται με οικονομία φωνής.
iii. Κοκκιώματα: οπίσθιο 1/3 φωνητικών χορδών σε ασθενείς που υποβλήθηκαν σε ενδοτράχειο διασωλήνωση ή
πάσχουν από γαστρό – οισοφαγική παλινδρόμηση
iv. Οίδημα Reinke (χρόνια λαρυγγίτιδα με πολυποειδή εκφύλιση της φωνητικής χορδής): προκαλείται από
χρόνιο ερεθισμό των φωνητικών χορδών, κάπνισμα, καταχρηστική χρήση της φωνής και τη γαστρο –
οισοφαγική παλινδρόμηση. Ανάπτυξη ζελατινώδους σύστασης συλλογή στο χώρο του Reinke, συνήθως
αμφοτερόπλευρα. Χαρακτηριστική βραχνή φωνή (γυναικείες φωνές μπερδεύονται για αντρικές)
v. Έλκη: αναπτύσσονται στην περιοχή των φωνητικών αποφύσεων, μία περιοχή εκτεθειμένη σε επεισόδια
γαστρο – οισοφαγικής παλινδρόμησης. Θεραπεία: αντιπαλινδρομικά φάρμακα και λογοθεραπεία
vi. Κύστεις
4. Αίτια παράλυσης φωνητικών χορδών (μονόπλευρης και αμφοτερόπλευρης)
i. Διαταραχές του κατώτερου κινητικού νευρώνα: παράλυση του παλίνδρομου λαρυγγικού νεύρου, παράλυση
του πνευμονογαστρικού νεύρου και νόσος του κατώτερου κινητικού νευρώνα
ii. Διαταραχή του ανώτερου κινητικού νευρώνα (αμφοτερόπλευρη) ή μικτή διαταραχή του ανώτερου και
κατώτερου κινητικού νευρώνα
iii. Διαταραχές στα βασικά γάγγλια, στην παρεγκεφαλίδα και στο εγκεφαλικό στέλεχος
iv. Σκλήρυνση κατά πλάκας
v. Εγκεφαλικά επεισόδια
vi. Σύνδρομο Guillain – Barre
vii. Κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις
5. Κλινική εικόνα παράλυσης φωνητικών χορδών
i. Παράλυση του παλίνδρομου λαρυγγικού νεύρου: η μονόπλευρη προκαλεί καθήλωση της φωνητικής χορδής
σε παράμεση θέση. Κύριο σύμπτωμα το βράγχος και η αδυναμία της φωνής. Αν η εγκατάσταση της

20
παράλυσης είναι προοδευτική τα συμπτώματα είναι πολύ ήπια. Η αμφοτερόπλευρη οδηγεί σε καθήλωση και
των 2 φωνητικών χορδών σε παράμεση θέση. Η φωνή είναι σχετικά καλή. Έντονη δύσπνοια στη προσπάθεια.
ii. Παράλυση του άνω λαρυγγικού νεύρου: μπορεί να αφορά μόνο τον έσω (αισθητικό), έξω (κινητικό) ή και
τους δύο κλάδους του νεύρου. Η αμφοτερόπλευρη οδηγεί σε σημαντική διαταραχή της κατάποσης με
επίμονες εισροφήσεις. Η παράλυση του έξω κλάδου οδηγεί σε παράλυση του κρικοθυρεοειδούς μυός με
αποτέλεσμα τη μειωμένη τάση της ομόπλευρης φωνητικής χορδής. Μεταβολή φωνητικού φάσματος –
δυσκολία στο τραγούδι. Απόκλιση οπίσθιας εντομής προς την πάσχουσα περιοχή
iii. Παράλυση του παλίνδρομου και άνω λαρυγγικού νεύρου: η παράλυτη φωνητική χορδή βρίσκεται σε
ενδιάμεση θέση. Το χάσμα της γλωττίδας είναι αρκετά ευρύ με σημαντική αδυναμία της φωνής και μείωση
της διάρκειας της φώνησης. Παρατηρούνται εισροφήσεις.
iv. Παράλυση του πνευμονογαστρικού νεύρου: συμπτώματα παράλυσης άνω και κάτω λαρυγγικού με τη
φωνητική χορδή ακίνητη σε ενδιάμεση θέση. Βράγχος φωνής, αδυναμία φωνής και εισροφήσεις. Ακινησία
της φωνητικής χορδής παρατηρείται και σε περίπτωση αγκύλωσης της κρικοαρυταινοειδούς άρθρωσης (σε
Ρευματοειδή Αρθρίτιδα ή τραυματισμό)
6. Διαγνωστική προσπέλαση και θεραπεία των παραλύσεων των φωνητικών χορδών
Διαγνωστική προσπέλαση
Διενεργείται όταν δεν είναι προφανής η αιτία της παράλυσης των φωνητικών χορδών. Αίτια της περιφερικού
τύπου παράλυσης μπορεί να είναι κάθε πάθηση που πλήττει το X ή τους κλάδους του. Υποβάλουμε τον
ασθενή σε CT για αποκλεισμό νεοπλασιών βάσης κρανίου, τραχήλου ή μεσοθωρακίου. Συχνότερη αιτία
παράλυσης φωνητικών χορδών, είναι ο διεγχειρητικός τραυματισμός κατά τη διάρκεια επεμβάσεων
θυρεοειδούς, ΑΜΣΣ και άλλων επεμβάσεων της περιοχής. Σπανιότερα αίτια είναι η διαβητική
πολυνευροπάθεια και οι ιογενείς νευροπάθειες. Αν βρεθεί αίτιο, χαρακτηρίζονται ιδιοπαθείς.
Θεραπεία
Σε μονόπλευρη παράλυση με καθήλωση στην ενδιάμεση θέση, συμβουλευτική παρέμβαση και υποδείξεις
για βελτίωση της φωνής – αποφυγή εισροφήσεων. Μετά από κάποιο χρόνο η υγιής φωνή προσάγεται
αντισταθμιστικά και η φωνή αποκαθίσταται σε καλό βαθμό. Επί αποτυχίας, χειρουργική μετατόπιση της
παράλυτης φωνητικής χορδής στη μέση γραμμή με τη χρήση προσθέσεων.
Σε αμφοτερόπλευρη, λόγω της έντονης δύσπνοιας απαιτείται η διενέργεια τραχειοτομής για τη διασφάλιση
του αεραγωγού. Σε εμμένουσα (>6 μήνες), πραγματοποιούμε επεμβάσεις διεύρυνσης της γλωττίδας σε ένα
εύρος που αποτελεί συμβιβασμό ανάμεσα στην επαρκή αναπνοή και μια ικανοποιητική ποιότητα φωνής.
7. Συγγενείς Παθήσεις του Λάρυγγα
i. Λαρυγγομαλακία: συχνότερη αιτία συγγενούς συριγμού, οφείλεται στην εισολκή και σύμπτωση κατά την
εισπνοή των ανώμαλα πλαδαρών αρυταινοειπιγλωττιδικών πτυχών και της μεγάλης επιγλωττίδας
ii. Λαρυγγικό διάφραγμα – Ατρησία Λάρυγγα: σπάνια, συνήθως στο επίπεδο της γλωττίδας και οφείλεται σε
ατελή διαχωρισμό των φωνητικών χορδών κατά την ανάπτυξη τους
iii. Κύστεις
iv. Αιμαγγειώματα Λάρυγγα: χαρακτηριστικό το υπογλωττιδικό, η φυσική του πορεία χαρακτηρίζεται από
αυξητική φάση που ακολουθείται από μακρόχρονη περίοδο αυτόματης υποστροφής. Το παιδί γεννιέται
ασυμπτωματικό και εμφανίζει διφασικό συριγμό κατά την 4η – 8η εβδομάδα και ανάλογα με το βαθμό της
απόφραξης, κυάνωση, εισολκές, διαταραχές ύπνου και σίτισης.

21
v. Συγγενής υπογλωττιδική στένωση: χαρακτηρίζεται από συριγμό κατά την προσπάθεια ή κατά τη διάρκεια
λοιμώξεων του αναπνευστικού. Σε σοβαρότερη στένωση υπάρχει διφασικός συριγμός, κυάνωση και
υλακώδης βήχας
vi. Συγγενής παράλυση φωνητικών χορδών: αν είναι μονόπλευρη δεν προκαλεί συριγμό όταν το παιδί κοιμάται
αλλά γίνεται εμφανής όταν κλαίει. Η αμφοτερόπλευρη προκαλεί έντονη δύσπνοια και συριγμό.
8. Οξεία λαρυγγίτιδα – Κλινική εικόνα
Οφείλεται σε ιούς και σπανιότερα σε μικροβιακή επιμόλυνση. Εκδηλώνεται με βράγχος φωνής, αίσθημα
δυσφορίας στον λαιμό (καυσαλγία, πόνος στην ομιλία – κατάποση, αίσθημα ξηρότητας), υλακώδη βήχα,
πυρετό, δύσπνοια (ιδίως στα βρέφη - παιδιά). Σε προσβολή των βρόγχων και παραγωγικός βήχας με άφθονη
απόχρεψη. Στα μικρά παιδιά μπορεί να εξελιχθεί σε λαρυγγοτραχειο – βρογχίτιδα. Στη λαρυγγοσκόπηση, ο
βλεννογόνος είναι εξέρυθρος – οιδηματώδης, με παχύρευστη βλέννη στην περιοχή των αρυταινοειδών και οι
φωνητικές χορδές είναι ερυθρές και παχυμένες με φυσιολογική όμως κινητικότητα. Θεραπεία: αφωνία, υγρή
ατμόσφαιρα, αποφυγή καπνίσματος – αλκοόλ, αναλγητικά, διαλύματα μενθόλης, αντιβηχικά, αντιβιοτικά σε
μικροβιακή επιμόλυνσηκαι κορτικοστεροειδή. Παιδιά με έντονη δύσπνοια να δίνονται εισαγωγή για
παρακολούθηση και υποστήριξη ζωτικών.
9. Οξεία υπεργλωττιδική λαρυγγίτιδα
Αίτια
Οφείλεται στον αιμόφιλο της ινφλουέντζας τύπου Β και χαρακτηρίζεται από έντονο φλεγμονώδες οίδημα
επιγλωττίδας – υπεργλωττιδικού λάρυγγα. Προσβάλει κυρίως παιδιά 3- 7 χρονών.
Κλινική εικόνα
Η φλεγμονή εξελίσσεται ταχύτατα λόγω του έντονου οιδήματος και μπορεί να προκληθεί απόφραξη,
ασφυξία και θάνατος. Ο ασθενής εμφανίζει βαριά κλινική εικόνα με υψηλό πυρετό, ταχύτατα επιδεινούμενη
δύσπνοια με εισπνευστικό συριγμό, πνιχτή φωνή, σιαλόρροια και έντονη δυσκαταποσία. Το παιδία αναπνέει
σε καθιστή θέση με το πηγούνι προς τα επάνω και το στόμα ανοιχτό. Στην επισκόπηση του στοματοφάρυγγα
η επιγλωττίδα προβάλει εξέρυθρη, οιδηματώδης και φλεγμαίνουσα. Η έμμεση λαρυγγοσκόπηση να
αποφεύγεται.
Θεραπεία
Επείγουσα κατάσταση λόγω άμεσου κινδύνου απόφραξης του αεραγωγού. Απαιτείται εισαγωγή στο
νοσοκομείο και ετοιμότητα για διασωλήνωση. Χορήγηση ενδοφλέβιων αντιβιοτικών που καλύπτουν τον
αιμόφιλο (αμπικιλλίνη, κεφαλοσπορίνες), οξυγόνου με υγραντήρα και κορτικοστεροειδή. Σε επιδείνωση της
δύσπνοιας διενεργούμε τραχειοτομή.
10. Χρόνια λαρυγγίτιδα
Κλινική εικόνα
Κύριο σύμπτωμα το βράγχος φωνής, που συνοδεύεται από πόνο, δυσφορία, αίσθημα ξένου σώματος και
βήχα στην προσπάθεια του ασθενή να καθαρίσει το λάρυγγα του. Στη λαρυγγοσκόπηση παρατηρείται στα
πρώιμα στάδια οίδημα και υπεραιμία βλεννογόνου και μεταγενέστερα πάχυνση του επιθηλίου και
υπερπλασία. Οι φωνητικές χορδές εμφανίζουν παχύνσεις του επιθηλίου και λευκοπλακία. Συνήθως
συνυπάρχει φαρυγγίτιδα από τις οπισθορρινικές βλεννοπυώδεις εκκρίσεις που λιμνάζουν - αποξηραίνονται.
Ταξινόμηση
Διακρίνονται 3 μορφές χρόνιας λαρυγγίτιδας:
i. Υπεραιμική: οι φωνητικές χορδές είναι εξέρυθρες, οιδηματώδεις και καλύπτονται από εκκρίσεις
22
ii. Υπερτροφική: υπερπλασία και πάχυνση των γνήσιων και νόθων χορδών, των αρυταινοειδών και του
μεσαρυταινοειδούς χώρου
iii. Ατροφική ή ξηρά λαρυγγίτιδα: με φωνητικές χορδές εξοιδημένες, ατροφικές και ωχρές
Ειδικές Μορφές
i. Φυματίωση
ii. Σύφιλη
iii. Σαρκοείδωση
iv. Πέμφιγα και Πεμφιγοειδές
v. Αμυλοείδωση
Θεραπεία
Συχνά αναποτελεσματική και συνιστάται στην αποφυγή των προδιαθεσιακών παραγόντων που την
προκαλούν και σε ορθή χρήση της φωνής. Αν δεν υπάρξει βελτίωση και εμφανιστεί παχυβλεννογονίτιτδα,
έλκη εξ επαφής και λευκοπλακία, διενεργείται μικρολαρυγγοσκόπηση και βιοψία για αποκλεισμό αρχόμενου
καρκίνου των φωνητικών χορδών.
11. Προκαρκινωματώδεις καταστάσεις του λάρυγγα και παράγονται κινδύνου
Αναφέρονται όλες οι βλάβες που προηγούνται ενός καρκινώματος. Μιλώντας κλινικά, ομοιάζουν με χρόνια
λαρυγγίτιδα και αντιστοιχούν ιστολογικά σε μεταβολές που κυμαίνονται από απλή υπερπλασία έως
καρκίνωμα in situ. Πρόκειται για την παχυβλεννογονίτιδα και τη λευκοπλακία και εκδηλώνονται όπως και η
χρόνια λαρυγγίτιδα με κύριο σύμπτωμα το βράγχος φωνής. Στη παχυβλεννογονίτιδα, παρατηρείται
υπερπλασία του επιθηλίου του λάρυγγα. Το αναπνευστικό επιθήλιο αντικαθίσταται από μεταπλαστικό
πλακώδες επιθήλιο με κερατινοποίηση και κατά τόπους εμφανίζεται λευκωπή υπερπλασία στις φωνητικές
χορδές που ονομάζεται λευκοπλακία. Ιστολογικά διακρίνονται 3 στάδια κατά Kleinnsasser:
i. Στάδιο I: απλή υπερπλασία επιθηλίου, χωρίς κεράτωση και κυτταρική ατυπία
ii. Στάδιο II: υπερπλασία του επιθηλίου με δυσπλασία και μεμονωμένες κυτταρικές ατυπίες
iii. Στάδιο III: επιθήλιο με μιτώσεις, διαταραχή στην ωριμότητα του επιθηλίου, κυτταρικές ατυπίες, χωρίς
διάσπαση της βασικής μεμβράνης (καρκίνωμα in situ)
Οι αιτιολογικοί παράγοντες για την ανάπτυξη αυτών των βλαβών είναι οι εξής:
i. Καπνός (κερατινοποίηση του επιθηλίου, 7 φορές μεγαλύτερος κίνδυνος δυσπλασίας)
ii. Άσβεστος (παρόμοια επίδραση με αυτή του καπνού)
iii. Νικέλιο, ροκανίδια, χρώμιο, αρσενικό, θειικό οξύ.
iv. Αλκοόλ (συνεργική δράση με το αλκοόλ, προκαλεί μικροδιατρήσεις του επιθηλίου στις οποίες δρα ο καπνός,
οδηγεί σε υποβιταμίνωση Α που είναι αντιοξειδωτικός παράγοντας)
v. Ιοί θηλωμάτων (αυξημένη ανίχνευση του ιού στον καρκίνο του λάρυγγα)
vi. Ακτινοβολία (διπλάσιος κίνδυνος για την ανάπτυξη 2ου πρωτοπαθούς)
vii. Κληρονομικοί παράγοντες
12. Καρκίνος του λάρυγγα
Κλινική εικόνα
Το πρώτο και κυριότερο σύμπτωμα είναι το βράγχος φωνής, που σταδιακά επιδεινώνεται. Βράγχος > 3
εβδομάδες να διερευνάται. Άλλο σύμπτωμα είναι η δύσπνοια, λόγω μείωσης της αναπνευστικής οδού στο
επίπεδο της γλωττίδας και είναι σημάδι προχωρημένου σταδίου. Ακολούθως η αιμόπτυση, όχι συχνό
σύμπτωμα προχωρημένου σταδίου. Διόγκωση στην πρόσθια τραχηλική χώρα υπάρχει σε έναν μεγάλο
γλωττιδικό όγκο που διέσπασε το θυρεοειδή χόνδρο. Τραχηλική διόγκωση λόγω διήθησης τραχηλικών
λεμφαδένων δεν είναι συχνή στ αμιγώς γλωττιδικά καρκινώματα. Φωνή δίκην βρώσης ζεστής πατάτας σε
μεγάλα υπεργλωττιδικά νεοπλάσματα και σε χωροκατακτητικές παθήσεις του στόματο- και υπο- φάρυγγα.
Τέλος η αντανακλαστική ωταλγία κατά την κατάποση είναι ένδειξη βλάβης στην υπεργλωττιδική μοίρα του
λάρυγγα αλλά και του στοματο – υπό- φάρυγγα
Διάγνωση
23
Η υπόνοια μπαίνει από το ιστορικό, την κλινική εικόνα και την έμμεση λαρυγγοσκόπηση. Απαιτείται όμως για
την επιβεβαίωση άμεση λαρυγγοσκόπηση υπό γενική αναισθησία και βιοψία από διάφορες θέσεις. Επίσης
απαιτείται CT με έγχυση σκιαγραφικού ( όρια – λεμφαδενικές μεταστάσεις) καθώς και απλή ακτινογραφία
θώρακα (μεταστάσεις πνεύμονα)
Ταξινόμηση ανά εντόπιση και πρόγνωση
i. Γλωττιδικό καρκίνωμα: ξεκινά στο πρόσθιο 1/3 της μίας φωνητικής χορδής και από εκεί επεκτείνεται προς
διάφορες κατευθύνσεις. Σε προχωρημένα στάδια διηθεί τον θυρεοειδή χόνδρο ή την κρικοθυρεοειδική
μεμβράνη ξεπερνώντας τα όρια του λάρυγγα. Η συχνότερη εντόπιση. Έχει την καλύτερη πρόγνωση διότι
λόγω της εντόπισης του δίνει από τα αρχικά του στάδια βράγχος φωνής, για το οποίο γίνεται άμεσα
διερεύνηση.
ii. Υπεργλωττιδικό καρκίνωμα: 2ο σε συχνότητα επίπεδο. Δεν παρουσιάζει σαν πρώτο σύμπτωμα το βράγχος
φωνής, καθώς δε διηθεί αρχικά τις φωνητικές χορδές. Δύσπνοια εμφανίζεται μόνο σε προχωρημένα στάδια
λόγο του μεγαλύτερου εύρους του υπεργλωττιδικού χώρου. Έτσι εκδηλώνεται μόνο με άτυπα ενοχλήματα
στα αρχικά στάδια, όπως δυσκαταποσία, αντανακλαστική ομόπλευρη ωταλγία και αίσθημα ξένου σώματος
στο λαιμό, φωνή ζεστής πατάτας. Για αυτό η διάγνωση γίνεται σε προχωρημένα στάδια όταν ήδη υπάρχουν
τραχηλικές μεταστάσεις και έτσι έχει την χειρότερη πρόγνωση.
iii. Υπογλωττιδικό καρκίνωμα: εξαιρετικά σπάνιο, εκδηλώνεται με εισπνευστικό συριγμό και δύσπνοια και
αργότερα με βράγχος φωνής.
iv. Διαγλωττιδικό καρκίνωμα: χαρακτηρίζεται οποιοδήποτε από τα πιο πάνω καρκινώματα που καταλαμβάνει
επεκτεινόμενο τουλάχιστον δύο ορόφους του λάρυγγα.
Θεραπεία
Αντιμετωπίζεται χειρουργικά, με ακτινοθεραπεία ή με συνδυασμό και των δύο. Η χημειοθεραπεία έχει
ένδειξη μόνο σε προχωρημένα στάδια και πάντα σε συνδυασμό με μία από τις άλλες δύο. Στα αρχικά στάδια
η ακτινοθεραπεία και η χειρουργική αντιμετώπιση έχουν συγκρίσιμα αποτελέσματα. Σε πιο προχωρημένα,
προτιμάται η χειρουργική με προεγχειρητική ή μετεγχειρητική ακτινοθεραπεία. Τα χαμηλής διαφοροποίησης
καρκινώματα είναι πιο ακτινοευαίσθητα. Η χειρουργικές μέθοδοι αντιμετώπισης των καρκινωμάτων του
λάρυγγα διακρίνονται σε:
I. Συντηρητικές:
i. Αποφλοίωση: σε in situ καρκινώματα
ii. Χορδεκτομή: έχει ένδειξη σε Τ1 γλωττιδικά καρκινώματα που περιορίζεται στη μία φωνητική χορδή,
αφαιρείται η μία φωνητική χορδή μέχρι τη φωνητική απόφυση του αρυταινοειδούς
iii. Κάθετη ημιλαρυγγεκτομή: αφαίρεση της μίας φωνητικής χορδής, της συστοίχου νόθας και του ενός
πετάλου του θυρεοειδούς χόνδρου, συνοδεύεται πάντοτε από προσωρινή τραχειοστομία, έχει ένδειξη σε
Τ2 γλωττιδικά καρκινώματα και ορισμένες Τ3 περιπτώσεις.
iv. Οριζόντια ή υπεργλωρριδική ημιλαρυγγεκτομή: ένδειξη στο υπεργλωττιδικό καρκίνωμα που δεν διηθεί
τις φωνητικές χορδές. Οριζόντια τομή στη μεσότητα της πρόσθιας τραχηλικής χώρας στην οποία
αφαιρείται το υοειδές οστό, η επιγλωττίδα και οι 2 νόθες φωνητικές χορδές. Συνοδεύεται πάντοτε
προσωρινή τραχειοστομία που διατηρείται για 2-3 εβδομάδες μέχρι δηλαδή ο ασθενής να μπορεί να
σιτίζεται χωρίς εισρόφηση λόγω της έλλειψης της επιγλωττίδας.
II. Ριζικές επεμβάσεις:
i. Ολική λαρυγγεκτομή: έχει ένδειξη σε προχωρημένα καρκινώματα του λάρυγγα και σε υποτροπές όλων
των συντηρητικών επεμβάσεων ή της ακτινοθεραπείας. Αφαιρείται ολόκληρος ο λάρυγγας και το υοειδές
οστό. Ο ανοιχτός λάρυγγας κλείνεται με φαρυγγοπλαστική σε δύο στρώματα. Δημιουργούμε το μόνιμο
τραχειόστομα μέσω του οποίου ο ασθενής θα αναπνέει εφ’ όρου ζωής. Η κυριότερη αναπηρία από την
επέμβαση είναι η αδυναμία ομιλίας
13. Φωνητική αποκατάσταση ασθενών μετά από ολική λαρυγγεκτομή

24
i. Ανάπτυξη οισοφάγειας ομιλίας: ο ασθενής εκπαιδεύεται να καταπίνει αέρα και να τον συγκεντρώνει στον
οισοφάγο του και στη συνέχεια να τον βγάζει προκαλώντας φωνή.
ii. Φωνητικές προσθέσεις: είτε κατά την λαρυγγεκτομή ή σε 2ο χρόνο δημιορυγούμε ένα τραχειο – οισοφαγικό
συρίγγιο κοντά στο μόνιμο τραχειόστομα του ασθενούς. Στον αυλό του συριγγίου, εφαρμόζεται μια
φωνητική πρόθεση από συνθετικό υλικό που επιτρέπει την διέλευση του αέρα αλλά όχι των τροφών. Ο
ασθενής κλείνει προσωρινά κατά την εκπνοή το τραχειόστομα ώστε να εκτρέψει τον αέρα από την τραχεία
προς τον οισοφάγο μέσω της πρόσθεσης. Έτσι επιτυγχάνεται η φώνηση.
iii. Λαρυγγόφωνο ή τεχνητός λάρυγγας: πρόκειται για μία εξωτερική συσκευή που λειτουργεί με μπαταρία και
παράγει δονήσεις. Ο ασθενής την κρατά στο χέρι και όταν θέλει να μιλήσει ακουμπά στους μυς του
τραχήλου. Η φωνή που παράγεται είναι σταθερής έντασης χωρίς δυνατότητα αυξομείωσης και έχει μία
μονότονη μεταλλική χαρακτηριστική χροιά.
14. Ενδείξεις και επιπλοκές τραχειοτομής
Ενδείξεις
i. Οίδημα του στοματοφάρυγγα (βάση γλώσσας, αμυγδαλές, σταφυλή και υπερώα)
ii. Τραύμα – αιμάτωμα στον στοματοφάρυγγα ή υποφάρυγγα
iii. Τραύμα στο λάρυγγα
iv. Οίδημα λάρυγγα (φλεγμονώδους ή αλλεργικής αιτιολογίας)
v. Ξένα σώματα λάρυγγα
vi. Καρκίνωμα λάρυγγα
vii. Στένωση λάρυγγα – υπογλωττιδικής περιοχής
viii. Συγγενείς παθήσεις όπως υπογλωττιδικό αιμαγγείωμα
ix. Αμφοτερόπλευρη παράλυση φωνητικών χορδών
x. Χειρουργικές επεμβάσεις στο λάρυγγα ή το φάρυγγα
xi. Εισρόφηση κυρίως από νευρολογικές παθήσεις
xii. Αδύνατη ή δύσκολη διασωλήνωση
xiii. Βρογχική τουαλέτα
xiv. Μείωση νεκρού χώρου σε πνευμονοπάθειες
xv. Ανάγκη παρατεταμένης διασωλήνωσης (τροχαία, εγκεφαλικά, νευροχειρουργικές επεμβάσεις)
xvi. Βαρεία υπνική άπνοια που δεν αντιμετωπίζεται με άλλα μέσα
Πρώιμες Επιπλοκές
i. Αιμορραγία
ii. Απόφραξη τραχειοσωλήνα
iii. Μετατόπιση τραχειοσωλήνα
iv. Υποδόριο εμφύσημα
v. Πνευμοθώρακας
vi. Παράλυση φωνητικής χόρδης
Απώτερες Επιπλοκές
i. Φλεγμονή
ii. Στένωση τραχείας
iii. Ρήξη ανωνύμου αρτηρίας
iv. Εισρόφηση
v. Δημιουργία κοκκιώματος
15. Ξένο σώμα βρόγχου
Κλινική εικόνα
Αφορά παιδιά (>75%), η εισρόφηση γίνεται την στιγμή απότομης αντίδρασης κατά τη διάρκεια της τροφής. Η
εισρόφηση συνοδεύεται από οξεία συμπτωματολογία με έντονο παροξυσμικός βήχα, πνιγμονή και κυάνωση
που υποχωρεί και καταλείπει δύσπνοια ποικίλου βαθμού. Συνήθως τα ξένα σώματα προωθούνται προς τους
25
στελεχιαίους και σπανιότερα στους τμηματικούς βρόγχους, οπότε η δύσπνοια βελτιώνεται ή εξαφανίζεται
και η κλινική συμπτωματολογία υποχωρεί. Η ασυμπτωματική αυτή περίοδος διαρκεί από λίγες ώρες μέχρι
μήνες. Η παραμονή του ξένου σώματος προκαλεί ερεθισμό του τραχειοβρογχικού δέντρου με βλεννοπυώδεις
εκκρίσεις του κατώτερου αναπνευστικού. Χρόνια παραμελημένα ξένα σώματα προκαλούν υποτροπιάζουσες
βρογχοπνευμονίες, πνευμονικά αποστήματα και βρογχεκτασίες.
Διάγνωση
Στηρίζεται στο θετικό ιστορικό εισρόφησης, στην ακρόαση των πνευμόνων και τον ακτινολογικό έλεγχο. Στην
ακρόαση διαπιστώνεται υπαερισμός μέχρι σιγή σε πλήρη απόφραξη και συρίττοντες στη μέση γραμμή. Ο
ακτινολογικός έλεγχος περιλαμβάνει ακτινογραφίες θώρακα και τραχήλου, ακτινογραφίες κατά την εισπνοή
και την εκπνοή, ακτινοσκόπηση και σε ειδικές καταστάσεις CT ή MRI. Ωστόσο τα συνήθη ξένα σώματα είναι
ακτινοδιαφανή και δεν είναι άμεσα ορατά στον ακτινολογικό έλεγχο του θώρακα. Καταγράφονται όμως
έμμεσα σημεία της ύπαρξης τους και συγκεκριμένα αποφρακτικό εμφύσημα της πάσχουσας πλευράς (40-
60%), μετατόπιση του μεσαυλίου προς το αντίθετο ημιθωράκιο, ενώ σπανιότερα καταγράφεται ατελεκτασία,
πύκνωση του πνευμονικού παρεγχύματος ή φυσιολογικά ακτινολογικά ευρήματα (5-30%).
Διαφορική Διάγνωση Οξείας εισρόφησης
i. Οξεία λαρυγγοτραχειϊτιδα
ii. Επιγλωττίτιδα
iii. Οίδημα λάρυγγα
iv. Οπισθοφαρυγγικό απόστημα
v. Οξεία βρογχίτιδα
vi. Κοκκύτης
vii. Παροξυσμός του βρογχικού άσθματος
Διαφορική διάγνωση παραμελημένης εισρόφησης
i. Χρόνια βρογχίτιδα
ii. Συγγενής – επίκτητη στένωση βρόγχου
iii. Βρογχικό άσθμα
iv. Πνευμονία από ατελεκτασία
v. Εμφύσημα
Θεραπεία
Αφαίρεση με τραχειοβρογχοσκόπηση. Το σημαντικότερο για την λήψη της απόφασης είναι το θετικό ιστορικό
εισρόφησης. Η τραχειοβρογχοσκόπηση διακρίνεται σε ανώτερη (μέσα από το στόμα) και σε κατώτερη (μέσα
από τη τραχειοστομία). Με το κατάλληλο βρογχοσκόπιο ελέγχεται ο λάρυγγας, η τραχεία, η τρόπιδα και η
είσοδος των κύριων και τμηματικών βρόγχων. Αναρροφούνται εκκρίσεις και όταν εντοπισθεί το ξένο σώμα
αφαιρείται με λαβίδες σύλληψης. Ακολούθως γίνεται επανέλεγχος του τραγχειοβρογχικού για πιθανή
ύπαρξη και άλλων τεμαχίων του ξένου σώματος. Ποσοστό επιπλοκών: 2-10%, θνητότητα 0,5 – 2%. Ξένα
σώματα στη περιφέρεια του πνεύμονα μπορούν να αφαιρεθούν υπό ακτινοσκοπική καθοδήγηση ή με
ανοιχτή χειρουργική αφαίρεση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 – ΤΡΑΧΗΛΟΣ
1. Αίτια τραχηλικών διογκώσεων
A. ΕΞΩΛΕΜΦΑΔΕΝΙΚΕΣ ΔΙΟΓΚΩΣΕΙΣ
I. Συγγενείς Παθήσεις
i. Κύστη θυρεογλωσσικού πόρου
ii. Βραγχιακή κύστη
iii. Κυστικό ύγρωμα

26
iv. Δερμοειδής Κύστη
v. Αιμαγγείωμα
II. Πρωτοπαθείς όγκοι των μαλακών μορίων
i. Χημειοδέκτωμα (παραγαγγλίωμα)
ii. Νευρίνωμα
iii. Λίπωμα
iv. Χονδρωμα
v. Σάρκωμα (συνήθως ραβδομυοσάρκωμα)
III. Διογκώσεις του θυρεοειδούς αδένα
i. Βρογχοκήλη
ii. Νεοπλάσματα
iii. Θυρεοειδίτιδα
IV. Διογκώσεις των σιελογόνων αδένων
i. Σιαλαδενίτιδα του υπογνάθιου σιελογόνου αδένα και της ουράς της παρωτίδας
ii. Νεοπλάσματα
V. Φλεγμονώδεις διογκώσεις
i. Φλεγμονές του δέρματος
ii. Εν τω βάθει τραχηλικές φλεγμονές και αποστήματα
VI. Διάφορα αίτια
i. Λαρυγγοκήλη
ii. Σμηγματογόνες κύστεις
iii. Εκκολπώματα του Zenker
VII. Ανατομικές παραλλαγές που υποδύονται τραχηλικές διογκώσεις
i. Υπεράριθμη αυχενική πλευρά
ii. Μακρά βελονομαστοειδής απόφυση
iii. Ευμεγέθης εγκάρσια απόφυση του Α2
iv. Ελικοειδής και αρτηριοσκληρωτική καρωτίδα
B. ΛΕΜΦΑΔΕΝΙΚΕΣ ΔΙΟΓΚΩΣΕΙΣ
I. Φλεγμονώδης διόγκωση των λεμφαδένων
a. Μη ειδική λεμφαδενίτιδα
i. Δευτεροπαθής σε μικροβιακές και ιογενείς φλεγμονές της περιοχής
ii. Λοιμώδης Μονοπυρήνωση
b. Ειδική λεμφαδενίτιδα
i. Φυματίωση
ii. Σαρκοείδωση
iii. Νόσος εξ ονύχων γαλής
iv. Τοξοπλάσμωση
v. AIDS
II. Νεοπλασματική διόγκωση των λεμφαδένων
a. Πρωτοπαθή νεοπλάσματα των λεμφαδένων
i. Λεμφώματα (Hodgkin και μη Hodgkin
27
b. Λεμφαδενικές μεταστάσεις
i. Καρκινώματα της περιοχής της κεφαλής και του τραχήλου
ii. Κακοήθεις όγκοι από ενδοθωρακικά και ενδοκοιλιακά όργανα
iii. Αγνώστου πρωτοπαθούς εστίας νεοπλάσματα
2. Τραχηλικές διογκώσεις μέσης γραμμής
i. Από τον θυρεοειδή αδένα (βρογχοκήλη, αδενώματα και καρκινώματα). Κινούνται μόνο με την κατάποση
ii. Κύστεις θυρεογλωσσικού πόρου (κινούνται με την κατάποση και την έξοδο της γλώσσας προς τα έξω)
iii. Δερμοειδείς κύστεις (πάνω από το υοειδές)
iv. Χονδρώματα από χόνδρους του λάρυγγα (ιδιαίτερη σκληρότητα)
3. Διαφορική διάγνωση πλαγιοτραχηλικών διογκώσεων
i. Συγγενείς βραγχιακές κύστεις (παρουσιάζουν κλυδασμό, άνω 1/3 πρόσθιου χείλους στερνο/ειδούς)
ii. Ειδικές λεμφαδενίτιδες όπως φυματίωση (φλεγμονώδης διήθηση με ερυθρότητα)
iii. Λεμφώματα
iv. Λεμφαδενικές μεταστάσεις από καρκινώματα κεφαλής – τραχήλου
v. Όγκοι καρωτιδικού σωματίου όπως παραγαγγλιώματα (στο ύψος του διχασμού της καρωτίδας,
παρουσιάζουν σφίξεις και φύσημα κατά την ακρόαση)
vi. Λεφμαγγειώματα (παρουσιάζουν κλυδασμό αλλά είναι μεγαλύτερα από τις βραγχιακές κύστεις, πολύχωρα)
vii. Αιμαγγειώματα
viii. Λαρυγγοκήλες (άμεση συνάφεια με τον λάρυγγα, μαλακές – κινητές διογκώσεις)
4. Κλινικός, εργαστηριακός και απεικονιστικός έλεγχος τραχηλικής διόγκωσης
Κλινικός
Περιλαμβάνει την επισκόπηση και κυρίως την ψηλάφηση. Στην επισκόπηση προσδιορίζουμε τη θέση,
εντοπίζουμε το εξωτερικό στόμιο αν πρόκειται για συρίγγιο, διαπιστώνουμε την ερυθρότητα του δέρματος σε
περίπτωση φλεγμονής και τέλος ελέγχουμε την κινητικότητα της διόγκωσης κατά τις καταποτικές κινήσεις.
Στη ψηλάφηση καθορίζουμε τη θέση, το μέγεθος, τη σύσταση, την κινητικότητα, την ευαισθησία και τυχόν
επιπρόσθετα χαρακτηριστικά της μάζας (π.χ. ύπαρξη σφύξεων)
Εργαστηριακός - Απεικονιστικός
Οφείλουν να είναι προσανατολισμένες προς την κλινική υποψία με βάση την διαφοροδιάγνωση που έχει
κτιστεί κατά το ιστορικό – κλινική εξέταση. Οι εξετάσεις που πρέπει απαραίτητα να δοθούν σε κάθε
τραχηλική διόγκωση είναι η γενική εξέταση αίματος (λευκοκυττάρωση σε φλεγμονώδεις διογκώσεις) και η
ακτινογραφία θώρακα (χαρακτηριστικά ευρήματα σε φυματίωση, λέμφωμα, σαρκοείδωση και ca πνεύμονα).
Ο περαιτέρω εργαστηριακός έλεγχος κατευθύνεται ως εξής:
i. Σε διογκώσεις προερχόμενες από τον θυρεοειδή ζητούμε επίπεδα θυρεοειδικών ορμονών
ii. Σε υποψία λοιμώδους μονοπυρήνωσης ζητούμε mono – test
iii. Σε υποψία ειδικών μικροβιακών ή ιογενών λοιμώξεων ζητούμε τις αντίστοιχες ορολογικές εξετάσεις
iv. Σε υποψία λεμφώματος ζητούμε επίπεδα ανοσοσφαιρινών
v. Σε υποψία φυματιώδους τραχηλικής λεμφαδενίτιδας, διενέργεια Mantoux
Ο απλός ακτινολογικός έλεγχος μπορεί να περιλαμβάνει και την απλή ακτινογραφία τραχήλου (ύπαρξη
σιελόλιθων – φυματιωδών λεφμαδένων). Ο περαιτέρω ακτινολογικός έλεγχος περιλαμβάνει:
i. Υπερηχογράφημα: καθορίζεται κυρίως η σύσταση της διόγκωσης (συμπαγής ή κυστική)
ii. Αξονική τομογραφία: απεικονίζεται η σύσταση της διόγκωσης και η σχέση της με του γύρω ιστούς και αγγεία
iii. Μαγνητική τομογραφία: ίδιες ενδείξεις με αξονική, υπερέχει στην απεικόνιση μαλακών μορίων. Συνδυάζεται
και με μαγνητική αγγειογραφία για την διερεύνηση διογκώσεων αγγειακής προέλευσης όπως ανευρυσμάτων
iv. Σπινθηρογράφημα: θυρεοειδούς όπου απεικονίζονται οι παθολογικές αλλοιώσεις του φαρμάκου ανάλογα με
την πρόληψη ή όχι του ραδιοφαρμάκου
28

You might also like