Κλίση ρημάτων σε όλους τους χρόνους και στις δύο φωνές - ΄Β συζυγία - αγαπώ - αγαπιέμαι

You might also like

Download as doc, pdf, or txt
Download as doc, pdf, or txt
You are on page 1of 2

Β΄συζυγία

Ενεργητική φωνή

Οριστική

Εξακολουθητικός Συνοπτικός Συντελεσμένος


Ενεστώτας Παρατατικός Αόριστος Παρακείμενος Υπερσυντέλικος
Μέλλοντας Μέλλοντας Μέλλοντας

θα αγαπώ/
αγαπώ/αγαπάω αγαπούσα αγάπησα θα αγαπήσω έχω αγαπήσει είχα αγαπήσει θα έχω αγαπήσει
θα αγαπάω

αγαπάς αγαπούσες αγάπησες θα αγαπάς θα αγαπήσεις έχεις αγαπήσει είχες αγαπήσει θα έχεις αγαπήσει

αγαπά/αγαπάει αγαπούσε αγάπησε θα αγαπά/ θα αγαπάει θα αγαπήσει έχει αγαπήσει είχε αγαπήσει θα έχει αγαπήσει

αγαπάμε/αγαπούμε αγαπούσαμε αγαπήσαμε θα αγαπάμε/ θα αγαπήσουμε έχουμε αγαπήσει είχαμε αγαπήσει θα έχουμε αγαπήσει
θα αγαπούμε
αγαπάτε αγαπούσατε αγαπήσατε θα αγαπάτε θα αγαπήσετε έχετε αγαπήσει είχατε αγαπήσει θα έχετε αγαπήσει

αγάπησαν/
αγαπάνε/αγαπούν(ε) αγαπούσαν(ε) θα αγαπάνε/ θα αγαπήσουν(ε) έχουν(ε) αγαπήσει είχαν(ε) αγαπήσει θα έχουν(ε) αγαπήσει
αγαπήσανε αγαπούν(ε)

Ενεργητική φωνή Ενεργητική φωνή

Υποτακτική Προστακτική

Ενεστώτα Αορίστου Παρακειμένου Ενεστώτα Αορίστου

(Εξακολουθητική) (Συνοπτική) (Συντελεσμένη) (Εξακολουθητική) (Συνοπτική)

να αγαπώ/ να αγαπάω να αγαπήσω να έχω αγαπήσει - -

να αγαπάς να αγαπήσεις να έχεις αγαπήσει αγάπα αγάπησε

να αγαπά/ να αγαπάει να αγαπήσει να έχει αγαπήσει - -

να αγαπάμε/ να αγαπούμε να αγαπήσουμε να έχουμε αγαπήσει - -

να αγαπάτε να αγαπήσετε να έχετε αγαπήσει αγαπάτε αγαπήστε

να αγαπάνε/ νααγαπούν(ε) να αγαπήσουν(ε) να έχουν(ε) αγαπήσει - -

Άλλοι τύποι: να αγαπούσα..., να αγάπησα..., να είχα αγαπήσει…

Απαρέμφατο: αγαπήσει Μετοχή: αγαπώντας


(εννοείται: αυτός)
Παθητική φωνή

Οριστική

Εξακολουθητικός Συνοπτικός Συντελεσμένος


Ενεστώτας Παρατατικός Αόριστος Παρακείμενος Υπερσυντέλικος
Μέλλοντας Μέλλοντας Μέλλοντας

αγαπιέμαι αγαπιόμουν(α) αγαπήθηκα θα αγαπιέμαι θα αγαπηθώ έχω αγαπηθεί είχα αγαπηθεί θα έχω αγαπηθεί

αγαπιέσαι αγαπιόσουν(α) αγαπήθηκες θα αγαπιέσαι θα αγαπηθείς έχεις αγαπηθεί είχες αγαπηθεί θα έχεις αγαπηθεί

αγαπιέται αγαπιόταν(ε) αγαπήθηκε θα αγαπιέται θα αγαπηθεί έχει αγαπηθεί είχε αγαπηθεί θα έχει αγαπηθεί

αγαπιόμασταν/
αγαπιόμαστε αγαπηθήκαμε θα αγαπιόμαστε θα αγαπηθούμε έχουμε αγαπηθεί είχαμε αγαπηθεί θα έχουμε αγαπηθεί
αγαπιόμαστε

αγαπιέστε/ αγαπιόσασταν/ θα αγαπιέστε/


αγαπηθήκατε θα αγαπιόσαστε θα αγαπηθείτε έχετε αγαπηθεί είχατε αγαπηθεί θα έχετε αγαπηθεί
αγαπιόσαστε αγαπιόσαστε

αγαπιόταν(ε)/
αγαπιούνται αγαπήθηκαν/ θα αγαπιούνται θα αγαπηθούν(ε) έχουν(ε) αγαπηθεί είχαν(ε) αγαπηθεί θα έχουν(ε) αγαπηθεί
αγαπιόντουσαν/
αγαπηθήκανε
αγαπιούνταν(ε)

Παθητική φωνή Παθητική φωνή

Υποτακτική Προστακτική

Ενεστώτα Αορίστου Παρακειμένου Ενεστώτα Αορίστου

(Εξακολουθητική) (Συνοπτική) (Συντελεσμένη) (Εξακολουθητική) (Συνοπτική)

να αγαπιέμαι να αγαπηθώ να έχω αγαπηθεί - -

να αγαπιέσαι να αγαπηθείς να έχεις αγαπηθεί - αγαπήσου

να αγαπιέται να αγαπηθεί να έχει αγαπηθεί - -

να αγαπιόμαστε να αγαπηθούμε να έχουμε αγαπηθεί - -

να αγαπιέστε/αγαπιόσαστε να αγαπηθείτε να έχετε αγαπηθεί - αγαπηθείτε

να αγαπιούνται να αγαπηθούν να έχουν(ε) αγαπηθεί - -

Άλλοι τύποι: να αγαπιόμουν(α)..., να αγαπήθηκα..., να είχα αγαπηθεί Έτσι κλίνονται: απαντώ, βαστώ, γελώ, γεννώ, γλεντώ, διψώ, κολλώ
Απαρέμφατο: αγαπηθεί Μετοχή: αγαπημένος κρατώ, κρεμώ, κυβερνώ, μελετώ, μετρώ, μιλώ, ξενυχτώ, ξεχνώ, πατώ, κ.τ.λ.
(εννοείται: αυτός)

You might also like