Download as docx, pdf, or txt
Download as docx, pdf, or txt
You are on page 1of 10

Βλέπω το γυάλισμα στα μάτια σου φίλε μου και ξέρω ότι αυτό δεν θέλεις

να το ακούς να αναφέρεται ελαφρά τη καρδία, μα σε βεβαιώνω: μόνο έτσι δεν


αναφέρεται. Πόνεσα για όσα έκανα εκεί και το πλήρωσα. Μπορεί όχι άμεσα,
μα μέσα στο πλήρωμα του χρόνου μετάνιωσα για κάθε έναν από εσάς που
έσφαξα σα να ήταν ζώο ή κάτι κατώτερο από αυτό.
Ας μην προτρέχω όμως…
Το ταξίδι ήταν κουραστικό, πολύωρο και βαρετό. Έφτασα στο
αεροδρόμιο και από εκεί με παρέλαβαν τρεις μπρατσωμένοι τύποι που με
οδήγησαν στον καταυλισμό του εργοταξίου που θα δουλεύαμε. Μου έδειξαν
την κουκέτα μου και παραήμουν κουρασμένος για να πιάσω κουβεντούλες με
τους άλλους εργάτες που ήταν εκεί. Ξεράθηκα στον ύπνο λοιπόν και την
επόμενη ξύπνησα προτού χαράξει και με οδήγησαν στο αφεντικό.
Δεν θα σε κουράσω με τα διαδικαστικά, ούτε με αυτή την δουλειά ούτε με
τις επόμενες που ίσως να ξέρεις. Με κυνηγήσατε όπου κι αν ήμουν και ξέρω
ότι γνωρίζεις όλα τα επαγγέλματα που έχω κάνει. Θα σου πω όμως γρήγορα
όσα μου πήραν μέρες και μήνες, για να επιταχύνω προς το ζουμί της ιστορίας.
Αφού αποφάσισες να με ακούσεις θα μοιραστώ μαζί σου όλα όσα
οφείλεις να ξέρεις. Χαίρομαι που κάθισες, άραξε, σα το σπίτι σου… Σπάνια
ένας γέρος βρίσκει ακροατήριο που να ενδιαφέρεται να ακούσει, πόσο μάλλον
όταν ανοίγει την καρδιά του και μιλάει για πράγματα που τον στοιχειώνουν
τόσα χρόνια και δεν τα έχει πει πουθενά…
Ο Άντριους Κλέυ, το αφεντικό που λες, μου έδειξε τα κατατόπια. Το
εργοτάξιο χωριζόταν σε μέρη: ήταν οι κοιτώνες μας και το γραφείο, το
εστιατόριο και οι εξωτερικές τουαλέτες. Πέρα από αυτά υπήρχαν οι
αποφλοιωτήρες, οι αποθήκες, και τα πάρκιν των φορτηγών. Με τον καιρό
έμαθα ότι υπήρχε και ελικοδρόμιο στην άλλη άκρη του ποταμού, ενώ ο
ποταμός που κατέληγε σε εμάς ήταν η γρήγορη λύση για να παραμένει το
ξύλο ζωντανό με τους χυμούς του και ο ευκολότερος τρόπος μεταφοράς.
Εκεί φυσικά υπήρχε ένα θεματάκι: μερικές φορές οι κορμού έφραζαν την
ροή του ποταμού και ή υπήρχε ένας τυπάς με ένα μακρύ ξύλο που στην άκρη
του είχε ένα τσιγκέλι για να ξεφράξει το ρέμα ή ‘’ένας τρελός-λαγός’’ όπως
τους έλεγαν, ο οποίος έβαζε δυναμίτη και ευχόταν το φιτίλι να ήταν αρκετά
μακρύ για να προλάβει να επιστρέψει πίσω. Όλα αυτά περπατώντας πάνω
στους κορμούς με τον κίνδυνο να πέσεις μέσα στο νερό και να πεθάνεις από
ασφυξία, αφού το ενδεχόμενο να βγεις στην επιφάνεια ήταν μηδαμινό. Αλλά
αν δεν πήγαινες από αυτό στον Άγιο Πέτρο, υπήρχε πάντα το ενδεχόμενο να
σου έρθει ένας κορμός στο κεφάλι από την έκρηξη, εφόσον πετάγονταν μέτρα
στον αέρα. Οι στατιστικές μέχρι και πριν λίγες δεκαετίες, προτού πιάσω
δουλειά εκεί, έδειχναν ότι ένας ξυλοκόπος πέθαινε την μέρα. Κάθε μέρα! Για
τουλάχιστον δύο αιώνες!
Όπως φαντάζεσαι ήδη ένιωθα το στομάχι μου να δένεται κόμπος. Μου
είπε ότι το τσεκούρι μου δεν θα μου χρειαζόταν την πρώτη μέρα και με
οδήγησε στην άκρη της κατασκήνωσης. Εκεί μου γνώρισε τον Τζακ και μου
είπε ότι οι δυο μας θα κόβαμε με πριόνι κάποια δέντρα.
«Πρώτη σου μέρα;» είχε ρωτήσει ο Τζακ απλά όταν ο Άντριους μας
άφησε.
«Ναι.» απάντησα το ίδιο απλά, κοιτώντας τον με το ένα μάτι όπως με
κοιτούσε κι εκείνος.
«Ένα θα σου πω: πολύ καφέ! Λίγο αν ‘’κοιμάσαι’’ στην ώρα της δουλειάς
πέθανες. Δεν υπερβάλλω, μερικές φορές το δέντρο το κόβεις και ελπίζεις να
πέσει από την μία μεριά, μα κλωτσάει και πέφτει από την άλλη. Αν δεν σε
πλακώσει μπορεί να σου σπάσει τα μούτρα ή να σε αφήσει ανάπηρο με το
σπάσιμό του. Τα μάτια σου ανοιχτά το λοιπόν και καφέ.»
«Έγινε, φχαριστώ.» του έκανα σοβαρός και κινήσαμε μέσα στο δάσος.
Βρήκαμε ένα πριόνι και εκείνος το άρπαξε από την λαβή της μίας μεριάς
ενώ εγώ από την λαβή της άλλης. Και δώστου. Στην αρχή ήμασταν τόσο
ασυγχρόνιστοι που ο Τζακ άρχισε να με βρίζει, δεν το πολύ είχε το θέμα με
την υπομονή. Απόρησα γιατί δεν χρησιμοποιούσαμε αλυσοπρίονα, μα
αργότερα έμαθα ότι πέρα από καψόνι για να μάθεις τα εργαλεία, ήταν και
είδος δέντρου που το αλυσοπρίονο το καταστρέφει. Ηλίθιο ξύλο το σάμπα,
πολύ μαλακό, η καρμανιόλα που χρησιμοποιούσαμε ήταν ότι έπρεπε, δεν το
θρυμμάτιζε.
«Όταν σπρώχνω τραβάς και όταν τραβάω σπρώχνεις, ξύπνα ζώο!»
ούρλιαξε λοιπόν και έτσι έγινε. Αυτές ήταν οι οδηγίες. Τέρμα οι κουβέντες. Με
τις ανάσες μας να δίνουν τον ρυθμό και τις εκπνοές μας να κρατούν το τέμπο.
Δέκα δέντρα μετά είχε αρχίσει να σουρουπώνει, τα χέρια μου είχαν
καταματώσει και το σώμα μου υπέφερε. Επιστρέψαμε κι εγώ ήμουν
ξεθεωμένος. Έφαγα όπως όπως και ξεράθηκα στον ύπνο.
Με ξύπνησαν δέκα ώρες μετά και ένιωθα σα να είχα κλείσει τα μάτια μου
πέντε λεπτά μόλις. Ολόκληρο το σώμα μου ήταν πιασμένο και πονούσα
παντού. Ο Τζακ μου είπε ότι αν άφηνα το πιάσιμο και ντάντευα το σώμα μου,
ο πόνος δεν θα έφευγε ποτέ, η δουλειά ήταν η καλύτερη λύση. Είδα τα χέρια
μου και οι παλάμες ήταν σα ξεσκισμένες. Μου πέταξε ένα ζευγάρι γάντια και
μου είπε να φυτρώσω αρχίδια. Και πάλι στο δάσος και πάλι δέκα δέντρα. Και
με τον πόνο στο κεφάλι μου συνεχώς να καλπάζει και ο Τζακ απλά να μου
λέει να πάρω καμιά ασπιρίνη για να χωθούμε και πάλι. Τρίτη μέρα το ίδιο, με
τον πονοκέφαλο να τον καταπολεμώ με ασπιρίνες. Τέταρτη μέρα το ίδιο,
πέμπτη μέρα είχα αρχίσει να παίρνω το κολάι και ο πονοκέφαλος είχε χαθεί.
Δεν θα σε κουράσω με λεπτομέρειες. Πέρασαν οι βδομάδες και πέρασα από
το πριόνι στο αλυσοπρίονο και την θέση του Τζακ την πήρε ο Μπιλ. Άλλος
τρελάρας. Με έμαθε να το χειρίζομαι σαν επέκταση του χεριού μου και μετά
συνεχώς μου ούρλιαζε να κάνω πιο γρήγορα και να μην ‘’κοιμάμαι’’. Από τον
πρώτο μήνα την σιχάθηκα αυτή την ατάκα, όλη την είχαν καραμέλα εκεί πέρα.
Εγώ δεν μίλαγα όμως, σκεφτόμουν τα λεφτά και μέσα μου έβραζα.
Θα σε πάω στην επίμαχη μέρα το λοιπόν. Ήμουν εκεί ήδη τρεις μήνες
και είχα μάθει πια τα κατατόπια, το σώμα μου είχε χτιστεί και μερικές φορές
απλά με έβαζαν να κόβω κούτσουρα και να τα πηγαίνω με το φορτηγάκι στην
κοντινή πόλη. Γι αυτό χρησιμοποιούσα το δώρο της Νικόλ. Αυτή ήταν και η
πιο χαλαρή δουλειά, με τα πιο εύκολα λεφτά για την επιχείρησή μας και αν
ήμουν με καλό αφεντικό να με επιβλέπει, ξεμπερδεύαμε γρήγορα και αράζαμε
για καμιά μπύρα σε ένα από τα μαγαζάκια της μικρής πόλης.
Το κόψιμο κούτσουρων ήταν πραγματικά υπέροχο, με λίγα κοψίματα και
ελάχιστη κούραση γέμιζες ολάκερες στοίβες. Δούλευες ένα τρίωρο και μετά
ασχολιόσουν με μαλακίες γραφειοκρατικά. Ήμουν από τους παλιούς πια και
κάποιοι με συμπαθούσαν. Και έχοντας παλιώσει είχα εκτιμήσει κι εγώ το τι
κάναμε εκεί πέρα. Τους πρώτους μήνες ένιωθα ότι κάνω το πιο ανούσιο
πράγμα στο σύμπαν, ‘’ζώα του δάσους’’ μας έλεγα, μα αυτό άλλαξε κάπως με
τον καιρό.
Το κόψιμο του ξύλου ρε φίλε είναι γενικά ηδονή. Η καταστροφή της
φύσης για όποια οδό κι αν πάρει αργότερα δεν με ενθουσίαζε τόσο σαν ιδέα,
αλλά το σφίξιμο του σώματος, το τέντωμα των μυών σα να είναι σκοινιά, ο
ιδρώτας, το κάψιμο του κορμιού λόγω της δουλειάς και η μυρωδιά… Αχ, η
μυρωδιά του ξύλου που κόβεται και αυτή από το φρέσκο πριονίδι είναι ηδονή
φίλε μου. Αν υπάρχει καλύτερη μυρωδιά είναι αυτή από τους χυμούς μιας
γυναίκας εκεί κάτω της ή ενός καλού πιάτου φαγητό έπειτα από μεγάλη πείνα.
Μα η μυρωδιά του ξύλου είναι απλά υπέροχη, από τις αγαπημένες μου, δεν
την αλλοίωσε ακόμα και η μνήμη όλων όσων ακολούθησαν…
Και όσο για την δουλειά, ναι, το παραδέχομαι, όταν φυτρώσεις αρχίδια
και αναλάβεις τις ευθύνες σου, αντρωθείς με αυτή και την δεις σα σύμμαχο και
όχι σαν εχθρό, είναι ο καλύτερός σου φίλος. Βλέπεις τι αξίζεις από το τι
βγάζεις, πόσα πιάνουν τα χέρια σου και πόσο κόβει το μάτι σου, από τι είσαι
φτιαγμένος και από τι δεν είσαι. Ειδικά σαν χειρώνακτας που ήμουν εκείνη την
περίοδο, η εκτίμηση για όλους αυτούς τους ανθρώπους μεγάλωσε μέσα μου
απίστευτα. Μια ζωή τους θεωρούσα ηλίθια, αμόρφωτα ζώα, δίχως να
σκέφτομαι τις καταστάσεις και το τι τους οδήγησε εκεί, μα ένα σου λέω: όλοι
τους είναι εν δυνάμει φιλόσοφοι. Ακόμα και το μεγαλύτερο αρχίδι στην
δουλειά, θα σου πέταγε μια ατάκα, με λεξιλόγιο ίσως και φτωχότερο από το
δικό μου, μα θα σε άφηνε στο τόπο.
Ξέρεις γιατί;
Νομίζεις ότι όταν δουλεύεις με το σώμα ο νους αδρανεί; Τα κάνεις όλα
μηχανικά και αποβλακώνεσαι; Δεν στροφάρεις γι αυτό είσαι μέσα στα πριόνια
και τις οικοδομές και τα σίδερα και το οτιδήποτε; Λάθος φίλε μου! Είσαι
απίστευτα μόνος και έχεις μόνο εσένα και το κεφάλι σου για παρέα. Είσαι όλη
την μέρα μέσα στο κεφάλι σου, ειδικά αν ξέρεις την δουλειά και τα χέρια σου
κινούνται ‘’μηχανικά’’ όπως πιστεύεις, τότε κι αν σκέφτεσαι τα πάντα. Όλη σου
τη ζωή, όλα σου τα λάθη, όλα όσα έχασες ή κέρδισες, αναπολείς, αναλύεις και
είσαι ολομόναχος μέσα στο κεφάλι σου. Γι αυτό οι περισσότεροι πίνουν: δεν
αντέχουν όσα βρίσκουν εκεί μέσα. Αν βέβαια απορροφηθείς πολύ, ε, ξέρεις τι
παίζει με τα ατυχήματα…
Αλλά τι έλεγα ρε γαμώτο; Α, ναι!
Εκείνη την μέρα λοιπόν, έκοβα αμέριμνος τα κούτσουρά μου, όταν είδα
έναν περίεργο ανθρωπάκο να πηγαίνει στο γραφείο του Άντριους. Ο τυπάς
ήταν αδιάφορος: κοντόχοντρος με μουστάκι και κοστούμι σα δικηγόρος. Από
πίσω του είχε έναν μπρατσωμένο τυπά με το όπλο του να φαίνεται στο πλάι
του στρατιωτικού του παντελονιού. Πολύ περίεργο σκέφτηκα, μα συνέχισα την
δουλειά μου.
Και τις σκέψεις μου φυσικά: σκεφτόμουν τα πρώτα ραντεβού και το
πόσο μου είχε λείψει το σώμα της γυναίκας μου. Όχι μόνο το γαμήσι αλλά και
οι αγκαλιές και τα πειράγματα και όλα. Ήταν σαν γατί ρε γαμώτο, ήταν
υπέροχη και μου έλειπε πολύ περισσότερο απ ότι μου λείπει τώρα. Μπορεί να
είχα συνηθίσει τη δουλειά μα κάθε μέρα μέσα μου η οργή έβραζε με ασίγαστη
φλόγα, ακόμη ένιωθα ότι έχανα χρόνο από το μεγάλωμα της μικρής και μου
έλειπαν σε βαθμό αρρώστιας. Το ξέρεις αυτό το συναίσθημα, αυτό το ηλίθιο
μα και όμορφο συναίσθημα; Να είναι σα να κρατάει ο άλλος ένα κομμάτι σου
και εσύ δίχως αυτό νιώθεις μισός, άχρηστος, ανάπηρος σωματικά και ψυχικά;
Μάλλον υποθέτω ότι κρατά την καρδιά σου και γι αυτό νιώθεις αυτή την
ανησυχία και την ανάγκη να την πάρεις πίσω…
Αχ, δεν ξέρω, μωρολογήματα γέρου…
Έπειτα από λίγο που λες, είδα τον τυπάκο να έρχεται προς το μέρος
μου, με τον Άντριους να προπορεύεται. Χαμογελούσε ο Άντριους, μα ήταν
κάπως περίεργος, δεν μπορούσα όμως να καταλάβω μεμιάς τι έπαιζε.
«Άλεκ εξαιρετικά νέα!» μου έκανε.
«Τι είναι Άντριους;» ρώτησα βαριεστημένα.
«Ο κύριος Νεκρόφσκι από εδώ αγόρασε ένα παλιό οίκημα στην άλλη
μεριά του δάσους και αγόρασε ένα φορτηγό κούτσουρα για κάψιμο ενώ
σκέφτεται να επενδύσει και στην επιχείρησή μας.» μου εξήγησε και η χαρά
του με διασκέδαζε.
«Γουστάρεις ξυλεία μαν μου;» ρώτησα ειρωνικά τον κοντόχοντρο άντρα
που με κοιτούσε με ένα παράξενο χαμόγελο καρφωμένο στο πρόσωπό του.
«Έλα, έλα τώρα χαζομάρες.» έκανε αμήχανος ο Άντριους. «Λοιπόν,
φορτώστε ένα φορτηγό και θα σου δώσω τον χάρτη για εκείνο το μέρος.»
«Γιατί να μην ακολουθήσω τα παλικάρια, εγώ παίζει να χαθώ, δεν τα
ξέρω τα μέρη.» έκανα εύλογα.
«Έχουμε άλλες δουλειές να προσέξουμε.» είπε ο Νεκρόφσκι και η
προφορά του ήταν βαριά και μπάσα. «Είναι εύκολο να το βρείτε, δεν θα
χαθείτε.» μου έκανε στον πληθυντικό και κατένευσα.
Φώναξα δυο τρεις πιτσιρικάδες που μόλις είχαν έρθει στην δουλειά και
δεν ήθελα να περάσουν το μανίκι που είχα περάσει κι εγώ και με βοήθησαν με
το φόρτωμα. Πήγα στο γραφείο μετά από κάμποση ώρα να πάρω τα ανάλογα
χαρτιά και τα συμπαρομαρτούντα.
Και εκεί άρχισαν να γίνονται περίεργα τα πράγματα και θα έπρεπε να
μου ξινίζει η φάση, μα όσο δούλευα ήμουν στον αυτόματο, σκεπτόμενος μόνο
το παραδάκι στο τέλος της σεζόν. Και υπάκουσα ο βλάκας δίχως πολλά
πολλά. Όσο σκέφτομαι αυτή την στιγμή και πως θα έπρεπε να του κατεβάσω
τα μούτρα… Τέλος πάντων, μην προτρέχω.
Μπήκα στο μικρό γραφειάκι του Άντριους και του είπα ότι το φορτηγό
ήταν έτοιμο να ξεκινήσει. Ρώτησα ποιους να έπαιρνα μαζί μου, να με
βοηθήσουνε με το ξεφόρτωμα.
«Κανέναν.» μου έκανε απλά και είχε πάλι εκείνη την απροσδιόριστη
έκφραση πίσω από την μάσκα σοβαρότητας, αυτό που αργότερα μου έδωσε
να καταλάβω ότι κάτι μου έκρυβε και ίσως να τον έζωναν και οι τύψεις…
«Τι εννοείς;»
«Έχουν δικούς τους ανθρώπους και θα σε βοηθήσουν εκείνοι στο
ξεφόρτωμα, δυστυχώς σήμερα τους χρειάζομαι όλους εδώ, έχουμε πολλή
δουλειά.»
«Πολύ δουλειά δεν έχουμε και το ξέρεις Άντριους, εσύ απλά θες να μας
τρέχεις. Αλλά εντάξει, αν είναι όλοι ντούκια σαν τον μπράβο του Μπαμπούσκα
τότε δεν θα είναι θέμα.»
«Νεκρόφσκι».
«Το ίδιο μου κάνει. Έχεις τον χάρτη;»
«Πέρασε ο πιτσιρικάς του Τζακ τον προορισμό στο gps. Ξέρεις πως
λειτουργεί αυτό το μαραφέτι;»
«Ε απλά θα το κοιτάω και θα μου πει φτάσατε, σα βιντεοπαιχνίδι
είναι…»
«Αχ, αυτός ο κόσμος πέρα από τα δάση γίνεται όλο και πιο δυσνόητος
για εμένα.» έκανε με έναν απίστευτα βαρύθυμο τρόπο, λες και δεν μίλαγε
μόνο για το μηχάνημα στο καντράν του φορτηγού.
«Πολύ ποιητικός γίνεσαι με τα γεράματα Άντριους. Έχεις τα χαρτιά;»
«Αν φτάσεις στην ηλικία μου ίσως να παραληρείς κι εσύ άνευ λόγου.»
μου είπε και μου έδωσε τα χαρτιά και έφυγα. Δεν είναι αστείο; Είμαι αυτή την
στιγμή δεκαπέντε χρόνια γηραιότερος απ’ ότι ήταν τότε ο Άντριους και ακόμα
τον σκέφτομαι σοφότερο και πιο γερασμένο από εμένα. Είχε δίκιο όπως
βλέπεις.
Ας συνεχίσω όμως…
Μπήκα στο φορτηγάκι και ο Τζίμι, ο γιος του Τζακ, είχε ήδη κουρντίσει το
ρημαδόπραμα. Προσπάθησε να μου εξηγήσει πώς να το φτιάξω κι εγώ μετά
για να επιστρέψω, μα δεν πολυσκάμπαζα από αυτά και δεν ήθελα να
ασχοληθώ. Του είπα ότι θα πρόσεχα την διαδρομή και θα επέστρεφα
χρησιμοποιώντας την μνήμη μου.
«Από μνήμης;» θαύμασε.
«Ναι, είναι κάτι που εσείς οι νέοι δεν το πολυκάνετε.»
Έβαλα στη θέση του συνοδηγού το τσεκούρι μου και ξεκίνησα. Αυτό
ήταν ένα χούι που είχαν αρχίσει να με κοροϊδεύουν. Όπου και να πήγαινα το
κουβαλούσα μαζί το ρημάδι. Τι να κάνω όμως; Την αγαπούσα την γυναίκα
μου και μου έλειπε. Το ίδιο και την κόρη μου και αυτό ήταν το μόνο που είχα
για να τις θυμάμαι. Δεν είχα ούτε κινητό που να πάρει, ξέρεις να έχω εικόνες
εκεί και να αναπολώ… Όχι, ήμουν λίγο αρχαίος ως προς την τεχνολογία.
Έβαλα μπρος την μηχανή, έκανα όπισθεν και κίνησα, με την μαλακία
στο καντράν να μου δείχνει που βρίσκομαι. Είχα ζητήσει από τον Τζίμι να μου
φτιάξει μία κασέτα με μουσικές, ήταν ο μόνος βλέπεις που έμενε κοντά στην
πόλη και μαζί με τον πατέρα του κοιμόντουσαν σπίτι τους κάθε βράδυ, μα
εκείνος αντί για κασέτα είχε φτιάξει ένα σι ντι και το έβαλα στο μηχάνημα να
παίξει.
Δεν θα μπορούσα να ταξιδεύω χωρίς μουσική, τις πρώτες μέρες
απελπιζόμουν. Δεν με εκνεύριζε η νέα θέση, προς θεού, αυτό ήταν ευλογία,
μα έκανα τα περισσότερα δρομολόγια και πόσες φορές να συζητήσεις για
μαλακίες με τον συνεπιβάτη σου; Δεν τα πολυπήγαινα τα άσκοπα μπλαμπλα.
Ήμουν εργατικός μα δεν ήμουν γλύφτης, χαίρομαι που σε εκείνη την
κοινότητα κάτι έλεγε αυτό.
Το σι ντι είχε μέσα Clutch και άλλα, οπότε καμιά φορά σιγοτραγούδαγα
τα λόγια. Ήταν πάθος η στόνερ φίλε μου, με τα χρόνια έσβησε αυτό, μα ήταν
πάθος. Αλάνια να κάνουν μουσική για αλάνια, ούτε δήθεν και ‘’και καλά
ψαγμενιές’’. Απλά πράγματα και αν έσκαγε και φυσαρμόνικα θυμόμουν τα
νιάτα μου.
Βγήκα στην κεντρική οδό και πήγαινα με την ταχύτητα που επέτρεπε το
φορτίο μου, μην έπαιρνα και κανένα κακομοίρη στον λαιμό μου, ενώ την
μουσική την είχα αρκετά χαμηλά για να θυμάμαι τις στροφές και τα ρέστα.
Πήγαινα και σιγοτραγουδούσα, σκεπτόμενος το καλοκαίρι με την Νικόλ, την
ζέστη του Τέξας και την γεύση του ουίσκι. Κοίταξα το τσεκούρι μου και
ασυναίσθητα το χάιδεψα.
Είχα σκαλίσει πάνω στην λαβή τα ονόματά τους, ένα βράδυ που δεν
είχα ύπνο πριν κανα δυο βδομάδες. Νικόλ και Κλάριτυ, η μικρή ήταν η
διαύγειά μου, ναι, ενώ η μαμά της ήταν ο πρώτος έρωτας της ζωής μου και
έτσι ήθελα να μείνει. Αυτή την γυναίκα δεν θα την απατούσα ποτέ. Όχι μόνο
επειδή ήταν δυναμίτης και δεν θα είχε θέμα να αφήσει την κόρη μας ορφανή
από πατέρα αν την κεράτωνα, αλλά κυρίως γιατί όποτε μου χαμογελούσε και
έμπαινε στην αγκαλιά μου για να κοιμηθεί σα γατί, ξεχνούσα την φτώχια,
ξεχνούσα ότι ζούσαμε σε ένα γαμημένο τροχόσπιτο και το μόνο που είχε
σημασία ήταν να μην κουνιέμαι πολύ αναπνέοντας για να μην ταράξω τον
ύπνο της…
Ρομαντικές σάχλες, το ξέρω, μα θα τους έδινα τον κόσμο ρε. Αν τον
είχα… Οπότε έσφιξα το τιμόνι, έπνιξα τον θυμό που έβραζε τόσους μήνες στα
άντερά μου και οδήγησα. Έφτασα στην πόλη και έκανα μια στάση για έναν
καφέ.
Μπήκα στο μαγαζάκι, χαιρέτησα την Λίτα στο ταμείο και ζήτησα το
γνωστό καφέ, ζεστό και σκέτο. Πήγα για ένα κατούρημα μέχρι να γίνει η
παραγγελία και με παρατήρησα στο καθρέφτη του νιπτήρα όσο έπλενα τα
χέρια μου. Τα μούσια μου είχαν θεριέψει, είχα αρχίσει να καραφλιάζω αν και
μόλις τριάντα ετών –πάλι καλά το έκρυβα με ένα σκουφάκι γιατί θα κόλλαγα
αν κάποιος το σχολίαζε- και πραγματικά, το σώμα μου μέσα σε μόλις τρεις
μήνες είχε χτιστεί. Μέσα από το κόκκινο και μαύρο καρό πουκάμισο
διαγραφόταν ένα σώμα που ενώ τώρα που έχεις μπροστά σου ένα
απολειφάδι, έναν γέρο, δεν θα το πίστευες ότι πρόκειται για το ίδιο παλικάρι.
Ενώ τα χέρια μου… Τα χέρια μου από τους κάλους των πρώτων ημερών και
από την δουλειά είχαν γίνει σα φτυάρια και είχαν σκληρύνει σε τρομερό
βαθμό.
Έκλεισα τη βρύση, τα σκούπισα και τα χάζεψα για λίγο. Αναρωτήθηκα
αν θα καύλωναν ή αν θα ξενέρωναν την Νικόλ, γέλασα με τον εαυτό μου και
βγήκα. Πήρα τον καφέ μου, πλήρωσα, χαιρέτησα και κίνησα για το τελευταίο
κομμάτι της διαδρομής.
Είχε αρχίσει να σουρουπώνει, καθώς άφηνα την μικρή πόλη πίσω μου,
μα προχώρησα. Ένιωθα μια ανησυχία, δεν ξέρω γιατί, ίσως επειδή θα ήταν
δύσκολο να εντοπίσω τον δρόμο της επιστροφής στο σκοτάδι. Να το
γκάζωνα; Να βιαζόμουν; Όχι, έτσι θα υπέκυπτα σε αυτό τον άγνωστο
μάγκωμα και ίσως να έπαιρνα και κανέναν καημένο άνθρωπο στο λαιμό μου.
Οι κανόνες ήταν κανόνες. Τιμώντας τους είχα καταφέρει να κάνω πιο εύκολη
την ζωή μου εκεί και σκόπευα να παραμείνω τύπος και υπογραμμός μέχρι το
τέλος.
Έσφιξα τα δόντια για να μην πατήσω το πεντάλ και απόρησα: και ο
θυμός που έβραζε, δεν έπρεπε να ξεθυμάνω; Στην δουλειά πολλές φορές είχα
κάνει τον μαλάκα, μετά τι θα έκανα; Δεν ήθελα να μπεκροπίνω και να χτυπάω
τη γυναίκα μου… Και αυτός ήταν ο κανόνας που ελάχιστοι ξέφευγαν. Πάλι
καλά ο πατέρας μου ήταν ένας από αυτούς που ξέφευγαν από τον κανόνα μα
και πάλι, ήταν πάντα περίεργος. Ή τα ρούχα δεν ήταν καλά σιδερωμένα και
στην θέση τους για να τα φορέσει την επόμενη στην δουλειά, ή δεν
απαντούσα αμέσως όταν με φώναζε ή μάσαγα πολύ δυνατά, ή η μάνα μου
αργούσε πάντα στις βόλτες της… Θα το έκανε θέμα ακόμα και αν αργούσε
πέντε λεπτά, θα σήκωνε όλο το σπίτι στο πόδι. Και ειδικά με το φαγητό, εκεί η
μάχη δεν είχε ποτέ τέλος. Πότε του βρώμαγε, πότε δεν ήταν στη σωστή
θερμοκρασία, πότε δεν ήταν καλά αλατισμένο, της έβγαζε το λάδι της
κακομοίρας της μάνας μου, ενώ εκείνη τα υπέμενε όλα και τον δικαιολογούσε
με την κούραση της δουλειάς. Η κούραση ναι, ήταν σεβαστή, μα δεν θα του
δικαιολογούσα τίποτα εγώ, δεν ξέρω πως τα υπέμενε. Έμαθα να μην
παραπονιέμαι ποτέ για το φαγητό όταν υπήρχε, δεν με ένοιαζε και τόσο, μα ο
καθένας έχει τις περιέργειές του. Εγώ όμως δεν θα φώναζα ποτέ στην
Κλάριτυ αν κατάπινε το γάλα της πολύ δυνατά, ούτε θα έπρηζα την Νικόλ αν
δεν είχε ξεπαγώσει καλά την πίτσα. Δεν θα γινόμουν και σε αυτό σα τον
πατέρα μου, η διαιώνιση της δουλειάς αρκούσε.
Αν δεν ξεθύμαινα όμως κάποια στιγμή, αργά ή γρήγορα, θα
αρρώσταινα, το ένιωθα ότι θα σάλευα. Ίσως κανένα καυγαδάκι σε κανένα
μπαρ…
Ναι αυτό ήταν!
Σκέφτηκα το σώμα να σφίγγει για να ρίξει γροθιές και να δεχτεί τα ίδια
και χαμογέλασα. Συνέχισα να οδηγώ και το φως είχε ήδη πέσει, η σελήνη
ανέβαινε και το χιόνι διστακτικά ξανάπεφτε πάλι.
Προχώρησα λοιπόν και δεξιά και αριστερά μου μόνο δέντρα υπήρχαν,
μπρος και πίσω σκότος που να πάρει. Έμπαινα σε ιδιωτική περιοχή και πάλι
καλά θα τέλειωναν τα ντράβαλά μου. Αποφάσισα να το πατήσω λιγάκι, οπότε
μόλις πήρα την στροφή και ανέβηκα μια ανηφόρα κάμποσων μέτρων, μετά το
πίεσα λίγο το γκάζι, αφήνοντας την πόλη πίσω μου για τα καλά.
Δεν ξέρω πόση ώρα έτρεχα στα σκοτεινά, μα η ταχύτητα δεν ήταν τόση
ώστε να μην μπορώ να ελέγξω το αμάξι, ναι, εντάξει, δεν είχα αλυσίδες και
είχε χιονίσει και αν πεταγόταν κανένα ζώο θα γινόταν έτοιμο να συσκευαστεί
για κονσέρβα, μα για κάποιο λόγο ήμουν σίγουρος ότι δεν θα πετύχαινα
άνθρωπο εδώ –μέχρι την ιδιοκτησία του Μπαμπούσκα τέλος πάντων- οπότε
ας ξεμπέρδευα μια ώρα αρχύτερα.
Και ΜΠΑΜ!
Δεν ξέρω τι σκατά έγινε, μα κάπου χτύπησε το αμάξι και έφερε μια
στροφή ενενήντα μοιρών για να μείνει στάσιμο και με την μηχανή να καπνίζει
και το σι ντι να κολλάει από την σύγκρουση και μετά να συνεχίζει. Ειδικά αυτή
η παραφωνία με τρέλανε, οπότε έκλεισα την μουσική και βγήκα έξω.
Είχα σκάσει μετωπική με έναν κορμό στην μέση του γαμημένου
πουθενά! Αν δεν είχα την ρημάδα την ζώνη ασφαλείας θα είχα ανοίξει το
κεφάλι μου!
Καντήλιασα την ηλιθιότητά μου με κάθε βρισιά γνωστή στο λεξιλόγιό μου
και κοίταξα πίσω μου να δω τον δρόμο: να πήγαινα μπροστά δεν έπαιζε, ένα
ολόκληρο πεσμένο δέντρο έκλεινε τον δρόμο που να πάρει. Και τότε άρχισαν
τα περίεργα φίλε μου…
Εκεί που έπρεπε να υπάρχει ο δρόμος πίσω μου υπήρχαν μόνο δέντρα!
Ήμουν σίγουρος ότι είχα έρθει από έναν ασφαλτοστρωμένο δρόμο, μα
να που τώρα αντί για δρόμο έβλεπα δέντρα ίδια με αυτά στα πλάγιά μου.
«Τι στο…» απόρησα και στράφηκα προς τα μπρος, σκεπτόμενος να
μετακινήσω τον κορμό. Μα να που με χτύπησε το δεύτερο σοκ: δεν υπήρχε
πεσμένος κορμός, μα άλλα δέντρα! Τόσο πυκνά το ένα με το άλλο που ούτε
εγώ μόνος μου δεν χώραγα, δεν κάνω λόγο για το φορτηγό…
Πήγα στο αμάξι και κατέβασα μεμιάς τον καφέ. Είχε παραμείνει
περισσότερος από το μισό ποτηράκι και ένιωσα την καρδιά μου να καλπάζει.
Χτύπησα το κεφάλι μου στο πλαίσιο της πόρτας και ένιωσα τον πόνο βουβό
και το τράνταγμα έντονο. Το κουτούλι ήταν δυνατό και με βεβαίωσε για την
τρομαχτική αλήθεια: Ήμουν ξύπνιος!
«Τι σκατά…» μονολόγησα και ξανακοίταξα γύρω μου.
Από καταμεσής ενός άδειου δρόμου στο κέντρο ενός μικρού ξέφωτου,
με τη μούρη του φορτηγού στραπατσαρισμένη και το δάσος να μας σφίγγει το
κλοιό λες και ήταν ζωντανό!
Σε μια τρέλα, βούτηξα το τσεκούρι μου από την θέση του συνοδηγού και
όρμησα προς το πρώτο δέντρο που έστεκε μπρος μου. Στιβαρά και σίγουρα
χτυπήματα, μα όταν το μέταλλο έβγαινε από τον κορμό εκείνος ήταν και πάλι
ανέπαφος. Χωνόταν και τον θρυμμάτιζε, τραβιόταν και νάτος ολοκαίνουριος!
«Τι στο διάολο!» αναφώνησα και ο τρόμος άρχισε να με ζώνει. Δεν
ήμουν ποτέ χέστης, μα αυτός ο αποπροσανατολισμός και το σοκ των
αισθήσεών μου με έκαναν να αγχώνομαι και να πανικοβάλλομαι όσο ποτέ
άλλοτε. Ήταν σα την χειρότερη ταινία τρόμου και εγώ ήμουν μέσα στην οθόνη
της τηλεόρασης, δίχως να βλέπω το γυαλί όμως για να το σπάσω και να
φύγω…
Η σελήνη φώτιζε ατάραχη και οι νιφάδες έπεφταν αδιάφορες και τότε,
από την μία λάμπα που λειτουργούσε ακόμα στην μάσκα του φορτηγού, είδα
ένα άνοιγμα ανάμεσα στην στοίχιση των δέντρων!
Δίχως δεύτερη σκέψη –ή την ιδέα μην χαθώ να με πολιορκεί- έσφιξα την
λαβή μου στο τσεκούρι μου, πήγα στο φορτηγάκι και φόρεσα το μπουφάν μου
σβέλτα. Ψωλόκρυο είχε και πάλι και παρά την λύσσα μου το ένιωθα να με
περονιάζει. Κουμπώθηκα μέχρι το λαιμό, άρπαξα έναν φακό για το ελεύθερο
χέρι μου και χώθηκα μέσα στις συστάδες, με το τσεκούρι να σημαδεύει
μπροστά.
Όποιος κερατάς έπαιζε με το μυαλό μου θα του πάσαρα το μυαλό του
στα χέρια του, δεν τα κάνεις αυτά σ εμένα, όχι! Μόνο και να τον έβρισκα τον
πούστη τον Μέρλιν του Καναδά και θα τον άφηνα ακέφαλο!
‘’Δεν τα κάνεις αυτά σε εμένα, όχι!’’ ξανασκέφτηκα και χώθηκα μέσα στο
δάσος.
Κάμποσα μέτρα μετά φρούμαζα σα γέρικο άλογο από την πεζοπορία και
τον πανικό και ήμουν σίγουρος ότι είχα χαθεί. Αν έσκαγε ο Μέρλιν και με
ρώταγε αν χάθηκα θα υπέγραφα χαρτιά, θα έβαζα στάμπες, θα του
χαμογελούσα και θα του έκανα το κεφάλι κιμά έπειτα από όλα τα
γραφειοκρατικά.
Ένιωθα την τρέλα να στριφογυρνά στον σβέρκο μου και να χώνεται στο
μυαλό μου ξύνοντάς το σα σύρμα για τα ταψιά, ένιωθα το στομάχι μου κόμπο
από τον τρόμο, τα μάτια μου ήταν γουρλωμένα σα του λεμούριου και σε κάθε
ήχο φώτιζα με το φακό και γύρναγα με το τσεκούρι μουγκρίζοντας και τα
δόντια μου ήταν σφιχτά σε σημείο που με πόναγαν τα σαγόνια μου. Σάλιο
ξεραινόταν στην άκρη των χειλιών μου και στο μούσι και ιδρώτας με έλουζε.
Λυσσασμένος αγροίκος που να πάρει.
Και για όλα αυτά έπρεπε φυσικά να ευχαριστήσω τον Άντριους, γιατί
τώρα η άγνωστη έκφρασή του ήταν φανερό ότι ήταν τύψεις. Τύψεις που με
έστελνε στο στόμα του λύκου!
Κάποια στιγμή νευρίασα με τον εαυτό μου.
Δεν είχα ιδέα που πήγαινα, τα είχα παίξει, είχα το βλέμμα του τρελού και
περπάταγα μέσα στο δάσος με ένα τσεκούρι και έναν φακό. Πλέον ήμουν
εντελώς χαμένος και δεν μου είχε κόψει ούτε στιγμή να πάρω μαζί τον
ασύρματο, αν και ήμουν σίγουρος ότι εδώ δεν θα έπιανε σήμα ούτε για
πλάκα. Θα άκουγα πιο πολλά χιόνια από όσα είχα αφήσει πίσω μου στην
κυριολεξία.
Κλώτσησα τον κορμό ενός δέντρου και ούρλιαξα με μία κραυγή που θα
έκανε τα ζώα να φύγουν τρέχοντας. Αν υπήρχαν γαμημένα ζώα σε αυτό το
κωλόδασος. Ούτε μια αλκή δεν είχα δει, μα αν έβλεπα θα την κομμάτιαζα
μόνο και μόνο για να ξεθυμάνω και γάμα τους φιλόζωους.
Ήταν μια κραυγή άναρθρη και μακρόσυρτη σα να με βίαζε άλογο.
Έπεσα στα γόνατα και όταν τέλειωσε η ανάσα μου, τέλειωσε και η κραυγή
μου. Αν με άκουγα τώρα ίσως να γέλαγα, μα το γέλιο σε εκείνη την φάση της
ζωής μου φαινόταν ξεριζωμένο και αδιανόητο στο μυαλό μου.
Κοίταξα ολόγυρα.
Δεν είχα ανησυχήσει κανένα και κανείς δεν είχε τρέξει να με βοηθήσει.
Γαμημένη ερημιά!
Βρήκα μια κοτρόνα κι έκατσα πάνω της, άφησα στα πόδια μου το
τσεκούρι, σε σημείο που μπορούσα ανά πάσα στιγμή να το γραπώσω και τον
φακό τον έβαλα ανάμεσα στα πόδια μου να δείχνει μπροστά. Αν κάτι μου την
έπεφτε πισώπλατα θα ήταν μια ευκαιρία για καυγά, αλλά και να πέθαινα δεν
με ένοιαζε πια. Αρκεί να έχωνα δυο τρία μπουκέτα πριν ψοφήσω και θα
έφευγα χαρούμενος!
«Δε τα κάνεις αυτά σε μένα ρε…» μονολόγησα λες και μέτραγαν τα λόγια
μου, μα η απειλή μου πήγαινε στο βρόντο και έβγαινε θλιβερή από το στόμα
μου πια σα παράπονο γυναικούλας. Έβγαλα το πακέτο με τα τσιγάρα μου και
είδα ότι είχα ακόμα δεκαπέντε μέσα. Άναψα ένα και προσπάθησα να
ηρεμήσω.
Να ηρεμήσω…
Σκατά, η καρδιά μου και οι αισθήσεις μου είχαν άλλη άποψη πάνω στο
θέμα.

You might also like