Αχνάρια Μεγαλοπρέπεια - Μετάφραση

You might also like

Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 4

Φορεσιά «Αμαλία»

Το οπτικό σύμβολο της μετάβασης από το ανατολικό παρελθόν


στη δυτική νεωτερικότητα (19ος αιώνας)

Νάντια Μαχά-Μπιζούμη

Σ τις 22 Νοεμβρίου 1836, στη μεγάλη αίθουσα του ανακτόρου της πόλης του
Oldenburg της Γερμανίας τελείται ο γάμος της Αμαλίας, κόρης του μεγάλου δούκα
Παύλου Φρειδερίκου Αυγούστου (Paul Friedrich August) του Oldenburg, με τον βασιλιά
της Ελλάδας Όθωνα. Την άνοιξη του 1837 το βασιλικό ζεύγος καταφτάνει μέσω του Πει-
ραιά στην Αθήνα, τη νέα πρωτεύουσα και έδρα του νεότευκτου ελληνικού βασιλείου. Η
Αμαλία παρουσιάζεται ντυμένη με ένα άσπρο μεταξωτό φόρεμα του συρμού και με ένα
επίσης λευκό τεράστιο καπέλο (Μπούσε 2007: 34), συνοδευόμενη από τον Όθωνα, που,
ακολουθώντας τη συμβουλή του πατέρα του, του Λουδοβίκου Α’ της Βαυαρίας, επέλεξε
να εμφανιστεί με φουστανέλα.
Την ίδια περίοδο, στη μεταεπαναστατική Ελλάδα επικρατεί κοινωνική ρευστότητα, που
οφείλεται στη συνύπαρξη των ποικίλης προέλευσης μελών της ελληνικής εθνότητας
(Σκοπετέα 1988: 43). Το ζήτημα της δόμησης της ταυτότητας του νέου κράτους ανά-
γεται σε θέμα ζωτικής σημασίας. Η εξασφάλιση της εθνικής κυριαρχίας και κατ’ επέ-
κταση της βιωσιμότητας του νεοσύστατου βασιλείου μπορούσε να επιτευχθεί μέσω
της ανάπτυξης μιας συλλογικής ιδεολογίας που θα οδηγούσε τα μέλη αυτού του ετε-
ρόκλητου ανθρώπινου μωσαϊκού να συνειδητοποιήσουν ότι ανήκουν στο ίδιο έθνος
και ότι μοιράζονται τον ίδιο πολιτισμό, «όπου πολιτισμός σημαίνει με τη σειρά του ένα

Εικ. 1. Χρωμολιθογραφία με θέμα


την άφιξη του Όθωνα και
της Αμαλίας στην Αθήνα.
Συλλογή Πελοποννησιακού
Λαογραφικού Ιδρύματος, Ναύπλιο

Λιθογραφία από τον πίνακα


του E. W. Rietschel
με την Αμαλία και τη φορεσιά της,
που φιλοτεχνήθηκε στην Αθήνα,
π. 1853-1854.
Συλλογή Εθνικού Ιστορικού
Μουσείου, Αθήνα

48 Φορεσιά «Αμαλία» 49
σύστημα ιδεών, συμβόλων, συνειρμών και τρόπων συμπεριφοράς και επικοινωνίας»
Εικ. 3. Η Αυλή της βασίλισσας
(Gellner 1992: 23). Αμαλίας το 1847 από τον φωτογράφο
Philibert Perraud.
Το βασιλικό ζεύγος, στην προσπάθειά του να ανταποκριθεί στην ανάγκη δημιουργίας
Φωτογραφικό Αρχείο
ενός ενοποιητικού συμβόλου, θα προχωρήσει στη διαμόρφωση μιας τυποποιημένης Εθνικού Ιστορικού Μουσείου, Αθήνα
ενδυματολογικής γλώσσας, εκπορευόμενης από τη βασιλική αυλή, στην οποία
αποτυπώνονται εικαστικά τα ιδεολογικά ρεύματα του 19ου αιώνα. Ουσιαστικά, πρόκειται
για την παγίωση δύο ενδυματολογικών συνόλων (Εικ. 1), που σκόπιμα υιοθετήθηκαν
από τον Όθωνα και την Αμαλία σε μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, στο πλαίσιο ενός
ευρύτατα διαδεδομένου στην Ευρώπη ενδιαφέροντος για τις λαϊκές κουλτούρες των
νεοσύστατων κρατών (Macha-Bizoumi 2012: 66-67).
Ο Όθωνας θα συμβάλλει στη συγκρότηση και στην εξεικόνιση της ελληνικής εθνικής
ταυτότητας με την επιλογή του να εμφανίζεται με τη φουστανέλα, η οποία πλέον εξελίσ-
σεται σε μια αστική ενδυμασία (Δρούλια 1999: 136). Άλλωστε, η φουστανέλα λειτουρ-
γούσε ως μια εκφραστική γλώσσα «που υπερέβαινε τις εθνικές και γλωσσικές διαιρέ-
σεις, για να μετατραπεί στη συνέχεια σε ένδυμα που προσδιόριζε την ελληνική αποκλει-
στικά εθνότητα» (Μπάδα 1995: 139, Verinis 2005: 139-175, Skafidas 2009: 145-163). Εικ. 2. Louis Dupré, Ελληνικός γάμος
Παράλληλα, η βασίλισσα Αμαλία θα προχωρήσει στην επινόηση ενός μορφολογικού τύ- στην Αθήνα, 1825 (λεπτομέρεια.
το έργο στη σελ. 208).
που γνωστού ως «φορεσιά Αμαλία» ή απλώς «Αμαλία», ενός ενδυματολογικού σχήματος Φωτογραφικό Αρχείο Εκδόσεων
εμπνευσμένου από τη δυτικοευρωπαϊκή μόδα και την ελληνική παραδοσιακή ενδυμασία Alpha Bank, Αθήνα
(Macha-Bizoumi 2012: 65-68). Η «φορεσιά Αμαλία» συνιστούσε
«μια επεξεργασμένη γλώσσα συμβολικής πρακτικής και επικοι-
νωνίας» (Hobsbawm 2010: 14), αποτελούσε μια στολή φορτι-
τυλίγεται με ένα πλατύ ριγωτό ζωνάρι. Δεξιά της στέκεται μια γυναίκα ντυμένη με τα
σμένη ιδεολογικά που ταυτίστηκε με την εθνική γυναικεία φορε-
«αρβανίτικα», τον αγροτικό τύπο γυναικείας φορεσιάς της ευρύτερης περιοχής της Ατ-
σιά των Ελλήνων. Η κατασκευή της στηρίχτηκε σε ένα ιδιαίτερα
τικής, με το χαρακτηριστικό ποδήρες αμάνικο πουκάμισο, γνωστό ως «φούντι», πλού-
έξυπνο πάντρεμα ενδυματολογικών στοιχείων της Δύσης και της
σια διακοσμημένο στον ποδόγυρο. Ένας σφιχτός μπούστος, ο «τζάκος» με τα ολοκέντη-
Ανατολής. Η συγκεκριμένη πράξη, ιδωμένη σε άμεση συνάφεια
τα κατωμάνικα, σφίγγει τον γυναικείο κορμό, ενώ επάνω από αυτόν φοριέται ένα λευκό
με την ευρύτερη εκσυγχρονιστική πολιτική κρατικής συγκρότη-
αμάνικο πανωφόρι με κόκκινες λεπτομέρειες. Αριστερά της νύφης εικονίζονται δύο γυ-
σης με βάση τα βαυαρικά πρότυπα –μια πολιτική «που προσπά-
ναίκες με «φερετζέ», ένα είδος πανωφοριού. η μία από τις δύο που μόλις διακρίνεται εί-
θησε να εισάγει τους θεσμούς μιας ελεύθερης ευρωπαϊκής πολι-
ναι μουσουλμάνα και το συνδυάζει με λευκό «μαχραμά», ενώ η δεύτερη, η χριστιανή, το
τείας στο Βασίλειο της Ελλάδας» (Κιτρομηλίδης 2000: 35)–, θα
συνδυάζει με μακρύτατη εσάρπα (Εικ. 2).
συμβάλλει στη μετάβαση του νεοσύστατου ελληνικού κράτους
από το ανατολικό παρελθόν του στη δυτική νεωτερικότητα. Με την άφιξη του βασιλικού ζεύγους στην Αθήνα, το ενδυματολογικό ρεπερτόριο θα
εμπλουτιστεί και με την εισαγωγή ξενόφερτων προτύπων από τους πάσης φύσεως ετε-
Ποια ήταν όμως η ενδυματολογική πραγματικότητα, όσον
ρόχθονες (Φαναριώτες, μέλη της ακολουθίας του βασιλιά, περιηγητές, Εβραίους εμπό-
αφορά τη γυναικεία αμφίεση, που επικρατούσε στην Αθήνα
ρους και άλλους), που είχαν συγκεντρωθεί στη νέα πρωτεύουσα. Πλάι στα χοντρά υφα-
πριν από την έλευση της βασίλισσας Αμαλίας; Μια σαφή
ντά «αρβανίτικα» και στις άλλες τοπικές φορεσιές, παρελαύνουν αέρινα φουστάνια πα-
εικόνα αντλείται από το έργο Ελληνικός γάμος στην Αθήνα του
ρισινής μόδας, φορεμένα κυρίως από τις Φαναριώτισσες, που εκπροσωπούσαν τη μο-
Louis Dupré (1825) (Εικ. 2 [λεπτομέρεια] και το έργο στη
ντέρνα πρωτοπορία της νεοσχημάτιστης αθηναϊκής κοινωνίας (Γατόπουλος 1942). Μά-
σελ. 208). Στη λιθογραφία αυτή, όπως πρώτη παρατηρεί η
λιστα, στον περιοδικό Τύπο της εποχής θα αρχίσουν να κάνουν την εμφάνισή τους και
Ιωάννα Παπαντωνίου, εικονίζονται μια σειρά από πρόσωπα με Εικ. 4. Φουστάνι «Αμαλία». θέματα σχετικά με τα ενδύματα του τελευταίου συρμού των Παρισίων (Καρπόζηλου
διαφορετικό, όμως, τύπο ενδυμασίας το καθένα (Παπαντωνίου Τέλη 19ου αιώνα - αρχές 20ού.
Συλλογή Μουσείου Ιστορίας 1991: 37).
2000: 270). Κεντρική μορφή είναι η Αθηναία νύφη, ντυμένη
της Ελληνικής Ενδυμασίας – Λύκειον
κατά τα αστικά ανατολικά πρότυπα ένδυσης, καθώς φέρει Σε αυτό το ενδυματολογικό σκηνικό, η Αμαλία θα προσθέσει την προσωπική της πινελιά.
των Ελληνίδων, Αθήνα
μακρυμάνικο «αντερί» με γλωσσωτές απολήξεις, κατακόρυφα Θα ζητήσει από τις επίτιμες κυρίες της Αυλής, συγγενείς επιφανών αγωνιστών της Ελλη-
ανοιχτό μπροστά. εσωτερικά συνδυάζεται με πουκάμισο και νικής Επανάστασης, να φορούν τις παραδοσιακές ενδυμασίες των περιοχών από όπου η
βράκα και εξωτερικά με ένα κοντό πανωφόρι σε ανοιχτό γαλάζιο καθεμία καταγόταν (Εικ. 3). Η Φωτεινή Γενναίου Κολοκοτρώνη, κόρη του Φώτου Τζαβέλα
χρώμα, με λευκή γούνα στις παρυφές του. Η περιφέρειά της και σύζυγος του Γενναίου Κολοκοτρώνη, παρουσιάζεται με ενδυμασία που αποτελούσε ένα
κράμα σουλιώτικου και πελοποννησιακού ενδύματος, ενώ η Κυριακούλα Κριεζή, κόρη
50 Φορεσιά «Αμαλία» 51
του μπέη της Ύδρας Γεωργίου Βούλγαρη και σύζυγος του ναυάρχου Αντωνίου Κριεζή, με ρεασμένο από μια ρομαντική και ταυτό-
Εικ. 6. Φορεσιά «Αμαλία».
υδραίικη φορεσιά. την ίδια ενδυμασία έφερε και η Κονδύλω Μιαούλη, κόρη του Γεωργί- Αρχές 20ού αιώνα. χρονα απλή μόδα, το στυλ Biedermeier,
ου Κουντουριώτη και σύζυγος του Αθανασίου Μιαούλη, υπασπιστή του βασιλιά Όθωνα Συλλογή Πελοποννησιακού ιδιαίτερα δημοφιλές στη Γερμανία και
και πρωθυπουργού της Ελλάδας. η Μαρία Μοναρχίδου, κόρη του ναυάρχου των Ψαρών Λαογραφικού Ιδρύματος, Ναύπλιο στην Αυστρία τον 19ο αιώνα. Άλλωστε, το
Νικολή Αποστόλη, φορούσε την ψαριανή ενδυμασία. Αυτός ήταν ο τρόπος με τον οποίο συγκεκριμένο στυλ ακολουθούσαν και τα
η βασίλισσα Αμαλία επέλεξε να αποδώσει τιμή στα ισχυρά σύμβολα της Ελληνικής Επα- φορέματα της μόδας που η ίδια φορού-
νάστασης του 1821. σε. Το στενό όμως πανωκόρμι του φου-
στανιού «Αμαλία» αντιγράφει ως προς το
Παράλληλα, η Αμαλία θα προχωρήσει στην κατασκευή μιας ρομαντικής φολκλορικής εν-
σχήμα και την κοπή το «καβάδι» της εν-
δυμασίας, αποτελούμενης από τρία βασικά κομμάτια, το πουκάμισο, το φουστάνι (Εικ. 4)
δυμασίας των αρχοντισσών της ελληνι-
και το κοντό ζακέτο (Εικ. 5), την οποία, με δική της απαίτηση, φορούσαν οι κυρίες των τι-
κής πρωτεύουσας, το οποίο ήταν διαμορ-
μών. Το όλο σύνολο θα στηριχτεί στο σοφό συνταίριασμα δυτικών προτύπων της μόδας
φωμένο με βάση τα ανατολικά ενδυματο-
με στοιχεία της πρόσφατης παράδοσης. Αυτή η επιβολή της ενδυματολογικής ομοιομορ-
λογικά πρότυπα. Το «καβάδι» της αθηναϊ-
φίας μέσω της φορεσιάς «Αμαλία» (Εικ. 6) στις κυρίες των τιμών μπορεί να ερμηνευθεί ως
κής φορεσιάς ήταν ένα κοντόμεσο φόρε-
μια συμβολική προσπάθεια παγίωσης ενός τυποποιημένου συνόλου, άμεσα συνδεδεμέ-
μα με στενό μπούστο και μακριά πλατιά
νου με την ελληνική εθνότητα.
μανίκια, κατακόρυφα ανοιχτό μπροστά,
Μελετώντας τα βασικά κομμάτια του συγκεκριμένου ενδυματολογικού συνόλου, προκύ- που έκλεινε κάτω από το στήθος με συρ-
πτουν οι εξής παρατηρήσεις: ματερά ασημένια ή επίχρυσα κουμπιά. Τα
α) Όσον αφορά την κατασκευή του φουστανιού, η βασίλισσα θα αναζητήσει και θα πάρει πλατιά μανίκια του ήταν ανοιχτά στο πλάι
ιδέες από ενδυματολογικά σχήματα που της ήταν οικεία. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, το για να φαίνεται η διακόσμηση των μανι-
κάτω μέρος του φουστανιού που η ίδια επινόησε, η φούστα δηλαδή, είναι ξεκάθαρα επη- κιών του πουκαμίσου (Εικ. 7 [λεπτομέ-
ρεια] και το έργο στη σελ. 206). Από αυτό
το πάντρεμα ενδυματολογικών στοιχείων
της Ανατολής και Δύσης δημιουργήθηκε το μακρύ «φουστάνι» ή «καβάδι» της φορεσιάς
«Αμαλία», που ήταν κατασκευασμένο από μεταξωτά υφάσματα, συχνά διακοσμημένα με
ενυφασμένα ανθικά μοτίβα ή και κεντημένα με χρυσή κλωστή.

Εικ. 7. Γεράσιμος Πιτζαμάνος,


Αθηναία αρχόντισσα με την κορούλα
της, 1818 (λεπτομέρεια. το έργο στη
σελ. 206). Διακρίνεται το «καβάδι».
Συλλογή Εθνικού Ιστορικού
Μουσείου, Αθήνα

Εικ. 8. «Ζιπούνι» νησιωτικού τύπου


από την Ύδρα.
Τέλη 19ου αιώνα - αρχές 20ού.
Συλλογή Μουσείου Ιστορίας
της Ελληνικής Ενδυμασίας – Λύκειον
των Ελληνίδων, Αθήνα

Εικ. 5. Κοντογούνι «Αμαλία».


Τέλη 19ου αιώνα - αρχές 20ού.
Συλλογή Μουσείου Ιστορίας
της Ελληνικής Ενδυμασίας – Λύκειον
των Ελληνίδων, Αθήνα

52 Φορεσιά «Αμαλία» 53
Δεν πρέπει να προξενεί εντύπωση το γεγονός ότι η βασίλισσα Αμαλία δανείζεται ενδυμα-
τολογικά στοιχεία και από τη φορεσιά των αρχοντισσών της αθηναϊκής πρωτεύουσας.
Μάλιστα, τουλάχιστον στα πρώτα χρόνια της βασιλείας της, η Αμαλία πρέπει να φορά και
η ίδια την αθηναϊκή φορεσιά. Πρόκειται για μια φορεσιά διαμορφωμένη με βάση τα ανα-
τολικά ενδυματολογικά πρότυπα, καθώς το σύνολο περιλαμβάνει τα «σαλιβάρια», φαρ-
διές μακριές βράκες, ένα πουκάμισο, ένα ιδιαίτερα μακρύ φόρεμα κατακόρυφα ανοιχτό
μπροστά, το «καβάδι» (συχνά επάνω από αυτό προστίθεται και ένα άλλο κοντό φόρεμα),
και, ανάλογα με την εποχή και την περίσταση, ακολουθούσε ένα κοντό ή μακρύ πανωφό-
ρι, μακρυμάνικο, κοντομάνικο ή και αμάνικο («αντερί», «τσιπούνι», «τζουμπές»). Ιδιαίτερα
τον «τζουμπέ» –πανωφόρι επενδυμένο με γούνα και ραμμένο από πολύτιμα υφάσματα–
μπορούσαν να τον φορούν μόνο οι γυναίκες που ανήκαν στην ανώτερη κοινωνική τάξη.
Στη συλλογή του Μουσείου της Πόλεως των Αθηνών σώζεται ένα εργόχειρο περίπου του
1837, στο οποίο το βασιλικό ζεύγος αναπαρίσταται ημίσωμα την ημέρα του γάμου του,
με τον βασιλιά να φορά τη φουστανέλα και τη βασίλισσα να είναι ντυμένη με αθηναϊκή εν-
δυμασία με «καβάδι» και «τζουμπέ» (Εικ. 9).
Η Αμαλία θα εμφανίζεται μόνο σε ειδικές περιστάσεις με τη φορεσιά της δικής της
επινόησης, παραπέμποντας άμεσα στην εθνική-βασιλική της υπόσταση. Η έως τώρα
έρευνα έχει καταδείξει ότι προτιμούσε, σε αντίθεση με τον Όθωνα, να ντύνεται με σύ-
νολα παριζιάνικης μόδας στους χορούς του παλατιού παρά με τη φορεσιά της (Macha-
Bizoumi 2012: 72-73). Επισημαίνεται ότι η όλη προσπάθεια για την παγίωση ενός τρό-
Εικ. 9. Εργόχειρο της Μαρίας Μπριάκου που ένδυσης, ξεκάθαρα συνδεδεμένου με την ελληνική εθνότητα, θα ενισχυθεί και
με τις προσωπογραφίες του Όθωνα και από την εικαστική απεικόνιση της βασίλισσας με την εθνική ενδυμασία σε μια σειρά
της Αμαλίας, π. 1837, από κατά παραγγελία προσωπογραφίες (Von Hase-Schmundt 2007: 257-268, Κασιμά-
μετάξι κεντητό, 35,5 x 38,5 εκ.
Συλλογή Μουσείου της Πόλεως τη 2000: 520).
των Αθηνών – Ίδρυμα
Βούρου-Ευταξία, Αθήνα Εν τέλει, η βασίλισσα Αμαλία καθιέρωσε ένα ενδυματολογικό σχήμα που λειτούργη-
σε ως μια επεξεργασμένη «γλώσσα» (Lurie 1983, Rubinstein 1995) συμβολικής πρα-
Εικ. 10. Η Ουρανία Νέγρη με κτικής και επικοινωνίας, σηματοδοτώντας την ταυτότητα του νέου ελληνικού κράτους.
β) Από την αθηναϊκή φορεσιά θα δανειστεί και το «ζιπούνι», το οποίο στις αρχές της τρί- «αμαλιοποιημένη» φορεσιά της Στη δημιουργία αυτής της ρομαντικής εθνικής φορεσιάς αποτυπώνονται εικαστικά τα
Σάμου σε φωτογραφία του 1910.
της δεκαετίας του 19ου αιώνα παίρνει τη μορφή ενός κοντού ζακέτου με βαθύ άνοιγμα Ιδιωτική συλλογή ιδεολογικά ρεύματα του 19ου αιώνα, υπό την επίδραση των οποίων γεννήθηκε συμβολικά
στο στήθος, αγκαλιάζοντας και παράλληλα σφίγγοντας το γυναικείο μπούστο. Πρέπει να και εννοιολογικά φορτισμένη. Η «Αμαλία» είναι σταθμός στα ελληνικά ενδυματολογικά
επισημανθεί ότι την περίοδο αυτή το «ζιπούνι» ή «κοντογούνι» ήταν ένα κοινό ένδυμα, με δρώμενα, αφού παρουσιάζει αξιοσημείωτη διάρκεια και οδηγεί σε μια σειρά από «αμα-
κατά τόπους παραλλαγές τόσο στη νησιωτική (Εικ. 8) όσο και στην ηπειρωτική Ελλάδα, λιοποιημένες» ενδυμασίες (Παπαντωνίου 2000: 391) (Εικ. 10). Οι συγκεκριμένες φο-
και είναι πολύ πιθανόν ότι πάνω σε αυτό το ευρέως αποδεκτό ενδυματολογικό σχήμα στη- ρεσιές θα κυριαρχήσουν σε βάρος παλαιότερων ενδυματολογικών σχημάτων όχι μόνο
ρίχτηκε και η διαμόρφωση του «ζιπουνιού» της φορεσιάς «Αμαλία» (Εικ. 5). Το «ζιπούνι» ή στον ελληνικό χώρο αλλά και στον ευρύτερο χώρο των Βαλκανίων, με ισχυρό το παρά-
«κοντογούνι» της φορεσιάς «Αμαλία», ένα ζακέτο με μακριά και στενά μανίκια, ήταν φτιαγ- δειγμα της Σερβίας (Antonijević 1983: 343-353, Vitkovic-Zikic 2009: 118-123). Αρχικά
μένο από μεταξωτό βελούδο σε μαύρο, κόκκινο ή βαθύ μπλε χρώμα, ραμμένο και κεντη- η φορεσιά θα υιοθετηθεί από τον γυναικείο πληθυσμό των αστικών περιοχών και στη
μένο από ειδικούς ραφτάδες, τους τερζήδες, με επίρραφα μεταξωτά γαϊτάνια, αλλά και συνέχεια των αγροτικών.
με χρυσογάιτανα και ασημογάιτανα. Συχνά ήταν ολόγυρα διακοσμημένο με γούνα. Εντούτοις, αυτή η δυναμική εξάπλωση της ενδυμασίας που καθιέρωσε η βασίλισσα Αμα-
λία σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να ερμηνευθεί ως μόδα, με την έννοια του συρμού.
γ) Δυτικότροπα κοσμήματα, όπως καρφίτσες με καμέο ή με διαμάντια, μενταγιόν με κα-
Αποτελεί ένα ενδυματολογικό σύνολο που επινοήθηκε και κατασκευάστηκε ως σύμβο-
μέο, βραχιόλια με διαμάντια και σειρές μαργαριταριών συμπληρώνουν το όλο σύνολο.
λο του νέου ελληνικού κράτους, παίρνοντας τη μορφή στολής, και για αυτόν ακριβώς τον
δ) Το κεφάλι καλύπτει φέσι, σαν το φέσι της αθηναϊκής φορεσιάς, με χρυσά κεντήματα και λόγο υιοθετήθηκε σε μεγάλη κλίμακα. Σαφέστατα, δεν θα μπορούσε όμως να μην ανα-
μεταξωτή φούντα, το «παπάζι», από χρυσές κλωστές πλεγμένες κοτσίδα (Εικ. 6), η οποία γνωριστεί στη «φορεσιά Αμαλία» ο διαμεσολαβητικός ρόλος της στη διάχυση και στην
συχνά ήταν διακοσμημένη με μαργαριτάρια ή πούλιες. Η Ιωάννα Παπαντωνίου διασώζει πρόσληψη δυτικών προτύπων, μέσω των οποίων σταδιακά –πρώτα με τη συμβολή της
την πληροφορία ότι οι παντρεμένες κάλυπταν το φέσι με το μαύρο βέλο των καθολικών βασίλισσας Αμαλίας και αργότερα με την πιο καθοριστική της βασίλισσας Όλγας– επικρά-
όταν πήγαιναν στην εκκλησία (Παπαντωνίου 2000: 391). τησε καθολικά η δυτική μόδα στην ελληνική επικράτεια.

54 Φορεσιά «Αμαλία» 55

You might also like