Professional Documents
Culture Documents
Ο Θεσμός Του Επιθεωρητή
Ο Θεσμός Του Επιθεωρητή
Ο Θεσμός Του Επιθεωρητή
Θεόδωρος Καραμητόπουλος,
Παιδαγωγικό Τμήμα, ΠΔΜ, ΑΠΘ
t.kar@live.com
Περίληψη
Ο Επιθεωρητής αποτελεί έναν από τους μακροβιότερους θεσμούς του ελληνικού εκπαιδευτικού
συστήματος με ιστορία που ανάγεται στα χρόνια διακυβέρνησης του Ιωάννη Καποδίστρια. Έδρασε
για περίπου 150 χρόνια, ασκώντας συστηματικό έλεγχο και εποπτεία στις σχολικές μονάδες και τους
εκπαιδευτικούς της περιφέρειάς του. Ιστορικά, λειτούργησε ως μεσολαβητής μεταξύ κεντρικής
εξουσίας και σώματος των εκπαιδευτικών, καθώς επιφορτίστηκε με τον έλεγχο εφαρμογής της
πολιτικής του υπουργείου στα σχολεία. Η φύση του έργου του δομήθηκε στο πλαίσιο της
συγκεντρωτικής διάρθρωσης της ελληνικής εκπαίδευσης, η οποία βασίζεται σε μία συντηρητική
νοοτροπία άσκησης της κεντρικής εξουσίας. Λόγω της εξουσίας που του είχε αποδοθεί, η δράση του
συχνά σημαδεύτηκε από αυθαιρεσίες και τάσεις αυταρχισμού. Παράλληλα, η άσκηση έντονου
ελέγχου της ενδοσχολικής και εξωσχολικής δράσης των εκπαιδευτικών χαρακτήρισε αρνητικά το
έργο του στη συνείδηση των τελευταίων. Σταδιακά, οι φωνές που ζητούσαν την κατάργηση του
θεσμού πολλαπλασιάστηκαν. Το βαθμιαία όλο και πιο επιτακτικό αίτημα του εκπαιδευτικού κόσμου
για την κατάργησή του βρήκε εντονότερα ερείσματα μετά την αποκατάσταση του δημοκρατικού
πολιτεύματος στην Ελλάδα το 1974. Αποτέλεσμα ήταν η κατάργησή του λίγα χρόνια μετά. Μαζί με
τον Επιθεωρητή, ουσιαστικά καταργήθηκε και η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, η οποία
στηρίζονταν σε ένα ελεγκτικό-τιμωρητικό πλαίσιο. Αρμοδιότητες αξιολόγησης των εκπαιδευτικών
ανατέθηκαν στον διάδοχο θεσμό του Σχολικού Συμβούλου, οι οποίες, ωστόσο, δεν εφαρμόστηκαν
ποτέ στην πράξη. Για περισσότερες από τρεις δεκαετίες, η ελληνική εκπαίδευση στερείται
διαδικασιών αποτίμησης της ποιότητας του παρεχόμενου εκπαιδευτικού έργου και αξιολόγησης των
εκπαιδευτικών. Η θέση της χώρας βρίσκεται σε πλήρη αναντιστοιχία με τα δεδομένα στον διεθνή
χώρο, όπου η αξιολόγηση αποτελεί κομμάτι της καθημερινότητας των σχολείων, έχοντας
ανατροφοδοτικό και βελτιωτικό χαρακτήρα. Στο παραπάνω πλαίσιο, ο ρόλος της παρούσας
προσπάθειας είναι διττός: (1) αφενός η σύντομη αναδρομή σε έναν θεσμό που σημάδεψε την
εξέλιξη της πορείας του εκπαιδευτικού συστήματος και (2) αφετέρου η ανάδειξη της ανάγκης
διαμόρφωσης ενός αξιολογικού συστήματος στην εκπαίδευση από μηδενική βάση με γνώμονα τη
βελτίωση των εκπαιδευτικών και του έργου τους.
1. Εισαγωγή
Στην ιστορία των εκπαιδευτικών συστημάτων, υπήρξαν θεσμοί που σημάδεψαν με
τη δράση και το έργο τους το εκπαιδευτικό γίγνεσθαι. Στο πλαίσιο του νεοελληνικού
συστήματος εκπαίδευσης, χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Επιθεωρητής. Η
μακροβιότητα του θεσμού και το περιεχόμενο του έργου του επηρέασαν
καθοριστικά τον κόσμο της εκπαίδευσης επί σειρά δεκαετιών. Ενδεικτικό της
επίδρασης που άσκησαν τα υπό μελέτη στελέχη είναι η ανάδυση του όρου
επιθεωρητισμός, ο οποίος περικλείει μία συγκεκριμένη φιλοσοφία. Σε όλες του τις
εκφάνσεις, υποδηλώνει έναν τρόπο δράσης που χαρακτηρίζεται από την υπηρέτηση
των προσταγών της κεντρικής κρατικής διοίκησης της εκπαίδευσης. Με άλλα λόγια,
ο Επιθεωρητής υπήρξε πρόσωπο επιφορτισμένο με την διάχυση της κεντρικά
χαρασσόμενης εκπαιδευτικής πολιτικής σε περιφερειακό επίπεδο. Η θεσμοθέτησή
του μετά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους υπήρξε φυσική ανάγκη της
2ο Πανελλήνιο Συνέδριο «Η εκπαίδευση στον 21ο αιώνα: από τη θεωρία στην πράξη - Αναζητώντας ένα
ελκυστικό και αποτελεσματικό σχολείο»
2. Η εξέλιξη του θεσμού του Επιθεωρητή τον 19ο και 20ο αιώνα
2.1. Ο μεταρρυθμιστικός νόμος ΒΤΘΜ΄ του 1895
Οι έντονες κοινωνικοοικονομικές αλλαγές στα τέλη του 19 ου αιώνα, κατέστησαν τις
εκπαιδευτικές ρυθμίσεις της βαυαρικής Αντιβασιλείας παρωχημένες. Η ανάδυση
της μεσαίας τάξης και η αλλαγή των οικονομικών σχέσεων με την ανάπτυξη της
χρηματοοικονομίας ανέδειξε την αναγκαιότητα των εκπαιδευτικών τίτλων στην
παραγωγή. Η πρόδηλη ανάγκη μεταρρύθμισης του εκπαιδευτικού συστήματος
επιχειρήθηκε τελικά το 1895. Ο Νόμος ΒΤΘΜ΄ ενσωμάτωσε το πλαίσιο των
αλλαγών. Το νομοθέτημα χαρακτηρίστηκε από τον Γεώργιο Θεοτόκη κατά τη
συζήτηση στη Βουλή «ίσως το σπουδαιότερον των κατά την σύνοδον ταύτην
υποβληθέντων εις την Βουλήν» καθώς «σχετίζεται προς αντικείμενα υψίστης
σπουδαιότητος (…) προς το μέλλον της πατρίδος ημών» (Μπουζάκης, 2002: 267). Για
πρώτη φορά στη νεοελληνική ιστορία, νομοθέτημα έκανε λόγο για Επιθεωρητές
αρμόδιους για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών. Προβλέφθηκαν θέσεις για έναν
Επιθεωρητή σε κάθε νομό, ενώ θεσμοθετήθηκαν επιστημονικά κριτήρια ως
προαπαιτούμενα για την πλήρωση των θέσεων από ενδιαφερόμενους. Παράλληλα,
2ο Πανελλήνιο Συνέδριο «Η εκπαίδευση στον 21ο αιώνα: από τη θεωρία στην πράξη - Αναζητώντας ένα
ελκυστικό και αποτελεσματικό σχολείο»
Παρά την κρισιμότητα των στιγμών για την χώρα εντός ενός ραγδαία
εξελισσόμενου διεθνούς περιβάλλοντος τις πρώτες δεκαετίες του 20 ου αιώνα, η
εναλλαγή κυβερνήσεων με διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες στην εξουσία
(συντηρητικοί-φιλομοναρχικοί και φιλευλεύθεροι-βενιζελικοί) οδήγησαν σε
μεταρρυθμίσεις και αντιμεταρρυθμίσεις στον χώρο της εκπαίδευσης. Έτσι,
παγιώθηκε κάθε μεταβολή προσώπων στην πολιτική ηγεσία της εκπαίδευσης να
συνοδεύεται από τερματισμό των όποιων ρυθμίσεων είχαν εκκινήσει από την
προηγούμενη. Χαρακτηριστικότατο παράδειγμα αποτελεί η διαταγή προς καύση
των αναγνωστικών του δημοτικού γραμμένων στη δημοτική γλώσσα κατά τη
βενιζελική μεταρρύθμιση του 1917 από τη φιλομοναρχική κυβέρνηση του 1920 και
η ανατροπή της μεταρρύθμισης του 1964 από τη δικτατορία του 1967 (Μπουζάκης,
2006). Η ρευστότητα του πολιτικού σκηνικού δεν επηρέασε το βασικό έργο των
Επιθεωρητών, το οποίο παρέμεινε πρωτίστως η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αντιμετώπιση του θεσμού από τα
δικτατορικά καθεστώτα του 1936-1941 και 1967-1974. Αμφότερα ενίσχυσαν τις
ελεγκτικές αρμοδιότητες του και την επιβολή ποινών στους εκπαιδευτικούς σε μια
προσπάθεια εδραίωσής τους στην εξουσία. Αξιοσημείωτη είναι η πρόθεση των εν
λόγω καθεστώτων να πραγματοποιήσουν διαγωνισμούς για τη στελέχωση του
σώματος των Επιθεωρητών και η έμφαση σε υποκειμενικά και μη μετρήσιμα
κριτήρια επιλογής, στενά συνδεδεμένων με την κρατούσα ιδεολογία. Παράλληλα,
αρνητική στιγμή αποτελεί και η πλήρωση θέσεων από πρόσωπα χωρίς τυπικά
προσόντα, τα οποία δρούσαν ως ‘μάτια’ του καθεστώτος (Καραφύλλης, 2010). Οι
εξελίξεις αυτές δεν είναι δυνατό να προσεγγιστούν αποπλαισιωμένες από το
πολιτικό συγκείμενο των συγκεκριμένων χρονικών περιόδων, το οποίο
χαρακτηρίζεται από καταδίκη των αριστερών ιδεολογιών και την επικράτηση ενός
διχαστικού μετεμφυλιακού κλίματος, αντίστοιχα. Κατάλοιπα του μετεμφυλιακού
κλίματος στην εκπαίδευση διαφαίνονται και στις εκθέσεις των Επιθεωρητών της
περιόδου της επταετούς δικτατορίας, όπου τυχόν ανεπιθύμητα πολιτικά
φρονήματα του εκπαιδευτικού μπορούσαν να τον οδηγήσουν στην απόλυση και τον
γενικότερο κοινωνικό στιγματισμό (Καραφύλλης, 2010).
Καθ’ όλη την περίοδο δράσης των Επιθεωρητών, τα περιθώρια αντίδρασης
των εκπαιδευτικών στις αποφάσεις των πρώτων ήταν ιδιαίτερα περιορισμένα. Στις
περιόδους επικράτησης της δημοκρατίας υπήρχαν περισσότερες δικλείδες
ασφαλείας και τρόποι προσβολής των αποφάσεων, σε αντίθεση με εκείνες της
επικράτησης καθεστώτων δικτατορικού χαρακτήρα. Η δημοφιλία του θεσμού -αν
υπήρξε ποτέ- εκμηδενίστηκε από την αρχή. Κριτική ασκήθηκε ακόμα και από
πρόσωπα της πολιτικής ηγεσίας της εκπαίδευσης, όπως ο Υπουργός Παιδείας
Μομφεράτος, ο οποίος στα 1899 (ελάχιστα χρόνια μετά τη θεσμοθέτηση των
Επιθεωρητών) χαρακτήρισε σε Εγκύκλιό του τα εν λόγω στελέχη ‘τυράννους’ των
εκπαιδευτικών (Μπουζάκης, 2006: 62-63). Αν και τελικά υπήρξε ένας εκ των
μακροβιότερων θεσμών της νεοελληνικής εκπαίδευσης, καθ’ όλη την πορεία του
στον χρόνο αποτέλεσε πεδίο έντονης αντιπαράθεσης τόσο σε πολιτικό όσο και
συνδικαλιστικό επίπεδο (Παναγόπουλος, 2013). Η αποκατάσταση του
δημοκρατικού πολιτεύματος στη χώρα το 1974 υπήρξε η αρχή του τέλους για τον
Επιθεωρητή, ο οποίος εξακολούθησε να συντάσσει αξιολογικές εκθέσεις για
εκπαιδευτικούς μέχρι την κατάργησή του το 1982. Η αλλαγή των πραγμάτων
διαφαίνεται στις εκθέσεις της τελευταίας περιόδου δράσης του, καθώς οι
2ο Πανελλήνιο Συνέδριο «Η εκπαίδευση στον 21ο αιώνα: από τη θεωρία στην πράξη - Αναζητώντας ένα
ελκυστικό και αποτελεσματικό σχολείο»
που αφορούσαν τόσο τον Επιθεωρητή όσο και τον Σχολικό Σύμβουλο εμφανίζουν
διαχρονικά (ήδη από το 1895) την τάση οι θεσμοί να επιφορτίζονται με έργο που
πρακτικά αδυνατούν να φέρουν σε πέρας. Τελικά, το Προεδρικό Διάταγμα
καταργήθηκε μετά την πολιτική αλλαγή του 2015, λίγο πριν εκκινήσει η παραπάνω
περιγραφόμενη διαδικασία αξιολόγησης των εκπαιδευτικών.
3. Συμπερασματικές παρατηρήσεις
Ο Επιθεωρητής σημάδεψε όσο λίγοι θεσμοί τη λειτουργία του νεοελληνικού
εκπαιδευτικού συστήματος. Η δράση του σημαδεύτηκε αρνητικά στη συνείδηση του
εκπαιδευτικού κόσμου λόγω των βαρυσήμαντων αρμοδιοτήτων που του
ανατέθηκαν αναφορικά με την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών. Ο Νόμος ΒΤΘΜ΄
έθεσε το πλαίσιο της πορείας του, το οποίο έμεινε ουσιαστικά αμετάβλητο για
περίπου έναν αιώνα. To 1895 αποτελεί αφετηρία μίας εξέλιξης που σημαδεύτηκε
από έντονα αρνητικά σημεία.
Μείζονα προβλήματα, όπως οι στελεχωμένες από μη σχετικά με την
εκπαίδευση πρόσωπα Επιθεωρητικές Επιτροπές και αργότερα τα Εποπτικά
Συμβούλια (για κάποιο διάστημα), η στελέχωση του θεσμού από πρόσωπα
στερούμενα προσόντων, η ασφυκτική εξάρτηση του θεσμού από τις διαθέσεις της
εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας της χώρας και η διαχρονική επιθυμία του Κράτους για
έλεγχο των εκπαιδευτικών, τον κατέστησαν βαθμιαία «κόκκινο πανί» στη
συνείδηση του εκπαιδευτικού κόσμου. Η εμπιστοσύνη στο πρόσωπο του
Επιθεωρητή εξανεμίστηκε λόγω των ευρύτατων διοικητικών αρμοδιοτήτων του που
συχνά επισκίαζαν το αμιγώς παιδαγωγικό του έργο. Από νωρίς, ο διαχωρισμός
παιδαγωγικών-διοικητικών καθηκόντων συνάντησε φωνές υποστήριξης. Ωστόσο,
κατέστη εφικτός περίπου 9 δεκαετίες μετά την είσοδο των πρώτων Επιθεωρητών
στα σχολεία. Η κατάργηση του το 1982 συνέβαλε στη δημιουργία του θεσμού του
Σχολικού Συμβούλου με την πρόθεση να έχει αμιγώς παιδαγωγικά καθήκοντα, ώστε
να υποστηρίζει τους εκπαιδευτικούς στην πράξη. Αρμοδιότητες διοικητικού τύπου
μεταφέρθηκαν στον θεσμό του Διευθυντή Εκπαίδευσης.
Στην κατεύθυνση της κατάργησης των Επιθεωρητών, σημαντική αναδείχτηκε η
σύσταση και δράση του συνδικαλιστικού κινήματος στον χώρο της εκπαίδευσης ήδη
από τις αρχές του 20ου αιώνα. Αναμενόμενα, το αίτημα του εκπαιδευτικού κόσμου
συναντούσε πρόσφορο έδαφος έκφρασης στις περιόδους δημοκρατικής
διακυβέρνησης της χώρας. Από την άλλη, τα δικτατορικά καθεστώτα κατά τη
διάρκεια του 20ου αιώνα όχι μόνο ενίσχυσαν την αυθαίρετη δράση των
Επιθεωρητών, αλλά προχώρησαν περισσότερο, στελεχώνοντας τον θεσμό με
πρόσωπα εκτός εκπαίδευσης δίχως κατάρτιση με μόνο κριτήριο την έκφραση
υποστήριξης προς το καθεστώς. Ελλείψει σχετικών ερευνητικών προσπαθειών,
παραμένει άγνωστο αν ο θεσμός του Επιθεωρητή τελικά συνέβαλε στη βελτίωση
του παραγόμενου εκπαιδευτικού έργου και των εκπαιδευτικών. Αλλά και ο
διάδοχος θεσμός, αυτός του Σχολικού Συμβούλου, μοιάζει να βρίσκεται σε
αναζήτηση ταυτότητας, καθώς η στάση της ηγεσίας της εκπαίδευσης απέναντί του
είναι αμφίσημη. Είναι χαρακτηριστικό πως έχουν ακουστεί φωνές τόσο για την
αξιοποίησή του ως αξιολογητή (όπως στην περίπτωση του Π.Δ. 152/2013) όσο και
για την κατάργησή του.
Η συζήτηση περί λογοδοσίας στην ελληνική πραγματικότητα μοιάζει να έχει
αποτελματωθεί, καθοδηγούμενη πλέον από τις εξελίξεις που αφορούν τη
2ο Πανελλήνιο Συνέδριο «Η εκπαίδευση στον 21ο αιώνα: από τη θεωρία στην πράξη - Αναζητώντας ένα
ελκυστικό και αποτελεσματικό σχολείο»
Βιβλιογραφικές αναφορές
Ηλιάδου-Τάχου, Σ. (2006). Η εκπαιδευτική πολιτική του ελληνικού κράτους στη
Μακεδονία στο πλαίσιο του μακεδονικού ζητήματος. Το παράδειγμα της
Δυτικής Μακεδονίας. Αθήνα: Gutenberg.
Καράμηνας, Ι. (2013). Ο Σχολικός Σύμβουλος ως Εκπαιδευτής Ενηλίκων. Θεωρητική
Προσέγγιση, Εμπειρική Διερεύνηση, Καλές Πρακτικές. Αθήνα: Εκδόσεις
Γρηγόρη.
Καραμητόπουλος, Θ. Γ. (2016). Οι Σχολικοί Σύμβουλοι μιλούν για τον ρόλο, το έργο
τους και την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών. Θεσσαλονίκη: iWrite.gr.
Καραφύλλης, Α. Τ. (2010). Ο θεσμός του Επιθεωρητή Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης
και η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών. Αθήνα: Κριτική.
Μπουζάκης, Σ. (2002). Εκπαιδευτικές Μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα. Πρωτοβάθμια
και Δευτεροβάθμια Γενική και Τεχνικοεπαγγελματική Εκπαίδευση. Τόμος Α’. Γ’
Έκδοση επαυξημένη. Αθήνα: Gutenberg.
Μπουζάκης, Σ. (2006). Νεοελληνική Εκπαίδευση (1821-1998). Ε΄ Έκδοση
συμπληρωμένη. Αθήνα: Gutenberg.
2ο Πανελλήνιο Συνέδριο «Η εκπαίδευση στον 21ο αιώνα: από τη θεωρία στην πράξη - Αναζητώντας ένα
ελκυστικό και αποτελεσματικό σχολείο»