Professional Documents
Culture Documents
εδραιώνω
εδραιώνω
εδραιώνω
ΑΝΤΙΘΕΤΑ
[παθαίνω μεταβολή, αλλαγή, γίνομαι διαφορετικός]
μεταβάλλομαι: μεταβάλλεται η κατάσταση
αλλάζω: τελευταία έχει αλλάξει η συμπεριφορά του ‖ ο άνεμος άλλαξε σε νοτιά
γυρίζω: γύρισε ο βοριάς
μπατάρω: "Νωρίς μπατάρισε ο καιρός κι έχει χαλάσει" (Ν. Καββαδίας)
[απώλεια της σταθερότητας, διαταραχή του κανονικού ρυθμού της πολιτικής,
κοινωνικής, οικονομικής ζωής ενός τόπου]
αποσταθεροποιούμαι
[περιέρχομαι σε συνθήκες αστάθειας (για κυβέρνηση, καθεστώς κτλ.)]
κλονίζομαι: η κυβέρνηση κλονίστηκε από το απεργιακό κύμα
τρίζω: τρίζουν τα θεμέλια του κομματικού κράτους
παραπαίω=ΑΜΦΙΤΑΛΑΝΤΕΥΟΜΑΙ=κινδυνεύω να καταρρεύσω
κλυδωνίζομαι
ΑΝΤΙΘΕΤΑ
[κάνω κάποιον ή κάτι λιγότερο ισχυρό, μειώνω τη δύναμη, την
αποτελεσματικότητα, την ένταση, τις δυνατότητές του]
εξασθενίζω: η κρατική σπατάλη εξασθένισε την οικονομία
εξασθενώ
αποδυναμώνω: η παγκόσμια οικονομική κρίση αποδυνάμωσε τον ελληνικό τουρισμό
κάνω αδύνατο | ασθενή | ανίσχυρο | αδύναμο
αδυνατίζω: το πρώτο αποτέλεσμα που θα έχει η πρόσληψη των 1.200 ατόμων είναι
ότι αδυνατίζει το ίδιο το σύστημα με την πρόσληψη μάλιστα διοικητικών υπαλλήλων,
οι οποίοι θα έπρεπε να μειώνονται αντί να αυξάνονται
εξαντλώ: η υπερφορολόγηση έχει εξαντλήσει τους μικρομεσαίους επιχειρηματίες ‖
εξαντλώ σωματικά | ψυχικά
απονευρώνω: ο υδροκεφαλισμός των αστικών κέντρων απονευρώνει την
περιφέρεια
αποστεώνω: εκπαιδευτικό σύστημα που αποστεώνει την έρευνα | την ελευθερία
της σκέψης
ξεδοντιάζω: η κυβέρνηση υποσχέθηκε να ξεδοντιάσει τα κυκλώματα της διαφθοράς
καταβάλλω: τον έχει καταβάλει ο θάνατος της γυναίκας του
τσακίζω: τον τσάκισαν τα βάσανα
γονατίζω: μας γονάτισε η ακρίβεια
συνθλίβω: με συνθλίβουν τα χρέη
εξουδετερώνω
[κάνω κάποιον ή κάτι που αντιστέκεται, να υποχωρήσει, να υποκύψει]
κάμπτω: οι απειλές της εργοδοσίας δεν έκαμψαν το φρόνημα των απεργών
ΑΝΤΙΘΕΤΑ
[συγκρατώ μέσα σε λογικά όρια, ώστε να αποφύγω την υπερβολή]
μετριάζω ►Δείτε αντίθετα
[μετριάζω κάτι ανεπιθύμητο ή δυσάρεστο]
αμβλύνω
συγκρατώ
[αρκούμαι, περιορίζομαι σε λιγότερα]
κάνω αβαρία
συμβιβάζομαι
μειώνω