εδραιώνω

You might also like

Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 6

εδραιώνω

Λέξη: εδραιώνω (Το μεγαλύτερο λεξικό Συνωνύμων - Αντιθέτων)


Δείτε και: Κλίση Νέας Ομόρριζα
Ετυμολογία: ἕζομαι < αρχ. "κάθομαι" < ΙΕ *sed- < ἵζω < σίδ-j-ίζω>

Επιλέξτε μία από τις


σημασίες της λέξης για να Ένδεικτικό συνώνυμο Μέρος
δείτε τα συνώνυμά της
γίνομαι σταθερός και
μόνιμος (για ιδέες,
θεσμούς κτλ.) (θα
Ρ. αμετ.
αυξηθούν οι αστυνομικές ριζοβολώ
144
περιπολίες για να εδραιωθεί
το αίσθημα ασφαλείας των
πολιτών)
ενισχύομαι έτσι που να μην
κινδυνεύω να μεταβληθώ,
να φθαρώ ή να
Ρ. αμετ.
καταστραφώ (εδραιώθηκε η ισχυροποιούμαι
291
ειρήνη)
(Έχει αντίθετα πεδίου)

ενισχύω κάτι έτσι που να


μην κινδυνεύει να
μεταβληθεί, να φθαρεί ή Ρ. μετ.
κραταιώνω
να καταστραφεί (εδραιώνω 474
την εξουσία | τη δύναμη | το
κύρος μου) (Έχει αντίθετα)
[γίνομαι σταθερός και μόνιμος (για ιδέες, θεσμούς κτλ.)]
ριζοβολώ: ριζοβόλησε η ιδέα της επανάστασης
ριζώνω: ρίζωσε το κίνημα της αλλαγής
εδραιώνομαι: θα αυξηθούν οι αστυνομικές περιπολίες για να εδραιωθεί το αίσθημα
ασφαλείας των πολιτών
παγιώνομαι: παγιωμένες αντιλήψεις
παγιοποιούμαι
μονιμοποιούμαι
σταθεροποιούμαι: σταθεροποιήθηκε το δημοκρατικό πολίτευμα
θεμελιώνομαι: ελπίζω ότι θα κατισχύσει στην Ευρωζώνη και στην Ευρωπαϊκή Ένωση η
αρχή της αλληλεγγύης, όπως και γενικότερα οι αρχές και αξίες επί των οποίων
θεμελιώθηκε το ευρωπαϊκό οικοδόμημα
θρονιάζω: ο φόβος έχει θρονιάσει στην καρδιά τους
[μένω αμετάβλητος]
δεν εμφανίζω μεταβολές | αλλαγές
μένω | παραμένω αναλλοίωτος
παραμένω | μένω ο ίδιος
μένω ως έχω (φράση / έκφραση ν.ε.)
[παύω να μεταβάλλομαι, παραμένω σταθερός]
σταθεροποιούμαι: σταθεροποιήθηκε η οικονομία
εμπεδώνομαι: εμπεδώθηκε το κλίμα ασφάλειας
στερεώνομαι: στερεώθηκε η δημοκρατία
στεριώνω: στέριωσαν οι δημοκρατικοί θεσμοί
[ενισχύομαι έτσι που να μην κινδυνεύω να μεταβληθώ, να φθαρώ ή να
καταστραφώ]
εδραιώνομαι: εδραιώθηκε η ειρήνη
ισχυροποιούμαι

ΑΝΤΙΘΕΤΑ
[παθαίνω μεταβολή, αλλαγή, γίνομαι διαφορετικός]
μεταβάλλομαι: μεταβάλλεται η κατάσταση
αλλάζω: τελευταία έχει αλλάξει η συμπεριφορά του ‖ ο άνεμος άλλαξε σε νοτιά
γυρίζω: γύρισε ο βοριάς
μπατάρω: "Νωρίς μπατάρισε ο καιρός κι έχει χαλάσει" (Ν. Καββαδίας)
[απώλεια της σταθερότητας, διαταραχή του κανονικού ρυθμού της πολιτικής,
κοινωνικής, οικονομικής ζωής ενός τόπου]
αποσταθεροποιούμαι
[περιέρχομαι σε συνθήκες αστάθειας (για κυβέρνηση, καθεστώς κτλ.)]
κλονίζομαι: η κυβέρνηση κλονίστηκε από το απεργιακό κύμα
τρίζω: τρίζουν τα θεμέλια του κομματικού κράτους
παραπαίω=ΑΜΦΙΤΑΛΑΝΤΕΥΟΜΑΙ=κινδυνεύω να καταρρεύσω
κλυδωνίζομαι

[κάνω κάποιον ή κάτι πιο δυνατό, ανθεκτικό, έντονο κτλ.]


ενισχύω: οι δυνατοί άνεμοι ενισχύουν την πυρκαγιά ‖ πρέπει να ενισχύσουμε τα
στηρίγματα της στέγης για να μην καταρρεύσει
ισχυροποιώ: με τα νέα μας προϊόντα η εταιρεία μας ισχυροποίησε τη θέση της έναντι
του ανταγωνισμού
δυναμώνω: τα μέτρα λιτότητας δυναμώνουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια ‖ δυναμώσαμε τις
ένοπλες δυνάμεις
ενδυναμώνω: η καλή τροφή ενδυναμώνει τον οργανισμό ‖ ενδυναμώσαμε την οικονομία
‖ με την επιβράβευση ενδυναμώσαμε τις επιδόσεις των μαθητών
δίνω | προσδίδω δύναμη
οπλίζω: φάρμακο που οπλίζει το ανοσοποιητικό σύστημα ‖ γυψοσανίδες οπλισμένες με
ίνες ‖ οπλισμένο σκυρόδεμα

ΑΝΤΙΘΕΤΑ
[κάνω κάποιον ή κάτι λιγότερο ισχυρό, μειώνω τη δύναμη, την
αποτελεσματικότητα, την ένταση, τις δυνατότητές του]
εξασθενίζω: η κρατική σπατάλη εξασθένισε την οικονομία
εξασθενώ
αποδυναμώνω: η παγκόσμια οικονομική κρίση αποδυνάμωσε τον ελληνικό τουρισμό
κάνω αδύνατο | ασθενή | ανίσχυρο | αδύναμο
αδυνατίζω: το πρώτο αποτέλεσμα που θα έχει η πρόσληψη των 1.200 ατόμων είναι
ότι αδυνατίζει το ίδιο το σύστημα με την πρόσληψη μάλιστα διοικητικών υπαλλήλων,
οι οποίοι θα έπρεπε να μειώνονται αντί να αυξάνονται
εξαντλώ: η υπερφορολόγηση έχει εξαντλήσει τους μικρομεσαίους επιχειρηματίες ‖
εξαντλώ σωματικά | ψυχικά
απονευρώνω: ο υδροκεφαλισμός των αστικών κέντρων απονευρώνει την
περιφέρεια
αποστεώνω: εκπαιδευτικό σύστημα που αποστεώνει την έρευνα | την ελευθερία
της σκέψης
ξεδοντιάζω: η κυβέρνηση υποσχέθηκε να ξεδοντιάσει τα κυκλώματα της διαφθοράς
καταβάλλω: τον έχει καταβάλει ο θάνατος της γυναίκας του
τσακίζω: τον τσάκισαν τα βάσανα
γονατίζω: μας γονάτισε η ακρίβεια
συνθλίβω: με συνθλίβουν τα χρέη

εξουδετερώνω
[κάνω κάποιον ή κάτι που αντιστέκεται, να υποχωρήσει, να υποκύψει]
κάμπτω: οι απειλές της εργοδοσίας δεν έκαμψαν το φρόνημα των απεργών

[αυξάνω το βαθμό ενέργειας ή δύναμης, εφαρμόζω κάτι πιο εντατικά]


εντείνω: τα κατασταλτικά μέτρα των Ισραηλινών εντείνουν τη βία στη Μ. Ανατολή
εντατικοποιώ: οι αστυνομικές αρχές εντατικοποιούν τα μέτρα ασφαλείας στα
αεροδρόμια, μετά τις πολύνεκρες επιθέσεις που σημειώθηκαν από τρομοκράτες
πολλαπλασιάζω: πολλαπλασιάζω τις προσπάθειές μου
επαυξάνω: επαυξάνονται τα μέτρα κατά της φοροδιαφυγής

ΑΝΤΙΘΕΤΑ
[συγκρατώ μέσα σε λογικά όρια, ώστε να αποφύγω την υπερβολή]
μετριάζω ►Δείτε αντίθετα
[μετριάζω κάτι ανεπιθύμητο ή δυσάρεστο]
αμβλύνω
συγκρατώ
[αρκούμαι, περιορίζομαι σε λιγότερα]
κάνω αβαρία
συμβιβάζομαι
μειώνω

[αυξάνω την ένταση σε κάτι και συνήθως τη διάρκειά του]


επιτείνω: επιτείνω την αγωνία | αβεβαιότητα | το άγχος
[εντείνω κάτι υπερβολικά, πέρα από το κανονικό ή το φυσιολογικό]
υπερεντείνω
οξύνω
[ενισχύω ένα φαινόμενο, συμβάλλω στη συντήρηση μιας κατάστασης]
τροφοδοτώ: η πολιτική οξύτητας τροφοδοτεί τα σενάρια για πρόωρες εκλογές
αιμοδοτώ: ο κρατικός προϋπολογισμός οι τράπεζες θα αιμοδοτήσει τα ασφαλιστικά
ταμεία
[τροφοδοτώ σε μεγάλο βαθμό]
υπερτροφοδοτώ
[τροφοδοτώ, ενισχύω εκ νέου]
ανατροφοδοτώ: με εμπρηστικές δηλώσεις ανατροφοδοτούν την πολιτική ένταση
επανατροφοδοτώ
αναζωπυρώνω
[ενισχύω κάτι έτσι που να μην κινδυνεύει να μεταβληθεί, να φθαρεί ή να
καταστραφεί]
εδραιώνω: εδραιώνω την εξουσία | τη δύναμη | το κύρος μου
κραταιώνω: με τους επιτυχείς πολέμους κραταίωσαν την πατρίδα τους
κρατύνω: οι ανοικτές αγορές, και όχι ο προστατευτισμός θα κρατύνουν την Ευρώπη
και θα της επιτρέψουν να αντιμετωπίσει τα προβλήματά της
στερεώνω
ΑΝΤΙΘΕΤΑ
[κάνω να χάσει τη σταθερότητά της μια κυβέρνηση, ένα καθεστώς κτλ.,
διαταράσσω τον κανονικό ρυθμό της πολιτικής, κοινωνικής, οικονομικής ζωής
ενός τόπου]
αποσταθεροποιώ: ανατρεπτικά στοιχεία προσπαθούν να αποσταθεροποιήσουν τον
δημόσιο βίο
[δημιουργώ συνθήκες αστάθειας]
κλονίζω: η ήττα στις δημοτικές εκλογές κλόνισε την κυβέρνηση
κλυδωνίζω: τα σκάνδαλα κλυδωνίζουν το πολιτικό σκηνικό
αποδυναμώνω
διασαλεύω
απορρυθμίζω
συγκλονίζω
[δίνω ώθηση και δυναμισμό σε κάτι που έχει ατονήσει]
τονώνω: τα νέα κυβερνητικά μέτρα τόνωσαν την οικονομία
θερμαίνω: πρέπει να πέσει ζεστό χρήμα στην αγορά για να θερμάνει την πραγματική
οικονομία
δίνω πνοή | ζωή (φράση / έκφραση ν.ε.)
[τονώνω μια δραστηριότητα, έναν θεσμό, μια προσδοκία κτλ. που έχει ατονήσει,
που εμφανίζει σημάδια παρακμής, ύφεσης]
αναζωογονώ: επιδοτήσεις για να αναζωογονήσουν τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις
ζωογονώ
αναθερμαίνω: η έκδοση κρατικών ομολόγων με ευνοϊκούς όρους αναθέρμανε το
ενδιαφέρον του κοινού
ξαναφουντώνω: τα νέα μέτρα λιτότητας ξαναφουντώνουν το απεργιακό κύμα
ξαναζεσταίνω: με χαμηλότοκα δάνεια προσδοκούμε να ξαναζεστάνουμε την αγορά
ξαναζωντανεύω: η κυβέρνηση προσπαθεί με τις εξαγγελίες της για φορολογικές
ελαφρύνσεις να ξαναζωντανέψει το ενδιαφέρον των επενδυτών
δίνω το φιλί της ζωής (φράση / έκφραση ν.ε.)
ανασταίνω: εθνική στρατηγική για να αναστήσουμε την ύπαιθρο και οι αγρότες, οι
κτηνοτρόφοι να συνεχίσουν να παράγουν προϊόντα

[κάνω κάτι ή κάποιον αδρανή, διακόπτω κάθε δραστηριότητα]


αδρανοποιώ: οι μεγάλες γιορτές και οι διακοπές του Αυγούστου αδρανοποιούν την
κρατική μηχανή
παθητικοποιώ
παραλύω: η επιβολή υψηλής φορολογίας παρέλυσε το εμπόριο
νεκρώνω: η νέα αύξηση του ΦΠΑ νέκρωσε την αγορά
απονεκρώνω: η καραντίνα λόγω κορονοϊού απονέκρωσε την οικονομική ζωή
ακινητοποιώ: η ομίχλη προκάλεσε προβλήματα ακινητοποιώντας τα αεροπλάνα
[αφήνω κάτι στάσιμο, δεν το αφήνω να εξελιχθεί ή να επιλυθεί]
τελματώνω: τα νέα οικονομικά μέτρα τελμάτωσαν την οικονομία
αποτελματώνω: η υπέρμετρη φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας αποτελματώνει
την αγορά ακινήτων
ακινητώ: οι αντιδραστικές δυνάμεις προσπαθούν να ακινητήσουν τις εξελίξεις
καθηλώνω: η ακρίβεια καθηλώνει την αγοραστική κίνηση
[αφαιρώ από κάποιον ή κάτι τον δυναμισμό, τη δημιουργικότητα, το ζωτικότερο
μέρος, περιορίζω ικανότητα ή δικαίωμα]
ευνουχίζω: η κρατική παρέμβαση ευνουχίζει τη βούληση του πολίτη
[αφαιρώ από κάτι ένα τμήμα του αλλοιώνοντάς το, αποδυναμώνοντάς το]
ακρωτηριάζω: ακρωτηρίασαν τα ατομικά δικαιώματα
κατακρεουργώ: κατακρεουργούν τις ατομικές ελευθερίες
[κάνω λοβοτομή, προβαίνω σε καταστολή της σκέψης]
λοβοτομώ: προσπαθούν να λοβοτομήσουν την εθνική μνήμη
λοβοτομή=απάθεια πνευματική λοβοτομή της νεολαίας/μάζας
αποχαυνώνω
[δημιουργώ τις κατάλληλες συνθήκες ώστε να γίνει κάτι πιο έντονο]
καλλιεργώ: καλλιεργούν το μίσος
τρέφω: τρέφουν τον σοβινισμό | τον ρατσισμό
[δίνω σε κάτι μεγαλύτερη ένταση ή έκταση (κυρίως για αφηρ. ουσ.)]
φουντώνω: η αδιαλλαξία τους φούντωσε τον θυμό του
θεριεύω: η ωμή καταπίεση του κατακτητή θέριεψε το πάθος τους για ανεξαρτησία
[δίνω σε κάτι πολύ μεγάλη δύναμη]
γιγαντώνω: ο ερχομός των ενισχύσεων γιγάντωσε το θάρρος τους
γιγαντεύω: γιγάντεψε η θέλησή τους να παλέψουν για την ελευθερία
[δυναμώνω πολύ την ψυχική ή σωματική αντοχή κάποιου]
ατσαλώνω: ατσαλώνω τον χαρακτήρα
χαλυβδώνω: τα εμπνευσμένα λόγια του ηγέτη τους χαλύβδωσαν τη θέλησή τους να
νικήσουν
χαλυβώνω
γαλβανίζω: ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός γαλβανίζει όλη την ιστορική πορεία του
ελληνικού έθνους

You might also like