Professional Documents
Culture Documents
5 ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟΝ
5 ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟΝ
gr
ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 (α)
13. δότε ἑαυτοῖς ἄνδρας 13. Δια τούτο και σας είπα
σοφοὺς καὶ ἐπιστήμονας καὶ τότε· εκλέξατε δια την
συνετοὺς εἰς τὰς φυλὰς ὑμῶν, εξυπηρέτησίν σας άνδρας
καὶ καταστήσω ἐφ᾿ ὑμῶν σοφούς, επιστήμονας και
ἡγουμένους ὑμῶν. συνετούς από τας φυλάς σας,
και εγώ θα καταστήσω αυτούς
αρχηγούς σας.
14. καὶ ἀπεκρίθητέ μοι καὶ 14. Τοτε αποκριθήκατε εις εμέ
εἴπατε· καλὸν τὸ ρῆμα ὃ και είπατε· καλόν είναι αυτό
ἐλάλησας ποιῆσαι. το έργον, που μας είπες να
κάμωμεν.
20. καὶ εἶπα πρὸς ὑμᾶς· 20. Και είπα προς σας·
ἤλθατε ἕως τοῦ ὄρους τοῦ εφθάσατε έως το όρος των
᾿Αμορραίου, ὃ Κύριος ὁ Θεὸς Αμορραίων, σύνορον της
ἡμῶν δίδωσιν ὑμῖν. Χαναάν, την οποίαν ο Κυριος
παραδίδει τώρα εις σας.
21. ἴδετε, παραδέδωκεν ἡμῖν 21. Ιδέτε ! Ο Κυριος και Θεός
Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν πρὸ σας έχει πλέον παραδώσει εις
προσώπου ὑμῶν τὴν γῆν· τα χέρια σας την χώραν
ἀναβάντες κληρονομήσατε, ὃν αυτήν. Εισέλθετε εις αυτήν,
τρόπον εἶπε Κύριος ὁ Θεὸς κυριεύσατέ την ως
τῶν πατέρων ὑμῶν ὑμῖν· μὴ κληρονομίαν σας, όπως είπεν
φοβεῖσθε μηδὲ δειλιάσητε. εις σας ο Θεός των προγόνων
σας. Μη φοβηθήτε κανένα και
μη δειλιάσετε.
22. καὶ προσήλθατέ μοι 22. Ηλθατε τότε προς εμέ όλοι
πάντες καὶ εἴπατε· και μου είπατε· Πριν ημείς
ἀποστείλωμεν ἄνδρας εισέλθωμεν, ας αποστείλωμεν
προτέρους ἡμῶν, καὶ άνδρας κατασκόπους να
ἐφοδευσάτωσαν ἡμῖν τὴν γῆν επιθεωρήσουν και ερευνήσουν
καὶ ἀναγγειλάτωσαν ἡμῖν την χώραν και να μας δώσουν
ἀπόκρισιν τὴν ὁδόν, δι᾿ ἧς πληροφορίαν δια την οδόν,
ἀναβησόμεθα ἐν αὐτῇ, καὶ τὰς από την οποίαν θα διαβώμεν
πόλεις εἰς ἃς εἰσπορευσόμεθα προς αυτήν και δια τας πόλεις,
εἰς αὐτάς. εις τας οποίας θα εισέλθωμεν.
29. καὶ εἶπα πρὸς ὑμᾶς· μὴ 29. Εγώ όμως είπα προς σας.
πτήξετε, μηδὲ φοβηθῆτε ἀπ᾿ Μη πτοηθήτε, μη φοβηθήτε
αὐτῶν· από αυτούς.
35. εἰ ὄψεταί τις τῶν ἀνδρῶν 35. Αν ποτέ κανείς ίδη από
τούτων τὴν γῆν ἀγαθὴν τους ανθρώπους αυτούς την
ταύτην, ἣν ὤμοσα τοῖς έφορον και πλουσίαν χώραν,
πατράσιν αὐτῶν, την οποίαν ωρκίσθην στους
προπάτοράς σας !
37. καὶ ἐμοὶ ἐθυμώθη Κύριος 37. Εξ αιτίας σας ωργίσθη και
δι᾿ ὑμᾶς λέγων· οὐδὲ σὺ οὐ εναντίον μου ο Θεός και μου
μὴ εἰσέλθῃς ἐκεῖ· είπε· Ούτε συ θα εισέλθης
εκεί.
42. καὶ εἶπε Κύριος πρός με· 42. Ο Κυριος όμως είπε τότε
εἰπὸν αὐτοῖς· οὐκ ἀναβήσεσθε προς εμέ· Ειπέ προς αυτούς·
οὐδὲ μὴ πολεμήσετε, οὐ γάρ δεν θα ανεβήτε εις την
εἰμι μεθ᾿ ὑμῶν· καὶ οὐ μὴ Παλαιστίνην και δεν θα
συντριβῆτε ἐνώπιον τῶν πολεμήσετε τους κατοίκους
ἐχθρῶν ὑμῶν· της, διότι εγώ δεν είμαι πλέον
μαζή σας. Αποφύγετε τον
μάταιον αυτόν πόλεμον, δια
να μη συντριβήτε από τους
εχθρούς σας.
43. καὶ ἐλάλησα ὑμῖν, καὶ οὐκ 43. Αυτά εγώ σας τα είπα,
εἰσηκούσατέ μου καὶ παρέβητε αλλά σεις δεν με ακούσατε.
τὸ ρῆμα Κυρίου καὶ Και έτσι καταπατήσατε την
παραβιασάμενοι ἀνέβητε εἰς εντολήν του Κυρίου και
τὸ ὄρος. παραβάται ενώπιον του Θεού
επροχωρήσατε προς το όρος
(δια την Παλαιστίνην).
44. καὶ ἐξῆλθεν ὁ ᾿Αμορραῖος 44. Οι Αμορραίοι όμως, οι
ὁ κατοικῶν ἐν τῷ ὄρει ἐκείνῳ οποίοι κατοικούσαν την
εἰς συνάντησιν ὑμῖν καὶ ορεινήν εκείνην περιοχήν της
κατεδίωξαν ὑμᾶς, ὡσεὶ νοτίου Παλαιστίνης, εξήλθον
ποιήσαισαν αἱ μέλισσαι, καὶ εις πόλεμον εναντίον σας. Σας
ἐτίτρωσκον ὑμᾶς ἀπὸ Σηεὶρ ενίκησαν και σας κατεδίωξαν,
ἕως ῾Ερμᾶ. ωσάν εξερεθισμέναι μέλισσαι,
και σας ετραυμάτιζαν με τα
βέλη και τας μαχαίρας των,
από το όρος Σηείρ έως την
πόλιν Ερμά.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 (β)
12. καὶ ἐν Σηεὶρ ἐνεκάθητο ὁ 12. Αλλά και εις την χώραν
Χορραῖος τὸ πρότερον, καὶ Σηείρ κάτοικοι προηγουμένως
υἱοὶ ῾Ησαῦ ἀπώλεσαν αὐτοὺς ήσαν οι Χορραίοι, τους
καὶ ἐξέτριψαν αὐτοὺς ἀπὸ οποίους οι απόγονοι του
προσώπου αὐτῶν καὶ Ησαύ, οι Ιδουμαίοι, τους
κατῳκίσθησαν ἀντ᾿ αὐτῶν, ὃν κατέστρεψαν και τους
τρόπον ἐποίησεν ᾿Ισραὴλ τὴν εξολόθρευσαν από εμπρός
γῆν τῆς κληρονομίας αὐτοῦ, των και εγκατεστάθησαν αυτοί
ἣν δέδωκε Κύριος αὐτοῖς). εις την χώραν αντί εκείνων.
Εκαμαν οι Ιδουμαίοι στους
παλαιούς κατοίκους της
χώρας, ο,τι οι Ισραηλίται θα
κάμουν εις την χώραν, την
οποίαν ως κληρονομίαν των
θα τους δώση ο Κυριος).
16. καὶ ἐγενήθη ἐπειδὴ ἔπεσαν 16. Οτε απέθαναν και έλειψαν
πάντες οἱ ἄνδρες οἱ πολεμισταὶ εκ μέσου του λαού όλοι οι
ἀποθνήσκοντες ἐκ μέσου τοῦ άνδρες οι δυνάμενοι να
λαοῦ, φέρουν όπλα,
21. ἔθνος μέγα καὶ πολὺ καὶ 21. Αυτοί ήσαν ένα
δυνατώτερον ὑμῶν, ὥσπερ πολυάριθμον έθνος, του
καὶ οἱ ᾿Ενακίμ, καὶ ἀπώλεσεν οποίου οι άνδρες ήσαν
αὐτοὺς Κύριος πρὸ προσώπου μεγαλόσωμοι και πολύ
αὐτῶν, καὶ κατεκληρονόμησαν ισχυρότεροι από σας όπως και
καὶ κατῳκίσθησαν ἀντ᾿ αὐτῶν οι Ενακίμ. Αυτούς
ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης· κατέστρεψεν ο Κυριος από το
πρόσωπον των Αμμανιτών και
έτσι οι Αμμανίται κατέλαβον
αντ' αυτών την χώραν και
εγκατεστάθησαν εις αυτήν,
μέχρι σήμερον·
22. ὥσπερ ἐποίησαν τοῖς υἱοῖς 22. όπως ακριβώς έκαμεν ο
῾Ησαῦ κατοικοῦσιν ἐν Σηείρ, Κυριος και με τους απογόνους
ὃν τρόπον ἐξέτριψαν τὸν Ησαύ, οι οποίοι κατοικούν
Χορραῖον ἀπὸ προσώπου τώρα το όρος Σηείρ,
αὐτῶν καὶ κατεκληρονόμησαν συνέτριψε δηλαδή από
αὐτοὺς καὶ κατῳκίσθησαν ἀντ᾿ έμπροσθεν τους τους
αὐτῶν ἕως τῆς ἡμέρας Χορραίους και κατέλαβον
ταύτης· αυτοί την χώραν των και
εγκατεστάθησαν αντ' αυτών
μέχρι σήμερον.
29. καθὼς ἐποίησάν μοι οἱ υἱοὶ 29. Οπως έκαμαν προς εμέ οι
῾Ησαῦ οἱ κατοικοῦντες ἐν απόγονοι του Ησαύ, οι οποίοι
Σηεὶρ καὶ οἱ Μωαβῖται οἱ κατοικούν εις Σηείρ, και οι
κατοικοῦντες ἐν ᾿Αροήρ, ἕως Μωαβίται οι οποίοι κατοικούν
ἂν παρέλθω τὸν ᾿Ιορδάνην εἰς εις Αροήρ, έτσι θα κάμης και
τὴν γῆν, ἣν Κύριος ὁ Θεὸς συ προς εμέ, έως ότου
ἡμῶν δίδωσιν ἡμῖν. περάσω τον Ιορδάνην και
εισέλθω εις την χώραν, την
οποίαν Κυριος ο Θεός δίδει εις
ημάς.
31. καὶ εἶπε Κύριος πρός με· 31. Είπε δε τότε ο Κυριος προς
ἰδοὺ ἦργμαι παραδοῦναι πρὸ εμέ· Ιδού ! Εχω αρχίσει να
προσώπου σου τὸν Σηὼν παραδίδω εις την εξουσίαν
βασιλέα ᾿Εσεβὼν τὸν σου τον Σηών τον Αμορραίον,
᾿Αμορραῖον καὶ τὴν γῆν βασιλέα της Εσεβών, και την
αὐτοῦ· ἔναρξαι κληρονομῆσαι χώραν του. Καμε αρχήν να
τὴν γῆν αὐτοῦ. κατακτάς την χώραν του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 (γ)
12. καὶ τὴν γῆν ἐκείνην 12. Κατά την εποχήν λοιπόν
ἐκληρονομήσαμεν ἐν τῷ εκείνην εκυριεύσαμεν, ως
καιρῷ ἐκείνῳ ἀπὸ ᾿Αροήρ, ἥ ιδικά μας πλέον μέρη, την
ἐστι παρὰ τὸ χεῖλος χειμάρρου νότιον περιοχήν από την
᾿Αρνῶν, καὶ τὸ ἥμισυ τοῦ Αροήρ, η οποία ευρίσκεται
ὄρους Γαλαὰδ καὶ τὰς πόλεις πλησίον της όχθης του
αὐτοῦ ἔδωκα τῷ Ρουβὴν καὶ χειμάρρου Αρνών μέχρι και
τῷ Γάδ. του ημίσεως του όρους
Γαλαάδ, μετά των πόλεων.
Ολα δε αυτά τα έδωκα εις την
φυλήν Ρουβήν και εις την
φυλήν Γαδ.
13. καὶ τὸ κατάλοιπον τοῦ 13. Το δε υπόλοιπον της
Γαλαὰδ καὶ πᾶσαν τὴν Βασὰν χώρας Γαλαάδ και όλην την
βασιλείαν ῍Ωγ ἔδωκα τῷ ἡμίσει χώραν Βασάν, βασίλειον του
φυλῆς Μανασσῆ καὶ πᾶσαν Ωγ, έδωκα στο ήμισυ της
περίχωρον ᾿Αργόβ, πᾶσαν φυλής του Μανασσή, όπως
Βασὰν ἐκείνην· γῆ Ραφαΐν επίσης και όλην την
λογισθήσεται. περίχωρον Αργόβ και όλην την
χώραν Βασάν. Η χώρα δε
αυτή εθεωρείτο ως χώρα των
γιγάντων.
15. καὶ τῷ Μαχὶρ ἔδωκα τὴν 15. Εις τον Μαχίρ έδωκα προς
Γαλαάδ. νότον την περιοχήν Γαλαάδ.
16. καὶ τῷ Ρουβὴν καὶ τῷ Γὰδ 16. Εις τον Ρουβήν κααι τον
δέδωκα ἀπὸ τῆς Γαλαὰδ ἕως Γαδ έδωκα, από την χώραν
χειμάρρου ᾿Αρνῶν (μέσον τοῦ Γαλαάδ μέχρι του χειμάρρου
χειμάρρου ὅριον) καὶ ἕως τοῦ Αρνών (ακριβέστερον, μέχρι
᾿Ιαβόκ· ὁ χειμάρρους ὅριον του μέσου της κοίτης του
τοῖς υἱοῖς ᾿Αμμάν. χειμάρρου), προς βορράν δε
μέχρι του χειμάρρου Ιαβόκ. Ο
χείμαρρος αυτός Ιαβόκ είναι
το σύνορον των Αμμανιτών.
17. καὶ ἡ ῎Αραβα καὶ ὁ 17. Εις τας δύο αυτάς φυλάς
᾿Ιορδάνης ὅριον Μαχαναρέθ, θα ανήκη επίσης και ο
καὶ ἕως θαλάσσης ῎Αραβα, Ιορδάνης, η κοιλάς του
θαλάσσης ἁλυκῆς ὑπὸ Ιορδάνου, από την λίμνην
᾿Ασηδὼθ τὴν Φασγὰ Γεννησαρέτ μέχρι της
ἀνατολῶν κοιλάδος, που ευρίσκεται εις
την Αλμυράν (Νεκράν)
θάλασσαν. Η θάλασσα αυτή
ευρίσκεται εις τας υπωρείας
Ασηδώθ του όρους Φασγά
προς ανατολάς.
27. ἀνάβηθι ἐπὶ τὴν κορυφὴν 27. αλλά ανέβα εις την
τοῦ Λελαξευμένου καὶ κορυφήν του όρους
ἀναβλέψας τοῖς ὀφθαλμοῖς Λελαξευμένον (Ναβαύ),
σου κατὰ θάλασσαν καὶ άφησε το βλέμμα σου να
βορρᾶν καὶ λίβα καὶ ἀνατολὰς επιθεωρήση την χώραν προς
καὶ ἰδὲ τοῖς ὀφθαλμοῖς σου, δυσμάς (όπου η Μεσόγειος
ὅτι οὐ διαβήσῃ τὸν ᾿Ιορδάνην Θαλασσα) προς βορράν, προς
τοῦτον. νότον και προς ανατολάς. Ιδέ
με τα μάτια σου και απόλαυσε
την θέαν της χώρας αυτής,
διότι συ δεν θα διαβής τον
Ιορδάνην τούτον ποταμόν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 (δ)
13. καὶ ἀνήγγειλεν ὑμῖν τὴν 13. Ανήγγειλεν εις σας την
διαθήκην αὐτοῦ, ἣν διαθήκην του, την οποίαν σας
ἐνετείλατο ὑμῖν ποιεῖν, τὰ διέταξε να τηρήτε, τας δέκα
δέκα ρήματα, καὶ ἔγραψεν δηλαδή εντολάς, τας οποίας ο
αὐτὰ ἐπὶ δύο πλάκας λιθίνας. ίδιος εχάραξεν επάνω εις δύο
λιθίνας πλάκας.
14. καὶ ἐμοὶ ἐνετείλατο Κύριος 14. Κατά τον καιρόν εκείνον
ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ διδάξαι διέταξεν ο Κυριος και εμέ τον
ὑμᾶς δικαιώματα καὶ κρίσεις, ίδιον να σας διδάξω τον
ποιεῖν ὑμᾶς αὐτά ἐπὶ τῆς γῆς, Νομον και τας εντολάς του,
εἰς ἣν ὑμεῖς εἰσπορεύεσθε ἐκεῖ δια να εφαρμόζετε αυτά
κληρονομῆσαι αὐτήν. πάντοτε, μάλιστα δε εις την
γην της Επαγγελίας, προς την
οποίον εβαδίζατε, δια να την
καταλάβετε και την
κληρονομήσετε.
20. ὑμᾶς δὲ ἔλαβεν ὁ Θεὸς καὶ 20. Σας επήρεν ο Θεός και σας
ἐξήγαγεν ὑμᾶς ἐκ τῆς καμίνου έβγαλε από την σιδηράν
τῆς σιδηρᾶς, ἐξ Αἰγύπτου, χοάνην της καμίνου, από την
εἶναι αὐτῷ λαὸν ἔγκληρον ὡς σκληράν δουλείαν της
ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ. Αιγύπτου, δια να είσθε λαός
του και κληρονόμοι της γης
της επαγγελίας, όπως ακριβώς
βλέπετε να πραγματοποιήται
αυτό σήμερον.
24. ὅτι Κύριος ὁ Θεός σου πῦρ 24. Διότι Κυριος ο Θεός σου
καταναλίσκον ἐστί, Θεὸς είναι φωτιά, που καταφλέγει
ζηλωτής. και εξαφανίζει, είναι Θεός
ζηλότυπος.
29. καὶ ζητήσετε ἐκεῖ Κύριον 29. Εκεί εις την θλίψιν της
τὸν Θεὸν ὑμῶν καὶ εὑρήσετε ξορίας σας θα αναζητήσετε
αὐτόν, ὅταν ἐκζητήσητε αὐτὸν Κυριον τον Θεόν σας και θα
ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ τον εύρετε, όταν υπό το
ὅλης τῆς ψυχῆς σου ἐν τῇ βάρος της θλίψεώς σας τον
θλίψει σου· ζητήσετε με όλην την καρδίαν
σας και με όλην την ψυχήν
σας.
30. καὶ εὑρήσουσί σε πάντες 30. Ολα αυτά, που λέγω εις
οἱ λόγοι οὗτοι ἐπ᾿ ἐσχάτῳ τῶν σας σήμερον, θα σας εύρουν,
ἡμερῶν, καὶ ἐπιστραφήσῃ μέχρις ότου κατά τας
πρὸς Κύριον τὸν Θεόν σου καὶ τελευταίας ημέρας θα
εἰσακούσῃ τῆς φωνῆς αὐτοῦ· επιστρέψτε εν μετανοία προς
Κυριον τον Θεόν σας και θα
ακούσετε την φωνήν αυτού.
35. ὥστε εἰδῆσαί σε ὅτι Κύριος 35. Ολα αυτά έγιναν, δια να
ὁ Θεός σου, οὗτος Θεός ἐστι, γνωρίσης συ καλά, ότι Κυριος
καὶ οὐκ ἔστιν ἔτι πλὴν αὐτοῦ. ο Θεός σου, αυτός είναι ο
αληθινός Θεός και δεν υπάρχει
άλλος πλην αυτού.
48. ἀπὸ ᾿Αροήρ, ἥ ἐστιν ἐπὶ 48. και κατείχον τας χώρας
τοῦ χείλους χειμάρρου από Αροήρ, η οποία
᾿Αρνῶν, καὶ ἐπὶ τοῦ ὄρους τοῦ ευρίσκεται εις την όχθην του
Σηὼν ὅ ἐστιν ᾿Αερμών, χειμάρρου Αρνών, μέχρι του
όρους Σηών, του
επονομαζομένου Ερμών,
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 (ε)
10. καὶ ποιῶν ἔλεος εἰς 10. Είμαι όμως και Θεός
χιλιάδας τοῖς ἀγαπῶσί με καὶ ελεήμων, ο οποίος δεικνύω και
τοῖς φυλάσσουσι τὰ δίδω έλεος εις χιλιάδας
προστάγματά μου. ανθρώπων, οι οποίοι με
αγαπούν και φυλάσουν τας
εντολάς μου.
11. οὐ λήψῃ τὸ ὄνομα Κυρίου 11. Δέν θα προφέρης
τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίῳ· οὐ επιπόλαια και μάταια το όνομα
γὰρ μὴ καθαρίσῃ Κύριος ὁ Κυρίου του Θεού σου, διότι ο
Θεός σου τὸν λαμβάνοντα τὸ Κυριος δεν θα απαλλάξη από
ὄνομα αὐτοῦ ἐπὶ ματαίῳ. την ενοχήν, αλλά τουναντίον
θα τιμωρήση οποίον παίρνει
στο στόμα του το όνομα του
Θεού επιπολαίως και
ανωφελώς.
26. τίς γὰρ σάρξ, ἥτις ἤκουσε 26. διότι ποίος ποτέ άνθρωπος
φωνὴν Θεοῦ ζῶντος ακούσας την φωνήν του Θεού
λαλοῦντος ἐκ μέσου τοῦ του ζώντος να λαλή εκ μέσου
πυρός, ὡς ἡμεῖς, καὶ ζήσεται; του πυρός, όπως ημείς, έζησε;
29. τίς δώσει εἶναι οὕτω τὴν 29. Ποιός θα δώση εις αυτούς
καρδίαν αὐτῶν ἐν αὐτοῖς, μίαν τέτοιαν καρδίαν, ώστε να
ὥστε φοβεῖσθαί με καὶ με ευλαβούνται, να με
φυλάσσεσθαι τὰς ἐντολάς μου υπακούουν και να τηρούν τας
πάσας τὰς ἡμέρας, ἵνα εὖ ᾖ εντολάς μου, όλας τας ημέρας
αὐτοῖς καὶ τοῖς υἱοῖς αὐτῶν δι᾿ της ζωής των, δια να είναι
αἰῶνος; πάντοτε ευτυχείς αυτοί και τα
παιδιά των;
33. κατὰ πᾶσαν τὴν ὁδόν, ἣν 33. Την οδόν, την οποίαν ο
ἐνετείλατό σοι Κύριος ὁ Θεός Κυριος σου έδειξε και σε
σου πορεύεσθαι ἐν αὐτῇ, διέταξε να βαδίζης, έτσι θα
ὅπως καταπαύσῃ σε καὶ εὖ σοι πορευθής αυτήν, δια να σε
ᾖ καὶ μακροημερεύσητε ἐπὶ επαναπαύση και σε καταστήση
τῆς γῆς, ἣν κληρονομήσετε. ευτυχή και σου χαρίση
μακρότητα ημερών εις την
γην της Επαγγελίας, την
οποίαν θα καταλάβετε και θα
κατέχετε ως ιδικήν σας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 (Ϛ)
13. Κύριον τὸν Θεόν σου 13. Κυριον τον Θεόν σου θα
φοβηθήσῃ καὶ αὐτῷ μόνῳ ευλαβήσαι και θα υπακούης,
λατρεύσεις καὶ πρὸς αὐτὸν και αυτόν μόνον θα λατρεύης,
κολληθήσῃ καὶ ἐπὶ τῷ ὀνόματι και εις αυτόν θα
αὐτοῦ ὀμῇ. προσκολληθής, και στο όνομά
του θα ορκίζεσαι.
15. ὅτι ὁ Θεὸς ζηλωτὴς Κύριος 15. διότι Κυριος ο Θεός σου
ὁ Θεός σου ἐν σοί, μὴ είναι Θεός ζηλότυπος δια σέ.
ὀργισθεὶς θυμῷ Κύριος ὁ Θεός Μηπως οργισθή εναντίον σου
σού σοι ἐξολοθρεύσῃ σε ἀπὸ και σε εξολοθρεύση από το
προσώπου τῆς γῆς. πρόσωπον της γης, εάν τυχόν
λατρεύσης ξένους θεούς.
16. οὐκ ἐκπειράσεις Κύριον 16. Δεν θα θέσης εις
τὸν Θεόν σου, ὃν τρόπον πειρασμόν και δοκιμασίαν τον
ἐξεπειράσατε ἐν τῷ Πειρασμῷ. Κυριον, όπως ασεβώς
φερόμενος επίκρανες τον
Κυριον με τους γογγυσμούς
σου στον τόπον εκείνον, ο
οποίος ωνομάσθη δια τούτο
“Πειρασμός”.
19. ἐκδιῶξαι πάντας τοὺς 19. ότι θα σας την δώση και
ἐχθρούς σου πρὸ προσώπου θα εκδιώξη όλους τους
σου, καθὰ ἐλάλησε Κύριος. εχθρούς σας από εμπρός σας,
όπως ο Κυριος είπε.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 (ζ)
10. καὶ ἀποδιδοὺς τοῖς μισοῦσι 10. Αλλά είναι και Θεός
κατὰ πρόσωπον ἐξολοθρεῦσαι δίκαιος, ο οποίος ανταποδίδει
αὐτούς· καὶ οὐχὶ βραδυνεῖ τοῖς προσωπικώς στους μισούντας
μισοῦσι, κατὰ πρόσωπον αυτόν και αμετανοήτους κατά
ἀποδώσει αὐτοῖς. τα έργα αυτών και
εξολοθρεύει αυτούς. Δεν θα
βραδύνη δε να τιμωρήση
προσωπικώς τους μισούντας
αυτόν και να ανταποδώση εις
αυτούς κατά τα έργα των.
17. ἐὰν δὲ λέγῃς ἐν τῇ διανοίᾳ 17. Εάν είπης κατά νουν, ότι
σου, ὅτι πολὺ τὸ ἔθνος τοῦτο το εχθρικον αυτό έθνος είναι
ἢ ἐγώ, πῶς δυνήσομαι πολυαριθμότερον από εμέ και
ἐξολοθρεῦσαι αὐτούς; πως θα ημπορέσω εγώ να
τους εξολοθρεύσω;
20. καὶ τὰς σφηκίας ἀποστελεῖ 20. Και σμήνη ακόμη από
Κύριος ὁ Θεός σου εἰς αὐτούς, σφήκας θα αποστείλη Κυριος
ἕως ἂν ἐκτριβῶσιν οἱ ο Θεός σου εναντίον αυτών,
καταλελειμμένοι καὶ οἱ μέχρις ότου συντριβούν και
κεκρυμμένοι ἀπὸ σοῦ. εξαφανισθούν, όσοι θα έχουν
γλυτώσει από την μάχην και
θα έχουν κρυβή από τα μάτια
σου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 (η)
15. τοῦ ἀγαγόντος σε διὰ τῆς 15. σας ωδήγησε δια μέσου
ἐρήμου τῆς μεγάλης καὶ τῆς της μεγάλης εκείνης και
φοβερᾶς ἐκείνης, οὗ ὄφις φοβεράς ερήμου, όπου τα
δάκνων καὶ σκορπίος καὶ δίψα, δηλητηριώδη φίδια και οι
οὗ οὐκ ἦν ὕδωρ, τοῦ σκορπιοί και η δίψα, εις τας
ἐξαγαγόντος σοι ἐκ πέτρας περιοχάς που δεν υπήρχε
ἀκροτόμου πηγὴν ὕδατος, ύδωρ· προσέχετε μήπως
λησμονήσετε τον Θεόν, ο
οποίος έβγαλε από
απόκρημνον βράχον πλουσίαν
πηγήν ύδατος·
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 (θ)
12. καὶ εἶπε Κύριος πρός με· 12. και μου είπε ο Κυριος·
ἀνάστηθι, κατάβηθι τὸ τάχος σήκω, κατέβα αμέσως από
ἐντεῦθεν, ὅτι ἠνόμησεν ὁ εδώ, διότι ο λαός σου, τον
λαός σου, οὓς ἐξήγαγες ἐκ γῆς οποίον έβγαλες ελεύθερον από
Αἰγύπτου· παρέβησαν ταχὺ ἐκ την χώραν της Αιγύπτου,
τῆς ὁδοῦ, ἧς ἐνετείλω αὐτοῖς· παρηνάμησεν, εξέκλινε και
καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς εξετράπη ταχέως από την
χώνευμα. οδόν, την οποίαν διέταξες
αυτούς να πορεύωνται.
Κατεσκεύασαν δια τον εαυτόν
των είδωλον εις χωνευτήοιον.
17. καὶ ἐπιλαβόμενος τῶν δύο 17. Λαβών τας δύο πλάκας τας
πλακῶν ἔρριψα αὐτὰς ἀπὸ επέταξα με ορμήν από τα δύο
τῶν δύο χειρῶν μου, καὶ χέρια μου και τας
συνέτριψα ἐναντίον ὑμῶν. εθρυμμάτισα ενώπιόν σας.
19. καὶ ἔκφοβός εἰμι διὰ τὸν 19. Ενώπιον του μεγάλου
θυμὸν καὶ τὴν ὀργήν, ὅτι θυμού και της οργής του
παρωξύνθη Κύριος ἐφ᾿ ὑμῖν Κυρίου κατελήφθην από μέγαν
τοῦ ἐξολοθρεῦσαι ὑμᾶς καὶ φόβον, διότι τόσον πολύ
εἰσήκουσε Κύριος ἐμοῦ καὶ ἐν ηγανάκτησεν εναντίον σας ο
τῷ καιρῷ τούτῳ. Κυριος, ώστε επήρε την
απόφασιν να σας
εξολοθρεύση. Αλλά ο Κυριος
εισήκουσε την δέησίν μου
κατά τον καιρόν εκείνον.
20. καὶ ἐπὶ ᾿Ααρὼν ἐθυμώθη 20. Και εναντίον του Ααρών
ἐξολοθρεῦσαι αὐτόν, καὶ ηγανάκτησε τότε ο Κυριος και
ηὐξάμην καὶ περὶ ᾿Ααρὼν ἐν ηθέλησε να τον εξολοθρεύση,
τῷ καιρῷ ἐκείνῳ. αλλά εγώ προσευχήθην και δι'
αυτόν κατά τον καιρόν
εκείνον.
21. καὶ τὴν ἁμαρτίαν ὑμῶν, ἣν 21. Αυτήν δε την μεγάλην
ἐποιήσατε, τὸν μόσχον, αμαρτίαν που εκάματε, το
ἔλαβον αὐτὸν καὶ κατέκαυσα είδωλον δηλαδή του χρυσού
αὐτὸν ἐν πυρὶ καὶ συνέκοψα μόσχου που ανεκηρύξατε ως
αὐτὸν καταλέσας σφόδρα, ἕως θεόν σας, εγώ το επήρα και τα
οὗ ἐγένετο λεπτόν· καὶ μεν ξύλινα αυτού εξαρτήματα
ἐγένετο ὡσεὶ κονιορτός, καὶ κατέκαυσα, το δε υπόλοιπον
ἔρριψα τὸν κονιορτὸν εἰς τὸν χρυσόν τμήμα το έκοψα εις
χειμάρρουν τὸν καταβαίνοντα μικρά κομμάτια, το άλεσα έως
ἐκ τοῦ ὄρους. ότου έτινε λεπτότατη σκόνι,
την οποίαν έρριψα στον
χείμαρρον, που κατεβαίνει από
το όρος Σινά.
23. καὶ ὅτε ἐξαπέστειλεν ὑμᾶς 23. Και ότε ο Κυριος ηθέλησε
Κύριος ἐκ Κάδης Βαρνὴ να σας αποστείλη προς την
λέγων· ἀνάβητε καὶ Παλαιστίνην από την Καδης
κληρονομήσατε τὴν γῆν, ἣν Βαρνή και σας είπε·
δίδωμι ὑμῖν, καὶ ἠπειθήσατε Προχωρήσατε και καταλάβετε
τῷ ρήματι Κυρίου τοῦ Θεοῦ ως δικήν σας κληρονομίαν την
ὑμῶν καὶ οὐκ ἐπιστεύσατε χώραν, την οποίαν εγώ σας
αὐτῷ καὶ οὐκ εἰσηκούσατε τῆς δίδω· σεις παρηκούσατε την
φωνῆς αὐτοῦ. εντολήν Κυρίου του Θεού
ημών, δεν επιστεύσατε εις
αυτόν και δεν υπετάχθητε εις
την εντολήν του.
29. καὶ οὗτοι λαός σου καὶ 29. Αλλά αυτοί είναι ιδικός
κλῆρός σου, οὓς ἐξήγαγες ἐκ σου λαός, ιδική σου
γῆς Αἰγύπτου ἐν τῇ ἰσχύϊ σου κληρονομία αυτοί, τους
τῇ μεγάλῃ καὶ ἐν τῇ χειρί σου οποίους έβγαλες από την
τῇ κραταιᾷ καὶ ἐν τῷ βραχίονί χώραν της Αιγύπτου με την
σου τῷ ὑψηλῷ. μεγάλην σου ισχύν, με την
παντοδύναμον δεξιάν σου, με
την μεγαλοπρεπή δύναμίν
σου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10 (ι)
10. κἀγὼ εἱστήκειν ἐν τῷ ὄρει 10. Εγώ έμεινα στο όρος Σινά
τεσσαράκοντα ἡμέρας καὶ τεσσαράκοντα ημέρας και
τεσσαράκοντα νύκτας, καὶ τεσσαράκοντα νύκτας και
εἰσήκουσε Κύριος ἐμοῦ καὶ ἐν προσηυχόμην δια σας· και ο
τῷ καιρῷ τούτῳ, καὶ οὐκ Κυριος ήκουσε την πρασευχήν
ἠθέλησε Κύριος ἐξολοθρεῦσαι μου κατά τον καιρόν εκείνον
ὑμᾶς. και δεν ηθέλησε να σας
εξολοθρεύση.
11. καὶ εἶπε Κύριος πρός με· 11. Αλλά είπεν ο Κυριος προς
βάδιζε, ἄπαρον ἐναντίον τοῦ εμέ· Πηγαινε, αναχώρησε ως
λαοῦ τούτου, καὶ αρχηγός και προπορευόμενος
εἰσπορευέσθωσαν καὶ του λαού αυτού, και ας
κληρονομήτωσαν τὴν γῆν, ἣν εισέλθουν οι Ισραηλίται, δια
ὤμοσα τοῖς πατράσιν αὐτῶν να κληρονομήσουν την
δοῦναι αὐτοῖς. χώραν, την οποίαν με όρκον
στους προπάτοράς των
υπεσχέθην εγώ να δώσω εις
αυτούς.
12. Καὶ νῦν, ᾿Ισραήλ, τί Κύριος 12. Και τώρα, λαέ του Ισραήλ,
ὁ Θεός σου αἰτεῖται παρὰ σοῦ, τι άλλο ζητεί από σένα ο Θεός
ἀλλ᾿ ἢ φοβεῖσθαι Κύριον τὸν σου αντί όλων των
Θεόν σου καὶ πορεύεσθαι ἐν ευεργεσιών του, ειμή μόνον
πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ καὶ να φοβήσαι τον Θεόν σου, να
ἀγαπᾶν αὐτὸν καὶ λατρεύειν βαδίζης εις όλας τας οδούς
Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου ἐξ ὅλης αυτού, να αγαπάς και να
τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης λατρεύης Κυριον τον Θεόν
τῆς ψυχῆς σου, σου, με όλην σου την καρδίαν
και με όλην σου την ψυχήν,
14. ἰδοὺ Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου 14. Ιδού ο ουρανός και ο
ὁ οὐρανὸς καὶ ὁ οὐρανὸς τοῦ υπεράνω του γηΐνου ουρανού
οὐρανοῦ, ἡ γῆ καὶ πάντα ὅσα έναστρος ουρανός, η γη και
ἐστὶν ἐν αὐτῇ· όλα όσα υπάρχουν εις αυτήν,
ανήκουν στον Κυριον και Θεόν
σου.
15. πλὴν τοὺς πατέρας ὑμῶν 15. Εν τούτοις από όλους τους
προείλετο Κύριος ἀγαπᾶν εν τη γη λαούς εξέλεξεν ο
αὐτούς, καὶ ἐξελέξατο τὸ Κυριος τους προγόνους σας να
σπέρμα αὐτῶν μετ᾿ αὐτοὺς τους αγαπά και τους
ὑμᾶς παρὰ πάντα τὰ ἔθνη προστατεύη ιδιαιτέρως και
κατὰ τὴν ἡμέραν ταύτην. έπειτα από αυτούς εξέλεξε
τους απογόνους των, δηλαδή
σας, ανάμεσα από όλα τα έθνη
κατά τους χρόνους τούτους.
17. ὁ γὰρ Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν 17. Διότι Κυριος ο Θεός σας,
οὗτος Θεὸς τῶν θεῶν καὶ αυτός είναι ο αληθινός Θεός,
Κύριος τῶν κυρίων, ὁ Θεὸς ὁ Θεός των θεών και Κυριος των
μέγας· καὶ ἰσχυρὸς καὶ κυρίων, ο Θεός ο μέγας, ο
φοβερός, ὅστις οὐ θαυμάζει ισχυρός και φοβερός, ο οποίος
πρόσωπον, οὐδ᾿ οὐ μὴ λάβῃ δεν καταπλήσσεται από
δῶρον, πρόσωπα, όσον έξοχα και αν
είναι αυτά, και δεν θα
δελεασθή με δώρα, ώστε να
μη κρίνη δικαίως.
18. ποιῶν κρίσιν προσηλύτῳ 18. Είναι Θεός δίκαιος, ο
καὶ ὀρφανῷ καὶ χήρᾳ, καὶ οποίος κρίνει δικαίως και
ἀγαπᾷ τὸν προσήλυτον δοῦναι αποδίδει το δίκαιον στον
αὐτῷ ἄρτον καὶ ἱμάτιον. ξένον, στο ορφανόν, εις την
χήραν, και αγαπά τον ξένον,
ώστε να δίδη και εις αυτόν
άρτον και ένδυμα.
20. Κύριον τὸν Θεόν σου 20. Κυριον τον Θεόν σου
φοβηθήσῃ καὶ αὐτῷ μόνον αυτόν να φοβήσαι και
λατρεύσεις καὶ πρὸς αὐτὸν αυτόν να λατρεύης και εις
κολληθήσῃ καὶ ἐπὶ τῷ ὀνόματι αυτόν θα προσκολληθής και
αὐτοῦ ὀμῇ· στο όνομα αυτού θα
ορκίζεσαι.
21. οὗτος καύχημά σου καὶ 21. Αυτός ο Θεός σου θα είναι
οὗτος Θεός σου, ὅστις το καύχημά σου, ο οποίος
ἐποίησεν ἐν σοὶ τὰ μεγάλα καὶ επραγματοποίησεν εις σε τα
τὰ ἔνδοξα ταῦτα, ἃ εἴδοσαν οἱ μεγάλα και ένδοξα αυτά, τα
ὀφθαλμοί σου. οποία είδον τα μάτια σου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11 (ια)
10. ἔστι γὰρ ἡ γῆ, εἰς ἣν 10. Είναι δε η χώρα, προς την
εἰσπορεύῃ ἐκεῖ κληρονομῆσαι οποίαν βαδίζετε δια να την
αὐτήν, οὐχ ὥσπερ γῆ κληρονομήσετε, όχι όπως είναι
Αἰγύπτου ἐστίν, ὅθεν η χώρα της Αιγύπτου, από την
ἐκπεπόρευσθε ἐκεῖθεν, ὅταν οποίαν εξήλθατε. Εκεί όταν
σπείρωσι τὸν σπόρον καὶ ρίπτουν τον σπόρον, ποτίζουν
ποτίζωσι τοῖς ποσὶν αὐτῶν την γην, ως εάν είναι
ὡσεὶ κῆπον λαχανείας· λαχανόκηπος, με ποτιστικά
μέσα, που τα κινούν με τα
πόδια των.
12. γῆ, ἣν Κύριος ὁ Θεός σου 12. Είναι χώρα, την οποίαν
ἐπισκοπεῖται αὐτὴν διαπαντός, Κυριος ο Θεός σου επιβλέπει
οἱ ὀφθαλμοὶ Κυρίου τοῦ Θεοῦ πάντοτε και επιμελείται, επί
σου ἐπ᾿ αὐτῆς ἀπ᾿ ἀρχῆς τοῦ της οποίας οι οφθαλμοί του
ἐνιαυτοῦ καὶ ἕως συντελείας Κυρίου με στοργήν
τοῦ ἐνιαυτοῦ. επιβλέπουν από την αρχήν
έως το τέλος εκάστου έτους.
13. ᾿Εὰν δὲ ἀκοῇ ἀκούσητε 13. Εάν, λοιπόν, ακούσετε και
πάσας τὰς ἐντολάς, ἃς ἐγὼ υπακούσετε εις πάσας τας
ἐντέλλομαί σοι σήμερον, εντολάς, τας οποίας εγώ
ἀγαπᾶν Κύριον τὸ Θεόν σου σήμερον σας δίδω, δηλαδή να
καὶ λατρεύειν αὐτῷ ἐξ ὅλης αγαπάτε Κυριον τον Θεόν σας
τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης και αυτόν να λατρεύετε με
τῆς ψυχῆς σου, όλην σας την καρδίαν και με
όλην σας την διάνοιαν,
16. καὶ φαγὼν καὶ ἐμπλησθεὶς 16. Οταν όμως φάγετε και
πρόσεχε σεαυτῷ, μὴ χορτασθήτε, προσέχετε στον
πλατυνθῇ ἡ καρδία σου καὶ εαυτόν σας, μήπως τυχόν
παραβῆτε καὶ λατρεύσητε ανοίξη εις τα υλικά διάπλατα η
θεοῖς ἑτέροις καὶ καρδιά σας και δελεαζόμενοι
προσκυνήσητε αὐτοῖς, από τας τέρψεις παραβήτε το
θέλημα του Κυρίου και
λατρεύσετε άλλους θεούς και
προσκυνήσετε αυτούς,
20. καὶ γράψετε αὐτὰ ἐπὶ τὰς 20. Θα γράψετε αυτά στους
φλιὰς τῶν οἰκιῶν ὑμῶν καὶ παραστάτας της θύρας των
τῶν πυλῶν ὑμῶν, οικιών σας και εις όλας τας
θύρας σας.
22. καὶ ἔσται ἐὰν ἀκοῇ 22. Εάν με την καρδιά και την
ἀκούσητε πάσας τὰς ἐντολὰς ψυχήν σας υπακούσετε εις
ταύτας, ἃς ἐγὼ ἐντέλλομαί σοι όλας αυτάς τας εντολάς, τας
σήμερον ποιεῖν, ἀγαπᾶν οποίας εγώ σας δίδω δια να
Κύριον τὸν Θεὸν ἡμῶν καὶ τηρήσετε, εάν δηλαδή
πορεύεσθαι ἐν πάσαις ταῖς αγαπάτε Κυριον τον Θεόν σας
ὁδοῖς αὐτοῦ καὶ και βαδίζετε στον δρόμον των
προσκολλᾶσθαι αὐτῷ, εντολών του και είσθε
προσκολλημμένοι με πίστιν εις
αυτόν,
26. ᾿Ιδοὺ ἐγὼ δίδωμι ἐνώπιον 26. Ιδού, εγώ σας δίδω
ὑμῶν σήμερον τὴν εὐλογίαν σήμερον και παραθέτω
καὶ τὴν κατάραν· ενώπιόν σας την ευλογίαν μου
και την κατάραν μου.
28. καὶ τὴν κατάραν, ἐὰν μὴ 28. Την κατάραν δέ, εάν δεν
ἀκούσητε τὰς ἐντολὰς Κυρίου υπακούσετε εις τας εντολάς
τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, ὅσα ἐγὼ Κυρίου του Θεού μας, τας
ἐντέλλομαι ὑμῖν σήμερον, καὶ οποίας εγώ σήμερον σας δίδω,
πλανηθῆτε ἀπὸ τῆς ὁδοῦ, ἧς εάν παρεκκλίνετε και
ἐνετειλάμην ὑμῖν, απομακρυνθήτε από την οδόν,
πορευθέντες· λατρεύειν θεοῖς την οποίαν σας διέταξα, και
ἑτέροις, οὓς οὐκ οἴδατε. πορευθήτε να λατρεύσετε
θεούς άλλους, τους οποίους
προηγουμένως δεν
εγνωρίζατε.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12 (ιβ)
14. ἀλλ᾿ ἢ εἰς τὸν τόπον, ὃν 14. αλλά μόνον στον τόπον,
ἂν ἐκλέξηται Κύριος ὁ Θεός τον οποίον ήθελεν εκλέξει
σου αὐτὸν ἐν μιᾷ τῶν φυλῶν Κυριος ο Θεός σου, τον
σου, ἐκεῖ ἀνοίσετε τὰ ωρισμένον τόπον εις μίαν από
ὁλοκαυτώματα ὑμῶν καὶ ἐκεῖ τας δώδεκα φυλάς σας, εκεί
ποιήσεις πάντα, ὅσα ἐγὼ θα προσφέρετε τα
ἐντέλλομαί σοι σήμερον. ολοκαυτώματά σας και όλα
όσα εγώ σας διατάσσω
σήμερον.
15. ἀλλ᾿ ἢ ἐν πάσῃ ἐπιθυμίᾳ 15. Εάν όμως επιθυμήσης να
σου θύσεις καὶ φαγῇ κρέα σφάξης ένα ζώον σου και να
κατὰ τὴν εὐλογίαν Κυρίου τοῦ φάγης το κρέας του, δώρον το
Θεοῦ σου, ἣν ἔδωκέ σοι ἐν οποίον Κυριος ο Θεός σου σου
πάσῃ πόλει· ὁ ἀκάθαρτος ἐν έδωκεν, ημπορείς να το
σοὶ καὶ ὁ καθαρὸς ἐπὶ τὸ αὐτὸ σφάξης και να το φάγης εις
φάγεται αὐτό, ὡς δορκάδα ἢ οιανδήποτε πόλιν. Από αυτό
ἔλαφον. δύναται να φάγη όχι μόνον ο
καθαρός κατά τον Νομον του
Θεού, αλλά και ο ακάθαρτος,
όπως αδιαφόρως τρώγετε το
ζαρκάδι η το ελάφι.
21. ἐὰν δὲ μακρὰν ἀπέχῃ σου 21. Εαν ο τόπος, εις τον
ὁ τόπος, ὃν ἂν ἐκλέξηται οποίον μένεις, ευρίσκεται
Κύριος ὁ Θεός σου ἐκεῖ μακράν από τον τόπον, τον
ἐπικληθῆναι τὸ ὄνομα αὐτοῦ οποίον εξέλεξε Κυριος ο Θεός
ἐκεῖ, καὶ θύσεις ἀπὸ τῶν βοῶν σου, δια να λατρεύεται εκεί το
σου καὶ ἀπὸ τῶν προβάτων όνομά του, θα σφάξης από τα
σου, ὧν ἂν δῷ ὁ Θεός σοι, ὃν βόδια του και από τα πρόβατά
τρόπον ἐνετειλάμην σοι καὶ σου, που σου έχει δώσει ο
φαγῇ ἐν ταῖς πόλεσί σου κατὰ Θεός, και, όπως σε διέταξα, θα
τὴν ἐπιθυμίαν τῆς ψυχῆς σου· φάγης από αυτά εις τας πόλεις
σου σύμφωνα με την
επιθυμίαν και την διάθεσίν
σου.
28. φυλάσσου καὶ ἄκουε καὶ 28. Πρόσεχε, άκουε, και θέσε
ποιήσεις πάντας τοὺς λόγους, εις εφαρμογήν όλας τας
οὓς ἐγὼ ἐντέλλομαί σοι, ἵνα εὖ εντολάς, τας οποίας εγώ σε
σοι γένηται καὶ τοῖς υἱοῖς σου διατάσσω, δια να ζήσης
δι᾿ αἰῶνος, ἐὰν ποιήσῃς τὸ ευτυχής συ και τα τέκνα σου
ἀρεστὸν καὶ τὸ καλὸν ἐναντίον πάντοτε, εφόσον θα πράττης
Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου. το καλόν και ευάρεστον
ενώπιον Κυρίου του Θεού
σου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13 (ιγ)
8. ἀπὸ τῶν θεῶν τῶν ἐθνῶν 8. οι οποίοι θεοί είναι από τους
τῶν περικύκλῳ ὑμῶν, τῶν θεούς των γύρω μας
ἐγγιζόντων σοι ἢ τῶν μακρὰν ειδωλολατρικών λαών”, αυτών
ἀπὸ σοῦ, ἀπ᾿ ἄκρου τῆς γῆς που ευρίσκονται πλησίον σου
ἕως ἄκρου τῆς γῆς, η μακράν από σέ, στο ένα η,
στο άλλο άκρον της γης,
13. ᾿Εὰν δὲ ἀκούσῃς ἐν μιᾷ 13. Εάν δε εις μίαν από τας
τῶν πόλεών σου, ὧν Κύριος ὁ πόλεις, την οποίαν Κυριος ο
Θεός σου δίδωσί σοι κατοικεῖν Θεός σας έδωσε ως κατοικίαν
σε ἐκεῖ, λεγόντων· σας, ακούσης να λέγουν·
19. ἐὰν ἀκούσῃς τῆς φωνῆς 19. Και η ευλογία αυτή του
Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου, Κυρίου θα έλθη και θα μείνη
φυλάσσειν τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ, εις σας, εάν ακούσετε την
ὅσας ἐγὼ ἐντέλλομαί σοι φωνήν του, ώστε να τηρήτε
σήμερον, ποιεῖν τὸ καλὸν καὶ τας εντολάς του, τας οποίας
τὸ ἀρεστὸν ἐναντίον Κυρίου εγώ σήμερον σας διατάσσω,
τοῦ Θεοῦ σου. να πράττετε το κολόν και το
ευάρεστον ενώπιον Κυρίου
του Θεού σας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14 (ιδ)
1. ΥΙΟΙ ἐστε Κυρίου τοῦ Θεοῦ 1. Σεις είσθε τέκνα Κυρίου του
ὑμῶν· οὐκ ἐπιθήσετε Θεού σας. Δεν θα ξυρίσετε
φαλάκρωμα ἀνὰ μέσον τῶν την κεφαλήν η το πρόσωπόν
ὀφθαλμῶν ὑμῶν ἐπὶ νεκρῷ· σας δια τον θάνατον
οιουδήποτε οικείου σας·
10. καὶ πάντα ὅσα οὐκ ἔστιν 10. Ολα όμως όσα δεν έχουν
αὐτοῖς πτερύγια καὶ λεπίδες, πτερύγια και λέπια, δεν θα τα
οὐ φάγεσθε, ἀκάθαρτα ὑμῖν τρώγετε. Θα είναι δια σας
ἐστι. ακάθαρτα.
11. πᾶν ὄρνεον καθαρὸν 11. Καθε πτηνόν καθαρόν
φάγεσθε. έχετε το δικαίωμα να τρώγετε.
13. καὶ τὸν γύπα καὶ τὸν 13. ο γυψ (πτηνόν που τρώγει
ἴκτινον καὶ τὰ ὅμοια αὐτῷ πτώματα), ο ιέραξ και τα
όμοια προς αυτόν.
14. καὶ πάντα κόρακα καὶ τὰ 14. Δεν θα φάτε κανένα είδος
ὅμοια αὐτῷ κόρακος και τα όμοια προς
αυτόν.
16. καὶ ἐρωδιὸν καὶ κύκνον καὶ 16. τον ερωδιόν, τον τσικνιάν,
ἶβιν την ίβιν,
28. μετὰ τρία ἔτη ἐξοίσεις πᾶν 28. Καθε τρία χρόνια θα βάζης
τὸ ἐπιδέκατον τῶν γενημάτων κατά μέρος ένά δέκατον από
σου· ἐν τῷ ἐνιαυτῷ ἐκείνῳ τα προϊόντα σου. Κατά το
θήσεις αὐτὸ ἐν ταῖς πόλεσί τρίτον δε αυτό έτος θα θέτης
σου, αυτό εις την πόλιν σου· δεν
θα το προσφέρης στον ναόν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15 (ιε)
4. ὅτι οὐκ ἔσται ἐν σοὶ ἐνδεής, 4. Τούτο δέ, διότι δεν πρέπει
ὅτι εὐλογῶν εὐλογήσει σε να υπάρχη μεταξύ σας πτωχός
Κύριος ὁ Θεός σου ἐν τῇ γῇ, ᾗ (χρεοφειλέτης αδυνατών να
Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί σοι πληρώση τα χρέη του).
ἐν κλήρῳ κατακληρονομῆσαι Εφόσον δε συ χαρίζστο χρέος,
αὐτήν. θα σε ευλογήση ο Κυριος εις
την χώραν, την οποίαν σου
έδωκε ως κληρονομίαν.
15. καὶ μνησθήσῃ ὅτι οἰκέτης 15. Να ενθυμηθής δέ, ότι και
ἦσθα ἐν γῇ Αἰγύπτου καὶ συ υπήρξες δούλος εις την
ἐλυτρώσατό σε Κύριος ὁ Θεός χώραν της Αιγύπτου και σε
σου ἐκεῖθεν· διὰ τοῦτο ἐγώ ηλευθέρωσεν ο Κυριος από
σοι ἐντέλλομαι ποιεῖν τὸ ρῆμα εκεί. Δια τούτο και εγώ σου
τοῦτο. δίδω την εντολήν να φέρεσαι
με γενναιοδωρίαν προς τον
απελεύθερον δούλον σου.
16. ἐὰν δὲ λέγῃ πρός σε, οὐκ 16. Εάν όμως ο δούλος αυτός
ἐξελεύσομαι ἀπὸ σοῦ, ὅτι σου είπη, δεν θα φύγω από
ἠγάπηκέ σε καὶ τὴν οἰκίαν σέ, διότι έχω αγαπήσει και σε
σου, ὅτι εὖ ἐστιν αὐτῷ παρὰ και την οικογένειάν σου και
σοί, ότι είμαι ευτυχισμένος μένων
πλησίον σου,
20. ἔναντι Κυρίου φαγῇ αὐτὸ 20. Ενώπιον του Κυρίου και
ἐνιαυτὸν ἐξ ἐνιαυτοῦ ἐν τῷ στον τόπον, τον οποίον
τόπῳ, ᾧ ἐὰν ἐκλέξηται Κύριος εκείνος ήθελεν εκλέξει, θα
ὁ Θεός σου, σὺ καὶ ὁ οἶκός τρώγης συ και η οικογένειά
σου. σου κάθε χρόνον τα
πρωτότοκα αυτά.
22. ἐν ταῖς πόλεσί σου φαγῇ 22. Εις τας πόλεις σου θα το
αὐτό, ὁ ἀκάθαρτος ἐν σοὶ καὶ σφάξης και θα το φάγης. Από
ὁ καθαρὸς ὡσαύτως ἔδεται ὡς αυτό έχει το δικαίωμα να
δορκάδα ἢ ἔλαφον· φάγη όχι μόνον ο νομικώς
καθαρός αλλά και ο
ακάθαρτος που μένει κοντά
σου, όπως αδιαφόρως
τρώγετε το κρέας της
δορκάδος η της ελάφου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16 (ιϚ)
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ.
Κολιτσάρα
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17 (ιζ)
14. ᾿Εὰν δὲ εἰσέλθῃς εἰς τὴν 14. Οταν δε εισέλθης εις την
γῆν, ἣν Κύριος ὁ Θεός σου γην της επαγγελίας, την
δίδωσί σοι, καὶ κληρονομήσῃς οποίαν Κυριος ο Θεός σου
αὐτὴν καὶ κατοικήσῃς ἐπ᾿ δίδει εις σέ, και την καταλάβης
αὐτὴν καὶ εἴπῃς· καταστήσω ως ιδικήν σου και κατοικήσης
ἐπ᾿ ἐμαυτὸν ἄρχοντα, καθὰ εις αυτήν και είπης· Λοιπόν θα
καὶ τὰ λοιπὰ ἔθνη τὰ κύκλῳ εγκαταστήσω τώρα άρχοντα
μου, και βασιλέα μου, όπως έχουν
και τα γύρω μου
ειδωλολατρικά έθνη, μη
λησμονήσης Κυριον τον Θεόν
σου.
19. καὶ ἔσται μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ 19. Θα έχη πάντοτε μαζή του
ἀναγνώσεται ἐν αὐτῷ πάσας το βιβλίον τούτο, θα το
τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς αὐτοῦ, μελετά όλας τας ημέρας της
ἵνα μάθῃ φοβεῖσθαι Κύριον ζωής του, δια να μάθη να
τὸν Θεόν σου καὶ φοβήται Κυριον τον Θεόν σου
φυλάσσεσθαι πάσας τὰς και να φροντίζη, ώστε να
ἐντολὰς ταύτας καὶ τὰ εφαρμόζη όλας αυτάς
δικαιώματα ταῦτα ποιεῖν, τάςεντολάς και τους νόμους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18 (ιη)
17. καὶ εἶπε Κύριος πρός με· 17. ο Κυριος είπε τότε εις εμέ·
ὀρθῶς πάντα ὅσα ἐλάλησαν Ορθά είναι όλα όσα εκείνοι
πρὸς σέ· ωμίλησαν και εζήτησαν από
σέ.
18. προφήτην ἀναστήσω 18. Δια τούτο θα αναδείξω ένα
αὐτοῖς ἐκ τῶν ἀδελφῶν προφήτην εκ μέσου των
αὐτῶν, ὥσπερ σέ, καὶ δώσω Ισραηλιτών όμοιον με σέ, θα
τὰ ρήματα ἐν τῷ στόματι βάλω τα λόγια μου στο στόμα
αὐτοῦ, καὶ λαλήσει αὐτοῖς του και αυτός θα αναγγέλλη
καθ᾿ ὅτι ἂν ἐντείλωμαι αὐτῷ· εις εκείνους κάθε τι, το οποίον
εγώ θα δίδω εις αυτόν ως
εντολήν μου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19 (ιθ)
3. στόχασαί σοι τὴν ὁδὸν καὶ 3. Δια την θέσιν των πόλεων
τριμεριεῖς τὰ ὅρια τῆς γῆς σου, αυτών υπολόγισε καλά το
ἣν καταμερίζει σοι Κύριος ὁ μήκος των οδών, αι οποίαι
Θεός σου, καὶ ἔσται ἐκεῖ οδηγούν εις αυτάς· μοίρασε
καταφυγὴ παντὶ φονευτῇ. την περιοχήν που ο Κυριος
σου δίδει εις τρία ίσα μέρη,
ώστε εις τας πόλεις-
καταφύγια των τριών αυτών
περιοχών να προλαμβάνη και
καταφεύγη κάθε φονεύς.
15. Οὐκ ἐμμενεῖ μάρτυς εἷς 15. Δεν θα είναι αρκετός ένας
μαρτυρῆσαι κατὰ ἀνθρώπου μάρτυς, δια να καταθέση
κατὰ πᾶσαν ἀδικίαν καὶ κατὰ μαρτυρίαν κατά ανθρώπου, ο
πᾶν ἁμάρτημα καὶ κατὰ πᾶσαν οποίος διέπραξεν οιανδήποτε
ἁμαρτίαν, ἣν ἐὰν ἁμάρτῃ· ἐπὶ αδικίαν εναντίον του πλησίον
στόματος δύο μαρτύρων καὶ η οιουδήποτε είδους αμαρτίαν
ἐπὶ στόματος τριῶν μαρτύρων κατά του Θεού. Η
στήσεται πᾶν ρῆμα. καταδικαστική απόφασις
πρέπει να στηρίζεται εις την
μαρτυρίαν δύο και τριών
μαρτύρων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 20 (κ)
12. ἐὰν δὲ μὴ ὑπακούσωσί σοι 12. Εάν όμως δεν δεχθούν τας
καὶ ποιῶσι πρὸς σὲ πόλεμον, ειρηνικάς σας προτάσεις και
περικαθαριεῖς αὐτήν, θελήσουν να κάμουν πόλεμον
εναντίον σας, θα
πολιορκήσετε την πόλιν,
13. ἕως ἂν παραδῷ σοι αὐτὴν 13. μέχρις ότου Κυριος ο Θεός
Κύριος ὁ Θεός σου εἰς τὰς σας παραδώση αυτήν εις τα
χεῖράς σου, καὶ πατάξεις πᾶν χέρια σας, οπότε σεις θα
ἀρσενικὸν αὐτῆς ἐν φόνῳ περάσετε εν στόματι μαχαίρας
μαχαίρας, πάντα αρσενικόν της πόλεως.
14. πλὴν τῶν γυναικῶν καὶ 14. Τας γυναίκας όμως και τα
τῆς ἀποσκευῆς καὶ πάντα τὰ παιδιά και τα κτήνη και όλα
κτήνη καὶ πάντα, ὅσα ἂν όσα υπάρχουν εις την πόλιν
ὑπάρχῃ ἐν τῇ πόλει, καὶ πᾶσαν και όλην την περιουσίαν αυτής
τὴν ἀπαρτίαν προνομεύσεις θα την πάρετε δια τον εαυτόν
σεαυτῷ καὶ φαγῇ πᾶσαν τὴν σας ως λείαν πολέμου, θα
προνομὴν τῶν ἐχθρῶν σου, φάγετε και θα απολαύσετε τα
ὧν Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί τρόφιμα και τα λάφυρα των
σοι. εχθρών σας, τα οποία ο
Κυριος σας δίδει.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21 (κα)
12. καὶ εἰσάξῃς αὐτὴν ἔνδον 12. Θα την εισαγάγης εις την
εἰς τὴν οἰκίαν σου, καὶ οικίαν σου, θα ξυρίσης την
ξυρήσεις τὴν κεφαλὴν αὐτῆς κεφαλήν της, θα κόψης τα
καὶ περιονυχιεῖς αὐτὴν νύχια της,
14. καὶ ἔσται ἐὰν μὴ θέλῃς 14. Εάν όμως κατόπιν δεν
αὐτήν, ἐξαποστελεῖς αὐτὴν θέλης να κρατήσης αυτήν ως
ἐλευθέραν καὶ πράσει οὐ συζυγον, θα την αφήσης
πραθήσεται ἀργυρίου· οὐκ ελευθέραν· κατ' ουδένα δε
ἀθετήσεις αὐτήν, διότι λόγον θα πωληθή αυτή αντί
ἐταπείνωσας αὐτήν. χρημάτων. Δεν θα την
αρνηθής, ώστε να την
πωλήσης ως δούλην, διότι συ
την είχες προηγουμένως ως
σύζυγον και την διέφθειρες.
18. ᾿Εὰν δέ τινι ᾖ υἱὸς ἀπειθὴς 18. Εάν ένας Ισραηλίτης έχη
καὶ ἐρεθιστής, οὐχ ὑπακούων υιόν απειθή, φιλόνεικον και
φωνὴν πατρὸς καὶ φωνὴν υβριστήν, ανυπάκουον εις τα
μητρός, καὶ παιδεύωσιν αὐτὸν λόγια του πατρός και της
καὶ μὴ εἰσακούῃ αὐτῶν, μητρός του και ο οποίος, παρά
τας παιδαγωγικάς τιμωρίας εκ
μέρους των γονέων του, δεν
σέβεται και δεν υπακούει εις
αυτούς,
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 22 (κβ)
13. ᾿Εὰν δέ τις λάβῃ γυναῖκα 13. Εάν κανείς λάβη σύζυγον
καὶ συνοικήσῃ αὐτῇ καὶ και συνοικήση με αυτήν,
μισήσῃ αὐτὴν κατόπιν δε την αποστραφή και
την μισήση,
15. καὶ λαβὼν ὁ πατὴρ τῆς 15. τότε ο πατήρ και η μήτηρ
παιδὸς καὶ ἡ μήτηρ ἐξοίσουσι της γυναικός αυτής θα λάβουν
τὰ παρθένια τῆς παιδὸς πρὸς τα δείγματα της
τὴν γερουσίαν ἐπὶ τὴν πύλην, παρθενικότητός της και θα τα
φέρουν εις την γερουσίαν
κοντά εις την πύλην της
πόλεως.
16. καὶ ἐρεῖ ὁ πατὴρ τῆς 16. Εκεί θα είπη ο πατήρ της
παιδὸς τῇ γερουσίᾳ· τὴν γυναικός αυτής εις την
θυγατέρα μου ταύτην δέδωκα γερουσίαν· έδωκα την κόρην
τῷ ἀνθρώπῳ τούτῳ γυναῖκα, μου αυτήν ως σύζυγον στον
καὶ μισήσας αὐτὴν άνθρωπον αυτόν. Και αυτός,
επειδή την εμίσησεν,
17. νῦν οὗτος ἐπιτίθησιν αὐτῇ 17. επιρρίπτει εναντίον της
προφασιστικοὺς λόγους ψευδείς κατηγορίας λέγων·
λέγων· οὐχ εὕρηκα τῇ θυγατρί δεν ευρήκα την κόρην σου
σου παρθένια, καὶ ταῦτα τὰ παρθένον. Εκείνος θα είπη
παρθένια τῆς θυγατρός μου· αυτά είναι τα σημάδια της
καὶ ἀναπτύξουσι τὸ ἱμάτιον παρθενίας της κόρης μου και
ἐναντίον τῆς γερουσίας τῆς οι γονείς θα ξεδιπλώσουν το
πόλεως. ιμάτιον της θυγατρός των
ενώπιον της γερουσίας της
πόλεως.
21. καὶ ἐξάξουσι τὴν νεᾶνιν ἐπὶ 21. θα οδηγήσουν την γυναίκα
τὰς θύρας τοῦ οἴκου τοῦ αυτήν εις την θύραν της οικίας
πατρὸς αὐτῆς, καὶ του πατρός της και θα την
λιθοβολήσουσιν αὐτὴν ἐν θ α ν α τ ώ σ ο υ ν δ ι α
λίθοις, καὶ ἀποθανεῖται, ὅτι λιθοβολισμού, διότι διέπραξεν
ἐποίησεν ἀφροσύνην ἐν υἱοῖς αυτήν την αφροσύνην μεταξύ
᾿Ισραὴλ ἐκπορνεῦσαι τὸν των Ισραηλιτών, και εξετράπη
οἶκον τοῦ πατρὸς αὐτῆς· καὶ εις πορνείαν, όταν ευρίσκετο
ἐξαρεῖς τὸν πονηρὸν ἐξ ὑμῶν στον οίκον του πατρός της.
αὐτῶν. Ετσι θα βγάλετε από ανάμεσά
σας τον πονηρόν αυτόν
άνθρωπον.
28. ᾿Εὰν δέ τις εὕρῃ τὴν παῖδα 28. Εάν ανήρ τις συναντήση
τὴν παρθένον, ἥτις οὐ κόρην παρθένον, η οποία δεν
μεμνήστευται, καὶ βιασάμενος είναι μνηστεαμένη και βιάση
κοιμηθῇ μετ᾿ αὐτῆς καὶ αυτήν κοιμηθείς μαζή της, και
εὑρεθῇ, ανακαλυφθή ο διαπράξας το
αδίκημα αυτό,
29. δώσει ὁ ἄνθρωπος ὁ 29. θα δώση ο άνθρωπος
κοιμηθεὶς μετ᾿ αὐτῆς τῷ πατρὶ αυτός στον πατέρα της
τῆς νεάνιδος πεντήκοντα παρθένου κόρης πεντήκοντα
δίδραχμα ἀργυρίου, καὶ αὐτοῦ δίδραχμα αργυρίου και θα
ἔσται γυνή, ἀνθ᾿ ὧν λάβη αυτήν ως σύζυγόν του,
ἐταπείνωσεν αὐτήν· οὐ διότι την διέφθειρε. Δεν θα
δυνήσεται ἐξαποστεῖλαι αὐτὴν δυνηθή δε αυτός ποτέ να την
τὸν ἅπαντα χρόνον. διαζευχθή.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 23 (κγ)
13. καὶ τόπος ἔσται σοι ἔξω 13. Εξω από το στρατόπεδον
τῆς παρεμβολῆς, καὶ ἐξελεύσῃ θα υπάρχη ωρισμένος τόπος
ἐκεῖ ἔξω· δια τας ανάγκας σας και εκεί
θα εξέρχεσθε.
14. καὶ πάσσαλος ἔσται σοι ἐπὶ 14. Θα έχεις εις την ζώνην
τῆς ζώνης σου, καὶ ἔσται ὅταν σου ένα πάσσαλον, και όταν
διακαθιζάνῃς ἔξω, καὶ ὀρύξεις πρόκειται να καθήσης εκεί έξω
ἐν αὐτῷ καὶ ἐπαγαγὼν προς σωματικήν σου ανάγκην,
καλύψεις τὴν ἀσχημοσύνην θα ανοίξης δια του πασσάλου
σου ἐν αὐτῷ· λάκκον και στραφείς προς τα
εκεί κατόπιν θα σκεπάσης την
ακαθαρσίαν σου με χώματα
χρησιμοποιών προς τούτο τον
πάσσαλον.
15. ὅτι Κύριος ὁ Θεός σου 15. Τούτο δέ, διότι Κυριος ο
ἐμπεριπατεῖ ἐν τῇ παρεμβολῇ Θεός σου ευρίσκεται και
σου ἐξελέσθαι σε καὶ τρόπον τινά περιπατεί στο
παραδοῦναι τὸν ἐχθρόν σου στρατόπεδόν σου, δια να σε
πρὸ προσώπου σου, καὶ ἔσται απελευθερώση από τον
ἡ παρεμβολή σου ἁγία, καὶ εχθρόν σου και να παραδώση
οὐκ ὀφθήσεται ἐν σοὶ αυτόν εις την εξουσίαν σου.
ἀσχημοσύνη πράγματος καὶ Το στρατόπεδον είναι άγιον
ἀποστρέψει ἀπὸ σοῦ. και δεν πρέπει να εμφανίζεται
εις αυτό κανένα άσχημον
πράγμα και απομακρυνθή έτσι
ο Θεός από σέ.
22. ᾿Εὰν δὲ εὔξῃ εὐχὴν Κυρίῳ 22. Εάν δε κάμης τάξιμον εις
τῷ Θεῷ σου, οὐ χρονιεῖς Κυριον τον Θεόν σου, δεν
ἀποδοῦναι αὐτήν, ὅτι ἐκζητῶν πρέπει να βραδύνης εις την
ἐκζητήσει Κύριος ὁ Θεός σου εκπλήρωσίν του· διότι άλλως
παρὰ σοῦ, καὶ ἔσται ἐν σοὶ θα σου ζητήση ευθύνην
ἁμαρτία· Κυριος ο Θεός σου και θα είναι
ενοχή παραβάσεως εις σέ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 24 (κδ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 26 (κϚ)
10. καὶ νῦν ἰδοὺ ἐνήνοχα τὴν 10. Και τώρα, ιδού, έχω φέρει
ἀπαρχὴν τῶν γενημάτων τῆς τα πρωτογεννήματα της
γῆς, ἧς ἔδωκάς μοι, Κύριε, γῆν χώρας, την οποίαν συ, Κυριε,
ρέουσαν γάλα καὶ μέλι. καὶ μου έχεις δώσει και η οποία
ἀφήσεις αὐτὰ ἀπέναντι Κυρίου ρέει γάλα και μέλι”. Θα
τοῦ Θεοῦ σου καὶ αφήσης αυτά ενώπιον Κυρίου
προσκυνήσεις ἔναντι Κυρίου του Θεού σου, θα
τοῦ Θεοῦ σου· προσκυνήσης ενώπιον αυτού,
11. καὶ εὐφρανθήσῃ ἐν πᾶσι 11. και έπειτα θα απολαύσης
τοῖς ἀγαθοῖς, οἷς ἔδωκέ σοι και θα χαρής όλα τα αγαθά,
Κύριος ὁ Θεός σου, καὶ ἡ οἰκία που σου έδωκε Κυριος ο Θεός
σου καὶ ὁ Λευίτης καὶ ὁ σου, συ, η οικογένειά σου, ο
προσήλυτος ὁ ἐν σοί. Λευΐτης και ο ξένος που τυχόν
θα ευρίσκεται κοντά σου.
14. καὶ οὐκ ἔφαγον ἐν ὀδύνῃ 14. Εις καιρόν πόνου και
μου ἀπ᾿ αὐτῶν, οὐκ πένθους δεν έφαγα τίποτε από
ἐκάρπωσα ἀπ᾿ αὐτῶν εἰς αυτά· δεν προσέφερα εις
ἀκάθαρτον, οὐκ ἔδωκα ἀπ᾿ ακάθαρτον άνθρωπον· δεν
αὐτῶν τῷ τεθνηκότι· έδωσα από αυτά στο σπίτι
ὑπήκουσα τῆς φωνῆς Κυρίου πεθαμένου. Υπήκουσα εις την
τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, ἐποίησα καθὰ εντολήν σου, του Κυρίου και
ἐνετείλω μοι. Θεού μας, και έπραξα, όπως
με διέταξες.
15. κάτιδε ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ 15. Και τώρα, Κυριε, επίβλεψε
ἁγίου σου ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καὶ από τον άγιον οίκον σου, από
εὐλόγησον τὸν λαόν σου τὸν τον ουράνιον θρόνον σου, και
᾿Ισραὴλ καὶ τὴν γῆν, ἣν ευλόγησε τον ισραηλιτικόν
ἔδωκας αὐτοῖς, καθὰ ὤμοσας λαόν και την γην, την οποίαν
τοῖς πατράσιν ἡμῶν δοῦναι έδωκες εις αυτόν, όπως είχες
ἡμῖν γῆν ρέουσαν γάλα καὶ ορκισθή στους προπάτοράς
μέλι. μας, ότι εις ημάς θα δώσης
χώραν, την οποίαν θα ρέη
γάλα και μέλι”.
16. ᾿Εν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ 16. Κατά την ημέραν αυτήν
Κύριος ὁ Θεός σου ἐνετείλατό Κυριος ο Θεός σου σε διέταξε
σοι ποιῆσαι πάντα τὰ να τηρήσης όλους τους
δικαιώματα καὶ τὰ κρίματα, καὶ νόμους του και τα
φυλάξεσθε καὶ ποιήσετε αὐτὰ προστάγματά του· θα
ἐξ ὅλης τῆς καρδίας ὑμῶν καὶ φυλάξετε αυτά και θα τα
ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς ὑμῶν. εφαρμόσετε με όλην σας την
καρδιά και με όλην σας την
ψυχήν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 27 (κζ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 28 (κη)
15. Καὶ ἔσται ἐὰν μὴ 15. Εάν δεν ακούσης και δεν
εἰσακούσῃς τῆς φωνῆς Κυρίου υπακούσης εις την φωνήν
τοῦ Θεοῦ σου, φυλάσσειν καὶ Κυρίου του Θεού σου, ώστε
ποιεῖν πάσας τὰς ἐντολὰς να φυλάττης και να
αὐτοῦ, ὅσας ἐγὼ ἐντέλλομαί εφαρμόζης όλας τας εντολάς
σοι σήμερον, καὶ ἐλεύσονται αυτού, τας οποίας εγώ
ἐπὶ σὲ πᾶσαι αἱ κατάραι αὗται σήμερον σου δίδω, θα έλθουν
καὶ καταλήψονταί σε. και θα ξεσπάσουν εναντίον
σου όλαι αυταί αι κατάραι.
42. πάντα τὰ ξύλινά σου καὶ 42. Ολα τα δένδρα σου και τα
τὰ γενήματα τῆς γῆς σου γενήματα των αγρών σου θα
ἐξαναλώσει ἡ ἐρισύβη. τα καταστρέψη αρρώστια των
φυτών, η σκωρίασις.
65. ἀλλὰ καὶ ἐν τοῖς ἔθνεσιν 65. Αλλά και μεταξύ των
ἐκείνοις οὐκ ἀναπαύσει σε, εθνών εκείνων δεν θα έχης
οὐδ᾿ οὐ μὴ γένηται στάσις τῷ ανάπαυσιν και ησυχίαν, ούτε
ἴχνει τοῦ ποδός σου, καὶ δώσει και θα σταματήσουν κάπου τα
σοι Κύριος ἐκεῖ καρδίαν πόδια σου εις μόνιμον
ἀθυμοῦσαν καὶ ἐκλείποντας κατοικίαν σου. Ο Κυριος θα
ὀφθαλμοὺς καὶ τηκομένην δώση εις σε καρδίαν άθυμον
ψυχήν. και μελαγχολικήν, οφθαλμούς
αλαμπείς και μισοσβημένους,
ζωήν, η οποία θα λυώνη
ημέραν με την ημέραν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 29 (κθ)
12. ἵνα στήσῃ σε αὐτῷ εἰς 12. Εάν όμως φανήτε υπάκοοι
λαόν, καὶ αὐτὸς ἔσται σου και ευπειθείς προς αυτόν, θα
Θεός, ὃν τρόπον εἶπέ σοι, καὶ σας αναδείξη λαόν του και
ὃν τρόπον ὤμοσε τοῖς πατράσι αυτός θα είναι ο Θεός σας,
σου, ῾Αβραὰμ καὶ ᾿Ισαὰκ καὶ όπως έχει υποσχεθή στους
᾿Ιακώβ. προπάτοράς σας, τον Αβραάμ,
τον 'Ισαακ και τον Ιακώβ.
13. καὶ οὐχ ὑμῖν μόνοις ἐγὼ 13. Και δεν συνάπτω εγώ ο
διατίθεμαι τὴν διαθήκην Μωϋσής με σας μόνον την
ταύτην καὶ τὴν ἀρὰν ταύτην, διαθήκην αυτήν και εις
περίπτωσιν παρανομιών σας
την κατάραν αυτήν,
14. ἀλλὰ καὶ τοῖς ὧδε οὖσι 14. αλλά και με εκείνους που
μεθ᾿ ὑμῶν σήμερον ἐναντίον σήμερον είναι εδώ μαζή σας,
Κυρίου τοῦ Θεοῦ ὑμῶν καὶ καθώς και με εκείνους που δεν
τοῖς μὴ οὖσι μεθ᾿ ὑμῶν ὧδε ευρίσκονται εις την
σήμερον. συγκέντρωσιν αυτήν, δηλαδή
με τους απογόνους σας, οι
οποίοι δεν έχουν ακόμη
γεννηθή. Αυτά δε ενώπιον
Κυρίου του Θεού σας.
15. ὅτι ὑμεῖς οἴδατε πῶς 15. Διότι σεις γνωρίζετε καλά
κατῳκήσαμεν ἐν γῇ Αἰγύπτῳ, πως κατοικήσαμεν εις την
ὡς παρήλθομεν ἐν μέσῳ τῶν Αίγυπτον και πως διήλθομεν
ἐθνῶν, οὓς παρήλθετε, δια μέσου των λαών από τας
χώρας των οποίων επεράσατε.
18. καὶ ἔσται ἐὰν ἀκούσῃ τὰ 18. Ας έχετε πάντοτε υπ' όψιν
ρήματα τῆς ἀρᾶς ταύτης καὶ σας ότι, εάν κανείς ακούση
ἐπιφημίσηται ἐν τῇ καρδίᾳ τας κατάρας αυτής της
αὐτοῦ λέγων· ὅσιά μοι διαθήκης και αλαζονευθή
γένοιτο, ὅτι ἐνῇ ἀποπλανήσει λέγων καθ' εαυτόν “εγώ θα
τῆς καρδίας μου πορεύσομαι, ζήσω σύμφωνα με τας
ἵνα μὴ συναπολέσῃ ὁ αμαρτωλάς επιθυμίας της
ἁμαρτωλὸς τὸν ἀναμάρτητον. καρδίας μου και όλα θα μου
πάνε καλά”, θα επέμβη και θα
τον τιμωρήση ο Θεός, δια να
μη επιδράση ο αμαρτωλός
αυτός επιβλαβώς επί τον
δίκαιον και τον παρασύρη
στον δρόμον της αμαρτίας.
23. καὶ ἐροῦσι πάντα τὰ ἔθνη· 23. όλοι αυτοί και όλα τα έθνη
διατὶ ἐποίησε Κύριος οὕτω τῇ θα ερωτήσουν· Διατί
γῇ ταύτῃ; τίς ὁ θυμὸς τῆς εξαπέστειλεν ο Κυριος τας
ὀργῆς ὁ μέγας οὗτος; τρομεράς καταστροφάς
εναντίον αυτής της χώρας; Εις
τι οφείλεται η μεγάλη αυτού
αγανάκτησις και οργή;
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 30 (λ)
14. ἐγγύς σού ἐστι τὸ ρῆμα 14. Ο λόγος του Κυρίου είναι
σφόδρα ἐν τῷ στόματί σου πολύ πλησίον σας, στο στόμα
καὶ ἐν τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν σας δια να τον ομολογήτε, εις
ταῖς χερσί σου ποιεῖν αὐτό. την καρδίαν σας δια να τον
πιστεύετε, εις τα χέρια σας δια
να τον εφαρμόζετε.
17. καὶ ἐὰν μεταστῇ ἡ καρδία 17. Εάν όμως αλλάξη η καρδία
σου καὶ μὴ εἰσακούσῃς καὶ σας και δεν υπακούσετε τον
πλανηθεὶς προσκυνήσῃς θεοῖς Κυριον σας, πλανώμενοι δε
ἑτέροις καὶ λατρεύσῃς αὐτοῖς, προσκυνήσετε και λατρεύσετε
θεούς άλλους,
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 31 (λα)
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ.
Κολιτσάρα
14. Καὶ εἶπε Κύριος πρὸς 14. Ο δε Κυριος είπε προς τον
Μωυσῆν· ἰδοὺ ἐγγίκασιν αἱ Μωϋσήν· “ιδού επλησίασαν αι
ἡμέραι τοῦ θανάτου σου· ημέραι του θανάτου σου·
κάλεσον ᾿Ιησοῦν καὶ στῆτε κάλεσε τον Ιησούν του Ναυή,
παρὰ τὰς θύρας τῆς σκηνῆς σταθήτε πλησίον εις την
τοῦ μαρτυρίου, καὶ ἐντελοῦμαι θύραν της Σκηνής του
αὐτῷ. καὶ ἐπορεύθη Μωυσῆς Μαρτυρίου και εγώ θα δώσω
καὶ ᾿Ιησοῦς εἰς τὴν σκηνὴν εις αυτόν εντολάς”. Ο Μωϋσής
τοῦ μαρτυρίου, καὶ ἔστησαν μαζή με τον Ιησούν του Ναυή
παρὰ τὰς θύρας τῆς σκηνῆς επορεύθη εις την Σκηνήν του
τοῦ μαρτυρίου. Μαρτυρίου και εστάθησαν
πλησίον εις την θύραν της
Σκηνής του Μαρτυρίου.
27. ὅτι ἐγὼ ἐπίσταμαι τὸν 27. διότι εγώ γνωρίζω ότι
ἐρεθισμόν σου καὶ τὸν είσθε λαός ευερέθιστος και
τράχηλόν σου τὸν σκληρόν· σκληροτράχηλος, αφού, ενώ
ἔτι γὰρ ἐμοῦ ζῶντος μεθ᾿ εγώ ζω ακόμη μαζή σας μέχρι
ὑ μ ῶ ν σ ή μ ε ρ ο ν , σήμερον, σεις επικραίνετε
παραπικραίνοντες ἦτε τὰ πρὸς συνεχώς Κυριον τον Θεόν,
τὸν Θεόν, πῶς οὐχὶ καὶ πως και μετά τον θάνατόν μου
ἔσχατον τοῦ θανάτου μου; δεν θα πράξετε τα ίδια;
29. οἶδα γὰρ ὅτι ἔσχατον τῆς 29. Γνωρίζω πολύ καλά ότι
τελευτῆς μου ἀνομίᾳ μετά τον θάνατόν μου θα
ἀνομήσετε καὶ ἐκκλινεῖτε ἐκ παρανομήσετε, θα
τῆς ὁδοῦ, ἧς ἐνετειλάμην παρεκκλίνετε από τον δρόμον,
ὑμῖν, καὶ συναντήσεται ὑμῖν τον οποίον εγώ σας έδωσα
τὰ κακὰ ἔσχατον τῶν ἡμερῶν, εντολήν να ακολουθήτε. Και
ὅτι ποιήσετε τὰ πονηρὰ το αποτέλεσμα θα είναι ότι θα
ἐναντίον Κυρίου παροργίσαι σας εύρουν πολλαί συμφοραί
αὐτὸν ἐν τοῖς ἔργοις τῶν έπειτα από ολίγον χρόνον,
χειρῶν ὑμῶν. διότι θα διαπράξετε πονηρίας
εναντίον του Κυρίου, ώστε να
τον παροργίσετε με τα
αμαρτωλά έργα των χειρών
σας”.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 32 (λβ)
19. καὶ εἶδε Κύριος καὶ 19. Και ο Θεός είδε την
ἐζήλωσε καὶ παρωξύνθη δι᾿ αγάπην και την λατρείαν σου
ὀργὴν υἱῶν αὐτοῦ καὶ προς τα είδωλα, εζηλοτύπησε
θυγατέρων και ωργίσθη με θυμόν
μεγάλον εναντίον τέτοιων
υιών και θυγατέρων,
20. καὶ εἶπεν· ἀποστρέψω τὸ 20. και είπε· θα αποστρέψω
πρόσωπόν μου ἀπ᾿ αὐτῶν καὶ το πρόσωπόν μου από
δείξω τί ἔσται αὐτοῖς ἐπ᾿ αυτούς, θα φανερώσω εις
ἐσχάτων ἡμερῶν· ὅτι γενεὰ αυτούς τι θα τους συμβή
ἐξεστραμμένη ἐστίν, υἱοί, οἷς αργότερα εξ αιτίας της
οὐκ ἔστι πίστις ἐν αὐτοῖς. αποστασίας των, διότι είναι
γενεά διεστραμμένη, υιοί από
τους οποίους έχει λείψει η
πίστις των προς εμέ.
30. πῶς διώξεται εἷς χιλίους 30. Είναι άφρονες, διότι δεν
καὶ δύο μετακινήσουσι εννοούν, πως είναι δυνατόν
μυριάδας, εἰ μὴ ὁ Θεὸς ένας εχθρός να καταδιώξη
ἀπέδοτο αὐτοὺς καὶ Κύριος χιλίους άνδρας του Ισραήλ,
παρέδωκεν αὐτούς; και δύο εχθροί να τρέψουν εις
φυγήν δεκάδας χιλιάδων
Ισραηλίτας, εάν δεν
εγκατέλιπεν αυτούς ο Κυριος
και δεν τους παρέδιδεν στους
εχθρούς των;
31. ὅτι οὐκ εἰσὶν ὡς ὁ Θεὸς 31. Διάτι ο Θεός μας δεν είναι
ἡμῶν οἱ θεοὶ αὐτῶν· οἱ δὲ ανίσχυρος, σαν τους θεούς
ἐχθροὶ ἡμῶν ἀνόητοι. των ειδωλολατρών· οι εχθροί
μας είναι ανόητοι και δεν
ημπορούν να ίδουν και να
εννοήσουν αυτά.
33. θυμὸς δρακόντων ὁ οἶνος 33. Ο οίνος των τους μεθά και
αὐτῶν καὶ θυμὸς ἀσπίδων τους εξερεθίζει μέχρι του
ἀνίατος. θυμού δρακόντων, τους
επιφέρει αθεράπευτον θυμόν
σαν της εξωργισμένης οχιάς.
36. ὅτι κρινεῖ Κύριος τὸν λαὸν 36. Ο δίκαιος Θεός θα κρίνη
αὐτοῦ καὶ ἐπὶ τοῖς δούλοις και θα τιμωρήση τον λαόν του
αὐτοῦ παρακληθήσεται· εἶδε και θα πάρη ικανοποίησιν εν
γὰρ παραλελυμένους αὐτοὺς τη δικαιοσύνη του από τους
καὶ ἐκλελοιπότας ἐν ἐπαγωγῇ αποοτατήσαντας δούλους
καὶ παρειμένους. του· διότι θα τους ίδη
παραλελυμένους λιπόψυχους
και εξηντλημένους από την
εξορίαν, εγκαταλελειμμένουν
και απροστατεύτους.
37. καὶ εἶπε Κύριος· ποῦ εἰσιν 37. Και ο Κυριος θα είπη τότε·
οἱ θεοὶ αὐτῶν, ἐφ᾿ οἷς που είναι οι θεοί των, στους
ἐπεποίθεισαν ἐπ᾿ αὐτοῖς; οποίους είχον πεποίθησιν;
38. ὧν τὸ στέαρ τῶν θυσιῶν 38. Που είναι οι θεοί, των
αὐτῶν ἠσθίετε καὶ ἐπίνετε τὸν οποίων το λίπος των θυσιών
οἶνον τῶν σπονδῶν αὐτῶν; των ετρώγατε και τον οίνον
ἀναστήτωσαν καὶ των σπονδών των επίνατε; Ας
βοηθησάτωσαν ὑμῖν καὶ σηκωθούν τώρα, ας σας
γενηθήτωσαν ὑμῖν σκεπασταί. βοηθήσουν, ας γίνουν
προστάται σας !
39. ἴδετε ἴδετε ὅτι ἐγώ εἰμι, καὶ 39. Ιδέτε καλά, ιδέτε ότι εγώ
οὐκ ἔστι Θεὸς πλὴν ἐμοῦ· ἐγὼ είμαι ο αληθινός Θεός και δεν
ἀποκτενῶ καὶ ζῆν ποιήσω, υπάρχει άλλος Θεός εκτός από
πατάξω κἀγὼ ἰάσομαι, καὶ οὐκ εμέ. Εγώ θανατώνω και εγώ
ἔστιν ὃς ἐξελεῖται ἐκ τῶν ζωοποιώ· εγώ θα πλήξω και
χειρῶν μου. εγώ θα θεραπεύσω. Δεν
υπάρχει κανείς οποίος θα
ημπορέση να βγάλη άνθρωπον
από τα χέρια μου.
40. ὅτι ἀρῶ εἰς τὸν οὐρανὸν 40. Σηκώνω στον ουρανόν το
τὴν χεῖρά μου καὶ ὀμοῦμαι τῇ χέρι μου, ορκίζομαι εις την
δεξιᾷ μου καὶ ἐρῶ· ζῶ ἐγὼ εἰς υψωμένην παντοδύναμον
τὸν αἰῶνα, δεξιάν μου και λέγω· Εγώ
είμαι ο αιώνιος και
αναλλοίωτος Θεός.
44. Καὶ ἔγραψε Μωυσῆς τὴν 44. Αυτήν την ωδήν την
ᾠδὴν ταύτην ἐν τῇ ἡμέρᾳ έγραψεν ο Μωϋσής κατά την
ἐκείνῃ καὶ ἐδίδαξεν αὐτὴν ημέραν εκείνην και την
τοὺς υἱοὺς ᾿Ισραήλ. καὶ εδίδαξεν στους Ισραηλίτας.
εἰσῆλθε Μωυσῆς καὶ ἐλάλησε Εισήλθε δε στον ισραηλιτικόν
πάντας τοὺς λόγους τοῦ λαόν και είπε εις τα αυτιά του
νόμου τούτου εἰς τὰ ὦτα τοῦ λαού, αυτός και ο Ιησούς του
λαοῦ, αὐτὸς καὶ ᾿Ιησοῦς ὁ τοῦ Ναυή, όλους τους λόγους του
Ναυή. νόμου τούτου.
47. ὅτι οὐχὶ λόγος κενὸς οὗτος 47. Διότι δεν είναι λόγος
ὑμῖν, ὅτι αὕτη ἡ ζωὴ ὑμῶν, αυτός κενός και μάταιος, αλλά
καὶ ἕνεκεν τοῦ λόγου τούτου αυτή αύτη η ζωη σας· διότι
μακροημερεύσετε ἐπὶ τῆς γῆς, εφ' όσον θα εφαρμόσετε τον
εἰς ἣν ὑμεῖς διαβαίνετε τὸν νόμον τούτον του Θεού, θα
᾿Ιορδάνην ἐκεῖ κληρονομῆσαι μακροημερεύσετε ασφαλείς
αὐτήν. και ευτυχείς εις την γην, δια
την κληρονομίαν της οποίας
τώρα διαβαίνετε τον
Ιορδάνην.
48. Καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς 48. Και ο Κυριος ωμίλησε προς
Μωυσῆν ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ τον Μωϋσήν κατά την ημέραν
λέγων· εκείνην λέγων·
50. καὶ τελεύτα ἐν τῷ ὄρει, εἰς 50. και απόθανε εκεί επάνω
ὃ ἀναβαίνεις ἐκεῖ, καὶ στο όρος που θα ανεβής, και
προστέθητι πρὸς τὸν λαόν έτσι θα πρσατεθής στον λαόν
σου, ὃν τρόπον ἀπέθανεν σου, όπως και ο Ααρών ο
᾿Ααρὼν ὁ ἀδελφός σου ἐν ῍Ωρ αδελφός σου, ο οποίος
τῷ ὄρει, καὶ προσετέθη πρὸς απέθανεν στο όρος Ωρ, και
τὸν λαὸν αὐτοῦ, προσετέθη στον λαόν του.
52. ὅτι ἀπέναντι ὄψῃ τὴν γῆν 52. Ανέβα λοιπόν στο όρος,
καὶ ἐκεῖ οὐκ εἰσελεύσῃ. διότι από εκεί θα ίδης την γην
της Επαγγελίας, εις την οποίαν
όμως δεν θα εισέλθης”.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 33 (λγ)
13. καὶ τῷ ᾿Ιωσὴφ εἶπεν· ἀπ᾿ 13. Εις δε την φυλήν του
εὐλογίας Κυρίου ἡ γῆ αὐτοῦ, Ιωσήφ είπε· “ευλογημένη από
ἀπὸ ὡρῶν οὐρανοῦ καὶ τον Κυριον και πλουσία θα
δρόσου καὶ ἀπὸ ἀβύσσων είναι η χώρα της φυλής αυτής·
πηγῶν κάτωθεν θα απολαμβάνη τας δωρεάς
των εποχών του ουρανού, την
ευεργετικήν δρόσον και τα
πηγαία ύδατα, που θα
αναβλύζουν από την γην.
15. ἀπὸ κορυφῆς ὀρέων ἀρχῆς 15. από τους καρπούς της
καὶ ἀπὸ κορυφῆς βουνῶν κορυφής αιωνοβίων ορέων,
ἀενάων από τους καρπούς
αρχαιοτάτων λόφων·
20. καὶ τῷ Γὰδ εἶπεν· 20. Δια την φυλήν του Γαδ
εὐλογημένος ἐμπλατύνων είπε· “δοξασμένος ας είναι ο
Γάδ· ὡς λέων ἐνεπαύσατο, Θεός, ο οποίος ευρύνει την
συντρίψας βραχίονα καὶ περιοχήν της φυλής Γαδ. Η
ἄρχοντα. φυλή αυτή, αφού ως λέων
συνέτριψεν εχθρικάς χείρας
και άρχοντας λαών, ανεπαύθη.
21. καὶ εἶδεν ἀπαρχὴν αὐτοῦ, 21. Είδε και επροτίμησε τας
ὅτι ἐκεῖ ἐμερίσθη γῆ ἀρχόντων πρώτας ευφόρους
συνηγμένων ἅμα ἀρχηγοῖς κατακτήσεις των Ισραηλιτών
λαῶν· δικαιοσύνην Κύριος ανατολικώς του Ιορδάνου,
ἐποίησε καὶ κρίσιν αὐτοῦ μετὰ έλαβεν ως μερίδιόν της αυτήν
᾿Ισραήλ. την γην εις συγκέντρωσιν των
αρχόντων του Ισραήλ, του
Μωϋσέως και του Ιησού του
Ναυή μαζή με τους αρχηγούς
των φυλών. Ο Κυριος δικαίαν
κρίσιν και απόφασιν έκαμε δια
την φυλήν αυτήν, όπως και
αυτή δικαίως και φιλαδέλφως
έφερθη προς τας άλλας
φυλάς”.
22. καὶ τῷ Δὰν εἶπε· Δὰν 22. Δια την φυλήν Δαν είπε·
σκύμνος λέοντος καὶ “η φυλή Δαν είναι νεαρός
ἐκπηδήσεται ἐκ τοῦ Βασάν. λέων, ορμά από την χώραν
Βασάν”.
26. οὔκ ἐστιν ὥσπερ ὁ Θεὸς 26. Δεν υπάρχει άλλος Θεός,
τοῦ ἠγαπημένου· ὁ ἐπιβαίνων όπως ο Θεός του αγαπημένου
ἐπὶ τὸν οὐρανὸν βοηθός σου ισραηλιτικού λαού. Ο Θεός,
καὶ ὁ μεγαλοπρεπὴς τοῦ που επιβαίνει εις τα νέφη του
στερεώματος. ουρανού και είναι
μεγαλοπρεπής στο στερέωμα
της γης, θα έρχεται εις
βοήθειάν σου.
29. μακάριος σύ, ᾿Ισραήλ· τίς 29. Μακάριος είσαι συ, λαέ
ὅμοιός σοι λαὸς σωζόμενος του Ισραήλ. Ποιός άλλος λαός
ὑπὸ Κυρίου; ὑπερασπιεῖ ὁ είναι όμοιος με σέ, ο οποίος
βοηθός σου, καὶ ἡ μάχαιρα ευρίσκεις και ασφαλίζεις την
καύχημά σου· καὶ ψεύσονταί σωτηρίαν σου υπό του
σε οἱ ἐχθροί σου, καὶ σὺ ἐπὶ Κυρίου; Ο Θεός, ο βοηθός
τὸν τράχηλον αὐτῶν ἐπιβήσῃ. σου, θα σε υπερασπίζεται και
τότε η μαχαιρά σου θα είναι
καύχημα νίκης δια σέ. Οι
εχθροί σου θα πλανηθούν και
θα ομιλήσουν ψεέδη δια σέ,
αλλά συ θα πατήσης επάνω
στον τράχηλόν των” !
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 34 (λδ)
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ.
Κολιτσάρα
11. ἐν πᾶσι τοῖς σημείοις καὶ 11. εις όλα τα σημεία και
τέρασιν, ὃν ἀπέστειλεν αὐτὸν θαύματα, προς εκτέλεσιν των
Κύριος ποιῆσαι αὐτὰ ἐν γῇ οποίων έστειλεν αυτόν ο
Αἰγύπτῳ Φαραὼ καὶ τοῖς Κυριος εις την Αίγυπτον
θεράπουσιν αὐτοῦ καὶ πάσῃ ενώπιον του Φαραώ και των
τῇ γῇ αὐτοῦ, αρχόντων του και όλης της
Αιγύπτου,