Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 167

Ορθόδοξος Συναξαριστής :: http://www.saint.

gr

Επισκεφτείτε τον ιστοχώρο μας στο: http://www.saint.gr/7/biblebooks.aspx για


περισσότερες πληροφορίες για το κείμενο καθώς και για τυχών ενημερώσεις -
διορθώσεις.

Σημείωση: Το παρόν κείμενο αντιγράφτηκε από τον ιστότοπο:


http://www.myriobiblos.gr/bible/.

ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 (α)

Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ.


Κολιτσάρα

1. ΟΥΤΟΙ οἱ λόγοι, οὓς 1. Αυτοί είναι οι λόγοι, τους


ἐλάλησε Μωυσῆς παντὶ οποίους ο Μωϋσής είπεν εις
᾿Ισραὴλ πέραν τοῦ ᾿Ιορδάνου όλον τον ισραηλιτικόν λαόν,
ἐν τῇ ἐρήμῳ πρὸς δυσμαῖς ανατολικώς από τον Ιορδάνην,
πλησίον τῆς ἐρυθρᾶς εις την προς δυσμάς έρημον,
θαλάσσης ἀνὰ μέσον Φαρὰν η οποία ευρίσκεται πλησίον
Τοφὸλ καὶ Λοβὸν καὶ Αὐλὼν της Ερυθράς Θαλάσσης, εις
καὶ Καταχρύσεα· την ερήμον Φαράν και εις τας
πόλεις Τοφόλ, Λοβόν, Αυλών
και Καταχρύσεα.

2. ἕνδεκα ἡμερῶν ἐκ Χωρὴβ 2. Ενδεκα ημερών πορεία είναι


ὁδὸς ἐπ᾿ ὄρος Σηεὶρ ἕως από το όρος Χωρήβ δια του
Κάδης Βαρνή. όρους Σηείρ μέχρι της Καδης
Βαρνή.

3. καὶ ἐγενήθη ἐν τῷ 3. Κατά την πρώτην του


τεσσαρακοστῷ ἔτει ἐν τῷ ενδεκάτου μηνός του
ἑνδεκάτῳ μηνὶ μιᾷ τοῦ μηνὸς τεσσαρακοστού έτους από την
ἐλάλησε Μωυσῆς πρὸς πάντας ημέραν της αναχωρήσεως των
υἱοὺς ᾿Ισραὴλ κατὰ πάντα, Ισραηλιτών εκ της Αιγύπτου,
ὅσα ἐνετείλατο Κύριος αὐτῷ είπεν ο Μωϋσής προς όλους
πρὸς αὐτούς. τους Ισραηλίτας όλα όσα
διέταξεν αυτόν ο Κυριος να
είπη προς αυτούς.
4. μετὰ τὸ πατάξαι Σηὼν 4. Τα είπεν αυτά ο Μωϋσής
βασιλέα ᾿Αμορραίων τὸν μετά την νίκην των
κατοικήσαντα ἐν ᾿Εσεβὼν καὶ Ισραηλιτών εναντίον του
τὸν ῍Ωγ βασιλέα τῆς Βασὰν Σηών του βασιλέως των
τὸν κατοικήσαντα ἐν Αμορραίων, ο οποίος
᾿Ασταρὼθ καὶ ἐν ᾿Εδραΐν, κατοικούσε εις Εσεβών, και
μετά την υποταγήν του Ωγ,
βασιλέως της χώρας Βασάν, ο
οποίος κατοικούσε εις την
πόλιν Ασταρώθ και την πόλιν
Εδραΐν.

5. ἐν τῷ πέραν τοῦ ᾿Ιορδάνου 5. Εις αυτήν την πέραν του


ἐν γῇ Μωάβ, ἤρξατο Μωυσῆς Ιορδάνου περιοχήν, και
διασαφῆσαι τὸν νόμον τοῦτον ακριβέστερον, εις την χώραν
λέγων· Μωάβ, ήρχισεν ο Μωϋσής να
εξαγγέλλη και αποσαφηνίζη
τον Νομον τούτον, λέγων·

6. Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν 6. “Κυριος, ο Θεός ημών,


ἐλάλησεν ἡμῖν ἐν Χωρὴβ ελάλησε προς ημάς στο όρος
λέγων· ἱκανούσθω ὑμῖν Χωρήβ και είπε· Αρκετόν
κατοικεῖν ἐν τῷ ὄρει τούτῳ· πλέον χρόνον παροικήσατε
στο όρος τούτο.

7. ἐπιστράφητε καὶ ἀπάρατε 7. Στραφήτε τώρα και


ὑμεῖς καὶ εἰσπορεύεσθε εἰς ξεκινήσατε, δια να εισέλθετε
ὄρος ᾿Αμορραίων καὶ πρὸς εις την ορεινήν περιοχήν των
πάντας τοὺς περιοίκους Αμορραίων, εις την χώραν των
῎Αραβα, εἰς ὄρος καὶ πεδίον κατοίκων Αραβα, εις την
καὶ πρὸς λίβα καὶ παραλίαν ορεινήν και πεδινήν περιοχήν
γῆν Χαναναίων καὶ της Χαναάν, στο νότιον μέρος
᾿Αντιλίβανον ἕως τοῦ ποταμοῦ αυτής, στο δυτικόν προς την
τοῦ μεγάλου Εὐφράτου. παραλίαν μέρος, προς δε
βορράν από το όρος
Αντιλίβανον μέχρι του
Ευφράτου, του μεγάλου
ποταμού.

8. ἴδετε, παραδέδωκεν 8. Ιδέτε· έχω παραδώσει εις


ἐνώπιον ὑμῶν τῆν γῆν· τα χέρια σας την χώραν
ε ἰ σ π ο ρ ε υ θ έ ν τ ε ς αυτήν. Εισέλθετε και
κληρονομήσατε τὴν γῆν, ἣν κληρονομήσατε την γην, την
ὤμοσα τοῖς πατράσιν ὑμῶν, οποίαν ωρκίσθην να δώσω
τῷ ῾Αβραὰμ καὶ ᾿Ισαὰκ καὶ στους πατέρας σας, τον
᾿Ιακὼβ δοῦναι αὐτοῖς καὶ τῷ Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον
σπέρματι αὐτῶν μετ᾿ αὐτούς. Ιακώβ και στους απογόνους
των έπειτα από αυτούς.

9. καὶ εἶπα πρὸς ὑμᾶς ἐν τῷ 9. Κατά τον καιρόν εκείνον,


καιρῷ ἐκείνῳ λέγων· οὐ ότε ανεχωρήσαμεν από την
δυνήσομαι μόνος φέρειν ὑμᾶς· Αίγυπτον, είπα προς σας, ότι
δεν θα ημπορέσω μόνος μου
να σας οδηγώ και σας
κυβερνώ·
10. Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν 10. διότι Κυριος ο Θεός σας
ἐπλήθυνεν ὑμᾶς, καὶ ἰδού ἐστε σας επλήθυνε και ιδού ότι
σήμερον ὡσεὶ τὰ ἄστρα τοῦ σήμερον είσθε πλήθος πολύ,
οὐρανοῦ τῷ πλήθει· ωσάν τα άστρα του ουρανού.

11. Κύριος ὁ Θεὸς τῶν 11. Είθε ο Κυριος και Θεός


πατέρων ὑμῶν προσθείη ὑμῖν των πατέρων σας, να σας
ὡς ἐστὲ χιλιοπλασίως καὶ ευλογήση και να σας πληθύνη
εὐλογήσαι ὑμᾶς, καθότι χίλιες φορές περισσότερον
ἐλάλησεν ὑμῖν. από ο,τι είσθε σήμερα, όπως
άλλωστε και έχει υποσχεθή
προς σας.

12. πῶς δυνήσομαι μόνος 12. Πως θα ημπορέσω εγώ


φέρειν τὸν κόπον ὑμῶν καὶ μόνος μου να βαστάσω όλον
τὴν ὑπόστασιν ὑμῶν καὶ τὰς το βάρος σας, την ύπαρξιν και
ἀντιλογίας ὑμῶν; την διαβίωσίν σας και τας
αντιδικίας, που παρουσιάζετε
μεταξύ σας;

13. δότε ἑαυτοῖς ἄνδρας 13. Δια τούτο και σας είπα
σοφοὺς καὶ ἐπιστήμονας καὶ τότε· εκλέξατε δια την
συνετοὺς εἰς τὰς φυλὰς ὑμῶν, εξυπηρέτησίν σας άνδρας
καὶ καταστήσω ἐφ᾿ ὑμῶν σοφούς, επιστήμονας και
ἡγουμένους ὑμῶν. συνετούς από τας φυλάς σας,
και εγώ θα καταστήσω αυτούς
αρχηγούς σας.

14. καὶ ἀπεκρίθητέ μοι καὶ 14. Τοτε αποκριθήκατε εις εμέ
εἴπατε· καλὸν τὸ ρῆμα ὃ και είπατε· καλόν είναι αυτό
ἐλάλησας ποιῆσαι. το έργον, που μας είπες να
κάμωμεν.

15. καὶ ἔλαβον ἐξ ὑμῶν 15. Επήρα τότε από σας


ἄνδρας σοφοὺς καὶ άνδρας σοφούς και
ἐπιστήμονας καὶ συνετοὺς καὶ επιστήμονας και συνετούς και
κατέστησα αὐτοὺς ἡγεῖσθαι ανέθεσα εις αυτούς να σας
ἐφ᾿ ὑμῶν χιλιάρχους καὶ διοικούν, κατέστησα από
ἑκατοντάρχους καὶ αυτούς μεταξύ σας χιλιάρχους,
πεντηκοντάρχους καὶ ε κ α τ ο ν τ ά ρ χ ο υ ς ,
δ ε κ ά ρ χ ο υ ς κ α ὶ πεντηκοντάρχους και
γραμματοεισαγωγεῖς τοῖς αρχηγούς δέκα ανδρών,
κριταῖς ὑμῶν. διδασκάλους και δικαστάς
μεταξύ σας.
16. καὶ ἐνετειλάμην τοῖς 16. Εδωσα εντολήν στους
κριταῖς ὑμῶν ἐν τῷ καιρῷ δυκαστάς σας κατά τον καιρόν
ἐκείνῳ λέγων· διακούετε ἀνὰ εκείνον, λέγων· Να ακούετε με
μέσον τῶν ἀδελφῶν ὑμῶν καὶ προσοχήν τας μεταξύ των
κρίνατε δικαίως ἀνὰ μέσον α δ ε λ φ ώ ν σ α ς
ἀνδρὸς καὶ ἀνὰ μέσον παρουσιαζομένας διαφοράς,
ἀδελφοῦ καὶ ἀνὰ μέσον να κρίνετε δικαίως τας
προσηλύτου αὐτοῦ. διαφοράς μεταξύ των
Ισραηλιτών, όπως επίσης και
τας μεταξύ αυτών και ξένου
τινός.

17. οὐκ ἐπιγνώσῃ πρόσωπον 17. Κατά την δίκην δεν θα


ἐν κρίσει, κατὰ τὸν μικρὸν καὶ λαμβάνης υπ' όψει σου
κατὰ τὸν μέγαν κρινεῖς, οὐ μὴ πρόσωπον. Οπως θα κρίνης
ὑποστείλῃ πρόσωπον τον ταπεινόν και άσημον, έτσι
ἀνθρώπου, ὅτι ἡ κρίσις τοῦ θα κρίνης τον αξιωματούχον
Θεοῦ ἐστι· καὶ τὸ ρῆμα, ὃ ἐὰν και επίσημον. Δεν θα
σκληρὸν ᾖ ἀφ᾿ ὑμῶν, συστέλλεσαι και δεν θα
ἀνοίσετε αὐτὸ ἐπ᾿ ἐμέ, καὶ δυστάζης ενώπιον ουδενός
ἀκούσομαι αὐτό. από τους διαδίκους, διότι η
απονομή δικαιοσύνης είναι
έργον Θεού. Εάν δε και
παρουσιασθή καμμιά
δύσκολος υπόθεσις, θα
αναφέρετε εις εμέ την
υπόθεσιν αυτήν· εγώ θα την
εξετάζω, θα την κρίνω και θα
αποφασίζω.

18. καὶ ἐνετειλάμην ὑμῖν ἐν τῷ 18. Κατά τον καιρόν εκείνον


καιρῷ ἐκείνῳ πάντας τοὺς σας εδωσα εντολήν δι' όλα
λόγους, οὓς ποιήσετε. όσα πρέπει να κάμετε.

19. καὶ ἀπάραντες ἐκ Χωρὴβ 19. Εξεκινήσαμεν από το όρος


ἐπορεύθημεν πᾶσαν τὴν Χωρήβ, εβαδίσαμεν όλην την
ἔρημον τὴν μεγάλην καὶ τὴν μεγάλην και φοβεράν εκείνην
φοβερὰν ἐκείνην, ἣν εἴδετε, έρημον, την οποίαν είδατε,
ὁδὸν ὄρους τοῦ ᾿Αμορραίου, επορεύθημεν προς την
καθότι ἐνετείλατο Κύριος ὁ κατεύθυνσιν του όρους των
Θεὸς ἡμῶν ἡμῖν, καὶ ἤλθομεν Αμορραίων, όπως μας διέταξεν
ἕως Κάδης Βαρνή. ο Κυριος και Θεός μας, και
ήλθομεν έως την πόλιν Καδης
Βαρνή.

20. καὶ εἶπα πρὸς ὑμᾶς· 20. Και είπα προς σας·
ἤλθατε ἕως τοῦ ὄρους τοῦ εφθάσατε έως το όρος των
᾿Αμορραίου, ὃ Κύριος ὁ Θεὸς Αμορραίων, σύνορον της
ἡμῶν δίδωσιν ὑμῖν. Χαναάν, την οποίαν ο Κυριος
παραδίδει τώρα εις σας.
21. ἴδετε, παραδέδωκεν ἡμῖν 21. Ιδέτε ! Ο Κυριος και Θεός
Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν πρὸ σας έχει πλέον παραδώσει εις
προσώπου ὑμῶν τὴν γῆν· τα χέρια σας την χώραν
ἀναβάντες κληρονομήσατε, ὃν αυτήν. Εισέλθετε εις αυτήν,
τρόπον εἶπε Κύριος ὁ Θεὸς κυριεύσατέ την ως
τῶν πατέρων ὑμῶν ὑμῖν· μὴ κληρονομίαν σας, όπως είπεν
φοβεῖσθε μηδὲ δειλιάσητε. εις σας ο Θεός των προγόνων
σας. Μη φοβηθήτε κανένα και
μη δειλιάσετε.

22. καὶ προσήλθατέ μοι 22. Ηλθατε τότε προς εμέ όλοι
πάντες καὶ εἴπατε· και μου είπατε· Πριν ημείς
ἀποστείλωμεν ἄνδρας εισέλθωμεν, ας αποστείλωμεν
προτέρους ἡμῶν, καὶ άνδρας κατασκόπους να
ἐφοδευσάτωσαν ἡμῖν τὴν γῆν επιθεωρήσουν και ερευνήσουν
καὶ ἀναγγειλάτωσαν ἡμῖν την χώραν και να μας δώσουν
ἀπόκρισιν τὴν ὁδόν, δι᾿ ἧς πληροφορίαν δια την οδόν,
ἀναβησόμεθα ἐν αὐτῇ, καὶ τὰς από την οποίαν θα διαβώμεν
πόλεις εἰς ἃς εἰσπορευσόμεθα προς αυτήν και δια τας πόλεις,
εἰς αὐτάς. εις τας οποίας θα εισέλθωμεν.

23. καὶ ἤρεσεν ἐναντίον μου 23. Μου ήρεσεν αυτή η


τὸ ρῆμα, καὶ ἔλαβον ἐξ ὑμῶν πρότασίς σας και εξέλεξα από
δώδεκα ἄνδρας, ἄνδρα ἕνα σας δώδεκα άνδρας, ένα από
κατὰ φυλήν. κάθε φυλήν.

24. καὶ ἐπιστραφέντες 24. Αυτοί δε ετράπησαν προς


ἀνέβησαν εἰς τὸ ὄρος καὶ την Χαναάν, ανέβησαν προς
ἤλθοσαν ἕως Φάραγγος την ορεινήν χώραν της
βότρυος καὶ κατεσκόπευσαν Παλαιστίνης, έφθασαν μέχρι
αὐτήν. της κοιλάδας, που ονομάζεται
“Φαραγξ Βοτρυος”, και
κατεσκόπευσαν την χώραν.

25. καὶ ἐλάβοσαν ἐν ταῖς 25. Επήραν εις τα χέρια των


χερσὶν αὐτῶν ἀπὸ τοῦ καρποῦ από τον καρπόν της γης
τῆς γῆς καὶ κατήνεγκαν πρὸς αυτής, έφεραν αυτόν ως
ὑμᾶς καὶ ἔλεγον· ἀγαθὴ ἡ γῆ, δείγμα προς ημάς και έλεγαν·
ἣν Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν Εύφορος και πλουσία είναι η
δίδωσιν ἡμῖν. χώρα αυτή, την οποίαν μας
δίδει ο Κυριος.

26. καὶ οὐκ ἠθελήσατε 26. Αλλά σεις δεν ηθελήσατε


ἀναβῆναι, ἀλλ᾿ ἠπειθήσατε τῷ να εισέλθετε εις αυτήν· δεν
ρήματι Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν υπηκούσατε εις την εντολήν
Κυρίου του Θεού ημών·
27. καὶ διεγογγύζετε ἐν ταῖς 27. μάλιστα δε και εγογγύζατε
σκηναῖς ὑμῶν καὶ εἴπατε· διὰ εις τας σκηνάς σας, πικρώς
τὸ μισεῖν Κύριον ἡμᾶς, παραπονούμενοι κατά του
ἐξήγαγεν ἡμᾶς ἐκ γῆς Θεού και λέγοντες· Μας
Αἰγύπτου παραδοῦναι ἡμᾶς εἰς έβγαλεν ο Κυριος από την
χεῖρας ᾿Αμορραίων, χώραν της Αιγύπτου, επειδή
ἐξολοθρεῦσαι ἡμᾶς. μας μισεί, δια να μας
παραδώση εις τα χέρια των
Αμορραίων και να μας
εξολοθρεύση !

28. ποῦ ἡμεῖς ἀναβαίνομεν; οἱ 28. Που λοιπόν ημείς τώρα θα


δὲ ἀδελφοὶ ὑμῶν ἀπέστησαν πορευθώμεν; Οι αδελφοί μας
τὴν καρδίαν ὑμῶν λέγοντες· οι κατάσκοποι κατεπτόησαν
ἔθνος μέγα καὶ πολὺ καὶ και κατέθλιψαν τας καρδίας
δυνατώτερον ἡμῶν καὶ πόλεις μας, λέγοντες· Οι άνδρες της
μεγάλαι καὶ τετειχισμέναι ἕως Παλαιστίνης είναι
τοῦ οὐρανοῦ, ἀλλὰ καὶ υἱοὺς μεγαλόσωμοι και πολύ
γιγάντων ἑωράκαμεν ἐκεῖ. δυνατώτεροι από ημάς, αι
πόλεις των μεγάλαι και οχυραί
με τείχη, που φθάνουν έως
στον ουρανόν. Εκτός δε
τούτου είδομεν εκεί και
απογόνους των ονομαστών
εκείνων γιγάντων !

29. καὶ εἶπα πρὸς ὑμᾶς· μὴ 29. Εγώ όμως είπα προς σας.
πτήξετε, μηδὲ φοβηθῆτε ἀπ᾿ Μη πτοηθήτε, μη φοβηθήτε
αὐτῶν· από αυτούς.

30. Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν ὁ 30. Κυριος ο Θεός σας, ο


προπορευόμενος πρὸ οποίος ως οδηγός και
προσώπου ὑμῶν αὐτὸς προστάτης προπορεύεται
συνεκπολεμήσει αὐτοὺς μεθ᾿ έμπροσθέν σας, αυτός θα
ὑμῶν κατὰ πάντα, ὅσα πολεμήση μαζή σας και θα
ἐποίησεν ὑμῖν ἐν γῇ Αἰγύπτῳ κατανικήση αυτούς, θα κάμη
και εις την περίστασιν αυτήν,
όσα έκαμε προς χάριν σας εις
την χώραν της Αιγύπτου.

31. καὶ ἐν τῇ ἐρήμῳ ταύτῃ, ἣν 31. Είδατε και σεις οι ίδιοι,


εἴδετε, ὁδὸν ὄρους τοῦ πως εις την φοβεράν εκείνην
᾿ Α μ ο ρ ρ α ί ο υ , ὡ ς έρημον Φαράν, την οποία
ἐτροφοφόρησέ σε Κύριος ὁ διηρχόμεθα κατευθυνόμενοι
Θεός σου, ὡς εἴ τις προς την Παλαιστίνην, πως
τροφοφορήσαι ἄνθρωπος τὸν Κυριος ο Θεός σας σας
υἱὸν αὐτοῦ, κατὰ πᾶσαν τὴν διέθρεψε με τόσην στοργήν,
ὁδὸν εἰς ἣν ἐπορεύθητε, ἕως όπώς δ στοργικός πατέρας
ἤλθετε εἰς τὸν τόπον τοῦτον. διατρέφει το παιδί του. Και
αύτο εις όλην την διαδρομήν
που εκάμετε, μέχρις που
εφθάσετε στούτον τον τόπον.
32. καὶ ἐν τῷ λόγῳ τούτῳ οὐκ 32. Παρ' όλα όμως τα
ἐνεπιστεύσατε Κυρίῳ τῷ Θεῷ θαυμαστά αυτά δείγματα της
ἡμῶν, θείας δυνάμεως και
προστασίας δεν επιστεύσατε
εις Κυριον τον Θεόν μας,

33. ὃς προπορεύεται πρότερος 33. ο οποίος προπορεύεται


ὑμῶν ἐν τῇ ὁδῷ ἐκλέγεσθαι εμπρός μας στον δρόμον, να
ὑμῖν τόπον, ὁδηγῶν ὑμᾶς ἐν εκλέξη δια σας τόπον, οδηγών
πυρὶ νυκτός, δεικνύων ὑμῖν συνεχώς σας κατά μεν την
τὴν ὁδὸν καθ᾿ ἣν πορεύεσθε νύκτα δια πυρός, κατά δε την
ἐπ᾿ αὐτῆς, καὶ ἐν νεφέλῃ ημέραν δια νεφέλης, δεικνύων
ἡμέρας. προς σας τον δρόμον, τον
οποίον πρέπει να
ακολουθήσετε.

34. καὶ ἤκουσε Κύριος τὴν 34. Ο Θεός ήκουσε τα λόγια


φωνὴν τῶν λόγων ὑμῶν καὶ του γογγυσμού και της
παροξυνθεὶς ὤμοσε λέγων· αχαριστίας σας, ωργίσθη και
ωρκίσθη λέγων·

35. εἰ ὄψεταί τις τῶν ἀνδρῶν 35. Αν ποτέ κανείς ίδη από
τούτων τὴν γῆν ἀγαθὴν τους ανθρώπους αυτούς την
ταύτην, ἣν ὤμοσα τοῖς έφορον και πλουσίαν χώραν,
πατράσιν αὐτῶν, την οποίαν ωρκίσθην στους
προπάτοράς σας !

36. πλὴν Χάλεβ υἱὸς ᾿Ιεφοννή, 36. Πλην μόνον ο Χαλεβ, ο


οὗτος ὄψεται αὐτήν, καὶ υιός του Ιεφοννή, αυτός θα
τούτῳ δώσω τὴν γῆν, ἐφ᾿ ἣν ίδη την χώραν αυτήν και εις
ἐπέβη, καὶ τοῖς υἱοῖς αὐτοῦ διὰ αυτόν θα δώσω την χώραν,
τὸ προσκεῖσθαι αὐτὸν τὰ πρὸς την οποίαν επάτησε, δια να
Κύριον. κατασκοπεύση, εις αυτόν και
στους απογόνους του, διότι
εστάθη με το μέρος του
Κυρίου.

37. καὶ ἐμοὶ ἐθυμώθη Κύριος 37. Εξ αιτίας σας ωργίσθη και
δι᾿ ὑμᾶς λέγων· οὐδὲ σὺ οὐ εναντίον μου ο Θεός και μου
μὴ εἰσέλθῃς ἐκεῖ· είπε· Ούτε συ θα εισέλθης
εκεί.

38. ᾿Ιησοῦς υἱὸς Ναυὴ ὁ 38. Αλλά ο Ιησούς, ο υιός του


παρεστηκώς σοι, οὗτος Ναυή, ο οποίος ευρίσκεται
εἰ σελεύ σετα ι ἐκεῖ · αὐτὸν πάντοτε παρά το πλευρόν
κατίσχυσον, ὅτι αὐτὸς σου, αυτός θα εισέλθη εκεί.
κατακληρονομήσει αὐτὴν τῷ Αυτόν δε συ ενίσχυσέ τον και
᾿Ισραήλ. κατάρτισέ τον, διότι αυτός θα
καταλάβη και δια κλήρου θα
διαμοιράση την γην της
Χαναάν ει τους Ισραηλίτας.
39. καὶ πᾶν παιδίον νέον, 39. Επίσης τα μικρά παιδιά, τα
ὅστις οὐκ οἶδε σήμερον οποία σήμερον δεν ημπορούν
ἀγαθὸν ἢ κακόν, οὗτοι να ξεχωρίσουν καλόν και
εἰσελεύσονται ἐκεῖ, καὶ τούτοις κακόν, αυτοί θα εισέλθουν
δώσω αὐτήν, καὶ αὐτοὶ εκεί· εις αυτούς θα δώσω την
κληρονομήσουσιν αὐτήν. χώραν· αυτοί θα την
κληρονομήσουν.

40. καὶ ὑμεῖς ἐπιστραφέντες 40. Σεις δε τότε εγυρίσατε και


ἐστρατοπεδεύσατε εἰς τὴν εστρατοπεδεύσατε εις την
ἔρημον, ὁδὸν τὴν ἐπὶ τῆς έρημον Σιν με κατεύθυνσιν
ἐρυθρᾶς θαλάσσης. προς την Ερυθράν Θαλασσαν.

41. καὶ ἀπεκρίθητε καὶ εἴπατε· 41. Αποκριθήκατε και είπατε·


ἡμάρτομεν ἔναντι Κυρίου τοῦ Ημαρτήσαμεν ενώπιον Κυρίου
Θεοῦ ἡμῶν· ἡμεῖς ἀναβάντες του Θεού μας. Μετανοούμεν
πολεμήσομεν κατὰ πάντα, ὅσα και αποφασίζομεν τώρα να
ἐνετείλατο Κύριος ὁ Θεὸς εισέλθομεν εις την Χαναάν και
ἡμῶν ἡμῖν. καὶ ἀναλαβόντες να πολεμήσωμεν σύμφωνα με
ἕκαστος τὰ σκεύη τὰ πολεμικὰ τας εντολάς, που έχει δώσει
αὐτοῦ καὶ συναθροισθέντες Κυριος ο Θεός μας. Ο κάθε
ἀνεβαίνετε εἰς τὸ ὄρος. Ισραηλίτης ανέλαβε τα
πολεμικά αυτού όπλα και
συγκεντρωθέντες εβαδίζατε
όλοι προς το όρος (δια την
Παλαιστίνην).

42. καὶ εἶπε Κύριος πρός με· 42. Ο Κυριος όμως είπε τότε
εἰπὸν αὐτοῖς· οὐκ ἀναβήσεσθε προς εμέ· Ειπέ προς αυτούς·
οὐδὲ μὴ πολεμήσετε, οὐ γάρ δεν θα ανεβήτε εις την
εἰμι μεθ᾿ ὑμῶν· καὶ οὐ μὴ Παλαιστίνην και δεν θα
συντριβῆτε ἐνώπιον τῶν πολεμήσετε τους κατοίκους
ἐχθρῶν ὑμῶν· της, διότι εγώ δεν είμαι πλέον
μαζή σας. Αποφύγετε τον
μάταιον αυτόν πόλεμον, δια
να μη συντριβήτε από τους
εχθρούς σας.

43. καὶ ἐλάλησα ὑμῖν, καὶ οὐκ 43. Αυτά εγώ σας τα είπα,
εἰσηκούσατέ μου καὶ παρέβητε αλλά σεις δεν με ακούσατε.
τὸ ρῆμα Κυρίου καὶ Και έτσι καταπατήσατε την
παραβιασάμενοι ἀνέβητε εἰς εντολήν του Κυρίου και
τὸ ὄρος. παραβάται ενώπιον του Θεού
επροχωρήσατε προς το όρος
(δια την Παλαιστίνην).
44. καὶ ἐξῆλθεν ὁ ᾿Αμορραῖος 44. Οι Αμορραίοι όμως, οι
ὁ κατοικῶν ἐν τῷ ὄρει ἐκείνῳ οποίοι κατοικούσαν την
εἰς συνάντησιν ὑμῖν καὶ ορεινήν εκείνην περιοχήν της
κατεδίωξαν ὑμᾶς, ὡσεὶ νοτίου Παλαιστίνης, εξήλθον
ποιήσαισαν αἱ μέλισσαι, καὶ εις πόλεμον εναντίον σας. Σας
ἐτίτρωσκον ὑμᾶς ἀπὸ Σηεὶρ ενίκησαν και σας κατεδίωξαν,
ἕως ῾Ερμᾶ. ωσάν εξερεθισμέναι μέλισσαι,
και σας ετραυμάτιζαν με τα
βέλη και τας μαχαίρας των,
από το όρος Σηείρ έως την
πόλιν Ερμά.

45. καὶ καθίσαντες ἐκλαίετε 45. Μετά το τραγικόν αυτό


ἐναντίον Κυρίου τοῦ Θεοῦ πάθημά σαςεκαθήσατε και
ἡμῶν, καὶ οὐκ εἰσήκουσε εκλαίατε ενώπιον Κυρίου του
Κύριος τῆς φωνῆς ὑμῶν οὐδὲ Θεού μας, αλλά ο Κυριος δεν
προσέσχεν ὑμῖν. ήκουσε την φωνήν σας ούτε
και σας επρόσεξε.

46. καὶ ἐνεκάθησθε ἐν Κάδης 46. Και εκαθήσατε τότε εις


ἡμέρας πολλάς, ὅσας ποτὲ Κ αδης ε πί τόσ ον μ ακρόν
ἡμέρας ἐνεκάθησθε. χρόνον, όσον εμείνατε εκεί.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 (β)

Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ.


Κολιτσάρα

1. ΚΑΙ ἐπιστραφέντες 1. Εστράφημεν τότε και


ἀπῄραμεν εἰς τὴν ἔρημον, εξεκινήσαμεν προς νότον εις
ὁδὸν θάλασσαν ἐρυθράν, ὃν την έρημον, πέραν από τον
τρόπον ἐλάλησε Κύριος πρός Ελανιτικόν κόλπον, όπως με
με, καὶ ἐκυκλώσαμεν τὸ ὄρος διέταξεν ο Κυριος, εβαδίσαμεν
τὸ Σηεὶρ ἡμέρας πολλάς. ημέρας πολλάς και
επορεύθημεν κύκλω από το
όρος Σηείρ.

2. καὶ εἶπε Κύριος πρός με· 2. Τοτε μου είπεν ο Κυριος·

3. ἱκανούσθω ὑμῖν κυκλοῦν τὸ 3. Αρκετόν χρόνον εβαδίσατε


ὄρος τοῦτο, ἐπιστράφητε οὖν κύκλω από το όρος τούτο·
ἐπὶ βορρᾶν· τώρα λοιπόν στραφήτε προς
βορράν.
4. καὶ τῷ λαῷ ἔντειλαι λέγων· 4. Δώσε εντολήν στον
ὑμεῖς παραπορεύεσθε διὰ τῶν ισραηλιτικόν λαόν και ειπέ
ὁρίων τῶν ἀδελφῶν ὑμῶν προς αυτούς· θα περάσετε
υἱῶν ῾Ησαῦ, οἳ κατοικοῦσιν ἐν πρώτα από τα σύνορα της
Σηείρ, καὶ φοβηθήσονται ὑμᾶς χώρας των αδελφών σας, των
καὶ εὐλαβηθήσονται ὑμᾶς Ιδουμαίων, των απογόνων του
σφόδρα. Ησαύ, οι οποίοι κατοικούν στο
όρος Σηείρ. Αυτοί θα σας
φοβηθούν και θα προσέξουν
πολύ, ώστε να μη έλθουν εις
σύγκρουσιν με σας.

5. μὴ συνάψητε πρὸς αὐτοὺς 5. Αλλά και σεις να μου


πόλεμον· οὐ γὰρ δῶ ὑμῖν ἀπὸ κάμετε προς αυτούς πόλεμον
τῆς γῆς αὐτῶν οὐδὲ βῆμα εναντίον των διότι εγώ δεν θα
ποδός, ὅτι ἐν κλήρῳ δέδωκα σας δώσω ούτε ένα βήμα
τοῖς υἱοῖς ῾Ησαῦ τὸ ὄρος τὸ ποδός από την χώραν των,
Σηείρ. επειδή το όρος Σηείρ και την
περιοχήν του εκληροδότησα
στους απογόνους του Ησαύ.

6. ἀργυρίου βρώματα 6. Με χρήματα θα αγοράζετε


ἀγοράσατε παρ᾿ αὐτῶν καὶ από αυτούς τρόφιμα δια να
φάγεσθε καὶ ὕδωρ μέτρῳ τρώγετε, και εν μέτρω αντί
λήψεσθε παρ᾿ αὐτῶν χρημάτων θα παίρνετε από
ἀργυρίου καὶ πίεσθε· αυτούς νερό δια να πίνετε.

7. ὁ γὰρ Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν 7. Να ενθυμήσθε δε ότι Κυριος


εὐλόγησέ σε ἐν παντὶ ἔργῳ ο Θεός σας σας ευλόγησεν εις
τῶν χειρῶν σου· διάγνωθι πῶς κάθε έργον των χειρών σας.
διῆλθες τὴν ἔρημον τὴν Μαθετε καλά και μη
μεγάλην καὶ τὴν φοβερὰν λησμονήτε, πως επεράσατε
ἐκείνην· ἰδοὺ τεσσαράκοντα την μεγάλην εκείνην και
ἔτη Κύριος ὁ Θεός σου μετὰ φοβεράν έρημον Φαράν. Ιδού
σοῦ, οὐκ ἐπεδεήθης ρήματος. επί τεσσαράκοντα κατά
συνέχειαν έτη Κυριος ο Θεός
είναι μαζή σας και δεν
εστερηθήκατε από τίποτε.

8. καὶ παρήλθομεν τοὺς 8. Υπακούσαντες κατά την


ἀδελφοὺς ἡμῶν υἱοὺς ῾Ησαῦ, περίστασιν αυτήν στον Θεόν
τοὺς κατοικοῦντας ἐν Σηεὶρ παρεκάμψαμεν και δεν
παρὰ τὴν ὁδὸν τὴν ῎Αραβα ενοχλήσαμεν τους αδελφούς
ἀπὸ Αἰλὼν καὶ ἀπὸ Γεσιὼν μας, απογόνους του Ησαύ, οι
Γάβερκαὶ ἐπιστρέψαντες οποίοι κατοικούν στο όρος
παρήλθομεν ὁδὸν ἔρημον Σηείρ. Εβαδίσαμεν την οδόν, η
Μωάβ. οποία διέρχεται την περιοχήν
Αραβα, επεράσαμεν από τας
πόλεις Αιλών και Γεσιών
Γαβερ. Επειτα εστρέψαμεν και
εκινήθημεν προς την έρημον
της χώρας Μωάβ.
9. καὶ εἶπε Κύριος πρός με· μὴ 9. Είπε δε προς εμέ ο Κυριος·
ἐχθραίνετετοῖς Μωαβίταις καὶ Μη τρέφετε εχθρικάς
μὴ συνάψητε πρὸς αὐτοὺς διαθέσεις κατά των Μωαβιτών
πόλεμον· οὐ γὰρ μὴ δῶ ὑμῖν και μη αναλάβετε πόλεμον
ἀπὸ τῆς γῆς αὐτῶν ἐν κλήρῳ, εναντίον των· διότι εγώ δεν
τοῖς γὰρ υἱοῖς Λὼτ δέδωκα τὴν θα σας δώσω κληρονομίαν
᾿Αροὴρ κληρονομεῖν. από την χώραν αυτών, επειδή
στους απογόνους του Λωτ
έχω δώσει ως κληρονομίαν
την Αροήρ, την Μωάβ.

10. (οἱ ᾿Ομμὶν πρότεροι 10. (Προ αυτών είχαν


ἐνεκάθηντο ἐπ᾿ αὐτῆς ἔθνος εγκατασταθή εις την χώραν
μέγα καὶ πολὺ καὶ ἰσχύοντες, Μωάβ, οι Ομμίν, άνδρες
ὥσπερ οἱ ᾿Ενακίμ· μεγάλου αναστήματος,
πολυάριθμοι και ισχυροί όπως
οι Ενακίμ.

11. Ραφαΐν λογισθήσονται καὶ 11. Εθεωρούντο Ραφαΐν,


οὗτοι ὥσπερ καὶ οἱ ᾿Ενακίμ, δηλαδή γίγαντες και αυτοί,
καὶ οἱ Μωαβῖται όπως και οι Ενακίμ. Οι
ἐπονομάζουσιν αὐτοὺς ᾿Ομμίν. Μωαβίται ονομάζουν αυτούς
Ομμίν.

12. καὶ ἐν Σηεὶρ ἐνεκάθητο ὁ 12. Αλλά και εις την χώραν
Χορραῖος τὸ πρότερον, καὶ Σηείρ κάτοικοι προηγουμένως
υἱοὶ ῾Ησαῦ ἀπώλεσαν αὐτοὺς ήσαν οι Χορραίοι, τους
καὶ ἐξέτριψαν αὐτοὺς ἀπὸ οποίους οι απόγονοι του
προσώπου αὐτῶν καὶ Ησαύ, οι Ιδουμαίοι, τους
κατῳκίσθησαν ἀντ᾿ αὐτῶν, ὃν κατέστρεψαν και τους
τρόπον ἐποίησεν ᾿Ισραὴλ τὴν εξολόθρευσαν από εμπρός
γῆν τῆς κληρονομίας αὐτοῦ, των και εγκατεστάθησαν αυτοί
ἣν δέδωκε Κύριος αὐτοῖς). εις την χώραν αντί εκείνων.
Εκαμαν οι Ιδουμαίοι στους
παλαιούς κατοίκους της
χώρας, ο,τι οι Ισραηλίται θα
κάμουν εις την χώραν, την
οποίαν ως κληρονομίαν των
θα τους δώση ο Κυριος).

13. νῦν οὖν ἀνάστητε καὶ 13. Τωρα λοιπόν εγερθήτε,


ἀπάρατε ὑμεῖς καὶ ξεκινήσατε και βαδίσατε παρά
παραπορεύεσθε τὴν φάραγγα την φάραγγα Ζαρέτ.
Ζαρέτ.

14. καὶ αἱ ἡμέραι, ἃς 14. Το χρονικόν διάστημα,


παρεπορεύθημεν ἀπὸ Κάδης κατά το οποίον επορεύθημεν
Βαρνὴ ἕως οὗ παρήλθομεν από Καδης Βαρνή, μέχρις ότου
τὴν φάραγγα Ζαρέτ, διήλθαμεν την φάραγγα
τριάκοντα καὶ ὀκτὼ ἔτη, ἕως Ζαρέτ, ήτο τριάκοντα και
οὗ διέπεσε πᾶσα γενεὰ οκτώ έτη, έως ότου όλη η
ἀνδρῶν πολεμιστῶν γενεά εκείνη των ανδρών των
ἀποθνήσκοντες ἐκ τῆς δυναμένων να φέρουν όπλα
παρεμβολῆς, καθότι ὤμοσε απέθανον και εξέλιπον από το
Κύριος ὁ Θεὸς αὐτοῖς· στρατόπεδον, όπως Κυριος ο
Θεός είχεν ορκισθή δι' αυτούς.
15. καὶ ἡ χεὶρ τοῦ Θεοῦ ἦν ἐπ᾿ 15. Η παντοδύναμος και
αὐτοῖς ἐξαναλῶσαι αὐτοὺς ἐκ τιμωρός χειρ του Θεού
μέσου τῆς παρεμβολῆς, ἕως επέπεσεν εναντίον των, δια να
οὗ διέπεσαν. τους εξοντώση εκ μέσου του
στρατοπέδου, μέχρις ότου
όλοι πράγματι εχάθησαν.

16. καὶ ἐγενήθη ἐπειδὴ ἔπεσαν 16. Οτε απέθαναν και έλειψαν
πάντες οἱ ἄνδρες οἱ πολεμισταὶ εκ μέσου του λαού όλοι οι
ἀποθνήσκοντες ἐκ μέσου τοῦ άνδρες οι δυνάμενοι να
λαοῦ, φέρουν όπλα,

17. καὶ ἐλάλησε Κύριος πρός 17. ο Κυριος ωμίλησε προς


με λέγων· εμέ και είπε·

18. σὺ παραπορεύσῃ σήμερον 18. Συ θα διαβής σήμερον τα


τὰ ὅρια Μωὰβ τὴν Σηεὶρ σύνορα της Μωάβ και Σηείρ το
όρος αυτής.

19. καὶ προσάξετε ἐγγὺς υἱῶν 19. Θα φθάσετε πλησίον των


᾿Αμμάν· μὴ ἐχθραίνετε αὐτοῖς Αμμανιτών. Μη δείξετε
μηδὲ συνάψητε αὐτοῖς εἰς εχθρικάς διαθέσεις εναντίον
πόλεμον· οὐ γὰρ μὴ δῶ ἀπὸ των και ούτε να αναλάβετε
τῆς γῆς υἱῶν ᾿Αμμάν σοι ἐν πόλεμον κατ' αυτών, διότι από
κλήρῳ, ὅτι τοῖς υἱοῖς Λὼτ την χώραν των υιών Αμμάν
δέδωκα αὐτὴν ἐν κλήρῳ. δεν θα σας δώσω κανένα
μέρος προς κληρονομίαν σας,
διότι έχω δώσει αυτήν την
χώραν ως κληρονομίαν στους
απογόνους του Λωτ.

20. (γῆ Ραφαΐν λογισθήσεται· 20. (Και η χώρα αυτή θα


καὶ γὰρ ἐπ᾿ αὐτῆς κατῴκουν οἱ θεωρηθή ως γη Ραφαΐν,
Ραφαΐν τὸ πρότερον, καὶ οἱ δηλαδή χώρα γιγάντων, διότι
᾿Αμμανῖται ἐπονομάζουσιν προηγουμένως κατοικούσαν
αὐτοὺς Ζομζομμίν, εις αυτήν οι γίγαντες, τους
οποίους οι Αμμανίται,
επωνόμασαν Ζομζομμίν.

21. ἔθνος μέγα καὶ πολὺ καὶ 21. Αυτοί ήσαν ένα
δυνατώτερον ὑμῶν, ὥσπερ πολυάριθμον έθνος, του
καὶ οἱ ᾿Ενακίμ, καὶ ἀπώλεσεν οποίου οι άνδρες ήσαν
αὐτοὺς Κύριος πρὸ προσώπου μεγαλόσωμοι και πολύ
αὐτῶν, καὶ κατεκληρονόμησαν ισχυρότεροι από σας όπως και
καὶ κατῳκίσθησαν ἀντ᾿ αὐτῶν οι Ενακίμ. Αυτούς
ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης· κατέστρεψεν ο Κυριος από το
πρόσωπον των Αμμανιτών και
έτσι οι Αμμανίται κατέλαβον
αντ' αυτών την χώραν και
εγκατεστάθησαν εις αυτήν,
μέχρι σήμερον·
22. ὥσπερ ἐποίησαν τοῖς υἱοῖς 22. όπως ακριβώς έκαμεν ο
῾Ησαῦ κατοικοῦσιν ἐν Σηείρ, Κυριος και με τους απογόνους
ὃν τρόπον ἐξέτριψαν τὸν Ησαύ, οι οποίοι κατοικούν
Χορραῖον ἀπὸ προσώπου τώρα το όρος Σηείρ,
αὐτῶν καὶ κατεκληρονόμησαν συνέτριψε δηλαδή από
αὐτοὺς καὶ κατῳκίσθησαν ἀντ᾿ έμπροσθεν τους τους
αὐτῶν ἕως τῆς ἡμέρας Χορραίους και κατέλαβον
ταύτης· αυτοί την χώραν των και
εγκατεστάθησαν αντ' αυτών
μέχρι σήμερον.

23. καὶ οἱ Εὐαῖοι οἱ 23. Το αυτό έγινε και με τους


κατοικοῦντες ἐν ᾿Ασηδὼθ ἕως Ευαίους, οι οποίοι
Γάζης, καὶ οἱ Καππάδοκες οἱ κατουκούσαν από Ασηδώθ
ἐξελθόντες ἐκ Καππαδοκίας έως Γαζαν. Ηλθον εναντίον
ἐξέτριψαν αὐτοὺς καὶ των οι Καππαδόκες,
κατῳκίσθησαν ἀντ᾿ αὐτῶν). ξεκινήσαντες από την
Καππαδοκίαν, συνέτριψαν
αυτούς και εγκατεστάθησαν
αντ' αυτών εις την χώραν
των).

24. νῦν οὖν ἀνάστητε καὶ 24. Τωρα λοιπόν σηκωθήτε,


ἀπάρατε καὶ παρέλθατε ὑμεῖς ξεκινήσατε από εδώ και
τὴν φάραγγα ᾿Αρνῶν· ἰδοὺ περάσατε την φάραγγα του
παραδέδωκα εἰς τὰς χεῖράς ποταμού. Αρνών. Ιδού! Εχω
σου τὸν Σηὼν βασιλέα παραδώσει εις τα χέρια σας
᾿Εσεβὼν τὸν ᾿Αμορραῖον καὶ τον Σηών, τον Αμορραίον, τον
τὴ ν γῆ ν α ὐ το ῦ · ἐνάρχου βασιλέα που μένει εις την
κληρονομεῖν, σύναπτε πρὸς πόλιν Εσεβών, και την χώραν
αὐτὸν πόλεμον. αυτού. Αρχισε λοιπόν Ισραήλ,
να κατακτάς την χώραν,
κάμνε εναντίον αυτού
πόλεμον.

25. ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ 25. Από την ημέραν αυτήν,


ἐνάρχου δοῦναι τὸν τρόμον κάμε αρχήν να εμπνέης τον
σου καὶ τὸν φόβον σου ἐπὶ τρόμον και τον φόβον σου,
προσώπου πάντων τῶν ἐθνῶν ενώπιον όλων των εθνών, που
τῶν ὑποκάτω τοῦ οὐρανοῦ, κατοικούν κάτω από τον
οἵτινες ἀκούσαντες τὸ ὄνομά ουρανόν, και τα οποία, όταν
σου ταραχθήσονται καὶ ὠδῖνας ακούουν το όνομά σου, θα
ἕξουσιν ἀπὸ προσώπου σου. καταλαμβάνωνται από
ταραχήν, και θα κυριεύονται
από ωδίνας, όταν σε
αντικρύζουν.

26. Καὶ ἀπέστειλα πρέσβεις ἐκ 26. Εστειλα κατόπιν από την


τῆς ἐρήμου Κεδαμὼθ πρὸς έρημον Κεδαμώθ πρέσβεις
Σηὼν βασιλέα ᾿Εσεβὼν λόγοις προς τον Σηών, βασιλέα της
εἰρηνικοῖς λέγων· Εσεβών, και ειρηνικώς είπα
προς αυτόν·
27. παρελεύσομαι διὰ τῆς γῆς 27. θα περάσω δια μέσου της
σου, ἐν τῇ ὁδῷ πορεύσομαι, χώρας σου, θα βαδίσω στον
οὐκ ἐκκλινῶ δεξιὰ οὐδ᾿ δρόμον, δεν θα παρεκκλίνω
ἀριστερά· δεξιά η αριστερά από τον
δρόμον.

28. βρώματα ἀργυρίου 28. Τρόφιμα θα μου δώσης


ἀποδώσῃ μοι, καὶ φάγομαι, καὶ δια πληρωμής, δια να φάγω
ὕδωρ ἀργυρίου ἀποδώσῃ μοι, από αυτά. Νερό θα μου
καὶ πίομαι· πλὴν ὅτι δώσης, αφού σου καταβάλω
παρελεύσομαι τοῖς ποσί, το ανάλογον αργύριον, και
έτσι θα πίω. Το μόνον, που
σου ζητώ, είναι να μου
επιτραπή να διέλθω
πεζοπορών την χώραν σου.

29. καθὼς ἐποίησάν μοι οἱ υἱοὶ 29. Οπως έκαμαν προς εμέ οι
῾Ησαῦ οἱ κατοικοῦντες ἐν απόγονοι του Ησαύ, οι οποίοι
Σηεὶρ καὶ οἱ Μωαβῖται οἱ κατοικούν εις Σηείρ, και οι
κατοικοῦντες ἐν ᾿Αροήρ, ἕως Μωαβίται οι οποίοι κατοικούν
ἂν παρέλθω τὸν ᾿Ιορδάνην εἰς εις Αροήρ, έτσι θα κάμης και
τὴν γῆν, ἣν Κύριος ὁ Θεὸς συ προς εμέ, έως ότου
ἡμῶν δίδωσιν ἡμῖν. περάσω τον Ιορδάνην και
εισέλθω εις την χώραν, την
οποίαν Κυριος ο Θεός δίδει εις
ημάς.

30. καὶ οὐκ ἠθέλησε Σηὼν 30. Αλλα ο Σηών, ο βασιλεύς


βασιλεὺς ᾿Εσεβὼν παρελθεῖν της Εσεβών, δεν ηθέλησε να
ἡμᾶς δι᾿ αὐτοῦ, ὅτι ἐσκλήρυνε περάσωμεν δια της χώρας
Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν τὸ του, διότι Κυριος ο Θεός ημών
πνεῦμα αὐτοῦ καὶ κατίσχυσε επέτρεψε να σκληρυνθή το
τὴν καρδίαν αὐτοῦ, ἵνα πνεύμα του και έκαμε
παραδοθῇ εἰς τὰς χεῖράς σου ανάλγητον την καρδίαν του,
ὡς ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ. δια να παραδοθή, εξ αιτίας
των αμαρτιών του, εις τα
χέρια μας μέχρι σήμερον.

31. καὶ εἶπε Κύριος πρός με· 31. Είπε δε τότε ο Κυριος προς
ἰδοὺ ἦργμαι παραδοῦναι πρὸ εμέ· Ιδού ! Εχω αρχίσει να
προσώπου σου τὸν Σηὼν παραδίδω εις την εξουσίαν
βασιλέα ᾿Εσεβὼν τὸν σου τον Σηών τον Αμορραίον,
᾿Αμορραῖον καὶ τὴν γῆν βασιλέα της Εσεβών, και την
αὐτοῦ· ἔναρξαι κληρονομῆσαι χώραν του. Καμε αρχήν να
τὴν γῆν αὐτοῦ. κατακτάς την χώραν του.

32. καὶ ἐξῆλθε Σηὼν βασιλεὺς 32. Ο Σηών, ο βασιλεύς της


᾿Εσεβὼν εἰς συνάντησιν ἡμῖν, Εσεβών, εξήλθε να πολεμήση
αὐτὸς καὶ πᾶς ὁ λαὸς αὐτοῦ, εναντίον μας αυτός και ο λαός
εἰς πόλεμον εἰς ᾿Ιασσά. του, εις την πόλιν Ιασσά.
33. καὶ παρέδωκεν αὐτὸν 33. Ομως Κυριος ο Θεός ημών
Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν πρὸ παρέδωκεν αυτόν εις τα χέρια
προσώπου ἡμῶν, καὶ μας, και ημείς εκτυπήσαμεν
ἐπατάξαμεν αὐτὸν καὶ τοὺς μέχρις αφανισμού αυτόν και
υἱοὺς αὐτοῦ καὶ πάντα τὸν τους υιούς του και όλον τον
λαὸν αὐτοῦ· λαόν του.

34. καὶ ἐκρατήσαμεν πασῶν 34. Κατελάβομεν και


τῶν πόλεων αὐτοῦ ἐν τῷ εκρατήσαμεν υπό την
καιρῷ ἐκείνῳ καὶ εξουσίαν μας όλας τας πόλεις
ἐξωλοθρεύσαμεν πᾶσαν πόλιν αυτού, κατεστρέψαμεν κάθε
ἑξῆς, καὶ τὰς γυναῖκας αὐτῶν πόλιν την μίαν μετά την
καὶ τὰ τέκνα αὐτῶν, οὐ άλλην, εθανατώσαμεν τας
κατελίπομεν ζωγρείαν· γυναίκας και τα τέκνα αυτών,
δεν αφήσαμεν αιχμαλώτους
ζωντανούς.

35. πλὴν τὰ κτήνη 35. Μονον τα ζώα των


ἐπρονομεύσαμεν καὶ τὰ σκῦλα κρατήσαμεν δια τον εαυτόν
τῶν πόλεων ἐλάβομεν. μας και τα λάφυρα των
πόλεων επήραμεν.

36. ἐξ ᾿Αροήρ, ἥ ἐστι παρὰ τὸ 36. Από την πόλιν Αροήρ, η


χεῖλος χειμάρρου ᾿Αρνῶν, καὶ οποία ευρίσκεται παρά την
τὴν πόλιν τὴν οὖσαν ἐν τῇ όχθην του χειμάρρου Αρνών,
φάραγγι καὶ ἕως ὄρους τοῦ και την πόλιν, η οποία
Γαλαὰδ οὐκ ἐγενήθη πόλις, ευρίσκεται εις την κοιλάδα του
ἥτις διέφυγεν ἡμᾶς, τὰς πάσας ποταμού τούτου, μέχρι του
παρέδωκε Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν όρους Γαλαάδ, δεν υπήρξε
εἰς τὰς χεῖρας ἡμῶν· πόλις και περιοχή, που
διέφυγε την κατάκτησίν μας.
Ολας τας πόλεις των
Αμορραίων τας παρέδωκεν εις
τα χέρια μας Κυριος ο Θεός
ημών.

37. πλὴν ἐγγὺς υἱῶν ᾿Αμμὰν 37. Δεν επλησιάσαμεν όμως


οὐ προσήλθομεν, πάντα τὰ στους Αμμανίτας, εις όλα τα
συγκυροῦντα χειμάρρου γειτονικά μέρη προς τον
᾿Ιαβὸκ καὶ τάς πόλεις τὰς ἐν χείμαρρον Ιαβόκ και εις τας
τῇ ὀρεινῇ, καθότι ἐνετείλατο ορεινάς πόλεις των, διότι έτσι
Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν ἡμῖν. μας διέταξε Κυριος ο Θεός
ημών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 (γ)

Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ.


Κολιτσάρα
1. ΚΑΙ ἐπιστραφέντες 1. Κατόπιν εστράφημεν προς
ἀνέβημεν ὁδὸν τὴν εἰς Βασάν, τα βόρεια μέρη και ανέβημεν
καὶ ἐξῆλθεν ῍Ωγ βασιλεὺς τῆς την οδόν προς την Βασάν.
Βασὰν εἰς συνάντησιν ἡμῖν, Εκεί ο Ωγ, ο βασιλεύς της
αὐτὸς καὶ πᾶς ὁ λαὸς αὐτοῦ, Βασάν, εξήλθε να πολεμήση
εἰς πόλεμον εἰς ῾Εδραΐμ. εναντίον μας, αυτός και όλος
ο λαός του, εις την πόλιν
Εδραΐμ.

2. καὶ εἶπε Κύριος πρός με· μὴ 2. Είπε τότε ο Κυριος προς


φοβηθῇς αὐτόν, ὅτι εἰς τὰς εμέ· Μη φοβηθής αυτόν, διότι
χεῖράς σου παραδέδωκα αὐτὸν έχω ήδη παραδώσει εις τα
καὶ πάντα τὸν λαὸν αὐτοῦ καὶ χέρια σου αυτόν, όλον τον
πᾶσαν τὴν γῆν αὐτοῦ. καὶ λαόν του και όλην την χώραν
ποιήσεις αὐτῷ ὥσπερ του. Θα κάμης δε εις αυτόν
ἐποίησας Σηὼν βασιλεῖ τῶν ο,τι ακριβώς έκαμες στον
᾿Αμορραίων, ὃς κατῴκει ἐν βασιλέα των Αμορραίων Σηών,
᾿Εσεβών. που κατοικούσε εις την πόλιν
Εσεβών.

3. καὶ παρέδωκεν αὐτὸν 3. Πράγματι Κυριος ο Θεός


Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν εἰς τὰς ημών παρέδωκεν εις τα χέρια
χεῖρας ἡμῶν, καὶ τὸν ῍Ωγ μας και αυτόν τον ίδιον τον
βασιλέα τῆς Βασὰν καὶ πάντα Ωγ, βασιλέα της Βασάν, και
τὸν λαὸν αὐτοῦ, καὶ όλον τον λαόν του και
ἐπατάξαμεν αὐτὸν ἕως τοῦ μὴ εξωντώσαμεν αυτόν και
καταλιπεῖν αὐτοῦ σπέρμα. όλους, ώστε να μη μείνη
πλέον απόγονος από αυτούς.

4. καὶ ἐκρατήσαμεν πασῶν 4. Τοτε δε και κατελάβαμεν


τῶν πόλεων αὐτοῦ ἐν τῷ όλας τας πόλεις των και δεν
καιρῷ ἐκείνῳ· οὐκ ἦν πόλις, υπήρξε πόλις, που να μη την
ἣν οὐκ ἐλάβομεν παρ᾿ αὐτῶν, έχωμεν κυριεύσει· εξήντα
ἑξήκοντα πόλεις, πάντα τὰ πόλεις, μαζή με όλην την
περίχωρα ᾿Αργὸβ βασιλέως περιοχήν Αργόβ εις Βασάν,
῍Ωγ ἐν Βασάν, όπου βασιλεύς ήτο ο Ωγ.

5. πᾶσαι πόλεις ὀχυραί, τείχη 5. Ολαι αυταί αι πόλεις ήσαν


ὑψηλά, πύλαι καὶ μοχλοί, πλὴν οχυραί, περιεβάλλοντο από
τῶν πόλεων τῶν Φερεζαίων τείχη υψηλά, είχον στερεάς
τῶν πολλῶν σφόδρα. πύλας και μοχλούς πίσω από
αυτάς. Και εν τούτοις
κατελάβομεν όλας αυτάς,
εκτός βέβαια από τας
πολυαρίθμους πόλεις των
Φερεζαίων.

6. ἐξωλοθρεύσαμεν αὐτούς, 6. Εξωλοθρεύσαμεν αυτούς,


ὥσπερ ἐποιήσαμεν τὸν Σηὼν όπως ακριβώς και τον Σηών,
βασιλέα ᾿Εσεβών, καὶ βασιλέα της Εσεβών,
ἐξωλοθρεύσαμεν πᾶσαν πόλιν κατεστρέψαμεν κάθε πόλιν
ἑξῆς καὶ τὰς γυναῖκας καὶ τὰ του Ωγ, την μίαν μετά την
παιδία· άλλην, και εξωντώσαμεν και
αυτάς ακόμη τας γυναίκας και
τα παιδιά.
7. καὶ πάντα τὰ κτήνη, καὶ τὰ 7. Ολα δε τα ζώα και τα
σκῦλα τῶν πόλεων λάφυρα των πόλεων τα
ἐπρονομεύσαμεν ἑαυτοῖς. ελεηλατήσαμεν και τα
επήραμεν δια τον εαυτόν μας.

8. Καὶ ἐλάβομεν ἐν τῷ καιρῷ 8. Ετσι τότε κατελάβομεν την


ἐκείνῳ τὴν γῆν ἐκ χειρῶν δύο χώραν των δύο Αμορραίων
βασιλέων τῶν ᾿Αμορραίων, οἳ βασιλέων, του Σηών και του
ἦσαν πέραν τοῦ ᾿Ιορδάνου Ωγ, οι οποίοι ήσαν εις τα
ἀπὸ τοῦ χειμάρρου ᾿Αρνῶν καὶ ανατολικά μέρη του Ιορδάνου,
ἕως ᾿Αερμών από τον χείμαρρον Αρνών έως
το όρος Αερμών.

9. (οἱ Φοίνικες ἐπονομάζουσι 9. (Οι Φοίνικες το όρος


τὸ ᾿Αερμὼν Σανιώρ, καὶ ὁ Αερμών έχουν επονομάσει
᾿Αμορραῖος ἐπωνόμασεν αὐτὸ Σανιώρ, οι δε Αμορραίοι το
Σανίρ), μετωνόμασαν Σανίρ).

10. πᾶσαι πόλεις Μισὼρ καὶ 10. Κατελάβομεν όλας τας


πᾶσα Γαλαὰδ καὶ πᾶσα Βασὰν πόλεις Μισώρ, όλην την
ἕως ῾Ελχᾶ καὶ ῾Εδραΐμ, πόλεις περιοχήν Γαλαάδ και την
βασιλείας τοῦ ῍Ωγ ἐν τῇ χώραν Βασάν, μέχρι της Ελχά
Βασάν. και της Εδραΐμ, αι οποίαι είναι
πόλστου βασιλείου του Ωγ εις
την χώραν Βασάν.

11. ὅτι πλὴν ῍Ωγ βασιλεὺς 11. Ο Ωγ, ο βασιλεύς της


Βασὰν κατελείφθη ἀπὸ τῶν Βασάν, ήτο ο μόνος που είχεν
Ραφαΐν· ἰδοὺ ἡ κλίνη αὐτοῦ απομείνει από την γενεάν των
κλίνη σιδηρᾶ, ἰδοὺ αὕτη ἐν τῇ γιγάντων. Η κλίνη του ήτο
ἄκρᾳ τῶν υἱῶν ᾿Αμμάν, ἐννέα κλίνη σιδερένια. Ευρίσκεται δε
πήχεων τὸ μῆκος αὐτῆς καὶ αύτη σήμερον εις την
τεσσάρων πήχεων τὸ εὖρος ακρόπολιν των Αμμανιτών. Το
αὐτῆς ἐν πήχει ἀνδρός. μήκος της ήτο εννέα πήχεις,
(υπέρ τα τέσσερα και ήμισυ
μέτρα) το δε πλάτος της
τέσσαρες πήχεις, σύμφωνα με
το εν χρήσει μέτρον.

12. καὶ τὴν γῆν ἐκείνην 12. Κατά την εποχήν λοιπόν
ἐκληρονομήσαμεν ἐν τῷ εκείνην εκυριεύσαμεν, ως
καιρῷ ἐκείνῳ ἀπὸ ᾿Αροήρ, ἥ ιδικά μας πλέον μέρη, την
ἐστι παρὰ τὸ χεῖλος χειμάρρου νότιον περιοχήν από την
᾿Αρνῶν, καὶ τὸ ἥμισυ τοῦ Αροήρ, η οποία ευρίσκεται
ὄρους Γαλαὰδ καὶ τὰς πόλεις πλησίον της όχθης του
αὐτοῦ ἔδωκα τῷ Ρουβὴν καὶ χειμάρρου Αρνών μέχρι και
τῷ Γάδ. του ημίσεως του όρους
Γαλαάδ, μετά των πόλεων.
Ολα δε αυτά τα έδωκα εις την
φυλήν Ρουβήν και εις την
φυλήν Γαδ.
13. καὶ τὸ κατάλοιπον τοῦ 13. Το δε υπόλοιπον της
Γαλαὰδ καὶ πᾶσαν τὴν Βασὰν χώρας Γαλαάδ και όλην την
βασιλείαν ῍Ωγ ἔδωκα τῷ ἡμίσει χώραν Βασάν, βασίλειον του
φυλῆς Μανασσῆ καὶ πᾶσαν Ωγ, έδωκα στο ήμισυ της
περίχωρον ᾿Αργόβ, πᾶσαν φυλής του Μανασσή, όπως
Βασὰν ἐκείνην· γῆ Ραφαΐν επίσης και όλην την
λογισθήσεται. περίχωρον Αργόβ και όλην την
χώραν Βασάν. Η χώρα δε
αυτή εθεωρείτο ως χώρα των
γιγάντων.

14. καὶ ᾿Ιαΐρ υἱὸς Μανασσῆ 14. Ο δε Ιαῒρ, υιός του


ἔλαβε πᾶσαν τὴν περίχωρον Μανασσή, έλαβεν όλην την
᾿Αργὸβ ἕως τῶν ὁρίων περιοχήν Αργόβ, έως εις τα
Γαργασὶ καὶ Μαχαθί· όρια του Γαργασί και Μαχαθί.
ἐπωνόμασεν αὐτὰς ἐπὶ τῷ Επωνόμασε δε αυτάς με το
ὀνόματι αὐτοῦ τὴν Βασὰν όνομά του, δηλαδή Ιαΐρ την
Αὐὼθ ᾿Ιαΐρ ἕως τῆς ἡμέρας Βασάν Αυώθ μέχρι σήμερον.
ταύτης.

15. καὶ τῷ Μαχὶρ ἔδωκα τὴν 15. Εις τον Μαχίρ έδωκα προς
Γαλαάδ. νότον την περιοχήν Γαλαάδ.

16. καὶ τῷ Ρουβὴν καὶ τῷ Γὰδ 16. Εις τον Ρουβήν κααι τον
δέδωκα ἀπὸ τῆς Γαλαὰδ ἕως Γαδ έδωκα, από την χώραν
χειμάρρου ᾿Αρνῶν (μέσον τοῦ Γαλαάδ μέχρι του χειμάρρου
χειμάρρου ὅριον) καὶ ἕως τοῦ Αρνών (ακριβέστερον, μέχρι
᾿Ιαβόκ· ὁ χειμάρρους ὅριον του μέσου της κοίτης του
τοῖς υἱοῖς ᾿Αμμάν. χειμάρρου), προς βορράν δε
μέχρι του χειμάρρου Ιαβόκ. Ο
χείμαρρος αυτός Ιαβόκ είναι
το σύνορον των Αμμανιτών.

17. καὶ ἡ ῎Αραβα καὶ ὁ 17. Εις τας δύο αυτάς φυλάς
᾿Ιορδάνης ὅριον Μαχαναρέθ, θα ανήκη επίσης και ο
καὶ ἕως θαλάσσης ῎Αραβα, Ιορδάνης, η κοιλάς του
θαλάσσης ἁλυκῆς ὑπὸ Ιορδάνου, από την λίμνην
᾿Ασηδὼθ τὴν Φασγὰ Γεννησαρέτ μέχρι της
ἀνατολῶν κοιλάδος, που ευρίσκεται εις
την Αλμυράν (Νεκράν)
θάλασσαν. Η θάλασσα αυτή
ευρίσκεται εις τας υπωρείας
Ασηδώθ του όρους Φασγά
προς ανατολάς.

18. καὶ ἐνετειλάμην ὑμῖν ἐν τῷ 18. Τοτε σας διέταξα, λέγων·


καιρῷ ἐκείνῳ λέγων· Κύριος ὁ Κυριος ο Θεός ημών έδωκεν
Θεὸς ὑμῶν ἔδωκεν ὑμῖν τὴν εις κληρονομίαν σας, την γην
γῆν ταύτην ἐν κλήρῳ· αυτήν. Ολοι όσοι ημπορούν να
ἐνοπλισάμενοι προπορεύεσθε φέρουν όπλα ας οπλισθούν
πρὸ προσώπου τῶν ἀδελφῶν και ας προπορεύωνται από
ὑμῶν υἱῶν ᾿Ισραήλ, πᾶς τους άλλους πολεμιστάς
δυνατός· αδελφούς σας Ισραηλίτας.
19. πλὴν αἱ γυναῖκες ὑμῶν καὶ 19. Αι γυναίκες όμως και τα
τὰ τέκνα ὑμῶν καὶ τὰ κτήνη τέκνα σας και τα ζώα σας,
ὑμῶν, οἶδα ὅτι πολλὰ κτήνη γνωρίζω ότι έχετε πολλά ζώα,
ὑμῖν, κατοικείτωσαν ἐν ταῖς ας μείνουν εις τας πόλεις, τας
πόλεσιν ὑμῶν, αἷς ἔδωκα ὑμῖν, οποίας σας έδωκα,

20. ἕως ἂν καταπαύσῃ Κύριος 20. μέχρις ότου Κυριος ο Θεός


ὁ Θεὸς ὑμῶν τοὺς ἀδελφοὺς σας εγκαταστήση τους
ὑμῶν, ὥσπερ καὶ ὑμᾶς, καὶ αδελφούς σας, όπως και σας,
κατακληρονομήσωσι καὶ οὗτοι και κληρονομήσουν και αυτοί
τὴν γῆν, ἣν Κύριος ὁ Θεὸς την προς δυσμάς του
ἡμῶν δίδωσιν αὐτοῖς ἐν τῷ Ιορδάνου χώραν, την οποίαν
πέραν τοῦ ᾿Ιορδάνου, καὶ Κυριος ο Θεός ημών έχει
ἐπαναστραφήσεσθε ἕκαστος δώσει εις αυτούς. Μετά δε την
εἰς τὴν κληρονομίαν αὐτοῦ, ἣν τακτοποίησιν αυτήν, θα
ἔδωκα ὑμῖν. επανέλθη ο καθένας από σας
εις την κληρονομίαν του, την
οποίαν σας έχω δώσει.

21. Καὶ τῷ ᾿Ιησοῖ ἐνετειλάμην 21. Κατά τον καιρόν δε


ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ λέγων· οἱ εκείνον έδωσα εντολήν στον
ὀφθαλμοὶ ὑμῶν ἑωράκασι Ιησούν του Ναυή, λέγων·
πάντα, ὅσα ἐποίησε Κύριος ὁ Είδαν τα μάτια σας όλα όσα
Θεὸς ἡμῶν τοῖς δυσὶ Κυριος ο Θεός ημών έκαμεν
βασιλεῦσι τούτοις· οὕτως στους δύο αυτούς βασιλείς
ποιήσει Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν των Αμορραίων. Ετσι θα κάμη
πάσας τὰς βασιλείας, ἐφ᾿ ἃς Κυριος ο Θεός σας και θα
σὺ διαβαίνεις ἐκεῖ· παραδώση εις τα χέρια σας
όλας τας βασιλείας, που θα
συναντήσετε, αφού διαβήτε
τον Ιορδάνην.

22. οὐ φοβηθήσεσθε ἀπ᾿ 22. Μη φοβηθήτε τους


αὐτῶν, ὅτι Κύριος ὁ Θεὸς ανθρώπους αυτών των εθνών,
ἡμῶν αὐτὸς πολεμήσει περὶ διότι Κυριος ο Θεός ημών θα
ὑμῶν. πολεμήση δια σας και μαζή με
σας.

23. καὶ ἐδεήθην Κυρίου ἐν τῷ 23. Παρεκάλεσα δε τον Κυριον


καιρῷ ἐκείνῳ λέγων· κατά τον καιρόν εκείνον
λέγων·

24. Κύριε Θεέ, σὺ ἤρξω δεῖξαι 24. Κυριε, Θεέ, Συ ήρχισες να


τῷ σῷ θεράποντι τὴν ἰσχύν φανερώνης εις εμέ τον δούλον
σου καὶ τὴν δύναμίν σου καὶ σου την ισχύν και την δύναμίν
τὴν χεῖρα τὴν κραταιὰν καὶ σου, την παντοδύναμον δεξιάν
τὸν βραχίονα τὸν ὑψηλόν· τίς σου και το απροσμέτρητον
γάρ ἐστι Θεὸς ἐν τῷ οὐρανῷ ἢ μεγαλείον σου· διότι ποίος
ἐπὶ τῆς γῆς, ὅστις ποιήσει άλλος Θεός υπάρχει στον
καθὰ ἐποίησας σὺ καὶ κατὰ ουρανόν η εις την γην, που θα
τὴν ἰσχύν σου; ημπορέση να κάμη όσα έκαμες
Συ με την παντοδυναμίαν
σου;
25. διαβὰς οὖν ὄψομαι τὴν 25. Σε παρακαλώ δώσε μου
γῆν τὴν ἀγαθὴν ταύτην τὴν την άδειαν, αφού διαβώ τον
οὖσαν πέραν τοῦ ᾿Ιορδάνου, Ιορδάνην ποταμόν, να ίδω την
τὸ ὄρος τοῦτο τὸ ἀγαθὸν καὶ εύφορον και πλουσίαν αυτήν
τὸν ᾿Αντιλίβανον. χώραν, την πέραν του
Ιορδάνου, την ωραίαν αυτήν
ορεινήν χώραν έως στον
Αντιλίβανον !

26. καὶ ὑπερεῖδε Κύριος ἐμὲ 26. Ο Κυριος όμως, εξ αιτίας


ἕνεκεν ὑμῶν καὶ οὐκ των ιδικών σας αμαρτιών,
εἰσήκουσέ μου, καὶ εἶπε απέστρεψε το πρόσωπόν του
Κύριος πρός με· ἱκανούσθω από εμέ και δεν άκουσε την
σοι, μὴ προσθῇς ἔτι λαλῆσαι παράκλησίν μου, αλλά μου
τὸν λόγον τοῦτον· είπε· “αρκετόν έως εδώ. Μη
θελήσης και άλλην φοράν να
επαναλάβης αυτήν την
παράκλησίν σου,

27. ἀνάβηθι ἐπὶ τὴν κορυφὴν 27. αλλά ανέβα εις την
τοῦ Λελαξευμένου καὶ κορυφήν του όρους
ἀναβλέψας τοῖς ὀφθαλμοῖς Λελαξευμένον (Ναβαύ),
σου κατὰ θάλασσαν καὶ άφησε το βλέμμα σου να
βορρᾶν καὶ λίβα καὶ ἀνατολὰς επιθεωρήση την χώραν προς
καὶ ἰδὲ τοῖς ὀφθαλμοῖς σου, δυσμάς (όπου η Μεσόγειος
ὅτι οὐ διαβήσῃ τὸν ᾿Ιορδάνην Θαλασσα) προς βορράν, προς
τοῦτον. νότον και προς ανατολάς. Ιδέ
με τα μάτια σου και απόλαυσε
την θέαν της χώρας αυτής,
διότι συ δεν θα διαβής τον
Ιορδάνην τούτον ποταμόν.

28. καὶ ἔντειλαι ᾿Ιησοῖ καὶ 28. Δώσε εντολήν στον


κατίσχυσον αὐτὸν καὶ Ιησούν του Ναυή, ενίσχυσέ
παρακάλεσον αὐτόν, ὅτι οὗτος τον και καθοδήγησέ τον
διαβήσεται πρὸ προσώπου τοῦ καταλλήλως, διότι αυτός θα
λαοῦ τούτου, καὶ οὗτος διαβή τον Ιορδάνην, ως
κατακληρονομήσει αὐτοῖς αρχηγός του λαού τούτου.
πᾶσαν τὴν γῆν, ἣν ἑώρακας. Αυτός θα κυριεύση και δια
κλήρου θα διανείμη εις τας
φυλάς όλην την χώραν την
οποίαν είδες”.

29. καὶ ἐνεκαθήμεθα ἐν νάπῃ 29. Και έτσι εμείναμε εις


σύνεγγυς οἴκου Φογώρ. κάποιαν δασώδη περιοχήν
πλησίον στον ναόν του
ειδώλου Φογώρ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 (δ)

Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ.


Κολιτσάρα
1. ΚΑΙ νῦν, ᾿Ισραήλ, ἄκουε 1. Και τώρα, λαέ του Ισραήλ,
τῶν δικαιωμάτων καὶ τῶν άκουσε τον Νομον και τας
κριμάτων, ὅσα ἐγὼ διδάσκω κρίσστου Θεού, όσα εγώ σας
ὑμᾶς σήμερον ποιεῖν, ἵνα ζῆτε διδάσκω σήμερον να τηρήτε,
καὶ πολυπλασιασθῆτε καὶ δια να ζήτε και
εἰσελθόντες κληρονομήσητε πολλαπλασιασθήτε και,
τὴν γῆν, ἣν Κύριος ὁ Θεὸς εισελθόντες εις την γην της
τῶν πατέρων ὑμῶν δίδωσιν Ε π α γ γ ε λ ί α ς , ν α
ὑμῖν. κληρονομήσετε αυτήν, την
οποίαν Κυριος ο Θεός των
πατέρων σας δίδει προς σας.

2. οὐ προσθήσετε πρὸς τὸ 2. Εις τας εντολάς, τας οποίας


ρῆμα ὃ ἐγὼ ἐντέλλομαι ὑμῖν, εγώ σας δίδω, δεν θα
καὶ οὐκ ἀφελεῖτε ἀπ᾿ αὐτοῦ· προσθέσετε τίποτε ούτε και
φυλάσσεσθε τὰς ἐντολὰς θα αφαιρέσετε τίποτε από
Κυρίου τοῦ Θεοῦ ὑμῶν, ὅσα αυτάς. Προσέξατε και
ἐγὼ ἐντέλλομαι ὑμῖν σήμερον. προσπαθήσατε, ώστε να
τηρήτε τας εντολάς Κυρίου
του Θεού σας, όσα εγώ
σήμερον σας διατάσσω.

3. οἱ ὀφθαλμοὶ ὑμῶν 3. Με τα ίδια σας τα μάτια


ἑωράκασι πάντα, ὅσα ἐποίησε είδατε όλα όσα έκαμε Κυριος ο
Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν τῷ Θεός μας στο είδωλον
Βεελφεγώρ, ὅτι πᾶς Βεελφεγώρ· ότι δηλαδή κάθε
ἄνθρωπος, ὅστις ἐπορεύθη άνθρωπος από σας, ο οποίος
ὀπίσω Βεελφεγώρ, ἐξέτριψεν εξέκλινε και ηκολούθησε τον
αὐτὸν Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν ἐξ ειδωλικόν θεόν Βεελφεγώρ,
ὑμῶν. συνετρίβη εκ μέρους Κυρίου
του Θεού σας και εξηφανίσθη
απ' ανάμεσά σας.

4. ὑμεῖς δὲ οἱ προσκείμενοι 4. Αλλά σεις, οι οποίοι


Κυρίῳ τῷ Θεῷ ὑμῶν ζῆτε εμείνατε πιστοί κοντά στον
πάντες ἐν τῇ σήμερον. Κυριον, ζήτε όλοι σήμερον.

5. ἴδετε, δέδειχα ὑμῖν 5. Ιδέτε ! Σας έδειξα τον


δικαιώματα καὶ κρίσεις, καθὰ Νομον του Θεού και τας
ἐνετείλατό μοι Κύριος, ποιῆσαι κρίσστου Θεού, όπως ο Κυριος
οὕτως ἐν τῇ γῇ, εἰς ἣν ὑμεῖς με διέταξε να εφαρμόζετε
εἰσπορεύεσθε ἐκεῖ αυτά εις την γην, εις την
κληρονομεῖν αὐτήν· οποίαν εισέρχεσθε, δια να την
κληρονομήσετε και
εγκατασταθήτε εις αυτήν.
6. καὶ φυλάξεσθε καὶ 6. Θα φυλάξετε και θα
ποιήσετε, ὅτι αὕτη ἡ σοφία καὶ εφαρμόσετε όλα αυτά, διότι
ἡ σύνεσις ὑμῶν ἐναντίον αυτά είναι η σοφία και η
πάντων τῶν ἐθνῶν, ὅσοι ἐὰν σύνεσις, το καύχημα και η
ἀκούσωσι πάντα τὰ υπεροχή σας ενώπιον όλων
δικαιώματα ταῦτα καὶ ἐροῦσιν· των εθνών. Οσοι δε θα
ἰδοὺ λαὸς σοφὸς καὶ ακούσουν όλους αυτούς τους
ἐπιστήμων τὸ ἔθνος τὸ μέγα νόμους του Θεού, θα είπουν·
τοῦτο. Ιδού λαός σοφός και συνετός,
το ισχυρόν και ένδοξον αυτό
έθνος !

7. ὅτι ποῖον ἔθνος μέγα, ᾧ 7. Διότι ποίον άλλο έθνος είναι


ἐστιν αὐτῷ Θεὸς ἐγγίζων τόσον μέγα, εφόσον πλησίον
αὐτοῖς, ὡς Κύριος ὁ Θεὸς αυτού ευρίσκεται ο ίδιος ο
ἡμῶν ἐν πᾶσιν, οἷς ἐὰν αὐτὸν Θεός και επικοινωνεί με αυτό,
ἐπικαλεσώμεθα; όπως Κυριος ο Θεός ημών, εις
κάθε τι και δια κάθε τι, δια το
οποίον θα τον επικαλεσθώμεν;

8. καὶ ποῖον ἔθνος μέγα, ᾧ 8. Ποίον άλλο έθνος είναι


ἐστιν αὐτῷ δικαιώματα καὶ τόσον μέγα, στο οποίον
κρίματα δίκαια κατὰ πάντα τὸν υπάρχουν οι νόμοι και αι
νόμον τοῦτον, ὃν ἐγὼ δίδωμι δίκαιαι εντολαί, όπως είναι ο
ἐνώπιον ὑμῶν σήμερον; Νομος αυτός, τον οποίον εγώ
δίδω προς σας σήμερον;

9. πρόσεχε σεαυτῷ καὶ 9. Ισραηλιτικέ λαέ ! Πρόσεχε


φύλαξον τὴν ψυχήν σου στον εαυτόν σου, φύλαξε
σφόδρα, μὴ ἐπιλάθῃ πάντας πολύ την ψυχήν σου, μήπως
τοὺς λόγους, οὓς ἑωράκασιν τυχόν και λησμονήσης όλους
οἱ ὀφθαλμοί σου· καὶ μὴ αυτούς τους λόγους και τα
ἀποστήτωσαν ἀπὸ τῆς καρδίας γεγονότα, που είδον οι
σου πάσας τὰς ἡμέρας τῆς οφθαλμοί σου ! Να μη φύγουν
ζωῆς σου, καὶ συμβιβάσεις ποτέ από την καρδίαν σου
τοὺς υἱούς σου καὶ τοὺς υἱοὺς όλας τας ημέρας της ζωής
τῶν υἱῶν σου σου. Θα κρατής αυτά με
πολλήν επιμέλειαν και θα τα
διδάξης εις τα παιδιά σου και
εις τα παιδιά των παιδιών σου.

10. ἡμέραν, ἣν ἔστητε 10. Κρατήστε καλά εις την


ἐνώπιον Κυρίου τοῦ Θεοῦ μνήμην σας την ημέραν, κατά
ἡμῶν ἐν Χωρὴβ τῇ ἡμέρᾳ τῆς την οποίαν όρθιοι εσταθήκατε
ἐκκλησίας, ὅτι εἶπε Κύριος ενώπιον Κυρίου του Θεού σας
πρός με· ἐκκλησίασον πρός με εις Χωρήβ, κατά την ημέραν
τὸν λαόν, καὶ ἀκουσάτωσαν που σας συνεκέντρωσα εκεί
τὰ ρήματά μου, ὅπως μάθωσι διότι τότε ο Κυριος μου είχε
φοβεῖσθαί με πάσας τὰς πει· Συγκέντρωσε ενώπιόν
ἡμέρας, ἃς αὐτοὶ ζῶσιν ἐπὶ τῆς μου όλον τον λαόν και ας
γῆς, καὶ τοὺς υἱοὺς αὐτῶν ακούσουν τα λόγια μου, δια
διδάξουσι. να μάθουν να με ευλαβούνται
και να με υπακούουν όλας τας
ημέρας, που θα ζουν επί της
γης και να διδάξουν αυτά εις
τα παιδιά των.
11. καὶ προσήλθετε καὶ ἔστητε 11. Προσήλθατε τότε και
ὑπὸ τὸ ὄρος, καὶ τὸ ὄρος εσταθήκατε όρθιοι κοντά εις
ἐκαίετο πυρὶ ἕως τοῦ τας υπωρείας του όρους Σινά.
οὐρανοῦ, σκότος, γνόφος, Το όρος εκαίετο από πυρ, το
θύελλα, φωνὴ μεγάλη. οποίον έ φ θανε ν έ ως τον
ουρανόν, εκαλύπτετο από
σκότος και γνόφον,
συνεκλονίζετο από θύελλαν
και ηκούετο ισχυρά η φωνή
του Θεού.

12. καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς 12. Ωμίλησε τότε ο Κυριος


ὑμᾶς ἐκ μέσου τοῦ πυρὸς προς σας μέσα από το πυρ
φωνὴν ρημάτων, ἣν ὑμεῖς του όρους και είπε αυτά τα
ἠκούσατε, καὶ ὁμοίωμα οὐκ λόγια, τα οποία σεις με τα
εἴδετε, ἀλλ᾿ ἢ φωνήν· αυτιά σας ηκούσατε. Την
μορφήν του Θεού δεν την
είδατε, αλλά μόνον την φωνήν
αυτού ηκούσατε.

13. καὶ ἀνήγγειλεν ὑμῖν τὴν 13. Ανήγγειλεν εις σας την
διαθήκην αὐτοῦ, ἣν διαθήκην του, την οποίαν σας
ἐνετείλατο ὑμῖν ποιεῖν, τὰ διέταξε να τηρήτε, τας δέκα
δέκα ρήματα, καὶ ἔγραψεν δηλαδή εντολάς, τας οποίας ο
αὐτὰ ἐπὶ δύο πλάκας λιθίνας. ίδιος εχάραξεν επάνω εις δύο
λιθίνας πλάκας.

14. καὶ ἐμοὶ ἐνετείλατο Κύριος 14. Κατά τον καιρόν εκείνον
ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ διδάξαι διέταξεν ο Κυριος και εμέ τον
ὑμᾶς δικαιώματα καὶ κρίσεις, ίδιον να σας διδάξω τον
ποιεῖν ὑμᾶς αὐτά ἐπὶ τῆς γῆς, Νομον και τας εντολάς του,
εἰς ἣν ὑμεῖς εἰσπορεύεσθε ἐκεῖ δια να εφαρμόζετε αυτά
κληρονομῆσαι αὐτήν. πάντοτε, μάλιστα δε εις την
γην της Επαγγελίας, προς την
οποίον εβαδίζατε, δια να την
καταλάβετε και την
κληρονομήσετε.

15. καὶ φυλάξεσθε σφόδρα 15. Προσέξατε λοιπόν πάρα


τὰς ψυχὰς ὑμῶν, ὅτι οὐκ πολύ στον εαυτόν σας, διότι
εἴδετε ὁμοίωμα ἐν τῇ ἡμέρᾳ, ᾗ δεν είδατε καμμίαν εικόνα,
ἐλάλησε Κύριος πρὸς ὑμᾶς ἐν κανένα ομοίωμα κατά την
Χωρὴβ ἐν τῷ ὄρει ἐκ μέσου ημέραν που ωμίλησε προς σας
τοῦ πυρός. στο όρος Χωρήβ εκ μέσου του
πυρός,

16. μὴ ἀνομήσητε καὶ 16. προσέξατε μη


ποιήσητε ὑμῖν ἑαυτοῖς παρασυρθήτε εις παρανομίαν
γλυπτὸν ὁμοίωμα πᾶσαν και κατασκευάσετε δια τον
εἰκόνα ὁμοίωμα ἀρσενικοῦ ἢ εαυτόν σας εικόνα τινά
θηλυκοῦ, γλυπτήν, ομοίωμα προς
οιονδήποτε ον, αρσενικόν η
θηλυκόν,
17. ὁμοίωμα παντὸς κτήνους 17. ομοίωμα προς οιονδήποτε
τῶν ὄντων ἐπὶ τῆς γῆς, ζώον από όσα υπάρχουν
ὁμοίωμα παντὸς ὀρνέου επάνω εις την γην, ομοίωμα
πτερωτοῦ, ὃ πέταται ὑπὸ τὸν παντός πτηνού που πετάει
οὐρανόν, στον ουρανόν,

18. ὁμοίωμα παντὸς ἑρπετοῦ, 18. εικόνα οιουδήποτε


ὃ ἕρπει ἐπὶ τῆς γῆς, ὁμοίωμα ερπετού, που σύρεται εις την
παντὸς ἰχθύος, ὅσα ἐστὶν ἐν γην η οιουδήποτε ιχθύος, από
τοῖς ὕδασιν ὑποκάτω τῆς γῆς. αυτούς που υπάρχουν εις τα
υπό την επιφάνειαν της γης
ύδατα, (στους ποταμούς και
τας θαλάσσας).

19. καὶ μὴ ἀναβλέψας εἰς τὸν 19. Προσέξατε επίσης μήπως


οὐρανὸν καὶ ἰδὼν τὸν ἥλιον τυχόν παρατηρούντες τον
καὶ τὴν σελήνην καὶ τοὺς ουρανόν άνω και βλέποντες
ἀστέρας καὶ πάντα τὸν κόσμον τον ήλιον και την σελήνην και
τοῦ οὐρανοῦ, πλανηθεὶς τους αστέρας και όλον τον
προσκυνήσῃς αὐτοῖς καὶ διάκοσμον του ουρανού,
λατρεύσῃς αὐτοῖς, ἃ ἀπένειμε πλανηθήτε και προσκυνήσετε
Κύριος ὁ Θεός σου αὐτὰ πᾶσι αυτά και λατρεύσετε αυτά, τα
τοῖς ἔθνεσι τοῖς ὑποκάτω τοῦ οποία Κυριος ο Θεός σας
οὐρανοῦ. έδωσεν εις όλα τα έθνη, όσα
ζουν κάτω από τον ουρανόν.

20. ὑμᾶς δὲ ἔλαβεν ὁ Θεὸς καὶ 20. Σας επήρεν ο Θεός και σας
ἐξήγαγεν ὑμᾶς ἐκ τῆς καμίνου έβγαλε από την σιδηράν
τῆς σιδηρᾶς, ἐξ Αἰγύπτου, χοάνην της καμίνου, από την
εἶναι αὐτῷ λαὸν ἔγκληρον ὡς σκληράν δουλείαν της
ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ. Αιγύπτου, δια να είσθε λαός
του και κληρονόμοι της γης
της επαγγελίας, όπως ακριβώς
βλέπετε να πραγματοποιήται
αυτό σήμερον.

21. καὶ Κύριος ὁ Θεὸς 21. Ενθυμηθήτε ακόμη ότι


ἐθυμώθη μοι περὶ τῶν Κυριος ο Θεός, ωργίσθη
λεγομένων ὑφ᾿ ὑμῶν καὶ εναντίον μου, εξ αιτίας των
ὤμοσεν ἵνα μὴ διαβῶ τὸν γογγυσμών και μεμψιμοιριών
᾿Ιορδάνην τοῦτον καὶ ἵνα μὴ σας, και ωρκίσθη να μη διαβώ
εἰσέλθω εἰς τὴν γῆν, ἣν Κύριος εγώ τούτον τον Ιορδάνην και
ὁ Θεός σου δίδωσί σοι ἐν να μη εισέλθω εις την γην της
κλήρῳ· Επαγγελίας την οποίον ο
Κυριος σας δίδει ως
κληρονομίαν σας.

22. ἐγὼ γὰρ ἀποθνήσκω ἐν τῇ 22. Εγώ θα αποθάνω εις την


γῇ ταύτῃ καὶ οὐ διαβαίνω τὸν ξένην αυτήν γην, που τώρα
᾿Ιορδάνην τοῦτον, ὑμεῖς δὲ ευρισκόμεθα, και δεν θα
διαβαίνετε καὶ κληρονομήσετε διαβώ τον Ιορδάνην. Αλλά
τὴν γῆν τὴν ἀγαθὴν ταύτην. σεις θα τον διαβήτε, θα γίνετε
κληρονόμοι και κύριοι της
ευφόρου και πλουσίας αυτής
χώρας.
23. προσέχετε ὑμεῖς, μὴ 23. Παλιν σας λέγω,
ἐπιλάθησθε τὴν διαθήκην προσέξατε, μήπως τυχόν και
Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, ἣν λησμονήσετε την διαθήκην
διέθετο πρὸς ὑμᾶς, καὶ Κυρίου του Θεού ημών, την
ἀνομήσητε, καὶ ποιήσητε ὑμῖν οποίαν συνήψε με σας, και
ἑαυτοῖς γλυπτὸν ὁμοίωμα κατασκευάσετε ως θεόν σας
πάντων, ὧν συνέταξέ σοι γλυπτήν εικόνα από όλα
Κύριος ὁ Θεός σου· εκείνα, τα οποάα σας έχει
απαγορεύσει Κυριος ο Θεός
σας.

24. ὅτι Κύριος ὁ Θεός σου πῦρ 24. Διότι Κυριος ο Θεός σου
καταναλίσκον ἐστί, Θεὸς είναι φωτιά, που καταφλέγει
ζηλωτής. και εξαφανίζει, είναι Θεός
ζηλότυπος.

25. ᾿Εὰν δὲ γεννήσῃς υἱοὺς 25. Εάν δε αποκτήσετε παιδιά


καὶ υἱοὺς τῶν υἱῶν σου καὶ και εγγονούς και ζέσετε επί
χρονίσητε ἐπὶ τῆς γῆς καὶ μακρά έτη εις την γην και
ἀνομήσητε καὶ ποιήσητε τυχόν παρανομήσετε, ώστε να
γλυπτὸν ὁμοίωμα παντὸς καὶ κατασκευάσετε γλυπτήν
ποιήσητε τὸ πονηρὸν ἐνώπιον εικόνα οιουδήποτε όντος και
Κυρίου τοῦ Θεοῦ ὑμῶν διαπράξετε αυτό το πονηρόν
παροργίσαι αὐτόν, ενώπιον Κυρίου του Θεού σας,
ώστε να τον παροργίσετε
εναντίον σας,

26. διαμαρτύρομαι ὑμῖν 26. εγώ επικαλούμαι σήμερον


σήμερον τόν τε οὐρανὸν καὶ ως μάρτυρας εναντίον σας τον
τὴν γῆν, ὅτι ἀπωλείᾳ ουρανόν και την γην, και σας
ἀπολεῖσθε ἀπὸ τῆς γῆς, εἰς ἣν διαβεβαιώνω, ότι ασφαλώς και
ὑμεῖς διαβαίνετε τὸν βεβαίως θα καταστραφήτε και
᾿Ιορδάνην ἐκεῖ κληρονομῆσαι θα εξαφανισθήτε από την
αὐτήν. οὐχὶ πολυχρονιεῖτε ώραν, την οποίαν,
ἡμέρας ἐπ᾿ αὐτῆς, ἀλλ᾿ ἢ διαβαίνοντες τον Ιορδάνην,
ἐκτριβῇ ἐκτριβήσεσθε. πηγαίνετε να την
κληρονομήσετε. Το τονίζω·
δεν θα ζήσετε πολύν χρόνον
πάνω εις αυτήν, αλλά
ολοκληρωτικώς θα ξεριζωθήτε
από εκεί.

27. καὶ διασπερεῖ Κύριος ὑμᾶς 27. Θα σας διασκορπίση ο


ἐν πᾶσι τοῖς ἔθνεσι καὶ Κυριος εις όλα τα έθνη και θα
καταλειφθήσεσθε ὀλίγοι απομείνετε ολίγοι μεταξύ των
ἀριθμῷ ἐν πᾶσι τοῖς ἔθνεσιν, εθνών, ανάμεσα εις τα οποία
εἰς οὓς εἰσάξει Κύριος ὑμᾶς θα σας διασκορπίση ο Κυριος,
ἐκεῖ.
28. καὶ λατρεύσετε ἐκεῖ θεοῖς 28. Εκεί θα λατρεύσετε
ἑτέροις, ἔργοις χειρῶν άλλους θεούς, έργα χειρών
ἀνθρώπων, ξύλοις καὶ λίθοις, ανθρώπων, ξύλα και λίθους,
οἳ οὐκ ὄψονται οὐδὲ μὴ θεούς, οι οποίοι δεν θα
ἀκούσωσιν οὔτε μὴ φάγωσιν βλέπουν, δεν θα ακούουν, δεν
οὔτε μὴ ὀσφρανθῶσι. θα τρώγουν, ούτε θα
οσφραίνωνται, διότι θα είναι
άψυχα είδωλα.

29. καὶ ζητήσετε ἐκεῖ Κύριον 29. Εκεί εις την θλίψιν της
τὸν Θεὸν ὑμῶν καὶ εὑρήσετε ξορίας σας θα αναζητήσετε
αὐτόν, ὅταν ἐκζητήσητε αὐτὸν Κυριον τον Θεόν σας και θα
ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ τον εύρετε, όταν υπό το
ὅλης τῆς ψυχῆς σου ἐν τῇ βάρος της θλίψεώς σας τον
θλίψει σου· ζητήσετε με όλην την καρδίαν
σας και με όλην την ψυχήν
σας.

30. καὶ εὑρήσουσί σε πάντες 30. Ολα αυτά, που λέγω εις
οἱ λόγοι οὗτοι ἐπ᾿ ἐσχάτῳ τῶν σας σήμερον, θα σας εύρουν,
ἡμερῶν, καὶ ἐπιστραφήσῃ μέχρις ότου κατά τας
πρὸς Κύριον τὸν Θεόν σου καὶ τελευταίας ημέρας θα
εἰσακούσῃ τῆς φωνῆς αὐτοῦ· επιστρέψτε εν μετανοία προς
Κυριον τον Θεόν σας και θα
ακούσετε την φωνήν αυτού.

31. ὅτι Θεὸς οἰκτίρμων Κύριος 31. Ο Κυριος θα σας δεχθή,


ὁ Θεός σου, οὐκ ἐγκαταλείψει διότι Κυριος Θεός σου είναι
σε οὐδὲ μὴ ἐκτρίψῃ σε, οὐκ εύσπλαγχνος, δεν θα σας
ἐπιλήσεται τὴν διαθήκην τῶν εγκαταλείψη, ούτε θα σας
πατέρων σου, ἣν ὤμοσεν ξεριζώση εξ ολοκλήρου, ούτε
αὐτοῖς Κύριος. θα λησμονήση την διαθήκην,
την οποίαν με όρκον έκαμε
προς τους πατέρας σας ο
Κυριος.

32. ἐπερωτήσατε ἡμέρας 32. Ερωτήσατε τους


προτέρας τὰς γενομένας α ν θ ρ ώ π ο υ ς τ ω ν
προτέρας σου ἀπὸ τῆς προηγουμένων γενεών, από
ἡμέρας, ἧς ἔκτισεν ὁ Θεὸς την ημέραν κατά την οποίαν
ἄνθρωπον ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ ἐπὶ εδημιούργησεν ο Θεός τον
τὸ ἄκρον τοῦ οὐρανοῦ ἕως άνθρωπον επί της γης,
τοῦ ἄκρου τοῦ οὐρανοῦ, εἰ ερωτήσατε την υφήλιον από
γέγονε κατὰ τὸ ρῆμα τὸ μέγα το ένα άκρον του ουρανού
τοῦτο, εἰ ἤκουσται τοιοῦτο· έως το άλλο, εάν άλλην ποτέ
φοράν έγινε κανένα άλλο
πράγμα όμοιον με το μεγάλο
τούτο γεγονός, η εάν ποτέ
ηκούσθη κάτι τέτοιο·
33. εἰ ἀκήκοεν ἔθνος φωνὴν 33. εάν δηλαδή ποτέ κανένα
Θεοῦ ζῶντος λαλοῦντος ἐκ έθνος ήκουσε την φωνήν του
μέσου τοῦ πυρός, ὃν τρόπον Θεού του ζώντος να ομιλή εκ
ἀκήκοας σὺ καὶ ἔζησας· μέσου του πυρός, όπως
ηκούσατε σεις, και οι οποίοι εν
τούτοις εζήσατε και δεν
απεθάνατε, υπό το βάρος του
μεγαλειώδους γεγονότος.

3 4 . εἰ ἐπεί ρ α σεν ὁ Θ ε ὸς 34. Η εάν ο Θεός επεχείρησε


εἰσελθὼν λαβεῖν ἑαυτῷ ἔθνος να έλθη και να πάρη δια τον
ἐκ μέσου ἔθνους ἐν πειρασμῷ εαυτόν του έθνος από άλλο
καὶ ἐν σημείοις καὶ ἐν τέρασι έθνος, χρησιμοποιών την
καί ἐν πολέμῳ καὶ ἐν χειρὶ πανταδυναμίαν του, με
κραταιᾷ καὶ ἐν βραχίονι δοκιμασίας και με θαύματα και
ὑψηλῷ καὶ ἐν ὁράμασι με καταπληκτικά γεγονότα και
μεγάλοις κατὰ πάντα, ὅσα με πόλεμον, δια της
ἐποίησε Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν παντοδυνάμου δεξιάς του και
ἐν Αἰγύπτῳ ἐνώπιόν σου της ενδόξου δυνάμεώς του, με
βλέποντος· οράματα και γεγονότα μεγάλα
και τρομερά, όσα έκαμε
Κυριος ο Θεός μας εις την
Αίγυπτον, εμπρός εις τα μάτια
σας.

35. ὥστε εἰδῆσαί σε ὅτι Κύριος 35. Ολα αυτά έγιναν, δια να
ὁ Θεός σου, οὗτος Θεός ἐστι, γνωρίσης συ καλά, ότι Κυριος
καὶ οὐκ ἔστιν ἔτι πλὴν αὐτοῦ. ο Θεός σου, αυτός είναι ο
αληθινός Θεός και δεν υπάρχει
άλλος πλην αυτού.

36. ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἀκουστὴ 36. Από τον ουρανόν ηκούσθη


ἐγένετο ἡ φωνὴ αὐτοῦ η φωνή αυτού προς σέ, δια να
παιδεῦσαί σε, καὶ ἐπὶ τῆς γῆς σε παιδαγωγήση και
ἔδειξέ σοι τὸ πῦρ αὐτοῦ τὸ μορφώση, και επί της γης
μέγα, καὶ τὰ ρήματα αὐτοῦ έδειξεν εις σε το ισχυρόν και
ἤκουσας ἐκ μέσου τοῦ πυρός. θαυμαστόν αυτού πυρ, και
ήκουσες τα λόγια του να
βγαίνουν μέσα από το πυρ.

37. διὰ τὸ ἀγαπῆσαι αὐτὸν 37. Και αυτά, διότι ο Θεός


τοὺς πατέρας σου καὶ ηγάπησε τους προπάτοράς
ἐξελέξατο τὸ σπέρμα αὐτῶν σου, εξέλεξε σας τους
μετ᾿ αὐτοὺς ὑμᾶς καὶ ἐξήγαγέ απογόνους των, υστέρα από
σε αὐτὸς ἐν τῇ ἰσχύϊ αὐτοῦ τῇ αυτούς, και αυτός σε έφερε με
μεγάλῃ ἐξ Αἰγύπτου την παντοδύναμον δεξιάν του
ελεύθερον από την Αίγυπτον,

38. ἐξολοθρεῦσαι ἔθνη μεγάλα 38. δια να εξολοθρεύση από


καὶ ἰσχυρότερά σου πρὸ εμπρός σου έθνη μεγάλα και
προσώπου σου, εἰσαγαγεῖν σε ισχυρότερά σου, να σε
δοῦναί σοι τὴν γῆν αὐτῶν εισαγάγη και να δώση την
κληρονομεῖν, καθὼς ἔχεις χώραν αυτών εις σε ως
σήμερον. κληρονομίαν σου, όπως
βλέπετε να πραγματοποιήται
αυτό σήμερον.
39. καὶ γνώσῃ σήμερον καὶ 39. Θα μάθης σήμερον και θα
ἐπιστραφήσῃ τῇ διανοίᾳ ὅτι εντυπώσης στον νουν και την
Κύριος ὁ Θεός σου οὗτος Θεὸς καρδίαν σου, ότι Κυριος ο
ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω καὶ ἐπὶ τῆς Θεός σου αυτός είναι ο
γῆς κάτω, καὶ οὐκ ἔστιν ἔτι αληθινός Θεός, άνω στον
πλὴν αὐτοῦ· ουρανόν και κάτω εις την γην,
και δεν υπάρχει άλλος πλην
αυτού.

40. καὶ φυλάξασθε τὰς 40. Προσέξατε, ώστε να


ἐντολὰς αὐτοῦ καὶ τὰ φυλάξετε τας εντολάς του και
δικαιώματα αὐτοῦ, ὅσα ἐγὼ τον Νομον του, όλα όσα εγώ
ἐντέλλομαί σοι σήμερον, ἵνα σας διατάσσω σήμερον δια να
εὖ σοι γένηται καὶ τοῖς υἱοῖς ζήσετε ευτυχείς, συ και τα
σου μετὰ σέ, ὅπως παιδιά σου έπειτα από σέ, να
μακροήμεροι γένησθε ἐπὶ τῆς γίνετε μακροχρόνιοι εις την
γῆς, ἧς Κύριος ὁ Θεός σου γην της Επαγγελίας, την
δίδωσί σοι πάσας τὰς ἡμέρας. οποίαν σας δίδει ο Κυριος ως
παντοτεινήν ιδιοκτησίαν σας”.

41. Τότε ἀφώρισε Μωυσῆς 41. Τοτε ο Μωϋσής εξεχώρισε


τρεῖς πόλεις πέραν τοῦ και ώρισε τρεις πόλεις προς
᾿Ιορδάνου ἀπὸ ἀνατολῶν ανατολάς του Ιορδάνου,
ἡλίου

42. φυγεῖν ἐκεῖ τὸν φονευτήν, 42. δια να καταφεύγη εκεί ο


ὃς ἂν φονεύσῃ τὸν πλησίον φονεύς, ο οποίος εφόνευσε
οὐκ εἰδώς, καὶ οὗτος οὐ μισῶν τον πλησίον του εξ αγνοίας
αὐτὸν πρὸ τῆς χθὲς καὶ τῆς και χωρίς να το θέλη, χωρίς να
τρίτης, καὶ καταφεύξεται εἰς έχη κανένα μίσος εναντίον
μίαν τῶν πόλεων τούτων καὶ αυτού κατά το παρελθόν.
ζήσεται· Αυτός ο φονεύς θα καταφύγη
εις μίαν από τας τρεις αυτάς
πόλεις και θα σώση εκεί την
ζωήν του.

43. τὴν Βοσὸρ ἐν τῇ ἐρήμῳ ἐν 43. Αι πόλεις αυταί είναι· Η


τῇ γῇ τῇ πεδινῇ τῷ Ρουβὴν Βοσόρ εις την ακατοίκητον
καὶ τὴν Ραμὼθ ἐν Γαλαὰδ τῷ πεδινήν περιοχήν, η οποία
Γαδδὶ καὶ τὴν Γαυλὼν ἐν ανήκει εις την φυλήν Ρουβήν,
Βασὰν τῷ Μανασσῇ. η Ραμώθ εις Γαλαάδ που
ανήκει εις την φυλήν Γαδ, και
η Γαυλών της χώρας Βοσάν,
που ανήκει εις την φυλήν
Μανασσή.

44. Οὗτος ὁ νόμος, ὃν 44. Αυτός είναι ο Νομος, τον


παρέθετο Μωυσῆς ἐνώπιον οποίον παρέδωκεν ο Μωϋσής
υἱῶν ᾿Ισραήλ· στους Ισραηλίτας.

45. ταῦτα τὰ μαρτύρια καὶ τὰ 45. Αυταί είναι αι εντολαί, οι


δικαιώματα καὶ τὰ κρίματα, νόμοι και οι θεσμοί, τους
ὅσα ἐλάλησε Μωυσῆς τοῖς οποίους είπεν ο Μωϋσής προς
υἱοῖς ᾿Ισραήλ, ἐξελθόντων τους Ισραηλίτας, ότε εξήλθον
αὐτῶν ἐκ γῆς Αἰγύπτου από την Αίγυπτον,
46. ἐν τῷ πέραν τοῦ 46. εις την ανατολικώς του
᾿Ιορδάνου, ἐν φάραγγι, ἐγγὺς Ιορδάνου περιοχήν, εις κάποια
οἴκου Φογώρ, ἐν γῇ Σηὼν κοιλάδα, κοντά στον ναόν του
βασιλέως τῶν ᾿Αμορραίων, ὃς ειδωλολατρικού θεού Φογώρ,
κατῴκει ἐν ᾿Εσεβών, ὃν εις την χώραν του Σηών,
ἐπάταξε Μωυσῆς καὶ οἱ υἱοὶ βασιλέως των Αμορραίων, ο
᾿Ισραήλ, ἐξελθόντων αὐτῶν οποίος κατοικούσε εις την
ἐκ γῆς Αἰγύπτου Εσεβών και τον οποίον
εκτύπησαν μέχρις εξοντώσεως
ο Μωϋσής και οι Ισραηλίται,
όταν εξήλθον από την
Αίγυπτον.

47. καὶ ἐκληρονόμησαν τὴν 47. Εγιναν τότε κληρονόμοι


γῆν αὐτοῦ καὶ τὴν γῆν ῍Ωγ και κόποχοι της χώρας του,
βασιλέως τῆς Βασάν, δύο όπως επίσης και της χώρας
βασιλέων τῶν ᾿Αμορραίων, οἳ του Ωγ, βασιλέως της Βασάν·
ἦσαν πέραν τοῦ ᾿Ιορδάνου οι δύο αυτοί Αμορραίοι
κατὰ ἀνατολὰς ἡλίου, βασιλείς ήσαν πέραν από τον
Ιορδάνην προς ανατολάς,

48. ἀπὸ ᾿Αροήρ, ἥ ἐστιν ἐπὶ 48. και κατείχον τας χώρας
τοῦ χείλους χειμάρρου από Αροήρ, η οποία
᾿Αρνῶν, καὶ ἐπὶ τοῦ ὄρους τοῦ ευρίσκεται εις την όχθην του
Σηὼν ὅ ἐστιν ᾿Αερμών, χειμάρρου Αρνών, μέχρι του
όρους Σηών, του
επονομαζομένου Ερμών,

49. πᾶσαν τὴν ῎Αραβα πέραν 49. όλην την κοιλάδα


τοῦ ᾿Ιορδάνου κατὰ ἀνατολὰς ανατολικώς πέραν του
ἡλίου ὑπὸ ᾿Ασηδὼθ τὴν Ιορδάνου, έως τας υπωρείας
λαξευτήν. Ασηδώθ του όρους Ναυάβ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 (ε)

Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ.


Κολιτσάρα

1. ΚΑΙ ἐκάλεσε Μωυσῆς πάντα 1. Εκάλεσεν ο Μωϋσής όλους


᾿Ισραήλ, καὶ εἶπε πρὸς τους Ισραηλίτας και είπε προς
αὐτούς· ἄκουε, ᾿Ισραήλ, τὰ αυτούς· “Ακουε λαέ του
δικαιώματα καὶ τὰ κρίματα, Ισραήλ, τον Νομον και τας
ὅσα ἐγὼ λαλῶ ἐν τοῖς ὠσὶν εντολάς, όσα εγώ κατά την
ὑμῶν ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ, καὶ ημέραν αυτήν λέγω εις τα
μαθήσεσθε αὐτὰ καὶ αυτιά σας, δια να μάθετε αυτά
φυλάξεσθε ποιεῖν αὐτά. και να προσέξετε, ώστε να τα
τηρήτε.

2. Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν 2. Κυριος ο Θεός σας έκαμεν


διέθετο πρὸς ὑμᾶς διαθήκην επίσημον συιμφωνίαν μαζή
ἐν Χωρήβ· σας στο όρος Χωρήβ.
3. οὐχὶ τοῖς πατράσιν ὑμῶν 3. Αυτήν την συμφωνίαν δεν
διέθετο Κύριος τὴν διαθήκην την έκαμε ο Κυριος μόνον με
ταύτην, ἀλλ᾿ ἢ πρὸς ὑμᾶς, τους προπάτοράς σας, αλλά
ὑμεῖς ὧδε πάντες ζῶντες και με σας όλους, οι οποίοι
σήμερον· ζήτε εδώ σήμερον.

4. πρόσωπον κατὰ πρόσωπον 4. Πρόσωπον προς πρόσωπον


ἐλάλησε Κύριος πρὸς ὑμᾶς ἐν ωμίλησεν ο Κυριος προς σας
τῷ ὄρει ἐκ μέσου τοῦ πυρός, στο όρος Χωρήβ εκ μέσου του
πυρός.

5. κἀγὼ εἱστήκειν ἀνὰ μέσον 5. Εγώ δε όρθιος έστεκα τότε,


Κυρίου καὶ ὑμῶν ἐν τῷ καιρῷ ως μεσίτης ανάμεσα στον
ἐκείνῳ ἀναγγεῖλαι ὑμῖν τὰ Κυριον και εις σας, δια να σας
ρήματα Κυρίου, ὅτι αναγγείλω τα ιερά λόγια του
ἐφοβήθητε ἀπὸ προσώπου Κυρίου, επειδή σεις είχατε
τοῦ πυρὸς καὶ οὐκ ἀνέβητε εἰς φοβηθή το πυρ και δεν
τὸ ὄρος, λέγων· ανεβήκατε στο όρος. Ο Κυριος
είπε τότε·

6. ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου 6. Εγώ είμαι Κυριος ο Θεός


ὁ ἐξαγαγών σε ἐκ γῆς σου, ο οποίος σε έβγαλα
Αἰγύπτου, ἐξ οἴκου δουλείας. ελεύθερον από την Αίγυπτον,
από τον οίκον της δουλείας.

7. οὐκ ἔσονταί σοι θεοὶ ἕτεροι 7. Δεν θα υπάρχουν εις σε


πρὸ προσώπου μου. άλλοι θεοί εκτός από εμέ.

8. οὐ ποιήσεις σεαυτῷ 8. Δεν θα κατασκευάσης δια


εἴδωλον οὐδὲ παντὸς τον εαυτόν σου άγαλμα ούτε
ὁμοίωμα, ὅσα ἐν τῷ οὐρανῷ εικόνα οιουδήποτε όντος, από
ἄνω καὶ ὅσα ἐν τῇ γῇ κάτω καὶ όσ α υπάρχουν άνω σ τον
ὅσα ἐν τοῖς ὕδασιν ὑποκάτω ουρανόν, από όσα υπάρχουν
τῆς γῆς. κάτω εις την γην και από όσα
ευρίσκονται εις τα ύδατα
ποταμών και θαλάσσης και
κάτω από την επιφάνειαν της
γης.

9. οὐ προσκυνήσεις αὐτοῖς 9. Δεν θα προσκυνήσης αυτά


οὐδὲ μὴ λατρεύσῃς αὐτοῖς, ὅτι ούτε θα τα λατρεύσης, διότι
ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου, εγώ είμαι Κυριος ο Θεός σου,
Θεὸς ζηλωτής, ἀποδιδοὺς Θεός ζηλότυπος, τιμωρών
ἁμαρτίας πατέρων ἐπὶ τέκνα τέκνα δια τας αμαρτίας των
ἐπὶ τρίτην καὶ τετάρτην γενεὰν γονέων μέχρι τρίτης και
τοῖς μισοῦσί με. τετάρτης γενεάς, εις εκείνους
οι οποίοι με μισούν.

10. καὶ ποιῶν ἔλεος εἰς 10. Είμαι όμως και Θεός
χιλιάδας τοῖς ἀγαπῶσί με καὶ ελεήμων, ο οποίος δεικνύω και
τοῖς φυλάσσουσι τὰ δίδω έλεος εις χιλιάδας
προστάγματά μου. ανθρώπων, οι οποίοι με
αγαπούν και φυλάσουν τας
εντολάς μου.
11. οὐ λήψῃ τὸ ὄνομα Κυρίου 11. Δέν θα προφέρης
τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίῳ· οὐ επιπόλαια και μάταια το όνομα
γὰρ μὴ καθαρίσῃ Κύριος ὁ Κυρίου του Θεού σου, διότι ο
Θεός σου τὸν λαμβάνοντα τὸ Κυριος δεν θα απαλλάξη από
ὄνομα αὐτοῦ ἐπὶ ματαίῳ. την ενοχήν, αλλά τουναντίον
θα τιμωρήση οποίον παίρνει
στο στόμα του το όνομα του
Θεού επιπολαίως και
ανωφελώς.

12. φύλαξαι τὴν ἡμέραν τῶν 12. Πρόσεξε, ώστε την


σαββάτων ἁγιάζειν αὐτήν, ὃν ημέραν του Σαββάτου να την
τρόπον ἐνετείλατό σοι Κύριος αφιερώνης ως αγίαν προς τον
ὁ Θεός σου. Θεόν, όπως σε διέταξε Κυριος
ο Θεός σου.

13. ἓξ ἡμέρας ἐργᾷ καὶ 13. Εξ ημέρας θα εργάζεσαι


ποιήσεις πάντα τὰ ἔργα σου· και κατ' αυτάς θα κάμνης όλα
τα έργα σου.

14. τῇ δὲ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ 14. Κατά δε την εβδόμην


σάββατα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου, ημέραν θα έχης σάββατον,
οὐ ποιήσεις ἐν αὐτῇ πᾶν ανάπαυσιν και αγιασμόν,
ἔργον, σὺ καὶ ὁ υἱός σου καὶ ἡ ημέραν αφιερωμένην εις
θυγάτηρ σου, ὁ παῖς σου καὶ ἡ Κυριον τον Θεόν σου. Κανένα
παιδίσκη σου, ὁ βοῦς σου καὶ έργον δεν θα κάνης κατά την
τὸ ὑποζύγιόν σου καὶ πᾶν ημέραν αυτήν, συ και ο υιός
κτῆνός σου καὶ προσήλυτος ὁ σου και η θυγατέρα σου και ο
παροικῶν ἐν σοί, ἵνα δούλος σου και η δούλη σου
ἀναπαύσηται ὁ παῖς σου καὶ ἡ και το βόδι σου και το
παιδίσκη σου καὶ τὸ ὑποζύγιόν φορτηγόν ζώον σου και
σου, ὥσπερ καὶ σύ· οιονδήποτε άλλο ζώον, και ο
ξένος που ζη κοντά σου.
Τούτο δέ, δια να αναπαυθούν
ο δούλος σου και η δούλη σου
και το υποζύγιόν σου, όπως
και συ.

15. καὶ μνησθήσῃ ὅτι οἰκέτης 15. Πρέπει να ενθυμήσαι ότι


ἦσθα ἐν γῇ Αἰγύπτῳ καὶ και συ ήσουν δούλος εις την
ἐξήγαγέ σε Κύριος ὁ Θεός σου Αίγυπτον, και Κυριος ο Θεός
ἐκεῖθεν ἐν χειρὶ κραταιᾷ καὶ ἐν σου σε έβγαλεν από εκεί
βραχίονι ὑψηλῷ, διὰ τοῦτο ελεύθερον, με την
συνέταξέ σοι Κύριος ὁ Θεός παντοδύναμον δεξιάν του και
σου, ὥστε φυλάσσεσθαι τὴν με την μεγαλειώδη δύναμίν
ἡμέραν τῶν σαββάτων καὶ του. Δια τούτο και σε διέταξε
ἁγιάζειν αὐτήν. Κυριος ο Θεός σου να τηρής
την αργίαν της ημέρας του
Σαββάτου και να αφιερώνης
την ημέραν αυτήν στον
Κυριον.
16. τίμα τὸν πατέρα σου καὶ 16. Τιμα τον πατέρα σου και
τὴν μητέρα σου, ὃν τρόπον την μητέρα σου, όπως Κυριος
ἐνετείλατό σοι Κύριος ὁ Θεός ο Θεός σου σε διέταξε, δια να
σου, ἵνα εὖ σοι γένηται καὶ ἵνα σου έλθουν όλα καλά εις την
μακροχρόνιος γένῃ ἐπὶ τῆς ζωήν σου και να γίνης
γῆς, ἧς Κύριος ὁ Θεός σου μακροχρόνιος εις την γην, την
δίδωσί σοι. οποίαν Κυριος ο Θεός σου
δίδει.

17. οὐ φονεύσεις. 17. Δεν θα φονεύσης.

18. οὐ μοιχεύσεις. 18. Δεν θα μοιχεύσης.

19. οὐ κλέψεις. 19. Δεν θα κλέψης.

20. οὐ ψευδομαρτυρήσεις 20. Δεν θα γίνης ψευδομάρτυς


κατὰ τοῦ πλησίον σου και δεν θα καταθέσης ποτέ
μαρτυρίαν ψευδῆ. ψευδομαρτυρίαν κατά του
πλησίον σου.

21. οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν 21. Δεν θα επιθυμήσης την


γυναῖκα τοῦ πλησίον σου· οὐκ γυναίκα του πλησίον σου· δεν
ἐπιθυμήσεις τὴν οἰκίαν τοῦ θα επιθυμήσης την οικίαν του
πλησίον σου οὔτε τὸν ἀγρὸν πλησίον σου ούτε τον αγρόν
αὐτοῦ οὔτε τὸν παῖδα αὐτοῦ του, ούτε τον δούλον του,
οὔτε τὴν παιδίσκην αὐτοῦ ούτε την δούλην του, ούτε το
οὔτε τοῦ βοὸς αὐτοῦ οὔτε τοῦ βόδι του, ούτε το υποζύγιόν
ὑποζυγίου αὐτοῦ οὔτε παντὸς του, ούτε κανένα άλλο από τα
κτήνους αὐτοῦ οὔτε πάντα κτήνη του και γενικώς τίποτε
ὅσα τῷ πλησίον σού ἐστι. από όλα, όσα ανήκουν στον
πλησίον σου.

22. Ταῦτα τὰ ρήματα ἐλάλησε 22. Αυτά είναι τα λόγια, το


Κύριος πρὸς πᾶσαν οποία είπε προς όλους σας
συναγωγὴν ὑμῶν ἐν τῷ ὄρει τους Ισραηλίτας ο Κυριος στο
ἐκ μέσου τοῦ πυρός, σκότος, όρος Χωρήβ εκ μέσου του
γνόφος, θύελλα, φωνὴ πυρός, όταν σκότος και
μεγάλη, καὶ οὐ προσέθηκε· καὶ γνόφος εκάλυπτε το όρος, η
ἔγραψεν αὐτὰ ἐπὶ δύο πλάκας θύελλα το συνεκλόνιζε και
λιθίνας καὶ ἔδωκέ μοι. ηκούετο ισχυρά η φωνή.
Τιποτε άλλο δεν προσέθεσεν.
Εχάραζε δε αυτά εις δύο
λιθίνας πλάκας, τας οποίας και
έδωκεν εις εμέ.

23. καὶ ἐγένετο ὡς ἠκούσατε 23. Συνέβη δε και τούτο τότε·


τὴν φωνὴν ἐκ μέσου τοῦ όταν σεις ηκούσατε την
πυρὸς καὶ τὸ ὄρος ἐκαίετο φωνήν του Θεού εκ μέσου
πυρί, καὶ προσήλθετε πρός με του πυρός και είδατε ότι το
πάντες οἱ ἡγούμενοι τῶν όρος εκαίετο υπό του πυρός,
φυλῶν ὑμῶν καὶ ἡ γερουσία προσήλθατε όλοι προς εμέ, οι
ὑμῶν, αρχηγοί των φυλών και οι
γεροντότεροι από σας,
24. καὶ ἐλέγετε· ἰδοὺ ἔδειξεν 24. και ελέγατε· Ιδού ! Κυριος
ἡμῖν Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν τὴν ο Θεός ημών έδειξεν εις ημάς
δόξαν αὐτοῦ, καὶ τὴν φωνὴν κατά την ημέραν αυτήν την
αὐτοῦ ἠκούσαμεν ἐκ μέσου δόξαν του· και την φωνήν του
τοῦ πυρός· ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ εκ μέσου του πυρός την
εἴδομεν ὅτι λαλήσει ὁ Θεὸς ηκούσαμεν· κατά την ημέραν
πρὸς ἄνθρωπον, καὶ ζήσεται. αυτήν είδομεν ότι ομιλεί ο
Θεός με τον άνθρωπον και ο
άνθρωπος ζη, δεν αποθνήσκει.

25. καὶ νῦν μὴ ἀποθάνωμεν, 25. Και τώρα, ας μη


ὅτι ἐξαναλώσει ἡμᾶς τὸ πῦρ αποθάνωμεν. Διότι εάν
τὸ μέγα τοῦτο, ἐὰν συνεχίσωμεν να ακούωμεν
προσθώμεθα ἡμεῖς ἀκοῦσαι την φωνήν Κυρίου του Θεού
τὴν φωνὴν Κυρίου τοῦ Θεοῦ μας θα απαθάνωμεν. Το
ἡμῶν ἔτι, καὶ ἀποθανούμεθα· φοβερόν αυτό πυρ θα μας
εξοντώση,

26. τίς γὰρ σάρξ, ἥτις ἤκουσε 26. διότι ποίος ποτέ άνθρωπος
φωνὴν Θεοῦ ζῶντος ακούσας την φωνήν του Θεού
λαλοῦντος ἐκ μέσου τοῦ του ζώντος να λαλή εκ μέσου
πυρός, ὡς ἡμεῖς, καὶ ζήσεται; του πυρός, όπως ημείς, έζησε;

27. πρόσελθε σὺ καὶ ἄκουσον 27. Συ μόνος πλησίασε τον


πάντα, ὅσα ἂν εἴπῃ Κύριος ὁ Κυριον και άκουσε όλα όσα θα
Θεὸς ἡμῶν, καὶ σὺ λαλήσεις είπη εις σε Κυριος ο Θεός
πρὸς ἡμᾶς πάντα, ὅσα ἂν ημών, συ δε θα μας είπης όλα
λαλήσῃ Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν όσα ο Κυριος θα σου
πρὸς σέ, καὶ ἀκουσόμεθα καὶ φανερώση, ημείς δε θα τα
ποιήσομεν. ακούσωμεν και θα τα
εφαρμόσωμεν.

28. καὶ ἤκουσε Κύριος τὴν 28. Ο Κυριος ήκουσε τους


φωνὴν τῶν λόγων ὑμῶν λόγους αυτούς, τους οποίους
λαλούντων πρός με, καὶ εἶπε είπατε προς εμέ, και μου είπε·
Κύριος πρός με· ἤκουσα τὴν Ηκουσα τα λόγια του λαού
φωνὴν τῶν λόγων τοῦ λαοῦ αυτού, που είπαν εις σέ. Ολα
τούτου, ὅσα ἐλάλησαν πρός όσα σου είπαν είναι ορθά.
σε· ὀρθῶς πάντα, ὅσα
ἐλάλησαν.

29. τίς δώσει εἶναι οὕτω τὴν 29. Ποιός θα δώση εις αυτούς
καρδίαν αὐτῶν ἐν αὐτοῖς, μίαν τέτοιαν καρδίαν, ώστε να
ὥστε φοβεῖσθαί με καὶ με ευλαβούνται, να με
φυλάσσεσθαι τὰς ἐντολάς μου υπακούουν και να τηρούν τας
πάσας τὰς ἡμέρας, ἵνα εὖ ᾖ εντολάς μου, όλας τας ημέρας
αὐτοῖς καὶ τοῖς υἱοῖς αὐτῶν δι᾿ της ζωής των, δια να είναι
αἰῶνος; πάντοτε ευτυχείς αυτοί και τα
παιδιά των;

30. βάδισον, εἰπὸν αὐτοῖς· 30. Πηγαινε και ειπέ προς


ἀποστράφητε ὑμεῖς εἰς τοὺς αυτούς· Γυρίστε σεις εις τας
οἴκους ὑμῶν· σκηνάς σας.
31. σὺ δὲ αὐτοῦ στῆθι μετ᾿ 31. Συ όμως έλα και στάσου
ἐμοῦ, καὶ λαλήσω πρὸς σὲ τὰς κοντά εις εμέ, και εγώ θα σου
ἐντολὰς καὶ τὰ δικαιώματα καὶ είπω όλας τας εντολάς μου και
τὰ κρίματα, ὅσα διδάξεις τον Νομον μου και τας κρίσεις
αὐτούς, καί ποιείτωσαν οὕτως μου, όλα όσα θα διδάξης εις
ἐν τῇ γῇ, ἣν ἐγὼ δίδωμι αυτούς. Αυτοί δε ας τα
αὐτοῖς ἐν κλήρῳ. εφαρμόσουν και ας ζήσουν
σύμφωνα με αυτά εις την γην
της επαγγελίας, την οποίαν,
ως κληρονομίαν των εγώ τους
δίδω.

32. καὶ φυλάξεσθε ποιεῖν ὃν 32. Θα φροντίσετε, ώστε να


τρόπον ἐνετείλατό σοι Κύριος τηρήτε τας εντολάς αυτάς,
ὁ Θεός σου· οὐκ ἐκκλινεῖτε εἰς όπως Κυριος ο Θεός σας
δεξιὰ οὐδὲ εἰς ἀριστερά, διέταξε. Δεν θα παρεκλίνετε
ούτε δεξιά ούτε αριστερά.

33. κατὰ πᾶσαν τὴν ὁδόν, ἣν 33. Την οδόν, την οποίαν ο
ἐνετείλατό σοι Κύριος ὁ Θεός Κυριος σου έδειξε και σε
σου πορεύεσθαι ἐν αὐτῇ, διέταξε να βαδίζης, έτσι θα
ὅπως καταπαύσῃ σε καὶ εὖ σοι πορευθής αυτήν, δια να σε
ᾖ καὶ μακροημερεύσητε ἐπὶ επαναπαύση και σε καταστήση
τῆς γῆς, ἣν κληρονομήσετε. ευτυχή και σου χαρίση
μακρότητα ημερών εις την
γην της Επαγγελίας, την
οποίαν θα καταλάβετε και θα
κατέχετε ως ιδικήν σας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 (Ϛ)

Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ.


Κολιτσάρα

1. ΚΑΙ αὗται αἱ ἐντολαὶ καὶ τὰ 1. Αυταί είναι αι εντολαί και οι


δικαιώματα καὶ τὰ κρίματα, νόμοι, που Κυριος ο Θεός
ὅσα ἐνετείλατο Κύριος ὁ Θεὸς ημών με διέταξε να σας
ἡμῶν διδάξαι ὑμᾶς ποιεῖν διδάξω, ώστε έτσι να τας
οὕτως ἐν τῇ γῇ, εἰς ἣν ὑμεῖς εφαρμόζετε και να ζήτε εις
εἰσπορεύεσθε ἐκεῖ την χώραν, εις την οποίαν σεις
κληρονομῆσαι αὐτήν, τώρα εισέρχεσθε, να την
κληρονομήσετε ως ιδικήν σας·

2. ἵνα φοβῆσθε Κύριον τὸν 2. δια να φοβήσθε Κυριον τον


Θεὸν ὑμῶν, φυλάσσεσθαι Θεόν σας, ώστε να φυλάσσετε
πάντα τὰ δικαιώματα αὐτοῦ όλους τους νόμους και τας
καὶ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ, ὅσας εντολάς του, όσας εγώ
ἐγὼ ἐντέλλομαί σοι σήμερον, διατάσσω προς σας σήμερον,
σὺ καὶ οἱ υἱοί σου καὶ οἱ υἱοὶ να τηρήτε αυτάς σεις και τα
τῶν υἱῶν σου πάσας τὰς παιδιά σας και τα παιδιά των
ἡμέρας τῆς ζωῆς σου, ἵνα παιδιών σας όλας τας ημέρας
μακροημερεύσητε. της ζωής σας, δια να έχετε
μακρά και ευτυχισμένα χρόνια.
3. καὶ ἄκουσον, ᾿Ισραήλ, καὶ 3. Ακουσε, λαέ του Ισραήλ,
φύλαξον ποιεῖν, ὅπως εὖ σοι ᾖ και πρόσεξε να τηρής όλα
καὶ ἵνα πληθυνθῆτε σφόδρα, αυτά, δια να ζης
καθάπερ ἐλάλησε Κύριος ὁ ευτυχισμένος, δια να αυξηθής
Θεὸς τῶν πατέρων σου δοῦναί και πληθυνθής πολύ, όπως
σοι γῆν ρέουσαν γάλα καὶ είπε και υπεσχέθη Κυριος ο
μέλι. καὶ ταῦτα τὰ δικαιώματα Θεός των πατέρων σου, να
καὶ τὰ κρίματα, ὅσα δωσ εις σε την γην της
ἐνετείλατο Κύριος τοῖς υἱοῖς Επαγγελίας, την ρέουσαν γάλα
᾿Ισραὴλ ἐν τῇ ἐρήμῳ, και μέλι. Αυτοί είναι οι νόμοι
ἐξελθόντων αὐτῶν ἐκ γῆς και αι εντολαί, τας οποίας
Αἰγύπτου. διέ ταξε ν ο Κυριος σ τους
Ισραηλίτας, όταν εξήλθον
ελεύθεροι από την Αίγυπτον
και ήσαν εις την έρημον Σινά·

4. ῎Ακουε, ᾿Ισραήλ· Κύριος ὁ 4. Ακουε, λαέ του Ισραήλ,


Θεὸς ἡμῶν Κύριος εἷς ἐστι· Κυριος ο Θεός ημών ένας και
μοναδικός Κυριος είναι.

5. καὶ ἀγαπήσεις Κύριον τὸν 5. Να αγαπήσης Κυριον τον


Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας Θεόν σου με όλην σου την
σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς καρδίαν και με όλην την
σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς δυνάμεώς ψυχήν σου και με όλην την
σου. δύναμίν σου.

6. καὶ ἔσται τὰ ρήματα ταῦτα, 6. Τα λόγια, τα οποία εγώ


ὅσα ἐγὼ ἐντέλλομαί σοι σήμερον σε διατάσσω, θα
σήμερον, ἐν τῇ καρδίᾳ σου καὶ είναι εντυπωμένα και μόνιμα
ἐν ψυχῇ σου· εις την καρδίαν σου και την
διάνοιάν σου.

7. καὶ προβιβάσεις αὐτὰ τοὺς 7. Θα τα μεταβιβάσης και θα


υἱούς σου, καὶ λαλήσεις ἐν τα διδάξης εις τα παιδιά σου.
αὐτοῖς καθήμενος ἐν οἴκῳ καὶ Θα ομιλής περί αυτών και
πο ρ ευ ό μενο ς ἐν ὁ δ ῷ καὶ όταν κάθεσαι στον οίκον σου,
κοιταζόμενος καὶ πριν κοιμηθής, και όταν
διανιστάμενος· πορεύεσαι στον δρόμον σου
και όταν εξυπνάς από τον
ύπνον.

8. καὶ ἀφάψεις αὐτὰ εἰς 8. Θα τα κολλήσης και θα τα


σημεῖον ἐπὶ τῆς χειρός σου, δέσης επάνω στο χέρι σου,
καὶ ἔσται ἀσάλευτον πρὸ δια να ευρίσκωνται πάντοτε
ὀφθαλμῶν σου· σταθερώς κάτω από τα μάτια
σου.

9. καὶ γράψετε αὐτὰ ἐπὶ τὰς 9. Θα γράψετε αυτά στους


φλιὰς τῶν οἰκιῶν ὑμῶν καὶ παραστάτας των οικιών σας
τῶν πυλῶν ὑμῶν. και εις τας θύρας των αυλών
σας, δια να τα έχετε παντού
και πάντοτε εμπρός εις τα
μάτια σας.
10. Καὶ ἔσται ὅταν εἰσαγάγῃ 10. Οταν δε Κυριος ο Θεός
σε Κύριος ὁ Θεός σου εἰς τὴν σου, σε εισαγάγη εις την γην,
γῆν, ἣν ὤμοσε τοῖς πατράσι την οποίαν ενόρκως υπεσχέθη
σου, τῷ ῾Αβραὰμ καὶ τῷ στους προπάτοράς σου, τον
᾿Ισαὰκ καὶ τῷ ᾿Ιακὼβ δοῦναί Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον
σοι, πόλεις μεγάλας καὶ καλάς, Ιακώβ, να δώση εις σε την
ἃς οὐκ ᾠκοδόμησας, χώραν η οποία έχει πόλεις
μεγάλας και ωραίας, τας
οποίας δεν έκτισες συ,

11. οἰκίας πλήρεις πάντων 11. οικίας πλήρεις από όλα τα


ἀγαθῶν ἃς οὐκ ἐνέπλησας, αγαθά, τας οποίας δεν
λάκκους λελατομημένους, οὓς εγέμισες συ, φρέατα και
οὐκ ἐξελατόμησας, ἀμπελῶνας δεξαμενάς λαξευμένας και
καὶ ἐλαιῶνας, οὓς οὐ κτισμένας, τας οποίας δεν
κατεφύτευσας, καὶ φαγὼν καὶ ελάξευσες και δεν έκτισες συ,
ἐμπλησθεὶς αμπέλια και ελαιώνας που δεν
εφύτευσες συ. Αυτά θα είναι
ιδικά σου. Θα φάγης και θα
χορτάσης.

12. πρόσεχε σεαυτῷ, μὴ 12. Πρόσεχε όμως στον


ἐπιλάθῃ Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου εαυτόν σου, μήπως τυχόν και
τοῦ ἐξαγαγόντος σε ἐκ γῆς λησμονήσης Κυριον τον Θεόν
Αἰγύπτου, ἐξ οἴκου δουλείας. σου, ο οποίος σε έβγαλε
ελεύθερον από την Αίγυπτον,
από τον οίκον εκείνο της
δουλείας.

13. Κύριον τὸν Θεόν σου 13. Κυριον τον Θεόν σου θα
φοβηθήσῃ καὶ αὐτῷ μόνῳ ευλαβήσαι και θα υπακούης,
λατρεύσεις καὶ πρὸς αὐτὸν και αυτόν μόνον θα λατρεύης,
κολληθήσῃ καὶ ἐπὶ τῷ ὀνόματι και εις αυτόν θα
αὐτοῦ ὀμῇ. προσκολληθής, και στο όνομά
του θα ορκίζεσαι.

14. οὐ πορεύεσθε ὀπίσω θεῶν 14. Μη πορευθήτε πίσω από


ἑτέρων ἀπὸ τῶν θεῶν τῶν άλλους θεούς, μη λατρεύσετε
ἐθνῶν τῶν περικύκλῳ ὑμῶν, θεούς από εκείνους που έχουν
τα ολόγυρά σας
ειδωλολατρικά έθνη,

15. ὅτι ὁ Θεὸς ζηλωτὴς Κύριος 15. διότι Κυριος ο Θεός σου
ὁ Θεός σου ἐν σοί, μὴ είναι Θεός ζηλότυπος δια σέ.
ὀργισθεὶς θυμῷ Κύριος ὁ Θεός Μηπως οργισθή εναντίον σου
σού σοι ἐξολοθρεύσῃ σε ἀπὸ και σε εξολοθρεύση από το
προσώπου τῆς γῆς. πρόσωπον της γης, εάν τυχόν
λατρεύσης ξένους θεούς.
16. οὐκ ἐκπειράσεις Κύριον 16. Δεν θα θέσης εις
τὸν Θεόν σου, ὃν τρόπον πειρασμόν και δοκιμασίαν τον
ἐξεπειράσατε ἐν τῷ Πειρασμῷ. Κυριον, όπως ασεβώς
φερόμενος επίκρανες τον
Κυριον με τους γογγυσμούς
σου στον τόπον εκείνον, ο
οποίος ωνομάσθη δια τούτο
“Πειρασμός”.

17. φυλάσσων φυλάξῃ τὰς 17. Με κάθε επιμέλειαν θα


ἐντολὰς Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου, φυλάττης πάντοτε τας
τὰ μαρτύρια καὶ τὰ εντολάς Κυρίου του Θεού σου,
δικαιώματα, ὅσα ἐνετείλατό τας διατάξεις και τους νόμους,
σοι· όσα σε διέταξε.

18. καὶ ποιήσεις τὸ ἀρεστὸν 18. Θα πράττης ο,τι είναι


καὶ τὸ καλὸν ἔναντι Κυρίου ευάρεστον και αγαθόν
τοῦ Θεοῦ σου, ἵνα εὖ σοι ενώπιον Κυρίου του Θεού
γένηται καὶ εἰσέλθῃς καὶ σου, δια να ζήσης ευτυχής, να
κληρονομήσῃς τὴν γῆν τὴν εισέλθης ασφαλής και να
ἀγαθήν, ἣν ὤμοσε Κύριος τοῖς κληρονομήσης δια παντός την
πατράσιν ὑμῶν, γην, την εύφορον και
πλουσίαν, την οποίαν ωρκίσθη
ο Κυριος στους προπάτοράς
σας,

19. ἐκδιῶξαι πάντας τοὺς 19. ότι θα σας την δώση και
ἐχθρούς σου πρὸ προσώπου θα εκδιώξη όλους τους
σου, καθὰ ἐλάλησε Κύριος. εχθρούς σας από εμπρός σας,
όπως ο Κυριος είπε.

20. Καὶ ἔσται ὅταν ἐρωτήσῃ 20. Οταν δε στο μέλλον, θα


σε ὁ υἱός σου αὔριον λέγων· σε ερωτήση ο υιός σου λέγων·
τί ἐστι τὰ μαρτύρια καὶ τὰ τι είναι αύται αι εντολαί, οι
δικαιώματα καὶ τὰ κρίματα, νόμοι και αι διατάξεις, όλα όσα
ὅσα ἐνετείλατο Κύριος ὁ Θεὸς Κυριος ο Θεός μας διατάσσει
ἡμῶν ἡμῖν; ημάς;

21. καὶ ἐρεῖς τῷ υἱῷ σου· 21. Συ θα απαντήσης στο


οἰκέται ἦμεν τῷ Φαραὼ ἐν γῇ παιδί σου. Υπήρξαμεν δούλοι
Αἰγύπτῳ, καὶ ἐξήγαγεν ἡμᾶς του Φαραώ εις την χώραν της
Κύριος ἐκεῖθεν ἐν χειρὶ Αιγύπτου, και ο Κυριος μας
κραταιᾷ καὶ ἐν βραχίονι έβγαλεν ελευθέρους από εκεί,
ὑψηλῷ. με την παντοδύναμον δεξιάν
Του και την μεγαλειώδη ισχύν
του.

22. καὶ ἔδωκε Κύριος σημεῖα 22. Εκαμε τότε ο Κυριος


καὶ τέρατα μεγάλα καὶ πονηρὰ θαύματα καταπληκτικά,
ἐν Αἰγύπτῳ ἐν Φαραὼ καὶ ἐν θαύματα μεγάλα και φοβερά
τῷ οἴκῳ αὐτοῦ ἐνώπιον ἡμῶν· δια τους Αιγυπτίους, δια τον
Φαραώ και τον οίκον του,
εμπρός εις τα μάτια μας.
23. καὶ ἡμᾶς ἐξήγαγεν ἐκεῖθεν 23. Μας έβγαλε από εκεί
δοῦναι ἡμῖν τὴν γῆν ταύτην, ελευθέρους, δια να μας δώση
ἣν ὤμοσε δοῦναι τοῖς την χώραν αυτήν, την οποίαν
πατράσιν ἡμῶν. ωρκίσθη στους προπάτοράς
μας ότι θα μας έδιδε.

24. καὶ ἐνετείλατο ἡμῖν Κύριος 24. Μας διέταξε δε ο Κυριος


ποιεῖν πάντα τὰ δικαιώματα να τηρούμεν όλους αυτούς
ταῦτα φοβεῖσθαι Κύριον τὸν τους νόμους, να φοβούμεθα
Θεὸν ἡμῶν, ἵνα εὖ ᾖ ἡμῖν Κυριον τον Θεόν μας, δια να
πάσας τὰς ἡμέρας, ἵνα ζῶμεν είμεθα ευτυχείς όλας τας
ὥσπερ καὶ σήμερον. ημέρας της ζωής μας και να
ζώμεν, όπως σήμερον,
ασφαλείς κάτω από την
προστασίαν του.

25. καὶ ἐλεημοσύνη ἔσται 25. Το δε έλεος του Κυρίου θα


ἡμῖν, ἐὰν φυλασσώμεθα ποιεῖν είναι πάντοτε μαζή μας, εάν
πάσας τὰς ἐντολὰς ταύτας φροντίζωμεν και
ἐναντίον Κυρίου τοῦ Θεοῦ προσπαθούμεν να τηρούμεν
ἡμῶν, καθὰ ἐνετείλατο ἡμῖν. όλας αυτάς τας ε ντολάς,
ενώπιον Κυρίου του Θεού
ημών, όπως μας διέταξε.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 (ζ)

Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ.


Κολιτσάρα

1. ΕΑΝ δὲ εἰσάγῃ σε Κύριος ὁ 1. Οταν δε Κυριος ο Θεός σου


Θεός σου εἰς τὴν γῆν, εἰς ἣν σε εισαγάγη εις την χώραν,
εἰσπορεύῃ ἐκεῖ κληρονομῆσαι προς την οποίαν τώρα
αὐτήν, καὶ ἐξάρῃ ἔθνη μεγάλα πορεύεσαι, δια να την
ἀπὸ προσώπου σου, τὸν κληρονομήσης ως ιδικήν σου,
Χετταῖον καὶ Γεργεσσαῖον καὶ και εκβάλη από εμπρός σου
᾿Αμορραῖον καὶ Χαναναῖον καὶ έθνη μεγάλα, τους Χετταίους,
Φερεζαῖον καὶ Εὐαῖον καὶ τους Γεργεσαίους, τους
᾿Ιεβουσαῖον, ἑπτὰ ἔθνη πολλὰ Αμορραίους, τους Χαναναίους,
καὶ ἰσχυρότερα ὑμῶν, τους Φερεζαίους, τους
Ευαίους και τους Ιεβουσαίους,
επτά έθνη πολυαριθμότερα και
ισχυρότερα από σας

2. καὶ παραδώσει αὐτοὺς 2. και θα παραδώση αυτούς


Κύριος ὁ Θεός σου εἰς τὰς Κυριος ο Θεός σου εις τα
χεῖράς σου καὶ πατάξεις χέρια σου, θα κτυπήσης
αὐτούς, ἀφανισμῷ ἀφανιεῖς αυτούς, θα τους εξαφανίσης
αὐτούς, οὐ διαθήσῃ πρὸς τελείως, δεν θα συνάψης
αὐτοὺς διαθήκην, οὐδὲ μὴ καμμίαν συνθήκην μαζή των
ἐλεήσητε αὐτούς, και δεν θα τους λυπηθήτε
καθόλου.
3. οὐδὲ μὴ γαμβρεύσητε πρὸς 3. Δεν θα έλθετε εις γάμους
αὐτούς· τὴν θυγατέρα σου οὐ μαζή των. Ούτε την θυγατέρα
δώσεις τῷ υἱῷ αὐτοῦ, καὶ τὴν σου θα δώσης ως σύζυγον
θυγατέρα αὐτοῦ οὐ λήψῃ τῷ στον υιόν κάποιου από
υἱῷ σου· αυτούς, ούτε την θυγατέρα
εκείνου θα πάρης ως νύμφην
δια τον υιόν σου.

4. ἀποστήσει γὰρ τὸν υἱόν 4. Διότι η αλλοεθνής νύμφη


σου ἀπ᾿ ἐμοῦ, καὶ λατρεύσει θα απομακρύν τον υιόν σου
θεοῖς ἑτέροις, καὶ από εμέ και θα λατρεύση
ὀργισθήσεται θυμῷ Κύριος εἰς αυτός άλλους θεούς, οπότε θα
ὑμᾶς καὶ ἐξολοθρεύσει σε τὸ οργισθή πολύ ο Κυριος
τάχος. εναντίον σας και θα σε
εξολοθρεύση το ταχύτερον.

5. ἀλλ᾿ οὕτω ποιήσετε αὐτοῖς· 5. Αλλά και αυτά ακόμη θα


τοὺς βωμοὺς αὐτῶν καθελεῖτε πράξης εναντίον των
καὶ τὰς στήλας αὐτῶν ειδωλολατρών αλλοεθνών· Θα
συντρίψετε καὶ τὰ ἄλση αὐτῶν κρημνίσετε τους βωμούς των,
ἐκκόψετε καὶ τὰ γλυπτὰ τῶν θα συντρίψετε τας
θεῶν αὐτῶν κατακαύσετε ειδωλολατρικάς των στήλας,
πυρί· θα κατακάψετε τα ιερά δάση
των και θα κάψετε εις την
φωτιά τα ξυλόγλυπτα
αγάλματά των.

6. ὅτι λαὸς ἅγιος εἶ Κυρίῳ τῷ 6. Διότι συ εν αντιθέσει προς


Θεῷ σου, καὶ σὲ προείλετο εκείνους είσαι λαός άγιος,
Κύριος ὁ Θεός σου εἶναι αὐτῷ αφιερωμένος στον Κυριον και
λαὸν περιούσιον παρὰ πάντα Θεόν σου. Κυριος ο Θεός σου
τὰ ἔθνη, ὅσα ἐπὶ προσώπου σε εξέλεξεν ανάμεσα από όλα
τῆς γῆς. τα άλλα έθνη της γης να είσαι
ιδική του εκλεκτή περιουσία.

7. οὐχ ὅτι πολυπληθεῖτε παρὰ 7. Σας εξέλεξε δε ο Κυριος


πάντα τὰ ἔθνη, προείλετο ανάμεσα από όλα τα άλλα
Κύριος ὑμᾶς καὶ ἐξελέξατο έθνη, όχι διότι είσθε
Κύριος ὑμᾶς, ὑμεῖς γάρ ἐστε πολυάριθμοι, τουναντίον είσθε
ὀλιγοστοὶ παρὰ πάντα τὰ ολιγάριθμοι εν συγκρίσει προς
ἔθνη, όλα τα αλλά έθνη,

8. ἀλλὰ παρὰ τὸ ἀγαπᾶν 8. αλλά διότι σας αγαπά ο


Κύριον ὑμᾶς καὶ διατηρῶν τὸν Κυριος και διότι τηρεί τον
ὅρκον, ὃν ὤμοσε τοῖς όρκον, τον οποίον έδωσεν
πατράσιν ὑμῶν, ἐξήγαγεν στους προπάτοράς σας. Ο
ὑμᾶς Κύριος ἐν χειρὶ κραταιᾷ Κυριος σας έβγαλεν
καὶ βραχίονι ὑψηλῷ καὶ ελευθέρους με την
ἐλυτρώσατό σε Κύριος ἐξ παντοδύναμον αυτού δεξιάν
οἴκου δουλείας, ἐκ χειρὸς και την ακατανίκητον δύναμίν
Φαραὼ βασιλέως Αἰγύπτου. του και σας απήλλαξεν από
την χώραν της δουλείας, από
τα χέρια του Φαραώ, του
βασιλέως της Αιγύπτου.
9. καὶ γνώσῃ ὅτι Κύριος ὁ 9. Από όλα αυτά, και από όσα
Θεός σου, οὗτος Θεός, Θεὸς άλλα θα κάμη προς χάριν σου
πιστός, ὁ φυλάσσων διαθήκην ο Θεός, θα μάθης, ότι Κυριος
καὶ ἔλεος τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτὸν ο Θεός σου αυτός είναι ο
καὶ τοῖς φυλάσσουσι τὰς αληθινός Θεός, Θεός
ἐντολὰς αὐτοῦ εἰς χιλίας αξιόπιστος, ο οποίος τηρεί την
γενεὰς υπόσχεσίν του και εκδηλώνει
το έλεός του εις αυτούς που
τον αγαπούν και τηρούν τας
εντολάς του μέχρι χιλίων
γενεών.

10. καὶ ἀποδιδοὺς τοῖς μισοῦσι 10. Αλλά είναι και Θεός
κατὰ πρόσωπον ἐξολοθρεῦσαι δίκαιος, ο οποίος ανταποδίδει
αὐτούς· καὶ οὐχὶ βραδυνεῖ τοῖς προσωπικώς στους μισούντας
μισοῦσι, κατὰ πρόσωπον αυτόν και αμετανοήτους κατά
ἀποδώσει αὐτοῖς. τα έργα αυτών και
εξολοθρεύει αυτούς. Δεν θα
βραδύνη δε να τιμωρήση
προσωπικώς τους μισούντας
αυτόν και να ανταποδώση εις
αυτούς κατά τα έργα των.

11. καὶ φυλάξῃ τὰς ἐντολὰς 11. Λοιπόν, προσέξατε, ώστε


καὶ τὰ δικαιώματα καὶ τὰ να τηρήσετε τας εντολάς,
κρίματα ταῦτα, ὅσα ἐγὼ τους νόμους και τας διατάξεις
ἐντέλλομαί σοι σήμερον αυτάς, όλα όσα εγώ εκ μέρους
ποιεῖν. του Θεού σας διατάσσω
σήμερον να πράττετε.

12. Καὶ ἔσται ἡνίκα ἂν 12. Εάν δε σεις ακούσετε με


ἀκούσητε τὰ δικαιώματα προσοχήν τας εντολάς αυτάς
ταῦτα καὶ φυλάξητε καὶ και φροντίσετε, ώστε να τας
ποιήσητε αὐτά, καὶ διαφυλάξει τηρήτε, θα τηρήση και Κυριος
Κύριος ὁ Θεός σού σοι τὴν ο Θεός σας την υπόσχεσίν του
διαθήκην καὶ τὸ ἔλεος, ὃ και το έλεός του που ωρκίσθη
ὤμοσε τοῖς πατράσιν ὑμῶν, στους προπάτοράς σας.

13. καὶ ἀγαπήσει σε καὶ 13. Θα σε αγαπήση ο Κυριος,


εὐλογήσει σε καὶ πληθυνεῖ σε θα σε ευλογήση, θα σε
καὶ εὐλογήσει τὰ ἔκγονα τῆς πληθύνη, θα ευλογήση τα
κοιλίας σου καὶ τὸν καρπὸν παιδιά σου και τα προϊόντα
τῆς γῆς σου, τὸν σῖτόν σου της χώρας σου, το σιτάρι σου,
καὶ τὸν οἶνόν σου καὶ τὸ το κρασί σου, το λάδι σου, τα
ἔλαιόν σου, τὰ βουκόλια τῶν κοπάδια των βοών σου, τα
βοῶν σου καὶ τὰ ποίμνια τῶν κοπάδια των προβάτων σου
προβάτων σου ἐπὶ τῆς γῆς, ἧς εις την χώραν, την οποίαν ο
ὤμοσε Κύριος τοῖς πατράσι Κυριος ωρκίσθη στους
σου δοῦναί σοι. προπάτοράς σου, ότι θα δώση
εις σέ.
1 4 . εὐ λο γη τό ς ἔσῃ π αρὰ 14. Θα είσαι ευλογημένος
πάντα τὰ ἔθνη· οὐκ ἔσται ἐν περισσότερον από όλα τα
ὑμῖν ἄγονος οὐδὲ στεῖρα καὶ άλλα έθνη. Κανένας άνδρας
ἐν τοῖς κτήνεσί σου. από σας δεν θα είναι άγονος
και καμμιά γυνή δεν θα είναι
στείρα. Το ίδιο θα συμβή και
εις τα ζώα σου· δεν θα υπάρξη
εις αυτά στειρότης.

15. καὶ περιελεῖ Κύριος ὁ Θεός 15. Θα αφαιρέση και θα


σου ἀπὸ σοῦ πᾶσαν μαλακίαν· απομακρύνη Κυριος ο Θεός
καὶ πάσας νόσους Αἰγύπτου από σε και κάθε αδιαθεσίαν
τὰς πονηράς, ἃς ἑώρακας, καὶ ακόμη. Από όλας τας
ὅσα ἔγνως, οὐκ ἐπιθήσει ἐπὶ ασθενείας της Αιγύπτου, τας
σὲ καὶ ἐπιθήσει αὐτὰ ἐπὶ βαρείας και σκληράς που είδες
πάντας τοὺς μισοῦντάς σε. και εγνώρισες, καμμίαν δεν θα
σου στείλη ο Θεός. Θα τας
επιρρίψη όμως εις εκείνους, οι
οποίοι σε μισούν.

16. καὶ φαγῇ πάντα τὰ σκῦλα 16. Συ θα απολαύσης τα


τῶν ἐθνῶν, ἃ Κύριος ὁ Θεός λάφυρα των εθνών, τα οποία
σου δίδωσί σοι· οὐ φείσεται ὁ ο Κυριος σου δίδει. Πρόσεξε
ὀφθαλμός σου ἐπ᾿ αὐτοῖς, καὶ όμως· δεν θα λυπηθή το μάτι
οὐ μὴ λατρεύσῃς τοῖς θεοῖς σου αυτούς και δεν θα
αὐτῶν, ὅτι σκῶλον τοῦτό ἐστί λατρεύσης τους θεούς των,
σοι. διότι άλλως, θα αποβή αυτό
πρόσκομμα και συμφορά εις
σέ.

17. ἐὰν δὲ λέγῃς ἐν τῇ διανοίᾳ 17. Εάν είπης κατά νουν, ότι
σου, ὅτι πολὺ τὸ ἔθνος τοῦτο το εχθρικον αυτό έθνος είναι
ἢ ἐγώ, πῶς δυνήσομαι πολυαριθμότερον από εμέ και
ἐξολοθρεῦσαι αὐτούς; πως θα ημπορέσω εγώ να
τους εξολοθρεύσω;

18. οὐ φοβηθήσῃ αὐτούς· 18. Μη τους φοβηθής !


μνείᾳ μνησθήσῃ ὅσα ἐποίησε Επανάφερε ζωηρά εις την
Κύριος ὁ Θεός σου τῷ Φαραὼ μνήμην σου, όσα έκαμε
καὶ πᾶσι τοῖς Αἰγυπτίοις, Κυριος ο Θεός σου στον
Φαραώ και και εις όλους τους
Αιγυπτίους, οι οποίοι, φυσικά,
ήσαν ασυγκρίτως
πολυαριθμότεροι από σέ.
19. τοὺς πειρασμοὺς τοὺς 19. Ενθυμήσου τας μεγάλας
μεγάλους, οὓς εἴδοσαν οἱ τιμωρίας, που είδον οι
ὀφθαλμοί σου, τὰ σημεῖα καὶ οφθαλμοί σου, τα
τὰ τέρατα τὰ μεγάλα ἐκεῖνα, καταπληκτικά και μεγάλα
τὴν χεῖρα τὴν κραταιὰν καὶ εκείνα σημεία και τέρατα, την
τὸν βραχίονα τὸν ὑψηλόν, ὡς παντοδύναμον δεξιάν του
ἐξήγαγέ σε Κύριος ὁ Θεός Κυρίου και την ακατανίκητον
σου, οὕτω ποιήσει Κύριος ὁ δύναμίν του, όταν Κυριος ο
Θεὸς ὑμῶν πᾶσι τοῖς ἔθνεσιν, Θεός σου, ελεύθερον σε
οὓς σὺ φοβῇ ἀπὸ προσώπου έβγαλε από την Αίγυπτον. Τα
αὐτῶν. ίδια και τώρα θα κάμη
εναντίον όλων των
ειδωλολατρικών και εχθρικών
προς σε εθνών, ενώπιον των
οποίων συ σήμερον φοβείσαι.

20. καὶ τὰς σφηκίας ἀποστελεῖ 20. Και σμήνη ακόμη από
Κύριος ὁ Θεός σου εἰς αὐτούς, σφήκας θα αποστείλη Κυριος
ἕως ἂν ἐκτριβῶσιν οἱ ο Θεός σου εναντίον αυτών,
καταλελειμμένοι καὶ οἱ μέχρις ότου συντριβούν και
κεκρυμμένοι ἀπὸ σοῦ. εξαφανισθούν, όσοι θα έχουν
γλυτώσει από την μάχην και
θα έχουν κρυβή από τα μάτια
σου.

21. οὐ τρωθήσῃ ἀπὸ 21. Συ δε ούτε καν θα


προσώπου αὐτῶν, ὅτι Κύριος πληγωθής από αυτούς, διότι
ὁ Θεός σου ἐν σοί, Θεὸς μέγας Κυριος ο Θεός σου είναι μαζί
καὶ κραταιός, σου, είναι μεταξύ σας, ο Θεός
ο μέγας και παντοδύναμος.

22. καὶ καταναλώσει Κύριος ὁ 22. Κυριος ο Θεός σου θα


Θεός σου τὰ ἔθνη ταῦτα ἀπὸ καταστρέψη και θα εξαφανίση
προσώπου σου κατὰ μικρὸν ολίγον κατ' ολίγον τα έθνη
μικρόν· οὐ δυνήσῃ αυτά από εμπρός σου. Δεν θα
ἐξαναλῶσαι αὐτοὺς τὸ τάχος, ημπορέσης, και δεν πρέπει, να
ἵνα μὴ γένηται ἡ γῆ ἔρημος καὶ εξαφανίσης αυτούς ταχέως,
πληθυνθῇ ἐπὶ σὲ τὰ θηρία τὰ δια να μη μείνη έρημος και
ἄγρια. ακατοίκητος η χώρα από
ανθρώπους και πληθυνθούν
τα άγρια θηρία εναντίον σου.

23. καὶ παραδώσει αὐτοὺς 23. Αυτούς Κυριος ο Θεός σου


Κύριος ὁ Θεός σου εἰς τὰς θα τους παραδώση εις τα
χεῖράς σου καὶ ἀπολεῖς αὐτοὺς χέρια σου και θα καταστρέφης
ἀπωλείᾳ μεγάλῃ, ἕως ἂν αυτούς ολοκληρωτικώς, μέχρις
ἐξολοθρεύσητε αὐτούς. ότου εξολοθρευθούν και
εξαφανισθούν πλήρως.
24. καὶ παραδώσει τοὺς 24. Ο Θεός θα παραδώση εις
βασιλεῖς αὐτῶν εἰς τὰς χεῖρας τα χέρια σας τους βασιλείς
ὑμῶν, καὶ ἀπολεῖται τὸ ὄνομα των εθνών αυτών, θα τους
αὐτῶν ἐκ τοῦ τόπου ἐκείνου· εξοντώσετε, ώστε να χαθούν
οὐκ ἀντιστήσεται οὐδεὶς κατὰ και τα ονόματα αυτών από
πρόσωπόν σου, ἕως ἂν τον τόπον, όπου εβασίλευον.
ἐξολοθρεύσῃς αὐτούς. Κανείς δεν θα ημπορέση να
αντισταθή απέναντί σας,
μέχρις ότου τους
εξολοθρεύσετε όλους.

25. τὰ γλυπτὰ τῶν θεῶν 25. Τα αγάλματα των θεών


αὐτῶν καύσετε πυρί· οὐκ των θα τα παραδώσετε στο
ἐπιθυμήσεις ἀργύριον οὐδὲ πυρ, δια να καούν. Δεν θα
χρυσίον ἀπ᾿ αὐτῶν σὺ λήψῃ επιθυμήσης και δεν θα πάρης
σεαυτῷ, μὴ πταίσῃς δι᾿ αὐτό, δια τον εαυτόν σου το
ὅτι βδέλυγμα Κυρίῳ τῷ Θεῷ χρυσίον και το αργύριον από
σού ἐστι· αυτά. Μη θελήσης να
αμαρτήσης λαμβάνων το
χρυσίον αυτό, διότι είναι πολύ
μισητόν ενώπιον Κυρίου του
Θεού σου.

26. καὶ οὐκ εἰσοίσεις βδέλυγμα 26. Τέτοια βδελύγματα δεν θα


εἰς τὸν οἶκόν σου καὶ ἀνάθεμα εισαγάγης στο σπίτι σου, διότι
ἔσῃ ὥσπερ τοῦτο· άλλως θα είσαι και συ
προσοχθίσματι προσοχθιεῖς καὶ αναθεματισμένος, όπως και
βδελύγματι βδελύξῃ, ὅτι εκείνο. Θα το αποστρέφεσαι
ἀνάθημά ἐστι. με όλην σου την δύναμιν και
θα αισθάνεσαι κάθε
βδελυγμίαν εναντίον των
αγαλμάτων αυτών, διότι είναι
κατηραμένα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 (η)

Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ.


Κολιτσάρα

1. ΠΑΣΑΣ τὰς ἐντολάς, ἃς ἐγὼ 1. Ολας αυτάς τας εντολάς,


ἐντέλλομαι ὑμῖν σήμερον, τας οποίας εγώ σήμερον σας
φυλάξεσθε ποιεῖν, ἵνα ζῆτε καὶ δίδω φροντίσατε να τας
πολυπλασιασθῆτε καὶ τηρήσετε, δια να ζήτε
εἰσέλθητε καὶ κληρονομήσητε ασφαλείς και μακροχρόνιοι και
τὴν γῆν, ἣν ὤμοσε Κύριος ὁ να πολλαπλασιασθήτε, να
Θεὸς ὑμῶν τοῖς πατράσιν εισέλθετε και να
ὑμῶν. κληρονομήσετε ως ιδικήν σας
την χώραν, την οποίαν Κυριος
ο Θεός σας ωρκίσθη στους
προπάτοράς σας, ότι θα δώση
εις σας.
2. καὶ μνησθήσῃ πᾶσαν τὴν 2. Θα ενθυμήσθε όλην την
ὁδόν, ἣν ἤγαγέ σε Κύριος ὁ πορείαν, κατά την οποίαν ο
Θεός σου ἐν τῇ ἐρήμῳ, ὅπως Κυριος και Θεός σας σας
ἂν κακώσῃ σε καὶ πειράσῃ σε ωδηγούσε δια μέσου της
καὶ διαγνωσθῇ τὰ ἐν τῇ καρδίᾳ ερήμου δια να σας
σου, εἰ φυλάξῃ τὰς ἐντολὰς ταλαιπωρήση παιδαγωγικώς
αὐτοῦ ἢ οὔ. και σας υποβάλη εις
δοκιμασίας, δια να
φανερωθούν έτσι αι διαθέσεις
της καρδίας σας, εάν δηλαδή
θα είχατε την απόφασιν να
τηρήσετε η όχι τας εντολάς
του.

3. καὶ ἐκάκωσέ σε καὶ 3. Σας εταλαιπώρησε, σας


ἐλιμαγχόνησέ σε καὶ ἐψώμισέ αφήκε να πεινάσετε και
σε τὸ μάννα, ὃ οὐκ ᾔδεισαν οἱ κατόπιν σας έδωσε ως
πατέρες σου, ἵνα ἀναγγείλῃ καθημερινόν σας ψωμί το
σοι, ὅτι οὐκ ἐπ᾿ ἄρτῳ μόνῳ μάννα, το οποίον δεν
ζήσεται ὁ ἄνθρωπος, ἀλλ᾿ ἐπὶ εγνώριζαν οι προπάτορές σας,
παντὶ ρήματι τῷ δια να διδάξη εις σας, ότι δέιν
ἐκπορευομένῳ διὰ στόματος ζη ο άνθρωπος μόνον με τον
Θεοῦ ζήσεται ὁ ἄνθρωπος. συνήθη άρτον,άλλα ζη και με
κάθε λόγον, ο οποίος
εξέρχεται από το στόμα του
Θεού (με θαύματα δηλαδή
που κάνει ο Θεός).

4. τὰ ἱμάτιά σου οὐκ 4. Και ιδού ότι επί


ἐπαλαιώθη ἀπὸ σοῦ, τὰ τεσσαράκοντα έτη τα
ὑποδήματά σου οὐ κατετρίβη ενδύματά σας και τα
ἀπὸ σοῦ, οἱ πόδες σου οὐκ υποδήματά σας δεν
ἐτυλώθησαν, ἰδοὺ επάληωσαν και δεν
τεσσαράκοντα ἔτη. εφθάρησαν, τα δε πόδια σας
δεν έκαμαν κάλους.

5. καὶ γνώσῃ τῇ καρδίᾳ σου 5. Από όλα αυτά θα μάθετε,


ὅτι ὡς εἴ τις ἄνθρωπος ότο, όπως ένας πατέρας θα
παιδεύσῃ τὸν υἱὸν αὐτοῦ, παιδαγωγήση τα παιδί του δια
οὕτω Κύριος ὁ Θεός σου μέσου διαφόρων δοκιμασιών,
παιδεύσει σε, έτσι και Κυριος ο Θεός σας δια
των θλίψεων θα σας
παιδαγωγήση.

6. καὶ φυλάξῃ τὰς ἐντολὰς 6. Αυτά έχοντες υπ' όψει, θα


Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου φυλάξετε τας εντολάς Κυρίου
πορεύεσθαι ἐν ταῖς ὁδοῖς του Θεού σας, ώστε να
αὐτοῦ καὶ φοβεῖσθαι αὐτόν· πορεύεσθε την οδόν των
εντολών του και να φοβείσθε
αυτόν.
7. ὁ γὰρ Κύριος ὁ Θεός σου 7. Διότι Κυριος ο Θεός σας θα
εἰσάξει σε εἰς γῆν ἀγαθὴν καὶ σας εισαγάγη εις την γην, την
πολλήν, οὗ χείμαρροι ὑδάτων εύφορον και μεγάλην, όπου
καὶ πηγαὶ ἀβύσσων υπάρχουν άφθονα ύδατα
ἐκπορευόμεναι διὰ τῶν πεδίων χειμάρρων και πηγαί
καὶ διὰ τῶν ὀρέων· αναβλύζουσαι από τα έγκατα
της γης, των οποίων τα ύδατα
θα ρέουν δια μέσου των
πεδιάδων και επάνω ακόμη εις
τα όρη.

8. γῆ πυροῦ καὶ κριθῆς, 8. Η γη αυτή παράγει σίτον


ἄμπελοι, συκαῖ, ροαί, γῆ και κριθήν, έχει αμπέλους,
ἐλαίας ἐλαίου καὶ μέλιτος· συκιές και ροδιές· είναι γη της
εληάς, του λαδιού και του
μέλιτος.

9. γῆ, ἐφ᾿ ἧς οὐ μετὰ 9. Χωρα, επί της οποίας δεν


πτωχείας φαγῇ τὸν ἄρτον σου θα τρώγετε ολιγοστόν τον
καὶ οὐκ ἐνδεηθήσῃ ἐπ᾿ αὐτῆς άρτον σας και δεν θα
οὐδέν· γῆ, ἧς οἱ λίθοι σίδηρος, στερηθήτε τίποτε από αυτήν.
καὶ ἐκ τῶν ὀρέων αὐτῆς Είναι χώρα, της οποίας οι λίθοι
μεταλλεύσεις χαλκόν· είναι ωσάν σίδηρος και από τα
όρη αυτής θα βγάνετε
μεταλλεύματα χαλκού.

10. καὶ φαγῇ καὶ ἐμπλησθήσῃ 10. Θα φάτε και θα χορτάσετε


καὶ εὐλογήσεις Κύριον τὸν και θα δοξολογήσετε Κυριον
Θεόν σου ἐπὶ τῆς γῆς τῆς τον Θεόν σας, εγκατεστημένοι
ἀγαθῆς, ἧς δέδωκέ σοι. πλέον εις την εύφορον και
πλουσίαν αυτήν γην, την
οποίαν ο Κυριος σας έδωσε.

11. πρόσεχε σεαυτῷ, μὴ 11. Προσέχετε όμως στον


ἐπιλάθῃ Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου εαυτόν σας, μήπως τυχόν και
τοῦ μὴ φυλάξαι τὰς ἐντολὰς λησμονήσετε Κυριον τον Θεόν
αὐτοῦ καὶ τὰ κρίματα καὶ τὰ σας και δεν τηρήσετε τας
δικαιώματα αὐτοῦ, ὅσα ἐγὼ εντολάς αυτού, τας διατάξεις
ἐντέλλομαί σοι σήμερον, και τους νόμους του, όσα εγώ
σήμερον σας παραγγέλλω.

12. μὴ φαγὼν καὶ ἐμπλησθεὶς 12. Προσέχετε, μήπως, αφού


καὶ οἰκίας καλὰς οἰκοδομήσας φάγετε καλά και χορτασθήτε
καὶ κατοικήσας ἐν αὐταῖς και οικοδομήσετε ωραίας και
ανέτους οικίας και
εγκατασταθήτε εις αυτάς,

13. καὶ τῶν βοῶν σου καὶ τῶν 13. πολλαπλασιασθούν δε τα


προβάτων σου πληθυνθέντων βόδια σας και τα πρόβατά σας,
σοι, ἀργυρίου καὶ χρυσίου πληθυνθή το αργύριον και το
πληθυνθέντος σοι καὶ πάντων, χρυσάφι σας και γενικώς
ὅσων σοι ἔσται, αυξηθούν όλα τα υπάρχοντά
πληθυνθέντων σοι, σου,
14. ὑψωθῇς τῇ καρδίᾳ καὶ 14. μήπως τυχόν και
ἐπιλάθῃ Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου υπερηφανευθή η καρδία σας
τοῦ ἐξαγαγόντος σε ἐκγῆς και λησμονήσετε Κυριον τον
Αἰγύπτου, ἐξ οἴκου δουλείας, Θεόν σας, ο οποίος σας
ηλευθέρωσε από την
Αίγυπτον, την χώραν αυτήν
της δουλείας,

15. τοῦ ἀγαγόντος σε διὰ τῆς 15. σας ωδήγησε δια μέσου
ἐρήμου τῆς μεγάλης καὶ τῆς της μεγάλης εκείνης και
φοβερᾶς ἐκείνης, οὗ ὄφις φοβεράς ερήμου, όπου τα
δάκνων καὶ σκορπίος καὶ δίψα, δηλητηριώδη φίδια και οι
οὗ οὐκ ἦν ὕδωρ, τοῦ σκορπιοί και η δίψα, εις τας
ἐξαγαγόντος σοι ἐκ πέτρας περιοχάς που δεν υπήρχε
ἀκροτόμου πηγὴν ὕδατος, ύδωρ· προσέχετε μήπως
λησμονήσετε τον Θεόν, ο
οποίος έβγαλε από
απόκρημνον βράχον πλουσίαν
πηγήν ύδατος·

16. τοῦ ψωμίσαντός σε τὸ 16. τον Θεόν, ο οποίος αντί


μάννα ἐν τῇ ἐρήμῳ, ὃ οὐκ άρτου σας έδωσε εις την
ᾔδεις σὺ καὶ οὐκ ᾔδεισαν οἱ έρημον το μάννα, το οποίον
πατέρες σου, ἵνα κακώσῃ σε ούτε σεις ούτε οι πρόγονοί
καὶ ἐκπειράσῃ σε καὶ εὖ σε σας εγνωρίσατε, και σας
ποιήσῃ ἐπ᾿ ἐσχάτων τῶν έστειλε δσκιμασίας, δια να σας
ἡμερῶν σου. θλίψη και καταρτίση, έπειτα
δε κατά τους τελευταίους
τούτους καιρούς, να σας
ευλογήση.

17. μὴ εἴπῃς ἐν τῇ καρδίᾳ 17. Προσέξατε μήπως τυχόν


σου· ἡ ἰσχύς μου καὶ τὸ και πήτε κατά διάνοιαν· Η
κράτος τῆς χειρός μου ἐποίησέ ισχύς μου και η δύναμις της
μοι τὴν δύναμιν τὴν μεγάλην χειρός μου, μου προσεπόρισαν
ταύτην· την μεγάλην αυτήν ευημερίαν.

18. καὶ μνησθήσῃ Κυρίου τοῦ 18. Αλλά πρέπει να ενθυμήσθε


Θεοῦ σου, ὅτι αὐτός σοι Κυριον τον Θεόν σας, διότι
δίδωσιν ἰσχὺν τοῦ ποιῆσαι αυτός σας έδωκε την δύναμιν
δύναμιν καὶ ἵνα στήσῃ τὴν να αποκτήσετε τα πλούσια
διαθήκην αὐτοῦ, ἣν ὤμοσε αυτά αγαθά, δια να τηρήση
Κύριος τοῖς πατράσι σου, ὡς την υπόσχεσίν του, που είχε
σήμερον. δώσει με όρκον στους
προπάτοράς σας, πράγμα το
οποίον και έκαμε σήμερον.

19. καὶ ἔσται ἐὰν λήθῃ 19. Εάν όμως λησμονήσετε


ἐπιλάθῃ Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου Κυριον τον Θεόν σας,
καὶ πορευθῇς ὀπίσω θεῶν εκτραπήτε δε οπίσω άλλων
ἑτέρων καὶ λατρεύσῃς αὐτοῖς ψευδών θεών και λατρεύσετε
καὶ προσκυνήσῃς αὐτοῖς, αυτούς και προσκυνήσετε
διαμαρτύρομαι ὑμῖν σήμερον αυτούς, σας διαβεβαιώνω
τόν τε οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν, σήμερον ενώπιον του
ὅτι ἀπωλείᾳ ἀπολεῖσθε· ουρανού και της γης, ότι θα
υποστήτε πανωλεθρίαν.
20. καθὰ καὶ τὰ λοιπὰ ἔθνη, 20. Οπως Κυριος ο Θεός
ὅσα Κύριος ὁ Θεὸς ἀπολλύει καταστρέφει σήμερον από
πρὸ προσώπου ὑμῶν, οὕτως εμπρός σας τα αλλά έθνη δια
ἀπολεῖσθε, ἀνθ᾿ ὧν οὐκ τας αμαρτίας των, έτσι και
ἠκούσατε τῆς φωνῆς Κυρίου σεις θα καταστραφήτε, διότι
τοῦ Θεοῦ ὑμῶν. δεν ηκούσατε τα λόγια Κυρίου
του Θεού σας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 (θ)

Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ.


Κολιτσάρα

1. ΑΚΟΥΕ, ᾿Ισραήλ· σὺ 1. Ακουσε, λαέ του Ισραήλ,


διαβαίνεις σήμερον τὸν θα διαβής κατά τον χρόνον
᾿Ιορδάνην εἰσελθεῖν αυτόν τον Ιορδάνην, θα
κληρονομῆσαι ἔθνη μεγάλα εισέλθης εις την γην της
καὶ ἰσχυρότερα μᾶλλον ἢ Επαγγελίας δια να γίνης κύριος
ὑμεῖς, πόλεις μεγάλας καὶ και κληρονόμος λαών μεγάλων
τειχήρεις ἕως τοῦ οὐρανοῦ, κατά πολύ ισχυροτέρων από
σέ, πόλεων μεγάλων, των
οποίων τα οχυρά τείχη
φθάνουν έως τον ουρανόν.

2. λαὸν μέγαν καὶ πολὺν καὶ 2. Θα κυριεύσετε λαόν


εὐμήκη, υἱοὺς ᾿Ενάκ, οὓς σὺ ισχυρόν πολυάριθμον,
οἶσθα καὶ σὺ ἀκήκοας· τίς ανθρώπους μεγάλου
ἀντιστήσεται κατὰ πρόσωπον αναστήματος, τους απογόνους
υἱῶν ᾿Ενάκ; Ενάκ, τους οποίους γνωρίζεις
και έχεις ακούσει να λέγεται δι'
αυτούς· “ποιός ημπορεί να
αντισταθή εμπρός στους
Ενακίτας;”

3. καὶ γνώσῃ σήμερον, ὅτι 3. Θα μάθης όμως σήμερον,


Κύριος ὁ Θεός σου, οὗτος ότι Κυριος ο Θεός σου θα
προπορεύσεται πρὸ προσώπου προχωρή εμπρός από σέ,
σου· πῦρ καταναλίσκον ἐστίν· ωσάν καταστρεπτικόν πυρ δια
οὗτος ἐξολοθρεύσει αὐτούς, τους εχθρούς σου. Αυτός θα
καὶ οὗτος ἀποστρέψει αὐτοὺς τους εξολοθρεύση. Αυτός θα
ἀπὸ προσώπου σου, καὶ τους τρέψη εις φυγήν από
ἀπολεῖ αὐτοὺς ἐν τάχει, εμπρός σου και ταχέως θα
καθάπερ εἶπέ σοι Κύριος. τους καταστρέψη, όπως σου
έχει υποσχεθή ο Κυριος.

4. μὴ εἴπῃς ἐν τῇ καρδίᾳ σου 4. Οταν όμως Κυριος ο Θεός


ἐν τῷ ἐξαναλῶσαι Κύριον τὸν σου συντρίψη και εξαφανίση
Θεόν σου τὰ ἔθνη ταῦτα πρὸ εμπρός από τα μάτια σου τα
προσώπου σου λέγων· διὰ τὰς έθνη αυτά, μη σου έλθη ποτέ
δικαιοσύνας μου εἰσήγαγέ με στον νουν η σκέψις και είπης·
Κύριος κληρονομῆσαι τὴν γῆν ο Κυριος με εισήγαγε, δια να
τὴν ἀγαθὴν ταύτην· καταλάβω ως κληροναμίαν
μου την εύφορον και
πλουσίαν αυτήν χώραν, ένεκα
των αρετών μου.
5. οὐχὶ διὰ τὴν δικαιοσύνην 5. Οχι δια τας αρετάς σου·
σου, οὐδὲ διὰ τὴν ὁσιότητα ούτε δια την αγνότητα και
τῆς καρδίας σου σὺ εἰσπορεύῃ ευσέβειαν της καρδίας σου
κληρονομῆσαι τὴν γῆν αὐτῶν, εισέρχεσαι συ να
ἀλλὰ διὰ τὴν ἀσέβειαν τῶν κληρονομήσης την χώραν
ἐθνῶν τούτων Κύριος αυτών των εθνών, αλλά δια
ἐξολοθρεύσει αὐτοὺς ἀπὸ την αθεράπευτον ασέβειαν
προσώπου σου καὶ ἵνα στήσῃ αυτών των εθνών, θα τα
τὴν διαθήκην αὐτοῦ, ἣν εξολοθρεύση ο Κυριος από
ὤμοσε Κύριος τοῖς πατράσιν εμπρός σου, δια να
ἡμῶν, τῷ ῾Αβραὰμ καὶ τῷ εκπληρώση και την υπόσχεσίν
᾿Ισαὰκ καὶ τῷ ᾿Ιακώβ. του, την οποίαν με όρκον
επεβεβαίωσεν στους
προπάτοράς μας, τον Αβραάμ,
τον Ισαάκ και τον Ιακώβ.

6. καὶ γνώσῃ σήμερον ὅτι οὐχὶ 6. Και θα μάθης σήμερον, ότι


διὰ τὰς δικαιοσύνας σου Κυριος ο Θεός σου σου
Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί σοι παραχωρεί την ευλογημένην
τὴν γῆν τὴν ἀγαθὴν ταύτην αυτήν γην ως κληρονομίαν,
κληρονομῆσαι, ὅτι λαὸς όχι δια τας αρετάς σου, διότι
σκληροτράχηλος εἶ. εις την πραγματικότητα και συ
είσαι λαός ανυπότακτος και
σκληρός.

7. μνήσθητι, μὴ ἐπιλάθῃ ὅσα 7. Ενθυμήσου, και ποτέ μη


παρώξυνας Κύριον τὸν Θεόν λησμονήσης, πόσον πολύ και
σου ἐν τῇ ἐρήμῳ· ἀφ᾿ ἧς πόσας φοράς παρώργισες
ἡμέρας ἐξήλθετε ἐξ Αἰγύπτου Κυριον τον Θεόν σου εις την
ἕως ἤλθετε εἰς τὸν τόπον έρημον. Από την ημέραν που
τοῦτον, ἀπειθοῦντες ανεχωρήσατε ελεύθεροι από
διετελεῖτε τὰ πρὸς Κύριον. την Αίγυπτον, μέχρις ότου
ήλθατε στον τόπον τούτον,
κατά συνέχειαν εφερθήκατε
με δυστροπίαν και απείθειαν
απέναντι του Κυρίου.

8. καὶ ἐν Χωρὴβ παρωξύνατε 8. Ιδιαιτέρως στο όρος Χωρήβ


Κύριον, καὶ ἐθυμώθη Κύριος παρωργίσατε πολύ τον Κυριον
ἐφ᾿ ὑμῖν ἐξολοθρεῦσαι ὑμᾶς, και ο Κυριος ηγανάκτησε
εναντίον σας, ώστε απεφάσισε
να σας εξολοθρεύση,

9. ἀναβαίνοντός μου εἰς τὸ 9. τότε που εγώ ανέβαινα στο


ὄρος λαβεῖν τὰς πλάκας τὰς όρος Σινά, δια να πάρω τας
λιθίνας, πλάκας διαθήκης, ἃς πλάκας της Διαθήκης, την
διέθετο Κύριος πρὸς ὑμᾶς. καὶ οποίαν συνήψε με σας ο
κατεγινόμην ἐν τῷ ὄρει Κυριος. Επί τεσσαράκοντα
τεσσαράκοντα ἡμέρας καὶ ημέρας και τεσσαράκοντα
τεσσαράκοντα νύκτας· ἄρτον νύκτας παρέμεινα στο όρος.
οὐκ ἔφαγον καὶ ὕδωρ οὐκ Αρτον εκεί δεν έφαγον και
ἔπιον. νερό δεν έπιον.
10. καὶ ἔδωκέ μοι Κύριος τὰς 10. Και μου έδωκε τότε ο
δύο πλάκας τὰς λιθίνας Κυριος τας δύο λιθίνας
γεγραμμένας ἐν τῷ δακτύλῳ πλάκας, γραμμένας με το
τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐπ᾿ αὐταῖς θείον του δάκτυλον. Επάνω
ἐγέγραπτο πάντες οἱ λόγοι, εις αυτάς ήσαν χαραγμέναι αι
οὓς ἐλάλησε Κύριος πρὸς ὑμᾶς εντολαί, τας οποίας ο Κυριος
ἐν τῷ ὄρει ἡμέρᾳ ἐκκλησίας· είπε προς σας στους πρόποδας
του όρους, κατά την ημέραν
της γενικής συγκεντρώσεώς
σας.

11. καὶ ἐγένετο διὰ 11. Μετά δεκτεσσάρα κοντά


τεσσαράκοντα ἡμερῶν καὶ διὰ ημέρας και τεσσαράκοντα
τεσσαράκοντα νυκτῶν ἔδωκε νύκτας μου έδωσεν ο Κυριος
Κύριος ἐμοὶ τὰς δύο πλάκας τας δύο λιθίνας αυτάς πλάκας
τὰς λιθίνας, πλάκας διαθήκης. της Διαθήκης

12. καὶ εἶπε Κύριος πρός με· 12. και μου είπε ο Κυριος·
ἀνάστηθι, κατάβηθι τὸ τάχος σήκω, κατέβα αμέσως από
ἐντεῦθεν, ὅτι ἠνόμησεν ὁ εδώ, διότι ο λαός σου, τον
λαός σου, οὓς ἐξήγαγες ἐκ γῆς οποίον έβγαλες ελεύθερον από
Αἰγύπτου· παρέβησαν ταχὺ ἐκ την χώραν της Αιγύπτου,
τῆς ὁδοῦ, ἧς ἐνετείλω αὐτοῖς· παρηνάμησεν, εξέκλινε και
καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς εξετράπη ταχέως από την
χώνευμα. οδόν, την οποίαν διέταξες
αυτούς να πορεύωνται.
Κατεσκεύασαν δια τον εαυτόν
των είδωλον εις χωνευτήοιον.

13. καὶ εἶπε Κύριος πρός με 13. Είπε δε πάλιν ο Κυριος


λέγων· λελάληκα πρός σε προς εμέ· Εχω ομιλήσει προς
ἅπαξ καὶ δὶς λέγων· ἑώρακα σε και μίαν και δύο φοράς και
τὸν λαὸν τοῦτον, καὶ ἰδοὺ σου είπα· είδα και
λαὸς σκληροτράχηλός ἐστι· παρακολούθησα τον λαόν
τούτον και ιδού, ότι ο λαός
αυτός είναι σκληρός και
ανυπότακτος !

14. καὶ νῦν ἔασόν με 14. Και τώρα άφησέ με να


ἐξολοθρεῦσαι αὐτούς, καὶ τους εξολοθρεύσω και να
ἐξαλείψω τὸ ὄνομα αὐτῶν εξαλείψω το όνομα αυτών από
ὑποκάτωθεν τοῦ οὐρανοῦ καὶ την υφήλιον και αναδείξω σε
ποιήσω σε εἰς ἔθνος μέγα καὶ λαόν μεγάλον και ισχυρόν
ἰσχυρὸν καὶ πολὺ μᾶλλον ἢ πολύ περισσότερον από
τοῦτο. αυτόν.

15. καὶ ἐπιστρέψας κατέβην ἐκ 15. Επέστρεψα εγώ τότε και


τοῦ ὄρους, καὶ τὸ ὄρος κατέβην από το όρος, ενώ το
ἐκαίετο πυρὶ ἕως τοῦ όρος εκαίετο με φωτιά που
οὐρανοῦ, καὶ αἱ δύο πλάκες έφθανεν έως τον ουρανόν, και
τῶν μαρτυρίων ἐπὶ ταῖς δυσὶ αι δύο πλάκες της Διαθήκης
χερσί μου. ευρίσκοντο εις τα δύο μου
χέρια.
16. καὶ ἰδὼν ὅτι ἡμάρτετε 16. Είδα τότε και εγώ, ότι
ἐναντίον Κυρίου τοῦ Θεοῦ όντως είχατε αμαρτήσει
ὑμῶν καὶ ἐποιήσατε ὑμῖν ενώπιον Κυρίου του Θεού σας
αὐτοῖς χωνευτὸν καὶ παρέβητε και είχατε κατασκευάσει σεις
ἀπὸ τῆς ὁδοῦ, ἧς ἐνετείλατο οι ίδιοι δια τον εαυτόν σας
Κύριος ὑμῖν ποιεῖν, ειδωλικόν άγαλμα χυτόν και
έτσι εξεκλίνατε από την οδόν,
εις την οποίαν ο Κυριος σας
είχε διατάξει να βαδίσετε.

17. καὶ ἐπιλαβόμενος τῶν δύο 17. Λαβών τας δύο πλάκας τας
πλακῶν ἔρριψα αὐτὰς ἀπὸ επέταξα με ορμήν από τα δύο
τῶν δύο χειρῶν μου, καὶ χέρια μου και τας
συνέτριψα ἐναντίον ὑμῶν. εθρυμμάτισα ενώπιόν σας.

18. καὶ ἐδεήθην ἐναντίον 18. Ικέτευσα εκ βάθους


Κυρίου δεύτερον καθάπερ καὶ καρδίας τον Κυριον, δευτέραν
τὸ πρότερον τεσσαράκοντα αυτήν φοράν, όπως ακριβώς
ἡμέρας καὶ τεσσαράκοντα και προηγουμένως επί
νύκτας, ἄρτον οὐκ ἔφαγον καὶ τεσσαράκοντα ημέρας και
ὕδωρ οὐκ ἔπιον, περὶ πασῶν νύκτας, κατά τας οποίας
τῶν ἁμαρτιῶν ὑμῶν, ὧν άρτον δεν έφαγον και ύδωρ
ἡμάρτετε ποιῆσαι τὸ πονηρὸν δεν έπιον, τον ικέτευσα δι'
ἐναντίον Κυρίου τοῦ Θεοῦ όλας τας αμαρτίας, τας οποίας
παροξῦναι αὐτόν. διειπράξατε, ώστε να
καταπέσετε μέχρι τέτοιου
σημείου, να διαπράξετε αύτο
το φοβερόν αμάρτημα της
ειδωλοποιΐας ενώπιον Κυρίου
του Θεού σας και να τον
παροργίσετε τόσον πολύ
εναντίον σας.

19. καὶ ἔκφοβός εἰμι διὰ τὸν 19. Ενώπιον του μεγάλου
θυμὸν καὶ τὴν ὀργήν, ὅτι θυμού και της οργής του
παρωξύνθη Κύριος ἐφ᾿ ὑμῖν Κυρίου κατελήφθην από μέγαν
τοῦ ἐξολοθρεῦσαι ὑμᾶς καὶ φόβον, διότι τόσον πολύ
εἰσήκουσε Κύριος ἐμοῦ καὶ ἐν ηγανάκτησεν εναντίον σας ο
τῷ καιρῷ τούτῳ. Κυριος, ώστε επήρε την
απόφασιν να σας
εξολοθρεύση. Αλλά ο Κυριος
εισήκουσε την δέησίν μου
κατά τον καιρόν εκείνον.

20. καὶ ἐπὶ ᾿Ααρὼν ἐθυμώθη 20. Και εναντίον του Ααρών
ἐξολοθρεῦσαι αὐτόν, καὶ ηγανάκτησε τότε ο Κυριος και
ηὐξάμην καὶ περὶ ᾿Ααρὼν ἐν ηθέλησε να τον εξολοθρεύση,
τῷ καιρῷ ἐκείνῳ. αλλά εγώ προσευχήθην και δι'
αυτόν κατά τον καιρόν
εκείνον.
21. καὶ τὴν ἁμαρτίαν ὑμῶν, ἣν 21. Αυτήν δε την μεγάλην
ἐποιήσατε, τὸν μόσχον, αμαρτίαν που εκάματε, το
ἔλαβον αὐτὸν καὶ κατέκαυσα είδωλον δηλαδή του χρυσού
αὐτὸν ἐν πυρὶ καὶ συνέκοψα μόσχου που ανεκηρύξατε ως
αὐτὸν καταλέσας σφόδρα, ἕως θεόν σας, εγώ το επήρα και τα
οὗ ἐγένετο λεπτόν· καὶ μεν ξύλινα αυτού εξαρτήματα
ἐγένετο ὡσεὶ κονιορτός, καὶ κατέκαυσα, το δε υπόλοιπον
ἔρριψα τὸν κονιορτὸν εἰς τὸν χρυσόν τμήμα το έκοψα εις
χειμάρρουν τὸν καταβαίνοντα μικρά κομμάτια, το άλεσα έως
ἐκ τοῦ ὄρους. ότου έτινε λεπτότατη σκόνι,
την οποίαν έρριψα στον
χείμαρρον, που κατεβαίνει από
το όρος Σινά.

22. καὶ ἐν τῷ ᾿Εμπυρισμῷ καὶ 22. Αλλά και εις άλλας


ἐν τῷ Πειρασμῷ, καὶ ἐν τοῖς περιστάσεις εξοργίσατε Κυριον
Μνήμασι τῆς ἐπιθυμίας τον Θεόν σας, όπως συνέβη
παροξύναντες ἦτε Κύριον τὸν εις τας τοποθεσίας, που
Θεὸν ὑμῶν. ωνομάζοντο Εμπυρισμός,
Πειρασμός, Μνήματα
Επιθυμίας.

23. καὶ ὅτε ἐξαπέστειλεν ὑμᾶς 23. Και ότε ο Κυριος ηθέλησε
Κύριος ἐκ Κάδης Βαρνὴ να σας αποστείλη προς την
λέγων· ἀνάβητε καὶ Παλαιστίνην από την Καδης
κληρονομήσατε τὴν γῆν, ἣν Βαρνή και σας είπε·
δίδωμι ὑμῖν, καὶ ἠπειθήσατε Προχωρήσατε και καταλάβετε
τῷ ρήματι Κυρίου τοῦ Θεοῦ ως δικήν σας κληρονομίαν την
ὑμῶν καὶ οὐκ ἐπιστεύσατε χώραν, την οποίαν εγώ σας
αὐτῷ καὶ οὐκ εἰσηκούσατε τῆς δίδω· σεις παρηκούσατε την
φωνῆς αὐτοῦ. εντολήν Κυρίου του Θεού
ημών, δεν επιστεύσατε εις
αυτόν και δεν υπετάχθητε εις
την εντολήν του.

24. ἀπειθοῦντες ἦτε τὰ πρὸς 24. Υπήρξατε και εφανήκατε


Κύριον ἀπὸ τῆς ἡμέρας, ἧς απειθείς κατά συνέχειαν εις
ἐγνώσθη ὑμῖν. τας προς Κυριον σχέσεις σας
από την ημέραν, κατά την
οποίαν τον εγνωρίσατε, και
εντεύθεν.

25. καὶ ἐδεήθην ἔναντι Κυρίου 25. Εγώ δε ικέτευσα τον


τεσσαράκοντα ἡμέρας καὶ Κυριον επί τεσσαράκοντα
τεσσαράκοντα νύκτας, ὅσας ημέρας και τεσσαράκοντα
ἐδεήθην· εἶπε γὰρ Κύριος νύκτας και τον παρεκάλουν
ἐξολοθρεῦσαι ὑμᾶς· κατά το διάστημα αυτό δια
σας, διότι ο Κυριος είχεν είπει
ότι θα σας εξολοθρεύση.
26. καὶ ηὐξάμην πρὸς τὸν 26. Προσευχήθην προς τον
Θεὸν καὶ εἶπα· Κύριε βασιλεῦ Θεόν και είπα· Κυριε, βασιλεύ
τῶν θεῶν, μὴ ἐξολοθρεύσῃς των θεών, μη εξολοθρεύσης
τὸν λαόν σου καὶ τὴν μερίδα τον λαόν σου, την εκλεκτήν
σου, ἣν ἐλυτρώσω, οὓς αυτήν μερίδα σου, την οποίαν
ἐξήγαγες ἐκ γῆς Αἰγύπτου ἐν απηλευθέρωσες, του
τῇ ἰσχύϊ σου τῇ μεγάλῃ καὶ ἐν Ισραηλίτας δηλαδή τους
τῇ χειρί σου τῇ κραταιᾷ καὶ ἐν οποίους ελευθέρους έβγαλες
τῷ βραχίονί σου τῷ ὑψηλῷ· από την χώραν της Αιγύπτου,
με την μεγάλην σου δύναμιν,
τη παντοδύναμον δεξιάν σου
και την μεγαλειώδη ισχύν σου.

27. μνήσθητι ῾Αβραὰμ καὶ 27. Ενθυμήσου τον Αβραάμ


᾿Ισαὰκ καὶ ᾿Ιακὼβ τῶν και τον Ισαάκ και τον Ιακώβ,
θεραπόντων σου, οἷς ὤμοσας τους δούλους σου, στους
κατὰ σεαυτοῦ· μὴ ἐπιβλέψῃς οποίους ωρκίσθης επί του
ἐπὶ τὴν σκληρότητα τοῦ λαοῦ εαυτού σου υπέρ του λαού
τούτου καὶ τὰ ἀσεβήματα, καὶ αυτού· μη βλέπης την
τὰ ἁμαρτήματα αὐτῶν, σκληρότητα του λαού αυτού,
την ασέβειάν του και τα
αμαρτήματά του.

28. μὴ εἴπωσιν οἱ 28. Μη τους καταστρέψης,


κατοικοῦντες τὴν γῆν, ὅθεν Κυριε, δια να μη είπουν οι
ἐξήγαγες ἡμᾶς ἐκεῖθεν, κάτοικοι της γης, από όπου
λέγοντες· παρὰ τὸ μὴ μας έβγαλες ελευθέρους·
δύνασθαι Κύριον εἰσαγαγεῖν Επειδή ο Κυριος δεν ημπόρεσε
αὐτοὺς εἰς τὴν γῆν, ἣν εἶπεν να εισαγάγη αυτούς εις την
αὐτοῖς, καὶ παρὰ τὸ μισῆσαι χώραν, την οποίαν είχεν
αὐτοὺς ἐξήγαγεν αὐτοὺς ἐν τῇ υποσχεθή και επειδή εμίσησεν
ἐρήμῳ ἀποκτεῖναι αὐτούς. αυτούς, τους έβγαλε εις την
έρημον, δια να τους
θανατώση !

29. καὶ οὗτοι λαός σου καὶ 29. Αλλά αυτοί είναι ιδικός
κλῆρός σου, οὓς ἐξήγαγες ἐκ σου λαός, ιδική σου
γῆς Αἰγύπτου ἐν τῇ ἰσχύϊ σου κληρονομία αυτοί, τους
τῇ μεγάλῃ καὶ ἐν τῇ χειρί σου οποίους έβγαλες από την
τῇ κραταιᾷ καὶ ἐν τῷ βραχίονί χώραν της Αιγύπτου με την
σου τῷ ὑψηλῷ. μεγάλην σου ισχύν, με την
παντοδύναμον δεξιάν σου, με
την μεγαλοπρεπή δύναμίν
σου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10 (ι)

Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ.


Κολιτσάρα
1. ΕΝ ἐκείνῳ τῷ καιρῷ εἶπε 1. Κατ' εκείνον τον καιρόν μου
Κύριος πρός με· λάξευσον είπεν ο Κυριος· Πελέκησε συ ο
σεαυτῷ δύο πλάκας λιθίνας, ίδιος δύο λιθίνας πλάκας, όπως
ὥσπερ τὰς πρώτας, καὶ ήσαν αι δύο προηγούμεναι,
ἀνάβηθι πρός με εἰς τὸ ὄρος· και ανέβα στο όρος, προς εμέ.
καὶ ποιήσεις σεαυτῷ κιβωτὸν Επίσης συ ο ίδιος να
ξυλίνην· κατασκευάσης και ένα ξύλινο
κιβώτιον.

2. καὶ γράψεις ἐπὶ τὰς πλάκας 2. Θα γράψης εις τας λιθίνας


τὰ ρήματα, ἃ ἦν ἐν ταῖς πλαξὶ αυτάς πλάκας τας εντολάς, αι
ταῖς πρώταις, ἃς συνέτριψας, οποίαι ήσαν χαραγμέναι εις
καὶ ἐμβαλεῖς αὐτὰς εἰς τὴν τας δύο προηγουμένας
κιβωτόν. πλάκας, που συνέτριψες, και
θα τοποθετήσης αυτάς στο
κιβώτιον, την Κιβωτόν του
Μαρτυρίου.

3. καὶ ἐποίησα κιβωτὸν ἐκ 3. Εκαμα όπως μου είπεν ο


ξύλων ἀσήπτων καί ἐλάξευσα Θεός. Κατεσκεύασα την
τὰς πλάκας λιθίνας, ὡς αἱ κιβωτόν από ξύλα που δεν
πρῶται· καὶ ἀνέβην εἰς τὸ σήπονται, επελέκησα τας δύο
ὄρος καὶ αἱ δύο πλάκες ἐπὶ λιθίνας πλάκας, όπως ήσαν αι
ταῖς χερσί μου. προηγούμεναι, και ανέβηκα
στο όρος κρατών εις τας
χείρας μου τας δύο πλάκας.

4. καὶ ἔγραψεν ἐπὶ τὰς πλάκας 4. Ο δε Κυριος έγραψεν επάνω


κατὰ τὴν γραφὴν τὴν πρώτην εις τας δύο αυτάς πλάκας, ο,τι
τοὺς δέκα λόγους, οὓς είχε γράψει εις τας
ἐλάλησε Κύριος πρὸς ὑμᾶς ἐν προηγουμένας, δηλαδή τον
τῷ ὄρει ἐκ μέσου τοῦ πυρός, Δεκάλογον, τας δέκα εντολάς,
καὶ ἔδωκεν αὐτὰς Κύριος ἐμοί. τας οποίας είχεν είπει προς
σας ο Κυριος στο όρος το Σινά
μέσα από το πυρ. Αυτάς δε
και μου τας έδωκεν.

5. καὶ ἐπιστρέψας κατέβην ἐκ 5. Εγώ επέστρεψα, κατέβηκα


τοῦ ὄρους καὶ ἐνέβαλον τὰς από το όρος και έβαλα τας
πλάκας εἰς τὴν κιβωτόν, ἣν πλάκας μέσα εις την κιβωτόν,
ἐποίησα, καὶ ἦσαν ἐκεῖ, καθὰ την οποίαν είχα κατασκευάσει,
ἐνετείλατό μοι Κύριος. έμειναν δε και μένουν αυταί
εκεί, όπως με διέταξεν ο
Κυριος. Επειτα, όπως
ενθυμείσθε,

6. καὶ οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ ἀπῇραν 6. ανεχώρησαν οι Ισραηλίται


ἐκ Βηρὼθ υἱῶν ᾿Ιακὶμ από την Βηρώθ, την περιοχήν
Μισαδαΐ· ἐκεῖ ἀπέθανεν της φυλής Ιακίμ, και
᾿Ααρὼν καὶ ἐτάφη ἐκεῖ, καὶ κατηυθύνθησαν προς Μισαδαΐ.
ἱεράτευσεν ᾿Ελεάζαρ υἱὸς Εκεί απέθανε και ετάφη ο
αὐτοῦ ἀντ᾿ αὐτοῦ. Ααρών ο αρχιερεύς. Αντί δε
του Ααρών έγινεν αρχιερεύς ο
υιός του, ο Ελεάζαρ.
7. ἐκεῖθεν ἀπῇραν εἰς Γαδγὰδ 7. Από εκεί επροχώρησαν οι
καὶ ἀπὸ Γαδγὰδ εἰς ᾿Ετεβαθᾶ, Ισραηλίται εις Γαδγάδ και από
γῆ χείμαρροι ὑδάτων. την περιοχήν Γαδγάδ εις την
διεύθυνσιν Ετεβαθά, εις
περιοχήν όπου υπάρχουν
ύδατα και χείμαρροι.

8. ἐν ἐκείνῳ τῷ καιρῷ 8. Κατά την εποχήν δε εκείνην


διέστειλε Κύριος τὴν φυλὴν εξεχώρισεν ο Κυριος την
τὴν Λευὶ αἴρειν τὴν κιβωτὸν φυλήν Λευί από τας αλλάς
τῆς διαθήκης Κυρίου, φυλάς και ώρισε να μεταφέρη
παρεστάναι ἔναντι Κυρίου, αυτή την Κιβωτόν της
λειτουργεῖν καὶ ἐπεύχεσθαι ἐπὶ Διαθήκης του Κυρίου, να
τῷ ὀνόματι αὐτοῦ ἕως τῆς παρίσταται ενώπιον του
ἡμέρας ταύτης. Κυρίου, να λειτουργή και εν
τω ονόματι του Κυρίου, να
ευλογή τον λαόν, όπως γίνεται
μέχρι σήμερον.

9. διὰ τοῦτο οὐκ ἔστι τοῖς 9. Δια τούτο δεν υπάρχει


Λευίταις μερὶς καὶ κλῆρος ἐν μερίδιον γης και κληρονομία
τοῖς ἀδελφοῖς αὐτῶν· Κύριος στους Λευΐτας μεταξύ των
αὐτὸς κλῆρος αὐτοῦ, καθότι άλλων Ισραηλιτών, διότι
εἶπεν αὐτῷ. αυτός ο ίδιος ο Κυριος, είναι η
κληρονομία της φυλής Λευϊ,
όπως είπεν εις αυτήν.

10. κἀγὼ εἱστήκειν ἐν τῷ ὄρει 10. Εγώ έμεινα στο όρος Σινά
τεσσαράκοντα ἡμέρας καὶ τεσσαράκοντα ημέρας και
τεσσαράκοντα νύκτας, καὶ τεσσαράκοντα νύκτας και
εἰσήκουσε Κύριος ἐμοῦ καὶ ἐν προσηυχόμην δια σας· και ο
τῷ καιρῷ τούτῳ, καὶ οὐκ Κυριος ήκουσε την πρασευχήν
ἠθέλησε Κύριος ἐξολοθρεῦσαι μου κατά τον καιρόν εκείνον
ὑμᾶς. και δεν ηθέλησε να σας
εξολοθρεύση.

11. καὶ εἶπε Κύριος πρός με· 11. Αλλά είπεν ο Κυριος προς
βάδιζε, ἄπαρον ἐναντίον τοῦ εμέ· Πηγαινε, αναχώρησε ως
λαοῦ τούτου, καὶ αρχηγός και προπορευόμενος
εἰσπορευέσθωσαν καὶ του λαού αυτού, και ας
κληρονομήτωσαν τὴν γῆν, ἣν εισέλθουν οι Ισραηλίται, δια
ὤμοσα τοῖς πατράσιν αὐτῶν να κληρονομήσουν την
δοῦναι αὐτοῖς. χώραν, την οποίαν με όρκον
στους προπάτοράς των
υπεσχέθην εγώ να δώσω εις
αυτούς.
12. Καὶ νῦν, ᾿Ισραήλ, τί Κύριος 12. Και τώρα, λαέ του Ισραήλ,
ὁ Θεός σου αἰτεῖται παρὰ σοῦ, τι άλλο ζητεί από σένα ο Θεός
ἀλλ᾿ ἢ φοβεῖσθαι Κύριον τὸν σου αντί όλων των
Θεόν σου καὶ πορεύεσθαι ἐν ευεργεσιών του, ειμή μόνον
πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ καὶ να φοβήσαι τον Θεόν σου, να
ἀγαπᾶν αὐτὸν καὶ λατρεύειν βαδίζης εις όλας τας οδούς
Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου ἐξ ὅλης αυτού, να αγαπάς και να
τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης λατρεύης Κυριον τον Θεόν
τῆς ψυχῆς σου, σου, με όλην σου την καρδίαν
και με όλην σου την ψυχήν,

13. φυλάσσεσθαι τάς ἐντολὰς 13. να τηρής τας εντολάς


Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου καὶ τὰ Κυρίου του Θεού σου και τους
δικαιώματα αὐτοῦ, ὅσα ἐγὼ νόμους του, όσα εγώ σήμερον
ἐντέλλομαί σοι σήμερον, ἵνα σε διατάσσω, δια να είσαι έτσι
εὖ σοι ᾖ; ευτυχής;

14. ἰδοὺ Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου 14. Ιδού ο ουρανός και ο
ὁ οὐρανὸς καὶ ὁ οὐρανὸς τοῦ υπεράνω του γηΐνου ουρανού
οὐρανοῦ, ἡ γῆ καὶ πάντα ὅσα έναστρος ουρανός, η γη και
ἐστὶν ἐν αὐτῇ· όλα όσα υπάρχουν εις αυτήν,
ανήκουν στον Κυριον και Θεόν
σου.

15. πλὴν τοὺς πατέρας ὑμῶν 15. Εν τούτοις από όλους τους
προείλετο Κύριος ἀγαπᾶν εν τη γη λαούς εξέλεξεν ο
αὐτούς, καὶ ἐξελέξατο τὸ Κυριος τους προγόνους σας να
σπέρμα αὐτῶν μετ᾿ αὐτοὺς τους αγαπά και τους
ὑμᾶς παρὰ πάντα τὰ ἔθνη προστατεύη ιδιαιτέρως και
κατὰ τὴν ἡμέραν ταύτην. έπειτα από αυτούς εξέλεξε
τους απογόνους των, δηλαδή
σας, ανάμεσα από όλα τα έθνη
κατά τους χρόνους τούτους.

16. καὶ περιτεμεῖσθε τὴν 16. Απέναντι λοιπόν των


σκληροκαρδίαν ὑμῶν καὶ τὸν δωρεών αυτών του Θεού
τράχηλον ὑμῶν οὐ πρέπει και σεις να περικόψετε
σκληρυνεῖτε ἔτι· και να πετάξετε από επάνω
σας την σκληρότητα και
ανυπακοήν της καρδίας σας
και να μη κρατήτε σκληρόν
και άκαμπτον τον τράχηλόν
σας απέναντι των εντολών
του Κυρίου.

17. ὁ γὰρ Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν 17. Διότι Κυριος ο Θεός σας,
οὗτος Θεὸς τῶν θεῶν καὶ αυτός είναι ο αληθινός Θεός,
Κύριος τῶν κυρίων, ὁ Θεὸς ὁ Θεός των θεών και Κυριος των
μέγας· καὶ ἰσχυρὸς καὶ κυρίων, ο Θεός ο μέγας, ο
φοβερός, ὅστις οὐ θαυμάζει ισχυρός και φοβερός, ο οποίος
πρόσωπον, οὐδ᾿ οὐ μὴ λάβῃ δεν καταπλήσσεται από
δῶρον, πρόσωπα, όσον έξοχα και αν
είναι αυτά, και δεν θα
δελεασθή με δώρα, ώστε να
μη κρίνη δικαίως.
18. ποιῶν κρίσιν προσηλύτῳ 18. Είναι Θεός δίκαιος, ο
καὶ ὀρφανῷ καὶ χήρᾳ, καὶ οποίος κρίνει δικαίως και
ἀγαπᾷ τὸν προσήλυτον δοῦναι αποδίδει το δίκαιον στον
αὐτῷ ἄρτον καὶ ἱμάτιον. ξένον, στο ορφανόν, εις την
χήραν, και αγαπά τον ξένον,
ώστε να δίδη και εις αυτόν
άρτον και ένδυμα.

19. καὶ ἀγαπήσετε τὸν 19. Και σεις πρέπει να


προσήλυτον· προσήλυτοι γὰρ αγαπήσετε τον ξένον, διότι
ἦτε ἐν γῇ Αἰγύπτῳ. κάποτε, εκεί εις την Αίγυπτον,
υπήρξατε και σεις ξένοι.

20. Κύριον τὸν Θεόν σου 20. Κυριον τον Θεόν σου
φοβηθήσῃ καὶ αὐτῷ μόνον αυτόν να φοβήσαι και
λατρεύσεις καὶ πρὸς αὐτὸν αυτόν να λατρεύης και εις
κολληθήσῃ καὶ ἐπὶ τῷ ὀνόματι αυτόν θα προσκολληθής και
αὐτοῦ ὀμῇ· στο όνομα αυτού θα
ορκίζεσαι.

21. οὗτος καύχημά σου καὶ 21. Αυτός ο Θεός σου θα είναι
οὗτος Θεός σου, ὅστις το καύχημά σου, ο οποίος
ἐποίησεν ἐν σοὶ τὰ μεγάλα καὶ επραγματοποίησεν εις σε τα
τὰ ἔνδοξα ταῦτα, ἃ εἴδοσαν οἱ μεγάλα και ένδοξα αυτά, τα
ὀφθαλμοί σου. οποία είδον τα μάτια σου.

22. ἐν ἑβδομήκοντα ψυχαῖς 22. Ενθυμήσου, ότι


κατέβησαν οἱ πατέρες σου εἰς εβδομήκοντα ήσαν όλοι-όλοι
Αἴγυπτον, νυνὶ δὲ ἐποίησέ σε οι, πρόγονοί σου, ο Ιακώβ με
Κύριος ὁ Θεός σου ὡσεὶ τὰ τους απογόνους του, οι οποίοι
ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ τῷ κατέβησαν από την Χαναάν εις
πλήθει. την Αίγυπτον. Τωρα δε ο
Κυριος σας επλήθυνε τόσον
πολύ, ώστε κατά τον αριθμόν
να είσθε όσα είναι τα άστρα
του ουρανού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11 (ια)

Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ.


Κολιτσάρα

1. ΚΑΙ ἀγαπήσεις Κύριον τὸν 1. Πρέπει, λοιπόν, να


Θεόν σου καὶ φυλάξῃ τὰ αγαπήσης Κυριον τον Θεόν
φυλάγματα αὐτοῦ καὶ τὰ σου και να τηρήσης όσα σου
δικαιώματα αὐτοῦ καὶ τὰς ζητεί να φυλάξης, δηλαδή
ἐντολὰς αὐτοῦ καὶ τὰς κρίσεις τους νόμους του, τας εντολάς
αὐτοῦ πάσας τὰς ἡμέρας. του και τας διατάξστου, όλας
τας ημέρας της ζωής σου.
2. καὶ γνώσεσθε σήμερον, ὅτι 2. Σας καλώ σήμερον να
οὐχὶ τὰ παιδία ὑμῶν, ὅσοι οὐκ κατανοήσετε τας δωρεάς του
οἴδασιν οὐδὲ εἴδοσαν τὴν Θεού. Δεν απευθύνομαι εις τα
παιδείαν Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου παιδιά σας, τα οποία δεν
καὶ τὰ μεγαλεῖα αὐτοῦ καὶ τὴν εγνώρισαν και ούτε είδον την
χεῖρα τὴν κραταιὰν καὶ τὸν στοργικήν και παιδαγωγικήν
βραχίονα τὸν ὑψηλὸν φροντίδα του Κυρίου δια σας,
τα μεγάλα του έργα, την
παντοδύναμον δεξιάν του, την
μεγαλειώδη δύναμίν του,

3. καὶ τὰ σημεῖα αὐτοῦ καὶ τὰ 3. τα σημάδια της


τέρατα αὐτοῦ, ὅσα ἐποίησεν παντοδυνάμου παρουσίας του
ἐν μέσῳ Αἰγύπτου Φαραὼ και τα καταπληκτικά θαύματα,
βασιλεῖ Αἰγύπτου καὶ πάσῃ τῇ όσα έκαμε εις όλην την
γῇ αὐτοῦ, Αίγυπτον, εναντίον του
Φαραώ και εναντίον όλης της
χώρας του,

4. καὶ ὅσα ἐποίησε τὴν 4. όσα έκαμε εναντίον της


δύναμιν τῶν Αἰγυπτίων, τὰ στρατιωτικής δυνάμεως των
ἅρματα αὐτῶν καὶ τὴν ἵππον Αιγυπτίων, των πολεμικών
αὐτῶν, καὶ τὴν δύναμιν αρμάτων, του ιππικού των,
αὐτῶν, ὡς ἐπέκλυσε τὸ ὕδωρ εναντίον όλης της ισχυράς
τῆς θαλάσσης τῆς ἐρυθρᾶς ἐπὶ δυνάμεώς των, πως, δηλαδή,
προσώπου αὐτῶν το ύδωρ της Ερυθράς
καταδιωκόντων αὐτῶν ἐκ τῶν Θαλάσσης κατεπλημμύρησεν
ὀπίσω ὑμῶν καὶ ἀπώλεσεν εναντίον αυτών, τότε που σας
αὐτοὺς Κύριος ἕως τῆς κατεδίωκον κατά πόδας, και
σήμερον ἡμέρας, τους κατέστρεψεν ο Κυριος,
όπως και μέχρι σήμερον το
βλέπει κανείς.

5. καὶ ὅσα ἐποίησεν ὑμῖν ἐν τῇ 5. Ομιλώ προς σας, δια να


ἐρήμῳ, ἕως ἤλθετε εἰς τὸν ενθυμηθήτε πόσα άλλα
τόπον τοῦτον, θαύματα έκαμε προς χάριν
σας ο Θεός, εις την έρημον,
μέχρις ότου ήλθατε στον
τόπον τούτον.

6. καὶ ὅσα ἐποίησε τῷ Δαθὰν 6. Οσα έκαμε εναντίον του


καὶ ᾿Αβειρὼν υἱοὺς ῾Ελιὰβ υἱοῦ Δαθάν και του Αβειρών, οι
Ρουβήν, οὓς ἀνοίξασα ἡ γῆ τὸ οποίοι ήσαν υιοί του Ελιάβ,
στόμα αὐτῆς κατέπιεν αὐτοὺς υιού του Ρουβήν, τους
καὶ τοὺς οἴκους αὐτῶν καὶ τὰς οποίους ήνοιξεν η γη το στόμα
σκηνὰς αὐτῶν καὶ πᾶσαν της και κατέπιεν αυτούς και
αὐτῶν τὴν ὑπόστασιν τὴν μετ᾿ τας οικογενείας των και τας
αὐτῶν ἐν μέσῳ παντὸς σκηνάς των και όλα τα
᾿Ισραήλ, υπάρχοντά των, εν μέσω όλου
του ισραηλιτικού λαού.

7. ὅτι οἱ ὀφθαλμοὶ ὑμῶν 7. Είδατε, με τα ίδια σας τα


ἑώρακαν πάντα τὰ ἔργα μάτια, όλα τα μεγάλα και
Κυρίου τὰ μεγάλα, ὅσα θαυμαστά έργα του Κυρίου,
ἐποίησεν ἐν ὑμῖν σήμερον. όσα έκαμεν ο Θεός μέχρις
σήμερον ενώπιόν σας.
8. καὶ φυλάξεσθε πάσας τὰς 8. Φυλάξατε, λοιπόν, όλας τας
ἐντολὰς αὐτοῦ, ὅσας ἐγὼ εντολάς του, τας οποίας εγώ
ἐντέλλομαί σοι σήμερον, ἵνα σήμερον σας παραγγέλλω, δια
ζῆτε καὶ πολυπλασιασθῆτε καὶ να ζήτε και πληθυνθήτε, δια
εἰσελθόντες κληρονομήσετε να εισέλθετε και καταλάβετε
τὴν γῆν, εἰς ἣν ὑμεῖς ως ιδικήν σας την γην της
διαβαίνετε τὸν ᾿Ιορδάνην ἐκεῖ Επαγγελίας, προς την οποίαν
κληρονομῆσαι αὐτήν, διαβαίνετε τώρα τον Ιορδάνην
ποταμόν, δια να γίνετε κύριοι
αυτής.

9. ἵνα μακροημερεύσητε ἐπὶ 9. Συμμορφωθήτε προς το


τῆς γῆς, ἧς ὤμοσε Κύριος τοῖς θέλημα του Θεού, δια να
πατράσιν ὑμῶν δοῦναι αὐτοῖς ζήσετε πολλάς ημέρας εις την
καὶ τῷ σπέρματι αὐτῶν μετ᾿ χώραν, την οποίαν με όρκον
αὐτούς, γῆν ρέουσαν γάλα καὶ υπεσχέθη να την δώση ο
μέλι· Κυριος στους προπάτοράς σας
και έπειτα από αυτούς εις σας,
τους απογόνους των, την γην
της Επαγγελίας, την ρέουσαν
γάλα και μέλι.

10. ἔστι γὰρ ἡ γῆ, εἰς ἣν 10. Είναι δε η χώρα, προς την
εἰσπορεύῃ ἐκεῖ κληρονομῆσαι οποίαν βαδίζετε δια να την
αὐτήν, οὐχ ὥσπερ γῆ κληρονομήσετε, όχι όπως είναι
Αἰγύπτου ἐστίν, ὅθεν η χώρα της Αιγύπτου, από την
ἐκπεπόρευσθε ἐκεῖθεν, ὅταν οποίαν εξήλθατε. Εκεί όταν
σπείρωσι τὸν σπόρον καὶ ρίπτουν τον σπόρον, ποτίζουν
ποτίζωσι τοῖς ποσὶν αὐτῶν την γην, ως εάν είναι
ὡσεὶ κῆπον λαχανείας· λαχανόκηπος, με ποτιστικά
μέσα, που τα κινούν με τα
πόδια των.

11. ἡ δὲ γῆ, εἰς ἣν εἰσπορεύῃ 11. Ενώ η χώρα, εις την


ἐκεῖ κληρονομῆσαι αὐτήν, γῆ οποίαν σεις πορεύεσθε δια να
ὀρεινὴ καὶ πεδεινή, ἐκ τοῦ την καταλάβετε ως
ὑετοῦ τοῦ οὐρανοῦ πίεται ιδιοκτησίαν σας, είναι χώρα
ὕδωρ, ορεινή και πεδινή, ποτίζεται δε
και χορταίνει από το νερό της
βροχής που έρχεται εκ του
ουρανού.

12. γῆ, ἣν Κύριος ὁ Θεός σου 12. Είναι χώρα, την οποίαν
ἐπισκοπεῖται αὐτὴν διαπαντός, Κυριος ο Θεός σου επιβλέπει
οἱ ὀφθαλμοὶ Κυρίου τοῦ Θεοῦ πάντοτε και επιμελείται, επί
σου ἐπ᾿ αὐτῆς ἀπ᾿ ἀρχῆς τοῦ της οποίας οι οφθαλμοί του
ἐνιαυτοῦ καὶ ἕως συντελείας Κυρίου με στοργήν
τοῦ ἐνιαυτοῦ. επιβλέπουν από την αρχήν
έως το τέλος εκάστου έτους.
13. ᾿Εὰν δὲ ἀκοῇ ἀκούσητε 13. Εάν, λοιπόν, ακούσετε και
πάσας τὰς ἐντολάς, ἃς ἐγὼ υπακούσετε εις πάσας τας
ἐντέλλομαί σοι σήμερον, εντολάς, τας οποίας εγώ
ἀγαπᾶν Κύριον τὸ Θεόν σου σήμερον σας δίδω, δηλαδή να
καὶ λατρεύειν αὐτῷ ἐξ ὅλης αγαπάτε Κυριον τον Θεόν σας
τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης και αυτόν να λατρεύετε με
τῆς ψυχῆς σου, όλην σας την καρδίαν και με
όλην σας την διάνοιαν,

14. καὶ δώσει τὸν ὑετὸν τῇ γῇ 14. Ο Θεός θα στέλλη


σου καθ᾿ ὥραν πρώϊμον καὶ (ποτιστικήν) βροχήν εις την
ὄψιμον, καὶ εἰσοίσεις τὸν σῖτόν γην σας, πρώϊμον και όψιμον,
σου καὶ τὸν οἶνόν σου καὶ τὸ εις τον κατάλληλον καιρόν, και
ἔλαιόν σου· θα συγκομίζετε το σιτάρι σας,
τον οίνον σας και το έλαιόν
σας.

15. καὶ δώσει χορτάσματα ἐν 15. Θα δίδη επίσης ο Θεός


τοῖς ἀγροῖς σου τοῖς κτήνεσί πλούσια χόρτα στους αγρούς
σου· σας, άφθονον βοσκήν δια τα
ζώα σας.

16. καὶ φαγὼν καὶ ἐμπλησθεὶς 16. Οταν όμως φάγετε και
πρόσεχε σεαυτῷ, μὴ χορτασθήτε, προσέχετε στον
πλατυνθῇ ἡ καρδία σου καὶ εαυτόν σας, μήπως τυχόν
παραβῆτε καὶ λατρεύσητε ανοίξη εις τα υλικά διάπλατα η
θεοῖς ἑτέροις καὶ καρδιά σας και δελεαζόμενοι
προσκυνήσητε αὐτοῖς, από τας τέρψεις παραβήτε το
θέλημα του Κυρίου και
λατρεύσετε άλλους θεούς και
προσκυνήσετε αυτούς,

17. καὶ θυμωθεὶς ὀργῇ Κύριος 17. Οπότε θα οργισθή ο


ἐφ᾿ ὑμῖν καὶ συσχῇ τὸν Κυριος εναντίον σας και θα
οὐρανόν, καὶ οὐκ ἔσται ὑετός, κλείση τον ουρανόν. Και τότε
καὶ ἡ γῆ οὐ δώσει τὸν καρπὸν δεν θα πέση βροχή εις την γην
αὐτῆς, καὶ ἀπολεῖσθε ἐν τάχει και η χώρα δεν θα δώση τους
ἀπό τῆς γῆς τῆς ἀγαθῆς, ἧς καρπούς της και σεις θα
Κύριος ἔδωκεν ὑμῖν. καταστραφήτε αμέσως από το
πρόσωπον της ευφόρου και
πλουσίας γης, την οποίαν σας
έδωκεν ο Κυριος.

18. καὶ ἐμβαλεῖτε τὰ ρήματα 18. Βαλετε τα λόγια αυτά εις


ταῦτα εἰς τὴν καρδίαν ὑμῶν την διάνοιάν σας και εις την
καὶ εἰς τὴν ψυχὴν ὑμῶν· καὶ καρδίαν σας, δέσατέ τα, ως
ἀφάψετε αὐτὰ εἰς σημεῖον ἐπὶ σημείον Θεού, εις τα χέρια
τῆς χειρὸς ὑμῶν, καὶ ἔσται σας, δια να είναι πάντοτε
ἀσάλευτον πρὸ ὀφθαλμῶν σταθερά εμπρός εις τα μάτια
ὑμῶν· σας.
19. καὶ διδάξετε αὐτὰ τὰ τέκνα 19. Αυτά τα λόγια του Θεού
ὑμῶν λαλεῖν ἐν αὐτοῖς πρέπει να τα διδάξετε εις τα
καθημένους ἐν οἴκῳ καὶ παιδιά σας, δια να συνομιλούν
πορευομένους ἐν ὁδῷ καὶ γύρω από αυτά, όταν
καθεύδοντας καὶ κάθωνται στο σπίτι, όταν
διανισταμένους. περιπατούν στον δρόμον,
όταν ετοιμάζωνται να
κοιμηθούν και όταν
σηκώνωνται από τον ύπνον.

20. καὶ γράψετε αὐτὰ ἐπὶ τὰς 20. Θα γράψετε αυτά στους
φλιὰς τῶν οἰκιῶν ὑμῶν καὶ παραστάτας της θύρας των
τῶν πυλῶν ὑμῶν, οικιών σας και εις όλας τας
θύρας σας.

21. ἵνα μακροημερεύσητε καὶ 21. Θα τηρήσετε όλα αυτά δια


αἱ ἡμέραι τῶν υἱῶν ὑμῶν ἐπὶ να μακροημερεύσετε σεις οι
τῆς γῆς, ἧς ὤμοσε Κύριος τοῖς ίδιο, και δια να γίνουν πολλαί
πατράσιν ὑμῶν δοῦναι αὐτοῖς, και μακραί αι ημέραι των
καθὼς αἱ ἡμέραι τοῦ οὐρανοῦ παιδιών σας επάνω εις την
ἐπὶ τῆς γῆς. γην, την οποίαν ωρκίσθη ο
Κυριος στους προπάτοράς σας
να τους την δώση, να γίνουν
όσαι αι ημέραι του ουρανού
επί της γης, να διαρκέσουν
μέχρι τέλους του κόσμου.

22. καὶ ἔσται ἐὰν ἀκοῇ 22. Εάν με την καρδιά και την
ἀκούσητε πάσας τὰς ἐντολὰς ψυχήν σας υπακούσετε εις
ταύτας, ἃς ἐγὼ ἐντέλλομαί σοι όλας αυτάς τας εντολάς, τας
σήμερον ποιεῖν, ἀγαπᾶν οποίας εγώ σας δίδω δια να
Κύριον τὸν Θεὸν ἡμῶν καὶ τηρήσετε, εάν δηλαδή
πορεύεσθαι ἐν πάσαις ταῖς αγαπάτε Κυριον τον Θεόν σας
ὁδοῖς αὐτοῦ καὶ και βαδίζετε στον δρόμον των
προσκολλᾶσθαι αὐτῷ, εντολών του και είσθε
προσκολλημμένοι με πίστιν εις
αυτόν,

23. καὶ ἐκβαλεῖ Κύριος πάντα 23. τότε ο Κυριος θα εκδιώξη


τὰ ἔθνη ταῦτα ἀπὸ προσώπου από εμπρός σας όλα τα
ὑμῶν, καὶ κληρονομήσετε εχθρικά προς σας
ἔθνη μεγάλα καὶ ἰσχυρὰ ειδωλολατρικά έθνη και θα
μᾶλλον ἢ ὑμεῖς. κληρονομήσετε σεις την
χώραν και τα αγαθά εθνών
πολύ μεγαλυτέρων και
ισχυρότερων από σας.
24. πάντα τὸν τόπον, οὗ ἐὰν 24. Καθε τόπος, τον οποίον θα
πατήσῃ τὸ ἴχνος τοῦ ποδὸς πατήσουν τα πόδια σας θα
ὑμῶν, ὑμῖν ἔσται· ἀπὸ τῆς είναι ιδικός σας. Από την
ἐρήμου καὶ ᾿Αντιλιβάνου καὶ έρημον περιοχήν του νότου
ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ τοῦ έως το όρος Αντιλίβανον προς
μεγάλου, ποταμοῦ Εὐφράτου, βρραν, από τον μεγάλον
καὶ ἕως τῆς θαλάσσης τῆς ἐπὶ ποταμόν τον Ευφράτην και
δυσμῶν ἔσται τὰ ὅριά σου. δυτικώς μέχρι της Μεσογείου
Θαλάσσης θα εκταθούν τα
όρια της χώρας σας.

25. οὐκ ἀντιστήσεται οὐδεὶς 25. Κανείς δεν θα αντισταθή


κατὰ πρόσωπον ὑμῶν· τὸν ενώπιόν σας. Τον φόβον και
φόβον ὑμῶν καὶ τὸν τρόμον τον τρόμον σας, θα εμβάλη
ὑμῶν ἐπιθήσει Κύριος ὁ Θεὸς Κυριος ο Θεός σας στους
ὑμῶν ἐπὶ πρόσωπον πάσης ανθρώπους όλων των χωρών,
τῆς γῆς, ἐφ᾿ ἧς ἂν ἐπιβῆτε ἐπ᾿ προς τας οποίας σεις θα
αὐτῆς, ὃν τρόπον ἐλάλησε απλωθήτε, όπως σας
πρὸς ὑμᾶς. υπεσχέθη ο Θεός.

26. ᾿Ιδοὺ ἐγὼ δίδωμι ἐνώπιον 26. Ιδού, εγώ σας δίδω
ὑμῶν σήμερον τὴν εὐλογίαν σήμερον και παραθέτω
καὶ τὴν κατάραν· ενώπιόν σας την ευλογίαν μου
και την κατάραν μου.

27. τὴν εὐλογίαν, ἐὰν 27. Την ευλογίαν, εάν


ἀκούσητε τὰς ἐντολὰς Κυρίου υπακούσετε εις τας εντολάς
τοῦ Θεοῦ ὑμῶν, ὅσας ἐγὼ Κυρίου του Θεού σας, όσας
ἐντέλλομαι ὑμῖν σήμερον, εγώ σήμερον παραγγέλλω
προς σας.

28. καὶ τὴν κατάραν, ἐὰν μὴ 28. Την κατάραν δέ, εάν δεν
ἀκούσητε τὰς ἐντολὰς Κυρίου υπακούσετε εις τας εντολάς
τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, ὅσα ἐγὼ Κυρίου του Θεού μας, τας
ἐντέλλομαι ὑμῖν σήμερον, καὶ οποίας εγώ σήμερον σας δίδω,
πλανηθῆτε ἀπὸ τῆς ὁδοῦ, ἧς εάν παρεκκλίνετε και
ἐνετειλάμην ὑμῖν, απομακρυνθήτε από την οδόν,
πορευθέντες· λατρεύειν θεοῖς την οποίαν σας διέταξα, και
ἑτέροις, οὓς οὐκ οἴδατε. πορευθήτε να λατρεύσετε
θεούς άλλους, τους οποίους
προηγουμένως δεν
εγνωρίζατε.

29. καὶ ἔσται ὅταν εἰσαγάγῃ 29. Οταν δε Κυριος ο Θεός


σε Κύριος ὁ Θεός σου εἰς τὴν σας σας εισαγάγη εις την
γῆν, εἰς ἣν διαβαίνεις ἐκεῖ χώραν, προς την όποίαν
κληρονομῆσαι αὐτήν, καὶ μεταβαίνετε δια να την
δώσεις τὴν εὐλογίαν ἐπ᾿ ὄρος καταλάβετε, θα απαγγείλετε
Γαριζὶν καὶ τὴν κατάραν ἐπ᾿ τας μεν ευλογίας στο όρος
ὄρος Γαιβάλ. Γαριζίν, τας δε κατάρας στο
όρος Γαιβάλ.
30. οὐκ ἰδοὺ ταῦτα πέραν τοῦ 30. (Τα όρη αυτά δεν
᾿Ιορδάνου ὀπίσω ὁδὸν ευρίσκονται πέραν του
δυσμῶν ἡλίου ἐν γῇ Χαναὰν Ιορδάνου, οπίσω της οδού,
τὸ κατοικοῦν ἐπὶ δυσμῶν που οδηγεί προς δυσμάς, εις
ἐχόμενον τοῦ Γολγὸλ πλησίον την χώραν των Χαναναίων, οι
τῆς δρυὸς τῆς ὑψηλῆς;) οποίοι κατοικούν δυτικώς
πλησίον του Γολγόλ και
πλησίον της υψηλής δρυός;)

31. ὑμεῖς γὰρ διαβαίνετε τὸν 31. Ανακοινώνω αυτά προς


᾿Ιορδάνην εἰσελθόντες σας τώρα, διότι εντός ολίγου
κληρονομῆσαι τὴν γῆν, ἣν θα διαβήτε τον Ιορδάνην
Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν δίδωσιν ποταμόν, δια να εισέλθετε και
ὑμῖν ἐν κλήρῳ πάσας τὰς κληρονομήσετε την γην, την
ἡμέρας, καὶ κατοικήσετε ἐν οποίαν Κυριος ο Θεός σας
αὐτῇ· δίδει ως κλήρον σας όλας τας
ημέρας της ζωής σας, δια να
κατοικήσετε εις αυτήν.

32. καὶ φυλάξεσθε τοῦ ποιεῖν 32. Θα προσέξετε, λοιπόν,


πάντα τὰ προστάγματα αὐτοῦ ώστε να τηρήτε όλας τας
καὶ τὰς κρίσεις ταύτας, ὅσας εντολάς του, όλα τα
ἐγὼ δίδωμι ἐνώπιον ὑμῶν προστάγματά του και τας
σήμερον. κρίσστου, όσας εγώ σήμερον
παραθέτω ενώπιόν σας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12 (ιβ)

Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ.


Κολιτσάρα

1. ΚΑΙ ταῦτα τὰ προστάγματα 1. Αυτά δε είναι τα


καὶ αἱ κρίσεις, ἃς φυλάξετε προστάγματα κα αι διατάξεις,
τοῦ ποιεῖν ἐν τῇ γῇ, ἣν Κύριος τας οποίας θα φροντίσετε να
ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ὑμῶν τηρήτε εις την χώραν, την
δίδωσιν ὑμῖν ἐν κλήρῳ πάσας οποίαν Κυριος ο Θεός των
τὰς ἡμέρας, ἃς ὑμεῖς ζῆτε ἐπὶ πατέρων σας δίδει ως
τῆς γῆς. κληρονομίαν σας όλας τας
ημέρας, που θα ζήσετε επί της
γης.

2. ἀπωλείᾳ ἀπολεῖτε πάντας 2. Θα καταστρέψετε εξ


τοὺς τόπους, ἐν οἷς ολοκλήρου όλους τους
ἐλάτρευσαν ἐκεῖ τοῖς θεοῖς τόπους, επάνω στους οποίους
αὐτῶν, οὓς ὑμεῖς οι ειδωλολάτραι ελάτρευσαν
κληρονομεῖτε αὐτούς, ἐπὶ τῶν τους θεούς των- τόπους οι
ὀρέων τῶν ὑψηλῶν καὶ ἐπὶ οποίοι θα γίνουν πλέον ιδικοί
τῶν θινῶν καὶ ὑποκάτω σας- επάνω εις τα υψηλά όρη
δένδρου δασέος. και στους λόφους και κάτω
από βαθύσκια δένδρα.
3. καὶ κατασκάψετε τοὺς 3. Θα κατασκάψετε εκ
βωμοὺς αὐτῶν καὶ συντρίψετε θεμελίων τους βωμούς των,
τὰς στήλας αὐτῶν καὶ τὰ ἄλση θα συντρίψετε τας
αὐτῶν ἐκκόψετε καὶ τὰ ειδωλολατρικάς στήλας των,
γλυ πτὰ τῶ ν θ εῶ ν α ὐτῶν θα κόψετε από την ρίζαν τα
κατακαύσετε πυρί, καὶ ιερά δάση των, θα καύσετε
ἀπολεῖται τὸ ὄνομα αὐτῶν ἐκ στο πυρ τα αγάλματα των
τοῦ τόπου ἐκείνου. θεών των, και αυτά ακόμη τα
ονόματά των θα τα εξαλείψετε
από εκείνους τους τόπους.

4. οὐ ποιήσετε οὕτω Κυρίῳ τῷ 4. Δεν θα κάμετε όμως το


Θεῷ ὑμῶν, ίδιον πράγμα δια τον Κυριον
και Θεόν σας.

5. ἀλλ᾿ ἢ εἰς τὸν τόπον, ὃν ἂν 5. Αλλά θα προσέρχεσθε να


ἐκλέξηται Κύριος ὁ Θεός σου ζητήτε αυτόν, στον τόπον,
ἐν μιᾷ τῶν πόλεων ὑμῶν τον οποίον θα εκλέξη Κυριος ο
ἐπονομάσαι τὸ ὄνομα αὐτοῦ Θεός σας, εις μίαν από τας
ἐκεῖ καὶ ἐπικληθῆναι, καὶ πόλεις σας, δια να τιμάται
ἐκζητήσετε καὶ εἰσελεύσεσθε ιδιαιτέρως εκεί το όνομά του.
ἐκεῖ

6. καὶ οἴσετε ἐκεῖ τὰ 6. Εκεί θα προσφέρετε τα


ὁλοκαυτώματα ὑμῶν καὶ τὰ ολοκαυτώματά σας, τας
θυσιάσματα ὑμῶν καὶ τὰς θυσίας σας, τους πρώτους
ἀπαρχὰς ὑμῶν καὶ τὰς εὐχὰς καρπούς από τα προϊόντα σας,
ὑμῶν καὶ τὰ ἑκούσια ὑμῶν καὶ τα ταξίματά σας, τας άλλας
τὰς ὁμολογίας ὑμῶν, τὰ αυτοπροαιρέτους προσφοράς
πρωτότοκα τῶν βοῶν ὑμῶν σας, ο,τι άλλο ηθέλατε
καὶ τῶνπροβάτων ὑμῶν ξεχωρίσει δια τον Κυριον, τα
πρωτότοκα από τα βόδια σας
και από τα πρόβατά σας.

7. καὶ φάγεσθε ἐκεῖ ἐναντίον 7. Εκεί θα φάτε ενώπιον


Κυρίου τοῦ Θεοῦ ὑμῶν καὶ Κυρίου του Θεού σας και θα
εὐφρανθήσεσθε ἐπὶ πᾶσιν, οὗ ευφρανθήτε δι' όλα αυτά, τα
ἐὰν ἐπιβάλητε τὴν χεῖρα, ὑμεῖς οποία προσφέρετε με το χέρι
καὶ οἱ οἶκοι ὑμῶν, καθότι σας· θα είσθε ευτυχείς σεις και
εὐλόγησέ σε Κύριος ὁ Θεός αι οικογενέιαί σας, με όλα όσα
σου. σας ηυλόγησεν Κυριος ο Θεός
σας.

8. οὐ ποιήσετε πάντα ὅσα 8. Δεν θα κάμετε αυτά, που


ἡμεῖς ποιοῦμεν ὧδε σήμερον, ημείς σήμερον κάμνομεν εδώ,
ἕκαστος τὸ ἀρεστὸν ἐνώπιον όπου ο καθένας κάμνει ο,τι
αὐτοῦ· του αρέσει,

9. οὐ γὰρ ἥκατε ἕως τοῦ νῦν 9. διότι δεν έχετε εισέλθει


εἰς τὴν κατάπαυσιν καὶ εἰς τὴν ακόμη εις την ανάπαυσιν και
κληρονομίαν ἣν Κύριος ὁ Θεὸς εις την κληρονομίαν την
ἡμῶν δίδωσιν ὑμῖν. οποίαν ο Κυριος ο Θεός μας
δίδει εις σας.
10. καὶ διαβήσεσθε τὸν 10. Οταν όμως διαβήτε τον
᾿Ιορδάνην, καὶ κατοικήσετε ἐπὶ Ιορδάνην και εγκατασταθήτε
τῆς γῆς, ἧς Κύριος ὁ Θεὸς εις την γην, την οποίαν Κυριος
ἡμῶν κατακληρονομεῖ ὑμῖν, ο Θεός μας κληροδοτεί εις
καὶ καταπαύσει ὑμᾶς ἀπὸ σας, εκεί όπου θα σας
πάντων τῶν ἐχθρῶν ὑμῶν αναπαύση και θα σας
τῶν κύκλῳ, καὶ κατοικήσετε κατασφαλίση από όλους τους
μετὰ ἀσφαλείας. γύρω εχθρούς σας, και σεις θα
κατοικήτε εκεί με ασφάλειαν,

11. καὶ ἔσται ὁ τόπος, ὃν ἂν 11. τότε στον τόπον, τον


ἐκλέξηται Κύριος ὁ Θεός σου οποίον θα εκλέξη ο Κυριος δια
ἐπικληθῆναι τὸ ὄνομα αὐτοῦ να λατρεύετε το όνομά του,
ἐκεῖ, ἐκεῖ οἴσετε πάντα, ὅσα εκεί θα προσφέρετε όσα εγώ
ἐγὼ ἐντέλλομαι ὑμῖν σήμερον, σήμερον σας διατάσσω,
τὰ ὁλοκαυτώματα ὑμῶν καὶ τὰ δηλαδή τα ολοκαυτώματά
θυσιάσματα ὑμῶν καὶ τὰ σας, τας θυσίας σας, τα
ἐπιδέκατα ὑμῶν καὶ τὰς δέκατα των εισοδημάτων σας,
ἀπαρχὰς τῶν χειρῶν ὑμῶν καὶ τα πρωτογεννήματα από τους
πᾶν ἐκλεκτὸν τῶν δώρων κόπους των χειρών σας και
ὑμῶν, ὅσα ἂν εὔξησθε Κυρίῳ κάθε τι εκλεκτόν δώρον από
τῷ Θεῷ ὑμῶν, τα δώρα σας, όσα ηθέλατε
τάξει προς Κυριον τον Θεόν
σας.

12. καὶ εὐφρανθήσεσθε 12. Θα ευφρανθήτε ενώπιον


ἐναντίον Κυρίου τοῦ Θεοῦ Κυρίου του Θεού σας, σεις και
ὑμῶν, ὑμεῖς καὶ οἱ υἱοὶ ὑμῶν οι υιοί σας και αι θυγατέρες
καὶ αἱ θυγατέρες ὑμῶν καὶ οἱ σας, οι δούλοι σας και αι
παῖδες ὑμῶν καὶ αἱ παιδίσκαι δούλαι σας και ο Λευΐτης, ο
ὑμῶν καὶ ὁ Λευίτης ὁ ἐπὶ τῶν οποίος ευρίσκεται έξω από την
πυλῶν ὑμῶν, ὅτι οὐκ ἔστιν θύραν σας, διότι αυτός δεν
αὐτῷ μερὶς οὐδὲ κλῆρος μεθ᾿ έχει μερίδιον και κλήρον μαζή
ὑμῶν. με σας εις την γην της
Επαγγελίας.

13. πρόσεχε σεαυτῷ, μὴ 13. Προσέχετε στον εαυτόν


ἀνενέγκῃς τὰ ὁλοκαυτώματά σας να μη προσφέρετε τα
σου ἐν παντὶ τόπῳ, οὗ ἐὰν ολοκαυτώματά σας εις
ἴδῃς, οιονδήποτε τόπον, τον οποίον
σεις ηθέλατε ίδει και
προτιμήσει,

14. ἀλλ᾿ ἢ εἰς τὸν τόπον, ὃν 14. αλλά μόνον στον τόπον,
ἂν ἐκλέξηται Κύριος ὁ Θεός τον οποίον ήθελεν εκλέξει
σου αὐτὸν ἐν μιᾷ τῶν φυλῶν Κυριος ο Θεός σου, τον
σου, ἐκεῖ ἀνοίσετε τὰ ωρισμένον τόπον εις μίαν από
ὁλοκαυτώματα ὑμῶν καὶ ἐκεῖ τας δώδεκα φυλάς σας, εκεί
ποιήσεις πάντα, ὅσα ἐγὼ θα προσφέρετε τα
ἐντέλλομαί σοι σήμερον. ολοκαυτώματά σας και όλα
όσα εγώ σας διατάσσω
σήμερον.
15. ἀλλ᾿ ἢ ἐν πάσῃ ἐπιθυμίᾳ 15. Εάν όμως επιθυμήσης να
σου θύσεις καὶ φαγῇ κρέα σφάξης ένα ζώον σου και να
κατὰ τὴν εὐλογίαν Κυρίου τοῦ φάγης το κρέας του, δώρον το
Θεοῦ σου, ἣν ἔδωκέ σοι ἐν οποίον Κυριος ο Θεός σου σου
πάσῃ πόλει· ὁ ἀκάθαρτος ἐν έδωκεν, ημπορείς να το
σοὶ καὶ ὁ καθαρὸς ἐπὶ τὸ αὐτὸ σφάξης και να το φάγης εις
φάγεται αὐτό, ὡς δορκάδα ἢ οιανδήποτε πόλιν. Από αυτό
ἔλαφον. δύναται να φάγη όχι μόνον ο
καθαρός κατά τον Νομον του
Θεού, αλλά και ο ακάθαρτος,
όπως αδιαφόρως τρώγετε το
ζαρκάδι η το ελάφι.

16. πλὴν τὸ αἷμα οὐ φάγεσθε, 16. Αλλά το αίμα αυτών δεν


ἐπὶ τὴν γῆν ἐκχεεῖτε αὐτὸ ὡς θα το φάγετε· θα το χύσετε
ὕδωρ εις την γην, όπως χύνετε το
νερό.

17. οὐ δυνήσῃ φαγεῖν ἐν ταῖς 17. Δεν επιτρέπεται όμως να


πόλεσί σου τὸ ἐπιδέκατον τοῦ φάγης μέσα εις τας
σίτου σου καὶ τοῦ οἴνου σου οιασδήποτε πόλεις σου το
καὶ τοῦ ἐλαίου σου, τὰ δέκατον του σίτου σου και
πρωτότοκα τῶν βοῶν σου καὶ του οίνου σου και του ελαίου
τῶν προβάτων σου καὶ πάσας σου, τα πρωτότοκα των βοών
τάς εὐχάς, ὅσας ἂν εὔξησθε, και των προβάτων σου, τα
καὶ τὰς ὁμολογίας ὑμῶν καὶ ταξίματα που ήθελες κάμει
τὰς ἀπαρχὰς τῶν χειρῶν προς τον Θεόν, τας
ὑμῶν, αυτοπροαιρέτους προσφοράς
και τα πρωτογεννήματα των
αγρών σου, που συλλέγετε με
τα χέρια σας.

18. ἀλλ᾿ ἢ ἐναντίον Κυρίου 18. Αυτά, δώρα του Κυρίου


τοῦ Θεοῦ σου φαγῇ αὐτὸ ἐν και προσφοραί προς τον
τῷ τόπῳ, ᾧ ἂν ἐκλέξηται Κυριον, θα φαγωθούν στον
Κύριος ὁ Θεός σου αὐτῷ, σὺ ιερόν τόπον, τον οποίον θα
καὶ ὁ υἱός σου καὶ ἡ θυγάτηρ εκλέξη δια τον εαυτόν του
σου, ὁ παῖς σου καὶ ἡ παιδίσκη Κυριος ο Θεός σου. Θα φάγης
σου καὶ ὁ προσήλυτος ὁ ἐν αυτά συ, ο υιός σου και η
ταῖς πόλεσιν ὑμῶν, καὶ κόρη σου, ο δούλος και η
εὐφρανθήσῃ ἐναντίον Κυρίου δούλη σου και ο ξένος, που θα
τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ πάντα, οὗ ευρίσκεται εις τας πόλεις σας.
ἐὰν ἐπιβάλῃς τὴν χεῖρά σου. Θα ευφρανθήτε ενώπιον
Κυρίου του Θεού σας από όλα
αυτά, που θα είναι και των
ιδικών σας χειρών έργα.

19. πρόσεχε σεαυτῷ, μὴ 19. Προσέχετε να μη


ἐγκαταλίπῃς τὸν Λευίτην εγκαταλείψετε αβοηθήτον τον
πάντα τὸν χρόνον, ὅσον ἂν Λευΐτην όλον τον καιρόν, που
ζῇς ἐπὶ τῆς γῆς. θα ζήτε εις την χώραν σας.
20. ᾿Εὰν δὲ ἐμπλατύνῃ Κύριος 20. Εάν Κυριος ο Θεός σας
ὁ Θεός σου τὰ ὅριά σου, ευρύνη τα όριά σας, όπως σας
καθάπερ ἐλάλησέ σοι, καὶ υπεσχέθη, και σας δώση τα
ἐρεῖς· φάγομαι κρέα, ἐὰν αγαθά του, συ δε είπης· Θα
ἐπιθυμήσῃ ἡ ψυχή σου ὥστε φάγω κρέας. Εάν επιθυμή η
φαγεῖν κρέα, ἐν πάσῃ ἐπιθυμίᾳ ψυχή σου να φάγη κρέας,
τῆς ψυχῆς σου φαγῇ κρέα. φάγε κατά την επιθυμίαν σου.

21. ἐὰν δὲ μακρὰν ἀπέχῃ σου 21. Εαν ο τόπος, εις τον
ὁ τόπος, ὃν ἂν ἐκλέξηται οποίον μένεις, ευρίσκεται
Κύριος ὁ Θεός σου ἐκεῖ μακράν από τον τόπον, τον
ἐπικληθῆναι τὸ ὄνομα αὐτοῦ οποίον εξέλεξε Κυριος ο Θεός
ἐκεῖ, καὶ θύσεις ἀπὸ τῶν βοῶν σου, δια να λατρεύεται εκεί το
σου καὶ ἀπὸ τῶν προβάτων όνομά του, θα σφάξης από τα
σου, ὧν ἂν δῷ ὁ Θεός σοι, ὃν βόδια του και από τα πρόβατά
τρόπον ἐνετειλάμην σοι καὶ σου, που σου έχει δώσει ο
φαγῇ ἐν ταῖς πόλεσί σου κατὰ Θεός, και, όπως σε διέταξα, θα
τὴν ἐπιθυμίαν τῆς ψυχῆς σου· φάγης από αυτά εις τας πόλεις
σου σύμφωνα με την
επιθυμίαν και την διάθεσίν
σου.

22. ὡς ἔσθεται ἡ δορκὰς καὶ ἡ 22. Οπως αδιαφόρως τρώγεται


ἔλαφος, οὕτω φαγῇ αὐτό, ὁ το ζαρκάδι και το ελάφι, έτσι
ἀκάθαρτος ἐν σοὶ καὶ ὁ και συ θα φάγης αυτό. Από
καθαρὸς ὡσαύτως ἔδεται. αυτό θα φάγη επίσης, όχι
μόνον ο κατά τον Νομον του
Θεού καθαρός, αλλά και ο
ακάθαρτος.

23. πρόσεχε ἰσχυρῶς τοῦ μὴ 23. Πρόσεχε όμως πολύ να μη


φαγεῖν αἷμα, ὅτι τὸ αἷμα αὐτοῦ φάγης αίμα, διότι το αίμα του
ψυχή· οὐ βρωθήσεται ψυχὴ ζώου είναι η ζωη του (κάθε δε
μετὰ τῶν κρεῶν, ζωή ανήκει στον Θεόν). Δεν
πρέπει να φαγωθή η ζωή μαζή
με το κρέας.

24. οὐ φάγεσθε, ἐπὶ τὴν γῆν 24. Δεν θα φάγετε το αίμα,


ἐκχεεῖτε αὐτὸ ὡς ὕδωρ· αλλά θα το χύσετε στο χώμα,
όπως το νερό.

25. οὐ φαγῇ αὐτό, ἵνα εὖ σοι 25. Δεν θα φάγης, λοιπόν, το


γένηται καὶ τοῖς υἱοῖς σου μετὰ αίμα του ζώου, δια να ζήσης
σέ, ἐὰν ποιήσῃς τὸ καλὸν καὶ έτσι ευτυχής συ και οι υιοί
τὸ ἀρεστὸν ἐναντίον Κυρίου σου έπειτα από σέ, εάν θα
τοῦ Θεοῦ σου. πράξετε το καλόν και
ευάρπτον ενώπιον Κυρίου του
Θεού σου.
26. πλὴν τὰ ἅγιά σου, ἐὰν 26. Ομως τας αγίας
γένηταί σοι, καὶ τὰς εὐχάς σου προσφοράς σου, όταν αυτάς
λαβὼν ἥξεις εἰς τὸν τόπον, ὃν θα τας ετοιμάσης, και τα
ἂν ἐκλέξηται Κύριος ὁ Θεός ταξίματά σου, λάβε τα και
σου ἐπικληθῆναι τὸ ὄνομα πρόσφερέ τα στον τόπον, τον
αὐτοῦ ἐκεῖ, οποίον θα εκλέξη Κυριος ο
Θεός σου, δια να λατρεύεται
εκεί το όνομά του.

27. καὶ ποιήσεις τὰ 27. Εκεί θα πρασφέρης τα


ὁλοκαυτώματά σου· τὰ κρέα ολοκαυτώματά σου, το κρέας
ἀνοίσεις ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον με το αίμα επάνω στο
Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου, τὸ δὲ θυσιαστήριον Κυρίου του
αἷμα τῶν θυσιῶν σου Θεού σου. Το αίμα όμως των
προσχεεῖς πρὸς τὴν βάσιν τοῦ άλλων θυσιών, θα το χύσης
θυσιαστηρίου Κυρίου τοῦ εις την βάσιν του
Θεοῦ σου, τὰ δὲ κρέα φαγῇ. θυσιαστηρίου Κυρίου του
Θεού σου, το δε κρέας αυτών
θα το φάγετε σεις.

28. φυλάσσου καὶ ἄκουε καὶ 28. Πρόσεχε, άκουε, και θέσε
ποιήσεις πάντας τοὺς λόγους, εις εφαρμογήν όλας τας
οὓς ἐγὼ ἐντέλλομαί σοι, ἵνα εὖ εντολάς, τας οποίας εγώ σε
σοι γένηται καὶ τοῖς υἱοῖς σου διατάσσω, δια να ζήσης
δι᾿ αἰῶνος, ἐὰν ποιήσῃς τὸ ευτυχής συ και τα τέκνα σου
ἀρεστὸν καὶ τὸ καλὸν ἐναντίον πάντοτε, εφόσον θα πράττης
Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου. το καλόν και ευάρεστον
ενώπιον Κυρίου του Θεού
σου.

29. ᾿Εὰν δὲ ἐξολοθρεύσῃ 29. Οταν δε ο Κυριος


Κύριος ὁ Θεός σου τὰ ἔθνη, εξολοθρεύση τα έθνη, εις τα
εἰς οὓς εἰσπορεύῃ ἐκεῖ οποία συ πορεύεσαι, δια να
κληρονομῆσαι τὴν γῆν αὐτῶν, καταλάβης ως ιδικήν σου
ἀπὸ προσώπου σου καὶ κληρονομίαν την χώραν
κατακληρονομήσῃς αὐτήν, καὶ αυτών, και την κληρονομήσης
κατοικήσῃς ἐν τῇ γῇ αὐτῶν, και εγκατασταθής εις αυτήν,

30. πρόσεχε σεαυτῷ, μὴ 30. πρόσεχε τον εαυτόν σου,


ἐκζητήσῃς ἐπακολουθῆσαι μήπως τυχόν και ζητήσης να
αὐτοῖς μετὰ τὸ ακολουθήσης τρόπους ζωής
ἐξολοθρευθῆναι αὐτοὺς ἀπὸ των εθνών αυτών μετά την
προσώπου σου λέγων· πῶς εξολόθρευσίν των, λέγων, ότι
ποιοῦσι τὰ ἔθνη ταῦτα τοῖς όπως κάμνουν τα έθνη αυτά
θεοῖς αὐτῶν, ποιήσω κἀγώ. στους θεούς των, έτσι θα
κάμνω και εγώ στον Θεόν
μου.
31. οὐ ποιήσεις οὕτω τῷ Θεῷ 31. Οχι· δεν θα κάμης συ έτσι
σου· τὰ γὰρ βδελύγματα στον Θεόν σου· διότι
Κυρίου, ἃ ἐμίσησεν, ἐποίησαν αηδιαστικά και αποκρουστικά
ἐν τοῖς θεοῖς αὐτῶν, ὅτι τοὺς πράγματα, τα οποία εμίσησεν
υἱοὺς αὐτῶν καὶ τὰς ο Θεός, έκαμαν αυτοί προς
θυγατέρας αὐτῶν τους θεούς των, αφού
κατακαίουσιν ἐν πυρὶ τοῖς έφθασαν μέχρι του σημείου
θεοῖς αὐτῶν. να καίουν τους υιούς και τας
θυγατέρας των εις την φωτιάν
χάριν των θεών των.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13 (ιγ)

Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ.


Κολιτσάρα

1. ΠΑΝ ρῆμα ὃ ἐγὼ 1. Καθε εντολήν, την οποίαν


ἐντέλλομαι ὑμῖν σήμερον, εγώ σήμερα σας δίδω, θα
τοῦτο φυλάξῃ ποιεῖν· οὐ επιμεληθήτε να την
προσθήσεις ἐπ᾿ αὐτὸ οὐδὲ εφαρμόσετε. Ούτε θα
ἀφελεῖς ἀπ᾿ αὐτοῦ. προσθέσετε τίποτε εις αυτάς,
ούτε και θα αφαιρέσετε.

2. ἐὰν δὲ ἀναστῇ ἐν σοὶ 2. Εάν δε παρουσιασθή


προφήτης ἢ ἐνυπνιαζόμενος μεταξύ σας προφήτης
τὸ ἐνύπνιον καὶ δῷ σοι (διδάσκαλος ψευδής) η
σημεῖον ἢ τέρας άνθρωπος, ο οποίος βλέπει και
ερμηνεύει όνειρα και σας, είπη
ότι θα δώση κάποιο σημάδι η,
θα κάμη κάποιο καταπληκτικό
θαύμα,

3. καὶ ἔλθῃ τὸ σημεῖον ἢ τὸ 3. και πραγματοποιήση έστω


τέρας, ὃ ἐλάλησε πρός σε το σημάδι η το θαύμα, που
λέγων· πορευθῶμεν καὶ σας προανήγγειλε, έπειτα δε
λατρεύσωμεν θεοῖς ἑτέροις, σας είπη· “Ας πάμε να
οὓς οὐκ οἴδατε, λατρεύσωμεν άλλους θεούς,
τους οποίους δεν γνωρίζετε”,

4. οὐκ ἀκούσεσθε τῶν λόγων 4. δεν θα δώσετε καμμίαν


τοῦ προφήτου ἐκείνου ἢ τοῦ προσοχήν εις τα λόγια του
ἐνυπνιαζομένου τὸ ἐνύπνιον ψεύδους εκείνου προφήτου η
ἐκεῖνο, ὅτι πειράζει Κύριος ὁ του ενιπνιαστού αλλά να
Θεός σου ὑμᾶς εἰδέναι, εἰ σκεφθήτε ότι Κυριος ο Θεός
ἀγαπᾶτε τὸν Θεὸν ὑμῶν ἐξ σου επέτρεψε να γίνουν τα
ὅλης τῆς καρδίας ὑμῶν καὶ ἐξ σημεία αυτά, δια να σας
ὅλης τῆς ψυχῆς ὑμῶν. δοκιμάση και να γνωρίση, εάν
πράγματι αγαπάτε τον Θεόν
σας με όλην σας την καρδίαν
και με όλην σας την ψυχήν.
5. ὀπίσω Κυρίου τοῦ Θεοῦ 5. Κυριον τον Θεόν σας,
ὑμῶν πορεύσεσθε καὶ τοῦτον αυτόν μόνον θα ακολουθήστε,
φοβηθήσεσθε καὶ τῆς φωνῆς αυτόν θα φοβήσθε, αυτού τας
αὐτοῦ ἀκούσεσθε καὶ αὐτῷ εντολάς θα ακούετε και εις
προστεθήσεσθε. αυτόν θα προσκολληθήτε.

6. καὶ ὁ προφήτης ἐκεῖνος ἢ ὁ 6. Ο δε προφήτης εκείνος η ο


τὸ ἐνύπνιον ἐνυπνιαζόμενος ενυπνιαστής πρέπει να
ἐκεῖνος ἀποθανεῖται· ἐλάλησε τιμωρηθή δια θανάτου, διότι
γὰρ πλανῆσαί σε ἀπὸ Κυρίου εδίδαξε ψευδή δια να σε
τοῦ Θεοῦ σου τοῦ παραπλανήση και σε
ἐξαγαγόντος σε ἐκ γῆς απομακρύνη από Κυριον τον
Αἰγύπτου, τοῦ λυτρωσαμένου Θεόν σου, ο οποίος σε
σε ἐκ τῆς δουλείας, ἐξῶσαί σε έβγαλεν από την χώραν της
ἀπὸ τῆς ὁδοῦ, ἧς ἐνετείλατό Αιγύπτου και σε ηλευθέρωσε
σοι Κύριος ὁ Θεός σου από την δουλείαν. Αυτός ο
πορεύεσθαι ἐν αὐτῇ· καὶ προφήτης ηθέλησε να σε
ἀφανιεῖς τὸ πονηρὸν ἐξ ὑμῶν ωθήση έξω από τον δρόμον,
αὐτῶν. τον οποίον ο Θεός σε διέταξε
να ακολουθής. Πρέπει να τον
τιμωρήσης με θάνατον, δια να
εξαφανίσης από ανάμεσά σας
το κακόν, το οποίον εκείνος
ήθελε να σας κάμη.

7. ᾿Εὰν δὲ παρακαλέσῃ σε ὁ 7. Εάν δε ακόμη και αυτός ο


ἀδελφός σου ἐκ πατρός σου ἢ αδελφός σου, ο ομοπάτριος σε
ἐκ μητρός σου ἢ ὁ υἱός σου ἢ παρακαλέση η ο ομομήτριος,
ἡ θυγάτηρ ἢ ἡ γυνή σου ἡ ἐν η ο υιός σου, η η κόρη σου, η
κόλπῳ σου ἢ φίλος ἴσος τῇ η σύζυγος, που κρατείς εις την
ψυχῇ σου λάθρα λέγων· αγκάλην σου, η ο ισόψυχος
βαδίσωμεν καὶ λατρεύσωμεν φίλος σου και σου είπη
θεοῖς ἑτέροις, οὓς οὐκ ᾔδεις κρυφίως “πάμε να
σὺ καὶ οἱ πατέρες σου, λατρεύσωμεν άλλους θεούς,
τους οποίους ούτε συ
εγνώριζες, ούτε οι πατέρες
σου,

8. ἀπὸ τῶν θεῶν τῶν ἐθνῶν 8. οι οποίοι θεοί είναι από τους
τῶν περικύκλῳ ὑμῶν, τῶν θεούς των γύρω μας
ἐγγιζόντων σοι ἢ τῶν μακρὰν ειδωλολατρικών λαών”, αυτών
ἀπὸ σοῦ, ἀπ᾿ ἄκρου τῆς γῆς που ευρίσκονται πλησίον σου
ἕως ἄκρου τῆς γῆς, η μακράν από σέ, στο ένα η,
στο άλλο άκρον της γης,

9. οὐ συνθελήσεις αὐτῷ καὶ 9. όχι μόνον δεν θα


οὐκ εἰσακούσῃ αὐτοῦ καὶ οὐ συμφωνήσης με αυτόν και δεν
φείσεται ὁ ὀφθαλμός σου ἐπ᾿ θα δεχθής τας πονηράς
αὐτῷ, οὐκ ἐπιποθήσεις ἐπ᾿ προτάσστου, αλλά δεν θα τον
αὐτῷ οὐδ᾿ οὐ μὴ σκεπάσῃς λυπηθή το μάτι σου, δεν θα
αὐτόν· τον λυπηθής και ούτε θα τον
συγκαλύψης.
10. ἀναγγέλων ἀναγγελεῖς 10. Θα τον καταγγείλης
περὶ αὐτοῦ, καὶ αἱ χεῖρές σου αμέσως, δια να καταδικασθή
ἔσονται ἐπ᾿ αὐτὸν ἐν πρώτοις εις θάνατον· και στον
ἀποκτεῖναι αὐτόν, καὶ αἱ χεῖρες λιθοδολισμόν του αι χείρες
παντὸς τοῦ λαοῦ ἐπ᾿ ἐσχάτῳ, σου θα ρίψουν πρώται τον
λίθον εναντίον του, διότι συ
υπήρξες ο μάρτυς της
κατηγορίας, και έπειτα αι
χείρες του λαού θα τον
λιθοβολήσουν.

11. καὶ λιθοβολήσουσιν αὐτὸν 11. Θα τον θανατώσουν δια


ἐν λίθοις, καὶ ἀποθανεῖται, ὅτι λιθοβολισμού, θα τιμωρηθή
ἐζήτησεν ἀποστῆσαί σε ἀπὸ δια θανάτου, διότι επεζήτησε
Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου τοῦ να σε απομακρύνη από τον
ἐξαγαγόντος σε ἐκ γῆς Κυριον και Θεόν σου, ο οποίος
Αἰγύπτου, ἐξ οἴκου δουλείας. σε έβγαλε από την Αίγυπτον,
από την χώραν της δουλείας.

12. καὶ πᾶς ᾿Ισραὴλ ἀκούσας 12. Οταν δε οι Ισραηλίται


φοβηθήσεται καὶ οὐ πληροφορηθούν την τιμωρίαν
προσθήσωσι ποιῆσαι ἔτι κατὰ αυτήν, θα φοβηθούν και δεν
τὸ ρῆμα τὸ πονηρὸν τοῦτο ἐν θα τολμήση κανείς να
ὑμῖν. επαναλάβη την κακήν αυτήν
πράξιν μεταξύ σας.

13. ᾿Εὰν δὲ ἀκούσῃς ἐν μιᾷ 13. Εάν δε εις μίαν από τας
τῶν πόλεών σου, ὧν Κύριος ὁ πόλεις, την οποίαν Κυριος ο
Θεός σου δίδωσί σοι κατοικεῖν Θεός σας έδωσε ως κατοικίαν
σε ἐκεῖ, λεγόντων· σας, ακούσης να λέγουν·

14. ἐξήλθοσαν ἄνδρες 14. “εβγήκαν παράνομοι


παράνομοι ἐξ ὑμῶν καὶ άνδρες από σας και
ἀπέστησαν πάντας τοὺς απεμάκρυναν από τον Θεόν
κατοικοῦντας τὴν γῆν αὐτῶν τους κατοίκους της πολεώς
λέγοντες· πορευθῶμεν καὶ των, λέγοντες δολίως, ας πάμε
λατρεύσωμεν θεοῖς ἑτέροις, να λατρεύσωμεν άλλους
οὓς οὐκ ᾔδειτε, θεούς, τους οποίους δεν
εγνωρίζατε”,

15. καὶ ἐτάσεις καὶ ἐρωτήσεις 15. συ, θα εξετάσης, θα


καὶ ἐρευνήσεις σφόδρα, καὶ ερωτήσης, θα ερευνήσης με
ἰδοὺ ἀληθὴς σαφῶς ὁ λόγος, πολλήν επιμέλειαν και
γεγένηται τὸ βδέλυγμα τοῦτο προσοχήν και εάν αποδειχθή
ἐν ὑμῖν, αληθινή και βεβαία αυτή η
κατηγορία, εάν δηλαδή όντως
έλαβε χώραν μεταξύ σας αυτό
το βδελυρόν γεγονός,

16. ἀναιρῶν ἀνελεῖς πάντας 16. σεις τότε θα φονεύσετε


τοὺς κατοικοῦντας ἐν τῇ γῇ όλους τους κατοίκους της
ἐκείνῃ ἐν φόνῳ μαχαίρας, πόλεως εκείνης εν στόματι
ἀναθέματι ἀναθεματιεῖτε μαχαίρας, θα αναθεματίσετε
αὐτὴν καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτῇ εξ ολοκλήρου αυτήν και όσα
υπάρχουν εις αυτήν.
17. καὶ πάντα τὰ σκῦλα αὐτῆς 17. Ολα δε τα λάφυρα αυτής
συνάξεις εἰς τὰς διόδους αὐτῆς θα τα συγκεντρώσετε στους
καὶ ἐμπρήσεις τὴν πόλιν ἐν δρόμους της και θα
πυρὶ καὶ πάντα τὰ σκῦλα παραδώσετε στο πυρ, την
αὐτῆς πανδημεὶ ἐναντίον πόλιν και όλα τα λάφυρά της,
Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου, καὶ ενώπιον Κυρίου του Θεού σου
ἔσται ἀοίκητος εἰς τὸν αἰῶνα, και θα μείνη η πόλις εκείνη
οὐκ ἀνοικοδομηθήσεται ἔτι. ακατοίκητος παντοτεινά·
ουδέποτε πλέον θα
ανοικοδομηθή.

18. καὶ οὐ προσκολληθήσεται 18. Τιποτε από τα


οὐδὲν ἀπὸ τοῦ ἀναθέματος ἐν αναθεματισμένα πράγματα της
τῇ χειρί σου, ἵνα ἀποστραφῇ πόλεως εκείνης δεν θα
Κύριος ἀπὸ θυμοῦ τῆς ὀργῆς κρατήση το χέρι σου, δια να
αὐτοῦ καὶ δώσῃ σοι ἔλεος καὶ αποστρέψη έτσι ο Κυριος τον
ἐλεήσῃ σε καὶ πληθύνῃ σε, ὃν θυμόν και την οργήν του από
τρόπον ὤμοσε τοῖς πατράσι σας, να σας ευσπλαγχνισθή,
σου, να σας ελεήση, να σας αυξήση
και πολλαπλασιάση, όπως
ωρκίσθη στους προγόνους
σας.

19. ἐὰν ἀκούσῃς τῆς φωνῆς 19. Και η ευλογία αυτή του
Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου, Κυρίου θα έλθη και θα μείνη
φυλάσσειν τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ, εις σας, εάν ακούσετε την
ὅσας ἐγὼ ἐντέλλομαί σοι φωνήν του, ώστε να τηρήτε
σήμερον, ποιεῖν τὸ καλὸν καὶ τας εντολάς του, τας οποίας
τὸ ἀρεστὸν ἐναντίον Κυρίου εγώ σήμερον σας διατάσσω,
τοῦ Θεοῦ σου. να πράττετε το κολόν και το
ευάρεστον ενώπιον Κυρίου
του Θεού σας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14 (ιδ)

Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ.


Κολιτσάρα

1. ΥΙΟΙ ἐστε Κυρίου τοῦ Θεοῦ 1. Σεις είσθε τέκνα Κυρίου του
ὑμῶν· οὐκ ἐπιθήσετε Θεού σας. Δεν θα ξυρίσετε
φαλάκρωμα ἀνὰ μέσον τῶν την κεφαλήν η το πρόσωπόν
ὀφθαλμῶν ὑμῶν ἐπὶ νεκρῷ· σας δια τον θάνατον
οιουδήποτε οικείου σας·

2. ὅτι λαὸς ἅγιος εἶ Κυρίῳ τῷ 2. διότι είσαι συ λαός εκλεκτός


Θεῷ σου, καὶ σὲ ἐξελέξατο και ξεχωριστός ενώπιον
Κύριος ὁ Θεός σου γενέσθαι Κυρίου του Θεού σου· ο Θεός
σε λαὸν αὐτῷ περιούσιον ἀπὸ σε εξέλεξεν ανάμεσα από όλα
πάντων τῶν ἐθνῶν τῶν ἐπὶ τα έθνη της υφηλίου, δια να
προσώπου τῆς γῆς. είσαι ιδιαιτέρα του περιουσία,
ο εκλεκτός λαός του.

3. Οὐ φάγεσθε πᾶν βδέλυγμα. 3. Δεν θα φάγης κανένα


ακάθαρτον ζώον.
4. ταῦτα κτήνη, ἃ φάγεσθε, 4. Αυτά δε είναι τα καθαρά
μόσχον ἐκ βοῶν καὶ ἀμνὸν ἐκ ζώα, που έχετε δικαίωμα να
προβάτων καὶ χίμαρον ἐξ τρώγετε· μοσχάρι από τα
αἰγῶν, βόδια, αμνόν από τα πρόβατα,
τράγον από τα γίδια.

5. ἔλαφον καὶ δορκάδα καὶ 5. Επίσης έχετε δικαίωμα να


πύγαργον, ὄρυγα καὶ τρώγετε ελάφι, ζαρκάδι,
καμηλοπάρδαλιν· πύγαργον (είδος δορκάδος),
όρυγα (είδος αιγάγρου) και
καμηλοπάρδαλιν.

6. πᾶν κτῆνος διχηλοῦν ὁπλὴν 6. Γενικώς έχετε το δικαίωμα


καὶ ὀνυχιστῆρας ὀνυχίζον δύο να τρώγετε κάθε ζώον
χηλῶν καὶ ἀνάγον μηρυκισμὸν δίχηλον, ζώον δηλαδή που
ἐν τοῖς κτήνεσι, ταῦτα έχει δύο όνυχας στο κάθε πόδι
φάγεσθε. του, χωρισμένους αναμεταξύ
των, και το οποίον αναμασά
την τροφήν του.

7. καὶ ταῦτα οὐ φάγεσθε ἀπὸ 7. Αλλά και από αυτά τα


τῶν ἀναγόντων μηρυκισμὸν μηρυκαστικά ζώα, η τα
καὶ ἀπὸ τῶν διχηλούντων τὰς δίχηλα, αυτά που έχουν τους
ὁπλὰς καὶ ὀνυχιζόντων δύο ονυχάς των ξεχωριστούς,
ὀνυχιστῆρας· τὸν κάμηλον καὶ δεν θα φάγετε τα εξής· Την
δασύποδα καὶ χοιρογρύλλιον, κάμηλον, τον λαγωόν, τον
ὅτι ἀνάγουσι μηρυκισμὸν καὶ ακανθόχοιρον, τα οποία ναι
ὁπλὴν οὐ διχηλοῦσιν, μεν μηρυκάζουν αλλά δεν
ἀκάθαρτα ταῦτα ὑμῖν ἐστι· είναι δίχηλα. Αυτά λοιπόν θα
είναι ακάθαρτα δια σας.

8. καὶ τὸν ὗν, ὅτι διχηλεῖ 8. Δεν θα φάτε επίσης τον


ὁπλὴν τοῦτο καὶ ὀνυχίζει χοίρον, διότι ναι μεν είναι
ὀνυχιστῆρας ὁπλῆς, καὶ τοῦτο δίχηλον ζώον, έχει δηλαδή
μηρυκισμὸν οὐ μηρυκᾶται, στους πόδας του δύο όνυχας
ἀκάθαρτον τοῦτο ὑμῖν· ἀπὸ χωρισμένους, αλλά δεν
τῶν κρεῶν αὐτῶν οὐ φάγεσθε μηρυκάζει την τροφήν του·
καὶ τῶν θνησιμαίων αὐτῶν είναι δια σας ακάθαρτον ζώον.
οὐχ ἅψεσθε. Τα κρέατα των ζώων αυτών
δεν θα τα φάγετε και τα νεκρά
σώματά των δεν θα τα
εγγίσετε.

9. καὶ ταῦτα φάγεσθε ἀπὸ 9. Από τα ζώα που υπάρχουν


πάντων τῶν ἐν τῷ ὕδατι· εις τα ύδατα, έχετε το
πάντα ὅσα ἐστὶν ἐν αὐτοῖς δικαίωμα να τρώγετε, όσα από
πτερύγια καὶ λεπίδες, αυτά έχουν πτερύγια και
φάγεσθε. λέπια.

10. καὶ πάντα ὅσα οὐκ ἔστιν 10. Ολα όμως όσα δεν έχουν
αὐτοῖς πτερύγια καὶ λεπίδες, πτερύγια και λέπια, δεν θα τα
οὐ φάγεσθε, ἀκάθαρτα ὑμῖν τρώγετε. Θα είναι δια σας
ἐστι. ακάθαρτα.
11. πᾶν ὄρνεον καθαρὸν 11. Καθε πτηνόν καθαρόν
φάγεσθε. έχετε το δικαίωμα να τρώγετε.

12. καὶ ταῦτα οὐ φάγεσθε ἀπ᾿ 12. Αυτά δε είναι τα πτηνά,


αὐτῶν· τὸν ἀετὸν καὶ τὸν από τα οποία δεν επιτρέπεται
γρύπα καὶ τὸν ἁλιαίετον να τρώγετε· Ο αετός, ο γρυψ
(είδος αετού), ο αλιάετος

13. καὶ τὸν γύπα καὶ τὸν 13. ο γυψ (πτηνόν που τρώγει
ἴκτινον καὶ τὰ ὅμοια αὐτῷ πτώματα), ο ιέραξ και τα
όμοια προς αυτόν.

14. καὶ πάντα κόρακα καὶ τὰ 14. Δεν θα φάτε κανένα είδος
ὅμοια αὐτῷ κόρακος και τα όμοια προς
αυτόν.

15. καὶ στρουθὸν καί γλαῦκα 15. Επίσης στρουθίον, γλαύκα,


καὶ λάρον γλάρον,

16. καὶ ἐρωδιὸν καὶ κύκνον καὶ 16. τον ερωδιόν, τον τσικνιάν,
ἶβιν την ίβιν,

17. καὶ καταράκτην καὶ ἱέρακα 17. τον καταράκτην (είδος


καὶ τὰ ὅμοια αὐτῷ καὶ ἔποπα ορμητικοπύ γλάρου), τον
καὶ νυκτικόρακα ιέρακα και τα όμοια προς
αυτόν, τον τσαλαπετεινόν και
τον νυκτοκόρακα,

18. καὶ πελεκᾶνα καὶ 18. τον πελεκάνο, τον


χαραδριὸν καὶ τὰ ὅμοια αὐτῷ χαραδριόν (υποκίτρινον
καὶ πορφυρίωνα καὶ λαίμαργον πτηνόν) και τα
νυκτερίδα. όμοια προς αυτόν, τον
πορφυρίωνα (πτηνόν
καλοβατικόν) και την
νυκτερίδα.

19. πάντα τὰ ἑρπετὰ τῶν 19. Επίσης όλα όσα έρπουν


πετεινῶν ἀκάθαρτά ἐστιν ὑμῖν, και πετούν, δηλαδή τα
οὐ φάγεσθε ἀπ᾿ αὐτῶν. έντομα, θα είναι δια σας
ακάθαρτα και δεν θα τρώγετε
από αυτά.

20. πᾶν πετεινὸν καθαρὸν 20. Εχετε όμως το δικαίωμα


φάγεσθε. να τρώγετε κάθε καθαρόν
πτηνόν.
21. πᾶν θνησιμαῖον οὐ 21. Κανένα θνησιμαίον δεν θα
φάγεσθε· τῷ παροίκῳ τῷ ἐν φάγετε. Οσα ο νόμος ορίζει
ταῖς πόλεσί σου δοθήσεται, καὶ δια σας ακάθαρτα ημπορείτε
φάγεται, ἢ ἀποδώσῃ τῷ να τα δίδετε στον ξένον, που
ἀλλοτρίῳ· ὅτι λαὸς ἅγιος εἶ φιλοξενείτε εις την πόλιν σας
Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου. οὐχ δια να φάγη από αυτά η να τα
ἑψήσεις ἄρνα ἐν γάλακτι πωλήσετε εις μη Ισραηλίτην.
μητρὸς αὐτοῦ. Σεις όμως δεν πρέπει να
τρώγετε από τα ακάθαρτα,
διότι είσθε λαός άγιος
αφιερωμένος στον Κυριον.
Δεν θα βράσης αρνί με το
γάλα της μητρός του.

22. Δεκάτην ἀποδεκατώσεις 22. Από όλα τα προϊόντα των


παντὸς γενήματος τοῦ σπαρτών σας, από όλα
σπέρματός σου, τὸ γένημα δηλαδή όσα οι αγροί σας κάθε
τοῦ ἀγροῦ σου ἐνιαυτὸν κατ᾿ χρόνον σας δίδουν, θα
ἐνιαυτόν, αφαιρέσης το εν δέκατον.

23. καὶ φαγῇ αὐτὸ ἐν τῷ τόπῳ 23. Θα φάγετε αυτό στον


ᾧ ἐὰν ἐκλέξηται Κύριος ὁ Θεός τόπον, τον οποίον ήθελεν
σου, ἐπικληθῆναι τὸ ὄνομα εκλέξει Κυριος ο Θεός σας δια
αὐτοῦ ἐκεῖ· οἴσετε τὰ να αφιερωθή στο όνομά του
ἐπιδέκατα τοῦ σίτου σου καὶ (δηλαδή στον ναόν). Εκεί θα
τοῦ οἴνου σου καὶ τοῦ ἐλαίου φέρετε το εν δέκατον από τον
σου, τὰ πρωτότοκα τῶν βοῶν σίτον σας, από τον οίνον, από
σου καὶ τῶν προβάτων σου, το έλαιον, όπως επίσης και τα
ἵνα μάθῃς φοβεῖσθαι Κύριον πρωτότοκα από τα βόδια και
τὸν Θεόν σου πάσας τὰς τα πρόβατά σας, δια να
ἡμέρας. μάθετε να ευλαβήσθε Κυριον
τον Θεόν σας όλας τας ημέρας
της ζωής σας.

24. ἐὰν δὲ μακρὰν γένηται ἡ 24. Εάν όμως είναι μακρά η


ὁδὸς ἀπὸ σοῦ καὶ μὴ δύνῃ απόστασις από την κατοικίαν
ἀναφέρειν αὐτά, ὅτι μακρὰν σου μέχρι του ναού και δεν
ἀπὸ σοῦ ὁ τόπος, ὃν ἂν σου είναι δυνατόν να φέρης
ἐκλέξηται Κύριος ὁ Θεός σου εκεί αυτά τα δέκατα, στον
ἐπικληθῆναι τὸ ὄνομα αὐτοῦ τόπον δηλαδή που εξέλεξεν ο
ἐκεῖ, ὅτι εὐλογήσει σε Κύριος Κυριος δια να λατρεύετε το
ὁ Θεός σου, όνομ ά του, σ υ δε θέ λης
πράγματι να προσφέρης, από
όσα η ευλογία του Κυρίου σου
έδωσε,

25. καὶ ἀποδώσῃ αὐτὰ 25. θα πωλήσης αυτά, θα


ἀργυρίου καὶ λήψῃ τὸ πάρης το αντίτιμον αυτών εις
ἀργύριον ἐν ταῖς χερσί σου καὶ τα χέρια σου και θα μεταβής
πορεύσῃ εἰς τὸν τόπον, ὃν ἂν στον τόπον, τον οποίον
ἐκλέξηται Κύριος ὁ Θεός σου εξέλεξε Κυριος ο Θεός σου.
αὐτόν,
26. καὶ δώσεις ἀργύριον ἐπὶ 26. Εκεί δύνασαι να
παντός, οὗ ἂν ἐπιθυμῇ ἡ ψυχή δαπανήσης αυτά τα χρήματα
σου, ἐπὶ βουσὶν ἢ ἐπὶ και να αγοράσης ο,τι η ψυχή
προβάτοις, ἐπ᾿ οἴνῳ ἢ ἐπὶ σου επιθυμεί να προσφέρης
σίκερα ἢ ἐπὶ παντός, οὗ ἂν προς τον Θεόν, βόδια,
ἐπιθυμῇ ἡ ψυχή σου, καὶ φαγῇ π ρ ό β α τ α , ο ί ν ο ν ,
ἐκεῖ ἐναντίον Κυρίου τοῦ Θεοῦ οινοπνευματώδη ποτά και ο,τι
σου καὶ εὐφρανθήσῃ σὺ καὶ ὁ άλλο επιθυμείς. ' Εκεί δε
οἶκός σου ενώπιον Κυρίου του Θεού σου
θα φάγης και θα ευφρανθής
συ και η οικογένειά σου.

27. καὶ ὁ Λευίτης ὁ ἐν ταῖς 27. Μαζή σου δε εκεί θα φάγη


πόλεσί σου, ὅτι οὐκ ἔστιν και ο Λευΐτης, που ευρίσκεται
αὐτῷ μερὶς οὐδὲ κλῆρος μετὰ εις τας πόλεις σου, διότι αυτός
σοῦ. δεν έχει μερίδιον κληρονομίας,
όπως συ έχεις.

28. μετὰ τρία ἔτη ἐξοίσεις πᾶν 28. Καθε τρία χρόνια θα βάζης
τὸ ἐπιδέκατον τῶν γενημάτων κατά μέρος ένά δέκατον από
σου· ἐν τῷ ἐνιαυτῷ ἐκείνῳ τα προϊόντα σου. Κατά το
θήσεις αὐτὸ ἐν ταῖς πόλεσί τρίτον δε αυτό έτος θα θέτης
σου, αυτό εις την πόλιν σου· δεν
θα το προσφέρης στον ναόν.

29. καὶ ἐλεύσεται ὁ Λευίτης, 29. Θα έλθη δε ο Λευΐτης,


ὅτι οὐκ ἔστιν αὐτῷ μερὶς οὐδὲ διότι αυτός δεν έχει μερίδιον
κλῆρος μετὰ σοῦ, καὶ ὁ και κληρονομίαν εις την γην
προσήλυτος καὶ ὁ ὀρφανὸς καὶ της Επαγγελίας, θα έλθη ο
ἡ χήρα ἡ ἐν ταῖς πόλεσί σου ξένος και το ορφανόν και η
καὶ φάγονται καὶ χήρα, που ευρίσκεται εις τας
ἐμπλησθήσονται, ἵνα πόλεις σας, και θα φάγουν
εὐλογήσῃ σε Κύριος ὁ Θεός από το δέκατον αυτό και θα
σου ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις, οἷς χορτάσουν. Δια την καλήν
ἐὰν ποιῇς. σου δε αυτήν πράξιν θα σε
ευλογήση ο Θεός εις όλα τα
έργα, τα οποία θα έκαμνες.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15 (ιε)

Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ.


Κολιτσάρα

1. ΔΙ᾿ ἑπτὰ ἐτῶν ποιήσεις 1. Καθε επτά έτη θα παρέχης


ἄφεσιν. άφεσιν των χρεών.
2. καὶ οὕτω τὸ πρόσταγμα τῆς 2. Ως εξής θα εφαρμόζεται ο
ἀφέσεως· ἀφήσεις πᾶν χρέος νόμος της αφέσεως των
ἴδιον, ὃ ὀφείλει σοι ὁ πλησίον, χρεών· δηλαδή κάθε χρέος, το
καὶ τὸν ἀδελφόν σου οὐκ οποίον σου οφείλει ο πλησίον
ἀπαιτήσεις, ἐπικέκληται γὰρ και ο αδελφός σου, δεν θα το
ἄφεσις Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου. ζητήσης, αλλά θα το χαρίσης,
διότι εκ μέρους Κυρίου του
Θεού σου ορίζεται και
επιβάλλεται αυτή η άφεσις
των χρεών.

3. τὸν ἀλλότριον ἀπαιτήσεις 3. Από τον ξένον θα


ὅσα ἐὰν ᾖ σοι παρ᾿ αὐτῷ, τῷ απαιτήσης να σου δώση το
δὲ ἀδελφῷ σου ἄφεσιν χρέος του. Εις τον αδελφόν
ποιήσεις τοῦ χρέους σου· σου όμως τον Ισραηλίτην θα
χαρίσης το χρέος κατά το έτος
της αφέσεως.

4. ὅτι οὐκ ἔσται ἐν σοὶ ἐνδεής, 4. Τούτο δέ, διότι δεν πρέπει
ὅτι εὐλογῶν εὐλογήσει σε να υπάρχη μεταξύ σας πτωχός
Κύριος ὁ Θεός σου ἐν τῇ γῇ, ᾗ (χρεοφειλέτης αδυνατών να
Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί σοι πληρώση τα χρέη του).
ἐν κλήρῳ κατακληρονομῆσαι Εφόσον δε συ χαρίζστο χρέος,
αὐτήν. θα σε ευλογήση ο Κυριος εις
την χώραν, την οποίαν σου
έδωκε ως κληρονομίαν.

5. ἐὰν δὲ ἀκοῇ εἰσακούσητε 5. Εάν προθύμως υπακούσετε


τῆς φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ εις την φωνήν Κυρίου του
ὑμῶν φυλάσσειν καὶ ποιεῖν Θεού σας, ώστε να φυλάσσετε
πάσας τὰς ἐντολὰς ταύτας, και να πράττετε όλας τας
ὅσας ἐγὼ ἐντέλλομαί σοι εντολάς, τας οποίας εγώ
σήμερον, σήμερον σας διατάσσω,

6. ὅτι Κύριος ὁ Θεός σου 6. τότε Κυριος ο Θεός σας θα


εὐλόγησέ σε, ὃν τρόπον σας ευλογήση, όπως σας έχει
ἐλάλησέ σοι, καὶ δανειεῖς υποσχεθή. Θα έχης αφθονίαν
ἔθνεσι πολλοῖς, σὺ δὲ οὐ αγαθών και χρήματα, ώστε να
δανειῇ, καὶ ἄρξεις ἐθνῶν δανείζης έθνη πολλά, ενώ συ
πολλῶν, σοῦ δὲ οὐκ ἄρξουσιν. δεν θα ευρεθής εις την
ανάγκην να ζητήσης δάνειον.
Θα είσαι άρχων εις πολλούς
λαούς, ενώ κανείς δεν θα είναι
άρχων και αυθέντης εις σέ.
7. ᾿Εὰν δὲ γένηται ἐν σοὶ 7. Εάν συμβή, ώστε εις μίαν
ἐνδεὴς ἐκ τῶν ἀδελφῶν σου από τας πόλεις της χώρας,
ἐν μιᾷ τῶν πόλεών σου ἐν τῇ που σας έδωσε Κυριος ο Θεός,
γῇ, ᾗ Κύριος ὁ Θεός σου να υπάρξη πτωχός μεταξύ των
δίδωσί σοι, οὐκ ἀποστέρξεις αδελφών σου, συ να μη
τὴν καρδίαν σου οὐδ᾿ οὐ μὴ κλείσης τα σπλάγχνα σου, να
συσφίγξῃς τὴν χεῖρά σου ἀπὸ μη σκληρύνης και
τοῦ ἀδελφοῦ σου τοῦ αποτραβήξης την καρδίαν σου
ἐπιδεομένου· από αυτόν, να μη κλείσης
σφικτά τα χέρια σου, δια να
μη δώσης τίποτε στον
πεινασμένον και πονεμένον
αδελφόν σου.

8. ἀνοίγων ἀνοίξεις τὰς χεῖράς 8. Αλλά πλούσια θα ανοίξης τα


σου αὐτῷ καὶ δάνειον δανειεῖς χέρια σου προς αυτόν. Θα του
αὐτῷ ὅσον ἐπιδέεται, καθότι προσφέρης και θα του
ἐνδεεῖται. δανείσης όσον και ο,τι του
χρειάζεται, αφού ευρίσκεται
εις ανάγκην.

9. πρόσεχε σεαυτῷ, μὴ 9. Πρόσεχε στον εαυτόν σου,


γένηται ρῆμα κρυπτὸν ἐν τῇ μήπως μέσα εις την διάνοιαν
καρδίᾳ σου ἀνόμημα λέγων· και την καρδίαν σου σκεφθής
ἐγγίζει τό ἔτος τὸ ἕβδομον, κατά παράνομον τρόπον και
ἔτος τῆς ἀφέσεως, καὶ είπης “πλησιάζει το έβδομον
πονηρεύσηται ὁ ὀφθαλμός έτος, το έτος αυτό της
σου τῷ ἀδελφῷ σου τῷ αφέσεως των χρεών”· και έτσι
ἐπιδεομένῳ, καὶ οὐ δώσεις βλέπων με πονηρόν βλέμμα
αὐτῷ, καὶ καταβοήσεται κατὰ τον αδελφόν σου και
σοῦ πρὸς Κύριον, καὶ ἔσται ἐν σκεπτόμενος ότι μετ' ολίγον
σοὶ ἁμαρτία μεγάλη. θα είσαι υποχρεωμένος να του
χαρίσης τα χρέος- και δεν τον
δανείσης, τότε ο αδελφός σου
αυτός θα φωνάξη προς τον
Κυριον εναντίον σου και θα
είναι μεγάλη η ενοχή σου δια
την πονηρίαν αυτήν.

10. διδοὺς δώσεις αὐτῷ καὶ 10. Ολοπρόθυμα πρέπει να


δάνειον δανειεῖς αὐτῷ ὅσον δώσης εις αυτόν δάνειον,
ἐπιδέεται, καὶ οὐ λυπηθήσῃ τῇ ανάλογον προς την ανάγκην
καρδίᾳ σου διδόντος σου του· δεν πρέπει δε να λυπηθή
αὐτῷ, ὅτι διά τὸ ρῆμα τοῦτο η καρδία σου δια το δάνειον,
εὐλογήσει σε Κύριος ὁ Θεός που θα δώσης στον αδελφόν
σου ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις καὶ ἐν σου, διότι δια την καλήν σου
πᾶσιν, οὗ ἂν ἐπιβάλῃς τὴν αυτήν πράξιν θα σε ευλογήση
χεῖρά σου· ο Θεός εις όλας τας εργασίας
σου, θα ευλογήση όλα τα
έργα των χειρών σου.
11. οὐ γὰρ μὴ ἐκλίπῃ ἐνδεὴς 11. Επειδή ποτέ δεν θα λείψη
ἀπὸ τῆς γῆς σου. διὰ τοῦτο πτωχός από την χώραν σου,
ἐγώ σοι ἐντέλλομαι ποιεῖν τὸ δια τούτο σου δίδω εγώ αυτήν
ρῆμα τοῦτο λέγων· ἀνοίγων την εντολήν και σε διατάσσω·
ἀνοίξεις τὰς χεῖράς σου τῷ Απλόχερα θα ανοιξης τα χέρια
ἀδελφῷ σου τῷ πένητι καὶ τῷ σου στον πτωχόν αδελφόν
ἐπιδεομένῳ τῷ ἐπὶ τῆς γῆς σου που κατοικεί εις την
σου. χώραν σου και ευρίσκεται εις
ανάγκην.

12. ᾿Εὰν δὲ πραθῇ σοι ὁ 12. Εάν ο αδελφός σου,


ἀδελφός σου ὁ ῾Εβραῖος ἢ Εβραίος η Εβραία, πωληθή εις
῾Εβραία, δουλεύσει σοι ἓξ ἔτη, σε ένεκα των οικονομικών του
καὶ τῷ ἑβδόμῳ ἐξαποστελεῖς αναγκών ως δούλος, επί εξ
αὐτὸν ἐλεύθερον ἀπὸ σοῦ. έτη θα σε δουλεύση. Κατά το
έβδομον έτος θα αποστείλης
αυτόν ελεύθερον.

13. ὅταν δὲ ἐξαποστέλλῃς 13. Οταν δε τον αφήσης να


αὐτὸν ἐλεύθερον ἀπὸ σοῦ, αναχωρήση ελεύθερον πλέον
οὐκ ἐξαποστελεῖς αὐτὸν από τον οίκον σου, δεν θα τον
κενόν· αποστείλης με αδειανά τα
χέρια.

14. ἐφόδιον ἐφοδιάσεις αὐτὸν 14. Θα τον εφοδιάσης από τα


ἀπὸ τῶν προβάτων σου καὶ πρόβατά σου, από το σιτάρι
ἀπὸ τοῦ σίτου σου καὶ ἀπὸ σου, από το κρασί σου. Θα
τοῦ οἴνου σου· καθὰ εὐλόγησέ δώσης εις αυτόν ανάλογα με
σε Κύριος ὁ Θεός σου, δώσεις τας ευλογίας και δωρεάς, που
αὐτῷ. έχεις λάβει και συ από τον
Κυριον,

15. καὶ μνησθήσῃ ὅτι οἰκέτης 15. Να ενθυμηθής δέ, ότι και
ἦσθα ἐν γῇ Αἰγύπτου καὶ συ υπήρξες δούλος εις την
ἐλυτρώσατό σε Κύριος ὁ Θεός χώραν της Αιγύπτου και σε
σου ἐκεῖθεν· διὰ τοῦτο ἐγώ ηλευθέρωσεν ο Κυριος από
σοι ἐντέλλομαι ποιεῖν τὸ ρῆμα εκεί. Δια τούτο και εγώ σου
τοῦτο. δίδω την εντολήν να φέρεσαι
με γενναιοδωρίαν προς τον
απελεύθερον δούλον σου.

16. ἐὰν δὲ λέγῃ πρός σε, οὐκ 16. Εάν όμως ο δούλος αυτός
ἐξελεύσομαι ἀπὸ σοῦ, ὅτι σου είπη, δεν θα φύγω από
ἠγάπηκέ σε καὶ τὴν οἰκίαν σέ, διότι έχω αγαπήσει και σε
σου, ὅτι εὖ ἐστιν αὐτῷ παρὰ και την οικογένειάν σου και
σοί, ότι είμαι ευτυχισμένος μένων
πλησίον σου,

17. καὶ λήψῃ τὸ ὀπήτιον, καὶ 17. θα λάβης το τρυπητήρι,


τρυπήσεις τὸ ὠτίον αὐτοῦ θα τρυπήσης το αυτί του εις
πρὸς τὴν θύραν, καὶ ἔσται σοι την θύραν σου, και θα μένη
οἰκέτης εἰς τὸν αἰῶνα· καὶ τὴν αυτός δούλος σου ισοβίως. Το
παιδίσκην σου ὡσαύτως ίδιο θα κάμης και δια την
ποιήσεις. δούλην σου, εάν και αυτή
εκφράση την αυτήν επιθυμίαν.
18. οὐ σκληρὸν ἔσται ἐναντίον 18. Δεν θα στενοχωρθής και
σου ἐξαποστελλομένων αὐτῶν δεν θα δυσφορήσης εναντίον
ἐλευθέρων ἀπὸ σοῦ, ὅτι των δούλων, τους οποίους
ἐπέτειον μισθὸν τοῦ μισθωτοῦ αφήνεις ελευθέρους, διότι
ἐδούλευσέ σοι ἓξ ἔτη· καὶ αυτοί επί εξ έτη σε
εὐλογήσει σε Κύριος ὁ Θεός υπηρέτησαν ως δούλοι, σου
σου ἐν πᾶσιν, οἷς ἐὰν ποιῇς. προσέφεραν ως δούλοι εξ
ετησίων υπηρεσιών μισθούς.
Υπακούων εις όσα εγώ σε
διατάσσω θα έχεις την
ευλογίαν Κυρίου του Θεού
σου εις όλα τα έργα σου.

19. Πᾶν πρωτότοκον, ὃ ἐὰν 19. Καθε πρωτότοκον


τεχθῇ ἐν ταῖς βουσί σου καὶ ἐν αρσενικόν, που θα γεννηθή εις
τοῖς προβάτοις σου, τὰ τα βόδια σ ου και ε ις τα
ἀρσενικά, ἁγιάσεις Κυρίῳ τῷ πρόβατά σου, θα το
Θεῷ σου· οὐκ ἐργᾷ ἐν τῷ αφιερώσης εις Κυριον τον
πρωτοτόκῳ μόσχῳ σου καὶ οὐ Θεόν σου. Δεν θα
μὴ κείρῃς τὰ πρωτότοκα τῶν χρησιμοποιήσης δι' ιδικάς σου
προβάτων σου· εργασίας το πρωτότοκον
μοσχάρι σου ούτε και θα
κουρεύσης δια λογαριασμόν
σου τα πρωτότοκα εκ των
προβάτων σου.

20. ἔναντι Κυρίου φαγῇ αὐτὸ 20. Ενώπιον του Κυρίου και
ἐνιαυτὸν ἐξ ἐνιαυτοῦ ἐν τῷ στον τόπον, τον οποίον
τόπῳ, ᾧ ἐὰν ἐκλέξηται Κύριος εκείνος ήθελεν εκλέξει, θα
ὁ Θεός σου, σὺ καὶ ὁ οἶκός τρώγης συ και η οικογένειά
σου. σου κάθε χρόνον τα
πρωτότοκα αυτά.

21. ἐὰν δὲ ᾖ ἐν αὐτῷ μῶμος, 21. Εάν όμως το


χωλὸν ἢ τυφλὸν ἢ καὶ πᾶς προσφερόμενον πρωτότοκον
μῶμος πονηρός, οὐ θύσεις έχη κάποιο ελάττωμα, είναι
αὐτὸ Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου· δηλαδή χωλόν η τυφλόν η με
άλλο τι σωματικόν ελάττωμα,
δεν θα το θυσιάσης εις Κυριον
τον Θεόν σου.

22. ἐν ταῖς πόλεσί σου φαγῇ 22. Εις τας πόλεις σου θα το
αὐτό, ὁ ἀκάθαρτος ἐν σοὶ καὶ σφάξης και θα το φάγης. Από
ὁ καθαρὸς ὡσαύτως ἔδεται ὡς αυτό έχει το δικαίωμα να
δορκάδα ἢ ἔλαφον· φάγη όχι μόνον ο νομικώς
καθαρός αλλά και ο
ακάθαρτος που μένει κοντά
σου, όπως αδιαφόρως
τρώγετε το κρέας της
δορκάδος η της ελάφου.

23. πλὴν αἷμα οὐ φάγεσθε, ἐπὶ 23. Το αίμα όμως δεν θα το


τὴν γῆν ἐκχεεῖς αὐτὸ ὡς φάγετε. Θα το χύσετε εις την
ὕδωρ. γην, όπως το νερό.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16 (ιϚ)
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ.
Κολιτσάρα

1. ΦΥΛΑΞΑΙ τὸν μῆνα τῶν 1. Να φυλάττης τον μήνα των


νέων καὶ ποιήσεις τὸ πάσχα νέων σιτηρών (τον Νισάν).
Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου, ὅτι ἐν τῷ Κατ' αυτόν θα εορτάσης το
μηνὶ τῶν νέων ἐξῆλθες ἐξ Πασχα εις δόξαν και τιμήν
Αἰγύπτου νυκτός. Κυρίου του Θεού σου, διότι
κατά τον μήνα αυτόν των
νέων σιτηρών εξήλθες
ελεύθερος δια νυκτός από την
Αίγυπτον.

2. καὶ θύσεις τὸ πάσχα Κυρίῳ 2. Προς τιμήν Κυρίου του


τῷ Θεῷ σου πρόβατα καὶ βόας Θεού σου θα θυσιάσης κατά
ἐν τῷ τόπῳ, ᾧ ἐὰν ἐκλέξηται το Πασχα πρόβατα και βόδια
Κύριος ὁ Θεός σου αὐτὸν στον τόπον, τον οποίον ο
ἐπικληθῆναι τὸ ὄνομα αὐτοῦ Κυριος ήθελεν εκλέξει, δια να
ἐκεῖ. τιμάται εκεί και λατρεύεται το
όνομά του.

3. οὐ φαγῇ ἐπ᾿ αὐτοῦ ζύμην· 3. Με τον πασχάλιον αμνόν


ἑπτὰ ἡμέρας φαγῇ ἐπ᾿ αὐτοῦ δεν θα φάγης ψωμί ένζυμον.
ἄζυμα, ἄρτον κακώσεως, ὅτι Επτά ημέρας θα τρώγης μαζή
ἐν σπουδῇ ἐξήλθετε ἐξ με τας πασχαλινάς θυσίας
Αἰγύπτου· ἵνα μνησθῆτε τὴν άζυμα, άρτον που θα
ἡμέραν τῆς ἐξοδίας ὑμῶν ἐκ συμβολίζη ταλαιπωρίαν και
γῆς Αἰγύπτου πάσας τὰς θλίψιν, διότι με πολλήν βίαν
ἡμέρας τῆς ζωῆς ὑμῶν. εφύγατε τότε από την
Αίγυπτον. Ετσι θα πράττετε,
δια να ενθυμήσθε την ημέραν
της αναχωρήσεώς σας από
την Αίγυπτον, όλας τας
ημέρας της ζωής σας.

4. οὐκ ὀφθήσεταί σοι ζύμη ἐν 4. Επί επτά ημέρας εντός των


πᾶσι τοῖς ὁρίοις σου ἑπτὰ ορίων όλης της περιοχής σου
ἡμέρας, καὶ οὐ κοιμηθήσεται δεν θα παρουσιασθή καν
ἀπὸ τῶν κρεῶν, ὧν ἐὰν θύσῃς προζύμι, από δε τα κρέατα
τὸ ἑσπέρας τῇ ἡμέρᾳ τῇ των ζώων, που θα θυσιάσης
πρώτῃ εἰς τὸ πρωΐ. την εσπέραν της πρώτης
ημέρας, δεν θα μείνη τίποτε
έως το πρωϊ.

5. οὐ δυνήσῃ θῦσαι τὸ πάσχα 5. Δεν σου επιτρέπεται να


ἐν οὐδεμιᾷ τῶν πόλεών σου, τελέσης τας θυσίας του Πασχα
ὧν Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί εις καμμίαν από τας πόλεις,
σοι, που σου έδωκεν ο Κυριος,
6. ἀλλ᾿ ἢ εἰς τὸν τόπον, ὃν ἂν 6. αλλά μόνον στον τόπον τον
ἐκλέξηται Κύριος ὁ Θεός σου οποίον ήθελεν εκλέξει Κυριος
ἐπικληθῆναι τὸ ὄνομα αὐτοῦ ο Θεός σου, δια να ακούεται
ἐκεῖ, θύσεις τὸ πάσχα ἑσπέρας και τιμάται εκεί το όνομά του.
πρὸς δυσμὰς ἡλίου ἐν τῷ Εκεί θα προσφέρης την θυσίαν
καιρῷ, ᾧ ἐξῆλθες ἐξ Αἰγύπτου, του Πασχα την εσπέραν με
την δύσιν του ηλίου εις
ανάμνησιν της ώρας, κατά την
οποίαν έφυγες από την
Αίγυπτον.

7. καὶ ἑψήσεις καὶ ὀπτήσεις καὶ 7. Θα βράσης και θα ψήσης


φαγῇ ἐν τῷ τόπῳ, οὗ ἐὰν και θα φάγης τον
ἐκλέξηται Κύριος ὁ Θεός σου θυσιαζόμενον αμνόν στον
αὐτόν, καὶ ἀποστραφήσῃ τὸ τόπον, τον οποίον ήθελεν
πρωΐ καὶ ἐλεύσῃ εἰς τοὺς εκλέξει Κυριος ο Θεός σου και
οἴκους σου. την πρωΐαν θα επιστρέψης και
θα μεταβής εις την οικίαν σου.

8. ἓξ ἡμέρας φαγῇ ἄζυμα, καὶ 8. Επί εξ ημέρας θα τρώγης


τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ ἐξόδιον, άζυμον άρτον ημέρά δε η
ἑορτὴ Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου· οὐ εβδόμη θα είναι η τελευταία
ποιήσεις ἐν αὐτῇ πᾶν ἔργον των εορτών του Πασχα,
πλὴν ὅσα ποιηθήσεται ψυχῇ. επίσημος εορτή προς τιμήν
Κυρίου του Θεού σου. Κατ'
αυτήν δεν θα κάμης καμμίαν
εργασίαν πλην εκείνων, που
είναι απαραίτητοι δια την
συντήρησιν της ζωής σου.

9. ἑπτά ἑβδομάδας 9. Θα μετρήσης επτά


ἐξαριθμήσεις σεαυτῷ· εβδομάδας, τεσσαράκοντα
ἀρξαμένου σου δρέπανον ἐπ᾿ εννέα ημέρας, θα αρχίσης να
ἀμητόν, ἄρξῃ ἐξαριθμῆσαι μετράς από την ημέραν, που
ἑπτὰ ἑβδομάδας. θα πάρης το δρεπάνι δια τον
θερισμόν.

10. καὶ ποιήσεις ἑορτὴν 10. Την τελευταίαν ημέραν,


ἑβδομάδων Κυρίῳ τῷ Θεῷ δηλαδή την πεντηκαστήν, θα
σου καθὼς ἡ χείρ σου ἰσχύει, τελέσης την εορτήν των
ὅσα ἂν δῷ Κύριος ὁ Θεός σου· εβδομάδων, την Πεντηκοστής,
προς χάριν Κυρίου του Θεού
σου και θα προσφέρης από τα
πρωτογεννήματα των αγρών
σου, αναλόγως με την
οικονομικήν σου κατάστασιν,
αναλόγως με όσα Κυριος ο
Θεός σου θα σου δώση.
11. καὶ εὐφρανθήσῃ ἐναντίον 11. Κατά την εορτήν αυτήν
Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου, σὺ καὶ της Πεντηκοστής θα φάγης
ὁ υἱός σου καὶ ἡ θυγάτηρ σου, και θα ευφρανθής ενώπιον
ὁ παῖς σου καὶ ἡ παιδίσκη σου Κυρίου του Θεού σου, συ και
καὶ ὁ Λευίτης καὶ ὁ ο υιός σου και η θυγάτηρ σου,
προσήλυτος καὶ ὁ ὀρφανὸς καὶ ο δούλος και η δούλη σου, ο
ἡ χήρα ἡ οὖσα ἐν ὑμῖν, ἐν τῷ Λευΐτης και ο ξένος, ο
τόπῳ, ᾧ ἐὰν ἐκλέξηται Κύριος ορφανός και η χήρα, που
ὁ Θεός σου αὐτὸν ἐπικληθῆναι ευρίσκεται μεταξύ σας, θα
τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐκεῖ, φάγετε στον τόπον, τον
οποίον ήθελεν εκλέξει Κυριος
ο Θεός σου, δια να επικαλήται
εκεί και λατρεύεται το Ονομά
του.

12. καὶ μνησθήσῃ ὅτι οἰκέτης 12. Να ενθυμηθής δε τότε, ότι


ἐγένου ἐν γῇ Αἰγύπτῳ, καὶ υπήρξες και συ δούλος εις την
φυλάξῃ καὶ ποιήσεις τὰς χώραν της Αιγύπτου. Δι' αυτό
ἐντολὰς ταύτας. και πρέπει να φυλάξης και
αφαρμόσης τας εντολάς μου
αυτάς.

13. ἑορτὴν σκηνῶν ποιήσεις 13. Την εορτήν των Σκηνών,


σεαυτῷ ἑπτὰ ἡμέρας ἐν τῷ δηλαδή την εορτήν της
συναγαγεῖν σε ἐκ τῆς ἅλωνός Σκηνοπηγίας, επί επτά επίσης
σου καὶ ἀπὸ τῆς ληνοῦ σου· ημέρας θα την εορτάσης, όταν
συγκεντρώσης από το αλώνι
σου το σιτάρι και από τον
ληνόν σου τον οίνον.

14. καὶ εὐφρανθήσῃ ἐν τῇ 14. Και κατά την εορτήν


ἑορτῇ σου, σὺ καὶ ὁ υἱός σου αυτήν θα ευφρανθής συ και ο
καὶ ἡ θυγάτηρ σου, ὁ παῖς σου υιός σου και η θυγάτηρ σου, ο
καὶ ἡ παιδίσκη σου καὶ ὁ δούλος σου και η δούλη σου,
Λευίτης καὶ ὁ προσήλυτος καὶ ο Λευΐτης και ο ξένος, ο
ὁ ὀρφανὸς καὶ ἡ χήρα ἡ οὖσα αρφανός και η χήρα, που
ἐν ταῖς πόλεσί σου. ευρίσκεται εις τας πόλεις σου.

15. ἑπτὰ ἡμέρας ἑορτάσεις 15. Επί επτά ημέρας θα


Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου ἐν τῷ εορτάσης την Σκηνοπηγίαν
τόπῳ, ᾧ ἂν ἐκλέξηται Κύριος ὁ προς τιμήν και δόξαν Κυρίου
Θεός σου αὐτῷ· ἐὰν δὲ του Θεού σου στον τόπον,
εὐλογήσῃ σε Κύριος ὁ Θεός στον οποίον ήθελεν εκλέξει
σου ἐν πᾶσι τοῖς γενήμασί σου δια τον εαυτόν του Κυριος ο
καὶ ἐν παντὶ ἔργῳ τῶν χειρῶν Θεός σου. Ετσι δε Κυριος ο
σου, καὶ ἔσῃ εὐφραινόμενος. Θεός σου θα σε ευλογήση εις
όλα τα προϊόντα σου, εις όλα
τα έργα των χειρών σου. Και
εφ' όσον θα σε έχη ευλογήσει
θα είσαι ευχαριστημένος και
χαρούμενος.
16. τρεῖς καιροὺς τοῦ 16. Εις τρεις καιρούς του
ἐνιαυτοῦ ὀφθήσεται πᾶν έτους θα παρουσιάζεται κάθε
ἀρσενικόν σου ἐναντίον άρρην Ισραηλίτης ενώπιον του
Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐν τῷ Κυρίου του Θεού σου στον
τόπῳ, ᾧ ἐὰν ἐκλέξηται αὐτὸν τόπον, τον οποίον ο Κυριος
Κύριος, ἐν τῇ ἑορτῇ τῶν ήθελεν εκλέξει δια τον εαυτόν
ἀζύμων καὶ ἐν τῇ ἑορτῇ τῶν του κατά την εορτήν των
ἑβδομάδων καὶ ἐν τῇ ἑορτῇ αζύμων, δηλαδή το Πασχα,
τῆς σκηνοπηγίας. οὐκ ὀφθήσῃ κατά την εορτήν των επτά
ἐνώπιον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου εβδομάδων, δηλαδή την
κενός· Πεντηκοστήν, και κατά την
εορτήν της Σκηνοπηγίας. Δεν
θα παρουσιασθής ενώπιον
Κυρίου του Θεού σου με
αδειανά τα χέρια.

17. ἕκαστος κατὰ δύναμιν τῶν 17. Ο καθένας θα προσφέρη


χειρῶν ὑμῶν, κατὰ τὴν τα δώρα του αναλόγως της
εὐλογίαν Κυρίου τοῦ Θεοῦ οικονομικής του δυνατότητος,
σου, ἣν ἔδωκέ σοι. αναλόγως των ευλογιών και
δωρεών, τας οποίας του
έδωκεν ο Κυριος.

1 8 . Κ ρ ι τ ὰ ς κ α ὶ 18. Θα διορίσης κατά φυλάς,


γραμματοεισαγωγεῖς ποιήσεις δικαστάς και διδασκάλους εις
σεαυτῷ ἐν ταῖς πόλεσί σου, τας πόλεις σου, τας οποίας
αἷς Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί Κυριος ο Θεός σου σου δίδει,
σοι, κατὰ φυλάς, καὶ κρινοῦσι δια να δικάζουν τον λαόν με
τὸν λαὸν κρίσιν δικαίαν. δικαιοσύνην.

19. οὐκ ἐκκλινοῦσι κρίσιν, 19. Δεν θα παρεκκλίνουν κατά


οὐδὲ ἐπιγνώσονται πρόσωπον την απόδοσιν της δικαιοσύνης,
οὐδὲ λήψονται δῶρον· τὰ γὰρ δεν θα επηρεασθούν από
δῶρα ἀποτυφλοῖ ὀφθαλμοὺς πρόσωπα, ούτε και θα λάβουν
σοφῶν καὶ ἐξαίρει λόγους δώρα, διότι τα δώρα
δικαίων. τυφλώνουν τους οφθαλμούς
των σοφών και εκτρέπουν από
την αλήθειαν και την
δικαιοσύνην τους λόγους και
τας αποφάσεις των δικαίων.

20. δικαίως τὸ δίκαιον διῴξῃ, 20. Κατά λόγον δικαιοσύνης


ἵνα ζῆτε καὶ εἰσελθόντες θα αποδίδης αυστηρώς το
κληρονομήσητε τὴν γῆν, ἣν δίκαιον, δια να ζήτε και
Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί σοι. εισέλθετε και κληρονομήσετε
την γην, την οποίαν Κυριος ο
Θεός σου δίδει εις σέ.

21. Οὐ φυτεύσεις σεαυτῷ 21. Δεν θα φυτεύσης ιερόν


ἄλσος, πᾶν ξύλον, παρὰ τὸ άλσος, όπως φυτεύουν οι
θυσιαστήριον τοῦ Θεοῦ σου ειδωλολάτραι προς τιμήν των
οὐ ποιήσεις σεαυτῷ. ειδώλων των, ούτε και κανένα
δένδρον θα φυτεύσης πλησίον
στο θυσιαστήριον του Θεού
σου.
22. οὐ στήσεις σεαυτῷ 22. Δεν θα κτίσης ούτε θα
στήλην, ἃ ἐμίσησε Κύριος ὁ στήσης ειδωλολατρικήν
Θεός σου. στήλην. Αυτά τα εμίσησε και
τα μισεί Κυριος ο Θεός σου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17 (ιζ)

Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ.


Κολιτσάρα

1. ΟΥ θύσεις Κυρίῳ τῷ Θεῷ 1. Δεν θα θυσιάσης εις Κυριον


σου μόσχον ἢ πρόβατον, ἐν ᾧ τον Θεόν σου μοσχάρι η
ἐστιν ἐν αὐτῷ μῶμος, πᾶν πρόβατον, στο οποίον υπάρχει
ρῆμα πονηρόν, ὅτι βδέλυγμα κάποιο ελάττωμα η οιαδήποτε
Κυρίῳ τῷ Θεῷ σού ἐστιν. άλλη αναπηρία η ασθένεια,
διότι μία τέτοια προσφορά
είναι αποκρουστική ενώπιον
Κυρίου του Θεού σου.

2. ᾿Εὰν δὲ εὑρεθῇ ἐν μιᾷ τῶν 2. Εάν εις κάποιαν από τας


πόλεών σου, ὧν Κύριος ὁ πόλεις, τας οποίας Κυριος ο
Θεός σου δίδωσί σοι, ἀνὴρ ἢ Θεός σου δίδει, ευρεθή
γυνή, ὃς ποιήσει τὸ πονηρὸν άνδρας η γυναίκα, που θα
ἐναντίον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου διαπράξουν πονηρίαν ενώπιον
παρελθͺειν τὴν διαθήκην Κυρίου του Θεού σου, ώστε
αὐτοῦ, να παραβούν και
καταπατήσουν την εντολήν
του,

3. καὶ ἐλθόντες λατρεύσωσι 3. και μεταβούν αλλού δια να


θεοῖς ἑτέροις καὶ λατρεύσουν άλλους θεούς και
προσκυνήσωσιν αὐτοῖς, τῷ προσκυνήσουν αυτούς, τον
ἡλίῳ ἢ τῇ σελήνῃ ἢ παντὶ τῶν ήλιον, την σελήνην, η
ἐκ τοῦ κόσμου τοῦ οὐρανοῦ, ο,τιδήποτε άλλο από τον
ἃ οὐ προσέξατέ σοι, ουράνιον κόσμον, τα οποία σε
διέταξεν ο Κυριος να μη
λατρεύης,

4. καὶ ἀναγγελῇ σοι, καὶ 4. και σου αναγγελή το


ἐκζητήσεις σφόδρα, καὶ ἰδοὺ γεγονός αυτό, τότε θα
ἀληθῶς γέγονε τὸ ρῆμα, ερευνήσης με υπομονήν, δια
γεγένηται τὸ βδέλυγμα τοῦτο να εξακριβώσης την αλήθειαν.
ἐν ᾿Ισραήλ, Εάν δε διαπιστώσης ότι
πράγματι έγινεν αυτή η
παρανομία, τούτο σημαίνει ότι
έγινε μία μισητή και
αποκρουστική πράξις μεταξύ
των Ισραηλιτών.

5. καὶ ἐξάξεις τὸν ἄνθρωπον 5. Αυτόν τον άνδρα η εκείνην


ἐκεῖνον ἢ τὴν γυναῖκα ἐκείνην την γυναίκα, που διέπραξαν
καὶ λιθοβολήσετε αὐτοὺς ἐν αυτήν την παράβασιν, θα τους
λίθοις, καὶ τελευτήσουσιν. βγάλετε έξω από την πόλιν και
θα τους λιθοβολήσετε, ώστε
να αποθάνουν.
6. ἐπὶ δυσὶ μάρτυσιν ἢ ἐπὶ 6. Κατόπιν μαρτυρίας δύο η
τρισὶ μάρτυσιν ἀποθανεῖται ὁ τριών μαρτύρων θα
ἀποθνήσκων· οὐκ ἀποθανεῖται καταδικάζεται εις θάνατον και
ἐφ᾿ ἑνὶ μάρτυρι. θα εκτελήται ο ένοχος. Κανείς
δεν θα καταδικάζεται εις
θάνατον βάσει της μαρτυρικής
καταθέσεως ενός μόνον.

7. καὶ ἡ χεὶρ τῶν μαρτύρων 7. Κατά δε την εκτέλεσιν του


ἔσται ἐπ᾿ αὐτῷ ἐν πρώτοις δια λιθοβολισμού θανάτου
θανατῶσαι αὐτόν, καὶ ἡ χεὶρ πρώτη η χειρ των μαρτύρων
τοῦ λαοῦ ἐπ᾿ ἐσχάτων· καὶ θα ρίψη τον λίθον κατά του
ἐξαρεῖς τὸν πονηρὸν ἐξ ὑμῶν καταδίκου, και κατόπιν θα
αὐτῶν. ρίψουν λίθους τα χέρια του
λαού. Ετσι δε θα αφαιρέσετε
από ανάμεσά σας τον
παραβάτην της θείας εντολής.

8. ᾿Εὰν δὲ ἀδυνατήσῃ ἀπὸ 8. Εάν δε ως δικαστής


σοῦ ρῆμα ἐν κρίσει ἀναμέσον ευρίσκεσαι εις αδυναμίαν να
αἷμα αἵματος καὶ ἀναμέσον αποφανθής εις κάποιαν δίκην,
κρίσις κρίσεως καὶ ἀναμέσον αν πρόκειται περί φόνου και τι
ἁφὴ ἁφῆς καὶ ἀναμέσον είδους φόνου, η υπάρχη
ἀντιλογία ἀντιλογίας, ρήματα διαφορά γνώμης μεταξύ των
κρίσεως ἐν ταῖς πόλεσιν ὑμῶν, δικαστών και αναζητήται ποία
καὶ ἀναστὰς ἀναβήσῃ εἰς τὸν είναι η ορθή η εις περίπτωσιν
τόπον, ὃν ἂν ἐκλέξηται Κύριος τρααματισμού περί του είδους
ὁ Θεός σου ἐκεῖ, αυτού και άρα της ενοχής του
κατηγορουμένου η γενικώς εις
περίπτωσιν απορίας δια την
λήψιν δικαίας αποφάσεως εις
δίκας που διεξάγονται εις τας
πόλεις σας, θα σηκωθής και
θα μεταβής στον τόπον, τον
οποίον θα εκλέξη Κυριος ο
Θεός σου, στον ναόν,

9. καὶ ἐλεύσῃ πρὸς τοὺς ἱερεῖς 9. θα προσέλθης στους


τοὺς Λευίτας καὶ πρὸς τὸν Λευΐτας ιερείς και προς τον
κριτήν, ὃς ἂν γένηται ἐν ταῖς καθωρισμένον δια τας ημέρας
ἡμέραις ἐκείναις, καὶ εκείνας δικαστήν. Αυτοί θα
ἐκζητήσαντες ἀναγγελοῦσί σοι ερευνήσουν επιμελώς την
τὴν κρίσιν. υπόθεσιν και θα σου
αναγγείλουν την δικαίαν
κρίσιν.

10. καὶ ποιήσεις κατὰ τὸ 10. Συ δε πρέπει να


πρᾶγμα, ὃ ἂν ἀναγγείλωσί σοι συμμορφωθής προς την
ἐκ τοῦ τόπου, οὗ ἐὰν απόφασιν, την οποίαν θα
ἐκλέξηται Κύριος ὁ Θεός σου, εκδώσουν και θα αναγγείλουν
καὶ φυλάξῃ ποιῆσαι πάντα ὅσα εις σε οι αρμόδιοι αυτοί εκ του
ἂν νομοθετηθῇ σοι· τόπου, τον οποίον θα εκλέξη
Κυριος ο Θεός σου, και θα
φροντίσης να τηρήσης εκείνο
πλέον, το οποίον ως νόμος θα
διατυπωθή εις σέ.
11. κατὰ τὸν νόμον καὶ κατὰ 11. Συμφωνα με τον νόμον
τὴν κρίσιν, ἣν ἂν εἴπωσί σοι, και με την απόφασιν, που
ποιήσεις, οὐκ ἐκκλινεῖς ἀπὸ εξέδωκαν και ανήγγειλαν εις
τοῦ ρήματος, οὗ ἐὰν σε εκείνοι, θα πράξης και δεν
ἀναγγείλωσί σοι, δεξιὰ οὐδὲ θα παρεκκλίνης ούτε δεξιά
ἀριστερά. ούτε αριστερά από την
απόφασιν, που σου έχουν
αναγγείλει.

12. καὶ ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐὰν 12. Ο Ισραηλίτης δε εκείνος, ο


ποιήσῃ ἐν ὑπερηφανίᾳ ὥστε οποίος εν τω εγωϊσμώ του δεν
μὴ ὑπακοῦσαι τοῦ ἱερέως τοῦ θα ήθελε να υπακούση εις την
παρεστηκότος λειτουργεῖν ἐπὶ απόφασιν του αρχιερέως του
τῷ ὀνόματι Κυρίου τοῦ Θεοῦ προσφέροντος τας υπηρεσίας
σου ἢ τοῦ κριτοῦ, ὃς ἂν ᾖ ἐν του πλησίον του Κυρίου και
ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, καὶ εις δόξαν του Κυρίου, η δεν
ἀποθανεῖται ὁ ἄνθρωπος ήθελε να υπακούση στον
ἐκεῖνος, καὶ ἐξαρεῖς τὸν εντεταλμένον κριτήν, ο οποίος
πονηρὸν ἐξ ᾿Ισραήλ· δικάζει κατά την περίοδον
εκείνην, ο ανυπάκουος αυτός
ο άνθρωπος θα τιμωρηθή δια
θανάτου και έτσι θα αποβάλης
τον πονηρόν εκ μέσου του
ισραηλιτικού λαού.

13. καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἀκούσας 13. Οι άλλοι δε Ισραηλίται,


φοβηθήσεται καὶ οὐκ ἀσεβήσει όταν ακούσουν την τιμωρίαν
ἔτι. αυτήν, θα φοβηθούν και δεν
θα εκτραπούν στο εξής εις
ασεβείας.

14. ᾿Εὰν δὲ εἰσέλθῃς εἰς τὴν 14. Οταν δε εισέλθης εις την
γῆν, ἣν Κύριος ὁ Θεός σου γην της επαγγελίας, την
δίδωσί σοι, καὶ κληρονομήσῃς οποίαν Κυριος ο Θεός σου
αὐτὴν καὶ κατοικήσῃς ἐπ᾿ δίδει εις σέ, και την καταλάβης
αὐτὴν καὶ εἴπῃς· καταστήσω ως ιδικήν σου και κατοικήσης
ἐπ᾿ ἐμαυτὸν ἄρχοντα, καθὰ εις αυτήν και είπης· Λοιπόν θα
καὶ τὰ λοιπὰ ἔθνη τὰ κύκλῳ εγκαταστήσω τώρα άρχοντα
μου, και βασιλέα μου, όπως έχουν
και τα γύρω μου
ειδωλολατρικά έθνη, μη
λησμονήσης Κυριον τον Θεόν
σου.

15. καθιστῶν καταστήσεις ἐπὶ 15. Θα εγκαταστήσης βεβαίως


σεαυτὸν ἄρχοντα, ὃν ἂν βασιλέα δια τον εαυτόν σου,
ἐκλέξηται Κύριος ὁ Θεὸς εκείνον όμως τον οποίον ο
αὐτόν. ἐκ τῶν ἀδελφῶν σου Θεός θα εκλέξη εκ μέσου των
καταστήσεις ἐπὶ σεαυτὸν αδελφών σου και θα ορίση ως
ἄρχοντα· οὐ δυνήσῃ βασιλέα και άρχοντα δια σέ.
καταστῆσαι ἐπὶ σεαυτὸν Δεν θα εγκαταστήσης βασιλέα
ἄνθρωπον ἀλλότριον, ὅτι οὐκ επί του εαυτού σου άνθρωπον
ἀδελφός σού ἐστι. ξένον, διότι αυτός δεν είναι
αδελφός σου.
16. διότι οὐ πληθυνεῖ ἑαυτῷ 16. Ο εκ των αδελφών σου
ἵππον οὐδὲ μὴ ἀποστρέψῃ τὸν βασιλεύς, που πιστεύει εις την
λαὸν εἰς Αἴγυπτον, ὅπως μὴ προστασίαν του Θεού, δεν θα
πληθύνῃ αὐτῷ ἵππον, ὁ δὲ συγκροτήση ιππικόν δια τον
Κύριος εἶπεν· οὐ προσθήσεσθε εαυτόν του, οπότε θα
ἀποστρέψαι τῇ ὁδῷ ταύτῃ ἔτι. επαναφέρη τον λαόν εις την
Αίγυπτον δια να λάβη από εκεί
και άλλο ιππικόν δια τον
εαυτόν του, διότι ο Κυριος
είπεν· ουδέποτε θα θελήσετε
να επιστρέψετε πλέον εις την
οδόν προς την Αίγυπτον.

17. καὶ οὐ πληθυνεῖ ἑαυτῷ 17. Ο βασιλεύς αυτός δεν θα


γυναῖκας, ἵνα μὴ μεταστῇ έχη δια τον εαυτόν του
αὐτοῦ ἡ καρδία· καὶ ἀργύριον πολλάς γυναίκας, δια να μη
καὶ χρυσίον οὐ πληθυνεῖ δοθή η καρδία του εις την
ἑαυτῷ σφόδρα. σαρκολατρείαν. Δεν θα
συγκεντρώνη πολύν χρυσόν
και άργυρον δια τον εαυτόν
του.

18. καὶ ὅταν καθίσῃ ἐπὶ τῆς 18. Οταν δε εγκατασταθή


ἀρχῆς αὐτοῦ, καὶ γράψει αὐτῷ στον θρόνον και την εξουσίαν
τὸ δευτερονόμιον τοῦτο εἰς του, θα αντιγράψη δια τον
βιβλίον παρὰ τῶν ἱερέων τῶν εαυτόν του το δευτερονόμιον
Λευιτῶν, τούτο εις βιβλίον από το
πρωτότυπον, το οποίον
φυλάσσεται παρά των ιερέων
της φυλής των Λευϊτών.

19. καὶ ἔσται μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ 19. Θα έχη πάντοτε μαζή του
ἀναγνώσεται ἐν αὐτῷ πάσας το βιβλίον τούτο, θα το
τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς αὐτοῦ, μελετά όλας τας ημέρας της
ἵνα μάθῃ φοβεῖσθαι Κύριον ζωής του, δια να μάθη να
τὸν Θεόν σου καὶ φοβήται Κυριον τον Θεόν σου
φυλάσσεσθαι πάσας τὰς και να φροντίζη, ώστε να
ἐντολὰς ταύτας καὶ τὰ εφαρμόζη όλας αυτάς
δικαιώματα ταῦτα ποιεῖν, τάςεντολάς και τους νόμους.

20. ἵνα μὴ ὑψωθῇ ἡ καρδία 20. Τούτο δέ, δια να μη


αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἀδελφῶν αλαζονευθή η καρδία του
αὐτοῦ, ἵνα μὴ παραβῇ ἀπὸ απέναντι των αδελφών του,
τῶν ἐντολῶν δεξιὰ ἢ δια να μη παρεκκλίνη από τας
ἀριστερά, ὅπως ἂν εντολάς του Κυρίου, δεξιά η
μακροχρονίσῃ ἐπὶ τῆς ἀρχῆς αριστερά, και δια να μείνη έτσι
αὐτοῦ, αὐτὸς καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ επί πολλά έτη εις την εξουσίαν
ἐν τοῖς υἱοῖς ᾿Ισραήλ. του αυτός και μετ' αυτόν οι
απόγονοί του εν μέσω των
Ισραηλιτών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18 (ιη)

Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ.


Κολιτσάρα
1. ΟΥΚ ἔσται τοῖς ἱερεῦσι τοῖς 1. Δεν θα υπάρξη και δεν θα
Λευίταις, ὅλῃ φυλῇ Λευί, μερὶς δοθή στους ιερείς εκ της
οὐδὲ κλῆρος μετὰ ᾿Ισραήλ· φυλής Λευϊ και εις ολόκληρον
καρπώματα Κυρίου ὁ κλῆρος την φυλήν Λευϊ μερίδιον ούτε
αὐτῶν, φάγονται αὐτά. κληρονομία μεταξύ του
ισραηλιτικού λαού. Πρόσοδος
και κληρονομία αυτών και
μέσα διατροφής των θα είναι
αι προς Κυριον θυσίαι και
προσφοραί των Ισραηλιτών.

2. κλῆρος δὲ οὐκ ἔσται αὐτοῖς 2. Δεν θα έχουν αυτοί


ἐν τοῖς ἀδελφοῖς αὐτῶν· κληροναμίαν γης μεταξύ των
Κύριος αὐτὸς κλῆρος αὐτοῦ, αδελφών των Ισραηλιτών·
καθότι εἶπεν αὐτῷ. κληρονομία των θα είναι, ο
ίδιος ο Θεός, όπως και είπεν
εις αυτούς.

3. καὶ αὕτη ἡ κρίσις τῶν 3. Τα δικαιώματα των ιερέων


ἱερέων, τὰ παρὰ τοῦ λαοῦ, εκ μέρους του λαού από τας
παρὰ τῶν θυόντων τὰ θυσίας των μόσχων και των
θύματα, ἐάν τε μόσχον ἐάν τε προβάτων, που θα
πρόβατον· καὶ δώσεις τὸν προσφέρουν οι Ισραηλίται,
βραχίονα τῷ ἱερεῖ καὶ τά είναι τα εξής· Θα δώσετε στον
σιαγόνια καὶ τὸ ἔνυστρον. ιερέα από τας θυσίας αυτάς
την δεξιάν ωμοπλάτην μαζή
με το πόδι, τας δύο σιαγόνας
και τον στάμαχον του
θυσιαζομένου ζώου.

4. καὶ τὰς ἀπαρχὰς τοῦ σίτου 4. Επίσης θα δώσης τας


σου καὶ τοῦ οἴνου σου καὶ τοῦ απαρχάς του σίτου σου και
ἐλαίου σου καὶ τὴν ἀπαρχὴν του οίνου σου και του ελαίου
τῶν κουρῶν τῶν προβάτων σου, όπως επίσης και την
σου δώσεις αὐτῷ· απαρχήν της κουράς των
προβάτων σου. Θα δώσης
αυτά στους Λευΐτας,

5. ὅτι αὐτὸν ἐξελέξατο Κύριος 5. διότι αυτούς εξέλεξεν ο


ἐκ πασῶν τῶν φυλῶν σου Κυριος από όλας τας φυλάς
παρεστάναι ἔναντι Κυρίου τοῦ σας να παρίστανται πλησίον
Θεοῦ, λειτουργεῖν καὶ εὐλογεῖν Κυρίου του Θεού, να
ἐπὶ τῷ ὀνόματι αὐτοῦ, αὐτὸς υπηρετούν αυτόν και εν τω
καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ ἐν τοῖς υἱοῖς ονόματι αυτού να σας
᾿Ισραήλ. ευλογούν. Αυτούς και τους
υιούς των μεταξύ όλων των
Ισραηλιτών εξέλεξεν ο Θεός
δια τα διάκονηματα αυτά.
6. ἐὰν δὲ παραγένηται ὁ 6. Εάν δε ένας Λευΐτης από
Λευίτης ἐκ μιᾶς τῶν πόλεων ἐκ κάποιαν πόλιν των
πάντων τῶν υἱῶν ᾿Ισρήλ, οὗ Ισραηλιτών, όπου κατοικεί,
αὐτὸς παροικεῖ, καθ᾿ ὅτι έλθη, σύμφωνα με την
ἐπιθυμεῖ ἡ ψυχὴ αὐτοῦ, εἰς επιθυμίαν της καρδίας του,
τὸν τόπον ὃν ἂν ἐκλέξηται στον τόπον τον οποίον ο
Κύριος. Κυριος θα εκλέξη δια τον
εαυτόν του,

7. καὶ λειτουργήσει τῷ 7. θελήση δε και αποφασίση


ὀνόματι Κυρίου τοῦ Θεοῦ να υπηρετή εκεί εν ονόματι
αὐτοῦ, ὥσπερ πάντες οἱ Κυρίου του Θεού καθ' όλην
ἀδελφοὶ αὐτοῦ οἱ Λευῖται οἱ του την ζωήν, όπως και όλοι
παρεστηκότες ἐκεῖ ἐναντίον οι εκεί αδελφοί του Λευίται, οι
Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου· οποίοι παρίστανται ενώπιον
Κυρίου του Θεού σου,

8. μερίδα μεμερισμένην 8. θα λάβη και αυτός εις


φάγεται, πλὴν τῆς πράσεως διατροφήν του την
τῆς κατὰ πατριάν. κανονισμένην και δια τους
άλλους Λευΐτας μερίδα, και θα
εισπράττη επί πλέον τα
χρήματα εκ της πωλήσεως
των εισοδημάτων της
πατρικής του κληρονομίας.

9. ᾿Εὰν δὲ εἰσέλθῃς εἰς τὴν 9. Οταν δε εισέλθης εις την


γῆν, ἣν Κύριος ὁ Θεός σου γην της Επαγγελίας, την
δίδωσί σοι, οὐ μαθήσῃ ποιεῖν οποίαν σου προσφέρει Κυριος
κατὰ τὰ βδελύγματα τῶν ο Θεός σου, πρόσεχε, μήπως
ἐθνῶν ἐκείνων. τυχόν και μάθης να πράττης
τα μισητά και αηδή έργα των
λαών εκείνων.

10. οὐχ εὑρεθήσεται ἐν σοὶ 10. Και συγκεκριμένως· δεν


περικαθαίρων τὸν υἱὸν αὐτοῦ πρέπει να υπάρξη ποτέ μεταξύ
ἢ τὴν θυγατέρα αὐτοῦ ἐν σας Ισραηλίτης, ο οποίος, δια
πυρί, μαντευόμενος μαντείαν, να εξαγνίση τάχα τον υιόν η
κληδονιζόμενος καὶ την θυγατέρα του, θα περνά
οἰωνιζόμενος, αυτούς δια του πυρός. Η
άλλος ο οποίος θα ζητή
μαντείας η θα λέγη μαντείας,
η θα παρατηρή σημεία και
οιωνούς, δια να εξακριβώνη το
μέλλον.

11. φαρμακὸς ἐπαείδων 11. Δεν θα υπάρχη μεταξύ σας


ἐπαοιδήν, ἐγγαστρίμυθος καὶ μάγος, που θα ψάλλη μαγικάς
τερατοσκόπος, ἐπερωτῶν ωδάς, ούτε άνθρωπος που θα
τοὺς νεκρούς. φαίνεται ομιλών από την
κοιλίαν, ούτε τερατοσκόπος
που θα παρατηρή τάχα τέρατα
στον ουρανόν δια να προλέγη
το μέλλον, ούτε άλλος
(πνευματιστής) που θα ερωτά
τους νεκρούς.
12. ἔστι γὰρ βδέλυγμα Κυρίῳ 12. Εκείνος, που θα πράττη
τῷ Θεῷ σου πᾶς ποιῶν ταῦτα· αυτά, είναι μισητός και
ἕνεκεν γὰρ τῶν βδελυγμάτων αποκρουστικός εκ μέρους
τούτων Κύριος ἐξολοθρεύσει Κυρίου του Θεού σου. Δια τας
αὐτοὺς ἀπὸ προσώπου σου. βδελυρίας αυτάς των
κατοίκων της Χαναάν, θα
εξολοθρεύση αυτούς ο Κυριος
από τα μάτια σας.

13. τέλειος ἔσῃ ἐναντίον 13. Θα προσπαθής να είσαι


Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου· τέλειος και άμεμπτος ενώπιον
Κυρίου του Θεού σου.

14. τὰ γὰρ ἔθνη ταῦτα, οὓς σὺ 14. Οι ειδωλολατρικοί λαοί,


κατακληρονομεῖς αὐτούς, τους οποίους συ θα
οὗτοι κληδόνων καὶ μαντειῶν κληρονομήσης, θέλουν να
ἀκούσονται, σοὶ δὲ οὐχ οὕτως ακούουν και να
ἔδωκε Κύριος ὁ Θεός σου. συμβουλεύονται σημεία και
μαντείας. Εις σε όμως δεν
εδίδαξεν ούτε επιτρέπει Κυριος
ο Θεός σου τοιαύτας μαγείας.

15. προφήτην ἐκ τῶν 15. Κυριος ο Θεός σου θα


ἀδελφῶν σου ὡς ἐμὲ αναδείξη ανάμεσα οπό τους
ἀναστήσει σοι Κύριος ὁ Θεός αδελφούς σου Ισραηλίτας ένα
σου, αὐτοῦ ἀκούσεσθε π ροφ ήτην ωσ άν ε μ έ · ε ις
αυτόν πλέον θα υπακούετε.

16. κατὰ πάντα, ὅσα ἠτήσῳ 16. Συμφωνα με όλα όσα


παρὰ Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐν εζητήσατε από τον Κυριον και
Χωρὴβ τῇ ἡμέρᾳ τῆς Θεόν σας στο όρος Χωρήβ,
ἐκκλησίας λέγοντες· οὐ κατά την ημέραν της γενικής
προσθήσομεν ἀκοῦσαι τὴν σας συγκεντρώσεως, όταν
φωνὴν Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου είπατε να μη ομιλή κατ'
καὶ τὸ πῦρ τοῦτο τὸ μέγα οὐκ ευθείαν πρας σας ο Θεός αλλ'
ὀψόμεθα ἔτι, οὐδὲ μὴ ο Μωϋσής “διότι δεν θα
ἀποθάνωμεν. ημπορέσωμεν ημείς να
ακούσωμεν την φωνήν Κυρίου
του Θεού ούτε θα δυνηθώμεν
να αντικρύσωμεν το μέγα
εκείνο πυρ και να διαφύγωμεν
τον θάνατον”,

17. καὶ εἶπε Κύριος πρός με· 17. ο Κυριος είπε τότε εις εμέ·
ὀρθῶς πάντα ὅσα ἐλάλησαν Ορθά είναι όλα όσα εκείνοι
πρὸς σέ· ωμίλησαν και εζήτησαν από
σέ.
18. προφήτην ἀναστήσω 18. Δια τούτο θα αναδείξω ένα
αὐτοῖς ἐκ τῶν ἀδελφῶν προφήτην εκ μέσου των
αὐτῶν, ὥσπερ σέ, καὶ δώσω Ισραηλιτών όμοιον με σέ, θα
τὰ ρήματα ἐν τῷ στόματι βάλω τα λόγια μου στο στόμα
αὐτοῦ, καὶ λαλήσει αὐτοῖς του και αυτός θα αναγγέλλη
καθ᾿ ὅτι ἂν ἐντείλωμαι αὐτῷ· εις εκείνους κάθε τι, το οποίον
εγώ θα δίδω εις αυτόν ως
εντολήν μου.

19. καὶ ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐὰν μὴ 19. Καθε δε άνθρωπον, ο


ἀκούσῃ ὅσα ἂν λαλήσῃ ὁ οποίος θα παρακούση όσα εν
προφήτης ἐκεῖνος ἐπὶ τῷ τω ονόματί μου θα είπη ο
ὀνόματί μου, ἐγὼ ἐκδικήσω ἐξ προφήτης εκείνος, εγώ θα τον
αὐτοῦ. τιμωρήσω.

20. πλὴν ὁ προφήτης, ὃς ἂν 20. Εάν δε και υπάρξη


ἀ σεβ ή σῃ λα λῆ σα ι ἐπὶ τῷ προφήτης, ο οποίος, ασεβών
ὀνόματί μου ρῆμα, ὃ οὐ απέναντί μου, θα ομιλήση εξ
προσέταξα λαλῆσαι, καὶ ὃς ἂν ονόματός μου και θα
λαλήσῃ ἐν ὀνόματι θεῶν αναγγείλη λόγον, τον οποίον
ἑτέρων, ἀποθανεῖται ὁ εγώ δεν διέταξα, και εκείνος ο
προφήτης ἐκεῖνος. ψευδοπροφήτης ο οποίος θα
ομιλήση προς τον λαόν μου εξ
ονόματος άλλων θεών, θα
τιμωρηθή δια θανάτου.

21. ἐὰν δὲ εἴπῃς ἐν τῇ καρδίᾳ 21. Εάν σου γενηθή απορία


σου· πῶς γνωσόμεθα τὸ ρῆμα, και διαλογισθής, πως θα
ὃ οὐκ ἐλάλησε Κύριος; ξεχωρίσω εγώ τον λόγον που
ο Κυριος ελάλησε, από τα
λόγια του ψευδοπροφήτου; Σε
πληροφορώ,

22. ὅσα ἐὰν λαλήσῃ ὁ 22. ότι όσα θα προείπη εξ


προφήτης ἐκεῖνος τῷ ὀνόματι ονόματος του Κυρίου ένας
Κυρίου, καὶ μὴ γένηται καὶ μὴ προφήτης και δεν
συμβῇ, τοῦτο τὸ ρῆμα ὃ οὐκ πραγματοποιηθή εκείνο το
ἐλάλησε Κύριος· ἐν ἀσεβείᾳ οποίον είπε, να σκεφθής ότι
ἐλάλησεν ὁ προφήτης ἐκεῖνος, εις αυτόν τον προφήτην δεν
οὐκ ἐφέξεσθε αὐτοῦ. ωμίλησεν ο Κυριος. Ασεβώς
και ψευδώς μίλησε. Αυτόν τον
προφήτην δεν θα τον
σεβασθήτε καθόλου ούτε και
θα τον λυπηθήτε.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19 (ιθ)

Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ.


Κολιτσάρα
1. ΕΑΝ δὲ ἀφανίσῃ Κύριος ὁ 1. Οταν Κυριος ο Θεός σου
Θεός σου τὰ ἔθνη, ἃ ὁ Θεὸς εξαφανίση τους λαούς, των
δίδωσί σοι τὴν γῆν αὐτῶν, καὶ οποίων την χώραν θα δώση
κατακληρονομήσητε αὐτοὺς εις σας, και θα κληρονομήσετε
καὶ κατοικήσετε ἐν ταῖς αυτούς και θα εγκατασταθήτε
πόλεσιν αὐτῶν καὶ ἐν τοῖς εις τας πόλεις των και εις τας
οἴκοις αὐτῶν, οικίας των,

2. τρεῖς πόλεις διαστελεῖς 2. θα ξεχωρίσης μέσα εις την


σεαυτῷ ἐν μέσῳ τῆς γῆς σου, χώραν, που σου δίδει ο Κυριος
ἧς Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί ως ιδιοκτησίαν σου, τρεις
σοι. πόλεις ως καταφύγια.

3. στόχασαί σοι τὴν ὁδὸν καὶ 3. Δια την θέσιν των πόλεων
τριμεριεῖς τὰ ὅρια τῆς γῆς σου, αυτών υπολόγισε καλά το
ἣν καταμερίζει σοι Κύριος ὁ μήκος των οδών, αι οποίαι
Θεός σου, καὶ ἔσται ἐκεῖ οδηγούν εις αυτάς· μοίρασε
καταφυγὴ παντὶ φονευτῇ. την περιοχήν που ο Κυριος
σου δίδει εις τρία ίσα μέρη,
ώστε εις τας πόλεις-
καταφύγια των τριών αυτών
περιοχών να προλαμβάνη και
καταφεύγη κάθε φονεύς.

4. τοῦτο δὲ ἔσται τὸ 4. Αυτός δε είναι ο νόμος, τον


πρόσταγμα τοῦ φονευτοῦ, ὃς οποίον θα τηρήτε προκειμένου
ἂν φύγῃ ἐκεῖ καὶ ζήσεται· ὃς περί του φονέως που
ἂν πατάξῃ τὸν πλησίον αὐτοῦ καταφεύγει εκεί, δια να
οὐκ εἰδὼς καὶ οὗτος οὐ μισῶν εξασφαλίση την ζωήν του·
αὐτὸν πρὸ τῆς χθὲς καὶ τρίτης, άνθρωπος ο οποίος θα
φονεύση τον πλησίον του εν
αγνοία του, χωρίς να έχη
κανένα προηγουμένως μίσος
εναντίον αυτού, θα σωθή εις
την πόλιν αυτήν.

5. καὶ ὃς ἐὰν εἰσέλθῃ μετὰ τοῦ 5. Εάν π.χ. εισέλθη κανείς με


πλησίον εἰς τὸν δρυμὸν κάποιον άλλον στο δάσος δια
συναγαγεῖν ξύλα, καὶ να κόψη και συλλέξη ξύλα και
ἐκκρουσθῇ ἡ χεὶρ αὐτοῦ τῇ καθ' ον χρόνον με το τσεκούρι
ἀξίνῃ κόπτοντος τὸ ξύλον, καὶ θα κόβη το ξύλον σκοντάψη
ἐκπεσὸν τὸ σιδήριον ἀπὸ τοῦ το χέρι και ξεφύγη το σίδηρον
ξύλου τύχῃ τοῦ πλησίον, καὶ από το στυλιάρι, επιτύχη δε
ἀποθάνῃ, οὗτος καταφεύξεται τον πλησίον του και φονεύση
εἰς μίαν τῶν πόλεων τούτων αυτόν, ο φονεύς αυτός θα
καὶ ζήσεται, καταφύγη εις μίαν από τας
τρεις πόλεις και θα ασφαλίση
εκεί την ζωήν του. Κανείς δεν
έχει δικαίωμα να τον φονεύση.
6. ἵνα μὴ διώξας ὁ ἀγχιστεύων 6. Αι αποστάσεις των
τοῦ αἵματος ὀπίσω τοῦ καταφυγίων πόλεων θα είναι
φονεύσαντος, ὅτι κανονικαί, ώστε ο στενώτερος
παρατεθέρμανται τῇ καρδίᾳ, συγγενής του φονευθέντος,
καὶ καταλάβῃ αὐτόν, ἐὰν υπό την επήρειαν της
μακροτέρα ᾖ ἡ ὁδός, καὶ αγανακτήσεως από τας
πατάξῃ αὐτοῦ ψυχήν, καὶ πρώτας εντυπώσεις, να μη
ἀποθάνῃ, καὶ τούτῳ οὐκ ἔστι δυνηθή να καταδιώξη και
κρίσις θανάτου, ὅτι οὐ μισῶν καταφθάση τον ακούσιον
ἦν αὐτὸν πρὸ τῆς χθές, οὐδὲ φονέα και τον φονεύση, ενώ
πρὸ τῆς τρίτης. είναι αθώος και ενώ δεν
υπάρχει ενοχή θανάτου, διότι
ο φονεύς δεν εμισούσε
προηγουμένως και δεν
αντιπαθούσε τον φονευθέντα.
Εάν όμως είναι μακρά η οδός
προς το καταφύγιον, υπάρξει
φόβος να τον καταφθάση και
τον φονεύση αδίκως.

7. διὰ τοῦτο ἐγώ σοι 7. Δια να αποφευχθή, λοιπόν


ἐντέλλομαι τὸ ρῆμα τοῦτο ένας δεύτερος άδικος
λέγων· τρεῖς πόλεις διαστελεῖς θάνατος, σου δίδω εγώ αυτήν
σεαυτῷ· την εντολήν· Θα ξεχωρίσης
τρεις πόλεις εις την περιοχήν
σου εις αναλόγους
αποστάσεις.

8. ἐὰν δὲ ἐμπλατύνῃ Κύριος ὁ 8. Οταν Κυριος ο Θεός ευρύνη


Θεός σου τὰ ὅριά σου, ὃν τα όρια της χώρας σου, όπως
τρόπον ὤμοσε τοῖς πατράσι ωρκίσθη στους προπάτοράς
σου, καὶ δῷ σοι Κύριος πᾶσαν σου, και δώση εις σε όλην την
τὴν γῆν, ἣν εἶπε δοῦναι τοῖς γην, που υπεσχέθη εις
πατράσι σου, εκείνους,

9. ἐὰν ἀκούσῃς ποιεῖν πάσας 9. υπό την προυπόθεσιν


τὰς ἐντολὰς ταύτας, ἃς ἐγὼ βέβαια, ότι συ θα υπακούης
ἐντέλλομαί σοι σήμερον, και θα τηρής όλας τας
ἀγαπᾶν Κύριον τὸν Θεόν σου, εντολάς, τας οποίας εγώ σου
πορεύεσθαι ἐν πάσαις ταῖς δίδω σήμερον, να αγαπάς
ὁδοῖς αὐτοῦ πάσας τὰς δηλαδή Κυριον τον Θεόν σου,
ἡμέρας, προσθήσειςσεαυτῷ να πορεύεσαι τον δρόμον των
ἔτι τρεῖς πόλεις πρὸς τὰς τρεῖς εντολών του όλας τας ημέρας
ταύτας, της ζωής σου, θα προσθέσης
τρεις ακόμη πόλεις εις τας
τρεις προηγουμένας, ώστε να
είναι εν συνόλω εξ.

10. καὶ οὐκ ἐκχυθήσεται αἷμα 10. Τούτο δε δια να


ἀναίτιον ἐν τῇ γῇ, ᾗ Κύριος ὁ διευκολύνεται η σωτηρία των
Θεός σου δίδωσί σοι ἐν αθελήτων φονέων και να μη
κλήρῳ, καὶ οὐκ ἔσται ἐν σοὶ χύνεται αθώον αίμα εις την
αἵματι ἔνοχος. γην, την οποίαν σου δίδει δια
κλήρου Κυριος ο Θεός σου και
δια να μη υπάρχη έτσι μεταξύ
σας ένοχος αθώου αίματος.
11. ἐὰ δὲ γένηται ἐν σοὶ 11. Εάν όμως υπάρχη μεταξύ
ἄνθρωπος μισῶν τὸν πλησίον σας άνθρωπος, ο οποίος μισεί
καὶ ἐνεδρεύσῃ αὐτὸν καὶ τον πλησίον του και στήση
ἐπαναστῇ ἐπ᾿ αὐτὸν καὶ ενέδραν δι' αυτόν και επιτεθή
πατάξῃ αὐτοῦ ψυχήν, καὶ εναντίον του και τον κτυπήση
ἀποθάνῃ, καὶ φύγῃ εἰς μίαν θανασίμως, ο κτυπηθείς δε
τῶν πόλεων τούτων, αποθάνη και ο εκ προμελέτης
φονεύς καταφύγη εις μίαν από
τας πόλεις αυτάς,

12. καὶ ἀποστελοῦσιν ἡ 12. η γερουσία της πόλεως


γερουσία τῆς πόλεως αὐτοῦ του φονέως θα στείλουν και
καὶ λήψονται αὐτὸν ἐκεῖθεν θα συλλάβουν αυτόν από εκεί
καὶ παραδώσουσιν αὐτὸν εἰς και θα τον παραδώσουν εις τα
χεῖρας τῶν ἀγχιστευόντων τοῦ χέρια των στενωτέρων εξ
αἵματος, καὶ ἀποθανεῖται· αίματος συγγενών του
φονευθέντος, και εκείνοι θα
θανατώσουν τον ένοχον.

13. οὐ φείσεται ὁ ὀφθαλμός 13. Τον εκ προμελέτης αυτόν


σου ἐπ᾿ αὐτῷ καὶ καθαριεῖς τὸ φονέα δεν θα τον λυπηθή το
αἷμα τὸ ἀναίτιον ἐξ ᾿Ισραήλ, μάτι σου, αλλά θα εκπλύνης
καὶ εὖ σοι ἔσται. την ενοχήν του αθώου
αίματος εκ μέσου των
Ισραηλιτών και θα ευτυχήσης.

14. Οὐ μετακινήσεις ὅρια τοῦ 14. Δεν θα μετακινήσης εις τα


πλησίον, ἃ ἔστησαν οἱ πατέρες κτήματα του πλησίον σου τα
σου ἐν τῇ κληρονομίᾳ, ᾗ σύνορα τα οποία εχάραξαν και
κατεκληρονομήθης ἐν τῇ γῇ, έβαλαν οι πρόγονοί σου εις
ἣν Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί την κληρονομίαν, την οποίαν
σοι ἐν κλήρῳ. απέκτησες εις την χώραν, που
ο Κυριος δια κλήρου σου
έδωκε.

15. Οὐκ ἐμμενεῖ μάρτυς εἷς 15. Δεν θα είναι αρκετός ένας
μαρτυρῆσαι κατὰ ἀνθρώπου μάρτυς, δια να καταθέση
κατὰ πᾶσαν ἀδικίαν καὶ κατὰ μαρτυρίαν κατά ανθρώπου, ο
πᾶν ἁμάρτημα καὶ κατὰ πᾶσαν οποίος διέπραξεν οιανδήποτε
ἁμαρτίαν, ἣν ἐὰν ἁμάρτῃ· ἐπὶ αδικίαν εναντίον του πλησίον
στόματος δύο μαρτύρων καὶ η οιουδήποτε είδους αμαρτίαν
ἐπὶ στόματος τριῶν μαρτύρων κατά του Θεού. Η
στήσεται πᾶν ρῆμα. καταδικαστική απόφασις
πρέπει να στηρίζεται εις την
μαρτυρίαν δύο και τριών
μαρτύρων.

16. ἐὰν δὲ καταστῇ μάρτυς 16. Εάν δε κανείς


ἄδικος κατὰ ἀνθρώπου ψευδομαρτυρήση εναντίον
καταλέγων αὐτοῦ ἀσέβειαν, άλλου κατηγορών ψευδώς
αυτόν δι' ασέβειαν προς τον
Θεόν,
17. καὶ στήσονται οἱ δύο 17. οι δύο αυτοί άνθρωποι,
ἄνθρωποι, οἷς ἐστιν αὐτοῖς ἡ μεταξύ των οποίων υπάρχει η
ἀντιλογία, ἔναντι Κυρίου καὶ αντιδικία, θα παρουσιασθούν
ἔναντι τῶν ἱερέων καὶ ἔναντι ενώπιον του Κυρίου, δηλαδή
τῶν κριτῶν, οἳ ἂν ὦσιν ἐν ταῖς ενώπιον των ιερέων και των
ἡμέραις ἐκείναις, εντεταλμένων δικαστών, οι
οποίοι θα δικάζουν κατά τας
ημέρας εκείνας.

18. καὶ ἐξετάσωσιν οἱ κριταὶ 18. Οι δικασταί θα εξετάσουν


ἀκριβῶς, καὶ ἰδοὺ μάρτυς ακριβώς την υπόθεσιν και θα
ἄδικος ἐμαρτύρησεν ἄδικα, διαπιστώσουν ότι ο μάρτυς
ἀντέστη κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ υπήρξεν άδικος και
αὐτοῦ, εψευδομαρτύρησε και
κατεφέρθη κατά του αδελφού
του.

19. καὶ ποιήσετε αὐτῷ ὃν 19. Τοτε θα κάμετε εις αυτόν


τρόπον ἐπονηρεύσατο ποιῆσαι ο,τι κακόν ηθέλησε να κάμη
κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ, καὶ εναντίον του αθώου αδελφού
ἐξαρεῖς τὸ πονηρὸν ἐξ ὑμῶν του, (θα του επιβάλλετε την
αὐτῶν. ποινήν, με την οποίαν θα
ετιμωρούσατε τον
κατηγορηθέντα, εάν ήτο
αληθής η κατηγορία). Ετσι δε
και θα εκλείψη το κακόν της
ψευδομαρτυρίας εκ μέσου
των Ισραηλιτών.

20. καὶ οἱ ἐπίλοιποι 20. Διότι οι άλλοι Ισραηλίται,


ἀκούσαντες φοβηθήσονται καὶ όταν ακούσουν την τιμωρίαν,
οὐ προσθήσουσιν ἔτι ποιῆσαι που επεβλήθη στον
κατὰ τὸ ρῆμα τὸ πονηρὸν ψευδομάρτυρα, θα φοβηθούν
τοῦτο ἐν ὑμῖν. και δεν θα τολμήσουν πλέον
να κάμουν παρομοίαν
πονηράν πράξιν μεταξύ σας.

21. οὐ φείσεται ὁ ὀφθαλμός 21. Τ ο μ άτι σ ου δε ν θα


σου ἐπ᾿ αὐτῷ· ψυχὴν ἀντὶ λυπηθή τον ψευδομάρτυρα
ψυχῆς, ὀφθαλμὸν ἀντὶ και γενικώτερον τον ένοχον.
ὀφθαλμοῦ, ὀδόντα ἀντὶ Θα τον τιμωρήσης κατά τον
ὀδόντος, χεῖρα ἀντὶ χειρός, νόμον της ανταποδόσεως·
πόδα ἀντὶ ποδός. ζωήν αντί ζωής, οφθαλμόν
αντί οφθαλμού, οδόντα αντί
οδόντος, χέρι αντί χεριού,
πόδι αντί ποδιού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 20 (κ)

Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ.


Κολιτσάρα
1. ΕΑΝ δὲ ἐξέλθῃς εἰς πόλεμον 1. Εάν δε εξέλθης εις πόλεμον
ἐπὶ τοὺς ἐχθρούς σου καὶ ἴδῃς εναντίον των εχθρών σου και
ἵππον καὶ ἀναβάτην καὶ λαὸν ίδης ιππικόν και ιππείς και
πλείονά σου, οὐ φοβηθήσῃ στρατόν πολυαριθμότερον
ἀπ᾿ αὐτῶν, ὅτι Κύριος ὁ Θεός από σέ, μη φοβηθής από
σου μετὰ σοῦ ὁ ἀναβιβάσας αυτούς, διότι Κυριος ο Θεός
σε ἐκ γῆς Αἰγύπτου. σου, ο οποίος σε έβγαλεν από
την Αίγυπτον και σε έφερε
μέχρις εδώ, θα είναι μαζή σου.

2. καὶ ἔσται ὅταν ἐγγίσῃς τῷ 2. Οταν δε πλησιάζη η ώρα


πολέμῳ, καὶ προσεγγίσας ὁ του πολέμου, ο αρχιερεύς θα
ἱερεὺς λαλήσει τῷ λαῷ καὶ έλθη, θα ομιλήση προς τον
ἐρεῖ πρὸς αὐτούς· λαόν και θα είπη·

3. ἄκουε, ᾿Ισραήλ· ὑμεῖς 3. Ακούσατε Ισραηλίται· σεις


πορεύεσθε σήμερον εἰς τὸν εξέρχεσθε σήμερον εις
πόλεμον ἐπὶ τοὺς ἐχθροὺς πόλεμον εναντίον των εχθρών
ὑμῶν, μὴ ἐκλυέσθω ἡ καρδία σας· μη λιποψυχήσετε, μη
ὑμῶν, μὴ φοβεῖσθε μηδὲ φοβηθήτε τους εχθρούς σας,
θραύεσθε μηδὲ ἐκκλίνετε ἀπὸ μη πτοηθήτε, μη
προσώπου αὐτῶν, διασκορπισθήτε ενώπιον
αυτών,

4. ὅτι Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν ὁ 4. διότι Κυριος ο Θεός σας, ο


προπορευόμενος μεθ᾿ ὑμῶν οποίος πορεύεται εμπρός από
συνεκπολεμῆσαι ὑμῖν τοὺς σας, θα πολεμήση μαζή σας
ἐχθροὺς ὑμῶν, διασῶσαι εναντίον των εχθρών σας και
ὑμᾶς. θα σας διασώση.

5. καὶ λαλήσουσιν οἱ 5. Οι δε γραμματείς θα


γραμματεῖς πρὸς τὸν λαὸν ομιλήσουν προς τον λαόν και
λέγοντες· τίς ὁ ἄνθρωπος ὁ θα είπουν· Ποιός από σας
οἰκοδομήσας οἰκίαν καινὴν καὶ έκτισε οικίαν καινουργή και
οὐκ ἐνεκαίνισεν αὐτήν; δεν την ενεκαινίασε; Ας
πορευέσθω καὶ ἀποστραφήτω επιστρέψη και ας υπάγη εις
εἰς τὴν οἰκίαν αὐτοῦ, μὴ την οικίαν του, μήπως τυχόν
ἀποθάνῃ ἐν τῷ πολέμῳ καὶ και φονευθή κατά τον
ἄνθρωπος ἕτερος ἐγκαινιεῖ πόλεμον και άλλος άνθρωπος
αὐτήν. εγκαινιάση και χαρή την οικίαν
του.

6. καὶ τίς ὁ ἄνθρωπος, ὅστις 6. Ποιός από σας εφύτευσεν


ἐφύτευσεν ἀμπελῶνα καὶ οὐκ αμπέλι και δεν έφαγε
εὐφράνθη ἐξ αὐτοῦ; σταφύλια, ώστε να ευφρανθή
πορευέσθω καὶ ἀποστραφήτω από αυτό; Ας επιστρέψη και
εἰς τὴν οἰκίαν αὐτοῦ, μὴ ας μεταβή εις την οικίαν του,
ἀποθάνῃ ἐν τῷ πολέμῳ καὶ μήπως τυχόν φονευθή κατά
ἄνθρωπος ἕτερος τον πόλεμον και άλλος
εὐφρανθήσεται ἐξ αὐτοῦ. άνθρωπος χαρή το αμπέλι
του.
7. καὶ τίς ὁ ἄνθρωπος, ὅστις 7. Ποιός από σας έχει
μεμνήστευται γυναῖκα καὶ οὐκ μνηστευθήη αλλά δεν έλαβεν
ἔλαβεν αὐτήν; πορευέσθω καὶ ακόμη ως σύζυγον την
ἀποστραφήτω εἰς τὴν οἰκίαν μνηστήν του; Ας επιστρέψη
αὐτοῦ, μὴ ἀποθάνῃ ἐν τῷ και ας μεταβή εις την οικίαν
πολέμῳ καὶ ἄνθρωπος ἕτερος του, μήπως τυχόν φονευθή
λήψεται αὐτήν. κατά τον πόλεμον και άλλος
άνθρωπος λάβη αυτήν ως
σύζυγον.

8. καὶ προσθήσουσιν οἱ 8. Επί πλέον οι γραμματείς θα


γραμματεῖς λαλῆσαι πρὸς τὸν ομιλήσουν προς τον λαόν και
λαὸν καὶ ἐροῦσι· τίς ὁ θα ειπούν· Ποιός από σας είναι
ἄνθρωπος ὁ φοβούμενος καὶ φοβιτσάρης, δειλός και
δειλὸς τῇ καρδίᾳ; πορευέσθω λιπόψυχος; Ας επιστρέψη και
καὶ ἀποστραφήτω εἰς τὴν ας μεταβή εις το σπίτι του, δια
οἰκίαν αὐτοῦ, ἵνα μὴ δειλιάνῃ να μη μεταδώση πανικόν εις
τὴν καρδίαν τοῦ ἀδελφοῦ την καρδίαν του αδελφού του
αὐτοῦ ὥσπερ ἡ αὐτοῦ. και κάμη και εκείνον δειλόν,
όπως είναι αυτός.

9. καὶ ἔσται ὅταν παύσωνται οἱ 9. Οταν δε θα παύσουν οι


γραμματεῖς λαλοῦντες πρὸς γραμματείς τας ανακοινώσεις
τὸν λαόν, καὶ καταστήσουσιν των αυτάς προς τον λαόν, θα
ἄρχοντας τῆς στρατιᾶς διορίσουν αρχηγούς του
προηγουμένους τοῦ λαοῦ. στρατού, οι οποίοι θα διοικούν
αυτόν κατά τον πόλεμον.

10. ᾿Εὰν δὲ προσέλθῃς πρὸς 10. Εάν δε πλησιάσετε προς


πόλιν ἐκπολεμῆσαι αὐτούς, καὶ μίαν πόλιν δια να πολεμήσετε
ἐκκαλέσαι αὐτοὺς μετ᾿ αυτήν και να καταλάβετε τους
εἰρήνης· κατοίκους της, πρέπει
προηγουμένως να καλέσετε
αυτούς εις ειρήνην.

11. ἐὰν μὲν εἰρηνικὰ 11. Εάν δε οι κάτοικοι


ἀποκριθῶσί σοι καὶ ἀνοίξωσί ανταποκριθούν εις τας
σοι, ἔσται πᾶς ὁ λαὸς οἱ ε ιρηνικάς σ ας προτάσ ε ις,
εὑρεθέντες ἐν αὐτῇ ἔσονταί ανοίξουν τας πύλας και
σοι φορολόγητοι καὶ ὑπήκοοί παραδοθούν εις σας, θα είναι
σου· όλοι αυτοί που κατοικούν εις
την πόλιν υπήκοοί σας και
φόρου υποτελείς.

12. ἐὰν δὲ μὴ ὑπακούσωσί σοι 12. Εάν όμως δεν δεχθούν τας
καὶ ποιῶσι πρὸς σὲ πόλεμον, ειρηνικάς σας προτάσεις και
περικαθαριεῖς αὐτήν, θελήσουν να κάμουν πόλεμον
εναντίον σας, θα
πολιορκήσετε την πόλιν,

13. ἕως ἂν παραδῷ σοι αὐτὴν 13. μέχρις ότου Κυριος ο Θεός
Κύριος ὁ Θεός σου εἰς τὰς σας παραδώση αυτήν εις τα
χεῖράς σου, καὶ πατάξεις πᾶν χέρια σας, οπότε σεις θα
ἀρσενικὸν αὐτῆς ἐν φόνῳ περάσετε εν στόματι μαχαίρας
μαχαίρας, πάντα αρσενικόν της πόλεως.
14. πλὴν τῶν γυναικῶν καὶ 14. Τας γυναίκας όμως και τα
τῆς ἀποσκευῆς καὶ πάντα τὰ παιδιά και τα κτήνη και όλα
κτήνη καὶ πάντα, ὅσα ἂν όσα υπάρχουν εις την πόλιν
ὑπάρχῃ ἐν τῇ πόλει, καὶ πᾶσαν και όλην την περιουσίαν αυτής
τὴν ἀπαρτίαν προνομεύσεις θα την πάρετε δια τον εαυτόν
σεαυτῷ καὶ φαγῇ πᾶσαν τὴν σας ως λείαν πολέμου, θα
προνομὴν τῶν ἐχθρῶν σου, φάγετε και θα απολαύσετε τα
ὧν Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί τρόφιμα και τα λάφυρα των
σοι. εχθρών σας, τα οποία ο
Κυριος σας δίδει.

15. οὕτω ποιήσεις πάσας τὰς 15. Ετσι θα πράξετε εναντίον


πόλεις τὰς μακρὰν οὔσας σου όλων των πόλεων, αι οποίαι
σφόδρα, αἱ οὐχὶ ἐκ τῶν ευρίσκονται πολύ μακράν από
πόλεων τῶν ἐθνῶν τούτων, σας και δεν είναι από τας
ὧν Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί πόλεις των εθνών, των οποίων
σοι κληρονομεῖν τὴν γῆν την χώραν Κυριος ο Θεός σας
αὐτῶν. έδωκεν εις σας ως
κληρονομίαν.

16. ἰδοὺ δὲ ἀπὸ τῶν πόλεων 16. Ιδού όμως πως θα


τῶν ἐθνῶν τούτων, ὧν ὁ συμπεριφερθήτε προς τας
Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί σοι πόλεις των λαών τούτων, των
κληρονομεῖν τὴν γῆν αὐτῶν, οποίων τας χώρας έδωσε
οὐ ζωγρήσετε ἀπ᾿ αὐτῶν πᾶν Κυριος ο Θεός σας εις σας ως
ἐμπνέον, κληρονομίαν· δεν θα αφήσετε
εις την ζωήν και δεν θα
συλλάβετε ζωντανόν ως
αιχμάλωτον κανένα, που
αναπνέει,

17. ἀλλ᾿ ἢ ἀναθέματι 17. αλλά θα αναθεματίσετε και


ἀναθεματιεῖτε αὐτούς, τὸν θα φονεύσετε όλους αυτούς·
Χετταῖον καὶ ᾿Αμορραῖον καὶ Τους Χετταίους, τους
Χαναναῖον καὶ Φερεζαῖον καὶ Αμορραίους, τους Χαναναίους,
Εὐαῖον καὶ ᾿Ιεβουσαῖον καὶ τους Φερεζαίους, τους
Γεργεσαῖον, ὃν τρόπον Ευαίους, τους Ιεβουσαίους και
ἐνετείλατό σοι Κύριος ὁ Θεός τους Γεργεσαίους, όπως σας
σου, έχει διατάξει Κυριος ο Θεός
σας·

18. ἵνα μὴ διδάξωσι ποιεῖν 18. και τούτο, μήπως αυτοί


ὑμᾶς πάντα τὰβδελύγματα μένοντες εν τη ζωή και
αὐτῶν, ὅσα ἐποίησαν τοῖς επικοινωνούντες μαζή σας σας
θεοῖς αὐτῶν, καὶ ἁμαρτήσεσθε διδάξουν και σας παρασύρουν,
ἐναντίον Κυρίου τοῦ Θεοῦ να πράξετε όλα τα μισητά και
ὑμῶν. αηδιαστικά ενώπιον του Θεού
έργα των, τα οποία αυτοί
τελούν εις λατρείαν των θεών
των, και αμαρτήσετε έτσι
ενώπιον Κυρίου του Θεού σας.
19. ᾿Εὰν δὲ περικαθήσῃς περὶ 19. Εάν δε πολιορκήσετε
πόλιν μίαν ἡμέρας πλείους κάποιαν πόλιν επί πολύν
ἐκπολεμῆσαι αὐτὴν εἰς χρόνον, πολεμούντες εναντίον
κατάληψιν αὐτῆς, οὐκ αυτής δια να την καταλάβετε,
ἐξολοθρεύσεις τὰ δένδρα δεν θα βάλετε τσεκούρι και
αὐτῆς ἐπιβαλεῖν ἐπ᾿ αὐτὰ δεν θα καταστρέψετε τα
σίδηρον, ἀλλ᾿ ἢ ἀπ᾿ αὐτοῦ καρποφόρα δένδρα αυτής,
φαγῇ, αὐτὸ δὲ οὐκ ἐκκόψεις. αλλά μόνον θα φάγετε από
μὴ ἄνθρωπος τὸ ξύλον τὸ ἐν τους καρπούς αυτών. Μηπως
τῷ ἀγρῷ εἰσελθεῖν ἀπὸ το δένδρον που υπάρχει στον
προσώπου σου εἰς τὸν αγρόν είναι άνθρωπος, ώστε
χάρακα; να φύγη από εμπρός σου και
να εισέλθη εις αμυντικόν
χαράκωμα;

20. ἀλλὰ ξύλον, ὃ ἐπίστασαι 20. Τα δένδρα όμως, τα οποία


ὅτι οὐ καρπόβρωτόν ἐστι, γνωρίζεις ότι δεν κάμνουν
τοῦτο ὀλοθρεύσεις καὶ φαγωσίμους καρπούς, θα τα
ἐκκόψεις καὶ οἰκοδομήσεις κόψης σύρριζα και με τα ξύλα
χαράκωσιν ἐπὶ τὴν πόλιν, ἥτις των θα κατασκευάσης
ποιεῖ πρὸς σὲ τὸν πόλεμον, πολιορκητικάς μηχανάς και θα
ἕως ἂν παραδοθῇ. εγείρης χαράκωμα γύρω από
την πόλιν, η οποία πόλεμεί
εναντίον σας, μέχρις ότου
παραδοθή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21 (κα)

Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ.


Κολιτσάρα

1. ΕΑΝ δὲ εὑρεθῇ τραυματίας 1. Εάν ευρεθή κάποιος νεκρός


ἐν τῇ γῇ, ᾗ Κύριος ὁ Θεός σου εξ αιτίας θανασίμου
δίδωσί σοι κληρονομῆσαι, τραύματος και κείται στο
πεπτωκὼς ἐν τῷ πεδίῳ καὶ οὐκ υπαιθρον της χώρας, την
οἴδασι τὸν πατάξαντα, οποίαν Κυριος ο Θεός σου σου
έχει δώσει ως κληρονομίαν,
και κανείς δεν γνωρίζη τον
φονέα αυτού,

2. ἐξελεύσεται ἡ γερουσία σου 2. θα εξέλθουν από τας


καὶ οἱ κριταί σου καὶ πλησίον πόλεις οι
ἐκμετρήσουσιν ἐπὶ τὰς πόλεις γεροντότεροι και οι κριταί του
τὰς κύκλῳ τοῦ τραυματίου, λαού και θα μετρήσουν την
απόστασιν των γύρω πόλεων
μέχρι του τόπου, όπου κείται
ο φονευθείς.

3. καὶ ἔσται ἡ πόλις ἡ 3. Οι γεροντότεροι της πόλεως


ἐγγίζουσα τῷ τραυματίᾳ καὶ εκείνης, η οποία ευρίσκεται
λήψεται ἡ γερουσία τῆς πλησιέστερα προς τον
πόλεως ἐκείνης δάμαλιν ἐκ φονευθέντα, θα λάβουν από
βοῶν, ἥτις οὐκ εἴργασται, καὶ τα βόδια δάμαλιν, η οποία δεν
ἥτις οὐχ εἵλκυσε ζυγόν, έχει χρησιμοποιηθή εις
εργασίαν και δεν έχει σύρει
ζυγόν.
4. καὶ καταβιβάσουσιν ἡ 4. Αυτοί οι γεροντότεροι της
γερουσία τῆς πόλεως ἐκείνης πόλεως θα κατεβάσουν την
δάμαλιν εἰς φάραγγα τραχεῖαν, δάμαλιν εις ανώμαλον
ἥτις οὐκ εἴργασται οὐδὲ φάραγγα η οποία δεν έχει
σ π ε ί ρ ε τ α ι , κ α ὶ οργωθή ούτε σπαρή, και εις
νευροκοπήσουσι τὴν δάμαλιν την φάραγγα αυτήν θα
ἐν τῇ φάραγγι. φονεύσουν την δάμαλιν
κόπτοντες το νεύρον του
τραχήλου της.

5. καὶ προσελεύσονται οἱ 5. Θα προσέλθουν εκεί οι


ἱερεῖς οἱ Λευῖται, ὅτι αὐτοὺς ιερείς, που ανήκουν εις την
ἐπέλεξε Κύριος ὁ Θεὸς φυλήν Λευϊ, διότι αυτούς έχει
παρεστηκέναι αὐτῷ καὶ εκλέξει Κυριος ο Θεός να είναι
εὐλογεῖν ἐπὶ τῷ ὀνόματι πλησίον του δια να τον
αὐτοῦ, καὶ ἐπὶ τῷ στόματι υπηρετούν και να ευλογούν εξ
αὐτῶν ἔσται πᾶσα ἀντιλογία ονόματός του τον λαόν και
καὶ πᾶσα ἁφή. τους έδωσε το δικαίωμα να
αποφαίνωνται επί πάσης
αμφισβητήσεως και αδικίας,

6. καὶ πᾶσα ἡ γερουσία τῆς 6. και όλοι οι άνθρωποι της


πόλεως ἐκείνης οἱ ἐγγίζοντες γερουσίας της πόλεως εκείνης,
τῷ τραυματίᾳ νίψονται τὰς που ευρίσκεται πλησιέστερα
χεῖρας ἐπὶ τὴν κεφαλὴν τῆς προς τον φονευθέντα, θα
δ α μ ά λ ε ω ς τ ῆ ς νίψουν τα χέρια των επάνω εις
νενευροκοπημένης ἐν τῇ την κεφαλήν της δαμάλεως, η
φάραγγι οποία έχει νευροκοπηθή εις
την φάραγγα,

7. καὶ ἀποκριθέντες ἐροῦσιν· 7. και θα είπουν ενώπιον


αἱ χεῖρες ἡμῶν οὐκ ἐξέχεαν τὸ όλων· “τα χέρια μας δεν
αἷμα τοῦτο, καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ έχυσαν το αίμα τούτο και τα
ἡμῶν οὐχ ἑωράκασιν· μάτια μας δεν είδαν εκείνον,
που το έχυσε,

8. ἵλεως γενοῦ τῷ λαῷ σου 8. δείξε, Κυριε, την


᾿Ισραήλ, οὓς ἐλυτρώσω, ευσπλαγχνίαν και το έλεός
Κύριε, ἵνα μὴ γένηται αἷμα σου προς τον ισραηλιτικόν
ἀναίτιον ἐν τῷ λαῷ σου λαόν, τον οποίον συ
᾿Ισραήλ. καὶ ἐξιλασθήσεται ηλευθέρωσας από την
αὐτοῖς τὸ αἷμα. Αίγυπτον, ώστε να μη
καταλογισθή στον λαόν σου
το αθώον αίμα”. Ετσι δε αυτοί
θα εξιλεωθούν και δεν θα είναι
ένοχοι δια το αθώον εκείνο
αίμα.

9. σὺ δὲ ἐξαρεῖς τὸ αἷμα· τὸ 9. Συ θα αποβάλης από τυν


ἀναίτιον ἐξ ὑμῶν αὐτῶν, ἐὰν εαυτόν σου την ενοχήν δια το
ποιήσῃς τὸ καλὸν καὶ τὸ χυθέν αθώον αίμα, εάν
ἀρεστὸν ἔναντι Κυρίου τοῦ πράττης το καλόν και
Θεοῦ σου. αυάρεστον ενώπιον Κυρίου
του Θεού σου.
1 0 . ᾿ Εὰ ν δ ὲ ἐξελθ ὼ ν ε ἰς 10. Εάν εξέλθης εις πόλεμον
πόλεμον ἐπὶ τοὺς ἐχθρούς σου εναντίον των εχθρών σου και
καὶ παραδῷ σοι Κύριος ὁ Θεός Κυριος ο Θεός σου παραδώση
σου εἰς τὰς χεῖράς σου καὶ αυτούς εις τα χέρια σου, και
προνομεύσῃς τὴν προνομὴν κυριεύσης λάφυρα και
αὐτῶν αιχμαλώτους,

11. καὶ ἴδῃς ἐν τῇ προνομῇ 11. ίδης δε μεταξύ των


γυναῖκα καλὴν τῷ εἴδει καὶ αιχμαλώτων γυναίκα ωραίαν
ἐνθυμηθῇς αὐτῆς καὶ λάβῃς εις την εμφάνισιν, και
αὐτήν σεαυτῷ γυναῖκα επιθυμήσης αυτήν δια να την
λάβης ως γυναίκα σου.

12. καὶ εἰσάξῃς αὐτὴν ἔνδον 12. Θα την εισαγάγης εις την
εἰς τὴν οἰκίαν σου, καὶ οικίαν σου, θα ξυρίσης την
ξυρήσεις τὴν κεφαλὴν αὐτῆς κεφαλήν της, θα κόψης τα
καὶ περιονυχιεῖς αὐτὴν νύχια της,

13. καὶ περιελεῖς τὰ ἱμάτια τῆς 13. θα αφαιρέσης από αυτήν


αἰχμαλωσίας ἀπ᾿ αὐτῆς καὶ τα ενδύματα της αιχμαλωσίας
καθιεῖται ἐν τῇ οἰκίᾳ σου καὶ της. Αυτή θα καθήση εις την
κλαύσεται τὸν πατέρα καὶ τὴν οικίαν σου και θα κλαύση τον
μητέρα μηνὸς ἡμέρας, καὶ πατέρα και την μητέρα της επί
μετὰ ταῦτα εἰσελεύσῃ πρὸς ένα μήνα, κατόπιν δε συ θα
αὐτὴν καὶ συνοικισθήσῃ αὐτῇ, έλθης εις συνάφειαν με αυτήν,
καὶ ἔσται σου γυνή. θα συγκατοικής με αυτήν και
θα είναι νόμιμος σύζυγός σου.

14. καὶ ἔσται ἐὰν μὴ θέλῃς 14. Εάν όμως κατόπιν δεν
αὐτήν, ἐξαποστελεῖς αὐτὴν θέλης να κρατήσης αυτήν ως
ἐλευθέραν καὶ πράσει οὐ συζυγον, θα την αφήσης
πραθήσεται ἀργυρίου· οὐκ ελευθέραν· κατ' ουδένα δε
ἀθετήσεις αὐτήν, διότι λόγον θα πωληθή αυτή αντί
ἐταπείνωσας αὐτήν. χρημάτων. Δεν θα την
αρνηθής, ώστε να την
πωλήσης ως δούλην, διότι συ
την είχες προηγουμένως ως
σύζυγον και την διέφθειρες.

15. ᾿Εὰν δὲ γένωνται 15. Εάν ένας Ισραηλίτης λάβη


ἀνθρώπῳδύο γυναῖκες, μία δύο γυναίκας, την μίαν εκ των
αὐτῶν ἠγαπημένη καὶ μία οποίων αγαπά την δε άλλην
αὐτῶν μισουμένη, καὶ τέκωσιν μισεί, γεννήσουν δε και αι δύο
αὐτῷ ἡ ἠγαπημένη καὶ ἡ η αγαπωμένη και η μισουμένη,
μισουμένη καὶ γένηται υἱὸς η δε μ ισ ουμ έ νη γε ννήσ η
πρωτότοκος τῆς μισουμένης, πρώτη υιόν πρωτότοκον,
έπειτα δε από αυτήν γεννήση
η αγαπωμένη,
16. καὶ ἔσται ᾗ ἂν ἡμέρᾳ 16. κατά την ημέραν κατά την
κατακληρονομῇ τοῖς υἱοῖς οποίαν ο πατήρ ούτος θα
αὐτοῦ τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ, διανείμη εις τα παιδιά του την
οὐ δυνήσεται πρωτοτοκεῦσαι περιουσίαν του, δεν θα δώση
τῷ υἱῷ τῆς ἠγαπημένης, τα πρωτοτόκια στον
ὑπεριδὼν τὸν υἱὸν τῆς πρωτότοκον της ηγαπημένης
μισουμένης τὸν πρωτότοκον, του, καταφρονών έτσι τον
πρωτότοκον υιόν της
μισουμένης,

17. ἀλλὰ τὸν πρωτότοκον υἱὸν 17. αλλά ως πρωτότοκον υιόν


τῆς μισουμένης ἐπιγνώσεται του θα αναγνωρίση τον υιόν
δοῦναι αὐτῷ διπλᾶ ἀπὸ της μισουμένης και θα δώση
πάντων, ὧν ἂν εὑρεθῇ αὐτῷ, διπλάσιον εις αυτόν μερίδιον
ὅτι οὗτός ἐστιν ἀρχὴ τέκνων από όλα τα υπάρχοντά του,
αὐτοῦ, καὶ τούτῳ καθήκει τὰ διότι αυτός είναι η αρχή των
πρωτοτοκεῖα. τέκνων του και εις αυτόν
ανήκουν τα δικαιώματα ως
πρωτοτόκου.

18. ᾿Εὰν δέ τινι ᾖ υἱὸς ἀπειθὴς 18. Εάν ένας Ισραηλίτης έχη
καὶ ἐρεθιστής, οὐχ ὑπακούων υιόν απειθή, φιλόνεικον και
φωνὴν πατρὸς καὶ φωνὴν υβριστήν, ανυπάκουον εις τα
μητρός, καὶ παιδεύωσιν αὐτὸν λόγια του πατρός και της
καὶ μὴ εἰσακούῃ αὐτῶν, μητρός του και ο οποίος, παρά
τας παιδαγωγικάς τιμωρίας εκ
μέρους των γονέων του, δεν
σέβεται και δεν υπακούει εις
αυτούς,

19. καὶ συλλαβόντες αὐτὸν ὁ 19. θα τον πάρουν ο πατέρας


πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἡ μήτηρ και η μητέρα του και θα τον
αὐτοῦ καὶ ἐξάξουσιν αὐτὸν ἐπὶ οδηγήσουν εις την γερουσίαν
τὴν γερουσίαν τῆς πόλεως της πόλεως, η οποία
αὐτοῦ καὶ ἐπὶ τὴν πύλην τοῦ ευρίσκεται εις την πύλην της
τόπου πόλεως, τόπον του
δικαστηρίου.

20. καὶ ἐροῦσι τοῖς ἀνδράσι 20. Εκεί οι γονείς θα είπουν


τῆς πόλεως αὐτῶν· ὁ υἱὸς στους πρεσβυτέρους και
ἡμῶν οὗτος ἀπειθεῖ καὶ δικαστάς της πόλεώς των·
ἐρεθίζει, οὐχ ὑπακούει τῆς Αυτός ο υιός μας είναι
φωνῆς ἡμῶν, συμβολοκοπῶν απειθής, φιλόνεικος και
οἰνοφλυγεῖ· υβριστής, δεν υπακούει εις τα
λόγια μας και μεθοκοπάει εις
συμπόσια.
21. καὶ λιθοβολήσουσιν αὐτὸν 21. Οι άνδρες της πόλεως θα
οἱ ἄνδρες τῆς πόλεως αὐτοῦ καταδικάσουν τον απειθή υιόν
ἐν λίθοις, καὶ ἀποθανεῖται· καὶ να εκτελεσθή δια
ἐξαρεῖς τὸν πονηρὸν ἐξ ὑμῶν λιθοβολισμού. Κατ' αυτόν τον
αὐτῶν, καὶ οἱ ἐπίλοιποι τρόπον θα βγάλετε τον απειθή
ἀκούσαντες φοβηθήσονται. υιόν από ανάμεσά σας, οι δε
άλλοι υιοί, όταν ακούσουν, θα
καταληφθούν από φόβον και
θα προσέχουν την
συμπεριφοράν των.

22. ᾿Εὰν δὲ γένηται ἔν τινι 22. Εάν κανείς διαπράξη βαρύ


ἁμαρτία κρίμα θανάτου καὶ αμάρτημα συνεπαγόμενον την
ἀποθάνῃ καὶ κρεμάσητε αὐτὸν ποινήν του θανάτου και
ἐπὶ ξύλου, καταδικασθή εις θάνατον, και
τον κρεμάσετε στο ξύλον,

23. οὐ κοιμηθήσεται τὸ σῶμα 23. το πτώμα αυτού δεν θα


αὐτοῦ ἐπὶ τοῦ ξύλου, ἀλλὰ παραμείνη έτη του ξύλου κατά
ταφῇ θάψετε αὐτὸ ἐν τῇ το διάστημα της νυκτός, αλλά
ἡμέρᾳ ἐκείνῃ, ὅτι θα το θάψετε κατά την ιδίαν
κεκατηραμένος ὑπὸ Θεοῦ πᾶς ημέραν της εκτελέσεώς του,
κρεμάμενος ἐπὶ ξύλου· καὶ οὐ διότι κάθε κρεμάμενος επί
μὴ μιανεῖτε τὴν γῆν, ἣν Κύριος ξύλου είναι κατηραμένος από
ὁ Θεός σου δίδωσί σοι ἐν τον Θεόν. Ετσι δε δεν θα
κλήρῳ. μολύνετε την χώραν, την
οποίαν ο Κυριος σας έχει
δώσει ως κληρονομίαν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 22 (κβ)

Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ.


Κολιτσάρα

1. ΜΗ ἰδὼν τὸν μόσχον τοῦ 1. Μη αδιαφορήσης, όταν ίδης


ἀδελφοῦ σου ἢ τὸ πρόβατον το μοσχάρι του αδελφού σου
αὐτοῦ πλανώμενα ἐν τῇ ὁδῷ η το προβάτον αυτού να
ὑπερίδῃς αὐτά· ἀποστροφῇ πλανώνται στον δρόμον. Θα
ἀποστρέψεις αὐτὰ τῷ ἀδελφῷ ενδιαφερθής να επιστρέψης
σου, καὶ ἀποδώσεις αὐτῷ. αυτά στον αδελφόν σου τον
Ισραηλίτην και θα τα
παραδώσης εις αυτόν.

2. ἐὰν δὲ μὴ ἐγγίζῃ ὁ ἀδελφός 2. Εάν όμως ο ομοεθνής


σου πρὸς σὲ μηδὲ ἐπίστῃ αδελφός σου δεν μένη
αὐτόν, συνάξεις αὐτὰ ἔνδον πλησίον σου και δεν τον
εἰς τὴν οἰκίαν σου, καὶ ἔσται γνωρίζης, θα φυλάξης αυτά τα
μετά σοῦ, ἕως ἂν ζητήσῃ αὐτὰ πλανώμενα ζώα εντός του
ὁ ἀδελφός σου, καὶ ἀποδώσεις περιβόλου της οικίας σου και
αὐτῷ. θα είναι μαζή σου, μέχρις ότου
τα αναζητήση ο αδελφός σου
ο Ισραηλίτης, στον οποίον και
θα τα αποδώσης.
3. οὕτω ποιήσεις τὸν ὄνον 3. Το ίδιο θα κάμης και δια τον
αὐτοῦ καὶ οὕτω ποιήσεις τὸ όνον του αδελφού σου και δια
ἱμάτιον αὐτοῦ καὶ οὕτω το ένδυμά του και δια κάθε τι,
ποιήσεις κατὰ πᾶσαν ἀπώλειαν το οποίον εκείνος έχασε και το
τοῦ ἀδελφοῦ σου, ὅσα ἐὰν οποίον ευρήκες συ. Δεν πρέπει
ἀπολῆται παρ᾿ αὐτοῦ καὶ να αδιαφορήσης δι' αυτά.
εὕρῃς· οὐ δυνήσῃ ὑπεριδεῖν.

4. οὐκ ὄψῃ τὸν ὄνον τοῦ 4. Δεν θα αδιαφορήσης επίσης


ἀδελφοῦ σου ἢ τὸν μόσχον δια τον όνον του αδελφού
αὐτοῦ πεπτωκότας ἐν τῇ ὁδῷ, σου η δια το μοσχάρι αυτού,
μὴ ὑπερίδῃς αὐτούς· ἀνιστῶν όταν τα ίδης να έχουν πέσει
ἀναστήσεις μετ᾿ αὐτοῦ. στον δρόμον. Αλλά μαζή με
τον αδελφόν σου θα
βοηθήσης να τα σηκώσετε.

5. Οὐκ ἔσται σκεύη ἀνδρὸς ἐπὶ 5. Δεν επιτρέπεται εις γυναίκα


γυναικί, οὐδὲ μὴ ἐνδύσηται να φορή ανδρικά ενδύματα,
ἀνὴρ στολὴν γυναικείαν, ὅτι ούτε στον άνδρα να φορή
βδέλυγμα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σού γυναικεία ενδύματα, διότι
ἐστι πᾶς ποιῶν ταῦτα. καθένας που κάμνει αυτά,
είναι αποκρουστικός και
αηδιαστικός ενώπιον Κυρίου
του Θεού σου.

6. ᾿Εὰν δὲ συναντήσῃς νοσσιᾷ 6. Εάν συναντήσης φωληά


ὀρνέων πρὸ προσώπου σου ἐν μικρών πουλιών στον δρόμον
τῇ ὁδῷ ἢ ἐπὶ παντὶ δένδρῳ ἢ σου η επάνω εις δένδρον η
ἐπὶ τῆς γῆς, νεοσσοῖς ἢ ὠοῖς, κάτω εις την γην, μέσα εις την
καὶ ἡ μήτηρ θάλπῃ ἐπὶ τῶν οποίαν υπάρχουν πουλάκια η
νεοσσῶν ἢ ἐπὶ τῶν ὠῶν, οὐ αυγά και η μητέρα θερμαίνη
λήψῃ τὴν μητέρα μετὰ τῶν τα πουλάκια η τα αυγά, δεν θα
τέκνων· πάρης την μητέρα με τα
παιδιά της.

7. ἀποστολῇ ἀποστελεῖς τὴν 7. Θα αφήσης ελευθέραν την


μητέρα, τὰ δὲ παιδία λήψῃ μητέρα και θα πάρης δια τον
σεαυτῷ, ἵνα εὖ σοι γένηται καὶ εαυτόν σου μόνον τα πουλιά
πολυήμερος γένῃ. της και έτσι θα ζήσης ευτυχής
και μακροχρόνιος εις την γην.

8. ᾿Εὰν δὲ οἰκοδομήσῃς οἰκίαν 8. Εάν κτίσης καινούργια οικία,


καινήν, καὶ ποιήσεις στεφάνην πρέπει να κάμης στηθαίον
τῷ δώματί σου· καὶ οὐ γύρω από την ταράτσαν,
ποιήσεις φόνον ἐν τῇ οἰκίᾳ μήπως τυχόν και πέση κανείς
σου, ἐὰν πέσῃ ὁ πεσὼν ἀπ᾿ από την ταράτσαν και λάβη
αὐτοῦ. χώραν φόνος εις την οικίας
σου (δια τον οποίον λόγω
αμελείας συ θα είσαι
υπεύθυνος).
9. Οὐ κατασπερεῖς τὸν 9. Δεν θα σπείρης στο αμπέλι
ἀμπελῶνά σου διάφορον, ἵνα σου άλλο είδος σποράς, διότι
μὴ ἁγιασθῇ τὸ γένημα καὶ τὸ δεν θα είναι δυνατόν να
σπέρμα, ὃ ἐὰν σπείρῃς μετὰ προσφερθούν κατά την ιδίαν
τοῦ γενήματος τοῦ ἀμπελῶνός ημέραν προς αγιασμόν αι
σου. απαρχαί του αμπελώνος και
της άλλης σποράς.

10. οὐκ ἀροτριάσεις ἐν μόσχῳ 10. Δεν πρέπει να οργώσης το


καὶ ὄνῳ ἐπὶ τὸ αὐτό. χωράφι σου χρησιμοποιών
στον ίδιον ζυγόν βόδι και
όνον.

11. οὐκ ἐνδύσῃ κίβδηλον, ἔρια 11. Δεν θα φορέσης ένδυμα


καὶ λίνον, ἐν τῷ αὐτῷ. κίβδηλον, το οποίον είναι
υφασμένον με λινήν και
μαλλίνην κλωστήν.

12. Στρεπτὰ ποιήσεις σεαυτῷ 12. Θα κατασκευάσης κρόσσια


ἐπὶ τῶν τεσσάρων κρασπέ‘δων εις τα τέσσαρα κάτω άκρα του
τῶν περιβολαίων σου, ἃ ἐὰν ιματίου σου, με το οποίον
περιβάλῃ ἐν αὐτοῖς. ενδύεσαι.

13. ᾿Εὰν δέ τις λάβῃ γυναῖκα 13. Εάν κανείς λάβη σύζυγον
καὶ συνοικήσῃ αὐτῇ καὶ και συνοικήση με αυτήν,
μισήσῃ αὐτὴν κατόπιν δε την αποστραφή και
την μισήση,

14. καὶἐπιθῇ αὐτῇ 14. και επιβαρύνη αυτήν με


προφασιστικοὺς λόγους καὶ ψευδείς κατηγορίας και
κατενέγκῃ αὐτῆς ὄνομα προσάψη εις αυτήν
πονηρὸν καὶ λέγῃ· τὴν δυσφημισμένον και
γυναῖκα ταύτην εἴληφα καὶ ανυπόληπτον όνομα και είπη·
προσελθὼν αὐτῇ οὐκ εὕρηκα Ελαβαν την γυναίκα αυτήν ως
αὐτῆς τὰ παρθένια, σύζυγόν μου και ελθών εις
επαφήν με αυτήν, δεν την
ευρήκα παρθένον,

15. καὶ λαβὼν ὁ πατὴρ τῆς 15. τότε ο πατήρ και η μήτηρ
παιδὸς καὶ ἡ μήτηρ ἐξοίσουσι της γυναικός αυτής θα λάβουν
τὰ παρθένια τῆς παιδὸς πρὸς τα δείγματα της
τὴν γερουσίαν ἐπὶ τὴν πύλην, παρθενικότητός της και θα τα
φέρουν εις την γερουσίαν
κοντά εις την πύλην της
πόλεως.

16. καὶ ἐρεῖ ὁ πατὴρ τῆς 16. Εκεί θα είπη ο πατήρ της
παιδὸς τῇ γερουσίᾳ· τὴν γυναικός αυτής εις την
θυγατέρα μου ταύτην δέδωκα γερουσίαν· έδωκα την κόρην
τῷ ἀνθρώπῳ τούτῳ γυναῖκα, μου αυτήν ως σύζυγον στον
καὶ μισήσας αὐτὴν άνθρωπον αυτόν. Και αυτός,
επειδή την εμίσησεν,
17. νῦν οὗτος ἐπιτίθησιν αὐτῇ 17. επιρρίπτει εναντίον της
προφασιστικοὺς λόγους ψευδείς κατηγορίας λέγων·
λέγων· οὐχ εὕρηκα τῇ θυγατρί δεν ευρήκα την κόρην σου
σου παρθένια, καὶ ταῦτα τὰ παρθένον. Εκείνος θα είπη
παρθένια τῆς θυγατρός μου· αυτά είναι τα σημάδια της
καὶ ἀναπτύξουσι τὸ ἱμάτιον παρθενίας της κόρης μου και
ἐναντίον τῆς γερουσίας τῆς οι γονείς θα ξεδιπλώσουν το
πόλεως. ιμάτιον της θυγατρός των
ενώπιον της γερουσίας της
πόλεως.

18. καὶ λήψεται ἡ γερουσία 18. Η γερουσία της πόλεως θα


τῆς πόλεως ἐκείνης τὸν συλλάβη τον άνθρωπον
ἄνθρωπον ἐκεῖνον καὶ εκείνον και θα τον τιμωρήση.
παιδεύσουσιν αὐτὸν

19. καὶ ζημιώσουσιν αὐτὸν 19. Θα καταδικάσουν αυτόν


ἑκατὸν σίκλους καὶ δώσουσι εις πρόστιμον εκατόν σίκλων
τῷ πατρὶ τῆς νεάνιδος, ὅτι (1120 γραμμάρια)
ἐξήνεγκεν ὄνομα πονηρὸν ἐπὶ αργυρίου, το οποίον θα
παρθένον ᾿Ισραηλῖτιν· καὶ δώσουν στον πατέρα της
αὐτοῦ ἔσται γυνή, οὐ νεάνιδος, διότι διέβαλε και
δυνήσεται ἐξαποστεῖλαι αὐτὴν εξηυτέλισε το όνομα αυτής
τὸν ἅπαντα χρόνον. της παρθένου Ισραηλίτιδος.
Επί πλέον δε θα υποχρεωθήη
να κρατήση αυτήν ισοβίως ως
σύζυγόν του, χωρίς να δυνηθή
ποτέ να την διαζευχθή.

2 0 . ἐὰ ν δ ὲ ἐπ᾿ ἀ λη θε ίας 20. Εάν όμως η κατηγορία του


γένηται ὁ λόγος οὗτος καὶ μὴ συζύγου είναι αληθής και
εὑρεθῇ παρθένια τῇ νεάνιδι, όντως δεν ευρεθή παρθένος η
νεάνις,

21. καὶ ἐξάξουσι τὴν νεᾶνιν ἐπὶ 21. θα οδηγήσουν την γυναίκα
τὰς θύρας τοῦ οἴκου τοῦ αυτήν εις την θύραν της οικίας
πατρὸς αὐτῆς, καὶ του πατρός της και θα την
λιθοβολήσουσιν αὐτὴν ἐν θ α ν α τ ώ σ ο υ ν δ ι α
λίθοις, καὶ ἀποθανεῖται, ὅτι λιθοβολισμού, διότι διέπραξεν
ἐποίησεν ἀφροσύνην ἐν υἱοῖς αυτήν την αφροσύνην μεταξύ
᾿Ισραὴλ ἐκπορνεῦσαι τὸν των Ισραηλιτών, και εξετράπη
οἶκον τοῦ πατρὸς αὐτῆς· καὶ εις πορνείαν, όταν ευρίσκετο
ἐξαρεῖς τὸν πονηρὸν ἐξ ὑμῶν στον οίκον του πατρός της.
αὐτῶν. Ετσι θα βγάλετε από ανάμεσά
σας τον πονηρόν αυτόν
άνθρωπον.

22. ᾿Εὰν δὲ εὑρεθῇ ἄνθρωπος 22. Εάν ευρεθή ανήρ


κοιμώμενος μετὰ γυναικὸς κοιμώμενος με γυναίκα
συνῳκισμένης ἀνδρί, υπανδρευμένην, θα
ἀποκτενεῖτε ἀμφοτέρους, τὸν φονεύσετε και τους δύο, τον
ἄνδρα τὸν κοιμώμενον μετὰ άνδρα που εκοιμήθη με την
τῆς γυναικὸς καὶ τὴν γυναῖκα· γυναίκα και την γυναίκα. Ετσι
καὶ ἐξαρεῖς τὸν πονηρὸν ἐξ θα βγάλετε από ανάμεσά σας
᾿Ισραήλ. τον πονηρόν άνθρωπον.
23. ᾿Εὰν δὲ γένηται παῖς 23. Εάν κόρην παρθένον
παρθένος μεμνηστευμένη μνηστευμένην την συναντήση
ἀνδρὶ καὶ εὑρὼν αὐτὴν ένας ανήρ εντός της πόλεως
ἄνθρωπος ἐν πόλει κοιμηθῇ και κοιμηθή μαζή της,
μετ᾿ αὐτῆς,

24. ἐξάξετε ἀμφοτέρους ἐπὶ 24. θα οδηγήσετε και τους


τὴν πύλην τῆς πόλεως αὐτῶν δύο εις την πύλην της πόλεως,
καὶ λιθοβοληθήσονται ἐν όπου το δικαστήριον της
λίθοις καὶ ἀποθανοῦνται· τὴν γερουσίας, και θα
νεᾶνιν, ὅτι οὐκ ἐβόησεν ἐν τῇ καταδικάσετε αυτούς στον δια
πόλει, καὶ τὸν ἄνθρωπον, ὅτι λιθοβολισμού θάνατον. Την
ἐταπείνωσε τὴν γυναῖκα τοῦ μεν κόρην διότι, καίτοι
πλησίον· καὶ ἐξαρεῖς τὸν ευρισκομένη εις την πόλιν, δεν
πονηρὸν ἐξ ὑμῶν αὐτῶν. εφώναξε, τον δε άνδρα διότι
διέφθειρε την μνηστήν του
πλησίον. Ετσι θα βγάλετε εκ
μέσου του ισραηλιτικού λαού
τον πονηρόν.

25. ἐὰν δὲ ἐν πεδίῳ εὕρῃ 25. Εάν ένας ανήρ συναντήση


ἄνθρωπος τὴν παῖδα τὴν εις την ύπαιθρον κόρην
μεμνηστευμένην καὶ μνηστευμένην και
βιασάμενος κοιμηθῇ μετ᾿ χρησιμοποιών βίαν κοιμηθή
αὐτῆς, ἀποκτενεῖτε τὸν μαζή της, θα φονεύσετε
κοιμώμεμον μετ᾿ αὐτῆς μόνον μόνον τον άνδρα, που
εκοιμήθη με αυτήν.

26. καὶ τῇ νεάνιδι οὐ ποιήσετε 26. Εις την κόρην δεν θα


οὐδέν· οὐκ ἔστιν ἁμάρτημα επιβάλετε καμμίαν τιμωρίαν.
θανάτου, ὅτι ὡς εἴ τις Δεν διέπραξεν αυτή αμάρτημα
ἐπαναστῇ ἄνθρωπος ἐπὶ τὸν συνεπαγόμενον τον θάνατον·
πλησίον καὶ φονεύσῃ αὐτοῦ διότι το πάθημα της νεάνιδος
ψυχήν, οὕτω τὸ πρᾶγμα είναι, ως εάν ένας ωπλισμένος
τοῦτο, άνθρωπος επιτεθή εναντίον
αόπλου και τον φονεύση.

27. ὅτι ἐν τῷ ἀγρῷ εὗρεν 27. Εις τον αγρόν ευρήκεν


αὐτήν, ἐβόησεν ἡ νεᾶνις ἡ εκείνος την μνηστευμένην
μεμνηστευμένη, καὶ οὐκ ἦν ὁ κόρην. Εφώναξεν εκείνη, αλλά
βοηθήσων αὐτῇ. δεν υπήρχε κανείς να σπεύση
εις βοήθειάν της.

28. ᾿Εὰν δέ τις εὕρῃ τὴν παῖδα 28. Εάν ανήρ τις συναντήση
τὴν παρθένον, ἥτις οὐ κόρην παρθένον, η οποία δεν
μεμνήστευται, καὶ βιασάμενος είναι μνηστεαμένη και βιάση
κοιμηθῇ μετ᾿ αὐτῆς καὶ αυτήν κοιμηθείς μαζή της, και
εὑρεθῇ, ανακαλυφθή ο διαπράξας το
αδίκημα αυτό,
29. δώσει ὁ ἄνθρωπος ὁ 29. θα δώση ο άνθρωπος
κοιμηθεὶς μετ᾿ αὐτῆς τῷ πατρὶ αυτός στον πατέρα της
τῆς νεάνιδος πεντήκοντα παρθένου κόρης πεντήκοντα
δίδραχμα ἀργυρίου, καὶ αὐτοῦ δίδραχμα αργυρίου και θα
ἔσται γυνή, ἀνθ᾿ ὧν λάβη αυτήν ως σύζυγόν του,
ἐταπείνωσεν αὐτήν· οὐ διότι την διέφθειρε. Δεν θα
δυνήσεται ἐξαποστεῖλαι αὐτὴν δυνηθή δε αυτός ποτέ να την
τὸν ἅπαντα χρόνον. διαζευχθή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 23 (κγ)

Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ.


Κολιτσάρα

1. ΟΥ λήψεται ἄνθρωπος τὴν 1. Δεν επιτρέπεται εις κανένα


γυναῖκα τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ να λάβη ως σύζυγόν του την
οὐκ ἀποκαλύψει συγκάλυμμα γυναίκα του πατρός του και να
τοῦ πατρὸς αὐτοῦ. ανασύρη έτσι από αυτήν το
κάλυμμα του πατρός του.

2. Οὐκ εἰσελεύσεται θλαδίας 2. Δεν επιτρέπεται εις


οὐδὲ ἀποκεκομμένος εἰς τὴν συγκεντρώσεις ενώπιον του
ἐκκλησίαν Κυρίου. Κυρίου να προσέρχεται
άνθρωπος, του οποίου τα
απόκρυφα μέλη είναι
σπασμένα η κομμένα.

3. οὐκ εἰσελεύσεται ἐκ πόρνης 3. Επίσης εις τας συναθροίσεις


εἰς ἐκκλησίαν Κυρίου. αυτάς δεν επιτρέπεται να
προσέλθη νόθος, υιός πόρνης.

4. οὐκ εἰσελεύσεται 4. Εις την ενώπιον του Κυρίου


᾿Αμμανίτης καὶ Μωαβίτης εἰς συνάθροισιν δεν επιτρέπεται
ἐκκλησίαν Κυρίου· καὶ ἕως να προσέλθη Αμμανίτης και
δεκάτης γενεᾶς οὐκ Μωαβίτης και έως δεκάτης
εἰσελεύσεται εἰς τὴν ἐκκλησίαν ακόμη γενεάς. Εις τον αιώνα
Κυρίου καὶ ἕως εἰς τὸν αἰῶνα, τον άπαντα δεν θα εισέλθη
κανείς από αυτούς εις
συγκέντρωσιν Κυρίου.

5. παρὰ τὸ μὴ συναντῆσαι 5. Και τούτο, διότι αυτοί δέν


αὐτοὺς ὑμῖν μετὰ ἄρτων καὶ σας υπήντησαν με άρτους και
ὕδατος ἐν τῇ ὁδῷ, ύδωρ στον δρόμον σας, όταν
ἐκπορευομένων ὑμῶν ἐξ εφεύγατε από την Αίγυπτον,
Αἰγύπτου, καὶ ὅτι ἐμισθώσαντο και διότι ακόμη επλήρωσαν
ἐπὶ σὲ τὸν Βαλαὰμ υἱὸν Βεὼρ τον Βαλαάμ, υιόν του Βεώρ
ἐκ τῆς Μεσοποταμίας από την Μεσοποταμίαν, δια να
καταρᾶσθαί σε· σας καταρασθή.
6. καὶ οὐκ ἠθέλησε Κύριος ὁ 6. Κυριος όμως ο Θεός σου
Θεός σου εἰσακοῦσαι τοῦ δεν ηθέλησε να ακούση τον
Βαλαάμ, καὶ μετέστρεψε Βαλαάμ, αλλά μετέστρεψε τας
Κύριος ὁ Θεός σου τὰς κατάρας του Βαλαάμ εις
κατάρας εἰς εὐλογίαν, ὅτι ευλογίαν, διότι σε ηγάπησε
ἠγάπησέ σε Κύριος ὁ Θεός Κυριος ο Θεός σου.
σου.

7. οὐ προσαγορεύσεις 7. Δεν θα έχης ειρηνικάς


εἰρηνικὰ αὐτοῖς καὶ ομιλίας και σχέσεις με αυτούς·
συμφέροντα αὐτοῖς πάσας τὰς ούτε και θα επιδιώξης ποτέ
ἡμέρας σου εἰς τὸν αἰῶνα. στον αιώνα να εξυπηρετήσης
τα συμφέροντά των.

8. οὐ βδελύξῃ ᾿Ιδουμαῖον, ὅτι 8. Δεν θα μισήσης όμως τον


ἀδελφός σού ἐστιν· οὐ Ιδουμαίον, διότι είναι αδελφός
βδελύξῃ Αἰγύπτιον, ὅτι σου. Δεν θα μισήσης ακόμη
πάροικος ἐγένου ἐν τῇ γῇ ούτε τον Αιγύπτιον, διότι είχες
αὐτοῦ· φιλοξενηθή εις την χώραν
του.

9. υἱοὶ ἐὰν γεννηθῶσιν αὐτοῖς, 9. Οι απόγονοι, οι οποίοι


γενεᾷ τρίτῃ εἰσελεύσονται εἰς ενδεχομένως θα γεννηθούν
ἐκκλησίαν Κυρίου. από αυτούς, γενεά τρίτη, θα
έχουν το δικαίωμα να
εισέλθουν εις τας
συγκεντρώσεις σας ενώπιον
του Κυρίου, στον ναόν.

10. ᾿Εὰν δὲ ἐξέλθῃς 10. Εάν πρόκειται να εξέλθης


παρεμβαλεῖν ἐπὶ τοὺς ἐχθρούς εις πόλεμον εναντίον των
σου, καὶ φυλάξῃ ἀπὸ παντὸς εχθρών σου, πρόσεξε να
ρήματος πονηροῦ. αποφύγης κάθε μολυσμόν,
τον οποίον απαγορεύει ο
Θεός.

11. ἐὰν ᾖ ἐν σοὶ ἄνθρωπος, ὃς 11. Εάν δηλαδή υπάρξη


οὐκ ἔσται καθαρὸς ἐκ μεταξύ του λαού άνθρωπος, ο
ρύσεωςαὐτοῦ νυκτός, καὶ οποίος εξ αιτίας νυκτερινής
ἐξελεύσεται ἔξω τῆς ρεύσεως δεν είναι καθαρός,
παρεμβολῆς καὶ οὐκ θα εξέλθη από το
εἰσελεύσεται εἰς τὴν στρατόπεδον και δεν θα
παρεμβολήν· επανέλθη εις αυτό.

12. καὶ ἔσται τὸ πρὸς ἑσπέραν 12. Οταν δε πλησιάζη η


λούσεται τὸ σῶμα αὐτοῦ εσπέρα θα λούση το σώμα
ὕδατι καὶ δεδυκότος ἡλίου του με νερό και μετά την
εἰσελεύσεται εἰς τὴν δύσιν του ηλίου θα εισέλθη
παρεμβολήν. στο στρατόπεδον.

13. καὶ τόπος ἔσται σοι ἔξω 13. Εξω από το στρατόπεδον
τῆς παρεμβολῆς, καὶ ἐξελεύσῃ θα υπάρχη ωρισμένος τόπος
ἐκεῖ ἔξω· δια τας ανάγκας σας και εκεί
θα εξέρχεσθε.
14. καὶ πάσσαλος ἔσται σοι ἐπὶ 14. Θα έχεις εις την ζώνην
τῆς ζώνης σου, καὶ ἔσται ὅταν σου ένα πάσσαλον, και όταν
διακαθιζάνῃς ἔξω, καὶ ὀρύξεις πρόκειται να καθήσης εκεί έξω
ἐν αὐτῷ καὶ ἐπαγαγὼν προς σωματικήν σου ανάγκην,
καλύψεις τὴν ἀσχημοσύνην θα ανοίξης δια του πασσάλου
σου ἐν αὐτῷ· λάκκον και στραφείς προς τα
εκεί κατόπιν θα σκεπάσης την
ακαθαρσίαν σου με χώματα
χρησιμοποιών προς τούτο τον
πάσσαλον.

15. ὅτι Κύριος ὁ Θεός σου 15. Τούτο δέ, διότι Κυριος ο
ἐμπεριπατεῖ ἐν τῇ παρεμβολῇ Θεός σου ευρίσκεται και
σου ἐξελέσθαι σε καὶ τρόπον τινά περιπατεί στο
παραδοῦναι τὸν ἐχθρόν σου στρατόπεδόν σου, δια να σε
πρὸ προσώπου σου, καὶ ἔσται απελευθερώση από τον
ἡ παρεμβολή σου ἁγία, καὶ εχθρόν σου και να παραδώση
οὐκ ὀφθήσεται ἐν σοὶ αυτόν εις την εξουσίαν σου.
ἀσχημοσύνη πράγματος καὶ Το στρατόπεδον είναι άγιον
ἀποστρέψει ἀπὸ σοῦ. και δεν πρέπει να εμφανίζεται
εις αυτό κανένα άσχημον
πράγμα και απομακρυνθή έτσι
ο Θεός από σέ.

16. Οὐ παραδώσεις παῖδα τῷ 16. Δούλον, ο οποίος


κυρίῳ αὐτοῦ, ὃς προστέθειταί οικειοθελώς έφυγεν από τον
σοι παρὰ τοῦ κυρίου αὐτοῦ· τυραννικόν κύριόν του και
ήλθε να μένη πλησίον σου,
δεν πρέπει να τον παραδώσης
στον κύριόν του.

17. μετὰ σοῦ κατοικήσει, ἐν 17. Θα κατοική μαζή σου, θα


ὑμῖν κατοικήσει οὗ ἂν ἀρέσῃ μένη εις την πόλιν σας, όπου
αὐτῷ, οὐ θλίψεις αὐτόν. αρέσει εις αυτόν. Δεν θα τον
καταπιέσης.

18. Οὐκ ἔσται πόρνη ἀπὸ 18. Δεν πρέπει να υπάρξη


θυγατέρων ᾿Ισραήλ, καὶ οὐκ πόρνη μεταξύ των θυγατέρων
ἔσταιπορνεύων ἀπὸ υἱῶν του Ισραήλ, και δεν πρέπει να
᾿Ισραήλ· οὐκ ἔσται υπάρξη πόρνος μεταξύ των
τελεσφόρος ἀπὸ θυγατέρων Ισραηλιτών. Δεν θα υπάρξη
᾿Ισραήλ, καὶ οὐκ ἔσται ιερόδουλος μεταξύ των
τελεισκόμενος ἀπὸ υἱῶν θυγατέρων του ισραηλιτικού
᾿Ισραήλ. λαού και δεν πρέπει να
υπάρξη προαγωγός εις
πορνείαν μεταξύ των
Ισραηλιτών.
19. οὐ προσοίσεις μίσθωμα 19. Συ, η γυναίκα, δεν θα
πόρνης οὐδὲ ἄλλαγμα κυνὸς προσφέρης δώρον στον οίκον
εἰς τὸν οἶκον Κυρίου τοῦ Θεοῦ του Κυρίου την αμοιβήν σου
σου πρὸς πᾶσαν εὐχήν, ὅτι ως πόρνης, ούτε συ ο οποίος
βδέλυγμα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σού είσαι ανήρ, χρήματα που
ἐστι καὶ ἀμφότερα. έλαβες ως κίναιδος, δεν θα
προσφέρετε αυτά στον οίκον
του Θεού δι' οιονδήποτε
τάξιμόν σας, διότι και αι δύο
αυταί πρώξεις είναι μισηταί και
αποκρουστικαί ενώπιον του
Κυρίου.

20. Οὐκ ἐκτοκιεῖς τῷ ἀδελφῷ 20. Δεν θα δώσης στον


σου τόκον ἀργυρίου καὶ τόκον αδελφόν σου τον Ισραηλίτην
βρωμάτων καὶ τόκον παντὸς δάνειον χρημάτων με τόκον,
πράγματος, οὗ ἐὰν ούτε θα ζητήσης τόκον δια τα
ἐκδανείσῃς. τρόφιψια η δι' οιονδήποτε
άλλο πράγμα, που εδάνεισες
εις αυτόν.

21. τῷ ἀλλοτρίῳ ἐκτοκιεῖς, τῷ 21. Εις τον ξένον όμως, στον


δὲ ἀδελφῷ σου οὐκ ἐκτοκιεῖς, αλλοεθνή, θα δανείσης
ἵνα εὐλογήσῃ σε Κύριος ὁ χρήματα επί τόκω όχι όμως
Θεός σου ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις στον αδελφόν σου, δια να σε
σου ἐπὶ τῆς γῆς, εἰς ἣν ευλογήση ο Κυριος εις όλα τα
εἰσπορεύῃ ἐκεῖ κληρονομῆσαι έργα σου, εις την χώραν, προς
αὐτήν. την οποίαν εισέρχεσαι δια να
την κληρονομήσης.

22. ᾿Εὰν δὲ εὔξῃ εὐχὴν Κυρίῳ 22. Εάν δε κάμης τάξιμον εις
τῷ Θεῷ σου, οὐ χρονιεῖς Κυριον τον Θεόν σου, δεν
ἀποδοῦναι αὐτήν, ὅτι ἐκζητῶν πρέπει να βραδύνης εις την
ἐκζητήσει Κύριος ὁ Θεός σου εκπλήρωσίν του· διότι άλλως
παρὰ σοῦ, καὶ ἔσται ἐν σοὶ θα σου ζητήση ευθύνην
ἁμαρτία· Κυριος ο Θεός σου και θα είναι
ενοχή παραβάσεως εις σέ.

23. ἐὰν δὲ μὴ θέλῃς εὔξασθαι, 23. Εάν όμως δεν θέλης να


οὐκ ἔστιν ἐν σοὶ ἁμαρτία. κάμης τάξιμον, δεν έχεις
καμμίαν ενοχήν.

24. τὰ ἐκπορευόμενα διὰ τῶν 24. Ο,τι εξέρχεται από τα


χειλέων σου φυλάξῃ καὶ χείλη σου ως τάξιμον θα
ποιήσεις ὃν τρόπον ηὔξω φροντίσης να το εκπληρώσης.
Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου δόμα, ὃ Οπως έταξες έτσι και θα
ἐλάλησας τῷ στόματί σου. δώσης το δώρον εις Κυριον
τον Θεόν σου, ο,τι υπεσχέθης
με το στόμα σου.
25. ᾿Εὰν δὲ εἰσέλθῃς εἰς 25. Εάν συ ο πτωχός εισέλθης
ἀμητὸν τοῦ πλησίον σου, καὶ στον αγρόν του πλησίον σου
συλλέξῃς ἐν ταῖς χερσί σου κατά την ώραν του θερισμού,
στάχυς καὶ δρέπανον οὐ μὴ ημπορείς να μαζεύσης με τα
ἐπιβάλῃς ἐπ᾿ ἀμητὸν τοῦ χέρια σου στάχυα. Δρεπάνι
πλησίον σου. όμως δεν θα βάλης στον
θερισμόν του αγρού του
πλησίον σου.

26. ἐὰν δὲ εἰσέλθῃς εἰς τὸν 26. Εάν δε εισέλθης στο


ἀμπελῶνα τοῦ πλησίον σου, αμπέλι του πλησίον σου, θα
φαγῇ σταφυλὴν ὅσον ψυχήν φάγης σταφύλια, έως ότου
σου ἐμπλησθῆναι, εἰς δὲ ἄγγος χορτάσης· δεν θα βάλης όμως
οὐκ ἐμβαλεῖς. εις δοχείον δια να πάρης μαζή
σου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 24 (κδ)

Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ.


Κολιτσάρα

1. ΕΑΝ δέ τις λάβῃ γυναῖκα καὶ 1. Εάν κανείς λάβη σύζυγον


συνοικήσῃ αὐτῇ, καὶ ἔσται ἐὰν και συγκατοικήση με αυτήν,
μὴ εὕρῃ χάριν ἐναντίον βραδύτερον δε δεν του αρέση
αὐτοῦ, ὅτι εὗρεν ἐν αὐτῇ διότι ευρήκεν εις αυτήν
ἄσχημον πρᾶγμα, καὶ γράψει άσχημον πράγμα, (κάτι που
αὐτῇ βιβλίον ἀποστασίου καὶ του είναι αποκρουστικόν)
δώσει εἰς τὰς χεῖρας αὐτῆς καὶ δύναται να δώση εις αυτήν
ἐξαποστελεῖ αὐτὴν ἐκ τῆς γραπτόν διαζύγιον και αφού
οἰκίας αὐτοῦ, της το εγχειρίση θα την διώξη
από το σπίτι του.

2. καὶ ἀπελθοῦσα γένηται 2. Εκείνῃ όταν φύγη από τον


ἀνδρὶ ἑτέρῳ, πρώτον σύζυγήν της, δύναται
να υπανδρευθή άλλον.

3. καὶ μισήσῃ αὐτὴν ὁ ἀνὴρ ὁ 3. Εάν όμως και ο δεύτερος


ἔσχατος καὶ γράψει αὐτῇ ανήρ την αποστραφή και
βιβλίον ἀποστασίου καὶ δώσει γραψη δι' αυτήν διαζύγιον και
εἰς τὰς χεῖρας αὐτῆς καὶ το παραδώση εις τα χέρια της
ἐξαποστελεῖ αὐτὴν ἐκ τῆς και την διώξη από την οικίαν
οἰκίας αὐτοῦ, ἢ ἀποθάνῃ ὁ του, η εάν συμβή να αποθάνη
ἀνὴρ ὁ ἔσχατος, ὃς ἔλαβεν ο δεύτερος αυτός ανήρ, που
αὐτὴν ἑαυτῷ γυναῖκα, την είχε λάβει ως σύζυγόν
του,
4. οὐ δυνήσεται ὁ ἀνὴρ ὁ 4. ο πρώτος σύζυγός της, ο
πρότερος ὁ ἐξαποστείλας οποίος την είχεν αποπέμψει,
αὐτὴν ἐπαναστρέψας λαβεῖν δεν επιτρέπεται να επανέλθη
αὐτὴν ἑαυτῷ γυναῖκα, μετὰ τὸ και να την πάρη πάλιν ως
μιανθῆναι αὐτήν, ὅτι σύζυγόν του, αφού αυτή
βδέλυγμά ἐστιν ἐναντίον ήλθεν εις συζυγικήν ένωσιν με
Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου· καὶ οὐ άλλον, διότι τούτο είναι
μιανεῖτε τὴν γῆν, ἣν Κύριος ὁ μισητόν ενώπιον Κυρίου του
Θεός σου δίδωσί σοι ἐν Θεού σου. Δεν πρέπει να
κλήρω. μολύνετε την χώραν, την
οποίαν ο Κυριος σας δίδει ως
κληρονομίαν.

5. ᾿Εὰν δέ τις λάβῃ γυναῖκα 5. Αυτός που μόλις προ ολίγου


προσφάτως, οὐκ ἐξελεύσεται καιρού έχει νυμφευθή, δεν θα
εἰς πόλεμον, καὶ οὐκ λάβη μέρος εις πόλεμον και
ἐπιβληθήσεται αὐτῷ οὐδὲν δεν θα επιβληθή εις αυτόν
πρᾶγμα· ἀθῷος ἔσται ἐν τῇ κανένα άλλο δημόσιον
οἰκίᾳ αὐτοῦ ἐνιαυτὸν ἕνα, καθήκον. Θα είναι ελεύθερος
εὐφρανεῖ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, και ανένοχος να μείνη εις την
ἣν ἔλαβεν. οικίαν του επί ένα έτος, δια να
δώση χαράν εις την συζυγον,
την οποίαν έλαβε.

6. Οὐκ ἐνεχυράσεις μύλον, 6. Δεν θα πάρης ως ενέχυρον,


οὐδὲ ἐπιμύλιον, ὅτι ψυχὴν δια δάνειον που έδωσες, τον
οὗτος ἐνεχυράζει. χειρόμυλον η την επάνω
πέτρα του χειρομύλου, διότι
έτσι είναι ως εάν λαμβάνης
ενέχυρον αυτήν την ζωήν του
πτωχού.

7. ᾿Εὰν δὲ ἁλῷ ἄνθρωπος 7. Εάν υπάρξη άνθρωπος


κλέπτων ψυχὴν ἐκ τῶν Ισραηλίτης και αρπάξη δολίως
ἀδελφῶν αὐτοῦ τῶν υἱῶν η βιαίως τον αδελφόν του και
᾿Ισραὴλ καὶ καταδυναστεύσας αφού τον κατατυραννήση, τον
αὐτὸν ἀποδῶται, ἀποθανεῖται πωλήση ως δούλον, αυτός ο
ὁ κλέπτης ἐκεῖνος· καὶ ἐξαρεῖς κλέπτης πρέπει να τιμωρηθή
τὸν πονηρὸν ἐξ ὑμῶν αὐτῶν. δια θανάτου. Ετσι θα βγάλης
τον πονηρόν ανάμεσα από
τους Ισραηλίτας.

8. Πρόσεχε σαυτῷ ἐν τῇ ἁφῇ 8. Πρόσεχε κατά την


τῆς λέπρας· φυλάξῃ σφόδρα εμφάνισιν της λέπρας.
ποιεῖν κατὰ πάντα τὸν νόμον, Φρόντισε επιμελώς να
ὃν ἂν ἀναγγείλωσιν ὑμῖν οἱ τηρήσης όλα όσα λέγει ο
ἱερεῖς οἱ Λευῖται· ὃν τρόπον Νομος, τον οποίον οι ιερείς
ἐνετειλάμην ὑμῖν, φυλάξασθε Λευΐται θα σας διδάξουν.
ποιεῖν. Οπως σας διέταξα, έτσι και θα
φροντίσετε να τον τηρήσετε.

9. μνήσθητι ὅσα ἐποίησε 9. Ενθυμήσου την τιμωρίαν,


Κύριος ὁ Θεός σου τῇ Μαριὰμ την οποίαν επέβαλε Κυριος ο
ἐν τῇ ὁδῷ, ἐκπορευομένων Θεός σου εις την Μαριάμ καθ'
ὑμῶν ἐξ Αἰγύπτου. οδόν, όταν εβγαίνατε από την
Αίγυπτον.
10. ᾿Εὰν ὀφείλημα ᾖ ἐν τῷ 10. Εάν ο πλησίον σου οφείλη
πλησίον σου, ὀφείλημα κάτι εις σέ, οιονδήποτε και αν
ὁτιοῦν, οὐκ εἰσελεύσῃ εἰς τὴν είναι αυτό το χρέος, δεν θα
οἰκίαν αὐτοῦ ἐνεχυράσαι τὸ εισέλθης εις την οικίαν του,
ἐνέχυρον αὐτοῦ· δια να λάβης ενέχυρον
απέναντι του χρέους.

11. ἔξω στήσῃ, καὶ ὁ 11. Θα σταθής έξω από την


ἄνθρωπος οὗ τὸδάνειόν σού οικίαν, και ο άνθρωπος, που
ἐστιν ἐν αὐτῷ, ἐξοίσει σοι τὸ έλαβεν από σε το δάνειον, θα
ἐνέχυρον ἔξω. φέρη έξω και θα δώση εις σε
το ενέχυρον.

12. ἐὰν δὲ ὁ ἄνθρωπος 12. Εάν δε ο άνθρωπος αυτός


πένηται, οὐ κοιμηθήσῃ ἐν τῷ είναι πτωχός, δεν θα κοιμηθής
ἐνεχύρῳ αὐτοῦ· με το ενέχυρόν του, το οποίον
αυτός χρησιμοποιεί ως
σκέπασμά του.

13. ἀποδόσει ἀποδώσεις τὸ 13. Θα αποδώσης εις αυτόν το


ἐνέχυρον αὐτοῦ πρὸς δυσμὰς ενέχυρόν του κατά την δύσιν
ἡλίου, καὶ κοιμηθήσεται ἐν τῷ του ηλίου, δια να σκεπασθή
ἱματίῳ αὐτοῦ καὶ εὐλογήσει και κοιμηθή με το ιμάτιόν του,
σε, καὶ ἔσται σοι ἐλεημοσύνη να σε ευλογήση και
ἐναντίον Κυρίου τοῦ Θεοῦ προσευχηθή δια σε και έτσι η
σου. ελεημοσύνη σου αυτή προς
τον πτωχόν θα είναι προς
τιμήν σου ενώπιον Κυρίου του
Θεού σου.

14. Οὐκ ἀπαδικήσεις μισθὸν 14. Δεν θα ελαττώσης ούτε θα


πένητος καὶ ἐνδεοῦς ἐκ τῶν κατακρατήσης το
ἀδελφῶν σου ἢ ἐκ τῶν ημεραμίσθιον πτωχού και
προσηλύτων τῶν ἐν ταῖς ενδεούς τόσον εκ των
πόλεσί σου· αδελφών σου των
Ισραηλιτών, όσον και από
τους ξένους που ευρίσκονται
εις τας πόλεις σας.

15. αὐθημερὸν ἀποδώσεις τὸν 15. Θα πληρώσης αυτόν την


μισθὸν αὐτοῦ, οὐκ ἐπιδύσεται ιδίαν ημέραν. Δεν θα δύση ο
ὁ ἥλιος ἐπ᾿ αὐτῷ, ὅτι πένης ήλιος, χωρίς αυτός να έχη
ἐστὶ καὶ ἐν αὐτῷ ἔχει τὴν λάβει το ημεραμίσθιόν του,
ἐλπίδα· καὶ καταβοήσεται κατὰ διότι είναι πτωχός και εις αυτό
σοῦ πρὸς Κύριον, καὶ ἔσται ἐν στηρίζει την ελπίδα του. Εάν
σοὶ ἁμαρτία. δεν τον πληρώσης εγκαίρως,
θα φωνάξη κατά σου με
αγανάκτησιν προς τον Κυριον
και θα καταλογισθή εις σε
αμαρτία.
16. Οὐκ ἀποθανοῦνται 16. Δεν θα τιμωρηθούν δια
πατέρες ὑπὲρ τέκνων, καὶ οἱ θανάτου πατέρες εξ αιτίας των
υἱοὶ οὐκ ἀποθανοῦνται ὑπὲρ τέκνων των, ούτε και τα
πατέρων· ἕκαστος ἐν τῇ παιδιά εξ αιτίας των πατέρων
ἑαυτοῦ ἁμαρτίᾳ ἀποθανεῖται. των. Ο καθένας θα τιμωρήται
δια την ιδικήν του αμαρτίαν.

17. Οὐκ ἐκκλινεῖς κρίσιν 17. Δεν θα διαστρέψης το


προσηλύτου καὶ ὀρφανοῦ καὶ δίκαιον του ξένου, του
χήρας, οὐκ ἐνεχυράσεις ορφανού και της χήρας. Δεν
ἱμάτιον χήρας· θα λάβης ως ενέχυρον το
ιμάτιον της χήρας.

18. καὶ μνησθήσῃ ὅτι οἰκέτης 18. Να ενθυμήσαι δε ότι


ἦσθα ἐν γῇ Αἰγύπτῳ καὶ υπήρξες και συ δούλος εις την
ἐλυτρώσατό σε Κύριος ὁ Θεός Αίγυπτον, ο δε Κυριος και
σου ἐκεῖθεν· διὰ τοῦτο ἐγώ Θεός σου σε απηλευθέρωσεν
σοι ἐντέλλομαι ποιεῖν τὸ ρῆμα από εκεί. Δια τούτο εγώ σε
τοῦτο. διατάσσω να τηρής αυτάς τας
εντολάς μου.

19. ᾿Εὰν δὲ ἀμήσῃς ἀμητὸν ἐν 19. Εάν θερίσης τον αγρόν


τῷ ἀγρῷ σου καὶ ἐπιλάθῃ σου και λησμονήσης εκεί ένα
δράγμα ἐν τῷ ἀγρῷ σου, οὐκ δεμάτι, δεν θα επιστρέψης να
ἀναστραφήσῃ λαβεῖν αὐτό· το πάρης. Αυτό θα είναι δια
τῷ προσηλύτῳ καὶ τῷ ὀρφανῷ τον ξένον, δια το ορφανόν και
καὶ τῇ χήρᾳ ἔσται, ἵνα την χήραν, δια να σε
εὐλογήσῃ σε Κύριος ὁ Θεός ευλογήση Κυριος ο Θεός σου
σου ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις τῶν εις όλα τα έργα των χειρών
χειρῶν σου. σου.

20. ἐὰν δὲ ἐλαιολογῇς, οὐκ 20. Εάν δε μαζεύης τις εληές


ἐπαναστρέψεις καλαμήσασθαι σου, δεν θα επιστρέψης να
τὰ ὀπίσω σου· τῷ προσηλύτῳ μαζέψης και εκείνες που
καὶ τῷ ὀρφανῷ καὶ τῇ χήρᾳ έμειναν πίσω. Αυτές θα είναι
ἔσται καὶ μνησθήσῃ ὅτι δια τον ξένον και το ορφανόν
οἰκέτης ἦσθα ἐν γῇ Αἰγύπτῳ, και την χήραν· να ενθυμηθής
διὰ τοῦτο ἐγώ σοι ἐντέλλομαι δε ότι και συ υπήρξες δούλος
ποιεῖν τὸ ρῆμα τοῦτο. εις την χώραν της Αιγύπτου,
δια τούτο και εγώ σε
διατάσσω να πράττης αυτά.

21. ἐὰν δὲ τρυγήσῃς τὸν 21. Εάν δε τρυγήσης το


ἀμπελῶνά σου, οὐκ αμπέλι σου, δεν θα γυρίσης να
ἐπανατρυγήσεις αὐτὸν τὰ το ξανατρυγήσης, δια να
ὀπίσω σου· τῷ προσηλύτῳ καὶ μαζεύσης όσα τυχόν
τῷ ὀρφανῷ καὶ τῇ χήρᾳ ἔσται· απέμειναν· αυτά θα είναι δια
τον ξένον, δια το ορφανόν και
την χήραν.

22. καὶ μνησθήσῃ ὅτι οἰκέτης 22. Να ενθυμηθής ότι και συ


ἦσθα ἐν γῇ Αἰγύπτῳ, διὰ ήσουνα δούλος εις την χώραν
τοῦτο ἐγώ σοι ἐντέλλομαι της Αιγύπτου, δια τούτο εγώ
ποιεῖν τὸ ρῆμα τοῦτο. σου δίδω την εντολήν να
πράττης έτσι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 25 (κε)

Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ.


Κολιτσάρα

1. ΕΑΝ δὲ γένηται ἀντιλογία 1. Εάν δύο άνθρωποι έλθουν


ἀνὰ μέσον ἀνθρώπων καὶ εις αντίθεσιν και φιλονεικίαν,
προσέλθωσιν εἰς κρίσιν καὶ θα παρουσιασθούν αυτοί στο
κρίνωσι καὶ δικαιώσωσι τὸ δικαστήριον και θα κριθούν.
δίκαιον καὶ καταγνῶσι τοῦ Οι δικασταί θα αθωώσουν τον
ἀσεβοῦς, δίκαιον και θα καταδικάσουν
τον ένοχον.

2. καὶ ἔσται ἐὰν ἄξιος ᾖ 2. Εάν δε ο ένοχος


πληγῶν ὁ ἀσεβῶν, καθιεῖς καταδικασθή με την ποινήν
αὐτὸν ἔναντι τῶν κριτῶν καὶ του ραβδισμού, θα τον
μαστιγώσουσιν αὐτὸν καθίσετε ενώπιον των
ἐναντίον αὐτῶν κατὰ τὴν δικαστών, και ενώπιον αυτών
ἀσέβειαν αὐτοῦ. θα τον μαστιγώσουν
αναλόγως της ενοχής του.

3. ἀριθμῷ τεσσαράκοντα 3. Με τεσσαράκοντα


μαστιγώσουσιν αὐτόν, οὐ ραβδισμούς θα τον
προσθήσουσιν· ἐὰν δὲ μαστιγώσουν· δεν θα
προσθῇς μαστιγῶσαι ὑπὲρ προσθέσουν κανένα επί πλέον.
ταύτας τὰς πληγὰς πλείους, Εάν δε τυχόν και θελήσης να
ἀσχημονήσει ὁ ἀδελφός σου καταφέρης εναντίον αυτού
ἐναντίον σου. ραβδισμούς περισσοτέρους,
θα σκυθρωπάση και θα
δυσφορήση ο αδελφός σου
εναντίον σου.

4. Οὐ φιμώσεις βοῦν 4. Δεν πρέπει να βάλης


ἁλοῶντα. φύμωτρον στο βόδι που
αλωνίζει.

5. ᾿Εὰν δὲ κατοικῶσιν ἀδελφοὶ 5. Εάν δύο αδελφοί κατοικούν


ἐπὶ τὸ αὐτὸ καὶ ἀποθάνῃ εἷς ἐξ μαζή και αποθάνη ο ένας από
αὐτῶν,σπέρμα δὲ μὴ ᾗ αὐτῷ, αυτούς, χωρίς να αφήση
οὐκ ἔσται ἡ γυνὴ τοῦ τέκνον, η χήρα του
τεθνηκότος ἔξω ἀνδρὶ μὴ αποθανόντος δεν θα
ἐγγίζοντι· ὁ ἀδελφὸς τοῦ υπανδρευθή άνδρα έξω από
ἀνδρὸς αὐτῆς εἰσελεύσεται την συγγένειαν του ανδρός
πρὸς αὐτὴν καὶ λήψεται αὐτὴν της. Αλλά ο αδελφός του
ἑαυτῷ γυναῖκα καὶ συνοικήσει ανδρής της θα εισέλθη προς
αὐτῇ. αυτήν, θα την λάβη συζυγον
και θα συγκατοικήση μαζή
της.
6. καὶ ἔσται τὸ παιδίον, ὃ ἐὰν 6. Το δε πρώτο παιδί, το
τέκῃ, κατασταθήσεται ἐκ τοῦ οποίον αυτή θα γεννήση, θα
ὀνόματος τοῦ τετελευτηκότος, λάβη την θέσιν και το όνομα
καὶ οὐκ ἐξαλειφθήσεται τὸ του αποθανόντος και έτσι δεν
ὄνομα αὐτοῦ ἐξ ᾿Ισραήλ. θα εξαλειφθή εκ μέσου των
Ισραηλιτών το όνομα του
αποθανόντος.

7. ἐὰν δὲ μὴ βούληται ὁ 7. Εάν όμως ο αδελφός δεν


ἄνθρωπος λαβεῖν τὴν γυναῖκα θέλη να λάβη σύζυγον την
τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ, καὶ γυναίκα του αποθανόντος
ἀναβήσεται ἡ γυνὴ ἐπὶ τὴν αδελφού του, τότε η χήρα θα
πύλην ἐπὶ τὴν γερουσίαν καὶ μεταβη εις την πύλην της
ἐρεῖ· οὐ θέλει ὁ ἀδελφὸς τοῦ πόλεως, όπου η γερουσία
ἀνδρός μου ἀναστῆσαι τὸ δικάζει, και θα είπη· Ο
ὄνομα τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ ἐν αδελφός του ανδρός μου δεν
᾿Ισραήλ, οὐκ ἠθέλησεν ὁ θέλει να αναστήση και να
ἀδελφὸς τοῦ ἀνδρός μου. δώση συνέχειαν στο όνομα
του αδελφού του μεταξύ των
Ισραηλιτών· δεν θέλει ο
αδελφός του ανδρός μου να
με λάβη ως σύζυγον και να
αποκτήσω τέκνον δια τον
αποθανόντα.

8. καὶ καλέσουσιν αὐτὸν ἡ 8. Οι αποτελούντες την


γερουσία τῆς πόλεως αὐτοῦ γερουσίαν της πόλεως
καὶ ἐροῦσιν αὐτῷ, καὶ στὰς πρεσβύτεροι θα καλέσουν
εἴπῃ· οὐ βούλομαι λαβεῖν αυτόν και θα του
αὐτήν· ανακοινώσουν όσα η χήρα
είπεν. Εάν εκείνος όρθιος
ενώπιόν των είπη· Δεν θέλω
να λάβω αυτήν σύζυγόν μου,

9. καὶ προσελθοῦσα ἡ γυνὴ 9. τότε η νύμφη του θα έλθη


τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ ἔναντι τῆς ενώπιον της γερουσίας, θα
γερουσίας καὶ ὑπολύσει τὸ λύση το ένα υπόδημα από το
ὑπόδημα αὐτοῦ τὸ ἓν ἀπὸ τοῦ πόδι του ανθρώπου αυτού, θα
ποδὸς αὐτοῦ καὶ ἐμπτύσεται τον πτύση κατά πρόσωπον και
κατὰ πρόσωπον αὐτοῦ καὶ θα διακηρύξη “έτσι θα κάμουν
ἀποκριθεῖσα ἐρεῖ· οὕτω εις εκείνον τον άνθρωπον, ο
ποιήσουσι τῷ ἀνθρώπῳ, ὃς οποίος δεν θέλει να δώση
οὐκ οἰκοδομήσει τὸν οἶκον τοῦ συνέχειαν εις την οικογένειαν
ἀδελφοῦ αὐτοῦ ἐν ᾿Ισραήλ· του αδελφού του μεταξύ των
Ισραηλιτών” !

10. καὶ κληθήσεται τὸ ὄνομα 10. Θα ονομασθή δε το όνομα


αὐτοῦ ἐν ᾿Ισραὴλ Οἶκος τοῦ του ανθρώπου αυτού μεταξύ
ὑπολυθέντος τὸ ὑπόδημα. των Ισραηλιτών “οίκος εκείνου
που του αφηρέθη το ένα
υπόδημα” (οίκος
μονοσανδάλου).
11. ᾿Εὰν δὲ μάχωνται 11. Εάν συμπλακούν δύο
ἄνθρωποι ἐπὶ τὸ αὐτό, άνθρωποι, Ισραηλίτης με
ἄνθρωπος μετὰ τοῦ ἀδελφοῦ Ισραηλίτην, και η σύζυγος του
αὐτοῦ, καὶ προσέλθη ἡ γυνὴ ενός δια να απαλλάξη τον
ἑνὸς αὐτῶν ἐξελέσθαι τὸν σύζυγόν της από τα χέρια
ἄνδρα αὐτῆς ἐκ χειρὸς τοῦ εκείνου που τον δέρει,
τύπτοντος αὐτὸν καὶ πλησιάση και απλώση το χέρι
ἐκτείνασα τὴν χεῖρα της και συλλάβη τα απόκρυφα
ἐπιλάβηται τῶν διδύμων μέλη του δέροντος,
αὐτοῦ,

12. ἀποκόψεις τὴν χεῖρα 12. θα κόψετε το χέρι της


αὐτῆς· οὐ φείσεται ὀ γυναικός αυτής· δεν θα την
ὀ φθ α λμό ς σο υ ἐπ᾿ αὐτῇ. λυπηθη το μάτι σας.

13. Οὐκ ἔσται ἐν τῷ μαρσίππῳ 13. Δεν πρέπει να υπάρχουν


σου στάθμιον καὶ στάθμιον, στο σακκούλι σου δύο ζύγια,
μέγα ἢ μικρόν· το ένα βαρύτερον από το
κανονικόν και το άλλο
ελαφρότερον.

14. οὐκ ἔσται ἐν τῇ οἰκίᾳ σου 14. Δεν πρέπει να υπάρχουν


μέτρον καὶ μέτρον, μέγα ἢ στο σπίτι σου δύο μέτρα, το
μικρόν· ένα μεγαλύτερον και το άλλο
μικρότερον από το κανονικόν.

15. στάθμιον ἀληθινὸν καὶ 15. Ζυγια αληθινά και δίκαια


δίκαιον ἔσται σοι, καὶ μέτρον θα υπάρχουν εις σέ, μέτρα
ἀληθινὸν καὶ δίκαιον ἔσται σοι, αληθινά και δίκαια θα
ἵνα πολυήμερος γένῃ ἐπὶ τῆς χρησιμοποιής, δια να ζήσης
γῆς, ἧς Κύριος ὁ Θεός σου χρόνια πολλά εις την χώραν,
δίδωσί σοι ἐν κλήρῳ· την οποίαν Κυριος ο Θεός σου
έδωκεν εις σε ως
κληρονομίαν·

16. ὅτι βδέλυγμα Κυρίῳ τῷ 16. διότι είναι μισητός και


Θεῷ σου πᾶς ποιῶν ταῦτα, αποκρουστικός εις Κυριον τον
πᾶς ποιῶν ἄδικον. Θεόν σου εκείνος, που
χρησιμοποιεί δόλια ζύγια και
διαπράττει αδικίαν.

17. Μνήσθητι ὅσα ἐποίησέ σοι 17. Ενθυμήσου όσα σου


᾿Αμαλὴκ ἐν τῇ ὁδῷ εκαμαν οι Αμαληκίται στον
ἐκπορευομένου σου ἐκ γῆς δρόμον σου, όταν έβγαινες
Αἰγύπτου, από την Αίγυπτον,
18. πῶς ἀντέστη σοι ἐν τῇ 18. πως αντεστάθησαν καθ'
ὁδῷ, καὶ ἔκοψέ σου τὴν οδόν εναντίον σου, πως
οὐραγίαν, τοὺς κοπιῶντας ε φ ό ν ε υ σ α ν τ ο υ ς
ὀπίσω σου, σὺ δὲ ἐπείνας καὶ βραδυπορούντας, αυτούς που
ἐκοπίας, καὶ οὐκ ἐφοβήθη τὸν ένεκα κοπώσεως έμειναν
Θεόν. οπίσω σου, συ δε τότε
επεινούσες και υπέφερες και
εκείνοι δεν εφοβήθησαν τον
Θεόν,

19. καὶ ἔσται ἡνίκα ἐὰν 19. Δια τούτο, όταν σε


καταπαύσῃ σε Κύριος ὁ Θεός αναπαύση Κυριος ο Θεός σου
σου ἀπὸ πάντων τῶν ἐχθρῶν εκ των κόπων σου και σε
σου τῶν κύκλῳ σου ἐν τῇ γῇ, ασφαλίση από τους γύρω
ᾗ Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί εχθρούς σου εις την χώραν
σοι κληρονομῆσαι, ἐξαλείψεις την οποίαν ο Κυριος σου δίδει
τὸ ὄνομα ᾿Αμαλὴκ ἐκ τῆς ὑπὸ ως κληρονομίαν, τότε θα
τὸν οὐρανὸν καὶ οὐ μὴ εξαλείψστο όνομα των
ἐπιλάθῃ. Αμαληκιτών εις την υπό τον
ουρανόν. Αυτό δεν πρέπει να
το λησμονήσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 26 (κϚ)

Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ.


Κολιτσάρα

1. ΚΑΙ ἔσται ἐὰν εἰσέλθῃς εἰς 1. Οταν δε εισέλθης εις την


τὴν γῆν, ἣν Κύριος ὁ Θεός γην, την οποίον Κυριος ο Θεός
σου δίδωσί σοι κληρονομῆσαι, σου δίδει εις σε ως
καὶ κατακληρονομήσῃς αὐτὴν κληρονομίαν, και κατακτήσης
καὶ κατοικήσῃς ἐπ᾿ αὐτῆς, αυτήν και εγκατασταθής εις
αυτήν,

2. καὶ λήψῃ ἀπὸ τῆς ἀπαρχῆς 2. θα λάβης ένα μέρος από τα


τῶν καρπῶν τῆς γῆς σου, ἧς πρωτογεννήματα των καρπών
Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί σοι, της χώρας, την οποίαν Κυριος
καὶ ἐμβαλεῖς εἰς κάρταλλον καὶ ο Θεός σου έχει δώσει εις σέ,
πορεύσῃ εἰς τὸν τόπον, ὃν ἂν θα τα θέσης εις ένα κάνιστρον
ἐκλέξηται Κύριος ὁ Θεός σου και θα μεταβής στον τόπον,
ἐπικληθῆναι τὸ ὄνομα αὐτοῦ τον οποίον Κυριος ο Θεός σου
ἐκεῖ, θα έχη εκλέξει, δια να
ακούεται εκεί και δοξάζεται το
όνομά του.

3. καὶ ἐλεύσῃ πρὸς τὸν ἱερέα, 3. Θα προσέλθης στον ιερέα,


ὃς ἔσται ἐν ταῖς ἡμέραις ο οποίος κατά τας ημέρας
ἐκείναις, καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτόν· εκείνας θα υπηρετή εκεί, και
ἀναγγέλλω σήμερον Κυρίῳ τῷ θα του είπης· “διακηρύττω
Θεῷ μου ὅτι εἰσελήλυθα εἰς σήμερον και ομολογώ προς
τὴν γῆν, ἣν ὤμοσε Κύριος τοῖς Κυριον τον Θεόν μου ότι έχω
πατράσιν ἡμῶν δοῦναι ἡμῖν. εισέλθει εις την χώραν, την
οποίαν ο Κυριος ωρκίσθη
στους προπάτοράς μας ότι θα
δώση εις ημάς”.
4. καὶ λήψεται ὁ ἱερεὺς τὸν 4. Ο ιερεύς θα πάρη από τα
κάρταλλον ἐκ τῶν χειρῶν σου χέρια σου το κάνιστρον και θα
καὶ θήσει αὐτὸν ἀπέναντι τοῦ το θέση απέναντι από το
θυσιαστηρίου Κυρίου τοῦ θυσιαστήριον του Θεού σου.
Θεοῦ σου,

5. καὶ ἀποκριθεὶς ἐρεῖς ἔναντι 5. Επειτα συ θα διακηρύξης


Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου· Συρίαν και θα ομολογήσης ενώπιον
ἀπέβαλεν ὁ πατήρ μου καὶ Κυρίου του Θεού σου ότι “ο
κατέβη εἰς Αἴγυπτον καὶ προγονός μου, ο Ιακώβ,
παρῴκησεν ἐκεῖ ἐν ἀριθμῷ εγκατέλειψε την Συρίαν,
βραχεῖ καὶ ἐγένετο ἐκεῖ εἰς κατέβη εις την Αίγυπτον,
ἔθνος μέγα καὶ πλῆθος πολύ· εγκατεστάθη εκεί ως ξένος
μαζή με ολίγους ιδικούς του,
και ανεδείχθη εκεί έθνος μέγα
και πολυάριθμον.

6. καὶ ἐκάκωσαν ἡμᾶς οἱ 6. Οι Αιγύπτιοι όμως μας


Αἰγύπτιοι καὶ ἐταπείνωσαν κατέθλιψαν και μας
ἡμᾶς καὶ ἐπέθηκαν ἡμῖν ἔργα εξηυτέλισαν και μας
σκληρά· υπεχρέωσαν να κάμνωμεν
έργα βαρειά και επίπονα.

7. καὶ ἀνεβοήσαμεν πρὸς 7. Εκράξαμεν τότε προς


Κύριον τὸν Θεὸν ἡμῶν, καὶ Κυριον τον Θεόν μας και ο
εἰσήκουσε Κύριος τῆς φωνῆς Κυριος ήκουσε την ικεσίαν
ἡμῶν καὶ εἶδε τὴν ταπείνωσιν μας, είδε τον εξευτελισμόν
ἡμῶν καὶ τὸν μόχθον ἡμῶν καὶ μας, τον μόχθον μας και την
τὸν θλιμμὸν ἡμῶν· θλίψιν μας,

8. καὶ ἐξήγαγεν ἡμᾶς Κύριος ἐξ 8. Αυτός ο ίδιος ο Θεός μας


Αἰγύπτου αὐτὸς ἐν ἰσχύϊ αὐτοῦ έβγαλεν ελεύθερους από την
τῇ μεγάλῃ καὶ ἐν χειρὶ κραταιᾷ Αίγυπτον με την ακατανίκητον
καὶ βραχίονι ὑψηλῷ καὶ ἐν δύναμίν του, με την
ὁράμασι μεγάλοις καὶ ἐν παντοδύναμον δεξιάν του, και
σημείοις καὶ ἐν τέρασι με τον ένδοξον βραχίονά του,
με τα μεγάλα γεγονότα που
ε ίδαμ ε ν, μ ε σ ημ άδια της
παρουσίας του και
καταπληκτικά θαύματα,

9. καὶ εἰσήγαγεν ἡμᾶς εἰς τὸν 9. αυτός, μας εισήγαγεν στον


τόπον τοῦτον καί ἔδωκεν ἡμῖν τόπον τούτον και μας έδωκε
τὴν γῆν ταύτην, γῆν ρέουσαν την χώραν αυτήν, η οποία ρέει
γάλα καὶ μέλι· γάλα και μέλι.

10. καὶ νῦν ἰδοὺ ἐνήνοχα τὴν 10. Και τώρα, ιδού, έχω φέρει
ἀπαρχὴν τῶν γενημάτων τῆς τα πρωτογεννήματα της
γῆς, ἧς ἔδωκάς μοι, Κύριε, γῆν χώρας, την οποίαν συ, Κυριε,
ρέουσαν γάλα καὶ μέλι. καὶ μου έχεις δώσει και η οποία
ἀφήσεις αὐτὰ ἀπέναντι Κυρίου ρέει γάλα και μέλι”. Θα
τοῦ Θεοῦ σου καὶ αφήσης αυτά ενώπιον Κυρίου
προσκυνήσεις ἔναντι Κυρίου του Θεού σου, θα
τοῦ Θεοῦ σου· προσκυνήσης ενώπιον αυτού,
11. καὶ εὐφρανθήσῃ ἐν πᾶσι 11. και έπειτα θα απολαύσης
τοῖς ἀγαθοῖς, οἷς ἔδωκέ σοι και θα χαρής όλα τα αγαθά,
Κύριος ὁ Θεός σου, καὶ ἡ οἰκία που σου έδωκε Κυριος ο Θεός
σου καὶ ὁ Λευίτης καὶ ὁ σου, συ, η οικογένειά σου, ο
προσήλυτος ὁ ἐν σοί. Λευΐτης και ο ξένος που τυχόν
θα ευρίσκεται κοντά σου.

12. ᾿Εὰν δὲ συντελέσῃς 12. Οταν δε κάθε τρίτον έτος


ἀποδεκατῶσαι πᾶν τὸ τελειώσης την συγκέντρωσιν
ἐπιδέκατον τῶν γενημάτων των δεκάτων, το δεύτερον
σου ἐν τῷ ἔτει τῷ τρίτῳ, τὸ τούτο είδος από τα δέκατά
δεύτερον ἐπιδέκατον δώσεις σου, θα τα δώσης στον
τῷ Λευίτῃ καὶ τῷ προσηλύτῳ Λευΐτην, στον ξένον και το
καὶ τῷ ὀρφανῷ καὶ τῇ χήρᾳ, ορφανόν και την χήραν και θα
καὶ φάγονται ἐν ταῖς πόλεσί φάγουν αυτά εις τας πόλεις
σου καὶ εὐφρανθήσονται. σου και θα ευφρανθούν.

13. καὶ ἐρεῖς ἔναντι Κυρίου 13. Θα είπης τότε ενώπιον


τοῦ Θεοῦ σου· ἐξεκάθαρα τὰ Κυρίου του Θεού σου·
ἅγια ἐκ τῆς οἰκίας μου καὶ “έξεχώρισα και έβγαλα από το
ἔδωκα αὐτὰ τῷ Λευίτῃ καὶ τῷ σπίτι μου τα προς αφιέρωσιν
προσηλύτῳ καὶ τῷ ὀρφανῷ προορισμένα αυτά δέκατα και
καὶ τῇ χήρᾳ κατὰ πάσας τάς τα έδωσα στον Λευΐτην, στον
ἐντολάς, ἃς ἐνετείλω μοι, οὐ ξένον, εις το ορφανόν και την
παρῆλθον τὴν ἐντολήν σου χήραν, σύμφωνα με όλας τας
καὶ οὐκ ἐπελαθόμην· εντολάς, τας οποίας συ μου
έδωκες. Δεν παρέβην καμμίαν
εντολήν σου και δεν
ελησμόνησα καμμίαν.

14. καὶ οὐκ ἔφαγον ἐν ὀδύνῃ 14. Εις καιρόν πόνου και
μου ἀπ᾿ αὐτῶν, οὐκ πένθους δεν έφαγα τίποτε από
ἐκάρπωσα ἀπ᾿ αὐτῶν εἰς αυτά· δεν προσέφερα εις
ἀκάθαρτον, οὐκ ἔδωκα ἀπ᾿ ακάθαρτον άνθρωπον· δεν
αὐτῶν τῷ τεθνηκότι· έδωσα από αυτά στο σπίτι
ὑπήκουσα τῆς φωνῆς Κυρίου πεθαμένου. Υπήκουσα εις την
τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, ἐποίησα καθὰ εντολήν σου, του Κυρίου και
ἐνετείλω μοι. Θεού μας, και έπραξα, όπως
με διέταξες.

15. κάτιδε ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ 15. Και τώρα, Κυριε, επίβλεψε
ἁγίου σου ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καὶ από τον άγιον οίκον σου, από
εὐλόγησον τὸν λαόν σου τὸν τον ουράνιον θρόνον σου, και
᾿Ισραὴλ καὶ τὴν γῆν, ἣν ευλόγησε τον ισραηλιτικόν
ἔδωκας αὐτοῖς, καθὰ ὤμοσας λαόν και την γην, την οποίαν
τοῖς πατράσιν ἡμῶν δοῦναι έδωκες εις αυτόν, όπως είχες
ἡμῖν γῆν ρέουσαν γάλα καὶ ορκισθή στους προπάτοράς
μέλι. μας, ότι εις ημάς θα δώσης
χώραν, την οποίαν θα ρέη
γάλα και μέλι”.
16. ᾿Εν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ 16. Κατά την ημέραν αυτήν
Κύριος ὁ Θεός σου ἐνετείλατό Κυριος ο Θεός σου σε διέταξε
σοι ποιῆσαι πάντα τὰ να τηρήσης όλους τους
δικαιώματα καὶ τὰ κρίματα, καὶ νόμους του και τα
φυλάξεσθε καὶ ποιήσετε αὐτὰ προστάγματά του· θα
ἐξ ὅλης τῆς καρδίας ὑμῶν καὶ φυλάξετε αυτά και θα τα
ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς ὑμῶν. εφαρμόσετε με όλην σας την
καρδιά και με όλην σας την
ψυχήν.

17. τὸν Θεὸν εἵλου σήμερον 17. Τον αληθινόν Θεόν


εἶναί σου Θεὸν καὶ πορεύεσθαι εξέλεξες σήμερον να είναι
ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ καὶ Θεός σου, να πορεύεσαι εις
φυλάσσεσθαι τὰ δικαιώματα όλας τας οδούς των εντολών
καὶ τὰ κρίματα καὶ ὑπακούειν του, να φυλάσσης τον Νομον
τῆς φωνῆς αὐτοῦ. του και τα προστάγματά του
και να υπακούης εις την
φωνήν του.

18. καὶ Κύριος εἵλατό σε 18. Αλλά και ο Θεός εξέλεξε


σήμερον γενέσθαι σε αὐτῷ σε σήμερον να γίνης λαός
λαὸν περιούσιον, καθάπερ εἶπέ εκλεκτός ιδικός του, όπως σου
σοι, φυλάττειν τὰς ἐντολὰς είχεν υποσχεθή, εάν φυλάττης
αὐτοῦ τας εντολάς του,

19. καὶ εἶναί σε ὑπεράνω 19. και να είσαι ανώτερος από


πάντων τῶν ἐθνῶν, ὡς όλα τα έθνη, όπως άλλωστε
ἐποίησέ σε ὀνομαστὸν καὶ και σε έκαμεν ονομαστόν και
καύχημα καὶ δοξαστόν, εἶναί καύχημα και δοξασμένον, δια
σε λαὸν ἅγιον Κυρίῳ τῷ Θεῷ να είσαι λαός αφιερωμένος εις
σου, καθὼς ἐλάλησε. Κυριον τον Θεόν σου, όπως
σου έχει υποσχεθή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 27 (κζ)

Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ.


Κολιτσάρα

1. ΚΑΙ προσέταξε Μωυσῆς καὶ 1. Ο Μωϋσής επί παρουσία και


ἡ γερουσία ᾿Ισραὴλ λέγων· της γερουσίας των Ισραηλιτών
φυλάσσεσθε πάσας τὰς διέταξε τους Ισραηλίτας
ἐντολὰς ταύτας, ὅσας ἐγὼ λέγων· “να φυλάσσετε όλας
ἐντέλλομαι ὑμῖν σήμερον. αυτάς τας εντολάς, τας οποίας
εγώ σήμερον σας δίδω.

2. καὶ ἔσται ᾗ ἂν ἡμέρᾳ 2. Την ημέραν δέ, κατά την


διαβῆτε τὸν ᾿Ιορδάνην εἰς τὴν οποίαν θα διαβήτε τον
γῆν, ἣν Κύριος ὁ Θεός σου Ιορδάνην, δια να εισέλθετε εις
δίδωσί σοι, καὶ στήσεις την γην που Κυριος ο Θεός
σεαυτῷ λίθους μεγάλους καὶ σας δίδει εις σας, θα στήσετε
κονιάσεις αὐτοὺς κονίᾳ λίθους μεγάλους, θα
συνδέσετε και θα χρίσετε
αυτούς με αμμοκονίαμα.
3. καὶ γράψεις ἐπὶ τῶν λίθων 3. Επάνω δε στο
τούτων πάντας τοὺς λόγους ασβεστοκονίαμα αυτών των
τοῦ νόμου τούτου, ὡς ἂν λίθων θα γράψετε όλας τας
διαβῆτε τὸν ᾿Ιορδάνην, ἡνίκα εντολάς του νόμου τούτου,
ἂν εἰσέλθητε εἰς τὴν γῆν, ἣν αμέσως μόλις διαβήτε τον
Κύριος ὁ Θεὸς τῶν πατέρων Ιορδάνην και εισέλθετε εις την
σου δίδωσί σοι, γῆν ρέουσαν χώραν, την οποίαν Κυριος ο
γάλα καὶ μέλι, ὃν τρόπον εἶπε Θεός των πατέρων σας δίδει
Κύριος ὁ Θεὸς τῶν πατέρων εις σας, χώραν ρέουσαν γάλα
σού σοι· και μέλι, όπως Κυριος ο Θεός
των πατέρων σας υπεσχέθη
εις σας.

4. καὶ ἔσται ὡς ἂν διαβῆτε τὸν 4. Οταν λοιπόν διαβήτε τον


᾿Ιορδάνην, στήσετε τοὺς Ιορδάνην θα κτίσετε εις
λίθους τούτους, οὓς ἐγὼ στήλην τους λίθους αυτούς,
ἐντέλλομαί σοι σήμερον, ἐν όπως εγώ σήμερον σας
ὄρει Γαιβὰλ καὶ κονιάσεις διατάσσω, στο όρος Γαιβάλ
αὐτοὺς κονίᾳ. και θα τους χρίσετε με
ασβεστοκονίαμα.

5. καὶ οἰκοδομήσεις ἐκεῖ 5. Εκεί θα οικοδομήσετε


θυσιαστήριον Κυρίῳ τῷ Θεῷ θυσιαστήριον προς τιμήν και
σου, θυσιαστήριον ἐκ λίθων, λατρείαν Κυρίου του Θεού
οὐκ ἐπιβαλεῖς ἐπ᾿ αὐτὸ σου, θυσιαστήριον από
σίδηρον· λίθους, χωρίς να
χρησιμοποιήσης δι' αυτό
εργαλεία σιδηρά.

6. λίθους ὁλοκλήρους 6. Με ακατεργάστους και


οἰκοδομήσεις θυσιαστήριον απελεκήτους λίθους θα κτίσης
Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου καὶ το θυσιαστήριον τούτο προς
ἀνοίσεις ἐπ᾿ αὐτὸ τιμήν Κυρίου του Θεού και
ὁλοκαυτώματα Κυρίῳ τῷ Θεῷ επάνω εις αυτό θα προσφέρης
σου ως θυσίαν ολοκαυτώματα
προς Κυριον τον Θεόν σου.

7. καὶ θύσεις ἐκεῖ θυσίαν 7. Εκεί θα προσφέρης επίσης


σωτηρίου καὶ φαγῇ καὶ ευχαριστήριον θυσίαν
ἐμπλησθήσῃ και εὐφρανθήσῃ σωτηρίου, θα φάγης από τας
ἔναντι Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου. θυσίας αυτάς, θα χορτάσης
και θα ευφρανθής ενώπιον
Κυρίου του Θεού σου.

8. καὶ γράψεις ἐπὶ τῶν λίθων 8. Κατόπιν θα γράψετε επάνω


πάντα τὸν νόμον τοῦτον στους λίθους αυτούς όλον
σαφῶς σφόδρα. τούτον τον Νομον καθαρά και
ευανάγνωστα”.
9. Καὶ ἐλάλησε Μωυσῆς καὶ οἱ 9. Ο Μωϋσής και οι ιερείς από
ἱερεῖς οἱ Λευῖται παντὶ ᾿Ισραὴλ την φυλήν Λευϊ ωμίλησαν
λέγοντες· σιώπα καὶ ἄκουε, ενώπιον όλων των Ισραηλιτών
᾿Ισραήλ· ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ και είπαν· “Ισραηλίται,
γέγονας εἰς λαὸν Κυρίῳ τῷ σιωπάτε και ακούσατε ! Κατά
Θεῷ σου· την ημέραν αυτήν έχετε γίνει
λαός Κυρίου του Θεού σας.

10. καὶ εἰσακούσῃτῆς φωνῆς 10. Θα ακούσετε και θα


Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου καὶ υπακούσετε εις την φωνήν
ποιήσεις πάσας τὰς ἐντολὰς Κυρίου του Θεού σας και θα
αὐτοῦ καὶ τὰ δικαιώματα τηρήσετε όλας τας εντολάς
αὐτοῦ, ὅσα ἐγὼ ἐντέλλομαί αυτού και τα προστάγματά
σοι σήμερον. του, όσα εγώ σήμερον σας
δίδω”.

11. Καὶ ἐνετείλατο Μωυσῆς τῷ 11. Ο Μωϋσής διέταξε τον


λαῷ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ λαόν κατά την ημέραν εκείνην
λέγων· λέγων·

12. οὗτοι στήσονται εὐλογεῖν 12. “όταν θα διαβήτε τον


τὸν λαὸν ἐν ὄρει Γαριζὶν Ιορδάνην θα σταθούν όρθιοι
διαβάντες τὸν ᾿Ιορδάνην· στο όρος Γαριζίν και θα
Συμεών, Λευί, ᾿Ιούδας, ευλογούν τον λαόν αι φυλαί
᾿Ισσάχαρ, ᾿Ιωσὴφ καὶ Συμεών, Λευϊ, Ιούδα.
Βενιαμίν. Ισσάχαρ, Ιωσήφ και Βενιαμίν.

13. καὶ οὗτοι στήσονται ἐπὶ 13. Αι δε φυλαί Ρουβήν, Γαδ,


τῆς κατάρας ἐν ὄρει Γαιβάλ· Ασήρ, Ζαβουλών, Δαν και
Ρουβήν, Γὰδ καὶ ᾿Ασήρ, Νεφθαλί θα σταθούν όρθιοι
Ζαβουλών, Δὰν καὶ Νεφθαλί. στο όρος Γαιβάλ, δια να
απαγγείλουν κατάρας.

14. καὶ ἀποκριθέντες ἐροῦσιν 14. Οι δε Λευΐται θα λάβουν


οἱ Λευῖται παντὶ ᾿Ισραὴλ φωνῇ τον λόγον και με μεγάλην
μεγάλῃ· φωνήν θα διακηρύξουν εις
όλους τους Ισραηλίτας·

15. ᾿Επικατάρατος ἄνθρωπος, 15. Επικατάρατος είναι ο


ὅστις ποιήσει γλυπτὸν καὶ άνθρωπος εκείνος ο οποίος θα
χωνευτόν, βδέλυγμα Κυρίῳ, κατασκευάση γλυπτόν
ἔργον χειρῶν τεχνιτῶν, καὶ ειδωλολατρικόν άγαλμα η
θήσει αὐτὸ ἐν ἀποκρύφῳ· καὶ χυτόν, διότι είναι μισητόν και
ἀποκριθεὶς πᾶς ὁ λαὸς ἐροῦσι· αποκοουστικόν στον Κυριον
γένοιτο. το ειδωλολατρικόν τούτο
έργον των τεχνιτών, το
οποίον κατεσκευάσθη, δια να
τοποθετηθή εις τόπον
απόκρυφον προς λατρείαν.
Απαντών δε όλος ο
ισραηλιτικός λαός θα είπη·
Γένοιτο !
16. ἐπικατάρατος ὁ ἀτιμάζων 16. Επικατάρατος εκείνος, που
πατέρα αὐτοῦ ἢ μητέρα δεν τιμά αλλά καταφρονεί τον
αὐτοῦ· καὶ ἐροῦσι πᾶς ὁ λαός· πατέρα του η την μητέρα του.
γένοιτο. Και όλοι οι Ισραηλίται θα
είπουν· Γένοιτο !

17. ἐπικατάρατος ὁ μετατιθεὶς 17. Επικατάρατος εκείνος, που


ὅρια τοῦ πλησίον· καὶ ἐροῦσι μετατοπίζει εις όφελός του τα
πᾶς ὁ λαός· γένοιτο. σύνορα των αγρών του
πλησίον. Και όλοι οι
Ισραηλίται θα είπουν· Γένοιτο
!

18. ἐπικατάρατος ὁ πλανῶν 18. Επικατάρατος εκείνος, που


τυφλὸν ἐν ὁδῷ· καὶ ἐροῦσι παραπλανά τυφλόν στον
πᾶς ὁ λαός· γένοιτο. δρόμον του. Και όλοι οι
Ισραηλίται θα είπουν· Γένοιτο
!

19. ἐπικατάρατος ὃς ἂν 19. Επικατάρατος εκείνος, που


ἐκκλίνῃ κρίσιν προσηλύτου καὶ διαστρέφει και παραβιάζει το
ὀρφανοῦ καὶ χήρας· καὶ δίκαιον του ξένου, του
ἐροῦσι πᾶς ὁ λαός· γένοιτο. ορφανού και της χήρας. Και
όλοι οι Ισραηλίται θα είπουν·
Γένοιτο !

20. ἐπικατάρατος ὁ 20. Επικατάρατος εκείνος, που


κοιμώμενος μετὰ γυναικὸς τοῦ κοιμάται με την σύζυγον του
πατρὸς αὐτοῦ, ὅτι ἀπεκάλυψε πατρός του, την μητέρα του
συγκάλυμμα τοῦ πατρὸς δηλαδή η την μητρυιάν του,
αὐτοῦ· καὶ ἐροῦσι πᾶς ὁ λαός· διότι εξεσκέπασε το
γένοιτο. κλινοσκέπασμα του πατρός
του. Και όλοι οι Ισραηλίται θα
είπουν· Γένοιτο !

21. ἐπικατάρατος ὁ 21. Επικατάρατος εκείνος, που


κοιμώμενος μετὰ παντὸς κοιμάται με οιοδήποτε κτήνος.
κτήνους· καὶ ἐροῦσι πᾶς ὁ Και όλοι οι Ισραηλίται θα
λαός· γένοιτο. είπουν· Γένοιτο !

22. ἐπικατάρατος ὁ 22. Επικατάρατος εκείνος που


κοιμώμενος μετὰ ἀδελφῆς ἐκ κοιμάται με την αδελφήν του
πατρὸς ἢ μητρὸς αὐτοῦ· καὶ πατρός του η με την αδελφήν
ἐροῦσι πᾶς ὁ λαός· γένοιτο. της μητρός του. Και όλοι οι
Ισραηλίται θα είπουν· Γένοιτο
!
23. ἐπικατάρατος ὁ 23. Επικατάρατος εκείνος, που
κοιμώμενος μετὰ πενθερᾶς κοιμάται με την πενθεράν του.
αὐτοῦ· καὶ ἐροῦσι πᾶς ὁ λαός· Και όλοι οι Ισραηλίται θα
γένοιτο. ἐπικατάρατος ὁ είπουν· Γένοιτο !
κοιμώμενος μετὰ τῆς ἀδελφῆς Επικατάρατος εκείνος, που
τῆς γυναικὸς αὐτοῦ· καὶ κοιμάται με την αδελφήν της
ἐροῦσι πᾶς ὁ λαός· γένοιτο. συζύγου του. Και όλοι οι
Ισραηλίται θα είπουν· Γένοιτο
!

24. ἐπικατάρατος ὁ τύπτων 24. Επικατάρατος εκείνος, που


τὸν πλησίον δόλῳ· καὶ ἐροῦσι κτυπά τον πλησίον του
πᾶς ὁ λαός· γένοιτο. δολίως. Και όλοι οι Ισραηλίται
θα είπουν· Γένοιτο !

25. ἐπικατάρατος ὃς ἂν λάβῃ 25. Επικατάρατος εκείνος που


δῶρα πατάξαι ψυχὴν αἵματος θα πληρωθή, δια να φονεύση
ἀθῴου· καὶ ἐροῦσι πᾶς ὁ λαός· αθώον. Και όλοι οι Ισραηλίται
γένοιτο. θα είπουν· Γένοιτο!

26. ἐπικατάρατος πᾶς 26. Επικατάρατος κάθε


ἄνθρωπος ὃς οὐκ ἐμμενεῖ ἐν άνθρωπος, που δεν μένει
πᾶσι τοῖς λόγοις τοῦ νόμου σταθερός εις όλας τας εντολάς
τούτου ποιῆσαι αὐτούς· καὶ του Νομου τούτου και δεν
ἐροῦσι πᾶς ὁ λαός· γένοιτο. επιμένει να τηρή αυτάς. Και
όλοι οι Ισραηλίται θα είπουν·
Γένοιτο !

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 28 (κη)

Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ.


Κολιτσάρα

1. ΚΑΙ ἔσται ὡς ἂν διαβῆτε 1. Οταν θα διαβήτε τον


τὸν ᾿Ιορδάνην εἰς τὴν γῆν ἣν Ιορδάνην και εισέλθετε εις την
Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν δίδωσιν χώραν, την οποίαν ο Κυριος
ὑμῖν, ἐὰν ἀκοῇ ἀκούσῃς τῆς σας και ο Θεός σας δίδει, εάν
φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου, με προσοχήν ακούσετε την
φυλάσσειν καὶ ποιεῖν πάσας φωνήν Κυρίου του Θεού σας,
τὰς ἐντολὰς ταύτας, ἃς ἐγὼ ώστε να τηρήτε και να
ἐντέλλομαί σοι σήμερον, καὶ εφαρμόζετε τας εντολάς
δώσει σε Κύριος ὁ Θεός σου αυτάς, τας οποίας εγώ
ὑπεράνω πάντων τῶν ἐθνῶν σήμερον σας δίδω, Κυριος ο
τῆς γῆς, Θεός σας θα σας αναδείξη
ανωτέρους από όλα τα έθνη
της γης.

2. καὶ ἥξουσιν ἐπὶ σὲ πᾶσαι αἱ 2. Θα έλθουν εις σε όλαι αι


εὐλογίαι αὗται καὶ εὑρήσουσί ευλογίαι του Θεού και θα σε
σε, ἐὰν ἀκοῇ ἀκούσῃς τῆς εύρουν, εάν με προσοχήν
φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου. ακούσης την φωνήν Κυρίου
του Θεού σου.
3. εὐλογημένος σὺ ἐν πόλει 3. Θα είσαι ευλογημένος εις
καὶ εὐλογημένος σὺ ἐν ἀγρῷ· την πόλιν και ευλογημένος
στον αγρόν.

4. εὐλογημένα τὰ ἔκγονα τῆς 4. Ευλογημένα θα είναι τα


κοιλίας σου καὶ τὰ γενήματα παιδιά σου και τα προϊόντα
τῆς γῆς σου καὶ τὰ βουκόλια των αγρών σου και αι αγέλαι
τῶν βοῶν σου καὶ τὰ ποίμνια των βοδιών σου και τα ποίμνια
τῶν προβάτων σου· των προβάτων σου.

5. εὐλογημέναι αἱ ἀποθῆκαί 5. Ευλογημέναι αι αποθήκαι


σου καὶ τὰ ἐγκαταλείμματά σου και τα πλεονάσματά σου.
σου·

6. εὐλογημένος σὺ ἐν τῷ 6. Ευλογημένος θα είσαι, όταν


εἰσπορεύεσθαί σε, καὶ εισέρχεσαι κάπου, και
εὐλογημένος σὺ ἐν τῷ ευλογημένος όταν θα
ἐκπορεύεσθαί σε. εξέρχεσαι.

7. παραδῷ Κύριος ὁ Θεός σου 7. Κυριος ο Θεός σου θα


τοὺς ἐχθρούς σου τοὺς παραδώση εις τα χέρια σου
ἀνθεστηκότας σοι συντετριμμένους τους
συντετριμμένους πρὸ εχθρούς, οι οποίοι ανθίστανται
προσώπου σου· ὁδῷ μιᾷ εναντίον σου. Θα πάθουν
ἐξελεύσονται πρὸς σὲ καὶ ἐν τόσην πανωλεθρίαν, ώστε,
ἑπτὰ ὁδοῖς φεύξονται ἀπὸ ενώ από ένα δρόμον
προσώπου σου. συμπαγείς ήλθον εναντίον
σου, από επτά δρόμους θα
φύγουν πανικόβλητοι από
εμπρός σου.

8. ἀποστείλαι Κύριος ἐπὶ σὲ 8. Είθε ο Κυριος να αποστείλη


τὴν εὐλογίαν ἐν τοῖς ταμιείοις πλουσίαν εις σε την ευλογίαν
σου καὶ ἐπὶ πάντα, οὗ ἂν του, εις τας αποθήκας σου, εις
ἐπιβάλῃς τὴν χεῖρά σου, ἐπὶ όλα τα έργα που θα απλώσης
τῆς γῆς, ἧς Κύριος ὁ Θεός σου το χέρι σου, εις την χώραν
δίδωσί σοι. που σου δίδει ο Κυριος.

9. ἀναστήσαι σε Κύριος ἑαυτῷ 9. Είθε να σε αναδείξη και να


λαὸν ἅγιον, ὃν τρόπον ὤμοσε σε αξιώση να γίνης δι' αυτόν
τοῖς πατράσι σου, ἐὰν λαός άγιος όπως ωρκίσθη
ἀκούσῃς τῆς φωνῆς Κυρίου στους προγόνους σου, εάν
τοῦ Θεοῦ σου καὶ πορευθῇς ἐν ακούσης την φωνήν Κυρίου
πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ· του Θεού σου και πορευθής
εις όλους τους δρόμους του
θελήματός του.

10. καὶ ὄψονταί σε πάντα τὰ 10. Θα σε ίδουν τότε όλοι οι


ἔθνη τῆς γῆς, ὅτι τὸ ὄνομα λαοί της γης, θα σε
Κυρίου ἐπικέκληταί σοι, καὶ θαυμάσουν, αλλά και θα σε
φοβηθήσονταί σε. φοβηθούν, διότι φέρεις ως
προσωνυμίαν σου το όνομα
του Θεού.
11. καὶ πληθυνεῖ σε Κύριος ὁ 11. Κυριος ο Θεός σου θα σου
Θεός σου εἰς ἀγαθὰ ἐν τοῖς δώση πλούσια τα αγαθά του
ἐκγόνοις τῆς κοιλίας σου, καὶ πληθύνων τα παιδιά σου, τα
ἐπὶ τοῖς ἐκγόνοις τῶν κτηνῶν κτήνη σου, τα προϊόντα των
σου καὶ ἐπὶ τοῖς γενήμασι τῆς αγρών σου εις την χώραν, την
γῆς σου, ἐπὶ τῆς γῆς σου ἧς οποίαν ο Κυριος ωρκίσθη
ὤμοσε Κύριος τοῖς πατράσι στους προπάτοράς σου ότι θα
σου δοῦναί σοι. σου δώση.

12. ἀνοίξαι σοι Κύριος τὸν 12. Είθε να ανοίξη δια σε ο


θησαυρὸν αὐτοῦ τὸν ἀγαθόν, Κυριος τον αγαθόν του
τὸν οὐρανόν, δοῦναι τὸν θησαυρόν, τον ουρανόν δια
ὑετόν τῇ γῇ σου ἐπὶ καιροῦ να δίδη εις τα χωράφια σου
αὐτοῦ· εὐλογήσαι πάντα τὰ βροχήν κατά τον κατάλληλον
ἔργα τῶν χειρῶν σου, καὶ καιρόν. Είθε να ευλογήση όλα
δανειεῖς ἔθνεσι πολλοῖς, σὺ δὲ τα έργα των χειρών σου, ώστε
οὐ δανειῇ, καὶ ἄρξεις σὺ να δανείζης εις πολλούς
ἐθνῶν πολλῶν, σοῦ δὲ οὐκ λαούς, συ όμως να μη
ἄρξουσι. ευρίσκεσαι εις την ανάγκην να
δανείζεσαι· να άρχης και να
εξουσιάζης επάνω εις πολλά
έθνη, κανένας όμως να μη
εξουσιάζη εις σέ.

13. καταστήσαι σε Κύριος ὁ 13. Είθε Κυριος ο Θεός σου να


Θεός σου εἰς κεφαλὴν καὶ μὴ σε αναδείξη πρώτον και όχι
εἰς οὐράν, καὶ ἔσῃ τότε τελευταίον, να είσαι επάνω
ἐπάνωκαὶ οὐκ ἔσῃ ὑποκάτω, από όλους και όχι υποκάτω.
ἐὰν ἀκούσῃς τῆς φωνῆς Και αυτά θα γίνουν, εάν
Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου, ὅσα ακούσης την φωνήν Κυρίου
ἐγὼ ἐντέλλομαί σοι σήμερον του Θεού σου, όσα εγώ
φυλάσσειν καὶ ποιεῖν· σήμερον σε διατάσσω να
φυλάττης και να εφαρμόζης.

14. οὐ παραβήσῃ ἀπὸ πασῶν 14. Καμμίαν εντολήν, από


τῶν ἐντολῶν, ὧν ἐγὼ όσας εγώ σου δίδω σήμερον,
ἐντέλλομαί σοι σήμερον, δεξιὰ δεν θα παραβής, ώστε να
οὐδὲ ἀριστερὰ πορεύεσθαι βαδίζης δεξιά η αριστερά, να
ὀπίσω θεῶν ἑτέρων λατρεύειν πορεύεσαι οπίσω από άλλους
αὐτοῖς. θεούς και να λατρεύης
αυτούς.

15. Καὶ ἔσται ἐὰν μὴ 15. Εάν δεν ακούσης και δεν
εἰσακούσῃς τῆς φωνῆς Κυρίου υπακούσης εις την φωνήν
τοῦ Θεοῦ σου, φυλάσσειν καὶ Κυρίου του Θεού σου, ώστε
ποιεῖν πάσας τὰς ἐντολὰς να φυλάττης και να
αὐτοῦ, ὅσας ἐγὼ ἐντέλλομαί εφαρμόζης όλας τας εντολάς
σοι σήμερον, καὶ ἐλεύσονται αυτού, τας οποίας εγώ
ἐπὶ σὲ πᾶσαι αἱ κατάραι αὗται σήμερον σου δίδω, θα έλθουν
καὶ καταλήψονταί σε. και θα ξεσπάσουν εναντίον
σου όλαι αυταί αι κατάραι.

16. ἐπικατάρατος σὺ ἐν πόλει, 16. Θα είσαι κατηραμένος εις


καὶ ἐπικατάρατος σὺ ἐν ἀγρῷ· την πόλιν και στον αγρόν.
17. ἐπικατάρατοι αἱ ἀποθῆκαί 17. Κατηραμέναι θα είναι αι
σου καὶ τὰ ἐγκαταλείμματά αποθήκαι σου και τα
σου· περισσεύματά σου.

18. ἐπικατάρατα τὰ ἔκγονα 18. Κατηραμένα τα παιδιά σου


τῆς κοιλίας σου καὶ τὰ και τα προϊόντα των αγρών
γενήματα τῆς γῆς σου, τὰ σου, αι αγέλαι των βοδιών
βουκόλια τῶν βοῶν σου καὶ τὰ σου και τα ποίμνια των
ποίμνια τῶν προβάτων σου· προβάτων σου.

19. ἐπικατάρατος σὺ ἐν τῷ 19. Κατηραμένος θα είσαι συ,


εἰσπορεύεσθαί σε καὶ όταν εισέρχεσαι και όταν θα
ἐπικατάρατος σὺ ἐν τῷ εξέρχεσαι από το σπίτι σου,
ἐκπορεύεσθαί σε. από την πατρίδα σου, από
παντού.

20. ἀποστείλαι Κύριος ἐπὶ σὲ 20. Θα στείλη εναντίον σου ο


τὴν ἔνδειαν καὶ τὴν ἐκλιμίαν Κυριος την φτώχειαν, την
καὶ τὴν ἀνάλωσιν ἐπὶ πάντα, μεγάλην πείναν, την φθοράν
οὗ ἐὰν ἐπιβάλῃς τὴν χεῖρά εις όλα επί των οποίων θα
σου, ἕως ἂν ἐξολοθρεύσῃ σε βάλης το χέρι σου, μέχρις
καὶ ἕως ἂν ἀπολέσῃ σε ἐν ότου σε εξολοθρεύση, μέχρις
τάχει διὰ τὰ πονηρὰ ότου σε καταστρέψη
ἐπιτηδεύματά σου, διότι συντόμως δι' όλας τας
ἐγκατέλιπές με. πονηρίας σου, επειδή με
εγκατέλιπες, θα είπη ο Θεός.

21. προσκολλήσαι Κύριος εἰς 21. Ο Κυριος θα κολλήση


σὲ τὸν θάνατον, ἕως ἂν επάνω σου αρρώστιες που
ἐξαναλώσῃ σε ἐπὶ τῆς γῆς, εἰς φέρουν τον θάνατον, μέχρις
ἣν εἰσπορεύῃ ἐκεῖ ότου σε εξολοθρεύση μέσα εις
κληρονομῆσαι αὐτήν. την χώραν, προς την οποίαν
πορεύεσαι τώρα να την
κληρονομήσης.

22. πατάξαι σε Κύριος ἐν 22. Θα σε κτυπήση ο Κυριος


ἀπορίᾳ καὶ πυρετῷ καὶ ρίγει με εξαντλητικήν αδυναμίαν,
καὶ ἐρεθισμῷ καὶ ἀνεμοφθορίᾳ με πυρετόν και ρίγος και
καὶ τῇ ὤχρᾳ, καὶ φαγούραν και ελονοσίαν και
καταδιώξονταί σε, ἕως ἂν κιτρίνισμα. Ολαι αυταί αι
ἀπολέσωσί σε. ασθένειαι θα σε καταδιώξουν,
μέχρις ότου σε
εξολοθρεύσουν.

23. καὶ ἔσται σοι ὁ οὐρανὸς ὁ 23. Ο ουρανός επάνω από το


ὑπὲρ κεφαλῆς σου χαλκοῦς, κεφάλι σου θα είναι
καὶ ἡ γῆ ἡ ὑποκάτω σου κατάξηρος, όπως ο χαλκός,
σιδηρᾶ. και η γη κάτω από τα πόδια
σου ξηρά και στεγνή σαν
σίδηρος.
24. δῴη Κύριος ὁ Θεός σου 24. Κυριος ο Θεός σου θα
τὸν ὑετὸν τῆς γῆς σου δώση αντί της ευεργετικής
κονιορτόν, καὶ χοῦς ἐκ τοῦ βροχής κονιορτόν· χώμα από
οὐρανοῦ καταβήσεται ἐπὶ σέ, τον ουρανόν σαν βροχή θα
ἕως ἂν ἐκτρίψῃ σε καὶ ἕως ἂν πέση επάνω σου, μέχρις ότου
ἀπολέσῃ σε ἐν τάχει. σε ξεπαστρέψη και σε
καταστρέψη.

25. δῴη σε Κύριος ἐπισκοπὴν 25. Ο Κυριος θα σε επισκεφθή


ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν σου· ἐν με οργήν αποστέλλων προς
ὁδῷ μιᾷ ἐξελεύσῃ πρὸς τιμωρίαν σου τους εχθρούς
αὐτούς, καὶ ἐν ἑπτὰ ὁδοῖς σου. Θα νικηθής από αυτούς·
φεύξῃ ἀπὸ προσώπου αὐτῶν· και ενώ από ένα δρόμον
καὶ ἔσῃ ἐν διασπορᾷ ἐν πάσαις συμπαγής και οργανωμένος θα
βασιλείαις τῆς γῆς. επιτεθής εναντίον αυτών, από
επτά δρόμους θα φύγης
πανικόβλητος καταδιωκόμενος
από αυτούς. Και διασπαρήτε
ως σιχμάλωτοι εις όλας τας
βοσιλείας του κόσμου.

26. καὶ ἔσονται οἱ νεκροὶ ὑμῶν 26. Οι νεκροί σου θα μένουν


κατάβρωμα τοῖς πετεινοῖς τοῦ άταφοι, τροφή των πτηνών
οὐρανοῦ καὶ τοῖς θηρίοις τῆς του ουρανού και των θηρίων
γῆς, καὶ οὐκ ἔσται ὁ της γης. Κανείς δεν θα
ἀποσοβῶν. ημπορέση να προλάβη και να
σταματήση την καταστροφήν
σου.

27. πατάξαι σε Κύριος ἕλκει 27. Ο Κυριος θα σε κτυπήση


Αἰγυπτίῳ εἰς τὴν ἕδραν καὶ με τας πληγάς της Αιγύπτου
ψώρᾳ ἀγρίᾳ καὶ κνήφῃ, ὥστε στο δέρμα σου, με αγρίαν
μὴ δύνασθαί σε ἰαθῆναι. ψώραν και με φαγούραν,
ώστε να μη ημπορής να εύρης
θεραπείαν.

28. πατάξαι σε Κύριος 28. Θα σε κτυπήση ο Κυριος


παραπληξίᾳ καὶ ἀορασίᾳ καὶ με παράλυσιν, με τύφλωσιν
ἐκστάσει διανοίας, και φρενοοβλάδειαν.

29. καὶ ἔσῃ ψηλαφῶν 29. Εις το καταμεσήμερον θα


μεσημβρίας, ὡσεί τις ψηλαφής, δια να εύρης
ψηλαφήσαι τυφλὸς ἐν τῷ διάφορα αντικείμενα, όπως
σκότει, καὶ οὐκ εὐοδώσει τὰς ψηλαφή ο τυφλός στο σκότος,
ὁδούς σου· καὶ ἔσῃ τότε και δεν θα κατευοδοθούν αι
ἀδικούμενος καὶ προσπάθειαί σου. Αλλοι θα σε
διαρπαζόμενος πάσας τὰς αδικούν και θα αρπάζουν τα
ἡμέρας, καὶ οὐκ ἔσται σοι ὁ υπάρχοντά σου όλας τας
βοηθῶν. ημέρας, και κανείς δεν θα
υπάρχη να σε βοηθήση.
30. γυναῖκα λήψῃ, καὶ ἀνὴρ 30. Συζυγον θα λάβης και
ἕτερος ἕξει αὐτήν· οἰκίαν άλλος άνδρας θα την έχη·
οἰκοδομήσεις, καὶ οὐκ οἰκήσεις οικίαν θα οικοδομήσης και δεν
ἐν αὐτῇ· ἀμπελῶνα φυτεύσεις, θα κατοικήσης εις αυτήν.
καὶ οὐ μὴ τρυγήσῃς αὐτόν· Αμπέλι θα φυτεύσης και δεν
θα το τρυγήσης.

31. ὁ μόσχος σου ἐσφαγμένος 31. Αλλος θα σφάξη εμπρός


ἐναντίον σου, καὶ οὐ φάγῃ ἐξ εις τα μάτια σου το μοσχάρι
αὐτοῦ· ὁ ὄνος σου σου και συ δεν θα φάγης από
ἡρπασμένος ἀπὸ σοῦ, καὶ οὐκ αυτό. Τον όνον σου θα τον
ἀποδοθήσεταί σοι· τὰ αρπάσουν από εμπρός σου και
πρόβατά σου δεδομένα τοῖς δεν θα σου τον αποδώσουν·
ἐχθροῖς σου, καὶ οὐκ ἔσται σοι τα πρόβατά σου θα δίδωνται
ὁ βοηθῶν· στους εχθρούς σου και δεν θα
υπάρξη κανείς να σε βοηθήση.

32. οἱ υἱοί σου καὶ αἱ 32. Οι υιοί σου και αι


θυγατέρες σου δεδομέναι θυγατέρες σου θα
ἔθνει ἑτέρῳ καὶ οἱ ὀφθαλμοί παραδοθούν εις αλλοεθνείς και
σου βλέψονται σφακελίζοντες οι οφθαλμοί σου θα βλέπουν
εἰς αὐτά, οὐκ ἰσχύσει ἡ χείρ αυτούς απαγομένους μέχρις
σου· ότου ατονίσουν και
καταληφθούν από σπασμούς.
Το χέρι σου θα είναι ανίκανον
να βοηθήση αυτούς.

33. τὰ ἐκφόρια τῆς γῆς σου 33. Τα προϊόντα των αγρών


καὶ πάντας τοὺς πόνους σου σου και όλους τους κόπους
φάγεται ἔθνος, ὃ οὐκ σου θα τους φάγη λαός, τον
ἐπίστασαι, καὶ ἔσῃ οποίον δεν γνωρίζεις. Θα
ἀδικούμενος καὶ τεθραυσμένος αδικήσαι και θα συντρίβεσαι
πάσας τὰς ἡμέρας· όλας τας ημέρας της ζωής
σου.

34. καὶ ἔσῃ παράκλητος διὰ τὰ 34. Θα μένης άναυδος και


ὁράματα τῶν ὀφθαλμῶν σου, έξαλλος εμπρός εις εκείνα, που
ἃ βλέψῃ. θα βλέπουν οι οφθαλμοί σου.

35. πατάξαι σε Κύριος ἐν ἕλκει 35. Θα σε κτυπήση ο Κυριος


πονηρῷ ἐπὶ τὰ γόνατα καὶ ἐπὶ με σκληράς πληγάς εις τα
τὰς κνήμας, ὥστε μὴ δύνασθαι γόνατα, εις τας κνήμας, από
ἰαθῆναί σε ἀπὸ ἴχνους τῶν το πέλμα των ποδιών σου έως
ποδῶν σου ἕως τῆς κορυφῆς στο κεφάλι σου, τόσον
σου. βαρειά, ώστε να μη ημπορής
να θεραπευθής.

36. ἀπαγάγοι Κύριός σε καὶ 36. Θα απαγάγη ο Κυριος σε


τοὺς ἄρχοντάς σου, οὓς ἂν και τους άρχοντάς σου, τους
καταστήσῃς ἐπὶ σεαυτόν, ἐπ᾿ οποίους θα έχης εκλέξει δια
ἔθνος, ὃ οὐκ ἐπίστασαι σὺ καὶ τον εαυτόν σου, εις άλλον
οἱ πατέρες σου, καὶ λατρεύσεις λαόν τον οποίον ούτε συ ούτε
ἐκεῖ θεοῖς ἑτέροις, ξύλοις καὶ οι πατέρες σου εγνωρίζατε.
λίθοις. Και εκεί θα λατρεύσης άλλους
θεούς, ξύλα και λιθάρια.
37. καὶ ἔσῃ ἐκεῖ ἐν αἰνίγματι 37. Και θα είσαι ανεξήγητον
καὶ παραβολῇ καὶ διηγήματι ἐν αίνιγμα, παροιμία και
πᾶσι τοῖς ἔθνεσιν, εἰς οὓς ἂν μολόγημα μεταξύ όλων των
ἀπαγάγῃ σε Κύριος ἐκεῖ. εθνών, εις τα οποία θα σε
απαγάγη ο Κυριος.

38. σπέρμα πολὺ ἐξοίσεις εἰς 38. Πολύν σπόρον θα ρίχνης


τὸ πεδίον καὶ ὀλίγα εἰσοίσεις, στον αγρόν σου και ολίγα
ὅτι κατέδεται αὐτὰ ἡ ἀκρίς. εισοδήματα θα παίρνης, διότι
θα καταφάγη αυτά η ακρίδα.

39. ἀμπελῶνα φυτεύσεις καὶ 39. Θα φυτεύσης αμπέλι και


κατεργᾷ, καὶ οἶνον οὐ πίεσαι, θα το εργασθής, αλλά δεν θα
οὐδὲ εὐφρανθήσῃ ἐξ αὐτοῦ, πίης οίνον, δεν θα ευφρανθής
ὅτι καταφάγεται αὐτὰ ὁ από αυτό, διότι το σκουλήκι
σκώληξ. θα καταφάγη τα σταφύλια.

40. ἐλαῖαι ἔσονταί σοι ἐν πᾶσι 40. Εληές θα υπάρχουν εις


τοῖς ὁρίοις σου, καὶ ἔλαιον οὐ όλην την έκτασιν της χώρας
χρίσῃ, ὅτι ἐκρυήσεται ἡ ἐλαία σου, αλλά δεν θα έχης λάδι
σου. ούτε να αλειφθής, διότι θα
πέση παράκαιρα ο καρπός των
ελαιών σου.

41. υἱοὺς καὶ θυγατέρας 41. Θα αποκτήσης υιούς και


γεννήσεις καὶ οὐκ ἔσονταί σοι, θυγατέρας, αλλά δεν θα τους
ἀπελεύσονται γὰρ ἐν έχης κοντά σου, διότι θα
αἰχμαλωσίᾳ. απαχθούν αιχμάλωτοι.

42. πάντα τὰ ξύλινά σου καὶ 42. Ολα τα δένδρα σου και τα
τὰ γενήματα τῆς γῆς σου γενήματα των αγρών σου θα
ἐξαναλώσει ἡ ἐρισύβη. τα καταστρέψη αρρώστια των
φυτών, η σκωρίασις.

43. ὁ προσήλυτος, ὅς ἐστιν ἐν 43. Ο ξένος, που θα είναι


σοί, ἀναβήσεται ἐπὶ σὲ ἄνω κοντά σου, θα ευδοκιμήση και
ἄνω, σὺ δὲ καταβήσῃ κάτω θα ανέλθη πολύ υψηλότερα
κάτω· από σε, συ δε θα πέσης πολύ
χαμηλά.

44. οὗτος δανειεῖ σοι, σὺ δὲ 44. Εκείνος θα πλουτήση ώστε


τούτῳ οὐ δανειεῖς, σὺ δὲ να σε δανείζη, ενώ συ δεν θα
τούτῳ οὐ δανειεῖς· οὗτος έχης την δυνατότητα να τον
ἔσται κεφαλή, σὺ δὲ ἔσῃ δανείζης. Εις τον τόπον σου
οὐρά. εκείνος θα είναι κεφαλή και συ
θα είσαι η ουρά.
45. καὶ ἐλεύσονται ἐπί σὲ 45. Θα επιπέσουν εναντίον
πᾶσαι αἱ κατάραι αὗται καὶ σου όλαι αυταί αι κατάραι, θα
καταδιώξονταί σε καὶ σε καταδιώξουν και θα σε
καταλήψονταί σε, ἕως ἂν καταλάβουν, έως ότου σε
ἐξολοθρεύσῃ σε καὶ ἓως ἂν εξολοθρεύσουν, έως ότου σε
ἀπολέσῃ σε, ὅτι οὐκ καταστρέψουν, διότι δεν
εἰσήκουσας τῆς φωνῆς Κυρίου υπήκουσες εις την φωνήν
τοῦ Θεοῦ σου, φυλάξαι τὰς Κυρίου του Θεού σου να
ἐντολὰς αὐτοῦ καὶ τὰ φυλάξης τας εντολάς του και
δικαιώματα, ὅσα ἐνετείλατό τα προστάγματά του, όσα σε
σοι. διέταξε.

46. καὶ ἔσται ἐν σοὶ σημεῖα καὶ 46. Αυταί δε αι τιμωρίαι θα


τέρατα ἐν τῷ σπέρματί σου είναι σημάδια και
ἕως τοῦ αἰῶνος, καταπληκτικά γεγονότα, όχι
μόνον δια σέ, αλλά και δια
τους απογόνους σου πάντοτε,

47. ἀνθ᾿ ὧν οὐκ ἐλάτρευσας 47. ένεκα του γεγονότος ότι


Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου ἐν συ δεν ελάτρευσες Κυριον τον
εὐφροσύνῃ καὶ ἀγαθῇ διανοίᾳ Θεόν σου με χαράν και με
διὰ τὸ πλῆθος πάντων. ευγνώμονα καρδίαν δι' όλα τα
αναρίθμητα αγαθά που σου
έδωκε.

48. καὶ λατρεύσεις τοῖς 48. Θα γίνης ευτελής δούλος


ἐχθροῖς σου, οὓς ἐξαποστελεῖ στους εχθρούς σου, τους
Κύριος ἐπὶ σέ, ἐν λιμῷ καὶ ἐν οποίους θα στείλη ο Κυριος
δίψει καὶ ἐν γυμνότητι καὶ ἐν εναντίον σου· θα πεινάς, θα
ἐκλείψει πάντων· καὶ ἐπιθήσῃ διψάς, θα είσαι γυμνός, θα
κλοιὸν σιδηροῦν ἐπὶ τὸν στερήσαι από όλα· ο δε
τράχηλόν σου, ἕως ἂν εχθρός σου θα θέση γύρω από
ἐξολοθρεύσῃ σε. τον τράχηλόν σου σιδερένιον
κρίκον, μέχρις ότου σε
εξολοθρεύση.

49. ἐπάξει ἐπὶ σὲ Κύριος ἔθνος 49. Ο Κυριος θα οδηγήση


μακρόθεν ἀπ᾿ ἐσχάτου τῆς γῆς εναντίον σου από μακράν, από
ὡσεί ὅρμημα ἀετοῦ, ἔθνος, ὃ τα άκρα της γης, έθνος
οὐκ ἀκούσῃ τῆς φωνῆς αὐτοῦ, ορμητικόν και ταχύ ωσάν τον
αετόν, έθνος του οποίου δεν
θα εννοής την γλώσσαν·

50. ἔθνος ἀναιδὲς προσώπῳ, 50. λαόν αναίσχυντον και


ὅστις οὐ θαυμάσει πρόσωπον αδιάντροπον, ο οποίος δεν θα
πρεσβύτου καὶ νέον οὐκ σεβασθή τον γέροντα και δεν
ἐλεήσει, θα λυπηθή το παιδί.
51. καὶ κατέδεται τὰ ἔκγονα 51. Αυτός θα καταφάγη αυτά,
τῶν κτηνῶν σου καὶ τὰ που θα γεννούν τα ζώα σου,
γενήματα τῆς γῆς σου, ὥστε θα καταφάγη τα προϊόντα της
μὴ καταλιπεῖν σοι σῖτον, οἶνον, γης σου, και δεν θα αφήση δια
ἔλαιον, τὰ βουκόλια τῶν βοῶν σε σιτάρι, οίνον, έλαιον, τα
σου, καὶ τὰ ποίμνια τῶν κοπάδια των βοών σου και τα
προβάτων σου, ἕως ἂν ποίμνια των προβάτων σου,
ἀπολέσῃ σε μέχρις ότου σε καταστρέψη,

52. καὶ ἐκτρίψῃ σε ἐν ταῖς 52. και σε εξοντώση από τας


πόλεσί σου, ἕως ἂν πόλεις σου, μέχρις ότου
καθαιρεθῶσι τὰ τείχη τὰ κρημνισθούν τα υψηλά και τα
ὑψηλὰ καὶ τὰ ὀχυρά, ἐφ᾿ οἷς οχυρά τείχη, επί των οποίων
σὺ πέποιθας ἐπ᾿ αὐτοῖς, ἐν συ είχες πεποίθησιν, εις όλην
πάσῃ τῇ γῇ σου, καὶ θλίψει σε την έκτασιν της χώρας σου.
ἐν ταῖς πόλεσί σου, αἷς ἔδωκέ Θα σε βασανίση και θα σε
σοι. ταλαιπωρήση εις όλας τας
πόλεις, τας οποίας σου έδωσεν
ο Θεός.

53. καὶ φαγῇ τὰ ἔκγονα τῆς 53. Και συ, παραζαλισμένος


κοιλίας σου, κρέα υἱῶν σου από την συμφοράν και την
καὶ θυγατέρων σου, ὅσα πείναν, θα φάγης τον καρπόν
ἔδωκέ σοι Κύριος ὁ Θεός σου, των σπλάγχνων σου, τα
ἐν τῇ στενοχωρίᾳ σου καὶ ἐν κρέατα των παιδιών σου και
τῇ θλίψει σου, ᾗ θλίψει σε ὁ των θυγατέρων σου, όσα σου
ἐχθρός σου. έδωκεν ο Θεός, εξ αιτίας της
απογνώσεως και της θλίψεως,
εις την οποίαν σε κατήντησεν
ο εχθρός σου.

54. ὁ ἁπαλὸς ὁ ἐν σοὶ καὶ ὁ 54. Ο πλέον λεπτεπίλεπτος


τρυφερὸς σφόδρα βασκανεῖ μεταξύ σας και ο πλέον
τῷ ὀφθαλμῷ τὸν ἀδελφὸν καὶ τρυφερός, θα φθονή τον
τὴν γυναῖκα τὴν ἐν τῷ κόλπῳ αδελφόν του, την γυναίκα
αὐτοῦ καὶ τὰ καταλελειμμένα του, που αυτός θα την έχη εις
τέκνα, ἃ ἂν καταλειφθῇ αὐτῷ, την αγκάλην του, και όσα
παιδιά του απέμειναν από την
πείναν·

55. ὥστε δοῦναι ἑνὶ αὐτῶν 55. θα σκληρυνθή τόσον,


ἀπὸ τῶν σαρκῶν τῶν τέκνων ώστε να μη δώση εις κανένα
αὐτοῦ, ὧν ἂν κατέσθῃ, διὰ τὸ εξ αυτών από τα κρέατα των
μὴ καταλειφθῆναι αὐτῷ οὐδὲν τέκνων του, τα οποία αυτός
ἐν τῇ στενοχωρίᾳ σου καὶ ἐν θα τρώγη, διότι δεν θα του
τῇ θλίψει σου, ᾗ ἂν θλίψωσί έχη απομείνει τίποτε άλλο
σε οἱ ἐχθροί σου ἐν πάσαις προς χορτασμόν της πείνας
ταῖς πόλεσί σου. του. Τοσον μεγάλη θα είναι η
στενοχωρία σου και η θλίψις
σου, με την οποίαν θα σε
καταθλίβουν οι εχθροί σου εις
όλας τας πόλεις σου.
56. καὶ ἡ ἁπαλὴ ἐν ὑμῖν καὶ ἡ 56. Η καλομαθημένη μεταξύ
τρυφερά, ἧς οὐχὶ πεῖραν σας και η τρυφερά γυνή, η
ἔλαβεν ὁ ποὺς αὐτῆς βαίνειν οποία δια την μεγάλην της
ἐπὶ τῆς γῆς διὰ τὴν μαλθακότητα και
τρυφερότητα καὶ διὰ τὴν τρυφερότητα δεν είχε πατήσει
ἁπαλότητα, βασκανεῖ τῷ το πόδι της εις την γην, θα
ὀφθαλμῷ αὐτῆς τὸν ἄνδρα φθονή τον άνδρα της και το
αὐτῆς τὸν ἐν κόλπῳ αὐτῆς καὶ παιδί της και την θυγατέρα
τὸν υἱὸν καὶ τὴν θυγατέρα της,
αὐτῆς

57. καὶ τὸ χόριον αὐτῆς τὸ 57. θα ίδη με ζηλότυπον


ἐξελθὸν διὰ τῶν μηρῶν αὐτῆς βλέμμα τον υμένα που
καὶ τὸ τέκνον, ὃ ἐὰν τέκῃ· καλύπτει το έμβρυον, το
καταφάγεται γὰρ αὐτὰ διά τὴν οποίον εξήλθεν από τους
ἔνδειαν πάντων κρυφῇ ἐν τῇ μηρούς της, και το τέκνον το
στενοχωρίᾳ σου καὶ ἐν τῇ οποίον εγέννησε. Επάνω εις
θλίψει σου, ᾗ θλίψει σε ὁ την αβάστακτον στενοχωρίαν
ἐχθρός σου ἐν ταῖς πόλεσί και θλίψιν, με την οποίαν θα
σου. σε καταθλίψη ο εχθρός σου
εις όλας τας πόλεις σου, η
καλομαθημένη γυναίκα σου,
παραζαλισμένη από την
πολλήν πείναν, θα καταφάγη
αυτά κρυφίως.

58. ἐὰν μὴ εἰσακούσῃς ποιεῖν 58. Εάν δεν υπακούσης, ώστε


πάντα τὰ ρήματα τοῦ νόμου να τηρήσης όλας τας εντολάς
τούτου τὰ γεγραμμένα ἐν τῷ του Νομου τούτου, αυτάς που
βιβλίῳ τούτῳ φοβεῖσθαι τὸ έχουν καταγραφή στο βιβλίον
ὄνομα τὸ ἔντιμον τὸ τούτο, και δεν ευλαβηθής το
θαυμαστὸν τοῦτο, Κύριον τὸν πανέντιμον και θαυμαστόν
Θεόν σου, τούτο Ονομα, δηλαδή Κυριον
τον Θεόν σου,

59. καὶ παραδοξάσει Κύριος 59. τότε θα στείλη ο Κυριος


τὰς πληγάς σου καὶ τὰς αυτάς τας πληγάς εναντίον
πληγὰς τοῦ σπέρματός σου, σου και εναντίον των
πληγὰς μεγάλας καὶ απογόνων σου, πληγάς
θαυμαστάς, καὶ νόσους μεγάλας και τρομεράς, νόσους
πονηρὰς καὶ πιστὰς οδυνηράς και μακροχρονίους,

60. καὶ ἐπιστρέψει πᾶσαν τὴν 60. και θα στρέψη εναντίον


ὀδύνην Αἰγύπτου τὴν σου όλην την φρικτήν οδύνην
πονηράν, ἣν διευλαβοῦ ἀπὸ της Αιγύπτου, την οποίαν και
προσώπου αὐτῶν, καὶ συ εφοβείσο και έτρεμες, όταν
κολληθήσονται ἐν σοί. ευρίσκεσο εκεί· όλα αυτά θα
πέσουν και θα κολλήσουν
επάνω σου.
61. καὶ πᾶσαν μαλακίαν καὶ 61. Και κάθε άλλην εσθένειαν
πᾶσαν πληγὴν τὴν μὴ και κάθε άλλην θλίψιν, η οποία
γεγραμμένην καὶ πᾶσαν τὴν αναφέρεται και δεν
γεγραμμένην ἐν τῷ βιβλίῳ τοῦ αναφέρεται στο βιβλίον τούτο
νόμου τούτου ἐπάξει Κύριος του Νομου, θα εξαποστείλη
ἐπὶ σέ, ἕως ἂν ἐξολοθρεύσῃ επάνω σου ο Κυριος, έως ότου
σε. σε εξολοθρεύση.

62. κα’Ι καταλειφθήσεσθε ἐν 62. Και θα μείνετε ολίγοι κατά


ἀριθμῷ βραχεῖ, ἀνθ᾿ ὧν ὅτι τον αριθμόν, ενώ
ἦτε ὡσεὶ τὰ ἄστρα τοῦ προηγουμένως υπήρξατε
οὐρανοῦ τῷ πλήθει, ὅτι οὐκ πολυπληθείς ωσάν τα άστρα
εἰσήκουσας τῆς φωνῆς Κυρίου του ουρανού, διότι δεν
τοῦ Θεοῦ σου. υπηκούσατε εις την φωνήν
Κυρίου του Θεού σας.

63. καὶ ἔσται ὃν τρόπον 63. Και όπως προηγουμένως ο


εὐφράνθη Κύριος ἐφ᾿ ὑμῖν εὖ Κυριος ηυχαριστήθη δια σας
ποιῆσαι ὑμᾶς καὶ πληθῦναι και σας ηυλόγησε και σας
ὑμᾶς, οὕτως εὐφρανθήσεται επλήθυνε, έτσι τώρα θα
Κύριος ἐφ᾿ ὑμῖν ἐξολοθρεῦσαι ευχαριστηθή εις βάρος σας ο
ὑμᾶς, καὶ ἐξαρθήσεσθε ἐν Κυριος με το να σας
τάχει ἀπὸ τῆς γῆς, εἰς ἣν εξολοθρεύση. Θα
εἰσπορεύεσθε ἐκεῖ εξολοθρευθήτε ταχύτατα από
κληρονομῆσαι αὐτήν. την χώραν, εις την οποίαν
τώρα εισέρχεσθε να
κληρονομήσετε.

64. καὶ διασπερεῖ σε Κύριος ὁ 64. Κυριος ο Θεός σας θα σας


Θεός σου εἰς πάντα τὰ ἔθνη διασκορπίση εις όλα τα έθνη,
ἀπ᾿ ἄκρου τῆς γῆς ἕως ἄκρου από το ένα έως το άλλο άκρον
τῆς γῆς, καὶ δουλεύσεις ἐκεῖ της γης, και θα γίνετε εκεί
θεοῖς ἑτέροις, ξύλοις καὶ δούλοι ε ις άλλους θε ούς
λίθοις, οὕς οὐκ ἠπίστω σὺ καὶ ψευδείς, εις ξυλίνους και
οἱ πατέρες σου. λιθίνους, τους οποίους δεν
εγνώριζες ούτε συ ούτε οι
προπάτορές σου.

65. ἀλλὰ καὶ ἐν τοῖς ἔθνεσιν 65. Αλλά και μεταξύ των
ἐκείνοις οὐκ ἀναπαύσει σε, εθνών εκείνων δεν θα έχης
οὐδ᾿ οὐ μὴ γένηται στάσις τῷ ανάπαυσιν και ησυχίαν, ούτε
ἴχνει τοῦ ποδός σου, καὶ δώσει και θα σταματήσουν κάπου τα
σοι Κύριος ἐκεῖ καρδίαν πόδια σου εις μόνιμον
ἀθυμοῦσαν καὶ ἐκλείποντας κατοικίαν σου. Ο Κυριος θα
ὀφθαλμοὺς καὶ τηκομένην δώση εις σε καρδίαν άθυμον
ψυχήν. και μελαγχολικήν, οφθαλμούς
αλαμπείς και μισοσβημένους,
ζωήν, η οποία θα λυώνη
ημέραν με την ημέραν.

66. καὶ ἔσται ἡ ζωή σου 66. Η ζωη σου θα είναι


κρεμαμένη ἀπέναντι τῶν ενώπιόν σου αβεβαία και
ὀφθαλμῶν σου, καὶ φοβηθήσῃ ασταθής. Θα φοβήσαι ημέραν
ἡμέρας καὶ νυκτὸς καὶ οὐ και νύκτα και δεν θα έχης
πιστεύσεις τῇ ζωῇ σου· πεποίθησιν και ελπίδα ότι θα
ζήσης.
67. τὸ πρωΐ ἐρεῖς·πῶς ἂν 67. Το πρωϊ θα λέγης· Ποτε
γένοιτο ἑσπέρα; καὶ τὸ θα έλθη το βράδυ; Και το
ἑσπέρας ἐρεῖς· πῶς ἂν γένοιτο βράδυ θα λέγης· Ποτε θα
πρωΐ; ἀπὸ τοῦ φόβου τῆς ξημερώση; Και αυτά εξ αιτίας
καρδίας σου, ἃ φοβηθήση, καὶ του φόβου, που θα
ἀπὸ τῶν ὁραμάτων τῶν πλημμυρίζη την καρδίαν σου,
ὀ φθ α λμῶ ν σο υ , ὧ ν ὄψῃ. και των τραγικών γεγονότων
που θα βλέπουν τα μάτια σου.

68. καὶ ἀποστρέψει σε Κύριος 68. Ο Κυριος θα σε ξαναφέρη


εἰς Αἴγυπτον ἐν πλοίοις καὶ ἐν οπίσω εις την Αίγυπτον
τῇ ὁδῷ, ᾗ εἶπα· οὐ προσθήσῃ αιχμάλωτον δια πλοίων, θα σε
ἔτι ἰδεῖν αὐτήν· καὶ υποχρεώση να βαδίσης οδόν,
πραθήσεσθε ἐκεῖ τοῖς ἐχθροῖς δια την οποίαν σας είχα πει,
ὑμῶν εἰς παῖδας καὶ παιδίσκας, ότι δεν θα την ίδης πλέον.
καὶ οὐκ ἔσται ὁ κτώμενος. Εκεί θα πωληθήτε εις όφελος
των εχθρών σας ως δούλοι και
ως δούλαι. Θα εκτίθεσθε προς
πώλησιν και δεν θα υπάρχη
αγοραστής” !

69. Οὗτοι οἱ λόγοι τῆς 69. Αυτοί είναι οι λόγοι της


διαθήκης, οὓς ἐνετείλατο διαθήκης, την οποίαν διέταξεν
Κύριος Μωυσῇ στῆσαι τοῖς ο Κυριος τον Μωϋσήν να
υἱοῖς ᾿Ισραὴλ ἐν γῇ Μωάβ, συνάψη με τους Ισραηλίτας
πλὴν τῆς διαθήκης, ἧς διέθετο εις την χώραν Μωάβ, πλην της
αὐτοῖς ἐν Χωρήβ. διαθήκης την οποίαν ο Κυριος
συνήψε με αυτούς στο όρος
Χωρήβ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 29 (κθ)

Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ.


Κολιτσάρα

1. ΚΑΙ ἐκάλεσε Μωυσῆς 1. Ο Μωϋσής συνεκάλεσε


πάντας τοὺς υἱοὺς ᾿Ισραὴλ καὶ όλους τους Ισραηλίτας και
εἶπε πρὸς αὐτούς· ὑμεῖς είπε προς αυτούς· “είδατε σεις
ἑωράκατε πάντα, ὅσα ἐποίησε όλα όσα έκαμεν ο Κυριος εις
Κύριος ἐν γῇ Αἰγύπτῳ ἐνώπιον την Αίγυπτον εμπρός εις τα
ὑμῶν Φαραὼ καὶ τοῖς μάτια σας εναντίον του
θεράπουσιν αὐτοῦ καὶ πάσῃ Φαραώ και των αυλικών του
τῇ γῇ αὐτοῦ, και όλης της χώρας του·

2. τοὺς πειρασμοὺς τοὺς 2. δηλαδή τας μεγάλας


μεγάλους, οὓς ἑωράκασιν οἱ δοκιμασίας, που είδαν τα
ὀφθαλμοί σου, τὰ σημεῖα καὶ μάτια σας, τα καταπληκτικά
τὰ τέρατα τὰ μεγάλα ἐκεῖνα· σημεία και τα συγκλονιστικά
εκείνα θαύματα.
3. καὶ οὐκ ἔδωκε Κύριος ὁ 3. Δεν τα εκαταλαβάτε όμως
Θεὸς ὑμῖν καρδίαν εἰδέναι καὶ καλά, διότι ο Κυριος, επειδή
ὀφθαλμοὺς βλέπειν καὶ ὦτα δεν ηθελήσατε, δέν σας έδωκε
ἀκούειν ἕως τῆς ἡμέρας μέχρι της σημερινής ημέρας
ταύτης. καρδίαν δια να γνωρίζετε,
μάτια δια να βλέπετε, αυτιά
δια να ακούετε.

4. καὶ ἤγαγεν ὑμᾶς 4. Εν τούτοις σας


τεσσα ρ ά κο ντα ἔτη ἐ ν τῇ καθωδήγησεν επί
ἐρήμῳ· οὐκ ἐπαλαιώθη τὰ τεσσαράκοντα έτη εις την
ἱμάτια ὑμῶν, καὶ τὰ έρημον. Τα ενδύματά σας δεν
ὑποδήματα ὑμῶν οὐ επάληωσαν και δεν
κατετρίβη ἀπὸ τῶν ποδῶν εφθάρησαν, και τα υποδήματα
ὑμῶν· σας δεν έλυωσαν κάτω από τα
πόδια σας.

5. ἄρτον οὐκ ἐφάγετε, οἶνον 5. Συνηθισμένον άρτον δεν


καὶ σίκερα οὐκ ἐπίετε, ἵνα εφάγατε, οίνον και
γνῶτε, ὅτι Κύριος ὁ Θεὸς οινοπνευματώδη ποτά δεν
ὑμῶν ἐγώ. επίετε, επίνετε όμως ύδωρ
που ανέβλυζε δια θαύματος
Θεού, δια να μάθετε, ότι εγώ
είμαι Κυριος ο Θεός σας.

6. καὶ ἤλθετε ἕως τοῦ τόπου 6. Και εφθάσατε έως αυτόν


τούτου, καὶ ἐξῆλθε Σηὼν τον τόπον. Εξήλθον δε από
βασιλεὺς ᾿Εσεβὼν καὶ ῍Ωγ την χώραν των, δια να σας
βασιλεὺς Βασὰν εἰς πολεμήσουν Σηών ο βασιλεύς
συνάντησιν ἡμῖν ἐν πολέμῳ, της πρωτευούσης Εσεβών και
καὶ ἐπατάξαμεν αὐτοὺς Ωγ ο βασιλεύς της Βασάν. Αλλ'
ημείς τους κατενικήσαμεν,

7. καὶ ἐλάβομεν τὴν γῆν 7. και κατελάβαμεν την χώραν


αὐτῶν, καὶ ἔδωκα αὐτὴν ἐν των, την οποίαν έδωκα ως
κλήρῳ τῷ Ρουβὴν καὶ τῷ κληρονομίαν εις την φυλήν
Γαδδὶ καὶ τῷ ἡμίσει φυλῆς Ρουβήν, εις την ψυλήν Γαδ και
Μανασσῆ. στο ήμισυ της φυλής του
Μανασσή.

8. καὶ φυλάξεσθε ποιεῖν 8. Φροντίσατε να τηρήτε όλας


πάντας τοὺς λόγους τῆς τας εντολάς της διαθήκης
διαθήκης ταύτης, ἵνα συνῆτε αυτής, δια να κατανοήτε όλα
πάντα, ὅσα ποιήσετε. και να επιτυγχάνετε εις όλα
όσα θα κάνετε.

9. ῾Υμεῖς ἑστήκατε πάντες 9. Σεις όλοι σήμερον έχετε


σήμερον ἐναντίον Κυρίου τοῦ παρουσιασθή ενώπιον Κυρίου
Θεοῦ ὑμῶν, οἱ ἀρχίφυλοι του Θεού σας, οι αρχηγοί των
ὑμῶν καὶ ἡ γερουσία ὑμῶν καὶ φυλών σας, οι γεροντότεροι
οἱ κριταὶ ὑμῶν, καὶ οἱ από σας, οι δικασταί σας, οι
γραμματοεισαγωγεῖς ὑμῶν, αξιωματούχοι σας, όλοι οι
πᾶς ἀνὴρ ᾿Ισραήλ, Ισραηλίται,
10. αἱ γυναῖκες ὑμῶν καὶ τὰ 10. αι γυναίκες σας, τα παιδιά
ἔκγονα ὑμῶν καὶ ὁ σας, οι ξένοι οι οποίοι
προσήλυτος ὁ ἐν μέσῳ τῆς ευρίσκονται στο στρατόπεδόν
παρεμβολῆς ὑμῶν, ἀπὸ σας, όλοι μέχρι των
ξυλοκόπου ὑμῶν καὶ ἕως ξυλοκόπων και των
ὑδροφόρου ὑμῶν, υδροφόρων,

11. παρελθεῖν ἐν τῇ διαθήκῃ 11. έχετε παρουσιασθή, δια να


Κυρίου τοῦ Θεοῦ ὑμῶν καὶ ἐν περιληφθήτε εις την διαθήκην
ταῖς ἀραῖς αὐτοῦ, ὅσα Κύριος Κυρίου του Θεού σας και εις
ὁ Θεός σου διατίθεται πρὸς σὲ τας κατάρας αυτού εις
σήμερον, περίπτωσιν, κατά την οποίαν
θα παραβήτε όσα Κυριος ο
Θεός σας διατάσσει προς σας
σήμερον.

12. ἵνα στήσῃ σε αὐτῷ εἰς 12. Εάν όμως φανήτε υπάκοοι
λαόν, καὶ αὐτὸς ἔσται σου και ευπειθείς προς αυτόν, θα
Θεός, ὃν τρόπον εἶπέ σοι, καὶ σας αναδείξη λαόν του και
ὃν τρόπον ὤμοσε τοῖς πατράσι αυτός θα είναι ο Θεός σας,
σου, ῾Αβραὰμ καὶ ᾿Ισαὰκ καὶ όπως έχει υποσχεθή στους
᾿Ιακώβ. προπάτοράς σας, τον Αβραάμ,
τον 'Ισαακ και τον Ιακώβ.

13. καὶ οὐχ ὑμῖν μόνοις ἐγὼ 13. Και δεν συνάπτω εγώ ο
διατίθεμαι τὴν διαθήκην Μωϋσής με σας μόνον την
ταύτην καὶ τὴν ἀρὰν ταύτην, διαθήκην αυτήν και εις
περίπτωσιν παρανομιών σας
την κατάραν αυτήν,

14. ἀλλὰ καὶ τοῖς ὧδε οὖσι 14. αλλά και με εκείνους που
μεθ᾿ ὑμῶν σήμερον ἐναντίον σήμερον είναι εδώ μαζή σας,
Κυρίου τοῦ Θεοῦ ὑμῶν καὶ καθώς και με εκείνους που δεν
τοῖς μὴ οὖσι μεθ᾿ ὑμῶν ὧδε ευρίσκονται εις την
σήμερον. συγκέντρωσιν αυτήν, δηλαδή
με τους απογόνους σας, οι
οποίοι δεν έχουν ακόμη
γεννηθή. Αυτά δε ενώπιον
Κυρίου του Θεού σας.

15. ὅτι ὑμεῖς οἴδατε πῶς 15. Διότι σεις γνωρίζετε καλά
κατῳκήσαμεν ἐν γῇ Αἰγύπτῳ, πως κατοικήσαμεν εις την
ὡς παρήλθομεν ἐν μέσῳ τῶν Αίγυπτον και πως διήλθομεν
ἐθνῶν, οὓς παρήλθετε, δια μέσου των λαών από τας
χώρας των οποίων επεράσατε.

16. καὶ ἴδετε τὰ βδελύγματα 16. Είδατε τα μισητά και αηδή


αὐτῶν καὶ τὰ εἴδωλα αὐτῶν, αυτών πράγματα, τα είδωλά
ξύλον καὶ λίθον, ἀργύριον καὶ των τα ξύλινα και τα λίθινα, τα
χρυσίον, ἅ ἐστι παρ᾿ αὐτοῖς. αργυρά και χρυσά, που έχουν.
17. μή τίς ἐστιν ἐν ὑμῖν ἀνὴρ 17. Μηπως, τυχόν, παρ' όλα
ἢ γυνὴ ἢ πατριὰ ἢ φυλή, τίνος αυτά υπάρχει μεταξύ σας
ἡ διάνοια ἐξέκλινεν ἀπὸ άνδρας η γυναίκα, πατριά η
Κυρίου τοῦ Θεοῦ ὑμῶν φυλή των οποίων η καρδία
πορεύεσθαι λατρεύειν τοῖς έχει ξεμακρύνει και ξεκόψει
θεοῖς τῶν ἐθνῶν ἐκείνων; μὴ από Κυριον τον Θεόν σας,
τίς ἐστιν ἐν ὑμῖν ρίζα ἄνω ώστε να ακολουθή και να
φύουσα ἐν χολῇ καὶ πικρίᾳ; λατρεύη τους ειδωλικούς
θεούς των εθνών εκείνων;
Μηπως υπάρχει μεταξύ σας
καμμιά δηλητηριασμένη ρίζα,
από την οποίαν φυτρώνει
χολή και πικρία;

18. καὶ ἔσται ἐὰν ἀκούσῃ τὰ 18. Ας έχετε πάντοτε υπ' όψιν
ρήματα τῆς ἀρᾶς ταύτης καὶ σας ότι, εάν κανείς ακούση
ἐπιφημίσηται ἐν τῇ καρδίᾳ τας κατάρας αυτής της
αὐτοῦ λέγων· ὅσιά μοι διαθήκης και αλαζονευθή
γένοιτο, ὅτι ἐνῇ ἀποπλανήσει λέγων καθ' εαυτόν “εγώ θα
τῆς καρδίας μου πορεύσομαι, ζήσω σύμφωνα με τας
ἵνα μὴ συναπολέσῃ ὁ αμαρτωλάς επιθυμίας της
ἁμαρτωλὸς τὸν ἀναμάρτητον. καρδίας μου και όλα θα μου
πάνε καλά”, θα επέμβη και θα
τον τιμωρήση ο Θεός, δια να
μη επιδράση ο αμαρτωλός
αυτός επιβλαβώς επί τον
δίκαιον και τον παρασύρη
στον δρόμον της αμαρτίας.

19. οὐ μὴ θελήσει ὁ Θεὸς 19. Δεν θα θελήση ο Θεός να


εὐϊλατεῦσαι αὐτῷ, ἀλλ᾿ ἢ τότε ελεήση τον αλαζόνα αυτόν,
ἐκκαυθήσεται ὀργὴ Κυρίου καὶ αλλά θα ανάψη η οργή του
ὁ ζῆλος αὐτοῦ ἐν τῷ ἀνθρώπῳ Κυρίου και η ζηλοτυπία
ἐκείνῳ, καὶ κολληθήσονται ἐν εναντίον του ανθρώπου
αὐτῷ πᾶσαι αἱ ἀραὶ τῆς εκείνου και θα πέσουν επάνω
διαθήκης ταύτης αἱ του όλαι αι κατάραι αυτής της
γεγραμμέναι ἐν τῷ βιβλίῳ τοῦ διαθήκης, που είναι γραμμένοι
νόμου τούτου, καὶ ἐξαλείψει στο βιβλίον του Νομου, και θα
Κύριος τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐκ τῆς εξαλείψη Κυριος το όνομά του
ὑπὸ τὸν οὐρανόν· από την υπό τον ουρανόν.

20. καὶ διαστελεῖ αὐτὸν Κύριος 20. Θα αποχωρίση αυτόν ο


εἰς κακὰ ἐκ πάντων υἱῶν Κυριος και θα τον αποκόψη
᾿Ισραὴλ κατὰ πάσας τὰς ἀρὰς από τους άλλους Ισραηλίτας,
τῆς διαθήκης τὰς γεγραμμένας δια να τον παραδώση εις
ἐν τῷ βιβλίῳ τοῦ νόμου θλίψεις και συμφοράς,
τούτου. σύμφωνα με όλας τας
κατάρας της διαθήκης, αι
οποίαι είναι γραμμένοι στο
βιβλίον του Νομου τούτου.
21. καὶ ἐροῦσιν ἡ γενεὰ ἡ 21. Η δε κατόπιν γενεά, οι
ἑτέρα, οἱ υἱοὶ ὑμῶν, οἳ απόγονοί σας, οι οποίοι θα
ἀναστήσονται μεθ᾿ ὑμᾶς, καὶ ὁ έλθουν έπειτα από σας, και ο
ἀλλότριος, ὃς ἂν ἔλθῃ ἐκ γῆς ξένος που θα έλθη από
μακρόθεν, καὶ ὄψονται τὰς μακρυνήν χώραν, όταν ίδουν
πληγὰς τῆς γῆς ἐκείνης καὶ τὰς τας συμφοράς του έθνους σας
νόσους αὐτῆς, ἃς ἀπέστειλε και τας νόσους που έστειλεν
Κύριος ἐπ᾿ αὐτήν, εναντίον της χώρας σας ο
Κυριος,

22. θεῖον καὶ ἅλα 22. το θειάφι και το αλάτι που


κατακεκαυμένον, πᾶσα ἡ γῆ θα καίωνται, όλην την χώραν
αὐτῆς οὐ σπαρήσεται οὐδὲ η οποία θα σπείρεται και δεν
ἀνατελεῖ, οὐδὲ μὴ ἀναβῇ ἐπ᾿ θα καρποφορή και δεν θα
αὐτὴν πᾶν χλωρόν, ὥσπερ υπάρχη εις αυτήν κανένα
κατεστράφη Σόδομα και χλωρόν δένδρον, διότι θα έχη
Γόμορρα, ᾿Αδαμὰ καὶ Σεβωΐμ, καταστραφή, όπως τα Σοδομα
ἃς κατέστρεψε Κύριος ἐν και Γομορρα, η Αδαμά και η
θυμῷ καὶ ὀργῇ, Σεβωΐμ, τας οποίας ο Κυριος
επάνω εις την δικαίαν του
αγανάκτησιν και οργήν
κατέστρεψε,

23. καὶ ἐροῦσι πάντα τὰ ἔθνη· 23. όλοι αυτοί και όλα τα έθνη
διατὶ ἐποίησε Κύριος οὕτω τῇ θα ερωτήσουν· Διατί
γῇ ταύτῃ; τίς ὁ θυμὸς τῆς εξαπέστειλεν ο Κυριος τας
ὀργῆς ὁ μέγας οὗτος; τρομεράς καταστροφάς
εναντίον αυτής της χώρας; Εις
τι οφείλεται η μεγάλη αυτού
αγανάκτησις και οργή;

24. καὶ ἐροῦσιν· ὅτι κατέλιπον 24. Και θα απαντήσουν· Αυτά


τὴν διαθήκην Κυρίου τοῦ έγιναν διότι οι Ισραηλίται
Θεοῦ τῶν πατέρων αὐτῶν, ἃ κατεπάτησαν την διαθήκην
διέθετο τοῖς πατράσιν αὐτῶν, Κυρίου του Θεού των
ὅτε ἐξήγαγεν αὐτοὺς ἐκ γῆς πατέρων των, την οποίαν
Αἰγύπτου, συνήψε με τους προπάτοράς
των, όταν εβγαλε αυτούς
ελευθέρους από την χώραν
της Αιγύπτου·

25. καὶ πορευθέντες 25. διότι ηκολούθησαν και


ἐλάτρευσαν θεοῖς ἑτέροις, οὓς ελάτρευσαν άλλους θεούς,
οὐκ ἠπίσταντο, οὐδὲ διένειμεν τους οποίους δεν εγνώριζον
αὐτοῖς· προηγουμένως και τους
οποίους ούτε είχε ποτέ
επιτρέψει ο αληθινός Θεός.

26. καὶ ὠργίσθη θυμῷ Κύριος 26. Δια τούτο ωργίσθη ο


ἐπὶ τὴν γῆν ἐκείνην ἐπαγαγεῖν Κυριος εναντίον της χώρας
ἐπ᾿ αὐτὴν κατὰ πάσας τὰς εκείνης και έστειλε κατ' αυτής
κατάρας τὰς γεγραμμένας ἐν όλας τας κατάρας, αι οποίαι
τῷ βιβλίῳ τοῦ νόμου τούτου, είναι γραμμέναι στο βιβλίον
τούτου του Νομου.
27. καὶ ἐξῇρεν αὐτοὺς Κύριος 27. Τους εξερρίζωσεν ο Κυριος
ἀπὸ τῆς γῆς αὐτῶν ἐν θυμῷ από την χώραν των με θυμόν
καὶ ὀργῇ καὶ παροξυσμῷ και οργήν, με πολύ μεγάλον
μεγάλῳ σφόδρα, καὶ ἐξέβαλεν εξερεθισμόν, τους εξεδίωξεν
αὐτοὺς εἰς γῆν ἑτέραν ὡσεὶ εις άλλην χώραν όπου
νῦν. σήμερον υπάρχουν.

28. τὰ κρυπτὰ Κυρίῳ τῷ Θεῷ 28. Αι απόκρυφοι και βαθείαι


ἡμῶν, τὰ δὲ φανερὰ ἡμῖν καὶ βουλαί ανήκουν εις Κυριον τον
τοῖς τέκνοις ἡμῶν εἰς τὸν Θεόν μας. Γνωσταί δε και
αἰῶνα, ποιεῖν πάντα τὰ ρήματα φανεραί είναι εις ημάς και εις
τοῦ νόμου τούτου. τα τέκνα μας δια μέσου των
αιώνων όλαι αι εντολαί του
θείου τούτου Νομου, τας
οποίας πρέπει να τηρούμεν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 30 (λ)

Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ.


Κολιτσάρα

1. ΚΑΙ ἔσται ὡς ἂν ἔλθωσιν 1. Οταν όλα αυτά τα λόγια


ἐπὶ σὲ πά ντα τὰ ρ ήμ ατα του Θεού πραγματοποιηθούν
ταῦτα, ἡ εὐλογία καὶ ἡ εις σας, η ευλογία του Θεού
κατάρα, ἣν ἔδωκα πρὸ και η κατάρα που εγώ
προσώπου σου, καὶ δέξῃ εἰς παρουσίασα ενώπιόν σας, και
τὴν καρδίαν σου ἐν πᾶσι τοῖς αποδεχθήτε αυτά με όλην σας
ἔθνεσιν, οὗ ἐὰν διασκορπίσῃ την καρδίαν εκεί εις τα έθνη,
σε Κύριος ἐκεῖ, εις τα οποία θα σας έχη
διασκορπίσεις δια τας
αμαρτίας σας ο Κυριος,

2. καὶ ἐπιστραφήσῃ ἐπὶ Κύριον 2. και εν μετανοία


τὸν Θεόν σου καὶ εἰσακούσῃ επιστρέψετε προς Κυριον τον
τῆς φωνῆς αὐτοῦ κατὰ πάντα, Θεόν σας, υπακούοντες με
ὅσα ἐγὼ ἐντέλλομαί σοι όλην σας την καρδίαν και με
σήμερον, ἐξ ὅλης τῆς καρδίας όλην σας την ψυχήν εις
σου, καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς εκείνα, τα οποία εγώ σήμερον
σου, σας διατάσσω,

3. καὶ ἰάσεται Κύριος τὰς 3. ο Κυριος θα συγχωρήση και


ἁμαρτίας σου καὶ ἐλεήσει σε θα θεραπεύση τας αμαρτίας
καὶ πάλιν συνάξει σε ἐκ σας, θα σας ελεήση και θα σας
πάντων τῶν ἐθνῶν, εἰς οὓς συγκεντρώση πάλιν εις την
διεσκόρπισέ σε Κύριος ἐκεῖ. πατρίδα σας από όλα τα έθνη,
ανάμεσα εις τα οποία σας είχε
διασκορπίσει.

4. ἐὰν ᾖ ἡ διασπορά σου ἀπ᾿ 4. Και αν ακόμη έχετε


ἄκρου τοῦ οὐρανοῦ ἕως διασκορπισθή από το ένα έως
ἄκρου τοῦ οὐρανοῦ, ἐκεῖθεν το άλλο άκρον του ουρανού,
συνάξει σε Κύριος ὁ Θεός σου, και από εκεί θα σας
καὶ ἐκεῖθεν λήψεταί σε Κύριος επαναφέρη Κυριος ο Θεός σας
ὁ Θεός σου· εις την πατρίδα σας και από
εκεί θα σας παραλάβη.
5. καὶ εἰσάξει σε ὁ Θεός σου 5. Ο Θεός σας θα σας
ἐκεῖθεν εἰς τὴν γῆν, ἣν επαναφέρη και θα σας
ἐκληρονόμησαν οἱ πατέρες εισαγάγη από εκεί εις την
σου, καὶ κληρονομήσεις χώραν, την οποίαν
αὐτήν· καὶ εὖ σε ποιήσει καὶ εκληρονόμησαν οι πρόγονοί
πλεοναστόν σε ποιήσει ὑπὲρ σας, και την οποίαν θα
τοὺς πατέρας σου. κληρονομήσετε τώρα σεις. Θα
σας ευλογήση ο Θεός και θα
σας αναδείξη πολύ
περισσοτέρους εις αριθμόν,
παρ' όσον τους προπάτοράς
σας.

6. καὶ περικαθαριεῖ Κύριος τὴν 6. Ο Κυριος θα καθαρίση και


καρδίαν σου καὶ τὴν καρδίαν θα εξαγνίση την καρδίαν σας
τοῦ σπέρματός σου, ἀγαπᾶν και την καρδίαν των
Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης απογόνων σας, δια να
τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης αγαπάτε Κυριον τον Θεόν σας
τῆς ψυχῆς σου, ἵνα ζῇς σύ. με όλην σας την καρδίαν και
με όλην σας την ψυχήν, και να
σας δώσει έτσι ο Θεός
μακρότητα βίου.

7. καὶ δώσει Κύριος ὁ Θεός 7. Εάν σεις μετανοήσετε και


σου τὰς ἀρὰς ταύτας ἐπὶ τοὺς συμμορφωθήτε προς το θείον
ἐχθρούς σου καὶ ἐπὶ τοὺς θέλημα, τότε ο Κυριος θα
μισοῦντάς σε, οἳ ἐδίωξάν σε. εξαποστείλη αυτάς τας
κατάρας εναντίον των εχθρών
σας, εναντίον εκείνων που σας
μισούν και σας έχουν
καταδιώξει.

8. καὶ σὺ ἐπιστραφήσῃ καὶ 8. Σεις δε θα επιστρέψετε εν


εἰσακούσῃ τῆς φωνῆς Κυρίου μετανοία προς το Κυριον, θα
τοῦ Θεοῦ σου καὶ ποιήσεις τὰς υπακούσετε εις την φωνήν
ἐντολὰς αὐτοῦ, ὅσα ἐγὼ Κυρίου του Θεού σας και θα
ἐντέλλομαί σοι σήμερον, τηρήσετε τα εντολάς του,
αυτάς τας οποίας εγώ
σήμερον σας δίδω,

9. καὶ πολυωρήσει σε Κύριος ὁ 9. ο δε Κυριος θα ενδιαφερθή,


Θεός σου ἐν παντὶ ἔργῳ τῶν θα φροντίση και θα ευλογήση
χειρῶν σου, ἐν τοῖς ἐκγόνοις σας εις όλα τα έργα των
τῆς κοιλίας σου καὶ ἐν τοῖς χειρών σας, εκ τα παιδιά σας,
ἐκγόνοις τῶν κτηνῶν σου καὶ εις τα γεννήματα των ζώων
ἐν τοῖς γενήμασι τῆς γῆς σου· σας και εις τα προϊόντα της
ὅτι ἐπιστρέψει Κύριος ὁ Θεός χώρας σας. Διότι Κυριος ο
σου εὐφρανθῆναι ἐπὶ σοὶ εἰς Θεός σας θα επιστρέψη με
ἀγαθά, καθότι εὐφράνθη ἐπὶ ευλογίας προς σας και θα
τοῖς πατράσι σου, ευφρανθή με τα αγαθά που θα
σας δώση, όπως ηυφράνθη με
τα αγαθά που είχε δώσει
στους προπάτοράς σας.
10. ἐὰν εἰσακούσῃς τῆς φωνῆς 10. Αυτά θα γίνουν, εάν
Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου, υπακούσετε εις την φωνήν
φυλάσσεσθαι τὰς ἐντολὰς Κυρίου του Θεού σας και
αὐτοῦ καὶ τὰ δικαιώματα τηρήσετε τας εντολάς αυτού,
αὐτοῦ καὶ τὰς κρίσεις αὐτοῦ τον νόμον του και τα
τὰς γεγραμμένας ἐν τῷ βιβλίῳ προστάγματά του, που είναι
τοῦ νόμου τούτου, ἐὰν γραμμένα στο βιβλίον του
ἐπιστραφῇς ἐπὶ Κύριον τὸν Νομου τούτου, εάν δηλαδή
Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας επιστρέψετε προς Κυριον τον
σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς Θεόν σας με όλην σας την
σου. καρδίαν και με όλην σας την
ψυχήν.

11. ῞Οτι ἡ ἐντολὴ αὕτη, ἣν 11. Αυτή δε η εντολή, την


ἐγὼ ἐντέλλομαί σοι σήμερον, οποίαν εγώ σήμερον σας δίδω,
οὐχ ὑπέρογκός ἐστιν οὐδὲ δεν είναι βαρεία και
μακρὰν ἀπὸ σοῦ ἐστιν. υπερβολική, ούτε ευρίσκεται
μακράν από σας.

12. οὐκ ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω 12. Δεν είναι επάνω στον


ἐστὶ λέγων· τίς ἀναβήσεται ουρανόν, ώστε να
ἡμῖν εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ αναγκασθήτε να είπητε· Ποιός
λήψεται ἡμῖν αὐτήν, καὶ είναι δυνατόν να ανεβή στον
ἀκούσαντες αὐτὴν ποιήσομεν; ουρανόν, να πάρη την
εντολήν αυτήν, να μας την
ανακοινώση, και ημείς
ακούσαντες να την
εφαρμόσωμεν;

13. οὐδὲ πέραν τῆς θαλάσσης 13. Ούτε ευρίσκεται πέραν


ἐστὶ λέγων· τίς διαπεράσει από την θάλασσαν, ώστε να
ἡμῖν εἰς τὸ πέραν τῆς είπη κανείς· Ποιός θα
θαλάσσης καὶ λήψεται ἡμῖν διαπλεύση προς χάριν ημών
αὐτήν, καὶ ἀκουστὴν ἡμῖν στο άλλο άκρον της
ποιήσῃ αὐτήν, καὶ ποιήσομεν; θαλάσσης, δια να πάρη προς
χάριν μας την εντολήν, να μας
την καταστήση γνωστήν,
ώστε ημείς να την
εφαρμόσωμεν;

14. ἐγγύς σού ἐστι τὸ ρῆμα 14. Ο λόγος του Κυρίου είναι
σφόδρα ἐν τῷ στόματί σου πολύ πλησίον σας, στο στόμα
καὶ ἐν τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν σας δια να τον ομολογήτε, εις
ταῖς χερσί σου ποιεῖν αὐτό. την καρδίαν σας δια να τον
πιστεύετε, εις τα χέρια σας δια
να τον εφαρμόζετε.

15. ᾿Ιδοὺ δέδωκα πρὸ 15. Ιδού έχω θέσει ενώπιόν


προσώπου σου σήμερον τὴν σας σήμερον την ζωήν και τον
ζωήν καὶ τὸν θάνατον, τὸ θάνατον, το αγαθόν και το
ἀγαθὸν καὶ τὸ κακόν. κακόν.
16. ἐὰν εἰσακούσῃς τὰς 16. Εάν υπακούσετε εις τας
ἐντολὰς Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου, εντολάς Κυρίου του Θεού σας,
ἃς ἐγὼ ἐντέλλομαί σοι τας οποίας εγώ σήμερον σας
σήμερον, ἀγαπᾶν Κύριον τὸν δίδω, να αγαπάτε δηλαδή
Θεόν σου, πορεύεσθαι ἐν Κυριον τον Θεόν σας, να
πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ καὶ πορεύεσθε εις όλας τας οδούς
φυλάσσεσθαι τὰ δικαιώματα αυτού, να τηρήτε τους νόμους
αὐτοῦ καὶ τὰς κρίσεις αὐτοῦ, του και τας διατάξστου, τότε
καὶ ζήσεσθε, καὶ πολλοὶ θα ζήσετε και θα γίνετε
ἔσεσθε, καὶ εὐλογήσει σε πολυάριθμοι θα σας ευλογήση
Κύριος ὁ Θεός σου ἐν πάσῃ τῇ Κυριος ο Θεός σας εις όλην
γῇ, εἰς ἣν εἰσπορεύῃ ἐκεῖ την χώραν, εις την οποίαν
κληρονομῆσαι αὐτήν. εισέρχεσθε, δια να την
καταλάβετε.

17. καὶ ἐὰν μεταστῇ ἡ καρδία 17. Εάν όμως αλλάξη η καρδία
σου καὶ μὴ εἰσακούσῃς καὶ σας και δεν υπακούσετε τον
πλανηθεὶς προσκυνήσῃς θεοῖς Κυριον σας, πλανώμενοι δε
ἑτέροις καὶ λατρεύσῃς αὐτοῖς, προσκυνήσετε και λατρεύσετε
θεούς άλλους,

18. ἀναγγέλλω σοι σήμερον 18. αναγγέλλω σήμερον προς


ὅτι ἀπωλείᾳ ἀπολεῖσθε καὶ οὐ σας ότι ολακληρωτικώς θα
μὴ πολυήμεροι γένησθε ἐπὶ καταστραφήτε και δεν θα
τῆς γῆς, εἰς ἣν ὑμεῖς ζήσετε επί πολύ εις την
διαβαίνετε τὸν ᾿Ιορδάνην ἐκεῖ χώραν, προς την οποίαν
κληρονομῆσαι αὐτήν. διαβαίνοντες τον Ιορδάνην
ποταμόν πηγαίνετε να την
κληρονομήσετε.

19. διαμαρτύρομαι ὑμῖν 19. Επικαλούμαι σήμερον


σήμερον τόν τε οὐρανὸν καὶ ενώπιόν σας μάρτυρας τον
τὴν γῆν, τὴν ζωὴν καὶ τὸν ουρανόν και την γην, ότι έχω
θάνατον δέδωκα πρὸ θέσει εμπρός εις σας την ζωήν
προσώπου ὑμῶν, τὴν και τον θάνατον, την ευλογίαν
εὐλογίαν καὶ τὴν κατάραν· και την κατάραν. Διαλέξετε
ἔκλεξαι τὴν ζωὴν σύ, ἵνα λοιπόν την ζωήν, δια να
ζήσῃς σὺ καὶ τὸ σπέρμα σου, ζήσετε ευτυχισμένοι, σεις και
οι απόγονοί σας.

20. ἀγαπᾶν Κύριον τὸν Θεόν 20. Μα αγαπάτε Κυριον τον


σου, εἰσακούειν τῆς φωνῆς Θεόν σας, να υπακούετε εις
αὐτοῦ καὶ ἔχεσθαι αὐτοῦ· ὅτι την φωνήν του, να μένετε με
τοῦτο ἡ ζωή σου καὶ ἡ σταθερότητα κοντά του. Διότι
μακρότης τῶν ἡμερῶν σου, αυτό είναι η ζωη σας, η
κατοικεῖν ἐπὶ τῆς γῆς, ἧς μακροβιότης σας, η παραμονή
ὤμοσε Κύριος τοῖς πατράσι σας και η μόνιμος
σου ῾Αβραὰμ καὶ ᾿Ισαὰκ καὶ εγκατάστασίς σας εις την
᾿Ιακὼβ δοῦναι αὐτοῖς. χώραν, την οποίαν ο Κυριος
ωρκίσθη στους προπάτοράς
σας, τον Αβραάμ, τον Ισαάκ
και τον Ιακώβ, ότι θα δώση εις
αυτούς.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 31 (λα)
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ.
Κολιτσάρα

1. ΚΑΙ συνετέλεσε Μωυσῆς 1. Ο Μωϋσής ετελείωσε


λαλῶν πάντας τοὺς λόγους διδάσκων όλα αυτά τα λόγια
τούτους πρὸς πάντας υἱοὺς του Θεού προς όλους τους
᾿Ισραήλ, Ισραηλίτας.

2. καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· 2. Κατόπιν δε είπε προς


ἑκατὸν καὶ εἴκοσιν ἐτῶν ἐγώ αυτούς· “εγώ είμαι σήμερον
εἰμι σήμερον· οὐ δυνήσομαι εκατόν είκοσι έτων· δεν
ἔτι εἰσπορεύεσθαι καὶ ημπορώ πλέον να
ἐκπορεύεσθαι, Κύριος δὲ εἶπε πηγαινοέρχομαι. Εξ άλλου ο
πρός με· οὐ διαβήσῃ τὸν Κυριος μου είχε πει· Δεν θα
᾿Ιορδάνην τοῦτον. διαβής συ αυτόν τον Ιορδάνην
ποταμόν.

3. Κύριος ὁ Θεός σου ὁ 3. Επαναλαμβάνω προς σας


προπορευόμενος πρὸ και πάλιν· Κυριος ο Θεός σας,
προσώπου σου, αὐτὸς ο οποίος προπορεύεται
ἐξολοθρεύσει τὰ ἔθνη ταῦτα ενώπιόν σας, αυτός θα
ἀπὸ προσώπου σου, καὶ εξολοθρεύση από εμπρός σας
κατακληρονομήσεις αὐτούς· αυτά τα έθνη, και σεις θα τα
καὶ ᾿Ιησοῦς ὁ προπορευόμενος κληρονομήσετε. Ο δε Ιησούς
πρὸ προσώπου σου, καθὰ του Ναυή θα είναι πλέον ο
ἐλάλησε Κύριος. αρχηγός σας, όπως είπε προς
εμέ ο Κυριος.

4. καὶ ποιήσει Κύριος ὁ Θεός 4. Εναντίον των λαών


σου αὐτοῖς καθὼς ἐποίησε εκείνων, που κατέχουν την
Σηὼν καὶ ῎Ωγ, τοῖς δυσὶ γην της Επαγγελίας, θα κάμη ο
βασιλεῦσι τῶν ᾿Αμορραίων, οἳ Κυριος ο,τι έκαμε στους δύο
ἦσανπέραν τοῦ ᾿Ιορδάνου, καὶ βασιλείς των Αμορραίων, τον
τῇ γῇ αὐτῶν, καθότι Σηών και τον Ωγ, οι οποίοι
ἐξωλόθρευσεν αὐτούς· ήσαν ανατολικώς του
Ιορδάνου, ο,τι έκαμε και εις
την χώραν των, διότι, όπως
γνωρίζετε, εξωλόθρευσεν
αυτούς και τους λαούς των.

5. καὶ παρέδωκεν αὐτοὺς 5. Ετσι έχει παραδώσει τους


Κύριος ὑμῖν, καὶ ποιήσετε λαούς της Χαναάν εις τα χέρια
αὐτοῖς, καθότι ἐνετειλάμην σας ο Κυριος, και θα κάμετε
ὑμῖν. εις αυτούς ο,τι εγώ σας
διέταξα.

6. ἀνδρίζου καὶ ἴσχυε, μὴ 6. Να είσθε λοιπόν ανδρείοι


φοβοῦ μηδὲ δειλιάσης μηδὲ και θαρραλέοι· μη φοβηθήτε,
πτοηθῇς ἀπὸ προσώπου μη δειλιάσετε, μη πτοηθήτε
αὐτῶν, ὅτι Κύριος ὁ Θεός σου από αυτούς, διότι Κυριος ο
ὁ προπορευόμενος μεθ᾿ ὑμῶν Θεός σας, που είναι μαζή σας,
ἐν ὑμῖν, οὔτε μή σε ἀνῇ, οὔτε προπορεύεται από σας και
μή σε ἐγκαταλίπῃ. ούτε προς στιγμήν θα σας
αφήση ούτε, πολύ
περισσότερον, ολοτελώς θα
σας εγκαταλείψη”.
7. καὶ ἐκάλεσε Μωυσῆς 7. Εκάλεσεν ο Μωϋσής τον
᾿Ιησοῦν καὶ εἶπεν αὐτῷ ἔναντι Ιησούν και είπε προς αυτόν
παντὸς ᾿Ισραήλ· ἀνδρίζου καὶ ενώπιον όλου του
ἴσχυε, σὺ γὰρ εἰσελεύσῃ πρὸ Ισραηλιτικού λαού· “έχε
προσώπου τοῦ λαοῦ τούτου θάρρος, να είσαι γενναίος.
εἰς τὴν γῆν, ἣν ὤμοσε Κύριος Διότι συ, προπορευόμενος ως
τοῖς πατράσιν ὑμῶν δοῦναι αρχηγός του λαού τούτου θα
α ὐ τ ο ῖ ς , κ α ὶ σ ὺ εισέλθης εις την χώραν, την
κατακληρονομήσεις αὐτὴν οποίαν Κυριος ο Θεός ωρκίσθη
αὐτοῖς· στους προπάτοράς μας, ότι θα
τους δώση. Συ θα κατακτήσης
αυτήν και θα την διανείμης εις
αυτούς.

8. καὶ Κύριος ὁ 8. Ο δε Κυριος, ο οποίος


συμπορευόμενος μετὰ σοῦ πορεύεται μαζή σου, δεν θα
οὐκ ἀνήσει σε, οὐδὲ μή σε σε αφήση ουδέ προς στιγμήν
ἐγκαταλίπῃ· μὴ φοβοῦ μηδὲ ούτε ποτέ θα σε εγκαταλείψη
δειλία. μόνον. Μη φοβήσαι λοιπόν και
μη δειλιάζης”.

9. Καὶ ἔγραψε Μωυσῆς τὰ 9. Ο Μωϋσής κατέγραψε τους


ρήματα τοῦ νόμου τούτου εἰς λόγους του Νομου τούτου εις
βιβλίον καὶ ἔδωκε τοῖς ἱερεῦσι βιβλίον, το οποίον έδωκεν
τοῖς υἱοῖς Λευὶ τοῖς αἴρουσι τὴν στους ιερείς της φυλής Λευϊ,
κιβωτὸν τῆς διαθήκης Κυρίου, τους μεταφέροντας την
καὶ τοῖς προσβυτέροις τῶν Κιβωτόν της Διαθήκης του
υἱῶν ᾿Ισραήλ. Κυρίου και στους
πρεσβυτέρους των
Ισραηλιτών.

10. καὶ ἐνετείλατο Μωυσῆς 10. Κατά δε την ημέραν


αὐτοῖς ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ εκείνην διέταξεν αυτούς ο
λέγων· μετὰ ἑπτὰ ἔτη ἐν Μωϋσής λέγων· “κάθε επτά
καιρῷ ἐνιαυτοῦ ἀφέσεως ἐν έτη κατά το έτος της
ἑορτῇ σκηνοπηγίας, απελευθερώσεως των δούλων
και της αφέσεως των χρεών,
κατά την εορτήν της
Σκηνοπηγίας,

11. ἐν τῷ συμπορεύεσθαι 11. όταν όλοι οι Ισραηλίται θα


πάντα ᾿Ισραὴλ ὀφθῆναι πηγαίνουν να εμφανισθούν
ἐνώπιον Κυρίου τοῦ Θεοῦ ενώπιον Κυρίου του Θεού σας
ὑμῶν, ἐν τῷ τόπῳ ᾧ ἂν στον τόπον, τον οποίον θα
ἐκλέξηται Κύριος, εκλέξη ο Κυριος ως ναόν του,
ἀναγνώσεσθε τὸν νόμον θα αναγνώσετε τον Νομον
τοῦτον ἐναντίον παντὸς τούτον ενώπιον όλων των
᾿Ισραὴλ εἰς τὰ ὦτα αὐτῶν· Ισραηλιτών, δια να τον
ακούσουν όλοι.
12. ἐκκλησιάσας τὸν λαόν, 12. Αφού συγκεντρώσετε τον
τοὺς ἄνδρας καὶ τὰς γυναῖκας λαόν, τους άνδρας, τας
καὶ τὰ ἔκγονα καὶ τὸν γυναίκας, τα παιδιά και τους
προσήλυτον τὸν ἐν ταῖς ξένους που υπάρχουν εις τας
πόλεσιν ὑμῶν, ἵνα ἀκούσωσι πόλεις σας, θα αναγνώσετε
καὶ ἵνα μάθωσι φοβεῖσθαι τον νόμον, δια να τον
Κύριον τὸν Θεὸν ὑμῶν, καὶ ακούσουν όλοι και να μάθουν
ἀκούσονται ποιεῖν πάντας τούς έτσι να ευλαβούνται και να
λόγους τοῦ νόμου τούτου· φοβούνται Κυριον τον Θεόν
σας και να τηρούν όλας τας
εντολάς του νόμου τούτου.

13. καὶ οἱ υἱοὶ αὐτῶν, οἳ οὐκ 13. Και τα παιδιά των, τα


οἴδασιν, ἀκούσονται καὶ οποία δεν γνωρίζουν τον
μαθήσονται φοβεῖσθαι Κύριον νόμον, θα τον ακούσουν και
τὸν Θεόν σου πάσας τὰς θα μάθουν να φοβούνται
ἡμέρας, ὅσας αὐτοὶ ζῶσιν ἐπὶ Κυριον τον Θεόν σας όλας τας
τῆς γῆς, εἰς ἣν ὑμεῖς ημέρας, κατά τας οποίας θα
διαβαίνετε τὸν ᾿Ιορδάνην ἐκεῖ ζουν εις την χώραν, προς την
κληρονομῆσαι αὐτήν. οποίαν σεις διαβαίνοντες τον
Ιορδάνην πηγαίνετε, δια να
την κληρονομήσετε”.

14. Καὶ εἶπε Κύριος πρὸς 14. Ο δε Κυριος είπε προς τον
Μωυσῆν· ἰδοὺ ἐγγίκασιν αἱ Μωϋσήν· “ιδού επλησίασαν αι
ἡμέραι τοῦ θανάτου σου· ημέραι του θανάτου σου·
κάλεσον ᾿Ιησοῦν καὶ στῆτε κάλεσε τον Ιησούν του Ναυή,
παρὰ τὰς θύρας τῆς σκηνῆς σταθήτε πλησίον εις την
τοῦ μαρτυρίου, καὶ ἐντελοῦμαι θύραν της Σκηνής του
αὐτῷ. καὶ ἐπορεύθη Μωυσῆς Μαρτυρίου και εγώ θα δώσω
καὶ ᾿Ιησοῦς εἰς τὴν σκηνὴν εις αυτόν εντολάς”. Ο Μωϋσής
τοῦ μαρτυρίου, καὶ ἔστησαν μαζή με τον Ιησούν του Ναυή
παρὰ τὰς θύρας τῆς σκηνῆς επορεύθη εις την Σκηνήν του
τοῦ μαρτυρίου. Μαρτυρίου και εστάθησαν
πλησίον εις την θύραν της
Σκηνής του Μαρτυρίου.

15. καὶ κατέβη Κύριος ἐν 15. Κατέβη ο Κυριος μέσα εις


νεφέλῃ καὶ ἔστη παρὰ τὰς την νεφέλην και εστάθη εις
θύρας τῆς σκηνῆς τοῦ την θύραν της Σκηνής του
μαρτυρίου, καὶ ἔστη ὁ στύλος Μαρτυρίου. Εκεί, παρά την
τῆς νεφέλης παρὰ τὰς θύρας θύραν της Σκηνής του
τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου. Μαρτυρίου, εστάθη και ο
στύλος της νεφέλης.
16. καὶ εἶπε Κύριος πρὸς 16. Είπεν ο Κυριος προς τον
Μωυσῆν· ἰδοὺ σὺ κοιμᾷ μετὰ Μωϋσήν· “ιδού, έφθασεν ο
τῶν πατέρων σου, καὶ καιρός κατά τον οποίον θα
ἀναστὰς οὗτος ὁ λαὸς κοιμηθής συ μαζή με τους
ἐκπορνεύσει ὀπίσω θεῶν πατέρας σου. Αλλά ο λαός
ἀλλοτρίων τῆς γῆς, εἰς ἣν αυτός θα ξεσηκωθή και
οὗτος εἰσπορεύεται, καὶ εγκαταλείπων εμέ τον
καταλείψουσί με καὶ αληθινόν Θεόν θα εκτραπή εις
διασκεδάσουσι τὴν διαθήκην πορνείαν ακολουθών τους
μου, ἣν διεθέμην αὐτοῖς. ξένους, τους φαύλους θεούς
της χώρας, εις την οποίαν
αυτός σήμερον εισέρχεται.
Ετσι δε θα με εγκαταλείψουν
και θα διαλύσουν την
συμφωνίαν, την οποίαν είχα
συνάψει με αυτούς.

17. καὶ ὀργισθήσομαι θυμῷ εἰς 17. Τοτε δε θα οργισθώ οργήν


αὐτοὺς ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ καὶ μεγάλην εναντίον των κατά
καταλείψω αὐτοὺς καὶ την ημέραν εκείνην, θα τους
ἀποστρέψω τὸ πρόσωπόν μου εγκαταλείψω, θα αποστρέψω
ἀπ᾿ αὐτῶν, καὶ ἔσται από αυτούς το πρόσωπόν μου
κατάβρωμα, καὶ εὑρήσουσιν και αβοήθητοι πλέον αυτοί
αὐτὸν κακὰ πολλὰ καὶ θλίψεις, από εμέ, θα καταφαγωθούν
καὶ ἐρεῖ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ· και θα καταστραφούν από
διότι οὐκ ἔστι Κύριος ὁ Θεός τους εχθρούς των. Θα τους
μου ἐν ἐμοί, εὕροσάν με τὰ εύρουν πολλά κακά και πολλαί
κακὰ ταῦτα. θλίψεις, και τότε θα είπουν·
Μας ευρήκαν αυταί αι
συμφοραί, διότι δεν υπάρχει
πλέον μαζή μας Κυριος ο Θεός
μας.

18. ἐγὼ δὲ ἀποστροφῇ 18. Εγώ δε θα αποστρέψω με


ἀποστρέψω τὸ πρόσωπόν μου αγανάκτησιν το πρόσωπόν
ἀπ᾿ αὐτῶν ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ μου από αυτούς κατά την
διὰ πάσας τὰς κακίας, ἃς ημέραν εκείνην δι' όλας τας
ἐποίησαν, ὅτι ἀπέστρεψαν ἐπὶ παρανομίας, τας οποίας
θεοὺς ἀλλοτρίους. διέπραξαν με το να στραφούν
και ακολουθήσουν ξένους
θεούς.

19. καὶ νῦν γράψατε τὰ 19. Γράψατε, λοιπόν, τώρα τα


ρήματα τῆς ᾠδῆς ταύτης καὶ λόγια της επομένης ωδής,
διδάξατε αὐτὴν τοὺς υἱοὺς διδάξατέ την στους
᾿Ισραὴλ καὶ ἐμβαλεῖτε αὐτὴν Ισραηλίτας, θέσατέ την εις τα
εἰς τὸ στόμα αὐτῶν, ἵνα στόματά των, ώστε αυτή η
γένηταί μοι ἡ ᾠδὴ αὕτη κατὰ ωδή να γίνη μία καταμαρτυρία
πρόσωπον μαρτυροῦσα ἐν εναντίον των Ισραηλιτών.
υἱοῖς ᾿Ισραήλ.
20. εἰσάξω γὰρ αὐτοὺς εἰς τὴν 20. Διότι εγώ μεν θα εισαγάγω
γῆν τὴν ἀγαθήν, ἣν ὤμοσα αυτούς εις την εύφορον και
τοῖς πατράσιν αὐτῶν δοῦναι πλουσίαν γην, την οποίαν
αὐτοῖς, γῆν ρέουσαν γάλα καὶ ωρκίσθην στους προπάτοράς
μέλι, καὶ φάγονται καὶ των ότι θα τους δώσω, την
ἐμπλησθέντες κορήσουσι· καί γην που ρέει γάλα και μέλι.
ἐπιστραφήσονται ἐπὶ θεοὺς Εκεί θα φάγουν και θα
ἀλλοτρίους καὶ λατρεύσουσιν εμπλησθούν μέχρι κορεσμού.
αὐτοῖς καὶ παροξυνοῦσί με καὶ Επειτα όμως θα στραφούν και
διασκεδάσουσι τὴν διαθήκην θα ακολουθήσουν ξένους
μου. θεούς και θα λατρεύσουν
αυτούς και θα διαλύσουν την
διαθήκην μου και θα γίνουν
αιτία να εξοργισθώ εναντίον
των.

21. καὶ ἀντικαταστήσεται ἡ 21. Τοτε δε θα ορθωθή


ᾠδὴ αὕτη κατὰ πρόσωπον εναντίον των αυτή η ωδή,
μαρτυροῦσα, οὐ γὰρ μὴ καταμαρτυρούσα εις βάρος
ἐπιλησθῇ ἀπὸ στόματος των· διότι δεν θα λησμονηθή
αὐτῶν καὶ ἀπὸ στόματος τοῦ αυτή και δεν θα παύση να
σπέρματος αὐτῶν· ἐγὼ γὰρ απαγγέλλεται από το στόμα
οἶδα τὴν πονηρίαν αὐτῶν, ὅσα των και από το στόμα των
ποιοῦσιν ὧδε σήμερον πρὸ απογόνων των. Θα γίνουν
τοῦ εἰσαγαγεῖν με αὐτοὺς εἰς αυτά, διότι εγώ γνωρίζω πολύ
τὴν γῆν τὴν ἀγαθήν, ἣν καλά τας πονηρίας των, όσα
ὤμοσα τοῖς πατράσιν αὐτῶν. διαπράττουν εδώ σήμερον
πριν τους εισαγάγω εις την
εύφορον και πλουσίαν γην,
την οποίαν ωρκίσθηκα στους
πατέρας των”.

22. καὶ ἔγραψε Μωυσῆς τὴν 22. Ο Μωϋσής έγραψεν αυτήν


ᾠδὴν ταύτην ἐν ἐκείνῃ τῇ την ωδήν κατά την ημέραν
ἡμέρᾳ καὶ ἐδίδαξεν αὐτὴν εκείνην και την εδίδαξεν στους
τοὺς υἱοὺς ᾿Ισραήλ. Ισραηλίτας.

23. καὶ ἐνετείλατο Μωυσῆς 23. Εδωσε δε εντολήν στον


᾿Ιησοῖ καὶ εἶπεν· ἀνδρίζου καὶ Ιησούν του Ναυή και του είπε·
ἴσχυε, σὺ γὰρ εἰσάξεις τοὺς “να είσαι ανδρείος, να είσαι
υἱοὺς ᾿Ισραὴλ εἰς τὴν γῆν, ἣν γενναίος, διότι συ θα
ὤμοσεν αὐτοῖς Κύριος, καὶ οδηγήσης τους Ισραηλίτας
αὐτὸς ἔσται μετὰ σοῦ. μέσα εις την γην, την οποίαν
ωρκίσθη προς αυτούς ο
Κυριος. Αυτός δε ο Κυριος θα
είναι μαζή σου”.

24. ῾Ηνίκα δὲ συνετέλεσε 24. Οτε ο Μωϋσής ετελείωσε


Μωυσῆς γράφων πάντας τοὺς γράφων όλους τους λόγους
λόγους τοῦ νόμου τούτου εἰς του νόμου τούτου εις βιβλίον
βιβλίον ἕως εἰς τέλος, μέχρι τέλους,

25. καὶ ἐνετείλατο τοῖς 25. διέταξέ τους Λευΐτας, τους


Λευίταις τοῖς αἴρουσι τὴν μεταφέροντας την Κιβωτόν
κιβωτὸν τῆς διαθήκης Κυρίου της Διαθήκης του Κυρίου
λέγων· λέγων·
26. λαβόντες τὸ βιβλίον τοῦ 26. “λάβετε το βιβλίον του
νόμου τούτου θήσετε αὐτὸ ἐκ Νομου τούτου και θέσατέ το
πλαγίων τῆς κιβωτοῦ τῆς παραπλεύρως της Κιβωτού της
διαθήκης Κυρίου τοῦ Θεοῦ Διαθήκης Κυρίου του Θεού
ὑμῶν, καὶ ἔσται ἐκεῖ ἐν σοὶ εἰς σας· εκεί θα είναι πάντοτε δια
μαρτύριον. να μαρτυρή εις σας το θέλημα
του Θεού. Θα είναι και μάρτυς
κατηγορίας,

27. ὅτι ἐγὼ ἐπίσταμαι τὸν 27. διότι εγώ γνωρίζω ότι
ἐρεθισμόν σου καὶ τὸν είσθε λαός ευερέθιστος και
τράχηλόν σου τὸν σκληρόν· σκληροτράχηλος, αφού, ενώ
ἔτι γὰρ ἐμοῦ ζῶντος μεθ᾿ εγώ ζω ακόμη μαζή σας μέχρι
ὑ μ ῶ ν σ ή μ ε ρ ο ν , σήμερον, σεις επικραίνετε
παραπικραίνοντες ἦτε τὰ πρὸς συνεχώς Κυριον τον Θεόν,
τὸν Θεόν, πῶς οὐχὶ καὶ πως και μετά τον θάνατόν μου
ἔσχατον τοῦ θανάτου μου; δεν θα πράξετε τα ίδια;

28. ἐκκλησιάσατε πρός με 28. Συγκεντρώσατε ενώπιόν


τοὺς φυλάρχους ὑμῶν καὶ μου τους αρχηγούς των
τοὺς πρεσβυτέρους ὑμῶν καὶ φυλών, τους πρεσβυτέρους
τοὺς κριτὰς ὑμῶν καὶ τοὺς σας, τους δικαστάς σας και
γραμματοεισαγωγεῖς ὑμῶν, ἵνα τους γραμματείς σας, δια να
λαλήσω εἰς τὰ ὦτα αὐτῶν ομιλήσω εις τα αυτιά των
πάντας τοὺς λόγους τούτους, όλους αυτούς τους λόγους και
καὶ διαμαρτύρωμαι αὐτοῖς τόν να καλέσω τον ουρανόν και
τε οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν· την γην μάρτυρας εναντίον
των.

29. οἶδα γὰρ ὅτι ἔσχατον τῆς 29. Γνωρίζω πολύ καλά ότι
τελευτῆς μου ἀνομίᾳ μετά τον θάνατόν μου θα
ἀνομήσετε καὶ ἐκκλινεῖτε ἐκ παρανομήσετε, θα
τῆς ὁδοῦ, ἧς ἐνετειλάμην παρεκκλίνετε από τον δρόμον,
ὑμῖν, καὶ συναντήσεται ὑμῖν τον οποίον εγώ σας έδωσα
τὰ κακὰ ἔσχατον τῶν ἡμερῶν, εντολήν να ακολουθήτε. Και
ὅτι ποιήσετε τὰ πονηρὰ το αποτέλεσμα θα είναι ότι θα
ἐναντίον Κυρίου παροργίσαι σας εύρουν πολλαί συμφοραί
αὐτὸν ἐν τοῖς ἔργοις τῶν έπειτα από ολίγον χρόνον,
χειρῶν ὑμῶν. διότι θα διαπράξετε πονηρίας
εναντίον του Κυρίου, ώστε να
τον παροργίσετε με τα
αμαρτωλά έργα των χειρών
σας”.

30. καὶ ἐλάλησε Μωυσῆς εἰς 30. Μετά ταύτα ο Μωϋσής


τὰ ὦτα πάσης ἐκκλησίας τὰ μίλησε εις τα αυτιά όλης της
ρήματα τῆς ᾠδῆς ταύτης ἕως συγκεντρώσεως τα λόγια της
εἰς τέλος. επομένης ωδής μέχρι τέλους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 32 (λβ)

Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ.


Κολιτσάρα
1. ΠΡΟΣΕΧΕ οὐρανέ, καὶ 1. Πρόσεχε ουρανέ, διότι θα
λαλήσω, καὶ ἀκουέτω ἡ γῆ ομιλήσω και ας ακούση η γη
ρήματα ἐκ στόματός μου. τα λόγια του στόματός μου.

2. προσδοκάσθω ὡς ὑετὸς τὸ 2. Οπως περιμένει η γη την


ἀπόφθεγμά μου, καὶ βροχήν, έτσι και οι άνθρωποι
καταβήτω ὡς δρόσος τὰ ας περιμένουν τα
ρήματά μου, ὡσεὶ ὄμβρος ἐπ᾿ βαθυστόχαστα αυτά λόγια
ἄγνωστιν καὶ ὡσεὶ νιφετὸς ἐπὶ μου. Ας κατεβούν εις την γην
χόρτον. τα λόγια μου, όπως η δροσιά
και η πλουσία βροχή εις την
χλόην και όπως η χιών στο
χάρτον.

3. ὅτι τὸ ὄνομα Κυρίου 3. Διότι το όνομα του Κυρίου


ἐκάλεσα· δότε μεγαλωσύνην ανέφερα. Δοξάσατε και
τῷ Θεῷ ἡμῶν. μεγαλύνατε τον Θεόν μας !

4. Θεός, ἀληθινὰ τὰ ἔργα 4. Αυτός είναι Θεός, του


αὐτοῦ, καὶ πᾶσαι αἱ ὁδοὶ οποίου τα έργα είναι γνήσια
αὐτοῦ κρίσεις· Θεὸς πιστός, και αληθινά και όλαι αι εντολαί
καὶ οὐκ ἔστιν ἀδικία, δίκαιος του δίκαιαι. Είναι Θεός
καὶ ὅσιος Κύριος. αξιόπιστος, δεν υπάρχει εις
αυτόν τίποτε το άδικον. Ο
Κυριος είναι δίκαιος και άγιος.

5. ἡμάρτοσαν οὐκ αὐτῷ τέκνα 5. Οι Ισραηλίται ημάρτησαν


μωμητά, γενεὰ σκολιὰ καὶ εναντίον του. Δια τούτο και
διεστραμμένη. δεν είναι ιδικά του παιδιά,
είναι παιδιά γεμάτα πτώσεις
και μομφάς, γενεά άδικος και
διεστραμμένη.

6. ταῦτα Κυρίῳ ἀνταποδίδοτε; 6. Αυτά λοιπόν ανταποδίδετε


οὕτω λαὸς μωρὸς καὶ οὐχὶ στον Κυριον; Τοσον πολύ
σοφός; οὐκ αὐτὸς οὗτός σου μωρός λαός και ασύνετος
πατὴρ ἐκτήσατό σε καὶ είσθε; Ο Θεός αυτός δεν είναι
ἐποίησέ σε καὶ ἔπλασέ σε; ο πατήρ, ο οποίος σας έκαμε
ιδικούς του υιούς, σας έδωσε
ύπαρξιν και σας έπλασε;

7. μνήσθητε ἡμέρας αἰῶνος, 7. Ενθυμηθήτε τους


σύνετε ἔτη γενεᾶς γενεῶν· περασμένους αιώνας,
ἐπερώτησον τὸν πατέρα σου, αναλογισθήτε τα έτη των
καὶ ἀναγγελεῖ σοι, τοὺς περασμένων γενεών. Ρωτησε
πρεσβυτέρους σου, καὶ ἐροῦσί τον πατέρα σου και θα σου
σοι. αναγγείλη ποίος είναι ο Θεός
σου, ρώτησε τους
γεροντοτέρους σου και αυτοί
θα σου είπουν.
8. ὅτε διεμέριζεν ὁ ῞Υψιστος 8. Οτε ο Θεός διεμέριζε τα
ἔθνη, ὡς διέσπειρεν υἱοὺς έθνη εις τα διάφορα μέρη της
᾿Αδάμ, ἔστησεν ὅρια ἐθνῶν γης και ώριζε τας περιοχάς
κατὰ ἀριθμὸν ἀγγέλων Θεοῦ, όπου θα μένουν, όταν
διέσπειρε τους απογόνους του
Αδάμ εις τα διάφορα σημεία
της γης, καθώριζε και τα
σύνορα των εθνών σύμφωνα
με τον αριθμόν των αγγέλων,
που θα ήσαν οι φύλακές των.

9. καὶ ἐγενήθη μερίς Κυρίου 9. Ο Ιακώβ όμως, οι


λαὸς αὐτοῦ ᾿Ιακώβ, σχοίνισμα Ισραηλίται που προήλθον από
κληρονομίας αὐτοῦ ᾿Ισραήλ. αυτόν, έγιναν το ιδιαίτερον
μερίδιον του Κυρίου, λαός ως
ιδιαιτέρα του κληρονομική
μερίς.

10. αὐτάρκησεν αὐτὸν ἐν γῇ 10. Ο Θεός έκαμε τον λαόν


ἐρήμῳ, ἐν δίψει καύματος ἐν αυτόν αυτάρκη εις περιοχήν
γῇ ἀνύδρῳ· ἐκύκλωσεν αὐτὸν έρημον και άγονον, και εν
καὶ ἐπαίδευσεν αὐτὸν καὶ καιρώ δίψης και καύματος
διεφύλαξεν αὐτὸν ὡς κόρην ηλίου εις την γην, εις τόπον
ὀφθαλμοῦ, ξηρόν και άνυδρον τους
έδωσεν ύδωρ. Ωδήγησεν
αυτούς κύκλω δια της ερήμου,
τους επαιδαγώγησε με
θλίψεις, τους διεφύλαξεν
ωσάν κόρην οφθαλμού.

11. ὡς ἀετὸς σκεπάσαι 11. Ο Θεός είναι σαν τον


νοσσιὰν αὐτοῦ καὶ ἐπὶ τοῖς αετόν ο οποίος σκεπάζει και
νεοσσοῖς αὐτοῦ ἐπεπόθησε, προστατεύει την φωλεάν του,
διεὶς τὰς πτέρυγας αὐτοῦ αγαπά με πάθος τους
ἐδέξατο αὐτοὺς καὶ ἀνέλαβεν νεοσσούς του και απλώσας
αὐτοὺς ἐπὶ τῶ μεταφρένων τας πτέρυγάς του έλαβε και
αὐτοῦ. ετοποθέτησεν αυτούς επάνω
εις την ράχιν του.

12. Κύριος μόνος ἦγεν αὐτοὺς 12. Ο Κυριος, αυτός μόνος


καὶ οὐκ ἦν μετ᾿ αὐτῶν θεὸς ωδηγούσε τους προπάτοράς
ἀλλότριος. μας και δεν υπήρχε ξένος
Θεός μαζή με αυτούς.

13. ἀνεβίβασεν αὐτοὺς ἐπὶ τὴν 13. Ανεβίβασεν αυτούς εις


ἰσχὺν τῆς γῆς, ἐψώμισεν ισχυρά μέρη της γης, εις τα
αὐτοὺς γενήματα ἀγρῶν· όρη της γης της Επαγγελίας,
ἐθήλασαν μέλι ἐκ πέτρας καὶ έδωκεν εις αυτούς άρτους τα
ἔλαιον ἐκ στερεᾶς πέτρας, γενήματα των αγρών.
Εθήλασαν μέλι από βράχους
και έλαιον από ελαιόδενδρα
φυτευμένα εις πετρώδη
βουνά.
14. βούτυρον βοῶν καὶ γάλα 14. Εφαγαν βούτυρον βοών,
προβάτων μετὰ στέατος έπιαν γάλα προβάτων,
ἀρνῶν καὶ κριῶν, υἱῶν ταύρων εχόρτασαν με παχείς κριους
καὶ τράγων, μετὰ στέατος και αμνούς, με μοσχάρια και
νεφρῶν πυροῦ, καὶ αἷμα τράγους· έφαγον μεστωμένον
σταφυλῆς ἔπιον οἶνον. σίτον, όμοιον με λιπαρούς
νεφρούς και σαν κατακόκκινον
αίμα έπιαν κρασί από
σταφύλια.

15. καὶ ἔφαγεν ᾿Ιακὼβ καὶ 15. Εφαγεν ο ισραηλιτικός


ἐνεπλήσθη, καὶ ἀπελάκτισεν ὁ λαός και εχόρτασε με το
ἠγαπημένος, ἐλιπάνθη, παραπάνω. Και όμως ο
ἐπαχύνθη, ἐπλατύνθη· καὶ ηγαπημένος αυτός λαός
ἐγκατέλιπε τὸν Θεὸν τὸν εκλώτσησε τον Θεόν.
ποιήσαντα αὐτὸν καὶ ἀπέστη Ελιπάνθη, επαχύνθη, ηυξήθη
ἀπὸ Θεοῦ σωτῆρος αὐτοῦ. εις λαόν πολύν και όμως
εγκατέλιπε τον Θεόν τον
δημιουργόν του και
απεμακρύνθη από τον Θεόν
τον σωτήρα του.

16. παρώξυνάν με ἐπ᾿ 16. Με παρώργισαν εναντίον


ἀλλοτρίοις, ἐν βδελύγμασιν των, διότι ελάτρευσαν ξένους
αὐτῶν παρεπίκρανάν με· θεούς, με κατεπίκραναν με τα
αηδιαστικά είδωλα, που
προσεκύνησαν.

17. ἔθυσαν δαιμονίοις καὶ οὐ 17. Προσέφεραν θυσίας εις τα


Θεῷ, θεοῖς, οἷς οὐκ ᾔδεισαν· δαιμόνια και όχι εις εμέ τον
καινοὶ καὶ πρόσφατοι ἥκασιν, αληθινόν Θεόν, εις
οὓς οὐκ ᾔδεισαν οἱ πατέρες ειδωλολατρικούς θεούς, τους
αὐτῶν. οποίους δεν εγνώριζον· ήσαν
αυτοί θεοί καινούργιοι, που
τώρα τελευταία έχουν έλθει,
και τους οποίους δεν
εγνώριζαν οι πρόγονοί των.

18. Θεὸν τὸν γεννήσαντά σε 18. Αφήκες, ισραηλιτικέ λαέ,


ἐγκατέλιπες καὶ ἐπελάθου τον Θεόν που σε εγέννησε,
Θεοῦ τοῦ τρέφοντός σε. και ελησμόνησες τον Θεόν
που σε έθρεψε και σε τρέφει.

19. καὶ εἶδε Κύριος καὶ 19. Και ο Θεός είδε την
ἐζήλωσε καὶ παρωξύνθη δι᾿ αγάπην και την λατρείαν σου
ὀργὴν υἱῶν αὐτοῦ καὶ προς τα είδωλα, εζηλοτύπησε
θυγατέρων και ωργίσθη με θυμόν
μεγάλον εναντίον τέτοιων
υιών και θυγατέρων,
20. καὶ εἶπεν· ἀποστρέψω τὸ 20. και είπε· θα αποστρέψω
πρόσωπόν μου ἀπ᾿ αὐτῶν καὶ το πρόσωπόν μου από
δείξω τί ἔσται αὐτοῖς ἐπ᾿ αυτούς, θα φανερώσω εις
ἐσχάτων ἡμερῶν· ὅτι γενεὰ αυτούς τι θα τους συμβή
ἐξεστραμμένη ἐστίν, υἱοί, οἷς αργότερα εξ αιτίας της
οὐκ ἔστι πίστις ἐν αὐτοῖς. αποστασίας των, διότι είναι
γενεά διεστραμμένη, υιοί από
τους οποίους έχει λείψει η
πίστις των προς εμέ.

21. αὐτοὶ παρεζήλωσάν με ἐπ᾿ 21. Αυτοί έγιναν αιτία να


οὐ Θεῷ, παρώξυνάν με ἐν τοῖς ζηλοτυπήσω, διότι
εἰδώλοις αὐτῶν· κἀγὼ ελάτρευσαν ανύπαρκτον
παραζηλώσω αὐτοὺς ἐπ᾿ οὐκ Θεόν, με εξηρέθισαν να
ἔθνει, ἐπὶ ἔθνει ἀσυνέτῳ οργισθώ, διότι ελάτρευσαν τα
παροργιῶ αὐτούς. είδωλα. Θα τους κάμω και εγώ
να ζηλοτυπήσουν παραδίδων
αυτούς δούλους εις
ειδωλολατρικά έθνη, θα τους
κάμω να δυσφορήσουν και
αγανακτήσουν, όταν τους
παραδώσω εις βάρβαρον
ειδωλολατρικόν έθνος.

22. ὅτι πῦρ ἐκκέκαυται ἐκ τοῦ 22. Διότι άναψε πλέον η


θυμοῦ μου, καυθήσεται ἕως φωτιά του θυμού μου· το πυρ
ᾅδου κάτω, καταφάγεται γῆν της οργής μου θα φθάση
καὶ τὰ γενήματα αὐτῆς, φλέξει κάτω έως στον άδην, θα
θεμέλια ὀρέων. καταφάγη την γην και τα
προϊόντα της, θα καταφλέξη
και θα ζώση με φλόγες τα
θεμέλια των ορέων.

23. συνάξω εἰς αὐτοὺς κακὰ 23. Πολυαρίθμους θα


καὶ τὰ βέλη μου συντελέσω εἰς επισωρεύσω εναντίον των
αὐτούς. θλίψεις και συμφοράς· θα
εξαντλήσω τα βέλη μου
κτυπών αυτούς.

24. τηκόμενοι λιμῷ καὶ βρώσει 24. Θα λυώνουν από την


ὀρνέων καὶ ὀπισθότονος πείναν, θα γίνουν τροφή εις
ἀνίατος· ὀδόντας θηρίων τα όρνεα, θα συσπάται
ἐπαποστελῶ εἰς αὐτοὺς μετὰ οδυνηρώς και αθεραπεύτως η
θυμοῦ συρόντων ἐπὶ γῆν. ράχις των. Θηρία που θα
τρίζουν τα δόντια των θα
στείλω εναντίον των·
δηλητηριώδη ερπετά
εξερεθισμένα θα σύρωνται εις
την γην των, δια να τους
πλήξουν.
25. ἔξωθεν ἀτεκνώσει αὐτοὺς 25. Εξω από τας οικίας των η
μάχαιρα καὶ ἐκ τῶν ταμιείων εχθρική μάχαιρα θα αφήση
φόβος· νεανίσκος σὺν τους γονείς χωρίς τέκνα, μέσα
παρθένῳ, θηλάζων μετὰ εις τα σπίτια θα κυριαρχή ο
καθεστηκότος πρεσβύτου. φόβος. Τρομοκρατημένοι θα
είναι ο νεανίσκος και η
παρθένος, το βρέφος που
θηλάζει και ο γέρων της
προχωρημένης ηλικίας.

26. εἶπα· διασπερῶ αὐτούς, 26. Είχα πει και αποφασίσει να


παύσω δὲ ἐξ ἀνθρώπων τὸ διασκορπίσω αυτούς ανάμεσα
μνημόσυνον αὐτῶν, εις τα έθνη και να εξαλείψω
την ανάμνησίν των μεταξύ
των ανθρώπων.

27. εἰ μὴ δι᾿ ὀργὴν ἐχθρῶν, 27. Και θα επραγματοποίουν


ἵνα μὴ μακροχρονίσωσιν, ἵνα αυτήν μου την απόφασιν, εάν
μὴ συνεπιθῶνται οἱ δεν είχα οργισθή εναντίον των
ὑπεναντίοι, μὴ εἴπωσιν· ἡ χεὶρ εχθρών των. Δεν θέλω να
ἡμῶν ἡ ὑψηλὴ καὶ οὐχὶ Κύριος γίνουν οι εχθροί των
ἐποίησε ταῦτα πάντα. μακροχρονιώτεροι και
ισχυρότεροι από αυτούς, δια
να μη καυχώνται και λέγουν·
Η ιδική μας μεγάλη δύναμις
επέφερε κατά των Ισραηλιτών
αυτάς τας καταστροφάς και
όχι ο Κυριος.

28. ὅτι ἔθνος ἀπολωλεκὸς 28. Ο ισραηλιτικός λαός έχει


βουλήν ἐστι, καὶ οὐκ ἔστιν ἐν χάσει τα λογικά του, έχασε
αὐτοῖς ἐπιστήμη. την ορθοφροσύνην του, δεν
γνωρίζει τι πράττει.

29. οὐκ ἐφρόνησαν συνιέναι 29. Δεν θέλησαν να


ταῦτα· καταδεξάσθωσαν εἰς συνετισθούν και να
τὸν ἐπιόντα χρόνον. κατανοήσουν αυτά. Ας
υποστούν λοιπόν κατά τον
επακολουθούντα καιρόν τας
συνεπείας της αφροσύνης και
πονηρίας των.

30. πῶς διώξεται εἷς χιλίους 30. Είναι άφρονες, διότι δεν
καὶ δύο μετακινήσουσι εννοούν, πως είναι δυνατόν
μυριάδας, εἰ μὴ ὁ Θεὸς ένας εχθρός να καταδιώξη
ἀπέδοτο αὐτοὺς καὶ Κύριος χιλίους άνδρας του Ισραήλ,
παρέδωκεν αὐτούς; και δύο εχθροί να τρέψουν εις
φυγήν δεκάδας χιλιάδων
Ισραηλίτας, εάν δεν
εγκατέλιπεν αυτούς ο Κυριος
και δεν τους παρέδιδεν στους
εχθρούς των;
31. ὅτι οὐκ εἰσὶν ὡς ὁ Θεὸς 31. Διάτι ο Θεός μας δεν είναι
ἡμῶν οἱ θεοὶ αὐτῶν· οἱ δὲ ανίσχυρος, σαν τους θεούς
ἐχθροὶ ἡμῶν ἀνόητοι. των ειδωλολατρών· οι εχθροί
μας είναι ανόητοι και δεν
ημπορούν να ίδουν και να
εννοήσουν αυτά.

32. ἐκ γὰρ ἀμπέλου Σοδόμων 32. Αμπελος ιδική μου ήτο ο


ἡ ἄμπελος αὐτῶν, καὶ ἡ ισραηλιτικός λαός· τώρα όμως
κληματὶς αὐτῶν ἐκ Γομόρρας· είναι αμπέλι που προέρχεται
ἡ σταφυλὴ αὐτῶν σταφυλὴ από τα διεφθαρμένα Σοδομα,
χολῆς, βότρυς πικρίας αὐτοῖς· τα κλήματά των από την
διεφθαρμένην Γομόρραν. Ο
καρπός της αποστασίας των,
τα σταφύλια της αμπέλου
αυτής, είναι χολή και πικρία.

33. θυμὸς δρακόντων ὁ οἶνος 33. Ο οίνος των τους μεθά και
αὐτῶν καὶ θυμὸς ἀσπίδων τους εξερεθίζει μέχρι του
ἀνίατος. θυμού δρακόντων, τους
επιφέρει αθεράπευτον θυμόν
σαν της εξωργισμένης οχιάς.

34. οὐκ ἰδοὺ ταῦτα συνῆκται 34. Μηπως τάχα αι αποστασίαι


παρ᾿ ἐμοὶ καὶ ἐσφράγισται ἐν αυταί και αι συνέπειαί των δεν
τοῖς θησαυροῖς μου; έχουν συγκεντρωθή και
καταγραφή εις βιβλίον που
έχει σφραγισθή και αποτεθή
στους θησαυρούς μου;

35. ἐν ἡμέρᾳ ἐκδικήσεως 35. Αναμφιβόλως θα


ἀνταποδώσω, ἐν καιρῷ, ὅταν τιμωρήσω αυτούς εις ημέραν,
σφαλῇ ὁ ποῦς αὐτῶν, ὅτι που θα εκδηλωθή η οργή μου,
ἐγγὺς ἡμέρα ἀπωλείας αὐτοῖς, όταν θα σκοντάψουν τα πόδια
καὶ πάρεστιν ἕτοιμα ὑμῖν. των. Πλησιάζει η ημέρα της
καταστροφής των, όλα είναι
έτοιμα δια την τιμωρίαν των.

36. ὅτι κρινεῖ Κύριος τὸν λαὸν 36. Ο δίκαιος Θεός θα κρίνη
αὐτοῦ καὶ ἐπὶ τοῖς δούλοις και θα τιμωρήση τον λαόν του
αὐτοῦ παρακληθήσεται· εἶδε και θα πάρη ικανοποίησιν εν
γὰρ παραλελυμένους αὐτοὺς τη δικαιοσύνη του από τους
καὶ ἐκλελοιπότας ἐν ἐπαγωγῇ αποοτατήσαντας δούλους
καὶ παρειμένους. του· διότι θα τους ίδη
παραλελυμένους λιπόψυχους
και εξηντλημένους από την
εξορίαν, εγκαταλελειμμένουν
και απροστατεύτους.

37. καὶ εἶπε Κύριος· ποῦ εἰσιν 37. Και ο Κυριος θα είπη τότε·
οἱ θεοὶ αὐτῶν, ἐφ᾿ οἷς που είναι οι θεοί των, στους
ἐπεποίθεισαν ἐπ᾿ αὐτοῖς; οποίους είχον πεποίθησιν;
38. ὧν τὸ στέαρ τῶν θυσιῶν 38. Που είναι οι θεοί, των
αὐτῶν ἠσθίετε καὶ ἐπίνετε τὸν οποίων το λίπος των θυσιών
οἶνον τῶν σπονδῶν αὐτῶν; των ετρώγατε και τον οίνον
ἀναστήτωσαν καὶ των σπονδών των επίνατε; Ας
βοηθησάτωσαν ὑμῖν καὶ σηκωθούν τώρα, ας σας
γενηθήτωσαν ὑμῖν σκεπασταί. βοηθήσουν, ας γίνουν
προστάται σας !

39. ἴδετε ἴδετε ὅτι ἐγώ εἰμι, καὶ 39. Ιδέτε καλά, ιδέτε ότι εγώ
οὐκ ἔστι Θεὸς πλὴν ἐμοῦ· ἐγὼ είμαι ο αληθινός Θεός και δεν
ἀποκτενῶ καὶ ζῆν ποιήσω, υπάρχει άλλος Θεός εκτός από
πατάξω κἀγὼ ἰάσομαι, καὶ οὐκ εμέ. Εγώ θανατώνω και εγώ
ἔστιν ὃς ἐξελεῖται ἐκ τῶν ζωοποιώ· εγώ θα πλήξω και
χειρῶν μου. εγώ θα θεραπεύσω. Δεν
υπάρχει κανείς οποίος θα
ημπορέση να βγάλη άνθρωπον
από τα χέρια μου.

40. ὅτι ἀρῶ εἰς τὸν οὐρανὸν 40. Σηκώνω στον ουρανόν το
τὴν χεῖρά μου καὶ ὀμοῦμαι τῇ χέρι μου, ορκίζομαι εις την
δεξιᾷ μου καὶ ἐρῶ· ζῶ ἐγὼ εἰς υψωμένην παντοδύναμον
τὸν αἰῶνα, δεξιάν μου και λέγω· Εγώ
είμαι ο αιώνιος και
αναλλοίωτος Θεός.

41. ὅτι παροξυνῶ ὡς 41. Ορκίζομαι ότι θα κάμω


ἀστραπὴν τὴν μάχαιράν μου, κοπτεράν την μάχαιράν μου
καὶ ἀνθέξεται κρίματος ἡ χείρ ωσάν την αστραπήν, ότι το
μου, καὶ ἀποδώσω δίκην τοῖς χέρι μου θα αποστείλη την
ἐχθροῖς καὶ τοῖς μισοῦσί με δικαίαν τιμωρίαν κατά πάσης
ἀνταποδώσω· κακίας· θα τιμωρήσω τους
εχθρούς και θα ανταποδώσω
ο,τι πρέπει εις εκείνους, που
με μισούν.

42. μεθύσω τὰ βέλη μου ἀφ᾿ 42. Τα βέλη μου θα μεθύσουν


αἵματος, καὶ ἡ μάχαιρά μου από το αίμα, που θα χυθή, η
φάγεται κρέα, ἀφ᾿ αἵματος μάχαιρά μου θα φάγη κρέατα
τραυματιῶν καὶ αἰχμαλωσίας, αμαρτωλών, θα ικανοποιηθή η
ἀπὸ κεφαλῆς ἀρχόντων δικαιοσύνη μου από το αίμα
ἐχθρῶν. των φονευομένων και των
αιχμαλώτων, από κεφάλια
αρχόντων, που θα πέσουν.
43. εὐφράνθητε, οὐρανοί, ἅμα 43. Δια την απόδοσιν αυτήν
αὐτῷ, καὶ προσκυνησάτωσαν της δικαιοσύνης ας χαρούν οι
αὐτῷ πάντες ἄγγελοι Θεοῦ· ουρανοί μαζή με τον Κυριον,
εὐφράνθητε, ἔθνη μετὰ τοῦ ας προσκυνήσουν αυτόν όλοι
λαοῦ αὐτοῦ, καὶ οι άγγελοί του. Χαρήτε λαοί
ἐνισχυσάτωσαν αὐτῷ πάντες μαζή με τον λαόν του Θεού·
υἱοὶ Θεοῦ· ὅτι τὸ αἷμα τῶν ας ενισχύσουν τον λαόν του
υἱῶν αὐτοῦ ἐκδικᾶται, καὶ Θεού όλοι όσοι είναι υιοί του
ἐκδικήσει καὶ ἀνταποδώσει Θεού, διότι ο Θευς εκδικείται
δίκην τοῖς ἐχθροῖς καὶ τοῖς το αίμα των υιών του. Θα
μισοῦσιν ἀνταποδώσει, καὶ αποδώση το δίκαιον, θα
ἐκκαθαριεῖ Κύριος τὴν γῆν τοῦ τιμωρήση τους εχθρούς του
λαοῦ αὐτοῦ. και στους μισούντας αυτόν θα
ανταποδώση κατά τα έργα
των και έτσι θα καθαρίση την
χώραν του λαού του από τα
κακά στοιχεία”.

44. Καὶ ἔγραψε Μωυσῆς τὴν 44. Αυτήν την ωδήν την
ᾠδὴν ταύτην ἐν τῇ ἡμέρᾳ έγραψεν ο Μωϋσής κατά την
ἐκείνῃ καὶ ἐδίδαξεν αὐτὴν ημέραν εκείνην και την
τοὺς υἱοὺς ᾿Ισραήλ. καὶ εδίδαξεν στους Ισραηλίτας.
εἰσῆλθε Μωυσῆς καὶ ἐλάλησε Εισήλθε δε στον ισραηλιτικόν
πάντας τοὺς λόγους τοῦ λαόν και είπε εις τα αυτιά του
νόμου τούτου εἰς τὰ ὦτα τοῦ λαού, αυτός και ο Ιησούς του
λαοῦ, αὐτὸς καὶ ᾿Ιησοῦς ὁ τοῦ Ναυή, όλους τους λόγους του
Ναυή. νόμου τούτου.

45. καὶ συνετέλεσε Μωυσῆς 45. Ετελείωσεν έτσι ο Μωϋσής


λαλῶν παντὶ ᾿Ισραήλ. ομιλών προς τους Ισραηλίτας.

46. καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· 46. Ομως προσέθεσε προς


προσέχετε τῇ καρδίᾳ ἐπὶ αυτούς και τα εξής· “δώσατε
πάντας τοὺς λόγους τούτους, προσοχήν από την καρδιά σας
οὓς ἐγὼ διαμαρτύρομαι ὑμῖν εις όλους τους λόγους αυτούς,
σήμερον, ἃ ἐντελεῖσθε τοῖς τους οποίους εγώ σήμερον
υἱοῖς ὑμῶν φυλάσσειν καὶ κατά τον πλέον επίσημον και
ποιεῖν πάντας τοὺς λόγους τοῦ έντονον τρόπο σας
νόμου τούτου· ανεκοίνωσα, ότι θα διατάξετε
τα παιδιά σας να φυλάσσουν
και να τηρούν όλους τους
λόγους του Νομου τούτου.

47. ὅτι οὐχὶ λόγος κενὸς οὗτος 47. Διότι δεν είναι λόγος
ὑμῖν, ὅτι αὕτη ἡ ζωὴ ὑμῶν, αυτός κενός και μάταιος, αλλά
καὶ ἕνεκεν τοῦ λόγου τούτου αυτή αύτη η ζωη σας· διότι
μακροημερεύσετε ἐπὶ τῆς γῆς, εφ' όσον θα εφαρμόσετε τον
εἰς ἣν ὑμεῖς διαβαίνετε τὸν νόμον τούτον του Θεού, θα
᾿Ιορδάνην ἐκεῖ κληρονομῆσαι μακροημερεύσετε ασφαλείς
αὐτήν. και ευτυχείς εις την γην, δια
την κληρονομίαν της οποίας
τώρα διαβαίνετε τον
Ιορδάνην.
48. Καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς 48. Και ο Κυριος ωμίλησε προς
Μωυσῆν ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ τον Μωϋσήν κατά την ημέραν
λέγων· εκείνην λέγων·

49. ἀνάβηθι εἰς τὸ ὄρος τὸ 49. “ανέβα εις την οροσειράν


᾿Αβαρὶμ τοῦτο, ὄρος Ναβαῦ, ὅ αυτήν Αβαρίμ, στο όρος
ἐστιν ἐν γῇ Μωὰβ κατὰ Ναβαύ, που υπάρχει εις την
πρόσωπον ῾Ιεριχώ, καὶ ἰδὲ τὴν χώραν Μωάβ, απέναντι από
γῆν Χαναάν, ἣν ἐγὼ δίδωμι την Ιεριχώ, και ιδέ την γην
τοῖς υἱοῖς ᾿Ισραήλ, εἰς Χαναάν, την οποίαν εγώ δίδω
κατάσχεσιν, στους Ισραηλίτας προς
κατάκτησιν,

50. καὶ τελεύτα ἐν τῷ ὄρει, εἰς 50. και απόθανε εκεί επάνω
ὃ ἀναβαίνεις ἐκεῖ, καὶ στο όρος που θα ανεβής, και
προστέθητι πρὸς τὸν λαόν έτσι θα πρσατεθής στον λαόν
σου, ὃν τρόπον ἀπέθανεν σου, όπως και ο Ααρών ο
᾿Ααρὼν ὁ ἀδελφός σου ἐν ῍Ωρ αδελφός σου, ο οποίος
τῷ ὄρει, καὶ προσετέθη πρὸς απέθανεν στο όρος Ωρ, και
τὸν λαὸν αὐτοῦ, προσετέθη στον λαόν του.

51. ὅτι ἠπειθήσατε τῷ ρήματί 51. Αποθνήσκετε, συ και ο


μου ἐν τοῖς υἱοῖς ᾿Ισραὴλ ἐπὶ Ααρών, χωρίς να εισέλθετε εις
τοῦ ὕδατος ἀντιλογίας Κάδης την γην της Επαγγελίας, διότι
ἐν τῇ ἐρήμῳ Σίν, διότι οὐχ παρηκούσατε την εντολήν μου
ἡγιάσατέ με ἐν τοῖς υἱοῖς ενώπιον των Ισραηλιτών εις
᾿Ισραήλ· την θέσιν “ύδωρ αναλογίας”,
που ευρίσκεται εις Καδης μέσα
εις την έρημον Σιν. Εδείξατε
ανυπακοήν και δεν με
εδοξάσατε ενώπιον των
Ισραηλιτών.

52. ὅτι ἀπέναντι ὄψῃ τὴν γῆν 52. Ανέβα λοιπόν στο όρος,
καὶ ἐκεῖ οὐκ εἰσελεύσῃ. διότι από εκεί θα ίδης την γην
της Επαγγελίας, εις την οποίαν
όμως δεν θα εισέλθης”.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 33 (λγ)

Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ.


Κολιτσάρα

1. ΚΑΙ αὕτη ἡ εὐλογία ἣν 1. Αυτή δε είναι η ευλογία, με


ηὐλόγησε Μωυσῆς ἄνθρωπος την οποίαν ο Μωϋσής, ο
τοῦ Θεοῦ τοὺς υἱοὺς ᾿Ισραὴλ άνθρωπος του Θεού,
πρὸ τῆς τελευτῆς αὐτοῦ· ευλόγησε τους Ισραηλίτας προ
της τελευτής του,
2. καὶ εἶπε· Κύριος ἐκ Σινὰ ἥκει 2. και είπε· “ο Κυριος ήλθεν
καὶ ἐπέφανεν ἐκ Σηεὶρ ἡμῖν καὶ από το όρος Σινά, έλαμψεν η
κατέσπευσεν ἐξ ὄρους Φαρὰν παρουσία του προς σας στο
σὺν μυριάσι Κάδης, ἐκ δεξιῶν όρος Σηείρ, έφθασε ταχέως
αὐτοῦ ἄγγελοι μετ᾿ αὐτοῦ. στο οροπέδιον Φαράν,
εφάνηκε με τας μυριάδας των
αγγέλων του ως συνοδούς του
εις Καδης· μαζή του και εκ
δεξιών του υπήρχον τα
τάγματα των αγγέλων.

3. καὶ ἐφείσατο τοῦ λαοῦ 3. Ελυπήθη ο Κυριος τον λαόν


αὐτοῦ, καὶ πάντες οἱ του και τον έσωσε. Ολοι αυτοί
ἡγιασμένοι ὑπὸ τὰς χεῖράς οι Ισραηλίται, οι αφιερωμένοι
σου· καὶ οὗτοι ὑπὸ σέ εἰσι, καὶ εις σέ, ευρίσκονται υπό την
ἐδέξατο ἀπὸ τῶν λόγων αὐτοῦ προστασίαν σου· επήραν από
το στόμα αυτού του Θεού

4. νόμον, ὃν ἐνετείλατο ἡμῖν 4. νόμον, τον οποίον διέταξεν


Μωυσῆς, κληρονομίαν ο Μωϋσής εις ημάς ως
συναγωγαῖς ᾿Ιακώβ. πολύτιμον πνευματικήν
κληρονομίαν δια τας φυλάς
του Ιακώβ.

5. καὶ ἔσται ἐν τῷ ἠγαπημένῳ 5. Αυτός ο Θεός θα είναι


ἄρχων, συναχθέντων άρχων του ηγαπημένου του
ἀρχόντων λαῶν ἅμα φυλαῖς ισραηλιτικού λαού τώρα, αλλά
᾿Ισραήλ. και όταν αι φυλαί του Ισραήλ
και οι άρχοντές των
συναχθούν εις την γην της
Επαγγελίας.

6. ζήτω Ρουβὴν καὶ μὴ 6. Ας ζη η φυλή του Ρουβήμ


ἀποθανέτω καὶ ἔστω πολὺς ἐν και ας μη αποθάνη και
ἀριθμῷ. πολυάριθμοι ας είναι οι
απόγονοί της.

7. καὶ αὕτη ᾿Ιούδα. 7. Ιδού και η ευλογία του


εἰσάκουσον, Κύριε, φωνῆς Ιούδα· Ακουσον, Κυριε, την
᾿Ιούδα, καὶ εἰς τὸν λαὸν αὐτοῦ δέησιν του Ιούδα. Ας ενταχθή
εἰσέλθοισαν· αἱ χεῖρες αὐτοῦ και η φυλή αυτή στον λαόν
διακρινοῦσιν αὐτῷ, καὶ βοηθὸς του Θεού, τα χέρια των
ἐκ τῶν ἐχθρῶν αὐτοῦ ἔσῃ. ανδρών αυτής θα διοικούν τον
λαόν και συ ο Θεός θα είσαι
βοηθός του λαού αυτού
εναντίον των εχθρών του”.
8. καὶ τῷ Λευὶ εἶπε· δότε Λευὶ 8. Δια δε την φυλήν του Λευϊ
δήλους αὐτοῦ καὶ ἀλήθειαν είπεν ο Μωϋσής· “δώσατε
αὐτοῦ, τῷ ἀνδρὶ τῷ ὁσίῳ, ὃν στον από την φυλήν του Λευϊ
ἐπείρασαν αὐτὸν ἐν πείρᾳ, καταγόμενον όσιον άνδρα,
ἐλοιδόρησαν αὐτὸν ἐπὶ ὕδατος στον Ααρών τον οποίον οι
ἀντιλογίας· Ισραηλίται έθλιψαν στον
τόπον του “Πειρασμού”, τον
ενέπαιξαν στο “Υδωρ της
αντιλογίας”, δώσατε ως
αρχιερατικά διάσημά του την
“Δηλωσιν” και την “Αλήθειαν”.

9. ὁ λέγων τῷ πατρὶ καὶ τῇ 9. Η φυλή του Λευϊ γεμάτη


μητρί· οὐχ ἑώρακά σε, καὶ ιερόν ζήλον είπε κατά την
τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ οὐκ κατασκευήν του χρυσού
ἐπέγνω καὶ τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ μόσχου, προς τους
ἀπέγνω· ἐφύλαξε τὰ λόγιά στενωτάτους συγγενείς, τα
σου καὶ τὴν διαθήκην σου τέκνα προς τον πατέρα και
διετήρησε. την μητέρα· Δεν σε έχω ίδει
άλλην φοράν· προς τους
αδελφούς· Δεν σας
αναγνωρίζω ως αδελφούς· και
προς τους υιούς· σας
απαρνούμαι. Η φυλή του Λευϊ
με την σαμπεριφοράν της
αυτήν εφύλαξε τα λόγια σου,
ετήρησε την διαθήκην σου.

10. δηλώσουσι τὰ δικαιώματά 10. Οι Λευΐται θα διδάξουν και


σου τῷ ᾿Ιακὼβ καὶ τὸν νόμον θα κάμουν γνωστά στους
σου τῷ ᾿Ισραήλ· ἐπιθήσουσι Ισραηλίτας τας εντολάς και
θυμίαμα ἐν ὀργῇ σου διὰ τους νόμους σου αυτοί θα
παντὸς ἐπὶ τὸ θυσιαστήριόν θέτουν θυμίαμα πάντοτε στο
σου. θυσιαστήριόν σου, δια να σε
εξευμενίζουν, όταν δικαίως
οργίζεσαι κατά των
Ισραηλιτών.

11. εὐλόγησον, Κύριε, τὴν 11. Ευλόγησε λοιπόν, Κυριε,


ἰσχὺν αὐτοῦ καὶ τά ἔργα τῶν και ενίσχυσε την δύναμιν της
χειρῶν αὐτοῦ δέξαι· κάταξον φυλής αυτής και πρόσδεξαι
ὀ σ φ ὺ ν ἐ χ θ ρ ῶ ν τας θυσίας των χειρών των.
ἐπανεστηκότων αὐτῷ, καὶ οἱ Συντριψε την σπονδυλικήν
μισοῦντες αὐτὸν μὴ στήλην των εχθρών της, οι
ἀναστήτωσαν. οποίοι ήθελον επαναστατήσει
ε ναντίον αυτής. Ο σ οι δε
μισούν αυτήν την φυλήν ας
μη σηκωθούν ποτέ από το
χώμα”.
12. καὶ τῷ Βενιαμὶν εἶπεν· 12. Εις δε την φυλήν Βενιαμίν
ἠγαπημένος ὑπὸ Κυρίου είπε· “αγαπημένη από τον
κατασκηνώσει πεποιθώς, καὶ ὁ Θεόν αυτή η φυλή θα κατοική
Θεὸς σκιάζει ἐπ᾿ αὐτῷ πάσας με πίστιν και πεποίθησιν, ο δε
τὰς ἡμέρας, καὶ ἀνὰ μέσον Θεός θα σκεπάζη
τῶν ὤμων αὐτοῦ κατέπαυσε. προστατευτικώς αυτήν όλας
τας ημέρας και ασφαλή θα την
φέρη στον ωμόν του και θα
την αναπαύση”.

13. καὶ τῷ ᾿Ιωσὴφ εἶπεν· ἀπ᾿ 13. Εις δε την φυλήν του
εὐλογίας Κυρίου ἡ γῆ αὐτοῦ, Ιωσήφ είπε· “ευλογημένη από
ἀπὸ ὡρῶν οὐρανοῦ καὶ τον Κυριον και πλουσία θα
δρόσου καὶ ἀπὸ ἀβύσσων είναι η χώρα της φυλής αυτής·
πηγῶν κάτωθεν θα απολαμβάνη τας δωρεάς
των εποχών του ουρανού, την
ευεργετικήν δρόσον και τα
πηγαία ύδατα, που θα
αναβλύζουν από την γην.

14. καὶ καθ᾿ ὥραν γενημάτων 14. Από τα προϊόντα εκάστης


ἡλίου τροπῶν καὶ ἀπὸ εποχής, η οποία θα
συνόδων μηνῶν, κανονίζεται από τας θέσστου
ηλίου και την διαδοχήν των
μηνών,

15. ἀπὸ κορυφῆς ὀρέων ἀρχῆς 15. από τους καρπούς της
καὶ ἀπὸ κορυφῆς βουνῶν κορυφής αιωνοβίων ορέων,
ἀενάων από τους καρπούς
αρχαιοτάτων λόφων·

16. καὶ καθ᾿ ὥραν γῆς 16. εις εκάστην εποχήν η


πληρώσεως. καὶ τὰ δεκτὰ τῷ χώρα της φυλής αυτής θα
ὀφθέντι ἐν τῇ βάτῳ ἔλθοισαν είναι γεμάτη από αγαθά. Και
ἐπὶ κεφαλὴν ᾿Ιωσήφ, καὶ ἐπὶ κάθε τι άλλο ευάρεστον στον
κορυφῆς δοξασθεὶς ἐπ᾿ Θεόν, ο οποίος είχε
ἀδελφοῖς. παρουσιασθή εις την βάτον,
ας έλθη ως ευλογία εις την
κεφαλήν του Ιωσήφ, εις την
φυλήν εκείνου ο οποίος είχε
δοξασθή μεταξύ των αδελφών
του.

17. πρωτότοκος ταύρου τὸ 17. Θα είναι ρωμαλέα και


κάλλος αὐτοῦ, κέρατα ωραία ωσάν τον πρωτότοκον
μονοκέρωτος τὰ κέρατα μόσχον ταύρου, η δύναμίς
αὐτοῦ· ἐν αὐτοῖς ἔθνη κερατιεῖ της, ωσάν την δύναμιν του
ἅμα ἕως ἀπ᾿ ἄκρου γῆς. αὗται μονοκέρωτος. Με την ισχύν
μυριάδες ᾿Εφραΐμ, καὶ αὗται της θα καταβάλη συγχρόνως
χιλιάδες Μανασσῆ. λαούς μέχρι των άκρων της
γης. Τέτοιοι θα είναι οι
αναρίθμητοι απόγονοι της
φυλής του Εφραίμ και τέτοιοι
θα είναι αι χιλιάδες απόγονοι
του Μανασσή, των δύο αυτών
τέκνων του Ιωσήφ”.
18. καὶ τῷ Ζαβουλὼν εἶπεν· 18. Δια δε την φυλήν του
εὐφράνθητι, Ζαβουλών, ἐν Ζαβουλών είπεν· “ας
ἐξοδίᾳ σου καὶ ᾿Ισσάχαρ ἐν ευφρανθή ο Ζαβουλών με τα
τοῖς σκηνώμασιν αὐτοῦ. ταξίδια και τας συναλλαγάς
του προς άλλους λαούς και ο
Ισσάχαρ εις τας αγροτικάς του
περιοχάς.

19. ἔθνη ἐξολοθρεύσουσι, καὶ 19. Πολλούς εχθρικούς λαούς


ἐπικαλέσεσθε ἐκεῖ καὶ θύσετε θα καταστρέψουν αι δύο
ἐκεῖ θυσίαν δικαιοσύνης, ὅτι αυταί φυλαί. Εις τα μέρη
πλοῦτος θαλάσσης θηλάσει σε εκείνα θα προσφέρετε θυσίαν
καὶ ἐμπόρια παράλιον δικαιοσύνης προς τον Θεόν
κατοικούντων. και θα επικαλήσθε το όνομά
του. Θα απολαύσετε τον
πλούτον της θαλάσσης και το
εμπόριον αυτών, που
κατοικούν εις τας παραλίας”.

20. καὶ τῷ Γὰδ εἶπεν· 20. Δια την φυλήν του Γαδ
εὐλογημένος ἐμπλατύνων είπε· “δοξασμένος ας είναι ο
Γάδ· ὡς λέων ἐνεπαύσατο, Θεός, ο οποίος ευρύνει την
συντρίψας βραχίονα καὶ περιοχήν της φυλής Γαδ. Η
ἄρχοντα. φυλή αυτή, αφού ως λέων
συνέτριψεν εχθρικάς χείρας
και άρχοντας λαών, ανεπαύθη.

21. καὶ εἶδεν ἀπαρχὴν αὐτοῦ, 21. Είδε και επροτίμησε τας
ὅτι ἐκεῖ ἐμερίσθη γῆ ἀρχόντων πρώτας ευφόρους
συνηγμένων ἅμα ἀρχηγοῖς κατακτήσεις των Ισραηλιτών
λαῶν· δικαιοσύνην Κύριος ανατολικώς του Ιορδάνου,
ἐποίησε καὶ κρίσιν αὐτοῦ μετὰ έλαβεν ως μερίδιόν της αυτήν
᾿Ισραήλ. την γην εις συγκέντρωσιν των
αρχόντων του Ισραήλ, του
Μωϋσέως και του Ιησού του
Ναυή μαζή με τους αρχηγούς
των φυλών. Ο Κυριος δικαίαν
κρίσιν και απόφασιν έκαμε δια
την φυλήν αυτήν, όπως και
αυτή δικαίως και φιλαδέλφως
έφερθη προς τας άλλας
φυλάς”.

22. καὶ τῷ Δὰν εἶπε· Δὰν 22. Δια την φυλήν Δαν είπε·
σκύμνος λέοντος καὶ “η φυλή Δαν είναι νεαρός
ἐκπηδήσεται ἐκ τοῦ Βασάν. λέων, ορμά από την χώραν
Βασάν”.

23. καὶ τῷ Νεφθαλὶ εἶπε· 23. Δια την φυλήν του


Νεφθαλὶ πλησμονὴ δεκτῶν καὶ Νεφθαλι είπε· “Νεφθαλί,
ἐμπλησθήτω εὐλογίας παρὰ γεμάτη από θείας ευλογίας, ας
Κυρίου· θάλασσαν καὶ λίβα χορτάση από τας δωρεάς του
κληρονομήσει. Κυρίου. Θα πάρη ως
κληρονομίας της περιοχάς
προς θάλασσαν και προς
Νοτον”.
24. καὶ τῷ ᾿Ασὴρ εἶπεν· 24. Δια την φυλήν Ασήρ είπεν·
εὐλογημένος ἀπὸ τέκνων “ευλογημένη η φυλή Ασήρ
᾿Ασὴρ καὶ ἔσται δεκτὸς τοῖς μεταξύ των άλλων φυλών. Θα
ἀδελφοῖς αὐτοῦ. βάψει ἐν είναι η ευνοουμένη και
ἐλαίῳ τὸν πόδα αὐτοῦ· αγαπημένη μεταξύ των άλλων
φυλών· η περιοχή της θα είναι
πλουσία εις ελαιόδενδρα.

25. σίδηρος καὶ χαλκὸς τὸ 25. Το υπόδημά της θα είναι


ὑπόδημα αὐτοῦ ἔσται, ὡς αἱ από σίδηρον και χαλκόν· η
ἡμέραι σου ἡ ἰσχύς σου. δύναμίς της θα είναι καθ' όλην
την διάρκειαν της ζωής της.

26. οὔκ ἐστιν ὥσπερ ὁ Θεὸς 26. Δεν υπάρχει άλλος Θεός,
τοῦ ἠγαπημένου· ὁ ἐπιβαίνων όπως ο Θεός του αγαπημένου
ἐπὶ τὸν οὐρανὸν βοηθός σου ισραηλιτικού λαού. Ο Θεός,
καὶ ὁ μεγαλοπρεπὴς τοῦ που επιβαίνει εις τα νέφη του
στερεώματος. ουρανού και είναι
μεγαλοπρεπής στο στερέωμα
της γης, θα έρχεται εις
βοήθειάν σου.

27. καὶ σκεπάσει σε Θεοῦ 27. Θα σε προστατεύση η


ἀρχὴ καὶ ὑπὸ ἰσχὺ βραχιόνων εξουσία του Θεού, οι αιώνιοι
ἀενάων καὶ ἐκβαλεῖ ἀπὸ ακατανίκητοι βραχίονές του.
προσώπου σου ἐχθρὸν λέγων· Αυτός θα εκδιώξη από εμπρός
ἀπόλοιο. σου τους εχθρούς σου λέγων·
“Κρημνισθήτε εις την
καταιστροφήν !

28. καὶ κατασκηνώσει ᾿Ισραὴλ 28. Θα κατοικήση ο


πεποιθὼς μόνος ἐπὶ γῆς Ισραηλιτικός λαός ασφαλής
᾿Ιακώβ, ἐπὶ σίτῳ καὶ οἴνῳ, καὶ και σταθερός εις την γην του
ὁ οὐρανὸς αὐτῷ συνεφφὴς Ιακώβ, η οποία θα είναι
δρόσῳ. πλουσία εις σίτον και οίνον, ο
δε ουρανός της θα στέλλη από
τα νέφη του την κατάλληλον
βροχήν.

29. μακάριος σύ, ᾿Ισραήλ· τίς 29. Μακάριος είσαι συ, λαέ
ὅμοιός σοι λαὸς σωζόμενος του Ισραήλ. Ποιός άλλος λαός
ὑπὸ Κυρίου; ὑπερασπιεῖ ὁ είναι όμοιος με σέ, ο οποίος
βοηθός σου, καὶ ἡ μάχαιρα ευρίσκεις και ασφαλίζεις την
καύχημά σου· καὶ ψεύσονταί σωτηρίαν σου υπό του
σε οἱ ἐχθροί σου, καὶ σὺ ἐπὶ Κυρίου; Ο Θεός, ο βοηθός
τὸν τράχηλον αὐτῶν ἐπιβήσῃ. σου, θα σε υπερασπίζεται και
τότε η μαχαιρά σου θα είναι
καύχημα νίκης δια σέ. Οι
εχθροί σου θα πλανηθούν και
θα ομιλήσουν ψεέδη δια σέ,
αλλά συ θα πατήσης επάνω
στον τράχηλόν των” !

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 34 (λδ)
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ.
Κολιτσάρα

1. ΚΑΙ ἀνέβη Μωυσῆς ἀπὸ 1. Ανέβη ο Μωϋσής από την


᾿Αραβὼθ Μωὰβ ἐπὶ τὸ ὄρος Αραβώθ της χώρας Μωάβ στο
Ναβαῦ, ἐπὶ κορυφὴν Φασγά, ἥ όρος Ναβαύ, εις την κορυφήν
ἐστιν ἐπὶ προσώπου ᾿Ιεριχώ. Φασγά, η οποία ευρίσκεται
καὶ ἔδειξεν αὐτῷ Κύριος απέναντι από την Ιεριχώ. Και
πᾶσαν τὴν γῆν Γαλαὰδ ἕως από την κορυφήν εκείνην
Δὰν έδειξεν εις αυτόν ο Κυριος
όλην την χώραν Γαλαάδ μέχρι
της χώρας της φυλής Δαν·

2. καὶ πᾶσαν τὴν γῆν Νεφθαλὶ 2. όλην την χώραν του


καὶ πᾶσαν τὴν γῆν ᾿Εφραΐμ καὶ Εφραίμ και του Μανασσή και
Μανασσῆ καὶ πᾶσαν τὴν γῆν όλην την γην της φυλής Ιούδα
᾿Ιούδα ἕως τῆς θαλάσσης τῆς μέχρι της Μεσογείου
ἐσχάτης Θαλάσσης.

3. καὶ τὴν ἔρημον καὶ τὰ 3. Εδειξεν επίσης εις αυτόν


περίχωρα ῾Ιεριχώ, πόλιν την έρημον και τα περίχωρα
φοινίκων ἕως Σηγώρ. της Ιεριχούς, η οποία είναι
πόλις των φοινίκων, μέχρι της
πόλεως Σηγώρ.

4. καὶ εἶπε Κύριος πρὸς 4. Είπε δε ο Κυριος προς τον


Μωυσῆν· αὕτη ἡ γῆ, ἣν Μωϋσήν· “αυτή είναι η γη της
ὤμοσα τῷ ῾Αβραὰμ καὶ ᾿Ισαὰκ Επαγγελίας, δια την οποίαν
καὶ ᾿Ιακὼβ λέγων· τῷ ωρκίσθην στον Αβραάμ και
σπέρματι ὑμῶν δώσω αὐτήν· τον Ισαάκ και τον Ιακώβ
καὶ ἔδειξα τοῖς ὀφθαλμοῖς σου, λέγων· στους απογόνους σας
καὶ ἐκεῖ οὐκ εἰσελεύσῃ. θα δώσω αυτήν. Λοιπόν,
αυτήν την χώραν έδειξα τώρα
εις τα μάτια σου. Συ όμως εκεί
δεν θα εισέλθης” !

5. καὶ ἐτελεύτησε Μωυσῆς ὁ 5. Ο Μωϋσής, ο δούλος του


οἰκέτης Κυρίου ἐν γῇ Μωὰβ Κυρίου, επέθανεν εις την
διὰ ρήματος Κυρίου. χώραν Μωάβ, σύμφωνα με
τον λόγον του Κυρίου.

6. καὶ ἔθαψαν αὐτὸν ἐν Γαῖ 6. Εθαψαν αυτόν εις την Γαι,


ἐγγὺς οἴκου Φογώρ· καὶ οὐκ πλησίον του ναού του Φογώρ.
εἶδεν οὐδεὶς τὴν ταφὴν αὐτοῦ Κανείς δεν είδε τον τάφον του
ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης. μέχρις αυτής της ημέρας.

7. Μωυσῆς δὲ ἦν ἑκατὸν καὶ 7. Ητο δε ο Μωϋσής όταν


εἴκοσιν ἐτῶν ἐν τῷ τελευτᾶν απέθανεν εκατόν είκοσιν
αὐτόν· οὐκ ἠμαυρώθησαν οἱ ετών. Η όρασίς του δεν
ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ, οὐδὲ αδυνάτισε και αι φυσικαί του
ἐφθάρησαν τὰ χελώνια αὐτοῦ. δυνάμεις δεν ωλιγόστευσαν.
8. καὶ ἔκλαυσαν οἱ υἱοὶ 8. Οι Ισραηλίται έκλαυσαν τον
᾿Ισραὴλ Μωυσῆν ἐν ᾿Αραβὼθ Μωϋσήν εις την Αραβώθ της
Μωὰβ ἐπὶ τοῦ ᾿Ιορδάνου κατὰ Μωάβ πλησίον του Ιορδάνου,
῾Ιεριχὼ τριάκοντα ἡμέρας· καὶ απέναντι από την Ιεριχώ, επί
συνετελέσθησαν αἱ ἡμέραι τριάκοντα ημέρας. Ετσι δε
πένθους κλαυθμοῦ Μωυσῆ. ετελείωσαν αι ημέραι του
πένθους και του κλαυθμού δια
τον Μωϋσήν.

9. καὶ ᾿Ιησοῦς υἱὸς Ναυὴ 9. Ο δε Ιησούς, ο υιός του


ἐνεπλήσθη πνεύματος Ναυή, εγέμισεν από πνεύμα
συνέσεως, ἐπέθηκε γὰρ σοφίας, διότι ο Μωϋσής είχε
Μωυσῆς τὰς χεῖρας αὐτοῦ ἐπ᾿ θέσει τας χείρας του επάνω εις
αὐτόν· καὶ εἰσήκουσαν αὐτοῦ αυτόν και του μετεβίβασε την
οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ καὶ ἐποίησαν εξουσίαν. Οι Ισραηλίται
καθότι ἐνετείλατο Κύριος τῷ υπήκουσαν εις αυτόν και
Μωυσῇ. έκαμαν όπως είχε διατάξει ο
Κυριος τον Μωϋσήν.

10. καὶ οὐκ ἀνέστη ἔτι 10. Δεν ενεφανίσθη πλέον


προφήτης ἐν ᾿Ισραὴλ ὡς π ροφ ήτης όμ οιος μ ε τον
Μωυσῆς, ὃν ἔγνω Κύριος Μωϋσήν, τον οποίον εγνώρισε
αὐτὸν πρόσωπον κατὰ και προς τον οποίον ωμίλησεν
πρόσωπον, ο Κυριος πρόσωπον προς
πρόσωπον,

11. ἐν πᾶσι τοῖς σημείοις καὶ 11. εις όλα τα σημεία και
τέρασιν, ὃν ἀπέστειλεν αὐτὸν θαύματα, προς εκτέλεσιν των
Κύριος ποιῆσαι αὐτὰ ἐν γῇ οποίων έστειλεν αυτόν ο
Αἰγύπτῳ Φαραὼ καὶ τοῖς Κυριος εις την Αίγυπτον
θεράπουσιν αὐτοῦ καὶ πάσῃ ενώπιον του Φαραώ και των
τῇ γῇ αὐτοῦ, αρχόντων του και όλης της
Αιγύπτου,

12. τὰ θαυμάσια τὰ μεγάλα 12. τα αξιοθαύμαστα και τα


καὶ τὴν χεῖρα τὴν κραταιάν, ἃ μεγάλα έργα και την
ἐποίησε Μωυσῆς ἔναντι ακατανίκητον δύναμιν, τα
παντὸς ᾿Ισραήλ. οποία έκαμεν ο Μωϋσής
ενώπιον των Ισραηλιτών.

You might also like