Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 54

ΗΣΙΟΔΟΣ ΘΕΟΓΟΝΙΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΥΠΟ

ΓΙΑΝΝΗ
ΗΣΙΟΔΟΣ – ΘΕΟΓΟΝΙΑ
Μετά την εισαγωγή ακολουθούν τα κείμενα στα ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ και στα ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ:
Πηγές κειμένων:
http://www.theogonia.gr/cosmogonia/isiodos.htm
http://www.hellenicpantheon.gr/filosofia.htm (Επιμέλεια : Αθανάσιος Γιάννης, Leipzig, Germany,
Σεπτέμβριος 2010)
Ο Ησίοδος, με το έργο του Θεογονία, αποπειράθηκε, για πρώτη φορά, να συγκεντρώσει τους
θρησκευτικούς μύθους που ήταν διαδεδομένοι σε όλη την Ελλάδα. Επίσης κατέγραψε τις δοξασίες
για τη δημιουργία του κόσμου και αποτύπωσε τα γενεαλογικά δέντρα των θεών.
Στην Θεογονία του Ησίοδου προϋπάρχουν τρία στοιχεία, το Χάος, η Γαία και ο Έρως. Αυτές οι
τρεις μορφές δεν έχουν γεννηθεί η μία από την άλλη. Είναι αυτογέννητες κι απέχουν μόνο χρονικά
στη σειρά της γέννησής τους. Από τους τρεις πρώτους θεούς μόνο ο Έρως δε γεννά απογόνους.
Αυτός ενώνει και ωθεί τις άλλες δυνάμεις σε δημιουργία. Από το Χάος γεννήθηκαν το Έρεβος και
η Νύχτα. Κι από την ένωση των δυο τους γεννήθηκαν ο Αιθέρας και η Ημέρα. Η Γαία χωρίς
ερωτική ένωση γεννά μόνη της τον Ουρανό, που έχει όση έκταση έχει κι εκείνη. Γέννησε επίσης τα
Όρη και τον Πόντο. Έτσι όλη η διαμόρφωση του κόσμου ξεκινά από εκείνη. Η Γαία δημιουργεί το
σύμπαν γεννώντας τα συστατικά του. Παραχωρεί μέρος από τις εξουσίες της στον Ουρανό και
τεκνοποιεί από το σπέρμα του τον Ωκεανό, τον Κοίο, τον Κρείο, τον Υπερίονα, τη Θεία, τη Ρέα, τη
Θέμιδα, τη Μνημοσύνη, τη Φοίβη, την Τηθύα, τον Κρόνο. Εκτός από τους Τιτάνες γέννησε τους
Κύκλωπες και τους Εκατόγχειρες. Ουρανός - Κρόνος - Ζευς (Δίας) Ο Ουρανός χάνει την εξουσία
του από τον Κρόνο, ο οποίος του κόβει τα γεννητικά όργανα. Από το αίμα του Ουρανού
γεννιούνται οι Ερινύες, οι Γίγαντες, οι Μελίες και από το σπέρμα του κομμένου αιδοίου του
γεννιέται η Αφροδίτη.
Ο Ουρανός προφητεύει ότι ο Κρόνος θα χάσει την εξουσία από κάποιο από τα παιδιά του. Για το
λόγο αυτό καταπίνει όποιο παιδί γεννάει η σύζυγός του Ρέα. Καταπίνει τη Δήμητρα, την Εστία, την
Ήρα, τον Άδη και τον Ποσειδώνα. Όταν έρχεται η σειρά να γεννηθεί ο Δίας η Ρέα δίνει στον Κρόνο
έναν σπαργανωμένο λίθο αντί του νεογέννητου Διός και κρύβει το βρέφος σε ένα σπήλαιο του
όρους Δίκτη στην Κρήτη.
Όταν μεγαλώνει ο Δίας αναγκάζει τον Κρόνο να βγάλει από την κοιλιά του τα αδέλφια του κι
ύστερα από συγκρούσεις, ο Δίας, παίρνει την εξουσία στα χέρια του και από τότε ξεκινά η εποχή
των Ολύμπιων θεών. Επειδή σε αυτές τις σελίδες μας ενδιαφέρουν περισσότερο οι κοσμογονικές
απόψεις των αρχαίων θα περιοριστούμε σε αυτήν τη σύντομη γενεαλογική αναφορά στους θεούς
και θα
αναφερθούμε εκτενέστερα σε αυτούς στις σελίδες που έχουν δημιουργηθεί για την παρουσίασή
τους. (Θεοί - Δαίμονες).
ΗΣΙΟΔΟΣ – ΘΕΟΓΟΝΙΑ
http://www.hellenicpantheon.gr/filosofia.htm
Ας αρχίσουμε το τραγούδι με τις Μούσες τις Ελικωνιάδες που κατέχουν τον Ελικώνα, το ιερό και
μεγαλόπρεπο βουνό και χορεύουν με τ’απαλά τους πόδια, γυρ’ από την κρήνη με τους μενεξέδες
και τον βωμό του μεγαλοδύναμου γυιού του Κρόνου, και σαν λούσουν τα τρυφερά κορμιά τους
στον Περμησσό ή στην Ιπποκρήνη ή στον σεβαστό Ολμειό, στην πιο ψηλή κορφή του Ελικώνα,
στήνουν χορούς μαγευτικούς, βάζοντας δύναμη στα πόδια τους. Κι από κει ξεπηδούν μεσ’ τη νύχτα,
τυλιγμένες σε πυκνή ομίχλη και πηγαίνουν υμνώντας με πανέμορφη φωνή τον Δία τον Αιγίοχο, την
Αργεία την Ήρα τη σεβαστή, τη χρυσοπέδιλη, και την κόρη του Αιγίοχου Δία, τη γλαυκομάτα
Αθηνά, τον Φοίβο Απόλλωνα και την τοξεύτρα Άρτεμη, τον αφέντη της γης, τον κοσμοσείστη
Ποσειδώνα και τη σεμνή Θέμιδα, την παιχνιδοβλέφαρη Αφροδίτη και τη χρυσοστεφανωμένη Ήβη,
την όμορφη Διώνη και τη Λητώ, τον Ιαπετό και τον δόλιο Κρόνο, την Ηώ και τον μέγα Ήλιο, τη
λαμπρή Σελήνη και τη Γαία, τον Ωκεανό τον μέγα και τη μαύρη Νύχτα και την ιερή γενιά των
αιώνιων άλλων αθανάτων. Αυτές δίδαξαν κάποτε στον Ησίοδο ένα όμορφο τραγούδι, καθώς
έβοσκε τ’ αρνιά του κάτω απ’ τον ιερό Ελικώνα. Κι αυτά τα λόγια πρώτα μου αφηγήθηκαν οι
Μούσες οι Ολύμπιες, οι κόρες του Δία του Αιγίοχου: «πως εμείς οι αγριοβοσκοί, οι ξεδιάντροποι,
που είμαστε μόνο κοιλιές, ξέρουμε ψέμματα πολλά να λέμε που μοιάζουν με αλήθειες, αλλά
ξέρουμε, αν το θέλουμε να λέμε και την αλήθεια». Έτσι μίλησαν οι κόρες του μεγάλου Δία με λόγια
καθαρά και κόβοντας ένα κλαρί δάφνης, γεμάτο βλαστούς, μου τόδωσαν σκήπτρο. Και μου
ενέπνευσαν τραγούδι θεσπέσιο για να τραγουδώ τα μελλούμενα και τα περασμένα και με
πρόσταξαν να υμνώ την αιώνια γενιά των μακαρίων, πρώτα όμως ν’ αρχίζω και να τελειώνω το
τραγούδι μου μ’ αυτές. Αλλά γιατί μιλάμε για πράγματα που δεν είναι Τόσο σημαντικά; Έλα, ας
αρχίσουμε απ’ τις Μούσες που τέρπουν με τους ύμνους τους τη μεγάλη ψυχή του πατέρα Δία πάνω
στον Όλυμπο, τραγουδώντας τα τωρινά, τα περασμένα και τα μελλούμενα με φωνή ποιητική, απ’
αυτές που ρέει απ’ το γλυκό τους στόμα τραγούδι χωρίς ποτέ να κουράζονται. Και χαίρονται τα
δώματα του πατέρα Δία του βροντερού, όταν γεμίζουν με λουλουδένια φωνή των θεαινών. Κι
αντιλαλεί ο χιονισμένος Όλυμπος και τα δώματα των αθανάτων θεών πρώτα, αυτούς που η Γη κι ο
μεγάλος Ουρανός γέννησαν κι εκείνους που γέννησαν τους θεούς τους δωρητές μας. Κατόπιν οι
θεές αρχίζουν και τελειώνουν το τραγούδι υμνώντας τον Δία τον πατέρα θεών και ανθρώπων, για
την ανωτερότητα του ανάμεσα στους θεούς και την μεγαλοσύνη του. Μετά υμνώντας το γένος των
ανθρώπων και των ισχυρών Γιγάντων τέρπουν τη ψυχή του Δία πάνω στον Όλυμπο, οι Μούσες οι
Ολύμπιες, οι θυγατέρες του Δία του Αιγιόχου. Τις γέννησε η Μνημοσύνη η κυρά της Ελευθήρος
αφού έσμιξε με τον γυιό του Κρόνου στις ακροκορφές τις Πιερίας, για να λησμονούμε τις
στενοχώριες μας και να διώχνουν τις έγνοιες. Εννιά νύχτες έσμιγε μαζί τους ο σοφός Δίας
ανεβαίνοντας στο ιερό κρεβάτι κρυφά απ’ τους αθάνατους. Μα όταν γύρισε ο χρόνος και κύλισαν
οι ώρες και τα φεγγάρια μίκραιναν κι οι μέρες έρχονταν και φεύγαν, του γέννησε εννιά κόρες που
είχαν τα ίδια ψυχικά χαρίσματα, που άλλη φροντίδα εκτός το τραγούδι δεν είχαν στην καρδιά τους,
ούτε καμμιά έγνοια στη ψυχή και που κατοικούσαν στην πιο ψηλή κορφή του χιονισμένου
Ολύμπου. Εκεί, στα ωραία παλάτια γίνονται λαμπροί χοροί και δίπλα κατοικούν οι Χάριτες κι ο
Ίμερος, μέσα στη χαρά. Κι εκτοξεύοντας απ’ το στόμα τους φωνή μαγευτική, τραγουδούν τους
νόμους των πάντων, και των αθανάτων τα ιερά ήθη διαλαλούν,
εκτοξεύοντας τη μαγευτική φωνή τους. Και τότε κινήσαν για τον Όλυμπο και χαιρόντουσαν την
όμορφη φωνή τους με το θαυμάσιο τραγούδι, και τριγύρω αντιλαλούσε απ’ τους ύμνους η μαύρη γη
και μαγευτικοί ήχοι έβγαιναν απ’ το περπάτημά τους, καθώς τραβούσαν για τον πατέρα τους που
βασιλεύει στον ουρανό, που αυτός μονάχος του κατέχει τη βροντή και τον φλογερό κεραυνό, που
με τη δύναμη του νίκησε τον πατέρα του τον Κρόνο και που με σοφία τακτοποίησε τα των
αθανάτων κι έδωσε αξιώματα. Αυτά λοιπόν τραγουδούσαν οι Μούσες που μένουν στα Ολύμπια
παλάτια, οι εννέα θυγατέρες του μεγάλου Δία, η Κλειώ, η Ευτέρπη, η Θάλεια, η Μελπομένη, η
Τερψιχόρη, η Ερατώ, η Πολύμνοια, η Ουρανία κι η Καλλιόπη, αυτή που ξεχωρίζει απ’ όλες. Αυτή
που συναναστρέφεται με βασιλιάδες. Κι όποιον απ’ τους βασιλιάδες που έχει ορίσει ο Δίας τον
τιμήσουν οι μεγάλες θυγατέρες του και δουν τη γέννησή του με καλό μάτι, γλυκειά δροσιά του
στάζουν στη γλώσσα και βγαίνουν απ’ το στόμα του λόγια γλυκά. Κι όλος ο λαός έχει τα μάτια
επάνω του καθώς δικάζει με δίκαιες αποφάσεις και καθώς αγορεύει με λόγια σίγουρα, σταματά
αμέσως τις μεγάλες φιλονικίες με μαστοριά. Διότι έτσι πρέπει να είναι οι σώφρονες βασιλιάδες.
Αυτούς που αδικούνται εύκολα να τους ικανοποιούν στις συνεδριάσεις και να τους πείθουν με
λόγια απαλά. Κι όταν βαδίζει στη συνεδρίαση τον τιμούν σαν θεό για το μειλίχιο ύφος του και
λάμπει ανάμεσα στους συναθροισμένους. Κι αυτό είναι το ιερό δώρο των Μουσών στους
ανθρώπους. Διότι χάρη στις Μούσες και τον Απόλλωνα που πετά το τόξο μακρυά, υπάρχουν στη γη
τραγουδιστές και κιθαριστές και χάρη στον Δία βασιλιάδες. Κι αυτός που του δείχνουν ευμένεια οι
Μούσες είναι ευτυχισμένος και γλυκειά τρέχει η φωνή απ’ το στόμα του. Γιατί αν κάποιος έχει
πένθος και πρόσφατη πληγή στα στήθεια, η καρδιά του μαραίνε- ται απ’ τους στεναγμούς, όταν
όμως ο τραγουδιστής που υπηρετεί τις Μούσες υμνήσει τις δόξες των πρώτων ανθρώπων και τους
μακάριους θεούς που κατέχουν τον Όλυμπο, αμέσως λησμονά τον καϋμό του και δεν θυμάται
καμμιά έγνοια. Έτσι γρήγορα τις σκορπούν (τις έγνοιες) τα δώρα των θεαινών. Χαίρετε τέκνα του
Δία και δώστε το μαγευτικό τραγούδι. Δοξάστε την ιερή γενιά των αιώνιων αθανάτων που
γεννήθηκαν απ’ τη Γη και τον γεμάτο αστέρια Ουρανό και τη Νύχτα τη σκοτεινή, κι αυτούς που
έτρεφε ο Πόντος ο αλμυρός. Και πείτε πως πρώτα γεννήθηκαν οι θεοί κι η Γη κι οι ποταμοί και ο
απέραντος Πόντος με τα μανιασμένα κύματα και τ’ αστέρια τα λαμπρά, κι ο Ουρανός ψηλά ο
πλατύς κι αυτούς που γεννήθηκαν απ’ τους θεούς, τους δωρητές των αγαθών, και πως μοιράστηκαν
τα πλούτη και χώρισαν τ’ αξιώματα και πως ακόμη κατάκτησαν τον Όλυμπο με τις πολλές
χαράδρες. Αυτά να μου αφηγηθείτε Μούσες που έχετε τ’ ανάκτορα του Ολύμπου, απ’ την αρχή και
λέγοντας μου ποιό έγινε πρώτα απ’ αυτά. Στην αρχή γεννήθηκε το Χάος, κι έπειτα η πλατύστηθη
Γαία παντοτινός και ασφαλής τόπος των αθανάτων που εξουσιάζουν τις χιονισμένες κορφές του
Ολύμπου και τα σκοτεινά Τάρταρα στα βάθη της γης με τους πλατείς δρόμους. Μετά ο Έρως που
είναι ο ωραιότερος ανάμεσα στους αθάνατους θεούς, που λύνει τα μέλη όλων των θεών και των
ανθρώπων και δαμάζει στα στήθεια την καρδιά και τον νου. Από το Χάος ακόμη δημιουργήθηκαν
το Έρεβος κι η μαύρη νύχτα. Κι απ’ τη Νύχτα γεννήθηκε ο Αιθέρας κι η Ημέρα, που τα γέννησε
σμίγοντας ερωτικά με το Έρεβος. Η Γη πρώτα γέννησε τον γεμάτο αστέρια Ουρανό, ίσο με αυτήν
να την καλύπτει από παντού και να είναι για πάντα ασφαλής τόπος για τους μακάριους θεούς. Και
γέννησε τα ψηλά Όρη, χαριτωμένους τόπους των Νυμφών, των θεαινών που κατοικούν στα
δασωμένα βουνά. Κι αυτή γέννησε και τον Πόντο, το ατέλειωτο πέλαγος, με τα μανιασμένα
κύματα, χωρίς ερωτικό σμίξιμο. Έπειτα αφού πλάγιασε με τον Ουρανό, γέννησε τον βαθύ Ωκεανό,
τον Κοίο, τον Κριό, τον Υπερίωνα, τον Ιαπετό, τη Θεία, τη Ρέα, τη Θέμιδα, τη Μνημοσύνη, τη
χρυσοστεφανωμένη Φοίβη, και τη χαριτωμένη Τηθύα. Μετά απ’ αυτούς γεννήθηκε ο δόλιος
Κρόνος, ο φοβερώτερος απ’ όλους τους γυιούς, που μίσησε τον θαλερό γονιό του. Και γέννησε
μετά τους Κύκλωπες με την ατρόμητη καρδιά, τον Βρόντη, τον Στερόπη και
τον ορμητικό Άργη, οι οποίοι έδωσαν στον Δία τη βροντή και έφτειαξαν τον κεραυνό. Κι ήσαν
όμοιοι σ’όλα με τους θεούς, μόνο που είχαν ένα μάτι στη μέση του μετώπου τους. Κι ήταν γνωστοί
με τ’ όνομα Κύκλωπες γιατ’ είχαν στο μέτωπό τους το στρογγυλό μάτι. Ήταν ισχυροί κι ορμητικοί
και επινοητικοί στα έργα που έκαναν και τους είχαν μεγαλώσει και μάθει να μιλούν οι θεοί. Μετά
γεννήθηκαν απ’ τη Γαία και τον Ουρανό, άλλοι τρεις γυοί μεγάλοι και φοβεροί –καλύτερα μη τους
βάζεις στο στόμα σου-, ο Κόττος, ο Βριάρεως και ο Γύης παιδιά υπερήφανα. Απ’ τους ώμους τους
σάλευαν εκατό χέρια που δεν μπορούσες να τα ζυγώσεις και για τον καθένα πενήντα κεφάλια
φύτρωναν απ΄τους ώμους πάνω στα στιβαρά τους μέλη. Κι είχαν ισχύ ακατανίκητη και φοβερή όσο
το ανάστημά τους. Τους φοβερώτερους γυιούς, απ’ όσους γεννήθηκαν απ’ τη Γαία και τον Ουρανό,
τους εχθρευόταν απ’ την αρχή ο πατέρας τους και μόλις γεννιόταν ο καθένας τον έκρυβε στα
έγκατα της Γης και δεν τους άφηνε ν’ ανέβουν στο φως. Και χαιρόταν με το κακό του έργο ο
Ουρανός. Αλλά η πελώρια Γη βαρυγγομούσε από μέσα της και σκέφτηκε ένα δόλιο και κακό
τέχνασμα. Αμέσως γέννησε το γκρίζο ατσάλι κι έφτιαξε ένα μεγάλο δρεπάνι κι εξήγησε στους
αγαπημένους της γυιούς τι να κάνουν. Και δίνοντας τους θάρρος και με πόνο στην καρδιά τους
είπε: «Παιδιά δικά μου που έχετε πατέρα κακούργο, αν θέλετε να μ’ακούσετε, μπο- ρούμε να
τιμωρήσουμε την αδικία του πατέρα σας μιας κι αυτός άρχισε πρώτος τις άτιμες πράξεις». Έτσι
μίλησε κι όλους τους έπιασε δέος και κανένας δεν μιλούσε. Τότε πήρε θάρρος ο πανούργος Κρόνος
και μ’ αυτά τα λόγια απάντησε στη σεβάσμια μητέρα του: «Μητέρα σου υπόσχομαι πως εγώ θα
εκτελέσω αυτή την πράξη, γιατί δεν λογαριάζω τον ακατανόμαστο πατέρα μας. Αυτός άρχισε
πρώτος τις άτιμες πράξεις». Έτσι μίλησε κι αναγάλλιασε μέσα της η πελώρια Γαία. Τον έβαλε να
καθίσει σε ενέδρα, του έβαλε στο χέρι το δρεπάνι με τα κοφτερά δόντια και του εξήγησε το δόλιο
σχέδιο. Και φέρνοντας τη νύχτα, ήλθε ο μέγας Ουρανός κι ολόγυρα απλώθηκε και σκέπασε τη Γαία
με πόθο ερωτικό. Κι απ’ την κρυψώνα του άπλωσε ο γυιός του τ’ αριστερό του χέρι και με το δεξί
έπιασε το πελώριο δρεπάνι με τα μακρυά κοφτερά δόντια κι αμέσως έκοψε τα αιδοία του πατέρα
του και τα πέταξε πίσω του. Όμως δεν έφυγαν απ’ τα χέρια του μάταια, γιατί όσες στάλες απ’ το
αίμα του έπεσαν, τις μάζεψε η Γαία και με το πέρασμα του χρόνου γεννήθηκαν οι κρατερές
Ερινύες, οι μεγάλοι Γίγαντες οι λαμπροαρματωμένοι, που κρατούν στα χέρια τους μακρυά
κοντάρια κι οι Νύμφες που τις αποκαλούν Μελίες στην απέραντη Γη. Κι αμέσως μόλις έκοψε τα
αιδοία με το δρεπάνι τα πέταξε απ’ τη στεριά στον πολυτρικυμισμένο πόντο κι αυτά περιφερόταν
στο πέλαγος για πολύ χρόνο. Τριγύρω ανέβαινε λευκός αφρός απ’ τ’ αθάνατα μέλη κι εκεί μέσα
αναθράφτηκε μια κόρη. Στην αρχή πήγε προς τα ιερά Κύθηρα και μετά έφτασε στην Κύπρο που
βρέχεται από παντού. Εκεί βγήκε η σεβαστή και καλή θεά και γύρω απ’ τα πόδια της τα τρυφερά
φύτρωνε χλόη. Αφροδίτη (αφρογεννημένη θεά και ομορφοστεφάνωτη κόρη) την αποκαλούν θεοί
και άνθρωποι γιατί μεγάλωσε μέσα στον αφρό και Κυθέρια γιατί πήγε στα Κύθηρα (και
Κυπρογεννημένη γιατί γεννήθηκε στην Κύπρο που τη ζώνει η θάλασσα και φιλομηδή γιατί βγήκε
απ’ τα αιδοία.) Μόλις γεννήθηκε τη συντρόφευσε ο Έρως και τη Συνόδευσε ο ωραίος Ίμερος καθώς
πήγαινε στους άλλους θεούς. Κι αυτή η τιμή της έλαχε απ’ τη Μοίρα απ΄την αρχή, να έχει ανάμεσα
στους αθάνατους Θεούς και στους ανθρώπους τα παρθενικά παιχνιδίσματα, τα ξεγελάσματα και τη
γλυκειά απόλαυση, την αγάπη και την τρυφερότητα. Κι αυτούς, ο πατέρας τους ο μεγάλος
Ουρανός, οργισμένος τους απεκάλεσε Τιτάνες, τους γυιούς που γέννησε, γιατί έλεγε πως
τεντώνοντας την αδικία έκαναν ανόσια πράξη που στο μέλλον θα τη ξεπληρώσουν. Κι η Νύχτα
γέννησε τον στυγερό Μόρο, τη μαύρη Κήρα και τον Θάνατο και γέννησε τον Ύπνο και τη γενιά
των Ονείρων (και τους γέννησε χωρίς να κοιμηθεί με κανέναν η μαύρη Νύχτα). Μετά πάλι τον
Μώμο και την οδυνηρή Οιζύ και τις Εσπερίδες που φυλάνε πέρα απ’ τον δοξασμένο Ωκεανό τα
χρυσά μήλα και τα δέντρα που τα κάνουν. Και γέννησε τις Μοίρες και τις Κήρες, ανελέητες
τιμωρούς (την Κλωθώ, την Λάχεσι και την
Άτροπο που δίνουν το καλό και το κακό στους θνητούς όταν γεννιούνται), που κυνηγούν τα
παραπτώματα θεών κι ανθρώπων και δεν σταματούν ποτέ οι θεές την τρομερή οργή τους πριν να
ξεπληρωσει το χρέος του όποιος έχει αμαρτήσει. Και γέννησε τη Νέμεση, συμφορά για τους
θνητούς ανθρώπους η ολέθρια Νύχτα, και μετά την Απάτη και τη Φιλότητα, το καταραμένο Γήρας
και την ακατάβλητη Έριδα. Μετά η μισητή Έρις γέννησε τον βασανιστή Πόνο, τη Λήθη, την Πείνα
και τις Οδύνες που φέρνουν δάκρυα, τις Συμπλοκές, τις Μάχες, τους Φόνους, τους
Ανδροσκοτωμούς, τις Φιλονικίες, τις Ψευδολογίες, τις Διαφωνίες, την Κακονομία, την Άτη που
πάνε συνήθως μαζί, και τον Όρκο που τυρρανά τους πιο πολλούς ανθρώπους στη γη, όταν με τη
θέλησή τους γίνονται επίορκοι. Και γέννησε ο Πόντος τον Νηρέα που ποτέ δεν λέει ψέμματα αλλά
πάντα την αλήθεια, τον πρωτότοκο απ’ τους γυιούς του. Τον αποκαλούν και Γέροντα γιατί είναι
ήπιος και ειλικρινής. Δεν ξεχνά τη νομιμότητα και πάντα δίκαια και αγαθά στοχάζεται. Επίσης
σμίγοντας με τη Γαία, γέννησε και τον μεγάλο Θαύμαντα, τον γενναίο Φόρκυ, την ομορφομάγουλη
Κητώ και την Ευρυβία που έχει στα στήθεια της ατσάλινη ψυχή. Κι απ’ τον Νηρέα και την
ομορφομάλλα Δωρίδα, την κόρη του τέλειου ποταμού του Ωκεανού, γεννήθηκαν αγαπημένα παιδιά
θεαινών, μέσα στον ακένωτο πόντο, η Πλωτώ, η Ευκράντη, η Σαώ, η Αμφιτρίτη, η Ευδώρη, η
Θέτις, η Γαλήνη, η Γλαύκη, η Κυμοθόη, η Σπειώ, η Θόη, η εράσμια Αλίη, η Πασιθέη, η Ερατώ, η
ροδοχέρα Ευνίκη, η χαριτωμένη Μελίτη, η Ευλιμένη, η Αγαυή,. η Δωτώ, η Πρωτώ, η Φέρουσα, η
Δυναμένη, η Νησαίη, η Ακταίη, η Πρωτομέδεια, η Δωρίς, η Πανόπεια, η όμορφη Γαλάτεια, η
εράσμια Ιπποθόη, η ροδοχέρα Ιππονόη, η Κυμοδόκη, που τα κύματα στον σκοτεινό Πόντο και το
φύσημα του μανιασμένου αέρα μαλακώνει μαζί με την Κυματολήγη και την Αμφιτρίτη με τους
όμορφους αστραγάλους, η Κυμώ, η Ηιόνη, η ομορφοστεφανωμένη Αλιμήδη, η χαμογελαστή
Γλαυκονόμη, η Ποντοπόρεια, η Ληαγόρη, η Ευαγόρη, η Λαομέδεια, η Πουλυνόη, η Αυτονόη, η
Λυσιάνασσα, (η Ευάρνη με το ωραίο παράστημα και την αψεγάδιαστη μορφή), η Ψαμάθη με το
χαριτωμένο σώμα, η ευγενική Μενίππη, η Νησώ, η Ευπόμπη, η Θεμιστώ, η Προνόη και η
Νημερτής που έχει τα μυαλά του αθάνατου πατέρα της. Αυτές απ΄τον άξιο Νηρέα γεννήθηκαν,
πενήντα κόρες με γνώσεις για άξια έργα. Ο Θαύμας πήρε την Ηλέκτρα, τη θυγατέρα του Ωκεανού
με τα βαθειά ρέματα, κι αυτή γέννησε την γοργοπόδαρη Ίριδα, τις ομοργόμαλλες Άρπυιες, την
Αελλώ και την Ωκυπέτη, που με τα γρήγορα φτερά τους τρέχουν όσο το φύσημα του ανέμου και το
πέταμα των πουλιών, γιατί μαζί με το χρόνο τρέχουν. Και η Κητώ, γέννησε με τον Φόρκυ τις
ομορφομάγουλες Γραίες, γκριζομάλλες απ΄ τη γέννησή τους. Και τις αποκαλούν Γραίες οι αθάνατοι
θεοί και οι άνθρωποι εδώ κάτω, την Πεμφρηδώ με τα ωραία πέπλα και την Ενυώ με τα βαθυκίτρινα
πέπλα, και τις Γοργόνες που κατοικούν πέρα απ’ τον ξακουστό Ωκεανό στα έσχατα της Νύχτας
όπου βρίσκονται και οι Εσπερίδες με την καθάρια φωνή, τη Σθενώ, την Ευρυάλη και τη Μέδουσα
που έπαθε πολλά δεινά. Γιατί αυτή ήταν θνητή ενώ οι άλλες δύο αθάνατες κι αγέραστες. Και μ’
αυτήν πλάγιασε ο Ποσειδώνας ο Κυανοχαίτης σε μαλακό λιβάδι μέσα σε ανοιξιάτικα λουλούδια.
Όταν ο Περσεύς της έκοψε το κεφάλι ξεπήδησε ο μέγας Χρυσάωρ κι ο Πήγασος ο ίππος. Κι αυτός
πήρε το όνομα αυτό επειδή γεννήθηκε κοντά στις πηγές του Ωκεανού, ενώ ο άλλος επειδή
κρατούσε χρυσό σπαθί στα λατρεμένα χέρια του. Και πέταξε αυτός αφήνοντας τη γη που τρέφει τα
πρόβατα και πήγε στους αθάνατους. Και κατοικεί στο ανάκτορο του Δία και φέρνει την αστραπή
και τη βροντή στον σοφό Δία. Και ο Χρυσάωρ γέννησε τον τρικέφαλο Γηρυόνη σμίγοντας με την
Καλλιρόη την κόρη του ξακουστού Ωκεανού. Κι αυτόν τον θανάτωσε ο ισχυρός Ηρακλής κοντά
στις στριφτόποδες αγελάδες στην Ερύθεια που βρέχεται από παντού, τη μέρα που οδήγησε τις
πλατυμέτωπες αγελάδες στην ιερή Τίρυνθα αφού πέρασε το ρέμα του Ωκεανού και σκότωσε τον
Όρθρο και τον βοσκό Ευρυτίωνα, στην κατασκότεινη μάντρα πέρα απ’ τον ξακουστό Ωκεανό. Κι
αυτή, μέσα σε μια ωραία σπηλιά, γέννησε άλλο
ακαταμάχητο τέρας που δεν μοιάζει ούτε με τους θνητούς ανθρώπους ούτε με τους αθάνατους
θεούς, τη θεϊκή Έχιδνα με τη σκληρή καρδιά, τη μισή νύμφη παιχνιδομάτα και με όμορφα μάγουλα
κι η άλλη μισή πελώριο φίδι τρομερό και γιγάντιο, στικτό και σαρκοβόρο μέσα στα έγκατα της
ιερής γης. Εκεί είναι η σπηλιά της, κάτω απ’ το κοίλωμα ενός βράχου, μακρυά απ΄ τους αθάνατους
θεούς και τους θνητούς ανθρώπους. Εκεί της όρισαν οι θεοί να έχει τη ξακουσμένη κατοικία της. Κι
εκεί κρατήθηκε στον τόπο των Αρίμων, κάτω απ’ τη γη η ολέθρια Έχιδνα, η αθάνατη νύμφη που
δεν γερνά ποτέ. Λένε ότι ο φοβερός, ο ανόσιος και ο άνομος Τυφώνας έσμιξε ερωτικά μ’ αυτήν την
παιχνιδομάτα κόρη κι αυτή αφού έμεινε έγκυος, γέννησε σκληρόκαρδους γυιούς. Γέννησε πρώτο
τον Όρθρο, τον σκύλο του Γηρυόνη. Δεύτερο γέννησε τον ακαταμάχητο, τον ακατανόμαστο, τον
σαρκοβόρο Κέρβερο, τον σκύλο του Άδη τον χαλκόφωνο, με τα πενήντα κεφάλια, ανήλεο και
κρατερό. Τρίτη γέννησε την Λερναία Ύδρα που ο νους της ήταν πάντα στο κακό, την οποία
ανάθρεψε η λευκοχέρα Ήρα με ασίγαστη οργή για τον ισχυρό Ηρακλή. Αυτήν όμως τη θανάτωσε
με το αλύπητο χάλκινο σπαθί του ο γυιός του Δία, απ’ τη γενιά του Αμφιτρύωνα, ο Ηρακλής μαζί με
τον πολεμοχαρή Ιόλαο και τη συμπαράσταση της Αθηνάς που δίνει τα λάφυρα. Κι ακόμη γέννησε
τη φοβερή, την τεράστια Χίμαιρα, τη γοργοπόδαρη και δυνατή, που αναπνέει ακατάσχετη φωτιά.
Είχε τρία κεφάλια, το ένα λιονταριού, με τη λαμπερή ματιά, το άλλο γίδας και το άλλο φιδιού,
δράκοντα τρομερού. (Μπροστά το λιοντάρι, πίσω το φίδι και στη μέση η γίδα απέπνεαν φλογερή
φωτιά). Αυτήν τη σκότωσε ο Πήγασος και ο ανδρείος Βελλερεφόντης. Επίσης σμίγοντας με τον
Όρθρο γέν- νησε την ολέθρια Φίκα (Σφίγγα), την καταστροφή για τον λαό του Κάδμου, και τον
Λέοντα της Νεμέας που ανάθρεψε η Ήρα, η τιμημένη ομοκρέβατη του Δία και τον φώλιασε στους
λόφους της Νεμέας, για τους ανθρώπους συμφορά. Εκεί έμενε και κατέστρεφε τους ανθρώπους
κυριαρχώντας στον Τρητό και στον Απέσαντα. Αλλά κι αυτόν τον νίκησε η ισχύς του Ηρακλή. Και
τέλος η Κητώ σμίγοντας ερωτικά με τον νεότατο Φόρκυ, γέννησε ένα τρομερό φίδι, που στα
σκοτεινά βάθη της γης, στην άκρη του κόσμου, φυλάει τα ολόχρυσα μήλα. Αυτή λοιπόν είναι η
γενιά της Κητούς και του Φόρκυ. Και η Τηθύς γέννησε στον Ωκεανό τους στροβιλιστούς ποταμούς,
τον Νείλο, τον Αλφειό, τον βαθυστρόβιλο Ηριδανό, τον Στρυμόνα, τον Μαίανδρο, τον
ομορφορρέματο Ίστρο, τον Φάση, τον Ρήσο, τον Αχελώο με τις ασημένιες δίνες, τον Νέσσο, τον
Ρόδιο, τον Αλιάκμονα, τον Επτάπορο, τον Γρανικό, τον Αίσηπο, τον θεϊκό Σιμόεντα, τον Πηνειό,
τον Έρμο, τον ομορφόροο Κάϊκο, τον μέγα Σαγγάριο, τον Λάδωνα, τον Παρθένιο, τον Εύηνο, τον
Άρδησκο και τον θεϊκό Σκάμανδρο. Και γεννά την ιερή γενιά των θυγατέρων του, που απ’ τον Δία
τους Έλαχε το έργο ν’ αναθρέψουν τους νέους με τη βοήθεια του άρχοντα Απόλλωνα και των
Ποταμών, την Πειθώ, την Αδμήτη, την Ιάνθη, την Ηλέκτρα, τη Δωρίδα, την Πρυμνώ, τη θεϊκή
Ουρανία, την Ιππώ, την Κλυμένη, τη Ρόδεια, την Πασιθόη, την Πληξαύρη, τη Γαλαξαύρη, τη
γλυκειά Διώνη, τη Μηλόβοσι, τη Θόη, την όμορφη Πολυδώρη, την Κερκηίδα με το όμορφο
παράστημα, τη γλυκειά Πλουτώ, τη μεγαλομάτα Περσηίδα, την Ιάνειρα, την Ακάστη, τη Ξάνθη,
την Πετραία, την ερωτική Μενεσθώ, την Ευρώπη, τη Μήτιδα, την Ευρυνόμη, την Τελεστώ με τα
βαθυκίτρινα πέπλα, τη Χρυσηϊδα, την Ασία, τη λαχταριστή Καλυψώ. την Ευδώρη, την Τύχη, την
Αμφιρώ, την Ωκιρόη και τη Στύγα που είναι η ανώτερη απ’ όλες. Αυτές λοιπόν γεννήθηκαν πρώτες
οι θυγατέρες του Ωκεανού και της Τηθύος, αλλά υπάρχουν και πολλές άλλες. Γιατί υπάρχουν τρεις
χιλιάδες ομορφοπόδαρες Ωκεανίδες που είναι σκορπισμένες στη γη και στα βάθη των λιμνών και
φροντίζουν όλους το ίδιο, τα λαμπρά τέκνα θεαινών. Υπάρχουν κι άλλοι τόσοι ποταμοί που τρέχουν
με βουητό, γυιοί του Ωκεανού που γέννησε η σεβαστή Τηθύα. Για θνητό άνθρωπο είναι δύσκολο να
πει όλα τα ονόματά τους. Τα γνωρίζουν όσοι κατοικούν τριγύρω τους. Κι η Θεία αφού
αναγκάστηκε, έσμιξε ερωτικά, με τον Υπερίωνα και γέννησε τον μέγα Ήλιο, τη λαμπρή Σελήνη και
την Αυγή που φέρνει το φως σ’ όλους
πάνω στη γη και στους αθάνατους θεούς που κατέχουν τον πλατύ Ουρανό. Ενώ η Ευρυβία, η
σεβαστή θεά, σμίγοντας ερωτικά με τον Κρίο, γέννησε τον Αστραίο, τον Πάλλαντα, και τον Πέρση
που ξεπερνά όλους σε γνώση. Και η Ηώ με τον Αστραίο, γέννησε τους ανέμους τους
σκληρόκαρδους, τον Ζέφυρο που φέρνει ξαστεριά, τον γρηγοροκίνητο Βοριά και τον Νότο, αφού
θεά πλάγιασε ερωτικά με θεό. Μετά η Ηριγένεια (Ηώ) γέννησε τον αστέρα Εωσφόρο και τα
λαμπρά αστέρια που στεφανώνουν τον Ουρανό. Η Στύγα, η κόρη του Ωκεανού, σμίγοντας με τον
Πάλλαντα γέννησε στο παλάτι τον Ζήλο και την ομορφοπόδαρη Νίκη. Επίσης γέννησε το Κράτος
και τη Βία, ξακουστά παιδιά. Μακρυά απ’ τον Δία δεν υπάρχει γι’ αυτά ούτε σπίτι, ούτε μέρος να
σταθούν, ούτε ο δρόμος που να μη τους οδηγεί ο θεός. Και πάντα κάθονται πλαϊ στον βροντερό
Δία. Έτσι απεφάσισε η Στύγα η αθάνατη Ωκεανίδα τη μέρα που ο αστραποβόλος Ολύμπιος κάλεσε
όλους τους αθάνατους θεούς στον ψηλό Όλυμπο και είπε πως όποιος απ΄ τους θεούς μαχόταν τους
Τιτάνες μαζί του, δεν θα έχανε κανένα αξίωμα που είχε πριν, μέσα στους αθάνατους θεούς. Και είπε
πως όποιος είχε μείνει χωρίς τιμή και αξίωμα απ’ τον Κρόνο, θα έπαιρνε τιμές και αξιώματα όπως
ήταν δίκαιο. Πρώτη λοιπόν έφθασε στον Όλυμπο η αθάνατη Στύγα μαζί με τα παιδιά της,
ακούγοντας τη συμβουλή του αγαπημένου της πατέρα. Κι ο Ζευς την τίμησε δίνοντάς της περίσσια
δώρα. Γιατί όρισε αυτή να είναι των θεών ο μεγαλύτερος όρκος. Και τα παιδιά της να μένουν πάντα
μαζί του. Κι όπως τα υποσχέθηκε έτσι ακριβώς τα εκτέλεσε. Γιατί αυτός εξουσιάζει και βασιλεύει.
Η Φοίβη ήλθε στο κρεββάτι του πολυπόθητου Κοίου και από έρωτα θεάς με θεό έμεινε έγκυος και
γέννησε τη Λητώ με τα γαλάζια πέπλα, πάντα γλυκειά, γλυκειά απ’ την πρώτη μέρα, που είναι η πιο
καταδεκτικιά μέσα στον Όλυμπο και τρυφερή στους ανθρώπους και στους αθάνατους θεούς.
Γέννησε και την Αστερία με το ωραίο όνομα που κάποτε ο Πέρσης την οδήγησε στο μεγάλο παλάτι
του να γίνει η αγαπημένη του σύντροφος. Κι αυτή έμεινε έγκυος και γέννησε την Εκάτη, που αυτήν
πάνω απ’ όλους τίμησε ο Ζευς, ο γυιός του Κρόνου και της χάρισε λαμπρά δώρα να ορίζει απ’ τη γη
και απ’ την ακένωτη θάλασσα. Αλλά και στον γεμάτο αστέρια Ουρανό πήρε αξίωμα και τιμάται πιο
πολύ απ’ όλους τους αθάνατους θεούς. Γιατί και μέχρι τώρα όποιος άνθρωπος στη γη προσφέρει
κατά τη συνήθεια, εξιλαστήρια θυσία προσκαλεί την Εκάτη. Κι εύκολα η θεά δείχνει την εύνοιά της
σ’ αυτόν που δέχτηκε την προσευχή του και του χαρίζει ευτυχία, γιατί έχει τη δύναμη. Επειδή όσοι
γεννήθηκαν απ’ τη Γαία και τον Ουρανό κι έχουν κάποιο αξίωμα, σ’ όλους αυτούς έχει μερδικό. Κι
ούτε σε τίποτα ο γυιός του Κρόνου την εξεβίασε, ούτε της στέρησε ό,τι της είχε λάχει μέσα στους
πρωτύτερους θεούς τους Τιτάνες, αλλά κατέχει ότι απ’ την αρχή ήταν το μερδικό της, μερίδιο στη
γη, στον ουρανό και στη θάλασσα. Και δεν τιμήθηκε λιγότερο η θεά επειδή ήταν μοναχοπαίδι,
αντίθετα πολύ περισσότερο γι’ αυτό την τιμά ο Ζευς. Αυτόν που θέλει τον βοηθά πολύ και τον
ωφελεί. Στις δίκες κάθεται πλάι στους σεβαστούς βασιλιάδες, και στις συνελεύσεις του λαού
προβάλλει αυτόν που θέλει. Κι όταν ζώνονται τ’ άρματα οι άνδρες για τον φονικό πόλεμο, κι εκεί η
θεά βοηθά όποιους θέλει και πρόθυμα δίνει τη νίκη και προσφέρει τη δόξα. Κι είναι καλή όταν
παραβγαίνουν άνδρες σε αγώνα κι εκεί τους βοηθά και τους ωφελεί. Κι αυτός που θα νικήσει με
ισχύ κι επιμονή, το ωραίο έπαθλο πρόθυμα και με χαρά παίρνει κάνοντας τους γονιούς του
περήφανους. Αλλά και μέσα στους ιππείς βοηθά όποιον θέλει. Κι αυτούς που δουλεύουν στη
γαλάζια ανεμοδαρμένη θάλασσα, και προσεύχονται στην Εκάτη και τον Γαιοσείστη (Ποσειδώνα),
εύκολα η δοξασμένη θεά τους φέρνει μεγάλη ψαριά, αλλά κι εύκολα την εξαφανίζει, αν το θελήσει,
κι ας φαίνεται δικιά τους (η ψαριά). Κι είναι καλή στους στάβλους όπου πληθαίνει τα ζώα μαζί με
τον Ερμή. Τα κοπάδια των γελαδιών, τα πλατιά κοπάδια των γιδιών και τα κοπάδια με τα
πυκνόμαλλα αρνιά, αν θέλει τα λίγα τα αυξάνει και τα πολλά τα ελαττώνει. Έτσι λοιπόν, αν η μάνα
της την έκανε μοναχοπαίδι, ανάμεσα σ’ όλους τους αθάνατους τιμάται μ’ αξιώματα. Μα κι ο γιος
του
Κρόνου την όρισε τροφό των νέων, που μαζί της ανοίγουν τα μάτια τους στο φως της ολοφώτιστης
Αυγής. Έτσι απ’ την αρχή ήταν τροφός των νέων και είχε αυτές τις τιμές. Η Ρέα εξαναγκασμένη
από τον Κρόνο, του γέννησε τέκνα δοξασμένα, την Εστία, τη Δήμητρα, την Ήρα με τα χρυσά
πέδιλα, τον δυνατό Άδη που κατοικεί στο παλάτι του κάτω απ’ τη γη κι έχει ανελέητη καρδιά, τον
βροντερό Γαιοσείστη και τον σοφό Δία, πατέρα θεών και ανθρώπων που τραντάζει την πλατειά γη
με την βροντή του. Κι αυτούς τους κατάπινε ο μέγας Κρόνος μόλις ο καθένας κατέβαινε απ’ την
ιερή κοιλιά της μάνας του στα γόνατα της. Φοβόταν μήπως κάποιος απ’ τους δοξασμένους
Ουρανίωνες του έπαιρνε το βασιλικό αξίωμα μέσα στους αθάνατους. Γιατί είχε μάθει απ’ την Γαία
και τον γεμάτο αστέρια Ουρανό ότι ήταν γραφτό να ηττηθεί κάποτε απ’ το παιδί του, παρ’ όλο που
ο ίδιος ήταν ισχυρός –απ’ το θέλημα του μεγάλου Δία. Έτσι παραφύλαγε με άγρυπνα μάτια και
κατάπινε τα παιδιά του. Τη Ρέα όμως την κατείχε αβάσταχτος πόνος. Αλλ’ όταν ήταν για να
γεννήσει τον Δία, τον πατέρα θεών και ανθρώπων, τότε παρακαλούσε τους αγαπημένους της γονείς,
τη Γαία και τον γεμάτο αστέρια Ουρανό, να σκεφτούν ένα τρόπο για να γεννήσει κρυφά τον
αγαπημένο της γυιό, για να πάρει εκδίκηση για τον πατέρα του και τα παιδιά του, που τα κατάπινε ο
δόλιος Κρόνος. Αυτοί άκουσαν με μεγάλη προσοχή την αγαπημένη τους θυγατέρα, πείστηκαν και
της αφιέρωσαν όσα ήταν πεπρωμένο να συμβούν γύρω απ’ τον βασιλιά Κρόνο και τον γυιό με την
ατρόμητη ψυχή. Την έστειλαν λοιπόν στη Λύκτο, τον πλούσιο τόπο της Κρήτης, όταν επρόκειτο να
γεννήσει το τελευταίο απ’ τα παιδιά της, τον μεγάλο Δία. Και τον δέχτηκε η πελώρια Γαία μέσα
στην πλατειά Κρήτη, να τον θρέψει και να τον φροντίζει. Εκεί, μέσα στο σκοτάδι της γρήγορης
Νύχτας, τον έφερε πρώτα στη Λύκτο και τον έκρυψε με τα χέρια της σε απάτητο άντρο, στα βάθη
της ιερής γης, στο πυκνοδασωμένο Αιγαίο βουνό. Και στον γυιό του Ουρανού, τον μεγάλο άνακτα,
τον πρώτο βασιλιά ανάμεσα στους θεούς, σπαργάνωσε μια μεγάλη πέτρα. Κι εκείνος αρπάζοντας
την στα χέρια του, την έριξε ο δύστυχος στην κοιλιά του. Δεν του πέρασε απ’ το μυαλό του πως
έμενε πίσω αντί για πέτρα ο γυιός του, ανίκητος και χωρίς να πολυσκοτίζεται, που έμελλε γρήγορα
με την ισχύ και τα χέρια του να τον νικήσει, να του πάρει τα αξιώματα και να βασιλέψει ανάμεσα
στους αθάνατους. Έπειτα, γρήγορα μεγάλωναν η ορμή και τα λαμπρά μέλη αυτού του άρχοντα. Και
με το κύλισμα του χρόνου (ξεγελασμένος από τις παμπόνηρες συμβουλές της Γαίας), τον γόνο του
ανέβασε από μέσα του ο μέγας Κρόνος, ο πανούργος, νικημένος απ΄την επινοητικότητα και την
ισχύ του γυιού του. Πρώτα εξέμεσε την πέτρα που είχε κατα- πιεί τελευταία και την οποία ο Ζευς
τη στήριξε στην πλατειά γη, στην αγία Πυθώνα, στις πλαγιές του Παρνασσού, σημάδι για το
μέλλον να το θαυμάζουν οι θνητοί άνθρωποι. (Κι έλυσε τους αδελφούς του πατέρα του, τους
Ουρανίδες, απ’ τα μαύρα δεσμά που τους είχε δέσει ο πατέρας τους, μέσα στην παραφροσύνη του.
Κι αυτοί δε λησμόνησαν τη χάρη της ευεργεσίας και του έδωσαν τη βροντή, τον κεραυνό που όλα
τα καίει και την αστραπή, που πριν τα έκρυβε η πελώρια Γαία. Μ’ αυτά βασιλεύει (ο Δίας) στους
θνητούς και στους αθάνατους θεούς). Κι ο Ιαπετός πήρε την κόρη, την Ωκεανίδα με τους όμορφους
αστραγάλους, την Κλυμένη και μαζί της ανέβηκε στο ίδιο κρεβάτι. Κι αυτή του γέννησε τον
Άτλαντα, γυιό με ατρόμητη ψυχή. Και γέννησε και Τον υπερφίαλο Μενοίτιο, τον εύστροφο και
επινοητικό Προμηθέα, και τον μπερδεμένο Επιμηθέα, που έκανε απ’ την αρχή μεγάλο κακό στους
άνδρες που τρέφονται με ψωμί. Γιατί πρώτος δέχτηκε την παρθένα γυναίκα που έπλασε ο Δίας. Τον
αυθάδη Μενοίτιο ο Δίας που τα βλέπει όλα, τον γκρέμισε στο Έρεβος, χτυπώντας τον με τον
κεραυνό που βγάζει καπνούς, για την ασέβειά και την υπεροπτική δύναμή του. Ο Άτλας
υποχρεώθηκε από μεγάλη ανάγκη να κρατά τον πλατύ ουρανό, στα πέρατα της γης, μπροστά στις
Εσπερίδες με την καθάρια φωνή, όρθιος, με το κεφάλι του και με τ’ ακούραστα χέρια του. Γιατί
αυτή τη μοίρα του όρισε ο σοφός Ζευς. Τον Προμηθέα με τις πολλές ιδέες, τον έδεσε με άλυτα και
βασανιστικά δεσμά τυλίγοντας κολώνα στη μέση και ξεσηκώνοντας εναντίον του αετό με μακρυά
φτερά. Κι αυτός του έτρωγε το αθάνατο
συκώτι, αλλ’ αυτό ξαναγινόταν το ίδιο τη νύχτα, όσο είχε φάει τη μέρα το όρνιο με τα μακρυά
φτερά. Κι αυτό το σκότωσε ο Ηρακλής, ο γενναίος γυιός της ομορφοστράγαλης Αλκμήνης, και
λύτρωσε απ’ τη φρικτή αυτή αρρώστεια τον γυιό του Ιαπετού και τον λευτέρωσε απ’ το μαρτύριο,
μα όχι χωρίς τη θέληση του Ολύμπιιου Δία, που βασιλεύει ψηλά, γιατί ήθελε να δοξαστεί
περισσότερο από πριν ο Θηβογεννημένος Ηρακλής, πάνω στην πολυθρέφτα γη. Με τέτοια
φροντίδα τίμησε τον δοξασμένο γυιό του και παρά την οργή του σταμάτησε την πίκρα που είχε πριν
επειδή συναγωνιζόταν (ο Προμηθέας) τον παντοδύναμο γυιό του Κρόνου. Γιατί τότε που θεοί και
θνητοί άνθρωποι, στη Μηκώνη τακτοποιούσαν τις σχέσεις μεταξύ τους, τότε (ο Προμηθέας)
μοίρασε ένα μεγαλόσωμο βόδι με χαρά, θέλοντας να ξεγελάσει την κρίση του Δία. Στο μεν ένα
έβαλε τα παχιά εντόσθια και τα κρέατα μέσα στο λίπος και τα σκέπασε με την κοιλιά του βοδιού.
Στο άλλο τοποθέτησε με μεγάλη πονηριά τα άσπρα κόκκαλα του βοδιού και τα ακούμπησε κάτω
αφού τα σκέπασε με λευκό λίπος. Τότε λοιπόν ο πατέρας θεών και ανθρώπων του είπε: Γυιέ του
Ιαπετού φίλε πιο δοξασμένε απ’ όλους τους άρχοντες, χώρισες τις μερίδες πολύ μεροληπτικά. Έτσι
είπε περιπαίζοντάς τον ο Δίας με τη σκέψη που δε λαθεύει ποτέ. Κι ο πανούργος Προμηθέας του
απάντησε με μισό χαμόγελο, χωρίς να ξεχάσει την απάτη που είχε στο μυαλό: «Δία πανένδοξε,
μεγαλύτερε απ’ τους αιώνιους θεούς, έλα διάλεξε όποια μερίδα τραβά η καρδιά σου». Έτσι είπε με
πονηριά στη σκέψη. Κι ο Ζευς που η σκέψη του δεν λαθεύει ποτέ κατάλαβε, κι ο δόλος δεν του
ξέφυγε. Και σκεφτόταν τα δεινά για τους θνητούς ανθρώπους, που ήταν μελλούμενο να γίνουν. Και
σήκωσε με τα δύο του χέρια το λευκό λίπος. Κι οργίστηκε μέσα του και χολή ήρθε στη ψυχή του
καθώς είδε τα λευκά κόκκαλα για τους αθάνατους πάνω σε καπνισμένους βωμούς. Και με μεγάλη
αγανάκτηση ο Δίας που μαζεύει τα σύννεφα του είπε: « Γυιέ του Ιαπετού, που οι σκέψεις σου είναι
ανώτερες όλων, δεν ξέχασες φίλε μου τη τέχνη της απάτης». Έτσι του είπε οργισμένος ο Δίας με τη
σκέψη που δεν λαθεύει ποτέ κι από τότε θυμόταν πάντα την απάτη και δεν έστελνε στις μελιές την
ορμή της ακούραστης φωτιάς για τους θνητούς ανθρώπους που κατοικούν πάνω στη γη. Αλλ’ ο
γενναίος γυιός του Ιαπετού τον εξαπάτησε κι έκλεψε τη λάμψη της ακούραστης φωτιάς που φέγγει
μακρυά, μέσα σε κούφιο καλάμι. Αυτό δάγκωσε βαθειά τη ψυχή του Δία που βροντά από ψηλά και
χολώθηκε καθώς είδε να έχουν οι άνθρωποι τη λάμψη της φωτιάς που φέγγει μακρυά. Κι αμέσως
για αντάλλαγμα της φω- τιάς, δημιούργησε ένα κακό για τους ανθρώπους. Γιατί ο δοξασμένος
Κουτσός (Ήφαιστος), πήρε χώμα και έπλασε ομοίωμα σεμνής παρθένας όπως το θέλησε ο Δίας. Κι
η γλαυκομάτα θεά Αθηνά την έζωσε και τη στόλισε με κατάλευκο φόρεμα. Κι απ΄το κεφάλι μέχρι
κάτω της έρριξε με τα χέρια της πέπλο κεντητό. Θαύμα να το βλέπεις. (Γύρω της, η Παλλάδα
Αθηνά, έβαλε στεφάνια από λαχταριστά λουλούδια χορταριού που μόλις είχε βλαστήσει). Και γύρω
απ’ το κεφάλι της έθεσε χρυσό στεφάνι που το’χε φτειάξει ο δοξασμένος Κουτσός με τα επιδέξια
χέρια του, για χάρη του πατέρα του Δία. Και πάνω στο στεφάνι χειροτέχνησε πολλά σχέδια, θαύμα
να τα βλέπεις από ζωντανά, όσα τρέφει η στεριά κι η θάλασσα. Απ’ αυτά έβαλε πολλά πάνω του
(και λαμποκοπούσε με πολλή γοητεία), θαυμαστά, που έμοιαζαν με ζώα έτοιμα να σου μιλήσουν.
Έπειτα αφού έφτειαξε κακό τόσο όμορφο αντί για το καλό, την έβγαλε έξω όπου βρισκόταν οι
άλλοι θεοί και οι άνθρωποι, ενώ αυτή καμάρωνε για το στόλισμα που της είχε κάνει η γλαυκομάτα,
κόρη του πανίσχυρου πατέρα. Και θαυμασμός τότε κατέλαβε τους αθάνατους θεούς και τους
θνητούς ανθρώπους, καθώς είδαν την αναπόφευκτη παγίδα που προοριζόταν για τους ανθρώπους
(γιατί απ’ αυτή βγήκε το γένος των θηλυκών γυναικών). Γιατί απ΄αυτή κρατά το ολέθριο γένος των
γυναικών, της μεγάλης αυτής συμφοράς που κατοικεί μαζί με τους θνητούς άνδρες που δεν
ταιριάζουν στην καταραμένη φτώχεια αλλά στον πλούτο. Όπως μέσα στα καλοσκεπασμένα
μελίσσια οι μέλισσες τρέφουν τους κηφήνες, συντρόφους κακών έργων. Κι αυτές ολημερίς, μέχρι
τη δύση του ήλιου πετούν γοργά και αποθέτουν τα
λευκά κεριά τους, ενώ αυτοί μένουν μέσα στις θολωτές κυψέλες καταπίνοντας τον ξένο κόπο.
Τέτοιο κακό για τους θνητούς άνδρες έφτειαξε ο Δίας, που βροντά από ψηλά, τις γυναίκες,
συντρόφους κακών έργων, κι έδωκε άλλο ένα κακό για το καλό που πήραν. Όποιος αποφεύγει τον
γάμο και τα βάσανα για τη φροντίδα της γυναίκας και δεν θέλει να παντρευτεί και να φτάσει στα
καταραμένα γεράματα χωρίς να έχει κάποιον να τον γηροκομήσει, τότε δεν θα στερηθεί το βιός
του, αλλά μετά το θάνατό του θα μοιραστούν την περιουσία του μακρινοί συγγενείς. Όποιος πάλι
του ΄γραψε η μοίρα να παντρευτεί και να πάρει σύντροφο φρόνιμη και λογική, και τότε σ’ όλη του
τη ζωή θ’ αγωνίζεται να ισοφαρίσει το κακό με το καλό. Όποιου πάλι του’ τυχε γέννημα ολέθριο,
ζει έχοντας στα στήθεια του, στη ψυχή και στην καρδιά αβάσταχτο πόνο, που είναι κακό
αγιάτρευτο. Επειδή δεν είναι δυνατό να ξεγελάσει κανείς το νου του Δία, ούτε να του ξεφύγει, έτσι
ούτε ο γυιός του Ιαπετού, ο άκακος Προμηθεύς. Ξέφυγε απ΄την τρομερή οργή του, και παρά τη
σοφία του, εξαναγκάστηκε να τον κρατούν βαρειά δεσμά. Τον Βριάρεω, τον Κόττο και τον Γύη,
τους μίσησε ο πατέρας τους (ο Ουρανός) απ΄την πρώτη μέρα, και τους έδεσε με γερά δεσμά,
φθονώντας την ασύγκριτη ανδρεία τους, το παρουσιαστικό τους και το ανάστημά τους και τους
έχωσε μέσα στην πλατειά γη. Εκεί κατοικούσαν μέσα στον πόνο, βαθειά στα έσχατα της γης, στα
πέρατα της μεγάλης γης, με μεγάλο πόνο στη ψυχή και μαυρισμένη την καρδιά. Αλλά ο γυιός του
Κρόνου και οι άλλοι θεοί που γέννησε η ομορφομάλλα Ρέα απ΄τον έρωτα του Κρόνου,
ακολουθώντας τη συμβουλή της Γαίας, τους ανέβασαν πάλι στο φως. Γιατί αυτή τους εξιστόρησε
με λεπτομέρεια ότι μόνο μαζί μ’ εκείνους θα έπαιρναν τη νίκη και τη λαμπρή δόξα. Γιατί
πολεμούσαν για πολύ καιρό έχοντας βαρύ πόνο, συγκρουόμενοι μεταξύ τους σε δυνατές μάχες, οι
Τιτάνες οι θεοί, κι όσοι γεννήθηκαν απ’ τον Κρόνο, οι μεν λαμπροί Τιτάνες απ’ τη ψηλή Όθρυ, οι δε
θεοί οι δωρητές των αγαθών, που γέννησε η ομορφομάλλα Ρέα απ’ τον έρωτα του Κρόνου, απ’ τον
Όλυμπο. Αυτοί τότε έχοντας ανάμεσα τους οργή που τους έτρωγε την καρδιά, πολεμούσαν συνεχώς
δέκα ολόκληρα χρόνια, και δεν φαινόταν καμμιά λύση ή τέλος στη φοβερή έριδα, αλλά και για τους
δυο το τέλος του πολέμου ήταν μακρυνό και αβέβαιο. Όταν όμως τους πρόσφεραν (στους
Εκατόγχειρες) όλα τα απαραίτητα, νέκταρ και αμβροσία, αυτά που τρων’ οι θεοί, τότε στα στήθεια
τους φούσκωσε η ρωμαλέα τους ψυχή. (Μόλις δοκίμασαν το νέκταρ και τη γλυκειά αμβροσία) τότε
τους είπε ο πατέρας ανθρώπων και θεών: «Ακούστε με λαμπρά τέκνα της Γαίας και τ’ Ουρανού, για
να σας πω όσα με προστάζει η ψυχή μέσα απ’ τα στήθεια μου. Πολύ καιρό τώρα πολεμούμε
ολημερίς μεταξύ μας, οι Τιτάνες οι θεοί, κι όσοι γεννηθήκαμε απ’ τον Κρόνο, για τη νίκη και την
επιβολή. Τώρα εσείς δείξτε τη μεγάλη ισχύ και τ’ ανίκητα χέρια σας στην τρομερή μάχη εναντίον
των Τιτάνων, έχοντας στη μνήμη σας την άδολη αγάπη μας κι όσα έχετε πάθει, και πως απ΄τη δική
μας θέληση ήλθατε πάλι στο φως, απ’ τ’ ανυπόφορα δεσμά σας μέσα στον ζόφο τον σκοτεινό».
Έτσι είπε και του απάντησε αμέσως ο άψογος Κόττος: «Θεέ, δεν μας λες κάτι άγνωστο.
Γνωρίζουμε ότι υπερέχεις στον νου και στη γνώση και πως προστατεύεις τους αθάνατους θεούς
απ΄την παγωμένη κατάρα. Και πως χάρη στη γνώση σου γυιέ του Κρόνου βασιλιά, αναπάντεχα
ήλθαμε πάλι εδώ λυμένοι απ’ τ’ αμείλικτα δεσμά μας, μέσα απ’ τον σκοτεινό ζόφο. Γι’ αυτό και
τώρα, μ’ ανεπιφύλακτη ψυχή και με προσεκτική σκέψη, θ’ αγωνιστούμε για να επικρατήσεις στον
φοβερό πόλεμο, πολεμώντας τους Τιτάνες σε σκληρές μάχες». ‘Ετσι είπε και τον επάινεσαν οι θεοί
οι δωρητές των αγαθών, μόλις άκουσαν τα λόγια του. Κι η ψυχή τους ποθούσε περισσότερο τώρα
τον πόλεμο παρά πριν. Κι όλοι, θεές και θεοί, σήκωσαν τη μέρα εκείνη μάχη που δεν θα τη ζήλευες,
οι Τιτάνες οι θεοί κι όσοι γεννήθηκαν απ΄τον Κρόνο, τους οποίους ο Ζευς έφερε στο φως απ΄το
υποχθόνιο Έρεβος, φοβεροί και δυνατοί, έχοντας ακατανίκητη ισχύ. Απ΄τους ώμους τους
τινάζονταν εκατό χέρια κι απ΄τον ώμο του καθενός πενήντα κεφάλια ξεφύτρωναν στα στιβαρά μέλη
τους.
Και τότε στάθηκαν αντίκρυ στους Τιτάνες μέσα στη σκληρή μάχη, κρατώντας στα στιβαρά χέρια
τους τεράστιους βράχους. Κι απ’ την άλλη, οι Τιτάνες πύκνωναν τις φάλλαγες τους γοργά κι
έδειχναν και οι δυο πλευρές το μπορούσαν να κάνουν με την ισχύ των χεριών τους. Και βούιζε
φοβερά τριγύρω ο απέραντος Πόντος, η γη σείστηκε δυνατά, κι ο αχανής Ουρανός αναστέναξε
σαλεύοντας. Απ’ την ορμή των αθανάτων, ο ψηλός Όλυμπος σειόταν απ’ τις ρίζες, και βαρύς
σεισμός έφτανε μέχρι τον ομιχλώδη Τάρταρο, απ΄το τρομερό ποδοβολητό κι απ’ τον απερίγραπτο
κρότο που έκαναν οι φοβερές βολές που έριχναν. Κι έριχναν πικραμένοι βολές ο ένας στον άλλον,
κι οι φωνές τους ακούγονταν μέχρι τον γεμάτο αστέρια ουρανό, καθώς κραύγαζαν. Ώσπου
συγκρούστηκαν αλαλάζοντας τρομερά. Κι ο Δίας τότε, δεν μπορούσε να κρατήσει πια το μένος του,
η ψυχή του πλημμύρισε μ’ ορμή, κι έδειξε σ’ όλους την παντοδυναμία του. Κατέβαινε απ΄τον
Ουρανό κι απ’ τον Όλυμπο, ρίχνοντας ακατάπαυστα αστραπές, κι απ΄ το στιβαρό χέρι του έπεφταν
συνέχεια οι κεραυνοί μαζί με βροντές και αστραπές, στροβιλίζοντας τη ιερή φλόγα. Και γύρω η
ζωοδότρα γη, βογγούσε καθώς καιγόταν και τα μεγάλα δάση έτριζαν ζωσμένα απ΄τη φωτιά. Έβραζε
η γη ολόκληρη και τα ρέματα του Ωκεανού κι η ακένωτη θάλασσα. Και καυτή πνοή τύλιγε τους
χθόνιους Τιτάνες κι η φλόγα ανέβαινε μέχρι τον θείο αιθέρα, κι όσο δυνατοί κι αν ήταν τους
τύφλωνε η κατάλευκη λάμψη του κεραυνού και της αστραπής. Και ζέστη πρωτόφαντη χύθηκε μέσα
στο Χάος. Κι αυτό που έβλεπαν τα μάτια και άκουγαν τ’ αυτιά, ήταν σαν να έσμιγαν από πάνω η
Γαία και ο πλατύς Ουρανός. Τέτοιος θα ήταν ο θόρυβος αν αυτή συντριβόταν κι αυτός έπεφτε από
ψηλά. Τόσος ήταν ο κρότος καθώς συγκρούονταν οι θεοί. Και οι άνεμοι, παίρνοντας μέρος
βουίζοντας, έσμιγαν το χώμα, τη σκόνη, τη βροντή, την αστραπή και τον φλογερό κεραυνό, και τα
βέλη του μεγάλου Δία, και φέρναν τις ιαχές και τις πολεμικές κραυγές ανάμεσα τους. Και το
τρομερό βουητό της μάχης σηκώθηκε απ’ τη μεγάλη σύγκρουση, κι ήταν ξεκάθαρη η δύναμη
αυτών που γινόταν. Κι έγειρε η μάχη ενώ μέχρι αυτήν την ώρα, μένοντας στην ίδια θέση, χτυπιόταν
σε φοβερές συγκρούσεις. Ανάμεσα στους πρώτους, ξεσήκωσαν άγρια μάχη ο Κόττος, ο Βριάρεως
και ο Γύης, αχόρταγος για πόλεμο, οι οποίοι έρριξαν τρακόσιους βράχους, τον ένα πισ’ απ’ τον
άλλον, με τα στιβαρά χέρια τους. Και με τις βολές τους σκέπασαν τους Τιτάνες και τους
ξαπόστειλαν κάτω απ’ τη πλατειά γη και τους έδεσαν τα χέρια με πικρά δεσμά, όταν τους νίκησαν,
κι ας είχαν γενναία ψυχή. Τόσο βαθειά μέσα στη γη όσο απέχει ο ουρανός απ΄τη γη (γιατί τόσο
είναι απ’ τη γη μέχρι τον σκοτεινιασμένο Τάρταρο). Εννιά νύχτες κι εννιά μέρες χάλκινο αμόνι
πέφτοντας απ’ τον ουρανό, φτάνει στη γη τη δεκάτη. Κι εννιά πάλι νύχτες κι εννιά μέρες χάλκινο
αμόνι πέφτοντας απ΄τη γη τη δεκάτη θα φθάσει στο Τάρταρο. Τριγύρω τον περιζώνει χάλκινος
φραγμός και γύρω απ΄τον λαιμό του χύνεται η νύχτα με τρεις σειρές από σκοτάδι. Κι από πάνω
φυτρώνουν οι ρίζες της γης και της ακένωτης θάλασσας. Εκεί ‘ναι καταχωνιασμένοι οι Τιτάνες οι
θεοί, κάτω απ΄τον ομιχλώδη ζόφο, απ΄τη θέληση του Δία που μαζεύει τα νέφη, (σε τόπο
μουχλιασμένο, στα έσχατα της πελώριας γης). Να βγουν είναι αδύνατο, γιατί ο Ποσειδώνας
τοποθέτησε χάλκινες πύλες και τείχος το περιτριγυρίζει από παντού. Εκεί κατοικούν ο Γύης, ο
Κόττος και ο γενναιόψυχος Βριάρεως, φύλακες πιστοί του Δία που κρατά την ασπίδα. Εκεί στη
σειρά, της μαύρης γης και του κατασκότεινου Τάρταρου και του ατέλειωτου Πόντου και του
ουρανού που είναι γεμάτος αστέρια, βρίσκεται η αρχή και το τέλος, τόποι μουχλιασμένοι που τους
αποφεύγουν ακόμη κι οι θεοί, χάσμα μεγάλο, που αν κάποιος περάσει απ’ τις πύλες του, δεν
θάφτανε στον πυθμένα του ούτε σ’ ένα χρόνο. Αλλά θα τον πήγαινε από δω κι από κει φοβερή
θύελλα πάνω στη θύελλα. Αυτό το φαινόμενο είναι φοβερό ακόμα και για τους αθανάτους. Εκεί
βρίσκεται ο οίκος της σκοτεινής Νύχτας ζωσμένος απ’ τα μαύρα σύννεφα. Μπροστά της, ο γυιός
του Ιαπετού, σηκώνει με το κεφάλι, και τ’ ακούραστα χέρια του τον πλατύ ουρανό, χωρίς να
λυγίζει. Εκεί η Νύχτα και η Ημέρα συναντιούνται και αλληλοχαιρετιούνται, περνώντας το χάλκινο
σκαλοπάτι. Η μια
μπαίνει μέσα κι η άλλη βγαίνει έξω, γιατί ποτέ και τις δυο μαζί δεν τις σηκώνει το σπίτι. Αλλά ενώ
η μια είναι έξω και περιφέρεται στη γη, η άλλη μένει μέσα και περιμένει την ώρα της για να βγει. Η
μια κρατώντας το Φως που το βλέπουν όλοι, κι η άλλη η ολοσκότεινη Νύχτα, τυλιγμένη σε μαύρο
σύννεφο, έχοντας στα χέρια της τον Ύπνο τον αδελφό του Θανάτου. Εκεί είναι η κατοικία των
παιδιών της μαύρης Νύχτας, του Ύπνου και του Θανάτου, θεοί φοβεροί που ποτέ σ’ αυτούς ο
λαμπερός Ήλιος δεν ρίχνει τις ακτίνες του, ούτε όταν ανεβαίνει στον ουρανό, ούτε όταν κατεβαίνει
απ’ αυτόν. Ο ένας απ’ αυτούς, ήρεμος και γλυκός τριγυρίζει τη γη, και την απέραντη θάλασσα ενώ
ο άλλος έχει καρδιά από σίδερο και ψυχή χάλκινη κι ανελέητη μέσα στα στήθεια του, κι όποιον
αρπάξει απ’ τους ανθρώπους δεν τον αφήνει κι είναι εχθρός ακόμα και στους αθάνατους θεούς.
Εκεί μπροστά υψώνονται τα βροντερά ανάκτορα του πανίσχυρου Άδη και της φοβερής
Περσεφόνης κι ένας τρομερός σκύλος τα φυλάει μπροστά, αδυσώπητος με πανούργο τέχνασμα. Σ’
όσους έρχονται κουνά την ουρά και τα δυο αυτιά του φιλικά, όμως πάλι να βγει έξω δεν τον αφήνει,
αλλά παραφυλάει και τρώει όποιον πιάσει να βγαίνει έξω απ’ την πύλη (του πανίσχυρου Άδη και
της φοβερής Περσεφόνης). Εκεί κατοικεί η μισητή για τους αθάνατους, η φοβερή Στύγα, η
μεγαλύτερη θυγατέρα του Ωκεανού που τα ρέματα του κυλούν κυκλικά. Κατοικεί μακρυά απ’ τους
θεούς, σε ξακουστά ανάκτορα σκεπασμένα με ψηλούς βράχους. Και τριγύρω κολώνες ασημένιες τα
στηρίζουν στον ουρανό. Καμμιά φορά έρχεται η θυγατέρα του Θαύμαντα η γοργοπόδαρη Ίρις, να
φέρει κάποιο μήνυμα απ’ την απέραντη θάλασσα. Όποτε σηκωθεί καυγάς κι έχθρα ανάμεσα στους
αθάνατους κι όποιος απ’ όσους κατοικούν στα Ολύμπια δώματα ψεύδεται, ο Ζευς στέλνει την Ίριδα
να φέρει από μακρυά τον μέγα όρκο των θεών, το φημισμένο παγωμένο νερό μέσα σε χρυσή
στάμνα, που κυλά από ψηλό, κρεμαστό βράχο. Κι είναι παρακλάδι του ιερού ποταμού του
Ωκεανού, που κυλά άφθονο μέσα στη μαύρη νύχτα, κάτω απ’ τη πλατειά γη. Γιατί έχει μερδικό το
ένα δέκατο. Τα άλλα εννιά γύρω απ’ τη γη και την απέραντη θάλασσα με δίνες ασημένιες τα
περικυκλώνει (ο Ωκεανός) και χύνεται στη θάλασσα, κι αυτό το ένα δέκατο, κυλά απ’ τον βράχο κι
είναι συμφορά μεγάλη για τους θεούς. Όποιος απ’ τους αθάνατους που κατέχουν την Κορφή του
χιονισμένου Ολύμπου ορκιστεί ψεύτικα χύνοντας το νερό, για ένα ολόκληρο χρόνο κείτεται χωρίς
πνοή. Και δεν φέρνει ποτέ νέκταρ και αμβροσία για να τραφεί, αλλά κείτεται χωρίς ανάσα και
φωνή πάνω στα στρωσίδια και τον τυλίγει μια τρομερή παράλυση. Κι όταν περάσει η αρρώστεια
ύστερα από έναν μακρύ χρόνο, τον περιμένουν άλλα κι άλλα, φοβερώτερα βάσανα. Εννιά χρόνια
μένει χωρισμένος απ’ τους θεούς που ζουν αιώνια κι ουδέποτε παίρνει μέρος στα συμβούλια και
στα συμπόσια, για εννιά ολόκληρα χρόνια. Στον δέκατο όμως παίρνει πάλι μέρος στα συμβούλια
των αθανάτων που έχουν τα Ολύμπια ανάκτορα. Τέτοιο όρκο έθεσαν οι θεοί στο άφθαρτο και
παμπάλαιο νερό της Στύγας που τρέχει μέσα σε τραχύ τόπο. (Εκεί στη σειρά,της μαύρης γης και
του κατασκότεινου Τάρταρου και του ατέλειωτου Πόντου και τ’ ουρανού που είναι γεμάτος
αστέρια, βρίσκεται η αρχή και τέλος, τόποι μουχλιασμένοι που τους αποφεύγουν ακόμη κι οι θεοί.
Εκεί είναι οι μαρμάρινες πύλες και το ακλόνητο χάλκινο κατώφλι, στερεωμένο σε ρίζες χωρίς
τέλος, μακρυές, που βρίσκεται εκεί από πάντα. Εκεί μπροστά, μακρυά απ’ όλους τους θεούς,
κατοικούν οι Τιτάνες, πέρα απ’ το ζοφερό χάος. Ενώ οι ξακουστοί σύντροφοι του βροντερού Δία ο
Κόττος και ο Γύης, κατοικούν σε δώματα στα θεμέλια του Ωκεανού. Και τον Βριάρεω, για τη
γενναιότητα του, τον έκαμε γαμπρό του ο βαρύκτυπος Γαιοσείστης (ο Ποσειδώνας) και του έδωσε
γυναίκα του την Κυμοπόλεια, τη δική του θυγατέρα. Μόλις έδιωξε ο Δίας τους Τιτάνες απ’ τον
ουρανό, η πελώρια Γαία, γέννησε τον τελευταίο γυιό της τον Τυφωέα σμίγοντας με τον Τάρταρο
για χάρη της χρυσής Αφροδίτης. Τα χέρια του ήταν φτειαγμένα για έργα που χρειαζόταν δύναμη και
τα πόδια του κρατερού θεού ήταν ακούραστα. Κι απ’ τους ώμους του έβγαιναν εκατό φιδίσια
κεφάλια, δράκου τρομερού, και μαύρες γλώσσες που έγλειφαν. Κι απ’ τα μάτια των φοβερών
κεφαλιών,
κάτω απ΄τα φρύδια έβγαινε φλογερή φωτιά, (κι απ’ όλα τα κεφάλια καθώς κοίταζε καιγόταν φωτιά).
Κι έβγαιναν απ’ όλα τα τρομερά κεφάλια φωνές κάθε είδους, αφήνοντας απερίγραπτο βουητό. Γιατί
άλλοτε μιλούσε έτσι που να καταλαβαίνουν οι θεοί, κι άλλοτε με φωνή αγέρωχη σαν βρυχηθμό
περήφανου ταύρου που τίποτα δεν σταματά την ορμή του. Άλλοτε σαν σκληρόκαρδο λιοντάρι,
άλλοτε σαν σκυλάκια, θαύμα να τ΄ακούς, κι άλλοτε πάλι σφύριζε κι αντηχούσαν τα μακρυά βουνά.
Κι εκείνη τη μέρα θα συνέβαινε ένα γεγονός ανεπανόρθωτο, θα γινόταν δηλαδή αυτός βασιλιάς σε
θνητούς κι αθανάτους, αν δεν τον αντιλαμβανόταν ο οξυδερκής πατέρας θεών και ανθρώπων. Και
βρόντησε σκληρά και δυνατά, κι αντήχησε τρομακτικά τριγύρω η Γη, και ο πλατύς Ουρανός από
ψηλά, και ο Πόντος και τα ρέματα του Ωκεανού και τα Τάρταρα τη γης. Και κάτω απ’ τ’ αθάνατα
πόδια του άρχοντα που σηκωνόταν, τραντάζόταν ο μέγας Όλυμπος και στέναζε η γη. Κι απ΄τους
δυό φοβερή ζέστη κυρίεψε τον σκοτεινό πόντο, απ’ τη βροντή και την αστραπή, κι απ’ τη φωτιά
που έβγαινε απ’ το πελώριο τέρας (μανιασμένοι άνεμοι και φλογερός κε- ραυνός), και κόχλαζε ολ’
η γη, ο ουρανός κι η θάλασσα. Κι από παντού μαίνονταν πελώρια κύμα- τα στις ακτές, απ’ την
ορμή των αθανάτων, κι ένας σεισμός ατέλειωτος σηκώθηκε. Έτρεμε ο Άδης που είναι άρχοντας
στους νεκρούς του κάτω κόσμου, και οι Τιτάνες μέσα στον Τάρταρο, που βρίσκονται γύρω απ’ τον
Κρόνο (απ’ το ατέλειωτο βουητό και τον φοβερό αγώνα). Ο Ζεύς, όταν κορυφώθηκε η ορμή του,
και πήρε τα όπλα, τη βροντή, την αστραπή και τον καπνογόνο κεραυνό, τον χτύπησε πηδώντας απ’
τον Όλυμπο κι έκαψε ένα γύρω όλα τα απερίγραπτα κεφάλια του φοβερού τέρατος. Κι όταν τον
δάμασε απ’ τα χτυπήματα, έπεσε κομματιασμένος κι αναστέναξε η πελώρια γη. Κι απ’ αυτόν τον
κεραυνωμένο άρχοντα, ξεπήδησε φλόγα, μέσα στα σκοτεινά και βραχώδη φαράγγια του βουνού
όπου είχε πληγωθεί. Και σε μεγάλη έκταση καιγόταν η πελώρια γη, μέσα σε απερίγραπτους ατμούς,
κι έλοιωνε σαν κασσίτερος ζεσταμένος από ικανούς τεχνίτες σε καλοτρυπημένες χοάνες, ή σαν
σίδερο που είναι το πιο στέρεο, και που μέσα στα φαράγγια του βουνού, δαμασμένο απ’ τη φλογερή
φωτιά, λοιώνει στο θεϊκό χώμα, απ’ την τέχνη του ΄Ηφαιστου. Έτσι έλοιωνε κι η γη απ’ τη λάμψη
της φλογερής φωτιάς. Και τον έριξε (ο Δίας) με ψυχή θυμωμένη μέσα στον απέραντο Τάρταρο. Απ’
αυτόν, τον Τυφώνα, βγαίνει η υγρή ορμή των ανεμών όταν φυσούν, εκτός απ’ τον Νοτιά, τον Βοριά
και τον Ζέφυρο που φέρνει ξαστεριά, γιατί αυτοί έχουν γεννηθεί απ’ τους θεούς, καλό μεγάλο για
τους θνητούς. Οι άλλοι άστατα φυσούν μεσ’ τη θάλασσα. Είναι αυτοί που ρίχνονται μέσα στον
ομιχλώδη πόντο, κακό μεγάλο για τους θνητούς, και μαίνονται σ’ άγρια θύελλα. Και φυσούν εδώ κι
εκεί σκορπίζοντας τα καράβια και πνίγοντας τους ναυτικούς. Και σ’ αυτό το κακό δεν βοηθά η
παλληκαριά των ανδρών, αν τους συναντήσουν (τους ανέμους) στην ανοιχτή θάλασσα. Άλλοι
άνεμοι πάλι πάνω στην ανθόσπαρτη και άπειρη γη, καταστρέφουν τα ωραία έργα των ανθρώπων
που γεννήθηκαν χαμηλά, γεμίζοντας τα με σκόνη κι οδυνηρή βουή. Όταν λοιπόν οι μακάριοι θεοί
κανόνισαν με τη βία τις διαφορές τους για τα αξιώματα με τους Τιτάνες, τότε παρώτρυναν τον
πανεπόπτη Δία τον Ολύμπιο, να βασιλεύει και να άρχει με τις συμβουλές της Γης, μέσα στους
αθάνατους. Κι ο Ζευς, ο βασιλιάς των θεών, πρώτη γυναίκα του πήρε τη Μήτιδα που γνώριζε
περισσότερα απ’ τους θεούς και τους θνητούς ανθρώπους. Όταν όμως ήταν να γεννήσει τη
γλαυκομάτα θεά Αθηνά, τότε εξαπατώντας την λαρδιά της με δόλο και γλυκόλογα, την έρριξε στην
κοιλιά του, κατά πως τον συμβούλεψε η Γη και ο γεμάτος αστέρια Ουρανός. Και τον συμβούλεψαν
έτσι για να μη πάρει άλλος απ’ τους αιώνιους θεούς το βασιλικό αξίωμα. Γιατ’ ήταν πεπρωμένο να
γεννήσει παιδιά γεμάτα φρόνηση. Πρώτη τη γλαυκομάτα κόρη την Τριτογένεια, ορμητική και με
σοφή σκέψη, όσο κι ο πατέρας της. Έπειτα έμελλε να γεννήσει έναν γυιό, με ακατανίκητη ψυχή,
που θα γινόταν βασιλιάς θεών κι ανθρώπων. Αλλά πρόλαβε ο Ζευς και την έρριξε μέσα στην κοιλιά
του, για να του λέει η θεά τα καλά και τα κακά που τον περιμένουν. Δεύτερη (γυναίκα) πήρε τη
λαμπρή Θέμιδα που γέννησε τις Ώρες, την Ευνομία, τη Δίκη και την ανθοστολισμένη Ειρήνη, που
ρυθμίζουν τα έργα των θνητών
ανθρώπων, και τις Μοίρες, που τους έδωσε ο σοφός Δίας τη μεγαλύτερη τιμή, την Κλωθώ, τη
Λάχεσι και την Άτροπο, που δίνουν στους θνητούς ανθρώπους και τα καλά και τα κακά. Και η
Ευρυνόμη η θυγατέρα του Ωκεανού, με το ποθητό παρουσιαστικό, του γέννησε τις τρεις
ομορφομάγουλες Χάριτες, την Αγλαϊα, την Ευφρο- σύνη και την αξιαγάπητη Θάλεια (απ΄τα
βλέφαρά τους καθώς κοιτούσαν, έσταζε ο έρωτας που παραλύει τα μέλη, τόσο όμορφο είναι το
βλέμμα τους κάτω απ΄τα φρύδια τους). Έπειτα ήλθε στο κρεβάτι της πολυθρέφτρας Δήμητρας που
γέννησε τη λευκοχέρα Περσεφόνη, την οποία άρπαξε απ΄τη μάνα της ο Αϊδωνέας αφού συμφώνησε
να την πάρει ο σοφός Ζευς. Μετά αγάπησε την ομορφομάλλα Μνημοσύνη, απ’ την οποία
γεννήθηκαν οι εννιά χρυσοστεφανωμέ- νες Μούσες, που τους αρέσουν οι γιορτές και η χαρά του
τραγουςδιού. Η Λητώ, σμίγοντας ερωτικά με τον Δία που κρατά την ασπίδα, γέννησε τον
Απόλλωνα και την Άρτεμη τη γρήγορη τοξεύτρα, τον πιο γοητευτικό γόνο απ’ όλους τους
Ουρανίωνες. Τελευταία, πήρε γυναίκα του τη θαλερή Ήρα, που σμίγοντας ερωτικά με τον βασιλιά
θεών και ανθρώπων, γέννησε την Ήβη, τον Άρη και την Ειλειθύια. Κι ακόμη ο ίδιος απ’ το κεφάλι
του Γέννησε τη γλαυκομάτα Τριτογένεια, τη φοβερή, που ξεσηκώνει μάχες κι οδηγεί στρατούς, την
ακαταπόνητη, τη σεβαστή, που την ευχαριστούν οι κρότοι των πολέμων και των μαχών. Η Ήρα,
χωρίς να ενωθεί ερωτικά με κανέναν, επειδή θύμωσε και μάλωσε με τον άνδρα της, γέννησε τον
ξακουστό Ήφαιστο που ήταν απ’ όλα τα εγγόνια τ’ Ουρανού ο πιο επιδέξιος. Απ’ την Αμφιτρίτη και
τον βροντερό Κοσμοσείστη (τον Ποσειδώνα), γεννήθηκε ο μεγάλος και ισχυρότατος Τρίτων, που
κατέχει τον πυθμένα της θάλασσας και μαζί με την αγαπημένη του μητέρα και τον άνακτα πατέρα
του κατοικεί ο δείνος θεός σε χρυσά ανάκτορα. Μετά με τον Άρη που σπάει τις ασπίδες, γέννησε η
Κυθέρεια τους φοβερούς Φόβο και Δείμο, που κλονίζουν μαζί με τον πορθητή Άρη τις πυκνές
φάλαγγες των ανδρών, στον παγερό πόλεμο, και την Αρμονία που πήρε γυναίκα του ο
μεγαλόκαρδος Κάδμος. Στον Δία η κόρη του Άτλαντα η Μαία, αφού ανέβηκε στο ιερό κρεβάτι,
γέννησε τον περίφημο Ερμή, τον κήρυκα των αθανάτων. Και η Σεμέλη, η θυγατέρα του Κάδμου,
σμίγοντας ερωτικά μαζί του, γέννησε ξακουστό γυιό, τον περιχαρή Διόνυσο, αθάνατος αυτός από
θνητή (μητέρα), τώρα όμως κι οι δυο είναι θεοί. Η Αλκμήνη γέννησε τον ισχυρό Ηρακλή,
σμίγοντας ερωτικά με τον Δία που μαζεύει τα σύννεφα. Την Αγλαϊα τη νεώτερη απ’ τις Χάριτες,
έκαμε θαλερή γυναίκα του ο ξακουσμένος Κουτσός. Ο Χρυσομάλλης ο Διόνυσος τη ξανθή
Αριάδνη, τη θυγατέρα του Μίνωα, έκαμε θαλερή γυναίκα του. Κι αυτήν ο γυιός του Κρόνου την
έκανε αθάνατη κι αγέραστη. Την Ήβη τη θυγατέρα του μεγάλου Δία και της χρυσοπέδιλης Ήρας ο
γενναίος γυιός της ομορφοστράγαλης Αλκμήνης, ο Ηρακλής, αφού τελείωσε τους βαρυστέναχτους
άθλους, την πήρε σεβαστή γυναίκα του, στον χιονισμέννο Όλυμπο, ευτυχισμένος που κατόρθωσε
τόσο μεγάλο έργο και κατοικεί ανάμεσα στους αθάνατους ασφαλής κι αγέραστος για πάντα. Στον
ακούραστο Ήλιο, γέννησε η δοξασμένη Ωκεανίδα Περσηίς, την Κίρκη, και στον βασιλιά Αιήτη.
Και ο Αιήτης, ο γυιός του Ήλιου που φωτίζει τους Ανθρώπους, παντρεύτηκε με τον θέλημα των
θεών, την κόρη του Ωκεανού, του τέλειου ποταμού, την ομορφομάγουλη Ιδυία. Κι αυτή
υποταγμένη, γέννησε από έρωτα την ομορφοστράγαλη Μήδεια, για χάρη της χρυσής Αφροδίτης.
Και τώρα χαίρετε εσείς που κατέχετε τα Ολύμπια παλάτια, και σεις νησιά και στεριές κι η αλμυρή
θάλασσα ανάμεσα σας. Και τώρα, Μούσες Ολύμπιες γλυκόλαλες κόρες του Αιγίοχου Δία,
τραγουδήστε τις θεές που αν και αθάνατες πλάγιασαν με θνητούς άντρες και γέννησαν τέκνα όμοια
με θεούς. Η Δήμητρα, η ιερή θεά, σμίγοντας από γλυκό έρωτα με τον ήρωα Ιάσιο, σε χωράφι τρεις
φορές οργωμένο μέσα στην πλούσια Κρήτη, γέννησε τον καλότυχο Πλούτο, που τριγυρίζει σ’ όλη
τη γη και στην πλατειά θάλασσα, κι όποιον συναντήσει και πέσει στα χέρια του, τον κάνει πλούσιο
και του δίνει πολλά αγαθά.
Και στον Κάδμο η Αρμονία, η θυγατέρα της χρυσής Αφροδίτης, γέννησε την Ινώ, τη Σεμέλη, την
ομορφομάγουλη Αγαυή και την Αυτονόη, που την παντρεύτηκε ο μακρυμάλης Αρισταίος, και τον
Πολύδωρο, στην ομορφοστεφανωμένη Θήβα. (Η Καλλιρόη η κόρη του Ωκεανού, σμίγοντας εξ
αιτίας του έρωτα της πολύχρυσης Αφροδίτης με τον δυνατόψυχο Χρυσάορα, γέννησε γυιό, τον
δυνατώτερο απ’ όλους τους θνητούς, τον Γηρυόνη, που τον σκότωσε ο ισχυρός Ηρακλής, για τις
στριφτόποδες αγελάδες στην Ερύθεια που τη ζώνει η θάλασσα από παντού). Και στον Τιθωνό,
γέννησε η Ηώς τον Μέμνονα, με το χάλκινο κράνος, τον βασιλιά των Αιθιόπων και τον άρχοντα
Ημαθίωνα. Έπειτα για τον Κέφαλο έφερε έναν ξακουσμένο γυιό, τον δυνατό Φαέθοντα, άντρα
όμοιο με τους θεούς. Αυτόν όταν ακόμα ήταν τρυφερό λουλούδι, στη λαμπρή του νιότη, παιδί με
τρυφερή ψυχή, τον άρπαξε η χαμογελαστή Αφροδίτη, και στους ιερούς ναούς της τον έλανε φύλακα
τη νύχτα, αυτό το πνεύμα το θεϊκό. Την κόρη του Αιήτη, του βασιλιά που ανατράφηκε απ΄ τον Δία,
ο γυιός του Αίσονα με τις βουλές των αιώνιων θεών, την άρπαξε απ’ τον Αιήτη, αφού εξετέλεσε
τους βαρυστέναχτους άθλους, που τους πολλούς τους πρόσταξε ο Πελίας ο μεγάλος βασιλιάς, ο
αλαζονικός κι ο άδικος, ο αυθάδης, με τις βαριές πράξεις. Κι όταν τους εξετέλεσε έφθασε στην
Ιωλκό, ύστερα από πολλούς κόπους, φέρνοντας στο γρήγορο καράβι την παιχνιδομάτα κόρη (τη
Μήδεια), ο γυιός του Αίσονα και την έκανε θαλερή γυναίκα του. Κι αυτή υποταγμένη στον Ιάσονα,
τον οδηγητή των λαών, γέννησε ένα παιδί τον Μήδειο, που τον ανάθρεψε στα βουνά ο Χείρων ο
γυιός της Φιλύρας. Έτσι πραγματοποιόταν το μεγάλο σχέδιο του Δία. Έπειτα απ’ τις κόρες του
Νηρέα, του γέροντα της Θάλασσας, η Ψαμάθη η λαμπρή θεά, γέννησε τον Φώκο με τον έρωτα του
Αιακού, χάρη στη χρυσή Αφροδίτη. Η ασημοπόδαρη Θέτις υποταγμένη στον Πηλέα, γέννησε τον
Αχιλλέα τον λεοντόκαρδο, που σπάει τις φάλαγγες του εχθρού. Κι η ομορφοστεφανωμένη
Κυθέρεια σμίγοντας από Γλυκό έρωτα με τον ήρωα Αγχίση, γέννησε τον Αινεία, στις πολύπτυχες
κορφές της δασωμένης Ίδης. Η Κίρκη, η θυγατέρα του ΄Ηλιου του γυιού του Υπερίωνα, γέννησε
από έρωτα στον γενναιόψυχο Οδυσσέα, τον Άγριο και τον Λατίνο τον άψοχο και τον κρατερό,
(γέννησε και τον Τηλέγονο, για χάρη της χρυσής Αφροδίτης). Αυτοί πολύ μακρυά μέσα στον μυχό
των ιερών νήσων, βασίλευαν σ’ όλους τους δοξασμένους Τυρρηνούς. Κι η Καλυψώ, η λαμπρή θεά,
γέννησε τον Ναυσίθοο και τον Ναυσίνοο, σμίγοντας με τον Οδυσσέα από γλυκό έρωτα. Αυτές
λοιπόν οι θεές, που αν και αθάνατες πλά- γιασαν με θνητούς άντρες και γέννησαν τέκνα όμοια με
θεούς. Τώρα όμως τραγουδήστε τις γενιές των γυναικών, γλυκόλαλες Μούσες Ολυμπιάδες,
θυγατέρες του Δία του Αιγίοχου.
Ἡσίοδος
Θεογονία
Ἡσίοδος Θεογονία
Μουσάων Ἑλικωνιάδων ἀρχώμεθ᾽ ἀείδειν, αἵ θ᾽ Ἑλικῶνος ἔχουσιν ὄρος μέγα τε ζάθεόν τε
καί τε περὶ κρήνην ἰοειδέα πόσσ᾽ ἁπαλοῖσιν ὀρχεῦνται καὶ βωμὸν ἐρισθενέος Κρονίωνος· καί
τε λοεσσάμεναι τέρενα χρόα Περμησσοῖο ἢ Ἵππου κρήνης ἢ Tλμειοῦ ζαθέοιο ἀκροτάτU
Ἑλικῶνι χοροVς ἐνεποιήσαντο καλοWς, Xμερόεντας· ἐπερρώσαντο δY ποσσίν. Zνθεν
ἀπορνWμεναι, κεκαλυμμέναι [έρι πολλ\, ἐννWχιαι στεῖχον περικαλλέα ὄσσαν Xεῖσαι, ]μνεῦσαι
^ία τ᾽ αἰγίοχον καὶ πότνιαν _ρην `ργεaην, χρυσέοισι πεδίλοις ἐμβεβαυῖαν, κοWρην τ᾽ αἰγιόχοιο
^ιὸς γλαυκῶπιν `θήνην bοῖβόν τ᾽ `πόλλωνα καὶ cρτεμιν ἰοχέαιραν [δY Ποσειδάωνα γαιήοχον,
ἐννοσίγαιον, καὶ Θέμιν αἰδοίην dλικοβλέeαρόν τ᾽ `eροδίτην _βην τε χρυσοστέeανον καλήν τε
^ιώνην fητώ τ᾽ gαπετόν τε ἰδY Κρόνον ἀγκυλομήτην hῶ τ᾽ hέλιόν τε μέγαν λαμπράν τε
iελήνην jαῖάν τ᾽ kκεανόν τε μέγαν καὶ lWκτα μέλαιναν
www. theogonia.gr
5
10
15
20
1
Ἡσίοδος mλλων τ᾽ ἀθανάτων Xερὸν γένος αἰYν ἐόντων. nἵ νW ποθ᾽ Ἡσίοδον καλoν ἐδίδαpαν
ἀοιδήν, mρνας ποιμαίνονθ᾽ Ἑλικῶνος qπο ζαθέοιο. rόνδε δέ με πρώτιστα θεαὶ πρὸς μῦθον
ἔειπον, Μοῦσαι Tλυμπιάδες, κοῦραι ^ιὸς αἰγιόχοιο· «Ποιμένες mγραυλοι, κάκ᾽ ἐλέγχεα,
γαστέρες οsον, tδμεν uεWδεα πολλv λέγειν ἐτWμοισιν wμοῖα, tδμεν δ᾽, εxτ᾽ ἐθέλωμεν, ἀληθέα
γηρWσασθαι.» yς ἔeασαν κοῦραι μεγάλου ^ιὸς ἀρτιέπειαι· καί μοι σκzπτρον ἔδον δάeνης
ἐριθηλέος ὄζον δρέuασαι, θηητόν· ἐνέπνευσαν δέ μοι ἀοιδoν θέσπιν, ἵνα κλείοιμι τά τ᾽
ἐσσόμενα πρό τ᾽ ἐόντα. Καί μ᾽ ἐκέλονθ᾽ ]μνεῖν μακάρων γένος αἰYν ἐόντων, σe{ς δ᾽ α|τvς
πρῶτόν τε καὶ qστατον αἰYν ἀείδειν. `λλv τί } μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην; rWνη,
Μουσάων ἀρχώμεθα, ταὶ ^ιὶ πατρὶ ]μνεῦσαι τέρπουσι μέγαν νόον ἐντὸς TλWμπου, εἰρεῦσαι τά
τ᾽ ἐόντα τά τ᾽ ἐσσόμενα πρό τ᾽ ἐόντα, eων\ wμηρεῦσαι· τῶν δ᾽ ἀκάματος ~έει α|δo ἐκ
στομάτων •δεῖα· γελ€ δέ τε δώματα πατρὸς •ηνὸς ἐριγδοWποιο θε{ν ὀπὶ λειριοέσσ‚ σκιδναμέν‚·
[χεῖ δY κάρη νιeόεντος TλWμπου δώματά τ᾽ ἀθανάτων. nƒ δ᾽ mμβροτον ὄσσαν Xεῖσαι θεῶν
γένος αἰδοῖον πρῶτον κλείουσιν ἀοιδ\ ἐp ἀρχzς, ο„ς jαῖα καὶ …|ρανὸς ε|ρVς ἔτικτεν, οἵ τ᾽ ἐκ
τῶν ἐγένοντο θεοί, δωτzρες ἐάων.
www. theogonia.gr
Θεογονία
25
30
35
40
45
2
Ἡσίοδος ^εWτερον αxτε •zνα, θεῶν πατέρ᾽ [δY καὶ ἀνδρῶν, ἀρχόμεναί θ᾽ ]μνεῦσι θεαὶ
λήγουσαί τ' ἀοιδzς, †σσον eέρτατός ἐστι θεῶν κράτεa τε μέγιστος. nxτις δ᾽ ἀνθρώπων τε γένος
κρατερῶν τε jιγάντων ]μνεῦσαι τέρπουσι ^ιὸς νόον ἐντὸς TλWμπου Μοῦσαι Tλυμπιάδες,
κοῦραι ^ιὸς αἰγιόχοιο. rvς ἐν Πιερί‚ Κρονίδ‚ τέκε πατρὶ μιγεῖσα ΜνημοσWνη, γουνοῖσιν
‡λευθzρος μεδέουσα, λησμοσWνην τε κακῶν mμπαυμά τε μερμηράων. ‡ννέα γάρ οX νυκτὸς
ἐμίσγετο μητίετα •εVς νόσeιν ἀπ᾽ ἀθανάτων Xερὸν λέχος εἰσαναβαίνων· ἀλλ᾽ †τε δή ~᾽
ἐνιαυτὸς ἔην, περὶ δ᾽ ἔτραπον ˆραι μηνῶν eθινόντων, περὶ δ᾽ ‰ματα πόλλ᾽ ἐτελέσθη, Š δ᾽
ἔτεκ᾽ ἐννέα κοWρας wμόeρονας, ‹σιν ἀοιδo μέμβλεται ἐν στήθεσσιν, ἀκηδέα θυμὸν ἐχοWσαις,
τυτθὸν ἀπ᾽ ἀκροτάτης κορυezς νιeόεντος TλWμπου. [Zνθα σeιν λιπαροί τε χοροὶ καὶ δώματα
καλά. Πvρ δ᾽ α|τ\ς Œάριτές τε καὶ Ἵμερος οἰκί᾽ ἔχουσιν ἐν θαλί‚ς· ἐρατoν δY διv στόμα ὄσσαν
Xεῖσαι μέλπονται πάντων τε νόμους καὶ ‰θεα κεδνv ἀθανάτων κλείουσιν, ἐπήρατον ὄσσαν
Xεῖσαι.] nƒ τότ᾽ tσαν πρὸς •λυμπον ἀγαλλόμεναι ὀπὶ καλ\, ἀμβροσί‚ μολπ\· περὶ δ᾽ tαχε γαῖα
μέλαινα ]μνεWσαις, ἐρατὸς δY ποδῶν qπο δοῦπος ὀρώρει νισσομένων πατέρα †ν· Ž δ᾽ ο|ραν•
ἐμβασιλεWει, α|τὸς ἔχων βροντoν [δ᾽ αἰθαλόεντα κεραυνόν, κάρτε• νικήσας πατέρα Κρόνον· εx
δY ‘καστα ἀθανάτοις διέταpεν wμῶς καὶ ἐπέeραδε τιμάς.
www. theogonia.gr
Θεογονία
50
55
60
65
70
3
Ἡσίοδος
Θεογονία
rαῦτ᾽ mρα Μοῦσαι mειδον, TλWμπια δώματ᾽ ἔχουσαι, ἐννέα θυγατέρες μεγάλου ^ιὸς
ἐκγεγαυῖαι, Κλειώ τ᾽ ’|τέρπη τε Θάλειά τε Μελπομέενη τε rερuιχόρη τ᾽ ‡ρατώ τε ΠολWμνιά τ᾽
…|ρανίη τε Καλλιόπη θ᾽· Š δY προeερεστάτη ἐστὶν ἁπασέων. _ γvρ καὶ βασιλεῦσιν “μ᾽
αἰδοίοισιν ὀπηδεῖ. ”ν τινα τιμήσωσι ^ιὸς κοῦραι μεγάλοιο γεινόμενόν τε tδωσι διοτρεeέων
βασιλήων, τ• μYν ἐπὶ γλώσσ‚ γλυκερoν χείουσιν ἐέρσην, τοῦ δ᾽ ἔπε᾽ ἐκ στόματος ~εῖ μείλιχα·
οX δέ τε λαοὶ πάντες ἐς α|τὸν wρῶσι διακρίνοντα θέμιστας ἰθεί‚σι δίκ‚σιν· Ž δ᾽ ἀσeαλέως
ἀγορεWων αsuά κε καὶ μέγα νεῖκος ἐπισταμένως κατέπαυσεν· το•νεκα γvρ βασιλzες ἐχέeρονες,
οqνεκα λαοῖς βλαπτομένοις ἀγορzeι μετάτροπα ἔργα τελεῦσι ~ηιδίως, μαλακοῖσι παραιeάμενοι
ἐπέεσσιν. ‡ρχόμενον δ᾽ ἀν᾽ ἀγῶνα θεὸν –ς Xλάσκονται αἰδοῖ μειλιχί‚, μετv δY πρέπει
ἀγρομένοισιν· τοίη Μουσάων Xερo δόσις ἀνθρώποισιν. ‡κ γάρ τοι Μουσέων καὶ dκηβόλου
`πόλλωνος mνδρες ἀοιδοὶ ἔασιν ἐπὶ χθόνα καὶ κιθαρισταί, ἐκ δY ^ιὸς βασιλzες· Ž δ᾽ ὄλβιος, †ν
τινα Μοῦσαι eίλωνται· γλυκερή οX ἀπὸ στόματος ~έει α|δή. ’ἰ γάρ τις καὶ πένθος ἔχων
νεοκηδέι θυμ• mζηται κραδίην ἀκαχήμενος, α|τvρ ἀοιδὸς Μουσάων θεράπων κλέεα προτέρων
ἀνθρώπων ]μνήσ‚ μάκαράς τε θεοWς, οƒ •λυμπον ἔχουσιν,
www. theogonia.gr
75
80
85
90
95
100
4
Ἡσίοδος αsu᾽ † γε δυσeροσυνέων ἐπιλήθεται ο|δέ τι κηδέων μέμνηται· ταχέως δY παρέτραπε
δῶρα θεάων. Œαίρετε, τέκνα ^ιός, δότε δ᾽ Xμερόεσσαν ἀοιδήν. Κλείετε δ᾽ ἀθανάτων Xερὸν
γένος αἰYν ἐόντων, οƒ jzς τ᾽ ἐpεγένοντο καὶ …|ρανοῦ ἀστερόεντος, lυκτός τε δνοeερzς, οqς θ᾽
ἁλμυρὸς ἔτρεeε Πόντος. ’tπατε δ᾽, —ς τv πρῶτα θεοὶ καὶ γαῖα γένοντο καὶ ποταμοὶ καὶ πόντος
ἀπείριτος, οtδματι θυίων, mστρα τε λαμπετόωντα καὶ ο|ρανὸς ε|ρVς qπερθεν οἵ τ᾽ ἐκ τῶν
ἐγένοντο θεοί, δωτzρες ἐάων ˜ς τ᾽ meενος δάσσαντο καὶ —ς τιμvς διέλοντο [δY καὶ —ς τv
πρῶτα πολWπτυχον ἔσχον •λυμπον. rαῦτά μοι ἔσπετε Μοῦσαι, TλWμπια δώματ᾽ ἔχουσαι [ἐp
ἀρχzς, καὶ εtπαθ᾽, † τι πρῶτον γένετ᾽ α|τῶν.] ™ τοι μYν πρώτιστα Œάος γένετ᾽, α|τvρ ἔπειτα
jαῖ᾽ ε|ρWστερνος, πάντων ‘δος ἀσeαλYς αἰεὶ [ἀθανάτων, οƒ ἔχουσι κάρη νιeόεντος TλWμπου,
rάρταρά τ᾽ [ερόεντα μυχ• χθονὸς ε|ρυοδείης,] [δ᾽ Zρος, Žς κάλλιστος ἐν ἀθανάτοισι θεοῖσι,
λυσιμελής, πάντων δY θεῶν πάντων τ᾽ ἀνθρώπων δάμναται ἐν στήθεσσι νόον καὶ ἐπίeρονα
βουλήν. ‡κ Œάεος δ᾽ Zρεβός τε μέλαινά τε lVp ἐγένοντο· lυκτὸς δ᾽ αxτ᾽ nἰθήρ τε καὶ Ἡμέρη
ἐpεγένοντο, ο„ς τέκε κυσαμένη ‡ρέβει eιλότητι μιγεῖσα. jαῖα δέ τοι πρῶτον μYν ἐγείνατο sσον
d᾽ α|τ\ …|ρανὸν ἀστερόενθ᾽, ἵνα μιν περὶ πάντα καλWπτοι, ὄeρ᾽ εtη μακάρεσσι θεοῖς ‘δος
ἀσeαλYς αἰεί. jείνατο δ᾽ …•ρεα μακρά, θεῶν χαρίεντας ἐναWλους,
www. theogonia.gr
Θεογονία
105
110
115
120
125
5
Ἡσίοδος [lυμeέων, αƒ ναίουσιν ἀν᾽ ο•ρεα βησσήεντα.] _ δY καὶ ἀτρWγετον πέλαγος τέκεν,
οtδματι θυῖον, Πόντον, mτερ eιλότητος ἐeιμέρου· α|τvρ ἔπειτα …|ραν• ε|νηθεῖσα τέκ᾽ kκεανὸν
βαθυδίνην, Κοῖόν τε Κρῖόν θ᾽ šπερίονά τ᾽ gαπετόν τε Θείαν τε ›œείαν τε Θέμιν τε
ΜνημοσWνην τε bοίβην τε χρυσοστέeανον rηθWν τ᾽ ἐρατεινήν. rοVς δY μέθ᾽ wπλότατος γένετο
Κρόνος ἀγκυλομήτης, δεινότατος παίδων· θαλερὸν δ᾽ ‰χθηρε τοκzα. jείνατο δ᾽ αx ΚWκλωπας ]
πέρβιον }τορ ἔχοντας, •ρόντην τε iτερόπην τε καὶ cργην ὀβριμόθυμον, [οƒ •ηνὶ βροντήν τε δόσαν
τεῦpάν τε κεραυνόν.] …ƒ δή τοι τv μYν mλλα θεοῖς ἐναλίγκιοι }σαν, μοῦνος δ᾽ ὀeθαλμὸς
μέσσU ἐνέκειτο μετώπU. [ΚWκλωπες δ᾽ ὄνομ᾽ }σαν ἐπώνυμον, οqνεκ᾽ mρα σeέων κυκλοτερoς
ὀeθαλμὸς ‘εις ἐνέκειτο μετώπU·] ἰσχVς δ᾽ [δY βίη καὶ μηχαναὶ }σαν ἐπ᾽ ἔργοις. cλλοι δ᾽ αx
jαίης τε καὶ …|ρανοῦ ἐpεγένοντο τρεῖς παῖδες μεγάλοι τε καὶ ὄβριμοι, ο|κ ὀνομαστοί, Κόττος τε
•ριάρεώς τε jWης θ᾽, ]περήeανα τέκνα. rῶν dκατὸν μYν χεῖρες ἀπ᾽ žμων ἀίσσοντο, mπλαστοι,
κεeαλαὶ δY dκάστU πεντήκοντα ἐp žμων ἐπέeυκον ἐπὶ στιβαροῖσι μέλεσσιν· ἰσχVς δ᾽ mπλητος
κρατερo μεγάλU ἐπὶ εtδει. ”σσοι γvρ jαίης τε καὶ …|ρανοῦ ἐpεγένοντο, δεινότατοι παίδων,
σeετέρU δ᾽ ‰χθοντο τοκzι ἐp ἀρχzς· καὶ τῶν μYν †πως τις πρῶτα γένοιτο, πάντας
ἀποκρWπτασκε, καὶ ἐς eάος ο|κ ἀνίεσκε,
www. theogonia.gr
Θεογονία 130
135
140
145
150
155
6
Ἡσίοδος jαίης ἐν κευθμῶνι, κακ• δ᾽ ἐπετέρπετο ἔργU …|ρανός. Š δ᾽ ἐντὸς στοναχίζετο jαῖα
πελώρη στεινομένη· δολίην δY κακήν τ᾽ ἐeράσσατο τέχνην. nsuα δY ποιήσασα γένος πολιοῦ
ἀδάμαντος τεῦpε μέγα δρέπανον καὶ ἐπέeραδε παισὶ eίλοισιν· εsπε δY θαρσWνουσα, eίλον
τετιημένη }τορ· «Παῖδες ἐμοὶ καὶ πατρὸς ἀτασθάλου, αt κ᾽ ἐθέλητε πείθεσθαι, πατρός κε κακoν
τισαίμεθα λώβην ]μετέρου· πρότερος γvρ ἀεικέα μήσατο ἔργα.» yς eάτο· τοVς δ᾽ mρα πάντας
‘λεν δέος, ο|δέ τις α|τῶν eθέγpατο. Θαρσήσας δY μέγας Κρόνος ἀγκυλομήτης Ÿu αxτις μWθοισι
προσηWδα μητέρα κεδνήν· «Μzτερ, ἐγώ κεν τοῦτό γ᾽ ]ποσχόμενος τελέσαιμι ἔργον, ἐπεὶ
πατρός γε δυσωνWμου ο|κ ἀλεγίζω •μετέρου· πρότερος γvρ ἀεικέα μήσατο ἔργα». yς eάτο·
γήθησεν δY μέγα eρεσὶ jαῖα πελώρη· ’ σε δέ μιν κρWuασα λόχU· ἐνέθηκε δY χερσὶν “ρπην
καρχαρόδοντα· δόλον δ᾽ ]πεθήκατο πάντα. ™λθε δY νWκτ᾽ ἐπάγων μέγας …|ρανός, ἀμeὶ δY
jαί‚ Xμείρων eιλότητος ἐπέσχετο καί ~᾽ ἐτανWσθη πάντη· Ž δ᾽ ἐκ λοχεοῖο πάις ¡ρέpατο χειρὶ
σκαι\, δεpιτερ\ δY πελώριον ἔλλαβεν “ρπην μακρoν καρχαρόδοντα, eίλου δ᾽ ἀπὸ μήδεα πατρὸς
ἐσσυμένως ‰μησε, πάλιν δ᾽ ἔρριuε eέρεσθαι
www. theogonia.gr
Θεογονία
160
165
170
175
180
7
Ἡσίοδος ἐpοπίσω· τv μYν ο• τι ἐτώσια ἔκeυγε χειρός· †σσαι γvρ ~αθάμιγγες ἀπέσσυθεν
αXματόεσσαι, πάσας δέpατο jαῖα· περιπλομένων δ᾽ ἐνιαυτῶν γείνατ᾽ ‡ρινῦς τε κρατερvς
μεγάλους τε jίγαντας, τεWχεσι λαμπομένους, δολίχ᾽ ἔγχεα χερσὶν ἔχοντας, lWμeας θ᾽, ¢ς
Μελίας καλέουσ᾽ ἐπ᾽ ἀπείρονα γαῖαν. Μήδεα δ᾽ —ς τὸ πρῶτον ἀποτμήpας ἀδάμαντι κάββαλ᾽
ἀπ᾽ [πείροιο πολυκλWστU ἐνὶ πόντU, –ς eέρετ᾽ Ÿμ πέλαγος πουλVν χρόνον, ἀμeὶ δY λευκὸς
ἀeρὸς ἀπ᾽ ἀθανάτου χροὸς žρνυτο· τ• δ᾽ ἔνι κοWρη ἐθρέeθη· πρῶτον δY Κυθήροισιν ζαθέοισιν
ἔπλητ᾽, ἔνθεν ἔπειτα περίρρυτον ἵκετο ΚWπρον. ‡κ δ᾽ ἔβη αἰδοίη καλo θεός, ἀμeὶ δY ποίη
ποσσὶν qπο ~αδινοῖσιν ἀέpετο· τoν δ᾽ `eροδίτην [ἀeρογενέα τε θεvν καὶ ἐυστέeανον Κυθέρειαν]
κικλ£σκουσι θεοί τε καὶ ἀνέρες, οqνεκ᾽ ἐν ἀeρ• θρέeθη· ἀτvρ Κυθέρειαν, †τι προσέκυρσε
Κυθήροις· [Κυπρογενέα δ᾽, †τι γέντο πολυκλWστU ἐνὶ ΚWπρU· [δY eιλομμηδέα, †τι μηδέων
ἐpεeαάνθη.] r\ δ᾽ Zρος —μάρτησε καὶ Ἵμερος ‘σπετο καλὸς γεινομέν‚ τv πρῶτα θεῶν τ᾽ ἐς
eῦλον ἰοWσ‚. rαWτην δ᾽ ἐp ἀρχzς τιμoν ἔχει [δY λέλογχε μοῖραν ἐν ἀνθρώποισι καὶ
ἀθανάτοισι θεοῖσι, Παρθενίους τ᾽ ὀάρους μειδήματά τ᾽ ἐpαπάτας τε τέρuιν τε γλυκερoν
eιλότητά τε μειλιχίην τε. rοVς δY πατoρ rιτzνας ἐπίκλησιν καλέεσκε παῖδας νεικείων μέγας …|
ρανός, ο„ς τέκεν α|τός· eάσκε δY τιταίνοντας ἀτασθαλί‚ μέγα ~έpαι
www. theogonia.gr
Θεογονία
185
190
195
200
205
8
Ἡσίοδος ἔργον, τοῖο δ᾽ ἔπειτα τίσιν μετόπισθεν ἔσεσθαι. lVp δ᾽ ἔτεκεν στυγερόν τε Μόρον καὶ
Κzρα μέλαιναν καὶ Θάνατον, τέκε δ᾽ ¤πνον, ἔτικτε δY eῦλον Tνείρων· — ο• τινι κοιμηθεῖσα θεv
τέκε lVp ἐρεβεννή, — δεWτερον αx Μῶμον καὶ TιζVν ἀλγινόεσσαν Ἑσπερίδας θ᾽, ‹ς μzλα
πέρην κλυτοῦ kκεανοῖο χρWσεα καλv μέλουσι eέροντά τε δένδρεα καρπόν. Καὶ Μοίρας καὶ
Κzρας ἐγείνατο νηλεοποίνους, [Κλωθώ τε fάχεσίν τε καὶ cτροπον, αἵτε βροτοῖσι γεινομένοισι
διδοῦσιν ἔχειν ἀγαθόν τε κακόν τε,] αἵτ᾽ ἀνδρῶν τε θεῶν τε παραιβασίας ἐeέπουσιν· ο|δέ ποτε
λήγουσι θεαὶ δεινοῖο χόλοιο, πρίν γ᾽ ἀπὸ τ• δώωσι κακoν ὄπιν, †ς τις ἁμάρτ‚. rίκτε δY καὶ
lέμεσιν, πzμα θνητοῖσι βροτοῖσι, lVp ὀλοή· μετv τoν δ᾽ `πάτην τέκε καὶ bιλότητα jzράς τ᾽ ο|
λόμενον, καὶ Zριν τέκε καρτερόθυμον. n|τvρ Zρις στυγερo τέκε μYν Πόνον ἀλγινόεντα fήθην τε
fιμόν τε καὶ cλγεα δακρυόεντα šσμίνας τε Μάχας τε bόνους τ᾽ `νδροκτασίας τε lείκεά τε
uευδέας τε fόγους `μeιλλογίας τε ^υσνομίην τ᾽ `άτην τε, συνήθεας ἀλλήλ‚σιν, ”ρκον θ᾽, Žς δo
πλεῖστον ἐπιχθονίους ἀνθρώπους πημαίνει, †τε κέν τις dκ¥ν ἐπίορκον ὀμόσσ‚. lηρέα δ᾽
ἀuευδέα καὶ ἀληθέα γείνατο Πόντος, πρεσβWτατον παίδων· α|τvρ καλέουσι γέροντα, οqνεκα
νημερτής τε καὶ ‰πιος, ο|δY θεμιστέων λήθεται, ἀλλv δίκαια καὶ ‰πια δήνεα οsδεν· αxτις δ᾽ αx
ΘαWμαντα μέγαν καὶ ἀγήνορα bόρκυν
www. theogonia.gr
Θεογονία 210
215
220
225
230
235
9
Ἡσίοδος jαί‚ μισγόμενος καὶ Κητ¥ καλλιπάρ‚ον ’|ρυβίην τ᾽ ἀδάμαντος ἐνὶ eρεσὶ θυμὸν
ἔχουσαν. lηρzος δ᾽ ἐγένοντο μεγήρατα τέκνα θεάων πόντU ἐν ἀτρυγέτU καὶ ^ωρίδος [υκόμοιο,
κοWρης kκεανοῖο, τελήεντος ποταμοῖο, Πλωτώ τ᾽ ’|κράντη τε iαώ τ᾽ `μeιτρίτη τε ’|δώρη τε
Θέτις τε jαλήνη τε jλαWκη τε Κυμοθόη iπειώ τε Θόη θ᾽ `λίη τ᾽ ἐρόεσσα Πασιθέη τ᾽ ‡ρατώ τε
καὶ ’|νίκη ~οδόπηχυς καὶ Μελίτη χαρίεσσα καὶ ’|λιμένη καὶ `γαυo ^ωτώ τε Πρωτώ τε bέρουσά
τε ^υναμένη τε lησαίη τε καὶ `κταίη καὶ Πρωτομέδεια ^ωρὶς καὶ Πανόπεια καὶ ε|ειδoς jαλάτεια
¦πποθόη τ᾽ ἐρόεσσα καὶ ¦ππονόη ~οδόπηχυς Κυμοδόκη θ᾽, Š κWματ᾽ ἐν [εροειδέι πόντU πνοιάς
τε ζαέων ἀνέμων σVν Κυματολήγ‚ ~εῖα πρη§νει καὶ ἐυσeWρU `μeιτρίτ‚, Κυμώ τ᾽ hιόνη τε
ἐυστέeανός θ᾽ ¨λιμήδη jλαυκονόμη τε eιλομμειδoς καὶ Ποντοπόρεια fηαγόρη τε καὶ ’|αγόρη καὶ
fαομέδεια Πουλυνόη τε καὶ n|τονόη καὶ fυσιάνασσα [’|άρνη τε eυήν τ᾽ ἐρατo καὶ εsδος mμωμος]
καὶ ©αμάθη χαρίεσσα δέμας δίη τε Μενίππη lησώ τ᾽ ’|πόμπη τε Θεμιστώ τε Προνόη τε
lημερτής θ᾽, Š πατρὸς ἔχει νόον ἀθανάτοιο. nªται μYν lηρzος ἀμWμονος ἐpεγένοντο κοῦραι
πεντήκοντα, ἀμWμονα ἔργα ἰδυῖαι.
Θεογονία
240
245
250
255
260
www. theogonia.gr
10
Ἡσίοδος ΘαWμας δ᾽ kκεανοῖο βαθυρρείταο θWγατρα [γάγετ᾽ hλέκτρην· Š δ᾽ ¡κεῖαν τέκεν «ριν
[υκόμους θ᾽ ¨ρπυίας `ελλώ τ᾽ kκυπέτην τε, αἵ ~᾽ ἀνέμων πνοι\σι καὶ οἰωνοῖς ‘μ᾽ ‘πονται ¡κεί‚ς
πτερWγεσσι· μεταχρόνιαι γvρ tαλλον. bόρκυ• δ᾽ αx Κητ¥ jραίας τέκε καλλιπαρ£ους ἐκ γενετzς
πολιάς, τvς δo jραίας καλέουσιν ἀθάνατοί τε θεοὶ χαμαὶ ἐρχόμενοί τ᾽ mνθρωποι, Πεμeρηδώ τ᾽
ἐWπεπλον ‡νυώ τε κροκόπεπλον, jοργοWς θ᾽, αƒ ναίουσι πέρην κλυτοῦ kκεανοῖο ἐσχατι\ πρὸς
lυκτός, ἵν᾽ Ἑσπερίδες λιγWeωνοι, iθεννώ τ᾽ ’|ρυάλη τε Μέδουσά τε λυγρv παθοῦσα. _ μYν ἔην
θνητή, αƒ δ᾽ ἀθάνατοι καὶ ἀγήρU, αX δWο· τ\ δY μι\ παρελέpατο Κυανοχαίτης ἐν μαλακ•
λειμῶνι καὶ mνθεσιν εἰαρινοῖσιν. rzς δ᾽ †τε δo ΠερσεVς κεeαλoν ἀπεδειροτόμησεν, ἔκθορε
Œρυσαωρ τε μέγας καὶ Πήγασος ἵππος. r• μYν ἐπώνυμον }εν, †τ᾽ kκεανοῦ περὶ πηγvς γένθ᾽, Ž
δ᾽ mορ χρWσειον ἔχων μετv χερσὶ eίλ‚σιν. Œ¡ μYν ἀποπτάμενος προλιπ¥ν χθόνα, μητέρα
μήλων, ἵκετ᾽ ἐς ἀθανάτους· •ηνὸς δ᾽ ἐν δώμασι ναίει βροντήν τε στεροπήν τε eέρων ^ιὶ
μητιόεντι. Œρυσάωρ δ᾽ ἔτεκεν τρικέeαλον jηρυονzα μιχθεὶς Καλλιρό‚ κοWρ‚ κλυτοῦ kκεανοῖο.
rὸν μYν mρ᾽ ἐpενάριpε βίη Ἡρακληείη βουσὶ παρ᾽ εἰλιπόδεσσι περιρρWτU εἰν ‡ρυθεί‚ ‰ματι
τ• †τε περ βοῦς ‰λασεν ε|ρυμετώπους rίρυνθ᾽ εἰς Xερoν διαβvς πόρον kκεανοῖο
www. theogonia.gr
Θεογονία 265
270
275
280
285
290
11
Ἡσίοδος •ρθον τε κτείνας καὶ βουκόλον ’|ρυτίωνα σταθμ• ἐν [ερόεντι πέρην κλυτοῦ kκεανοῖο. _
δ᾽ ἔτεκ᾽ mλλο πέλωρον ἀμήχανον, ο|δYν ἐοικὸς θνητοῖς ἀνθρώποις ο|δ᾽ ἀθανάτοισι θεοῖσιν,
ἐν σπzι ἔνι γλαeυρ• θείην κρατερόeρον᾽ Zχιδναν, ¬μισυ μYν νWμeην dλικώπιδα καλλιπάρ‚ον,
¬μισυ δ᾽ αxτε πέλωρον ὄeιν δεινόν τε μέγαν τε αἰόλον ¡μηστoν ζαθέης ]πὸ κεWθεσι γαίης. Zνθα
δέ οX σπέος ἐστὶ κάτω κοίλ‚ ]πὸ πέτρ‚ τηλοῦ ἀπ᾽ ἀθανάτων τε θεῶν θνητῶν τ᾽ ἀνθρώπων·
ἔνθ᾽ mρα οX δάσσαντο θεοὶ κλυτv δώματα ναίειν. _ δ᾽ ἐρυτ᾽ εἰν `ρίμοισιν ]πὸ χθόνα λυγρo
Zχιδνα, ἀθάνατος νWμeη καὶ ἀγήραος ‰ματα πάντα. r\ δY rυeάονά eασι μιγήμεναι ἐν eιλότητι
δεινόν θ᾽ ]βριστήν τ᾽ mνομόν θ᾽ dλικώπιδι κοWρ‚· Š δ᾽ ]ποκυσαμένη τέκετο κρατερόeρονα
τέκνα. •ρθον μYν πρῶτον κWνα γείνατο jηρυονzι· δεWτερον αxτις ἔτικτεν ἀμήχανον, ο• τι
eατειὸν Κέρβερον ¡μηστήν, `ίδεω κWνα χαλκεόeωνον, πεντηκοντακέeαλον, ἀναιδέα τε κρατερόν
τε· τὸ τρίτον ¤δρην αxτις ἐγείνατο λυγρv ἰδυῖαν fερναίην, Šν θρέuε θεv λευκώλενος _ρη
mπλητον κοτέουσα βί‚ Ἡρακληεί‚. Καὶ τoν μYν ^ιὸς υXὸς ἐνήρατο νηλέι χαλκ• `μeιτρυωνιάδης
σVν ἀρηιeίλU gολάU Ἡρακλέης βουλ\σιν `θηναίης ἀγελείης. _ δY Œίμαιραν ἔτικτε πνέουσαν
ἀμαιμάκετον πῦρ, δεινήν τε μεγάλην τε ποδώκεά τε κρατερήν τε·
www. theogonia.gr
Θεογονία
295
300
305
310
315
320
12
Ἡσίοδος rzς δ᾽ }ν τρεῖς κεeαλαί· μία μYν χαροποῖο λέοντος, Š δY χιμαίρης, Š δ᾽ ὄeιος,
κρατεροῖο δράκοντος, [πρόσθε λέων, ὄπιθεν δY δράκων, μέσση δY χίμαιρα, δεινὸν
ἀποπνείουσα πυρὸς μένος αἰθομένοιο.] roν μYν Πήγασος ε λε καὶ ἐσθλὸς •ελλεροeόντης. _ δ᾽
mρα bῖκ᾽ ὀλοoν τέκε Καδμείοισιν ὄλεθρον ”ρθU ]ποδμηθεῖσα lεμειαῖόν τε λέοντα, τόν ~᾽ _ρη
θρέuασα ^ιὸς κυδρo παράκοιτις γουνοῖσιν κατένασσε lεμείης, πzμ᾽ ἀνθρώποις. Zνθ᾽ mρ᾽ Ž
οἰκείων ἐλεeαίρετο eῦλ᾽ ἀνθρώπων, κοιρανέων rρητοῖο lεμείης [δ᾽ `πέσαντος· ἀλλά d -ς
ἐδάμασσε βίης Ἡρακληείης. Κητ¥ δ᾽ wπλότατον bόρκυι eιλότητι μιγεῖσα γείνατο δεινὸν ὄeιν,
Žς ἐρεμνzς κεWθεσι γαίης σπείρησιν μεγάλοις παγχρWσεα μzλα eυλάσσει. rοῦτο μYν ἐκ
Κητοῦς καὶ bόρκυνος γένος ἐστίν. rηθVς δ᾽ kκεαν• ΠοταμοVς τέκε δινήεντας, lεῖλόν τ᾽ `λeειόν
τε καὶ hριδανὸν βαθυδίνην iτρυμόνα Μαίανδρόν τε καὶ ®στρον καλλιρέεθρον b{σίν τε ›œzσόν
τ᾽ `χελώιόν τ᾽ ἀργυροδίνην lέσσον τε ›œοδίον θ᾽ ¨λιάκμονά θ᾽ Ἑπτάπορόν τε jρήνικόν τε καὶ
ntσηπον θεῖόν τε iιμοῦντα Πηνειόν τε καὶ ¯ρμον ἐυρρείτην τε Κάικον iαγγάριόν τε μέγαν
fάδωνά τε Παρθένιόν τε ’•ηνόν τε καὶ cρδησκον θεῖόν τε iκάμανδρον. rίκτε δY θυγατέρων
Xερὸν γένος, αƒ κατv γαῖαν mνδρας κουρίζουσι σVν `πόλλωνι mνακτι καὶ Ποταμοῖς, ταWτην δY
^ιὸς πάρα μοῖραν ἔχουσι,
www. theogonia.gr
Θεογονία
325
330
335
340
345
13
Ἡσίοδος Πειθώ τ᾽ `δμήτη τε gάνθη τ᾽ hλέκτρη τε ^ωρίς τε Πρυμνώ τε καὶ …|ρανίη θεοειδoς
¦ππώ τε Κλυμένη τε ›œόδειά τε Καλλιρόη τε •ευpώ τε Κλυτίη τε gδυῖά τε Πασιθόη τε
ΠληpαWρη τε jαλαpαWρη τ᾽ ἐρατή τε ^ιώνη Μηλόβοσίς τε bόη τε καὶ ε|ειδoς Πολυδώρη
Κερκηίς τε eυoν ἐρατo Πλουτώ τε βοῶπις Περσηίς τ᾽ gάνειρά τ᾽ `κάστη τε °άνθη τε Πετραίη
τ᾽ ἐρόεσσα Μενεσθώ τ᾽ ’|ρώπη τε Μzτίς τ᾽ ’|ρυνόμη τε rελεστώ τε κροκόπεπλος Œρυσηίς τ᾽
`σίη τε καὶ Xμερόεσσα Καλυu¥ ’|δώρη τε rWχη τε καὶ `μeιρ¥ kκυρόη τε καὶ iτWp, Š δή σeεων
προeερεστάτη ἐστὶν ἁπασέων. nªται δ᾽ kκεανοῦ καὶ rηθWος ἐpεγένοντο πρεσβWταται κοῦραι·
πολλαί γε μέν εἰσι καὶ mλλαι. rρὶς γvρ χίλιαί εἰσι τανWσeυροι kκεανῖναι, αἵ ~α πολυσπερέες
γαῖαν καὶ βένθεα λίμνης πάντη wμῶς ἐeέπουσι, θεάων ἀγλαv τέκνα. rόσσοι δ᾽ αxθ᾽ ‘τεροι
ποταμοὶ καναχηδv ~έοντες, υXέες kκεανοῦ, τοVς γείνατο πότνια rηθWς· τῶν ὄνομ᾽ ἀργαλέον
πάντων βροτὸν ἀνέρ᾽ ἐνισπεῖν, …ƒ δY ‘καστοι tσασιν, †σοι περιναιετάωσιν. Θεία δ᾽ hέλιόν τε
μέγαν λαμπράν τε iελήνην hῶ θ᾽, Š πάντεσσιν ἐπιχθονίοισι eαείνει ἀθανάτοις τε θεοῖσι, τοὶ ο|
ρανὸν ε|ρVν ἔχουσι, γείναθ᾽ ]ποδμηθεῖσ᾽ šπερίονος ἐν eιλότητι. ΚρίU δ᾽ ’|ρυβίη τέκεν ἐν
eιλότητι μιγεῖσα `στραῖόν τε μέγαν Πάλλαντά τε δῖα θεάων
www. theogonia.gr
Θεογονία
350
355
360
365
370
375
14
Ἡσίοδος Πέρσην θ᾽, Žς καὶ π{σι μετέπρεπεν ἰδμοσWν‚σιν. `στραίU δ᾽ h¥ς ἀνέμους τέκε
καρτεροθWμους, ἀργέστην •έeυρον •ορέην τ᾽ αἰuηροκέλευθον καὶ lότον, ἐν eιλότητι θεv θε• ε|
νηθεῖσα. rοVς δY μέτ᾽ ἀστέρα τίκτ' hοσeόρον hριγένεια mστρα τε λαμπετόωντα, τά τ᾽ ο|ρανὸς
ἐστεeάνωται. iτVp δ᾽ ἔτεκ᾽ kκεανοῦ θυγάτηρ Πάλλαντι μιγεῖσα •zλον καὶ lίκην καλλίσeυρον ἐν
μεγάροισιν· καὶ Κράτος [δY •ίην ἀριδείκετα γείνατο τέκνα, τῶν ο|κ ἔστ᾽ ἀπάνευθε ^ιὸς δόμος,
ο|δέ τις ‘δρη, ο|δ᾽ wδός, †ππη μo κείνοις θεὸς •γεμονεW‚, ἀλλ᾽ αἰεὶ πvρ •ηνὶ βαρυκτWπU
dδριόωνται. yς γvρ ἐβοWλευσεν iτVp meθιτος kκεανίνη ¬ματι τ•, †τε πάντας TλWμπιος
ἀστεροπητoς ἀθανάτους ἐκάλεσσε θεοVς ἐς μακρὸν •λυμπον, εsπε δ᾽, Žς Ÿν μετv ε ο θεῶν
rιτzσι μάχοιτο, μή τιν᾽ ἀπορραίσειν γεράων, τιμoν δY ‘καστον dpέμεν, Šν τὸ πάρος γε μετ᾽
ἀθανάτοισι θεοῖσιν rὸν δ᾽ ἔeαθ᾽, †ς τις mτιμος ]πὸ Κρόνου [δ᾽ ἀγέραστος, τιμzς καὶ γεράων
ἐπιβησέμεν, ± θέμις ἐστίν. ™λθε δ᾽ mρα πρώτη iτVp meθιτος …•λυμπόνδε σVν σeοῖσιν
παίδεσσι eίλου διv μήδεα πατρός. roν δY •εVς τίμησε, περισσv δY δῶρα ἔδωκεν. n|τoν μYν γvρ
ἔθηκε θεῶν μέγαν ἔμμεναι †ρκον, παῖδας δ᾽ ‰ματα πάντα ‘ο μεταναιέτας εsναι. yς δ᾽ α•τως
πάντεσσι διαμπερές, ˜ς περ ]πέστη, ἐpετέλεσσ᾽· α|τὸς δY μέγα κρατεῖ [δY ἀνάσσει.
Θεογονία
380
385
390
395
400
www. theogonia.gr
15
Ἡσίοδος bοίβη δ᾽ αx Κοίου πολυήρατον }λθεν ἐς ε|νήν· κυσαμένη δo ἔπειτα θεv θεοῦ ἐν
eιλότητι fητ¥ κυανόπεπλον ἐγείνατο, μείλιχον αἰεί, μείλιχον ἐp ἀρχzς, ἀγανώτατον ἐντὸς
TλWμπου, ‰πιον ἀνθρώποισι καὶ ἀθανάτοισι θεοῖσιν. jείνατο δ᾽ `στερίην ἐυώνυμον, ¬ν ποτε
Πέρσης [γάγετ᾽ ἐς μέγα δῶμα eίλην κεκλzσθαι mκοιτιν. ² δ᾽ ]ποκυσαμένη Ἑκάτην τέκε, τoν
περὶ πάντων •εVς Κρονίδης τίμησε· πόρεν δέ οX ἀγλαv δῶρα, μοῖραν ἔχειν γαίης τε καὶ
ἀτρυγέτοιο θαλάσσης. _ δY καὶ ἀστερόεντος ἀπ᾽ ο|ρανοῦ ἔμμορε τιμzς ἀθανάτοις τε θεοῖσι
τετιμένη ἐστὶ μάλιστα. Καὶ γvρ νῦν, †τε ποW τις ἐπιχθονίων ἀνθρώπων ἔρδων Xερv καλv κατv
νόμον Xλάσκηται, κικλ£σκει Ἑκάτην· πολλή τέ οX ‘σπετο τιμo ~εῖα μάλ᾽, ³ πρόeρων γε θεv ]
ποδέpεται ε|χάς, καί τέ οX ὄλβον ὀπάζει, ἐπεὶ δWναμίς γε πάρεστιν. ”σσοι γvρ jαίης τε καὶ …|
ρανοῦ ἐpεγένοντο καὶ τιμoν ἔλαχον, τοWτων ἔχει αsσαν ἁπάντων. …|δέ τί μιν Κρονίδης
ἐβιήσατο ο|δέ τ᾽ ἀπηWρα, †σσ᾽ ἔλαχεν rιτzσι μετv προτέροισι θεοῖσιν, ἀλλ᾽ ἔχει, —ς τὸ
πρῶτον ἀπ᾽ ἀρχzς ἔπλετο δασμός, καὶ γέρας ἐν γαί‚ τε καὶ ο|ραν• [δY θαλάσσ‚· ο|δ᾽, †τι
μουνογενής, ±σσον θεv ἔμμορε τιμzς, ἀλλ᾽ ἔτι καὶ πολV μ{λλον, ἐπεὶ •εVς τίεται α|τήν. ´ δ᾽
ἐθέλει, μεγάλως παραγίγνεται [δ᾽ ὀνίνησιν· ἔν τε δίκ‚ βασιλεῦσι παρ᾽ αἰδοίοισι καθίζει, ἔν τ᾽
ἀγορ\ λαοῖσι μεταπρέπει, †ν κ᾽ ἐθέλ‚σιν·
www. theogonia.gr
Θεογονία
405 408 407 410
415
420
425 427 426 428 434 430
16
Ἡσίοδος [δ᾽ wπότ᾽ ἐς πόλεμον eθεισήνορα θωρήσσωνται ἀνέρες, ἔνθα θεv παραγίγνεται, ο ς κ᾽
ἐθέλ‚σι νίκην προeρονέως ὀπάσαι καὶ κῦδος ὀρέpαι. ‡σθλo δ᾽ αxθ᾽ wπότ᾽ mνδρες
ἀεθλεWωσιν ἀγῶνι, ἔνθα θεv καὶ τοῖς παραγίγνεται [δ᾽ ὀνίνησιν· νικήσας δY βί‚ καὶ κάρτε•
καλὸν mεθλον ~εῖα eέρει χαίρων τε, τοκεῦσι δY κῦδος ὀπάζει. ‡σθλo δ᾽ Xππήεσσι παρεστάμεν,
ο ς κ᾽ ἐθέλ‚σιν. Καὶ τοῖς, οƒ γλαυκoν δυσπέμeελον ἐργάζονται, ε•χονται δ᾽ Ἑκάτ‚ καὶ
ἐρικτWπU ‡ννοσιγαίU, ~ηιδίως mγρην κυδρo θεὸς žπασε πολλήν, ~εῖα δ᾽ ἀeείλετο eαινομένην,
ἐθέλουσά γε θυμ•. ‡σθλo δ᾽ ἐν σταθμοῖσι σVν Ἑρμ\ ληίδ᾽ ἀέpειν· βουκολίας δ᾽ ἀγέλας τε καὶ
αἰπόλια πλατέ᾽ αἰγῶν ποίμνας τ᾽ εἰροπόκων ὀίων, θυμ• γ᾽ ἐθέλουσα, ἐp ὀλίγων βριάει καὶ ἐκ
πολλῶν μείονα θzκεν. …qτω τοι καὶ μουνογενoς ἐκ μητρὸς ἐοῦσα π{σι μετ᾽ ἀθανάτοισι
τετίμηται γεράεσσιν. Θzκε δέ μιν Κρονίδης κουροτρόeον, οƒ μετ᾽ ἐκείνην ὀeθαλμοῖσιν tδοντο
eάος πολυδερκέος hοῦς. …qτως ἐp ἀρχzς κουροτρόeος, αƒ δέ τε τιμαί. ›œείη δY δμηθεῖσα
ΚρόνU τέκε eαίδιμα τέκνα, ¦στίην ^ήμητρα καὶ _ρην χρυσοπέδιλον teθιμόν τ᾽ `ίδην, Žς ]πὸ
χθονὶ δώματα ναίει νηλεYς }τορ ἔχων, καὶ ἐρίκτυπον ‡ννοσίγαιον •zνά τε μητιόεντα, θεῶν
πατέρ᾽ [δY καὶ ἀνδρῶν, τοῦ καὶ ]πὸ βροντzς πελεμίζεται ε|ρεῖα χθών. Καὶ τοVς μYν κατέπινε
μέγας Κρόνος, ˜ς τις ‘καστος
www. theogonia.gr
Θεογονία
433 435
440
445
450
455
17
Ἡσίοδος νηδWος ἐp Xερzς μητρὸς πρὸς γοWναθ᾽ ἵκοιτο, τv eρονέων, ἵνα μή τις ἀγαυῶν …|
ρανιώνων mλλος ἐν ἀθανάτοισιν ἔχοι βασιληίδα τιμήν. ΠεWθετο γvρ jαίης τε καὶ …|ρανοῦ
ἀστερόεντος, οqνεκά οX πέπρωτο d• ]πὸ παιδὶ δαμzναι καὶ κρατερ• περ ἐόντι — ^ιὸς μεγάλου
διv βουλάς· — τ• † γ᾽ mρ᾽ ο|κ ἀλαὸς σκοπιoν ἔχεν, ἀλλv δοκεWων παῖδας dοVς κατέπινε·
›œέην δ᾽ ἔχε πένθος mλαστον. `λλ᾽ †τε δo ^ί᾽ ἔμελλε θεῶν πατέρ᾽ [δY καὶ ἀνδρῶν τέpεσθαι,
τότ᾽ ἔπειτα eίλους λιτάνευε τοκzας τοVς α|τzς, jαῖάν τε καὶ …|ρανὸν ἀστερόεντα, μzτιν
συμeράσσασθαι, †πως λελάθοιτο τεκοῦσα παῖδα eίλον, τείσαιτο δ᾽ ἐρινῦς πατρὸς dοῖο παίδων
θ᾽, ο„ς κατέπινε μέγας Κρόνος ἀγκυλομήτης. …ƒ δY θυγατρὶ eίλ‚ μάλα μYν κλWον [δ᾽
ἐπίθοντο, καί οX πεeραδέτην, †σα περ πέπρωτο γενέσθαι ἀμeὶ ΚρόνU βασιλzι καὶ υXέι
καρτεροθWμU. Πέμuαν δ᾽ ἐς fWκτον, Κρήτης ἐς πίονα δzμον, wππότ᾽ mρ᾽ wπλότατον παίδων
τέpεσθαι ἔμελλε, •zνα μέγαν· τὸν μέν οX ἐδέpατο jαῖα πελώρη Κρήτ‚ ἐν ε|ρεί‚ τραeέμεν
ἀτιταλλέμεναί τε. Zνθα μιν κτο eέρουσα θοoν διv νWκτα μέλαιναν πρώτην ἐς fWκτον· κρWuεν
δέ d χερσὶ λαβοῦσα mντρU ἐν [λιβάτU, ζαθέης ]πὸ κεWθεσι γαίης, nἰγαίU ἐν ὄρει
πεπυκασμένU ]λήεντι. r• δY σπαργανίσασα μέγαν λίθον ἐγγυάλιpεν …|ρανίδ‚ μέγ᾽ mνακτι,
θεῶν προτέρU βασιλzι. rὸν τόθ᾽ dλ¥ν χείρεσσιν doν ἐσκάτθετο νηδVν
www. theogonia.gr
Θεογονία 460
465
470
475
480
485
18
Ἡσίοδος σχέτλιος· ο|δ᾽ ἐνόησε μετv eρεσίν, ˜ς οX ὀπίσσω ἀντὶ λίθου dὸς υXὸς ἀνίκητος καὶ
ἀκηδoς λείπεθ᾽, † μιν τάχ᾽ ἔμελλε βί‚ καὶ χερσὶ δαμάσσας τιμzς ἐpελάειν, Ž δ᾽ ἐν ἀθανάτοισι
ἀνάpειν. Καρπαλίμως δ᾽ mρ᾽ ἔπειτα μένος καὶ eαίδιμα γυῖα η•pετο τοῖο mνακτος· ἐπιπλομένων
δ᾽ ἐνιαυτῶν [jαίης ἐννεσί‚σι πολυeραδέεσσι δολωθεὶς] Žν γόνον mu ἀνέηκε μέγας Κρόνος
ἀγκυλομήτης νικηθεὶς τέχν‚σι βίηeί τε παιδὸς dοῖο. Πρῶτον δ᾽ ἐpέμεσεν λίθον, πWματον
καταπίνων· τὸν μYν •εVς στήριpε κατv χθονὸς ε|ρυοδείης Πυθοῖ ἐν [γαθέ‚ γυάλοις qπο
Παρνησοῖο σzμ᾽ ἔμεν ἐpοπίσω, θαῦμα θνητοῖσι βροτοῖσιν. [fῦσε δY πατροκασιγνήτους ὀλοῶν ]
πὸ δεσμῶν …|ρανίδας, ο„ς δzσε πατoρ ἀεσιeροσWν‚σιν· οƒ οX ἀπεμνήσαντο χάριν ε|εργεσιάων,
δῶκαν δY βροντoν [δ᾽ αἰθαλόεντα κεραυνὸν καὶ στεροπήν· τὸ πρὶν δY πελώρη jαῖα κεκεWθει·
τοῖς πίσυνος θνητοῖσι καὶ ἀθανάτοισιν ἀνάσσει.] ΚοWρην δ᾽ gαπετὸς καλλίσeυρον kκεανίνην
[γάγετο Κλυμένην καὶ wμὸν λέχος εἰσανέβαινεν. _ δέ οX cτλαντα κρατερόeρονα γείνατο παῖδα·
τίκτε δ᾽ ]περκWδαντα Μενοίτιον [δY Προμηθέα, ποικίλον αἰολόμητιν, ἁμαρτίνοόν τ᾽ ‡πιμηθέα,
Žς κακὸν ἐp ἀρχzς γένετ᾽ ἀνδράσιν ἀλeηστ\σιν· πρῶτος γάρ ~α ^ιὸς πλαστoν ]πέδεκτο γυναῖκα
παρθένον. šβριστoν δY Μενοίτιον ε|ρWοπα •εVς εἰς Zρεβος κατέπεμuε βαλ¥ν uολόεντι κεραυν•
www. theogonia.gr
Θεογονία
490
495
500
505
510
515
19
Ἡσίοδος εἵνεκ᾽ ἀτασθαλίης τε καὶ [νορέης ]περόπλου. cτλας δ᾽ ο|ρανὸν ε|ρVν ἔχει κρατερzς ]
π᾽ ἀνάγκης πείρασιν ἐν γαίης, πρόπαρ Ἑσπερίδων λιγυeώνων, dστη¥ς κεeαλ\ τε καὶ ἀκαμάτ‚σι
χέρεσσιν· ταWτην γάρ οX μοῖραν ἐδάσσατο μητίετα •εWς. ^zσε δ᾽ ἀλυκτοπέδ‚σι Προμηθέα
ποικιλόβουλον δεσμοῖς ἀργαλέοισι μέσον διv κίον᾽ ἐλάσσας· καί οX ἐπ᾽ αἰετὸν µρσε
τανWπτερον· α|τvρ † γ᾽ ±παρ ‰σθιεν ἀθάνατον, τὸ δ᾽ ἀέpετο sσον ἁπάντη νυκτός, †σον
πρόπαν }μαρ ἔδοι τανυσίπτερος ὄρνις. rὸν μYν mρ᾽ `λκμήνης καλλισeWρου mλκιμος υXὸς
Ἡρακλέης ἔκτεινε, κακoν δ᾽ ἀπὸ νοῦσον mλαλκεν gαπετιονίδ‚ καὶ ἐλWσατο δυσeροσυνάων ο|κ
ἀέκητι •ηνὸς Tλυμπίου ]uιμέδοντος, ὄeρ᾽ Ἡρακλzος Θηβαγενέος κλέος εtη πλεῖον ἔτ᾽ ἢ τὸ
πάροιθεν ἐπὶ χθόνα πουλυβότειραν. rαῦτά γ᾽ mρ᾽ ἁζόμενος τίμα ἀριδείκετον υXόν· καί περ
χωόμενος παWθη χόλου, Žν πρὶν ἔχεσκεν, οqνεκ᾽ ἐρίζετο βουλvς ]περμενέει Κρονίωνι. Καὶ γvρ
†τ᾽ ἐκρίνοντο θεοὶ θνητοί τ᾽ mνθρωποι Μηκών‚, τότ᾽ ἔπειτα μέγαν βοῦν πρόeρονι θυμ•
δασσάμενος προέθηκε, ^ιὸς νόον ἐpαπαeίσκων. rοῖς μYν γvρ σάρκας τε καὶ ἔγκατα πίονα δημ•
ἐν ~ιν• κατέθηκε καλWuας γαστρὶ βοεί‚, τ• δ᾽ αxτ᾽ ὀστέα λευκv βοὸς δολί‚ ἐπὶ τέχν‚ ε|θετίσας
κατέθηκε καλWuας ἀργέτι δημ•. ^o τότε μιν προσέειπε πατoρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε· gαπετιονίδη,
πάντων ἀριδείκετ᾽ ἀνάκτων,
www. theogonia.gr
Θεογονία
520
525
530
535
540
20
Ἡσίοδος µ πέπον, —ς dτεροζήλως διεδάσσαο μοίρας. yς eάτο κερτομέων •εVς meθιτα μήδεα
εἰδώς. rὸν δ᾽ αxτε προσέειπε ΠρομηθεVς ἀγκυλομήτης }κ᾽ ἐπιμειδήσας, δολίης δ᾽ ο| λήθετο
τέχνης· •εῦ κWδιστε μέγιστε θεῶν αἰειγενετάων, τῶν δ᾽ ‘λε᾽, wπποτέρην σε ἐνὶ eρεσὶ θυμὸς
ἀνώγει. bz ~α δολοeρονέων· •εVς δ᾽ meθιτα μήδεα εἰδ¥ς γνῶ ~᾽ ο|δ᾽ [γνοίησε δόλον· κακv δ᾽
ὄσσετο θυμ• θνητοῖς ἀνθρώποισι, τv καὶ τελέεσθαι ἔμελλεν. Œερσὶ δ᾽ † γ᾽ ἀμeοτέρ‚σιν
ἀνείλετο λευκὸν mλειeαρ. Œώσατο δY eρένας ἀμeί, χόλος δέ μιν ἵκετο θυμόν, —ς tδεν ὀστέα
λευκv βοὸς δολί‚ ἐπὶ τέχν‚. ‡κ τοῦ δ᾽ ἀθανάτοισιν ἐπὶ χθονὶ eῦλ᾽ ἀνθρώπων καίουσ᾽ ὀστέα
λευκv θυηέντων ἐπὶ βωμῶν. rὸν δY μέγ᾽ ὀχθήσας προσέeη νεeεληγερέτα •εWς· gαπετιονίδη,
πάντων πέρι μήδεα εἰδώς, µ πέπον, ο|κ mρα πω δολίης ἐπιλήθεο τέχνης. yς eάτο χωόμενος •εVς
meθιτα μήδεα εἰδώς· ἐκ τοWτου δo ἔπειτα δόλου μεμνημένος αἰεὶ ο|κ ἐδίδου μελί‚σι πυρὸς
μένος ἀκαμάτοιο θνητοῖς ἀνθρώποις, οƒ ἐπὶ χθονὶ ναιετάουσιν. `λλά μιν ἐpαπάτησεν ἐVς πάις
gαπετοῖο κλέuας ἀκαμάτοιο πυρὸς τηλέσκοπον α|γoν ἐν κοaλU νάρθηκι· δάκεν δέ d νειόθι
θυμόν, •zν᾽ ]uιβρεμέτην, ἐχόλωσε δέ μιν eίλον }τορ, —ς tδ᾽ ἐν ἀνθρώποισι πυρὸς τηλέσκοπον
α|γήν. n|τίκα δ᾽ ἀντὶ πυρὸς τεῦpεν κακὸν ἀνθρώποισιν· γαίης γvρ σWμπλασσε περικλυτὸς
`μeιγυήεις
www. theogonia.gr
Θεογονία
545
550
555
560
565
570
21
Ἡσίοδος παρθένU αἰδοί‚ tκελον Κρονίδεω διv βουλάς. •ῶσε δY καὶ κόσμησε θεv γλαυκῶπις
`θήνη ἀργυeέη ἐσθzτι· κατv κρzθεν δY καλWπτρην δαιδαλέην χείρεσσι κατέσχεθε, θαῦμα
ἰδέσθαι· [ἀμeὶ δέ οX στεeάνους, νεοθηλέος mνθεα ποίης, XμερτοVς περίθηκε καρήατι Παλλvς
`θήνη. ] ἀμeὶ δέ οX στεeάνην χρυσέην κεeαλzeιν ἔθηκε, τoν α|τὸς ποίησε περικλυτὸς `μeιγυήεις
ἀσκήσας παλάμ‚σι, χαριζόμενος ^ιὶ πατρί. r\ δ᾽ ἐνὶ δαίδαλα πολλv τετεWχατο, θαῦμα ἰδέσθαι,
κνώδαλ᾽, †σ᾽ ‰πειρος πολλv τρέeει [δY θάλασσα· τῶν † γε πόλλ᾽ ἐνέθηκε,—χάρις δ᾽
ἀπελάμπετο πολλή,— θαυμάσια, ζ¶οισιν ἐοικότα eωνήεσσιν. n|τvρ ἐπεὶ δo τεῦpε καλὸν κακὸν
ἀντ᾽ ἀγαθοῖο, ἐpάγαγ᾽, ἔνθα περ mλλοι ἔσαν θεοὶ [δ᾽ mνθρωποι, κόσμU ἀγαλλομένην
γλαυκώπιδος ὀβριμοπάτρης. θαῦμα δ᾽ ἔχ᾽ ἀθανάτους τε θεοVς θνητοWς τ᾽ ἀνθρώπους, —ς
ἔιδον δόλον αἰπWν, ἀμήχανον ἀνθρώποισιν. [ἐκ τzς γvρ γένος ἐστὶ γυναικῶν θηλυτεράων,] τzς
γvρ ὀλώιόν ἐστι γένος καὶ eῦλα γυναικῶν, πzμα μέγ᾽ αƒ θνητοῖσι μετ᾽ ἀνδράσι ναιετάουσιν ο|
λομένης πενίης ο| σWμeοροι, ἀλλv κόροιο. ·ς δ᾽ wπότ᾽ ἐν σμήνεσσι κατηρεeέεσσι μέλισσαι
κηezνας βόσκωσι, κακῶν pυνήονας ἔργων· αƒ μέν τε πρόπαν }μαρ ἐς [έλιον καταδWντα [μάτιαι
σπεWδουσι τιθεῖσί τε κηρία λευκά, οƒ δ᾽ ἔντοσθε μένοντες ἐπηρεeέας κατv σίμβλους
ἀλλότριον κάματον σeετέρην ἐς γαστέρ᾽ ἀμῶνται·
www. theogonia.gr
Θεογονία
575
580
585
590
595
22
Ἡσίοδος –ς δ᾽ α•τως mνδρεσσι κακὸν θνητοῖσι γυναῖκας •εVς ]uιβρεμέτης θzκεν, pυνήονας
ἔργων ἀργαλέων· ‘τερον δY πόρεν κακὸν ἀντ᾽ ἀγαθοῖο· †ς κε γάμον eεWγων καὶ μέρμερα ἔργα
γυναικῶν μo γzμαι ἐθέλ‚, ὀλοὸν δ᾽ ἐπὶ γzρας ἵκοιτο χήτε• γηροκόμοιο· † γ᾽ ο| βιότου ἐπιδευoς
ζώει, ἀποeθιμένου δY διv κτzσιν δατέονται χηρωσταί· ³ δ᾽ αxτε γάμου μετv μοῖρα γένηται,
κεδνoν δ᾽ ἔσχεν mκοιτιν ἀρηρυῖαν πραπίδεσσι, τ• δέ τ᾽ ἀπ᾽ αἰῶνος κακὸν ἐσθλ• ἀντιeερίζει
ἐμμενές· Žς δέ κε τέτμ‚ ἀταρτηροῖο γενέθλης, ζώει ἐνὶ στήθεσσιν ἔχων ἀλίαστον ἀνίην θυμ•
καὶ κραδί‚, καὶ ἀνήκεστον κακόν ἐστιν. yς ο|κ ἔστι ^ιὸς κλέuαι νόον ο|δY παρελθεῖν. …|δY γvρ
gαπετιονίδης ἀκάκητα ΠρομηθεVς τοῖό γ᾽ ]πεpήλυpε βαρVν χόλον, ἀλλ᾽ ]π᾽ ἀνάγκης καὶ
πολWιδριν ἐόντα μέγας κατv δεσμὸς ἐρWκει. •ριάρεU δ᾽ —ς πρῶτα πατoρ ¡δWσσατο θυμ•
ΚόττU τ᾽ [δY jW‚, δzσεν κρατερ• ἐνὶ δεσμ• [νορέην ]πέροπλον ἀγώμενος [δY καὶ εsδος καὶ
μέγεθος· κατένασσε δ᾽ ]πὸ χθονὸς ε|ρυοδείης. Zνθ᾽ οἵ γ᾽ mλγε᾽ ἔχοντες ]πὸ χθονὶ ναιετάοντες
¬ατ᾽ ἐπ᾽ ἐσχατι\, μεγάλης ἐν πείρασι γαίης, δηθv μάλ᾽ ἀχνWμενοι, κραδί‚ μέγα πένθος
ἔχοντες. ἀλλά σeεας Κρονίδης τε καὶ ἀθάνατοι θεοὶ mλλοι, ο„ς τέκεν [Wκομος ›œείη Κρόνου
ἐν eιλότητι, jαίης eραδμοσWν‚σιν ἀνήγαγον ἐς eάος αxτις· α|τo γάρ σeιν “παντα διηνεκέως
κατέλεpε
www. theogonia.gr
Θεογονία 600
605
610
615
620
625
23
Ἡσίοδος σVν κείνοις νίκην τε καὶ ἀγλαὸν εxχος ἀρέσθαι. δηρὸν γvρ μάρναντο πόνον θυμαλγέ᾽
ἔχοντες ἀντίον ἀλλήλοισι διv κρατερvς ]σμίνας, rιτzνές τε θεοὶ καὶ †σοι Κρόνου ἐpεγένοντο· οƒ
μYν ἀe᾽ ]uηλzς •θρυος rιτzνες ἀγαυοί, οƒ δ᾽ mρ᾽ ἀπ᾽ …|λWμποιο θεοί, δωτzρες ἐάων, ο„ς
τέκεν [Wκομος ›œείη ΚρόνU ε|νηθεῖσα. οἵ ~α τότ᾽ ἀλλήλοισι χόλον θυμαλγέ᾽ ἔχοντες
συνεχέως ἐμάχοντο δέκα πλείους ἐνιαυτοWς· ο|δέ τις }ν ἔριδος χαλεπzς λWσις ο|δY τελευτo ο|
δετέροις, sσον δY τέλος τέτατο πτολέμοιο. `λλ᾽ †τε δo κείνοισι παρέσχεθεν mρμενα πάντα,
νέκταρ τ᾽ ἀμβροσίην τε, τά περ θεοὶ α|τοὶ ἔδουσι, πάντων ἐν στήθεσσιν ἀέpετο θυμὸς ἀγήνωρ.
[·ς νέκταρ τ᾽ ἐπάσαντο καὶ ἀμβροσίην ἐρατεινήν,] δo τότε τοῖς μετέειπε πατoρ ἀνδρῶν τε θεῶν
τε· κέκλυτε μευ, jαίης τε καὶ …|ρανοῦ ἀγλαv τέκνα, ὄeρ᾽ εtπω, τά με θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι
κελεWει. ²δη γvρ μάλα δηρὸν ἐναντίοι ἀλλήλοισι νίκης καὶ κράτεος πέρι μαρνάμεθ᾽ ‰ματα
πάντα rιτzνές τε θεοὶ καὶ †σοι Κρόνου ἐκγενόμεσθα. šμεῖς δY μεγάλην τε βίην καὶ χεῖρας
ἀάπτους eαίνετε rιτήνεσσιν ἐναντίοι ἐν δα¸ λυγρ\ μνησάμενοι eιλότητος ἐνηέος, †σσα παθόντες
ἐς eάος Ÿu ἀeίκεσθε δυσηλεγέος ]πὸ δεσμοῦ •μετέρας διv βουλvς ]πὸ ζόeου [ερόεντος. yς eάτο·
τὸν δ᾽ ἐpαῦτις ἀμείβετο Κόττος ἀμWμων· δαιμόνι᾽, ο|κ ἀδάητα πιeαWσκεαι· ἀλλv καὶ α|τοὶ
www. theogonia.gr
Θεογονία
631 630
635
640
645
650
655
24
Ἡσίοδος tδμεν, † τοι περὶ μYν πραπίδες, περὶ δ᾽ ἐστὶ νόημα, ἀλκτoρ δ᾽ ἀθανάτοισιν ἀρzς
γένεο κρυεροῖο. i\σι δ᾽ ἐπιeροσWν‚σιν ]πὸ ζόeου [ερόεντος muορρον δεῦρ᾽ αxτις ἀμειλίκτων ]
πὸ δεσμῶν [λWθομεν, Κρόνου υXY mναp, ἀνάελπτα παθόντες. r• καὶ νῦν ἀτενεῖ τε νόU καὶ
ἐπίeρονι βουλ\ ~υσόμεθα κράτος ]μὸν ἐν αἰν\ δηιοτzτι μαρνάμενοι rιτzσιν ἀνv κρατερvς ]
σμίνας. yς eάτ᾽· ἐπ£νεσσαν δY θεοί, δωτzρες ἐάων, μῦθον ἀκοWσαντες· πολέμου δ᾽ ἐλιλαίετο
θυμὸς μ{λλον ἔτ᾽ ἢ τὸ πάροιθε· μάχην δ᾽ ἀμέγαρτον ἔγειραν πάντες, θήλειαι τε καὶ mρσενες,
‰ματι κείνU, rιτzνές τε θεοὶ καὶ †σοι Κρόνου ἐpεγένοντο, οqς τε •εVς ‡ρέβεσeιν ]πὸ χθονὸς
±κε eόωσδε δεινοί τε κρατεροί τε, βίην ]πέροπλον ἔχοντες. rῶν dκατὸν μYν χεῖρες ἀπ᾽ žμων
ἀίσσοντο π{σιν wμῶς, κεeαλαὶ δY dκάστU πεντήκοντα ἐp žμων ἐπέeυκον ἐπὶ στιβαροῖσι
μέλεσσιν. …ƒ τότε rιτήνεσσι κατέσταθεν ἐν δα¸ λυγρ\ πέτρας [λιβάτους στιβαρ\ς ἐν χερσὶν
ἔχοντες. rιτzνες δ᾽ dτέρωθεν ἐκαρτWναντο eάλαγγας προeρονέως, χειρῶν τε βίης θ᾽ “μα ἔργον
ἔeαινον ἀμeότεροι· δεινὸν δY περίαχε πόντος ἀπείρων, γz δY μέγ᾽ ἐσμαράγησεν, ἐπέστενε δ᾽
ο|ρανὸς ε|ρVς σειόμενος, πεδόθεν δY τινάσσετο μακρὸς •λυμπος ~ιπ\ qπ᾽ ἀθανάτων, ἔνοσις δ᾽
ἵκανε βαρεῖα rάρταρον [ερόεντα, ποδῶν τ᾽ αἰπεῖα ἰωo ἀσπέτου ἰωχμοῖο βολάων τε κρατεράων·

www. theogonia.gr
Θεογονία
660
665
670
675
680
25
Ἡσίοδος yς mρ᾽ ἐπ᾽ ἀλλήλοις ἵεσαν βέλεα στονόεντα. bωνo δ᾽ ἀμeοτέρων ἵκετ᾽ ο|ρανὸν
ἀστερόεντα κεκλομένων· οƒ δY pWνισαν μεγάλU ἀλαλητ•. …|δ᾽ mρ᾽ ἔτι •εVς tσχεν dὸν μένος,
ἀλλά νυ τοῦ γε εsθαρ μYν μένεος πλzντο eρένες, ἐκ δέ τε π{σαν eαῖνε βίην· mμυδις δ᾽ mρ᾽ ἀπ᾽
ο|ρανοῦ [δ᾽ ἀπ᾽ TλWμπου ἀστράπτων ἔστειχε συνωχαδόν· οX δY κεραυνοὶ tκταρ “μα βροντ\ τε
καὶ ἀστεροπ\ ποτέοντο χειρὸς mπο στιβαρzς, Xερoν eλόγα εἰλυeόωντες ταρeέες· ἀμeὶ δY γαῖα
eερέσβιος ἐσμαράγιζε καιομένη, λάκε δ᾽ ἀμeὶ πυρὶ μεγάλ᾽ mσπετος qλη. Zζεε δY χθ¥ν π{σα
καὶ kκεανοῖο ~έεθρα πόντος τ᾽ ἀτρWγετος· τοVς δ᾽ mμeεπε θερμὸς ἀυτμo rιτzνας χθονίους,
eλὸp δ᾽ αἰθέρα δῖαν ἵκανεν mσπετος, ὄσσε δ᾽ mμερδε καὶ ἰeθίμων περ ἐόντων α|γo
μαρμαίρουσα κεραυνοῦ τε στεροπzς τε. Καῦμα δY θεσπέσιον κάτεχεν Œάος· εtσατο δ᾽ mντα
ὀeθαλμοῖσιν ἰδεῖν [δ᾽ ο•ασι ὄσσαν ἀκοῦσαι α•τως, —ς εἰ jαῖα καὶ …|ρανὸς ε|ρVς qπερθε
πίλνατο· τοῖος γάρ κε μέγας ]πὸ δοῦπος ὀρώρει τzς μYν ἐρειπομένης, τοῦ δ᾽ ]uόθεν
ἐpεριπόντος· τόσσος δοῦπος ἔγεντο θεῶν ἔριδι pυνιόντων. iVν δ᾽ mνεμοι ἔνοσίν τε κονίην τ᾽
ἐσeαράγιζον βροντήν τε στεροπήν τε καὶ αἰθαλόεντα κεραυνόν, κzλα ^ιὸς μεγάλοιο, eέρον δ᾽
ἰαχήν τ᾽ ἐνοπήν τε ἐς μέσον ἀμeοτέρων· ὄτοβος δ᾽ mπλητος ὀρώρει σμερδαλέης ἔριδος,
κάρτος δ᾽ ἀνεeαίνετο ἔργων. Zκλίνθη δY μάχη· πρὶν δ᾽ ἀλλήλοις ἐπέχοντες
www. theogonia.gr
Θεογονία
685
690
695
700
705
710
26
Ἡσίοδος ἐμμενέως ἐμάχοντο διv κρατερvς ]σμίνας. …ƒ δ᾽ mρ᾽ ἐνὶ πρώτοισι μάχην δριμεῖαν
ἔγειραν Κόττος τε •ριάρεώς τε jWης τ᾽ mατος πολέμοιο, οἵ ~α τριηκοσίας πέτρας στιβαρῶν ἀπὸ
χειρῶν πέμπον ἐπασσυτέρας, κατv δ᾽ ἐσκίασαν βελέεσσι rιτzνας, καὶ τοVς μYν ]πὸ χθονὸς ε|
ρυοδείης πέμuαν καὶ δεσμοῖσιν ἐν ἀργαλέοισιν ἔδησαν χερσὶν νικήσαντες ]περθWμους περ
ἐόντας, τόσσον ἔνερθ᾽ ]πὸ γzς, †σον ο|ρανός ἐστ᾽ ἀπὸ γαίης· [τόσσον γάρ τ᾽ ἀπὸ γzς ἐς
rάρταρον [ερόεντα.] Zννέα γvρ νWκτας τε καὶ ‰ματα χάλκεος mκμων ο|ρανόθεν κατι¥ν
δεκάτ‚ κ᾽ ἐς γαῖαν ἵκοιτο· ἐννέα δ᾽ αx νWκτας τε καὶ ‰ματα χάλκεος mκμων ἐκ γαίης κατι¥ν
δεκάτ‚ κ᾽ ἐς rάρταρον ἵκοι. rὸν πέρι χάλκεον ‘ρκος ἐλήλαται· ἀμeὶ δέ μιν νVp τριστοιχεὶ
κέχυται περὶ δειρήν· α|τvρ qπερθεν γzς ~ίζαι πεeWασι καὶ ἀτρυγέτοιο θαλάσσης. Zνθα θεοὶ
rιτzνες ]πὸ ζόeU [ερόεντι κεκρWeαται βουλ\σι ^ιὸς νεeεληγερέταο [χώρU ἐν ε|ρώεντι, πελώρης
ἔσχατα γαίης.] rοῖς ο|κ ἐpιτόν ἐστι. θWρας δ᾽ ἐπέθηκε Ποσειδέων χαλκείας, τεῖχος δY
περοίχεται ἀμeοτέρωθεν. Zνθα jWης Κόττος τε καὶ Tβριάρεως μεγάθυμος ναίουσιν, eWλακες
πιστοὶ ^ιὸς αἰγιόχοιο. Zνθα δY γzς δνοeερzς καὶ rαρτάρου [ερόεντος πόντου τ᾽ ἀτρυγέτοιο καὶ
ο|ρανοῦ ἀστερόεντος dpείης πάντων πηγαὶ καὶ πείρατ᾽ ἔασιν ἀργαλέ᾽ ε|ρώεντα, τά τε
στυγέουσι θεοί περ,
www. theogonia.gr
Θεογονία
715
720
725
730
735
27
Ἡσίοδος χάσμα μέγ᾽, ο|δέ κε πάντα τελεσeόρον εἰς ἐνιαυτὸν οxδας ἵκοιτ᾽, εἰ πρῶτα πυλέων
ἔντοσθε γένοιτο. [`λλά κεν ἔνθα καὶ ἔνθα eέροι πρὸ θWελλα θυέλλ‚ ἀργαλέη· δεινὸν δY καὶ
ἀθανάτοισι θεοῖσι τοῦτο τέρας. lυκτὸς δ᾽ ἐρεβεννzς οἰκία δεινv ‘στηκεν νεeέλ‚ς κεκαλυμμένα
κυανέ‚σιν.] rῶν πρόσθ᾽ gαπετοῖο πάις ἔχει ο|ρανὸν ε|ρVν dστη¥ς κεeαλ\ τε καὶ ἀκαμάτ‚σι
χέρεσσιν ἀστεμeέως, †θι lWp τε καὶ Ἡμέρη ἆσσον ἰοῦσαι ἀλλήλας προσέειπον, ἀμειβόμεναι
μέγαν ο|δὸν χάλκεον· Š μYν ἔσω καταβήσεται, Š δY θWραζε ἔρχεται, ο|δέ ποτ᾽ ἀμeοτέρας
δόμος ἐντὸς ἐέργει, ἀλλ᾽ αἰεὶ dτέρη γε δόμων ἔκτοσθεν ἐοῦσα γαῖαν ἐπιστρέeεται, Š δ᾽ αx
δόμου ἐντὸς ἐοῦσα μίμνει τoν α|τzς ˜ρην wδοῦ, ἔστ᾽ Ÿν ἵκηται, Š μYν ἐπιχθονίοισι eάος
πολυδερκYς ἔχουσα, Š δ᾽ ¤πνον μετv χερσί, κασίγνητον Θανάτοιο. lVp ὀλοή,
νεeέλ‚ κεκαλυμμένη [εροειδεῖ. Zνθα δY lυκτὸς παῖδες ἐρεμνzς οἰκί᾽ ἔχουσιν, ¤πνος καὶ
Θάνατος, δεινοὶ θεοί· ο|δέ ποτ᾽ α|τοVς hέλιος eαέθων ἐπιδέρκεται ἀκτίνεσσιν ο|ρανὸν εἰς ἀνι¥ν
ο|δ᾽ ο|ρανόθεν καταβαίνων. rῶν δ᾽ ‘τερος γαῖάν τε καὶ ε|ρέα νῶτα θαλάσσης ¬συχος
ἀνστρέeεται καὶ μείλιχος ἀνθρώποισι, τοῦ δY σιδηρέη μYν κραδίη, χάλκεον δέ οX }τορ νηλεYς
ἐν στήθεσσιν· ἔχει δ᾽ Žν πρῶτα λάβ‚σιν ἀνθρώπων· ἐχθρὸς δY καὶ ἀθανάτοισι θεοῖσιν. Zνθα
θεοῦ χθονίου πρόσθεν δόμοι [χήεντες
www. theogonia.gr
Θεογονία 740
745
750
755
760
765
28
Ἡσίοδος [ἰeθίμου τ᾽ `ίδεω καὶ ἐπαινzς Περσεeονείης] dστ{σιν, δεινὸς δY κWων προπάροιθε
eυλάσσει νηλειής, τέχνην δY κακoν ἔχει· ἐς μYν ἰόντας σαίνει wμῶς ο|ρ\ τε καὶ ο•ασιν
ἀμeοτέροισιν, ἐpελθεῖν δ᾽ ο|κ αxτις ἐ€ πάλιν, ἀλλv δοκεWων ἐσθίει, †ν κε λάβ‚σι πυλέων
ἔκτοσθεν ἰόντα. [ἰeθίμου τ᾽ `ίδεω καὶ ἐπαινzς Περσεeονείης. ] Zνθα δY ναιετάει στυγερo θεὸς
ἀθανάτοισι, δεινo iτWp, θυγάτηρ ἀuορρόου kκεανοῖο πρεσβυτάτη· νόσeιν δY θεῶν κλυτv
δώματα ναίει μακρ\σιν πέτρ‚σι κατηρεeέ᾽· ἀμeὶ δY πάντη κίοσιν ἀργυρέοισι πρὸς ο|ρανὸν
ἐστήρικται. Παῦρα δY ΘαWμαντος θυγάτηρ πόδας ¡κέα «ρις ἀγγελίην πωλεῖται ἐπ᾽ ε|ρέα νῶτα
θαλάσσης. Ὁππότ᾽ ἔρις καὶ νεῖκος ἐν ἀθανάτοισιν ὄρηται καί ~᾽ †ς τις uεWδηται TλWμπια
δώματ᾽ ἐχόντων, •εVς δέ τε «ριν ἔπεμuε θεῶν μέγαν †ρκον ἐνεῖκαι τηλόθεν ἐν χρυσέ‚ προχόU
πολυώνυμον qδωρ uυχρόν, †τ᾽ ἐκ πέτρης καταλείβεται [λιβάτοιο ]uηλzς· πολλὸν δY ]πὸ χθονὸς
ε|ρυοδείης ἐp Xεροῦ ποταμοῖο ~έει διv νWκτα μέλαιναν kκεανοῖο κέρας· δεκάτη δ᾽ ἐπὶ μοῖρα
δέδασται· ἐννέα μYν περὶ γzν τε καὶ ε|ρέα νῶτα θαλάσσης δίν‚ς ἀργυρέ‚ς εXλιγμένος εἰς “λα
πίπτει, Š δY μί᾽ ἐκ πέτρης προρέει μέγα πzμα θεοῖσιν. ”ς κεν τoν ἐπίορκον ἀπολλείuας
ἐπομόσσ‚ ἀθανάτων, οƒ ἔχουσι κάρη νιeόεντος TλWμπου, κεῖται νήυτμος τετελεσμένον εἰς
ἐνιαυτόν·
www. theogonia.gr
Θεογονία
770
775
780
785
790
795
29
Ἡσίοδος ο|δέ ποτ᾽ ἀμβροσίης καὶ νέκταρος ἔρχεται ἆσσον βρώσιος, ἀλλά τε κεῖται
ἀνάπνευστος καὶ mναυδος στρωτοῖς ἐν λεχέεσσι, κακὸν δέ d κῶμα καλWπτει. n|τvρ ἐπεὶ
νοῦσον τελέσ‚ μέγαν εἰς ἐνιαυτόν, mλλος γ᾽ ἐp mλλου δέχεται χαλεπώτερος mεθλος. ’ἰνάετες
δY θεῶν ἀπαμείρεται αἰYν ἐόντων, ο|δέ ποτ᾽ ἐς βουλoν ἐπιμίσγεται ο|δ᾽ ἐπὶ δαῖτας ἐννέα
πάντα ἔτεα· δεκάτU δ᾽ ἐπιμίσγεται αxτις εtρας ἐς ἀθανάτων, οƒ TλWμπια δώματ᾽ ἔχουσιν.
rοῖον mρ᾽ †ρκον ἔθεντο θεοὶ iτυγὸς meθιτον qδωρ ¡γWγιον, τὸ δ᾽ ἵησι καταστυeέλου διv χώρου.
[Zνθα δY γzς δνοeερzς καὶ rαρτάρου [ερόεντος πόντου τ᾽ ἀτρυγέτοιο καὶ ο|ρανοῦ ἀστερόεντος
dpείης πάντων πηγαὶ καὶ πείρατ᾽ ἔασιν ἀργαλέ᾽ ε|ρώεντα, τά τε στυγέουσι θεοί περ. Zνθα δY
μαρμάρεαί τε πWλαι καὶ χάλκεος ο|δὸς ἀστεμeής, ~ίζ‚σι διηνεκέεσσιν ἀρηρώς, α|τοeυής·
πρόσθεν δY θεῶν ἔκτοσθεν ἁπάντων rιτzνες ναίουσι, πέρην Œάεος ζοeεροῖο. n|τvρ
ἐρισμαράγοιο ^ιὸς κλειτοὶ ἐπίκουροι δώματα ναιετάουσιν ἐπ᾽ kκεανοῖο θεμέθλοις, Κόττος τ᾽
[δY jWης· •ριάρεών γε μYν [Vν ἐόντα γαμβρὸν dὸν ποίησε βαρWκτυπος ‡ννοσίγαιος, δῶκε δY
Κυμοπόλειαν ὀπυίειν, θυγατέρα ¬ν.] n|τvρ ἐπεὶ rιτzνας ἀπ᾽ ο|ρανοῦ ἐpέλασεν •εWς, wπλότατον
τέκε παῖδα rυeωέα jαῖα πελώρη rαρτάρου ἐν eιλότητι διv χρυσέην `eροδίτην· οª χεῖρες μYν
ἔασιν ἐπ᾽ ἰσχWι, ἔργματ᾽ ἔχουσαι,
www. theogonia.gr
Θεογονία
800
805
810
815
820
30
Ἡσίοδος καὶ πόδες ἀκάματοι κρατεροῦ θεοῦ· ἐκ δέ οX žμων Šν dκατὸν κεeαλαὶ ὄeιος, δεινοῖο
δράκοντος, γλώσσ‚σιν δνοeερ\σι λελιχμότες, ἐκ δέ οX ὄσσων θεσπεσί‚ς κεeαλ\σιν ]π᾽ ὀeρWσι
πῦρ ἀμάρυσσεν· [πασέων δ᾽ ἐκ κεeαλέων πῦρ καίετο δερκομένοιο·] eωναὶ δ᾽ ἐν πάσ‚σιν ἔσαν
δειν\ς κεeαλ\σι παντοίην ὄπ᾽ ἰεῖσαι ἀθέσeατον· mλλοτε μYν γvρ eθέγγονθ᾽ ˜στε θεοῖσι
συνιέμεν, mλλοτε δ᾽ αxτε ταWρου ἐριβρWχεω, μένος ἀσχέτου, ὄσσαν ἀγαWρου, mλλοτε δ᾽
αxτε λέοντος ἀναιδέα θυμὸν ἔχοντος, mλλοτε δ᾽ αx σκυλάκεσσιν ἐοικότα, θαWματ᾽ ἀκοῦσαι,
mλλοτε δ᾽ αx ~οίζεσχ᾽, ]πὸ δ᾽ ‰χεεν ο•ρεα μακρά. Καί νW κεν ἔπλετο ἔργον ἀμήχανον ‰ματι
κείνU καί κεν † γε θνητοῖσι καὶ ἀθανάτοισιν mναpεν, εἰ μo mρ᾽ ὀpV νόησε πατoρ ἀνδρῶν τε
θεῶν τε. iκληρὸν δ᾽ ἐβρόντησε καὶ ὄβριμον, ἀμeὶ δY γαῖα σμερδαλέον κονάβησε καὶ ο|ρανὸς ε|
ρVς qπερθε πόντος τ᾽ kκεανοῦ τε ~οαὶ καὶ rάρταρα γαίης. Ποσσὶ δ᾽ qπ᾽ ἀθανάτοισι μέγας
πελεμίζετ᾽ •λυμπος ὀρνυμένοιο mνακτος· ἐπεστενάχιζε δY γαῖα. Καῦμα δ᾽ ]π᾽ ἀμeοτέρων
κάτεχεν ἰοειδέα πόντον βροντzς τε στεροπzς τε, πυρός τ᾽ ἀπὸ τοῖο πελώρου, [πρηστήρων
ἀνέμων τε κεραυνοῦ τε eλεγέθοντος.] ἔζεε δY χθ¥ν π{σα καὶ ο|ρανὸς [δY θάλασσα· θυῖε δ᾽ mρ᾽
ἀμe᾽ ἀκτvς περί τ᾽ ἀμeί τε κWματα μακρv ~ιπ\ qπ᾽ ἀθανάτων, ἔνοσις δ᾽ mσβεστος ὀρώρει·
τρέε δ᾽ `ίδης, ἐνέροισι καταeθιμένοισιν ἀνάσσων, rιτzνές θ᾽ ]ποταρτάριοι, Κρόνον ἀμeὶς
ἐόντες,
www. theogonia.gr
Θεογονία
825
830
835
840
845
850
31
Ἡσίοδος [ἀσβέστου κελάδοιο καὶ αἰνzς δηιοτzτος.] •εVς δ᾽ ἐπεὶ οxν κόρθυνεν dὸν μένος,
εἵλετο δ᾽ †πλα, βροντήν τε στεροπήν τε καὶ αἰθαλόεντα κεραυνόν, πλzpεν ἀπ᾽ …|λWμποιο
ἐπάλμενος· ἀμeὶ δY πάσας ἔπρεσε θεσπεσίας κεeαλvς δεινοῖο πελώρου. n|τvρ ἐπεὶ δή μιν
δάμασεν πληγ\σιν Xμάσσας, ‰ριπε γυιωθείς, στενάχιζε δY γαῖα πελώρη. bλὸp δY
κεραυνωθέντος ἀπέσσυτο τοῖο mνακτος ο•ρεος ἐν βήσσ‚σιν `ίτνης παιπαλοέσσ‚ς, πληγέντος.
Πολλo δY πελώρη καίετο γαῖα ἀτμ\ θεσπεσί‚ καὶ ἐτήκετο κασσίτερος –ς τέχν‚ qπ᾽ αἰζηῶν ἐν
ἐυτρήτοις χοάνοισι θαλeθείς, [Y σίδηρος, † περ κρατερώτατός ἐστιν, ο•ρεος ἐν βήσσ‚σι
δαμαζόμενος πυρὶ κηλέU τήκεται ἐν χθονὶ δί‚ ]e᾽ Ἡeαιστου παλάμ‚σιν. yς mρα τήκετο γαῖα
σέλαι πυρὸς αἰθομένοιο. Ῥῖuε δέ μιν θυμ• ἀκαχ¥ν ἐς rάρταρον ε|ρWν. ‡κ δY rυeωέος ἔστ᾽
ἀνέμων μένος ]γρὸν ἀέντων, νόσeι lότου •ορέωτε καὶ ἀργέστεω •εeWροιο· οἵ γε μYν ἐκ θεόeιν
γενεή, θνητοῖς μέγ᾽ ὄνειαρ· …X δ᾽ mλλοι μαuαῦραι ἐπιπνείουσι θάλασσαν· αƒ δή τοι πίπτουσαι
ἐς [εροειδέα πόντον, πzμα μέγα θνητοῖσι, κακ\ θυίουσιν ἀέλλ‚· mλλοτε δ᾽ mλλαι mεισι
διασκιδν{σί τε νzας ναWτας τε eθείρουσι· κακοῦ δ᾽ ο| γίγνεται ἀλκo ἀνδράσιν, οƒ κείν‚σι
συνάντωνται κατv πόντον· αƒ δ᾽ αx καὶ κατv γαῖαν ἀπείριτον ἀνθεμόεσσαν ἔργ᾽ ἐρατv
eθείρουσι χαμαιγενέων ἀνθρώπων
www. theogonia.gr
Θεογονία
855
860
865
870
875
32
Ἡσίοδος πιμπλεῖσαι κόνιός τε καὶ ἀργαλέου κολοσυρτοῦ. n|τvρ ἐπεί ~α πόνον μάκαρες θεοὶ
ἐpετέλεσσαν, rιτήνεσσι δY τιμάων κρίναντο βίηeι, δή ~α τότ᾽ žτρυνον βασιλευέμεν [δY
ἀνάσσειν jαίης eραδμοσWν‚σιν TλWμπιον ε|ρWοπα •zν ἀθανάτων· Ž δY τοῖσιν dvς διεδάσσατο
τιμάς. •εVς δY θεῶν βασιλεVς πρώτην mλοχον θέτο Μzτιν πλεῖστα τε ἰδυῖαν ἰδY θνητῶν
ἀνθρώπων. ἀλλ᾽ †τε δo mρ᾽ ἔμελλε θεvν γλαυκῶπιν `θήνην τέpεσθαι, τότ᾽ ἔπειτα δόλU eρένας
ἐpαπατήσας αXμυλίοισι λόγοισιν doν ἐσκάτθετο νηδVν jαίης eραδμοσWν‚σι καὶ …|ρανοῦ
ἀστερόεντος. τ¥ς γάρ οX eρασάτην, ἵνα μo βασιληίδα τιμoν mλλος ἔχοι ^ιὸς ἀντὶ θεῶν
αἰειγενετάων. ‡κ γvρ τzς εἵμαρτο περίeρονα τέκνα γενέσθαι· πρώτην μYν κοWρην γλαυκώπιδα
rριτογένειαν sσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίeρονα βουλήν. α|τvρ ἔπειτ᾽ mρα παῖδα θεῶν
βασιλzα καὶ ἀνδρῶν ‰μελλεν τέpεσθαι, ]πέρβιον }τορ ἔχοντα· ἀλλ᾽ mρα μιν •εVς πρόσθεν doν
ἐσκάτθετο νηδWν, —ς δή οX eράσσαιτο θεv ἀγαθόν τε κακόν τε. ^εWτερον [γάγετο λιπαρoν
Θέμιν, Š τέκεν yρας, ’|νουμίην τε ^ίκην τε καὶ ’ἰρήνην τεθαλυῖαν, αƒ ἔργ᾽ ¡ρεWουσι
καταθνητοῖσι βροτοῖσι, Μοίρας θ᾽, ‹ πλείστην τιμoν πόρε μητίετα •εWς, Κλωθώ τε fάχεσίν τε
καὶ cτροπον, αἵτε διδοῦσι θνητοῖς ἀνθρώποισιν ἔχειν ἀγαθόν τε κακόν τε. rρεῖς δέ οX ’|ρυνόμη
Œάριτας τέκε καλλιπαρ£ους,
www. theogonia.gr
Θεογονία 880
885
890
895
900
905
33
Ἡσίοδος kκεανοῦ κοWρη, πολυήρατον εsδος ἔχουσα, `γλαaην τε καὶ ’|eροσWνην Θαλίην τ᾽
ἐρατεινήν· [τῶν καὶ ἀπὸ βλεeάρων ἔρος εtβετο δερκομενάων λυσιμελής· καλὸν δέ θ᾽ ]π᾽
ὀeρWσι δερκιόωνται.] n|τvρ w ^ήμητρος πολυeόρβης ἐς λέχος }λθεν, Š τέκε Περσεeόνην
λευκώλενον, Šν `ιδωνεVς ¬ρπασε ±ς παρv μητρός· ἔδωκε δY μητίετα •εWς. ΜνημοσWνης δ᾽
ἐpαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο, ἐp ±ς οX Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐpεγένοντο ἐννέα, τ\σιν “δον
θαλίαι καὶ τέρuις ἀοιδzς. fητ¥ δ᾽ `πόλλωνα καὶ cρτεμιν ἰοχέαιραν, Xμερόεντα γόνον περὶ
πάντων …|ρανιώνων, γείνατο, αἰγιόχοιο ^ιὸς eιλότητι μιγεῖσα. fοισθοτάτην δ᾽ _ρην θαλερoν
ποιήσατ᾽ mκοιτιν· Š δ᾽ _βην καὶ cρηα καὶ ’ἰλείθυιαν ἔτικτε μιχθεῖσ᾽ ἐν eιλότητι θεῶν βασιλzι
καὶ ἀνδρῶν. n|τὸς δ᾽ ἐκ κεeαλzς γλαυκώπιδα rριτογένειαν δεινoν ἐγρεκWδοιμον ἀγέστρατον
ἀτρυτώνην πότνιαν, ‹ κέλαδοί τε “δον πόλεμοί τε μάχαι τε, _ρη δ᾽ _eαιστον κλυτὸν ο| eιλότητι
μιγεῖσα γείνατο, καὶ ζαμένησε καὶ ‰ρισε ³ παρακοίτ‚, ἐκ πάντων τέχν‚σι κεκασμένον …|
ρανιώνων. ‡κ δ᾽ `μeιτρίτης καὶ ἐρικτWπου ‡ννοσιγαίου rρίτων ε|ρυβίης γένετο μέγας, †στε
θαλάσσης πυθμέν᾽ ἔχων παρv μητρὶ eίλ‚ καὶ πατρὶ mνακτι ναίει χρWσεα δῶ, δεινὸς θεός. α|τvρ
cρηι ~ινοτόρU Κυθέρεια bόβον καὶ ^εῖμον ἔτικτε δεινοWς, οἵτ᾽ ἀνδρῶν πυκινvς κλονέουσι
eάλαγγας
www. theogonia.gr
Θεογονία
910
915
920
925 925
930
935
34
Ἡσίοδος ἐν πολέμU κρυόεντι σVν cρηι πτολιπόρθU, ¨ρμονίην θ᾽, Šν Κάδμος ]πέρθυμος θέτ᾽
mκοιτιν. •ηνὶ δ᾽ mρ᾽ `τλαντὶς Μαίη τέκε κWδιμον Ἑρμzν, κήρυκ᾽ ἀθανάτων, Xερὸν λέχος
εἰσαναβ{σα. Καδμείη δ᾽ mρα οX iεμέλη τέκε eαίδιμον υXὸν μιχθεῖσ᾽ ἐν eιλότητι, ^ιώνυσον
πολυγηθέα, ἀθάνατον θνητή· νῦν δ᾽ ἀμeότεροι θεοί εἰσιν. `λκμήνη δ᾽ mρ᾽ ἔτικτε βίην
Ἡρακληείην μιχθεῖσ᾽ ἐν eιλότητι ^ιὸς νεeεληγερέταο. `γλαaην δ᾽ _eαιστος, ἀγακλυτὸς
ἀμeιγυήεις, wπλοτάτην Œαρίτων θαλερoν ποιήσατ᾽ mκοιτιν. Œρυσοκόμης δY ^ιώνυσος pανθoν
`ριάδνην, κοWρην Μίνωος, θαλερoν ποιήσατ᾽ mκοιτιν. roν δέ οX ἀθάνατον καὶ ἀγήρω θzκε
Κρονίων. _βην δ᾽ `λκμήνης καλλισeWρου mλκιμος υXός, -ς Ἡρακλzος, τελέσας στονόεντας
ἀέθλους, παῖδα ^ιὸς μεγάλοιο καὶ _ρης χρυσοπεδίλου, αἰδοίην θέτ᾽ mκοιτιν ἐν …|λWμπU
νιeόεντι, ὄλβιος, Žς μέγα ἔργον ἐν ἀθανάτοισιν ἀνWσσας ναίει ἀπήμαντος καὶ ἀγήραος ‰ματα
πάντα. hελίU δ᾽ ἀκάμαντι τέκεν κλυτὸς kκεανίνη Περσηὶς Κίρκην τε καὶ nἰήτην βασιλzα.
nἰήτης δ᾽ υXὸς eαεσιμβρότου hελίοιο κοWρην kκεανοῖο τελήεντος ποταμοῖο γzμε θεῶν βουλ\σι,
gδυῖαν καλλιπάρ‚ον. Š δέ οX Μήδειαν ἐWσeυρον ἐν eιλότητι γείναθ᾽ ]ποδμηθεῖσα διv χρυσέην
`eροδίτην. Ἡμεῖς μYν νῦν χαίρετ᾽, TλWμπια δώματ᾽ ἔχοντες,
www. theogonia.gr
Θεογονία
940
945
950
955
960
35
Ἡσίοδος νzσοί τ᾽ ‰πειροί τε καὶ ἁλμυρὸς ἔνδοθι πόντος. lῦν δY θεάων eῦλον ἀείσατε,
•δυέπειαι Μοῦσαι Tλυμπιάδες, κοῦραι ^ιὸς αἰγιόχοιο, †σσαι δo θνητοῖσι παρ᾽ ἀνδράσιν ε|
νηθεῖσαι ἀθάναται γείναντο θεοῖς ἐπιείκελα τέκνα. ^ημήτηρ μYν Πλοῦτον ἐγείνατο, δῖα θεάων,
gασίων᾽ ¬ρωι μιγεῖσ᾽ ἐρατ\ eιλότητι νει• ἔνι τριπόλU, Κρήτης ἐν πίονι δήμU, ἐσθλόν, Žς εsσ᾽
ἐπὶ γzν τε καὶ ε|ρέα νῶτα θαλάσσης πάντη· τ• δY τυχόντι καὶ οª κ᾽ ἐς χεῖρας ἵκηται, τὸν δ᾽
ἀeνειὸν ἔθηκε, πολVν δέ οX žπασεν ὄλβον. ΚάδμU δ᾽ ¨ρμονίη, θυγάτηρ χρυσέης `eροδιτης, gν¥
καὶ iεμέλην καὶ `γαυoν καλλιπάρ‚ον n|τονόην θ᾽, Šν γzμεν `ρισταῖος βαθυχαίτης, γείνατο καὶ
ΠολWδωρον ἐυστεeάνU ἐνὶ Θήβ‚. [ΚοWρη δ᾽ kκεανοῦ, Œρυσάορι καρτεροθWμU μιχθεῖσ᾽ ἐν
eιλότητι πολυχρWσου `eροδίτης, Καλλιρόη τέκε παῖδα βροτῶν κάρτιστον ἁπάντων, jηρυονέα,
τὸν κτεῖνε βίη Ἡρακληείη βοῶν ‘νεκ᾽ εἰλιπόδων ἀμeιρρWτU εἰν ‡ρυθεί‚.] rιθων• δ᾽ h¥ς τέκε
Μέμνονα χαλκοκορυστήν, nἰθιόπων βασιλzα, καὶ hμαθίωνα mνακτα. n|τvρ ]παὶ ΚεeάλU
eιτWσατο eαίδιμον υXόν, teθιμον bαέθοντα, θεοῖς ἐπιείκελον mνδρα. rόν ~α νέον τέρεν mνθος
ἔχοντ᾽ ἐρικυδέος ¬βης παῖδ᾽ ἀταλv eρονέοντα eιλομμειδoς `eροδίτη µρτ᾽ ἀναρεuαμένη, καί μιν
ζαθέοις ἐνὶ νηοῖς νηοπόλον νWχιον ποιήσατο, δαίμονα δῖον.
www. theogonia.gr
Θεογονία
965
970
975
980
985
990
36
Ἡσίοδος ΚοWρην δ᾽ nἰήταο διοτρεeέος βασιλzος nἰσονίδης βουλ\σι θεῶν αἰειγενετάων }γε
παρ᾽ nἰήτεω, τελέσας στονόεντας ἀέθλους, τοVς πολλοVς ἐπέτελλε μέγας βασιλεVς ]περήνωρ, ]
βριστoς Πελίης καὶ ἀτάσθαλος, ὀβριμοεργός. τοVς τελέσας gαωλκὸν ἀeίκετο, πολλv μογήσας,
¡κείης ἐπὶ νηὸς mγων dλικώπιδα κοWρην nἰσονίδης, καί μιν θαλερoν ποιήσατ᾽ mκοιτιν. Καί ~᾽
¬ γε δμηθεῖσ᾽ ]π᾽ gήσονι, ποιμένι λαῶν, Μήδειον τέκε παῖδα, τὸν ο•ρεσιν ἔτρεeε Œείρων
bιλυρίδης· μεγάλου δY ^ιὸς νόος ἐpετελεῖτο. n|τvρ lηρzος κοῦραι, ἁλίοιο γέροντος, } τοι μYν
bῶκον ©αμάθη τέκε δῖα θεάων nἰακοῦ ἐν eιλότητι διv χρυσέην `eροδίτην, Πηλέι δY δμηθεῖσα
θεv Θέτις ἀργυρόπεζα γείνατ᾽ `χιλλzα ~ηpήνορα θυμολέοντα. nἰνείαν δ᾽ mρ᾽ ἔτικτεν
ἐυστέeανος Κυθέρεια `γχίσ‚ ¬ρωι μιγεῖσ᾽ ἐρατ\ eιλότητι ®δης ἐν κορυe\σι πολυπτWχου ]
ληέσσης. Κίρκη δ᾽, hελίου θυγάτηρ šπεριονίδαο, γείνατ᾽ Tδυσσzος ταλασίeρονος ἐν eιλότητι
cγριον [δY fατῖνον ἀμWμονά τε κρατερόν τε· [rηλέγονον δ᾽ mρ᾽ ἔτικτε διv χρυσέην `eροδίτην. ]
οƒ δή τοι μάλα τzλε μυχ• νήσων Xεράων π{σιν rυρσηνοῖσιν ἀγακλειτοῖσιν mνασσον. lαυσίθοον
δ᾽ Tδυσzι Καλυu¥ δῖα θεάων γείνατο lαυσίνοόν τε μιγεῖσ᾽ ἐρατ\ eιλότητι. nªται μYν θνητοῖσι
παρ᾽ ἀνδράσιν ε|νηθεῖσαι
www. theogonia.gr
Θεογονία
995
1000
1005
1010
1015
37
Ἡσίοδος ἀθάναται γείναντο θεοῖς ἐπιείκελα τέκνα. lῦν δY γυναικῶν eῦλον ἀείσατε, •δυέπειαι
Μοῦσαι Tλυμπιάδες, κοῦραι ^ιὸς αἰγιόχοιο.
Θεογονία 1020

You might also like