Ο Γκέοργκ Λούκατς και η Ιδιοτυπία Του Αισθητικού

You might also like

Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 17

ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ 33

Ο Γκέοργκ Λούκατς και Η Ιδιοτυπία του Αισθητικού.


Μια προσέγγιση της φιλοσοφικο-αισθητικής
της σημασίας
του Πάνου Ντούβου*

Η συγγραφική παρακαταθήκη που κληροδότησε ο Γκέοργκ Λούκατς στους σύγχρο-


νους και τους μελλοντικούς φιλοσόφους και ερευνητές είναι εξαιρετικά πλούσια.
Αυτός ο πλούτος του συνολικού έργου ζωής του διαφαίνεται τόσο στο πλήθος των
τομέων που τον απασχόλησαν (συμβολές στην πολιτική θεωρία, την Ηθική, την
ιστορία της φιλοσοφίας, τη θεωρία της λογοτεχνίας, την Αισθητική), όσο και στην
περίπλοκη διαδρομή της προσωπικής του διανοητικής εξέλιξης, η οποία ξεκινά από
τον ιδεαλισμό της νεότητάς του για να φτάσει, μέσα από αλλεπάλληλες αναθεωρή-
σεις και αυτοκριτικές, στον συνεπή υλισμό της μεσαίας και της ύστερης περιόδου.
Η πορεία από τη Θεωρία του μυθιστορήματος μέχρι την Οντολογία του κοινωνικού
Είναι (για να αναφέρουμε απλώς δύο έργα ορόσημα αυτής της εξέλιξης), περιλαμ-
βάνει πλήθος σημαντικών, πρωτότυπων μελετών, οι οποίες παρέχουν ανεξάντλητο
υλικό για έρευνα προς ποικίλες φιλοσοφικές κατευθύνσεις.
Προτεραιότητα φυσικά μεταξύ αυτών των κατευθύνσεων έχει η φιλοσοφία της
τέχνης, η Αισθητική. Ο Λούκατς έχει αναγνωριστεί ως ένας από τους διαπρεπέστε-
ρους εκπροσώπους της μαρξιστικής Αισθητικής και θεωρίας της λογοτεχνίας. Μια
απόπειρα προσέγγισης της μαρξιστικής Αισθητικής ως προς τις ουσιώδεις πτυχές
της είναι αδύνατη χωρίς αναφορά στο έργο του Λούκατς, είτε πρόκειται για τα δο-
κίμιά του για τον ρεαλισμό της δεκαετίας του τριάντα είτε για τη μεταγενέστερη
Ιδιοτυπία του Αισθητικού. Στα παραπάνω ωστόσο θα πρέπει να προστεθεί και κάτι
ακόμα, το οποίο καθιστά την κατάσταση εντελώς παράδοξη. Εννοούμε το γεγονός
ότι με την ίδια βεβαιότητα θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει το ακριβώς αντίθετο:
ότι η σημασία του Λούκατς ως αισθητικού δεν έχει ακόμα αναγνωριστεί ως τέτοια,
ότι αντίθετα το έργο του (ιδίως αυτό της μεσαίας και της ύστερης περιόδου) υπονο-
μεύεται συστηματικά εδώ και έναν αιώνα. Πράγματι, από την κριτική του Μπρεχτ
της δεκαετίας του τριάντα μέχρι τις νεότερες κριτικές μελέτες επί του Η ιδιοτυπία
του Αισθητικού η ίδια κατηγορία εναντίον του επανέρχεται αυτούσια. Σύμφωνα με
αυτή, το έργο του Λούκατς, με την αποκλειστική του προσήλωση στα κορυφαία
έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας και τέχνης και την κατηγορηματική απόρριψη των
αβανγκαρντικών καλλιτεχνικών ρευμάτων έχει κάτι το παρωχημένο, το ανεπίκαιρο,

402
ΠΑΝΟΣ ΝΤΟΥΒΟΣ Ο ΓΚΈΟΡΓΚ ΛΟΎΚΑΤΣ ΚΑΙ Η ΙΔΙΟΤΥΠΊΑ ΤΟΥ ΑΙΣΘΗΤΙΚΟΎ

το αναχρονιστικό.1 Ο Φρέντρικ Τζέιμσον διατύπωσε εύστοχα αυτό το πρόβλημα της


πρόσληψης του Λούκατς:
«Για τους δυτικούς αναγνώστες η ιδέα του Georg Lukács έμοιαζε συχνά πιο ενδια-
φέρουσα από την πραγματικότητα. Είναι λες και σε κάποιον κόσμο πλατωνικών μορφών
και μεθοδολογικών αρχετύπων, μια θέση περίμενε τον μαρξιστή κριτικό της λογοτε-
χνίας, την οποία (μετά τον Πλεχάνοφ) μόνο ο Lukács προσπάθησε στα σοβαρά να κα-
λύψει. Μακροπρόθεσμα, ωστόσο, ακόμα και οι πιο θετικοί δυτικοί κριτικοί του απομα-
κρύνονται από αυτόν περισσότερο ή λιγότερο απογοητευμένοι: Ήταν διατεθειμένοι να
εξετάσουν την αφηρημένη ιδέα, αλλά στην πράξη κατάλαβαν ότι το τίμημα ήταν
μεγάλο. Επαινούν στα λόγια τον Lukács ως πρόσωπο, αλλά τα κείμενα [του Λούκατς]
καθαυτά δεν ήταν αυτό που περίμεναν».2
Αυτή η ταυτόχρονη αναγνώριση και παραγνώριση της ουσιαστικής συμβολής
του Λούκατς στην Αισθητική (αφενός η αναγνώρισή του ως σπουδαίου θεωρητικού
της τέχνης και αφετέρου η στηλίτευσή του ως αναχρονιστικού κλασικιστή που δεν
μπορεί να εκτιμήσει τη σημασία της μοντέρνας τέχνης) δηλώνει ότι η συμβολή του
Λούκατς στην Αισθητική δεν μπορεί να ιδωθεί ως κάτι το αυτονόητο, ότι, αντιθέ-
τως, εξακολουθεί να αποτελεί μέχρι σήμερα ένα θεωρητικό πρόβλημα. Το παρόν
άρθρο περιστρέφεται ακριβώς γύρω από αυτό το πρόβλημα. Σκοπός του είναι να
συμβάλει στην αποσαφήνιση της συνεισφοράς του Λούκατς στην Αισθητική με ει-
δικότερη αναφορά βέβαια στο σημαντικότερο φιλοσοφικο-αισθητικό του έργο, το Η
ιδιοτυπία του Αισθητικού.
Φυσικά η σημασία ενός τόσο πολύπλευρου έργου όπως το Η ιδιοτυπία του Αισθη-
τικού δεν είναι κάτι που μπορεί να συνοψιστεί στο περιεχόμενο ενός σύντομου άρ-
θρου. Η σημασία αυτή εκτείνεται από το επίπεδο των γενικών αρχών και των φιλο-
σοφικών θεμελίων της μαρξιστικής Αισθητικής (η σύλληψη της τέχνης ως μορφής
αντανάκλασης της πραγματικότητας) μέχρι τα εξειδικευμένα ζητήματα που αφο-
ρούν στην ιδιαίτερη σύσταση του Αισθητικού και των επιμέρους τεχνών (μουσική,
κινηματογράφος κ.λπ.). Εδώ θα περιοριστούμε απλώς στη σημασία του με την πιο
γενική έννοια. Μας ενδιαφέρει πρωτίστως η συγκεκριμένη θέση του έργου αυτού
στην ιστορία των αισθητικών θεωριών, ο τρόπος με τον οποίο αυτό προάγει τη γνώ-
ση για τα αισθητικά ζητήματα σε σύγκριση με τους προκατόχους του. Τρεις είναι
λοιπόν οι πτυχές που θα πρέπει να φωτιστούν σε αυτή τη βάση: κατ’ αρχάς θα πρέπει
να ονοματιστούν τα συγκεκριμένα φιλοσοφικο-αισθητικά προβλήματα που εγείρο-
νται αντικειμενικά στην ιστορία της Αισθητικής μετά τη μαρξική «αντιστροφή» της
χεγκελιανής διαλεκτικής. Έπειτα θα πρέπει να παρουσιαστούν οι απαντήσεις που
επιχειρεί να δώσει ο Λούκατς σε αυτά τα προβλήματα ενώ, τέλος, αναφορά θα πρέ-
πει να γίνει και στην κριτική που έχουν δεχτεί αυτές οι απαντήσεις. Αυτή η σφαιρική
1 «Ο Λούκατς ξεκινά από μια υγιή αρχή, κι όμως κανείς δεν μπορεί να απαλλαγεί από την εντύπωση ότι είναι
κάπως ξένος προς την πραγματικότητα… Μεταχειρίζεται ευγενικά τους σύγχρονους μυθιστορηματογρά-
φους, στο μέτρο που αυτοί ακολουθούν τους κλασικούς του αστικού μυθιστορήματος…» Μπέρτολτ Μπρεχτ,
«Τα δοκίμια του Γκέοργκ Λούκατς», στο: Για το ρεαλισμό, Σύγχρονη εποχή, Αθήνα 1990, σ. 89.
2 Fredric Jameson, Marxism and Form, Princeton university press, Princeton 1971, σ. 160.

403
ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ 33

προσέγγιση του ζητήματος (προβλήματα που προκύπτουν αντικειμενικά, λύσεις αυ-


τών των προβλημάτων και κριτική των λύσεων) θα βοηθήσει να αναδειχτούν, καθώς
πιστεύουμε, έστω και σε αυτό το αφηρημένο επίπεδο, ορισμένες σημαντικές όψεις
της αντικειμενικής συμβολής του Λούκατς στην Αισθητική, καθώς επίσης να διευ-
θετηθούν προβλήματα όπως η προαναφερθείσα παραγνώριση της συμβολής του, τα
οποία παραμένουν εξαιρετικά επίκαιρα μέχρι σήμερα.

Προς τη διαμόρφωση μιας μαρξιστικής Αισθητικής


Προκειμένου να κατανοηθεί η συγκεκριμένη συμβολή του Λούκατς στην Αισθητική,
το έργο του θα πρέπει να τοποθετηθεί δίπλα σε εκείνο του προγενέστερου μεγάλου
μαρξιστή θεωρητικού της λογοτεχνίας και της Αισθητικής, του Φραντς Μέρινγκ. Ο
Μέρινγκ υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους θεωρητικούς εκπροσώπους του
μαρξισμού την περίοδο της ΙΙ Διεθνούς στη Γερμανία. Το συγγραφικό του έργο είναι
εξαιρετικά πλούσιο και περιλαμβάνει ιστορικές και κοινωνικές μελέτες (η ιστορία
της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, η βιογραφία του Μαρξ κ.ά.), μελέτες σχετι-
κά με τη θεωρία και την ιστορία της λογοτεχνίας (μονογραφία για τον Λέσσινγκ,
βιογραφίες των Σίλερ και Χάινε), καθώς και κείμενα επί αμιγώς αισθητικών ζητη-
μάτων.3 Ο Λούκατς χαρακτηρίζει τον Μέρινγκ ως «μία από τις σημαντικότερες και
πολυσχιδέστερες μορφές ολόκληρης της περιόδου της ΙΙ Διεθνούς»,4 εξαίροντας τη
συμβολή του στην καταπολέμηση των ισχυρών αναθεωρητικών τάσεων της συγκε-
κριμένης ιστορικής περιόδου. Η κριτική του στον Μέρινγκ αφορά μόνο εκείνες τις
πτυχές του έργου του, οι οποίες δεν είναι πλήρως απαλλαγμένες από τη μεθοδολο-
γική και κοσμοθεωρητική προβληματικότητα που χαρακτηρίζει την περίοδο της ΙΙ
Διεθνούς γενικά (παραμέληση των καθαρά φιλοσοφικών ζητημάτων, στενή έννοια
της ιστορικής μεθόδου, εκπτώσεις ως προς τη διαλεκτική, παραχωρήσεις στον οικο-
νομισμό, τον λασαλισμό κ.ο.κ.). Την κριτική αυτή ο Λούκατς την εξέθεσε σε ένα δο-
κίμιο του 1933 με τον τίτλο «Φραντς Μέρινγκ (1846-1919)», το οποίο περιλαμβάνει
μια πολύπλευρη και λεπτομερή εξέταση του συνολικού έργου του Μέρινγκ. Εδώ
θα μας απασχολήσουν εν τάχει μόνο ορισμένα σημεία αυτής της κριτικής, τα οποία
αναδεικνύουν τον μονομερή χαρακτήρα του φιλοσοφικο-αισθητικού έργου του Μέ-
ρινγκ και φωτίζουν αντίστοιχα τη μετέπειτα συμβολή του Λούκατς στην Αισθητική.
Ο Λούκατς ασκεί κριτική στον Μέρινγκ πρωτίστως για το γεγονός ότι ο τελευ-
ταίος εκλαμβάνει τον μαρξισμό με μια εξαιρετικά περιορισμένη, στενή έννοια. O
Μέρινγκ, σύμφωνα με τον Λούκατς, «δέχεται τη φιλοσοφική μέθοδο των Μαρξ και
Ένγκελς μόνο ως μεθοδολογικό οδηγό για ιστορικές μελέτες. Το ότι η θεμελίωση
του ιστορικού υλισμού υπήρξε μια πλήρης ανατροπή της φιλοσοφίας, δεν το κα-
τάλαβε ποτέ πραγματικά».5 Η «στενότητα» αυτή εκδηλώνεται στο γεγονός ότι ο
3 Βλ. Franz Mehring, Ästhetische Streifzüge, στο: Franz Mehring. Gesammelte Schriften 11, επιμ: T. Höhle,
H. Koch, J. Schleifstein, Dietz, Βερολίνο 1961, σ. 136-219.
4 Georg Lukács, «Franz Mehring (1846-1919)», στο: Beiträge zur Geschichte der Ästhetik, Aufbau-Verlag,
Βερολίνο 1954, σ. 318.
5 Στο ίδιο, σ. 326.

404
ΠΑΝΟΣ ΝΤΟΥΒΟΣ Ο ΓΚΈΟΡΓΚ ΛΟΎΚΑΤΣ ΚΑΙ Η ΙΔΙΟΤΥΠΊΑ ΤΟΥ ΑΙΣΘΗΤΙΚΟΎ

Μέρινγκ αδυνατεί να αναγνωρίσει τον μαρξισμό ως μια συνολική κοσμοθεώρηση.


Αναγνωρίζει π.χ. τις συνέπειες της διδασκαλίας του διαλεκτικού υλισμού μόνο για
το πεδίο της κοινωνίας, όχι για το πεδίο της φύσης (για τη μελέτη της οποίας ο Μέ-
ρινγκ θεωρεί επαρκή τον παλαιότερο, προμαρξικό μηχανιστικό υλισμό) και ως εκ
τούτου «δεν είναι σε θέση να προχωρήσει μέχρι εκείνη την “ενιαία επιστήμη, την
επιστήμη της ιστορίας” (Η Γερμανική ιδεολογία), της οποίας η κοινωνία αποτελεί
απλώς ένα τμήμα…»6
Από αυτή τη «στενή» σύλληψη του Μέρινγκ, σύμφωνα με την οποία ο μαρξι-
σμός συνιστά απλώς έναν «μεθοδολογικό οδηγό για ιστορικές μελέτες» και όχι μια
«κοσμοθεώρηση», έπεται αυτομάτως, ότι ο μαρξισμός δεν μπορεί να έχει τη δική
του Αισθητική. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο, ότι ο ίδιος ο Μέρινγκ υιοθετεί σε γενικές
γραμμές και αποδέχεται ως θεωρητικά σωστή την Αισθητική του Καντ, την οποία
απλώς σχετικοποιεί ιστορικά. Ο Λούκατς ορθά εντοπίζει ως πηγή των παραπάνω
παρανοήσεων (αφενός της αγνόησης του κοσμοθεωρητικού χαρακτήρα του μαρξι-
σμού και αφετέρου της παρουσίασης της Αισθητικής του Καντ ως κορύφωσης της
γερμανικής ιδεαλιστικής φιλοσοφίας), την παραμέληση της χεγκελιανής φιλοσο-
φίας, η οποία αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα της διανόησης ολόκληρης αυτής
της περιόδου. Λέει σχετικά:
«Ο Μέρινγκ ανατράφηκε σε μια περίοδο, στην οποία ο Χέγκελ αντιμετωπιζόταν
ήδη σαν “ψόφιο σκυλί”. Δεν καταπιάστηκε ποτέ διεξοδικά με τη φιλοσοφία του
Χέγκελ, δεν ασχολήθηκε ποτέ με τη διαλεκτική του και δεν μελέτησε σε βάθος ούτε
καν την Αισθητική του… Και όταν εξοικειώθηκε με τα έργα των Μαρξ και Ένγκελς,
αποδέχτηκε την από μέρους τους υπέρβαση του χεγκελιανισμού, το στήσιμο της
χεγκελιανής διαλεκτικής στα πόδια της, μολονότι απλώς ως ιστορική μέθοδο εργα-
σίας, χωρίς να αναλογιστεί τη φιλοσοφική σημασία αυτής της υλιστικής αντιστρο-
φής της ιδεαλιστικής διαλεκτικής».7
Ο Λούκατς ορθά εδώ στρέφει την προσοχή στο ζήτημα της μαρξικής «αντιστρο-
φής» της χεγκελιανής διαλεκτικής και τις φιλοσοφικές της προεκτάσεις. Διότι, αν εξε-
ταστούν οι συνέπειες που επιφέρει αυτή η «αντιστροφή» για την Αισθητική, τότε κατα-
λήγουμε, όπως θα δούμε στη συνέχεια, σε μια εικόνα εντελώς διαφορετική από εκείνη
που δίνει ο Μέρινγκ: όχι απλώς στην επιβεβαίωση του κοσμοθεωρητικού χαρακτήρα
του μαρξισμού, αλλά και στο ότι ο μαρξισμός έχει μια δική του Αισθητική, «την οποία
δεν χρειάζεται να δανειστεί ούτε από τον Καντ, ούτε από οποιονδήποτε άλλον».8
Η συμβολή του Χέγκελ στην Αισθητική έγκειται πρωτίστως στο ότι αυτός για
πρώτη φορά στην ιστορία της Αισθητικής, ανέπτυξε μια μέθοδο, βάσει της οποίας η
τέχνη μπορούσε να εξεταστεί αντικειμενικά, ανεξάρτητα εν πολλοίς από τις εμπει-
ρίες και τα βιώματα του προσλαμβάνοντος υποκειμένου. Σε αντίθεση με τον Καντ, ο

6 Στο ίδιο, σ. 354.


7 Στο ίδιο, σ. 356.
8 István Eörsi  (επιμ.), Record of a Life. An Autobiographical Sketch, μτφρ: R. Livingstone, Verso, London
1983, σ. 86.

405
ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ 33

οποίος εξετάζει το Αισθητικό στη σχέση του με το απομονωμένο και απογυμνωμένο


από κοινωνικούς προσδιορισμούς άτομο (επομένως ως ανθρωπολογική ιδιότητα),
ο Χέγκελ εξετάζει την τέχνη ως ιστορικό και κοινωνικό φαινόμενο, επομένως στη
σχέση της με τις αντικειμενικές δυνάμεις και νομοτέλειες της ιστορικο-κοινωνικής
εξέλιξης της ανθρωπότητας. Μόνο μια τέτοια μέθοδος, στην οποία η τέχνη εξετά-
ζεται ως προϊόν της κοινωνικής δραστηριότητας του ανθρώπου και τίθεται σε συ-
νάφεια με ολόκληρη την διαδικασία της κοινωνικοποίησης του ανθρώπου δύναται
να διαλευκάνει την αληθινή φύση της τέχνης, όπως αυτή υφίσταται αντικειμενικά.
Βέβαια, δεν θα πρέπει να λησμονείται, ότι η μεθοδολογική αφετηρία του Χέγκελ
είναι ιδεαλιστική και ως εκ τούτου ενέχει όλες τις μονομέρειες που χαρακτήριζαν
ανέκαθεν κάθε ιδεαλιστική κοσμοθεώρηση (κατά βάση την αδυναμία της να απο-
κοπεί ριζικά από τη θεολογία και να φτάσει σε μια πραγματικά ενθαδική κοσμοα-
ντίληψη). Εφόσον δηλαδή στον Χέγκελ, η διαδικασία του «μεταβολισμού μεταξύ
ανθρώπου και φύσης»9 (η εργασία, η γνώση και αξιοποίηση της φύσης από τον
κοινωνικό άνθρωπο προς όφελος των αναγκών του, η οποία συνιστά και το έσχατο
θεμέλιο του κοινωνικού Είναι) δεν δηλώνει μια πραγματική αντιπαράθεση υποκει-
μένου και αντικειμένου, δεδομένου ότι στον Χέγκελ η φύση εκλαμβάνεται απλώς
ως μια ατελής εξωτερίκευση του υποκειμένου (της συνείδησης) και άρα, όπως λέει ο
Μαρξ, «[στον Χέγκελ] το αντικείμενο δεν είναι παρά αντικειμενοποιημένη αυτοσυ-
νείδηση, η αυτοσυνείδηση ως αντικείμενο»,10 είναι σαφές, ότι σε αυτόν η γνώση δεν
αναφέρεται στη σύλληψη μιας αντικειμενικής πραγματικότητας που υφίσταται καθ’
εαυτή, αλλά, όλως αντιθέτως, αναφέρεται σε μια «υπέρβαση» (εξαΰλωση) της αντι-
κειμενικότητας εν γένει, μέσω της οποίας αναγνωρίζεται ο εαυτός (η συνείδηση) ως
έσχατο θεμέλιο της πραγματικότητας (το ταυτόσημο υποκείμενο-αντικείμενο).
Ο Χέγκελ συλλαμβάνει ολόκληρη την παγκόσμια ιστορία ως μια τέτοια διαδι-
κασία, κατά την οποία το Πνεύμα αποκτά συνείδηση του εαυτού του ως πραγματι-
κότητας. Η τέχνη τώρα κατανοείται στο πλαίσιο αυτής της συνολικής διαδικασίας
(η οποία ολοκληρώνεται με το ταυτόσημο υποκείμενο-αντικείμενο) και αντιστοιχεί
(μαζί με τη θρησκεία και τη φιλοσοφία) σε μια ορισμένη εξελικτική φάση αυτής,
στη βαθμίδα όπου έχει επιτευχθεί το ανώτερο επίπεδο της συνείδησης, το επίπεδο
του απολύτου πνεύματος. Συγκεκριμένα, το Απόλυτο εμφανίζεται στην τέχνη με τη
μορφή της εποπτείας, στη θρησκεία με τη μορφή της παράστασης και στη φιλοσο-
φία με τη μορφή της έννοιας. Εφόσον τώρα, σε αυτό το σύστημα, το περιεχόμενο
της τέχνης και της φιλοσοφίας είναι το ίδιο (το Απόλυτο) και αυτές διαφέρουν μετα-
ξύ τους απλώς ως προς τη μορφή (ως προς τον τρόπο με τον οποίο εμφανίζουν αυτό
το κοινό περιεχόμενο), είναι σαφές, ότι η τέχνη δεν κατανοείται ως μια αυτόνομη,
αυτοτελής μορφή συνείδησης και πρακτικής, αλλά ως προστάδιο της γνώσης, ως

9 Karl Marx, Das Kapital I, στο: MEW 23, επιμ: Institut für Marxismus-Leninismus beim ZK der SED, Dietz
Verlag, Βερολίνο 1968, σ. 57.
10 Karl Marx, Ökonomisch-philosophische Manuskripte aus dem Jahre 1844, στο: MEW 40, επιμ:  Institut
für Marxismus-Leninismus beim ZK der SED, Dietz Verlag, Βερολίνο 1968, σ. 575.

406
ΠΑΝΟΣ ΝΤΟΥΒΟΣ Ο ΓΚΈΟΡΓΚ ΛΟΎΚΑΤΣ ΚΑΙ Η ΙΔΙΟΤΥΠΊΑ ΤΟΥ ΑΙΣΘΗΤΙΚΟΎ

μια ατελής μορφή γνώσης (η εμφάνιση του Απολύτου στην εποπτεία και όχι στην
έννοια). Το καντιανό αίτημα λοιπόν για τη θεμελίωση της αυτονομίας της αισθητι-
κής μορφής συνείδησης δεν ικανοποιείται στον Χέγκελ. Η τέχνη εκλαμβάνεται από
αυτόν ως μορφή γνώσης, όπως και στην προ-καντιανή γερμανική Αισθητική που
βασιζόταν στη μεταφυσική των Wolff-Leibniz.
Η χεγκελιανή Αισθητική εμφανίζει λοιπόν την ακόλουθη αντίφαση: αφενός απο-
τελεί ένα αποκορύφωμα στην ιστορία της Αισθητικής, την πρώτη αντικειμενική και
συστηματική πραγμάτευση της τέχνης∙ αφετέρου παρουσιάζει διαστρεβλωμένες
πολλές πτυχές του αισθητικού φαινομένου, γεγονός που οφείλεται στις ιδεαλιστικές
της βάσεις (σύλληψη ολόκληρης της ιστορίας ως πορείας αυτοπραγμάτωσης του
ταυτόσημου υποκειμένου-αντικειμένου). Αν τώρα αυτός ο ιδεαλισμός «διορθωθεί»
κατά κάποιον τρόπο, αν η χεγκελιανή διαλεκτική «αναστραφεί» και στηθεί στα πό-
δια της σε υλιστική βάση, τότε διανοίγεται η δυνατότητα να διασωθεί ο «λογικός
πυρήνας» της Αισθητικής του Χέγκελ αυτούσιος, χωρίς ιδεαλιστικές παρεκκλίσεις,
και άρα η δυνατότητα προβιβασμού της Αισθητικής σε ανώτερο επίπεδο. Η μαρξική
κριτική στον Χέγκελ προσφέρει ακριβώς αυτή τη δυνατότητα. «Μόνο μέσω της υλι-
στικής κριτικής και αντιστροφής», λέει ο Λούκατς, «μπόρεσε ο ζωντανός, ο γόνιμος
πυρήνας της χεγκελιανής Αισθητικής να διατηρηθεί και έτσι να αξιοποιηθεί για την
περαιτέρω εξέλιξη».11
Από τη σκοπιά που μας ενδιαφέρει εδώ, ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός ότι
στην υλιστική εκδοχή αυτής της διαλεκτικής μεθόδου, η «συνείδηση» (η γνώση της
πραγματικότητας) και η «αυτοσυνείδηση» (η γνώση του εαυτού) δεν είναι ενοποιη-
μένες, όπως στον Χέγκελ, αλλά διακρίνονται ποιοτικά, δεδομένου ότι επιτελούν
ξεχωριστές λειτουργίες στο πλαίσιο της ιστορικο-κοινωνικής εξέλιξης. Εφόσον το
υπόστρωμα της αντικειμενικής πραγματικότητας δεν είναι η ίδια η συνείδηση, αλλά
η ύλη (της οποίας η συνείδηση είναι απλώς μια προσεγγιστική αντανάκλαση, μια
νοητική απεικόνιση), η γνώση της αντικειμενικής πραγματικότητας (επομένως: η
συνείδηση) και η γνώση του εαυτού (η αυτοσυνείδηση) δεν μπορούν να συγχωνευ-
τούν σε κάποια «απόλυτη γνώση». Η συνείδηση, η φιλοσοφική και επιστημονική
γνώση, η γνώση του αντικειμένου, χαρακτηρίζεται από την προσπάθεια να απεικο-
νιστεί το αντικείμενο όσο το δυνατόν καθαρότερα ως προς το καθ’ εαυτό Είναι του,
απαλλαγμένο από «προσθήκες» της εκάστοτε υποκειμενικής συνείδησης. Η υποκει-
μενικότητα του γνωρίζοντος υποκειμένου εν ολίγοις παραμερίζεται προκειμένου να
αφήσει να φανεί καθαρά η αληθινή φύση του εξεταζόμενου αντικειμένου. Η αυτο-
συνείδηση τώρα (η γνώση του εαυτού, σε αντίθεση με την προαναφερθείσα γνώση
του αντικειμένου καθ’ εαυτό) αποτελεί μεν και αυτή αντανάκλαση του Είναι, με τη
διαφορά όμως, ότι εδώ η ιδιαίτερη οπτική του υποκειμένου διατηρείται, εντείνεται,
υψώνεται σε ανώτερο επίπεδο και αποκτά θεμελιώδη σημασία για τη σύσταση της
αντανάκλασης.
Στα ιδιαίτερα γνωρίσματα αυτής της διάκρισης θα αναφερθούμε και στη συνέ-
11 Georg Lukács, «Hegels Ästhetik», στο: Beiträge…, ό.π., σ. 121.

407
ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ 33

χεια. Προς το παρόν αρκεί η απλή διαπίστωση της διάκρισης μεταξύ συνείδησης
(επιστήμης) και αυτοσυνείδησης (τέχνης) που απορρέει αναγκαία από την υλιστική
κοσμοεικόνα. Η κυριότερη συνέπεια αυτής της μεταβολής είναι, ότι η τέχνη μπορεί
να εξακολουθεί να συλλαμβάνεται ως μορφή αυτοσυνείδησης της ανθρωπότητας
(όπως στον Χέγκελ), διαχωριζόμενη όμως ποιοτικά από την επιστήμη (ως διαφο-
ρετική μορφή αντανάκλασης της πραγματικότητας που επιτελεί διαφορετική λει-
τουργία), γεγονός που επιτρέπει την αναγνώριση και τη θεμελίωση της τέχνης, όχι
ως μιας ατελούς μορφής γνώσης, ως ενός προστάδιου της φιλοσοφίας (όπως στον
Χέγκελ), αλλά ως μιας ιδιάζουσας και αυτοτελούς μορφής συνείδησης που διαχωρί-
ζεται ευδιάκριτα από την επιστήμη. Μπορούμε ίσως πλέον να καταλάβουμε, το γιατί
ο Λούκατς τιτλοφόρησε την Αισθητική του ως Η ιδιοτυπία του Αισθητικού.
Θα πρέπει βέβαια εδώ να τονιστεί πάραυτα, ότι η ανάπτυξη μιας Αισθητικής στη
βάση της μαρξικής αντιστροφής της χεγκελιανής διαλεκτικής, δεν είναι μια απλή δια-
δικασία. Δεν πρόκειται απλώς για μια «αντιστροφή» με την απλή έννοια, μια απλή
αντικατάσταση του ιδεαλισμού από τον υλισμό, του ταυτόσημου υποκειμένου-α-
ντικειμένου από τη θεωρία της αντανάκλασης κ.λπ., δεδομένου ότι οι αντιφάσεις
του χεγκελιανού συστήματος δεν αφορούν μόνο στις βάσεις, αλλά διαπερνούν όλα
τα επιμέρους ζητήματα των αναλύσεων του Χέγκελ: «Το καθήκον της υλιστικής
αντιστροφής και του κριτικού ελέγχου της ιδεαλιστικής διαλεκτικής πρέπει επομέ-
νως να επεκταθεί και στη διερεύνηση κάθε επιμέρους προβλήματος, κάθε επιμέρους
λεπτομέρειας στην Αισθητική».12 Ο σύνθετος και απαιτητικός χαρακτήρας μιας τέ-
τοιας εργασίας φανερώνει λοιπόν, ότι το αποτέλεσμα στο οποίο αυτή αποσκοπεί,
δεν μπορεί να συνίσταται σε μια απλή «διόρθωση» του χεγκελιανισμού, αλλά στη
θεμελίωση κάτι νέου, μιας ιδιαίτερης μαρξιστικής Αισθητικής, γεγονός που αναιρεί
ριζικά την προαναφερθείσα άποψη του Μέρινγκ ως προς αυτό το ζήτημα και ανοίγει
νέους ορίζοντες για τη γνώση του Αισθητικού φαινομένου.

Η τέχνη ως αυτοσυνείδηση της ανθρωπότητας


Αυτό που επιχείρησε ο Λούκατς στο Η Ιδιοτυπία του Αισθητικού ήταν η συναγωγή
και η συστηματοποίηση των συνεπειών της μαρξικής αντιστροφής της χεγκελιανής
διαλεκτικής για την Αισθητική και κατ’ επέκταση η δόμηση μιας νέας, προηγμένης
–σε σύγκριση με τη χεγκελιανή– Αισθητικής. Η κυριότερη συνέπεια αυτής της μαρ-
ξικής «αντιστροφής» ήταν, όπως είδαμε, η διάνοιξη της δυνατότητας για την ανα-
γνώριση της αυτονομίας (ή της «ιδιοτυπίας») του αισθητικού φαινομένου. Και αυτό
ακριβώς ορίζει ο Λούκατς ως στόχο της Αισθητικής του: «τη φιλοσοφική θεμελίωση
της φύσης του αισθητικού θέτειν (Setzungsart), τη συναγωγή της ειδικής κατηγορίας
της Αισθητικής, την οριοθέτησή της έναντι άλλων πεδίων».13 Βέβαια, όπως επίσης
τονίσαμε νωρίτερα, η συναγωγή αυτών των συνεπειών της μαρξικής αντιστροφής
του χεγκελιανισμού και η συστηματοποίησή τους δεν είναι απλή υπόθεση, δεδο-

12 Στο ίδιο, σ. 111.


13 Lukács, Die Eigenart des Ästhetischen I, Aufbau-Verlag, Βερολίνο/Βαϊμάρη 1981, σ. 7.

408
ΠΑΝΟΣ ΝΤΟΥΒΟΣ Ο ΓΚΈΟΡΓΚ ΛΟΎΚΑΤΣ ΚΑΙ Η ΙΔΙΟΤΥΠΊΑ ΤΟΥ ΑΙΣΘΗΤΙΚΟΎ

μένου ότι απαιτεί την επανεξέταση πλήθους επιμέρους ζητημάτων. Παρόλα αυτά
ο Λούκατς σκόπευε να διεκπεραιώσει ο ίδιος ολόκληρο αυτό το μεγάλο έργο. Το
αρχικό σχεδίασμα της Αισθητικής του περιλάμβανε τρία μέρη, από τα οποία τα δύο
πρώτα θα επικεντρώνονταν στα φιλοσοφικά προβλήματα της τέχνης (προβλήματα
του διαλεκτικού υλισμού), ενώ το τρίτο σε προβλήματα ιστορικής φύσης, σχετικά με
τη γένεση και την ανάπτυξη των τεχνών (προβλήματα του ιστορικού υλισμού). Από
αυτά τα τρία μέρη ωστόσο μόνο το πρώτο ολοκληρώθηκε. Ο συγγραφέας διέκοψε
τη συγγραφή της Αισθητικής του προκειμένου να ασχοληθεί με τη συγγραφή της
Ηθικής του, η οποία έμεινε επίσης ημιτελής ως Οντολογία του κοινωνικού Είναι.
Παρόλα αυτά το πρώτο μέρος της Αισθητικής, το οποίο είναι και το μόνο ολοκλη-
ρωμένο, έχει έναν βαθμό αυτοτέλειας, σύμφωνα με τα λεγόμενα του ίδιου του συγ-
γραφέα, και μπορεί να κατανοηθεί από μόνο του, ανεξάρτητα από τα υπόλοιπα. Η
βασική γραμμή του εγχειρήματος που έχουμε ήδη αναφέρει (η διατήρηση του λογι-
κού πυρήνα της χεγκελιανής Αισθητικής και η «διόρθωσή» της βάσει της μαρξικής
αντιστροφής) είναι ορατή με σαφήνεια ήδη σε αυτό το πρώτο μέρος.
Η προσπάθεια ανάδυσης του «λογικού πυρήνα» είναι εμφανής ήδη στη γενική
προσήλωση του Λούκατς στον Χέγκελ.14 Αυτή εκδηλώνεται αφενός στην υιοθέτη-
ση της ιστορικο-συστηματικής μεθόδου (την οποία πρώτος εφάρμοσε συστηματικά
στην τέχνη ο Χέγκελ), κατά την οποία η τέχνη εξετάζεται σε συνάφεια με τις γενικές
νομοτέλειες της ιστορικής διαμόρφωσης και ανάπτυξης της κοινωνίας ως ολότητας.
Αφετέρου η τέχνη συλλαμβάνεται επίσης από τον Λούκατς ως μορφή αυτοσυνεί-
δησης της ανθρωπότητας, ως μέσο με το οποίο ο άνθρωπος γνωρίζει τον εαυτό του
ως προς τις πλέον ουσιώδεις του πτυχές. Γνωρίζουμε βέβαια ότι εδώ, σε αντίθεση
με τον Χέγκελ, η αυτοσυνείδηση εκλαμβάνεται ως μια μορφή αντανάκλασης μιας
πραγματικότητας που υφίσταται καθ’ εαυτή, γεγονός που συνεπάγεται μια ποιοτι-
κή διαφορετικότητα μεταξύ αυτοσυνείδησης (γνώσης του εαυτού) και συνείδησης
(γνώση του αντικειμένου με ενεργό παραμερισμό του εαυτού), η οποία επιτρέπει
τη θεμελίωση της αυτονομίας του Αισθητικού. Μπορούμε πλέον να εστιάσουμε σε
αυτή τη διαφορετικότητα προκειμένου να αποκτήσουμε και μια πιο συγκεκριμένη
εικόνα αυτής της ιδιοσυστασίας της αισθητικής μορφής αντανάκλασης, την οποία
θεμελιώνει ο Λούκατς.
Σύμφωνα με την υλιστική κοσμοαντίληψη, τόσο η συνείδηση (η γνώση της αντι-
κειμενικής πραγματικότητας) όσο και η αυτοσυνείδηση (η γνώση του ανθρώπου
για τον εαυτό του) αποτελούν προσεγγιστικές αντανακλάσεις (απεικονίσεις) της
πραγματικότητας. Το βασικό χαρακτηριστικό της συνείδησης (ανώτατη μορφή της
οποίας είναι η επιστημονική αντανάκλαση) είναι «η επιδίωξη, να αναπαραγάγει τα
δεδομένα της πραγματικότητας κατά το δυνατόν στο αντικειμενικό τους καθ’ εαυτό
Είναι, να αποκλείσει κατά το δυνατόν την ανθρώπινη υποκειμενικότητα κατά τη δι-

14 «…η φιλοσοφική καθολικότητα (Universalismus) της σύλληψής της [της χεγκελιανής Αισθητικής], ο
ιστορικο-συστηματικός τύπος της σύνθεσης, παραμένει διαχρονικά υποδειγματικός για το σχεδίασμα κάθε
Αισθητικής». Στο ίδιο, σ. 8.

409
ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ 33

ερεύνηση, την επιλογή και διευθέτηση των δεδομένων».15 Το αντικείμενο της αυτο-
συνείδησης τώρα (ανώτατη μορφή της οποίας είναι η αισθητική αντανάκλαση) είναι
επίσης η πραγματικότητα, ή, σωστότερα, ένα τμήμα της πραγματικότητας, ήτοι «το
συγκεκριμένο περιβάλλον του ανθρώπου, η κοινωνία (ο άνθρωπος στην κοινωνία),
ο μεταβολισμός της κοινωνίας με τη φύση», με τη διαφορά όμως ότι «όλο αυτό βιώ-
νεται από τη σκοπιά του ολόκληρου ανθρώπου (ganzen Menschen)».16 Σε αντίθεση
λοιπόν με την επιστημονική αντανάκλαση της πραγματικότητας, στην οποία τα ιδιαί-
τερα χαρακτηριστικά του υποκειμένου παραμερίζονται προκειμένου να αναφανεί
με σαφήνεια η φύση του υπό διερεύνηση αντικειμένου, κατά την αυτοσυνείδηση ο
υποκειμενικός παράγοντας, ο τρόπος που το ίδιο το υποκείμενο βιώνει τον κόσμο,
διατηρείται ως ουσιώδης συνιστώσα της αντανάκλασης. Στην αυτοσυνείδηση λοι-
πόν (στο πεδίο της οποίας, προαναφέρθηκε, εμπίπτει και η τέχνη) η πραγματικότητα
(ο άνθρωπος στην κοινωνία) εμφανίζεται πάντα όπως βιώνεται από τον ίδιο τον
άνθρωπο. Αυτό δεν σημαίνει έναν απλό υποκειμενισμό, δεν σημαίνει ότι η τέχνη πα-
ρουσιάζει τον κόσμο όπως αυτός δίνεται στις αισθήσεις κατά την κοινή, καθημερινή
εμπειρία. Αυτή η «σκοπιά του ολόκληρου ανθρώπου», για την οποία κάνει λόγο ο
Λούκατς, έχει ένα πολύ συγκεκριμένο, ιδιαίτερο νόημα∙ συγκεκριμένα δηλώνει ότι
«πίσω από κάθε καλλιτεχνική δραστηριότητα λανθάνει το ερώτημα: κατά πόσον εί-
ναι τούτος ο κόσμος πραγματικά ένας κόσμος του ανθρώπου, τον οποίο αυτός είναι
σε θέση να τον αποδεχτεί ως δικό του, ως αντίστοιχο (angemessene) στην ανθρώπι-
νη φύση του (Menschtum);»17
Στην τέχνη λοιπόν η πραγματικότητα κατοπτρίζεται από μια ορισμένη σκοπιά,
τίθεται πάντα σε σχέση προς τον άνθρωπο και το κύριο ερώτημα που λανθάνει πίσω
από τα μεγάλα έργα τέχνης είναι πάντα η αντιστοιχία ή αναντιστοιχία αυτού του –
παραγμένου από τον ίδιο τον άνθρωπο– κοινωνικού κόσμου με την ανθρώπινη φύση,
η οποία διαμορφώνεται σταδιακά στο πλαίσιο της ιστορικο-κοινωνικής διαδικασίας.
Το κριτήριο τώρα για αυτή την αντιστοιχία (ή αναντιστοιχία) του κόσμου προς τις
ανθρώπινες ανάγκες δεν είναι κάτι αφηρημένο∙ είναι ο βαθμός, στον οποίο αυτός
ο κόσμος επιτρέπει ή παρεμποδίζει αυτό που ονομάζουμε «ολόπλευρη ανάπτυξη»
της ανθρώπινης προσωπικότητας, ολοκληρωτική εκδίπλωση των ικανοτήτων του
ατόμου. Αναφερόμενος σε έναν ορισμό του ποιητή Φρίντριχ Κλόπστοκ, ο Λούκατς
επισημαίνει, ότι η ανάγκη, στη βάση της οποίας αναπτύσσεται η τέχνη, είναι «μια
κινητοποίηση ολόκληρης (υπογρ. Π.Ν.) της ψυχής του ανθρώπου». Αποτελεί μια
γενική τάση της συνολικής προοδευτικής εξέλιξης του πολιτισμού, το γεγονός ότι
«η δραστηριότητα του [ανθρώπου] αναπτύσσει μονόπλευρα ορισμένες πτυχές της
συνολικής του προσωπικότητας, τόσο αναφορικά με το σώμα όσο και με το πνεύμα,
ενώ άλλες [πτυχές] τις παραμελεί για ένα διάστημα, ή τις αφήνει οριστικά να μαρα-

15 Στο ίδιο, σ. 204.


16 Στο ίδιο, σ. 225.
17 Στο ίδιο.

410
ΠΑΝΟΣ ΝΤΟΥΒΟΣ Ο ΓΚΈΟΡΓΚ ΛΟΎΚΑΤΣ ΚΑΙ Η ΙΔΙΟΤΥΠΊΑ ΤΟΥ ΑΙΣΘΗΤΙΚΟΎ

ζώσουν».18 Η ανάπτυξη του καταμερισμού της εργασίας, στην οποία εκδηλώνεται


και η ανάπτυξη της κυριαρχίας της κοινωνίας επί της φύσης, εμφανίζεται στο επίπε-
δο του μεμονωμένου ατόμου, το οποίο έχει καταστεί «ειδικός» μιας και μοναδικής
ασχολίας, ως περιοριστικότητα, ως ένδεια ή ακόμα και ως παραμόρφωση της προ-
σωπικότητάς του. «Η μηχανή προσαρμόζεται στην αδυναμία του ανθρώπου, προκει-
μένου να μετατρέψει τον αδύναμο άνθρωπο σε μηχανή»19, λέει ο Μαρξ. Απέναντι σε
τούτο τον κατακερματισμό του ατόμου και τις συνεπαγόμενες παραμορφώσεις της
προσωπικότητάς του εγείρεται η ανάγκη για τέχνη: «η ανάγκη μιας εξισορρόπησης,
μιας πορείας προς την ισορροπία, προς την αρμονία, την αναλογικότητα…».20 Από
τον Όμηρο και τους αρχαίους τραγικούς μέχρι τους μεγάλους ρεαλιστές του κλασι-
κού μυθιστορήματος του 19ου αι. (τον Μπαλζάκ, τον Σταντάλ, τον Τολστόι) είναι
εμφανής αυτή η τάση της τέχνης να υπερασπίζεται την ανθρώπινη πολυμέρεια και
αρτιότητα και η σύστοιχη καταδίκη του κατακερματισμού και των παραμορφώσεων
που υφίσταται η προσωπικότητα στο πλαίσιο της ιστορικο-κοινωνικής εξέλιξης. Το
ερώτημα σχετικά με το αν τούτος ο κοινωνικά παραγμένος κόσμος προωθεί την αν-
θρώπινη πολυμέρεια ή αν τσακίζει και διαστρέφει την ανθρώπινη ολότητα αποτελεί
το υπόβαθρο κάθε μεγάλου, διαχρονικού έργου τέχνης.
Είναι λοιπόν φανερό, ότι αυτός ο κατοπτρισμός της πραγματικότητας «από τη
σκοπιά του ολόκληρου ανθρώπου» που διέπει την αισθητική μορφή αντανάκλασης
δεν αναφέρεται στην οπτική του εκάστοτε τυχαίου υποκειμένου της καθημερινότη-
τας, αλλά σε μια πολύ συγκεκριμένη οπτική: στην τοποθέτηση απέναντι στον κα-
τακερματισμό του ατόμου και το πρόβλημα των δυνατοτήτων για την πραγμάτωση
της ανθρώπινης πολυμέρειας. Η υιοθέτηση τώρα μιας τέτοιας οπτικής, σύμφωνα με
τον Λούκατς, υψώνει την υποκειμενικότητα (τόσο εκείνη του δημιουργού, όσο και
εκείνη του δέκτη) πάνω από την απλή «μερικότητα» (την περιορισμένη ατομικότη-
τα, τις δικές του προκαταλήψεις, αδυναμίες κ.λπ.) στο επίπεδο της αυτοσυνείδησης
του ανθρώπινου γένους, στο επίπεδο της γνώσης του εαυτού του ως ειδολογικού
όντος. Αυτό συμβαίνει διότι η ίδια η φύση της ανθρώπινης ειδολογικότητας έγκειται
ακριβώς στην πραγμάτωση αυτής της πορείας προς την πολυμέρεια, προς την καθο-
λικότητα. Ο Μαρξ λέει:
«Η πραγματική, δραστήρια συμπεριφορά του ανθρώπου προς τον εαυτό του ως
ειδολογικό ον (Gattungswesen), ή η δραστηριοποίησή του ως πραγματικού ειδολο-
γικού όντος, ήτοι ως ανθρώπινου όντος είναι δυνατή μόνο μέσα από την εκδίπλωση
όλων των δυνάμεων του είδους του – πράγμα που καθίσταται δυνατό μόνο χάρη στη
συνολική εργασία των ανθρώπων, μόνο ως αποτέλεσμα της ιστορίας…».21
Εφόσον τώρα η τέχνη αντανακλά τον κόσμο από αυτή τη σκοπιά μιας προαγωγής
της ανθρώπινης πολυμέρειας, δίνει μια εικόνα αυτού που λαμβάνει χώρα αντικειμε-

18 Στο ίδιο, σ. 504.


19 Marx, Ökonomisch-philosophische…, ό.π., σ. 548.
20 Lukács, Die Eigenart…, ό.π., σ. 504-505.
21 Marx, Ökonomisch-philosophische…, ό.π., σ. 553.

411
ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ 33

νικά, της διαμορφούμενης ειδολογικής φύσης του ανθρώπου, προάγοντας κατ’ αυτό
τον τρόπο τη γνώση του ιδίου για τον εαυτό του. Αυτός είναι και ο λόγος που η
αισθητική μορφή αντανάκλασης, παρόλο που κατοπτρίζει τον κόσμο μόνο από την
οπτική του ανθρώπου, μόνο όπως αυτός βιώνεται από τον άνθρωπο, δεν υποδηλώ-
νει καμία παραχώρηση στον υποκειμενισμό, δεν σημαίνει οποιουδήποτε είδους πα-
ραχάραξη της αντικειμενικής δομής και της αληθινής φύσης της πραγματικότητας.
Ακριβώς επειδή η ιστορική τάση προς την πραγμάτωση της ανθρώπινης πολυμέρειας
(ή τουλάχιστον προς τη διαμόρφωση των υλικών προϋποθέσεων για μια τέτοια πο-
λυμέρεια) αποτελεί μια αντικειμενική τάση της κοινωνικής εξέλιξης, μια πραγματική
τάση στο πρακτικό πεδίο (στην οποία εκδηλώνεται το θεμελιώδες χαρακτηριστικό
της ανθρώπινης ουσίας), γι’ αυτό και η αντανάκλαση του κόσμου από αυτή την αν-
θρώπινη «σκοπιά» δεν παραποιεί, αλλά αντίθετα φωτίζει την αντικειμενικότητα.
Βέβαια, θα πρέπει εδώ να προστεθεί, ότι αυτή η γενική κοινωνική τάση υφί-
σταται μόνο σε τελική ανάλυση. Αναφερθήκαμε νωρίτερα στις παραμορφώσεις που
συνοδεύουν την υψηλή ανάπτυξη του καταμερισμού της εργασίας, την υποβάθμιση,
τη «σμίκρυνση» του ατόμου σε σχέση με εκείνο των προκαπιταλιστικών οικονομι-
κο-κοινωνικών σχηματισμών (αρκεί να αναφερθεί εδώ η κλασική αρχαιότητα). Αυ-
τός ο κατακερματισμός μάλιστα είναι τόσο στενά συνυφασμένος με την πρόοδο (την
ανάπτυξη του καταμερισμού της εργασίας) που ενδέχεται να εμφανίζεται ως μια
αναπότρεπτη «μοίρα», οδηγώντας ενδεχομένως στην αμφισβήτηση της κοινωνικής
προόδου εν γένει. Παρόλα αυτά, πίσω από αυτή την επιφάνεια (επομένως: σε τελική
ανάλυση) πραγματώνεται η πρόοδος, η σταδιακή υλοποίηση εκείνων των προϋπο-
θέσεων που καθιστούν δυνατή την πραγμάτωση της ανθρώπινης πολυμέρειας, την
αντικειμενοποίηση και αυτοπραγμάτωση της ειδολογικής ουσίας. Αρκεί να σκεφτεί
κανείς τη συνεχή ελάττωση του αναγκαίου χρόνου εργασίας, η οποία συνιστά τη
βάση για τη διεύρυνση του ελεύθερου χρόνου και συνεπώς για την ολόπλευρη ανά-
πτυξη του ατόμου και η οποία λαμβάνει χώρα ανεξάρτητα από τις προθέσεις των
ανθρώπων και κατά κάποιον τρόπο «επιβάλλεται» από την ίδια την ιστορικο-κοι-
νωνική εξέλιξη.
Είναι λοιπόν προφανές, ότι σε αυτή την υποκειμενικότητα του Αισθητικού
αντιστοιχεί μια ορισμένη αντικειμενικότητα (ένα τμήμα της αντικειμενικότητας),
η οποία καθορίζεται κάθε φορά με ιστορικά συγκεκριμένο τρόπο. Γι’ αυτό και
στην τέχνη η αντικειμενικότητα δεν κατοπτρίζεται αδιακρίτως (ως προς την εκτα-
τική της ολότητα), αλλά μόνο ως προς εκείνες της πτυχές που αντιστοιχούν σε
τούτη την ιδιαίτερη ανθρώπινη υποκειμενικότητα. Ως εκ τούτου, η χεγκελιανή
θέση, σύμφωνα με την οποία μόνο ορισμένα θέματα είναι κατάλληλα για καλλιτε-
χνική επεξεργασία, επανέρχεται στον Λούκατς, δεδομένου ότι «ήδη η επιλογή του
θέματος ή του μοτίβου φέρνει το δημιουργικό υποκείμενο εγγύτερα στην ειδολο-
γική συνείδηση ή το απομακρύνει από αυτή».22 Μόνο σε εκείνες τις περιπτώσεις,
στις οποίες αυτό το αίτημα για πολυπλευρότητα, το οποίο εγείρεται από μέρους
22 Lukács, Die Eigenart…, ό.π., σ. 552.

412
ΠΑΝΟΣ ΝΤΟΥΒΟΣ Ο ΓΚΈΟΡΓΚ ΛΟΎΚΑΤΣ ΚΑΙ Η ΙΔΙΟΤΥΠΊΑ ΤΟΥ ΑΙΣΘΗΤΙΚΟΎ

της ειδολογικής αυτοσυνείδησης, αντιστοιχεί σε αληθινές τάσεις του κοινωνικού


Είναι, μπορεί να αναδυθεί η αντικειμενική πραγματικότητα καθαρά, χωρίς υπο-
κειμενιστικές διαστρεβλώσεις και έτσι να επιβεβαιωθεί ο ορισμός της τέχνης ως
αντανάκλασης της πραγματικότητας, ως αντικειμενοποίησης της ανθρώπινης αυ-
τοσυνείδησης. Αυτός ο περιορισμός, όσον αφορά στις θεματικές, σημαίνει συγ-
χρόνως και μια σαφή οριοθέτηση της αισθητικής αντανάκλασης. Η οριοθέτηση
αυτή όμως δεν καθιστά την τέχνη ανεπίκαιρη, όπως πίστευε ο Χέγκελ, διότι εδώ
η τέχνη δεν αίρεται στη θρησκεία ή τη φιλοσοφία, δεδομένου ότι επιτελεί μια δια-
φορετική, ιδιαίτερη λειτουργία. Άλλωστε η ανάγκη για «μια κινητοποίηση ολό-
κληρης της ψυχής του ανθρώπου», η οποία τελικώς συμπίπτει με την ανάγκη για
γνώση και πραγμάτωση της αληθινής ειδολογικής του φύσης, διατηρείται ανεξίτη-
λη σε όλους τους κοινωνικούς σχηματισμούς. Ιδίως δε στον καπιταλισμό, όπου ο
κατακερματισμός του ανθρώπου λόγω του αυξημένου καταμερισμού της εργασίας
και η σύστοιχη με αυτόν αποξένωση εντείνονται στον υψηλότερο δυνατό βαθμό,
αυτή η ανάγκη εμφανίζεται επιτακτικότερη, επιβεβαιώνοντας την ακατάλυτη επι-
καιρότητα του αισθητικού φαινομένου στο επίπεδο της παγκόσμιας ιστορίας.

Κριτικές όψεις του θέματος: Η μομφή περί «κλασικισμού»


Η οριοθέτηση της τέχνης από μέρους του Λούκατς, την οποία σε πολύ γενικές γραμ-
μές παρουσιάσαμε παραπάνω, και στην οποία ο Λούκατς έμεινε πιστός κατά το μάλ-
λον ή ήττον καθ’ όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του, έχει αποτελέσει αντικείμε-
νο δριμείας κριτικής ακόμα και στους κόλπους της ίδιας της μαρξιστικής Αισθητικής.
Μια από τις συχνότερες κατηγορίες που απευθύνονται στον Λούκατς είναι ότι τούτη
η οριοθέτηση της τέχνης από μέρους του είναι εξαιρετικά στενή, δεδομένου ότι πε-
ριλαμβάνει μόνο τα έργα των «κλασικών», ενώ αποκλείει πλήθος έργων τέχνης που
δεν εντάσσονται σε αυτό το κλασικό «πρότυπο». Η κατηγορία αυτή συναντάται κατ’
επανάληψη από τη διαμάχη του Λούκατς με τους Ερνστ Μπλοχ και Χανς Άισλερ τη
δεκαετία του 1930, μέχρι την αντίστοιχη διένεξη με τους θεωρητικούς της πρώην
Ανατολικής Γερμανίας.23 Ακόμα και ο Daniel Göcht στη σχετικά πρόσφατη μελέτη
του για το Η ιδιοτυπία του Αισθητικού θέτει ως σκοπό του το «να αποκαλύψουμε τη
συστηματική αφετηρία του “συντηρητισμού” του [Λούκατς] και να την άρουμε κρι-
τικά», ώστε «με τα ίδια τα μέσα του Λούκατς να υπερβούμε τις καλλιτεχνοκριτικές
του κρίσεις και να καταστήσουμε τη θεωρία του γόνιμη και για τη μοντέρνα τέχνη».24
23 Ο Μπλοχ μιλά για τον «κλασικιστικό» εγκωμιασμό του παρελθόντος από μέρους του Λούκατς και τον
κίνδυνο ενός στενέματος της οπτικής απέναντι στη μοντέρνα τέχνη, τον οποίο εγκυμονεί μια τέτοια στάση.
Βλ. Ernst Bloch, Hanns Eisler, «Die Kunst zu erben», στο: Hanns Eisler, Musik und Politik I, Rogner &
Berhard, Μόναχο 1973, σ. 406-413. Αντίστοιχα οι Mayer και Knepler κάνουν λόγο για «φετιχοποίηση» των
κλασικών αξιών στον Λούκατς [βλ. Günter Mayer, Georg Knepler, «Hätten sich Georg Lukács und Hanns
Eisler in der Mitte des Tunnels getroffen?», στο: Werner Mittenzwei (επιμ.), Dialog und Kontroverse mit Ge-
org Lukács, Reclam, Λειψία 1975, σ. 370], ενώ, στο ίδιο πνεύμα, ο Girnus παραλληλίζει τη λουκατσιανή Αι-
σθητική με τον κλασικισμό του 17ου αι. Βλ. Wilhelm Girnus, Zur “Ästhetik” von Georg Lukács. Zweitausend
Jahre Verfälschung der aristotelischen “Poetik”, Verlag Marxistische Blätter, Φρανκφούρτη 1972, σ. 26.
24 Daniel Göcht, Mimesis – Subjektivität – Realismus. Eine kritisch-systematische Rekonstruktion der mate-

413
ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ 33

Αυτή η «στενότητα» της λουκατσιανής έννοιας της τέχνης, το γεγονός δηλαδή


ότι αυτή μοιάζει να περιλαμβάνει μόνο τα αποκορυφώματα της παγκόσμιας λογοτεχ-
νίας και τέχνης, μόνο τους «κλασικούς», μεταστρέφεται άμεσα στο ακριβώς αντίθε-
το, σε ευρύτητα, αν αναλογιστούμε (σύμφωνα και με τα όσα εκτέθηκαν νωρίτερα),
ότι το κριτήριο που θέτει για αυτή την οριοθέτηση της τέχνης δεν είναι μορφικής,
αλλά περιεχομενικής υφής: είναι το περιεχομενικό βάθος, η ευρύτητα της οπτικής,
η πολυδιαστατικότητα της απεικόνισης, η βάθυνση μέχρι το έσχατο σημείο, μέχρι
την αντικειμενοποίηση της αυτοσυνείδησης του ανθρώπινου είδους. Αυτό που ζητά
ο Λούκατς από την τέχνη δεν είναι (όπως προϋποθέτει η προαναφερθείσα κατηγορία
περί «κλασικισμού») το να προσφέρει μια εξωραϊσμένη, αρμονιστική εικόνα της
πραγματικότητας, στην οποία οι κοινωνικές αντιφάσεις έχουν συγκαλυφθεί, αλλά,
αντίθετα, το να κατοπτρίσει και να συμπεριλάβει στους κόλπους της αυτό που δια-
τηρείται μέσα από αυτές τις αντιφάσεις και παρόλες αυτές τις αντιφάσεις, την ουσία
που παραμένει –μεταβαλλόμενη, όπως θα δείξουμε αμέσως– μέσα στην αλλαγή,
ακόμα και ως λανθάνουσα κάτω από τις αντιφάσεις της επιφάνειας. (Αναφερθήκαμε
νωρίτερα στην περίπτωση της σταδιακής ελάττωσης του αναγκαίου χρόνου εργα-
σίας στο διάβα της ιστορίας, η οποία επιβάλλεται αναγκαία, ανεξάρτητα από τις
όποιες προθέσεις των ατόμων).
Το τι ακριβώς είναι αυτό το απόσταγμα που ο Λούκατς ζητά από την τέχνη να
διατηρήσει και να μορφοποιήσει αναδεικνύεται εκεί που αξιοποιεί τη χεγκελιανή έν-
νοια της ανάμνησης (Er-innerung). Σύμφωνα με τη μαρξική αντίληψη, η ανθρώπινη
ειδολογικότητα δεν είναι κάτι στατικό, δεδομένο μια για πάντα (το «γενικά ανθρώ-
πινο»). «Η ανθρώπινη ουσία», λέει ο Μαρξ στην έκτη θέση για τον Φόιερμπαχ, «δεν
είναι μια αφαίρεση που ενυπάρχει στο απομονωμένο άτομο», αλλά «το σύνολο των
κοινωνικών σχέσεων». Ενώ δηλαδή ο Φόιερμπαχ εκλαμβάνει την ανθρώπινη ουσία
μόνο σαν «βουβή γενικότητα που συνδέει με φυσικό τρόπο τα πολλά άτομα»,25 για
τον μαρξισμό, αυτή η ουσία, το ανθρώπινο είδος, είναι κάτι μονίμως μεταβαλλό-
μενο και εξελισσόμενο, το αποτέλεσμα της ιστορικο-κοινωνικής διαδικασίας. Σε
αυτή την εξελικτική διαδικασία, ωστόσο, σε αυτή τη διαρκή μεταβολή, υπάρχει μια
«πολύ ανισόμετρη, εν πολλοίς διακοπτόμενη συνέχεια» και αυτό που διατηρείται
σε αυτή τη συνέχεια «αποτελεί αντικειμενικά για τον εκάστοτε ζωντανό και δρώντα
άνθρωπο ένα σημαντικό περιεχόμενο της ειδολογικότητας». Ο τρόπος λοιπόν με
τον οποίο οι διάφορες φάσεις αυτής της ιστορικής διαδικασίας διαδέχονται η μία
την άλλη είναι εξαιρετικά πολύμορφος: «βασικά χαρακτηριστικά μπορούν κατά τη
διάρκεια της εξέλιξης να εξαφανιστούν πλήρως, ενώ άλλα μπορούν να διατηρούνται
μέσα στη συνέχεια, ενδεχομένως μετά από μακρές περιόδους λησμονιάς, μολονότι
συχνά με μεγάλες αλλαγές ως προς τα περιεχόμενα και τις μορφές τους». Ωστόσο:

rialistischen Theorie der Kunst in Georg Lukács’ Die Eigenart des Ästhetischen, Aisthesis Verlag, Bielefeld
2017, σ. 13 και σ. 296.
25 Karl Marx, «Thesen über Feuerbach», στο: MEW 3, επιμ: Institut für Marxismus-Leninismus beim ZK der
SED, Dietz Verlag, Βερολίνο 1978, σ. 6.

414
ΠΑΝΟΣ ΝΤΟΥΒΟΣ Ο ΓΚΈΟΡΓΚ ΛΟΎΚΑΤΣ ΚΑΙ Η ΙΔΙΟΤΥΠΊΑ ΤΟΥ ΑΙΣΘΗΤΙΚΟΎ

«αυτή η αντικειμενική διαδικασία της άρσης (Aufhebens) (συμπεριλαμβανομένης


της διατήρησης) έχει την ιδιομορφία, ότι οι ιστορικά εξαφανισμένες προϋποθέσεις,
τα θεμέλια κ.λπ. της τωρινής ειδολογικής συνείδησης διατηρούνται ανηρημένες, με
τη μορφή ενός παρελθόντος που παραμένει επίκαιρο».26 Αυτό έχει ως αποτέλεσμα,
όπως λέει ο Χέγκελ, ότι αν «το Πνεύμα ξεκινά πάλι από την αρχή την παιδεία του
(Bildung), και φαινομενικά μόνο από τον εαυτό του, συγχρόνως αυτή είναι μια ανώ-
τερη βαθμίδα από την οποία ξεκινά», διότι «η ανάμνηση έχει διατηρηθεί και είναι το
εσωτερικό και στην πράξη η ανώτερη μορφή της υπόστασης».27
Η διαμόρφωση μιας τέτοιας ιστορικής συνείδησης που θα συγκρατεί και θα
διαιωνίζει το ουσιώδες της ανθρώπινης ύπαρξης (το οποίο, όπως είδαμε, διατηρείται
με έναν εξαιρετικά ανισόμετρο, αντιφατικό τρόπο), μολονότι συναντάται ήδη από
τα πρωτόγονα στάδια της ανθρώπινης εξέλιξης (στις μαγικές τελετουργίες, στους
μύθους κ.λπ.), συνιστά μια μακρόχρονη και αντιφατική διαδικασία. Ο Λούκατς την
προσδιορίζει ως εξής, διακρίνοντάς την από τη χεγκελιανή της εκδοχή:
«Η ανάμνηση (Er-Innerung) είναι πραγματικά εκείνη η μορφή της εσωτερίκευ-
σης, κατά την οποία και μέσω της οποίας ο επιμέρους άνθρωπος –και η ανθρωπότη-
τα μέσα του– μπορεί να ενστερνιστεί το παρελθόν και το παρόν ως δικό του έργο,
ως δική του μοίρα. [Η ανάμνηση] Υποβάλλει μια αντικειμενική πραγματικότητα, η
οποία όμως είναι ολοκληρωτικά διαπερασμένη από την ανθρώπινη δραστηριότητα,
[μια πραγματικότητα] στο σύνολο των αντικειμένων της οποίας η ανθρώπινη διά-
νοια, το ανθρώπινο συναίσθημα έχει αποτυπώσει ό,τι καλύτερο έχει, εμπλουτιζόμε-
να και τα ίδια εσωτερικά σε αυτή τη διαδικασία του δούναι και πράττειν. Το γεγονός
τώρα ότι αυτή η –παρελθούσα και τωρινή– δραστηριότητα των ανθρώπων εντός
του κόσμου των αντικειμένων επιστρέφει μέσω της “ανάμνησης” (Er-innerung) στο
υποκείμενο, δεν σημαίνει ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο η υπόσταση θα μπορούσε να
μετατραπεί σε υποκείμενο, όπως φαντάζεται ο απόλυτος ιδεαλισμός, αλλά ότι η
γένεση και ανάπτυξη του ανθρώπου ως δικό του έργο, ως δική του ιστορία αποκτά
παραστατική-υποβλητική σαφήνεια. Αυτό που ο άνθρωπος στις διάφορες μορφές
της εξωτερίκευσης προσέφερε με προσήλωση στην αντικειμενική πραγματικότητα
(καθώς επίσης σε εκείνη του εαυτού του και των ομοίων του), χάρη στο οποίο κατέ-
χει τον δικό του πλούτο σκέψεων και συναισθημάτων, επιστρέφει εδώ στο υποκεί-
μενο και ο κόσμος βιώνεται ως ο ίδιος ο κόσμος του ανθρώπου, ως αναπαλλοτρίωτο
κτήμα. Σε αυτές τις δύο –αχώριστες– πράξεις γεννιέται, διευρύνεται και βαθαίνει
η ανθρώπινη αυτοσυνείδηση. Αυτές οι αχώριστες πράξεις ενώνονται επαρκώς, με
πλήρη διαύγεια μόνο στην τέχνη».28
Αυτή τη συνέχεια λοιπόν που διατηρείται εν μέσω αντιφάσεων, αυτή τη «διακο-
πτόμενη» συνέχεια, φωτίζει η τέχνη και αναπτύσσει τη συνείδηση του ανθρώπου

26 Lukács, Die Eigenart…, ό.π., σ. 562.


27 Georg Wilhelm Friedrich Hegel, Phänomenologie des Geistes, στο: Werke 3, επιμ: E. Moldenhauer, K.M.
Michel, Suhrkamp Φρανκφούρτη 1970, σ. 591.
28 Lukács, Die Eigenart des Ästhetischen II, ό.π., σ. 563-564.

415
ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ 33

για τον ίδιο τον εαυτό του, για την αληθινή του φύση. Αυτό το απόσταγμα πρέ-
πει να κατορθώσει να συλλάβει η τέχνη με τα ιδιαίτερα μέσα της προκειμένου να
προσφέρει στον δέκτη μια πολυσχιδή εικόνα της πραγματικότητας. Είναι αλήθεια,
ότι αυτή η περιεχομενική πληρότητα, η οποία αντιστοιχεί στην ειδολογική αυτοσυ-
νείδηση, διακρίνεται ποιοτικά από κάθε μορφή συνείδησης που υπολείπεται αυτής
(π.χ. μιας συνείδησης απλώς της «τάξης», ή απλώς του «έθνους», πολλώ δε μάλλον
μιας συνείδησης του απομονωμένου, μερικού ατόμου), με την ίδια έννοια που στο
καθαρά λογικό επίπεδο διακρίνονται ποιοτικά οι αφηρημένες κατηγορίες του «με-
ρικού» και του «όλου». Αυτό το ποιοτικό άλμα (μερικό-όλο) είναι αυτό που δια-
χωρίζει το γνήσια Αισθητικό από το ψευδο-αισθητικό, από το απλώς «ευχάριστο».
Αντικειμενοποιώντας την αυτοσυνείδηση του είδους το Αισθητικό υποβάλλει στον
δέκτη την εντύπωση μιας άρτιας ολότητας, η οποία περιλαμβάνει ολόκληρο τον
πλούτο των ανθρώπινων σχέσεων προς την πραγματικότητα. Το απλώς «ευχάριστο»
(ή ψευδο-αισθητικό) αντίθετα, ακόμα και αν δεν εκπίπτει σε κοινοτοπίες, ακόμα και
αν παρουσιάζει διανοητικό ενδιαφέρον, ακόμα και αν εγείρει έντονες συγκινησιακές
αντιδράσεις στον δέκτη, δεν μπορεί ποτέ να κατακτήσει αυτόν τον πλούτο, δεδομέ-
νου τού ότι αδυνατεί να υψωθεί μέχρι το επίπεδο του ειδολογικού.
Αυτή την ποιοτική, αντικειμενικά υφιστάμενη διάκριση ζητά να εξαφανίσει η
κριτική περί «στενότητας» της λουκατσιανής έννοιας της τέχνης. Το αίτημα αυτό
για μια πιο «χαλαρή» διάκριση μεταξύ του Αισθητικού και αυτού που απλώς του
μοιάζει (του Ευχάριστου) θα μπορούσε μεν να θεωρηθεί δικαιολογημένο, με την
έννοια ότι το υφιστάμενο εδώ ποιοτικό άλμα αποκλείει πράγματι από το πεδίο του
Αισθητικού ένα μεγάλο αριθμό έργων τέχνης, τα οποία ενδέχεται να είναι κοινωνικά
σημαντικά, μολονότι δεν φτάνουν σε αυτό το κοσμοϊστορικό ύψος του ειδολογικού
στοιχείου. Από την άλλη πλευρά ωστόσο τέτοια έργα είναι αδύνατο να ενταχθούν
στο Αισθητικό, δεδομένου ότι τότε θα εξαφανιζόταν ακριβώς το ποιοτικό άλμα με-
ταξύ των δύο κατηγοριών και θα καταλήγαμε σε έναν ακραίο αξιολογικό σχετικι-
σμό, σε μια οπτική που αναγνωρίζει απλώς ποσοτικές διαβαθμίσεις εντός ενός ε-
νιαίου φάσματος του Ευχάριστου. Σε κάθε περίπτωση ωστόσο αυτό το ποιοτικό
άλμα δεν αποκλείει τη συνέχεια μεταξύ των πεδίων του Ευχάριστου και του Αισθη-
τικού, μια συνέχεια που αναγνωρίζει ο ίδιος ο Λούκατς, όταν λέει:
«Αν τα προϊόντα της τέχνης δεν ήταν κατάλληλα, να καταστούν παραδεδεγμέ-
να (bejahte) και επιθυμητά αντικείμενα της καθημερινότητας, αν η επίδρασή τους
στους δέκτες τους δεν ήταν μια άμεση χαρά, το έναυσμα [γι’ αυτούς] να καταφά-
σκουν την ίδια τους την υποκειμενικότητα (Subjektsein) αυθόρμητα-συναισθημα-
τικά, τότε η τέχνη δεν θα είχε αποκτήσει ποτέ εκείνη την κοινωνική σημασία, δεν
θα είχε καταστεί ποτέ εκείνη η δύναμη στην εσωτερική εξέλιξη της ανθρωπότητας,
στην οποία αναδείχθηκε κατά τη διάρκεια της ιστορίας».29
Το Αισθητικό λοιπόν εκλαμβάνεται από τον Λούκατς μάλλον ως μια οριακή πε-
ρίπτωση του Ευχάριστου, ως μια κορύφωση, ως η ανώτατη απόληξη του τελευ-
29 Στο ίδιο, σ. 513.

416
ΠΑΝΟΣ ΝΤΟΥΒΟΣ Ο ΓΚΈΟΡΓΚ ΛΟΎΚΑΤΣ ΚΑΙ Η ΙΔΙΟΤΥΠΊΑ ΤΟΥ ΑΙΣΘΗΤΙΚΟΎ

ταίου, η οποία όμως διακρίνεται ποιοτικά από τη βάση του, όπως π.χ. το άνθος δια-
κρίνεται από το υπόλοιπο φυτό. Ο Λούκατς δίνει την ακόλουθη εικόνα: «…Βλέπου-
με το σύνολο των φαινομένων της ζωής ως ένα λοφώδες τοπίο, από το οποίο τα έργα
της τέχνης υψώνονται ως βουνοκορφές ή κορυφογραμμές. Το ότι μεταξύ λόφου και
βουνού είναι ορατές αναρίθμητες μεταβάσεις, δεν αλλάζει τίποτα ως προς την ποιο-
τική απόσταση που τα διαχωρίζει παρόλες τις ενδιάμεσες βαθμίδες».30
Είναι πλέον σαφές, ότι η λουκατσιανή διάκριση μεταξύ Αισθητικού και Ευχάρι-
στου είναι βαθύτερη και πλουσιότερη, από ό,τι η «κριτική» θέση που ζητά –σε τε-
λική ανάλυση– τη σχετικοποίηση του Αισθητικού, την άρνηση αυτού του ποιοτικού
ορίου. Άλλωστε, αν επιθυμεί κανείς να θεμελιώσει την κριτική περί «στενότητας»
της λουκατσιανής έννοιας της τέχνης θα πρέπει είτε να καταδείξει, ότι το ποιοτικό
άλμα μεταξύ Αισθητικού και Ευχάριστου είναι ανύπαρκτο (μολονότι όπως δείξαμε
είναι αντικειμενικό, δεδομένου ότι εκφράζει απλώς την αντίθεση μερικού-όλου),
είτε να καταδείξει ένα νέο –ενδεχομένως λιγότερο αυστηρό– όριο. Κανείς όμως από
τους κριτικούς του Λούκατς δεν έχει προβεί σε ένα τέτοιο εγχείρημα, με αποτέλεσμα
η κριτική αυτή να παραμένει μέχρι σήμερα απλώς επιφανειακή. Στη διαιώνιση αυ-
τής της κριτικής βοήθησε ασφαλώς το γεγονός ότι αυτή υιοθετήθηκε αρχικά από ση-
μαίνουσες προσωπικότητες του μαρξιστικού στοχασμού (Μπρεχτ, Άισλερ, Μπλοχ
κ.ά.). Εδώ όμως θα πρέπει να προστεθεί –για την απόδοση δικαιοσύνης και προς τους
παραπάνω–, ότι οι κριτικές αυτών αφορούσαν το έργο του Λούκατς της δεκαετίας
του 1930 και όχι το Η Ιδιοτυπία του Αισθητικού. Ο μελετητής της ύστερης Αισθητι-
κής του Λούκατς, Gerhard Pasternack, αναφερόμενος στο εν λόγω γεγονός, υποστη-
ρίζει, ότι η κριτική αυτή θα μπορούσε ενδεχομένως να είναι δικαιολογημένη, στο
βαθμό που θα αφορούσε μόνο το έργο της δεκαετίας του 1930.31 Συνεπώς η διαιώ-
νιση αυτών των κατηγοριών και μάλιστα με την ίδια μορφή, χωρίς την παραμικρή
περιεχομενική εξέλιξη, η επανάληψή τους ακόμα και μετά τη γνώση του ύστερου
έργου του Λούκατς, με επίκληση στις σημαίνουσες αυτές προσωπικότητες, δεν εί-
ναι παρά δείγμα διανοητικής ανεντιμότητας. Φυσικά η διαιώνιση αυτή έχει σαφή
κοινωνικά ερείσματα, στα οποία δεν ήταν δυνατόν να επεκταθούμε εδώ. Αποτελεί
χρέος της σύγχρονης έρευνας, το να καταδείξει τα σαθρά θεμέλια τέτοιων κριτικών,
οι οποίες, στο βαθμό που απλώς επαναλαμβάνουν μονότονα το ήδη ειπωμένο και
επιφανειακό καταντούν κοινά λιβελλογραφήματα, και να αποκαταστήσει έτσι το
δίκαιο, τόσο στον Λούκατς όσο και στους μεγάλους κριτικούς του. Τούτο το αίτημα
δεν έχει απλώς γνωσιακή αξία, αλλά και μια ηθική απόχρωση. Αποτελεί τον ελάχι-
στο φόρο τιμής, σήμερα, πενήντα χρόνια μετά το θάνατο του Λούκατς, τουλάχιστον
από μέρους όσων θεωρούν εαυτούς «μαθητές» του.

30 Στο ίδιο, σ. 508.


31 Gerhard Pasternack, Georg Lukács. Späte Ästhetik und Literaturtheorie, Hain, Φρανκφούρτη 1986.

417
ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ 33

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΊΑ
Bloch E., Eisler, H., «Die Kunst zu erben», στο: Hanns Eisler, Musik und Politik I, Rogner &
Berhard, Μόναχο 1973, σ. 406-413.
Eörsi, I.  (επιμ.), Record of a Life. An Autobiographical Sketch, μτφρ: R. Livingstone, Verso, Λον-
δίνο 1983.
Girnus, W., Zur “Ästhetik” von Georg Lukács. Zweitausend Jahre Verfälschung der aristotelischen
“Poetik”, Verlag Marxistische Blätter, Φρανκφούρτη 1972.
Göcht, D., Mimesis – Subjektivität – Realismus. Eine kritisch-systematische Rekonstruktion der
materialistischen Theorie der Kunst in Georg Lukács’ Die Eigenart des Ästhetischen, Aisthesis
Verlag, Bielefeld 2017.
Hegel, G.W.F., Phänomenologie des Geistes, στο: Werke 3, επιμ: E. Moldenhauer, K. M. Michel,
Suhrkamp, Φρανκφούρτη 1970.
Jameson, F., Marxism and Form, Princeton university press, Princeton 1971.
Lukács, G., «Franz Mehring (1846-1919)», στο: Beiträge zur Geschichte der Ästhetik, Aufbau-
Verlag, Βερολίνο 1954, σ. 318-403.
─, «Hegels Ästhetik», στο: Beiträge zur Geschichte der Ästhetik, Aufbau-Verlag, Βερολίνο 1954,
σ. 97-134.
─, Die Eigenart des Ästhetischen I-ΙΙ, Aufbau-Verlag, Berlin und Weimar 1981.
Marx, K., Das Kapital I, στο: MEW 23, επιμ: Institut für Marxismus-Leninismus beim ZK der SED,
Dietz Verlag, Βερολίνο 1968.
─, Ökonomisch-philosophische Manuskripte aus dem Jahre 1844, στο: MEW 40, επιμ: Institut für
Marxismus-Leninismus beim ZK der SED, Dietz Verlag, Βερολίνο 1968, σ. 465-590.
─, «Thesen über Feuerbach», στο: MEW 3, επιμ: Institut für Marxismus-Leninismus beim ZK der
SED, Dietz Verlag, Βερολίνο 1978, σ. 5-9.
Mayer G., Knepler G., «Hätten sich Georg Lukács und Hanns Eisler in der Mitte des Tunnels
getroffen?», στο: Werner Mittenzwei (επιμ.), Dialog und Kontroverse mit Georg Lukács, Reclam,
Λειψία 1975, σ. 358-395.
Mehring, F., Ästhetische Streifzüge, στο: Franz Mehring. Gesammelte Schriften 11, επιμ: T. Höhle,
H. Koch, J. Schleifstein, Dietz, Βερολίνο 1961, σ. 136-219.
Μπρεχτ, Μπ., «Τα δοκίμια του Γκέοργκ Λούκατς», στο: Για το ρεαλισμό, Σύγχρονη εποχή, Αθήνα
1990.
Pasternack, G., Georg Lukács. Späte Ästhetik und Literaturtheorie, Hain, Φρανκφούρτη 1986.

* Ο Πάνος Ντούβος είναι υποψήφιος διδάκτωρ στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του ΕΚΠΑ στον
τομέα της Αισθητικής της μουσικής.

418

You might also like