Professional Documents
Culture Documents
Ο Γκέοργκ Λούκατς και η Ιδιοτυπία Του Αισθητικού
Ο Γκέοργκ Λούκατς και η Ιδιοτυπία Του Αισθητικού
Ο Γκέοργκ Λούκατς και η Ιδιοτυπία Του Αισθητικού
402
ΠΑΝΟΣ ΝΤΟΥΒΟΣ Ο ΓΚΈΟΡΓΚ ΛΟΎΚΑΤΣ ΚΑΙ Η ΙΔΙΟΤΥΠΊΑ ΤΟΥ ΑΙΣΘΗΤΙΚΟΎ
403
ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ 33
404
ΠΑΝΟΣ ΝΤΟΥΒΟΣ Ο ΓΚΈΟΡΓΚ ΛΟΎΚΑΤΣ ΚΑΙ Η ΙΔΙΟΤΥΠΊΑ ΤΟΥ ΑΙΣΘΗΤΙΚΟΎ
405
ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ 33
9 Karl Marx, Das Kapital I, στο: MEW 23, επιμ: Institut für Marxismus-Leninismus beim ZK der SED, Dietz
Verlag, Βερολίνο 1968, σ. 57.
10 Karl Marx, Ökonomisch-philosophische Manuskripte aus dem Jahre 1844, στο: MEW 40, επιμ: Institut
für Marxismus-Leninismus beim ZK der SED, Dietz Verlag, Βερολίνο 1968, σ. 575.
406
ΠΑΝΟΣ ΝΤΟΥΒΟΣ Ο ΓΚΈΟΡΓΚ ΛΟΎΚΑΤΣ ΚΑΙ Η ΙΔΙΟΤΥΠΊΑ ΤΟΥ ΑΙΣΘΗΤΙΚΟΎ
μια ατελής μορφή γνώσης (η εμφάνιση του Απολύτου στην εποπτεία και όχι στην
έννοια). Το καντιανό αίτημα λοιπόν για τη θεμελίωση της αυτονομίας της αισθητι-
κής μορφής συνείδησης δεν ικανοποιείται στον Χέγκελ. Η τέχνη εκλαμβάνεται από
αυτόν ως μορφή γνώσης, όπως και στην προ-καντιανή γερμανική Αισθητική που
βασιζόταν στη μεταφυσική των Wolff-Leibniz.
Η χεγκελιανή Αισθητική εμφανίζει λοιπόν την ακόλουθη αντίφαση: αφενός απο-
τελεί ένα αποκορύφωμα στην ιστορία της Αισθητικής, την πρώτη αντικειμενική και
συστηματική πραγμάτευση της τέχνης∙ αφετέρου παρουσιάζει διαστρεβλωμένες
πολλές πτυχές του αισθητικού φαινομένου, γεγονός που οφείλεται στις ιδεαλιστικές
της βάσεις (σύλληψη ολόκληρης της ιστορίας ως πορείας αυτοπραγμάτωσης του
ταυτόσημου υποκειμένου-αντικειμένου). Αν τώρα αυτός ο ιδεαλισμός «διορθωθεί»
κατά κάποιον τρόπο, αν η χεγκελιανή διαλεκτική «αναστραφεί» και στηθεί στα πό-
δια της σε υλιστική βάση, τότε διανοίγεται η δυνατότητα να διασωθεί ο «λογικός
πυρήνας» της Αισθητικής του Χέγκελ αυτούσιος, χωρίς ιδεαλιστικές παρεκκλίσεις,
και άρα η δυνατότητα προβιβασμού της Αισθητικής σε ανώτερο επίπεδο. Η μαρξική
κριτική στον Χέγκελ προσφέρει ακριβώς αυτή τη δυνατότητα. «Μόνο μέσω της υλι-
στικής κριτικής και αντιστροφής», λέει ο Λούκατς, «μπόρεσε ο ζωντανός, ο γόνιμος
πυρήνας της χεγκελιανής Αισθητικής να διατηρηθεί και έτσι να αξιοποιηθεί για την
περαιτέρω εξέλιξη».11
Από τη σκοπιά που μας ενδιαφέρει εδώ, ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός ότι
στην υλιστική εκδοχή αυτής της διαλεκτικής μεθόδου, η «συνείδηση» (η γνώση της
πραγματικότητας) και η «αυτοσυνείδηση» (η γνώση του εαυτού) δεν είναι ενοποιη-
μένες, όπως στον Χέγκελ, αλλά διακρίνονται ποιοτικά, δεδομένου ότι επιτελούν
ξεχωριστές λειτουργίες στο πλαίσιο της ιστορικο-κοινωνικής εξέλιξης. Εφόσον το
υπόστρωμα της αντικειμενικής πραγματικότητας δεν είναι η ίδια η συνείδηση, αλλά
η ύλη (της οποίας η συνείδηση είναι απλώς μια προσεγγιστική αντανάκλαση, μια
νοητική απεικόνιση), η γνώση της αντικειμενικής πραγματικότητας (επομένως: η
συνείδηση) και η γνώση του εαυτού (η αυτοσυνείδηση) δεν μπορούν να συγχωνευ-
τούν σε κάποια «απόλυτη γνώση». Η συνείδηση, η φιλοσοφική και επιστημονική
γνώση, η γνώση του αντικειμένου, χαρακτηρίζεται από την προσπάθεια να απεικο-
νιστεί το αντικείμενο όσο το δυνατόν καθαρότερα ως προς το καθ’ εαυτό Είναι του,
απαλλαγμένο από «προσθήκες» της εκάστοτε υποκειμενικής συνείδησης. Η υποκει-
μενικότητα του γνωρίζοντος υποκειμένου εν ολίγοις παραμερίζεται προκειμένου να
αφήσει να φανεί καθαρά η αληθινή φύση του εξεταζόμενου αντικειμένου. Η αυτο-
συνείδηση τώρα (η γνώση του εαυτού, σε αντίθεση με την προαναφερθείσα γνώση
του αντικειμένου καθ’ εαυτό) αποτελεί μεν και αυτή αντανάκλαση του Είναι, με τη
διαφορά όμως, ότι εδώ η ιδιαίτερη οπτική του υποκειμένου διατηρείται, εντείνεται,
υψώνεται σε ανώτερο επίπεδο και αποκτά θεμελιώδη σημασία για τη σύσταση της
αντανάκλασης.
Στα ιδιαίτερα γνωρίσματα αυτής της διάκρισης θα αναφερθούμε και στη συνέ-
11 Georg Lukács, «Hegels Ästhetik», στο: Beiträge…, ό.π., σ. 121.
407
ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ 33
χεια. Προς το παρόν αρκεί η απλή διαπίστωση της διάκρισης μεταξύ συνείδησης
(επιστήμης) και αυτοσυνείδησης (τέχνης) που απορρέει αναγκαία από την υλιστική
κοσμοεικόνα. Η κυριότερη συνέπεια αυτής της μεταβολής είναι, ότι η τέχνη μπορεί
να εξακολουθεί να συλλαμβάνεται ως μορφή αυτοσυνείδησης της ανθρωπότητας
(όπως στον Χέγκελ), διαχωριζόμενη όμως ποιοτικά από την επιστήμη (ως διαφο-
ρετική μορφή αντανάκλασης της πραγματικότητας που επιτελεί διαφορετική λει-
τουργία), γεγονός που επιτρέπει την αναγνώριση και τη θεμελίωση της τέχνης, όχι
ως μιας ατελούς μορφής γνώσης, ως ενός προστάδιου της φιλοσοφίας (όπως στον
Χέγκελ), αλλά ως μιας ιδιάζουσας και αυτοτελούς μορφής συνείδησης που διαχωρί-
ζεται ευδιάκριτα από την επιστήμη. Μπορούμε ίσως πλέον να καταλάβουμε, το γιατί
ο Λούκατς τιτλοφόρησε την Αισθητική του ως Η ιδιοτυπία του Αισθητικού.
Θα πρέπει βέβαια εδώ να τονιστεί πάραυτα, ότι η ανάπτυξη μιας Αισθητικής στη
βάση της μαρξικής αντιστροφής της χεγκελιανής διαλεκτικής, δεν είναι μια απλή δια-
δικασία. Δεν πρόκειται απλώς για μια «αντιστροφή» με την απλή έννοια, μια απλή
αντικατάσταση του ιδεαλισμού από τον υλισμό, του ταυτόσημου υποκειμένου-α-
ντικειμένου από τη θεωρία της αντανάκλασης κ.λπ., δεδομένου ότι οι αντιφάσεις
του χεγκελιανού συστήματος δεν αφορούν μόνο στις βάσεις, αλλά διαπερνούν όλα
τα επιμέρους ζητήματα των αναλύσεων του Χέγκελ: «Το καθήκον της υλιστικής
αντιστροφής και του κριτικού ελέγχου της ιδεαλιστικής διαλεκτικής πρέπει επομέ-
νως να επεκταθεί και στη διερεύνηση κάθε επιμέρους προβλήματος, κάθε επιμέρους
λεπτομέρειας στην Αισθητική».12 Ο σύνθετος και απαιτητικός χαρακτήρας μιας τέ-
τοιας εργασίας φανερώνει λοιπόν, ότι το αποτέλεσμα στο οποίο αυτή αποσκοπεί,
δεν μπορεί να συνίσταται σε μια απλή «διόρθωση» του χεγκελιανισμού, αλλά στη
θεμελίωση κάτι νέου, μιας ιδιαίτερης μαρξιστικής Αισθητικής, γεγονός που αναιρεί
ριζικά την προαναφερθείσα άποψη του Μέρινγκ ως προς αυτό το ζήτημα και ανοίγει
νέους ορίζοντες για τη γνώση του Αισθητικού φαινομένου.
408
ΠΑΝΟΣ ΝΤΟΥΒΟΣ Ο ΓΚΈΟΡΓΚ ΛΟΎΚΑΤΣ ΚΑΙ Η ΙΔΙΟΤΥΠΊΑ ΤΟΥ ΑΙΣΘΗΤΙΚΟΎ
μένου ότι απαιτεί την επανεξέταση πλήθους επιμέρους ζητημάτων. Παρόλα αυτά
ο Λούκατς σκόπευε να διεκπεραιώσει ο ίδιος ολόκληρο αυτό το μεγάλο έργο. Το
αρχικό σχεδίασμα της Αισθητικής του περιλάμβανε τρία μέρη, από τα οποία τα δύο
πρώτα θα επικεντρώνονταν στα φιλοσοφικά προβλήματα της τέχνης (προβλήματα
του διαλεκτικού υλισμού), ενώ το τρίτο σε προβλήματα ιστορικής φύσης, σχετικά με
τη γένεση και την ανάπτυξη των τεχνών (προβλήματα του ιστορικού υλισμού). Από
αυτά τα τρία μέρη ωστόσο μόνο το πρώτο ολοκληρώθηκε. Ο συγγραφέας διέκοψε
τη συγγραφή της Αισθητικής του προκειμένου να ασχοληθεί με τη συγγραφή της
Ηθικής του, η οποία έμεινε επίσης ημιτελής ως Οντολογία του κοινωνικού Είναι.
Παρόλα αυτά το πρώτο μέρος της Αισθητικής, το οποίο είναι και το μόνο ολοκλη-
ρωμένο, έχει έναν βαθμό αυτοτέλειας, σύμφωνα με τα λεγόμενα του ίδιου του συγ-
γραφέα, και μπορεί να κατανοηθεί από μόνο του, ανεξάρτητα από τα υπόλοιπα. Η
βασική γραμμή του εγχειρήματος που έχουμε ήδη αναφέρει (η διατήρηση του λογι-
κού πυρήνα της χεγκελιανής Αισθητικής και η «διόρθωσή» της βάσει της μαρξικής
αντιστροφής) είναι ορατή με σαφήνεια ήδη σε αυτό το πρώτο μέρος.
Η προσπάθεια ανάδυσης του «λογικού πυρήνα» είναι εμφανής ήδη στη γενική
προσήλωση του Λούκατς στον Χέγκελ.14 Αυτή εκδηλώνεται αφενός στην υιοθέτη-
ση της ιστορικο-συστηματικής μεθόδου (την οποία πρώτος εφάρμοσε συστηματικά
στην τέχνη ο Χέγκελ), κατά την οποία η τέχνη εξετάζεται σε συνάφεια με τις γενικές
νομοτέλειες της ιστορικής διαμόρφωσης και ανάπτυξης της κοινωνίας ως ολότητας.
Αφετέρου η τέχνη συλλαμβάνεται επίσης από τον Λούκατς ως μορφή αυτοσυνεί-
δησης της ανθρωπότητας, ως μέσο με το οποίο ο άνθρωπος γνωρίζει τον εαυτό του
ως προς τις πλέον ουσιώδεις του πτυχές. Γνωρίζουμε βέβαια ότι εδώ, σε αντίθεση
με τον Χέγκελ, η αυτοσυνείδηση εκλαμβάνεται ως μια μορφή αντανάκλασης μιας
πραγματικότητας που υφίσταται καθ’ εαυτή, γεγονός που συνεπάγεται μια ποιοτι-
κή διαφορετικότητα μεταξύ αυτοσυνείδησης (γνώσης του εαυτού) και συνείδησης
(γνώση του αντικειμένου με ενεργό παραμερισμό του εαυτού), η οποία επιτρέπει
τη θεμελίωση της αυτονομίας του Αισθητικού. Μπορούμε πλέον να εστιάσουμε σε
αυτή τη διαφορετικότητα προκειμένου να αποκτήσουμε και μια πιο συγκεκριμένη
εικόνα αυτής της ιδιοσυστασίας της αισθητικής μορφής αντανάκλασης, την οποία
θεμελιώνει ο Λούκατς.
Σύμφωνα με την υλιστική κοσμοαντίληψη, τόσο η συνείδηση (η γνώση της αντι-
κειμενικής πραγματικότητας) όσο και η αυτοσυνείδηση (η γνώση του ανθρώπου
για τον εαυτό του) αποτελούν προσεγγιστικές αντανακλάσεις (απεικονίσεις) της
πραγματικότητας. Το βασικό χαρακτηριστικό της συνείδησης (ανώτατη μορφή της
οποίας είναι η επιστημονική αντανάκλαση) είναι «η επιδίωξη, να αναπαραγάγει τα
δεδομένα της πραγματικότητας κατά το δυνατόν στο αντικειμενικό τους καθ’ εαυτό
Είναι, να αποκλείσει κατά το δυνατόν την ανθρώπινη υποκειμενικότητα κατά τη δι-
14 «…η φιλοσοφική καθολικότητα (Universalismus) της σύλληψής της [της χεγκελιανής Αισθητικής], ο
ιστορικο-συστηματικός τύπος της σύνθεσης, παραμένει διαχρονικά υποδειγματικός για το σχεδίασμα κάθε
Αισθητικής». Στο ίδιο, σ. 8.
409
ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ 33
ερεύνηση, την επιλογή και διευθέτηση των δεδομένων».15 Το αντικείμενο της αυτο-
συνείδησης τώρα (ανώτατη μορφή της οποίας είναι η αισθητική αντανάκλαση) είναι
επίσης η πραγματικότητα, ή, σωστότερα, ένα τμήμα της πραγματικότητας, ήτοι «το
συγκεκριμένο περιβάλλον του ανθρώπου, η κοινωνία (ο άνθρωπος στην κοινωνία),
ο μεταβολισμός της κοινωνίας με τη φύση», με τη διαφορά όμως ότι «όλο αυτό βιώ-
νεται από τη σκοπιά του ολόκληρου ανθρώπου (ganzen Menschen)».16 Σε αντίθεση
λοιπόν με την επιστημονική αντανάκλαση της πραγματικότητας, στην οποία τα ιδιαί-
τερα χαρακτηριστικά του υποκειμένου παραμερίζονται προκειμένου να αναφανεί
με σαφήνεια η φύση του υπό διερεύνηση αντικειμένου, κατά την αυτοσυνείδηση ο
υποκειμενικός παράγοντας, ο τρόπος που το ίδιο το υποκείμενο βιώνει τον κόσμο,
διατηρείται ως ουσιώδης συνιστώσα της αντανάκλασης. Στην αυτοσυνείδηση λοι-
πόν (στο πεδίο της οποίας, προαναφέρθηκε, εμπίπτει και η τέχνη) η πραγματικότητα
(ο άνθρωπος στην κοινωνία) εμφανίζεται πάντα όπως βιώνεται από τον ίδιο τον
άνθρωπο. Αυτό δεν σημαίνει έναν απλό υποκειμενισμό, δεν σημαίνει ότι η τέχνη πα-
ρουσιάζει τον κόσμο όπως αυτός δίνεται στις αισθήσεις κατά την κοινή, καθημερινή
εμπειρία. Αυτή η «σκοπιά του ολόκληρου ανθρώπου», για την οποία κάνει λόγο ο
Λούκατς, έχει ένα πολύ συγκεκριμένο, ιδιαίτερο νόημα∙ συγκεκριμένα δηλώνει ότι
«πίσω από κάθε καλλιτεχνική δραστηριότητα λανθάνει το ερώτημα: κατά πόσον εί-
ναι τούτος ο κόσμος πραγματικά ένας κόσμος του ανθρώπου, τον οποίο αυτός είναι
σε θέση να τον αποδεχτεί ως δικό του, ως αντίστοιχο (angemessene) στην ανθρώπι-
νη φύση του (Menschtum);»17
Στην τέχνη λοιπόν η πραγματικότητα κατοπτρίζεται από μια ορισμένη σκοπιά,
τίθεται πάντα σε σχέση προς τον άνθρωπο και το κύριο ερώτημα που λανθάνει πίσω
από τα μεγάλα έργα τέχνης είναι πάντα η αντιστοιχία ή αναντιστοιχία αυτού του –
παραγμένου από τον ίδιο τον άνθρωπο– κοινωνικού κόσμου με την ανθρώπινη φύση,
η οποία διαμορφώνεται σταδιακά στο πλαίσιο της ιστορικο-κοινωνικής διαδικασίας.
Το κριτήριο τώρα για αυτή την αντιστοιχία (ή αναντιστοιχία) του κόσμου προς τις
ανθρώπινες ανάγκες δεν είναι κάτι αφηρημένο∙ είναι ο βαθμός, στον οποίο αυτός
ο κόσμος επιτρέπει ή παρεμποδίζει αυτό που ονομάζουμε «ολόπλευρη ανάπτυξη»
της ανθρώπινης προσωπικότητας, ολοκληρωτική εκδίπλωση των ικανοτήτων του
ατόμου. Αναφερόμενος σε έναν ορισμό του ποιητή Φρίντριχ Κλόπστοκ, ο Λούκατς
επισημαίνει, ότι η ανάγκη, στη βάση της οποίας αναπτύσσεται η τέχνη, είναι «μια
κινητοποίηση ολόκληρης (υπογρ. Π.Ν.) της ψυχής του ανθρώπου». Αποτελεί μια
γενική τάση της συνολικής προοδευτικής εξέλιξης του πολιτισμού, το γεγονός ότι
«η δραστηριότητα του [ανθρώπου] αναπτύσσει μονόπλευρα ορισμένες πτυχές της
συνολικής του προσωπικότητας, τόσο αναφορικά με το σώμα όσο και με το πνεύμα,
ενώ άλλες [πτυχές] τις παραμελεί για ένα διάστημα, ή τις αφήνει οριστικά να μαρα-
410
ΠΑΝΟΣ ΝΤΟΥΒΟΣ Ο ΓΚΈΟΡΓΚ ΛΟΎΚΑΤΣ ΚΑΙ Η ΙΔΙΟΤΥΠΊΑ ΤΟΥ ΑΙΣΘΗΤΙΚΟΎ
411
ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ 33
νικά, της διαμορφούμενης ειδολογικής φύσης του ανθρώπου, προάγοντας κατ’ αυτό
τον τρόπο τη γνώση του ιδίου για τον εαυτό του. Αυτός είναι και ο λόγος που η
αισθητική μορφή αντανάκλασης, παρόλο που κατοπτρίζει τον κόσμο μόνο από την
οπτική του ανθρώπου, μόνο όπως αυτός βιώνεται από τον άνθρωπο, δεν υποδηλώ-
νει καμία παραχώρηση στον υποκειμενισμό, δεν σημαίνει οποιουδήποτε είδους πα-
ραχάραξη της αντικειμενικής δομής και της αληθινής φύσης της πραγματικότητας.
Ακριβώς επειδή η ιστορική τάση προς την πραγμάτωση της ανθρώπινης πολυμέρειας
(ή τουλάχιστον προς τη διαμόρφωση των υλικών προϋποθέσεων για μια τέτοια πο-
λυμέρεια) αποτελεί μια αντικειμενική τάση της κοινωνικής εξέλιξης, μια πραγματική
τάση στο πρακτικό πεδίο (στην οποία εκδηλώνεται το θεμελιώδες χαρακτηριστικό
της ανθρώπινης ουσίας), γι’ αυτό και η αντανάκλαση του κόσμου από αυτή την αν-
θρώπινη «σκοπιά» δεν παραποιεί, αλλά αντίθετα φωτίζει την αντικειμενικότητα.
Βέβαια, θα πρέπει εδώ να προστεθεί, ότι αυτή η γενική κοινωνική τάση υφί-
σταται μόνο σε τελική ανάλυση. Αναφερθήκαμε νωρίτερα στις παραμορφώσεις που
συνοδεύουν την υψηλή ανάπτυξη του καταμερισμού της εργασίας, την υποβάθμιση,
τη «σμίκρυνση» του ατόμου σε σχέση με εκείνο των προκαπιταλιστικών οικονομι-
κο-κοινωνικών σχηματισμών (αρκεί να αναφερθεί εδώ η κλασική αρχαιότητα). Αυ-
τός ο κατακερματισμός μάλιστα είναι τόσο στενά συνυφασμένος με την πρόοδο (την
ανάπτυξη του καταμερισμού της εργασίας) που ενδέχεται να εμφανίζεται ως μια
αναπότρεπτη «μοίρα», οδηγώντας ενδεχομένως στην αμφισβήτηση της κοινωνικής
προόδου εν γένει. Παρόλα αυτά, πίσω από αυτή την επιφάνεια (επομένως: σε τελική
ανάλυση) πραγματώνεται η πρόοδος, η σταδιακή υλοποίηση εκείνων των προϋπο-
θέσεων που καθιστούν δυνατή την πραγμάτωση της ανθρώπινης πολυμέρειας, την
αντικειμενοποίηση και αυτοπραγμάτωση της ειδολογικής ουσίας. Αρκεί να σκεφτεί
κανείς τη συνεχή ελάττωση του αναγκαίου χρόνου εργασίας, η οποία συνιστά τη
βάση για τη διεύρυνση του ελεύθερου χρόνου και συνεπώς για την ολόπλευρη ανά-
πτυξη του ατόμου και η οποία λαμβάνει χώρα ανεξάρτητα από τις προθέσεις των
ανθρώπων και κατά κάποιον τρόπο «επιβάλλεται» από την ίδια την ιστορικο-κοι-
νωνική εξέλιξη.
Είναι λοιπόν προφανές, ότι σε αυτή την υποκειμενικότητα του Αισθητικού
αντιστοιχεί μια ορισμένη αντικειμενικότητα (ένα τμήμα της αντικειμενικότητας),
η οποία καθορίζεται κάθε φορά με ιστορικά συγκεκριμένο τρόπο. Γι’ αυτό και
στην τέχνη η αντικειμενικότητα δεν κατοπτρίζεται αδιακρίτως (ως προς την εκτα-
τική της ολότητα), αλλά μόνο ως προς εκείνες της πτυχές που αντιστοιχούν σε
τούτη την ιδιαίτερη ανθρώπινη υποκειμενικότητα. Ως εκ τούτου, η χεγκελιανή
θέση, σύμφωνα με την οποία μόνο ορισμένα θέματα είναι κατάλληλα για καλλιτε-
χνική επεξεργασία, επανέρχεται στον Λούκατς, δεδομένου ότι «ήδη η επιλογή του
θέματος ή του μοτίβου φέρνει το δημιουργικό υποκείμενο εγγύτερα στην ειδολο-
γική συνείδηση ή το απομακρύνει από αυτή».22 Μόνο σε εκείνες τις περιπτώσεις,
στις οποίες αυτό το αίτημα για πολυπλευρότητα, το οποίο εγείρεται από μέρους
22 Lukács, Die Eigenart…, ό.π., σ. 552.
412
ΠΑΝΟΣ ΝΤΟΥΒΟΣ Ο ΓΚΈΟΡΓΚ ΛΟΎΚΑΤΣ ΚΑΙ Η ΙΔΙΟΤΥΠΊΑ ΤΟΥ ΑΙΣΘΗΤΙΚΟΎ
413
ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ 33
rialistischen Theorie der Kunst in Georg Lukács’ Die Eigenart des Ästhetischen, Aisthesis Verlag, Bielefeld
2017, σ. 13 και σ. 296.
25 Karl Marx, «Thesen über Feuerbach», στο: MEW 3, επιμ: Institut für Marxismus-Leninismus beim ZK der
SED, Dietz Verlag, Βερολίνο 1978, σ. 6.
414
ΠΑΝΟΣ ΝΤΟΥΒΟΣ Ο ΓΚΈΟΡΓΚ ΛΟΎΚΑΤΣ ΚΑΙ Η ΙΔΙΟΤΥΠΊΑ ΤΟΥ ΑΙΣΘΗΤΙΚΟΎ
415
ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ 33
για τον ίδιο τον εαυτό του, για την αληθινή του φύση. Αυτό το απόσταγμα πρέ-
πει να κατορθώσει να συλλάβει η τέχνη με τα ιδιαίτερα μέσα της προκειμένου να
προσφέρει στον δέκτη μια πολυσχιδή εικόνα της πραγματικότητας. Είναι αλήθεια,
ότι αυτή η περιεχομενική πληρότητα, η οποία αντιστοιχεί στην ειδολογική αυτοσυ-
νείδηση, διακρίνεται ποιοτικά από κάθε μορφή συνείδησης που υπολείπεται αυτής
(π.χ. μιας συνείδησης απλώς της «τάξης», ή απλώς του «έθνους», πολλώ δε μάλλον
μιας συνείδησης του απομονωμένου, μερικού ατόμου), με την ίδια έννοια που στο
καθαρά λογικό επίπεδο διακρίνονται ποιοτικά οι αφηρημένες κατηγορίες του «με-
ρικού» και του «όλου». Αυτό το ποιοτικό άλμα (μερικό-όλο) είναι αυτό που δια-
χωρίζει το γνήσια Αισθητικό από το ψευδο-αισθητικό, από το απλώς «ευχάριστο».
Αντικειμενοποιώντας την αυτοσυνείδηση του είδους το Αισθητικό υποβάλλει στον
δέκτη την εντύπωση μιας άρτιας ολότητας, η οποία περιλαμβάνει ολόκληρο τον
πλούτο των ανθρώπινων σχέσεων προς την πραγματικότητα. Το απλώς «ευχάριστο»
(ή ψευδο-αισθητικό) αντίθετα, ακόμα και αν δεν εκπίπτει σε κοινοτοπίες, ακόμα και
αν παρουσιάζει διανοητικό ενδιαφέρον, ακόμα και αν εγείρει έντονες συγκινησιακές
αντιδράσεις στον δέκτη, δεν μπορεί ποτέ να κατακτήσει αυτόν τον πλούτο, δεδομέ-
νου τού ότι αδυνατεί να υψωθεί μέχρι το επίπεδο του ειδολογικού.
Αυτή την ποιοτική, αντικειμενικά υφιστάμενη διάκριση ζητά να εξαφανίσει η
κριτική περί «στενότητας» της λουκατσιανής έννοιας της τέχνης. Το αίτημα αυτό
για μια πιο «χαλαρή» διάκριση μεταξύ του Αισθητικού και αυτού που απλώς του
μοιάζει (του Ευχάριστου) θα μπορούσε μεν να θεωρηθεί δικαιολογημένο, με την
έννοια ότι το υφιστάμενο εδώ ποιοτικό άλμα αποκλείει πράγματι από το πεδίο του
Αισθητικού ένα μεγάλο αριθμό έργων τέχνης, τα οποία ενδέχεται να είναι κοινωνικά
σημαντικά, μολονότι δεν φτάνουν σε αυτό το κοσμοϊστορικό ύψος του ειδολογικού
στοιχείου. Από την άλλη πλευρά ωστόσο τέτοια έργα είναι αδύνατο να ενταχθούν
στο Αισθητικό, δεδομένου ότι τότε θα εξαφανιζόταν ακριβώς το ποιοτικό άλμα με-
ταξύ των δύο κατηγοριών και θα καταλήγαμε σε έναν ακραίο αξιολογικό σχετικι-
σμό, σε μια οπτική που αναγνωρίζει απλώς ποσοτικές διαβαθμίσεις εντός ενός ε-
νιαίου φάσματος του Ευχάριστου. Σε κάθε περίπτωση ωστόσο αυτό το ποιοτικό
άλμα δεν αποκλείει τη συνέχεια μεταξύ των πεδίων του Ευχάριστου και του Αισθη-
τικού, μια συνέχεια που αναγνωρίζει ο ίδιος ο Λούκατς, όταν λέει:
«Αν τα προϊόντα της τέχνης δεν ήταν κατάλληλα, να καταστούν παραδεδεγμέ-
να (bejahte) και επιθυμητά αντικείμενα της καθημερινότητας, αν η επίδρασή τους
στους δέκτες τους δεν ήταν μια άμεση χαρά, το έναυσμα [γι’ αυτούς] να καταφά-
σκουν την ίδια τους την υποκειμενικότητα (Subjektsein) αυθόρμητα-συναισθημα-
τικά, τότε η τέχνη δεν θα είχε αποκτήσει ποτέ εκείνη την κοινωνική σημασία, δεν
θα είχε καταστεί ποτέ εκείνη η δύναμη στην εσωτερική εξέλιξη της ανθρωπότητας,
στην οποία αναδείχθηκε κατά τη διάρκεια της ιστορίας».29
Το Αισθητικό λοιπόν εκλαμβάνεται από τον Λούκατς μάλλον ως μια οριακή πε-
ρίπτωση του Ευχάριστου, ως μια κορύφωση, ως η ανώτατη απόληξη του τελευ-
29 Στο ίδιο, σ. 513.
416
ΠΑΝΟΣ ΝΤΟΥΒΟΣ Ο ΓΚΈΟΡΓΚ ΛΟΎΚΑΤΣ ΚΑΙ Η ΙΔΙΟΤΥΠΊΑ ΤΟΥ ΑΙΣΘΗΤΙΚΟΎ
ταίου, η οποία όμως διακρίνεται ποιοτικά από τη βάση του, όπως π.χ. το άνθος δια-
κρίνεται από το υπόλοιπο φυτό. Ο Λούκατς δίνει την ακόλουθη εικόνα: «…Βλέπου-
με το σύνολο των φαινομένων της ζωής ως ένα λοφώδες τοπίο, από το οποίο τα έργα
της τέχνης υψώνονται ως βουνοκορφές ή κορυφογραμμές. Το ότι μεταξύ λόφου και
βουνού είναι ορατές αναρίθμητες μεταβάσεις, δεν αλλάζει τίποτα ως προς την ποιο-
τική απόσταση που τα διαχωρίζει παρόλες τις ενδιάμεσες βαθμίδες».30
Είναι πλέον σαφές, ότι η λουκατσιανή διάκριση μεταξύ Αισθητικού και Ευχάρι-
στου είναι βαθύτερη και πλουσιότερη, από ό,τι η «κριτική» θέση που ζητά –σε τε-
λική ανάλυση– τη σχετικοποίηση του Αισθητικού, την άρνηση αυτού του ποιοτικού
ορίου. Άλλωστε, αν επιθυμεί κανείς να θεμελιώσει την κριτική περί «στενότητας»
της λουκατσιανής έννοιας της τέχνης θα πρέπει είτε να καταδείξει, ότι το ποιοτικό
άλμα μεταξύ Αισθητικού και Ευχάριστου είναι ανύπαρκτο (μολονότι όπως δείξαμε
είναι αντικειμενικό, δεδομένου ότι εκφράζει απλώς την αντίθεση μερικού-όλου),
είτε να καταδείξει ένα νέο –ενδεχομένως λιγότερο αυστηρό– όριο. Κανείς όμως από
τους κριτικούς του Λούκατς δεν έχει προβεί σε ένα τέτοιο εγχείρημα, με αποτέλεσμα
η κριτική αυτή να παραμένει μέχρι σήμερα απλώς επιφανειακή. Στη διαιώνιση αυ-
τής της κριτικής βοήθησε ασφαλώς το γεγονός ότι αυτή υιοθετήθηκε αρχικά από ση-
μαίνουσες προσωπικότητες του μαρξιστικού στοχασμού (Μπρεχτ, Άισλερ, Μπλοχ
κ.ά.). Εδώ όμως θα πρέπει να προστεθεί –για την απόδοση δικαιοσύνης και προς τους
παραπάνω–, ότι οι κριτικές αυτών αφορούσαν το έργο του Λούκατς της δεκαετίας
του 1930 και όχι το Η Ιδιοτυπία του Αισθητικού. Ο μελετητής της ύστερης Αισθητι-
κής του Λούκατς, Gerhard Pasternack, αναφερόμενος στο εν λόγω γεγονός, υποστη-
ρίζει, ότι η κριτική αυτή θα μπορούσε ενδεχομένως να είναι δικαιολογημένη, στο
βαθμό που θα αφορούσε μόνο το έργο της δεκαετίας του 1930.31 Συνεπώς η διαιώ-
νιση αυτών των κατηγοριών και μάλιστα με την ίδια μορφή, χωρίς την παραμικρή
περιεχομενική εξέλιξη, η επανάληψή τους ακόμα και μετά τη γνώση του ύστερου
έργου του Λούκατς, με επίκληση στις σημαίνουσες αυτές προσωπικότητες, δεν εί-
ναι παρά δείγμα διανοητικής ανεντιμότητας. Φυσικά η διαιώνιση αυτή έχει σαφή
κοινωνικά ερείσματα, στα οποία δεν ήταν δυνατόν να επεκταθούμε εδώ. Αποτελεί
χρέος της σύγχρονης έρευνας, το να καταδείξει τα σαθρά θεμέλια τέτοιων κριτικών,
οι οποίες, στο βαθμό που απλώς επαναλαμβάνουν μονότονα το ήδη ειπωμένο και
επιφανειακό καταντούν κοινά λιβελλογραφήματα, και να αποκαταστήσει έτσι το
δίκαιο, τόσο στον Λούκατς όσο και στους μεγάλους κριτικούς του. Τούτο το αίτημα
δεν έχει απλώς γνωσιακή αξία, αλλά και μια ηθική απόχρωση. Αποτελεί τον ελάχι-
στο φόρο τιμής, σήμερα, πενήντα χρόνια μετά το θάνατο του Λούκατς, τουλάχιστον
από μέρους όσων θεωρούν εαυτούς «μαθητές» του.
417
ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ 33
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΊΑ
Bloch E., Eisler, H., «Die Kunst zu erben», στο: Hanns Eisler, Musik und Politik I, Rogner &
Berhard, Μόναχο 1973, σ. 406-413.
Eörsi, I. (επιμ.), Record of a Life. An Autobiographical Sketch, μτφρ: R. Livingstone, Verso, Λον-
δίνο 1983.
Girnus, W., Zur “Ästhetik” von Georg Lukács. Zweitausend Jahre Verfälschung der aristotelischen
“Poetik”, Verlag Marxistische Blätter, Φρανκφούρτη 1972.
Göcht, D., Mimesis – Subjektivität – Realismus. Eine kritisch-systematische Rekonstruktion der
materialistischen Theorie der Kunst in Georg Lukács’ Die Eigenart des Ästhetischen, Aisthesis
Verlag, Bielefeld 2017.
Hegel, G.W.F., Phänomenologie des Geistes, στο: Werke 3, επιμ: E. Moldenhauer, K. M. Michel,
Suhrkamp, Φρανκφούρτη 1970.
Jameson, F., Marxism and Form, Princeton university press, Princeton 1971.
Lukács, G., «Franz Mehring (1846-1919)», στο: Beiträge zur Geschichte der Ästhetik, Aufbau-
Verlag, Βερολίνο 1954, σ. 318-403.
─, «Hegels Ästhetik», στο: Beiträge zur Geschichte der Ästhetik, Aufbau-Verlag, Βερολίνο 1954,
σ. 97-134.
─, Die Eigenart des Ästhetischen I-ΙΙ, Aufbau-Verlag, Berlin und Weimar 1981.
Marx, K., Das Kapital I, στο: MEW 23, επιμ: Institut für Marxismus-Leninismus beim ZK der SED,
Dietz Verlag, Βερολίνο 1968.
─, Ökonomisch-philosophische Manuskripte aus dem Jahre 1844, στο: MEW 40, επιμ: Institut für
Marxismus-Leninismus beim ZK der SED, Dietz Verlag, Βερολίνο 1968, σ. 465-590.
─, «Thesen über Feuerbach», στο: MEW 3, επιμ: Institut für Marxismus-Leninismus beim ZK der
SED, Dietz Verlag, Βερολίνο 1978, σ. 5-9.
Mayer G., Knepler G., «Hätten sich Georg Lukács und Hanns Eisler in der Mitte des Tunnels
getroffen?», στο: Werner Mittenzwei (επιμ.), Dialog und Kontroverse mit Georg Lukács, Reclam,
Λειψία 1975, σ. 358-395.
Mehring, F., Ästhetische Streifzüge, στο: Franz Mehring. Gesammelte Schriften 11, επιμ: T. Höhle,
H. Koch, J. Schleifstein, Dietz, Βερολίνο 1961, σ. 136-219.
Μπρεχτ, Μπ., «Τα δοκίμια του Γκέοργκ Λούκατς», στο: Για το ρεαλισμό, Σύγχρονη εποχή, Αθήνα
1990.
Pasternack, G., Georg Lukács. Späte Ästhetik und Literaturtheorie, Hain, Φρανκφούρτη 1986.
* Ο Πάνος Ντούβος είναι υποψήφιος διδάκτωρ στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του ΕΚΠΑ στον
τομέα της Αισθητικής της μουσικής.
418