Professional Documents
Culture Documents
Ντούβος - Η συμβολή του Georg Lukacs στη θεωρία των αντανακλαστικών του Ivan Pavlov
Ντούβος - Η συμβολή του Georg Lukacs στη θεωρία των αντανακλαστικών του Ivan Pavlov
Ντούβος - Η συμβολή του Georg Lukacs στη θεωρία των αντανακλαστικών του Ivan Pavlov
Το Η Ιδιοτυπία του Αισθητικού (Die Eigenart des Ästhetischen, 1963) του Georg
Lukács αποτελεί ίσως –μετά την Κριτική της κριτικής δύναμης του Kant– το ση-
μαντικότερο φιλοσοφικό έργο της νεώτερης εποχής, στο οποίο επιχειρείται με συ-
στηματικό τρόπο ο προσδιορισμός της φύσης του αισθητικού φαινομένου και η
οριοθέτησή του έναντι άλλων πεδίων της ανθρώπινης πρακτικής. Με αφετηρία τη
λενινιστική γνωσιοθεωρία, σύμφωνα με την οποία κάθε μορφή συνείδησης αποτελεί
μορφή αντανάκλασης (απεικόνισης, αναπαραγωγής) της αντικειμενικής πραγματι-
κότητας, ο Lukács επιχειρεί στο έργο αυτό να απαντήσει στο ερώτημα του πώς η
αισθητική μορφή αντανάκλασης (η τέχνη) διακρίνεται από άλλες μορφές αντανά-
κλασης, όπως π.χ. η επιστημονική, η θρησκευτική κ.ά. Το κεντρικό αυτό πρόβλημα
αναπτύσσεται σε δεκαέξι κεφάλαια, καθένα εκ των οποίων εστιάζει σε διαφορετικές
όψεις αυτού, με αποτέλεσμα το συνολικό έργο να περιλαμβάνει ένα εξαιρετικά ευρύ
φάσμα θεματικών ενοτήτων εκτεινόμενο από τα ζητήματα της αντανάκλασης στο
πεδίο της καθημερινής ζωής μέχρι το ιστορικό-φιλοσοφικό πρόβλημα της διαδικα-
σίας αυτονόμησης του Αισθητικού από τη θρησκεία. Εδώ θα μας απασχολήσει μόνο
το ενδέκατο κεφάλαιο αυτού του έργου, στο οποίο η αισθητική αντανάκλαση της
πραγματικότητας εξετάζεται ως προς τις ψυχολογικές της βάσεις με αφετηρία το
έργο του Ρώσου φυσιολόγου Ivan Pavlov.
Στα δέκα κεφάλαια που προηγήθηκαν, το αισθητικό φαινόμενο εξετάστηκε από
γενική ιστορικο-φιλοσοφική άποψη, με αναφορά δηλ. στις γενικές ιστορικο-κοινω-
νικές αρχές που καθορίζουν τη γένεση, διαμόρφωση και ανάπτυξή του. Εκτός από
αυτές τις γενικές αρχές όμως, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και τα επιμέρους άτομα
(ο δημιουργός και ο δέκτης), θα πρέπει να διασαφηνιστεί δηλ. το «πώς λειτουργεί
το ειδικά Αισθητικό στα επιμέρους άτομα, πώς διακρίνεται μέσα σε αυτά [τα άτομα]
από τις μορφές αντανάκλασης της καθημερινότητας και της επιστήμης», ή, με πιο
γενικούς όρους, θα πρέπει να σκιαγραφηθούν «οι πλέον γενικές βάσεις και αρχές της
ψυχολογίας της αισθητικής συμπεριφοράς».1
Στο ενδέκατο κεφάλαιο λοιπόν ο Lukács στρέφεται στον τομέα της Ψυχολογίας
της τέχνης. Φυσικά τούτη η «Ψυχολογία» κατανοείται εδώ με μια εξαιρετικά περιο-
1 Georg Lukács, Die Eigenart des Ästhetischen II, Aufbau-Verlag, Βερολίνο και Βαϊμάρη 1981, σ. 5.
319
ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ 33
320
ΠΑΝΟΣ ΝΤΟΥΒΟΣ Η ΣΥΜΒΟΛΉ ΤΟΥ LUKACS ΣΤΗ ΘΕΩΡΊΑ ΤΩΝ ΑΝΤΑΝΑΚΛΑΣΤΙΚΏΝ ΤΟΥ PAVLOV
τους αλληλεπιδράσεων). Ο Pavlov π.χ. μελέτησε επί μακρόν τη λειτουργία των πε-
πτικών αδένων, μια έρευνα που του απέφερε και το βραβείο Νόμπελ το 1904. Εδώ
δεν μας ενδιαφέρουν τόσο τα επιστημονικά συμπεράσματα αυτών των ερευνών του
Pavlov, όσο οι φιλοσοφικές τους προεκτάσεις και οι συνέπειές τους για τη φύση της
Συνείδησης. Βέβαια η «Συνείδηση» με αυτή τη φιλοσοφική έννοια δεν εμπίπτει στο
ερευνητικό πεδίο της φυσιολογίας, δεδομένου ότι, όπως είπαμε, η τελευταία μελετά
κατά κανόνα τις σωματικές (φυσιολογικές) λειτουργίες των οργανισμών. Ωστόσο,
η μελέτη επί των πεπτικών αδένων έφερε τον Pavlov αντιμέτωπο, όπως αναφέρει ο
ίδιος, με δεδομένα που παραδοσιακά δεν εντάσσονται στη φυσιολογία, δεδομένα
«ψυχικού χαρακτήρα, δεδομένα που δεν ήταν δυνατόν να αγνοηθούν ορθολογικά,
καθώς μετείχαν μονίμως και καταφανώς στον συνήθη μηχανισμό των φυσιολογικών
διαδικασιών».4 Το ακόλουθο παράδειγμα του Pavlov διασαφηνίζει το είδος των φαι-
νομένων για τα οποία γίνεται λόγος εδώ:
«Αν τροφή, ή κάποια απορρίψιμη ουσία εισέλθει στο στόμα, παράγεται έκκριση
σιέλου. Στην περίπτωση της τροφής, σκοπός της έκκρισης είναι να τη μετασχηματίσει
χημικά∙ στην περίπτωση της απορρίψιμης ουσίας, να την αραιώσει και να την απομα-
κρύνει από το στόμα. Αυτό είναι ένα παράδειγμα αντανακλαστικού, το οποίο οφείλε-
ται στις φυσικές και χημικές ιδιότητες μιας ουσίας, όταν αυτή έρχεται σε επαφή με την
βλεννογόνο μεμβράνη του στόματος και της γλώσσας. Επιπρόσθετα σε αυτό όμως,
ενα παρόμοιο αντανακλαστικό έκκρισης προκαλείται, όταν οι ουσίες αυτές τοποθε-
τούνται σε απόσταση από τον σκύλο, και τα υποδεκτικά όργανα που επηρεάζονται
είναι μόνο αυτά της όσφρησης και της όρασης. Ακόμα και το δοχείο από το οποίο έχει
δοθεί η τροφή επαρκεί για να προκαλέσει ένα πεπτικό αντανακλαστικό πλήρες σε όλες
του τις λεπτομέρειες∙ επιπλέον, η έκκριση μπορεί να προκληθεί ακόμα και από την θέα
του ατόμου που έφερε το δοχείο, ή από τον ήχο των βημάτων του».5
Το ενδιαφέρον στο παραπάνω παράδειγμα είναι ότι μια φυσιολογική αντίδραση
του οργανισμού (η έκκριση σιέλου), η οποία διενεργείται άμεσα κατά την επαφή
του στόματος του σκύλου με τις φυσικές και χημικές ιδιότητες μιας ουσίας, μπορεί
να προκληθεί και από απόσταση, απλώς και μόνο με τη θέαση της ουσίας, ή άλλων
αντικειμένων και ήχων που σχετίζονται με αυτή. Σε αυτή την περίπτωση λοιπόν
δεν είναι η ίδια η ουσία αυτή που προκαλεί την αντίδραση του οργανισμού (την
έκκριση σιέλου), αλλά ένα άλλο ερέθισμα το οποίο λειτουργεί ως σήμα αυτής της
ουσίας (το δοχείο της τροφής ή ο ήχος των βημάτων, στο παραπάνω παράδειγμα).
Τέτοιες περιπτώσεις «εξαρτημένων» (όχι έμφυτων, επίκτητων) αντανακλαστικών,
όπου ένα ερέθισμα από τον εξωτερικό κόσμο λειτουργεί ως σήμα ενός αντικειμέ-
νου, εντάσσονται σε αυτό που ο Pavlov ονομάζει «Σύστημα Σήμανσης 1» (Σ1), το
οποίο αποτελεί και τον μοναδικό τρόπο επικοινωνίας των ζώων με το περιβάλλον.
321
ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ 33
Η ζωτική σημασία που κατέχει το σύστημα αυτό για την επιβίωση των όντων κατα-
δεικνύεται με σαφήνεια στο παρακάτω παράδειγμα, όπου ο Pavlov παραπέμπει στο
αντανακλαστικό της αυτοάμυνας:
«Το δυνατό σαρκοβόρο ζώο κυνηγά πιο αδύναμα ζώα, και αν αυτά, προκειμένου
να αμυνθούν, περίμεναν μέχρι τα δόντια του εχθρού να εισχωρήσουν στη σάρκα τους,
τότε θα εξαλείφονταν ταχύτατα. Διαφορετική είναι η κατάσταση, όταν το αμυντι-
κό αντανακλαστικό ενεργοποιείται από τη θέα και τους ήχους της προσέγγισης του
εχθρού. Τότε το θήραμα έχει μια ευκαιρία να σωθεί, να κρυφτεί ή να δραπετεύσει».6
Και o Pavlov συνοψίζει το συμπέρασμα όλων των παραπάνω ως εξής:
«Είναι προφανές, ότι σε φυσιολογικές συνθήκες το φυσιολογικό ζωο θα πρέπει
να ανταποκριθεί όχι μόνο στα ερεθίσματα που το ωφελούν ή το βλάπτουν άμεσα,
αλλά και σε άλλους φυσικούς ή χημικούς παράγοντες –κύματα ήχων, φωτός και τα
συναφή– οι οποίοι απλώς σηματοδοτούν (signal) την προσέγγιση αυτών των ερε-
θισμάτων∙ μολονότι δεν είναι η όψη και ο ήχος του θηρευτή καθεαυτά, αυτά που
βλάπτουν το μικρότερο ζώο, αλλά τα δόντια και τα νύχια του».7
Κεντρική στα παραπάνω είναι η έννοια της «απάντησης» (αντίδρασης) του ορ-
γανισμού στα ερεθίσματα που δέχεται από το περιβάλλον, ή αλλιώς, η έννοια του
«αντανακλαστικού». Ο Pavlov υιοθετεί την έννοια αυτή από τον Καρτέσιο, ο οποίος
ουσιαστικά συλλάμβανε τη σωματική υπόσταση των έμβιων όντων ως «μηχανή», η
οποία «απαντά» με άμεσο τρόπο στα ερεθίσματα του περιβάλλοντος. Στη δυιστική
κοσμοθεώρηση του Καρτέσιου, ωστόσο, στην οποία το σώμα και η ψυχή εκλαμβά-
νονται ως ξεχωριστές, αυτοτελείς υποστάσεις, οι «σωματικές» αντιδράσεις των ορ-
γανισμών προς το περιβάλλον (πείνα, δίψα, πόνος κ.ά.) αντιδιαστέλλονται άκαμπτα
προς τις «ψυχικές» αντιδράσεις (χαρά, θυμός κ.λπ.).8 Η συμβολή του Pavlov σε αυτή
τη θεωρία έγκειται ακριβώς στο ότι υπερβαίνει αυτόν τον μεταφυσικό δυισμό σώ-
ματος και ψυχής, όπως συναντάται στην καρτεσιανή φιλοσοφία. Τα αποσπάσματα
που παραθέσαμε νωρίτερα καταδεικνύουν με σαφήνεια, ότι για τον Pavlov η συνεί-
δηση (η αναγνώριση σημάτων του αντικειμένου στον εξωτερικό κόσμο), ως μορφή
αντίδρασης του οργανισμού προς το περιβάλλον, δεν συνιστά μια ξεχωριστή «υπό-
σταση», αλλά είναι «υποταγμένη» στην υπηρεσία των φυσιολογικών (σωματικών)
λειτουργιών του οργανισμού και ο ρόλος της –όπως καταδεικνύει το προαναφερθέν
παράδειγμα του αντανακλαστικού της αυτοάμυνας– είναι η πρόληψη, η έγκαιρη
αποφυγή του επιβλαβούς, η επίσπευση των αντιδράσεων του οργανισμού για την
επιβίωσή του.9
6 Στο ίδιο.
7 Στο ίδιο.
8 René Descartes, The Passions of the Soul, στο: The Philosophical Works of Descartes, μτφρ: E. S. Haldane
και G. R. T. Ross, Cambridge at the university press, Cambridge 1911, σ. 342-343.
9 Η συνείδηση έχει έτσι, σύμφωνα με τη διατύπωση του Lukács έναν «χαρακτήρα δυνατότητας»
(Möglichkeitscharakter). Πβ. τον παραλληλισμό που κάνει ο τελευταίος ανάμεσα στη συνείδηση και την
αριστοτελική έννοια της «δύναμης». Georg Lukács, Zur Ontologie des gesellschaftlichen Seins, Werke 14,
Luchterhand, Darmstadt und Neuwied 1986, σ. 31.
322
ΠΑΝΟΣ ΝΤΟΥΒΟΣ Η ΣΥΜΒΟΛΉ ΤΟΥ LUKACS ΣΤΗ ΘΕΩΡΊΑ ΤΩΝ ΑΝΤΑΝΑΚΛΑΣΤΙΚΏΝ ΤΟΥ PAVLOV
Η συμβολή λοιπόν του Pavlov στην υπέρβαση του μηχανιστικού δυισμού σώ-
ματος και ψυχής είναι αδιαμφισβήτητη, μολονότι –σύμφωνα τουλάχιστον με τον
Lukács, ο οποίος ασκεί κριτική στον υλισμό του Pavlov από τη σκοπιά της μαρξιστι-
κής κοσμοθεώρησης– ανεπαρκής. Το κύριο μειονέκτημα του υλισμού του Pavlov,
κατά τον Lukács, είναι η παραμέληση από μέρους του πρώτου της σημασίας του
παράγοντα της ανθρώπινης εργασίας για την ανάπτυξη της ειδικά ανθρώπινης συ-
νείδησης (δηλ. της συνείδησης ως κοινωνικού και όχι απλώς ως βιολογικού φαινομέ-
νου). Φυσικά ο Pavlov αναγνωρίζει ότι, ενώ τα ζώα επικοινωνουν με το περιβάλλον
μόνο μέσω άμεσων εντυπώσεων της πραγματικότητας όπου, όπως στα προαναφερ-
θέντα παραδείγματα, ένα ερέθισμα από τον εξωτερικό κόσμο (η θέαση του δοχείου
της τροφής) λειτουργεί ως «σήμα» ενός αντικειμένου (της ίδιας της τροφής), ο άν-
θρωπος (και μόνο αυτός) κατέχει εκτός από το πρώτο (Σ1) και ένα δεύτερο σύστημα
σήμανσης (Σ2), τη γλώσσα, όπου οι άμεσες εντυπώσεις της πραγματικότητας (τα
σήματα πρώτου βαθμού) αντικαθίστανται από αφαιρέσεις, τις λέξεις (σήματα δεύ-
τερου βαθμού, ή «σήματα σημάτων»). Το γεγονός όμως ότι ο Pavlov παραμελεί
τη σημασία της εργασίας για την ανάπτυξη της γλώσσας10 έχει ως αποτέλεσμα να
υποπίπτει περιστασιακά σε σφάλματα που συσκοτίζουν τη διάκριση μεταξύ των δύο
οντολογικών επιπέδων της συνείδησης (ως κοινωνικού και ως βιολογικού φαινομέ-
νου), όπως π.χ. στην περίπτωση που ο Pavlov φαίνεται να αναγνωρίζει κάτι αντί-
στοιχο με τη διαμόρφωση εννοιών στα ζώα, ή όταν «θέτει τον τύπο του καλλιτέχνη
στο ίδιο επίπεδο με τα ζώα, δεδομένου ότι ο τύπος αυτός, σύμφωνα με τη θεωρία
του, δεν θεμελιώνεται στο δεύτερο, αλλά στο πρώτο σύστημα σήμανσης».11
Ο Lukács υποστηρίζει ότι κανένα από τα δύο συστήματα σήμανσης του Pavlov
δεν αντιστοιχεί στο «σύστημα» που προσιδιάζει στην καλλιτεχνική δημιουργία και
πρόσληψη. Το Σ1, το οποίο περιλαμβάνει άμεσες εντυπώσεις (σήματα) της πραγμα-
τικότητας, μοιάζει να βρίσκεται πράγματι εγγύτερα στη μορφή της καλλιτεχνικής
απεικόνισης από ό,τι το Σ2 (η γλώσσα). Πράγματι, για να χρησιμοποιήσουμε ένα πα-
ράδειγμα του ίδιου του Lukács, ένα ζωγραφισμένο τραπέζι βρίσκεται πολύ εγγύτερα
στην εντύπωση ενός πραγματικού τραπεζιού (Σ1), από ό,τι η λέξη «τραπέζι» (Σ2),
η οποία δεν ομοιάζει άμεσα με αυτό. Είναι γνωστό, ωστόσο, ότι τα μεγάλα έργα
τέχνης υπερβαίνουν αυτού του είδους την αμεσότητα των απλών εντυπώσεων και
–χωρίς να απολύουν τη ζωντάνια του άμεσου βιώματος– κατορθώνουν και εισδύουν
στην ουσία των φαινομένων της πραγματικότητας, συλλαμβάνοντας επομένως πτυ-
χές που δεν είναι άμεσα αντιληπτές στην καθημερινότητα. Η παραδοχή του Engels,
ότι από τον Μπαλζάκ «έμαθα περισσότερα [για τη γαλλική κοινωνία της εποχής της
Παλινόρθωσης] παρά από όλους τους επαγγελματίες ιστορικούς, οικονομολόγους
10 Η αναγκαιότητα για τη γένεση της γλώσσας, κατά τον Friedrich Engels, θα πρέπει να αναζητηθεί στο
πλαίσιο της συνεργατικής εργασίας των πρωτόγονων, όπου οι άνθρωποι κατάλαβαν, ότι «είχαν κάτι να πουν
ο ένας στον άλλον». Friedrich Engels, Dialektik der Natur, MEW 20, Dietz Verlag, Βερολίνο 1975, σ. 446.
11 Lukács, Die Eigenart..., ό.π., σ. 9. Στην προκειμένη περίπτωση ο Pavlov αντιπαραθέτει τον «τύπο του
καλλιτέχνη» (Tolstoy) στον «τύπο του διανοητή» (Hegel) για την ανάδειξη της διαφοράς των δύο συστημά-
των σήμανσης.
323
ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ 33
324
ΠΑΝΟΣ ΝΤΟΥΒΟΣ Η ΣΥΜΒΟΛΉ ΤΟΥ LUKACS ΣΤΗ ΘΕΩΡΊΑ ΤΩΝ ΑΝΤΑΝΑΚΛΑΣΤΙΚΏΝ ΤΟΥ PAVLOV
«ούτως ώστε μετά, μέσω των επιδράσεων, των αποτελεσμάτων τους στη ζωή των
ανθρώπων, να χυθούν ξανά στον ποταμό της καθημερινής ζωής» και να τον πλου-
τίσουν με τα «ανώτερα επιτεύγματα του ανθρώπινου πνεύματος».15 Βέβαια, το γε-
γονός ότι η τέχνη, και πιο συγκεκριμένα η αισθητική μορφή συνείδησης κατά την
ιστορική εξέλιξη «διαφοροποιείται» από τις μορφές συνείδησης στην καθημερινό-
τητα σημαίνει ακριβώς ότι έχει προκύψει από τις μορφές αυτές, ότι, αντίστροφα,
τα πρώτα σπέρματα του καλλιτεχνικού φαινομένου θα πρέπει να αναζητηθούν σε
στάσεις και μορφές συνείδησης της ίδιας της καθημερινότητας. Η λέξη «τέχνη» άλ-
λωστε εκτός από την ειδική της σημασία έχει και μια ευρύτερη, η οποία περιλαμβά-
νει ακόμα και δραστηριότητες της καθημερινότητας (με την έννοια που μιλάμε π.χ.
για την «τέχνη» της ιππασίας, ή της μαγειρικής), τουλάχιστον στον βαθμό που ένα
άτομο επιδεικνύει σε αυτές μια δεξιότητα πέραν του συνηθισμένου. Συγκεκριμένα:
«Μόνο όταν το άτομο επιδεικνύει στον τομέα του εφευρετικότητα, τουτέστιν μια
αίσθηση για το νέο, μόνο όταν αντιδρά αστραπιαία και σωστά σε μη προβλέψιμες
καταστάσεις, θα αποκαλέσει η καθομιλουμένη τη δράση του ως τέχνη... Όταν απο-
καλούμε την πρακτική ενός χειρούργου, ενός διαγνώστη, ενός ποδοσφαιριστή, ενός
μάγειρα κ.λπ. ως τέχνη –με αυτή την ευρεία έννοια–, τότε εννοούμε ακριβώς... το
ότι ανταποκρίνεται σε νέες, απρόσμενες καταστάσεις...»16
Το σημαντικό στα παραπάνω είναι ότι η ικανότητα της καλλιτεχνικής δημιουρ-
γίας εκλαμβάνεται ως εξέλιξη και εκλέπτυνση μιας ικανότητας, την οποία τα άτο-
μα κατέχουν και αναπτύσσουν ήδη στο πλαίσιο καθημερινών δραστηριοτήτων της
ζωής τους και η οποία επομένως υφίσταται ανεξάρτητα από την τέχνη: της ικανότη-
τας για γρήγορη και σωστή απόκριση στο απροσδόκητο. Εξίσου σημαντικό είναι ότι
η ικανότητα αυτή προϋποθέτει μια μορφή συνείδησης που διαφέρει από αμφότερα
τα συστήματα σήμανσης του Pavlov. Το Σ1 αφορά στα λεγόμενα «εξαρτημένα αντα-
νακλαστικά», δηλ. σε άμεσες (γρήγορες) αποκρίσεις σε ερεθίσματα από το περιβάλ-
λον, με τα οποία όμως το άτομο έχει εξοικειωθεί βάσει της πείρας (και επομένως δεν
είναι «απροσδόκητα» με την παραπάνω έννοια). Το Σ2, αντίθετα, η νόηση μέσω της
γλώσσας, είναι χρονοβόρο και επομένως δεν συνιστά «άμεση» απόκριση, μολονότι
μπορεί φυσικά να δώσει απαντήσεις σε πληθώρα «απροσδόκητων» προβλημάτων.
Κανένα εκ των δύο δεν υπηρετεί λοιπόν την άμεση απόκριση στο απρόσμενο, στο
αναπάντεχο∙ γι’ αυτό ο Lukács θεωρεί ότι η ικανότητα αυτή βασίζεται σε ένα νέο,
ενδιάμεσο σύστημα, το Σ1’.
Πριν επιχειρήσουμε να δώσουμε μια εξήγηση, περί του τι ακριβώς είναι το Σ1’,
θα παρουσιάσουμε εν συντομία μερικά παραδείγματα εφαρμογής του στη ζωή της
καθημερινότητας (τα οποία παραθέτει ο Lukács) κυρίως για να αναδειχτούν οι δια-
νοητικές δυσκολίες που προτάσσει η εννοιολογική αποσαφήνιση του εν λόγω συ-
στήματος. Ο Lukács παραπέμπει στην έννοια του «τακτ» (λεπτότητα-διακριτικότη-
τα). Σε αντίθεση με τους «καλούς τρόπους» [«το ότι σηκώνουμε το καπέλο μας όταν
325
ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ 33
326
ΠΑΝΟΣ ΝΤΟΥΒΟΣ Η ΣΥΜΒΟΛΉ ΤΟΥ LUKACS ΣΤΗ ΘΕΩΡΊΑ ΤΩΝ ΑΝΤΑΝΑΚΛΑΣΤΙΚΏΝ ΤΟΥ PAVLOV
327
ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ 33
επίκληση στη συναισθηματική ζωή του δέκτη, η έγερση σε αυτόν μιας ψυχικής διά-
θεσης (Stimmung), η «υποβολή» (Evokation) σε αυτόν εντυπώσεων, αισθημάτων
κ.λπ. Αφετέρου, σήματα όπως τα παραπάνω, ακριβώς λόγω της πολυσημίας τους,
δεν εντάσσονται ούτε στα απλά (μόνοσημα, άμεσα κατανοητά) σήματα του Σ1. Το
αληθινό τους πεδίο βρίσκεται επομένως στο σύστημα που ο Lukács ονομάζει Σ1’:
μια μη λεκτική μορφή επικοινωνίας, η οποία χρησιμοποιεί μεν σήματα του Σ1 (εκ-
φράσεις, χειρονομίες, κινήσεις κ.λπ.), υπερβαίνει όμως, την ίδια στιγμή, τον άμεσο
(μονόσημο) χαρακτήρα τέτοιων σημάτων διαμορφώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο
μια ιδιόμορφη (μη λεκτική) «γλώσσα».
Βέβαια, θα πρέπει εδώ να σημειωθεί, ότι, στην πλειονότητα των περιπτώσεων
της καθημερινότητας, η επικοινωνία μέσω του Σ1’ δεν λαμβάνει χώρα ως τέτοια,
αλλά παράλληλα με τη λεκτική επικοινωνία και δη ως συμπλήρωμα της τελευταίας
(π.χ. χρήση νευμάτων κατά την ομιλία για τη συγκεκριμενοποίηση των λεγομένων).
Μόνο στην τέχνη τούτη η ιδιότυπη μορφή επικοινωνίας λαμβάνει την πρωτοκα-
θεδρία (έναντι των άλλων δύο συστημάτων σήμανσης), μόνο εκεί συναντάμε μια
μορφή απεικόνισης της πραγματικότητας βάσει αποκλειστικά του Σ1΄. Ενώ δηλαδή
στην καθημερινότητα λόγω της άνευ όρων κυριαρχίας της πράξης το Σ1΄ «συνιστά
ένα απλό συμπλήρωμα στα άλλα αντανακλαστικά και σχεδόν πάντα μεταβαίνει σε
ένα άλλο» (στο Σ1 ή στο Σ2) στην τέχνη, λόγω ακριβώς του αποκλεισμού των πρα-
κτικών στοχοθεσιών που λαμβάνει χώρα κατά την αισθητική πρόσληψη (ο δέκτης
παρακολουθεί μια απεικόνιση γνωρίζοντας ότι αυτή δεν είναι «πραγματικότητα»),
το Σ1’ «αποκτά μια υπεροχή, η οποία δεν έχει ανάλογο στην καθημερινότητα, ούτε
θα μπορούσε να έχει»,25 καθίσταται εν ολίγοις η «κύρια και πρωτεύουσα καθοριστι-
κή δύναμη όσον αφορά στην ύπαρξη και στη σύνδεση των επιμέρους στιγμών της
μίμησης».26
Η συνάφεια της τέχνης με το Σ1’ είναι ορατή ιδίως στην περίπτωση του πρωτόγο-
νου μιμητικού χορού, τον οποίο ο Lukács εξετάζει σε διάφορα πλαίσια, δεδομένου
ότι εδώ το μέσον της απεικόνισης είναι το ίδιο το ανθρώπινο σώμα (οι κινήσεις, οι
χειρονομίες κ.λπ.). Στις υπόλοιπες τέχνες βέβαια λείπει αυτή η αμεσότητα, αυτή η
οφθαλμοφανής συνάφεια με τη ζωή. Στις εικαστικές τέχνες (ακόμα και στις τοιχο-
γραφίες των σπηλαίων) «αφενός ο δημιουργός αποκολλά την υποβλητική αντανά-
κλαση του κόσμου από τη δική του σωματική-ψυχική ύπαρξη και της προσδίδει μια
εντελώς διαφορετική από αυτή, καταρχήν αμετάκλητη μορφή... αφετέρου ο δέκτης
αντικρύζει όχι πια ένα φευγαλέο, παροδικό, μοναδικό γεγονός, αλλά ένα μόρφω-
μα, το οποίο καθιστά δυνατή την επαναλαμβανόμενη παρακολούθηση, [καθιστά
δυνατά] νέα εντονότερα βιώματα».27 Σε άλλες τέχνες δε όπως η διακοσμητική, η
αρχιτεκτονική ή η μουσική, αυτή η διαδικασία απομάκρυνσης από την αμεσότητα
του χορού είναι ακόμα πιο έκδηλη, καθώς εδώ «το άμεσο μέσον της αντανάκλασης
328
ΠΑΝΟΣ ΝΤΟΥΒΟΣ Η ΣΥΜΒΟΛΉ ΤΟΥ LUKACS ΣΤΗ ΘΕΩΡΊΑ ΤΩΝ ΑΝΤΑΝΑΚΛΑΣΤΙΚΏΝ ΤΟΥ PAVLOV
***
329
ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ 33
αυτό τον τρόπο καθίσταται δυνατή η διείσδυση στην ουσία της πραγματικότητας
(η υπέρβαση της αμεσότητας, π.χ. στην περίπτωση της ανθρωπογνωσίας η γνώση
του «εσωτερικού», της πρόθεσης κάποιου) χωρίς να λάβει χώρα νοητική αφαίρεση,
όπως στην περίπτωση της γλώσσας. Και αυτός είναι ο ρόλος και η σημασία των
σημάτων τύπου 1’.
Σήματα αυτού του είδους χρησιμοποιούνται στην καθημερινότητα σποραδικά
και συνήθως σε συνδυασμό με τους άλλους δύο τύπους σημάτων. Μόνο στην τέχνη
αποκτούν την απόλυτη πρωτοκαθεδρία. Ενώ δηλαδή στη ζωή τέτοιες χειρονομίες
χρησιμοποιούνται κατά κανόνα για να επιτύχουν έναν πρακτικό στόχο («π.χ. απει-
λητικές χειρονομίες, προκειμένου να προκαλέσουν στους άλλους το αίσθημα του
φόβου») και μετά την επίτευξη αυτή παύουν, στην τέχνη αυτές χρησιμοποιούνται
για τη μίμηση τέτοιων φαινομένων της ζωής, ή ακριβέστερα, ολόκληρων συμπλεγ-
μάτων διαδικασιών της ζωής, με αποτέλεσμα οι επιμέρους χειρονομίες να μην οδη-
γούν σε ένα πρακτικό αποτέλεσμα, όπως στη ζωή (εδώ: στην πρόκληση φόβου),
αλλά η μία χειρονομία να οδηγεί σε μια άλλη και, διαπλεκόμενες μεταξύ τους να
σχηματίζουν μιμητικές ολότητες («κόσμους», σύμφωνα με τη λουκατσιανή ορολο-
γία) που αντανακλούν βαθιά και πολύπλευρα την ανθρώπινη πραγματικότητα.
Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί, ότι τα λεγόμενα του Lukács σχετικά με την εφαρ-
μογή του Σ1’ στην τέχνη παραμένουν σε πολύ αφηρημένο επίπεδο. Με εξαίρεση την
περίπτωση της ποίησης, η οποία διερευνάται σε ξεχωριστή υποενότητα, δεν κατα-
δεικνύεται με σαφήνεια το πώς ακριβώς αξιοποιείται αυτό το σύστημα σήμανσης
από τις εκάστοτε τέχνες, το πώς ακριβώς δηλ. μπορεί από μια μορφή επικοινωνίας
της καθημερινότητας να παραχθεί μια σύνθετη μιμητική «γλώσσα» ικανή να δια-
μορφώνει ολότητες με νόημα. Ακόμα και στην περίπτωση του πρωτόγονου μιμητι-
κού χορού, όπου το μέσο έκφρασης (οι χειρονομίες) είναι εγγύτερο στη ζωή από ό,τι
εκείνα των άλλων τεχνών, ο τρόπος με τον οποίο διαρθρώνεται μια τέτοια μιμητική
γλώσσα βάσει τέτοιων σημάτων δεν είναι σαφής. Γι’ αυτό και η λουκατσιανή θέση,
σύμφωνα με την οποία η τέχνη δομείται στη βάση του Σ1’, έχει μάλλον το χαρακτήρα
μιας υπόθεσης, η οποία μένει ακόμα να αποδειχτεί, παρά μιας στέρεα θεμελιωμένης
θεωρίας.
Η εξέταση τώρα και απόδειξη αυτής της «υπόθεσης» (αν έχουμε δίκαιο να την
ονομάζουμε έτσι) δεν έχει ελάσσονα σημασία για την κατανόηση του καλλιτεχνικού
φαινομένου. Διότι, θα πρέπει επίσης να τονιστεί, η γενική μεθοδολογική κατεύθυν-
ση του κεφαλαίου του Lukács, η προσπάθεια δηλαδή να συναχθεί η «γλώσσα» της
τέχνης μέσα από μορφές επικοινωνίας της ανθρώπινης καθημερινότητας είναι εξαι-
ρετικά γόνιμη. «Είναι σαφές», λέει ο Lukács, «ότι ακόμα και στα πιο πρωτόγονα
στάδια δεν θα μπορούσε να προκύψει καμία τέχνη –π.χ. ο παντομιμικός χορός– αν
η επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων δεν είχε παραγάγει –εκουσίως ή ακουσίως–
υποβλητικές επιδράσεις και μια κατανοητική (verständnisvoll) δεκτικότητα για
αυτές».30 Θέτοντας ως προϋπόθεση για την ύπαρξη της τέχνης την ανάπτυξη υπο-
30 Στο ίδιο, σ. 90.
330
ΠΑΝΟΣ ΝΤΟΥΒΟΣ Η ΣΥΜΒΟΛΉ ΤΟΥ LUKACS ΣΤΗ ΘΕΩΡΊΑ ΤΩΝ ΑΝΤΑΝΑΚΛΑΣΤΙΚΏΝ ΤΟΥ PAVLOV
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΊΑ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, Ἠθικὰ Νικομάχεια.
DESCARTES, R., The Passions of the Soul, στο: The Philosophical Works of Descartes, μτφρ: E.
S. Haldane και G. R. T. Ross, Cambridge at the university press, Cambridge 1911, σ. 329-428.
ENGELS, F., «Engels an Margaret Harkness in London (Entwurf)», MEW 37, Dietz Verlag, Βερο-
λίνο 1967, σ. 42-44.
——, Dialektik der Natur, MEW 20, Dietz Verlag, Βερολίνο 1975, σ. 311-455.
LUKÁCS, G., Die Eigenart des Ästhetischen II, Aufbau-Verlag, Βερολίνο και Βαϊμάρη 1981.
——, Zur Ontologie des gesellschaftlichen Seins, Werke 14, Luchterhand, Darmstadt und Neuwied
1986.
ΝΤΟΥΒΟΣ, Π., «Εισαγωγή στη μαρξιστική μουσικολογία», Ουτοπία 129, 2019, σ. 77-98.
PAVLOV, I. P., «Experimental Psychology and Psychopathology in Animals», Lectures on
Conditioned Reflexes, μτφρ: W. H. Gantt, Martin Lawrence Limited, Λονδίνο 1928, σ. 47-60.
——, «Conditioned Reflexes: An investigation of the Physiological Activity of the Cerebral
Cortex», Annals of Neurosciences 17 (3), 2010, σ. 136-141.
* Ο Πάνος Ντούβος είναι υποψήφιος διδάκτωρ στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του ΕΚΠΑ στον
τομέα της Αισθητικής της μουσικής.
331