You are on page 1of 61

Το Θεμελιώδες Θεώρημα της ΄Αλγεβρας

από την σκοπιά της Μιγαδικής Ανάλυσης

Συμεών Κούτσικος

Τμήμα Μαθηματικών
Πανεπιστήμιο Αθηνών
Φεβρουάριος 2016
Περιεχόμενα
1 Τα θέματα της παρουσίασης 5
1.1 Ορισμένοι Βασικοί Ορισμοί . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 5
1.2 Αρχή Μεγίστου Μέτρου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 7
1.3 Θεώρημα Morera . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 12

2 Η σκοπιά της Μιγαδικής Ανάλυσης 14


2.1 Πρώτη Απόδειξη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 14
2.1.1 Προκαταρκτικά . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 14
2.1.2 Το Θεώρημα του Cauchy . . . . . . . . . . . . . . . . 18
2.1.3 Συνέπειες του Θεωρήματος Cauchy . . . . . . . . . . . 33
2.2 Δεύτερη Απόδειξη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 36
2.3 Τρίτη Απόδειξη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 39
2.4 Τέταρτη Απόδειξη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 40

3 Πολυώνυμα και Μιγαδικά Πολυώνυμα 42


3.1 Ο Δακτύλιος Πολυωνύμων υπεράνω Σώματος . . . . . . . . . . 42
3.2 Διαιρετότητα και Περιοχές Μονοσήμαντης
Παραγοντοποίησης Πολυωνύμων . . . . . . . . . . . . . . . . . 45
3.3 Θέσεις Μηδενισμού Πολυωνύμων και
Παραγοντοποίηση . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 48
3.4 Πραγματικά και Μιγαδικά Πολυώνυμα . . . . . . . . . . . . . . 50
3.5 Πέμπτη απόδειξη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 53
3.6 Συνέπειες . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 56

4 Ιστορική Αναδρομή 57

2
Πρόλογος
΄Οπως γνωρίζουμε, «κάθε δευτεροβάθμιο μιγαδικό πολυώνυμο, διαθέτει (δύο)
μιγαδικές θέσεις μηδενισμού». Η πρόταση αυτή, αποτελεί ειδική περίπτωση ενός
πολύ πιο γενικού θεωρήματος, που ονομάζεται Θεμελιώδες Θεώρημα της
΄Αλγεβρας και μας λέει το εξής:

«Κάθε μη-σταθερό μιγαδικό πολυώνυμο, διαθέτει τουλάχι-


στον μια μιγαδική θέση μηδενισμού».

Επί μακρόν, το θεώρημα αυτό, το οποίο εντάσσεται στα πιο σημαντικά της
Επιστήμης των Μαθηματικών, δεν διέθετε μια αυστηρή απόδειξη. Η πρώτη
απόδειξη, που έτυχε αποδοχής από τη μαθηματική κοινότητα, οφείλεται στον
Carl Friedich Gauss, ο οποίος την παρουσίασε στη διδακτορική του διατρι-
βή τον Αύγουστο του 1799 με τίτλο: «Μια νέα απόδειξη του θεωρήματος ότι
κάθε ρητή ακέραια αλγεβρική συνάρτηση μιας μεταβλητής μπορεί να αναλυθεί
σε πραγματικούς παράγοντες πρώτου και δεύτερου βαθμού».

Στο χειμερινό εξάμηνο του 2015-2016, στο μάθημα «Θέματα ΄Αλγεβρας και
Γεωμετρίας», ασχοληθήκαμε με το Θεμελιώδες Θεώρημα της ΄Αλγεβρας. Συ-
γκεκριμένα, στρέψαμε την προσοχή μας στους διάφορους τρόπους με τους ο-
ποίους μπορεί να αποδειχθεί. Στην ΄Αλγεβρα, την Ανάλυση και την Τοπολογία,
έχουν αναπτυχθεί διαφορετικές τεχνικές για την απόδειξη του Θεωρήματος.
Εδώ θα ασχοληθούμε κατά κύριο λόγο με τις τέσσερις αποδείξεις που πηγάζουν
από την Μιγαδική Ανάλυση καθώς και με την - κλασσική - απόδειξη της ΄Αλγε-
βρας, δηλαδή αυτή που υλοποιείται με τον Δακτύλιο των Πολυωνύμων και τα
Μιγαδικά Πολυώνυμα.

Από τους διδάσκοντες του μαθήματος, κύριοι Βάρσος Δημήτριος και Ράπτης
Ευάγγελος, μου ανατέθηκε να παρουσιάσω την Αρχή Μεγίστου Μέτρου
και το Θεώρημα του Morera και έτσι στο πρώτο κεφάλαιο της παρούσας
εργασίας θα ασχοληθούμε με αυτά. Στο δεύτερο κεφάλαιο, θα δούμε αναλυτικά
τέσσερις αποδείξεις από την σκοπιά της Μιγαδικής Ανάλυσης, ενώ στο τρίτο,
την απόδειξη από την σκοπιά της ΄Αλγεβρας. Επιπλέον, στο τέλος του τρίτου
κεφαλαίου θα στρέψουμε το ενδιαφέρον μας στις συνέπειες του Θεωρήματος,
ενώ στο τέταρτο και τελευταίο κεφάλαιο, θα υπάρξει και μια ιστορική αναδρομή
επί του Θεμελιώδους Θεωρήματος.

3
Πριν ξεκινήσουμε, ας διευκρινίσουμε πως αν ο αναγνώστης είναι εξοικειω-
μένος με τις βασικές έννοιες της Μιγαδικής Ανάλυσης και της Βασικής ΄Αλγε-
βρας, μπορεί να παραλείψει τους βασικούς ορισμούς των κεφαλαίων.

4
1 Τα θέματα της παρουσίασης
Θα μας χρειαστούν οι παρακάτω ορισμοί. ΄Οχι μόνο για την απόδειξη της Αρχής
του Μεγίστου, αλλά και για την συνέχεια.

1.1 Ορισμένοι Βασικοί Ορισμοί


1.1.1 Ορισμός. ΄Εστω a ∈ C και r > 0.

(1) Ο ανοικτός δίσκος με κέντρο a και ακτίνα r > 0 είναι το σύνολο:

∆(a, r) = {z ∈ C : |z − a| < r}.

(2) Ο κλειστός δίσκος με κέντρο a και ακτίνα r > 0 είναι το σύνολο:

∆(a, r) = {z ∈ C : |z − a| ≤ r}.

(3) Ο κύκλος με κέντρο a και ακτίνα r > 0 είναι το σύνολο:

C(a, r) = {z ∈ C : |z − a| = r}.

1.1.2 Ορισμός. (Ανοικτό σύνολο)


΄Εστω σύνολο U ⊆ C. Το U καλείται ανοικτό, αν για κάθε z ∈ U υπάρχει
r > 0 έτσι ώστε ∆(a, r) ⊆ U .

1.1.3 Ορισμός. (Συνεκτικό σύνολο)


΄Εστω σύνολο U ⊆ C. Το U καλείται συνεκτικό, αν δεν υπάρχουν ανοικτά
A, B ⊆ C με τις ιδιότητες:

U ⊆ A ∪ B, U ∩ A 6= ∅, U ∩ B 6= ∅ και U ∩ A ∩ B = ∅.

5
1.1.4 Ορισμός. (Αναλυτική Συνάρτηση)
΄Εστω U ⊆ C ανοικτό και συνάρτηση f : U → C. Η συνάρτηση f είναι ανα-
λυτική συνάρτηση στο U ή αλλιώς, τοπικά παραστάσιμη σε δυναμο-
σειρά στο U , αν για κάθε a ∈ U η συνάρτηση f αναλύεται σε δυναμοσειρά με
κέντρο το a, δηλαδή υπάρχουν r(a) > 0 και cn (a) = cn ∈ C, n ∈ N, έτσι ώστε
∆(a, r) ⊆ U και

X
f (z) = cn (z − a)n
n=0

για z ∈ ∆(a, r).

Προς το παρόν, δεν διαφαίνεται η ουσία αυτού του ορισμού. Στο δεύτερο
κεφάλαιο, θα ασχοληθούμε περαιτέρω με την σημασία του.

6
1.2 Αρχή Μεγίστου Μέτρου

«Συγκεκριμένα, επειδή το σχήμα του σύμπαντος είναι το τελειότερο, και ακόμη


περισσότερο, επειδή είναι σχεδιασμένο από τον σοφότερο δημιουργό, τίποτε δεν
μπορεί να συμβεί στον κόσμο χωρίς να λάμπει κάπου στο βάθος κάποιος νόμος
μεγίστου ή ελαχίστου.»

Leonard Euler

Η Αρχή του Μεγίστου μας πληροφορεί πως το μέτρο μιας αναλυτικής και
μη-σταθερής συνάρτησης f , που είναι ορισμένη σε ένα ανοικτό και συνεκτικό
σύνολο U , προσλαμβάνει τη μέγιστη τιμή επί του συνόρου του συνόλου.
Η Αρχή αυτή, έχει πλήθος εφαρμογών, όχι μόνο στο ίδιο το πεδίο της Μι-
γαδικής Ανάλυσης, αλλά και στην Φυσική. Επιπλέον, χρησιμοποιείται για την
απόδειξη του Θεμελιώδους Θεωρήματος της ΄Αλγεβρας (βλέπε ε-
νότητα 2.4) και για την απόδειξη του λήμματος του Schwarz, του οποίου
τα αποτελέσματα έχουν άμεσες εφαρμογές στην Μιγαδική Ανάλυση. Ομοίως,
η Αρχή των Phragmén–Lindelöf, που αποτελεί μια επέκταση της Αρχής
του μεγίστου - αυτή τη φορά το πεδίο ορισμού είναι μη-φραγμένο. Τέλος, το
Θεώρημα των Borel–Καραθεωδορή, στηρίζεται επίσης στην Αρχή του
Μεγίστου και μας πληροφορεί πως στο άνω φράγμα (αν υπάρχει) μιας αναλυ-
τικής συνάρτησης, μεταξύ των όρων του άνω φράγματος, εμπλέκεται και το
πραγματικό μέρος της συνάρτησης. Η σχέση που συζητάμε είναι η εξής:
΄Εστω f αναλυτική συνάρτηση ορισμένη στον κλειστό δίσκο ∆(0, R).
Τότε για r < R ισχύει:

2r R+r
kf kr ≤ · sup Re f (z) + · |f (0)|.
R − r |z|≤R R−r

Στην ενότητα αυτή θα ξεκινήσουμε με δύο - απαραίτητα για την απόδειξη -


λήμματα. Επίσης, καθ΄ όλη την διάρκεια της απόδειξης της Αρχής του Μεγίστου
καλό θα ήταν ο αναγνώστης να βλέπει το Σχήμα 1, για βαθύτερη κατανόηση.

7
1.2.1 Λήμμα. ΄Εστω U ⊆ C ανοικτό και συνεκτικό σύνολο και f : U → C
μια αναλυτική συνάρτηση. Αν f 0 (z) = 0 για κάθε z ∈ U , τότε η f είναι σταθερή
επί του U .
Απόδειξη. ΄Εστω z1 ,z2 ∈ U . Θεωρούμε μια καμπύλη γ ⊆ U τέτοια ώστε
γ(a) = z1 και γ(b) = z2 . Από τον κανόνα της αλυσίδας, έχουμε:

df (γ(t))
= f 0 (γ(t)) · γ 0 (t) = 0 (1.1)
dt
καθώς f 0 = 0 στο U . Γράφουμε f = u + iv, όπου u και v το πραγματικό και
το φανταστικό μέρος αντίστοιχα. Από την σχέση 1.1 παίρνουμε:

du(γ(t)) dv(γ(t))
=0= (1.2)
dt dt
Οι συναρτήσεις u και v είναι πραγματικές. Από τον Απειροστικό Λογισμό
συμπεραίνουμε ότι θα πρέπει να είναι σταθερές ως προς t.
΄Εστω, u(γ(t)) = c1 και v(γ(t)) = c2 .
Τώρα,
f (z1 ) = f (γ(a)) = u(γ(a)) + iv(γ(a)) = c1 + ic2
f (z2 ) = f (γ(b)) = u(γ(b)) + iv(γ(b)) = c1 + ic2
Δηλαδή, f (z1 ) = f (z2 ), το οποίο αποδεικνύει το ζητούμενο.

1.2.2 Λήμμα. ΄Εστω U ⊆ C ανοικτό και συνεκτικό σύνολο και f : U → C


μια αναλυτική συνάρτηση. Αν η |f | είναι σταθερή επί του U , τότε και η f είναι
σταθερή επί του U .
Απόδειξη. ΄Εστω f = u + iv, όπου u και v το πραγματικό και το φανταστικό
μέρος αντίστοιχα. Τότε, |f |2 = u2 + v 2 = c (1), αφού η |f | είναι σταθερή.
Διακρίνουμε τις εξής περιπτώσεις:
Αν c = 0, τότε |f (z)| = 0, οπότε f (z) = 0, για κάθε z ∈ U , και επομένως,
f σταθερή κατά τετριμμένο τρόπο.
Αν c 6= 0, τότε παραγωγίζοντας την σχέση (1) ως προς x και ως προς y, έχουμε:

∂u ∂v
2u + 2v =0
∂x ∂x
∂u ∂v
2u + 2v =0
∂y ∂y

8
Από τις εξισώσεις Cauchy-Riemann, αντικαθιστώντας παίρνουμε :

∂u ∂u
u −v =0
∂x ∂y
∂u ∂u
v +u =0
∂x ∂y

Ως σύστημα δύο εξισώσεων με αγνώστους ∂u ∂x


και ∂u
∂y
, ο πίνακας των συντελε-
2 2
στών έχει ορίζουσα u + v = c που είναι διάφορη του μηδενός. Επομένως, η
μόνη λύση είναι ∂u
∂x
= ∂u
∂y
= 0, σε όλα τα σημεία του U .

΄Αρα f 0 (z) = 0 για κάθε z ∈ U και συνεπώς από το Λήμμα 1.2.1.,


η f είναι σταθερή επί του U .

1.2.1 Θεώρημα. (Αρχή Μεγίστου Μέτρου)


΄Εστω U ⊆ C ανοικτό και συνεκτικό σύνολο και f : U → C μη-σταθερή
αναλυτική συνάρτηση. Τότε, η |f | δεν μπορεί να λάβει μέγιστη τιμή στο
εσωτερικό του U .
Απόδειξη. ΄Εστω προς άτοπο ότι υπάρχει σημείο a στο εσωτερικό του U τέτοιο
ώστε |f (z)| ≤ |f (a)| = M για κάθε z ∈ U - βλέπε Σχήμα 1.
Θεωρούμε ένα τυχαίο b ∈ U και καμπύλη γ ⊆ C τέτοια ώστε γ(0) = a και
γ(1) = b. Από την συμπάγεια του διαστήματος [0, 1], έπεται ότι και το γ([0, 1])
θα είναι συμπαγές και μάλιστα ξένο με το C\U . ΄Εχει λοιπόν νόημα να ορίσουμε
την απόσταση :

d = dist(γ([0, 1]), C\U ) > 0 (1.3)

Τώρα, από τον τύπο του Cauchy, για κάθε r < d έχουμε:
Z
1 f (z)
f (a) = dz (1.4)
2πi |z−a|=r z − a

9
Συνεπώς,

1 f (z)
M = |f (a)| ≤ · sup · µ(|z − a| = r)
2π |z−a|=r z − a

1 |f (z)|
= · sup · 2πr
2π |z−a|=r r

= sup |f (z)|
|z−a|=r

≤ M.
όπου μ η συνάρτηση που εκφράζει το μήκος της εκάστοτε καμπύλης.

Σύμφωνα με τα παραπάνω, έχουμε |f (z)| = M για κάθε z ∈ C(a, r).


Εφ΄ όσον αυτό ισχύει για κάθε r < d, έχουμε τελικά ότι :

|f (z)| = M, ∀z ∈ ∆(a, d).

Επιλέγουμε ένα σημείο a1 επί της καμπύλης γ, τέτοιο ώστε

|a − a1 | > d/2

και εφαρμόζουμε την παραπάνω διαδικασία με το a1 στη θέση του a.


Συμπεραίνουμε ότι

|f (z)| = M, ∀z ∈ ∆(a1 , d).

Τώρα, επιλέγουμε ένα σημείο a2 επί της καμπύλης γ, τέτοιο ώστε

|a1 − a2 | > d/2

και συνεχίζουμε έτσι.

10
Μετά από πεπερασμένα βήματα, πλησιάζοντας το b, βρίσκουμε σημείο am
της καμπύλης γ το οποίο αφενός μεν έχει την ιδιότητα b ∈ ∆(am , d), αφετέρου
δε,

|f (z)| = M, ∀z ∈ ∆(am , d).

Επομένως, |f (b)| = M , κι αφού το b ∈ U ήταν τυχόν, έπεται ότι η |f | είναι


σταθερή στο U .
Από το Λήμμα 1.2.2 , προκύπτει ότι η f είναι σταθερή. ΄Ατοπο.

Σχήμα 1: Στο σχήμα αυτό έχουμε την μη-σταθερή συνάρτηση |cos(z)|


ορισμένη στον μοναδιαίο δίσκο ∆(0, 1) του μιγαδικού επιπέδου, και πάνω της
κατασκευάζουμε την - προς άτοπο - δομή της απόδειξης. ΄Οπως γίνεται φανερό,
η συνάρτηση αυτή δεν μπορεί να λάβει μέγιστη τιμή στο εσωτερικό του ∆(0, 1).
Η μέγιστη τιμή, λαμβάνεται στο σύνορο του ∆(0, 1).

11
1.3 Θεώρημα Morera
Στο επόμενο κεφάλαιο, αφού θα έχουμε αναπτύξει ορισμένους βασικούς ορι-
σμούς και θεωρήματα, θα δούμε το Λήμμα των Cauchy-Goursat.
Το Λήμμα αυτό, λέει το εξής:
«Αν η f είναι ολόμορφη πάνω σ’ ένα ανοιχτό και κυρτό σύνολο U , τότε το
ολοκλήρωµα της πάνω σε οποιοδήποτε τρίγωνο του U είναι μηδέν».
Στο Θεώρημα 2.1.6 θα δείξουµε ότι ισχύει και το αντίστροφο, αλλά χωρίς την
υπόθεση τής κυρτότητας. Το αντίστροφο του Λήμματος των Cauchy-Goursat,
είναι γνωστό και ως Θεώρημα Morera, καθώς αποδείχθηκε από τον Ιταλό μηχα-
νικό και μαθηματικό Giacinto Morera. Δεν σχετίζεται άμεσα με το Θεμελιώδες
Θεώρημα της ΄Αλγεβρας, αλλά αποτελεί σε κάποιο βαθμό μέρος της ίδιας συλ-
λογιστικής και έχει πλήθος εφαρμογών. Ενδεικτικά, μπορούμε να δούμε δύο
εφαρμογές με αρκετό ενδιαφέρον:

Εφαρμογή 1: Η συνάρτηση Γ, για Re(s) > 1 ορίζεται από την σχέση:


Z ∞
Γ(s) = z s−1 e−z dz.
0

Για κάθε τρίγωνο T και για Re(s) > 1,


Z Z Z ∞
Γ(s) ds = z s−1 e−z dz ds
∂T ∂T 0
Z ∞ Z
= z s−1 e−z ds dz
0 ∂T
Z ∞ Z 
−z s−1
= e z ds dz.
0 ∂T

Από το Λήμμα των Cauchy-Goursat, κι από την ολομορφικότητα της z s−1 ,το
εσωτερικό ολοκλήρωμα μηδενίζεται.
Συνεπώς, η συνάρτηση Γ είναι ολόμορφη.

12
΄Ομοια σκεπτόμενοι, συνεχίζουμε με άλλη μια ενδιαφέρουσα εφαρμογή :

Εφαρμογή 2: Η συνάρτηση ζ του Riemann,για Re(s) > 1 ορίζεται από


την σχέση:

X 1
ζ(s) =
n=1
ns
Για κάθε τρίγωνο T και για Re(s) > 1,
Z Z X∞ ∞ Z ∞
1 X 1 X
ζ(s) ds = ds = ds = 0 = 0.
∂T n=1
ns n=1 ∂T
ns n=1
∂T

΄Ομοια με πριν, το τελευταίο ολοκλήρωμα μηδενίζεται.


Συνεπώς, η συνάρτηση ζ είναι ολόμορφη.

13
2 Η σκοπιά της Μιγαδικής Ανάλυσης
2.1 Πρώτη Απόδειξη
2.1.1 Προκαταρκτικά
Ξεκινάμε αυτό το κεφάλαιο με το Κριτήριο ομοιόμορφης σύγκλισης του Weier-
strass . Χρησιμοποιείται αρκετά συχνά για να αποδείξουμε ότι μια σειρά συναρ-
τήσεων συγκλίνει ομοιόμορφα. Επιπλέον, πρόκειται για ένα σημαντικό εργαλείο
κατασκευής συνεχών - αλλά και άλλων ειδών - συναρτήσεων. Στην παρούσα
εργασία, θα το χρειαστούμε για να δείξουμε το Θεώρημα 2.1.2.
2.1.1 Θεώρημα. (Κριτήριο ομοιόμορφης σύγκλισης του Weierstrass)
΄Εστω T ⊆ C κι έστω fn : T → C μια ακολουθία μιγαδικών συναρτήσεων.
Υποθέτουμε ότι η σειρά:

X
sup |fn (t)| < ∞. (2.1)
n=1 t∈T
P∞
Τότε, η σειρά συναρτήσεων n=1 |fn | συγκλίνει ομοιόμορφα πάνω στο T .
Απόδειξη. Αρχικά, παρατηρούμε ότι η συνθήκη (2.1) είναι ισοδύναμη με την
ύπαρξη αριθμών P Mn > 0, n ∈ N, ούτως ώστε |fn (t)| ≤ Mn , για κάθε t ∈ T και
για κάθε n, και ∞ n=1 Mn < ∞.
Παρατηρούμε τώρα ότι η συνθήκη (2.1) συνεπάγεται ότι, για κάθε t ∈ T , η
σειρά ∞
P P∞
f
n=1 n (t) συγκλίνει απόλυτα, δηλαδή n=1 n (t)| < ∞, και
|f P∞συνεπώς
συγκλίνει και απλά, και ορίζει την συνάρτηση f : T → R με f (t) = n=1 fn (t).
Το ότι η σύγκλιση πάνω στο T είναι ομοιόμορφη, αποδεικνύεται ως εξής:
Παρατηρούμε ότι

X ∞ X∞ X∞
fm (t) ≤ |fm (t)| ≤ Mm


m=n+1 m=n+1 m=n+1
P∞
Τώρα, θεωρούμε τυχόν  > 0. Εφ΄ όσον Pn=1 Mn < ∞, από το κριτήριο του
Cauchy , υπάρχει N () ∈ N, τέτοιο ώστε ∞ m=N ()+1 Mm < .
Τότε, για κάθε n ≥ N (), και για κάθε t ∈ T ισχύει:

X∞
fm (t) < .


m=n+1

14
Υπενθυμίζουμε ορισμένους βασικούς ορισμούς, αλλά και ορισμένες βασικές
παρατηρήσεις. Θα μας φανούν χρήσιμα καθ΄ όλη την πορεία του κεφαλαίου
αυτού.

2.1.1 Ορισμός. (Ολόμορφη Συνάρτηση)


΄Εστω U ⊆ C ανοικτό και συνάρτηση f : U → C. Η συνάρτηση f είναι
ολόμορφη στο U , αν υπάρχει η μιγαδική παράγωγος της f στο z, για κάθε
z ∈ U.

2.1.2 Ορισμός. (Αναλυτική Συνάρτηση)


΄Εστω U ⊆ C ανοικτό και συνάρτηση f : U → C. Η συνάρτηση f είναι ανα-
λυτική συνάρτηση στο U ή αλλιώς, τοπικά παραστάσιμη σε δυναμο-
σειρά στο U , αν για κάθε a ∈ U η συνάρτηση f αναλύεται σε δυναμοσειρά με
κέντρο το a, δηλαδή υπάρχουν r(a) > 0 και cn (a) = cn ∈ C, n ∈ N, έτσι ώστε
∆(a, r) ⊆ U και

X
f (z) = cn (z − a)n
n=0

για z ∈ ∆(a, r).

2.1.1 Παρατήρηση. ΄Εστω U ⊆ C ανοικτό και συνάρτηση f : U → C.


Αν η f είναι αναλυτική στο U , θα είναι απεριόριστα παραγωγίσιμη σε αυτό, και
επομένως η f θα είναι ολόμορφη στο U . Αργότερα θα αποδείξουμε το Θεώρημα
του Cauchy. Συνδυάζοντάς το, μαζί με το ακόλουθο Θεώρημα, θα μπορούμε
πλέον να δούμε (βλέπε Πρόταση 2.1.1) πως ισχύει και το αντίστροφο. Δηλαδή,
επί της ουσίας, οι δύο ορισμοί είναι ισοδύναμοι.

2.1.2 Παρατήρηση. ΄Εστω U ⊆ C ανοικτό σύνολο, f : U → C συνεχής


συνάρτηση κι έστω επιπλέον ότι αυτή έχει παράγουσα στο U .
Τότε, εύκολα αποδεικνύεται ότι, αν γ ⊆ U είναι μια κλειστή καμπύλη, ισχύει:
Z
f (z)dz = 0.
γ

15
2.1.2 Θεώρημα. ΄Εστω φ, g : [a, b] → C συνεχείς συναρτήσεις, όπου τα
a, b ∈ R, a < b. Θέτουμε U = C\g([a, b]) και θεωρούμε την συνάρτηση
f : U → C με τύπο:
Z b
φ(t)
f (t) = dt.
a g(t) − z

Τότε, η συνάρτηση f είναι αναλυτική στο U .


Απόδειξη. Από την συμπάγεια του διαστήματος [a, b] και την συνέχεια της g
έχουμε ότι το g([a, b]) είναι συμπαγές και άρα κλειστό. Επομένως το U είναι
ανοικτό από τον ορισμό του. ΄Ετσι, αν σταθεροποιήσουμε ένα σημείο z0 ∈ U ,
μπορούμε να βρούμε r > 0 τέτοιο ώστε, ∆(zo , r) ⊆ U .
Τώρα, για κάθε z ∈ ∆(z0 , r), προφανώς ισχύει ότι |z − z0 | < r.
Επίσης, για κάθε t ∈ [a, b], ισχύει ότι |g(t) − z0 | ≥ r.
΄Αρα, για κάθε z ∈ ∆(z0 , r) και για κάθε t ∈ [a, b], έχουμε

z − z0
g(t) − z0 < 1

κι επομένως η γεωμετρική σειρά



z − z0 n

X

g(t) − z0
n=0

συγκλίνει. Συγκεκριμένα,

z − z0 n

X 1 g(t) − z0
g(t) − z0 = 1 − z−z0 = g(t) − z .

n=0 g(t)−z0

Διαιρώντας με g(t) − z0 , προκύπτει:



X |z − z0 |n 1
n+1
= . (2.2)
n=0
|g(t) − z0 | g(t) − z

Η συνάρτηση φ είναι φραγμένη, δηλαδή υπάρχει M > 0 τέτοιο ώστε


|φ(t)| < M για κάθε t ∈ [a, b].

16
Τώρα, για κάθε z ∈ ∆(z0 , r) και για κάθε t ∈ [a, b], ισχύει:
n
|z − z0 |n

φ(t)
· |z − z0 |n ≤ M M |z − z0 |

|g(t) − z0 |n+1 · ≤ ·
|g(t) − z0 | |g(t) − z0 |n r r
και η σειρά
∞  n
X M |z − z0 |
·
n=0
r r
συγκλίνει.

Από το Κριτήριο ομοιόμορφης σύγκλισης του Weierstrass , η σείρα



X φ(t)
· (z − z0 )n
n=0
(g(t) − z0 )n+1
συγκλίνει ομοιόμορφα για t ∈ [a, b].

Συγκεκριμένα, πολλαπλασιάζοντας την σχέση (2.2) με φ(t), βλέπουμε ότι :



X φ(t) φ(t)
n+1
· (z − z0 )n = .
n=0
(g(t) − z0 ) g(t) − z
΄Αρα,
Z b ∞ Z b
φ(t) X φ(t)
f (z) = dt = · (z − z0 )n dt.
a g(t) − z n=0 a (g(t) − z0 )n+1
Συνεπώς, η f είναι αναλυτική, καθώς για κάθε z ∈ ∆(z0 , r) και για
Z b
φ(t)
cn = n+1
a (g(t) − z0 )

η f γράφεται στη μορφή



X
f (z) = cn (z − z0 )n .
n=0

΄Εχει ενδιαφέρον να πούμε πως το παραπάνω θεώρημα, ισχύει και στην πε-
ρίπτωση που η συνάρτηση φ είναι κατά τμήματα συνεχής ή, ακόμα γενικότερα,
αν είναι ολοκληρώσιμη κατά Riemann.

17
2.1.2 Το Θεώρημα του Cauchy
Σημείωση: ΄Εστω a, b, c τρία σημεία του μιγαδικού επιπέδου.
Συμβολίζουμε με T = T (a, b, c), το τρίγωνο με κορυφές τα σημεία a, b, c και με
∂T την (προσανατολισμένη) περίμετρο του, δηλαδή, ∂T = [a, b] ∪ [b, c] ∪ [c, a].
Αν τώρα f : ∂T → C είναι μια συνεχής συνάρτηση,
Z Z Z Z
f (z)dz = f (z)dz + f (z)dz + f (z)dz
∂T [a,b] [b,c] [c,a]

2.1.1 Λήμμα. (Cauchy-Goursat)


΄Εστω U ⊆ C ανοικτό σύνολο, f : U → C συνεχής συνάρτηση και z0 ∈ U ,
ώστε η f να είναι ολόμορφη στο U \{z0 }. Τότε, για κάθε τρίγωνο T ⊆ U ισχύει:
Z
f (z)dz = 0.
∂T

Απόδειξη. ΄Εστω T 0 = T ⊆ U τρίγωνο. Χωρίς περιορισμό της γενικότητας,


υποθέτουμε ότι ο προσανατολισμός του T συμπίπτει με τον θετικό προσανατο-
λισμό του επιπέδου. Ακόμη, μπορούμε να υποθέσουμε ότι τα σημεία a, b, c δεν
βρίσκονται στην ίδια ευθεία, αλλιώς κατά τετριμμένο τρόπο, από την συνέχεια
της f θα είχαμε το ζητούμενο. Για την απόδειξη του λήμματος, διακρίνουμε
τέσσερις περιπτώσεις:
Πρώτη περίπτωση: Το σημείο z0 ∈ / T , δηλαδή η συνάρτηση είναι ολόμορφη σε
περιοχή του τριγώνου T . Παίρνοντας τα μέσα των πλευρών του τριγώνου και
συνδέοντας τα μεταξύ των, χωρίζουμε το αρχικό τρίγωνο σε τέσσερα ίσα τρίγω-
να T1 ,T2 ,T3 ,T4 , τα οποία προφανώς είναι όμοια προς το αρχικό και έχουν λόγο
ομοιότητας 1/2. Θεωρούμε τα τρίγωνα αυτά, ως ομοίως προσανατολισμένα με
το αρχικό. Σύμφωνα με το Σχήμα 2, εύκολα παρατηρούμε ότι:
Z Z Z Z Z
f (z)dz = f (z)dz + f (z)dz + f (z)dz + f (z)dz (2.3)
∂T ∂T1 ∂T2 ∂T3 ∂T4

Ας ορίσουμε :
 Z 
1

T := max f (z)dz : i = 1, 2, 3, 4
∂Ti

Τότε από την σχέση (2.3) έχουμε:


Z Z


f (z)dz ≤ 4
f (z)dz .
∂T ∂T 1

18
Σχήμα 2: Πρώτη περίπτωση

Ακόμη,
1 1
µ(∂T 1 ) = µ(∂T ) και διαµ(T 1 ) = διαµ(T ),
2 2
Επαναλαβάνουμε το παραπάνω επιχείρημα για το τρίγωνο T 1 και συνε-
χίζουμε επαγωγικά. ΄Ετσι κατασκευάζουμε μια φθίνουσα ακολουθία τριγώνων
{T n }∞
n=0 , όπου στο n-οστό βήμα ισχύουν τα εξής:
Z Z


f (z)dz ≤ 4 f (z)dz .
∂T n ∂T n+1

1 1
µ(∂T n+1 ) = µ(∂T n ) και διαµ(T n+1 ) = διαµ(T n )
2 2
n ∞
Επομένως, η ακολουθία τριγώνων {T }n=0 έχει τις ακόλουθες ιδιότητες:
Z Z

n


f (z)dz
≤ 4 f (z)dz .

∂T ∂T n

1 1
µ(∂T n ) = µ(∂T ) και διαµ(T n
) = διαµ(T )
2n 2n
Στην ουσία, έχουμε κατασκευάσει μια φθίνουσα ακολουθία μη-κενών κλει-
στών και φραγμένων (συμπαγών) υποσυνόλων του πλήρη μετρικού χώρου C
με limn→∞ διαµ(T n ) = 0. Επομένως, όπως γνωρίζουμε από την Πραγματική
Ανάλυση και συγκεκριμένα από το Θεώρημα Cantor-Frechet,στην τομή όλων
αυτών των τριγώνων θα υπάρχει ακριβώς ένα σημείο w ∈ U , δηλαδή :

\
T n = {w}
n=0

19
΄Εστω  > 0. Από την ύπαρξη της μιγαδικής παραγώγου f 0 (w), υπάρχει
δ > 0 με ∆(w, δ) ⊆ U ώστε αν z ∈ ∆(w, δ) να ισχύει :

f (z) − f (w) 0


z−w − f (w) < 

και επομένως
|f (z) − f (w) − (z − w)f 0 (w)| ≤ |z − w| (2.4)
Επιλέγουμε ένα m ∈ N τέτοιο ώστε διαµ(T m ) < δ. Τότε,

T m ⊆ ∆(w, δ) ⇒ ∂T m ⊆ ∆(w, δ)

Παρατηρούμε ότι, αν w0 ∈ T m και w ∈ T m , τότε |w0 − w| ≤ διαµ(T m ) < δ και


άρα w0 ∈ ∆(w, δ). Από την σχέση (2.4) έπεται ότι:

|f (z) − f (w) − (z − w)f 0 (w)| ≤  · διαµ(T m ) (2.5)

για κάθε z ∈ T m και ειδικά, για κάθε z ∈ ∂T m .

0
R Η συνάρτηση −f (w)−(z−w)f
0
(w) έχει παράγουσα για z ∈ C και επομένως,
∂T m
[−f (w) − (z − w)f (w)]dz = 0. Επομένως, από την τριγωνική ανισότητα
για τα μιγαδικά επικαμπύλια ολοκληρώματα και από την σχέση (2.5) έχουμε:

Z Z
0


[f (z) − f (w) − (z − w)f (w)]dz = f (z)dz ≤ ·διαµ(T m )·µ(∂T m )
∂T m ∂T m

Τέλος, από την κατασκευή του τριγώνου T και την σχέση (2.1.1), έχουμε:
Z Z
m


f (z)dz ≤ 4 · f (z)dz ≤ 4m ·  · διαµ(T m ) · µ(∂T m )
∂T m
∂T

1 1
≤ 4m ·  · m
διαµ(T ) · m µ(∂T )
2 2

=  · διαµ(T ) · µ(∂T )

Εφ΄ όσον, διαµ(T ) και µ(∂T ) είναι σταθερές ποσότητες, κι αφού το  ήταν
τυχόν, συνεπάγεται ότι : Z
f (z)dz = 0.
∂T

20
Σχήμα 3: Δεύτερη περίπτωση

Δεύτερη περίπτωση: Το σημείο z0 είναι κορυφή του τριγώνου T , κι έστω,


χωρίς βλάβη της γενικότητας ότι z0 = a. Ας θεωρήσουμε τώρα σημεία x, y
πάνω στις πλευρές [b, a] και [c, a] του τριγώνου, αντίστοιχα, και κοντά στο
σημείο z0 = a. Τότε όπως φαίνεται κι από το Σχήμα 3
Z Z Z Z
f (z)dz = f (z)dz + f (z)dz + f (z)dz.
∂T ∂T (x,b,c) ∂T (x,c,y) ∂T (x,y,a)

΄Ομως η συνάρτηση f είναι ολόμορφη σε περιοχή των τριγώνων T (x, b, c) και


T (x, c, y), και από την πρώτη περίπτωση,
Z Z
f (z)dz = 0 και f (z)dz = 0
∂T (x,b,c) ∂T (x,c,y)

Παρατηρούμε ότι, limx,y→a (|x − y| + |y − a| + |x − a|) = 0 και


Z  


f (z)dz ≤ sup |f | · µ(∂T (x, y, a))

∂T (x,y,a) T

 
= sup |f | · (|x − y| + |y − a| + |x − a|)
T

΄Αρα,
Z
f (z)dz = 0
∂T (x,y,a)

και συνεπώς, Z
f (z)dz = 0.
∂T

21
Σχήμα 4: Τρίτη περίπτωση

Τρίτη περίπτωση: Το σημείο z0 είναι εσωτερικό σημείο του τριγώνου T .


Σύμφωνα με το Σχήμα 4, αρκεί να γράψουμε:
Z Z Z Z
f (z)dz = f (z)dz + f (z)dz + f (z)dz (2.6)
∂T ∂T (z0 ,a,b) ∂T (z0 ,b,c) ∂T (z0 ,c,a)

κι έτσι από την προηγούμενη περίπτωση, και τα τρία ολοκληρώματα στο δεξιό
μέρος της σχέσης (2.6), μηδενίζονται.
Τέταρτη περίπτωση: Η περίπτωση κατά την οποία το σημείο z0 βρίσκεται
πάνω σε κάποια πλευρά του τριγώνου, είναι πιο απλή και παρόμοια με την προη-
γούμενη.

22
Στην συνέχεια θα δείξουμε το Θεώρημα της ύπαρξης παραγουσών σε κυρτά
σύνολα. Το θεώρημα αυτό, αποτελεί βασικό πυλώνα όχι μόνο για την απόδειξη
του Θεωρήματος Cauchy αλλά και για την απόδειξη του Θεωρήματος Morera.
Εδώ, υπενθυμίζουμε τον ορισμό ενός κυρτού συνόλου αλλά και τον ορισμό του
δείκτη στροφής μιας καμπύλης.

2.1.3 Ορισμός. (Κυρτό σύνολο) ΄Ενα σύνολο K ⊆ C είναι κυρτό, αν για


κάθε δύο σημεία του συνόλου αυτού, το ευθύγραμμο τμήμα που ορίζουν είναι
μέσα στο σύνολο, δηλαδή :

∀x, y ∈ K, [x, y] ⊆ K

2.1.4 Ορισμός. (Δείκτης στροφής) ΄Εστω κλειστή καμπύλη γ : [a, b] → C


και z ∈ C\γ. Ο δείκτης στροφής της καμπύλης γ ως προς το z, είναι μια
συνάρτηση δγ (z) : C\γ → Z με τύπο:
Z
1 1
δγ (z) = · dζ.
2πi γ ζ − z

Η γεωμετρική σημασία του δγ (z) , είναι ο αριθμός που δείχνει πόσες φορές η
καμπύλη γ περιφέρεται γύρω από το σημείο z. Σημειώνουμε, πως κάθε «θετική»
περιφορά, συνεισφέρει +1 στον ακέραιο δγ (z), και κάθε «αρνητική» περιφορά
συνεισφέρει −1. ΄Ενα άμεσο παράδειγμα είναι το εξής:
Ας σκεφτούμε έναν κύκλο C(a, r) κέντρου a και ακτίνας r. Κάθε σημείο που
βρίσκεται στον ανοικτό δίσκο ∆(a, r) έχει δείκτη στροφής 1. Ενώ, κάθε σημείο
εκτός του ∆(a, r), έχει δείκτη στροφής 0.
Με το παρακάτω σχήμα, ο ορισμός γίνεται ακόμη πιο σαφής.

23
2.1.3 Θεώρημα. (΄Υπαρξη παραγουσών σε κυρτά σύνολα)
΄Εστω U ⊆ C ανοικτό και κυρτό σύνολο και f : U → C συνεχής συνάρτηση με
την ιδιότητα, για κάθε τρίγωνο T ⊆ U να ισχύει:
Z
f (z)dz = 0.
∂T

Τότε, η f έχει παράγουσα στο U . Μάλιστα δε, αν σταθεροποιήσουμε ένα σημείο


z0 ∈ U και ορίσουμε την συνάρτηση F : U → C με τύπο:
Z
F (z) = f (ζ)dζ
[z0 ,z]

η συνάρτηση F είναι ολόμορφη στο U και F 0 (w) = f (w), για κάθε w ∈ U .


Απόδειξη. ΄Εστω z0 ∈ U σταθερό κι έστω w ∈ U τυχαίο, αλλά σταθερό.
Για κάθε z ∈ U με z 6= w, θεωρούμε το τρίγωνο T = T (z0 , z, w). Από την
κυρτότητα του συνόλου U - βλέπε Σχήμα 5 - προκύπτει άμεσα ότι T ⊆ U .

24
Τώρα, από την υπόθεση έχουμε ότι:
Z Z Z Z
f (z)dz = 0 ⇒ f (ζ)dζ + f (ζ)dζ + f (ζ)dζ = 0
∂T [z0 ,z] [z,w] [w,z0 ]

Z
⇒ F (z) + f (ζ)dζ − F (w) = 0
[z,w]
Z
⇒ F (z) − F (w) = f (ζ)dζ
[w,z]

F (z) − F (w)
Z
w6=z 1
==⇒ = · f (ζ)dζ
z−w z−w [w,z]

F (z) − F (w)
Z
1
⇒ − f (w) = · f (ζ)dζ − f (w)
z−w z−w [w,z]

F (z) − F (w)
Z
1
⇒ − f (w) = · [f (ζ) − f (w)]dζ
z−w z−w [w,z]

25
Σχήμα 5: Το τρίγωνο T = T (z0 , z, w) ⊆ U

Τώρα θεωρούμε τυχόν  > 0. Από την συνέχεια της f στο w ∈ U , υπάρχει
δ > 0 με ∆(w, δ) ⊆ U , έτσι ώστε, αν z ∈ ∆(w, δ) τότε |f (z) − f (w)| < 2 .
Το z ∈ ∆(w, δ), άρα [w, z] ⊆ ∆(w, δ) και επομένως, αφού ζ ∈ [w, z] έπεται ότι
και το ζ ∈ ∆(w, δ). Συνεπώς, |f (ζ) − f (w)| < 2 .

Συνεπώς, για κάθε z ∈ ∆(w, δ), z 6= w και για κάθε  > 0 έχουμε:
Z
F (z) − F (w) 1
− f (w) = · [f (ζ) − f (w)]dζ
z−w |z − w| [w,z]

1 
< · · |z − w|
|z − w| 2

< .

΄Αρα, υπάρχει η παράγουσα της f και F 0 (w) = f (w), για κάθε w ∈ U .

26
Φτάσαμε λοιπόν στην καρδιά του κεφαλαίου αυτού, στο Θεώρημα του
Cauchy, δηλαδή το Τοπικό Θεώρημα του Cauchy και στον Ολοκληρωτικό
τύπο του. Μετά το πέρας των αποδείξεων, θα ακολουθήσουν σχόλια σχετικά
με την σημασία του Ολοκληρωτικού τύπου του Cauchy, αλλά και ορισμένες
ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις. Στο Σχήμα 6 σκιαγραφούμε τα -προς απόδειξη-
Θεωρήματα.

Σχήμα 6: Αν η f είναι ολόμορφη σε κυρτή περιοχή U της καμπύλης γ, τότε


R 1
R f (ζ)
γ
f (z)dz = 0. Κι αν το σημείο z ∈ U \γ, τότε f (z) · δ γ (z) = 2πi
· γ ζ−z
dζ.

2.1.4 Θεώρημα. (Τοπικό Θεώρημα του Cauchy)


΄Εστω U ⊆ C ανοικτό και κυρτό σύνολο, f : U → C συνεχής συνάρτηση και
z0 ∈ U , ώστε η f να είναι ολόμορφη στο U \{z0 }. Τότε, για κάθε κλειστή
καμπύλη γ ⊆ U ισχύει: Z
f (z)dz = 0.
γ

Απόδειξη. ΄Εστω κλειστή καμπύλη γ ⊆ U . Από το λήμμα Cauchy-Goursat,


έπεται ότι για κάθε τρίγωνο T ⊆ U , ισχύει:
Z
f (z)dz = 0.
∂T
Από το Θεώρημα ύπαρξης παραγουσών, η f έχει παράγουσα στο U και αφού η
καμπύλη γ είναι κλειστή, έπεται ότι:
Z
f (z)dz = 0.
γ

27
2.1.5 Θεώρημα. (Ολοκληρωτικός Τύπος του Cauchy)
΄Εστω U ⊆ C ανοικτό και κυρτό σύνολο, f : U → C ολόμορφη συνάρτηση και
κλειστή καμπύλη γ ⊆ U . Τότε, για κάθε z ∈ U \γ ισχύει:
Z
1 f (ζ)
f (z) · δγ (z) = · dζ. (2.7)
2πi γ ζ − z
Αν, επιπλέον, η f είναι ολόμορφη σε περιοχή του κλειστού δίσκου ∆(a, r) ⊆ U ,
τότε: Z
1 f (ζ)
f (z) = · dζ. (2.8)
2πi C(a,r) ζ − z
Απόδειξη. Σταθεροποιούμε ένα z ∈ U \γ. Θεωρούμε την συνάρτηση g : U → C
με τύπο:
 f (ζ)−f (z)
ζ−z
αν ζ 6= z
g(ζ) = 0
f (z) αν ζ = z
Παρατηρούμε ότι η g είναι συνεχής στο z:
f (ζ) − f (z)
lim g(ζ) = lim = f 0 (z) = g(ζ).
ζ→z ζ→z ζ −z
Η g είναι -προφανώς- ολόμορφη στο U \{z}, και συνεχής στο U . Συνεπώς, από
το Τοπικό Θεώρημα του Cauchy , έπεται ότι:
f (ζ) − f (z)
Z Z
g(ζ)dζ = 0 ⇒ dζ = 0
γ γ ζ −z
Z Z
f (ζ) f (z)
⇒ dζ − dζ = 0
γ ζ −z γ ζ −z
Z Z
1 f (ζ)
⇒ f (z) · dζ = dζ
γ ζ −z γ ζ −z
Z
f (ζ)
⇒ f (z) · δγ (z) · 2πi = dζ
γ ζ −z
Z
1 f (ζ)
⇒ f (z) · δγ (z) = · dζ.
2πi γ ζ −z
Η σχέση (2.8) προκύπτει άμεσα, από την (2.7), καθώς ο δείκτης στροφής
του κύκλου C(a, r) γύρω από ένα σημείο z ∈ ∆(a, r) είναι 1.

28
Η σημασία του Ολοκληρωτικού τύπου του Cauchy:

Η πρώτη παρατήρηση που μπορούμε να κάνουμε για τον ολοκληρωτικό τύπο


του Cauchy είναι ότι μ΄ αυτόν υπολογίζουμε μια κατηγορία μιγαδικών επικα-
μπύλιων ολοκληρωμάτων. Η θεωρητική σημασία του τύπου, πηγάζει από το ότι
μας δίνει την δυνατότητα υπολογισμού των τιμών της συνάρτησης στο εσωτερι-
κό ενός κυρτού συνόλου. Για παράδειγμα, αν μια συνάρτηση f είναι ολόμορφη
στον κλειστό δίσκο ∆(a, r), τότε:
Z
1 f (ζ)
f (z) = · dζ. (2.9)
2πi C(a,r) ζ − z

Δηλαδή οι τιμές f (z), για z ∈ ∆(a, r), καθορίζονται και υπολογίζονται από
τις τιμές f (ζ), για ζ ∈ C(a, r), της συνάρτησης πάνω στον κύκλο C(a, r).
Μάλιστα, μπορούμε να πούμε ότι η ολόμορφη συνάρτηση f (z), για z ∈ ∆(a, r),
είναι «συνδυασμός» των συναρτήσεων:

1
, ζ ∈ C(a, r)
ζ −z
δηλαδή συνδυασμός που δίδεται από το συγκεκριμένο ολοκλήρωμα:
Z
1 f (ζ)
· dζ.
2πi C(a,r) ζ − z

Γι΄ αυτό ενίοτε αναφερόμαστε στον τύπο του Cauchy σαν τον ολοκληρωτικό
τύπο αναπαράστασης του Cauchy. Δηλαδή «αναπαριστούμε» την συνάρτηση
σαν ένα ολοκλήρωμα - το ολοκλήρωμα του Cauchy.

Επίσης, αν θυμηθούμε την θεμελιώδη φύση του ολοκληρώματος - ότι δη-


λαδή προσεγγίζεται από αθροίσματα Riemann - τότε βλέπουμε ότι η ολόμορφη
συνάρτηση f (z), για z ∈ ∆(a, r), προσεγγίζεται από αθροίσματα της μορφής:
N
1 X f (ζj )
· δζj .
2πi j=1 ζj − z

29
Είναι κάπως εντυπωσιακό ότι η μεταβλητή z, στα ανωτέρω προσεγγίζοντα
αθροίσματα, δεν βρίσκεται «μπλεγμένη» με την συνάρτηση. «Φεύγει» τρόπον
τινά από την ποσότητα f (z) και εμφανίζεται με εντελώς συγκεκριμένο τρόπο
στις συναρτήσεις:
1
, ζ ∈ C(a, r)
ζ −z

Ο τύπος του Cauchy σε αστρόμορφα σύνολα:

Μια ιδιαίτερη και ενδιαφέρουσα παρατήρηση, είναι ότι το θεώρημα της ύπαρ-
ξης παραγουσών αποδεικνύεται και για αστρόμορφα σύνολα. Κατ΄ επέκταση, το
Θεώρημα του Cauchy ισχύει και για αστρόμορφα σύνολα. Ας υπενθυμίζουμε
ότι, ένα σύνολο A ⊆ C λέγεται αστρόμορφο αν υπάρχει ένα σημείο a ∈ A,
έτσι ώστε, για κάθε z ∈ A, το ευθύγραμμο τμήμα [a, z] ⊆ A.

30
2.1.1 Πρόταση. ΄Εστω U ⊆ C ανοικτό σύνολο και f : U → C ολόμορφη
συνάρτηση. ΄Επεται ότι:
(1) η f είναι αναλυτική στο U και
(2) αν a ∈ U και r > 0, με ∆(a, r) ⊆ U , τότε για κάθε z ∈ ∆(a, r) ισχύει:
Z
(n) n! f (ζ)
f (z) = · dζ.
2πi C(a,r) (ζ − z)n+1

Απόδειξη. ΄Εστω a ∈ U και r > 0, με ∆(a, r) ⊆ U , τότε από το προηγούμενο


θεώρημα, για κάθε z ∈ ∆(a, r) έχουμε ότι:
Z
1 f (ζ)
f (z) = · dζ
2πi C(a,r) ζ − z

και άρα

f (γ(t)) · γ 0 (t)
Z
1
f (z) = · dt.
2πi 0 γ(t) − z

Από το Θεώρημα 2.1.2 συμπεραίνουμε πως η f είναι αναλυτική στο ∆(a, r).

Τέλος,

f (γ(t)) · γ 0 (t)
Z
(n) n!
f (z) = · dt
2πi 0 (γ(t) − z)n+1
απ΄ όπου έπεται η προς απόδειξη σχέση.

΄Οπως είχαμε προαναφέρει, οι δύο ορισμοί, της αναλυτικής και


της ολόμορφης συνάρτησης, είναι ισοδύναμοι. Από την τελευταία
πρόταση, είναι άμεσα αντιληπτό πως μια ολόμορφη συνάρτηση ορισμένη σε ένα
ανοικτό σύνολο, είναι αναλυτική - δηλαδή τοπικά παραστάσιμη σε δυναμοσειρά
- και επομένως απεριόριστα παραγωγίσιμη. Αυτή η ιδιότητα των µιγαδικών
συναρτήσεων δεν έχει κάποιο ανάλογο στην Πραγµατική Ανάλυση. Εδώ, αν
η f είναι αναλυτική σ’ ένα ανοιχτό σύνολο U , τότε η f είναι
απείρως παραγωγίσιµη, και µάλιστα η n-τάξης παράγωγός της
µπορεί να βρεθεί αν παραγωγίσουµε n φορές τον Ολοκληρωτικό
Τύπο του Cauchy. Συνέπεια αυτού αποτελεί το εξής ειδικό συμπέρασμα:

31
2.1.1 Πόρισμα. ΄Εστω U ⊆ C ανοικτό σύνολο και g : U → C ολόμορφη
συνάρτηση. Τότε, η g 0 είναι επίσης ολόμορφη.

Θεώρημα Morera - Αντίστροφο Λήμματος Cauchy-Goursat:

Στο Λήμμα των Cauchy-Goursat, είδαµε ότι αν η f είναι ολόμορφη πάνω σ’


ένα ανοιχτό και κυρτό σύνολο U , τότε το ολοκλήρωµα της πάνω σε οποιοδήποτε
τρίγωνο του U είναι μηδέν. Θα δείξουµε ότι ισχύει το αντίστροφο, αλλά χωρίς
την υπόθεση τής κυρτότητας. Η απόδειξη αυτή, δεν μας χρειάζεται για την
απόδειξη του Θεμελιώδους Θεωρήματος της ΄Αλγεβρας. Ωστόσο θα την δούμε,
διότι ούτως ή άλλως μέχρι τώρα έχουμε αναπτύξει τα εργαλεία που χρειάζονται
για την υλοποίηση της, κι από την άλλη, είναι κομψή και σύντομη.

2.1.6 Θεώρημα. (Θεώρημα Morera)


΄Εστω U ⊆ C ανοικτό σύνολο, f : U → C συνεχής συνάρτηση, ώστε για κάθε
τρίγωνο T ⊆ U να ισχύει: Z
f (z)dz = 0.
∂T
Τότε, η f είναι ολόμορφη στο U .
Απόδειξη. Αρκεί να δείξουμε ότι είναι τοπικά ολόμορφη, δηλαδή, ολόμορφη σε
κάθε δίσκο του U . ΄Εστω a ∈ U και r > 0 τέτοια ώστε, ∆(a, r) ⊆ U . Ο
δίσκος ∆(a, r) είναι προφανώς ανοικτό και κυρτό σύνολο, και παράλληλα, από
την υπόθεση έχουμε ότι για κάθε T ⊆ ∆(a, r) ⊆ U ισχύει:
Z
f (z)dz = 0.
∂T

Παρατηρούμε ότι ικανοποιούνται οι υποθέσεις του Θεωρήματος ύπαρξης παρα-


γουσών, και συνεπώς, υπάρχει ολόμορφη συνάρτηση F : ∆(a, r) → C τέτοια
ώστε F 0 (z) = f (z) για κάθε z ∈ ∆(a, r).
Από το προηγούμενο πόρισμα, αφού η F είναι ολόμορφη στον ∆(a, r), θα
έχουμε ότι και η F 0 = f θα είναι ολόμορφη στον ∆(a, r).
Επομένως, η f είναι ολόμορφη στο U .

32
2.1.3 Συνέπειες του Θεωρήματος Cauchy
Λίγο πριν φτάσουμε στην πρώτη απόδειξη του Θεμελιώδους Θεωρήματος της
΄Αλγεβρας, μας μένει να δούμε τις πιο βασικές συνέπειες του Θεωρήματος
Cauchy, τις εκτιμήσεις του Cauchy, αλλά και το Θεώρημα του Li-
ouville. Οι εκτιμήσεις του Cauchy, χρησιμεύουν για την απόδειξη του Θεω-
ρήματος του Liouville, κι αυτό με την σειρά του χρησιμεύει για την απόδειξη
του Θεμελιώδους Θεωρήματος της ΄Αλγεβρας. Φυσικά, συνέπεια του τύπου
του Cauchy είναι και η αναλυτικότητα των ολόμορφων συναρτήσεων, που ήδη
έχουμε μελετήσει.
2.1.7 Θεώρημα. (Εκτιμήσεις του Cauchy ) ΄Εστω U ⊆ C ανοικτό σύνολο και
f : U → C ολόμορφη συνάρτηση. ΄Εστω ακόμη, a ∈ U , r > 0 με ∆(a, r) ⊆ U ,
και M = M (a, r) < ∞ ώστε |f (ζ)| ≤ M , για κάθε ζ ∈ C(a, r). Τότε για κάθε
n ∈ N ισχύει:
n! · M
|f (n) (a)| ≤ .
rn
Απόδειξη. Από την Πρόταση 2.1.1, έχουμε:
Z
(n) n! f (ζ)
f (a) = · dζ.
2πi C(a,r) (ζ − a)n+1
΄Εστω τώρα ζ ∈ C(a, r), τότε για κάθε n ∈ N ισχύει:

f (ζ) |f (ζ)| |f (ζ)| M
(ζ − a)n+1 = |ζ − a|n+1 = rn+1 ≤ rn+1

Συνεπώς, για κάθε n ∈ N έχουμε:


Z
(n) n! f (ζ)
|f (a)| = · n+1

2π C(a,r) (ζ − a)

n! M
≤ · · 2πr
2π rn+1
n! · M
= .
rn

2.1.3 Παρατήρηση. Για n = 1, έχουμε:


M
|f 0 (a)| ≤ .
r

33
Μια ολόμορφη συνάρτηση f : C → C λέγεται και ακέραια. Σύμφωνα
με το επόμενο θεώρημα, μια τέτοια συνάρτηση, δεν μπορεί να είναι φραγμένη.
Εκτός βέβαια, αν είναι σταθερή.

2.1.8 Θεώρημα. (Liouville) Κάθε ακέραια και φραγμένη συνάρτηση, είναι


αναγκαστικά σταθερή.
Απόδειξη. ΄Εστω f ακέραια συνάρτηση κι έστω M < ∞ ώστε |f (z)| ≤ M , για
κάθε z ∈ C. Σταθεροποιούμε ένα z ∈ C και για κάθε r > 0, θεωρούμε τον
κλειστό δίσκο ∆(z, r). Τότε |f (ζ)| ≤ M , για κάθε ζ ∈ C(z, r).

Από το προηγούμενο θεώρημα και την παρατήρηση που το ακολουθεί, έπεται


ότι για κάθε r > 0 ισχύει:
M
|f 0 (z)| ≤ .
r
΄Αρα,
M
|f 0 (z)| ≤ lim = 0.
r→∞ r

Επομένως, f 0 (z) = 0 για κάθε z ∈ C και συνεπώς από το Λήμμα 1.2.1,


η f είναι σταθερή.

΄Εχοντας αναπτύξει όλα τα απαραίτητα εργαλεία, μπορούμε πλεόν να δούμε


την πρώτη απόδειξη του Θεμελιώδους Θεωρήματος της ΄Αλγεβρας - ως συνέπεια
του Θεωρήματος του Liouville.

34
2.1.9 Θεώρημα. (Θεμελιώδες Θεώρημα της ΄Αλγεβρας)
Εάν το p(z) ∈ C[x] είναι μη-σταθερό, τότε διαθέτει τουλάχιστον μια μιγαδική
θέση μηδενισμού.
Απόδειξη. ΄Εστω μη-σταθερό πολυώνυμο p(z) = a0 + a1 z + ... + an z n , όπου
deg(p) = n ≥ 1. Για z 6= 0, έχουμε:
a a1 an−1 
0
p(z) = z n · n + n−1 + ... + + an .
z z z
΄Ομως, καθώς το z → ∞, έπεται ότι και το z n → ∞ και επομένως:
a0 a1 an−1
n
→ 0 , n−1 → 0 , ... , → 0.
z z z
Οπότε, limz→∞ p(z) = ∞ · an = ∞.

Υποθέτουμε, προς άτοπο, ότι το p(z) δεν έχει θέσεις μηδενισμού στο C,
δηλαδή, p(z) 6= 0 για κάθε z ∈ C. Τότε, ορίζεται η ακέραια συνάρτηση
f : C → C με τύπο:
1
f (z) = .
p(z)
1
΄Εχουμε, limz→∞ f (z) = limz→∞ p(z) = 0. Επομένως, για  = 1 υπάρχει R > 0
ώστε αν |z| > R να ισχύει: |f (z)| < 1. Η f είναι φραγμένη στον κλειστό
δίσκο ∆(z, r), καθώς είναι συνεχής και το ∆(z, r) είναι συμπαγές σύνολο.
Συνεπώς, υπάρχει M < ∞ ώστε |f (z)| ≤ M για κάθε z ∈ ∆(z, r). Αφενός,
για |z| > R, ισχύει |f (z)| < 1, κι αφετέρου για z ≤ R ισχύει |f (z)| < M .
Οπότε, |f (z)| ≤ M + 1, για κάθε z ∈ C.

Δηλαδή, η f είναι ακέραια και φραγμένη. Συνεπώς, από το Θεώρημα του


Liouville, η f είναι σταθερή και άρα, p(z) σταθερό. ΄Ατοπο.

35
2.2 Δεύτερη Απόδειξη
2.2.1 Λήμμα. (Θεώρημα Ενδιάμεσης Τιμής και η προκύπτουσα Ανισότητα)
΄Εστω U ⊆ C ανοικτό σύνολο, f : U → C μια αναλυτική συνάρτηση και
∆ = ∆(a, r) ⊆ U κυκλικός δίσκος ακτίνας r > 0 και κέντρου a ∈ U . Τότε:
Z 2π
1
f (a) = f (a + reit )dt (2.10)
2π 0
και επιπλέον:

|f (a)| ≤ sup |f | (2.11)


|z−a|=r

Απόδειξη. Τώρα, από τον Ολοκληρωτικό τύπο του Cauchy, έχουμε:


Z
1 f (z)
f (a) = dz
2πi |z−a|=r z − a
Από την αναπαραμέτρηση z = a + reit για t ∈ [0, 2π], του κύκλου C(a, r)
προκύπτει το εξής:
Z 2π Z 2π
1 f (a + reit ) it 1
f (a) = · ire dz = f (a + reit )dt
2πi 0 reit 2π 0
Τέλος, συμπεραίνουμε ότι:
1 Z 2π
it
|f (a)| = f (a + re )dt

2π 0

1
≤ · sup |f | · µ(|z − a| = r)
2π |z−a|=r

= sup |f |
|z−a|=r

2.2.2 Λήμμα. (Λήμμα της Αύξησης) ΄Εστω p(z) = a0 + a1 z + ... + an z n ένα


μιγαδικό πολυώνυμο με deg(p) = n ≥ 1. Τότε, υπάρχει κάποιο R ≥ 1 τέτοιο
ώστε για κάθε z ∈ C με |z| ≥ R να ισχύει :
1
|an ||z n | ≤ |p(z)| ≤ 2|an ||z|n (2.12)
2
Ειδικότερα, έπεται ότι lim|z|→∞ |p(z)| = ∞.

36
Απόδειξη. ΄Εστω q(z) = |a0 | + |a1 ||z| + ... + |an−1 ||z|n−1 . Τότε από την τρι-
γωνική ανισότητα προκύπτει :
|an ||z|n − q(z) ≤ |p(z)| ≤ |an ||z|n + q(z)
Τώρα, για |z| ≥ 1 και i < n έχουμε |z|i ≤ |z|n−1 . ΄Αρα, q(z) ≤ s · |z|n−1 , όπου
Pn−1
s = i=0 |ai |.
Συνεπώς, έχοντας υπ΄ όψιν το γεγονός ότι το μιγαδικό πολυώνυμο p είναι βαθ-
μού n ≥ 1 και άρα an 6= 0, το ζητούμενο του Λήμματος έπεται θέτοντας:
R = max{1, 2s|an |−1 }

2.2.1 Θεώρημα. (Θεμελιώδες Θεώρημα της ΄Αλγεβρας)


Εάν το p(z) ∈ C[x] είναι μη-σταθερό, τότε διαθέτει τουλάχιστον μια μιγαδική
θέση μηδενισμού.
Απόδειξη. ΄Εστω p(z) = a0 + a1 z + ... + an z n ένα μιγαδικό πολυώνυμο με
deg(p) = n ≥ 1. Υποθέτουμε προς άτοπο ότι το p(z) δεν έχει θέσεις μηδενι-
σμού στο C. Θεωρούμε το πολυώνυμο :
p̄(z) = a¯0 + a¯1 z + ... + a¯n z n
Τότε, p̄(z̄) = p(z), για κάθε z ∈ C, και επομένως το g(z) = p(z) · p(z) έχει
βαθμό 2n και καμία θέση μηδενισμού στο C.
1
Επιπλέον, έχουμε g(x) = |p(x)|2 > 0 για κάθε x ∈ R. Τώρα εφ΄ όσον η g(z)
είναι αναλυτική στο C, από το Θεώρημα του Cauchy προκύπτει ότι για κάθε
r > 0 ισχύει: Z r Z
1 1
2
dx + dz = 0 (2.13)
−r |p(x)| γr g(z)

όπου γr = reit , για t ∈ [0, π] - βλέπε Σχήμα 7 - να είναι το ημικύκλιο ακτίνας


r και κέντρου 0.
Λόγω του Λήμματος Αύξησης, έχουμε:
|g(z)|−1 ≤ M |z|−2n ,
όπου M = 2|an |−2 για |z| ≥ r με το r αρκούντως μεγάλο.
Τότε για ένα τέτοιο r ισχύει:
Z 1 1
dz ≤ max πr ≤ πM r−(2n−1) ,

g(z) g(z)

γr γr

37
δηλαδή, Z
1
lim dz = 0
r→∞ γr g(z)
εφ΄ όσον n ≥ 1. ΄Ομως τότε, σύμφωνα με την σχέση 2.13 θα πρέπει :
Z r
1
lim dx = 0
r→∞ −r |p(x)|2

που είναι άτοπο, καθώς |p(x)|2 > 0.

Σχήμα 7: Το ημικύκλιο ακτίνας r και κέντρου 0.

38
2.3 Τρίτη Απόδειξη
2.3.1 Θεώρημα. (Θεμελιώδες Θεώρημα της ΄Αλγεβρας)
Εάν το p(z) ∈ C[x] είναι μη-σταθερό, τότε διαθέτει τουλάχιστον μια μιγαδική
θέση μηδενισμού.
Απόδειξη. ΄Εστω p(z) = a0 + a1 z + ... + an z n ένα μιγαδικό πολυώνυμο με
deg(p) = n ≥ 1. Υποθέτουμε, προς άτοπο, ότι το p(z) δεν έχει θέσεις μηδε-
1
νισμού στο C. Τότε, η |f (z)| = p(z) είναι αναλυτική στο C. Τώρα, για κάθε
κυκλικό δίσκο ∆(0, r) ακτίνας r > 0 και κέντρου 0, έχουμε:

f (0) ≤ sup |f (z)|


|z|=r

λόγω της ανισότητας 2.11. Από το Λήμμα της Αύξησης θα πρέπει:

lim |f (z)| = 0
z→∞

και συνεπώς, f (0) = 0, που είναι άτοπο, καθώς αντιβαίνει στο γεγονός ότι:

1
f (0) = 6= 0.
p(0)

39
2.4 Τέταρτη Απόδειξη
Μια αναδιατύπωση του Θεωρήματος 1.2.1 (Αρχή Μεγίστου Μέτρου) που απο-
δείξαμε στο πρώτο κεφάλαιο :

2.4.1 Θεώρημα. (Αρχή Μεγίστου Μέτρου)


΄Εστω U ⊆ C ανοικτό και συνεκτικό σύνολο, a ∈ U και f : U → C μη-σταθερή
αναλυτική συνάρτηση. Τότε, κάθε δίσκος ∆(a, r) ⊆ U ακτίνας r > 0 και
κέντρου a, περιέχει και σημεία z, τέτοια ώστε |f (z)| > |f (a)|.

2.4.1 Πόρισμα. (Αρχή Μεγίστου)


΄Εστω U ⊆ C ανοικτό και συνεκτικό σύνολο, f : U → C αναλυτική συνάρτηση
κι έστω ότι υπάρχει κάποιο σημείο a ∈ U που είναι τοπικό μέγιστο της f (z),
δηλαδή υπάρχει ένας δίσκος ∆(a, r) ⊆ U ακτίνας r > 0 και κέντρου a με
|f (z)| ≤ |f (a)| για κάθε z ∈ ∆(a, r). Τότε, η f είναι σταθερή επί του U .

2.4.2 Πόρισμα. (Αρχή Ελαχίστου)


΄Εστω U ⊆ C ανοικτό και συνεκτικό σύνολο, f : U → C αναλυτική συνάρτηση
κι έστω ότι υπάρχει κάποιο σημείο a ∈ U που είναι τοπικό ελάχιστο της f (z),
δηλαδή υπάρχει ένας δίσκος ∆(a, r) ⊆ U ακτίνας r > 0 και κέντρου a με
|f (a)| ≤ |f (z)| για κάθε z ∈ ∆(a, r). Τότε, είτε η f είναι σταθερή επί του U
είτε f (a) = 0.

Σε αυτό το σημείο θα διατυπώσουμε ένα-πολύ χρήσιμο για την απόδειξη-


Πόρισμα, το οποίο βασίζεται στην εξής :

2.4.1 Πρόταση. ΄Ενα πολυώνυμο υπεράνω ενός σώματος, μπορεί να έχει


μόνον πεπερασμένου πλήθους θέσεις μηδενισμού.

2.4.3 Πόρισμα. Εάν το p(z) ∈ C[x] είναι μη-σταθερό, τότε δεν μπορεί να
είναι πουθενά τοπικώς σταθερό.
Απόδειξη. Υποθέτουμε προς άτοπο ότι υπάρχει μια ανοικτή περιοχή U ⊂ C,
τέτοια ώστε το πολυώνυμο p(z) να είναι σταθερό επί της U .
Επομένως, p(z) = c για κάθε z ∈ U . Τότε, το πολυώνυμο g(z) = p(z) − c
θα είχε άπειρου πλήθους θέσεις μηδενισμού, που είναι άτοπο.

40
2.4.2 Θεώρημα. (Θεμελιώδες Θεώρημα της ΄Αλγεβρας)
Εάν το p(z) ∈ C[x] είναι μη-σταθερό, τότε διαθέτει τουλάχιστον μια μιγαδική
θέση μηδενισμού.
Απόδειξη. ΄Εστω p(z) = a0 + a1 z + ... + an z n ένα μιγαδικό πολυώνυμο με
deg(p) = n ≥ 1. Για κάθε r > 0 θεωρούμε τον κλειστό δίσκο ∆r = ∆(0, r)
ακτίνας r > 0 και κέντρου 0. Κάθε ∆r είναι συμπαγές σύνολο και επειδή η
p(z) είναι συνεχής συνάρτηση ως πολυώνυμο, το |p(z)| έχει ελάχιστο σε κάποιο
σημείο zr ∈ ∆r . Από το Λήμμα της Αύξησης, είδαμε ότι:

lim |p(z)| = ∞.
|z|→∞

Αυτό, μας δίνει την δυνατότητα να μπορούμε να επιλέξουμε κάποιο R αρκούντως


μεγάλο κατά τέτοιον τρόπο, ώστε αυτό το σημείο ελαχίστου zR να ανήκει στο
εσωτερικό του ∆R . Προς διαπίστωση αυτού, επιλέγουμε κάποιο s > 0 με
|p(z)| > |a0 | = |p(0)| για |z| > s και κατόπιν κάποιο R > s. Παρατηρούμε ότι
επί του συνόρου του ∆R ισχύει |p(z)| > |p(0)| και, ως εκ τούτου, το ελάχιστο
επί του συμπαγούς συνόλου ∆R πρέπει να βρίσκεται στο εσωτερικό του.

Συνεπώς, υπάρχει κάποιο zR που ανήκει στο εσωτερικό του ∆r , τέτοιο ώστε
|p(zR )| ≤ |p(z)| για κάθε z ∈ ∆R . Τώρα, αφού το zR ανήκει στο εσωτερικό
του ∆R θα υπάρχει κάποιο  > 0 με ∆ = ∆ (zR ), δηλαδή δίσκος ακτίνας  και
κέντρου zR , ώστε να περιέχεται στο ∆R .

΄Ομως, εφ΄ όσον το p(z) είναι παντού αναλυτικό, θα είναι αναλυτικό και
επί του ∆ και επιπροσθέτως θα ισχύει |p(zR )| ≤ |p(z)| για κάθε z ∈ ∆ .
Από την αρχή του ελαχίστου έχουμε ότι, είτε το p(z) είναι τοπικώς σταθερό
επί του ∆ είτε p(zR ) = 0. Αλλά, σύμφωνα με το προηγούμενο Λήμμα, ένα
μη-σταθερό πολυώνυμο δεν μπορεί να είναι πουθενά τοπικώς σταθερό και άρα,
p(zR ) = 0.

41
3 Πολυώνυμα και Μιγαδικά Πολυώνυμα
3.1 Ο Δακτύλιος Πολυωνύμων υπεράνω Σώματος
Εάν το F είναι ένα σώμα και ο n είναι ένας μη-αρνητικός ακέραιος αριθμός,
τότε, ονομάζουμε πολυώνυμο βαθμού n υπεράνω του F κάθε επίτυπο
άθροισμα της μορφής :

p(x) = a0 + a1 x + ... + an xn

με ai ∈ F για i = 0, ..., n, για an 6= 0 και x μια μεταβλητή.


Συμβολίζουμε με degp(x) τον βαθμό του πολυωνύμου p(x).

Ακόμη, συμβολίζουμε με F [x] το σύνολο όλων των πολυωνύμων υπεράνω


του F και με Fn [x] το σύνολο όλων των πολυωνύμων υπεράνω του F με βαθμό
ίσο ή μικρότερο του n, συμπεριλαμβανομένου και του μηδενικού πολυωνύμου.
Στη συνέχεια θα δούμε ότι το F [x] αποτελεί έναν δακτύλιο, οι ιδιότητες του
οποίου είναι περίπου ίδιες με τις αντίστοιχες ιδιότητες του δακτυλίου των ακε-
ραίων.

3.1.1 Παρατήρηση. ΄Εστω μη-μηδενικά πολυώνυμα p(x), q(x) ∈ F [x].


΄Εχουμε τις εξής προφανείς σχέσεις σχετικά με τον βαθμό των πολυωνύμων:
(α) deg(p(x) · q(x)) = deg p(x) + deg q(x)
(β) deg(p(x) ± q(x)) ≤ max{deg p(x), deg q(x)}.

Σε οποιονδήποτε δακτύλιο R ένας μηδενοδιαιρέτης είναι κάποιο μη-


μηδενικό στοιχείο r ∈ R, για το οποίο υπάρχει ένα άλλο μη-μηδενικό στοιχείο
s ∈ R, τέτοιο ώστε r · s = 0. Τώρα, ένας μεταθετικός δακτύλιος με μοναδιαίο
στοιχείο, ο οποίος δεν έχει μηδενοδιαιρέτες, λέγεται ακέραια περιοχή.
Κλασσικά παραδείγματα ακέραιων περιοχών είναι τα Z, Q, R, C καθώς και το
Zp , όπου ο p είναι πρώτος αριθμός. Υπενθυμίζουμε ότι, όταν ένα στοιχείο ενός
δακτυλίου έχει πολλαπλασιαστικό αντίστροφο, τότε καλείται αντιστρέψιμο
στοιχείο. Σύμφωνα με το επόμενο λήμμα, ένα σώμα είναι πάντοτε ακέραια
περιοχή.

42
3.1.1 Λήμμα. Εάν ο R είναι ένας μεταθετικός δακτύλιος με μοναδιαίο στοιχείο
και το r ∈ R είναι αντιστρέψιμο στοιχείο, τότε το r δεν είναι μηδενοδιαιρέτης.
Ειδικότερα, εάν το R είναι σώμα, τότε είναι ταυτοχρόνως και ακέραια περιοχή.
Απόδειξη. Ας υποθέσουμε ότι το στοιχείο r ∈ R είναι αντιστρέψιμο και ότι
r · s = 0. Από την αντιστρεψιμότητα του r, υπάρχει στοιχείο r−1 , τέτοιο ώστε,
r−1 ·r = 1. Τότε, r−1 ·(r ·s) = r−1 ·0 = 0 ενώ r−1 ·(r ·s) = (r−1 ·r)·s = 1s = s.
Επομένως, s = 0 και το στοιχείο r δεν είναι μηδενοδιαιρέτης.
΄Ενα σώμα F είναι μεταθετικός δακτύλιος με μοναδιαίο στοιχείο, κάθε μη-
μηδενικό στοιχείο του οποίου είναι αντιστρέψιμο. Λόγω των ανωτέρω, κανένα
μη-μηδενικό στοιχείο δεν μπορεί να είναι μηδενοδιαιρέτης και, επομένως, το
σώμα F είναι ακέραια περιοχή.

3.1.1 Θεώρημα. Εάν το F είναι ένα σώμα, τότε το F [x] σχηματίζει έναν
μεταθετικό δακτύλιο με μοναδιαίο στοιχείο (κατ΄ ουσίαν πρόκειται για ακέραια
περιοχή). Το σώμα F εμφυτεύεται κατά έναν εντελώς φυσιολογικό τρόπο στο
F [x] ταυτίζοντας κάθε στοιχείο του F με το αντίστοιχο σταθερό πολυώνυμο.
Τα μόνα αντιστρέψιμα στοιχεία του F [x] είναι τα μη-μηδενικά στοιχεία του F .
Το Fn [x] σχηματίζει διανυσματικό χώρο διάστασης n + 1 υπεράνω του F .
Απόδειξη. Η επαλήθευση των βασικών ιδιοτήτων του δακτυλίου είναι απλώς
θέμα πράξεων. Τώρα, επειδή deg(p(x) · q(x)) = deg p(x) + deg q(x), προκύπτει
ότι, εάν τα p(x), q(x) είναι μη-μηδενικά, τότε και το γινόμενό τους p(x) · q(x)
θα είναι μη-μηδενικό. Συνεπώς, το F [x] είναι ακέραια περιοχή.
Εάν το πολυώνυμο g(x) είναι αντιστρέψιμο στοιχείο του F [x], τότε υπάρχει ένα
πολυώνυμο h(x) ∈ F [x], με την ιδιότητα g(x) · h(x) = 1. Βάσει όσων γνω-
ρίζουμε για τους βαθμούς των πολυωνύμων, έχουμε deg g(x) + deg h(x) = 0
με deg g(x), deg h(x) ≥ 0. Επομένως, η προηγούμενη σχέση μπορεί να ισχύει
μόνον όταν deg g(x) = deg h(x) = 0, απ΄ όπου έπεται ότι g(x) ∈ F .
Εν κατακλείδι, σύμφωνα με την Παρατήρηση 3.1.1, το Fn [x] είναι κλειστό ως
προς την πρόσθεση και την αφαίρεση και, ως εκ τούτου, είναι αβελιανή ομάδα.
Ο πολλαπλασιασμός με στοιχεία του F δεν ανυψώνει τον βαθμό του και, ε-
πομένως, το Fn [x] σχηματίζει έναν διανυσματικό χώρο υπεράνω του F . Το
σύνολο {1, x, x2 , ..., xn } αποτελεί βάση για τον ανωτέρω διανυσματικό χώρο.
Κατά συνέπεια, dim(Fn [x]) = n + 1.

43
3.1.2 Παρατήρηση. ΄Ενα πολυώνυμο p(x) ∈ F [x] μπορεί επίσης να θεωρηθεί
ως μια συνάρτηση p : F → F διαμέσου μιας διαδικασίας αντικατάστασης.
Πράγματι, εάν p(x) = a0 + a1 x + ... + an xn ∈ F [x] και t ∈ F , τότε:

p(t) = a0 + a1 t + ... + an tn ∈ F
διότι το F είναι κλειστό ως προς όλους τους αλγεβρικούς χειρισμούς που
εφαρμόζονται στα πολυώνυμα. Εάν το σώμα F είναι κλειστό κατά κάποια έννοια,
τότε η συγκεκριμένη συνάρτηση είναι συνεχής. Ειδικότερα, τα πραγματικά και
μιγαδικά πολυώνυμα, είναι συνεχείς συναρτήσεις από το R στο R και από το C
στο C, αντιστοίχως.
Εάν r ∈ F , p(x) ∈ F [x] και p(r) = 0 μέσω μιας διαδικασίας αντικατάστασης,
τότε λέμε ότι το r αποτελεί θέση μηδενισμού του p(x). Στην επόμενη
ενότητα θα δούμε ότι η ιδιότητα του r ως μια θέση μηδενισμού, κληροδοτεί
κατά κάποιον τρόπο μια ιδιότητα παραγοντοποίησης στο εν λόγω πολυώνυμο.

44
3.2 Διαιρετότητα και Περιοχές Μονοσήμαντης
Παραγοντοποίησης Πολυωνύμων
Για ένα σώμα F , η αλγεβρική δομή του δακτυλίου F [x] μοιάζει εκπληκτικά με
αυτή των ακεραίων Z. Υπενθυμίζουμε ότι το Z ικανοποιεί την ακόλουθη βασική
ιδιότητα, η οποία καλείται Θεμελιώδες Θεώρημα της Αριθμητικής.

3.2.1 Θεώρημα. (Θεμελιώδες Θεώρημα της Αριθμητικής)


Εάν z ∈ Z, τότε το z παραγοντοποιείται σε γινόμενο πρώτων. Επιπλέον, αυτή
η παραγοντοποίηση είναι μοναδική, με μόνη πιθανή εξαίρεση τη διάταξη των
πρώτων και την ένθεση αντιστρέψιμων παραγόντων.

Εν γένει, μια ακέραια περιοχή R που διαθέτει την ιδιότητα της μονοσήμα-
ντης παραγοντοποίησης των στοιχείων της σε γινόμενο πρώτων (με μόνη πιθα-
νή εξαίρεση τη διάταξη των πρώτων και την ένθεση αντιστρέψιμων παραγόντων)
ονομάζεται Περιοχή Μονοσήμαντης Παραγοντοποίησης - ΠΜΠ.
Επομένως, το Θεμελιώδες Θεώρημα της Αριθμητικής διαβεβαιώνει ότι το Z
είναι μια ΠΜΠ. Τώρα θα δείξουμε ότι, για οποιοδήποτε σώμα F , ο δακτύλιος
των πολυωνύμων F [x] είναι μια ΠΜΠ. Προηγουμένως όμως θα ορίσουμε την
παραγοντοποίηση και την έννοια του πρώτου για τα πολυώνυμα.

3.2.1 Ορισμός. Εάν f (x), g(x) ∈ F [x] με g(x) 6= 0, τότε λέμε ότι το g(x)
διαιρεί το f (x) ή ότι το g(x) είναι παράγοντας του f (x), εάν υπάρχει πολυ-
ώνυμο q(x) ∈ F [x], τέτοιο ώστε f (x) = q(x) · g(x). Συμβολίζουμε την εν
λόγω διαίρεση με g(x)|f (x). Εάν το f (x) 6= 0 δεν έχει μη τετριμμένους, μη
αντιστρέψιμους παράγοντες (που σημαίνει ότι δεν μπορεί να παραγοντοποιηθεί
σε πολυώνυμα μικρότερου βαθμού), τότε το f (x) είναι ένα ανάγωγο ή πρώτο
πολυώνυμο. Προφανώς, εάν deg g(x) = 1, τότε το g(x) είναι ανάγωγο.

Το γεγονός ότι ο F [x] είναι μια ΠΜΠ προκύπτει από τον αλγόριθμο διαίρεσης
πολυωνύμων, η απόδειξη του οποίου παραλείπεται (εκτελείται μέσω επαγωγής ως
προς τον βαθμό του g(x)). Ο αλγόριθμος αυτός είναι ανάλογος του αλγορίθμου
της διαίρεσης ακεραίων.

Αλγόριθμος Διαίρεσης στον F [x]


Εάν f (x), g(x) ∈ F [x] και είναι μη-μηδενικά, τότε υπάρχουν μοναδικά πολυ-
ώνυμα q(x), r(x) ∈ F [x], τέτοια ώστε, f (x) = q(x) · g(x) + r(x), όπου r(x) = 0
ή deg r(x) < deg g(x).

45
Με τη χρήση του αλγορίθμου της διαίρεσης, η ανάπτυξη της μονοσήμα-
ντης παραγοντοποίησης, προκύπτει όπως στο Z. Χρειαζόμαστε την έννοια του
μέγιστου κοινού διαιρέτη, καθώς και τα επόμενα λήμματα.
3.2.2 Ορισμός. ΄Εστω f (x), g(x) ∈ F [x]. Το πολυώνυμο d(x) ∈ F [x] είναι
μέγιστος κοινός διαιρέτης, εν συντομία μκδ, των f (x) και g(x), εάν το
d(x) είναι κάποιο μονικό πολυώνυμο που διαιρεί τα f (x) και g(x) και, επιπλέον,
εάν για κάθε πολυώνυμο d1 (x) που διαιρεί τα g(x) και f (x), έπεται ότι το d1 (x)
διαιρεί το d(x). Στην περίπτωση αυτή γράφουμε d(x) = (f (x), g(x)). Εάν
(f (x), g(x)) = 1, τότε λέμε ότι τα f (x) και g(x) είναι πρώτα μεταξύ τους.
Τέλος, μια έκφραση της μορφής f (x) · h(x) + g(x) · k(x) καλείται γραμμικός
συνδυασμός των f (x), g(x).
3.2.1 Λήμμα. Δοθέντων των f (x), g(x) ∈ F [x], ο μκδ υπάρχει, είναι μοναδι-
κός και ισούται με το μονικό πολυώνυμο ελαχίστου βαθμού, το οποίο εκφράζεται
ως γραμμικός συνδυασμός των f (x), g(x). (Ο προσδιορισμός του μκδ δύο πο-
λυωνύμων, γίνεται κατά τον ίδιο τρόπο όπως και στην περίπτωση δύο ακεραίων,
δηλαδή δια του Ευκλείδειου Αλγορίθμου.)
3.2.2 Λήμμα. (Λήμμα του Ευκλείδη)
Εάν το p(x) είναι ανάγωγο πολυώνυμο και διαιρεί το γινόμενο f (x) · g(x), τότε
είτε το p(x) διαιρεί το f (x) είτε το p(x) διαιρεί το g(x).
Απόδειξη. Ας υποθέσουμε ότι το p(x) δεν διαιρεί το f (x). Τότε, εφόσον το
p(x) είναι ανάγωγο, τα p(x) και f (x) θα πρέπει να είναι πρώτα μεταξύ τους.
Συνεπώς, από το προηγούμενο λήμμα, υπάρχουν πολυώνυμα h(x) και k(x),
τέτοια ώστε:

f (x) · h(x) + p(x) · k(x) = 1.


Πολλαπλασιάζουμε με g(x) και έχουμε:

g(x) · f (x) · h(x) + g(x) · p(x) · k(x) = g(x).


Αφενός, από την υπόθεση το p(x) διαιρεί το γινόμενο f (x) · g(x), και άρα
p(x)|g(x) · f (x) · h(x)
Αφετέρου, προφανώς και ισχύει ότι
p(x)|g(x) · p(x) · k(x)
΄Αρα, το p(x) διαιρεί κάθε όρο του αριστερού μέλους της προηγούμενης
παράστασης και συνεπώς p(x)|g(x).

46
3.2.2 Θεώρημα. Εάν ένα μη-μηδενικό πολυώνυμο f (x) ∈ F [x], τότε το f (x)
διαθέτει μια παραγοντοποίηση σε ανάγωγα πολυώνυμα, η οποία είναι μοναδική,
με μόνη πιθανή εξαίρεση τη διάταξη και τους αντιστρέψιμους παράγοντες. Με
άλλα λόγια, ο δακτύλιος F [x] είναι μια περιοχή μονοσήμαντης ανάλυσης.

Η απόδειξη είναι σχεδόν ίδια με την απόδειξη για το Z και, ως εκ τούτου,


απλώς θα τη σκιαγραφήσουμε. Χρησιμοποιούμε, εν πρώτοις, επαγωγή στον βαθ-
μό του f (x), ώστε να συνάγουμε μια παραγοντοποίηση σε ανάγωγα πολυώνυμα,
ενώ για τη μοναδικότητα, υποθέτουμε την ύπαρξη δύο διαφορετικών παραγο-
ντοποιήσεων, και εν συνεχεία εφαρμόζουμε το Λήμμα του Ευκλείδη.

Η ίδια επιχειρηματολογία θα μπορούσε επίσης να εφαρμοστεί και στην πε-


ρίπτωση της θεώρησης ενός δακτυλίου R αντί ενός σώματος F . Είναι μάλιστα
δυνατόν να αποδειχθεί ότι, εάν το R είναι μια ΠΜΠ, τότε το R[x] θα είναι επίσης
μια ΠΜΠ. Για παράδειγμα, το Z[x] είναι μια ΠΜΠ. Η απόδειξη εν προκειμένω,
είναι διαφορετική και κάπως πιο περίπλοκη από την αντίστοιχη που εκτελείται
για τα σώματα.

47
3.3 Θέσεις Μηδενισμού Πολυωνύμων και
Παραγοντοποίηση
Τώρα θα δείξουμε ότι ένα πολυώνυμο f (x) παραγοντοποιείται όταν έχει τουλάχι-
στον μια θέση μηδενισμού και deg f (x) > 1, δηλαδή όταν δεν είναι ανάγωγο.
Ξεκινάμε με το ακόλουθο:
3.3.1 Λήμμα. Εάν c είναι μια θέση μηδενισμού του πολυωνύμου p(x), τότε
το (x − c) διαιρεί το p(x), δηλαδή, p(x) = (x − c) · q(x) για κάποιο πολυώνυμο
q(x) με deg q(x) = deg p(x) − 1.
Απόδειξη. Ας υποθέσουμε ότι p(c) = 0. Τότε, από τον αλγόριθμο της διαίρε-
σης θα έχουμε p(x) = (x − c) · q(x) + r(x), όπου r(x) = 0 ή r(x) = f ∈ F ,
εφόσον, deg r(x) < deg(x − c) = 1. Επομένως:
p(x) = (x − c) · q(x) + f
Θέτοντας όπου x το c έπεται ότι 0 = p(c) = 0 + f . ΄Αρα, f = 0 και συνεπώς,
p(x) = (x − c) · q(x).
Σύμφωνα με το προηγούμενο λήμμα, έχουμε το εξής άμεσο:
3.3.1 Πόρισμα. ΄Ενα ανάγωγο πολυώνυμο βαθμού μεγαλύτερου του 1 υπε-
ράνω ενός σώματος F δεν έχει θέσεις μηδενισμού από το F .
Αυτό με την σειρά του, έχει σημαντική εφαρμογή στο ακόλουθο:
3.3.1 Θεώρημα. ΄Ενα πολυώνυμο βαθμού n στο F [x], μπορεί να έχει το πολύ
n διαφορετικές θέσεις μηδενισμού.
Απόδειξη. Ας υποθέσουμε ότι το p(x) έχει βαθμό n και ότι c1 , ..., cn είναι n
διαφορετικές θέσεις μηδενισμού του. Κατόπιν διαδοχικών εφαρμογών του Λήμ-
ματος 3.3.1 έπεται:
p(x) = k · (x − c1 ) · ... · (x − cn ),
όπου k ∈ F . Ας υποθέσουμε ότι η c είναι μια άλλη θέση μηδενισμού. Τότε:
p(c) = k · (c − c1 ) · ... · (c − cn ) = 0.
Επειδή ένα σώμα F δεν διαθέτει μηδενοδιαιρέτες, κάποιος από τους ανωτέρω
όρους ισούται κατ΄ ανάγκην με μηδέν, δηλαδή c − ci = 0 και άρα c = ci , για
κάποιο i = 1, ..., n, και το ζητούμενο αποδείχθηκε.

48
Διαπιστώσαμε ότι οι θέσεις μηδενισμού ενός πολυωνύμου βαθμού n, είναι
το πολύ n ως προς το πλήθος. Επιπλέον, είναι σαφώς καθορισμένες. Πράγματι,
εάν υποθέσουμε ότι το p(x) έχει βαθμό n και θέσεις μηδενισμού τις c1 , ..., ck με
k ≤ n, τότε λόγω της μονοσήμαντης παραγοντοποίησης στο F [x] έχουμε:

p(x) = (x − c1 )m1 · ... · (x − ck )mk · q1 (x) · ... · qt (x),

όπου τα qi (x) με i = 1, ..., t είναι ανάγωγα, βαθμού μεγαλύτερου από 1. Οι


εκθέτες mj , j = 1, ..., k καλούνται πολλαπλότητες των θέσεων μηδενισμού.
Τότε, όπως και προηγουμένως, θα ισχύει:

p(c) = (c − c1 )m1 · ... · (c − ck )mk · q1 (c) · ... · qt (c) = 0.

6 0 για i = 1, ..., t, διότι το qi (x) είναι ανάγωγο βαθμού μεγα-


Τώρα qi (c) =
λύτερου από 1. Συνεπώς, c − cl = 0 και άρα c = cl , για κάποιο l = 1, ..., n

3.3.2 Πόρισμα. Εάν p(x) ∈ F [x], τέτοιο ώστε deg p(x) = 2, τότε το p(x)
είναι ανάγωγο, εάν και μόνον εάν, δεν υπάρχει θέση μηδενισμού του από το F .
Απόδειξη. Ας υποθέσουμε ότι το p(x) είναι ανάγωγο. Επειδή deg p(x) > 1,
σύμφωνα με το Πόρισμα 3.3.1, το p(x) δεν μπορεί να έχει θέση μηδενισμού
από το F . Τώρα για την αντίστροφη κατεύθυνση υποθέτουμε, προς άτοπο,
ότι το p(x) δεν είναι ανάγωγο. Τότε θα γράφεται ως γινόμενο δύο γραμμικών
παραγόντων:
p(x) = (ax + b) · (cx + d).
Μα τότε μια θέση μηδενισμού του p(x) είναι η −b/a ∈ F , γεγονός που α-
ντιβαίνει στην υπόθεση ότι το p(x) δεν έχει καμία θέση μηδενισμού από το
F.

49
3.4 Πραγματικά και Μιγαδικά Πολυώνυμα
Εφεξής θα εργαζόμαστε με τα πραγματικά και μιγαδικά πολυώνυμα, δηλαδή
τα πολυώνυμα που ανήκουν στα R[x] και C[x] αντίστοιχα. Κατ΄ αρχάς, θα
χρειαστούμε τα ακόλουθα σημαντικά αποτελέσματα:

3.4.1 Θεώρημα. Κάθε πραγματικό πολυώνυμο περιττού βαθμού έχει μία του-
λάχιστον πραγματική θέση μηδενισμού.
Απόδειξη. Ας υποθέσουμε ότι p(x) ∈ R[x] με deg p(x) = n = 2k + 1 και ότι
an > 0 (η απόδειξη είναι σχεδόν ταυτόσημη στην περίπτωση που an < 0). Τότε
έχουμε:
p(x) = an · xn + s
όπου s είναι μικρότεροι όροι. Επιπλέον, εφόσον an > 0, έχουμε:

limx→∞ p(x) = limx→∞ an · xn = ∞ (3.1)

και
limx→−∞ p(x) = limx→−∞ an · xn = −∞ (3.2)
Από την σχέση 3.1 προκύπτει ότι υπάρχει κάποιο x1 με την ιδιότητα p(x1 ) > 0
και από την σχέση 3.2 με την ιδιότητα p(x2 ) < 0.
΄Ενα πραγματικό πολυώνυμο είναι μια συνεχής συνάρτηση με πραγματικές τιμές
για όλα τα x ∈ R. Επειδή ισχύει p(x1 ) · p(x2 ) < 0, από το Θεώρημα της
Ενδιάμεσης Τιμής, προκύπτει ότι μεταξύ των x1 και x2 υπάρχει κάποιο σημείο
x3 τέτοιο ώστε p(x3 ) = 0

Από αυτό προκύπτει το εξής άμεσο:

3.4.1 Πόρισμα. Εάν το p(x) ∈ R[x] είναι ανάγωγο και μη γραμμικό, τότε ο
βαθμός του είναι άρτιος. (Θα δούμε εν συνέχεια ότι πρέπει να ισούται με 2.)

Θα συμπληρώσουμε την παρούσα ενότητα με το Θεώρημα 3.4.2. Το εν


λόγω θεώρημα έχει ως συνέπεια το εξής: για να αποδειχθεί το Θεμελιώδες Θε-
ώρημα της ΄Αλγεβρας είναι επαρκής η διαπίστωση ότι τα πραγματικά πολυώνυμα
διαθέτουν μιγαδικές θέσεις μηδενισμού. Θα χρειαστούμε όμως πρώτα κάποια
λήμματα.

50
3.4.1 Λήμμα. Κάθε μιγαδικό πολυώνυμο βαθμού 2, έχει μια τουλάχιστον
θέση μηδενισμού στο C.
Απόδειξη. Εάν p(x) = ax2 + bx + c, τότε από τον τετραγωνικό τύπο, οι θέσεις
μηδενισμού είναι οι εξής:

−b ± b2 − 4ac
x1,2 = .
2a
Από το θεώρημα του DeMoivre κάθε μιγαδικός αριθμός έχει τετραγωνική ρίζα
και, επομένως, τα x1 ,x2 υπάρχουν στο C. Εάν b2 − 4ac = 0, τότε βεβαίως
x1 = x2 .

Για να προχωρήσουμε περαιτέρω χρειαζόμαστε την έννοια του συζυγούς ενός


πολυωνύμου, καθώς και τις άμεσες συνέπειες της.

3.4.1 Ορισμός. Εάν το p(x) = a0 + ... + an xn είναι ένα μιγαδικό πολυώνυμο,


τότε το συζυγές του είναι το πολυώνυμο p(x) = a0 + ... + an xn . Δηλαδή το συ-
ζυγές του, είναι το πολυώνυμο με συντελεστές τους συζυγείς των συντελεστών
του p(x).

3.4.2 Λήμμα. Για κάθε p(x) ∈ C[x] ισχύει:


(1) p(z) = p(z), για z ∈ C.
(2)το p(x) είναι πραγματικό πολυώνυμο, αν και μόνον αν, p(x) = p(x).
(3)Εάν p(x) · q(x) = h(x), τότε h(x) = p(x) · q(x).
Απόδειξη. (1)Ας υποθέσουμε ότι z ∈ C και p(z) = a0 + ... + an z n . Τότε:

p(z) = a0 + ... + an z n = a0 + ... + an z n = p(z).

(2)Ας υποθέσουμε ότι το p(x) είναι πραγματικό πολυώνυμο. Τότε ai = ai


για όλους τους συντελεστές του. Επομένως p(x) = p(x). Αντίστροφα, ας
υποθέσουμε ότι p(x) = p(x). Τότε ai = ai για όλους τους συντελεστές του
και άρα ai ∈ R για κάθε ai . Συνεπώς, το p(x) είναι πραγματικό πολυώνυμο.
(3)Η απόδειξη αυτού του σκέλους είναι απλώς θέμα πράξεων.

51
3.4.3 Λήμμα. Αν το g(x) ∈ C[x], τότε το h(x) = g(x) · g(x) ∈ R[x].
Απόδειξη. Αρκεί να δείξουμε ότι h(x) = h(x). Πράγματι,

h(x) = g(x) · g(x) = g(x) · g(x) = g(x) · g(x) = g(x) · g(x) = h(x).

3.4.4 Λήμμα. Εάν f (x) ∈ R[x] και εάν ισχύει f (z0 ) = 0, τότε f (z0 ) = 0 και
άρα οι μιγαδικές θέσεις μηδενισμού των πραγματικών πολυωνύμων εμφανίζονται
υπό τη μορφή συζυγών ζευγών.

Απόδειξη. Από την ισότητα f (z0 ) = 0, συνεπάγεται ότι f (z0 ) = 0. Αλλά τότε
ισχύει f (z0 ) = 0 και εφόσον το f (x) είναι πραγματικό πολυώνυμο, f (x) = f (x).
Επομένως, f (z0 ) = 0.

3.4.1 Παρατήρηση. Παρατηρούμε ότι, εάν το z0 είναι μια θέση μηδενισμού


του f (x) ∈ R[x], τότε τα (x − z0 ) και (x − z0 ), διαιρούν το f (x).
Επιπλέον, εύκολο είναι να παρατηρήσουμε πως (x − z) · (x − z) ∈ R[x], για κάθε
z ∈ C. Συνεπώς, κάθε πραγματικό πολυώνυμο βαθμού ≤ 3, παραγοντοποιείται
πλήρως υπεράνω του C.

3.4.2 Θεώρημα. Εάν κάθε μη-σταθερό πραγματικό πολυώνυμο έχει τουλάχι-


στον μια μιγαδική θέση μηδενισμού, τότε κάθε μη-σταθερό μιγαδικό πολυώνυμο
έχει τουλάχιστον μια μιγαδική θέση μηδενισμού.
Απόδειξη. ΄Εστω p(x) ∈ C[x] και ας υποθέσουμε ότι κάθε μη-σταθερό πραγ-
ματικό πολυώνυμο έχει τουλάχιστον μία μιγαδική θέση μηδενισμού. ΄Εστω,
h(x) = p(x) · p(x). Από το Λήμμα 3.4.3 έχουμε h(x) ∈ R[x]. Από την υ-
πόθεση, υπάρχει κάποιο z0 ∈ C με την ιδιότητα h(z0 ) = 0. Τότε ισχύει,
p(z0 ) · p(z0 ) = 0 και, επειδή το C δεν έχει μηδενοδιαιρέτες, θα ισχύει είτε
p(z0 ) = 0 είτε p(z0 ) = 0. Στην πρώτη περίπτωση το z0 είναι θέση μηδενι-
σμού του p(x). Στην δεύτερη περίπτωση, βάσει του Λήμματος 3.4.2, έχουμε
0 = p(z0 ) = p(z0 ) = p(z0 ). Επομένως το z0 αποτελεί θέση μηδενισμού του
p(x).

Παρατηρούμε πως το Θεώρημα 3.4.2 δεν αποτελεί απόδειξη του Θεμελι-


ώδους Θεωρήματος της ΄Αλγεβρας. Απλώς, υποδηλώνει ότι η απόδειξη του
Θεμελιώδους Θεωρήματος της ΄Αλγεβρας, αρκεί να γίνει μόνο για πραγματικά
πολυώνυμα.

52
3.5 Πέμπτη απόδειξη
Φτάσαμε λοιπόν στην καρδιά του κεφαλαίου. Μένει να δούμε κάποια ακόμα
λήμματα που θα αναδείξουν την απόδειξη του Θεμελιώδους Θεωρήματος της
΄Αλγεβρας. Στο σημείο αυτό, ας υπενθυμίσουμε το Θεώρημα Ακροτάτων
Τιμών του Απειροστικού Λογισμού: Εάν η f : [a, b] → R είναι συνεχής, τότε
η συνάρτηση f (x) έχει ελάχιστο και μέγιστο στο [a, b]. Γενικότερα, το θεώρημα
αυτό ισχύει για οποιεσδήποτε συνεχείς συναρτήσεις f : Rn → R, n ∈ N, που
ορίζονται σε συμπαγή σύνολα. Ξεκινάμε με την διατύπωση του λήμματος 3.5.1,
τη δισδιάστατη εκδοχή του Θεωρήματος Ακρότατων Τιμών, η απόδειξη του
οποίου βρίσκεται σε κάθε βιβλίο Ανώτερου Απειροστικού Λογισμού.

3.5.1 Λήμμα. Εάν η συνάρτηση f : D → R είναι συνεχής στο D, όπου


το D είναι κλειστό και φραγμένο (και άρα συμπαγές) υποσύνολο του R2 , τότε
λαμβάνει και την μέγιστη και την ελάχιστη τιμή της επί του D.

Τώρα ο συνδυασμός των δύο παρακάτω λημμάτων είναι αυτός που στην
ουσία παρέχει την πέμπτη απόδειξη του Θεμελιώδους Θεωρήματος.

3.5.2 Λήμμα. ΄Εστω f (x) ∈ C[x]. Τότε το |f (x)| προσλαμβάνει ελάχιστη


τιμή σε κάποιο σημείο z0 ∈ C.
Απόδειξη. Είναι άμεσο ότι, όταν |x| → ∞, τότε |f (x)| → ∞. Επειδή το |f (x)|
γίνεται μεγάλο για μεγάλα |x|, προκύπτει ότι το μέγιστο κάτω φράγμα m του
|f (z)| για z ∈ C, είναι επίσης το μέγιστο κάτω φράγμα σε κάποιον αρκούντως
μεγάλο δίσκο |z| ≤ r.
Επειδή η |f (x)| είναι συνεχής συνάρτηση με πραγματικές τιμές, από το Λήμμα
3.5.1, έπεται ότι το |f (x)| θα αποκτά την ελάχιστη τιμή του εντός του εν λόγω
δίσκου.

53
3.5.3 Λήμμα. ΄Εστω μη-σταθερό f (x) ∈ C[x]. Εάν f (x0 ) 6= 0, τότε η |f (x0 )|
δεν είναι η ελάχιστη τιμή του |f (x)|.
Απόδειξη. ΄Εστω |f (x)| ένα μη-σταθερό μιγαδικό πολυώνυμο. Ας υποθέσουμε
ότι το x0 είναι κάποιο σημείο με f (x0 ) 6= 0. Εάν αντικαταστήσουμε το x με το
x + x0 , τότε το x0 μετατίθεται στην αρχή των αξόνων και, επομένως, μπορούμε
να υποθέσουμε ότι f (0) 6= 0. Εν συνεχεία, πολλαπλασιάζουμε το f (x) με
f (0)−1 , ούτως ώστε f (0) = 1. Πρέπει να δείξουμε ότι το 1 δεν αποτελεί την
ελάχιστη τιμή του |f (x)|.
΄Εστω k η ελάχιστη μη μηδενική δύναμη του x που εμφανίζεται στο f (x). Τότε
μπορεί να υποθέσει κανείς ότι το f (x) έχει τη μορφή:

f (x) = 1 + axk + l,

όπου l όροι βαθμού > k.

Τώρα έστω b μια k-οστή ρίζα του −a−1 , η οποία υπάρχει λόγω του Θεω-
ρήματος του DeMoivre. Κάνοντας μια τελευταία αλλαγή μεταβλητής, θεωρούμε
το bx αντί του x και έτσι το f (x) γράφεται ως εξής:

f (x) = 1 − xk + xk+1 · g(x), (3.3)

για κάποιο πολυώνυμο g(x).

Από την τριγωνική ανισότητα έπεται ότι για θετικές πραγματικές τιμές του
x έχουμε:
|f (x)| ≤ |1 − xk | + xk+1 · |g(x)|.
Αλλά xk < 1 για μικρά x και, επομένως, η σχέση 3.3 αποκτά τη μορφή:

|f (x)| ≤ 1 − xk + xk+1 · |g(x)| = 1 − xk · (1 − x · |g(x)|).

Για μικρά πραγματικά x, το x · |g(x)| είναι μικρό και, άρα, το x0 μπορεί να


επιλεγεί έτσι ώστε x0 · |g(x0 )| < 1 και μάλιστα να ισχύει ότι:

xk0 · (1 − x0 · |g(x0 )|) > 0.

Συνεπώς, |f (x0 )| < 1 = |f (0)|, γεγονός που ολοκληρώνει την απόδειξη.

54
3.5.1 Θεώρημα. (Θεμελιώδες Θεώρημα της ΄Αλγεβρας)
Εάν το f (x) ∈ C[x] είναι μη-σταθερό, τότε διαθέτει τουλάχιστον μια μιγαδική
θέση μηδενισμού.
Απόδειξη. ΄Εστω f (x) ∈ C[x] ένα μη-σταθερό πολυώνυμο. Από το Λήμμα
3.5.2, το |f (x)| προσλαμβάνει ελάχιστη τιμή σε κάποιο σημείο x0 ∈ C. Τότε
από το Λήμμα 3.5.3, προκύπτει ότι |f (x0 )| = 0 και ως εκ τούτου f (x0 ) = 0,
αφού σε διαφορετική περίπτωση το x0 δεν θα ήταν η ελάχιστη τιμή. Επομένως,
το f (x) διαθέτει μια τουλάχιστον μιγαδική θέση μηδενισμού.

55
3.6 Συνέπειες
Στο σημείο αυτό θα παρουσιάσουμε μερικές άμεσες συνέπειες του Θεμελιώδους
Θεωρήματος της ΄Αλγεβρας.
3.6.1 Πόρισμα. ΄Ενα μιγαδικό πολυώνυμο παραγοντοποιείται πλήρως σε γραμ-
μικούς παράγοντες.
Απόδειξη. ΄Εστω f (x) ∈ C[x]. Θα χρησιμοποιήσουμε επαγωγή ως προς τον
βαθμό του πολυωνύμου. Το πόρισμα είναι προφανές αν deg f (x) = 1, αφο-
ύ τότε είναι γραμμικό πολυώνυμο. Ας υποθέσουμε ότι deg f (x) = n. Από
το Θεμελιώδες Θεώρημα της ΄Αλγεβρας, υπάρχει μια θέση μηδενισμού x0 και
επομένως, το (x − x0 ) διαιρεί το f (x). ΄Αρα ισχύει f (x) = (x − x0 ) · g(x)
με deg g(x) < n. Βάσει όμως της επαγωγικής υπόθεσης, το πολυώνυμο g(x)
παραγοντοποιείται σε γραμμικούς παράγοντες. Συνεπώς, και το f (x) είναι πα-
ραγοντοποιήσιμο.
3.6.2 Πόρισμα. Ας υποθέσουμε ότι f (x) ∈ C[x] με deg f (x) = n και ότι οι
θέσεις μηδενισμού του f (x) είναι οι x1 , x2 , ..., xn (όχι κατ΄ ανάγκη διαφορετικές).
Τότε:
f (x) = a · (x − x1 ) · ... · (x − xn )
για κάποιο a ∈ C.
3.6.3 Πόρισμα. ΄Ενα πραγματικό πολυώνυμο παραγοντοποιείται σε παράγο-
ντες βαθμού 1 και βαθμού 2. Ισοδύναμα, τα μόνα ανάγωγα πραγματικά πολυώνυ-
μα είναι τα γραμμικά και τα τετραγωνικά πολυώνυμα που δεν έχουν πραγματικές
θέσεις μηδενισμού.
Απόδειξη. ΄Εστω ότι p(x) ∈ R[x]. Τότε p(x) ∈ C[x]. Ας υποθέσουμε ότι
z1 , z2 , ..., zn είναι οι μιγαδικές θέσεις μηδενισμού του. Τότε:
p(x) = a · (x − z1 ) · ... · (x − zn )
όπου σε αυτή την περίπτωση, a ∈ R.
Εάν το σημείο μηδενισμού zi είναι πραγματικό, τότε το (x − zi ) είναι ένας
πραγματικός γραμμικός παράγοντας. Εάν το zi ∈ / R, τότε ο μιγαδικός συζυγής
του, z̄i είναι επίσης μια θέση μηδενισμού. Αλλά τότε το (x − zi ) · (x − z̄i ) είναι
ένας πραγματικός παράγοντας βαθμού 2.
3.6.4 Πόρισμα. ΄Ενα ανάγωγο πραγματικό πολυώνυμο πρέπει να έχει βαθμό
ή 1 ή 2.

56
4 Ιστορική Αναδρομή
Η πρώτη αναφορά στην ουσία του θεωρήματος έγινε από τον Peter Rothe στο
βιβλίο του Arithmetica Philosophica (1608), όπου σημείωνε ότι κάθε πολυωνυ-
μική εξίσωση βαθμού n (με πραγματικούς συντελεστές) μπορεί να έχει n λύσεις.
΄Επειτα, ο Albert Girard, στο βιβλίο του L’invention nouvelle en l’Algèbre του
1629, ισχυρίστηκε ότι κάθε πολυωνυμική εξίσωση βαθμού n έχει n λύσεις,
χωρίς όμως να δηλώνει ότι χρειάζεται να είναι πραγματικοί αριθμοί. Επιπλέον,
πρόσθεσε ότι ο ισχυρισμός του ισχύει εκτός αν η εξίσωση είναι ατελής, με το
οποίο εννοούσε ότι κανένας συντελεστής δεν ισούται με το μηδέν. Ωστόσο, όταν
εξηγεί λεπτομερώς τί εννοεί, είναι σαφές ότι ο ίδιος πιστεύει ότι ο ισχυρισμός
του είναι πάντα αληθής.

Από το θεμελιώδες θεώρημα της άλγεβρας προκύπτει ότι κάθε μη σταθερό


πολυώνυμο με πραγματικούς συντελεστές μπορεί να γραφεί σαν προϊόν πολυω-
νύμων με πραγματικούς συντελεστές των οποίων ο βαθμός είναι είτε 1 είτε 2.
Ωστόσο, το 1702 ο Γκότφριντ Βίλχελμ Λάιμπνιτς είπε ότι κανένα πολυώνυμο
του τύπου x4 + a4 (όπου a πραγματικός και διάφορος του μηδενός) μπορεί να
γραφεί με τέτοιο τρόπο. Αργότερα, ο Nikolaus I Bernoulli έκανε τον ίδιο ι-
σχυρισμό όσον αφορά το πολυώνυμο x4 − 4x3 + 2x2 + 4x + 4, αλλά έλαβε ένα
γράμμα από τον Λέοναρντ ΄Οιλερ το 1742, το οποίο εξηγούσε ότι το πολυώνυμό
του τύχαινε να είναι ίσο με:
√ √
(x2 − (2 + α)x + 1 + 7 + α)(x2 − (2 − α)x + 1 + 7 − α),

όπου α η τετραγωνική ρίζα του 4 + 2 7. Επίσης ο ΄Οιλερ ανέφερε ότι:
√ √
x4 + a4 = (x2 + a 2 · x + a2 )(x2 − a 2 · x + a2 ).
Η πρώτη απόπειρα απόδειξης του θεωρήματος έγινε από το Γάλλο μαθηματικό
και φιλόσοφο Ζαν λε Ροντ ντ΄ Αλαμπέρ το 1746, αλλά η απόδειξη του ήταν
ατελής. Για παράδειγμα, προαπαιτούσε την ισχύ ενός θεωρήματος που είναι
σήμερα γνωστό ως θεώρημα του Puiseux, το οποίο όμως αποδείχτηκε μόλις
έναν αιώνα μετά και μάλιστα η απόδειξη του βασιζόταν στο θεμελιώδες θεώρημα
της άλγεβρας. ΄Αλλες προσπάθειες για την απόδειξη του θεωρήματος έγιναν και
από άλλους μαθηματικούς, όπως οι Λέοναρντ ΄Οιλερ (1749), De Foncenex 1759),
Ζοζέφ Λουί Λαγκράνζ (1772), και Πιέρ Σιμόν Λαπλάς (1795). ΄Ολες αυτές οι
προσπάθειες βασιζόντουσαν ουσιαστικά στον ισχυρισμό του Girard.

57
Στα τέλη του 18ου αιώνα δημοσιεύτηκαν δύο νέες και καλύτερες απόπειρες
απόδειξης του θεωρήματος, οι οποίες δεν υπέθεταν την ύπαρξη ριζών. Η πρώτη
ήταν του James Wood, δημοσιεύθηκε το 1798 και ήταν κυρίως αλγεβρική, αλλά
αγνοήθηκε εντελώς μιας και είχε αλγεβρικά κενά. Πιο γνωστή έγινε η δεύτερη
απόπειρα απόδειξης, που ήταν κυρίως γεωμετρική και δημοσιεύθηκε ένα χρόνο
αργότερα, το 1799, από το Γερμανό μαθηματικό Καρλ Φρίντριχ Γκάους. Και
πάλι, όμως, η απόδειξη δεν ήταν πλήρης, αφού είχε ένα τοπολογικό κενό. Αυτά
ήρθε να γεμίσει ο Alexander Ostrowskiτο 1920, όπως συζητήθηκε και με τον
Smale το 1981. Ο Smale γράφει: «... Θα ήθελα να τονίσω το τεράστιο κενό
που περιείχε η απόδειξη του Γκάους. Είναι ένα λεπτό σημείο ακόμα και σήμε-
ρα το ότι μια πραγματική αλγεβρική καμπύλη του επίπεδου δεν μπορεί να μπει
σε ένα δίσκο χωρίς να φύγει. Στην πραγματικότητα, ακόμη και αν ο Γκάους
επαναδιατύπωσε την απόδειξη 50 χρόνια μετά, το κενό παρέμεινε. ΄Ηταν το
1920 όταν η απόδειξη του Γκάους ολοκληρώθηκε. Στην παραπομπή Γκάους, ο
A. Ostrowski έχει μία εργασία η οποία κάνει αυτό και δίνει μία εξαιρετική συ-
ζήτηση του προβλήματος επίσης...». Μια αυστηρή απόδειξη δημοσιεύτηκε από
τον Ελβετό μαθηματικό Ζαν-Ρομπέρ Αργκάν το 1806 και για πρώτη φορά το
θεμελιώδες θεώρημα της άλγεβρας διατυπώθηκε για πολυώνυμα με μιγαδικούς
συντελεστές αντί για μόνο πραγματικούς συντελεστές. Ο Γκάους παρήγαγε δύο
ακόμη αποδείξεις το 1816 και μία ακόμη εκδοχή της πρωτότυπης απόδειξης το
1849.

Το πρώτο εγχειρίδιο που είχε μία απόδειξη του θεωρήματος ήταν το Cauchy’s
Cours d’analyse de l’École Royale Polytechnique (1821). Περιείχε την απόδει-
ξη του Αργκάν, αν και δεν του δόθηκε πίστωση για αυτό.

Καμία από τις αποδείξεις που έχουν αναφερθεί έως τώρα είναι εποικοδομητική.
΄Ηταν ο Weierstrass ο οποίος έθεσε για πρώτη φορά, στα μισά του 19ου αιώνα,
το πρόβλημα της εύρεσης μίας εποικοδομητικής απόδειξης του θεμελιώδους
θεωρήματος της άλγεβρας. Παρουσίασε την απόδειξή του , η οποία ανέρχεται
με τους σημερινούς όρους σε έναν συνδυασμό της μεθόδου Durand–Kerner
με την αρχή της συνέχισης της ομοτοπίας, το 1891. ΄Αλλη μία απόδειξη αυτού
του είδους βρήκε ο Hellmuth Kneser το 1940 και απλοποίησε ο γιος του,Martin
Kneser, το 1981.

58
Χωρίς να χρησιμοποιήσουμε το Αξίωμα της Μετρήσιμης Επιλογής, δεν
είναι δυνατό να αποδείξουμε εποικοδομητικά το θεμελιώδες θεώρημα της άλγε-
βρας για μιγαδικούς αριθμούς βασιζόμενοι στους πραγματικούς αριθμούς Dedekind
οι οποίοι δεν είναι εποικοδομητικά ισοδύναμοι με τα πραγματικά νούμερα Cauchy
χωρίς μετρήσιμη επιλογή. Ωστόσο,ο Fred Richman απέδειξε μία αναδιατυπω-
μένη εκδοχή του θεωρήματος η οποία λειτουργεί.

Απόσπασμα από τη Βικιπαίδεια.

59
Βιβλιογραφία-Αναφορές

Μερκουράκης, Σοφοκλής Κ., Εισαγωγή στη μιγαδική ανάλυση,


Αθήνα: Συμμετρία, 2005

Καρακώστας, Γεώργιος Λ., Εισαγωγή στη μιγαδική ανάλυση,


Αθήνα: Κωσταράκης, 2015

Stein, Elias M., Complex Analysis,


Princeton Oxford: Princeton University Press, 2005

Gamelin, Theodore W, Complex analysis,


New York: Springer, 2001

Marsden, Jerrold E, Basic Complex Analysis,


New York: W. H. Freeman, 1999

Yap, Chee-Keng, Fundamental problems of algorithmic algebra,


New York: Oxford University Press, 2000

Benjamin F., Gerhard R., The Fundamental Theorem of Algebra,


New York: Springer, 1997

Δημήτριος Α.Βάρσος, Μια εισαγωγή στην ΄Αλγεβρα,


Θεσσαλονίκη: Σοφία, 2012

60

You might also like