Professional Documents
Culture Documents
Συμεών Κούτσικος - Το Θεμελιώδες Θεώρημα Της Άλγεβρας Από Την Σκοπιά Της Μιγαδικής Ανάλυσης
Συμεών Κούτσικος - Το Θεμελιώδες Θεώρημα Της Άλγεβρας Από Την Σκοπιά Της Μιγαδικής Ανάλυσης
Συμεών Κούτσικος
Τμήμα Μαθηματικών
Πανεπιστήμιο Αθηνών
Φεβρουάριος 2016
Περιεχόμενα
1 Τα θέματα της παρουσίασης 5
1.1 Ορισμένοι Βασικοί Ορισμοί . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 5
1.2 Αρχή Μεγίστου Μέτρου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 7
1.3 Θεώρημα Morera . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 12
4 Ιστορική Αναδρομή 57
2
Πρόλογος
΄Οπως γνωρίζουμε, «κάθε δευτεροβάθμιο μιγαδικό πολυώνυμο, διαθέτει (δύο)
μιγαδικές θέσεις μηδενισμού». Η πρόταση αυτή, αποτελεί ειδική περίπτωση ενός
πολύ πιο γενικού θεωρήματος, που ονομάζεται Θεμελιώδες Θεώρημα της
΄Αλγεβρας και μας λέει το εξής:
Επί μακρόν, το θεώρημα αυτό, το οποίο εντάσσεται στα πιο σημαντικά της
Επιστήμης των Μαθηματικών, δεν διέθετε μια αυστηρή απόδειξη. Η πρώτη
απόδειξη, που έτυχε αποδοχής από τη μαθηματική κοινότητα, οφείλεται στον
Carl Friedich Gauss, ο οποίος την παρουσίασε στη διδακτορική του διατρι-
βή τον Αύγουστο του 1799 με τίτλο: «Μια νέα απόδειξη του θεωρήματος ότι
κάθε ρητή ακέραια αλγεβρική συνάρτηση μιας μεταβλητής μπορεί να αναλυθεί
σε πραγματικούς παράγοντες πρώτου και δεύτερου βαθμού».
Στο χειμερινό εξάμηνο του 2015-2016, στο μάθημα «Θέματα ΄Αλγεβρας και
Γεωμετρίας», ασχοληθήκαμε με το Θεμελιώδες Θεώρημα της ΄Αλγεβρας. Συ-
γκεκριμένα, στρέψαμε την προσοχή μας στους διάφορους τρόπους με τους ο-
ποίους μπορεί να αποδειχθεί. Στην ΄Αλγεβρα, την Ανάλυση και την Τοπολογία,
έχουν αναπτυχθεί διαφορετικές τεχνικές για την απόδειξη του Θεωρήματος.
Εδώ θα ασχοληθούμε κατά κύριο λόγο με τις τέσσερις αποδείξεις που πηγάζουν
από την Μιγαδική Ανάλυση καθώς και με την - κλασσική - απόδειξη της ΄Αλγε-
βρας, δηλαδή αυτή που υλοποιείται με τον Δακτύλιο των Πολυωνύμων και τα
Μιγαδικά Πολυώνυμα.
Από τους διδάσκοντες του μαθήματος, κύριοι Βάρσος Δημήτριος και Ράπτης
Ευάγγελος, μου ανατέθηκε να παρουσιάσω την Αρχή Μεγίστου Μέτρου
και το Θεώρημα του Morera και έτσι στο πρώτο κεφάλαιο της παρούσας
εργασίας θα ασχοληθούμε με αυτά. Στο δεύτερο κεφάλαιο, θα δούμε αναλυτικά
τέσσερις αποδείξεις από την σκοπιά της Μιγαδικής Ανάλυσης, ενώ στο τρίτο,
την απόδειξη από την σκοπιά της ΄Αλγεβρας. Επιπλέον, στο τέλος του τρίτου
κεφαλαίου θα στρέψουμε το ενδιαφέρον μας στις συνέπειες του Θεωρήματος,
ενώ στο τέταρτο και τελευταίο κεφάλαιο, θα υπάρξει και μια ιστορική αναδρομή
επί του Θεμελιώδους Θεωρήματος.
3
Πριν ξεκινήσουμε, ας διευκρινίσουμε πως αν ο αναγνώστης είναι εξοικειω-
μένος με τις βασικές έννοιες της Μιγαδικής Ανάλυσης και της Βασικής ΄Αλγε-
βρας, μπορεί να παραλείψει τους βασικούς ορισμούς των κεφαλαίων.
4
1 Τα θέματα της παρουσίασης
Θα μας χρειαστούν οι παρακάτω ορισμοί. ΄Οχι μόνο για την απόδειξη της Αρχής
του Μεγίστου, αλλά και για την συνέχεια.
∆(a, r) = {z ∈ C : |z − a| ≤ r}.
C(a, r) = {z ∈ C : |z − a| = r}.
U ⊆ A ∪ B, U ∩ A 6= ∅, U ∩ B 6= ∅ και U ∩ A ∩ B = ∅.
5
1.1.4 Ορισμός. (Αναλυτική Συνάρτηση)
΄Εστω U ⊆ C ανοικτό και συνάρτηση f : U → C. Η συνάρτηση f είναι ανα-
λυτική συνάρτηση στο U ή αλλιώς, τοπικά παραστάσιμη σε δυναμο-
σειρά στο U , αν για κάθε a ∈ U η συνάρτηση f αναλύεται σε δυναμοσειρά με
κέντρο το a, δηλαδή υπάρχουν r(a) > 0 και cn (a) = cn ∈ C, n ∈ N, έτσι ώστε
∆(a, r) ⊆ U και
∞
X
f (z) = cn (z − a)n
n=0
Προς το παρόν, δεν διαφαίνεται η ουσία αυτού του ορισμού. Στο δεύτερο
κεφάλαιο, θα ασχοληθούμε περαιτέρω με την σημασία του.
6
1.2 Αρχή Μεγίστου Μέτρου
Leonard Euler
Η Αρχή του Μεγίστου μας πληροφορεί πως το μέτρο μιας αναλυτικής και
μη-σταθερής συνάρτησης f , που είναι ορισμένη σε ένα ανοικτό και συνεκτικό
σύνολο U , προσλαμβάνει τη μέγιστη τιμή επί του συνόρου του συνόλου.
Η Αρχή αυτή, έχει πλήθος εφαρμογών, όχι μόνο στο ίδιο το πεδίο της Μι-
γαδικής Ανάλυσης, αλλά και στην Φυσική. Επιπλέον, χρησιμοποιείται για την
απόδειξη του Θεμελιώδους Θεωρήματος της ΄Αλγεβρας (βλέπε ε-
νότητα 2.4) και για την απόδειξη του λήμματος του Schwarz, του οποίου
τα αποτελέσματα έχουν άμεσες εφαρμογές στην Μιγαδική Ανάλυση. Ομοίως,
η Αρχή των Phragmén–Lindelöf, που αποτελεί μια επέκταση της Αρχής
του μεγίστου - αυτή τη φορά το πεδίο ορισμού είναι μη-φραγμένο. Τέλος, το
Θεώρημα των Borel–Καραθεωδορή, στηρίζεται επίσης στην Αρχή του
Μεγίστου και μας πληροφορεί πως στο άνω φράγμα (αν υπάρχει) μιας αναλυ-
τικής συνάρτησης, μεταξύ των όρων του άνω φράγματος, εμπλέκεται και το
πραγματικό μέρος της συνάρτησης. Η σχέση που συζητάμε είναι η εξής:
΄Εστω f αναλυτική συνάρτηση ορισμένη στον κλειστό δίσκο ∆(0, R).
Τότε για r < R ισχύει:
2r R+r
kf kr ≤ · sup Re f (z) + · |f (0)|.
R − r |z|≤R R−r
7
1.2.1 Λήμμα. ΄Εστω U ⊆ C ανοικτό και συνεκτικό σύνολο και f : U → C
μια αναλυτική συνάρτηση. Αν f 0 (z) = 0 για κάθε z ∈ U , τότε η f είναι σταθερή
επί του U .
Απόδειξη. ΄Εστω z1 ,z2 ∈ U . Θεωρούμε μια καμπύλη γ ⊆ U τέτοια ώστε
γ(a) = z1 και γ(b) = z2 . Από τον κανόνα της αλυσίδας, έχουμε:
df (γ(t))
= f 0 (γ(t)) · γ 0 (t) = 0 (1.1)
dt
καθώς f 0 = 0 στο U . Γράφουμε f = u + iv, όπου u και v το πραγματικό και
το φανταστικό μέρος αντίστοιχα. Από την σχέση 1.1 παίρνουμε:
du(γ(t)) dv(γ(t))
=0= (1.2)
dt dt
Οι συναρτήσεις u και v είναι πραγματικές. Από τον Απειροστικό Λογισμό
συμπεραίνουμε ότι θα πρέπει να είναι σταθερές ως προς t.
΄Εστω, u(γ(t)) = c1 και v(γ(t)) = c2 .
Τώρα,
f (z1 ) = f (γ(a)) = u(γ(a)) + iv(γ(a)) = c1 + ic2
f (z2 ) = f (γ(b)) = u(γ(b)) + iv(γ(b)) = c1 + ic2
Δηλαδή, f (z1 ) = f (z2 ), το οποίο αποδεικνύει το ζητούμενο.
∂u ∂v
2u + 2v =0
∂x ∂x
∂u ∂v
2u + 2v =0
∂y ∂y
8
Από τις εξισώσεις Cauchy-Riemann, αντικαθιστώντας παίρνουμε :
∂u ∂u
u −v =0
∂x ∂y
∂u ∂u
v +u =0
∂x ∂y
Τώρα, από τον τύπο του Cauchy, για κάθε r < d έχουμε:
Z
1 f (z)
f (a) = dz (1.4)
2πi |z−a|=r z − a
9
Συνεπώς,
1 f (z)
M = |f (a)| ≤ · sup · µ(|z − a| = r)
2π |z−a|=r z − a
1 |f (z)|
= · sup · 2πr
2π |z−a|=r r
= sup |f (z)|
|z−a|=r
≤ M.
όπου μ η συνάρτηση που εκφράζει το μήκος της εκάστοτε καμπύλης.
|a − a1 | > d/2
10
Μετά από πεπερασμένα βήματα, πλησιάζοντας το b, βρίσκουμε σημείο am
της καμπύλης γ το οποίο αφενός μεν έχει την ιδιότητα b ∈ ∆(am , d), αφετέρου
δε,
11
1.3 Θεώρημα Morera
Στο επόμενο κεφάλαιο, αφού θα έχουμε αναπτύξει ορισμένους βασικούς ορι-
σμούς και θεωρήματα, θα δούμε το Λήμμα των Cauchy-Goursat.
Το Λήμμα αυτό, λέει το εξής:
«Αν η f είναι ολόμορφη πάνω σ’ ένα ανοιχτό και κυρτό σύνολο U , τότε το
ολοκλήρωµα της πάνω σε οποιοδήποτε τρίγωνο του U είναι μηδέν».
Στο Θεώρημα 2.1.6 θα δείξουµε ότι ισχύει και το αντίστροφο, αλλά χωρίς την
υπόθεση τής κυρτότητας. Το αντίστροφο του Λήμματος των Cauchy-Goursat,
είναι γνωστό και ως Θεώρημα Morera, καθώς αποδείχθηκε από τον Ιταλό μηχα-
νικό και μαθηματικό Giacinto Morera. Δεν σχετίζεται άμεσα με το Θεμελιώδες
Θεώρημα της ΄Αλγεβρας, αλλά αποτελεί σε κάποιο βαθμό μέρος της ίδιας συλ-
λογιστικής και έχει πλήθος εφαρμογών. Ενδεικτικά, μπορούμε να δούμε δύο
εφαρμογές με αρκετό ενδιαφέρον:
Από το Λήμμα των Cauchy-Goursat, κι από την ολομορφικότητα της z s−1 ,το
εσωτερικό ολοκλήρωμα μηδενίζεται.
Συνεπώς, η συνάρτηση Γ είναι ολόμορφη.
12
΄Ομοια σκεπτόμενοι, συνεχίζουμε με άλλη μια ενδιαφέρουσα εφαρμογή :
13
2 Η σκοπιά της Μιγαδικής Ανάλυσης
2.1 Πρώτη Απόδειξη
2.1.1 Προκαταρκτικά
Ξεκινάμε αυτό το κεφάλαιο με το Κριτήριο ομοιόμορφης σύγκλισης του Weier-
strass . Χρησιμοποιείται αρκετά συχνά για να αποδείξουμε ότι μια σειρά συναρ-
τήσεων συγκλίνει ομοιόμορφα. Επιπλέον, πρόκειται για ένα σημαντικό εργαλείο
κατασκευής συνεχών - αλλά και άλλων ειδών - συναρτήσεων. Στην παρούσα
εργασία, θα το χρειαστούμε για να δείξουμε το Θεώρημα 2.1.2.
2.1.1 Θεώρημα. (Κριτήριο ομοιόμορφης σύγκλισης του Weierstrass)
΄Εστω T ⊆ C κι έστω fn : T → C μια ακολουθία μιγαδικών συναρτήσεων.
Υποθέτουμε ότι η σειρά:
∞
X
sup |fn (t)| < ∞. (2.1)
n=1 t∈T
P∞
Τότε, η σειρά συναρτήσεων n=1 |fn | συγκλίνει ομοιόμορφα πάνω στο T .
Απόδειξη. Αρχικά, παρατηρούμε ότι η συνθήκη (2.1) είναι ισοδύναμη με την
ύπαρξη αριθμών P Mn > 0, n ∈ N, ούτως ώστε |fn (t)| ≤ Mn , για κάθε t ∈ T και
για κάθε n, και ∞ n=1 Mn < ∞.
Παρατηρούμε τώρα ότι η συνθήκη (2.1) συνεπάγεται ότι, για κάθε t ∈ T , η
σειρά ∞
P P∞
f
n=1 n (t) συγκλίνει απόλυτα, δηλαδή n=1 n (t)| < ∞, και
|f P∞συνεπώς
συγκλίνει και απλά, και ορίζει την συνάρτηση f : T → R με f (t) = n=1 fn (t).
Το ότι η σύγκλιση πάνω στο T είναι ομοιόμορφη, αποδεικνύεται ως εξής:
Παρατηρούμε ότι
X ∞ X∞ X∞
fm (t) ≤ |fm (t)| ≤ Mm
m=n+1 m=n+1 m=n+1
P∞
Τώρα, θεωρούμε τυχόν > 0. Εφ΄ όσον Pn=1 Mn < ∞, από το κριτήριο του
Cauchy , υπάρχει N () ∈ N, τέτοιο ώστε ∞ m=N ()+1 Mm < .
Τότε, για κάθε n ≥ N (), και για κάθε t ∈ T ισχύει:
X∞
fm (t) < .
m=n+1
14
Υπενθυμίζουμε ορισμένους βασικούς ορισμούς, αλλά και ορισμένες βασικές
παρατηρήσεις. Θα μας φανούν χρήσιμα καθ΄ όλη την πορεία του κεφαλαίου
αυτού.
15
2.1.2 Θεώρημα. ΄Εστω φ, g : [a, b] → C συνεχείς συναρτήσεις, όπου τα
a, b ∈ R, a < b. Θέτουμε U = C\g([a, b]) και θεωρούμε την συνάρτηση
f : U → C με τύπο:
Z b
φ(t)
f (t) = dt.
a g(t) − z
συγκλίνει. Συγκεκριμένα,
∞
z − z0 n
X 1 g(t) − z0
g(t) − z0 = 1 − z−z0 = g(t) − z .
n=0 g(t)−z0
16
Τώρα, για κάθε z ∈ ∆(z0 , r) και για κάθε t ∈ [a, b], ισχύει:
n
|z − z0 |n
φ(t)
· |z − z0 |n ≤ M M |z − z0 |
|g(t) − z0 |n+1 · ≤ ·
|g(t) − z0 | |g(t) − z0 |n r r
και η σειρά
∞ n
X M |z − z0 |
·
n=0
r r
συγκλίνει.
΄Εχει ενδιαφέρον να πούμε πως το παραπάνω θεώρημα, ισχύει και στην πε-
ρίπτωση που η συνάρτηση φ είναι κατά τμήματα συνεχής ή, ακόμα γενικότερα,
αν είναι ολοκληρώσιμη κατά Riemann.
17
2.1.2 Το Θεώρημα του Cauchy
Σημείωση: ΄Εστω a, b, c τρία σημεία του μιγαδικού επιπέδου.
Συμβολίζουμε με T = T (a, b, c), το τρίγωνο με κορυφές τα σημεία a, b, c και με
∂T την (προσανατολισμένη) περίμετρο του, δηλαδή, ∂T = [a, b] ∪ [b, c] ∪ [c, a].
Αν τώρα f : ∂T → C είναι μια συνεχής συνάρτηση,
Z Z Z Z
f (z)dz = f (z)dz + f (z)dz + f (z)dz
∂T [a,b] [b,c] [c,a]
Ας ορίσουμε :
Z
1
T := max f (z)dz : i = 1, 2, 3, 4
∂Ti
18
Σχήμα 2: Πρώτη περίπτωση
Ακόμη,
1 1
µ(∂T 1 ) = µ(∂T ) και διαµ(T 1 ) = διαµ(T ),
2 2
Επαναλαβάνουμε το παραπάνω επιχείρημα για το τρίγωνο T 1 και συνε-
χίζουμε επαγωγικά. ΄Ετσι κατασκευάζουμε μια φθίνουσα ακολουθία τριγώνων
{T n }∞
n=0 , όπου στο n-οστό βήμα ισχύουν τα εξής:
Z Z
f (z)dz ≤ 4 f (z)dz .
∂T n ∂T n+1
1 1
µ(∂T n+1 ) = µ(∂T n ) και διαµ(T n+1 ) = διαµ(T n )
2 2
n ∞
Επομένως, η ακολουθία τριγώνων {T }n=0 έχει τις ακόλουθες ιδιότητες:
Z Z
n
f (z)dz
≤ 4 f (z)dz .
∂T ∂T n
1 1
µ(∂T n ) = µ(∂T ) και διαµ(T n
) = διαµ(T )
2n 2n
Στην ουσία, έχουμε κατασκευάσει μια φθίνουσα ακολουθία μη-κενών κλει-
στών και φραγμένων (συμπαγών) υποσυνόλων του πλήρη μετρικού χώρου C
με limn→∞ διαµ(T n ) = 0. Επομένως, όπως γνωρίζουμε από την Πραγματική
Ανάλυση και συγκεκριμένα από το Θεώρημα Cantor-Frechet,στην τομή όλων
αυτών των τριγώνων θα υπάρχει ακριβώς ένα σημείο w ∈ U , δηλαδή :
∞
\
T n = {w}
n=0
19
΄Εστω > 0. Από την ύπαρξη της μιγαδικής παραγώγου f 0 (w), υπάρχει
δ > 0 με ∆(w, δ) ⊆ U ώστε αν z ∈ ∆(w, δ) να ισχύει :
f (z) − f (w) 0
z−w − f (w) <
και επομένως
|f (z) − f (w) − (z − w)f 0 (w)| ≤ |z − w| (2.4)
Επιλέγουμε ένα m ∈ N τέτοιο ώστε διαµ(T m ) < δ. Τότε,
T m ⊆ ∆(w, δ) ⇒ ∂T m ⊆ ∆(w, δ)
0
R Η συνάρτηση −f (w)−(z−w)f
0
(w) έχει παράγουσα για z ∈ C και επομένως,
∂T m
[−f (w) − (z − w)f (w)]dz = 0. Επομένως, από την τριγωνική ανισότητα
για τα μιγαδικά επικαμπύλια ολοκληρώματα και από την σχέση (2.5) έχουμε:
Z Z
0
[f (z) − f (w) − (z − w)f (w)]dz = f (z)dz ≤ ·διαµ(T m )·µ(∂T m )
∂T m ∂T m
Τέλος, από την κατασκευή του τριγώνου T και την σχέση (2.1.1), έχουμε:
Z Z
m
f (z)dz ≤ 4 · f (z)dz ≤ 4m · · διαµ(T m ) · µ(∂T m )
∂T m
∂T
1 1
≤ 4m · · m
διαµ(T ) · m µ(∂T )
2 2
= · διαµ(T ) · µ(∂T )
Εφ΄ όσον, διαµ(T ) και µ(∂T ) είναι σταθερές ποσότητες, κι αφού το ήταν
τυχόν, συνεπάγεται ότι : Z
f (z)dz = 0.
∂T
20
Σχήμα 3: Δεύτερη περίπτωση
= sup |f | · (|x − y| + |y − a| + |x − a|)
T
΄Αρα,
Z
f (z)dz = 0
∂T (x,y,a)
και συνεπώς, Z
f (z)dz = 0.
∂T
21
Σχήμα 4: Τρίτη περίπτωση
κι έτσι από την προηγούμενη περίπτωση, και τα τρία ολοκληρώματα στο δεξιό
μέρος της σχέσης (2.6), μηδενίζονται.
Τέταρτη περίπτωση: Η περίπτωση κατά την οποία το σημείο z0 βρίσκεται
πάνω σε κάποια πλευρά του τριγώνου, είναι πιο απλή και παρόμοια με την προη-
γούμενη.
22
Στην συνέχεια θα δείξουμε το Θεώρημα της ύπαρξης παραγουσών σε κυρτά
σύνολα. Το θεώρημα αυτό, αποτελεί βασικό πυλώνα όχι μόνο για την απόδειξη
του Θεωρήματος Cauchy αλλά και για την απόδειξη του Θεωρήματος Morera.
Εδώ, υπενθυμίζουμε τον ορισμό ενός κυρτού συνόλου αλλά και τον ορισμό του
δείκτη στροφής μιας καμπύλης.
∀x, y ∈ K, [x, y] ⊆ K
Η γεωμετρική σημασία του δγ (z) , είναι ο αριθμός που δείχνει πόσες φορές η
καμπύλη γ περιφέρεται γύρω από το σημείο z. Σημειώνουμε, πως κάθε «θετική»
περιφορά, συνεισφέρει +1 στον ακέραιο δγ (z), και κάθε «αρνητική» περιφορά
συνεισφέρει −1. ΄Ενα άμεσο παράδειγμα είναι το εξής:
Ας σκεφτούμε έναν κύκλο C(a, r) κέντρου a και ακτίνας r. Κάθε σημείο που
βρίσκεται στον ανοικτό δίσκο ∆(a, r) έχει δείκτη στροφής 1. Ενώ, κάθε σημείο
εκτός του ∆(a, r), έχει δείκτη στροφής 0.
Με το παρακάτω σχήμα, ο ορισμός γίνεται ακόμη πιο σαφής.
23
2.1.3 Θεώρημα. (΄Υπαρξη παραγουσών σε κυρτά σύνολα)
΄Εστω U ⊆ C ανοικτό και κυρτό σύνολο και f : U → C συνεχής συνάρτηση με
την ιδιότητα, για κάθε τρίγωνο T ⊆ U να ισχύει:
Z
f (z)dz = 0.
∂T
24
Τώρα, από την υπόθεση έχουμε ότι:
Z Z Z Z
f (z)dz = 0 ⇒ f (ζ)dζ + f (ζ)dζ + f (ζ)dζ = 0
∂T [z0 ,z] [z,w] [w,z0 ]
Z
⇒ F (z) + f (ζ)dζ − F (w) = 0
[z,w]
Z
⇒ F (z) − F (w) = f (ζ)dζ
[w,z]
F (z) − F (w)
Z
w6=z 1
==⇒ = · f (ζ)dζ
z−w z−w [w,z]
F (z) − F (w)
Z
1
⇒ − f (w) = · f (ζ)dζ − f (w)
z−w z−w [w,z]
F (z) − F (w)
Z
1
⇒ − f (w) = · [f (ζ) − f (w)]dζ
z−w z−w [w,z]
25
Σχήμα 5: Το τρίγωνο T = T (z0 , z, w) ⊆ U
Τώρα θεωρούμε τυχόν > 0. Από την συνέχεια της f στο w ∈ U , υπάρχει
δ > 0 με ∆(w, δ) ⊆ U , έτσι ώστε, αν z ∈ ∆(w, δ) τότε |f (z) − f (w)| < 2 .
Το z ∈ ∆(w, δ), άρα [w, z] ⊆ ∆(w, δ) και επομένως, αφού ζ ∈ [w, z] έπεται ότι
και το ζ ∈ ∆(w, δ). Συνεπώς, |f (ζ) − f (w)| < 2 .
Συνεπώς, για κάθε z ∈ ∆(w, δ), z 6= w και για κάθε > 0 έχουμε:
Z
F (z) − F (w) 1
− f (w) = · [f (ζ) − f (w)]dζ
z−w |z − w| [w,z]
1
< · · |z − w|
|z − w| 2
< .
26
Φτάσαμε λοιπόν στην καρδιά του κεφαλαίου αυτού, στο Θεώρημα του
Cauchy, δηλαδή το Τοπικό Θεώρημα του Cauchy και στον Ολοκληρωτικό
τύπο του. Μετά το πέρας των αποδείξεων, θα ακολουθήσουν σχόλια σχετικά
με την σημασία του Ολοκληρωτικού τύπου του Cauchy, αλλά και ορισμένες
ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις. Στο Σχήμα 6 σκιαγραφούμε τα -προς απόδειξη-
Θεωρήματα.
27
2.1.5 Θεώρημα. (Ολοκληρωτικός Τύπος του Cauchy)
΄Εστω U ⊆ C ανοικτό και κυρτό σύνολο, f : U → C ολόμορφη συνάρτηση και
κλειστή καμπύλη γ ⊆ U . Τότε, για κάθε z ∈ U \γ ισχύει:
Z
1 f (ζ)
f (z) · δγ (z) = · dζ. (2.7)
2πi γ ζ − z
Αν, επιπλέον, η f είναι ολόμορφη σε περιοχή του κλειστού δίσκου ∆(a, r) ⊆ U ,
τότε: Z
1 f (ζ)
f (z) = · dζ. (2.8)
2πi C(a,r) ζ − z
Απόδειξη. Σταθεροποιούμε ένα z ∈ U \γ. Θεωρούμε την συνάρτηση g : U → C
με τύπο:
f (ζ)−f (z)
ζ−z
αν ζ 6= z
g(ζ) = 0
f (z) αν ζ = z
Παρατηρούμε ότι η g είναι συνεχής στο z:
f (ζ) − f (z)
lim g(ζ) = lim = f 0 (z) = g(ζ).
ζ→z ζ→z ζ −z
Η g είναι -προφανώς- ολόμορφη στο U \{z}, και συνεχής στο U . Συνεπώς, από
το Τοπικό Θεώρημα του Cauchy , έπεται ότι:
f (ζ) − f (z)
Z Z
g(ζ)dζ = 0 ⇒ dζ = 0
γ γ ζ −z
Z Z
f (ζ) f (z)
⇒ dζ − dζ = 0
γ ζ −z γ ζ −z
Z Z
1 f (ζ)
⇒ f (z) · dζ = dζ
γ ζ −z γ ζ −z
Z
f (ζ)
⇒ f (z) · δγ (z) · 2πi = dζ
γ ζ −z
Z
1 f (ζ)
⇒ f (z) · δγ (z) = · dζ.
2πi γ ζ −z
Η σχέση (2.8) προκύπτει άμεσα, από την (2.7), καθώς ο δείκτης στροφής
του κύκλου C(a, r) γύρω από ένα σημείο z ∈ ∆(a, r) είναι 1.
28
Η σημασία του Ολοκληρωτικού τύπου του Cauchy:
Δηλαδή οι τιμές f (z), για z ∈ ∆(a, r), καθορίζονται και υπολογίζονται από
τις τιμές f (ζ), για ζ ∈ C(a, r), της συνάρτησης πάνω στον κύκλο C(a, r).
Μάλιστα, μπορούμε να πούμε ότι η ολόμορφη συνάρτηση f (z), για z ∈ ∆(a, r),
είναι «συνδυασμός» των συναρτήσεων:
1
, ζ ∈ C(a, r)
ζ −z
δηλαδή συνδυασμός που δίδεται από το συγκεκριμένο ολοκλήρωμα:
Z
1 f (ζ)
· dζ.
2πi C(a,r) ζ − z
Γι΄ αυτό ενίοτε αναφερόμαστε στον τύπο του Cauchy σαν τον ολοκληρωτικό
τύπο αναπαράστασης του Cauchy. Δηλαδή «αναπαριστούμε» την συνάρτηση
σαν ένα ολοκλήρωμα - το ολοκλήρωμα του Cauchy.
29
Είναι κάπως εντυπωσιακό ότι η μεταβλητή z, στα ανωτέρω προσεγγίζοντα
αθροίσματα, δεν βρίσκεται «μπλεγμένη» με την συνάρτηση. «Φεύγει» τρόπον
τινά από την ποσότητα f (z) και εμφανίζεται με εντελώς συγκεκριμένο τρόπο
στις συναρτήσεις:
1
, ζ ∈ C(a, r)
ζ −z
Μια ιδιαίτερη και ενδιαφέρουσα παρατήρηση, είναι ότι το θεώρημα της ύπαρ-
ξης παραγουσών αποδεικνύεται και για αστρόμορφα σύνολα. Κατ΄ επέκταση, το
Θεώρημα του Cauchy ισχύει και για αστρόμορφα σύνολα. Ας υπενθυμίζουμε
ότι, ένα σύνολο A ⊆ C λέγεται αστρόμορφο αν υπάρχει ένα σημείο a ∈ A,
έτσι ώστε, για κάθε z ∈ A, το ευθύγραμμο τμήμα [a, z] ⊆ A.
30
2.1.1 Πρόταση. ΄Εστω U ⊆ C ανοικτό σύνολο και f : U → C ολόμορφη
συνάρτηση. ΄Επεται ότι:
(1) η f είναι αναλυτική στο U και
(2) αν a ∈ U και r > 0, με ∆(a, r) ⊆ U , τότε για κάθε z ∈ ∆(a, r) ισχύει:
Z
(n) n! f (ζ)
f (z) = · dζ.
2πi C(a,r) (ζ − z)n+1
και άρα
2π
f (γ(t)) · γ 0 (t)
Z
1
f (z) = · dt.
2πi 0 γ(t) − z
Από το Θεώρημα 2.1.2 συμπεραίνουμε πως η f είναι αναλυτική στο ∆(a, r).
Τέλος,
2π
f (γ(t)) · γ 0 (t)
Z
(n) n!
f (z) = · dt
2πi 0 (γ(t) − z)n+1
απ΄ όπου έπεται η προς απόδειξη σχέση.
31
2.1.1 Πόρισμα. ΄Εστω U ⊆ C ανοικτό σύνολο και g : U → C ολόμορφη
συνάρτηση. Τότε, η g 0 είναι επίσης ολόμορφη.
32
2.1.3 Συνέπειες του Θεωρήματος Cauchy
Λίγο πριν φτάσουμε στην πρώτη απόδειξη του Θεμελιώδους Θεωρήματος της
΄Αλγεβρας, μας μένει να δούμε τις πιο βασικές συνέπειες του Θεωρήματος
Cauchy, τις εκτιμήσεις του Cauchy, αλλά και το Θεώρημα του Li-
ouville. Οι εκτιμήσεις του Cauchy, χρησιμεύουν για την απόδειξη του Θεω-
ρήματος του Liouville, κι αυτό με την σειρά του χρησιμεύει για την απόδειξη
του Θεμελιώδους Θεωρήματος της ΄Αλγεβρας. Φυσικά, συνέπεια του τύπου
του Cauchy είναι και η αναλυτικότητα των ολόμορφων συναρτήσεων, που ήδη
έχουμε μελετήσει.
2.1.7 Θεώρημα. (Εκτιμήσεις του Cauchy ) ΄Εστω U ⊆ C ανοικτό σύνολο και
f : U → C ολόμορφη συνάρτηση. ΄Εστω ακόμη, a ∈ U , r > 0 με ∆(a, r) ⊆ U ,
και M = M (a, r) < ∞ ώστε |f (ζ)| ≤ M , για κάθε ζ ∈ C(a, r). Τότε για κάθε
n ∈ N ισχύει:
n! · M
|f (n) (a)| ≤ .
rn
Απόδειξη. Από την Πρόταση 2.1.1, έχουμε:
Z
(n) n! f (ζ)
f (a) = · dζ.
2πi C(a,r) (ζ − a)n+1
΄Εστω τώρα ζ ∈ C(a, r), τότε για κάθε n ∈ N ισχύει:
f (ζ) |f (ζ)| |f (ζ)| M
(ζ − a)n+1 = |ζ − a|n+1 = rn+1 ≤ rn+1
n! M
≤ · · 2πr
2π rn+1
n! · M
= .
rn
33
Μια ολόμορφη συνάρτηση f : C → C λέγεται και ακέραια. Σύμφωνα
με το επόμενο θεώρημα, μια τέτοια συνάρτηση, δεν μπορεί να είναι φραγμένη.
Εκτός βέβαια, αν είναι σταθερή.
34
2.1.9 Θεώρημα. (Θεμελιώδες Θεώρημα της ΄Αλγεβρας)
Εάν το p(z) ∈ C[x] είναι μη-σταθερό, τότε διαθέτει τουλάχιστον μια μιγαδική
θέση μηδενισμού.
Απόδειξη. ΄Εστω μη-σταθερό πολυώνυμο p(z) = a0 + a1 z + ... + an z n , όπου
deg(p) = n ≥ 1. Για z 6= 0, έχουμε:
a a1 an−1
0
p(z) = z n · n + n−1 + ... + + an .
z z z
΄Ομως, καθώς το z → ∞, έπεται ότι και το z n → ∞ και επομένως:
a0 a1 an−1
n
→ 0 , n−1 → 0 , ... , → 0.
z z z
Οπότε, limz→∞ p(z) = ∞ · an = ∞.
Υποθέτουμε, προς άτοπο, ότι το p(z) δεν έχει θέσεις μηδενισμού στο C,
δηλαδή, p(z) 6= 0 για κάθε z ∈ C. Τότε, ορίζεται η ακέραια συνάρτηση
f : C → C με τύπο:
1
f (z) = .
p(z)
1
΄Εχουμε, limz→∞ f (z) = limz→∞ p(z) = 0. Επομένως, για = 1 υπάρχει R > 0
ώστε αν |z| > R να ισχύει: |f (z)| < 1. Η f είναι φραγμένη στον κλειστό
δίσκο ∆(z, r), καθώς είναι συνεχής και το ∆(z, r) είναι συμπαγές σύνολο.
Συνεπώς, υπάρχει M < ∞ ώστε |f (z)| ≤ M για κάθε z ∈ ∆(z, r). Αφενός,
για |z| > R, ισχύει |f (z)| < 1, κι αφετέρου για z ≤ R ισχύει |f (z)| < M .
Οπότε, |f (z)| ≤ M + 1, για κάθε z ∈ C.
35
2.2 Δεύτερη Απόδειξη
2.2.1 Λήμμα. (Θεώρημα Ενδιάμεσης Τιμής και η προκύπτουσα Ανισότητα)
΄Εστω U ⊆ C ανοικτό σύνολο, f : U → C μια αναλυτική συνάρτηση και
∆ = ∆(a, r) ⊆ U κυκλικός δίσκος ακτίνας r > 0 και κέντρου a ∈ U . Τότε:
Z 2π
1
f (a) = f (a + reit )dt (2.10)
2π 0
και επιπλέον:
1
≤ · sup |f | · µ(|z − a| = r)
2π |z−a|=r
= sup |f |
|z−a|=r
36
Απόδειξη. ΄Εστω q(z) = |a0 | + |a1 ||z| + ... + |an−1 ||z|n−1 . Τότε από την τρι-
γωνική ανισότητα προκύπτει :
|an ||z|n − q(z) ≤ |p(z)| ≤ |an ||z|n + q(z)
Τώρα, για |z| ≥ 1 και i < n έχουμε |z|i ≤ |z|n−1 . ΄Αρα, q(z) ≤ s · |z|n−1 , όπου
Pn−1
s = i=0 |ai |.
Συνεπώς, έχοντας υπ΄ όψιν το γεγονός ότι το μιγαδικό πολυώνυμο p είναι βαθ-
μού n ≥ 1 και άρα an 6= 0, το ζητούμενο του Λήμματος έπεται θέτοντας:
R = max{1, 2s|an |−1 }
37
δηλαδή, Z
1
lim dz = 0
r→∞ γr g(z)
εφ΄ όσον n ≥ 1. ΄Ομως τότε, σύμφωνα με την σχέση 2.13 θα πρέπει :
Z r
1
lim dx = 0
r→∞ −r |p(x)|2
38
2.3 Τρίτη Απόδειξη
2.3.1 Θεώρημα. (Θεμελιώδες Θεώρημα της ΄Αλγεβρας)
Εάν το p(z) ∈ C[x] είναι μη-σταθερό, τότε διαθέτει τουλάχιστον μια μιγαδική
θέση μηδενισμού.
Απόδειξη. ΄Εστω p(z) = a0 + a1 z + ... + an z n ένα μιγαδικό πολυώνυμο με
deg(p) = n ≥ 1. Υποθέτουμε, προς άτοπο, ότι το p(z) δεν έχει θέσεις μηδε-
1
νισμού στο C. Τότε, η |f (z)| = p(z) είναι αναλυτική στο C. Τώρα, για κάθε
κυκλικό δίσκο ∆(0, r) ακτίνας r > 0 και κέντρου 0, έχουμε:
lim |f (z)| = 0
z→∞
και συνεπώς, f (0) = 0, που είναι άτοπο, καθώς αντιβαίνει στο γεγονός ότι:
1
f (0) = 6= 0.
p(0)
39
2.4 Τέταρτη Απόδειξη
Μια αναδιατύπωση του Θεωρήματος 1.2.1 (Αρχή Μεγίστου Μέτρου) που απο-
δείξαμε στο πρώτο κεφάλαιο :
2.4.3 Πόρισμα. Εάν το p(z) ∈ C[x] είναι μη-σταθερό, τότε δεν μπορεί να
είναι πουθενά τοπικώς σταθερό.
Απόδειξη. Υποθέτουμε προς άτοπο ότι υπάρχει μια ανοικτή περιοχή U ⊂ C,
τέτοια ώστε το πολυώνυμο p(z) να είναι σταθερό επί της U .
Επομένως, p(z) = c για κάθε z ∈ U . Τότε, το πολυώνυμο g(z) = p(z) − c
θα είχε άπειρου πλήθους θέσεις μηδενισμού, που είναι άτοπο.
40
2.4.2 Θεώρημα. (Θεμελιώδες Θεώρημα της ΄Αλγεβρας)
Εάν το p(z) ∈ C[x] είναι μη-σταθερό, τότε διαθέτει τουλάχιστον μια μιγαδική
θέση μηδενισμού.
Απόδειξη. ΄Εστω p(z) = a0 + a1 z + ... + an z n ένα μιγαδικό πολυώνυμο με
deg(p) = n ≥ 1. Για κάθε r > 0 θεωρούμε τον κλειστό δίσκο ∆r = ∆(0, r)
ακτίνας r > 0 και κέντρου 0. Κάθε ∆r είναι συμπαγές σύνολο και επειδή η
p(z) είναι συνεχής συνάρτηση ως πολυώνυμο, το |p(z)| έχει ελάχιστο σε κάποιο
σημείο zr ∈ ∆r . Από το Λήμμα της Αύξησης, είδαμε ότι:
lim |p(z)| = ∞.
|z|→∞
Συνεπώς, υπάρχει κάποιο zR που ανήκει στο εσωτερικό του ∆r , τέτοιο ώστε
|p(zR )| ≤ |p(z)| για κάθε z ∈ ∆R . Τώρα, αφού το zR ανήκει στο εσωτερικό
του ∆R θα υπάρχει κάποιο > 0 με ∆ = ∆ (zR ), δηλαδή δίσκος ακτίνας και
κέντρου zR , ώστε να περιέχεται στο ∆R .
΄Ομως, εφ΄ όσον το p(z) είναι παντού αναλυτικό, θα είναι αναλυτικό και
επί του ∆ και επιπροσθέτως θα ισχύει |p(zR )| ≤ |p(z)| για κάθε z ∈ ∆ .
Από την αρχή του ελαχίστου έχουμε ότι, είτε το p(z) είναι τοπικώς σταθερό
επί του ∆ είτε p(zR ) = 0. Αλλά, σύμφωνα με το προηγούμενο Λήμμα, ένα
μη-σταθερό πολυώνυμο δεν μπορεί να είναι πουθενά τοπικώς σταθερό και άρα,
p(zR ) = 0.
41
3 Πολυώνυμα και Μιγαδικά Πολυώνυμα
3.1 Ο Δακτύλιος Πολυωνύμων υπεράνω Σώματος
Εάν το F είναι ένα σώμα και ο n είναι ένας μη-αρνητικός ακέραιος αριθμός,
τότε, ονομάζουμε πολυώνυμο βαθμού n υπεράνω του F κάθε επίτυπο
άθροισμα της μορφής :
p(x) = a0 + a1 x + ... + an xn
42
3.1.1 Λήμμα. Εάν ο R είναι ένας μεταθετικός δακτύλιος με μοναδιαίο στοιχείο
και το r ∈ R είναι αντιστρέψιμο στοιχείο, τότε το r δεν είναι μηδενοδιαιρέτης.
Ειδικότερα, εάν το R είναι σώμα, τότε είναι ταυτοχρόνως και ακέραια περιοχή.
Απόδειξη. Ας υποθέσουμε ότι το στοιχείο r ∈ R είναι αντιστρέψιμο και ότι
r · s = 0. Από την αντιστρεψιμότητα του r, υπάρχει στοιχείο r−1 , τέτοιο ώστε,
r−1 ·r = 1. Τότε, r−1 ·(r ·s) = r−1 ·0 = 0 ενώ r−1 ·(r ·s) = (r−1 ·r)·s = 1s = s.
Επομένως, s = 0 και το στοιχείο r δεν είναι μηδενοδιαιρέτης.
΄Ενα σώμα F είναι μεταθετικός δακτύλιος με μοναδιαίο στοιχείο, κάθε μη-
μηδενικό στοιχείο του οποίου είναι αντιστρέψιμο. Λόγω των ανωτέρω, κανένα
μη-μηδενικό στοιχείο δεν μπορεί να είναι μηδενοδιαιρέτης και, επομένως, το
σώμα F είναι ακέραια περιοχή.
3.1.1 Θεώρημα. Εάν το F είναι ένα σώμα, τότε το F [x] σχηματίζει έναν
μεταθετικό δακτύλιο με μοναδιαίο στοιχείο (κατ΄ ουσίαν πρόκειται για ακέραια
περιοχή). Το σώμα F εμφυτεύεται κατά έναν εντελώς φυσιολογικό τρόπο στο
F [x] ταυτίζοντας κάθε στοιχείο του F με το αντίστοιχο σταθερό πολυώνυμο.
Τα μόνα αντιστρέψιμα στοιχεία του F [x] είναι τα μη-μηδενικά στοιχεία του F .
Το Fn [x] σχηματίζει διανυσματικό χώρο διάστασης n + 1 υπεράνω του F .
Απόδειξη. Η επαλήθευση των βασικών ιδιοτήτων του δακτυλίου είναι απλώς
θέμα πράξεων. Τώρα, επειδή deg(p(x) · q(x)) = deg p(x) + deg q(x), προκύπτει
ότι, εάν τα p(x), q(x) είναι μη-μηδενικά, τότε και το γινόμενό τους p(x) · q(x)
θα είναι μη-μηδενικό. Συνεπώς, το F [x] είναι ακέραια περιοχή.
Εάν το πολυώνυμο g(x) είναι αντιστρέψιμο στοιχείο του F [x], τότε υπάρχει ένα
πολυώνυμο h(x) ∈ F [x], με την ιδιότητα g(x) · h(x) = 1. Βάσει όσων γνω-
ρίζουμε για τους βαθμούς των πολυωνύμων, έχουμε deg g(x) + deg h(x) = 0
με deg g(x), deg h(x) ≥ 0. Επομένως, η προηγούμενη σχέση μπορεί να ισχύει
μόνον όταν deg g(x) = deg h(x) = 0, απ΄ όπου έπεται ότι g(x) ∈ F .
Εν κατακλείδι, σύμφωνα με την Παρατήρηση 3.1.1, το Fn [x] είναι κλειστό ως
προς την πρόσθεση και την αφαίρεση και, ως εκ τούτου, είναι αβελιανή ομάδα.
Ο πολλαπλασιασμός με στοιχεία του F δεν ανυψώνει τον βαθμό του και, ε-
πομένως, το Fn [x] σχηματίζει έναν διανυσματικό χώρο υπεράνω του F . Το
σύνολο {1, x, x2 , ..., xn } αποτελεί βάση για τον ανωτέρω διανυσματικό χώρο.
Κατά συνέπεια, dim(Fn [x]) = n + 1.
43
3.1.2 Παρατήρηση. ΄Ενα πολυώνυμο p(x) ∈ F [x] μπορεί επίσης να θεωρηθεί
ως μια συνάρτηση p : F → F διαμέσου μιας διαδικασίας αντικατάστασης.
Πράγματι, εάν p(x) = a0 + a1 x + ... + an xn ∈ F [x] και t ∈ F , τότε:
p(t) = a0 + a1 t + ... + an tn ∈ F
διότι το F είναι κλειστό ως προς όλους τους αλγεβρικούς χειρισμούς που
εφαρμόζονται στα πολυώνυμα. Εάν το σώμα F είναι κλειστό κατά κάποια έννοια,
τότε η συγκεκριμένη συνάρτηση είναι συνεχής. Ειδικότερα, τα πραγματικά και
μιγαδικά πολυώνυμα, είναι συνεχείς συναρτήσεις από το R στο R και από το C
στο C, αντιστοίχως.
Εάν r ∈ F , p(x) ∈ F [x] και p(r) = 0 μέσω μιας διαδικασίας αντικατάστασης,
τότε λέμε ότι το r αποτελεί θέση μηδενισμού του p(x). Στην επόμενη
ενότητα θα δούμε ότι η ιδιότητα του r ως μια θέση μηδενισμού, κληροδοτεί
κατά κάποιον τρόπο μια ιδιότητα παραγοντοποίησης στο εν λόγω πολυώνυμο.
44
3.2 Διαιρετότητα και Περιοχές Μονοσήμαντης
Παραγοντοποίησης Πολυωνύμων
Για ένα σώμα F , η αλγεβρική δομή του δακτυλίου F [x] μοιάζει εκπληκτικά με
αυτή των ακεραίων Z. Υπενθυμίζουμε ότι το Z ικανοποιεί την ακόλουθη βασική
ιδιότητα, η οποία καλείται Θεμελιώδες Θεώρημα της Αριθμητικής.
Εν γένει, μια ακέραια περιοχή R που διαθέτει την ιδιότητα της μονοσήμα-
ντης παραγοντοποίησης των στοιχείων της σε γινόμενο πρώτων (με μόνη πιθα-
νή εξαίρεση τη διάταξη των πρώτων και την ένθεση αντιστρέψιμων παραγόντων)
ονομάζεται Περιοχή Μονοσήμαντης Παραγοντοποίησης - ΠΜΠ.
Επομένως, το Θεμελιώδες Θεώρημα της Αριθμητικής διαβεβαιώνει ότι το Z
είναι μια ΠΜΠ. Τώρα θα δείξουμε ότι, για οποιοδήποτε σώμα F , ο δακτύλιος
των πολυωνύμων F [x] είναι μια ΠΜΠ. Προηγουμένως όμως θα ορίσουμε την
παραγοντοποίηση και την έννοια του πρώτου για τα πολυώνυμα.
3.2.1 Ορισμός. Εάν f (x), g(x) ∈ F [x] με g(x) 6= 0, τότε λέμε ότι το g(x)
διαιρεί το f (x) ή ότι το g(x) είναι παράγοντας του f (x), εάν υπάρχει πολυ-
ώνυμο q(x) ∈ F [x], τέτοιο ώστε f (x) = q(x) · g(x). Συμβολίζουμε την εν
λόγω διαίρεση με g(x)|f (x). Εάν το f (x) 6= 0 δεν έχει μη τετριμμένους, μη
αντιστρέψιμους παράγοντες (που σημαίνει ότι δεν μπορεί να παραγοντοποιηθεί
σε πολυώνυμα μικρότερου βαθμού), τότε το f (x) είναι ένα ανάγωγο ή πρώτο
πολυώνυμο. Προφανώς, εάν deg g(x) = 1, τότε το g(x) είναι ανάγωγο.
Το γεγονός ότι ο F [x] είναι μια ΠΜΠ προκύπτει από τον αλγόριθμο διαίρεσης
πολυωνύμων, η απόδειξη του οποίου παραλείπεται (εκτελείται μέσω επαγωγής ως
προς τον βαθμό του g(x)). Ο αλγόριθμος αυτός είναι ανάλογος του αλγορίθμου
της διαίρεσης ακεραίων.
45
Με τη χρήση του αλγορίθμου της διαίρεσης, η ανάπτυξη της μονοσήμα-
ντης παραγοντοποίησης, προκύπτει όπως στο Z. Χρειαζόμαστε την έννοια του
μέγιστου κοινού διαιρέτη, καθώς και τα επόμενα λήμματα.
3.2.2 Ορισμός. ΄Εστω f (x), g(x) ∈ F [x]. Το πολυώνυμο d(x) ∈ F [x] είναι
μέγιστος κοινός διαιρέτης, εν συντομία μκδ, των f (x) και g(x), εάν το
d(x) είναι κάποιο μονικό πολυώνυμο που διαιρεί τα f (x) και g(x) και, επιπλέον,
εάν για κάθε πολυώνυμο d1 (x) που διαιρεί τα g(x) και f (x), έπεται ότι το d1 (x)
διαιρεί το d(x). Στην περίπτωση αυτή γράφουμε d(x) = (f (x), g(x)). Εάν
(f (x), g(x)) = 1, τότε λέμε ότι τα f (x) και g(x) είναι πρώτα μεταξύ τους.
Τέλος, μια έκφραση της μορφής f (x) · h(x) + g(x) · k(x) καλείται γραμμικός
συνδυασμός των f (x), g(x).
3.2.1 Λήμμα. Δοθέντων των f (x), g(x) ∈ F [x], ο μκδ υπάρχει, είναι μοναδι-
κός και ισούται με το μονικό πολυώνυμο ελαχίστου βαθμού, το οποίο εκφράζεται
ως γραμμικός συνδυασμός των f (x), g(x). (Ο προσδιορισμός του μκδ δύο πο-
λυωνύμων, γίνεται κατά τον ίδιο τρόπο όπως και στην περίπτωση δύο ακεραίων,
δηλαδή δια του Ευκλείδειου Αλγορίθμου.)
3.2.2 Λήμμα. (Λήμμα του Ευκλείδη)
Εάν το p(x) είναι ανάγωγο πολυώνυμο και διαιρεί το γινόμενο f (x) · g(x), τότε
είτε το p(x) διαιρεί το f (x) είτε το p(x) διαιρεί το g(x).
Απόδειξη. Ας υποθέσουμε ότι το p(x) δεν διαιρεί το f (x). Τότε, εφόσον το
p(x) είναι ανάγωγο, τα p(x) και f (x) θα πρέπει να είναι πρώτα μεταξύ τους.
Συνεπώς, από το προηγούμενο λήμμα, υπάρχουν πολυώνυμα h(x) και k(x),
τέτοια ώστε:
46
3.2.2 Θεώρημα. Εάν ένα μη-μηδενικό πολυώνυμο f (x) ∈ F [x], τότε το f (x)
διαθέτει μια παραγοντοποίηση σε ανάγωγα πολυώνυμα, η οποία είναι μοναδική,
με μόνη πιθανή εξαίρεση τη διάταξη και τους αντιστρέψιμους παράγοντες. Με
άλλα λόγια, ο δακτύλιος F [x] είναι μια περιοχή μονοσήμαντης ανάλυσης.
47
3.3 Θέσεις Μηδενισμού Πολυωνύμων και
Παραγοντοποίηση
Τώρα θα δείξουμε ότι ένα πολυώνυμο f (x) παραγοντοποιείται όταν έχει τουλάχι-
στον μια θέση μηδενισμού και deg f (x) > 1, δηλαδή όταν δεν είναι ανάγωγο.
Ξεκινάμε με το ακόλουθο:
3.3.1 Λήμμα. Εάν c είναι μια θέση μηδενισμού του πολυωνύμου p(x), τότε
το (x − c) διαιρεί το p(x), δηλαδή, p(x) = (x − c) · q(x) για κάποιο πολυώνυμο
q(x) με deg q(x) = deg p(x) − 1.
Απόδειξη. Ας υποθέσουμε ότι p(c) = 0. Τότε, από τον αλγόριθμο της διαίρε-
σης θα έχουμε p(x) = (x − c) · q(x) + r(x), όπου r(x) = 0 ή r(x) = f ∈ F ,
εφόσον, deg r(x) < deg(x − c) = 1. Επομένως:
p(x) = (x − c) · q(x) + f
Θέτοντας όπου x το c έπεται ότι 0 = p(c) = 0 + f . ΄Αρα, f = 0 και συνεπώς,
p(x) = (x − c) · q(x).
Σύμφωνα με το προηγούμενο λήμμα, έχουμε το εξής άμεσο:
3.3.1 Πόρισμα. ΄Ενα ανάγωγο πολυώνυμο βαθμού μεγαλύτερου του 1 υπε-
ράνω ενός σώματος F δεν έχει θέσεις μηδενισμού από το F .
Αυτό με την σειρά του, έχει σημαντική εφαρμογή στο ακόλουθο:
3.3.1 Θεώρημα. ΄Ενα πολυώνυμο βαθμού n στο F [x], μπορεί να έχει το πολύ
n διαφορετικές θέσεις μηδενισμού.
Απόδειξη. Ας υποθέσουμε ότι το p(x) έχει βαθμό n και ότι c1 , ..., cn είναι n
διαφορετικές θέσεις μηδενισμού του. Κατόπιν διαδοχικών εφαρμογών του Λήμ-
ματος 3.3.1 έπεται:
p(x) = k · (x − c1 ) · ... · (x − cn ),
όπου k ∈ F . Ας υποθέσουμε ότι η c είναι μια άλλη θέση μηδενισμού. Τότε:
p(c) = k · (c − c1 ) · ... · (c − cn ) = 0.
Επειδή ένα σώμα F δεν διαθέτει μηδενοδιαιρέτες, κάποιος από τους ανωτέρω
όρους ισούται κατ΄ ανάγκην με μηδέν, δηλαδή c − ci = 0 και άρα c = ci , για
κάποιο i = 1, ..., n, και το ζητούμενο αποδείχθηκε.
48
Διαπιστώσαμε ότι οι θέσεις μηδενισμού ενός πολυωνύμου βαθμού n, είναι
το πολύ n ως προς το πλήθος. Επιπλέον, είναι σαφώς καθορισμένες. Πράγματι,
εάν υποθέσουμε ότι το p(x) έχει βαθμό n και θέσεις μηδενισμού τις c1 , ..., ck με
k ≤ n, τότε λόγω της μονοσήμαντης παραγοντοποίησης στο F [x] έχουμε:
3.3.2 Πόρισμα. Εάν p(x) ∈ F [x], τέτοιο ώστε deg p(x) = 2, τότε το p(x)
είναι ανάγωγο, εάν και μόνον εάν, δεν υπάρχει θέση μηδενισμού του από το F .
Απόδειξη. Ας υποθέσουμε ότι το p(x) είναι ανάγωγο. Επειδή deg p(x) > 1,
σύμφωνα με το Πόρισμα 3.3.1, το p(x) δεν μπορεί να έχει θέση μηδενισμού
από το F . Τώρα για την αντίστροφη κατεύθυνση υποθέτουμε, προς άτοπο,
ότι το p(x) δεν είναι ανάγωγο. Τότε θα γράφεται ως γινόμενο δύο γραμμικών
παραγόντων:
p(x) = (ax + b) · (cx + d).
Μα τότε μια θέση μηδενισμού του p(x) είναι η −b/a ∈ F , γεγονός που α-
ντιβαίνει στην υπόθεση ότι το p(x) δεν έχει καμία θέση μηδενισμού από το
F.
49
3.4 Πραγματικά και Μιγαδικά Πολυώνυμα
Εφεξής θα εργαζόμαστε με τα πραγματικά και μιγαδικά πολυώνυμα, δηλαδή
τα πολυώνυμα που ανήκουν στα R[x] και C[x] αντίστοιχα. Κατ΄ αρχάς, θα
χρειαστούμε τα ακόλουθα σημαντικά αποτελέσματα:
3.4.1 Θεώρημα. Κάθε πραγματικό πολυώνυμο περιττού βαθμού έχει μία του-
λάχιστον πραγματική θέση μηδενισμού.
Απόδειξη. Ας υποθέσουμε ότι p(x) ∈ R[x] με deg p(x) = n = 2k + 1 και ότι
an > 0 (η απόδειξη είναι σχεδόν ταυτόσημη στην περίπτωση που an < 0). Τότε
έχουμε:
p(x) = an · xn + s
όπου s είναι μικρότεροι όροι. Επιπλέον, εφόσον an > 0, έχουμε:
και
limx→−∞ p(x) = limx→−∞ an · xn = −∞ (3.2)
Από την σχέση 3.1 προκύπτει ότι υπάρχει κάποιο x1 με την ιδιότητα p(x1 ) > 0
και από την σχέση 3.2 με την ιδιότητα p(x2 ) < 0.
΄Ενα πραγματικό πολυώνυμο είναι μια συνεχής συνάρτηση με πραγματικές τιμές
για όλα τα x ∈ R. Επειδή ισχύει p(x1 ) · p(x2 ) < 0, από το Θεώρημα της
Ενδιάμεσης Τιμής, προκύπτει ότι μεταξύ των x1 και x2 υπάρχει κάποιο σημείο
x3 τέτοιο ώστε p(x3 ) = 0
3.4.1 Πόρισμα. Εάν το p(x) ∈ R[x] είναι ανάγωγο και μη γραμμικό, τότε ο
βαθμός του είναι άρτιος. (Θα δούμε εν συνέχεια ότι πρέπει να ισούται με 2.)
50
3.4.1 Λήμμα. Κάθε μιγαδικό πολυώνυμο βαθμού 2, έχει μια τουλάχιστον
θέση μηδενισμού στο C.
Απόδειξη. Εάν p(x) = ax2 + bx + c, τότε από τον τετραγωνικό τύπο, οι θέσεις
μηδενισμού είναι οι εξής:
√
−b ± b2 − 4ac
x1,2 = .
2a
Από το θεώρημα του DeMoivre κάθε μιγαδικός αριθμός έχει τετραγωνική ρίζα
και, επομένως, τα x1 ,x2 υπάρχουν στο C. Εάν b2 − 4ac = 0, τότε βεβαίως
x1 = x2 .
51
3.4.3 Λήμμα. Αν το g(x) ∈ C[x], τότε το h(x) = g(x) · g(x) ∈ R[x].
Απόδειξη. Αρκεί να δείξουμε ότι h(x) = h(x). Πράγματι,
h(x) = g(x) · g(x) = g(x) · g(x) = g(x) · g(x) = g(x) · g(x) = h(x).
3.4.4 Λήμμα. Εάν f (x) ∈ R[x] και εάν ισχύει f (z0 ) = 0, τότε f (z0 ) = 0 και
άρα οι μιγαδικές θέσεις μηδενισμού των πραγματικών πολυωνύμων εμφανίζονται
υπό τη μορφή συζυγών ζευγών.
Απόδειξη. Από την ισότητα f (z0 ) = 0, συνεπάγεται ότι f (z0 ) = 0. Αλλά τότε
ισχύει f (z0 ) = 0 και εφόσον το f (x) είναι πραγματικό πολυώνυμο, f (x) = f (x).
Επομένως, f (z0 ) = 0.
52
3.5 Πέμπτη απόδειξη
Φτάσαμε λοιπόν στην καρδιά του κεφαλαίου. Μένει να δούμε κάποια ακόμα
λήμματα που θα αναδείξουν την απόδειξη του Θεμελιώδους Θεωρήματος της
΄Αλγεβρας. Στο σημείο αυτό, ας υπενθυμίσουμε το Θεώρημα Ακροτάτων
Τιμών του Απειροστικού Λογισμού: Εάν η f : [a, b] → R είναι συνεχής, τότε
η συνάρτηση f (x) έχει ελάχιστο και μέγιστο στο [a, b]. Γενικότερα, το θεώρημα
αυτό ισχύει για οποιεσδήποτε συνεχείς συναρτήσεις f : Rn → R, n ∈ N, που
ορίζονται σε συμπαγή σύνολα. Ξεκινάμε με την διατύπωση του λήμματος 3.5.1,
τη δισδιάστατη εκδοχή του Θεωρήματος Ακρότατων Τιμών, η απόδειξη του
οποίου βρίσκεται σε κάθε βιβλίο Ανώτερου Απειροστικού Λογισμού.
Τώρα ο συνδυασμός των δύο παρακάτω λημμάτων είναι αυτός που στην
ουσία παρέχει την πέμπτη απόδειξη του Θεμελιώδους Θεωρήματος.
53
3.5.3 Λήμμα. ΄Εστω μη-σταθερό f (x) ∈ C[x]. Εάν f (x0 ) 6= 0, τότε η |f (x0 )|
δεν είναι η ελάχιστη τιμή του |f (x)|.
Απόδειξη. ΄Εστω |f (x)| ένα μη-σταθερό μιγαδικό πολυώνυμο. Ας υποθέσουμε
ότι το x0 είναι κάποιο σημείο με f (x0 ) 6= 0. Εάν αντικαταστήσουμε το x με το
x + x0 , τότε το x0 μετατίθεται στην αρχή των αξόνων και, επομένως, μπορούμε
να υποθέσουμε ότι f (0) 6= 0. Εν συνεχεία, πολλαπλασιάζουμε το f (x) με
f (0)−1 , ούτως ώστε f (0) = 1. Πρέπει να δείξουμε ότι το 1 δεν αποτελεί την
ελάχιστη τιμή του |f (x)|.
΄Εστω k η ελάχιστη μη μηδενική δύναμη του x που εμφανίζεται στο f (x). Τότε
μπορεί να υποθέσει κανείς ότι το f (x) έχει τη μορφή:
f (x) = 1 + axk + l,
Τώρα έστω b μια k-οστή ρίζα του −a−1 , η οποία υπάρχει λόγω του Θεω-
ρήματος του DeMoivre. Κάνοντας μια τελευταία αλλαγή μεταβλητής, θεωρούμε
το bx αντί του x και έτσι το f (x) γράφεται ως εξής:
Από την τριγωνική ανισότητα έπεται ότι για θετικές πραγματικές τιμές του
x έχουμε:
|f (x)| ≤ |1 − xk | + xk+1 · |g(x)|.
Αλλά xk < 1 για μικρά x και, επομένως, η σχέση 3.3 αποκτά τη μορφή:
54
3.5.1 Θεώρημα. (Θεμελιώδες Θεώρημα της ΄Αλγεβρας)
Εάν το f (x) ∈ C[x] είναι μη-σταθερό, τότε διαθέτει τουλάχιστον μια μιγαδική
θέση μηδενισμού.
Απόδειξη. ΄Εστω f (x) ∈ C[x] ένα μη-σταθερό πολυώνυμο. Από το Λήμμα
3.5.2, το |f (x)| προσλαμβάνει ελάχιστη τιμή σε κάποιο σημείο x0 ∈ C. Τότε
από το Λήμμα 3.5.3, προκύπτει ότι |f (x0 )| = 0 και ως εκ τούτου f (x0 ) = 0,
αφού σε διαφορετική περίπτωση το x0 δεν θα ήταν η ελάχιστη τιμή. Επομένως,
το f (x) διαθέτει μια τουλάχιστον μιγαδική θέση μηδενισμού.
55
3.6 Συνέπειες
Στο σημείο αυτό θα παρουσιάσουμε μερικές άμεσες συνέπειες του Θεμελιώδους
Θεωρήματος της ΄Αλγεβρας.
3.6.1 Πόρισμα. ΄Ενα μιγαδικό πολυώνυμο παραγοντοποιείται πλήρως σε γραμ-
μικούς παράγοντες.
Απόδειξη. ΄Εστω f (x) ∈ C[x]. Θα χρησιμοποιήσουμε επαγωγή ως προς τον
βαθμό του πολυωνύμου. Το πόρισμα είναι προφανές αν deg f (x) = 1, αφο-
ύ τότε είναι γραμμικό πολυώνυμο. Ας υποθέσουμε ότι deg f (x) = n. Από
το Θεμελιώδες Θεώρημα της ΄Αλγεβρας, υπάρχει μια θέση μηδενισμού x0 και
επομένως, το (x − x0 ) διαιρεί το f (x). ΄Αρα ισχύει f (x) = (x − x0 ) · g(x)
με deg g(x) < n. Βάσει όμως της επαγωγικής υπόθεσης, το πολυώνυμο g(x)
παραγοντοποιείται σε γραμμικούς παράγοντες. Συνεπώς, και το f (x) είναι πα-
ραγοντοποιήσιμο.
3.6.2 Πόρισμα. Ας υποθέσουμε ότι f (x) ∈ C[x] με deg f (x) = n και ότι οι
θέσεις μηδενισμού του f (x) είναι οι x1 , x2 , ..., xn (όχι κατ΄ ανάγκη διαφορετικές).
Τότε:
f (x) = a · (x − x1 ) · ... · (x − xn )
για κάποιο a ∈ C.
3.6.3 Πόρισμα. ΄Ενα πραγματικό πολυώνυμο παραγοντοποιείται σε παράγο-
ντες βαθμού 1 και βαθμού 2. Ισοδύναμα, τα μόνα ανάγωγα πραγματικά πολυώνυ-
μα είναι τα γραμμικά και τα τετραγωνικά πολυώνυμα που δεν έχουν πραγματικές
θέσεις μηδενισμού.
Απόδειξη. ΄Εστω ότι p(x) ∈ R[x]. Τότε p(x) ∈ C[x]. Ας υποθέσουμε ότι
z1 , z2 , ..., zn είναι οι μιγαδικές θέσεις μηδενισμού του. Τότε:
p(x) = a · (x − z1 ) · ... · (x − zn )
όπου σε αυτή την περίπτωση, a ∈ R.
Εάν το σημείο μηδενισμού zi είναι πραγματικό, τότε το (x − zi ) είναι ένας
πραγματικός γραμμικός παράγοντας. Εάν το zi ∈ / R, τότε ο μιγαδικός συζυγής
του, z̄i είναι επίσης μια θέση μηδενισμού. Αλλά τότε το (x − zi ) · (x − z̄i ) είναι
ένας πραγματικός παράγοντας βαθμού 2.
3.6.4 Πόρισμα. ΄Ενα ανάγωγο πραγματικό πολυώνυμο πρέπει να έχει βαθμό
ή 1 ή 2.
56
4 Ιστορική Αναδρομή
Η πρώτη αναφορά στην ουσία του θεωρήματος έγινε από τον Peter Rothe στο
βιβλίο του Arithmetica Philosophica (1608), όπου σημείωνε ότι κάθε πολυωνυ-
μική εξίσωση βαθμού n (με πραγματικούς συντελεστές) μπορεί να έχει n λύσεις.
΄Επειτα, ο Albert Girard, στο βιβλίο του L’invention nouvelle en l’Algèbre του
1629, ισχυρίστηκε ότι κάθε πολυωνυμική εξίσωση βαθμού n έχει n λύσεις,
χωρίς όμως να δηλώνει ότι χρειάζεται να είναι πραγματικοί αριθμοί. Επιπλέον,
πρόσθεσε ότι ο ισχυρισμός του ισχύει εκτός αν η εξίσωση είναι ατελής, με το
οποίο εννοούσε ότι κανένας συντελεστής δεν ισούται με το μηδέν. Ωστόσο, όταν
εξηγεί λεπτομερώς τί εννοεί, είναι σαφές ότι ο ίδιος πιστεύει ότι ο ισχυρισμός
του είναι πάντα αληθής.
57
Στα τέλη του 18ου αιώνα δημοσιεύτηκαν δύο νέες και καλύτερες απόπειρες
απόδειξης του θεωρήματος, οι οποίες δεν υπέθεταν την ύπαρξη ριζών. Η πρώτη
ήταν του James Wood, δημοσιεύθηκε το 1798 και ήταν κυρίως αλγεβρική, αλλά
αγνοήθηκε εντελώς μιας και είχε αλγεβρικά κενά. Πιο γνωστή έγινε η δεύτερη
απόπειρα απόδειξης, που ήταν κυρίως γεωμετρική και δημοσιεύθηκε ένα χρόνο
αργότερα, το 1799, από το Γερμανό μαθηματικό Καρλ Φρίντριχ Γκάους. Και
πάλι, όμως, η απόδειξη δεν ήταν πλήρης, αφού είχε ένα τοπολογικό κενό. Αυτά
ήρθε να γεμίσει ο Alexander Ostrowskiτο 1920, όπως συζητήθηκε και με τον
Smale το 1981. Ο Smale γράφει: «... Θα ήθελα να τονίσω το τεράστιο κενό
που περιείχε η απόδειξη του Γκάους. Είναι ένα λεπτό σημείο ακόμα και σήμε-
ρα το ότι μια πραγματική αλγεβρική καμπύλη του επίπεδου δεν μπορεί να μπει
σε ένα δίσκο χωρίς να φύγει. Στην πραγματικότητα, ακόμη και αν ο Γκάους
επαναδιατύπωσε την απόδειξη 50 χρόνια μετά, το κενό παρέμεινε. ΄Ηταν το
1920 όταν η απόδειξη του Γκάους ολοκληρώθηκε. Στην παραπομπή Γκάους, ο
A. Ostrowski έχει μία εργασία η οποία κάνει αυτό και δίνει μία εξαιρετική συ-
ζήτηση του προβλήματος επίσης...». Μια αυστηρή απόδειξη δημοσιεύτηκε από
τον Ελβετό μαθηματικό Ζαν-Ρομπέρ Αργκάν το 1806 και για πρώτη φορά το
θεμελιώδες θεώρημα της άλγεβρας διατυπώθηκε για πολυώνυμα με μιγαδικούς
συντελεστές αντί για μόνο πραγματικούς συντελεστές. Ο Γκάους παρήγαγε δύο
ακόμη αποδείξεις το 1816 και μία ακόμη εκδοχή της πρωτότυπης απόδειξης το
1849.
Το πρώτο εγχειρίδιο που είχε μία απόδειξη του θεωρήματος ήταν το Cauchy’s
Cours d’analyse de l’École Royale Polytechnique (1821). Περιείχε την απόδει-
ξη του Αργκάν, αν και δεν του δόθηκε πίστωση για αυτό.
Καμία από τις αποδείξεις που έχουν αναφερθεί έως τώρα είναι εποικοδομητική.
΄Ηταν ο Weierstrass ο οποίος έθεσε για πρώτη φορά, στα μισά του 19ου αιώνα,
το πρόβλημα της εύρεσης μίας εποικοδομητικής απόδειξης του θεμελιώδους
θεωρήματος της άλγεβρας. Παρουσίασε την απόδειξή του , η οποία ανέρχεται
με τους σημερινούς όρους σε έναν συνδυασμό της μεθόδου Durand–Kerner
με την αρχή της συνέχισης της ομοτοπίας, το 1891. ΄Αλλη μία απόδειξη αυτού
του είδους βρήκε ο Hellmuth Kneser το 1940 και απλοποίησε ο γιος του,Martin
Kneser, το 1981.
58
Χωρίς να χρησιμοποιήσουμε το Αξίωμα της Μετρήσιμης Επιλογής, δεν
είναι δυνατό να αποδείξουμε εποικοδομητικά το θεμελιώδες θεώρημα της άλγε-
βρας για μιγαδικούς αριθμούς βασιζόμενοι στους πραγματικούς αριθμούς Dedekind
οι οποίοι δεν είναι εποικοδομητικά ισοδύναμοι με τα πραγματικά νούμερα Cauchy
χωρίς μετρήσιμη επιλογή. Ωστόσο,ο Fred Richman απέδειξε μία αναδιατυπω-
μένη εκδοχή του θεωρήματος η οποία λειτουργεί.
59
Βιβλιογραφία-Αναφορές
60