Professional Documents
Culture Documents
Erotokritos
Erotokritos
IN WIEN
163502 - B
NEU .
Österreichische Nationalbibliothek
+Z256547705
165502 - B
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ
ΠΟΙΗΜΑ ΕΡΟΤΙΚΟΝ
ΣΥΝΤΕΘΕΝ ΠΑΡΑ
ΒΙΚΕΝΤΙΟΥ ΚΟΡΝΑΡΟΥ
ΤΟΥ ΕΚ ΤΗΣ ΣΙΤΙΑΣ ΧΩΡΑΣ, ΕΝ ΤΗ
ΝΗΣΩ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
Ε Κ Δ Ο Σ Ι Σ Ν Ε Α.
ΕΝ Β Ε Ν Ε Τ ΙΑ
ΕΚ ΤΗΣ ΕΛΛΗ . ΤΥΠΟΓΡ . ΤΟΥ ΦΟΙΝΑΚΟΣ .
1862
1
Π Ρ Ο Σ Ω Π Α
a!
Μ Ε Ρ Ο Σ
ΜΕΡΟΣ Α '. 13
Και με την ώρα την πολλή σ ’ απόκρισι κινήθη,
Με κλάμα κι αναστεναγμό του φίλου πηλογήθη .
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ
Δεν ήλπισα ουδε εθαρούν το νέλθω στα μέτρα τούτα : ' ' !
30 . ΔΙΕΡΟΣ Α '
Blα δεν κατέχω να σου πω, το πώς και μ' ήντα τρόπο,
Τα μέλη κομποιθήκασι , κ' εμπήκα στέτοιο κόπο .
Αν ήθελα γνωρίσει πως στα πάθη κατακρούω ,
Α'πο την πρώτην έφραζα τ' αυτια να μην τ' ακούω
Μα λόγιασα να μην ψηφώ, μηδ' άλλους , μηδε τούτο,
Και μόνον περιδιάβασε να παίρνω στο λαγούτο .
Κ' ως άγνωστη κομπώθηκα, κ' έπιάσθηκα στο βρόχι,
Σαν ότι στένει ο κυνηγός, και στην ελπίδατοχει ,
Nαύρη πουλί ακατέχο, κι άγνωστο να γελάση,
Και ότε πετά και κηλαδεί, με πλάνο να το πιάση.
Ε 'τάι μπερδεύτηκα και εγω και πάσχω και ξετρίχω,
Ναύγω από τέτοιο μπερδεμό, και λυτρωμό δεν έχω.
Και ολημερνις, και όληνυκτίς, ξύπνα , και ότι κοιμάμαι,
Τον λαγουτάρη αναζητώ, του τραγουδιού θυμούμαι .
Πάσχω βοηθούμαι όσο μπορώ, τα σφάλμα μου γνωρίζω,
Μα την εξά μου πήρανε, και πλειο δεν την ορίζω.
Μακάρι ας ήτον μπορετό, μακάρι να το μπόρου,
Ενα που δεν εγνώρισα, στο νου να μην εθώρου.
Μ' ολημερνις και όληνυκτίς κλίσιν έχω μεγάλη,
Και ξωγραφίζωτην καρδιαενος που δεν είδα κάλλη ,
Και σωθετή και ωρόπλουμη εγίνη η ζωγραφιά του.
Την στόρισι ζωγράφισα απ' τακαμώματά του.
Ταχυα και αργα τηνε θωρώ, πολλ' όμορφος εγίνη,
NENNA
ΜΕΡΟΣ Α '.
Και των γονιών την εντροπή που θε να κάμη εθώρει , !
Κάμμια βοήθεια έτοιον καιρόν να δώση δεν εμπόρει
NENNA
ΜΕΡΟΣ Α΄. 67
ΠΟΙΗΤΗΣ
Στέκει, λογιάζει και θωρεί, ήντα μπορεί να κάμη, η
Να βοηθηθή σέτοια δουλει
,,
Κι αν τονε κράξη ο Βασιλειος να τον αναρωτάξη, .
Μ ' ήντα λογής λογαριασμό το μαύρο άσπρο να δείξη: '17
Και με μεγάλου λογισμών θωρεί, ξαναθωρείτο,
Γιατ'έβλεπε το κάμωμα πολλά καθάριον ήτο.
Ζερβα δεξιά το γυριζε, πάντ' εύρισκε πώς φταίγει ,
Γιατί το φώς τ' ολόλαμπρόν νύκτα κάνεις, δεν λέγει
Ογια λιγότερο κακό θε να σταθή στο σπίτι,
Και τζ'άλλες τέτην,την δελειαν πολλά κρυφή κρατεί την
Μόνον εις τον Πολύδωρον όλα τα φανερώνει,
Και κάποιαπουτου κρύφευγαν , εδώ δεν του τα χώνει . ?
Είπέ του, για την ζωγραφιάν, πούτον, και πως εχάθη,
Kai ως τάκουσεν. ο φίλος του, ασάλευτος εστάθη ή
Και δεν κατέχ ήντα να πη, κ' ήντα βουλών να δώση,
Εις τέτοια πράμματα ψηλά κομπώνεται και η γνώση.
Εκράτειές τουγι απαρθηνό, πώς στου Ρηγος,την χώρα,
Βρίσκουνται κείνα τα χαρτιά από την πρώτη μέρα
Πούρ έδωκε και αυτός βουλήν , στο σπίτι ν' απομείνη,
- Ο Ρόκριτος , ώστε να δούν για την δουλειαν εκείνη .
Καταχωστα με πονηρία και γνώσι να ξανοίξουν ,
Και αν έμπορέσουν το κακό και βάρη αλλού να ρίξουν.
• Και ν' αύρουν φίλους κι έδικούς , κρυφα να του μιλήσουν ,
Να ψευδομαρτυρήσουσι, για να τον βοηθήσουν
Να πούν, πώς άλλος τάδωκε του Ρόκριτου στην χώρα,
Να σώσουσι τα λόγια τους στην ώρα, στην ημέρα .
Και για κανέναν άνθρωπος, πού νάναι ποθαμενος ,
Να πούν, πώς κείνος κάδωκε,ναβοηθηθήό φταιμένος ι !!.
Τούτ' η βουλή, πού. τούδωκεν ο φίλοξα δεν τ' αρέσει,
Δεν έχει, πόδια, να σταθώ εκείνος όπου φταβάει τα 2
68 ΜΕΡΟΣ Α'.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ
( γ: ;
3. »
οξους και
.
.3.Α) 5 -50 . Υ . Α Α
79
ΕΡΩ Τ Ο ΚΡΙΤΟΣ
. is mortstors" X
« ... και οι άλλο κι
13ου και
Μ . Ε Ρ Ο Σ εγ. Β : τη ,
1
ΜΕΡΟΣ Β '. 91
Οι κάμποι δεν τ' αρέσασι, και ο τόπος δεν τον πέρνει,.
Κ 'επα, κ' εκεί με το φαρί συχνοπηαινογιαγέρνει .
Είχε κ' επάνω στ' άρματα βαλμένο ένα δερμάτι,
Νός λιονταριού που σκότωσε, στα δάση που περπάτει.
Κ' εκρέμουνταν του λιονταριού τα πόδια εμπρος τα στήθη,
Πολλαχε δυνατήν καρδιάς, που δεν τον εφοβήθη,
Συχνα συχνα του δερματιού τα πόδια έτζ' εσαλεύγαν,
Πού φαίνετο σαν άνθρωπον ν' αρπάξουν έγυρεύγαν .
Μα δίχως να στραφή να δη τζ' άλλους να χαιρετήση,
Και δίχως να συγκαταβή ανθρώπου να μιλήση,
Εγροίνια προς τον ουρανόν, έγροίνια στον αέρα,
Η' όψις τ' εφανέρωνε τάκανε με την χώρα.
Η φορεσιάτου, και η θωρια, και το φαρί ομάδι,
Ε 'δειχναν πως είν' δαίμονας, κ' εύγήκε απ'τον "Αδη .
Στην κεφαλή είχ' ολόμαυρον τον χάρον με δρεπάνι,
Και με το αίμα γράμματα , όχι με την μελάνι .
» Κ' ελέγαν, "όποιος με θωρεί, ας τρέμη, και ας φοβάται,
» Και το σπαθί, όπου βαστώ , κανένα δεν λυπάται ».
Ο ΓΥΙΟΣ ΤΟΥ ΡΗΓΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ
.
ΜΕΡΟΣ Β '. 121
Ορίζει, και ήρθασι γιαμια μπρός του, οι Καβαλλάροι,
Για να κατέχη ο καθείς, ποιου τρέχει το κοντάρι ,
Τρείς είχε, που θα πολεμούν, και δέκα αντίκρυτατης,
Να δείξουσι την τέχνην τους, και την παλικαριά τους . Η
Ο Κυπριώτης είν' ο εις, και ο Κρητικός ο άλλος, και
Ο τρίτος ο Ρωτόκριτος της ανδρειάς το κάλλος
Και τούτοι οι τρείς επαίρνουνταν τζ'άλλεςναπολεμήσεις
Να πάρoυσι το χάρισμα, άν, ήναι και νικήσουν
Και ο Ρήγας, με το χέρι του έγραφε ένα κ' ένα, A
Για να μην είναι αζυγανια και λάθος σε κανένα . Η
Ελάχαν.του Χαρίδημου τρείς δυνατοί ανδρειωμένοι,
Δρακόμαχος, Νικόστρατος νέοι καμαρωμένοι.
Και ο δυνατός Τριπόλεμος, πού Σκλαβρυνιαν ορίζει,
Και δεν ψηφά τον θάνατον , και φόβον δεν γνωρίζεικαι
Μα τέσσαρες ελάχασι του Ρήγα ποτ' αμάξι ,
Κ ' έχει να κουρασθή πολλά , να βαραναστενάξη
Ο Δημοφάνης το θηργιο από την Μυτιλήνη,
Και από τ' Ανάπλι 'Aνδρόμαχος, λίoντες θηργιακ' κείνοι,
Και ο Λιοκαρέτης της Αξιάς το φοβερό κουτάρι,
Και ο ' Αφέντης του Βυζάντιου, τ' όμορφο παλικάρι .
Και τρείς και του Ρωτόκριτου ελάχασι τ' αζάπη,
Την δύναμιν του πλήθαινε τ ' αφέντρας του ή αγάπη.
Ηράκληςαπ' την"Εγριππον, ο ένας και ο άλλος πάλι,
0' νέος ο Φιλάρετος, το φοβερο κεφάλι .
Πού την Μοθώνην ώριζε, κ' είχε αφεντειαϊς, και πλούτη,
Σπίθας , και λιονταριά καρδιά , βαστών,κ' οι δυότες τέτοι . και
,
Οι Καβαλλάροι δυο και δυο να τρέξουσιν ομάδα , 13
Τρείς ήσαν σαν πρωτόγεροι , που χαν της γνώσης χάρι,
Και πράξιν στέταις ταις δουλειαϊς για κάθε καβαλλάρη .
Τότε από τους Γέροντας το θέλημα εδόθη,
Τον Έρωταν ανέκραξε, στον πόθο παρεδόθη -
Λιγοψυχά ο Ρωτόκριτος , και κάνουσί του χέρι ,
Ναν πρώτος για τον κύριν του, να τρέξη το κοντάρι.
Και τον Φιλάρετον καλεί το όμορφο παλικάρι ,
Και τον ανέμενε και αυτός, κ'εκράτει το κοντάρι ,
Τότε εστράφη 'Αρετη στηνΝέννα της και λέγει,
Ομάδι είν' κείνος που παινά, και εκείνος όπου ψέγει. ;
Ομάδι καλεσθήκασι , κι έδα θέλεις γνωρίσει ,
Πιος θέλει τιμηθή απ' τους δυο, και ποιος θέλει νικήσει .
Γύρου τριγύρου είν' ο λαός , και πιθυμούν να δούσι,
Δυο παλικάρια σαν αυτα, πώς κονταροχτυπούσι .
ΜΕΡΟΣ Β '. 125
Σαν στα λαγκάδια τα βαθυα τ' άγρια τα δασωμένα ,
Οπούναι μέσα τα θήργία, και όρνια κατοικημένα,
Κ ' έχουσι δένδρη και κλαδια, σε μιαν μερών και εις άλλη,
Και κατεβή απ'τα βουνά ανεμική μεγάλη.
Και με βροντην, και μ'αστραπήν, μέσα σα δάση δωση,
Κατασκορπίση τα κλαδια, τα δένδρα ξεριζώση.
Κ'η σκόναις με την ταραχήν φόβον του κόσμου δώσουν,
Φύγουσιν όρνια και βεργια, και τρέχουν να γλυτώσουν .
Ε'δέτζι βρόντισε ο ουρανός, και η γή άνεσηκώθη, οι
Οταν η πρώτη κονταρια στα στήθη τουςεδόθη, η
Α'σάλευτος- απέμεινε στην κοπαμαν εκείνη,
0 ' Ρώκρίτος,κ'ειςτονλαόνχαρα μεγάλη γίνης /
Ε "δειξεν ο Φιλάρετος στ' άρματα πόσο ξάζει,
Ποσώς δεν τον ελίγισε, σαν καρφωμένος μοιάζει . "
Πιάνουν κοντάρια πλεια βαρυα για να δευτερώσουν, ή
Στόπον, πά νάναι βλαβερός, πάσχουν και οι δυο να δώσεν .
Ο "Ήλιος δίδει τ' άρματα, καιφέγγουσι, και λάμπου,
Σμίγον, συναπαντήχνεσι στην μιαν φοραν του κάμπου .
Ε'δωκε του Ρωτόκριτου μιαν κονταριάν στα μάτια,
Και το κοντάρι σκόρπισεν ειςεκατό κομμάτια ,
Η κονταριάτονε βαρυα, και δυνατή περίσσα , ενης... :
Λιγάκιτον έζάλισε, μα δεντον εγνωρίσα .
Η ' κονταρια του Ρώκριτου πλεια δυνατά πληγώνει,
Πούδωκε του Φιλάρετου, εκεί που το ξαμώνει
Στο κούτελο, σημάδεψε, και ηύρέν το και στην μέση,
Κ ' εσάλεψε, κ'εκούνησε δυο τρεις φοραίς να πέση..
Ζερβα, δεξια ζυγάριζε, κ' ήγερνε το κορμί του,
Και στην καπούλα του φαριού γγίζει την κεφαλή του - '!
Να παίξη δεν ημπόρεια πλειο, γιατ' ήτονε γραμμένο,
Οποιος και αν γύρη απτ ' άλογο, να τον κρατέν χαϊμένα.
Η 'Αρετούσα επέτουντον, και ήταν χαρά γεμάτη,
Και την Φροσύνην έσφιγγεν, εκεί που την εκράτει .
126 ΜΕΡΟΣ Β '.
Η ' όποι’ άστεκε με λογισμό, επώνετε , γιατί θωρεί,
Πώς με τα ζάλα περπατεί στον εγκρεμνόν, η κόρη .
Τηνσαλπίγγαο Ρωτόκριτος, κάνει καιδευτερώνει,
Κράζ' άλλον νάλθη ογλίγωρα, στο κέρδος εξαμώνει .
ΑΦΕΝΤΗΣ ΤΗΣ ΕΥΡΙΠΟΥ
•
ΜΕΡΟΣ Β '. 137
ΠΟΙΗΤΗΣ
και δρακος
να του
δ ' Υ3
ολα τούτα περάσασι, κ'είς άλλα πάλιν μπαίνου,
Να δέσι και του Κρητικού του φοβερ ανδρειωμένου .
Πώς θέλει κάμει με τους τρείς, που, τούδωκεν η μοίρα ,
Κ ' ήντάναι που το είδεσι , κ ' ήντάναι , που του πήρα ,
Κοντάρια βάστα ξαργητού , βαρυα και μαυρισμένα, και
Και μετ ' εκείνα θέλησε , να τρέξη μ 'ένα ένα .
Ε'λαχε σ' κείνην την μεριαν, που θε να τρέξη τούτος ,
Είς καβα λλάρης δυνατός , και με μεγάλο πλούτος .
Δ ρ α κ ό μ α χ ος εκράζετο κι ώριζε την Κορώνη ,
Και πάντα του μ’ αγριότητα , και καυχησια μαλώνει .
ΔΡΑΚΟΜΑΧΟΣ
ΠΟΙΗΤΗΣ
Erotocrito . 11
162
Ε Ρ Ω Τ Ο ΚΡΙΤ Ο Σ
Μ Ε Ρ Ο Σ Γ '.
1
ΜΕΡΟΣ Γ '. 193
ΡΗΓΑΣ
Erotocrito , 13
194 ΜΕΡΟΣ Γ'.
ΠΕΖΟΣΤΡΑΤΟΣ
ΑΡΕΤΟΥΣΑ
Μ Ε Ρ Ο Σ Δ '.
Kony
την ημέραν,
Λέγει τους, Συμβουλάτωροι ετούτηνγνοιανα
Μαντάτα απ' τον Βασίλειο πολλά φέραν
μου ,
ΜΕΡΟΣ Δ'. 267
Οπου με βαν' εις λογισμών, και εις περίσσα ζάλη,
Διατ' είναι τούτη μια δουλειά παρά ποτέ μεγαλη.
Στην διαφοραν oπoύχoμεν, να μή γενή άλλη κρίσι,
Μα ένα κορμι, να βάλωμεν να την αποφασίση .
Ενα να βάλωμεν για μας , και εκείνος άλλον πάλιν,
Την διαφοραν να κρίνουσι, πούχομεν: την μεγάλην .
Με το κοντάρι, και σπαθί και σιδερόν σκουτάρι,
Και να γενή η απόφασι , και δίκαιο, που τοκάρει .
Εγώχω βάρος στην καρδιαν, και λογισμών μεγάλο,
Αριστος ήλθε απ' την Φραγκιαν, κ'επάναι δίχως άλλο . 7
Και τούτον όλον τον καιρόν, οπού μάς πολεμούσι,
ς
ο ύ τος είπει πό αιρών αι ις , λλα ανέρη κράετιε
Ε'τ λαις α αις κ ε , κ εν ά τει μ ε άτ ,
Κ 'ίνείης τεάλλ ρα χώρούχεν, ήτονς , συτη ξάεχνοιυ ο περυπσάτο
Κετέχε η χα ς οπ ονε ψαε τύοτο Βλ ντάτ φο ,
Κα , π ώ ή τ ετ ε
γ ι τ ο τ ο ομς α .
ως ο στ ε α
Καιια δίχ ώσάηλλ σξαεύνροτός, ικαι β"ονΑρι ς ηνήλθ ι ρταώρ ,
α
Δ τνος ι δ αι β μασ κ φό ά α ει τ ινούσχώ .
ύ α
Ε 'τοούντ εί μθοαυνν υ ι ι
τ,α όλ τοι επα
ο ν ,
οαν σι
β έ
Φο ι ό , λτλρούς ,ροίχκάη νσ ,ι αόισο ιρκαόις αν τονγα ιδού .
α ς
Κα ς απ πνο διάςαγ
ώ η α ρ ο ίνσ κ,ετείν ηκςα δρεκιαι α ελέ , έγα
Π σ' ώτν ουκ σ α ρ
τ γαβσι ν
τι α ν ρήεμαφλ .
ι
Κακατρως ή ονώνκ ' ελυόνε , άλ ιτσεε που τοολέμέατ
ι κ έ λ ο
,
Δε α χνρ κοσιήδτο , πγ’ ιάρσχε κ' τεαπ ζει. ς
Κ 'ιέδ ίSςε ναα ει όσνεν με,ν λο μ α ταήν ξά ,ιάζη
α μ ε
Κ α η το ε οκπόοτ έ π ιη χ ο ς
στχ'ο ά ρ νναύστηου μο η
ι
Γ ς το ιο α ύ π λ ά ς α η σ
Πω πλε αδλεένξω θέλ με πο ν ει ο λΒλού να μ ς ,λεμή
γαι να μα νοπςο λο .
Μα ναι δι ός απ ' τον σλταοός έ ,νοςκαι κεωίς άλ ,
ν
Κ' είνα οςδικ ττώοσυ η ο 'Αρι
ι εκ δοέ ν εί χ λο άλ .ήση
Και όπγοας σκοχει από τιμςόν δυο , τον άλλελμου και νικήσή ,
Ο ' Ρή πού τον χαϊ , τον πό ν' αφ .
268 ΜΕΡΟΣ Δ '.
Να βάνη αυτός την μοϊράν του , και εγώ το ροιζικόν μου ,
Στο ζύγε να καμπανισθούν, με φόβου, και με τρόμου .
Στην χέραν τ' έχει το θηριό, σαν Ρήγας τον ορίζει,
Για κείνο τούτα μας μηνά, για κείνο φοβερίζει .
Και εις ημάς ποιος βρίσκεται, ποιον έχομεν ελπίδα ;
Πούρι προχθές στον πόλεμον μικρους, μεγάλους τζ' είδα .
Μόνον εις τον Πολύδωρον είχ' όλον μου το θάρρος,
Κ ' εδα φοβούμαι μη χαθή, μή τόνε πάρη ο χάρος.
Γιατ ’ έχει δυο λαβωματιαϊς, και στέκει ν ' αποθάνη,
Και όλοι οι γιατροί το λέγουσι πως δεν μπορώ τα γιάνη .
Μα πάλι αν ήταν και καλα , δειλιά πολλα η καρδιά μου,
Στην δύναμιν του να δοθούν τα πλούτη και η αξιά μου .
Γιατί τ' 'Αρίστου τ ' όνομα είναι πολλά μεγάλο,
Και βρίσκω διαφοραν πολλήν στον ένα από τον άλλο .
Και δεν κατέχω τι να πω, και τι ν' αποφασίσω,
Και τι μαντάτο του Ρηγός είς τούτο να μηνύσω .
Εδα πληθαίνει ο φόβος μου, έδα πληθαίνει η ζάλη,
Α 'πόφασις 9ε να γενή παρα ποτε μεγάλη .
ΠΟΙΗΤΗΣ
* * * Γεια ήσφ332
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΒΛΑΧΟΣ
. ζε
Prova:
Λέγει του κανακάρη μου, και ας πέθελα κατέχη, εφο
Πώς έμελλε να σκοτωθής για όνομά μου εμένα,
Νάθελε δώσητου Ρηγός τα μούχε ζητημένα ,
Κ' εκείνα και άλλα πλαιότερα, και ό,τι και αν είναντεύω,
Παραναχάσω τέτοιον γκόν, οπάκια του γυρεύω, «
Οπούναιο Νότος , καιοΒορράς, η ΑνατολήκαιΔύσι ,
Δεν τον ευρίσκω,καιάλλου πλειο,δενέκαμενη φύσι .
οσελ. 13!:: ( : ΠΟΙΗΤΗΣ
εε :: ος και - 2003
κ . va
ν so5 vxY
Θωρεί την όψιν και’ άσπριζε , τα μάτια σφαλισμένα ,
Ολόκρυα τα μέλη του, ταρθούνια παχνιασμένα ο Αλ
Κ ' η κεφαλή η ξανθόσγουρη, αιματοκυλισμένη, Η
Και ουδέ λαλιαν, ουδε μιλιών από ταχείλη βγαίνει το1'
Εσυρνες γένεια, και μαλια , λυπητερα τον κλαίγεις
Και δεν χορταίνει τέτοιου νετού παινέματα ναλέγη.
Δεν έλυπάτο την εξαν , πούχασε και λογάρι , 105
Μα πόνει τέτοιον άγγoρoν , και τέτοιο παλικάρι .
Σηκώνουν τον με κλαύματα , εις το παβιώνι πάσι,
Κ ' εδέρνετα ο Βασιλειος , τέτοιο κορμί να χάση .
Ως τον έπήγαν όρδίνιασε , να κάμη την ταφήν του,
Κ' είς σε καβούρι ολάργυρον έβαλε το κορμί του: " Η
Μαστόρου το έκαμασι ζημιά από την χώρα, ε »πω ί.
Κ' εξετελετώθη βιαστικά εισί λιγάρην ώρα του και ..
ΜΕΡΟΣ Δ .
Γράμματα σπάνες, σκοτέκνα ατού κήβουριού την μέση, ( )
Και την ημέραν, και καιρού, τα σκουπωμιού του λέσι». Η
» Του κόσμουκαι δυνατώτερηςβρίσκεταιδώ θαμμένος,14
» Σήμερον τον τέασκότωσαν άλλος και αποθαμμένος.Όταν 11
Τούτ ήτονε τουροιζικού,άμ'όχι απ 'την ανδρερώτου,
»Έδιάβηκε ,και οπίσω του δεν αφήκε καλλιά του το 31'
Τα γράμματα ως ταγράψααι, πάραυτατoικoυκλώνουν,
μαύραμεκεφαλαϊς νεκραίς,και απέχει το σηκώνουν.
Και το κορμί του μ' άρματα ολόχρυσα το ντύνουν,
Στεφάνι στα χρυσά μαλια ολόχρυσουνοπλαφίνουν .:εφε
Εμαζωχθήκαν κι ήλθασι του Ρήγα και εκφουσάτα
Κ 'εσυντροφιάσαν» τον νεκρούκλαβουτάςειςτηνστράτα
Και : οπίσω τα καντάρια τους,καλάουρτατ' αφένας
Την αλέψω» και τονπόνον,τους έδειχναν μετα αείναι
Και ο Ρήγας μεταθλιφτικα,μεδίχωςτην κορωναν,
Το λείψανα συντρόφιαζεν εκεί που τον σηκώνει και να
Είκοσι οι φρονιμώτεροι, και οι πλειά του τιμημένοι,
Σηκώνουσί με τον νεκρόν , τα μαύρα φορεμένοι .
Εμεταλλάσσουντα συχνά, κ'έκλαίγαν α'κάθε ζάλον ,
Και απομακράς έδειχνασε τον πόνουντον μεγάλο ».
Και δυο χιλιάδες. σρατηγοί,πλειαάξουπλεξαανδρειωμένα
Τον Ρήγα συντροφιάζασι ιολόμαυρα ντυμένοι, εά
Εκεί όπου γίνηο πόλεμος, γύρου τριγύρουπηαίνα,
Με σάλπιγγες μαγκας μεγκαϊς και τύμπανα σπασμένα
Και τα καμένα π' άρματα, ωςήσαν ματωμένα,
Εις τ' άλογών του τάχασί, και πάντα όμπρεςπηαίνα .
Και οκτώτα παραβλέπασι, και έλόμαυρα φορούσαν,
Π8 δίδαν πόνου και καϋμάν σ'όσες καιαντουςθωρούσαν .
Τρύ Βασιλειου, όλα τ'άλογα θλιμμένα περπατούσαν,
Κ 'εκείνοι, που τα σύρνασε τα λιφτικα φορούσαν .
Χώρια είχαν τέσσερα άλογα, και έσυρνασιναμάξι,
Και ξαργοτού τα βρέπασι,να περπατούν μέ τάξε...
ΜΕΡΟΣ ΑΕ 289
Στ' αμάξι πάνω κάθουνταν δυο μαυροφορεμένοςκαι θα
Πλεια παρα τζ'άλλους ταπεινα , και πλειά βατριαθλαμμές
Κα με φωνήν λυπητερήν έκώνοι τον έκλαίγαν, και νοι
Ταϊςχάρες, ταϊς παλικαρίας, και τζ: ωμορφιαϊςτου όλεί
Κ' ήσαν έμπρόςσε καβουρι8, και θλιβεραμιλέσαν ; ( γαν .
Λόγια που κλαίγασι δριμεις,όσο και αν τα γροικούσαν
Ε'στρέφοντ .όλους προς την γήν,τα αίματα θωρούσαν
Κ ' ίμακαρίζαν τον νεκρών , πολλά τών έπαινούσαν.. 15
Και αυτόςκρυγιάς, και ανέγνωρος, παντοτεινα κοιμάται,
Κ ' εφαίνετόσουκαιο ουρανός κ' η γη:μα τον λυπάταινα
Ε'κλαίγασι, και έρνεύγασαν όλοι τηνώραεκείνη, αν :
Α'μή στου Μπάρμπα τον καϋμόν πράμμα πολυ έγίνη.
Τα μάτια πάντα τρέχασιν, η γλώσσα πάντα μίλει,
Κ' εις κάθε ζαλό σίμωνε, και το καβούρε φίλες . " ':
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΒΛΑΧΟΣ
Erotocrito . 19
290 ΜΕΡΟΣ Δ .
Α'ναθεμά την την βουλήν, πούκακα- να κινήσω,
Με τα φουρατά απ' την Βλαχιών, νάλθό», να πολεμήσω
Εχασα χώραις και χωριά , και σεσκλάβιανολογούμαι,
Τούτα δεν με βαραινουσι, τούτα δεν τα λυπούμαι:
Ολα τα φτιάνουν οι καιροί, και όλα τα κατατάσσουν ,
Ταχυα κερδαίνουσι πολλοί, σήμερον ό, τι χάσουν και
Μα α μισεμός σου, καλογυιέ, πόνον πολύν μου φέρνει,
Και ό,τι μου πήρεο θάνατος, πλειο δεν μετο γιαγέρνει.
Εσύρνε γένει και μαλια, οδέρνει τα γόνατά του;
Πόνον εις φίλους και σ ' εχθρους δίδουν τα κλαύματά του.
Στον κάμπον τέσσαρες φορείς του καμασε την γύρων,
Και αργα μισέψαν όλοι τους, και τον νεκρών επήραν .
Δίδουν βουλήν, εις τηνΒλαχιανναπάν να τονε θάψαν ,
Για νάλθουν τα περίχωρα και η χώραις να τον κλάψούν :
μη :Ε. . . . φ 9 10
13
του και
..
:: 3
του .
20t
άζω : αι
ο ι η δε κέν α η Το
ΕΡΩΤ Ο ΚΡΙΤ Ο Σ .
η Ο κ.κ. έ :
30
Σ ' ς της
2Χργίες ΜΕ ΡΟ :: : . ::
κ.α. και η εξής : 8ε!
As :" , svu jážní
έλθωμεν στ' άλλουΡηγοςΗράκλήόπου
Τον Βλαντιστράτη νίκησε, δίχως ελπίδα νάχη.
Ας πούμεν,την αγκουδάν,του, την πίκραν καιτα βάρη ,
Πού τον Ρωτόκριτον νεκρού, και αποθαμένου Ξαρρεί .
Γιατί το αίμα στην καρδία «έτρεξε » να βοηθήση,
Κ'ήταναχρεια και άλλο κορμί χλωμον, κρυον ν αφήση.
Και , ωσάν τον λίθον πέμεινε, κ' ουδ' αναπνοια γροικάται,
Κείνην την ώρανσαννεκρός καθολικα λογάται.
θωρούν τον όλoμάτωτον, κραγιόν , και χλωμιάσμένον,
Ωσανονεκρού τον κλαίουσι , και ωσάν αποθαμένον .
Δεν τον έκράτει ζωντανός ο Ρήγας, μηδέ οι άλλοι,
Κ' ήταν και πόνος τουπολυς,κ'η πίκρα του μεγάλη .
Κρατεί τον στην αγκάλην του, με δάκρυά τον έφίλεί,
λόγια πολλά λυπητερά, και θλιβερα του μιλεί :
• Υ « * * * ΡΗΓΑΣ ος σε 45 ω ".
Αχ !ε κακόντου εκάμα; δράκοντά, και στρατιώτη,
Κ ' ήνται άδικα για λόγου μου εχάθη τέτοια νειάτης
Και ας ήξευρα τοντόπον σου, και πούναι δι εδικοί σου ,
Να δ' έσυντρόφιαζα έξι εκεί ,νάκανα την ταφήν του
Για μένα εις τα βάσανα , κ'erg θανάτδν εμπήκες,
Και μιαν πληγήν παντοτεινήν ; στα σωθικά μ' αφήκες.
292 ΜΕΡΟΣ Ε '.
Και ας είχες είσαι ζωντανός, το χρέος μου να πλερώσω,
Ταϊς χώραις,καιτα πλούτη μου, και ό, έχωνα σε δώσω,
Εφίλε πλαγχνικά, στα χέριατου το έλα,
Και με το κλάμα το συχνό το πρόσωπόν του βρέχει .
Στούτα τ' ανακατώματα δαμάκι συνηφέρνες,
Στην στόρισαν την ζωντανών ο Ρώκριτος γιαγέρνει .
Γιατί το αίμα απ 'ταις πληγαϊς τόσον πολύ εύγήκε,
Πού λιγομάρα τούδωκε, και ολόκρυον τον αφήκε.
Και τ' άλλο αίμα του κορμιού, πούτον απομεινάρι,
Η'τον τριγύρου της καρδιάς, να της πληθαίνη η χάρι.
Σαν έπαρασυνήφερε, τα μάτια ανανδρανίζες ύλε
Και προςτον Ρήγα σπλαγχνικά το πρόσωπον γυρίζει
Μιλεί, και τον παρηγορά, και έφίλες του το χέριτου
Λέγειτου, γλίγωρα γιατρον να πέμψη να του φέρη 11
Πολλήν χαράν ο Βασιλειος επήρε, και όλοι οι άλλος.
Πέμπει στηνχώραν, και γιατροί ήλθαν οι πλειάμεγάλοί
Και πριν να τον σηκώσουσι, στην χώραν να τον πάσι, κ Η
Του ξαρματώσαν το κορμί, για να το ξεκουράσης Α
Βρίσκουνεπτα λαβωματιαίως και τις άξη δεν ψηφούσι,
Μακείνη, όπουτον στο βυζί, φοβούνται και δειλεούσι .
Κράζαντον Ρήγα σ'μιαμεριά, καιόλοι οι γιατρός τά λέσι ,
Πώς το πενήντα να χαθή, κ' είς τόνα να κερδέσης
Ο τόπος ήταν ακριβώς, κ'έχουν, ολίγη ελπίδα , το
Γιατ' έσωνε η λαβωματια , κ' έτρύπα την παγίδαν
Χώνει την πίκρα ο Βασιλειος, διαναμη δειλιάση,
Ο' λαβωμένος να πονή, πως θέλει να τον χάση.
Σμίγουσι, ξύλα με καρφιάς και επάνω τόνε, βάνσω»!x ?
Καιμε μεγάλην μαστοριαν ανάπαυση του κάνουν οι νή
Ναμη σαλέψη, να πονή, τον πάνας το παλάτι το si
Και όλην τηντράταο Βασιλειος την μιάν τουχέρακράτες,
Στην κάμερα την πλειώμσρφων , την παραχρυσωμένο 5:' :
Κ' εις το κλενάζΑρετής τον έβαλε να μένη . Α Α
ΜΕΡΟΣ ΕΝΙ 29.99
Εκάτεχε την κάμερας και ως τον έβαλαμισάχT
Γροικάταφύλλα της καρδιάς χαίροντας επανέλα38/1 "
Είχε χαραν επώς βρίσκεταιστην μυβέσμενην κλίνη,
Πούραρεξημερώνεταιτηςκόρης που την θώο Α'A
Μαπάλικώς είχενθυμοηθή, που φέρνεται,
που μένει,
Γιαλόγου τουίομίατουαυρα ακριβανάθρεαγενής 22 )
Εγροίκαμέσαστηνκαρδια μούχαίρι, και καταλήγογή,
Μ'απέξωθεν του φαίνετοομάγαίρα του στοστές AT
Παύρο έπαραγοράτονες και για καλό σημάδιότ' 5ose!!
Τάχοκατ' ελπίζειν λίγωσα , σαν σμίξουσιν ομάδες και
Εμπαινοβγαίναν οι γιατροί και ανεβοκατεβαίνα ,
Και αρχίσανκ ' ηλαβωματιαις καλύτερα και πηαίνα .
Εγροίκησεκαι η Αρετήρηκ έμαθεκτα μανταΐταςνακρύο !
Το πώς ο εχθρόςνέμίαεφάμιόλαυτουτην φουσάτα ουσ
Κιενέκησεν ο Κύρις σησα'οχώροςξεσκλαβώθη ,
Και από τους πόρους σκοτώμσυς, « έξοδα- έλυτρώθη :
Κ'ένας στρατιώτης δυνατός, ανέγνωρος, και ξένος, Σ
Ε'μάλωσε για λόγου τους, κ' εύγήκει κερδεμένος .
Γροικώντας αγεδάκρυώσει λίγη χαραν τζ εδίδα, ο ".
Αλλoύτoνε τοθάρρος της καλλούχε την ελπίδα ενώ ο Α
Με την Φροσύνην ομιλεί ετούτο το μαντάτος Α σε π !
Πώς μ' εντροπήν έμίσεψες του, Βλάχου το φουσάτο . 55
ΑΡΕΤΟΥΣΑορ - κοντογλου!.π.,
ερό η ΑΑ " και και βγή ' 34 ετ: Η
Μα ποιαν χαρούν μπορώ να δω, έλεγε προς την Νέννα ;
Σαν βρίσκεται οΡωτόκριτος σταλλα μακρα στα ξένα
Και ας είχεν εισται μπορετό, αι η τύχη ας τόχι φέρη,3
Νάθελε λάχει έδεπα τα σπλαγχνικών μου τέρια της
Νάθελε μπει στον πόλεμον , καίoνάθελει νικήση,
. t : 41
Νάθελε παύσει το κακό, και τα καλά ν' αρχίσηAr
Και του Κυρού μουήτάργηται σεισπλάχνος να γυρίση, Η
Και να τελειώση ή κακίτα , και νατον αγαπήσης και το
29Α . ΜΕΡΟΣ ΕΙ..
Μαλαχεν άλλας, Bαι άκυβεν σαν παιδίτουέχεις σκα
Ω 'φρυ ξενιτεμένε μου, και ας κάθελες κατέχει ηχος
Νάχες, πετάξι..σαν πουλί μάλθης να πρλεμήσης, εχα
Να λυτρωθής απ'την ξενιτεραν , κεμένα να βοηθήσης ΙΙ
Αμή της Χώρας,τηςχαράς ήνταικαλοςμαθω καλώσων φ1Μ
Πλέια γιγωρότερα πανώ, και ειςπάθη πλειάυμε βάνουν :
Στην Φυλακών που βρίσκομαι, καλέπα πού ενδυνεύω, Η
Τακέρδαπάμας δεν ψηφώ, ουδές χαράς γόβεύω π: Μ
Μακρά που τα έχω ταϊςχαραϊς, και τις ναμολιταίς φέρη!!
0", τι και αν έχω βρίσκεται στου..Ρώκριτού τοχέρι."
5. Per :2 TIOIHTHX ς 1; ιητές 2713 Σ
δει και αυτό και
Καϋμένη,και ας το κάτεχες , πώς ειςτην κάμερά σου,γ 31
Ευρίσκεται η αγάπησου , η ζήσει , και η χαρά σου
Και πωςεκεί που κοιτούσουν,στο πρώμα που κοιμούσου ,
Γιατρεύουν κείνον, που ποτέ δεν βγαίνει από τον νου σου εί
Μ ' ας περπατούσιν οι καιροί, τα πράμματα σιμώνουν ,
Κ' η μέραις με σιγανεμιάν, και λάμψιν ξημερώνουν
Η σκοτεινάδα πέρασε , . συννεφιαλ σχελάζει,ειε ! ιε! ε !
Κ' οι άνεμοι κατατάσσουσι, καλοκαιράκι βράζει.το 'Α
Και του Κυρεύσου, ήόργητα, και η κακιτα μερώνες έξι
Κ 'εδα π' αρχίζει το καλόν , σ' χαραϊς τοίξετελειώνει
Εμπαινοβγαίναν οι γιατροί δέκα φοραίς την ώραν,
Κ 'έπεμψε ο Ρήγας κ'έφερε πρώτες και απ' άλλην Χώραν,
Εγκανε καιοΠολύδωρος, και αγάλλια άσονμπόρει,ί.
συχνα ,
Κ' εκείνος, αναγαλλίασιν μέσ'στην καρδιά » έγροίκα, 1925
Κρυφήν χαραν έχαιρετα ατούτα που τον ευρήλα . Βλέ5/1
Πολλών λογιών αθιβολιαϊς ομάδα: συντυχαίναν, εις
Με τέταιςταιςπαρηγορταϊς, πληγαίς, και πόνοι γιαίναν,
Μεγάλο πράμμα ήτονες ναμην του μολογήση, και με
Του φίλου του, ποιος ήτονε, να τον παρηγορήσης, και η
MERDEIM . 1993
Τ Ε Λ Ο Σ.
',; :ܨ ܃܃ ܃ ܃ ܃ ܃ ; :
;1( :