Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 352

NATIONALBIBLIOTHEK

IN WIEN

163502 - B
NEU .
Österreichische Nationalbibliothek

+Z256547705

165502 - B
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ
ΠΟΙΗΜΑ ΕΡΟΤΙΚΟΝ

ΣΥΝΤΕΘΕΝ ΠΑΡΑ

ΒΙΚΕΝΤΙΟΥ ΚΟΡΝΑΡΟΥ
ΤΟΥ ΕΚ ΤΗΣ ΣΙΤΙΑΣ ΧΩΡΑΣ, ΕΝ ΤΗ
ΝΗΣΩ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Ε Κ Δ Ο Σ Ι Σ Ν Ε Α.

ΕΝ Β Ε Ν Ε Τ ΙΑ
ΕΚ ΤΗΣ ΕΛΛΗ . ΤΥΠΟΓΡ . ΤΟΥ ΦΟΙΝΑΚΟΣ .
1862
1
Π Ρ Ο Σ Ω Π Α

ΤΑ ΟΜΙΛΟΝΤΑ ΕΙΣ ΤΟΥΤΟ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ,

a!

ΗΡΑΚΑΗΣ , Βασιλέας της Αθήνας .


ΑΡΤΕΜΗΣ, Βασίλισσα ή γυνή του .
ΑΡΕΤΟΥΣΑ, Βασιλοπούλα η θυγατέρα τους :
ΠΕΖΟΣΤΡΑΤΟΣ , Πολιτικός Σύμβουλος του Βασιλέως .
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ , ο υιός τε, και αγαπητικός της Αρετούσας
ΠΟΛΥΔΩΡΟΣ, φίλος πιστός του Έρωτοκρίτου .
ΣΟΛΔΑΤΟΙ , του Βασιλέως .
ΦΡΟΣΥΝΗ, Νένα της ' Αρετούσας .
ΜΑΝΝΑ , του Ερωτοκρίτου .
ΔΗΜΟΦΑΝΗΣ, ' Αφεντόπουλος της Μυτιλήνης και
ΑΝΔΡΟΜΑΧΟΣ , Ρηγόπουλος του Ναυπλίου .
ΦΙΛΑΡΕΤΟΣ, 'Αφέντης της Μοθώνης . .

ΗΡΑΚΛΗΣ, 'Αφέντης της Ευρίπου .


ΝΙΚΟΣPATvΣ , 'Αφέντης της Μακεδονίας :
ΔΡΑΚΟΜΑΧΟΣ , 'Αφέντης της Κορώνης .
ΤΡΙΠΟΛΕΜΟΣ, 'Αφέντης της Σλαβωνίας .
ΛΙΟΚΑΡΕΤΗΣ, 'Αφέντης της Αξιάς .
ΣΠΙΘΟΛΙΟΝΤΑΣ , Καραμανίτης .
ΠΙΣΤΟΦΟΡΟΣ , υιός του Ρηγός του Βυζαντίου .
ΔΡΑΚΟΚΑΡΔΟΣ , Αφέντης της Πάτρας .
ΧΑΡΙΔΗΜΟΣ , 'Αρχοντόπουλος της Κρήτης .
ΚΥΠΡΙΔΗΜΟΣ , Ρηγόπουλιν της Κύπρου .
ΒΛΑΝΤΙΣΤΡΑΤΟΣ, Βασιλειος της Βλαχίας .
ΑΡΙΣΤΟΣ, ο 'Ανεψιάς του .
ΦΡΟΝΙΣΤΑΣ , Πολεμικός Σύμβουλος του Βασιλέως Ηρακλη .
ΠIΣTΕΝΤΗΣ, δούλος πιστός του Έρωτοκρίτου ,
)
*
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ

Μ Ε Ρ Ο Σ

Του κύκλου τα γυρίσματα τ' ανεβοκατεβαίνουν,


Και του τροχού π’ώραις ψηλά κι ώραις στα βάθη πηαίνουν,
Και του καιρού τα πράμματα, π’ αναπαυμό δεν έχουν,
Μα στο καλό, κ' εις το κακό περιπατούν, και τρέχουν .
Και του πολέμ’ η τάραχαϊς , η έχθραις και τας βάρη,
Του έρωτος η μπόρεσες, και της φιλιάς η χάρι,
Αυτάνα μ' εκινήσασι, την σήμερον ημέραν ,
Ν' αναθηβάνω και να πω , τα κάμαν και τα φέραν,
Σ’ μια κόρη κ' ένα άγγουρο, πού μπέρδεψαν ομαδι,
Σε μια φιλια αμάλαγη με δίχως άσχημάδι .
Κι όποιος του πόθου δούλεψε εισε καιρό κανένα,
Ας έλθη για ν' αφοκρασθή ό, τ’ είναι εδώ γραμμένα
Να πάρη ξόμπλι και ερμηνεια, βαθυα να θεμελιώνη,
Πάντα σ' αμάλαγης φιλιαν, οπού να μη κομπώνη .
Γιατ’ όποιος δίχως πιβουλιά του πόθου του ξετρέχει ,
Εις μιαν αρχη αβάστακτη καλο τέλος έχει
Α’φοκρασθήτε το λοιπόν, και ας πιάνη oπoύχειγνώσι,
Για να κατέχη και αλλουνού απόκρισι να δώση.
Στους περασμένους της καιρούς, που οι Έλληνες ωρίζα,
Κι όπου δεν είχε η πίστις των θεμελιωμένη ρίζα.
6 ΜΕΡΟΣ Α '.
Τότε μια αγάπη μπιστική στον κόσμο. φανερώθη,
Κ ' εγράφθη μέσα στην καρδιά, κ ' έδέποτέ τις λοώθη.
Και με καιρόν σε δυο κορμιά ο πόθος είχε μείνει ,
Και κάμωμα πολλ’ ακριβον έτοιους καιρούς εγίνη.
Εις την Αθήνα π’ ήτονε της μάθους ή βρώσις ,
Και το θρoνι της Αφεντιάς, και ο ποταμός της γνώσις,
Ρήγας μεγάλος ώριζε την άξια Χώρα κείνη,
Μ' άλλας πολλαίς και θαυμασταϊς , και ξακοστός εγίνη .
Ηράκλης τον έλεγασι, ξεχωριστον απ’ άλλους,
Α'πο πολλες, και φρόνιμους, κ' απ' όλους τες μεγάλους .
Ξετελειωμένος Βασιλεύς, και άξιος σε κάθε τόπον,
Ο λόγος του ήτονε σχολειό, και νόμος των ανθρώπων,
Μικρούλης υπανδρεύθηκε, κ' εσυντροφιάσθη ομάδι,
Με τέρι , που ποτέ κανείς δεν τούβρισκε ψεγάδι.
Αρτεμην την έλέγασε την Ρήγισσα εκείνη,
Αλλη καμμιά στη φρόνησι δεν ήταν σαν αυτήνη.
Κ ' οι δυο τους ήσαν φρόνιμοι, στην ευγενια ομοιάζαν,
Στην όρεξι ευρίσκονταν, στον πόθον έτεριάζαν .
Αγαπημένο ανδρόγυνο ήτονε πλειά παρ αλλο,
Και μόνον ένα λογισμών είχαν πολλά μεγάλο .
Γιατ’ήσαν χρόνοι περισσοι, καιτέκνα δεν εκάμα.
Σ' έγνοια μεγάλη και βαρειά τους έβανε έτοιο πράμμα.
Και μόνον εις τα σωθικεί έβραζαν νύκτα μέρα,
Μην έχοντες κληρονομισι, σιμώνοντας τα γέρα .
Τον ήλιο, και τον ουρανό συχνά παρακαλούσι ,
Για να τους δώσουν, και να δουν παιδί που πιθυμώσι.
Περνών οι χρόνοι , κ' οι καιροί, κ' η Ρήγισσα έγγαςρώθη,
Και ο Ρήγας απ' τον λογισμόν, και βάρος έλυτρώθη .
Αγάλι αγάλι έσίμωσε, κ' ήλθεν εκείνη η ώρα,
Να γεννηθή κληρονομιά, για να χαρή κα'ι ή Χωρά .
Μιαθυγατέρα έκαμε, πούφεξε το Παλάτι,
Αυτήν την ώρα π8 η μαμμή στα χέρια της την κράτες.
ΜΕΡΟΣ Α'. 7
θεράπειο και αναγαλλιάσι , χαρα πολλά μεγαλη,
Ο Ρήγας με την Ρήγισσαν επήρασε κ' οι άλλοι,
Της Χώρας σπίτια και στενά σου φαίνεται εγελούσαν ,
Κ' η γειτονιαϊς έχαίρουνταν, κ' οι τόποι αναγαλλιούσαν.
Η'ρχισε και εμεγάλωνε το δροσερό κλονάρι ,
Κ ' επλήθαινε στην ευμορφια , σην γνώσι, και την χάρι .
Εγίνηκε τόσο γλυκεια , που πάντοτ' έγροικήθη,
Πώς για να τόχεν θαύμασμα , στον κόσμον εγεννήθη.
Και τ' όνομα της κοπελιάς το λέγαν 'Αρετούσα,
Πούχα πολλοίς ταϊς άμορφιαϊς, πούμε τα κάλλη πλεσα.
Χαριτωμένο θηλυκό τους τόκαμεν η φύσι,
Και σαν αυτή δεν ήτονε σ' Ανατολή και Δύσι .
Μ' όλαις ταις χάρες κι αρεταίς ήτονε στολισμένη,
Ευγενική και τακτική, πολλα χαριτωμένη .
Κ ' ήτον και Βασίλειου παιδί, και Ρήγα θυγατέρα ,
Πόθον μεγάλον έβανε στο γραμμα νύχτα ημέρα .
Ε'καμαρώνασίν τηνε ο Κύρις με την Μάννα ,
Κ' επάψασιν οι λογισμού , κ' οι πόνοι τους έγιάνα .
Είχεν ο Βασίλειος πολλούς με φρόνησε και πλούτη,
Και σύμβουλοι του ήτανε οι μπιστεμένοι τουτοι .
Μ' απ' όλους είχεν ακριβό πάντα στην συντροφιά του ,
Εναν όπου Πέζόστρατον έκραζαν τ' όνομά του .
Του Παλατιού ήτον θαρρετός , ξεχωριστός παρ άλλο, ?
Και δίχωστάς του ο Βασίλειος δεν έκανε ένα ζάλο .
Είχε και αυτός έναν υιόν πολλά κανακιασμένον ,
Φρόνιμον , και αξαζόμενον , ζαχαροζυμωμένον .
Η'τονε δεκωκτώ χρονών μάχε γερόντου γνώση ,
Οι λόγος του ήσανε τροφή, και η ερμηνεια του βρώσι .
Και τ' όνομά του το γλυκυ ΡΩΤΟΚΡΙΤΟΝ ελέγα,
Η'τον της αρετής πηγή, της αρχοντιάς ή φλέγα .
Και μ'όσαις χαραις π' έρανοί και τ' άστρα εγεννήσαν,
Μ' όλαις τον εμοιράνασί , μ ' όλαις τον έστολίσαν .
8 ΜΕΡΟΣ Α '.
Πάντα με καταστάμενους έπρασσε, και ξετρέχει;
Να μάθη εκείνα πούδασί, και εκείνος δεν κατέχει .
Θέλησ' εκείνο τον καιρότο πριμορριζικό του,
Και πράμμα που δεν ώμοιαζε, βάνει στο λογισμάτου .
Κάθε ταχυ επήγαινε δια την 'Αρετούσα ,
Μέσα η καρδιά του ελάμπανε, τα σωθικά εκεντούσα .
Αγάλι αγάλι σ' έρωτα και πόθον εκινάτο,
Πειράζει τον ο λογισμός, δεν τρώγει, ουδ' εκοιμάτο.
Η γνώσις του δεν του βοηθά, ο πόθος τον νίκα,
Πλειο δεν γνωρίζει το καλό, μηδε πρεπών αγροίκα .
Την' Αρετούσα στο κρυφό γι αγάπην την εθώρει,
Μα έτοια πράμματ’ άπρεπα δεν είχε αυτή ηκόρη .
Λίγ' αφορμήήταν στηναρχή, και το πολύνα κάμη,
Α'ρχήνισεν απόκλαυθμούς, σαν ρίζαις στο καλάμι
Με πόνους, και αναστεναγμούς επέρνα ο καιρός του,
Κ ' εμπήκεμέσα στη φωτιά, κ'εκέντα μοναχός του .
Ε' πάσχισ’ όσο μπόρεσε, την πέδα ν' αλαφρώση ,
Κι ανδριεύετο, κ' ελόγιαζε, να το βοηθήση ή γνώσι .
Και κάθε αυγή και κάθε έργα στ' άλογο καβαλλάρης,
Και με γεράκιακαι σκυλια σαν να τον κυνηγάρης.
E "βαλε χίλιους λογισμούς να φύγη, απ' το Παλάτι,
Μάσφαλε, δεν τον ήσωνε καϋμος, που τον έκράτει .
Ουδε γεράκια, ουδε σκυλιά , ουδ' άλογα μπορούσαν,
Τον πόθο ν' αλαφρώσουσι, πούχει στην 'Αρετούσαν.
Μα πάντα ο νούς κ' η θέλησις ήτονε μετ' εκείνη,
Λίγο νερό ποτέ φωτια μεγάλη δεν την σβύνει .
Α’μή ανάφτει, και κεντά , και βράζει, και πληθαίνει,
Σαν κάμη την αναλαμπή, ουδε νερό την σβένει .
E"τζι κ' αυτές, ό , τ' έκαμε την πέδα ν' αλαφρύνη,
Και ναύρηαέρα και δροσιά, πλεια ανάφτει το καμίνι .
Ο πούχε δη όμορφο δεντρο με τ' άνθη στολισμένο,
Είν' το κορμί της'Αρετής τ' όμορφοκαμωμένο .
ΜΕΡΟΣ Α '. 9
Οπούχε δή τα λούλουδα τα κοκκινοβαμμένα,
Ε'λεγ, έτζι είν' τα χείλη της και της κυράς εμένα .
Οταν έγροίκα του αηδονιού, πώς κοιλαδώντας κλαίγει,
Του φαίνετο πως τον πονεϊ, και μοιρολόγι λέγει .
Το άλογο δεν τον ωφελά, γεράκι δεν τ'αρέσει,
Γιατ' είχε η δόλιά του καρδια την σαϊτια στη μέση.
Α’φίνει το λαγονικό, γιατί τονε παιδεύει ,
Τζ' αυγής την περιδιάβασι πλειά δεν τηνε γυρεύει .
Το άλογο απαρνήθηκε, και τα γεράκια αφίνει,
Γιατί δεν του γιατρεύουσι του πόθου την οδύνη .
Και μόνος και ολομόναχος εβάλθη, να περάση,
Και να μη δη ξεφάντωσιν, ώστε, πού να γεράση .
Είχ ένα φίλον μυστικών ,και φρόνιμον περίσσα,
Και ομάδα αναθραφήκασιν, απ' όταν τους γεννησα.
Και τ' όνομα του φίλου του Πολύδωρον ελέγαν,
Σε μιαν πνοήν εζούσανε, σε μιαν αγάπη πλέγαν .
Και μη μπορώντας την κρυφήν αγάπη πλεια να χώνη,
ΒΙια ταχυνή του φίλου του τήνε ξεφανερώνει .
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ

Λέγει , αδέλφι δεν μπορώ, στον κόσμον πλειο να ζήσω,


Γιατ' έβαλα ένα λογισμό, και στέκω ν' αφορμίσω .
Στόπο ψηλόν αγάπησα, μακρα πολλα ξαμώνω,
Το χέρι κοπιάζει εύκερα, να πιάση το δεν σώνω.
Την θυγατέρα του Ρηγός, τ' Αφέντη μας την κόρη,
Π’ άνεμος δεν της ήδιδε, ουδ' " Ηλιος την εθώρει.
Και όπου μας πέρνει την ζωήν , όταν μας πιάση μάχη,
0' λογισμός οπούβαλα , δίχως θεμέλιο νάχη .
Γνωρίζω, πως η δύναμες το θέλω δεν μπορούσι,
Και ό, τι και αν κτίσ' ολημερής , κάθε βραδυ χαλούσι .
Μα τυφλομένος βρίσκομαι, το κάμνω, δεν κατέχω,
Κ' έχασα τον λογαριασμών , και πλειό με νούν δεν έχω.
10 ΜΕΡΟΣ Α '.
Δός μου βουλήν, παρηγοριάν, σαν φίλος βοηθησαί μου,
Και τούτα που μ' εύρήκασι , δεν τάλπιζα ποτέ μου
ΠΟΙΗΤΗΣ
ζ
Εχάθη κ ' ο Πολύδωρος, του φίλου του ν' ακούση,
Το πράμμα που δεν ήλπιζε τα χείλη του να πούσι .
Και με βαρύ αναστεναγμό, και μ' όψιν άλλαμμένει .
Στρέφεται στον Ρωτόκριτον, κ' έτζι του αυντυχαίνει ,
ΠΟΛΥΔΩΡΟΣ

Αδέλφι τα σου γροίκησα, τα μούχεις μιλημένα,


Ποτέ μου δεν τα λόγιαζα, μηδ' έλπιζα σε σένα .
Ναβάλης τέτοιον λογισμών, κ'έτζι να κινδυνεύης,
Και πράμματ’ ανημπόρετα, και άμοιαστα να γυρεύης .
Γιατί σ' εκρατουν γνωστικών άνθρωπον παιδευμένο,
Μα σαν θωρώ κομπώνουμουν, ως τόχω γροικημένο .
Και σαν μου λες πως έβαλες τον λογισμών αυτήνο,
Σήμερον κάνω απόφαση, και κουζουλόν σε κρίνω .
Η Ρηγοπούλα σαν γροικώ, αγάπην δεν κατέχει,
Ουδε λογιάζει το ποτέ, μηδ' έτοιαις έγνοιαις έχει .
Και συ πως αποκότησες , και πως στο νου σου μπήκε,
Να φυτευθή τέτοιο δενδρο, πως στην καρδιά σε αφήκε;
Οπούχε φύλλα βλαβερά, καρπό φαρμακεμένο,
Και από την ρίζα ως τηνκορφήν τ' αγκάθια γεμισμένο,
θανατερό είναι το άνθος του το πωρικό του βλάφτει,
Αντίς αέρος και δροσιάς σαν το καμίνι ανάφτει .
Κι η Ρηγοπούλα αν ήθελε βαλθή να σ' αγαπήση,
Ε' συ δεν ώμοιαζε ποτέ να μπής εις έτοια κρίσι .
Μα μάλιστα τον πόθον της να διώξης από σένα,
Και να μακρύνης από πά, να περπατής στα ξένα.
Παρα σ' αγάπη έτοιας κυράς να μπης να κινδυνεύης ,
Και το κακό σου μοναχός να θες να το γυρεύης .
ΙΕΡΟΣ Α'.
Εισέ παλάτια Βασιλειών τα μάτια όταν στραφούσι,
Πρέπει να τα δοξάζουσι , και να τα προσκυνούσε .
Γιατ’ η αυλαίς των 'Αφεντων έχουν αυτια και ακούσι,
Και τα τοιχια του παλατιού μάτια και συντηρούσι .
Και συ πως απόκτησες, κ ' εμβήκες σ' έτοια πάθη ;
Η Ρητοπούλα ήντα θαπή Ρωτόκριτε, αν το μάθη;
Αν το ναήση και έβαλε πόθον σ' αυτήνη ο νους σου,
Κακά αποδώματα θωρώ εσε και του κυρού σου .
Να σας ξορίσουν από πά, πτωχούς και να σας κάμου,
Ετούτα και άλλα πλεί άσχημα θε ναν' προικιά τ8 γάμου,
Μετάστρεψε το λογισμό, τούτου οπού σε κρίνει,
Μην πά και ανάψης μια φωτια , όπου ποτέ δεν σβύνει
Πούρε τ' ανθρώπου δόθηκε, και είναι το φυσικό του,
Να διαμετρά το πράμματα με το λογαριασμό του .
Και συ ήντα μέτρος έκαμες, σε τούτα που μου λέγεις ;
Θωρώ κ' αφήνεις το καλό, και το κακό διαλέγεις .
Ωσαν γνωρίση ο άνθρωπος, κ ' ελπίζει να κερδαίση,
Κείνο το πράμμα π' αγαπά , κι όπου πολλά τ' αρέσει ,
Ο νους παραλαφρώνεται, κ ' η ελπίδα του πληθαίνει,
Και απάνω στο λογαριασμό είναι δεμελιωμένη.
Σαν το μετρήση μια και δυο, κ' ευρίσκει το πως μοιάζει,
Ξετρέχειτο με προθυμια, και όσο μπορεί σπουδάζει.
Και συ με ποιον λογαριασμών έχεις σε τούτ' ελπίδα και
Α’δέλφι μου, έτοιον κουζουλόν ωσαν εσέ δεν είδα .
!
Κ' επάσχισε το ροιζικό, κ' η μοίρα να σε βάλη,
Και αγάπησες τέτοιας λογής μιά μας κυρα μεγάλη .
Ονειρον είν πολλα ζαβό, και κουζουλό περίσσα,
Και για αφορμάρες τους κρατούν όσ' έτζι αγαπήσα .
Πολλάναι δύσκολη δουλειά, και μπερδευμένη ετούτη,
Να θε να μπής σε Βασιλειους, σ'Ρηγάτα και σε πλάτη.
Οπούναι διαφορα πολλή στον ένα από τον άλλον,
Ε'σένα λέαινε μικρον τον Ρήγα λεν μεγάλων .
12 ΜΕΡΟΣ Α '.
Τα χόρτα π' αγκυλώνουσι , τ ' αγκάθια που κεντούσε ,
Για πελελους τες κράζουσι, όσες και αν τα κρατούσι .
Ποτέ το χέρι στη φωτια μη γκίξης, γιατί καίγει,
Μέσ' στο πηγάδικάρβουνα, κανείς μην πά γυρεύγη;
Ο Ρήγας έχει την εξαν, εις ό, τι και αν βρίση,
Και ως θέλει,και ως του φαίνεται, κάνει δικήτου κρίσι.
Εις την βουλή του βρίσκεται καλά μας,, και κακό reas ,
Καιμέσ' στο χέρι του κρατεί ζωή, καιθάνατό μας .
Ο ' Βασιλειος είν' σπλαγχνικός, γλυκός με τον καθένα,
Μη κομπωθης πως αγαπά τον κύρι σου, και σένα .
Κι Αφέντης όσο πλεί αγαπά τον δούλον όντα σφάλη,
Τόσον η έχθρητα πολλή, γίνεται και μεγάλη.
Και τόσο πλειά στα σφάλματα, π8 στην τιμή ξαμώνουν,
Και στην καρδιας εγγίζεσι, και μέσ'τον νύν ξαπλώνον.
Διώξε αυτούς τους λογισμούς, μηδέν κακαποδώσης,
Γομάρι , όπου δεν δύνεσαι, μη θέλης να σηκώσης
Με το δικό σου φύσησμα μη βουληθής να ξαψης,
Φωτια , όπου δεν σβύνεται, και το κορμί σου κάψης.
Εις το παλάτι του Ρηγος, αδέλφι, πλειο μην πηαίνης,
Γιατί σαν σε θωρούν συγχνα ν' ανεβοκατεβαίνης,
Ο κόσμος είναι πονηρος , και ο πόθος σε τυφλώνει,
Κι όσο νατο κρατής κρυφό, γοργό το φανερώνει.
Και αν είν' και τούτο γροικηθή, πε η τύχη μη τ ' ορίση,
Λόγιασε, βάλετο στο νού τα θε να κάμ' η κρίσι
Ο Ρήγας έχειτην εξαν, κ' είναι η δουλια δική του,
Και μ' απονια κδικιώνεται, σα θέλει η όρεξί του.
Και τούτη την αποκοτιαν , οπούβαλεν ο νους σου ,
Ε'σένα φέρνει θάνατο και πάθη του κυρού σου .
ΠΟΙΗΤΗΣ

Ε 'στεκεν ο Ρωτόκριτος, του φίλου τ' αφουκράτο,


Ωσαν τυφλός και ωσαν βεβός, και δεν τ' απολογάτο .
1

ΜΕΡΟΣ Α '. 13
Και με την ώρα την πολλή σ ’ απόκρισι κινήθη,
Με κλάμα κι αναστεναγμό του φίλου πηλογήθη .
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ

Α'δέλφι μου, γνωρίζω το , θωρώ τον κόπον χάνω,


Και το ζυγώνω έτζιμακρά, ποτέ μου δεν το φθάνω .
Κατέχω, και αν μαθητευθή εκείνο που ξετρέχω ,
Ε'σίμωσε το τέλος μου, και πλειο ζωή δεν έχω .
Μα πιάσθηκα, μπερδεύθηκα, ξεμπερδευμό δεν έχω ,
Μ' όλο που βλέπω το κακό , το βλάψιμο κατέχων
Λογιάζω το, γνωρίζω το, πως πρέπει να το αφήσω,
Και με νερό τα κάρβουνα γλιγωρα να τα σβύσω .
Μη κάμoυσιν αναλαμπών, όπου την λάμψιν δίδει ,
Και φανερώση το κρυφό, οπούναι το σκοτάδι .
Και ό, τι καιαν χώνω στα βαθυα, τόσαις φορείς καιτόσαις ,
Εμπη σε χίλια στόματα,έμπησε χίλιαις γλώσσαις .
Μ ' ήντα μ' αξίζει να γροικώ, και τα πρεπει να γνώθω,
Εδα που σκλάβος βρίσκομαι, και δούλος εις τον πόθο ;
Ηντα μ ' αξίζει να γροικώ, τι με φελά να ξεύρω,
Από τον δρόμον έσφαλα, δεν βλέπω να τον ευρω .
Πλειο μπόρεσε ο λογαριασμος δεν έχει να βοηθήση,
Εκεί π ’ ορίζει η πιθυμια, και τζ' ερωτιάς η κρίσι.
Και λογισμοί είναι σαϊτιαϊς, καρδιά μου είν' το σημάδι,
Και μάχονται, και ποιος μπορεί να τα συβάσ' ομάδα και
Ο πόθος όταν βουληθή, και θέλω να νικήση,
Γνώσις δεν είν' και δύναμις να τονε πολεμήση .
Πολλα μεγάλη αφθεντια, πολλά μεγάλη χάρι,
Εχει τ' ολόγυμνο παιδί , που παίζει το δοξάρι .
Βαστά κρυφα ψιλή μαγνια, τα μάτια μας κουκλώνει ,
Και το κακό που μελετά, δεν μας το φανερώνει .
Την ίσα στράτα δεν πατεί , μα την στραβην γυρεύει ,
Φαρμακεμέναις μαχαιριαϊς πάντα μάς μαγερεύει .
14 ΜΕΡΟΣ Α '.
Αλλοι άξιοι φρονιμώτατοι πουχαν καιρού θεμέλιο,
Του έρωτος γενήκασι, παιγνίδι του, και γέλοιο .
Εύκολα και τα κάρβουνα , κ' η σπίθ' αναλαμπάνει ,
Τ ' άχερα, τα λιανόξυλα , πούρε και να τα φθάνη .
Εξάλθηκά το από καιρό, κ' ηθέλησα ν' αρχίσω,
Να λιγοπηαίνω στα Ρηγός, για να την λησμονήσω.
Nαύρω βοτάνι δροσερό, και την πληγήν να γιάνω,
Και πλειο τα ξύλα στη φωτιά να μη τα βάνω πάνω .
Και σ' άλλα πράμματ’ ένοιωσα τον νεν με να μπερδεύσω,
Και το κρατώ ανημπόρετο, να δώ να το μπορέσω .
Και ως το λογιάσω μούρχεται, μεγάλη λιγομάρα , και
Τα μέλη αποκρυγαίνουσι, και μ' έρχεται τρομάρα .
θαμπώνονται τα μάτια μου, γη όψις απονεκρώνει,
Υδρως του ψυχομαχημού το πρόσωπόν μου δρώνει .
κι όπίσω αν Χέλω να συρθώ, η πιθυμια μ' αμπώθει ,
Σε κείν'όπου ο λογαριασμός και η γνώση πλειο δε γνώθει .
Λόγιασε σ 'ήντα βρίσκομαι, και ξαναδέτο πάλι,
Πέ μου, πως θες να βοηθηθώ σ ' έτοια δουλεια μεγάλη.
Αρχ’ ήτονε πολλά μικρή, και άφαντη δίχως άλλο,
Μα το μικρο με τον καιρόν εγίνηκε μεγάλο .
Eλόγιασα, να την θωρώ, και ως την θωρια να σώσω,
Και μετα κείνη να περνώ, και να μη δε ξαπλώσω.
Και αγάλια αγάλια ή πιθυμια μ' έβανεν εις τα πάθη,
Κ' έκαμε ρίζαις και κλαδια , κλόνες και φύλλα κ ' άνθη.
Κ ' επλήθυνε την πιθυμια το κουζουλό μου μάτι ,
Και άρχιζε, κ' εστρατάριζε, κ' εσιγανοπερπάτει .
Το σιγανό με τον καιρόν προθυμερόν εγίνη,
Κ ' έβανε ο έρωτας κρυφα τα ξύλα στο καμίνι.
Και ωσαν από μικρον αυγο, πουλί μικρον εύγαίνει ,
Τρεμουλιασμένο και άφαντο , και με καιρο πληθαίνει,
Κάμνει κορμί, κάμνει φτερα, κάθ' ώρα μεγαλώνει,
Και περπατεί , χαμοπετά, και φτερουγα ξαπλώνει .
ΜΕΡΟΣ Α '. - 45
Και απ' άφαντο, και από μικρό, πούτον όταν εφάνη,
Κορμί φτερα, και δύναμι, και μεγαλότη κάνει .
Το ίδι' εγίνη κ' εις εμέ στην άπραγή μου νεότη,
Α'ρχή μικρή και αψήφιστη ήταν από την πρώτη... :
Μα εδάχει τόση δύναμη, κ ' έτζιμεγάλ'εγίνη,
Οπου μ' επήρε την εξαν , και δίχως νούν μ' αφίνει .
Κι αγάπη, που στα βάσανα, ανδριεύει και πληθαίνει,
Και με τους αναστεναγμεςτρέφεται, και πλαταίνει.
θαύμασμα πούρε το κρατούν όλοι μικροί μεγάλοι,
Πώς στην αρχήν ανήμπορη γεννάται στην αθάλη.
Σπίθα μικρή και αψήφιστη, δεν λάμπει μηδε βράζει,
Και πώς να κάμη αναλαμπή, κανείς δε το λογιάζει .
Κ ’ αγάλι’ αγαλια τρέφεται, σαν το καμίνι ανάφτει ,
Κεντά, και καίει δυνατά,και το κορμί μας βλάφτει .
Προτήτερ όταν τ' άκουα, να μου τα λέσιν άλλοι,
Σ' έτοιαις δουλειαϊς ο λογισμός ήλπιζα να μη σφάλη .
Μα ξάφνου: οι κακορροίζικος επιάσθηκα στο βρόχι,
Πού στ' όμορφό της πρόσωπο πάντα στεμένο τόχει .
Ε' με κανείς δεν μούφτεξε, μηδε παραπονούμαι,
Α'λλου τινος στα βάσανα, και στες καϋμους, οπούμαι .
Μια κάποια λίγη πιθυμια εσήκωσε τον νούν μου,
Και δυο φτερούγες έκαμε μέσα του λογισμού μου .
Τούταις πετούν, την πιθυμια στον ουρανόν την πάσι,
Και όσο σιμώνουν την φωτιάν, ταϊς καίει εκείν' η βράσι.
Και πάραυτα κρεμνίζομαι, ωσαν φτερα δεν έχω,
Γιατ’ άφηκα τα χαμηλά, και τα ψηλα ξετρέχω.
Και πάλιν κείνη η πιθυμια δεν θέλει να μου λείψη,
Πάραυτα κάμνω άλλα φτερά, πάλιν πετώ στα ύψη.
Και πάλιν βρίσκω την φωτιά , πάλιν ξανακεντα με,
Και απ' τα ψηλά που βρίσκομαι, με ξαναρρήκτει χάμαι.
Και όσαις φοραίς εις τα ψηλα σώσω, φωτιαϊς ευρίσκω,
Και καίονται ή φτερούγες μου, και πέφττω και βαρίσκω.
16 ΜΕΡΟΣ Α'.
Και τούτ' ή πιθυμια ή λωλή πετώντας με πειράζει ,
Και πάγει ταϊς πτερούγες της εις την φωτια όταν βράζει .
Και όσο που ναμαι ζωντανός, πέθαν έχω μεγάλη,
Μαγάρι να μ ' ολόκαιγε , να μ'έκανεν. αθάλη .
ΠΟΛΥΔΩΡΟΣ

Λέγειτ’ ο φίλος, τα φτερα, που σήκωσεν ο νους σου ,


Και βάνει τ' ανημπόρετα μέσα του λογισμού σου.
Α’δέλφι, βλέπε, όσο μπορείς, εύγα απ ' αυτή τη ζάλη,
Στο πέτασμα που πέταξες, μή δεν πετάξης πάλι .
Και αν τα φτερα πετούν ψηλα, και την φωτιαν ευρίσκης ,
Κόψετα, ρηξέτα από κεϊ , ζημιο να μην βαρίσκης .
Η βάλε τα, και βρέξε τα εις το νερών της γνώσης,
Ζημιο να μην πετάς ψηλα , ζημιο να χαμηλώσης .
θωρώ το πώς σε πολεμούν δυό σου εχθροί μεγάλοι,
Η αγάπη με την πιθυμια , και η μια λέγω, και η άλλη.
Μπορούσι, ώστε να θες εσυ, μα κάμε να τ' αφήσης,
Τ ' άμοιαστα, τ' ανημπόρετα , ζημιο να τους νικήσης .
Παντάναι στα ψηλά φωτια, και ταϊς φτερούγες καίγει ,
Κείνου , πε τ' ανημπόρετα, και τ' άμοιαστα γυρεύγει .
Διώξε αυτούς τους λογισμούς , μη σε κακομοιριάσου,
Πήγαινε στα γεράκιασου, χαίρου με τα σκυλιά σου.
Λησμόνησαι του Παλατιού, λησμόνησαι της κόρης ,
Τάξε πως ήτον θάνατος, εκεί που την εθώρεις .
Πούρε δεν είσαι πελελος, μα τα πρεπα κατέχεις,
θωρείς το, και γνωρίζεις το ήντ' ελπίδα έχεις .
Εις έτοιο πράμμα δύσκολο, σ' έτοια δουλειά μεγάλη,
Οπου στα βάθητα της γης βούλεται να σε βάλη ,
Φαρμάκι είν' το μαγέρεμα τούτο που μαγερεύεις,
Κ ' εντροπιασμένον θάνατον με προθυμιά γυρεύεις .
ΜΕΡΟΣ Α'.
ΠΟΙΗΤΗΣ

Του φίλου τα διατάμματα μέσ' στηνκαρδιαν έμπαίνουν,


Του Ρώκριτου καιτην πληγή δαμάκιν ελαφραίνουν .
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ
Και λέγει, τα μου μίλησες ετούτην την ημέρα,
Σε λογισμό καλήτερο, και πλεια ελαφρό με φέρα .
Κ ' εβάλθηκα ν' απορνηθώ του παλατιού την στατα,
Και να μακρύνω απτην καρδιάς ,τζ'αγάπης τα μαντάτα .
Να δυσκολέψω τ ' αφορμαϊς, όπου με τυραννούσι ,
Κι αν ήμπορώ τα μάτιαμου , πλειο να μή τήνε δούσι .
Κι αν δεν μπορώ να το βαστώ, καθ' ώρα ας αποθαίνω,
Με τιμημένο θάνατο , παρά μ'εντροπιασμένο .
Κάλλια νεκρό ας με θάψουσιν ο κύρις με την μάννα,
Παρα να πουν πως μ' εντροπήν , απτην φλακή μ' ευγάνα .
ΠΟΙΗΤΗΣ

Και αρχήνισεν απoλιγού να πράσση στο παλάτι,


Την ερμηνεια του φίλου του, και τη βουλήτ’ εκράτει .
Μ ' άσφαλεν εις τα λόγιαζε, και στατασσε να κάμη,
Και το κορμί του έσουρωνε, κ' έτρεμε σανκαλάμι .
Κι όταν η νύκτα δροσερή, καθ' άνθρωπο αναπεύει,
Και κάθε ζω να κοιμηθή τόπον να βρή γυρεύει,
Ε ' περνε το λαγούτό του, κ ' εσεγανοπερπάτει ,
Κ ' εκτύπατοςγλυκα γλυκα αγναντια στο παλάτι .
Η'τον η χέρα ζάχαρη, φωνήείχε σαν τ' αηδόνι ,
Κάθε καρδιά που του γροικά, κλαίει κι αναδακρυώνει .
Ε'λεγε, και ανεβίβανε της έρωτίας, τα πάθη,
Και πώς σ' αγάπηνέμπέρδεψε, κ' εψύγη, κ 'εμαράθη.
Κάθε καρδιά ανελάμπανε, αν ήτο σαν το χιόνι,
Σ'έτοια γλυκώτατη φωνή κουτανα
2
της αιμώνα .
Erotocrito .
18 ΜΕΡΟΣ Α '.
Hμέρωνε όλα τ' άγρια, τα δυνατά απαλαίναν,
Στον νούν τ ' ανθρώπου τ' ήλεγε, με λύπη απομέναν .
Ε'μίλες παραπόνηδες, που ταϊς καρδιας έσφαζαν, οι
Το μάρμαρον εσπάνανε, το κρούσταλλον έβράζαν 1
Ω'μνυγε και του φίλουτου, για να του πιστεύη,
Πώς με τ' αυτά δε να περνά, κι άλλο να μη γυρεύη .
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ ένας για
11 . , 5.12.pok
Λέγει του , φίλε, βάλθηκα , τραγούδι, και λαγούτο, και η
Γλίγωρα να με γιάνουσι στον λογισμών, ετούτοι. r ή
Σαν τραγουδήσω, και σαν πω τον πόνο, που με κρίνει,
Μου φαίνεται πως είν' νερό, και την φωτιά μου σβύνες.
ΠΟΙΗΤΗΣ

Ε'λόγιασε ο Πολύδωρος , πώς τούτο ν' αληθέψη, 521


Και να περνά μετεςσκοπούς, κι άλλο να μη γυρέψη : !
Και πάλι τρόπο καρτερεί, ως για να τον διατάση,
Ν' απoρνηθή και τες σκοπές, κι άλλη δουλειά να πιάση .
Εις τούτη την καλή καρδια δεν τόνε δυσκολεύει,
Σαν φρόνιμος στο διάσαμμα πάντα καιρό γυρεύει
Κ' ήτονε μετά λόγου του, δεν θέ να τον αφήση,
Να πηαίνη μοναχός εκεί, ώστε να λησμονήση,
Εκείνα που τον τύραννούν, κι έχουν ακόμη ρίζαζα, 5.1
και το κι αν του μυρέέρνά. ν Η
Και την ααυγςή προτο τουςσδσοαύνν στο σνπήτε εξαναγ αν ,
ς ύ
Κι ο Ρήγ κομύεντην Ρήγιουδή πολλώ χαρακνα επέρυ .
Να τον ογρςοι να ρτιρααίςγ , κι έτζεις γλυ να λέγή ,
τ
Το έρω ταϊ πονη
υ ς , ταϊς πράξ του , να ψέγη
Preordin
Και τα τραγούδια ξυπνητή συχναν την έκρατούσαν και
Κι ολονυκτίς ανάπαυσί δεν είχε να λαγιαζή, και !
Ποιος είναι αυτός που τραγουδι και βαργιανίασευάζες ,
ΜΕΡΟΣ Α'. 19
Και μέρα νύκτα η πιθυμια πληθαίνει να τ' ακούη,
Μη γνώθοντας, κι ο έρωτας όντα γελά- μάς κρούει .
Ευρίσκετο ταχυα κι αργα παντα στη συντροφιά της,
Κείνη που την εβύζασε, Φροσύνη τ' όνομά της .
Ετούτη χρόνους και καιρους ήτονε στο παλάτι,
Την Ρηγοπούλα εβύζασε, κι ως κόρη την έκράτει.
Στην βλέπησιν ετουτηνής , την είχασε δοσμένη,
Γιατ’ ήτον φρόνιμη πολύ , περίσσα τιμημένη .
Και με τη Νέννα της συχνά εμίλευε τούτα,κείνα,
Πάντα για τον τραγουδιστών, αθιβολιαϊς εκίνα.
Κι όληνυκτίς που τραγουδεί, τόσα πολλά άρεσέ της,
Πού ύπνος εις τα μάτια της δεν ήτονε ποτέ της .
Ε 'περνε τα τραγούδια του, συχνα τα ξαναλέγει,
Κι αρχήνισεν από μακράν ο πόθος να τοξεύη .
Και δίχως να τονε θωρη, με τα τραγούδια κείνα,
Σ ' αγάπην εμπερδεύετο, κ' είς, πιθυμιαν εκίνα .
Κ' έξυπνα και τη Νέννατης, κ ' εμίλετε μετα κείνη,
Κρυφα κλεφτάτα πάτησε του έρωτα γη οδύνη.
Ο *ποιο τραγούδι τζ' ήρεσε, έπιανε κ' έγραφέ το,
Εθώρειε, εξαναθώρειέ το, ξεστίχου εμάθαινε ο .
Το σύνθεμα του τραγουδιού και του σκοπού και γλυκότη,
Ε'σκλάβωνε συργουλιστα της Κορασιάς την νειότη.
Ταχυα ταχυα σηκώνετο, προτού ξυπνήσουν.. άλλοι, ή
Κι ο λογισμός της βρίσκετο σε πεδoμή μεγάλη.
Του ύπνου ταίς, ανάπαυσες, την όρδινιά πού κράτει , !
Horse con ήτον ,
Και φαίνεται της η αγρυπνια την θρέφει, την τυχαίνει,
Η Νέννα δεν ελόγιαζε, πως νάμπη εις πόθου οδύνη.
Και τούτη τη καλή καρδιά να παίρνη την αφίνει , ,
Ε 'τζι κι αυτή σαν κοπελια ορέγουντο ν' ακούση,
Δεν έγνωθε, κι ο έρωτας πως θέλει τηνε κρύσει .
20 ΜΕΡΟΣ Α '.
Κι αν δεν την ευρη ξυπνητή να του το πη να πηαίνη,
Στο δεύτερο κατάκρουσμά ανοίγει του, και μπαίνει .
Μ' αγκούσαις μ' αναστεναγμούς επέρνα νύκτα, μέρα,
Και δεν εθώρειε πούτονε ένος Ρήγα θυγατέρα .
Να μην αφήσ' ο λογισμός εκείνος να ριζώση,
Να τόνε διώξη να διαβή, να μή τήνε προδώση:
Αμ' άφηκε, και πληθυνε η λαύρα στο καμίνι,
κι από μια σπίθα ολόμικρη φωτια μεγάλη γίνη.
Ο' Ρήγας μια από ταϊς πολλαίς ήθέλησε να μάθη,
Ποιος είναι αυτός που τραγουδεί της ερωτιάς τα πάθη,
Υ
Κ ' εβάλ να τον ιδή , και να τονε κατέ .
θ η
Και μια κε ημέρ κάλε έκαμ στο Παλάχη ,
Ξεφ ν ε τ
από α ταχυ ωσμςά το βραδ εκρά .ι
:
Κ ' εάλνότγωσ με του πολλ , πούτυ κταελιε ,
Πώς νάιλαθσε κι ο τρς ο ύ ς α ν
, εκε ε π ' ανα νοσ μ έ .
Ο που την νύκτ έατγζοιδιαγλυκ τα ίβνοάςσα τουμένλεέιιγε ,
η
Οπο τον άνθ α κιν τμηες ατο σκοπ νναακλαί . ι
ρωπ
Α'μ 'ύήσφα ο λοογι α έτότ καιό κομπ γ,η
εν κεί π ’σμάόρςχι εόφελ δεν ώέθδηόθ .
Κι ουδέ λσ'ε
Γιατ ποτέ ο Ρνωατό σ,εν δεν θοεςνα τρα η ,
Στο φανε να τον ριτδοού , κανε να τον γγορυοδιήσ .
ί κ
Και δυσκρό η μοίρ ςν του μείςτους σκοπ κοήμησάηδ ,
Και χάσηολέτψηην παρη α , όπου κάθε οβύρςάδ . ε
Κ ' επ μ το φί γο το , πα χε κα
ή ε ν λο ρι υ ρ θί ,υ
Δεν είγχεε πώς να στρνέ άν , μηάδμεσνα' αναν ζει .
Τα μάτ του καμ φ ε
φτοαρι σταν ε ε τ ρ
συν ανέζ ,
ι α
Στο το όπου βρίασ μ ι ά ι
, και ήττανου η 'Αρτεητρούη .
ό
ν
Και όσο της φεύγ τηςουνφτωτ , πλει τόσο τηςούσσσαιαμώ ,
κ
Κι ώραι ζεστ ειαπόμ , οικιάς ώραι α ωσαν το χιόν ν.ες
Α'ρχ ς η ξεόφςά ενε, ήλθα οι ςκαλε , ι
Κ ' ήήν'Αισρεετ μνετωσχιαςρα στέκ ν και ασνμαμένοι ..
ούσα ετ
αι ένε
ι
ΜΕΡΟΣ Α '. 21
Ν' ακούση του τραγουδιστή της νύκτας, να γνωρίση,
Ποιός είναι που την τυραννά κι όπου της δίδει κρίσι .
Α'ρχίσασι να τραγουδούν, κι ο Ρήγας τους έγροίκα,
Μέσα του λέγει, σαν θωρώ, όπίσω τον αφήκα .
Της νύκτας του τραγουδιστή, πούθελα να κατέχω ;
Και πούθελα να ξεγνοιασθώ έτζι πλεκαν έγνοιαν έχω .
Εθώρειτους , έγροίκατους, εκεί που τραγουδούσαν ,
Α'πο της νύκτας τον σκοπόν μακρα πολλά κρατούσαν /
Η' 'Αρετούσα έκάθετο στο πλάγι του Κυρού της,
πλεια και
Της νύχτας τον τραγουδιστή , γιατί κανείς δεν σώνει,
Ωσαν εκείνο να το, πη, ουδε να του σιμιών .
Μεγάλη καλαθέλησι στο λογισμό εκινάτο,
Κ ' εκείνου του τραγουδιστή της νύκτας έθυμάτο .
Ε 'παψεν η ξεφάντωσις , έβράδιασεν η ώρα ,
Και καθενείς στο σπίτι του επήγαινε στη Χώρα .
Ο ' Ρήγας βάνει λογισμών, πολλά βαθυα το βάνει,
Η'ντάναι κι ο τραγουδιστής της νύκτας δεν εφάνη .
Και μ' άλλον τρόπο βάλθηκε, ποιος είναι να κατέχη .
Κι ώστε να μάθη, και να δη, μεγάλην έγνοιαν έχει .
Και κράζει μιαν αργατινή δέκα από την Αυλή του,
Πού τους επλήρωνε καλά να βλέπουν το κορμί του .
Λέγει τους , πιάστε τ' άρματα χωστα, και μη μιλήτε,
Και αμέτε σε παραχωστο, κρυφα και φυλαχθήτε,
Και ως έλθη ο τραγουδιστής, και παίξη το λαγούτο ,
Γλίγωρα φέρετε τονε εις το Παλάτι τούτο .
Κινούν, και πάει το ζημιο και οι δέκα αρματωμένοι ,
Καθένας τον τραγουδιστής έστεκε κι αναμένει .
Εις ώραν ολιγούτζικη, οπούσανε χωσμένοι,
θωρούν τον με την συντροφιαν έξαφνου και προβαίνει.
Αρχίζει πάλι τον σκοπόν τον γλυκοζαχαρένιο,
κ' εκτύπα το λαγούτο του, σαν τόχε μαθημένο , 74
22 ΜΕΡΟΣ Α':
Η γλώσσα του παρα ποτέ εγίνηκεν αηδόνι, ::2ου κ. ν
Και το μεσάνυκτο περνά, το φως τ ' αυγής σιμώνει,
Τότες από το χαλάσμα βγήκαν οι ανδρειωμένοι ,
Κι ως τζ' είδεν ο Ρωτόκριτος, σκολάζει και σωπαίνει .
Και το λαγούτ'εσκόρπισεν εις εκατό κομμάτια ,
Να μη τόνε γνωρίσουνε κείνα τα ξένα μάτια . Σ ..."
Και λέγει και του φίλου του, απόψε κάνει χρεία,
Να δείξωμεν την δύναμιν κι όλης μας την ανδρεία .
Η όρεξί σου αν σε βαστα, για να μη μας γνωρίσου,
Απόψε καμε το πρέπο και συ με το σπαθίσου
Κ' εγώ κάλλιόχω θάνατο, παρά ναγνωρισθούμεν,
Και πρίν μάς πάσι στου Ρηγός, θέλω να σκοτωθούμεν
Ε'τούτοι , π’ απτό χάλασμα έστεκαν κι αναμένα,
Ο Βασιλεός τους έπεμψε να πιάσουσιν εμένα .
Κ' εγω δεν θέλω να πιασθώ, κάλλιόχων' αποθάνω;
Και να με πάγουσι νεκρόν εις το Παλάτι πάνω.
Το κάλεσμα, που γίνηκε την περασμένη σκόλη, η
Για μένα ήταν αφορμή κ' εμαζωχθήκαν όλοι .
Στέκα κοντά μου, βοήθα μου, κι ας πολεμούμε ομάδες
Κ' ελπίζω σπόψε ακδίκητοι δεν πάμεν εις τον άδη.
Γροικήσετε του έρωτοςκαι θαυμάσματα που κάνει,
Eισε θανάτους εκατον όσ αγαπούν τους βάνει . .
Πληθαίνει τους την όρεξη και δύναμι τους δίδει,
Μαθαίνει τους να πολεμούν στης νύκτας το σκοτάδι .
Κάνει τον ακριβό φθηνό, τον άσχημο ,έρωτάρη,
Κάνει και τον ανήμπορον άνδρα και παλικάρι».
Τον φοβιτζάρην άφοβο, πρόθυμόν τον όκνιάρη,
Κάνει και τον ακάτεχόν να ξευρη κάθε χάρι .
Γη αγάπη τον Ρωτόκριτον κάνει να πολεμήση
Με δέκα, κι ως στο ύστερον ελπίζει να νικήση.
Σιμόνουν όλοι τακτικά, και χαιρετούν τους δυο τους,
Λέγοντας πως ωρέγουνταν περίσσα το σκοπό τους .
23
- ΜΕΡΟΣ Α '.
Να συνοδέψουν όλοι τους, και έτζι συντροφιασμένος, ,
Να πάσιν είς του Βασιλειού , όπου τους αναμένει . 2 ..
Να τραγεδήσοντου Ρηγός, ταις χάρες τους να δείξουν ,
1
Μη περπατούσι μοναχοί, μα κι όλοιτους να σμίξουν..
Και τότε ο Ρωτόκριτος αρχοντικα μιλεί τους, 2 :
Και γνωστικά εγνώρισε και είδε την όρεξί τους και
Λέγει τους, φίλοι και αδελφοί, ή ώρα δεν το δίδει ,
Να πάμε τώρα στου Ρηγος στης νύκταςτο σκοτάδι .
Κι Αφέντες που ορίζουσιν , οι δούλοι προσκυνούσι ,
0 " χι με κτύπους και φωναίς να θε να τους ξυπνούσι
Εγω δεν θες να καρτερώ , και η ώρα με σπουδάζει ,
Εκείνο που μου λέτεσείς, δεν πρέπει, και δενμοιάζει .
Σαν τους αποχαιρέτησαν , κ'εμίσευαν, θωρούσι, !: .
Κι αφίνουσινεν τα κάλα, και στα κακά θα μπούσι.
Αφήκασι τζ' αθιβολιαϊς , απ' άρματα βάνουν χέρρα, ε' {}
Σπαθίζουν , λάμπουν τα απαθιά , κ' η νύκτα γίνη μέρα !
Στούτα τ' ανακατώματα, δυο πέσαν κι αποθώναν, ο ..
Κ ' οι δέκα, οκτώ γενήκασι κι αρχίζασεκ'έχαναν . -
Και πάλιν τούτοι οι οκτώ ήσανε λαβωμένοι,
Κι άγγικτος ο τραγουδιστής, κι ο φίλος του πομένει.
Ε'χάσασιν οι πλειότεροι , Πόλπιζαν να νικήσουν , « ου Α.
Kοι δυο τουςεντροπιάσάσι , δίχως να τους γνωρίσουν.
Γιατ' είχαν εις το πρόσωπο γενειάδαις καμωμέναις ,
Και κάθε αργά ταϊς βάνασι μακραίς ξεχουρδισμέναις 14
Και δενεμπόρευεν άνθρωπος ποτέ να τους γνωρίση. !
Πολλάϊς φοραίς ή μαστορεια ενίκησε την φύσες σε 2
H "σανε νέοι δροσερού στον φόρον ολημέρα,
Και κάθε αργά στολίζονταν ψωματεια τα γέραιο
Ετούτα τα κομπώματα εκάνασι τα γένεια, και σε :
εις το πρόσωπον κ' οι δυό τα ψώματένια .
Την δύναμή τους οι οκτω γροικούσι πώς εχάθη, ο
Μισεύουν,φεύγουν αποκεί μητζ' εύρουν κι άλλα πάθη
ΜΕΡΟΣ Α .
Και τότε ο Ρωτόκριτος του φίλου συντυχαίνει,
Α'νε γροικά λαβωματιά, πως βρίσκεται, πως πηαίνει
ΠΟΛΥΔΩΡΟΣ
1

Λέγει του, δεν μ' εγγίξaσι είσε κανένα τόπο,


Μάχω μεγάλη κούραση, γροικώ μεγάλο κόπο.
Κι ας περπατούμε γλίτωρα, να πάμεν εις την κλίνη,
Και το καλό μας ροιζικό έκαμεν ό,τιεγίνη :
Μα εγώ ποτέ δεν ήλπιζα κείνο που βλέπω:τώρα,
Σαν ξημερώση θες γροικά ήντα μιλούν στη Χώρα .
Και με τα ζάλα σιγανα στο σπίτι τους γιαγέρνουν,
Και το παχύ άλλοι του Ρηγός κακά μαντάτα φέρνουν .
Λέσιν του, οι δέκα πούπεμψες, έκαταλαβωθήκαν,
Και σκοτωμένες δυο απ' αυτές πολλ’ άσχημες ευρήκαν,
Ο' Ρήγας θέλει το ζημιο να μάθη κάθε πράμμα ,
Και πώς επήγεν η μαλιά τη νύκτα, κ' ήντα κάμα .
Δυο επήγαν κ' είπασίν τουτο από τους πονεμένους,
Και εθώρειετους ο Βασιλειος άσχημα λαβωμένους .
ΣΟΛΔΑΤΟΙ

Λέσιν του 'Αφέντη, κάτεχε, σό , τι είδαμεν απόψε,


Αν θα μας πέψης πλειο έχει την κεφαλή μας κόψε.
Κι αυτόνος ο τραγουδιστής, κι αυτός ο λαγουτάρης,
Είναι μεγάλης δύναμις είναι μεγάλης χάρις .
Κι ό, τι γλυκύτης κι ομορφιά εις το τραγούδι δείχνει,: . :
Τόσο φαρμάκι, και φωτιά με το σπαθί του ρίχνει.
Ζάχαρ είν' το τραγούδι του, και το σπαθί του χάρος,
Τ ' αλήθειαις φανερώνομε, και μη το παρης βάρος.
Ωσαν αετος επέτετο, και το σπαθί του κρατεί ,
Βροντή ήτονε το χέρι του, κι ως αστραπη το μάτι .
Ε'βάρισκε στη μια μεριά , κ ' επλήγωνε στην άλλη,
Κι απομακράς του φαίνονταν της ανδρειάς τα κάλλη.
ΜΕΡΟΣ Α'. 25
Δεκάμεσθε , και εκείνοι δυο, ( αναθεμα την ώρα),
Ολοι γεβεντισθήκαμε σταϊς γειτονιαϊς, στην Χώρα .
Ποιοι είν τούτου δεν κατέχομε, δεν ξεύρομεν μηδένα ,
Κανίσκια μας έδωκασι πικρα φαρμακεμμένα .
Πολυ σκάτιδεν ήτονε , και μόνο των σπαθιών τους,
Την λαμποράδα βλέπαμε, κι όχι το πρόσωπόν τους. Η
ΠΟΙΗΤΗΣ

Η Αρετούσα τ' ακούε τούτ'όλα, σπού, μιλούσαν ,


Κι ωσαν δενδρα φυτεύονταν μέσ'την καρδιά, κιανθούσαν .
Κ' επεριπλέκαν οι βλαστοί, τα σωθικά της πιάναν, .
Κ'εις έγνοια μεγαλήτερη, και πέδα την έβαναν
Να μάθη τον τραγουδιστή, ποιος είναι να κατέχη,
0"π'έτοιαις χάρες, κι αρεταίς, και έτοιαν γλυκύτην έχει .
Ε ' πληθυνεν ή πέδατης, και η πείραξις ή τόση,
Κ 'έπασχε όσο το μπορεί την πίδα ν' αλαφρώση• *ε.:
Να συνεφέρη ο λογισμός, οπού τόνε πειράζει ,
Να της δροσίψη την καρδια , που σαν καμίνι βράζει
Κι ώραις ψιλότητές ξομπλιών έγάζωνεν η Κόρη,
Και ώραις βιβλία φρόνιμα εδιάβαζε κ' εθώρειου
Κ'έπασχεν όσο το μπορεί να της βοηθήση ή γνώση,
Να πάψη ο πόνος της καρδιάς , κι ο νους της να μερώση.
Μα ουδε τα ξόμπλια τ' ακριβα ,μηδε φιλότης γραμμα,
Ελάφροσιν εις το κακόν οπούχε δέντης κάμα σε
Το διάβασμα εσκόλασε, τοξόμπλε δεν της αρέσει, με
Στην πέδα της δεν εύρισκε πράμμα να της φελέση.
Πάντα ο νους της στα βαθυα, πάντα στα μπερδεμένα,
Και πάντα στα θολά νερά και στ' ανακατωμένα .
Το λαγουτάρη αναζητά του τραγουδιού θυμάται,
Και το βιβλίον σφάλισε, το ξόμπλε τζ' απαρνάται .
Κράζει την Νέννα της χωστα μέσα στην κάμερα της ,
Με σιγανάδα, και’ εντροπήν, της λέγει τα κρυφά της
26 ΜΕΡΟΣ Α ',
10 . . . - ΑΡΕΤΟΥΣΑ ο και 3 χθείου :
Nέννα, μεγάλη πείραξιν έχω στον νούν μου, μέσα, νο!!
Και τα τραγούδια, και οι σκοποί εξάφνου μ' έπλανέσα .
Και πιθυμώ, και ραθυμώ, να μάθω να κατέχω , υλο 3 '
Ποιος είν' αυτός που τραγούδεί, κ' έγνοια μεγάλην έχων
Και τούτη η τόση πιθυμια μου φέρνει σα λαχτάρα ,
Κι ως θυμηθώ του τραγουδιού μούρχεται λιγομάρα .
Μη δε θαρρής, σ’ πράμμ'άπρεπον η πιθυμια κινά με,
Και κάλλιο νάπεσα, κεκρή τούτην, την ώραν χάμαι ,
Μα ωςρέγουμου νατον γροικώ, ήθελα να το μπόρου,
Ποιος είναι να το κατεχο, να τόνε συχνοθώρου .
Γιατί απ' τα τραγούδια τ8, κι απτής ανδρειάς τηχάρι, /
Αυτός 3ε ναναι απαρθηνα ψιλού δενδρού κλονάρι *1 )
Γιατί σ' ανθρώπους χαμηλούς χάρες δεν κατοικούσι ,
Πάντα στους μεγαλύτερους γυρεύουσι να μπούσι , τ: Η
Μέσα μού λέγει ο λογισμός,πώς τούτοςο ανδριωμένος,/
Είτε φωλειαν αρχοντική θε νάναι αναθρεμμένος . ,
Και το δενδρον όπουκάμει ανθο έτζι, μυρισμένος και
Σε τόπου άξιο κι όμορφο τόχουσι φυτευμένο :
εξεων και ποποjΗΤ
τάΤΗΗΣΣ 44
Το να γροικήση Η Νέννατης τάλεγε- 'Αρετούσα, 2011
Φαρμακεμμέναις σαϊτιαϊς στο στήθος της κτυπούσα ,
Κ' εθώρειε μια κακήν αρχή, πούχε να φέρη πόνους. Τ
Πούχε ναδώση βάσανά με μήνες και με χρόνους,
Κ' έπασχεν όσο το μπορεί να τηνε δυσκολέψη, να
Να της ξεράνη το δενδρο, πριν πάρα να φυτέψη . ή
τα νη
τη ΦΡΟΣΥΝΗ 2 *xi 3
Και , ,
Δεν είσαι η Αρετούσα πλειο, άλλη λογιάζω νάσαι..
ΜΕΡΟΣ Α . 97
Και πούν ή φρόνιμαθα σου, που σε θαυμάζάν όλοι,
Κ' ήσανε. βρύση τζ'ευγενειας, και της τιμής περβόλις
Και πώς τα λέγεις τ' άμοιάσα; τοννά σε πώς τα βάνεις;
Πού ταύρες τούτα τ’άνοστα, όπου μου άναθιβοάνεις;
Ενας γιατί ξεσπάθωσε, κ' ελάβωσει τον άλλο, , ,
Και τραγουδεί και νόστιμα, τονε κρατείς μεγάλος
Ποιος είναι σαν τον Κύρι,σου, και σαν τέσε'Αρετούσ α,
Και ποιαπαλάτια βρίσκονται σαν τα δικάσας πλούσα ;
Ε'πα: δεν είν' Ρηγόπουλος, ουδ' Αφεντοπούλου άλλου,τη
Κυρά μου, έπα δεν βρίσκουνται ωσανεσάςκαι μεγάλοι...
Ε'πα όσοικατοικούσανε εις τα περίγυρα ούλοι , κι εκεί
Σκλάβοι είναι πού'Αφεντάκη σου, κέδε Κυρά μου δούλοι
Και τούτοι που γυρίζουσι, και νυκτοπερπατούσε, 8:
Και στέκουνειςταίς γειτονιαίεςκαι παρατραγουδούσι ,
Α' μέριμνοι και ανέγνοιαστοι είν' τούτου, θυγατέρα ,
Γιαύτως δεν έχου νάπαψι, την νύκτα μηδέ μέρα .
Κι άλλος κανείς δεν τους ψηφά και του κακούλογύνται ,
Και πελελαϊς ταϊς κράζουσιν όσαις τους αφουκρούνται
Και η λογιάσης και κανείς , επούχει ανθρώπου χρησι,
Εβγαίνει απ'το σπίτι του να νυκτοπαρωρήση. 2 .
Μα κείνους που δεν έχουνε πράμματα μηδε γνώση,
Γυρίζουν , να βρεθή κανείς να τους κακόπωδώση 21
Κυρά μου, στούτα που μιλώ, κάτεχε κ' έχω πράξι, οι
Καιουδετον έρωτα άφηκα ποτέ να με πατάξή : 4
Στα νειάτα μου καμμιαφοραν ανκαι ήθελε προθάλη, '
Με μάντα τον έδιωχνα, κ'επήγαινεν εις άλλή και
Κ ' εγιάτρευσα με προθυμιρ, με διχαστείς ν' αρνήσω,
Τς αγάπης τα πλανέματα πριχού να την αρχίσω.
Τούτόναι σαν την καϊλα, που καίγεε-όταναργίου,
Και καίνει χρεία ο άρρωστος καινα την φλεβοτομήση,
Να μην αφήση το κακό ταις φλέβες του ένα πιάνη,
Το αίμα ν' ανακατωθή, και πέση κ' αποθάνη το 4
28 ΜΕΡΟΣ Α '.
Κάθε κακόν εις την αρχή θέλει γιατρο "Αρετούσα,
Κάθε φώτια Θέλει νερό, να πάψη την αφούσα .
Αλλο δεν είν ' το γιατρικό του πόθου, όταν αρχίση,
Παρα ζημιο να βρώ αφορμή να το ξελησμονήση.
Να βάνη μέσ' στο λογισμό χίλιαις φορείς την ώρα,
Ποιάν της τιμής τα κέρδητα, και τις ευγενειάς τα δώρα
Μή δεν θυμάσαι τραγουδιού , την πεδoμή σου πάψε,
Μέσα στης γνώσις την πυρών,ό ,τι κι ανμούπες, κάψει
Τούτη η αρχή για ακια μικρή εμένα δε μ' αρέσει,
Γιατ' είδαμε από γήν ως γήν τον άνθρωπος να πέση .
Και να βαρή, και να βλαβή , στόστερον: ν' αποθάνη,
Κι άλλος να πέση από γκρεμνο, να σηκωθή να γιάνη.
Για τούτο πρέπειειςταϊςαρχαίς ναβλέπηοπέχει γνώση,
Να μην αφήση το κακό μέσα του να ριζώση.
Ετούταις ή κακαϊς αρχαϊς, που πίβουλα προδίδουν,
Εις το κορμί με τον καιρόν πίκραις και παθη δίδουν και
Ετούτα οπού μου μίλησες, πλειο αν σου τα γροικήσω ,
Πιάνω μαχαίρι να σφαγώ, να κακοθάνατήσω .
Εγω κατέχω, Αφέντρα μου, ετούτα που ξαμώνουν,...
Και πόσοβλάψιμο βαστούν, πόσο φαρμάκι χώνουν
Διώξε αυτούς τους λογισμούς ξύπνησαι, ξεζαλίσου ,
Με συντροφιαϊς ξεφάντωνε, μην είσαι μοναχήσου .
Και δενθωρείς ταϊς Αφεντιαίς, πέχεις και τα Ρηγάτα,
Μα μπήκες σ ' έτοια δάσητα , και εξέσφαλες την στράτας !
Ε'βγα απτα δάση σήμερον, γλίγωρα ξεμπερδέσου ,
Και κείνα που σου γροίκησα μή μου τα πης ποτέ σου ,
ΠΟΙΗΤΗΣ

Τα γνωστικά διατάγματα, που και Φροσύνη μίλειε,


Της, 'Αρετούσας,καισυχνα κλαίγοντας την έφίλετε,
Είχαν μεγάλη δύναμι, το λογισμό αλαφρυναν,
Κ'εαβύσασι τα κάρβουνα, μα η σπίθαις απομείναν .
ΜΕΡΟΣ Α '. 29
Α'πόμενα της πεθυμιά του τραγουδιού ν' ακούση,
Μα τον τραγουδιστή ποτέ τα μάτια της και μη δούσι .
Και δεν ελόγιαζε να πη, το πως δεν ξεχωρίζει,
Τραγούδι απτον τραγουδιστή, κι φύσι έτζι τ 'ορίζει.
Κι όπ’ αγαπά και ρέγεται του τραγουδιού γλυκότη,
Ληξεύει του τραγεδιστή στα κάλλη, κ' εί την νειότη.
Η πρώτη νύχτα πέρασε, και δεν γροικά λαγούτο,
Ουδε σκοπό του τραγουδιού, πίκρα της φέρνει τούτο
Μπαίνει εις μεγάλου λογισμών, τη δεύτερη αναμένει,
Ν' ακούση τον τραγουδιστής , κι αδείπνήτη πομένει.
Ε'πέρασε και ηδεύτερη, και ητρίτη κατακρούει,
Κι ουδέ λαγούτο, ουδε σκοπό, ουδε τραγούδι ακούει ,
0'σον επέρνα ο καιρός, κ' η νύκταις έδιαβαίναν,
Τόσον οι λογισμοί κρυφα την εψυχομαραίναν ,
Πολλα χαρα στα σωθικά έγροίκα ή Φροσύνη,
Κ ' ελόγιαζε κ' ή 'Αρετή την λογισμών αφίνει,
Τον άφαντον , οπούβαλε, σαν δεν συχνοσπουδάζει,
Ε 'κείνοςο τραγουδιστής την νύκτανα πειράξη:
Μα μ' όλο πούτον φρόνιμη, έσφαλεν εις ετούτο,
Κ'ή 'Αρετούσα αφορμιζε να μη γροικά λαγούτο .
Ουδε τραγούδι, ουδέ σκοπό, κι αγκούσευε, κ' επένει,
Σαν το κηρί ανέλυωνε, κ' έφυρα σαν το χιόνι
Τούτην αςτην αφήσωμεν την ποθοπλανταμένη,
Να πω για τον Ρωτόκριτου,πουσ' λογισμών έμπαίνει
Σαν είδε πως ο Βασιλειος εβάλθη δίχως άλλο,
Να μάθη τον τραγουδιστής, είχε καϋμό μεγάλο .
Ε 'παψε τα τραγούδιατου, το νυκτοπάρωρό του ,
Και μόνον αγκουσεύετο μέσα στο λογισμό του, το ο.
Γιατί με τον γλυκών σκοπόν επέρνα ο καιρός του,
Και αλάφρωσι στον πόνον του αύρισκε μοναχός του .
Και πάλι ο Ρήγας καθ' αργα έβανε να βιγλίσουν,
Πολλους, για να τον πιάσουσι, ή να τον γνωρίσουν.
30 ΜΕΡΟΣ Α '.
Και σαν οι δέκα εχάσασι, κ'έκαταντροπιασθήκα,
Κ' επήρε δια λόγου τους κρυφών καϋμό, και πίκρα,
Τριάντα πέμπει κατ' αργα, και τάσσει τους και δώρα ,
Λέγει τους να γυρίζουσιν όληνύχτίς τη Χώρα .
Να βρούν να τον πιάσουσι, κ' υπομονή δεν έχει,
Και δίχως άλλο βάλθηκε, ποιός είναι να κατέχη
Μα ο Ρόκριτος σαν φρόνιμος δεν πιάνεται στο δίκτυ,
Και τα λαγούτα και σκοπούς παραμεράς τα ρήκτει .
Και απονωρίς στην κλίνη του έστεκε κ' εκοιμάτον,
Και όληνυκτίς τα βάσανα του πόθου τυραννάτον.
Ε'χλώμιασε, αδυνάμισε, ταϊς συντροφιαϊς αρνήθη,
Κ ' η ωμορφία του χάθηκε, κ' η νειότη καταλύθη.
Είχε κ' ο κύρις του οπτωχός έγνοια που τονε κρίνει ,
Για τον υιόν του να θωρή, ήντα λογής εγίνη.
Α'σούσουμος, και ανέγνωρος, και κατηγορημένος,
Και από μεγάλους λογισμούς πάντα συνεφιασμένος .
Και ουδε γεράκια, ουδε σκυλιά, ουδ' άλογα ανεμιάζει,
Μα έπαραμέλειε μοναχός, και ως αφορμάρης μοιάζει .
ΠΕΖΟΣΤΡΑΤΟΣ

Κράζειτον τότε σπλαγχνικα, και λέγει, ήντα λογιάζεις ;


Και πλειο δεν είσαι ζωντανός μ' αποθαμένος μοιάζεις ;
Α'φηκες ταϊς ξεφάντωσες, κι ουδε δουλειαϊς γυρεύεις ,
Τών δουλευτάδων δεν μιλείς, πλειο να τους ερμηνεύεις ;
Ουδε γεράκια, ουδέ σκυλιά, ουδ' άλογα ανεμιάζεις και και
1

Δεν είσαι νοικοκύρις πλειο, σα νάσουν ξένος μοιάζεις ;


Πάντα την μοναξιά ζητάς, την μοναξια ξετρέχεις, "
Τ Και σταϊς δελιαίς μας ως θωρω, έγνοια καμμια δοεν έχεις .
Σα
Την
χέρος απορρήκτικές, και δεν ψηφάςτη νιότη,
σραταεκείνη την καλή βλέπ' άλλαξες την πρώτη, ει
θωρείς με πουρε καλογυιέ, γέρωντας, είμαι τώρα ,
Και να μακρύνω δεν μπορώ πλειο έξω από τη Χώρα ,
ΜΕΡΟΣ Α'.
Και η δουλειαίς μας στα χωρία καθημερόπληθαίνουν,
Και ώσαν δεν πάς ακάμωταις παιδάκι μου απομένουν .
Πούρε δεν έχω άλλο παιδί στον κόσμο πάρα σένα;
Και συ θε να τα χαίρεσαι, ό, τ' έχω κοπιασμένα. "
Μα δεν κατέχω η μοίρα μου, αν θες να μ'εμποδίση,
Και χάσωταίς ελπίδες μου, παντέρμον να μ' αφήση .
Τρεις μήνες απεράσασι, τέσσαρες περπατούσε, σε
Οπ' όσοι σε γνωρίζασε κλαίσι νασε θωρούσε.
Α'φηκες τς έγνοίαις του σπιτιούκαι τα νοικοκυράτα,
Πολλά περπάτης όμορφα, μα δώ άλλαξεςτηστράτα .
Την μάννα του με λογισμούς πολλα βαρους της κρίνεις ,
θυμώντας σε πώς ήσουνε, βλέποντας πώς έγένης τες
Λυπήσου μας, και σκόλασαι την στράταν πουεπίάσες,
Σπούδαξε, κ'εύρε γλιγωρατην πρώτηςπου έχασες γύe!
ΠοΙΗΤΗΣ

Ο Ρόκριτος τα τούλεγεν ο κύρος του λογιάζει,


Και δσον έμπόρειεν αφορμαϊς εύρισκε, να τα σάξη.
Και κείνος του τα πίστευε,γιατί η αγάπη τόση,
Πού βάστα στούτον τον υιών, τού ζάβωνε τη γνώσει. Η
Λυπάται τους γονέους του, και ως για να τζ' ελαφρώση,
Ε'πήρε φίλους και εδικούς να πα να ξεφαντώση. *
Πέρνει γεράκια, και σκυλιά, και συντροφιά μεγάλη,
Και ο κύρις του αναγάλλισαν, σαν τον είδε πάλι, !!
Με τους αγαπημένους του πώς πάγει στο κυνήγι, η Α
Κε με τους συνανάθροφους ωσαν και πρώτα σμίγει η Α
Μααναθεμάτη ηχαρά, που δε την ώρα κείνη,
0' λογισμός οπούβαλε ποτέ δεν τον αφήνει .
E "καμε για τον κύρίντου το πράμμα που εμίσα, ο 21
Μα η συντροφιαϊς για λόγου του έτοιον καιρόν δεν ήσα.
Γιατί η φιλοξεφάντωσις πολλα πανε πειράζει, είτε με
Και δε μεoρεί σαν ήθελε τον πόθο να υλογιάζ . «οι '
32 ΜΕΡΟΣ Α'.
Αφήκε πάλι τους πολλούς , πλειο δεν τους ανεμιάζει,
Το πράμμα σπούναι οτανικός, όγλίγωρα σχολάζει .
Μόνο με κάποιους γέροντας συχνά έπρασσε ν' ακούη,
Για κείνην όπου στην καρδια με το σφυρί του κρούει .
Κ ' έπερνε σαν παρηγορία, τόθελε δή απ' αυτήνους,
Απ' το Παλάτι νάρχονται, κ' έσμιγε μετα κείνους .
Λόγου ποτέ δεν έλεγε δια την 'Αρετούσαν,
Μάδειχνε τον εκάτεχον, όση ώραν εμιλούσαν
Μ ' αθιβολιαις απομακράς έσίμωνε κοντάτης,
Οπούκανε τους γέροντας και ελέγαν τ' όνομά της .
Μα δεν εγνώθασι ποτέ τον λογισμών οπόχει,
Γιατι όχωνε με φρόνεσι τζ αναλαμπής τη λόγχη,
Ωςκαισκυλί λαγωνικό τονάθελε γαυγίση,
Πούρε για να του παλατιού, του αλάφρωνεν η κρίσι .
Μ' όλο που δεν έσύχναζε να πηαίνη στο Παλάτι,
Στον ίδιο πόθο εσπούδαζε, κ' εις κείνον επερπάτει .
Και δεν ελάφρώνε ο καϋμός, μάλιστα πλεια πληθαίνει ,
Το γιατρικό που τούδοχεν, ο φίλος δεν τον γιαίνει .
Εύκαιρα τουπέ ν' αρνηθή του Παλατιού τη στράτα ,
Γιατί η αγάπη απομακράς τούπεμπε -τα μαντάτα
Α'ς τον αφήσωμε για δα και αυτόν καινα κινδυνεύη,,
Και ο λογισμος οπούβαλε , δίκαια τόνε παιδεύει .
Και ας πούμε για την Αρετή, που ως είδε και απερνώσαν
Η νύκτες, και στην γειτονιά τραγούδι δεν ακούσαν,
β ' πλήθαινεν η πιθυμία, ανάπαψε δε βρίσκει,
Κρυφα βαστά τον πόνoντης , και αγανακτά και πλήσκει
ΑΡΕΤΟΥΣΑ

Και προς την . Νενασης μιλεϊ: ήντα και δεν εφάνη,


Nέννα μου πλειά στραγαδιστές, και τάκανε δεν κάνει ;
Κάτεχε, όσο στερεύομαι τα πράμμος β' που τααρέσει ,
Τόσον πλειά μέσ' στα σωθιρία σπίθαις φωτιάς με καίσι
ΜΕΡΟΣ Α'.
Την νύκτα όντας άκουα, σκοπόν όπου πεθύμου ,
Θεράπειο, και αναγάλλιασι έπαιρνε το κορμί μου ,
Και αναπαμμένη βρίσκουμουν και παρηγορημένη,
Και πλεια για τον τραγουδιστή δεν ήμουν έγνοιασμένη .
Μα δα που τα στερεύομαι , ωσαν πουλια πετάξαν,
Τα πιθυμια πληθύνασι, την όρεξιν αλλάξαν .
Και θέλω τον τραγουδιστή να μάθω δίχως, άλλο,
Για λόγου το έχω πεδoμή, και λογισμο μεγάλο
θωρώ ξαναγιαγύρασι , κ' ήλθαν τα περασμένα ,
Και 9ε ν' ακέσω, και να δώ, πως τραγουδεί για μένα .
κατέχει ,
Και σα λογιάζω εις φρόνησιν τέρι ποτε δεν έχει .
Σαν είδε, πως ο Κύριος μου θέλει να τόνε μάθη,
Η παψε την ξεφάντωσι κ' αφήκε με στα πάθη :
Οπούπαιρνα, αναγάλλιασε όλη την ώρα κείνη,
Οπού τραγουδα κ' έλεγε, τζ' αγάπης την οδύνη.
Nέννα για μένα ήσανε τούτ'έλαιδίχως άλλο,
Αυτός δε ναναι ένα κορμι φρόνιμο και μεγάλο :
Τα λόγια του τα γνωστικα καθομαι και λογιάζω,
Γραμμένα τάχω, και συχνά κλαίοντας τα διαβάζω .
Και αλλού ποτέ δεν τάκουσα , μηδ' είδατα γραμμένα,
Κατέχω το γνωρίζω το, πως ήσαν γιατ' εμένα .
Και από την πρώτη αργατινήπούπαιξε το λαγούτο,
Eλόγιασά το, κ' είπα το για μένα ήτον τούτο .
Μα ο φόβος θα να τον κρατή για εκείνο δεν το δείχνει,
Μόνο τη νύχτα στο σκοπό παραπετραις μου ρίχνει .
Τρείς μήνες μ'έτοια δούλεψι, μ' έτοια αρχοντιά και ταξι,
Ποιά νάχε στέκη δυνατή να μη τηνε πατάξη ;
Καλα και δεν τον είδαμε, δεν ξεύρομεν ποιος είναι,
Α'πο τα λόγια τ’ εύμορφα κορμι μεγάλον είναι :
Α ’π’ ό, τι κάλλη έχειάνθρωπος, ταλόγια έχουν τη χάρι ,
Να κάμουσι κάθε καρδια πα
Erotocrito , 3
34 ΜΕΡΟΣ Α΄.
Και όπου κατέχει να μελή με γνώσι, και με τρόπον,
Κάνει και κλαίσι και γελούν τα μάτια των ανθρώπων .
Αυτος σε κίνδυν' έβαλε για εμένα το κορμί του,
Προχθές όταν εγλύτωσε με τόσους τη ζωή του .
Οταν ο Κύρις μ ' έβαλε τους δέκα να τον πιάσουν ,
Πράμ'έκαμε, που δεν μπορούν άλλοι να το λογιάσουν .
Και κράτημένη βρίσκομαι εις τα καμώματά του ,
Γιατι ως και αν ήμαι κοπελια, γνωρίζω τα κρυφά του ,
ΠΟΙΗΤΗΣ

Η Νέννα ξανασφάγηκε, να την γροικήση πάλι,


Πώς βρίσκεται στον λογισμόν οπούλπιζε να βγάλη .
Ε'στηθοδάρθηκεν εμπρος, και απέκις αρχηνίζει,
Κ' ομίλειέ της σαν μάννα της, και ωσαν γονης μαμνίζει και
NENNA

Λέγει της , πάντα λόγιαζα παντήλπιζα κ' εθάρρου,


Κείνη την λίγη πεδoμή, να διώξης μονοτάρου .
Και σαν αρχή πολλά άφαντη και διχωστας Θεμέλιο ,
Να την αφήσης να διαβή, , και νανατην έχης γελοιο . ,
Μα εγωθωρώ κ' ερρίζωσε, και αφορμισμένη σ'έχει,
Σ' κάψα μεγάλη βρίσκεσαι , και συ Ξαρρείς πως βρέχει .
Πώς είν' και 'πιθυμάς να δής ένα που δεν κατέχεις ;
Κ' έτοιον μεγάλον λογισμών μ ' έτοια λαχτάραν έχεις .
Δια τραγούδια πούπασι κοντα στη γειτονειά σου,
Εμπήκες σ' έτοια πεδoμή, κ' έχασες την εξά σου ;
Τούτος όπουτραγούδησε, και ποιος τονε κατέχει,
, ή
ΙΙαύσαι αυτους τους λογισμούς, σκάλασ' αυτή τη ζάλη,
Και τέτοια πράμματ’ άμοιαστα ο νούς υ8 πλειο μη βάλη .
Μια γνωστική, και φρόνιμη, άξια και παινεμένη,
Για σκοποτραγουδίσματα είν'έτζι αποδεμένη ; ..
ΜΕΡΟΣ Α '.
6'σαις και αν ήναι ζωντανάϊς, κ' η πλάκα όσαις όχιπάξει ,
Κρίνω να μην ευρίσκεται καμμιά άλλη να σου μοιάζη
Εις ομορφιά και φρονήσι, *' εις επιτήδειοσύνη,
Κ' έδα χειροτέρα ολονών η Αρετούσα, εγίνη .
Βλέπει τα κι αν μου μίλησες, άλλος να μη γροικήση ,
Και κάμε, αυτή η αναλαμπή, οπούρχισε, να σβύση.
Μα ' Αφέντρα, τέκνό έτο:: Ρηγός, και μια κυρά μεγάλης
Πώς τόπαθε έτοιον λογισμών αψήφιστον να βάλη;
Πού μόνο να το θυμηθώ, να το καλόλογιάσω,
Νεκρώνονται τα μέλη μου, και όλη σιγοτρομάσω .
Μετάβαλε τον λογισμών , τον νούν σου μην παιδεύης ,
1
Και τέτοια πράμματ’ άφαντά καιάμδιάσα μη γυρεύης
Κ' αν είχες δή τον " Έρωτα σα Ρήγας να προβάλη,
Και νάχε αγαπά
Ετύχαινε ν' αντισταθής, κάλλιά να πας στον άδη, Α1!
Παρά να κάμης της τιμής βλάψιμο και άσχημάδι .
Και συ για κτύπο λαγουτιού , για τραγουδιού γλυκόti,
Εμπέρδέυσες, κ' εσκλάβωσες έτοια λογής τη νειότη.
Δίχως να δής ποιός τραγουδεί, και δίχως να ηξεύρης, η
Ποιος είναι,ποιος τον έπεμψε,να βέλης να τον εύρής .
κ' έτοιας λογής να σκλάβωθής, και να τον αγαπήσης;
Και να ψύχομαραίνεσαι, όσο να τον γρδίκησης .
Βλέπε, και αυτός ο λογισμός πλειότερα μη ριζώση, τ '
Μ' ανάσπάσαι και ρηξέ τον, μη δε κακοποδώση .
ΠΟΙΗΤΗΣ

Η' 'Αρετούσα να γροικά, τα τζ' ήλεγεν η Νέννα, 544


Α'πήλογια της βδωκε με χείλη πικραμένα .
ΑΡΕΤΟΥΣΑ
τωχό
Νεννά μου, όταν γροίκησα τραγούδια και λαγούτα , 11

Δεν ήλπισα ουδε εθαρούν το νέλθω στα μέτρα τούτα : ' ' !
30 . ΔΙΕΡΟΣ Α '
Blα δεν κατέχω να σου πω, το πώς και μ' ήντα τρόπο,
Τα μέλη κομποιθήκασι , κ' εμπήκα στέτοιο κόπο .
Αν ήθελα γνωρίσει πως στα πάθη κατακρούω ,
Α'πο την πρώτην έφραζα τ' αυτια να μην τ' ακούω
Μα λόγιασα να μην ψηφώ, μηδ' άλλους , μηδε τούτο,
Και μόνον περιδιάβασε να παίρνω στο λαγούτο .
Κ' ως άγνωστη κομπώθηκα, κ' έπιάσθηκα στο βρόχι,
Σαν ότι στένει ο κυνηγός, και στην ελπίδατοχει ,
Nαύρη πουλί ακατέχο, κι άγνωστο να γελάση,
Και ότε πετά και κηλαδεί, με πλάνο να το πιάση.
Ε 'τάι μπερδεύτηκα και εγω και πάσχω και ξετρίχω,
Ναύγω από τέτοιο μπερδεμό, και λυτρωμό δεν έχω.
Και ολημερνις, και όληνυκτίς, ξύπνα , και ότι κοιμάμαι,
Τον λαγουτάρη αναζητώ, του τραγουδιού θυμούμαι .
Πάσχω βοηθούμαι όσο μπορώ, τα σφάλμα μου γνωρίζω,
Μα την εξά μου πήρανε, και πλειο δεν την ορίζω.
Μακάρι ας ήτον μπορετό, μακάρι να το μπόρου,
Ενα που δεν εγνώρισα, στο νου να μην εθώρου.
Μ' ολημερνις και όληνυκτίς κλίσιν έχω μεγάλη,
Και ξωγραφίζωτην καρδιαενος που δεν είδα κάλλη ,
Και σωθετή και ωρόπλουμη εγίνη η ζωγραφιά του.
Την στόρισι ζωγράφισα απ' τακαμώματά του.
Ταχυα και αργα τηνε θωρώ, πολλ' όμορφος εγίνη,
NENNA

Γροίκα αηδια γροίκα άνοστια, γροίκα δαιμόνου οδύνη,


Και δε λογιάζω, και ποτέ στον κόσμο νατον άλλη,
Να μπήκε σ' έτοια πεδoμ ή, άφαντη και μεγάλη .
Κι ουδε να βρέθηκε καμμια άνθρωπον ν' αγαπήση,
Δίχως να τον ιδή ποτέ, και να τον γνωρίση.
Πολλαίς, αν το κατέχααιο, ηθέλανε το, λέγει,
Για παραμύθι, και κανείς να μη τους το πιστεύγα
ΜΕΡΟΣ Α . 37
ΑΡΕΤΟΥΣΑ
Nέννα μ' όντα ανεθρέφουμου, και κοπέλια λογoύμου,
Παιγνίδια και κουτζουνικά παντάβανα στο νου μου .
Και μετ' αυτα ξεφάντωνα , και έπαιρνα ο καιρός μου,
Κι οπούχε πή να τ' αρνηθώ ήτον αντίδικός μου.
Τ' αργα ως πράμμ’ ακριβό στους μέσκους έβανα τα ,
Και στα χρυσά και στ' αργυρά εμοσκοφύλασσά τα.
Και το ταχύ πριν σηκωθώ, και πριν με ντύσουν, Νέννα ,
Στο στρώμα μου τα φέρνασι, κ' εθώρουν ένα ένα : 1

Κ' είχα μεγάλη πεδoμή με τα κουτζουνικά μου,


Κεινάχα για παρηγορια κεινάσαν η χαρά μου .
Και ωσαν ακρομεγάλωσα, το γαζωμ ’ήρεσέ μου,
Δεν άφινα το βάψιμο ταχυα και αργα ποτέ μου .
Με ράψιμο, με γράμματα, και με κοντύλι, Νέννα ,
Σ' αγάπαις , και ψηλότητες οι λογισμοί μου έμπαϊνά .
Κατέχω το, πόσαις φοραίς μούλεγες, θυγατέρα,
Η ντα το Βές το διάβασμα, το τόσο νύκτα μέρα ;
H "ντ’ όμορφα , κ' ήντα καλα βρίσκεις αυτού γραμμένα και
Και δεν σ' αρέσει, μηδε θες πράμμ’ άλλο πλειό κανένα και
Κ ' εγώχα τόση πειθυμια ( πούρε μεγάλο πράμμα)
Να βανω στο προσκέφαλο κάθε βραδυ το γράμμα .
Κ ' όταν ξυπνούσα, εφώναζα, καμμια φωνια ας μου φέρη,
Και συ πολλά βαρύνουσουν, Νέννα, το καλοκαίρι .
Συχνά μου παραμάνιζες και’ έλεγες πως δε κάνω,
Να βάλης τα βιβλία μου εις την φωτιάν επάνω .
Πολλα μ' έκαταδίκαζες στην πεδoμήν δπούμουν,
Και ώραις με γέλοιο σ' άκεα , και ώραις σου τα βαρυέμεν.
Μα δα μηδε το ράψιμο, κουτζούνα, ουδε κοντύλι,
E " γνοια καμμιά μου δίδoυσι, μα πικραμένα χείλη .
Εδώ γροικώ άλλη πεδoμή, εδώ γροικώ άλλη ζάλη,
Ε'παύσαν όλαις ή μικραίς, κ' ηύρε με μια μεγάλη.
38 ΜΕΡΟΣ Α '.
Το ράψιμ' έχω αντίδικο, το γράμμ' έχω όχθρό μου,
Και τον σκοπό παρηγορια, καιτην φωνή γιατρό μου .
Και μη θαρρής, και πιθυμώ πράμμα πα ναμημοιάζη,
Η άφαντα και άσχημα ο νους μου να λογιάζη.
Πριν παρα πράμμα βoυληθώ , όπου κανείς το φέγει,
Κάλλια νεκρή πολλάσχημη η Μάννα να με κλαίγη,
Αρέσει μου, και πιθυμώ να δω τον λαγουτάρη,
Οπόχει τόσην ανδρειαν, οπόχει τόση χάρι .
Κι ως τόνε δώ ναπαύεται η πιθυμια μ’ η τόση,
Δεν είμαι τόσο αφορμαρα, μάχω δαμάκι γνώσι .
Μα πούρ αν ήν' καιμέλλει μουστούτα τα πάθη νάμαι,
H "λιέ μου δός μου θάνατο, κ' ελεημοσύνη καμε ,
Την πρώτην όπου ήκουσα, κ' έπαιξε το λαγούτο,
Ποτέ μου δεν το λόγιαζα νάλθω στο μέτρο τούτο .
Μα τα τραγούδια πόλεγε, και όπου χαρα μου φέρνα,
Ησαν προδόταις πίβουλοι, και την εξά μου παίρνα ,
.
Το περασμένο κάμωμα της ανδρειας και παλι,
Μού πλήθυνε την πείραξι, μου πλήθυνε την ζάλη.
Αυτός δεν είν' μηδε στραβός, μηδε ζουγλος, Φροσύη,
Και μαρτυρά, και λέγει το το πράμμα όπου γίνη .
Οπούχει έτοια μποδίσματα, δεν πολεμά με δέκα,
Γνωρίζεις το και εσυ καλά, και ας είσαι και γυναίκα ,
ΠΟΙΗΤΗΣ

Τούτα τα λόγια τρέμοντας τα χείλη ανεθηβάναν,


Τα μάτια τρέχαν ποταμός, στη γη πηλον έκαναν,
Ε'σχόλασε το διάταμμα για τότε η Φροσύνη,
Δεν ήθελ’ άλλο να της πή δια την ώρα κείνη .
Είδετο πώς τα χείλη της χάναν ό, τ'εμιλουσα,
Δεν θέλει ν ' αποδιαντραπή πλαιότερα η 'Αρετούσα .
Κ'είς άλλην ώρα και καιρό βούλεται να μιλήση,
Και τούτα τα διατάμματα πάλι να ξαναρχίση.
ΜΕΡΟΣ Α'. 39
Ε'χει καμένα σωθικα, χείλη φαρμακεμένα,
Σ'ό, τα ήκουσε της 'Αρετής, δεν τζ' ήρεσε κανενα .
Κ' ήντα δεν κάμν' ο έρωτας σε μια καρδια π’ορίζει,
Σαν την νικήση, ουδε καλό, ουδε πρεπό γνωρίζει .
Κ' ήντα δεν κάμν' ο πίβουλος, όταν το νικος έχη ;
Και που τα βρίσκει τα πολλά, τα τόσα που κατέχει και
Με πόσαις στράταις μας γελά, με πόσαις μας πειράζει ,
Πως μας το δείχνει δροσερόν εκείνο όπου βράζει .
Πόσαμας τάσσ’ ο αδικος, και απέχει μας κομπώνει,
Πόσα μάς γράφει στην αρχή, κ' ύστερα μάς τα λυώνει ,
Και ποιος μπορεί ν' αντισταθή, την ώρα όπου θελήσει,
Κ ' αρματωθή με πονηρίας, για να μας πολεμήση,
Ε 'τζι νικά τα γερατια, ωσάν νικά τη νειότη,
Χαράστον όποιοςτου χωσθή,και φύγη από την πρώτη
Ο ποιος στραφή να τονε δή, εκείνο μόνο σώνει,
Ζημιο το πιάνει τα σφυρί, ζημιο κτυπη στ' αμώνι .
Μα πού τού φεύγηως τον ιδή, και φίλον δεν τον έχει,
Μ' όλον όπου βαστά πτερα, σβαίνει όσο και αν κατέχνη ,
Μα λίγ' είναι που φεύγουσι, λίγοι, είναι που γλυτώνουν,
Λίγοι είναι που τονε νικούν ότι τονε μαλώνουν .
Το νίκος έχει στην αρχή, στο τέλος κ' εις τη μέση,
Κανένα δεν έμάλωσε, να μη τονε κερδαίση .
Ε'νίκησε την Αρετήν,εσκόρπισε το νου της,
Και δεν δειλιά την Μάννατης , και όργιτα τ& Κυρά της
Κάνει της και είναι ξυπνητη όλο το μερονύχτι ,
Για να θυμάται της φιλιάς, κι εις αφορμή τη ρήκτες.
Κ ' ύπνον αν είχε κοιμηθή, ήτονε ξιππασμένος,
Μ ' αγκούσαις, κ' αναστεναγμους, σαν οαρρωστημένος .
Α' φίνω την στα βάσανα, κι είς πουτα θέλει ας τάχη,
Και ας πω για τον Ρωτόκριτού, πούτον στην ίδια μάχη,
Α'σούσουμος και ανέγνωρος ήτον αποδομένος,
Κλιτος πολλα και ταπεινός στεγνος και σουρωμένος .
40 ΜΕΡΟΣ Α '.
Και μόνος και ολομόναχος με λογισμό περπάτει,
Και πάντα πάντα βρίσκετο αγνάντια στο παλάτι
Κ ' εφαίναντό του τα τοιχυα ανάπαψι του δίδα,
Καικείν'είχε παρηγορια , και στον καϋμόν τ'ελπίδα.
Και ο πόνος του και η πείραξις του φαίνετο λιγαίνει,
Θυμώντας ποια να βρίσκεται μέσα κατοικημένη ,
Ωσαν ζαβός και κουζουλος παντάστεκε κ ' εθώρει,
Τον τόπο που πορεύετο η πλουμισμένη Κόρη. .

Κ ' εξόμπλιαζε καθημερνα εις την καρδιά του μέσα , 4

Κείναις ταις τόσαις ωμορφιαϊς, όπου τον έπλανέσα .


Τα μάτια δεν καλοθωρούν στο μάκρεμα του τόπου,
Μα πλεια μακρά και πλεια καλα θωρη καρδια τ' ανθρώπε.
Εκείνη βλέπει στα μακρα , και στα κοντα γνωρίζει,
Και σ' ένα τόπο βρίσκεται, και σε πολλούς γυρίζει .
Τα μάτια ναναι και ανοικτά τη νύκτα δεν θωρούσι,
Νύκτα και μέρα της καρδιάς τα μάτια συντηρούσι .
Χίλια ματιάχει ο λογισμός, μερόνυκτα βιγλίζουν,
Χίλια η καρδια και πλειότερα, κι ουδέποτε σφαλίζουν .
Μακράτος ο Ρωτόκριτος από την Αρετούσα,
Τα μάτια πούχε στην καρδιά , πάντα την εθωρούσα .
Εθώρειε την πού βρίσκετο νύκτα , ταχυ, ποσπέρα,
Μ ' όλο που δεν την έβλεπε με μάτια την ημέρα και
Ο φίλος του πολλ’ ακριβός θωρώντας πως εγίνη,
Και πως τον πρώτον λογισμόν ακόμη δεν αφίνει,
Του λέγει μια από ταϊς πολλαίς, μα πα να ξεφαντώση,
Του λογισμού και του κορμιού παράταξιν να δώση.
Και ναν οι δυο ολομόναχοι, για να μην αγροικήση,
Κανείς εκείνα τα μιλούν , και αλλού , τα μολογήση.
Καβαλλικεύουσι και οι δυο μια ταχυνή, μία σκόλη,
Ιάσι καμπόσο ακρόμακρα εις ένα περιβόλι .
Κ'ευρήκασίνε μοναξια πεζεύουν και καθίζουν,
Και με τους αναστεναγμούς αθηβολιαϊς αρχίζουν .
ΜΕΡΟΣ Α '. 4
ΠΟΛΥΔΩΡΟΣ

Και λέγει του ο Πολύδωρος , αδέλφι, θέλω πάλι,


Να πω γι αυτή την πεδoμή οπούχεις και τη ζάλη .
Γιατί, καλα και δεν μιλείς τα μάτια ομολογούσι,
Εκείνα που τα χείλη σου δεν θέλουν να μου πούσι .
Για ποια αφορμήσε τυραννά πράμμα που κατέχεις,
Πώς δεν κληρονομάς ποτέ, και μηδ' ελπίδαν έχεις ;
' έχεις για την Κυρά α8,
Πού χίλιοι χρόνοι κι αν διαβουν και χίλιοι αν περάσου ,
Αυτή δεν είν ' για λόγου σου , δεν είν' για σ' έτοια βρώσι ,
Σ' έτοιο δενδρον ή χέρα σου ζουγλαίνεται ν' απλώση .
Ωσαν αγάπησες εσύ, θαρρώ στον κόσμον άλλος ,
Ποτέ να μην αγάπησε μικρός ουδε μεγάλος .
H " κουσ’ έδα , κ' εδιάβασα, και μια βουλή κρατούσι ,
Εκείνοι π' αγαπιούντανε, και κείνοι π' αγαπούσι .
Το δούν μια κόρην όμορφη , η πιθυμιώναι η πρώτη,
Να τους κινά να ρέγονται της λιγερής τη νειότη .
Και πάντα τούτη η πιθυμια είναι με την ελπίδα ,
Κ' έχουν τα μάτια προδοτην , σαν κείνα που την είδα .
Και με την άκρα του ματιού μαντάτο της μηνούσι ,
Και μετ' αυτό τον πόθον τους της. λεν κ ' ομολογούσι.. ,
Κι αν δουν πως έχ ανταμοιβή λιγάκι ή δούλεψί τους ,
Η πεθυμιά τους ρέφεται , πληθαίνει η πεδoμή τους .
Ανάφτ’η βράσις της καρδιάς , γ' ελπίδα μεγαλώνει ,
Και κάθε λίγη στην αρχή παρηγορια τους σώνει .
Την δούλεψι σπουδάζουσιν ώστε να τηνε φέρου ,
Στο θέλουν , και συχνάζουσιν αργα , και ταχυτέρου ,
Και τα βιβλία τ ’ έρωτος ανοίγουν και θωρούσι ,
Και αν έχουν να κερδίσουσιν, εύκολα το γροικούσι .
Μα σαν την λιγερην ιδούν και πάντα ξεγνοιασμένης
Εις πόρτα , και παράθυριο ποτέ της δεν προβαίνει ,
1
ΜΕΡΟΣ Α'.
Κι αγνωρισια στους κόπουςτους δείχνει με κάθε τρόπο,
Παίρνονται κάτω το ζημιο , σκολάζουσι τον κόπο .
Κ' εκείνος που παιδεύετο, η πιθυμιά του σβύνει ,
Και την δουλειαν όπ’ άρχισεν, άπρακτη την αφίνει .
Πλειο δεν κοπιά τον λογισμών, μηδε τον νούν παιδεύει,
Μα βανε: άλλο λογισμόν, και άλλη δουλειά γυρεύει ,
Σα δεν συναπαντήσουσι τα μάτια να σμιχθούσι,
Εύκαιρα βασανίζονται, εκείνοι π' αγαπούσε .
Toυτείς το πρωτ’ ερμήνεμα ενός π’αναντρανίζει,
Μια λιγερή, κι αρέσειτου, και δούλεψιν αρχίζει .
Το δη μια δυο και τρεις φοραίς, και η όρεξες δεν σάζουν,
Ουδ ' η καρδιαις συβαζονται, μηδε τα μάτια μοιάζουν .
Εκείνον επ' ωρέγετο, σ ' άργητα τόνε φέρνει ,
Σκολάζει, καιξεγνοιάζεται, πλειο δε ξαναγιαγέρνει.
Και δεν μπορεί μιαν άσπλαγχνη άνθρωπος ν' αγαπήση,
Γιατ' έτζι τ' απεφάσισε της ερωτιάς η κρίσι .
Και συ που λες, κ' η 'Αρετή δεν ξεύρει τον καϋμό σου ,
Και ουδε ποτέ της στράφηκε να δη το πρόσωπόν σου ,
Πώς ήτονε κ' αγάπησες έτοια Κυρα μεγάλη;
Στον κόσμο πράμμα έδειξες, που δεν έδειξαν άλλοι .
Αν ήν' κ ' ευρέθηκε τινας Κυράν του ν' αγαπήση,
Εκείνη του διδ' αφορμή, κ' έμπαινε σ ' έτοια κρίσι .
Ωσαν του μίλευε σπλαγχνικα, κ ' εθώρια παιγνιδάτα ,
Κείνη ήτονε που τούδειχνε της ερωτιάςτη στράτα .
Σ' εσέ μεγάλο το κρατώ, πολύ κακό σου μέλλει,
Οπ' αγαπάς μια σου Κυρα, μα δίχως να σε Θέλη.
Η στρατ’ αυτή που περπατείς, αγκάθια είναι γεμάτη,
Γιάγυρε , κ' άλλαξέ τήνε, πιάσ' άλλο μονοπάτι .
H " λλαξες απ ' ό, τ' ήσουνε, κι όλος εξαναπλάσθης,
Κ ' άφηκες το λογαρισμό, και έσφαλες, κ'έλανθάσθης . .

Κ ' εκαταστάθης άγνωστος, και σαν το ζώ γυρίζεις,


Και το καλό απ' το κακό, ποιο είναι δεν γνωρίζεις ,
ΜΕΡΟΣ Α '. 43
Μη σου φανη παράξενον, αν ήν κι όσα σου λέγω,
Και αν ήν' κι ό, τι μου μίλησες , κατηγορώ και ψέγω.
Κάτεχε, πως είσε πολλα το ζώ του ανθρώπου μοιάζει,
Καιόπ'έχει γνώσι και μυαλόν , τούτα ας τα λογιάζη .
Ο άνθρωπος είν' δυνατός κι έχει ανδρεια και χάρι,
Πλειά δύναμιν , και πλεια ανδρεια νάχη κι εις τοκοντάρι,
Και αν ήν'στα πόδια γλίτωρος, και πηλαλεί, και τρέχει ,
Τούτην την γλιγωρότητα και πλεια το λάφι έχει .
Και αν η φωνή του είναι γλυκεια , μελωδική η λαλιά του ,
Και παίρνουν αναγαλλίασιν όσοι σταθούν κοντά του,
Είναι πολλών λογιών πουλιά, που γλυκοκειλαδoύσι,
Κι αφίνουνε το φαγητό, πολλοί να τα γροικούσι.
Ετζι και τα άλλαις χάριτες, που σ' άνθρωπον θωρούμε,
Βρίσκονται πάντα και εις τα ζά , πα να το πω βαρυούμαι ,
Και μόνον ο λογαριασμός είναι που διαχωρίζει,
Το ζω από τον και
Φθάνει το λάφι, και αν γλακά , και τα θερια μερώνει,
Και τα πουλια αν πετούν ψηλά , στη γη τα χαμηλώνει ,
Εκείνος ο λογαριασμός όλα τα βασιλεύει,
Νικά , μερώνει" τ' άγρια , και τα θηρια παιδεύει .
Και απήτις και το χάρισμα ετούτο απαρνήθης,
Τη στόρισι της ανθρωπιάς εξέσχισες και έγδύθης .
Και περπατείς ωσαν το ζώ , λογαριασμόν δεν έχεις,
Και δεν νοάς που βρίσκεσαι, και πούσαι δεν κατέχεις .
Μετάστρεψε το λογισμό, ξύπνησε, ξιζαλίσου,
Στον πόλεμο που βρίσκεσαι, ανδρειέψου , και βοηθήσου ,
Μη δής μεγάλα βάρητα, και παθη στο κορμί σου,
Και σούταις ταις κακαίς αρχαίς όσο μπορείς βλιπήσου
ΠΟΙΗΤΗΣ

Εγροίκατα ο Ρωτόκριτος, δεν τάχε παραμύθια,


Eγνωριζε, κ' εθώρεις τα , πώς ήσαν όλ' αλήθεια,
ΜΕΡΟΣ Α '.
Εγνώρισε και εθώρειέ τα, κ ' άμοιαστα, τυραννάτο,
Και απαλογια λυπητερα έδωκε στ' αφουκράτο .
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ

Α’δέλφι, τα μου μίλησές, μέσ' στην καρδιά μου μπήκαν,


Μα φύγαν πάλι το ζημιο, και τόπο δεν ευρηκαν .
Το σφάλμα μου γνωρίζωτο, πως βρίσκομαι κατέχω,
Μα δε μπορώ να βοηθηθώ και την αξα δεν έχω .
Ο Έρωτας ανυφαντής με πονηρι αν εγίνη,
Αράχνην έστησε ψιλή, κ' έπιάσθηκα σ' εκείνη.
Σαν το μωρό κομπώθηκα, όπου δεν έχει γνώση,
Και βοηθησμό πλειο πε να βρώ; και τις να με γλυτώση ;
Ο Έρωτας μ ' εμπέρδευσε , και σκλάβος του κρατεί με,
Και δουλευτής του εγράφθηκα, και μετα εκείνον είμαι
Κατέχεις πως ήθέλησα, να φύγω από το βρόχι,
Κ ' επάνω, κάτω, έπα και εκεί , αυτός σταμένο τύχει .
Και αν ξεμπερδεύω σ' μια μεριά σ' άλλη καταμπερδαίνω,
Και πάντα βρίσκω μπερδεμους, σ' όποιον τόπον πηγαίνω.
Αρνήθηκα του παλατιού τη στράτα και μέσω της
Κ ' εγώχω πλειά τήν πεδoμήν εδα παρά την πρώτη.
Κ’απόστα τ' απαρνήθηκα, και πλειό μου εκεί δεν πάγω,
Δεν μπορώ να κοιμηθώ, να πιώ, μηδε να φάγω .:
Κι ήλπιζα να λησμονηθούν οι πόνοι που με κρίνουν,
Κιεγώ θωρώ χειρότεροι, και πλεια βαροι απομείνουν .
Και όσο μακραίνω απ'την φωτια,θωρώ πως πλεια με καίγει,
Και ο πόθος με χειρότερα άρματα με παιδεύγει .
Αυτος λαβώνει από κοντά και από μακρα σκοτώνει,
Και ώστε να φεύγω, να γλακά , με τα πτερα με σώνει .
Ολημερίς την στόρισιν εκείνης που με κρίνει,
Μού βάνει μέσ'στον λογισμών και εκεί μου την αφίνει .
Και αν πέσω ν' αποκοιμηθώ τα μάτια μου αν καπνίσουν ,
Μου δείχνει πως τα χείλη της σκύφτουν να με φιλήσουνκαι
ΜΕΡΟΣ Α: 45
αφου κακό που μ' εύρηκε, και ποια ώρα νάναι κείνη,
Ν' αναγαπώ μα το γυμνό κοπέλι δε μ' αφήνει .
Αν εμπορης σαι φίλος μου, βόηθα, και γιάτρεψέ με,
Και ο λογισμός οπούβαλα, θωρώ θανάτωσέ με .
ΠΟΙΗΤΗΣ

Να του γροικά ο Πολύδωρος, μ' ήντα καϋμό τα λέγει,


Και πωςτον έχειαγκαλιαστό,και λακτουκιά, και κλαίγει .
Αρχίζει με παρηγοριαϊς, και αρχίζει με γλυκότη,
Και έγιάτρευε σύργουλιστα του φίλου του τη νειότη .
ΠΟΛΥΔΩΡΟΣ

λίγει του, αδέλφι, ο λογισμός και αυτή ημεγάλη οδύνη,


Ωστε να βρίσκεσαι κοντα της χώρας δε σ' αφίνει :
Πάντα σε Θέλει τυραννά , χειμώνα, καλοκαίρι,
Αν δε μακρύνης από πά, να πάς εις άλλα μέρη.
Κι αν πιθυμάς και λογισμός αυτός να σε αφήση,
Μίσεψε, και ’αμε γύρισε "Ανατολή, και Δύσι .
Τόπουςνα δης πολλάμορφους, που δα δεν τους κατέχεις ,
Ε'πάσαι μ' ένα λογισμό πάντα μιαν έγνοια έχεις.
Να δη στα ξένα στα μακρα τι κάνουν, πως παιρνούσι,
Κήντα λογής πορεύονται κήντα λογής μιλούσε .
Και πώς αλλάσσει η φορεσιά, και πως αλλάσ' η γνώμη,
Να δής ό, τι δεν έπραξες ουδ' ήκουσες ακόμη .
Να δής τα ήθη των πολλών ήντα λογής αλλάσσουν,
Πώς ζούσιν εις τα νειάτα τους, πως κάνουν σαν γεράσουν ;
Βρύσαις να δης, και ποταμούς, χώραις χωριά , και δαση,
Να σου φανη παραξενου ο κόσμος πώς αλλάσσει .
Να δης κοράσια πλειόμορφα παρά την 'Αρετούσα,
Να δροσερέψης το καϊμόν, να παψη: αυτή η αγκούσα .
Και τάσσω σου σ' λ ο καιρο θέλεις ξελησμονήσει,
Αυτήν που ανεπέλπισία σ' έβαλε σ' έτοια κρίσι .
ΜΕΡΟΣ Α'.
Και ωσαν καρφί πουμε καρφί αλλ' από τρύπα βγάνεις,
Στον τόπον της αγάπης της άλλην αγάπην βάνεις .
είναι φυσικό, Αδέλφι στην αγάπη, οπτικό :
Να μη μπορώ να βγή ή παλια, παρα με νεια αγάπη
Γιατ' ένα τόπον μοναχα εις την καρδιά μας νμέσα,
Ε'διάλεξεν ο "Έρωτας, κ' οι άλλοι δεν τ' αρέσαν .
..
Κ ' εκεί έχ' ένα ψηλό θρονο όπου συχνά καθίζει,
Το απομονάρι μας κορμί, ως του φανή τ' ορίζει
Και ως κινηθή ή πιθυμια, και αρχίση καινικά μας , ε,
Αφέντης όπου κάθεται, και ορίζει την εξά μας . Α
Ζημιο σ' αγάπη βάνει μας, γιατ' άλλο δεν κατέχει,
Μόνον αγαπαις κ' ερωτιαίς, και ουδ' άλλαις έγνοιαις έχει .
Κείνη, που ορεγομέσθανε , στο νου μας τηνε βάνει,
Και δίνει της ζημιών εξα, ως θέλει να μας κάνει,
Και ο λογισμός κ' η όρεξι παντάναι μετακείνη, γαλο Α
Οπου μας έπρωτόβαλε τ ' αγάπης την οδύνη. Ο Α
Σα μάτια μοναχάχoυσι, σαν κείνα που 9ωρούνε,
Συβασιν με τον Έρωτα, και μια βουλή κρατούνε .
Μπορούν ότι του συβασθούν, να βγάλουσι την πρώτη,
Αγάπη από τον λογισμόν, να βαλούν άλλην νειότη.
κι ως δουν άλλα κάλλη και ρεκτέν, του Έρωτα μήνεσί ,
Και νειάν αγάπη κτίζουνε, και την παλαιά χαλούσε .
Διώχνουν την από την καρδιά τον πόθον μεταλλάσουν ,
Και τούτα φέρνουν οι καιροί, κ'η μέραις σαν περάσουν
Λοιπόν αν έχης όρεξι , και πιθυμάς να γιανής,
Σύρε και εύρε γιατρικό στον πόνο σου να βάνης . ω
Προθύμεβε, και σπούδαξε, και βιάσου μην αργήσης ,
Μίσεψε, μάκρυνε από δω να της ξελησμονήσης
Κ' έρχομαι μετά λόγου σου, δεν Θέλω μοναχός σου,
Να περπατής στην ξενιτεια, παρεμε συντροφό σου ,
ΜΕΡΟΣ Α'.
ΠΟΙΗΤΗΣ

Τα λόγια ταύτα με πολλα και άλλα π' αναβιβάνει,


H "ρεσαν του Ρωτόκριτου, και άρχισε να τα πιάνη .
κ ' εβάλθηκε όσο μπορεί πτην χώρα να μακρύνη,
Με σπουδ' έμβαίνει σ ' όρδινια ζημιο την ώρα κείνη .
Και παίρνει και τον φίλον του, δίχως του δεν μισεύει,
Να του θυμίζη τα πρεπα, και να του τ’ ερμηνεύη .
Τ' άρματα τα καλλίτερα, και πλειώμορφα γυρεύγουν,
Τα γληγορώτερ άλογα και δυνατα διαλέγουν.
Επήγε στους γονέους του , και την ευχήν τους παίρνει,
Λέγειτους ναμη γνοιάζονταικαι γλιγωρα γιαγέρνει .
Και πα να δη την Εύριππο, γιατί δεν την κατέχει ,
Κ' ήκουσε χίλιαις ωμορφιαίς, παράλλην χώραν έχει .
Καλά και επανεια στην καρδιάς και κύρις με την μάνναν,
Να τους μισέψη έτοιος γυιός, πάλι στον νούν έβαναν,
Πώς θέλ' αλλάξει λογισμόν, σαν από' κεί μακρύνη.
Καλοκάρδήσει, και χαρή, μορφίσει, και παχύνει.
1 έτοιας λογής εγίνηκε και γνωριμία δεν έχει,
Και μοναχός του ήντα κακό τον κρίνει, δεν κατέχει και
Παραχωστά τη Μάννα του ηθέλησε να κράξη,
Τής κατοικιας του τα κλειδιά έδωκε να φυλάξη .
Λέγει της, Μάννα αν μ' αγαπάς, ανθρώπε μή τα δώσης,
Σ’ τόπο κρυφο άμε βάλε τα , και κάμε να τα γώσης.
Γιατ'έχω μεσ' στ’ ερμάρι μου κάποια χαρτιά γραμμένα ,
Οπου δεν θέλω να τα δή άλλος δίχως εμένα .
Η Μάννα όπου τα μάτια της ήταν το τέκνο κείνο,
Του λέγει, γυιέ μου, τα κλειδια ανθρώπου δεν τ' αφίνω.
Και ο Κύρις σου καμμια φοράν αν και μου τα ζητήξη,
Δεν του τα δίδω κάτεχε ποτέ να πα ν' ανοίξο.
48 ΜΕΡΟΣ Α'.
Με σπλάγχνος αποχαιριτά , με λογισμό μισεύει,
Να βρή γιατρον να γιατρευθή, ξετρέχει και γυρεύει .
Πάνταν' ο φίλος του κοντα, κ ' αθιβολαίς του φέρνει,
Κ ' εκείνος σ' ό, τι και αν γροικά παρηγορια δεν παίρνει .
Μ ' άτις απομακρύνασι, κ' εις μέρ' άλλα σιμώσαν,
Νεφέλαι μαύραι σκοτειναι τα μάτια του κουκουλώσαν .
κ' έκλαιγε, και άνεστέναζεν όλο το μερονύκτι,
Κ ' εμούλωσε την κεφαλήν, και το κορμί πορρήκτει.
Καθημερνα τα μέλη του έλυώναν , κ' έφυρούσαν,
Μ ' αφίνω τον και ας κρίνεται, νάλθω στην 'Αρετούσα.
Η τονε νεια και δροσερή κ' αμάθητη στα πάθη,
Και ως έμπερδεύθη στην φιλίαν, εψήθη, κ' εμαράθη .
Ε'χάθηκεν ο ύπνος της, εκόπη το φαϊτό της,
Και με την τύχη έμάχετο, και με το ροιζικό της .
Οπου την ετυφλώσανε, κ' εβάλθην ' αγαπήση,
Εκείνον, όπου δεν μπορεί, να δή ουδε να γνωρίση.
Ο Κύρις να τηνε θωση ναν' έτζι αποδομένη,
Α'σούσουμη, και ανέγνωρη , χλωμή και μαραμένη .
Μην ξεύρωντας την αφoρφήν, ήντανα: όπου την κρίνει,
Κ ' εχάθησαν τα κάλλητης, και έτοιας λογής εγίνη,
Ερώτα την καθημερνα ομάδα με την Νέννα,
Η ντάμαι και τα κάλλητης ελυώσαν, κ' έχλωμαϊνα ;
Ε'λεγε τό δεν ήτονε, και την αλήθεια χώνει,,
Ε 'δειχνε την πασίχαρην, δια να τους κομπώνη .
Κ' ηύρισκε χίλια: ς αφορμαϊς εις ό, τι και αν της λέγαν,
Κ ' ωμόρφυνε τα ψέματα, κ' εκείνοι τα πιστεύγαν .
Κ' έστoντας να την έχουνε μοναχοθυγατέρα,
Ο Κύρις με σπλαγχνότητα της λέγει μιαν ημέρα .
Πώς για να δη, και να χαρή, και να καλοκαρδίση,
Σ'όλαις ταϊςΧώραις, και Νησια πέμπει να διαλαλήση .
Κ' έλεγεν ο διαλαλημος, όπ’ είναι ανδρειωμένοι ,
Σταϊς κοσιπέντε του 'Aπριλιου ο Ρήγας τζ' αναμένει .
ΜΕΡΟΣ Α'. 49
Εις την Αθήνα να βρεθούν , στο φόρο της να σμίξουν,
Να κονταροχτυπήσουνε και την ανδρεια να δείξουν .
Και ός τις νικήση απ' το λαό νάχη τιμή μεγάλη,
Κ ' ένα στεφάνι ολόχρυσο να βάνη στο κεφάλι .
E "να στεφάνι ολόχρυσο και μαργαριταρένιο,
Α'πο τηςθυγατέρας μου τα χέρια κάμωμένο .
Ε'πήγεν ο διαλαλημος σε μια χώρα, και εις άλλη,
Κ’ οι ανδρειωμένοι επήρασιν όλοι χαρα μεγάλη .
Κράζει την θυγατέρα του ο Ρήγας και μιλεί της ,
Να κάμη ντζόγια ωρόπλουμη, σα θέλει μοναχή της .
Γιατ' έρχονται για λόγου της μεγάλοι Καβαλλάροι,
Να κονταροχτυπήσουνε, καλή καρδια να πάρη .
Και ας είν'ηντζόγια ολόχρυση, και πλέσιαπλεια παράλλη,
Σαν είν'και αυτη ξεχωριστή, και απ' όλαις πλειο μεγάλη .
ΑΡΕΤΟΥΣΑ

Παρηγοριά και ελάφρωσιν επήρε να τ' ακούση,


Μέσα της λέει, τα μάτια μου εδάχoυσι να δούσι :
Ε'κείνον τον τραγουδιστή τ' όμορφο παλικάρι,
Είς τ' άλογο με τ' άρματα, σαν τζ' άλλους καβαλλάρη.
Και απήτις αποκότησε δέκα να πολεμήση,
Παιγνίδι θέλει το κρατεί να κονταροχτυπήση.
Μέσα η καρδιά μου το γροικά λέγει το η όρεξί μου,
Μιλείτο ο νούς κι ο λογισμός πώς, το ή πεδoμή μου,
Εχει να πάψη γλίγωρα, γιατ' έχω να γνωρίσω,
Ε'κείνον
Μα δεν όπου “υ μπορώ να τον ξελησμονήσω .
κατέν . δεν

Και ο καβαλλάρης δεν βαστά στα χέρια του λαγούτο,


Να το κτυπά, να το γροικώ, και τον σκοπόν να λέγή.
Γιατί κοντάρια και άρματα τέτοιο καιρο γυρεύει .
Μα ελπίζω και από την ανδρειαν, που δεν είναι εις άλλο,
Να γνωρισθή, και θαύμασμα θα το κρατώ μεγάλο .
Erotocrito . 4
BO ΜΕΡΟΣ Α '.
ΠΟΙΗΤΗΣ

Και πάραυτα με προθυμια , και πόθον αρχηνίζει,


Και ντζόγια κάνει ολόχρυση, πλουμια τηνε στολίζει .
Μέσα σε τούτο τον καιρο εις αρρωστια μεγάλη,
Ε'πεσεν ο Πεζόστρατος με κάϊλαις και ζάλη .
Ε'μπαινοβγαίναν οι γιατροί, και όλοι τον εφοβούνταν,
Κ ' εις το παλάτι του Ρηγός πολλα τον ελυπούνταν .
Γιατ' ήτον συμβουλάτορας τ' Αφέντη εις κάθε τρόπον ,
Πάντα με λόγια φρόνιμα έβόηθα των ανθρώπων,
Η χώρα κεί μαζώνουνταν, και όλη τον έλυπάτο,
Πέμπουν και του Ρωτόκριτου σπουδακτικό μαντάτο.
Η θέλησε κ ' η Ρήγισσα να πάγη μιαν ημέρα ,
Μ ' άλλαις πολλαίς του παλατιού , και με τη θυγατέρα .
Και απονωρης απόγωμα συντροφιασταϊς κινούσι,
Στον άρρωστον επήγασι, πως βρίσκεται να δούσι.
Είχε καλύτερη μερα, κ' ελάφρωσε παρμένη,
Και όλοι οι γιατροί με μια βουλη ελέγασι πως γιαίνει.
Του Πεζοστράτου η γυνή σαν είδε τον Κυρά της,
Και την 'Αφεντοπούλατης; σαν σκλάβα προσκυνά της,
Και απ' τη χαρά της την πολλή παράτροχος κρατεί τη,
Πώς ήλθασιν ή Ρήγισσαις στου δουλευτή το σπίτι .
Δεν ξεύρει τι παράταξη της 'Αρετής να δώση,
Πού να την πάγη για να δη, να πα να ξεφαντώση.
Είχε περβόλι ορεκτικό με δένδρα μυρισμένα,
Σαν κείνο όμορφώτερον δεν ήταν άλλον ένα .
Στο περιβόλι πήγασι, την χείρα της εκράτει,
Και πιάνει άνθους και ραίνει την μόδα και περιχάτη.
Και όπούτον όμορφο δενδρον, έστέκα κ' εθορούσα,
Ολα τα μυριωρέγετο, κ' επαίνα η 'Αρετούσα .
Η'σανε με λογαριασμών , και μέτρο συνθεμένα,
Και με μεγάλη μαστοργια, και τέχνη φυτεμένα ,
ΜΕΡΟΣ Α'. 51
Στην τέλειωσι του περβολιου ευρίσκετο κτισμένη,
Μια κατοικια με μαστοργια μεγάλη καμωμένη .
Τούτ ' ήτον του Ρωτόκριτου, και χώρια την εκράτει ,
Με στόλισες βασιλικαϊς ωσα Ρηγός παλάτι .
Κεϊ έγραφε κεϊ εδιάβαζε την νύκτα εκεί εκοιμάτο,
Ε'κεί τα πάθη μοναχος και πόνους του εδηγάτο.
Η μάννα του είχε το κλειδί , κείχέ του και ομοσμένα,
Να μην αφήση κεί να 'μπή ποτ' άνθρωπον κανένα .
Μα τότε το λησμόνησε, κ' ηθέλησε ν' ανοίξη,
Και του σπιτιού την ομορφιά και στόλισε να δείξη.
Εμπήκασί νε και θωρούν την κατοικιαν εκείνη,
Κ'ελέγαν, κ' ομορφότερη δεν ήτον, μηδ' εγίνη.
Το στόλισμα, το σωθεμα , και ό, τ' ήσαν εκεί μέσα,
Ολα τα μυριωρέγουνταν, περίσσα τους αρέσα .
Μ' απ' όλαις πλειά τ' ορέγετο τούτ' όλα η 'Αρετούσα ,
3

Παρηγοριά κ'ελάφρωσι τα μέλη της γροικούσα .


Και μέσα που τα ξόμπλιαζε, και όπου τα συχνοθώρει,
Μια πορτοπούλα απόχωστη εξάνοιξεν η Κόρη .
Κ' ένα κλειδι έκρέμετο μ' ένα χρυσό βαστάγει,
Ε'κεί κοντα στην άνοιξη της πόρτας στόνα πλάγι.
Τούτ ' ήτον του Ρωτόκριτου ή ακριβοκάμερά του,
Πούμπαινε μόνος μοναχός, κ' έγραφε τα κρυφά του .
Είχε γραφόριο ελάργυρο, καρέγλα χρυσωμένη,
Καλαμαρθήκη πλουμιστή και μαργαριταρένη.
Αυτασαν μέσ' στην κάμερα μόνον και τα χαρτιά του,
Πούγραφε, κ' εζωγράφιζε τα παραδάρματά του .
Η 'Αρετούσα το κλειδί πιάνει ζημιο και ανοίγει,
Σ’ κείνον τον τόπον έκαμε πολλάμορφο κυνήγι .
Εμπήκε μέσα μοναχή, και του αρμαριού σιμώνει,
Την πρώτην άνοιξε θωρεί, πιτήδια ανασηκώνει .
Κ'έταχεν εις τα χέριάτης, πρώτο χαρτί που πιάσε ,
Πραμμα που την έζάλισε, και λο τον νου της χάσε.
Σ
52 ΜΕΡΟ Α'.
0 ', τι τραγούδια καθ' αργά ήκουσε του έρωτάρη,
Ολα γραμμένα ταύρηκεν, ως ήνοιξι, τ' αρμάρι
Σπουδακτικα τα διάβασε, και πάλι εκεί τ' αφίνει,
Βγαίν' έξω δείχνει πως πονεϊ, και αποκουμπά στην κλίνη .
Ε'ζήτησε να κοιμηθή λίγο την ώρα κείνη,
Για να περάση ο πόνοςτης, μην πα να της πληθύνη.
Ολαις απέξω τζήβγαλε, και την Φροσύνη μόνον,
Μεσάθελε για συντροφιά, να τζη βοηθά στον πόνον ,
Δείχνει της κ' εμαντάλωσε, και απέκει τηνε κράζει,
Λέγει της πως ουδε κακό, ουδε πόνος την πειράζει .
Μ' ας τζ' ακλουθή, και θέλει δεί πράμμα που δεν τ' ολπίζει ,
Και με θεμέλιο σήμερον ο πόθος της αρχίζει .
ΑΡΕΤΟΥΣΑ

Α'κλούθα, Νέννα, σιγανά, και μίλευε αγάλια αγάλια ,


Και σήμερον ακούσθηκα στα τόσα παρακάλια .
ΠΟΙΗΤΗΣ

Παίρνει την Νέννα και ζημιά στην κάμεραν έμβαίνου,


Οπούσαν κείνα τα χαρτια του νειού του δοξεμένου.
Και πιάνει και διαβάζει τα, κ' εγροίκα τα ή Φροσύνη,
Και σαϊτιαν εις την καρδια τζ' ήλθε την ώρα κείνη .
Μέσα, την λέγει ο λογισμός, την Κόρη όσα προδώσαν,
Ευρίσκονταν πολλά μακρα, μα δα κοντα σιμώσαν .
Εθώρειε μια κακήν αρχή, πούχε να φέρη πόνους,
Πουχε να φέρη βάρητα με μήνες και με χρόνους .
Η 'Αρετή ως εδιάβασε του πόθου τα γραμμένα ,
Της λέγει μ' αναστεναγμούς, ήντα μού λέγεις Νέννα ;
Εκείνο όπου εγύρευα , και ουδ' ηύρισκα ποτέ μου ,
Αιφνίδια και ανέλπιστα σήμερον έλαχέ μου .
Και τα τραγούδια και οισκοποι, και της ανδρειας ή χάρι,
Είναι κείνου που μέλλεται γυναίκα να με πάρη .
ΜΕΡΟΣ Α'. 53
Οι λογισμοί λαφρύνασι, κ' έπαυσε η πεδoμή μου,
O'πού μου φαίνουντο ως εδώ, πως ζωντανή δεν ήμου .
NENNA

Η Νέννα τότε κλαίοντας λέγει στην Αρετούσα,


H "ντάναι τούτα τ' άφαντα, τ' αφτιά μου που σ' ακούσα,
Γιατ' ηύρες γράμμα και χαρτιά και λόγια της αγάπης,
Ζημιο σε πήρεν η χαρα, και τόσον παρετράπης ;
Συμπάθειο, Θέλω να σου πω, Κυρα και θυγατέρα ,
Πώς σαν αφορμαρα μιλείς ετούτη την ημέρα .
H"ντα μεγάλον ήτονε, αν ηύρες εις τ' αρμάρι,
Τραγούδια, και ο Ρωτόκριτος κατέχει και ριμάρει και
H " και ποτέ τα γροίκησε και αυτός ωσαν κ' εσένα,
Και αρέσασίν του και κεινού, κ' έχειτα δω γραμμένα και
Και σαν τα δέχτηκες και συ, τα δέχτηκε κ' ετούτος,
Μ' ανάθεμα το διάφορο, των τραγουδιών το πλούτος.
Και πόσοι κακορροίζικοι, πόσοι πτωχοι ψειριάροι,
Tού τραγουδιού έχουν μάθησι, και του σκοπού τη χάρι;
Λογιάζεις και ο Ρωτόκριτος τάκαμε γιατ' εσένε;
Ωσαν θωρώ πλειο δε γροικάς λογαριασμό κανένα .
Και πότε ο Ρωτόκριτος ήλθε να δη τον Ρήγα,
Μόνον αργα, και παρωρα , και να σταθώ και λίγα ;
Και πότε στράφη να σε δη και να σ' αναντρανίση;
Η πότε αποκότησε λόγον να σου μιλήση;
Ενας, παιδί μου, π' αγαπά, ολημερνίς συχνάζει,
Και να θωρή ταχυα κι αργα την κόρην δεν σχολαζει .
Και τούτος μέραις και καιρους είναι που δεν εφάνη,
Αλλαις δελειαϊς γυρεύει αυτός, Κυρά μου κι άλλα κάνει.
Βάλε κεί πούβρες τα χαρτια, και αυτό το ξένο πράμμα,
Μη θες να δείξης κάμωμα, όπ’ άλλαις δεν εκάμα .
54 ΙΕΡΟΣ Α'.
ΠΟΙΗΤΗΣ

Η ' 'Αρετούσα δε μιλεί, μα γύρευε στ' αρμάρι,


Για ναύρη και άλλο τίποτε τζ' αγάπης να το πάρη.
Είς τ' άρμαριού τη άνοιξε τη δεύτερη ευρίσκει,
Πραμμα ακριβό πού τζ' έπεμψεν ο "Έρωτας κανίσκι .
Ζωγραφιστή βρήκεν εκεί και είδε τη στόρισί της,
Πράμμάτoνε που πλήθυνε πολλά την πεδoμή της .
Ηταν εκείν' η ζωγραφιά με μαστοργια μεγάλη,
Οπου δεν εξεχώριζες την μιαν από την άλλη.
Με τόση επιδεξιότητα την είχε καμωμένη,
Οπούτον σαν την ζωντανών ίδια ζωγραγισμένη .
Ε' φαίνετό σου και γελα και ήθελε να μιλήση,
Κ' η τέχνη σ' έτοιο κάμωμα ενίκησε την φύσι .
Κανείς δεν την εκάτεχε την ζωγραφιαν εκείνη,
Γιατι απ' του Ρωτόκριτου τα ίδια χέρια εγίνη.
Και ουδε στον τόπον πούτονε, άνθρωπος δεν εμπήκε,
Και ουδε για να στραφή να δη, κανένα δεν αφήκε .
Σ' ψιλό πανί και ζωγραφια ήτονε καμωμένη,
Στην άνοιξιν την δεύτερην την είχε φυλαγμένη.
Και ως τόπιασε στην χείρα της, ζημιό το ξετυλίσει,
Κ'εφάνητης και έστραψε 'Ανατολή και Δύσι ."
Και μέσ' στα μάτια τζ' έδωκε φωτιά και αστροπελέκι,
Και ωσαν βεβή, και ωσαν τυφλή, και ωσαν τον λίθο σέχει.
Ε'τζι καμπόσο καρτερεί, και απέκ' αναντρανίζει,
Την πρόσωψί της σπλαγχνικα στην Νέννα της γυρίζει.
ΑΡΕΤΟΥΣΑ

Λέγει της, Νίννα, ήντ’ άλλο πλειο σημάδι θες να δούμε ;


Σφαλτο περπάτουν και τυφλά, μα δα κατέχω πούμαι .
Τα χώνουντα, τα κρύβουντα, σήμερον ευρεθήκα,
Κ' εις πέδα μεγαλήτερη, και εις έγνοια νειάν εμπήκα .
ΝΙΕΡΟΣ Α΄. 55
Το πράμμα βεβαιώθηκε, καλον θεμέλιον έχω,
Εκείνος όπου μ ' αγαπά, ποιος είναι τον κατέχω.
Εις τα τραγούδια μούβρισκες λογαριασμό κανένα,
Μα στετο πού θωρείς εδώ, ήντα μου βρίσκεις, Νέννα ;
H"ντ' αφορμή τον έφερεν έμε να ζωγραφίση,
Κ' ήντα κ' εφύλαγε με επα δίχως να μ ' αγαπήση ;
Φροσύνη μου, Φροσύνη μου, άφες τα παραμύθια,
Σαν την γνωρίζεις πέτηνε, σήμερα την αλήθεια .
Αυτόνος δε να χάνεται στοντάχω
Τα είδα φανερώνουσε,
πόθον γιατ' εμένα,
.
και γροικημένα
Θωρείς με πόση μαστοργια και τέχνην έκαμέμε,
Ιιιάσ' ξόμπλιασε τη ζωγραφιά, κι απέκει σράφου ιδέ με .
Και δεν θες εύρεις διαφοραν από την μια ως την άλλη,
Λόγιασε τέχνη και αρετή και μαστοργια μεγάλη.
Πέμου, ποια χάρι βρίσκεται, επού να μη την έχη ;
Ποιος άλλος εγεννήθηκε να ξεύρη τα κατέχει και
ΠΟΙΗΤΗΣ

Πιάνει φυλάσσει το ζημιο την ζωγραφιαν εκείνη,


Και στα χαρτια των τραγαδιών κλέφτρα τ8 τόξου εγίνη.
Κ' επάψασιν οι λογισμοί οι πρώτοι, κ' ήλθαν άλλοι,
θεμελιωμένοι πλεια βαθυα, και πλειότερα μεγάλοι.
Σαν ο τυφλός, όπου τοτε στράτα καλη δεν βρίσκει ,
Σκοντάφτει, πεδουκλώνοται, και πέφτει και βαρίσκει ,
Αγανακτά στην ζησίν του, τον θάνατός του κράζει ,
Βαραίνει προς το ροιζικών, όπου τονε πειράζει.
Και πάντ' αναζητά το φως, βαρυέται το σκοτάδι,
Γιατί η τυφλάγρα βάσανα, και πείραξες του δίδει .
Και εξάφνου όντα σε πλειά κακή στρατάναι μπερδεμένος,
11άρoυσι φώς τα μάτια του, ξετυφλωθή ο καϋμένος .
ΙΙασίχαρος, καλόκαρδος, κ' ελεύθερος γυρίζει,
T8 ήλιού τ ' ακτίνες φχαριστά , γιατί το φως γνωρίζει .
56 ΜΕΡΟΣ Α΄.
Ετζι και αυτήνη τόπαθε τότε την ώρα κείνη,
Τυφλή ήτονε και ολότυφλη, και εδά με φως εγίνη .
Τυφλα περπάτειε στη φιλια, τυφλήτονε στα πάθη,
Τυφλα πασπάτευε να βρή, τον αγαπά να μάθη .
Τα μάτια της ξεφέξασι, την συγνεφια έδιωξαν,
Και την τυφλάδ' αφήκασι, το σκότος έζυγώξαν .
Ε'δ ' ηύρηκε το γύρευε, και πλειο δεν το ξετρέχει,
Ε'δαναι σ' άλλον λογισμόν, κ'δα άλλην έγνοιαν έχει .
Λέγει τζ' η Νέννα, δεν μπορώ να σου συντύχω τώρα,
Να πάμε εις της Ρήγισσας, μάσε σπουδάζει η ώρα .
Κ' εγώχω να σου πω πολλα, και αν θέλω να τ' αρχήσω,
Δεν έχω τόπο, ουδε καιρόν εδώ να τα μιλήσω .
Ομάδι θα να μείνωμεν, και θέλεις μου γροικήσει,
Η'ντάναι αυτός ο λογισμός, και δε να σ' αφορμίση .
Την πόρτα ξεμαντάλωσε, και βγαίν' η 'Αρετούσα,
Και τασε για τον πόνον της όλαις την ερωτούσα .
Λέγει, λιγάκις ήτονε, και ως επαρακοιμήθη,
Ε'πέρασε κ' εσκόρπισε, και πλειο δεν έγροικήθη.
Ε'σμιξε με τη Μάννα της, γυρίζει στο παλάτι,
Και ό, τ' εύρηκεν εφύλαξε, κρυφα πολλα τα κράτει .
Ε'βράδυασεν, ενύκτιασε, και παν να κοιμηθούσι,
Κοντα κοντα σιμώνουσι και σιγανα μιλούσε .
Πρώτη είν' η Νέννα πούρχησε, κ' είπε, στην 'Αρετούσα,
0 ," τι είδασι τα μάτια της, και ότι τ' αυτιά τζ' ακέσα.
NENNA

Κυρα, και $ υγατέρα μου, δετο, και καλοδε το,


Κ' είς λογισμών πολλ’ άφαντο, εμπήκες κάτεχέ το .
Εύκολον είναι το κακό, και όποιος βαλθή, το κάνει,
Και όποια πληγώθη στην τιμή, δεν είδαμεν να เผ 9 น .
Ωσαν το πρώτο μπερδευθή , το δεύτερο ακλουθα του,
Το τρίτο, και το τέταρτο ξεσφαίνει, και τζουρλά του .
ΜΕΡΟΣ Α'. 57
Ποσώς δεν αναπεύεται, ώστε να πέση κάτω,
Και κάνει αρχήν εις την κορφήν , και τέλος εις τον πάτο.
Και όστις δενσώσει γλίγωρα, σπίθαφωτιάς να σβύση,
Δύναται χώραις, και χωρια , και δάση να κεντήση .
Γιαύτως τυχαίνει στην αρχήν εκείνοι πόχoυν γνώσι,
Να μην αφήσουν το κακό να περισσοξαπλώση,
Γιατί την φύσιν το κακό πολλά κακήν την έχει,
Μ' ένα ποδάναι όταν κινά, και με τα χίλια τρέχει .
Και πράμματα που φαίνονται εύκολα στην αρχή τους,
Είναι βαριά και δύσκολα πολλα στην τέλειωσί τους.
Και όποιος τα ρέγεται ακλεθα, και ό, τι τ' αρέσει κάνει,
Κομπώνεται, και βλάβεται, και μ' εντροπή τα χάνει.
Και σ' άμοιαστα καμώματα , που τζ' όρεξις αρέσουν ,
Χάνουσι, και ζημιώνουσιν αμ’ όχι να κερδίσουν .
Στον πόθον οπού βρίσκεσαι, σα γέλοιον εκινήθη,
Κ' εδώ ξαμώνει κίνδυνα, και γκρεμνισμούς στα βυθη .
Και λόγιασε σα φρόνιμη, Κυρά μου να σχολάσης,
Ετούτη την κακήν αρχήν, και τάσφαλες να σάσης .
Η νταν' η τόσαις σου χαραϊς όλο το μερονύκτι,
Γιατ' εύρηκες τη ζωγραφια στου δουλευτή το σπίτι και
Γιατ ' ηύρες σίχες τραγαδιών γραμμένες μέσ' σ' αρμάρι,
Δια τούτο ο Ρωτόκριτος είν' άξιος να σε πάρη ;
Οπούτρεμεν, ως σ' είχε δή, σαν τρέμει το καλάμι,
Πώς μελετάς, και πως το λές τέρι του να σε κάμη ;
Αλλαξ' αυτόν τον λογισμών , μη δεν κακαποδώσης,
Μη έλης με τα πάθη σου ξόμπλε αλλονών να δώσης .
Δεν θε να φάγω, ουδε να πιώ, ώστε να παραδώσω,
Και του κορμιού μου θάνατον εβάλθηκα να δώσω .
Να μη θωρού τα μάτια μου νύκτα , αλλ' ουδε μέρα,
Το πως έκαναπόδωκε νος Ρήγα Φύγατέρα .
58 ΜΕΡΟΣ Α'.
ΠΟΙΗΤΗΣ

Η' 'Αρετούσα ό, τ’ έλεγεν η Νέννα της τα γροίκα,


Κ ' εγνώριζε τα σφάλμα της μ ’ ο πόθος την ενίκα .
Ωσαν παιδί της σπλαγχνικά όχι ως Κυρα μιλεί της,
Σιμώνει, και το μάγουλο βάνει στην κεφαλή της .
ΑΡΕΤΟΥΣΑ

Λέγει της, Νέννα , βλέπω το, γνωρίζω τ' απασή μου,


ως εύκολα σκλαβώθακα, δεν είμαι πλειο σαν ήμου ,
πλακάρι τούτα στην αρχή να τάθελα κατέχη
Πώς η αγάπη.βάσανα, και ο πόθος πίκραις έχει .
λιακάρι νατο βολετό, μακάρι να το μπόρουν ,
Να μη τον είχα στην καρδιά, συχνά να τον εθώρουν.
Μα πιάσθηκασαν το πουλί, πλειο δεν μπορώ να φύγω,
Και ως κ' έδεπα που σου λαλώ, εκείνονε, ξανοίγωί .
Και αν πρώτα τον αγάπησα , δίχως να τον κατέχω,
Ε’δα διπλάκαι τρίδιπλα μέσ' στην καρδιά τον έχω .
Και πως είν' απορετό ναύγω από τα πάθη πούμαι,
Αν είναι πάντα μετα με, ξυπνη και όταν κοιμούμαικαι
Ε'σένα φαίνοντ’ εύκολα, γιατί δεν είσαι στούτα,
Και δεν ψηφός ταίς ώμορφιαϊς, τραγάδια, έδε λαγάτα .
Μ'όπέναι μέσα στην φωτιάν, κατέχει ηντάναι η βράσι,
Και ουδε καμμιά άλλη το γροικά ,αν δεν τον δοκιμάση.
Παιγνίδι μασε φαίνεται, σαν δούμε φουσκωμένη,
Από μακρα την θάλασσα , και άγρια, και θυμωμένη.
Με κύματ’ άσπρα και ολα βρυγια ανακατωμένα,
1
Και τα χαράκια όταν κτυπούν, και αφρίζουν ένα ένα .
Και κείνους τζ' ανακατωμούς, και ταραχαϊς γροικούμεν ,
Και δίχως φόβο από μακρα γελώντας τους ωρούμεν .
Μα κείνος, που στα βάθη της είναι, και κινδυνεύει,
Και να γλυτώση απ' τη σκληρά, ξετρέχει και γυρεύει,
ΜΕΡΟΣ Α '. 59
Αυτός κατέχει να σου πη, και απόκρισι να δώση,
Η'ντάναι ο φόβος του γιαλού, αν είναι και γλυτώση.
Και των κυμάτων και τ' ανέμ’ ο πόλεμος κ' η μάχη,
Και δε γνωρίζει το κακό, κανείς αν δεν του λάχη :
Σαν πωςθαρρείς και βρίσκομαι,και σήντα πέδανείμαι,
Κ' ήντα θηριο στο στόμα του, μ' έβαλε και κρατεί με ;
Σε δυο πράμματ’ αντίδικα στέκω και κινδυνεύω ,
Να τα συβάσω και τα δυο, ξετρέχω και γυρεύω.
Και βάνω κόπο, μα θωρώ και μπορετό δεν είναι ,
Τόνα με το άλλο μάχεται, κ'εχθρός μεγάλος είναι.
Από την μιάχω του Κυρού τον φόβο που με κρίνει,
Και από την άλλη της φιλιάς, κ’ αγάπης την οδυνη.
Φοβούμαι τον τον Κύρι συρθώ,
θέλω οπίσω
μου, τοΝέννα
πράμμ'μου,ένττρέπομαιτο
κάτεχε
Κ’ αν να το,
Ο "Έρως στέκ' αντίκρυ μου, και τ' άρματα μου δείχνει,
Βαστά φωτιά και αναλαμπή, κ' επάνω μου την ρίχνει..
Και δεν κατέχω ήντα να πω, κήντα ν' αποφασίσω ,
Τίνος να κάμω θέλημα, και πάλιν ποιο ν' αφήσω.
Φόβος και ποθος πολεμά, κ'εγώμαι το σημάδι,
Και δε μπορώ τούτα τα δυο να τα συβασω ομαδι
Κριτήν με βάλλαν και τα δυο, και απόφασι γυρεύουν,
Πολλά με βασανίζουσι, πολλα με κινδυνεύουν:
Ως βουληθώ του Kύρι μου το δίκαιο να μιλήσω,
Ο Έρωτας μανίζει μου, πως δε να τον αφήσω.
Και όσο και αν είναι δυνατό να κάμω, δενμ ' αφίνει,
Την σημερνην απόφασι, στον Κύρι δικαιοσύνη.
Και μ' όλο που το δίκαιό του καθάρια το γνωρίζω,
Χάνει ο γονής μου σα θωρώ, σταντως μ'αποφασίζω
Η αγάπη στέκει αντίκρυ μου, κι άδικα τυραννά με,
Μ' άρματα φοβερίζει με, και με φωτια κεντά μεν
Με το ξιφάρι μου μιλεί, με την σαΐτα λέγει ,
Το δίκαιο της μ' αναλαμπή, κ' η φλόγα το γυρεύγει .
60 ΜΕΡΟΣ Α '.
Και αν δεν τηςκάμω θέλημα, με την φωτια με καίγει ,
Και πλεια παρα τον Κυρι μου, βαρίσκει και τοξεύγει.
Και ως βουληθώ στον πόλεμον οπούμαι να νικήσω,
Τέσσαρα ζάλα κάνω έμπρός , και οκτώ γιαγέρνω οπίσω .
Και ας είσαι, Νέννα, θαρρετή, και μ' όλο που η αγάπη,
Μ' έβαλε σε βαθυα νερα, και ο νους μου παρετράπη,
Ποτε δεν έλεις με ιδή σε πράμμ’ άπρεπο κανένα,
Και ας καίγονται τα μέλη μου, και αςείν' τυραννισμένα,
Και σκιάς εις το δακτύλι μου αυτός δεν θέλει απλώσει,
Και ας τυραννάται το κορμί, ώσ' ν' αποτελειώση.
Και ουδε ποτέ 'πο λόγου μου δεν θέλ ' ιδεί κανίσκι,
Μ ' όλον, π ’ ο πόθος πολεμά, μ' όλον που μου βαρίσκει .
Μήδ' άλλο πράμμα άμοιαστο παρά μιλιάς ολίγο,
Στ' απομονάρια της μιλιάς ελπίζω να του φύγω .
Και αν αγαπά και αν αγαπώ, ο κύκλος σα γυρίσει,
Κ' η Μάννα μου το συβασθη, και ο Κύρις μου τ' ορίση,
Νάν' άνδρας μου ο Ρωτόκριτος, τότε κ' εγω να κάμω,
Κάθε πρεπό, κάθε μοιαστο στον εδικό μου γάμο .
Και δίδε μου παρηγοριαίς, τα πάθη ν ' αλαφρώσου,
Μή δεν πληθύνη ο πόνος μου, και ξεψυχήσω'μπρός σου.
Πλειο μη με δείχνης δυσκολιαϊς, κ' εύρεςτο γιατρικό με,
Κ' εγροίκησες τη γνώμη, μου , κ'είδες το λογισμό μου.
ΠΟΙΗΤΗΣ

Οληνυκτίς πειράζονται, δίχως να κοιμηθούσι ,


Οταν τα ξημερώματα , και φώς τζ' αυγής θωρούσι.
Ηλθεν ημέρα η λαμπρα, σηκώνονται καθίζουν,
Στην χείρα τους το μάγουλο και' ή δύο τους τ' ακουμπίζουν,
Κι ωσάν βεβαίς κ' ωσαν κεφαις,κ' ωσαν τυφλαίς ώμοιάζαν,
Και πράμματα πολλών λογιών έστεκαν κ'ελογιάζαν .
Η Νέννα της σα φρόνιμη έβανεν εις τον νουτης,
Για το κακό που μελετά η Κόρη του κορμιού της .
1

ΜΕΡΟΣ Α '.
Και των γονιών την εντροπή που θε να κάμη εθώρει , !
Κάμμια βοήθεια έτοιον καιρόν να δώση δεν εμπόρει
NENNA

Λέγ' ανειτοτηνπώ, του Βασιλειού, και τηνε μαντατέψω,


Σκοτών
: και δε μπορώ ύστερα να γιατράτρέψω ,
Και πάλι αν το κρατώ κρυφο, και δεν το μολογήσω,
Και περπατή τοπράμμ' εμπρός,κ ' έτοιας, λογής τ' αφήσω ,
Τούτοχή να μαθητευθή, ό, τι καιρός γυρίσει,
Και ο Κύρις ωσαν πίβουλη βάνει να με φουρκίση .
Και θέλει πη και μια βουλή ήμουνε μετα κείνη,
Και πλειο μιαν ώρα ζωντανή τον κόσμον δεν μ' αφίνει .
Πούρο καιρος ας περπατή, ας πηαίνη, και ας περάση,
Μήπως και ξελησμονηθή , ο πόθος σαν γεράση ,
Και το μακρύ πολλαίς φοραίς είδα καλό να φέρη,
Κ ' ημέρα αλλοιώς ναν τοταχύ, κι άλλοιώς τομεσημέρι .
Ακόμα κ' ο Ρωτόκριτος στην ξενιτειά γυρίζει ,
Και τις κατέχει αν ήλαχε , σ' τόπον που δεν ελπίζει και
Η σκλαβον τον επιάσασι, και θάνατον του δωκαν ,
H " και άλλα κάλλη λιγερής πάλι τον επροδώκαν ;
Και όταν τόσον εύκολα, πιάνεται και μπερδεύει ,
Ποιος ξεύρει αν αγάπησεν άλλην κοπέλα ξένη;
Και απαρνηθή τον κύρι του, τη μάννα λησμονήση,
Και τζ''Αρετούσας, τη φιλια, και την αγάπ’ αφήση .
Κ' έστoντας και από λόγου της να μην ίδη σημάδι,
Tού πόθου, και να μη θαρρώ να σμίξουσιν ομάδι .
Αν έχη αγάπη μέσα του , γλίγωρα λησμονάται,
Πράμμα, που δεν αφέντεψεν , αν χάση, δεν λυπάται .
Κ' ή 'Αρετή το σφάλμα της δή το, και καλοδή το,
Και διώξει και ζυγώσει το κείνο που εδα ποθείτο .
Και σιγανα με φρόνησιν όλα τα Θέλει σάσει ,
Κι άνοστος κατασταίνεται ο πόθος σαν γεράση .
62 ΜΕΡΟΣ Α'.
Πάλι κ ' εγώ καθημερινό θέλω τηνε διατάσσει ,
Και όλα τα πράμματα ο καιρός χαλά, και μεταλλάσσει .
1. ΠΟΙΗΤΗΣ

Τέτα λογιάζει η Νέννα της και άλλα λογιάζει εκείνη,


Και άλλαξομπλιάζει η 'Αρετή,και άλλαθωρεί η Φροσύνη.
Της Αρετής η πιθυμια επλήθαινε ν' ακούση,
Πού βρίσκεται ο Ρωτόκριτος μαντάτα να της πoυσι.
Κ' εμάνθανε καθημερνό, πούρχανταν στο Παλατι,
Ξένοι κ' έλεγαν του Ρηγός, ποιους τόπους επερπάτει.
Κ' έπερνε σαν παρηγοριαν, πως είν' καλά ν' ακούση,
Μα δεν ερώτησε ποτε κείνους να της το πούσι .
Με φρόνησι λαχτάριζε, με γνώση τυραννάτο,
Μέσα της εφλογίζετο, κ' έξω δεν έγροικάτο .
Ας λακταρίζη, άς καίεται, ας ήναι παραμένη,
Καιας πω για τον Ρωτόκριτον πως βρίσκεται,πως πηαίνει.
0 ' σου εξενιτεύετο μακραν απ' την Αθήνα,
Και τόσον πλειον οι λογισμοί τζ' αγάπης τον εκρίνα,
Εμάργωνεν εις την φωτια, κ' έβραζε στον αέρα,
Είχε τον "Ηλιο σκοτεινό, και μαύρη την ημέρα.
Και το βοτάνη oπούβρικεν , ο φίλος πλεια βαραίνει,
Και την πληγήν του κακούργα, αμ’ όχι να την γιαίνη.
Κ' η ερμηνεια που τούδωκε, έσφαλε, δεν έχασε,
Μα πλεια βαραίνειτο κακό, πλεια μέσατον επιάσε .
Κ ' εγύρισε ειςχειρότερο, και πλειο εχθρός τουέγήνη,
Κ' όσο μακραίνει της φωτιάς πλειά νάφτει τοκαμίνι .
Τα μάτια του όπ' έστρέφονταν, και όπου αν εθωρούσαν,
Δεν είδαν ευμορφότερη από την 'Αρετούσαν.
Και τόσο πλειά τα κάλλη της τον εψυχομαραίναν,
Και ο ν8ς δεν ελαφρώνoυντον , ουδ' η πληγαϊς υγιαίναν .
Δεν ξεύρει πλειά ο Πολύδωρος ήντα βουλή να δώση,
Ο' "Έρως έχει μάθησε πλειο παρ αυτόν και γνώσι...
ΜΕΡΟΣ Α'. 63
Γιατ' είναι σε θρονί ψηλό και πλούσιο και μεγάλο,
Και πλειο κατέχει, πλειο μπορεί παρά κανέναν άλλο .
Μέσα σε τούτον τον καιρόν ο στρατηλάτης φθάνει,
Κ ' έμαθε για τον κύρι του, πως στέκει ν ' αποθάνη,
Ε'μίσευε σπουδακτικα να πάγη στην Αθήνα,
Γιατί με λόγια σπλαγχνικά η μάννα του εμήνα.
Είπεν τα και του φίλου του το πως τους βιάζει η ώρα,
Γλίγωρα να γυρίσωσι στην εδική τους χώρα.
Δεν ήταν για τον κύρι του ετούτα όπου σπουδάζει,
Μ ' ο λογισμός της Αρετής είναι που τον βιάζει .
Και τον καιρόν οπούλειπεν έτζι μακριά από κείνη,
Ε 'πλήθυνεν ο πόνος του , και αμέτρητος εγένη .
Σπουδαστικα γιαγέρνουσι , τη στράτα γλιγωρούσι ,
Σύνουν στην χώραν βιαστικά, τον άρρωστο να δούσι .
Ελάφρωσ' ο Ρωτόκριτος, έγροίκησε στα πάθη,
I' αποθαμμένος ήτονε , κ' ήζησε, και ανεστάθη .
Τον κύρι του καλύτερα ηύρει και δίχως βάρος ,
Για δα δεν έφοβούντονε, να τόνε πάρη ο χάρος .
Ε 'πήραν όλοι τους χαρα, μα πλειο ή καϋμένη μαννα,
Και ωσαν τον είδεν ή πληγαϊς του λογισμού τοεγιάνα .
Παν τα μαντάνα δώ και κεί, και ανεβοκατεβαίνα ,
Πώς ήλθεν ο Ρωτόκριτος, οπούτον εις τα ξένα .
Και γέρν' ο αέρας την λαλια τούτη στην 'Αρετούσα,
Χαραν μεγάλην έδειξε, τ' αυτιάτζ' όταν τ' ακούσα ,
Και αέρας μέσ' στα σωθικά, και δροσεράδα μπήκε,
Κρυφα κρυφα χαρούμενη περίσσα την αφήκε,
Κ' εξάφνου ότε το γροίκησε, πως έφθασε στην χώρα,
Εχλώμιαμς, κοκκίνισε, χίλιαις φοραίς την ώρα .
Και για να μη γνωρίσουσιν οι άλλοι τη χαρά της,
Με σιγανάδα σύρθηκε μέσα στην κάμερα της.
Έ'κ' ήτονε κ' η Νέννα της, και δυο καρδιαις βαστούσι,
Κείνα που γιαίνουσι την μιαν, την άλλην αρρωστούσι,
64 ΜΕΡΟΣ Α '.
Ε'βάλθηκεν η λιγερή σα φρόνιμη να χώση
Τζ' αγάπαις της, κ' έτζι εύκολα να μη ταϊς φανερώση .
Να μη μπορώ και Ρωτόκριτος ποτέ να την γνωρίση,
Πώς έχει βάσανα ερωτιάς, πως έχει πόθου κρίσι .
Και αγάλια αγάλια με καιρό να του το φανερώση,
Ζάλο και ζάλο να κινα, και ο πόθος να ξαπλώση.
Στολίζεται, αποφτιάνεται και εις του Κυρού της πηαίνει,
Και με μεγάλη πιθυμία να τονε δη αναμένει .
Εκείνος ως επέζευσε, πρώτη δουλειά που κάνει,
Κράζει κρυφα τη μάννα του, και τα κλειδιά του πιάνει.
Να γράψη πάλι βάσανα και πέδα που τον κρίνει,
Να βάλη ξύλα στη φωτιά , κάρβουνα στο καμίνι .
Ανοίγει τ' άρμαράκι του να βρώ την ζωγραφιά του,
Να κανακίση στο πανί με σπλάγχνος την Κυρά του .
Ως ήνοιξε, και δεν θωρεί τη στόρισιν εκείνη,
Σ' αφορμισι τον έρρηξε, και άλλος εξαναγίνη.
Ε'πάνω, κάτω γύρευε, με πεδoμή και ζάλη,
Και ως ότε κοιμηθή παιδι στης μάννας την μασκάλη,
Πάλλ’ ακριβό, και μοναχό, πολλα κανακεμένο,
Και ως θα του δώση το βυζί το βρίσκ’ αποθαμένο,
Σηκώνει ξεφορμίζει ο νους στο ξαφνικό μαντάτο,
Να δη νεκρό στα χέρια της παιδι όπου κοιμάτο .
Συρθή το αίμα στην καρδιαν, κ' η όψις απομείνη,
Ασπρη, χλωμή σαν του νεκρού, τέτοιας λογής εγίνη.
Α'ποκρυγιάναν το ζημιό της νειότης του τα μέλη,
Ως είδε πως δεν εύρηκεν εκείνο όπου θέλει .
Τα μάτια κάνει ωσάν νεκρα , κ' η όψις τ' απομένει,
Με δίχως αίμα ζωντανών, ωσαν αποθαμένη.
Και ζαλισμάρα τούδωκε, παράτρομος μεγάλος,
Και δεν εκάτεχε να πη, εκείνος είν ή άλλος .
Σαν όνειρον του φαίνετο, και πως κοιμάτ' εθάρρει,
Και να ξυπνήση ανέμενε να ταύρη μέσ' στ' αρμάρι .
ΜΕΡΟΣ Α'.
Σαν έπαρασονήφερεν ονλογισμός του μέσα,
Α'ρχισε να καλοθωρή, ποί' ναναι που του φταίσα .
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ

Τίς να τα πήρεν από κεϊ , και τίνος να τα πήγαν,


Λέγει, δεν ήτανε πουλια τα γράμματα και φύγαν .
Και ουδ' είναι μπορετό κι επα κλέφτης να μπήκε μέσα,
Γιατί γυρέψειν ήθελε ασήμι ή τορνέσα .
H " και άλλο τίποτ ' ακριβό, μα τα γραμμένα κείνα,
Οι κλέφταις αν τα θέλαν βρη, στον τόπον τους τ' αφίνα.
ΠΟΙΗΤΗΣ

Κράζει την μάννα το ζημιο, ρωτά , ξαναρωτά τη,


Σαν κείνη, όπ' όλα τα κλειδια στα χέρια της εκράτει .
ΜΑΝΝΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ

Ε'κείνη μ' όρκους φοβερους, του λέγει, το κλειδί σου


Γιέ μου, εγώ τα φύλαξα, στην ξενιτεια όντ’ όσου .
Κι ανθρώπου δεν το θάρρεψα, ουδ ' άφινα ποτέ μου ,
Νάθελε μπή άλλοςδίχως σου, να ζήσης, καλογυιέ μου.
Μια ώρα μόν η Ρήγγισσα, ήλθε κ' ή 'Αρετούσα,
Να δούσινε τον κύρι σου, το βάρος σαν ακούσα .
Και στο περβόλ' ηθέλησεν εκείνη την ημέρα ,
Να πάρη περιδιάβασι, τ' Αφέντη ή θυγατέρα .
Και ωρέγετο να συντηρά τα δενδρικα π' ανθούσα ,
Περίσσα τα ξενίζουντα όσαις και αν το ακλουθούσα.
Ολα τα τριγυρίσασι,στην κατοικια σου έσωσαν,
Και απέξω σαν την είδασι , την αποκαμαρώσαν .
Και εφάνη μου ναναι πρεπό, ν' ανοίξω νάμπουν μέσα,
Γιατί εθώρουν την Κυραν απέξω πως τζ' αρέσα .
Μετάξιν και με φρόνησιν εμπήκαν κ ' εθωρούσαν ,
Ταϊς στόλισες ωρέγουνταν, ταϊς πάστραις επαινούσαν .
Erotocrito
. 6
66 ΜΕΡΟΣ Α'.
Και δεν απλώσασι ποτέ , μόνον η Ρηγοπούλα,
Πούνοιξε, κ' εστοχάσθηκε εις την καμερoπoύλα .
Μα τίποτε δεν έπιασε, μα το ζημιών εύγήκε,
Μηδ' άπλωσε, μα σαν Κυρα. ως ταύρηκε τ' αφήκε.
Πράμμά σου λείπει, και ζητάς, και λησμονάς τογυιέ με,
Και το κλειδίσου κανενός δε' τόδωκα ποτέ μου .
ποΙΗΤΗΣ

Τάκουσεν ο Ρωτόκριτος τ ' αναβιβάνει η μάννα,


Τα λόγια της σε λογισμους μεγάλους τον έβανα.
Μα δεν το ξεφανέρωσε, μέσα κρυφα το κράτει,
Λέγει, ό, τι και αν έκρυύφευγα, ξεύρουντο στο παλάτι .
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ

Και αν τάπιασε, κ' εδιάβασε και ταδε η Αρετούσα,


Λογιάζω πως πολλαίς φοραίς τ' αυτια της μου τ' ακούσα.
Κ' η ζωγραφιά έβεβαίωσε, κ' έκάμε να γνωρίσης .
Πώς βρίσκομαι για λόγο της σ' ποθε, κι αγάπηςκρίσι .
Σ' ό, τι μιλεί ο λογισμός πολλ' ήθελε μανίσει,
Είς δουλευτής του παλατιού τόσον ν' αποκοτήση.
Να ζωγραφίση μιάν Κυρα, να την κρατη χωσμένη,
Και κάθε αργά να τραγουδή, αγάπη πως μαραίνει
Και του Κυρού της τάδειξε, και δεν μου λείπουν πάθη,
Κ' εδαυρε τον τραγουδιστής , που γύρευε τα μάθη ..
Και τούτο ο λογαριασμός εύκολα μου το δείκτει,
Την ζωγραφια και τα χαρτιά κρατείτα, δεν τα ρήκτει.
Για χαλασμόν μου τάπιασε κείν' όλα από το αρμάρι,
Οχι να θε να τα Θωρή, να μάθη :να ριμάρη.
Τάχωνα ξεχωσθήκανε, τα κρύφευγα φανήκαν,
Και τα μού δίδασι χαραν, εχθροί μου δα γενήκαν .
Ανάθεμα το ροιζικό, ανάθεμα την ώρα, .
Π’ ο φίλος μ' έδωκε βουλή να πάγω σάλλη χώρα . Α
1

ΜΕΡΟΣ Α΄. 67
ΠΟΙΗΤΗΣ
Στέκει, λογιάζει και θωρεί, ήντα μπορεί να κάμη, η
Να βοηθηθή σέτοια δουλει
,,
Κι αν τονε κράξη ο Βασιλειος να τον αναρωτάξη, .
Μ ' ήντα λογής λογαριασμό το μαύρο άσπρο να δείξη: '17
Και με μεγάλου λογισμών θωρεί, ξαναθωρείτο,
Γιατ'έβλεπε το κάμωμα πολλά καθάριον ήτο.
Ζερβα δεξιά το γυριζε, πάντ' εύρισκε πώς φταίγει ,
Γιατί το φώς τ' ολόλαμπρόν νύκτα κάνεις, δεν λέγει
Ογια λιγότερο κακό θε να σταθή στο σπίτι,
Και τζ'άλλες τέτην,την δελειαν πολλά κρυφή κρατεί την
Μόνον εις τον Πολύδωρον όλα τα φανερώνει,
Και κάποιαπουτου κρύφευγαν , εδώ δεν του τα χώνει . ?
Είπέ του, για την ζωγραφιάν, πούτον, και πως εχάθη,
Kai ως τάκουσεν. ο φίλος του, ασάλευτος εστάθη ή
Και δεν κατέχ ήντα να πη, κ' ήντα βουλών να δώση,
Εις τέτοια πράμματα ψηλά κομπώνεται και η γνώση.
Εκράτειές τουγι απαρθηνό, πώς στου Ρηγος,την χώρα,
Βρίσκουνται κείνα τα χαρτιά από την πρώτη μέρα
Πούρ έδωκε και αυτός βουλήν , στο σπίτι ν' απομείνη,
- Ο Ρόκριτος , ώστε να δούν για την δουλειαν εκείνη .
Καταχωστα με πονηρία και γνώσι να ξανοίξουν ,
Και αν έμπορέσουν το κακό και βάρη αλλού να ρίξουν.
• Και ν' αύρουν φίλους κι έδικούς , κρυφα να του μιλήσουν ,
Να ψευδομαρτυρήσουσι, για να τον βοηθήσουν
Να πούν, πώς άλλος τάδωκε του Ρόκριτου στην χώρα,
Να σώσουσι τα λόγια τους στην ώρα, στην ημέρα .
Και για κανέναν άνθρωπος, πού νάναι ποθαμενος ,
Να πούν, πώς κείνος κάδωκε,ναβοηθηθήό φταιμένος ι !!.
Τούτ' η βουλή, πού. τούδωκεν ο φίλοξα δεν τ' αρέσει,
Δεν έχει, πόδια, να σταθώ εκείνος όπου φταβάει τα 2
68 ΜΕΡΟΣ Α'.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ

Και λέγει , φίλ', αν μ' αγαπάς , και θες να με βοηθήσης,


Εις το παλάτι πήγαινε, να δης και να ξανοίξης .
Στου Βασιλειού το πρόσωπον, αν ήναι μανισμένος,
Η πούρι και χαρούμενος, και καλοκαρδισμένος:
Και αν σου μιλήση σπλαγχνικά, για λόγου μουρωτήξη,
Για ανάβλεμμα άγριο και θολό, και γροινιασμένο δείξη,
Νάλθης ζημιο να μου το πής , να μάθω τα μαντάτα,
Να ξορισθώ, να περπατώ στης ξενιτειάς την στράτα.
Και αγάλια αγάλια να φυρώ, κ' ελπίδες να χαθούσε,
Και το μαντάτο γλίγωρα ναλθούν να σας ειπούσι .
Πώς για τον πόθον εκεινης, π' αγάπησα στανιώς της
της,
Να το γροικήση, να χαρή, και ό,τ' έσφαλα για κείνη ,
Να μην αναθιβολευθη, και ανέγνοια ν' απομείνη.
ΠΟΙΗΤΗΣ

Ο' φίλος τ' ανεδάκρυσε στα λόγια που του ακούει,


Κ' η πίκράτε και ο πόνος τουμέσ' την καρδιάς τ8 κρέες.
ΠΟΛΥΑΙΡΟΣ

Λέγειτου, μην πικραίνεσαι,τούτητην έγνοίαν δος μου,


Και να ξανοίξω ό, τι μπορώ, σου τάσσω μοναχόςμου.
Και ό, τι σημάδια θέλω δει , να σου τα πω κ'εσένα,
Να συμβουλέψωμε κ' οι δυο εις τάχεις καμωμένα .
ΠΟΙΗΤΗΣ

Ετούτος έπρασσι συχνά στου Ρήγα το παλάτι,


Μ ' αγάπαις δεν εγύρευεν, ουδε φιλιαϊς εκράτει το και
Κ 'εκίνησε σα δουλετής να πα να χαιρετήση,
Δια να δη το πρόσωπό τ'Αφέντη ναγνωρίση .
ΜΕΡΟΣ Α '. 69
Εύκολα κείνοι που μπορών, κ' οι "Αρχοντες όπ’ ορίζουν ,
Σ' έτοιαν μεγάλα σφάλματα γροικούσε και μανίζουν .
να
Ε'πήγε
κι μ ' έτοιον λογισμών, και χαιρετά τον Ρήγα,
αυτος πασίχαρος, ρωτα,
Στα ξένα, που γυρίζασι κ' ήντα μαντάτα φέρα , ανκαι ο
Και δίδει του , και έφίλησε την σπλαγχνικήντου χέρα.
Και με το γέλοιο του μιλεί, χαραν πολλήν του κάνει,
Ρωτά για τον. Ρωτόκριτον, πούναι, και δεν εφάνης
Ηταν εκεί κ ' ή 'Αρετή, τα λέγασιν έγροίκα,
Και τα κρυφά της φύλαξέ, και έξω δεν εφανήκα.
Πούρι δεν ήτον μπορετόν, όλους να τους κομπώνει;
Κ ' εγνώρισε ο Πολύδωρος: κείνο όπου τζ' άλλους χώνει .
Είδεν τηνε χαρούμενων, είδεν την ξεγνοιασμένη,
Η ντά σημάδια θέλει πλείο να στέκη ν' αναμένη;
Σαν εύρηκε καλαίς καρδιαις, ζημιο παρηγορήθη,
Και με γλυκύτη του Ρηγός στα τουπε πηλογήθη.
ΠΟΛΥΔΩΡΟΣ

Λέγει, ο Ρωτόκριτος κακα βρίσκεται για την ώρα,


Κ' είς το κλινάρι κείτεται ως ηλθεν εις την Χώρα .
ΠΟΙΗΤΗΣ

Η ' ' Αρετούσα ως τ' άκουσεν, έχλώμιανε, κ' εφάνη,


Το πώς ετούτη η αρρωστια μέσ' στην καρδιά την πιάνει
Σφαίνει, πάπη, κ' οι λογισμού τ' ανθρώπε δεν γροικούνται,
Γιατί με δίχως όμιλια στο πρόσωπον θωρούνται:
Ας πάσχηπούρι όσον μπορεί άνθρωπος να τα χώνη ,
Τα μάτια και το πρόσωπον όλα τα φανερώνει ρω :
Μπορεί λίγη ώρα, όπου γροικά κανένα να κομπώδη ,
Μα γλίγωρα γνωρίζεται κείνο που δε να χώση
Ε' γνώρισ’ο Πολύδωρος, κατέχωντάς και τ' άλλα,
Πώς η γραφαϊς , *' η ζωγραφιά σε πόθο την εβάλα .
ΜΕΡΟΣ Α .
Κι όπουχε την επαρηγοριαν, το πώς δεν τα κατέχει,
Ο ' Ρήγας κείνα τα κρυφα, και ουδ' έτοιαν έγνοιαν έχει
Πικραίνεται , κ' είς τα θωρεί σαν φρόνιμος λογιάζει,
Το πώςδεν έσβυσε η φωτιά, μα ειςδυο κεντά και βράζει,
Δειλια τέτοια κακήν αρχήν, το τέλος της φοβάται,
Και όχι τον ένα μοναχά, μα και τους δυο λυπάται
Μισεύει, και αποχαιρετά, στου φίλου τουκαι γιαγέρνει ,
Και τα μαντάτα ως φρόνιμος συγκεραστα τα φέρνει,
1
ΠΟΛΥΔΩΡΟΣ
Λέγει τον , αδέλφι, κάτεχε, και οΡήγας δεν τοξεύρει,
Ακόμη κείνο, το κακό, που μέλλεται να σ' εύρη.
Και ολόχαρος ερώτησεν, ως μ'είδεν, γιατ'εσένα,
Και πως τα πήγαμεν και οι δύο,που λείπαμεν στα ξένα ,
Μα τζ : Αρετής το πρόσωπο καθάρια φανερώνες,
Πώς έχει μανιτα πολλή, μα ως φρόνιμη την χώνει ,
Μα τ' όνομάσου ως τ' άκουσε , στόση έχθρηταν εμπήκε,
Φαρμάκι απ' τα ρουθούνια της με τον καπνόν εύγήκε .
Και αιγανα τα χείλη της ανεβοκατεβήκα ,
Καε μία στο στόμα μίλησεν , πού άλλος δεν έγροίκα ,
Κι απ' τον καπνό το σόματος , και απ' τα σημάδια τζ' όλα ,
Με μανιτα είδα και να πη, ο κλέφτης ήλθε κιόλα ;
Τα χείλη τα ξαμώνασί, δίχως να τα μιλούσα ,
Τα μάτια μου γροικήσασι, τ' αυτιά τουδεν ακούσα ,
Και λέγω σου να βλέπεσαι, και την φωτιάν να σβύσης,
Και στο παλάτι του Ρηγός πλειό σουνα μη πατήσης ,
Την μάννα, και τον κύρι σου ή 'Αρετή λυπάσαι ,
Γιαύτως το σφάλμα oπoύκαμες, για δα δεν μολογάται ,
Γιατί κατέχει , και αν το πη, ο Ρήγας , δεν αφίνει,
Α'γδίκητος σ'έτοια δουλεια μεγάλη ν' απομείνης .
Μ ' αν ήν και δη από λόγου σου ξόμπλε κανένα άλλο,
Το φανερώνει του Κυρού, κάτεχε για μεγάλο ,
ΜΕΡΟΣ Α ': 71
Και αν ήναι και φανερωθούν, και ο Ρήγας να το μάθη,
Κακομοιριαϊς το σπίτι σας έχει πολλαίς να παθη.
Για τούτο ξώφευγε απεκεί , δείχνε πως δεν κατέχεις,
Και πως ουδ έτοιον λογισμόν, ουδ' έτοιαν έγνοιαν έχεις ,
Για να λογιάση πως ποτε, ταύρες, κ' ελάχασί σου,
Κι άκακα δίχως πονηρίαν τάχες στην φυλαξί σου .
Και μηζητάς κάμμια μορα να μάθης, τίς τα πιάσει,
Και φρόνιμος παρα ποτε εδώ τυχαίνει νασαι :
Νάλθη να ξελησμονηθή το πράμμα να περάση,
Μα δα που βράζει, βλέπεις το , και καίγει που το πιάση .
πρΙΗΤΗΣ

Ε 'στεκεν ο Ρωτόκριτος με λογισμόν, κ' έγροίκα,


Λίγην την είχε την χαράν, μεγάλ' ήταν η πίκρα.
Πώς δεν κατέχει ο Βασιλειος, τούτο πολλα τ' αρέσει,
Μα η μανιταις της 'Αρετής βράζουν πολλά και καλσι .
Στο σπήτι βάλθηνα σταθή, μέραις να μην τον δούσι,
Και όταν ρωτήση ο Βασιλειος, πωςείν'κακα να πούσι ,
Τον άρρωστάρην έκαμε, και ο κύρις το πιστεύει,
Και γιατρικά πολλών λογιών πέμπει να του γυρεύνη.
Η 'Αρετή με λογισμόν την αρρωστιάν του γροίκα,
Μέσ' την καρδια είχε τον καύμόν, τα σωθικά την πίκρα ,
Ο Κύρις της καθημερνο έπεμπε να μαθαίνη,
Χαραν μεγάλην έπερνε, το Βελαν πή πως γιαίνει .
Γιατί τον κύριν τ' ακριβον τον είχε στο παλάτι,
E "τζι και αυτόνο το παιδί σαν τέκνου του το κράτει .
Μέσα σε τούτον τον καιρών, κ' ημέρας που περνούσα,
Τέσσαρα μήλα διάφορα ηύρεν- ή 'Αρετούσα.
Πέμπει, και κανισκεύειται εις τ' άρρωστου την μάννα,
Κείνα γενήκασι γιατροί, κ'εκείνα τον εγιάνα .
Σαν τα είδε, και σαν τούπαοι, πώς είν' απ'το παλάτι,
Και είπασι ποια του τάπεμψε, και ποια χέρα τα κράτει ,
72 ΜΕΡΟΣ Α '.
Οληνυκτίς ελόγιαζε, καθόλου δεν κοιμάται,
Και μ' έτοια ξόμπλια φανερα, ανδρεύει ξεφοβάται .
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ

Λέγει, πώς είναι μπορετό, πως μοιάζει τούτο, νάχη,


Η 'Αρετούσα μετα με, τόσην κακιάν και μάχη.
Αν ην' και κατα πως θωρώ, και οπόχω, γνωρισμένα,
Την μάννα μου εκανίσκεψε ξαρρωστικό για μένα;
Δεν θέλω πλειο, για έτοια δουλειά, τουφίλου να μιλήσω,
Την γνώμην του κατέχωτην, πάντα με σύρνει οπίσω.
Και εμπόδισμα, και δυσκολιαϊς και μπέρδεμα μου βάνει,
Και χώνει μου το γιατρικόν , οπόχει να με γιάνη .
Είς τα γροικώ, καιεις τα 3ωρώ, κ'εις ό, τι μ' ερμηνεύει,
0' "Έρωτας, η Αρετή να βλάψη δεν γυρεύει .
Κανένα για την ζωγραφιάν, μηδε για τα γραμμένα,
Ουδ' όρεξιν καμμιαν κακήν, δεν έχει μετα μένα .
Και αν είχεν είσται απαρθηνα, και τόσα να μανίση,
Ηθελε στράψει ως εδώ, να βρέξη, να χιονίση .
Μα εγω θωρώ καλοκαιρια , μέρα σιγανεμένη,
Και νέφαλο στον ουρανόν θολο δεν απομένει .
Πάντ’ η γυναίκα ανερωτά, και πιθυμά ν' ακούση,
Πώς όλοι την ορέγουνται, και όλοι την αγαπούσι .
Και ουδε μανίζει, ουδε γροινιά, αμή πολλα τζ' αρέσει,
Ολοι μεγάλοι και μικροί, όμορφης να την λέσι .
Κι αν ηύρε τα τραγούδιαμε, το σκιάσμα τζ' εύμορφιάς της,
Δεν έκακοσυνέφτηκε μάχείτο για χαράτης.
Λογιάζει, πως σαν δουλευτής οπούμαι στο παλάτι.
Ε'πιασα και εζωγράφισα το σκιάσμα επού κράτει .
Δεν θέλει , πη πως αγαπώ, μα σε καλο το βάνει ,
Κ ' έτοια γλυκότη και ομορφιά ποτέ κακό δεν κάνει .
Γλίγωρα θα να σηκωθώ, να πω το πώς έγιάνα,
Κ' επέρασέ μου το κακό, κ' οι πόνοι , που με πιάνα .
ΜΕΡΟΣ Α'. 73
Κ' εις το παλάτι μοναχός θα πάγω. μιαν ημέρα,
Και να φιλήσ’ ως δουλευτής τ' Αφέντη μου την χέρα .
Για να γνωρίσω, και να δώ ειςήντα στράταν είμαι !
Και ο λογισμός, οπούβαλα , ή γιαίνει, για άρρωστεί με.
ΠΟΙΗΤΗΣ

Η καύλα ή ψωματική επέρασε και έδιάβη,


Νερό γυρεύει στην φωτια,πριννα τον κάναλαβη.
Ντύνεται, και σηκώνεται, και απήτις έσηκώθη,
Δυο μέραις ήταν σφαλιστος, και απέχει φανερώθη. !!
θωρούνταν φίλοι κ' εδικοί, πέρνουν χαρα μεγάλη,
Πού πρώτα εκεί δεν άφινε κανένα να προβάλη. :
Η'λθε και ο φίλος και θωρεί τον φίλον σ' άλλα φύλλα ,
Κ' εκάμαν νεκρανάστασιν τής 'Αρετής τα μήλα .
Γροικά του κ' ελογάριαζε να πάγη στο παλάτι.
Και ταδιατάγματ' έδιωξε, και άλλην βουλήνεκράτει .
Eλόγιαζ'ο Πολύδωρος, τοπώς κρυφόθα νάναι,
Μαντάτο απ' την 'Αρετήν, για κείνο τον έγιάνε .
Λέγει, ό , τι και αν εκόπιασα, θωρώ νεκρα πομείνα,
Και χορτασμόν δεν εύρηκαν, ένα που τόσο πείνα .
Για τότε πλειο δεν του μιλεί , και' ελόγιαζε πως έχει,
Κρυφά μαντάτο τζ' Αρετής, ώστε να το κατέχη.
Στολίζετ’ ο Ρωτόκριτος να πάγη στο παλάτι,
Με ταπεινότη κίνησε, και μ' έγνοιαν έπερπάτει
Εβανε χίλιους λογισμούς, ήντα ν'αποφασίση,
Κ' ήντα να κάμη προς αυτόν της 'Αρετής ή κρίσι.
Δεν θέλει παρά μια φορα να την αναντρανίση,
Και αν έχη μάχην προς αυτόν, να δή να την γνωρίση.
Και απέχει πλειο να μη στραφή, στον τόπον πούναι κείνης
Να καίγετ' ολομόναχος τζ' αγάπης το καμίνιμ 5.
Εσύμωσε του Παλατιού, ανέβηκε την σκάλα ,
Κείνη, που τον επότιζεν το μέλι και το γάλα.
74 ΜΕΡΟΣ Α.
Ε'μπαίνει μέσα χαιρετά, σαν δουλευτής τον Ρήγα,
προς την μέραν της 'Αρετής εστράφηκεν ολίγα.
Κ'εκείνη με την πονηρίαν δεν ήθελε για πρώτη,
Να δή το πώς ωρέχτηκε Ρωτόκριτου την νειότη..
Εχλώμαινε, κ' έκρύγιανε την ίδιαν ώρα πάλι,
Εξάψα, εξεκοκκίνισαν τα πλουμισμένα κάλλη.
Ανοίγαν, κ' εσφαλίζασι τα φύλλα της καρδιάςτης ,
Και με τηνπίκραν ήτονε αυγκεραστή η χαρά της :
Στου πόθου τα μπερδέματα είχε χαρα μεγάλη,
Να βλέπη κεϊνών π' αγαπά, μ' έτοια μορφια και κάλλη
Μ' ως είχε βάληεις τον νούν, και ως ήθελε λογιάσει,
Ποια στράτα μέλλει να κρατή, και ποια βουλήνα πιάση,
Ναύγη το πράμμά με τιμήν, οπούβαλε στο νουτης,
Και να γενή με την ευχών Μάνναςκαι τ’ Κυρού της .
Χολικιασμένη πόμενε,καιπόλεμον μεγάλο,
Είχε στα φύλλα της καρδιάς, για τονα και για τ' άλλο ,
Κρυφα τον ανάντράνιζε, και ουδε πολυσυχνάζει,
A'κάτεχή σ' έτοια δουλια , και δίχως πόθο μοιάζει.
Κ'εκεί που πάντα σαν Κυρα, ανέγνοια τον εθώρει,
Ε'δω κλιτα, κ' εντροπιαστα τον έβλεπεν η Κόρη.
Και σ' έτοια χρειαν ανδρεύετο να της βοηθήση ή γνωθι,
Και την αγάπη έτζ' εύκολα να μην του φανερώση .
Να τονε σύρης τον καιρόν όπου μπορεί να σώση,
Και τα κρυφα τζ' ο Ρωκριτος ποτέ να μην τα νοιώση .
Μα τούτο σφαίνει που το πη, ο πόθος δεν κομπώνει ,
Μα όποια αγαπά στον αγαπά γοργό το φανερώνει .
Α'ρχισεν ο Ρωτόκριτος, του παλατιού συχνάζει, να
Κι ουδε τα πίσω συντήρα, μηδε τα μπρος λογιάζει ,
Καμμια φορα με φρόνησε την ' Αρετούσα εθώρει,
Για να γνωρίση ήντα καρδια , και όρεξιν έχ' η Κόρη .
Κι ανέχημάχην και κάκια , κι αν ήναι γρουνιασμένη,
Με τέτοια απόφασ’ έστεκε με φόβον και αναμένεικαι
ΜΕΡΟΣ Α . 75
Την πρώτ' έστράφη απoλιγού ,την δεύτερη, πληθαίνει,
Την τρίτη πέρνει αποκοτια , πλεια παρεμπροςέμπαίνει
Δέτην, και ξαναδέτηνές αρχίνησε κ' η Κόρη,
Κ'εσυχνοστρέφετα και αυτή, με σπλάχνος τονξεθώρει.
Kεί πούθελε να κρατηχθή, καιρός πολύ να διάβη,
Ερωτας τζ' ηφτε την φωτιάν, κ 'έστεκε ν' αναλάβη.
Εθώρειε τον Ρωτόκρίτον πώς ήτον , κ'ελυπάτο, ολ !
Και με την άκραν του ματιού, σιανα τ' απηλογάτο.
Είς κάποιον τρόπον ειςτ ' αλλού έπαιζε με το μάτι,
Ο που γνωρίζασιν, κ' οι δυο, πως μια φιλια τζ' εκράτει ,
0"μοιασεν ο Ρωτόκριτος κείνου του στρατηλάτη, ο
Πούλαχτείς ποταμια θολή,ε! είναι νερό γεμάτη.
Και ως τών ιδή φοβάται την, δείλια να την περάση,
Μα βιάζεται, και αποκοτα ναμπή να δοκιμάση.
Και αγάλια αγάλια περπατεί,ζάλο και ζάλο κάνει
Να δή το βάθος του νερού, βέργα κρατεί, και βήνει
Πάντα της βέργας ακλεθα, και κείνη συμωνεύει,
Των πλειαν ανάβαθη μερα, και πλειαύκολη γυρεύει .
Και απήτις δή, και καλοδή, πώς λίγο βάθος έχεις
Περνά , ξαναπερνά τηνε , και φόβοι πλειά δεν έχει...!
Ετζ' αυτουνού τα μέλητου, έτρεμαν κ'έδειλιούσαν, οι
Την πρώτην οπού στράφηκε, κ' είδε την 'Αρετούσαν .
Και αγάλια αγάλια αρχήνισεν αποκοτια να πέρνη,
Να συχνοπηαίνη στου Ρηγός, και νασπουδογιαγέρνη.
Και δοκιμάζοντας και αυτός το βάθος των κυμάτων,
Hύρεν ανάβαθα νερα, και πλειο δεν έφοβάτον , και εκεί
Εγνώριζε στα μάτια της πον πόνον της καρδιάς της,
Κ'ειςτην χλωμάδα τηνπολλήν, εις την αδυναμιάτης .
Το πράμμαπλειο δεν είν'χωστο, στονένα και εις τον άλλο,
Γιατί γνωρίσασι και οι δυο , πως τρέχουν ένα ζάλας
Η''Αρετούσ' όσον μπορεί, έπασχε να του χώνη, το"!
Μα ο "Έρωτας ο πίβουλος τηνε ξεφανερώνει . /
76 ΜΕΡΟΣ Α '.
Και όσο με γνώσι πονηριάς να κρυφευθή γυρεύει,
Ο πόθος τα φανέρωνε, η αγάπη μαντατεύει
Τάχουσιμέσ' στον λογισμόν, κανείς δεν τα κατέχει ,
Μηδ' άλλος τούτα τα γροικά, μόν' όποιος έγνοιαν έχει .
Η Νέννα της τα κάτεχε, και ο φίλος του έρωταρη,
Κ ' εσφάζονταν καθημερινό για τα δικά τους βάρη.
Πλειόη ερμηνείας τουςδεν μπορούνόφελος να τους κάμου,
Προξενητάδες μοναχα θα νάν' οι δυο του γάμου. Ο
Ε'χρυφραναντρανίζασι, κ' έκρυφοσυντηρούσαν,
Γελοίο δεν δείχνει ο εις τ' αλλού, μηδέποτεμιλούσαν .
Ε 'δ' έτζο επέρνα ο καιρός , τα μάτια ήσαν μόνον,
Πού μολογούσαν τηςκαρδιάς, τα πάθη και τον πόνον .
Τ 'ανάβλεμμα της 'Αρετήςείναι στο ναι, κ'εις π’ όχι,
Με φρόνησιν το κάρβουνου εις την αθάλη τόχει. Το
Δε θε να δείξη κι εύκολα ο πόθος την ορίζει,
Μέσα είχε βράσιν και καϋμόν , καιαπέξω δεν καπνίζει
Και μ' όλο που ο Ρωτόκριτος εγνώριζε κ'εθώρει ,
Πώς σπλαχνικα συχνα συχνα αναντρανίζει η Κόρη,
Ποτέ του δεν αποκοτα λόγο να της μιλήση ,
Γιατ’ άθελε πλεία φανερα την Κόρην να γνωριση
Και όλα τ ' αναντρανίσματα ποδιδε η Αρετούσα ,
Η' τάξι κ' η γλυκότητα , πάντα τα συγκερνούσα .
Και για τιμή, και για ευγενεια , και γιαμεγαλωσύνη,
Να την γνωρίση έτζι καλα ακόμη δεν αφήνει .
Και μ' όλον πούχε πιθυμιαν νατονε κάμη τέρι,
Θέλει κ' ετούτο ο καιρός με γνώσι να το φέρη .
Εθώρειετο , αναπεύετο, και εκείνο τήνε σώνει ,
Και δίχως σπούδαν σιγαναί, να φθάση το ζυγώνει :
ευρίσκετο οι Ρωτόκριτος μέσα στο ναι και εις τ' όχι ,
Ωραις σ ' αέρα δροσερό , και ώραις σ’ φωτια, και εις λόχη.
Ετρεμεν, εφοβάτονε, κ' έβλέπουτο, μη σφάλη, Σ

Να δείξη τον αδιάντροπον σ' έτοια Κυρα μεγάλη.


ΜΕΡΟΣ Α '. 77
Και πάντα με κλιτότητα, και με ταπεινοσύνη.
Εθώριε και αναντράνιζε την ομορφιαν εκείνη . Ο
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ

Κ ' έλεγε μέσ' του λογισμού, κατέχω, και γνωρίζω,


Και άξιος, δεν είμ' εγώ ποτέ, τέτοιαν Κυραν ν' ορίζω.
Και να την κάμω τέρι μου και το λοιπόν τυχαίνει,
Ο ' δουλευτής σαν δουλευτής εις την Κυραν να πηαίνη .
Τούτο με σώνει και ας περνώ, σώνει με , και κατέχω ,
Πώς λέγεται να με θωρώ , κέρδος μεγάλον έχω .
Kαι τίποτ' άλλο απ'αυτήν δεν μοιάζει ν' αναμένω ,
Ετούς ας έχω για θροφήν, να τρώγω, να χορταίνω .
ΠΟΙΗΤΗΣ

0 'που αγαπούσι καρδιακά , παρηγοριαν μεγάλη,


Πέρνουν να βλέπον εις τ' αλλού των ομματιών τα κάλλη .
Χαίρονται, αναγαλλιούσί νε με την θωριαν εκείνη,
Και αν θελεν να τραφών και αλλά, η αγάπη δεν τζ'αφίνει .
E "τζ' ήτον στον “Ρωτόκριτον, έτζι στην 'Αρετούσαν,
Με την θωριαν έθρέφουνταν, μαστορικά περούσαν .
Δασκαλικα πορεύοντα, μ' όλον oπoύτo η πρώτη,
Πού μπήκε σ' έτοια βάσανα ή άπραγή τους νειότη .
Μην το κρατήστε για πολυ, μην το θαυμάζετ’ όλοι,
Τούταις η τέχναις βρίσκονται στης φύσις το περβόλι .
Και εις πράμματαπολλών λογιών, π’άνθρωπος δεν κατέχει,
Και ουδ' έπραξε, μηδ' είδεν τα, μάθησ’ η φύσις έχει.
Σαν το μωρών, όπου κανείς,φαητό δεν το ερμηνεύει,
Και κείνο ό, τι ώρα γεννηθή, ναυρή βυζί γυρεύει.
Απ' την κοιλιαν της μάννας του ή φύσις δασκαλεύει,
Και το βυζί για ζησί του να τόβρη πασπατεύει .
Και δίχως νάχη δάσκαλο, με μάθησιν γεννάται,
Κλαίει, γυρεύει το βυζί, κ' η μάννα το λυπάται.
78 ΜΕΡΟΣ Α '.
Και αν είναι και γιαμιά γιαμιά, γάλα δεν το ταγίση, ο
Στο στόμα, τα δακτύλιατου, βάνει να πιπιλίση.
Δείχνει τηνχρειάν του το ζημιο, και ομολογώ τα θέλει,
Μ ' όλον οπούναι έτς άφαντο, και βρέφος, και κοπέλι.
Ετζ' είναι και εις τονάγουρο, και κόρηόταν αρχίσουν,
Φιλιαν να κάμουν τζ' ερωτιάς, *' έμπούαι κιαγαπήσουν .
Μ ' όλον οπούναι η πρώτη τους, και μάθησε δεν έχουν ,
Το κάνει χροιά σ' έτοιαις δουλειαϊςγνωρίζεν καικατέχεν.
Δάσκαλος είν' ο Ρώκριτος , και η Αρετούσα πάλι , Υ
Χώνειτον πόθον φρόνιμα, σαν νατον και μεγάλη .12
Και ωσάν να είλααι βρέθη, άλλη φορα και λάχη, ή
Εις τέτοιον πόλεμον γροικούν, ήντα ζητά έτοια μάχης

( γ: ;

3. »

οξους και

.
.3.Α) 5 -50 . Υ . Α Α
79

ΕΡΩ Τ Ο ΚΡΙΤΟΣ
. is mortstors" X
« ... και οι άλλο κι
13ου και

Μ . Ε Ρ Ο Σ εγ. Β : τη ,

Μέσα σε τούτον τον καιρόν ήλθεν εκείν' η ώρα,;


Να μαζωχθούν οι στρατηγοί ν' αναγαλλιάσης ή χώρα.
Να κονταροχτυπήσουνε , τα δώρα να κερδαίσουν ,
Να τιμηθούσαν οι καλοί να ντροπιασθούν θα πέσουν
Εκάτεχε ο Ρωτόκριτος κείνο που διαλαλήθη,
Κ' είσε μεγάλην πιθύμμαν παράλλον εκινήθη.
Να δοκιμάση και να δή, μ ' άλογο και χοντάρι,
Αν ήν' καλός να πολεμά , σαν κι άλλο παλικάρι .
Και λέγει του Πολύδωρου τότε την όρεξία του ,ο
Και φανερώνει πάθελε,ζητώνταςτην βουλήν του.
Ο φίλος του σαν φρόνιμος, που πάντα δυσκολεύει,
Ταχεν ετούτος όρεξιν, και κείνα που γυρεύει,
E "πασχε πάντα να σβυσθή ο λογισμός όπ’ έχει, 5.
Και την αγάπην τζ' Αρετής να μην τηνε ξετρέχη ...
Κατέχωντάς τον δυνατόν παρ άλλον Καβαλλάρη, η ο
Ε'λόγιασε πως την τιμήν, απ' όλους θέλει πάρειου -
Και το στεφάνι το χρυσό με νίκος να κερδαίση.
Κ' ή 'Αρετάσα είς πλειαν φιλιαν και αγάπης να μπερδέση.
Γιαύτως πολλώ λογιώ αφορμαϊς,και δυσκολιαϊς:τ8 βαλές ,
Γιατί δεν τόχεν όρεξιν, να πάρουτο στεφάνει: . '
80 ΜΕΡΟΣ Β'.
ΠΟΛΥΔΩΡΟΣ

Λέγει, αν $έλης την βουλήν του φίλου του καλού σου ,


Αφς το κονταροχτύπημα, οπούβαλεν ο νους σου .
Γιατ’ αν θελήση η μοίρα σου, και το στεφάνι πάρης,
Και δείξης ανδριαν πολλών στ' άλογο καβαλλάρης,
Ο Ρήγας είναι φρόνιμος, και θέλει το λογιάσει,
Πώς ήσουν και τραγουδιστής, οπούβαλε να πιάση.
Γιαν' άλλος εις την χώραν μας δεν είναι σαν εσένα,
Εις την ανδρεια, και ομολογάς, και δείχνεις τα χωσμένα .
Και εκείνο , όπου για λύπησιν ή 'Αρετη κρυφεύγει,
Και να μποδίση το κακό με φρόνησιν γυρεύει,
Με πελελην αποκοτιαν θες να το φανερώσης ,
Να μη μπορώ να κρουφευθής, πλειο μή δε να το χώσης.
Ε'σ' είσαι, αδέλφοι, δυνατός , μάσουν χωστός ωςτώρα,
Δεν σε κατέχω παρα γω, απ' όσοιοίναι στην χώρα .
Και όλ' έχουν άγνοιαν και ρωτούν, από την ώρα κείνη,
Οπού στους δέκα θάνατος, και λαβωμός εγίνη.
Και το σε δουν με ανδρειαν κερδίσης το στεφάνι, ο
Κείνοι, πε χάσαν τζ' έδικους, και ο πόνοςτε τους πιάνει,
Θέλουν, φωνάξει στου Ρήγος, όπου τα δίκαια κρίνει,
Για κείνους που σκότωσες, να κάμη δικαιοσύνη.
Και θέλεις δει κακομαιριαϊς μεγάλεις στο κορμίσου,
Και το τραγούδια καιοι σκοπού, εις δάκρυα να γυρίσου .
Πιάσ' την βουλήν μου , αδέλφι μου, δέτην καλα φεκρούτην,
Αφς, το κονταροχτύπημα για την φοραν ετούτην.
Το πράμμα είναι σύνωρον, και ακόμη οι πονεμένοι,
Είναι θλιμμένοι, σκοτεινοί , και μαυροφορεμένοι .
πόΙΗΤΗΣ

€0 Ρόκριτος, που επιθυμιαν είχε να τον δούσε, '


Τα μάτια, που του δίδασι, θροφήν, και απ' τον ζούσι.!
ΔΙΕΡΟΣ Β '. S1
Το πώς έκαβαλλίκεψε, κ' έπιασε το κοντάρι,
Για το στεφάνι οπούκαμεν, άλλος να μην το πάρη.
Και ουδε να καυχηθή κανείς, πως στην Αθήνα μέσα .
Τέτοι ηκριβα χαρίσματα, οι ξένοι τα κερδέσα .
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ

Λέγει, Πολύδωρ ακριβε , τα μου μιλείς γροικώτα,


θυμούμαι τα διατάμματα, τάστερα και τα πρώτα,
Και σμίγω κείναις τζ'όμιλιαϊς, με τούτα που μου λέγεις ,
Κ' ευρίσκω ποιάναι η αφορμή, όπου με δυσκολεύεις.
Κ ' εγώ στο νούν μου τόβαλα να κονταροχτυπήσω,
Και για θανάτους εκατό, πλειο δε γιαγέρνω οπίσω.
Καιό ,τι αν μούπες σήμερον, πράμεάναι, που δε μοιάζει ,
Και ο Βασιλειος , ουδ' άλλος πλειο ετούτα δεν λογιάζει .
Και άφες αυτα αν μ ' αγαπάς φίλε μου , να περάσου,
θωρώ την φρονιμάδα σου, γροικώ την πονηριά σου .
Κατέχω τούτα που μου λες, και όπου μ' αναβιβάνεις,
Και άφες τα να περάσουσι, γιατί τον κόπον χάνεις .
Για πέμου, αν θέλη η μοίραμου, και κάμη νανικήσω,
Και το στεφάνι το χρυσό άλλου να μην τ' αφήσω,
Ποια μεγαλήτερη χαρα μπορεί να δη η καρδιά μου,
Σαν νάχω ντζόγια οπούκαμε με πόθον η Κυρά μου ;
Να πέρνω σαν παρηγοριαν στα πάθη νύχτα μέρα,
Με το στεφάνι, οπούπλεξεν η μαρμαρένια χέρα;
Να το θωρώ ταχια, και αργά, κ'εις τα προσκέφαλα μου ,
Να το κρεμνώ, και όληνυκτίς να βρίσκεται κοντά μου και
Και μετα κείνο να περνώ, ώστε να παραδώσω,
Και ώστε να φέρουν οι καιροί την ζήσιν να τελειώσω.
Τέρι να κάμω έτοιαν Κυραν, εμπόρεσιν δεν έχω,
Το θέλουν άλλοι να το πούν, γνωρίζω , και κατέχω.
Και απήτις σ' πράμματα ψηλα δεν φθάνει η μπόρεσίς με,
Σκιάς με τα καμωσούδια της6 ας θρέφω το κορμί μου , και
Erotocrito ,
82 ΜΕΡΟΣ Β'.
0'σους και αν δω του παλατιού, ως και μικρό ζαγάρι,
Μου δίδουν αναγάλλιασιν γα την δικήν της χάρι .
Κιένα στεφάνι σαν αυτό, αν ήν και να μου μέλλη,
Η πιθυμια αναπεύεται πράμμ' άλλο πλειο δεν θέλει .
ΠΟΙΗΤΗΣ

Σα είδεν ο Πολύδωρος το πως τον κόπον χάνει,


Κι ουδ' ερμηνειαν, και διάταμμα ο φίλος πλειο δεν πιάνει,
Α’φίνει τα διατάμματα, και το ερμηνέματά του ,
Τζ αγάπης έχουν δύναμιν πλεια παρα τα δικά του .
Και άλλάσσει νούν και λογισμών και αυτός την ώρα κείνη.
Κ' εις έτοια λόγια μοναχά τον φίλον δεν αφήνει.
Λογιάζει για την φορεσία, πώς να του τηνε κάμουν,
Για ναν ο πλεια εύμορφότερος, εκεί που θα να δράμουν .
Α'σπρη αργυρή με τα χρυσά ή φορεσάτου γίνη,
Α'λλη καμμια μορφήτερη δεν ήταν σαν εκείνη.
Κρυφα καταρδενιάζεται , πόθο μεγάλο βάνει,
Και πάσχει ναύγη νικητής, να πάρη το στεφάνι .
Ηλθεν η ώρα, και ο καιρός έφθασε, και σιμώνει,
Και κάθε εις τον φίλον του με πόθον αρματωνει .
Ω'ρισε ο Ρήγας να γενή ένα ψηλό πατάρι,
Εκείπου θα να μαζωκτούν,νάλθουν οι Καβαλλάροι,
Τάβλαις, και τράβαις, και καρφια, και τέχνητων μασόρων,
Eξετελειώσαν τάβελεν ο 'Αφέντης εις τον φόρον.
Καιμε χρυσά και μ' αργυρά τριγύρου το στολίζουν,
Κ' ελάμπασίνε τα θρονια, κ' οι τόποι, που καθίζουν .
Η ώρα η πιθυμητή ήλθεν που αναμένα,
Να δείξουν τα καμώματα όλοι τα παινεμένα .
Με βούκινα, από την αυγών στην χώραν διαλλούσι,
Οι ανήμποροι και τα μωρά παιδιά να φυλαχθούσε .
Και αν είς του φόρου, ή μωρό, για ανήμπορος προβάλη,
Και από κανέναν σκοτωθη, φονια μην τονε βάλη.
ΜΕΡΟΣ Β'. 83
Βγάνουσι τα μποδίσματα , σφαλίζουν τάργαστήρια ,
Γεμούν τα δώματα λαός, αυλαίς, και παραθύρια .
Και ως εκαλoξημέρωσε, δευτεροδιαλαλούσι,
Τους Καβαλλάρους κράζουσι, τα βούκινα κτυπούσι .
Ηλθαν παραπροτητερα Ρηγόπουλοι μεγάλοι,
Μα χώνονταν, δεν ήθελε κανείς τους να προβάλη,
Στο φόρο, για να μην τζ' ιδούν, να ξεύρουν πού είναιτέτοι,
Μ 'εξάφνουνα φανερωθούν, με φορεσαίς και πλούτη .
Ηλθεν ο Ρήγας κ' έκατζεν επάνω στο πατάρι,
Και ώρισε τότε το ζημιο, να βγούν οι Καβαλλάροι .
Ε'και ' ήτονε κ ' η Ρήγισσα, εκεί και η θυγατέρα,
Πάντα την Νέννα σπλαγχνικα εκράτει απ' την χέρα.
Και αυτή σαν γρηά και φρόνιμη όλα τα πίσω δωρει,
Και να γελάση να χαρή, σε τούτα δεν ημπόρει .
Και το χαρτί με γράμματα εις τού Ρηγός της χέρα,
Ε'λεγεν, όποιος νικητής βγή τούτην την ημέρα,
Κ ' εις το κονταροχτύπημα είναι κάλλια ανδρειωμένος,
Νάχη τα δώρα τ'ακριβα, και ναν και παινεμένος .
Κ' εκράτει πάλι η Ρήγισσα, ανθον περιπλεγμένου ,
Πού φαίνετό σου από δενδρο τον είχασιν κομμένον .
Η'τονε πλούσος και ακριβός στα φύλλα κ' εις την ρίζαν,
Γιατί ζαφυρομπάλασα όλον τον έστολίζαν .
Και με μετάξια και χρυσά , τα φύλλα καμωμένα ,
Πού κόμπωνε θωρώντας τον, κ ' εγέλα κάθε ένα,
Λογιάζοντας , και από δενδρον, την ώρα κείνη επιάσθη,
Και τον καθ' έναν έκαμεν έτότε κ' εγελάσθη .
Τούτος ο άνθος ευρίσκετο στης Ρήγισσας την χώρα,
Δια να τονε δώση ενός εκείνην την ημέρα .
Οποιος πλεια πλέσα, και όμορφα, κι άξια ήθελε προβάλει,
Και βάλη το κοντάρι του με τέχνης στην μασκάλη.
Κ' έστεκε στην Βασίλισσα, να ιδή και να γνωρίση,
Και σ' ό, τι τζ' ήθελε φανη, να κάμη δίκαια κρίσι .
84 ΜΕΡΟΣ Β'.
Ε'στέκασι με πιθυμιαν όλοι, μικροί, μεγάλοι,
Ν' ακούσ’ αρμάτων ταραχήν, Στρατιώτης να προβάλη .
ΑΦΕΝΤΟΠΛΟΝ ΤΗΣ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ
Ο πρώτος, όπου μ ' αφεντιαίς ήλθε την ώρα κείνη,
Η'τονε τ’ Αυθεντόπουλος από την Μυτιλήνη.
Εις ένα άλογο ψαρι , πιτήδειος Καβαλλάρης,
Εύμορφος, άξαζούμενος, κ' ερωτοδιωματάρης .
Τα ρούχα, που σκεπάζασιν επάνω στ' άρματά του,
Μπλαβα με τ' άστρα τα χρυσά ήταν η φορεσάτου ,
Κ' είς τ' άρματα της κεφαλής είχε ζωγραφισμένο,
Ψηλό βουνί, κ' εις την κορφήν λαφάκι τοξεμένο .
Κ' έφαινετόσου, έστρέφετο, την σαϊτιαν εθώρει,
Και να την βγάλη εξάμωνε, κ' εκείνο δεν εμπόρει ,
Στο λάφι αποκάτωθιο ελέγαν τα γραμμένα,
Δέτε, και λυπηθήτε με εις τάχω παθημένα .
"Ιδρωσα, και έπαράδειρα, έτζι υψηλα να σώσω,
» Κι ως έσωσα, λαβώθηκα, στέκω να παραδώσω ».
Πάγει ζημιο, και προσκυνά, του Βασιλειου σιμώνει,
Και τ' όνομά του γράφoυσι, καθώς το φανερώνει .
Δημόφανος εκράζετο τ' αγένειο παλικάρι,
Πολλά τον έτρoμάσασιν εις τζ' ανδρειας την χάρι .
Πολλά τονε δεκτήκασι για τ' όμορφα του κάλλη,
Εσύρθηκε στον τόπον του, για νάρθουσι κ' οι άλλοι ,
Πάλιν θωρούν , κ 'επρόβαλε είσε λιγάκην ώραν ,
Νειουτζικο Βασιλόπουλος από μεγαλην χώραν .
ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΝ ΤΟΥ ΝΑΥΠΛΙΟΥ

Η'τον του Ρήγα του Ναπλιού ο γυιός ο κανακάρης,


Και σαν αετός επέτετο στ' άλογο Καβαλλάρης .
Με νεραντζάτα και αργυρά ρούχάτονε ντυμένος ,
Νέος είκοσιδυο χρονών ωμορφοκαμωμένος ,
ΜΕΡΟΣ Β'. 85
Στολή, και πλούτος, και αρχοντια ήτονε το κορμί του ,
Κ' είχε και αυτός την ζωγραφιάν ψηλά στην κεφαλήν του .
Κι από μακράν εδείχνασιν η ζωγραφιαϊς εκείναις,
H "λιον θαμπόν και σκοτεινόν, με δίχως ταϊς ακτίνες .
Και προς στον "Ήλιον κάθετο Κόρη ζωγραφισμένη,
Σαν ναχεν ήσται ζωντανή , την είχαν καμωμένη.
Κι απ' τα μαλλιά της τα χρυσά, και από το πρόσωπό της,
Ακτίνες λαμπυρόταταις εφέγγασιν έμπρός της.
Είχε και αυτoύνος γράμματα στον "Ηλιον υποκάτω,
Τα πάθη του φανέρωνε, τα πάθη του εδηγάτο .
» Εκείνη που μ ' ελάβωσε, και όπου πολλά με κρίνει,
» Η ομορφιά, κ' η λάμψις της, Ηλι8 τζ' ακτίνες σβύνει .
Ωσαν τον πρώτο, να κι αυτός του Βασιλειου σιμώνει,
Και τ' όνομά του γράφoυσι, καθώς το φανερώνει ,
Ανδρόμαχος εκράζετο, κ' ανδρεια μεγάλην έχει,
Τρομάσσει, και φοβάται τον , όποιος τονε κατέχει
Πάλι ξοπίσω αυτηνού επρόβαλε κοντάρι ,
Κι άλογον κόκκινο ψηλό μ' όμορφον Καβαλλάρη.
ΑΦΕΝΤΗΣ ΤΗΣ ΜΟΘΩΝΗΣ

Τούτ' ήτον τ ' Αρχοντόπουλος, π’ όριζε την Μοθωνη,


Παντάχει λογισμούς τιμής, πάντα ψηλα ξαμώνει.
Η' τονε χρυσοκόκκινη, ή φορεσιά που φόρει,
Χάρισμα του την έκαμε μια πλουμισμένη Κόρη.
Στην κεφαλήν του η ζωγραφιά, που θέλησε να βάλη,
Ε 'δειχνε πως μαραίνεται για μιάς νεράϊδας κάλλη .
Τον Έρωτάχε μ' άρματα , και να βαρή ξαμώνει ,
Πυρή φωτιά με μια καρδιά, και σιδερον αμώνι .
Με γράμματ’ αποκατωθιό, λέγειξεκαθαρίζει,
Πού κάθε εις τα πάθη του, και πόνον του γρωρίζει .
θωρείτε τούτην την καρδιάν πυρή φωτιά τήν καίγει,
και Στ' αμώνι κοπανίζεται, και έρωτας την τοξεύγει ,
86 ΜΕΡΟΣ Β '.
Και τ' όνομά του λέγασι Φιλάρετον οι άλλοι,
Είχεν ανδρειαν και δύναμιν και πλουμισμένα κάλλη .
ΕΦΕΝΤΗΣ ΤΗΣ ΕΥΡΙΠΟΥ

Με φορεσια ολοπράσινη, μ' αετους χρυσούς στην μέση, .


Ηλθε και τ''Αρχοντόπουλο, που Hράκλη τόνε λέσι.
Ω'ριζε χώραις, και χωριά , στης Εύριπου τα μέρη,
Κ' είσε ανδρια, και φρόνεψιν, δεν είχεν άλλο τέρι.
Την ζωγραφιάν στην κεφαλήν, με τέχνην την εκάμα ,
Και την λακτάραν της καρδιάς έλεγε με το γράμμα .
Η'τον μια βρύσι κ'έτρεχε νερό άσπρο κρουσταλλένιο,
Κ' ένα δενδρον ανάδιά της ψημμένο μαραμένο.
Δίχως ανθούς, δίχωςβλασους, δίχως καρπούς και μήλα,
Κ 'έδειχνε πως ξεραίνονται και κλόνοι και τα φύλλα .
Η'σαν και γράμματα χρυσά εις τού δενδρού την μέση,
Την παραπόνεσιν του νειού και τον καύμoν τoυ λέσι ,
» Την βρύσιν στέκω και θωρώ, δεν θε να με δροσίση,
» Και αφίνει με να ξηραθώ, δεν κάνει δίκαια κρίσι.
ΑΦΕΝΤΗΣ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

Με σπούδα, και μεβιαν πολλή επρόβαλε ως λιοντάρι,


Ο' 'Αφέντης της Μακεδονιάς τ' όμορφο παληκάρι .
Η'τον εικοσιενου χρονου ώμορφος κοπελιάρης,
Πολλα μεγάλης δύναμις, πολλα μεγάλης χάρις .
Τραγουδιστής , ξεφαντωτής, και νυκτογυρισμένος,
Στου πόθου τα στρατέματα πολλα βασανισμένος .
Και τ' όνομά του το γλυκό το λέγαν Νικοκράτη,
Η φορεσιά του ήτον χρυσή, όλο καρδιαϊς γεμάτη.
Είχε και αυτός στην κεφαλήν τζ' αγάπης το σημάδι,
Πολλών λογιών πουλια νεκρα εκοίτουνταν ομάδι.
Κ ' ένα γεράκι ζωντανό στο δίκτυ μπερδεμένο,
Με γράμματα πούλέγασι, πώς είναι σκλαβωμένο.
ΜΕΡΟΣ Β'. 87
» Πολλα πουλια κυνήγησα , και λέγουν με Πετρίτη,
» Μα δω κομπώθηκα και γω κ' έπιάσθηκα στο δίκτυ,
Δεν ήτονε καλα σωστός , και από μακρά γροικούσι ,
Σάλπιγγες με ταϊς νιάκαραις, βούκινα και κτυπούσε .
Και όλοι στραφήκαν , και θωρούν προς την μεραν εκείνη,
Και πιθυμούν να μάθουσιν, ήντατο και' ήντα γίνη .
Και ωσαν φεγγάρι λαμπυρον εφαίνετο στην μέση,
Εις Καβαλλάρης, κ' ήρχετο, την ντζόγια να κερδέση .
ΑΦΕΝΤΗΣ ΤΗΣ ΚΟΡΩΝΗΣ

Σ' ένα φαρι μαυρόψαρο ώμοργο, και μεγάλο,


Πηδώντας και χλυμίζοντας, έκανε κάθε ζάλο .
Η'τονε δίχως φορεσια, κ' εύγήκε απόνα σπήλιο,
Ντυμένος άρματα χρυσά, που λάμπαν σαν τον ήλιο .
Τούτο το σπήλιο έκαμε με ταύλαις και με τράβαις,
Με ζωγραφιαϊς τριών λογιών πράσιναις μαύραις μπλάβαις.
Το μαύρο δείχνει σκοτεινό, το πράσινο σαν δάση,
Το μπλάβο, πέτραις γαλαθλο, που μπόριε να γελάση .
Η ζωγραφια κάθ' άνθρωπον, όπου να μην κατέχη,
Και να θαρρή κι απαρθηνα ο τόπος σπήλιου έχει .
Η'τον ανίψι ακριβο τ' Αφέντη απτην Κορώνη,
Καθένας που τονε θωρεί, τον αποκαμαρώνει .
Και όληνυκτίς με μαστοργια κείνο το σπήλιο κάνει,
Και το ταχυ στην μέσην του ωσαν αετός εφάνη.
Δρακόμαχος εκράζετο, έτς' ήτον τ' όνομά του ,
Σπίδαις λεοντάρια σκότωσε με την παλικαριά του .
Η ζωγραφιά της κεφαλής δείχνει την όρεξί του,
ΙΙώς χαίρεται στα βάσανα, και θρέφει την ζωήν του .
Είχεν εκείνο το πουλί, που στην φωτιάν σιμώνει,
Καίεται, και άθος γίνεται, και πάλιν ξανανειώνει .
Ελέγασε τα γράμματα, σ' όποιον και αν τα διαβάζη,
Πώς η φωτιά που τον κεντά , δροσίζει, και δεν βράζει .
88 ΜΕΡΟΣ Β '.
» "Οσον σιμώνω στην φωτιάν, και βράζει, και κεντά με ,
» Τόσον και ξανανειώνει με, γιατρεύει, και φελά με .
ΑΦΕΝΤΗΣ ΤΗΣ ΣΚΛΑΒΟΥΝΙΑΣ

Με μιαν βροντην , και μια αρραπήν με τέχνην καμωμένη,


Απ’ένα νέφαλο Σολο είς Καβαλλάρης βγαίνει .
Ετούτος είναι π’ ώριζε της Σκλαβουνιάς τους τόπους,
Ποτέ η ανδρεια του δεν ψηφά, ουδέ θηρια ουδ' ανθρώπες .
Στην δύναμιν του επαίρετο,πολλάτον καυχησάρης,
Είχε χαραν να πολεμά, πεζός και καβαλλάρης .
Αυτός δεν είχε φορεσιών, και τ' άρματά του λάμπου,
Κ' ήσαν γεμάταανθες δενδρών, και λέλουδα τα κάμπου.
Πάντ’ έδειχνε τον απονο, πάντα τον μανισμένον ,
Μία πιθαμή περίσσευε τον πλεια μακρυ ανδρειωμένον .
Είχε και αυτός στην κεφαλήν νησι ζωγραφισμένο,
Κ'ήταν στην μέσην του γιαλού βαθια δεμελιωμένο,
Κ' η θάλασσα, και ο άνεμος με μανιτα το δέρνα ,
Το κύμα ήσκα ,και άφριζε, και από την κορυφήν τ'έπαιρνα.
Μάδειχνε πως δεν την ψηφά την μανιταν εκείνη,
Και ασάλευτος στην ταραχών και αλύγιστον εγείνη.
Το γράμμα ήταν εύκολον , και κάθε εις το γροίκα,
Για ποια αφορμήν η θάλασσα, και άνεμος δεν το νικα .
Φόβοι, τρομάραις, μανιταις , και κύματ’ ως φουσκώσει,
» Δεν ήμπορούν μιαν μπιστικήν φιλιών να ξεριζώσουν ».
Τ' όνομα που του βγάλοσι την ώραν, που εγεννήθη,
Ωσαν ακρομεγάλωσε, πάραυτα τ' απαρνήθη .
Κι εύρηκεν άλλον όνομα, έτς ήθελ' έτςορίζει,
Τριπόλεμος εκράζετο, δια να φοβερίζη .
ΑΦΕΝΤΗΣ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ

Την ώραν όπου φάνηκεν τούτος ο ανδρειωμένος,


Ε' πρόβαλεν από μακρα ας νετός καμαρωμένος .
ΜΕΡΟΣ Β '. 89
Σγουγός , ξανθός, πολλάμορφος, που ίσα του δεν γείνη,
Αλλος κανείς, και να βαστά την ωμορφιαν εκείνη .
Τούτ' ήτον τ'"Αφεντόπουλος που την 'Αξιών ορίζει,
Νύκτα και μέρα πολεμά, ποτέ του δεν μανίζει .
Μα πάντα του ωςκαι την παλιάν με γέλοιο τηνε κάνη,
Καλοσυνάτος σαν αυτόν στον κόσμον δεν εφάνη .
Νικόστρατος εκράζετο, και ως ήλθε οπούσαν οι άλλοι,
Με σπλάγχνος έχαιρέτησε, και μ' αρχόντιαν μεγάλη .
Και όλοι τον αγαπήσασι, και αν δεν τον γνωρίζουν ,
Γιατί οι άνθοι της 'Αρχοντιάς από μακρα μυρίζουν.
Τον Ρήγαν επροσκύνησε, και τ' όνομά του γράφει,
Φαρί έκαβαλλίκευε, λεύθερο σαν το λάφι .
Ητον στο στήθος κόκκινο, μαύρ ήταν η κοιλιά του,
Ψαρα τα πόδια, και λαιμός, και μούρτζινη η τριχιά του.
Ολάσπρα τα καπούλιατου, πολλά όλωνών αρέσει,
Γύρου τριγύρου στέκουσι, και έχουντον εις την μέση .
Δυκτάτην είχε φορεσαν, και όλην χρυσοπλεμμένην ,
Κ' εις κάθε μιαν απ' ταϊς θυλιαϊς καρδιά σαϊτεμένην.
Α'πόταν ήτονε μικρός, αγαπησε μιαν Κόρη ,
Και να την βγάλ από τον νούν ποτέ του δεν ημπόρει .
Πάντα την είχε στης καρδιάς τα βάθη ριζωμένη,
Και όσον επέρνα ο καιρός, η πέδα του πληθαίνει .
Κ ' η ζωγραφιάτης κεφαλής, και ο στίχος, ό , τι ελάλει ,
Ε 'δειχνε την εμπόρεσιν τζ' αγάπης την μεγάλη .
Είχε φεγγάρι λαμπυρό τριγύρου όλο γεμάτο,
Κ' ένα δενδρο μικρό ξερό στο φέγγος αποκάτω.
Και πάλ' αναδια ένα δενδρο με τ’ άνθη, με τα μήλα ,
Και ο έρωτας κοιμάτονε στα δροσερά του φύλλα .
Το γράμμα εφανέρωνε, κ' εκείνο ξεδιαλύνει,
Για ήντα τόνα είναι χλωρό, τ' άλλο ξερονεγίνη.
» Στην γέμισιν του φεγγαριού άλλο δενδρο δεν πιάνει,
» Μόνο τα αγάπης το δενδρο, που πάντα ρίζαις κάνει » .
90 ΜΕΡΟΣ Β '.
Με σπλαχνος έχαιρέτησεν όλους μικρούς μεγάλους,
Και απέχει στόπο », και σ' αδειαν εσύρθη σαν τες άλλους .
ΚΑΡΑΜΑΝΙΤΗΣ

Ε'πρόβαλε κι ωσαν θηριών ένας Καραμανίτης ,


Οπούχεν έχθριτα πολλήν με το νησί της Κρήτης .
Ητον ' Αφέντης δυνατός, και πλούσιος, και μεγάλος ,
Σ' κείνα τα μέρη σαν αυτός δεν εγεννήθη άλλος .
Δεν επροσκύνα ουδ' ουρανόν , ουδ' άστρα , ουδεΣελήνην ,
Τον κόσμον εφοβέριζε με την θωριαν εκείνην .
Εις το σπαθί του πίστευεν, εκείνο επροσκύνα,
Πάντα πολέμους, κ ' έχθριταις , πάντα μαλιαϊς εκίνα .
Η'τονε κακοσύβαστος , και δύσκολος περίσσα,
Εις την μαλια έχαίρετο, και τηναγάπην μίσα .
Σπιβόλιοντας , έκράζουντο,και ως ήλθεν εις τον Ρήγα,
Με γροίνιαις έχαιρέτησε, κ' ωμίλησεν ολίγα .
Ποτέ του δεν εγέλασε, μα πάντα του λογιάζει,
Κ ' είν' η λαλιά του σιγανή, σαν άλλου όταν φωνάζει .
Μιλώντας εφοβέριζε, μα την θωριά του βλάφτει,
Και μια πλεξούδα κρέμετο εις τόνα του ριζάφτι .
Ε'καβαλλίκευε άλογο αγριώτατο περίσσα,
Οπου το φοβηθήκασι στον φόρον όσοι και αν ήσα .
Ωράχε ως κατζουλόπαρδος , και πόδια ωσαν βουβάλι,
Και μάτια ως αγριόγατος, και η γλώσσα του μεγάλη .
Η'τον ή τρίχα του ψαρή, μπαλώματα γεμάτη,
Κόκκινα, μαύρα, μούρτζινα επάνω στο δερμάτι .
Η'τον λιγνό, κ' ελεύθερο, στο γλάκι δεν το σώνει,
Ναν και από χέρα δυνατή, σαΐτα ουδε βελώνι .
Συχνά συχνα ήσερνε φωνάϊς , μα δεν χυλιμιντρίζει,
Είχε πολλ'άγρια την λαλιαν, και ωσαν 9ηριο μουγκρίζει.
Ωσαν, εγράφθη στου Ρηγος και τ' όνομά του λέγει ,
Για να σταθή τόπον πολύν, μεγάλη αδειαν γυρεύγει ..

1
ΜΕΡΟΣ Β '. 91
Οι κάμποι δεν τ' αρέσασι, και ο τόπος δεν τον πέρνει,.
Κ 'επα, κ' εκεί με το φαρί συχνοπηαινογιαγέρνει .
Είχε κ' επάνω στ' άρματα βαλμένο ένα δερμάτι,
Νός λιονταριού που σκότωσε, στα δάση που περπάτει.
Κ' εκρέμουνταν του λιονταριού τα πόδια εμπρος τα στήθη,
Πολλαχε δυνατήν καρδιάς, που δεν τον εφοβήθη,
Συχνα συχνα του δερματιού τα πόδια έτζ' εσαλεύγαν,
Πού φαίνετο σαν άνθρωπον ν' αρπάξουν έγυρεύγαν .
Μα δίχως να στραφή να δη τζ' άλλους να χαιρετήση,
Και δίχως να συγκαταβή ανθρώπου να μιλήση,
Εγροίνια προς τον ουρανόν, έγροίνια στον αέρα,
Η' όψις τ' εφανέρωνε τάκανε με την χώρα.
Η φορεσιάτου, και η θωρια, και το φαρί ομάδι,
Ε 'δειχναν πως είν' δαίμονας, κ' εύγήκε απ'τον "Αδη .
Στην κεφαλή είχ' ολόμαυρον τον χάρον με δρεπάνι,
Και με το αίμα γράμματα , όχι με την μελάνι .
» Κ' ελέγαν, "όποιος με θωρεί, ας τρέμη, και ας φοβάται,
» Και το σπαθί, όπου βαστώ , κανένα δεν λυπάται ».
Ο ΓΥΙΟΣ ΤΟΥ ΡΗΓΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Με στόλισι βασιλικήν, και πλούσια πλεια παράλλην,


Και μ' έπαρσες ρηγατικαίς, και μ' αφεντιαν μεγάλην,
Ε'πρόβαλεν ωσαν αετός στ' άλογο καβαλλάρης,
Του Βασιλείου του Βυζαντιού ο γυιος ο κανακάρης .
Με καβαλλάρους είκοσι, κ' είκοσι πεζολάταις,
Και από μακρα πλουμίζανε, κ'ελάμπασιν η στράταις .
Τους πεζολάτουςέχει μπρές άσπρα άρματα φορούσαν,
Και τα σπαθια βαστούν γυμνα, εκεί που περπατούσαν .
Κ' οι καβαλλάροι πίσω τους ωμορφοστολισμένοι,
Κ 'επαραστέκανετ’'Αφεντός, σαν ήσαν κρατημένοι .
Κ' εμπρός απ' όλους ήρχονταν, πεζοί, όχι καβαλλάροι,
Οκτώ νέοι ξαρμάτωτοι του Βασιλειου λογαρι .
92 ΜΕΡΟΣ Β'.
Ενός κορμιού, και ενός καιρού, μια φορεσιά ντυμένοι,
Σγουρού , ξανθοί , μικροί, λιγνοί κ' ώμορφοκάμωμένοι .
Πεζοί με ζάλα μετρητά, και διώμα περπατούσαν,
Κι όλοι τους μυριoχαίρονταν, εκεί που τους θωρούσαν . 1
Κ' εσύργάσι και απ' τ' άλογα, όπ’ άλλα σαν εκείνα,
Στο σταύλον τον ρηγάτικον, δεν ήσ' ουδ'απομείνα.
Τρία μουρτζινα, τρία κόκκινα, κ' ένα ψαρι μεγάλο,
4
Κ' ένα στην μέσ' ολόμαυρο, που επήδα σ' κάθε ζάλο .
Μάμπρος απ' όλους ήρχουνταν τέσσαρες Καβαλλάροι,
Στην μαστοργιά της σάλπιγγος είχαν μεγάλην χάρι .
Να ταίς φυσούν έτζι γλυκά, κ' εκάναν , κ' έλαλούσαν,
ΙΙου εφαίνοντο ώσαν πουλια, ήσαν και εκοιλαδούσαν .
Γ 'άλογο, που και Ρηγόπουλος ήτονεκαβαλλάρης,
Είχε μεγάλην δύναμιν, ήταν μεγάλης χάρις.
Ε'πήδα με τα τέσσαρα επάνω στον αέρα ,
Πολλα θαμάσματ' έκαμεν εκείνην την ημέρα.
Τόχε πετάξει στα ψηλά, στην γήν να μην εγγίζη,
Ε 'τζίνα , και άγριεύουντο, κ' ωσάν 9ηριόν μουγκρίζει,
Και δίχως να πατή στην γην, καθώς αναβιβάνω,
Ερριχναν εκατό τζινιαϊς στον άνεμον επάνω .
Ετούτα όλα τάκανεν, 'Αφέντης, που τ' ορίζει,
Κιόπου την γνώμην το γροικά, ταϊς πράξης του γνωρίζει.
!
Πάλ' έστεκε στο χέρι του , πράγμάτoνε μεγάλο,
Να το μερώνη σαν αρνί, να δείχνη πως είν'άλλο.
Α’δειάσασι, ως τον είδασι, κ' εκάμασιν του τόπον,
Κ ' έλαμπε σαν αυγερινός στην μέσην των ανθρώπων .
Ε'φάνηκ' ως επρόβαλεν, ή 'Αφεντια την έχει,
Καθ' ένας τον εγνώρισε, και ας μην τον κατέχη.
Πώς είν' 'Αφέντης Βασιλειος, ψηλού δενδρού κλονάρι,
Πειδη, τον συντροφεύουσι πεζοί και καβαλλάροι.
Πάγει στου Ρήγα το ζημιο, με γνώσιν χαιρετά το,
λιγά σαλεύει το κορμί, λιγά το κλίνει κάτω.
ΜΕΡΟΣ Β '.. 93
Ε'πέρνετο, κ' ερέμπετο στην 'Αφεντιαν την τόση,
Στην μεγαλότητα κανείς δεν είν' να του σιμώση .
Πιστόφορος έκραζετο, εδ' έτζι τόνε λίσι ,
0 "λοι τον ώρεκτήκασι, πολλα όλωνών αρέσει..
Η'τονε δράκος στην καρδια, στην δύναμιν. λιοντάρι,
Ποτέ δεν εφοβήθηκε πεζόν, ή καββαλάρη.
Ε'φόρευε κάποιαν φορεσιαν π’ όσοι και αν την θωρούσι,
Η ντάναι, πώς να γίνηκε, δεν ξεύρoυσι να πούσι. ,
E "λαμπε τόσο , κ' ήστραπτε, πούκάθε φώς θαμπώνει,
Και η λαμπυράδα η πολλή την εύμορφιάτης χώνει .
Γιατί δεν ήταν μπορετό κανείς να του σιμώση,
Και η ακτίνες των ρουχων να μη τονε θαμπώση .
Σ ’ κανένα άλλο ο Βασίλειος την κεφαλήν δεν κλίνει,
Α'μ' αυτουνού πολλών τιμών δίδει την ώρα εκείνη .
Με πρόσωπον χαρούμενον, με λόγια ζαχαρένια,
Ετούτον αποδεχθηκεν, όχ'έτχι πλειό κανένα ..
Και απτο θρονίτου το χρυσό λιγάκ’άνεσηκώθη,
Πολλή τιμή παρ αλλο: νού τούτου τ' Αφέντη δόθη .
Τούτος αγάπα , κ ' ήλπιζε, μιαν Κόρην να νικήση,
Και μ' όλ' οπούχε δυσκολιαίς, δεν δε να την αφήση .
Μα λόγιαζε χαρούμενον τέλος να ξετελειωση,
Να κάμη τόχι πιθυμια, και τ' άγρια να μερώση .
Κ' η ζωγραφιά της κεφαλής έδειχνε την ελπίδα,
Γιατ' είχε κλήμα δροσερό μ' εύμορφην αγουρίδα .
» Κ ' έλεγ' ο στίχος, κ' η γραφή, Με τον καιρόν ελπίζω,
» Να φάγω το ξυνό γλυκύ, πού δώ δεν γεματίζω »,
Ολοι τα μάτια τους σ' αυτόν στρέφουν και συντηρούσι,
Και δεν αναντρανίζουσι κανένα πλειόν να δούσι .
Η 'Αρετούσα μοναχα , πούχεν αλλού τον νου της , 7

Ελιγοστράφηκε να δη, μα μίλει σου. Κυρού της .


94 ΜΕΡΟΣ Β '.
ί, ΦΡΟΣΥΝΗ ,

Τότ’ ή Φροσύνη σιγανα λέγει στην 'Αρετούσα,


Κυρά μου, δεν θωρείς κ'έου τα κάλλη του τα πλούσα .
Στράφου κ' εσύ, και ξάνοιξε, όπου θωρούσαν όλοι ,
Να ιδής την βρύσιν τζ' ομορφιάς, πλουσιότητός περιβόλι .
Παρακαλώ το ροιζικό, κ' η μοίρα, να το θέλη,
Και τούτος ο Ρηγόπουλος, όχι άλλος να σου μέλλή.
Να παντρευθής , να τιμηθής, σαν κατά πώς σου πρέπει .
Και από μακράν ο Ρόκριτος σαν δούλος να σε βλέπη .
Ν' αφήσης χόρτα βρωμερα, και ανθό φαρμακεμένο ,
Να πάρης ρόδον ώμορφο, και μοσχομυρισμένο .
ΠΟΙΗΤΗΣ

Εκείνη ουδε πλουσότητα γυρεύει, μηδε χάρες,


Μα όλαις της φαίνοντα χιονιαϊς, και ανεμικαίς, και αντά
Και ακόμη δεν επρόβαλεν ο ήλιος όπου την βράζει , (ραις,
Κ' εκείνος που δια λόγου της παντοτεινα λογιάζει .
ΑΦΕΝΤΗΣ ΤΗΣ ΠΑΤΡΑΣ

θωρούσ' οπίσω τουτουνού πάλ’ ένα Καβαλλάρη,


Α'σχημον εις το πρόσωπον, και άγριον σαν λιοντάρι .
Δίχως κανένα σύντροφον, κ ' ήτον αρματωμένος ,
Α'πο τα νύχια ως την κορφή, σίδερα φορτωμένος..
Αρματoσιαν πολλά βαρειαν, είχε και σκουριασμένην,
Και όψιν μαυροπράσινην κ’ αγριοσυνεφιασμένην .
Αλογο καβαλλίκευε, π ' άνεμος δεν το σώνει,
Δίχως να κρούη μ ' άρματα , η όψις του λαβώνει .
Ουδε καμμία άλλη φορεσια για τότε δεν εφόρει,
Τούτος αγάπα από καιρόν μια πλουμισμένη κόρη.
Κ'εκόπιαζε, κ' εξόμπλιζε, πολλά να τηνε κάμη,
Να πη, και να το συβασθή, να σμίξουσιν αντάμη .
ΜΕΡΟΣ Β'. 95
Μ' αυτήνη δεν τον ήθελε, και πάντα τον εμίσα,
Γιατ’ ήτον άσχημος πολλα, και αγριώτατος περίσσα.
Κ ' εκείνος πάντα λόγιαζε, πώς να τον αγαπήση,
Και ουδε ποσώς δεν ήθελε, τέτοιαν οδών ν' αφήση .
Μα μ ' όλο που την έβλεπε σκληρών και γροινιασμένη,
Πάντα με την υπομονήν, το σπλάγχνος της αναμένει.
Στην περικεφαλαίαν του την κατασκουριασμένη,
Με ζωγραφιά είχε θάλασσαν άγρια θυμωμένη.
Κ ' είς τ' ακρογιάλι ένας ψαράς πεζόβολον εκράτει,
Μα βλέποντας την θάλασσαν τα κύματα γεμάτη,
Με το δακτύλι έδειχνε, τάχ' ο καιρός δεν σάζει,
Να κυνηγήση, να χαρή, σαν καταπώς λογιάζει .
Και με το γράμμαφανερα, πουο καθείς το γροίκα,
Ε'λεγε, Πώς ταϊς δυσκολιαϊς γη υπομονή τζ' ενίκα.
» Ας έχω την υπομονήν, και να μηδέν οκνέψω,
» Σαν σιγανέψη ο καιρός, ελπίζω να ψαρέψω.
Ε'ρχετ' εμπρός εις του Ρηγός καθως εκάμαν και άλλοι,
Eγράφθηκε, και προσκυνά μ' αγριότητα μεγάλη .
Δρακόκαρδος εκράζουντον, δράκου σουσούμιν έχει,
Ποτέτου δεν εγέλασε, ουδε χαραν κατέχει .
Ετούτος δεν εγνώρισε ουδε κύρι, ουδε μάννα,
Και όταν ήτονε μικρός, στην κούνιαν αποθάνα .
Εις μιάς λαλάς του μάγισσας στοσπίτι ανεθράφη,
Για κείνο γίνη και ’ άγριος, καθώς ο στίχος γράφει .
Στην Πάτραν εγεννήθηκε, κ' εκείνην αφεντεύει,
Ποτ ’ άνθρωπος δεν αγαπά , μα όλο μαλιαις γυρεύει .
Σιμώνει του Σπιβόλιοντα, και άλλους δεν γυρεύει,
Τα φρύδιατου ανέσυρνε, τα μάτια του αγριεύει .
Και ο εις τον άλλον χαιρετά, και ωσαν 9ηρια μουγκρίζες,
Και με την άγρια τους θωριαν τον κόσμον φοβερίζουν ,
96 ΜΕΡΟΣ Β .
ΤΟ ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΝ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
Την ώρα κείνη από μακραν πολλών λαλιαν γροικούσε ,
Πολλών αρμάτων ταραχήν, Φαρια χυλιμιτρούσι .
Κ ' ήτονε το Ρηγόπουλο τηςΚύπρου ο Πετρίτης, (της .
Κ' έλαμπ’ως λάμπ’ ο αυγερινός και ως φέγγ) ο αποσπερί
Κιωςέσωσεν εις του Ρηγός, ποιος, είν'εκεί το λέγει,
Κάνει ζημιά και φέρνουν του κοντάρι και διαλέγει .
Πιάνει το πλειο βαρύτερο, πετάτο στον αέρα,
Σαν φύλλο τ' αποδέχθηκε στηνδυνατήτου χέρα.
Δείχνει ταϊς χάρεςτης ανδρειας , και το κορμιά τα κάλλη,
Πολλα πον ώρεχθήκασιν, όλοι μικροί μεγάλοι .
Και Πρόθυμος εκράζετο, πολλοί τον εγνωρίζαν,
Ολα του τα καμώματα από μακραν μυρίζαν.
Και τ' άρματά του με μαγνιαν ήσανε σκεπασμένα,
Και με χρυσάφι πανωθιο δενδρα περιπλεγμένα.
Η'σαν και βρύσες, και πουλια, με μάστοργια μεγάλη,
Κ' έδειξε τούτ' η φορεσιά εύμορφη πλεια παράλλη.
Στην περικεφαλαία του ήταν ζωγραφισμένον,
Αμάξι, κ' εκολόσυρνε τον έρωτα δεμένον.
Κ' είχε και γράμματ' αργυρά, και ο καθείςτο γροϊκα,
Πώς το κοπέλι το τυφλό ποτέ δεν τον ενίκα.
» Τον νικητής τον κερδετήν , στα πάνω κ ' εις τα κάτω ,
» Δεμένο κολοσύρνω τον στ'αμάξι μου ποκάτω ».
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ
Ηλθε λαός αρίθμητος, εγέμισεν ο φόρος,
Στο ύστερ ο Ρωτόκριτος έφθασεν ασποροφόρος .
Σ' έναφαρι ολόμαυρο, τόνατου πόδιείν' άσπρο,
Και μέσα σ' όλους έλαμπεν ωσαν τζ' ημέραςτ’άστρο .
Ολοι σταθήκαν να θωρούν έτοιο κορμί αξιωμένο,
Νειον καβαλλάρην, ώμορφον, αετών ζωγραφισμένο .
Α'σπρη, φαντή, χρυσάργυρη ήταν η φορεσιά του,
Και με μεγάλην μαστοργια σκεπάζει τ' άρματά του .
ΙΕΡΟΣ Β '. 97
Και μ' έτοια τέχνη ή φορεσιά, και μαστοργια εγίνη,
Πού φαινουνταν και τ ' άρματα, κ' εφαίνετο και εκείνη.
Στης κεφαλής την ζωγραφιαν τούτου του διωματάρη,
Η'τονε μέσα στην φωτιάν καϋμένο ένα ψυχάρι .
Κ' είχε με γράμματ' αργυρά, και παραχρυσωμένα,
Εις τρόπος κατασκεπαστόν τα πάθη του γραμμένα
» Την λαμπυράδα της φωτιάς ωρέχθηκα, κ' εθώρουν,
» Κ ' εσίμωσα, κ'εκάηκα ,να φύγω δεν ημπόρουν .
Ε'πήγεν εις του Βασιλειού , και ως έσωσε κοντά του,
Το πρόσωπο φανέρωσε, κ' έλαμψ' η εύμορφιά του ,
Και τ' όνομά του ως τόγραψε, στην αγαπά ξανοίγει,
Κ 'εκείνη γροίκα την καρδιά, το πώς πετά να φύγη . Ο
Ε'τρεμ' αυτή στη μια μερα, κ' εκείνος εις την άλλη,
Μα χώναει το κάρβουνο και οι δυο τους στην αθάλη.
Και σαν πουλάκι όταν βραχή, και χαμοκουκουβίση,
Και δ' "Ηλιος εύγη να το βρή, να το ζεστοκοπήση.
Κάτζη ζημιο εις ψηλό δενδρο, και γλυκοκοιλαδήση,
Απλώση τα φτερούγιά του, το στήθος πιπιρίση .
Ζερβα, δεξια, γήν και ουρανόν χαρούμενο ξανοίξη,
Σημάδι της παρηγοριάς, και της χαράς του δείξη .
Ε 'τζι και αυτήνη χάθηκε, με γνώσιν να λογιάση .
Τότε τον " Ηλιο αντίκρυ της, όπου της δίδει βράσι .
Καλα και μυριoχάριτον τον έκαμεν η φύσι,
Κ' εφάνηκε ξεχωριστός σ' Ανατολή, και Δύσι .
Μ ' άν είχεν ήσται και άσχημος, τότε την ώραν κείνη,
Σαν έβαλε τον πόθον της, πόλλ' όμορφος εγίνη .
Και φαίνεται τζ' άλλος κανείς να κάλλη δεντου μοιάζει,
Αξιον πολλά μέσα στον νούν πάντα τονε λογιάζει.
Εκείνον μόνον συντηρά , εκείνον εξανοίγει ,
Και φαίνεται της και πουλί είναι , και δε να φύγη .
Και ωσαν ο ναύτης σην χιονια, και την πολλήν αντάρα,
Οταν την νύκτα κυβερνά με φόβον και τρομάρα,
Erotocrito . 7
98 ΜΕΡΟΣ Β '.
Πάντατου εν άστρο συντηρά στην στράταν την οδεύει ,
Μ' εκείνο σάζει τ' άρμενα , με κείνο τιμωνεύει .
Ετζε και αυτή στην καταχνιάν oπoύχει την μεγάλη,
Στου πόθου της την σκότισιν δεν συντηρα άλλα κάλλη .
Μόνον ως άστρον λαμπυρών του Ρώκρίτου την νεότη,
Και μηδ' εστράφη αλλού να δη ζημιά από την πρώτη .
Ε 'και ηύρισκεν ανάπαυσι, και δρόσον του κορμιού της,
Κ ' εις κείνο που κινδύνευεν, άστρο του βοηθησμού της .
Ειςένα τόποέστρέφουντον , κ' ένα κορμι -εθώρει,
Σ' άλλον κανέναν δεν ψηφά ν' αναντρακίση η κόρη .
Ολοιτης φαίνοντ’ άσχημοι, δίχως ανδρεια, και χάρι,
Και όλοι σαν νύκτα σκοτεινή, και ο Ρώκριτος φεγγάρι .
Ανάθεμα τον "Έρωτα με τα καλά τα κάνει,
Και πώς πολπώνει, και γελά την φρόνεψιν και σφάυει .
Σπόσο άδικα, σπόσ' άπρεπα, τον άνθρωπον μπερδένει,
Και όπου τον έχει για κριτών, εις ήντα σφάλμα μπαίνει .
Πόσ’ Αφεντόπουλου εύμορφοί ήσαν εκεί στη μέση,
Και μόνον ο Ρωτόκριτος της Αρετής αρέσει.
Και δεν θωρεί πλειο στα ψηλά, μα χαμηλά ξαμώνει ,
Και με μαγνια τα μάτια της και αράχνη τα κουκλώνει .
Και να ξανοίξη δεν μπορεί, εις το καλό να πάγη,
Μα στο την βλάφτει προθυμά, γιατ' η καρδιάτζ' εσφάγη .
Ο Ρήγας, καιόλοι πού θωρούν, χαράμεγάλην έχουν,
Τον πλειότους δυνατώτερον ακόμη δεν κατεχουν .
ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΝ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Θέλουν να μπούνε σ ' αρδινια, γιατί άλλοι δεν έλειπα,


Οταν γροικούν από μακρα, σαν βούκινο κ' εκτύπα .,
θωρούσι σκόνην νέφαλο στα ύψη σηκωμένο,
Και καβαλλάρην με πολλούς άλλους, συντροφιασμένο .
Μαύρο φαρί, μαύρ άρματα , και μαύρο το κοντάρι,
Μαυρ ήτονε κ ' ή φορεσιά τούτου του καβαλλάρη.
ΜΕΡΟΣ Β'. 99
Ανδρειωμένος , δυνατός, και εις τ' άρματα τεχνίτης,
Κ'εγίνη και αναθράφηκεν εις το νησί της Κρήτης .
Την χώραν την εξακουστήν, την εύμορφην Γορτύνην,
Ωριζε, και απεφέντευγεν αυτός την ώραν κείνην .
Η αφορμή που περπατεί μαύρος σκοτινιασμένος ,
Και με πολλους, όπου φορούν μαύρα, συντροφιασμένος,
Ερωτας ήταν η αρχή, το τέλος πάλι εγίνη,
Α'πο τον χάρον που ποτέ χαραν δεν μας αφήνει .
Ετούτος εκατέβαινεν από Ρηγάδων αίμα,
Kύρι είχεν πού στην ανδρειαν παντούθεν τον ετρέμα .
Και απέθανε , και αφήκεν τον τριών μερών παιδάκι ,
Και ανέθρεψέ το η μάννα του δίχως κυρού κανάκι .
Α'νέθρεψε το σ ' αρέταϊς, σ' άρματα, κ' εισε γράμμα,
Ρηγόπουλο το κράζασι σταϊς πράξεις, και εις το πράμμα.
Ελέγαν του να παντρευθή, δεν ήθελε ποτέ του,
Και την ζωήν της μοναξάς , αγάπα, κ' ήρεσέ του .
Μα σαν όπου πολλαίς φοραίς αυτοί οι περισσάροι ,
Κομπώνονται, και πιάνται στο δίκτυ σαν το ψάρι ,
Περνώντας μια ταχτερινή, θωρεί μια πλουμισμένην,
Μια αγγελοζωγραφιστής, ροδοπεριχυμένην .
Σε παραθύρι εκάθουντο, με γνώσι και με ταξι,
Πανί εκράτει κ' έκανε, γάζωμα με μετάξι .
Τα χείλητζ ήτανε βερτζί, τα μάτια της ζαφύρι,
Το πρόσωπόν της έδιδε λάμψιν στο παραθύρι.
Και του φανίσθη ως τηνε δη, και σαϊτιαν του δώκα ,
Κ'είχε τον πόθον στοχωνί, τον έρωτα στην κόκα .
Πάραυτα η γνώμη τε ήλλαξε, και την βουλήν την πρώτη.
Ερρηξε, κ' έσκλαβώθηκεν η τρυφερή του νειότη.
Δεν είχε κείνον τον καιρό ουδε κύρι ουδε μάννα ,
Α'μ' ήτον ολομόναχος, γιατί και οι δυο αποθάνα .
Δεν ήταν ποιος να του μιλή, και να τονε διατάσση,
Να του λαφρώνη ο λογισμός, και ο πόνος να περάση .
100 ΜΕΡΟΣ Β '.
Μα ολημερνής και όληνυκτής , αναπαυμό δεν έχει,
Κ'εκείνην οπ’ αγάπησε, με προθυμια ξετρέχει .
Και μ' όλο π8 σην αρχοντιαν και πλάτη δεν το μοιάζει,
0' πάθος τούτο δεν θωρεί , η αγάπη δεν λογιάζει .
Σ' έτοιαις δουλειαϊς ο "Έρωτας κατέχει, και σπουδάζει,
Γίνεται προικανάδοχος, και γλήγορα τα σάζει ,
Αγαπηθήκασι και οι δυο, και ο εις τον άλλον θέλει , και
Κ' ετούτα κάνειτα συχνα το πίβουλο κοπέλι . Σ
Eκέρδησε τους κόπους του , έσμιξε μετα κείνη, 8

Στον κόσμον έτοια πιθυμια, και σμίξι δεν εγίνη.


Συχνα περιδιαβάζασι, κάθ' ώραν ξεφαντωνα,
Ωραις σε δάση, σε βουνα, και ώραις σ' γιαλού λιμώνα .
Μα πλεια συχνα παρά ποτέ, στην "Ίδα κατοικούσαν,
Κείνον τον τόπο ρέγουνταν, εκείνον αγαπούσαν .
Ε'x' ήσαν κάμποι , και βουνα, και δάση, και λαγκάδια,
Χορτάρια, λούλουδα, φυτά, και βρύσες και πηγάδια .
Δένδρα μ' ανθούς, και με καρπούς, και δροσερα λιβάδια ,
Μετόχια με πολλούς βοσκους, και αρίθμητα κοπάδια .
Και απ' όλους κείνους πούσανε εκεί κατοικημένοι,
Μια βοσκοπούλα βρίσκονταν ωμορφοκαμωμένη .
Και ο κύρις της την έπεμπε, κ' έβλεπε το κοπάδι,
Συχνά συχν' απαντήχνασι μ' αυτόν τον νειών ομάδι .
0'ς τις με το δοξάρι του εγύρευε κυνήγι,
Και ως τoυχε λάχη να το δή , δεν τ' άφινε να φύγη .
Α' γρίμια, λάφια και λαγους έφερνεν εις το σπίτι,
Και όμοιόν του δοξαράτορα δεν έκαμεν η Κρήτη.
Ποτέ του δεν ήθέλησεν, ότε και αν τ' απαντήξη,
Να της μιλήσ’ όταν τηνδή, και σπλάχνος να της δείξη .
Εκείνος δεν ορέγετο άλλης νεραϊδας κάλλη,
Γιατ' είχε με το τέρι του φιλιαν πολλά μεγάλη .
Μ' ανάθεμά την την ζηλιά με τα καλά τα κάνει,
Πόσους καϋμένους λογισμός στον νούν τ' ανθρώπου βάνει.
ΜΕΡΟΣ Β'. 101
Α'ρχισεν ή αφόρεσι τα μέλη να πληγώνη,
Τα λογικα να τυραννά, και στην καρδιάς να σώνη .
Ε'λόγιαζεν η λιγερη, πώς ν' αγαπ' άλλην κόρη,
Το τέρι της, γιατί συχνά την βοσκοπούλα Τώρει .
Κ' εις αφορμή την έρριπτεν εκείνο το λογιάζει,
Εμπήκε σε πολλήν ζηλιαν, γιατί το πράμμα μοιάζει:
Ε 'πλήθαινε τ’ο λογισμός , επλήθανε η οδύνη,
Την βοσκοπούλα λόγιαζε πώς φίλενα του γίνη .
Κ' εβάλθη με την πονηριαν, να δή και να γνωρίση,
Αν είναι πούρ απαρθηνό, ή να το λησμονήση .
Και μιαν απογιωματινήν εις ένα κουτζουνάρι,
Ν
Ε'πήγε και τ ' ανδρόγυνον, ύπνον γλυκύν να πάρη .
Κ' οι φίλοι του παραμεράς , έπαιζαν κ'εγελούσαν,
Γιατί δεν έσιμώνασι σ' κείνον τον τόπο πούσαν .
Ε'βάστα το δοξάρι του , δε θέλει να τ ' αφήση,
Μήπως και λάχη τίποτε, άγριο και κυνηγήση .
Ε'κούμπησ' ο Χαρίδημος σ' ένα δενδρο ποκάτω,
Τον κτύπον του κουτζουναρού κοιμώντας αφεκράτο .
Ε'βαλε κ' εις το πλάγι του γεμάτο το δοξάρι,
Στούτην την τέχν' άλλος κανείς δεν είχεν έτοια χάρι .
Ο νόστιμος κειλαδισμός, που τα πουλάκια κάναν,
Και το μουρμούρι του νερού σ' γλυκύτη τον αβάναν.
Κ ' ύπνος τον απεκοίμισε, κ' ή λιγερή της φάνη,
Πώς είν' καιρός να τονε δη ξυπνώντας ήντα κάνει .
Γιατί παρέχει του νερού, σε δροσερό λαγκάδι,
Η βοσκοπούλα μοναχή έβλεπε το κοπάδι .
Λέγ' ας μακρύνω, και ας χωθώ εις τα κλαδιά, σα δάση,
Και ωσαν ξυπνήση θέλω δει, τα ζάλα του που πάσε .
Νάμαι χωσμένη σιγανα, μα δίχως να μιλήσω,
Και ως σηκωθη, να δω από κει σημάδι να γνωρίσω ,
Εμπήκε μέσα στα κλαδιά , τινας δεν την κατέχει,
Ε 'χώθη, δεν εφαίνουτον, μεγάλην έγνοιαν έχει .
102 ΜΕΡΟΣ Β '.
Και με τρεμάμενην καρδιας έστεκε να γνωρίση,
Αν είναι αλήθεια τα πονεί, και τα της δίδουν κρίσι .
Κ' εκεί που εκοιμάτονε ο νεότερος, του φάνη,
Πώς ήλθαν πόδια λεονταριού , και την καρδιάντου πιάνει,
Και τότε εγροικήθηκε κρυός πλεια παρα το χιόνι ,
Κ' εφαίνετο του την καρδιαν πως του την ξεριζώνει .
Τρεμάμενος εξύπνησε, με φόβον έσηκώθη,
Το τέρι του αναζήτησε στ' άρματα παρεδόθη .
Και το δοξάρι παρευθύς έπιασεν εις την χώρα,
Δειλιά ήντα να του μέλλεται εκείνην την ημέρα .
Δεν εύρηκε την λιγερην, και όλον σιγοτρομάσσει,
Μα λόγιαζε πώς νάτονε στο σπίτι όπου πράσσει.
Και προς τα δάση περπατεί, τοπώνει και ξανοίγει,
Για να ναύρη άγριο τίποτε να κάμη το κυνήγι .
θωρεί, σαλεύγαν τα κλαδια, τα δενδρουλάκιαεκλίνα ,
Λάφι, ή αγρίμι λόγιαζε πώς νάτονε σ' εκείνα .
Και την σαΐτα κόκιασε ζημιό την ώρα κείνη,
Ω "φου κακόν οπούκαμε, ώφου αδικια που γίνη .
Η ' τονε τόσο γλίγωρος να σύρη το βελτώνι,
Και να το πέμψη στο κλαδί, που τέτοια κάλλη χώνει
Ο που δεν είχε η λιγερή καιρο σκιάς να γυρέψη,
Παρέχει τόπον να χωθή, και να μετασαλέψη .
Κ' ευρίσκει την ή σαϊτια στα μαρμαρένια στήθη,
Και αν έσυρε και δαμινή, φωνή δεν έγροικήθη .
Και φαίνεται, ξεψύχησε, μα δίχως να φωνάξη,
Ανάθεμα τον λογισμoν, και της ζηλιάς την πράξι .
Ε'γρίκησ' απ' το χέρι του, το πώς κυνήγι γίνη,
Και πως το κρέας πλήγωσε με την σαΐτα κείνη .
Κ ' εγλάκησε με την χαρά, κ 'εμπαίνει μέσ' σταδάση,
Και το κυνήγι γύρεψε, να σώση να το πιάση .
Hύρηκε το δεν ήθελεν, είδε το δεν εθαρρες,
Για το κυνήγι οπούκαμε, θάνατον 3ε να πάρη .
ΜΕΡΟΣ Α '. 103
Hύρηκε την πολυαγαπά, κρυαν και ματωμένη,
Είχε πνοήν, κ' ωμίλησε, κ' είπέν του και αποθαίνει .
Κ' επήρε τοτοιον θάνατον, για ν' αγαπά περίσσα,
Και ως τόειπεν, εξεψύχησε, τα μάτια της σφαλίσα .
Να δή τέτοιο ανέλπιστον, ετρόμαξε, κ' εχάθη,
Και μοναχός του να σφαγή κείνη την ώρα βάλθη.
Και τόσα ή πίκρα και ο καϋμός, τον κρίνει και παιδεύει ,
Ο πού να πάρη θανατον με τ' άρματα γυρεύει .
Και τόσα τόπιασε βαρυ το πράμμα όπου γίνη,
Που δίχως άλλο να σφαγή θέλει την ώρα κείνη .
Μάλθαν, και τον ευρήκασίν οι μπιστικοί του φίλοι,
• Πριχού να κάμ' ή χέρα του και, τ'είπασι τα χείλη.
Και ως είδαν το ανεπέλπιστον , έκλαψαν λυπηθήκα,
Και άρχισαν να παρηγορούν τα φίλου της την πίκρα .
Και ξόμπλια μύριαρίθμητα πολλάμορφα του λέσι ,
Καταδικάζουσίν τονε να βλέπεται μή φταίση .
Μηδε $ελήση να σφαγή, μη βουληθή έτοιο πράμμα,
Μ ' ας δείξη σ' ανεπέλπιστον, ωσαν και άλλοι εκάμα .
Με ταϊς πολλαίς παρηγοριαϊς δαμάκι συνήφέρνει,
Της γνώσις τον λογαριασμόν σαν άνθρωπος γιαγέρνει . *

Κ' έβαλε μέσ' τον λογισμόν, να ζή, να της δουλεύη,


Και με τα δώρα της ανδρειας να τηνε κανισκεύη.
Κ'επήγαινε ξετρέχωντας, σε μιαν και σ' άλλην χώρα και
Τα κονταροχτυπήματα, κ' εκέρδαινε τα δώρα ..
Κ ' εκείνα που του δίδασι , πλήρωμα της ανδρειάς του .
Ε'πήγαινε, κ'έκρέμνατα στο μνήμα της κυράς του,
Και με τ' αυτά τα κέρδητα ωσαν θεράπειον βρίσκει ,
Κ ' έπαιρνε σαν παρηγοριαν, παίρνωντας το κανίσκι.
Και ως ήκουσε κ'εγίνετο στην χώραν την Αθήνα,
Τέτοιο κονταροχτύπημα, η όρεξί τον κίνα .
Να πάγη, μαύρος σκοτεινός, να κονταροχτυπήση,
Για την κυράντου , οπούχασε, και ήλπιζε να νικήση .
104 ΔΙΕΡΟΣ Β'.
Κ' ελόγιαζε, και μελετά , σαν το στεφάνι πιάση,
Στον τάφον της σαν τέζαρε, να πα να το κρεμάση.
Α'ρχησε γιατί τούλαχε μπέρδεμα εις την στράτα,
Μ ' από την πρώτη κίνησε, πούκουσε τα μαντάτα .
Χαρίδημος εκράζετο, ανδρειαν και χάριν έχει.
Και πάντα κεί που πολεμά, τράφτει, βροντά και βρέχει .
Σπίθαις σιδέρου, αιμα κορμιών, ευγένει όπου μαλώση,
Και βροντισμούς και ταραχαϊς, η δύναμή του η τόση .
Είχε και αυτός στην κεφαλήν ένα κερί σβυμένο,
Τον άνεμον ανάδια του έδειχνε φουσκωμένο.
Και τον καϋμόν τε τον πολυν, την λαύραν π8 τον κρίνει,
Με γράμματα ποκατωθιο, λέγει και ξεδιαλύνει .
» Κείνη η φωτια πε μέφεγγε, πλειο λάμψιν δεν με δίδει,
» Και άνεμος μου την έσβυσε, κ' εδάμαι στο σκοτάδι .
Πολλο: τον εγνωρίζασι, πεζοίκαι καβαλλάροι,
Φωνάζουν, εδώ πρόβαλε της Κρήτης το λεοντάρι .
Τούτος είν'ο Χαρίδημος, και από την ώρα κείνη,
Οπούχασε το τέρι του, ολόμαυρος εγίνη.
Και αν ζήση χρόνους εκατό πλειό του δε θε ν' αλλάξη,
Πειδή και η μοίρα το ήθελε, έτζι να τον πειράξη ,
Ως τόκουσ' ο Σπιβόλιοντας, με μανιτ' αρχινίζει ,
0 " λος ν' ανατινάσσεται , ν' αγριεύη, να μανίζη.
Τα σωθικάτου ως το θερμό, βράζου αναχοχλακίζουν,
Βροντά και το στομάχι του, τα χείλη του μαυρίζουν .
Καπνίζουν τα ρουθούνια του, σαντ ' άλογο όταν τρέχει,
Κ' επάνω κάτω περπατεί, και αναπαυμό δεν έχει .
Πούρ έστεκε, και ανήμενε να τόνε δή ήντα κάνει ,
Μέσα του διελογίζετο, πώς να τον αποθάνης:
Και ωσαν τον είδε κ' έσωσεν, εις τού Ρηγός κ ' εγράφθη,
Ε'κέντησε όλο το κορμί, και ως το καμίνι ανάφθη.
Και πλειο δεν έχει πομονήν , και στην καρδιαν εσφάγη ,
Με μανιτα στον Βασιλειον, εκίνησε και πάγει.
1

ΜΙΕΡΟΣ Β '. 105


Τα μάτια ξαγριέψασε, καρβούνων σπίθαις βγάνουν, ή
Τόπον του δωκαν το ζημιο, και άδειαν πολλήν το κάνεν .
Δίχως να κλίνη κεφαλήν, δίχως να προσκυνήση,
Δίχως να πάρη θέλημα, του Ρήγα να μιλήση, *.
Δείχνωντας με το χέρι του τον Κρητικών, αρχίζει,
Αγρια περίσσα να μιλή, και ν' αποφοβερίζη.
ΚΑΡΑΜΑΝΗΤΗΣ

Αφέντη, πράμμα έγνοιανο πολλα μ' ανακατώνει ,


Κ ' η μάνιτά μου την καρδιάς αλύπητα πληγώνει .
Και Βέλω την απόφασιν, την ώρα που γροικήσης,
Το δίκιο μου , και ότ' έβαλα , φον νούν μου να μ' αφήσης.
Να κάμω με το χέρι μου σήμερον του εχθρού μου ,
Και ν' αντιμέψω τ' άδικο, πούκαρε του κυρού μου.
Ρήγα, γιατί εγνώρισα, σπλάγχνος και καλωσύνη,
Ηλθα κ'εγώ, κ' ετίμησα το κάλεσμα που γίνη .
Καλά κ' είς τούτο η γνώμη μου , μακραν' κ ' η όρεξί μου ,
Γιατ ' έμαθα στα αίματα να βάφω το σπαθί μου,
Μα πούρ έσυγκατέβηκα και' ήλθα να σε τιμήσω,
Και δίχως μου έτοιο κάλεσμα δεν ήθελα ν' αφήσω .
Και ουδ' έλπιζα, ουδ' εθαρρουντο, ο Κρητικός να λάχη,
Επα, γιατ' έχω μετ' αυτόν πολλήν κακιαν και μάχη .
Κ'ετύχαινε, σαν ήκουσε, πως είμαι επα να φύγη,
0'χι ν' ανακατώνεται , και μετα μας να σμίγη .
Γιατ’ από χρόνους και καιρούς, ο πιβουλόςτου κυρις,
Εις το σπαθί, όπου βαστά, εγίνη νοικοκύρις .
Κ 'έκαμε μια τραίτοργια μεγάλη του γονιούμου,
Τότε εκείνον τον καιρών, που έγω κοπέλιν ήμου .
Στην Σκλαβουνιαν ελάχασι, κ' εις μια κατάκρυα βρύσι,
Ε'δειξε τον πατέρα μου , να παγη να δειπνήση .
Ε'δείπνησε, κ' εκούμπησεν, ύπνον δια να πάρη,
Και το σπαθί τ' εκρέμασε εισε δενδρού κλονάρι.
106 ΝΊΕΡΟΣ Β ' .
Και ανέγνοιος, εκοιμούντονε, τον δείπνον να χωνέψη.
Και ο κύρις του αποκότησε, κ' επήγε να το κλέψη..
Και δεν κατέχω πούλαχε, σ'εκείνο το μονοπάτι,
Και εις το δένδρον αίμωσε, κ 'εσιγανοπορπάτει .
Κ ' ως είδε κ ' είναι ο κύρις μ8, στου ύπνου του την ζάλην ,
Ε'πιασε κείνο το σπαθί μ' αποκοτιαν μεγάλην .
Ε'πηρέν το, και εμίσεψε, και πλειό του δεν εφάνη,
Και τώρα ο γυιός του το βαστά, το παλικάρι κάνει .
Πολλαίς φορείς. ερώτησέν, ο κύρις μου να μάθος
Ο κλέφτης πού να βρίσκεται, για να του δώση πάθη.
Μ' έχώνετό του και ποτέ δεν ηύρε να τον πιάση,
Και από τον φόβο πέθανε, πριν παρα να γεράση:
Λοιπόν Ρήγα αποφάσισαι, το δίκιο ωσαν τοκάρει ,
Να μου γυρίση το σπαθί, ή θάνατόν να πάρη.
Και το κονταροχτύπημα ευγνκ' από το νου μου,
Ωστε να πάρω το σπαθε, οπούτον του κυρού μου .
Γνωρίζουντο, πως το βαστά, κ'έχουντο και πομένα,
Πολλοί, πώς κείνο το σπαθί είναι δικό μου εμένα..:
Και απόταν ανεθράφηκα , ερώτουν νύκτα, μέρα,
Πού ναναι και που να βρίσκεται και στίνος ανθρώπου χέρα και
Ερώτουν, και καθημερινό μου φέρνασι μαντάτο,
Πώς τούτος τ' αποφέντεψε, και απόκοτα βαστάτο...
Μα δεν τον έλαχα ποτέ, να τον εξαρματώσω ,
Και στην πολλήν αποκοτιαν πλήρωμα να του δώσω .
Μα δα βρεθήκαμεν έπα, θέλω να μου τ' αφήση,
Αλλιώς να κάμη η χέρα μου, ότι δεν κάμει η κρίσι
ΠΟΙΗΤΗΣ

Τουτάλεγε ο Σπιβόλιοντας, τον Κρητικών εθώρει.


Κ ' εκείνος με την φρόνεψι, τ' απόμεινε όσον μπόρει.
Η Ρήγισσα και η Αρετή, και όλοι οι απομονάρου ,
Α’κούοντάς τον τρέμασιν επάνω στο πατάρι .
ΜΕΡΟΣ Β ' 107
Και μέσα στον χοντρό λαόν πολλή βαβούρα εγίνη.
Κ' εφαίνετο τουςτο ζημιο, και όλους τους καταπίνει .
Μ' ο Κρητικός, πρίν άλλο πη, κοντήτερα σιμώνει,
Και μ' αρχοντιάν και φρόνεψι, την μάνατά του χώνει .
Και με πολλήνγλυκύτητα, με τάξιν, και με γνώση,
Ε'ζήτησε του Βασιλειου, Θέλημα να του δώση.
Στ' άκουσε ν' απολογηθή, γιατί βαθυα του εγγίζει,
Εκείνο, που ο Σπαθόλιοντάς ψωματινα σαλίζει .
Και ως είδε, και ως εγνώρισεν ο 'Αφέντης πως ορίζει,
Να πη και αυτός το δίκιο του, έτοιας λογής αρχίζει ..
ΚΡΗΤΙΚΟΣ

Καραμανίτη, ό, τι μιλείς, είν' όλα παραμύθια ,


Και σήμερον με πιβουλιαν έχωσες την αλήθεια .
Και όσαις φορείς για το σπαθί , πώς πως είναι δικό σου,
Και ο κύρις μου σας τόκλεψε, ψεύματα στο λαιμό σου .
Ψεύδεσαι συ , και όποιος το πη, πώς σε καιρόν κανένα,
Ο κύρις μ'έκαμε ποτέ πράμμ' άπρεπο σ' εσένα .
Μα με μεγάλης ανδρεια τ' επήρεκαιτου κυρού σου,,
Και αυτάνα τα ψωματινα βγάλετα από το νου σου .
Και ο κύρις σου, ωσαν και εσυ, επείραζε έναν ένα,
Κ' ελάχαν με τον κύριν μου , κ' οι δύο τους εις τα ξένα .
Και κάθε μέραν αφορμαϊς τούβρισκε να μαλώση,
Πούρεύρηκε το εγύρευε, και ό, τι έπαγε να σώση.
Και ωσαν τον έσφιγγε πολλα, και πλειο δεν το εμπόρει,
Εις τ' άρματα συρθήκασι, πολύς λαος τους θωρει .
Και μοναχα με το σπαθί, όχ' άλλο είς τήν χέρα ,
Ε'κάμασί νε την μαλιαν εκείνην την ημέρα .
Και κάμποσ’ ώρα εις την μαλιαν εκείνην κινδυνεύαν,
Και μ' ανδρειαν και μαστουργιαν το νίκος έγυρεύαν .
Στο ύστερον ο κύρις μου ωσαν καλός τεχνίτης,
Τούδειξε, πώς μαλώνουσιν εις το νησί της Κρήτης .
108 ΜΕΡΟΣ Β'.
Ελάβωσέν του άσχημα στον πάδα κ' είς τήν χέρα ,
Και κάνει που πολύ κακό εκείνην την ημέρα .
Και την δεξιά του εζούγλανε, και το σπαθί του πέφτει ,
Κ' έχασε με το δίκαιο του, όχι να εζυγανέφτη .
Με το ίδιο του το θέλημα ζημιών την ώραν κείνη,
Ε'μίσεψε, και το σπαθε του νικητού τ' αφίνει .
Το πράμμα είναι φανερό, και ο κόσμος το κατέχει,
Γιατί το ψεύμα να σταθή πόδια ποτε δεν έχει .
Κ ' εσυ μιλείς κομπώματα την σημερνήν ημέρα,
Π’ ο κύρις σου την μαρτυρια» έβάστα εις την μέρα .
Και ουδε ποτέ του θέλησεν από την ώραν κείνη,
Αρματα να βαστάξη πλειο, γιατί ζουγλος εγίνη.
Κ' είναι εντροπή σου, κάτεχε, τα ψέματα να λέγης,
Και άδικα να καταφρονάς τους άλλους και να ψέγης .
Το πρώτο πράμμα της τιμήςείναι στον ανδρειωμένον ,
Να μην το εύρoυσι ποτέ εις ψωμα κομπωμένον .
Γιατ' απ' τον φόβον, λέγουσι , το ψωμα πως κινάται,
Και πάει, κ' ευρίσκει αποδεκώ τον άλλον που καυχάται .
Μα πού μπορεί και δύνεται, κάθ' άνδρα να μαλώση,
Το ψωμα μηδ' ή καυχησια δεν είν' δικήτου βρώσι .
Μα τούτο είν' το φαγητό, που τρώγει και χορταίνει,
0' καυχησάρης και ο δειλός, είς όποιον τόπον πιαίνει .
Σ' εσένα oπoύσαι άνδρας καλός, και δύναμις μεγάλης,
Μεγάλο πράμμα το κρατώ, έτοιας λογής να σφάλης .
Από πολλούς έγροίκισα την δύναμιν την έχεις,
Και ουδ' όλπιζα, ουδ' ελόγιαζα, ψώματα να κατέχης .
Σε λίγα λόγια, γροίκα μου, άκου καλα ήντα λέγω,
Ε'γω δεν δίδω πείραξιν, ουδε μαλιαϊς γυρεύγω.
Α'μ' όποιος και αν μ ' επείραξεν, εκείνος με κατέχει ,
Μα καυχησια το στόμα μου, και ψώματα δεν έχει..
Και τιμημένα τα βαστώ ως τώρα τ' άρματά μου,
Και ελπίζω και απεδώ κ' εμπρός τροπή να μην μου καμε.
ΜΕΡΟΣ Β'. 109
Πούρ αν σ' αρίση το σπαθί, και θέλεις να το πάρης ,
Να το νικήσης πάλεψαι, πεζός ή καβαλλάρης .
Κ' εγω δεν εφοβήθηκα ποτ' άνθρωπον κανένα,
Μ' όλον όπούμ’ ανήμπορος , και δεν δειλώ ουδ' εσένα.
Και όταν ορίζης , και όταν θες, ας πάμε σ' ένα τόπον,
Μακρα, γιατί βαρυούμαι το το πλήθος των ανθρώπων.
Μ ' άρματα μόνο κοφτερα, και σιδηρού σκουτάρι,
Να δούμεν τούτο το σπαθί, ποιός μέλλει να το πάρη
Για να ξεκαθαρίσωμεν κ' η μάχη να τελειώση,
Πούρε αν θέλη ο Βασιλειος θέλημα να μας δώση .
ΠΟΙΗΤΗΣ
Σ’ τούτα τ' ανακατώματα γλακούν οι ανδρειωμένοι,
Να δούν ηντάχουν διαφοραίς ετούτ' οι μαλωμένοι .
,
Ακούσι και του Κρητικού, το πώς τ' απηλογάται ..
Και στέκουν, και αναμένουσι τον Ρήγα να μιλήση,
Και πιθυμού ν' ακούσουσι , το θε ν' αποφασίση .
Ο Βασιλειές με φρόνησιν, και σπλάγχνος αρχηνίζει,
Και πρώτα στον Σπαθόλιοντα το πρόσωπον γυρίζει .
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
Λέγει του, δεν ανέμενα σήμερον από σένα ,
Να πούσίνε τα χείλησου, τα σούχα γροικημένα.
Και αν είχες παραπόνεσιν, ετύχαινε ν' αφήσης,
Την διαφοράν σου κ' ύστερα, να μου τηνε μιλήσης .
Δια να μη δυσκολευθή το κάλεσμα που γίνη,
Και ο φρόνιμος έτοιους καιρούς ταϊς διαφοραίς τ' αφίνει.
Γιατί θωρείς το μάζωμα ετούτο το μεγάλο,
Οπού τιμώ σ' ό, τι μπορώ τον ένα και τον άλλο .:
Και το παιδί μου αν κανείς μου τέθελε σκοτώση,
Ετοιον καιρόν αντάμειψιν δεν ήθελα του δώσει.
Ουδε γυρέψειν ήθελα να κδικηθώ έτοιαν ώρα,
Οπούν τόσοι Αυθεντόπουλοί, και ξένοι μέσ' στην Χώρα .
ΜΕΡΟΣ Β '.
Μάθελ αφήση να χαρούν, και να περιδιαβάσου,
Κ ' εσε που θεμελιώθηκε σήμερον η μάνιτά σου ;
Για ένα σπαθί που βρέθηκε στου Κρητικού της χέρα ,
Να κάμνης ανακάτωμα ετούτην την ημέρα και
Αφήστε ταϊς διαφοραίς, και παρεμπρός μην πάσι,
Και τα κονταροχτύπημα παιδί μου σαν σκολάση .
Ε'χετε μέραις, και καιρόν, και τόπον να βρεθήτε,
Να το ξεκαθαρίσετε, αμή για δα τ' αφήτε.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Ωμίλησεν ο Βασιλειος , μιλούσαν του και οι άλλοι,
Λέσιν του , ανακατώματα στην μέσην τους μη βάλη.
Το κάλεσμα του Βασιλειου μη θέλεις, να ξυλώση,
Και ας σιγανέψη ή μανιτα, κ' η όργητα ας μερωση .
Για ένα σπαθε μηδε γενή έτοια μεγάλη μάχη,
Και ας κάμη το χειρότερον άλλον καιρό που λάχη.
0'σον τα μέλειε ο Βασιλειος, και όσον μιλούν και οι άλλοι,
Τόσον και πλειο η έχθρητα εγίνετο μεγάλη .
Και με φωνή αγριώτατη, τρέμοντας το μουστάκι,
Του Ρήγα πηλογήθηκε με λόγια όλα φαρμάκι .
ΚΑΡΑΜΑΝΙΤΗΣ
Α’φέντη, για να μην μου πής, το πώς περίσσα σφάνω,
Μα ήβανα χέρι στο σπαθί, για να με δού ήντα κάνω .
Γιατί δεν έχω έτοιο σπαθί να χαίρεται ο εχθρός με,
Και δός μου αυτό το θέλημα , ή παίρνω το απατόςμου
ΜΕγύρισε
' αγριώτατον ανάβλεμμα, και βρουχισμους μεγάλους,
τα μάτια του, και έμίλησε με τζ' άλλους .
θωρώ, κ' εμαζωχτήκετε, και βαβουρίζετε όλοι,
Ωσαν το κάνουν η μέλισσαις τ' άνθους στο περιβόλι .
Και απ'την μερώντου Κρητικούγνωρίζωπώς κρατείτε,
Και βλέπω, πού ξαμώνουσιν εκείνα που μιλείτε .
Αν ήναι και από σας κάνεις, και θε να του βοηθήση,
Ας έλθη πούρε μετ' αυτόν, έπα και ας πολεμήση.
ΔΙΕΡΟΣ Β '.
Ελάτε τρείς και τέσσαρες, όσο και αν είσθε ελάτε ,
Πολλους και λίγους το σπαθε, ετούτο δεν φοβάται .
Δεν Θέλω πλειό να μου μιλή, κανείς να με πειράζη,
Να κδικηθώ, ν' αντιμευθώ, το δίκαιο μου με βιάζει
Δή Θέλω ποιος από τους δυο ψωματινα τα λέγει,
Και ποιος είν' κείνος π' άδικα , να βρή μαλιαϊς γυρεύγει .
ΠΟΙΗΤΗΣ
Ο Κρητικός δεν θέλει πλειο να στέκη ν' αναμένης
Πολλή εντροπή του φαινουνταν τόσον ν' αναπομένη.
Και πάγειμπρος εις του Ρηγός με ταπεινότη αρχίζει,
Να του μιλή το δέκιο του, μα δίχως να μανίζη .
ΚΡΗΤΙΚΟΣ

Ρήγα, επειδή κ' εβάλθηκε τούτο το παλικάρι ,


0 " σο πλεια γλίγωρα μπορεί τ' άρματα να μου πάρη.
Και απόταν μ' είδε κ' ήλθα έπα, υπομονή δεν έχει,
Καλεί με να μαλώσωμε, για πράμμα , που κατέχει.
Το πως έχει άδικο πολυ, μ' απήτις κ' έτζι θέλει,
Ας δούμε τούτο το σπαθί σήμερο τίνος μέλλει .
Και γιαναμην πειράζωμεν τόσον πολλα την Χώρα .
Μα να ξεκαθαρίσωμεν τάχομεν σ' λίγην ώρα . ουν
Η βεφαντώσ ,
Κ' έτοιο μεγάλο κάλεσμα οι δυο να μην ξυλώσουν .
Μ'έλωνα σκουτάρι σήιδερο, κ'ιαένα σταθείερσιτνηήνν χώραρ,α *

Θέ και να γεν ή μαλ την σημ ον ημέ .


Με τα πολλ' άρματ' άτυχο τον ανδρειωμέν κάνει,
ΜΙα που μαλώνει ολόγυμνος, τρομάρα τόνε πιάνει .
ΠΟΙΗΤΗΣ
Ο' Ρήγαες σανοέγνώρισεε, πως έναςς, καια άλλος ι θέλει,
Να δούσ κείν το σπαθ ενιτςα τίνο χέρι μέλλε ,
Και ό, τ' είπε του Σπιβόλιο , στον άνεμου τα χάσε,
Ζημιο την γνώμην του ήλλαξε και άλλην βελην έπιασε .
119 ΙΕΡΟΣ Β'.
Και Θέλημα τους έδωκε, να το ξεκαθαρίσουν,
Και με σκουτάρι και σπαθί, μόνον να πολεμήσουν ,
Την ώραν όπου πήρασι το θέλημα του Ρήγα,
Σύρνονται, και με βιαν πολλήν παράμερας επήγα.
Κ' ευγάνουν όλα τ' άρματα, και μόνον το σκουτάρι,
Και το σπαθί απέμεινεν εις κάθε παλικάρι .
Ολο το πλήθος του λαού τρομάσσει και φοβάται,
Αναδακρύνει, και πονεϊ , τον Κρητικών λυπάται .
Η αρεταίς , κ' η γνώση του, και της μιλιάς του ή χάρι,
Ε'καμε, και αγαπήσαντον, πεζοί και καβαλλάροι .
Τον άλλον τον σκληρόκαρδο δεν δύνανται να δούσι,
Α’μ' όλοι τ' ωργισθήκασι, και όλοι τον μισούσι .
Λογιάζουσι, πώς δεν μπορεί ο Κρητικός να κάμη,
Μαλιαν καλήν μ ' έτοιο θηργιο, κ' έτρεμαν σαν καλάμι .
Μα κείνοι, που κατέχασε τον Κρητικό ήντα ξάζει,
Και ακούγασι, πώς σ' ανδρειαν κανείς δεν του τεριάζει,
Και ουδε φοβήθηκε ποτέ άνθρα 9ηργιο αν εγίνη,
Και να μασση τα σίδερα, και να τα καταπίνη,
Δεν έχουν φόβο, ουδε δειλιούν, μα στέκουν, και αναμένε,
Να δούσι ταϊς παλικαριαίς του μαυροφορεμένου .
Μ ' ας πούμεν για την Αρετή, π ’ ως είδε, κ' έξυλώθη,
Ετσιο κονταροχτύπημα, εις την καρδια πληγώθη.
Μέσα της ναθεμάτιζε χίλιαις φοραίς την ώρα,
Οπουρθεν ο Σπαθόλιοντας στην εδικών τους Χώρα .
Και κάνει την , και δεν μπορεί τον αγαπά να βλέπίς,
Γιατί το πράμμα το έγνοιανό όλους τους παρατρέπει .
Ετούτ' η φοβερή μαλια π’ ακόμη δεν εγίνη,
Του Έρωτος τζ' αρμάτωσαις παράμερα τζ' αφίνει .
Δεν είν' πρεπό του Ρώκριτου, να στέκη να τονιάρη,
Μες με τους άλλουςέσμιξε μακρα απ' το πατάρι .
Στον τόπον πούναι ο Κρητικός , ανεβοκατεβαίνου,
Και όλ' ερμηνεύουν το μπορούν τού νειού του παινεμένο.
ΜΕΡΟΣ Α'. 113
Και ό, τι κατέχει κάθε είς , και ξεύρει, το θυμίζει,
Μ' αυτος όλα τα κατεχε, στα ξένα που γυρίζει .
Ε'κ' είναι και ο Ρωτόκριτος, με τέχνην του ερμηνεύει,
Ποιαϊς κοπανιαϊς να βλέπεται, και ποιαϊς να δυσκολεύη.
Στον άλλον τόπον πούτονε το φοβερόν λιοντάρι ,
Ε'πήγεν ο Δρακάκαρδος τ' άγριο το παλικάρι,
Κ' έλεγε του Σπιβόλιοντα στ' άρματα ό, τι κατέχει,
Κ' εκείνος να του τα γροικά , υπομονή δεν έχει .
ΚΑΡΑΜΑΝΙΤΗΣ

Και λέγει του με μανιτα, θαυμάζομαι με εσένα,


Το πώς δειλιάς και έγνοιάζεσαι σ' έτοια μαλια για μένα .
Και λέγεις, και ερμηνεύεις μου , να βλεπηθώ μου δείχνεις,
Πολλ’ άσχημα είν' τα λόγια σου, στον άνεμον τα ρίχνεις .
Ο Κρητικός και άλλοι πολλοί να με μαλώσου ομάδα,
Ετούτ' η χέρα κάνει τους να παν να βρουν τον "Αδη.
Κανείς δε θέλω να μιλή, και σήμερ ας μ ' αφήση ,
Στα μούσφαλεν ο Κρητικός , να κάμω δίκαια κρίσι ,
ΠΟΙΗΤΗΣ

Επήγαν εις του Βασιλειου, και θέλημα τους δίδει ,


Δια να κάμωσι και οι δυο θανατερό παιγνίδι.
Ωρισε να γενή ή μαλια, μακράν απ' το πατάρι ,
Κ' εκεί έμαζωχθήκασι, πεζοί και καβαλλάροι .
Καταπλακώνετ’ο λαός, και ο εις τον άλλο αμπώθει,
Οταν από τον Βασιλειά το θέλημα εδόθη.
Τρέχουν, γλακούσι να θωρούν, όλοι μικροί μεγάλοι,
Και άνθρωπος δεν απέμεινε, οπού να μην προβάλη.
Και τότε λέγ' ο Κρητικός ο νειός και παινεμένος,
0'ς τις πεθάνη, απ' όλους σας ας είν' συγχωρεμένος .
Και μ' ένα πηδημ’ ως αετος εστάθηκε στο ζάλο,
Και βάνει χέρα στ' άρματα, και ανέμενε τον άλλο .
Erotocrito . 8
14 ΜΕΡΟΣ Β '.
Κ ' εκείνος πάλ' ανάδια του όγλίγωρος σιμώνει,
Και διχωστας παραθεσμια σαν δράκος ξεσπαθώνει .
Και σμίγουν τα γυμνά σπαθιά, σηκώνουν τα σκουτάρια,
Και αρχίζουσί νε την μαλιαν τούτα τα παλικάρια .
Με μανιτα και μ' ανδρειαν αγριεύουν και φουσκώνουν,
Οπ' όσοι και άν' τες βλέπασι, πονών και αναδακρυώνουν .
Σαν δυο λιοντάρια όταν βρεθούν με πείνανεις τα δάση,
Κ ' ευρών φαητό, και απάνω του τόνα και το άλλο άράσει,
Μουγκρίζουν, και άγριεύγουσι, πεινών, και με το στόμα,
Και με τα νύχια αράσουσι, και τρέχουν εις το βρώμα.
Τ'όνα και τ' άλλο πολεμά, το βρώμα να κερδαίση,
Ε 'τζ'έκαμαν και τούτοι οι δυο εις του λαού την μέση .
Τριγυρισμένους τζ'έχoυσι, καιστέκουν και θωρούσι,
Τον πλειά ανδριωμένο από τεςδυο δεν ξεύρoύσι να πέσι.
Και μόνο κείνα τα σπαθιά ανεβοκατεβαίνουν,
Και ώραις ζερβα τα ζάλατες, καιώραις δεξιατα πηαίνον.
TIολλά μεγάλην δύναμιν έχ' ο Καραμανίτης ,
Πλειάς τέχνης, και πλειάς μαςοργιάς είν'το παιδίτηςΚρή
Και με την τέχνην συντηρά, την ώραν π8 μαλώνει, (της.
Την χέρα του Σπιβόλιοντα σε ποια μερα ξαμώνει.
Κ' εξώφευγε ταϊς κοπανιαϊς, κ' έβλεπε το σπαθί του,
Και ωσαν αετος επα και εκεί επέτα το κορμί του.
Σύρνετ’ οπίσω, πηαίνει εμπρός, ζερβα δεξιά γιαγέρνει,
πέρνει
Και πρίχου σωσει η κοπανιά, εις το σπαθί την .
Και όποιο σπαθε είχ’ έτοιαν βαφήν σίδηρο δεν το πιάνει ,
Ουδε ποτέ τζακίζεται, ούτ’ οδοντια δεν κάνει .
Πότε και λίγο τούδιδε και πάνω στο σκουτάρι,
Στην γήν κομμάτια τόρριχνε το φοβερό λιοντάρι.
Ε 'στεκεν ο Χαρίδημος σαν άνδρας , και αναμένει,
Κ 'εγύρευε να βρή καιρόν η χέρα η τιμημένη,
Δεν θέλει δίχως διάφορον ή κοπανιαϊς να πηαίνου ,
Ωσαν επηαίνα του Θήργιού τ'άγριου του θυμουμένου .
ΜΕΡΟΣ Β'. 115
Οπου ταϊς δίδει στο σπαθί, του σκουταριού την χώρα ,
Και όλαις ταϊς πλειότεραις φοραίς λαβώνει τον αέρα.
Μα τούτος έχει πομονή, και πολεμά με γνώση,
Κ ' εγύρευγε τον ανοικτών, για να τονε λαβώση.
Και πάντα μπρος στα μάτια του με το σπαθί ξαμώνει ,
Για να τονε κρατη μακρά, να μην πολυσιμώνη .
Με τον καιρό ο Χαρίδημος την χώρα χαμηλώνει,
Κ ' ηύρε του το μερι ανοικτό, δαμάκι το λαβώνει .
Σ' κείνον τον τόπον τούβγαλε τότε το πρώτον αίμα ,
Και άρχήσασι κ'έχαίρονταν κείνοι οι πολλοί που τρέμα .
Λιγάκι τον έλάβωσε, πούρε το αίμα βγήκε,
Και το σπαθί του στο μερι λαβωματια τ' αφήκε .
Και ωσαν τεχνίτης στ' άρματα, πάντα καιρό γυρεύγει,
Με γνώσι, καιμεμαστοργια , να κρούση και να φεύγη .
Την δεύτερην λαβωματιάν στο στήθος του την κάνει,
Κ ' ήτον ετούτ' απρόκαλη, αίμα πολύ του βγαίνει .
Ως είχε ρήξει κοπανια, πάντα του το σκουτάρι ,
Με τοσπαθί συντρόφιαζε τ' αγένειο παλικάρι .
Δια να βλέπω το κορμί, να μην τονε λαβώση .
Τ ' άγριο θηργιο, πού κτάσσουτον, θάνατον να του δώση .
Γιαύτωςδεν είχε δύναμιν πολλών ή κοπανιά του ,
Ε'βλέπουντον , κ'ελάβωνε, κ'εσίμωνε κοντάτου .
Γυρεύει τόπον και καιρόν εκείνην την ημέρα ,
Να κάμη μιαν μαλιαν καλήν η τιμημένη χέρα .
Ως είδεν ο Σπιβόλιοντας τα αίματα και τρέχουν,
Στο στήθος του, και στο μερί, και το κορμί του βρέχουν ,
Ε' μούγκριά',εταράχθηκε, και ωσαν λεοντάρ αγριεύγει,
Και να βαρη του Κρητικού τόπον να βρή γορεύγει .
Μηδε ποτέ το πέλαγος έτοιας λογής μανίζει,
Στζ' ανεμικαίς τα. Γενναριού, όταν βροντά, και αφρίζει ,
Σ’ καιρόν π ' ανακατώνεται με ταραχή μεγάλη,
Και όταν σκορπά τα κύματα έξω στο περιγιάλι.
416 ΜΕΡΟΣ Β'.
Σαν έκαμ' ο Σπαθόλιοντας , στα αίματα που θώρει;
Κ 'έτρεχαν, και να κδικηθή, ακόμη δεν ημπόρει .
Ε 'δαγκανε τα χείλη του , μέσα η καρδιά του βράζει,
Δράκοντος, και όχι ανθρωπινο το πρόσωπόν του μοιάζει .
Κ ' έσυρε μουγκαλισματιαν έτζι πολλά μεγάλην,
Πού το πατάρι σείσθηκε από μια μεραν ως άλλην .
Κ' εφάνη κ' ήτονε βροντή, που απ' τα ύψη αρχίζει,
Και κάνει ταραχήν πολλήν , τα νέφαλα ξεσχίζει .
Και με πολύ συγαλιασμό στα βάθη κατεβαίνει ,
Ετζι και από το στόμα του ο μουγκρισμός εύγαίνει .
Μανίζει με τα χέρια του, και το σπαθί του ψέγει,
Κ ' εις κείναις ταϊς λαβωματιαϊς να κδικηθή γυρεύγει ,
ΚΑΡΑΜΑΝΙΤΗΣ

Λέγει, θωρώ δεν έχω πλειο ουδέ σπαθε ουδε χέρα ,


Μ ' όλα μ' απαρνηθήκασιν ετούτην την ημέρα .
Α’πήτις και ένας Κρητικός τόσ’ ώρα με μαλώνει ,
Κ ' ή χέρα μου πιβούλεψε , και δεν τονε σκοτώνει
ΠΟΙΗΤΗΣ

Εμάζωξε σαν το θηργιο όλην την δύναμιν του,


Και όσο ψηλα ψηλά μπορεί σηκώνει το σπαθί του
Και απέχει τρέχει πάνω του μ' αγριωμένο χέρι ,
Κ' εξάμωσε να του βαρή στης κεφαλής και τα μέρη .
Και ο Κρητικός όγλίγωρος σηκώνει το σκουτάρι,
Βάνειτο μπρος στην κεφαλή, την κοπανιαν να πάρη .
Κ' έβλέπησε την κεφαλήν, γιατ' απ' εμπρός το βάνει ,
Και δίδει του μιαν κοπανια , και μέσαεις δυο το κάνει .
Και πέφτει κάτω το μισό, τ' άλλο μισό πομένει,
Κ' ευρέθηκε και η χέρατου λιγάκι λαβωμένη .
Την κοπανια τρομάξασιν όλ' οι απομονάρου,
Να δούν να κόψη μέσα εις δυο τοτσιδηρά σκουτάρι.
ΜΕΡΟΣ Β '.
Τότε σαν είδε ο Κρητικός, και το σκουτάρι χασε,
Εις άλλον τρόπον πολεμάς, και άλλην βουλήν έπιασε .
Πλεια δυνατός εγίνηκε, και πλεια άφοβα μαλώνει ,
Ζάλο δεν κάνει πίσω πλειο, μ ' όσον μπορεί σιμώνει :
Και δεν του φαίνετο καιρός να στέκη ν' αναμένη,
Πόδας τον πόδα άμπωθε , και πάντα μέσα μπαίνει .
Στρέφεται χάμαι , και θωρεί , και το κορμί μουλώνει,
Και με μεγάλη μαστοργια στα πόδια του ξαμώνει .
Ε'θάρρεψ'ο Σπιβόλιοντας, κ'εκεί θε να του δώση,
Και χαμηλώνει τ ' άρματα να μην τονε λαβώση.
Και τότε ο Χαρίδημος του φανη ναναι η ώρα,
Να δώση τέλος της μαλιάς, να καταταξη ή χώρα και .
Κ' εσήκωσεν ως αστραπή το γλιγωρό του χέρι,
Ωσαν τονείδεν ανοικτών, στης κεφαλής τα μέρη.
Και μπήχνει όλο το σπαθε εις τον λαιμό ποκάτω ,
Y " πνο τον απεκοίμησε, παντοτεινα κοιμάτο .
E " πεσε κάτω το θηργιο, τα μάτια του γρίλλώνει ,
Φαρμάκι φτεί με τους αφρους, τα μάτια αναδακρώνει .
Κ ' εμουγκαλίσθη τρείς φορείς το φοβερό του στόμα ,
Κ ' έβρόντησεν ο ουρανός, κ' εσείρθηκε το χώμα.
Και με μεγάλην ταραχήν, και μουγκρισμόν ομάδα,
Ε'πήγ' ή άγρια του ψυχή στον μαυρισμένον "Αδη.
Κ' εκείνος, που τον φοβερος, και οπ’ όλοι τον ετρέμα,
Σήμερον εκυλίσθηκε στης σάρκας του το αίμα .
Και σήμερα κείν' η ψυχή, π ’ άνθρωπος δεν εδείλια,
Πάγει να δη του Χαρώνος τα μαυρισμένα σπήλια .
Κ ' ένα μεγάλο θαύμασμα κείνη την ώρα φάνη,
Τ' άλογο του Σπιβόλιοντα ταϊς σάρκες του δαγκάνει .
0'σ' ώρα κείνος πολεμά, ανδριεύγετε ναλύση,
να του βοηθήση.
Να πάγη στον αφέντη του, γιαεπήγε
Και ωσαν έμίσεψε η ψυχή, κ ' εις τον "Αδη,
ν
Πέφτει και αυτό χαμαι, ψοφά, τελειώνουσιν ομάδα .
118 ΜΕΡΟΣ Β'.
Ε'νίκησεν ο Κρητικός λαβωματια δεν έχει,
Μόνο μικρή μικρή πληγή, και λίγον αίματρέχει.
Και ουδέγιατρών, δεν έχει χρεια, να πέμψη ναγυρέψη,
Μα πήγε για ν' αρματωθή, και να καβαλλικέψη .
Με σπούδα μπαίνει σ' όρδινια να κονταροχτυπήση,
Μ ' ο Ρήγας δεν ηθέλησε για τότε να το αφήση .
Γιατ ' έξω οπουτον πάρωρα , πολλα βαρύ του φάνη,
Σαν είδε τον Σπαθόλιοντα, να πέση ν' αποθάνη.
Και μ' όλο πούχεν άδικο , και όλοι του ωργισθήκα,
0' Ρήγας τον επόνεσε, και έχει μεγάλην πίκρα .
Καλά και να το θέλασιν άλοι μικροί μεγάλοι,
Και καθενείς του Κρητικού νίκος επάρακάλει .
Ετούτο η φύσις τόδωκε στην σάρκα την καϋμένη,
Κάθε κορμι να συμπανη τ' αλλού την πονεμένη .
Και τον εχθρόν τε να θωρη, κανείς πως παν να θάψουν ,
Δεν ήμπορούν τα μάτια του, παρά να τονε κλάψουν .
Ως θέλει ναν' σκληρόκαρδος, το σπλάγχνος νατου λείπη,
Εις έτοιαις χρείαις βρίσκεται με πόνον και με λύπη .
Πούρ ο λαός έφώναξε, πολλή βαβούρα γίνη,
Κ ' εδείξασι πολλήν χαραν όλοι την ώραν κείνη,
Ε'μήνυσεν ο Βασιλειος, κ' είπε να διαλαλήσουν,
Για νάρθουσι το αποταχυας, να κονταροχτυπήσουν
Γιατί δεν ήθελε για δα να τρέξουσιν εκείνοι ,
Κ 'έσωσε, κ'έπερίσσεψε το πράμμα όπου γίνη.
Καλα κ'έπόνεσε πολλών, ο στίχος πώς αλλάσσει,
Και χίλιοι χρόνοι φαίνονται ή νύκτα να περάση .
Πούρε το θέλει ο Βασιλειος, και εκείνος που ορίσει ,
Ουδένας δεν αποκοτα τoνάντιον να μιλήση .
Επόνεσεν εις την καρδιας δαμάκι ή ' Αρετούσα,
Κ ' εδώκασία της βάσανο, κείνα που διαλαλούσα .
Πειδή και τότε δεν μπορεί να δη τον Έρωτάρη ,
Να λιγοσθή, ν' αποφτιασθή , να τρέξη το κοντάρι".
ΜΕΡΟΣ Β '. 119
Πούρ έχωνε σαν φρόνιμη, τον πόνοπου την κρίνει,
Και του Κυρού της σίμωσε, και σπλαγχνικούλα γίνη.
Συργουλιστα συργουλιστα φιλείτον εις την χώρα ,
Λέγει , πώς επικράθηκεν εκείνην την ημέρα .
Στο πράμμα όπου γίνηκεν εις τ' άγριο παλικάρι,
Κ ' ετούτα μίλεια ήρχονταν κάτω απ' το πατάρι .
Ομάδι με την Ρήγισσαν, κ' επήγαν στο Παλάτι,
Κ' η συντροφιά ήταν πολλή, καιαρίθμητ’ ώρα εκράτει.
Eθάφτη ο Σπαθόλιοντας, κ' ετέλειωσε τους χρόνους,
Και αφήκεν εις τες τόπους τε πίκραις πολλαίς και πόνες.
Ε ' πεσεν κείνο το 9ηργιο οπ ’ όλοι το τρομάσαν,
Κ ' η ανδρειαϊς, κ' η δύνημες σαν νέφαλο περάσαν .
Πονείτoν ο Δρακόκαρδος, μα χρειάναι ν' απομένη,
Και αν δε να πη και τίποτε, για τότε τα σωπαίνει.
Πάσι και ξαρματώνονται ζημιο οι ανδρειωμένοι,
Και κάθε είς με πιθυμια το δε ταχυα αναμένει
Επώνειεν ο Ρωτόκριτος, πως για την ώρα κείνη,
Να κονταροχτυπήσουσιν ο Ρήγας δεν το αφήνει .
Να δείξη πάνω στ' άλογο την τέχνης και ανδρειοσύνη,
Κ ' εζήλεψε του Κρητικού, το πράμμα όπου γίνη .
Ως είδε τόσον έπαινον, και φήμην , που του δίδα,
Πούρ επαρηγούντονε, και πάντα είχ'ελπίδα .
Εις το κονταροχτύπημα να κάμη να γνωρίσουν,
Ποιόν πρέπει να παινέσουσι, ποιον πρέπει να φημίσουν .
Και μετ' αυτούς τες λογισμός πάγει και αυτός, κ' ευγένει,
Τ' άρματα, και κοντα κοντα στην κλίνην του τα βάνει .
Για να ταεύρη την αυγήν, ν' αρματωθή ως στρατιώτης.
Και νάναι πρώτος ολονών το παινεμα της νειότης
Ε'βράδιασεν, ενύχτωσε, καθένας στο κλινάρι,
Εθεκε, για ν' αναπάυθή, π’ ύπνον γλυκύν, να πάρη.
Μα η Αρετούσα δεν μπορεί να κοιμηθή όπου πάγει,
Α'μ' έστρεφογυρίζουντον, στόνα και εις τ' άλλο πλάγι .
120 ΜΕΡΟΣ Β '.
NENNA

Η Νέννα τζη, άνεστέναζε , και λέγει τζ' η καϋμένη,


Είδες το τέλος πάχουσι,κόρη μου, οι ανδρειωμένοι ,
Ολ' είν' αυτού του μακελλίου, στον θάνατον γυρίζουν,
Α'μ' οι Ρηγάδες κάθονται, και μοναχά ορίζουν .
Γροικάς καλ' ήντα σου μιλώ, και για την ώραν τούτην και
Είπα την παράφαντασια, κ' εσυ καλα αφουκρού την .
ΠΟΙΗΤΗΣ

Κείνη δεν δίδ απολογιάν, μα στέκει και λογιάζει,


Να ξημερώση πιθυμά, και ο πόθος την βιάζει.
Την ώραν, π’ ο Αυγερινός, πασίχαρος προβαίνει,
Και από της γης το πρόσωπον ή σκοτινάδα βγαίνει,
Και τα πουλιά χαμοπετούν, και αναγαλλιούσιν ούλα,.
Και πάχνη στα φτερούγιατους πάγει απ' την δροσούλα .
Ποιό κάθετ' εις χλωρό κλαδί, ποιο σ' δενδρούκλαράκι,
Και τον σκοπό του κελαδεί κάθε λογής πουλάκι .
Και με την σιγανήν λαλιάν τον ήλιον προσκαλούσι ,
Και πιθυμούσι γλιγωρα ναύγη να τόνε δούσι .
Η' 'Αρετή σηκώθηκε , το παραθύρ ανοίγει,
Και την αυγήν την λαμπυρήν με την χαραν ξανοίγει
Ντύνεται, και στολίζεται, και στέκει και αναμένει ,
Πότε να της μηνύσουσι, να σηκωθή να πηαίνη .
Ε'δέτζι και ο Ρωτόκριτος με την αυγή σηκώθη,
Και δεν μπορεί να καρτερή, μα πάραυτ’ αρματώθη .
Καβαλλικεύει σαν αετός, στον φόρου κατεβαίνει,
Και τζ' άλλους, που έλειπασιν, έστεκε και αναμένει,
Και να, κ' εκείνοι γλίγωρα , πρι ο ήλιος να προβάλη,
Εκεί έμαζωχθήκασιν όλοι μικροί μεγάλοι .
Με την αυγήν και ο Βασιλειος στον φόρον εκατέβη,
Μ' όλην την άξια συντροφια , και εις το πατάρ ανέβη .

.
ΜΕΡΟΣ Β '. 121
Ορίζει, και ήρθασι γιαμια μπρός του, οι Καβαλλάροι,
Για να κατέχη ο καθείς, ποιου τρέχει το κοντάρι ,
Τρείς είχε, που θα πολεμούν, και δέκα αντίκρυτατης,
Να δείξουσι την τέχνην τους, και την παλικαριά τους . Η
Ο Κυπριώτης είν' ο εις, και ο Κρητικός ο άλλος, και
Ο τρίτος ο Ρωτόκριτος της ανδρειάς το κάλλος
Και τούτοι οι τρείς επαίρνουνταν τζ'άλλεςναπολεμήσεις
Να πάρoυσι το χάρισμα, άν, ήναι και νικήσουν
Και ο Ρήγας, με το χέρι του έγραφε ένα κ' ένα, A
Για να μην είναι αζυγανια και λάθος σε κανένα . Η
Ελάχαν.του Χαρίδημου τρείς δυνατοί ανδρειωμένοι,
Δρακόμαχος, Νικόστρατος νέοι καμαρωμένοι.
Και ο δυνατός Τριπόλεμος, πού Σκλαβρυνιαν ορίζει,
Και δεν ψηφά τον θάνατον , και φόβον δεν γνωρίζεικαι
Μα τέσσαρες ελάχασι του Ρήγα ποτ' αμάξι ,
Κ ' έχει να κουρασθή πολλά , να βαραναστενάξη
Ο Δημοφάνης το θηργιο από την Μυτιλήνη,
Και από τ' Ανάπλι 'Aνδρόμαχος, λίoντες θηργιακ' κείνοι,
Και ο Λιοκαρέτης της Αξιάς το φοβερό κουτάρι,
Και ο ' Αφέντης του Βυζάντιου, τ' όμορφο παλικάρι .
Και τρείς και του Ρωτόκριτου ελάχασι τ' αζάπη,
Την δύναμιν του πλήθαινε τ ' αφέντρας του ή αγάπη.
Ηράκληςαπ' την"Εγριππον, ο ένας και ο άλλος πάλι,
0' νέος ο Φιλάρετος, το φοβερο κεφάλι .
Πού την Μοθώνην ώριζε, κ' είχε αφεντειαϊς, και πλούτη,
Σπίθας , και λιονταριά καρδιά , βαστών,κ' οι δυότες τέτοι . και

Ε'λαχε και ο Δρακόμαχός του αζάπη του Έρωτάρη,


Κ' είχε μεγάλαις κονταριαϊς, και φοβεριαϊς να πάρη.
Τρείςλάχανε των δυονών, τέσσαρες του Κυπρίδη,
Το ροιζικότου θέλησε, και ο Ρήγας του τους δίδει .
Καθένας ξεύρει μετα ποιον δε να συναπαντήξη,
Να τρέξη το κοντάρι του , και την ανδρειαν να δείξη .
Ν
129 ΜΕΡΟΣ Β'. 1
Και στέκουν και αναμένουσι με πιθυμία μεγάλη,
Πότε να δώση θέλημα του Ρήγα το κεφάλι.
Εικοσιπέντε σάλπιγγες, και βούκινα κτυπήσαν,
Και το πατάρι σείσθηκε, και τ ' άλογα ξυπνήσαν .
Πρώτο σημάδι της αρχής σ' έγνοίαν πολλήν τους βάνει,
Ποιοςμέλλει ναύγη νικητής ,να πάρη το στεφάνι .
Δεν είναι 'πιθυμητικήέτζι βροντή όταν στράψη,
Σ' καιρών, που σ' ανακρέμασιν ο ήλιος τον κόσμον κάμη.
Α'νθους, χορτάρια , λουλουδα , δένδρη κλαδια ξεφάνη,
Κ' έλθη βροντή με νέφαλο, και την βροχούλα κάνη .
Και αναγαλλιάσουν και χαρούν, όλοι μικρότ, μεγάλοι ,
θωρώντας τάσανε νεκρα, πώς ανεζήσαν πάλι .
Σαν ήτον 'πιθυμητικός ο Ρόκριτος ν' ακούση,
Να παίξουσιν η σάλπιγγες, τους άνδρας να καλούσι .
Και ανέμενε με προθυμίαν, να δευτεροκτυπήση,
Να σάση το κοντάρι του, τον πόλεμον ν' αρχίση .
Ας πούμεν και της Αρετής, κείνο που την παιδεύει,
Πού γύρισε το πρόσωπον, και της Φροσύνης λέγει.
ΑΡΕΤΟΥΣΑ :

Φροσύνη, ποιος σου φαίνεται ναν' κάλλιο παλλικάρι ,


Στο σείσμα, και το λίγυσμα, και της ανδρειάς την χάρι;
Στο σείσμα, και στο λίγυσμα, στο ζωσμα των αρμάτω,
Στ' αρχοντικα αναρρήματα, και στηςανδρειάς το νάτο και
Και ποιος με διώμα κάθεται, και το κορμι δεν κλίνει ;
Την όρεξί σου πέμου την να ζής και συ Φροσύνη .
ΠΟΙΗΤΗΣ

Τότε η Νέννα ως πονηρή, θωρώντας πως η κόρη,


Τον ασπροφόρο ξόμπλιαζε, κ' εκείνου πάντα θώρει ,
Κ 'εγνώρισε πως πλειά βαθυά , ο πόθος της ριζώνει,
Και πως τον Ερωτόκριτον θωρεί, και καμαρώνει .
ΜΕΡΟΣ Β':
NENNA !

Για να της πάψη ο λογισμός, της λέγει, θυγατέρα,


Κάτεχε, πως όσους θωρώ, σ' ετούτην την ημέρα,
Κ ' ήλθασε κ'έγραφθήκασιν, εμένα δεν μ'αρέσει,και
Μόνον το Βασιλόπουλος, οπούναι κει στην μέση Α
Και επούλθε με πολλή αφεντια, κ' ευτρέπισεν η Χώρα,
Εκείνον
Και έξω
καμαρώνω 'γω, χίλιαις φοραίς την ώρα .
Κείνον τον χρυσοκόκκινρν, τον ξανθοσγουρομάλη,
Κάθεταισανζωγραφιστός,και στράφτει μέσ'στα κάλλη,
Και όταν ετούτους και τους δυο , θαρρώ δεν είναι άλλοι.
ΑΡΕΤΟΥΣΑ

Τότε της. λέγει η 'Αρετή, ολίγην πράξιν έχεις,


Και το καλό απ' το κακό ποιο είναι δεν κατέχεις .
Στές κόκκινες, σες πράσινες , καιόσες καιαν γέμηο φόρος,
Ποπανωθιότους ολονών είναι ο άσπροφόρος ...
Και απήτις αποκότησε δέκα να πολεμήση,
Είς κάθε πράμμα, σαν θωρώ, επέρασε την φύσι
Για πέμου , ήντα του λείπεται, και ποιαν χάριν δεν έχεις
Ποια τέχνη βρίσκεται αρχοντιάς, και δεν τηνε κατέχει;
Λιοντάρι στην παλικαριαν, χρυσος αετός στο διώμα,
Πολλά σκλαβώνει ταϊς καρδιαις το ζαχαρένιο στόμα.
Η κόρδαις του λαγούτου του , πουλιών και κηλαδούσι,
Και γιαίνουν τα τραγούδια του τζ'αρρώστες να τ'ακύσει
Ως και ζωγράφος έμαθε δίχως δασκάλους πράξι,
Η μοίρα μου το έκαμεν, για να με πατάξη .
Εδώ μαθαίνει και γιατρός, ταϊς πληγωμέναις γιαίνει,
Συχνά δροσίζοι ταις καρδιαϊς, εκείναις πού μαραίνει.
Ο
τα : . ::: « .
124 ΜΕΡΟΣ Β':
ποΙΗΤΗΣ

Πάλ' ή Φροσυνη να θωρή, πως,είς τήν' Αρετούσαν,


Η σπίθαις πλεια παρα πότε, έβραζαν κ'εκεντούσαν ή
E"ψεγε του Ρωτόκριτου , την νειάτη και τα κάλλη,
Και ανέστισέ της τον πολλα με πονηριά μεγάλη .
NENNA

Λέγει της : θυγατέρα μου γροίκα τα λέγω τώρα,


Κατεχε η ντζόγια πουκαμες, βγαίν'έξ από την Χώρα :
Τίς είναι σαν τον Κρητικών , και σαν τον Κυπριώτη ,
Και τις φαν του Πιστόφορούν την ανδρειωμένο νερότης !
Κ' εκείνον τον Τριπόλεμον τις να τονε νικήση ;
Και αυτόν τον χρυσόκοκκινον, όπου περνά την φύση και
2013 ΠΟΙΗΤΗΣ

,
Οι Καβαλλάροι δυο και δυο να τρέξουσιν ομάδα , 13
Τρείς ήσαν σαν πρωτόγεροι , που χαν της γνώσης χάρι,
Και πράξιν στέταις ταις δουλειαϊς για κάθε καβαλλάρη .
Τότε από τους Γέροντας το θέλημα εδόθη,
Τον Έρωταν ανέκραξε, στον πόθο παρεδόθη -
Λιγοψυχά ο Ρωτόκριτος , και κάνουσί του χέρι ,
Ναν πρώτος για τον κύριν του, να τρέξη το κοντάρι.
Και τον Φιλάρετον καλεί το όμορφο παλικάρι ,
Και τον ανέμενε και αυτός, κ'εκράτει το κοντάρι ,
Τότε εστράφη 'Αρετη στηνΝέννα της και λέγει,
Ομάδι είν' κείνος που παινά, και εκείνος όπου ψέγει. ;
Ομάδι καλεσθήκασι , κι έδα θέλεις γνωρίσει ,
Πιος θέλει τιμηθή απ' τους δυο, και ποιος θέλει νικήσει .
Γύρου τριγύρου είν' ο λαός , και πιθυμούν να δούσι,
Δυο παλικάρια σαν αυτα, πώς κονταροχτυπούσι .
ΜΕΡΟΣ Β '. 125
Σαν στα λαγκάδια τα βαθυα τ' άγρια τα δασωμένα ,
Οπούναι μέσα τα θήργία, και όρνια κατοικημένα,
Κ ' έχουσι δένδρη και κλαδια, σε μιαν μερών και εις άλλη,
Και κατεβή απ'τα βουνά ανεμική μεγάλη.
Και με βροντην, και μ'αστραπήν, μέσα σα δάση δωση,
Κατασκορπίση τα κλαδια, τα δένδρα ξεριζώση.
Κ'η σκόναις με την ταραχήν φόβον του κόσμου δώσουν,
Φύγουσιν όρνια και βεργια, και τρέχουν να γλυτώσουν .
Ε'δέτζι βρόντισε ο ουρανός, και η γή άνεσηκώθη, οι
Οταν η πρώτη κονταρια στα στήθη τουςεδόθη, η
Α'σάλευτος- απέμεινε στην κοπαμαν εκείνη,
0 ' Ρώκρίτος,κ'ειςτονλαόνχαρα μεγάλη γίνης /
Ε "δειξεν ο Φιλάρετος στ' άρματα πόσο ξάζει,
Ποσώς δεν τον ελίγισε, σαν καρφωμένος μοιάζει . "
Πιάνουν κοντάρια πλεια βαρυα για να δευτερώσουν, ή
Στόπον, πά νάναι βλαβερός, πάσχουν και οι δυο να δώσεν .
Ο "Ήλιος δίδει τ' άρματα, καιφέγγουσι, και λάμπου,
Σμίγον, συναπαντήχνεσι στην μιαν φοραν του κάμπου .
Ε'δωκε του Ρωτόκριτου μιαν κονταριάν στα μάτια,
Και το κοντάρι σκόρπισεν ειςεκατό κομμάτια ,
Η κονταριάτονε βαρυα, και δυνατή περίσσα , ενης... :
Λιγάκιτον έζάλισε, μα δεντον εγνωρίσα .
Η ' κονταρια του Ρώκριτου πλεια δυνατά πληγώνει,
Πούδωκε του Φιλάρετου, εκεί που το ξαμώνει
Στο κούτελο, σημάδεψε, και ηύρέν το και στην μέση,
Κ ' εσάλεψε, κ'εκούνησε δυο τρεις φοραίς να πέση..
Ζερβα, δεξια ζυγάριζε, κ' ήγερνε το κορμί του,
Και στην καπούλα του φαριού γγίζει την κεφαλή του - '!
Να παίξη δεν ημπόρεια πλειο, γιατ' ήτονε γραμμένο,
Οποιος και αν γύρη απτ ' άλογο, να τον κρατέν χαϊμένα.
Η 'Αρετούσα επέτουντον, και ήταν χαρά γεμάτη,
Και την Φροσύνην έσφιγγεν, εκεί που την εκράτει .
126 ΜΕΡΟΣ Β '.
Η ' όποι’ άστεκε με λογισμό, επώνετε , γιατί θωρεί,
Πώς με τα ζάλα περπατεί στον εγκρεμνόν, η κόρη .
Τηνσαλπίγγαο Ρωτόκριτος, κάνει καιδευτερώνει,
Κράζ' άλλον νάλθη ογλίγωρα, στο κέρδος εξαμώνει .
ΑΦΕΝΤΗΣ ΤΗΣ ΕΥΡΙΠΟΥ

Ωσαν λιοντάριάγριεύθηκε τζ' Ευρίπ’ ο στρατιωτης ,


Και της ανδρειάς ο μάστορας, το παινεμα της γειότης .
Πιάνει κοντάρι δυνατό, του Ρόκριτου σιμώνει,
Και λέγει του με μανιτα, αδέλφι, δεν σε σώνει .
Τόκαμες του Φιλάρετου, ν' ακροσταθής καμπόσον,
Να ξεκούρασης τα κορμι,στονκόπον σου, τον τόσον,
Μα κράζεις με, ωσάν θωρώ , λιγοψύχας περίσσα ;
Μα κάτεχε και «οπούλαχα, ποτέ δεν μ' ενικήσα .
Και θεςγνωρίσεις σήμερον, ποιος είμαι να κατέχνης,
Ριατί την πράξινμουεδώ ακόμη δεν την έχεις .
* 1-
ΠΟΙΗΤΗΣ
Δεντου μιλεί ο Ρωτόκριτος, μα δείχνει με την χώρα ,
Πώς θέλούσε να γνωρισθούν εκείνην την ημέρα .
Πιάνουσι«τόπο πομακρά οι εύμορφοι Καβαλλάροι,
Στην σέλλα σάζουν το κορμί, και σφίγγουν το κοντάρι .
Κ' είς τ ' άρματα της κεφαλής δυό κονταριαϊς κτυπούσι ,
Πού μέσα στα μυαλά και οιδυο πόνον πολύν γροικούσι .
Μ' ασάλευτοι πομείνασι, και δευτερώνουν άλλη,
Παρά την πρώτην πλειά βαρυα, και πλειότερα μεγάλη
Ο Ηρακλής πτην Εύριπον εσάλεψε δαμάκι,
Γιατι παραζαλίσθηκε, κείναι να πιή φαρμάκι .
Ε 'στεκεν ο Ρωτόκριτος, και ασάλευτος έγινή,
Κ ' εφάνη του ενίκησε στην κονταριαν εκείνη,
Πούρ ομιλήσασι κ' οι δυο , και ομαδι συβασθήκα ,
Να τρέξουν άλλην μιαν φοβαν, μα τότε δεν «ξ' αφήκαν.
ΜΕΡΟΣ Β'.
Εκείν' οι τρεις πρωτόγεροι , πούχαν εξαν παρμένη,
Εις ό, τ' αποφασίσουσι καθ' ένας να σωπαίνη .
Σαν είδεν ο Ρωτόκριτος, πώς η δουλειά είν'κριμένη,
Ε 'κάλεσέτoν τον εχθρών, τον άλλον π' αναμένει .
Κ' η σάλπιγγα δυο τρεις φοραίς παίζει το κάλεσμάτους
ΔΡΑΚΟΚΑΡΔΟΣ

Κ ' εκίνησ' ο Δρακόκαρδος, και σάζει τ' άρματά του,


Κ' εσκέπασε τα μάγουλα τα κιτρινοβαμμένα ,
Με σίδηρα πολλα βαρυα, και πολυσκουριασμένα . ,
Δύναμιν είχε σαν θηριό, δράκου καρδιας εφόρα,
Να κάμη Σέλει σήμερο, νααναδακρυώση ή κόρη.
Σιμώνει του Ρωτόκριτου, λέγει του, όπου θελήσει, ή
Y "στερα με τα κοφτερα σπαθια να πολεμήση .
Τάχα να βέλη ο Βασιλειός και πέτο, να το κατέχω,
Κ’ από τα οψές για έτοια δουλια μεγάλην έγνοιαν έχω .
ΠΟΙΗΤΗΣ

Το γροίκησ ' ο Ρωτόκριτος, εκείνο που του λέγει,


Εγνώρισεν τονε γιαμια -ήντάναι που γυρεύει .
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ

Και λέγει του , δεν έχω εξαν, για δα να σου μιλήσω ,


Και διχωστας απηλογεαν τυχαίνει να σ' αφήσω.
Μα το κονταροχτύπημα, αδέλφε, σαν τελειώση,
Να πάμεν εις του Βασιλείου, θέλημα να μας δώση ..
Νάχης το θέλεις από μέ, και πράμμα είν'ολίγο,
Και τάσσω σε , και βρίσκεις με, γιατί δεν θα σου φύγω .
Τούτο για δα ας τ'αφήσωμε, γιατί καιρού δεν έχει ,
Οπού θωρείς, πόσος λαός περμαζωμένος τρέχει.
Και αν ήσαι,ως δείχνεις δυνατός ,και ανήσαι παλικάρι,
Δείξε την την παλικαριών, και εδώ με το κοντάρι .
1128 ΜΕΡΟΣ Β '.
ΠΟΙΗΤΗΣ

Δεν στέκουν να μιλούσε πλειο,αφήκασι τα λόγια ,


Και σύρνονται με μανιτα είς από τονάλλον χώρια .
Ξανάφυσούν η σάλπιγγες, εκείνοι που τους κράζουν,
O'γλιγωρα να τρέξουσι, και τα κοντάρια σάζουν .
Με μανιτα ο Ρωτόκριτος κινά την ώραν κείνη,
Σαν κάρβουνού,αφτούμενον το πρόσωπόν του γίνη ..
Η'ξαψε και ο Δρακόκαρδος, που τούδωκεν η φύσι,
Τζ' ανθρώπους όλους να μισά, ουδένα ν' αγαπήση..
Εκίνησε με μανιτα , αγριεύει, και δρυμώνει ,
Ωσαν το κάνει ο ποταμός, βολος, όταν φουσκώνει
Και από χαράκια και δενδρα σύρνες, καταβρουλίζει,
Ετοιας λογής αγριεύεται, και έτοιας λογής μανίζει και
Στο πρώτο αυναπάντημα πραμμάτoνε μεγάλο .
Πώς τα κοντάριαδώκασι στην μούρηένα με τοάλλο.
Κ'εδέτζι Φρουλισθήκασι, και στα κορμιά δε 'γγίζουν,
Και εμπρος οπίσω το ζημιο ως αστραπή γυρίζουν .
Με δύναμιν και με ανδριάν,άλλα κοντάρια πιάνουν ,
.
Του γρουνιασμένου ή κονταρια εις τον λαιμόν ποκάτω,
Εύρηκε τον Ρωτόκριτού, που πάντα το θυμάτο .
Την αναπνοιών του στούμπωσε, κακά πολυ του κάνει,
Και λίγο, λίγον έλειψες να πέση ν' αποθάνη ...
Το αίμ’ από το στόμα του έτρεχεν εις τα στήθη,
Τούτην την κόνταρια ο λαός πολλα την εφοβήθη .
Ολοι φωνάζουν και μισούν, και λέσιν έδα πέφτει..
Πρύτε στην σέλλα στάθηκε, και ως λέοντας ανδριεύθη.
Η κοπανια δεν έβλαψε τόσα του Έρωτάρη,
Σαν έβλαψε την ' Αρετήν επάνω στο πατάρι .
Πού το κονταροχτύπημα εκράτεια για παιγνίδι ,
Κ ' εδάχει πόνος στην καρδιάν, παράτρομος της δίδει .
*
3 Σ

ΜΕΡΟΣ Β'. ΤΟΥ


Και ωσαν τον είδε κ ' ήγερνέ, και τόσον αίμα τρέχει ,
Αγκουσέμένη βρίσκεται , υπομονήν δεν έχει.
Εχλωμιανεν,εχάθηκε, και άλλης λογής εγίνη,
Τινας δεν την εγνώρισε, μόνον η Ευφροσύνη.
Οποια άλλ' αγάπησε ποτέ, μπορεί να το λογιάση,
Τον πόνον , όπου γροίκησε, μην πα να τονε χάση .
Πούρ επαρηγορήθηκε, σαν είδε το κοντάρι,
Του Ρώκριτ’ηντάκαμεν εις τ' άλλο παλικάρι.
Εκτύπησέ του κονταριαν στα μάτια έτζι μεγάλη,
Πούλειψε λίγο να χαθούν τα γρινιασμένα κάλλη.
Ε'σπασε το κοντάρι του, κ'επήε πού και κομμάτι,
Μια φλιντζακίδ' αλύπητη εμπήκε προς τ' όμμάτι.
Στο φρύδι αποκάτωθιο, έτοιαν πληγήν του κάνει,
Πούστερα του κακούργησε, κ ' ήτον για να ποθάνη.
Βαρυα πολλα ζαλίσθηκε, και πλειότου νούν δεν έχει,
Και δεν γροικά λαβωματιαν, ουδ' αίμα όπου τρέχει:
Γέρνει τρεις τέσσαρες φοραίς,και εμπρός, και οπίσω πάγει .
Και στόστερο από τ' άλογον έπεσε στόνα πλάγι .
Χάμαι στην γην εξάπλωσε της ΤΠάτρας το λιοντάρι ,
Η σέλλα πομειν' εύκαιρη δίχως τον καβαλλάρη.
Πολλή βαβούρα στον λαών και τότε, έγροικήθη,
Κ ' ή 'Αρετή στο κάμωμα τούτο παρηγορήθη .
Μα δεν ημπόρει έτζ εύκολα να καλοσυνηφέρη,
Στον φόβον, οπού τζ' έδωκε του Δράκοντα το χέρι.
Σηκώνεται, σφουγγίζεται, να γιατρευθή γυρεύει,
Με της ανδρειάς την εντροπήν αμίλητα μισεύει .
Και αν είχε και όρεξιν κακήν , για τότε δεν τονδείχνει,
Μα μούλωσε την κεφαλήν, στα χαμηλα την μπήχνει
Α'πόμεινε ο “Ρωτόκριτος σ' μεγάλο νίκος τότες,
Ετούταις ήσαν η μαλιαϊς, κ' η κοντάριαϊς η πρώταις .
Ηλθε και του Κυπρίδημου, η ώρα και αναμένει,
Να τόνε πολεμήσουσι τέσσαρες ανδρειωμένοι .
Erotocrito , 9
130 ΜΕΡΟΣ Β'.
Μέσα στον φόρον δυο φοραίς ανεβοκατεβαίνει,
Και έμπρος έπαιζαν σάλπιγγες, και ως λιόντας αναμένει .
Ποιός νάλθη από τους τέσσαρες να τόνε δοκιμάση, *
Δεν ήθελε πλειο ο καιρός, κ' η ώρα να περάση .
Μ' όλον τον κόσμο επαίρνετο, για να πολεμήση,
Να δείξη πως ο "Έρωτας δεν κάνει δίκαια κρίσι .
Γιαύτωςστ'αμάξι μ' εντροπήν δεμένο κολοσύρνει,
Και προς αυτόνον έκαμε σαν Ρήγας δικαιοσύση..
Πολλά καλα' όρδινιάζεται, μεγάλην έγνοιαν βάνει,
Οταν ανάδια του θωρεί νάλθη τον Δημοφάνη .
Εκείνο το Αρχοντόπουλο από την Μυτιλήνη,
Σιμώνει τον, και λέγει του, πως δεν γροικά να κρίνη .
Γιατί στ' αμάξι τουκρατεί τον έρωτα δεμένου, και
Και να του δείξη άδικα τον έχει σκλαβωμένον .
Α'ρχισε το Ρηγόπουλο της Κύπρου να μανίζη,
Τ' ανάβλεμμά του προς αυτόν συνεφιαστο γυρίζει .
Λέγει του, εγώκαμα καλά, αμ’ όχι σείς οι άλλοι,
Βρίσκεσθε εις λάθος φανερών, και σεντροπήν μεγάλη .
Να λέτε, πως εσάς νικά ένα μικρό κοπέλι,
Και πως έχ’ από λόγου σας, εκείνο όπου θέλει .
Ετούτος εγεννήθηκεν εις τα δικά μου μέρη,
Κ 'επάσχησε πολλαίς φοραίς σε τούτα να με φέρη .
Μα με ποτέ δεν μ'ήρεσε, μ ' όσα πολλά κατέχει,
Η πράξίς τε είναιβλαβερή, καισφαίνει πε τηνέχει .
Και πλειά με εγγίζει παρα σε, και αν ήθελε μ' αρέσει ,
Σαν καταπώς τονε θωρείς δεν τον εθελα δέσει .
Και να σε δείξω σήμερον, πως πάντα δίκαια πηαίνω,
Καιπάνταμετηνχώρα μεταακάτεχους μαθαίνω.
Αφήκαν τ' απονέσματα , κ'εις ορδενιαν εμπήκαν,
Και στο κονταροχτύπημα, πόλλ' άγρια καλεσθήκαν .
Και από την τόση μανιτα, και αγριότητα που δείξαν,
Εσφάλεσιν η κοπανιαϊς, και ουδένα δεν έγγίξαν ,
ΜΕΡΟΣ Β'. 131
Ω'σαν γεράκι όταν χυθή,και από ψηλά ξανοίγει,
Και δε να πιάση το πουλί , εκείνο να του φύγη.
Ξαναγιαγέρνει το ζημιο, στην άλλην να το παρη,
Ε ' τοιας λογής εκάμασι και τούτοι οι καβαλλάροι .
Ωσαν γεράκια στρέψασι, να ξανατρέξουν πάλι,
Κ ' ένας τον άλλον έπασχε, χαμαι στην γήν να βάλη.
Εις τούτο το δευτέρωμα ή κοπανιαϊς δεν σφανουν,
Πόνον πυλών τους δίδoυσι, κακό πολύ τους κάνουν.
Ε 'πήρεν έτοιαν κονταριών από τον Δημοφάνη,
0' Κυπριώτης, που ο ουρανός πολλα βολος του φάνη .
Και τ' άλογο του επα κ' εκεί, σαν ζαβωμένο πάγει,
Κ' έδειξε δυο και τρεις φοραίς να πέση σ' ένα πλάγει .
Ζάλην και το Ρηγόπουλος έγροίκησε μεγάλη ,
Και πόνον εις την κεφαλήν, αμ' επληρώθη πάλι .
Στο κούτελο μιάν κονταριάν δίδει του Δημοφανή,
Σαν νάχεν αποκοιμηθή, σ' ύπνου βαριν του φάνη .
Η 'τονε τόσον δυνατή, τόσ' ήτονε μεγάλη ,
Π’ ο καβαλλαρης έγερνε, σε μια μερα κ' είς άλλη :
Και σαν το κάνει η ζυγαριά , που ανεβοκατεβαίνει,
Και κατα το γομάρι της, βαραίνει και αλαφραίνει,
Ε'τι έκανε στην ζάλην του, και μ' όλ'όπου ανδριέφτη,
Στόστερο μην μπορώντας πλειο, από τη σέλλαν πέφτει.
Ε'πεσεν από τ' άλογο, με πόνον και με πίκράν,
Και όλοι τ' Αφεντόπουλος περίσσα λυπηθήκαν .
Ετρεχεν απ' την μήτης του , αίμα και από τ' αυτιά του ,
Ζάλην μεγάλην και πολλήν έγροίκα στα μυαλά του .
ΑΝΔΡΟΜΑΧΟΣ

Ωσαν τον έρρηξεν αυτόν, στον άλλον εξαμώνει.


Και ως έπαιξεν η σάλπιγγα, 'Ανδρόμαχος σιμώνει :
Λέγει του, ό, τι έχεις ως εδώ, αδέλφι καμωμένα,
Δεν ξαζουσι ουδέ τίποτε, αν δεν βαρής και εμένα .
132 ΜΕΡΟΣ Β'.
δη και όλος ο λαός , και ο Ρήγας να γνωρίση,
Το πως δεν βρίσκεται κανείς εδώ να σε νικήση .
Κάτεχε έδα παρα ποτε να σφίγγης' το κουτάρι,
Στέκε στη σέλλα δυνατός, αν ήσαι παλικάρι .
Μην πάρνεσαι, σ' ό, τ' έκαμες Ρηγόπουλ’ ανδρειωμένε,
Και να γνωρίσης σήμερον, 'Ανδρόμαχος ποιος έναι .
ΠΟΙΗΤΗΣ
Του Κυπριώτ' εφάνηκε περίσσο να γροικήση, .

Πώς ήλθεν ένας πελελος, να τότε φοβερίση.


ΚΥΠΡΙΔΗΜΟΣ

Λέγει τ', αν ήκουσες ποτέ, ποιος είμαι, πως με λέσι,


Και πως κατέχω τ' άρματα, αρώ να μη σ' αρέση.
Ε' με τα μελη μ’ αδελφε , όταν έγεννηθήκαν,
Εις την κοιλιαν της μάννας με τον φόβον τες αφήκαν .
Και άφοβος εγεννήθηκα, κάμε να το κατέχης,
Κ ' εσύ να με ξιππάς εδα , χαϊμένον κόπον έχεις
Τα λόγια , τ' απονέματα ποτε δεν έχουν χάρι,
Δεν κρέγει η γλώσσα δυνατά, σαν κρέγει το κοντάρι .
ΠΟΙΗΤΗΣ
Ε 'στεκε, κ' ήκουε ο λαός, κείνα π ' αναθηβαναν ,
Κ' είδασι , πως τα μάτια τους σπίθαις φωτιαίς, ευγάναν .
Τον κάμπον εμοιράσασι , και τ' άλογα κεντούσι,
Και τα κοντάρα σφίγουσι, και τ' άρματα κτυπούσι.
Δυο κονταριαϊς εις τα κορμιά δίδουν τ' άρματωμένα ,
Κ ' ελάχαν τ' άρματα καλά, αμή και οι δυο ποθαινα.
Ωσαν βροντή και πλειότερα έκαμε όταν κτυπήσαν.
Και από το σφίγμα των ποδιών τ' άλογα γονατίσαν .
H " απ' το σφίγμα των ποδιών, ή καιαπό το κοντάρι ,
Τ' άλογα γονατίσασι , κ' επανω οι Καβαλλάροι.
ΜΕΡΟΣ Α '.
133
Κ' εις την κοιλιών και των δυονών ήτον το φτερνιστήρι,
Καθένας τους βιάζουντο να δευτεριαγύρη .
Ωσαν πουλια όταν βόσκωνται , κ' εξάφνο να γροικήσουν,
Κτυπόν πολύν στην μέσην τους, και ν' αναφτερακίσουν,
Και να πετάξουν το ζημιο σαν ξεπεριωρισμένα , και οι
Ετζι και αυτάνα ως αστραπή ήσανε σηκωμένα .
Γιαγέρνουν τούτα τα θηρια στο πρώτόν τους σημάδι,
Πιάνουν κοντάρια δυνατα, να ξανατρέξουν ομάδι.
Με μάχην εκινήσασι, με μανιταν έτρεξαν,
που γροικήσασιαλλού
Την ώρακαιρών ταις σάλπι γγες κ' έπαιξαν .
Κ 'ένα και εις τ' στο κούτελο κτυπούσι ,
Τα μάτια θαμπωθήκασι, τ' αυτιά τους δεν ακούσι .
Ολίγον λίγον έλειψε του δυνατού Κυπρίδη ,
Να πέσημε την κονταρια, π’ Ανδρόμαχος του δίδει.
Δυο τρεις φοραίς επα κ' εκεί, γέρνα κ' επάνω κάτω ,
Κ' εξάπλωσε τα χέρια του, δια να δώση κάτω .
Πούρ ανδρειεύθηκε καλα, εστάθηκε, δεν πέφτει,
Και αν είχε πόνον στους μυαλους, ύστερον εγιατρεύθη.
Μ ' ακούσατε την κονταριαν, σπούδωκε και τούτος,
Ο' θησαυρός της δύναμις, και της ανδρειας ο πλούτος . :
Εύρηκε τον Ανδρόμαχον ίσα στο κούτελο του ,
Και μιαν οργυια τον έρρηξε μακρα απ'τ' άλογό του .
Και ζαλισμένος έπεσε, και κείνοι που θωρούσαν .
Α’ποθαμμένος και νεκρός πως ήτον εθαρρούσαν :
Πάσι πολλοί κ' ευχάνουν του, με βιαν και πιδεξιότη ,
Τα σίδηρα της κεφαλής, κ' έκλαίγαν έτοιαν νιότη .
Μα
και παρηγορηθήκασι, σαν εγνωρίσαν πάλι,
Πώς κείνο, που τον ευρηκεν, ήταν από την ζάλη.
Τον άλλον δεν ηθέλασι, κ' είχαν του κακωσύνη,
Για τον καϋμένον έρωτα, άδικα πως τον κρίνει .
Εξεζαλίσθ'ο 'Ανδρόμαχος, κ' επήγεν εις το σπίτι,
Αίμα από το στόμα του, έτρεχε και απ' την μήτη.
13.1 ΝΙΕΡΟΣ Β'.
Πολλά εντράπη, κ'ήθελε του Ρήγα να μηνύση,
θέλημα νάχη και άλλην μιον , να κονταροχτυπήση.
Κ' εύρισκε χίλιαις αφορμαϊς, μ' αλήθεια δεν του ξάζουν,
Γιατί τα λόγια τ’άμοιαστα στην ζυγαριάν δεν σάζουν .
Και όλοι το λέγαν και πρεπο δεν είναι να το κάμη,
Γιατί πού χάση δεν μπορεί πάλι να ξαναδράμη.
Ο' Λιοκαρέτης ο γλυκύς τόμορφο παλικάρι,
Καβαλλικεύει το ζημιο, και πιάνει το κοντάρι .
Του Κυπριώτη σίμωσε μ 'όψι αναγαλλιασμένη,
Και με μιλιά, και με λαλιά, γλυκεια και ζαχαρένη.
ΔΙΟΚΑΡΕΤΗΣ

Λέγει του , 'Αφέντη, εγω θωρώ το νικός σου ήντα ξάζει,


Και όσοείναι επα την ανδριαν αδένας δεν σου μοιάζει .
Κι απήτις κ' εις το κάλεσμα ήλθα και εγω του Ρήγα,
Καλα καιναμαι ακάτεχος, και να μπορώ και λίγα .
Κ' εδόθηκέ μου σήμερον, μ' έτοιο θηριο να δράμω,
Και ελπίζω αν θέλω να συρθω ντροπ’ είναι να το καμώ,
Και κάνει χρεια ν' ανδριευθώ σ ' πράμματα τιμημένα,
Και αν πέσωκαι από τ' άλογο, είν'και άλλοι ωσανκ' εμένα,
Μα τα κονταροχτύπημα τούτ' ούτινος και αν λάχη,
Πρεπόν είναι να γίνεται δίχως κακια και μάχη.
Και αν ήν και όλοι ήλθαμεν δια τιμήν του Ρήγα ,
Δεν πρέπει να μανίζωμεν, ουδε πολλά ουδέ λίγα .
Εγω κατέχω το καλα , πως με νικάς για πρωτην,
Την πεσμάτια μου και αποδα μου φαίνεται θωρώτην .
Την πεσματια, και τον χαϊμόν εγώ σ' καρδιαν δεν τάχω,
Μα πάντα νάσαι 'Αφέντης με, να σε τιμω όπε λάχω .
Και βάρει μου όπου σου φανή, και πάλη γω νακάμω,
Καλοσυνάτα, ό, τι μπορώ, εδώ που θε να δράμω.
ΜΕΡΟΣ Β'. 135
ΠΟΙΗΤΗΣ

Ν' ακούση το Ρηγόπουλο, με πόση σπλαγχνοσύνη,


Ο Λιοκαρέτης του μιλεί τότε την ώραν κείνη.
Σ’ μεγάλην καλοθελησαν για λόγου του κινήθη,
Και με σπλαγχνότητα πολλήν ώμορφ' άπηλογήθη .
ΚΥΠΡΙΔΗΜΟΣ

Α'δέλφι μου, με τους κακούς κ' εγω κακοσυνεύγω,


Μα την αγάπην Θέλω την , και πάντα την γυρεύγω.
Κ ' εκείνοι οι δυο, που πέσασι, πάλ' αποφοβερίζουν ,
Μα σαν γροικώ, τα λόγια σε πολλ’ αρχοντια μυρίζουν .
Και λέγω σου το σήμερον , για να το κατέχης ,
Πώς φίλον σου παντοτεινόν , και δουλευτήν να μ' έχης .
Μα στο κονταροχτύπημα ετούτο κάνει χρεία ,
Να δείξωμεν κ' εσυ κ' εγώ, όλην μας την ανδρεία.
ΠΟΙΗΤΗΣ

Ε'δέτζι με λυπητερα λόγια ξεχωρισθήκαν,


Κ ' εκεί που θε να τρέξουσι, στους τόπους έσυρθηκαν ,
Ως αποφτιάσαν τα κορμιά την σάλπιγγα κτυπήσαν,
Και τα κοντάρια σφίξασι, και ως λέοντες κινήσαν .
Κ ' οι δυο ήλθασι με δύναμιν, όπου περνά την φύσι,
Κ ' ένα βουνί ήθέλασε σαλέψει και λιγύσει.
Η κονταριαίς εδώκασι στο σιδηρο στομάχι,
Και μ' όλον που έτρεξασι, δίχως κακιαν και μάχη,
Η'σανε τόσον δυναταϊς, π’ οι άλλοι τζ' ετρομαξαν,
Και τούτοι απ' τον πόνον τους εξαργιαναστενάξαν .
Τα σωθικα ματώσασι, κ ' αίμα πολυ έφτύσαν ,
Σ' όλα τα φύλλα της καρδιάςτον πόνον αγροικήσαν .
0' Κυπριώτης μέσα του, έλεγε έδα γνωρίζω,
Οτι δεν είδα, ουδ' έπραξα, στους τόπους που γυρίζω .
36 ΜΕΡΟΣ Β'.
Σήμερον ουρ ένα κορμι στων Αθηνών τα μέρη,
Π’εις καλωσύνην, κ' εις ανδρειαν ποτε δεν έχει τέρι.
Την δύναμιν έμάζωξε, παρα ποτέ την Κέλει,
Δειλιά τον Λιοκάρετον, και αν ήν' και πλεια κοπέλι .
Ζητούν κοντάρια δυνατά, και ο εις , και ο άλλος θέλει, ::
Να δουν την δεύτερη φοραν ή τζόγια τίνος μέλλει .
Και κάθε είς ό , τι μπορεί την ώραν κείνην κάνει,
E "τζι για νάχη τον ανθόν, ωσαν και το στεφάνι
Μ' ακούσατε το ροιζικό , πώς ήλθε να μποδίση,
Στο δεύτερο κοντάρεμα δεν θέλει να το αφήση.
Σ' ένα καιρό κινήσασί τάμορφα παλικάρια,
Και σφίγγες στην μασκάλην τες, τα δυνατα κοντάρια ,
Μα πάνω στο μεσόστρατο,οπoύτρεχεν ο'Αξιώτης,
Τ ' άλογον έκαμ' άδικον της εύμορφής του νειότης .
• . Ε'καταπεδουκλώθηκε, πέφτει, κουλουμουντρίζει,
Τον καβαλλάρη πλάκωσε, την χώρα του τζακίζει .
Κ' ήτον μεγάλο και πολυ , η μοίρα ν' αδικέψη,
Κ' έτοιας λογής αλύπητα να τονε ζυγανέψη .
Καλα και πάλι ναγιανε , σαν πρώτα ναναι η χέρα,
Πούρ έχασεν ό, τ' έπασεν εκείνην την ημέρα ."
Ετρεξαν όλοι , βγάλαντον απ' τ' άλογο ποκάτω,
Και αυτόνος με γλυκύτητα στ ' άκουε πηλογάτο .
ΔΙΟΚΑΡΕΤΗΣ

Ε 'τούτο οπού μούλαχε, δεν με πολυπικραίνει,


Και ουδε την χώρα μου γροικώ ναν τόσο τζακισμένη ..
Και αν ήν' για το καλύτερον, ουδε σ' κακό το βάνω,
Και ό, τι και αν φέρεν οι καιροί, πάντα σ' καλά το πιάνω.
ονταν εκαλέσθηκα την σημερνών ημέρα,
Ι.α. τις κατέχει αν ηύρισκεν άλλα παρά την χέρα ;, '!
* . .


ΜΕΡΟΣ Β '. 137
ΠΟΙΗΤΗΣ

Ε'κ' ήτον ο Ρηγόπουλος , κ' έγροίκα τ ' ήντα λέγει,


Και αναδακρυώνει και πονεϊ, και το κακόν του κλαίγει.
Την κεφαλή ξαρμάτωσε, και σπλαγχνικά του εμίλει,
Κ ' έσκυφτε, και συχνά συχνα κλαίγωντας τον έφίλει .
ΚΥΠΡΙΔΗΜΟΣ

Λέγει τ ', απής το ροιζικό το θέλησε κ' η μοίρα,


Και μετα σένα άδικα νικος κακόν επήρα .
Και αν είχε λείπει η πεσματια , π’ αδίκεψεν εσένα,
Γνωρίζω, πως δεν έφθανεν η δύναμις μ ' εμένα .
Να σε νικήσω" το λοιπόν κείνο που το κοντάρι ,
Δεν έκαμ, ας το κάμωμενμε της φιλιάς την χάρι .
Και όποιος με σπλάχνοςκαι αρχοντιατον άλλο μας νικήση,
Να κραζεται πλεια δυνατός σ' Ανατολή, και Δύσι .
Και αγάπα με να σ' αγαπώ , πάντα ώστε να ζούμε,
Νάρχωμ' εκεί που βρίσκεσαι, και νάρχεσαι κεί πούμαι .
Είπασι και άλλα σπλαχνικα λόγια κ' οι δυο τους τέτοι .
ΠΟΙΗΤΗΣ

Πολλα κερδαίνει η φρόνησις και τζ' αρχοντιάς τα πλούτη.


Εκείνοι που γροικούσανε , στέκοντας μετ' αυτήνους ,
Πράξιν, και μάθημα καλο έπαιρναν από κείνους
Ο' Ρήγας επικράθηκε, και όλ' οι απομονάρου,
Γιατ' ήτον τούτο το κορμί πλούσιο από κάθε χάρι . {

Ε'συντροφιάσαντον, πολλοί, στο σπίτι τόνε πάσι,


Δεν θέλουν ώρα να διαβή, ουδ' ώρα να περάση .
Κ' εφέρασίτου τους γιατρους εκείνην την ημέρα,
Και ως είδασε την κοπανιαν , οπούχεν εις την χέρα .
Δένουν καλά, όρδινιάζουντην, και γιατρικά του βανουν,
Κ' είπασι, πώς όγλίγωρα σαν πρώτα του την κάνουν .
138 ΜΕΡΟΣ Β '.
Την κεφαλήν αρμάτωσεν ο Κυπριώτης πάλι,
Κάνει, και η σάλπιγγα κτυπά , στον φόρων και αντιλάλει .
Και το. Ρηγόπουλο καλεί, που το Βυζάντιο ορίζει,
Την δύναμιν του την πολλήν ακόμη δεν γνωρίζει .
Καβαλλικεύει σαν αετός, κ' η σάλπιγγές του πηγαινου,
Εμπρός, κ' έκυματούσανε του νειού του παινεμένου .
Και συντοφιάζουντου πολλοί, πεζοί και καβαλλάροι,
Και τρεις φοραίς επέρασεν εμπρός απ' το Πατάρι.
Μ' έτοια μεγάλην αφεντιαν, και μ' έτοια ανδρειαν και χάρι ,
Ο που παρακαλών πολλοί , την ντζόγιαν να την πάρη .
Σαν έκαμε δυο τρεις φοραίς τον γύρου, δεν τ εφανη,
Καιρός για ν' αναμένη πλειο, κ' ένα κοντάρι πιάνει ..
Πολλα μεγάλο, και βαρύ, και δυνατό περίσσα,
Ο'που το θαυμαστήκασι, στο φορ όσοι και αν ήσα .
Κι ως έπαιξεν η σάλπιγγα, η πρώτη κ' εγροικήθη,
Με ταϊς δικαίς του το ζημιο εδιπλοπηλογήθη .
Και απέκει τρέχει το φαρι, ταϊς σκάλλαις αντιπάτει,
Και πού να κάμη κοπανια ξομπλιάζει με το μάτι.
Ετούτη η ίδια πιθυμια ήταν και στον Κυπρίδη,
Και το κανίσκι και εις τ' άλλου στο κούτελο το δίδει .
Η'σαν και οι δυο Ρηγόπελοι, ήσαν κ' οι δυο ανδρειωμένοι,
Δυο κονταριαϊς εδώκασι, όπου στην Οικουμένη,
Δεν ευρεθήκαν άλλοι δυο, ωσαν αυτούς να κάμουν,
Στην σέλλα σέκ’ ασάλευτοι, και θε να τζ' αναδράμουν .
Α'σάλευτοι πομείνασι , με σκότισε μεγάλη,
Εδώκασιν ή κονταριαϊς , τότε η μία κ' η άλλη.
Μια κοπανια μέσ' στους μυαλους βαβούρα τους αφήκε,
Και από τ' αυτιά και των δυονών αίμα πολύ ευγήκε .
Στέκουν οι άλλοι και θωρούν, και ακόμη δεν κατέχουν,
Ποιος απομένει νικητής , από τους δυο που τρέχουν και
Κεντoύσι πάλι τ' άλογα, και ωσαν πουλιά πετούσι ,
Εις του μελίγκου την μεριαν η κοπανιαϊς κτυπούσι .
ΜΕΡΟΣ Β '. 139
Μα πήγασί νε ξώφαλσαις, και βλάβης δεν έκαμα ,
Χαϊμένηεπήγε η κοπανιά και των δυονών αντάμα .
Α'τζάκιστα πομείνασι τα δυνατα κοντάρια,
Γιαγέρνουν να τριτώσουνε τάμορφα παλικάρια .
Οσον και δυναμώνουσιν, όσον και πλειά δρυμώνουν ,
Την κοπανιαν στο κούτελο και οι δυο τηνε ξαμώνουν .
Χειλημυτρίζουν τα φαρια, και αναπαυμόν δεν έχουν,
Κ 'οι καβαλλάροι μάχονται, το κέρδος τους ξετρέχουν .
Ηλθασι σαν τον άνεμον τ' αλόγα να τζ'ευρούσι ,
Στον τόπο, που ξαμώνουσι, ταίς κόπανιαϊς κτυπούσι .
Δεν κάνουν έτοια ταραχή τα δένδρα τα μεγάλα ,
Πού στα βουνα φυτρώνουσιν, ή στα λαγκάδια τ ' άλλα.
Οταν ο νότος ή ο βορράς με δύναμιν φουσκώση,
Και κατακόψη ταϊς κορφαίς ταϊς ριζαις ξεριζώση.
Ε'τζι έκαναή κονταριαϊς η δυναταίς εκείναις,
Π8 πήγαν τα κομμάτια τες, κ' ηύραν τ8 ήλι8 τζ' ακτίνες.
Ε 'δωκεν ο Πιστόφορος εις την ζερβών μασέλλα,
Πού Κυπριώτη κονταριαν, κ' έγυρεν απ’την σέλλα .
Τότε τ' αλόγου τον λαιμόν αγκαλιαστόν έπιασε,
Το χαλινάρι άφηκε, την μιάν του σκάλλα χασε .
Και δυο δόντια του βγήκασι και τ' άλλα ξεκουνήσαν,
Την κονταριαν τα μέλη του όλα την έγροικήσαν .
Με τον λαιμόν οπούπιασε τ' αλόγου του βοηθήθη,
Δεν πέφτει, μα μπορεί να πη, πως τότε εγεννήθη.
Η ' κονταρια, και κοπανια του δυνατού Κυπρίδη,
Οπου το Βασιλόπουλο την ώρα κείνη δίδει .
Η 'τονε τόσο φοβερή, τόσ' ήτονε μεγάλη,
Πού τον έπιασε καταχντα, και σκοτισμός και ζάλη .
Δεν έχειπλειο του θυμησιν, και δύναμιν να στέκη,
Και τ' άλογο τονε βαστα και πάγει τον παρέχει
Κ 'εκείνος έζυγάριζε, και πλειο ανδρειαν δεν έχει,
Μα στέκει πάνω σε φαρι , και πούναι δεν κατέχει .
140
ΜΕΡΟΣ Β '.
Στόστερο, και στ' ολόστερο, μέσα σ' λιγάκην ώρα, η 1.4
Επεσε, και πόνου πολυν έδωκεν εις την Χώρα .
Απο την πίκρα ο Βασιλειος έτρεμε σαν καλάμι,
Γιατ' είχε πιθύμια πολλήν γαμπρόνατόνε κάμη
Και πέμπειαπ' τους φρόνιμους ναπαν να τονε δούσι,
Οχι νάναι πρύσι .

και δρακος
να του
δ ' Υ3
ολα τούτα περάσασι, κ'είς άλλα πάλιν μπαίνου,
Να δέσι και του Κρητικού του φοβερ ανδρειωμένου .
Πώς θέλει κάμει με τους τρείς, που, τούδωκεν η μοίρα ,
Κ ' ήντάναι που το είδεσι , κ ' ήντάναι , που του πήρα ,
Κοντάρια βάστα ξαργητού , βαρυα και μαυρισμένα, και
Και μετ ' εκείνα θέλησε , να τρέξη μ 'ένα ένα .
Ε'λαχε σ' κείνην την μεριαν, που θε να τρέξη τούτος ,
Είς καβα λλάρης δυνατός , και με μεγάλο πλούτος .
Δ ρ α κ ό μ α χ ος εκράζετο κι ώριζε την Κορώνη ,
Και πάντα του μ’ αγριότητα , και καυχησια μαλώνει .
ΔΡΑΚΟΜΑΧΟΣ

Κ' εσίμωσε του Κρητικού , και λέγει τ' ό, τ’ εγίνη,


Οψες με τον Σπαθόλιοντα, δεν είν' η ώρα κείνη .
Και βάλετο καλα στον νούν, το πως με το κοντάρι ,
Τυχαίνει να φανερωθή , αν ήσαι παλικάρι.
Α'πό τα ψες το πιθυμώ σε σένα, και όχι σ' άλλο ,
Να τρέξω το κοντάρι μου ετούτο το μεγάλο,
Και θέλεις μάθει σήμερον, πως κονταροχτυπούσι,
Και ρώτησ’ όταν σου φανή, ποιος είμαι, να σου πούσι .
* ΠΟΙΗΤΗΣ

Τούτος εμάλωνε καλα, μάτον κακός στην χάρι,


Εχθρεύετο, κ ' εζήλευε σε κάθε παλικάρι .
ΜΕΡΟΣ Β '. 14
Καιό , τ' έκαμενο Κρητικός στο πράμμα όπου γίνη,
Περίσσα τον εχθρεύθηκε από την ώρα κείνη .
Και με την μάχην του μιλεί,άργιεύει, και μανίζει,
Πολλάσφαλε τον Κρητικών να θε να φοβερίζη,
Σαν ένα ξύλο απόξερο, που στη φωτιάν σιμώση ,
Πιάση ζημιο, και άψη η φωτιά, η βράσις σαν του δωση,
Κ'εύγάλη της αναλαμπή, μα δίχως να καπνίση,
Κεντήσηκαι ώστε νακρατή,πλειοδεν μπορεί νασβύση.
Ε 'δέτζι και ο Χαρίδημος μ' αφούσαν έγροικήθη,
Στα λόγια του Δρακόμαχου, και πάραυτα κεντήθη.
Μ’ απέξω δεν του φαινουντο, γιατί καπνόν δεν πιάνει,
Και την λαλιά απ' το σόμα τα πολλα γλυκα την βγάνει:
ΚΡΗΤΙΚΟΣ

Λέγει , δεν θέλωκαυχηθή, κάμε να το κατέχης,


Μ ' ακάτεχον έμάλωσα, και εις τούτο δίκαιον έχεις .
Κι ο ακάτεχος του κατεχου ποτέ δεν τοερμηνεύει,
Στον κατεχάρη και ακάτεχος το μάθημα γυρεύει.
Και ροιζικόείχα σήμερον, κ' ήλθες να μ 'ερμηνέψης,
Τα δεν κατέχω, να μου πης, και να με δασκαλέψης .
Μα βλέπεσαι, και ομαθητής πολλαίς φοραίς κομπώνει,
Και με κλεψια και πονηρια τον δάσκαλον λαβώνει
Δός μου να μάθω γλιγωρα, κ' η ώρα μάς βιάζει,
Και όπου σπουδάζει την δουλειά, απονωρής σχολάζει
ΠΟΙΗΤΗΣ

Kεντούν, ξυπνεύσι τ'άλογα, καιτα κορμια μαλώνουν ,


Στο σιδηρένιο κούτελο και οι δυο τους άξαμώνουν.
Ητονε τόση δμάνιτα του Κρητικού μεγάλη, των
Οπου τον εξανάκαμε της μανιτας ή ζάλη .
Κ ' έτοια λογής μ ' έτοιαν καρδιάς έσφιξε το κοντάρι, !
Που δυο κομμάτια τόκαμε, πριν βρή τον καβαλλάρη .
142 ΜΕΡΟΣ Β.
Μ ' όλον oπoύτoνε χοντρό, και δυνατό περίσσα,
Τ' άρματα με την χώρα του στο σφίγμα το τζακίσα .
Εύκαιρη πήγε η κοπανια, αμή του Δρακομάχη,
Hύρηκε τον Χαρίδημου, μ' έχθρητα και με μάχη .
Και το κοντάρι σκόρπισε , κ' επήγε που κομμάτι,
Και η κοπανια τον έσωσεν εις το δεξιό τα μάτι .
Πόνον μεγάλον τούδωκε, μα δεν τονε σαλεύει ,
Και με μεγάλην προθυμιαν να κδικιθή γυρεύει.
Μ ' όλον όπουχε απ' την ανδρειαν, και δύναμιν μεγάλην,
Το τζάκισμα του κονταριού ποκάτω στην μασχάλην .
Εντράπηκεν ο Κρητικός, άφτει ξεκοκκινίζει,
Πώς τα κοντάρια τα χόντρα στον άνεμον τζακίζει .
Και ώσαν λιοντάρ αγρίεψε, φουσκώνει , και μανίζει ,
Στου Δρακομάχου την μεριαν σαν αετός γυρίζει.
Και άλλο κοντάρι πλειο βαρυ έπιασεν εις την χέρα ,
Πολλα κακοσυνεύθηκεν εκείνην την ημέρα.
Και λέγει του Δρακόμαχου, αδέλφι, στoύτην πάγει,
Και το κοντάρι αν έσπασεν, ή χέρα δεν έρράγει..
Σφίγγονταικαιαποφτιάνονταικαι αντιπατενταις σκάλλαις,
Μελώνουν τα κοντάρια τες, σφίγγοντα στ ' άσμασχάλαις.
Αγριεύγουσι και τα φαρια, σ'ένα καιρόνκινούσι,
Ολοι της Χώρας στέκουσι , με φόβον και θωρούσι .
Σαν αγριεμένα νέφαλα , που σμίξουν και σφιχθούσι,
Δεν σράψεσι, και την βροντήν πλεια δυνατά κτυπούσι .
Καιγροικηθή σεισμός στην γήν, στην μανιταν εκείνη,
Ε'τζι στο συναπάντημα των ανδρειωμένων γίνη .
Εβρόντησεν ο ουρανός, σειoύνται της γης τα βάθη,
Κ' ήτον μια βρύσι κει κοντα, καιτο νερόβολάθη.
Προς του μηλίγκου την μεριαν, που του κατέλου εγγίζει ,
Ε'ξάμωσ' ο Δρακόμαχος, και δυνατα μανίζει.
Ο' που ξαμώνει, εκείδωκε, κ' η χέρατου δεν αφάνει,
Και βροντισμών και ταραχήν ή κονταρια του κάνει .
ΙΕΡΟΣ Β'. 143
Προς του μηλίγκου την μεριαν έδωκε το κοντάρι ,
Ζάλ' ηύρηκε τον Κρητικών τ' όμορφο παλικάρι.
Ε'μπρος στην σέλλα κουμπισε, και τ' άλογο περπάτει,
Το χαλινάρι δεν κρατεί, σταϊς σκάλλαις δεν επέτει .
Μεγάλον πόνον τούδωκε το πονεμένο χέρι,
Κείνην την ώρα είδε στην γήν τ' άστρα το μεσημέρι .
Ακόμη άλλη έτοια κοπανια δεν τούλαχε να πάρη,
Μηδ' έκονταροχτύπησε με τέτοιον καβαλλούρη,
Α'ργησε να ξεζαλισθή, η κεφαλή του επόνει,
Μ ' ανδριεύετο, ερωτεύετο, και όσον μπορεί το χώνες.
Η' κονταριαϊςτου Κρητικά π’ άνθρωπονδεν λυπούνται,
Και ότινος κι αν δώκααι, πάντας ταϊς ενθυμούνται,
Ε'κάμαν σου Δρακόμαχε, πράμμα που δεν εθάρρεις ,
Και χάμαι σε πεζέψασιν, οπούσουν καβαλλάρης :
Hύρεν τον εις το πρόσωπον η κοπανιά η μεγάλη,
Κ' έκαμε το κουτάρι του τα μαθημένα πάλι.
Το σίδερο κατάσπασε, τα χείλη του σχισθήκα ,
Μάτονε η ζάλη του πολλή, και πόνον δεν έγροίκα .
Την σέλλαν απαρνήθηκέν, ύπνον βαρυ κοιμάτο,
Τα πόδια προς τον ουρανόν, κ' η κεφαλή ανωκάτω.
Επεσεν από τ' άλογο μ' έτοιο μεγάλο βάρος,
Οπού λαός έλόγιαζε, πως τον επήρε ο χάρος.
Με μουγκρίσμό άνεστάθηκε, μ ' αγριότη εσηκώθη,
Νατρέξη πάλι πιθυμά, μα τ' άδικό του γνώθει .
Κ ' εμίσεψε με μανιτα, σαν λιόντας έβρυχάτο,
Του Κρητικού με το απαθί δείχνοντας απονάτο.
Εκείνος όπου την μαλια, ποτέ δεν έφοβήθη,
Α’φήνειτον και μάχεται, και δεν τ' άπηλογήθη.
Κοντάρι πάλ' οι δούλοι του άλλο εφέρασίν του, ::
Και να πληθαίνη ξέτρεχεν έπαινον σε τιμήν του .
Ο' Νικοστράτης να θωρήκαινα γροικάστον φόρο,
Πώς δίνουσι πολλών τιμών κείνον τον μαυροφόρο ,
«με 4 * *
144 ΜΕΡΟΣ Β'.
Μια πιθυμια τον νίκησεν έτζι πολλά μεγάλη,
Πού την τιμήν του βάλθηκε στην ζυγαριάν να βάλη.
ΝΙΚΟΣΤΡΑΤΟΣ

Σιμώνει του Χαρίδημου, και λέγει τε, ανδρειωμένε,


Α'λλος επα στην δύναμιν ωσαν εσέ δεν έναι .
Κ' είς τούτο με του λόγου σου η όρεξις κινά με,
Να παίξω το κουτάρι μου, και αν ήν και πέσω χάμαι ,
Εγω δεν τοχω για ντροπήν, γιατί θωρώ λιοντάρι,
Επάνω σ' ένα άλογο σήμερο καβαλλάρη.
Και με λιοντάρι πολεμώ, κέρδος δεν αναμένω,
Μ' ό,τι και αν χάσω μετα σε δεν το κρατώ χαϊμένο .
θωρείτoν ο Χαρίδημος, με σπλάχνος του σιμώνει,
Και από τα νύχια ωςτην κορφήν τον αποκαμαρώνει .
ΚΡΗΤΙΚΟΣ

Λέγει του, απ' τα λόγιασε , και απ' τάμορφά σου κάλλη,


Ε'σ' έχεις ανδρειαν πολλήν, και φρόνησιν μεγάλη .
Και ό, το ήθελα να πω είς σε, είπες εσυ σε μένα ,
Κ ' ευχαριστώ σ'ό, τι μπορώ, στα μούχεις μιλημένα .
Ε'σ' είσαι Βασιλειου παιδί, ψηλού δενδρού κλονάρι,
Σήμερον πιθυμώ, κ' εγώ, νάχ' απ' σε μια χάρι .
Αφς το κονταροχτύπημα να ζήσης μετα μένα,
Γιατί γροικώ τα μέλη μου, πως τάχεις σκλαβωμένα .
Και τέτοια νειάτη σαν αυτή, έτοιαν ανδρεια, και χαρι ,
Δεν ημπορώ, ουδε κάνωτο, να βλάψω με κοντάρι .
Και κείνα που μου μίλησες, δες δ ' ήντα είμαι φερμένος ,
Δίχως να τρέξης μετα με, βρίσκομαι νικημένος
ΠΟΙΗΤΗΣ

Γροικώντας ο Νικόστρατος , του Κρητικού ήντα λέγει,


Πώς την φιλιάν του πιθυμά, και αγάπης του γυρεύει .
ΜΕΡΟΣ Β', 145
ΝΙΚΟΣΤΡΑΤΟΣ

Τ' άπηλογάται δεν μπορώ oπίσω να γυρίσω,


Η χρεια με σφίγγει μετά σε να κονταροχτυπήσω.
Διατ' είναι επα τόσος λαός, που στέκουν, και θωρούσι,
Και αν γιαγύρω, και αν συρθώ, ήντα θαρρείς να πούσι ;
Δεν το κατέχεις φυσικό στον άνθρωπον ήντα γίνη,
Πάντα να λέγη το κακό, και το καλό ν' αφίνη ;
Δεν θέλουν πει πως σε φιλιά , και αγάπη περπατούμε,
Μα πάντα θέλουν μαρτυρούν, πως τρέμω, και φοβούμαι .
Και βάρει μου, να σου βαρώ, και ας δείξη το κοντάρι,
Του καθ' ενός τη δύναμι, του καθ' ενός τη χάρι.
ΠΟΙΗΤΗΣ

Σαν ήκουσεν ο Κρητικός, και γιαγερμών δεν έχει,


Του λέγ' όσ' ώρα πολεμούν, δια εχθρό ας τον έχη .
Τα κονταροχτυπήματα σαν πάψουν και περάσου,
Για φίλον, και γι αφέντην μου νάχω την αφεντιά σου
Πιάνουν κοντάρια δυνατα, βαρυο , πολλα μεγάλα ,
Και την φιλιά, π’ αρχήσασι, παράμερας έβαλα .
Φωναίς μεγάλεις στον λαόν, σεισμός στην γή γροικήθη,
Οταν ταίςπρώταις κονταριαϊς έδωκαν εις τα στήθη.
Α'σάλευτοι πομείνασε στην πρώτη οι Καβαλλάροι,
Δια τότες δεν γρωρίζουσι το κάλλιο. παλικάρι .
Ε'ξανατρέξαν τ' άλογα και δευτερώνουν πάλι,
Κ’ ένας τον άλλον έπασχε χαμαι στην γήν να βάλη .
Εις τον λαιμό ποκατωθιο ταίς κανταριαϊς κτυπούσι, 14
Και μηδε τότε διαφοραν σ' κανένα δεν θωρούσι.
Καλούνται να τριτώσανε, και ακούσετ' ήντα γίνη,
Κ' ήντα κονταροχτύπημα ήταν την ώρα κείνη..
Σαν εξοπίσω της βροντής, π' ανεμική μεγάλη,
Ελθη, και ρήξη τα δενδρα,
Erotoorito . 10
χαμαι στην γην τα βάλη.
116 ΜΕΡΟΣ Β'.
Και τον γιαλόν με κύματα, ασπρίζει και φουσκώνει,
Και νέφαλα στον ουρανον κάνει της γης ή σκόνι .
Γενή μεγάληταραχή, κ' η μέρα σκοτεινιάση,
Κ' εκείνους τζ' ανακατωμούς ο κόσμος τους δειλιάση.
Ετζε στοσυναπάντημα εκείνο έγροικήθη,
Ε 'δείλιασ' όλος ο λαός και για τους δυο φοβήθη.
Εδωκε του 'Αφεντόπουλου του μαύρου στο κεφάλι,
Μια κονταρια έτζι δυνατή, κ' έτζι πολλά μεγάλη.
Την περικεφαλαίαν του ζουλίζει, ξεκαρφώνει,
Και ρίπτει την, κ ' εφάνηκε το πρόσωπο που χώνει .
Λαβωματια δεν τoύκαμεν η κοπανια η μεγάλη,
Μόνον που τουλθε σαν σεισμός εις τον μυαλό και ζάλη.
Κ' εκούμπησε την κεφαλήν έτζι γυμνήν, σαν ήτο,
Εις τον λαιμόν τ' αλόγου του , και δυνατά κρατείτο .
Μα ή κονταρια του Κρητικού έδωκε στην μασέλλα,
Του Νικοστράτη του θηριού και έπεσ' από τηνσέλλα.
Με διχωστάς λαβωματιάν, μάχε μεγάλην ζάλη,
Σαν δράκος έσηκώθηκε, να ξανατρέξη πάλι .
Μαέσοντας και όλοινα τα πάν, πώςδενμπορεί να δράμη,
Ε'σώπασε, πράμμ' άπρεπον δεν ήθελε να κάμη.
Και πριν μισεύση απεκεί, του Κρητικού σιμώνει,
Και σπλαγχνικα τονε φιλεί, δαμάκι αναδακρώνει .
ΝΙΚΟΣΤΡΑΤΟΣ

Και λέγει του, όπου αν βρεθώ, κι όπούμαι, όπου πηαίνω,


Σ' αγάπην έναν αδελφόν έχεις εμπιστευμένο.
Και πάντα θέλω μαρτυρώ ταϊς χάρες του κορμιού σου,
Και δεν επαραστράτησες , μα μοιάζεις του κυρού σου .
Πού ίσοι τον γνωρίσασιν, ακόμη του θυμούνται ,
Την γνώσιν, ταϊς παλικαριαίς, ταϊς χάρες τε δηγούνται .
Θυμούμαι, και πολλαίς φοραίς ήκουσα του κυρού μου,
Λόγια που δεν μπορέσα πλειο να βγούσι απ' τον νου μου .
ΜΕΡΟΣ Β'. 147
Μ' άρχοντας εσυντύχαινε, και τον γονή σου επαίνα ,
Εις μια μαλιαν οπούκαμε, γυρίζοντας στα ξένα.
Μέ του Σπιθήλιοντα απαντά τον ανδρειωμένον κύρι,
Κ' εκ' ήλαχε ο πατέρας μου , και άλλοι πολλοί μαρτυροι.
Κ' έλεγε, σαν τον κύρι σου δεν είδ' άλλον κανένα ,
Και ως πέρυσι, που πέθανε, πάντα του τον έπαινα .
Μα συ τον επερίσσευσες, σ'εκείνο που γνωρίζω,
Και ναν' κανείς ωσάν εσε στ' άρματα δεν ελπίζω .
Κατεχε, πώς δυο κέρδητα έκαμες μετα μένα ,
Την ντζόγιαν την ολόχρυσης, και την φιλιαν μ' εμένα.
Ταϊς χώραιςμου, τα πλούτη μου, ώριζε σαν δικάσου ,
Κ ' εσκλάβωσες με σήμερον με την παλικαριά σου .
Και αν έπεσ'από τ' άλογο,δεν τοχω σ' εντροπή μου,
Γιατί σε πράξιν, και ανδρειαν ωσαν εσέ δεν ήμου .
ΠΟΙΗΤΗΣ

Να του γροικήση ο Κρητικός, τούτα ν' αναθηβάνη,


Με σπλάχνος και ταπείνωσιν, αγκαλιαστόν τον πιάνει .
ΚΡΗΤΙΚΟΣ

Λέγει του , Ρήγα και Αμηρά, και δυνατε στρατιώτη,


Ακόμη έτοί άνδρα σαν εσέ δεν έκαμεν ή νειότη .
Και ουδε ποτέ μου τόλπιζα, και η μοίρα να θελήση,
Ο ανήμπορος τον δυνατόν σήμερον να νικήση.
Μα τούτο είν' το ροιζικό, να δω το δεν ελπίζω,
Μ' αφέντην με κ'εις την ανδρειαν, κ'είς τ'άλλα σε γνωρίζω.
Και όπου βρεθώ ένα δουλευτήν, έχεις εμπιστεμένο,
0'πού σε Σέλει πιθυμά , κορμι χαριτωμένο .
Κ' εσκλάβωσε με ή χάρις σου ετούτην την ημέρα,
Τα κονταροχτυπήματα σ' έτοιαν σκλαβιαν μ' έφερα .
Μήνα μου δίχως ντήρησιν σ' κάθεσου χρειαν, να ζήσης,
Αγάπα μ' ώστε πού να ζω , και μη μου λησμονήσης .
148 ΜΕΡΟΣ Β'.

ΠΟΙΗΤΗΣ

Με τέτοια λόγια σπλαγχνικα αποχαιρετισθήκα,


Και ο εις, και ο άλλος στην καρδιών πόνον πολύν έγροίκα .
Την ώρα κείνην έφθασε, και δυνατά μανίζει ,
Εκείνος που την Σκλαβουνιάν, αφέντευε, και ορίζει .
Ο' λιόντας ο Τριπόλεμος, όπ’ άνδρα δεν φοβάται,
Και από μακρα του Κρητικοί , φωνάζει και απονάται .
ΤΡΙΠΟΛΕΜΟΣ

Και ως έσωσε,με μανιτα, και μ ' έχθριτα μεγάλη,


Του λέγεκάμε αρμάτωσαι γλίτωρατο κεφάλι,
Τα δυο μου χέρια να ψηγούν, για πρώτη αν δεν σε ρήξω ,
Πώς κονταροχτυπούσινε , σήμερον να σου δείξω .
Κ ' εκείνο τ' Αρχοντόπουλος, οπέπεσ' απ' την σέλλα,
Η'τον δειλό, και ακάτεχο, στ' άρματα δεν εφέλα .
Μαζώνουντ ’ όλος ο λαός, και στέκουν , και θωρούσι,
Κ ' εκείνα τ' απονέματα τα φοβερά γροικούσι.
Ε'κ' ήταν και ο Ρωτόκριτος, και ο Ρήγαςαπ' τ' αμάξι,
Να δούσι τον Χαρίδημος σήμερον πώς θα διάξη .
Τα ψεσινα καμώματα πουκαμε το λιοντάρι,
Σ'έγνοιαν μεγάλην έβαλε τ' αμάξι και ψυχάρι.
Ε 'τούτ’ οι δυο νικήσασι μ' εκείνους που τζ' εβάλα,
Κ' εκάμαν στην παλικαρια δαμάσματα μεγάλα.
Α'πόμειν'ο Χαρίδημος ύστερος από τζ' άλλους,
Μάτονε δυνατώτερος, σ’ μικρούς και εισε μεγάλους.
Εδώ με τον Σκλαβούναρον έχει να πολεμήση,
Κ' ήλθε με τ' απονέματα να τονε φοβερίση.
0 ' Κρητικός, οπού ποτέ τον φόβον δεν κατέχει,
Να του γροικά να μάχεται, χαραν μεγάλην έχει.
ΜΕΡΟΣ Β '. 19
Μάδειξε, πως εδείλιασε, για να του δώση τρόπον,
Κα σύρνη πλειότεραις φωναίς εμπρός εις των ανθρώπων .
Και λέγει με γλυκύτητα, και με ταπεινοσύνη:
ΚΡΗΤΙΚΟΣ

Α'δέλφιμου , του ροιζικού είν' τούτο, οπ’ εγίνη,


Και τούτο το Ρηγόπουλον άνδρα τονε κατέχω ,
Για τζ' αρεταίς και χάρες του, αφέντην μου τον έχω .
Ταις δυο φοραίς, που τρέξαμεν ομάδι το κοντάρι,
Νίκος πολυ δεν ήλπιζα με τέτοιο παλικάρι .
Μα θέλησε το ροιζικόν , όχι και δεν εφέλα,
Σ' τρια κονταροχτυπήματα έπεσεν απ' την σέλλα .
Στο πρώτον, κ' εις το δεύτερον, ελόγιαζα πως χάνω,
σαν πύργος ήταν δυνατός εις το φαρι επάνω .
Στο ύστερον εσάλεψε, κ' έπεσ' απ' τ' άλογό του,
Κ' έβαλε και το ροιζικόν, εκεί το μερτικό του .
Δεν ήταν το κοντάρι μου άξιο να τονε ρήξη,
Και δεν το Βέλω καυχηθή σ'όποιον και αν μ' ερωτήξη.
Κι άδικον έχεις κ' εντροπην, έτοιο 'Αμηρά να ψέγης,
Και βλέπεσαι καμμια φορα μην εύρης το γυρεύγης .
Ε'τζ. κ' εμένα σήμερον, μα δίχως νασου σφάλω,
Μούδωκες με τα λόγια σου φόβου πολλά μεγάλο .
Και απήτις και μ' ανήμπορο, κοντάρι θε να δράμης,
Πρώτον μιαν χάριν σου ζητώ, θέλω να μου την κάμης .
Παρακαλώσε ναμου πής, να μάθω τ' όνομά σου,
Για να μπορώ να σε παινώ εις την παλικαριά σου .
Τέτα ο Σκλαβενος να γροική, πλειά την φωνήν αγριεύει ,
Στρέφεται επα, στρέφετ'εκεί, να τον ιδούν γυρεύει.
ΤΡΊΠΟΛΕΜΟΣ

Λέγειτ', εγω την Σκλαβουνιάν, ορίζω και αφεντεύω,


Νύκτα και μέρα μάχομαι , πάντα μαλιαϊς γυρεύω,
150 ΜΕΡΟΣ Β'.
Και τ'όνομά μου αν πιθυμάς, και θέλεις να το μάθης,
Τριπόλεμον με λέγουσι, θώρει ήντα δε να πάθης .
Ως ήκουσεν ο Κρητικός, ποιος είναι, που γεννήθη,
Με φρόνησ' εκνογέλασε, μα δεν τ' απηλογήθη.
ΚΡΗΤΙΚΟΣ

Και λέγ' εμπρός του δουλευτή, βάλε μου στο κεφάλι,


Την περικεφαλαίαν μου κείνην την πλεια μεγάλη .
Σήμερον κατα πώς θωρώ, ήλθεν εκείνηη ώρα,
Ναρήξω τον Τριπόλεμον, και να χαρή κ' η Χώρα .
Και λέγειτου Σκλαβούναρε, εγώλεγα ποιος είσαι,
Δεν τοχω για παράξενο, πάντα Σκλαβούνος ζησε .
Α'κάτεχος στην αρχοντιάν, και αμάθητος στην πράξι ,
Σήμερον από λόγου μου θέλω να πάρης τάξι.
Στέκε στην σέλλα δυνατός , και έχεις να παραδείρης ,
Πολλά μεγάλον σε θωρώ, φοβούμαι σε μή γύρης .
ΠΟΙΗΤΗΣ

Αρμάτωσαν την κεφαλήν , το τρέξιμον αρχησαν,


Σφίγγουσι τα κοντάρια τουςκαι ταφαρια κινήσαν.
Ωσαν το μαύρο νέφαλο, π ’ άνεμοςτο μανίζει,
Και με βρονταϊς , και μ' αστραπαίς τον κόσμο φοβερίζει,
Φυσάτο απ' την Ανατολήν, και πάγει το στην Δύσι,
Κάνει το και ανακατωσι, να βρέξη να χιονίση,
Ετζι αστραποβρόντησε της Κρήτης το λιοντάρι,
Οταν εις την μασχάλην του έσφιξε το κοντάρι .
Μ' άλλ'όρεξιν, καιάλλην καρδιάς με τον Σκλαβενoν τρέχει,
Παρα με το Ρηγόπουλο, γιατί και εχθρον τονέχει .
Ε'μούγκρισε της Σκλαβουνιάς ο δράκος, κ ' έβρυχάτο,
Λογιάζει, πρώτη κονταρια να τονε ρήξη κάτω.
Συναπανταίνουν τα θηρια και τα καντάρια πήγαν,
Εις τον αέρα σαν φτερα, και ωσαν πουλάκια φύγαν.
ΜΕΡΟΣ Α'. 151
Στο κούτελο ο Τριπόλεμοςτηνκονταρια του δίδει ,
Κ ' εύγαλε σπίθες εκατόν το σιδηρο κασίδι .
Τ'άλογον έγονάτισε, μα χάμαι δεν εστράφη,
Και το ζημιών επήδηξεν ολόρθο σαν το λάφι .
Αλλο κακό δεν έκαμεν η κονταρια η μεγάλη,
Γιατί με σίδηρα διπλά σκεπάζει το κεφάλι .
Δίδει και ο μαύρος κοπανιαν με το βαρυ κοντάρι,
Τ' άλογο ρίχνει ανάσκελα μ' όλον τον καβαλλάρη .
Και ωσαν από ψηλό βουνι χοντρό χαράκι πέση,
Και δώση με τον βροντισμόνεις του γιαλού την μέση,
Ανακατώση τα νερα , και κάμ' άφρους κυμάτων,
Γενή μεγάλη ταραχή στης θάλασσας τον πάτον,
Ετοιας λογής έβρόντησε στην πεσματιαν εκείνη,
Κ' έτζι μεγάλη ταραχή την ώρα κείνη γίνη .
Κατακτυπούν, και ο βροντισμος εύγαινε των αρμάτω,
Κ ' ετζίνα, και εταράσσουντον στ' άλογον αποκάτω .
Ετρόμαξ' όλος ο λαός, έτοιο θηριο να δούσι,
Να πέση μ ' όλο τ' άλογον, για θαύμα το μιλούσι .
Κτυπούσι ταϊς παλάμαις τους, για θέμασμα το λέσι,
Αίγγιατι σ' έτοιαις δελειαϊς, όποιος και αν κακοπέση.
Πάσι πολλοί βοηθούσί του και τ' άλογο σηκώνουν,
Κ' εκείνον που ευρίσκουντον, στον τάφον αναχώνουν .
Σηκώνετ’ ο Τριπόλεμος με τζ' εντροπής την ζάλη ,
Και θέλημα εζήτησε, να ξανατρέξι πάλι.
0 "λου, που βρίσκουνταν εκεί, ετούτο να γροικήσουν,
Ολίγο λίγο λείφθηκε να τον εξαφορμίσουν .
Κ' εκείνος ως το γροίκησε, το πώςτονε μισούσι ,
Τα μάτια του κανένα πλειο δεν στρέφονται να δούσι .
Μισεύει με την εντροπής και πλειό του δεν εφάνη ,
Ετούτους τζ' όμορφους καρπούς ή καυχησιατους κάνει :
Οσοι και αν είχασι δουλειαϊς, εξελησμονηθήκα,
Και οπούχε πάη τότε κανείς, για τον Σκλαβούνο γροίκα .
152 ΜΕΡΟΣ Β'.
Τις τόλεγε μ ' ευλάβειαν και τις με γέλοιο πάλι,
Κ ' ετούτην την αθηβολήν , είχαν μικροί μεγάλοι .
Η σάλπιγγες τα βούκινα, δίδουν μεγάλην ζάλην,
Τις πηλαλεί την μιαν μεριαν και τις γλακά την άλλην .
Τα κονταροχτυπήματα επάψαν κ' ετελειώσαν,
Κ' οι στρατηγοί τους την ανδρειαν, πούχαν, εφανερώσαν .
Συρνονται οι τρεις στην μιαν μεριαν, έτζι ψυχάρ, αμάξι,
Με πιθυμια αναμείνασιν ο Ρήγας ποιον να κράξη.
Γιατί και οιτρεις τους είχασε το νίκος επαρμένον ,
Στέκειτον Ρήγα ποιόν ναπη, πλεί άξιον πλεί ανδρειωμένον.
ΠολλέγνοιανέχειοΡωκριτος, μέσσην καρδιάςτον πιάνει,
Φοβώντας, μην του παρουσιν οι άλλοιτο στεφάνι.
Γιατ' είδε ταϊς παλικαριαίς , πού κάμασι και εκείνοι,
Και μέσα τ’ άνδρας δυνατές, και θαυμασες τες κρίνει .
Κ ' έλεγ', ώς ήτον μπορετό, και ο Ρήγας να θελήση,
Σ' εκείνον όπου πιθυμώ, να γένη δίκαια κρίσι .
Σήμερον να μάς έβανεν ένα προς ένα χώργια,
Να γνωρισθή ποιος απ'τες τρεις είν' άξιος για την ντζόγια .
Στέκoυσι, και αναμένουσι με πιθυμια μεγάλη,
Ποίαν απόφασιν θα πή του Ρήγα το κεφάλι.
Ε'κραξε τον ΤΠιστόφορον η Ρήγισσα πλειά πρώτα,
Και τον'Ανθο του χάρισε για το όμορφα του νειότα .
ΡΗΓΙΣΣΑ

Λέγει του, έσ' είσαι σήμερον απ' όλους διωματάρης ,


Στο τρέξιμο του κονταριού πολλα μεγάλης χάρις.
Με δίκαιο σένα πρέπ’ ο'Aνθος, για κείνο τονε παίρνεις,
Και με τιμήν σαϊς χώραις σε, και μ'έπαινον γιαγέρνεις .
ΠΟΙΗΤΗΣ

Ευχαριστά ο Ρηγόπουλος πολλα την ώραν κείνη,


Και όλοι έφωνάξαν, και είπασι, πως δικαιοσύνη γίνη.
ΜΕΡΟΣ Β'. 153
Της 'Αρετούσας μοναχα ετούτο δεν τζ' αρέσει,
Και ωργίσθηκε τέτοιο 'Αφεντός, με δίχως να της φταίση.
Ε'κείνη πάντα λόγιαζε, παντάλπιζε, κ' εθάρρει,
Πώς τον ανθόν ο Ρόκριτος είχε να τόνε πάρη,
Και δεν εμέτρησε να πη, το πώς την ώρα κείνη,
Με φρόνησιν η Μάννα της έκαμε δικαιοσύνη .
Σαν το γνωρίζασι πολλοί, και ωσαν το λέγαν και άλλοι,
Μα ο πόθος την εσκότισε, κ' ετύφλωσε την πάλι .
Σαν είδε και ο Ρωτόκριτος την Ρήγισσα ήντα κάνει,
Ε'ντράπηκε, πικράθηκε, μ' απ' έξω δεν του φάνη .
Και συζηλον τον έπιασε πολύ την ώρα κείνη,
Κ' εφάνη του και' ή 'Αρετή άλλου γυναίκα γίνη.
Κ' εκείνη μ' όλαις τζ' ομορφιαϊς, οπούχε, και τα κάλλη,
Δεν την έσυντηρούσανε τόσα περίσσα οι άλλοι.
Γιατί σαν δεν έστράφηκε, να δή ποτέ κανένα,
Τα κάλλη της πομείνασιν εις τζ' άλλους θαμπωμένα.
Τα μάτια της στην ομορφιαν μεγάλην χάριν έχουν,
Κ' οι διωματάροι να τα δούν, πάσχουσι, και ξετρέχουν .
Και όταν τραφάσι δυο και τρειςφοραίς, και δεν τα δέσι,
Ολαις ταις άλλαις ομορφιαϊς ποσώς δεν ταις ψηφούσι .
Ολοι την 'Αρετήν παινούν δια την ομορφιά της ,
Μα λογισμών δεν έβαλε κανείς για όνομά της .
Ωσαν δεν ένανδρανισε να δή κανένα τούτο,
Ολόσβυστα πομείνασι της ομορφιάς τα πλούτη .
Την ώρα κείνη οι Στρατηγοί γροικούν φωνήν μεγάλη,
Α'π' το πατάρι του Ρηγός , κ' έτοιας λογής ελάλει .
Ρωτόκριτος, Χαρίδημος , και ο Ρήγας ο Κυπριώτης,
Πίναι καθρέφταις της ανδρειας, και παινεμα της νειότης.
Ας έλθουσιν εις του Ρηγός, να προσκυνήσουν πάλι,
Ν' ακούσουν την απόφασι, και στέκουσιν οι άλλοι .
Ε'πήγασίν εις του Ρηγός : λέγει τους την ώρα κείνη,
Πώς το στεφάνι το χρυσό για ένα κορμι εγίνη .
154 ΜΕΡΟΣ Β '.
Και αυτοί οι τρείς, αν πιθυμούν, και θε να το νικήσουν ,
Αλλήλως τους ας τρέξουσι , να το ξεκαθαρίσουν.
Τ ' ονόματα και των τριών σ' χρυσό γαβάθε βαίνει,
Κ ' ένα κοπέλι έκραξε, κι είπεν του να τα βγάνη.
Και απέχει με την φρόνησιν κάνει την ώρα κείνη,
Δυο ονόματα να βγουν έμπρός , κ' εκείνο π’ απομείνη,
Να μην μπορώ με τζ' άλλους δυο να κονταροχτυπήση,
Μα να μισεύη το ζημιο μ ’ απόφαση στην κρίσι .
Μα δεν του φαίνετο πρεπό, και ήτο άδικο μεγάλο,
0' ποιος νικήση από τους δυο, να πολεμά και μ' άλλο .
Μα κείνοι οπ’εύγουσιν εμπρός, 'Αφέντης έτζι Φέλι",
Να το ξεκαθαρίσουσιν, ή ντζόγια τίνος μέλλει .
Και ας έχη και το ροιζικό επα το μερικότου,
Καθένας πρώτο πιθυμά τ' όνομα το δικότου .
Στέκουν εμπρός εις του Ρηγός, οι τρεις τες και θωρούσι,
Και τ' όνομά του κάθε ας παρακαλεί ν' ακούση .
Και έμπρός επροσκυνήσασι τον ορισμόν τ' Αφέντη,
Κ 'εκείνην την απόφασιν με γνώσιν έκαμέν τη .
Η 'Αρετούσα τρέμοντας, τουτέστεκι κ' εθώρει,
Ε'δείλια, κ' εφοβάτονε η πληγωμένη κόρη .
ΑΡΕΤΟΥΣΑ

Κ ' έλεγ' ας ήτον μπορετό, το πιθυμώ να γίνη,


Εις το γαβάθ' ο Ρωτόκριτος ύστερον ν' απομείνη,
Και ας πάγη η ντόγια στο καλό και ας την επάρεν άλλοι ,
Και λίγον είν' το διάφορον σ' έτοια δουλεια μεγάλη.
Κ ' εκείνη η χέρα πουκαμε τ' ωραιόπλουμο στεφάνι,
Επάναι δεν εξέμαθε, μα πλειώμορφα τα κάνει .
Πάλ' αν θελήση η μοίρα μου, που πάντα μεπαιδεύγει,
Και τ' όνομα του Ρωτόκριτου κάμη και πρώτον εύγη .
Μην έλθ' οπίσω ο Κρητικός, γιατ'έχει πλήσαχάρι,
Πολλα φοβούμαι μετ' αυτό πως χάνει το ψυχάρι .
ΜΕΡΟΣ Β '. 156
Ο ' Κυπριώτης τ' όνομα το δεύτερον ας έχη,
Πειδή γι αυτόν ο φόβος μου τόσον πολυς δεν τρέχει .
ΠΟΙΗΤΗΣ

Βγαίνει το πρώτον όνομα, κ' ήτού του πληγωμένου,


Ρωτόκριτου, και οι άλλοι δυο στέκoυσι και αναμένου .
Βγαίνειο Κυπρώτηςδεύτερος,και απ' την χαράντην τόση,
Εδώ και εκεί χαρίσματα ηθέλησε να δώση .
Α'πέμεινεν ο Κρητικός στου γαβαθιού τον πάτο,
Μιλούν του , και απ' την πίκραν του πλειο δεν απηλογάτο.
Και προς την μοίρα μάνιζε, και προς το ροιζικό του ,
Πουκαμε, κήτον ύστερα τ' όνομα το δικό του .
Δίχως αποχαιρετισμόν, και δίχως να πεζέψη,
Δίχως να πάρη Sίλημα του Ρήγα να μισέψη,
Παίρνει τους καβαλλάρες του , και πλειο δεν αναμένει,
Και πικραμένος περπατεί, και μανισμένος πηαίνει .
Οσον πλειά τούτος στην καρδιάς είχε μεγάλα βάρη,
Τόσον και πλεια ο Ρηγόπουλος, και ο Ρόκριτος εχάρη.
Πούρε και αυτοί κατέχουντο, πως έχουσι να πάσι,
Ενας θε ναναι ο νικητής, και ο άλλος θε να χάση .
Μα κάθε εις ελόγιαζε, το πώς το νίκος παίρνει,
Μα η μοίρα άλλες ψηλά πετά , και άλλους τα βάθη γέρνει.
Ετούτοι οι δυο πομείνασι, και όσοι και αν τ' αγαπούσι ,
Πιδέξια τζ' όρδινιάζασι το κάνει χρεια θωρούσι .
Τα σελλοσκαλοχάλινα θωρoύσιν ένα ένα ,
Και πασπατεύγουν τ' άρματα, αν είναι ραγισμένα,
Την τέχνη και την δύναμιν παρα ποτέ μαζώνουν ,
Και που να κάνουν κοπανιαν καλήτερην ξαμώνουν.
Εμπρός στο στήθος σφίγγουσι τα δυνατά κοντάρια,
Πατούν ταϊς σκάλλαις δυνατα τάμορφα παλικάρια .
Πριν να κινήση στ' άλογον, ο Ρόκριτος γυρίζει,
Και την Κυρά του στα ψηλα με πόθο αναντρανίζει.
156 ΜΕΡΟΣ Β ':
Καλα και δεν ωμίλησε τότες ότανέστράφη,
Τον πόνον , την λαχτάραν τε στ' ανάβλεμμά του γράφει :
Η 'Αρετούσα διάβασε στα μάτια του ό , τι χώνει,
Γιατί σε τούταις ταις δουλειαϊς λίγο σημάδι σώνει .
Εξάψε, κ' εκοκκίνισε, κ ' έχλώμνιανε περίσσα,
Και σαν φωτιάς αναλαμπαίς, ήψαν και πάλι σβύσα .
Ως τζ ' είδε κ' εκινήσασι, ασπρίζει, και κρυαίνει,
Και το κονταροχτύπημα πολλα τηνε πικραίνει .
Κεντέν , φουσκώνουν τ' άλογα , και ως αστραπή χυθήκαν,
Και ωσαν αετοι βρεθήκασι τον κάμπον κ'έσμιχθήκαν.
Τούτο το συναπάντημα, που κάμα οι Καβαλλάροι,
Ε' φάνηκέ σου και σεισμός έσεισε το Πατάρι.
Και τα κοντάρια σαν γιαλια έκαταβρουλισθήκαν,
Χίλια κομμάτια πήγασι, στα νέφαλ' ανεβήκαν .
Αλλα κοντάρια δυνατα πιάνουν να δευτερώσουν,
Κ ' είς τάχoυσι να κάμουσι , τέλος γοργό να δώσουν .
Η 'Αρετούσα τρόμασε, τα χείλη δεν μιλούσε,
Κ ' εφαίνοντο η κονταριαϊς στο στήθος της κτυπούσι..
Και αν ήθελε μπορή η πτωχή, να το ξεφανερώση,
Κ ' εκείνο, πούτονε χωστο , με λόγια να ξεχώση,
Ε 'διδεν. απ' τα μέλητης, την χάριν να της κάμουν ,
Οι Καβαλλάροι να σαθούν, κοντάρι να μη δράμουν :
Κ ' έλεγ', έδι άβη η χαρα, οπούχα , όταν εύγήκε,
Ο Κυπριώτης, κ' ύστερον τον Κρητικών αφήκε .
Γιατί φοβούμουνε πολλά τον ανδρειωμένο κείνο,
Κ'εδα πλεια τρέμω, πλεια δειλιώ,και πλειά φοβάμαι αυτήνο,
Τούτον τον φόβον τζ' έδωκε , κ' εις πλήσαν έγνοια μπήκε,
Κάποια φωνή δεν ξεύρoυσιν, από το στόμα βγήκε .
Και τον Κυπρίδη παίνεσε, στο τρέξιμον εκείνο,
Μα τούτα γω δεν τα θαρρώ, παραμεράς τ' αφίνω.
Η'ρχισε να δειλιά ο λαός, κ' ήθελε, κ' επεθύμα.
Ο' Κυπριώτης το θηριο να πέση απ' το κτήμα .
ΜΕΡΟΣ Β '. 187
Μόν' η Φροσύνη χαίρετο, κ' έκρυφοπαρακάλει
Τ' αμάξι ναύγη νικητής χαμαι να τονε βάλη.
Δευτοροτρέχουν τ ' άλογα, παρα ποτέ μανίζουν,
Οι Καβαλλάροι μάχονται, και τα φαρια μουγκρίζουν .
Εξάμωσ' ο Ρηγόπουλος στα μάτια να του δώση,
Μα τ'άλογόν του στάθηκε, δεν θέλει να σιμώση .
Σαν είδεν ο Ρωτόκριτος, κ' έσφαλε τ ' άλογών του,
Το χαλινάρι. έσεισε, στένει και το δικόν του .
Και δεν του φαίνετο ανδρεια , να τρέξη το κοντάρι,
Μ ' ένα που καββαλίκευσεν άλογο φοβιτζάρη:
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ

Λέγει τ, Αφέντη, το φαρι δε νάχη ανθρώπου γνώσι,


Δεν θέλει πίκρα, ουδ' εντροπή σήμερα να σου δώση .
Γρικά, πως χάνεις μετα με, και το ζημιών εστάθη,
Την δύναμιν σου γροίκησεν επάνω του κ'εχάθη.
Κ ' απής θωρείς και τ ' άλογο, φρόνιμα και άξια κάνει,
Με θέλημά σου σήμερον άφες μου το στεφάνι .
Ως ήκουσ' ο Ρηγόπουλος του Ρόκριτου τα λόγια,
Τα λέγει, γλίγωρανα δης, σ' ποιόν θε να πάγη η ντζόγια .
Και παρευθύς επέζεψε, και άλλο φαρι γυρεύει,
Και ως τόβρε, πάει σαν αετός, πετά καθαλλικεύει .
Αγριομιλεί του Ρώκρίτου με της ανδρειάς το διώμα,
Κ' ηύγαν από τα μάτια του σπίθες και από το στόμα.
ΚΥΠΡΙΔΗΜΟΣ

Τ' άλογο. αν φοβήθηκε, δεν φταίει ο Καβαλλάρης,


Κ' είς τ'άνοστα που μίλησες, την πληρωμών Θα πάρης .
Περμάζωξαι την ανδρειαν και δύναμιν, αν έχης,
Και να σε μάθω να μιλής, γιατί κακά κατέχεις :
468 ΜΕΡΟΣ Β '.
ΠΟΙΗΤΗΣ

Μικρού μεγάλοι στέκασι με φόβον και έθωρούσαν,


Και να κερδήση ο Ρόκριτος , όλοι παρακαλούσαν .
Ε'πλήθαινε και μανιτα, στον ένα και εις τον άλλο,
Ωσαν προβάλη νεφαλον άγριο πολλα μεγάλο .
Ρήξη χαλάζι μ ' αστραπήν , χώση βαθυά τον ήλιον,
Και τα κοπάδια στα βουνά γυρεύουν ναύρουν σπήλιον.
Γλακά ο ζευγάς και χώνεται, τρέχ' ο βοσκός και φεύγει,
Και κάθε είς να φυλαχθή τόπον να βρή γυρεύγει .
Βροντούν λαγγάδια, και βουνά, σιγοτρομούντα δάση,
Και όλοι γυρεύουν φύλαξιν τόπον να βρούν να πάσι.
Ετζι και όταν εδώκασι την κονταρια την άλλη,
Σου φανη και απ' τους ουρανούς ήλθε βροντη μεγαλη.
Μα σαν χαράκι δυνατό, π' ανεμον δεν φοβάται,
Και μηδε σ' αστραπήν δειλιά, μηδέ σ' βροντήν ξεππάται,
Ετζ' έσταθήκ' ασάλευτοι στην κονταριάν εκείνη,
Σ' έναν απ' άλλον διαφορα για τότε δεν εγίνη.
Ουδε τον πλειά καλήτερον ακόμη δεν γνωρίζουν ,
Κ ' όσον πλεια στέκεν δυνατοι , τόσον και πλειά μανίζουν .
Στην χείρα τους απόμεινε μιάς πιθαμής κοντάρι.
Τ' άλογα γονατίσασι , και επάνω οι καβαλλάροι .
Ο ' Ρήγας είχε πιθυμιαν να τους εξεχωρίση,
Και μ' άξί αποστολάτορα πέμπει να τους μηνύση,
Να πάψουσι την μανιτα για την ημέραν κείνη,
Κι ο εις, κι ο άλλος ως ταχυα σ' αγάπη ν' απομείνη.
Την νύκτα ν' αναπάψουσιτα κουρασμένα μέλη,
Και ως ξημερώση, να το δουν, η ντζόγια τίνος μέλλει .
Μα τούτοι ξαγριέψασι, σ' πλειά μανιταν έμβαίνουν,
Και το μαντάτο του Ρηγος δεν στέκουν ν' αναμένουν
Με βιαν γυρίζουν τ' άλογα, το τέλος θε να δούσι,
Μικρού μεγάλοι στέκουσι, με φόβον και θωρούσι .
ΜΕΡΟΣ Β'. 159
αφού κακό στην 'Αρετήν την παραπονεμένα,
Πώς έχει μάτια να θωρά καρδιά και να την μίνη;
Ενανοπούχει έτς ακριβών, και βλέπει μ' έγνοιατόση,
Ο ήλιος να μην τον ιδή, και ανεμος μην του δώση .
Ετοιο κονταροχτύπημα σήμερον ναν' για κείνη,
Και το στεφάνι πουκαμε, στη Χώραν ν' απομείνη ,
Κρυφα κρυφα παρακαλεί , και κρυφαναδακρυώνει,
Αγκούσαις έχει, και καϋμους, μα δεν τους φανερώνει .
Ηλθαν και οι δυο με μιαν καρδια σκύλλινη και εκτυπήσα,
Ταϊς κονταριαϊς ταϊς δυναταίς , και φοβεραϊς περίσσα .
Του Κυπριώτη το βαρυ και δυνατό κοντάρι,
Στον ίδιον τόπον τούδωκεν, οπούτον το ψυχάρι .
Και ουδε ψυχάρι , ουδε κερί ουδε φωτιάουδε σπάμμα,
Τ ' απόμεινε στην κεφαλήν , κ' ήτον μεγάλο πράμμα .
Να τα ξεσχίση ή κονταρια, κι όλα να σκορπισθούσι,
Και απ' την φωτιάν του κονταριού καϋμένα νατα βρούσι.
Πολλά ζαλίσθη ο Ρόκριτος, στην κονταριαν εκείνη,
Τ' αλόγου πάνω στον λαιμόν την κεφαλήν του κλίνει .
Κάμποσην ώραν ήτονε με την πεγάλην ζάλη,
Κ' η μοίρα του του βόηθησεν εις έτοια χρεια μεγάλη.
Δυο, τρείς, και τέσσαραις φοραίς, δείχνει να πέση κάτω .
Κ' ή 'Αρετή ανεδάκρυωνε, κρυφα τον ελυπάτο .
Πούρ ανδριεύθηκε καλά, στην σέλλα σταματίζει,
Προς την Κυράν του με καϊμόν τα μάτια αναττρανίζει .
Κ ' έξαψε από την εντροπήν πλεια παρα το καμίνι,
Κ' ύστερα πάλι χλώμιανε, κι ωσαν νεκρός εγίνη .
Γιατί τον είδε έτοιας λογής, εκείνη που τον κρίνει,
Εις τον λαιμον τ' αλόγου του την κεφαλήν να κλίνη.
Μ ' ας πούμεν και την κονταριαν, οπούδωκε και τούτος,
Με την οποίαν κέρδησε του στεφανιού το πλούτος .
Hύρηκε τον Ρηγόπουλος τ'αλύπητο κοντάρι,
Στο κούτελο, κ' επήρε του της ανδρειας την χάρι.
160 ΜΕΡΟΣ Β ' .
Χάνει ταϊς σκάλλαις και ταις δυο, το χαλινάρ αφήκε,
Ε'ξάπλωσε τα χέρια του, και από την σελλα βγήκε .
Και τις μπορεί να δηγηθή δια την ώρα κείνη,
Εις τόσους κτύπους και φωναίς, την ταραχή που γίνη;
Η σάλπιγγα το βούκινο πολλήν βαβούρα δίδει,
Σημάδι πως εσκόλασε της ντζόγιας το παιγνίδι.
Πολλήν χαραν και αμέτρητην έκαμε στο Πατάρι,
Ο Ρήγας με την Ρήγισσαν, και όλοι οι απομονάροι.
Μ 'απ' όλους τούτους σήμερον η Αρετούσα είν'κείνη,
O'πού πολλ’ αναγάλλιασε, και όλη χαράς εγίνη .
Hμέρωσε, εσυνήφερεν, έλαμψ' η ώμορφιά της,
Κ'επάψαν ή τρομάραις της, που γροίκα η καρδιά της και
Τα βούκινα ξαναφυσούν, ή σάλπιγγες έπαιξαν,
Και απ' όλους τον Ρωτόκριτον στο νίκος έδιαλέξαν.
Ε'πηγή έμπρός εις του Ρηγός, πεζεύει, γονατίζει,
Και την χρυσήν του κεφαλήν με τζόγια την στολίζει .
Την τζόγια κείνη πιάνοντας η 'Αρετή στην χέρα,
Στολίζει τον πολυαγαπά εκείνην την ημέρα .
Ο ' Ρήγας έτζι τόθελε, τα γράμματα το λέσι,
Να τηνε δίδη ή 'Αρετή την τζόγια όποιου κερδίση .
Τα κάλλη της πομείνασιν ώσαν αποθαμμένα ,
Κ' ετρέμασι τα χέρια της, τα λόγιατης μπερδεμένα .
Ολίγο λίγον έλεψε να την γνωρίσουν οι άλλοι,
Και τα κρυφα του λογισμού απέξω να τα βγάλη .
Και πάλι , του Ρωτόκριτου ως ήγγιξε ή χέρα,
Οπου του δίδει την υγειαν, νύκτα και την ημέρα ,
Δεν ήξευρε πού βρίσκεται, νέφαλο τον πλακώνει,
Τον μυαλών του ζάβωσε, και την καρδιας πληγώνει .
Μεγάλη κατασκέπασι, τον ηύρε και τρομάρα,
Δυο τρεις φοραίς έγροίκησε να τούλθη λιγομάρα .
θέμασμα, πως δεν είδασι τον πόνον της καρδιάς του,
Την ώρα που του 'γγίξασε τα χέρια της κυράς του.
ΜΕΡΟΣ Β' . 161
Πολλήν χαραν κι αμέτρητην επήρεν άλ' ή χώρα,
Πώς το παιδί του παλατιού έκέρδησε τα δώρα ,
Ο Κυρις τ’ ο Πεζόστρατος ωσαν γονιός τ' εχάρη,
Και αποκαμάρωνε τονε στ ' άλογο καβαλλάρη .
Κι ως καθώς τόχε πιθυμια, και ως τίθελεν, εγίνη,
Πολλα κανίσκια εδώ κ' κεί δίδει την ώρα κείνη .
Ωσαν του βάλαν το χρυσό στεφάνι στο κεφάλι,
Και δίδ ' ο Ρήγας Βέλημα, καβαλλικεύει πάλι .
Να τόνε συντροφιάσουσιν, είναι όρδινια του Ρήγα,
Και με παιγνίδια και χαραϊς , στο σπίτι τον επήγα .
Μισεύουν, και αποχαιρετούν οι άλλοι καβαλλάροι,
Και ο Ρήγας εκατέβηκε κάτω απ' το πατάρι
Ομάδι με την Ρήγισσαν, και με την θυγατέρα,
Και αθηβολαίς έφερνασι για κείνην την ημέρα .
Λέγουν ταϊς τόσαις ομορφιας, πουχαν οι ανδρειωμένοι ,
Και από την γλώσσαν όλωνών πολλα ήσαν παινεμένοι .
Μ ' απ' όλους τον Ρωτόκριτον παρ άνθρωπον παινούσι,
Και τούτα μπρος της Αρετής άκακα τα μιλούσι .
Κ' εκείνη τα παινέματα ως όσον πλεια τ' ακούει,:
ου ση
α
Οιν πόνους
ρ ν της πληθαίνασι,
ρ ιτ πλειο δενο μπορείερώνα χώση ,
κ ν
Τη λαύ , και του Ρώ Βε να την φα .

Erotocrito . 11
162

Ε Ρ Ω Τ Ο ΚΡΙΤ Ο Σ

Μ Ε Ρ Ο Σ Γ '.

Μοιάζειμεαρρώστου, η'Αρετή όπουπολλάτον κρίνει,


Καύλα βαρυα,και όλο διψά, πάντα ζητά να πίνη.
Και όσον το δίδουν το νερό, πλειά καίγεται , και βράζει,
Και πλεια πληθαίν' η δίψατου, και πλειά τόνε πειράζει
Και πλεια και καϋμός σα σωθικά, τονε κεντά, κ' εξάφτει,
Και το ζητά για γιατρικόν, εκείνο που τον βλάφτει.
0 'σ' ώραν έχει το νερό στο στόμα , δρόσον παίρνει,
Κ' ύστερα δυνατώτερη η δίψα του γιαγέρνει
Ο " ' ώρα τον “Ρωτόκριτον εθώρει η 'Αρετούσα,
Τα σωθικάτης κ' η καρδιά το δρόσος έγροικούσα .
Ωρέγετο τα κάλλη του, παρηγορια τζ έδιδα ,
Ε'χαίρετο, λαφρώνετο, στην πελελην ελπίδα
Μα σαν εμίσευσ’ απεκεί, και πλειά δεν τον εθώρει,
Καμμιάς λογής ανάπαυσι δεν ηύρισκεν η Κόρη.
Πλειάξαψε την αγάπην του, πλεια την φιλιάν του μπήκε,
Και πλεια μεγάλην την πληγήν στα σωθικάτζ' αφήκε .
Συχνα ψυχομαραίνετο, συχνα είχε λιγομάραις,
Συχνάχε μέσ' στον λογισμών τζ' αγάπης ταϊς τρομάραις .
Α'μ' όσην ώραν έβλεπεν, εκείνον που την κρίνει,
Οι λογισμοί και οι πόνοι της τζ' εκάναν καλοσύνη .
ΜΕΡΟΣ Β'. 163
Μα σαν τον είχε στερευθή, περίσσα τυραννάτο,
Και όλη ξαναμαλάσσετό, και όλη ξαναγεννάτο .
Ε'πέρνά μέραις σκοτειναΐς, νύκτες ασβολωμέναις ,
Αποσπεραίς λαχταρισταϊς, και αυγαϊς περγιωρισμέναις :
Η Μάννα της , και ο Κύρις της πόνον πολύ γροικούσα,
Και αλλήλως τους ελέγασιν, ηντάχει η'Αρετούσα ;
Κ 'εχάθηκεν ο ύπνοςτης, και εκόπη το φαϊτό της ;
Σαν ποιο νάναι το βάρος της, και πούχει το κακότης και
Καθημερνο τηνε ρωτούν, ήντα και αδυναμίξει,
Και το κακότης δεν γροικά, γιατρος δεν το γνωρίζει ,
Κ' εκείνη με καλή καρδιά , και γέλοιό πηλογάτο,
Κ ' έλεγε, πως δεν είν' κακα, αμη, καλά γροικάτο .
Με πονηριαν τα πράμματα ξανάστροφα γυρίζει,
Και σ'ήντα στάσι βρίσκεται, κανείςδεν την γνωρίζει
Τα πάθη της δεν γνώθουσι, και τα κρυφά δεν νοιώσα ,
Και λέν, πώς τόχει φυσικό, ν' αδυναμίση τόσα.
Συχνα συχνα της Νέννας της έλεγε τον καϋμόν της,
Και τα κρυφάτζ' εθάρρευε, και όλον τον λογισμόν της .
Κ' εκείνη με παρηγοριαϊς πάσχει να την περάση,
Μήπως και ξελησμονηθή ο πόθος σαν γεράση
Μα τούτο, οπού λόγιαζε, έσφαλεν η Φροσύνη,
Και όσον επέρνα ο καιρός, αμέτρητος, εγίνη .
ΑΡΕΤΟΥΣΑ

Λέγειτης μια απ' ταϊς πολλαίς , Μέννα, τον κόσμον χάν.


Γιατ' έβαλα στον λογισμών, να πέσω ν' αποθάνω .
H" πούρι και ο Ρωτόκριτος τα πάθη μου ν' ακούση,
Και τακτικά ταχείλη μου μιαν ώρα να τα πούσι.
Με γνώσι εις τρόπον φρόνιμον, όπου να μην γροικήση,
Πώς έχω αγάπης βάσανα, πως έχω πόθου κρίσι .
θωρείς με, πως απόδωκα, πάντα γροινιώ, και κλαίγω ,
Και ό, τι μιλήσω, και ότι πω , πάντα γιακείνον λέγω.
ΜΕΡΟΣ Γ'. '
164
ΠΟΙΗΤΗΣ

Η Νέννα σαν παρηγοριαν είχ' ως στην ώρα κείνη,


Μα ως είδε πως αφόρμισε στου πόθου την οδύνη,
Και 9ε να καταφρονεθη, και θε ν' αποκοτήση,
Του Ρόκριτου μ’αδιαντροπιαν γι αγάπαις να μιλήση,
NENNA

Λέγει τζη ηντάπαθες εδα, κ' ήντ' αφορμή είν'εκείνη,


Πού πλήθυνε τον πόθον σου, και έτοιας λογής εγίνη;
Γιατ' είδες τον“Ρωτόκριτον στ' άλογο καβαλλάρη,
Κ 'εσείσθη, κ' ελιγύσθηκε, κ' έτρεξετο κοντάρι και
H "ντα μεγάλο θαύμασμα εγίνη εις την χώρα,
Αν έκονταροχτύπησε, κ'εκέρδισε τα δώρα και
Ετούτο είν' του ροιζικού, δεν είν' ανδρεια μεγάλη ,
Κ ' είδαμεν πέρ ωσαν και αυτόν, και εκάμασι και οι άλλοι .
θυμού , όντ' αναδακρύωσες, τρομάρα σ' είχε φθάσει,
Οταν τ' αλόγου τον λαιμoν αγκαλιαστο είχε πιάσει .
Στην κονταρια που τούδωκεν εκείνος απ' τ' αμάξι ,
Κ' είδαμεν, κ ' εφοβήθηκε, κ' είδαμεν να τρομάξη .
Και αν είχε τρέξημετ' αυτόν της Κρήτης το λιοντάρι,
Κάτεχε, δεν τον άφινε την ντζόγιαν να την πάρη .
Μάχε κ' είς τούτο ροιζικό, κατέχεις το απατήσου,
Και πούρι απ' τον φόβον σου έτρεμε το κορμί σου .
Μα θέλω νάναι κι όμορφος, νάναι και παλικάρι,
Για τούτ' είν' άξιος μιαν κυραν γυναίκα του να πάρη ;
Για δε, και καλολόγιασε, τούτ' η δουλεια πώς πάγει,
Μη δώσης έτοιου κηπουρού το μήλο να το φαγη .
Και άξια δεν είναι η χέρα του σ' έτοιο δενδρο ν' απλώση,
Δεν μοιάζει ν' αναμουρδωθή το στόμα του έτοια βρώσι .
Να μην την πιάση φανερα, και ουδε να μην την κλέψη,
Γιατ' αν την φάγη δεν μπορεί, ποτέ να την χωνέψη .
ΜΕΡΟΣ Γ '. 165
Ξερνά την, δεν την δέχεται, πρίν στην κοιλιάς τουσώση,
Πνίγεται, γιατί έτοιοςλαιμός δεν είναι για έτοια βρώσι.
Πώςέχω γλώσσα και μιλώ,μάτια και ανανδρανέζω ;
Καλε, πως δεν σηκώνει ο νους, και πως δεν αφορμίζω ;
Εις τ’ άμοιαστα , καιεις τάφαντα, που μούπες θυγατέρα ,
Πώς στέκω, και δεν ξεψυχώ ετούτην την ημέρα και
Ε' σ' είσαι Βασιλειών παιδί, και τον λαόν ορίζεις ,
Μπορείς να πέρνης την ζωήν, και να τηνε χαρίζης.
Μα μ' όλο πούχεις την εξαν, να πάρης την ζωή μου,
Κάτεχε, πως σ' ανάθρεψα στο στήθοςσανπαιδί μου .
Και απ' τα βυζιά μου την τροφήν σ' έδιδα με το γάλα,
Και τέταις με ή ανατροφαϊς μέσ'στην καρδιάς σ' έβαλα.
Μεγάλ’ αγάπη σου βαστώ, παιδί μου , και κυράμου ,
Δια το γάλα πούφαγες τρεις χρόνους στα βυζα μου.
Πολλαίς φοραίς αγρύπνησα, για να σ' αποκοιμίσω,
Και να σου δώσω το βυζί, συχνα να σε ταγίσω .
Πολλαίς φοραίς μ ' εκάμασι τα κοπελιστικά σου,
Κ 'έπια φαρμάκι και χολαίς, για τα κουτζούνικά σου
Η'θελες κλάψει, και να δω το δάκρυο να προβάλη,
Μ' εύρισκε για το κλάμα σου παρατροπή μεγάλη.
Τόχες σκοντάψει να βαρης, τον πόνον δεν έγροίκας,
Σαν τον έγροίκου εγώγιασέ, με τον καϋμόν της πίκρας.
Τόχες ζητήσει του Κυρού χάριν να μη στην κάμη,
Ε' χλώμιαινα αποκρύαινα, κ' έτρεμα σαν καλάμι.
Εσ' ήσουνε τα μάτια μου, έσ' ήσουνε το φως μου ,
Είς καθ ' ανάγκη και κακόν έσ' ήσουνε ο γιατρός μου .
Ρήγισσας τέκνο βύζασα, ανάθεμα έτοια κρίσι,
Ζώντας μου, και αποθαίνωντας, κατάραν θέλ' αφήσει.
Ποτε εις παλάτια Βασιλειών πτωχή να μην σιμώνη,
Γιατ' αν χαρή λίγον καιρών, ύστερα μετανοιώνει :
Εγώγνωρίζω, εγώ γροικώ , κ' εγώ θωρώ ήντα ζάλη,
Ε ' , όταν πράσσουν οι μικροί, εκεί πούναι μεγάλοι .
160 ΙΕΡΟΣ Ν .
Εβυζασα και ανέθρεψα ενος Ρήγα θυγατέρα ,
Κ' είχ' όλαις ταις ελπίδες μου σ'εκείνη νύκτα μέρα
Κ' έδα θαρώ, σράφτει ουρανός, και συννεφιά , και βρέχει,
Και μετ'εμένα ο καιρος μεγάλην μάχην έχει.
Κ' έπεσανή ελπίδες μου σαν του δενδρού τα φύλλα ,
Οταν τα ψήγουν και χιόνιαίς, και κάμνουσίν τα ξύλα .
Και ας ήταν μόνον εις εμέ, και ας με παιδέψη ή τύχη,
Και σε, μη 7 και
Μα γα θωρώ πως οι καιροί πλεια εχθρεύουν για σένα ,
Αν δε ακολάσης γλίγωρα τα μόχεις μιλημένα .
Στο χιόνι έθεμέλιωσες, και ό, τι κοπιάσεις χάνεις ,
Γιατί φτερά, και όλο βρυγια στο κτίσιμό σου βάνεις .
Και ο ήλιος τα θεμέλιά σου λείτα, και διασκορπούσι,
Και άνεμος τα κτισίματα φυσά τα , και σκορπούσει .
Τούτο το πράμμα που θωρείς σήμερον πως σ' αρέσει,
θε να σε βλάψη με καιρόν, όχι να σε φελέση.
Πολλα μεγάλον άδικο μάς έκαμεν ή φύσι ,
Και την αλήθεια ο άνθρωπος δεν θέ να την γροικήση ,
Ολ’ αγαπούν τα ψέματα, να λεν να μας γελούσι,
Και την αλήθειαν κανείς δεν με να την ακούση .
Και αν έχουν φίλους κ' εδικους, να τους καταδικάσουν,
Τα λόγια τους σαν άνεμον αφήνουν να περάσουν .
Τον φίλον κάνουσιν εχθρών, τον έδικο έχουν ξένον,
Σαν τους μιλήσουν το πρεπών εις πράμμα κομπωμένον ,
Μα κείνος, όπου δεν πονεί, αφίνει να περάση,
Το σφάλμα, και ουδε βούλεται να το κοταδικάση.
Παινά το, και ευμορφίζει το , κ' επίβουλα κομπώνει,
Το ψέμα δείχνει απαρθηνό, και την αλήθεια χώνει,,
Κ' είναι πολλοί , παιδάκι μου, την σήμερον ημέρα ,
Κ’ έχουν στο στόμα το γλυκύ, φαρμάκι εις την χώρα ,
Και για να τζ' έχουν ακριβες, και για να τ ' αγαπούσι,
Πολλα μεταμορφίζουσι το ψέμ’ όταν το πούσι .
ΜΕΡΟΣ Γ '. 167
Με πονηριονό, τι γροικούν, τ' ανθρώπου πώς τ' αρέσει,
Αν έχη βλάβης και κακό, κείνοι καλο το λέσι,
Κ' εγώ ή καϋμένη ήντα ναπώ, στον κίνδυνον επούμαι,
Πώς να παινέσω σήμερον , κείνα που σ' αφουκρούμαι και
Πούν η αρχήτους βλαβερή, και η μέση κομπωμένη,
Και 9ε να κάμουν τέλειωσαν κακήν κ' εντροπιασμένη.
Ω'ουμε, και ας ήταν μπορετό, να δης εις τ' όνειρό σου,
Σ' ήντα γκρεμνό, σ' ήντα βυθό, σε πάει το ριζικό σου .
Και αν τύχη να φοβήθηκες, και οπίσω να γυρίσης,
Και την δουλειαν, οπούρχισες, ακάμωτην ν' αφήσης .
Παιδάκι μ ', ας εγνώριζες, που περπατείς και πηαίνεις ,
Και σ' ήντα πέλαγος βαθύ, και θυμωμένο μπαίνεις .
Ν' ανδριευθής όσον μπορείς, μόνη σου βοηθήσου,
Και την φιλιαν του Ρόκριτου, κυρά μου, απαρνήσου . Η
ΑΡΕΤΟΥΣΑ

Nέννα μου, λίγ ή 'Αρετή, φρόνιμα δασκαλεύεις,


Μα γω η φτωχή ξελησμονώ ό, τι και αν μ' ερμηνεύεις ,
Τόνα μ' αυτί σου τα γροικά, και το άλλο τα ζυγώνει,
Και ο λογισμός μου γρίεψε, και πλειότου δεν μερώνει .
Και άνθρωπος σαν του βουληθή, να κάμη το ξετρέχει,
Οποιος διατάσσει,όποιος μιλεί, εύκαιρον κόπον έχει και
θωρώ, πως με τονΚύριν μου σ'μάχην μεγάλη μπαίνω.
Μα γροίκησα των φρόνιμων, και των γραμματισμένω,
Κ ' είπασι, και ερμηνεύουσι , πως σαν τελειώση η μάχη,
Αγάπη, και γαλήνωσι στο τέλος της θε νάχη .
Κ' η μάχη φέρνει ανάπαυση, η έχθριτα καλοσύνη,
Ε 'τζι κ ' η μάχη του Κυρού μερώνεται και κείνη.
NENNA

Παιδί μου, λέγει η Νέννα της, σφαλουσι τα λογιάζεις ,


Κακό θεμέλιον έχουσι, τούτα που λογαριάζεις .
168 ΜΕΡΟΣ Γ'.
Αν τόπασιν οι φρόνιμοι , αληθινά το λέσι,
Μα βλέπε, αυτός ο λογισμός μην πα να σε πλανέση .
Κείνοι είπαν για τους Βασιλείς εις μάχη όταν έμπούσι,
Και όπου για χώραις , και χωριά μ'έχθριτα πολεμούσι .
Ετούτ'ημάχημεκαιρον φιλίαν και αγάπην φέρνει,
Και απ' ό,τι πάρη ο εις τ’ άλλου, κρατίζει, και γιαγέρνει.
Οι σκοτωμοί που γίνονται, βαριούνται τους και κείνοι,
Ταϊς έξοδαις , ταις κούρασες, και κάνουν καλοσύνη.
Μα συ , κυρά μου, περπατείς εις μπερδεμένην στράτα,
Κ' έχεις πολέμους και έχθριταις τα λογικά γεμάτα .
Και δενα κάμης του Κυρού εις την τιμή ασχημάδι,
Και δεν τελειών' η μάχη σας, ώστε να μπής στον "Αδη .
Και αν αποθάνης και ταφής, μ' όλον ετούτο πόλιν,
θε νάχης, με τον
Γιατ ' είναι κάποια σφάλμ
μάχην πολλάμεγάλ
σου όπου ποτέ δεν λυώνου
Κύρινατα, ην.ν ,
Καθημερνο την έχθριτα , και όργιτα δυναμώνουν .
εγγίζεαι και πληγών
οΤο σφάλμ όπουτοστηντιμήν
άνατοςα, δεν σωπά, το μνήμ δεν το χώνειει,
.
Μη θες να καταφρονεθής, να μπής εις έτοια μάχη,
Π’ αρχή και τέλος , κόρη μου, πολλά κακό θε νάχη.
361 Ο 5Ο. ΟΣΟ
ΠΟΙΗΤΗΣ
ΠΟΙ අධ්‍ය ආ 63
Η Αρετή φουκράτό νε τα τς έλεγή, Φροσύνη,
Και με τους αναστεναγμούς τς απηλογάται κείνη.
ΑΡΕΤΟΥΣΑ

Nέννα, λογιάζω να θαρρής, πως με το θέλημά μου,


Βάνω τα ξύλα στην φωτιάν, και καίγω την καρδιά μου ,
ο
Μακράν οδόν επιάσασι, δεν είναι πλειο δικοί μου .
θωρώ κ' εξαναγίνηκα, γνωρίζω το απατή μου ,
Γιατ’ όλ' αλλάξαν εις εμε , δεν είμαι πλειο σαν ήμου .
ΜΕΡΟΣ Γ'. 169
Πολλοί τον ήλιον πιθυμούν, την λάμψιν του ζητούσι,
Και άλλοι πολλοί όταν τον δούν, το φως τους καταλεσι .
Αλλος την βράσ' ορέγεται, άλλος κρυον αέρα,
Και άλλος το σκότος πιθυμά, και βλάφτει τον ή μέρα .
Πολλοί ταϊς μεγαλότητες τούτου του κόσμου φεύγουν,
Την ταπεινότ’ ορέγονται, και την πτωχιά γυρεύγουν .
Αλλοι τον πλούτον πιθυμούν, και τηνπτωχιαν μισούσι,
Και άλλοι ξετρέχουν το κακό, σπουδάζουν να το βρούσι .
Και ο κόσμος από την αρχήν εδέτζι θεμελιώθη ,-
Και περπατεί καθένας μας , εκεί που η τύχη αμπώθει .
Αν θέλω τον Ρωτόκριτον τέρι να τόνε κάμω,
Και μ' αυτόν αν ορέγομαι, και θε να κάμω γάμο,
Ε 'κείνους τους λογαριασμούς, τ' αυτιά μουπου σ' ακούσα,
Την ώραν τούτην έχασα τους, δεν είμ ή 'Αρετούσα.
Σαν πως θαρρείςκ'ευρίσκομαι;πως κρίνομαι, πως είμαι;
Τιμή, και ο φόβος τουΚυρού, σφίγγει με και κρατεί με .
Και από την άλλ' ο Έρωτας μ'έχ έτζι πληγωμένη,
Ο που δεν ξεύρω ο νικητής ποιός είναι π’ απομένει .
Ωσαν το φιλοκάλαμο σ' ανέμου κακοσύνη,
Οπού καμμιαν ανάπαυσι να πάρη δεν τ' αφίνει .
Μα ώραις επα, και ώραιςεκεί τ' αμπώθουν οι ανέμου,
Και ανεβοκατεβάζουν το, κ' εκείνο πάντα τρέμει
Εδέτζι βρίσκομαι κ' εγώ, ανάθεμα έτοια ζησι,
Μιαν ώρα ανέγνοια το κακό δεν θέλει να μ' αφήση.
Α'ρχ’ ήτονε πολλά μικρή , καιαψήφιστη την πρώτη,
Και ουδ' ήλπιζα να σκλαβωθή έτοιας λογής ή νειότη .
Μια κάποια λίγη πιθυμια θυμούμαι και ' ήρχισέ μου,
Και το τραγούδι και ο σκοπός έγροίκου κ ' ήρεσέ μου , ..
Κ ' ελόγιαζα και η πιθυμια σε λίγο ν' απομείνη,
Μα πλήθαινε με τον καιρόν, πόθος και αγάπη γίνη ,
Και δεν κατέχω να το πω, ήντα λογής μ' εφάνη,
Και πώς εξάπλωσεν εδα, και όλον τον νούν μου πιάνει .
170 ΜΕΡΟΣ Γ'.
Πράμμ’ άλλο δεν ελόγιαζα, μα πόθο είχα μεγάλον .
Να το γροικώ να τραγουδή έτζι γλυκά παρ άλλον ,
Και αγάλια αγάλια η πεθυμια την όρεξιν εκίνα,
Και ο "Έρωτας με πιβουλιά ταϊςπροξενειαϊς μ'έμήνα.
Και αν μου μιλούσι, δεν γροικώ, ουδε κατέχω πούμαι,
Κρίνομαι, βασανίζομαι, ξύπνου, και όταν κοιμούμαι .
Κ' ευγήκ’από τα φωτερά, κ'εμπήκα στο σκοτάδι,
Και τ' άρρωστου η λιγοθυμια συχνα συχνα μου δίδει.
Μπορώ να πω, κ' η ζήσί μου από την ώρα κείνη,
Ο πούβαλα τον λογισμών , έτοιας λογής με κρίνει .
Ωσαν καράβι όταν βρεθή στο πέλαγος και πλέγει,
Με δίχως ναύτας μοναχό, και να πνιγή γυρεύγει .
Και ο άνεμος, κ ' η θάλασσα τόχουν κακιαν μεγάλην,
Και τρέχει πάντα στον πνιγμόν δίχως βοήθειαν άλλην,
Ε'δέτζι βρίσκομαι κ' εγω πλειο δεν μπορώ να ζήσω,
Τρέχω, και περπατώ να βρώ χαράκι να σκορπίσω.
Κατέχεις το , πως την καρδιας ο "Έρωτος τοξεύει,
Και νοικοκυρις γίνεται, τα φύλλα της γυρεύει .
Και δεν μπορεί ν'αντισταθή, κανείς και να του φύγη,.
Και ουδε κοπιά αδιαφόρετα , ως πάγει στο κυνήγι".
Ο' Ρώκρίτος είν' "Έρωτας, και αν και φτερα δεν έχη,
Μητέ Βαρρής, πως τάχασε, που βρίσκονται κατέχει.
Εις την καρδιάς μουτάμπεμπε, κ' εκ' είναι τα φτεράτου,
Γιαύτως πετά, και φεύγει μου, κ' εύρίσκομαι μακράτου .
Μα μ' όλο πούναι " Έρωτας, και οπούχει χάριντόση,
Τιμής σημάδια κ' ευγενειάς πάντα του Θέλω δώσει .
Και τάσσω σου , πώς να με δης σ' τούτον ανδρειωμένη,
Μ' όλον που μ 'έχειτην καρδίανστην μέση πληγωμένη .
Δίχως ψεγάδι βούλομαι να πα να βρω τον Χάρο,
Αν δε θελήσ' 4' Κύρις μού άνδρα να τονε πάρω.
Ρέγομαι να τόνε θωρώ, γιατ’ όμορφος εγίνη, .
Αλλ' άσχημάδι εις έμε δεν θέλεις δη, Φροσύνη ,
ΜΕΡΟΣ Γ'. 471
Μόν’ από λόγου μου θωριαν ευγενικήν θε νάχη ,
Και τιμημένου ομιλια, είς τόπον οπού μού λάχη
Α'μ' άλλο τίποτ' από μέ δεν θέλεις δη πλειο, Νέννα ,
Και λογισμών μή βάνεις πλειο, και πίστεψέ μου μένα ,
ΠΟΙΗΤΗΣ

Καθ' ομιλια της Αρετής ήτον φαρμακεμένη,


Και σαϊτια μέσ'στην καρδιας της Νέννας της εμπαίνει .
Και δεν σχολάζει να μιλή, δεν παύει να διατάσση,
Και τς 'Αρετούσας τα στραβα εγύρευε να σαση .
ΝΕΝΝΑ ,

Λέγει, κυρά, συνήφερε, λόγιαζε καλοδέτο,


Φαρμάκι έχει ό, τι κρατείς, και ρήξε, τζάκισέ το.
Ως πούναι σύνωρη η πληγή, μπορείς να την γιατρέψης ,
Κ' εύρίσκεις το ιατρικό, αν το καλογυρέψης .
Μην την αφήσης να γενή όλο κακοσαρκίδα,
Διώξε την από λόγου σου την άφαντην ελπίδα ,
Είδαν'το ξύλο δροσερό , και σάζεις τ' αν θελήσης ,
Σαν ξεραθή, δεν ημπορείς , παρά να το τζακίσης .
Kι τοκακό ως και αν ήν’ μικρό, κ' άφαντο την αρχήντε ,
Αν δε σχολάση, γίνεται πολύ στην τέλειωσίν του.
Και αν δεν του πάρη την Βροφήν κανείς από την πρώτη,
Και αναθραφή , βλάφτει πολλα τα γέρα και την νειότη.
Φύγε αυτούς τους λογισμούς, διώξε από κοντά σου,
Συνήφερε, και στραφού δε, σάσι τα σφάλματά σου .
Είσαι Βασίλισσας παιδί, και Ρήγα θυγατέρα,
Κ' απ''Αφεντάδων προξενει αίς σου φέρνουν κάθε μέρα .
Βασίλισσ' έχεις να γενής, Ρήγισσα ν' αποθάνης ,
Δια τούτο καλολόγιαααι, ήνταν αυτά που κάνεις .
Tάστερα μετανοιώματα δεν ξάζουν, θυγατέρα,
Το & να κάμης το ταχύ , δε το καλά από απέρα .
172 ΜΕΡΟΣ Β '.
Και όποιος τα ύστερα μετρά , προ του να τα σιμώση,
Σ' ό,τι και αν λάχη δενμπορεί ποτένα μετανοιώση .
Α'μ' όποιοςθε ναλαβωθή, και ουδέποτε να γιάνη,
Και πιθυμά να ντροπιασθή, τα βάνει ο ν8ς του , ας κάνη .
Μπορεί , κυρά μου , ο λογισμός, πούβαλες να σ'αφήση,
Και ναγιατρέψης την πληγήν , πριν να σου κακεργήση.
ΑΡΕΤΟΥΣΑ

Nένναμου, λέγ'ή 'Αρετή,ήνταν' τα δασκαλεύεις ;


Το πράμμα , που δεν έχω εξα να δώσω μου γυρεύεις ;
Και ποιος μπορεί ανημπόρητα πράμματα νανικήση,
Τον ψύλλον ποιος είδε ποτέ λιόντα να πολεμήση;
H "ντα γιατρούς και γιατρικά μού λέγεις να ξεδράμω ,
Και ναύρω την λαβωματιαν βοτάνι να της κάμω ;
Και πώς μπορώνα την ευρώ ; στόπον κρυφόν τηνέχω,
Κ' είμαι σε τούτ' αμάθητη, και ούτ' είδα , ουδε κατέχω.
Τετ'η πληγή είναι σην καρδιαν , ταπλειά κρυφάτηςμέρη,
Και κάνει χρεια στην χώρα μουνα πιάσω το μαχαίρι ,
Κ ' εις δυο να σχίσω την καρδιαν ,την μέσης τηςκατέχω,
Πώς βρίσκετ' η λαβωματικά εκείνη που ξετρέχω .
Και ποια σαν σχίσητην καρδιαν, πλειότηςμπορείνα ζήσης
Τις να γιατρέψη την πληγήν μιάς όπου ξεψυχήση;
Δάσκαλοι, άνθρωποι φρόνιμοι κομπώνονται , και σφάλουν,
Σ'έτοιαις δουλειαϊς δεν ξεύρoυσι, τα λέσι , και τα κάνουν.
Κ 'εγώ, Φροσύνη , πώς μπορώ, και λές μου και κερδαίνω ,
Να πολεμήσ' έτζι γυμνή έναν αρματωμένο ;
Οπού βαστά στα χέρια του σαΐταις και δοξάρι ,
Νικά έτζι τον ανήμπορον , σαν και το παλικάρι .
Και πώς μπορώ ν' αντισταθώπου η δύναμές μ'επέσα ,
Κ ' ενίκησε κ' ευρίσκεται εις την καρδιάς μου μέσα ;
Και τούτ'οί οι αναστεναγμού, που βλέπεις και συχνάζεν,
Καλα και τ ' αναστεναγμού σου φαίνεται πως μοιάζουν .
ΜΕΡΟΣ Γ'. 173
Δεν είν' τούτ'αναστεναγμού , που έρχουνται σε μένα,
Σαν ήναι άλλοι στεναγμοί, και πίστεψέ με εμένα .
Η φύσις τζ' αναστεναγμευς έκαμε όταν κινούσι,
Πάντα τα φύλλα της καρδιάς, εμπρός να τουςγροικούσι
Και ως εύγες από την καρδιάς, και μέσ' σο σόμα μπούσι,
Με τον αέρα βγαίνουσι, και αέρα παν να βρούσι .
Ο πρώτος αναστεναγμός σαν πάψη και τελειώση,
Ετζί γιαμιά δεν έρχεται άλλος να δευτερώση . 1)
Με τον καιρόν τους περπατούν τα πράμματα και πάσι,
Του έρωτος η δύναμις συχνα τα μεταλλάσσει .
Και τούτοι που συχνάζουσι σαν το νερό στην βρύσι,
Δεν είν' καλοί αναστεναγμοί, ωσαν το θέλει η φύσι.
Δεν είν' τούτοι στεναγμοί, Νέννα, σαν ήν' οι άλλοι,
Μα εγώχω μέσα στην καρδιάς καρβουνιστια μεγάλη.
Και ο έρως είν' ο μάγειρας, συμπαίνει, και σπουδάζει,
Και ταϊς φτερούγες του συχνά ανεβοκατεβάζει .
Φυσά , και ξάφτει την φωτιάν, μην πάγη να του σβύση,
Την μαγεργιαν ακάμωτης δεν θα να την αφήση .
Κείνος ο αέρας των φτερών, που ξάφτει το καμίνι,
Κάνει τον αναστεναγμών, π’ έτζι συχνά με κρίνει.
Και δεν ευρίσκει ανάπαψι στο στήθος η καρδιά μου,
Μα πάντα μ' αναστεναγμόν έρχετ' η αναπνοια μου .
Και αν λάχη ξύλον, ή κλαδί ,όταν αναστενάζω,
Βγαίνει έτοια φλόγα και καϋμο, που καίγει τα λογιάζω ,
Κ 'είν' η καρδιάμε στονπυραν, και καίγεται στην λαύρα ,
Σαν κάρβουνο είναι κόκκινη, τα φύλλα της είναι μαύρα .
Α'μποτε και να κάηκε, να γίνηκεν αθάλη,
Να παύσουσιν οι πόνοι της και η πέδα η μεγάλη.
Παρακαλώ το να γενή, μα κείνος δεν το θέλει,
Και ορέγεται τους πόνους μου το πίβουλο κοπέλι .
Και πώς μπορώ να βοηθώ στου πόθου το κανίσκι ;
Και όπου μ' έγγίξει η χέρα του , Ρωτόκριτον ευρίσκει.
174 ΜΕΡΟΣ Γ'.
Γλίγωρα, Νέννα, βοήθα μου, εύρε νερον, ή χιόνι, Δ
Να σβύσης την καρβουνιστιαν, να παύσουσιν οι πόνοι .
Μα το δροσίζει καίγειμε, το καίγει με μαργώνει,
Και το γυρεύω γιατρικόν, βαρίσκει και λαβώνει
Ο νους με τα βουνά κρατεί,και μέσ'στα δάση μπαίνει ,
Και όταν πετά στον ουρανόν, στα βάθη κατεβαίνει . Η
ΠΟΙΗΤΗΣ

Ωμίλεια με κλαύματα, ήλλαξε , ξεναγίνη,


Eσώπασε, δεν θέλει πλειο να της μιλή ή Φροσύνη.
1
Για τότε, άμ' ανέμενε πάλιν καιρός να λάχη,
Να της τα πη, μήπως κ' εύγηαπ' τζ' ερωτιάς τα πάθη .
Αν έχη αγάπη η Αρετή, και αν έχη πόθου οδύνη, , ,
Βρίσκεται και ο Ρωτόκριτος σ’ πλεία πέδα παρα κείνη..
Ε 'νίκησε, έκέρδησεν, επήρε το στεφάνι,
Κ'ελόγιαζε, πώς γιατρικόν ηύρε να τόνε γιάνη .
Ταχυα, και αργά το ξόμπλιαζε, συχνά τ ' άνανδρανίζει,
θυμώντας, πως τ'έγάζωσε, κείνη που τον ορίζει .
Χίλιαϊς φοραίς λιγοθυμια τούρχετο την ημέρα ,
θωρώντας με τον λογισμού την μαρμαρένια χέρα .
Kεί πούθελε να γιατρευθή, τον πόνο ν' αλαφρώση, .
Η πέδα του περίσσευε, και πλειο δεν είχε γνώσι . Η
Ε'σύχναζε τουπαλατιού,την 'Αρετήν εθώρει,
Και να στοχάζεται γλυκά άρχήνισε και η κόρη .
Τοπράμμα πλειο δεν είν' χωστο σ' εκείνον κ' εις εκείνης
Και ο πόθος τους επλήθυνε, και αμέτρητος εγίνη.
Συχνογελούσανε κρυφα και συχνοσυντηρούσα,
Κ 'άρχισε κ ' εφανέρωνε τάχωνεη Αρετούσα.
Τα διάτασσεν ο φίλος του , και τάλεν η Φροσύνη,
0'φελος δεν εκάμασιν εις την αγάπην κείνη .
Ε'πλήθαινε καθημερινό το βάσανο κ 'η κρίσι,
Κ ' ή 'Αρετούσα γύρευε τόπον να του μιλήση .
ΜΕΡΟΣ Γ '. 175
Στην καμερών της πούτονα ένα ψηλών ανώγι,
Είχ' άλλη κάμερ εύμορφη σ' εκεινής κατώγι .
Κ' εις την οπίσω της μερια στο κατωγιού το πλάγι ,
Σπήτ' ήτονε, του Βασιλειού, σιτάρια να φυλάγη .
Πολλα μεγάλο και πλατύ, κ ' έσμιγε μετ'εκείνη,
Την κάμερα τουκατωγιού, μα χαμηλών εγίνη .
Κ' έφθανεν ως την μέσην της, κ'εκ' είχαν καμωμένο,
Παραθυράκ' απόμικρο με σίδηρα σφραγμένο .
Κ' ήγγιζε το κατώφυλο στο τέλος του δωμάτου,
κι όλ' ήτονε με μαστοργια πολλή το κτίσιμά του
Τα σίδηρα για βλέπησιν στο παραθύρι ήσα,
Διπλά διπλά τα κάμασι, και δυνατά περίσσα .
Γιατί στο δώμ’ οπούσανε σιτάρα φυλαγμένα ,
Εύκολα δίχως πείραξιν, και κόπον ανεβαίνα .
Και για να μην βαλθή κανείς, να θέλω να γυρέψη,
Κ’ από το δώμα του σπιτιού άδεια να βρώ να κλέψη.
Τ'όχασι με τα σίδηρα, κ' εις κείνο το κατώγι,
Δεν "έκοιμάτο η 'Αρετή, μηδέ σ' εκείνο τρώγει .
Πότε και λίγο μοναχα επήγαινε κ' εθώρει,
Ραψήματα , στολίδια της, που φύλαγεν η κόρη .
Ο πόθος εμαστόρευγέ, κ' "Έρωτας το ερμηνεύει,
Κ'εγνώρισεν η Αρετή, πως ηύρε το γυρεύει .
Τον τόπον κείνον ξόμπλιαζε, κ'είδε, το πώς ήμπόρει,
Να πη, να ξομολογηθή ταχε στον νούν τζ'η Κόρη .
Κ' εφάνη της με εύμορφον τρόπον πριχού μιλήση,
Να κάμη, και ο Ρωτόκριτος ετούτο να γροικήση .
Νάλθηστο δώμα, και από κεί ήμπόρει αυτός και κείνη,
Να πούν με τρόπον εύμορφον την πέδα που τους κρίνει
Κ' έτοιας λογής εγνώσασι, και οι δυο έτζι το γροικήσαν,
Πού βρήκαν άδεια και καιρόν, ομάδα και μιλήσαν.
Μα πριν μιλήσουν ήτον χρεια να έλη κ' ή Φροσύνη,
Γιατ’ αν δεν θέλη, τίποτε ας ταξουν δεν εγίνη .
176 ΜΕΡΟΣ Γ'. |
Κ ' ήτον χρεια να της το πη, να της το φανερωση,
Γιατι εκείνης δεν μπορεί έτοιο κρυφό να χώση .
Ε "στοντας και να βρίσκονταιομάδε νύκτα μέρα,
Ολη η εξά της βρίσκετο στης Νέννας της την χέρα .
Κράζει την ,καιμε συργουλιαίς, και πονηριαϊς αρχίζει,
Να της μιλή, και σπλαχνικα να τηνε κανακίζη.
ΑΡΕΥΟΥΣΑ

Και αποφασίζει έτοιας λογής, λέγει τζ' αγάπη, Νέννα ,


Τα μέλη μου γροικώ πολλά, και είναι τυραννισμένα .
Και αν και του Ρωτόκριτου μιαν ώραν δεν μιλήσω,
H" σφάζομαι, ή πνίγομαι , ή έχω ν' αφορμίσω .
Σαν εύκολον μου φαίνεται, από το μεγάλο δώμα ,
Τάχει η καρδιά μου γνωστικά, μπορεί να πη το στόμα .
Ηγουν στο δώμα ναν' αυτός, απέξω ν' αφουκράται,
Κ' εγώ πoμέσα να μιλώ, ότ’ ο λαός κοιμάται .
Και απτό παραθυρόπουλο το σιδηρο μπορούμεν,
Α 'φοβα δίχως ντήρησιν, και φόβον να μιλούμεν .
Και τακτικά, όχ’ αδιάντροπα Βέλω τ ' αναθηβάλει,
Για ποια αφορμήν έβαλθηκε στα πάθη να με βάλη.
Σαν του μιλήσω .
Αγάλια αγάλια λεύθερη σαν πρώτα να γυρίσω .
Εγω πoμέσα να μιλώ, και αυτός να στέκ’ απόξω ,
Κ' ελπίζω πως όγλίγωρα τον πόθοντου να διώξω .
Σαν μάθω απ' τα χείλη του για κείνα που δημάρει,
Καιγιάντα μ' έζωγράφισε, και είχεμε μέσ' στ' αρμάρι:
Δεν θέλω πλειο άλλο τίποτε , και εκείνο μόνο σωνει,
Κ ' εις τα παράδειρα ως εδα , είς λόγος με πληρώνει .
Και από μακραν να του μιλώ, και να μηδε σιμώνω,
Να μη θωρή, μα να γροικά την ομιλιάν μου μόνο:
Και αν δήςποτέ άλλο τίποτε, οπου να μην σ' αρέση,
Πιάσε μαχαίρι μπήξαι μου εις της καρδιάς την μέση.
ΔΙΕΡΟΣ Γ'. 177
ΠΟΙΗΤΗΣ

Την Νέννα της παρα ποτέ τούτ' η φορα την σφάζει,


Γιατί σαν φρόνιμη γροικά, και ως γνωστική λογιάζει .
Της Αρετής την όρεξιν, κ' ηντάναι τα ξαμώνει,
Κατέχει, πως η ομιλια σ ' έτοιαις δελειαϊς δεν σώνει .
Ε'κλαψ'εδάρθη δυνατά, και απέχει αρχηνίζει,
Να την διατάσση σ ' άπρεπα , και ωσαν γονής μανίζει .
NENNA

Η'ντάτο, όπου σ' εύρηκε, η μοίρα που σ'απώθει,


Κ ' ήντα κακά σε μέλλονται, μα ο ν8ς σε δεν τα γνώθει ;.
Κ ' ήντα φωτια ήψε στην καρδια μια αγάπη κομπωμένη,
Α' φαντη, και προσωρινή, και καταφρονομένη;
θωρώ , και ο νους σε στο κακό, και εις το σε βλάφτει, ράσσει ,
Και ο λογισμός , οπούβαλες, δε θε να σου περάση.
Δεν ήτον τούτ' αναλμπή του πόθου θυγατέρα,
Μάλθε φωτια απ ' την κόλασι, από δαιμόνου χέρα .
Κ' έρρηξε φλόγα και καϊμόν στα σωθικά σου μέσα,
Για κείνο ξάφνου έτοια μικρα, πράμματα σε πλανέσα .
Του Ρόκριτου ήντα όφελος κάνει και μιλια να ζήσης,
Και θέλεις με τον δούλόν σου γι αγάπαις να μιλήσης;
Αν σε θωρή, θω ρειε και συ, τα κάλλη τ' αν σ' αρέσου,
Ρέγου τα , μα μη βουληθής μιλια να πης ποτέ σου.
Α'πό τα χείλη σου ποτέ, μην κάμης να γροικήση,
Τέτοιας λογής καμώματα, και άφαντη σε γνωρίση.
Αν πιθυμάς να σ ' αγαπά, και ναναι στην σκλαβιά σου,
Μα δείξης πως έγροίκησεν αγάπην η καρδιά σου...
Και άφς τον καιρόννα περπατή,και ο κύκλος μεταλλάσσει,
Και ο λογισμός οπούβαλες, μπορεί να σου περάση .
Να πανδρευθής με Βασιλειο, και Ρήγα ως σου πρέπει,
Και απομακρα ο Ρωτόκριτος με φόβον να σε βλέπη .
Erotocrito . 12
178 ΜΕΡΟΣ Γ'.
Αν ην' και λες , πως χάνεσαι, και στέκεις ν' αφορμίσης ,
Πώς να σου δώσω θέλημα ποτέ να του μιλήσης ;
Αν ήν και απομάκρα κεντάς, φυρά,και απολιγαίνεις,
Αν τού σιμώσης κάτεχε, πώς κάρβουνο απομένεις .
Αν ην' εσύ το βουληθής, και θες να του μιλήσης,
Και τέτοιον λογισμών κακόν, πούβαλες δεν αφήσης,
Ε'γω, ' Αρετή, δεν το βαστώ, μισεύω να μακρύνω ,
Και πάγω σ' άλλην κάμεραν μακρα από δω ναμείνω .
Και κάμε ό, τι σου φανή, και όπου το μετανοιώση, και
Και το κακό πουπιθυμάς, γοργά το θέλεις σώσει .
Τον Κύριν σου δεν τον γελάς, γιατί δεν είν' κοπέλι,
Και ως θ'αποδώση ο Ρόκριτος, και από κακό μάς θέλει .
Δεν θέλουν λείψει βάσανα σ' εσένα θυγατέρα ,
Αν δεν αφήσης τα μου λες ετούτην την ημέρα .
Το πράμμα φανερώνεται, το δεν θωρείς θωρείσαι,
Το πρώτ' όπου μιλήσετε, σαν ήσουν, πλειο δεν είσαι .
Αδιάντροπη 5ε να φανής, και άγνωστη δίχως ταξι,
Γνωρίζεις το και μοναχή, πρίν άλλος σε διατάξη.
Ο' Ρωκριτος είν πονηρός, και χίλιά να τ' αρέσης,
Χάνεις με τέτοια αποκοτιάν, αμ’ όχι να κερδέσης .
Λογιάσει θέλει μέσα του την ευκολότητά σου,
Ψέγος σου φέρνει στην τιμήν η τόση αδιαντροπιά σου .
Και μη μου λες, και απομάκρα θέλεις να του μιλήσης,
Και άπηλογια απο το στόμα του μόνον θε να γροικήσης.
Ως του μιλήσης και ως το πης για τα ερωτιάς, ταπάθη,
Η ομορφιά σου ασχήμισε, και η ευγενεια σ' εχάθη .
Τα μάθαινες έξέχασες, τάξευρες έσφαλές τα,
Και τα Ρηγάτα εις ταϊς κοπραϊς επολυτάρρηξές τα . 3
ΠΟΙΗΤΙΣ

Οσον της βρίσκει δυσκολιαϊς σ'έτοια δελεια ή Φροσύνη,


Τόσον καιπλεια ξαγρίευγε, και άλλης λογής εγίνη.
ΜΕΡΟΣ Γ'. 479
ΑΡΕΤΟΥΣΑ

Λέγειτης, Νέννα , δεν είν' πλειο ξεγκεσεμός σ' εμένα,


Και όφελος δεν μου κόμασι ό, το έχεις μιλημένα .
Οι λογισμοί πετάξασι, στον ουρανόν έφθασα,
Ε'κει καγήκαν τα φτερα, και την εξάμου χάσα .
Και να πετάξουν δεν μπορούν, πλειο νάλθεν να μ' ευρέσι,
Κ ' εις τα ψηλά απομείνασι, και σκλάβους τους κρατούσι .
Ε'κ' είν' και ο νες με σα ψηλα, και δίχως νούν, μ' αφήκε,
Και εις μεγάλαις δυσκολιαϊς , και πείραξες εμπήκε .
Κ' ή πιθυμιά μου πλήθυνεν, αμ’ όχι να λιγάνη,
Γιατ' εκεί που δεν είναι νούς, λογαριασμός δεν πιάνει .
Τζ' εξάς μου ναι δεν είμαι πλειο, δε είναι πλειό δική μ8,
Ολη ξαναμαλάχθηκά, δεν είμαι πλειο σαν ήμου .
Και σώπασε το διάταμα, τα ξόμπλια που μου δείχνεις,
Γιατί τα λόγια που μιλείς, στον άνεμον τα ρίχνεις .
Και τις μπορεί τα κάρβουνα ως άφτουν να τα σβύση,
Παρα να πιάση κρυο νερον επάνω τους να χύση ;
Καρβουνιστια έχω στην καρδιαν, νερό θε να την σβύσω,
Και το νερό στα χείλη του βρίσκώ, σαν του μιλήσω .
Και μόνον με την ομιλιαν, με δίχως να τ' απλώνω,
Μου φαίνεται σβύν' ο καϋμός , ο τόσος όπου χώνω.
Δεν θέλω τίποτ' απ' αυτόν, να του μιλήσω μόνο,
Με σώνει, και τον πόνον μου ευθυς τον ημερώνω ,
ΠΟΙΗΤΗΣ

Ξαναδιατάσσ ’ η Νέννα της, και τρέμ’ απότην πίκρα,


Μα κείνη παραλίγησε, κι ουδ'έβλεπ' ουδ' έγροίκα.
Και όσο η Φροσύνη τζ' έλεγε, το μίλημα ν' αφήση,
Τόσο την εξαγρίευε , κ' έστεκε ν' αφορμίση.
K ' Nέννα της να την θωρη εδέτζ' αποδομένη,
Φοβώντας τα περισσότερα, το διάταμμα σωπαίνει .
180 ΜΕΡΟΣ Γ'.
Φούσκωσιν μεγαλήτερη δεν θέλει να της δώση,
Γιατί φοβήθηκε πολλα, ο νους της μη σηκώση.
Πολλα στανιότης σύγκλινε, κ' εθελημάτεψέν της ,
Να του μιλήσ’ από μακρα, τόπον κ' εξα έδωκέ της .
Λογιάζοντας, πως ο καιρός να τηνε κατατάξη,
Να καλοδή το σφάλμα της και ο λογισμός ν' αλλάξη.
Τούτος ο τόπος ήτονε στου καταγωγιού το πλάγι,
Κ ' ήθέλησ' ο Ρωτόκριτος μεσάνυκτα να πάγη .
Εβράδιασε, σκοτίνιασε, κοιμούνται στο παλάτι,
Και μ' έγνοιαν ήτο η ' Αρετή, και λογισμούς γεμάτη .
Πώς να μιλήσ ' ήντα να πη, στην πέδα που την κρίνει,
Ξετρoμισμένη βρίσκετο πολλα την ώρα κείνη .
Ολοι καταπλαγιάσασι, κ'εκείν' έτζι ντυμένη,
Εις το κατώγι κάθετο, την ώραν και αναμένει .
Οπούθελε ο Ρωτόκριτος , να πα να της μιλήση,
Κ ' είχε μεγάλην πιθυμιαν, πότε να του γροικήση.
Είχε μεγάλην πιθυμιάν, μα τζ'εντροπής ή ζάλη,
Την έκανε και ’ ευρίσκετο , σ'έγνοια πολλά μεγάλη.
Ανδρειεύγεται όσον μπορεί, τον δειλιασμών σχολάζει,
Κ ' ήντα να πη του Ρώκριτου, κάθεται και λογιάζει.
Το παραθύρι σίδηρα είχε μια κείνη μπόρει,
Τα βάσανά της να μιλή ή πληγωμένη κόρη .
Κ ' οι δυο μπορούσαν να μιλούν, ο εις από το δωμα ,
Κ ' η άλλη απ' το κατώγι της να λέσι με το στόμα.
Η'ντάτον το ανέλπιστο, που γίνη έτς αιφνήθια,
Και να τα λέμε κλαύματα, όχι φιλιάς παιγνίδια .
Φροσύνη κακορροίζικη, μ' ήντα καρδια αναμένεις,
Τον άνθρωπος όπου μισάς, κ' ηντάχεις και σωπαίνεις;
Για να μη δούν τα μάτια σου πράμματα πλειά μεγαλα ,
Ετούτα τα μικρότερα αρχή κακή σου βάλα .
Ε'σώπαινε, δεν θέλει πλειο σε τούτα να μιλήση,
Πολλά την ελυπάτό νε, μην πα να ξαφορμίση .
ΜΕΡΟΣ Γ '. 181
Ηλθεν η ώρα και ο καιρός, να μιληθούν τα πάθη,
Και ο εις του άλλου τα κρυφα, ν' ακούση και να μάθη .
Στο παραθύρι ή 'Αρετή έστεκε και αναμένει,
Το σκότος κείνο δεν δειλιά, ύπνος δεν την βαραίνει .
Δίχως φωτια ήταν εκεί φοβώντας μή περάση,
Κανείς και δη αντιλάρισμα, και το κακό λογιάση .
Στην σκοτινάγρα κάθετο, κ' η Νέννα την αφίνει,
Πού τότε δεν ηθέλησε να στέκη μετα κείνη .
Εσωσεν ο Ρωτόκριτος στου σιταριούτο σπίτι,
Και ποια μερια είν' πλειά χαμηλή, γνωρίζει, και θωρεί τη.
Και μ' ολ' όπουτον δύσκολη στ' ανέβασμα, ανδριέφτη,
Πολλά πιδέξια ανέβηκε, χαλίκι σκιάς δεν πέφτει.
Ετούτο είναι φυσικό , κεινών, όπ’ αγαπούσι,
Σ 'έτοιαις χρειαϊς σαν λάχoυσι, πελιών φτερα βαστήσι .
Ε'σίμωσ' ο Ρωτόκριτος, στο παραθύρ απλώνει,
Και αγάλια αγάλια σιγανα ποιος είναι φανερώνει .
Με ταπεινότ' ή 'Αρετή τρέμοντας πηλογάται,
Με μια φωνή πολλά μικρή, που δεν καλογροικάται .
Ε 'φανερώσαντο και οι δυο, πώς είναι κεισωσμένοι,
Και απέκει στέκον σαν βεβοί, κ ' η γλώσσα τες σωπαίνει .
Ετρεμ' εκείνη σ' μια μεριά, κ' εκείνος εις την άλλη,
Και ο εις τον άλλο ανέμενε την ομιλιαν να βγάλη ,
Μια ώρα στέκου αμίλητοι, και τα πολλά που χώναν,
Ε'χάνουνταν σου φαίνεται, την ώρα που σιμώναν.
Δεν είχαν την αποκοτιαν θέλοντες να μιλήσουν,
Δεν ξεύρουν από ποια μεριατα πάθη τους ν' αρχίσουν.
Ωσαν λαΐνι που γενή πολλα πλατυ στον πάτο,
Κ' εις τον λαιμον πολλά στενό, κ' είναι νερό γεμάτο,
Και όποιος θελήση και βαλθη έξω νερο να χύση,
Και το λαΐνι με την βιαν προς χάμαι να γυρίου,
Μέσα κρατίζει το νερό, και απέξω δεν το βγάνει,
Και όσον το γέρνει πόσον πλειά, μόνον τον κόπον χάνει .
182 ΜΕΡΟΣ Γ'.
Ε'δέτζ ομοιάσασι και αυτοί, κ' ήταν γεμάτοι πάθη,
Η αποκοτιά τους να τα πη, ως εσιμώσαν, χάθη .
Και θέλοντες να πούν πολλα, τα λίγα δεν μπορούσι ,
Το στόμα τους έσώπαινε, με την καρδιαν μιλούσε.
Η 'τονε πρώτ' ή 'Αρετή, π' αρχήνισε να λέγη,
Και τρόπον πλεια μορφήτερον και τακτικών γυρεύγει.
Και αρχίζει να τον έρωτα, κ' η ομιλια τζ' η πρώτη,
Του λέγ' γιατί ζωγράφισες την άσχημην μου νειότη;
Κ 'εκράτησές την φυλακτήν εις τ' άρμαράκι μέσα,
Με τα τραγούδια, πούλεγες, και όπου πολλα μ' αρέσα;
H "ντ' αφορμή ξεκίνησε την όρεξίν σου εις τούτα ,
Από την πρώτην π’ άρχισες, τραγούδια και λαγούτα ;
Και σ' ήντα στράτα περπατείς ; *' ηντάναι τα γυρεύεις ;
Κ ' ηντάχεις με του λόγου μου, και θες να με παιδεύης και
Ετούτα λέγει μοναχα για την φοραν εκείνη,
Και για την πρώτην ως εκεί έβαλθη ν' απομείνη.
Πλεια απόκοτα ο Ρωτόκριτος τα πάθη του δηγάται,
Κάνειτην και ανεδάκρυωσε, κρυφα και τον λυπάται .
Τάλεγε τ' ανεθήβανε, καθένας, που διαβάζει,
Και οπούκουσε, και σπούκαμε, μπορεί να τα λογιάζη .
Δεν θε να χάνω τον καιρόν, και άγνωστον να με πήτε,
Να λέγω κείνο π’ όλοι σας με την καρδιας θωρείτε.
Ως την αυγήν τους πόνους του ο Ρώκριτος ωμίλει,
Το παραθύρι σπλαγχνικά αντίς εκείν' έφίλει .
Μα η 'Αρετούσα σπλαγχνικα τα τζ' ήλεγ’ αφουκράτο,
Και μόνον ανεστέναζε, μα δεν τ' απηλογάτο.
ΑΡΕΤΟΥΣΑ

Η'τονε πρωτ' ή 'Αρετη, που λέγει, ξημερώνει,


Και μίσεψε απ' εδωπά, τούτο για δα σε σώνει,
Πάλ' αύριο αναμένωσε αργα στον ίδιον τόπον,
Κρυφα να μην μας δούνποτέ μάτια αλλωνών ανθρώπων,
ΜΕΡΟΣ Γ'. 183
Και μόνον με την ομιλιαν να λέγω, να μου λέγης ,
Α'μ' άλλο τίποτ' από με, κάμε να μη γυρεύγης .
ΠΟΙΗΤΗΣ

Αποχαιρετισθήκασι και οι δυο την ώρα κείνη,


Και με τους αναστεναγμούς, κλαύμα κρυφών εγίνη .
Ε'μίσεψ' ο Ρωτόκριτος, κ' ή ' Αρετή αναβαίνει,
Στην κάμερα της, κ' ηύρηκε την Νένναπικραμένη .
Τυφλή, βουβή, και ολόκουφη, σου φαίνετο πως ήτο,
Και τζ' 'Αρετούσας δεν μιλεί , το τέλος της θωρεί το .
Μόνον κινεί την κεφαλήν , κλαίει και αναστενάζει,
Σαν φρόνιμη, και των δυονών τέλος κακό λογιάζει.
Ηθελε για να κοιμηθή δαμάκι η Αρετούσα,
Κ ' εφαίνετο της τ' άκουσε πως τζ' εξαναμιλούσα .
Λόγιασε, ξαναλόγιασε, δέτα, και καλοδέτα,
Τα τζ' είπεν ο Ρωτόκριτος , όταν αποχαιρέτα .
Και κάθε λόγον μέσα της εξόμπλιαζε κ' εθώρει,
Κ' ύπνον ποτέ στα μάτια της δεν έβαλεν η κόρη.
Στούτην την πέδαν ήτονε και ο Ρόκριτος ο αζάπης,
θυμώντάς τε συχνά συχνα τα λόγια της αγάπης .
Και τα του είπε η Αρετή χίλιαις φοραίς λογιάζει,
Και κάθε λόγο διαμετρα , πώς πάγει , πώς τεριάζει .
Αν ήν κ' ή 'Αρετή άγρυπνη, και τούτος δεν κοιμάται,
Και δείς, και ο άλλος σ’ μια βελή,και ανάγκη τυραννάται.
Ηλθεν η μέρα λαμπυρή, και οι άλλοι όλοι ξυπνήσαν,
Μ ' αυτοί οι δυο τα μάτια τους ποτέ δεν τα καμνίσαν.
Και κατά πως έθέκασιν, εδέτζι σηκωθήκα,
Και ο εις, και ο άλλος στην καρδια ένα καϋμόν έγροίκα.
Ε'κείνη η μέρα να διαβή, τους φαίνετο κ' εγίνη,
Χρόνος, κ' η έγνοια της φιλιάς ολημερνις τους κρίνει .
Με πιθυμια αναμένασι της νύχτας το σκοτάδι,
Κ ' η μέρα πάντα βάσανα, και πείραξι τους δίδει .
184 ΜΕΡΟΣ Γ'.
Ηλθε το σκότος κ' ηύρετους, την ώρα τους κατέχουν ,
Πάσι στον τόπον τους και οι δυο, χαραν μεγάληνέχουν.
Ξανακινούν τα πάθη τους, και τότε η Αρετούσα,
Πλεια λεύθερα, και σπλαγχνικα τα χείλη της μιλούσα .
Αρχιζε κ' εφανέρωνε του Ρόκριτου να μάθη,
Α'πό τα βάθη της καρδιάς παραμικρο απ' τα πάθη .
Νύκτες πολλαίς τους πόνους τους στο παραθύρι λέσι ,
Και ώραις σωπόν, ώραις μιλών,και ώραις σωπώντας,κλαίσι.
Είχαν την νύκτα λαμπυρήν, κ' ημέρα στο σκοτάδι,
Τα παραθύρι μοναχα παρηγορια τους δίδει .
Οληνυκτίς όπου μιλούν τους πόνους έναν ένα,
Τους φαίνεται και τζ' ουρανούς ανοίγασι, κ' έμπαινα .
Και την ημέρα που το φως τα βέλουν δυσκολεύει,
Τους φαίνεται και ο άνατος, και ο χάρος τους γυρεύει .
Α'λλήλους συμβουλεύουσι, να μην πολυσιμώνος
Του παλατιού και Ρωτόκριτος και τα κρυφά να χώνη .
Κ' η νύχτα μόνον τζ' έσωνε, τον πόθον να μιλούσε,
Και αυτια να μην τους αγροικούν, μάτια να μην τες δέσι.
Μην πα να φανερώσουσι τάναι βαθυα χωσμένα,
Και ξαγριέψουν το ζημιο πράμματα μερωμένα .
Ε'δέτζ' επέρνα ο καιρος, και όταν θαρρούν, πως γιαίνουν ,
Οι πόνοι τους διπλώνουσι, τα πάθη τους πληθαίνουν .
Μια νύχτα και Ρωτόκριτος θέλει να ξεδειλιάση,
Κ' εζήτησε της Αρετής το χέρι της να πιάση.
ΑΡΕΤΟΥΣΑ

Λέγει του πλειό σου μην το πης , και μην το δευτερώσης ,


Και μη ζητήσης, μη βαλθής,το χέρι μου ν' απλώσης .
Σε χέρι, ή σε μάγουλο, ποτέ δεν θες μου'γγίξει,
Ωστε να φέρουν οι καιροί, γλυκύς καιρός ν' ανοίξη.
Να το θελήσ’ η μοίρα μου, και ο Κύρις να τ' ορίση,
Αλλοιώς ποτέ δεν το θωρείς, ο κόσμος και αν βoυλίση.
ΜΕΡΟΣ Γ'. 185
Σώνει σε τούτο μοναχα, λέγω σου να κατέχης,
Ε'συ Βε νασαι ο άνδρας με, κ ' έγνοια καμμια μην έχης .
Και ο κόσμος αν ξαναγενή, άλλον δεν κάνω τέρι,
Μόνον εσε Ρωτόκριτε, και άφς το για δα το χέρι .
Και ο Κύρις σου την προξενεια κάμε να την μιλήση,
Του Ρήγα, και με τον καιρόν ελπίζω να νικήση .
Γιατί πολλά τον αγαπά, και ορέγεται και σένα,
Ταϊς χάρες σου πολλαίς φοραίς ωμίλευε μετα μένα .
Την προξενεια σαν τ8 την πη , λογιάζω να τ' αρέση,
Γιατ ' ήκουσά του από καρδιάς πολλα να σε παινέση.
Ορέγεται ταϊς χάρες σου, και τ' όμορφα σου κάλλη,
Κ' εις το παλατ’όταν σε δή, παίρνει χαραν μεγάλη .
Λοιπόν προθύμησε και συ και του Κυρού σου πέτρ,
Και αν του μιλήση, γίνεται ο γάμος, κάτεχε το.
ΠΟΙΗΤΗΣ

Τέτοιαςλογής ή πιθυμια και ο πόθος τους πειράζει,


Πού τ’ άσπρο, μαύρο λέσινε, το δροσερό πως βράζει.
Δεν γνώθουσι την διαφοραν, οπούναι πλεια παράλλη,
Απ’ ένα δουλευτή μικρόν , σε μιαν κυραν μεγάλη.
Μα λογαριάζουν προξενειαν τ' Αφέντη να μηνύσουν ,
Να παν να ξάψεν την φωτιάν, πε πάσχουσι να σβύσουν .
Η 'Αρετούσα το κινά , και ο Ρόκριτος το πιάνει,
Και του Κυρού του να το πη στον λογισμός του βάνει .
Τούτο εδόθη σ ' όλους μας, ότι και αν πιθυμούμεν,
Μ' όλον όπούναι δύσκολον , εύκολον το κρατούμεν .
Κ' εύκολα το πιστεύομεν κείνο που μας αρέσει,
Και κάθε είς στoύτo μπορεί να σφάλη, και να φταίση.
Κατέχει τα και ο φίλοςτου, την νύκτα ό, τι κάναν ,
Κ' εισε μεγάλου λογισμόν ετούτα τον έβαναν .
θωρεί το πράμμα κ ' είναι εμπρός, κ' εις βάρος άξαμώνει ,
Να δυσκολέψη δεν μπορεί , δεν δύνατ' ουδε σώνει .
186 ΝΙΕΡΟΣ Γ '.
Και μέρα νύκτα λόγιαζε το τέλος του πραμμάτου,
Και ο φίλος πλειοτα τούλεγε, δεν κάνει, έδε γροικά του .
Εβάλθηκ' ο Ρωτόκριτος , και ο πόθος τον βιάζει,
Και του Κυρού του να το πη, όγλίγωρα λογιάζει .
Η προξενεια να μηληθή, τον γάμον να τελειώσουν,
Και τα κρατούσανε κρυφα, να τα ξεφανερώσουν .
Γυρεύγει τρόπον και καιρον, και τόπον να του στάζει,
Για να μιλήση του Κυρού εκείνα που λογιάζει .
Εύκολ’ ευρέθη η αφορμή, κ'έξεφανέρωσέ τα ,
Κ' εκείνα , οπούχε πιθυμια είπε, και ωμίλησέ τα .
Ε 'στοντας να τονε θωρη ο Κύρις του γνοιασμένον,
Και αδύνατον, πολλα χλωμον,και κατηγορημένον ,
Δίχως φαγε, δίχως πιοτο, και να φυρα στα κάλλη,
Είχ έγνοιαν δια λόγου του , και πεδoμην μεγάλη .
ΠΕΖΟΣΤΡΑΤΟΣ

Λέγειτου μια απόταϊς πολλαίς, Ρωτόκριτε παιδί μου ,


θωρώ σε, πως απόδωκες, και στην καρδιας πονεί μου .
Η'νταν αυτοί οι λογισμοί, κ' ήντ'έγνοιαις να σ' ευρήκαν;
Και χολικεύεσαι συχνα, πάντα θωρώ έχεις πίκραν ;
Πεςμου το, αν θες να παντρευθής, τον γάμον να μιλήσω,
Και να σου πάρω όποιαν και αν θες, να σε καλοκαρδίσω .
ΠΟΙΗΤΗΣ

Σαν τάκουσ' ο Ρωτόκριτος, δεν θέλει πλειο να χώση,


Τα έκρυβε, μα μερτικό θε να ξεφανερώση.
Λέγει του, κύρι και γονή, αν θέλης να με γιάνης .
Βοήθα μου στα σου θέλω πει, ή γλίτωρα με χάνεις,
0'ρέγομαι να παντρευθώ με μιαν οπου μ' αρέσει,
Κ' η ώμορφιαϊς της στην καρδιαςσυχνα πολλαμε καΐσι ,
Φρόνιμα με την προξενειαν , σαν ήσαι μαθημένος,
Να μ' αναστήσης, τον πτωχον, οπούμαι ποθαμένος .
ΜΕΡΟΣ Γ'. 187
Ο ' Κυρις του να τα γροικά, πολλα το καμαρώνει,
Μα δεν ελόγιαζε ποτέ, κ' έτζι ψηλα ξαμώνει .
Και από καιρό και πτωχός γονής ήταν η πιθυμιάτου,
Να τον πανδρέψη, για να δη χαραν στα γερατιά του .
Μα τούτο ο Ρωτόκριτος δενήθελε ν' ακούση,
Και ουδέ ποτε για πανδρειαν άφινε να του πούσι ,
Κ' έδα ν' ακούση ο Κύρις του, πώς τουπε μοναχός του ,
Εχάρη, και αναγάλλιασε στα μίλησεν ο γυιός του .
ΠΕΖΟΣΤΡΑΤΟΣ

Α'πηλογήθη σπλαχνικα, λέγ Ερωτόκριτέ μου ,


Τούτο , που μούπες σήμερον, χαραν πολλή έδωκέ μου .
Κείνο, που πιθυμούσανε τ' αυτια να σου γροικήσου,
Σήμερον μ'εφανέρωσες, κ' είπες την όρεξί σου .
Πές μου σ' ποιόν τόπο ρέγεσαι συμπεθεριό να κάμω,
Να ξετελειώσω το ζημιό τον έδικό σου γάμο.
ΠΟΙΗΤΗΣ

Δεν στέκει πλειο ο Ρωτόκριτος, καιρόν δεν αναμένει,


Μα φανερώνει του κυρού το πράμμα καθως πηαίνει.
Τα λόγια του παραθυριού μόνο που δεν του λέγει
Μα την αγάπη μολογά, και γιατρικό γυρεύγει .
Σαν ήκουσεν ο γέρωντας πράμμα που δεν λογιάζει ,
Του φανη μαύρο νέφαλο, το φως του σκοτεινιάζει .
Τα μέλη του τρομάξασι, το λίγον αίμα εχάθη,
Και ολότυφλος απέμεινε, την ώραν κ' έβουβάθη.
Σαν φρόνιμος ελόγιαζι, σαν γνωστικός έγροίκα .
Εις ήντα πάθη3ε να μπή, σ 'ήντα καϋμόν καιπίκρα,
Πράμμα μεγάλο και βαρύ, και αμέτρητο του φανη,
Κ'
Kai
εθώρει μια πληγήν κακήν, πα δεν μπορεί να γιάνη.
με τρομάρα του κορμιού, και μεμιλια κλαυμένη,
Στο τέκνο πηλογήθηκε, μ' όψιν αποθαμένη.
188 ΜΕΡΟΣ Γ '.
ΠΕΖΟΣΤΡΑΤΟΣ

Λέγει του δεν ανέμενα του γυιού μου ή φρονιμάδα,


Τέτοια ζαμάγρα να μου πη, μηδ' έτοια κουζουλάδα .
Α'λλεώς σ' εκράτουν κ' ήλπιζα, πώς να σε δω μεγάλο,
Μα σαν θωρώ, κομπώνουμουν, κ ' έσφαλα δίχως άλλο .
Ε'λεγα νάσαι φρόνιμος , έλεγα να κατέχης,
Μα σαν θωρώ, μηδέ μυαλό και μηδε γνώσιν έχεις .
Το ροιζικό παρακαλώ σήμερα να βοηθήση,
Ετούτα, που μου μίλησες, άλλος να μη γροικήση.
Γιατί σε θέλουσι κρατεί μεγάλον άφορμάρη,
Να θέλ' ο ψύλλος να βαστά ενός λιονταριού γομάρι .
Και Θέλουσι σ' αναγελα, όσοι και αν σε κατέχουν ,
Με δίκαιο να σε ψέγουσι, και πελελόν να σ' έχουν .
Κ ' εκείνα που με κούρασες εις έπαινον σ ' έφερα,
Εις τόσους χρόνους και καιρός, να χάσης μιαν ημέρα .
Και αν πάγη ο λόγος παρεμπρος, καιο Βασιλειος τ' ακέση,
Μεγάλαις κακορροιζικαίς έχουν να μάς ευρούσι.
Διώξε αυτούς τους λογισμούς, γυιέ μου παρακαλώ σε ,
H " πιάσε με το χέρι σου, και θάνατον μού δόσε .
Για να μη ζω να σε θωρώ,πως έχεις ν' αποδώσης ,
Αν δεν αλλάξης λογισμόν , ταπες να μετανοιώσης .
Μη θες να καταφρονεθώ τώρα στα γερατιά μου,
Να μου φλακώσουν το κορμί, να χάσω την εξά μου .
Ποιος έχει στόμανα το πη, γλώσσα να το μιλήση,
Του βασιλειου πως θα φανή, όταν μου το γροικήση.
Τοτέκνον του ,ταμάτια του , το μοναχό κλονάρι,
Πού μήνυσ’ ο Ρηγόπουλος γυναίκα να την πάρη,
Να την ζητήσ'δ δουλευτής, για νατην κάμη τέρι ;
Λόγιασαι τούτ' αν γροικηθή, ποσάχει να μας φέρη.
Παύσε τ' αυτά, καιδιώξε τα ξαναπαρακαλώ σε.
Και αν έχης πόθον μέσα σου , φρόνιμα τόνε χώσε .
ΜΕΡΟΣ Γ '. 189
Και παύσε τον τον λογισμού αυτόν όπου σε κρίνει,
Βάλε νερό στα κάρβουνα, και σβύσε, το καμίνι .
Να μην το μαθη ο Βασίλειος , κ' εκδικηθή την ώρα ,
Και δώση ξόμπλε μετα σε πολλ’ άσχημο στην χώρα,
Τουτάσαν τα έργα της τιμής , που ξέτρεχες, παιδίμου,
Και τ ' όμορφα καμώματα, κ' έπαιρνες την ευχή μου ;
Και άνθρωπος δεν ευρέθηκε , για να σου πω ψεγάδι,
Μηδέ ποτε της νεότης σου έκαμες άσχημάδι .
Κ ' εδα πως έκομπώθηκες, και σ' έτοια έγνοια μπήκες ,
Και περπατείς δρόμον κακόν, και τον καλόναφήκες;
Αν αγαπάςμιάν σου κυράν ,η αγάπη, που δεν μοιάζει,
Γλίγωρα φέρνει βάρεμα, και γλίγωρα κουράζει .
ΠΟΙΗΤΗΣ

Ε' γροίκα τ’ ο Ρωτόκριτος , κι έξω λαλιά δεν βγαίνει,


Βαρυα ήσανά τα μάτια του, και η όψις του άλλαμένη.
Και ωςείδε πως ο κύρις του το διάταμμα σχολάζει,
Αναδακρυωνει τακτικά, και βαραναστενάζει.
Και απέκ’ αρχίζει να μιλή, και σιγανά να λέγη,
Εκείνο πούχε στην καρδια, κ' η ομιλιά του κλαίγει .
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ

Εκάτεχά το, Κυρι μου, τον πόνον μ' ως γροικήσης,


Πώς δεν το θέλεις συβασθή, να με παρηγορήσης .
Γιατί τα τόσα γερατιά την όρεξιν μαργώνουν,
Την δύναμιν λιγαίνουσι, τον φόβον δυναμώνουν .
Το φλέμμα σαν επλήθυνε, και σαν το αίμα χάσουν,
Καθ' ελαφρό τους φαίνεται βαρυ να δοκιμάσουν .
Δεν έχουσιν αποκοτιαν, το φως τους ολιγαίνει,
Και το βρασο της ζησίς τες το σβύνει και κρυγαίνει .
Ξεραίνειτο ή ανάδοσις το δρόσος,τηςτροφής τους,
Λιγαίνει και κοντεύεται το μάκρος της ζωής τους.
190 ΜΕΡΟΣ Γ' .
Λοιπόν, γονή μου, αν δειλιάς, δίκαιο μεγάλον έχεις,
Της νειότης τα καμώματα στα γέρα δεν κατέχεις .
Και αν ήναι και τα λόγια με σήμερα πείραξά σε,
Λησμόνησαι το σφάλμα με, και πλειο μην το θυμάσαι.
Και δός μου, σε παρακαλώμε σπλάγχνος την ευχή σου,
Και απέχει μή μέ τάξης πλειο για τέκνον για παιδί σου .
Και δε να πα να ξορισθώ εις άλλην γην, και μέρη,
Και ούδε για λόγου με κάνεις μαντάτο μη σου φέρη .
Ενα μαντάτο μοναχα για μένα θες γροικήσει,
O'πού καϋμον εις την καρδιαν πολύν σου θέλ αφήσει .
Μάθης το πώς απέρανα, κ' εις ξενιτειαν μ ' έθαψαν,
Κ ' οι ξένοι μαζωχθήκασι, και ωσαν ξένον μ' έκλαψαν .
Εδα μου δώσε το φαρί, πούναι ανάθρεφτό μου,
Κ ' ένα κοντάρι και σπαθε μόνον στο μισευμό μου .
Τ ' άλλα φαριά και τ' άρματα ας ήν εις την εξάσου,
Να τα θωρής θυμώντας μου, να καίουν την καρδιά σου .
Η γλώσσα σου του Βασιλειου αν τόθελε μιλήση,
Πούρι για μια δεν έβανε φωτιάν να μας κεντήση.
Λογιάσει τόθελε και αυτός πως η αγάπ’ η τόση,
Οπού βαστά το τέκνον σου, εκόμπωσε την γνώσι .
Και αν τίθελε φανή βαρυ , να σε καταδικάση,
Η'θελες δη την μανιτα με μέραις να περάση.
Και ελάφρωνες τον λογισμών, κείνο που κρίνει μένα,
Σαν είχα δει και ό, τι μπορείς, δεν έλειψ'από σένα .
Μα βάλης νούν, και λογισμόν, και τρόπος να γυρέψης,
Με την 'Αφεντοπούλα μας να δης να μεπανδρέψης .
Και ο Κυρις τζ' αν δεν ήθελε, κ' ευρέθη μανισμένος,
Ετοιας λογής απόμενα, γονή μου, αναπαυμένος .
Μα δίχως να το πώς εσυ, και να το δοκιμάσης,
Να θες με τα διατάμματα μόνο, να με περάσης ,
Εδα με χάνεις, και γοργό παγω να βρω τον" Αδη,
Και κάθου με τον Βασίλειο, και συμβουλάτε ομάδι .
ΜΕΡΟΣ Γ ' . 191
Και την ευχήν σου ζήτησα, δός μου την, μη αργήσης,
Και κάμε πέτραν την καρδιάς να μου ξελησμονήσης .
Την αφορμήν της μάννας μου μή την είπης να μάθη,
Η'ντάχα και εξωρίσθηκα , κ' ετέλειωσα στα πάθη.
Kύρι μου, στούτα που μιλώ, παρακαλώ σ' αν σφάλω,
Συμπάθησέ μου , και καϋμόν έχω πολλα μεγάλο.
Δεν είμαι γω που σου μιλώ άλλος μου τάρμηνεύει,
Εκείνος όπου την καρδιας πληγώνει και τοξεύει .
ΠΟΙΗΤΗΣ

Ως είδεν ο Πεζόστρατος πράμμα που δεν ελπίζει,


Εμβαίνει σ' άλλον λογισμόν, σ' άλλην βουλήν γυρίζει .
Κ' εβάλθη, πριν παρα να δη, ο γυιός του να μισέψη,
Τρόπον πιτήδειον και όμορφον φρόνιμά να γυρέψη .
Και να το πη το Βασιλειά, και ως το φανή ας το πιάση,
Παρα να δη στα γερατια τέτοιον υιον να χάση.
Και με το σπλάχνος σαν γονιός ήρχισε να τον πιάνη,
Και να τονε παρηγορά για το γνοιανών στεφάνι .
ΠΕΖΟΣΤΡΑΤΟΣ

Λέγει του, γυιέ γιατί θωρώ, κ'είσαι σε τέτοια κρίσι,


Και ο λογισμός οπούβαλες, δεν έλει να σ' αφήση,
Εβαλθηκα για λόγου σου, το δεν μπορώ να κάμω,
Και να γενώ προξενητής στον άμοιαστόν σου γάμο .
Και αν μανίση ο Βασιλειος , ως του φανή, ας το πιάση ,
Και τηνζωήν δεν την ψηφά άνθρωπος σαν γεράση .
ΠΟΙΗΤΗΣ

Ολόχαρος απέμεινεν ο γυιός του να γροικήση,


Πώς τούταξεν ο κυρις του, τον γάμον να μιλήση.
Περίσσα τ’ ευχαρίστησε, και απ' την χαράν του κλαίγες,
Πλειο δεν μιλεί για μισευμους, για ξενιτειαν δεν λέγει ,
192 ΜΕΡΟΣ Γ'.
Γοναστιστος των προσκυνά, με φρόνισιν, και ταξι,
Η'ξευρεν όλα τα πρεπα, πρίν άλλος τον διατάξη .
Εκείνη η μέρα πέρασε, και η άλλη ξημερώνει,
Και ο κύρις του Ρωτόκριτου γλυκαίνει, και μερώνει.
Δεν θέλει πλειο να καρτερά , και ο γυιός του νάχη κρίσι ,
Μα βάλθηκε την προξενειαν ετούτην να μιλήση.
Ε'πήγεν εις του Βασιλειού για να τον δοκιμάση,
Κ ' ελόγιαζεν από μακρα με ξόπλια να τον πιάση.
Αγάλια αγάλι αρχήνισεν αποκοτιαν να πέρνη,
Και μιας και άλλ’ αθηβολήν αλλοτινών του φέρνει .
ΠΕΖΟΣΤΡΑΤΟΣ

Λέγει , στους παλαιούς καιρούς πούσαν μεγάλο άνθρωποι ,


Τα πλούτη και βασίλεια έκράζουντα νε κόποι .
Πειδή τιμούσανε πολλα της αρετής την χάρι,
Παρά ταϊς χώραις, τ ' αφεντιαϊς, τα πλούτη, το λογάρι.
Κ' εσμίγασι τα τέκνα τους 'Αφέντες οι μεγάλοι, , ,
Με τους μικρούς οπούχασι γνώσιν, ανδρεια , και κάλλη.
Ολα τα πλούτη και αφεντιαϊς, σβύνουνε και χαλούσι ,
Και όταν αλλάσσουν οι καιροί, συχνα τα καταλούσε.
Μα η γνώσι κεί που βρίσκεται, καιτζ' αρετής τα δώρα ,
Ξάζουν παρα βασίλεια, παρα χωριά, και χώρα.
Ουδ' ο τροχός δεν έχει εξαν, ως θέλει να γυρίση,
Την γνώσιν και την αρετήν ποτέ να παταλύση .
Κ ' ήφερνε ξόμπλια απομακρα , πράμματα περασμένα,
Και καταπώς του σάζασι, τάλεγεν ένα ένα .
Με τούταις ταις παραβολαίς αγάλια αγάλια σώνει,
Εις το σημάδι το μακρύ, κ' ήρχισε να ξαμώνη. *
Α'ποκοτα δυο τρεις φοραίς να το ξεφανερώση,
Και οπίσω τον εγιόγερνε, κ' εκράτει τον ή γνώσι.
Στο ύστερον ενίκησεν η αγάπη του παιδιού του,
Και φανερώνει τα κρυφά και τα χωστα του νουτου

1
ΜΕΡΟΣ Γ '. 193
ΡΗΓΑΣ

Μα ως ενεχάσκισε να πη την προξενιαν του γάμου, ;


Του λέγει ο Ρήγας, πήγαινε, και φύγ' απ' έμπροστά με .
Πώς ήβουλήθης , κ' είπες το, λωλέ, μισαφορμάρη,
Γυναίκα τ’ ο Ρωτόκριτος την 'Αρετή να πάρη ;
Φύγε το γλιγωρότερον, και πλέον μήν πατήσης,
Εις την αυλήν του παλατιού , και κακοθανατίσης .
Γιατί σε βλέπ’ ανήμπορον, γιαύτως δεν σε ξορίζω,
Μα ο γυιός σου μην πατήση πλειο στουςτόπους οπ’ ορίζω.
Τέσσαρες μέραις, και όχι πλεια του δίδω να μισέψη,
Τόπους μακρες και αδιάβατες, ας πάγη να γυρέψη .
Και μην πατήση, ώστε που ζω, στα μέρη τα δικά μου ,
Αλλιώς του δίδω θάνατον για χάρισμα του γάμου .
Κ' εκείνο, π’ αποκότησες, κ' είπες αυτή την ώρα,
Μη γροικηθή μην ακουσθή σ'άλλον εδώ στηνχώρα.
.
Να τρέμουν όσ' τ' ακούσουνε, και εκείνοι που το λέσι.
Δεν Θέλω πλειο να σου μιλώ , στον Ρήγα δεν τυχαίνει ,
MTα τόσα να πολυμιλή , και απόβγαλτον, να πηαίνη .
ΠΟΙΗΤΗΣ

Με φόβον ο Πεζόστρατος μισεύγ απ' το παλάτι,


Κ ' ετρέμασι τα γόνατα στα ζάλα που περπάτει .
Η ομιλιά του χαθηκεν, ελίγανε η πνοή του,
Κάτω στον ουρανίσκος του εσύρθη η φωνή του.
Και με τρομάρα κ' εντροπή στο σπίτι του γιαγέρνει,
Και το μαντάτο το πικρό εις τον υιόν του φέρνει.
Ε'δέρνετο στα γόνατα, κ' έσυρνε τα μαλιά του,
Πώς έσφαλε τ' 'Αφέντη του τώρα στα γηρατιά του .

Erotocrito , 13
194 ΜΕΡΟΣ Γ'.
ΠΕΖΟΣΤΡΑΤΟΣ

Λέγει του,δεν σου τάλεγα, γυιέμου να τον σχολάσης ,


Τον λογισμόν, οπούβαλες, και άλλην βελήν να πιάσης ;
Κ' εσυ ξεπάτησες κ'έμε σ’ πράμματα κόμπωμένα,
Και ωργίσθηκε μ' ο'Αφέντης μου, και χάνωσε κ' εσένα .
Που μ' είχεν ακριβώς πολλα, και συμβουλάτουρα του ,
Και έδαχασα τα άρρητου, και έχω την εχθριτά του..
Κ' είς τούτο τόσον δεν θωρώ, μα συ να μου μακρύνης.
Να περπατής στην ξενιτειαν , ολότυφλον μ' αφήνεις .
Και πότε να σε καρτερώ ; πότε να σ ' αναμένω,
Οπούμαι γέροντας πολλα, και γλίτωρ αποθαίνω;
Πώς να φανή της μάννας σου εδα' στα γερατιάτης ,
Ωσαν την έκατάστησες, παιδί μου σφάκελλά της .
Που την ελπίδα της εις σε είχεν ακουμπισμένη,
Κ ' έδα μισεύεις, και βουδή, κουφή, ζουγλή πομένει.
H "ντάχα και αφεκρoύμου σου, κ' έσφαλα έτζι περίσσα.
Πώς τάλεγες δεν έδιωξα, μ' άφηκα, κ' ενικήσα;
Καλα το λέγ' ο φρόνιμος, ο λόγος πως κόμπώνει,
Και τόσ’ αγάπη του παιδιού τον μυαλών ζαβώνει .
Εθώρουντο το βλάψιμο, κ' εμπόρουν να το φύγω ,
Κ' ο λογισμός σου σχόλαζεν είσε καιρόν ολίγο .
Κ ' εγω κομπώθηκ' εύκολα, για να σου αφουκρούμαι,
Κ' εδάχω ζάλαις σκοτειναΐς και δεν κατέχω πούμαι .
Είς λόγος είναι παλαιός, και αληθινον τον κρίνω,
0' ποιος φουκράται κοπελιού, γίνεται σαν κ' εκείνο.
Ας είχα κάμ' έξω του νου, και ας ήθελες μανίσει,
Και ας είχες κλάψει μια και δυο, και ας ήθελες θρηνίσει.
Ετούτ'όλ' απερνούσανε και ογλέγωρα διαβαϊνά,
Μα θα χαλάσθηκες εσύ, κ' εχάλασες κ' εμένα .
ΜΕΡΟΣ Γ'. 195
ΠΟΙΗΤΗΣ

Ε'στεκε και αφουκράτονε ο γυιός τ’ ο πληγωμένος,


Δεν ήξευρεν αν ζωντανός ήτον, ή ποθαμένος .
Πολλά μεγάλη κατεχνια, και αντάρα τον πλακώνει,
Τα μάτια του σκοτείνιασαν, κ' εις την καρδίαν τε σώνει .
Ετρεμεν όλοτο κορμι , και η δύναμίς τ' εχάθη,
Τα μάτια δεν έβλέπασι, το στόμα έβουβάθη.
Ποτέ του δεν ελόγιαζεν, τέτοιαν φωνήν ν' ακούση,
Ουδε μαντάτ' έτζι πικρά, νάλθουνε να του πούσι.
Ανδριεύετο όσο το μπορεί για τον κακομοίρη,
Τον γέρον τον ανήμπορον, τον πικραμένον κύρι.
Και αρχίζει να παρηγορά, με σπλάχνος τον γονή του ,
Για τότε δεν εγύρευε , την πέδα την δική του .
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ

Λέγει του , κύρι , μη δειλιάς, μη τρέμης, μη φοβάσαι,


Και τα σου είπε ο Βασιλειος, μη στέκης ν'αφουκράσαι .
H "ντα μεγάλον ήτονε στην προξενειαν ετέτη ;
Καθένας πάντα πιθυμά νάχ' αφεντιαϊς και πλούτη.
0 ' κύρις πάντα και ο γονιός, με προθυμια γυρεύει,
Τα τέκνα σ’ μεγαλότητες, και πλούτη ν ' αναπεύη .
Και αν ήν και τούτη η πιθυμια εκίνησε κ' εσένα,
Κ ' εξέδραμες ωσαν γονιός , ναύρης καλό για μένα ,
Η ντα μεγάλον ήτονε, κ' ήντακακόν εγίνη,
Ο' γυιός σου αν επεθύμησες , αφέντης ν' απομείνης , 2

Η μανιτα του Βασιλειού, είναι δίχως θεμέλιο,


Με τον καιρόν σχολάζεται, το κλαύμα φέρνει γέλοιο .
Και κάμε, μην πικραίνεσαι, και πάγω να μακρυνα ,
Για να σχολάση ο Βασιλειος, τον λογισμόν εκείνο .
Και καταπώς θες δή κ' εσύ την έχθριτατου Ρήγα ,
Πορεύου , και η ελπίδες μου ακόμη δεν έφυγα .
496 ΜΕΡΟΣ Γ'.
Και άφες τον πούρι τον καιρόν,να περπατή να πηαίνη,
Κ' άν έκακέργησε η πληγή, καλός γιατρός την γιαίνει .
ΠΟΙΗΤΗΣ

Δείχνει, πώς δεν πικραίνεται, για να παρηγορήση,


Τον κύριν του που βρίσκεται είτε μεγάλην κρίσι .
Με ταπεινότητα ζητά, συμπάθεια να του δώση,
Α'πήτις και για λόγου του εκόμπωσε την γνώσι .
Κ ' επήγε, κ'είπε προξενεια, κ' εμπήκε σ' έτοια βάρη,
Για νατου δώσ' ελάφρωσι, καλήν καρδίαν να πάρη.
Τούτους για δ' άς τζ' αφήσωμεν, τα πάθη να μιλούσι, 1

Και ας πάμεν για την Αρετήν, πε πήγε για ν' ακούση.


Εις του Κυρού τζ' αθηβολή στην προξενειαν εκείνη,
Και έχει μεγάλον λογισμόν, κ'έγνοια, που τηνε κρίνει .
Ευρίσκει τον, κ' εκάθετο, και εφαίνετο του ή ζάλη,
Και ακομπιστον στην χώρα του έκλινε το κεφάλι .
Κ' ή 'Αρετή, που γνώριζεν. ηντάναι η έγνοια κείνης
Για κόμπωμα πασίχαρη και σπλαχνικούλα γίνη.
ΑΡΕΤΟΥΣΑ,

Λέγει τ' Αφέντη, ήν τιναι αυτό και κάθεσαι έγνοιασμένος ,


Βαρόκαρδος, και μοναχός, και αποσυνεφιασμένος;
Η γνώσις σου τα βάρητα, και λογισμούς ενίκα,
Κ' έδα ήντα πράμμα έγνοιανο σούφερε τόση πίκρα και
ΡΗΓΑΣ

Ως ήκουσε τα λόγια της και σπλαγχνικός της Κυρις,


Λέγ', 'Αρετούσα κάτεχε, πώς ήλθ' ο νοικοκύρης,
Εκείνος που ορέγομαι, να σου τον κάμω τέρι ,
Για δες παιδί μου είς κουζουλός πόσα μπορεί να φέρης
Γροίκησε μιαν αποκοτιαν, και αδιαντροπια μεγάλη,
Του Πεζοστράτη του λωλού, πούλθε ν' αναθηβάλη,
ΜΕΡΟΣ Γ'. 197
Για τον υιόν του προξενιαν, άφοβα να μιλήση,
Να μη δειλιάση να ντραπή μα να τ' αποκοτήση .
Εις τα καλά μου μ' εύρηκε, να ζήσης, θυγατέρα,
Α’μή κακή για λόγου του ήταν ετούτη ημέρα .
Για δε ένα γέρον πελελών, που θέλησε να δράμη,
Να βουληθη με Βασίλεια συμπεθεριο να κάμη .
Του είπα του μέσ' στην Αυλήν πλειότου να μην πατήση,
Και ν' αποβγάλη τον υιον , και να τον εξορίση .
Γλίγωρα σε πανδρεύω γω με Ρήγα, θυγατέρα,
Και χθες αργά την προξενειαν την νύκτα μαςέφερα .
Τουτόναι τ' Αφεντόπουλο, που το Βυζάντιο ορίζει,
Και κάθε εις τον έπαινα, όπου τον γνωρίζει .
Τούτος είν οπού τούδωκεν η Μάννα σου στην χώρα,
Τον ευμορφότατον ανθόν εκείνην την ημέρα.
Και όπου με τόσαις έπαρσες, και μ' αφεντειαν μεγάλη,
Στην χώραν. ήλθε, κ' ίσα του δεν ήσαν πλέον άλλοι .
Και με αυτόν ελόγιαζα γάμον να τελειώσω,
Τέρι του, και γυναίκα του, γλίγωρα να σε δώσω.
Δεν είν' καιρός να σε κρατώ, μα δα που ζούμεν όλοι, 3
Να την χαρέμεν, μάτια μου, τα γάμου σε την σχόλη .
ΠΟΙΗΤΗΣ

H " κουσε ποιαν απόφασιν τοϋ Πεζοστράτου δόθη,


Μεγάλο πράμμα ήτονε το πως δεν ελιγώθη .
Α’πηλογια απ' το στόμα της, ουδε μιλια δεν βγαίνει,
Μάδειχνε πως η εντροπή την κάνει και σωπαίνει.
Και μην μπορώντας να γροικά, έπλάνταζ η καρδιά της ,
Βρίσκ’ αφορμήν κ'εμίσεψε, πάγει στην κάμερα της .
Αγκουσεμένη βρίσκετο πολλα την ώρα κείνη,
Παρηγοριαν ανέμεινε να βοή απ' την Φροσύνη .
Σκύφτει, περιλαμβάνει την κ' εστάθηκεν εμπρός της,
Και με τα δάκρυα τα συχνά βρέχει το πρόσωπόν της .
198 ΜΕΡΟΣ Γ ' .
Κ' εκεί που κατεβαίνασιν, ήταν ήλιού η ακτίνα,
Μαργαριτάρια φαίνουνταν όλα τα δάκρυα κείνα.
Βουλήν τηνε παρακαλεί ολίγωρα να της δώση,
Μη την αφήση να χαθή, και άδικα τελειώση ,
Τον Πεζοστράτη ο Κύριςτης έδιωξε απ' το παλάτι,
Κ' έτοιο μαντάτο ξαφνικό, βλάπτει την και φυρά τη.
Κ ' είναι το πλειο χειρότερον, και όπου βαθυά τζ' εγγίζει ,
Γιατί και τον Ρωτόκριτον πολλα μακρα ξορίζει.
Και από Ρηγάδων προξενειαν τουλθε την ώρα τούτη,
,
Κ 'έβαλε
Του Βασιλείου του Βυζαντιού νύμφην να τηνε δώση .
Και την βουλήν της πιθυμά, κ ' ερμήνεμα γυρεύει,
Μ' όλον όπ’ η αγάπη της , και ο πόθος τζ' ερμηνεύει .
Γιατί δεν θέλει μοναχή, να κάμη τάχει ο νους της ,
Μα γύρευε και αλλά βουλήν στ' άκεσε του Κυρού της .
Η Νέννα στούτα που γροικά, χαραν καιπίκράν έχει ,
Κ ' έδωκε γνωστικών βουλήν , σ'εκείνο που κατέχει .
Είχε χαραν , γιατί γροικά , κι ο Ρήγας να ξορίση,
Εξάλθη τον Ρωτόκριτον, κ' έχ η φωτιά νασμέ
σβύσ η
νη .
Και πάλιν να τηνε θωρη σαν ξεπεριωρι ,
Ετούτ ' η έγνοια την πτωχήν πολλα τηνε βαραίνει .
NENNA

Λέγειτης , θυγατέρα μου, πειδή ο καιρός δεν σάζει ,


1
Και ο Κύρις σου για πανδρεια μ' άλλον σε λογαριάζει .
Α' φες τον Ερωτόκριτον , διώξε την έγνοια τούτη,
Νάμπής κυρα στην αφεντιαν,κ' εις τα μεγάλα πλούτη.
Ωσαν σου πρέπει να γενής, και πλειότερα μεγάλη,
Μην πα να χαμοκυλισθούν μιάς Ρηγοπούλας κάλλη.
Το πράμμα, πέχειδυσκολιαϊς, το πράμμα, π8 δεν μοιάζει,
Ο πούχει γνώσι, ας το θωρη ,και εμπρόςας το λογιάζη.
ΜΕΡΟΣ Γ'. 199
Οταν σου δίδουν ταϊς βουλαίς, προθυμερα ταϊς πιάνε,
Και όποια πληγώθη ειςτην τιμή, ποτέτηςδεν έγιάνε .
Α'πο την πρώτ' ό, τ’ έλεγα, ας τόθελες θυμάσαι,
Και ταϊς βελαϊς με ταϊς καλαίς, ας είχες αφεκράσαι .
Μ' ας είναι ό, τι δεν έκαμες, κάμετο έδα, παιδί μου,
Α'φες τον Ερωτόκριτον , και πιάσε την βουλήμου .
Δίωξε την την αγάπην του, δεν είναι αυτός για σένα ,
Και μη θυμάσαι να δειλιάς τάχετε μιλημένα.
Αν ήν' κ' ωμίλησες κυρα, πούρ άλλο δεν εγίνη,
Και ο άνεμος επήρε την την ομιλια εκείνη .
Αυτός δεν θέλει ειπεί ποτέ, γιατ' είναι δουλευτής σου ,
Λόγον κανένα άσχημον, να βλάψη την τιμή σου.
Σαν δούλος θέλει σε θωρεί,και όταν σ' αναντρανίση,
Δεν θέλει παρ αποκοτιά, ποτέ να σου μιλήση.
Σαν διώξης την αγάπηντου, και ωσαν τα λησμονήσης ,
Και σαν φυσήσης το κερί, οπούψες, να το σβύσης ,
Και δη το, και γνωρίση το, πως είναι στο σκοτάδι,
Χάνει τζ' ελπίδες οπού δα ο έρωτας του δίδει.
Και απ' τες κακές τε λογισμούς, και πείραξες εύγαίνει,
Και ωσαν και πρώτα δουλευτής του παλατιού πομένει .
Και θέλει βρεί να παντρευθή, στόπον π8 να του μοιάζη,
Κ ' εκείνα, που μιλήσετε, ποτέ να μην λογιάζη .
Σαν κοπελια έσφαλες και συ, κ' εβάλθης να μιλήσης ,
Του Ρόκριτου, μα σάζεται το σφάλμα σαν τ' αφήσης .
Μόνο μην πάγη παρεμπρος το σφάλμα το δικό σου,
Και αν έπεσες, παιδάκι μου, γύρου γοργα, σηκώσου .
λίγον αν εμουρδόθηκε, το ρούχο πάστρεψέ το,
Το πράμμα όπου δανεισες , γιαγυρε κ' έπαρέ το .
Και αν σε πονή ν' απαρνηθής τον πόθον και βαραίνεις,
Λόγιασε τα καλύτερα, κυρά μου, που κερδαίνεις.
Διώχνειςτην τράταν την κακήν , δρόμον καθάριον πιάνεις ,
Πολλά μεγάλην αλλαξιών, και παινεμένην κάνεις .
200 ΜΕΡΟΣ Γ'.
Διαλέγεις πλάτη και αφεντιαϊς, και δεν ψηφάς τα λίγα ,
Κ' αφήνεις ένα δουλευτών, και πέρνεις ένα Ρήγα.
ΠΟΙΗΤΗΣ

Τούτα ν' ακούη η 'Αρετή, έσειε την κεφαλή της,


Και λέγ' εκείνο που γροικά, κάνειτο μοναχή της .
Και της Φροσύνης την βουλήν πλειο δεν τηνε γυρεύει,
Τον έρωτ’ έχει δάσκαλον, κ'εκείνος τζ' ερμηνεύει .
Και δίχως άλλο βάλθηκε βαθυά να θεμελιώση,
Τον πόθον της , και ό, τ' έγραψε δεν θέλει πλειο να λυώση .
ΑΡΕΤΟΥΣΑ

Γιατί το γράμμα στην καρδιας είναι δίχως μελάνι,


Και δεν μπορεί πλειο να λυωθή, παρ όταν αποθάνη.
Και απόψε ν' αρραβωνιασθώ βούλομαι μετ'εκείνον,
Ναν άνδρας μου, και τέρι μου, και άλλοιώς δεν τον αφίνω.
Και όρκον φρικτόν ν' ομόσωμεν, και πάντα να κρατούμεν,
Τον πόθον μας αμάλαγον, όσον καιρών και αν ζούμεν .
Και του Κυρού μου να το πω, εις πανδρειδεαν με σφίξη,
Πώς μ' άλλον άνδρα δεν θωρώ και μοιάζει να με σμιξη.
Γιατ' έταξα τού Ρόκριτου σύντροφον να τον κάμω,
.
Και χίλιοι χρόνοι αν διαβούν, μ' άλλον δεν θέλω γάμο .
Και αςείναι κ' εις την ξενιτειαν, και ας είναι κ' εις τα ξένα ,
Εγω νάμαι για λόγου του κ' εκείνος για μένα .
Και δεν λογιάζω έτοια απονιά πώς ναύρω του Κυρού με ,
Να 9ε να δώση θάνατον άδικα του κορμιού μου .
Πάλ' αν το κάμη η γνώμη του , και δε ναμ' αποθάνη,
Εγω καλλιάχω θάνατον, παρά στανιό στεφάνι.
ΠΟΙΗΤΗΣ

Τέτα τα λόγια τα έγνοιανα και πλειά βαρυα ποτ' άλλα ,


Την Νέννα σ' άλλους λογισμους βαρύτερους εβαλα .
ΜΕΡΟΣ Γ '. 201
Κ' εχάθηκε το αίμα της, το φως των ομματιών της,
Και του νεκρού το πάχνισμα είχε το πρόσωπόντης .
Ετρεμεν όλο το κορμί, κ' η δύναμις τζ' εχάθη,
Λογιάζοντας τα βάσανα, και το 'Αρετής τα πάθη .
NENNA

Λέγει της , ήντανε τα μιλείς ; συ είσαι, ή τάχα άλλη ;


Και πούβρες την αδιαντροπιαν, οπούχεις την μεγάλη και
Και μελετάς τέτοιας λογής του Ρήγα να μιλήσης ; :
Πώς έχεις γλώσσα να το πης, καρδιαν ν' αποκοτήσης ;
Και πεναι η τάξις σου ' Αρετή, και αφήκεςτην, κ' εχάθη,
Και εψυχομαραθήκασιτης ευγενειάς σου τ' άνθη ;
Τόχες γροικήσει αλλού να πή λόγον για πόθου οδύνη,
Το πρόσωπο κοκκίνιζες, κ' ήξαφτες σαν καμίνι.
Κ' είχες τον έρωτα εχθρόν κ ' εμίσας του περίσσα,
Κ' εθα 'Αρετή μου , πράμματα άφαντα σ' ενικήσα.
Εγω βουλή, ουδε θέλημα ποτέ δεν θέλω δώσει,
Εις την τιμή ενός Βασιλειου εις δουλευτής ν' απλώση
Να δή τέτοιο ανεπάλπιστον έδα στα γερατιά του,
Ναν’ άνδρας σ' ο Ρωτόκριτος, οπούσαι ου κύρά του.
Πώς να το συβασθώ ' Αρετή, και θέλημα να βάλω,
Και να σ' αμπώσω να χαθήςσ ' έτοιο γκρημνο μεγάλο και
Τα πάθη σου δε ναν πολλά με τον καλόν σου Κύρι,
Αν εις τέτοιο κάμωμα το ροιζικό σε σύρη.
Και επάνω σ' όλα κάτεχε, και ο Ρήγας θανατώνει,
Αυτόνον και τον κύριν του , σαν πίβουλον ζυγώνει .
Κ ' ό, τι αν έχουν χάνουντα, το σπίτι τους ερμίζει,
Αν σού γροικήση να του πης , πράμμα που δεν ελπίζει.
Και όπου και αν θε να ξορισθή, πέμπει να τον ξεδράμη,
Να τον ευρή, και επάνω τε κρίσιν πικραν να κάμη.
Α'λλαξε, θυγατέρα μου, τον λογισμόν αυτήνο,
Γή εγώ μακραίνω ποδεπα, και μοναχήν σ' αφίνω .
202 ΜΕΡΟΣ Γ'.
Δεν θέλω και άνθρωπος να πη είσε καιρόν κανένα,
Πώς εις ετούτα μια βουλή ήμουν εγώ με σένα .
Ανάθεμα την όρεξη, κακή ώρα τέτοιαν γνώμη,
Τόσον δεν έβαρέθηκες τα βάσανά μ' ακόμη;
Να διώξης τέτοιον λογισμόν, να φύγ από κοντά σου ,
Και ο νές σε να συμμαζωχθή, νάλθουν τα λογικά σου .
Αφες τον Ερωτόκριτού, μην τον αναθηθάνης,
Συνήφερε παιδάκι μου, και δες καλα ήντα κάνεις .
Η ελπίδα μ 'έτοια πιθυμια βλέπε μη σε κομπώση,
Ναγελασθής, να ντροπιασθής, μ' ας σου βοηθήση ή γνώσι.
Καλά το λεν οι φρόνιμοι, και ταϊς γυναίκες ψέγουν,
Γιατ’όλο τα χειρότερα, και τα κακά γυρεύγουν .
Και δίχωςγνώσι ταϊς κρατούν, και πελελαίς ταϊς κρίνουν ,
Γιατί διαλέγουν το κακόν, και το καλον αφίνουν .
Και τούτο βλέπω φανερα σήμερον εις εσένα ,
Τα τιμημένα δεν ψηφάς, μα θες τα ντροπιασμένα .
Πράμμα σπούναι ωσαν σκιά, και ωσαν άνθος διαβαίνει,
Και σαν τον άνεμον σκορπά, και ωσαν τα νέφη πηαίνει .
Ωρέχθηκες , κ' εδιάλεξες , προσωρινά ξετρέχεις ,
κ ' εις τα παντοτεινα θωρώ,και λίγηνέγνοιαν έχεις.
Και θες ν' αφήσης εντροπήν εις τα Ρηγάτα μέσα,
Σ ' έτοιαις δουλειαϊς ανάθεμα σ' εκείνους απ' έφταίσα .
Παιδάκι μ', όποιαις στην τιμήν τέτοιο άσχημάδι βάν εν,
Σαπούνια δεν το πλύνουσι , μηδε νερα το βγάνουν .
ποΙΗΤΗΣ

E"λογή η Νέννα, διατάσσε, λογαριασμών τζ' ωμίλει ,


Κ ' είχέτης στην αγκάλην της, κλαίοντας την εφίλει .
Κ ' έπασχεν όσοτο μπορεί, τον νούν της ν' αλαφρώση,
Και ο λογισμός, οπούβαλε, να μην τηνε κομπώση.
Οσο τζ' ωμίλευε , αγρίευε , και λέγει προς την Νέννα:
ΜΕΡΟΣ Γ '. 203

ΑΡΕΤΟΥΣΑ

Ετούτα δεν τ' ανέμενα, να μου τάς πώςεμένα .


Τα τόσα κανακίσματα Θωρώ πως εδιαθήκαν,
Κ' η σπλαχνικαίςαναθροφαϊς εξελησμονηθήκανε
Πού μ' έβλεπες να κοιμηθώ, και πάλιν να ξυπνήσω,
Κ'έδα μού λέγεις, 'Αρετή, μισεύγω να σ' αφήσω;
Γιατί θωρείς κι αγάπησα, ωσαν το κάμαν κι άλλαις,
Πλεια παρα μένα φρόνιμαις, πλεί άξιαις, πλειά μεγάλαις ;
θωρείς και ο πόθος είν' πολυς, και η πεδoμήείναι τόση,
Πού μου σκοτείνιασε τον νούν, και πλειο δε έχω γνώσις
Και ωσαν μου πήρε την εξα , ποιαϊς δύναμες μπορούσε ,
Και ποιάς γυναίκας η ανδρειαϊς να τόνε πολεμούσι ;
Εγωχα ταϊς ελπίδες μου, και θάρρήμουσ'εσένα,
Γλυκα βοτάνια να μου βρής, να με γιατρέψης , Νέννα .
Κ ' εαυ θωρώ με την φωτιάν , και σίδηρα γυρεύεις,
Να μ8 γιατρέψης την πληγήν, και πλεια τηνξαγριεύεις.
Γιατ' είναι σάρκα ζωντανή, και ως μίξη μετ' αυτάνα,
Με θανατώνεις την πτωχήν, σαν κι άλλαις π’ απεθάνά .
Πώς να τηνδιώξω την φιλια, κ'εκείνη να με γιάνη ;
Ανθρωπος ανημπόρετο πράμμα ποτέ δεν κάνει .
Κ' εις την φιλιαν που βρίσκομαι, και στέκω ν' αφορμίσω,
Δεν είναι τούτο γιατρικό να λες, να την αφήσω.
θωρώ σε πως πλειαπαρα με, φοβάσαι και τρομάσσεις,
Γιατί δειλιάς τον θάνατον σήμερον να περάσης .
Τα πάθη που σου μίλησα , σ' φόβον πολύν σ'έβάλα,
Και έχασα την αναθροφήν,και των βυζιών το γάλα .
Και ό, τ' έλεγες, και ό, τ' έτασσες, άλλοτε, έπεράσα,
Τα ελπίδες, πούχα προς εσε, όλαις εδα τζ' εχάσα .
Καιας είχες ήσαι μετα με, και σ' μιαν βουλήν ομάδα,
Και ας μάς έδωσανθάνατον, και αςπάμεν και εις τον"Αδη.
204 ΜΕΡΟΣ Γ'.
Εγώμαι νεια και κοπελιά, και πάλιν δεν φοβούμαι,
Και για θανάτους εκατό τον πόθον δεν αρνούμαι.
Κ' εσυ Φροσύνη, πούσαι γρηά, γυναίκα του καιρού σου ,
Φοβάσαι τόσο και δειλιάς, θάνατον του κορμιού σου ;
Να μην το μάθ' ο Κύρις μου, να πανα σου μανίση,
Αν σ' είχε δείρει μια και δυο, πάλ ' ήθελε σ' αφήση.
Μα σαν με χάσης, θέλεις πη, ώφου, για λίγο πράμμα,
Τα λόγια , τα διατάγματα, πόσο κακόν εκάμα.
Εχασα την την κορασσιαν την μονοθυγατέρα,
Η ερμηνειαϊς, κ' η μανιταις εις τούτο των εφέρα.
Και θες με μυριoλυπηθής, και θες αναστενάζει ,
Το κάρβουνό μου στην καρδιαν πάντα σου θέλει βράζει .
Και αυτό το στήθος που πολλα μ' είχε κανακεμένη,
Το Τέλεις δέρνει, να πονής, Νέννα μωρή καϋμένη .
Και τα βυζιά που σπλαγχνικάμου δίδασι το γάλα,
θες τζαγκερνίζει σαν με δής, το μνήμα πώς μ' έβάλα .
Τα μάτια σε πά χαίρουνταν, πολλα και αναγαλλιούσαν ,
Κ 'έδειχναντην αγάπην τους, πάντ’ όταν μ' έθωρούσαν,
Νατρέχεν δάκρυα ποταπόν, να καίγεν την καρδιά σου ,
Στο σ'εύρεν ανεπόλπιστον έδα στα γερατιά σου ..
Και να τραφέν να μη με δέν, και ο τόπος ν' απομείνη,
Πού κοίτομουν , πουκάθουμουν , με σε μάννα Φροσύνη.
Πώς τοβαστάς; και πώς το θες ; κ'η ψύσου πως το κάνει,
Ν' αφήσης τέτοιο σπλαχνικό παιδί σου ν' αποθάνη;
Και τόσ' αυτή η όρεξις μην ήθελε μανίσει,
Και λόγια της παρηγοριάς ας μούθελε αφήσει .
Καιας τόχες συβασθή κ' εσύ, ό, τ' έβαλαστον νου μου,
Και μή σε κάμη έτζ' άσπλαχνην ο φόβος τουΚυρού μου
Και αν είχες μπή είς κίνδυνο, και πείραξιγιαμένα,
Ας είχες έχει πομονήν, ωσαν καλήμου Νέννα.
Φίλος για φίλον είδαμεν να πέση, ν' αποθάνη,
Κ'ετούτα είν τα πωρικά, όπ’ η αγάπη κάνει ,
ΜΕΡΟΣ Γ ' . 205
Κ' εγώ, πού σούμαι φίλενα, και τέκνο στην αγάπη,
Δια τον φόβον της αγκιάς ο νους σου παρετράπη ;
Και τάχα ξαναγίνηκεν εις κάθε πράμμ η φύσι,
Κ' εκείνα , που ξετέλειωσε, θε να τα καταλύση ;
Ποιος εις τον κόσμο φάνηκε, και ’ αγάπην δεν κατέχει και
Ποιος δεν εδοκίμασε και ποιος δεν τήνε ξετρέχει ;
Ολοι οι άνθρωποι μοναχα , πoύχoυν θωριαν, και γνώσι,
Τρέχουν εις τούτοτο δενδρο τηςαγάπης για να τρώσι.!
Πέτραις, δενδρα και σίδερα, και ζα στην οικουμένη,
Ολα γνωρίζεςκαι γροικών τον πόθον πως τα γιαίνει .
Κ'ένα μετ' άλλο την φιλιαν, κ' αγάπην λογαριάζει, και
Και όλ' αγαπούν και πιθυμάν το πράμμα που τεριάζει.
Μα όλα για μένα σφάλασί, και πάσιν άνω κάτω,
Για με ξαναγεννήθηκεν η φύσις των πραμμάτω.
ΠΟΙΗΤΗΣ

Τουτάλεγεν η 'Αρετή, σαν έξω απ' τον νου της, το


Και θάνατον ετάζουντο να δώση του κορμιού της .
Εγνώρισεν η Νέννα της, είς τ ' ήτονε φερμένη,
Το διάταμμα έσχόλασε το ερμήνεύμα σωπαίνει.
Τα δυνατά απαλύνασι, τ' ανήμπορα μπορέσαν,
Κ'έχασαν οι λογαριασμοί, τα σφάλματα κερδέσαν.
Την γνώμην , και την όρεξιν πάραυτα την αλλάσσει,
Και το παιδί της και κυραν δεν έλει να την χάση .
Καλά το λέγ' ο φρόνιμος, όπ’ όλα τα λογιάζει,
Ο πόνος και βαρύτερος τον ελαφρoν σχολάζεικαι
Τον πλειά μικρότερον γκρεμόν να κατεβή γυρεύεις
Δεν θέλει πλειο να της μιλή, και να την παιδεύο".
Θωρεί κ' εσήκωνεν ο νούς, και εθάμπωνε το φως της,
Πολλα την εφοβήθηκε, μην ξεψυχήσ'εμπρός τηςκαι ο και
Λέγει, τα πράμματ’ ο καιρός, λιγαίνει και ελαφραίνει,
Τον θάνατον μηδε γιατρός , μηδε χορτάρι γιαίνει .
206 ΜΕΡΟΣ Γ.
Εκείνος είν'αγιάτρευτός, και ο κύκλος ως γυρίση,
Δεν ήμπορεί ποτέ νεκρόν στον λάκκον να βοηθήση.
Στάλλα, που φέρνουν οι καιροί, μάχαις , ή πόθου οδύνην ,
Γυρίζ' ο πόθος εις οργήν, και η μάχη εις καλωσύνην .
Συχνα όλα μεταλλάσσονται, καιτα βαρα λαφραίνουν,
Αμ’όταν έλθη ο θάνατος, σχολάζουν, και σωπαίνουν .
Τουτάλεγ’ από μέσα της, κ' έβαλθη να βοηθήση,
Της Αρετής, και όσον μπορεί να την παρηγορήση .
ΦΡΟΣΥΝΗ

Λέγει της, θυγατέρα μου, πειδή έβαλες στον νου σου ,


Να κάμης τέτοιο βλάψιμο, και άδικο του κορμιού σου,
Κ ' έτζι καλα θεμέλιωσες μέσα στον λογισμόν σου,
Απόψε ν' αρραβωνιασθής μ ' έναμικρότερόν σου ,
Κ' εις αφορμάρα ο λογισμός σ' έφερε θυγατέρα,
Και πλεια παρα ποτε δειλιώ ετούτην την ημέρα . Τ.
Μην πα να πάρης Θάνατού , και χάσης την ζωή σου,
Και μ' έτοιο τέλος άσχημο μαυρίσης το κορμί σου.
Χάσης τον κόσμον άδικα μ' έτοιας λογής ψυγάδι ,
Και πάγης με πολλήν ντροπήν πολλ’ άσχημη τον "Αδη .
Δεν θέλω να σ' απαρνηθώ, μα θε να σου βοηθήσω ,
Και πιθυμώ πό λόγου σου, και πέμου να γροικήσω .
Με ποιον τρόπο βούλεσαι, και ο νούς σου πώς το δίδει,
Κυρά μου ν' αρραβωνιασθής, να δώσης δακτυλίδι..
Βλέπεσαι μην το βεληθής, βλέπεσαι μην θελήσης ,
Πέτραιςναβγάληςγια ναμπή, να πα ναμ' αφορμίσης.
Δεν θέλω τούτο να γενή, καλλιώχω να με σφάξης,
Ας είν' απέξω, μίλια του το θέλεις να του τάξης .
Κ ' εκείνος πάλ' ας σου μιλή, και στέκε συ από μέσα ,
Και δέσετε τον πόθον σας σαν και άλλοι τον εδέσα ..
Και ας περπατάνε η μέραις σας, καιο κύκλοςθέλ' αλλάξει,
Με τον καιρό όλα τα νικά και φρόνησις κ' η τάξι .
ΜΕΡΟΣ Γ'. 207
ΠΟΙΗΤΗΣ

Ποτέ της μεγαλήτερην χαράν η Αρετούσα,


Δεν είδε, μηδε πλειά γλυκειάν φωνήν τ' αφτι α τζ 'ακούσα.
Και τρέχει, και αγκαλιάζεται, γλυκοφιλεί την Νέννα,
Και απ'την χαραν στα μάτια της τα δάκρυα κατεβαίνα .
ΑΡΕΤΟΥΣΑ

λέγ' άφς αυτες τες λογισμός, και ο νες σε μην το βάλη,


Κ' εμάς ή χέρα μας ποτέ πέτραν καμμιαν να βγάλη .
Ουδε μεγάλη, ουδέ μικρών, ασβέστην, ουδε χώμα,
Μα τούτο τ’ αρραβώνιασμα γίνεται με το στόμα .
Και δίχως να μου τόχες πη, δεν τόκανα ποτέ μου,
Καλλιάπερνά τον θάνατον, Νέννα , και πίστευε μου .
Κ' εκεί $ ες είσαι μετα με, δής θες το θε να κάμω,
Σαν μάννα, και μαρτύρισσα , νάσαι κ ' εσυ στον γάμο .
ΠΟΙΗΤΗΣ

Πολλά πεθύμα ή 'Αρετή , η μέρα να περάση,


Και νάλθη η νύκτα τα τζ' ευρή, τον γάμον να συβάση .
Ε 'δέτζι και ο Ρωτόκριτος πληθαίνει η πιθυμιά του,
Να της μιλήση, να της πη για τα ξορίσματά του .
Μα την βουλήν της Αρετής ακόμη δεν κατέχει,
Πολλά φοβάται, και δειλιά, κ' έγνοια μεγάλην έχει.
Λογιάζει, πώς σαν ξορισθή, λογιάζει σαν μακρύνη,
Να πιάση ή 'Αρετή νερό, να σβύση το καμίνι
Ετούτο είναι φυσικόν, *' όπ’ αγαπά , φοβάται,
Γιατ' είδαμεν πολλαίς φοραίς, και ο πόθος λησμονάται .
Και πούναι αγάπη καρδιακή, εις όποιον και αν ελάχής
Πάντα φοβάται, και δειλιά, να μην του φέρη μάχη .
Ε'βράδυασεν, ενύχτωσε, λιγοψυχά η καρδιά τους,
Στο παραθύρι να βρεθούν, να πούν τα βάσανα τους .
208 ΜΕΡΟΣ Γ'.
Εφθασε το μεσάνυκτον , η ώρα π ' αναμέναν,
Στον τόπον ευρεθήκασι, που κάθε νύκτα πηαίναν .
Μιαν ώρα κλάψασιν έμπρος, δρυμιακ' έλουκτουκήσαν ,
Και απέχει μ ' αναστεναγμούς τα πάθη τους αρχήσαν .
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ

Λέγει της ο Ρωτόκριτος, ήκουσες τα μαντάτα,


II ' ο Κύρις σου μ' εξώρισε στης ξενιτειάς την στράτα .
Κ'εφάνη του και εσφάγηκεν δι αφορμή δική μου ,
Σαν έμαθε την προξενειαν, πούκουσε του γονή μου .
Κ ' έτοιας λογής εμένισε, τόσον βαρυ του φάνη,
κυρις μ'απ'την πίκραντου λογιάζω ν' αποθάνη.
Τέσσαραις, μέραις μοναχά μούδωκε ν ' αναμένω,
Και απέχει να ξενιτευθώ , πολλά μακρα να πηαίνω,
Και πώς να σ' αποχωρισθώς και πώς να σου μακρύνω ;
Και πώς να ζήσω δίχως σου στον χωρισμόν εκείνος
Ε'σιμώσε το τέλος μου , μάθης το θες κυρά μου,
Στα ξένα πως με θάψασι, κ ' εκ' είν' τα κόκκαλά μου .
Κατέχω το κ' ο κύρις σου γλίγωρα σε πανδρεύει,
Ρηγόπουλο, Αφεντόπουλο, σαν είσαι συ, γυρεύει .
Και ουδε μπορείς ν' αντισταθής, σαν θέλουν οι γονείς σε,
Νικών αυτοί την γνώμην σε, και άλλάσσει η όρεξίς σου.
Μία χάριν μόνον σε ζητώ, κ'εκείνην θέλω μόνον,
Και με εκείν' ολόχαρος την ζήσίν μου τελειώνω.
Την ώρα π' αρραβωνιασθής, να βαραναστενάξης ,
Και όταν νύμφη στολισθής, σαν παντρεμένη άλλάξης .
Να αναδακρυώσης και να πης , Ρωτόκριτε καϋμένε,
Τα σούταξα, αλησμόνησα, τάθελες πλειο δεν είναι .
Και όταν σ' αγαπ' αλλού γαμπρού θες δώσεις την εξασε,
Και νοικοκύρις να γενή στα κάλλη τζ' ώμορφιάς σου..
Οταν με σπλάχνος σε φιλεϊ, και σε περιλαμβάνει,
θυμήσ' ενός οπού για σε εβάλθη ν' αποθάνη.
ΜΕΡΟΣ 1 ) . 209
θυμήσου , πως μ' επλήγωσες, και έχω θανάτου πόνου,
Και ουδε ν' απλώσω μούδωκες σκιας το δακτύλι μόνον .
Και κάθε μήνα μιαν φοράν μέσα στην κάμερά σου, !
Λόγιασαι τάπαθα για σε , να με πανή η καρδιά σου.
Και πιάνε καιτηνζωγραφιαν, πούβρες στ' αρμάρι μέσα ,
Και τα τραγούδια πούλεγα, και όπου πολλά σ' ορίσας :
Και διάβαζε τα, θώριέ τα , και αναθυμού κ' εμένα ,
Που
έξωρίσανε για σε πολλά μακρα στα ξένα ...!
Και όταν σου πούν και απέθανα , λυπήσουμε, και κλάψε,
Και τα τραγούδια πούβγαλα, μέσ' στηνφωτιά τα κάψε,
Για να μην έχης αφορμήν είσε καιρόν κανένα , η
Πλειό σου να τα ενθυμηθής, μα ναν λησμονημένα .. !
Παρακαλώ, θυμού καλα, ότι σου λέγω τώρα, ε
Και γλέγωρα μισεύωσου , κ' εύγαίνω'πο την χώρα ,
Και ας τάξω ο κακορροίζικος , πως δεν σ' είδα ποτέ μου,
Μα ένα κερί απτούμενον εκράτουν κ' έσβυσέ μου ,
Μα όπου καιανπάγω, όπε βρεθώ, καιτον καιρών π8 ζήσω ,
Τάσσωσου άλλην να μην 'δώ, μηδε ν' αναντρανήσω.
Καλλιάχω εσε με θάνατον, παρ άλλην με ζωή μου ,
Για σένα εγεννήθηκε στον κόσμον το κορμί μου ...
Η ευμορφιαϊς σου έτοιας λογής το φως μου τριγυρίσαν,
Κ' έτοιαςλογής ή ερωτιαϊς εκεί σ' έζωγραφίσαν.
Κ ' εις όπιον τόπον και αν σταθώ, τα μάτια όπου γυρίσου,
Πράμμ'άλλο δεν μπορώ να δω παρατην στόρησί σου .
Και ας είσαι εις τούτο θαρρετή, πως όταν αποθαίνω,
Χαιρετισμόν αν μούπεμπες στην ώρα κείνη, γιαίνω.
ΠΟΙΗΤΗΣ

Δεν ήμπορεί πλειο ή 'Αρετή ετούτα ν' υπομένη,


Και άγκουσέμένη βρίσκεται, και περιωσμένη.
Και λέγει του, να ομιλή πλειότερα μη βαραίνη.
Μιαν λαβωμένην τζ' ερωτιάς, του πό ' αρρωστημένη ;
Erotocrito . 14
210 ΜΕΡΟΣ Γ '.
Home Werke ΑΡΕΤΟΥΣΑ και τη δυνα και
. κ :
Τα λόγια αου, Ρωτόκριτε, φαρμάκι εβαστούσαν , ή
Καιουδήλπιζά, ουδε ανέμενα τ' αφτιά με ό, τι αλακώσαν.
Ηντάνε τούτα που μελείς, και ο νους σου πως: ταβάσεις
Πού « τάβρε αυτά η γλώσσα σου, όπου μ' αναθηβάνει ;
Και πώς μπορεί τούτ' η καρδιά, που με χαρά μεγάλη,
Στην μέσης της εφύτευσε τα νόστιμα σου κάλλης.
Και θρέφεσαι καθημεριός, στα σωθικά ριζώνεις, 31
Ποξίζει δε το αίματης, και ανθείς, και μεγαλώνεις και
Και ως σ' έβαλε, σ ' εκλείδωσε, δεν θέλει πλειο ν' ανοίξο,
Και το κλειδί έτζάκισέν, άλλης να μη σε δείξη:
Και πώς μπορεί άλλοδενδρο, άλλοι βλασαι και άλλ' άνθη,
Μέσα της πλειο να ριζωθούν, που το κλειδι εχάθη;
Ζωγραφιστήν σ'όλον τον νούνέχω την στόρησίν σου ,
Και δενμπορώ άλλη πλειο να 'δώ, παρά την εδικήν σου.
Χιλικού ζωγράφοι να βρεθούν με τέχνην με κονδύλες 1:
Να θε να ζωγραφίσουσι μάτια άλλα, και άλλα χείλη.
Την στόρησί σουως την ιδούν, χάνεται η μάθησί τους,
Διατί κάλλεάναι η τέχνη μου παρά η εδικήτους.
Ε' όταν σ ' έζωγράφισα, εύγαλα απ' την καρδιά μου ,
Αίμα, και με το αίμα μουεγίνη η ζωγραφιά μου .
0 ° πρια με αίμα της καρδιάς μια ζωγραφια τελειώση.
Κάνειτην όμορφην πολλα, και ουδε μπορεί να λυώση .
βανιώναι η σάρκα ζωντανή, καταλυμόν δεν έχει,
Καιποιος να κάμη ζωγραφιαν, πλειοσανεμέ κατέχεις
Τα μάτια, ο νους μου, κ' η καρδιά, κ' η όρεξις θελήσαν,
Κ ' έσμιξαν και τα τέσσαρα , όταν σ'έζωγραφίσαν .
Και πωςμπορώ να σ ' αρνηθώς και αν θέλω, δεν μ' αφήνει.
Τούτ' η καρδια που έβαλες τζ' αγάπης το κουμίνι 1
Κ ' εξαναγίνη εις την πυράν, την πρώτην φύσε χάσε ,
Η * στόρησίς μου χάθηκε, και την δικήν σουπιάσε
ΜΕΡΟΣ Γ '. εί
Λοιπόν μην βάλης λογισμών σ'έτοιαν δουλειαν να ζήσης .
Δεν σ' απαρνούμαι γω ποτε, και ουδε κ' εσύ μ' αφήσης.
Και ο Κυρις μ'όταν βουληθή, και δε να με πανδρέψη ,
Κι εδώ πώς γάμον κτάσεται, και τον γαμπρόν γυρέψη
Κάλλια. Κανάτους εκατό την ώραν Βέλω πάρει,
Αλλος παρ ο Ρωτόκριτος γυναίκα να με πάρη. ΟΡΣερό και
Μα για να παύσ' ο λογισμόςαυτός οπού σε κρίνει,
Κ ' ελπίδα μια παντοτεινή στους δυόμας ν' απομείνη.
Την ώραντέτον θέλεις 'δή, και ας παύση ή έγνοια ή τόση,
Πράμμα, όπου παρηγοριαν πολλήν σου θέλει δώσει .
ο Α.Ο ΟΥ
ΠΟΙΗΤΗΣ
Και την Φροσύνην έκραξε, και τον φωτιάν της κάγει,
Και βάνει την σαν μάννα της εις το δεξιότης πλάγι .
ΑΡΕΤΟΥΣΑ.
Λέγει της, Νέννα , γροίκισε, και μαρτυριαν να δώσης,
Και όπε και αν λάχηςτο θωρείς,κάμε να μητο χώσης.
Είν'άνδρας μου, ο Ρωτόκριτος ,ό, τι καιρός περάση,
Τώρα ατα νειάτα στον ανθόν, ή όταν σαν γεράση .
Και ομνύω εις τον Ουρανών, στον " Ηλιον στο Φεγγάρι..
Αλλος δια γυναίκα του ποτέ να μη με παρη .
ΠΟΙΗΤΗΣ

Κεϊ , που ποτέ το χέρι της δεν τούδωκε ν' άπλωση,


Την ώραν κείνον σπλαχνικά για να ξετελειώση,
Το τάσσιμον του γάμου τους, και νάχη πάντ'ελπίδα,
Αρχοντικά το πρόβαλε στην σιδηρή θυρίδα .
Ας πιάση, λέγει, δ: Ρώκριτος της χέρα, που πιθύμα,
Με την οποια παρλαμπαστοι να μπούμε σ' ένα μνήμα .
Βγάνει απ' το δακτύλισης εύμορφο δακτυλίδι,
Με δάκρυ καιαναστεναγμούς του Φώκριτου το δίδει .
212 , ΜΕΡΟΣ Γ '.
* Η APETOPZA ). TÁ Pty virey vóms
Λέγει του, να και βάλετο εις το δεξιό σου χέρι , και ο
Σημάδι πως, ώστε να ζω, είσαι δικό μου τέρι ..
Και μην το βγάλης απικεί ώστε να ζής, και καται,
Φόρειτο, και όπ’ σου τόδωκε,κάμε να της θυμάσαι ,.ε.
Και ο Κύρις μ' αν το βουληθή, να πάρει την ζωή μου ,
Και δεν μ' αφήσω να χαρώ , σαν θέλει η όρεξί μου , και
Φύλαξε την αγάπην μας, και ας είσαι πάντως ήσου, και
Και με το δακτυλίδι μου πέρασε την ζωήν σου .Αν και
Τούτο για ναμαι ο γάμος μας, και τέτο δα μας σώνει ,
Κάθε καιρό ό, τ' έταξαμεν , τούτο το φανερώνει .
Και αν δεν θελήση η μοίρα μας , να σμίξωμεν ομάδα,
Ηφύσου ας έλθη να με βρήχαρούμενη στον "Αδη .
Πάντα σε Θέλω καρτερεί ζώντας και αποθαμένη,
Γιατι μια αγάπη μπιστική στα κόκκαλα πομένει.
Μην το λογιάσης και ποτέ σ' ό, τι μου κάμη ο Κύριος,
Αλλος κανείς μόνον εσυ να μούσαι νοικοκυρις .
Την χώρα κρατουν είς τ' αλλού , όσ ' ώρα τα μιλούσαν,
Και ποταμον τα μάτια τους, και βρύσιν έκανούσαν.
Στα κίνδυνα ο Ρωτόκριτος, που βρίσκετο και πάθη ,
Παρηγορια του δώκααι τούτ' όλα, και ανεστάθη . .
Κ ' επλήθυν' η ελπίδα του, και βέβαιο το εθαρρει,
Πώς η Αρετή άλλον παρ αυτον άνδρα δεν θέλει πάρει ,
Και προς την χώρα της θωρεί και βαραναστενάζει ,
Και απέκ’αρχίζει να μιλή, και δάκρυα κατεβάζει .
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ

Καλώς το πιάσε ή χέρα μου το μαρμαρέντο χέρι,


Κείνο που ελπίδα μούδωκε, το πώς σε κάνω τέρι και
Σημάδι πιθυμητικό της αναγάλλιασίς μου, και
Παρηγορια , και θάρρος μου, και μάκρος της ζωής μου !
ΜΕΡΟΣ ". 213
Χέρα , που δίχως να μιλή, σωπώντας μου το τάσσει,
Εκείνο που ετρόμαζεν ο νους μου μην το χάση.
Χέρα, που πιάσει το κλειδί,και μ ' όλο το σκοτάδι,
H "νοιξε τον Παράδεισου, και τ' ουρανους μου δίδει.
понтн
0 " ποιος δουλεύει της φιλιάς, κ' έχει καύμόν μεγάλον ,
Ας το λογιάση ηντάλεγεν ο ένας με τον "Αλλον .
Ας τολογιάση, και ας το δή, και απ'τες καϋμέξτεάςκρίνη.
Η'ντα, ποχαιρετήσματα ήσαν την ώρα κείνη . :
Κ ' ήντα καληνυκτίσματα πικρα φαρμακεμένα,
Λόγια με λακτουκίσματα, και δάκρυα ζυμωμένα .
θώρειες με τζ' αναξεναγμες, και της καρδιάς τρομάραις,
Και συχναναντρανίσματα , αγάπης λιγομάραις.
Με πόνους τα κανάκια τους, με δάκρυα ό , τι μιλούσι,
Σαν όταν η μάνναις τα παιδια νεκρα ποχαιρετούσι .
Ως την αυγή μιλούσανε, ως την αυγήν έκλαιγαν,
κι ως την αυγών τα πάθη τους και πόνους τους έλεγαν .
Σαν είδαν κ' εξημέρωνε, το φως του Ηλερύ σιμώνει,
Που μαντατεύει τα κρυφα , και όπου τα φανερώνει,
Ε'μίσεψ' ο Ρωτόκριτος πάλι την ώραν κείνη,
Και για την άλλη αργατινή παραγγελιαν αφίνει .
Στον ίδιον τόπον να βρεθούν, τα πάθη τους να πούσι,
Καλα και μιαν αθηβολήν παντάναι που μιλούσι.
Κείναις ταϊς τρείς αργατιναίς στο παραθύρι πηαίνει ,
Και είς τ' αλλού παρηγοριαϊς δίδουν οι πονεμένοι .
Ηλθεν η νύκτα η ύστερη, ήλθεν εκείν' η ώρα,
Πού μελετά ο Ρωτόκριτος να βγή όξω από τη χώρα .
Να πα να βρώ την ξενιτειαν, τον Ρήγα ν' αναπάψη,
Και την καρδιάς με την βαφήν τζ 'υπομονής να βάψη ,
214 ΝΙ ΕΡΟΣ Γ '.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ
*
Λέγει τζ' αφένδρα , και κυρα, τζ' ώραις θωρώ σιμώνες ,
Και φαίνεται με και ο έρανός και τ' άστρα με πλακώνον.
Τα μέλη μου ψυχομαχούν, η δύναμι μου χάθη,
Και πλειότερα πικραίνομαι για τα δικά σου πάθη.
Σε ποια μερια να βοηθηθής, πώς να γελάς τον Κύρι;
Κ ' ή νειότης σου την πανδρειαν ως πού να τηνε αύρη : ?
Εκείνος με τον Βασιλειον του Βυζαντιού κατέχω,
Να κάμη γαι .ν κτάσεται, κ' έγνοιαν μεγάλην έχω .
Εις τούτο πώς να πορευθής, κ' ήντα ν' αποφασίσης ,
Κ' ήντα λογής ν' ανδριευθής,τον Κύριν να νικήσης 3
Παρακαλώ σε μάτια μου , καλά να το λογιάσης,
Ποια φράτα μέλλεις νακρατής, και ποιαν οδο ναπιάσης
Να μη σου πάρη την ζωήν, μηδ' άνδρα να σου δώση,
Τόνα, ή τ' άλλο αν γενή, θέλει με θανατώσει .
Για να μπορείς να βοηθηθής σ' τόνα κ' είς τ' άλλο , κόρη,
Ε'χε την έγνοιά σου καλά με φρόνησι τα θωρει ..
ΠΟΙΗΤΗΣ

Με τηνλαχτάραν στην καρδιας στον νούν περιωρισμένη ,


Στα τζ' είπε πηλογήθηκε του πόθου ή πληγωμένη.
ΑΡΕΤΟΥΣΑ

Διώξε αυτούς τους λογισμός , κ'έγνοια καμμια μην έχης .


Μη θέλης να ξαναρωτάς το πράμμα που κατέχεις .
Κ' εγω στον νούν μου τόβαλα κείνο που θε να κάμω,
θάνατον δεν μου δίδoυσι, μηδ' άλλον γάμου κάνω.
Γιατί δεν είν' τούτ' αφορμή, να πάρη την ζωή μου,
Και ας βασανίζη μοναχά, και ας δέρνη το κορμί μου
Σαν 'πω, δεν θε να παντρευθώ, ο Κύρις μου αν μανίση,
Σαν δοκιμάση μια και δυο τέλος ενα μ' αφήση .
ΜΕΡΟΣ ΕΥ 215
Και τα κρυφά μας των δύονών εκείνος δεν κατέχει,
Τίποτ' αν έφωρέθηκε, κακών θεμέλιον έχει,
Και γλίτωρα διαβαίνουσιν εκείνα που λογιάζει,
Και αν τούλθε λογισμός κακός, ολίγωρα σχολάζει :
. : :?Αη ΠΟΙΗΤΗΣ

Ωμίλει κείνη α ' μιαν μεραν, ωμίλει αυτός στην άλλη,


Μία πέδα τους επαίδευεν, ένας καϋμός, μια ζάλη,
Δεν έχουν πλειο και οι δυο καιρόν τα πάθη να μιλέσιν,
Ηλθεν η ώρα η σκοτεινή, που θε να χωρισθούσιν .
Ε 'στραψεν η Ανατολή, και έβρόντησεν η Δύσι,
Οταν τα χείλη του ήνοιξε, για ν' αποχαιρετήση.
Και το παλάτι σείσθηκε στον πόνον που έγροίκα .
0'ταν τα χέρια πιάσασι , και αποχαιρετησθήκα
Και τις μπορεί να διηγηθή, δια την ώρα κείνη,
Η κόρη πως απόμεινε , και ο άγγουρος πως γίνη ;
Δεν έχουν γλώσσαν να το πούν, χείλη να το μιλήσουν,
Και μηδε μάτια να το δούν, και αφτιά να το γραικήσουν,
Πούρ βιαζέν τους, ο καιρός, κ' εσίμωνεν η μέρα ,
Και εις του άλλου σπλαχνικα έσφιξασε την χώρα
Κ' ένα μεγάλο θαύμασμα στο παραθύρι γίνη,
Η πέτρας, και τα σίδερα κλαίσι την ώρα κείνη.
Κ ' επέφτανε η σταλαγματιαϊς της πέτρας του σιδήρου,
Κ ' ή 'Αρετούσα τζ' ηύρ εκεί , κ' ήσαν αίμα ταχτέρου ,
Ε'μίσεψ' ο Ρωτόκριτος, και βιάζει του,η ώρα,
.
Α'πόμεινεν η Αρετή μόνον με την Φροσύνη,
Πράμμα μεγάλο γίνηκεσ' αυτήν την ώρα κείνη,
Είς τήν ποδιών της Νέννας της έπεσε κ' ελιγώθη ,
Η πέθανε, ή ζωντανή αν ήνας δεν το γνώθει και
Mή την καταδικάσετε την πικραμένη κόρη,
Αν ήναι και να βλεπηθή είς τούτο δεν ημπόρει ,
216 DEPOSIT.
Η'τον, ακόμη κοπελια, και αμάθητη στα πάθη, :
Και ως ήρχισεν ο Έρωτας να την πατάξη, χάθη .
Δείξε χρυσάφι και φωτιάν του κοπελιού να πιάφη, νή
Να δες πώς τρέχει την φωτιαν, καιεις το καλόν τ'αράσσει .
Και πάρε ξόμπλι απ' τα μικρα, και αμε τα πλειά μεγάλα ,
Κείνα , που ξεβυζάσασι, και πλειο δεν τρώσι γάλα .
Να δης και αυτά πωςστο κακό τρίχαν και δεν γροικούσι ,
Ποια πράμματα τα βλάπτουσι, ποιάνας που τα 'φελούσι
Το φθάσσει δώδεκα χρονών, και παραπάνω σώσει, ...
Διότ’ ακόμη δεν έχουν θεμέλιον ουδε γνώσι .
Ράσσουσι πάντα στ' άφαντα, τ' αψήφιστα γυρεύγουν, 1
Εις το κακό σιμώνουσι, και απ'το καλότους φεύγουν :
Και το ν' αρχίση ταϊς μικραίς "Έρωτας και πατάσση,
Δεν έχουν γνώσιν δύναμιν, ν' αφήσουν να περάση .
Μα είν εύκολαις το μπέρδεμα, και όταν πιασθεν σο δίκτυ,
Εις αφορμάγραν είδαμεν ο πόθος πως ταίς ρήκτει.
Δεν είναι τούτη μοναχή, μα σφάλασε και άλλαις, (λαις.
Πλειά φρόνιμαις , και γνωσικαϊς, πλεί άξιαις, πλειαμέγα
Nειαϊςκαι σεμέναις τε καιρώ, και γραΐς, να ξαφορμίσεν ,
Κ ' η πονηραϊς του Έρωτος όλαις ναταϊς νικήσουν .
Και νάχουν γγόνια, και παιδιά , και να μη δεν ψηφ8σες
Μα να οργισθούσι όλωνών, τζ αγάπης ν' ακλουθούσι .
Κ ' η 'πιθυμια προσωρινή, που σαν άνθος διαβαίνει,
Και ωσαν τον άνεμον σκορπά, και ωσαν τα νέφη πηαίνει,
Να βάλουν ταϊς ελπίδες των εις θάρρος κομπωμένος ,
Σ ' έναν αφέντην πίβουλου , και καταφρονεμένον .
Λοιπόν τον "Έρωτ’αν κ' ή αυτή να την γελάσ' αφήκε,
Πούναι δεκατριών χρονών δεκατεσσάρων μπήκε.
Καλα και νατον φρόνιμη, πολλά γραμματισμένη, ( νει.
Τζ' αγάπης ως και αν χώνεται, πo τζ' άραμάδας μπαί
Μη την καταδικάσωμεν, μα να την λυπηθούμεν ,
Γιατί σε νειαϊς , γιατί σε γραΐςξόμπλιά πολλα θωρούμεν.
ΜΕΡΟΣ Ε ". 217
Εδέρνέτουη Νέννα της, και έκλαιγε το κακότης,
Σαν να την έβλεπε νεκρών, στέκει ποπανώθιότης .
Στούτα τ' ανακατώματα η κόρι ξελιγώθη,
Χαϊμένη, και τρεμάμενη ακουμπιστη σηκώθη .
ΑΡΕΤΟΥΣΑ

Και ζαλισμένηαναρωτά και λέγει της, Φροσύνη,


Nέννα μου, ο "Ρωτόκριτος που πάγει ; και ' ήντα γίνη;
Στο παραθύρι πρόβαλε , μήπως και είναι στο δώμα,
Κ' ωμίλει άλλα των άλλων το πικραμένο στόμα.
Η Νέννα την παρηγορά , λιγάκι συνηφέρνει ,
Και ο νούς της πούτονε μακρα, πάλι κοντά γιαγέρνει :
NENNA

λέγει της, θυγατέραμου, μην κλαίγης, μή θρηνάσαι,


Υπομονητική πολλα, έδα τυχαίνει νασαι .
Ζύγωξε τα βαραίνουσι, διώξε την τόση πίκρα,
Και άφςτον καιρόν να περπατή, σαν και άλλαιςτον αφήκα.
Και του Κυρού σ ' η μανιτα έχει να σιγανέψη,
Και μ' όποιον θες, και ορέγεσαι, εκεί να σε πανδρέψη.
Α'φες τους μήνας να διαβούν, τον χρόνον να περάση,
Τ' άγρια Φηρια μερώνουσι με τον καιρόν στα δάση.
Με τον καιρόν τα δύσκολα, και τα βαρυα λαφραίνουν ,
Κ 'ανάγκάις πάθηκιάρρωστιαϊς γιατρεύονται,και γιαίνεν,
Με τον καιρόν ή ανεμικαίς, και ταραχαϊς σχολάζουν,
Και τα ζεστα κρυαίνουσι, τα μαργωμένα βράζουν .
Με τον καιρόν ή συννεφιαϊς παύουσι κ' η αντάραις,
Κ' ευχαϊς μεγάλαις γίνονταιμε τον καιρό η κατάραις .
Μη δείξης κ'έχεις λογισμόν, να ζήσης, θυγατέρα,
Και άμα να δηςτον Κύρι σου, σαν ξημερώση η μέρα.
Και μη το βουληθής ποτέ να τον κακοκαρδίσης,
Για ναμπορώς με τον καιρών, τα θέλειςνα νικήσης.
218 ΜΕΡΟΣ Γ '.
Και αν πάη μακρα ο Ρωτόκριτος , πάλαι γιαγύρει θέλει,
Κι ό, τι είναι σήμερο πικρό, ταχινάναι σαν το μέλι .
ΠΟΙΗΤΗΣ

Ετούταις η παρηγοριαϊς, οπούλες ή Φροσύνη,


Μ ' άλλαις πολλαίς την έκαμε δια την ώρα κείνη,
Κ'επάψασε παραμικρον οι λογισμοί τζ' οι τόσοι,
Πολλά μεγάλο χάρισμα στον άνθρωπον ή γνώσι,
Στο σπίτι και Ρωτόκριτος σώνει την ώρα κείνη,
Και αποθαμένος, και νεκρός και ασούσουμoς εγίνη.
Ε'κούμπησε την κεφαλήν εις το προσκεφαλάδι,
Και γαίνεται σου ζωντανός εμπήκεν εις τον "Αδη .
Και συννεφία και καταχνια μεγάλη τον πλακώνει,
Κάθε χαρα πο λόγου του ξορίζει και ζυγώνει .
Τα μάτια δεν μπορούν να δούν, η γλώσσα να μιλήση,
Κρυός, χλωμός ευρίσκεται, σα νάχε ξεψυχήση .
Μηνά του φίλου και έρχεται, ναναι παρηγοριά του,
Και φανερώνει, ομολογώ ότότες τα κρυφά του.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ

Λέγε τ' αδέλφι, απόμεινε , και αφες με μοναχόν μου,


Να περπατώ στην ξενιτεια, να κλαίω το ροιζικόν μου . »
Και γράφε μου συχνά συχνα , κλεφτάτα να μαθαίνω,
Η Αρετή πού βρίσκεται, όπου γροικάς να πηαίνω..
Και αν ήμπορης με πονηρια, κάμε' πο ξενον στόμα,
Να το γροικά πά βρίσκομαι, είς ποια μεραν σ' ποιον χώμα.
Εις το παλάτι σαν το πούν, εκείνη το μαθαίνει,
Και την υγειάν μου να γροικά, ο πόνος της λιγαίνει .
ΠΟΙΗΤΗΣ

Ο φίλος τον παρηγορά, δεν θέλει να του δώση,


Ανάγκη μεγαλύτερη στην πίκραν του την τόση .
ΜΕΡΟΣ Γ '. 219
ΠΟΛΥΔΩΡΟΣ

Λέγει τ' έγω δε τόθελα, να πάγης εις τα ξένα,


Ουδε μακραν να ξορισθής ποτέ δίχως εμένα .
Μ'όπου βρεθής νάμαι και εγώ, καιόπε και αν πάς ναμ 'έχης,
Σύντροφον, καιτην γνώμην μου καλα τηνε κατέχεις .
Μα επεί και ορίζεις κ'έτζι θες, στην χώραν ν' απομείνω ,
Να σ' ελαφρώνω με γραφαϊς τον λογισμό αυτήνο,
Τάσσω σου και όλον τον καιρόν άλλο να μη γυρέψω ,
Μα σ' ό, τι μάθω, ό, τι δω, μαντάτο να σου πέμψω.
Και καταπώς τα πράμματα αλλάσσουν , και περνούσε ,
Τα γράμματά μουνάρχονται, να σου τα μολογούσε .
Και άμε, μην πικραίνεσαι, θώρειε καλά ήντα κάνεις,
Μη βάνης λογισμούς κακούς, και άδικα ν' αποθάνης ,
Και με καιρόν ή δυσκολιαϊς ελπίζω να τελειώσουν ,
Να πάψουσιν ή ταραχαϊς, και τ' άγρια να μερώσουν ,
Γιατ' είδαμεν τα βάσανα είσε πολλούς και επάψα,
Το καλοκαίρι δροσερό, και τον χειμώνα κάψα ,
ΠΟΙΗΤΗΣ
Σηκώνεται και η μάννα του, και ο κύριος μετ' εκείνη,
Κλαύμα μεγάλο και πολύ εις όλους τους εγίνη .
θωρούσι πως έμίσευε, και να μακρύνη θέλει ,
Κ' έκλαίγασι , κ'εδέρνουνταν, το ήντα να του μέλλη.
Δεν έχουν πόδια να σταθούν, γλώσσαν να του μιλήσουν,
Και να του πούν το καλώς πας, και ν' αποχαιρετήσουν .
Πριν ξημερώση ο Ρόκριτος με βιαν πολλών μισεύει,
Μ ' ένα του δούλον , και πολλους για τότε δεν γυρεύει .
0' κύρις πως απόμεινε , και η μάννα τ' η καϋμένη,
Σήμερ ας το λογιάσουσιν, οπουνάι. πονεμένοι .
Και πούχει τέκνον σπλαχνικόν,και και να του μακρύνη,
2
220 ΝΙΕΡΟΣ Ν.
Τον φίλον του παρέδωκε στην μάνναν κ ' εις τον κύριν ,
Στο πράμμά του τον άφηκεν αφέντην νοικοκύριν .
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ

Και λέγ αν φέρουν οι καιροί, πούναι. στο ζύγι πάνω,


Και τελειωθούν οι χρόνοι μου στα ξένα και αποθάνω ,
Βάλετε στο ποδάρι μου, ναναι στην συντροφιά σας,
Τον φίλον να τον έχετε θάρρος στα γερατιά σας .
ΠΟΙΗΤΗΣ

Τούτα τα λόγια στους γονιούς τα δάκρυα έπληθύνα ,


και
Και πλεια δρυμεια, και πλειά πικρα εκλάψαν μετα κείνα .
Κ ' έπει και η μοίρα τόθελε ζώντα να τονε κλαίσι,
Εγονατίσασι και οι δυο, χίλιαις ευχαΐς του λέσι.
Χαμαι φιλούσανε την γήν, τον ουρανόν θωρούσαν ,
Με λιγομάραις και δαρμούς τον αποχαιρετούσαν.
Πότε να σ' αναμένωμεν , ποιον μήνα, ποιαν ημέρα;
Πώς να τελειώσουν δίχως σουτα πικραμένα γέρα :
θωρώντας πως ο κυρις του κ' η μάννα δεν ρηνεύει,
Το κλαϋμά τους βαρέθηκε, και το ζημιο μισεύει .
Την χώραν αποχαιρετά, και το παλάτι θώρει,
Πέμπτεικαληνωρίσματα με την καρδιά στην κόρη.
Στάλογο πάνω, σαν τυφλός, και σαν βουβός εγίνη,
Ταϊςσκάλλαις του δεν ταις πατεί, το χαλινάρ αφίνει :
Μπαίνειεις λαγκάδια , καιβουνα, και σε μεγάλα δάση,
Παρακαλεί να βγούν 9ηρια, να θε να τονε φάσι .
Να πολεμήση, για να δή, τί του φυλάγει η μοίρα,
Α ' πήτης και τζ' ελπίδες του άδικα του τζ' επήρα .
0' που και αν έπερπάτησεν εκείνην την ημέρα,
Εύγανεν αναστεναγμούς, που καίγαν τον αέρα .
Τα βάσανά του τα πολλα στα δάση τα δηγάτο,
Και το λαγκάδι, και βουνί συχνα τουπηλογάτο .
ΜΕΡΟΣ Γ '. 90
ν. . : ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ
Λέγ' Ουρανί, ρηξε φωτια , οικόσμος ν' αναλάβη, και
Και όλοι αςλαβών ,και όλα ας καγών, και η Αρετήμη λάβη .
Στην άδικη απόφασί, που δόθηκε σ' εμένα, ...
Ν' απαρνηθώ τον τόπων μου, να περπατώ στα ξένα .
Α'στρη μην το βαστάξετε," Ηλιασημάδι-δείξι,
Και στέτοιου Αφέντη αλύπητου αστροπελέκι ρήξει
Και όλοι οι πλανήται τ' ουρανού την όρεξι ας κινήσουν,
Ρηγάδων να μονοιάσουσι, να τονε πολεμήσουν .
0 "τι να μου αναθυμηθή, να βαραναστενάξη,
Σπουδακτικα όπου βρίσκομαι, ναπέμψηνα με κράξη.
Και πάλιν όταν σώπαινε, με την καρδιά ωμίλει,
Κ' έσκυψε με τον λογισμόν, την 'Αρετήν και φίλες .
Τάπαν και τα μιλήσασι παντοτεινα θυμάται,
Και μόνος του και μοναχός, σαν πελελος δηγάται .
Πολλά πικροι αναστεναγμοί εσμίγασιν ομάδι,
Συχνά βροχούλα κάμασι, κ ' έβρεχε στο λαγκάδι.
Από τους τόπους του Ρηγος εβάλθη να μακρύνη,
Να βρώ άλλα μέρη αδιάβατα, και εις κείνα ν' απομείνη .
Και αγάλια αγάλια με καιρόν και μέραις να σιμών,
Στόνομα να κρυφεύγεται ποιος είναι να το χώνη.
Λόγια με τον πολύν καϋμόν , και λύπησιν γεμάτα,
Ε'λεγεν ο Ρωτόκριτος πηγαίνωντας στην στράτα .
Στον Πεζεστράτη ας έλθωμεν, π’ ως είδε τον υιόν του ,
Κ' εμίσεψε, σκοτείνιασε το φως των ομματιών του .
Τα παραθύρια κάρφωσε, ταϊς πόρταις μανταλώνει,
Α'πόβγαλε τους φίλους του , τους δούλους του ζυγώνει.
Και τ' άλογα τ' απόλυσε, και τα γεράκια αφίνει,
Σαν νάχε θάψει τον υιόν, κάνει την ώρα κείνη.
Και θεληματική φλακή και σκοτεινή διαλέγει,
και ουδε φαητό μηδε πιοτό ουδε δουλεια γυρεύγει.
222 ΜΕΡΟΣ Γ '.
Και πλειο δεν είχεν όρεξιν να βγή έξω του σπιτιού του ,
Σαν θάνατος του φάνηκεν ο μισευμός του γυιού του .
Αν ην ' η γνώματς του Κυρού τέτοιας λογήςεκάνα,
Λογιάσετε τιέκαμεν η κακομοίρα Μάννα .
Δεν θέλει η κακόρροίζική πλειον άσπρα να φορέση,
Μα θλιφτικά παλια παλιά, και απόκοντα ως στην μέση .
Κ 'εις του σπητες της τηνγωνιαν χαμαισην γήνκαθίζει ,
Πότε και λίγο φαγητό στανιότης γευματίζει . ο .
Χός ε... Ο *

ότι και ο 2 και


298
.
ΕΡΩ Τ Ο ΚΡΙΤ Ο Σ

Μ Ε Ρ Ο Σ Δ '.

Ο Ρήγας τούτον έβαλε σκοπόν μέσα στον νου του ,


Τέρι το γλιγωρότερονα δώση του παιδιού του .
Συμβούλιο με την Ρήγισσαν δίδουν την ώρα κείνη ,
Και λέγουν για την Αρετήν, ήντα λογής εγίνη.
Παράφορούνταν πομακρα, μα δεν το θεμελιώνουν,
Τα πράμματα που μοιάζασι, σμίγουσι, και σιμώνουν .
Λογιάζουν την αποκοτιαν έμπρός του Πεζοστράτη,
Να πα να πη έτοια προξενειαν τ''Αφέντη στο παλάτι .
ΡΗΓΑΣ

Λέγει, δεν ήταν δυνατόν ατόςτου να θελήση,


Ετζι ζαβα την προξενειαν νάρθη να μου μιλήση.
Μ' ο γυιός του ήταν αφορμή είς τούτο δίχως άλλο,
Και βάνει με έτοια αποκοτια είς λογισμον μεγάλο .
Κ' εκείνη η τόση αδυναμιά, οπ’έχει η Αρετούσα,
Τα λόγια κείνα πούλεγε, όταν την ερωτεύσα,
Ολάσανε κομπώματα, καθώς γροικώ.και κρίνω,
Μα λογισμών της πεδoμής έβαλε μετ' εκείνος
Τα συχναναστενάγματα , κ ' η αγρυπνια η τόση,
Η'ντα σημάδι αυτό μπορεί καλό για να μας δώση ;
Και τα συχνά πoφτιάσματα της Αρετής ,'Αρτέμη,
Δεν τέχω νατον για καλό και και λογισμός μου τρέμει.
224 ΜΕΡΟΣ Δ'.
Τα ρούχα, που ο Ρωτόκριτος ήλλασε κάθε μέρα,
Μια κοπελούδα αμάθητη σε λογισμών εφέρα .
Ο' Ρώκριτος είν'όμορφος, άξιος, και παλικάρι,
Κ' η νειούτζικαις η άγνωσταις πιάνονται σαν τον ψάρι .
Με λίγον βρώμα και άφαντο χάνουσι την εξάντους,
Τα ύστερα δεν γνώθουσι, μα Θέλουν την χαράν τους .
Αυτός λογιάζω νατονε, φοβούμαι το, και τούτο,
Εκείνος, όπου καθ' αργα έπαιζε το λαγούτο .
Και ανήν' ' ημάς τόσο ήρεσε του τραγουδιού ή γλυκότη,
Η'ντα λογιάζεις νάκαμε στης κοπελιάς την νειότη.
Η νάχω λογισμού καλον, η πούρι και να σφάλω,
Την πλεια καλήτερης βουλήν, όπουδεν βλάφτει, πιάνω .
Και πλειο δεν ειν' άκαρτερώ, έδα πούναι στα ξένα,
Και μηδ'εύγάλαν τζ' Αρετής πράμμ’ άπρεπον κανένα.
Ο γάμος της να μιληθή και ως μου ξαναμηνύση,
Ο ' Ρήγας, ξετελειώνω τα,να βγώ' πο τέτοια κρίσι .
Κ ' ημείς μη δείξομεν ποτε μανιτα προς εκείνη,
Μ ' άς της μιλούμε σπλαγχνικά πάντα με καλοσύνη .
Ωςτε να την πανδρίψωμεν και να της κάμω τέρι,
Και τις κατέχει τον καιρόν ήντα μπορεί να φέρη και
ΠΟΙΗΤΗΣ

Ετούτα μιαν αργατινή έλεγαν όλη νύκτα ,


.
και

Ωσαν οπουτον πλεια καιρού, και δούλος στο παλάτι.


Κ ' εκείνον, και τον κύριν του για μπιστικούς τζ' εκράτει .
Μ ’ ακόμη δεν κατέχουσιν εκείνα όπου λογιάζουν,
Αν ήναι περί απαρθηνα, μόνον θωρούν πως μοιάζουν.
Λίγο κοιμάται ο Κύρις της, λίγο κοιμάται η Μάννα ,
τ'
Μια νύκτα, μια βαθειάν αυγή τον γάμον όμιλούσα ,
Και τότε όνειρον βαρυ είδεν ο 'Αρετούσα .
1
ΜΕΡΟΣ Δ '. 225
Εφάνη της κ'εθώρειε νέφαλου βουρκωμένο ,
Και μ' άσραπαίς , και με βρονταϊς καιρο ανακατωμένο.
Σαν νατον μεσοπέλαγα εις τ ' όνειρό τζ' εφάνη,
Σ ' ένα καράβι μοναχή, και το τιμώνι πιάνει .
Και ανδριεύετο να βοηθηθή, και εκείνη δεν ημπόρει,
Και τον πνιγμόν της φανερα στον ύπνου της εθώρει .
Κ ' εφάνη της και ο γιαλόςείς ποταμός εγίνη,
Πέτραις, χάράκια, και δενδρα σύρνει την ώρα κείνη.
Και ώραις το κύμα την βελα, και ώραις την φανερώνει ,
Και ως τα βυζιάτζ' οποταμός , καιπαραπάνω σωνει .
Το ξύλον , πούτον στον γιαλόν εβούλησεν εμπρός της ,
Πως κινδυνεύει μοναχή, τηςφάνηστ'όνειρό της .
Και σκοτεινιάζει ο ουρανός, δεν ξεύρει που να δώση,
Και κλαίγοντας παρακαλεί κοιμώντας να γλυτώση .
Λοιπόν Ξωρεί ,πώς έλαμψε στου ποταμού την πλάτη,
Μια λαμπυρώτατη φωτιά, και άνθρωπος την εκράτει .
Φωνάζειτης, μηφοβηθής ,κ' εσίμωσε κοντάτης,
Και απότηνχώρα πιάνει την , φύρνει την , καιβοηθάτης .
Την φέρνει , σ' ανάβαθα μερα, και απέχει την αφίνει,
Κ'εχάθηκε σαν , στην αακια, δεν είδε ήντα γίνη.
Κ ' εκεί που πρώτα οποταμός,ως τα βυζια την χώνει,
Ε'φθασεν εις τα γόνατα όσον και χαμηλώνει :
Μα φαίνετό της και έστεκε, δεν έ μα περπατήξε ,
Δεν ξέροντας το ζάλω τηςεις ποια μερα να ρίξη.
Μή πα να βρή βαθυά νερά, και κινδυνέψη πάλι,
Και ως την αυγήν παιδεύεται με τ' όνειρου την ζάλη.
Κ ' εφώναξε στον ύπνον της, κανείς να της βοηθήξη,
Μην τήνε πάρη, ο ποταμός, το κύμα μην την πνίξη.
Eξύπνησεν, ηΝέμματης με την φωνήνεκείνη,
Κλαίγει και αναθεμάτιζε τζ αγάπης των οδύνη ..
Και πάγει κεί πού ή 'Αρετή κοίτεται μοναχή της,
Συργουλιστα καμακιστα , και σιγανα μιλεί της .
Erotocrito , 15
226 ΜΕΡΟΣ Δ '.
Μην την ξιππάση με φωνήν, και πα να ξαφορμίση,
Ανάθεμ’ έτοια βάσανα, κακή ώρα σ'έτοια κρίσι : Α
Ε'ξύπνησε τρομάμενη, δείχνει πως δε να φύγη, τη
Σύρνει φωνή λυπητερή ο ποταμός με πνίγειο κι
Ωσαν όταν ψυχομαχεί,εκτύπα η καρδιά της,
Και με το κλαύμα σιγανή ήταν η ομιλιά της ,τον π.
Η'τον καιτο προσκέφαλος τα δάκρυα της γεμάτος Α
Οπού φαβάτο, κ'έκλαιγε, στον ύπνο που κοιμάτο .
E "πασχε η Νέννα ό, τι μπορεί να τηνε συνηφέρη,
Πιάνειτην στην αγκάλητης, κρατείτην απ' το χέρι
Ρωτά, ξαναρώτα τηνε, ήντασαν τα όνειρατης ,
Κ'ετρόμαζε έτοιας λογής , καιέρράγη η καρδιάτης και εκεί
NENNA
εντού» (: :ο ή
Και τ' όνειροφαντάσματα, της λέγει, θυγατέρα, τους και
Και πράμματα ψεματινα εις τούτα δα σ'έφερά .
Πολλάδασε τα μάτια μου, πολλα τ' αυτιά μου άκουσα και
Κ' εγώ κατέχω να σου πω, και να το ξεδιαλύνω, !
Και οποίαις πιςεύων σ'όνειρα; για πελέλαις ταις κοινω.
Τετ 2
ΠΟΙΗΤΗΣ
:: ω. :ΑΝ : κ ? κός 57 338 3ύους
Εξεζαλίσθ' ή 'Αρετή, και τ'όνειρο δηγάται, 720p 5
Της Νέννας της , καιλέγει της τοπώς πολλα φοβάται το
Αν και η και ο εν Αθ.:ο ι κ ή .
2. εί ε :: ΑΡΕΥΟΥΣΑ 1. ηνία : 2 5 2 ii
Nέννα μου, πούτο τ' όνειρόν είναι κακό για μένα,
Η σκλάβος είν' ο Ρώκριτος , ή πνίγηκε στα ξένα
Τούτη τ'ανέμους ή ταραχή τουποταμού τα βάθη,
Δεν είναι παρά εβάσανα και πειρασμοί καιπάθη
Δεν ήτογκούτο όνειρο ; Νέννα , και φανεβαδά, ή ο
Το τέρι μου :κινδύνευε το κείνη τηνσκοτεινάδ & aras
otiradion1
ΜΕΡΟΣ Δ '. 227
Ε'τούτο είδα την αυγήν δυο ώραις να ξημερώση,
Και από τότε δεν μπορεί ο νους μου να μερώση.
Εις ώρα που τα ονείρατα όλα πλειά αληθεύουν ,
Γιατί τα βάρητα τα νού το πνεύμα δεν παιδεύουν,
Και χωνεμένοι είν' οι καπνού, εκείνοι οπούμάς βράζουν,
Κ' η αίσθησές μας ξυπνηταίς δεν είναι να πειράζουν..
Κ' είναι το πνεύμα ελεύθερον, προβλέπει , και κατέχει,
Και από καπνους του στομαχιού εμπόδισμα δεν έχει
Εκείνο όπου γλίγωρα έχ’ άνθρωπος να πάθη ,
H" σε καλό, ή σε κακό, ή σε χαρά η σ’ πάθη.
Κ' έτζι, γιατί είν'αθάνατος, του δόθη, η χάριςτούτη,
Κ' είναι μεγάλο χάρισμα επάνω στ' άλλα πλούτη.
Και την αυγήν σαν ξυπνηταίς πολλαίς φοραίς θωρούμε,
0 ', τι και αν δε να πάθωμεν, για κείνο το φοβούμαι.
Δεν ήτον τούτο όνειρον, μα είν' όραμα, Φροσύνη ,
Πολύ κακό μου μέλλεται , γίνεται, αν δεν γίνη.
Για κείνο, όπ’έχει να γενή γιαύτως δειλιώ περίσσα,
Πολλοί είδασι το κάμωμα την ώρα που εξυπνήσα.
Και όσοι κοιμώντας την αυγήν, είδαν φοβέρας πράμμα ,
Ως
N
έξυπνήσαν πάθαντο, καθώς μιλεί το γράμμα.
ένναμου,
μου,
τούτο το όραμα , πριν δώσει, μου βαρίσκει,
Πολύκακόμου μελετά,και όγλίγωρα με βρίσκει.
*
NENNA

Λέγει τζ ' η Νέννα, τ'όνειρο αυτό που δίδει, ζάλης :


Ποσάδα γω στα νειάτα μου, πόσα θωρώ μεγάλη.
Και ταραχαϊς, και ποταμούς,και σκοτωμους, και άλλα ,
Πλεια παρ αυτόνο φοβερα, δύσκολα, και μεγάλα,
Και αποσπερναϊς, και ταχυναίς, και είδα να ξεδιαλύνη,
Πώς το κακόν εισε καλό, και διάφορον εγίνη.
Και αν τ' όνειροφαντάσματα δύναμιν είχαν τόση,
Τι ξάζει τ' αυτεξούσιον στοκάνθρωπος και η γνώσηκαι
228 ΜΕΡΟΣ Δ.
Ο άνθρωπος κάνει του κορμιού, εκείνο όπου θέλη,
Ετζι καλό, σαν και κακόν, όχι και να του μέλλη.
Δεν είν'έπα μελλούμενα, μηδ' όνειρά έχουν χάρι,
Να φέρουσί, τον άνθρωπον εις βάσανα και βάρη.
Ως στρώση του κλινάρι του, και κάθε είς κοιμάται,
Και πελάλον τον κράζουσιν, τούτα όποιος τα δηγάται.
Τα σε πειράζουν διώξέ τα, τον νούν σου μην παιδεύης,
Και τ' όνειροφαντάσματα μη στέκης να γυρεύης .
Πράμμα θωρώμεν ξυπνηταίς, και πάλιαυτό μας σφάλλει,
Και συ ό,τ' είδες στον ύπνον σου, απαρθηνό σου φάνη.
Μα θε να πω και τ ' όνειρον, οπούδες, ξεδιαλύνει,
Και ό, τι σου εφάνη σ ' ύπνον σου , απαρθηνών εγίνη.
Η ντα δεν είσαι εις ταραχαϊς ; ήντα δενείσαι εις βάθη;
Δεν έχει ο νους σου βάσανα, και ο λογισμός σου πάθη;
Α'πόσταν αποκότησες να κάμης σύντροφός σου,
Και αγάπησες, και ωρέχθηκες ένα μικρότερον σου;
Εκείνα τα θολά νερά, που ως τα βυζια σ' έχωνα,
Και οπου σου δείχναν ταραχαϊς βάσανά, και χειμώνα.
Είναι τα δυσκολέματα, που μπαίνουν εις την μέση,
Και πάσχ’ ο νεςσε όσον μπορεί, στην μάχην να κερδέση.
Το ξύλο, που αρμένιζε, και εφάνη σου και εχάθη,
Σημάδιείν'' Αρετούσα μου, πώςσουπερνούν τα πάθη.
Και τούτα τα ξυλώματα, που ο Κύρις εμποδίζει,
Και τον Ρωτόκριτο έπεμψε στα ξένα να γυρίζη,
Κατεχε, πως τελειώνουσι αν τ' όνειρο αληθέψη,
Και γλίγωρα, όπου βρίσκεται θέλει τονε γυρεψη .
Και αν είδες πώς έβούλησε το ξύλο μέσ' στα βάθη,
Γλίγωρα θέλεις το ιδεί, κείνον που λες κ' εχάθη .
Τελειώνουν τα ξυλώματα, το δυνατό παλαίνει,
Ολα μερώνουν κάτεχε, καιάφς τον καιρό να πηαίνη.
Και κείν' η λαμπυρή φωτιά, πούφεγγε σαν ημέρα ,
Είν' η ελπίδα της καρδιάς , οπούχείς, θυγατέρα . ?
ΜΕΡΟΣ Δ '. 229
Και κείνο όπου σ' εύγαλεν από τα βάθη κείνα,
Και μέσατ' ανάβαθα νερα τα πόδια σου πομείνα ,
Ε 'κείνος είν'ο γάμος σου, και ωσαν, γενή, σχολάζει,
Ο λογισμός, οπούβαλες, που τόσα σε πειράζει
Κ' άν είδες , πως: στ' ανάβαθα τα πόδια ήσαν: χωσμένα ,
Σημάδι, και ο Ρωτόκριτος άξιος δεν είν' για σένα .
Γιαύτως μ' όλο που γλύτωσες, κ' εύγήκες απ' ταβάθη,
Α'πόμεινες εις το νερό, και το κορμί σου υγράθη .
Σχόλασαι, μην πικραίνεσαι, τ' όνειρομή λογιάζης,
Και μη βαραίνης την καρδιαν, τον νυν σουμην πειράζης .
ΠοΙΗΤΗΣ

Ετούτα λέγ' η Νέννα της, παρηγορία της δίδει ,


Α' μ'έφοβήθηκε και αυτή τζ' αντάραις στο στότίδι .
Και κείνα τα θολά νερα , του ποταμού τα βάθος
Γιατ’ όλα φανερώνασι κακομοιριαϊς και πάθη.
Παρηγοράται η 'Αρετη εις τα τζ ωμίλει η Νέννα,
Γιατ' είπε και προτητερα απ'άλλαις γροικημένα,
Το πως εις όνειρα κανείς δεν πρέπει να πιστεύη,
Και τ'όνειροφαντάσματα ξύπνου μην τα γυρεύη.
Κ' οι φρόνιμοι σ' έτοια όνειρα γελούν, και δεν ψηφούσι,
Μα οι πελελοί πισεύουντα, και άλλοι που δεν γροικούσι .
Με τ' όνειρου τ 'αθηβολιαϊς ημέρα ξημερώνει,
Σηκώνεται, και ενδύνεται, τον λογισμών μερώνει .
Και πριν βραδυάση, είς τε Ρηγός ήλθ' έγνοιανο μαντάτο,
Οπούβαλε της Αρετής τον μυαλό άνω κάτω .
Απ' το Βυζάντιο νπέμψάσι μαντατοφόρους τότες,
Και με χαρά πεζέψασε στου Βασιλειου ταϊς πόρταις .
Και προξενειών του φέρασε, και είπαντου να κατέχη,
Πώς επιθυμιαν ο " Ρήγας τους πολλά μεγάλην έχει,
Συμπεθερια να κάμουσι, και ομάδε ναπανδρέψουν ,
Και θέλουσιν άπηλογία γλίγωρα να μισέψουνε
230 ΜΕΡΟΣ Δ',
Ο' Βασιλειος πασίχαρος, ετούτάενα γροικήση, . . ?
Τους είπε πως τ' αποταχυα τους Βέλ' αποφασίσεις
Σαν είδε κ' ήλθαν, η 'Αρετη έγνοια μεγάλην έχει,
Το θέλαν επροφήτεψε, δίχως να το κατέχη.
Βάροςέγροίκα την καρδιάν, δάκρυα κινών, και κλαίγει,
Κ' εφαίνετο της και κάνεις, την προξενειαν της λέγει ,
Κράζει την Νένναν της σιμα , κ ' είπέντης τα λογιάζει .
ΑΡΕΤΟΥΣΑ

Nέννα μου, καταπώς θωρώ, πολλα τα πράμμα μοιάζει .


Και αυτοί οι αποστολάτοροι , και αυτοί οι μαντατοφόροι ,
Ηλθασι δια λόγουμου την πικραμένη κόρη.
Κ' εγω καλλιάρω Βάνατον , και άσχημα ν' αποθάνω ,
Παρα να μη ξετελειωθή ό, τι στον νούν μου βάνω,
Ανάθεμάτο τ' όνειρο, σήμερον, ξεδιαλύνει,
Για μένα ήτο ο παταμος, τ ' ανέμου η κακωσύνη. Η
Βάνει με πάλι η μοίρα μου. σήμερο σ ' άλλα βάρη, και η
Μακάρι ας είμαι μοναχή, και το κορμί φου ας πάρα.
0', τα κριτήρια δύναται άνθρωπος να βαστάξη,
Και μια σταλαματια κακό στον αγαπώ μη στάξη .
ΠΟΙΗΤΗΣ

Η Νέννα να της τα γροικά, να της θωρή ήντα κάνει,


Πολλών λογιών παρηγοριαίς με γνώσι αναθηβάνει .
NENNA
-* 1,
Αν ήλθαν στο παλάτι σας οι ξένος κ' έπεζέψαν,
Και να μιλήσουν" του Ρήγος με σπουδαν εγυρέψαν,
Μην τόχος για παράξενο, να ζήσης, θυγατέρα .
Κ ' εις ταϊς αύλαϊς των 'Αφεντών τουτάναι νύχτα μέρα !
Τις γιάνα πράμμα έρχεται, τις άλλο να ζητήξης
Τις ταϊς πληγαϊς οπoύπαθε, την δούλεψιν ναδείξει και
ΜΕΡΟΣ . Γ . 231
Δια να παρη χάρισμα, και ρόγα να του δώση,
Και πάντα και πλούσος του πτωχού είναι ψωμί και βοώσει
Και όςτις δουλέψη μπιστικά, αντάμειψιν ξετρέχει,
Και άλλος ατανειάτα την ζητά, στα γέρα άλλοςτην έχει .
E " τζι και αυτοί οπούλθασε σήμερο στού Κυρού σου,
Αλλαις δουλειαϊς γυρεύουσιν, όχ' ό, τι βάνει ο νους σου.
Ε' συ θαρρείς και προξενειαν ήλθασι να του πούσι ,
Και μοιάζεις 'Αρετούσαμου ,κεινών όπου θωρούσε ,
Στον ύπνο ό, τι λογιάζουσι, και λέσι την ημέρα ,
Σώπασας, αυτάνα μην τα λες, να ζήσης θυγατέρα:
Κ' ετούτου, πούλθασιν έπα , άλλαις δουλειαϊς ζητούσι,
Και ο Κύρις σουποβγάνει τους, ωσαν πούτ' αποπούσε ...
" ΠΟΙΗΤΗΣ

Επήρε σαν παρηγορια , γροικώντας ήντα λέγει; Α


Μ ' αφήστε την, έχει καιρόν να δέρνεται, νακλαίγην
0' . Κυρις της, κ' η Μάννα της τον γάμον, ωμιλήσαν,
Για να γενή ή ισομπεθέρια, όπου τους, εμηνύσαν , εν
Δίδουν βουλήν μακράξονυσι ζημιό την Αρετούσαν, και
Να φανερώσουν, να της πούν, κείνα που πιθυμούσαν .
Και ως την έκραξαν, κι είπασι, πώς θε νατης μιλήσου,
Α ' και η 2...., η κ.α.
ΑΡΕΤΟΥΣΑ

Σύρνει φωνήν λυπητερήν, και λέγει, ως γή βουλήσουν


Και χώνεψε τα μέλημου, πριχού. έλθουσε τα γέρα,
Κ’ έτοιουςθανάτους δενμπορώ να παίρνω νύχταμέρα :
τηςγηςέκ; it's
'
αΣΟ, Κ. και το ΠΟΙΗΣΗΣ και c: Jos64 ! !
Καιώστε να πάγη είςτά Κυρύ,και τα έγνοιανα ναμάθή,
E " πεσε, κ ελιγώθηκε, και η δύναμή της χάθης θετημα
Ε'τρίμησι τα πόδια τους , εις, κάθε ζάλο πιάνε, ο .
Την Νέννα, κλέβοήθα την, και οι δυο στου Ρήγα πάνε./.
232 ΜΕΡΟΣ Δ '.
Πάντα η Φροσύνητηςμελεί , με τζ ομιλιαϊςβοηθά της ,
Και λέγειτης να πάψεσε γροένιαις και κλάματά της .
Και του Κυρού τς' απηλογια φρόνιμην ας του δώση,
Και τα χωσμένα της καρδιάς ας τα σκεπάση η γνώση .
Γιατί και ο κύκλος του καιρού ανεβοκατεβαίνει,
Κ' ή φρονημάδα είναι γιατρός , και κάθ' ανάγκης γιαίνει . ΚΑΙ

Σαν έπαρασυνήφερε, μέσα της λογαριάζει,


Κ ' εκείνο, όπου θε να πη, πρoτήτερα λογιάζει... λί
Ε 'δειξε την πασίχαρης , στην κάμεράν τους μπαίνει,
Βρίσκει κοντα, στον Κύριν τηςτην Μάννα καθισμένη ,
Πασίχαρος ο Βασιλειος αρχίζει και μιλεί της,
Με σπλάγχνος και γλυκότητα να δη την όρεξί της .
ΒΑΣΙΛΕΥΣ

Λέγες της , θυγατέρα μου, από την ώρα κείνη,


Πού φανερώθηκες στην γήν, η έγνοιά σου με κρίνες .
Και ο λογισμόςσου μάτια μου παντάναι μετ'εμένα,
Να σε τιμήσω, και να δω κληρονομιά πο σένα ,
Ολίγον κόπο έχ ο γονής τέκνον να φανερώση ,
Μα να το κάμη τι ηλικιάς, και πράξες νατουδώση,
Στόκον μεγάλος και ψηλόν και πλούσαν να ταβάλη,
Είναι, που φέρνουν του Κυρού κόπον πολύν και ζάλη .
Και μέρα νύκτα και λογισμός ετούτος τόνε κρίνει ,
Το τέκνον νάναι φρόνιμον, και πλούσα ν' απομείνει
Καιαπάνω σ' άλα την τιμήν να μην τηνε δολώση,
Και φών γονέων μαχαεριαν αγάτρευτην. να δώση .
Σήμερον με την Μάννασουπολλών χαρώνεπήρα ,
Γιατί θωρουμέντο και οι δυο πως είσαι καλομοίρα .
Μάιδή και απ' του Βυζάντιού τον Ρήγας τον μεγάλος
Συμπεθερια μηνύθη μου, να κάμω δίχως άλλο :
Να πάρος , θυγατέραμου , άνδρα σου τον υιόν τους
Να αυθεντεύετε και οι δύο ταπλούτηκαι και τον βιόντου .
ΜΕΡΟΣ Δ΄. 233
Εκείνον τον χρυσών αετόν, που βρέθηκε καλή ώρα,
Οταν με τόσαις αφεντιαϊς εμπήκε μέσ' στην χώρα.
Και ακόμη τότε μέσ' στοννούν τόβαλα γιατον γάμο,
Καινα γυρέψω,και να δω γαμπρόν γιανα τον κάμω
Εκείνος είναι οπoύτρεξε πλειάμορφα το κοντάρι ,
Και τον ανθόν έκέρδησε με της ανδρειάς την χάρι .
Δεν λέγω τζ'άλλαις τ ' ώμορφιας, όπου για δα τζ' αφίνω,
Που όλα τα μάτια του λαού έσυρε μετα κείνο .
θυμήσου πόσην ωμορφιαν είχε, και πόσα κάλλη,
Κ ' ήντα έπαινον τουδώκασε όλοι μικροί μεγάλοι .
Kάμε λοπόν καλή καρδιαν, και μετά μάς το χαίρου,
Και του Ρηγός απόφαση ναδώσωταχυτέρου .
Για νάλθη ο γιός του να σε δή, σανέλει να σε πάρη ,
Να σμίξετε, γιατ' είς εσε είν' όλα μας τα άρρη .
Τον κύριν , και την μάννα σου με τέκνα ν' αναστήσης ,
Με την ευχήν μου ό, τι κοπιώ , και κάνω , να κερδήσης .
ΠΟΙΗΤΗΣ

Την ώρα σπού της μιλεί, Κύριςκαι Μάννα αντάμη,


Το πρόσωπο αποχλωμντανε, κ'έτρεμε σαν καλάμε.
Κ ' εγροίκα μια χέρα κρύαρή να σφίγγη την καρδιάςτης ,
O'ο' ώραν της ωμίλευεν ο κυρις την πανδρειάν της .
Εκείνος ωσάν φρόνιμος εξόμπλιαζε, κ' εθώρει,
Μέσα του λέγει λογισμέν κακόν δε νάχη η κόρη .
Πούρ έστεκε και ανέμενε, απηλoγια να δώσης,
Στον γάμον , όπου το έλεγε, πως δε να ξετελειώση .
ΑΡΕΤΟΥΣΑ

Ωσαν τζ απομιλήσασιν, έμπρός τους γονατίζει ,


Με τάξιν , και κλιτότητα, και έτσιάς λογής αρχίζει !
Γονείςμουπουμ ' έσπείρετε , καιαπότα κόκκαλά
σας,
Επήρα και απ' το αίμασας , και από την αναπναρά σας,
234 ΜΕΡΟΣ Δ '.
Εχω κανάκια σπλαχνικα, Κύρι μου , και Μητέρα,
Και λυώνομαι όσο να δω, να ξημερώση ή μέρα .
Νάλθω να σας αγκαλιασθώ, να βρίσκομαι κοντά σας,
Να σας βοηθώ σ ' ανημποριαϊς, κ'έδα σα γερατιάσας
Και ώρα λιγάκι αν διαβή, λιγάκι αν περάση, «..
Να μη σας δώ, τρέμ' η καρδια, και το κορμί σπαράσσει
Και πραμμα ανημπόρετο, και πώς να το θελήσω,
Ετοιους ανέους, ακριβους οπίσω μου ν'αφήσω;
Μα θελω νάμαι μετα σάς χειμώνα καλοκαίρι, . ι 1
Ποτέ να μη ξενιτευτώ, να πάγω σ ' άλλα μέρη 1
Κ'ερρίζωσεντολογισμός ετούτος,στην καρδιά μου,και εις
Να μη σας αποχωρισθώ, κομμάτια καιαν με κάμουν
Τα τέκν' όταν φανερωθούν, αράπαψιν κ' ελπίδα, και 2
Παίρνουοιγονέαι, και χαίρονται, κληρονομια πωςείδα ,
Τούτη η ελπίδα και η χαρα απ’ άλλο δεν κινάται, 'Α"
Παρ από μιαν παρηγοριά, πού ο γονής θυμάται .: 1
Πώς ηύρεν εις τα γερατια θάρρος και ακουμπιστήρι ,
Βλεπάτορα οτζ'ανημποριαϊς, στο πράμμα νοικοκύρι.
Κ 'εσείς θωρώ άπονην βουλήν εδώκετε σε μένα ,
Να με ξορίσετε αποπα, να κάθομαι στα ξένα .
Περίσσα το πίκραίνομαι, πως το βαστά η καρδιά σας,2
Και ένα με μακρύνετε από την συντροφιάσας;
Η γλώσσα μου πώς να το πη το ναι, να με πανδρέψης ,
Και να με βγάλες αποπα, και να με ξενιτέψος :
Και ας είμαι πάντα μετα σας, Κυρι μου,έως ναζήσει
|
Μην το βαλθήτε ζωντανοί, να μ' αποχωριαθήτε . ί
Ωφου, με ποιαν υπομονή το θέλημα να δώσω,
Και πώς να πιάση ή χέρα μου το δεν μπορώ να σώσω;
Κυριμου,άνετο μπαρής εσυ,και θέλειςνατο κάμώ,
Και βάνη κ' η Μητέραμου, θέλημα σ' έτοιαγάμο , if
Εγω δεν θέλωπεί το ναι,oκάλλιανα ξεψυχώσω
Παρατου κόσμουΡήγιασα,και σαςγονείςν'αφήσω
ΜΕΡΟΣ Δ'. 235
Και φαίνεται μου και αν το πω , ψέματα σαν παιγνίδι,
Εχετε υγεια , μισεύγω σας, λογοθυμια μού δίδει Η
καν ήν και το ψεματινό νεκρώνει μου τα μέλη, . Ε'
Πώς να το πω τ' απαρθηνό ; και η γλώσσα μου δεν θέλει .
Δότε μου εμπρός τον θάνατον, συμβουλευθήτε ομάδι,
Και κάμετε μου ξορίσμών στον μαυρισμένον " Αδη..
Να μη θωρώ,να μη γροικώ, πόνος να μη με κρίνη, και
Και ο χάρος από λόγου σας μόνον.να με μακρύνη .
Μα ζωντανή αν μ ' αφήσετε, και να σας πομακραίνω ,
Χίλιαις, και πλειότεραις φοραίς την ώραν αποθαίνω.
Και ο θάνατος και ζωντανός μεγάλον πόνον δίδει,
Μα ο άλλος πόνον δεν γροικά στου "Αδου το σκοτείδι .
Λοιπόν αποφασίσετε τον Ρήγαν να κατέχη ,
Το πώς η θυγατέρα σας στoύτ' όρεξιν δεν έχει .
Και μηδε $ε να παντρευθή, αν δεν περάσουν χρόνοι,
Τούτος ο λόγος μοναχα, για πάντα τόνε σώνει.
Η σμίξις πούναι στανικώς, οι φρόνιμοι λογιάζουν,
Μάχην κρυφήν, βάρος πολύ, και έχθριτα τηνε κράζουν :
ΠΟΙΗΤΗΣ

Την ώρανπου η Αρετή ωμίλει του Κυρού της,


Λογιάζοντας ταϊς πονηριαίς, οπούβανεν ο νους της,
Σαν το θερμό στα κάρβουνα, που ο χόχλος το φουσκώνει ,
Και παίρνει το απ' τα βαθυα, και επάνω το σηκώνει ..
Και πάλι η λάβρα της φωτιάς το ξανακατεβάζει,
Και δεν ευρίσκει ανάπαψε ποτέ όσην ώρα βράζει. 1!
Ετζι τη Βασιλειού καρδιά , και ο λόγισμός του κάνει,
0'σ' ώρα τούτα ή 'Αρετή πίβουλα αναθηβάνει πως
Και ουδ' άφηκε να τ' αποπή, γιατί η καρδιά του σφάγη,
Σηκώνεται απ' το θρονί, και προς εκείνην πάγει .
Με μάχηκαιμε μανιτατονπιάνει απ' την χέρας:
So mos trupin
236 ΜΕΡΟΣ Δ '.
ΡΗΓΑΣ - 13
Και λέγει τζ', ήντάναι τα μελείς, πίβουλη θυγατέρα .
Τόσον εγίνης σπλαχνική στον Κύριν κ' εις την Μάννα ,
Ηντα παραμυθίσματα, κακό παιδί, είν' αυτάνα ;
Ηντα δηγάσαι ; ήντα μιλείς ; ήντάναι αυτά τα χίλοια ;
Α' μ' εύρε, να τα λες ζαβή, εις τα μικρά κοπέλια ...»
Μα ο Κύρις σου κ' η Μάννα σου, εύκολα δεν γελιούνται ,
Κατέχουν που εξαμώνουσι ταύτα που σ' αφουκρύνται.
Μην εφοβούμουν τζ' ουρανους την σήμερον ημέρα ,
θα σούχα δώσει θάνατον, κακή μου θυγατέρα ,
Διώξε αυτούς τους λογισμούς, μη σε κακοποδώσου,
Κάμετο Βεληματική του γίνεται στανειόσου.
Εγω μηνώ του Βασιλειου δ γάμος πως εγένη,
Και να μου πέμπη τον γαμπρόν , και μετά σε να μείνη.
Ο γάμος να ξετελειωθή, και αν μελετάς συ άλλα,
H " και άλλα εκαρδένιασες, κάτεχε πώς σου σφάλλα .
Και μή με κάμης να μιλώ, κ' η γλώσσα να ξεχύσης .
Και αποθαμμένη και άσχημη ή χέρα μου σ'αφήση,
ΠΟΙΗΤΗΣ

Η 'Αρετούσα κλαίωντας προςτον Γονην ωμίλει,


Γονατιστή τρεμάμενη στα πόδια τον έφίλες,
Με τ' άρματα της λύπησις, τότε τον επολέμα, ..
Και με την ταπεινότητα τα μέλη τζ' όλα τρέμα.
Κλιτα των αναντράνιζε, σαν. Κύρε τον εθώρει .
Με θλιβερόν ανάβλεμμα ή πικραμένη κόρη.
Ταμάτια της τριγύριζε κλιτατης ταπεινότης,
Καθώς της το ερμηνεύασιν ή λύπησις κ ' η νειότης .
ΑΡΕΤΟΥΣΑ
Ε .

Λέγες, Γομή, δενέβαλαστο νού πράμμα κανέλα, 22


Μηδ'άπρεπον, μηδ' άμοιαστον , να μη σ' αρέση σένα .
ΜΕΡΟΣ Δ ': 237
Πράμματα πάντα της τιμής ελόγιασα, Γονή μου ,
Καλα και νάμουν κοπελιά αφοραρα δεν ήμου .
Κ ' εκείνα , πούχεις όρεξιν, Κύρι, και συ Μητέρα,
Ε'κείνα πάντα λόγιαζα νύκτα και την ημέρα .
θωρώ, το σπλάγχνος άλλαξε, κ' εις έχθριτα γυρίζει,
Ποιος λογισμός ψευματινός τα μούχετε θυμίζει και
Τα λόγια σας θανατερα, και αλύπητα πληγώνουν,
Γιατί γροικώ σαν πελελή στόπον κακόν ξαμώνουν .
Πολλά μ' έπαραπόνεσες, Κύρε να το κατέχης ,
Κ ' εις κείνα που μου μίλησες, κρίμα μεγάλου έχεις .
Ακόμη μέσ'στοστόμα μου είν' των βυζών το γάλα,
Και λογισμών δεν έβαλα σε πράμματα μεγάλα
Σαν κοπελιασταχαμηλά πάντα τον νούν μου βάνω,
Παίζω με τα κουτζουνικα στα γόνατά μου επάνω.
Και συ Γονή μου σπλαγχνικέ , ήντάχεις μετά μένα;
Και πουρέγω δεν σούκαμας σφάλμα ποτέ κανένα.
θωρώ , με δίχως αφορμήν αγριεύεις, και μανίζεις,
Παιδί σου είμαι και σκλάβα σου, και την ζωήν μ' ορίζεις.
Μπορείς να κάμης εις έμε το βούλες' η καρδιά σου,
Ο Θάνατος και η ζήσε μου βρίσκεται στην εξά σου .
Εις ένα πράμμα μοναχα μηδεν αποφασίσης ,
Παρα να πω και εγω το ναι, γιατ' έτζι θέλ' ή φύσις .
Πληγαϊς, θανάτους, βάσανα, πάθη, κριτήρια δός μου ,
Μα γάμον δεν μπορείς ποτέ να κάμηςστανικώς μου .
Εγω δεν θέλωπείτο ναι,αν ζήσω χίλιουςχρόνους,
Να πανδρευθώ στην ξενιτειάν και ας πολεμώ στές πόνους .
Η , ν. 1 2 x 10 και
ΠΟΙΗΤΗΣ
: : υνά N : 5 :
Γροικώντας δ Πατέρας της τα τούλεγεν η κόρη,
Γνωρίζοτας και απαρθήνα είν'κείνα που προθώρει
Δεν είχε πλειδίυπομονή, να στένη νατ ' ακούγη,
Ρίχνει την καλοσύρνεί την, καινθύνετλντής κρούγει:
238 ΜΕΡΟΣ Δ '
is ? ΡΗΓΑΣ
ρ 5 , Σκλιάς Ε
Η *ντα λογιάζεις σήμερον, τέκνον κακόν, να κάμω , και
Οπού θωρώ ταϊς δυσκολιαϊς που βάνεις σ'έτοιο γάμο ;
Τέκνον κακόν , κ' επίβουλον, και πονηριαϊς γεμάτο, ω
Γροίκησαι, και αφουκρού καλα το σημερναν μαντάτου και
Η διώξέτους τους λογισμούς κείνους που σε προδίδουν,
Η" Θάνατον τα χέρια μου αλύπητον σου δίδουν , η
Κάμ' ολημέρα σήμερον να το καλολογιάσης,
Ν' αλλάξ' αυτός ο λογισμός,και άλλη βουλή να πιάσης .
Και αμε να κάτζης μοναχή, δέτα, και καλοδέτο,
Και το καλό σου και
Μη βέλης δια πράμματα αφάντα ν' αποθάνης, και να
Γνώρισε άν πάσινε καλα, τούτα οπού μας κανείς . « οί
Αν είδες όνειρον κακόν, άφες το να περάση, Α . ο ή
Η" χάνεις την την νειότη σου, πριν παρα να γεράση ...!
τουκαι αν ΠΟΙΗΤΗΣ

Ωμίλει της και ο Κύρις της, ωμίλιείτης κ' ηΜάννα,


Α'μ' εύκαιρα κουράζουνταν , τον κόπον τους έχανα .
ΑΡΕΤΟΥΣΑ

Λέγειτους, χίλια να το δώ, χίλια να το λογιάσω,


Καλλιάχω τούτην την ζωήν, πλεια γλίγωρα να χάσω,
Παρανα σαςαπαρνηθώ, παρανα σαςαφήσω,
Παραέτοιαν προξενειαν μακράν, πλέον νατην γροικήσω .
Ω'οιμε, πως είναι μπορετό, και δεν γροικάτε πόνον ;
Πώς τον αλησμονήσετε, κ'εγώ τον έχω μόνον;
Λέτε το πούρι, λέτε το, να μ' αποχωρίσθητε, οι::
Πώς μάχετε έτοιαυπόμονοι, και μάτια να το δήτες ν'
Τα λόγιαε' απολόγισσα , τάθελα, τάδ'απόδα, ει
Στο κοίλον επού στάθηκα, πλειόνδεν σαλεύω πόδα : 1
ΜΕΡΟΣ Δ '. 239
Μηνύσετε πού Βασίλειού, πού νύμφην του ποθεί με,
Για τον Υιόν που πέτα του, το πώς εγώ δεν είμαι
τα Α' 11 : Ο Α
ε ' ν . Κι ΠΟΙΗΤΗΣ

Αν ήταν τίποτ' ήμερον εις την καρδιάς του Ρήγα ,


Ε'τα όλα ξαγριέψασι , τα μερωμένα φύγα .
Εάνέξω, και με φρόνησιν τους ξένους αποβγάνει
Και πιάνει το ζημιο χαρτί , κονδύλι, και μελάνι :
Κ'έγραψε, πως δεν ήμπερεί για δα ν'αποφασίστη,
Την πανδρειαν, και άλλον καιρον θέλουσι την μιλήσει:
Γιατί είναι η 'Αρετή κακα , και όλοι οι γιατροί του
Πώς είναι το κακό χτικιό, και ζωντανήν την κλαίσι :δ'.
Τοπρ άμμα δείχψανεσιι δύσκολον, και ωσαν συνμπάθειο πανείρ νει,
ι
Κα ως έμ ισέ μιοζη ερα
, στην κάμ έρ ι
γιαγ :
Και μ ' απονιά, ουδέ λύπησιν στο δεξιόν του χέρι ; Σ'Α
Τυλίσσει ταϊς πλεξούδαις της , κρατώντας το μαχαίρι .
Και κόβειταις ,και ρίχνει ταις , σύγκραταις δίχως πόνος,
Η ρίζαις των χρυσών μαλιών της απομείναν μόνον .
Μαλία, πού βήχταν ήσακϊτ ιαϊς, και την καρδιά πληγωναν,
Στην γήν εσκορπισθ ασι , κ' η σκό τα κου νσις ν
. κλώνα
Μαλια , που λάμπαν πλειότερα παρα τοςυ ήλιού ακτίνες ,
Λύπησιν δεν τους είχασιν ημάνεταί εκείναις .
Κ' η κεφαλή, που σ' ώμορφιας ποτε δεν είχε τέρι ,
ν
Κουτρουλευτή την άφηκε τ'αλύπητό μαχαίρι .
Μεγάλο ρποράμμκαότήητσοενε τότε τηνερώόνρα κείνη η , ο Α
Το σίδη απο αι κοφτ εγίν .
θ,ηκκε η
Και πως δεν εστομώ , να μην την ασχημίσ ,
Να λυπηθή έτοιαν ώμορφιαν , να κάμη δίκαιαν κρίσι
Μα σαν αρχίση το κακόν, υπομονήν δεν έχει ,
Μα πάντα στο χειρότερο γλακά, και πάντα τρέχει
Κλοτζά την , κολοσύρνει την , στην φυλακέην την βάνει ,
ον
Ω'σαν θηρεάν εαλύπητ , όχι σαν Κύρες και κανείς
240 ΜΕΡΟΣ Δ '.
θωρώντας τόσα βάσανα ή 'Αρετή και πάθη,
Η τάξις γίνη αποκοτια, κ' η ταπεινότης χάθης
Της γλώσσας τα μποδίσματα, το δείλιασματου νουτης ,
Επάψαν, και μ ' αποκοτιαν ωμίλει του Κυρού της .
3
ΑΡΕΤΟΥΣΑ

Γονή με, στούτην την φλακήν, που μπαίνεν όσοι φταίσα,


Αν ήναι και πλεια σκοτεινή βάλε με παραμέσα .
Ουδε φλακή, ουδέ σίδερα, ουδ' εκατόν θανάτου, και
θέλουσι κάμει να με πας σαν νύμφη στο παλάτι.
Και ό,τι κριτήρια βρίσκονται, δόσετα στο κορμί μου,
Και ας ταξω, πώς δεν μ'έσπειρες και τέκνον σε δεν ήμου .
1
Ποιος άλλος έκαμε παιδί, κ' είδε το κ' εγεννήθη,
Κ ' εισί κακό που τόβρηκε, δεν το μυρολογήθη;
Ως και τα ζά, που δεν νούν, λογαριασμών δεν έχουν,
Η'ντάναι ο πόνος του παιδιού γροικούντο και κατέχουν .
Καιτην ζωήντων δενψηφούν ,βοήθεια να τους δώσουν ,
Και παίρνουσε τον θάνατον δια να τα γλυτώσουν .
Ως και εις τα δάση, τα θηρια, που λύπησιν δενέχουν, 1

Και ζούσε με την απονιαν, και αγάπην δεν κατέχουν .


Καλα και τρέφονται με κράς απ' άλλα ζα στα δάση,
Πάντατους σάρκα ζωντανή συγχαίνουνται να φάος. :
Εμπρόςσκοτώνουσι το ζό, και την ζωήν του παίρνουν,
Και απέχει απ' τα μέλητου τρώγουσι και χορταίνουν .
Και συ με σάρκα ζωντανή, οπούναι και δική σου,
θρέφεσαι, και ουδέ λύπησιν γροικάς, ουδε πονεί σου;
θωρώ για μένα η απονιά σήμεροφανερώθη,
Κύρις ποτέ δεν μ'έσπειρε, Μάννα δεν μ'εγγαστώθη.
Η φύσις ξαναγίνηκε, και όλοι παραστρατήσας :
Και όλα στραβώσαν δια μέ, εκείνα πούσαν ίσα. Δεν
Και τυραννάς μ'έτι άδικα, και θεςνα μ ' αποθάνης, ο
Και δενγροικας τας πόνες με 'έτατα πώ μεκάνεις ;
ΜΕΡΟΣ Δ'. 241
Αν και βαρής στην χώρα σου , στόνα δακτύλι μόνον,
Γροικάς εις όλο το κορμί το βάρος και τον πόνου,
Κ' εγω πουείμ' όλη σάρκα σου, μεδέρνεις, καισκοτώνεις,
Κανένα πόνον δεν γροικάς, μα πλειότερα δρυμώμεις ;
Στονκόσμον ας γροικήσουσιν, αλύπητε Γονή μου,
Γιατί δεν θέ να παντρευθώ, μου παίρνεις την ζωήνμου .
ΠΟΙΗΤΗΣ

Ο Κύρις στούτα που μιλεί, δεν στέκει ν' αφουκράται,


Πλειο δεν την τάσσει για παιδί, πλειο δεν τηνε λυπάται .
Και βάνει την στην φυλακήν με την καϋμένη, Νέννα,
Και λέγει, αυτού πληρώσατε τάχετε λογιασμένα .
Κλαίγει η Φροσύνη, δέρνεται, τον Ρήγα παρεκάλει,
την βα .
Γονατιστή φιλεί την γην, και έτοιας λογής αρχίζει .
Και άφοβα ωμίλει του Ρηγος μ' όλον οπού μανίζει .
NENNA

Τα δάκρυα .αν έχουν λύπησις τα παρακάλια τόπον,


Και αν αφεκρώνταιοι Βασιλείς και τωνμικρών ανθρώπων.
Λυπήσου , και αφουκράσου με τηςσκλάβας το σπιτι σου,
Κ ' εμπιστικής βλεπάτορας και Νέννας του παιδιούσου ,
Χάριν ζητώ, όχι για να ζω, κ'εγώ δεν Θέλω ζησι,
Για τ' άδικον οπούκαμε της μάνιτάς σου η κρίσι ,
Η απονιά σου , ' Αφέντη μου, μ'εμένα ας ξεθυμάνη,
Δος το κορμί μου των σκυλιών, και άσχημα ας ποθάνη.
Με τον δικόν μου θάνατον.η όργιτά σ' ας πάψη,
Συμπάθησε της 'Αρετής κακό να μην την βλάψη. +

Οπούναι νεια και δροσερή και ακριβαναθρεμμένη,


Πώς να πομένη της φλακής τον βρώμον ή καϋμένη ;
Ρήγα μου, καλολόγιασε , ήνταν’ αυτά που κάνεις,
E "τζ' άδικα το τέκνο σου μη θες να τ' αποθάνης .
Brotocrito .. 16
1

242 ΜΕΡΟΣ Δ '.


Και ας είναι μεταλόγου σας , και με καιρόν μπορούσι,
Η σύργουλιαϊς να κάμουσι στα θέλει να πακούση .
Γιατ’ ο καιρός τα πράμματα χίλιαις φοραίς τ' αλλάσσει ,
Και χίλιας γνώμαις ο άνθρωπος έχ’ ώστε να γεράση .
Τούτ' είν' περίσσα σπλαγχνική, δεν θε να σας μακρύνη,
Οχι για νάχη λογισμόν, για πράμμα άλλο κείνη.
Εγω που την ανάθρεψα, ταϊς γνώμαις της κατέχω,
Και όπου και αν λάχη μοναχή, έγνοια ποτε δεν έχω. .

Και μέρα νύκτα και τα αυγαϊς είμεθα πάντα όμάδι,


Ποτέ μου απ' τα χείλητης δεν ήκουσ' άσχημάδι .
Και μηδε λόγον άφαντο, όπου να μην μ ' αρέση,
Και ας έχουν καταδίκασες εκείναις οπού φταίσι.
Στους χρόνους είναι κοπελιά, μεγάλη είναι στη γνώση,
Πολλά τζ' αρέσουν τα πρεπα, και της τιμής ή βρώσι .
Κ' έδα που θεμελιώθηκεν, 'Αφέντη, ή μανιτά σου ;
Κ ' επλήγωσες έτζ' άσχημα τα φύλλα της καρδιάς σου .
ΡΗΓΑΣ

Ο Βασιλειος μ ' αγριότητα λέγει, καταραμένη,


Η θυγατέρα από σέ είναι δασκαλεμένη.
Η μιά σας κόβει, σαν θωρώ , κ' η άλλη τα τροπώνει ,
Η μια τα κάνει τακακά, και η άλλη της τα χώνει.
Μη μου μιλής, και σώπασε, κ' εμπάτε μέσα ανταμη,
Μην ό, τι πρέπει εις εσάς, ή χέρα τούτη κάμη.
Μέσα έμπα γλιγωρα και συ , να στέκης μετά τούτη,
Και δίδωσας να ορίζετε της φυλακής τα πλούτη .
Τα ψέματα και των δυονών γνωρίζω και κατέχω,
Και σείς δεν με κομπώνετε στον λογισμόν τονέχω .
ΠΟΙΗΤΗΣ

Βάνει ταις μέσ' στην φυλακήν ο Κύρις με την Μάννα ,


Σαν ξένοι, και ωσαν εχθροι εις το παιδί τους κάνα .
ΜΕΡΟΣ Δ '. 243
Στην Μάνναν ήτονε πολυ, έτοια απονια να δείξη ,
Την άρπαξ' με τα χέρια της, κ' ήθελε να την πνίξής
Ε'γω μεγάλο το κρατώ σαν το κρατούν κ' οι άλλοι,
Να δείξη η Μάννα στο παιδι έτοια απονια μεγάλη . ογα
Μόνον για κάποια αφόρεσι, πούβαλεο λογισμός της,
Αντίδικός της να γενή , μεγάλος και όχθρός της . Η
Ω "ρισε ο Ρήγας το ζημιο , κάνουν και φέρουσίατου,
Ρούχο αποφόρια και παλιά, κ' εντύνει το παιδίτου . Η
Και κόβει τα ως τα γόνατα, και κούντουρα τ 'αφένει ,
Και ασούσουμη, και ανέγνωρη ή 'Αρετούσα γίνη.
Με το παλίτζι το χοντρό , και μ ' άχερα της κάνει ,
Στρώμα, και μέσα στο σακκί , πέτραις και αγκάθια βάνει .
Δίχως συντόνια και φτερα, δίχως προσκεφαλάδι ,
Ωρισε να πορεύεται με την Φροσύνη ομάδα να υλο
Στην πλειά χειρότερη φλακή, στην πλεια σκοτεινιασμένη ,
Οπούσαν βούρκα και πηλά, την έκαμεν κεμπαίνει .
Και βιγλατώρους μπιστικούς, να βλέπουν πέξω βάνει,
Μ' όγκια ψωμι και όγκια νερον, ώς τε πού ν' αποθάνητο
Το είδε η καϋμένη ή 'Αρετή την απονιαν την τάση,
Ε'λόγιαζε, πως στην φλακών τζ' έμελλε νατελειώση .
Την Νέννα τζ' αγκαλιάσθηκε, και λέγει της με πόνον .
53(1 Οι τσο ΑΡΕΤΟΥΣΑ για την πόσο η
εκτυο.Σεσος αν
και τις μάς τόθελεν ειπεί τον περασμένου χρόνους
0'ταν μ'αποκαμάρωνεν ο Κύριος με την Μάννα; ..
Καιόταν με σπλαγχνικά φιλιά τζ' αγκάλαις τες μ'έβανα και
Και όταν μου λέγαν την γουλιά πώς νατην καταπίνω ,
Και ποιο κρασί είναι γιατρικό, και ποιό νερό να πίνω ,
Τον ήλιον δεν μ' αφίνασε ποτέ να με καψώση,
Και απόγη βλέπασι κ' οι δυο εξάφνου μη μου δώση.
Πότε να πα να κοιμηθώ, ποιαν ώρα να ξυπνήσω ,
Ανάθεμα το φύλαγε, Νέννα μου , η μοίρα πίσω :
244 ΜΕΡΟΣ Δ .
" ποιος ταϊς μεγαλότητές ζητά τούτου καιτου κόσμου,
Και δεν γνωρίζει, πως έπα διαβάτης είν' του δρόμου .
Μη ρέμπεται σταϊς αφεντιαϊς, στα πλούτη του καυχάται,
Εγω άγνωστον τόνε θωρώ, και πελελος λογάται .
Τουτάνας ανθοι και λούλουδα, διαβαίνουν και περνούσι,
Και μεταλλάσσονται οι καιροί, συχνα τα κατάλούσι.
Σαν το γιαλι ραγίζονται, σαν τον καπνόν διαβαίνουν,
Ποτέ δεν στέκουν σταθερά , μα πηλαλούν, και πηαίνουν
Και όσον η μοίρα στα ψηλα τον άνθρωπον καθίζει,
Τόσον και πλειότερα πονεί , όταν τον εγκρεμνίζει
Κ' εκείνα που τον κάνουσι συχνα ν' αναγαλλιάση ,
Μεγάλοι εχθροί του γίνονται, την ώρα που τα χάση.
Και όσον πλεια αφέντης κράζεται, και βασιλειος λογάται,
Τόσον πλεια πρέπει να δειλιά , πλειότερα να φοβάται .
Γιατ' έτξι πόχει φυσικό της μοίρας το παιγνίδι,
Να παιρνη από την μιαν μεραν, στην άλλην να τα δίδη
'
Tού κύκλου τα στρατεύματα , ως θέλει, τα γυρίζει .
Μα πάντ'ανέγνοιος περπατεί και αν τρωγη καιαν κοιμάται,
Γού, ρουζόκού την όργιτα ποτέ δεν την φοβάται .
Καιαν είς αγάπη μπερδευθή, μιαν σαν κι αυτόνγυρεύει,
Και ουδε τα μέλη τυραννα ουδε τον νούν παιδεύει .
Ε'χαίρουμουν , πως ήμουνε ενός Ρήγα θυγατέρα,
Κ ' ευχαριστιαϊς της μοίρας μου έδιδα νύχτα μέρα .
Και ουδε στραβα, ουδε κουτζα τα μέλη γεννηθήκαν,
Α’μή σωστά και νόστιμα στον κόσμον έφανήκα .
Παντάμουν στων Γονέων μου ταϊς δροσεραίς αγκάλαις ,
Παντάμουν σε ξεφάντωσες, και σε χαραϊς μεγάλαις .
Και ουδ'αδελφον , εδ' αδελφήν δεν είχα νάμπη εις μάχη ,
Για το Ρηγάτου του Κυρού τίνος παιδιού να λάχη .
Μα όλα πετάξαν σαν πουλιά , έφυγαν, και έμισέψαν ,
Κ' εις την χειρότερην φλακήν, και σκοτεινήν μ' επέμψαν .
ΜΕΡΟΣ Δ'.
Κ ' εκείνη η βρύσι που ήλπιζα να πιω να με δροσίδης
Ε'γίνη ποταμός, θολός, και πλείο δεν είναι βρύσε :
Κ 'έχει νερα φαρμακερά, κύματα του θανάτου,
Βράζουν, όχι να δροσίζουσι σήμερόν τα νερά του . Η
Κ' η λάμψις κείνη oπoύφεγγεν , έδα με σκοτεινιάζει ,
Και αέρας που μ' έδρόσιζεν , έδα Μεντα, και βράζει, ότ': 2
Σαν ποιαν ελπίδα νάχωπλειο καιόλαις δωρωγιάυ φύγαν ,
Και ωσάν καπνοί,σκορπίσασι, στον άνεμού κ πήγαν .
Ε'σβύσαν τα Ρηγάτα μου, εχάθηκαν τα πλούτη,
Τοτέλος μ' έχει να γενή δεν φυλακήν ετούτη .
Και μόνον μια παρηγοριά μ'απόμεινε μεγάληκες ni
Πώς στοϋτ' όλα μ' έφερασι του Ρώκρίτον ταϊκολληθx 2
Και μετά ταύτα λάφρωσε γροικούν τα σωθικά μου, οι
Κ' είναι μεγάλο γιατρικό στην κακορροιζικιά μου και η
ΠΟΙΗΤΗΣ του νη »14
Ωμίλει , και μ'υπομονή ,θωρεί τα δέν, ελπίζεις τό
Συχνα το κλαύμα το πολύ την ομιλία μποδίζει 1.0 !
Στα ρόδα στα τραντάφυλλα , τα δάκρυα περπατούσαν ,
Στα στήθη κατεβαίνασι, στα μάρμαρα κτυπούσαν . /
Ωσαν τον ναύτην όταν ιδή κακών καιρού , και αρχίσης
Η θάλασσα ν' αμαρτωθή, να τόνε πολεμήση .
Κ'έχ άνεμον εις τ' άρμενα άγριου και θυμωμένον ,
Και τον γιαλόν πολλά θολών, βαθυα ανάκατωμένου , Α .::
Και πολεμούν τα κύματα και δίδουσίν του ζάλη, η
Μπαίνοντας από την μιαν μεραν, σκορπώντας εις την άλλη'.
Και ώραις στο νέφος τ' ουρανού με το κατάρτι γγίξη: " Η
Και ώραις στα βάθη του ο γιαλός να θε να το ρουφίξ.εί
Να χαμηλώνη ή συννεφιά, να βρέχη, να χιονίζηύ
Ν'αςράφτη να βροντάο ουρανός, και ο κόσμος να μουγκρί
Κ ' εκείνος ν' αρματώνεται, βλέπωντας τέτοια μάχη, (ζή .
Και το τιμώνι μοναχα, όχ' άλλ' ελπίδα νάχη ν.ε.
246 6 ΙΕΡΟΣ Δ ':
Επάνω κάτω να βοηθο , σαν άνδρας να μαλώνη,
Και νάλθη κύμα με βροντή να παρη το τιμόνι!!'
Ν' απορρηκτη και ελπίδαπλειό, καμμιάν,να μηδενέχη,
Να χάση ό, τι και ανέμαθε, και εκείνα που κατέχει
E "τζί και ό , τ είπε η Αρετή στηνσιδερή θυρίδα,
Ωσαν.έμπήκε στην φλακήν έχασε την ελπίδα :
Παρήγορά της η Νέννατης, και ό, τιμπορείτης κάνει,
Κ ' είς τάπονεί, παραμικρον γυρεύει να την γιάνη ,
ΑγT :
τους το μήνα. Αc NΕΝΝΑ , ο i 35χ53x
Παιδάκι μ', η υπομονή είναι γιατρικό μεγάλο,
Σ’ κάθε πληγήν, κ' ώσαν αυτή δεν είν' βοτάνι άλλο: το
Και δροσερεύει τον καϋμόν , τον πόνον ελαφρώνει ,
Και μετ' αυτήν γιατρεύονται, παιδάκι μ ’ όλοι οι πόνοι :
Μαγάρι, θυγατέρα μου, μην είχα προφητέψει,
Και το κακόν εις την αρχήν να τοθελες γιατρέψει.
Μα δα που ρίζαις έκαμε, κ' εκάρπίσε περίσσα ,
Και τα λαφρά βαρύνάσι, στραβάναι τασαν ίσα.
Τυχαίνει σου ν' ανδριευθής, στον πόλεμο που μπήκες,
Να μην νικήσουν σήμερον ταβάσανα κ' η πίκραις .
Σαν η ελπίδες και πολλαίς τον άνθρωπον κομπώνουν,
Εκείναις που στα νέφαλα κτίζουν, και θεμελιώνουν ,
Και δείχνουν ελαφρών πολλα και εύκολος κάθε κόπον,
Γίνονται με καιρόν έχθροί μεγάλοι των ανθρώπων .
Κομπώνουσιν στα ύστερα , και το λογιάζουν χάνουν,
Γιατί στα νέφη του ουρανού τα χέρια τους δενφθάνουν.
E "τζ'όταν φοβηθή κανείς , και χάση το κατέχει ,
Και απορρηκτη στα βάσανα, και ελπίδα πλείο δεν έχει .
Είν' άπρεπον , κ' οι άγνωστοι , χάνονται δεν φελούσι,
Μα οι φρόνιμοι πολλαίς φοραίς τα δύσκολα νικούσι .
Και όπου κατέχει και γροικά, εις έτοια πάθη αν λάχη,
Ανδρειεύει και κερδαίνει την του ροιζικού την μάχη
ΜΕΡΟΣ Δ '. 247
Δεν πρέπει ν' απορρήκτούνται , ουδε πολλά να ελπίζουν ,
Μα με λογαριασμών περνούν, εκείνο που γνωρίζουν .
Μη δεναπορρηκτής και συ, μα ως φρόνιμηανδριέψον,
Και βάνε λογισμούς καλους, αν θες να σε γιατρέψουν.
Βλέπεσαι και αν απελπισθής ,και δεν βοήση ήγνώσι,
Εσυ το θέλεις βαρεθή, και θες το μετανοιώσει ,
Και όταν μανίζη ή Βάλασσα , και το καράβι τρέχει ,
Και αγριεύουσι τα κύματα, στράφτει , βροντά, και βρέχει,
Ο ναύτης αν θα φοβηθή, και το τιμόνι αφήση,
Και δεν ποθήση ν' ανδριευθη, κ' η τέχνη να βοηθήση,
H" σε χαράκια ρηξιμια ανέμοι το σκορπούσι,
H" στον βυθό της θάλασσας κύματα το ρουφούσι.
Μα αν ήν ο ναύκληρος,καλός , κ'οι ναύταις δεν φοβύνται,
Μα στο τιμόνι στέκουσι , κ ' εις τ' άρμενα βοηθούνται, και
Την θάλασσαν, τον άνεμον, την ταραχήν νικούσι ,
Το ξύλον τους φυλάσσουσι πλειο φόβον δεν γροικούσι .
Γλυτώνουν και αναπεύουντο , που αν τεθελαν αφήση, .
!
Κείναις τ' ανέμου η μανιταις ήθελαν το βουλήσει .
Γιαύτως και συ μή δεν χαθής, μην είσαι απελπισμένη,
Και ο άρρωστος σαν πορριχθή, γιατρός δεν τον ύγαίνη .
ΠΟΙΗΤΗΣ

Της Νέννας ή παρηγοριά ολίγον την δροσίζει ,


Γιατί στα πάθη πούτονε, και βρίσκεται γνωρίζει .
Στο ροιζικόν έμάχετο, της μοίρας απονάται ,
Κ ' εις την φλακήπου βρίσκεται, τρομάσσεικαι φοβάται .
και ο ΑΡΕΤΟΥΣΑ

Ω" ροιζικό ακατάστατον , αναπαύμόν δεν έχεις,


Μα δω και έχει σαν πελελών περιπατείς , και τρέχεις.
0 "ταν στα ύψη μάς πετάς, τα χαμηλά γυρεύεις,
Και όταν μας δείχνης το γλυκό τότε μάς φαρμακεύεις .
248 ΜΕΡΟΣ Δ '.
Ρήγισας τέκνον μ'έκαμες, να κρίνω, να ορίζω,
Και κακομοίρα σαν έμε καμμια άλλη δεν γνωρίζω .
Και ας είχα γεννηθή φτωχή, φτωχό ας είχ’αγαπήσει,
0'χι σε τόσα κίνδυνα νάμαι καιεις τόσηκτίσι,
Φτωχή φτωχον αγάπησε, και πόνον δεν έγροϊκαν,
Μα φτωχικά περάσασι, τον πόθον εχαρήκαν .
Δίχως καμμιαν αντίρρησι, ή φόβον να τους κρίνη,
Α’έραν είχαν, και δροσαν στις αγάπης τοκαμίνι:
Κ' εγώ, γιατ ' είμαι Βασιλείου και Ρήγα-θυγατέρα,
Χίλοι καϋμοί και βάσανα με βρίσκουν νύκτα μέρα . Ε
ΠΟΙΗΤΗΣ

Ε 'κούμπησε την κεφαλήν στην χώρα τζ ' η καϋμένη,


Και με τους αναστεναγμούς δάκρυα συχνάτηνγραίνει .
Τα μάτια τζ'έχαμήλωσε, χαμαι στην γήν συντήρα,
Ε' βάραινε στο ροιζικών, και στην πικράν της μοίρα.
Εφαίνετοτης κλαίοντας τον πόνον αναπεύει,
Φαητό να φάγη δεν ζητά, μηδε πιοτό γυρεύει ,
Πόση πολλή αράπευσις παρηγορια μεγάλη,
Είναι στον κακορροίζικον, τα δάκρυαόταντα βγάλη.
Και ας ταχε πάντα συντροφιά στα πάθη ή'Αρετούσα,
Κ' εκείνα δίχως να μιλού, την επαρηγορούσαν. '
Μ ' όγκιά ψωμί, καιόγκια νερόν επέρναη ζωήτης,
Δεν ήσαν πλειά γονέοι της, μάσαν μεγάλοι όχθρού της.
Η Μάννα της χειρότερη ήταν παρά τον Κύρι,
Και όπουχε δεί λινόξυλα, κεϊ έβανε τ’ απύρι .
Τύθελε δει τον Βασιλειάν με λογισμόν να κάτζη,
Την 9ηγατέρα τζ' έψεγε, και τα καμώματά τζη.
Και κάθε μήνα μια φορα επέμπαν κ' ερωτούσα,
Αν ήλλαξεν ο λογισμός, πούχεν η Αρετούσα.
Κείνα, που την παιδεύουσιν, αν εύγαλε απ'τον ν8 της ,
Αν θες να πάψη ή όργιτα και μάχη του Κυρού της .
ΜΕΡΟΣ Δ'. 249
Και αυτή έμήνα του Κυρού πως σ ' ένα ζάλο στέκει , ,
Καιμηδ' έμετασάλεψε, να πάγη πλειά παρέκει:
Κ' οιλογισμοί τζ' είναι καλοί , ποτέτης δεν τ ' αφίνει,
Καλλιέχει μέσ' στην φυλακών, παρά να τους μακρύνη.
Τούτα τα πράμματα κρυφα λίγον καιρόν περνούσαν,
Μ ' αρχήσαν κ ' εξαπλώνασι, κ' έπα κ ' εκεί τ 'ακούσαν .
Της Αρετής το φλάκισμα, και του . Κυρού την μάχη,
Ε'μαθαν, μα δεν ξεύρoυσι την αφορφήνηντάχει .
Γιατί κρυφα της πανδρείας την δυσκολια κρατούσαν,
Οι εδικοί κατέχαντο, μα οι ξένοι δεν τ' ακούσαν .
Κ' επερπατούσαν οι καιροί, κ'εξάπλωνε το πράμμα,
Πολλά την ελυπούντανε στ' άδικο που το εκάμα .
Α'μ' άλλο δεν λογιάζουσιν , οι ξένοι ουδέ κατέχουν,
Τέτης την έγνοιαη μάννατης και οΚύριςτης την έχεν .
Α ' ήναι μέσ' στην φυλακήν με πάθη ή 'Αρετούσα,
Πλεια λαύραις τον Ρωτόκριτος και πλεια καϋμοι κεντού
Στην ξενιτειά, που γύριζεν, έτοιας λογής εγίνη, ( σα
ός
Κ' έτοιας λογής και λογισμ της Αρετής τον κρίνει .
Ο που δεν είχε γνωριμια, ζαβα, τυφλα περπάτει ,
Παντάχεν ένα λογισμών, και μιαν βουλήν εκράτει .
Αν έστεκ' δν έκάθετο , ξύπνου , και όταν κοιμάται ,
Την 'Αρετήν αναζητά , την 'Αρετήν θυμάται .
Στην Έγριπo κατοίκησε , και αποδεκεί λογιάζει ,
Να πέμπη φίλον με γραφαϊς τον φίλον ν' αναμνηάζη .
Για να μαθαίνη πώς περνούν, τα πράμματα πώς πάσι ,
Μήπως περάση του Ρηγός ή όργιτα, και παύση . Α : ..
Είχ' έναν δούλον μπιστικών, και ελέγαντον στέντη,
Και δεν εψήφα θάνατον για τον καλόν τ' αφέντη .
Καταρδινιάζει μιαν αυγήν , κρυφήν γραφήν του κάνει ,
Κω κάτω στο στιβαλι του εις ταϊς ραφαϊς τήν βαίνει .
Και λέγει του, όσον το μπορεί σπουδαστικά να σώση,
Εις την Αθήνα , την γραφών του φίλου του να δώση .
250 ΜΕΡΟΣ Δ '.
Και όταντην δίδη μη την δη, κανείςνα το κατέχη,
Και βιαστικά να πηλαλή με τ ' άλογό - να τρέχω.
Ε'μίσεψεν ο δούλος του, και μετα μέραις σώνει,
Στην χώραν, και τ' Αφέντητου τον ορισμόν πληρώνει .
θαράπειον ο Πολύδωρος παίρνει την ώρα κείνη ,
Να δή του φίλου του γραφήν, και ολόχαρος εγίνη ,
Τάγραφες ο Ρωτόκριτος, μπορεί να το λογιάση,
Οπούχει γνώσι, και γροικά, δίχως γραφήν να πιάση
Πέμπτει και χώρια του Κυρού άλλην γραφήν, να μάθη,
Πώς είν' καλά , που βρίσκεται, και σε ποια χώρα στάθη .
Κ' εβάστα τηνε φανερά , δια να την ιδούσι,
Πώς ήλθε για τον κύριν του, και μάννα του να πούσε,
Με πονηρίαν τα πράμματα ετούτα περπατούσα, " : ?
Καθημερνο για λόγου του μαθαίνει η 'Αρετούσα.
Την μιαν ημέρα στάθηκε,την άλλη ημέρα πηαίνει,
Ωσαν επήρε την γραφήν, δεν στέκει ν' αναμένη..
"χωσε πάλι την γραφήν σαν έκαμε στην πρώτην,
Και ειχέν του ο Ρωτόκριτος πολλά κρύφον προδότης .
ES' γραψεν ο Πολύδωρος μαντάτα πικραμένα .
Πού βρίσκετoν ή 'Αρετή με την καϋμένη Νέννα .
Και τάκαμεν ο Κύρις της, όλα τ' αναθηβάνει,
Ολα του ταπε στην γραφήν με πέννα και μελάνι ,
Σε λίγαις μέραις έφθασε στην Έγριπον ο δούλος,
Ρωτόκριτος, και αναγαλλιάσεν ούλος ,
Κ ' είδέν τον ο
Μα σαν έπιασε την γραφήν, και τα κρυφα διαβάζει,
Χίλιαις φορείς και πλειότεραις την ώρα αναστενάζει .
Ε'τρέχασε τα μάτια του, ποτάμιν εκινούσα, 15
Θωρώντας σ' ήντα βάσανα βρίσκετ' ή 'Αρετούσα .
Λόγια πολλα λυπητερα λέγει την ώρα κείνη .
Κ ' εις την καρδιας εσφάγηκε, στ' άδικον όπου γίνη.
Μα συγκερνά τους πόνους του , λογιάζοντας με γνώση,
Εις τάδειξεν η 'Αρετή μ' εμπιστοσύνη τάση,
ΜΕΡΟΣ Δ ' 251
Και πώς πoυργά για λόγου του τόσους καϋμους και πάθη,
Κ' εμπήκε σ'έτοιο πέλαγος, και πάλιν δεν εχάθη.
Κ'εγνώρισέν το φανερα, πως δεντον απαρνάται,
Ξόμπλι μεγάλος έδειξεν εκεί που τυραννάται :
X

Kony

Ε'μάθαινε κ' ή 'Αρετή η σφυκτoκλειδωμένη,


Πού βρίσκετ Ρωτόκριτος,που περπατεί, πού πηαίνει.
Ποτέτης δεν ερώτησεν εκείνη, να της πούσιν,
Α'μ' ή Φροσύνη πονηρά εκεί όπου της μιλούσε,
Οι φλακατώροι, μάθαινε με φρόνησιν και γνώση,
Οπου κανείς δεν ημπορεί ποτέ να τηνε νοιώση.
Με τέχνης και Πολύδωρος έκανε κ' εγροικούντα,
Και αλαργητού τα ξαπλώνει τα λόγια κ' εσκορπούνταν ,
Μόνον πώς βρίσκεται καλά, σ' ποιαϊς χώραις επερπάτει ,
Τα απομεινάρια της γραφής πάντα κρυφα τα κράτει :
Ευρίσκετ’ ο Ρωτόκριτος σε πλεια μεγάλη αγκούσα,
Σε πλεια χειρότερη φλακή, παρά την 'Αρετούσα .
Και την καρδιάς και την πνοήν , τα μέλη, και το φως τε,
Σ’ μιαν Βεληματικήν φλακήν τάβανε μοναχός του .
Δεν έτρωγε, δεν έπινεν, ουδε ποτέ κοιμάτο ,
Στον λογισμού έκρινετο, στον νούν έτυραννάτο .
Συχνή, συχνά ανεστέναζε, τα μέλη του κρυαίναν,
Βοτάνια δεν τον ωφελούν, γιατροί δεν τον ύγαίναν .
Ολότελα απορρήκτηκε, την νειότην απαρνήθη,
Μιαν ώραν εις ανάπαψε ποτε δεν έγροικήθη.
Μακραίνουν γένεια και μαλια , αλλάσσει η στόρησί σου ,
* Κάνει άλλην όψι άσούσουμη, και λυώνει η εδική του :
Ε'μαύρισεν, άσχήμησε, στα ξένα που γυρίζει,
Και όποιος και αν τον εκάτεχε, πλειο δεν τον γνωρίζει .
Οι τρεις χρόνου περάσασι, και οι τέσσαρες έμπαινα,
Πού ή 'Αρετή ήτον σην φλακήν, και ο Ρόκριτος τα ξένα :
252 ΜΕΡΟΣ Δ '.
Μακράσαν, μακρα βρίσκετoν ένας από τον άλλο, .
Μάσαν και οι δυο σε μιαν βελών, κ'έστεκαν σ' έναζαλό.
Σμιαν βράσιν εκεντούσασι, τα ξύλα έτζ' εσυμπαίνα, και
Πούφθανεν η αναλαμπή, στους δυο, καιόχι στον ένα ..
Φέρνουν, οι χρόνοι και οι καιροί, σου κατατάσσου όλίγα , E !
Σμάχην επιάσθη ο Βασελειός με της Βλαχιάς τον Ρήγα .
Για μιαν χώρα έχουν διαφοραν , κ' εις έχθριταν εμπήκα,
Και ο εις τ' άλλουλογαριασμών σε τούτοδενέγροίκα και 11
Καθημερνών επλήθαινεν η έχθριτα κ' ή, μάχής :
Και ο εις και ο άλλος ήθελε ο νίκος την χώραν νάχη.
Εμπαίνουσιν εις τα βαθυα , κ' εις τα κακά μαντάτα,
Καταρδινιάζουν πόλεμον , μαζώνουν τα φουσάτα.
Ο Βασιλέας της Βλαχιάς δεν στέκει ν'αναμένη,
Λαόν έμάζωξεπολυν, καιεις την Αθήναν πηαίνει,
Τεντώνει απ' έξω στα τειχια , την χώραν φοβερίζεις
Με καβαλλάρους και πεζούς τους κάμπους τριγυρίζεις
Ε 'καψε δάση και χωρια , και ανθρώπους χμαλωτίζει,
Κ’ οι σκοτωμοί, και ο πόλεμος και φοβερός αρχίζει και
Βλαντίστρατοντον λέγασι τούτον τον ξένον Ρήγα ,
Πολλά τον έπαινούσανε κείνοι που τον εσμίγα . : .
Η'τον φουσάτα δυνατα σε μια μερα κ'είς άλλη, ..
Γιατί και οι δυο ήσαν δυνατοί, και Βασιλείς μεγάλοι .
Στόνα φουσάτον ήσανε, κ ' είς τ' άλλο ανδρειωμένοι,
Και όπουχε χάσει σήμερον, τοδεταχυας κερδαίνει .
Πάν τα μαντάτα δω κ'εκεί, παντούθε τα μαθαίνουν ,
Πολλοί κενούν του ροιζικού, κ' εις τα Φουσάτα πηαίνουν
Γροικάτο και ο Ρωτόκριτος, και στίχει και λογιάζει,
Η αγάπη πούχε τζ'' Αρετής να πάγη τόνε βιάζει.
Και μπιστικα σαν δουλευτής τηςχώρας να βοηθήση
Και αν ήμπορη, τον Ρήγα του να κάμη να νικήση.
Μ 'όλον όπου τον έδιωξε κατέχει και γνωρίζει ,
Πώς είναι Κύρις εκεινης , που την καρδιάς του ορίζει .
ΜΕΡΟΣ Δ'. 253
Με κάποια ελπίδα κίνησε, στον λογισμών του βάνει ,
Μ' ένα του αφέντης και όχ εχθρόν φιλιαν και αγάπην πιά
Α'ποφασίζει να σταθή απέξω του φουσάτου . (νει .
Και ωσαν ιδή τον Ρήγα του να βγά με τ’ άλλογά του,
Εις το φουσάτο το ζημιο ωσαν πουλί να δώση,
Και όσους μπορεί από τους εχθρούς να ρήξη, να σκοτώση.
Και ολημερίς να πολεμά, και απέκις να μισεύη,
Και ρόγα μηδέ πλέρωμα ποτέ να μη γυρεύη.
Μήπως και παψη η απονιά, ύστερα σαν το μάθη,
Πώς είν' εκείνος πουδιωξε, κ' είπασι πως εχάθη .
Τούτον τον λόγισμόβαλε, μα μπρος θε να μαυρίση,
Το πρόσωπον, και ουδε κανείς να μη τον γνωρίση
Η 'τον μια γρηά στην "Έγρίπον, άλλοτινή βυζάστρα ,
Μάϊσσα, που κατέβαζε τον ουρανόν με τ' άστρα.
Με τα χορτάρια κάτεχε, σαν τάθελε μαλάξη,
Να κάμη τ’ άσπρο μελανό, ταϊς πρόσωψες ν' αλλάξή,
Επήγεν ο Ρωτόκριτος, την μάγισσαν και βρίσκει
Με δόσιν καιμε πλέρωμα, και με καλό κανίσκι,
Ζητά, και κάνει του νερο το πρόσωπόν του πλύνει,
Μαυρίζει, και μελαχρινός βαθειάς βαφής εγίνη ,
Κ' άτοϊας λογής ασχήμισεν, έτοιας λογής μαυρίζει,
Πού η ίδια μάνναάν τόνεδή ποιος είναι δεν γνωρίζει
Γίνεται μελανόμαυρος, πούτον ξανθος περίσσα,
Και το νερό τα κάλλη του έκαμε και ασχημίσα,
Σ' ένα φλασκάκι άλλο νερό του δίδει να φυλάξη,
Και λέγει τ' όταν του φανή, την στόρισιν ν' αλλάξη .
Νάλθη την πρώτης του ασπρια, νάλθη στα πρώτα κάλλη,
Εκείνο τέστερο νερό στο πρόσωπόν του ας βάλη.
Και πριν μισέψη, τα νερά ετούτα δοκιμάζει,
Και ώραις το πρόσωπο έλαμπε, και ώραις τοσκοτινειά
Σ'σαν τα καταρδίνιασε, πλειο άλλο δεν γυρεύει, ( ζει.
Καβαλλικεύει μιαν αυγή, και μοναχός μισεύει .
254 ΜΕΡΟΣ Δ'.
Σε λίγαις μέραις έφθασεν απέξω στην Αθήνα,
Κ ' έστεκε κ' εστοχάζετο τα δυο φουσάτακαι κεί
κείνα.
να. ειδ 1
καβ κον
Και αλλάρης τα θωρεί , τήτερα σιμώνει,
Και το φουσάτο τζ''Αρετής θωρεί, και αναδακρυώνει ,
Παραμιλεί ολομόναχος , και λέγει, πούρ ετούτου,
Είν' άνδρες, οπέ βλάφτουσι τζ'αφέντρας μου τα πλούτη.
Την χώρα στρέφεται θωρεί, και λαχταρεί η καρδιάτου ,
Κατέχοντας πως βρίσκεται μέσ' στην φλακή ή κυρά του .
Και λέγ' ας ήμο υνε πουλί"
Και να περάσω τα τειχια, να μπώ μέσα στην χώρα .
Να βρω την πόρταν της φλακής , κρυφα να κατακρούσω ,
Την ομιλια, που επιθυμώ, και ρέγομαι ν' ακούσω. ΟΕ
Να πάρω την παρηγοριά, κείνηπου παίρνει η Μάννα, Η
Σαν ζωντανέψη το παιδί, οπού νεκρό το ευγάνα. Αν
Του τάβανεν ο λογισμός, τουτάλεγεν η γλώσσα,
συχνα τον όρκο που ομώσα.
Βρίσκ' έναν τόπον πόκρυφον σ' ένα δενδρο ποκάτω,
Κεϊ ήτον, κεί αρματώνετο, την νύκτα κεί κοιμάτο .
Κάθε ταχύ σηκώνετο και ως ήθελε γροικήσει ,
Ν' αντιλαλήση ή σάλπιγγα, βούκινον να κτυπήσης:
Εκαβαλλίκευε ως αετός, σπουδάζοντας την στράτα,
Και με την ώραν έφθανε , που σμίγαν τα φουσάτα . oil
κ' έκανε ανεμοστρόβιλα, και ταραχή μεγάλη, ενώ
Κ' εβόηθα πάντα μιας μεράς, κ' επλήγωνε την άλλη. »
Σαν δράκος έφοβέριζε, σαν λιόντας τζ' επολέμα,
Κ 'οι Βλάχοι να τονε ωρούν, απομακραν έτρεμα . Η
Ερρήκτε, παραστόλιαζεν, εσκότωνε απ' αυτήνους,
Πολλά μεγάλος τους εχθρος εφαίνετο σε κείνους τους
Δεν τον εγνώριζε κανείς, ουδ' εδικοί ουδε φίλοι ,
Και ο τόπος όπου χώνετο, ήτον μακρα ένα μίλι..
Καιως έβλεπε κ' έβράδυαζε, καιπωςο "Ήλιοςκλίνει,
Εμίσευε σπουδαστικά και αυτός την ώρα κείνη . Σε
ΜΕΡΟΣ Δ'. 255
Και το ταχύ σηκώνετο, κ' ήρχετο με την ώραν,
Πολλήν βοήθειαν έδωκά στην πικραμένην χώραν .
Είς τα φούστα και τα δυο έγνοια μεγάλη μπαίνει,
Ποιός ναν’ αυτός που έτζι συχνα σαν δράκος κατεβαίνει .
Κάθε ταχύ και πολεμά, και κάθ' αργα μισεύει ,
Και μηδέ φίλος του ακλουθα, ουδέ σύντροφος γυρεύει .
Πάνε οι μεγάλοι σού Ρηγός, κ' οι πρώτοι απ' το φεσάτο ,
Και λέγουν του με την χαράν ετούτο το μαντάτο .
Α’φέντη ένα θηριόπεμψε το δίκαιο τζ' 'Αφεντιάς σου ,
Γιατ' άδικα σε πολεμούν, και θε να σε χαλάσου .
Και πολεμά για λόγου σου, και αλύπητα βαρίσκει ,
Και δεν γυρεύεις πληρωμών, μηδε ζητά κάνίσκι.
Ε'μπαίν'ειςχίλιους λογισμούς, και ο Ρήγας δεν κινάται,
Να πη για τονΡωτόκριτον, πειδή και εχθρός λογάται .
Και ουδ' ο Πολύδωρος ποτέ ετούτο δεν λογιάζει,
Και τόσον πλειά πού τούπααι, Σαρακηνός πως μοιάζει.
Κ ’ οι στρατιώται τής Βλαχιάς παινέματα του κάνουν .
Και τρέμουν, όταν τα μιλούν, και όταν τ' αναθηβάνουν ,
Και λέσινε του Βασιλειού, δεν ξεύρομεν να πούμε, :
Ανθρωπος είναι η θηριών εκεί που πολεμούμε. !
Και άλλοι δυο μάλθαν μοναχα, νάναι σαν είναι τούτος,
Η βασιλειά σου έσβυνε, κ ' εχάνετο τα πλούτος .
Ο Ρήγας ο Βλαντίστρατος γροικώντας ήντα λέσι,
Ε'βαλθηκε με του λαού το πλήθος να κερδέση. ε
Γιατ' έβλεπε κ' εχάνονταν οι άνδρες και έφυρούσαν ,
Με την βοήθειαν του θηριού οι λίγοι τζ' ενικούσαν.
Κ 'έστoντας νάχη πλεια λαόν, εβάλθη μιαν ημέρα,
Ν'αρματωθή να ορδινιασθή την νύκτα αποσπέρα ...
Να μην αφήση πίσω του στρατιώτην, ν' απομείνη,
Μ' αρματωμένοι να βρεθούν όλοι την ώρα κείνη.
Και την βαθειαν βαθειαν αυγή εις τα γλυκάτου ύπνου,
Οπούν ακόμη αχώνευτοι πολλοί καπνοί του δείπνου,
256 ΜΕΡΟΣ Δ'.
E"ξαφνα με πολλαίς φωναίς, και ταραχήν αρμάτω, 15 !
Να δώσουν φόβον του λαού, να φεύγη πάνω κάτω .
Κ 'έσοντας νάχη πλειά λαόν, καιόλοι καλοί ανδρειωμένοι ,
Α'σφαλτα κείνην :ην φοράν το νϊκός αναμένει .
Και λέγει, ώστε να πέμπωμεν λίγους ναπολεμούσι,
Νίκος ποτέ μ' έτοιο θηριο δεν ήμπορούν να δούσι ...
Μα σαν σμιχθή όλος ο λαός, το πλήθος το περίσσο,
Με θέλει κάμει σήμερον άσφαλτα να νικήσω.
Κ' ήντα μπορεί ένας μοναχός σε τόπους να βοηθήση;
Τους λίγους, όχι, τους πολλούς μπορεί να πολεμήση .
Ε 'καμεν ό, τι λόγιαζε, βαθειαναυγή αρματώνει,
Με σιγανάδα τον λαόν, και του εχθρού σιμώνει .
Με σάλπιγγες, με βούκινα, με κτύπους των αρμάτων ,
Το άλλο φουσάτο ξύπνησε, που όλον το πλεια κοιμάτον.
Και ώστε να καταρδινιασθούν ό, τι τους κάνει χρεία ,
Ε'χάσασι την δύναμιν, τέχνην, και την ανδρεία ,
Παν τα μαντάτα τα πικρα είς τού Ρηγος την χώρα ,
Αφέντη, βόηθα γλιγωρα, γιατί μας βιάζει η ώρα.
Ο Βασιλειος οπούτονε στο στρώμα κουμπισμένος,
Πάραυτα έσηκώθηκε σαν ξεπερεωρισμένος,
Σπουδαστικα αρματώνεται, τζ' απομονώρους κράζει,
Ν'αρματωθούν, να τ ' ακλουθούν, τον πόλεμον τουςβιάζει .
Γέρού καρδια δεν έδειξε, μα νειότη κοπελάρη,
Και δεν δειλιά τον θάνατον , και αν ήθελε τον πάρη .
Βγαίνει απ' την χώραν και ακλουθούν όλοι αρματωμένοι,
Πάσιν εκεί, που ο θάνατος, και ο χάρος τζ αναμένει.
Ανακατώνετ’ ο λαός, και τα φουσάτα σφίγουν ,
Μάτον, ακόμη σκοτεινα και δεν καλοξανοίγουν .
Δίδουν στα βούκινα , αναπνοια ταις σάλπιγγαις φυσούσι,
Πάγει η λαλια στον ουρανόν , τα νέφη αντιλαλούσι .
Με την βαβούρα την πολλήν, και κτύπους των αρμάτω,
Ε'γροίκησ' ο. Ρωτόκριτος, γιατί δεν εκοιμάτο .
>

ΜΕΡΟΣ Δ '. 257


Και ο λογισμός της Αρετής ολίγον τον αφήνει,
Να κοιμηθή, γιατ’ αγρυπνά τζ' αγάπης την οδύνη .
Αλλο μαντάτο να του πούν, δεν στέκει ν' αναμένη,
Με σπουδα καβαλλίκεψε, στον κάμπου κατεβαίνει .
Σαν όταν ήν καλοκαιρια, μέρα σιγαμεμένη,
Και έξαφνα ανεμοστρόβιλος από την γήν εύγαίνει .
Με βροντισμών και ταραχήν την σκόνη άνεσηκώση,
Και πάγει την τόσον ψηλά, όπου στα νέφη σώση.
E "τζι και όταν εκίνησε με τέτοια ανδρεια περπάτει,
O'πού βρονταϊς και σκονισμους κάνει στο μονοπάτι .
Μ' έτοια μεγάλη μανιταν έσωσε στο φουσάτο,
Οπ' όποιος και αν έγλυτωσε, με φόβον το δηγάτο .
Είς καιρόν ο Ρωτόκριτος έσωσε στον λιμιώνα,
Πού οι Αθηναίοι φεύγασί, κ ' οι Βλάχοι τους ζυγώνα .
Με φόβον έγλακούσανε, βοήθειαν δεν ευρίσκαν,
Και οι εχθροί τους διώχνασι, και αλύπητα βαρίσκάν.
Και ωσαν λιοντάρι όταν πεινά , και από μακρα γροικήση,
Κ ' έρχεται βρώμα, οπούπασχε να βρώ να κυνηγήση.
Κ' εις την καρδταν κινά ωςτοδή, η πιθυμιατην μάχη,
Τρέχει ζιμιον επάνω του, και αγριεύει σαν του λάχη,
Φωτια πυρή στα μάτια του ανεβοκατεβαίνει,
Καπνός απ' τα ρουθούνια του μαύρος βραστος εύγαίνει,
Αφροκοπά το στόμα του , το κουφός του μουγκρίζει,
Ανασηκώνει την ουραν, τον κόσμον φοβερίζει .
Κατακτυπούν τα δόντια του , και το κορμί σπαράσσει ,
Α’υαχεντρώνουν τα μαλια , και τρέχει να το πιάση .
Ε 'δέτζι ξαγριεύθηκε για τα κακά μαντάτα,
Και ωσαν αετός έπέταξε, κ' εμπήκε στα φουσάτα.
Βλάχοι, κακόν, το πάθετε , εις τα σας ηύρε αιφνίδια ,
Ε'βάλθασι τ'απαρθηνά, κ' έπαψαν τα παιγνίδια .
Οπούλαχε να δήποτε συγλυσιν να φουσκώση,
Να πνίξη ανθρώπους και θηρια, δενδρα να ξεριζώση .
Erotocrito . 17
258 ΜΕΡΟΣ Δ '.
Και να μουγκρίζου οι ποταμοί, και οκόσμος ν' αγριέψη,
Και αστροπελέκια ο ουρανός χαμαι σην γήν να πέψη .
Να τρέμουν όσοι τα θωρούν, το πνεύμα τους, να χάνουν,
Να ξεψυχούν απ' τον φόβον τους, πριν παρα ν' αποθάνουν.
Ε'δέτζι και ο Ρωτόκριτος κάνει την ώρα κείνη,
Πολλά μεγάλη σύγχυσις εις τα φουσάτο γίνη.
Τίνος τον πόδας έκοφτε, τίνος την μέρα βήχτει,
Τίνος εκόπη η κεφαλή, τινος το στήθι ανοίχτη .
Ποιόν από την μέσηχώριζε, τίνος κοιλιαν έτρύπα,
Πάντα κάνει αίμα ή κοπανιά, εκεί που την εκτύπα .
Σαν κάνει ο λύκος εις τ' αρνια, όταν πεινά και ράσσει ,
Και πνίγει τα όπου και αν τα βρή, και φθάνει όπου πάσι .
Ετςέκανε ο Ρωτόκριτος , ξετρέχοντας το νίκος ,
Οι Βλάχοι τρέχουν σαν τ' αρνιά, κ' εκείνος είναι λύκος .
Σερβα, δεξιά τους πολεμά αλύπητα σκοτώνες,
Και σαν θηριο τζ'απογλακά, σαν δράκος τους ζυγώνει ..
Εκοβε μέσαις και μεριά, κορμια από πάνω ως κάτω,
Ε 'κλαιγ' εκείνος ο λαός, κ' έτρεμε το φουσάτο .
Πέφτει απ' την χώρα το σπαθί, χάνουντο χαλινάρι,
Το έλαν δη από μακρα τούτο το παλικάρι .
Α'ποκρυγιαίναν η καρδιαϊς, την ανδρειαν έχαναν,
Εφεύγαν, κ' εγλαχούσανε, τα μονοπάτια πιάναν .
Παίρνει ψυχήν και δύναμιν τζ' Αθήνας το φουσάτο,
Πού τόβρεν ολοσκόρπιστον, κ' εγλάκα πάνω κάτω.
Το πρόσωπον γυρίζασι , που«δείχνααι την ράχη,
Και όσον ματώνουν τα σπαθιά, τόσον πληθαίν' η μάχη .
Τις πέφτει και ψυχομαχεί , τις πέφτει ποθαμμένος ,
Και τις ολίγα,και τις πολλα βρίσκεται λαβωμένος .
Μεγαλος καλορροίζικος έκραζουντου: έτάτες;
Εκείνος, όπ’ απέθνησκε με ταϊς πληγαϊς ταϊς πρώταις .
Και ως είχε πέσει απ'το φαρί, την ζήσενατελειώση,
Και ουδ' άλλο πόνο ο πόλεμος, και η μάχη να του δώση .
ΜΕΡΟΣ Δ '. 259
Μα, οι άλλοι, πε γκρεμνίζονταν, κ' είχαν πνοήν κ'έζε
έζεσαν,
Οι καβαλλάροι και οι πεζοί τους εκλοτζοπατούσαν.
Κ ' επάνω σταϊς λαβωματιαϊς τα πέταλα βουλούσαν,
Και την πληγήν ξεσχίζασι, και πόνους έγροικούσαν .
Και με τζινιαϊς, δαγκαματιαϊς, μαρτύγια πού τες δίδα,
Πολλ’ άσχημα τελειωνασι δίχως ζωής ελπίδα.
Κοίτεται τ' άλογο ψοφά στ ' αφέντη του το πλάγι ,
Στρέφεται ο φίλος και θωρεί τον φίλον πως εσφάγη.
Σύντροφος με τον σύντροφον να ξεψυχούν ομάδα,
Το αίμα είναι η κλίνη τους, κ' η γή προσκεφαλάδι .
Κρίτεται πάνω στον νεκρών και ζωντανός και ακόμη,
Δεν ήλθαν του ξεψυχημού οι ίδρωτες και οι τρόμου .
E "πεφτεν έτζ' οπούχανεν, ωσαν και όπου κερδαίνει,
Και όταν ο εις ψυχομαχεί, ο άλλος αποθαίνει.
Βαβούρα κακορροιζικιάς λόγια θανατωμένα,
Ε'συντυχαίναν τα κορμιά τα κακαποδομένα .
Λυπητερα και θλιβερα τον πόνον τους ελέγαν,
θάνατον γλιγωρότερον και πλειαύκολα έγυρεύγαν.
Πολλοί αφού σκοτώσασι μ'ανδρείαν τονεχθρόν τους ,
Τότε και αυτοί κρυγοι νεκροί πέφταν απ' τ' άλογών τους .
Οι Καβαλλάροι πάν πεζοί, τ' άλογα σκοτωμένα,
Και άλλα γλακούσι μουρχα στον κάμπον σκορπισμένα .
Τα αίματα κινούσανε, κ' έτρεχαν σαν ποτάμι,
Των σκοτωμένων τα κορμιά, που κοιτουνταν αντάμι .
Τάρφους έκαναν και βουνα, και ο Ρώκριτος στην μέση,
Α’λύπητα τους πολεμά, και πάσχει να κερδέση .
Κ' όπου και αν έπερπάτηξεν εκείνη την ημέρα,
Η'τουε . χάρος το σπαθί, και θάνατος ή χέρα .
Η γη oπoύτoν πράσινη, με χόρτα στολισμένη,
Ε'γίνη: όλοκόκκινη με αίματα βαμμένη.
Ο πόλεμος, επλήθαινε με ταραχή μεγάλη,
Και ώραις ένίκα η μια μερια, και ώραις ενίκα η άλλη.
260 ΜΕΡΟΣ Δ'.
Σαν του γιαλού τα κύματα , σ’ καιρού ανακατωμένου,
Πού τα φυσούν οι άνεμοι, και προς την γην τα πηαίνου .
Και ώραις αφρίζουν και σκορπούν έξω στο περιγιάλι,
Και ώραις στο βάθος του γιαλού ξαναγιαγέρνουν πάλι.
E "τζι και τα φουσάτα αυτα τ' άγρια τα ζυμωμένα,
Ωραις οπίσω σύρνουνταν, και ώραις εμπρος πηαίνα .
Γίνοντ’ αιματοκυλισαίς, πολλών λογιών θανάτου,
Και τον Ηρακλη ολημερίς τρομάρα τον εκράτει.
Μηχάση το φουσάτον τε, κ' εις την καρδιάς τον πιάνει,
Και σκλαβωθή, κ' εις την σκλαβιά σαν σκλάβος ν' απο
Δεν ημπορεί ο Ρωτόκριτος ναναι εις κάθε τόπον, (Ξάνη .
Μα όπουχε σώσει, θάνατον έδιδε των ανθρώπων .
Πλειό της ζωής του δεν ψηφά, πολλάβραζεν το αίμα,
Σαν είδε τον 'Αφέντης του με τζ' άλλους και επολέμα .
Η αγριότης της καρδιάς, και ο φόβος του θανάτου,
Πού των εχθρών του έδιδε με τα καμώματά του .
Παρα τον ίδιον θάνατον πλεια φόβον τους έβάνει,
Και το κορμί άφινε η ψυχή, πριν παραν' αποθάνη.
Ε' πέσασιν αρίθμητοι δίχως ψυχη στο χώμα,
Των λύκων εγενήκασι, και των κοράκων βρώμα .
Εις τούτους τζ'ανακατωμους είκοσιδυοανδρειωμένοι,
Είχαν απ' τον Βλαντίστρατον μιαν όρδινια παρμένη.
Να βρούν τον άλλον Βασιλειον, να τάνε πολεμήσουν,
Και αν δεν τον πιάσαν ζωντανών, νεκρόν να τον αφήσεν ,
Και συντροφιάζει τους και αυτός, και ομαδι συνοδεύαν,
Και επάνω κάτω σαν θηρια τον Ρήγαν έγυρεύαν .
Ευρήκασι τον γέροντα και ως λιόντας επολέμα,
Κ ' είν' το σπαθε ολοκόκκινον από το τόσον αίμα.
Εκεί ήταν κι ο Πολύδωρος, την συντροφιάς τε καιάλλου ,
Τον Ρήγα τους προσέχασιν εις έτοια χρεια μεγάλη.
Ως έσωσε ο Βλαντίστρατος ωσαν λιοντάρι τρέχει,
Ε'πάνω του με τ' άλογο, και υπομονή δεν έχει ...
S
ΜΕΡΟΣ Δ'. 261
και οπίσω τ’ άλλοι είκοσιδυό , και ως δράκοντες εράσσαν,
Και οκτώ κοντάρια του Ρηγός το κούτελον εσπάσαν .
Επεσεν από το άλογο, ο Ηρακλης κ' έζαλίσθη ,
Χαμαι στην γην ξαπλώθηκε, στα αίματα κυλίσθη.
Πεζός είν' και ο Πολύδωρος, μάκαμε σαν λιοντάρι,
Ε'βλεπε τον 'Αφέντης του κανείς να μην τον πάρη .
Εξεζαλίσθη ο Βασιλειος, και ογλίγωρα σηκώθη,
Κ ' έκραξε τον Πολύδωρον, και σ' κείνον παρεδόθη .
Με το σπαθί στην χέραν τους σαν λιοντες πολεμούσι ,
Και από τους Βλάχους ζωντανοί δεν θέλει να πιασθούσε .
Μάσανε τόσοι οι εχθροί, όπου τους τριγυρίζουν,
Οπου κανένα γλυτωμών για τότε δεν ελπίζουν .
Με δυο κακαίς λαβωματιαϊς στην κεφαλήν, στην χώρα,
Ευρίσκετ’ ο Πολύδωρος εκείνην την ημέρα .
Ο 'Αφέντης με τον δουλευτών τον θάνατον γνωρίσαν,
Οταν φωνήν και ταραχήν παλικαριού γροικήσαν.
Τούτ' η φωνή και η ταραχή, της μάχης το σημάδι,
Η'τονε του Ρωτόκριτου, που ως είδε και είναι ομάδα,
Ο' 'Αφέντης με τον φίλον του εις κίνδυνος θανάτου,
Ταϊς σκάλαις αντιπάτησε, και σφίγγει τ' άρματά του .
Ο πρώτος που του απάντησε, ήτον δικός του Ρήγα ,
Του Βλάχου, και καθημερνο εις μιαν βουλήν εσμίγα .
Και δίδει του μια κονταρια, και το κοντάρι μπήχτεί,
Εις τον λαιμό ποκατωθιό, και χάμαι τόνε ρηχτει .
Κρυον,νεκρών, και ασάλευτον, και καταματωμένον,
Τα μαθημένα του έκαμε το χέρι το ανδρειωμένον.
Σκοτώνει και τον δεύτερον, τον τρίτον ξεσελλώνει,
Και το κοντάρι τζάκισε, με το σπαθί σιμώνει,
Κ'έκαμεν πράμματα φρικτά, καμώματαμεγάλα,
θάνατον τον ελέγάσι, Χαρο όνομα του βγάλα .
Σαν το γεράκι όντα δη στην λίμνην καθισμένον,
Πλήθος πουλιών, κ' εκεί χυθη άγριον και θυμωμένος,
262 ΜΕΡΟΣ Δ'.
Και από τα ύψη του ουρανού την ταραχήν αρχίση,
Γριλλώσουσι τα μάτια του, και τα φτερα κτυπήση,
Δώση στην μέσην των πουλιών , και εκείνα τρομασμένα,
Να ξορισθούν, και να χαθούν, και να χωσθούν, καθένα ..
Εις το νερό άλλα να βουτούν, στα ύψη άλλα να πάσι,
Για να γλυτώση την ζωήν κάθε πουλί να ράσση .
Να φεύγουν όσο το μπορούν την μανιταν εκείνη,
Και το γεράκι μοναχών ν' αφήσουν ν' απομείνη .
Ε'δέτζι γένη κ' εις αυτους εκείνην την ημέρα,
Πολλά την ετρομάξασι του Ρόκριτου την χέρα .
Τόσους να δή να πολεμούν τον φίλον, και τον Ρήγα,
Ωσαν γεράκι χύθηκε, και ωσαν πουλια του φύγα .
Γλυτώνει, ξεγχουσεύει τους, άλογα τους γυρεύει ,
Ευρίσκει τους, και δίδει τους, και ο Ρήγας καβαλκεύει .
Και της Βλαχιάς ο Βασίλειος θωρώντας ήντα κάνει,
Φεύγει αποκεί , γιατί θωρεί , πως έχει ν' αποθάνη .
Δεν Θέλει πλειο ο Ρωτόκριτος, τ' Αφέντη να μακρύνη,
Πάντα κοντά του πολεμά,και σπλαγχνικός εγίνη.
Ε'μίσεψε ο Πολύδωρος, δεν στέκει ν'αναμένη,
Γιατ' είχε δυο πληγαίς κακαίς, και μέσ' την χώρα μπαί
Βαρυα πολλα γροικάτονε, λαβωματια μεγάλη, ( νει .
Είχε σιμα στο κούτελο, και εμπρος στο στήθος άλλη .
Ολημερίς ο πόλεμος πολλούς θανάτους κάνει ,
Κ 'εκείνος όπου εκέρδαινε την μιαν, την άλλην χάνει,
Ε'βραδυασε, κ' η σάλπιγγες έπαιξαν να σχολάσσουν,
Οι σκοτωμοι να πάψουσι, για τότε να περάσουν ,
Κάθε φουσάτο σύρθηκε στα μέρη τα δικά του,
Καθ' ένας στέκει,όληνυκτίς ζωσμένος τ' άρματά του .
Σαν έσχολάσα οι αχοτωμοι, και για την ώρα κείνη ,
Και τονεχθρών του κάθε είς σ' ανάπαυσιν αφίνει .
Ε 'κραζε τον Ρωτόκριτος ο Ρήγας-και σιμώνει,
Και σπλαγχνικά του μίλησε, μιλώντ' αναδακρυώνει ,
ΜΕΡΟΣ Δ '. 263
ΡΗΓΑΣ

Λέγει του, συ μ' εγλύτωσες, που ποθαμμένος ήμου,


Και συ μου την έχάρισες σήμερον την ζωή μου .
Κ ' επει έτοιο πράμμα από σε, τέτοιο καλά γνωρίζω,
θέλω και να μοιράσωμεν ταίς χώραις όπ’ ορίζω ..
Και νάσαι πάντα μετα με, και απήτις ξεψυχήσω,
Τέκνον και κληρονόμος μου εις όλα να σ' αφήσω .
ΠΟΙΗΤΑΣ

Ως ήκουσ' ο Ρωτόκριτος , με τάξιν γονατίζει,


Και γνωστικά, και φρόνιμα τέτοιας λογής αρχίζει.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ

Αφέντη, τα Ρηγάτα σου κράτειτα δια σένα,


Και χρέος κανέν σήμερον δεν έχεις μετ' εμένα ,
Αν ήλθα κ ' επολέμησα για σε, και για την χώρα ,
Τόκαμα για το δίκιο σου, όχι να θέλω δώρα .
Για τούτο ανεθράφηκα , κ ' έπιασα το κοντάρι,
Πάντα το δίκιον αγαπώ, και μη μου τύχης χάρι .
Και τ' άδικο του Βασιλείου των Βλάχων είναι τόσο,
Πού αν μπορέσω, θάνατον ξετρέχω να του δώσω .
Και την ζωήν προθυμερος στην ζυγαριάν την βάνω ,
Χαρούμενος κάθε καιρόν στο δίκιο ν' αποθάνω .
Ε'κράτει τον ο Βασιλειος, το αγκάλαις του τον έχει,
Εθώρει τον στο πρόσωπον, ποιός είναι δεν κατέχει.
Τα σίδερα της κεφαλής έχουσιν ευγαλμένα ,
Και τα φουσάτα και τα δυο στέκουν αναπαυμένα .
Ε' σκοτωθήκασι πολλοί εκείνην την ημέραν,
Και ποιος το ενού , κ' αλλού Ρηγόςκακά μαντάτα φέραν,
Οκτώ χιλιάδες και εκατό λείπουν απ' τα φουσάτα-
Τζ' Αθηνας, και έχουν λείψανα κάμπους βουνα γεμάτα ..
264 ΜΕΡΟΣ Δ'.
Λείπουν του Ρήγα της Βλαχιάς άλλαις χιλιάδες δέκα ,
Κ' οι Βασιλείς με λογισμoν πολλα βαρύν εστέκα.
Ε' πικραθήκασι πολλα οι Βασιλειάδες τούτου,
Γιατί που έχασε τον λαόν, έχασε και τα πλούτη .
Δεν ήταν διαφορα καμμια στον ένα πό τον άλλο,
Μ ' όλον όπούτον της Βλαχιάς φουσάτο πλεια μεγάλο.
Και ο εις του άλλου, αγαπητικα επέμψαν να μηνύσουν ,
Να κάμουν μέραις δώδεκα, δίχως να πολεμήσουν.
Για να ξεκουρασθή ο λαός, ναγιάνουν οι πληγωμένοι,
Να θάψουν τα νεκρά κορμιά, πούν' τόσοι σκοτωμένοι.
Ε'κάμασι την σύβασιν, ετούτην , και αναμένουν,
Ταϊς μέραις, και ώςε να διαβών, σ' αγάπην ν' απομένεν .
Από την πρώτη αργατινήν ο Ρόκριτος μισεύει,
Πάγει και ξαρματώνεται, και το κορμί αναπεύει .
Κ' ευχαριστά της μοίρας του στην χάρι της την τόση,
Πούφερε τέτοι αν αφορμήν τον Ρήγα να γλυτώση.
Κ' ήλπιζε και με τον καιρόν ή όργιτα να περάση,
Να δη και αυτός το πιθυμά, πριν παρα να γεράση.
Τούτον ας τον αφήσωμεν να συχναναστενάζη,
Και ας έλθωμεν στον Βασιλειο, που στέκει και λογιάζει,
Ποιός νάναι, που του βοήθησε με της ανδρειας την χάρι ,
Σποιον τόπον εγεννήθηκε τέτοιο άξιο παλικάρι και
Κ' είδεν τον κ' εις το πρόσωπον , ποιος είναι δεν κατέχει,
Γιατί καμμίαν γνωριμιαν, ουδε σουσούμιν έχει.
Μέσα σε τούτον τον καιρόν μια σάλπιγγα γροικούσι , .
Πριν να περάσουν ή δώδεκα μέραις, και να διαβούσι .
Εις το φουσάτος του Ρηγός του Βλάχα είδαν κ' έμπαίνει ,
Είς καβαλλάρης θαυμαστός σ' όλην την οικουμένη . Η
Αριστον τον έλέγασιν, ανίκητον λιοντάρι,
Τον θάνατο είχε στο σπαθί, τον χάρον στο κοντάρι.
Ε'τούτος ήτον ανιψος από γυναίκειου αίμα,
Του Βλαντιστράτου του Ρηγος, στον κόσμον τον ετρέμα.
1
ΜΕΡΟΣ Δ'. 265
Και απ' την Φραγγιαν εμίσεψε, κ' ήλθε νατου βοηθήση,
Κ' εις τέτοιαν χρείαν μοναχών δεν θε να τον αφήση.
Πεζεύει, πάει στου Μπάρμπα του, φιλεί τον εις την χώρα ,
Χαραν μεγάλην τούδωκεν εκείνην την ημέρα.
Ε'χάρηκεν ο Βασιλειος, χαίρονται και όλοι οι άλλοι,
Κάνει ο λαός απ' ταϊς φωναίς παρατροπή μεγάλη .
Ο Ρήγας βάνει λογισμόν, να πάψουν οι πολέμου,
Τα αίματα , κ' οι σκοτωμοί, που όλος ο κόσμος τρέμει .
Και να γενή μια συβασις πούρι και ναθελήση,
Των Αθηνών ο Βασιλειος ετούτο να γροικήση .
Να βρη, ένα τον καλύτερος απ' όλο τοφουσάτο,
Ν ' αμαρτωθή, να ορδινιασθή νάλθη στον κάμπον κάτω.
Να πολεμήση με σπαθί, να τρέξη με κοντάρι ,
Ομάδι με τον Αριστον , τ' αγένειο παλικάρι.
Κ' εις τα κορμιά τους έτουνών να στέκη η διαφορά τους
Να τα ξεκαθαρίσουσιν οι δυο με τ' άρματά τους .
Να πάψουσιν οι σκοτωμοι οι τόσοι απ' τα φουσάτα,
Οπούναι οι κάμποι λείψανα , και τα βουνά γεμάτα,
Μα μπρος το λέγει του " Αριστου, να δη την όρεξί του,
Σανκείνον, που στον κίνδυνου θε νάμπη το κορμί του .
Τούτος ζημιών ως τόκουσε, του λέγει, Βασιλειά μου,
Ακόμη πλεια γλυκεια φωνή δεν ήλθεν εις τ' αφτιά μου !
Δεν ήλθα επα να τραγουδώ και να περιδιαβάσω,
Μαλθα θηρια να πολεμώ, άνδρας να δοκιμάσω. 1
Και να ματώνω το σπαθί είς των εχθρών τα στήθη,
Και ο ' Αριστος, για πόλεμον ποτέ δεν εφοβήθη.
Και μην αργήσης, Βασιλειέ, μαντατοφόροί ας πάσι,
Χίλοι χρόνοι μου φαίνονται , και ημέρα να περάση .
ΠΟΙΗΤΗΣ

Ολόχαρος, απόμενεν ο Μπάρμπας να τ' ακούση .


Πέμπει τους φρονιμώτερους, του Ρήγα να το πούσι.
266 ΙΕΡΟΣ Δ '.
Απ' το φουσάτον τ' έλειπεν αυτός την ώραν κείνη,
Στην χώραν ήταν για δουλειαν, κ' επήγασε και αυτήνοι .
Ευρίσκουν τον εις το θρονί και ως τον επροσκυνήσαν,
Τα θέλαν, του γυρεύσασι, με τάξιν ωμιλήσαν .
0' Βασίλεός τέτοιο βαρύ μαντάτο να γροικήση,
Ε'στάθηκε με λογισμόν, δεν θε ν' αποφασίση.
Λέγει τους, πέτε πού Ρηγός, σαν σμίξη μετά μένα,
Θέλω του δώσει πηλογιαν στάχετε μιλημένα .
Κ' εκείνο, πού ελόγιασεν αυτός σ' καιρόν περισσο,
Δεν ημπορώ έτζι το ζημιο εγω ν' αποφασίσω.
Και, ότι και αν αφεντεύομεν , χώραις, χωριάκαι πλούτη,
θενάμπουν εις την ζυγαριάν, θωρώ την ώρα τούτη.
Κ ' εις μια βαμπακερή κλωστή να κρεμασθή τυχαίνει ,
Η βασιλειά μας και των δυο, κ' είν' πράμμα π8 βαραίνει
Και απόψε θέλω να το δω, να το καλολογιάσω,
Την φρονιμώτερης βουλής και πλεια καλήν να πιάσω .
Και δίχως άλλο ως αύριο αργα, απολογια να δώσω,
Στο πράμμα, έτζι γλίγωρα δεν ημπορώ να σώσω .
Και μ'έτοια λόγια γνωστικά τούτου απηλογιάζει ,
Και ως έμισέψαν το ζημιο τους φρόνιμους του κράζει .
Εις το παλάτι ήλθασι , τρεγύρου τους καθίζει ,
Και απέχει δυο και τρείς φορείς της σύγχναναντρανίζει .
Στο πρόσωπόν τους όλωνών τ' ανάβλεμμα περπάτει,
Με την Ρηγατικήν εξαν , πούτρεμε το παλάτι ,
Εδειχνε , πώς την σιωπήν θέλει την ώρα κείνη,
Και όλοινα στέκουν να γροικούν, ηντάναι, κ' ήντα γίνη .
Ως είδε, πως την αναπνοιαν κρατίζουν, και σωπαίνουν ,
Και τάθελε να τους είπη, με φόβων αναμένουν .
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ

την ημέραν,
Λέγει τους, Συμβουλάτωροι ετούτηνγνοιανα
Μαντάτα απ' τον Βασίλειο πολλά φέραν
μου ,
ΜΕΡΟΣ Δ'. 267
Οπου με βαν' εις λογισμών, και εις περίσσα ζάλη,
Διατ' είναι τούτη μια δουλειά παρά ποτέ μεγαλη.
Στην διαφοραν oπoύχoμεν, να μή γενή άλλη κρίσι,
Μα ένα κορμι, να βάλωμεν να την αποφασίση .
Ενα να βάλωμεν για μας , και εκείνος άλλον πάλιν,
Την διαφοραν να κρίνουσι, πούχομεν: την μεγάλην .
Με το κοντάρι, και σπαθί και σιδερόν σκουτάρι,
Και να γενή η απόφασι , και δίκαιο, που τοκάρει .
Εγώχω βάρος στην καρδιαν, και λογισμών μεγάλο,
Αριστος ήλθε απ' την Φραγκιαν, κ'επάναι δίχως άλλο . 7
Και τούτον όλον τον καιρόν, οπού μάς πολεμούσι,
ς
ο ύ τος είπει πό αιρών αι ις , λλα ανέρη κράετιε
Ε'τ λαις α αις κ ε , κ εν ά τει μ ε άτ ,
Κ 'ίνείης τεάλλ ρα χώρούχεν, ήτονς , συτη ξάεχνοιυ ο περυπσάτο
Κετέχε η χα ς οπ ονε ψαε τύοτο Βλ ντάτ φο ,
Κα , π ώ ή τ ετ ε
γ ι τ ο τ ο ομς α .
ως ο στ ε α
Καιια δίχ ώσάηλλ σξαεύνροτός, ικαι β"ονΑρι ς ηνήλθ ι ρταώρ ,
α
Δ τνος ι δ αι β μασ κ φό ά α ει τ ινούσχώ .
ύ α
Ε 'τοούντ εί μθοαυνν υ ι ι
τ,α όλ τοι επα
ο ν ,
οαν σι
β έ
Φο ι ό , λτλρούς ,ροίχκάη νσ ,ι αόισο ιρκαόις αν τονγα ιδού .
α ς
Κα ς απ πνο διάςαγ
ώ η α ρ ο ίνσ κ,ετείν ηκςα δρεκιαι α ελέ , έγα
Π σ' ώτν ουκ σ α ρ
τ γαβσι ν
τι α ν ρήεμαφλ .
ι
Κακατρως ή ονώνκ ' ελυόνε , άλ ιτσεε που τοολέμέατ
ι κ έ λ ο
,
Δε α χνρ κοσιήδτο , πγ’ ιάρσχε κ' τεαπ ζει. ς
Κ 'ιέδ ίSςε ναα ει όσνεν με,ν λο μ α ταήν ξά ,ιάζη
α μ ε
Κ α η το ε οκπόοτ έ π ιη χ ο ς
στχ'ο ά ρ νναύστηου μο η
ι
Γ ς το ιο α ύ π λ ά ς α η σ
Πω πλε αδλεένξω θέλ με πο ν ει ο λΒλού να μ ς ,λεμή
γαι να μα νοπςο λο .
Μα ναι δι ός απ ' τον σλταοός έ ,νοςκαι κεωίς άλ ,
ν
Κ' είνα οςδικ ττώοσυ η ο 'Αρι
ι εκ δοέ ν εί χ λο άλ .ήση
Και όπγοας σκοχει από τιμςόν δυο , τον άλλελμου και νικήσή ,
Ο ' Ρή πού τον χαϊ , τον πό ν' αφ .
268 ΜΕΡΟΣ Δ '.
Να βάνη αυτός την μοϊράν του , και εγώ το ροιζικόν μου ,
Στο ζύγε να καμπανισθούν, με φόβου, και με τρόμου .
Στην χέραν τ' έχει το θηριό, σαν Ρήγας τον ορίζει,
Για κείνο τούτα μας μηνά, για κείνο φοβερίζει .
Και εις ημάς ποιος βρίσκεται, ποιον έχομεν ελπίδα ;
Πούρι προχθές στον πόλεμον μικρους, μεγάλους τζ' είδα .
Μόνον εις τον Πολύδωρον είχ' όλον μου το θάρρος,
Κ ' εδα φοβούμαι μη χαθή, μή τόνε πάρη ο χάρος.
Γιατ ’ έχει δυο λαβωματιαϊς, και στέκει ν ' αποθάνη,
Και όλοι οι γιατροί το λέγουσι πως δεν μπορώ τα γιάνη .
Μα πάλι αν ήταν και καλα , δειλιά πολλα η καρδιά μου,
Στην δύναμιν του να δοθούν τα πλούτη και η αξιά μου .
Γιατί τ' 'Αρίστου τ ' όνομα είναι πολλά μεγάλο,
Και βρίσκω διαφοραν πολλήν στον ένα από τον άλλο .
Και δεν κατέχω τι να πω, και τι ν' αποφασίσω,
Και τι μαντάτο του Ρηγός είς τούτο να μηνύσω .
Εδα πληθαίνει ο φόβος μου, έδα πληθαίνει η ζάλη,
Α 'πόφασις 9ε να γενή παρα ποτε μεγάλη .
ΠΟΙΗΤΗΣ

Στέκουν οι φρόνιμοι βουβοί, και εις τον άλλο θώρει ,


Κανείς να δώσ' απόκρισιν σε τούτα δεν ηπόρει .
Πούρ ένας, όπου λέγετο Φρονίστας, δεν φοβάται ,
Μα ολόρθος εσηκώθηκε, του Ρήγα απηλογάται .
ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ

Α’φέντη, λαμπυρή για μας κράζεται τούτη η μέρα,


Απήτις α' έτοιον ώμορφο μαντάτο μάς έφερα:
Νάμπε όλαις μαςη διαφοραίςσεδυοκαρδιαϊς ανθρώπων,
Και ναύγη η μάχη από πολλές και μάλθη εις λίγοντόπον.
Και για ανδρειωμένον γνοιάζεσαι,καιέχεις και λογιάζεις;
Συμπάθησέ μου Ρήγα μου, κατέχεις τίνος μοιάζεις ;
ΜΕΡΟΣ Δ'. 269
Κεινού, που στην καλομοίριαν χάνεται, δεν κατέχει, και
Και μέσ' στην βρύσιν κολυμπά, λέγει νερον δεν έχει,
Πού ναύρης τόσην δύναμιν, τάσην ανδρειαν, και χάρι,
Ωσαν τον λιόντα, το Ξηριό , το ξένο παλικάρι ;
Πού πολεμεί για λόγου σου, το δίκιον σου γυρεύει,
Και ώστε να κάμη κοτανια μεγάλη, δεν μισεύει ;
ΤΟ Βλάχε μάχην, και κακιαν, και έχθραν μεγάλην έχει ,
Και επάνω τουκαι να εκδικηθή, γυρεύει και ξετρέχει.
Ε'τούτον έχεις μετα σε, κ' είπε, να τον ορίζης,
Και απέκει στίκεις και ωρείς, και δεν αποφασίζεις ;
Είπε ας καβαλκέψωμεν, κ ' εις τα φουσάτα ας πάμε ,
Κ ' εκείνο όπου θε να δης, όγλίγωρα το κάμε .
ΠΟΙΗΤΗΣ

Ο ' Ρήγας -σαν έγροίκησετα λόγια του Φρονίστα ,


ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ

Το λέγει, τούτα πε θαρρείς , πως τάχεις, και κρατείς τα ;


Είναι μακρα, από λόγου σου, και σφίγγε πούρι κράτει,
Ωσαν ανοίξη ή χέρα σου, άνεμος είν' γεμάτη .
Δεν σώνει ό, τι μάς έκαμε τούτο το παλικάρι,
Δίχως να δη από λόγου μας τζ' ανταμοιβής την χάρι ;
Δεν σώνει, που μ ' εγλύτωσε, πούχανα την ζωή μου,: 3
Και αν είχε λείπει επροχθες, στον κόσμον πλειοδεν ήμου;
Δεν σώνουν τούτα, Φρόνιστε, που πληρωμής δεν έχουν , !
Μαλες , να πέμψω σήμερο , να παν να τον ξετρέχουν ;
Νάλθη να βάλη το κορμι εις κίνδυνον μεγάλον,
Διαναμε γλυτώση εμέ, κ' εσένα, και τον άλλον ;
Ποιος έχει γλώσσα να το πω ετούτο το μαντάτο,
Πούναι θανάτες , και πληγαίς, και όλ' αίματα γεμάτα και
Και ό, τι και αν έκαμε για μάς τούτο το παλικάρι,
Μ' ανταμοιβήν πολλα χονδρήν την πληρωμών να πάρης
270 ΜΕΡΟΣ Δ '.
Καλλιάχω θάνατονεγω, και όλα μου τα φουσάτα,
Παρα να μπώ στα χέρια μου το ανεγνωριάς την στράτα .
Λοιπόν, ετούτο πού θαρρείς, και όπου εύκολον το κρίνεις,
Είναι βαρύ και δύσκολου , και το πρεπών αφίνεις .
Α'ς καβαλκέψωμεν ημείς, και ας πάμε στο φουσάτο,
Να συνηφέρη ο λογισμός που βρίσκετ’ άνω κάτω.
Και αςτο καλολογιάσωμεν, με φρόνησ' ας το δούμεν,
Κ' εις τέτοιαν δύσκολη δουλειαν δεν πρέπει να γλακούμεν .
ΠΟΙΗΤΗΣ

Δε τους φρονέμους σήμερον γαργο καβαλλικεύει,


Και ουδε φαϊτο, μηδε πιοτό, δεν θέλει, ουδε , γυρεύει.
Πολλών λογιών αθηβολιαϊς αλλήλους τους έλεγαν,
Και τον μικρότερον γκρεμνών και αναβαθο διαλέγαν .
Ιεροίκησε κ' ή 'Αρετή την πέθαν την μεγάλη,
Πού βρίσκετο και Κυρις της , με το μαντάτο πάλι .
Βαρυά, βαρυα ανεστέναζε, φαρμακεμένα κλαίγει,
Λόγια παραπονετικά με την Φροσύνην λέγει..
ΑΡΕΤΟΥΣΑ

Ε'δα γνωρίς καιΚύριςμου ,θωρεί ,κ ' έδακατέχει ,


Η'ντάξαζε ο Ρωτόκριτος στην χώραν να τον έχη.
Ο πBναι άνθρωποι και φελών , κ' έχαν ανδρειαν και γνώσι,
Μην τους ξορίζουν, γιατ’ αυτοί τοθέλουν μετανοιώσει .
Αν ήτον ο Ρωτόκριτος έδα στην χώρα τούτη,
Πόσ'άξιζε πρέσσότερα, παρ αφεντιαϊς και πλούτη ;
Τούτ'έλεγεν η 'Αρετή, τούτ έβανε στον νου της,
Μ 'ας την αφήσωμεν για δα , και ας πάμε στο Κυρού της ,
Πού στα φουσάτα του έσωσε, πεζεύει, και καθίζει,
Τριγύρου στέκου οι φρόνιμοι να τους μιλήση αρχίζει
H"ντα να κάμη ήντα να πη, κ'ήντα βουλήνα πιάση,
Κ ' απαλαγιά του Βασιλειουναδώση πριν βραδυάση .
ΜΕΡΟΣ Δ ' . 271
Δεν έχει έγνοια για φαϊτό, κ' η ζάλη τον ταγίζει,
Ο πόνος είν' στα σωθικά , κ'εις την καρδιάς τε γγίζει .
Το μεσημέρι πέρασε, και μέσα που μιλούσε,
ΙΙαρέκει σαν χαλικισμών, και ανδρος φωνήν γροικούσι .
Τούτος είν' ο Ρωτόκριτος, κ' έγνοιανμεγάλην έχει,
Για να ρωτήση, αν πολεμούν ταχυα να το κατέχη.
Βρίσκει τον Ρήγα κ έστεκι με λογισμών μεγάλον,
Κ ' οι φρόνιμοι και εκάθουνταν , και εθώρει ο εις τον άλλον .
Σαν έμαθε την αφορφήν, όπου τον Ρήγα κρίνει ,
Ε'φάνη του, κ' επέταξε, και ολόχαρος εγίνη .
Ε 'πηγ' εμπρός του Βασιλείου, σαν δούλος προσκυνά του ,
Τα βάσανα, τον ξορισμών πλειά δεν τον ενθυμά τον .
Μα πόνεσε να τον έδη γνοιασμένος με την ζάλην,
Και αρχήνισε να του μιλή με φρόνησιν μεγάλην .
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ

Ρήγα άξιε, και ξακουστε παρ άλλον πλεια μεγάλε,


Αυτά που σε βαραίνουσι, παράμερα τα βάλε .
Και τούτο οπού γροίκησα, ο Βλάχος και αναμένει ,
Παρακαλέσει τόθελες, όχι να σε βαραίνη .
Ποιος άλλος έχει σαν σε στρατιώτας ανδρειωμένους,
Σ ' όλον τον κόσμον φανερους, καλα μαστορεμένους ;
0 ' πλειά μακρότερος, σ ' αυτούς βάζει τον πλειά μεγάλο,
Ξάζει τον πλειά καλύτερος απ'το φρυσάτο τ’ άλλο .
Εγω θωρώ καθημερινό ποιός ξάζει, ποιος ανδριεύει,
Ποιος πολεμά καλύτερα, και την τιμήν γυρεύει .
Μα απ' όλους ένα στρατηγόν, πόχεις τιμής μεγάλης,
.
Καλα και ως είδα αντιπροχθές στον πόλεμον εκείνο,
Πώς είχε μιαν λαβωματιαν, μικρή 8ε νάναι κρίνω .
Και αν είν' μικρή και αψήφιστη, θα μην τον εμποδίζη,
Δια θανάτους εκατον οπίσω δεν γυρίζει .
272 ΜΕΡΟΣ Δ'.
ΠΟΙΗΤΗΣ

Δια τον φίλον του ρωτά , και πιθυμά να μάθη,


Πώς βρίσκεται, και πως περνά γιατ' είχε έγνοιας πάθη.
Και λογισμός τον έκρινε για την λαβωματιάν του ,
Για κείνο πονηρά μιλεί, να μάθη την υγειάν του .
Ο Ρήγας τ 'αφοκράτονε, κ' ευχαριστιαν του κάνει,
Και σπλαγχνικα τον έκραξε, κοντά του τόνε βάνει .
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ

Λέγει του, γυιέ μου , σήμερον ήλθεν εκείνη η ώρα,


Να μας σκλαβώσουν το κορμί, και να χαθή κ ' η χώρα .
Αν βουληθώ σε δυο κορμιά, ωσαν το λεν οι Βλάχοι,
Να μπό όλαις μας ηδιαφοραίς, ναμπή όλη μας η μάχη .
Γιατί γνωρίζουν, και θωρώ το πως εγώ δεν έχω,
Στρατιώτη γ' έτοια απόφασί, και άσφαλτα το κατέχω.
Κ 'εκείνο το προχθεσινόν , γυιέ μου, το παλικάρι,
O'πού παινάς τόσον πολλα εις τον ανδρεία και χάρι,
Κοίτεται με λαβωματιαν στην κεφαλήν μεγάλη,
Και ψες έλεγαν οι γιατροί, πως πλήθυνε του ή ζάλη.
Και αποφασίσαν όλοι τους, πως έχει ν' αποθάνη,
Και πλειό κοντάρι, ουδε σπαθί, ουδ' άρματα δεν πιάνει..
Γιαύτως δεν θέλω, και δειλιώ το σημερνο μαντάτο,
Καλλιάχω να τον πολεμώ μ' όλο μου το φουσάτο .
ΠΟΙΗΤΕΣ

Μέσ' στην καρδια ο Ρωτόκριτος κλαίει, αναδακρυώνει ,


Η ομιλια κρατήθηκε, κ ' η όψι απονεκρώνει .
Σαν άκουσε, πώς είν' κακά ο φίλος ο καλός του,
Και βρίσκεται εις κίνδυνος στο στρώμα μοναχός του .
Και δεν μπορεί, σαν πιθυμά, βοήθεια να του δώση,
Πού όλα τούτα σκέπαζε, κ' έχωνε με την γνώσι .
ΙΕΡΟΣ, Δ', 273
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ Ax
Α'πηλογάται τους Ρηγός 'Αφέντη, μην φοβάσαι,
Εις το μαντάτο το αγνοιανο, και την βουλήν μου πιάσε.
Και απόφασιν του Βασιλειούδόσε, και μην αργήσης,
Και να περάση τη μέρα πλειο σήμερον, μην αφήσης.
σου
ΙΠώς θες και συ, να βάλετε, και έχεις το σ όρεξή ,
Ταϊς διαφοραίς οπούχετε, δυο να το αποφασίσου ..
Και αν με κρατήςγια δελευτην καλόν, την έγνοιαν δόςμε,
Κ' ετούτην την απόφασι--να κάμω μοναχός μου . ς:
Καλά και σφαίνω να το πω, σε τόσα παλικάρια,
Τόσες σρατιώτας δυνατός, και εις την καρδιαν λιοντάρια, και
O'πού μπορούν πλειά παρά με, σε δύναμιν και γνώσι,
Μα η πιθυμια κ' η όρεξις, να σε δουλέψω είν' τόση,
Οπου με κάνειςκαι μιλώ, γνωρίζω το πως σφάνω,
Λοιπον συμπάθει- απ όλους σας ζητώ στ' αναβηβάνω .
Και κάν,Ξέλης πούρι, Βασιλειά, κ'ελπίζεις εις εμένα,
Δός μάυ την έγνοιαν αποδα στα σούχω μιλημένα,
Και ελπίζω όχι στην ανδρειαν, σο δίκιο τζανφεντιάςαε ,
Να μην αφήσω ακδίκητα τ' άδικα να περάσου.
ως : τ ΠΟΙΗΤΗΣ

Δεν άφυλων ο Βασιλειος πλειο να του αναθηβάνη,


Σκύφτει παραλαμβάνει τον, στ ' αγκάλαις του τον βάνει.
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ

Λέγει του, γυιέ μου σήμερον ό, τ' έχεις μιλημένα,


Ε'πλήρωαε, έβεβαίωσενόλα τα περασμένα .
Εγλύτωσέςμε απ' την σκλαβιαν με την παλικαριάσου,
Οταν οι Βλάχοι έλασι σκλάβον τους να με πιάσου .
Εκαμες στο φουσάτο μου εκείνην την ημέρα ,
Και υπόύφεύγων, ιατάθηκε με το σπαθί στην χώρα.
Erotocrito . 18
Υ
274 ΜΕΡΟΣ ΔΣ
Δεν έλειψες καθημερνό να μου βοηθάς, στρατιώτη,
Πολλήν βοήθειαν μούδωκες ζημιο από την πρώτη .
Μα σήμερον παρά ποτέ μούδωκες το πεθύμου,
Και από την σήμερον και εμπρός έσ' είσαι το παιδί μου
και λέγω σούτο κάτεχε, για Kύρι σου με κρατεί,
Κ 'εγώ ως παιδί μου καρδιακών να σ' έχω στο παλάτι
Και αν κερδήσω μετα σε εκείνο που γυρεύω ;
Εσ' είσαι ο κληρονόμος μου σ ' ό, τι και αν αφεντεύω .
Διάλεξε απ'όλα τ' άρματα, άλογα και κοντάρες
Γιατί μου λεσε τον εχθρον μεγάλο παλικάρι :
Καλα και με του λόγου σου, στάδα, και στα κατέχω,
Χάνει, και εις τέτοιον πόλεμον έγνοιανκαμμιαν δενέχω .
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ

1Πάλι είπε του ο Ρωτόκριτος, Αφέντη μην αργήσης ,


Απόφαση του άλλου Ρήγος γλιγωραναμηνύσης .
Δεν είν' καλητή παραθέσμια σ' έτοια δουλειά μεγάλη, 2.5
Μήνυσαι, τους στρατιωτας του είς όρδιναν να βάληρο
Και την ημέραν της μαλιας να πη , να την κατέχω, και η
Και πιθυμώ τηνε πολλά, και υπομονή δεν έχωκαι 5,1
Μέσα η καρδιά μου χαίρεται και δυνατεύει και γέρα,
Κ' εις το κορμί γροικώ ανδρειαν ετούτην την ημέρα .
Και φαίνεται μου και θωρώ το νίκος από τώρα, .
και ελευθερώνεται γοργό από ταπάθη ή χώρα του και
: ποίΗΤΗΣ

Ω' και 'Αρετή να τεξευρες, τι μέρα ξημερώνει ,


Πολλά όμορφη, και λαμπυρη, και Κύρις σου μερώνει .
και οο Κύριος
Ε'' ήσαι μέσα στην φλακή, και μέρα νύκτα κλαίγεις,
και για πόλεμος δεν ρωτάς, ταις μάχαις δενί γυρεύγεις .
Και ο Κυρις σου, και ο “Ρωκρίτος έχουν φιλίαν μεγάλη,
Και γλίγο απ'τηνφυλακήνεΑκτάσσεται να σε βγαλη ,
.0.12002
ΜΕΡΟΣ Δ': 28
Και συ πτωχε Πιζάστρατε, και σαύπαν το μαντάτο,
Να πας να τον αγκαλιασθής εις το δενδρο αποκάτω..
Να πάψουσιν οι πόνοι σου, να γιάνουσι τα πάθη,
Σαν είχες: δη τέτοιον υιον, οπού θαρρείς α' εχάθη. Ο
Πολύδωρα, και ας τόξευρές, και αςτάχε πη έναστόμα, :
Να γιάνουν και λαβωματιαϊς, και ν' άφανες το στρώμα .
Στηνμιαμεράσι είν' ο γιατρός,και άλλες γιατρόςγυρεύεις,
Γιατί δεν πας να τονε βρης ; για κείνο κινδυνεύεις :
Μ' αν θέλουσιν οι ουρανοί και η μοίρα να βοηθήση,
θέλ' έλθει να σας βρή γοργό , να σας καλοκαρδίση .
Τούτα σωπαίνωτα γιαδα, α' έρχομαι πάλ' εις άλλα,
Κείνα τα πλειά βαρύτερα , κείνα τα πλεια μεγάλα
Εδέθηκ' η απόφααι κ' ήλθασε τα μαντάτα,
Χαρά πολλών και αμέτρητηνγροικούν τα δυο φουσάτα.
Τρείς μέραις απεράσάσι, την τέταρτην ημέρα, η
Και οι δυο καταρδινιάζονται την νύκταν αποσπέρα .
Ολονυκτός ο Βασιλετός του Piκριτου ερμηνεύει ,
, :
Πότε να βάνη το σπαθί, και πότε το σκουφάρι.. "
Και να ξωρή την κοπανια σού Ξένα τόνε πάρας .. !
Και ποιείς σπαθιαϊςπληγώνοοοι, ποιαϊς πάλε φοβερέζωή,
Καιποιαϊς χελεντον άνθρωπον,και ποιαϊς τον ζαλίζουν:
Ενα του λέγει ο Βασιλειος, και τέσσαρα κατέχει,
Και απ' το βυζί της,μάννας το ανδρειαν και χάριν έχει
Ε'τζιν και ο Βλάχος τ' ανιψού , σε κείνου όπου φθάνει ,
Λέγειτου, καιερμηνεύει του, και ό, τι μπορεί του κάνει.
Ποιαϊς κοπανιαϊς κομπώνεσι, ποιαϊς κοπανιαίς καρπίζεν,
Και ποιαϊςμεδίχως να βαρούν, γελούν, και φοβερίζουν .
Μαλίγη χρεια είχεν απ'αυτά 'Αριστος να τ' ακούς,
Κατέχει κείνος που κτυπά , την κοπανια όταν κρύα .
Σηκώνονται βαθειών αυγήν οι ανδρειωμένοι εκείνος, ο
Κ 'εις τα φρύσατο , στονλαών , κλάϊ μία μεγάλο γίνη.
276 ΙΕΡΟΣ Δ'
Καθ'ένας τον στρατιώτης του με πάθον αρματώνει , η Α
Και κάθε Ρήγας στηνκαρδιάς πονεϊ , και αναδοκρυώνει .
Θωρώντας πως στην ζυγαριαν,κρέμεται ηβασιλειάτους ,
Κ ' εις δύο σταθμάχεν θακριθένταπλούτης και καλάτους .
Ο' Ρήγας τον : Ρωτόκρατου μεπόθοναρματώνει, 14
* :
Γιανα μην πάγη να βλαφθή(δέτε μεγάλο πράμαια, η
Και πόσα φέρνουν οι κάρσι, και κάνουσες κρέκαμα ) :
Ζώνει τον ε ώμορφο σπαθί, δίδει του το κουτάρι, !!
Και αποκαμάρωνε
αξ
τονε «στ' άλογο καβαλλάρη. θ
εκαλήτερσα ; της η
Του παραστέκου δω , κ'εκεί , σε μια μεριά , ανείς άλλης
Και τις του κράτει το φαρι , τίς πούσαζεση σκάλα ,
Γιατ'άλαις ταϊς ελπίδες τους: είς το κορμί τουβάλα
Και πάλεν:και των "Αριστον α-Μπάρμπας δεν αφήνει ,
Α'λλος να το παρασταθή δια την ώρα κείνη . ο " .
Ζώνει τους εεϊμας το σπαθί, δίδει του το κοντάρες -
1Ηαντάλπιζε κ'ελόγιαζε, το νάκος να του πάρη με
Τον τόπον έδιαλέξασε , πούx9ε να πάλεμήσουν, ν ::
Νατρέξουν τακοντάρια τους, και τα σπαθια να γδύσουν .
Κάινά πληγώσουν,τακορμιά , τ'άρματα να ματώσουν ,
Μάτονε χρεια πριν αρχίσουσιν , οι Βασιλείς να υμώσούν
0 ', τευγενή σ'αυτούς τους δυο, βέβαιό να το κρατούσες
Κα πλι ειά να μη μά
δέν χωνται , μηδέ να πολεμούσε και
Ηλθεν εκείνος ο καιρός , και η ώρα που αναμένα,
Να γράψουν με την χώραν,τους τοίχιασι μελημένα , Σ.
Ως τέκαλοψημέρωσε , είς όρδινιαν έμπαίνουν , και είπε:
Με τα φουσάτα τουςν και οι δυο στον κάμπου κατεβαίνουν ,
Κάνου ,και φέρνουν τους εκεί πένμαν , χαρτί , μελάνι ,
Και κάθε είς την χώραν του είς τόν σασμαν τους βάνες .
Κ ' εκείνην την απόφαση πάραυτα διαλαλήσα »,
Πλούσιοι , πτωχοί , καλοί , κακοί, όλοι στην έγροικήσαν .
ΜΕΡΟΣ Δ' .. 27
Ετούτους είναι ο σασμός, που θέλετε γροικήσει,
Οποιος στρατιώτης σήμερον κερδώση και νικήσει ' ε .
Από τους δυο, που θε να μπουν στον κάμπον μοναχράτους,
Να βλάψη το κοντάρι τους, να κόψη το σπαθί τους,
Και να σκοτώση τον εχθρόν με νίκος ν'απομείνης 3!
Του αποθαμμένου ο Βασίλειος τον πόλεμον ν' αφίνης
Και να χρωστή παντοτεινα κείνος :8' με κληρονόμοι,
Χαράτζι του , αλλoνου Ρηγός, έτζι μιλούν οι νόμοι ή
Κ 'είς, όποιον τόπον λάχoυσι, κάναι ποκατωθιότου,
Να ορίζη το φουσάτον σου, ώσαν και το δικό του και
Ολα τα διαλαλήσανε, και απέκει γονατίζουν, '5
Κ' οι δυο Ραγάδες κλαίοντες, ν'ομώσουσι» αρχίζουν...
ΡΗΓΑΔΕΣ και νεκροί και ο
.
Μα τ' άστρη, μιατονουρανόν, μ'Ανατολή και Δύσι, 12
Και μα την γην, που τα κορμιά δε,να μας καταλύση,
Και ματου"Ηλιον σον ζεστόν, μαφέγγος , μα Σελήνη,ή
Ποτέ να μη δολώσωμεν ετούτο οπού γίνη.
Κ'εκείνος που έγραψαμε»,πάντανα το κρατούμεν, 1!
Βέβαιον και ακατάλυτον , ό , τι καιρού, και αν ζούμενί
Και πάλι αν αποθάνωμεν, πάντα η κληρονομιά μας ,και
Να κάνη, ό ,τι είναι το χαρτί,καιλεν τα γράμματάμας. ..
ΠΟΙΗΤΗΣ πλο

Ωσαν αμυωξασι, κ' οι δυο, φιλευτικά μιλούοι, γιατί


Πιάνονται , και αγκαλιάζονται , και κλαίοντας φιλούσε , ,
Και δίδoυσι το φοβερόν θέλημα του πολέμου , και
Τόνα φ8σάτο χλώμνιανε , στ' αλλού,δειλιούν , και τρεμάυ.
Στέκεν οι Ρηγαδες,και θωρών,βαράνπολλαήκαρδιάσες,
Βλέποντας, πώς σε δυοκορμια χρέματα:η βασιλειά τους.
Αρισος είχε δυνατόν άλογον και μεγάλο, 11
Και στα φουσάτα κ' εις τα δυοσαν κείνο δεν είν' άλλο .
278 ΜΕΡΟΣ Δ '.
Του Μπάρμπατ' ήταν τοάλογον,πάντα το καβαλκεύει ,
Δεν είχε χρεια να το κεντά και να το δασκαλεύη:
Δεν ήταν άλλο σαν αυτό σ'όλην την οικουμένη ,
Ωσαν θηριο στον πόλεμον, και ωσαν λιοντάρι μπαίνη.
Δεν ήθελε ε: Ρωτόκριτος ν' αλλάξη τοάλογόντου,
Μα διάλεξε στον πόλεμον, να πάρω το δικόν του .
Φορoύσιν άρματα διπλά σκουτάρια σιδηρένια, οι:οι 2.1
Και το σημάδι της μαλιάς έστεκαν και αναμένα.
Ετρεμεο κάμπόςτ' άλογα ,τς άνδρας, και τακοντάρια ,
θωρώ, κοκαμαρώνουσι τούτα τα δυο λιοντάρια .
Σήμερον πολεμούσινε, σήμερον καλεσθηκαν,
Δυο παλικάρια, που στην γήν τέρι τους δεν αφήκαν . ε.
Και ως έγροικήσαν και έπαιξει η σάλπιγγα η πρώτη,
Εσείσθη, κ' έλεγίσθηκεν η ώμορφήτους μειότη.
Στην μιαν μεραν έστεκε ο εις, τηνάλληάλλος τε καμπου ,
Χειλιμιντρίζουν τα φαρία, καιτ'άρματα τουςλάμπους
Κτυπούν τα πόδια τεςστην γην, την σκόνηανασηκώνον,
Το τρέξιμον. αναζητούν, αφρίζουν, και δριμώνουν.
Η γλώσσα με το στόματους παίζει το χαλινάρι,
Τίνα και τ' άλλο αγριεύετο, σαν κάνη το λιοντάρι.
Ταρθούνιατουςκαπνίζουσι , συχνα τ' αφτιά σαλεύουν ,
Και να κινήσουν βιάζονται, να τρέξουσι γυρεύουν .
Η σάλπιγγα δευτέρωσε της μάχης το σημάδι,
Κ' εφαίνετοσου και θάνατοςτηνε φυσά στοναίμα
"Αδη .
Κ ' ήτονε χάρος ή λαλια, αντιλαλία όλον ,
Πού ανοδακρυωσαν οι Βασιλείς, και τα φουσάτα τρίμα.
Εναν καιρόν, τα δυο θερια με μανιτα κινησαν ,
Πού φοβηθήκασι πολλα στο κάμπο όσο και αν ήσαν.
Η σκόνη πάει στα νέφαλα ψηλά, και ή γήεσείσθη,
Κ' εφώναξί όλος ο λαός , κ' έκλαψε, κ' έθρηνήσθη .
Και τών Ρηγάδων ή καρδιά, σαν γυαλί ερράγη,
Δεν ξεύροντας εις την μαλιαντο πραμά ο πούς και τάγη.
ΜΕΡΟΣ Δ '. 279
θωρούσε δυο χρυσούς αετους πρεπα στην οικουμένη,
Κατέχουν καιένας απ' αυτούς σήμερον αποθαίνει .
Και κάθε είς παρακαλεί συχνά το έριζικόν του,
Να του βοηθήσουν οι ουρανοί δια τον έδικών του .
Σαν όταν μεσοπέλαγα δυο ανέμοι σηκωθούσι,
Ε 'ξάφνου, και με την βροντήν φυσώντας πολεμούσι ,
Μάχονται με την θάλασσαν, μανίζουν, και φουσκώνουν,
Ταϊς ψιχαλίδες του γιαλού στα νέφαλα σηκώνουν . Η
Ενας φυσά απ''Ανατολήν, και άλλος , από την Δύσι,
Πάσχει ο.Βορράς , και μάχεταιτον Νότου να νικήση.
Ο κάμπος έτζι βρόντησε, και στα βουνά γροικήθης
Οταν ταϊς, πρώταις κούταριαϊς έδωκαν εις τα στήθη ..
Ε'σπάσαν τα κοντάριά τους, είς έχατος γενήκαν,
Και τα κομμάτια τζ' ουρανούς έφθασαν, κ ' εκαήκαν.
Και όταν ευγάλαν τα σπαθιά, στην χώρα όταν τασφίξαν ,
Τα ξάζαν , τα μπορούσινε, και τα κατέχουν δείξαν .
Ωσαν την πέτρα τζ' αστραπής, πού μπρος στα νέφη ξάπτει,
Και απέχει έρχεται στην γήν, πύργους, χαράκια βλάπτει .
Καιμε βροντή απ' τανέφαλα, και με φωτιά κινήση,
Κάμη τα δένδρα κάρβουνα, τα μάρμαρα τρυπήση,
Ε 'τζι και εκείνα τα σπαθια, βράζουν, κεντούν περίσσα ,
Βροντών, και σράπτεν , και τρυπόν , και αφροπελέκια ήσα .
Α'σονα πολεμούσινε, και αλύπητα βαρίσκουν,
Πηδών, μουγκρίζαν τ' άλογα, και αναπαυμάν δεν βρίσκεν.
Ψηλα σηκώνει το σπαθί, στην κεφαλήν ξαμώνει,
0 ' Ρώκριτος και με πολλήν ανδρειαν το χαμηλώνει.
Αριστος, πούτον γλίγωρος, και εις τ' άρματα τεχνίτης,
Σαν είδε, κ 'έκατέβαινε προς την μεριαν της μύτης ,
Ε'βαλε το σκουτάρι του, δια να την βλεπήση,
Μα ή κοπανια έτζ αλάβατον δεν θε να τον αφήση .
Και το σκουτάριν έκοψε, και ως τα μισά τ ' ανοίγει ,
Και κάνει του στην μύτην του λαβωματιά ολίγη .
280 ΜΕΡΟΣ Δ ',
Κ ' εφαν'τ'άστραψε ο ουρανός , κ'η γη σταβάθη ανοίχτη,
Οταν με τόσην ανδρειαν, και μάνεταν τον ρήκτει :
Εναν καιρόν άφλίγωρος την άλλην δεύτερωνεί, ο !
Μα σαν τον είδε ο" Αριστος, την χώρα πώς σηκώνει , κ .
Το κοφτερόν του το σπαθε αμπώθει όσον μπόρες
Και βρίσκειτον πολλ' ανοικτών στον τόπον, όπου ώρεί.
Και τ' άρματά του πέρασε εις του βυζoυ τo πλάγ,
Κ' εβοήθησεν η μοίρατου και ξώφάρσα του πάγει .
Λιγάκι το ελάβωσε , μα πόνου δεν έγροίκα,
Και πληγωμένοι βρίσκουνταν κ' οι δυο, κ' αιματωθήκαι
Ε'τρέμασιν, ου Βασιλείς, και έτρεμαν τα φουσάτα, και η
Και ώραις τε ενέ , και ώραιςτ ' αλλά πάντακακάμαντάτα.
Στέκουν με πόνον και θωρούν όλοι μικροί μεγάλοι ,
Και κάθε είς ατόν αγαπά νίκες έπαρακάλεσ , κ
Τ' άλογα πάνε εδώ και εκεί, πηδούν και σταματίζουν ,
Καθώς τα ερμηνεύουσιν εκείνοι που τα ορίζουν,
Και ώραις δείχνει ο Ρώκτιτος, το πώς νικά τον άλλον,
Και ώραις τον "Αρισον κρατώνστ'άρματαπλειομεγαλονί
Και ωσαν τς ανέμες,που τηςγης το βάθος είν' χωαμένοι,
Και πάσχουν ναύγουν απεκεί, φυσώντας θυμωμένα,
Κ'η γή κρατεί τες σφαλισές , ναυγά έξωδεν τζ'αφίνει, και
Καιπλειά μανίζεν, πλεια φυσάν, και πλειο δριμύνεκείνοι ,
Και για ναυγώναπ'ταβαθύα , την δυναμίν τους βανουν ,
Κ 'εις το εύγα της πολλαίς φοραίς σεισμός μεγάλου κάνευ.
Ετζι και αυτήνοι πολεμούν σε μια μεριά, κ' είς άλλης
Και να νικήσουν πάσχουσι με μανιτα μεγάλης ! )
Κάνουν την γήν, σιγοτρομά, τα νέφη και βροντώσι,
Κ' είναι μεγάλη ταραχή, εκεί που πολεμούσε ο κ.
Και κάθε ώρα ο πόλεμος αγριεύει, δυναμώνει, οπο
Και των Ρηγάδων ή καρδιά, κλαίει και αναδακρυώνει
Πλειο αργος φαίνεται ο Ρόκριτος εις τα καμώματά του,
Δείχνει ο*Αρισος πλειά γλέγωρος, και τ' άλογο βοηθά του.
ΜΕΡΟΣ Δ '.
Κανείς δενξεύρα αερίτους δύο που κάλλερυ ναδιαλέγ
Τ' άλογο του Ρωτόκριτου που παραζυγανεύει. ε .
Καλα και νατον δυνατος και όχλιγωρο κ 'εκείνος και
Σ ' όλα δεν ήτονε σωστον εισαν το Αριστίνο.
Μα πάλιντου Ρωτόκριτου, ή ανδρεια της χάρες, και
Α'πόσωνε σ' ό, τιέλειπε αλόγρύ ο καβαλλάρης , 2 : 1
Αρχησαν ' αιματώνουνταν σ' έναν κ εις άλλον τόπον,
Μ ' αυτήνοι πόνον δεν γροικούν, ουδέ φόβο, ουδε κόπον .
Ενας τον άλλον τους παινα εκεί που πολεμούσι ,
Τις να νικήση απ' τους δύο, δεν ξεύρoύσι να πούσε.ε
Μέσα του λέγει ο Αρίστος, η μοίρα να βοηθήσης Α
Και ζωντανόν απ’ του εχθρού τα χέρια ναμ ' αφήση.
Ε'δέτζι και ο Ρωτόκριτος έτρύτα παρεκάλει, ω κις. Η
Γιατί σ' μαλιαν ευρίσκετο. πάρα ποτε μεγάλη... Α.
Και μ' όλο πούσαν άφοβοι, και φόβον δεν κατέχουν,
Ποιός να νικήσ’ από τους δυο μεγάλην έγνοιαν έχουν .
Κείνου , π8 στέκουν και θωρών, την ανάπνοιαν κρατίζουν
Τολστόμα είναι σωπάστόν τα μάτια δεύσφαλίζουνκαι
Δενστρέφονταιναδουν αλλού, ταύτ'η δουλειάείν' μεγάλη,
Δεν τους αφήνει να θωρούν εις μια μεριά ουδείς άλλη!
Μόνον εκεί που πολεμούν οι δράκοντες αυτήνοι ,
Στον κόσμον άλλος πόλεμος σαν σούτον δεν εγίνη .
Αριστος, πρύχει πιθώμιον , τέλος ,ναιδή στην μάχης. Σ'
Κ ' εις έτοιον κίνδύνου βάρυνε δεν τόλπιζε να λάχης
Εράιψε το σκουτάρι του, καιμένα και άλλο χέρι, δεν
Σφίγγει, σηκώνειτο σπαθί το« κοφτερού μαχαίρι του 1
Και κατεβάζει κρπαγμας στον οαφιαλή :ξαμώνες«:ο !
Σ' δυο μέσα κόψειν ήθελει τραιλερώνει άμεώστε ! ε επ '
Ε' σύρθραίο Ρωτόκριτος »κκε βίασε μπρώς να δώσούφοι
Εις τοακουτάρι ο κόπαια,να μην πονά λαβώδηρος /
Σαν νάχε«είναισεκερί, τέτοιας λογής διαβαίνεις
Στον κάμπου πέφτει το μισό, εύλλο μισόπροέλευε κά
282 ΜΕΡΟΣΔ ',.
Και καταβαίνειστονλαιμού τ' αλόγου, εις δυότο κόβγεί,
Πλειό δεν γυρεύειούδ' άχερα, ουδέ ταγήν να τρώγη.
Ο Ρόκριτοςσαν αιτος από την σέλλά βγαίνει
Πεζεύει, και τον Αριστον έστεκε και αναμένει". Ας
Εκείνος πάλιν να θωρή πεζον: έτοιον εχθρών του, και 1
Για τα πρεπα τηςανδριάς πεζεύει απ' τ'άλογών του εν
Εμάνισε παρα ποτέ, και ως λιόντας αγριεύει,
ΑΡΙΣΤΟΣ

Και λέγει: του Ρωτόκριτου, η μέρα μας μισεύει, v

Καιγια ντροπήν μου το κρατώ, να σου τ' ομολογήσω,


Τόσ' ώρα να σε πολεμώ, και να μη σε νικήσω .
Περμάζωξε την ανδρεαν, βάλε την δύναμί σου,
Λέγω σου εδα παρά ποτε βαρίσκω, και βλεπή σου.. !
ΒΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ

Μηβιασθής, λέγο Ρώκριτος, κ' ημέρα πριν βραδυάση,


Ενας μας δε να σκοτωθή και δPγας του θα χάση.
Και ακόμη ο ήλιοςείν'ψηλά , και πρίν να χαμηλώση,
Η '. αυτά, και τούτο το σπαθί το τέλος έλει δώσει ..
ΠΟΙΗΤΗΣ

Τούτα τα λόγια μοναχα είπασινιόλη μέρα,


Και απέκέε ορχίζεύτάλλην μαλιαν με το σπαθί τη χέρα .
Φόβοςθανάτου δίδασι σ'ιδους και αν τους θωρούσαν ,
Τόσον που αγριεύουνταν εκεί που πολεμούσαν
Η αναπνοια στα στόμα τους έβραζε σαν καμίνε ,
Σπίθαις από τα μάτια τους , εύγαίναν μετα κείνη.
Καρδια δεν έρεςδύναμινς αίμα δενέχει βράσε,
Να τους θωρώ, να μάθειλιά ,καιμεσεγοτρομάση.
Γυμνα τα λάμπυρα σπαθιά ανεβοκατεβαίνων, ..
Και σπίθες άποια άρματα θαυμάστριέταις εύγαίναν:
ΜΕΡΟΣ Α . 283
Τριγύρου λάμπουν, στράφτομος, και ανοίγουντον αέρα,
Και αντιλαλεί τα σίδερόν στην δυνατών τους χέρα ,AP
Μακραγροικούνταιή κοπάνιαϊς,κ 'οι κτύποι των αρμάτω,
Και ως αστραπήτο σίδερονστρατεύει πάνω κάτω α.
Α'ςκόπτη περε,και αςτρυπά ,καιαςβλάπτη,καιαςθερίζη,
Κείνοι ποσώς δεν δείλιούν μα εξ' άλλους φοβερίζει . Η
άλλα,
Η κοπανια ώραις,μελανιά ,καιώραις βαθυά πληγώνει .
Πάλλ'άπονα , και αλύπηται κρούστνε και βαρίσκουν ,
Κ'επακ'εκεί πηδέν.ως αετοί , και αναπαυ δεν βρίσκον .
Τα σίδερα τζ ' αρματωσιάς κόβγουν , καιμόξνεκαρφώνου ,
Την σάρκα ξαρματώ , και τα κορμια ματώνο . ν
Το αίμα όσον πλεοάτνροευχσεε και όσο η πληγή το βγάνυενι ,
!
Τόσον πληθαίνει η δύναμης και πλέτα καρδιάς τους κάνει :
Ωραις έσμιγαν τα σπαθιά, και ώραις την άδεια βρίσκαν ,
Και ώραις τες σφαίνει ή κοπανια , και ώραις την εβαρίσλαν.
Ποσώς δεν έχουν ανάπαυσιν , δεξια , ζερβά πηδούσαν , .
Και όταν έδειχναν χαμηλα , στην κεφαλήν κτυπούσαν .
Χαμαι κομματι σκορπιό έπεφταν τ άρματά τους ,
Τα αίματα της α σάρκας ττουαςν έβαφαν τα σπαθιά τους
Οι άλλοι δεν γνωρίζ , μηδε μπορο ναυπο ,
11οιος ναναι δυνατώτοευραοις , εκεί που πολύενμούσε . ύσι
Τα χέρια , και τα πόδια τους. σαν άνεμος πετούση, ?
Και ως όταν βρευτα , ο ουρανός ή καπανιαϊς κτυπούσι Α
Πονούσε τον Ρωτόκριτονιές Αθήνας τα φουσάτα,
Με φόβον αναμέναυσέ τα. Φλεβερα μαντάτα. ενο
Πάντα φοβάται υπ' αγαπά, πάντα δειλιά μοχάση,
Γιατί συχνατο ροιζικόν την γνώμην μεταλλάσει :
Πονεί και ο Ρήγαςτης. Βλαχιάς μ' όλον του το φουσάτου,
Τον 'Ανυψόν τον βλέποντας στα αίματα γεμάτον.
Εμαζωχθήκασε πολλαίς γυναίκες να θωρούση,
Τους ανδρειωμένους και ταϊς δυο, εκεί τα πολεμούσι .
284 ΜΕΡΟΣ Δ .
Φοβάλτας,τρίμαν, δέρνενταε, κλαίει , και αναδακρυωνού,
Βλέποντας πώςλαβύνονται, και αλύπηταπληγώνουν .
Σαν περιστέριες, όταν δουν την θάλασσ' αγριεμένων,
Και την Ανατολή θαμπών, την Δύσινγροινταομένην » !
Καικάμη αντάρακαι βροχή , και ο ουρανός μαυρίση , και
Και από φωλιαϊς, και κοίτας τους άνεμος ταϊς ξορίσης
Και τα στοιχεία ανακατωθούν, και τ ' αστρικα μανίσουν,
Κ 'εκεί που πας να φυλάχθούν, τρέμουν , και κουκουβίσου.
Ετζι και αυταίς έστεκασε με φόβον, και τρομάρα ,
Είς των αρμάτων πουκαίνεταν,στης μάχης την αντάρα .
Το τέλος,το λυπητεράν άρχισε να συμώνη, κ. Α '
Κ'εφαίνετά σου και σούρανος, κ' η γή αναδακρυώνει .
Σαν είδατέκ έβράδυαζε, και ο Ήλιος τους μισεύει,
Ο ένας καιο άλλος τοσπάθες, ρήκτειδεν το γυρεύει .
Καράσσουν, και αγκαλιάζονται κρατώντας τα πενιάλα,
Eπιάσανε τα κοντ' άρματα, και αφήκαν τα μεγάλα . 24
Κανείς δεν τους εαμώσε,να τους εξέμιστέψης και 5 !!
Γιατι- με θάνατάοτι μαλτα έχει να ξετελέψη. » : Α
Το γράμματέαζε τάλεγες κι οι φοβεροί όρκοι τότες,
Να πάγη διέναςσας και βρη τζ' αρχαριασμέναις πόρταις .
Σφίγγονται, και αγκαλιάζονται, με τηνζερβήν. παλεύαν,
Με την δεξιάνΑβαρίακουσες τόπο ακριβον γορεύουν .
Εις τον λαιμονιστο πρόσωπον ,στο στήθος, στοστομάχι,
Ανάθεμα έτοια μάνετα , κακή ώρα , σ' έτοΐαν. μάχη ...
E.ρριξεν ο Ρωτόκριτος μ'όλην την δύναμήτου ,
Του'Αρίστου κοπαντα μπήκτη, και πάει στο βυζίτου .
Κ ' ήτον , δαμιακα ξώφασσα, και η χώρατου ως ξεσφάλει,
Αριστος του την έσφιξε ποκάτω ατης μασκάλο, ο:
Μηδέ σφραγίδες μάγκανούστέλένεσφυγμόνιδεν κάνει, !!
Ωσαν την έσφιγγει ναύτόςέχειαπούτην πιάνεέ. « '
Ηχέρα πούσκλάβωθηκεστουςεχθρού του την πάρκάλη,
Κ ' έβανεν όταν το μπορεί δύναμιν,εναν πίν.εβγαλης:
ΦΛΕΡΟΣ ΝΑ 285
Και μετονπόδατών ζερβοκ τ' άλλοντών ποθαι κράτος
Με τον δεξιάνπάνδριεύετο, χαμαι τον αντιπάτει:
Και δεντην χώρα , πούτούε λεύθερή τον άμβωθεί, «Σ !
Και με την άμποσιάκάμε κ'η άλλη ξεσκλαβώθη .:
Ράσσουν,ξεναγκαλιάζονται, ξαναχτυπούσε πάλι, λε
Και εις τον άλλοκέπασχε χαμία ιστήμιγήν καιβαλη. Η
Κατασκούν τα σίδερα ,ταϊς σάρκες τους πληγώνουν,
Στέαςο Ραγάδες και δωράκ,σπαν&n, και αναδοκορινώνουν
Ε'αυρεντα Ρωτόκριτος του Αριστούκεμπρός του, εκεί
Κ' εκείνος δεληματικώς σηκώνεε μοναχός του , ο κ. ε'
Και με τα τραβοπόλεμα, αγκαλιασμένοι πέρα,
Τρέχειτο αίμασοταμόςαπ'ταίς,πληγαϊςπόσες μέρα .
Παραγλυστράο Ρώκρίτας, πέτρατοναπεδουλώνας,
Και ο Αρίστος προτάνω τους βαρέσκει , και λαβώνεις:
Παρα ποπε ο Ρωτόκριτος την δύναμιν μαζώμες, 2,
Τ''Αρίστου δίδει κοπάνια , για πάντα πάνελσώνει . xii
Στο κούτελο Αποκατωθιο, είς τουζερβό του «μάτι, να
Τον εύρηκεν απουνιαλια, εκεί που τονέκρότες::1
Ολα τα σίδεραπερνά και σώνει στα μυαλά τους
Η δύναμις του τελειώσει και εχάθηκε άνδρεεά του :
Δεν απομένει ακδίκητος, ψω ακούσετε ήνταεγίνη),
Του Ρόκριτου μιάν, κοπαμεαν δίδει την ώρα κεντη
Περγά τ' ατζάλι απεμπρός ταισιδερο ξεπώς, οι
Ανοίγει του όλα τ' άρματα , στην σάρκα τόνε σώνες
Εις το βυζί πoκατωθιά, εις της καρδιάς του ποτούν,
Εκεί πουβρίσκεται η πνοή,ά' καιφησιτωνανθρώπων
Μέσα στηνσάρκα κάμπράον τα σίδεραν ειπής,
Πλεια παρα ζωντανών νεκρών έτότες τον αφήσει
Και όλίγον λίγο έλειψενα τόνε πάρα ο χάρος,
Μάζησε, κ'ένατρεύθηκε με πάθη, και με βάρος
Τρέχου οι Ρηγάδες να τουςδούν, τρομάρατους επτάου,
Και όλοι τους τον. Ρωτόκριτον λογάζουν πώςέχασε .
286 ΝΙΕΡΟΣ Δ ':
Ευγανόμουν»τους τ' άρματα, και το ζημιάντεφανή, .
Ποιος είναι, πούψυχομαχεί , καιποιος μπορεί να γιάνη.
Υσαν άνθος, και λούλουδον , πόχει ώμορφιά καικάλλη,
Κ' είναι στον κάμπον δροσερόνμε μυρωδιαμεγάλη,
Κ ' έλθη ταλέτρι αλύπητά, βαθυά το ξεριζώσης
Ψυγή ζημιο , και μαρασθη, και η ομορφιά του λυώση...
Χλημαίνει αν ήναι κόκκινου, και άσπροναν είν' μαυρίζει,
Και μπλάβο αν είναι, λυώνεται, ζημιά και κυτρινίζει ,
Χάνει όμορφεακαι μυρωδια, κάλλη και δροσερότη,
Γερα ζημιά και ψύγεται, και πλειο δεν έχει: ειότη .
Ε'ζ' ήταν και στον "Αριστον, όταν η ψυτου αυγήκε,
Με δίχως αίμ', άσπρον, χλωμόν , ψυμμένον τον αφήκε -
Εζηεν, ώσαν σώσασιν, αμή μιλια δεν βγάνει,
Γιατίη φωνήτου χάθηκε, πριν κείνος ν 'αποθανη .
Είχε πνοήν, έστρέφετο, τον Βασιλειον εθώρει,
Μα να μιλήση, και να πη ,τάθελε δενέμπόρει..
Ε'σήκωσε την χέραν του, τον Μπάρμπα του αγκαλιάσθη,
Κ ' τύγαλαν αναστεναγμόν, ότι τον εδυνάσθηκε «
Εκλαιγία Βλάχος να $ ωρή τέτοιον αετόν σφαγμένον, και
Α'σούσταμον και ανέγνωρον, κ' αιματοχυλισμένον . 11
Στζ αγκάλαις του τονε κρατάει,φελείτον είς τα χείλη,
Στέκει, αναμένει, να του πη, και να του παραγγείλη.
Μα κεί δεν ήταν δύναμις, ουδε φωνή : στο στόμα ,
Ηλθεν η ώρα να γενή ή σάρκα πάλι χωμα.
Και μ' ένα μόνον πράντομα σαν παραπονεμένο,
Είσ' ένα λόγο σιγανού, Μπάρμπα μουαποθαίνω.:
Και πάραυτα ξεψύχησες τα μάτια τουςσφαλίσαν,
Τα μέλη του νεκρώσασι, πλειο ζωντανα δεν ήσαν , !!
Και όταν έμίσεψε η ψυχή, και το κορμι αφήκε, « 1
Ενας μεγάλος βροντισμός στον ουρανόν, εύγήκε. Σ
Κ 'έναν ανεμοστρόβιλον ωρούν σκοτεινιασμένος :
Και τριγυρίζει το κορμί σου μειού το αποθαμμένο .
ΜΕΡΟΣΔΙΟ 287
Οι Βλάχοι κλαίου»,δέρνονται , τον πόνονφανερώνω,
K' εκεί που τους σιμώνασες δάκρυα πόν , εκουκλώναν οι
Πλειότερα απ' όλες τι Ρηγόςτο πρόσωπο είν θλιμμένον,
Καιαπό μεγάλου συννεφιαν, καιωσέφη πλακωμένον . α
Σήν κεφαλήν, και το κορμί ζημιά του ξαρματώνει,
Φιλείστόμα
Το ή εις το στόμα του λυπητερα σηκώνει . α.

* * * Γεια ήσφ332
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΒΛΑΧΟΣ
. ζε
Prova:
Λέγει του κανακάρη μου, και ας πέθελα κατέχη, εφο
Πώς έμελλε να σκοτωθής για όνομά μου εμένα,
Νάθελε δώσητου Ρηγός τα μούχε ζητημένα ,
Κ' εκείνα και άλλα πλαιότερα, και ό,τι και αν είναντεύω,
Παραναχάσω τέτοιον γκόν, οπάκια του γυρεύω, «
Οπούναιο Νότος , καιοΒορράς, η ΑνατολήκαιΔύσι ,
Δεν τον ευρίσκω,καιάλλου πλειο,δενέκαμενη φύσι .
οσελ. 13!:: ( : ΠΟΙΗΤΗΣ
εε :: ος και - 2003
κ . va
ν so5 vxY
Θωρεί την όψιν και’ άσπριζε , τα μάτια σφαλισμένα ,
Ολόκρυα τα μέλη του, ταρθούνια παχνιασμένα ο Αλ
Κ ' η κεφαλή η ξανθόσγουρη, αιματοκυλισμένη, Η
Και ουδέ λαλιαν, ουδε μιλιών από ταχείλη βγαίνει το1'
Εσυρνες γένεια, και μαλια , λυπητερα τον κλαίγεις
Και δεν χορταίνει τέτοιου νετού παινέματα ναλέγη.
Δεν έλυπάτο την εξαν , πούχασε και λογάρι , 105
Μα πόνει τέτοιον άγγoρoν , και τέτοιο παλικάρι .
Σηκώνουν τον με κλαύματα , εις το παβιώνι πάσι,
Κ ' εδέρνετα ο Βασιλειος , τέτοιο κορμί να χάση .
Ως τον έπήγαν όρδίνιασε , να κάμη την ταφήν του,
Κ' είς σε καβούρι ολάργυρον έβαλε το κορμί του: " Η
Μαστόρου το έκαμασι ζημιά από την χώρα, ε »πω ί.
Κ' εξετελετώθη βιαστικά εισί λιγάρην ώρα του και ..
ΜΕΡΟΣ Δ .
Γράμματα σπάνες, σκοτέκνα ατού κήβουριού την μέση, ( )
Και την ημέραν, και καιρού, τα σκουπωμιού του λέσι». Η
» Του κόσμουκαι δυνατώτερηςβρίσκεταιδώ θαμμένος,14
» Σήμερον τον τέασκότωσαν άλλος και αποθαμμένος.Όταν 11
Τούτ ήτονε τουροιζικού,άμ'όχι απ 'την ανδρερώτου,
»Έδιάβηκε ,και οπίσω του δεν αφήκε καλλιά του το 31'
Τα γράμματα ως ταγράψααι, πάραυτατoικoυκλώνουν,
μαύραμεκεφαλαϊς νεκραίς,και απέχει το σηκώνουν.
Και το κορμί του μ' άρματα ολόχρυσα το ντύνουν,
Στεφάνι στα χρυσά μαλια ολόχρυσουνοπλαφίνουν .:εφε
Εμαζωχθήκαν κι ήλθασι του Ρήγα και εκφουσάτα
Κ 'εσυντροφιάσαν» τον νεκρούκλαβουτάςειςτηνστράτα
Και : οπίσω τα καντάρια τους,καλάουρτατ' αφένας
Την αλέψω» και τονπόνον,τους έδειχναν μετα αείναι
Και ο Ρήγας μεταθλιφτικα,μεδίχωςτην κορωναν,
Το λείψανα συντρόφιαζεν εκεί που τον σηκώνει και να
Είκοσι οι φρονιμώτεροι, και οι πλειά του τιμημένοι,
Σηκώνουσί με τον νεκρόν , τα μαύρα φορεμένοι .
Εμεταλλάσσουντα συχνά, κ'έκλαίγαν α'κάθε ζάλον ,
Και απομακράς έδειχνασε τον πόνουντον μεγάλο ».
Και δυο χιλιάδες. σρατηγοί,πλειαάξουπλεξαανδρειωμένα
Τον Ρήγα συντροφιάζασι ιολόμαυρα ντυμένοι, εά
Εκεί όπου γίνηο πόλεμος, γύρου τριγύρουπηαίνα,
Με σάλπιγγες μαγκας μεγκαϊς και τύμπανα σπασμένα
Και τα καμένα π' άρματα, ωςήσαν ματωμένα,
Εις τ' άλογών του τάχασί, και πάντα όμπρεςπηαίνα .
Και οκτώτα παραβλέπασι, και έλόμαυρα φορούσαν,
Π8 δίδαν πόνου και καϋμάν σ'όσες καιαντουςθωρούσαν .
Τρύ Βασιλειου, όλα τ'άλογα θλιμμένα περπατούσαν,
Κ 'εκείνοι, που τα σύρνασε τα λιφτικα φορούσαν .
Χώρια είχαν τέσσερα άλογα, και έσυρνασιναμάξι,
Και ξαργοτού τα βρέπασι,να περπατούν μέ τάξε...
ΜΕΡΟΣ ΑΕ 289
Στ' αμάξι πάνω κάθουνταν δυο μαυροφορεμένοςκαι θα
Πλεια παρα τζ'άλλους ταπεινα , και πλειά βατριαθλαμμές
Κα με φωνήν λυπητερήν έκώνοι τον έκλαίγαν, και νοι
Ταϊςχάρες, ταϊς παλικαρίας, και τζ: ωμορφιαϊςτου όλεί
Κ' ήσαν έμπρόςσε καβουρι8, και θλιβεραμιλέσαν ; ( γαν .
Λόγια που κλαίγασι δριμεις,όσο και αν τα γροικούσαν
Ε'στρέφοντ .όλους προς την γήν,τα αίματα θωρούσαν
Κ ' ίμακαρίζαν τον νεκρών , πολλά τών έπαινούσαν.. 15
Και αυτόςκρυγιάς, και ανέγνωρος, παντοτεινα κοιμάται,
Κ ' εφαίνετόσουκαιο ουρανός κ' η γη:μα τον λυπάταινα
Ε'κλαίγασι, και έρνεύγασαν όλοι τηνώραεκείνη, αν :
Α'μή στου Μπάρμπα τον καϋμόν πράμμα πολυ έγίνη.
Τα μάτια πάντα τρέχασιν, η γλώσσα πάντα μίλει,
Κ' εις κάθε ζαλό σίμωνε, και το καβούρε φίλες . " ':
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΒΛΑΧΟΣ

Και με φωνήν λυπητερή», έλεγε καλογυιέ μου,


Ανασηκώσου αποδαυτού , έλα και βοήθησέ μου .
Διάλεξε απ' όλα τ' άρματα, άλογον , και κοντάρι,
Πολέμησε τον θάνατον, ανδρειέψου, μη σε πάρη .
Αριστε πως τον άφηκες τον χάρον να νικήση ,
Η ομορφιά σου πώς να μπή στον "Αδην ν' ασχημίση;
Μηδε μου παραπονεθής, και μη βαραίνη η ψύσου ,
Αν εις τοσούτον κίνδυνον έβαλα το κορμί σου.
Και τα θωρώ δεν τάλπιζα, μάλεγα να νικήσης,
Γιατ’ ήσουν άξιος μοναχός χίλιους να πολεμήσης .
Και αν τόχα ξεύρει το γνοιανό, που με κινα και κλαίγω,
Ταϊς χώραις μου όλαις έδιδα, και ό, τι και αν αφεντεύγω .
Και για να μη βλαβής ποτέ, μάλπιζα σέτοια κάλλη,
Νάχωμεν και τα κέρδητα , και μια τιμή μεγάλη.
Μα έπει κ' η μοίρα τόθελε , κ' έτοιας λογής εσφάγης,
Μηδε μου παραπονεθής στον " Αδην οπού πάγεις . .

Erotocrito . 19
290 ΜΕΡΟΣ Δ .
Α'ναθεμά την την βουλήν, πούκακα- να κινήσω,
Με τα φουρατά απ' την Βλαχιών, νάλθό», να πολεμήσω
Εχασα χώραις και χωριά , και σεσκλάβιανολογούμαι,
Τούτα δεν με βαραινουσι, τούτα δεν τα λυπούμαι:
Ολα τα φτιάνουν οι καιροί, και όλα τα κατατάσσουν ,
Ταχυα κερδαίνουσι πολλοί, σήμερον ό, τι χάσουν και
Μα α μισεμός σου, καλογυιέ, πόνον πολύν μου φέρνει,
Και ό,τι μου πήρεο θάνατος, πλειο δεν μετο γιαγέρνει.
Εσύρνε γένει και μαλια, οδέρνει τα γόνατά του;
Πόνον εις φίλους και σ ' εχθρους δίδουν τα κλαύματά του.
Στον κάμπον τέσσαρες φορείς του καμασε την γύρων,
Και αργα μισέψαν όλοι τους, και τον νεκρών επήραν .
Δίδουν βουλήν, εις τηνΒλαχιανναπάν να τονε θάψαν ,
Για νάλθουν τα περίχωρα και η χώραις να τον κλάψούν :

μη :Ε. . . . φ 9 10
13

του και

..
:: 3

του .
20t
άζω : αι
ο ι η δε κέν α η Το
ΕΡΩΤ Ο ΚΡΙΤ Ο Σ .
η Ο κ.κ. έ :
30
Σ ' ς της
2Χργίες ΜΕ ΡΟ :: : . ::
κ.α. και η εξής : 8ε!
As :" , svu jážní
έλθωμεν στ' άλλουΡηγοςΗράκλήόπου
Τον Βλαντιστράτη νίκησε, δίχως ελπίδα νάχη.
Ας πούμεν,την αγκουδάν,του, την πίκραν καιτα βάρη ,
Πού τον Ρωτόκριτον νεκρού, και αποθαμένου Ξαρρεί .
Γιατί το αίμα στην καρδία «έτρεξε » να βοηθήση,
Κ'ήταναχρεια και άλλο κορμί χλωμον, κρυον ν αφήση.
Και , ωσάν τον λίθον πέμεινε, κ' ουδ' αναπνοια γροικάται,
Κείνην την ώρανσαννεκρός καθολικα λογάται.
θωρούν τον όλoμάτωτον, κραγιόν , και χλωμιάσμένον,
Ωσανονεκρού τον κλαίουσι , και ωσάν αποθαμένον .
Δεν τον έκράτει ζωντανός ο Ρήγας, μηδέ οι άλλοι,
Κ' ήταν και πόνος τουπολυς,κ'η πίκρα του μεγάλη .
Κρατεί τον στην αγκάλην του, με δάκρυά τον έφίλεί,
λόγια πολλά λυπητερά, και θλιβερα του μιλεί :
• Υ « * * * ΡΗΓΑΣ ος σε 45 ω ".
Αχ !ε κακόντου εκάμα; δράκοντά, και στρατιώτη,
Κ ' ήνται άδικα για λόγου μου εχάθη τέτοια νειάτης
Και ας ήξευρα τοντόπον σου, και πούναι δι εδικοί σου ,
Να δ' έσυντρόφιαζα έξι εκεί ,νάκανα την ταφήν του
Για μένα εις τα βάσανα , κ'erg θανάτδν εμπήκες,
Και μιαν πληγήν παντοτεινήν ; στα σωθικά μ' αφήκες.
292 ΜΕΡΟΣ Ε '.
Και ας είχες είσαι ζωντανός, το χρέος μου να πλερώσω,
Ταϊς χώραις,καιτα πλούτη μου, και ό, έχωνα σε δώσω,
Εφίλε πλαγχνικά, στα χέριατου το έλα,
Και με το κλάμα το συχνό το πρόσωπόν του βρέχει .
Στούτα τ' ανακατώματα δαμάκι συνηφέρνες,
Στην στόρισαν την ζωντανών ο Ρώκριτος γιαγέρνει .
Γιατί το αίμα απ 'ταις πληγαϊς τόσον πολύ εύγήκε,
Πού λιγομάρα τούδωκε, και ολόκρυον τον αφήκε.
Και τ' άλλο αίμα του κορμιού, πούτον απομεινάρι,
Η'τον τριγύρου της καρδιάς, να της πληθαίνη η χάρι.
Σαν έπαρασυνήφερε, τα μάτια ανανδρανίζες ύλε
Και προςτον Ρήγα σπλαγχνικά το πρόσωπον γυρίζει
Μιλεί, και τον παρηγορά, και έφίλες του το χέριτου
Λέγειτου, γλίγωρα γιατρον να πέμψη να του φέρη 11
Πολλήν χαράν ο Βασιλειος επήρε, και όλοι οι άλλος.
Πέμπει στηνχώραν, και γιατροί ήλθαν οι πλειάμεγάλοί
Και πριν να τον σηκώσουσι, στην χώραν να τον πάσι, κ Η
Του ξαρματώσαν το κορμί, για να το ξεκουράσης Α
Βρίσκουνεπτα λαβωματιαίως και τις άξη δεν ψηφούσι,
Μακείνη, όπουτον στο βυζί, φοβούνται και δειλεούσι .
Κράζαντον Ρήγα σ'μιαμεριά, καιόλοι οι γιατρός τά λέσι ,
Πώς το πενήντα να χαθή, κ' είς τόνα να κερδέσης
Ο τόπος ήταν ακριβώς, κ'έχουν, ολίγη ελπίδα , το
Γιατ' έσωνε η λαβωματια , κ' έτρύπα την παγίδαν
Χώνει την πίκρα ο Βασιλειος, διαναμη δειλιάση,
Ο' λαβωμένος να πονή, πως θέλει να τον χάση.
Σμίγουσι, ξύλα με καρφιάς και επάνω τόνε, βάνσω»!x ?
Καιμε μεγάλην μαστοριαν ανάπαυση του κάνουν οι νή
Ναμη σαλέψη, να πονή, τον πάνας το παλάτι το si
Και όλην τηντράταο Βασιλειος την μιάν τουχέρακράτες,
Στην κάμερα την πλειώμσρφων , την παραχρυσωμένο 5:' :
Κ' εις το κλενάζΑρετής τον έβαλε να μένη . Α Α
ΜΕΡΟΣ ΕΝΙ 29.99
Εκάτεχε την κάμερας και ως τον έβαλαμισάχT
Γροικάταφύλλα της καρδιάς χαίροντας επανέλα38/1 "
Είχε χαραν επώς βρίσκεταιστην μυβέσμενην κλίνη,
Πούραρεξημερώνεταιτηςκόρης που την θώο Α'A
Μαπάλικώς είχενθυμοηθή, που φέρνεται,
που μένει,
Γιαλόγου τουίομίατουαυρα ακριβανάθρεαγενής 22 )
Εγροίκαμέσαστηνκαρδια μούχαίρι, και καταλήγογή,
Μ'απέξωθεν του φαίνετοομάγαίρα του στοστές AT
Παύρο έπαραγοράτονες και για καλό σημάδιότ' 5ose!!
Τάχοκατ' ελπίζειν λίγωσα , σαν σμίξουσιν ομάδες και
Εμπαινοβγαίναν οι γιατροί και ανεβοκατεβαίνα ,
Και αρχίσανκ ' ηλαβωματιαις καλύτερα και πηαίνα .
Εγροίκησεκαι η Αρετήρηκ έμαθεκτα μανταΐταςνακρύο !
Το πώς ο εχθρόςνέμίαεφάμιόλαυτουτην φουσάτα ουσ
Κιενέκησεν ο Κύρις σησα'οχώροςξεσκλαβώθη ,
Και από τους πόρους σκοτώμσυς, « έξοδα- έλυτρώθη :
Κ'ένας στρατιώτης δυνατός, ανέγνωρος, και ξένος, Σ
Ε'μάλωσε για λόγου τους, κ' εύγήκει κερδεμένος .
Γροικώντας αγεδάκρυώσει λίγη χαραν τζ εδίδα, ο ".
Αλλoύτoνε τοθάρρος της καλλούχε την ελπίδα ενώ ο Α
Με την Φροσύνην ομιλεί ετούτο το μαντάτος Α σε π !
Πώς μ' εντροπήν έμίσεψες του, Βλάχου το φουσάτο . 55
ΑΡΕΤΟΥΣΑορ - κοντογλου!.π.,
ερό η ΑΑ " και και βγή ' 34 ετ: Η
Μα ποιαν χαρούν μπορώ να δω, έλεγε προς την Νέννα ;
Σαν βρίσκεται οΡωτόκριτος σταλλα μακρα στα ξένα
Και ας είχεν εισται μπορετό, αι η τύχη ας τόχι φέρη,3
Νάθελε λάχει έδεπα τα σπλαγχνικών μου τέρια της
Νάθελε μπει στον πόλεμον , καίoνάθελει νικήση,
. t : 41
Νάθελε παύσει το κακό, και τα καλά ν' αρχίσηAr
Και του Κυρού μουήτάργηται σεισπλάχνος να γυρίση, Η
Και να τελειώση ή κακίτα , και νατον αγαπήσης και το
29Α . ΜΕΡΟΣ ΕΙ..
Μαλαχεν άλλας, Bαι άκυβεν σαν παιδίτουέχεις σκα
Ω 'φρυ ξενιτεμένε μου, και ας κάθελες κατέχει ηχος
Νάχες, πετάξι..σαν πουλί μάλθης να πρλεμήσης, εχα
Να λυτρωθής απ'την ξενιτεραν , κεμένα να βοηθήσης ΙΙ
Αμή της Χώρας,τηςχαράς ήνταικαλοςμαθω καλώσων φ1Μ
Πλέια γιγωρότερα πανώ, και ειςπάθη πλειάυμε βάνουν :
Στην Φυλακών που βρίσκομαι, καλέπα πού ενδυνεύω, Η
Τακέρδαπάμας δεν ψηφώ, ουδές χαράς γόβεύω π: Μ
Μακρά που τα έχω ταϊςχαραϊς, και τις ναμολιταίς φέρη!!
0", τι και αν έχω βρίσκεται στου..Ρώκριτού τοχέρι."
5. Per :2 TIOIHTHX ς 1; ιητές 2713 Σ
δει και αυτό και
Καϋμένη,και ας το κάτεχες , πώς ειςτην κάμερά σου,γ 31
Ευρίσκεται η αγάπησου , η ζήσει , και η χαρά σου
Και πωςεκεί που κοιτούσουν,στο πρώμα που κοιμούσου ,
Γιατρεύουν κείνον, που ποτέ δεν βγαίνει από τον νου σου εί
Μ ' ας περπατούσιν οι καιροί, τα πράμματα σιμώνουν ,
Κ' η μέραις με σιγανεμιάν, και λάμψιν ξημερώνουν
Η σκοτεινάδα πέρασε , . συννεφιαλ σχελάζει,ειε ! ιε! ε !
Κ' οι άνεμοι κατατάσσουσι, καλοκαιράκι βράζει.το 'Α
Και του Κυρεύσου, ήόργητα, και η κακιτα μερώνες έξι
Κ 'εδα π' αρχίζει το καλόν , σ' χαραϊς τοίξετελειώνει
Εμπαινοβγαίναν οι γιατροί δέκα φοραίς την ώραν,
Κ 'έπεμψε ο Ρήγας κ'έφερε πρώτες και απ' άλλην Χώραν,
Εγκανε καιοΠολύδωρος, και αγάλλια άσονμπόρει,ί.
συχνα ,
Κ' εκείνος, αναγαλλίασιν μέσ'στην καρδιά » έγροίκα, 1925
Κρυφήν χαραν έχαιρετα ατούτα που τον ευρήλα . Βλέ5/1
Πολλών λογιών αθιβολιαϊς ομάδα: συντυχαίναν, εις
Με τέταιςταιςπαρηγορταϊς, πληγαίς, και πόνοι γιαίναν,
Μεγάλο πράμμα ήτονες ναμην του μολογήση, και με
Του φίλου του, ποιος ήτονε, να τον παρηγορήσης, και η
MERDEIM . 1993

Μια κάποια αγάπης κινήσει με τρόπο κριφορέφet


Στο στήθος του Πολύδωροι πρός τόν σαρώστευον .
Κ' ωρέγετο, να σουγροικά). & σύχναζεόνα πηαίνηςΑ')
Εις το παλάτι να δωρή,πώςπάες, και μπότεςγιαίνει..
Κ ' εφαρετότου α Ρόκριτος, ήτου,όταντου, μίλιε, ι :
Και σπλαχνικά συχνάσυχνά στο στόματον έφίλεει.
Καισαννα τεύθελε χρόικά , πώς είν'οι σύντροφός του,
Τέτριας λογής ορέγετο, να στέκή πάντα μπρός του .
Συχνα συχναπάνεστέναζε, και χρυφαναδακρυώνει,
Του Ρωκρίτου θύματονε, και στην καρδιαν επονει ,
0 ' πληγωμένος για να δη,ήντα και αναδακρύωνες ; -
Τον έρωτάςνα σου το πη, και εκείνος του τα χώνει!
ο άτο ΠΟΛΥΔΩΡΟΣ,

Λέγει του, φίλον και αδελφόν έχω μακρα στα ξένα ,


θωρώ κ' εις πράμματα πολλα μοιότη έχει μετα σένας 2
Το σου μου δω,
, .
Κ ' εμίσεψεν, αποδεπα, και άλλ'αφορμήν δεν έχεις,
Μόνο που θέ να πα να δή τόπους ,που δεν κατέχειό,
32. Co. , ΠΟΙΗΤΗΣ ' ' :
Ο ' Ρώκριτος να τα γροικά τα πράμματα πως πηγαίνουν,
Μέσα η καρδιά του ακρογελά, τα χείλη του. σωπαίνουν,
Δεν ήθελε και άλλος κανείς, ποιος είναι να κατέχη,
Μα ναναι πρώτη η Αρετή, και ας τούτα δίκαιον έχει
Και σαν τομάθηεκείνη έμπρος,σαν της. τιομολόγηση,
Στους άλλουςνα μαθητευθη, και το καλόν ν'αρχίση.
Λιγαίνει το φόβοςτων γιατρών, καθημερινά γνωρίζαν,
Καλοσυνάταις, ταις πληγαϊς , και την υγείας και ελπίζαν
Κ 'εις λίγαις μέραις μιαν βελήδίδεν , νατον πασχάσεν,
Και πλειο δενέφοβούντανε τους κόπαυςτους ναχάσουν .
296 - ΜΕΡΟΣ Ε .
Πολυ θεράπειον, καταχωρούνιέτoύτατα μαντάται και ο 11
Εδίδασι του Βασιλειου , χαρούμενος αγρόικά τα'.
Ολημερες και όληνυχτίς καθόλου δεν αφήνει εγκαίο Α
Δίχως του: τον Ρωτόκριτονμίαφοράν νταλύμείνη 2
Παντάναι με πού λόγου τουρκαλιώνκάρδανο του θάνει,
Τούτομε τ 'άλλα γιατρικά φίλούοςτον έκανε το Α Α
Ηκάμερα τζ αφεκδρας του , καιτηςκυβάς του Ηλίνης
Και ο Βασιλειος, και ο φίλος του,το γιατροδότου γίνη:
Γιατροί, μηδε βοτανικοινάφιάνουν δεν μπόρεθοι, αυγο
Ωσαντο στόμα έτουνών,68' ώρα τουμιλούακώ ’
Ωσαν εκαλυτέρεψε, κ' ενδύθη και έπερπάτεε,ιωγαλας Ο
Ο' Βασίλειος αγκαλιαστών με σπλάχνος τον έκράτες . « ο
Και τότε τον ερώτησε, σαν είδετην υγειά του,
Κ ' είπέν του καιέχει πιθυμιαν , να μάθη τ' όνομά του .
Κ ' ήντα αφορμή τον έκαμε,κ ' ήλθεν εις την Αθήνα ,
Σ ' ένακαιρον που,δυνατός, πόλεμος την εικόνα και και ως
vc τση Α) ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ σου (επορτ-οι'
fo : το Α ωςοί? άι σο " 48 " το 2030 51cπη .
Λέγει τον 'Αφέντηπώ ρωτάς, κάτεχε, πώς με λέσι ,
Κριτίδην, και απ' το σπίτι μουλάπό κιρσονμε άλαίσιoil
Μικρός εξενιτεύθηκα , απόταδικά μου μέρη,
Και περπατώ στην ξενιτειά, χειμώνα καλοκαίρι .
Μάνα και κύριν άφηνας και αδέλφιδ
α ω μεγάλα,κω9'
Και όταν εκείθεν μίσεψα, μαύρα , θλιμμένα βάλα και το
Μαντάτα δεν τους έπεμψας που βρίσκομαι, να μαθού ,
Και πάνω κάτω περπατώτούύφου και του βάθους και
Γιαμιαν κόρηπου αγάπησα , παιναίφνίδια την τεχάσα , ή
Κ’ απέθανε για λόγου τους την ξενεθενάνοέπιασαν στο
Και μέρα νύχτα περπατώ , κλαίγωςκαι να δακρυώνω,
Καιωραις ανθρώπους πολεμώ, από ώραις θηριάσκοτώθω
Και τοκορμί μου κούρδέσα σεβάσανα πλειά παράλλον ,
ATα έδάλαχανσε κίνδυνον παραν ποτέ μεγάλες και η 52
ΜΕΡΟΣ Ε '. 297
Δεν είχα για την ζήσίν μου, γιατί ψηφώ την λίγα,
σε μεγάλε Ρήγα .
Μηνπαρουσιταϊς Χώραις
σου ,καιτην εξάνσουχάσης,
Καιδούν τα μάτια σου πολλα, πριν παρανα γεράσης .
Μααπήεις και τα πράμματα τέτοιας λογής επήγαν,
Και τον εχθρον σκοτώσαμεν,καιτα φουσάτα φύγαν, ο
Πολλήν χαρανκαι αμέτρητήν.γροικώ στα σωθικά μου,
0'χι γιατί σηκώθηκα, κι έδάχω την υγειά μου , ο Α
Μαοτόκως γιατί τον εχθρόν σού διώξα τον μεγάλος.Α
Και τούτο με παρηγορά,στον κόσμον πλεια παράλλο Δ
Μα σ'τούτοοπού με ρωτά ,και λέγει η Αφεντιά σου, ο
H "ντ' αφορμή μ'επρόβαλε στα μέρη τα δικά σου,
Δεν είν 'καιρόςνα σου το πω για δα ,μασ ' άλληνώρα ,
Θέλω σου πώκαιπούμουνε, που φάνηκα, σπουαν χώρα .
recogakoni jo moriri fontigų ons nekir verdor bo'T •
σου
Α’φίν' ο Ρήγας, και μιλεί, σανείδε,πώς σωπαίνει,
Αρχίζει μ'όψι ολόχαρη, και παρηγορημένη. Το « Η
του « χτυφσούο «η ο 2 ΦΟΡΑΣ σε είκι Αν οσεγοί εξ βιολί
του 33ο και την κρυωυς και το« κές Υπος η σε ολ.
Λέγειτου, σένα, πρέπουσιν ή Χώραις, οπού ορίζω, κοΑ
Γιατί και πράμμα και ζωή από λόγου σου γνωρίζω. Η
Και από την σήμερον και εμπρός, και από την ώρα τέτη,
Δικαίς σε ναναι η'Αφεντίαις, η Χώραις και ταπλούτη .
Και αν έχω και άλλο τίποτε στον κόσμον να σ' αρέση,Οι
Πέτο, και τάσσω να γενήτα χείλη σου ό, τι λέει .
ΠΟΙΗΤΗΣ

Την ώραν, όπου τα μιλεί, σταχέρια τον εκράτει, υγράκαι


Και εφαίνετο σου χαίρετο, κ'εγέλα το παλάτι σιγά 2
(όλεμά : Α εφοπ.:; ε και ο ενα 253 Σεξοδου σ '
• υμείων και 253 55 5 3ο και εύκολοχος και συνοκολφ κ . Η
8
eari or ' ε ν Air αγί. « Δ
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ.18 οκο κενχ αχλN
Λέγιέτεςαφέντη η Χώρις Φύ,ταπλάτη και η αφενειδε,
αϊς
Ως ήσαν πρώτα και ώριζες,ας είν' πάλιν δικαίς σου . Η
Εγω από ετούτα δεν ζητώ, μιάνχάριν θέλω μόνος Α1
Και ύστεγνά ζώς και έμπορώ, νασου την πλερώνω.κι
Μεγάλούπσαμμα σου ζητώ και μην το παρης βάρος, Η
Κ ' είςτούτομ'έξεκίνησε τοσπλαγχνος,καιτο θάρρος .
Κατέχω, πως στην φυλακήνβρίσκεται το παιδί σου,
Δεντηνπονείς,δεν τηνψήφας ,δεντην κρατείςδικήσου.
Ετούτο είναι, πού ζητώ, και κάνε μου την χάρις 514
Της φλακομένης μήνυσε,άνδρατης να με πάρη . Η
Λογιάζω, να το συβάσθη, σαν της το καλοπούσι, 22.
Τηνδούλευσίν οπούκαμα, για λόγου σαςδυσκόύθης
Για τούτην ήλθα από μακρο πια αγάπη τηςεπολέμουν,
Για λόγο της,ως κ' οι εχθροί δειλιούν, και ακόμητρέμουν
μα
είδες το ζήτη του,
και
Η'ντάτον οπου μ'έφερε στα μέρη τα δικά σου. 13
Και αν ρέγεσαι ναμ ε θωρής, πάντα στιην συντροφιάν σου,
ς ον
Και να μεκάμη τέκν σ8, να σώνε σα άν
στην χρει σου .
Κάμετην ψα το συμβάνθη, να το Βεληξατέψη;
Εμεί να κάμη τέρι της, και άλλον να C
μην γυ
hoo
ρέψη η Ή
wrestawrinxa...POINT& L ! x xn gisis A
Ωςεπάκουσεν ο Βασίλειος, σ'έγνοιαν μεγάλη μπήκε,
Και να τελειωση-ο Φωκριτος τα λόγια δεν αφήκε και αυτοί
ΡΗΓΑΣΙΑ
Λέγει τού μεσπλαγχνότητα,κρατώντας του την χώρα,
Εις έγνοιαν, γυιέμου ,μ 'έβαλες ετούτην τηνημέρα.
Γιατί φοβούμαι, ό , τι ζητάς, να μη μπορώ να κάμω,
Κ ' η φλακομένη δυσκολιαϊς μού βάνει εις κάθε γάμο.
MEPOSB . 299
Κ' η αφορμή, που στην φλακών τόσον καιρόν την έχω,
Και αγρίεψα τέτοιας λογής, και μερωμών δεν έχω,
Είναι γιατί δεν ήθελε"στάθελαυνανπακούση, γι'A
Κ'έδιωχνεοκάθεπροξενειανοναμην της πήγε πούσι .
Και πάντα σέκει εις μιαν βελών, ποτέ δεν τηναλλάσει,
Μηνά μου πως στην φυλακήν εβάλθη να γεράση .
Μαγάρι θα να συβασθή,μαγάρινατοσέλη,σούφΑ
Μαγάρισένα όχ' αλλουνού γυναίκα να σου μέλληέο!
Στον ουρανόν παρακαλώ, ό, τι ζητάς να γίνη, ως« έA
Καιτ'άγρια να μερώσουσι, τοβάρος να λαφρύνη.
Οπου καμμιαν κληρονομιάν δεν έχω παρά τούτη,3T
Και όλα δικάτζηέμέλλουντάν, η χώραις καιτα πλούτης Ο
Αν ήναι να το συβασθή, το πιθυμώ να γίνης εις τα
Αλλοιώς εσύτο πράμμά μου, και στηνφλακήν εκείνη ' Α
Μα λέσι μου, πώς άσχημα είναι καταστεμένη,στην « Α
Α'σούσουμη, και ανέγνωρη,κάτζαλη, βρωμεσμένη, εδω
Κ ' ήθελα μπρος στην φυλακήν.νακόπιαζες, να πηγες,
Να την ιδής γιατ' άκουσα,συγχαίνουνται τη ήμύγαις .
Και ανήν καιο γάμος μιληθή, κάμωμεν και προσπέση,
Και απέκει γυιέ με να την δης, και ναμη δεν σε αρέση,
Και επέσω νασυρθής εου , και να τα δυσκολέψης, ο
Και να ντραπής, κ' αποδεπαναγέρθηςνα μισέψης, το!!
Με αφίνεις βάρος στην καρδιαν, πληγήνπολλάμεγάλην,
Αν την αφήσης, σαν την δής, να πας να πάρης άλλην .
A "με λοιπόν και δες τηνε, και απέχει μίλησέ μου,
Και ό, τι μπορώ για λόγουσου,εγώ να κάμω γυιέ μου
Και αντηνρεχθής, καιέληςτην ,ζημό να τηςμηνύσω,
Και αν δυσκολέψη, ζωντανών δεν θεςνα την αφήσω υο
Κ' εσύ νάσαι το τέκνον μου εις ό, τι και αν ορίζω,bit
Γιατί ζωήν, και ελευθέριαν πό λιοδ
λόγου ου
σου γνωρίζω . οΑ
και το ρίγε .
Σε φουν ζοι; Οι το κατα 5 στον έβδο και γΣΑ : Ι
300 MEPOX E.
NOHTAI * 70 Con sugogis
pays uit voo!ax words to A
«αχό του ως34 και γοΑ 8:02 ψ : !
Α'πηλογάταιοδ.Ρόκριτος , αι προς τονΡήγου ,λέγει ;
Κ ' ήσαν τα μάτκονται στεγνά, αμ'18ηρδιά του. κλαίγιο
esotho vis 4:3 FCEPTORPION - 4axii
modore lesse mesos vYXYWr to vrnil
Α’φέντη, σ'ό, τι μίλησες, σ'ό,τι έχωγροικημένα,αρχή
Eίσεσκλαβιάν παντοτεινήν Ξενάμπω μετα σένα si1
Δεν έχω παρα μιαςζωής και ως έλεος αυτήν καίμε,-
Και ότε που νάχωτηνπνοήν ,σκλάβος σουθέλωνάμαι
Τα λόγια ταβασιλικά πέτριας λογής μ' έπιασαν, τη
Ο πού μέγραψαν δουλευτών ,και των εξανμουχάσανο
Δενδε ναπάγωσηνφλακήν , καιας τάξω καιθωρώ την ,
Ως είναι ρέγομαιτηνε ως είναι πιθυμώ την εξέAA
Αν ήτονες και ολότωφλη, κουεζή και ζουγλοχέρα , 142
Ταϊς άλλαιςκράζω σκοτειναΐς, κ'εκείνην κράζω μέρα- Α
,
Εγροίκουν , πώςτα κάλλη της άλλη καμμια δεν τάχει..
Και σκλάβος της εγράφθηκα , τα περασμένα αφήκα ,.ο !
K -οι στάνου, που μ 'εκρίνασιν, εξελησμονηθήκα . 3) Η
Και τόσον μέσα στηνκαρδιά τούτην την έγνοια πιάσοι , Η
Πού ξελησμόνησα κεινης , που έτζ' αιφνίδια χασά . » !
Και ήτονε θαύμασμα πολυ, και ήταν δουλειά μεγάλη,
Να την δεχθώ τόσα πολλά, με λόγια πούταν άλλοι
Την δύναμιν μου γνώρισα , και την ημπόρεοί μου,
Κ ' εθωρουντο, κ' έγροίκουντο, άξιος γι αυτήν δεν ήμου.
Και ούδε ποτέ στα μέρη σου δεν ήλθα να ξεδράμω ,
Γιατί δεν ήμουν άξιος να κάμω. Τέτρον γάμο .
Μα επεί κ ' η τύχη θέλησε ξύλα ξηρά ν' ανθήσου ,
Και αγάπησές με Βασιλειε, κ' έχεις μεσαν παιδί σου ,
Και διαλεκτών με έβαλες εις ό, τι αν ορίζης ,
Για λίγην , και ουδέ τίποτε , χάριν που μου γνωρίζεις,
ΜΕΡΟΣ Ε . 30M
Ε'διάλεξαό, τι ομούρεσε, κ' η μοίρααςτο θελήση,
Ο λογισμος οπούβαλα, σήμερον να νικήσης εκδοσε Ο
Και ο γάμος αν εξετελευθή κι δω,την πιθυμιά μου, A
Τότεναπω τηνχώραν μου, και αυτα τα γονικάμου και
Αλλην μια χάρινσου ζητώ, και θέλω να μου τάξης,
Την όρεξιν και την καρδιά την έβαλες , ν' αλλάξης ...
Και αν,ήν και δεν τοσυβασθή, δεν θέλω να μανίσης ,
Και ό, τι και ανσου έσφαλε, να τηςτασυμπαθήσης .
Και απ' τηφλακή, πού βρίσκεται, να τηνελευθερώσης,
Και την ευχήν σουσπλαχνικα,σήμεροννα της δώσης. Η
Και καθώς άκουσα προχθές, για πόθεσιν ολίγη, οι
Την έχειςμέσ' σην φυλακήν, τέτοια αφορμή αςσεφύγη.
1 Και ας είναι μετα λόγου σας, κ ' εγώμαι αναπαυμένος ,
Η" Θέλει με, ή διώξει με, κράζομαι πλερωμένος.
Και ανοήνας και να πανδρευθή, όποιον τζ'αρέσει ας πάρη,
H" πούρι και δεν δύνεται, δεν θέλει ανδρός γομάρι.
Οπούδαμεν καιάλλαιςπολλαίς και αρίθμηταις 'εκάμα,
Μην το κρατης τόσο βαρύ, τόσο μεγάλου πράμμα ,
Λοιπόν ας παν να της τοπούν γοργό, οι μαντατοφόροι,
Ν' ακούσωμεν τι θέλει πεί η φλακομένη κόρη. νος
ποιπΤΗΣ κορόνος ο ουρ θνός ΙΙ
1 δω και ελosa
Ο' Ρήγας ανεδάκρυωσεν, ετούτα για να ακούση, ΑγH
Κ' έπαυσ' η μάχη του, η πολλή, τα σωθικά πονούσε..οι
Για την φτωχήν την 'Αρετήν, γιατ'ήσαν πέντε χρόνου,
Που δεντην είχε γιαπαιδί, και ουδε έκλαιε, ουδ' έπονέτα
Κ'εγνώρισε την απονιαν, πούδειξε προς εκείνη, σακη ρολ
Για μιας μικρής αφόρεσεν, πολλά κακος εγίνη σοχοοίΙ
Το ροιζικόν παρακαλεί, έδα να του βοηθήση, ή στο
Κ ' ή 'Αρετούσα για άνδρα της τον ξένον να θελήση οι
Να παύσουν τα φλακιάσματα , κ' ή όργητα η μεγάλη,
Και μέσα σταϊς αγκάλαις του να τηνε βάλη πάλι .
302 ΜΕΡΟΣ Ε.
Ε ' κραξενθα Πρωτόγερους από τους πλεια μεγάλους. Η
Οπούσανε τουπαλατιού πλεια φρόνιμος παρ' άλλους . Ο
Και δίδει τους παραγγελιών , τιέχουσι να κάμου , ο !
Και μεποιον τρόπον νά τής πυν τηνπροξενειαντογάμον ,
Εσήγασι στην φυλακών , την ' Αρετούσα κράξαν,Ν.ΑΤΑ
Και ωσαν την είδαν κλάψααι, και εξάραναστενάξαν ..Τ
Μιάντους κυρα, ενός Βασιλείου μοναχοθυγατέρα,
Να την ιδούν πώς βρίσκεται εκείνην την αμέρα . Σε
Δενείχεγνωριμιάν κάμεσίν, να πούν πως είναι εκείνη
Πολλά χλωμή,και αδύνατη,και βρωμεσμένη με κη: x 1
Ωσαν κυραν την προσκυνούν, με φόβον της μιλούσες ΑΑ
Λογιάζουν για τηνπροξενειαν το πώς να την ειπούσι 1
ΠΡΩΤΟΓΕΡΟΙ
2 .
Και αρχίζουσιν απομακρα, φρόνιμα λόγια σμίγας x 4
Λέγοντες, το πώς βρίσκετο η Χώραμε τον Ρήγα, τη "11
Και πώς ολίγον έλειψεν όλοι να σκλάβωθούσε, απ'
Να πάσι μέσα στην φλακήν οι Βλάχοι να την βρούσι or's
Σκλάβαν να τηνε πιάσουσι, και να την ασχημίσουν, .
Καικουρσεμένην, κ'έρημην, την Χώραν της ν' αφήσουν και
Μα βοηθησε το ροιζικόν, κ'έλαχε ξένη γέννα,
Κ ' εγλύτωσε τον Βασιλειον, την Χώρας μας, καισένα .
Εγλύτωσεν, ο Βασίλειος, κ' η Χώρα ξεσκλαβώθη,
Και το κορμί σου απ’ εντροπής κάμωμα έλυτρώθη... 3 :
Ε 'τούτα αναθηβάλασιν έμπρός, και απέχει σώνουν; ::
Στον τόπο, που ξάμωσάσι, την προξενειαν σιμώνουν . ::
Και μια, και δυο και τρείς φοραίς με γνώσι τήνελέσι , !!
Πάσχουν να τηνε σύρoυσι , να πη το πως τζ'αρέσει . ."
Σαν της τ ' απομελήσασιν , η κόρη αναδακρυώνει . ο ::-
Και προς αυτους λυπητερα τ' ανάβλεμμα σηκώνει .
.. : 2.8 2.. 3. Αλλαγές της
MEPOX EXI 303
Στάη
ΑΡΕΤΟΥΣΑ και ένας και έχει . Η
το εν ...
Λέγει τους, δεν βαρέθηκεν ο Κύρις ναπειράζης:: :
Μια διπλοκακοπροίζικη, μα θε να δοκιμάζη 3 53
Ε 'τζιο συχνα για πανδρείαν, όπου καλα κατέχει,
0' σαις φορείς και αν το μηναχαϊ μένον κάπου έχει ; Α
Κ 'εγώ καλλιάχω οι πλειάσχημοι θάνατοι να μεβρώσι,
Παρά γιαπανδρειαν ποτέ μαντάτο, να μου πούσι :
Και αν ήλθε ξένος έδεπαν την χώραν να γλυτώσης
Το πράμμα πούμελλεν έμε, πίτε να τουτο δώσης
Και ας τόνε βάλη και αποδα εις τοθρονίτουπάνω,στο:
Κ' εμέ αφήση στην φλακήν σαν σκλάβα ν' αποθάνω.: 2x
Και μη μου τομηνύση πλειο, και σώνει, ό,τιμου κάνει,
Μη Sέλη είς πλεια χειρότερα βάσανα να με βάνη.
ΠΟΙΗΤΟΣ ? : ε: « Κατη : 2

Ξαναμιλούν διατάσσουν την, και λέσιν της με γνώση,


! Μή Βέλη μέσα στην φλακήν , άδικα να τελειώση της
Και αν αποθάνη έτς άσχημα με βάρος του Κυρούτης ,
Τακάνει ανπάσινε καλά, να βάλημέσ 'στον νου της :
Και ας υπακούση σήμερον στούτα που της μιλούσι, 151
Και να μη δείχνη, έτς άγρια, εις ό, τι τηςτο πούσε . Οι
Ν ' αναγαλλιάσου, τη γειτονείαις , να λάμψη σοπαλατι,
18-ήΧώρα είναιγιαλόγουτης δάκρυα, καύσες γεμάτη.
Να ξανανειώσηο Κύριςτης, να ξανανείωση ή ΝΕάνα,
Ο που τουςκρίνει ο λογισμός, και ζωντανοί πιθανά .
Α'πόβγαλε τζοι ή 'Αρετή, δεν 9ε να τους ακούση,
Λέγει τους, να μην έλθουσι πλειοτούτα να τηςπούσι .
Να μη την αναγκάσουσι, κ'ένα μαχαίρι πιάση,αντ'Α
Και μπήξη το μέσοστην καρδιαν , όλα να τα σχολάσης»17
Ε' πήγασιν οι φρόνιμοι , του Βασιλείου τα λέσι, περιο :
Ολοι το πικραθήκασι, και μετ'εκείνον κλάσ:. ιι ε :
304 NIEPUNT
Επιθυμούσανε και αυτοίδια θα ξετελειώσουν,
Τον γάμον, και την 'Αρετήν τέτοιου γαμπρού να δώσουν.
Για ναναι πάντα ?Αφέντηςτους ,στην χώραν ν'απομείνη ,
Και όλοι τον ωρεχθήκασι στον πόλεμον κού γίνη .
Ο' Ρήγαςδεν αντέχει πλειό- ήντα βουλή να δώσης,
Κ ' ελόγιασε, κ'εβάλθηκε για νατην ανατώση. Ο
Αν ήν και τ ' άλλους έδιωξες για τοσο δεν το πιάνει,
Μα τούτος, απαι βάλθηκε για εκείνον και αποθάνη .
Να τόνε διώχνηέτοιας λογής, να μη και να γροικήση ,
Την προξενειαγια τονγαμπρόν, κάνεις νατης μιλήση :
Στούτοδεν έχει πομονή, μα θε να την τελειώσης
Και ομάδα με την Νέννα της θάνατον να ταΐς δώση.
Και με τα χείλη τα πικρά, με γλώσσας μπερδεμίνη, η
Είπασι του Ρωτόκριτου τάπεν ή φλακόμίνη . Ας τα
Χαραν μεγάλην μέσατου έγροίκ' όταν του λέσι,
Μα έξω δεν φανέρωνεν εκείνο που τ' αρέσει .
Εγνώρισε εσης 'Αρετής την τόση μπιστοσύνη,
Κρυφα παρηγοράτονε και ολόχαρος εγίνη ... ΟΑ '
Κ ' εξήτησε του Βασιλειου θέλημα, να του ορίση,
Να πάθη και αυτος στηφυλακή, τον γαμον να μιλήση.
Και αντώνει διώξη ή'Αρετή, σε βάρος δεν το παίρνει,
Μα ως πέραν την απόφασιν, χαρούμενος γιαγέρνει .
Σαν της μελήση μιάν φοράν, πολλαίς δεν την παιδεύει,
Και ωςδή και δεν το συβασθή, πλειον άλλο δεν γυρεύει.
Κυράτουνα τηνε κρατή, σ ' ότι καιρός και ανζήση,
Και ο Κύρις της για αγάπης τουλεύθερ αςτην αφήση .
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ " ογεί κ .97 2 , . :
Α'πηλογάται το Βασιλειος , λέγει του, καλογυιέ μου, και
Μακάρι με την γλώσσα σου σήμερον βοήθησέ μου . ε .
Kάμε την να το συβασθή, κάμε την να θελήση, την
Να πω το ναι στον γάμονσας , την οργητα νασβύση . 4.
ΜΕΡΟΣ Ε . 303
Στον πόλεμον μού βοήθησες, και ανμού βοηθήσης παλι ,
χάρις πολλή καιαρίθμητη είναι κ ' η μάς και ηάλλη
ΠΟΙΗΤΗΣ
σου: « ...
Ε'κένησε ο Ρωτόκριτος, και κόπ’ αγαπά, ας λογιάδη,
Τα πόδια σου πως περπατούν, τα ζάλα του πως πάσι :
Ξομπλιάζει πως να της το πη , πώς να τηνε κομπώση,
Πώς να μπορώ να κρυφευθή, και πώς να της το χώση
Να μην μπερδεύση ή γλώσσα του να βαργίαναστενάξη,
Κ' ή όφες του εκατό φοραίς, και πλειότεραις ν' αλλάξη.
Καλά και ναν' μελαχρινός, γιατ' ήτονε βαμμένος,
Μα κόστιμος εφαίνετο γλυκύς, και ζαχαρένιος :
Μ' όλον π' αφήκε τα μαλια, τόσον- κ'έμεγαλώσαν,
Ταϊς νοσημάδες και ομορφιαϊς ποτέ δεν τενταϊςλυώσαν.
Hλλαξε και τον εμιλιαν, α' ομίλει μπουκωμένα,
Κ'έτράβλιζεν η γλώσσα του, και εγέλα κάθε ένα ."
Σήμερον καλαβρούζικα,και δροσισμέναξαλα.
Ilάτε να βρήτε στην φλακήν το μέλι, και το γάλα..
Στον τόπον οπού κρύβετο των εμματιών του καιλάμψί,
Κερί σβυστών έφύλαγε, και κάνει έδανα σ' άφη.
Η'σαν και οι Πρωτόγεροι, στηνστράτακαι ακλουθούσαν,
Ματάχει αυτός ειςτην καρδιαν αυτοί δεν τα γροικίσαν .
Ιάσιν εδείκοσι παρεμπρός, κράζουν την Αρετούσα ,
Κείνο που θέλασ’ απ' αυτήν, τρόμάμενος μιλεύσα .
Γιατ' είχανε πρoτήτιρα ετούτου μέλημένα , γ'
Κ' είδασε πως η Αρετή δεν ήθελε κανένας 5.
Μα πούρ αποκοτήσασι να της μιλήσουν πάλι και δεν
Τ' απέβγαλμα αναμένουσε κ'έδα σανκαι την άλλη.
Λέσις Κυρα τους' ή φορά να μας αποφασίση, 21
Ο ξένος θέλει μετά σε σήμερον, να μιλήσης 77
Την όρεξίν σου & να δη, και λόγασια ήντα κάνεις,
Και κρίμα είναι σή» φλαού ,καιτις βρώμας ν'αποθάνης .
Erotocrito . 20
306 ΜΕΡΟΣ Ε '.
Εκείνη ,σαν έγροίκησε κείνο που θέλαν πάλι, " " 4 .
Ανέμενε με μανιτα τον ξένον να προβάλη. . Α ου
Να του μιλήση να του πη, να πάη στην οδόν του,
Και ουδε ποτέ της να στραφή να δή το πρόσωπόν του .
Να παύσουσιν ή προξενειαϊς, κ' η πείραξις ή τάση,
Σήμερον μιαν απόφαση για πάντα να του δώσης και
Ε'σίμωσ' ο Ρωτόκριτος στην κακοποδομένη,
Και σαν την είδε ως τους κεκρού ηόψιςτ'απομένες
το φωςτου πλειά δενέβλεπε, τα μάτια του θαμπώσα, . !
Το στόμα του βουβάθηκε, και πλειο δεν έχει γλώσσα .. !
Στο παραθύρι της φλακής στα σίδηρα ακουμπίζει,
Και λιγομάραις τούρχονταν, να την αναντρανίζη.
Ο' Κυρις της προσήτερα πέμπει την φορεσιά της,
Να στρλισθη,να μορφισθή και να πλυθη μηνα της .
Και δεν του φαίνεται πρεπόν, του ξένου να μιλήση,
Τέτοιας λογής άσούσουμη, όπου δεν είχε χρήσι .
Κ'εκείνη κλοτζοπάτησε , μέσ' στα πηλά τα ρούχα,
Λέγει, εγω θε να φορώ, κείνα που πάντα μούχα
Κείνα που φέρει ξέσχισε, τζαμαρδαρα πομένει,
Βάνει, πηλα στο πρόσωπον,και μέσ' στο βούρκα μπαίνει .
Οσον μπορεί ασχήμισε, και μέσα της λογιάζει,
Να του ανοστάση του γαμπρού , για να μην τηνπειράζει.
Κάμποσην ώρα ακουμπιστος στέκει στο παραθύρι,
Σ' τούταταπράμματ' ήσανε οι Γέροντες μαρτύροι... !
Κρυφάκλαιγε , Κρυφα πονεϊ, κανείς δεν πόνε νοτώνει, !
Με φρόνησ' όλα τα περνά , με γνώσ' όλα τα χώνει.
Μέσα η καρδιά του σφάζετο, τα μέλη του Βλα τρέμα,
Το πρόσωπόν του , χλώμιανε, και πλειο.δεν έχει αίμα .
τέτοιας λογής να την δωρή, πως είν'και να κατέχη ,
Το πως πoυργά για λόγου του, ό, τι καϋμους και αν καιέχη
Αποκοτάκδυο τρεις φοραίς , και να της μιλήση,
Δεν ήξευρε, πώς να το πη, κ' ήντα λογής ν' αρχίση - .
ΜΕΡΟΣ Ε'. 307
Και μ' έτοιαν όψιν έμεινε, πού ή πέννα, το μελάνι,
Η γλώσσα ή χέρα, το χαρτί, να σας το πη δεν φθάνει.
Μα με την ώρα ποκοτα, και αγάλι αγάλι αρχίζει,
Να της μιλή , να την θωρη, να την αναντρανίζει .
Λέγει , Κυρα κατέχεις το, ήντάκαμα για σένα ;
Και όσοι και αν ήλθαν να σε δούν, σου τάχoυσι πομένα .
Τον Κύριν σου , την χώραν σου, και τον λαόν τον άλλον,
Ε'γλύτωσα, κ'είς κίδυνονεβάλθηκα μεγάλον .
Κ' εις μιαν βαμπακερή κλωστήν έκρέμασα την ζήσι,
Δια να κάμω τον εχθρον, για να μη μάς νικήση.
Και ακόμη ταις λαβωματιαϊς έχω στην σάρκα μέσα,
Κ’ από τον "Αδην οι γιατροί, κάτεχε, μ' αναστέσα .
Και μή θαρρης για πλερωμην επάτησα στον "Αδη,
Μόνον για σε, που πιθυμώ να σμίξωμεν ομάδε.
Εις έσμιξιν παντοτεινήν, και τέρι να σε κάμω,
Και δεν λογιάζω δυσκολιαν να βάλης σ' έτοιον γάμο .
Και ως είσαι , και ως ευρίσκεσαι, θέλω και πιθυμώ σε,
Και σπλαγχνικα αγαπητερα απόφασιν μού δόσε.
Να βγής και συ απ' τα πηλά και απ' την φλακήν ετούτη,
Να πας να βρης ταϊς αφεντιαϊς, και τα μεγάλα πλούτη .
Να ξημερώση και για σε μέρα σιγανεμένη,
Να δένε κι οι Γονέοι σου χαραν οι πικραμένοι .
.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Η 'Αρετούσα χαμηλα είχε το πρόσωπόν της,
Και πάντα μέσα στα πηλά έξάνοιγε το φως της ..
Και δίχως να τονε θωρη, να τον αναντρανάζη,
Η γλώσσα της μανιστικά τέτοιας λογής αρχίζει .
ΑΡΕΤΟΥΣΑ.
Σχόλασε , "Αφέντη, ταμελείς, παύσει το αναθηβάνεις ,
Γιατ' ευκαιρακουράζεσαι, μόνον τον κόπον χάνεις ...!
308 ΜΕΡΟΣ Ε .
Ηλιος πλειο γλιγωρότερα με δίχως λάμψες χέρι,
Και δάση αίχως τα κλαδια , κάμπος δίχως χορταριών
Η θάλασσα δίχως νερα, γιαλός με δίχως άμμο,
ΙΙαρα να πω ποτέ το ναι, και πανόρεια να κάμω ρ
Πήγαινε, μην πειράζεσαι, και πέτα του Κυρού μου, και
Πώς κείνα τ8 τα μέλησά , παντάχω μέσ' στον κού μου .
Και αν ήν κ' εις έτοιαν πόλεμαν ήθελε νασε βάλη ,
Ας κάμη πλούσ' ανταμοιβών, καιπλερωμην μεγάλη
Κ 'εμένα,έπα που βρίσκομαι,μη πέμπη να πειράζη ,
Γιαγάμους , και για πανδρειαν, ας μημε δομάζη.
Κ' εγω θανάτους εκατον πλειούκολα. Θέλω πάρει, και
Παρα να βάλω πάνω μου ποτέ μου ανδρός γομάρι . Α
Η πανδρείας μου είν' η φλακή, χειμώνα , καλοκαίρι,
Η σκοτεινάγρα είν' άνδρας μου, τον βρωμου έχω τέρε .
Το παραθύριτης φλακής, χώραμου και αφεντιά μου,
Τα βούρκα για παρηγοριο,τζ' αράχνάιςσυντροφιά μου,
Την ζησιν μου χαρούμενη τέτοιας λογής τελειώνω,
Κ 'είς ό, τι και αν μ' εύρήκάσε, γελώ,και καμαρώνωκ :
Και χίλοι χρόνοι αν διαβούν, και χίλοικαιαν περάσουν,
Παντάναι σ'ένα αςλογισμούδενάτρέφουν, μηδ'αλλάασεν,
τ . 2:* ΠΟΙΗΤΗΣ

Λογιάσετε, ο Ρωτόκριτος με το καρδια σωπαίνει,


Να δή μια αφένδραν και κυραν τόσον εμπιστευμένη.
Πλειο δεν μπορεί να της μιλή, και δύναμιν δεν έχα,
Ο πόνος και πολλή χαρά σαν ζαβοντον έχει και
Μεγάλον είναι , και πολύ και πώς να το κατέψουν,
Σ' χαραν, και πίκρα ένα Μοιρών και δυο να συνοδέψουν ;
Μα τούτο είναι φανερόν, και απαρθηνών εγίνη,
Χαραν, καιπίκρα ο Ρόκριτος είχε την ώρακείνη .
Είχε χαρα να την γροικά, πούς δεν τον απαρνασάι,
Κ 'είχε την πίκρα να θωρώ, προθέTH, κούκοιμάται
ΜΕΡΟΣ Ε.: 309
Σ' ποιαν κατοικιας πορεύεται απ 'ατζαλιαϊς γεμάτη,
Και τζ' αφεντιαϊς αρνήθηκε, κ'έδιωξε το παλάτι .
Πλειο δεν μπορεί να της μιλά για την ώρα κείνη,
Αποχαιρέτησεν αυτήν, και κράζει την Φροσύνη.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ
Στο παραθύρι εσίμωσε, και λέγει τζ , αφουκρά σου ,
Την ώρα τούτη ό, τι σου πω, πες το και της κυράς σου .
Μα πριν μιλήση, πόκρυφα βγάνει το δακτυλίδι ,
Με πονηρεαν καταχωστα στην χέραν της το δίδει .
λέγει τζ'εγω δεν θέλω πλειο να στέκω να πειράζω,
Μιαν πικραμένην σαν αυτήν, με λόγια να κουράζω.
Το δακτυλίδι σούδωκα, δός της να το πιάση,
Και ας δή ολημέρα σήμερον ,και ας τοκαλολογιάση .
Και αν με Θέλη, ας το πρατή, αλλιώς ας το γιαγύρη,
Πέμπω άνθρωπον και δόςτουτο ταχυα στο παραθύρι .
Με το στανιό δεν την ζητώ, κ' η φύσις το μανίζει,
Ταϊς έσμιξες ταϊς στανικαϊς συχνα ταϊς εμποδίζει.
Λοιπόν μιλήσετε κ' ή δυο, και δέτε το ολημέρα,
Και ας λογιάση, η γνώμαις της εις ήντα την εφέρα .
Κ' ήντ’ όργητα οι Γονέοι της, και μάχη της βαστούσι,
Γιατί δε Θέλει πανδρειας λόγος ποτέ ν' ακούση .
ΠΟΙΗΤΗΣ

Το δακτυλίδι με στανιό τόπιασεν η Φροσύνη,


Μαντατοφόρος έγνοιανός, και προξενήτρα γίνη.
Ως μίσεψε ο Ρωτόκριτος, πάγει στην Αρετούσαν,
Είπέν τηςτην παραγγελιαν, οπού τ ' αφτιά τζ' ακούσαν .
Το δακτυλίδι τ' όμορφον εκράτει εις την χώρα,
Και συντηρώντας το καλα, της λέγει , θυγατέρα .
310. ΜΕΡΟΣ Ε '.
ΦΡΟΣΥΝΗ

Αν δεν κομπώνει σήμερον ο νους μου στα λογιάζει,


Γιατ’ άνθρωπος με άνθρωπον, πραμμα με πράμμα μοιάζει
Το δακτυλίδι βάνει με σε λογισμόν μεγαλο,
Τούτο είναι του Ρωτόκριτου, κυρά μου, δίχως άλλο.
Εκείνο , όπου τούδωκες, όταν σ' αποχαιρέτα,
Επάναι τα σουσούμια του, στράφου και συ και δέτα .
Πιάσε το πούρι, μη δειλιάς, δέτο και ξαναδέτο,
Κείνο, που του Ρωτόκριτου έδωκες, κάτεχέ το .
Και να λογιάσω δεν μπορώ, που τουλαχε του ξένου,
Και ουδε να πω τα πράμματα ετούτα πως πηαίνου .
ΠΟΙΗΤΗΣ

Ε'τρόμαξεν η Αρετή τέτοιο γνοιανό ν' ακούση,


Και πιάνειτο στο χέρι της , τα μάτιατης θωρούσι .
Πώς είν' το δακτυλίδι της με τ ' ακριβο ζαφύρι,
Πούδωκε του Ρωτόκριτου από το παραθύρι .
Τα μάτια σταματήξασα καλά να το θωρούσε,
Και αλλού δενέσταφήκασι πράμμ’ άλλο πλειό να δούσι .
Α'σπρίσασι τα χείλη της , η αναπνοια τζ' εχάθη,
Και το κορμί τζ' έκρυγιανε, το στόμα τζ' έβουβάθη .
Εβανε χίλιους λογισμούς, και ο νούς τζ' ανακατώνει,
Πολλών λογιών καμώματα πικρα της φανερώνει.
Ωραις τα δάκρυα χώνουντα, και ώραις απέξω βγαίναν,
Και ώραις τα μέλη ήσαν ζεστα, και ώραις αποκρυγαίναν -
Εβανε χίλιους λογισμούς πολλα κακους για κείνη,
Α'νέγνωρη, και ασούσουμη παρα ποτέ της γίνα:
Ε 'φαίνετό της να θωρή σε κίνδυνον μεγάλο,
Κείνον, οπούχεν ακριβών, παρα κανέναν άλλο .
Μέσα της τον ελόγιαζε στα αίματα γεμάτο,
Και το κορμί λαβωματιαίς όλο πο πάνω ως κάτω .
ΜΕΡΟΣ Ε': 31
Ωραις σε σκοτεινήν φλακήν , της φαίνεταικαι κρατείτο,
Και ώραις, πώς εξεψύχησε, και ζωντανός δεν ήτος
Ωραις πώς τον ευρήκασι σφαγμένον μέσ'στα δάση,
Κ 'εμαζωχθήκαν τα θηρία, και θέλουν να τον φάσι.
Ετούτα, και άλλα πλειάσχημα'σον νούν της ζωγραφίζει,
Ωσαν το κάνη στην αρχήν, ένας που αφορμίζει .
Πολλα φοβάται και δειλιά, και τόσο πλεια τρομάσει,
Και τόσο θανατώνεται , μόνον να το λογιάση.
Γιατί καιρός απέρασε, χρόνος επάνω κάτω,
Πού ο Ρόκριτος δεν έπεμψε του φίλου του μαντάτο .
Τούτο το μάκρος του καιρού σιμα στο δακτυλίδι,
Τόνα και το άλλο σφάζει την, και θάνατον της δίδει .
Την Νέννα δεν γυρεύει πλειό, παρηγοριαίς δεν θέλει,
Ε'δέρνετο, κ ' εφώναζεν, τι μέλλει να την εύρη.
ΑΡΕΥΟΥΣΑ

Τί μου φυλάγει η μοίρα μου που αν το λογιάσω μόνο,


Την ώραν τούτην ξεψυχώ, πολλ’ άσχημα τελειώνω .
Εγώ δεν έχω πομονήν, και μήνυσε, Φροσύνη,
Του ξένου, μάλθη στην φλακήν να μάθω το τι γίνη .
Ο Ρόκριτος, γιατί γροικώ λιγοθυμια μού δίδει,
Ωστε ν' ακούσω πούβρηκε, τούτος, το δακτυλίδι .
Γιατ’ ο Ρωτόκριτος ποτέ δεν ήθελε το δώση ,
Μόνον να πάρη Βάνατον, μόνον να παραδώσης ,
Ζωή μου κακορροίζικη πολλα τυραννισμένη,
Κ' ήντα μαντάτον έγνοιανών είναι, που σ' αναμένει και
Και ό, τι δεν θέλω βιάζει με σήμερα ο λογισμός μου,
Για να γροικήσω να μου πούν, ότ' είναι αντιδικός μου.
Η πονεμένη μου καρδια φοβάται να τ' ακούση,
Και ο λογισμός μου βιαζει με, πότε ναμου το πούσι .
Εις το μεβλάπτει πρόθυμώ , τομ' αλαφρώνει φεύγω,
Καιτο δεν θέλω να μου πούν, με σπουδα τογυρεύγω .
1 312 ΜΕΡΟΣ Ε..
Nέννα, δεν έχω πομονήν , και σπούδαξε να ζήσης,
Kάμε το γλιγωρότερον, του ξένου να μηνύσης .
ΠΟΙΗΤΗΣ

Η Νέννα μέσα σην καρδιας κλαίγει και αναδακρυώνει ,


Λογιάζει, πώς της 'Αρετής το τέλος της σιμώνει ...'
Κρατεί πως ο Ρωτόκριτος απέθανε στα ξένα, , ,
Και να βοηθήση δεν μπορεί η πικραμένη Νέννα . 7 '
ΦΡΟΣΥΝΗ

Λέγειτης, θυγατέρα μου , άφες, και μη σπουδάζης,


Ο ξένος νάλθη επα για δα , και μη κακολογιάζης -
Δεν είναι κείνα πε δειλιάς, και άφες την βιαν την τάση,
Και πούρ αν ήναι τίποτέ, δεν θέλει μάς το χώσει .. ?
Κ ' έχομεν μέραις και καιρου και άφες έδα τον ξένο,
Κ’ από τους φλακατόρους μας γλίγωρα το μαθαίνω.
ΑΡΕΤΟΥΣΑ

Nέννα, της λέγει η 'Αρετή, το γίνηκεν εγίνη,


Και δεν μπορεί ποτέ του πλειο ακάμωτοννα μείνη.
Και παντησμή, όντεςτο κακό γενή, κ' οι πονεμένοι,
Α'ργήσουν να το μάθουσι, λιγότερο πομένει ,
Μα γλιγωρα, ήκαι πλεια αργα , αν ήν καιεγω το μάθω,
Το κάμωμα εγίνηκε, κείνο που θε να πάθω.
Βιάζομαι, και δεν είναι πλειο υπομονή σε μένα ,
Και μήνυσαι του γλίγωρα , παρακαλώ σε Νέννα, .,
Κ 'εγω δεν θε να καρτερώ, ημέρα να περάσης :
ΠΟΙΗΤΗΣ
5. ' A305
Πέμπει η Φροσύνη το ζημιο, και το μαντάτο πάσι
Κ'έλαχε κ' ήταν σου Ρηγός, καιο Αφέντηςωςτ'ακούση,
Χαραν πολλήν σ'έτοιο αγνοιανά τα μέλη του χρόικόνσις ή
ΜΕΡΟΣ Δ ' 313
ΡΗΓΑΣ "
Και λέγει του Ρωτόκριτου, πειδή και αυτή σπουδάζει, και
Να πάγης πάλι νασου πη, έδα καλόλογιάζει ,
Ε'κείνα που τζ ' μίληδες, κ'έγω ότι και αν τζ'έμήνουν,
Κ'είσε καλά τα πράμματα. λογιάζω ν' απομείνουν.
Κ' είς το ζητούμε υπάκουσε, και γλίγωρα άμα δέτην, : Ι
Και την δουλειάν με φρόνησιν τούτων εξετέλεψε την
ΠΟΙΗΤΗΣ

Ο' Ρώκριτος που κάτεχε την αφορμήν που κάνα ,


Την.'Αρετήν, και βιαστικά να πάγη κεϊίτου γρήνα,
Δεν θε να πάρη σύντροφος, μας μοναχός του πηαίνει,
Και ως έσωσε, την εύρηκε σαν ξεπεριωρισμένη,
Στο παραθύρι σίμωσε, κ ' ή 'Αρετή αρχινίζει,
Α'πόκοτα να του μιλή, να τον αναντρανίζη .
Δεν έχει πλειο την κράτηξιν, δεν ντρέπεται , μα οι πόνοι,
Την εντροπήν εδιώξασι, τάχωνε φανερώνει ...
Και λιγομάρα τζ' έδιδε, το γλίγωρα να μάθη,
Αν ήν’ και ζή ο Ρωτόκριτος, και πέθανε, κ' εχάθη.
Και αρχίζει με την πονηριαν για να τον ξεκινήση, και
Πού βρίσκεται ο Ρωτόκρος, και πούναι να γροικήση τε
ΑΡΕΤΟΥΣΑ

Λέγει, μιαν χάριν σου ζητώ πριχού να σου μιλήσω,


Και πριν για γάμους και χαραις άλλοιν' αποφασίσω Α
Το δακτυλίδι όπάφηκες, και εκράτειτο ή Φροσύνηςκαι οι έ .
Που σούλαχε και τις στόδωκεκαι σ' ποιον χρυσοχόν εγίνη 5. 3 .
Μη σου φανη παράξενον, αν σ' ερωτώ έτοιο πράρμας,
Διατί, κατέχω να σου πω , πούτον, και που το καμά . 14
Ετούτο είναι γνωριστο στόνα και εις το άλλο πλάγι, « Η
Καιρός είναι πού τόχασά , και να σου πω πως πάγει .
314 ΜΕΡΟΣ Ε'.
Σε περιβόλι έλαχα και μ' άλλαις μιαν ημέρα,
Χορους πολλούς εκάμαμενκρατώντας με απ'την χέρα .
κ ' είς, κάνην την ξεφαντώσιν, κ'εις κείνα τα παιγνίδια,
Ε'χάσαμεν αλλήλως μός τέσσαρα δακτυλίδια.
Και δίχως άλλο κάτεχε, τούτο είναι το δικό μου ,
Και απομακράς γνωρίζεται πως είν' των δακτυλιών μου
Για τούτο σε παρακλώ, να μου το πης και μένα,
ΙΙού τίβρες, τις σού τόδωκε , πώς σούλαχεν εσένα ; 13
ΠΟΙΗΤΗΣ

Εγροίκησε ο Ρωτόκριτος εκείνα, που του λάλει ,


Μέσα στα φύλλα της καρδιάς μιαν ταραχήν μεγάλη.
Γνωρίζονταςτον πόθον της, θωρώντας τον καϋμόν της ,
Γιατί με κλάμα τάλεγε πολύ των ομματιών της .
Μα στέκ’ ακόμη δυνατός, και θέλει να τα χώση ,
Το δε ταχιας ανέμενε να τα ξεφανερώση.
Μ' όλα τα ξόμπλια τα πολλά, πούδειξεν η καϋμένη,
Στον πόθον της τον μπιστικών, και μ' άλλα που αναμένει .
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ

Λέγει, κυρά να σου το πω, πού τόβρα να κατέχης,


Πειδή θωρώ την όρεξιν, και πιθυμιαν την έχεις .
Μ' απόψε σε παρακαλώ , να μου το συμπαθήσης,
Καιό , τι μπορώ να σου ειπώ, ταχυα θες το γροικήσεις .
Γιατ'έχω μέσ' στην κεφαλήν βάρος πολλα μεγάλο,
Α’μή ταχυα ό, τι μου ζητάς,θα μάθης δίχως άλλο".
Ανάμενέ με απο νωρίς, πριν καλoξημερώση,
Και αληθινήν άπηλογια στα μούπες θέλω δώσει .
Ταχυα, πού τόβρα να σου πω, που μούλαχε να μάθος,
Μα δες και συ, ποφάσισαι, σύρσου πεκεί που στάθης
Τον Κύριν καλοκάρδισε, την Μάννα σου, κ'εμένα ,
Ο πού για την αγάπην σου ήλθα δεπα στα ξένα . : :
ΜΕΡΟΣ Έ 33
Εκείνη τον παρακαλεί, ετούτα για ν' αφήση,
Κ' εις κείνο, που τον έρωτα, μόνον νατης μιλήση.
Και αν ήναι μπορετό,ας το πη, ταχυα μην αναμένη,
Κ' η έγνοια τούτη, πούβαλε, πολλά τηνε βαραίνει .
Και δίχως άλλο γλιγώρα τον κλέφτην Βε να μάθη,
Πουκαμε, και απ' την χέραν της το δακτυλίδι χάθη.
Ε'θώρειεν ο Ρωτόκριτος κ' επλήθαινε η χαρά του,
Εις τόσ’αγάπης προς αυτόν να βρίσκετ' ηκυράτου.
Ξαναμιλεί της, λέγειτης, τον πόνον ν ' αλαφρώση,
Και ως ξημερώση, το ζητά να της τα φανερώση.
Μισεύει και αποχαιρετά κ' ή 'Αρετή πομένει,
Από την έγνοιαπούβαλεν, ωσαν αποθαμένη,
Εγκουσεμένη βρίσκεται εις την φλακήν όλη νύκτα,
Κ' εις αφορμάγρα οι λογισμοί,κ' οι πόνοιτην έρρήκτα .
Ε'κίνα από την μια μέρα, κ' επήγαινε στην άλλη,
Και τ' άστρα, και τον ουρανών, τον Ηλία παρεκάλει
Ο ξένος για να μη της πη, εκείνος που λογιάζει,
Κ ' εκείνος που όσον το μπορεί, για να το μάθη, βιάζει .
Και την Φροσύνη όληνυκτίς ρωτά, ξαναρωτά τη ,
Κ 'εκείνη μέσ' στα χέρια της και αγκάλαιςτην εκράτει .
Ωραις. εξελιγώνετο, και ώραις νεκρή πομένει,
Και τώραις ήτον ζωντανή, και ώραις αποθαμένη .
Εκείνη τη νύχτα πριν διαβή, χρόνος μακρύς τζ' εφάνη,
Και χίλιους μύριες λογισμός κακες στον νούν της βάνει.
Πολυ ήταν, οι αναστεναγμοί πως δεν την ακεντήσαν,
Γιατ' αρτυμένοι με φωτιάν, και με την λάβραν ήσαν .
Κείνην την νύκτα ο Ρώκριτος ποσώς δεν εκοιμήθη,
Και ως ξημερώση, να το πη τζ'. αφένδρας του βουλήθη.
Πώς είναι κείνος ο πιστός σκλάβος και δουλευτής της ,
Να πάψουσιν οι πόνο της, και οι αναστεναγμοί της .
Μάθελε πριν φανερωθή, πάλι να την πειράξη,
Να δη και αν τόνε λυπηθή, και βαραναστενάξη.
316 ΜΕΡΟΣ ΕΝ
Να βεβαιώση πλειότερα την πίστιντης την τόση,
Κ ' ανέμενε με πεθυμια , πότε να ξημερώση.
Μεγάλον ήτον να θωρή, πώς ήτον μπιστεμένη,
Για λόγου του, και έτοιας λογής ήταν αποδομένη.
Και ακόμη δεν έχόρτασε, μα θε να της το χώση,
Τον θάνατός του να της πη, να δη, αν αναδακρυωσης :
Τουτάν τζ' αγάπηςπωρικά , τουτειν' του πόθου οδύνη," Σ
Τέτοιας λογής, μ'έτοιους κύμους τζ ’ αγαπημένους κρίνει :
Ποσάδες ο Ρωτόκριτος, και πάλιδεν χορταίνει,
Εις την πτωχήν τήν 'Αρετήν, πώς ήτον μπιστεμένη .. και
Και πάλι ένα καλοδή, και θε να την πειράξη,
Αν ήναι και αγαπά τανε, ή λογισμό αν αλλάξη.
Είν' άδικον Ρωτόκριτε, ετούτα να τα κάνης,
Βλέπει μ ' αυτα -έτσ άδικα να μην την αποθάνης .
θωρείς την πώς ευρίσκεται, και ακόμη δεν πιστεύεις ;
Η ντ' άλλα μεγαλήτερα σημάδια της γυρεύεις ;
Τα πλούτη και την αφεντιαν αρνήθηκε γιασένα,
Παντάν' τα χείλη της, πικρά, τα μάτια της κλαμένα.
Ζή με ταϊς κακορροιζικιαϊς,θρέφεται με τους πόνους,
Και μέσ' στην βρωμερή φλακήν έδέχει πέντε χρόνους.
Ταϊς προξενειαϊς των Βασιλειών αρνήθη και τα πλούτη,
Και ο Κύρις της τζ' ώργίσθηκε στην αφορμήν ετούτη..
Και ακόμη θε να την έδης, και δεντηνε κατέχεις ;
Αν την πειράξης πλειότερα, κρίμα μεγάλον έχεις .
Καλα το λεν οι φρόνιμοι, η αγάπηφόβου φέρνει,
Κ' εις ένα πράμμα, που αγαπά, λίγαις φοραίς γιαγέρνει
Χίλια σημάδια να θωρή άνθρωπος, να κατέχη,
Α' δολα πως τον αγαπά , αναπαμόν δεν έχει .
Μα λέγει , και ξαναρωτά, και ξαναδοκιμάζει ,
Την αγαπά, αν τον αγαπά , και πάντα του λογιάζει :
Αλονυκτίς τ 'αγκάλαις τηςνα μένη μετα κείνη,
Το σηκωθή, το βάσανον .ου πόθου τόνε κρίνει .
MEPOXET 3
Και φαίνεται του χάνες του , και πως τον σιταρνάται,
Και ολημερίς, και ολουμκτες προμάσει και φοβάται
Και πάντα ξομπλιν εγκατανό στην αγορά γυρεύει, και
Κ' ετούτ' η έγκατα ο πελελή αυχνάτομα πουδεύρα Α !
Ε'κάτεχε ά Ρωτόκριτος, και φερει το Τώρι , το
Τον πόθου τονεμπιστικών ,πάϊτοϋβαστάτακάρη...
Η'ντ' άλλα μεγαλύτερος φημούδι πλειά άκαμένει και να
Τοσάδε, τόσ'έγντάρισε, και ακόμη δεν χορταίνεις
Ε'τούτο μόνα λείπετα, και μέσαφώννούν τον βάνει ,
Ναυπό το πώς είπέθανε, για να θωση τι κανει .Α !
Λίγη ώρα δε να την κρατή στ'αποθαμένα πάθη,
Και απέχει όλος χαρούμενος να πη, πως άνεστάθη...
Μάλαχε τούτο γιατρικά με τηνχαράν η πίκρα :
Τα δυο συγοκερασθήκασιν, ομάδες κ'έσμιχθήλα κι
Καιαν ήθελεφανερωθή ος ήλθεν εις της χώρας
Απίσην χαρούν τζ' ή 'Αρετή δεν έζή πλειά μαν: ώρα .
Τούτο εγίνης σε πολλούς, στην πίκραν έγλυτωσαν,
Μα στηνκ χαρα πεθάνάας, και ξάφνου: παραδώσαν
Τούτο βοήθησε πολλά και προς εήν 'Αρετούσας, να
Τον θάνατον του Ρώκριτου,τ' αυτιάσ ' εμπρος:ακούσων
Και απέχει τονέγνώσεσε, κιεφάνητξη ανεστάθης Α .
Κ ' η πίκρατης βοήθησε, και ξάφνους δεν έχουθη.
Λοιπόν βοήθεια βρέθηκεν η πείραξε, κ'εγένη,
Ενα μεγάλο γιατρικών εις την δουλειαν εκείνη... και
Ηλθεν η ώρα και ο καιρός, κ ' η μέρα ξημερώνει,
Να φανερώση α Ρώκριτος το πρόσωπο , που ιχάλες
Ε'φάνη ολόχαρη ή αυγή, και την δροσούλαν ρίχνει,
Σημάδια της ξεφάντωσις κείνη την ώρα δείχνει .
Χορταρια βγήκανειςτηνγην , ταδενδραυλάπεα ανθήσα ,
Και από τα αγκάλαις του ουρανούγλυκύς βοριας έφύσα .
Τα περιγιάλια λάμπασά, κι η θάλασσα κοιμάτα ,
Γλυκύς σκοπός της παιδεύδρας, κατά τα πρά έγραφιάτα .
318 ΜΕΡΟΣ Ε :
Ολόχαρη, και λαμπυρή ημέρα ξημερώνει, κιότι και η
Ε'γέλα η Ανατολή, κ ' η Δύσεκαι καμαρώνει . 5έτη και να
Ο " Ήλιος ταϊς ακτίνες του παρά ποτέ στολίζει ,.
Με λάμψινκαι όλα τα βουνα, και κάμπους ώμορφίζει .
Χαμοπετώντας τα πουλια έγλυκοκοιλαλούσαν,
Στα κλωναράκια των δενδρών έσμιγαν, κ'εγελούσαν .
Δυο δυο έζευγαρώνοντα, ξεστος καιρός εκίνας και
Σμίξιν, και γάμους, και χαραϊς; έδειχνασιοκ' εκείνα .
Ε'σκόρπισεν ή συννεφα, αντάραιςέχαθήκαν,
Πολλά σημάδια της χαράς στον ουρανού φανήκαν .
Παραποτέτους .λαμπυρα , τριγύρου στολισμένα,
Στον ουρανό είναι νέφαλα, σαν παραχρυσωμένα .
Τα πάθηπλειο δεν κηλαδεί το πικραμένουάηδόνι,
Α'μη πετά πασίχαρον, μ' άλλα πουλια σιμώνει
Γελούν της Χώρας τα στενα, κ' η στράταιςικαλαρώνουν ;
Ολαγροικούν κρυφαίς χαραϊς, και όλα ταϊς φανερώνουν.
Και μέσ' στηνσκοτεινήν , φλακήν , οπούτόν ή 'Αρετούσα ,
Εμπήκαν δυόμορφα πουλια, κ'εγλύκηλάδούσα .
Στην κεφαλήν της Αρετής συχνά χαμοπετούσε, το
Και φαίνεται σου και χαραϊς μεγάλαις πρoμανoύσι.
Πάλιν με τον κλαδισμούς απ' την φλακήν έφυγαν,
'Αγκαλιαστα, περιπλεκτά, ταϊς μούραις τους εαμίγαν..
Η Νέννα, οπούτον φρόνιμη, γυναίκα του καιρού της,
H " κουσε, κ' είδε, καιπολλά , έβαλε μέσ' στον νουτης ,
Το πώς ετούτα τα πουλιά, που σμίξαν έτζ' ομάδα ,
Χαραν μεγάλην προμηνούν, και γάμου είνσημάδι.
( ι3 ; Απας
.ο
13 7 2 3« ρακαι
Λέγει, 'Αρετούσα, κάτεχε, α ' καλών πολύ το πιάνω
Τούτο, οπούλθαν τα πουλιά στην κεφαλήν του πάνω.
Σημάδι είναι τουγάμου σου, ώρα καλη δώλνάναις και
Γιαδες,και ό, τι είναιγιακαλάατάνλογισμόνσουβάλε ,
ΜΕΡΟΣ Δ . 319
Ως πότε 8ε να καίθεσαι στον βρωμον, θυγατέρα ,2.3.:
Να διώχνης τόσαις προξενείαις , πέ τύ Κυράσου φέρα ;
Και ως τότε τον Ρωτόκριτον : να στέκης :ν' αναμένης
Εσύ από τέτην την φλακών, ώστε να ζης,δενβγαίνεις
Παρα στα θέλει ο Κύριςσου, να του θελήματέψης, Η
Μη βούλεσ' ανημπόρετα πράγματα να γυρέψης
Και χίλοι χρόνοιαν διαβούν δεν θατονκάμηςτέρι,
Και ώστε να ζη, δεν έρχεται προς τα δικά σας μέρη . Η
Και αν αποθάνη ο Κύρις σου, παραγγελιών αφίνει, και
Κ'εκείνοι που πομένουσι , ξορίζουντον και αυτήνου .
Λοιπόν, κυρά μου, σχόλασε τον λόγιαμών όποέχεις,
Και ο ξένος γίνεται άνδρας μου, κάμε να το κατέχης ..
Αυτός, όπου πολέμησε, κ' εγλύτωσε την χώρα ,οιτα
TIές το και συ πως τόνε βές, να βρεθώ καλή ώρα χ . !!
ΠΟΙΗΤΗΣ
2X
Ν' ακούση τούτα ή 'Αρετή, εδάρθηκεν εμπρός της,
Κ ' εξανακαινουργώθηκε ο πόνος και παλαιός της .. και ... !
ΑΡΕΤΟΥΣΑ

Λέγει τι , ακόμη δεν μπορείς, Νέννα, να τα σωπάσης,


Μα ξαναλές τα, και ως θωρώ, βούλεσαι να μει χάσης .
Να σμίξουν όλα τα στοιχια, να συμβουλέψουν δμάδι ,
Να κάμουν ένα,που κανείς να μην του βρή ψεγάδι.
Και νάναι Ρήγας μοναχός , τον κόσμον ν' αφεντεύη,
Γυναίκα του να με ζητά , τέρε να με γυρεύη .
Και να μηνύση ο Κύρις μου ,την προξενειαν ετούτη,
Και να μου δίδη και αποδα ταϊς χώρας και τα πλούτη,
Καλλιάχο του Ρωτόκριτου λιγάκι ελπίδα μόνο, και η
Παρα στον κόσμον Ρήγισσα, και άλλοινα καμαρώνω
Πικραίνεις και αναγκάζεις με, μ' αυτά και συ Φροσύνη,
Και δεν με σώνει ο λογισμός, κ' η πέδα που με κρίνει .
320 ΜΕΡΟΣ Ε '.
Σήμερον θέλαμεν,τα δης, σάνε καλoξημερώσης Αγτ ε'
Η' τα μαντάτουκαι φωνήν δε ξένος θα μου δώση και Ανά
Και αν τον κ εχάθη ο Ρώκροτος ,δής θες το θενακάμω ,
Ενα μαχαίρι στην καρδιάς βαίνω γαμπρόν στον γάμο .
Και τα πουλάκια πούλθασι συντροφιασμένα oμάδι,
Σημάδι είναι πως γλέγωρα πανδρεύομαι στον "Αδη.
Δογράξω, και ο Ρωτόκριτοςαπέθανεστα ξένα,
Κ ' ήλθε η φοχή του να με βρή ,να σμίξη μετα μένα .
Κ ' εκείνο , πουέταξαμεν στο παραθύρι ομάδι,
θυμάταιτου και θέλει το, άλον δπούν' στον Άδη.
Γλίγωρασμίγομεν κ' οι δυο, κ' ετούτο εδηλούσαν,
Τα δυο πουλάκια πούλθασες και έγλυκοκοιλαδούσαν .
Το μάθω ,πώς απέθανε,ζημιοτην ώρα κείνη ,
Πιάνω μαχαίρε να σφαγώ,και ο γάμος μας εγίνη.
Τούτο οπούλθαν τα πουλιά τήν νύκτα εις εμένα,
Ο γάμος έχει να γενη εις σπήλια αραχνιασμένα .
Κ' εσυ άλλα των άλλων
μου λες,γαμπρούς μ' ανάθηβάνεις,
Και σαν θωρώ τα πράμματα, ξανάστράφα τα πιάνεις .
Ημέρα τούτη πρίν διαβη, και η άλλη πριν περάση,
Δής θες αυταίς ταϊς προξενειαις πως έχουσι να πάσι .
Δής θέλεις: ήντα. ολόγιάσα,κ' ηντάβαλα στον νου μου ,
Και ο γάμος μου:πώςγίνεταιμακρα απ' τού: Κυρού μου.
Στον Αδη στεφάwώνομαι, μάρτυραςνάναι οχάρος,
Σκουλήκια νάμαι τα προικίας, καιο τάφοςμουΝοδάρος
H'αράχνες ταστολίδιαμου,και η μαύρηγη παλάτι,
Κ' οι βρωμισμένοι κόρειαστοι το νυμφικό κρεββατι.
Σαν Κόρις, και σαν Μάννα μου σ' τόπον σκοτείνιασμένος ,
Θέλους μου δώσει την ευχήνασκιαϊς αποθαμμένων .
Κ'η ψύμου κάν' χαρούμενη ποσόχαρή στον " Αδη,
Να σμίξη πεν.Ρωτόκριτου , και ναναι πάντ’ ομάδα .
γύτος ο και ένα με
ΜΕΡΟΣ Ε '. 321
Αθη : ΠΟΙΗΤΗΣ

Ε 'πέρασεν ή νύκτα της μέσα σταϊς ζάλαις κείωσις,


Κ ' ημέρα ποδιαφώτιζε, κ' ήλθαν του Ηλιού η ακτίνες .
Δεν θέλει πλειο ο Ρωτόκριτος, δεν στέκει ν' αναμένη ,
Μα κίνησε σπουδαστικά πάγει στην φλακομένης
Πιάνει και ανοίγειτην φλακών ,και το κλειδί έκράτει,
Βρίσκει την βρωμες, και ατζαλιαϊς, και όλοιπηλαγεμάτη.
Επόνεσε, λυπήθηκε, και ως τον νεκρών πομένει, και η
Να δή για κείνον μιαν κυραν πως είν' αποδομένη .
Μ ' ακόμη το κρατεί κρυφό,δεν θα το φανερώση,
Α'λλην λιγάκι πείραξιν βούλεται να της δώση.
Η' σανε με του λόγουτουκαι της Χώρας οι μεγάλοι,
Μα τότε μέσα στην φλακήν δεν θέλει να τους βάλη .
Ε'μπαίνειδίχως σύντροφον , δια ναμη γροικούσι,
Κείνα , που με την Αρετή δε να συμβουλευθούοι .
Να περπατή η δουλεια κρυφά, κανείς να μη γροικήση ,
α'στε να πάνε στου Ρηγός, για να τους συμπαθήση .
Και την ευχήν του σαν καλά παιδιά να του ζητήξουν,
Για να τους δώση θέλημα σ' ανδρόγυνον να σμίξουν .
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ

Ως μπήκεν ο Ρωτόκριτος, εις την φλακήν , αρχίζει ,


Να της μιλή, και απλαγχνικα να την αναντρανίζη .
Λέγει της, το μ' ερώτηξες να σου το πω, και γροίκα,
Πού τόβρηκα το χάρισμα, που στην φλακήν σ' αφήκα ,
Είναι δυο μήνες σήμερον , πούλαχα σ’ κάποια δάση,
Εις την μεραν τηςΈγριπος , α'ευγηκαν να μεφάσι
Αγρια θηρια , κ'εμάλωσα, κινέσκότωσα από κείνα,
Και απότα χέρια μου, νεκρα όλα τα πλειάπομείνα.
Με κίνδυνον εγλύτωσα , και όσ' ώραν επολέμου,
Να λυτρωθώ από αυτά δεν σ' όλπιζα ποτέ μου ,
Erotocrito .. 21
322 ΜΕΡΟΣ Ε'.
Να βοηθησε το ροιζικόν τ' άστρα μ'ελυπηθήκα,
Κ'εσκότωσα, κ' έζηγωξα, και αλάβωτον μ' αφήκαν .
Δίψαν μεγάλην γροίχησα στον πόλεμον εκείνον, σε
Γυρεύωντας να βρύ δροσιάυ, έσωσα σ' ένα πρίνον ' Α
Και παρεμπρός εφάνη μου, κουτζουναράκι χτύπα, τα
Σιμώνω, βρίσκώ το νερό στου χαρακιού την τρύπα. *
1f" πιάτο, κ' έδροσίσθηκα, αλ' επέρασέ μου η δίψα,
Μα πούμε και άλλα βάσανα,έτότες δεν μου λείψαν
Καθησα να ξεκουρασθώ σεμα στο κουτζουνάρι, 5ο.
Οτανγροικώ αναστεναγμών και μίσμα τουαρρωστιάρη.
Και μπαίνω μέσα στα δενδρα, πούσαν κοντά στην βρύσι,
Δια να βρω και για να δώ εκείνον, οπού μίσεις
Βρίσκω ένα νειά ωραιόπλουμεν, πέλαμπε σαν τον " Ηλιό,
Κ ' εκείτετοι όλoμάτωτος εμπρός εις ένα σπήλιο.Στο
Σγουρα, ξανθάχει τα μαλια,« κ' εις τα σωθέματά του,
Μ ' όλονόπούτον σαννεκρόςέδειχνε η ώμορφιάτου.
Και δυο θηρία στα πλάγι του άσανε σκοτωμένα, και
Και το σπαθί και τ ' άρματα όλα του ματωμένα και
Σιμώνω, χαιρετώντούε, λέγω του, αδέλφι γειά σου, ω.
Γντάχεις και απονέκρωδες ;πούναι. η.λαβωματιά σου ;
Ταματιάτου είχε σφαλιστα , τότε τ’ αναντρανίζει,
Κ 'εθώρειε, δίχως να μιλή, και στον λαιμός του γγίζει .
Με το δακτύλοι δυο φοραίς έδειχνε να γνωρίσω,τις οι
Πώς είναι εκείνο λαβωματίας,να ακόημα του βοηθήσω ..
Το στήθος του ξαρματώσει , και μια πληγή του βρίσκω.
Δαμάκιν, αποκατάβια από τον ουρανίσκος και ... δεν το
Ολίγο και ουδε τίποτελθόν είχε δαγκαμένον,όυς οι:
Διάθελεν έχει τοθηρίο δόντε φαρμάκαμένοςσε « ο ρυ
Κ ' επήρεν του :την δυναμιν , καιαπόκι πνοήν που έχασε,
Και το φαρμακεί πέρασε, και μέσα στον επιάσει. 8 .
,
Ε 'κλαψα, κ' ελυπήθηκε πολλά τηνώραεκείνη. 70
oi 2003
ΟΙ ΕΡΟΣ Ε'.
Σανναδελφός μου,οκαρδιακού τον έκλαιγα, κιεπένουν,
Μα πόνοι, δάκρυα, κλάματα,οάνθρωπος δεν γλυτώνουν.
Ε'ψυχομαχει, κ' έδειχνε, να στέκω μη μισέψω,
Κ'εθαρρέει, πως έτοια πληγή έμπορουν να γιατρέψω.
Είς του τα τα βαρέματα, πούτου να ξεψυχήση,
Μούδειχνε, πως εκεί κοντα θέλει να μου μιλήση.Κλει Α
Σιμώνω, και φιλώ τονε, θωρώ και αναδακρυώνει,
Το στόμα με το στόμα μου περλαμπαστα σιμώνει . σοί
Κ' έπασχε και ανδριεύετο δια να μου μιλήση, πυρετο
Μα το φαρμάκι της πληγής δεν δε να τον αφήσης
Δείχνει μου το δακτύλι του , πούχε το δακτυλίδι,στα 4
Κ' εγνώρισα πώς χάρισμα σαν φίλοςμου το δίδει με
Μα δεντον βάστα η καρδιά, να θε να του το βγάλω,
Μα μετα κείνο ήθελε στο μνήμα να τον βάλω μονο
Λέγω του, νάχη υπομονή, να το φορη στην χώρα,
Καινα μηδε πικραίνεται ειςό, τι τ ’άστρη φέραν. Τ
Ως μ ' άκουσε, μαζώχθηκε, κ' έδειξε να μανίσης
Και να μακρύνω ποδεκεί δεν θέλει να μ' αφήση και το
E "κλαιγε, και ανεστέναζε με κουρασα μεγάλης δεν το
Ε 'πασχε, κ'εδοκίμαζεν εκείνος νατο βγάλη .κιοφτά: A
Σαν είδε πως δεν ήμπορεί, μου ξαναδείχνει ντιάλι, τα
Κ' έπιασε το δακτύλι μου, πούθελε να το βάλη, πιο οι
Βγάνωτα με τα κλάματα απ' τ' αργυρο δακτύλι, του )
Και διδω τούτο, πιάνειτα, σιμώνειτο στα χείλη. « είου
Φιλείτο μ' αναστεναγμούς, και απέχει μού πουδίδει,
Και τόπιασα απ'το χέρι του και εγώ το δακτυλίδιαλ
Τότε μια σιγανή φωνή μόνον τ' αυτιά μου ακούσα , η
Και είπασιν ταχείλη του, σε έχασα.'Αρετούσατον κό
Αλλα δυο λόγια μίλησε, είς όρκον, που έμώσα, χοντελ
Μα δεν τα ξεκαθάρισα, κ' εμπέρδεψέ τουτη γλώσσα και με
Ε 'τούτο είπε μοναχα, κ'ετέλειωσε η ζωή του,
Και με πικρό αναστεναγμόν εύγήκεν η ψυχή του .
324 ΜΕΡΟΣ .
Τούτα τα χέρια που θωρείς, λάκκον ζήμιό του σκαψαν,
Τούτα τον έσηκώσασι, και τούτα τον έθαψαν ,
ΠΟΙΗΤΗΣ
Ως τ' άκουσεν η 'Αρετή, ώρα λιγάκι στάθη,
Α'μίλητη, και ο πόνος της την έκαμε καιεχάθη ..
κ'έτοιας λογής εις της καρδιάς τα βάθη τηνεπιάσι,
Πού πόμεινε σαντην νεκρών, την αναπνοιάντζή έχασε
Α'σάλευτη στοχάζετο, μα δεχως να μιλήση,
Και όπου την ήθελεν οδή, δεν ήθελε γνωρίση, Ο* *
, η ή ή
Τόσα πολλά εχάθηκε στου πόνου της το βύθος .
Τα δάκρυατζη αποφρίξασί , κ' η πίκρα της ταχώνει,
Και τούτο έχουν φυσικών πάντα οι μεγάλοι πόνοι.
Η γλώσσα τζη είναι ασάλευτή, τα χείλη δεν μιλούσε,
Τα μάτια θαμπωθήκασι, δεν βλέπουν πλειο να δούσι .
Σαν ότανκάνη την πληγήν στην σάρκα το μαχαίρι ,
Πού μπρος τοαίμα σύρνεται ειςτης καρδιάς ταμέρη .
Και απέκει τρέχει την πληγήν , σαντην καρδιάς βλεπήση,
Κ ' ευγαίνειαπέξω,και κινά,σαν το ερμηνεύει η φύση .
Ε 'τζι και αυτής προς την καρδιάνταδάκρυατζηέσυρθήκαν,
Και απέχει απ' τα μάτια της σαν ποταμός ευγηκαν
Ωσαν αφορμαρα θωρεί σε μια μεριά κ' είς άλλη,
Ωσαν όταν ξυπνά κανείς, και έχει του ύπνου ζάλη .
Ε'πάνω κάτω συντηρά , δεξια ζερβα γυρίζει, * οή
Καιαπέχει με τα κλάματα έτοιας λογής αρχίζει
Ε'πλήθυνε η αποκοτιά , κ ' εχάθηκεν η τάξι, 4
Τον νούν πζηέγροίκα σαν πουλί να φύγη να πετάξη .
Κανένα πλειο δεν ντρέπεται, κανένα δεν φοβάται ,
Και με τους αναστεναγμού ς τα πάθη της διγάται.
MONTES
Ουλ ,
με Β
ΜΕΡΟΣ Ε ':
ωίκαι εχει και ΑΡΕΤΟΥΣΑ
VoicxYADA
Ρωτόκριτε, τί θέλω πλείο την ζήλιν: να μακραίνω,
Ποια ελπίδα πλειόμου πόμενε, και θέλω ν' αναμένω ;
Δίχως σουπώς είν' μπορετό, στονκόσμον πλειο να ζήσω ;
Ανάθεμα το ροιζικών στα φύλαγεν οπίσω.
Με την ζωήνσου, είχα. ζωήν, και μετο φως σου θώρου,
Τα πάθη μου θυμώντάς σου επέρνου σαν ημπόρου .
Τον εαυτόν μ' αρνήθηκα , και μετα σένα ήμου,
Στον έλημά σου βρίσκετο θάνακοιμτοςκαι ζωή μου
Ξύπνα μα σ' είχα μέσ' στον νύν, ώντας, στ'όνειρό με,
Κ ' ετούτη η θύμησι ήτονε πάντα το γιατρικό μου .
Αρνήθηκα τα πλούτη μου , τον Κύριν, και την Μάννά,
Ποτέ δεν έβαρέθηκα, τα πάθη, που μου κάνα .
θυμώντάς σε, Ρωτόκριτε , πως μούσαι νοικοκύρις ,
Ε'γίνουσουν και μάννα μου, εγίνουσουν και κυρις .
Με το παλίτζι εντύθηκα , κ' είς τ' αχερα κοιμούμαι,
Και τηνφτωχιάν δεντηνψηφώ,τεςπάνες δεν βαριούμαι.
Για σένα αφήκα το αφεντιαίς, κ' εμίσησα τα πλούτη .
Για σένα με σφαλίσασιν εις την φλακήν ετούτη.
Για σένα ανεστέναζα, για σένα είχα πόνους,
Για σένα βασανίζομαι σήμερον πέντε χρόνους.
Ταϊς πίκραις δεν εγύρευα, τους πόνους δεν έγροίκους ,
Με την δική σου θύμησιν το ροιζικόν ενέκουν
Μοίρα μου και' ήντα λείπεσαι , να κάμης πλειο σ'εμένα και
Την σήμερον μ' ενίκησες, όχι στα περασμένα
0 ", τι και αν είχα πήρές τα, ήντ' άλλο σου πομένει
Κ ' ήντ’ αναμένει πλειο να δή, ένας οπού κερδαίνει;
Ε'νίκησες τον πόλεμον, οπούχες μετα μένα,
Και δεν σ' εψήφουν ως έδα στα μούχες καμωμένα .
Πάντα πολέμουν δυνατά , και ήλπιζα να νικήσω,
Μα σήμερον μ' ενίκησες στα φύλαγες οπίσω ..
32, ΔΙΕΡΟΣ Ε
Και ακόμα είλεις με να ζω, όχι για νάχω ζήσι,
Μα για να βασανίζωμαι σ' έτοια μεγάλη κρίσι .
Εγώδεν σε φοβούμαιπλειό, ουδ' δνούςμουσεελογιάζει,
Γιατι η ελπίδα όπου βρεθη, τον φόβον συντροφιάζει . Η
Μαδαπου κείνη μίσεψε,και απ'την καρδιάμουχαθής
Εγώ δεν τα φοβούμαι πλειο του ροιζικού τα πάθη. ιος
Σήμερον έμεινε φοβη, δεν έχω πλειδώντ' ελπίζη, «ν
Το ροιζικών δεν το ψηφώ, τη μοίρα δεν μ' ορίζει η Α
Νοίρα,δενσεφοβούμαι πλειο, κι ό, τι καιαν θέλης κάμε,
και αν με γυρεύης, να με βρής,λέγωσου, πώςέπάμαι
Και 9ε να πάρω: Βάνατον, και απήτες υποθάνω; ντο
Kάμε το πλεία χειρότερον εις το κορμί μου πάνω : A
Εις τα βουνα ας με ρίξουσι, και τα θηριά αςμε φάει,
Η απονιά σου να χαρη, καιη γνώμη να χορτάση
Ζωντά μου μ' έδυσκάλευες που αγαπώ ν ' αφήσως το « α
Μάλπιζα με τον θάνατον κ' εγώ να σε νικήσω « Η
Να πάω η ψυχή νατον βρη, μ'όλον που με κατέχεις ,
Γιατί είςτήν ψά μας δύναμιν και μπόρεθέν δεν έχεις.
Δενείν στον" Αδη ροιζικά δεν είν στον "Αδη μοίραις ,
Δεν είν' ρτον "Αδηκέρδητας και σώνεισε ότ'επήρες .
Ρωτόκριτε, ξεψύχησες καπέθανες στα ξένα,και εις τι 1
H "ντ' άλλο πλειο μου τόμεινεν, ωσάν έχασα εσένα ;
Και ας ήθελα βρέθή ' εγώ στον τόπου του πολέμου,
Να μου φωνάξης , Αρεση, έλα και βοηθησέ μου.
Να τρέξω με τα τέσσασα , και ως αστραπή νασώσω,
Και με τα μέλη μου, όχ αλλοιώς, βοήθειαν να σου δώσω .
Και ωςάνοιξετο στόμα του τ'άγριοθηρίο ν' αράσση,
Να βαλω. εγω το χέρι μου, και έσέ νά μή δαγκάση :
Μάτονε κρίμα και αδικιά, Ρωτόκριτέ, μεγάλη,
Πέσα στα δάση:να χαθούν, να νεκρωθού έτοια κάλλη.
Και ας εθελάμαι ήπτωχήείς, τα προσκέφαλα σου,
Να σ' ακλουθώ πρoτήτερα στ' απομισήμαντάσου 11
ΑΕΡΟΣ Ε '. 27:
Για να σου κάμω συντροφιά να πηαίνωμεν ομάδα,
Το δεν εκάμαν τα κορμιά, να κάμου η ψαϊς στον "Αδη .
5 ΠΟΙΗΤΗΣ
03 Υ .
και για τις12. « Α ..
Ηθελε και άλλα να του πη, μαλή ομιλια δεν σοίνει ,
Πέφτει στην γη,άσπρο κρυγια, πλείαπαραπά ταχιόνι.
Και πλειο δεν είχεναναπνοιαν, και η αίσθησί τζη έχθη,
Και όλο το αίμα σύρθηκε προς της καρδιάς τα βάθη.
Μ ' άλλατης μέλ' ήσαν:νεκρά, μόνο ηκαρδιαισπαράσσες,
Ετρόμαξ' ο Ρωτόκριτος μην τα κας τήνει χάση στον
Ε'συρνε γένεια και μαλια, νταβαλει ο νους που ψέγει, και
Πειδή και τέτοια πράμματα ήθελε να της ελέγηα η Α
Ε'δέρνετο . η Νόννα της, στα χέρια την νέκράτσι, :
φιλεί,
και Και μοιρολόγι θλιβερον τζ έλεγεν, καικαυμένη)
Ε'λόγιασε, κεθαρρει το, πώς νάνσευηπάθαμένης» :
Παρ άπλωσε στο στήθοςτης κασπάρασσε η καρδιά της,
Μ’ ακόμη από το στόμα της μάκρατά ηλόμιλιάναης .Ακό και
Ω" πόσον είναι βαρετών και δυνατόν περίσσας »:Ars
*
Και πως κατέχουν να κοπούν εκείνοι,π'αγαπήσα :Α. Α
Νάλθη φωτια στα μέλη τους,πόσον καϋμεν εφίνει,και το
Και να μιλήσον δεν μπορούν, και γνώσις και το κρίνη ή
Δεν ήτονε παράξενον, αν είν' κ' ή 'Αρετούσα, και το
Τέτοιας λογής απέμεινε σ' ό, τι τα αυτιά τζη ακούσα , : Η
Εξελιγώθη στρέφεται, λέγει ή γλυκειά της γλώσσα,
Αλήθεια, Ερωτόκριτε,θήρια σε θανατώσα ;
Τα δάκρυα οπούσανάλλη μια εις τα βαθυάχωσμένα, «
Τόπον ευρίκασιν έδα κ'έτρεχασί, κ'εύγαίναι ι « . .
Και σιγανά κινήσασι , και άρχήσαν, κιέπλαθαίναν, !!
Σαν,νερουλάκι
Από την άλλη λάμπυρον έτζι, καθάρια βγαίναν... 31
ο Ρόκριτος πάραυτα ανεστάθη,
Και δεν του φαίνεται καιρός, να την κρατή στα πάθη.
328 ΜΕΡΟΣ Δ '.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ
2. και η 5. Α 30
Αέγει, 'Αρετή, τα μούτασσες, εξελησμονηθήκα ,
Διατ' ήλθα από την ξενιτειαν επήρες
, πίκρή
τόση ;
Αλλοίμονο όποιος γελαστή, νόχη εις γυναίκα ελπίδα,
Και πούναι τα όσα μούταξες στην σιδερήν θυρίδα ;
ΠΟΙΗΤΗΣ

Ως π'άκουσεν η Αρετή, σχολάζει, πλειο δεν κλαίγες :


Και ωσαν αφορμαρα ρωτά, ηντάται πού τής λέγει και η
Ελαμψεν ο Ρωτόκριτος, βγάνωντας το μελάνι,
Πάλι την πρώτην ομορφιάν το πρόσωπόν του πιάνει
Χρυσά γενήκαν τα μαλια, τα χέρια μαρμαρένια,ευσε
Κ ' η όψη του ασπροκόκκινη, τακάλλη ζαχαρένιαε
Γνωρίζει τον ή 'Αρετη, καλα τον ενθυμάται,
Μα δεν κατέχει, ξυπνητή είναι, και να κοιμάται .
Ξαναλιγώνεται η πτωχή απ' την χαράν την τόση,
Κ' έκλινε μια και δυο φοραίς χαμαι στην γήν να δώση .
Αγκαλιαστήν την έπιασεν η Νέννα τζ' η Φροσύνη,
Κρατεί την να το αποδιαβή ή λιγομάρα κείνης
Ε 'στεκεν ο Ρωτόκριτος, δεν θέλει να σιμώση,
Και ανέμενε την 'Αρετήν, θέλημα να του δώση .
Εξελιγώθη στρέφεται , με σπλάγχνος τον εθώρει,
Και να μιλήσηαπ' την χαραν ακόμηδεν εμπόρει.
ΑΡΕΤΟΥΣΑ
Σαν έπαραρυνήφερε έσ' είσαι πούρε, λέγει ;
Α'παρθηνα πως σε θωρώ ; ή όνειρο με παιδεύει και
Η κομπωμένος λογισμός σήμερον με πειράζει ;
Η φαντασια φαντάζει με , και δείχνει πώς σου μοιάζει και
ΜΕΡΟΣ Ε . 329
IOIHTII

Τα μάτια τζή από την χαράν ποτάμι κατεβάζαν,


Και με τα δάκρυα πούβγανε την πρώτης δεν έμοιάζαν.
Τα πρώτα βγάζαν σανθερμό πεκρα φαρμακεμένα ,
Και τούτατρίχαν δροσερά, γλυκά και ζαχαρένια:
Σαντο λουλούδι, τόμορφο, παρ άλλο ή φύσις κάνει,
Κ 'έλθη άνεμοςμε τηνχιονια να το ψυχομαράνη,
Κ ' η ομορφιάτους χάνεται, την μυρωδιανδεν έχει,
0 'σ' ώραν είναι ανεμική, και άσ' ώρα χιόνι βρέχει .
Μα τόβγη ο ήλιος να το δή, κ' η ζέστη να τουδώση,
Καινα ομορφύση τοζημιο,ταφύλλα να ξαπλώση,
Το χιόνε, πού τριγύρου του χαμαι νερό του ρίχνει,
Την μυρωδιανς, την ωμορφεαν ωσαν και πρώτα δείχνει:
Ολαις ταις χάρες ωσάν βγή ο ήλιος του ταϊς δίδει ,
Πού τόχεν άσχημο ή χιονια στης νύκτας το σκοτάδι
Ε 'τζ' είχαν και την 'Αρετήν τα πάθη μαραμένη, και
Κ ' άσούσουμη, και ανέγνωρη, κακα καταστεμένη ..
Κ ' η σκοτεινιάγρα της φλακής, του λογισμού ή κρυότη,
Πολλ’ άσχημην εκάμασι την όμορφών της νειότη.
Μα σαν είδε τον ήλιον της μέσ' στην φλακήν κ ' εμπήκε ,
Ε'ξαναγίνη το ζημιο, την άσχημειαν αφήκε.
Εγιάγκρεν η ώμορφια, που τζ' ήτον μακρεμένη,
Εβρασε πάλι, ανέζησε, οπούτον χιονισμένη. .
Ε ' κλαιγε, δεν έχόρταινε, να του μιλή τους πόνους,
Πού βάστα διαλόγωτου τόσους καιρούς και χρόνους και
E "κλαιγε καιο Ρωτόκριτος τα πάθη των κινδύνων ,
Βλέπωντας, πωςευρίσκετο μιά του κυρα για κείνον .
Κ' ήντ' ασχημιάχε και ατζαλια το ρούχον οπού φόρει ,
Και από τα νύχιαως την κορφήν κλαίωντας την εθώσει .
Ε' παψασε, τα κλάματα, και της χαράς και ζάλη,
Ταϊς πρώταις τους αθηβολιαϊς ξαναμιλούσε πάλι .
-330 ATEROXEL
ΑΡΕΤΟΥΣΑ

Α'με πες, λέγει η' Αρετή, γλέγωρα του Κυρούμου , και !


Πώς να σεπάρω γι άνδρα μουέβαλα έδα στον νου μονή
Και ας πέμψη μάλθη,συντροφια, καεί το αλκριβά μιού ρύχα,
Πε πάντα για ξεφάντωσες, και για ταϊς σκόλαις: μούχα
Να στόλισθώ, και να πλυθώ, και νάλθώ στο παλάτι,
Γιατ' είμαι βαρκα και πηλα και όλο ατζαλέας γεμάτη .
Μα να μου εγγίξης, κάτεχε, ακόμη, δεντα αφίνω , * Η
Οστε να δώση ο Κύρις μου: το: θέλησα εκείνα... 5
Να συμπαθήση σε, κ'εμέ, το βάρος του Ανα ολυωσης it
Κ ' η όργιτα της μάνναςμου και η μάχη κατελειώσει και
Μαύρισεκαιπάλι, ασχήμισε, κανείςυμή,σε γνωρίσης: 2
Κ' εκείνα, που περνούν κρυφα, πάγει και μολογήση
Και εμπρός : στον Κύρεν μου ώστερα να ξομολογηθούαι, και
Ποιος είναι να γνωρίσουσι, και τότε ναι σειδούσι και οι
Να τους φανή παράξενον, να το θαυμάσουν όλοι, - " !
Να ξετέλειώσηςμεκτίμαϊς τουγάμουμας την ισκόλη: Η
bowstone h " I
asmayvayoo
sporta notas 10.00
Ε'πιάσεν ο Ρωτόκριτος, τ' άλλο φλασκί, και βάνει,και
Εις τα μαλια, και πρόσωπο, σαν πρώτα το μελάνε ε ::
Ε'γίνη πάλ' ανέγνωρος , και οι απέξω δεν γροικούσι, η " .
Ε 'κείνα που γενήκασι, κι εκείνα που μιλούσε η 30ης Ι .
Κρυφή χαράχει η Αρετή, κρυφή χαρά ή Φροσύνη,κ ".
Το πεθυμούσαν τζ ' ουρανούς, χαμαιστην γην εγίνη , οι
Σαν βγήκεν έξω, απ'την φλακήν,ο Βάκριτος,ευρίσκει,
Τους φρόνιμος τους Γέροντας, δίδει τους τακανίσκω Βλά;
-$
EPorok Pirozagρίωr:aο·nτ i. c.a
Λέγει τους, έσβάσθηκε του Ρήγα τη θυγατέρα , κατ'
Ο γάμος να ξεκελειωθή ετούτην την ημέρα και
ΜΕΡΟΣ Ε . 331
Τα δύσκολα, και τα βαρυα έδαίαε αναπαυμένα ,φλ. 1
Και άνδρατής βεληματικά θέλει να πάμη μέναις : Αχ !
en á W STON ΠΟΙΗΤΗΣ '

Χαραν μεγάλην και πολλήν οι Γέροντες επήραν,του


Και κράζουσι την Αρέτην μεγάλην καλομοίραν... -
Πάγει τη λαλια στου Βασιλειά , σκόρπα σ' όληντην χώρα,
Αρετης έδαλθε η καλή ώρα .
Τις πηλαλεί την μιαν μερια , και τις γλακα στην άλλη,
Ολοι περιωρισθήκασι με της χαράς τη ζάλη .
Γροικάτο και ο Πολύδωρός, παράξενο του φάνη , η
Πώς μ' άλλον άνδρα η Αρετή έσμιξιν γάμουν κάνεις ,
E "κλαψε κι ανεδάκρυωσε , και βαραναστενάζει , Α ' 4'
Και αυθεγελά ουδε χαίρεται, μα σαν θλιμμένος μοιάζει .
Και πράμμα που δεν ήλπιζε,.γροικά την ώρα εκείνη ,
Και για το φίλο λόγιαζε , πού νάναι, κ' ήντα γίνη .
Δυο μήνες απεράσασιν, όπου τον στρατηλάτη,
Στην "Έγριπο: ο Ρωτόκριτος χωσμένου τον έκράτει . {*
Και ουδέ μαντάτο , ουδε γραφή δεν έπεμψε να μάθη ,
Κ' ελόγιαζε καθημερινό, κ'εθαρρει , πως εχάθη .
Κ ' ήτον θανάτου μαχαιρια: η πέδα που τον κρίνει , ...
Μην ξεύρωντας, ο φίλος του που νάναι , κ' ήντα , γίνης.
Ολοι στην χώραν χαίρονται, κ' ετούτος είν' αλιμμένος , και
Ετούτος, και ο Πεζόστρατος όγκατασφαλισμένος : 1
Κ' οι δυο γροικάσαν ταϊς χαραις τ8 γάμε, και ό,τι κάναν,
Και μαχαιριαϊς αγιάτρευταις εις την καρδιας εβόναν, ή
Κρατέν την πίκρας τες χωστών , κανείς δεν τες γνωρίζει,
Γιατί φοβούντονε πολλά τον Ρήγα, πού τζ' ορίζει .
Ε 'πήγεν ο “Ρωτόκριτος στοϋ 'Αφέντη τα μαντάτα , Α
Σκύπτει και περιλαμβάνει του, και ολόχαράς γροικά τα ...
Η αγριοσύνη ημέρωσε , δυστράφτει πλειό, δεν βρέχει ,
Την 'Αρετούσα ο Κύρες τις καλό παιδί την έχει
332 ΜΕΡΟΣ Β ':
Ε' πάψασιν οι λογισμού, που τον έτυραννούσα, τί και
Πάλι στα φύλλα της καρδιάς έμπήκε η 'Αρετούσα και
Εύκολον είναι στο παιδί, με τον γονήν του αν σφάλη.
Και το όργισθη, στο σπλάγχνος του να το γιαγύρηπάλι.
Τουτάνιτης φύσιςτα κρυφα ,βρίσκειτα οπ'τα γυρεύει, ?
Και αν είν' και ο Κύρις τοπαιδίκαμμια φορα παιδεύεις
Με τον καιρόν σχόλάζεται η μάχη, και τελειώνει,
Και το κακον οπoύγραψε, μ' άλλο καλό το λιώνει
Εις ένα πράμμά μοναχα συμπάθειο δεν ευρίσκει,
Οταν το σφάλμα στην τιμήν πληγώνει , και βαρίσει.
Τούτο δεν έχει γιατρια, γιατί πολλά πληγώνει,
Ουδε παστρεύεται ποτέ, εκεί που αναμούρδώνει .
Την 'Αρετούσα στην φλακήν ο Κόρες της την έχει,
Γιατί δεν θέ να παντρευθή, αμ' άλλο δεν κατέχει .
Και αν είχε κακοφόρεσες, δίχως θεμέλιον ήσαν,..
Ξύλα δεν είχαν η φωτιαίς , και πάραυτας έσβύσαν
Μα δα που τους εμήνυσε, να πανδρευθή πώς έλει,
0 "λα γενήκαν ζάχαρη, όλα γενήκαν μέλι .
Κ ' ελάφρυνε το βάρος τους και οι πόνοι τους έγιάνα ,
Κ ' ελακταρίζαν να την δούν ο Κύρις με την Μάννα .
Σέμπουν το γλιγωρότερον στολίστραν να την ντύση,
Να της στολίση το κορμί, να λάμπη, να πλουμίση.
Και συντροφιάν αρχοντικήν, να τηνε συντροφιάση,
Και όλαις ή καλεπίχεραις , και όλαις και πλούσαις πάσι .
Ε'ντύσαν την και στην φλακήν, τα τζατζαλάτζη αφήκε ,
Ελαμψε ο κόσμος κ ' έστραψε, την ώραν και όπου βγήκε
Φωναίς, χαραϊς εις τα στενά της χώρας έγροικούνταν ,
TIού πρώτα την εκλαίγασι, και όλοι την ελυπούνταν ,
Παρακρατεί τη η Νέννα της , στολίζεται και εκείνη,
Παντάναι με του λόγου της , ποτέ δεν την αφήνει .
Ο Κύρις της, κ ' η Μάννα της τόσην χαραν γροικούσε .
Πού ξεπεριωρισθήκασιν, ώστε να την ιδούσι ,
',
ΜΕΡΟΣ Ε . 338
Πάλι στα φύλλα της καρδιάς εμπήκε η Αρετούσα, !
Σαν τους εθελημάτεψε σ'εκείνο που ποθούσαν ,
Ε 'στεκεν ο Ρωτόκριτος, πάντα σιμα στου Ρήγα, 1/1
Κ' η όργιταις επάψασι, κ' η μάνιταις εφύγα .
Ε'σίμωσεν η 'Αρετή, και μπαίνει στο παλάτι,
Κ ' ήταν η Νέννα της κοντά, κ' εκείνη την εκράτει.
Πολύς λαός και αρίθμητος, ήλθε την ώρα κείνη,
Πολλή βαβούρα και χαρα εις όλους τους εγίνη. Σε
Γονατιστου την προσκυνούν, σαν άστρον την δοξάζουν,
Χαραϊς και γάμους κ'έσμιξες λέσινε, και φωνάζουν .
Εμπήκε στο παλάτι της, και όλα τα παθη γιάνα,- .
Κλαίσι , και δεν ρηνεύουσιν ο Κύριος με την Μάννα .
θυμώντας, πως την είχασε, και πως την λησμονήσαν,
Και τωρα οπού τήνε θωρούν, τον πόνον αγροικήσαν»..
Σαν όταν μαύρον νέφαλον άγριον και θυμωμένον,
Εχει τον ήλιον μ ' έχθρητα στο σκότος του χωσμένον,
Και με την σκοτεινάδατου την λάμψιν του μποδίζει,
Και με βρονταϊς και μ' άστραπαϊς τον κόσμον φοβερίζει
Και ότανλογιάζουν και θαρρούν,να βρέξη, να χιονίση,
Δούσιν εξάφνου και χαθή το νέφος και σκορπίση, και
Και λαμπερός παρα ποτέ ο ήλιος φανερώση,
Ξαπλώση ταϊς ακτίνες του , λάμψιν και βράσιν δώση .
Ε'τζ ήταν και στην ' Αρετήν , το βγήκεν απ' τα πάθη,
Η καταχνια του παλατιού έσκόρπισε, κ' εχάθη .
Εμπήκε μέσα, κ' έλαμψε, και η χώρα αναγαλλιάσε,
Ε'νίκησε, κ' εκέρδισε κείνο πού πρώτα χάσει :
Σιμώνει στους Γονέους της, καιέμπρός τους γονατίζει ,
Κλαίει , και αναστενάζάντας, τέτοιας λογής αρχίζει
ΑΡΕΤΟΥΣΑ

Κύρι, και Μάννα, αν έσφαλά είαεκαιρόν κανένα, : "Α


Και αν σας έκακοκάρδισέ, δεν ήταν από μένα ... !
334 ΜΕΡΟΣ Ε .
Η αγάπη, που έχω έδα σε σας , και τον καιρον εκείνο ,
Μ' έκανε και δεν ήθελα ποτε να σας μακρύνω .
Και τών Ρηγάδων ή προξενειαϊς πάντα μ8 διδαν πίκρα,
Η αγάπη, και το σπλάχνος σας κάθε καιρόν μ ' ενικα .
Καλλιάχα μέσα στην φλακήν να βρίσκώμαι κοντάσας,
Παρα μεγάλη Ρήγισσα μακρα απ' την συντροφιά σας .
Παντάλπιζα και να βρεθή κανείς στούτα τα μέρη,
Με την ευχήν σας, και όχιάλλοιώς, νατόνεκάμω τέρι .
Και τότε να το πω το ναι, να σας καλόκαρδίσω, του
Και πάντα νάμαι μετά σας , όχι να σας αφήσω .
Κ 'έδα που η τύχη τάφερε, και η δυσκολιαϊς έπαψαν, ?
Τασωθικά μου γιανασι, που ηπίκρας μου τακάψαν . Η
Πειδή κι ευρέθη άνθρωπος, κ' εγλύτωσεν εσένα, για
Τηνχώραν,καιόλον τον λαόν,καιαπ'την φλακήνκαι μένα.
Κ' έκαμε και τον βασιλειο Βλάχα όπου και αν λάχη,
Πάντοτε να σε προσκυνά, και μη σου κάνη μάχη.
Και αυτός, και κληρονόμοι του χαράτζικα πλερώνουν,
Στους τόπους μας δια κακό ποτέ να μη σιμώνουν . 16
Κ' έβαλε και εις κίνδυνου μεγαλαν την ζωήν του,
Κ' ετάξετε με τέριτου δια την πληρωμής τους
Και θέλει μετα λόγουσας: να ζήση, ν' αποθάνη.
Ε'θελημάτεψα καιεγω σε τούτοτο στεφάνι::
Κ' είδα, και έκαλολέγιασα, πως είν'πρεπε να κάμω,
Το θέλημάσου :Kύριμου στον έγισιανόμου ,γάμος
Ππειδη και θέλει μετα σας να ζήση , ν' αποθάνης, Α.
Συγκλίνομαι;» Γονή, κ' εγώ σεπούτο του στεφάνιακ.
Και άα ήταν και μικρότερος, τηνγνώμηνμουανατεύω ,
Σαν: Φέλια ναναι μετάοάς, εγώάλλος δεν χορεύωείε
ΠΟΙΗΤΗΣΑ

Α'γκαλιαστήςπηγές κρατούν ο Κυρις με τον Μάντας,


Την ώρα πού τα χείλη της εταύτα άναθηβαια . . . και
ΜΕΡΟΣ Ε . 335
Με σπλάγχνος την γλυκοφιλώνμεσπλάχνος την ευχένται ,
Την περασμένην μανιτα πλειο δεν την ενθυμούνται .
Πρίν γονατίση ο Ρόκριτος, και πρίχου να μιλήση,
Η'θέλησε στον Κύριν,τους και Μάννα να μηνύση.
Με θέλημα του Βασιλειού έπεμψε να τους πούσι,
Εις το παλάτι του 'Αφεντος όγλίγωρα ναλθούσιν.
Την αφoρφήν δεν ξεύρoυσιν ο Ρήγας, μηδ' οι άλλοι,
Η'ντάναι και μηνoύσιν τους με τόση βια μεγάλη .
Λογιάζουν , πώς γιατ' ήτονε πρώτος εις τοκπαλάτε,
Και ο Ρήγας συμβουλάτωρα απ' όλους τον εκράτει... ε
Μα απόταν αποκότησε προξενητής να γίνη, Α.
Στο σπίτι του ήτον αφαλιστές από την ώρα.κείνη...
Μα τούτονπλετονο Βασιλειάς δενιστέκει να γυρεύη,
Τον λογισμόν είχ' ελεύθερον, πλειο δεν τονε παιδεύει .
Ολοι της χώρας γνοιάζονται, και πυθιμούννα δούσι,
Τον κύριντου Ρωτόκριτου, κείνοι που θα του πούσι:
Ποτέ δεν το λογιάζασι, όσοι ήσαν στο παλάτι,
Πώς ήτον τούτο το παιδί που γέρον. Πεζοστράτη .
Αμη θαρρούσανιόλού τους, το πώς αυτες.μηνά του,
Σαν γέροντα, και φρόνιμόν.Ξελεί την μαρτυρια του .
Ε'πήγαν. καιείπασίντούτο, εις τας Ρηγός να πάγο,
Και ως τ' άκουσεπάχλώνανε μέσαηκαρδιάτε αφάγη.
Κ'ελόγιαζε, για πλειότερα βάσανα να του δώση,
Το μήνυσεν ο Βασίλειος, να πα να ξεφαντώση.
Ε 'κλαψε, και ανεξτέραξε, και την γυνήν του κράζει, !
Κ ' εις τα γνοκαναπαύγροίκησε, χίλια κακα καγκάζει να !
Μα δενμπορεί ν'ανεσταθή,και Ρώγας τουτρύξει, « 1
Μ' όλον όπου την έχρητα και μάχαία« γνωρίζει και
Με τα καύμένα σωθικα, μ'έμα απάθαμμένη,ο:: 274 "
Καταρδινιάζονται κι οι δυο, με πολυπαραμενόταν και
Τα μαύρα, ρούχα βγαλάσει μην τα αί κακού ναπούσε,
Το Boαιλεει πως στην χαρα , βλάψει τον προμ ηγούσε .
336 ΜΕΡΟΣ. Ε'.
Με τα κομμένα γόνατα, με τρομασμένα μέλη,
Ε'πήγασι στου Βασιλείου, να δούσε ήντα τους θέλει .
TIολλά κλιτα τον προσκυνούν, τα πόδια του φιλούσε,
Και σαν βουβοί σταθήκασί, κλαίσι, μα δεν μιλούσε .
Ως τζ'είδεν ο Ρωτόκριτος, τρομάρα τόνε πιάνει,
Μέσα η καρδιά του κάηκε, μ' απ'έξω δεν του φάνη.
Ε'μάθαινε καθημερνο , πως είναι, πώς περνούσι, « 1
Κ ' έρωταμε την πονηριάν συχνα να τουτο πούσι.
Και γνωστικά πορεύετο, δια να μην γροικήσουν,
Α'λλα, καιδούσε τα κρυφα, και τα χωσταγνωρίσουν και
Ασφαλτα δίχως σκόνταμμα έρρηκτεςκάθε ζάλο,
Και πάντα με την φρόνησιν έδειχναν ένα γι άλλο.
Ε'μάθαινε στον κύριντου, μάνναν του ήντα γίνη,
Λία δεν ημπόρει να τους δή, μόνον την ώρα κείνη,
Α'δύναμοι ήσαν, και χλωμοί, και κατηγορημένοι ,
Τότε που εφάνη ναν' καιρός, δεν στέκει ν' αναμένης :1
Και γονατίζει να μιλή κλιτα με ταπεινότη,
Στην γλώσσαν του την φυσικήν, στην ομιλιαντην πρώτη.
Την μπεκωτών καιτην έρευλήν, και τηντζευδών αφίνει,
Στην ομιλια του την καλήν, σαν ήταν πρώτα , γίνη.
Συμπάθειο ζήτησεν εμπρος στα θέλει να μιλήση,
Και ο Ρήγας είχε πιθυμια πολλήν να πού γροικήση.
δ. : Ας
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ
Αέγει , μεγάλε Βασιλειε, 9ρους της δικιοσύνης, και
Η'ντάχες με του λόγου μου, και αλύπητάς εγένης; : 2 Η
Η'ντάφραισα ; κ' αντάχαμα κ' ηντάχες μετα μένα; 3 512
Και με μεγάλην απογεαν μ'εξώρισες στα ξένα , ο. 5 !
Η 'ντα κακο σουκάμαμεν, κ' ηντάβάλει στο νου σου ,
Κ ' έζύγωξες τον κύριν μου πούτον του παλατιού σου ; 21
Και πέντε χρόνος σήμερον , πού όργιτά σου κράτει, .
Κανείς μας δεν επάτησε εις τούτο το παλάτι.. :: T
ΜΕΡΟΣ Ε . 337
Να μ' όλο που μ' εξώρισες, τ'αυτιά μουόταντ 'ακούσαν,
Οι Βλάχος πώς σε εχθρέψανε, και πώςσε πολεμούσαν,
Πόνονμεγάλου στην ιδέαρδιαν αγρδίκησα ,και πίκρα,
Και βάσανα μου εδωκάσίκτα πάθη πού ’ ευρήκα .
Και δεν εμπόρουν να γροικώ, πως είσαι σ' τέση μάχη,
Και πώς θε να σου παρουσι την αφεντταν οι Βλάχοι.
Κ' εγω νάμαι στην ξενιτραντλ' εγώ νάμαι στα ξένα,
Κ ' εξελησμόνησαν ζημία τα μούχες καμωμένα .
Κ ' ήλθα το γλιγωρότερσυ ,σ' βοήθειάν σου επολέμου ,
Και να γλυτώσω ουδ' έλπιζα , ουδ' έθαβρουντο ποτέ μου
Είδες έκείνα παύκαμα , που άλλος δεν τα δυνάσθή,
Κ 'εις μια βαμβακερή κλώστήν ήζήσε μου κρεμάσθη .
0 ", τ' έκαμα για λόγου του , χάριν σε με μην έχης,
Γιατί σκλάβος και δούλος σου είμαι να το κατέχης .
Τον περαζόμενον καιρόν στην Χώραν σου κατοίκους, α.

Κ' ήρχουμουν στο παλάτι σου, την ομιλιών σου γροίκουν .


Και με τον κύριν μου συχνά ωμίλει ή αφεντιά σου,
Γιατ’ ήταν πάντα μπιστικός, και συμβουλάτωράς σου .
Κ' ή έχρητά σου αν κρατή ακόμη Βασιλειά μου,
Πέμου το, να ξενιτευτώ, να μη φανή ή φανεια μου .
Και αν είν', και κείνη ή προξενεια, το σεπεν ο γονιός με,
Ακόμη σκανδαλίζει άε , Ξάνατον πιάσε δος μου .
Και αν είν' κ' η θυγατέρα σου ,που ακόμη δεν κατέχει .
Ποιος είμαι ,σαν μαθητευθώ; εις έχθρητά της μ' έχει .
Θέλω να ξορισθώ μακρα , όπου 8ωρούν τα μάτια,
Και ας τάξω πώς δεν δούλεψα σε τούτα τα παλάτια .
Ανέγνώρός, εγίνηκα , μα τώρα ναμε δήτες
Ποιος είμαι να γνωρίσετε, και αλλήλους να το πήτε .
ΠΟΙΗΤΗΣ
Tητ. ώραν κείνη, που μιλεί, και όπου τ' αναθυβάνει ,
Παντάχεν εις το πρόσωπον το μαγικόν μελάνι .
Erotocrito . 22*
338 ΜΕΡΟΣ Ε':
Κι ο Βασίλειος, κ'η Ρήισσα , και άλoι πo τoγροικίσαν,
Κοιμούνται τους εφαίνετο, και όνειρο το θαρρούσαν.
Κρατούσί τω : για θαύμασμα, πράμμα πολλά μεγάλο, !
Κ' εις κάθε λόγον σρέφουντό, κ ' εθώρειεν εις τον άλλο και
Λογιάζουν, και ο Ρωτόκριτος πως βρίσκεται στα ξένα,
Και τούτα, όπου τους ομιλεί, του ταχεκεί πομένα .
Μα σαν έπιασε το νερό, τα πρόσωπόν του πλύνει , ο Α
Τα απαρθηνα φανέρωσε, και ο Ρώκρίτος έγένης ο
Ολοι πομείνα ασάλευτοι, έτζι, να τον δούσι, Α Α
Δεν ξεύρουν ή ψώματινα, η αλήθεια το θωρούσι .: : υ
Δεν έχει ο κύρις κρατημών, μηδε η καϋμένη μάννα,
Τρέχουσι και με κλάματα τον επεριλαμβάνα ."
Δεν εχορταίναν οι φτωχού το σπλάγχνος να του δείξουν,
Δεν το λογιάζασίνε πλειο μ ' έτοιον υιόν να σμίξουν .
Φωναίς μεγάλεις στον λαών χαραϊς αγροικιθήκα, ο
Η ' Χωρ όλη ανεγάλλιασε , ποτέ δεν είχε πίκρα.
Ο Ρήγας κάνει και σαπούν, και απέκει αρχινίζει ,
Κ' η έχθρητα, η άργησα εις σπλάχνος πολύ γυριζει .
ΠΟΙΗΤΗΣ

Λέγει του, Γυιέ μου, ας πάψουσιν όλα τα περασμένα,


H " έγώσφαλο, ή εσύ ήσφαλες, άς είν' συμπαθησμένα. 4
Πειδή και οι χρόνοι κ' οι καιροί τέλος, κάλον έφεραν, και ,
Α'ς την χαρούμεν όλοι μας την σημερνήν ημέραν.
Πειδή κ' έμελλετο α' εσέ ή 'Αρετη, κι όχ' εις άλλο, ως
Εις το δρονέ μουτσήμερον, σαν Ρήγαν να σε βάλω .
Να ορίζης, σαν σε φαίνεται, ταϊςΧώραιςκαι ταπλούτη ,
Γυναίκα μου και τέρι σου σου δίδω νάνι και τούτης
Εγώ κατέχεις, καλογυιε, γέροντας είμαι τώρα,
Και δεν μπορώ να γνοιάζωμαι κείνο που θέλει η Χώρα
Και τα Ρηγάτα , και η Αφεντιαίς εσένα πρέπουν υιέ μου ,
Και ας τάξω πως δεν ώριζα, μηδ'είδα τα ποτέ μου ,
. : 3:55
ΜΕΡΟΣ Ε. 339
Με την ευχήν μας»όλωνών, ωσάν το πιθυμούμεν ,
Να κάμετε κληρονομίαν, και τέκνα σας να δούμεν .
ΠΟΙΗΤΗΣ
8. « Ο Σ..
Τούτα τα λόγια ο Βασιλειος με κλαύματα τα μίλει,
Είχε τον στην αγκάλων του, με σπλάγχνος τον έφίλε .
ΡΗΓΑΣ

Ε'κραξε και την 'Αρετήν, λέγει της, θυγατέρα, 7 1


Τον γάμον σου ξετέλειωσα ετούτην την ημέρα
Συ έμελλες του Ρόκριτου, στον ουρανόν έγράφθη, και
Για κείνο η.. O

Κ' έδιωξες τουςΡηγόπελος,κ'έγκαταλαπ' αυτές δενέχεις ,


Κ' είς τούτο θελημάτεψες, δίχως να τον κατέχης .
Ξένον τον έλoγιάζαμεν, και ξένουςτον έλεγα, παιδικά
Κ' ετούτος είναι Rώκρίτος της ανδρειας ή φλεγα. 5
Πειδή και μαύρος σούρεσε ,« σανε όλοι μου το λένε;
Εδα πουν'άσπρας και ξανβος, καλύτερα σου αρέσει .
Ευχών τζ'ευχής μου νάχετε, και ό, τιςκατηγορήθης, 2.
Χαραις νασου γυρίσουσιν,εις6, ταεδά βούλησης:
Κ'έκαμες κείνου πούθελα, αέγιανες την πληγή μου,
Πού αν είχες πή τ’ όχι κ'έθας άνθρωπος πλείο δεν ήμου ,
Γιατ' έκαμε για λόγου μας θαυμάσματα μεγάλα μος
Κ' η χάρες τη μέσ'στην καρδιαν , και νούν με τον έβαλα
Δεν είναι Ρήγας σαν εμάς, μαη χάρη του είναι τόση,
ΙΙου Ρήγατόνε κράζουσε σε δύναμιν και γνώση33
Κ 'εκείνα που αφεντεύομεν,ταϊς χώραις, και όλα τ' άλλα,
Αυτός μάς πανέκέρδισε με κίνδυν μεγάλ
α α.
Ευχαριστώ του ροιζικού, που σούδωκε έτοιαν γνώμη,
Πούλεγες, πώς δεν ήθελες να πανδρευθής ακόμη,
Κ' εφύλαγες ως τάστερον κανίσκιο να μου φέρει
Εναν , όπου μ 'εγλύτωσε, να σου τον κάμω τέρι !
ΜΕΡΟΣ Ε .
Χαίρου, λοιπόν, παιδάκι μου,«σαν χαιρομέωθεν όλοr, 31
Και σαν μάς ανεγάλλιασε του γάμου σας ή ακόλ .
Κ' έπαρε με καλήν καρδιάς τα κανισκευει η μοίρα,
Κ' εγώ ποτέ μουέτοιαν χαράν σαν τούτη δεν επήρα .
Ας είστε πάντα μια βουλη, και πάντα αυθασμένοι ,
Γιατί τζ'.ανάγκαις και κακα, ή συβασιςτα γιαίνα .
ΠΟΙΗΤΗΣ

Με πονηριάν η 'Αρετή καίνει πως δεν κατέχει,


Προτήτερα, ό, τι ωρεί,κ ' είς τούτογνώσινέχει 2.
Τα φρύδια τζη άνεσήκωσε με μαστορίαν η κόρη,
Δείχνει, πώς το θαυμάζεται, στον ουρανον εθώρες. 51 »
Δείχνει, πως ανεπέλπιστον, είν' κείνο όπου βλέπει,
Κ' έδαγκανε τα χείλητης, στούτ' έπαινος της πρέπει ο
Eκόμπωσ' όλον τον λαόν, και κάνει και λογιάζουν , :

Τα ψέματα γιααπαρθηνά , γιατί τζ' αλήθειαςμοιάζουν . Η


Με λίγα λόγια και φρόνιμα τον Κύρι αποφασίζει, και του
Να κάμη κείνο όπου γροικά, και εκείνο που ορίζει ο
Δεν Θέλει να πολυμιλή, μαή λάχης και ιμπερδέση,
Και Βέλοντας να βοηθηθή, απεδουκλωθή και πέση.
Εθώρει και ο Πολύδωρος , και ακόμη δεν κατέχει,
Αν είναι κεϊ ο. Ρωτόκριτος, καιαλήθειαν δεν την έχει .
Τόσον πολυ του φάνηκε, που ακόμη δεν πιστεύει ,
Τον ήλιον βλέπει και φωτιάν, για να θωρή γυρεύει,
Μα τούτη δυσκολια του νου λίγη ώρα τον εκράτες ,
Κ ' είδε και αυτος κ'έπίστεψέ, σαν τζ' άλλους το παλάτι-.
Περιλαμβάνει, και φιλεϊ, και δεν τονε χορταίνει, και 2
Τον φίλον του τον ακριβον, και δάκρυα τόνε ραίνει ,
Λογιάσετε πόσαις χαραϊς ήσαν την ώρα κείνη. Σχε
Και πόση περιδιάβασε σ' όλην την χώρα γίνη ..
Τις τόλεγε για θαύμασμα,τις όνειροντοκάνει,
Τόσον μεγάλο, και πολύ , εξάφνου τους, εφάνη .
ΜΕΡΟΣ Ε '. 3Η
Ο Πεζοστράτης του Ρηγός γονατιστός, σιμώνες,
Και ότι και αν είχεστηνκαρδιακών τότε του φανερώνει,
ΠΕΖΟΣΤΡΑΤΟΣ

Λέχεντου , Αφέντη, αν.σούφταιξα εις τον καιρόν εκείνο,


Πού φούφερα την προξενείαν,ν και είπες μου να μακρύνω
ι ,
Το• Εκνον μου απ ' την χώρα σε, κ' εγω στο σπίτ μέσα ,
αι
Να καθηοσμέ , να μην ευγώ , και ότι είπα δεν σου αρέσα
θ ε
Συμνπά άνηςμου, Βαυσςιλείύλο,υςαν . λυαχήσηχρείκαια άλληγ,άλητους
Μη ίςπι με το δο σο τό κα ιώσμαε και
α
θωρε ώ τα δα τα λόγοιιωσεμςου το πώς έβιβ α , οα
Θαρρά να τα γμόερτηάσνες τα εμςούτε αυτή τη γλώσσ
Ποαλτλί μ' έίκλαητησα ,ωχόκ'ς έκρινλό τηαν ζωή ιμδοίυ ,«κυ λ :
Γι σ' αμς ολιεφίτ
α κα γι το χεπια μο και
ά θ ε ο ν ή
Κ α άγμη οπύσο α ρ α κ , δ ίκ ά θ ε γ ονής ξλεητρνέ ν,οιαν ι'
Ν κ ι ι
πλ ύμησατο πα , κα ουδ ' άμλήσαν έγ έχε ,
Κα αν επιθλμα κ' εγω, τα πεθυ
ι και άλλοι ,
Δε ήτον σφά οι έτζι ρποούλύ , να μ'εύροην τόσην ζάλη .
Ναν ' πέντε χρόν - σήομςε , που ττέοτχοήις ηγυρώ δδεαν είδα ,
Ο' που τον είχα θάρρ μου , απαν
ι και ελπί και
Μα ύτούτω'όρλώα πιεράσασ α,κακαι ταόςσα τάξλωαπωυςρίδσεανν ήσαν ,
Ο πο θ ταιςκα ταάσικ σ κταα γ ιώθη . 1ο και
η
Κ' η μ α ν ι π ά ψ χ θ ρ τελε , η
τεο , κ' η έ .
Καιπόντο μαντά άρυτνοα πικρό ωκαι άσλελο γλρυόνκυ έλέννώαθα .
Λοι , αν ο'έβ
ι λ η θ ή κκααι σειγ ει νκαι μπαθκηασνμέν , και
0 ", το κα αν μι
α ι η ν υ χ ή ν ε ά χ o υ σ ι , ααιςδιεαί ' ασιυ ων αιδιώνΑ ' ες
Κ τ ε νεμι ν ,π κα τ π ,τ ,
Και να πληθαί ο έρανος του πράμμ , και τον βιόν τες .
θες Η ποΙΠΤΗΣ19
Μιλώντας, έσηκώθηκε, στην Αρετήν ,σιμώνει, και -τ '
Φιλα την, και ωσαν νύμφην του την αποκαμαρώνει και η
342 ΜΕΡΟΣ Ε.
Εκείνος κ'η γυναίκατου τοκλάμα δεν σκολάξουν .
Απ'την χαράν την είχασε, πλειδ πάθη δεν λογιάζουν.
Γέμου η αυλαίς απ' άρχοντες, γεμίζει το παλάτι,
Αρχίζουν την ξεφάντωσιν, και ολημερίς εκράτει .
Και αργάμεινε το ανδρόγυνο στην κάμεραεκείνη,
Πούτον αρχή κ' εμπήκασι στζ' αγάπης την οδύνη. Η
Σήμερον ας λογιάσουσιν, όσοι και αν έχουν γνώσης και
Εκείνα που γενήκασι, ώστε να ξημερώση. Η εις
Εγω δεν θέλω, και δειλιώ, να σας ειπώ με γράμμα ,
Την νύκτα πώς απέρασαν,-ήνταπαν, κ' ήνται κάμα
Μπορείτειπο τα παρεμπρός, πούχετε γροικημένα,
Εσείςνα τα λογιάσετε, και μηρωτάτε μένα .
Τάπασι τα μελήσασι κ ' εις ό, τι και αν εγίνη, αλλα
Κανείς δεν ξεύρεί να το πη, μόνον οι δυότουςεκείνοι.
Ηλθεν ημέρα ή λαμπυρή, γλυκύς καιρος αρχίζει,
Κ 'εκάθεοίοι Ρωτόκριτοςείς το θρονί και ορίζει και ο
Με φρόνησιν πορεύεται, με γνώσιν όρδινιάζει ε , ο
Πριχούς έλθουσε τα πράμματα, προβλέπεις και λογιάζά ,
Ολοι τον αγαπήσασί κ' εις τ' όνομά τους όμμέγαν ,
Και από τους πρώτους βασιλείς, πρώτου τονίδιαλέγαν.
Καιωτών Ρηγάθω ή διαφοραίς σε πράμματα μεγάλα ,
Κριτήν, τον είχαν, και ποτέ τάλεγε δεν έσφιέλα . έ
Αγαπημένο ανδρόγυνο σαν τούτο δεν έφώνη, η
Μηδ'έτοιο καλαβρούζικών χαρούμενος στεφάνε.: 2.1
Πλειά ωρίζασε και γέροντες, παρα που δίδει η φύση,
Καλή καρδιά τους έθρεφε σαν το δενδρον η βρύσε.. :
Εκάμασο παιδότεκνα , και όλα γενήκα πλούσα,
Και μάννα, και κυρα Λαλα εγύνη ή 'Αρετούσα. Αν
Γιατίτου οπούναι φρόνιμος ,μη δε χαθή στα πάθη,
Το ρόδον , και όμορφος ανθός γεννάται μέσ' στ' αγκάθι .
Τούτ' η αγάπη και μπιστική με την χαραντελειώθη,
Και πλερωμη, στα βάσανα μεγάλη τους έδόθη.
ΝΙΕΡΟΣ Ε'. 343
Και κάθε είς που διάβασεν, έδα και ας το κατέχη,
Μην χάνεται στα κίνδυνα, μα πάντα ελπίδα ας έχη.
Κ' εκείνον , που κοπίασεν, ας τον καληνωρίζουν ,
Και ας συμπαθούν τα σφάλματα , εκείνοι που γνωρίζουν .
Ε'σίμωσε το ξύλον μου , το ράξιμο γυρεύει ,
Ηλθε σ' ανάβαθα νερα, και πλειο δεν κινδυνεύει .
θωρεί τον ουρανόν γελά, την γήν και καμαρώνει,
Κ ' είσε λειμιώνα ανάπαψιν άραξε το τιμόνι .
Σ' βάθη πελάγου αρμένιζα,μα έδαλθα στον λειμιώνα ,
Πλειο δε θυμούμαι ταραχαϊς, μανιταις, και χειμώνα .
θωρώντας έχαρήκασι, κ' έκρυφοκαμαρώσαν ,
Και όσοι κλουθούσα πο μακράν, έδα κοντα σιμώσαν .
Η γη ευγένει την βοήν, ο αέρας και μουγκρίζει,
Και μια βροντή στον ουρανόν τζ' εχθρούς μου φοβερίζει .
Ε'κείνους τους κακόγλωσσους, που ψέγουν ότι δούσι,
Και απέχει δεν κατέχουσι την "Αλφα κάν να πούσι .
θωρώ πολλούς, και πιθυμού, κ' έχω το γροικημένα,
Να μάθουν τις εκόπιασεν εις τ' απανωγραμμένα.
Κ 'εγω δεν θε να κρυφευθώ, και αγνώριστον να μ' έχουν,
Μα θέλω να φανερωθώ, όλοι να με κατέχουν .
Βιτζέντζος είν' ο Ποιητής , και στην γενιαν Κορνάρος,
Πού να βρεθή ακριμάτιστος, σαν θα τον πάρη ο χάρος .
Στην Στίαν εγεννήθηκε, στην Στίαν ανεθράφη,
Εκεί έκαμε, κ'εκόπισε ετούτα οπού σας γράφει.
Στο Κάστρον επανδρεύθηκε, σαν ερμηνεύει η φύσι,
Το τέλος του έχει να γενή, όπου ο Θεός ορίσει.
Οι στίχοι θέλουν διόρθωσι, και σασμα όσο μπορούσι.
Γι αυτούς που τους διαβάζουσι, καλά να τους γροικούσι .

Τ Ε Λ Ο Σ.
‫‪ ',; :‬ܨ‬ ‫܃܃ ܃ ܃ ܃ ܃ ‪; :‬‬
‫;‪1( :‬‬

‫‪:‬‬ ‫܀'ܐܪܬ‪.‬܀ ‪.‬‬


‫‪r‬‬ ‫‪ -‬܀ܢ‪.‬‬ ‫ܝܢܨ‬
‫‪.: ! : .‬‬
‫܀‪7.‬‬
‫‪ ، ، ، ،‬ܕܼ܃ ܃ ܃ ܃ ܊܇ ܀ ܀ ܨ ܂‬ ‫( ‪ ;;? :: 1.‬ܕ ܠ ܐ ܕܝ݂ ‪، ،‬‬
‫܀ ‪ 23‬ܪܰ ‪ . -!!-‬܀ ( ‪v; ; & : '.‬‬
‫‪ .‬ܝ܂‪ ' .‬ܙ‪ »f .‬ܙܐܢ‬ ‫ܝ ‪.‬‬ ‫ܕ‬ ‫ܐܳܢܐ & " ;‪6 & ; . :.‬‬
‫** ; ;; ‪ 20Mini‬܂‬ ‫‪ ..3'3 .4( : ? :‬ܢ‬
‫܀܀ ‪ :::‬ܕ‬
‫ܚܕ' ‪ :: .‬܂‬ ‫; ‪I ,, %‬‬ ‫܀ ܢ ; ;; ;; ܀ ‪ . - .;.‬ܢ (‬
‫‪ ' : ;. J‬܀ ‪i P :: :‬‬
‫‪-' :rti‬‬
‫‪: :‬܂ ܃ ܃‬
‫‪2 1‬‬ ‫;‬
‫‪is‬‬ ‫‪",.‬‬ ‫‪ k‬ܢ‪ . .‬ܕ‬

‫܀ ';‬ ‫‪- ':::‬‬ ‫܂‪.‬܂ ܘܝ܀‬

‫;;; ‪.5 :‬‬


!

You might also like