Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 7

Το κλίμα της Ελλάδος

Λόγω της ιδιαίτερης γεωγραφικής της θέσης στη Μεσόγειο και του πλούσιου ανάγλυφου
της, η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από διάφορες κλιματικές ζώνες. Η Ελλάδα, συνολικής
επιφάνειας 131.957 km2, και ολικού μήκους συνόρων 1.180,71 km (ΕΛΣΤΑΤ, 2011) – ανήκει
στην εύκρατη ηπειρωτική κλιματική ζώνη του βορείου ημισφαιρίου. Βρίσκεται στο
νοτιότερο άκρο της Βαλκανικής Χερσονήσου, μεταξύ των πλατών 34° Β έως 42° Β και μηκών
19° Α - 30° Α, με ακτογραμμές (συνολικό μήκος ακτογραμμής 15.021 km (ΕΛΣΤΑΤ, 2011))
στο Αιγαίο Πέλαγος (ανατολικά), το Ιόνιο Πέλαγος (δυτικά) και το Λιβυκό Πέλαγος (νότια).
Οι κύριες γεωγραφικές περιοχές της είναι η ηπειρωτική χώρα, τα νησιά και η λεκάνη του
Αιγαίου. Η ηπειρωτική χώρα καταλαμβάνει περίπου το 80% της συνολικής έκτασης της
χώρας. Το λοιπό 20% κατανέμεται μεταξύ 6.000 περίπου νήσων και νησίδων. Η
διαμόρφωση του εδάφους είναι κυρίως ορεινή και λοφώδης. Το έδαφος είναι ξηρό και
βραχώδες· μόνο το 20,45% είναι καλλιεργήσιμο. Το υψόμετρο φθάνει τα 2.904 m (όρος
Όλυμπος (ΕΛΣΤΑΤ, 2011)) από τη μέση στάθμη της θάλασσας. Το κλίμα της Ελλάδος είναι το
τυπικό μεσογειακό: ήπιοι και βροχεροί χειμώνες, σχετικά θερμά και ξηρά καλοκαίρια και
εκτεταμένες περίοδοι ηλιοφάνειας κατά τη μεγαλύτερη περίοδο του έτους
(http://www.emy.gr/hnms/english/climatology/climatology_html?).

Η Ελλάδα έχει έντονο ανάγλυφο με ιδιαίτερο κατακόρυφο και οριζόντιο διαμελισμό. Η


δυτική πλευρά της ηπειρωτικής χώρας είναι ορεινή με λίγες πεδιάδες. Οι περισσότερες
πεδιάδες βρίσκονται στην ανατολική πλευρά της χώρας, η οποία εμφανίζει ανάγλυφο και
κοντά στην ακτογραμμή. Σύμφωνα με τον Φλόκα (1994), οι περιοχές χαμηλού (0 – 200 m)
και λιγότερο χαμηλού (201 – 500 m) υψομέτρου, αντιστοιχούν στο 32,8% και 26.0%, ενώ η
ημιορεινές και ορεινές περιοχές αντιστοιχούν στο 27,8% και 9,9% της συνολικής επιφάνειας
αντιστοίχως. Το εναπομένον 3,5% αντιστοιχεί στις υποαλπικές (1.501 – 2.000 m) και
αλπικές (άνω των 2.000 m) περιοχές.

Αυτό το ανάγλυφο συνεισφέρει σημαντικά στον καθορισμό των κλιματικών


χαρακτηριστικών της χώρας· το βόρειο τμήμα επηρεάζεται περισσότερο από παράγοντες οι
οποίοι καθορίζουν το κλίμα της βορειοανατολικής Ευρώπης, ενώ το νότιο τμήμα, το οποίο
εκτείνεται βαθειά μέσα στη Μεσόγειο, επηρεάζεται από το θαλάσσιο μεσογειακό κλιματικό
τύπο. Η σύνθετη τοπογραφία, τόσο η οριζόντια (μεγάλου μήκους ακτογραμμή και πολλά
νησιά), όσο και η κατακόρυφη (πολλές οροσειρές και μεμονωμένα όρη υψομέτρου έως
2.904 m), συνεισφέρουν στη δημιουργία ενός μωσαϊκού κλιμάτων στη χώρα, τα

©Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία Σελίδα|1


χαρακτηριστικά των οποίων ποικίλουν μεταξύ αυτών των κλιμάτων των Βαλκανικών χωρών
στη Βόρειο Ελλάδα και αυτών της ανατολικής Μεσογείου (Φλόκας, 1994).

Σύμφωνα με την ταξινόμηση των Köppen – Geiger (Kottek et al, 2006) και τις μετρήσεις του
δικτύου της ΕΜΥ, οι βασικές κλιματικές κατηγορίες της Ελλάδας είναι κλίματα ξηρά και
θερμά εύκρατα, τα οποία ταξινομούνται (βάσει των ομογενοποιημένων χρονοσειρών
θερμοκρασίας και υετού) περαιτέρω ως εξής:

BSk – Ξηρό ψυχρό κλίμα στέπας (Στέπη των μέσων γεωγραφικών πλατών)

Ψυχρό ή δροσερό κλίμα εμφανίζεται στους σταθμούς της Καβάλας, Λάρισας και Κεντρικής
Μακεδονίας.

BSh – Ξηρό θερμό κλίμα στέπας (Τροπική στέπη)

Πολύ θερμό και ημίξηρο κλίμα, σε αυτό ανήκει ο σταθμός του Πειραιά.

Cfa –Εύκρατο υγρό με θερμό θέρος (Υγρό υποτροπικό)

Χαρακτηρίζεται από το μεγάλης διάρκειας και πολύ θερμό καλοκαίρι, σε αυτό ανήκουν οι
σταθμοί της Φλωρίνης, της Κοζάνης και των Σερρών.

Csa –Εύκρατο με ξηρό και θερμό θέρος (Κλίμα της ενδοχώρας της Μεσογείου)

Πολύ θερμά και ξηρά καλοκαίρια με ήπιους χειμώνες, σε αυτόν τον τύπο περιλαμβάνονται
όλοι οι υπόλοιποι σταθμοί.

Αναφορές

Ελληνική Στατιστική Αρχή, (ΕΛΣΤΑΤ). 2011. Στατιστική Επετηρίδα της Ελλάδος 2009 & 2010.
Πειραιάς.

Φλόκας, Α. (1994). Μαθήματα Μετεωρολογίας και Κλιματολογίας. Εκδόσεις Ζήτη, Θεσσαλονίκη.

Kottek, M., Grieser, J., Beck, C., Rudolf, B., Rubel, F. (2006). World map of the Köppen-Geiger climate
classification updated. Meteorologische Zeitschrift, 15(3), 259–263. http://doi.org/10.1127/0941-
2948/2006/0130.

©Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία Σελίδα|2


Θερμοκρασία
Βάσει των προτύπων του Παγκοσμίου Οργανισμού Μετεωρολογίας, η θερμοκρασία του
αέρα μετράται σε μετεωρολογικούς κλωβούς ύψους 2m από την επιφάνεια του εδάφους,
με τη θύρα του κλωβού, στραμμένη στο Βορρά. Η θερμοκρασία του αέρα μετράται
καθημερινώς σε κύριες συνοπτικές ώρες (οκτώ ώρες, 00:00, 03:00, 06:00, 09:00, 12:00,
15:00, 18:00, 21:00 UTC). Η μέση ημερήσια θερμοκρασία υπολογίζεται από τη σχέση
. Η μέση μηνιαία θερμοκρασία αέρα υπολογίζεται ως ο

αριθμητικός μέσος των μέσων ημερησίων τιμών και η μέση ετήσια


θερμοκρασία υπολογίζεται ως ο αριθμητικός μέσος των μέσων μηνιαίων τιμών
. Το δίκτυο της ΕΜΥ χρησιμοποιεί συνήθως υδραργυρικά θερμόμετρα.

Η μέση ετήσια θερμοκρασία κυμαίνεται μεταξύ τιμών μικρότερων των 8°C και μέχρι 19.8°C .
Οι χαμηλότερες θερμοκρασίες εμφανίζονται στις κορυφές των ορεινών όγκων της Βορείου
Ελλάδος και οι υψηλότερες στις νοτιότερες ακτές της Κρήτης και στο Λεκανοπέδιο Αττικής,
κυρίως λόγω του φαινομένου στης αστικής θερμικής νησίδας.

Η χαμηλότερη μέση ελάχιστη ετήσια θερμοκρασία είναι μικρότερη των 2°C και
παρατηρείται στις κορυφές της οροσειράς της Πίνδου, στην κορυφή του Ολύμπου, στις
κορυφές της οροσειράς της Ροδόπης, στις κορυφές ορέων της Μακεδονίας (π.χ. Γράμμος,
Βαρνούς, Βόρας, Φαλακρό), και στην κορυφή του Παρνασσού. Η μέγιστη μέση ελάχιστη
ετήσια θερμοκρασία είναι 17°C και παρατηρείται στις ακτές της Κρήτης, τη Ρόδο, σε
ορισμένα νησιά των Κυκλάδων και στα Δωδεκάνησα.

Η χαμηλότερη μέση μέγιστη ετήσια θερμοκρασία λαμβάνει τιμές λίγο χαμηλότερες των
12°C , οι οποίες παρατηρούνται στις κορυφές των ορέων της Βορείου Ελλάδος (π.χ.
Όλυμπος, Πίνδος, Ροδόπη) και έως τους 23,6°C στο Τυμπάκι. Υψηλές θερμοκρασίες,
μεγαλύτερες των 22°C παρατηρούνται επίσης στις πεδιάδες του Αγρινίου και του
Αμβρακικού, στις περιοχές της Πελοποννήσου χαμηλού υψομέτρου και στο Λεκανοπέδιο
της Αττικής.

Η χαμηλότερη μέση μηνιαία θερμοκρασία είναι μικρότερη των -3°C και εμφανίζεται τον
Ιανουάριο στις κορυφές της οροσειράς της Πίνδου, στην κορυφή του Ολύμπου, στις
κορυφές των υψηλότερων ορέων της Μακεδονίας (π.χ. Γράμμος, Βαρνούς, Βόρας και
Φαλακρό) και στις κορυφές της οροσειρά της Ροδόπης.

Η υψηλότερη μέση μηνιαία θερμοκρασία είναι 29°C και εμφανίζεται τον Ιούλιο στις
πεδιάδες της Κεντρικής Μακεδονίας, στη Θεσσαλία, στην κοιλάδα του Άργους, στο Τυμπάκι
αλλά και στο Λεκανοπέδιο Αττικής λόγω του φαινομένου στης αστικής θερμικής νησίδας, το
οποίο εκδηλώνεται καθ’ όλο το έτος.

Η χαμηλότερη μέση ελάχιστη μηνιαία θερμοκρασία είναι μικρότερη των -6°C και
παρατηρείται τον Ιανουάριο πρακτικώς στις ίδιες περιοχές όπου παρατηρείται και η
χαμηλότερη μέση ελάχιστη ετήσια θερμοκρασία. Τον Ιανουάριο επίσης χαμηλά ελάχιστα

©Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία Σελίδα|3


(μικρότερα των -2°C) επικρατούν στις κορυφές ορισμένων ορέων της Πελοποννήσου (πχ.
Κυλλήνη και Αροάνια).

Η υψηλότερη μέση ελάχιστη μηνιαία θερμοκρασία ισούται με 24,2°C και παρατηρείται τον
Ιούλιο κυρίως στο λεκανοπέδιο της Αττικής, αποτελώντας μία ακόμη ένδειξη της επίδρασης
του φαινομένου της αστικής θερμικής νησίδας στο μικροκλίμα.

Η χαμηλότερη μέση μέγιστη μηνιαία θερμοκρασία είναι μικρότερη των 0°C και
παρατηρείται κατά τους χειμερινούς μήνες, ιδιαιτέρως τον Ιανουάριο, στις κορυφές του
Ολύμπου, των οροσειρών της Πίνδου και της Ροδόπης και σε αυτές των υψηλότερων ορέων
της Μακεδονίας (π.χ. Βόρας, Γράμμος, Βαρνούς, Βέρνο).

Η υψηλότερη μέση μέγιστη μηνιαία θερμοκρασία ισούται με 34,2°C και παρατηρείται τον
Ιούλιο στις πεδιάδες της κεντρικής Μακεδονίας, Θεσσαλία, Αγρίνιο, Κωπαΐδα, στην πεδιάδα
του Άργους, στο Τυμπάκι και στο λεκανοπέδιο Αττικής.

©Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία Σελίδα|4


Υετός
Ο υετός στο δίκτυο της ΕΜΥ μετράται με τυπικά βροχόμετρα. Οι μηνιαίες και ετήσιες
αθροιστικές τιμές (σε mm) υπολογίζονται από της ημερήσιες μετρήσεις. Η μηνιαία τιμή
υπολογίζεται είτε όταν όλες οι ημερήσιες τιμές είναι διαθέσιμες, ή όταν οι ελλείπουσες
ημερήσιες τιμές ενσωματώνονται σε μία παρατήρηση στην οποία έχουν ενσωματωθεί όλες
οι ελλείπουσες τιμές· η παρατήρηση αυτή αντιστοιχείται στην πρώτη ημέρα επανεκκίνησης
των μετρήσεων (WMO, 2011).

Στο χάρτη της μέσης ετήσιας αθροιστικής βροχόπτωσης της περιόδου 1971 – 2000, είναι
ευδιάκριτη η προκαλούμενη στην ηπειρωτική χώρα ομβροσκιά από την οροσειρά της
Πίνδου καθώς επίσης η προκαλούμενη από τα όρη της Πελοποννήσου. Το φαινόμενο της
ομβροσκιάς έχει ως αποτέλεσμα τις υψηλότερες τιμές υετού στις περιοχές δυτικά της
Πίνδου και στη Δυτική Ελλάδα και τις χαμηλότερες στην κεντρική και ανατολική Ελλάδα και
στις Κυκλάδες. Στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου το ύψος υετού είναι μεγαλύτερο, ως
προς αυτό των Κυκλάδων, δεδομένου ότι οι αέριες μάζες εμπλουτίζονται εκ νέου σε
υδρατμούς, λόγω της αυξημένης εξάτμισης στο Αιγαίο. Η Κρήτη, επειδή απέχει αρκετά από
την Πελοπόννησο, δεν επηρεάζεται από την ομβροσκιά, επομένως δέχεται σχετικά
αυξημένο υετό.

Το μέσο ετήσιο ύψος υετού κυμαίνεται μεταξύ τιμών μικρότερων των 300 mm στις
Κυκλάδες, έως άνω των 2000 mm, κυρίως στην Πίνδο.

Το μέσο ελάχιστο μηνιαίο ύψος υετού είναι γενικά μικρότερο των 10 mm· οι χαμηλότερες
τιμές παρατηρούνται τον Ιούλιο και τον Αύγουστο στα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη,
αλλά και στις παράκτιες περιοχές της Πελοποννήσου, της Αττικής και της νοτίου Εύβοιας.
Κατά τους μήνες αυτούς, το μέσο μέγιστο μηνιαίο ύψος υετού υπερβαίνει τα 90mm και
παρατηρείται στις κορυφές των ορέων της βορείου Ελλάδος. Συγκρίνοντας μεταξύ τους τις
τιμές Ιουλίου και Αυγούστου, είναι φανερό ότι ο Ιούλιος είναι «ξηρότερος» του Αυγούστου,
κυρίως στα νησιά του Ιονίου και σε ορισμένες περιοχές της ηπειρωτικής χώρας.

Το μέσο μέγιστο μηνιαίο ύψος υετού υπερβαίνει τα 300 mm και παρατηρείται το


Δεκέμβριο και Νοέμβριο, κυρίως στις κορυφές της Πίνδου, σε αυτές της κεντρικής
Πελοποννήσου και στις κορυφές των οροσειρών της Κρήτης. Σημειώνεται ότι το ύψος υετού
είναι υψηλότερο το Νοέμβριο συγκριτικά με το Δεκέμβριο στα νησιά του Ιονίου και στης
περισσότερες περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδος (π.χ. Ήπειρος, Θεσσαλία, Δυτική και
Κεντρική Μακεδονία).

Κατά τη διάρκεια των δύο αυτών μηνών, το χαμηλότερο μέσο μηνιαίο ύψος υετού
κυμαίνεται από 21 έως 30 mm, κυρίως στην πεδιάδα των Σερρών (βορειοανατολική
Μακεδονία) και το Δεκέμβριο, πάλι στην πεδιάδα των Σερρών αλλά και στις πεδιάδες της
δυτικής Μακεδονίας.

©Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία Σελίδα|5


Αναφορές

WMO-No 100, (2011). Guide to Climatological Practices. Geneva, Switzerland.

©Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία Σελίδα|6


Διάρκεια της ηλιοφάνειας
Η διάρκεια της ηλιοφάνειας μετρά το χρόνο της ηλιοφάνειας σε συγκεκριμένη περιοχή και
σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο (συνήθως ημέρα, μήνα ή έτος). Αποτελεί ένδειξη του
ποσοστού νεφοκάλυψης της περιοχής. Στους χάρτες η διάρκεια ηλιοφάνειας μετράται σε
ώρες ανά έτος (ετήσιοι χάρτες) και σε ώρες ανά μήνα (μηνιαίοι χάρτες). Η διάρκεια της
ηλιοφάνειας στο δίκτυο σταθμών της ΕΜΥ μετράται με ηλιογράφους (π.χ. Campbell-
Stokes).

Στο χάρτη της μέσης ετήσιας διάρκειας ηλιοφάνειας παρατηρείται ότι αυτή λαμβάνει τιμές
λίγο μικρότερες των 1900 h.year-1 έως άνω των 3100 h.year-1. Οι μέγιστες τιμές
εμφανίζονται στις νοτιοανατολικές ακτές της Ρόδου, στις νότιες ακτές της Κρήτης και
βορειότερα, στη δυτική ακτή της Πελοποννήσου και σε τμήματα της νοτίου Πελοποννήσου.

Η ελάχιστη τιμή της μέσης μηνιαίας ηλιοφάνειας είναι μικρότερη των 70 h.month-1·
παρατηρείται το Δεκέμβριο, κυρίως στα όρη της Ροδόπης, στη βορειοανατολική Ελλάδα και
στις βορειότερες κορυφές της Πίνδου. Οι υψηλότερες τιμές κατά τον ίδιο μήνα
παρατηρούνται στο νότο, πρακτικά στις ίδιες περιοχές στις οποίες εμφανίζονται οι μέγιστες
μέσες ετήσιες τιμές ηλιοφάνειας.

Η μέγιστη τιμή της μέσης μηνιαίας ηλιοφάνειας είναι 414 h.month-1. Οι τιμές αυτές
παρατηρούνται τον Ιούλιο στη νότιο Κρήτη, νοτιοανατολική Ρόδο και δυτική Πελοπόννησο.
Οι χαμηλότερες μέση τιμή του Ιουλίου παρατηρείται πάλι στα όρη της Ροδόπης, τη
νοτιοανατολική Ελλάδα, στις βορειότερες κορυφές της Πίνδου και στην κορυφή του
Ολύμπου.

©Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία Σελίδα|7

You might also like