Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 20

Η απήχηση της εικονομαχικής πολιτικής

των αυτοκρατόρων στη βυζαντινή τέχνη


του 8ου και του 9ου αιώνα*

Νικήτας Πάσσαρης

Ἐντεῦθεν οὖν καθῃροῦντο μὲν κατὰ πᾶσαν ἐκκλησίαν αἱ θεῖαι μορφαὶ,


θηρία δὲ καὶ ὄρνιθες ἀντὶ τούτων ἀνεστηλοῦντο καὶ ἐνεγράφοντο,
τὴν θηριώδη καὶ ἀνδραποδώδη τούτου διάνοιαν ἐξελέγχοντα.
Συνεχιστής Θεοφάνους, Χρονογραφία, P.G., 109, 113

Έ
ΔΙΑΧΡΟΝΙΑ – ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ (2016)

να από τα κύρια χαρακτηριστικά των δύο αιώνων της Εικονομαχίας


είναι η επέμβαση της αυτοκρατορικής εξουσίας στα θρησκευτικά
ζητήματα. Ανεικονικές απόψεις είχαν εκφραστεί από τους πρώτους
αιώνες επικράτησης του Χριστιανισμού1, αλλά, όταν τις ασπάστηκε
ο αυτοκράτορας και έγιναν επίσημη πολιτική του κράτους, τότε
ξέσπασε μία διαμάχη που διήρκεσε σχεδόν 150 χρόνια. Οι εικονομάχοι αυτοκρά-
τορες ερμήνευσαν την εξουσία τους με θρησκευτικούς όρους και θεώρησαν

* Θερμές ευχαριστίες οφείλω στην αρχαιολόγο δρ. Κατερίνα Μπούρα για τη μετάφραση της περί-
ληψης καθώς και στον αρχαιολόγο Πρόδρομο Παπανικολάου για τις γόνιμες συζητήσεις μαζί του.
Το κείμενο είναι ενημερωμένο βιβλιογραφικά μέχρι το 2011.
1
Vasiliev, Alexander Alexandrovich, “The Iconoclastic edict of the Caliph Yazid II A.D 721”, DOP
9-10 (1956), 23-47.
17
Νικήτας Πάσσαρης

καθήκον τους να παρέμβουν στα θρησκευτικά ζητήματα για να επιβάλλουν τις


δικές τους απόψεις2.

Πηγές για την Εικονομαχία


Εκτός από τη μαρτυρία των ίδιων των μνημείων, οι γραπτές πηγές της περιό-
δου συμβάλλουν στη διερεύνηση του ζητήματος της σύνδεσης των ανεικονικών
διακόσμων με την εικονομαχική πολιτική των αυτοκρατόρων.
Τα κείμενα που αναφέρονται στην Εικονομαχία έχουν μελετηθεί διεξοδικά
από ερευνητές και μέχρι σήμερα έχουν δημοσιευτεί κριτικές εκδόσεις αρκετών
από αυτά3. Κύριο χαρακτηριστικό των περισσότερων είναι η ενδεχόμενη υπερβο-
λή όσον αφορά τις διώξεις που υπέστησαν οι εικονολάτρες. Ας μην ξεχνούμε ότι
σχεδόν όλες οι πηγές που σώθηκαν είναι γραμμένες από εικονολάτρες και επομέ-
νως η αντικειμενικότητά τους μπορεί να αμφισβητηθεί.
Οι πιο σημαντικές πηγές για τον 8ο αιώνα είναι η Χρονογραφία4 του Θεοφά-
νους του Ομολογητού και η Ιστορία Σύντομος5 του πατριάρχη Νικηφόρου. Οι
ερευνητές του έργου του Θεοφάνους θεωρούν ότι αυτό πρέπει να αναγνωστεί με
προσοχή. Για τα τέλη του 8ου και το α΄ μισό του 9ου αιώνα σημαντική πηγή είναι
το Χρονικόν Σύντομον6 του Γεωργίου Μοναχού, ωστόσο αρκετά από όσα αναφέ-
ρει –ιδιαίτερα για τους εικονομάχους αυτοκράτορες– έχουν μία δόση υπερβολής.
Εκτός των ιστορικών και χρονογράφων, τα αγιολογικά κείμενα της εποχής
είναι ομολογουμένως πολλά και η σπουδαιότητά τους έγκειται στο ότι αντικατο-
πτρίζουν λιγότερο επίσημες απόψεις για τα γεγονότα προσφέροντας συγχρόνως
στοιχεία για την καθημερινή ζωή της εποχής. Εντούτοις, τα αγιολογικά κείμενα
ενέχουν κινδύνους, καθώς κύριος στόχος τους είναι να ωθήσουν τον αναγνώστη
να μιμηθεί το βίο του αγίου και δεν είναι πάντοτε αντικειμενικά7.

2
Giakalis, Ambrosios, Images of the Divine. The Theology of Icons at the Seventh Ecumenical Council,
ΔΙΑΧΡΟΝΙΑ – ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ (2016)

Leiden 2005, 7. Έχει διατυπωθεί η άποψη από ιστορικούς αυτής της περιόδου ότι η εικονομαχία είναι
μία αυτοκρατορική αίρεση.
3
Mango, Cyril, The Art of the Byzantine Empire 312-1453, Toronto 1986, 149-177. O Mango παρα-
θέτει σε αγγλική μετάφραση αποσπάσματα από τις κυριότερες πηγές που αναφέρονται στην εικο-
νομαχία.
4
Theophanis Chronographia, de Boor C. (εκδ.), Leipzig 1883, 1885. Η Χρονογραφία του Θεοφάνους
γράφτηκε μεταξύ 810 με 814 και καλύπτει την περίοδο από τον Διοκλητιανό έως τη βασιλεία του
Μιχαήλ Α΄ και του γιου του Θεοφύλακτου.
5
Nicephori Archiepiscopi Constantinopolitani Opuscula Historica, de Boor C. (εκδ.), Leipzig 1880, 1-
77. Το έργο του πατριάρχη Νικηφόρου καλύπτει την περίοδο από το 602 έως το 769 και γράφτηκε
πιθανότατα γύρω στο 780.
6
Georgii Monachi Chronicon, de Boor C. (εκδ.), Leipzig 1904. Καλύπτει την περίοδο από τον Αδάμ
έως το έτος 842 και γράφτηκε, ίσως, κατά τη βασιλεία του Μιχαήλ του Γ΄(842-867).

18 7
Brubaker, Leslie & Haldon, John, Byzantium in the Iconoclast Era (ca 680-850): The Sources, Ashgate
2001, 199.
Η απήχηση της εικονομαχικής πολιτικής των αυτοκρατόρων στη βυζαντινή τέχνη

Τέλος, οι αποφάσεις των εκκλησιαστικών συνόδων είναι ιδιαίτερα σημαντικές


πηγές, καθώς μας πληροφορούν τις απόψεις των επισκόπων και της κεντρικής
εξουσίας. Τα πρακτικά των δύο εικονομαχικών Συνόδων του 754 και του 815
σώζονται αποσπασματικά μέσω άλλων κειμένων και μάλλον είναι τα μόνα κείμε-
να που διασώζουν τις απόψεις των εικονομάχων σε θεολογικά ζητήματα8.

Σύντομη ανασκόπηση των δύο περιόδων της Εικονομαχίας


726-787, 814-843
Το 726 η έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας εκλαμβάνεται από τον αυτοκρά-
τορα Λέοντα Γ΄ (717-741), ιδρυτή της δυναστείας των Ισαύρων, ως εκδήλωση
της θείας δυσαρέσκειας για τις ειδωλολατρικές πρακτικές στη λατρεία των εικό-
νων, με αποτέλεσμα να απομακρύνει την εικόνα του Χριστού από τη Χαλκή Πύλη
και να την αντικαταστήσει με έναν σταυρό. Το 730 ο Λέων συγκάλεσε Σιλέντιον,
για να επιβάλει τις εικονομαχικές του απόψεις, ωστόσο ο πατριάρχης Γερμανός
(715-730) αρνήθηκε να συνεργαστεί και παραιτήθηκε. Να σημειώσουμε ότι δεν
αναφέρονται από τις πηγές καταστροφές έργων τέχνης και διωγμοί των εικονο-
λατρών κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Λέοντα Γ΄. Η απαγόρευση της
λατρείας των εικόνων επιβλήθηκε από τον αυτοκράτορα που αντιλαμβανόταν
τον εαυτό του ως μεσολαβητή μεταξύ ανθρώπων και Θεού και ως εκ τούτου όλες
οι αποφάσεις ήταν αρμοδιότητα δική του. Ο Λέων, δηλαδή, θεωρούσε τον εαυτό
του αυτοκράτορα και αρχιερέα, αντιπρόσωπο του λαού του Θεού9.
Η Εικονομαχία έφτασε στο απόγειο της με το διάδοχο του Λέοντα τον Κων-
σταντίνο Ε΄ (741-775). Μεσολάβησε η σύντομη βασιλεία του σφετεριστή του
θρόνου Αρτάβασδου, κατά τη διάρκεια της οποίας επανήλθε η λατρεία των εικό-
νων. Ο Κωνσταντίνος Ε΄ συνέγραψε τις Πεύσεις στις οποίες αποτυπώνεται το
θεολογικό υπόβαθρο των εικονομάχων10. Στα κείμενα αυτά βασίστηκαν οι απο-
φάσεις της Συνόδου της Ιέρειας το 754 που συνήλθε υπό την προεδρία του Θεο-
ΔΙΑΧΡΟΝΙΑ – ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ (2016)
δοσίου Εφέσου με συμμετοχή όλων σχεδόν των επισκόπων της αυτοκρατορίας,
μολονότι απουσίαζαν οι προκαθήμενοι των πέντε πατριαρχείων11. Σκοπός της
Συνόδου, που επικεντρώθηκε στο τι είναι αποδεκτό για τη θρησκευτική τέχνη,

8
Για την εικονομαχική σύνοδο του 815, βλ. Alexander, Paul J., “The Iconoclast Council of St Sophia
(815) and its Definition (Horos)”, DOP 7 (1953), 35-66.
9
Dagron, Gilbert, Empereur er prêtre. Étude sur le Césaropapisme byzantin, Paris 1996, 169-200.
10
Εκτιμάται ότι είχαν γραφτεί συνολικά 13 Πεύσεις, οι οποίες σώθηκαν αποσπασματικά μέσω άλλων
πηγών, όπως είναι τα κείμενα του πατριάρχη Νικηφόρου και οι πράξεις της Ζ΄ Οικουμενικής Συνό-
δου.
11
Krannich, Torsten, Schubert, Christoph, Sode, Claudia, Die ikonoklastische Synode von Hiereia 754.
Einleitung,Text, Übersetzung und Kommentar ihres Horos, Tübingen 2002. Μεταφρασμένα στα γερ-
μανικά και σχολιασμένα τα σωζόμενα αποσπάσματα των αποφάσεων της συνόδου της Ιέρειας.
19
Νικήτας Πάσσαρης

ήταν να επιβάλει την αυτοκρατορική εικονομαχική πολιτική ως την ορθόδοξη


πίστη της Εκκλησίας. Μετά την Ιέρεια άρχισαν οι διώξεις των εικονολατρών και
οι καταστροφές των εικόνων. Οι περισσότερες διώξεις ασκήθηκαν ενάντια στους
μοναχούς που ήταν ιδιαίτερα δημοφιλείς και περισσότερο ανεξάρτητοι από την
κρατική εξουσία σε σύγκριση με τον επισκοπικό κλήρο, ενώ η εφαρμογή των
αυτοκρατορικών αποφάσεων στην περιφέρεια εξαρτώνταν από το ζήλο των τοπι-
κών κυβερνητών. Ο Λέων Δ΄ (775-780) που διαδέχτηκε τον Κωνσταντίνο σταμά-
τησε τις διώξεις και επανέφερε πολλούς εικονολάτρες από την εξορία. Το 787 η
σύζυγός του Ειρήνη η Αθηναία (797-802), επίτροπος του ανήλικου γιου της Κων-
σταντίνου ΣΤ΄, συγκάλεσε την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια υπό την προ-
εδρία του πατριάρχη Ταράσιου, η οποία επανέφερε τη λατρεία των εικόνων.
Η δεύτερη περίοδος της Εικονομαχίας άρχισε το 814 με την απομάκρυνση για
δεύτερη φορά της εικόνας του Χριστού από τη Χαλκή Πύλη από τον Λέοντα Ε΄
τον Αρμένιο (813-820). Κατά τον Ostrogorsky στη δεύτερη περίοδο της Εικονο-
μαχίας διαφαίνεται περισσότερο το βαθύτερο κίνητρο της εικονομαχικής πολιτι-
κής, που ήταν η προσπάθεια της αυτοκρατορικής εξουσίας να υποτάξει την εκκλη-
σιαστική εξουσία και να επιβάλει τις απόψεις της. Το 815 η εικονομαχική σύνοδος
που συγκλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη απαγόρευσε τη λατρεία των εικόνων,
ενώ ο αυτοκράτορας πήρε μέτρα εναντίον των εικονολατρών. Το 820 ο Λέων
δολοφονήθηκε και αυτοκράτορας ανακηρύχθηκε ο Μιχαήλ Β΄ (820-829), που
σταμάτησε τις διώξεις. Ο γιος και διάδοχός του Θεόφιλος (829-842) επανέλαβε
τις διώξεις σε μικρότερη κλίμακα από ό,τι οι προκάτοχοί του και η Εικονομαχία
βίωσε την τελευταία της αναλαμπή. Μετά το θάνατο του Θεόφιλου η αυτοκράτει-
ρα Θεοδώρα ενεργώντας ως κηδεμόνας του ανήλικου γιου της Μιχαήλ Γ΄, συγκά-
λεσε το 843 σύνοδο που επανέφερε οριστικά τη λατρεία των εικόνων.

Η μαρτυρία των μνημείων


ΔΙΑΧΡΟΝΙΑ – ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ (2016)

Είναι υπερβολικό να θεωρηθεί ότι κατά τη διάρκεια της Εικονομαχίας η τέχνη


παρήκμασε λόγω της απαγόρευσης των εικονιστικών παραστάσεων από τους
εικονομάχους αυτοκράτορες. Σε αρκετές περιπτώσεις οι εικονιστικές παραστά-
σεις διατηρήθηκαν κατά τη διάρκεια της Εικονομαχίας ακόμα και σε μνημεία της
πρωτεύουσας. Ο Κωνσταντίνος Ε΄ είναι υπεύθυνος για ένα ευρύ πρόγραμμα
ανοικοδόμησης της Κωνσταντινούπολης που είχε πληγεί σημαντικά από αλλε-
πάλληλες πολιορκίες και φυσικές καταστροφές12. Ενδεικτικά αναφέρουμε την
επισκευή του υδραγωγείου του Ουαλεντινιανού13 και εκτεταμένες επισκευές στα

12
Magdalino, Paul, “Constantine V and the Middle Age of Constantinople”, Studies in the History
and Topography of Byzantine Constantinople, Ashgate 2007, 1-24.

20 13
Crow, James - Bardill, Jonathan - Bayliss, Richard, The Water Supply of Byzantine Constantinople,
London 2008, 19-20, 236.
Η απήχηση της εικονομαχικής πολιτικής των αυτοκρατόρων στη βυζαντινή τέχνη

χερσαία τείχη. Τα έργα αυτά συνεχίστηκαν και από τους εικονομάχους διαδόχους
του Κωνσταντίνου. Ο Θεόφιλος προχώρησε στην οικοδόμηση νέων παλατιών,
όπως το παλάτι της Βρυάδος που είχε έντονα στοιχεία από την ισλαμική αρχιτε-
κτονική14, ενώ πραγματοποίησε επεμβάσεις στο Μέγα Παλάτιο, στο οποίο πρό-
σθεσε μία νέα αίθουσα θρόνου, το επονομαζόμενο Τρίκογχον, και μία στοά που
ονομάστηκε Σίγμα.
Ιδιαίτερης σημασίας για τη μελέτη της εικονομαχικής πολιτικής είναι η οικο-
δόμηση νέων ναών ή η επισκευή παλαιότερων από τους αυτοκράτορες, επειδή με
τη διακόσμηση των ναών θέλησαν να εκφράσουν τις εικονομαχικές τους από-
ψεις. Τα περισσότερα μνημεία της Κωνσταντινούπολης που χρονολογούνται τον
8ο και 9ο αιώνα έχουν καταστραφεί15, ωστόσο γνωρίζουμε την ύπαρξή τους από
πηγές, όπου βλέπουμε ότι τα περισσότερα κτίστηκαν ή διακοσμήθηκαν με αυτο-
κρατορική χορηγία. Για παράδειγμα στο Βίο του Στέφανου του Νέου αναφέρεται
ότι στο ναό της Θεοτόκου των Βλαχερνών οι εικονιστικές παραστάσεις αντικα-
ταστάθηκαν από άνθη, φυτά, πτηνά και μυθικά όντα16.
Σήμερα στην Κωνσταντινούπολη σώζεται ο εικονομαχικός διάκοσμος σε δύο
σπουδαία μνημεία. Ο Κωνσταντίνος Ε΄ λίγο μετά το 753 ανοικοδόμησε τον ιου-
στινιάνειο ναό της Αγίας Ειρήνης, που είχε καταστραφεί από σεισμό λίγα χρόνια
νωρίτερα. Η ψηφιδωτή διακόσμηση της αψίδας του ιερού χρονολογείται την ίδια
περίοδο και αποτελείται από σταυρό που εδράζεται σε βαθμιδωτό βάθρο σε
χρυσό βάθος17. Το ψηφιδωτό είναι ιδιαίτερα υψηλής τεχνικής ποιότητας και απο-
τυπώνει τις εικονομαχικές αντιλήψεις του χορηγού του, Κωνσταντίνου Ε΄ για
τον οποίο το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας και ο σταυρός είναι οι μόνες αλη-
θινές εικόνες του Χριστού18. Συνοδεύεται από δύο επιγραφές που βασίζονται σε
χωρία από την Παλαιά Διαθήκη, συγκεκριμένα η πρώτη από το βιβλίο του Άμως
9:6 Ο ΟΙΚΟΔΟΜΩΝ ΕΙC ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟΝ ΤΗΝ ΑΝΑΒΑCΙΝ ΑΥΤΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ
ΕΠΑΓΓΕΛΙΑΝ ΑΥΤΟΥ ΕΠΙ ΤΗC ΓΗC ΘΕΜΕΛΙΩΝ, ΚΥΡΙΟC ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΩΡ
ΟΝΟΜΑ ΑΥΤΩ και η δεύτερη από τους Ψαλμούς 64: 5-7 (ΔΕΥΤ ΕΙ)CΟΜΕΘΑ
ΔΙΑΧΡΟΝΙΑ – ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ (2016)
14
Ricci, Alessandra, “The road from Baghdad to Byzantium and the case of the Bryas palace in Con-
stantinople”, Brubaker, L. (επιμ.), Byzantium in the ninth century: dead or alive? Papers from the Thir-
tieth Spring Symposium of Byzantine Studies, Birmingham, March 1996, Aldershot 1998, 131-149.
15
Ousterhout, Robert G., “Reconstructing ninth-century Constantinople”, Brubaker 1998, 117.
16
Auzépy, Marie-France, La Vie d’Étienne le Jeune par Étienne le Diacre, Birmingham 1997, 121. Καὶ
ὅπου μὲν ἦν Χριστοῦ ἣ τῆς Θεοτόκου καὶ τῶν ἁγίων σεπταὶ εἰκόνες, ἣ πυρκαϊᾷ ἣ ἀνορύξει ἣ ἀναχρίσει
παρεδίδοντο, εἰ δὲ ἦν δένδρα ἢ ὄρνεα ἢ ζῷα ἄλογα, μάλιστα δὲ τὰ σατανικὰ ἱππηλάσια, κυνήγια, θέ-
ατρα καὶ ἱπποδρόμια ἀνιστορημένα, ταῦτα τιμητικῶς ἐναπομένειν καὶ ἐκλαμπρύνεσθαι.
17
van Millingen, Alexander, Byzantine Churches in Constantinople. Their History and Architecture,
London 1912, 94-96, πιν. XX. Cormack, Robin, “The Arts during the Age of Iconoclasm”, Bryer, Α.
& Herrin, J., Iconoclasm, Birmingham 1977, 35-36, εικ. 2. Grabar, André, L’Iconoclasme byzantine.
Le Dossier archéologique, Paris 1984², 175, εικ. 87.
18
Brubaker & Haldon 2001, 19. Για το δόγμα της θείας Ευχαριστίας κατά την περίοδο της Εικονο-
μαχίας, Gero, Stephen, “The eucharistic doctrine of the Byzantine Iconoclasts and its sources”, BZ
68 (1975), 4-22.
21
Νικήτας Πάσσαρης

ΕΝ ΤΟΙC ΑΓΑΘΟΙC ΤΟΥ ΟΙΚΟΥ CΟΥ ΑΓΙΟC Ο ΝΑΟC CΟΥ ΘΑΥΜΑCΤΟC ΕΝ


ΔΙΚΑΙΟCΥΝΗ ΕΠΑΚΟΥCΟΝ ΗΜΩΝ Ο Θ[ΕΟ]C Ο C[ΩΤ]ΗΡ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙC
ΠΑΝΤΩΝ ΤΩΝ ΠΕΡΑΤΩΝ ΤΗC ΓΗC ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΝ ΘΑΛΑCCΗ ΜΑΚ(ΡΑ)[Ν].
Η δεύτερη επιγραφή είναι παραλλαγή χωρίου από το τυπικό της ακολουθίας
εγκαινίων ναού. Λείψανα ανεικονικής διακόσμησης αποτελούμενης από σταυ-
ρούς, διακρίνονται επίσης στο νότιο κλίτος του ναού.
Στην Αγία Σοφία, στο χώρο που ταυτίζεται με το σεκρέτον του πατριαρχείου,
στο νοτιοδυτικό τμήμα του ναού, απεικονίζονται στο νότιο τύμπανο σταυροί
μέσα σε μετάλλια που αντικατέστησαν μορφές αγίων, ενώ η καμάρα του ίδιου
χώρου ήταν διακοσμημένη από τον 6ο αιώνα με πολύχρωμα φυτικά κοσμήματα19.
Η αντικατάσταση των μορφών με τους σταυρούς έχει συνδεθεί –βάσει των όσων
αναφέρουν στα έργα τους ο Θεοφάνης και ο πατριάρχης Νικηφόρος– με τον
εικονομάχο πατριάρχη Νικήτα και επομένως χρονολογείται λίγο πριν το 77020.
Εκτός από την Κωνσταντινούπολη σε δύο άλλες μεγάλες πόλεις της βυζαντι-
νής αυτοκρατορίας, στη Νίκαια και στη Θεσσαλονίκη, υπάρχουν μνημεία με διά-
κοσμο που χρονολογείται την περίοδο της Εικονομαχίας.
Στη Βιθυνία της Μικράς Ασίας τόπο εξορίας αρκετών εικονολατρών, αρκετοί
ναοί και μονές που κτίστηκαν από μητροπολίτες ή μοναχούς χρονολογούνται τον
8ο και 9ο αιώνα. Στον κατεστραμμένο σήμερα ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου
στη Νίκαια, καθολικό της Μονής Υακίνθου, ο σταυρός που αντικατέστησε την
παράσταση της Βρεφοκρατούσας στο τεταρτοσφαίριο της αψίδας, χρονολογείται
στα χρόνια της βασιλείας του Κωνσταντίνου του Ε΄21. Ωστόσο, οι εικονομάχοι
στο μνημείο της Νίκαιας δεν κατέστρεψαν τη σκηνή της Ετοιμασίας στην κορυφή
της καμάρας μπροστά από την αψίδα. Μετά το τέλος της Εικονομαχίας ο σταυρός
αντικαταστάθηκε εκ νέου με την παράσταση της όρθιας Βρεφοκρατούσας. Στις
φωτογραφίες από τη μονογραφία του Schmit που τραβήχτηκαν στις αρχές του
20ού αιώνα διακρίνεται το περίγραμμα των κεραιών του εικονομαχικού σταυρού
πίσω από την όρθια Θεοτόκο22. Μάλιστα η αντικατάσταση του ανεικονικού διά-
κοσμου έγινε αμέσως μετά τη λήξη της Εικονομαχίας, κάτι που δεν συνέβη στο
ΔΙΑΧΡΟΝΙΑ – ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ (2016)

ναό της Αγίας Σοφίας στην Θεσσαλονίκη, όπου η ψηφιδωτή παράσταση της Βρε-
φοκρατούσας αντικατέστησε τον εικονομαχικό σταυρό τον 11ο αιώνα.

19
Underwood, Paul A., “Notes on the Work of the Byzantine Institute in Istanbul: 1954”, DOP 9-10
(1955-56), 292-293, εικ. 107-108. Mango, Cyril, Materials for the Study of the Mosaics of St. Sophia at
Istanbul, DOS VIII, Washington 1962, 45. Brubaker & Haldon, 2001, 21. Cormack, Robin, Byzantine
Art, Oxford 2000, 94-95, εικ. 52. Αξιοπρόσεκτο είναι ότι, μολονότι οι σταυροί αντικατέστησαν τις
μορφές μέσα στα μετάλλια, ο φυτικός διάκοσμος που χρονολογείται τον 6o αιώνα παρέμεινε ανέ-
παφος.
20
Cormack, Robin & Hawkins, Ernest J. W., “The Mosaics of St. Sophia at Istanbul: The rooms above
the southwest vestibule and ramp”, DOP 31 (1977), 210-212, εικ. 20-23.
21
Brubaker & Haldon 2001, 21-23, εικ. 11-13, με συγκεντρωμένη την παλαιότερη βιβλιογραφία.

22 22
Schmit, Theodor, Die Koimesis-Kirche von Nikaia. Das Bauwerk und die Mosaiken, Berlin-Leipzig
1927, πιν. XX.
Η απήχηση της εικονομαχικής πολιτικής των αυτοκρατόρων στη βυζαντινή τέχνη

Στο τεταρτοσφαίριο της αψίδας του μητροπολιτικού –από τα τέλη του 8ου
αιώνα– ναού της Θεσσαλονίκης, διακρίνεται το περίγραμμα κεραιών σταυρού
που χρονολογείται από τα συμπιλήματα των ονομάτων της Ειρήνης και του Κων-
σταντίνου ΣΤ΄ (780-797) στην περίοδο μεταξύ Α΄ και Β΄ Εικονομαχίας. Οι κεραί-
ες του σταυρού κλίνουν ελάχιστα προς τα κάτω, ώστε να εμφανίζονται ως ορι-
ζόντιες από το επίπεδο του δαπέδου, τεχνική που παρατηρείται και στο σταυρό
της Αγίας Ειρήνης. Επίσης, η καμάρα του ιερού διακοσμείται με σταυρό που περι-
βάλλεται από αστέρια μέσα σε μετάλλιο και συνοδεύεται από επιγραφή που ανα-
φέρει τον επίσκοπο Θεόφιλο23. Το βόρειο και το νότιο τμήμα της καμάρας διακο-
σμούνται με ορθογώνια που περικλείουν εναλλάξ σταυρούς και φύλλα κισσού,
παρόμοιων με τους σταυρούς της Αγίας Σοφίας και της Αγίας Ειρήνης στην Κων-
σταντινούπολη24. Στην περίπτωση της Αγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης μάλλον το
μνημείο διακοσμήθηκε με ανεικονικά θέματα μετά την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο
της Νίκαιας που είχε επαναφέρει τη λατρεία των εικόνων. Πιθανή εξήγηση για
αυτό, είναι ότι το εικονογραφικό πρόγραμμα είχε σχεδιαστεί πριν από το 787 και
ακολουθήθηκε χωρίς καμία διαφοροποίηση ή ότι ο ναός διακοσμήθηκε κατά την
επίσκεψη της Ειρήνης στη Θεσσαλονίκη το 783.
Στη Θεσσαλονίκη βρίσκεται ένα ακόμα μνημείο που ανάγεται στα χρόνια της
Εικονομαχίας. Στην περίοδο βασιλείας του Θεόφιλου έχει χρονολογηθεί ο ανει-
κονικός διάκοσμος σε έναν άγνωστο ναό, στη διακόσμηση του οποίου κυρίαρχο
σύμβολο είναι ο σταυρός25. Η απουσία επιγραφής δεν μας επιτρέπει να γνωρίζου-
με την ακριβή χρονολόγηση, την ονομασία του ναού ή ακόμα και τους χορηγούς
του, ωστόσο από ορισμένους ερευνητές ο ναός ταυτίζεται με το καθολικό της
Μονής Προδρόμου26.
Εκτός των μνημείων στα μεγάλα κέντρα της αυτοκρατορίας, στην περιφέρεια
έχουν εντοπιστεί ναοί με ανεικονικό διάκοσμο που σε αρκετές περιπτώσεις έχει

23
Βελένης, Γεώργιος Μ., Μεσοβυζαντινή Ναοδομία στη Θεσσαλονίκη, Αθήνα 2003, 71. Εκτενέστερο
σχολιασμό των δύο μονογραμμάτων και της επιγραφής καθώς και μεταγραφή τους βλ. Spieser, Jean-
ΔΙΑΧΡΟΝΙΑ – ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ (2016)
Michel, “Inventaires en vue d’un recueil des inscriptions de Thessalonique”, Travaux et Mémoires 5
(1973), 159.
24
Brubaker & Haldon 2001, 23-24. Cormack, Robin, “The apse mosaics of S. Sophia at Thessaloniki”,
ΔΧΑΕ Ι, (1980-81), 114-126, πίν. 22. Cormack 1975, 36, εικ. 3-4.
25
Εὐαγγελίδης, Δημήτριος, «Εἰκονομαχικὰ μνημεῖα ἐν Θεσσαλονίκῃ», ΑΕ 1937, 341-351. Évange-
lidès, Démétrios, “Restes de fresques de l’époque des iconoclastes à Thessalonique”, Atti del V Con-
gresso Internazionale di Studi Bizantini, Roma 20-26 settembre 1936, vol. II, Roma 1940, 107-108.
Lafontaine-Dosogne, Jacqueline, “Pour une problématique de la peinture d’église byzantine à l’époque
iconoclaste”, DOP 41 (1987), 323-324, εικ. 1. Η Lafontaine-Dosogne αντιμετωπίζει με επιφυλακτι-
κότητα τη χρονολόγηση στο α΄ μισό του 9ου αιώνα.
26
Θεοχαρίδης, Γεώργιος Ἰ., «Μία ἐξαφανισθεῖσα μεγάλη μονὴ τῆς Θεσσαλονίκης, ἡ μονὴ τοῦ Προ-
δρόμου», Μακεδονικά 18 (1978), 1-26. Το καθολικό της μονής μετατράπηκε μετά την άλωση της
πόλης από τους Οθωμανούς σε μουσουλμανικό τέμενος. Ruggieri, Vincenzo, “Byzantine Religious
Architecture (582-867): Its History and Structural Elements”, OCA, Ρώμη 1991, 258-259. Το μνημείο
ταυτίζεται με το καθολικό της Μονής Ιωάννου του Βαπτιστού που οικοδομήθηκε επί Θεοφίλου και
ανακαινίστηκε στο α΄ μισό του 10ου αιώνα.
23
Νικήτας Πάσσαρης

συνδεθεί με την εικονομαχική πολιτική των αυτοκρατόρων. Περισσότεροι από


πενήντα ναοί στον ελλαδικό χώρο και την Κρήτη27, στην Κύπρο28, στην Καππα-
δοκία29, ακόμα και στη Χερσώνα της Κριμαίας30, διακοσμούνται με ανεικονικά
θέματα. Στον ελλαδικό χώρο οι περισσότεροι εντοπίζονται στα νησιά του Αιγαί-
ου, στην πλειοψηφία τους στη Νάξο, όπου μέχρι σήμερα σε περίπου είκοσι ναούς
έχουν εντοπιστεί ανεικονικές τοιχογραφίες31, από αυτούς όμως μόνον τρεις
έχουν μελετηθεί διεξοδικά. Προβληματική όμως είναι ακόμα και σήμερα η χρο-
νολόγηση με βεβαιότητα των υπολοίπων, καθώς η διακόσμησή τους με ανεικονι-
κά θέματα δεν σημαίνει απαραίτητα χρονολόγησή τους την περίοδο της Εικονο-
μαχίας. Ανεικονικά μοτίβα στη βυζαντινή τέχνη εμφανίζονται ήδη από την
παλαιοχριστιανική περίοδο και εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται μετά το
τέλος της Εικονομαχίας32. Για παράδειγμα, ο ναός του Αγίου Παύλου στην Ικαρία
που διακοσμείται με ανεικονικές τοιχογραφίες με κυρίαρχο μοτίβο το σταυρό,
χρονολογήθηκε από τον Δ. Πάλλα βάσει επιγραφικών στοιχείων τον 12ο

27
Πάσσαρης, Νικήτας, Ναοί στον ελλαδικό χώρο και την Κύπρο με ανεικονικό διάκοσμο. Μία συ-
νολική προσέγγιση, Αθήνα 2007 (αδημοσίευτη διπλωματική εργασία). Συγκεντρώνονται 34 μνημεία
από τον ελλαδικό χώρο και δύο από την Κύπρο, εκ των οποίων τα περισσότερα βρίσκονται στο χώρο
του Αιγαίου και ειδικότερα στο νησί της Νάξου. Στη Νάξο έχει εντοπιστεί ο μεγαλύτερος αριθμός
ναών με ανεικονικό διάκοσμο. Στην εργασία βρίσκεται επίσης συγκεντρωμένη η παλαιότερη βιβλιο-
γραφία για τα μνημεία του ελλαδικού χώρου και της Κύπρου μέχρι το 2007.
28
Στο νησί της Κύπρου μέχρι σήμερα έχουν εντοπιστεί δύο ανεικονικά στρώματα. Το πρώτο στο ναό
της Αγίας Παρασκευής στη Γεροσκήπου Πάφου και το δεύτερο στο ναό της Αγίας Βαρβάρας στην
Κορόβια της Καρπασίας στην κατεχόμενη Κύπρο. Για τα δύο μνημεία βλ. πρόσφατα: Φούλιας, Αν-
δρέας, «Η ανεικονική ζωγραφική στην Αγία Παρασκευή Γεροσκήπου», Κυπριακαί Σπουδαί ΞΖ΄-
ΞΗ΄(2003-2004), 123-145.
29
Εξαιρετικά εκτενής είναι η βιβλιογραφία για τα μνημεία της Καππαδοκίας με ανεικονικό διάκοσμο.
Ενδεικτικά: Wharton Epstein, Ann, “The Iconoclast Churches of Cappadocia”, Bryer & Herrin 1977,
103-111. Thierry, Nicole, “Mentalité et formulation iconoclastes en Anatolie”, Journal des Savants
ΔΙΑΧΡΟΝΙΑ – ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ (2016)

(avril-juin 1976), 81-130. Της ιδίας, “L’iconoclasme en Cappadoce d’après les sources archéologiques.
Origines et modalités”, Rayonnement grec, Hommage à Charles Delvoye, Bruxelles 1982, 389-403. Της
ιδίας, “Topographie ponctuelle de l’iconomachie en Asie Mineure”, ΕΥΨΥΧΙΑ, Mélanges offerts à Hé-
lène Ahrweiler, II, Paris 1998, 651-671.
30
Lazarev, Viktor, Storia della pittura bizantina, Torino 1967, 109-110. Lafontaine-Dosogne 1987,
332.
31
Μαστορόπουλος, Γεώργιος Σ., Νάξος, Το Άλλο Κάλλος. Περιηγήσεις σε βυζαντινά μνημεία, Αθήνα
2006, 68-70. Ο Μαστορόπουλος τοποθετεί χρονικά τις ανεικονικές τοιχογραφίες στον 9ο αιώνα και
στο α΄ μισό του 10ου αιώνα και τις συνδέει κατ’αρχάς με την Εικονομαχία.
32
Έχουν προταθεί διαφορετικές χρονολογήσεις για τα μνημεία με ανεικονικό διάκοσμο. Βλ. ενδει-
κτικά: Pallas, Dimitrios I., “Les decorations aniconiques des églises dans les îles de l’Archipel”, Feld,
O., Peschlow, U. (επιμ.), Studien zür spätantiken und byzantinischen Kunst, Fr. W. Deichmann ge-
widmet, 10 (1986), II, 171-179. Σύμφωνα με τον Πάλλα ο ανεικονικός διάκοσμος δεν συνδέεται σε
όλες τις περιπτώσεις με την εικονομαχία. Συνδέει τον ανεικονικό διάκοσμο με μία ιδεολογία εχθρική
24 στις εικονιστικές παραστάσεις, η οποία εμφανίστηκε την παλαιοχριστιανική περίοδο και αναβίωσε
σε διάφορες περιόδους.
Η απήχηση της εικονομαχικής πολιτικής των αυτοκρατόρων στη βυζαντινή τέχνη

αιώνα33. Επιπλέον, στις περισσότερες περιπτώσεις οι ανεικονικές τοιχογραφίες


σώζονται αποσπασματικά και πολύ συχνά καλύφθηκαν από μεταγενέστερες
εικονιστικές παραστάσεις. Εκτός του ζητήματος της χρονολόγησης είναι αρκετά
δύσκολο να μιλήσουμε για το εικονογραφικό πρόγραμμα ενός εικονομαχικού
ναού και αν αυτό είχε θεολογικό υπόβαθρο.
Ένα άλλο ερώτημα που τίθεται είναι ποιοι ήταν οι χορηγοί ή παραγγελιοδότες
των ανεικονικών τοιχογραφιών στα μνημεία της περιφέρειας και αν ήταν όντως
φορείς εικονομαχικών απόψεων ή άλλοι λόγοι επέβαλλαν τη διακόσμηση των
ναών με ανεικονικές παραστάσεις. Γεννάται επίσης το ερώτημα αν η κεντρική
εξουσία επέβαλλε ή ενθάρρυνε την οικοδόμηση ναών και τη διακόσμησή τους με
ανεικονικές τοιχογραφίες. Είναι βέβαιο ότι η λήξη της Εικονομαχίας το 843 με
την οριστική αναστήλωση των εικόνων δεν σηματοδοτεί την αυτόματη εξαφάνι-
ση των ανεικονικών θεμάτων στη βυζαντινή τέχνη. Ακόμα και μετά το 843 οι
εικονομαχικές απόψεις επιβίωσαν και η αναστήλωση των εικόνων κατά τη διάρ-
κεια του 9ου αιώνα πραγματοποιήθηκε με αργούς ρυθμούς.
Προτού αναφερθούμε στο ζήτημα των χορηγών θα κάνουμε μία σύντομη
ανάλυση του συμβόλου του σταυρού που αναδείχθηκε στο κατεξοχήν σύμβολο
των εικονομάχων.

Το σύμβολο του σταυρού


Όπως αναφέρθηκε ήδη, οι εικονομάχοι εξέλαβαν το σύμβολο του σταυρού
μαζί με το μυστήριο της θείας Ευχαριστία ως τη μόνη αληθινή εικόνα του Χρι-
στού34. Για το λόγο αυτό αντικατέστησαν την εικόνα του Χριστού και στη θέση
της τοποθέτησαν το σταυρό στην Χαλκή Πύλη, στις αψίδες των ναών και στα
νομίσματα. Το συμβολικό νόημα του σταυρού είναι εξαιρετικά ισχυρό καθώς
σχετίζεται με τον αυτοκρατορικό οίκο αλλά μπορεί επίσης να θεωρηθεί έμβλημα
του Χριστιανισμού εναντίον του Ισλάμ που εκείνη την περίοδο επεκτείνεται35. Το
ΔΙΑΧΡΟΝΙΑ – ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ (2016)
σύμβολο του σταυρού άμεσα σχετιζόμενο με τη νίκη36, είναι το παλαιότερο χρι-
στιανικό σύμβολο. Εξάλλου, έχει χρησιμοποιηθεί και παλαιότερα στη βυζαντινή
τέχνη37. Για παράδειγμα, ο σταυρός κυριαρχεί στην αρχική ανεικονική διακόσμη-

33
Pallas, Dimitrios I., “Eine anikonische lineare Wanddekoration auf der Insel Ikaria”, JÖB 23 (1974),
271-314. Βάσει των επιγραφικών μαρτυριών οι τοιχογραφίες του ναού χρονολογούνται με ακρίβεια,
σύμφωνα με τον Πάλλα, το 1103/04.
34
Parry, Ken, Depicting the World. Byzantine Iconophile Thought of the Eighth and Ninth Centuries,
Leiden 1996, 178.
35
Moorhead, John, “Iconoclasm, the Cross and the Imperial Image”, Byzantion 55 (1985), 165-179.
36
Gero, Stephen, “What were the Holy Images of the Iconoclasts?”, στο: Feulner, H. J., Velkovska, E.,
Taft, S. J. R. F. (επιμ.), Crossroad of Cultures. Studies in Liturgy and Patristics in Honor of Gabriele
Winkler, OCA 260 (2000), 339.
37
Ήδη από την παλαιοχριστιανική περίοδο το σύμβολο του σταυρού απεικονίζεται στην αψίδα του
25
Νικήτας Πάσσαρης

ση της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη. Ενδεχομένως η χρήση του θέμα-


τος του σταυρού αποτελεί για τους εικονομάχους επιστροφή στην παράδοση της
θρησκευτικής τέχνης. Ο σταυρός την περίοδο αυτή έχει τριπλό νόημα: α) είναι ο
ζωοποιός σταυρός, β) συνδέεται με τον θεόσταλτο αυτοκρατορικό θρίαμβο όταν
συνοδεύεται από την επιγραφή ΙC ΧC ΝΙΚΑ, για παράδειγμα ο σταυρός στο ναό
του Αγίου Χαραλάμπους στη Μαρώνεια της Θράκης38 και στο ναό της Παναγίας
Καλορίτισσας στη Νάξο39, γ) ο μαργαριτοποίκιλτος σταυρός παραπέμπει στο
σταυρό του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Με τη σημασία που έχει ο σταυρός για
τους εικονομάχους συνδέεται και η απεικόνισή του στα νομίσματα, ειδικότερα
στο μηλιαρήσιον που κόπηκε για πρώτη φορά από τον Λέοντα Γ΄40. Ο σταυρός
για τους εικονομάχους είναι επίσης το καύχημα των πιστών. Από κείμενο του
Θεόδωρου Στουδίτη σώθηκε το επίγραμμα που συνόδευε τον σταυρό που τοπο-
θετήθηκε στη Χαλκή Πύλη από τον Λέοντα Ε΄ και αντικατέστησε την εικόνα του
Χριστού: Εἰς τὴν πύλην τῆς Χαλκῆς ὑποκάτω τοῦ σταυροῦ. Ἄφωνον εἶδος καὶ
πνοῆς ἐξηρμένον Χριστὸν γράφεσθαι μὴ φέρων ὁ δεσπότης, ὕλῃ γεηρᾷ ταῖς γρα-
φαῖς πατουμένη, Λέων σὺν υἱῷ τῷ νέῳ Κωνσταντίνῳ σταυροῦ χαράττει τὸν τρι-
σόλβιον τύπον, καύχημα πιστῶν, ἐν πύλαις ἀνακτόρων41. Στην Καππαδοκία,
περιοχή που έχει εντοπιστεί μεγάλος αριθμός ναών με ανεικονικό διάκοσμο, ο
σταυρός είναι το κυρίαρχο θέμα και εντοπίζεται στο ιερό των ναών αλλά και
στον τρούλλο42. Το ίδιο συμβαίνει και στον ελλαδικό χώρο, όπου ο σταυρός είναι
το κυρίαρχο μοτίβο μαζί με γεωμετρικά και φυτικά θέματα και απεικονίζεται
συνήθως στην κόγχη του ιερού. Σχετικά με την απεικόνιση του σταυρού στην
αψίδα μπορούμε να πούμε ότι για τους Εικονομάχους αντικαθιστούσε την εικόνα

ιερού. Για την απεικόνιση του σταυρού στην αψίδα των ναών της παλαιοχριστιανικής περιόδου βλ.
Ihm, Christa, Die Programme der christlichen Apsismalerei vom vierten Jahrhundert bis zur Mitte des
achten Jahrhuderts, Wiesbaden 1960, 76-94.
38
Ἀλιπράντης, Θεολόγος Χ., «Ἀνασκαφὴ εἰς Ἅγιον Χαράλαμπον Μαρονείας Κομοτηνῆς», ΕΕΒΣ 42
(1975-76), 320. Του ιδίου, Βυζαντινὴ Μαρώνεια, Ἀνασκαφὴ στὸν Ἅγιο Χαράλαμπο, Θεσσαλονίκη
1984, 77-92.
ΔΙΑΧΡΟΝΙΑ – ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ (2016)

39
Χατζηδάκης, Μανόλης, «Μεσαιωνικὰ Κυκλάδων, Καλορείτισσα, Ναὸς Γεννήσεως», ΑΔ 22 (1967),
Χρονικά Β1, σ. 30, πίν. 53β. Παναγιωτίδη, Μαρία, «Η Εκκλησία της Γέννησης στο Μοναστήρι της
Παναγίας της Καλορίτισσας στη Νάξο. Φάσεις Τοιχογράφησης», Αντίφωνον, Αφιέρωμα στον καθη-
γητή Ν. Β. Δρανδάκη, Θεσσαλονίκη 1994, 553-554.
40
Barber, Charles, Figure and Likeness. On the Limits of Representation in Byzantine Iconoclasm,
Princeton 2002, 88-89, εικ. 27. Breckenridge, James D., “The Iconoclast’ Image of Christ”, Gesta 11,2
(1972), 5-6.
41
Grabar 1984², 161.
42
Millet, Gabriel, “Les iconoclastes et la croix. A propos d’une inscription de Cappadoce”, BCH 34
(1910), 96-109. Thierry, Νicole, “Iconographie et Culte de la Croix en Asie Mineure, en Transaucasie
et en Syrie et Mesopotamie byzantines”, Annuaire Ecole Pratique des Hautes Etudes LXXXII (1972),
209-212. Της ιδίας, “La croix en Cappadoce. Typologie et valeur representative”, Le site monastique
copte des Kellia. Sources historiques et explorations archéologiques, Actes du Colloque de Genève, 13
26 au 15 août 1984, Genève 1986, 197-212. Της ιδίας, La Cappadoce de l’Antiquité au Moyen Âge, Turn-
hout 2002, 135.
Η απήχηση της εικονομαχικής πολιτικής των αυτοκρατόρων στη βυζαντινή τέχνη

του αναστηθέντος Χριστού, ο οποίος διά του σταυρού νίκησε τον Άδη. Σε αρκε-
τά μνημεία ο σταυρός είναι φυλλοφόρος, σύμβολο της σωτηρίας και της αιώνιας
ζωής, θέμα διαδεδομένο και στην παλαιοχριστιανική τέχνη43.
Στην Καππαδοκία η προβολή του σταυρού σχετίζεται με τις αραβικές επιδρο-
μές, καθώς με το σύμβολο του σταυρού οι πληθυσμοί εξέφρασαν το έντονο θρη-
σκευτικό τους συναίσθημα και την αντίθεση ενάντια στους Άραβες44. Στα ελλα-
δικά μνημεία δεν είναι σαφές αν ο σταυρός συμβαδίζει με την εικονομαχική πολι-
τική της κεντρικής εξουσίας ή αν είναι τοπική έκφραση, και ενδεχομένως σε ορι-
σμένες περιπτώσεις αντίδραση στις αραβικές επιδρομές45. Τόσο οι εικονομάχοι,
όσο και οι εικονολάτρες εξήραν τη σπουδαιότητα και τη δύναμη του συμβόλου
του σταυρού, κάτι που γίνεται αντιληπτό καθώς εξακολούθησε να χρησιμοποιεί-
ται και μετά την Εικονομαχία, ενώ –όπως στην περίπτωση της Αγίας Ειρήνης–
δεν αντικαταστάθηκε με εικονιστική παράσταση46.

Χορηγοί-παραγγελιοδότες
Το θέμα των παραγγελιοδοτών των μνημείων αυτής της περιόδου δεν έχει
εξεταστεί διεξοδικά και η μελέτη των επιγραφών προσφέρει κάποια στοιχεία.
Στην Κωνσταντινούπολη, όπως προαναφέρθηκε, χορηγοί είναι οι αυτοκράτορες,
δεν γνωρίζουμε όμως αρκετά πράγματα για τους χορηγούς των επαρχιακών μνη-
μείων. Πιθανότατα στις περιπτώσεις που σχολιάζονται στο παρόν κείμενο ισχύει
αυτό που υποστήριξε ο Cormack μιλώντας για την επαρχιακή τέχνη του 9ου
αιώνα, ο οποίος θεωρεί ότι η τέχνη χρησιμοποιήθηκε για την προώθηση και προ-
βολή τοπικών αρχόντων.
Σχετικά με τους χορηγούς των επαρχιακών μνημείων θα επικεντρωθούμε σε
συγκεκριμένα μνημεία της Νάξου, για τα οποία είναι αποδεκτό από τους περισ-
σότερους ερευνητές ότι χρονολογούνται τον 8ο με 9ο αιώνα47. Στην Καππαδοκία
ΔΙΑΧΡΟΝΙΑ – ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ (2016)
43
Talbot Rice, David, “The Leaved Cross”, Byzantinoslavica 11 (1950), 72-81.
44
Thierry, Nicole, “Le culte de la croix dans l’empire byzantine du VIIe siècle au Xe dans ses rapports
avec la guerre contre l’infidele. Nouveaux témoignages archéologiques”, Rivista di Studi Bizantini e
Slavi 1 (1981), 218.
45
Brubaker, Leslie, “On the Margins of Byzantine Iconoclasm”, XXe Congrès International des Études
Byzantines, Collége du France-Sorbonne, 19-25 août 2001, Pré-acts, Paris 2001, 215. Η Brubaker δια-
τυπώνει μία διαφορετική άποψη για τα ανεικονικά μνημεία της Νάξου. Θεωρεί ότι χρονολογούνται
το νωρίτερο το β΄ μισό του 9ου αιώνα και δεν φαίνεται να απηχούν τις εικονομαχικές απόψεις της
πρωτεύουσας.
46
Cormack, Robin, “Away from the Centre: ‘Provincial’ Art in the Ninth Century”, Brubaker 1998, 158.
47
Διαφορετική χρονολόγηση προτείνει ο Χρηστίδης. Συνδέει τον ανεικονικό διάκοσμο του Αγίου
Αρτεμίου και της Αγίας Κυριακής με την αραβική κατάκτηση της Νάξου (904-961) στηριζόμενος
στις ισλαμικές επιδράσεις που εντοπίζονται στις τοιχογραφίες. Christides, Vassilios, The Conquest
of Crete by the Arabs (ca. 824). A Turning Point in the Struggle Between Byzantium and Islam, Ἀθῆναι
1984, 128-133. Χρονολόγηση μετά την Εικονομαχία προτείνει και η Lafontaine-Dosogne 1987, 334.
27
Νικήτας Πάσσαρης

επίσης εντοπίζονται επιγραφές σε μνημεία με ανεικονικό διάκοσμο, αλλά η χρο-


νολόγησή τους την περίοδο της Εικονομαχίας αμφισβητείται από ορισμένους
ερευνητές. Στη Νάξο σε έξι ναούς με ανεικονικό διάκοσμο σώζονται σήμερα επι-
γραφές, οι οποίες προσφέρουν πληροφορίες για τους χορηγούς των τοιχογρα-
φιών. Στον ναό του Αγίου Αρτεμίου σε επιγραφή στο νότιο τμήμα της καμάρας
αναφέρεται ένας οικονόμος χωρίς όμως να κατονομάζεται, πιθανότατα για
λόγους ταπεινότητας48. Στον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο Δανακού (εικ. 1) η επι-
γραφή διατρέχει το γείσο της αψίδας49. Πρόκειται για αφιερωματική επιγραφή
που αναφέρει το χορηγό, ο οποίος είναι πάλι οικονόμος και ονομάζεται Αγαπη-
τός50. Στην Αγία Κυριακή στην Απείρανθο (εικ. 2) διακρίνεται η λέξη ΥΚΟΝΟ-
ΜΟΝ51. Στον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο στ’ Αδησαρού (εικ. 3) σώζονται αποσπα-
σματικά τρεις επιγραφές στην αψίδα52. Στη βάση του τεταρτοσφαιρίου διαβάζε-
ται ΤΟΝ ΘΕΟΝ και ΤΕΚΝΟΝ ΠΑΝΥΚΗ. Στον κοσμήτη έχει αναγνωστεί ΤΗΝ
ΠΑΡΘΕΝΟΝ ΘΕΟ(ΤΟΚΟΝ) ή ΠΑΡΘΕΝΟΥ ΘΕΟ(ΛΟΓΟΥ)53. Στην Αγία Κυριακή
ή Σταυρό στη θέση Κακαβάς στην Απείρανθο αναφέρεται στην κτητορική επι-
γραφή, που δύσκολα διακρίνεται στο υπέρθυρο της εισόδου, ο πρεσβύτερος
Πέτρος με τη σύζυγο και τα τέκνα του54. Τέλος, στην Παναγία Καλορίτισσα η

48
Για τον ναό του Αγίου Αρτεμίου στο Σαγκρί της Νάξου, Βασιλάκη-Καρακατσάνη, Αγάπη, «Εἰκο-
νομαχικὲς ἐκκλησίες στὴ Νάξο», ΔΧΑΕ περ. Δ. τ. Γ. (1962-63), 53, 63-65. Συγκεκριμένα για την επι-
γραφή στο ανεικονικό στρώμα, 64, πίν. 20α. Αναγράφεται σε κεφαλαιογράμματη γραφή:
ΜΝΗCΘΗΤΙ Κ(ύρι)Ε ΤΟΝ ΔΟΥΛΟΝ CΟΥ ΥΚΟΝΟΜΟΝ ΟΝ ΓΙΝΟCΚΗ Κ(ύριο)C ΤΑ ΟΝΟ-
ΜΑΤΑ ΑΜΗΝ. Η Βασιλάκη-Καρακατσάνη συγκρίνει την επιγραφή με ανάλογες επιγραφές ναών
της Καππαδοκίας.
49
Μαστορόπουλος, Γεώργιος Σ., «Ένας ναξιακός ναός με άγνωστο ανεικονικό διάκοσμο», 4ο Συμ-
πόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Τέχνης και Αρχαιολογίας, Πρόγραμμα και Περιλήψεις Ανακοι-
νώσεων, Αθήνα 1, 2, 3 Ιουνίου 1984, Αθήνα 1984, 32.
50
Μαστορόπουλος, Γεώργιος Σ., «Ένας Ναξιακός Ναός με άγνωστο ανεικονικό διάκοσμο», Ναξιακό
Μέλλον 489 (Αύγουστος 1984), 3-4. Ο Μαστορόπουλος που δημοσίευσε την επιγραφή, την μετα-
γράφει ως εξής: † ΥΠΕΡ ΕΥΧΗC ΚΑΙ CΟΤΗΡΕΙΑC ΚΑΙ ΑΦΕCΕΩC ΑΜΑΡΤΗΩΝ ΤΩΝ (ΔΟΥ-
ΛΩΝ) ΤΟΥ Θ(εο)Υ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΤΟΥ ΔΕΙΟΥ ΕΝΔΟΞΟΥ ΝΑΟΥ ΑΓΑΠΙΤΟΥ Π(ανοι)ΚΗ.
ΔΙΑΧΡΟΝΙΑ – ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ (2016)

51
Βασιλάκη-Καρακατσάνη 1963, 60. Η επιγραφή πλαισιώνει την κάτω κεραία σταυρού στην ανώτερη
διακοσμητική ζώνη της βόρειας τυφλής αψίδας του ναού. Η Βασιλάκη-Καρακατσάνη σχολιάζει ότι
από την επιγραφή διακρίνονται ελάχιστα καθώς είναι φθαρμένη.
52
Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Μυρτάλη, «Νέος ανεικονικός διάκοσμος εκκλησίας στη Νάξο», 3ο Συμπόσιο
Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης, Πρόγραμμα και Περιλήψεις Ανακοινώσεων,
Αθήνα 29 και 30 Απριλίου, 1 Μαΐου 1983, Αθήνα 1983, 11. Της ιδίας, «Νέος ανεικονικός διάκοσμος εκ-
κλησίας στη Νάξο. Οι τοιχογραφίες του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στ’ Αδησαρού», ΔΧΑΕ περ. Δ, τ.
ΙΒ΄ (1984), 342, εικ. 10, 13. Της ιδίας, «Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος στ’Αδησαρού», Χατζηδάκης, Μ.
(επιμ.), Νάξος, Ψηφιδωτά-Τοιχογραφίες, Βυζαντινή τέχνη στην Ελλάδα, Αθήνα 1989, 50-57.
53
Μαστορόπουλος, Γεώργιος Σ., «Σχόλιο σε επιγραφή ανεικονικού διακόσμου της Νάξου», Ναξιακά,
περ. Β΄, τχ. 1(39), (Ιούνιος-Ιούλιος-Αύγουστος 2001), 39-42.
54
Μαστορόπουλος, Σ. Γ., «Ένας Ναξιακός Ναός με άγνωστο ανεικονικό διάκοσμο», Ναξιακό Μέλλον
493 (Δεκέμβριος 1984), 3-4, σχ. 6. Στην επιγραφή σύμφωνα με τον Μαστορόπουλο αναγράφεται (†
28 υ)ΠΕΡ ΕΥΧΗC ΚΑΙ (σωτ)ΗΡΙΑC ΚΑΙ ΑΦΕCΕΩC ΑΜΑΡΤΙΟΝ (Π)ΕΤΡΟΥ ΠΡΕCΒ(υτέρου) Κ(αι)
ΤΙC CΥΜ(βίου) ΑΥΤΟΥ Κ(αι) ΤΟΝ ΤΕΚΝΟΝ ΑΥΤΟΥ.
Η απήχηση της εικονομαχικής πολιτικής των αυτοκρατόρων στη βυζαντινή τέχνη

Εικ. 1: Ο ναός του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, Δανακός Νάξου.


Άποψη από νοτιοδυτικά. (Πηγή: προσωπικό αρχείο)

ΔΙΑΧΡΟΝΙΑ – ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ (2016)

Εικ. 2: Ο ναός της Αγίας Κυριακής στην Καλλονή, Απείρανθος Νάξου.


Άποψη από δυτικά. (Πηγή: προσωπικό αρχείο)
29
Νικήτας Πάσσαρης

Εικ. 3: Ο ναός του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στ' Αδησαρού, Νάξος.
Άποψη από βορειοδυτικά. (Πηγή: προσωπικό αρχείο)
ΔΙΑΧΡΟΝΙΑ – ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ (2016)

Εικ. 4: Ο ναός των Αγίων Αναργύρων, Κατάπολα Αμοργού. Άποψη από νοτιοδυτικά.

30 (Πηγή: προσωπικό αρχείο)


Η απήχηση της εικονομαχικής πολιτικής των αυτοκρατόρων στη βυζαντινή τέχνη

επιγραφή στη νότια κόγχη μας πληροφορεί ότι το παρεκκλήσιο ήταν αρχικά
αφιερωμένο στον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο55. Το αξίωμα του οικονόμου που
φαίνεται ότι κατείχαν οι χορηγοί δύο μνημείων ήταν ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς
εκείνος μπορούσε να αντικαταστήσει τον επίσκοπο σε περίπτωση απουσίας του,
ενώ ήταν επιφορτισμένος με διοικητικά καθήκοντα και μέχρι τον 10o αιώνα το
αξίωμα μπορούσε να το κατέχει μόνο κληρικός56. Παρατηρείται λοιπόν ότι χορη-
γοί είναι ανώτεροι εκκλησιαστικοί αξιωματούχοι και αυτό έχει σημασία για την
αποδοχή ή όχι των εικονομαχικών απόψεων στο νησί της Νάξου. Το σημαντικό-
τερο στοιχείο που προσφέρουν οι επιγραφές αυτές είναι η χρονολόγηση του ανει-
κονικού στρώματος. Από τον τύπο των γραμμάτων οι μελετητές θεωρούν ότι οι
επιγραφές μπορούν να χρονολογηθούν τον 8ο με 9ο αιώνα, δηλαδή την περίοδο
της Εικονομαχίας, καθώς τις συγκρίνουν με ακριβώς χρονολογημένες επιγραφές
του β΄ μισού του 9ου αιώνα57.
Εκτός από τις δημοσιευμένες επιγραφές των ανεικονικών στρωμάτων της
Νάξου, έχουν εντοπιστεί επιγραφές και σε άλλους ναούς με ανεικονικό διάκοσμο
στον ελλαδικό χώρο, οι οποίες δυστυχώς είναι ακόμα αδημοσίευτες. Στην Κρήτη
στο ανεικονικό στρώμα του ναού του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στην Επισκοπή Κισ-
σάμου58 διακρίνονται φθαρμένες επιγραφές που συνοδεύουν τη διακόσμηση. Το
περιεχόμενο των επιγραφών είναι προς το παρόν άγνωστο.
Στην γειτονική στη Νάξο Αμοργό, δύο σημαντικά μνημεία με ανεικονικό
διάκοσμο παραμένουν ουσιαστικά αδημοσίευτα. Στους Αγίους Αναργύρους
στα Κατάπολα (εικ. 4)59 αποκαλύφθηκε το 2008, επιγραφή στο ανεικονικό
στρώμα που καλύπτει τον νότιο τοίχο. Επίσης η ανάγνωση των δυσανάγνω-
στων επιγραφών του ανεικονικού στρώματος στο ναό του Ευαγγελισμού στο

55
Χατζηδάκης 1989, πίν. 53β. Πρόκειται για δύο επιγραφές. Η πρώτη στα διάκενα σταυρού τύπου
Μάλτας αναγράφει Ι(ησού)Σ Χ(ριστό)Σ ΝΙΚΑ και η δεύτερη κάτω από τον σταυρό (οί)ΚΟ(ς) ΤΟΥ
ΑΓΙΟΥ ΙΩ(άννου) ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤ(όμου). ΔΙΑΧΡΟΝΙΑ – ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ (2016)
56
Darrouzès, Jean, Recherches sur les ὀφφίκια de l’église byzantine, Paris 1970, 16-19.
57
Βασιλάκη-Καρακατσάνη 1963, 64. Η Βασιλάκη-Καρακατσάνη αναφέρει ότι η επιγραφή στο ναό
του Αγίου Αρτεμίου έχει ομοιότητες με ανάλογες επιγραφές από μνημεία της Καππαδοκίας.
58
Ανδριανάκης, Μιχάλης Γ., «Παλαιότερα στρώματα ζωγραφικής στο ναό Επισκοπής Κισάμου», Θ΄
Διεθνές Κρητολογικό Συνέδριο, Ελούντα 1-6 Οκτωβρίου 2001, Περιλήψεις Επιστημονικών Ανακοινώ-
σεων, Ηράκλειο 2001, 154-155. Το ανεικονικό στρώμα και οι επιγραφές έχουν χρονολογηθεί από
τον Ανδριανάκη πριν από τις αραβικές επιδρομές στο νησί και έχουν συνδεθεί με τις εικονομαχικές
αντιλήψεις. Οι επιγραφές στο ανεικονικό στρώμα του ναού είναι αδημοσίευτες. Σύντομη αναφορά
στον ανεικονικό διάκοσμο της Επισκοπής, βλ. επίσης: Παπαδάκη-Oekland, Στέλλα, «Πρωτοβυζαν-
τινή και Βυζαντινή περίοδος», Ο Άγιος Νικόλαος και η περιοχή του, Ηράκλειο 2000, 56.
59
Οι τοιχογραφίες του ανεικονικού στρώματος του ναού είναι ουσιαστικά αδημοσίευτες. Παλαιότερη
αναφορά στις ανεικονικές τοιχογραφίες, βλ. Μαραγκού, Λίλα, Αμοργός Ι-Η Μινώα. Ἡ πόλις, ὁ λιμὴν
καὶ ἡ μείζων περιφέρεια, Ἀθῆναι 2002, 307. Επιγραμματική αναφορά στις ανεικονικές παραστάσεις,
Συνοδινός, Θωμάς, «Αγιογράφοι στην Αμοργό», 7 Ημέρες, Καθημερινή, Κυριακή 29 Μαΐου 2005,
28. Η γνώση της επιγραφής προκύπτει από τη συμμετοχή του γράφοντος ως επί συμβάσει αρχαι-
ολόγου στις εργασίες αποκατάστασης και συντήρησης των τοιχογραφιών του ναού.
31
Νικήτας Πάσσαρης

Εικ. 5: Ο ναός του Ευαγγελισμού, Ξυλοκερατίδι Αμοργού. Άποψη από δυτικά.


(Πηγή: προσωπικό αρχείο)

Ξυλοκερατίδι (εικ. 5)60, ενδεχομένως προσφέρει στοιχεία για την ταυτότητα


των χορηγών και συμβάλλει περισσότερο στην έρευνα αυτού του σημαντικού
μνημείου που παραμένει σχετικά άγνωστο στην επιστημονική κοινότητα.
Συμπερασματικά, το ζήτημα της χρονολόγησης παραμένει άλυτο για τα
περισσότερα μνημεία του ελλαδικού χώρου και παρόλο που ορισμένα τοποθε-
τούνται στην περίοδο της Εικονομαχίας είναι δύσκολο να αποδειχθεί η άμεση
σχέση τους με την εικονομαχική πολιτική. Ο σταυρός που είναι το κυρίαρχο ανει-
ΔΙΑΧΡΟΝΙΑ – ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ (2016)

κονικό μοτίβο δεν μπορεί απαραίτητα να ταυτιστεί με εικονομαχικές απόψεις,


καθώς χρησιμοποιείται ως διακοσμητικό μοτίβο σε όλες τις περιόδους της βυζαν-
τινής τέχνης61. Το ίδιο συμβαίνει και με αρκετά από τα υπόλοιπα ανεικονικά
θέματα που αντλούνται από την παλαιοχριστιανική τέχνη. Οι ανεικονικές τοιχο-
γραφίες των επαρχιακών μνημείων ακολουθούν ενδεχομένως τα πρότυπα των

60
Καραμπάτσος, Βασίλης, «Τοιχογραφίες της Ευαγγελίστριας στα Κατάπολα της Αμοργού», ΑΔ 43
(1988), Χρονικά, Β2, 672-675, πίν. 397β-398. Του ίδιου, «Συντήρηση τοιχογραφιών, Κατάπολα, Ναός
Ευαγγελισμού», ΑΔ 44 (1989), Χρονικά, 539-540, πίν. 291-292. Μαραγκού 2002, 317-319. Η Μα-
ραγκού συνδέει το ανεικονικό στρώμα του ναού με εικονομαχικά μνημεία της Νάξου και ως εκ τού-
του το χρονολογεί γενικά την περίοδο της Εικονομαχίας.
61
Brubaker, Leslie, “Aniconic Decoration in the Christian World (6th-11th century): East and West”,
32 Cristianità d’Occidente e cristianità d’Oriente : secoli VI-XI, Settimane di studio della Fondazione Centro
italiano di studi sull’alto medioevo, 24-30 aprile 2003, Spoleto 2004, 580-584.  
Η απήχηση της εικονομαχικής πολιτικής των αυτοκρατόρων στη βυζαντινή τέχνη

μνημείων των μεγάλων κέντρων, χωρίς αυτό να σημαίνει σε όλες τις περιπτώσεις
ότι οι χορηγοί και οι ζωγράφοι τους ήταν φορείς εικονομαχικών απόψεων. Για την
περίπτωση της Νάξου αυτό ίσως να μην ισχύει, αφού οι επιγραφές που σώζονται
στα ανεικονικά στρώματα υποδεικνύουν αποδοχή των εικονομαχικών απόψεων
– τουλάχιστον από τον κλήρο του νησιού. Βέβαια και αυτό δεν αποδεικνύεται
εύκολα, καθώς γνωρίζουμε από τις πηγές ότι οι επαρχίες της Ευρώπης δεν ασπά-
στηκαν ποτέ τις εικονομαχικές απόψεις σε αντίθεση με την Κωνσταντινούπολη
και την Μικρά Ασία που προσχώρησαν στην εικονομαχική παράταξη62. Αλλά εδώ
επανερχόμαστε στο ερώτημα κατά πόσο οι εικονόφιλες πηγές μπορούν να θεω-
ρηθούν αξιόπιστες και αντικειμενικές.

ΔΙΑΧΡΟΝΙΑ – ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ (2016)

62
Ahrweiler, Hélène, “The Geography of the Iconoclast World”, Bryer & Herrin 1977, 21-27.
33
Νικήτας Πάσσαρης

L’influence de la politique iconoclaste des empereurs


dans l’art byzantin des VIIIe-IXe siecles

Nikitas Passaris

A l'époque de l'iconoclasme, le pouvoir impérial intervenait beaucoup dans le


pouvoir religieux et les empereurs imposaient leurs points de vue sur des questions
religieuses. L'étude des sources écrites, qui doivent néanmoins être maniées avec
prudence, est précieuse pour la compréhension des évènements de cette période
et pour l'interprétation des monuments.
Le point de vue selon lequel la création artistique a été interrompue pendant la
période de l'iconoclasme doit être considérée comme erronée. De grands travaux
de construction ont été menés dans la capitale et des églises ont été restaurées et
décorées, comme l'église d'Aghia Sophia et d'Aghia Irini. Il en va de même dans
d'autres centres urbains de l'Empire, comme à Thessalonique ou à Nicée. Les mon-
uments religieux furent décorés de peintures murales aniconiques témoignant des
points de vues iconoclastes du pouvoir central.
A part les monuments des grands centres urbains, un nombre important
d'églises provinciales avec un décor aniconique a été localisé. La plupart se trouvent
en Cappadoce et en Grèce, mais leur datation à l'époque iconoclaste n'est pas ac-
ceptée par tous les chercheurs. L'étude des inscriptions qui ont été trouvées dans
certaines de ces églises de Grèce contribue en grande partie à la compréhension
de l'influence de l'art religieux iconoclaste des VIIIe et IXe siècles.
ΔΙΑΧΡΟΝΙΑ – ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ (2016)

34
Στοιχεία συγγραφέων

Αγγελής-Δημάκης Δημήτρης Λάλα Δήμητρα-Μαρία


Κάτοχος Διπλώματος Μεταπτυχιακών Σπουδών Διδάκτωρ Κλασικής Αρχαιολογίας, ΕΚΠΑ
στην Ευρωπαϊκή Ιστορία, ΕΚΠΑ E-mail: miranda.arch@gmail.com
Υποψήφιος Διδάκτωρ στην Ευρωπαϊκή Ιστορία,
Universidad Autónoma de Madrid Μηνάογλου Δήμητρα
Υποψήφια Διδάκτωρ Μεσαιωνικής Ευρωπαϊκής
Αμπούτης Αντώνης Ιστορίας
Υπ. διδάκτορας Ευρωπαϊκής Ιστορίας-Υπότρο-
φος προγράμματος «Ηρακλείτος ΙΙ» Μούτσιου Χαρούλα
Υποψήφια διδάκτωρ Ευρωπαϊκής Ιστορίας,
Βασιλοπούλου Ναυσικά ΕΚΠΑ
Ιστορικός, Δρ Βυζαντινής Ιστορίας Η Χαρούλα Μούτσιου είναι υπότροφος του
E-mail; navass@arch.uoa.gr / nafsika.vas- Ιδρύματος Παιδείας και Ευρωπαϊκού Πολιτι-
silopoulou@gmail.com σμού και του Ιδρύματος Λεβέντη.
E-mail: haroula.moutsiou@gmail.com
Βουτσινά Λήδα
Αρχιτέκτων Μηχ/κος ΕΜΠ, MsSc, υποψήφια δι- Μπίζας Κωνσταντίνος
δάκτορας ΕΜΠ Ph.D. Candidate in Political ought & Concep-
Τηλ. 697 4074841, E-mail: lvoutsina@teemail.gr tual History, University of Jyväskylä (FIN).
MA in the History of Political ought, Univer-
Γκιόκα Ασπασία sity of Exeter (UK).
Αρχαιολόγος, Διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχο- MA in Political Science & Sociology, University
λής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπι- of Athens.
στημίου Αθηνών
E-mail: aspasiagioka@yahoo.gr Ντάνου Φωτεινή
Διδάκτωρ Ευρωπαϊκής Ιστορίας, διδάσκουσα
ΔΙΑΧΡΟΝΙΑ – ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ (2016)
Ευθυμίου Μαριλένα στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο
Υπ. διδάκτωρ Θεολογίας της Θεολογικής σχολής
του Πανεπιστημίου Αθηνών Πάσσαρης Νικήτας
Δρ. Βυζαντινής Αρχαιολογίας, Τμήμα Ιστορίας
Καϊμακά Νεφέλη και Αρχαιολογίας Ε.Κ.Π.Α. nikitas.passaris@hotmail.com
Υποψήφια Διδάκτωρ Αρχαίας Ιστορίας στο
τμήμα Ιστορίας - Αρχαιολογίας ΕΚΠΑ Σακελλαρίου Αλέξανδρος
Τηλ.: 6947 203954 Δρ. Κοινωνιολογίας της Θρησκείας, Μετα-διδα-
κτορικός ερευνητής
Κωτσόπουλος Σοφοκλής Πάντειο Πανεπιστήμιο
Δρ. Αρχιτέκτων Μηχανικός Α.Π.Θ., MSc
Στόιος Αχιλλέας
Λάγιος Θανάσης Διπλ. Αρχιτέκτων Μηχανικός Ε.Μ.Π.
Δρ. Φιλοσοφίας, Διδάσκων στο ΠΜΣ ΙΣΤΟΡΙΑ
ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ (Φ.Π.Ψ., ΕΚΠΑ)
E-mail: tha_lagios@hotmail.com
Τζηρίνη Ειρήνη
Διπλ. Αρχιτέκτων Μηχανικός Α.Π.Θ., MSc 1
Τσοκανή Άννα-Σουσάνα
Υποψήφια Δρ. Ευρωπαϊκής Ιστορίας, ΠΜΣ Τμή-
ματος Ιστορίας-Αρχαιολογίας
Φιλοσοφική Σχολή, ΕΚΠΑ

Χαλαζωνίτης Ιωάννης
Υποψήφιος Διδάκτωρ Κλασικής Αρχαιολογίας
στο Πανεπιστήμιο Οξφόρδης (Merton College)
E-mail: ioannis.chalazonitis@merton.ox.ac.uk

Χαρίση Μαριλένα
Υποψήφια Διδάκτωρ Ιστορίας της Τέχνης
ΔΙΑΧΡΟΝΙΑ – ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ (2016)

You might also like