Professional Documents
Culture Documents
Πάσσαρης Εικονομαχική πολιτική
Πάσσαρης Εικονομαχική πολιτική
Νικήτας Πάσσαρης
Έ
ΔΙΑΧΡΟΝΙΑ – ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ (2016)
* Θερμές ευχαριστίες οφείλω στην αρχαιολόγο δρ. Κατερίνα Μπούρα για τη μετάφραση της περί-
ληψης καθώς και στον αρχαιολόγο Πρόδρομο Παπανικολάου για τις γόνιμες συζητήσεις μαζί του.
Το κείμενο είναι ενημερωμένο βιβλιογραφικά μέχρι το 2011.
1
Vasiliev, Alexander Alexandrovich, “The Iconoclastic edict of the Caliph Yazid II A.D 721”, DOP
9-10 (1956), 23-47.
17
Νικήτας Πάσσαρης
2
Giakalis, Ambrosios, Images of the Divine. The Theology of Icons at the Seventh Ecumenical Council,
ΔΙΑΧΡΟΝΙΑ – ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ (2016)
Leiden 2005, 7. Έχει διατυπωθεί η άποψη από ιστορικούς αυτής της περιόδου ότι η εικονομαχία είναι
μία αυτοκρατορική αίρεση.
3
Mango, Cyril, The Art of the Byzantine Empire 312-1453, Toronto 1986, 149-177. O Mango παρα-
θέτει σε αγγλική μετάφραση αποσπάσματα από τις κυριότερες πηγές που αναφέρονται στην εικο-
νομαχία.
4
Theophanis Chronographia, de Boor C. (εκδ.), Leipzig 1883, 1885. Η Χρονογραφία του Θεοφάνους
γράφτηκε μεταξύ 810 με 814 και καλύπτει την περίοδο από τον Διοκλητιανό έως τη βασιλεία του
Μιχαήλ Α΄ και του γιου του Θεοφύλακτου.
5
Nicephori Archiepiscopi Constantinopolitani Opuscula Historica, de Boor C. (εκδ.), Leipzig 1880, 1-
77. Το έργο του πατριάρχη Νικηφόρου καλύπτει την περίοδο από το 602 έως το 769 και γράφτηκε
πιθανότατα γύρω στο 780.
6
Georgii Monachi Chronicon, de Boor C. (εκδ.), Leipzig 1904. Καλύπτει την περίοδο από τον Αδάμ
έως το έτος 842 και γράφτηκε, ίσως, κατά τη βασιλεία του Μιχαήλ του Γ΄(842-867).
18 7
Brubaker, Leslie & Haldon, John, Byzantium in the Iconoclast Era (ca 680-850): The Sources, Ashgate
2001, 199.
Η απήχηση της εικονομαχικής πολιτικής των αυτοκρατόρων στη βυζαντινή τέχνη
8
Για την εικονομαχική σύνοδο του 815, βλ. Alexander, Paul J., “The Iconoclast Council of St Sophia
(815) and its Definition (Horos)”, DOP 7 (1953), 35-66.
9
Dagron, Gilbert, Empereur er prêtre. Étude sur le Césaropapisme byzantin, Paris 1996, 169-200.
10
Εκτιμάται ότι είχαν γραφτεί συνολικά 13 Πεύσεις, οι οποίες σώθηκαν αποσπασματικά μέσω άλλων
πηγών, όπως είναι τα κείμενα του πατριάρχη Νικηφόρου και οι πράξεις της Ζ΄ Οικουμενικής Συνό-
δου.
11
Krannich, Torsten, Schubert, Christoph, Sode, Claudia, Die ikonoklastische Synode von Hiereia 754.
Einleitung,Text, Übersetzung und Kommentar ihres Horos, Tübingen 2002. Μεταφρασμένα στα γερ-
μανικά και σχολιασμένα τα σωζόμενα αποσπάσματα των αποφάσεων της συνόδου της Ιέρειας.
19
Νικήτας Πάσσαρης
12
Magdalino, Paul, “Constantine V and the Middle Age of Constantinople”, Studies in the History
and Topography of Byzantine Constantinople, Ashgate 2007, 1-24.
20 13
Crow, James - Bardill, Jonathan - Bayliss, Richard, The Water Supply of Byzantine Constantinople,
London 2008, 19-20, 236.
Η απήχηση της εικονομαχικής πολιτικής των αυτοκρατόρων στη βυζαντινή τέχνη
χερσαία τείχη. Τα έργα αυτά συνεχίστηκαν και από τους εικονομάχους διαδόχους
του Κωνσταντίνου. Ο Θεόφιλος προχώρησε στην οικοδόμηση νέων παλατιών,
όπως το παλάτι της Βρυάδος που είχε έντονα στοιχεία από την ισλαμική αρχιτε-
κτονική14, ενώ πραγματοποίησε επεμβάσεις στο Μέγα Παλάτιο, στο οποίο πρό-
σθεσε μία νέα αίθουσα θρόνου, το επονομαζόμενο Τρίκογχον, και μία στοά που
ονομάστηκε Σίγμα.
Ιδιαίτερης σημασίας για τη μελέτη της εικονομαχικής πολιτικής είναι η οικο-
δόμηση νέων ναών ή η επισκευή παλαιότερων από τους αυτοκράτορες, επειδή με
τη διακόσμηση των ναών θέλησαν να εκφράσουν τις εικονομαχικές τους από-
ψεις. Τα περισσότερα μνημεία της Κωνσταντινούπολης που χρονολογούνται τον
8ο και 9ο αιώνα έχουν καταστραφεί15, ωστόσο γνωρίζουμε την ύπαρξή τους από
πηγές, όπου βλέπουμε ότι τα περισσότερα κτίστηκαν ή διακοσμήθηκαν με αυτο-
κρατορική χορηγία. Για παράδειγμα στο Βίο του Στέφανου του Νέου αναφέρεται
ότι στο ναό της Θεοτόκου των Βλαχερνών οι εικονιστικές παραστάσεις αντικα-
ταστάθηκαν από άνθη, φυτά, πτηνά και μυθικά όντα16.
Σήμερα στην Κωνσταντινούπολη σώζεται ο εικονομαχικός διάκοσμος σε δύο
σπουδαία μνημεία. Ο Κωνσταντίνος Ε΄ λίγο μετά το 753 ανοικοδόμησε τον ιου-
στινιάνειο ναό της Αγίας Ειρήνης, που είχε καταστραφεί από σεισμό λίγα χρόνια
νωρίτερα. Η ψηφιδωτή διακόσμηση της αψίδας του ιερού χρονολογείται την ίδια
περίοδο και αποτελείται από σταυρό που εδράζεται σε βαθμιδωτό βάθρο σε
χρυσό βάθος17. Το ψηφιδωτό είναι ιδιαίτερα υψηλής τεχνικής ποιότητας και απο-
τυπώνει τις εικονομαχικές αντιλήψεις του χορηγού του, Κωνσταντίνου Ε΄ για
τον οποίο το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας και ο σταυρός είναι οι μόνες αλη-
θινές εικόνες του Χριστού18. Συνοδεύεται από δύο επιγραφές που βασίζονται σε
χωρία από την Παλαιά Διαθήκη, συγκεκριμένα η πρώτη από το βιβλίο του Άμως
9:6 Ο ΟΙΚΟΔΟΜΩΝ ΕΙC ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟΝ ΤΗΝ ΑΝΑΒΑCΙΝ ΑΥΤΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ
ΕΠΑΓΓΕΛΙΑΝ ΑΥΤΟΥ ΕΠΙ ΤΗC ΓΗC ΘΕΜΕΛΙΩΝ, ΚΥΡΙΟC ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΩΡ
ΟΝΟΜΑ ΑΥΤΩ και η δεύτερη από τους Ψαλμούς 64: 5-7 (ΔΕΥΤ ΕΙ)CΟΜΕΘΑ
ΔΙΑΧΡΟΝΙΑ – ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ (2016)
14
Ricci, Alessandra, “The road from Baghdad to Byzantium and the case of the Bryas palace in Con-
stantinople”, Brubaker, L. (επιμ.), Byzantium in the ninth century: dead or alive? Papers from the Thir-
tieth Spring Symposium of Byzantine Studies, Birmingham, March 1996, Aldershot 1998, 131-149.
15
Ousterhout, Robert G., “Reconstructing ninth-century Constantinople”, Brubaker 1998, 117.
16
Auzépy, Marie-France, La Vie d’Étienne le Jeune par Étienne le Diacre, Birmingham 1997, 121. Καὶ
ὅπου μὲν ἦν Χριστοῦ ἣ τῆς Θεοτόκου καὶ τῶν ἁγίων σεπταὶ εἰκόνες, ἣ πυρκαϊᾷ ἣ ἀνορύξει ἣ ἀναχρίσει
παρεδίδοντο, εἰ δὲ ἦν δένδρα ἢ ὄρνεα ἢ ζῷα ἄλογα, μάλιστα δὲ τὰ σατανικὰ ἱππηλάσια, κυνήγια, θέ-
ατρα καὶ ἱπποδρόμια ἀνιστορημένα, ταῦτα τιμητικῶς ἐναπομένειν καὶ ἐκλαμπρύνεσθαι.
17
van Millingen, Alexander, Byzantine Churches in Constantinople. Their History and Architecture,
London 1912, 94-96, πιν. XX. Cormack, Robin, “The Arts during the Age of Iconoclasm”, Bryer, Α.
& Herrin, J., Iconoclasm, Birmingham 1977, 35-36, εικ. 2. Grabar, André, L’Iconoclasme byzantine.
Le Dossier archéologique, Paris 1984², 175, εικ. 87.
18
Brubaker & Haldon 2001, 19. Για το δόγμα της θείας Ευχαριστίας κατά την περίοδο της Εικονο-
μαχίας, Gero, Stephen, “The eucharistic doctrine of the Byzantine Iconoclasts and its sources”, BZ
68 (1975), 4-22.
21
Νικήτας Πάσσαρης
ναό της Αγίας Σοφίας στην Θεσσαλονίκη, όπου η ψηφιδωτή παράσταση της Βρε-
φοκρατούσας αντικατέστησε τον εικονομαχικό σταυρό τον 11ο αιώνα.
19
Underwood, Paul A., “Notes on the Work of the Byzantine Institute in Istanbul: 1954”, DOP 9-10
(1955-56), 292-293, εικ. 107-108. Mango, Cyril, Materials for the Study of the Mosaics of St. Sophia at
Istanbul, DOS VIII, Washington 1962, 45. Brubaker & Haldon, 2001, 21. Cormack, Robin, Byzantine
Art, Oxford 2000, 94-95, εικ. 52. Αξιοπρόσεκτο είναι ότι, μολονότι οι σταυροί αντικατέστησαν τις
μορφές μέσα στα μετάλλια, ο φυτικός διάκοσμος που χρονολογείται τον 6o αιώνα παρέμεινε ανέ-
παφος.
20
Cormack, Robin & Hawkins, Ernest J. W., “The Mosaics of St. Sophia at Istanbul: The rooms above
the southwest vestibule and ramp”, DOP 31 (1977), 210-212, εικ. 20-23.
21
Brubaker & Haldon 2001, 21-23, εικ. 11-13, με συγκεντρωμένη την παλαιότερη βιβλιογραφία.
22 22
Schmit, Theodor, Die Koimesis-Kirche von Nikaia. Das Bauwerk und die Mosaiken, Berlin-Leipzig
1927, πιν. XX.
Η απήχηση της εικονομαχικής πολιτικής των αυτοκρατόρων στη βυζαντινή τέχνη
Στο τεταρτοσφαίριο της αψίδας του μητροπολιτικού –από τα τέλη του 8ου
αιώνα– ναού της Θεσσαλονίκης, διακρίνεται το περίγραμμα κεραιών σταυρού
που χρονολογείται από τα συμπιλήματα των ονομάτων της Ειρήνης και του Κων-
σταντίνου ΣΤ΄ (780-797) στην περίοδο μεταξύ Α΄ και Β΄ Εικονομαχίας. Οι κεραί-
ες του σταυρού κλίνουν ελάχιστα προς τα κάτω, ώστε να εμφανίζονται ως ορι-
ζόντιες από το επίπεδο του δαπέδου, τεχνική που παρατηρείται και στο σταυρό
της Αγίας Ειρήνης. Επίσης, η καμάρα του ιερού διακοσμείται με σταυρό που περι-
βάλλεται από αστέρια μέσα σε μετάλλιο και συνοδεύεται από επιγραφή που ανα-
φέρει τον επίσκοπο Θεόφιλο23. Το βόρειο και το νότιο τμήμα της καμάρας διακο-
σμούνται με ορθογώνια που περικλείουν εναλλάξ σταυρούς και φύλλα κισσού,
παρόμοιων με τους σταυρούς της Αγίας Σοφίας και της Αγίας Ειρήνης στην Κων-
σταντινούπολη24. Στην περίπτωση της Αγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης μάλλον το
μνημείο διακοσμήθηκε με ανεικονικά θέματα μετά την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο
της Νίκαιας που είχε επαναφέρει τη λατρεία των εικόνων. Πιθανή εξήγηση για
αυτό, είναι ότι το εικονογραφικό πρόγραμμα είχε σχεδιαστεί πριν από το 787 και
ακολουθήθηκε χωρίς καμία διαφοροποίηση ή ότι ο ναός διακοσμήθηκε κατά την
επίσκεψη της Ειρήνης στη Θεσσαλονίκη το 783.
Στη Θεσσαλονίκη βρίσκεται ένα ακόμα μνημείο που ανάγεται στα χρόνια της
Εικονομαχίας. Στην περίοδο βασιλείας του Θεόφιλου έχει χρονολογηθεί ο ανει-
κονικός διάκοσμος σε έναν άγνωστο ναό, στη διακόσμηση του οποίου κυρίαρχο
σύμβολο είναι ο σταυρός25. Η απουσία επιγραφής δεν μας επιτρέπει να γνωρίζου-
με την ακριβή χρονολόγηση, την ονομασία του ναού ή ακόμα και τους χορηγούς
του, ωστόσο από ορισμένους ερευνητές ο ναός ταυτίζεται με το καθολικό της
Μονής Προδρόμου26.
Εκτός των μνημείων στα μεγάλα κέντρα της αυτοκρατορίας, στην περιφέρεια
έχουν εντοπιστεί ναοί με ανεικονικό διάκοσμο που σε αρκετές περιπτώσεις έχει
23
Βελένης, Γεώργιος Μ., Μεσοβυζαντινή Ναοδομία στη Θεσσαλονίκη, Αθήνα 2003, 71. Εκτενέστερο
σχολιασμό των δύο μονογραμμάτων και της επιγραφής καθώς και μεταγραφή τους βλ. Spieser, Jean-
ΔΙΑΧΡΟΝΙΑ – ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ (2016)
Michel, “Inventaires en vue d’un recueil des inscriptions de Thessalonique”, Travaux et Mémoires 5
(1973), 159.
24
Brubaker & Haldon 2001, 23-24. Cormack, Robin, “The apse mosaics of S. Sophia at Thessaloniki”,
ΔΧΑΕ Ι, (1980-81), 114-126, πίν. 22. Cormack 1975, 36, εικ. 3-4.
25
Εὐαγγελίδης, Δημήτριος, «Εἰκονομαχικὰ μνημεῖα ἐν Θεσσαλονίκῃ», ΑΕ 1937, 341-351. Évange-
lidès, Démétrios, “Restes de fresques de l’époque des iconoclastes à Thessalonique”, Atti del V Con-
gresso Internazionale di Studi Bizantini, Roma 20-26 settembre 1936, vol. II, Roma 1940, 107-108.
Lafontaine-Dosogne, Jacqueline, “Pour une problématique de la peinture d’église byzantine à l’époque
iconoclaste”, DOP 41 (1987), 323-324, εικ. 1. Η Lafontaine-Dosogne αντιμετωπίζει με επιφυλακτι-
κότητα τη χρονολόγηση στο α΄ μισό του 9ου αιώνα.
26
Θεοχαρίδης, Γεώργιος Ἰ., «Μία ἐξαφανισθεῖσα μεγάλη μονὴ τῆς Θεσσαλονίκης, ἡ μονὴ τοῦ Προ-
δρόμου», Μακεδονικά 18 (1978), 1-26. Το καθολικό της μονής μετατράπηκε μετά την άλωση της
πόλης από τους Οθωμανούς σε μουσουλμανικό τέμενος. Ruggieri, Vincenzo, “Byzantine Religious
Architecture (582-867): Its History and Structural Elements”, OCA, Ρώμη 1991, 258-259. Το μνημείο
ταυτίζεται με το καθολικό της Μονής Ιωάννου του Βαπτιστού που οικοδομήθηκε επί Θεοφίλου και
ανακαινίστηκε στο α΄ μισό του 10ου αιώνα.
23
Νικήτας Πάσσαρης
27
Πάσσαρης, Νικήτας, Ναοί στον ελλαδικό χώρο και την Κύπρο με ανεικονικό διάκοσμο. Μία συ-
νολική προσέγγιση, Αθήνα 2007 (αδημοσίευτη διπλωματική εργασία). Συγκεντρώνονται 34 μνημεία
από τον ελλαδικό χώρο και δύο από την Κύπρο, εκ των οποίων τα περισσότερα βρίσκονται στο χώρο
του Αιγαίου και ειδικότερα στο νησί της Νάξου. Στη Νάξο έχει εντοπιστεί ο μεγαλύτερος αριθμός
ναών με ανεικονικό διάκοσμο. Στην εργασία βρίσκεται επίσης συγκεντρωμένη η παλαιότερη βιβλιο-
γραφία για τα μνημεία του ελλαδικού χώρου και της Κύπρου μέχρι το 2007.
28
Στο νησί της Κύπρου μέχρι σήμερα έχουν εντοπιστεί δύο ανεικονικά στρώματα. Το πρώτο στο ναό
της Αγίας Παρασκευής στη Γεροσκήπου Πάφου και το δεύτερο στο ναό της Αγίας Βαρβάρας στην
Κορόβια της Καρπασίας στην κατεχόμενη Κύπρο. Για τα δύο μνημεία βλ. πρόσφατα: Φούλιας, Αν-
δρέας, «Η ανεικονική ζωγραφική στην Αγία Παρασκευή Γεροσκήπου», Κυπριακαί Σπουδαί ΞΖ΄-
ΞΗ΄(2003-2004), 123-145.
29
Εξαιρετικά εκτενής είναι η βιβλιογραφία για τα μνημεία της Καππαδοκίας με ανεικονικό διάκοσμο.
Ενδεικτικά: Wharton Epstein, Ann, “The Iconoclast Churches of Cappadocia”, Bryer & Herrin 1977,
103-111. Thierry, Nicole, “Mentalité et formulation iconoclastes en Anatolie”, Journal des Savants
ΔΙΑΧΡΟΝΙΑ – ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ (2016)
(avril-juin 1976), 81-130. Της ιδίας, “L’iconoclasme en Cappadoce d’après les sources archéologiques.
Origines et modalités”, Rayonnement grec, Hommage à Charles Delvoye, Bruxelles 1982, 389-403. Της
ιδίας, “Topographie ponctuelle de l’iconomachie en Asie Mineure”, ΕΥΨΥΧΙΑ, Mélanges offerts à Hé-
lène Ahrweiler, II, Paris 1998, 651-671.
30
Lazarev, Viktor, Storia della pittura bizantina, Torino 1967, 109-110. Lafontaine-Dosogne 1987,
332.
31
Μαστορόπουλος, Γεώργιος Σ., Νάξος, Το Άλλο Κάλλος. Περιηγήσεις σε βυζαντινά μνημεία, Αθήνα
2006, 68-70. Ο Μαστορόπουλος τοποθετεί χρονικά τις ανεικονικές τοιχογραφίες στον 9ο αιώνα και
στο α΄ μισό του 10ου αιώνα και τις συνδέει κατ’αρχάς με την Εικονομαχία.
32
Έχουν προταθεί διαφορετικές χρονολογήσεις για τα μνημεία με ανεικονικό διάκοσμο. Βλ. ενδει-
κτικά: Pallas, Dimitrios I., “Les decorations aniconiques des églises dans les îles de l’Archipel”, Feld,
O., Peschlow, U. (επιμ.), Studien zür spätantiken und byzantinischen Kunst, Fr. W. Deichmann ge-
widmet, 10 (1986), II, 171-179. Σύμφωνα με τον Πάλλα ο ανεικονικός διάκοσμος δεν συνδέεται σε
όλες τις περιπτώσεις με την εικονομαχία. Συνδέει τον ανεικονικό διάκοσμο με μία ιδεολογία εχθρική
24 στις εικονιστικές παραστάσεις, η οποία εμφανίστηκε την παλαιοχριστιανική περίοδο και αναβίωσε
σε διάφορες περιόδους.
Η απήχηση της εικονομαχικής πολιτικής των αυτοκρατόρων στη βυζαντινή τέχνη
33
Pallas, Dimitrios I., “Eine anikonische lineare Wanddekoration auf der Insel Ikaria”, JÖB 23 (1974),
271-314. Βάσει των επιγραφικών μαρτυριών οι τοιχογραφίες του ναού χρονολογούνται με ακρίβεια,
σύμφωνα με τον Πάλλα, το 1103/04.
34
Parry, Ken, Depicting the World. Byzantine Iconophile Thought of the Eighth and Ninth Centuries,
Leiden 1996, 178.
35
Moorhead, John, “Iconoclasm, the Cross and the Imperial Image”, Byzantion 55 (1985), 165-179.
36
Gero, Stephen, “What were the Holy Images of the Iconoclasts?”, στο: Feulner, H. J., Velkovska, E.,
Taft, S. J. R. F. (επιμ.), Crossroad of Cultures. Studies in Liturgy and Patristics in Honor of Gabriele
Winkler, OCA 260 (2000), 339.
37
Ήδη από την παλαιοχριστιανική περίοδο το σύμβολο του σταυρού απεικονίζεται στην αψίδα του
25
Νικήτας Πάσσαρης
ιερού. Για την απεικόνιση του σταυρού στην αψίδα των ναών της παλαιοχριστιανικής περιόδου βλ.
Ihm, Christa, Die Programme der christlichen Apsismalerei vom vierten Jahrhundert bis zur Mitte des
achten Jahrhuderts, Wiesbaden 1960, 76-94.
38
Ἀλιπράντης, Θεολόγος Χ., «Ἀνασκαφὴ εἰς Ἅγιον Χαράλαμπον Μαρονείας Κομοτηνῆς», ΕΕΒΣ 42
(1975-76), 320. Του ιδίου, Βυζαντινὴ Μαρώνεια, Ἀνασκαφὴ στὸν Ἅγιο Χαράλαμπο, Θεσσαλονίκη
1984, 77-92.
ΔΙΑΧΡΟΝΙΑ – ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ (2016)
39
Χατζηδάκης, Μανόλης, «Μεσαιωνικὰ Κυκλάδων, Καλορείτισσα, Ναὸς Γεννήσεως», ΑΔ 22 (1967),
Χρονικά Β1, σ. 30, πίν. 53β. Παναγιωτίδη, Μαρία, «Η Εκκλησία της Γέννησης στο Μοναστήρι της
Παναγίας της Καλορίτισσας στη Νάξο. Φάσεις Τοιχογράφησης», Αντίφωνον, Αφιέρωμα στον καθη-
γητή Ν. Β. Δρανδάκη, Θεσσαλονίκη 1994, 553-554.
40
Barber, Charles, Figure and Likeness. On the Limits of Representation in Byzantine Iconoclasm,
Princeton 2002, 88-89, εικ. 27. Breckenridge, James D., “The Iconoclast’ Image of Christ”, Gesta 11,2
(1972), 5-6.
41
Grabar 1984², 161.
42
Millet, Gabriel, “Les iconoclastes et la croix. A propos d’une inscription de Cappadoce”, BCH 34
(1910), 96-109. Thierry, Νicole, “Iconographie et Culte de la Croix en Asie Mineure, en Transaucasie
et en Syrie et Mesopotamie byzantines”, Annuaire Ecole Pratique des Hautes Etudes LXXXII (1972),
209-212. Της ιδίας, “La croix en Cappadoce. Typologie et valeur representative”, Le site monastique
copte des Kellia. Sources historiques et explorations archéologiques, Actes du Colloque de Genève, 13
26 au 15 août 1984, Genève 1986, 197-212. Της ιδίας, La Cappadoce de l’Antiquité au Moyen Âge, Turn-
hout 2002, 135.
Η απήχηση της εικονομαχικής πολιτικής των αυτοκρατόρων στη βυζαντινή τέχνη
του αναστηθέντος Χριστού, ο οποίος διά του σταυρού νίκησε τον Άδη. Σε αρκε-
τά μνημεία ο σταυρός είναι φυλλοφόρος, σύμβολο της σωτηρίας και της αιώνιας
ζωής, θέμα διαδεδομένο και στην παλαιοχριστιανική τέχνη43.
Στην Καππαδοκία η προβολή του σταυρού σχετίζεται με τις αραβικές επιδρο-
μές, καθώς με το σύμβολο του σταυρού οι πληθυσμοί εξέφρασαν το έντονο θρη-
σκευτικό τους συναίσθημα και την αντίθεση ενάντια στους Άραβες44. Στα ελλα-
δικά μνημεία δεν είναι σαφές αν ο σταυρός συμβαδίζει με την εικονομαχική πολι-
τική της κεντρικής εξουσίας ή αν είναι τοπική έκφραση, και ενδεχομένως σε ορι-
σμένες περιπτώσεις αντίδραση στις αραβικές επιδρομές45. Τόσο οι εικονομάχοι,
όσο και οι εικονολάτρες εξήραν τη σπουδαιότητα και τη δύναμη του συμβόλου
του σταυρού, κάτι που γίνεται αντιληπτό καθώς εξακολούθησε να χρησιμοποιεί-
ται και μετά την Εικονομαχία, ενώ –όπως στην περίπτωση της Αγίας Ειρήνης–
δεν αντικαταστάθηκε με εικονιστική παράσταση46.
Χορηγοί-παραγγελιοδότες
Το θέμα των παραγγελιοδοτών των μνημείων αυτής της περιόδου δεν έχει
εξεταστεί διεξοδικά και η μελέτη των επιγραφών προσφέρει κάποια στοιχεία.
Στην Κωνσταντινούπολη, όπως προαναφέρθηκε, χορηγοί είναι οι αυτοκράτορες,
δεν γνωρίζουμε όμως αρκετά πράγματα για τους χορηγούς των επαρχιακών μνη-
μείων. Πιθανότατα στις περιπτώσεις που σχολιάζονται στο παρόν κείμενο ισχύει
αυτό που υποστήριξε ο Cormack μιλώντας για την επαρχιακή τέχνη του 9ου
αιώνα, ο οποίος θεωρεί ότι η τέχνη χρησιμοποιήθηκε για την προώθηση και προ-
βολή τοπικών αρχόντων.
Σχετικά με τους χορηγούς των επαρχιακών μνημείων θα επικεντρωθούμε σε
συγκεκριμένα μνημεία της Νάξου, για τα οποία είναι αποδεκτό από τους περισ-
σότερους ερευνητές ότι χρονολογούνται τον 8ο με 9ο αιώνα47. Στην Καππαδοκία
ΔΙΑΧΡΟΝΙΑ – ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ (2016)
43
Talbot Rice, David, “The Leaved Cross”, Byzantinoslavica 11 (1950), 72-81.
44
Thierry, Nicole, “Le culte de la croix dans l’empire byzantine du VIIe siècle au Xe dans ses rapports
avec la guerre contre l’infidele. Nouveaux témoignages archéologiques”, Rivista di Studi Bizantini e
Slavi 1 (1981), 218.
45
Brubaker, Leslie, “On the Margins of Byzantine Iconoclasm”, XXe Congrès International des Études
Byzantines, Collége du France-Sorbonne, 19-25 août 2001, Pré-acts, Paris 2001, 215. Η Brubaker δια-
τυπώνει μία διαφορετική άποψη για τα ανεικονικά μνημεία της Νάξου. Θεωρεί ότι χρονολογούνται
το νωρίτερο το β΄ μισό του 9ου αιώνα και δεν φαίνεται να απηχούν τις εικονομαχικές απόψεις της
πρωτεύουσας.
46
Cormack, Robin, “Away from the Centre: ‘Provincial’ Art in the Ninth Century”, Brubaker 1998, 158.
47
Διαφορετική χρονολόγηση προτείνει ο Χρηστίδης. Συνδέει τον ανεικονικό διάκοσμο του Αγίου
Αρτεμίου και της Αγίας Κυριακής με την αραβική κατάκτηση της Νάξου (904-961) στηριζόμενος
στις ισλαμικές επιδράσεις που εντοπίζονται στις τοιχογραφίες. Christides, Vassilios, The Conquest
of Crete by the Arabs (ca. 824). A Turning Point in the Struggle Between Byzantium and Islam, Ἀθῆναι
1984, 128-133. Χρονολόγηση μετά την Εικονομαχία προτείνει και η Lafontaine-Dosogne 1987, 334.
27
Νικήτας Πάσσαρης
48
Για τον ναό του Αγίου Αρτεμίου στο Σαγκρί της Νάξου, Βασιλάκη-Καρακατσάνη, Αγάπη, «Εἰκο-
νομαχικὲς ἐκκλησίες στὴ Νάξο», ΔΧΑΕ περ. Δ. τ. Γ. (1962-63), 53, 63-65. Συγκεκριμένα για την επι-
γραφή στο ανεικονικό στρώμα, 64, πίν. 20α. Αναγράφεται σε κεφαλαιογράμματη γραφή:
ΜΝΗCΘΗΤΙ Κ(ύρι)Ε ΤΟΝ ΔΟΥΛΟΝ CΟΥ ΥΚΟΝΟΜΟΝ ΟΝ ΓΙΝΟCΚΗ Κ(ύριο)C ΤΑ ΟΝΟ-
ΜΑΤΑ ΑΜΗΝ. Η Βασιλάκη-Καρακατσάνη συγκρίνει την επιγραφή με ανάλογες επιγραφές ναών
της Καππαδοκίας.
49
Μαστορόπουλος, Γεώργιος Σ., «Ένας ναξιακός ναός με άγνωστο ανεικονικό διάκοσμο», 4ο Συμ-
πόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Τέχνης και Αρχαιολογίας, Πρόγραμμα και Περιλήψεις Ανακοι-
νώσεων, Αθήνα 1, 2, 3 Ιουνίου 1984, Αθήνα 1984, 32.
50
Μαστορόπουλος, Γεώργιος Σ., «Ένας Ναξιακός Ναός με άγνωστο ανεικονικό διάκοσμο», Ναξιακό
Μέλλον 489 (Αύγουστος 1984), 3-4. Ο Μαστορόπουλος που δημοσίευσε την επιγραφή, την μετα-
γράφει ως εξής: † ΥΠΕΡ ΕΥΧΗC ΚΑΙ CΟΤΗΡΕΙΑC ΚΑΙ ΑΦΕCΕΩC ΑΜΑΡΤΗΩΝ ΤΩΝ (ΔΟΥ-
ΛΩΝ) ΤΟΥ Θ(εο)Υ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΤΟΥ ΔΕΙΟΥ ΕΝΔΟΞΟΥ ΝΑΟΥ ΑΓΑΠΙΤΟΥ Π(ανοι)ΚΗ.
ΔΙΑΧΡΟΝΙΑ – ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ (2016)
51
Βασιλάκη-Καρακατσάνη 1963, 60. Η επιγραφή πλαισιώνει την κάτω κεραία σταυρού στην ανώτερη
διακοσμητική ζώνη της βόρειας τυφλής αψίδας του ναού. Η Βασιλάκη-Καρακατσάνη σχολιάζει ότι
από την επιγραφή διακρίνονται ελάχιστα καθώς είναι φθαρμένη.
52
Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Μυρτάλη, «Νέος ανεικονικός διάκοσμος εκκλησίας στη Νάξο», 3ο Συμπόσιο
Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης, Πρόγραμμα και Περιλήψεις Ανακοινώσεων,
Αθήνα 29 και 30 Απριλίου, 1 Μαΐου 1983, Αθήνα 1983, 11. Της ιδίας, «Νέος ανεικονικός διάκοσμος εκ-
κλησίας στη Νάξο. Οι τοιχογραφίες του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στ’ Αδησαρού», ΔΧΑΕ περ. Δ, τ.
ΙΒ΄ (1984), 342, εικ. 10, 13. Της ιδίας, «Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος στ’Αδησαρού», Χατζηδάκης, Μ.
(επιμ.), Νάξος, Ψηφιδωτά-Τοιχογραφίες, Βυζαντινή τέχνη στην Ελλάδα, Αθήνα 1989, 50-57.
53
Μαστορόπουλος, Γεώργιος Σ., «Σχόλιο σε επιγραφή ανεικονικού διακόσμου της Νάξου», Ναξιακά,
περ. Β΄, τχ. 1(39), (Ιούνιος-Ιούλιος-Αύγουστος 2001), 39-42.
54
Μαστορόπουλος, Σ. Γ., «Ένας Ναξιακός Ναός με άγνωστο ανεικονικό διάκοσμο», Ναξιακό Μέλλον
493 (Δεκέμβριος 1984), 3-4, σχ. 6. Στην επιγραφή σύμφωνα με τον Μαστορόπουλο αναγράφεται (†
28 υ)ΠΕΡ ΕΥΧΗC ΚΑΙ (σωτ)ΗΡΙΑC ΚΑΙ ΑΦΕCΕΩC ΑΜΑΡΤΙΟΝ (Π)ΕΤΡΟΥ ΠΡΕCΒ(υτέρου) Κ(αι)
ΤΙC CΥΜ(βίου) ΑΥΤΟΥ Κ(αι) ΤΟΝ ΤΕΚΝΟΝ ΑΥΤΟΥ.
Η απήχηση της εικονομαχικής πολιτικής των αυτοκρατόρων στη βυζαντινή τέχνη
Εικ. 3: Ο ναός του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στ' Αδησαρού, Νάξος.
Άποψη από βορειοδυτικά. (Πηγή: προσωπικό αρχείο)
ΔΙΑΧΡΟΝΙΑ – ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ (2016)
Εικ. 4: Ο ναός των Αγίων Αναργύρων, Κατάπολα Αμοργού. Άποψη από νοτιοδυτικά.
επιγραφή στη νότια κόγχη μας πληροφορεί ότι το παρεκκλήσιο ήταν αρχικά
αφιερωμένο στον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο55. Το αξίωμα του οικονόμου που
φαίνεται ότι κατείχαν οι χορηγοί δύο μνημείων ήταν ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς
εκείνος μπορούσε να αντικαταστήσει τον επίσκοπο σε περίπτωση απουσίας του,
ενώ ήταν επιφορτισμένος με διοικητικά καθήκοντα και μέχρι τον 10o αιώνα το
αξίωμα μπορούσε να το κατέχει μόνο κληρικός56. Παρατηρείται λοιπόν ότι χορη-
γοί είναι ανώτεροι εκκλησιαστικοί αξιωματούχοι και αυτό έχει σημασία για την
αποδοχή ή όχι των εικονομαχικών απόψεων στο νησί της Νάξου. Το σημαντικό-
τερο στοιχείο που προσφέρουν οι επιγραφές αυτές είναι η χρονολόγηση του ανει-
κονικού στρώματος. Από τον τύπο των γραμμάτων οι μελετητές θεωρούν ότι οι
επιγραφές μπορούν να χρονολογηθούν τον 8ο με 9ο αιώνα, δηλαδή την περίοδο
της Εικονομαχίας, καθώς τις συγκρίνουν με ακριβώς χρονολογημένες επιγραφές
του β΄ μισού του 9ου αιώνα57.
Εκτός από τις δημοσιευμένες επιγραφές των ανεικονικών στρωμάτων της
Νάξου, έχουν εντοπιστεί επιγραφές και σε άλλους ναούς με ανεικονικό διάκοσμο
στον ελλαδικό χώρο, οι οποίες δυστυχώς είναι ακόμα αδημοσίευτες. Στην Κρήτη
στο ανεικονικό στρώμα του ναού του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στην Επισκοπή Κισ-
σάμου58 διακρίνονται φθαρμένες επιγραφές που συνοδεύουν τη διακόσμηση. Το
περιεχόμενο των επιγραφών είναι προς το παρόν άγνωστο.
Στην γειτονική στη Νάξο Αμοργό, δύο σημαντικά μνημεία με ανεικονικό
διάκοσμο παραμένουν ουσιαστικά αδημοσίευτα. Στους Αγίους Αναργύρους
στα Κατάπολα (εικ. 4)59 αποκαλύφθηκε το 2008, επιγραφή στο ανεικονικό
στρώμα που καλύπτει τον νότιο τοίχο. Επίσης η ανάγνωση των δυσανάγνω-
στων επιγραφών του ανεικονικού στρώματος στο ναό του Ευαγγελισμού στο
55
Χατζηδάκης 1989, πίν. 53β. Πρόκειται για δύο επιγραφές. Η πρώτη στα διάκενα σταυρού τύπου
Μάλτας αναγράφει Ι(ησού)Σ Χ(ριστό)Σ ΝΙΚΑ και η δεύτερη κάτω από τον σταυρό (οί)ΚΟ(ς) ΤΟΥ
ΑΓΙΟΥ ΙΩ(άννου) ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤ(όμου). ΔΙΑΧΡΟΝΙΑ – ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ (2016)
56
Darrouzès, Jean, Recherches sur les ὀφφίκια de l’église byzantine, Paris 1970, 16-19.
57
Βασιλάκη-Καρακατσάνη 1963, 64. Η Βασιλάκη-Καρακατσάνη αναφέρει ότι η επιγραφή στο ναό
του Αγίου Αρτεμίου έχει ομοιότητες με ανάλογες επιγραφές από μνημεία της Καππαδοκίας.
58
Ανδριανάκης, Μιχάλης Γ., «Παλαιότερα στρώματα ζωγραφικής στο ναό Επισκοπής Κισάμου», Θ΄
Διεθνές Κρητολογικό Συνέδριο, Ελούντα 1-6 Οκτωβρίου 2001, Περιλήψεις Επιστημονικών Ανακοινώ-
σεων, Ηράκλειο 2001, 154-155. Το ανεικονικό στρώμα και οι επιγραφές έχουν χρονολογηθεί από
τον Ανδριανάκη πριν από τις αραβικές επιδρομές στο νησί και έχουν συνδεθεί με τις εικονομαχικές
αντιλήψεις. Οι επιγραφές στο ανεικονικό στρώμα του ναού είναι αδημοσίευτες. Σύντομη αναφορά
στον ανεικονικό διάκοσμο της Επισκοπής, βλ. επίσης: Παπαδάκη-Oekland, Στέλλα, «Πρωτοβυζαν-
τινή και Βυζαντινή περίοδος», Ο Άγιος Νικόλαος και η περιοχή του, Ηράκλειο 2000, 56.
59
Οι τοιχογραφίες του ανεικονικού στρώματος του ναού είναι ουσιαστικά αδημοσίευτες. Παλαιότερη
αναφορά στις ανεικονικές τοιχογραφίες, βλ. Μαραγκού, Λίλα, Αμοργός Ι-Η Μινώα. Ἡ πόλις, ὁ λιμὴν
καὶ ἡ μείζων περιφέρεια, Ἀθῆναι 2002, 307. Επιγραμματική αναφορά στις ανεικονικές παραστάσεις,
Συνοδινός, Θωμάς, «Αγιογράφοι στην Αμοργό», 7 Ημέρες, Καθημερινή, Κυριακή 29 Μαΐου 2005,
28. Η γνώση της επιγραφής προκύπτει από τη συμμετοχή του γράφοντος ως επί συμβάσει αρχαι-
ολόγου στις εργασίες αποκατάστασης και συντήρησης των τοιχογραφιών του ναού.
31
Νικήτας Πάσσαρης
60
Καραμπάτσος, Βασίλης, «Τοιχογραφίες της Ευαγγελίστριας στα Κατάπολα της Αμοργού», ΑΔ 43
(1988), Χρονικά, Β2, 672-675, πίν. 397β-398. Του ίδιου, «Συντήρηση τοιχογραφιών, Κατάπολα, Ναός
Ευαγγελισμού», ΑΔ 44 (1989), Χρονικά, 539-540, πίν. 291-292. Μαραγκού 2002, 317-319. Η Μα-
ραγκού συνδέει το ανεικονικό στρώμα του ναού με εικονομαχικά μνημεία της Νάξου και ως εκ τού-
του το χρονολογεί γενικά την περίοδο της Εικονομαχίας.
61
Brubaker, Leslie, “Aniconic Decoration in the Christian World (6th-11th century): East and West”,
32 Cristianità d’Occidente e cristianità d’Oriente : secoli VI-XI, Settimane di studio della Fondazione Centro
italiano di studi sull’alto medioevo, 24-30 aprile 2003, Spoleto 2004, 580-584.
Η απήχηση της εικονομαχικής πολιτικής των αυτοκρατόρων στη βυζαντινή τέχνη
μνημείων των μεγάλων κέντρων, χωρίς αυτό να σημαίνει σε όλες τις περιπτώσεις
ότι οι χορηγοί και οι ζωγράφοι τους ήταν φορείς εικονομαχικών απόψεων. Για την
περίπτωση της Νάξου αυτό ίσως να μην ισχύει, αφού οι επιγραφές που σώζονται
στα ανεικονικά στρώματα υποδεικνύουν αποδοχή των εικονομαχικών απόψεων
– τουλάχιστον από τον κλήρο του νησιού. Βέβαια και αυτό δεν αποδεικνύεται
εύκολα, καθώς γνωρίζουμε από τις πηγές ότι οι επαρχίες της Ευρώπης δεν ασπά-
στηκαν ποτέ τις εικονομαχικές απόψεις σε αντίθεση με την Κωνσταντινούπολη
και την Μικρά Ασία που προσχώρησαν στην εικονομαχική παράταξη62. Αλλά εδώ
επανερχόμαστε στο ερώτημα κατά πόσο οι εικονόφιλες πηγές μπορούν να θεω-
ρηθούν αξιόπιστες και αντικειμενικές.
62
Ahrweiler, Hélène, “The Geography of the Iconoclast World”, Bryer & Herrin 1977, 21-27.
33
Νικήτας Πάσσαρης
Nikitas Passaris
34
Στοιχεία συγγραφέων
Χαλαζωνίτης Ιωάννης
Υποψήφιος Διδάκτωρ Κλασικής Αρχαιολογίας
στο Πανεπιστήμιο Οξφόρδης (Merton College)
E-mail: ioannis.chalazonitis@merton.ox.ac.uk
Χαρίση Μαριλένα
Υποψήφια Διδάκτωρ Ιστορίας της Τέχνης
ΔΙΑΧΡΟΝΙΑ – ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ (2016)