Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 75

Βαλμά Σπ.

Βενετία

ΣΤΑ ΧΝΑΡΙΑ ΤΟΥ ΔΙΑ


ΟΤΑΝ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΕΓΑΛΩΣΟΥΝ

Μία ρομαντική ιστορία

Ηράκλειο Κρήτης 2021

1
Το βιβλίο αυτό διανέμεται στο διαδίκτυο ελεύθερα και νόμιμα
από την δημιουργό του.

Το παρόν ψηφιακό βιβλίο διανέμεται ελεύθερα στο διαδίκτυο


από τον δημιουργό του, υπό την ακόλουθη άδεια Creative
Commons:

Λίγα λόγια για την συγγραφέα:


Λίγα λόγια για μένα. Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη και
συγγράφω από 13 ετών παιδί. Ποιήματα, δοκίμια,
μυθιστορήματα, πραγματείες και μεταφράσεις, παιδική
λογοτεχνία. Βραβεύτηκα σε μαθητικό διαγωνισμό ποίησης, από
τον Ευγένιο Τριβιζά σε διαγωνισμό παιδικής λογοτεχνίας και
από τον εκδοτικό οίκο ¨Μοντέρνοι Καιροί¨. Σπούδασα
Βρεφονηπιοκόμος στο ΑΤΕΙ Θεσ.νικης και θεραπεύτρια
βελονίστρια.

Ηράκλειο Κρήτης 2021

2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο

Φύσηξε ο βοριάς και καθάρισε ο ορίζοντας. Κι έτριξαν τα ξύλα


και οι πέτρες στα έρημα βουνά και τα οικοδομήματα όλα στη
Βασιλεύουσα. Σαν να είχε ανοίξει μια ρωγμή στη γη και
κατάπινε ότι είχε όρθιο απομείνει. Κι εκείνο το φύσημα του
ανέμου πάνω από την πόλη, που είχε γίνει πια το κέντρο της
ανατολής, αποκάλυψε έναν κόκκινο και μωβ ορίζοντα, πάνω
στο δείλι. Και πέταξε η μεγάλη κουκουβάγια, και στο
αντίκρισμα της, μαζί και με την εικόνα του ουρανού
αναρίγησαν οι βυζαντινοί κάτοικοι της πόλης. «Κακός οιωνός»,
σημάδι κακό, πλανήθηκε μαζί με τον αέρα, από στόμα σε
στόμα. Και η κουκουβάγια πήγε και κάθισε στο κλαδί έξω στο
αίθριο των βασιλικών ανακτόρων. Κι έκρωζε, όπως φωνάζει για
να αναγγείλει το θανατοπούλι, την κάθε απώλεια.
Σιωπηλός τριγύριζε ο αυτοκράτορας πάνω-κάτω στο
διαμέρισμα του στα ανάκτορα αφού πρώτα είχε γκρεμίσει ότι
βρισκόταν γύρω του στο άκουσμα της είδησης του θανάτου της
αγαπημένης του γυναίκας. Η αυτοκράτειρα είχε πεθάνει πριν
από λίγες ώρες κι ο Ιουστινιανός είχε γκρεμίσει κάθε καντηλέρι,
πάπυρο, βουλοκέρι για πένες, είχε αναποδογυρίσει καρέκλες,
έπιπλα, είχε ρίξει κάτω όλα τα σκεπάσματα του κρεβατιού του,
είχε καθίσει στο ανάκλυνδρο και έκλαψε για ώρα κι ύστερα
τριγύριζε σιωπηλός και αμήχανος πάνω-κάτω. Τη σκέψη του
τριβέλιζε η κουβέντα της αυτοκράτειρας κατά τη διάρκεια της
στάσης του Νίκα, « η Βασιλική Πορφύρα είναι το καλύτερο
σάβανο» είχε πει. Δεν έφευγε από τη σκέψη του αυτή η
κουβέντα πράγματι η βασιλική πορφύρα είχε τυλίξει σαν
σάβανο το κορμί της νεκρής αυτοκράτειρας, σαν να το είχε
αισθανθεί κατά τη διάρκεια εκείνης της επανάστασης και την
είχε πει αυτή την κουβέντα. Όμως δεν ήθελε ο Ιουστινιανός η
αυτοκρατορική πορφύρα που φορούσε η γυναίκα του να γίνει
άλλο ένα σάβανο. Δεν μπόρεσε να τη σώσει με όλη τη δύναμη
και με όλη την εξουσία που είχε. Ο καρκίνος του την είχε πάρει
3
κοντά στη μέση ηλικία του ανθρώπου κι είχε περάσει στην
αθανασία στα 48 της χρόνια. Στα διαμερίσματα της Θεοδώρας
βρισκόταν ακόμα η χρυσοποίκιλτη στολή που είχε ράψει και
δεν είχε προλάβει να φορέσει. Ο Ιουστινιανός την πήρε στα
χέρια του και κατευθύνθηκε προς την κεντρική σάλα του
ανακτόρου, εκεί που βρισκόταν νεκρή πάνω στο βασιλικό
κρεβάτι η γυναίκα του, κρατώντας πάντα τη στολή στα χέρια
του και χωρίς να μπορεί να συγκρατήσει τα δάκρυα του που
έτρεχαν ποτάμι.
Σε μια μεγάλη δύνη και σε μια φουρτούνα είχαν γίνει όλα
στάχτη. Μέσα στα μάτια του, όλες οι χρυσές, γρανιτένιες,
κολώνες, όλα τα μάρμαρα της μεγάλης αίθουσας, δεν ήταν παρά
μαύρος καπνός που ανέβαινε προς την έξοδο της οροφής. Σαν
να είχε περάσει ένας άλλος Αννίβας και είχε σαρώσει στο
πέρασμά του τα πάντα. Όση κι αν ήταν η λύπη όλων των
θαλαμηπόλων, υπηρετών και ευγενών που γέμιζαν σιγά σιγά
την αίθουσα, χαιρετώντας μια ύστατη φορά το φέρετρο, όμως
τα μάτια τους αντίκρυζαν την πραγματικότητα. Κίτρινος
κεραυνός μονάχα διαπέρασε τα μάτια του Ιουστινιανού και στα
αυτιά του μονάχα αυτό το απαίσιο θανατοπούλι που έκρωζε
απέξω ακουγόταν. Όλα τα έβλεπε μαύρα. Ήθελε να φωνάξει, να
ρωτήσει, που πήγε το πορφυρό χρώμα του γρανίτη και το άλλο
το λευκό του μάρμαρου, που είναι το χρυσό, μα το μόνο χρυσό
που έβλεπε, ήταν η στολή που κρατούσε στα χέρια του, και το
στόμα του δεν μπορούσε να ανοίξει.
Με χέρια που έτρεμαν, πλησίασε την Θεοδώρα. Τα μάγουλά της
δεν είχαν πια εκείνη την ροδαλή έξαψη της αγαπημένης της
μορφής, όταν αναψοκοκκίνιζε κάτω από το κορμί του στο
άγγιγμα του. Ούτε σε εκείνη τη βιάση όταν καλούσε κοντά της
εκείνους που ήθελε να δώσει όρντινα και εντολές διάφορες, για
το πως να κυβερνήσουν. Ούτε εκείνο το ροδαλό χρώμα όταν
χόρευε έφηβη ακόμα στα θεατρικά νούμερα του ιπποδρόμου.
Όχι είχαν ένα λευκό χρώμα, όπως την πρώτη φορά που μικρό
κοριτσάκι ακόμα, τρομαγμένο μέσα στα ουρλιαχτά και τα
4
επιφωνήματα των θεατών, είχε προλάβει να βγει, σπρωχνόμενη
από τη μητέρα και την μεγαλύτερη αδερφή της. Τρομαγμένο κι
από τη σκόνη που σήκωναν τα άρματα, καθώς τα άλογα
ανακάτευαν την άμμο της αρένας, στον ιππόδρομο. Σε αυτό που
η μοίρα είχε ορίσει να μείνει για πάντα δικό της, ακόμα και
όταν θα τον εγκατέλειπε οριστικά.
Η παιδούλα εκείνη, είχε πια πεθάνει……………
Ο Ιουστινιανός την σήκωσε απαλά και έδιωξε με ένα νεύμα του
χεριού του, τις θεραπαινίδες που πήγαν να τον βοηθήσουν.
Μόνος του της φόρεσε την χρυσή στολή, πάνω από την
πορφύρα. Έτσι όπως το θέλησε. Να μη θυμίζει πια εκείνο που
του είχε πει, και έγινε αιτία να σκοτώσει 30.000 στασιαστές
στον Ιππόδρομο, για να καταστείλει τη στάση του Νίκα. Δεν
ήθελε να βλέπει την πορφύρα. Στη σκέψη του αναρωτιόταν, αν
αυτή η απώλεια ήταν η πληρωμή του, για όλους εκείνους τους
θανάτους για τους οποίους ήταν υπεύθυνος. Ποτέ άλλοτε δεν το
είχε αισθανθεί αυτό. Κι ούτε είχε νιώσει τύψεις, παρά μονάχα
τώρα αναρωτιόταν. Κι ύστερα την απόθεσε απαλά πάνω στο
κρεβάτι και σταύρωσε πάλι τα χέρια της. Με το χρυσό της
φόρεμα, έμοιαζε σαν μια χριστιανή Κλεοπάτρα, που είχε
στολιστεί έτσι, για να έρθει θριαμβεύτρια στη Ρώμη. Έτσι
έπρεπε να φύγει και η δική του σπουδαία γυναίκα. Η Αυγούστα
Θεοδώρα, η θριαμβεύτρια της ζωής. Κι ύστερα προσκύνησε το
σκήνωμά της πια, κι έμεινε εκεί γονατιστός, αποχαιρετώντας τη
μισή του ζωή, τον μισό του εαυτό.
Έμεινε μισός και μόνος. ……….
Η μορφή της θα έμπαινε για πάντα μέσα στη γη και θα χανόταν.
Ευτυχώς στη Ραβέννα, στην εκκλησία στο ψηφιδωτό που είχε
φιλοτεχνηθεί, σωζόταν η μορφή της, ντυμένη ως αυτοκράτορα,
μαζί με την δική του μορφή. Έτσι θα την έβλεπαν για πάντα
όλοι. Έτσι θα μάθαιναν το πως έμοιαζε. Το πόσο όμορφη
γυναίκα ήταν. Μόλις την προηγούμενη χρονιά είχε τελειώσει,
μετά από επτά χρόνια, και την απεικόνιζε σε όλη την ώριμη

5
νιότη και την γοητεία της. Θα έμενε αειθαλής η μορφή της,
στους αιώνες που θα περνούσαν, αναλλοίωτη, για πάντα. Όπως
θα έμενε χαραγμένη για πάντα και στη δική του μνήμη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο

Πέρασαν μέρες και ο χήρος άντρας με την αυτοκρατορική


τήβεννο, τριγύριζε στους κήπους της βασιλεύουσας. Δεν είχε
διάθεση παρά μόνο για αυτό. Όπως τριγύριζε ένα μεσημέρι,
ζήτησε να μείνει μακριά η συνοδεία του, και κάθισε σε ένα
μαρμάρινο σκαλιστό παγκάκι. Όπως κοίταζε, ανάμεσα από τα
δέντρα, βγήκε ένα μικρό κοριτσάκι περίπου δέκα χρονών. Τα
μαλλιά της ήταν ξανθά σχημάτιζαν μπούκλες και μία γαλάζια
κορδέλα τα μάζευε για να μην πέφτουν στο πρόσωπό της.
Φορούσε ένα λευκό χιτώνα, που μάζευε στη μέση με μία
γαλάζια κορδέλα. Πλησίασε, χαμογέλασε στον αυτοκράτορα
και κάθισε δίπλα του.
- Το όνομα μου είναι Θεοδώρα, είπε με όλη της την παιδική
αφέλεια. Εσένα πως σε λένε;
- Ιουστινιανό. Δεν νομίζεις πως είσαι ντυμένη πολύ ελαφρά
για μια τέτοια μέρα;
Το κοριτσάκι χαμογέλασε και ο αυτοκράτορας με τα
γκρίζα μαλλιά, έκανε ένα νεύμα προς τον υπηρέτη που
στεκόταν κάποια μέτρα μακριά.
- Μεγαλειότατε; Ρώτησε καθώς πλησίασε και υποκλίθηκε.
- Φέρε μια κάπα, μια τήβεννο, κάτι. Θα κρυώσει το παιδί. Ο
υπηρέτης κοίταζε και προσπαθούσε να δει για πιο παιδί
μιλούσε.
- Γρήγορα.

6
Υποκλίθηκε και πήγε προς την άμαξα. Σε λίγο γύρισε με
μια κόκκινη τήβεννο.
-Υπέροχα, είπε η πρώτη βασιλική πορφύρα για την
μικρούλα μας Θεοδώρα.
Πήρε το ρούχο από τα χέρια του υπηρέτη και τύλιξε με
αυτό την μικρούλα. Ο υπηρέτης είδε μόνο το τυλιγμένο
ρούχο να κείτεται άδειο δίπλα στον αυτοκράτορα. Δεν
μίλησε. Σαν είδε πως δεν τον ήθελε τίποτα
απομακρύνθηκε.
-Εσύ ήσουν λοιπόν εκείνη τη μέρα. Στον Ιππόδρομο.
Ήθελα να ξεφύγω από τη μοίρα του βασιλικού θεωρείου
και τριγύριζα ανάμεσα στους καλλιτέχνες. Σε όλους
εκείνους τους τσαρλατάνους θεατροποιούς, με τους
πολύχρωμους χιτώνες και τα χρυσά σανδάλια και τις
κορδέλες, που στριφογύριζαν στην αρένα, και χόρευαν και
έκαναν ακροβατικά. Νεαρές χορεύτριες έκαναν επίδειξη
των ικανοτήτων τους κρατώντας στεφάνια που τα
πετούσαν ψηλά στον αέρα και πηδούσαν μέσα και έξω
από αυτά με χάρη. Μου άρεσε να ανακατεύομαι με όλους
αυτούς που δεν δίσταζαν να πουληθούν όχι μόνο για να
παρουσιάσουν αυτήν την τέχνη τους στο κοινό, αλλά και
για να επιβιώσουν. Οι χορεύτριες έκαναν άσεμνες
χειρονομίες, κινήσεις και με πρόσχημα τα νούμερά τους,
έδειχναν όλο και πιο πολύ τα μέλη τους σώματός τους
γυμνά. Ο λαός δήθεν σοκάρονταν, μέσα στη σεμνοτυφία
του, και ο νεαρός Ιουστινιανός, έβλεπε τα μάτια των
θεατών πως καταβρόχθιζαν με λαίμαργη λαγνεία την
αποκάλυψη αυτή της γυμνής σάρκας. Μέσα στις
φανφάρες και όλες εκείνες τις μουσικές που συνόδευαν
αυτό το τσίρκο, που τα χρώματα και οι ήχοι είχαν ζαλίσει
σχεδόν τα μάτια και τα αυτιά του νεαρού που ακόμα δεν
είχε ονομαστεί Ιουστινιανός. Ακόμα τότε λεγόταν Πέτρος
Σαββατιανός. Ήταν γύρω στο 510 μ.Χ. λίγα χρόνια πριν
γίνει πατρίκιος. Σιχάθηκε εκείνα τα λαίμαργα βλέμματα.
Εκείνα τα ίδια που στοιβάζονταν στα καπηλειά της
7
πρωτεύουσας την ανατολικής αυτοκρατορίας που
βρισκόταν στο μεταίχμιο ανάμεσα στο πρώην ρωμαϊκό
κράτος, που βάδιζε για να βρει την βυζαντινή του
ταυτότητα. Άδειαζαν τους κρατήρες με το κρασί κι ύστερα
μεθυσμένοι ρίχνονταν, χωρία αναστολές, σε εκείνη την
απόλαυση της προσφερόμενης για λίγα νομίσματα
σάρκας. Τότε δεν υπήρχε καμία σεμνότητα και μέσα
ακόμα στο δρόμο μπορούσαν να χαϊδολογούν ασύστολα
τις νεαρές πεταλούδες, και ανερχόμενες καλλιτέχνιδες και
όχι μόνο. Γύρω από τον ιππόδρομο, αλλά και μέσα στην
πόλη. Κρατώντας ακόμα την ρωμαϊκή ταυτότητα, και μην
έχοντας λάβει σοβαρά τα διδάγματα του χριστιανισμού,
επιδίδονταν σε εκείνα τα παλιά όργια. Μπροστά στα μάτια
του κόσμου. Και τότε και μετά.
Εκεί πίσω από την ανασηκωμένη βαριά καγκελόπορτα
που οδηγούσε στην αρένα, κοίταζε η μικρή Θεοδώρα. Με
αυτόν τον ίδιο παιδικό λευκό χιτώνα, την γαλάζια ζώνη
και την γαλάζια κορδέλα στα μαλλιά. Και λίγο πιο πέρα,
μέσα στην αρένα ο τυχερός γραφιάς, ένα γραμματικός που
χάραζε στην πέτρα. Γεγονότα και οικονομικά κατάστιχα.
Αυτός που ήξερε γράμματα και δεν χρειαζόταν να
πουληθεί για λίγα νομίσματα, όπως η μητέρα της
Θεοδώρας. Αυτός μόνο χάραζε με το καλέμι και το σφυρί
που χτυπούσε τα γράμματα πάνω στο μάρμαρο. Η μητέρα
της Θεοδώρας είχε ήδη προωθήσει στην τέχνη του
ιπποδρόμου και της πορνείας την μεγάλη της κόρη, την
αδερφή της Θεοδώρας. Και ετοιμαζόταν να ρίξει και τις
υπόλοιπες κόρες της. Η μικρή στεκόταν εκεί και την
έσπρωχναν οι βιαστικοί σαλτιμπάγκοι, οι θεατρίνοι της
συμφοράς, που έτρεχαν να βγουν στην αρένα. Να
παρουσιάσουν τα θεάματα τους και να βρουν την αγορά
της σάρκας τους. Το μικρό κορίτσι ήταν ακόμα αθώο. Ένα
έγκλημα για την θέση της ως κόρη χήρας θεατρίνας που
είχε ξαναπαντρευτεί και ο νέος της σύζυγος είχε βάλει τα
μέσα για να βρει μια θέση δουλειάς στον ιππόδρομο. Ο
8
Πέτρος Σαββατιανός είχε βγει στην άκρη της αρένας και
κοίταζε το θέαμα. Πρόσεξε την αθώα μικρή, που σε μια
στιγμή έπεσε κάτω, καθώς την παρέσυραν οι μεγάλοι.
Ούτε μάνα, ούτε πατέρας υπήρχαν για να την σηκώσουν,
καθώς ήταν με άλλες φροντίδες απασχολημένοι. Ο Πέτρος
πλησίασε και την σήκωσε. Ήταν δεν ήταν 10 με 11
χρονών η μικρή. Λίγο πριν της έρθει για πρώτη φορά το
πρώτο αίμα του γυναικείου κύκλου. Κι ο Πέτρος ήταν 28
στα 29 του χρόνια. Την πήρε από το χέρι και πήγαν πιο
πέρα. Πέρα από τη σκόνη και το κουρνιαχτό. Έβλεπε στη
ζωή του διάφορα παιδιά. Παιδιά που έτρεχαν και έπαιζαν.
Απλά αυτή η μόνη μικρούλα, η αθωότητα μέσα στην
διαφθορά, του έκανε εντύπωση.
-Πως σε λένε, τη ρώτησε;
-Θεοδώρα του αποκρίθηκε κάπως τρομαγμένα και
συνεσταλμένα.
- Θεοδώρα που πας;
Δεν υπήρχε πια ο νέος Πέτρος Σαββατιανός. Εκεί στην
άκρη ενός κήπου υπήρχε ο 65χρονος αυτοκράτορας
Ιουστινιανός πια.
-Γιατί φεύγεις;
Η μικρή Θεοδώρα είχε σηκωθεί. Άφησε την τήβεννο να
πέσει κάτω και χαμογέλασε στον ηλικιωμένο άντρα.
- Μη μ. αφήνεις………
Αλλά απομακρύνθηκε και χάθηκε ανάμεσα στα δέντρα, από
όπου είχε βγει. Ο αυτοκράτορας έμεινε πάλι μόνος. Η ζωή
δεν ήταν δίκαιη τελικά. Σηκώθηκε, προχώρησε, την έψαξε
ανάμεσα στα δέντρα, αλλά είχε χαθεί. Έπεφτε το σκοτάδι
σιγά σιγά. Κατευθύνθηκε προς την άμαξα. Ο υπηρέτης πήγε
αθόρυβα και διακριτικά και μάζεψε την τυλιγμένη τήβεννο
που βρισκόταν πάνω στο παγκάκι. Την ξεδίπλωσε, την
δίπλωσε κανονικά και την πήρε μαζί του. Και ακολούθησε
και αυτός τον αυτοκράτορα σκεφτικός….
- Που βρέθηκε αυτός;
9
- Μεγαλειότατε;
- Ο γραφιάς εκεί πέρα. Πέρασαν τόσα χρόνια. Ακόμα
γράφει αυτός;
Το χέρι του Ιουστινιανού έδειχνε προς το κενό. Να εκεί
λίγο παραπέρα από την βασιλική άμαξα, ο γραφιάς του
ιπποδρόμου, ακόμα καθόταν μπροστά στη μαρμάρινη
πλάκα και χτυπούσε πάνω της τα γράμματα. Πολλά
γράμματα. Σειρές από γράμματα και λόγια.
-Την ιστορία γράφει. Έτσι δεν είναι; Ρώτησε τον υπηρέτη
που κρατούσε το διπλωμένο ρούχο.
Εκείνος έγνεψε καταφατικά. Δεν υπήρχε τίποτα πάλι, εκεί
που έδειχνε το χέρι. Μονάχα τα δέντρα και το χώμα.
Ευγενικά ένας άλλος υπηρέτης βοήθησε τον αυτοκράτορα
να ανέβει στην άμαξα. Και η αυτοκρατορική συνοδεία
ξεκίνησε να φύγει κάπως βιαστικά, λες και η
απομάκρυνση από εκείνο το σημείο, μπορούσε να
βοηθήσει το μυαλό του βασιλιά τους.
Το σκοτάδι βάθαινε, όλο και πιο πολύ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο

Ακούμπησε λίγο το καυτό ακόμα ζουμί προσεχτικά με τα


χείλη της στην κούπα. Βρομούσε απαίσια, και δεν
μπορούσε να το πιει.
-Καίει ακόμα, θα το αφήσω να κρυώσει λίγο.
Σαν κρύωσε η νεαρή έφηβη, δοκίμασε μια γουλιά. Και
είχε και απαίσια γεύση. Το κατέβασε μονορούφι. Αυτό το
βότανο, που της έδωσε η μαγείρισσα του εραστή της, θα
έριχνε το έμβρυο που είχε ριζώσει μέσα της. Περίμενε
10
λίγες ώρες, την επόμενη μέρα. Δεν έγινε τίποτα. Το μικρό
έμβρυο των δύο μηνών ζούσε και βασίλευε μέσα της και
δεν είχε σκοπό να πεθάνει, αλλά να βγει στον κόσμο.
Έτσι πέρασαν μερικοί ακόμα μήνες.
-Κύριε ελάτε, η Θεοδώρα γεννάει.
Ο Εκηβόλος μπήκε στην κάμαρα και είδε την Θεοδώρα να
στριγγλίζει από τον πόνο. Ίσως και εκείνη τη στιγμή να το
είχε μετανιώσει που δεν θέλησε να κάνει ακόμα μία
έκτρωση. Μα της είχαν πει, πως είχε ήδη κάνει αρκετές,
όσο ήταν χορεύτρια του ιπποδρόμου, και πως αν συνέχιζε
μπορεί και να πάθαινε ζημιά, να μην μπορούσε να κάνει
παιδί, αλλά ακόμα και να πέθαινε από ρήξη μήτρας από
αιμορραγία. Το μωρό μέσα της είχε μεγαλώσει και είχε
έρθει η ώρα να βγει στον κόσμο. Ο Εκήβολος, της έπιασε
το χέρι, αυτό το χέρι που τόσο περίτεχνα του χάιδευε τα
γεννητικά του όργανα και τον είχε ξεσηκώσει τόσες
φορές, ώστε να της αφήσει και έγκυο στο τέλος. Και της
χάϊδεψε το μέτωπο, που ήταν μούσκεμα από τον ιδρώτα
και τον πόνο. Μετά βγήκε έξω, όπως έπρεπε και περίμενε.
Κάποια στιγμή, ανάμεσα στα ουρλιαχτά της Θεοδώρας,
που είχαν πια πυκνώσει και ακουγόταν πολύ δυνατά,
ακούστηκε και το κλάμα του μωρού. Σηκώθηκε
χαρούμενος και άρχισε να βηματίζει περιμένοντας την
μαμή. Που βγήκε κάποια στιγμή με το μωρό τυλιγμένο.
-Αγόρι του είπε.
Ο Εκήβολος το πήρε στα χέρια του και μπήκε στο
δωμάτιο. Κοίταξε τον Θεοδώρα, και είπε:
-Το όνομά του θα είναι Ιωάννης.
Και της άφησε το μωρό στην αγκαλιά της.
Η μαία και οι υπηρέτριες την καθάρισαν και την
τακτοποίησαν. Ο Εκήβολος είχε φύγει. Και το μωρό ήταν
πάντα εκεί που το άφησε ο πατέρας του. Δίπλα στην
17χρονη μητέρα του που μισοκοιμόταν αποκαμωμένη και
γκρίνιαζε.

11
-Είναι η πρώτη της γέννα. Αφήστε την να ησυχάσει, είπε η
μαμή και πήρε το μωρό στα χέρια.
Αργότερα, της έφερε μια υπηρέτρια το μωρό για να το
θηλάσει. Η νεαρή μητέρα δεν ήθελε να το δεχτεί κι εκείνο
το καημένο άγνωρο ακόμα από θηλασμό, με το ζόρι ήπιε
λίγο γάλα. Αυτό επαναλήφθηκε ξανά και έγινε πια φανερό
την επόμενη μέρα πως η μητέρα δεν ήθελε το παιδί της.
Δεν το ήθελε από την αρχή. Το μωράκι γκρίνιαζε
πεινασμένο, καθώς μισοχόρταινε και δεν ένιωθε και την
στοργή της μητρικής αγκαλιάς. Η οικονόμος του σπιτιού
ανέλαβε να βρει παραμάνα, για να μπορέσει το μωρό να
θηλάζει κανονικά και να ζήσει.
Οι υπηρέτριες το περιποιόταν, η παραμάνα το θήλαζε,
καθώς το δικό της μωρό είχε πια μεγαλώσει και δεν
χρειαζόταν το γάλα της. Και ο Εκήβολος το έπαιρνε
αγκαλιά, το καμάρωνε και το κοίμιζε πολλές φορές. Η
νεαρή μητέρα, μετά το σοκ της γέννας, μόλις ξαναβρήκε
τις δυνάμεις της, ασχολούνταν με την αποκατάσταση της
σιλουέτας της και της ομορφιάς της. Δεν ήταν αυτή
φτιαγμένη για να γίνει μάνα και δεν θα άφηνε τίποτα να
της χαλάσει την φιγούρα της ερωμένης, της μοιραίας
γυναίκας που έπρεπε να αποτελεί πάντα το ερωτικό
αντικείμενο το ποθητό για κάθε άντρα. Αυτό το μικρό
ατύχημα, όπως αντιμετώπιζε το μωρό της, δεν θα την
έβγαζε από τη ζωή που είχε συνηθίσει για κανένα λόγο.
Στον Εκήβολο παρίστανε την εξαντλημένη, και του
παραπονιόταν πως το παιδί «δεν έπιανε» την θηλή της και
δεν μπορούσε να πιει το γάλα της. Κι έτσι έγινε φυσική η
θέση της παραμάνας στο σπιτικό τους, ως την μόνη
ενδεδειγμένη λύση. Όσο κι αν ήταν μαγεμένος μαζί της,
καταλάβαινε όσο περνούσαν οι εβδομάδες, ότι στην
πραγματικότητα η Θεοδώρα δεν το αγάπησε ποτέ αυτό το
μωρό και δεν το ήθελε. Κι ας ήταν ένα όμορφο αγόρι, που
όσο μεγάλωνε και μεταμορφωνόταν από νεογέννητο
νεογνό σε βρέφος, τίναζε τα ποδαράκια του στον αέρα, με
12
εκείνες τις δίπλες του δέρματος και τα χεράκια του και
χαμογελούσε ευχαριστημένο, καθώς η παραμάνα το
αντιμετώπιζε σαν να είχε αποκτήσει ένα δεύτερο παιδάκι,
σαν να ήταν δικό της και του έδινε όχι μόνο το γάλα της
,αλλά και όλη της την αγάπη. Όχι δεν έπασχε από αγάπη ο
μικρός Ιωάννης. Κι ο πατέρας του
το αγαπούσε και όλοι οι υπηρέτες που το περιποιούνταν,
το κανάκευαν και θαύμαζαν την ομορφιά του. Είχε πάρει
την όψη της μητέρα του, όπως συνήθως συμβαίνει με τα
αγόρια, και είχε την ομορφιά της. Αυτό όμως δεν ήταν
αρκετό για την ψυχή εκείνης, που ποτέ δεν είδε τελικά στο
μικρό αυτό πλασματάκι που δημιουργήθηκε από εκείνην,
το πρόσωπό της να καθρεφτίζεται στο δικό του. Κι όταν
το πλησίαζε αραιά και που στην κούνια του, έτσι να του
φτιάξει τα σκεπάσματα ή να το χαϊδέψει λίγο, εκείνο
έβαζε τα κλάματα, νιώθοντας την παγωμάρα και την
απόρριψη να το τυλίγει. Κι έτσι η Θεοδώρα το πλησίαζε
όλο και λιγότερο. Στο κάτω κάτω, έλεγε μέσα της, δεν την
είχε ανάγκη, τόσοι άνθρωποι υπήρχαν γύρω του.

Στην θαλασσινή επάνω την άμμο, καθώς το φθινόπωρο


και η κακοκαιρία εξαπλωνόταν, δεν είχαν απομείνει παρά
μονάχα κάτι αγριόχορτα και μια χελώνα που μέσα στο
μεσημέρι είχε αποφασίσει να βγει λιγάκι να λιαστεί και
επέστρεφε τώρα στην γωνιά που κρυβόταν για το βράδυ.
Πιο πέρα ένα γλαροπούλι είχε ανοίξει κουβέντα με τα
αγριόχορτα. Ήταν ξαπλωμένο να ξεκουραστεί και τα
χόρτα παραπονιόταν για τον αέρα που τόσες μέρες που
φυσούσε, τα τραβούσε μια από δω και μια από κει. Που να
ησυχάσουν. Η χελώνα πέρασε και χαιρέτησε τον γλάρο
και τα χόρτα.
-Έφυγαν οι άνθρωποι ε;
-Καιρός ήτανε, κρύωσε πια η θάλασσα.
-Σσσσςςς είπε ο γλάρος, κάτι μου ψιθυρίζει

13
Κι έσκυψε το αυτί του προς το κύμα που έσκαγε κι αυτό
με δύναμη από τον αέρα.
-Ησύχασε λίγο, δεν την ακούω.
Κι ο θεός του ανέμου, έκλεισε το στόμα του. Και το κύμα
μετά από λίγο έσκαγε ήσυχα.
-Δεν φταίω εγώ που κρύωσα, έλεγε, δεν φταίω εγώ που
κρύωσα. Ο άνεμος φυσούσε παγωμένα, κι ήρθε η βροχή,
κι ο ήλιος απομακρύνθηκε από μένα.
- Λέει πως φταίει, απευθύνθηκε στη χελώνα και τα χόρτα,
σηκώνοντας το φτερό του προς αυτούς. Απλά δεν είναι πια
καλοκαίρι. Αυτό. Δεν βαριέσαι θα είναι πιο ήσυχα τώρα,
χωρίς τους ανθρώπους. Και την ενόχλησή τους.
-Τώρα κρύβονται μέσα, είπε με γεροντική τρεμάμενη
φωνή η χελώνα, που είχε δει πολλά-πολλά καλοκαίρια να
φεύγουνε. Τέτοιοι που είναι, πάντοτε κρύβονται.
-ΑΑΑΑ…..χασμουρήθηκε το μανιτάρι που ξύπνησε.
-Τι θες βρωμίλε; Είπε με αηδία ο γλάρος.
-Μμμμ, επειδή μεγάλωσα μέσα στη βρωμιά; Για φάε με
όμως να δεις πόσο νόστιμο είμαι.
-Έχω τα ψαράκια μου εγώ, δεν τρώω αηδίες. Πάω να
ψαρέψω. Γειά σας και χαρά σας, είπε ο γλάρος και πέταξε
ψηλά, γυρεύοντας να βουτήξει στο κρύο νερό.
-Να φεύγω κι εγώ, ξεκουράστηκα λίγο, είπε η χελώνα, που
αργά σερνόταν και πάλι αφήνοντας χνάρια δρόμου πάνω
στην άμμο από τα σερνάμενα ποδαράκια της.
-Καλό απόγευμα.
Στο καλό είπαν, τα χόρτα και το μανιτάρι.
Το μικρό παιδί πιο πάνω από την άμμο, πέρα στο μεγάλο
χωράφι, στην αυλή του σπιτιού του, όλο και
μπουσουλούσε παίζοντας με τα χώματα. Όταν πέρασε το
μεσημέρι, το μάζεψε μια υπηρέτρια, το έπλυνε και το
τάισε. Έπεσε για ύπνο. Το ξημέρωμα της επόμενης
ημέρας, έφυγε μαζί με τον πατέρα του για κάπου στην
Αραβία. Ο μικρός Ιωάννης μεγάλωσε χωρίς την μητέρα
του, που ανακουφίστηκε που τελικά τον ξεφορτώθηκε.
14
Αλλά χωρίς προστάτη και με λίγα χρήματα, φόρτωσε κι
αυτή τα πράγματα της λίγες μέρες μετά και έφυγε κι
εκείνη κλείνοντας εκείνη την έπαυλη. Έφυγαν και οι
υπηρέτες, να πάνε στον αφέντη τους, κι έτσι έληξε εκείνη
η πρώτη σχέση, όπως θα λέγαμε και σήμερα της
Θεοδώρας και τράβηξε πάλι τον δρόμο για την
Κωνσταντινούπολη και τον ιππόδρομό της.
Κάπου αλλού, σε κάποιον άλλο ιππόδρομο, πολλά χρόνια
μετά, άρχιζε μια άλλη ιστορία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο

ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

Απλές στιγμές μέσα στον χώρο και τον χρόνο. Καταγραφή


μιας σύγχρονης ζωής.
Δεν μπορούσα να το πιστέψω όταν είδα την φωτογραφία
του και από κάτω να γράφει τη φράση
« Κοίτα μπροστά, μπροστά πάντα κοίτα».
Που με βλέπει; αναρωτήθηκα. Για ακόμα μια φορά το
μυαλό μου είχε γυρίσει σε γεγονότα του παρελθόντος και
στεναχωριόμουν. Και με την ανακοίνωσή του αυτή στην
επίσημη ιστοσελίδα του στο facebook, έδειχνε ότι και με
έβλεπε και με ήξερε και νοιαζόταν για μένα.
Μου φαινόταν ότι ζούσα σε ένα όνειρο και δεν ήθελα από
αυτό να ξυπνήσω. Η φωτογραφία του στις 25 Μαρτίου
είχε ξυπνήσει στην ψυχή μου μνήμες εκ του από πριν
ειδομένου, και όταν τον είδα στην τηλεόραση την δεύτερη
μέρα του Πάσχα, ήξερα ότι τον είχα ερωτευτεί. Είναι
πάντα όμορφος και καλό παιδί. Αλλά μετά από εκείνη τη
μέρα κατάλαβα ότι το πράγμα πήγαινε για να γίνει εκείνος
το άλλο μισό μου.
15
Και δεν μπορούσα να πιστέψω σε αυτό το παραμύθι, πως
ένας μεγάλος σταρ είχε ερωτευτεί μια απλή κοπέλα από τη
Θεσσαλονίκη.

ΣΗΜΕΡΑ;

Ήταν μια κρύα νύχτα προς το τέλος του Γενάρη του 2018.
Μέσα στη νύχτα που είχε πέσει, ένας άγγελος,
ένα ξωτικό από αυτά που είχαν ξεμείνει από τα
Χριστούγεννα, κατέβηκε πετώντας από το κτίριο Ιστορίας
της Θεσσαλονίκης και πέταξε με την μαύρη κάπα του
πάνω από την Πλατεία Ιπποδρομίου. Αποχαιρετώντας
ανθρώπους και ζωντανά του δρόμου.
Μέσα στο σκοτεινό σπίτι, στο μόνο δωμάτιο που είχε
ακόμα απομείνει άθικτο, στο σαλόνι ,έκλεισα κλαίγοντας
τα παλιά παντζούρια στα παράθυρα και τράβηξα την
μαυρισμένη κουρτίνα από τον καπνό και τη σκόνη, με τα
ανάγλυφα σχέδια και ύστερα το ένα φύλλο της κόκκινης
ντραπαρίας που είχε απομείνει από την ανθρώπινη
λεηλασία.
Τακτοποίησα τα μαξιλάρια στον καναπέ και τις
πολυθρόνες και τα καλύμματα και έφερα πάλι στη θέση
τους τις καρέκλες της τραπεζαρίας και τα τραπεζάκια του
σαλονιού. Έβγαλα από το σκονισμένο σκρίνιο κάτι απλά
χαρτοπάνινα κεντήματα, για να καλύψω τα έπιπλα, και
έβαλα την κανάτα με τα τέσσερα γαλάζια ποτήρια πάνω
στο τραπέζι της τραπεζαρίας, σαν να επρόκειτο τη νύχτα
να έρθουν οι ψυχές των πεθαμένων γονιών και να
καθίσουν. Και πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού, ένα
γυάλινο κόκκινο ανθοδοχείο με ένα μεταλλικό χρυσό
τριαντάφυλλο.
Σαν και εκείνο το παλιό, που έλεγε στο άλλο παραμύθι,
ότι το κρατούσε ο παλιός πρίγκηπας που είχε
μεταμορφωθεί από την κακιά μάγισσα σε τέρας, κι αν δεν
16
έβρισκε την αληθινή αγάπη πριν πέσει και το τελευταίο
πέταλο του ρόδου, θα έμενα τέρας για πάντα.
Μόνο που ο δικός μου πρίγκιπας, είχε ήδη βρει την
αληθινή αγάπη, και αυτό το τριαντάφυλλο ήταν μεταλλικό
και τα πέταλά του δεν έπεφταν, εκτός αν ο καινούριος
αγοραστής του σπιτιού αποφάσιζε να το πετάξει στα
σκουπίδια…………..
Πήρα το παλιό μπαστούνι του παππού και έφυγα έτσι
αποχαιρετώντας το, το προγονικό, το πατρικό μου σπίτι.
Κάποτε είχα ζήσει μια άλλη παρόμοια σκηνή. Όταν το
1983,είχα πάει με τον πατέρα μου να αποχαιρετήσει το
δικό του παλιό σπίτι, το δικό του πατρικό, που θα
γκρεμιζόταν, για να γίνει πολυκατοικία.
Το σπίτι με τα δυο πατώματα και τα παλιά κόκκινα
βαθύχρωμα κεραμίδια, που με το χρόνο είχαν σκουρύνει
ακόμα περισσότερο. Τα μεγάλα παράθυρα με τα γκρίζα
παντζούρια. Και τον μεγάλο κήπο, που ήταν πια
χορταριασμένος και εγκαταλελειμμένος. Εκεί που έζησε
όταν παντρεύτηκε ο παππούς και γεννήθηκε και μεγάλωσε
ο πατέρας μου.
Σπίτια μεγάλα και μικρά, διαμερίσματα και μονοκατοικίες
με κήπους. Ανθρώπινα κατασκευάσματα. Αλλά τι
στεγάζουν;

ΜΑΡΤΙΟΣ 1976

Ξεκίνημα στο νέο σπίτι και στις πολλές μνήμες της δικής
μου ζωής. Δεν έφερε ποτέ έναν ιερέα να μας το αγιάσει η
μητέρα. Δεν τα είχε καλά με την εκκλησία. Και ο πατέρας
δεν είχε λόγο στην οικογένεια. Αυτοκίνητα έξω με
τετράγωνη πρόσοψη και 6ριθμες πινακίδες. Μεγάλα στην
όψη και την κατασκευή. Παντελόνια με φαρδιά μπατζάκια
και πουκάμισα με μεγάλους γιακάδες. Και δερμάτινα
17
μπουφάν. Ένας κόσμος πιο απλός. Με σταθερά
τηλέφωνα, κι έξω από το σπίτι υπήρχαν μόνο εκείνα στα
περίπτερα, με τα κέρματα, τις δραχμές, για να
τηλεφωνήσεις. Μια γραμμή τηλεφώνου στο χολ και μία
στην κουζίνα, για να μην τρέχει να σηκώνει το τηλέφωνο
η μητέρα όταν μαγείρευε. Ένας κόσμος χωρίς
υπολογιστές και διαδίκτυο. Με ασπρόμαυρη τηλεόραση.
Και δυο κρατικά τηλεοπτικά κανάλια. Μια τηλεόραση
μικρή, φορητή, για το δωμάτιο της μητέρας και μία
μεγάλη στο σαλόνι. Και αργότερα την έφεραν αυτή στην
κουζίνα. Με δυο κουμπιά. Να παίζει δυο σήριαλ, τον
‘Μεθοριακό σταθμό’ και το ‘Λούνα Παρκ’. Και τις
ειδήσεις. Με τον Τέρενς Κουίκ. Και τα Σάββατα το βράδυ
με τις ελληνικές ταινίες. Το άλλο σήριαλ τον «Άγνωστο
Πόλεμο» δεν το πρόλαβα, ήμουν πάρα πολύ μικρή.
Κι ύστερα ένα πρωί φορούσα ένα καφέ μάλλινο
παντελονάκι, κι ένα κόκκινο πουλόβερ και με τράβηξε
φωτογραφίες η μητέρα, στις διάφορες γωνιές του σπιτιού,
για να τις πάει στην ιδιωτική νευρολογική κλινική, που
ζούσε πια μόνιμα η γιαγιά μετά το εγκεφαλικό και την
παραλυσία, και να δει το καινούριο σπίτι.
Κι ύστερα ήρθε η άλλη γιαγιά, ένα μεσημέρι καλεσμένη
για φαγητό. Και φάγαμε στην κουζίνα και μετά το φαγητό,
έπαθε κι εκείνη εγκεφαλικό, και έμεινε κι εκείνη ανάπηρη,
κι η μητέρα έλεγε ότι το έπαθε από το κακό της, που ο γιός
της, ο πατέρας μου, είχε αποκτήσει τόσο ωραίο σπίτι, κι
επειδή δεν τον χώνευε, γιατί τον είχε κάνει με τον άντρα
της, που τον παντρεύτηκε με το ζόρι, χωρίς να τον
αγαπάει, καθώς ήταν έγκυος από άλλον άντρα.
Και τα βράδια, έπεφτα να κοιμηθώ, και αισθανόμουν σαν
να με ρουφάει μια δύνη, πολλές φορές, και προσπαθούσα
να μην κοιμηθώ, γιατί φοβόμουν, αλλά μετά με έπαιρνε ο
ύπνος. Γιατί τότε δεν ήξερα ότι ζούσα μέσα σε μία
χωροχρονική πύλη………………………………..

18
Μέχρι τον Μάιο του 1978,που ένα βράδυ ξύπνησα και
κουνιόταν όλο το κρεβάτι μου. Και γύρισα και φώναξα
«Άσε με μπαμπά, δεν θέλω να πάω στο σχολείο» και είδα
ότι δεν ήταν ο μπαμπάς για να κουνήσει το κρεβάτι μου,
από μόνο του κουνιόταν και τρόμαξα και κουκουλώθηκα
πάνω από το κεφάλι μου, για πρώτη φορά.
Ήταν ένας δυνατός πολύ σεισμός. Κι ύστερα κατεβήκαμε
κάτω και η μητέρα με πήρε και ζητήσαμε από μια
γειτόνισσα να μας πάρει με το αυτοκίνητό της και να μας
πάει κάπου ανοιχτά, ώστε άμα πέσουν οι πολυκατοικίες,
να μη μας πλακώσουν. Και μας πήρε η κυρία Ρούλα, που
έμενε στη μεγάλη γωνιακή πολυκατοικία, στο κόκκινο
αυτοκίνητό της και φύγαμε. Αλλά τον μπαμπά τον
αφήσαμε πίσω, γιατί η μητέρα είπε ότι δεν χωρούσε στο
αυτοκίνητο.
Μετά από πολλά χρόνια, κι όταν ο πατέρας ήταν πια
χήρος, το θυμήθηκε και κατάλαβε ότι η μητέρα απλά δεν
τον αγαπούσε και δεν τον ήθελε. Και γύρισε με παράπονο,
γέρος πια
και είπε «εμένα δεν μ. αγάπησε ποτέ κανείς». Κι όμως
περίπου 3 χρόνια μετά, μέσα στο σαλόνι και στο καμένο
πια σπίτι, σε μια χριστουγεννιάτικη διακοσμητική
κορδέλα που είχε απομείνει, ήταν καρφιτσωμένη μια
πράσινη παλιά κάρτα δώρου που έγραφε «στην αγαπημένη
μου Γκρετούλα». Αλλά εκείνη δεν τον αγάπησε ποτέ.
Το πρωί πια και γύρω στις έξι η ώρα γυρίσαμε στο σπίτι
να κοιμηθούμε, για λίγες ώρες, γιατί το πρωί είχα σχολείο.
Πριν κοιμηθώ πήρα στα χέρια μου ένα σπιτάκι από
κατασκευές lego, που είχα συναρμολογημένο δίπλα στο
κρεβάτι μου. Ούτε το σπίτι μας είχε γκρεμιστεί, ούτε και
το σπιτάκι αυτό. Λίγες ώρες μετά στο σχολείο, όλα τα
παιδιά μιλούσαν για το πόσο δυνατά είχαν κουνηθεί.

Όλη η πόλη της Θεσσαλονίκης, που γεννήθηκα και


μεγάλωνα ήταν μία τεράστια ενεργειακή πύλη, κι ανάμεσα
19
τους πιο δυνατή το σπίτι μου. Στην Πλατεία Ιπποδρομίου.
Είχα φύγει πια, όταν αυτό το Σήμερα είχε ξεκινήσει στην
αρχή του 2018.
Με τραβούσε η ενέργειά του……………..

Κι ήταν ακριβώς αυτή η ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία


σε τόσες πολλές χωροχρονικές πύλες που έβαλε το όραμα
στο γήπεδο της ΧΑΝΘ να παίζει κι ένωσε τη ζωή μου με
αυτήν του Χρήστου. Τόσες πολλές φόρες, που το να ζω
μια τέτοια έντονη αγάπη, γεμάτη ερωτικό πάθος και πόθο,
φάνταζε στα ματιά μου σαν να ήταν ένα ψέμα. Για ένα
ακόμα βράδυ έκλεισα τα ματιά μου, κάπου μέσα στις
αρχές του 2018, κι αναρωτήθηκα αν την επόμενη μέρα
ξυπνούσα στο παλιό μου κρεβάτι, στο πατρικό μου, δίπλα
στην μικρή μπλε τηλεόραση, κι αν όλο αυτό δεν ήταν
παρά μόνο ένα όνειρο.
Γιατί κάθε φορά που κάναμε έρωτα, ήταν τόσο όμορφο,
που δεν φάνταζε να είναι αληθινό, κι όπως είμαι
ερωτευμένη τόσο πολύ με εκείνον, δεν ήθελα να
τελειώσει. Κι όμως ήξερα κάθε φορά, πως ήταν αλήθεια,
και πως όταν ξυπνούσα θα τον είχα εκεί δίπλα μου και
πάλι μέσα στη ζωή μου.

Όπως τα πράγματα ξεκίνησαν έντονα να φαίνονται λίγα


χρόνια μετά το 1978, κάπου μέσα στην Άνοιξη του 1985.

ΤΟ ΌΡΑΜΑ ΤΗΣ ΧΑΝΘ

Ήταν ένα κομμάτι διαλείμματος. Δίπλα στο παλιό λιωμένο


σχολείο, το προκατασκευασμένο, που έβλεπε τον δρόμο
προς τη θάλασσα. Εκεί δίπλα κάναμε και το διάλειμμα,
στο επόμενο σχολείο, λίγο πιο πάνω, που πήγαινα στην
τρίτη τάξη του Γυμνάσιου το 1985. Ήταν μια άνοιξη ποτέ
με σύννεφα και ποτέ με λιακάδα. Ήταν ένα απόγευμα του
20
Μαρτίου ίσως και του Απρίλη, που στον ουρανό πάνω από
εκείνο το παλιό γήπεδο της ΧΑΝΘ, εκείνο το παλιό με το
χώμα κάτω και τις πέτρινες κερκίδες, και τα δέντρα, που
τα χρόνια τα παλιά έπαιζε μπάσκετ η παλιά ομάδα του
ΑΡΗ Θεσσαλονίκης. Εκεί περνούσαμε το δρόμο και
βγαίναμε σαν άνοιξε ο καιρός για διάλειμμα, καθώς ήταν
κοντά πολύ στο σχολείο μας. Εκείνο το πρώτο απόγευμα,
ήταν που τα σύννεφα μαύρισαν και πύκνωσαν στον
ουρανό. Ήταν εκεί που αντί να βρέχει, άρχισε να ανοίγει ο
ουρανός και να φαίνονται εικόνες, σαν να έπαιζε η μοίρα
την δική της κινηματογραφική ταινία. Τότε ήμουν
δεκαπέντε χρόνων, κι ο Χρήστος ακόμα δεν είχε γεννηθεί.
Όμως τώρα ξέρω πως η ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία,
έδειξε το μέλλον, έδειξε κάπου στιγμές από εκείνο το
2017, που θα ερχόταν κάποια στιγμή με τη σειρά του. Μα
όπως δεν γνώριζα το πρόσωπο του τότε, σαν όραμα και
σαν όνειρο που έβλεπα ξύπνια, άρχισε να εμφανίζεται η
εικόνα η δική μου, που έβλεπα τον εαυτό μου μεγαλύτερο,
γυναίκα πια κι εκείνον άντρα δίπλα μου, χωρίς όμως η
μορφή του να είναι ξεκάθαρη, αλλά θολωμένη πρόβαλε
μέσα από τα σύννεφα, και τώρα ξέρω το γιατί. Γιατί
μπορεί να υπήρχε στο 2017, αλλά στο 1985, που έβλεπα
την χωροχρονική αυτή στιγμή που περνούσε, ο Χρήστος
δεν είχε γεννηθεί. Κι ήταν της μοίρας το γραφτό, όταν θα
τον έβλεπα στην τηλεόραση και θα καταλάβαινα ότι τον
είχα ερωτευτεί, τότε να το θυμηθώ και να αναγνωρίσω το
πρόσωπο εκείνο, που θολά φαινόταν, μα ήξερα πως ήταν
εκείνος. Πίσω στο 1985, έβλεπα τις εικόνες μας να
παίζουν την πολύ γνωστή όπερα Κάρμεν. Εγώ φορούσα
κόκκινο-μαύρο κόκκινο φουστάνι κι εκείνος ήταν
ντυμένος, όπως ο εραστής της πρωταγωνίστριας στην
όπερα. Τι ήταν εκείνο που είδα? Να κρατιόμαστε σφιχτά,
να φιλιόμαστε, κι εγώ να θέλω να φύγω από κοντά του, κι
όπως στο τέλος της όπερας, η Κάρμεν σκοτώνεται από τον
εραστή, έτσι κι εγώ το έβλεπα να με αρπάζει από το χέρι
21
και να βάζει τα χεριά του στο λαιμό μου και να προσπαθεί
να με πνίξει.
Πάντα επαναλαμβανόταν κάθε φορά αυτή η ίδια στιγμή. Η
ζήλια. Κι ήταν νομίζω η συνέχεια, η άλλη σκηνή που σαν
όραμα έπαιξε στον τοίχο του σπιτιού μου του πατρικού,
όπου μια μέρα άνοιξε ο τοίχος, σκίστηκε και φάνηκε από
μέσα ένα στιγμιότυπο, μια φωτογραφία από τα mad vma
awards, την τελετή απονομής του 2017, που χαρούμενος
και χαμογελαστός φάνηκε η αγαπημένη μορφή του. Κι
αμέσως μετά φανήκαμε οι δυο μας, μεγάλοι πια ενήλικες,
κι εκείνος με τα γκρίζα μαλλάκια του, κι εγώ ντυμένη με
ένα φόρεμα γεμάτο λουλούδια, να τρέχω και πάλι να του
ξεφύγω μέσα σ. ένα δάσος. Κι εκείνος να με κυνηγά να με
πιάσει, κι όταν με φτάνει με αρπάζει και φιλιόμαστε στο
στόμα, και εκεί η εικόνα άλλαξε, κι είμασταν πάνω στο
κρεβάτι ξαπλωμένοι γυμνοί κι εκείνος επάνω μου να
κάνουμε έρωτα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο

Ο Ιουστινιανός την Θεοδώρα δεν την γνώρισε στον


ιππόδρομο. Έτσι νόμιζε, όταν την είδε ξανά στο circus
maximus, μετά την επιστροφή της από την Αφρική και
αφού είχε για πάντα ουσιαστικά εγκαταλείψει με την
στάση της άντρα και παιδί. Η σιλουέτα της είχε επανέρθει.
Ήταν άλλωστε μόλις σχεδόν δεκαοχτώ χρονών κοπελίτσα.
Κι αυτό το μεγάλο τσίρκο, στην ουσία και κυριολεκτικά,
ήταν τελικά το μόνο σπίτι που μπορούσε να χωρέσει. Έτσι
νόμιζε τουλάχιστον….
Όπως και ο είκοσι χρόνια ύπατος Ιουστινιανός που σιγά
σιγά ανερχόταν στα ανώτερα αξιώματα, με θείο του τον
22
Ιουστίνο. Ο Πέτρος Σαββατιανός χανόταν σιγά σιγά, μέσα
στον μελλοντικό αυτοκράτορα, και μέσα σε όλη αυτήν την
εξέλιξη, δεν θυμόταν, την πρώτη του συνάντηση με την
παιδούλα Θεοδώρα.

Μακρόστενος ο ιππόδρομος τούτος της


Κωνσταντινούπολης, σαν τον άλλον τον ρωμαϊκό της
Θεσσαλονίκης (αυτός που αργότερα έδωσε την θέση του
στην Πλατεία Ιπποδρομίου) με ένα κλειστό πέταλο και
ένα ανοιχτό, 12 πόρτες πλαισίωναν μια μεγάλη κύρια
είσοδο. Τα καθίσματα των θεατών στηριζόταν σε κολώνες
και ήταν 30 με 40 στη σειρά. Οι άρχοντες κάθονταν πάνω
σε μαξιλάρια, γεμισμένα με άχυρα ή με φύλλα καλαμιάς.
Ανάμεσα στα καθίσματα και τον κύριο χώρο του
θεάματος, τα ονομαζόμενα βάθρα, την αρένα, υπήρχε
τάφρος με νερό, που κολυμπούσαν υδρόβια ζώα, και
εμποδίζονταν έτσι τα λιοντάρια να ορμήσουν στους
θεατές. Μπαίνοντας στον ιππόδρομο στην αριστερή
πλευρά, την ανατολική δηλαδή, στη μέση ήταν το
βασιλικό θεωρείο, όπως ακριβώς και στον ιππόδρομο της
Θεσσαλονίκης. Δίδυμος ιππόδρομος ο ένας με τον άλλον.
Ήταν μια πολυώροφη κατασκευή που επικοινωνούσε με
το παλάτι. Όπως ακριβώς και ο ιππόδρομος της
Θεσσαλονίκης, όπου ο αυτοκράτορας έβγαινε από το
κομμάτι των ανακτόρων που σήμερα βρίσκονται στην άνω
οδό Δημητρίου Γούναρη, για να περάσει από μια σήραγγα,
την οδό Αλεξάνδρου Σβώλου και να καθίσει στο βασιλικό
θεωρείο. Εκεί που η μοίρα το έφερε να είναι το δικό μου
διαμέρισμα, το πατρικό μου σπίτι. Ήταν λοιπόν το ίδιο
σχέδιο, η ίδια σύλληψη, η ίδια ιδέα. Εκεί ήταν και η ζωή
όχι μόνο της Θεοδώρας, αλλά και του Ιουστινιανού. Γιατί
εκεί ήταν της μοίρας το μελλούμενο να στεφτεί
αυτοκράτορας. Εκεί ήταν το κέντρο της πολιτικής και
κοινωνικής ζωής. Εκεί στέφονταν αυτοκράτορες, ή
ξεκινούσαν επαναστάσεις εναντίον τους, εκεί γινόταν οι
23
εκτελέσεις των θανατικών ποινών. Γιορτές,
συγκεντρώσεις για τα ευχάριστα γεγονότα, πανηγυρισμοί
και αυτοκρατορικοί θρίαμβοι. Συγκεντρώσεις για να πει ο
λαός τα αιτήματά του στον αυτοκράτορα και υποδοχές
των επισήμων. Γινόταν αρματοδρομίες σε τακτές
ημερομηνίες, αλλά και έκτακτες, στις μεγάλες
θρησκευτικές γιορτές των Χριστιανών πια βυζαντινών,
στα γενέθλια του αυτοκράτορα, στις υποδοχές ξένων και
επισήμων και για να ξεχνιέται ο λαός, όταν η
αυτοκρατορία έχανε στα πεδία των μαχών. Ο λαός
αγαπούσε τις αρματοδρομίες, όπως σήμερα αγαπάμε το
ποδόσφαιρο και η συμπεριφορά τους ήταν παρόμοια. Αν
δεν έβρισκαν χώρο στα βάθρα για να καθίσουν,
σκαρφάλωναν σε μπαλκόνια ή σε ταράτσες σπιτιών,
βρίζονταν και τσακώνονταν με τους υποστηρικτές των
αντίπαλων αρμάτων μέσα στον ιππόδρομο, έπαιζαν
στοιχήματα. Απέναντι από τον αυτοκράτορα ήταν η θέση
των τεσσάρων δήμων της Κωνσταντινούπολης. Οι
πράσινοι, οι βένετοι (οι μπλε), οι άσπροι και οι κόκκινοι.
Ήταν λοιπόν μια τέτοια μέρα αρματοδρομίας, που ο
Ιουστινιανός καθόταν δίπλα στον Ιουστίνο, στο
αυτοκρατορικό θεωρείο. Και σε ένα από τα κενά ανάμεσα
στις αρματοδρομίες, βγήκε η Θεοδώρα μαζί με τους
μίμους και τους θεατρίνους. Όπως παλιά όταν
πρωτοξεκίνησε με την μητέρα και τις αδερφές της, την
δουλειά αυτή, σαγηνεύοντας με το γυμνό κορμί της τους
θεατές. Που ξεκούραζαν τα λαρύγγια τους από τις φωνές
των αγώνων και τα σώματά τους από την ένταση
απολαμβάνοντας τα απόκρυφά της καθώς ξάπλωνε κι
έριχναν κριθάρι επάνω που χήνες ερχόταν και το
τσιμπολογούσανε. Και γελούσαν και το έβρισκαν
ιδιαίτερα έξυπνο και σκερτσόζικο κόλπο, ιδανικό για την
ηδονοβλεψία που επικρατούσε επισήμως σε μια
ανεπισήμως υποκριτική και ανήθικη κοινωνία. Αυτή η
ομορφιά που κυλιούνταν πάνω στην άμμο. Αυτό το
24
όμορφο πρόσωπο, δεν μπόρεσε να αφήσει ασυγκίνητα τα
μάτια του μέλλοντα αυτοκράτορα. Κατά κάποιον τρόπο,
ένιωσε πως αυτό το πρόσωπο θα έπρεπε να το βλέπει
εκείνος, αυτά τα μάτια να τον κοιτάζουν, αυτό το θεϊκό
κορμί να μην γίνεται βορά στα μάτια των άλλων, αλλά να
υπάρχει για την δική του χαρά και ένωση. Κάπως έτσι την
γνώρισε ξανά και δεν μπόρεσε να πάρει την σκέψη του
ξανά μακριά από εκείνη την ημέρα και μέχρι την
τελευταία της δικής του ζωής. Η ένωσή τους θα εξάγνιζε
την προηγούμενη ζωής της χορεύτριας του ιπποδρόμου.
Από εκείνη την ημέρα μπήκε στο μυαλό του η ιδέα να την
κάνει δική του, και να την παντρευτεί. Υπήρχε κοινωνική
διαφορά, και θα υπήρχε και κατακραυγή ένας άρχοντας να
νυμφευθεί ένα τέτοιο ξετσίπωτο πλάσμα, αλλά όπως
πάντα συμβαίνει, τα αισθήματα νικούν κάθε ενδοιασμό,
σκέψη λογική, διαφορά και τίποτα δεν μπορεί να σβήσει
τον αληθινό έρωτα. Και μπορεί ο αυτοκράτορας Ιουστίνος
να μην ερχόταν σε επαφή με την αρένα, και μέσα στα
διαλείμματα των αρματοδρομιών της μέρας εκείνης, να
αποσύρθηκε στις αίθουσες αναψυχής και ανάπαυσης που
βρισκόταν μαζί στην κατασκευή εκείνη πίσω από το
αυτοκρατορικό θεωρείο, όμως ο ίδιος, ακολούθησε το
μόνο στενό μονοπάτι που έβγαζε στον στίβο της αρένας.
Κι από κει με την βοήθεια της φρουράς, που είχε θέση
κάτω από την εξέδρα εκείνη που βρισκόταν ο
αυτοκράτορας, για την ασφάλεια του, πέρασε μέσα από
μια καγκελωτή πόρτα, προσπερνώντας παλαιστές, που
μόνο ένα κομμάτι ύφασμα είχαν τυλιγμένο γύρω από τη
μέση τους, για να κρύβει τις απόκρυφες περιοχές τους, και
αλειμμένοι με λάδι, κουρεμένοι και έτοιμοι να βγουν στην
αρένα για την πάλη, για να πάει να την βρει. Μέσα σε
εκείνα τα καμαρίνια που θα λέγαμε σήμερα που
μαζεύονταν οι θεατρίνοι. Πάλη, πυγμαχία, άλμα, δρόμος
και δίσκος, ήταν τα πέντε αθλήματα που είχαν επιβιώσει
από την αρχαία Ελλάδα των αθλημάτων και παρόλο που η
25
εκκλησία δεν τα ευνοούσε, λόγω γύμνιας κυρίως,
παρουσιάζονταν στον ιππόδρομο και αυτά. Τα αθλήματα
αυτά ήταν πια καθαρά ανταγωνιστικά και δεν είχαν χώρο
ανάμεσα στην εκπαίδευση και στην ανάπλαση των νέων,
όπως στην ελληνορωμαϊκή παράδοση. Τα χρόνια πια είχαν
περάσει. Η εκκλησία είχε επιβληθεί, απορρίπτοντας τον
παλιό ελληνιστικό κόσμο, από ένα ενδόμυχο φόβο, μην
τυχόν ξανά οι εθνικοί επιβληθούν και ξανά χάσει την θέση
του ο Χριστιανισμός. Άλλωστε δεν είχαν περάσει παρά
μονάχα διακόσια περίπου χρόνια, από το σταμάτημα των
διωγμών, και την έναρξη επισήμως της χριστιανικής
θρησκείας.
Δεν έπρεπε να έχει γίνει αυτό, παραμιλώντας έλεγε ξανά
και ξανά ο αυτοκράτορας. Μικρός πολύ κι αυτός μπροστά
στην αρρώστια και στο θάνατο. Όπως όλοι.

Μικρά πατημένα χόρτα. Που διαλύθηκαν μέσα στη


λάσπη, ώσπου δεν απέμεινε τίποτα από αυτά. Τι θα
μπορούσε; τίποτα. Μεγάλες οι κάμαρες του ανακτόρου.
Και άδειες. Όπως και τα χαμόσπιτα από πέτρα των
φτωχών. Τίποτα στο τέλος δεν απέμενε.
Όλα τα ρήμαζε η εγκατάλειψη. Όλα. Τι θα είχε απομείνει;
τίποτα. Έσπασαν τα παράθυρα, οι πόρτες.
-Παιδί κακό φώναζε το παράθυρο του παρατημένου
σπιτιού. Σε εκείνο τα χαμίνι της λάσπης, που κυνηγούσε
ποιος ξέρει τι από αυτά που πετούσαν στον ουρανό με την
σφεντόνα και τις πέτρες. Κι αντί για τα πουλιά πέτυχε το
παράθυρο. Και έσπασε το τζάμι του. Και το παράθυρο το
υπόλοιπο, τα ξύλα, τα καδρόνια όλα, ότι απάρτιζε αυτό το
κτίριο έμεινε μισό. Όμως η φωνή του δεν ακουγόταν από
τους ανθρώπους. Ποτέ.
Τι σημασία είχε, αν αυτό το σπίτι ρήμαξε 15 αιώνες μετά
τον μεγάλο αυτοκράτορα. Και στην εποχή του και πάντα.

26
Χτισμένη και η μεγάλη εκκλησιά για τις προσευχές του.
Ποιος θα τον άκουγε; ποιος και γιατί; που; πότε;
Όλα τα φρόντιζαν οι υπήκοοι του. Και το ανάκτορο και
την εκκλησία. Μα η αξία της είχε ραγίσει κάτι σαν τα
χαμόσπιτα που διαλύονται από την εγκατάλειψη. Και
κοιτάζουν τον ήλιο, να βγει, γιατί η κακοκαιρία τα σαπίζει
περισσότερο. Λες και η ζεστασιά του ήλιου θα μπορούσε
να στεγνώσει την υγρασία των σκοτεινών πια δωματίων
τους, που μόνο στα αδέσποτα χρησιμεύουν για κατοικία.
Για αυτά θα είναι πάντα ένα κατάλυμα. Λες και ήθελαν τα
σπίτια να μακρύνουν τον χρόνο της ζωής τους. Με τον
ήλιο.
Απείραχτα τα ανάκτορα και η Αγιά Σοφιά, θα ζούσαν
αιώνες μετά πολλούς. Φροντισμένα. Γεμάτα πιστούς και
υπηρέτες. Πιστούς; Λέμε τώρα. Προσκυνητές καλύτερα.
Γεμάτο υπηρέτες το ανάκτορο. Αλλά άδειο. Για τον
μεγάλο γέροντα, που κοντά στα 70 του χρόνια απέμεινε
μόνος, άδειο.
-Δεν έπρεπε να γίνει η σφαγή. Ενός ακόμα ιππόδρομου. Η
σφαγή τότε κατά τη διάρκεια της στάσης του Νίκα. Αυτό
σκεφτόταν και μονολογούσε.
Θυμήθηκε που η Θεοδώρα τον συμβούλεψε να
παραμείνει αυτοκράτορας. Κι εκείνος πρόσταξε τους
στρατηγούς του να κάνουν ότι μπορούν. Κι εκείνοι
έσφαξαν τους στασιαστές. Να και πήρε την αμαρτία η
Θεοδώρα. Και οι ψυχές εκείνων κάλεσαν τον Θεό
κραυγάζοντας. Δυνατά πολύ δυνατά ακούστηκαν οι φωνές
τους. Ψηλά στο Θεό αγναντεύοντας. Οι ψυχές των
πεθαμένων. Βοήθεια Θεέ, έκραξαν. Κι ο Θεός κατέβηκε
δίπλα τους, στον ιππόδρομο, που έγινε μέσα εκείνος ο
θάνατος και έριξε κατάρα στην αυτοκράτειρα. Γιατί
άκουσε το παράπονο των ψυχών. Το άκουσε.
-Ναι, αυτό έγινε, έλεγε ο γέροντας Ιουστινιανός. Για αυτό
αρρώστησε και την έχασα. Έτσι την έχασα. Αρρώστησε
από την αμαρτία μου αυτή. Εγώ έφταιγα. Εγώ δεν
27
εγκατέλειψα το βασίλειο. Δική μου απόφαση ήταν. Ναι
δεν έπρεπε να γίνει, αλλά έγινε. Και έτσι όλα τελείωσαν.
Σε ένα ταλαιπωρημένο τέλος. Μέσα σε πόνους στο στήθος
της, που έγινε σκληρό, γεμάτο όγκους, και κανένα
μαντζούνι των γιατρών δεν μπορούσε να την ανακουφίσει.
Αυτά σκεφτόταν, για αυτό το στήθος που αρνήθηκε να
θηλάσει το βρέφος που γεννήθηκε. Όχι το στήθος, τι
έφταιγαν οι μαστοί; Εκείνοι γέμιζαν γάλα, αλλά η μάνα
δεν ήθελε το παιδί της. Να κάνει την προσπάθεια και τον
κόπο να το ταΐσει με το γάλα της. Ακόμα κι η γάτα, στα
εγκαταλελειμμένα σπίτια εκείνα μέσα θηλάζει τα γατάκια
της. Αυτή. Ο άνθρωπος όχι.
Και πήρε το στήθος εκείνο και αυτήν την αμαρτία επίσης.
Εκείνου του θηλασμού που δεν έγινε ποτέ. Κι ας μην το
γνώριζε ο Ιουστινιανός. Το γνώριζε η φύση. Και η μοίρα.
Εκείνοι οι άχρηστοι μαστοί, με το χαμένο γάλα. Εκείνο το
άκαρδο στήθος που δίψαγε για εξουσία. Που μόνο την
λαγνεία είχε υπηρετήσει και όχι την μητρότητα. Λες και
δεν θα είχαν λεφτά, αν έφευγαν από την
Κωνσταντινούπολη εκείνη την συγκυρία. Απλά δεν θα
ήταν πια βασιλιάδες.
Σ. αυτό το στήθος δεν φώλιαζε μια καρδιά γεμάτη
συμπόνια.
-Ο θάνατος φώλιαζε, ο θάνατος που την έφαγε τελικά.
-Μεγαλειότατε; τον είχε ακούσει ο υπηρέτης, που πέρναγε
απ’ έξω να φωνάζει. Και πρόστρεξε να δει τι γινόταν.
-Το ξέρεις κι εσύ, όλοι το ξέρουν. Αυτή όρισε τον θάνατο.
Με αυτό που δεν έπρεπε να γίνει. Αλλά έγινε. Αδάμ έγινα,
είπε στον υπηρέτη. Αδάμ, ένας ακόμα που με παρέσυρε η
Εύα. Αυτό.
Ήταν όμως ωραία η κηδεία της, έτσι; Μεγαλοπρεπής.
Όπως ταίριαζε σε μια βασίλισσα.
Ο υπηρέτης έγνεψε συγκαταβατικά. Στάθηκε εκεί στην
άκρη του δωματίου, όσο ο αυτοκράτορας καθισμένος
αναπολούσε. Σαν φύλακας στάθηκε. Απέναντι στον
28
γέροντα βασιλιά που δεν μπορούσε να ησυχάσει. Κι ας
είχαν μέρες πολλές περάσει από το τέλος της Θεοδώρας.
Το τέλος. Αυτό που την πήρε μακριά του. Και δεν θα την
έβλεπε ξανά. Γιατί δεν υπήρχε πια. Δεν υπήρχε. Δεν ήταν
δίπλα του. Δεν ήταν. Φρουρός σιωπηλός ο υπηρέτης και
μάρτυρας της θλίψης του αυτοκράτορα. Τι θα μπορούσε
να του ζητήσει πια ο άρχοντας; Κάτι; Μα τι; φαγητό,
κρεβάτι, ρούχα; Κι ύστερα; Δεν είχε να μοιραστεί πια τη
ζωή του. Και έπρεπε να συνηθίσει να είναι και πάλι μόνος.
Μετά από 30 χρόνια γάμου και πάλι μόνος. 30 χρόνια.
-Πέρασαν γρήγορα; τον ρώτησε. Πέρασαν. Φαινόταν
ατελείωτα και πως κάθε στιγμή κρατούσε όσο ένας
αιώνας. Αλλά πέρασαν. Κι ο Θεός άκουσε τους
σκοτωμένους. Όχι εκείνον. Εκείνος ήταν φονιάς. Ένας
φονιάς που έμεινε μόνος. Στον μεγαλοπρεπή θρόνο.
Σ. αυτήν την καρέκλα με τα χρυσά στολίδια, που για να
εξακολουθεί να κάθεται πάνω της, έγινε φονιάς
ανθρώπων. Τότε που έγινε η στάση εκείνη, δεν το είχε δει
έτσι.
Και τώρα καθόταν εκεί. Ένα ακόμα κάθισμα. Και τα 30
χρόνια είχαν πια περάσει. Ένα ακόμα βράδυ είχε περάσει.
Ένα ακόμα, από εκείνα τα τελευταία. Και μετά θα ερχόταν
ο ύπνος και η αυγή. Κι ύστερα; Μια ακόμα μέρα. Έτσι
πέρασαν αυτά τα χρόνια δίπλα στη γυναίκα του. Ώσπου να
το καταλάβει ερχόταν μεσημέρι και έτρωγαν. Κι ώσπου να
συνεχιστεί η ζωή, νύχτωνε. Και περνούσαν έτσι οι μέρες.
Κι έλεγες δεν θα τελειώσει ποτέ καμιά εποχή. Και
τελείωνε. Κι άρχιζε άλλη. Και περνούσαν οι χρονιές. Κι
ήταν πάλι όλα ξανά από την αρχή. Και πέρασαν τα χρόνια.
Πέρασαν και; Μονάχα στον τρούλο της μεγάλης
εκκλησίας θα έμενε το ψηφιδωτό του Παντοκράτορα.
Χτισμένη καλά και να αντέχει σε σεισμούς, θα έμενε αυτό
εκεί. Ποιος θα μπορούσε να το πειράξει;. Είχε φτιάξει κάτι
αιώνιο λοιπόν. Τον θόλο της εκκλησίας. Αιώνες μετά ένας
γάτος, ο Γκλι, θα φύλαγε αυτήν την εκκλησιά μένοντας
29
μέσα. Αιώνες μετά θα κοίταγε τον Παντοκράτορα ψηλά.
Χωρίς να ξέρει τι βλέπει. Μόνος ο Θεός έβλεπε τον γάτο.
Κι ο γάτος τον Θεό. Των Χριστιανών. Ο γάτος που ήταν
ένα ζωντανό. Χωρίς Θεό και χωρίσματα, όπως οι
άνθρωποι. Που έζησε όλη του τη ζωή στην εκκλησιά και
τον περίβολο της. Είχε αφήσει την εκκλησία του σε καλές
πατούσες ο αυτοκράτορας. Γιατί αν περίμενε από τα
ανθρώπινα χέρια; Αυτά μόνο καταστρέφουν……
-Κοίτα τα, είπε προς τον υπηρέτη. Κατέβηκε από εκείνο
τον θρόνο και τον πλησίασε. Κοίτα τα είπε, δείχνοντας του
τα χέρια του. Δες, μόνο για την καταστροφή είναι ικανά.
Γιατί κι εγώ είμαι άνθρωπος. Κι εγώ. Κι αν ήξερε ο
αυτοκράτορας ότι σε γατίσιες πατούσες θα άφηνε την
εκκλησιά του θα χαιρόταν. Καλός φύλακας αυτός. Αγνός
και αθώος γάτος. Καλύτερα έτσι, θα έλεγε.

Κι ο μάγειρας του παλατιού είχε φτιάξει σούπα από


κότα, με τα τρυφερά της τμήματα μαζί με τον ζωμό, και
μαλακά λαχανικά. Για βραδινό. Και στην μεγάλη
τραπεζαρία, πέρασε ο γέροντας να φάει. Λες και το ζεστό
φαγητό θα μπορούσε να απαλύνει λίγο τον πόνο. Για λίγο.
Κι έφαγε με όρεξη. Και έτσι ανακουφίστηκαν λίγο και οι
υπηρέτες, που τον έβλεπαν να ρήμαζε και αυτός
εγκαταλελειμμένος μέρα με τη μέρα. Κι ύστερα από το
δείπνο, ξάπλωσε στο άδειο κρεβάτι. Κι όλα ησύχασαν στο
παλάτι. Στα δικά τους δωμάτια έτρωγαν και οι υπηρέτες κι
ύστερα έσβησαν τα καζάνια στην κουζίνα, κι όλα
σκουπίστηκαν και καθαρίστηκαν. Κι ύστερα ξάπλωσαν
όλοι να ξεκουραστούν. Από την κούραση της δουλειάς. Κι
έγινε σιωπή στο παλάτι. Και στο ζεστό του κρεβάτι
σκεπασμένος και χορτάτος ο γέροντας αναπολούσε
εκείνες τις στιγμές της μεγάλης στάσης. Εκείνο τον καιρό
που δεν στάθηκε μονάχα μια αυτοκρατορία, αλλά και η
ζωή του. Έκανε στάση. Ναι αυτό. Στάση. Στάθηκε.
Σταμάτησε. Αλλά τότε δεν το είχε καταλάβει. Δεν είδε
30
ποτέ τα σπαθιά των στρατιωτών να μπήγονται στα σώματα
των ανθρώπων, ούτε να τους ανοίγουν στη μέση τα
κεφάλια τους. Η άμμος της αρένας του ιππόδρομου
απορρόφησε το αίμα. Και μετά την αντικατέστησαν. Και
το αίμα δεν μύριζε πια.
Με θειάφι εξάγνισαν τον χώρο μετά, καίγοντας το μέσα σε
μεγάλα λιβανιστήρια. Κι όλα ξεχάστηκαν. Σαν ένα
παραμύθι άκουγε ο γέροντας από τα χείλη του αγγέλου
που έβλεπε. Οι σκιές των φαναριών που έκαιγαν για να
φωτίζουν αναγκαία το σκοτάδι στην βασιλική
κρεβατοκάμαρα, έγιναν στα μάτια του ένας άγγελος
κυρίου, που ήρθε να του πει μια ιστορία, για να τον πάρει
ο ύπνος.
Τον άκουγε να του λέει για εκείνο το ειδύλλιο με την
σχεδόν είκοσι χρόνια μικρότερη του γυναίκα, την
χορεύτρια του ιππόδρομου

- Δεν σε πείραζε το παρελθόν της; ρώτησε ο Άγγελος


- Σκεφτόμουν πως δεν μπορούσα να κάνω τίποτε για αυτό.
Χαιρόμουν να είμαι μαζί της. Με ευχαριστούσε
περισσότερο από κάθε άλλη γυναίκα.
Κι η μορφή στα μάτια του ξαπλωμένου βασιλιά συνέχιζε
να του αφηγείται στιγμές από τη ζωή του. Μέσα στο
σκοτάδι της νύχτας, ώσπου αποκοιμήθηκε.
Την επόμενη μέρα, σηκώθηκε ο γέροντας, τον
περιποιήθηκαν, έφαγε πρωινό και κλείστηκε στο δωμάτιό
του, όπως πίστευαν οι υπηρέτες, πως οι πέτρες που
απάρτιζαν το ανάκτορο, θα μπορούσαν να τον κρατήσουν
ασφαλή.
Ανάμεσα στα ρούχα του, είχε φυσικά και απλά ενδύματα.
Ένας απλός χιτώνας και μία μαύρη ζεστή κάπα με
κουκούλα, χωρίς κανένα άλλο στολίδι, από εκείνα τα
πολύτιμα πετράδια, που φορούσε στολισμένος, στο
ψηφιδωτό που βλέπουμε σήμερα στη Ραβένα.

31
Και όπως όλα τα παλάτια και τα μέγαρα, υπήρχε πέρασμα
μυστικό, που μέσα από μια σήραγγα, οδηγούσε έξω και
πέρα από το παλάτι. Μέσα στην πόλη. Να αγοράσει ένα
ψωμί και να καθίσει στο πεζούλι μιας πέτρινης βρύσης,
και αυτό να είναι το μεσημεριανό του.
Ούτε ο αρτοποιός που του έδωσε το ψωμί μέσα από το
καλάθι, δεν τον αναγνώρισε. Ένας ακόμα γέροντας, με
αγέρωχη μορφή, που του έδωσε και παραπάνω από την
αξία του ψωμιού, και του έκλεισε μαλακά την παλάμη
κάνοντας ένα νεύμα, να κρατήσει όλα τα νομίσματα.
‘Ήταν ακόμα παιδί όταν αγόρασε για τελευταία φορά
κάτι. Και εκείνη η βόλτα στην αγορά της πόλης ήρθε να
του θυμίσει τον μικρό Πέτρο που είχε κρυφτεί μέσα του.
Εδώ και χρόνια δεν χρειαζόταν πια να μαγειρέψει, να
πλύνει, να κάνει κάτι.
Και καθώς περνούσε είδε και μια γυναίκα να πλένει τα
ρούχα της. Και να τα στεγνώνει στον ήλιο. Και της
χαμογέλασε. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί έναν
βασιλιά ανάμεσα τους. Με τα κρέατα και τα λαχανικά και
τα ψωμιά στα χέρια, πηγαινοερχόταν εκείνο το Σάββατο οι
πολίτες της Κωνσταντινούπολης, μη γνωρίζοντας πως ο
πρώην Πέτρος Σαββατιανός, ήταν ανάμεσά τους. Ένας
άνθρωπος κι αυτός, απλά με κυβερνητικές ευθύνες.
Κρατούσε και μια βέργα, καθώς τα γέρικα πόδια του δεν
θα τον κρατούσαν για πολύ. Και κάθισε πάλι σε μια γωνιά.
Όσο ζούσε εκείνη, δεν θα μπορούσε ποτέ του να
φανταστεί πως κάτι τέτοιο θα μπορούσε να γίνει. Εκείνη
που προερχόταν από τον φτωχό λαό, έγινε όμως τόσο
γνωστή ως χορεύτρια και σαν αυτοκράτειρα, που δεν θα
μπορούσε ποτέ να κυκλοφορήσει, έστω και με μια μπέρτα
με κουκούλα. Η ομορφιά της άλλωστε ακτινοβολούσε και
θα την γνώριζαν αμέσως.
Στάθηκε και δίπλα στον πέτρινο οβελίσκο, μπροστά στον
ιππόδρομο και θυμήθηκε αυτό που σκεφτόταν την
προηγούμενη νύχτα.
32
Πίσω στο παλάτι θέλησαν να του σερβίρουν το γεύμα.
Πως μπορούσαν να φανταστούν πως ακόμα και ένα απλό
ψωμί θα μπορούσε να χορτάσει έναν ηλικιωμένο
άνθρωπο; Και λίγο νερό της κρήνης, που θα έπινε με τις
χούφτες. Και εκεί καθισμένος την είδε ξανά, τόσο
νέα και τόσο όμορφη. Να τον πλησιάζει χαμογελαστή. Με
τα καλοχτενισμένα μαλλιά της να λάμπουνε στον
χειμωνιάτικο ήλιο.
Ο αρχιτρίκλινος στο παλάτι δεν ήξερε τι να κάνει.
Φύλαξαν το φαγητό στην κουζίνα, να του το προτείνουν
όταν θα γύριζε από την τόσο περίεργη εξαφάνισή του.
Ήταν ευεργετικός εκείνος ο χειμωνιάτικος ήλιος για τα
γέρικα κόκκαλα. Δεν κατέβαζε την κουκούλα από το
κεφάλι του, γιατί δεν ήθελε κάποιος να τύχει να τον δει.
Μα ακόμα και μέσα από τα ρούχα, υπήρχε εκείνη η
παρηγοριά της ζέστης. Κανένα αξίωμα βασιλικό δεν
μπορούσε να σταματήσει την φθορά που ο χρόνος φέρνει
στο σώμα. Μονάχα το μυαλό μπορεί να νικάει ακόμα και
τον θάνατο και να φέρνει ξανά πίσω με τις αναμνήσεις,
μπροστά στα μάτια, τις εικόνες εκείνες τις περασμένες,
εκείνες που δεν υπάρχουν πια. Ο Θεός μόνο και ο έρωτας
μπορούσαν να τα υπερβούν όλα αυτά. Και να
δημιουργήσουν νέες εικόνες, εκεί που δεν υπάρχουν. Ήταν
τόσο νέα, τόσο όμορφη και τόσο άφθαρτη, που ο άνακτας
ήταν σίγουρος, πως ήταν η ψυχή της που τον είχε
επισκεφθεί. Δεν είχε πληγές, όπως εκείνες που της είχε
δημιουργήσει η ζωή, και η ενασχόλησή της με το
επάγγελμα εκείνο της διαφθοράς. Του έτεινε το χέρι της
και ο αυτοκράτορας το έπιασε. Έκλεισε το χέρι του, και τα
μάτια του. Και καθώς ο αέρας του χάϊδευε το κεφάλι,
αισθάνθηκε σαν να ήταν εκείνη που τον χάϊδευε. Όπως
παλιά.
«Δεν έπρεπε να γίνει αυτό». Δεν ήταν τώρα τα χείλη του
που το έλεγαν αυτό. Η σκέψη του μονάχα. Την κοίταξε
και της χαμογέλασε. Έτσι έπρεπε να κάνει. Να της
33
χαμογελάσει. Έτσι ήθελε. Ήταν φυσικό. Πήγε από την
πορνεία στην βασιλεία, στην ασφάλεια της δικής του
ζωής. Ήταν φυσικό να μην θέλει να χαλάσει αυτήν τη
ζωή, να μη θέλει να χάσει την βασιλεία της, επειδή
κάποιοι επαναστάτησαν.
Η χειμωνιάτικη μέρα πλησίαζε στη δύση της. Η σιωπή που
σταμάτησε. Που τελείωσε όταν τελείωσαν και οι γιορτές
των Χριστουγέννων και των Θεοφανείων………
Και γέμισε ο ιππόδρομος ξανά. Ο ήχος της σιωπής. To
μαρμάρινο άψυχο άγαλμα χωρίς τα δάκρυα, ανάμεσα στις
διακοσμήσεις του σταδίου. Έφυγε ο κόσμος από τους
αγαπημένους αγώνες για τις γιορτές των Χριστουγέννων
και των Θεοφανείων. Την πρώτη και καλύτερη τότε
γιορτή, ισάξια της Λαμπρής. Με λαμπρότητα φανερώθηκε
το Άγιο Πνεύμα, και φανέρωσε στον κόσμο την θεότητα
του Κυρίου, και η εκκλησία, την είχε για μια μεγάλη
γιορτή.

Πέρασαν οι γιορτές των Χριστουγέννων και εκείνη η


μεγάλη των Θεοφανίων. Με λαμπρότητα στολίζονταν όλα
με δάφνες και ο σταυρός μέσα σε χρυσοποίκιλτο δίσκο
έπεφτε να αγιάσει του Βοσπόρου τα νερά. Δεν είχε
ιδιαίτερο κρύο εκείνες τις πρώτες μέρες ενός καινούριου
Ιανουαρίου. Δεν είχε και ζέστη όμως. Τα βράδια η
υγρασία των νερών τυλίγει κοινούς και άρχοντες,
περαστικούς και μόνιμους από την Βασιλεύουσα πόλη,
μέσα στις μάλλινες κάπες τους. Κι έφερνε την μέρα ο
ήλιος μια ευεργετική ζεστασιά. Μέσα στον ιππόδρομο
ξεκίνησαν ξανά οι αγώνες. Κι απέναντι από το
αυτοκρατορία θεωρείο, άρχισαν να μαλώνουν οι
παρατάσεις του δήμου της πόλης. Οι μπλε, και οι κόκκινοι
και οι πράσινοι και οι λευκοί. Πάντοτε μάλωναν οι
Έλληνες. Και οι αρχαίοι και οι βυζαντινοί. Μόνο που αυτή
τη φορά η ταραχή γενικεύτηκε. Εκρήχθηκε σαν μια
επανάσταση. Που απαιτούσε την απομάκρυνση του
34
αυτοκράτορα. Ήταν ένας Βένετος (μπλε) και ένας
πράσινος αυτή τη φορά που θα κατέληγαν στο
απόσπασμα, αν δεν μετέτρεψε ο Ιουστινιανός την ποινή
τους σε ισόβια. Κι ήταν οι ευγενείς που ξεσήκωσαν τον
κόσμο καθώς αντιδρούσαν στα φορολογικά μέτρα του
νέου αυτοκράτορα. Κι ήταν οι έξοχοι των οικονομικών
που την πλήρωσαν ο Τριβωνιανός και ο Καππαδόκης. Ο
λαός ήθελε την παραίτησή τους. Στις 11 Ιανουαρίου
ξεκίνησε να καταστρέφει και να καίει ο λαός την πόλη.
Κτίρια, το παλάτι και ότι είχε απομείνει από την παλιά,
την πρώτη Αγία Σοφία. Και ο λαός στους δρόμους φώναζε
Νίκα, όπως φώναζε την ιαχή *Νίκα* για να ενθαρρύνει
τους αρματοδρόμους να νικήσουν στον ιππόδρομο. Είχαν
φτάσει να κηρύξουν έκπτωτο τον αυτοκράτορα, και να
βάλουν στη θέση του τον Υπάτιο, τον ανιψιό του παλιού
αυτοκράτορα Αναστασίου. Μία βδομάδα συνεχιζόταν οι
ταραχές. Και σκέφτηκε ο Ιουστινιανός να εγκαταλείψει
την Πόλη και να γίνει φυγάς. Τότε ήταν που το συζήτησε
με την Θεοδώρα, όταν ακόμα στα παραδίπλα να
διαμερίσματα του ανακτόρου έσβηναν καθημερινά φωτιές
και καθάριζαν οι υπηρέτες και προσπαθούσαν να
αποκαταστήσουν ότι μπορούσαν, και εκείνη του είπε ότι
δεν θα φύγει, και η βασιλική πορφύρα είναι το καλύτερο
σάβανο. Ήταν τότε που παρουσιάστηκε στο παλάτι και ο
στρατηγός Βελισάριος και ψιθύρισε στο αυτί του
αυτοκράτορα, εκείνη την παλιά εξέγερση της
Θεσσαλονίκης, επί Θεοδοσίου Β, ο οποίος συγκέντρωσε
τον λαό στον ιππόδρομο και τους έσφαξε και ησύχασε από
ανάλογες εξεγέρσεις. Και ανέλαβε την εντολή για δράση
ανάλογη μαζί με τον άλλο στρατηγό τον Μούνδρο.
Πάντοτε για στρατιώτες και φύλακες, οι επαναστάτες ήταν
κάτι σαν κρέας, δεν είχαν ανθρώπινη υπόσταση. Ήταν το
κρέας που έπρεπε να πεθάνει. Μέσα στις πέτρες εκείνες
που έχτισαν από τα αρχαία χρόνια οι πολίτες για σπίτια,
ανάκτορα και κάστρα, σύμβολα ανάγκης για φωλιά ή
35
επίδειξης μεγαλοπρέπειας, μέσα εκεί όσοι
συλλαμβάνονταν και ρίχνονταν στις αλυσίδες, έκαναν τον
τόπο να τρέμει. Γιατί μια ήταν οι σκέψη των στρατιωτών,
στρατηγών και δεσμοφυλάκων. "Δώσε την σάρκα σου
στον πόνο", κάθε είδους. Κι έτσι, όπως και στη
Θεσσαλονίκη, κατά την διάρκεια των αγώνων, έκλεισαν
τους επαναστάτες στον ιππόδρομο και έσφαξαν 30.000
ανθρώπινα κρέατα που έπρεπε να κατασταλούν εκεί μέσα.
Σ. αυτόν τον ιππόδρομο που ήταν δίδυμος με εκείνον. Και
έτσι ένα παρόμοιο γεγονός έλαβε χώρα.
Με θειάφι εξάγνισαν τον χώρο μετά. Κι όλα ξεχάστηκαν.
Σαν ένα παραμύθι άκουγε ο γέροντας από τα χείλη του
αγγέλου που έβλεπε. Οι σκιές των φαναριών που έκαιγαν
για να φωτίζουν αναγκαία το σκοτάδι στην βασιλική
κρεβατοκάμαρα, έγιναν στα μάτια του ένας άγγελος
κυρίου, που ήρθε να του πει μια ιστορία, για να τον πάρει
ο ύπνος. Τον άκουγε να του λέει για εκείνο το ειδύλλιο με
την σχεδόν είκοσι χρόνια μικρότερη του γυναίκα, την
χορεύτρια του ιππόδρομου. Που ύπατος ακόμα ήθελε να
την παντρευτεί. Και η γυναίκα του Ιουστίνου είχε τις
αντιρρήσεις της. Μια γυναίκα με αμαρτωλό παρελθόν,
αντί για καμιά πατρικία να γινόταν η μέλλουσα
αυτοκράτειρα; Όμως του χόρευε τα βράδια στο δωμάτιο
του, με όλη της την σαγηνευτική τέχνη και του δινόταν
κάνοντας τον έρωτα να μοιάζει με την υπέρτατη
απόλαυση. Γιατί αυτό ήταν. Κι αυτό γινόταν. Η υπέρτατη
απόλαυση. Που να ξεκολλήσει ο ύπατος τότε από εκείνη..
Και επέμενε. Κι όταν η βασίλισσα πέθανε, την
παντρεύτηκε.
- Δεν σε πείραζε το παρελθόν της; ρώτησε ο Άγγελος
- Σκεφτόμουν πως δεν μπορούσα να κάνω τίποτε γι αυτό.
Χαιρόμουν να είμαι μαζί της. Με ευχαριστούσε
περισσότερο από κάθε άλλη γυναίκα. Κι η μορφή στα
μάτια του ξαπλωμένου βασιλιά συνέχιζε.

36
Δεν έπρεπε να έχει γίνει αυτό, παραμιλώντας έλεγε ξανά
και ξανά ο αυτοκράτορας. Μικρός πολύ κι αυτός μπροστά
στην αρρώστια και στο θάνατο. Όπως όλοι. Μικρά
πατημένα χόρτα. Που διαλύθηκαν μέσα στη λάσπη, ώσπου
δεν απέμεινε τίποτα από αυτά. Τι θα μπορούσε; τίποτα.
Μεγάλες οι κάμαρες του ανακτόρου. Και άδειες. Όπως και
τα χαμόσπιτα από πέτρα των φτωχών. Τίποτα στο τέλος
δεν απέμενε. Όλα τα ρήμαζε η εγκατάλειψη. Όλα. Τι θα
είχε απομείνει;

Ποιος θα τον άκουγε; ποιος και γιατί; που; πότε; Όλα τα


φρόντιζαν οι υπήκοοι του. Και το ανάκτορο και την
εκκλησία. Μια αξία ραγισμένη κάτι σαν τα χαμόσπιτα που
διαλύονται από την εγκατάλειψη. Και κοιτάζουν τον ήλιο,
να βγει, γιατί η κακοκαιρία τα σαπίζει περισσότερο. Λες
και η ζεστασιά του ήλιου θα μπορούσε να στεγνώσει την
υγρασία των σκοτεινών πια δωματίων τους, που μόνο στα
αδέσποτα χρησιμεύουν για κατοικία. Γι αυτά θα είναι
απαντά ένα κατάλυμα. Λες και ήθελαν τα σπίτια να
μακρύνουν τον χρόνο της ζωής τους. Με τον ήλιο.
Απείραχτα τα ανάκτορα και η Αγιά Σοφιά, θα ζούσαν
αιώνες μετά πολλούς. Φροντισμένα. Γεμάτα πιστούς και
υπηρέτες. Πιστούς; Λέμε τώρα. Προσκυνητές καλύτερα.
Γεμάτο υπηρέτες το ανάκτορο. Αλλά άδειο. Για τον
μεγάλο γέροντα, που κοντά στα 70 του χρόνια απέμεινε
μόνος, άδειο.
-Δεν έπρεπε να γίνει η σφαγή. Ενός ακόμα Ιππόδρομου. Η
σφαγή τότε κατά τη διάρκεια της στάσης του Νίκα.
Θυμήθηκε που η Θεοδώρα τον συμβούλεψε να παραμείνει
αυτοκράτορας. Κι εκείνος πρόσταξε τους στρατηγούς του
να κάνουν ότι μπορούν. Κι εκείνοι έσφαξαν τους
στασιαστές. Να και πήρε την αμαρτία η Θεοδώρα. Και οι
ψυχές εκείνων κάλεσαν τον Θεό κραυγάζοντας. Δυνατά
πολύ δυνατά ακούστηκαν οι φωνές τους. Ψηλά στο Θεό
αγναντεύοντας. Οι ψυχές των πεθαμένων. Βοήθεια Θεέ,
37
έκραξαν. Κι ο Θεός κατέβηκε δίπλα τους, στον ιππόδρομο,
που έγινε μέσα εκείνος ο θάνατος και έριξε κατάρα στην
αυτοκράτειρα. Γιατί άκουσε το παράπονο των ψυχών. Το
άκουσε.
-Ναι, αυτό έγινε, έλεγε ο γέροντας Ιουστινιανός. Γι αυτό
αρρώστησε και την έχασα. Έτσι την έχασα. Αρρώστησε
από την αμαρτία μου αυτή. Εγώ έφταιγαν. Εγώ δεν
εγκατέλειψα το βασίλειο. Δική μου απόφαση ήταν. Ναι
δεν έπρεπε να γίνει, αλλά έγινε. Και έτσι όλα τελείωσαν.
Σε ένα ταλαιπωρημένο τέλος. Μέσα σε πόνους στο στήθος
της, που έγινε σκληρό, γεμάτο όγκους. Αυτά σκεφτόταν,
γι αυτό το στήθος που αρνήθηκε να θηλάσει το βρέφος
που γεννήθηκε. Όχι το στήθος, τι έφταιγαν οι μαστοί;
Εκείνοι γέμιζαν γάλα, αλλά η μάνα δεν ήθελε το παιδί της.
Να κάνει την προσπάθεια και τον κόπο να το ταΐσει με το
γάλα της. Ακόμα κι η γάτα, στα εγκαταλελειμμένα σπίτια
εκείνα μέσα θηλάζει τα γατάκια της. Αυτή, ο άνθρωπος
όχι. Και πήρε το στήθος εκείνο και αυτήν την αμαρτία
επίσης. Εκείνου του θηλασμού που δεν έγινε ποτέ. Κι ας
μην το γνώριζε ο Ιουστινιανός. Το γνώριζε η φύση. Και η
μοίρα. Εκείνοι οι άχρηστοι μαστοί, με το χαμένο γάλα.
Εκείνο το άκαρδο στήθος που δίψαγε για εξουσία. Λες και
δεν θα είχαν λεφτά, αν έφευγαν από την
Κωνσταντινούπολη εκείνη την συγκυρία. Απλά δεν θα
ήταν πια βασιλιάδες. Σ. Αυτό το στήθος δεν φώλιαζε μια
καρδιά γεμάτη συμπόνια.
-Ο θάνατος φώλιαζε, ο θάνατος που την έφαγε τελικά. -
Μεγαλειότατε; τον είχε ακούσει ο υπηρέτης, που πέρναγε
απ. έξω να φωνάζει. Και πρόστρεξε να δει τι γινόταν.
-Το ξέρεις κι εσύ, όλοι το ξέρουν. Αυτή όρισε τον θάνατο.
Με αυτό που δεν έπρεπε να γίνει. Αλλά έγινε. Αδάμ έγινα,
είπε στον υπηρέτη. Αδάμ, ένας ακόμα που με παρέσυρε η
Εύα. Αυτό. Ήταν όμως ωραία η κηδεία της, έτσι;
Μεγαλοπρεπής. Όπως ταίριαζε σε μια βασίλισσα.

38
Ο υπηρέτης έγνεψε συγκαταβατικά. Στάθηκε εκεί στην
άκρη του δωματίου, όσο ο αυτοκράτορας καθισμένος
αναπολούσε. Σαν φύλακας στάθηκε. Απέναντι στον
γέροντα βασιλιά που δεν μπορούσε να ησυχάσει. Κι ας
είχαν μέρες πολλές περάσει από το τέλος της Θεοδώρας.
Το τέλος. Αυτό που την πήρε μακριά του. Και δεν θα την
έβλεπε ξανά. Γιατί δεν υπήρχε πια. Δεν υπήρχε. Δεν ήταν
δίπλα του. Δεν ήταν. Φρουρός σιωπηλός ο υπηρέτης και
μάρτυρας της θλίψης του αυτοκράτορα. Τι θα μπορούσε
να του ζητήσει πια ο άρχοντας; Κάτι; Μα τι; φαγητό,
κρεβάτι, ρούχα; Κι ύστερα; Δεν είχε να μοιραστεί πια τη
ζωή του. Και έπρεπε να συνηθίσει να είναι και πάλι μόνος.
Μετά από 30 χρόνια γάμου και πάλι μόνος. 30 χρόνια.
-Πέρασαν γρήγορα; τον ρώτησε. Πέρασαν. Φαινόταν
ατελείωτα και πως κάθε στιγμή κρατούσε όσο ένας
αιώνας. Αλλά πέρασαν. Κι ο Θεός άκουσε τους
σκοτωμένους. Όχι εκείνον. Εκείνος ήταν φονιάς. Ένας
φονιάς που έμεινε μόνος. Στον μεγαλοπρεπή θρόνο. Σ.
αυτήν την καρέκλα με τα χρυσά στολίδια, που για να
εξακολουθεί να κάθεται πάνω της, έγινε φονιάς
ανθρώπων. Και τώρα καθόταν εκεί. Ένα ακόμα κάθισμα.
Και τα 30 χρόνια είχαν πια περάσει. Ένα ακόμα βράδυ
είχε περάσει. Ένα ακόμα, από εκείνα τα τελευταία. Και
μετά θα ερχόταν ο ύπνος και η αυγή. Κι ύστερα; Μια
ακόμα μέρα. Έτσι πέρασαν αυτά τα χρόνια δίπλα στη
γυναίκα του. Ώσπου να το καταλάβει ερχόταν μεσημέρι
και έτρωγαν. Κι ώσπου να συνεχιστεί η ζωή, νύχτωνε. Και
περνούσαν έτσι οι μέρες. Κι έλεγες δεν θα τελειώσει ποτέ
καμιά εποχή. Και τελείωνε. Κι άρχιζε άλλη. Και
περνούσαν οι χρονιές. Κι ήταν πάλι όλα ξανά από την
αρχή. Και πέρασαν τα χρόνια. Πέρασαν και;

Δέντρο ανθισμένο στον χειμώνα κρατά.


-Με περίμενες;
-Ζωντάνεψες;
39
Είμαι το άγαλμα που δίπλα του γνώρισες την μικρή
Θεοδώρα.
Έξω από τον ιππόδρομο το δέντρο ανθισμένο κράτα.
-Φύγε………
-Πρέπει να θυμάσαι. Η στάση του Νίκα ήταν η αμαρτία
εκείνης.
-Φύγε δεν θέλω να θυμάμαι. Χτύπησε το χρυσοποίκιλτο
δεκανίκι του κάτω ο Ιουστινιανός. Φύγε, δεν θέλω άλλο
να με κατατρέχεις. Άρπαξε ένα κούτσουρο και το έριξε
στη φωτιά. Φύγε στοιχειό, φύγε αερικό. Φύγε.
Οι σπινθήρες του ξύλου ρούφηξαν την εικόνα του
αγάλματος που πρόβαλε κατακόκκινο για μια στιγμή πριν
χαθεί στις φλόγες.
-Μαράθηκαν οι τριανταφυλλιές Πέτροοοοο,
μαράθηκααααν...ξεφτάνε τα ψηφιδωτά σουουου.... Τι είναι
η ζωήηηη; ακούστηκε η φωνή του πριν χαθεί ολότελα στις
στάχτες.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο

Ο αέρας που τρύπωσε μέσα από τα λίγα σπασμένα και


γκρεμισμένα κεραμίδια του παλιού αρχοντικού εκείνου του
παλιού σκοροφαγωμένου διώροφου, είχε τόσο διαβρώσει μαζί
με τον καιρό αφήνοντας να φανεί από μέσα το γκρίζο της
πέτρας και όπου ακόμα στεκότανε αγέρωχο μπροστά στην
παραλία που άδεια πλέον μονάχα με τα κάγκελα της το
μπεντενάκι και το κύμα της είχε απομείνει.
Σφύριζε αγέρωχα ο αέρας εκείνο το βράδυ και όπως
τρύπωσε μέσα από τα κεραμίδια ψιθύρισε σε κάθε παλιό
σκοροφαγωμένο σπασμένο έπιπλο και σε εκείνους τους
40
αρμούς στους τοίχους που εσωτερικά ο σοβάς ο πεσμένος
αποκάλυψε τα τούβλα από πίσω. «Γκρεμίζουν τα παλιά
σπίτια γκρεμίζουν τα παλιά σπίτια» έλεγε και ξανάλεγε
«γκρεμίζουν τα παλιά σπίτια». Σφυρίζοντας αυτό έλεγε
και μπροστά σε έναν καθρέφτη σκουριασμένο από την
αλμύρα της θάλασσας άρχισε να διηγείται την ιστορία με
λεπτομέρειες και αφηγήθηκε για εκείνο το παλιό διώροφο
του 19ου αιώνα απέναντι από τη μεγάλη εκκλησία τη
Μητρόπολη που αναγκαστικά μετά τον τελευταίο σεισμό
που έγινε στο Αιγαίο καθώς ήταν ετοιμόρροπο
αποφάσισαν οι άνθρωποι και γκρέμισαν τον πρώτο όροφο
που προεξείχαν τα ξύλα τα δοκάρια οι πέτρες τα παράθυρα
κρεμόταν και ήταν έτοιμο να πέσει στο κεφάλι κάποιου
περαστικού. Έκλεισαν το δρόμο είπε ο αέρας στον
καθρέφτη και αφαίρεσαν τον πρώτο όροφο για να μην
είναι επικίνδυνο έτσι όπως χάσκει ανοιχτό με όλα του τα
φαντάσματα να φαίνονται χορεύοντας μέσα στη νύχτα
μοναχά, σε εκείνη τη χρονιά την περίεργη που δεν έχει
κόσμο τις νύχτες για να μπορέσει να δει αυτά τα
φαντάσματα. Μετά ο αέρας είπε για το άλλο το παλιό
διώροφο που βρισκόταν μέσα στην αγορά και τη μέρα της
μνήμης του μεγάλου Αγίου της πόλης του πολιούχου
έπεσε ένα κομμάτι από τα σκοροφαγωμένα και
σκουριασμένα μπαλκόνια του πάνω στο δρόμο και
ευτυχώς ήταν αργία και κανένας δεν περνούσε από κάτω,
ούτε με κάποια μοτοσυκλέτα ούτε πεζός για να τον
χτυπήσει στο κεφάλι. Έτσι τις επόμενες μέρες μαζεύτηκαν
οι άνθρωποι και άρχισαν σιγά-σιγά να γκρεμίζουν
κομμάτι-κομμάτι τη στέγη του και τους τοίχους και τα
παράθυρα που είχαν απομένει από τον πρώτο όροφο.
- Έτσι θα καταντήσω και εγώ, παραπονέθηκε το μεγάλο
αρχοντικό στην παραλία.
Ο αέρας γύρισε και του είπε «έχεις χρόνια εσύ. Αντέχεις
ακόμα». Και το μεγάλο αρχοντικό στη γωνία του
παραλιακού δρόμου απέναντι από την Φραγκισκανική
41
εκκλησία, θυμήθηκε τον κόσμο που μαζευόταν από κάτω
του και χόρευε και διασκέδαζε ακούγοντας μουσική σε
κείνα τα παλιά τα χρόνια σταμάτησαν απότομα εκείνη την
περίεργη χρονιά και σταμάτησαν πια οι άνθρωποι να
διασκεδάζουν.
Μια μικρή επανάσταση είχε πάλι ξεκινήσει στην ψυχή
εκείνων που έμεναν στον ιστορικό αυτό δρόμο. Μια
επανάσταση κατά του εαυτού τους, που είχε αλλάξει. Μια
επιθυμία τίποτε από αυτά να είχαν συμβεί;

ΤΟ ΦΡΑΓΚΟΚΑΣΤΕΛΛΟ
--------------------------------------------
Είναι ένα κάστρο του 14ου αιώνα. Τέσσερις πύργοι και
τέσσερις τοίχοι. Δυο πλατιοί από την μεριά της θάλασσας
και του βουνού και δυο μικρότεροι τοίχοι από την μεριά
της ανατολής και της δύσης. Ο ένας πύργος προς την
θάλασσα, όπου κυματίζει η σημαία σήμερα είναι πιο
μεγάλος και πιο ψηλός. Χτίστηκε ανάμεσα στα χρόνια
1371-1374 και ήταν για την προστασία από τους πειρατές
και τους κρητικούς που εξεγείρονταν. Καθώς πίσω
βρίσκεται οροσειρά το μόνο ευάλωτο σημείο ήταν η
θάλασσα. Κι έτσι αυτήν και θωράκισαν. Στο μικρό ύψωμα
μιας παράλιας βρίσκεται, κι από κάτω σήμερα υπάρχουν
ταβέρνες και σκαλοπάτια που κατεβαίνουν. Και ξενώνες
στην περιοχή και καταστήματα πιο πέρα. Παλιά έστεκε
μόνο του με τη βλάστηση. Όπως φαίνεται στην
φωτογραφία που η αρχαιολογική υπηρεσία τοποθέτησε
στην είσοδο που ανοίχτηκε κατά τον 19ο αιώνα. Και δεν
υπήρχε πριν. Μια φωτογραφία που πήρε ο τηλεοπτικός
φακός και προσέθεσε το τρικ ορισμένων λουλουδιών για
να το δείξει σαν φόντο σε σκηνές του σήριαλ

42
«δροσουλίτες» που γυρίστηκε το 2001. Μιας ιστορίας
αγάπης.
Οι δροσουλίτες λένε πως είναι τα φαντάσματα του
Ηπειρώτη οπλαρχηγού Χατζημιχάλη Νταλιάννη και των
ανδρών του, που πολέμησαν εκεί τους Τούρκους και
σκοτωθήκαν εκεί πέρα. Κι υπάρχει και το σχετικό μνημείο
δίπλα, το σχετικό ηρώο δίπλα στο κάστρο. Το ίδιο το
κάστρο έχει ανακατασκευαστεί και διορθωθεί, όμως δεν
διαφέρει και πολύ από την αρχική μορφή του. Κι όπως δεν
υπάρχουν φαντάσματα, αλλά καμπυλότητα του
χωροχρονικού συνεχούς, που επιτρέπει να επικοινωνούν
δυο χωροχρονικά σημεία και να φανούν ίσκιοι ανθρώπων
του σχετικού παρελθόντος στο σχετικό παρόν, κάτι τέτοιες
είναι και αυτές οι εμφανίσεις. Λένε πως εμφανίζονται τέλη
Μάιου και αρχές Ιουνίου, κατά το ξημέρωμα. Όμως ακόμα
κι αν τους παρατήρησαν σε αυτό το χρονικό περίπου
σημείο, δεν θα μπορούσε να υπάρχει συχνότητα. Τέτοια
χρονική. Δεν αμφιβάλλω ότι μπορεί να τους είδαν κάποιες
φόρες και να ήταν τέλη Μάιου και αρχές Ιουνίου, όμως
αυτό δεν σημαίνει πως κάθε μέρα εμφανίζονται.. Μονάχα
σε μια τέτοια ενεργειακή πύλη υπάρχει κάτι τέτοιο.
Κι είναι στον ναό της Αναστάσεως του Κυρίου στην
Ιερουσαλήμ, οπού εκεί μαρτύρησε ο Χριστός, και κάθε
μεγάλο Σάββατο, γύρω στις δυο το μεσημέρι, έρχεται το
Άγιο Φως, που είναι το φως της καμπύλωσης του
ηλεκτρομαγνητικού πεδίου του παλιού Γολγοθά που
βρισκόταν εκεί μέσα, και του τάφου του Χριστού, που
πέρασε μέσα από αυτήν την καμπυλότητα για να
αναστηθεί. Μέσα από τον χωρόχρονο πέρασε ο Κύριος για
να αναστηθεί και το φως που παράγεται πάντοτε κατά τις
αλλαγές του ηλεκτρομαγνητικού πεδίου, είναι εκείνο το
Άγιο Φως. Είναι στον κόσμο της γης, η μονή ενεργειακή
πύλη που έχει συχνότητα και μοναδικότητα. Ενώ,
συμφωνά με την γενική θεωρία της σχετικότητας του
Αϊστάιν, το σημείο Α της χωροχρονικής καμπυλότητας
43
είναι η στιγμή που αναστήθηκε ο Χριστός, το σημείο Β
της χωροχρονικής επικοινωνίας δεν είναι ένα, αλλά ως
τώρα περίπου 1985, κι αυτό γιατί μέχρι το 2018 τόσο
υπολογίζεται σε έναν χρόνο που είναι κοινωνικός, καθώς
τον μέτρησαν οι άνθρωποι, κι είναι σχετικός. Τα σημεία Β
είναι κάθε Μεγάλο Σάββατο των Ορθόδοξων Χριστιανών
γύρω στις δυο το μεσημέρι στην πρώτη ανάσταση. Κι
αυτό γιατί εκεί πέθανε και αναστήθηκε ένας Θεός. Όμως
πουθενά άλλου δεν πέθανε ένας Θεός.
Κι έτσι δεν υπάρχει πουθενά αυτό το φαινόμενο ξανά.
Όμως υπήρξε η λάμψη στο Φραγκοκάστελλο. Εκεί στο
ξημέρωμα της 2ας Ιουνίου του 2018, όταν έφτασα κι
έκατσα πάνω σε μια πέτρα, απέναντι και μπροστά από τη
νοτιά πλευρά του κάστρου την μεριά της θάλασσας.
Έτσι ξεκίνησα από τα Χανιά στις τρεις η ώρα το
ξημέρωμα αυτής της μέρας, για να δω αν θα εμφανιζόταν
σε μένα οι δροσουλίτες. Αν θα ήμουν τυχερή να δω μια
από αυτές τις εμφανίσεις. Αν θα ήταν η μέρα που θα
εμφανιζόταν, γιατί ήξερα ότι κάθε μέρα δεν θα μπορούσαν
να εμφανίζονται. Ήταν ήρωες, που θυσιάστηκαν για την
πατρίδα, αλλά όχι θεοί.
Κι ήταν πέντε παρά τέταρτο όταν έκατσα εκεί πέρα να
κοιτάζω. Νύχτα βαθιά και μόνη παρέα η κολώνα με το
δημοτικό φως, που φώτιζε συνεχώς τη νότια πλευρά του
κάστρου. Στη βόρεια ένα τροχόσπιτο ακουμπισμένο
μπροστά στη μέση του κάστρου φιλοξενούσε τους
κοιμόμενους μέσα τουρίστες, που βρισκόταν εκεί. Ήταν
γύρω στις πέντε το πρωί όταν φάνηκε μια μικρή λάμψη
φωτός. Από μέσα από το κάστρο και βγήκε από μια τρύπα
που υπήρχε μέσα στον τοίχο. Όχι από επάνω από τις
πολεμίστρες, μια από εκείνο το άνοιγμα του τοίχου
απέναντι μου. Σε μια σειρά από ανοίγματα που υπήρχαν
χαμηλά, και προφανώς έγιναν στα νεότερα χρόνια, γιατί
από εκεί χωρούσε να βγει ένα τουφέκι και να σκοπεύσει
ένας πολεμιστής.
44
Ήξερα πως ήταν μια καμπύλωση του χωροχρονικού
συνεχούς αυτό το φως. Δεν φοβήθηκα, γιατί ήταν φυσικό
φαινόμενο.
Μόνο κάθισα και κοίταζα. Λέω να τώρα μπορεί να δω
τους δροσουλίτες. Δεν φαινόταν τίποτε. Καθώς η ώρα
περνούσε κι άρχισε ο ουρανός να φωτίζει από την
ανατολή, στα δεξιά μου όπως καθόμουν, κοίταζα τον
ουρανό πάνω από ένα δέντρο, που το χρώμα του άρχισε να
αλλάζει, κι από βαθύ μπλε, να γίνεται πιο ανοιχτό.
Και τότε άκουσα σύρσιμο πίσω μου, σαν βήμα. Λέω
κανένα φίδι θα είναι μέσα και πίσω από τα δέντρα που
υπήρχαν πίσω μου στην κατηφόρα. Δεν κούνησα. Τίποτε
δεν φαινόταν. Μετά άρχισαν να ακούγονται
κουδουνίσματα. Από πίσω μου, από την κατηφόρα. Έχει
και σκαλοπάτια τσιμεντένια εκεί που φτιάξαν οι άνθρωποι
για να κατεβαίνουν στις ταβέρνες. Γύρισα και κοιτούσα,
κανείς δεν φαινόταν, τίποτα δεν κουνιόταν. Κι εγώ
παρέμεινα εκεί ακίνητη, με το κινητό στα χεριά, έτοιμη να
φωτογραφίσω αν εμφανιζόταν οι δροσουλίτες. Και
κοιτώντας την ώρα στο φωτισμένο κινητό μου, που το είχα
ρυθμίσει να μην σβήνει η οθόνη, για να μπορώ να
φωτογραφίσω αμέσως αν χρειαζόταν. Τίποτε, μονάχα ο
ήχος από σύρσιμο ξανά και τα κουδούνια ακουγόταν.
Κατάλαβα ότι κάτι συμβαίνει. Μετά από λίγο πάλι ξανά.
Πάνω από το δέντρο στην ανατολή, ο ουρανός είχε
αρχίσει να γίνεται γαλάζιος, και πάνω από το κάστρο και
γύρω από όλη την γύρω περιοχή είχε αρχίσει να φεύγει το
βαθύ μπλε του ουρανού, και να ξημερώνει. Γύρισα πάλι το
κεφάλι μου, τίποτα. Κανείς. Μα δεν μπορούσε να είναι
ούτε καν πρόβατο με κουδούνι. Ο ήχος ήταν διαφορετικός
και τα πρόβατα τη νύχτα κοιμούνται.
Κάποια στιγμή σηκώθηκα και πλησίασα να κοιτάξω μέσα
από το άνοιγμα μια μισογκρεμισμένης σιδερένιας πόρτας.
Και να πάρω από κάτω ένα κομμάτι πέτρα από αυτές που
βρισκόταν κάτω. Για ανάμνηση. Τίποτε άλλο εκείνη την
45
ώρα, ησυχία. Και πήγα και ξανακάθησα. Και περίμενα
κοιτάζοντας.
Μετά από λίγο και πάλι ενώ ήμουν πάντα εκεί ακίνητη
κοιτώντας, ακούστηκε πάλι το σύρσιμο και σαν βήματα
και πάλι τα κουδουνίσματα. Κατάλαβα πως ήταν κάποιο
σημάδι. Οι δροσουλίτες δεν φάνηκαν. Ήταν πια έξι παρά
είκοσι, κι ο ουρανός είχε εκείνο το αχνό απαλό γαλάζιο
του ξημερώματος. Και τα δέντρα μύριζαν την πρωινή
δροσιά τους. Μόνο οι ήχοι είχαν ακουστεί. Είχε πια
ξημερώσει. Και σηκώθηκε να φύγω. Κι όπως έσκυψα για
να πάρω μια σακούλα που είχα μέσα μια ζακέτα, και μια
ακόμα που είχα μαζί το τάμπλετ μου, άκουσα το βραχιόλι
που είχα στο χέρι μου, να κουνιέται, όπως κουνήθηκε το
χέρι μου. Αυτό το βραχιόλι το είχα φτιάξει μονή μου στο
αρχαιολογικό μουσείο Ηράκλειου, όταν κατά τη διάρκεια
μιας παρουσίασης στις 12 Μάιου του 2018, μας έδειξαν
πως να λυγίζουμε τα μέταλλα. Κι είχα φτιάξει μια
μεταλλική μαργαρίτα. Και απέναντι από το μουσείο είχα
αγοράσει μια ασημένια μέλισσα, και ένα κορδόνι και το
είχα φτιάξει. Η μελισσούλα ακουμπούσε στο λουλούδι και
κουνιόταν όταν πήγαινε από το ένα φύλλο στο άλλο. Και
έβγαζε ήχο. Όμως τις στιγμές που εγώ ήσυχη και ακίνητη
καθόμουν απέναντι από το Φραγκοκάστελλο, ήμουν
ακίνητη και το χέρι μου δεν κουνιόταν, ούτε και το
βραχιόλι με το κορδονάκι που είχα περασμένο. Φορούσα
κι ένα άλλο κολιέ, με ένα αντίγραφο από το αρχαίο
κόσμημα των μελισσών, που βρέθηκε στα Μάλια, και το
αυθεντικό υπάρχει στο μουσείο Ηράκλειου, και μια
μπλούζα με την ίδια στάμπα.
Όσο να πεις ήταν ένα ταξίδι μέσα στη νύχτα. Αν και δεν
είχα ποτέ ξαναπάει, όμως ήξερα ότι οι δρόμοι στην Κρήτη
περνάνε μέσα από τα βουνά, και έχουν στροφές. Μια
στραβοτιμονιά να έκανε ο οδηγός του αυτοκίνητου,
μπορούσε να είναι μοιραία. Κι έτσι έβαλα αυτά τα ρούχα,
ώστε αν συνέβαινε ατύχημα και το μοιραίο, να είμαι με τα
46
ρούχα που συμβόλιζαν τον αγαπημένο μου Χρήστο. Γιατί
το όνομα του συγκροτήματος στο οποίο τραγουδούσε
ήταν «Μέλισσες».
Κι επειδή είμαι τρελή και παλαβή μαζί του. Κι όπως
καμμιά φορά συμβαίνει στη ζωή κι αυτός το ίδιο μαζί μου.
Το βραχιόλι με την μέλισσα, ήταν λοιπόν εκείνο που
ακουγόταν να ηχεί πίσω μου από την μεριά της θάλασσας.
Μόνο που ήταν από κάποιο άλλο χωροχρονικό σημείο, κι
όχι από το δικό μου σχετικό παρόν, εφόσον ήμουν ακίνητη
και δεν παραγόταν ήχος. Το πιο περίεργο είναι ότι όταν
σηκώθηκα και πλησίασα στο κάστρο και κινούμουν, αυτός
ο ήχος του κουδουνίσματος δεν ακούστηκε τότε. Παρά
μόνο όταν καθόμουν ακίνητη.
Τελικά η ενεργειακή πύλη του κάστρου, που και άνθρωποι
εκτελεστήκαν μέσα του, και αίμα χύθηκε στις μάχες που
δοθήκαν εκεί, κι ήταν η παρατηρημένη αυτή ενεργειακή
πύλη μου είχε «μιλήσει». Όταν εγώ πάντα ενεργειακά
ευαίσθητη και με την έκτη αίσθηση, πάντα έπιανα σήματα
που άλλοι δεν έπιαναν πάντα σαν βρισκόμουν σιμά σε μια
τέτοια πύλη.
Μόνο που αυτή τη φορά η χωροχρονική καμπυλότητα του
ηλεκτρογμανητικού πεδίου, δεν έδωσε την εικόνα των
δροσουλιτών, αλλά τον ήχο του έρωτα. Αυτού που θα
έμενε για πάντα ανεκπλήρωτος και άφθαρτος. Γιατί
σκεφτόμουν τον Χρήστο, όταν έφτιαχνα αυτό το βραχιόλι
με τη μέλισσα, κι ο ήχος του πέρασε μέσα από το
χωρόχρονο. Σαν να αναγνώρισε το κάστρο ότι εκεί
μπροστά του, είχε μια πολύ-πολύ ερωτευμένη γυναίκα.
Και σαν να μου απάντησε. Αποδεικνύοντας την
ενεργειακή ιδιότητα του αυτή, και φυσικά σε κάποιες
στιγμές, που δεν ήταν ο πόνος και ο θάνατος που
καμπύλωσαν αυτήν την ενεργειακή πύλη, αλλά η αγάπη κι
ο έρωτας.
Ο ερωτάς «είχε νικήσει» για ακόμα μια φορά σε ένα
σημείο πόλεμου, σ. έναν χώρο που είχε χρησιμοποιηθεί
47
για τον πόλεμο. Γιατί η αγάπη που προέρχεται από τον
Θεό, είναι πιο δυνατή από το κακό του πόλεμου, που
προέρχεται από τον άνθρωπο.
Ο ερωτάς πάντα θα νικάει. Κι έτσι κίνησα να φύγω από το
Φραγκοκάστελλο, που φανερωνόταν αιώνιο μέσα στο
πρώτο φως του πρωινού, έχοντας το σημάδι ότι σ. αυτήν
την ζωή έχω βρει τον δικό μου δροσουλίτη. Τον δικό μου
ήρωα. Της δικής μου ζωής……………

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ο

Ο Ιουστινιανός καθώς έφευγαν για να σκοτώσουν στον


Ιππόδρομο, θυμόταν έναν θρίαμβο του Βελισσάριου και
τα δώρα που έπαιρνε απ. αυτόν. Της έφερνε ότι καλύτερο
μπορούσε να βρει στις αγορές από όπου περνούσε και
φυσικά τα καλύτερα λάφυρα της εκστρατείας, όπου
διάλεγε πρώτη ότι πιο πολύτιμο υπήρχε, και τώρα πήγαινε
να τους σκοτώσει. Η Θεοδώρα χαιρόταν, γιατί έτσι έχανε
ο Βελισάριος την σχεδόν βασιλική επιρροή του στον λαό.
Τώρα πια όλοι και ο αυτοκράτορας και οι στρατηγοί θα
γινόταν μισητοί για τους συγγενείς αυτών που θα
σφάζονταν και για τους υπόλοιπους, κι έτσι θα ήταν
μαζεμένοι και φοβικοί και δεν θα τολμούσαν να
στασιάσουν και να χαθεί η αυτοκρατορική εξουσία.
Οι Φοίνικες και το χορτάρι άρχισαν να καφετίζουν.
Ξέχασαν οι άνθρωποι να ποτίσουν. Κι από πάνω το λευκό
του ουρανού πως γαλήνευε απαλά τυλίγοντας τις στέγες
των σπιτιών με τα κεραμίδια; χαμογελώντας στις λευκές
κολώνες των περιστυλίων.
Κι η θάλασσα ακουγόταν στα ρηχά, σαν ψίθυρος του
κύματος στην άκρη της Πόλης, εκεί στα λιμάνια με τα
καλάμια και τις βάρκες απλόχερα και ελεύθερα με τον
48
αέρα της αρμύρα και της ανοιχτωσιάς και μ. εκείνο το
θηρίο του Βοσπόρου με τα βράχια να μουγκρίζουν σε
σύγκρουση με τα κύματα. Να ανέβουν οι γοργόνες στον
αφρό να συνταιριάξουν.
Είμαι βάρκα και πλέω στ. ανοιχτά και τις ιστορίες βλέπω
των ανθρώπων. Και πάνω μου ξεψυχούν τα ψάρια. Μα
είμαι γερό σκαρί κι αντέχω στις φουρτούνες. Αιώνες μετά
τους πρώτους μεγάλους ψαράδες των ανθρώπων. Έφυγαν,
αγίασαν και ήρθαν για να μείνουν εδώ στην Πόλη που δεν
Αγία. Δεν υπάρχει Πόλη Αγία. Μονάχα αέρας ξεγνοιασιάς
και ελευθερίας. Και υγείας. Που κάτω από τα κεραμίδια,
σκουπίδια ξεχύνονταν και τα υπολείμματα της
καθημερινότητας. Δεν θέλω υπολείμματα.. Ούρλιαξε στ.
ανοιχτά το ξύλο της βάρκας. Σ. Ευχαριστώ Θεέ που μ.
έκανες να πλέω στ. ανοιχτά. Εδώ στο πέλαγος. Καμία
αντάρα ιστορική δεν το τρομάζει το πέλαγος. Εδώ τα
πάντα δίνονται.
-Γεια σου γλάρε. Εδώ έχει ψάρια. Πολλά. Να προσέχεις
τους γάτους στα ρηχά.
Κόκκινη μωρέ είναι η πορφύρα του Αυτοκράτορα,
κόκκινη κι η μπογιά που με βάψανε. Και το πανί μου
άσπρο. Άσπρα και τα καλάμια που βαστοζυγούνε το
πέταγμα τους μέσα στο νερό. Κι οι αιώνες και όσοι είναι
στον ουρανό, δύνη μέσα στα σύννεφα σχηματίζουν και
κοιτάνε κι αυτοί. Όλα του Αιγαίου τα άσπρα πιο κάτω που
ξεχύνονται πανιά μέσα στα καράβια που στα Δαρδανέλλια
περνάνε στα στενά.
Χαιρετίζοντας το χώμα που κάποτε φτιάχτηκε η Τροία.
Βασιλικό το πέρασμα του άρχοντα κι η μπογιά μου
ταπεινή. Μα όλα το ίδιο χρώμα.
-Ε, κυρ Πέτρο, που μεγάλος έγινες και τρανός βασιλιάς.
Κατέβα μια βόλτα εδώ στα αρμυρίκια. Κατέβα μωρέ στη
θάλασσα. Να δεις τα βράχια με τις καλαμιές, και τις
πέτρες που έσπασε σε κομμάτια μικρά ο αέρας κι η
αρμύρα της.
49
Εδώ έχει αγάπη. Είναι όλος ο τόπος εδώ. Οι ψαράδες, τα
ζευγάρια αγκαλιασμένα στις όχθες. Οι μαύροι λίθοι μέσα
στη θάλασσα και οι άσπροι στη στεριά.
Δεν είναι οι τοίχοι κι οι κολώνες η ζωή. Δεν είναι το τζάκι
στην αίθουσα του θρόνου. Εδώ είναι η ζωή.
Στην ανοιχτή θάλασσα. Κι όρια αν βλέπεις δεξιά κι
αριστερά, αν ανοιχτείς τα ξεπερνάς.
Δεν έχει όρια η ζωή. Να την φυλακίσεις στην αγκαλιά
μιας γυναίκας και στα γραπτά ενός βασιλείου. Άδικα.
Είμαι απλά μια βάρκα στα ανοιχτά. Στη θάλασσα είναι η
απάντηση. Στα γιατί της ζωής που ξόδεψες.
Μην κλαις άλλο για την γυναίκα σου. Σςςςςς....
Ψίθυροςςςςςς...... Άκου την...... Άκου τη θάλασσα...
Χειμώνα... Καλοκαίρι..... Ψιθυρίζει...... Έτσι ήθελε ο
Θεός..... Για να έρθεις εδώ..... Μαζί μας..... Στο
ακρογιάλι..... Έλα στα ανοιχτά.....
Σςςςςς.... σερνόταν το φίδι μέσα στο τούνελ. Τρομαγμένο
από την κάπα του αυτοκράτορα.
-Τι μ. ενοχλείς; πάω να βρω τον έρωτα, να ζευγαρώσω.
-Δεν σ. ενοχλώ, άκουσε την... Σςςς λέει κι η αυτή.
Ψιθυρίζει... Πάω στη θάλασσα.
Ακολουθώντας το τούνελ που βγάζει στη θάλασσα κάτω
από το ανάκτορο, κατέβηκε ο Ιουστινιανός. Από μέσα
φορούσε την βασιλική πορφύρα. Κι από πάνω την κάπα
του απλού ανθρώπου. Και μπήκε στη θάλασσα. Φλεβάρη
μήνα. Μέχρι το στήθος. Και σκέφτηκε να ακούσει τη
φωνή της. Και να μείνει για πάντα εκεί. Όμως η
ανθρώπινη αντοχή στο κρύο τον έβγαλαν στη στεριά.
Δίπλα στην κόκκινη βάρκα, που στόλιζε περίτρανα το
περιγιάλι και ταίριαζε με την φωτιά που είχαν πιο δίπλα
ανάψει οι ψαράδες. Με τα καλάμια. Τςςςς... Έκανε η
φωτιά. Έτριζαν τα καλάμια που καίγονταν. Τςςςςς...
-Το μόνο πρόβλημα είναι η επιβίωση. Μα είσαι άνθρωπος.
Ζήσε, συνέχισε. Όλοι συνέχισαν. Όλοι.

50
Και στέγνωσε δίπλα στη φωτιά κουκουλωμένος. Όχι δεν
τον αναγνώρισε κανείς. Η άσπρη γενειάδα της
παραμελημένης και καταρρακωμένης του ζωής, δεν έδινε
την εικόνα του ψηφιδωτού της Ραβέννας.
Εκεί όμως αισθάνθηκε την απαλλαγή του από εκείνη. Δεν
είχε πια κανέναν να τον εξουσιάζει. Ήταν η Θεοδώρα που
κυβερνούσε το βασίλειο. Τα γέρικα νεφρά του
αναρίγησαν. Κι όχι μόνο από τον κρύο αέρα που στέγνωνε
πάνω του, μα από την σκέψη πως τώρα αυτός θα
κυβερνούσε. Την ζωή και την αυτοκρατορία του.
Λίγο έμεινε, σκέφτηκε, λίγο ακόμα.
Σςςςςς... άκου τον ψίθυρο... Τα τούβλα της παλιάς
φυλακής Έτριζαν. Όχι δεν γινόταν πια σεισμός στην
πλατεία της Θεσσαλονίκης. Όχι, Ιστορία γινόταν. Τείχη
και φρούρια των ανθρώπων ήθελαν να περιβάλλουν την
θάλασσα. Στα ακρογιαλιά όλα της ιστορίας.
Το παλιό το κόλλημα των ανθρώπων δεν έφευγε. Αλυσίδα
ο ένας με τον άλλον. Κι η περηφάνια της βασιλείας εκεί.
Με το τίμημα της βασιλείας κάτω από τα φώτα της δόξας.
Όχι, όχι, το φίδι της πονηριάς δεν φαινόταν εκεί. Είχε
κρυφτεί. Ναι. Πίσω από το τίμημα της δόξας. Την αμαρτία
και την έλλειψη της ελευθερίας. Και ο Ιουστινιανός και οι
βασιλιάδες που έγειραν στις αρματοδρομίες του
ιπποδρόμου της Θεσσαλονίκης, που έγινε δρόμος και
πλατεία, και η σκληράδα πάντα παρούσα. Σςςςς....
Κοκκινίζει μωρέ ο ουρανός από την αμαρτία και θα πέσει
πάνω στα κεφάλια η ζωή της σκληρότητας.
-Δεν το έβλεπα, ψιθύρισε ο Αυτοκράτορας.
Κι οι ψυχές των άλλων αυτοκρατόρων πάνω στην κερκίδα
του ιπποδρόμου, έλεγαν : «Δεν το βλέπαμε».
-Δόξα τω Θεώ, είπε ένα άλλο φίδι. Πάνω στο περαστικό
δάσος της πόλης. Ένα βατράχι.
Είχε σκοτεινιάσει πια και το σκοτάδι έριξε το κακό του.
Το δάγκωσε. Μπα δεν ήταν βατράχι. Άλλο ήταν. Ποντίκι.

51
Δεν βαριέσαι, είμαι φίδι, δεν με νοιάζει τι είναι. Σκοτεινές
στιγμές για μένα. Να σκοτεινές. Αυτό, τι άλλο;
Το ξημέρωμα πάνω από την μεγαλούπολη, τον ουρανό τον
έβαψε γαλάζιο. Όλα ήταν γαλάζια, καθώς το φως πάνω
από την μύτη του βουνού προχωρούσε. Και ξύπνησε το
πουλί.
Είμαι πουλί τώρα. Τέντωσα τα φτερά μου και δεν με
νοιάζει. Στον φως που βγήκε πάνω από το σκοτάδι. Στο
γαλάζιο φως. Που είσαι νύχτα;
-Εδώ με την αγάπη, απάντησε.
-Κοιμήσου ευτυχισμένη νύχτα, σε λίγες ώρες πάλι. Πάω
να πετάξω πάνω από την πόλη. Να ζήσω εικόνες. Πάω
στην ακρογιαλιά. Στα κάγκελα της παραλίας και στις
πέτρες. Να συναντήσω τον γλάρο. Από την Κρήτη
ξεκίνησε και πήγε στον βορρά, στην βασιλεύουσα.
Μαχητές και ταξιδιώτες ήταν οι γονείς του. Κι ύστερα
ήρθε εδώ στην παραλία. Εκεί στα ρηχά να ψαρέψει μετά
τον πύργο τον λευκό. Τι;
Δεν είναι ο ίδιος; Είναι οι απόγονοι του...
Πάω στο κανάλι του ψαρέματος, πάω στην παραλία. Το
δέντρο κούνησε τα φυλλώματα του. Γεια σου, γεια σου. Κι
ύστερα να έρθεις εδώ. Στη φωλιά σου.................
Κουράστηκα.... Να, ένας άνθρωπος. Θα κάτσω για λίγο
στο χέρι σου. Μετά θα πάω στο σύρμα. Ανεβαίνω. Κλείνω
τα μάτια.....
-Γλάρε; που είσαι;
Κίνηση, κίνηση, κίνηση, κίνηση. Φεύγω από την
πλατεία... Πάω μακριά... Κάτω.... Με φώναξε ο Δίας....
Έχω μεγάλο ταξίδι...
Θέλω να έρθω...
-Είσαι περιστέρι.... Σε χρειάζονται εδώ για την ειρήνη....
-Πάω στο βουνό του Δία, να ακολουθήσω τα χνάρια του....
Με κάθε χτύπημα των φτερών, να μια συνοδεία λέξεων.
Φωνών. Δεν ξεχωρίζω τα λόγια των ανθρώπων. Φωνές....

52
Δεν την γνωρίζω την ανθρώπινη γλώσσα. Είμαι κι εγώ
πουλί, δεν ζω σαν τους ανθρώπους....
-Έπεσες; ρώτησε ο Δίας.
-Κουράστηκα.
-Κάτσε κάτω από τη σκέπη μου να ξαποστάσεις. Στη
λίμνη, στο ποτάμι, κάτσε στα Τέμπη. Λούσου. Είσαι στα
μισά της διαδρομής.
-Πρέπει να πάω νότια. Πρέπει να πάω στο άλλο βουνό
σου.
-Εκεί κοιμάμαι. Εδώ είμαι ξύπνιος. Ψηλά, απόμακρα. Όχι
σαν τους θνητούς...
Όχι... Σαν τους Θεούς... Θα ξεκουραστώ... Είμαι πουλί....
-Θα ρίξω αμβροσία και νέκταρ να γίνουν σπόροι. Να
φας....
-Άκου, Δια, οι άνθρωποι τρελαίνονται... Μικρά βήματα...
-Που;
-Πέρα κάτω στον κάμπο... Ο ψίθυρος.... Ένας ψίθυρος...
Σε λίγο θα χαθεί... Μαραζώνουν....
-Πάρε να φας σπόρους. Γεννήθηκες πουλί.
-Τρομάζω;
-Όχι, όχι, σηκώθηκε αέρας και σύννεφα. Θα ξεκαθαρίσει ο
χώρος. Κι ο κόσμος.
-Λίρα παίζει κι ο Θεός, το μαύρο να ξορκίσει. Και στα
λουλούδια, τα ριζά, τη χάρη του ν. αφήσει.
Όταν το απόγευμα έφτασε, ακούστηκε λίρα από τα
σύννεφα, και το τραγούδι αυτό.
Ας συνεχίσω το ταξίδι μου.
-Ε.... γλάρε της Σαλονίκης;
-Περιστέρι; τι κάνεις εδώ....
-Ξεμουδιάζω τα φτερά και το νου μου.....
-Πάω στον νότο.
-Εγώ επιστρέφω πάλι πίσω. Στον βορρά στη Σαλονίκη
πάλι.
-Την διαδρομή σου την έκανε ο έρωτας.
-Γυρίζω να δω.
53
-Εγώ πάω κάτω. Που κοιμάται ο Δίας. Σβήνει το φως. Μη
μου ζητήσεις να ζήσω όπως οι άνθρωποι.
Πάω στα κάστρα της Σαλονίκης, να πάρω σπόρους από τα
χέρια τους.
-Τι; Τι είναι;
-Σςςςςς.... Ο αέραςςςς.... Παγιδεύτηκε στις αναμνήσεις του
ξαπλωμένου βουνού.
-Πάω να το πω στον Βαρδάρη....
Ψίθυροι....... Και βήματα...
Είμαι το περιστέρι, και πάνω στα τείχη που οδηγούν στον
πύργο τριγωνίου, έφαγα κάτι ψωμάκια που έριξε με το
χέρι της ψιχουλιάζοντας μια γιαγιά.
-Καημένο, πεινάει. Φλεβάρης, κι ούτε μια μυγδαλιά δεν
υπάρχει να κουρνιάσεις. Μόνο πέτρα.
-Μου κάνουν και τούτα δέντρα, γιαγιά. Μα θα τσακωθώ
με τα περιστέρια. Αλλά τι να κάνεις; πατρίδα μου είναι.
Να σου πω για τον γλάρο του νότου, που οι πρόγονοί του
ταξίδεψαν ώρες και χρόνια. Και είδαν τους ψαράδες του
Βοσπόρου, κουκουλουμένους ως επάνω, για τη υγρασία το
κρύο τη ζέστη, να χασκογελούν στα μεγάλα γέλια πάνω
στα ηλιοκαμένα τους πρόσωπα, όταν αντίκρυζαν το
μεγάλο του ουρανού, που τους γέμιζε τα δίχτυα με ψάρια.
Και γίνονταν και οι άνθρωποι χαρούμενοι. Τα ψάρια
ψηνόταν ωραία και ήταν γλυκά.
ΙΧΘΥΣ =Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ. Και 200
χρόνια κυριαρχούσε. Σύνθημα θα λέγαμε σήμερα, πριν την
εποχή του Ιουστινιανού. Μα δεν το βλέπω σήμερα στα
κάστρα χαραγμένο.
Ψάρια πολλά ψήνονται στον κόσμο. Μα δεν βλέπω τον
Θεό στους ανθρώπους.
-Κατέβα περιστέρι, εδώ κάτω και θα δεις τι γίνεται όταν ο
άνθρωπος ακολουθεί τον Θεό και τι γίνεται όταν όχι.
Και τώρα και τότε και πάντοτε.

54
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8ο

Γκρίζοι ήταν οι τοίχοι του μικρού δωματίου που ήθελε να


κάθεται ο Ιουστινιανός. Στο δωμάτιο του γραμματικού
που έγραφε τα μηνύματα στον πάπυρο. Το τζάκι ήταν
αναμμένο, καθώς ο χειμώνας βαστούσε γερά. Και το κρύο
δεν ήθελε να εγκαταλείψει το δικό του θρόνο. Κρατούσε
ακόμα η υγρασία της μέρας και η πατρικία η αγαπημένη
Αντωνίνα άναβε τα καντήλια και τα φανάρια στο δωμάτιο.
Στη γωνία ο λυράρης έπαιζε κάτι ανάμεσα σε σφυριγμό
αρχαίο και σε βυζαντινή μελωδία.
Η Αντωνίνα έριξε έναν ζεστό μανδύα με γούνα στις
πλάτες του αυτοκράτορα και τον τύλιξε. Εκείνος της πήρε
τα χέρια μέσα στα δικά του και τα φίλησε. Κι ύστερα
σήκωσε το βλέμμα του κι ήταν θολό, να ξεκαθάρισε στη
μορφή της. Γι ακόμα μια φορά δεν ήταν Εκείνη, δεν ήταν
η γυναίκα του, αλλά η πιστή της ακόλουθος και
αγαπημένη φίλη.
Του χάϊδεψε τα μαλλιά στοργικά.
-Πρέπει να πάω στον Βελισάριο. Δεν θέλω να τον αφήνω
μόνο του πολύ τα βράδια. Αγριεύει.
Έξω έπιασε να φυσάει δυνατά και να φτιάχνει
ανεμοστρόβιλους από φύλλα, ξεριζώνοντας όσα είχαν
απομείνει από την φυλλοβόλα διάθεση του καιρού.
Νύχτωνε και απλωνόταν η σιωπή και η σκιά.
-Στην πόλη πάλι το βουητό θα έχει ξεσηκωθεί, της είπε.
Και στα καπηλεία θα μεθοκοπάνε. Όσο και να βάλω
κανόνες, εναντίον της διαφθοράς γίνομαι μισητός. Τους
αφήνεις και γίνονται μετά βίαιοι και ξεσπάνε εκεί που δεν
πρέπει.
-Πάντοτε δεν ήταν έτσι, πατέρα μας; είπε η Αντωνίνα.
Είχε κι αυτή το παρελθόν σε μια εποχή που στιγμάτισε τις
γυναίκες και επαίνους στους άντρες για τα ανήθικα

55
κατορθώματά τους. Τελικά ο κόσμος δεν άλλαζε και πολύ.
Στην ίδια δύνη κι αυτός τριγυρνούσε σαν τα φύλλα.
Που πέταξαν μακριά και μπήκαν μέσα σε μια άλλη εποχή,
σε μια άλλη ανάμνηση στο μυαλό της πατρικίας. Τότε που
ήταν παιδί και ξεχυνόταν από τα κάστρα που τριγυρνούσε
και γύρευε να μπει και να χαζέψει κάτω στο ιππόδρομο
που ξανοιγόταν στα πόδια της μετά τον μεγάλο δρόμο.
Εκεί που συναντώντας το περιστέρι στη Θεσσαλονίκη,
κατέβαινε να χορέψει αργότερα σαν έγινε έφηβη κι αυτή
σαν την Θεοδώρα, μα πρώτα σε αυτόν τον ιππόδρομο, στη
συμβασιλεύουσα πόλη, που ήταν αδελφική και δίδυμη
αρένα με εκείνη της Κωνσταντινούπολης. Όπως και
αδερφική μοίρα ένωσε αυτές τις δύο γυναίκες, την
Αντωνίνα και την Θεοδώρα και έγιναν αχώριστες.
Βίοι παράλληλοι. Άγνωστοι. Σαν το νικηφόρο αποτέλεσμα
της μάχης. Πάντα υπήρχαν μάχες για να δώσει η
αυτοκρατορία. Κι όταν απέμενε καιρός αρκετός, το πεδίο
είχε εκείνο τα χαρακτηριστικό ωχρό χρώμα της άμμου, με
τα ξεραμένα χόρτα. Μέσα στον χειμώνα που μεσολάβησε
από την τελευταία μάχη. Από την ύστατη πρόκληση.
Είχαν περάσει μόνο δυο μέρες από το επίσημο τέλος της
εποχής, κι όμως συνέχιζε να υπάρχει η τάση για
κακοκαιρία. Πριν δυο μέρες που ξεψύχησε ο Φεβρουάριος
είχε καλό καιρό. Τώρα πάλι ο αέρας παρέσερνε τα
κρεμαστά φανάρια κοντά στα παράθυρα. Ήθελε να βάλει
τέλος στις ιστορίες των ανθρώπων. Να καθαρίσει την
ατμόσφαιρα για να ξαπολήσει την άνοιξη.
Γκρίζοι ήταν οι τοίχοι του μικρού δωματίου που ήθελε να
κάθεται ο Ιουστινιανός. Στο δωμάτιο του γραμματικού
που έγραφε τα μηνύματα στον πάπυρο. Το τζάκι ήταν
αναμμένο, καθώς ο χειμώνας βαστούσε γερά. Και το κρύο
δεν ήθελε να εγκαταλείψει το δικό του θρόνο.
Τελικά ο κόσμος δεν άλλαζε και πολύ. Στην ίδια δύνη κι
αυτός τριγυρνούσε σαν τα φύλλα.

56
Που πέταξαν μακριά και μπήκαν μέσα σε μια άλλη εποχή,
σε μια άλλη ανάμνηση στο μυαλό της πατρικίας. Τότε που
ήταν παιδί και ξεχυνόταν από τα κάστρα που τριγυρνούσε
και γύρευε να μπει και να χαζέψει κάτω στο ιππόδρομο
που ξανοιγόταν στα πόδια της μετά τον μεγάλο δρόμο.
Εκεί που συναντώντας το περιστέρι στη Θεσσαλονίκη,
κατέβαινε να χορέψει αργότερα σαν έγινε έφηβη κι αυτή
σαν την Θεοδώρα, μα πρώτα σε αυτόν τον ιππόδρομο, στη
συμβασιλεύουσα πόλη, που ήταν αδερφική και δίδυμη
αρένα με εκείνη της Κωνσταντινούπολης. Όπως και
αδελφική μοίρα ένωσε αυτές τις δύο γυναίκες, την
Αντωνίνα και την Θεοδώρα και έγιναν αχώριστες.
Έξω στα χωράφια ο Μάρτης έκανε τις μυγδαλιές να
παγώνουν και τα ξύλα να τρίζουν στις εστίες των σπιτιών.
Η Θεοδώρα είχε αφεθεί στις περιποιήσεις των
θεραπενίδων της. Της έφτιαχναν τα ρούχα εκείνο το πρωί.
Εκείνα τα όμορφα ρούχα τα πολυτελή που τόσο της
άρεσαν και τύλιγαν το ταλαιπωρημένο από τα τόσα
ανδρικά χέρια σώμα της.
Στη γωνιά δίπλα στο τζάκι, εκείνη η χαρισματική δούλα
έκαιγε τα λιβάνια της και ξεκινούσε να ανακατεύει τη
φωτιά και να διαβάζει τα μελλούμενα μέσα από τον καπνό
που ανασηκωνόταν. Όλα σηκώνονταν ψηλά εκείνες τις
ώρες. Και προειδοποίησε την βασίλισσα για αναταραχές
και φασαρίες που θα γινόταν μέσα στον οίκο της.
Σε άλλα μέρη του παλατιού, ο μεσήλικας σχεδόν πια
Βελισάριος, όπως γδυνόταν την νύχτα στο δωμάτιο του,
κοίταζε τα καλοσχηματισμένα του μπράτσα, γυμνασμένος
στρατηγός ήταν και αναρωτιόταν, γιατί η γυναίκα του, το
πάθος του, η Αντωνίνα του, δεν ήθελε πλέον να
κουρνιάσει εκεί μέσα. Τι παραπάνω μπορούσε να την
προσφέρει ο νεαρός εραστής της;. Τα πράσινα
αμυγδαλωτά της μάτια, έλαμπαν και μίκραιναν σαν να
κοιτούσε ένα φίδι, κάθε φορά που τον κοιτούσαν.
Επιδεικτικά περιφέροντας την απιστία της μπροστά του
57
και τον είχε τρελάνει, όχι μόνο από τη ζήλια του, αλλά και
από τον ερωτικό πόνο που ένιωθε κάθε φορά που
αποφάσιζε να της επιβληθεί στο κρεβάτι και να την κάνει
δική του. Εκείνο που τον τρέλαινε είναι ότι
ανταποκρινόταν, και όχι προσποιητά και στα δικά του
χάδια. Ήθελε και εκείνον και τον εραστή της. Ίσως
εκείνος να την ικανοποιούσε περισσότερο. Μικρότερος
ήταν και ο στρατηγός από τη γυναίκα του, κι εκείνη πια
αρκετά μεσήλικας, μα ίσως και αυτό να ήταν, η
μεστωμένη της ηλικία που την έκανε να μοιάζει αχόρταγη.
Κι εκείνος απλά την αγαπούσε τόσο πολύ που δεν
μπορούσε να την διώξει. Ήταν και προστατευόμενη της
αυτοκράτειρας. Όλοι ταλαιπωρημένοι και τότε οι `
άνθρωποι και όρθιοι. Αυτή ήταν η διαφορά. Ότι είχαν την
δυνατότητα να παλέψουν τη μοίρα τους.
«Θυμήσου…… Όχι δεν μπορεί να είναι αλήθεια. Με θέλει
ακόμα. Υγραίνεται όταν την αγγίζω». Ο εσωτερικός αυτός
διάλογος κρατούσε τον ψυχισμό του στρατηγού. «Ψεύτρες
ήταν οι δούλες που την κατηγόρησαν».
Εφτά χρόνια κρατούσε ο δεσμός της Αντωνίνας με τον
νεαρό που ονομαζόταν Θεοδόσιος. Ο γιός της Αντωνίνας,
Φώτιος το ήξερε και δεν σταματούσε να δείχνει την
ενόχλησή του, καθώς δεν ανεχόταν να ξαπλώνει μαζί του
η μητέρα του. Τον ζήλευε και για την εύνοια που του
έδειχνε. Και όταν το έμαθε η Αντωνίνα δεν άργησε να
διαλέξει τον εραστή από το παιδί της. Μίλησε στην
Θεοδώρα. Κι αυτό το γεγονός τις έφερε πιο κοντά.
-Θα τον συμβουλέψω να φύγει, είπε η Αυγούστα στην
Αντωνίνα. Δεν έχει νόημα να μένει πλέον εδώ ο γιός σου.
-Ναι, βασίλισσά μου, ας γίνει έτσι.
-Σε καταλαβαίνω. Κι εγώ άφησα το παιδί μου τότε στα
χέρια του πατέρα του.
-Ο Θεοδόσιος σε παιδεύει ακόμα;

58
-Ναι, αρνείται να γυρίσει αν δεν φύγει ο Φώτιος. Μετά και
την καταδίωξή του από τον Βελισάριο, δεν είναι
παράξενο.
Ο Φώτιος έφυγε, αφήνοντας πίσω του έναν κουρνιαχτό
σκόνης, κι η Θεοδώρα καταλαβαίνοντας πως είχε δίπλα
της μια αντάξια γυναίκα, στην ραδιουργία και τα πάθη,
κέρδισε την συμμαχία της και γνωρίζοντας που χειριζόταν
θαυμάσια τον άντρα της, θα μπορούσε μέσω αυτής να έχει
για πάντα τον Βελισάριο πιστό στον άντρα της. Είχε
δύναμη ο στρατηγός, και ήταν καιρός να μην ξεσηκωθεί
καμιά φορά, αλλά να την διαθέτει πάντα στα πόδια του
αυτοκράτορα.
Σε μία λαμπρή τελετή, η Θεοδώρα απέμεινε και επισήμως
τον τίτλο της «μεγάλης αρχόντισσας του οίκου της
αυτοκράτειρας». Και έγινε η έμπιστη φίλη, η επίσημη
ευνοουμένη με αυτόν τον τρόπο.
Τα «άγια» χέρια της αυτοκράτειρας, φίλησε η Αντωνίνα
όταν γύρισε από την Ραβέννα. Είχε συνοδέψει, όπως κάθε
φορά, τον στρατηγό σύζυγό της στην εκστρατεία για την
κατάληψη της Ραβέννας, καθώς την αγαπούσε τόσο πολύ
για να την αποχωριστεί και την έπαιρνε μαζί του στις
εκστρατείες. Σε αυτήν την εκστρατεία η Αντωνίνα
ξανάσμιξε με τον εραστή της τον Θεοδόσιο, και γύρισε
στην Κωνσταντινούπολη ανάμεσα στον σύζυγο και τον
εραστή της. Είχε πράγματι τον δικό της θρίαμβο να
γιορτάσει. Τον θρίαμβο του «έρωτα». Έτρεξε στην φίλη
της την αυτοκράτειρα εκστασιασμένη από το ταξίδι και
την δική της περιπέτεια.
-Είναι ένας υπέροχος ναός, μεγαλειοτάτη. Δεν λυπηθήκατε
τα έξοδα, όλοι το ομολογούν και έγινε ένα περίλαμπρος
ναός του Αγίου Βιταλίου. Είναι ένα οκτάγωνο με τον
τρούλο του στο κέντρο. Πήραν πέτρες από παλιά ρωμαϊκά
μνημεία και έφτιαξαν πολλά-πολλά παράθυρα, που
ρίχνουν μέσα φως στα ψηφιδωτά που υπάρχουν. Μικρά
κομμάτια γυαλιού τόσο δα μικρά και κολλημένα το ένα
59
δίπλα στο άλλο. Στην αψίδα στο κέντρο της, επάνω
υπάρχει ένα ημικύκλιο, κάτω από το οποίο τρία παράθυρα
φωτίζουν το ψηφιδωτό που υπάρχει επάνω τους. Είναι ο
Χριστός, χωρίς γενειάδα, ο οποίος περιβάλλεται από
αγγέλους και κρατάει στο χέρι του ένα στέμμα. Είναι
ντυμένος με πορφύρα και κάθεται πάνω στη γη και κάτω
από τα πόδια του κυλούν οι τέσσερις ποταμοί του
παραδείσου. Δίνει το στέμμα στον Άγιο Βιτάλιο που
στέκεται στα δεξιά του και αριστερά του, μετά τον άγγελο,
στέκεται ο Εκκλήσιος που έχτισε τον ναό και τον
προσφέρει στον άγγελο.
-Και δεξιά και αριστερά της αψίδας, είστε εσείς,
βασίλισσά μου, και ο αυτοκράτορας. Εκείνος είναι στην
αψίδα που βρίσκεται δεξιά από την κεντρική αψίδα που
είναι ο Χριστός και εσείς στα αριστερά, στα τμήματα που
περιβάλλουν την κεντρική και τονίζουν την κυριαρχία σας
πάνω στην πόλη. Είστε πανέμορφοι και επιβλητικοί μέσα
στην βασιλική πορφύρα, τα στέμματα και τα κοσμήματα
και φοράτε φωτοστέφανο, κατά την παράδοση των
βυζαντινών αυτοκρατορικών οικογενειών, για να φανεί ότι
είστε θεόπεμπτοι. Όπως μου είπαν. Στα χέρια του ο
αυτοκράτορας κρατάει το πανέρι της προσφοράς και εσείς
το κύπελλο της προσφοράς ως δώρα. Ο αυτοκράτορας
κρατάει το δοχείο που συμβολίζει τον Άγιο Άρτο και εσείς
το κύπελλο με τον Άγιο Οίνο, και το προσφέρετε και οι
δύο στον Κύριό μας. Είναι, κατά την αρχαία συνήθεια, μια
ιερή πομπή προς το σημείο που τελείται η Θεία
Ευχαριστία, όπως πέρασε μέσα στην παράδοση της
εκκλησίας μας. Και δίπλα σας στέκομαι εγώ, αν και
πιστεύω ότι η απεικόνιση με κολακεύει κάπως.
Η Θεοδώρα την άκουσε σιωπηλά και προσπαθούσε με τον
μυαλό της να σχηματίσει την εικόνα αυτή που της
περιέγραφαν. Χτύπησε η πόρτα.

60
Ο Ιουστινιανός μπήκε μέσα. Η Αντωνίνα τον προσκύνησε
και με το νόημα του βγήκε έξω. Η πόρτα έκλεισε πίσω
της.
-Έτρεξε να σου τα προφτάσει; την ρώτησε
-Τι πράγμα;
-Ότι τα έφτιαξε ξανά με τον Θεοδόσιο και γύρισε πίσω
μαζί του. Και μαζί με τον Βελισάριο. Μα τι να σου πω
αυτός ο άνθρωπος; …. Μια τόσο επιτυχημένη εκστρατεία
και να καταλήγει σε προσωπική τραγωδία.
-Έχει κολλήσει μαζί του.
-Πες της μια κουβέντα. Τι σου έλεγε;
-Μου περιέγραφε μερικά από τα ψηφιδωτά στον Άγιο
Βιτάλιο, ένα του Χριστού και δύο δικά μας.
-Μαζί με την αυλή μας, ναι ξέρω. Μου έφεραν και κάποια
σχέδια και είδα. Πες της κάτι.
Συνηθισμένος ο Ιουστινιανός από την Θεοδώρα, που
μπορεί να είχε ένα έντονο ερωτικό παρελθόν, αλλά του
είχε σταθεί πιστή μετά τον γάμο, θεωρούσε πως έπρεπε
και η πρώτη κυρία της αυλής της, με παρόμοιο παρελθόν,
να κάνει το ίδιο με τον δικό της σύζυγο.
-Όλος ο κόσμος σχολιάζει πίσω από την πλάτη του
Βελισάριου. Και σχολιάζει με άσχημο και ταπεινωτικό
τρόπο.
-Θα της μιλήσω, αλλά μην ξεχνάς πόσο τον επηρεάζει. Αν
έτσι κρατιέται η ισορροπία σε αυτή τη σχέση, και αυτοί τα
πηγαίνουν καλά, εμάς αυτό μας συμφέρει. Μην το ξεχνάς
αυτό. Θα της μιλήσω με τρόπο. Αν και είναι μια
ερωτευμένη γυναίκα. Θα το κάνω σου το υπόσχομαι.
-Βούκινο έχουνε γίνει.

Ούτε που τους ένοιαζε τους δύο εραστές η μάχη που είχε
ανοίξει μέσα στο βασιλικό παλάτι. Η συνεχής διεκδίκηση,
η πορεία από την μία αγκαλιά στην άλλη.

61
Μέσα στο κρύο της άνοιξης, βράδυ πια η Θεοδώρα
διάβαζε την Αγία Γραφή, για να βρει πάτημα να
συμβουλέψει την αγαπημένη της φίλη:
“Αἱ γυναῖκες τοῖς ἰδίοις ἀνδράσιν ὑποτάσσεσθε ὡς τῷ
Κυρίῳ,

Εφ. 5,22 Αι γυναίκες να υποτάσσωνται στους


άνδρας των, σαν να υποτάσσωνται στον Κυριον, ο οποίος
και παραγγέλλει την υποταγήν αυτήν των γυναικών.

Εφ. 5,23 ὅτι ὁ ἀνήρ ἐστι κεφαλὴ τῆς γυναικός, ὡς


καὶ ὁ Χριστὸς κεφαλὴ τῆς ἐκκλησίας, καὶ αὐτός ἐστι
σωτὴρ τοῦ σώματος.

Εφ. 5,23 Διότι ο άνδρας είναι κεφαλή και


αρχηγός της γυναικός, όπως και ο Χριστός είναι κεφαλή
και αρχηγός της Εκκλησίας, ο οποίος όμως Χριστός είναι
συγχρόνως και σωτήρ του σώματος της Εκκλησίας όλων
δηλαδή ανεξαιρέτως των πιστών.

Εφ. 5,24 ἀλλ᾿ ὥσπερ ἡ ἐκκλησία ὑποτάσσεται τῷ


Χριστῷ, οὕτω καὶ αἱ γυναῖκες τοῖς ἰδίοις ἀνδράσιν ἐν
παντί.

Εφ. 5,24 Αλλ' όπως η Εκκλησία υποτάσσεται


στον αρχηγόν, στον Χριστόν, έτσι και αι γυναίκες πρέπει
να υποτάσσωνται στους άνδρας των εις κάθε τι, που δεν
αντιστρατεύεται στο θείον θέλημα.

Εφ. 5,25 οἱ ἄνδρες ἀγαπᾶτε τὰς γυναῖκας ἑαυτῶν,


καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς ἠγάπησε τὴν ἐκκλησίαν καὶ ἑαυτὸν
παρέδωκεν ὑπὲρ αὐτῆς,

Εφ. 5,25 Οι δε άνδρες εξ άλλου να αγαπάτε


τας γυναίκας σας και να υποβάλλεσθε μέχρι και των
62
μεγαλυτέρων θυσιών προς χάριν αυτών, όπως και ο
Χριστός ηγάπησε την Εκκλησίαν και παρέδωκεν υπέρ
αυτής τον ευατόν του εις σταυρικόν θάνατον,

Εφ. 5,26 ἵνα αὐτὴν ἁγιάσῃ καθαρίσας τῷ λουτρῷ


τοῦ ὕδατος ἐν ῥήματι,

Εφ. 5,26 δια να την αγιάση, καθαρίσας αυτήν


με το λουτρόν του ύδατος, δηλαδή δια του αγίου
βαπτίσματος, κατά το οποίον λέγεται το ιερόν λόγιον “στο
όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου
Πνεύματος”. Την επιστολή του Αποστόλου Παύλου προς
Εφεσίους, με τις συμβουλές για το έγγαμο ζευγάρι.
Μέσα στην δύνη της ιστορίας, έμελλε η ρύση για την
θυσία του άνδρα για τη γυναίκα του, να γίνει κατά
κάποιον τρόπο αληθινή, για δύο από τους τρεις άνδρες που
υπήρχαν στη ζωή της Αντωνίνας.
Όσο όμως και να διάβασε την Αγία Γραφή για να δώσει
συμβουλές στην Αντωνίνα, οι ίδιες οι πράξεις της
ακύρωναν τις συμβουλές της.
Άλλωστε η Αντωνίνα ήταν μια πρώην εργαζόμενη
γυναίκα του ιπποδρόμου της Θεσσαλονίκης. Από εκείνες
τις γυναίκες των βυζαντινών πόλεων που εργάζονταν και
είχαν ένα λόγο παραπάνω τόλμης στη ζωή τους.
Πίστη και αφοσιωμένη η Θεοδώρα στον άντρα της, τον
μοναδικό πια στη ζωή της, μίλησε στη φίλη της. Και
εξεπλάγει από την απάντηση της.
-Γιατί όχι δύο, βασίλισσα μου; πιστεύεις πως αξίζουν οι
άντρες; πως είναι άνθρωποι και έχουν αισθήματα; ο ένας
μου φτιάχνει τη ζωή ως σύζυγος κ ο άλλος με ελκύει στο
κρεβάτι. Πιστεύεις πως δεν τους αξίζει, αλήθεια; όταν
αυτοί μας απιστούν και μας παρατάνε συνεχώς;
-Κι είναι κι η άλλη αλήθεια. Ποτέ δεν τους άρεσαν στα
αλήθεια οι γυναίκες. Αν μπορούσαν θα ήταν όλοι
ομοφυλόφιλοι.. Η ο ανταγωνισμός από την εργασία των
63
γυναικών που στήριζαν κι αυτές οικονομικά το σπιτικό
τους, ιδιαίτερα στα φτωχά κοινωνικά στρώματα; Και οι
άντρες φοβόταν μήπως γίνουν πιο ισχυρές από αυτούς;
Πιο καλά νιώθουν μεταξύ τους οι άντρες. Δεν αισθάνονται
καλά με τις γυναίκες. Όχι όλοι τουλάχιστον.
Είπε και σώπασε η Θεοδώρα αναλογιζόμενη και την
τελευταία πράξη της που είχε κάνει πρόσφατα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο

Ήταν στα χρόνια εκείνα μια γυναίκα που κατηγορήθηκε


από τον άντρα της για μοιχαλίδα. Αυτή λοιπόν κατέφυγε
στα ανάκτορα.
Μέσα στην άνοιξη τα δέντρα έξω από τα ανάκτορα
γέμιζαν με ροζ και άσπρα άνθη. Όμως δεν κράτησε πολύ
αυτή η ανθοφορία, και σύντομα έπεσαν κάτω και
πατήθηκαν από τα πόδια των αλόγων, των αχθοφόρων και
των άλλων υπηρετών και των στρατιωτών. Το δέντρο
λυπημένο κοίταζε τα άνθη του που τα ποδοπατούσαν οι
άνθρωποι και έμεναν κάτω στο χώμα και στα
πλακόστρωτα πατημένα. Κανείς δεν τους έδινε σημασία.
Ούτε καν η Αντωνίνα που ο μανδύας της παρέσερνε τα
λουλούδια, καθώς βιαζόταν να συναντηθεί με τον εραστή
της. Δεν την απασχολούσε αν τα ρούχα της κάτω
λερωνόταν. Έτσι κι αλλιώς θα έμενε γυμνή με τον εραστή
της να ξαπλώνει πάνω της και να γίνονται ένα σε μία
αγκαλιά.
Ούτε και εκείνη την κακομοίρα που ντυμένη και
τυλιγμένη στον μαύρο μανδύα της, έτρεχε προς το παλάτι
ζητώντας καταφύγιο.
64
Όταν παρουσιάστηκε μπροστά στην Θεοδώρα, ο μανδύας
και το φόρεμά της γέμισαν την αίθουσα με σκόνη και
λουλούδια.
Γονάτισε μπροστά στην Αυγούστα και της φίλησε τα
πόδια. Ικέτισσα ζητώντας συγνώμη για την μοιχεία της και
προστασία για την ζωή της. Η Θεοδώρα σηκώθηκε. Της
κατέβασε την κουκούλα από τον μανδύα που κάλυπτε το
κεφάλι της και αποκαλύφθηκε ένα ξανθοκάστανο κεφάλι
με μακριά στιλπνά μαλλιά. Της χάϊδεψε το κεφάλι και
περπάτησε λίγο. Πήγε και ανασήκωσε ένα από τα άνθη
που είχαν γεμίσει τον διάδρομο. Η μοιχαλίδα ήταν ακόμα
στην ίδια θέση γονατισμένη και ακίνητη. Παγωμένη….
Η Θεοδώρα έφερε κοντά στην μύτη της το λευκό
πατημένο λουλούδι, το οποίο γαντζώθηκε στην ραφή του
μανδύα της γυναίκας και είχε καταλήξει αυτό ένα νεκρό
λουλούδι στα χέρια της Αυτοκράτειρας. Το περιεργάστηκε
και κρυφογέλασε ειρωνικά. Απομεινάρια του είχαν
απομείνει. Πραγματικά. Οι στήμονες είχαν πατηθεί και
σχεδόν διαλυθεί. Δεν το πέταξε το λουλούδι. Το κράτησε
στα χέρια της και πήγε και κάθισε πάλι στο θρόνο.
-Πολλές φορές οι γυναίκες είμαστε σαν κι αυτό το
πατημένο λουλούδι. Που το έφερες με τον μανδύα σου
στην πόρτα μου, της είπε. Οι άνδρες μας πατούν πολλές
φορές και μας παρασύρουν στο τέλος. Και δεν ξέρουμε
πως να αντιδράσουμε. Πες μου την ιστορία σου.
Και της είπε η μοιχαλίδα πως έφτασε να απατήσει τον
άντρα της.
Έδωσε εντολή η Αυγούστα να φιλοξενηθεί η γυναίκα στο
παλάτι και να συλλάβουν τον άντρα της.
Ήταν ένα υπόγειο κάτω από τα ανάκτορα, η φυλακή των
εχθρών της Θεοδώρας.
Εκεί μέσα έσυρε τον άτυχο «κερατά» η φρουρά της
Αυτοκράτειρας και τον μαστίγωσε για τιμωρία, για να
επαληθευτεί η ρήση του λαού «και κερατάς και
δαρμένος».
65
Ήταν η ιδιότυπη εκδίκηση της Θεοδώρας, από έναν άντρα
για όσα είχε περάσει από μικρή στα χέρια τους. Να τον
αδικήσει, όπως την εκμεταλλεύτηκαν ως κοινή γυναίκα
τόσοι άντρες στη ζωή της. Κι αν δεν ήταν ο Ιουστινιανός
που ξέρει πως θα είχε καταλήξει.
Σ’ αυτό το ίδιο υπόγειο φυλάκισε η Αυγούστα και τον
Φώτιο, τον γιο της Αντωνίνας. Είχε κρύψει τον Θεοδόσιο,
τον εραστή της μητέρας μου, όταν εκείνος είχε ξαναφύγει
από την βασιλεύουσα για να πάει να ξυρίσει το κεφάλι του
και να γίνει μοναχός στην Ανατολή.
Παρόλο που ο Βελισάριος τα είχε ξαναβρεί με την
Αντωνίνα μετά την δική της μεσολάβηση, όμως είχε
προλάβει να φέρει στο φιλότιμο τον Φώτιο, που τον
μεγάλωσε ο ίδιος, και του είχε ζητήσει να τον απαλλάξει
από τον εραστή της. Και έτσι ο Φώτιος βρήκε τον μπελά
του. Δεν έκανε τίποτα ο στρατηγός όταν έσυραν τον θετό
γιο του τον Φώτιο και τον έριξαν στις υπόγειες φυλακές
και τον μαστίγωσαν σαν δούλο, για να μαρτυρήσει που
είχε κρύψει τον Θεοδόσιο. Μαλθακός από τον έκλυτο βίο,
που δεν ήταν ασυνήθιστος για τους νέους των βασιλικών
γόνων και των αυλικών γόνων, είχε και εύθραστη υγεία.
Κι όμως άντεξε και δεν ομολόγησε που τον είχε κρύψει,
παρά το γεγονός ότι ο Βελισάριος, κατόπιν της
επιτακτικής νουθεσίας από το αυτοκρατορικό ζεύγος είχε
υποχωρήσει και αποδεχτεί μέσα του, ότι αυτή θα ήταν από
δω και πέρα η ζωή του.
‘Οσο ο Φώτιος βασανιζόταν στα υπόγεια, ο Βελισάριος
γεμάτος τύψεις σκεφτόταν.
«Τι κάναμε; Τι κάναμε;....
Τα φύλλα της ελιάς ρούφηξαν την δροσερή ανάσα και το
βελούδινο δέρμα της ανέγγιχτης σάρκας χάϊδεψαν τα
ανοιχτά πράσινα μακρόστενα φύλλα.
Έπρεπε να περάσουν 30 χρόνια για να έρθει η
συνειδητοποίηση......
Χάσαμε την οικογένεια, χάσαμε τη γη....
66
Αποτύχαμε, κι η διαφθορά απλώθηκε στον κόσμο. Για
λίγο μόνο κρατά... σαν το μαύρο σύννεφο και την λάβα
του ηφαιστείου που κυλά......Μια μέρα θα καταπιεί την
αυτοκρατορία, η λάβα της διαφθοράς.

Κι αυτή έκαψε στο πέρασμα της ότι βρήκε.... Και μονάχα


στάχτες απολιθωμένες απέμειναν. Και η ζωή φεύγει από
μέσα μας.......
Μέσα στη φυλακή δεμένος με αλυσίδες, ο νέος πλήρωνε
μέσα στην υγρασία και την παγωνιά για την αλήθεια που
είπε και αποκάλυψε στον θετό του πατέρα.
Ορφανός ήταν και είχε βρει υιοθεσία, μεγάλωμα και
παρηγοριά στον στρατηγό. Που ακόμα νέος ήταν και
καθώς δεν απέκτησε άλλο γιο, ήταν για αυτόν το παιδί
του. Ένας γιος που κάρφωσε την μητέρα του για την
απιστία της απέναντι στον θετό πατέρα του.
Κι όμως αυτός ο θετός πατέρας τον πούλησε και δεν έκανε
τίποτα για να τον σώσει από το μαρτύριό του.
Η ζωή έβαλε τα χέρια της και έκλεισε, όπως συμβαίνει
συχνά την υπόθεση με τον θάνατο του Θεοδόσιου από
γαστρεντερίτιδα. Βασανίστηκε κι αυτός από την αρρώστια
μέχρι να βγει η ψυχή του, έτσι που ενέδωσε και χώρισε
ένα ανδρόγυνο με την απιστία του.
Ο γιός της Αντωνίνας, ο Φώτιος, είχε επισκεφθεί τότε, στα
541 μ.χ. τον στρατηγό πατριό και πατέρα του, για να του
ανοίξει τα μάτια.
-Πατέρα, που για μένα ήσουν ο αληθινός μου πατέρας, με
λύπη βλέπω να λερώνει το κρεβάτι σας η μητέρα μου με
αυτόν τον αχρείο νεαρό.
-Αγαπώ την γυναίκα μου, παιδί μου, και δεν θα την
πειράξω, όμως αυτόν θέλω να τον τιμωρήσεις. Να
πεθάνει, γιατί όσο ζει δεν μπορώ να την συγχωρήσω για
την απιστία της.
Όρκους αντάλλαξαν πάνω στα ευαγγέλια, να μείνουν για
πάντα μαζί, και να εξοντώσουν τον Θεοδόσιο. Οι όρκοι
67
προδόθηκαν από την δύναμη της αγάπης και της μαγείας
που εξασκούσε η Αντωνίνα και όλα αυτά έγιναν μια
θλιβερή ανάμνηση, με το άκουσμα της είδησης του
θανάτου του εραστή της από αρρώστια. Από ανακούφιση
αναστέναξε ο στρατηγός στα μαντάτα αυτά και κάποια
τύψη του τρύπησε την καρδιά μέσα από αυτές τις
αναμνήσεις που γρήγορα έδιωξε για να τις καταπολεμήσει
με την σκέψη ότι ο Φώτιος δεν ήταν σπέρμα δικό του.
Μονάχα ένα αγόρι που μεγάλωσε. Σύντομη παρηγοριά
μέσα στον πόνο της προδοσίας και την αιώνια λαχτάρα
και αγωνία του έρωτα.

Για χρόνια κυλούσε η λάβα της διαφθοράς στην


Βυζαντινή αυτοκρατορία, και δεν ήταν η πρώτη φορά που
μητέρα εναντιωνόταν στον γιό της.
Κάποια μέρα πέθανε και ο στρατηγός.

Η Αντωνίνα μπήκε στο δωμάτιο και κάθισε ανάμεσα στα


πόδια του Ιουστινιανού.
-Τώρα μόνο θα τους θυμόμαστε βασιλιά μου. Ο πιστός
σου φίλος μας άφησε σήμερα. Δεν είπε τίποτα ο γέρος
αυτοκράτορας μόνο κράτησε τα χέρια της θεραπαινίδας
στα δικά του και μαζί σκέφτηκαν τις στιγμές με τα ταίρια
τους στο παρελθόν.
Έτσι πέρασαν ώρες. Μέσα στην ησυχία. Και απέξω
ακουγόταν μονάχα ο ήχος της σιωπής, που διακόπτονταν
από τον θόρυβο που έκαναν οι υπηρέτες, που ετοίμαζαν
την κηδεία και φρόντιζαν το ανάκτορο.
-Τα έκανα καλά; Έκανα σφάλματα. Πόσο θα επηρεάσουν
την αυτοκρατορία; Ποιο θα είναι το μέλλον του
Βυζαντίου; Δεν τα έκανα όλα καλά Αντωνίνα, είπε ο
αυτοκράτορας, μα η φωνή του δεν αποτυπώθηκε στο
ψηφιδωτό το μεγάλο της εκκλησίας. Που από αυτό τον
68
γνώρισαν όλοι οι επόμενοι μετά από αυτόν, άνθρωποι και
κυβερνήτες. Κι η πρώτη κυρία εκεί αποτυπωμένη δίπλα
στη Θεοδώρα. Ούτε οι πέτρες του ιπποδρόμου της
Θεσσαλονίκης αποτύπωσαν τα λόγια και τις πράξεις της
Αντωνίνας. Και ξεχάστηκαν όλα. Οι πέτρες γέννησαν
μονάχα μνήμες, μα όχι την δική της. Εκείνη ξεχάστηκε,
όπως και η πραγματική χρονολογία που σταμάτησαν οι
αρματοδρομίες. Μονάχα συνέχισε αυτή η γωνιά της γης
την ζωή της. Την ύπαρξή της. Σαν τους φοίνικες που
στολίζουν τα παρτέρια σήμερα. Εκεί που τότε υπήρξε η
αρένα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10Ο

Η ανάμνηση στον ουρανό. Η συνάντηση στον ουρανό.


Της Αυγούστας και του στρατηγού, που τον περίμενε να
έρθει λίγο περισσότερο. Καθώς εκείνη βρισκόταν στα
σύννεφα πιο μπροστά. Κι η ψυχή του κόσμου εκείνου
συναντήθηκε μαζί του. Στα μάτια της ψυχής εκείνου, την
είδε πάντα ντυμένη μέσα στην πορφύρα της. Νέα και
άφθαρτη. Όπως άφθαρτοι παραμένουν όλοι στα σύννεφα.
Την γνώρισε. Λες και τα σύννεφα γύρω της, σαν τους
φοίνικες και αυτά, ξαναγέννησαν την μορφή της. Λες και
είχαν σχηματίσει ένα δωμάτιο βασιλικό κι αυτά, από
άσπρο πάγο. Η εγκατάλειψη της αιωνιότητας, είχε
σχηματίσει ένα λευκό σύννεφο. Με την πονηριά και την
ευστροφία της, να δημιουργεί νέες εικόνες. Έψαχνε για
τον Χριστό ο Βελισσάριος, και την λύτρωση. Μα τον
περίμενε μόνο η ψυχή της Αυγούστας εκεί. Άσπρη και
χαμογελαστή. Μια σκέτη καταγγελία για τα επίγεια. Που
περνούν, χωρίς να απομείνουν παρά μονάχα σωροί από
πέτρες. Και κόκκαλα. Και ψηφίδες. Μεγάλα κτίρια, και
θόλοι γεμάτοι χρυσάφι. Και ύστερα μόνο σωρός από
69
πέτρες. Όλοι το είπαν αυτό. Και το έγραψαν. Μα κανείς
δεν το κατάλαβε ποτέ. Κι ο στρατηγός είχε να συζητήσει
μια αιωνιότητα με την αυτοκράτειρα, για την ευθύνη που
τους κυνηγούσε. Για το πως άφησαν τον κόσμο πίσω τους.
Πόσο έφταιξαν εκείνοι για την συνέχιση της δυστυχίας
στον λαό. Που θα διαιωνιζόταν. Μέχρι να πάρουν λάμψη
και να ανοίξουν δρόμο οι πέτρες εκείνες των
γκρεμισμένων ανακτόρων.
Μέσα από τον χρόνο και τον χώρο. Σε άλλες διαστάσεις.

Πέρα από τα σύνορα. Και το χώμα της γης. Όπως τότε,


που συναντιόταν στις βασιλικές κάμαρες.
-Με φώναξες Αυγούστα μου; Πάντοτε την ρωτούσε, όταν
συναντιόταν. Όπως και εκείνη την ημέρα. Όπως πάντα
όταν το χέρι των δυνατών ετοιμαζόταν να γράψει την
μοίρα. Εκείνη την μέρα που ο λαός ξεσηκώθηκε,
θυμωμένος από τις σκληρές τιμωρίες του αυτοκρατορικού
ζεύγους, που με σκληρότητα που ορισμένες φορές έφτανε
στα όρια της απανθρωπιάς, ήξερε να καταστείλει κάθε
εκδήλωση διαμαρτυρίας και να κυριαρχεί επιβάλλοντας τη
θέλησή του. Απόλυτος άρχοντας ο αυτοκράτορας, εκείνο
το πρωινό που ο ήλιος στον ουρανό είχε το δικό του
κυνηγητό με τα σύννεφα, αναρωτήθηκε απορημένος γιατί
γινόταν όλη αυτή η διαμαρτυρία, όλη αυτή η οχλοβοή
μέσα στον ιππόδρομο εκείνη την Κυριακή. Ήταν φανερό
ότι η τάξη των πρασίνων δεν είχε έρθει για να δει τους
αγώνες, αλλά για να κάνει φασαρία.
Ενοχλημένος ο Ιουστινιανός από την αναστάτωση αυτή,
τους απείλησε με θάνατο για να σωπάσουν. Κι αυτοί
εξαγριώθηκαν περισσότερο, και καταριόταν πια τον
πατέρα του αυτοκράτορα που τον έσπειρε.
Οι Βένετοι επενέβησαν για να υπερασπιστούν τον
αυτοκράτορα, έγινε λογομαχία ανάμεσα στις δύο τάξεις
και οι πράσινοι αποχώρησαν, αφήνοντας με την ενέργειά

70
τους μια μεγάλη προσβολή προς το πρόσωπο του
αυτοκράτορα.
Μέσα στο παλιό και πρώτο της σπίτι, στον αυτοκρατορικό
χώρο μέσα στον ιππόδρομο, η Αυγούστα κάλεσε τον
Βελισάριο να την ενημερώσει.
- Αναστάτωση, βασιλισσά μου, της απάντησε.
Συγκρούστηκαν οι πράσινοι και οι βένετοι. Δεν θέλουν
τον αυτοκράτορά μας. Του το πέταξαν κατάμουτρα μέσα
σε βλαστήμιες και κατάρες.
- Υπάρχει κίνδυνος; Πραγματικός;
- Μπορεί Μεγαλειοτάτη μου, είναι εξαγριωμένοι και δεν
ξέρουν αν θα τα καταφέρουν οι στρατιώτες. Θα κάνω ότι
καλύτερο μπορώ. Αλλά εδώ δεν είναι ανοιχτό πεδίο
μάχης, είναι μέσα σε μία πόλη. Κανείς δεν ξέρει τι και
ποιος κυκλοφορεί.
- Να χτυπήσουν αλύπητα τους στασιαστές σε κάθε γωνιά.
Κουκουλωμένη με τον μανδύα της, μια γκρίζα σκιά
πρόβαλε πίσω από το αυτοκρατορικό θεωρείο και
πλησίασε την αυτοκράτειρα. Κατέβασε ήρεμα την
κουκούλα της και χαμογελαστά με μάτια σπινθηροβόλα κι
ένα χαμόγελο που έκρυβε μια πονηριά πλησίασε την
Θεοδώρα. Ήταν η Αντωνίνα. Υποκλίθηκε.
- Ο παππούς μου, Αυγούστα μου, μου είχε διηγηθεί πως
παλιά στη Θεσσαλονίκη, ο τότε αυτοκράτορας σε μία
τέτοια παρόμοια στάση, είχε καλέσει τον λαό στον
ιππόδρομο, δήθεν για αγώνες, και έκλεισαν τις πόρτες και
τους έσφαξαν όλους, γυναίκες, άνδρες ως και τα παιδιά.
- Η γυναίκα σου είχε μια πολύ ωραία ιδέα, Βελισάριε. Αν τα
πράγματα ξεφύγουν, αυτό θα γίνει.
Κι αυτό έγινε. Η εξέγερση στην Βασιλεύουσα πόλη ήταν
μεγάλη. Αναρχία, σφαγές, εκτελέσεις, πυρκαγιές παντού.
Και το σχέδιο για την καταστολή αυτής της στάσης που οι
εξεγερμένοι φώναζαν «Νίκα», προσκαλώντας τη νίκη να

71
τους στεφανώσει, μπήκε λίγες μέρες μετά σε εφαρμογή.
Εκεί που ο Ιουστινιανός έβλεπε την φυγή σαν λύση, η
Θεοδώρα φορώντας την βασιλική της πορφύρα την έδειξε
λέγοντας ακριβώς αυτό « Η βασιλική πορφύρα είναι το
καλύτερο σάβανο». Δεν τα παράτησε ποτέ, «αν θέλεις να
φύγεις Καίσαρ, έχεις πλοία και χρήματα και μπορείς. Εγώ
θα παραμείνω του είπε». Αφού εκείνη θα έμενε να πεθάνει
σαν βασίλισσα, αυτό και έγινε. Ο Ιουστινιανός παρέμεινε
και η στάση του Νίκα καταπνίγηκε όπως όλες μέσα στην
ανθρώπινη ιστορία…..
Και μία μέρα η Θεοδώρα πέθανε σαν βασίλισσα. Ζώντας
στα τελευταία της μέσα σε πόνους, που τους αντιμετώπιζε
με θάρρος και απομόνωση, όπως άλλοτε η Κλεοπάτρα
ήπιε το δηλητήριο. Και έφυγε τυλιγμένη στην βασιλική
πορφύρα. Για ότι αξία μπορεί να είχε αυτή η ζωή της και η
θέση της, και η ανάμνησή της.
Βίοι στους ιππόδρομους που τόσο πολύ έμοιαζαν τελικά
αρχιτεκτονικά και ιστορικά. Για εκείνον τον περιπατητή
μέσα στους αιώνες, που μέσα από τα γκρεμισμένα σε
ερείπια πια ανάκτορα και στάδια, θα θυμόταν
παρατηρώντας τα, όλες αυτές τις γυναίκες και τους
άντρες, που έζησαν εκεί μέσα και πάλεψαν με κάθε τρόπο
για αυτό, για να παραμείνουν μέσα σε αυτά τα
απομεινάρια από πέτρα, που αρνούνται πεισματικά να
πέσουν τελειωτικά και να γίνουν σκόνη μετά από κάθε
δόνηση της γης και της ανθρώπινης δραστηριότητας και
ιστορίας.
Εκείνον τον απλό περιηγητή, ή και τον επιστήμονα, που
αφού τα επισκεφθεί γυρίζει στο σπίτι του για να φάει και
να ξεκουραστεί, αναλογιζόμενος όλα όσα είδε και
θυμήθηκε και να ξυπνήσει μέσα στα απογεύματα και να
συνεχίσει την ζωή του μέσα στον σύγχρονο κόσμο, όπου
έφυγε η σκόνη από τη μύτη του ηφαιστείου που είχε

72
σβήσε πια τα χνάρια του θέλοντας να υπερβεί ακόμα και
το μέγεθος της προδοσίας. Δικαίωση.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1) Ιουστινιάνια Πανώλη, του Προκοπίου (Schooltime.gr,


αρχείο pdf)
file:///C:/Users/erote/Documents/%CE%95%CE%A4%CE
%9F%CE%A3%200%20%CE%BC.%CE%A7.-
%CE%A4%CE%95%CE%A7%CE%9D%CE%9F%CE%
9B%CE%9F%CE%93%CE%99%CE%91%20%CE%A4
%CE%9F%CE%A5%20%CE%A3%CE%A5%CE%9C%
CE%A0%CE%91%CE%9D%CE%A4%CE%9F%CE%A
3/ioustinianeia-panoli-ebook-schooltimegr.pdf

2) Ο βυζαντινός ιππόδρομος της Κωνσταντινούπολης


Περιοδικό «ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ»
Τεύχος 4, Αύγουστος 1982
https://www.archaiologia.gr/%ce%b1%cf%81%cf%87%ce
%b5%ce%af%ce%bf-
%cf%84%ce%b5%cf%85%cf%87%cf%8e%ce%bd/
73
kai τεύχος 10, Φεβρουάριος 1984
(άρθρα σχετικά με την ερωτική ζωή των Βυζαντινών)

3) Βελισάριος (Wikipedia)
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%92%CE%B5%CE%B
B%CE%B9%CF%83%CE%AC%CF%81%CE%B9%CE
%BF%CF%82

4) Βίντεο σχετικά με την αρχιτεκτονική του Αγίου


Βιταλίου
http://users.sch.gr/kkolaitis/2019/01/12/i-istoria-tis-
ravenas-ke-ta-psifidota-tis/
5) Ο ναός του Αγίου Βιταλίου στη Ραβέννα
http://vizantinaistorika.blogspot.com/2014/07/blog-
post_18.html

6) Η βασιλική του Αγίου Βιταλίου και τα ψηφιδωτά της


Ραβέννας (εντός του ναού)
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%92%CE%B1%CF%83
%CE%B9%CE%BB%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CF
%84%CE%BF%CF%85_%CE%91%CE%B3%CE%AF%
CE%BF%CF%85_%CE%92%CE%B9%CF%84%CE%B
1%CE%BB%CE%AF%CE%BF%CF%85

7) Ο ρόλος των γυναικών στο Βυζάντιο (περιοδικό


«Αρχαιολογία»

74
https://www.archaiologia.gr/wp-
content/uploads/2011/07/69-2.pdf?fbclid=IwAR1Cha-
HEGuX1p7qzHYtR1q8rUr0KBQzsretOuk9qSRWpWh9_-
FRjSz79mw

8) Το παρελθόν του μέλλοντος. (Αναφορά στον Προκόπιο,


τον βιογράφο του Ιουστινιανού και της Θεοδώρας)
Περιοδικό Αρχαιολογία
https://www.archaiologia.gr/wp-
content/uploads/2011/07/75-
4.pdf?fbclid=IwAR0VdeBco3dTQqfvBoRHJVzM-
_mnVf0ZgWUSvQzJOF1pdbJfA-qWckmXhWc

9) Cesaretti, Paolo., Καρατζάς, Λεωνίδας.


Θεοδώρα, η άνοδος μιας αυτοκράτειρας
Εκδόσεις Ωκεανίδα, 2003

10) Καρόλου Ντηλ,


Θεοδώρα: H αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
Μετάφραση Μοσχοβάκης Αντώνης,
Εκδόσεις Ηριδανός

11) Προκοπίου Ανέκδοτα


Η απόκρυφη ιστορία
Εκδόσεις Άγρα

75

You might also like